Professional Documents
Culture Documents
Αργύρης Κυρίδης
Μίμης Σουλιώτης
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 «Μάλιστα αναρωτήθηκα αν η μέση στάθμη αυτού του Μακεδόνα, ως διηγηματογράφου, είναι τάχα
κατώτερη από του Ηπειρώτη Χρ. Χρηστοβασίλη (1861-1937) [] ή και αυτού ακόμη του Ρουμελιώτης
στυλίστα Γιάννη Βλαχογιάννη (1868-1945)», στις «Μακεδονικές ιστορίες για το πανελλήνιο» στον τόμο:
Καστανόχωμα, Καστανιώτης 1989 (190-193 και 194-195), 191. Η αναγνώριση του Γ.Μ. ως
διηγηματογράφου και όχι μόνον ως ιστοριογράφου του Μακεδονικού Αγώνα ήλθε κατά τη 10ετία
του 1960. Για την όψιμη αποκάλυψη της λογοτεχνικής αξίας του Γ.Χρ. Μ. βλ. περισσότερα στην
Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, «Ο Μακεδονικός Αγώνας στη νεοελληνική πεζογραφία»,
Εντευκτήριο, 21 (Δεκ. 1992), 39. Έμμεση αναγνώριση του έργου του αποτελεί ωστόσο η έκδοση μιας
επίτομης ανθολογίας διηγημάτων του με τον τίτλο Ιππότες του Σταυρού. Εκλεκτά διηγήματα, επιμ.
Κώστας Καφαντάρης, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Αθήνα 1984.
2 Βλ. το εισαγωγικό σημείωμα της Άνθης Καρρά στον τόμο: Νετζατί Τζουμαλή, Μακεδονία 1900, μτφρ.
Yağ murlar ve Topraklar (= Βροχές και χώματα, μυθιστόρημα, 1973), Μακεδονία 1900 (= συλλογή
διηγημάτων, 1974), Ντιλά Χανούμ (= μυθιστόρημα, 1978) και Viran Dağlar (= Έρημα Βουνά,
πολυβραβευμένο μυθιστόρημα, 1994) (βλ. Άνθη Καρρά, ό.π.).
στρατιωτικές και άλλες ικανότητες κ.ο.κ.)6 ενώ ο Ν.Τ. υπογραμμίζει στα
διηγήματά του την απόλυτη αξία της ειρηνικής συμβίωσης των αλλοεθνών και
των αλλοθρήσκων στη (Δυτική) Μακεδονία είτε υπό την αιγίδα του
οθωμανικού κράτους είτε, προπάντων, ανεξάρτητα από αυτήν στην μετά το
1908 περίοδο.7 Ο Γ.Χρ. Μ. έχει συγγραφικό ύφος αδιάφορο για τις
λογοτεχνικές συμβάσεις (έχει επικριθεί μάλιστα ως προχειρογράφος μα και ο
ίδιος θεωρούσε εαυτόν «ερασιτέχνη») και μπορεί να θεωρηθεί λογοτέχνης
που ανέκυψε από την ιστορική συγκυρία χωρίς τούτο ν’ αφαιρεί μήτε
βέβαια να προσθέτει αξία στη γραφή του ενώ ο Ν.Τ. είναι λογοτέχνης με
την καθιερωμένη επαγγελματική σημασία του όρου: αν ο Γ.Χρ. Μ.
επιφορτίζεται με εθνικο-απελευθερωτική αποστολή με όχημα τη
διηγηματογραφία του ο Ν.Τ. ενδιαφέρεται πρωτίστως να μαστορέψει τη
λογοτεχνία αξιοποιώντας τη θεματική της ιστορικής συγκυρίας. Αλλιώς
ειπωμένο και στο βαθμό που είναι θεμιτές τέτοιες υποθέσεις: σε ειρηνικές
συνθήκες Γ.Χρ. Μ. θα είταν ένας πολιτικός καριέρας ενώ ο Ν.Τ. θα
συνέγραφε λογοτεχνία.
Στο βαθμό που είναι ορθές οι πιο πάνω παρατηρήσεις, αναμενόμενο είναι
ότι την αδέκαστη κρίση θα τη συναντήσουμε όχι στον μακεδονομάχο Μόδη
όσο στον επαγγελματία συγγραφέα Τζουμαλί που με αφορμή την πτήση του
πρώτου αεροπλάνου πάνω από την πόλη δίνει για τους Τούρκους της
Φλώρινας του 1900 λ.χ. την ακόλουθη εικόνα όπου η υπεροχή των Ρωμιών
είναι πρόδηλη:
Σε άλλο διήγημα του Ν.Τ. γενεσιουργός αιτία είναι η αξία του έρωτα ως
αντίδοτου στη θλίψη και στο φόβο του θανάτου. Η εισαγωγική παράγραφος
του διηγήματος διέπεται από τις αξίες της αντιπολεμικής λογοτεχνίας:
Ήταν Αύγουστος του 1914. Ένας καινούργιος πόλεμος είχε αρχίσει στον κόσμο. Οι
Γερμανοί είχαν επιτεθεί στους Γάλλους. Διαδιδόταν πως οι Αυστριακοί ετοιμάζονταν
να επιτεθούν στους Σέρβους. Αν άκουγε κανείς αυτά που έλεγαν ο πόλεμος θα
6 Μολονότι ορθά παρατηρούν οι μελετητές ότι στα διηγήματα του Μόδη «ο αλλοεθνής αντιμετωπίζεται
με την ανθρωπιά της αυθεντικής φιλοπατρίας» (Παναγιώτης Πίστας, Εν Θεσσαλονίκη: άρθρα και
σημειώματα, Θεσνίκη 1973, 45) και «ο αλλοεθνής αντίπαλος αντιμετωπίζεται με ανθρωπιά, συμπάθεια ή
και με χιούμορ, ως θύμα και αυτός του βαλκανικού εθνικισμού» (Βκτωρία Χασιώτη, ό.π., .38), εντούτοις
η έφεση και η τάση του συγγραφέα να αποδίδει τις ύψιστες επιδόσεις των αρετών στην ελληνική πλευρά
είναι έκδηλες και συστηματικές: η ανθρωπιά, η συμπάθεια, το χιούμορ θα πρέπει να εκληφθούν
ακριβώς ως εκφάνσεις της ελληνικής ανωτερότητας. Και παραπέρα δεν είναι διόλου βέβαιο ότι ο Γ.Μ.
συμπεριλαμβάνει στον «βαλκανικό εθνικισμό» και τις ελληνικές απόψεις ή τις βλέψεις για την Αχρίδα
λ.χ. ή για την Κοριτσά ή για τη γενέτειρά του, τα Βιτώλια.
7 «Ο Ν.Τ. ανήκει στην πρώτη γενιά που ανδρώθηκε μετά την Ανεξαρτησία, στη νέα πλέον Τουρκία.
Πιστεύει απόλυτα στην αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού, του εξευρωπαϊσμού της χώρας του. [] Την
εποχή αυτή [1945, στην Τουρκία] τη σημαδεύει τόσο η εξάπλωση των αριστερών προοδευτικών ιδεών
όσο και η ενδυνάμωση του ρατσιστικού ακροδεξιού κινήματος των τουρανιστών. Ενώ στο χώρο της
λογοτεχνίας ο απόηχος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού θα θέσει το ζήτημα ενός ‘‘ρεαλισμού προς όφελος
της κοινωνίας’’. Μεταξύ των λογοτεχνών που ενστερνίσθηκαν την προσέγγιση αυτή είναι και ο Ν.Τ.».
Επίσης: Άνθη Καρρά ,ό.π., 12-13.
8 Αυτό και τα επόμενα αποσπάσματα προέρχονται από τον τόμο των μεταφρασμένων στα ελληνικά
Στη συνέχεια η φιλία ανάμεσα σε Τούρκο και Ρωμιό παρουσιάζεται θερμή και
ανυστερόβουλη:
Ήταν γλυκιές εκείνες οι νύχτες, γλυκά τα ταξίδια. Τα ρωμέικα σπίτια του Σόροβιτς 10
ήταν περιτυλιγμένα όλα με αυλότοιχους. Κρέμονταν πάνω απ’ τους αυλότοιχους τα
κλαδιά των δένδρων που πάνω τους κούρνιαζαν μαζί με τη νύχτα τα πουλερικά του
σπιτιού. Καθώς πλησίαζα στο σπίτι του Δημήτρη σήκωνα τον τσιφτέ μου κι έριχνα
μια στην άκρη του κλαδιού. Οι κότες ξυπνούσαν τρομαγμένες κι άρχιζαν αμέσως να
κακαρίζουν καθώς έπεφταν φτεροκοπώντας απ’ τα κλαδιά κάνα δυο κοτόπουλα
σκοτωμένα.
Ο Δημήτρης πετιόταν με γέλια και φωνές αμέσως από μέσα.
Βρε αυτός είναι ο Μουσταφάς! Βρε, ήρθε ο Μουσταφάς από τη Φλώρινα…
Μια χαρά, ένα καλωσόρισμα…
Καλησπέρα!11
Καλησπέρα βρε Μουσταφά μου!
Βρε αχαΐρευτε καλωσόρισες! Πού ήσουνα τόσες μέρες; Κι είπα μας ξέχασε πια ο
Μουσταφά…
Κατέβαινα απ’ τ’ άλογο κι αγκαλιαζόμασταν. []
Οι Βούλγαροι σκοτώνουν έναν Έλληνα που είταν κοινός φίλος των δύο φίλων:
Πήραμε ό,τι ήταν να πάρουμε από το τσαρσί. Από τους γείτονες μάθαμε ότι είχαν
περάσει από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα οι τσέτες του Σαντάνσκι κι ότι ένα
απόσπασμα είχε χωθεί στα περίχωρα της Φλώρινας. Είχαν σκοτώσει εκείνο το πρωί
το Αριστειδάκι στο χωράφι του στο Πέρασμα. []
Στο γλέντι, όπου συμμετέχουν Τούρκοι και Ρωμιοί, ο φόνος του Αριστείδη
αποτελεί ζέον θέμα στις συζητήσεις:
Άρχισαν πρώτα τα όργανα. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου όλα τα τραπέζια ήσαν
γεμάτα. Έπιναν σ’ όλα τα τραπέζια. Η νύχτα προχωρούσε, ανταλλάσσοντας
χαιρετισμούς και κερνώντας φρούτα και ρακί από το ένα τραπέζι στο άλλο,
σηκώνοντας ψηλά «εις υγείαν» τα ποτήρια, λέγοντας ο ένας στον άλλο τον καημό του
κι ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις. Ο θάνατος του Αριστείδη ήταν το μοναδικό θέμα
συζήτησης.[] Πρέπει να ξεχνά κανείς όσα είπε και άκουσε στο πιοτό, δεν πρέπει να
προσπαθεί την άλλη μέρα να τα θυμηθεί. Πίναμε και κλαίγαμε! Λυπόμασταν για τα
χαμένα νειάτα του Αριστείδη, γι’ αυτούς που άφησε πίσω του, για τη νέα του γυναίκα.
Έπειτα οι αναμνήσεις, το παράπονο όσων τον είχαν δει ακόμα χτες, προχτές, όσων
θεωρούσαν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες άθεους, σοβινιστές… Το πιοτό
ανακατευόταν με το θάνατο όπως το ούζο με το νερό, θόλωνε το μυαλό μας, νομίζαμε
9 ένοπλος,στρατιώτης ή χωροφύλακας.
10 Αμύνταιο.
11 Οι λέξεις με πλάγια στοιχεία είναι τυπωμένες στα ελληνικά στο τουρκικό πρωτότυπο. [Σ.τ.Μ.]
πως πιάναμε και μάλιστα καμιά φορά πως πιάσαμε το νόημα, ή την έλλειψη
νοήματος, της ζωής μας. «Το ίδιο τέλος μας περιμένει όλους, βρε αδελφέ!…
Καλύτερα να πιούμε! Τί σήμερα, τί αύριο, ας πιούμε λοιπόν! Μονάχα ό,τι ζήσεις σε
τούτο το ντουνιά, σου μένει στο τέλος κέρδος!…» []
Παράγγειλα ποτά για τα όργανα, έστειλα τριαντάφυλλα στη Φικριγιέ. Ζήτησα από το
Ζαχαρία να ετοιμάσει ένα τραπέζι στο τέλος του προγράμματος. Κάλεσα αυτούς που
έπαιζαν ούτι, ντέφι, βιολί και κλαρίνο, τη Φικριγιέ και το Ζαχαρία για φαγητό. Το
κουβαρνταλίκι μου μετέτρεψε σε γάμο το ντουμανιασμένο από τους καπνούς των
τσιγάρων σαλόνι. Βρισκόμασταν πάνω ακριβώς στη γραμμή που χωρίζει τη ζωή από
το θάνατο. Μετά από τη θλίψη για το θάνατο του Αριστείδη, η φωνή της Φικριγιέ
καλούσε όσους έμειναν να ζήσουν. Μόλις σιωπούσε, θυμόμασταν το Αριστειδάκι και
σιμώναμε το θάνατο, όσο ακούγαμε το τραγούδι της Φικριγιέ πλησιάζαμε τη ζωή. Το
Αριστειδάκι δεν μπορούσε πια να σηκωθεί και νά ’ρθει, είχε περάσει τη γραμμή και
δεν μπορούσε νά ’ναι μαζί μας πια. Από την άλλη η Φικριγιέ συμβόλιζε τη ζωή που
όλο συνεχίζεται και που δεν πεθαίνει ποτέ. [] («Φόβος», Ν.Τ. ό.π.)
Το πιο πάνω δείγμα είναι χαρακτηριστικό και ισχύει για το σύνολο του έργου
του Ν.Τ. Ο συγγραφέας δεν αντιπαραθέτει τους αλλόθρησκους μήτε τους
αλλοεθνείς ήρωές του, όπως κάμνει συστηματικά και στρατευμένα ο Γ.Χρ. Μ.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα που ο Ν.Τ. χαράζει για τους ήρωες των διηγημάτων
του είναι από τη μια όσοι έχουν υιοθετήσει τις διχαστικές θρησκευτικές ή/και
εθνικιστικές ιδεολογίες και από την άλλη εκείνοι που προσπαθούν να
περισωθούν και να περισώσουν τις ουμανιστικές αξίες βάζοντας σε δεύτερη
μοίρα τις εθνικο-θρησκευτικές διαφορές. Από την άποψη αυτή τα διηγήματα
του Ν.Τ. εντάσσονται στην αστική ηθογραφία του 20ού αιώνα ενώ η
διηγηματογραφία του Γ.Χρ. Μ. μένει συνδεδεμένη παθιασμένα με τα
μαχητικά κελεύσματα της εθνικής πολιτικής συνείδησης (ιστοριογραφίας) του
19ου αιώνα.
Ερευνητική μεθοδολογία
Το δείγμα
12 Bandin L. (1977). L' analyse de contenu. Paris: PUF. Curley K. (1990). Content Analysis. In: Asher E.
The Encyclopedia of Language and Linguistics. Edinburgh: Pergamon Press. De Sola Pool I. (1959).
Trends in Content Analysis. Urbana: University of Illinois Press. Grawitz M. (1981). Methods des
sciences sociales. Paris: Dalloz. Moscovici S. (1970). La psychanalyse son image et son public. Paris:
PUF. Mucchieli R. (1988). L' analyse de contenu des documents et des communications. Paris: Les
Editions ESF. Veron E. (1981). La construction des evenements. Paris: Les Editions de Minuit. Weber R.
(1992). Basic Content Analysis. Newbury Park: Sage. Berelson B. (1984). Content Analysis in
Communication Research. New York: Hafner. Holsti O.R. (1969). Content Analysis for the Social
Sciences and Humanities. Reading: Addison - Wesley. Krippendorff K. (1980). Content Analysis. An
introduction to its Methodology. Beverly Hills: Sage.
13 Krippendorff K. (1980). Content Analysis. An introduction to its Methodology. Beverly Hills: Sage.
14 Τζουμαλή Ν. (2001). Μακεδονία 1900. Μετφρ. Ανθή Καρρά. Φλώρινα: Πρέσπες 2001 – Βαλκανικό
Άσυλο Ποίησης.
15 Περιοδικό Εταιρεία (….). σσ.
16 Μόδης Γ. (χ.χ.). Πενήντα θρεφτάρια. Αθήνα: Πάπυρος.
11 Ένας εισαγγελέας καμιά φορά 11 Γεωργή Χρήστο
Αποτελέσματα
Πίν. 3. Κατανομή των αναφορών του Νετζατή Τζουμαλή σε εθνικές ομάδες κατά κατεύθυνση
αναφοράς
Εθνικές Θετική Αρνητική Ουδέτερη Σύνολο
(θρησκευτικές)
ομάδες
Ν % Ν Ν % Ν %
Μουσουλμάνοι 16 48,5 12 33,4 28 70,0 56 51,4
(Τούρκοι)
17 Ο Νετζατή Τζουμαλή όταν αναφέρεται σε Μουσουλμάνους της Μακεδονίας δεν τους αποκαλεί
Τούρκους αλλά απλώς Μουσουλμάνους. Ο Γ. Χρ. Μόδης τους αποκαλεί Τούρκους.
18 Λόγω της στρογγυλοποίησης στο πρώτο δεκαδικό ψηφίο κάποια από τα αθροίσματα μπορεί να
Πίν. 4. Κατανομή των αναφορών του Γ. Χρ. Μόδη σε εθνικές ομάδες κατά κατεύθυνση
αναφοράς
Εθνικές Θετική Αρνητική Ουδέτερη Σύνολο
(θρησκευτικές)
ομάδες
ν % ν % Ν % Ν %
Μουσουλμάνοι 4 12,5 30 40,5 4 22,2 38 30,6
(Τούρκοι)
Βούλγαροι 0 0 38 51,3 0 0 42 33,9
Έλληνες 28 87,5 0 0 2 11,1 30 24,2
Αλβανοί 0 0 2 2,7 1 5,5 3 2,4
Βλάχοι 0 0 0 0 4 22,2 4 3,2
Αρβανίτες 0 0 0 0 2 11,1 2 1,6
Ρουμάνοι 0 0 4 5,4 1 5,5 5 4,0
Σύνολο 32 100 74 100 18 100 124 100
Τα στοιχεία των Πίν. 3 και 4 δείχνουν ότι ενώ οι αναφορές του Ν.Τ. στους
Μουσουλμάνους και στους Έλληνες είναι κατανεμημένες με μάλλον λογικό
τρόπο στις τρεις κατευθύνσεις (σύμφωνα με την έννοια της συνοίκησης και
των ιστορικών γεγονότων) οι αναφορές του Γ.Χρ. Μ. κατανέμονται σύμφωνα
με το προαιώνιο εθνικό ιδεολόγημα του κατακτητή και του κατακτημένου.
Πίν. 5. Κατανομή των αναφορών των Νετζατή Τζουμαλή και Γ. Χρ. Μόδη κατά
θεματική κατηγορία
Θεματικές Ν. Τζουμαλή Γ. Χρ. Σύνολο
κατηγορίες Μόδης
ν % ν % Ν %
1. Πολιτισμός 48 44,0 26 21,0 74 31,6
1.1. Θρησκεία 13 12,0 2 1,6 15 6,4
1.2. Γλώσσα 4 3,7 3 2,4 7 3,0
1.3. Ήθη έθιμα 31 28,4 21 17,0 52 22,3
και εκπαίδευση
2. Σχέσεις 44 40,4 53 42,7 97 41,6
3. Οικονομία 12 11,0 9 7,2 21 9,0
4. 5 4,6 36 29,0 41 17,6
Πατριωτισμός
Σύνολο 109 100 124 100 233 100
Β΄. Το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των εθνοτήτων της περιοχής κατέχει τη
δεσπόζουσα θέση στο έργο και των δύο συγγραφέων (41,6%). Θα πρέπει όμως
να τονίσουμε ότι ο μεν Ν.Τ. αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην ειρηνική
συνύπαρξη τους και λιγότερο στις μεταξύ τους συγκρούσεις ο δε Γ.Χρ. Μ.
προφανώς εμφορούμενος από έντονο ελληνοκεντρισμό επιδιώκει να τονίσει
τον ελληνικό αγώνα για «απελευθέρωση» ως συνέπεια της καταπίεσης τους
από τους Τούρκους και κυρίως τους Βούλγαρους. Βέβαια δεν παραλείπει να
τονίσει τα προαιώνια δικαιώματα των Ελλήνων στην Μακεδονία.
Ο λόγος του Ν.Τ. περί σχέσεων μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις. Στην
πρώτη φάση παρουσιάζεται η ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και
μουσουλμάνων: «Εμείς δεν ήμασταν που χτες το βράδυ ακόμα πονούσαμε
παρέα με τον Ξενοφώντα το Ζαχαρία και τους άλλους Ρωμιούς για το θάνατο
του Αριστείδη εμείς δεν ήμασταν που σε λίγο θα αγκαλιάζαμε το Δημήτρη στο
Σόροβιτς;» ή «Συναντιόμασταν συχνά με το Βασίλη και τον Παναγιώτη στο
δρόμο…. Καμιά φορά συναντιόμασταν σε καμιά ταβέρνα καθόμασταν και
πίναμε ούζο μαζί» ή «Ήταν μάλιστα το μαγαζί του το στέκι όλων των ντόπιων
που όποια κι αν ήταν η γλώσσα κι η θρησκεία τους ορθόδοξοι μουσουλμάνοι
Ρωμιοί Βούλγαροι Σέρβοι Βλάχοι Αλβανοί ή Τούρκοι θέλουν να ζήσουν μαζί
χωρίς φασαρίες κι έριδες». «Κανείς δεν ανακατεύεται στην εκκλησία σας στη
θρησκεία σας κανείς δεν αγγίζει τις περιουσίες σας» ή «… νοίκιασε το
σελαμλίκι σ’ έναν ρωμιό γιατρό». Το πρόβλημα για Έλληνες και
μουσουλμάνους ήταν οι Βούλγαροι: «Μεγαλώναμε ακούγοντας σαν
παραμύθια τις ιστορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Ακούγαμε για όρκους
που δίνανε με πιστόλια και σπαθιά» ή «Έκατσαν στον καφενέ που πήγαιναν
οι Βούλγαροι… καβάλησαν τα’ άλογα κι έφυγαν αφήνοντας σε όλους
Τούρκους Ρωμιούς κι Αρβανίτες πλην μερικών Βουλγάρων μια αίσθηση
πικρίας στην καρδιά» ή «Μιλούσαν πολύ ώρα για τις επιθέσεις των Αρβανών
και των Βουλγάρων για τους καυγάδες που ξεσπούσαν για τα βοσκοτόπια για
ενέδρες και σκοτωμένους». Η δεύτερη φάση αρχίζει κατά την περίοδο της
Βαλκανικών πολέμων και φυσικά τελειώνει με την ανταλλαγή των πληθυσμών
που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάννης: «Τα βάσανά μας δεν είχαν τελειωμό
μετά τη βαλκανική ήττα» ή «Τα χρόνια εκείνα όλοι οι Τούρκοι που το ‘σκαγαν
για να γλιτώσουν από τους Έλληνες περνούσαν στην Αρβανιτιά» «Στα
τουρκοχώρια οι χωρικοί ήταν τρομοκρατημένοι». «Γύριζαν με φανάρια και
δαυλούς στα χέρια όλο το μουσουλμανικό μαχαλά. Ρίξαν πυροτεχνήματα.
Βεγγαλικά τρακατρούκες», «Οι Έλληνες επέστρεψαν. Είχαν το μίσος και την
οργή του νικημένου… έβγαλαν το πρώτο άχτι της ήττας επάνω τους [στους
μουσουλμάνους]. Δεν λογάριαζαν νέους γέρους γυναίκες ή παιδιά», «…οι
Τσέτες του Βενιζέλου βάλθηκαν να τρομοκρατούν αρχικά τους
μουσουλμάνους και τους Βουλγάρους της Μακεδονίας». Ο Ν.Τ. θεωρεί τις
συγκρούσεις αυτές προϊόντα πολιτικής ή της ψυχολογίας του όχλου. Δεν
παραλείπει να τονίζει τις απόψεις των ψυχραιμότερων απλών ανθρώπων «Να
που όμως εκείνος [ο Αρσένιος] μπορούσε να γίνεται ένα μ’ εμένα και να
κοροϊδεύει τη μεγαλομανία της Ελλάδας», «Αχ βρε Μουσταφά με το ζόρι δε
γίνεται εχθρός ο άνθρωπος» ή κρατικών λειτουργών «Όλοι σας χριστιανοί και
μουσουλμάνοι είσαστε ίσοι ενώπιον του νόμου αυτού του κράτους».
Ο Γ.Χρ.Μ. τονίζει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα των σχέσεων στη
Μακεδονία: «Οι Τούρκοι τον είχαν στείλει πολλές φορές εξορία. Οι Βούλγαροι
τον πυροβόλησαν δύο φορές ως που την τρίτη τον πέτυχαν» ή «Οι αγώνες με
τους Βουλγάρους τους Ρωμούνους μας κόστισαν ακριβά», «… είδε τον
θρίαμβο των Τούρκων που περιέφεραν τα όπλα και τα’ ασημικά τους τη χαρά
των Βουλγάρων και Ρωμούνων το βαρύ πένθος των Ελλήνων», «Οι αντάρτες
σκότωσαν τον πατέρα του» ή «Ήταν Αλβανιστής. Κυνηγούσε με μίσος κάθε τι
το ελληνικό». Οι συνεχείς συγκρούσεις που παρουσιάζει ο Γ.Χρ.Μ. μοιάζουν
να απορρέουν από το θεμελιώδες ερώτημα με την εύλογη για τον συγγραφέα
απάντηση: «Μπορούσαν αληθινά καμιά φορά να γίνουν οι Τούρκοι αδελφοί
με τους ραγιάδες και γκιαούρηδες να προσκυνούν το κοράνι;». Βέβαια στο
επίπεδο της καθημερινότητας οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν
κάτι συνηθισμένο: «Είχαμε στενή οικειότητα ώστε δεν κρύβονταν από μένα
και τον μακαρίτη αδελφό μου κι αυτές οι χανούμισσες».
Γ΄. Και οι δύο συγγραφείς αναφέρονται και σε ζητήματα που αφορούν την
οικονομία. Ενδεικτικά ανθολογούμε από τον Ν.Τ.: «Οι γιατροί της πόλης ήταν
όλοι τους Ρωμιοί. Ο φαρμακοποιός επίσης Ρωμιός. Ο μοναδικός δικηγόρος
πάλι Ρωμιός», «Δε συνήθιζαν [οι μουσουλμάνοι] να παραπονιούνται επειδή
ήταν λίγο το κέρδος τους ή να κοκορεύονται επειδή ήταν πολύ», «Μπήκα στις
δημοπρασίες. Ανέλαβα να μαζέψω τους φόρους τριών χωριών» ή «Οι μπέηδες
αγόραζαν και πουλούσαν πάνω στ’ άλογα τα τσιφλίκια κλείνανε συμφωνίες
για τα χωράφια πίνοντας ρακί. Ο λόγος τους ήταν λόγος και το πιστόλι τους
πάντα έτοιμο στο ζωνάρι».
Ο Γ.Χρ. Μ. δίνει αρκετά στοιχεία για τις οικονομικές σχέσεις της εποχής:
«Παίρνατε χίλιες λίρες και δίνατε δέκα οκάδες λάδι», «Οι κάτοικοι ζούσαν
από τη τέχνη κτίστες μαραγκοί ζωγράφοι και από την κτηνοτροφία»,
«Διορίσθηκε αγροφύλακας με μισθό ένα εικοσόφραγκο το μήνα». Δεν
παραλείπει όμως να τονίσει την οικονομική ένδεια του ελληνικού πληθυσμού:
«Ζευγάδες και τσομπάνηδες είμαστε [οι Έλληνες]» ή «Ανώτερος υπάλληλος
του Σουλτάνου τσέπωνε στρογγυλό μισθό».
Δ΄. Ο Ν.Τ. σε αρκετά σημεία των διηγημάτων του δεν παραλείπει να τονίσει
τον πατριωτισμό των Μουσουλμάνων— πατριωτισμός σύνθετος αφού
συνδέεται με τη θρησκεία όσο και με την μητρική σχέση με την Τουρκία:
«Παρακολούθησε τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας διαβάζοντας το Κοράνι και
κάνοντας προσευχές» ή «… και ορκίστηκε με το χέρι ακουμπισμένο στο
Κοράνι στο σπαθί και το πιστόλι ότι θα μείνει πιστός στο σκοπό της εταιρείας
μας ότι είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα και το έθνος ….»
ή «Ζήτω η Ελευθερία! Ζήτω η Πατρίδα!» ή μετά την ήττα των Ελλήνων στον
Σαγγάριο και στη Σμύρνη: «Όσο κι αν θέλαμε να είμαστε μετρημένοι δύσκολα
κρύβαμε τη χαρά μας. Στήθηκαν από μόνα τους περήφανα τα κεφάλια μας
που τρία χρόνια τώρα κρατούσαμε σκυφτά». Δεν παραλείπει βέβαια να
αναφερθεί και στον πατροπαράδοτο πατριωτισμό των Ελλήνων: «Είστε
απόγονοι του Σωκράτη του Πλάτωνα του Πλάτωνα του Περικλή και του
Λυκούργου. Πρέπει να διαφυλάξετε τα τιμημένα ονόματα των προγόνων
σας».
Ο Γ.Χρ.Μ. ως στρατευμένος συγγραφέας τονίζει σε κάθε ευκαιρία τον
πατριωτισμό της ελληνικής πλευράς: «Η οικογένειά μου επί τουρκοκρατίας
αγωνίστηκε για τον ελληνισμό» ή «Απ’ τα θεμέλια ως την στέγη ήταν βαμμένο
γαλάζιο κι άσπρο για να εκδηλώσει ίσως τον πατριωτισμό της εποχής που είχε
ανεγερθή» ή «… προτιμούμε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας απ’ τη Σόφια»·
επίσης, την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού: «Όπως οι ήρωες του Ομήρου
πολεμούσαν και με βρισιές» καθώς και την επιτακτική ανάγκη για
απελευθέρωση: «Οι αγώνες δε γίνονται με παραμύθια. Όσο πιο πολύ αίμα
δώσουμε τόσα περισσότερα δικαιώματα θα έχουμε».
Επιλογικά