You are on page 1of 2

Άνοιξη αφέντρα

(Σύντομο διήγημα από τον Θωμά Αργυρέα.)

Δεύτερη μέρα του Πάσχα, μόλις αρραβωνιασμένοι, κι επιστρέφαμε ευτυχισμένοι από


ένα υπέροχο τετραήμερο στις Λακωνικές παραδοσιακές γωνιές. Βάτικα, Μονεμβασία,
Γύθειο και τώρα, πάλι στις δουλειές μας.

Ο δρόμος κυλούσε ανέμελα. Πίσω από το τιμόνι, η διάθεσή μου ήταν υπέροχη.

Και γιατί όχι; Την αγαπούσα απόλυτα. Ήταν δίπλα μου και μιλούσε με την τραγουδιστή,
σχεδόν παιδιάστικη φωνή της. Πειραζόμασταν συνέχεια και γελούσαμε.

Επισκεφθήκαμε, πρίν το μεσημέρι, τον Μυστρά, όπου κι έπεσε η ιδέα να ανηφορίσουμε


τον Ταΰγετο και να κατέβουμε στην Καλαμάτα. Μπήκαμε χαρούμενοι στο αυτοκίνητο και
αρχίσαμε την δύσκολη ανάβαση μέσα από την χαράδρα του Καιάδα.

Απολαμβάναμε το μαγευτικό τοπίο και χαζεύαμε την απότομη αλλά υπέροχη διαδρομή
μέσα από άγρια θάμνα, σκαμμένο βράχο και στενά περάσματα που, φορές, έμοιαζε σαν
να περνούσαμε μετεωριζόμενοι πάνω από
την χαράδρα. Ζόριζα το παλιό αυτοκίνητο
να ανέβει και παράλληλα μεθούσαμε από
τα ανοιξιάτικα αρώματα των φυτών του
ελληνικού νότου.

Κάποια στιγμή, με ανακούφιση και με


την θερμοκρασία της μηχανής στα ύψη,
φτάσαμε στην κορυφή. Στρίψαμε αριστερά
στο πάρκινγκ.

Πήραμε βαθιές ανάσες, ανατριχιάζοντας


ελαφρά από την δροσιά του υψομέτρου και κατευθυνθήκαμε στο σαλέ του Ταϋγέτου.

Ήπιαμε με ηδονή τον αρωματικό καφέ στην τζαμαρία του σαλέ με θέα τον απότομο
γκρεμό προς την μεριά της Μεσσηνίας.

Ανυπόμονοι να συνεχίσουμε το ταξείδι, πληρώσαμε και βγήκαμε στον κρύο αέρα.


Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και γελώντας ξεκινήσαμε για την κάθοδο από την άλλη πλευρά
του βουνού.

Με το ραδιόφωνο στη διαπασών τραγουδούσαμε “Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια” και το


αυτοκίνητο επιτάχυνε με άνεση στην μακρά, σχεδόν ευθεία, ακριβώς κάτω από την
κορυφογραμμή. Χαλαρός και άνετος στο τιμόνι, κυρίαρχος του δρόμου μας, έριχνα κλεφτές
ματιές στον πάνω από 200 μέτρα απότομο γκρεμό στα δεξιά μας ενώ, πολύ κάτω, στο
βάθος του, φαινόταν, μικροσκοπικό, κάποιο χωριουδάκι.
Ελαφρά καμπύλη και, αίφνης, φουρκέτα. Το κοντέρ ξεχασμένο στα 110. Φρενάρω.
Κατεβάζω τρίτη. Μπαίνω στην στροφή φρεναριστός και κόβω το τιμόνι δεξιά απότομα. Τα
πίσω λάστιχα σύρθηκαν με θόρυβο, διαγράφοντας ημικύκλιο και καθώς το αυτοκίνητο
ευθυγραμμιζόταν με τον δρόμο μετά την στροφή, σε ένα τέλειο τετακέ, σαρώνοντας τα
χαλίκια οριακά πάνω από το χάος, έστρεψα το τιμόνι ανάποδα με λίγο γκάζι για να το
κρατήσω στην ευθεία.

Λάστιχα παλαιά, φθαρμένα, σκληρά, πολυμερισμένα. Καθώς το όχημα πλαγιολίσθαινε,


ζαλίστηκα, ελεύθερος ξαφνικά, απ’ τα δεσμά του βάρους.

Γύρισα προς το μέρος της. Είχε μια άηχη έκφραση τρόμου. Πέταξα ανάλαφρος προς το
κάθισμά της και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Σφράγισα τα χείλη της με τα δικά μου.

Μια μικροσκοπική κεραμοσκεπή μεγάλωνε όλο και πιό γρήγορα στο παρμπρίζ.

“…ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε…”

Το έδαφος, μας πρόφτασε σε ευτυχισμένη μέθη, από την μακρά ελεύθερη πτώση και την
Άνοιξη που -για τελευταία φορά- διαφέντευε τα κορμιά μας.

Άνοιξα τα μάτια και, με βαθιά ανάσα, κοίταξα αριστερά, κάτω απ’ το τζάμι μου, τον βαθύ
γκρεμό με δέος. Έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι του ταμπλό.

Έστρεψα προς εκείνη και της χαμογέλασα πλατιά. Με πρόσωπο χλωμό, μου
ανταπέδωσε το χαμόγελο με ανακούφιση. Ο δρόμος, μπροστά μας, απλώνονταν μέσα στη
βλάστηση, καθοδικός, με αλλεπάλληλες, κλειστές φουρκέτες.

Γύρισα την μίζα, πάτησα απαλά το γκάζι και συνέχισα ήσυχα-ήσυχα το μακρύ δρόμο
προσεκτικότερος, σοφότερος κι ευτυχισμένος που μπορούσα ακόμα να ανασαίνω τα
αρώματα της ανοιξιάτικης δροσιάς που έμπαινε από το παράθυρο.

You might also like