Professional Documents
Culture Documents
Gri 2016 17171
Gri 2016 17171
Τµήµα Φιλολογίας
Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα: Αρχαία Ελληνική Φιλολογία
Διπλωµατική Εργασία
Φοιτητής: Mark Huggins
ΑΕΜ 1311
Επιβλέπων Καθηγητής: Δηµήτριος Χρηστίδης
Ακαδηµαϊκό έτος 2015/2016
Τίτλος
Το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν του Ιωάννου Χρυσοστόµου:
Προλεγόµενα σε µια κριτική έκδοση
Θεσσαλονίκη 2016
Εξεταστική Επιτροπή
κ. Δηµήτριος Χρηστίδης
κ. Παναγιώτης Σωτηρούδης
κ. Χρήστος Σιµελίδης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Εισαγωγή 1
Ιστορικό Πλαίσιο 17
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Εκδόσεις 64
Τα Χειρόγραφα 69
Στέµµα 103
Συµπεράσµατα 141
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
EΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα εργασία έχει ως θέµα την αντιβολή και ανάλυση των σχέσεων µεταξύ
6 χειρογράφων του 11ου αι. µ.Χ. που παραδίδουν το έργο του αγίου Ιωάννη του
Χρυσοστόµου, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν (CPG 4307). Ο
συνολικός αριθµός χειρογράφων που παραδίδουν το κείµενο ανέρχεται στα 34 και
χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 18ο αι. Όµως, επέλεξα να περιορίσω τον σκοπό της
εργασίας στην ανάλυση χειρογράφων αποκλειστικά του 11ου αι., επειδή µία πιο
ολοκληρωµένη εξέταση της καθολικής χειρόγραφης παράδοσης του έργου θα υπερέβαινε
κατά πολύ τα εφικτά όρια µιας µεταπτυχιακής διπλωµατικής εργασίας. Χωρίς αµφιβολία,
αυτό σηµαίνει ότι το στέµµα που προτείνεται εδώ είναι εκ φύσεως περιορισµένο, και τα
συµπεράσµατα που προκύπτουν από αυτό συνιστούν αναγκαστικά ενδείξεις, και µόνο,
για την πιθανή εξέλιξη της παράδοσης. Η ολοκληρωµένη ανάλυση της παράδοσης θα
προσφερθεί στον τόµο της Sources Chrétiennes, ο οποίος θα συµπεριλάβει και το τελικό
κριτικό κείµενο του έργου. Ο τόµος αυτός ετοιµάζεται από την καθ. Margaret Schatkin
της Θεολογικής Σχολής του Boston College, ΗΠΑ. Η παρούσα µελέτη αποτελεί συµβολή
στην προετοιµασία αυτής της κριτικής έκδοσης.
Όσον αφορά την δοµή της εργασίας, αποτελείται από δύο µέρη. Το πρώτο µέρος,
το οποίο ακολουθεί αµέσως παρακάτω, αναλύει θέµατα σχετικά µε την συγγραφή του
κειµένου, όπως την χρονολόγηση της συγγραφής, τα συµφραζόµενα και τις συνθήκες
διαβίωσης του Χρυσοστόµου κατά την χρονική στιγµή σύνθεσης του κειµένου, και το
θεολογικό, φιλοσοφικό και πολιτιστικό υπόβαθρο της σκέψης του Ιωάννη, όπως
εκφράζεται στο συγκεκριµένο έργο του. Το δεύτερο µέρος παρουσιάζει τα αποτελέσµατα
της αντιβολής των έξι χειρογράφων του 11ου αι., προτείνοντας ένα µικρής κλίµακας
στέµµα και αποτιµώντας ορισµένες από τις διαφοροποιήσεις του κειµένου που
εµφανίζονται στα συγκεκριµένα χειρόγραφα. Τέλος, η εργασία κλείνει µε
συµπεράσµατα, τα οποία έχουν σκοπό να συνοψίσουν τα πορίσµατα της έρευνας, καθώς
και να αποτιµήσουν την αξία τους αναφορικά µε την µελέτη της χρυσοστοµικής
παραγωγής γενικότερα.
Λοιπόν, στη δίτοµη µελέτη του για τον βίο και το έργο του Χρυσοστόµου, ο
Παπαδόπουλος συγκαταλέγει το συγκεκριµένο κείµενο στα πρώιµα «ασκητικο-
2
1
Παπαδόπουλος (2006), 148.
2
Πιθανόν ο Παπαδόπουλος να επηρεάστηκε, επίσης, από τον Dumortier (1955:99-100), ο οποίος διακρίνει
την διαµόρφωση ενός corpus asceticum στην χειρόγραφη παράδοση του Χρυσοστόµου, η οποία θα
ανάγεται µάλλον στον 10ο αι.
3
Δυστυχώς, η σχετική µελέτη της Wendy Mayer (2005) πραγµατεύεται αποκλειστικά τις οµιλίες του
Χρυσοστόµου, ώστε το εν λόγω έργο του να αποκλείεται από την ανάλυσή της.
4
Βλ. Halkin (1977), 7.
3
βασιλικής αυλής στην Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται ότι ο πρώτος βιογράφος του που
εξιστόρησε τον βίο του εκ γενετής υπήρξε ο Γεώργιος Αλεξανδρείας, ο οποίος έζησε
κατά τις αρχές του 7ου αι.5 Ωστόσο, και αυτός δεν αναφέρει µια ηµεροµηνία γέννησης
του Χρυσοστόµου. Εν πάση περιπτώσει, το θέµα δεν πρέπει να απασχόλησε κατά πολύ
τους αρχαίους βιογράφους· από την στιγµή που η ηµεροµηνία θανάτου ήταν γνωστή σε
όλους, καθώς και οι συνθήκες – αυτές θα ενδιέφεραν τον περισσότερο κόσµο, σχετικά µε
την αγιότητά του – η γέννησή του δεν είλκυσε τόσο την προσοχή των αρχαίων.6
Ο Baur υιοθετεί µε τρόπο αβίαστο την χρονολόγηση της γέννησης του
7
Χρυσοστόµου στο έτος 354. Ο Χρήστου, επίσης, τοποθετεί την γέννηση του
Χρυσοστόµου κατά το έτος 354,8 κυρίως µε βάση στοιχεία που προσφέρει ο Παλλάδιος,
όπως 1) στα 18 έτη ο Ιωάννης ολοκλήρωσε τις ρητορικές του σπουδές και 2) στις αρχές
του 398 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Συνεπώς, υπολογίζοντας
τα γνωστά διαστήµατα στο Σίλπιο όρος (6 χρόνια), µεταξύ χειροτονίας διακόνου και
πρεσβυτέρου (5 χρόνια), και µετά ως αρχιεπισκόπου το 398 (12 χρόνια), ο Χρήστου
µετρά 44 χρόνια που συνεπάγονται γέννηση το 354. Από την άλλη, ο Kelley χρονολογεί
την γέννησή του στο 349, µε βάση στοιχεία και από τον Παλλάδιο και από την ζωή του
Μελέτιου, ο οποίος βάπτισε τον Χρυσόστοµο.9 Εάν λάβουµε υπ᾽ όψη µας το γεγονός ότι
ο Μελέτιος διέµεινε στην Αντιόχεια αποκλειστικά κατά τα χρόνια 362-365 και 367-371,
ο Χρυσόστοµος πρέπει να βαπτίστηκε και να υπηρετούσε ως βοηθός του πατριάρχη κατά
τα παραπάνω διαστήµατα. Μεταξύ 362-365, ο Ιωάννης µπορεί να ήταν το πολύ 13 µε 15
ετών, ενώ ο Παλλάδιος µνηµονεύει συγκεκριµένα ότι ολοκλήρωσε τις σπουδές του
πρώτα, στα 18 έτη, και µετά βαπτίστηκε. Λοιπόν, εάν δεχθούµε ότι ο Μελέτιος τον
βάπτισε κατά το 367/8, ο Ιωάννης θα µπορούσε να τον υπηρετούσε 3 χρόνια (όπως
µαρτυρεί ο Παλλάδιος), 10 παρακολουθώντας παράλληλα µαθήµατα θεολογίας. Έπειτα
5
ό.π. 69.
6
Βλ. σχετικά την κατατοπιστική µελέτη του Baur (1907), 37-48.
7
Baur (1988), 3.
8
Χρήστου (1976), 232-233. Πράγµατι, ο Χρήστου προτείνει το 351 παρακάτω στην ανάλυσή του, έχοντας
όµως επιβεβαιώσει την ακρίβεια του Παλλάδιου, η οποία του φαίνεται να υποδεικνύει το 354. Η ανεξήγητη
αυτή αλλαγή, επίσης, διαταράζει την χρονολογία 398 για την χειροτονία του Ιωάννη ως αρχιεπισκόπου.
Δυστυχώς, ο Χρήστου παραλείπει να συνδέσει όλα τα στοιχεία που προσκοµίζει.
9
Kelley (1998), 296-298.
10
Διαλ. 5 (SC 341.108).
4
από αυτό το διάστηµα, θα έφυγε στο Σίλπιο όρος µε την δεύτερη εξορία του πατριάρχη.
Τότε, εάν δεχθούµε τα παραπάνω, η χρονολογία γέννησης του Ιωάννη θα πρέπει να
ανάγεται περίπου στο 349. 11 Συµµερίζοµαι την άποψη του Kelley σχετικά µε την
γέννηση του Χρυσοστόµου. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο Άγγλος µελετητής αστοχεί όσον
αφορά την χρονολόγηση συγγραφής του Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν
ἐνάγουσιν που συµπεραίνει, µε αποτέλεσµα να βγάζει και άλλα εσφαλµένα
συµπεράσµατα.
Ο Kelly προτείνει το 386 ως terminus post quem, τουτέστιν κατόπιν της
χειροτονίας του Ιωάννη ως ιερέα στην Αντιόχεια. O Άγγλος µελετητής θεωρεί
λανθασµένη µία χρονολόγηση συγγραφής ανάµεσα στα 6 «µοναστικά» χρόνια του
Χρυσοστόµου – η οποία θα προϋπέθετε ότι την µοναστική του περίοδο διαδέχθηκε µία
απογοήτευση ή αποστασιοποίηση από τον µοναχισµό – ακριβώς επειδή ολόκληρη την
ζωή του πέρασε ο Ιωάννης µε την ίδια ασκητική ακρίβεια που είχε αρχικά αποκτήσει στο
Σίλπιο όρος.12 Ωστόσο, παρ᾽ όλο που ο Kelly έχει µεν απόλυτο δίκιο στην παρατήρηση
ότι ο Χρυσόστοµος ποτέ δεν χαµήλωσε τον πήχυ της ακρίβειας της ασκητικής του ζωής,
ούτε προώθησε µία τέτοια διάκριση βιωτικοῦ/µοναχοῦ,13 µένει αναπάντητο το θέµα της
έντασης και του πνεύµατος έκτακτης ανάγκης ύψιστης σηµασίας που χαρακτηρίζει το
σύγγραµµα. Δηλαδή, ο Kelly κατ᾽ ουσίαν προτείνει ότι ο Χρυσόστοµος διέµεινε στο
Σίλπιο όρος το διάστηµα 372-378, και µετά ανέβαλε για τουλάχιστον 8 χρόνια την
συγγραφή ενός έργου, το οποίο πραγµατεύεται αδιαµφισβήτητα γεγονότα εκείνου του
διαστήµατος, δηλώνοντας σαφώς ότι όσοι εµποδίζουν τα παιδιά τους να γίνουν µοναχοί
δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας. 14 Για ένα τόσο σηµαντικό και καθοριστικό θέµα, είναι
11
Ολόκληρη η χρονολογία και επιχειρηµατολογία αντλούνται από τον Kelley, βλ. ό.π. Ο Brändle (2003)
δέχεται χωρίς ανάλυση ή συζήτηση την χρονολογία του Kelley, ενώ ο Παπαδόπουλος (2006) φαίνεται ότι
µεταξύ Χρήστου και Kelley, διαπιστώνει την ορθότητα γνώµης του δεύτερου παρά του πρώτου.
12
Kelly (1998), 34-35.
13
Ο Kelly εννοεί ότι για τον Χρυσόστοµο η διάκριση βιωτικός/µοναχός (Σήµερα, αντί του βιωτικός
συνηθίζεται η χρήση των όρων λαϊκός ή κοσµικός. Παραθέτω το βιωτικός από τον Χρυσόστοµο.) είναι
απλά συµπτωµατική, ενδεικτική της εξωτερικής κατάστασης του καθενός, αλλά οι εντολές του Χριστού
παραµένουν ίδιες για όλους. Σ᾽ αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο Kelly, όπως αποδεικνύει µε παράθεµα από το
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.373.
14
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.325.
5
δύσκολο να δεχτούµε µία τέτοια αναβολή εκ µέρους του Χρυσοστόµου, ειδικά σχετικά
µε τους οδυρµούς που εκφράζει όταν ενηµερώθηκε για την κατάσταση.15
Ο Παπαδόπουλος τοποθετεί το κείµενο µεταξύ 383-386, δηλαδή αφού επιστρέφει
ο Χρυσόστοµος στην Αντιόχεια έπειτα από την εξάχρονη διαµονή του (372-378)
ανάµεσα στους µοναχούς της περιοχής, αλλά µόλις πριν χειροτονηθεί ιερέας από τον
Ευάγριο.16 Από την άλλη, ο Brändle συνιστά µία χρονολογία συγγραφής µεταξύ 374-
380, είτε δηλαδή ενώ βρίσκεται ανάµεσα στους µοναχούς είτε µόλις επιστρέφει στην
πόλη.17 Η άποψη, λοιπόν, του Brändle ανταποκρίνεται περισσότερο στα δεδοµένα του
κειµένου. Ολόκληρη την αφήγηση πλαισιώνει η ανάµνηση ενός διαλόγου που κάνει ο
Χρυσόστοµος µε έναν αδελφό µοναχό, ο οποίος τον ενηµερώνει ότι πολλοί πατέρες
εµποδίζουν τα παιδιά τους να γίνουν µοναχοί, και µάλιστα καταδιώκουν και κατηγορούν
τους µοναχούς για απαγωγή, πλύση εγκεφάλου και διδασκαλία καινών δαιµονίων
γενικότερα. Αφού αφηγηθεί τον διάλογο, ο Ιωάννης απευθύνει τρεις λόγους έντονης
παράκλησης και έκκλησης για επιστροφή και επανόρθωση στους πατέρες των παιδιών
αυτών. Εποµένως, όταν λάβει κανείς υπ᾽ όψη του το ίδιο το περιεχόµενο του έργου,
ειδικά όταν ο Χρυσόστοµος παρακινείται από τον µοναχό να συγγράψει ένα βιβλίο ἀντ᾽
ἄλλου τινὸς φαρµάκου18 προκειµένου να θεραπευτεί η νόσος των αντι-ασκητικών τάσεων
ανάµεσα στους χριστιανούς, η χρονολογία του Brändle φαίνεται η περισσότερο πιθανή.
Επιτρέπει στον Χρυσόστοµο να απαντήσει στην έκτακτη ανάγκη που περιγράφει µε
φυσιολογικό τρόπο και µε την δέουσα αµεσότητα. Αλλιώς, θα πρέπει να υποθέσουµε ότι:
α) είτε ο Χρυσόστοµος επινόησε όλη την σκηνή όπου δέχεται την ώθηση του αδελφού
µοναχού, αλλά για ποιο λόγο, εάν δεν συνέβη πραγµατικά; β) είτε ανέβαλε την
πραγµατοποίηση της ώθησης για πολλά χρόνια, µέχρι να επιστρέψει στην πόλη, αλλά για
ποιο λόγο, όταν ο ίδιος οδύρεται τόσο οικτρά για την πλάνη των αδελφών του
χριστιανών και καταφέρεται τόσο σφοδρά εναντίον των λανθασµένων αντιλήψεών τους;
γ) είτε το έργο αποτελεί ουσιαστικά µία αφηρηµένη µελέτη/πραγµατεία/έκθεση του
µοναχικού βίου των χριστιανών, µία ίσως πιο ζωηρή εκδοχή των Ἀσκητικῶν Διατάξεων
15
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.320-321.
16
Παπαδόπουλος (2006), 149. Δεν προσφέρει, όµως, επιχειρήµατα για να υποστηρίξει την άποψή του.
17
Brändle (1995), 275.
18
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.321.
6
του Μεγάλου Βασιλείου, πράγµα το οποίο αντιβαίνει ριζικά στο γενικότερα έντονο
πνεύµα αµεσότητας και καθηµερινότητας του Χρυσοστόµου, καθώς και την καταφανή
αποφυγή του να διατυπώσει κανόνες.19 Συµµερίζοµαι, λοιπόν, την άποψη του Brändle ότι
η συγγραφή του κειµένου θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά κοντά στα εν λόγω
γεγονότα.20 Ωστόσο, για ποια γεγονότα κάνει λόγο ο Ιωάννης;
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα και ριψοκίνδυνη άποψη όσον αφορά τα ιστορικά
συµφραζόµενα συγγραφής αποτελεί εκείνη του Lenski, ο οποίος συνδέει το κείµενο µε
την κυριαρχία του Ουάλη (364-378), θεωρώντας το εν λόγω έργο του Χρυσοστόµου ως
καταγραφή των σκληρών µέτρων που πήρε ο Ουάλης εναντίον των χριστιανών
µοναχών. 21 Η επιχειρηµατολογία του Lenski παρουσιάζει µία άκρως δελεαστική, και
στον ίδιο βαθµό επισφαλή, πρόταση πλαισίωσης, και ως εκ τούτου χρονολόγησης, του
κειµένου. Ξεκινά µε την εξιστόρηση των γνωστών αντι-ασκητικών µέτρων του Ουάλη,
τα οποία στην συνέχεια προσπαθεί να συνδέσει µε τα εξιστορηµένα συµβάντα του
κειµένου, όπως: δηµόσια (όχι, όµως, αναγκαστικά εκ µέρους του κράτους) χτυπήµατα
και πληγώµατα µοναχών, δίκες και καταδίκες, καθώς και κατεδάφιση κελλιών και
µοναστηρίων.22 Στην καλύτερη περίπτωση, η προτεινόµενη σύνδεση θεωρείται πιθανή,
εφ᾽ όσον ο ίδιος ο Χρυσόστοµος δεν παραλείπει µόνο να κατονοµάσει αυτοκράτορα,
αλλά, µάλιστα, σε κανένα σηµείο του κειµένου δεν αναφέρεται καθόλου σε επίσηµο,
οργανωµένο και κρατικά εγκεκριµένο πρόγραµµα καταδίωξης µοναχών. Ο Lenski
προσπαθεί να απαντήσει σ᾽ αυτήν την αντίρρηση, παραθέτοντας την ρητορική ερώτηση
19
Όλες οι παραπάνω απόψεις, βέβαια, έχουν υποστηριχθεί και οπωσδήποτε υπάρχουν πολύ περισσότερες
από όσες µνηµονεύω εδώ. Δεν έχω σκοπό να αναλύσω όλες τις προτάσεις και τις πιθανότητες που
αναλογούν στην κάθε µία. Κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα γνωρίσουµε ποτέ µε σιγουριά πότε ακριβώς
συντέθηκε το κείµενο, το οποίο εκ φύσεως δείχνει µία αµεσότητα και έναν επείγοντα χαρακτήρα, που κατά
κάποιον τρόπο ακυρώνονται ή µαταιώνονται µε την αποµάκρυνση της συγγραφής από το ίδιο το γεγονός.
20
Προς αποφυγή σύγχυσης και ασάφειας, συµµερίζοµαι την χρονολόγηση του Brändle όσον αφορά την
γέννηση του Χρυσοστόµου (349, την οποία αντλεί από τον Kelley) και την συγγραφή του Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας (374-380). Η ανάλυση που ακολουθεί σχετικά µε τα ιστορικά συµφραζόµενα της συγγραφής
έχει σηµασία, ώστε επιβάλλεται έστω και πρόχειρη αναφορά. Επίσης, συµφωνώ µε τον Lenski, ότι πιθανόν
το κείµενο να συντέθηκε επί του Ουάλη. Όµως, διαφωνώ µε την επιχειρηµατολογία του, η οποία
επιβαρύνει τον Χρυσόστοµο µε πεποιθήσεις τις οποίες δεν ασπάστηκε ποτέ, παρά τις αναιρούσε µε κάθε
ευκαιρία, όπως θα δούµε παρακάτω.
21
Βλ. Lenski (2004), 93-107. Η σύνδεση προτείνεται ήδη από τον Montfaucon (1718), όπως σηµειώνει ο
Lenski (103), και τον ακολουθεί και ο Dübner (1861) στην έκδοσή του.
22
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.322.
7
του Χρυσοστόµου: ποῦ τάξοµεν τοὺς νέους τούτους νοµοθέτας τῆς καινῆς ταύτης καὶ
ἀτοπωτάτης νοµοθεσίας..., 23 σχετικά µε όσους αποδοκιµάζουν την ασκητική ζωή των
χριστιανών. Η χρήση των όρων νοµοθέτης και νοµοθεσία για τον Lenski αποτελεί άµεση
αναφορά σ᾽ έναν νόµο του Ουάλη εναντίον των µοναχών, παραδοµένο από τον
Ιερώνυµο. 24 Όµως, εάν προσέξει κανείς το ίδιο το κείµενο του Χρυσοστόµου, θα
διαπιστώσει πως ο Ιωάννης χρησιµοποιεί το ρήµα νοµοθετέω 8 φορές,25 το ουσιαστικό
νοµοθέτης 3 φορές, 26 και το ουσιαστικό νοµοθεσία 1 φορά συνολικά. 27 Από τις 8
περιπτώσεις του νοµοθετέω, 2 αναφέρονται στον ίδιο τον Χρυσόστοµο, 1 αναφέρεται
στον απόστολο Παύλο, 4 αναφέρονται στον Χριστό και 1 αναφέρεται στον υποτιθέµενο
πατέρα µε τον οποίον διαλέγεται ο Χρυσόστοµος κατά την διάρκεια του κειµένου.
Ουδεµία από τις 8 περιπτώσεις δεν σχετίζεται µε πραγµατική νοµοθεσία, παρά µόνο, και
αποκλειστικά, µε θείες εντολές (Παύλος και Χριστός) και γνώµες ή συµβουλές
(Χρυσόστοµος και ο πατέρας). Από τις 3 περιπτώσεις του νοµοθέτης, 2 αναφέρονται σε
νοµοθέτες του κράτους· παρά ταύτα, ο Χρυσόστοµος τους επικρίνει, όχι για αυστηρά
µέτρα, αλλά για χαλαρά παρά το δέον µέτρα, τα οποία αφήνουν τους ανθρώπους
αχαλίνωτους µέχρι να διαστραφούν τελείως, και τότε µόνο οι νοµοθέτες ενδιαφέρονται
να τους διορθώσουν. Τέτοιες παρατηρήσεις δεν συνηγορούν υπέρ της σύνδεσης του
κειµένου µε τα αυστηρά µέτρα του Ουάλη. Η άλλη περίπτωση του νοµοθέτης είναι
εκείνη που αναφέρει ο ίδιος ο Lenski στο άρθρο του. Στην καλύτερη περίπτωση, η χρήση
του όρου εδώ είναι ασαφής· µπορεί να εννοείται νοµοθέτης του κράτους, και µπορεί
εξίσου να εννοούνται οι πατέρες που εµποδίζουν την µοναχική τάση των παιδιών τους,
όπως και η χρήση του ρήµατος νοµοθετέω. Η µία περίπτωση του νοµοθεσία, δίπλα σ᾽
αυτό το τελευταίο νοµοθέτης, χαρακτηρίζεται από την ίδια ακριβώς ασάφεια. Εποµένως,
το µοναδικό αποδεικτικό στοιχείο της άποψης του Lenski αποδεικνύεται, έπειτα από
προσεκτική ανάλυση, ελλιπές.
23
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.331.
24
Lenski (2004), 107.
25
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.329· 355· 368· 372 (2 φορές)· 374· 378· 379.
26
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.331· 381 (2 φορές).
27
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.331.
8
28
Ο Χρυσόστοµος ανοίγει και πλαισιώνει την πραγµατεία του µε αναφορά στο βιβλίο Ἔσδρα Β´, κφφ. 4-6,
όπου χαιρέκακοι Σαµαρείτες προσπαθούσαν να εµποδίσουν τους Εβραίους να οικοδοµήσουν εκ νέου τον
Ναό στην Ιερουσαλήµ.
29
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.321.
30
Kelley (1998), 51.
31
Illert (2000), 15-17.
9
βάση τους οποίους ο Γερµανός έχει χρονολογήσει το κείµενο στο 381.32 Στο δεύτερο
σκέλος, όµως, ο Lenski διασαφηνίζει ότι κατ᾽ ουσίαν δεν παραδέχεται την χρονολόγηση
αυτή του Illert, επειδή έχει αντιληφθεί ότι το τριµερές έργο του Χρυσοστόµου δεν
συντέθηκε ως µία ενιαία συγγραφή, παρά ως δύο: τα δύο τελευταία µέρη το 381, αλλά το
πρώτο κάποια στιγµή πριν τον θάνατο του Ουάλη. Επιπλέον, επισηµαίνοντας την
χρονολόγηση του Montfaucon στο 375, ο Lenski παραδέχεται τον ισχυρισµό του Γάλλου
µοναχού ότι η αναφορά της ευσέβειας δεν συνίσταται στην διαφορά ορθοδοξίας των
αρχόντων και αίρεσης, παρά στην χριστιανική πίστη σε αντιδιαστολή µε την
ειδωλολατρία.33 Όµως, υπάρχει ένα σηµαντικό πρόβληµα σχετικά µε τις τρεις παραπάνω
προτάσεις των Kelley, Illert και Lenski, τουτέστιν ο ίδιος ο Χρυσόστοµος καθιστά σαφές
ότι δεν ισχύει καµία από τις τρεις. Το ίδιο το κείµενο αναιρεί και τις τρεις απόψεις αυτές,
όπως θα δούµε τώρα.
Ο Kelley χρονολογεί το έργο µετά το 386· ένας από τους λόγους του είναι η
αναφορά της ευσέβειας των αρχόντων. Ο Illert συµφωνεί µε την αντίρρηση της
ευσέβειας, αλλά οι παραλληλισµοί µε κείµενα του Λιβάνιου τον προτρέπουν να
τοποθετήσει το έργο στο 381. Ο Lenski, τέλος, διαχωρίζει το έργο σε δύο συγγραφές,
προσδιορίζοντας τα έτη συγγραφής ως 381 (για την δεύτερη συγγραφή) αλλά πριν το 378
(για την πρώτη) και διαβάζει στο κείµενο την παρουσία της ειδωλολατρίας. Ενώ οι
Kelley και Illert αντιβάλλουν τον Ουάλη µε τον Θεοδόσιο, ο Lenski φαίνεται να διαβάζει
µια αντιβολή µεταξύ Ουάλη και Ιουλιανού. Κατ᾽ αρχάς, εάν συνεχίσει κανείς την
ανάγνωση του κειµένου πέραν του επίµαχου παραθέµατος, θα διαπιστώσει ότι ο
Χρυσόστοµος παρουσιάζει τον αδελφό του µοναχό να απαντά ως εξής:
Ὁ δέ φησιν· Ἂν καὶ τὸ τούτου παραδοξότερον µάθῃς, ὅτι καὶ οἱ ταῦτα δρῶντες
εὐσεβεῖς τε εἶναι βούλονται, καὶ Χριστιανοὺς καλοῦσιν αὑτούς, πολλοὶ δὲ αὐτῶν
καὶ τῶν ἤδη µεµυηµένων εἰσί· καί τις αὐτῶν δὴ τούτων πολλοῦ τοῦ διαβόλου
πνεύσαντος εἰς αὐτόν, διὰ τῆς µιαρᾶς γλώσσης ἐκείνης ἐτόλµησεν εἰπεῖν, ὅτι καὶ
τῆς πίστεως ἀποστήσεται…34
32
ό.π.
33
Lenski (2004), 103-104.
34
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.321.
10
35
Bidez I.89b.288b.
11
36
Τα συγκεκριµένα στοιχεία προσφέρει ο Lenski (2004), 95-103.
37
Βλ. ό.π., όπου ο Lenski περιγράφει µε γλαφυρότητα πως το παραπάνω µήνυµα οπωσδήποτε αρµόζει στις
ενέργειες του Ουάλη.
12
µοναδικό δίδαγµα που αδιαλείπτως εξαίρει ο Χρυσόστοµος µε την κάθε ευκαιρία και
κάθε δυνατό τρόπο. Δεν συνιστά ούτε διακινδυνευµένη θέση ούτε µεγάλη επέκταση του
διδάγµατός του να ερµηνεύσουµε αυτήν την ανάποδη ιεραρχία προτεραιοτήτων ως
αίρεση.38 Κατά την γνώµη του Χρυσοστόµου, η ενασχόληση µε τον παρόντα, επίγειο βίο
δεν υπάρχει ανάγκη να απορριφθεί. Ο χριστιανικός βίος δεν αποτελεί τόσο απάρνηση του
κόσµου, όσο του εαυτού µας.39 Κατά την γνώµη του Χρυσοστόµου, ο χριστιανικός βίος
είναι ο σωστός προσανατολισµός του ανθρώπου προς τον προορισµό του και η υγιής
ιεραρχία των προτεραιοτήτων στην ζωή του. Ο,τιδήποτε άλλο, εύλογα, θα αποτελεί
αίρεση.40 Άρα, η θέση του Montfaucon απορρίπτεται.
Ωστόσο, ο Lenski διατείνεται πως τα κειµενικά συµφραζόµενα της αναφοράς
στην ευσέβεια συνηγορούν υπέρ της θέσης του.41 Ο Αµερικανός µελετητής σηµειώνει
την προέλευση της προοιµιακής διήγησης του κειµένου – η οποία βρίσκεται αµέσως πριν
την αναφορά στην ευσέβεια των αρχόντων – από το βιβλίο της Αγίας Γραφής Ἔσδρα Β´,
κφφ. 4-6. Στην συγκεκριµένη περικοπή, οι Εβραίοι έχουν µόλις επιστρέψει στην
Ιερουσαλήµ από την βαβυλώνια αιχµαλωσία και προσπαθούν να οικοδοµήσουν τον
κατεδαφισµένο Ναό τους. Κακόβουλοι Σαµαρείτες δραστηριοποιούνται για να
εµποδίσουν την οικοδοµή του Ναού. Η ενέργειά τους χαρακτηρίζεται ως πόλεµος
εναντίον του Θεού, και περιγράφεται η οικτρή καταστροφή που τελικά τους
καταλαµβάνει. Αυτήν την διήγηση ερµηνεύει ο Lenski ως υπαινιγµό εκ µέρους του
Χρυσοστόµου ότι οι εν προκειµένω πολεµοῦντες δεν είναι χριστιανοί, αλλά
38
Πρβλ. Ματθ. 10,34-42· 13,1-30. Επίσης, ο Lenski (105) ισχυρίζεται ότι ο Χρυσόστοµος δεν θα
αποτολµούσε να καταφερθεί ονοµαστικά εναντίον του αυτοκράτορα, επειδή δήθεν ήταν τόσο καλά
καταρτισµένος στις ρητορικές του σπουδές, ώστε να γνώριζε πως να θίξει το θέµα χωρίς να περιέλθει σε
επικίνδυνη θέση. Πράγµατι, µια ολοκληρωµένη ανάλυση της επιχειρηµατολογίας του Lenski υπερβαίνει
τις δυνατότητες της παρούσας εργασίας. Θα αρκέσει να µνηµονεύσουµε ότι αυτήν την δειλία, πάντως, δεν
έδειξε ποτέ ο Χρυσόστοµος στις σχέσεις του µε την αυτοκρατορική αυλή στην Κωνσταντινούπολη. Πρβλ.
και το Εἰς τὴν ἀποτοµὴν τοῦ Προδρόµου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου PG 59.485, τα καυστικά σχόλια του
οποίου ο Σωκράτης Σχολαστικός (Ἐκκλ. Ἱστ. 6.18) συνδέει µε το πρόσωπο της αυτοκράτειρας Ευδοξίας.
Ακόµη και να µην εννοούσε ο Ιωάννης την Ευδοξία, ή και το σύγγραµµα να είναι νόθο κατά την γνώµη
του Montfaucon, γενικώς αποδεκτή και σήµερα, αποτελεί γεγονός ότι κάποιος θεώρησε ευλογοφανές µία
τέτοια ευθεία και καυστική αναφορά στην αυτοκράτειρα να φέρει το όνοµα του Χρυσοστόµου. Κατά την
µαρτυρία του Σωκράτη, το κείµενο έχαιρε ευρείας εκτιµήσεως.
39
Πρβλ. Μαρκ. 8,34-38.
40
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.366-368.
41
Lenski (2004), 104-105.
13
ειδωλολάτρες, επειδή ονοµάζονται βάρβαροι και ἀνήµεροι άνθρωποι.42 Για τον Lenski, η
ονοµασία βάρβαρος αναγκαστικά σηµαίνει αλλόθρησκος, παρ᾽ όλο που η κυρίως
σηµασία της λέξης ήταν, και στην κλασσική Αττική διάλεκτο που µιµείται ο
Χρυσόστοµος, 43 καθώς και στην εποχή συγγραφής του κειµένου: 44 barbarous, non-
Greek, foreign, uncivilized. Το θέµα της θρησκείας δεν τίθεται στην κυριολεκτική χρήση
της λέξης. Μάλιστα, όπως είδαµε, ο Ιωάννης ξεκαθαρίζει το νόηµα µε την προσθήκη του
ἀνήµεροι. Φαίνεται αρκετά σαφές ότι εννοεί την συµπεριφορά, παρά την θρησκεία, των
ανθρώπων. Αυτό το συµπέρασµα – ότι µε το βάρβαρος ο Χρυσόστοµος δεν υπαινίσσεται
ειδωλολάτρες, παρά µάλλον αιρετικούς χριστιανούς – ενισχύεται από το γεγονός ότι οι
Εβραίοι θεωρούν τους Σαµαρείτες ως αιρετικούς. Η καταπληκτική οµοιότητα µεταξύ των
σχέσεων Εβραίοι/Σαµαρείτες, από την µία, και χριστιανοί/αιρετικοί, από την άλλη, δεν
φαίνεται να συµπεριλαµβάνεται στην ανάλυση του Lenski.
Επιπρόσθετα, o Αµερικανός µελετητής προτείνει ότι το έργο γράφτηκε σε δύο
διαφορετικές περιόδους, προσπαθώντας να τεκµηριώσει την άποψή του µε επισηµάνσεις
διαφορών ύφους και ρητορικής στρατηγικής ανάµεσα στα δύο ξεχωριστά µέρη.
Συγκεκριµένα, βασίζει τον διαχωρισµό στο γεγονός ότι, ενώ στα βιβλία 2-3 του έργου ο
Χρυσόστοµος προσπαθεί µε λογικά επιχειρήµατα να προτείνει µια αλλαγή γνώµης στους
πατέρες της εποχής του, στο βιβλίο 1 οδύρεται για τις φυσικές επιθέσεις εναντίον των
µοναχών. Αυτή η αλλαγή, κατά τον Lenski, θα πρέπει να συνεπάγεται και αλλαγή στις
συνθήκες διαβίωσης του Χρυσοστόµου, τουτέστιν: όταν έγραψε το πρώτο βιβλίο ήταν
µοναχός, ενώ µέχρι να γράψει τα άλλα δύο, είχε επιστρέψει στην πόλη. Κυρίως
ερείσµατα για την θέση του βρίσκει ο µελετητής σε δύο σηµεία του κειµένου: 1) στην
αφήγηση της ιστορίας ενός µοναχού που προσποιούνταν τον παιδαγωγό ενός παιδιού,
προκειµένου να εκπληρώσει την αίτηση της µητέρας του να µάθει το παιδί την
χριστιανική ασκητική,45 και 2) στην χρήση του πληθυντικού του πρώτου προσώπου εκ
42
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.319.
43
LSJ, s.v. βάρβαρος.
44
Lampe, Greek Patristic Lexicon, s.v. βάρβαρος.
45
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.369-370.
14
µέρους του Χρυσοστόµου όταν συµβουλεύει τους πατέρες να δείξουν υποµονή κατά την
πρόοδο των παιδιών τους.46
Στην πρώτη περίπτωση, ο Χρυσόστοµος ανιστορεί το περιστατικό ενός µοναχού,
όπως σηµειώνει: Τούτῳ προσελθὼν ἐγὼ τῷ παιδαγωγῷ (καὶ γὰρ τῶν ἐν ὄρεσι καθηµένων
ἐτύγχανεν ὤν)...47 Κατά τον Lenski, η χρήση της µετοχής προσελθὼν σε συνδυασµό µε το
επεξηγηµατικό καὶ γὰρ48 δηλώνει την απόσταση του Χρυσοστόµου από την κοινότητα
των µοναχών, ώστε συµπεραίνεται πως δεν ζει ο ίδιος πια ανάµεσά τους.49 Προκύπτει,
λοιπόν, η ερώτηση αν το ρήµα προσέρχοµαι περιέχει στο φάσµα σηµασιών του
συνδηλώσεις απόστασης, αποµάκρυνσης ή και ετερότητας εν γένει. Στο ανάλογο λήµµα
του LSJ βρίσκουµε πολλές αποχρώσεις του ρήµατος, όπως: have sexual intercourse,
apply oneself to, ακόµα και visit someone.50 Μία σηµασία, κυρίως, ξεχωρίζει σχετικά µε
τα παρόντα συµφραζόµενα: come forward to speak. Οπωσδήποτε, αυτή θα είναι η
περισσότερο κατάλληλη για την παρούσα περίπτωση. Σηµειωτέον ότι το λεξικό
παραπέµπει σχεδόν αποκλειστικά σε ρήτορες – στον Δηµοσθένη, κυρίως, και τον
Αισχίνη – αναφορικά µε την συγκεκριµένη σηµασία. Είναι αυτονόητο ότι η συνουσία, η
αφοσίωση και η επίσκεψη (φίλων) συνήθως προϋποθέτουν µία ήδη υπάρχουσα σχέση ή
γνωριµία ανάµεσα στα δύο συµµετέχοντα πρόσωπα. Ωστόσο, όσον αφορά την δηµόσια
άσκηση της ρητορικής, συνιστά αναντίρρητο γεγονός ότι µόνο τα µέλη της Βουλής είχαν
δικαίωµα να µιλήσουν στην Βουλή, όπως και σήµερα στην Βουλή των Ελλήνων και στο
Κογκρέσο των Ηνωµένων Πολιτειών. Εάν, όµως, συµβουλευτούµε και το Greek Patristic
Lexicon του Lampe, η παραπάνω προϋπόθεση σχέσης και συµµετοχής του ρήµατος
εντείνεται ακόµη περισσότερο.
Ανάµεσα στους πατέρες της Εκκλησίας, το ρήµα χρησιµοποιείται για όσους
φοιτούν σ᾽ έναν δάσκαλο ή προσηλυτίζονται στον Χριστιανισµό.51 Όµως, η κυριότερη
και σηµαντικότερη σηµασία της λέξης προέρχεται από το µεγαλύτερο και εκκλησιαστικά
46
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.380.
47
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.369.
48
Για παραδείγµατα της επεξηγηµατικής χρήσης του καὶ γάρ, βλ. Denniston (1975), 108-109.
49
Lenski (2004), 104, υποσηµ. 62.
50
LSJ, s.v. προσέρχοµαι.
51
Lampe, Greek Patristic Lexicon, s.v. προσέρχοµαι. Πρβλ. και Ἑβρ. 11,6: πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν
προσερχόµενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστιν... Καθίσταται σαφές ότι η ίδια η προσέγγιση στον Θεό προϋποθέτει σχέση
µαζί του.
15
επιφανέστερο πεδίο συµβολής του ίδιου του Χρυσοστόµου, την Θεία Λειτουργία.52 Την
στιγµή που ο ιερέας βγαίνει από την Ωραία Πύλη, προκειµένου να µεταδώσει το σώµα
και το αίµα του Χριστού στον λαό, εκφωνεί: Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης
προσέλθετε. 53 Εάν στην περίπτωση µιάς επίσκεψης φίλων ή ενός λόγου στην Βουλή
προϋποτίθετο η σχέση ή συµµετοχή του προσώπου στην κατάσταση, για την συµµετοχή
στην Θεία Κοινωνία προϋποτίθεται η στενότερη σχέση του πιστού µε τον Θεό. Εάν τα
µέλη µόνο της Βουλής είχαν δικαίωµα να µιλήσουν, εδώ απαιτείται κανείς να είναι µέλος
του σώµατος του Χριστού για να προσέλθει. Αντίθετα, λοιπόν, από την πρόταση του
Lenski, καθίσταται ξεκάθαρο ότι το ρήµα προσέρχοµαι, στην συντριπτική πλειοψηφία
των περιπτώσεων – ειδικά στον Χρυσόστοµο – πράγµατι προϋποθέτει µία ήδη
υπάρχουσα στενή σχέση και συµµετοχή στην συγκεκριµένη κατάσταση.
Το δεύτερο αποδεικτικό στοιχείο που προβάλλει ο Αµερικανός ιστορικός για τον
διαχωρισµό του κειµένου συνίσταται στην χρήση του πληθυντικού του πρώτου
προσώπου, στην έκφραση: Μὴ τοίνυν µηδὲ ἡµεῖς πρὸ ὥρας ἀπάγωµεν τῆς κατὰ τὴν
ἐρηµίαν διατριβῆς τοὺς υἱούς, ἀλλ᾽ ἐάσωµεν αὐτοῖς ἐµπαγῆναι τὰ µαθήµατα…54 Η χρήση
εδώ του πληθυντικού, όπως ερµηνεύει ο Lenski, καταδεικνύει ότι ο Χρυσόστοµος δεν
θεωρεί τον εαυτό του µοναχό την στιγµή που γράφει. 55 Όµως, εάν ερευνήσουµε τα
συµφραζόµενα της παραπάνω έκφρασης, θα διαπιστώσουµε πως αφορµή της χρήσης του
πληθυντικού βρήκε ο Χρυσόστοµος παραπάνω, προτρέποντας ως εξής:
Τοῦτο καὶ αὐτὸς βούλοµαι, καὶ ἡµῶν οὐχ ἧττον εὔχοµαι τῶν γεννησαµένων, εἰς τὴν
πατρῴαν αὐτοὺς ἐπανελθεῖν οἰκίαν, καὶ τῶν τροφείων ἀποδοῦναι τὰς ἀµοιβάς, ὧν
ἴσας οὐκ ἂν εὕροιεν ἑτέρας· ἀλλὰ µὴ νῦν αὐτοὺς τοῦτο ἀπαιτῶµεν. Πῶς γὰρ οὐκ
ἄτοπον ἐπὶ λόγοις µὲν πέµποντας, πολὺν χρόνον καὶ τῆς πατρίδος ἐξορίζειν αὐτούς,
καὶ τέχνην βάναυσόν τινα ἢ καὶ ἑτέραν φαυλοτέραν µανθάνειν µέλλουσιν ἄβατον
καθιστάναι τὴν οἰκίαν, ἐν διδασκάλου οἰκίᾳ καὶ ἀριστᾶν καὶ καθεύδειν κελεύοντας·
τούτους δὲ οὐκ ἐπ᾽ ἀνθρώπειον µέλλοντας ἔρχεσθαι µάθηµα, ἀλλ᾽ ἐπὶ τὴν οὐράνιον
φιλοσοφίαν, εὐθέως ἀφέλκειν, πρὶν ἢ γενέσθαι ὅπερ εὐχόµεθα; Καὶ σχοῖνον µέν τις
52
Δεν ισχυρίζοµαι, βέβαια, ότι ο Χρυσόστοµος συνέθεσε όλο το κείµενο της λειτουργίας µόνος του. Το
ζήτηµα είναι αρκετά λεπτό και χρήζει προσεκτικής ανάλυσης, πράγµα που δεν συµπεριλαµβάνεται µέσα
στα όρια της παρούσας εργασίας.
53
Ἱερατικόν Α´ (2010), 136.
54
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.380.
55
Lenski (2004), 104, υποσηµ. 62.
16
56
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.379-380.
57
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.332.
17
τα συναφή πεδία που θίγει το εν λόγω σύγγραµµα – ενώ ταυτόχρονα διαπλέκεται και η
θεολογική προβληµατική της εποχής – ώστε κρίνεται υποχρεωτική µία πολύπλευρη
τοποθέτηση του Χρυσοστόµου µέσα στο πολυποίκιλο πλαίσιο διαβίωσής του,
προκειµένου να προβούµε στη συνέχεια στην ανάλυση των δεδοµένων της χειρόγραφης
παράδοσης του έργου.
Το συγκεκριµένο κείµενο προσφέρει πλούσιο υλικό για την εξέλιξη των
φλεγόντων ζητηµάτων της εποχής συγγραφής του, του όψιµου 4ου αι. µ.Χ., όσον αφορά:
1) την συνάντηση/σύγκρουση γενικότερα Χριστιανισµού και Ελληνισµού επί ίσοις πια
όροις, 2) τον σχετικό φόβο και του ενός και του άλλου για νόθευση των παραδόσεών
του, καθώς και 3) την συγκεκριµένη µορφή που έλαβε αυτός ο φόβος, η απορία και η
προσπάθεια και των δύο πλευρών για διατήρηση αυτού που εννοούσαν ως την αλήθεια
της ζωής.58 Στην αµέσως επόµενη ενότητα, όπου θα σκιαγραφήσω σε αδρές γραµµές την
περιρρέουσα ιστορική ατµόσφαιρα µέσα στην οποία ο Χρυσόστοµος συνέθεσε το
σύγγραµµά του, θα αναλυθούν οι τρεις παραπάνω παράγοντες αναφορικά µε τα
συµβάντα της εποχής του, καθώς και µε τον παραδοµένο σ᾽ εµάς σήµερα λόγο του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
αναφορικά µε τη Ρωµαϊκή αρχή. 60 Από αυτήν την καινούργια θέση, η Εκκλησία του
Χριστού ξεκίνησε να διατυπώνει µε έναν περισσότερο διεξοδικό και λεπτοµερή τρόπο το
θεωρητικό περιεχόµενο του βίου της. Αναµφιβόλως, και αυτή η πρωτοβουλία και
αφορµή διατύπωσης προερχόταν από παράγοντες εξωτερικούς από την Εκκλησία,
τουτέστιν από την µεταστροφή της Ρωµαϊκής πολιτείας στον Χριστιανισµό. Εν πάση
περιπτώσει, εξυπακούεται ότι µία τέτοια επίσηµη αλλαγή θέσης των αυτοκρατορικών
αρχών έναντι στην Εκκλησία συνεπάγεται και επιρροή στην πνευµατική ισορροπία της
αυτοκρατορίας. Καθώς είπαµε και παραπάνω, εάν οι χριστιανοί διαλέγονται µε τους
Ἕλληνας61 πια επί ίσοις όροις, το βέβαιο είναι ότι η ισορροπία του Ρωµαϊκού πνεύµατος
αναταράχτηκε. Ο Χριστός απηύθηνε µία έκκληση στους Ρωµαίους: ἄκουσον, θύγατερ,
καὶ ἰδὲ καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καὶ
ἐπιθυµήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου.62 Αυτήν την έκκληση οι Ρωµαίοι εξέλαβαν ως
προοίµιο εξόντωσης της ταυτότητάς τους. Προκειµένου να γίνει κατανοητό το νόηµα της
60
Η αβεβαιότητα της θέσης του Χριστιανισµού, όσον αφορά τους ίδιους τους χριστιανούς µέσα στην
αυτοκρατορία, διακρίνεται παραδόξως, όχι στην περίοδο των φρικτών διωγµών, τους οποίους ούτως ή
άλλως οι πιστοί εκλάµβαναν ως αφορµή καυχήµατος (πρβλ. Ῥωµ. 5,3· Β´ Κορ. 11,30· Ο Leithart (2010:15-
29) περιγράφει µε ζωηρότητα την προθυµία και χαρά κάποιων χριστιανών να µαρτηρήσουν, επιδιώκοντας
το µαρτύριο από µόνοι τους). Η αβεβαιότητα για την Εκκλησία δηµιουργείται από την ίδια την επίσηµη
ανοχή, και στη συνέχεια αποδοχή, της πίστης εκ µέρους της Ρωµαϊκής αρχής. Αυτή η αβεβαιότητα
διακρίνεται σαφώς στην ένταση µεταξύ π.χ. του Ευσέβιου Καισαρείας, ο οποίος σπεύδει να εναγκαλιστεί
τον θεοδώρητο βασιλιά Κωνσταντίνο, και του Αθανασίου του Μεγάλου, που προτίµησε µία πιο
επιφυλακτική στάση. Βλ. Young (2010), 14-16. Από την άλλη, η Rapp (2005:7) θεωρεί ότι κατά τους
διωγµούς η Εκκλησία είχε προσδιορίσει τον εαυτόν της ως αντιτιθέµενη στο κράτος, ενώ µε τον Μέγα
Κωνσταντίνο αναγκάστηκε να συµφιλιωθεί και να συνεργαστεί µαζί του. Κατ᾽ αρχήν, είναι βέβαιο ότι ένας
τέτοιος ετεροβαρής προσδιορισµός αντίθεσης ή αντίστασης δεν έχει θέση στη χριστιανική θεολογία,
γεγονός ολοφάνερο ήδη από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης, όπου οι κανονικοί αυτοπροσδιορισµοί της
Εκκλησίας προσφέρονται για πρώτη φορά: σῶµα Χριστοῦ (Α´ Κορ. 12,27), πέτρα τῆς ὁµολογίας (πρβλ.
Ματθ. 16,8). Επιπλέον, η απόλυτη αδιαφορία του Χριστού για αντίθεση ή σφετερισµό της εξουσίας του
Καίσαρα γίνεται πάλι αναµφισβήτητη σε πολλά σηµεία, π.χ.: Μαρκ. 12,17· Ἰω. 19,11 κλπ. Για σαφή
πραγµατεία της χριστιανικής εκκλησιολογίας, βλ. Zizioulas (2008). Και ειδικά για την Εκκλησιολογία του
Χρυσοστόµου, βλ. Τσίγκος (2010).
61
Όπως πλήθος των πατέρων της Εκκλησίας ονοµάζει τους ειδωλολάτρες, µεταξύ τους και ο
Χρυσόστοµος.
62
Ψαλµ. 44,11-12. Πρβλ. και τη σχετική ερµηνεία του χωρίου από τον Χρυσόστοµο (Εἰς Ψαλµ. ΜΔ´ PG
55.199-200), ο οποίος τονίζει τον απόλυτα πνευµατικό χαρακτήρα της οµορφιάς που ερωτεύτηκε ο
βασιλιάς, καθώς και την ολοφάνερη αλλαγή προτίµησής του, από το Ισραήλ στα έθνη. Απεναντίας, ο
Leithart (2010:19-21) περιγράφει µε γλαφυρό τρόπο τον τρόµο που αυτή η επιθυµία του Χριστού
προκαλούσε στους Ρωµαίους των πρώτων τριών αιώνων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η χριστιανική πίστη
απειλούσε την ταυτότητά τους.
19
αλλαγής, θα πρέπει να λάβουµε υπ᾽ όψη µας τη φύση της προηγούµενης χριστιανικής
γραµµατείας, των τριών πρώτων αιώνων.
Ως γνωστό, τους τρεις πρώτους αιώνες της χριστιανικής Εκκλησίας
χαρακτηρίζουν ο διωγµός και ο κατατρεγµός των πιστών εκ µέρους της πολιτείας, ενώ η
θεολογικού χαρακτήρα έκκληση για επιστροφή της πολιτείας (και των πολιτών) σε
σοβαρή και ενσυνείδητη διαχείριση της εν Χριστώ ζωής εύλογα ελλείπει, ως επί το
πλείστον.63 Η γη ήταν ακόµη µατωµένη µε το αίµα εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανών
µαρτύρων, και η κόψη του σπαθιού ξεχώριζε εύκολα και αποδοτικά τον καρπό της
Εκκλησίας από το άχυρο. Αυτό, λοιπόν, το κλίµα ευνόησε την εµφάνιση απολογιών
χριστιανών λογίων, οι οποίες ανταποκρίνονταν στις αβάσιµες και αφελείς κατηγορίες της
Ρωµαϊκής πολιτείας εναντίον του Χριστιανισµού.64 Όµως, όταν το 313 µ.Χ. οι Μέγας
Κωνσταντίνος και Λικίνιος εξέδωσαν το Διάταγµα των Μεδιολάνων, διακηρύττοντας την
ανεξιθρησκεία – και έπειτα από 12 χρόνια ο πρώτος συγκάλεσε την πρώτη Οικουµενική
Σύνοδο στη Νίκαια – ήταν πια αδιαµφισβήτητο ότι η (θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική)
σκηνή είχε αλλάξει αµετάτρεπτα. Αυτήν την αλλαγή ακολούθησαν και αποτύπωσαν τόσο
η χριστιανική, όσο και η θύραθεν γραµµατεία.
63
Είναι αδιαµφισβήτητος ο κανόνας ότι οι γενικεύσεις τείνουν προς την απλοποίηση των πραγµάτων σε
βάρος του ενός µέρους ή του άλλου της ολικής πραγµατικότητας. Όµως, εφ᾽ όσον παραµένει, και θα
παραµείνει, για εµάς τους ανθρώπους ανέφικτη η σύλληψη και κατανόηση της ολικής πραγµατικότητας
οποιασδήποτε κατάστασης ή συνθήκης, παραδέχοµαι λοιπόν ευθύς εξ αρχής την δική µου ανθρώπινη φύση
και ανάγκη καταφυγής σε ελλιπή σχήµατα.
64
Για τη στάση της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας έναντι των χριστιανών, καθώς και τον χαρακτήρα και τον
σκοπό των απολογιών, βλ. Φειδάς (2002), 114-137.
20
εποχής εκείνης, όπως φάνταζε στον Ελληνορωµαϊκό λαό της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας.65
Θα αφορµηθώ από τα ίδια τα ιστορικά συµβάντα, και στην συνέχεια θα προχωρήσω στην
ερµηνεία τους.
Ο Διοκλητιανός (284-305) διεξήγαγε από τους πιο οδυνηρούς, φοβερούς και
αιµατοβαµµένους διωγµούς εναντίον των χριστιανών.66 O τελευταίος διωγµός τελείωσε
µόλις το 311, µε διαταγή του Γαλερίου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, µαζί µε τον Λικίνιο,
εξέδωσε το Διάταγµα των Μεδιολάνων το 313. Το 325, ο ίδιος συγκάλεσε την πρώτη
Οικουµενική Σύνοδο της χριστιανικής Εκκλησίας. Το 381, ο Μέγας Θεοδόσιος
καθιέρωσε την χριστιανική πίστη, όπως εκφράστηκε στην Νίκαια πριν 55 χρόνια, ως
επίσηµη θρησκεία της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, ποινικοποιώντας την όποια απόκλιση
από αυτή.67 Λοιπόν, µέσα σε εβδοµήντα χρόνια, οι χριστιανοί προχώρησαν από τη σφαγή
ως πρόβατα µέχρι και την ανάρρηση στον βασιλικό θρόνο. Σε λιγότερο από έναν αιώνα,
αναδείχθηκαν δύο αυτοκράτορες που µελλοντικά θα κατατάσσονταν ανάµεσα στους
αγίους της Εκκλησίας, ενώ ένα πλήθος άλλοι αποκηρύχτηκαν ως αιρετικοί – όχι επειδή
προτίµησαν τον Ελληνισµό από τον Χριστιανισµό, όπως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Οι
Κωνστάντιος Β´ και Ουάλης ονοµάστηκαν αιρετικοί επειδή δεν ασπάστηκαν την
χριστιανική πίστη της Νίκαιας, παρά µία απόκλισή της. Τον Ελληνισµό και οι δύο τον
καταδίωκαν.68
Για να διανοηθούµε, έστω και λίγο, την σύγχυση, τον τρόµο και την ανασφάλεια
που δηµιουργήθηκε από µία τόσο γρήγορη και ριζική αλλαγή, ας θυµηθούµε την δουλεία
των αφρικανών από τους λευκούς Αµερικανούς στις ΗΠΑ. Δεν θα αναλύσουµε εδώ όλη
την πολύπλοκη και πολύπλευρη ιστορία της δουλείας, ούτε ισχυρίζοµαι ότι η δουλεία
των αφρικανών είναι ίδιο, ή ισάξιο, γεγονός µε τους διωγµούς των χριστιανών· µάλλον
το νόηµα, και η βοήθεια, της σύγκρισης έγκειται ακριβώς εκεί, στο ότι ο διωγµός των
χριστιανών ήταν κατά πολύ πιο φρικαλέο γεγονός από την σύγχρονη δουλεία.
65
Βλ. επίσης την ζωηρή ανάλυση του Kaldellis (2015), όπου τονίζεται το φρικώδες και βίαιο της εποχής,
καθώς και την γενικότερη ανάγκη κατανόησης και ειλικρινούς διαλόγου µε τις πηγές εκ µέρους των
σηµερινών µελετητών, οι οποίοι βιώνουµε µία τελείως διαφορετική εµπειρία ζωής.
66
Βλ. Φειδάς (2002), 126 εξ· Beck (2005), 30-31· Leithart (2010), κεφ. 1.
67
Φειδάς (2002), 341-342.
68
Φειδάς (2002), 337-345.
21
69
Βλ. Kennedy (1983), 241.
70
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι σταθµοί που διακρίνω είναι του χριστιανικού πνεύµατος συνιστά µεν
αναντίρρητα την δική µου µεροληπτική θεώρηση των πραγµάτων, εµπνευσµένη βέβαια από το
συγκεκριµένο θέµα ανάλυσης, την πνευµατική διαµόρφωση του Ιωάννη Χρυσοστόµου.
22
και Μελέτιο Α´ Αντιοχείας, καθώς και τον Ουάλη και τον Μέγα Θεοδόσιο, 71
προκειµένου να φτάσουµε στο πνευµατικό περιβάλλον όπως υπήρχε την ιστορική στιγµή
που γεννήθηκε και µεγάλωσε ο Ιωάννης Χρυσόστοµος.72 Ο Χρυσόστοµος, κατά κάποιον
τρόπο, αποτελεί το αποκορύφωµα της εποχής του· ως χρονολογικά τελευταία θύρα τῆς
Ἐκκλησίας της εποχής του,73 ο Χρυσόστοµος αντλεί, αξιοποιεί και ανακεφαλαιώνει στην
σκέψη και την δράση του την εξέλιξη του χριστιανικού πνεύµατος µέσα στον 4ο αι.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τους Μέγα Κωνσταντίνο και Ευσέβιο, ο T.D. Barnes
αναδεικνύει πολύ ορθώς στη σχετική µελέτη του, ότι αυτές οι δύο µορφές καθόρισαν σε
τεράστιο βαθµό την πορεία και του Χριστιανισµού και του Ελληνισµού στον 4ο αι., και
βέβαια ως την σηµερινή εποχή. 74 Ο Μέγας Κωνσταντίνος άλλαξε την πορεία της
ανθρώπινης ιστορίας οριστικά και αµετάτρεπτα· ιδίως σηµαντικές ήταν οι αλλαγές του
Ευσέβιου Καισαρείας στην Ρωµαϊκή ιστοριογραφία. Εν πάση περιπτώσει, η κύρια πηγή
µας και για τους δύο είναι ο ίδιος ο Ευσέβιος. Για τον σκοπό µας εδώ, τα δύο
σηµαντικότερα συγγράµµατά του είναι: 1) η Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία και 2) ο Βίος τοῦ
Κωνσταντίνου. Και τα δύο κείµενα αυτά υπογραµµίζουν, ή προτείνουν, µία αλλαγή
πραγµατικότητας. Ο Ευσέβιος καταγράφει την ιστορία της Εκκλησίας, όχι
(αποκλειστικά) όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης – για να µη ξεχαστεί και
επαναληφθούν τα ίδια λάθη – ούτε όπως ο Τάκιτος ή ο Λίβιος – ώστε οι εκάστοτε
αναγνώστες να διαπιστώνουν συνεχώς είτε την διαφθορά είτε το µεγαλείο και την δόξα
71
Ακόµη πιο έντονη µάλλον καθίσταται η επίδραση του Ωριγένη εδώ, παρ᾽ όλο που δεν µνηµονεύεται. Δεν
χρειάζεται ούτε συζήτηση ούτε τεκµηρίωση η θέση ότι όλος ο 4ος αι. είναι γαλουχηµένος από αυτόν τον
εξαιρετικά εµβριθή δάσκαλο. Ωστόσο, επειδή βρίσκεται αρκετά πριν από την ιστορική τοµή που έκανε ο
Μέγας Κωνσταντίνος, θα είναι εµµέσως πλην σαφώς παρών στην προκειµένη ανάλυση, ώστε να µη
διαταράξω την συνοχή της ιστορικής περιόδου. Για την σκέψη και την δράση του, βλ. ειδικά Trigg (2002)·
Tzamalikos (2006· 2007)· Γκορτσίλας (2009).
72
Με κανέναν τρόπο δεν επιθυµώ να υπαινιχθώ ότι αυτές οι µορφές είναι οι µοναδικοί σταθµοί εξέλιξης,
ούτε οι σηµαντικότεροι, στην ιστορία του 4ου αι., και ζητώ συγγνώµη εκ των προτέρων για την προφανή
αδικία απέναντι σε όλους όσοι διαµόρφωσαν το πνεύµα του 4ου αι., καθώς και στους σηµερινούς µελετητές
που τόσο κοπιωδώς τους αναδεικνύουν. Οι παραπάνω αποτελούν κάποιους από τους πιο γνωστούς και
επιφανείς σταθµούς, τους οποίους θα κοιτάξουµε επιφανειακά δυστυχώς, µόνο και µόνο για να
προγευτούµε το ιστορικό κλίµα, όπου έζησε ο Χρυσόστοµος. Όπως είπα και παραπάνω, λόγω φύσεως και
περιορισµών της εργασίας, δεν καθίσταται δυνατή µία πιο ολοκληρωµένη εµβάθυνση στους
προβληµατισµούς και προτάσεις της εποχής. Μακάρι να δοθεί µία τέτοια ευκαιρία στο µέλλον.
73
Βλ. Μηναῖον: Λ´ Ἰανουαρίου διαθέσιµο εδώ: http://glt.goarch.org/texts/Jan/30.html (τελευταία επίσκεψη
17.4.2016).
74
Βλ. Barnes (1981).
23
της Ρώµης· ο Ευσέβιος έχει άλλη προοπτική και άλλο σκοπό, τον µέλλοντα. 75 Ο
ενθουσιώδης επίσκοπος καταγράφει ιστορία όπως ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ή ο
Μωυσής: ως εκπλήρωση του θελήµατος της θείας πρόνοιας. Παρ᾽ όλο το θρησκόληπτο
και των Ελλήνων και των Ρωµαίων, το κέντρο βάρους της ιστοριογραφίας τους είναι ο
ανθρώπινος παράγοντας. 76 Για τον Ευσέβιο έχει µετατεθεί· κατά κάποιον τρόπο η
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία αποτελεί συνέχεια και ανάπτυξη του Ευαγγελίου, της Καινής
Διαθήκης. 77 Είναι το δεύτερο µέρος της, κατά την γνώµη του επισκόπου. Μέχρι να
εµφανιστεί ο Μέγας Κωνσταντίνος στο προσκήνιο, το γεγονός ότι η Ρώµη εµπλέκεται
στην εκκλησιαστική ιστορία, από µία άποψη, φαίνεται τόσο τυχαίο όσο η Αίγυπτος για
τον Μωυσή. Δηλαδή, εάν δεν ήταν η Αίγυπτος, θα υπήρχε κάποια άλλη µεγάλη δύναµη
της εποχής να σφετερίζονταν την εξουσία και την δόξα του Κυρίου. Οι Εβραίοι
βρέθηκαν στην Αίγυπτο λόγω λιµού και έµειναν. Μετά από τετρακόσια χρόνια οι
συνθήκες έγιναν δυσχερείς, επαναστάτησε το καταπιεσµένο Ισραήλ και έφυγε. Όµως,
την δυσχέρεια, την επανάσταση και την φυγή µεθόδευσε ο ίδιος ο Θεός. Όπως
πληροφορεί ο Κύριος τον Μωυσή, και µέσω αυτού τον Φαραώ: ...ἕνεκεν τούτου
διετηρήθης, ἵνα ἐνδείξωµαι ἐν σοὶ τὴν ἰσχύν µου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνοµά µου ἐν πάσῃ
τῇ γῇ. 78 Το ίδιο, κατά τον Ευσέβιο, ισχύει και για τον Κωνσταντίνο, µε µία ειδοποιό
διαφορά. Η Ρώµη υποτάχθηκε στον Χριστό.79 Στην Αίγυπτο ο Κύριος επιδεικνύει την
δύναµή του εξολοθρεύοντάς την. Στην Ρώµη ο Κωνσταντίνος κατανικάται από τον
75
Βλ. την κλασική µελέτη του Florovsky (1974), 31-66. Βέβαια, ο Ευσέβιος, καθώς και ο Θεοδώρητος, ο
Σωκράτης, ο Σωζοµενός, και άλλοι ιστορικοί της Εκκλησίας, είχαν και τον σκοπό της διατήρησης στην
µνήµη του λαού των αγώνων και των λαθών των προγόνων τους. Όµως, όπως τονίζει ο Φλωρόφσκυ, αυτός
ο πρώην πρώτος σκόπος στους αρχαίους ιστορικούς έγινε δευτερεύουσας σηµασίας στους χριστιανούς. Γι᾽
αυτούς εκείνος σηµπλήρωνε και επιβεβαίωνε τον πρώτο σκοπό, ο οποίος ήταν πλέον η κατάδειξη της θείας
µεθόδευσης των πραγµάτων προς τον προορισµό της σωτηρίας των ανθρώπων. Η ιστορία πια είχε
προορισµό, γνωστό σε µας τους ανθρώπους, αν και η πορεία προς τα εκεί µένει άγνωστη.
76
Πρβλ. Φειδάς (2002), 320.
77
Δεδοµένου ότι και ο Ματθαίος υιοθετεί την ιστοριογραφική µέθοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Η
εκπλήρωση του θείου θελήµατος στην ιστορία είναι χαρακτηριστικότατο γνώρισµα του προσωπικού Θεού
του Ισραήλ. Βλ. Berdyaev (2009), 90-91.
78
Εξ. 9,16. Εύλογα, η συγκεκριµένη, αρνητική, αντιστοίχιση της Αιγύπτου µε την Ρώµη δεν εµφανίζεται
στον Ευσέβιο, έναν τόσο ένθερµο υποστηρικτή της αρχής του Κωνσταντίνου, αλλά η παλαιά γνώµη του
Κυρίου είναι ολοφάνερη στην θεώρησή του της ιστορικής εξέλιξης.
79
Πρβλ. Ἐκκ. Ἱστ. 1.3, όπου ο Ευσέβιος καθιστά πασιφανές ότι ο Χριστός είναι ο µοναδικός νόµιµος
άρχοντας του σύµπαντος. Όλοι οι επίγειοι άρχοντες λαµβάνουν εξουσία από αυτόν. Ο ίδιος ο Χριστός
εκφράζεται οµοίως προς τον Πόντιο Πιλάτο, βλ. Ἰω. 19,11.
24
Χριστό,80 και µαζί του κατανικά τον Μαξέντιο στην µάχη της Μουλβίας γέφυρας (28
Οκτ. 312). Έπειτα, ο Χριστός γίνεται ο µεγάλος προστάτης του αυτοκράτορα εναντίον
της αφροσύνης του Λικίνιου. 81 Χωρίς αµφιβολία, η προστασία του Κυρίου δεν
συνεπάγεται άµεση υιοθέτηση του χριστιανικού βίου εκ µέρους του αυτοκράτορα. Όπως
µαρτυρεί ο Ευσέβιος στον Βίο του, ο Κωνσταντίνος µόλις πριν τον θάνατό του
εντάχθηκε κανονικά στο σώµα του Χριστού.82 Εν τούτοις, ο φιλόχριστος άρχοντας έδειξε
µεγάλο ενδιαφέρον για την διατήρηση και διαιώνιση της οµαλής λειτουργίας της
χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Ευσέβιος παραδίδει πάµπολλες επιστολές του, όπου δηλώνει
πανέτοιµος να συµπαραστέκεται στην Εκκλησία µε τον κάθε δυνατό τρόπο. 83 Μία
βοήθεια, όπως φαίνεται, δικής του επινόησης εµφανίζεται στην επιστολή του στον
Αλέξανδρο Αλεξανδρείας και τον Άρειο.84 Την θέση του Αλέξανδρου στην αρειανική
έριδα, βέβαια, έµελλε να αναλάβει ο Μέγας Αθανάσιος.
O Κωνσταντίνος, λοιπόν, απευθύνει έκκληση στον Αλέξανδρο και τον Άρειο να
σταµατήσουν να αντιτίθενται επί µηδαµινών και ευτελών ψευτοδιληµµάτων,
δηµιουργώντας σχίσµατα στους πιστούς, και να συµφιλιωθούν, προκειµένου να
αναδείξουν την άγια ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού. 85 Εµείς οι αναγνώστες
µπορούµε να αντιληφθούµε στα λόγια του Κωνσταντίνου το µέγιστο θέµα και την
δυσχερέστερη δυσκολία που σταδιακά ανέκυπτε µπροστά στα µάτια όλων στον 4ο αι.: µε
την εξαφάνιση των διωγµών, το κύριο ενδιαφέρον των πιστών µετετίθεντο από την
προετοιµασία για πιθανό µαρτυρικό θάνατο στην διατύπωση του περιεχοµένου της
χριστιανικής πίστης. Ευλόγως, δεν θα δινόταν ούτε η ίδια σηµασία ούτε οι ίδιες ευκαιρίες
για διατύπωση δογµάτων πριν τον Κωνσταντίνο, εφ᾽ όσον η απειλή της βίαιης σφαγής
ήταν ως ένα βαθµό παρούσα ανά πάσαν στιγµήν, ούτε προσφερόταν η πολύτιµη
συνδροµή του κράτους στην διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητας και οµόνοιας.
Αυτό, όµως, το γεγονός είχε το αποτέλεσµα ο Κωνσταντίνος να υποστηρίξει µία
θρησκεία, µία Εκκλησία, η οποία για πρώτη φορά ξεκινούσε να απαντά µε διεξοδικό και
80
Πρβλ. Ἐκκ. Ἱστ. 10.1.
81
ό.π. 10.8.
82
Βίος Κωνσ. 4.61-64.
83
Βλ. Ἐκκ. Ἱστ. 10.5-7.
84
Βίος Κωνσ. 2.64-72.
85
Βλ. ό.π.
25
λεπτοµερή τρόπο στις αντιρρήσεις της αρχαίας Ελληνικής διάνοιας έναντι της
χριστιανικής πίστης. Κατά κάποιον τρόπο, ο Λόγος του Θεού έπρεπε να ενανθρωπήσει
στην µήτρα του Ελληνισµού µε έναν τρόπο ο οποίος θα τον καθιστούσε, έστω και λίγο,
προσιτό στον Ἕλληνα της εποχής, χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόµενο του
µηνύµατος. 86 Αδιαµφισβήτητα, η Καινή Διαθήκη διαβαζόταν και η διδασκαλία του
Χριστού γνωριζόταν άπταιστα από πολλούς και εµβριθείς ποιµένες της Εκκλησίας από
την πρώτη στιγµή της Πεντηκοστής. Όµως, µέχρι τον Κωνσταντίνο, η Εκκλησία είχε
αντιµετωπίσει σχεδόν αποκλειστικά αντίθεση, απόρριψη και εχθρότητα από παντού. Με
τον Κωνσταντίνο, για πρώτη φορά σε πραγµατικό και κοσµικό επίπεδο δοκιµάστηκε ο
αυτοπροσδιορισµός της Εκκλησίας, τουτέστιν η αφοσίωσή της στον Χριστό και η
αποφυγή της του συσχηµατίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ. 87 Δηλαδή, ένας πατέρας εύκολα
διατηρεί την στάση του απέναντι στο παιδί του, όταν αυτό απορρίπτει καταφανώς την
καθοδήγησή του. Όταν, όµως, το παιδί έχει ερωτήσεις και ζητά διασαφήνιση, τότε ο
πατέρας πρέπει να γνωρίζει καλά πώς να εκφράζει µαθήµατα ζωής σ᾽ ένα µικρό παιδί,
ώστε να τα καταλαβαίνει, αλλά και χωρίς να αλλοιώνεται το περιεχόµενο του µηνύµατος.
Αυτή είναι η θέση στην οποία η Εκκλησία έβλεπε ότι βρισκόταν πια µε την αρχή του
Κωνσταντίνου. Η δοκιµασία ήταν, οµολογουµένως, αυστηρή και η εξισορρόπηση που
απαιτούσε µεταξύ θετικής αξιοποίησης της επίσηµης αναγνώρισης και αυτοκρατορικής
επιβολής του χριστιανικού δόγµατος θα ήταν για οποιαδήποτε οµάδα ανθρώπων
δυσκατόρθωτη.88 Ήταν πρόβληµα ιστορικής σηµασίας και βάρους – το οποίο, από µια
άποψη, µέχρι και σήµερα δεν έχει λυθεί – και πιθανότατα εντελώς απροσδόκητο και για
86
Οπωσδήποτε, ζωγραφίζω την κατάσταση µε πρόχειρες πινελιές. Με κανέναν τρόπο δεν εννοοώ ότι
εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν διατύπωναν ελλόγως δόγµατα πριν το Διάταγµα των Μεδιολάνων. Οι
διαστάσεις του προβλήµατος είναι πολλές και λεπτές, και πολλοί αξιόλογοι µελετητές έχουν αναλάβει την
ευθύνη παράστασης και εξήγησης της ολοκληρωµένης εικόνας. Βλ. γενικά Φειδάς (2002) και Σκουτέρης
(2004), 79-87.
87
Ῥωµ. 12,2.
88
Πολλοί µελετητές ισχυρίζονται, βέβαια, ότι η Εκκλησία δεν κατάφερε την εξισορρόπηση αυτή, δηλαδή
να αποφύγει την διαφθορά από το κοσµικό κράτος, χαρακτηριστικά βλ. Barnes (2001). Για µια διορατική
ανάλυση της συµµόρφωσης χριστιανών λογίων, και όχι µόνο, ανά τους αιώνες µε τον κόσµον τοῦτον, βλ.
Eco (2012), 1-21.
26
τους πιστούς χριστιανούς και, οπωσδήποτε, για τον Μέγα Κωνσταντίνο. 89 Ο πρώτος
σηµαντικότερος πρωταγωνιστής σ᾽ αυτό το δράµα υπήρξε ο Μέγας Αθανάσιος.
Η δραστηριότητα του Μεγάλου Αθανασίου µπορεί να συνοψιστεί στην
προσπάθειά του αναίρεσης της αρειανικής αίρεσης. Μάλιστα, αυτό το γεγονός αποτελεί
και την πρώτη κατηγορία εναντίον του, απευθυνόµενη από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ότι
οι χριστιανοί απλά επινοούσαν προβλήµατα µόνοι τους και µάλωναν. Η κατηγορία
επαναλαµβάνεται µε οξύνοια στις ηµέρες µας από τον Ουµπέρτο Έκο σε µία ευφυή
ανάλυσή του, Inventing the Enemy. Η κατηγορία αυτή προβάλλεται, δικαιολογηµένα, σε
όλες τις πεποιθήσεις, όλα τα συστήµατα και όλους τους ανθρώπινους οργανισµούς,
ειδικά όταν οι εν λόγω οργανισµοί χαίρουν και κρατικής εκτιµήσεως, όπως σηµειώνει ο
Έκο.90 Όπως θα δούµε και παρακάτω, η µοµφή αυτή ισχύει εξίσου για τον Χρυσόστοµο,
καθώς και για όλους τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Εκκλησίας.91
H εν προκειµένω αιτίαση αναφέρεται, σε τελική ανάλυση, στο κριτήριο της
αλήθειας. Δηλαδή, εάν επινοούµε τον εχθρό, εξυπακούεται ότι λέµε ψέµατα, και είτε δεν
ξέρουµε είτε δεν θέλουµε την αλήθεια. Εννοείται ότι και η απόκρουση της αιτίασης
περιστρέφεται γύρω από το κριτήριο της αλήθειας, τουτέστιν εµείς ξέρουµε πραγµατικά
την πραγµατική αλήθεια και αρνούµαστε να την νοθεύσουµε, όπως κάνετε εσείς.
Καθίσταται απόλυτα ευνόητο πόσο κοντά πλησιάζει στο αδύνατον η επίλυση µιάς
τέτοιας διένεξης. Η απάντηση του Μεγάλου Αθανασίου ακολουθεί τις παραπάνω
γραµµές και, παρ᾽ όλο που δεν θα εξετάσουµε εδώ τις λεπτοµέρειές της, ο τρόπος µε τον
οποίον απαντά είναι αξιοσηµείωτος και αξιοµνηµόνευτος, ειδικά σε σχέση µε τους
µεταγενέστερους από αυτόν πατέρες της Εκκλησίας. Η απάντησή του, σε µία
αντιπροσωπευτική εκδοχή, λέγεται Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Εδώ ο Αθανάσιος,
όπως και σε πλήθος άλλων συγγραµµάτων του, συγκεντρώνει, εκφράζει και θέτει τις
κατευθυντήριες γραµµές τις οποίες θα ακολουθήσει η µεταγενέστερη θεολογία της
χριστιανικής ορθοδόξου Εκκλησίας, έως τις ηµέρες µας. Κατ᾽ ουσίαν ο Αθανάσιος
απλώς επαναδιατυπώνει το προοίµιο του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, όπου το κριτήριο
89
Ο Leithart (2010:126-131) εικονογραφεί ανάγλυφα το ολοκαίνουργο ιστορικό γίγνεσθαι που βίωνε η
Εκκλησία, και ο Κωνσταντίνος µαζί, αναδεικνύοντας εύστοχα και οξυδερκώς την φύση του
προβληµατισµού του αυτοκράτορα.
90
Eco (2012), 2-3.
91
Βλ. παρακάτω, ΙΙ. ΦΟΒΟΣ ΝΟΘΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ.
27
της αλήθειας εντοπίζεται στο πρόσωπο του Χριστού, του φωτισµού του κόσµου, του
ανθρώπου και ολόκληρης της δηµιουργίας.92 Ο Μέγας Κωνσταντίνος δυσαρεστείται και
κατηγορεί την Εκκλησία για επινόηση εχθρών. Ο Μέγας Αθανάσιος απαντά λέγοντας ότι
ο Άρειος προσβάλλει και διαστρέφει το πρόσωπο της αποκαλυµµένης αλήθειας, µία
αλήθεια αρκετά συγκεκριµένη που έζησε ιστορική, θεανθρώπινη ζωή και τώρα ζει
αθάνατα στον ουρανό και στην Εκκλησία της. Η απάντηση ήταν επαναστατική, ευφυής
και, για πολλούς, θεόπνευστη. Εξακολουθεί και σήµερα να αναταράζει την
ανθρωπότητα. Όµως, σε ποια αντίρρηση του Άρειου δόθηκε η απάντηση αυτή;
Ο Άρειος είχε υποστηρίξει, σε αδρές γραµµές, ότι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός,
είναι το κύριο δηµιούργηµα του Θεού Πατρός. Δηλαδή, ο Υιός είναι το ύψιστο και
τελειώτερο δηµιούργηµα του Θεού, προικισµένο από τον Θεό Πατέρα µε θεία δόξα και
χάρη, αλλά σε τελική ανάλυση: ἦν ὅτε οὐκ ἦν.93 Υπήρχε κάποιος χρόνος κατά τον οποίον
ο Θεός Πατέρας δεν είχε δηµιουργήσει ακόµα τον Υιό. Όπως εξιστορεί ο Σωκράτης
Σχολαστικός, ο Άρειος πρότεινε την θεολογία του ως αντίρρηση σε µία επεξήγηση της
ενότητας των προσώπων της Αγίας Τριάδας εκ µέρους του Αλέξανδρου Αλεξανδρείας –
του προκάτοχου του Αθανασίου – επειδή νόµιζε ότι ο Αλέξανδρος προωθούσε την
αίρεση του Σαβέλλιου.94 Χωρίς να προχωρήσουµε σε πολλές λεπτοµέρειες των διάφορων
διενέξεων, σηµειωτέα είναι οπωσδήποτε δύο γεγονότα: 1) ο Αλέξανδρος στην
πραγµατικότητα επαναδιατύπωνε το περιεχόµενο της Καινής Διαθήκης, 95 και 2) η
αντίρρηση του Άρειου ακολουθούσε την λογική της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.
Αυτά τα δύο γεγονότα είναι καθοριστικής σηµασίας στην προσπάθεια κατανόησης της
πνευµατικής εξέλιξης στον 4ο αι., ειδικά όσον αφορά τον Ιωάννη Χρυσόστοµο, όπως θα
δούµε παρακάτω. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε αµέσως ότι ο Άρειος προσπαθούσε µέσω
της Ελληνικής φιλοσοφίας να αναιρέσει την επαναστατική αποκάλυψη του Χριστού96 –
ότι ο Θεός Πατέρας είναι απόλυτα θεός, η αρχή και πηγή της ύπαρξης, ο Υιός είναι
απόλυτα θεός, µονογενής του Πατρός, και το Άγιο Πνεύµα είναι απόλυτα θεός,
92
Ἰω. 1,1-18.
93
Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 1.5.
94
Υπάρχουν διάφορες, βέβαια, εκδοχές. Πρβλ. και του Σωζοµενού, Ἐκκλ. Ἱστ., 1.15 και του Θεοδώρητου,
Ἐκκλ. Ἱστ., 1.2. Για ανάλυση και των τριών, βλ. Φειδάς (2002), 379-381.
95
Πρβλ. Ἰω. 10,30· 17,21.
96
Θεοδώρητος Κύρρου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 1.4.5.
28
εκπορευόµενος από τον Θεό Πατέρα, χωρίς να υπάρχουν τρεις θεοί, παρά µόνο ένας.97
Δηλαδή, ένας θεός, µία ουσία, τρεις υποστάσεις ξεχωριστές αλλά και ενωµένες.
Προφανώς, είναι αδύνατον να κατανοήσει άνθρωπος πώς γίνεται αυτό· η ανθρώπινη
λογική υποδεικνύει ότι τρεις υποστάσεις συνεπάγονται τρεις ξεχωριστές υπάρξεις, ουσίες
κλπ. Σ᾽ αυτή την διδασκαλία, λοιπόν, ο Άρειος διέκρινε τρεις θεούς, επειδή κατά την
λογική της ισχυρότερης φιλοσοφικής τάσης της εποχής του, του Νεοπλατωνισµού,98 ο
Θεός είναι ένας και απλός, κατ᾽ ουσίαν απρόσιτος και αµέτοχος για ο,τιδήποτε άλλο.99
Εάν, λοιπόν, ο Υιός αποτελεί ξεχωριστή υπόσταση από τον Θεό Πατέρα, πρέπει να
συνεπάγεται ότι είτε ο Υιός είναι ένας δεύτερος θεός – αυτή την αίρεση απέρριψε ο
Άρειος – είτε είναι δηµιούργηµα του Πατρός. Ο Άρειος αποκηρύχτηκε ως αιρετικός
λόγω της απόδοσης κυρίαρχης θέσης στην Ελληνική φιλοσοφία. 100 Για τον Άρειο, η
φύση της Αγίας Τριάδας υποτασσόταν στην λογική, όπως ο Δίας υποτασσόταν στις
Μοίρες. Δεν ήταν η ίδια η λογική που δεχόταν υποδείξεις από τον Θεό.101 Αυτός ο τύπος
παρατηρείται να επαναλαµβάνεται στις αιρέσεις και αναιρέσεις των ερίδων του 4ου αι.,102
και αυτό δεν πρέπει να εκπλήττει από την στιγµή που ακόµη και ο τρόπος έκφρασης και
συµπεριφοράς, καθώς και η µεθοδολογία, του Άρειου ήταν πάλι εµπνευσµένα όλα
κατευθείαν από την Ελληνική φιλοσοφία. Όπως µαρτυρεί ο Φειδάς, στα πρώιµα στάδια
της έριδας ο Άρειος κήρυττε το δικό του µήνυµα στην ενορία του και οι αντίπαλοί του το
ανασκεύαζαν στις δικές τους ενορίες. 103 Εποµένως, η ίδια η συµπεριφορά όλων των
αντιπάλων δείχνει απίστευτη οµοιότητα µε τις φιλοσοφικές έριδες των διαφόρων Σχολών
της Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο τύπος συµπεριφοράς του Άρειου και των αντιπάλων του
ήταν αυτός, όχι ο ενωτικός, συνοδικός τύπος λειτουργίας της Εκκλησίας από τις πρώτες
97
Πρβλ. Ἰω. 15,26.
98
Βλ. Florovsky (1987), 25 και Ζήσης (1997), 24.
99
Πρβλ. Πλωτίνος, Ἐννεάδες, 1.6.7.1-10· 1.6.9.7-22.
100
Για την προέλευση της αίρεσης από την κατάχρηση και τον υπερτονισµό της Ελληνικής φιλοσοφίας
πρβλ. του Χρυσοστόµου το Ὁµιλία Δ´ Εἰς Κορ. Α´ Ἐπιστ. PG 61.31.
101
Δηλαδή, θεία αποκάλυψη, Πρβλ. Ἰω. 5,19· 30· 12,49-50· Florovsky (1987)· Zizioulas (2008).
102
Πρβλ. και τα καυστικά σχόλια του Ευσέβιου Καισαρείας σχετικά µε τους αιρετικούς εν γένει, Ἐκκλ.
Ἱστ., 5.28.
103
Φειδάς (2002), 381-382. Ως αντιπάλους του Άρειου εδώ έχω υπ᾽ όψη µου τους Κολλουθιανούς, οι
οποίοι αποσχίστηκαν µαζί µε τον Κόλλουθο από την Εκκλησία, επειδή ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας
προτιµούσε µία διαλλακτική στάση αρχικά απέναντι στον Άρειο, µήπως και αλλάξει γνώµη. Βλ. Φειδάς
(2002), 302-305.
29
ακόµα ηµέρες της.104 Η καταχρηστική καταφυγή στο πνεύµα της Ελληνικής φιλοσοφίας
χαρακτηρίζει βαθύτατα την φύση της θεολογικής έριδας. Ο ουσιαστικός διάλογος µεταξύ
Χριστιανισµού και Ελληνισµού είχε ξεκινήσει, και η Εκκλησία ξεχώριζε τον καρπό από
το άχυρο.
Την απάντηση, λοιπόν, του Αθανασίου ανέλαβαν οι Βασίλειος και Γρηγόριος
Θεολόγος κατά την δική τους υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης της Νίκαιας, καθώς
και όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αι. Ακόµη και ο Χρυσόστοµος απηύθυνε 12
οµιλίες προς τους Ανοµοίους, την πιο ακραία παράταξη των αρειανοφρόνων στα τέλη
του αιώνα. Ωστόσο, ο Άρειος πέθανε το 336. Ο Βασίλειος (329/330-379) και ο
Γρηγόριος (329-390) δεν τον πρόλαβαν, αλλά µε τον πνευµατικό του διάδοχο, Ευνόµιο
(αρχές 4ου αι.-393), ήταν σχεδόν συνοµήλικοι. Ο Ευνόµιος δεν φαίνεται να εισήγαγε
κάποια αξιόλογη συµβολή ή αλλαγή στην ουσιαστική διδασκαλία του Άρειου, παρά µόνο
στην τελετουργική του βαπτίσµατος. Ο Θεοδώρητος Κύρρου αναφέρει ότι, αντί να
βυθίσει το σώµα του βαπτιζόµενου τρεις φορές σε νερό, µία φορά στο όνοµα της
καθεµιάς υπόστασης της Αγίας Τριάδας, ο Ευνόµιος βύθιζε µόνο µία φορά στο όνοµα
του θανάτου του Χριστού.105 Ωστόσο, οι δύο Καππαδόκες δράττονται της ευκαιρίας της
επέκτασης της αρειανικής έριδας, διασαφηνίζοντας περαιτέρω την ορολογία της
χριστιανικής πίστης.
Όπως είδαµε και παραπάνω, ο Μέγας Αθανάσιος απάντησε στον Άρειο ότι ο
Χριστός δεν είναι δηµιούργηµα του Πατρός· σε τέτοια περίπτωση αναιρείται η σωτηρία
των ανθρώπων. Ο Χριστός είναι οµοούσιος µε τον Θεό Πατέρα, είναι δηλαδή της ίδιας
θείας ουσίας µε Αυτόν, αλλά έχει ξεχωριστή υπόσταση, πρόσωπο. Αυτή η απάντηση
ακουγόταν πολυθεϊστική στον Άρειο· οι Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος Θεολόγος
ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση, εισάγοντας µία καινούργια διάκριση ορολογίας, η
οποία σηµείωσε τοµή στην ιστορία τόσο της θεολογίας, όσο και της φιλοσοφίας.106 Η
καινούργια διάκριση ήταν µεταξύ υπόστασης και προσώπου, από την µία, και ουσίας και
φύσης από την άλλη. Δηλαδή, οι Καππαδόκες συνέδεσαν τις έννοιες ὑπόστασις και
104
Βλ. Πραξ. 15,1-35.
105
Αἱρετικὴ Κακοµυθία PG 83.420.
106
Πρβλ. Zizioulas (2008), 50, όπου ο θεολόγος απορεί πώς µία τέτοια επαναστατική κίνηση στην ιστορία
της φιλοσοφίας έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη.
30
πρόσωπον, από την µία, και οὐσία και φύσις, από την άλλη.107 Είναι αρκετά ευνόητη η
ταύτιση της υπόστασης µε την ουσία εκ µέρους του Άρειου. Το ρήµα υφίσταµαι
εξακολουθεί και σήµερα να είναι συνώνυµο µε τα ρήµατα υπάρχω και είµαι στην
Νεοελληνική γλώσσα. Πράγµατι, η υπόθεση περιπλέκεται περαιτέρω, όταν λάβει κανείς
υπ᾽ όψη του τις πιθανότητες σύγχυσης και παρεξήγησης µέσω µεταφράσεων δογµατικών
όρων από τα Ελληνικά στα Λατινικά και αντιστρόφως.108 Ωστόσο, οι δύο Καππαδόκες
επέµεναν στην επεξήγηση της θεολογικής τους θέσης, απαντώντας στις ενστάσεις των
αρειανοφρόνων ότι τρεις υποστάσεις ισοδυναµούν µε τρεις θεούς. Η εξίσωση της ουσίας
µε την φύση απελευθέρωσε τον όρο ὑπόστασις να ταυτιστεί µε το πρόσωπον, οι οποίοι
όροι κατέστησαν οντολογικοί, ενδεικτικοί της ίδιας της ύπαρξης. Αυτό σηµαίνει ότι τα
τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας έχουν µία κοινή φύση/ουσία, και ταυτοχρόνως το κάθε
πρόσωπο έχει ξεχωριστή, οντολογική υπόσταση ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύµα. Οι
σχέσεις µεταξύ των προσώπων είναι υπαρξιακές, όχι αξιολογικές ή ηθικές, ώστε δεν
αφαιρείται η θεότητα από κανένα πρόσωπο. Την ίδια στιγµή, και τα τρία πρόσωπα έχουν
µία ουσία και φύση, ώστε δεν υπάρχουν τρεις θεοί.109 Καθώς, λοιπόν, οι Καππαδόκες
ανέπτυσσαν τις θεολογικές βάσεις που έθεσε ο Μέγας Αθανάσιος, το παράλληλο γεγονός
της ανάρρησης του Ιουλιανού του Παραβάτη στον αυτοκρατορικό θρόνο απείλησε να
µαταιώσει όλες τις προσπάθειές τους.
Ο Ιουλιανός, ο τελευταίος της Κωνσταντίνειας δυναστείας, διαδέχθηκε τον
Κωνστάντιο Β´ τον Νοέµβριο του 361 ως µοναδικός Αύγουστος. Πέθανε τον Ιούνιο του
363 κατά την εκστρατεία του εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας. Η ακµή της
εξουσίας του, λοιπόν, ήταν αρκετά περιορισµένη· όµως, όπως η Αθανασιάδη κοπιάζει
ακάµατα να αποδείξει, η επιρροή που άσκησε ο Ιουλιανός στην συνείδηση της
110
µεταγενέστερης Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας αναδείχθηκε ισχυρή. Ο Ιουλιανός
ενσωµάτωσε την τελευταία σοβαρή και ενεργή προσπάθεια να αναβιώσει την εθνική
107
Βλ. Φειδάς (2002), 508 και Florovsky (1987), 25-26, καθώς και τις κλασικές µελέτες του Zizioulas
(1985· 2006· 2008: 50).
108
Πρβλ. Zizioulas (2008), 49.
109
Zizioulas (2008), 50-51. Εξυπακούεται ότι έχω απλοποιήσει κατά πολύ το θέµα εδώ. Προσπαθώ να
σκιαγραφήσω τις γενικότερες γραµµές των εξελίξεων, χωρίς να χάσουµε τον κεντρικό µας άξονα της
ενότητας, την ιστορική πορεία του Χριστιανισµού στον 4ο αι.
110
Βλ. Αθανασιάδη (2005).
31
θρησκεία των Ελλήνων. Μαζί µε τον Λιβάνιο, τον ρήτορα της Αντιόχειας111 και κοινό
δάσκαλο των Μεγάλου Βασιλείου και Ιωάννη Χρυσοστόµου,112 ο Ιουλιανός επιχείρησε
να εγκαθιδρύσει, ή επαναφέρει κατά την γνώµη του,113 µία φιλοσοφική θρησκεία του
Ελληνισµού, εµπνευσµένη σε µεγάλο βαθµό από τον Νεοπλατωνισµό του Ιάµβλιχου.114
Ίσως η πιο σηµαντική πτυχή της δραστηριότητας του Ιουλιανού δεν εντοπίζεται στα
µέτρα που εισήγαγε καθ᾽ εαυτά. Μάλλον, η κυρίως σηµασία έγκειται στο γεγονός ότι για
πρώτη φορά µετά από τον Κωνσταντίνο ακούστηκε η απόλυτα επίσηµη φωνή της
αυτοκρατορίας να συµφωνεί εκ νέου µε τον παλαιό κόσµο της Ελληνορωµαϊκής αρχής.
Συνιστά γεγονός αδιαµφισβήτητο ότι ο Ιουλιανός κατηγόρησε ποικιλοτρόπως τους
χριστιανούς για δυσσέβεια, και τους απέκλεισε από την επίσηµη συµµετοχή στην
Ελληνική φιλολογία της εποχής του, παρ᾽ όλο που ακόµα και τότε είχε γίνει πια
ολοφάνερο ότι το µεγαλύτερης εµβέλειας κείµενο της Ελληνικής γραµµατείας όλων των
περιόδων, αιώνων και φάσεων είχαν συγγράψει οι χριστιανοί. Πρόκειται, βέβαια, για την
Καινή Διαθήκη. 115 Ο στενός φίλος του αυτοκράτορα, Λιβάνιος, φαίνεται να µη
συµµερίστηκε σε απόλυτο βαθµό τις ακραίες θέσεις του Παραβάτη. Και πριν την
ανάρρηση του Ιουλιανού είχε µαθητή τον Μέγα Βασίλειο, και µετά τον θάνατο του
Ιουλιανού δέχθηκε ως µαθητή τον Ιωάννη Χρυσόστοµο. Βέβαια, ο Λιβάνιος διέθετε µια
απίστευτη ικανότητα προσαρµογής στις εκάστοτε συνθήκες της κοινωνίας του.
Καλλιέργησε στενή επαφή µε τον Μέγα Θεοδόσιο, παρά τις κινήσεις του δεύτερου να
απαγορεύσει την θρησκεία του πρώτου. Χωρίς αµφιβολία, ο ρήτορας διέβλεπε στον
Ιουλιανό το ιδεώδες της Ρωµαϊκής αρχής, υπό την ευσεβή καθοδήγηση των θεών, όπως
αποκαλύπτεται στην αλληλογραφία τους.116 Όµως, ο Λιβάνιος κατείχε µια θέση αρκετά
διαφορετική από του Ιουλιανού. Ο Λιβάνιος δεν πέθανε στα µέσα του 4ου αι., αλλά έζησε
µέχρι να αντικρίσει την επίσηµη εξόντωση της ειδωλολατρίας στα τέλη του αιώνα, την
111
Εἰς τὸν µακάριον Βαβύλαν καὶ κατὰ Ἑλλήνων, SC 362.18.
112
Cribiore (2007), 2.
113
Βλ. χαρακτηριστικά την 89η επιστολή του στον Θεόδωρο αρχιερέα, Bidez I.89.
114
Αθανασιάδη (2005), 27-38.
115
Κατά πάσαν πιθανότητα, το συγκεκριµένο γεγονός συνέβαλε αρκετά στην απόφαση αυτή του
αυτοκράτορα. Θα θέλησε να εξαγνίσει µε κάποιο τρόπο τον βεβηλωµένο από τους χριστιανούς Ελληνισµό.
Για την λογική και την τελετουργική του εξαγνισµού στις θρησκείες του αρχαίου κόσµου, βλ. Eliade
(1965).
116
Βλ. Bidez Ι.
32
117
Φειδάς (2002), 506-518.
33
118
Για την σκέψη και την δράση του Μελέτιου, βλ. το εµβριθές άρθρο του Henri Leclercq (1911).
119
Ἀντιοχικὸς ἢ Μισοπώγων, Lacombrade 2.42.18.
120
Μάλιστα, ο Μέγας Φώτιος παραδίδει την πληροφορία του αρειανόφιλου ιστορικού Φιλοστόργιου ότι ο
Ευστάθιος καθαιρέθηκε λόγω αντι-αρειανικής πολεµικής εναντίον του Ευσέβιου Καισαρείας. Συγκλήθηκε,
λοιπόν, σύνοδος στην Αντιόχεια, όπου ο Ευστάθιος κατηγορήθηκε για µοιχεία και καθαιρέθηκε. Βλ.
Photius (2015), 2.7.
34
κατόπιν της καθαίρεσης του Ευστάθιου το 330. Η σύγχυση εντάθηκε ακόµη περισσότερο
από το γεγονός ότι δύο από τις πιο γιγαντιαίες θεολογικές µορφές, ο Μέγας Αθανάσιος
και ο Μέγας Βασίλειος, διαφωνούσαν µεταξύ τους, και ο καθένας τους υποστήριζε άλλον
πατριάρχη Αντιοχείας: ο Αθανάσιος τον Παυλίνο και ο Βασίλειος τον Μελέτιο.
Πράγµατι, θα ήταν αρκετά δύσκολο η κατάσταση να γινόταν πιο δυσχερής και το
πρόβληµα πιο δυσεπίλυτο από το να ελλείψει η ένωση και συµφωνία ανάµεσα στις δύο
µεγάλες στήλες της ορθοδόξου πίστης. Τελικά, ο Βασίλειος κατέβαλε έντονες
προσπάθειες και κατάφερε να πείσει τον Αθανάσιο να υποστηρίξει τον φιλειρηνικό
Μελέτιο.121 Το γεγονός έχει σηµαντικά φυσικά επακόλουθα. Η φροντίδα του Μελέτιου
για αποφυγή επίµαχων θεµάτων, όρων και συζητήσεων γενικότερα προσέφερε στην
Αντιόχεια την ευκαιρία να πάρει ανάσα ανάπαυσης µετά από δεκαετίες ερίδων και
διαµαχών των πολλών δογµατικών παρατάξεων. Χαρακτηριστικά, ο Μελέτιος απέκτησε
την αγάπη του λαού του αµέσως µόλις εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια, ακριβώς επειδή
όταν του ζητήθηκε να εκφράσει την οµολογία πίστης του, αναφέρθηκε σε δόγµατα
γενικότερα αποδεκτά, αποφεύγοντας επίµαχα σηµεία, και στην συνέχεια επικεντρώθηκε
σε ηθικά ζητήµατα του χριστιανικού βίου.122 Αυτή η ειρηνοποιός στάση του Μελέτιου
ανέπαυσε τον χριστιανικό λαό της µητρόπολης. Το συγκεκριµένο γνώρισµα του
Μελέτιου διαφαίνεται στην αδιάλειπτη σπουδή του µαθητή του, Ιωάννη Χρυσοστόµου,
για διαλλακτικότητα ανάµεσα σε στασιάζουσες παρατάξεις χριστιανών, όπου καθίστατο
δυνατόν.123
Εν τούτοις, µε την ανάρρηση του Ουάλη (364-378) στον αυτοκρατορικό θρόνο,
οι δυσκολίες για τον Μελέτιο και την Αντιόχεια συνεχίστηκαν. Παρ᾽ όλο που στην
µορφή του Μελέτιου πάµπολλοι ιεράρχες της Ανατολής διέβλεπαν πια την ενωτική
στήλη της ορθοδοξίας που ποθούσαν, ο αρειανόφιλος αυτοκράτορας εξόρισε τον
πατριάρχη Αντιοχείας στην Αρµενία τον Μάιο του 365. Επιπρόσθετα, ο αντικανονικός
υποστηρικτής της Νίκαιας, Παυλίνος, απέλαυε πια και της εκτιµήσεως του Πάπα
Δαµάσου Ρώµης, µαζί µε του Αθανασίου. Ο Μελέτιος, λοιπόν, έφυγε στην εξορία,
αφήνοντας τουλάχιστον άλλες δύο παρατάξεις υποστηρικτών της Νίκαιας στην
121
Για όλη την περίοδο και τις διάφορες πτυχές της, βλ. Φειδάς (2002), 516-518.
122
Βλ. Leclercq (1911).
123
Κάλλιστο παράδειγµα, βέβαια, αποτελεί και το πρώιµο Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας.
35
124
Leclercq (1911).
125
Βλ. Τατάκης (1977· 2007)· Pelikan (1993)· Hadot (1999· 2002)· Μποζίνης (2006a· 2006b· 2010)·
Ματσούκας (2010).
126
Τα στοιχεία που παραθέτω είναι απλώς ενδεικτικά. Με κανέναν τρόπο δεν µπορούν να θεωρούνται
αποδεικτικά κανενός ισχυρισµού ή θέσης. Σκοπό έχουν να φανερώσουν την ευρύτητα σκέψης και
κατανόησης των πατέρων της Εκκλησίας του 4ου αι.
36
127
Όλα τα παραπάνω στοιχεία αφορούν την συνολική παραγωγή του καθενός συγγραφέα, κατόπιν
αναζήτησης στο TLG. Δεν διασταυρώνω, βέβαια, τις συχνότητες των όρων µε τα συµφραζόµενα που
απαντούν, αλλά η εξοικείωση µε τα κείµενα των εν λόγω λογίων αρκεί να πείσει ότι η συντριπτική
πλειοψηφία των περιπτώσεων σχετίζεται µε την προβολή του χριστιανικού βίου. Ενδιαφέρον, επίσης,
παρουσιάζουν τα ανάλογα στοιχεία του Ευσέβιου Καισαρείας (φιλοσοφία 251, πίστις 44) και του
Ωριγένους (φιλοσοφία 89, πίστις 129). Ασφαλή συµπεράσµατα οπωσδήποτε απαιτούν διεξοδική µελέτη επί
του θέµατος.
128
Downing (1992), 284.
129
Την ιστορία της κατηγορίας στον 20ο αι. παραθέτει και αναλύει ο Rylaarsdam (2014), 1-10.
130
Bouyer (1982), 41. Ακόµη και ο εµβριθέστατος ορθόδοξος µελετητής και Μητροπολίτης Περγάµου, κ.
Ιωάννης Ζηζιούλας (1985· 2006· 2008), αναφέρει τον Χρυσόστοµο κυρίως σχετικά µε την λειτουργία που
αποδίδεται στην συγγραφή του. Μία ουσιαστική ανάλυση, όµως, της σκέψης του Χρυσοστόµου ελλείπει
σε µεγάλο βαθµό από τις µελέτες του Μητροπολίτη.
131
Εξυπακούεται ότι ο ισχυρισµός είναι λανθασµένος, και ίσως την καλύτερη αφορµή εµβάθυνσης στην
σκέψη του Χρυσοστόµου αποτελεί η πρωτοποριακή µελέτη του Μποζίνη (2003) σχετικά µε την πολιτική
του σκέψη.
37
θεµάτων σε καθηµερινό επίπεδο, στον λαό που συγκεντρωνόταν στον ναό.132 Έστω και
µία εσωτερική πραγµατεία πάνω στην Χριστολογία ή Πνευµατολογία δεν µαρτυρείται
στο έργο του Χρυσοστόµου. 133 Συνιστά γεγονός ότι κατά 99%, ο Ιωάννης οµιλεί
ευκαιριακά· ακόµα και στα «συστηµατικότερα» υποµνήµατά του σε πάµπολλα βιβλία
της Αγίας Γραφής, προβάλλεται το παράπονο πως δεν τηρεί κανέναν γενικότερο κανόνα
ερµηνείας, παρά παρουσιάζει το θείο µήνυµα όπως επιθυµεί ο ίδιος ανά πάσαν στιγµή,
αναλόγως µε το τί έχει κατά νου. 134 Οι κατηγορίες, λοιπόν, προβάλλουν στον
Χρυσόστοµο: έλλειψη πρωτοπορίας, επιπολαιότητα σκέψης και έλλειψη
συστηµατικότητας. Από την άλλη, παρατηρείται µια υπερβολική χρήση του όρου
φιλοσοφία στο έργο του. Εάν συνυπολογίσουµε όλα τα δεδοµένα, ένα από τα πιθανά
αποτελέσµατα θα δείξει την εντονότερη ενασχόληση µε την καθηµερινή ποιµαντική του
καθηµερινού λαού στη δραστηριότητα του Ιωάννη. Προφανώς, ασχολείται µε την
θεολογία, όπως όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας· επίσης, δεδοµένη υπάρχει η µέριµνα της
ποιµαντικής σε όλους τους πατέρες. Ο Χρυσόστοµος, όµως, ξεχωρίζει από την
περιρρέουσα ατµόσφαιρα της εποχής του, ακολουθώντας το υπόδειγµα του Μελέτιου
που είδαµε παραπάνω. Ενδιαφέρεται να µεταδίδει το θεολογικό και σωτήριο µήνυµα της
σωτηρίας, αλλά µε τρόπο προσιτό σε όλους, και την περισσότερη έµφαση δίνει στα
θέµατα της ποιµαντικής του λαού. Την ποιµαντική του µέριµνα έχει ονοµάσει η
σύγχρονη βιβλιογραφία ηθικολογία.
Η µέριµνα της ποιµαντικής της κοινωνίας αποτελεί, για ιστορικούς λόγους,
αρχική ενασχόληση των Ελλήνων φιλοσόφων, από τον πρόµαχο της ηθικής φιλοσοφίας,
Σωκράτη, και έπειτα. Βέβαια, υπάρχουν σηµαντικές και ανυπέρβλητες διαφορές στην
ποιµαντική, παραδείγµατος χάριν, του Πλάτωνα µε εκείνη του Χρυσοστόµου. Δεν
µιλάµε για ποίµνιο στην φιλοσοφία του Πλάτωνα· ο φιλόσοφος απευθυνόταν σ᾽ όποιον
τον άκουγε, κυρίως στην δική του Πόλη. Η φιλοσοφία του ήταν, εν πολλοίς,
συνδεδεµένη µε την γη, µε τα δεδοµένα της ανθρώπινης ζωής. Προσπαθούσε να
βελτιώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Όµως, ο Χρυσόστοµος, ακολουθώντας τον Χριστό,
132
Βλ. ειδικά Maxwell (2006) για την ιδιαίτερα στενή σχέση που ανέπτυξε ο Χρυσόστοµος µε τον λαό
µέσω του κηρύγµατός του.
133
Βλ. Geerard (1974), 491-672. Κάποιες µικρές θεολογικές πραγµατείες έχουν αποδοθεί στον Ιωάννη·
ωστόσο, θεωρούνται ως επί το πλείστον νόθες.
134
Bardy (1949), στηλ. 581.
38
δεν ήθελε τόσο να βελτιώσει την κοινωνία του, παρά να την ανανεώσει, τουτέστιν να την
µεταφέρει όσο το δυνατόν από την γη στον ουρανό. Το πρόσωπο του Χριστού, όπως
είδαµε παραπάνω, ως ένσαρκη σωτηρία της ανθρωπότητας, καθιστούσε εφικτή την
επιθυµία του Ιωάννη. 135 Στον Χρυσόστοµο, λοιπόν, η υπόσταση του Χριστού, η θεία
ουσία, προσλαµβάνει την σάρκα – δηλαδή τις ευπρόσιτες στην ανθρωπότητα διαστάσεις
– της Ελληνικής φιλοσοφίας, προκειµένου να καθοδηγήσει τον άνθρωπο από τον
πυθµένα της αµαρτωλότητάς του µέχρι τον ύστατο ουρανό. Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, η
θεολογική ευφυΐα των λεγόµενων Καππαδοκών πατέρων εµφανίζεται στο έργο του
Ιωάννη, προς άµεση διακονία του λαού του Θεού.
Συγκεκριµένα, το εν λόγω έργο του Χρυσοστόµου αποτελείται από τρία µέρη,
στα δύο των οποίων κύριος αποδέκτης του λόγου είναι ο πιστός χριστιανός· στον
ειδωλολάτρη αφιερώνεται µόνο το ένα µέρος. Ωστόσο, ο Χρυσόστοµος δεν προβαίνει σε
καµία επεξήγηση, σε κανένα σηµείο του κειµένου, κάποιας πιθανής διαφοράς ή
παρεξήγησης µεταξύ φιλοσοφίας και πίστεως. Αντιθέτως, ο Ιωάννης παρουσιάζει τον
χριστιανικό βίο ευθύς εξ αρχής µε αυτόν τον χαρακτηριστικό τρόπο: Εἶναι γὰρ τινας
ἀνθρώπους καὶ νῦν τὰ αὐτὰ τοῖς βαρβάροις τολµῶντας ἐκείνοις, µᾶλλον δὲ καὶ
παρανοµώτερα πολλῷ· τοὺς γὰρ εἰς τὴν καθ᾽ ἡµᾶς φιλοσοφίαν ἄγοντας πάντοθεν ἐλαύνειν,
καὶ µετὰ πολλῆς τῆς ἀπειλῆς ἀπαγορεύειν καθόλου µὴ φθέγγεσθαι, µηδὲ διδάσκειν µηδένα
ποτὲ ἀνθρώπων τοιοῦτον µηδέν. 136 Αυτή ακριβώς η προτίµηση αποτελεί, σε µεγάλο
βαθµό, το θέµα της παρούσας ενότητας.
Πράγµατι, η ευθεία αναφορά στην παράδοση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας
απαντά σε πάµπολλα σηµεία του κειµένου, καθώς ο Χρυσόστοµος µνηµονεύει ονόµατα
επιφανών φιλοσόφων ως αποδεικτικά στοιχεία των παροτρύνσεών του. Ωστόσο,
ουσιωδέστερο ενδιαφέρον δείχνει το αυτούσιο παράθεµα στο δεύτερο βιβλίο του
κειµένου, Πρὸς ἄπιστον πατέρα, της προσφοράς οικονοµικής συνδροµής στον Σωκράτη
εκ µέρους του Κρίτωνα, καθώς ο δεύτερος παρακαλεί τον πρώτο να µη παραδοθεί στην
άδικη ποινή του κράτους.137 Ο Χρυσόστοµος παραθέτει το απόσπασµα ως απόδειξη του
ότι ο ενάρετος άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται την φτώχεια. Ακόµη και άπορος να
135
Βλ. παραπάνω, Ι.Α. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 4Ο ΑΙ.
136
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.320.
137
Κρίτ. 45b-c4.
39
138
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.336-337.
139
Παραθέτει, δηλαδή, µόνο την προσφορά του Κρίτωνα και παραλείπει την απάντηση του Σωκράτη.
Αντιθέτως, απαντά ο ίδιος στο σκεπτικό του Κρίτωνα.
140
Βλ. Jaeger (1961), 74-75.
141
Κρίτ. 46b-c6.
142
Downing (1992), 286.
40
143
ό.π. 280-287.
144
ό.π. 287.
145
Sandwell (2007), 3. Χρησιµοποιεί τον όρο «identity», τον οποίο αποδίδω µε την διπλή µετάφραση
παράδοση/ταυτότητα.
41
146
Sandwell (2007), 3-4. Σε µια προηγούµενη διάλεξη (2001:35-58) η µελετήτρια ισχυρίστηκε πως οι
Χριστιανοί αποτελούσαν αυστηρά κλειστό πνευµατικό κύκλο, σε αντίθεση µε τον κοσµικό κύκλο του
Ρωµαϊκού κράτους. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι οι χριστιανοί θεωρούν πως ο ίδιος ο πλανήτης, το σύµπαν και
όλοι οι άνθρωποι ανήκουν στον Θεό. Δεν υπάρχει ο κύκλος του Θεού και ο κύκλος του κόσµου. Βέβαια,
από την άλλη, θα µπορούσε κανείς να φέρει την αντίρρηση του Ιουδαϊσµού, τουτέστιν ότι οι χριστιανοί
έχουν ταυτότητα µόνο και µόνο επειδή διαφοροποιήθηκαν από τους Εβραίους. Όµως, οι ίδιοι οι χριστιανοί
πάλι θα ισχυρίζονταν ότι οι Εβραίοι είναι που αποµακρύνθηκαν από την αλήθεια, τον Χριστό (πρβλ. τις
επιστολές του Παύλου Πρὸς Ῥωµαίους και Ἑβραίους, καθώς και την σχετική ερµηνεία του Χρυσοστόµου,
ΟΘ´ Ὁµιλία εἰς Ματθαῖον Fields II.79.761d-e, ανάµεσα σε πλήθος µαρτυριών). Ανεξαρτήτως, λοιπόν, του
ορθού της χριστιανικής γνώµης, σηµασία κυρίως έχει το γεγονός ότι ποτέ, σε καµία περίπτωση, οι
χριστιανοί δεν ανέχθηκαν ούτε αποδέχθηκαν κανενός είδους ετερο-προσδιορισµό της ταυτότητάς τους.
Πρέπει να συνειδητοποιούµε ότι, όταν µιλάµε για χριστιανούς, µιλάµε για µια ταυτότητα που δεν
παραχωρεί σε καµία άλλη ούτε υψηλότερη ούτε καν ισάξια θέση δίπλα της (πρβλ. Φιλιπ. 2,9-11). Η
χριστιανική ταυτότητα διεκδικεί µία απόλυτη υποκειµενικότητα, βασισµένη στο απόλυτο και οικουµενικό
(εµείς σήµερα θα λέγαµε αντικειµενικό) υποκείµενο, τον Χριστό.
147
Οµολογουµένως, µε τον τρόπο που εξέφρασε την άποψή της η Sandwell προσφέρει τα ίδια δικαιώµατα
στον Χριστό, ώστε, µε µια πιο ολοκληρωµένη εικόνα, υποστηρίζει ότι και ο Δίας και ο Χριστός, ο
ειδωλολάτρης και ο χριστιανός, προσφέρουν ο ένας στον άλλον την δυνατότητα ύπαρξης, όσον αφορά το
κεντρικό σηµείο της ταυτότητάς τους, ανά πάσαν στιγµή. Για την αρχαία Ελλάδα, η οποία κατανοούσε τον
εαυτόν της σε αντίθεση µε τους αλλόφυλους βαρβάρους, η θέση της Sandwell ίσως να αρµόζει. Βέβαια,
όταν περιγράφει µετά (40-41) την ειδωλολατρική ταυτότητα της Ελληνορωµαϊκής Αντιόχειας, δεν
αναφέρεται σε καµία άλλη ταυτότητα, παρά µόνο σε εκείνη της αρχαίας Ελλάδας, του δωδεκάθεου.
Πάντως, στην χριστιανική ταυτότητα δεν αρµόζει καθόλου η προσέγγισή της, όπως θα δούµε παρακάτω.
42
πείσει πιθανῶς παρὰ µόνον ἐκείνους ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ µυστήριο ποτὲ
δὲν συλλαµβάνεται παρὰ µόνο µὲ τὴν πίστη.148
Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαβάσουµε στα λόγια του Φλωρόφσκυ καµία
κατάργηση της αξίας της επιστηµονικής έρευνας. Μάλλον, ο θεολόγος προσπαθεί να
διασαφηνίσει τα εφικτά όρια προσέγγισης και κατανόησης του αντικειµένου έρευνας, της
Εκκλησίας και, ως εκ τούτου, των ίδιων των χριστιανών. Θέτει ως πρώτο κριτήριο
ερµηνείας την εµπειρία, τον βίο της Εκκλησίας, των µελών του σώµατος του Χριστού. Ο
χριστιανικός βίος καθιστά εφικτή την διατύπωση ορισµών και δογµάτων. Ο ορισµός,
λοιπόν, και το δόγµα είναι προϊόντα του βίου, ο οποίος εκφράζει το ήθος του χριστιανού,
το οποίο µε τη σειρά του προέρχεται από την πίστη. Η χριστιανική πίστη προικίζει τον
πιστό µε το ήθος, που παράγει τον κατάλληλο βίο, ώστε να µπορεί να διατυπώνει
ελλόγως το περιεχόµενο της πίστης του. Η νοµοτέλεια αντανακλά απόλυτα τις
κατευθυντήριες γραµµές που έθεσε ο Δράγας παραπάνω.
148
Φλωρόφσκυ (1999), 17-18. Γίνεται αρκετά σαφές στη µελέτη της Sandwell ότι ο τρόπος που
προσεγγίζει και τις δύο θρησκευτικές ταυτότητες (χριστιανική και Ελληνική) είναι τουλάχιστον
ακατάλληλος, αν όχι και καταχρηστικός. Επί παραδείγµατι, ισχυρίζεται ότι η θρησκευτική ταυτότητα είναι
φτιαγµένη αποκλειστικά από ανθρώπινους παράγοντες προκειµένου να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους
(2007: 4). Αυτή η άποψη, όµως, προδίδει την προκατάληψή της ότι η θρησκεία είναι αποκλειστικά
ανθρώπινο προϊόν, τουτέστιν δεν υπάρχει κανένας θεός. Ανεξαρτήτως του αληθούς του λόγου, µία τέτοια
προσέγγιση στις θρησκευτικές κοινότητες της Ύστερης Αρχαιότητας είναι τελείως ακατάλληλη, γεγονός
που διευκρίνισε εδώ και αρκετό καιρό ο Brown (2001:45) στην κατατοπιστική µελέτη του για την
δηµιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας. Διασαφηνίζει εκεί την πεποίθηση του κοινού ανθρώπου της
Ελληνορωµαϊκής κοινωνίας της Ύστερης Αρχαιότητας – απροσδιόριστης θρησκευτικής ταυτότητας – πως
µοιραζόταν τον ορατό κόσµο του µε τον αόρατο κόσµο, ο οποίος τον περιέβαλλε. Άρα δεν µπορούµε µετά
εµείς, βασισµένοι στη µελέτη του Eriksen (1993) για τον εθνικισµό, να διατεινόµαστε ότι τα κριτήρια της
ταυτότητας του εθνικισµού του 20ου αι. αρµόζουν στην ερµηνεία των θρησκευτικών ταυτοτήτων της
Ελληνορωµαϊκής κοινωνίας του όψιµου 4ου αι. µ.Χ. Τον 4ο αι. δεν υπήρχαν ούτε εθνικισµοί, ούτε έθνη-
κράτη, ούτε διαφωτισµοί. Τα δικά µας σηµερινά κριτήρια είναι προϊόντα της δικής µας ιστορικής εµπειρίας
και πραγµατικότητας. Προφανώς, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για την εποχή του Χρυσοστόµου. Σε
τελική ανάλυση, οι Barth, Jenkins και Eriksen πιθανόν να µην αποτελούν τα πιο κατάλληλα πρίσµατα για
να διακρίνουµε το φως της Ύστερης Αρχαίοτητας. Ένα πολύ πιο κατάλληλο πρίσµα, τουλάχιστον όσον
αφορά την χριστιανική ταυτότητα, αποτελεί ο Popovich (2009:7), ο οποίος γράφει σχετικά: The mystery of
Truth is not in things, not in ideas, not in symbols, but in Personhood, namely the Theanthropic Person of
the Lord Christ, Who said: I am the Truth (John 14:6): Truth that is perfect, never diminished, always one
and the same in its complete fullness – yesterday, today and forever (Heb. 13:8). All other truths issue forth
from this as rays from the sun, by which they themselves are also both immortal and eternal. Από τα
παραπάνω, προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα ότι η χριστιανική ταυτότητα αποτελεί απόλυτο
αυτοπροσδιορισµό, εφ᾽ όσον οι ίδιοι οι χριστιανοί βασίζουν την ταυτότητά τους αποκλειστικά στο
πρόσωπο του Χριστού και κανενός άλλου. Ασχέτως αν αποδέχεται κανείς την χριστιανική πίστη ή όχι, δεν
µπορεί να αµφισβητηθεί ο αυτοπροσδιορισµός της ταυτότητάς της, όπως πράττει η Sandwell.
43
149
Βλ. Γιανναράς (2011).
150
Πολλοί µελετητές αποδίδουν την ρήση στον Τερτυλλιανό, και ο Φλωρόφσκυ µεταξύ τους, όµως
κανένας δεν παραπέµπει σε συγκεκριµένο έργο του.
151
Φλωρόφσκυ (1999), 26-33.
152
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.380.
153
Βλ. Lampe, Greek Patristic Lexicon, s.v. κοινόβιον.
154
Πρβλ. Ἀσκητικαὶ Διατάξεις PG 31.1381. Η χρήση του Βασιλείου δηλώνει την συνωνυµία, επίσης,
ανάµεσα στους όρους κοινόβιον και µονή.
44
θρησκείας του κράτους από τον Θεοδόσιο τον Μέγα, 3) ο οποίος, µε την σειρά του,
επρόκειτο να ανακηρυχθεί ως ο δεύτερος άγιος αυτοκράτορας σε λιγότερο από έναν
αιώνα 4) πιθανώς εξαιτίας και των διωγµών που ξεκίνησε εναντίον των ειδωλολατρών –
τότε καθίσταται εµφανές ότι ο Χριστιανισµός είχε εκθρονίσει ουσιαστικά, και
κυριολεκτικά, την αρχαία Ελληνορωµαϊκή ειδωλολατρία. Λαµβάνοντας υπ᾽ όψιν µας
αυτό το γεγονός, µπορούµε να ερµηνεύσουµε επιτυχώς την προτροπή του Χρυσοστόµου
να φοιτήσουν τα παιδιά στο µοναστήρι, το οποίο παροµοιάζει µε γυµνάσιον, 155 όχι,
πάντως, τυχαία.
Αντίθετα µε την άποψη της Sandwell, ότι ο Xριστιανισµός και ο Ελληνισµός
ήταν υπαρξιακά ή εννοιολογικά αλληλοεξαρτηµένοι, εδώ φαίνεται πως ο Xριστιανισµός
αποδεικνύεται απόλυτα αυτάρκης. Μόλις µετά την ανάρρησή του στον αυτοκρατορικό
θρόνο ξεκίνησε να διαλέγει και να απορροφά τα στοιχεία του Ελληνισµού που ήθελε να
αξιοποιήσει – αυτή η διαδικασία αποτελεί τον διάλογο µεταξύ των δύο – ενώ όσα
θεώρησε περιττά τα αποκήρυξε.156 Την διαµονή στο κοινόβιον ο Χρυσόστοµος αντλεί
από την χριστιανική παράδοση· την παροµοίωσή της µε φοίτηση στο γυµνάσιον κατά
πάσαν πιθανότητα αντλεί από τον χαρακτηρισµό του γυµνασίου ως χώρου
φιλοσοφικού. 157 Ο Χρυσόστοµος, λοιπόν, συµβουλεύει τα παιδιά να διαµείνουν ένα
διάστηµα στο µοναστήρι, προκειµένου να αποκτήσουν τον κοινό τρόπο ζωής των
χριστιανών. Το ίδιο το µοναστήρι παροµοιάζεται µε το αρχαίο γυµνάσιον, όπου
γυµναζόταν η ψυχή του µέλλοντος φιλοσόφου, κατά τον Πλάτωνα. Ο Χρυσόστοµος,
πάλι, αναφερόµενος στον χριστιανικό βίο, τον ονοµάζει: τὴν καθ᾽ ἡµᾶς φιλοσοφίαν,158
ώστε το εν λόγω έργο του Χρυσοστόµου αποτελεί αναντίρρητα σηµείο
συνάντησης/επαφής Χριστιανισµού και Ελληνισµού. Όµως, η συνάντηση και επαφή τί
αποτέλεσµα έχουν; Μήπως συνεπάγονται συµφυρµό και νόθευση; 159 Δικαιούµαστε να
155
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.380.
156
Βέβαια, και η αναντικατάστατη µονογραφία του Jaeger (1961) αρκεί προς αποσαφήνιση της φύσης της
διαδικασίας διαλογής/διαλόγου του Χριστιανισµού µε τον Ελληνισµό.
157
Πρόκειται για έναν χαρακτηρισµό στον οποίον αναφέρεται ο ίδιος ο Χρυσόστοµος και µάλιστα σ᾽ αυτό
το έργο. Βλ. Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.339· πρβλ. του Πλάτωνα Πολ. 498b, 535b, Τίµ. 89e.
158
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.320.
159
Πρόκειται για ένα αρκετά λεπτεπίλεπτο ζήτηµα και διαφορά ανάµεσα στις τρεις κύριες θρησκευτικές
ταυτότητες της εποχής: Ελληνισµός, Ιουδαϊσµός και Χριστιανισµός. Για τον Ελληνισµό, η
συνάντηση/επαφή µε αλλόδοξους, και τις άλλες δόξες τους, δεν συνιστούσε αναγκαστικά άµεση απειλή
45
στην ταυτότητά του, γεγονός πασιφανές από την φοίτηση και του Πλάτωνα και του Ηρόδοτου στους
Αιγύπτιους και άλλους λαούς της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, οι Έλληνες δεν δυσκολεύτηκαν να
αντιληφθούν την διεκδίκηση των χριστιανών για µια απόλυτη υποκειµενικότητα της αλήθειας γύρω από το
πρόσωπο του Χριστού, που διαφαίνεται σε ολόκληρη τη χριστιανική γραµµατεία, από την Καινή Διαθήκη
έως το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας του Χρυσοστόµου και πέραν. Αυτή η διεκδίκηση των χριστιανών
ανησυχούσε τους Έλληνες· την εκλάµβαναν ως διεκδίκηση πολιτικής εξουσίας· πρβλ. και τον διάλογο του
Χριστού µε τον Πόντιο Πιλάτο, Ἰω. 18,33-40). Επίσης, οι Εβραίοι δεν θεωρούσαν αναγκαστικά απειλή τον
αλλόφυλο/αλλόδοξο (το ίδιο πράγµα γι᾽ αυτούς). Αρκούσε να τον αφοµοίωναν και ιουδαιοποιούσαν,
δηλαδή έπρεπε να περιτµηθεί, πρβλ. Γεν. 17,12-14. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι και ο Ελληνισµός και ο
Ιουδαϊσµός ήταν δεκτικοί, κατά κάποιο τρόπο, των αλλοδόξων. Αρκούσε να υποταχθεί στην δική τους
εξουσία. Όµως, το πρόβληµα που παρουσίασε ο Χριστιανισµός ήταν ότι, παρ᾽ όλο που οι Χριστιανοί δεν
διεκδικούσαν κανενός είδους πολιτική εξουσία, διεφύλαξαν µία απόλυτη διεκδίκηση θρησκευτικού
αυτοπροσδιορισµού και κυριαρχίας, και επειδή την εποχή εκείνη η πολιτεία προέβαλλε αξιώσεις
θρησκευτικού χαρακτήρα, οι οποίες αντέβαιναν στην χριστιανική πίστη, οι χριστιανοί αναγκαστικά
θεωρούνταν σφετεριστές και ταραξίες. Το πρόβληµα αυτό δυσχέρανε ακόµη περισσότερο η αδίστακτη
διάθεση των χριστιανών, όχι να σφάξουν, αλλά να σφαγούν από αλλόδοξους. Η διεκδίκησή τους, λοιπόν,
ήταν αδύνατον να πολεµηθεί, να αποκρουστεί, ακόµα και όταν πολεµούνταν. Πρβλ. από το Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας το προοίµιο, PG 47.319.
160
Για την επιφυλακτική στάση κάποιων χριστιανών του 4ου αι. σχετικά µε τον Ελληνισµό, δες και την
µαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου στο Laistner (1978), 55.
161
Όπως τους ονοµάζει ο ίδιος ο Χρυσόστοµος στην 79η οµιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: Fields
II.79.763B.
162
Ο Ιουλιανός αποτελεί κάλλιστο σηµείο αναφοράς, όσον αφορά τις οµοιότητες και διαφορές του
Ελληνισµού µε τον Χριστιανισµό, όχι µόνο λόγω των ιστορικών συνθηκών και συγκυριών της ζωής του,
αλλά και επειδή είναι ένθερµος ιδεαλιστής και πιστότατος µαθητής του Πλάτωνα στην προσπάθεια να
καταστήσει φιλόσοφο τον άρχοντα ή άρχοντα τον φιλόσοφο.
46
δόγµατα της πίστης του: ...πειθόµεθα δὲ τῶν µὲν ἀνθρώπων οὐδενί, τοὶς θεοῖς δὲ
µόνον....163 Η έκφρασή του εκπλήττει λόγω της καταπληκτικής οµοιότητάς της µε εκείνη
του αποστόλου Πέτρου στις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: πειθαρχεῖν δεῖ θεῷ µᾶλλον ἢ
ἀνθρώποις.164 Από τις δύο διατυπώσεις, εύλογα θα άρχιζε κανείς να αναρωτιέται: µήπως
η κύρια διαφορά ανάµεσα στις δύο παραδόσεις, Ελληνισµού και Χριστιανισµού,
εντοπίζεται ακριβώς εκεί: στην ονοµασία, στην ετικέτα της καθεµιάς; Οι ερωτήσεις
πιθανόν να αυξάνονταν και να µεταβάλλονταν σε υποψίες, όσο θα συνέχιζε κανείς την
ανάγνωση πηγών των δύο παραδόσεων. Και οι δύο επικαλούνται την θεία καθοδήγηση
των πράξεων και των δογµάτων τους,165 και οι δύο αποδοκιµάζουν τις παραπλανητικές
ενέργειες του πλούτου και της τρυφής,166 και οι δύο τονίζουν την ανάγκη ευσέβειας και
αγνότητας βίου για τους ιερείς,167 και οι δύο προβάλλουν τις επιταγές της φιλανθρωπίας
168
ως κριτήριο και αρχή συµπεριφοράς υψηλότερο πάντων. Εποµένως, µε τόση
πνευµατική οµοιότητα, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε τόση αποστροφή και απέχθεια
ανάµεσα στους δύο;169
Ο Ιουλιανός, κατ᾽ αρχάς, ονοµάζει τους Χριστιανούς περιπαικτικά Γαλιλαίους,170
οι οποίοι είναι δυσσεβείς 171 και µισάνθρωποι. 172 Αφιέρωσε και ολόκληρη πραγµατεία
163
Bidez I.89.452d.
164
Πρ. 5,29.
165
Πρ. 5,32· Bidez I.89.453b.
166
Ματθ. 13,22· Bidez I.89.453c.
167
1 Τιµ. 3· Bidez I.89b.288c-289a.
168
Ματθ. 22,35-40· Bidez I.89b.289a-b. Εξυπακούεται ότι τα παραδείγµατα αυτά είναι ενδεικτικά. Οι
οµοιότητες συνεχίζουν και άπτονται πολλών τοµέων των πεποιθήσεων και των δύο παραδόσεων. Βέβαια,
όπως στον Χριστιανισµό, ειδικά σήµερα, υπάρχουν πολλές οµάδες, η καθεµία από τις οποίες κηρύσσει ένα
µήνυµα έστω και ελαφρώς διαφορετικό από την προηγούµενη, έτσι και ο όρος Ελληνισµός δεν πρέπει να
κατανοηθεί εδώ ως περιεκτικός για όλες τις διαφορετικές φιλοσοφικές τάσεις µέσα στον ιστορικό
Ελληνισµό. Τον Χριστιανισµό εννοώ ως την αναγνωρισµένη και κοινώς αποδεκτή πίστη της Νίκαιας,
καθώς και τον Ελληνισµό εννοώ ως, κυρίως, την Νεοπλατωνική/Δευτεροσοφιστική πραγµατικότητα των
τεσσάρων πρώτων µ.Χ. αιώνων. Αναµφισβήτητα, γίνεται πιο δυσχερής η αναφορά ή διάκριση µεταξύ
τάσεων µέσα στον Ελληνισµό, εφ᾽ όσον δεν υπήρχε ποτέ καµία επίσηµη οργάνωση ή τρόπος καθορισµού
ενός συγκεκριµένου περιεχοµένου ή όρου του Ελληνισµού, αντίστοιχος της χριστιανικής Οικουµενικής
Συνόδου, ακριβώς όπως κανένας δεν θα ονόµαζε ποτέ προτεστάντη τον Πλάτωνα, επειδή προσπαθούσε να
µεταρρυθµίσει τις συνθήκες της κοινωνίας του. Πρβλ. την οξυδερκέστατη παρατήρηση του Jaeger (1961:5-
7) ότι Ἑλληνισµός ήταν αρχικά αναφορά και ονοµασία γλωσσικής φύσης, µε καµία επέκταση προς το ίδιο
το περιεχόµενο των λόγων.
169
Μπορεί κάλλιστα αυτό το γεγονός να αποτελεί για την Sandwell έρεισµα των απόψεών της σχετικά µε
την υποχρεωτική εναντίωση διαφορετικών ταυτοτήτων.
170
Βλ. Malley (1978), 19-21.
47
171
Bidez I.89.454b.
172
Bidez I.89b.288b.
173
Foerster II.18.274-275.
174
Bidez I.89.454b.
175
Ανάµεσα σε πολλές ιστορίες της εποχής, αναφέρω εδώ µερικές µόνο, ενδεικτικές της γενικότερης τάσης
να υπογραµµίζεται το στοιχείο της πάλης της εξουσίας ως παράγοντας και στην εξέλιξη της κοινωνίας,
αλλά και στην µελλοντική διαµόρφωση της φιλολογίας, βλ. Festugière (1959), Φειδάς (2002), Beck (2005),
Kaldellis (2007, 2015), Leithart (2010), Lemerle (2010), Toynbee (2011). Ωστόσο, λόγω ευρηµατικότητας
και πνευµατικού πάθους, οφείλω να εξάρω την βιογραφία του Ιουλιανού από την Αθανασιάδη (2005).
48
εποχής έχει ως εξής: για τρεις αιώνες ο Ελληνορωµαϊκός, και για έναν αιώνα ο
Ιουδαϊκός, κόσµος πολεµούσαν τον Χριστιανισµό µέχρι τον τέταρτο αιώνα, οπότε η
άρχουσα Ελληνορωµαϊκή τάξη απορροφήθηκε και κυριαρχήθηκε από τον Χριστιανισµό.
Ωστόσο, εάν θα καταλάβουµε, όχι µόνο τα ίδια τα συµβάντα, αλλά την φύση και την
βαθύτερη σηµασία τους, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουµε και την παρουσία και τον
χαρακτήρα του πνευµατικού, εσωτερικού αγώνα του Ελληνορωµαϊκού ανθρώπου. Με
λίγα λόγια, θα πρέπει να ερευνήσουµε τον τρόπο µε τον οποίο η αρχαία κοινωνία,
βασισµένη και στηριζόµενη πάνω στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, αντεπεξερχόταν
176
στις εγγενείς δυσκολίες, δυσχέρειες και απορίες του ανθρώπινου βίου. Στην
επιχείρηση αυτή, ισχυρή και διεξοδική συνδροµή θα αποτελέσει η κλασική µελέτη του
Ζήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσµου κατά τόν Ἄγιον Ἰωάννην Χρυσόστοµον.
Κατά πρώτον, πρέπει να επισηµανθεί πως η φιλοσοφία ήταν η πιο ζωντανή
Ελληνική τάση µέσα στην Ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Ο Ζήσης, πιο συγκεκριµένα,
σηµειώνει ότι:
Ὁ Πλατωνισµός...ἀποτελεῖ κατὰ τοὺς τέσσαρας πρώτους αἰώνας τὴν ζωτικωτέραν
πνευµατικὴν δύναµιν...Ἡ ἀναγέννησις τῆς θνῃσκούσης θρησκείας τῶν εἰδώλων καὶ
Αληθώς η αφήγησή της χαρακτηρίζεται από τον ενθουσιασµό µιάς θιασώτριας και γνήσιας µαθήτριας του
ενθουσιώδους αυτοκράτορα. Η έγκριση και ένθερµη επικρότησή της του φιλολογικού, πνευµατικού και
πολιτικού προγράµµατος του Ιουλιανού επιβεβαιώνουν την βαθιά αφοσίωσή της, όχι µόνο στο πρόσωπο
του Παραβάτη, αλλά εξίσου στο ιδεώδες που αυτός απέτυχε να επιβάλλει στην κοινωνία του. Η µελέτη της
αποτελεί πλούσια πηγή πληροφοριών για την εξέλιξη των τάσεων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας στην
Ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Βέβαια, θα αµφισβητούσε κανείς εύλογα την εξοικείωσή της µε την χριστιανική
γραµµατεία, την οποία αντιµετώπιζε ο Ιουλιανός, από την στιγµή που η µελετήτρια: 1) χαρακτηρίζει τους
απολογητές υπερόπτες εξαιτίας των προσπαθειών τους να καταλαγιάσουν την εναντίωση των αδελφών
τους χριστιανών εναντίον της Ελληνικής φιλοσοφίας (30), και 2) διαπιστώνει την αποκορύφωση του
µίσους απέναντι στον Ελληνισµό µέσα στους εκπροσώπους ενός λεγόµενου «ασκητικού κινήµατος» (ενν.
τους µοναχούς), οι οποίοι: µέσα στὴ βαθιά τους περιφρόνηση γιὰ κάθε πολιτιστικὸ καὶ αἰσθητικὸ ἐπίτευγµα
τοῦ ἀνθρώπου, εἶχαν συνειδητὰ ἐπιλέξει τὴν ἔρηµον ἔναντι τῆς πόλεως, τῆς παιδείας καὶ τῆς ἱστορίας (31).
Κατά κάποιον τρόπο, η περίπτωση του Γρηγορίου του Θεολόγου – ο οποίος λαχταρούσε καθ᾽ όλη την
διάρκεια της ζωής του να γίνει απλός µοναχός, και περιέγραψε τον πόθο του αξιοποιώντας άπταιστα τα
µέτρα, το λεξιλόγιο και την αισθητική της αρχαίας Ελληνικής ποίησης – φαίνεται πως διέλαθε την
προσοχή της µελετήτριας, παρ᾽ όλο που παραπέµπει στα αυτοβιογραφικά του ποιήµατα. Για την ανασκευή
της πεποίθησης ότι οι χριστιανοί µοναχοί επιλέγουν την έρηµο αντί ή σε βάρος της πόλης, της κοινωνίας,
της παιδείας, κλπ, βλ. την σχετική θέση του Χρυσοστόµου: Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.328. Όσον
αφορά την ιδέα ενός «ασκητικού κινήµατος» µοναχών, η ζωή, πίστη ή πρακτική του οποίου διαφέρει κατ᾽
οποιονδήποτε τρόπο από όλων των χριστιανών, πάλι ο Χρυσόστοµος προσφέρει την απάντηση: Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας PG 47. 368, 373.
176
Για µία γενική, καθώς και άκρως δηµιουργική διατύπωση του προβλήµατος, βλ. Γιανναράς (2007).
49
177
Ζήσης (1997), 24.
178
Για την εξέλιξη της Πλατωνικής φιλοσοφίας από καθαρά φιλοσοφικό σύστηµα σε εθνική θρησκεία µε
τελετουργικές διαστάσεις, βλ. Αθανασιάδη (2005).
179
Βλ. την διαφωτιστική µελέτη του Mircea Eliade (2005).
180
Πρβλ. Ἰω. 18,36· την Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολήν (στο Holmes (2007)), από την οποία τα µοτίβα της
ελευθερίας από τα συνήθη δεσµά της γενέτειρας υπογραµµίζει και ο Χρυσόστοµος: Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας
PG 47.337-338.
181
Αδιαµφισβήτητα, ο Θεµίστιος είναι επίσης µία µέγιστη µορφή της εποχής, ούτε έχω πρόθεση να
αδικήσω την δική του συµβολή. Όµως, επειδή πέρασε την ζωή του στην Κωνσταντινούπολη και δεν έφερε
ουσιαστικές αντιρρήσεις εναντίον του Χριστιανισµού, τον παραλείπω ενσυνείδητα από την ανάλυση.
50
αξιοποίησή του, παρά τα ενίοτε καυστικά σχόλιά του. 182 Πιο συγκεκριµένα, όταν ο
Παπαδόπουλος διατείνεται στην δίτοµη µελέτη του πάνω στον Χρυσόστοµο ότι: ἀπό τήν
ἀρχή τῆς συγγραφικῆς του δράσεως µέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Χρυσόστοµος καθόριζε
µέ κάθε εὐκαιρία τήν στάση του ἀπέναντι τῆς φιλοσοφίας τῶν ἑλλήνων, δηλαδή ἔσυρε
συνεχῶς διαχωριστική γραµµή µεταξύ θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καί σκέψεως τῶν
φιλοσόφων183 – κατ᾽ ουσίαν έχει απόλυτο δίκιο. Όντως, ο Χρυσόστοµος δεν ακολουθεί
µε κανέναν τρόπο το παράδειγµα του Ωριγένη ή του Ευσέβιου, υπερτονίζοντας την αξία
ή την χρησιµότητα της Ελληνικής σκέψης. Όµως, και την παρατήρηση του
Παπαδόπουλου δεν πρέπει να υπερτονίσουµε. Είναι γεγονός αναµφισβήτητο ότι ο
Χρυσόστοµος αξιοποίησε την Ελληνική σκέψη, και όχι µόνο στον βαθµό που όρισε ο
Toynbee, τουτέστιν υιοθέτηση του γράµµατος και απλή, συνολική απόρριψη του
πνεύµατος.184
Ο τρόπος που ο Χρυσόστοµος αξιοποίησε τον Ελληνισµό έχει µεγάλη σηµασία
ακριβώς επειδή αναδεικνύει τον σκοπό του. Ασχέτως µε τους φόβους κυριαρχίας των
ειδωλολατρών, ο Ιωάννης ήθελε να διαπαιδαγωγήσει τον Ελληνισµό, τον Ἕλληνα,
τουτέστιν τον κοινό άνθρωπο της εποχής του, γαλουχηµένο µε την Ελληνική παιδεία,
που παρακολουθούσε τα κηρύγµατά του.185 Δηλαδή, δεν αγνοεί την Ελληνική σκέψη·
την αξιοποιεί προκειµένου να αναγάγει τους πιστούς από την γη στον ουρανό, 186 την
µέθοδο µάλιστα που χρησιµοποιεί και ο Πλάτωνας στον Φαῖδρο, µεταξύ άλλων.187 Η
αποστροφή, λοιπόν, και απέχθεια είχε µια ιδιάζουσα φύση και χαρακτήρα στην καθεµία
παράδοση.
Ο Χριστιανισµός απειλούσε τον Ελληνισµό, ενώ ο Ελληνισµός δεν απειλούσε
ουσιαστικά τον Χριστιανισµό, από την στιγµή που, ακόµη και όταν τον πολεµούσε και
τον δίωκε, ο Χριστιανισµός συνέχιζε να αυξάνεται, µέχρι την στιγµή που απορρόφησε
τον Ελληνισµό. Τον τιθάσευσε και υπέταξε, όπως ένας πατέρας το άτακτο παιδί του,
182
Για την αξιοποίηση της Ελληνικής φιλοσοφίας από τον Χρυσόστοµο, βλ. Ζήσης (1997), 23-47·
Μποζίνης (2003).
183
Παπαδόπουλος (2006), 9.
184
Toynbee (2011).
185
Παπαδόπουλος (2006), 9. Πρβλ. και την άκρως αξιόλογη µελέτη της Maxwell (2006).
186
Πρβλ. Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.379-380.
187
Πρβλ. Φαῖδρ. 249d.
51
όπως θεωρεί ο Χρυσόστοµος. 188 Αυτό συνοψίζει την µορφή και το περιεχόµενο του
συγγράµµατος, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν. Αυτό, από την
χριστιανική οπτική γωνία του Χρυσοστόµου, αποτελούσε και τον φόβο των
ειδωλολατρών για νόθευση. Εάν τους µεταρρυθµίσει ο χριστιανός πατέρας, τότε
οπωσδήποτε η δική τους παράδοση νοθεύτηκε. Όταν, λοιπόν, ο Χρυσόστοµος πράττει
ακριβώς αυτό στο δεύτερο µέρος του έργου, Πρὸς ἄπιστον πατέρα, ο φόβος του
ειδωλολάτρη γίνεται περισσότερο απτός και κατανοητός.
Για έναν χριστιανό είναι εύλογο να µην προέκυπτε ο ίδιος φόβος, παραδείγµατος
χάριν, από την 61η επιστολή του Ιουλιανού, το λεγόµενο Διάταγµα Περὶ Παιδείας. Πρέπει
να αντιλαµβανόµαστε ότι, από την στιγµή που προηγουµένως οι ειδωλολάτρες έσφαζαν
τον χριστιανό και τώρα απλά διαφωνούν µαζί του µέσα σε διάλογο περί της φύσεως της
παιδείας – στα µάτια του χριστιανού η κατάσταση έχει βελτιωθεί κατά πολύ. Για τον
ειδωλολάτρη, όµως – ειδικά στο εν λόγω έργο του Χρυσοστόµου – όταν δει και
συνειδητοποιήσει ότι ο χριστιανός: 1) έχει πια απόλυτο και νοµικά κατοχυρωµένο
δικαίωµα ύπαρξης, και στη συνέχεια επικράτησης, στην κοινωνία της Ύστερης
Αρχαιότητας, 2) ακριβώς δεν απορρίπτει την παράδοση του Ελληνισµού, αλλά µάλλον
την αξιολογεί· διακρίνει, δηλαδή, το διατηρητέον από τα υπόλοιπα, και 3) µε βάση αυτήν
την αξιολόγηση πρόκειται να τον διαπαιδαγωγήσει µε ξεκάθαρο σκοπό να τον
χριστιανοποιήσει – τότε µπορούµε να κατανοήσουµε τον φόβο, την δυσαρέσκεια και την
οργή ενός Ιουλιανού ή ενός Λιβάνιου.
Καθώς παρατηρήσαµε και παραπάνω, αυτή η µέθοδος διαπαιδαγώγησης είναι επί
λέξει ίδια µε του Πλάτωνα, όπως την διακρίνουµε κυρίως στην Πολιτεία.189 Ο Ιουλιανός,
επί παραδείγµατι, πιθανόν να µην είχε ένσταση τόσο στην ίδια την µέθοδο του
Χρυσοστόµου, ή του Χριστιανισµού καθολικά· κατά κοινή οµολογία και του ίδιου και
188
Σε πολλά έργα του ο Χρυσόστοµος χρησιµοποιεί το ρήµα τιθασεύω σχετικά µε τον ασκητικό αγώνα του
πιστού να επικρατήσει των αλόγων και ορµητικών επιθυµιών του, πρβλ. Ὁµιλία Β´ Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας PG
49.34· Ἐγκώµιον εἰς τὸν ἅγιον µάρτυρα Βαρλαάµ 50.677· Λόγος ΣΤ´ Περὶ Εἱµαρµένης 50.772· Ὁµιλία ὅτε
Σατορνῖνος καὶ Αὐρηλιανὸς ἐξωρίσθησαν 52.416. Παρ᾽ όλο που δεν απαντά το συγκεκριµένο ρήµα στο
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας, εάν λάβουµε υπ᾽ όψη µας τον τρόπο που ο Χρυσόστοµος εννοεί τον ρόλο της
τιθάσευσης στη ζωή του πιστού, θα µπορέσουµε να διακρίνουµε την λειτουργία της σε πολλά σηµεία του
έργου, π.χ. όταν παρατηρεί πως η επιείκεια δεν χρειάζεται αναγκαστικά µόρφωση, αλλά η µόρφωση
οπωσδήποτε χρειάζεται επιείκεια προκειµένου να εξανθρωπιστεί (Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.367).
189
Πολ. II. 376e-383c.
52
190
Bidez I.61.423a-b· Αθανασιάδη (2005), 27.
191
Πρβλ. Bidez I.89.453a-d.
192
Ἰω. 16,33. Πρβλ. και Ματθ. 16,17-18.
193
Είναι πάντοτε ένας σχετικός και περιορισµένος φόβος. Προφανώς, ο Μέγας Αθανάσιος, ακόµη και όταν
αντιµετώπιζε την φιλική διάθεση του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Άρειο, δεν έχασε και την πίστη του
στην παραπάνω υπόσχεση του Χριστού και την παντοδυναµία του.
53
194
Πρβλ. Ματσούκας (2010), 17-36.
195
Πρβλ. Β´ Κορ. 4,16-18.
196
Βλ. Leithart (2010), 50-51.
197
Βλ. Bidez I.89.453d-89b.288c
54
198
Βλ. ό.π.
55
Ιουλιανός, είτε οι θεοί του, θα αντιλήφθηκαν ότι η δυναµική της νέας θρησκείας δεν
περιοριζόταν µέσω απόστασης. 199 Γίνεται πλέον αντιληπτό ότι σ᾽ αυτήν την λογική
απαντούσε ο Χρυσόστοµος. Ο Ιουλιανός, βέβαια, είχε πεθάνει µέχρι να συγγράψει ο
Ιωάννης το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας· κυβερνούσε ο αρειανόφρων Ουάλης. Ο Άρειος,
όπως είδαµε και παραπάνω, 200 αποκηρύχτηκε ως αιρετικός για τον υπερτονισµό της
Ελληνικής φιλοσοφίας, για την απόδοση κυρίαρχης θέσης στην ίδια λογική αυτή που είχε
ασπαστεί ο Ιουλιανός. Κατ᾽ αυτή την λογική, ο εν λόγω κίνδυνος επρόκειτο για ζήτηµα,
όπως λέµε σήµερα, εθνικής άµυνας.
Από την άλλη, οι χριστιανοί, όπως τους περιγράφει ο Χρυσόστοµος, έχουν µία
τελείως διαφορετική οπτική γωνία και προσέγγιση στον βίο τους. Ο Ιωάννης
διασαφηνίζει ότι ο αγώνας εξαγνισµού αφορά κυρίως τον ίδιο τον άνθρωπο σε σχέση µε:
τον Θεό, τον εαυτό του, τους συνανθρώπους του, κλπ.201 Η ειδοποιός διαφορά, ωστόσο,
έγκειται στο γεγονός ότι και ο Θεός προαναγγέλλει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να
εξαγνιστεί από µόνος του, 202 και ο χριστιανός οµολογεί ότι όσο και να προσπαθεί,
παραµένει χωρίς αξιώσεις, στο έλεος του Θεού.203 Πρόκειται για τελείως διαφορετική
σχέση Θεού και ανθρώπου. Συνιστά µεγάλη διαφορά: α) ένα παιδί να ακολουθήσει τα
βήµατα του πατέρα του, για να αποφύγει την οργή και την δυσαρέσκειά του µε µία όποια
διαφορετική επιλογή ζωής και β) ένα παιδί να επαινείται από τον πατέρα του, όχι επειδή
ακολούθησε τα δικά του βήµατα, αλλά επειδή ζει ως επίγειος άγγελος. Αυτή την διαφορά
υπόσχεται ο Χρυσόστοµος στον µη χριστιανό πατέρα σχετικά µε την αποκατάσταση του
παιδιού του.204 Στην πρώτη περίπτωση, όπου σκιαγραφείται η λογική και πρακτική της
ειδωλολατρικής θρησκείας, δεν είναι ανάγκη ο πατέρας να αγαπά το παιδί του· είναι
199
Για τις αφορµές, τους σκοπούς και τις µεθόδους εξαγνσιµού στην ειδωλολατρική θρησκεία, βλ. την
διαφωτιστική µελέτη του Eliade (2005), 1-48.
200
Με κανέναν τρόπο, βέβαια, δεν υπαινίσσοµαι ότι οι προτάσεις, οι σκοποί και οι επιθυµίες του Ιουλιανού
και του Ουάλη, ή του Άρειου, ήταν ίδιες. Ακολουθώ την διάκριση του Ματσούκα (2010: 20-21), την οποία
αντλεί από τον Αριστοτέλη (Μετὰ τὰ φυσικά Α´, 982a-b), και αναφέροµαι στην καθόλου θεώρηση των
πραγµάτων. Ισχυρίζοµαι, δηλαδή, ότι, παρ᾽ όλες τις επιµέρους διαφορές ανάµεσα στον Ιουλιανό, τον
Ουάλη και τον Άρειο, η λογική τους, η καθόλου θεώρηση των πραγµάτων που τους παρακινούσε και
ενέπνεε τις πεποιθήσεις τους, βασιζόταν καθ᾽ ολοκληρία στην λογική της Ελληνικής φιλοσοφίας.
201
PG 47. Βλ. παραπάνω, 1-2.
202
Πρβλ. Ἰω. 15,5.
203
Πρβλ. Ἰσα. 64,5-6· Ῥωµ. 3.
204
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.348.
56
ανάγκη το παιδί να σέβεται και να φοβάται τον πατέρα του σε βαθµό που δεν θα
διανοούνταν καν να ξεστρατίσει από τον δρόµο που του έχει προκαθορίσει. 205 Στην
δεύτερη περίπτωση, όπου εµφανίζεται η λογική του Χριστού, πάλι δεν είναι ανάγκη ο
πατέρας και το παιδί να αγαπιούνται µεταξύ τους. Η ανάγκη δεν συµπεριλαµβάνεται
στην λογική του Χριστού. 206 Η αγάπη αποτελεί πλέον την ελεύθερη επιλογή της
ελευθέρας βουλήσεώς τους, µία επιλογή που βγαίνει αυθόρµητα από την καρδιά που δεν
έµεινε άτρωτη από το θείο κάλλος. 207 Αδιαµφισβήτητα, ούτε στην πρώτη περίπτωση
αποκλείεται η αγάπη, ούτε στην δεύτερη την εγγυάται κανένας. 208 Υπάρχει, όµως,
διαφορά προσανατολισµού και φύσης της σχέσης.
Πώς σχετίζεται, λοιπόν, αυτή η διαφορά προσανατολισµού του ανθρώπου µε την
αντίθεση που παρατηρείται ανάµεσα στον Ελληνισµό και τον Χριστιανισµό; Κατ᾽
ουσίαν, θα µπορούσε να επισηµάνει κανείς και την περίπτωση του Συµποσίου του
Πλάτωνα, το οποίο προσανατολίζεται αποκλειστικά προς τον έρωτα του θείου κάλλους.
Πάλι, λοιπόν, αντιµετωπίζουµε την ερώτηση: ποια η διαφορά του θείου έρωτα του
Πλάτωνος και εκείνου του Χρυσοστόµου; Την απάντηση, εν ολίγοις, έχει ήδη δώσει ο
Χριστός: ....οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ µὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς
205
Θα µπορούσε κανείς κάλλιστα να φέρει ως αντίρρηση το παράδειγµα του Ισραήλ. Όπως έντονα
εξιστορείται στα βιβλία: Ἔξοδος, Λευιτικόν, Δευτερονόµιον, Ιησούς και Α´-Δ´ Βασιλειῶν, ο Θεός εφάρµοζε
τέτοια πρακτική στους Εβραίους. Τους διαπαιδαγωγούσε µε απειλές και εκφοβισµούς, προκειµένου να
τους επαναφέρει στον δρόµο της δικαιοσύνης του. Για την χριστιανική ερµηνεία της πρακτικής αυτής, βλ.
την ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁµιλία (Ματθ. 5-7), καθώς και την Ἐπιστολή πρὸς Ῥωµαίους. Για µία σηµερινή µελέτη
της χρυσοστοµικής ερµηνείας της συγκαταβάσεως, του φόβου και της παιδαγωγίας ως θεϊκά µέσα
σωτηρίας, βλ. Rylaarsdam (2014).
206
Πρβλ. και την παρατήρηση του π. Αιµιλιανού του Σιµωνοπετρίτη (1998:20-21): Δὲν ὑπάρχει πρέπει. Δὲν
ὑπάρχουν πρέπει στὴν χριστιανικὴ ζωή. Τὸ πρέπει εἶναι ἀπόρροια τοῦ νοός. Τὸ πρέπει τὸ βγάζω ὡς λογικὸ
συµπέρασµα ἐγώ, ὅτι ἐφ᾽ ὅσον τὸ Εὐαγγέλιον λέγει ἔτσι καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκείνην τὴν παραβολὴ καὶ
ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦµα καὶ εἶπε µακάριοι οἱ τάδε, ἄρα πρέπει ἐγὼ αὐτὸ νὰ κάνω ἀκριβῶς. Τὸ πρέπει δὲν
συγκινεῖ. Τὸ πρέπει σοῦ δίνει τὴν αἴσθησι τῆς σκλαβιᾶς, σὲ κάνει νὰ µὴ θέλῃς νὰ προχωρήσης. Τὸ πρέπει δὲν
ὑποκινεῖ τὸν Θεὸν οὔτε τὴν καρδιὰ οὔτε τίποτε. Τὸ πρέπει ἀναφέρεται µόνον στὴν ἀνθρώπινη βούλησι, στὴν
ἀνθρώπινη ἔντασι, ἡ ὁποία πάντοτε ξέροµε ὅτι εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο σπάει πάρα πολὺ εὔκολα.
207
Πρβλ. την εὐχὴ πρὸ τῆς θείας µεταλήψεως (Σίµωνος Πέτρας (2010), 184): Ἔθελξας πόθῳ µε, Χριστέ, καὶ
ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁµαρτίας µου, καὶ ἐµπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ
τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν µεγαλύνω, ἀγαθέ, παρουσίας σου. Και πάλι γίνεται αναφορά στην
αµαρτωλότητα, αλλά στο πλαίσιο του θείου έρωτα. Δεν είναι η αµαρτία καθ᾽ εαυτή που ενδιαφέρει τον
πιστό, παρά το γεγονός ότι εµποδίζει τον έρωτα µεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η αµαρτία αποκτά σηµασία
αποκλειστικά και µόνο σε σχέση και αναφορά προς τον έρωτα του Θεού. Εκτός αυτού του πλαισίου,
συνιστά γεγονός ασήµαντο και αδιάφορο.
208
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.349.
57
τοῦ ἀνθρώπου.209 Δηλαδή, ο Χριστός ήρθε στην γη για να ανεβάσει τον άνθρωπο στον
ουρανό, και ο Πλάτωνας προσπαθούσε να ανεβεί από την γη στον ουρανό. Ο Έλληνας
φιλόσοφος αγωνίζεται για να κατέχει τον θείο έρωτα· ο χριστιανός αγωνίζεται για να
κατέχεται από τον θείο έρωτα. 210 Και οι δύο αγωνίζονται ασκητικά, αλλά ο σκοπός
διαφέρει εντελώς στους δύο. Τον αγώνα του καθενός, τον τρόπο δηλαδή διατήρησης της
αλήθειας της ζωής, θα αναλύσουµε τώρα.
Ο ασκητισµός συνιστά ένα από τα πιο µυστηριώδη, προβληµατικά και
ανησυχητικά φαινόµενα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως διασώζεται µέχρι
σήµερα. Ο ασκητικός βίος είναι ένας βίος σκληρότητας και λιτότητας, γεµάτος (έστω και
φαινοµενικά) πένθος και στενοχώρια. Φαίνεται να είναι ένας βίος αποµόνωσης και
απόλυτης µοναξιάς· ακόµα και αν ζει κανείς σε κοινόβιο, πάλι φίλους, συγγενείς και
σύζυγο δεν θα έχει – τουλάχιστουν όπως κατανοούµε εµείς αυτές τις έννοιες. 211 Εάν
εµείς σήµερα προσπαθήσουµε να ερµηνεύσουµε τον µοναχικό βίο υπό το πρίσµα του
σηµερινού µας τρόπου ζωής – ο οποίος οµολογουµένως έχει αναθεµατίσει και αφορίσει
εδώ και καιρό την οποιαδήποτε αντίθεση στην άνεση, διασκέδαση και γενικότερη
ελαφρότητα της διανοητικής, συναισθηµατικής, ψυχολογικής και πνευµατικής µας
εµπειρίας – µάλλον θα θελήσουµε να διενεργήσουµε µία δεύτερη Δίκη της Νυρεµβέργης
για όσους έχουν υιοθετήσει έναν τόσο αντικοινωνικό και απάνθρωπο τρόπο ζωής, ή
τουλάχιστον για όσους προσπαθούν να πείσουν άλλους να υιοθετήσουν αυτόν τον
µοναχικό βίο. Αυτό ακριβώς επιθυµούσε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης· αυτό ακριβώς
συνέβη την εποχή του Χρυσοστόµου επί του Ουάλη, και αυτό είναι που περιγράφει και
απαντά στο εν λόγω έργο του.
Αυτό το ανησυχητικό φαινόµενο µελετά και η Burrus στη µελέτη της πάνω στην
ερωτική της αρχαίας αγιογραφίας. Η Burrus αφορµάται από το στερεότυπο της
σηµερινής βιβλιογραφίας ότι ο αυστηρός σωµατικός ασκητισµός, τόσο δηµοφιλής στην
209
Ἰω. 3,13.
210
Αναφέροµαι, βέβαια, στην διαφορά µεταξύ ορθού ανθρώπινου λόγου και θείας αποκάλυψης. Σε µεγάλο
βαθµό, η πρακτική και των δύο οµοιάζει. Όµως, ο σκοπός είναι τελείως διαφορετικός.
211
Προς αποφυγή παρεξήγησης του νοήµατος του κειµένου, αποσαφηνίζω ότι η παρούσα περιγραφή του
ασκητικού βίου αποτελεί απλά µία παρουσίαση της αντίθετης άποψης, αυτή η οποία δεν µπορεί να
αποδεχθεί τον ασκητισµό, όπως διασαφηνίζεται στη συνέχεια. Με κανέναν τρόπο δεν ισχυρίζοµαι ότι αυτή
η άποψη σχετίζεται µε την πραγµατικότητα του ασκητικού βίου.
58
212
Burrus (2004), 1-3.
213
Συµπ. 202e3-7.
214
ό.π. 203a1-4.
59
215
Πορφύριος (2009), 214-215.
216
Γαλ. 4,8-9.
60
217
Πρβλ. Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.333.
218
Περὶ κατανύξεως Α´ PG 47.404.
219
Κορ. Α´ 1,23-25.
61
220
Συµπ. 202a5-9.
221
Συµπ. 203e4-204a4.
222
Η Μεγάλη Εβδοµάδα (2007), 414.
223
Πρβλ. από την Ἀποκάλυψη Ἰωάννου (3,20): Ἰδοὺ ἕστηκα [ενν. ο Χριστός] ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν
τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς µου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσοµαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω µετ᾽ αὐτοῦ καὶ
αὐτὸς µετ᾽ ἐµοῦ.
62
224
Ψαλµ. 113,11.
225
Ψαλµ. 73,12.
226
Ματθ. 16,18.
227
Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου SC 119.54.
228
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.319.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
63
κειµένων µαζί, το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας ακόµα δεν έχει προσελκύσει την δέουσα
προσοχή, όσον αφορά την κοινωνιολογική, πολιτική και θεολογική σηµασία του. Αυτό
ακριβώς το γεγονός αναδεικνύει η σπάνια παρουσία του κειµένου (3 φορές ανάµεσα σε
367 εκδόσεις) και αυτό ακριβώς το κενό θα συµπληρώσει η κριτική έκδοση της Schatkin,
όπως θα δούµε πιο αναλυτικά και παρακάτω. Εν πάση περιπτώσει, η κάθε µία από τις
τρεις κύριες έντυπες εκδόσεις του κειµένου παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον και
πλεονεκτήµατα σε σχέση µε τις υπόλοιπες.235 Εδώ θα αναλύσουµε τις οµοιότητες και
διαφορές των εκδόσεων αυτών, προκειµένου να λάβουµε υπ᾽ όψη µας τις σωστές
επιλογές του παρελθόντος, καθώς και να διαβλέψουµε καθαρά τις ελλείψεις, που
απαιτείται να συµπληρωθούν στο µέλλον.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
1. Η πρώτη έντυπη έκδοση του κειµένου συµπεριλήφθηκε στην πρώτη εν γένει
ολοκληρωµένη έκδοση της συνολικής παραγωγής του Χρυσοστόµου από τον Άγγλο
λόγιο, Henry Savile, το διάστηµα 1610-1612, µε τίτλο: Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡµῶν
Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόµου τῶν εὑρισκοµένων τόµοι
α´-η´. Πρόκειται για την 128η έντυπη έκδοση κειµένων του Χρυσοστόµου γενικότερα. Το
εν λόγω έργο, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας, δεν φαίνεται να προσέλκυσε τόσο την προσοχή
των εκδοτών της περιόδου της Αναγέννησης.236
Ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισµα του κειµένου του Savile για σηµερινούς
αναγνώστες συνιστά η έλλειψη παράλληλης απόδοσης των κειµένων στα Λατινικά, όπως
συνηθίστηκε στους du Duc, Montfaucon, Migne και Dübner. Επίσης, την έκδοση του
Savile χαρακτηρίζει η αφιέρωση ενός ξεχωριστού τόµου, του 8ου, αποκλειστικά για τις
σηµειώσεις και τα σχόλια του. Στους Montfaucon και Migne, οι υποσηµειώσεις
προσφέρονται στο κάτω µέρος της κάθε σελίδας, ενώ ο Dübner υιοθετεί µία παραλλαγή
της πρακτικής του Άγγλου εκδότη, προσφέροντας µία adnotatio critica για όλα τα
κείµενα στις πρώτες 9 σελίδες της έκδοσής του.
235
Ο Geerard (1974:491-493) µνηµονεύει µόνο τις εκδόσεις του Savile και του Montfaucon αναφορικά µε
τον Χρυσόστοµο, και πιο ειδικά, για το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας παραπέµπει αποκλειστικά στον Savile και
τον Migne. Δεν αποσαφηνίζεται γιατί έχει παραλειφθεί ο Dübner.
236
Για τις διάφορες έντυπες εκδόσεις του Χρυσοστόµου, βλ. την εξονυχιστική µελέτη του Baur (1907), 82-
139.
65
237
Greenslade (1963), 64.
238
PG 47.ix.
239
Baur (1907), 83-84.
240
Greenslade (1963), 64.
241
Aubineau (1968), 120· 140.
242
Coxe (1853), 649.
243
Madan (1922), 537.
66
ούτε ύλη κώδικα σηµειώνει. Ωστόσο, από τα δεδοµένα που παρέχονται σχετικά µε το
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας από το IHRT, µαθαίνουµε ότι ο κώδικας G φέρει το όνοµα του
γνωστού αντιγραφέα Ιωάννη Σαγκταµαύρα (1538-1613).244 Με τον κώδικα P, δυστυχώς,
δεν είµαστε τόσο τυχεροί. Δεν σηµειώνεται κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώσει την
χρονολογία αντιγραφής του, παρ᾽ όλο που το IHRT τον τοποθετεί στους 16ο-17ο αι. Ο
ίδιος ο Aubineau περιγράφει και τους δύο κώδικες ως χάρτινους.
Για τον κώδικα G, πληροφορεί ότι από τις 1.072 σελίδες του, τις υπ᾽ αριθµόν
475-846 πήρε ο Savile από µία έκδοση Comeliniana του 1603 και στην συνέχεια τις
επεξεργάστηκε για την δική του έκδοση. Όµως, αυτό δεν αφορά το Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας, εφ᾽ όσον βρίσκεται στις σελίδες 215-314 του κώδικα.245 Σχετικά µε τον
κώδικα P, ο Aubineau σηµειώνει τις διαστάσεις του, 410 x 270 εκ., µε 250 σελίδες
συνολικά.246 Αυτούς, λοιπόν, τους δύο κώδικες είχε ο Savile υπ᾽ όψη του σχετικά µε το
εν λόγω έργο. Σηµειωτέον ότι, όσο αποσαφηνίζεται στις πηγές και τα βοηθήµατα,
κανένας µεταγενέστερος εκδότης δεν φαίνεται να τους αξιοποίησε ξανά. Η Schatkin θα
τα λάβει εκ νέου υπ᾽ όψη της στην επικείµενη κριτική έκδοση του κειµένου.
244
Βλ. το Παγκόσµιο Βιογραφικό Λεξικό, s.v. Αγιοµαύρας Ιωάννης, διαθέσιµο εδώ:
http://www.greekencyclopedia.com/agiomavras-iwannis-lefkwsia-1538-rwmi-1613-p6304.html. Τελευταία
επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε στις 23.3.16.
245
Aubineau (1968), 120.
246
ό.π., 140.
247
Για τον Montfaucon γενικότερα, βλ. de Broglie (1891).
67
Ο Baur παρατηρεί ότι ο Montfaucon επισηµαίνει κάθε φορά τους κώδικες που
χρησιµοποιεί, έστω και µε ανακριβείς αναφορές.248 Στην εν προκειµένω περίπτωση, ο
Βενεδικτίνος µοναχός δηλώνει σε υποσηµείωση ότι για το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας έχει
αντιβάλει δύο κώδικες, τον Colbertinus 974 = Parisinus Graecus 801 και έναν άλλον, του
οποίου ο αριθµός έχει χαθεί.249 Το Parisinus Graecus 801 αποτελεί έναν από τους έξι
κώδικες που συµπεριλαµβάνεται στην αντιβολή της παρούσας εργασίας, ώστε η
περιγραφή του κώδικα θα προσφερθεί παρακάτω µαζί µε τους υπόλοιπους πέντε. Εν
πάση περιπτώσει, ο γενικός χαρακτήρας των παλαιών έντυπων εκδόσεων του Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας, έκδοση προς έκδοση, αρχίζει να ξεπροβάλλει. Μέχρι στιγµής, κανένας
εκδότης δεν έχει λάβει υπ᾽ όψη του περισσότερους από τρεις κώδικες για την αντιβολή
του συγκεκριµένου έργου. Βέβαια, εάν ακόµη και σήµερα πολλά χειρόγραφα
παραµένουν είτε ακαταχώριστα είτε άγνωστα τελείως, εκείνη την εποχή είναι βέβαιο ότι
η κατάσταση ήταν περισσότερο δυσχερής. Χωρίς αµφιβολία, αυτός είναι και ο λόγος να
επανεξετάζονται τα έργα και τα χειρόγραφά τους ανά τακτικά διαστήµατα, όσο η
πρόοδος της επιστήµης επιτρέπει να διαπιστώνουµε ολοένα και περισσότερα στοιχεία της
ιστορίας ενός δεδοµένου κειµένου.
248
Baur (1907), 86.
249
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.319.
250
Αποδεικτικά στοιχεία του ισχυρισµού θα προσφερθούν παρακάτω στην ανάλυση των χειρογράφων. Ο
ίδιος ο Dübner (1861:vii) αναφέρει µε έµµεσο τρόπο: codd. mei (Regii duo saec. XI optimae notae… Το
68
όπως είδαµε και παραπάνω, πιθανώς µιλάµε για κώδικες οι οποίοι συµπεριλαµβάνονται
στην παρούσα εργασία, η περιγραφή τους θα προσφερθεί παρακάτω µαζί µε τις
υπόλοιπες.
Η έκδοση του Dübner σηµειώνει πρόοδο στην επιστήµη της έκδοσης κειµένων,
συγκεκριµένα αναφορικά µε το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας. Παρά το γεγονός ότι η πολύτοµη
έκδοση του Migne θα ακολουθήσει µετά από 2 χρόνια, ο Dübner φαίνεται να έχει
αντιληφθεί ότι οι ολοκληρωµένες εκδόσεις της συνολικής παραγωγής του Χρυσοστόµου
συνεπάγονται µεν αξιόλογο κόπο και εµβρίθεια, αλλά υπόκεινται σε δυσκολίες και
εµπόδια εγγενή στην φύση τους. Δηλαδή, ο Montfaucon δεν είχε τον χώρο, απλά, στην
έκδοσή του να συζητήσει λεπτοµερώς τα στοιχεία, τα πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα
γενικότερα, των χειρογράφων του. Όµως, ακόµα και να είχε τον χώρο, εφ᾽ όσον εξέδιδε
13 τόµους, πιθανόν να µην προλάβαινε ποτέ να ολοκληρώσει µία βαθιά φιλολογική
ανάλυση του κάθε συγγράµµατος και χειρογράφου που συµβουλεύτηκε. Η ίδια η
ολοκληρωµένη φύση της έκδοσης εµπόδιζε την ολοκλήρωση της εργασίας. Από την
άλλη, όπως είδαµε και παραπάνω, ο Savile απέφυγε τελείως την παρουσίαση ενός
τρεχούµενου κριτικού υποµνήµατος σε µορφή υποσηµειώσεων. Ο τελευταίος τόµος της
δικής του έκδοσης αφιερώθηκε στα σχόλιά του πάνω στους προηγούµενους επτά τόµους.
Ο Dübner φαίνεται να επιχειρεί έναν δηµιουργικό συνδυασµό και των δύο,
προβλέποντας ταυτοχρόνως την µελλοντική πορεία της κριτικής έκδοσης: διεξοδική
ανάλυση και έκδοση ενός ή µικρού αριθµού έργων. Με τον Dübner διακρίνουµε τα ίχνη
της αλλαγής προτίµησης στην επιστήµη των κειµένων από ποσότητα σε ποιότητα.
4. Την τέταρτη έντυπη έκδοση του Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας ετοιµάζει η Schatkin
για την σειρά Sources Chrétiennes. Παρ᾽ όλο που δεν έχει πραγµατοποιηθεί ακόµη η
έκδοση, µπορούµε να υπογραµµίσουµε εκ των προτέρων τα χαρακτηριστικότερα σηµεία
γεγονός ότι χαρακτηρίζει τα χειρόγραφα ως Regia αναδεικνύει την προέλευσή τους από την Bibliothèque
Nationale de France. Ο Jean-Baptiste Colbert συνέλεξε πολλά χειρόγραφα σε µία πλούσια ιδιωτική
βιβλιοθήκη, την οποία άφησε στον εγγονό του. Όπως µαρτυρεί ο Omont (1886:148· 151), τα χειρόγραφα
Parisinus Graecus 801 και 814, κατά πάσαν πιθανότητα exemplaria του Dübner, ανήκαν αρχικά στην
βιβλιοθήκη του Colbert. Έπειτα, το 1732, ο εγγονός του Colbert πούλησε τα χειρόγραφα στον βασιλιά
Λουδοβίκο ΙΕ´, εξ ου και ονοµάζονται Regii. Από τότε τα εν λόγω χειρόγραφα φιλοξενούνται στην
Bibliothèque Nationale de France.
69
της αναφορικά µε τις προηγούµενες εκδόσεις, διευκρινίζοντας κατ᾽ αυτόν τον τρόπο την
ανάγκη µιάς σύγχρονης έκδοσης του κειµένου. Όπως έχουµε δει µέχρι στιγµής, κανένας
από τους τρεις εκδότες του κειµένου δεν έχει ασχοληθεί ειδικά και αποκλειστικά µε το
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας. Όλες οι προηγούµενες εκδόσεις συµπεριέλαβαν και πολλαπλά
άλλα έργα του Χρυσοστόµου. Ακόµη και στην περίπτωση του Dübner, όπου εκδίδεται
σχετικά µικρός αριθµός συγγραµµάτων, πάλι ο τόµος περιέχει 600 σελίδες. Οι λόγοι Εἰς
τοὺς Ἀντιοχεῖς ανέρχονται στους 21, ενώ οι 9 σελίδες της adnotatio critica στην αρχή του
τόµου περιέχουν τα σχόλια για όλες τις επόµενες 590 σελίδες. Γίνεται κατανοητό ότι,
ακόµα και στην έκδοση του Dübner, δεν µπορούµε να µιλήσουµε για εµβάθυνση στο
έργο καθ᾽ εαυτό, ειδικά όταν ο κάθε εκδότης λαµβάνει υπ᾽ όψη του µόνο δύο ή τρεις
κώδικες. Το έργο παραδίδεται σε (τουλάχιστον όσο γνωρίζουµε σήµερα) 34 χειρόγραφα.
Επίσης, δηµιουργεί πρόβληµα το γεγονός ότι η κάθε επιµέρους έκδοση του κειµένου έχει
στηριχτεί σε διαφορετικά χειρόγραφα από την προηγούµενη. Εκτός από την περίπτωση
του Colbertinus 974 = Parisinus Graecus 801, δεν µπορούµε να είµαστε βέβαιοι αν οι
εκάστοτε εκδότες του κειµένου συµβουλεύτηκαν και τα υπόλοιπα χειρόγραφα της
προηγούµενης έκδοσης, ή απλά έλαβαν υπ᾽ όψη τους την ίδια την προηγούµενη έκδοση.
Σε τελική ανάλυση, καταλήγουµε στο γεγονός ότι καµία έκδοση του κειµένου δεν
στηρίζεται σε όλα τα δεδοµένα που διαθέτουµε σήµερα, και µάλιστα δεν είναι βέβαιο ότι
η µία έκδοση συµπληρώνει τα κενά της προηγούµενης. Αυτά τα δύο γεγονότα, σε
συνδυασµό µε τις δυσκολίες που θα δούµε παρακάτω στο στέµµα του 11ου αι., και µόνο,
αρκούν να διασαφηνίσουν ότι υπάρχει όντως ανάγκη για µια σύγχρονη, διεξοδική µελέτη
όλων των φιλολογικών δεδοµένων σχετικά µε το κείµενο, προκειµένου να φτάσουµε όσο
το δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό περιεχόµενο αυτών που ήθελε ο Χρυσόστοµος να
πραγµατευθεί.
ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Εξετάζονται έξι χειρόγραφα του 11ου αι., τα οποία παραδίδουν το έργο του
Ιωάννη Χρυσοστόµου, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν. Πρόκειται
για τα εξής:
70
1) A Atheniensis 2806251
2) B Parisinus Graecus 801
3) C Parisinus Graecus 814
4) D Marcianus Graecus II 27
5) E Vaticanus Ottobonianus Graecus 428
6) F Vaticanus Graecus 1592
Οι περιγραφές των χειρογράφων ακολουθούν κατά το σύµβολο του καθενός.
Δυστυχώς, κατέστη δυνατόν να εξετάσω µε αυτοψία µόνο το Α, ενώ τα υπόλοιπα
χειρόγραφα µελέτησα µέσω µικροφίλµ. Αυτό σηµαίνει ότι αναγκάστηκα να αντλήσω τις
περιγραφές των χειρογράφων από τους καταλόγους της κάθε επιµέρους συλλογής, ενώ
όσον αφορά το Α, θα προσθέσω και δικές µου παρατηρήσεις σχετικά µε την κατάσταση
του χειρογράφου. Εν πάση περιπτώσει, συµµερίζοµαι απόλυτα την άποψη του Mioni,
κατά την οποία υπογραµµίζει την ανάγκη τονισµού των συνθηκών προέλευσης των
κωδίκων, προκειµένου ο µελετητής και ο αναγνώστης να διαµορφώσουν µία
ολοκληρωµένη εικόνα περί των επιµέρους δεδοµένων που τους προσφέρει ο κώδικας.252
Α
Ο κώδικας 2806 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδoς περιέχει αποκλειστικά
οµιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου.253 Χρονολογείται στον 11ο αι. Η ύλη του
κώδικα είναι περγαµηνή, οι διαστάσεις του 34 x 23 εκ., µε 308 φύλλα, δύο στήλες
κειµένου σε κάθε φύλλο και 36 γραµµές σε κάθε στήλη. Ο κώδικας, δυστυχώς, είναι και
ακέφαλος και κολοβός, όπως αναφέρεται στην περιγραφή του. Μάλιστα, επειδή το Πρὸς
τοὺς πολεµοῦντας αποτελεί το τελευταίο έργο του κώδικα, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι
ο κώδικας τελειώνει απότοµα, µόλις µετά την αρχή του δεύτερου βιβλίου του τριµερούς
251
Εφ᾽ όσον το κριτικό κείµενο θα προσφερθεί στον τόµο της Sources Chrétiennes, τα σύµβολα των
χειρογράφων εδώ χρησιµοποιούνται αποκλειστικά προς διευκόλυνση της εν προκειµένω ανάλυσης. Τα
συγκεκριµένα χειρόγραφα δεν έχουν κάποιο σύµβολο ακόµη στην κριτική έκδοση, εξ ου και χρησιµοποιώ,
απλά, τα παραπάνω σύµβολα για την ανάλυση της παρούσας εργασίας. Δεν συνεπάγεται καµία οµοιότητα
µε τα σύµβολα της κριτικής έκδοσης.
252
Mioni (1977), 16-18.
253
Για την περιγραφή του κώδικα, βλ. Μαραβά-Χατζηνικολάου (1997), 105-108. Πρβλ. και την µελέτη
του Νικολόπουλου (2007).
71
έργου. Εποµένως, τα υπόλοιπα φύλλα πιθανόν θα χωρίστηκαν από τον κώδικα είτε κατά
λάθος είτε από άγνοια.
Φαίνεται ότι ο κώδικας γενικότερα έχει υποστεί βλάβες από νερό ανά τους
αιώνες. Τα φύλλα είναι ελαφρώς κυµατιστά και σε πολλά σηµεία, ειδικά κάτω δεξιά, οι
χαρακτήρες έχουν καταστεί δυσανάγνωστοι. Επίσης, σε τουλάχιστον ένα σηµείο, τις
πρώτες γραµµές του 308v, το µελάνι έχει διαπεράσει την περγαµηνή και φαίνονται
χαρακτήρες από την αντίθετη όψη, το 308r. Τα παραθέµατα από έργα άλλων συγγραφέων
σηµειώνονται µε διπλά σηµεία στίξης δεξιά της γραµµής, όπως στα φύλλα 300v και 303v.
Παρατηρείται σταθερή χαράκωση του τύπου ΟΟΑ2, κατά την ταξινόµηση του Leroy.254
Όµως, ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του κώδικα αποτελεί µία µικρή
τρύπα, η οποία εµφανίζεται σε κάθε φύλλο που παραδίδει το εν λόγω έργο. Η τρύπα
ξεκινά από το φύλλο 295v και τελειώνει στο φύλλο 308v. Βρίσκεται στην αριστερή στήλη
της recto όψης και στην δεξιά της verso. Την µεγαλύτερη διάµετρο, λοιπόν, έχει στο
φύλλο 295v και στο φύλλο 308v τελειώνει. Φαίνεται ότι ένα αντικείµενο, πιθανώς
µεταλλικό, αιχµηρό διαπερνούσε όλα τα φύλλα του κώδικα, όσα παραδίδουν αυτό το
µέρος του συνολικού έργου. Κατά πάσαν πιθανότητα, όποια σηµασία και να έχει, η
τρύπα αυτή θα συνδέεται κατά κάποιον τρόπο µε την απουσία ή απώλεια του υπόλοιπου
µέρους του έργου. Καθίσταται, δηλαδή, εµφανές ότι, εφ᾽ όσον η τρύπα τελειώνει µε το
τελευταίο φύλλο του κώδικα όπως έχει σήµερα, το τρύπηµα θα πρέπει αναγκαστικά να
συνέβη κατόπιν του διαχωρισµού και αποµάκρυνσης των υπόλοιπων φύλλων από τον
κώδικα.
Η γραφή του κώδικα εν γένει είναι άκρως ευανάγνωστη, µε κιρρό µελάνι, και ο
κώδικας είναι αρκετά καλλιγραφηµένος. Τα ταινιοειδή επίτιτλα ερυθρογραφούνται,
καθώς και τα αρχικά κεφαλαία της κάθε παραγράφου. Έχει σύγχρονη στάχωση και, κατά
τον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, η προέλευση του κώδικα είναι άγνωστη. Όσον
αφορά την βιβλιογραφική αναφορά, ο αναγνώστης παραπέµπεται στο Catalogue des
manuscrits hagiographiques de la Bibliothèque nationale d’Athènes του Halkin.255 Την
κύρια δυσκολία µε το σχετικό λήµµα στον κατάλογο του Halkin συνιστά, οπωσδήποτε, η
ισχνότητά του. Ο Halkin παραλείπει να προσφέρει όλα τα δεδοµένα του χειρογράφου,
254
Leroy, J. (1976), 1.
255
Βλ. Halkin (1983), 162.
72
Β
Ο κώδικας Parisinus Graecus 801 = Colbertinus 974, ο οποίος παραδίδει
αποκλειστικά έργα του Χρυσοστόµου, αποτέλεσε exemplar του Montfaucon και του
Dübner, όπως είδαµε παραπάνω. Περιγραφές του κώδικα προσφέρονται στον Omont257
και στον Halkin.258 Και στους δύο ο κώδικας χρονολογείται στον 11ο αι. Πρόκειται για
περγαµηνό χειρόγραφο µε 427 φύλλα. Εµφανίζει δύο στήλες κειµένου µε 31-32 γραµµές
στην κάθε στήλη. Η χαράκωση φαίνεται ότι είναι του τύπου C 14C2n. 259 Ο Omont
σηµειώνει την παλιότερη εγγραφή του κώδικα ως Colbertinus 974· επίσης, πληροφορεί
πώς αξιοποιήθηκε από τον Montfaucon. Ο Halkin δεν προσθέτει επιπλέον πληροφορίες
στον κατάλογό του. Δυστυχώς, η εργώδης προσπάθεια σύνταξης των τόµων του Codices
Chrysostomici Graeci δεν έχει προχωρήσει ακόµα µέχρι την Γαλλία, ώστε δεν
256
Μαραβά-Χατζηνικολάου (1997), 108.
257
Omont (1886), 148.
258
Halkin (1968), 74.
259
Leroy, J. (1976), 26.
73
260
Μαραβά-Χατζηνικολάου (1997), 106.
74
C
O Parisinus Graecus 814 = Colbertinus 3056 είναι, όπως και ο Β, περγαµηνό
χειρόγραφο, πρώην κτήµα του Jean-Baptiste Colbert. Ο κώδικας αποτελείται από 241
φύλλα. Το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας παραδίδεται στα φύλλα 64r-145r. Το κάθε φύλλο έχει
δύο στήλες κειµένου µε 30 γραµµές στην καθεµία. Τα περιεχόµενα περιορίζονται
αποκλειστικά σε έργα του Χρυσοστόµου. Η γραφή είναι πολύ καθαρή, και οι χαρακτήρες
δείχνουν µεγάλη οµοιότητα µε εκείνους και του Α και του Β. Θα έλεγε κανείς ότι µπορεί
να γράφτηκαν όλοι, εάν όχι από το ίδιο χέρι, τουλάχιστον στον ίδιο τόπο ή στην ίδια
περίοδο. Ο τρόπος σύνδεσης των χαρακτήρων, όπως το ε µε το ω και το τ µε το ε,
οµοιάζει αρκετά µε τους δύο προηγούµενους κώδικες. Μία ίσως ασήµαντη διαφορά, που
όµως ξεχωρίζει τον συγκεκριµένο κώδικα από τους προηγούµενους, αποτελεί η
σελιδαρίθµηση. Και στους δύο προηγούµενους, αριθµοί εµφανίζονται πάνω δεξιά µόνο
στην µία όψη του φύλλου, είτε verso είτε recto, αλλά σε µία µόνον όψη. Στον εν λόγω
κώδικα, αριθµοί παρατηρούνται σταθερά και στις δύο όψεις, του τύπου: 64, 64v, 65, 65v,
66, 66v και ούτω καθ᾽ εξής. Βέβαια, η σελιδαρίθµηση δεν είναι σύγχρονη µε τα
χειρόγραφα.263
Ο κώδικας φαίνεται να έχει διατηρηθεί σε καλή κατάσταση. Παρατηρούνται
σκούρα σηµεία, κυρίως κάτω και δεξιά. Από την εντύπωση του pdf είναι δύσκολο να
διακριθεί εάν η φθορά έχει προκληθεί από νερό ή χρήση, ή και σχίσµατα του φύλλου. Σε
κάποια φύλλα διαφαίνεται η χαράκωση, η οποία θα πρέπει να είναι του τύπου 32Α2.264
261
Οι δύο συγκεκριµένοι κώδικες εµφανίζουν καταπληκτική οµοιότητα µεταξύ τους, γεγονός που θα
παρουσιαστεί παρακάτω.
262
Μαραβά-Χατζηνικολάου (1997), 108.
263
Ευχαριστώ τον καθ. Σωτηρούδη για τις πολύτιµες υποδείξεις του σχετικά µε τις περιγραφές των
χειρογράφων.
264
Leroy (1976), 12.
76
Επιπλέον, παρατηρούµε και εδώ περιθωριακά σχόλια, όπως και στον Β. Σε πολλά
σηµεία διαβάζουµε το συχνότατο ὅρα, αλλά εµφανίζονται και άλλου είδους σχόλια.
Παραδείγµατος χάριν, δίπλα στην αρχική φράση του πρώτου βιβλίου, Ὅτε τὸν ἐν
Ἱεροσολύµοις νεὼν πολλῶν ἐτῶν χαµαὶ κείµενον, γράφεται: ὁ λόγος οὗτος κοινὸς εἴρηται
πρὸς πάντας. Πάντως, περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει άλλη µια πτυχή σχετικά µε
τα σχόλια των κωδίκων. Στο φύλλο 127v, βρίσκουµε κάτω αριστερά σχόλιο ως εξής:
Ἀπόδειξις ὅτι πάσας τὰς ἐντολὰς ἅς ὀφείλει φυλάττειν ὁ µοναχὸς ταύτας µετὰ
ἀκριβείας χρεία ἐστὶ τηρεῖν καὶ ὁ κοσµικός· καὶ πᾶς χριστιανὸς λαβὼν τὸ ἅγιον
βάπτισµα παρεκτὸς µόνου τοῦ γάµου. Διότι οὐ διὰ τοὺς µοναχούς, ἀλλὰ καὶ διὰ
τοὺς κοσµικοὺς ἐγράφη τὸ εὐαγγέλιον καὶ ὁ ἀπόστολος.
Η µοναδική διαφορά εδώ µε το ανάλογο σχόλιο του προηγούµενου κώδικα
αποτελεί η προσθήκη του ἅγιον στο βάπτισµα. Αυτή η οµοιότητα, µαζί µε τις άλλες δύο:
ῈΠ ΣΩΚΡΆΤΟΥΣ (87r) και ΔΙΟΓΈΝΗΣ (87v), συνηγορούν υπέρ της στενής συγγένειας
µεταξύ του εν λόγω κώδικα και του Β. Επίσης, βρίσκουµε και άλλο ένα αξιόλογου
µήκους σχόλιο στο φύλλο 136v, πάνω δεξιά· η γραφή είναι χωρίς αµφιβολία
διαφορετικού χεριού από του αντιγραφέα, και µάλιστα άλλου αιώνα, πιθανόν του 14ου ή
15ου αι.265
....πάντως, ὁ τοιοῦτος ἐν µετανοίᾳ ἐστὶν τῶν ἔµπροσθεν ἁµαρτηµάτων, ἀλλ᾽ ὅρα
ὅπως, καὶ λείψανα ἔχων ἀπέρχεται. πῶς ἄρα κἀκεῖνα ἀποπλυνεῖ τῶν τῇδε
ἀποδεδηµηκὼς; καὶ ποῦ µὴ ἐν γῆ, λοιπὸν, διατρίβων· ἀλλ’ ἐνταῦθα σκοπῶµεν τὴν
δόξαν τοῦ ἁγίου πατρὸς, ἥν ἔχει περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιµηµένων. πῶς δηλονότι
κἀκεῖσε δυνατὸν ἀποκαθάραι τὸν πιστὸν τὰ ἑαυτοῦ τῆς ἁµαρτίας λείψανα.
Γίνεται κατανοητό ότι το σχόλιο αφορά ένα συγκεκριµένο χωρίο στο φύλλο, το
οποίο υπογραµµίζεται. Πρόκειται για το εξής:
ὁ µὲν γὰρ πρὸς τῷ τέλει τοῦ βίου τῆς φιλοσοφίας ἁψάµενος ταύτης, πάντα
ἁναλίσκει τὸν χρόνον, ἵνα δυνηθῇ τὰ γενόµενα κατὰ τὴν ἔµπροσθεν ἡλικίαν
265
Η γραφή του συγκεκριµένου σχολίου είναι αρκετά δύσκολη και η ανάλυση της εντύπωσης του pdf
δυσχεραίνει ακόµη περισσότερο την ανάγνωση. Ωστόσο, ο καθ. Σωτηρούδης µου προσέφερε γενναιόδωρα
την πολύτιµη βοήθειά του, διαβάζοντάς µου το συγκεκριµένο σχόλιο, ανάµεσα σε πλήθος άλλων, και
εξηγώντας τα χαρακτηριστικά σηµεία του καθενός. Η καταγραφή, λοιπόν, των σχολίων και η περιγραφή
της γραφής του καθενός οφείλεται αποκλειστικά στην εξαιρετική καθοδήγησή του.
77
ἁµαρτήµατα ἀπονίψασθαι· καὶ πᾶσα εἰς τοῦτο ἡ σπουδὴ δαπανᾶται. καὶ οὐδὲ
οὕτως πολλάκις ἀρκεῖ, αλλ᾽ ἀπέρχεται λείψανα τῶν πληγῶν ἔχων.266
Η γραφή το σχολίου οµοιάζει αρκετά µε δείγµατα που παρέχει ο Σιγάλας από
κώδικες, οι οποίοι χρονολογούνται περί τα µέσα του 14ου αι.267 Πρόκειται για τον κώδικα
Κουτλουµουσίου 307, εικ. 192, χρονολογηµένο στο 1376 και τον κώδικα Αµβροσιανό Α
78, εικ. 195, ο οποίος χρονολογείται στο 1374. Καταφαίνεται η οµοιότητα χαρακτήρων,
όπως το δ, λ, µ, και χ, στοιχεία χαρακτηριστικότατα της συγκεκριµένης γραφής, όπως και
η συχνή χρήση βραχυγραφιών.268
Μέχρι στιγµής, έχουµε εξετάσει τα χαρακτηριστικά σηµεία των τριών από τους
έξι κώδικες, οι οποίοι αναδεικνύουν και πολλά στοιχεία κοινά µεταξύ τους. Ειδικά, τα
περιθωριακά σχόλια στο φύλλο ίδιου περιεχοµένου, ίδιου σηµείου, κλπ. ενδείκνυνται
στενή συγγένεια και παράδοση από τον έναν κώδικα στον άλλον. Οπωσδήποτε, οι
σχέσεις µεταξύ όλων των κωδίκων θα αναλυθούν πιο διεξοδικά παρακάτω, όσον αφορά
τις κοινές και διαφορετικές γραφές που παρουσιάζει ο κάθε ένας. Όµως, και εκείνη η
εξέταση θα ενισχυθεί από τις ήδη εµφανείς ενδείξεις συγγένειας που έχουµε παρατηρήσει
εδώ αναφορικά µε την κατάσταση των κωδίκων. Θα εµβαθύνουµε, λοιπόν, στο θέµα
παρακάτω. Εδώ θα αρκεστούµε να σηµειώσουµε ότι οι τρεις παραπάνω κώδικες
αντιπροσωπεύουν έναν κλάδο του στέµµατος της παράδοσης του συγκεκριµένου
κειµένου.
D
Με τον κώδικα Marcianus Graecus II 27 δεν γίνεται αµέσως αντιληπτό ότι
προχωράµε σε διαφορετικό κλάδο της χειρόγραφης παράδοσης.269 Πράγµατι, υπάρχουν
δυνατά σηµεία επαφής εδώ µε τους προηγούµενους κώδικες, τα οποία θα εξετάσουµε
στην συνέχεια. Ωστόσο, όταν θα εξεταστούν παρακάτω οι χαρακτηριστικές επιµέρους
γραφές των κωδίκων, σε συνδυασµό µε την περιγραφή που ακολουθεί, θα προκύψουν
266
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.379.
267
Ευχαριστώ, πάλι, θερµά τον καθ. Σωτηρούδη, ο οποίος µου διασαφήνισε προφορικά την χρονολογία
του σχoλίου, και, κατόπιν συµβουλής του και αναζήτησής µου, µπόρεσα να επιβεβαιώσω µέσω των
δειγµάτων που προσφέρει ο Σιγάλας (1974: 257-258), ότι όντως η γραφή θα ανήκει στα µέσα του 14ου αι.
268
ό.π. 257.
269
Για περιγραφή του κώδικα, βλ. Mioni (1967), 115.
78
σοβαρά επιχειρήµατα προς υποστήριξη της θέσης ότι µε τον D αντιµετωπίζουµε έναν
κλάδο της παράδοσης παρόµοια µε ό,τι έχουµε δει µέχρι στιγµής, ο οποίος όµως
παρουσιάζει και σηµαντικές διαφορές και γέφυρες, αν επιτρέπεται η έκφραση, προς
άλλους, διαφορετικούς κλάδους.
Κατ᾽ αρχάς, πρόκειται για περγαµηνό χειρόγραφο του τέλους του 10ου αι.,
πρόκειται δηλαδή για τον πιο αρχαίο κώδικα από τους εν λόγω έξι. Περιέχει 309 φύλλα,
των διαστάσεων 32,2 x 24,7 εκ. Το κάθε φύλλο έχει δύο στήλες κειµένου µε 33 γραµµές
η καθεµία. Το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας παραδίδεται στα φύλλα 188r-248v. Η χαράκωση,
δυστυχώς, δεν φαίνεται καθόλου στην εντύπωση του pdf. Αµέσως, ο αναγνώστης
διαπιστώνει και εδώ την παρουσία ταινιοειδών επιτίτλων, τα οποία διακοσµούνται µε
ελικοειδείς βλαστούς και αµυγδαλόσχηµα. Επίσης, η απαρίθµηση έργων γίνεται µε τον
ίδιο ακριβώς τρόπο που παρατηρήσαµε παραπάνω στον Α: ΛΌΓΟΣ Δ´, ΛΌΓΟΣ Ε´ κλπ.
Επιπρόσθετα, στον παρόντα κώδικα το πρώτο βιβλίο του Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας
αποτελεί τον 25ο λόγο της σειράς. Στον Α το πρώτο βιβλίο ήταν ο 24ος λόγος του κώδικα.
Βέβαια, οι δύο κώδικες δεν περιέχουν όλα τα ίδια κείµενα στην ίδια σειρά, ούτε
καθίσταται σαφές ότι η παρόµοια θέση του κειµένου µάς επιτρέπει να εξαγάγουµε
συµπεράσµατα.
Επιπλέον, άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι ο τρόπος δήλωσης της παράθεσης
µε σηµεία που σχηµατίζουν έναν σταυρό παρατηρείται και στον παρόντα κώδικα (φ.
98ter), ενώ σε πλήθος άλλων σηµείων τα παραθέµατα δηλώνονται απλά µε ένα σηµείο
στίξης (φφ. 99r, 99v,100v κλπ.). Σηµειωτέον ότι στον παρόντα κώδικα η διαφορά στην
δήλωση παραθεµάτων φαίνεται ότι ίσως δηλώνει και διαφορά περιεχοµένου. Δηλαδή, το
ένα σηµείο στίξης συνοδεύει παραθέµατα από την Αγία Γραφή, ενώ το σηµείο του
σταυρού χρησιµοποιείται σε µια περίπτωση, όπου ο Χρυσόστοµος προβάλλει µια
θεωρητική ερώτηση εκ µέρους του υποτιθέµενου συνοµιλητή του. Στα φύλλα 192v-194r
πάλι παρατηρούµε το σηµείο του σταυρού να δηλώνει το παράθεµα από το Περὶ τοῦ
Ἰουδαϊκοῦ πολέµου του Ιώσηπου. Αµέσως µετά, όταν ο Χρυσόστοµος παραθέτει πάλι τα
λόγια του Χριστού, το παράθεµα δηλώνεται µε ένα σηµείο στίξης. Και πάλι, στο φύλλο
231v, το παράθεµα από την Ἀπολογία Σωκράτους του Πλάτωνα δηλώνεται µε το σηµείο
του σταυρού. Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι εννοείται µία διαφοροποίηση ως προς το
79
περιεχόµενο του παραθέµατος. Τα παραθέµατα από την Αγία Γραφή δηλώνονται µε ένα
σηµείο στίξης.
Ο Mioni µαρτυρεί ότι ο κώδικας είναι εξαιρετικά καλλιγραφηµένος, γραµµένος
ολόκληρος από το ίδιο χέρι, ενώ τα κεφαλαία γράµµατα διακοσµούνται µε διάφορα
χρώµατα, όπως: χρυσό, µπλε, κόκκινο και µωβ. Άξια παρατήρησης είναι, επίσης, η
προσθήκη µιάς εικόνας του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου στο φύλλο 187v, µεταξύ του
τέλους του προηγούµενου έργου και της αρχής του πρώτου βιβλίου του Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας. Πρόκειται για εικόνα εξαιρετικής ποιότητας και καθαρότητας, η οποία
λαµβάνει τον χώρο µισής στήλης κειµένου. Δυστυχώς, η εντύπωση του pdf δεν επιτρέπει
να σχηµατίσω γνώµη για τους χρωµατισµούς του κώδικα γενικότερα, ούτε συγκεκριµένα
για την εικόνα. Όµως, εάν παρουσιάζονται τόσα χρώµατα, όσα µνηµονεύει ο Mioni,
αυτός ο κώδικας θα αποτελεί τον περισσότερο καλλιγραφηµένο και πολύχρωµα
διακοσµηµένο από τους έξι. Γενικά, ο παρών κώδικας και ο Α µόνο εµφανίζουν
χρωµατισµούς και σταθερή διακόσµηση, αλλά ακόµη και από την ασπρόµαυρη
εντύπωση του pdf γίνεται αντιληπτό ότι εδώ αντιµετωπίζουµε ένα περισσότερο
προχωρηµένο βαθµό διακόσµησης από ό,τι στον Α.
Ο κώδικας εν γένει έχει διατηρηθεί σε χρησιµοποιήσιµη κατάσταση. Ωστόσο,
υπάρχουν αρκετά φύλλα σκούρα και δυσανάγνωστα. Επίσης, στις άκρες των φύλλων
διακρίνονται τα ίχνη µυκήτων, ώστε ο κώδικας κατά πάσαν πιθανότητα έχει υποστεί και
κάποιου είδους βλάβη από νερό. Η γραφή είναι άκρως καθαρή και ευανάγνωστη.
Εµφανίζει καταπληκτική οµοιότητα µε εκείνη του Α. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι
διαβάζει δύο χειρόγραφα γραµµένα από ένα και το αυτό χέρι. Αυτό το συγκεκριµένο
θέµα θα αναλυθεί διεξοδικότερα παρακάτω, αλλά επιτρέπεται να λάβουµε υπ᾽ όψη µας
εκ των προτέρων µία απρόσµενη και ανεξήγητη πτυχή της σχέσης του παρόντος κώδικα
µε τον Α. Εµφανισιακά, παρατηρούµε πλήθος οµοιοτήτων σε σταθερή βάση σε όλο τον
κώδικα. Όσον αφορά, όµως, τις γραφές του καθενός χειρογράφου, εκεί µειώνονται
σηµαντικά οι οµοιότητες. Εµφανισιακά, θα έλεγε κανείς ότι µπορεί ο ίδιος αντιγραφέας
να παρήγαγε και τους δύο. Αναφορικά µε την κριτική των κειµένων τους, όµως, η
υπόθεση αυτή δυσκολεύει σηµαντικά.
Όσον αφορά τα περιθωριακά σχόλια, αντιµετωπίζουµε ένα γεγονός απροσδόκητο:
απουσιάζουν σχεδόν τελείως. Σχόλια δεν παρατηρούνται στον κώδικα µε καµία
80
συχνότητα. Μάλιστα, και τα τρία σχόλια για τον Σωκράτη, τον Διογένη και την απόδειξη
για τις εντολές του Χριστού λείπουν από τον παρόντα κώδικα, σε αντίθεση µε τους Β και
C. Όµως, η ίδια αυτή έλλειψη σχολίων παρατηρείται στον Α. Η ακριβής ανίχνευση των
σχέσεων θα αναδειχθεί όντως δυσχερής υπόθεση, και δυσκολεύει ακόµη περισσότερο
από το γεγονός ότι εξετάζονται χειρόγραφα αποκλειστικά του 11ου αι. Εν πάση
περιπτώσει, θα κάνουµε όσες σηµειώσεις επιτρέπονται από τα δεδοµένα, προκειµένου να
προτείνουµε ένα στέµµα που θα αντανακλά τις παρατηρήσεις, οι οποίες έχουν προκύψει
από την ανάλυση.
Ε
Προχωράµε, λοιπόν, στον κώδικα Vaticanus Ottobonianus Graecus 428. Κατ᾽
αρχάς ο κώδικας δεν παραδίδει έργα αποκλειστικά του Ιωάννη Χρυσοστόµου.
Συµπεριλαµβάνει και έργα του Γρηγορίου Νύσσης. Από αυτό το γεγονός, και µόνο,
γίνεται αµέσως κατανοητό ότι οι συνθήκες παραγωγής του κώδικα είναι διαφορετικές
εδώ, από ό,τι στους προηγούµενους κώδικες.
Λοιπόν, ευθύς εξ αρχής, πριν εµβαθύνουµε στις λεπτοµέρειες των δύο κωδίκων
που φιλοξενούνται στην Biblioteca Apostolica Vaticana, οφείλω να επισηµάνω δύο
γεγονότα: 1) εισερχόµαστε πλέον σε µία διαφορετική οικεγένεια κωδίκων από εκείνη που
έχουµε µελετήσει µέχρι στιγµής – γεγονός ολοφάνερο ήδη από τα εµφανισιακά στοιχεία
των κωδίκων 270 – και 2) θα ξεκινήσουµε από τον κώδικα Vaticanus Ottobonianus
Graecus 428, παρά τις προφανείς διακοσµητικές οµοιότητες του Vaticanus Graecus 1592
µε τους υπόλοιπους κώδικες, ακριβώς επειδή ο Ε εµφανίζει περισσότερα κοινά στοιχεία
γραφής µε τους υπόλοιπους. Δηλαδή, όσον αφορά την διακόσµηση, ο F οµοιάζει
εµφανισιακά περισσότερο µε τους Α, Β, C και D, αλλά το κείµενο που παραδίδει ο Ε
έχει περισσότερα κοινά στοιχεία µε των Α, Β, C και D.
Συνεπώς, µία φευγαλέα µατιά στον κώδικα Ε αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι
οι συνθήκες παραγωγής του κώδικα διαφέρουν κατά πολύ από τις προηγούµενες. Τα
270
Δεν θέλω να υπαινιχθώ ότι οι κώδικες Vaticanus Ottobonianus Graecus 428 και Vaticanus Graecus
1592 ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Επιθυµώ να τονίσω µόνο το γεγονός ότι, ενώ φαίνεται οι
προηγούµενοι τέσσερις κώδικες να βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, εδώ η ίδια η εµφάνιση του
κώδικα µας προµηνύει ότι αντιµετωπίζουµε πλέον άλλον κλάδο της χειρόγραφης παράδοσης.
81
βασικότερα στοιχεία του κώδικα έχουν ως εξής: πρόκειται για περγαµηνό χειρόγραφο
του 11ου αι., των διαστάσεων 35,9 x 27,6 εκ. µε 330 φύλλα και δύο στήλες κειµένου σε
κάθε φύλλο. Οι γραµµές παρουσιάζουν µια δυσκολία. Στο φύλλο 326v η δεξιά στήλη
περιέχει 47 γραµµές, ενώ στο 327r η δεξιά στήλη έχει 62 γραµµές. Στο 327v η αριστερή
στήλη περιέχει 41 γραµµές, ενώ στο 328r η αριστερή στήλη έχει 44 γραµµές. Στο 330r η
αριστερή στήλη περιέχει 63 γραµµές, ενώ η δεξιά 70 γραµµές. Το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας
παραδίδεται στα φύλλα 326v-330r. Ο κώδικας δεν εµφανίζει ουδεµία ουσιαστική
διακόσµηση. Το πρώτο βιβλίο έχει ταινιοειδές επίτιτλο, και το πρώτο κεφαλαίο
εµφανίζει διακοσµητικά στοιχεία. Ωστόσο, από εκεί και πέρα, ο κώδικας δεν έχει άλλα
κεφαλαία και η διακόσµηση εξαφανίζεται τελείως.
Η γραφή του κώδικα δεν είναι πλέον η όµορφη, ευανάγνωστη και καλλιγραφική
των προηγούµενων κωδίκων. Εδώ αντιµετωπίζουµε µία πιο σκληρή, συµπυκνωµένη,
τραχιά και πρόχειρη γραφή, µε χαρακτήρες που συνωστίζονται ο ένας πάνω στον άλλον.
Μιλάµε για χέρι τελείως διαφορετικό από όλα τα προηγούµενα, πιθανόν και για τόπο
προέλευσης διαφορετικό, παρ᾽ όλο που δυστυχώς οι Feron και Battaglini παραλείπουν να
αναφερθούν στην προέλευση του κώδικα.271 Στην περιγραφή τους, αναφέρουν ότι στο
φύλλο 1r, υπογράφει ο αντιγραφέας: Γρηγόριος µοναχός. Ωστόσο, στο 1v ένα
µεταγενέστερο χέρι έχει επιγράψει τον κώδικα: + µαργαρίται τοῦ Χρυσοστόµου
ἀναγινωσκόµεναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ. Αυτή η µεταγενέστερη επιγραφή µας δηµιουργεί έναν
προβληµατισµό, επειδή, παρ᾽ όλο που όντως περιέχονται πολλές οµιλίες στον κώδικα,
δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει κατά πόσον το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας θα µπορούσε
να είχε θεωρηθεί κατάλληλο κείµενο για ανάγνωση κατά την ακολουθία της Εκκλησίας,
και σε ποια ακολουθία θα εντασσόταν.
Προς απάντηση του προβληµατισµού, οι Feron-Battaglini σηµειώνουν ότι σ᾽ όλο
τον κώδικα υπάρχουν πολλές οµιλίες που λείπουν, ανάµεσά τους και σχεδόν ολόκληρα
τα δύο τελευταία βιβλία του τριµερούς έργου, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας, ενώ έχουν
προστεθεί άλλες οµιλίες από άλλο χέρι. Συνεπώς, ο κώδικας σαφώς διαφέρει αρκετά από
τους προηγούµενους σχετικά µε τις συνθήκες γραφής του, καθώς και την κατάστασή του.
Μέχρι στιγµής, όλοι οι προηγούµενοι κώδικες ήταν γραµµένοι από ένα µόνο χέρι.
271
Feron-Battaglini (1893), 238.
82
272
Δυστυχώς, η απότοµη κατάληξη του έργου δεν δείχνει οµοιότητες µε εκείνη του Α. Όντως, και οι δύο
κώδικες εµφανίζουν σε αδρές γραµµές το ίδιο φαινόµενο, αλλά ο Α τελειώνει σε τελείως διαφορετικό
σηµείο από ό,τι ο παρών κώδικας.
273
Τουτέστιν, PG 47.331: Ἱκανὰ µὲν οὖν καὶ ταῦτα ἔκστασιν ἐργάσασθαι καὶ φρίκην…
274
PG 47.385.
275
Αυτές οι τρεις λέξεις δεν απαντούν πουθενά στο συγκεκριµένο έργο µαζί ως έκφραση. Ωστόσο, το
µεµνῆσθαι διηνεκῶς είναι µία έκφραση γνωστή στον Χρυσόστοµο. Την συναντάµε σε δύο επιστολές του,
στην ΚΓ Ῥωµάνῳ πρεσβυτέρω (PG 52.625) και στην ΠΘ Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως (PG 52.655).
Ευχαριστώ θερµά τον καθ. Χρηστίδη, ο οποίος µου επέστησε την προσοχή µου στα δύο παραπάνω χωρία.
276
PG 47.349.
277
Βασ. Α´ 3,18. PG 47.353.28.
83
αντιγραφέας πίστευε πως το κείµενο τελειώνει εκεί. Βέβαια, έχει ήδη ξεκαθαριστεί το
γεγονός ότι είτε ο ίδιος ο αντιγραφέας δυσκολευόταν αρκετά στην σωστή καταγραφή του
κειµένου είτε ο κώδικας από τον οποίον αντέγραφε παρουσίαζε αρκετά σφάλµατα.
Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία πρέπει να τα λάβουµε υπ᾽ όψη µας, και να τα έχουµε κατά
νου, κυρίως παρακάτω κατά την εξέταση των φιλολογικών δεδοµένων της παράδοσης.
Θα παρουσιαστούν πολλά στοιχεία, τα οποία µπορεί να ερµηνευτούν ως ενδεικτικά
σύµφυρσης.278
Τέλος, σηµειωτέον αποτελεί και το σχόλιο στο τέλος του φύλλου 329v,
ενσωµατωµένο µέσα στο κείµενο, και µάλιστα σε µορφή τίτλου άλλου έργου.
Διαβάζουµε ως εξής: ζήτει εἰς τὸ πλήρωµα τοῦ Πρὸς Σταγείριον Λόγου, τὸν ἀκόλουθον
τοῦ παρόντος λόγου, ἤγουν Πρὸς ἄπιστον πατέρα, καὶ µετ᾽ ἐκεῖνον καὶ τὸ Πρὸς πιστὸν
πατέρα εὑρήσεις, καὶ οὕτω καθ᾽ εἱρµὸν ἀναγνοὺς τούτους πάνυ ὀφεληθεὶς θαυµάσεις. Το
φύλλο 330r συνεχίζει µε το κείµενο του τρίτου βιβλίου, από το σηµείο µόλις πριν το
παραπάνω σχόλιο.
Εν πάση περιπτώσει, χωρίς να εµβαθύνω εδώ στις λεπτοµέρειες του κειµένου
καθ᾽ εαυτού, η παρατήρηση από την περιγραφή του κώδικα σχετικά µε την παρουσία
περισσότερων του ενός χεριού, καθώς και απώλειας λόγων, επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα
εδώ µε το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας. Δυστυχώς, δεν διαθέτω ολόκληρο τον κώδικα, παρά
µόνο τα συγκεκριµένα σχετικά φύλλα, ώστε µου καθίσταται αδύνατον να κρίνω από ποιο
χέρι γράφτηκε το εν λόγω έργο. Όµως, όπως και να έχει το πράγµα, από την
περιορισµένη εµπειρία µου µε τον κώδικα συµπεραίνω ότι υπάρχει µεγάλη ανάγκη επί
τόπου εξέτασης του κώδικα, προκειµένου ο µελετητής να µπορέσει να καταλήξει σε
περισσότερο ολοκληρωµένα και ασφαλή συµπεράσµατα. Το παραπάνω σχόλιο φαίνεται
να παραπέµπει τον αναγνώστη στον τελείως διαφορετικό και άσχετο λόγο του
Χρυσοστόµου, Πρὸς Σταγείριον δαιµονῶντα παραινετικός, µετά τον οποίο θα βρει και το
Πρὸς Πιστὸν Πατέρα· ωστόσο, ο κώδικας τελειώνει µε το φύλλο 330r. Εξάλλου, τα δύο
Πρὸς Σταγείριον δαιµονῶντα δεν καταγράφονται καν στον κατάλογο περιεχοµένων του
278
Βέβαια, όπως έχει επισηµανθεί, η παρούσα εργασία σκοπεύει στο να προσφέρει ενδείξεις, και µόνο, για
την πιθανή εξέλιξη της χειρόγραφης παράδοσης µέσω µιάς επιλεκτικής εξέτασης του ενός επιµέρους
αιώνα. Ούτε ολοκληρωµένη ανάλυση του 11ου αι., πόσο µάλλον της συνολικής παράδοσης, προσφέρεται
εδώ, ώστε, παρ᾽ όλο που οι ενδείξεις είναι µεν ισχυρές, δεν παύουν να παραµένουν προτάσεις.
84
κώδικα. Οπωσδήποτε, αυτός ο κώδικας κρύβει αρκετά µυστήρια µέσα στα φύλλα του, τα
οποία απαιτούν κοπιώδη και εξονυχιστική µελέτη για να αποκαλυφθούν.
Εποµένως, προκειµένου να ολοκληρώσουµε την εικόνα του κώδικα, θα πρέπει να
επισηµάνουµε και τον τρόπο µε τον οποίο εµφανίζονται τα περιθωριακά σχόλια. Στα
φύλλα 326v-330r, παρατηρούνται τρία σχόλια. Το πρώτο, στο φύλλο 328r, συνοδεύει το
παράθεµα από το Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέµου του Ιώσηπου, και γράφει ως εξής: περὶ
Ἰωσίπου λέγει. Τα υπόλοιπα δύο βρίσκονται στο φύλλο 329v, στο τέλος του πρώτου
βιβλίου, το ένα δεξιά της δεξιάς στήλης κειµένου και το άλλο αριστερά της δεξιάς
στήλης. Το σχόλιο στα δεξιά γράφει ως εξής: ἀπὸ ἄλου ἐκβληθὲν λόγου. 279 Η
παρατήρηση έχει µεγάλο ενδιαφέρον σχετικά µε τα όσα είδαµε παραπάνω να συµβαίνουν
µε το συγκεκριµένο σηµείο του κώδικα. Το αριστερό σχόλιο επεκτείνεται από το σηµείο
όπου τελειώνει το πρώτο βιβλίο και γίνεται σύγχυση των κειµένων, µέχρι να
ακολουθήσει οµαλά το κείµενο του τρίτου βιβλίου, και γράφει ως εξής: ἅπαν περισσὸν
ἐστίν. Ενώ λογικά αυτά τα σχόλια δεν θα γράφτηκαν από τον αντιγραφέα, ο τρόπος
γραφής είναι παρόµοιος· δεν εµφανίζει καταφανή χαρακτηριστικά άλλου τρόπου γραφής.
Τα συγκεκριµένα στοιχεία του παρόντος κώδικα παραµένουν εν πολλοίς ανεξήγητα σ᾽
εµένα. Μπορώ µόνο να κατανοήσω ότι η παράδοση του κειµένου στον παρόντα κώδικα
είναι αρκετά συγκεχυµένη.
F
Ο τελευταίος κώδικας, ο οποίος θα συµπεριληφθεί στην ανάλυση της παρούσας
εργασίας, είναι ο Vaticanus Graecus 1592.280 Πρόκειται για περγαµηνό χειρόγραφο του
11ου αι., των διαστάσεων 30,5 x 23,5 εκ., µε 153 φύλλα, µία στήλη κειµένου µόνο, σε
αντίθεση µε όλους τους προηγούµενους κώδικες, και 32 γραµµές στο κάθε φύλλο. Η
χαράκωση φαίνεται ότι είναι πιθανώς του τύπου ΟΟΑ1. 281 Από την περιγραφή του
Giannelli, φαίνεται ότι ο κώδικας κρύβει µία έντονη ιστορική πορεία, µέσα από πολλά
και διαφορετικά χέρια. Επίσης, παρουσιάζει ιδιαίτερη πολύχρωµη διακόσµηση και µία
279
Θέλω να τονίσω εδώ την πολύτιµη βοήθεια και την άριστη καθοδήγηση του καθ. Σωτηρούδη στην
ανάγνωση όλων των σχολίων όλων των χειρογράφων.
280
Για περιγραφή του κώδικα, βλ. Giannelli (1950), 219-222.
281
Leroy (1976), 1.
85
γραφή, η οποία συγγενεύει αρκετά µε εκείνη την ευανάγνωστη και καλλιγραφική των Α,
Β, C και D. Όλα τα στοιχεία θα αναλυθούν µε την σειρά τους. Πρώτα από όλα, όµως,
πρέπει να σηµειωθεί η κατάσταση του εν λόγω κώδικα.
Πρώτη σειρά προτεραιότητας κατέχει το γεγονός ότι ο παρών κώδικας παραδίδει
κατ᾽ αποκλειστικότητα έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Από 153 φύλλα, τα 147
περιέχουν κείµενα του Γρηγορίου. Το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας συνιστά το µοναδικό έργο
άλλου συγγραφέα στον κώδικα, και παραδίδεται στα τελευταία τρία φύλλα, 148v-151v.
Επίσης, πάλι δεν αντιµετωπίζουµε µία κατάσταση όπως στον Α, όπου το κείµενο
τελειώνει απότοµα στο τέλος µίας πρότασης, ούτε όπως στον Ε, όπου το κείµενο
διαµελίζεται πριν τελειώσει µε απότοµο τρόπο. Στον παρόντα κώδικα, το κείµενο
παρουσιάζεται χωρίς διαµελισµούς και τελειώνει µέσα στο παράθεµα από το Περὶ τοῦ
Ἰουδαϊκοῦ πολέµου του Ιώσηπου, και µάλιστα, στην µέση της πρότασης. Πρόκειται για
την εξής έκφραση του Ιώσηπου, όπου εξιστορούνται οι φρικτές συνθήκες στις οποίες µια
Εβραία µητέρα κατατρώει το νεογέννητο βρέφος της: τίνι σὲ τηρήσω; τὰ µὲν παρὰ
Ῥωµαίοις δουλεία, κἄν ζήσωµεν ἐπ᾽ αὐτοῖς· φθάνει δὲ καὶ δουλείαν ὁ λιµός, οἱ στασιασταὶ
δ᾽ ἀµφοτέρων χαλεπώτεροι.282 Το κείµενο, και ο κώδικας γενικότερα, τελειώνει µε το: τὰ
µὲν, από το παραπάνω χωρίο. Καµία ένδειξη κανενός είδους δεν παρατηρείται που να
προειδοποιεί ότι εσκεµµένως ή επίτηδες ο κώδικας τελειώνει απότοµα. Μπορεί τα
υπόλοιπα φύλλα να διαχωρίστηκαν κατά την πορεία του κώδικα· µπορεί, εξίσου, το
αρχικό πρόβληµα να βρίσκεται στο exemplar του παρόντος κώδικα. Καθοριστικής
σηµασίας εν προκειµένω είναι και οι αφιερώσεις του χειρόγραφου, τις οποίες θα
εξετάσουµε αναλυτικά παρακάτω, ακριβώς επειδή ο ίδιος ο κώδικας αναφέρεται ως
θεολόγος. Τέτοιος χαρακτηρισµός, σε συνδυασµό µε τα περιεχόµενα του χειρόγραφου,
δεν µπορεί παρά να µας υπαινίσσεται το γεγονός ότι εκείνος που αφιέρωσε τον κώδικα
τον 14ο αι. δεν γνώριζε για την παρουσία κειµένου άλλου συγγραφέα, εκτός από τον
Γρηγόριο Θεολόγο, σ᾽ αυτά τα τελευταία φύλλα του κώδικα. Περαιτέρω συµπεράσµατα
θα απαιτήσουν, οπωσδήποτε, επί τόπου εξέταση του χειρόγραφου. Ωστόσο, µπορούµε εκ
των προτέρων να επισηµάνουµε την µεγάλη πιθανότητα αυτά τα τρία φύλλα του Πρὸς
282
PG 47.326.
86
τοὺς πολεµοῦντας, όχι µόνο να προστέθηκαν αργότερα, αλλά και να βρίσκονται εδώ σε
διαχωρισµό από τον αρχικό τόπο προέλευσής τους σε άλλο κώδικα.
Λοιπόν, το κείµενο ξεκινά από το πρώτο βιβλίο κανονικά και συνεχίζει µέχρι το
τέλος του φύλλου 148v. Η τελευταία λέξη του φύλλου είναι, παιδεύων, από το σηµείο
47.319, γραµµή 34 της PG. H πρώτη λέξη στο φύλλο 149r είναι, τιθέασι, µία λανθασµένη
αντιγραφή της λέξης, ἀνατιθέασι, από το σηµείο 47.322, γραµµή 45 της PG. Έπειτα από
αυτήν την έλλειψη, το κείµενο συνεχίζει κανονικά, χωρίς κενά. Από τα παραπάνω
δεδοµένα, λοιπόν, υποθέτω πως κάποια ενδιάµεσα φύλλα θα χωρίστηκαν είτε από τον
παρόντα κώδικα είτε από το exemplar αντιγραφής του παρόντος κώδικα. Αυτό το σηµείο
θα παίξει σηµαντικό ρόλο, κατά πάσαν πιθανότητα, στην ολοκληρωµένη αντιβολή όλων
των κωδίκων, εφ᾽ όσον, εάν ένα τέτοιο χαρακτηριστικό εµφανιστεί σ᾽ οποιονδήποτε
κώδικα προηγούµενου αιώνα, θα αποτελέσει αδιάσειστη απόδειξη συγγένειας των δύο.
Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά την παρούσα εργασία, µπορούµε να παρατηρήσουµε
ότι, επειδή το ίδιο το χειρόγραφο παρέχει συνεχές κείµενο, χωρίς κενά ή σχόλα στα
περιθώρια σχετικά µε το άλµα του κειµένου, πολύ πιθανό ο κώδικας να γράφτηκε από µη
Ελληνόφωνο αντιγραφέα. Τα δύο συγκεκριµένα σηµεία του κειµένου, 47.319 και 47.322,
δεν οµοιάζουν καθόλου ως προς το περιεχόµενο· το θέµα υπό συζήτηση είναι τελείως
διαφορετικό στα δύο χωρία, και µάλιστα ούτε καν συντακτικά δεν βγάζει κανείς νοήµα
πλέον από την πρόταση. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι ενδεικτικά του ότι ο αντιγραφέας
δεν µιλούσε, ή τουλάχιστον δεν διάβαζε καθόλου, Ελληνικά. Εφ᾽ όσον κανένας δεν
σχολίασε το λάθος, πιθανό είναι, επίσης, και ο αποδέκτης του κώδικα να µην διέθετε
γνώσεις Ελληνικών. Συνήθως, αυτό θα συνεπαγόταν ότι ο αποδέκτης ήταν ιδιώτης – είτε
κοινός θνητός είτε και άρχοντας, εάν πρόκειται για αντιγραφή στην Δύση – και ο
κώδικας κάποιου είδους διακοσµητικό, προσωπικό δώρο. Ωστόσο, όλη αυτή η υπόθεση
καταρρίπτεται εξ ολοκλήρου όταν εξεταστούν τα πρώτα φύλλα του κώδικα, όπου
απαντούν οι διάφορες αφιερώσεις του.
Όπως τις παραθέτει ο Giannelli,283 η πρώτη αφιέρωση – η οποία χρονολογείται
στον 12ο αι. – γράφει ως εξής: οὕτη ἡ βίβλος ὀνήσθη παρὰ τοῦ τιµιοτάτου οἰκονόµονος
κυροῦ Βησαρίου ἐξ οἰκείου τιµίµατος ἀπὸ τὰ/ κούρσα τῆς Πτολεµαΐδος. Ο Giannelli
283
Giannelli (1950), 221.
87
προβληµατισµούς σχετικά µε την παρουσία αυτών των τριών φύλλων του Πρὸς τοὺς
πολεµοῦντας στον παρόντα κώδικα.
Την τελευταία αφιέρωση, στην οποία θα πρέπει να αναφερθούµε, συνιστά εκείνη
ενός Σίµωνος ιεροδιακόνου. Η κατονοµασία του αρχιεπισκόπου Ισιδώρου Θεσσαλονίκης
(1379-1393) µαζί µε του βασιλιά Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγου (1341-1391) συµβάλλει στην
χρονολόγηση της αφιέρωσης στον όψιµο 14ο αι. Όµως, µεγαλύτερο ενδιαφέρον, και
σηµασία, κατέχει η επισήµανση του αριθµού φύλλων του κώδικα: 150. 285 Βέβαια, η
αφιέρωση και η σηµείωση των φύλλων γράφονται από δύο διαφορετικά χέρια, όπως
µαρτυρεί ο Giannelli· ωστόσο, ακόµα και αν το δεύτερο χέρι είναι µεταγενέστερο της
αφιέρωσης, τότε µόνο αυξάνεται ο προβληµατισµός σχετικά µε τα τρία φύλλα του Πρὸς
τοὺς πολεµοῦντας. Σήµερα, το έργο καταλαµβάνει τα φύλλα 148v-151v. Τότε, εάν τα δύο
πρώτα φύλλα περιείχαν τις αφιερώσεις και ο συνολικός αριθµός φύλλων ανερχόταν στα
150, συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι: 1) το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας αποτελεί προσθήκη
µεταγενέστερη της συγγραφής του κώδικα και 2) εφ᾽ όσον πρόκειται για µια προσθήκη
αρκετά µεταγενέστερη, απορεί κανείς πού βρίσκεται το υπόλοιπο κείµενο. Δηλαδή,
φαίνεται πια ξεκάθαρο ότι η σύγχυση στο ίδιο το κείµενο, την οποία είδαµε παραπάνω,
δεν πρέπει να σχετίζεται άµεσα µε το exemplar αντιγραφής, τουλάχιστον όσον αφορά τον
παρόντα κώδικα. Επειδή το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας πρόκειται για µεταγενέστερη
προσθήκη σε µια συλλογή κειµένων του Γρηγορίου του Θεολόγου, µπορεί κάλλιστα να
έχει αντιγραφεί ολόκληρο το τριµερές εν λόγω έργο και το υπόλοιπο να βρίσκεται σε
άλλον κώδικα. Πράγµατι, θα περιµέναµε να έχει αντιγραφεί ολόκληρο το κείµενο, όχι
µόνο το µισό µέρος του πρώτου βιβλίου· ποιος αναγνώστης θα ζητούσε, ή θα
ικανοποιούνταν, από τα πρώτα φύλλα ενός από τα τρία βιβλία, και µάλιστα όταν το
κείµενο σταµατά απότοµα στην µέση της πρότασης; Το τελευταίο στοιχείο υπέρ της
θέσης αυτής αποτελεί η αρίθµηση του έργου στον κώδικα. Στο 148v διαβάζουµε: ΛΌΓΟΣ
Α´. Μπορεί, βέβαια, να εννοείται ο πρώτος από τους τρεις λόγους που συναποτελούν το
έργο. Όµως, όταν λάβει κανείς υπ᾽ όψη του ότι τα τρία µέρη του έργου τιτλοφορούνται
διαφορετικά το καθένα στα χειρόγραφα, µε µοναδικό το πρώτο να φέρει τον τίτλο, Πρὸς
τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν, τότε το ΛΌΓΟΣ Α´ ως δήλωση του
285
Giannelli (1950), 222.
89
πρώτου µέρους του έργου καθίσταται περιττή. Επίσης, η αρίθµηση σε άλλους κώδικες
που έχουµε εξετάσει µέχρι στιγµής, όπως στον Α και στον D, αρκεί προς αποσαφήνιση
ότι οι σηµειώσεις του τύπου: ΛΌΓΟΣ Α´, ΛΌΓΟΣ ΚΔ´, ΛΌΓΟΣ ΚΕ´, αναφέρονται στην
σειρά του συγκεκριµένου κειµένου στον συγκεκριµένο κώδικα, παρά σε µια σειρά
βιβλίων ενός µόνο έργου. Κατά πάσαν πιθανότητα, εδώ βλέπουµε τα πρώτα τρία φύλλα
ενός ολόκληρου κώδικα, τα οποία κατά κάποιον τρόπο έχουν αποκοπεί από τα υπόλοιπα
και συγκολληθεί εδώ.
Εποµένως, αυτή η υπόθεση θα πρέπει να ληφθεί υπ᾽ όψη µας στην ανάλυση της
διακόσµησης του κώδικα. O Giannelli µαρτυρεί ότι οι τίτλοι των οµιλιών, τα κεφαλαία,
καθώς και τα περιθωριακά σχόλια ερυθρογραφούνται. Βέβαια, πουθενά στην περιγραφή
του ο Giannelli δεν αναφέρεται σε διαφορετική προέλευση των τριών τελευταίων
φύλλων, ώστε υποθέτω πως και αυτά είχε υπ᾽ όψη του στην περιγραφή της διακόσµησης.
Δυστυχώς, η ασπρόµαυρη εντύπωση του pdf δεν επιτρέπει να επιβεβαιώσω το κόκκινο
χρώµα, πόσο µάλλον τους υπόλοιπους χρωµατισµούς που αναφέρονται. Ο Giannelli
παρατηρεί στα ταινιοειδή επίτιτλα τα εξής χρώµατα: µπλε, πράσινο, κόκκινο, και µωβ.
Τέτοια ποικιλία δεν µπορεί παρά να µας παραπέµπει στους χρωµατισµούς του D, µε
εξαίρεση µόνο το πράσινο και το χρυσό. Εάν τα τρία φύλλα που διαθέτω εµφανίζουν
τέτοια πολύχρωµη διακόσµηση, σε συνδυασµό µε την καλλιγραφική perlschrift που
παρατηρούµε σε όλους τους υπόλοιπους κώδικες εκτός από τον Ε, τότε µπορεί κάλλιστα
να έχουµε εδώ έναν σηµαντικό µάρτυρα της παράδοσης του κειµένου. Η παρόµοια
διακόσµηση των Α, Β, C, D και F θα ενδείκνυται τουλάχιστον την πιθανότητα
συγγένειας ή παρόµοιας προέλευσης, αναφορικά µε τον τόπο ή µε την σχολή/τάση
αντιγραφής που αντιπροσωπεύουν. Όπως θα δούµε παρακάτω, ο παρών κώδικας
παρουσιάζει µόνο ελάχιστες διαφοροποιήσεις από το έντυπο κείµενο του Dübner.
Πράγµατι, ο κώδικας Marcianus Graecus 108, 286 από τα µέσα του 14ου αι., παραδίδει
286
Φέρνω το παράδειγµα του Marcianus Graecus 108 απλά ως ενδεικτικό παράδειγµα της µεταγενέστερης
εξέλιξης του κειµένου, πέραν του 11ου αι., ακριβώς επειδή στην προκειµένη περίπτωση συµβάλλει στην
διαυγέστερη αποτίµηση της σηµασίας του F. Εάν ο παρών κώδικας αντιπροσωπεύει µια παράδοση του
κειµένου, από την οποία παραδίδονται οι γραφές που προτιµήθηκαν τελικά από τον Dübner – ειδικά όταν,
όπως είδαµε παραπάνω, φαίνεται να συµβουλεύτηκε αποκλειστικά χειρόγραφα που δεν προσφέρουν τις
γραφές που εκτύπωσε τελικά ο ίδιος – τότε η θέση του F στην ιστορία των εκδόσεων του κειµένου θα
πρέπει ίσως να ερευνηθεί και να τονιστεί.
90
πολλά κοινά λάθη µε τους Α, Β, και C· ωστόσο, παρατηρούµε και περιθωριακά σχόλια,
τα οποία διορθώνουν τα λάθη αυτά κατά τρόπο συστηµατικό, φέρνοντας το κείµενο πολύ
κοντά στην έντυπη έκδοση του Dübner. Προφανώς, και ο σχολιαστής και ο Dübner θα
πρέπει κατά κάποιον τρόπο να άντλησαν αυτές τις διορθωµένες γραφές – οι οποίες όλες
απαντούν κατόπιν του τέλους του κειµένου στον F – από κάποιο παλιότερο κώδικα.287
Με την παρούσα κατάσταση του κώδικα, και ειδικά µέσα στα όρια της παρούσας
εργασίας, δεν καθίσταται καθόλου εφικτό να αναλυθεί εάν ο F είτε παραδίδει είτε
αντιγράφτηκε από κώδικα που παραδίδει τις διορθωµένες γραφές της µεταγενέστερης
παράδοσης. Από τα παρόντα δεδοµένα προκύπτουν αποκλειστικά ενδείξεις ότι ίσως η
κατάσταση να είναι αυτή. Αποδείξεις της θέσης, προς το παρόν, δεν υπάρχουν.
287
Βέβαια, οι κριτικές ικανότητες των λογίων του 14ου αι. ήταν τελείως διαφορετικές από εκείνες του 11ου
αι. Όµως, από την στιγµή που φαίνεται στο Marcianus Graecus 108 ότι ένας δεύτερος – ακόµη και του
ίδιου αιώνα – έχει βάλει το χέρι του στην διόρθωση του κειµένου, µπορεί να πρόκειται για ένδειξη
σύµφυρσης της παράδοσης. Μπορεί κάλλιστα να διορθώθηκε το Marcianus Graecus 108 από αντιβολή µε
προγενέστερο κώδικα. Τέτοιες διορθώσεις θα µπορούσαν να βρεθούν σ᾽ έναν κώδικα συγγενή του
παρόντος F.
288
Μέχρι εδώ όλες οι αναφορές στο πρωτότυπο κείµενο παραπέµπουν στην γνωστή σειρά της PG για
λόγους διευκόλυνσης του αναγνώστη. Από εδώ και πέρα οι αναφορές θα γίνονται στην έκδοση του
Dübner, η οποία προσφέρεται δωρεάν από την υπηρεσία Books της
Google.https://books.google.gr/books?id=oatWAAAAcAAJ&pg=PR3&dq=Frederick+Dubner+Sancti+Joa
nnis+Chrysostomi+opera+selecta+graece+et+latine&hl=en&sa=X&redir_esc=y#v=onepage&q=Frederick
91
%20Dubner%20Sancti%20Joannis%20Chrysostomi%20opera%20selecta%20graece%20et%20latine&f=fa
lse. Η τελευταία επίσκεψη και ανάγνωσή µου του κειµένου πραγµατοποιήθηκε στις 4.4.16. Ο τρόπος
αναφοράς είναι ως εξής: ο πρώτος αριθµός δηλώνει την σελίδα και ο δεύτερος την γραµµή, όπου βρίσκεται
το συγκεκριµένο χωρίο. Παραδείγµατος χάριν, 8.49 παραπέµπει στην 49η γραµµή της 8ης σελίδας.
289
Πρόκειται για το κείµενο που εκτύπωσε ο Dübner στην έκδοσή του.
290
Πρόκειται για το κείµενο που σηµειώνει ο Dübner ότι εκτυπώνουν οι εκδότες.
92
Από τον παραπάνω πίνακα εύκολα συνειδητοποιούµε το γεγονός ότι µε την αναφορά του
edd., o Dübner ουσιαστικά είχε κατά νου τους Savile και Montfaucon. Κάθε επιµέρους
γραφή που αποδίδεται στους editores εµφανίζεται στις εκδόσεις των δύο αυτών
προγενέστερων εκδοτών. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει την παραπάνω εξιστόρηση της
έντυπης έκδοσης του εν λόγω έργου, εφ᾽ όσον ο τελευταίος εκδότης διαλέγεται µε τις
ίδιες δύο προηγούµενες εκδόσεις που εντοπίσαµε και εδώ. Από την άλλη συµβάλλει
σηµαντικά στην κατάρτιση της τέταρτης, σύγχρονης κριτικής έκδοσης του κειµένου, η
οποία θα βασίζεται σε πολύ περισσότερους κώδικες από τις προηγούµενες, ταυτοχρόνως
διαλεγόµενη µε αυτές και αξιοποιώντας τις αξιόλογες γραφές τους. Ο πίνακας που θα
ακολουθήσει αµέσως παρακάτω θα καταδείξει την ταυτότητα των δύο κωδίκων, τους
οποίους χρησιµοποίησε ο Dübner στην έκδοσή του.
94
291
Εδώ το d εννοείται ως η συµφωνία των δύο κωδίκων του Dübner, όπως σηµειώνει ο ίδιος στην
adnotatio critica της έκδοσής του. Δεν εννοείται αναγκαστικά η γραφή που τελικά επέλεξε και εκτύπωσε.
95
πλείονα
60.27: [διώκειν] ignorant [διώκειν] om. cod. [διώκειν] om. cod.
nostri
60.47: κελεύει κελεύει κελεύει
61.39: οὐχ ὅτι τοῖς οὐχ ὅτι τοῖς οὐχ ὅτι τοῖς
66.26: νοµοθετεῖ νοµοθετεῖ νοµοθετεῖ
67.41: πλέον legebatur post πλέον non habet cod. πλέον non habet cod.
γυµνασίῳ, sed recte ignorant
nostri codd.
68.16: ἔχοντες ἔχοντες ἔχοντες
68.34: τίνες δὲ τίνες δὲ τίνες δὲ
68.48-50: λέγη…δεικνύει…τιθῆ λέγη…δεικνύει…τιθῆ
λέγη…δεικνύει…τιθῆ
70.3: µαθήµασι µαθήµασι µαθήµασι
70.10: διακελεύετε διακελεύετε διακελεύετε
71.22: κεχυµένην κεχυµένην κεχυµένην
72.53: ἔχοντας δὲ πολλάκις ἔχοντας δὲ πολλάκις ἔχοντας δὲ πολλάκις
73.6: τοῦ ταῦτα παρασχεῖν τοῦ ταῦτα παρασχεῖν Κυρίου τοῦ ταῦτα παρασχεῖν Κυρίου
Κυρίου
Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούµε ότι κάθε αναφορά που κάνει ο Dübner στους
κώδικές του, χωρίς εξαίρεση, πρόκειται για τους Parisinus Graecus 801 και Parisinus
Graecus 814. Δυστυχώς, ο ίδιος παραλείπει να κατονοµάσει τους κώδικες που
χρησιµοποίησε⋅ ωστόσο, µε την επισήµανση του 11ου αι. και της παλιάς καταχώρισης
των κωδίκων στην συλλογή του βασιλιά της Γαλλίας, αποµένει απλά να εξεταστούν οι
επιµέρους γραφές για να επιβεβαιωθεί ότι πράγµατι έχουµε µια αντιβολή των δύο
κωδίκων από το Παρίσι. Εποµένως, στον παρακάτω πίνακα θα προσφερθούν τα
αποτελέσµατα της αντιβολής του καθενός από τους έξι κώδικες µε το κείµενο του
Dübner.
96
F = Vat gr
A = Ath 2806 B = Par gr 801 C = Par gr 814 D = Marc gr II 27 E = Ott gr 428
1592
1.28:
1.28: ἕληται]ἐλεῖται 1.28: ἕληται]ἐλεῖται
ἕληται]ἐλεῖται
2.9: 2.9:
2.9: ὠτειλῶν]ὠτιλῶν
ὠτειλῶν]ὠτιλῶν ὠτειλῶν]ὠτιλῶν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
2.32:
2.32:
τολµῶντας]τολµῶ
τολµῶντας]τολµῶν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ν
2.33: εἰς
φιλοσοφίαν]εἰς
τὴν καθ᾽ ἡµᾶς ΧΧΧΧΧΧΧΧ
φιλοσοφίαν
2.40:
2.40: ἐπῄει]εἰπεῖν 2.40: ἐπῄει]εἰπεῖν 2.40: ἐπῄει]εἰπεῖν 2.40: ἐπῄει]εἰπεῖν
ἐπῄει]εἰπεῖν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
292
Κενό τετράγωνο δηλώνει έλλειψη διαφορετικής γραφής από την έκδοση του Dübner. Το ΧΧΧΧΧΧΧΧ
δηλώνει ότι λείπει το κείµενο στο συγκεκριµένο σηµείο.
97
4.3:ἀνέχεσθαι]ἀναδ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ
έχεσθαι
5.18: 5.18: 5.18:
5.18:
ἐργάζηται]ἐργάζο ἐργάζηται]ἐργάζοντ ἐργάζηται]ἐργάζωντ
ἐργάζηται]ἐργάζονται
νται αι αι
6.9:
ἀνελόντι]ἀπελθ
όντι
6.17: 6.16-17: οὐ 6.16-17: οὐ 6.16-17: οὐ
κεκρύψεται]κεγκρ κεκρύψεται]οὐκ κεκρύψεται]οὐκ κεκρύψεται]οὐκ
ύψεται ἐγκρύψεται ἐγκρύψεται ἐγκρύψεται
6.25: post
6.25: post
ἄνθρωπον]σῶ
ἄνθρωπον]σῶµα
µα
6.27-28: τοῖς τὰ 6.27-28: τοῖς τὰ
6.27-28: τοῖς τὰ
ἀγαθὰ ἀγαθὰ
ἀγαθὰ
ἐργαζοµένοις]τῶν ἐργαζοµένοις]τῶν
ἐργαζοµένοις]τῶν τὰ
τὰ ἀγαθὰ τὰ ἀγαθὰ
ἀγαθὰ ἐργαζοµένων
ἐργαζοµένων ἐργαζοµένων
7.9-10: σιγῆσαι
ἐχρῆν, καὶ ἀφεῖναι
γενέσθαι ταῦτα τὰ
πολὺν αὐτοῖς τὸν
πλοῦτον
ποιοῦντα]ἀφεῖναι
ταῦτα ἐχρῆν, πολὺν
αὐτοῖς προξενοῦντα
τὸν πλοῦτον
7.12:
κατασκευάζοντα]πα
ρασκευάζοντα
8.23:
8.23:διηρεύνων]δι 8.23:διηρεύνων]διη
διηρεύνων]διηρεύνου
ηρεύνουν ρεύνουν
ν
9.17:
9.17:
ἠπείλουν]εἰπήλου
ἠπείλουν]εἰπείλουν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ν
9.18:
9.18: µοῖραν]µύραν 9.18: µοῖραν]µύραν
µοῖραν]µύραν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
10.5: 10.5:
Ἀποχωρεῖτε]ἀποχ Ἀποχωρεῖτε]ἀποχω
ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ωρεῖται ρεῖται
11.28:
11.28: 11.28:
11.28:πράττων]πέ 11.28: πράττων]πέµπω
πράττων]πέµπων πράττων]πέµπων ΧΧΧΧΧΧΧΧ
µπων πράττων]πέµπων ν
11.36:
µανικῶς]ἀπηνῶς ΧΧΧΧΧΧΧΧ
11.41: 11.41:
11.41: 11.41: 11.41:
προσαναπλήσαντε προσαναπλήσαν
προσαναπλήσαντες] προσαναπλήσαντες]π προσαναπλήσαντες]
ς]πρὸς τες]προσαναχρή ΧΧΧΧΧΧΧΧ
προσαναχρήσαντες ροσαναχρίσαντες προσαναχρώσαντες
ἀναχρήσαντες σαντες
11.49:οἰκεῖον]ἐκεῖ 11.49:
νον οἰκεῖον]ἐκεῖνον ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
11.52:
ἀποδοθεῖσαν]ἀπολυ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
θεῖσαν
11.53:
ἀναστατώσεως](ἀνα ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
)στάσεως
14.42-43:
καταλαβόντες…τούτ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ων]κενό 2 γραµµών
14.44:
καλέσας]καταγελάσ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ας
15.32:
15.32:λυµεῶνας]λοι 15.32:
λυµεῶνας]λοιµαι
µαιῶνας λυµεῶνας]λοιµαιῶνας ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ῶνας
15.35: παρ᾽
ἐµοῦ]ἑκατέρων ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
16.8: ῥαδίως
16.8:αἱρήσοµεν]ἐρή 16.8:
αἱρήσοµεν]ἀδήως
σοµεν αἱρήσοµεν]ἐρήσοµεν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ἐρήσοµεν
18.11: 18.11:
18.11: ἀγαθοῖς]κακοῖς
ΤΕΛΟΣ ΚΩΔΙΚΑ ἀγαθοῖς]κακοῖς ἀγαθοῖς]κακοῖς ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
20.4: 20.4:
20.4:ἀναλώσωσι]κα
ἀναλώσωσι]αὐτῆς ἀναλώσωσι]αὐτῆς
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ταφάγωσι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
γνῶσιν γνῶσιν
20.7: παρὰ]πεῖρα
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
20.20: 20.20:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ Σιµµίας]σιµαίας Σιµµίας]σιµαίας ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
26.47:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ τιµήσει]µιµήσεται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
27.46: 27.46:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ Παρίηµι]Παρίειµι Παρίηµι]Παρίειµι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
27.48:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ παρίηµι]παρίειµι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
28.43: ἢ εἰ 28.43: ἢ εἰ
δυναστείαν µετῆλθε δυναστείαν µετῆλθε
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
κοσµικὴν]ἢ νῦν κοσµικὴν]ἢ νῦν
29.44: 29.44:
29.44:συνέρχηται]π
συνέρχηται]προσέρ συνέρχηται]προσέρχη
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ροσέρχηται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
χηται ται
30.19-20:
ἐπείγουσαν]ἀπάγου
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
σαν
30.21: 30.21:
µετενόησε]µετήνθη µετενόησε]µετήνθησε
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
σεν ν
30.36: 30.36:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ῥεύµατος]ῥήµατος ῥεύµατος]ῥήµατος ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
32.6:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ πικρότερα]πρότερα ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
32.9: κλαίειν]ἐλεεῖν
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
32.40:
32.40:µαντεύοµαι]π 32.40:µαντεύοµαι]π
µαντεύοµαι]προφητεύ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ροφητεύω ροφητεύω ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ω
32.41:
32.41: ἑταῖρος]ἕτερος
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἑταῖρος]ἕτερος ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
39.41: οἴκου]ζυγοῦ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
41.44: 41.44: 41.44:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ δείκνυσιν]δίδωσιν δείκνυσιν]δίδωσιν δείκνυσιν]δίδωσιν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
42.7: 42.7:
42.7: ἔφησεν]ἀφῆκεν
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἔφησεν]ἀφῆκεν ἔφησεν]ἀφῆκεν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
46.25:σιγήσοµεν]σι 46.25:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ γήσοµαι σιγήσοµεν]σιγήσοµαι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
46.46:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ τολµᾶται]τιµᾶται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
47.13:ὑβριζοµένων]
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἐργαζοµένων ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
48.14:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ καχλάζῃ]παφλάζῃ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
48.35:
48.35: λύµης]λοίµης
ΧΧΧΧΧΧΧΧ λύµης]λοίµης ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
51.2:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ νέµεται]µαίνεται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
51.20:
κατηγοροῦσι]ἀπαγγ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
έλουσι
52.5:εὐσέβειαν]εὐγέ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ νειαν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
52.39:
συνδιαφερόντων]συ
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
νεπιφεροµένων
52.40: 52.40:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἔχουσι]ἐχούσης ἔχουσι]ἐχούσης ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
53.14:
ἀπεστράφην]ἀπήλα
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
σα
55.31:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ βούλεται]εὔχεται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
56.1: 56.1:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ τυχόντων]τοιχόντων τυχόντων]τοιχόντων ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
57.50:
57.50: φοιτῶν]φυτῶν
ΧΧΧΧΧΧΧΧ φοιτῶν]φυτῶν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
60.5:
60.5: ἀνύσαι]ἀνοῖσαι
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἀνύσαι]ἀνοῖσαι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
62.45:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἐξόµνυσθαι]ἀρνεῖσθ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
αι
62.46:πείσονται]πή
ΧΧΧΧΧΧΧΧ σονται ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
63.4: 63.4:
ὑποστορέσωνται]πε ὑποστορέσωνται]περι
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ριστορέσωνται στορέσωνται
64.28: 64.28:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἀπέθετο]ἀνέθετο ἀπέθετο]ἀνέθετο ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
67.39: 67.39:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἀλύωµεν]ἀλλοιῶµεν ἀλύωµεν]ἀλλοιῶµεν ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
69.54:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ἄργυρος]λίθος ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
70.4: 70.4:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ὄψεσθαι]ἄψεσθαι ὄψεσθαι]ἄψεσθαι ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
71.4: 71.4:
ΧΧΧΧΧΧΧΧ παρήσω]παρείσω παρήσω]παρείσω ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
71.22: γένος]ἔθνος
ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
Συνεπώς, παρακάτω θα παρουσιαστεί το στέµµα των έξι κωδίκων του 11ου αι., το
οποίο βασίζεται στα παραπάνω αποτελέσµατα της αντιβολής, και στην συνέχεια θα
προσφερθούν τα επιµέρους επιχειρήµατα που θα υποστηρίξουν τον κάθε κλάδο και την
κάθε διαφοροποίηση που εµφανίζεται στο στέµµα.
103
ΣΤΕΜΜΑ
11ος αι.
α γ
β D E F
B C
(A)BCD293 EF294
6.25: post ἄνθρωπον non habent cοdd. post ἄνθρωπον habent cοdd. σῶµα
σῶµα
293
Ο κώδικας Α αποτελεί απόγραφο του Β, πράγµα που θα αποδειχθεί παρακάτω, εξ ου και βρίσκεται σε
παρενθέσεις.
294
Οι κώδικες E και F αποτελούν αδελφά χειρόγραφα, αντιγραµµένα και τα δύο από τον γ. Η απόδειξη
αυτού του γεγονότος παρέχεται αµέσως παρακάτω. Όµως, κάποια φύλλα λείπουν από τον κώδικα F.
Ωστόσο, ο παρών πίνακας καλύπτει όλο το κείµενο, όσο παραδίδεται από τον E, µε την λογική ότι, εφ᾽
όσον ο κώδικας E διασώζει µεγαλύτερο µέρος του κειµένου, και τα δύο χειρόγραφα E και F είναι αδελφά,
θεωρώ βέβαιο ότι θα βρίσκονταν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, παρά µε τους (Α)ΒCD. Οπωσδήποτε, η
έλλειψη του κειµένου στον F συνιστά δυσχερέστατη συνθήκη και δυσκολεύει αρκετά την εξαγωγή
συµπερασµάτων. Ωστόσο, ο λόγος που τελικά αποφάσισα να συµπεριλάβω στον πίνακα τις
διαφοροποιήσεις του Ε στα σηµεία που το κείµενο του F λείπει είναι η εµφανέστερη ανάδειξη της
διαφοράς των δύο κυρίως κλάδων, αβ και γ, την οποία ο Ε υπογραµµίζει σαφέστατα. Βέβαια, υπάρχει και
η πιθανότητα ότι ο κώδικας F διέσωζε στα χαµένα φύλλα του την ίδια γραφή µε τους (Α)ΒCD, ώστε να
αποδεικνυόταν αρχική γραφή του αρχετύπου. Δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση των κωδίκων δεν
επιτρέπει την έρευνα να ανταποκριθεί ολοκληρωµένα σε τέτοια πιθανότητα.
105
8.6: post ἔπαθον non habent cοdd. οἵα post ἔπαθον habent cοdd. οἵα οὐδεὶς ἕτερος
οὐδεὶς ἕτερος
Στον παραπάνω πίνακα βλέπουµε την διαφοροποίηση ανάµεσα στους δύο κυρίως
κλάδους της χειρόγραφης παράδοσης του εν λόγω κειµένου στον 11ο αι. Δεν
εµφανίζονται όλες οι αξιόλογες διαφοροποιήσεις της συνολικής παράδοσης του 11ου αι.,
επειδή ο σκοπός του πίνακα περιορίζεται αποκλειστικά στην ανάδειξη της
διαφορετικότητας του κλάδου γ από τον αβ. Η εξέταση των αξιόλογων διαφοροποιήσεων
θα πραγµατοποιηθεί παρακάτω, αφού αναπτυχθεί η επιχειρηµατολογία για όλους τους
κλάδους του στέµµατος. Εν πάση περιπτώσει, θα µπορούσε να προβάλει κανείς την εξής
αντίρρηση στο συµπέρασµά µου ότι οι κώδικες E και F συνιστούν αδελφά χειρόγραφα:
για ποιο λόγο ο ένας, απλά, να µην αντιγράφτηκε από τον άλλο; Σε τέτοια περίπτωση,
βέβαια, όποιος αποτέλεσε πρότυπο του άλλου θα κατελάµβανε, κατ᾽ ουσίαν, την θέση
του γ, µε τον άλλον κώδικα ως απόγραφό του. Αυτή, όµως, η πιθανότητα αποκλείεται
εντελώς από την ίδια την κατάσταση των δύο συγκεκριµένων κωδίκων. Πρώτον, για να
αποδειχθεί ότι πρόκειται για αδελφά χειρόγραφα θα πρέπει να πληρούνται δύο
προϋποθέσεις: 1) κανένας από τους δύο να µην εµφανίζει όλες τις χαρακτηριστικές
γραφές του άλλου, συν µία δική του, ώστε να φανερώσει ότι ο ένας κώδικας αποτέλεσε
πρότυπο αντιγραφής του άλλου, και 2) οι δύο κώδικες να εµφανίζουν γραφές
χαρακτηριστικές του προτύπου τους, οι οποίες δεν µαρτυρούνται αλλού, ενώ ο καθένας
τους παραδίδει τουλάχιστον µία χαρακτηριστική γραφή δική του. Κατ᾽ ουσίαν, αυτό
ακριβώς συµβαίνει εδώ σαφέστατα, τουλάχιστον στον κώδικα Ε, όπως βλέπουµε στον
αµέσως παρακάτω πίνακα.
106
Ε295 F
1.18: φησιν φησιν
1.21: φησιν φησιν
2.33: εἰς τὴν καθ᾽ ἡµᾶς φιλοσοφίαν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
2.40: εἰπεῖν ΧΧΧΧΧΧΧΧ
2.50: σαµέας ΧΧΧΧΧΧΧΧ
2.51: ἀρχοὶ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
3.25: ἐπικαίρου ΧΧΧΧΧΧΧΧ
6.9: ἀπελθόντι ἀνελόντι
6.16-17: οὐ κεκρύψεται οὐ κεκρύψεται
6.25: post ἄνθρωπον add. cod. σῶµα post ἄνθρωπον add. cod. σῶµα
7.19: πεισθῆναί τε πεισθῆναί τε
8.6: post ἔπαθον add. cod. οἵα οὐδεὶς post ἔπαθον add. cod. οἵα οὐδεὶς ἕτερος
ἕτερος
295
Εδώ ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι οι ίδιες γραφές που χρησιµοποίησα παραπάνω για να δείξω την
διαφοροποίηση των δύο κλάδων, αβ και γ, αξιοποιούνται εδώ ως αποδεικτικά στοιχεία της
διαφοροποίησης του Ε από τον F. Βέβαια, δεν αποδεικνύουν τίποτε καθ᾽ εαυτά, εφ᾽ όσον το κείµενο
ελλείπει στον F και η σύγκριση καθίσταται ανέφικτη. Ωστόσο, η παρουσία τους και µόνο, όπως
επιχειρηµατολογώ, αποτελεί ισχυρή απόδειξη ότι κανένας από τους δύο εν λόγω κώδικες δεν αντιγράφτηκε
από τον άλλον.
107
296
Βλ. Σιγάλας (1974), 238-240.
108
άλλου είναι τόσο µοναδική και ιδιότροπη, ώστε δυσκολεύεται κανείς να κατανοήσει πώς
ο ένας από τους δύο θα µπορούσε να είχε πρότυπο τον άλλον. Εποµένως, σε τελική
ανάλυση, η ίδια η απουσία ή αδυναµία απόδειξης της θέσης ότι ο F δεν αντιγράφτηκε
από τον Ε αποτελεί την πιο ισχυρή απόδειξη του πράγµατος. Δεν µπορεί να αποδειχθεί
ακριβώς επειδή σηµαντικό µέρος του κειµένου λείπει από τον F, και αυτό το γεγονός
πιθανότατα συνιστά την πιο ισχυρή απόδειξη ότι ο κώδικας δεν αντιγράφτηκε από τον Ε.
Συνεπώς, στον αµέσως παρακάτω πίνακα θα προσφερθούν τα αποδεικτικά στοιχεία για
την διαφοροποίηση του D από τους (A)BC, µια διαφορετικότητα που ξεχωρίζει τον D
από τους άλλους τρεις κώδικες του ίδιου κλάδου, ώστε κατανοείται πως οι τέσσερις δεν
είχαν ίδιο πρότυπο. Όµως, και πάλι οι διαφοροποιήσεις εδώ δεν είναι του ίδιου τύπου
που είδαµε παραπάνω µε τους ΕF, ώστε υποστηρίζεται η συγγένεια και των τεσσάρων
(A)BC και D.
297
Οι τρεις πρώτοι χαρακτήρες, (ἀνα), έχουν σχεδόν σβηστεί. Διακρίνονται µόλις και µετά βίας.
110
ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΡΙΩΣ ΚΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΙΚΡΩΝ ΚΛΑΔΩΝ
EF298 D (A)BC
2.3: Μετὰ γὰρ τοὺς φόνους Μετὰ γὰρ τὸν φόνον Μετὰ γὰρ τῶν φόνων
6.25: post ἄνθρωπον add. post ἄνθρωπον non habent post ἄνθρωπον non habent
codd. σῶµα codd. σῶµα codd. σῶµα
8.6: post ἔπαθον add. codd. post ἔπαθον non habent cod. post ἔπαθον non habent
οἵα οὐδεὶς ἕτερος οἵα οὐδεὶς ἕτερος codd. οἵα οὐδεὶς ἕτερος
298
Στον παρόντα πίνακα αποδεικνύονται ταυτοχρόνως δύο πτυχές της παράδοσης: 1) ότι E και F είναι
αδελφά χειρόγραφα και 2) ότι D αποτελεί απόγραφο του α, ένας κώδικας πιο κοντά στους (Α)ΒC, ο οποίος
όµως δεν εµφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά λάθη των τελευταίων. Γι᾽ αυτόν τον λόγο, εδώ
επαναλαµβάνονται σηµεία που έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά µε την διαφοροποίηση των (Α)ΒCD από τους
EF, επειδή εδώ δεν τονίζεται κατά κύριο λόγο η ύπαρξη δύο κλάδων γενικότερα, παρά η συγγένεια των
EF, η διαφοροποίηση του D από αυτούς, καθώς και η επαφή του D µε τους (Α)ΒC.
112
Λαµβάνοντας υπ᾽ όψη µας και τους δύο πίνακες µαζί, µπορούµε να διακρίνουµε
καθαρότερα τις σχέσεις µεταξύ των κωδίκων που απεικονίζει το παραπάνω στέµµα. Σε
πολλά σηµεία καταφαίνεται η στενότερη συγγένεια µεταξύ των (A)BC και D, σε
αντίθεση µε τους EF, όπως παραδείγµατος χάριν στο 1.18 και 6.25. Όµως, ακόµα και στο
2.3, όπου και οι τρεις οµάδες διαφοροποιούνται, ο D είναι πάλι πιο κοντά στους (A)BC,
παρά στους EF. Η γραφή του D αναγνωρίζεται ηχητικά ως σχεδόν ίδιο και ισοδύναµο
λάθος. Πράγµατι καταλαβαίνει κανείς εκ πρώτης όψεως ότι υπάρχουν πολλές
διαφοροποιήσεις στους δύο τελευταίους πίνακες, οι οποίες συνιστούν απλά
διαφοροποίηση ηχητικού χαρακτήρα. Παραδείγµατος χάριν, στο χωρίο 57.50
διαβάζουµε: Ἔστω δὲ αἵρεσις ἡµῖν προκειµένη διπλῆ, καὶ εἰς διδασκάλους µὲν φοιτῶν
[ενν. ὁ υἱός], ὑπὲρ τῆς µαθήσεως ἐχέτω τὸν ἀγῶνα, εἰς δὲ ἐρηµίας ὑπὲρ τῆς ψυχῆς. Ο κάθε
αναγνώστης µπορεί να καταλάβει στο συγκεκριµένο σηµείο δύο πράγµατα: 1) εφ᾽ όσον
σ᾽ ολόκληρο το κείµενο µέχρι στιγµής ο Χρυσόστοµος αναφέρεται σε δασκάλους
ρητορικής, είναι αρκετά απίθανο να είχε κατά νου εδώ να έστελνε κανείς το παιδί του σε
βοτανολόγους, όπως παραδίδουν οι (A)BC (διδασκάλους µὲν φυτῶν) και 2) το λάθος
είναι, απλά, ηχητικής φύσεως. Κατά τον 11ο αι. οι δύο λέξεις θα είχαν σχεδόν ίδια
προφορά, όπως και στην Νεοελληνική σήµερα. Τέτοιο λάθος προκύπτει εύκολα από µια
απλή σύγχυση των ήχων. Ωστόσο, υπάρχουν και σοβαρές διαφοροποιήσεις. Επί
παραδείγµατι, στο χωρίο 7.9-10 διαβάζουµε: Ὥστε τούτων [ενν. τῶν µοναχῶν] µὲν ἕνεκεν
καὶ σιγῆσαι ἐχρῆν, καὶ ἀφεῖναι γενέσθαι ταῦτα [ενν. την γενική επιθετικότητα εναντίον
των µοναχών] τὰ πολὺν αὐτοῖς τὸν πλοῦτον ποιοῦντα τῶν ἀγαθῶν… Ο κώδικας D, όµως,
παραδίδει µία παραλλαγή του χωρίου: ἀφεῖναι ταῦτα ἐχρὴν, πολὺν αὐτοῖς προξενοῦντα τὸν
πλοῦτον. Τέτοιες διαφοροποιήσεις δεν οφείλονται σε ηχητικά λάθη ή απλές συγχύσεις
λέξεων, παρά συνιστούν διαφορετικές αναγνώσεις του κειµένου. Αυτές οι σοβαρές
διαφορές θα αναλυθούν παρακάτω στην διαλογή γραφών. Έχοντας καταδείξει, λοιπόν,
την κύρια διακλάδωση ανάµεσα στους αβ και γ, καθώς και την περαιτέρω, µικρότερη
διαίρεση µεταξύ του D και των (A)BC, προχωράµε στην παρουσίαση των στοιχείων που
θα φανερώσουν ότι τα χειρόγραφα B και C είναι αδελφά.
113
B C
20.21: post πολλοὶ add. cod. πλάνοι post πολλοὶ add. cod. πλάνοι
Όπως είδαµε και παραπάνω µε τους EF, για να θεωρούνται δύο χειρόγραφα
αδελφά θα πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: 1) κανένας από τους δύο να µην
εµφανίζει όλες τις χαρακτηριστικές γραφές του άλλου, συν µία δική του, ώστε να
φανερώσει ότι ο ένας κώδικας αποτέλεσε πρότυπο αντιγραφής του άλλου, και 2) οι δύο
κώδικες να εµφανίζουν γραφές χαρακτηριστικές του προτύπου τους, οι οποίες δεν
µαρτυρούνται αλλού, ενώ ο καθένας τους παραδίδει τουλάχιστον µία χαρακτηριστική
γραφή δική του. Εάν στους EF η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων ήταν από
πολλές απόψεις δυσχερής, λόγω συνθηκών αντιγραφής και διατήρησης, µε τους BC τα
πράγµατα είναι πολύ πιο απλά. Κατ᾽ αρχάς, καταφαίνεται ότι υπάρχουν πολλά σηµεία
οµοιότητας µεταξύ των δύο χειρογράφων. Όµως, από 73 χωρία συνολικά, τα 15
παραδίδουν διαφοροποιήσεις ανάµεσα στα δύο, τουτέστιν περίπου το 1/5. Ως εκ τούτου,
συµπεραίνω ότι οι πολλαπλές οµοιότητες καταδεικνύουν την πολύ στενή σχέση µεταξύ
των δύο κωδίκων. Ωστόσο, στην προκειµένη περίπτωση δεν πρόκειται για µια συγγένεια
προτύπου και απογράφου⋅ µαρτυρείται, επίσης, µία σηµαντική ποσότητα
διαφοροποιήσεων ανάµεσα στους δύο, ώστε καθίσταται σαφές ότι και οι δύο παραδίδουν
πολλές χαρακτηριστικές γραφές του προτύπου τους, του β, ενώ ταυτοχρόνως ο κάθε
κώδικας εµφανίζει και δικά του χαρακτηριστικά λάθη, σε αντίθεση µε τον άλλον. Η
σχέση των δύο αυτών αδελφών χειρογράφων θα αντιδιασταλεί από την σχέση προτύπου
και απογράφου ακόµα πιο καθαρά στον αµέσως παρακάτω πίνακα, όπου παρέχεται η
απόδειξη της αντιγραφής του Α από τον Β.
117
A B
7.9-10: σιγῆσαι ἐχρῆν, καὶ ἀφεῖναι γενέσθαι σιγῆσαι ἐχρῆν, καὶ ἀφεῖναι γενέσθαι ταῦτα
ταῦτα τὰ πολὺν αὐτοῖς τὸν πλοῦτον τὰ πολὺν αὐτοῖς τὸν πλοῦτον ποιοῦντα
ποιοῦντα
7.12: κατασκευάζοντα κατασκευάζοντα
299
Εδώ η κάτω παύλα συµβολίζει την µη αναγνώσιµη κατάσταση του κειµένου σ᾽ αυτό το σηµείο.
Δυστυχώς, κατέστη αδύνατον να διαβαστεί ο συγκεκριµένος χαρακτήρας στο χειρόγραφο.
119
Από τον παραπάνω πίνακα, εύκολα συµπεραίνει κανείς ότι ο Α αντιγράφτηκε από
τον Β. Τα µοναδικά σηµεία διαφοροποίησης ανάµεσα στα δύο οφείλονται, στην
300
Πέραν αυτού του σηµείου ο κώδικας Α τελειώνει.
120
301
Με αυτόν τον τρόπο αποδίδω τον τεχνικό όρο: Examinatio.
121
302
Εννοείται ότι εδώ υπάρχουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες θα πρέπει να σηµειωθούν στο
κριτικό υπόµνηµα της κριτικής έκδοσης. Εφαρµόζω εδώ τα παραπάνω κριτήρια επιλογής στις
διαφοροποιήσεις για να αποφύγω την υπερβολική επέκταση της εργασίας.
122
⎯ 8.49: ἀνασκευασαµένη]µετασκευασαµένη
⎯ 9.5: ὁρµὴν]ὀργὴν
⎯ 9.9: ζήσωµεν]ζήσωµαι/ζήσοµαι
⎯ 9.12: ὁ µόνος ἐλλείπων]ὅ µόνω σε ἔλιπον
⎯ 9.17: ἠπείλουν]εἰπήλουν/εἰπείλουν
⎯ 9.18: µοῖραν]µύραν
⎯ 9.26-27: Μετὰ ταῦθ᾽ οἱ µὲν]µετ᾽ εὐθὺ µὲν
⎯ 9.27: δειλοὶ]δηλοὶ
⎯ 9.29: µύσους]µίσους
⎯ 10.5: ἀποχωρεῖτε]ἀποχωρεῖται
⎯ 10.21: ἐφιµώθη]ἐφειµώθη
⎯ 11.19: ἐργασάµενον]ἐργαζόµενον/ἐργαζοµένων
⎯ 11.36: µανικῶς]ἀπηνῶς
⎯ 11.52: ἀποδοθεῖσαν]ἀπολυθεῖσαν
⎯ 14.44: καλέσας]καταγελάσας
⎯ 15.32: λυµεῶνας]λοιµαιῶνας
⎯ 16.8: ῥαδίως αἱρήσοµεν]ἀδήως ἐρήσοµεν
⎯ 20.7: παρὰ]πεῖρα
⎯ 20.20: Σιµµίας]σιµαίας
⎯ 20.21: post πολλοὶ]πλάνοι add. cod.
⎯ 27.46: Παρίηµι]παρίειµι
⎯ 27.48: Παρίηµι]παρίειµι
⎯ 28.43: ἢ εἰ δυναστείαν µετῆλθε κοσµικὴν]ἢ νῦν
⎯ 29.44: συνέρχηται]προσέρχηται
⎯ 30.19-20: ἐπείγουσαν]ἀπάγουσαν
⎯ 30.21: µετενόησε]µετήνθησεν
⎯ 30.36: ῥεύµατος]ῥήµατος
⎯ 30.39: παρῆλθε τὴν γλῶτταν]προσῆλθε τῇ γλώττῃ
⎯ 32.41: ἑταῖρος]ἕτερος
123
1. 3.25: ἐπικήρου]ἐπικαίρου
Πρόκειται για το σηµείο µόλις µετά την ολοκλήρωση της προοιµιακής αφήγησης
σχετικά µε τα δεινά που παθαίνουν οι µοναχοί, και διαβάζουµε εδώ την πρώτη απάντηση
του Χρυσοστόµου:
Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ ἐπλήγην τε πληγὴν χαλεπωτέραν, καὶ ὅσα ἀπὸ τούτου κακὰ
στοχαζόµενος, τήν τε οἰκουµένην ἐθρήνουν ἅπασαν, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἔλεγον,
125
Ἆρον τὴν ψυχήν µου ἀπ᾽ ἐµοῦ, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν µου ἐξάγαγέ µε, καὶ ἀπάλλαξον
τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς…
Ο Dübner εκτύπωσε την γραφή ἐπικήρου, ακολουθώντας τον Montfaucon και τον
Savile.303 Ο Montfaucon δεν σηµειώνει την διαφοροποίηση ἐπικαίρου, πιθανόν επειδή ο
Savile την είχε ήδη παραδώσει στο περιθώριο της δικής του έκδοσης, ώστε παρ᾽ όλο που
οι πέντε παρόντες κώδικες παραδίδουν το ἐπικαίρου, σ᾽ όλες τις έντυπες εκδόσεις
εκτυπώνεται το ἐπικήρου, τουτέστιν η γραφή του D, σε αντίθεση µε τους ΑΒCΕF.
Πράγµατι, καταλαβαίνει κανείς εύκολα πως το ἐπικαίρου δεν ταιριάζει µε το
νόηµα της σκέψης του Χρυσοστόµου εδώ.304 Ενδιαφέρον, όµως, ενέχει το γεγονός ότι,
από τα περιορισµένα δεδοµένα της παρούσας εργασίας, φαίνεται ότι το λάθος επικρατεί
κατά κύριο λόγο στην χειρόγραφη παράδοση. Ο µοναδικός κλάδος που διασώζει εδώ την
σωστή γραφή είναι και ο παλιότερος από όλους, αλλά δεν µαρτυρείται πουθενά στις
έντυπες εκδόσεις. Ερευνήσαµε παραπάνω τους κώδικες που χρησιµοποίησαν οι εκάστοτε
εκδότες του κειµένου. Ο Montfaucon χρησιµοποίησε τον Β και έναν άλλο κώδικα, του
οποίου ο αριθµός έχει χαθεί, ενώ το πιο αρχαίο χειρόγραφο του Savile – όσο µας κατέστη
δυνατόν να µάθουµε – χρονολογείται στο 1546. Συνεπώς, η συγκεκριµένη
διαφοροποίηση αποκτά σηµασία µόνο και µόνο επειδή απαιτεί να τεθεί η ερώτηση:
µήπως το ἐπικήρου του D είναι η γραφή που επικρατεί στην παράδοση πριν τον 11ο αι.
και οι εκδότες είχαν υπ᾽ όψη τους άλλα, παλιότερα χειρόγραφα που παραδίδουν αυτήν
την σωστή γραφή; Πρόκειται για ένα θέµα, το οποίο θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω
στην τελική κριτική έκδοση. Όσον αφορά την ίδια την γραφή ἐπικήρου, δεν απορεί
κανείς πώς επέλεξαν οι εκδότες να την εκτυπώσουν. Πρόκειται για ένα επίθετο πολύ
303
Savile (1612), 6.162⋅ Montfaucon (1718), 1.46.
304
Βλ. LSJ s.v. ἐπίκαιρος και ἐπίκηρος. Στην καλύτερη περίπτωση το ἐπίκαιρος θα είχε εδώ την σηµασία:
susceptible to disorders, for a time/temporary, αντί για: in fit time or place, seasonable, opportune. Από
την άλλη, το ἐπίκηρος σηµαίνει: subject to death, perishable, mortal, delicate, subject to disaster,
hazardous. Επιπλέον, ο επιβλέπων καθηγητής µου, κ. Δηµήτριος Χρηστίδης, µου έκανε την
οξυδερκέστατη παρατήρηση της νοηµατικής επαφής του παρόντος χωρίου µε την έκφραση του απ. Παύλου
στην Πρὸς Ῥωµαίους Ἐπιστολή (7,24): Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος⋅ τίς µε ῥύσεται ἐκ τοῦ σώµατος τοῦ
θανάτου τούτου. Η οµοιότητα γίνεται ακόµη πιο ισχυρή στα συµφραζόµενα της Πρὸς Ῥωµαίους, όπου ο
Παύλος θρηνεί την αντίθεση ανάµεσα στους δύο νόµους που αντιτίθενται και παλεύουν για επικράτηση
στον νου του. Θα µπορούσε κάλλιστα ο Χρυσόστοµος να µετέφερε την εικόνα του Παύλου στο παρόν
έργο, προκειµένου να αντιδιαστείλει τον νόµο του Θεού µε εκείνον του Ουάλη, ο οποίος αντιτίθεται και
πολεµά την Εκκλησία και τον αγιασµό των πιστών.
126
1. Στην αντίθεση του D µε τους BCEF, ο Dübner επιλέγει την γραφή του D σε
100% (15 στις 15) των περιπτώσεων. Μετά, αφού στα σηµεία τα οποία
λείπουν από τους EF, στην αντίθεση του D µε τους BC, εκτυπώνεται το
κείµενο του D σε 52,6% (20 στις 38) των περιπτώσεων.
2. Στην αντίθεση του D µε τους EF, ο Dübner επιλέγει την γραφή του D σε
100% (2 στις 2) των περιπτώσεων.
3. Στην αντίθεση του D µε τον C, ο Dübner επιλέγει την γραφή του D σε 100%
(4 στις 4) των περιπτώσεων.
4. Στην αντίθεση του D µε τον Β, ο Dübner επιλέγει την γραφή του D σε 100%
(3 στις 3) των περιπτώσεων.
Ενδεικτικά στοιχεία των παραπάνω συµπερασµάτων παρέχονται αµέσως
παρακάτω.
1. DEF / ABC
⎯ 1.28: ἕληται (d) / ἑλεῖται
⎯ 2.9: ὠτειλῶν (d) / ὠτιλῶν
⎯ 5.34: ὀδυροῦνται (d) / ὀδύρωνται
305
Ευχαριστώ θερµά τον καθ. Σωτηρούδη, ο οποίος µε ενηµέρωσε σχετικά µε την συχνότητα χρήσης του
επιθέτου ἐπίκηρος στην εκκλησιαστική γραµµατεία, και ειδικά στον Χρυσόστοµο. Η µακρά φιλολογική
πείρα του έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην βελτίωση πολλών σηµείων της παρούσας εργασίας.
306
Το µικρό γράµµα (d) δηλώνει την γραφή που εκτύπωσε ο Dübner.
127
2. CDEF / AB
⎯ 2.32: τολµῶντας (d) / τολµῶν
3. ABCDF / E
⎯ 2.33: εἰς φιλοσοφίαν (d) / εἰς τὴν καθ᾽ ἡµᾶς φιλοσοφίαν
⎯ 6.9: ἀνελόντι (d) / ἀπελθόντι
Τα παραπάνω στοιχεία, παρ᾽ όλο που αποτελούν µόνο ένδειξη της κατάστασης,
δεν µπορούν παρά να µας εξαναγκάσουν να αναζητήσουµε τον τρόπο µε τον οποίον όλοι
οι εκδότες, και κυρίως ο Dübner, απέκτησαν πρόσβαση στις γραφές του D.
2. 6.41 προσανέχοντες]προσαχθέντες
Στο παρόν σηµείο ο Χρυσόστοµος περιγράφει την διαφορά στην µεταθανάτια
ζωή του Παύλου µε εκείνη του Νέρωνα: ο ένας ντροπιασµένος θα µεταφερθεί στο
σκοτάδι µε το ατελεύτητο σκουλήκι, ενώ ο άλλος θα στέκεται λαµπρότατος δίπλα στον
ίδιο τον θρόνο του επουράνιου βασιλιά. Στην συνέχεια, εξηγεί ότι εύλογα ο Παύλος θα
απολαύσει την τιµή αυτή, επειδή έδωσε την ζωή του για την πίστη του στον Χριστό, και,
όπως πράττουν ακόµη και τα κράτη των ανθρώπων, ο επουράνιος βασιλιάς θα τιµήσει
µεγαλοπρεπέστατα όσους πεθάνουν, και µόνο, για χάρη της πιστότητάς τους σ᾽ αυτόν.
Σχετικά µε την συγκεκριµένη διαφοροποίηση, διαβάζουµε:
128
Καὶ τί λέγω περὶ τῶν ζώντων; ὅπου γε καὶ οἱ τοῦτο µόνον ἐπιδειξάµενοι τὸ καλῶς
ἀποθανεῖν ἐν πολέµῳ, µηδὲν δὲ πλεῖον τοὺς αὐτῶν ὠφελήσαντες, καθάπερ σωτῆρες
καὶ προστάται πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ᾄδονται, εἰ καὶ ταῦτα ὑµεῖς ἀγνοεῖτε, τῷ
γέλωτι καὶ τῇ τρυφῇ διαπαντὸς προσανέχοντες.
Εποµένως, στο εν λόγω χωρίο οι κώδικες ΑΒC παραδίδουν την εξής
διαφοροποιηµένη γραφή: αντί για προσανέχοντες παραδίδουν προσαχθέντες. Συνήθως,
ένα τέτοιο λάθος δεν θα αποκτούσε σηµασία σε µια ανάλυση, όπου ρητά και
συνειδητοποιηµένα θέσαµε εκτός ορίων τα λάθη ηχητικού χαρακτήρα.307 Ωστόσο, παρ᾽
όλη την εµφανή προφορική και µορφολογική οµοιότητα µεταξύ των δύο λέξεων, η
διαφορά στο νόηµα που παραδίδεται εδώ συνιστά αρκετά σηµαντικό πρίσµα, υπό το
οποίο µπορούµε να διαβλέψουµε κεντρικά θέµατα και νοήµατα του χρυσοστοµικού
κειµένου.
Πιστεύω ότι η περισσότερο σωστή γραφή είναι το προσανέχοντες του Dübner, η
οποία εκτυπώνεται επίσης στις εκδόσεις των Montfaucon και Savile. 308 Το ρήµα
προσανέχω µας δίνει την εξής εικόνα: to await, to rely on, place one’s dependence on, to
devote oneself to, attend to. 309 Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, ο Χρυσόστοµος αιτιολογεί την
άγνοια των πατέρων της εποχής του αναφορικά µε την σωστή ιεραρχία των
προτεραιοτήτων της ζωής, επικαλούµενος και την αφοσίωσή τους στην ραθυµία, αλλά
και την ελπίδα που έχουν αναθέσει σ᾽ αυτήν. Το προσανέχοντες εδώ αποκαλύπτει την
ενεργητική συγκατάθεση των ανθρώπων στην άγνοιά τους, η οποία προκαλεί την χαώδη
καταστροφή της ηθικής, ψυχολογικής και πνευµατικής υγείας τους. Αποτελεί, όντως,
βαριά µοµφή και σοβαρότατη πρόκληση εναντίον της Ρωµαϊκής κοινωνίας της Ύστερης
Αρχαιότητας.
Ωστόσο, µε το προσαχθέντες των ΑΒC, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Κατ᾽ αρχάς, η
µετοχή αλλάζει φωνή, από την ενεργητική στην παθητική. Κατά δεύτερον, το ρήµα
προσάγω σηµαίνει: to be brought over, attached to the cause of, to be moved towards.310
307
Επιπρόσθετα, η συγκεκριµένη γραφή προσανέχοντες είναι πολύ γνωστή από την εκκλησιαστική
γραµµατεία, όπως µε ενηµέρωσε ο καθ. Σωτηρούδης, και απόλυτα ταιριαστή στο νόηµα του κειµένου.
308
Savile (1612), 6.165⋅ Montfaucon (1718), 1.49. Ο Montfaucon σηµειώνει ότι δύο κώδικες παραδίδουν
το προσαχθέντες.
309
Βλ. LSJ s.v. προσανέχω.
310
Βλ. LSJ s.v. προσάγω.
129
Με την προτεινόµενη αλλαγή, λοιπόν, η αιτία της ραθυµίας των πατέρων δεν εντοπίζεται
πλέον στον εαυτόν τους και την δική τους επιλογή. Το προσαχθέντες δηλώνει µία
ενέργεια, την επιρροή της οποίας δέχονται – ή µάλλον υφίστανται – οι πατέρες. Ο
Χρυσόστοµος πια επισηµαίνει το γεγονός ότι κάτι, το οποίο παραµένει ακατονόµαστο,
φέρνει τους πατέρες σε επαφή µε την αµέλεια και την ανευθυνότητα που αποσυνθέτουν
την πνευµατική τους ακεραιότητα. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, πάντως, οι πατέρες
δεν ευθύνονται, ούτε για την ράθυµη και άσωτη διαβίωσή τους, ούτε για την άγνοια που
προκύπτει από αυτήν. Παρ᾽ όλο που µιλάµε για την διαφορά µιάς λέξης µόνο, αρχίζει να
γίνεται κατανοητό ότι η εν λόγω διαφοροποίηση αποδοµεί ολόκληρη την κατασκευή της
σκέψης του Χρυσοστόµου.
Όλοι οι ἐρασταὶ τῶν λόγων 311 του Χρυσοστόµου θα γνωρίζουν ότι η έννοια
µετάνοια απαντά όχι λιγότερο από 240 φορές στα χρυσοστοµικά γραπτά.312 Πρόκειται
για ένα από τα πιο σηµαντικά θέµατα για τον Ιωάννη, και θα δυσκολευτεί κανείς πάρα
πολύ να βρει έστω και µία περίπτωση, στην οποία ο Χρυσόστοµος θα αποδώσει την
ενέργεια της µετάνοιας σε οποιονδήποτε παράγοντα εκτός από το ανθρώπινο πρόσωπο.
Η µετάνοια συνιστά κατ᾽ ουσίαν την ανάληψη εκ µέρους του ανθρώπου των ευθυνών
των πράξεων και των λόγων του, της κατάστασης γενικότερα της ψυχής και του σώµατός
του.313 Η έµφαση που δίνει ο Χρυσόστοµος στην έννοια της µετάνοιας συνεπάγεται το
ήθος που καταφαίνεται σε όποιο κείµενο και αν διαβάσει κανείς: πρέπει να
αναλαµβάνουµε την ευθύνη των πράξεών µας και των λαθών µας, επειδή αλλιώς και η
επιτυχία παραµένει γι᾽ εµάς στόχος εξωπραγµατικός.314 Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, γίνεται
κατανοητή η σηµασία που αποκτά η εν προκειµένω διαφοροποίηση σε σχέση µε την
σκέψη του Χρυσοστόµου γενικότερα⋅ συνεπώς, πολύ δύσκολα θα µπορούσε να γίνει
311
Βλ. Μηναῖον: Λ´ Ἰανουαρίου διαθέσιµο εδώ: http://glt.goarch.org/texts/Jan/30.html (τελευταία επίσκεψη
17.4.16).
312
Μία απλή αναζήτηση στο TLG φέρνει 242 περιπτώσεις της λέξης µετάνοια. Η συχνότητα, όµως, αυτή
δεν συµπεριλαµβάνει και την χρήση του ρήµατος µετανοῶ, ούτε της µετοχής µετανοῶν.
313
Πρβλ. Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.319⋅ Πρὸς Δηµήτριον περὶ κατανύξεως PG 37.396⋅ Πρὸς
Σταγείριον δαιµονῶντα PG 47.430⋅ βλ. ειδικά την παραστατικότατη έκφρασή του σχετικά µε τον λόγο του
αγίου Ιωάννη του Προδρόµου (Ματθ. 3,8-9): ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς µετανοίας καὶ µὴ δόξητε λέγειν
ἐν ἑαυτοῖς πατέρα ἔχοµεν τὸν Ἀβραάµ. Ο Χρυσόστοµος ερµηνεύει ως εξής (Εἰς τὸν Λάζαρον Λόγος Β´ PG
48.983): Συγγενείας γὰρ νόµους, οὐ τοὺς ἀπὸ τῆς φύσεως, ἀλλὰ τοὺς ἀπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας οἶδεν ἡ
Γραφὴ καλεῖν⋅ καὶ ὧν ἄν τις ὁµότροπος γένηται, τοῦτον καὶ υἱὸν καὶ ἀδελφὸν εἶναί φησιν ἡ Γραφή.
314
Πρβλ. Πρὸς Θεόδωρον ἐκπεσόντα SC 117.2⋅ 12⋅ Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.350⋅ 372⋅ 376⋅ 378⋅ 385.
130
παραδεκτή µία γραφή, η οποία µεταφέρει την ευθύνη της ψυχικής κατάστασης του
ανθρώπου από το δικό του πρόσωπο σε οποιονδήποτε άλλον παράγοντα.
315
Savile (1612), 6.168⋅ Montfaucon (1718), 1.54.
316
LSJ s.v. ἀναχράοµαι⋅ ἀναχρίω.
131
αποδεικνύεται να έχει καµία επαφή µε κανένα από τα δύο ρήµατα, πιθανώς και οι δύο
συγκεκριµένες διαφοροποιήσεις θα αποτελούν παραµορφώσεις είτε του
προσαναχρώσαντες είτε του προσαναπλήσαντες. Όσον αφορά το προσαναπλήσαντες,
επειδή δεν έχω προσβάση στα χειρόγραφα του Savile, ούτε στις διαφοροποιήσεις της
ολοκληρωµένης χειρόγραφης παράδοσης του κειµένου, υποχρεώνοµαι να υποθέσω πως ο
Άγγλος εκδότης βρήκε την συγκεκριµένη γραφή σ᾽ έναν κώδικα προγενέστερο ή
µεταγενέστερο του 11ου αι.
Κατά δεύτερον, καταφαίνονται δύο γεγονότα από τις σηµειώσεις των εκδοτών: 1)
τουλάχιστον οι Montfaucon και Dübner είχαν υπ᾽ όψη τους τους ΑΒC και 2)
τουλάχιστον ο Dübner απέκτησε µε κάποιο τρόπο πρόσβαση στις γραφές, οι οποίες
αντιπροσωπεύονται στον 11ο αι. από τον D. Όσον αφορά το σχόλιο του Dübner, ότι θα
έπρεπε να είχε εκτυπώσει το προσαναχρώσαντες, εκτός από την µυστηριώδη αµηχανία ή
αλλαγή γνώµης που αντανακλά, δηµιουργεί και σοβαρά προβλήµατα και µε το σχόλιό
του, καθώς και µε την γραφή αυτή.
Μία αναζήτηση στο TLG επιβεβαιώνει το λήµµα στο LSJ, όπου η λέξη
µαρτυρείται αποκλειστικά στα συγγράµµατα του Πλουτάρχου. Τα συµφραζόµενα
ποικίλλουν, από µεταφορικές, αρνητικές χρήσεις µέχρι και ιατρικές και βιολογικές
αποχρώσεις. Οι ορισµοί του ρήµατος προσφέρονται ως εξής: to infect with, associate
closely with, to follow, to imitate closely.317 Ωστόσο, δεν εντοπίζεται ούτε µία περίπτωση
του ρήµατος στην ενεργητική φωνή. Μάλιστα, το ίδιο το λήµµα στο LSJ παραδίδει τον
τύπο προσαναχρώννυµαι⋅ ο τύπος προσαναχρώννυµι δεν µαρτυρείται πουθενά.
Εποµένως, θα µπορούσε θεωρητικά να γίνει παραδεκτή η χρήση του ρήµατος στα εν
λόγω συµφραζόµενα. Η σηµασία ταιριάζει µε το νόηµα της έκφρασης του Χρυσοστόµου.
Βέβαια, η γενική πτώση µε την οποία συντάσσεται το προσαναπλήσαντες θα έπρεπε να
γίνει αιτιατική, προκειµένου να χρησιµοποιηθεί το προσαναχρώσαντες. Όµως, προκύπτει
και η σοβαρή και σθεναρή αντίρρηση ότι δεν µαρτυρείται ένας ενεργητικής φωνής τύπος
του ρήµατος. Με κανέναν τρόπο, η έλλειψη µαρτυρίας δεν µπορεί να αποτελεί λόγο
αποκλεισµού της πιθανότητας⋅ µπορεί κάλλιστα να βρεθεί κώδικας ή πάπυρος αύριο που
θα διασώσει το προσαναχρώννυµι, αλλά γίνεται αντιληπτό ότι το κυρίως πρόβληµα δεν
317
LSJ s.v. προσαναχρώννυµαι.
132
εντοπίζεται καν στην έλλειψη µαρτυρίας. Εφ᾽ όσον φαίνεται αδύνατον να είχε υπ᾽ όψη
του έστω και ένα παράδειγµα του προσαναχρώννυµι, πώς αποφαίνεται ο Dübner ότι αυτή
είναι η σωστή γραφή; Αναγόµαστε πάλι πίσω στο ερώτηµα που τέθηκε ευθύς εξ αρχής µε
το ἐπικήρου: µε ποιο τρόπο απέκτησε πρόσβαση σε γραφή που αντιπροσωπεύεται από
τον D, εφ᾽ όσον δεν κατονοµάζει κανέναν κώδικα που να προσφέρει αυτές τις γραφές,
και για ποιο λόγο προτιµά αυτόν τον συγκεκριµένο κλάδο της παράδοσης από τους
υπόλοιπους δύο;
Ένα ίσως πιο ενδιαφέρον ενδεχόµενο προκύπτει έπειτα από µια δεύτερη
ανάγνωση του προβληµατισµού. Όπως είδαµε παραπάνω, οι διαφοροποιήσεις
προσαναχρήσαντες και προσαναχρίσαντες αποτελούν, κατά πάσαν πιθανότητα,
παραµορφώσεις του προσαναπλήσαντες ή προσαναχρώσαντες. Εάν, όµως, ευσταθεί η
υπόθεση, τότε το προσαναχρώσαντες αποκτά ακόµη περισσότερες πιθανότητες να είναι η
αρχική γραφή του αρχετύπου. Δηλαδή, εάν µε κάποιο τρόπο µπορεί να διευκρινιστεί και
να υποστηριχτεί η προτίµηση του Dübner για την γραφή του D, θα ισοδυναµούσε µε την
πρώτη γνωστή σε µας περίπτωση του συγκεκριµένου ρήµατος στην ενεργητική φωνή,
παρά ένα αποµονωµένο ορθογραφικό λάθος. Εν πάση περιπτώσει, κατά την παρούσα
εργασία δεν δίνεται η δυνατότητα να ερευνηθεί η συγκεκριµένη πτυχή της
διαφοροποίησης στο βάθος και µήκος που χρειάζεται. Προτείνω, λοιπόν, να διατηρηθεί η
γραφή των έντυπων εκδόσεων προσαναπλήσαντες, εφ᾽ όσον ανταποκρίνεται περισσότερο
στο νόηµα του κειµένου, και ελπίζω ότι θα δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να
ερευνηθούν οι παραπάνω παραπλήσιες πτυχές του θέµατος, οι οποίες πιθανόν να
προσφέρουν πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε την εξέλιξη της χειρόγραφης παράδοσης
του εν λόγω έργου.
318
Savile (1612), 6.174⋅ Montfaucon (1718), 1.62.
319
Εννοείται, βέβαια, ότι δεν µπορεί µε κανέναν τρόπο να θεωρείται σοβαρή διαφοροποίηση. Αποτελεί
καταφανώς παραµόρφωση της γραφής του προτύπου, α, την οποία δυστυχώς αδυνατώ να ανακτήσω, εφ᾽
όσον οι ΑΒC όλοι εµφανίζουν το λάθος και ο D παραδίδει µια γραφή που δύσκολα θα µεταµορφωνόταν σ᾽
αυτήν.
134
320
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.336.32⋅ 336.50⋅ 343⋅ 346⋅ 363⋅ 367⋅ 377.36⋅ 377.44⋅ 377.46⋅ 377.54⋅ 379.
321
Βλ. Fields II.78.750e2.
322
Ευχαριστώ τον καθ. Χρηστίδη, ο οποίος µου πρότεινε ότι το καταφάγωσι µπορεί να είναι γλώσσηµα για
το ἀναλώσωσι. Δυστυχώς, µέχρι στιγµής δεν επιβεβαιώνεται η υπόθεση. Η καθ. Schatkin δεν έχει εντοπίσει
το ἀναλώσωσι σε κανένα παλιότερο χειρόγραφο προς το παρόν. Τον τελευταίο λόγο θα έχει, οπωσδήποτε,
η κριτική έκδοση.
135
γεγονός ότι το θέµα χρήζει περαιτέρω έρευνας, η οποία θα πρέπει να συµπεριληφθεί στην
κριτική έκδοση του κειµένου. Πιθανότατα θα πρέπει να ληφθεί υπ᾽ όψη και η χρήση του
αποστόλου Παύλου στην Ἐπιστολή πρὸς Γαλάτας (5,15): εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ
κατεσθίετε, βλέπετε µὴ ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε. Βέβαια, δεν γίνεται αµέσως κατανοητό τί
διαφορά έχει ο Παύλος κατά νου ανάµεσα του δάκνω/κατεσθίω, από την µία, και
ἀναλίσκω, από την άλλη. Ο ίδιος ο Χρυσόστοµος σχολιάζει το παραπάνω χωρίο από τον
Παύλο στον 3ο λόγο του Εἰς τοὺς ἀνδριάντας⋅ δυστυχώς, η σχετική ερµηνεία του δεν
επιχειρεί καµία διάκριση µεταξύ των δύο ρηµάτων. 323 Το ίδιο ισχύει και για την πιο
συγκεκριµένη ερµηνεία της Ἐπιστολῆς πρὸς Γαλάτας, όπου και τα δύο ρήµατα
κατανοούνται από τον Χρυσόστοµο µε την µεταφορική έννοιά τους. 324 Συνεπώς,
αφήνουµε το χωρίο µόνο µε ερωτήσεις και καθόλου απαντήσεις. Υιοθετεί κανείς την
έκφραση του Dübner: … quid lateat eruent acutiores.
5. 26.47 τιµήσει]µιµήσεται
Επέλεξα να συµπεριλάβω το παρόν χωρίο στην examinatio λόγω των
συµφραζοµένων του, ειδικά του υποκειµένου του ρήµατος. Διαβάζουµε ως εξής:
Βασιλεῦσι µὲν γὰρ οὗτοι µάλιστα διελέχθησαν µετ᾽ ἐξουσίας πολλῆς, ὅσοι πάντων
ἐγένοντο τῶν βιωτικῶν ἐκτός. Τίνι δὲ µᾶλλον εἴξει καὶ ὑπακούσεται ὁ ἐν δυνάµει
ὢν καὶ ἐν τοῖς βασιλείοις στρεφόµενος, τῷ πλουτοῦντί σοι, καὶ ὃν ὑποπτεύει ἕνεκα
χρηµάτων πολλὰ πολλάκις ποιεῖν, ἢ τῷ µίαν ἔχοντι τῶν ἐπιταγµάτων ὑπόθεσιν, τὴν
εἰς τοὺς ἄλλους φιλανθρωπίαν; Τίνα τιµήσει καὶ θαυµάσεται, περὶ οὗ µηδὲν
ταπεινὸν ὑποπτεῦσαι δύναιτ᾽ ἄν, ἢ τὸν καὶ τῶν οἰκετῶν ταπεινότερον εἶναι
νοµιζόµενον τῶν αὐτοῦ;
325
O Dübner εκτυπώνει την γραφή των Montfaucon και Savile. Κατά πρώτον,
µάλλον µπορούµε να επεξηγήσουµε την συγκεκριµένη διαφοροποίηση µε τον ακόλουθο
τρόπο. Η σφοδρή παρήχηση των χειλικών και οδοντικών συµφώνων στην έκφραση: Τίνα
τιµήσει καὶ θαυµάσεται, είναι απτή. Στην προκειµένη περίπτωση, δεν συνιστά µεγάλο
άλµα η αλλαγή από τιµ- σε µιµ-, ειδικά όταν η επόµενη συλλαβή είναι ίδια (-ησ).
323
Εἰς τοὺς ἀνδριάντας Λόγος Γ´ Εἰς τὴν ἀποδηµίαν τοῦ ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ PG 49.53.
324
Εἰς Γαλάτας κφ. Ε´ PG 61.670.
325
Savile (1612), 6.179⋅ Montfaucon (1718), 1.69.
136
326
Σύγκρισις βασιλικῆς δυναστείας PG 47.392.9-11.
327
ό.π. 42-46.
328
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.340, περίπου 2 σελίδες πριν το εν λόγω χωρίο.
137
µοναχού µε τον βασιλιά θα µπορούσε κάλλιστα να τον παραπέµψει στην έννοια της
µίµησης. Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, ο συνδυασµός, ή σύγχυση, των δύο χωρίων καθίσταται
δυνατή.
Εν πάση περιπτώσει, παρ᾽ όλο που έχω προσπαθήσει να φέρω τα επιχειρήµατα της
αντίθετης άποψης, σε τελική ανάλυση συµµερίζοµαι την γραφή του Dübner τιµήσει.
Είναι κατανοητό πώς µπορεί να έγινε το λάθος µιµήσεται. Όµως, θεωρώ ότι το κύριο
νόηµα του Χρυσοστόµου εδώ δεν είναι να οµοιάζει ο βασιλιάς µε τον µοναχό, παρά να
σεβαστεί ο πρώτος τον δεύτερο.
6. 32.40 µαντεύοµαι]προφητεύω
Μ᾽ αυτήν την διαφοροποίηση αποκτάµε πρόσβαση σε µία άκρως ενδιαφέρουσα
οπτική γωνία, ένα µικρό παράθυρο µέσω του οποίου διαβλέπουµε τον παρόντα σταθµό
στην εξέλιξη της χριστιανικής πίστης πάνω στην Ελληνική γλώσσα διαχρονικά. Το
κείµενο του Dübner έχει ως εξής:
Νῦν µὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ πάθους σκοτούµενος οὐδὲ διαβλέψαι πρὸς ταῦτα [ενν. την
αξιοπρέπεια του υιού που λάµπει µε τις ασκητικές αρετές] δυνήσῃ⋅ ὅταν δὲ µικρὸν
ἀναπαύσῃ, καὶ ὁ υἱὸς πολλὴν ἐπιδείξηται τὴν ἀρετήν, οὐκέτι σοι λόγων δεήσει,
ἀλλὰ ταῦτα σὺ πρὸς ἑτέρους ἐρεῖς καὶ πλείονα τούτων. Καὶ οὐχ ἁπλῶς σοι ταῦτα
µαντεύοµαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς πείρας αὐτῆς.
Οι Montfaucon και Savile, επίσης, εκτυπώνουν το µαντεύοµαι. Ο Savile δεν
σηµειώνει την διαφοροποίηση προφητεύω, αλλά ο Montfaucon µαρτυρεί ότι δύο κώδικες
την παραδίδουν. 329 Κατ᾽ αρχάς, αντιλαµβανόµαστε ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, το
γεγονός ότι και οι τρεις κώδικες BCD παραδίδουν το προφητεύω αντί για µαντεύοµαι θα
οφείλεται σε επέµβαση του αντιγραφέα σε κάποια φάση της χειρόγραφης παράδοσης
προγενέστερη του 11ου αι. Το ρήµα µαντεύοµαι συνδέεται άρρηκτα µε την αρχαία
Ελληνική πρακτική της µαντείας, και ο συνδυασµός όλο και περισσότερο σθεναρός θα
έγινε µε το πέρασµα των αιώνων κατόπιν της επίσηµης επικράτησης του Χριστιανισµού.
Η υπόθεση µάλλον επιβεβαιώνεται από την έλλειψη λήµµατος για το µαντεύοµαι στο
Greek Patristic Lexicon του Lampe. Από την άλλη, το LSJ δίνει τους εξής ορισµούς του
329
Savile (1612), 6.183⋅ Montfaucon (1718) 1.75.
138
330
ρήµατος: to divine, prophesy, draw divinations, consult an oracle. Επίσης,
σηµειώνεται ότι, για τον Πλάτωνα τουλάχιστον, η µαντεία συνιστά έννοια αντίθετη στην
γνώση. 331 Αυτή η εναντίωση, βέβαια, διατηρείται και στην κύρια σηµασία του
Νεοελληνικού ρήµατος µαντεύω. Μέχρι στιγµής, µπορεί να έχουµε αποκτήσει την
εντύπωση ότι, εάν το µαντεύοµαι είναι όντως η αρχική γραφή, ο Χρυσόστοµος απλά θα
επέλεξε την λανθασµένη λέξη, εφ᾽ όσον βασίζει την µαντεία του πάνω στην βεβαιότητα
της πείρας. Αυτή, όµως, η εντύπωση ίσως αλλάξει καθώς προχωράµε στο προφητεύω.
Το ρήµα προφητεύω, όντως, ευθύς εξ αρχής φαίνεται ότι έχει διακριθεί από το
µαντεύοµαι. Η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεών του εντοπίζονται στην
χριστιανική αρχαία Ελληνική γραµµατεία. Ωστόσο, το LSJ µνηµονεύει ένα σχετικό
απόσπασµα του Πίνδαρου, το οποίο προβληµατίζει λόγω λεξιλογίου. Πρόκειται για το
εξής: µαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ᾽ ἐγώ. 332 Οπωσδήποτε, υποχρεωνόµαστε να
υποθέσουµε πως ο ποιητής δεν θα προσπάθησε να σφετεριστεί την θεϊκή έµπνευση των
Μουσών, ώστε πράγµατι επιχειρείται διάκριση ανάµεσα στο µαντεύοµαι και το
προφητεύω. Ωστόσο, σε τέτοια περίπτωση, το µαντεύοµαι θα επιφέρει την βέβαιη γνώση,
την θεϊκή, ενώ το προφητεύω µία ανθρώπινη ερµηνεία της, στην καλύτερη περίπτωση.
Στο σχετικό λήµµα του Greek Patristic Lexicon του Lampe, η έννοια προφητεία
απαντά αποκλειστικά σε χριστιανικά συµφραζόµενα, όπως θα περίµενε κανείς. Όµως, σε
µία υποκατηγορία του λήµµατος, δίνεται ο ορισµός: prediction, 333 και το αποδεικτικό
στοιχείο ένα παράθεµα από την 2η οµιλία του Χρυσοστόµου πάνω στο βιβλίο του Ἠσαΐα:
οὐδὲ γὰρ ἄλλο τί ποτέ ἐστι προφητεία, ἀλλ᾽ ἡ τῶν µελλόντων πραγµάτων
προαναφώνησις. 334 Ακριβώς µ᾽ αυτήν την έννοια χρησιµοποιείται και το µαντεύοµαι
παραπάνω. Το ρήµα µαρτυρείται µόνο σε άλλο ένα σηµείο στα έργα του Χρυσοστόµου,
στο Εἰς τὸν ἅγιον ἱεροµάρτυρα Βαβύλαν, για τον Ιουλιανό που παρουσιάζεται να ζητά
330
Βλ. LSJ s.v. µαντεύοµαι.
331
Κρατ. 411b⋅ Πολ. 349a. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Σωκράτης παρουσιάζεται να πιθανολογεί, ή µάλλον
να εξάγει συµπέρασµα, περιµένοντας την έγκριση του συνοµιλητή του.
332
Maehler (1975), 140b.16.
333
Βλ. Greek Patristic Lexicon s.v. προφητεία.
334
ό.π.
139
έναν χρησµό από τον Απόλλωνα.335 Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, εφ᾽ όσον αποτελεί µάλλον
βεβαιότητα ότι το µαντεύοµαι θα εκδιώχθηκε από την χειρόγραφη παράδοση από έναν
χριστιανό αντιγραφέα, συµµερίζοµαι την διόρθωση του Dübner εδώ. Βέβαια, δεν
διασαφηνίζει την προέλευση της πρότασης µαντεύοµαι. Όµως, από την στιγµή που ο
ίδιος ο Χρυσόστοµος δεν δείχνει καµία προτίµηση για τον έναν ή τον άλλον όρο, αλλά
και οι δύο του χρησιµεύουν ως ενδείξεις της γνώσης του µέλλοντος, θεωρώ ότι εδώ
βλέπουµε µία περίπτωση του utrum in alterum abiturum erat.336 Δεν υπάρχει κανένας
λόγος ο Dübner να αντικαθιστούσε το προφητεύω των χειρογράφων του 11ου αι. µε το
µαντεύοµαι, εφ᾽ όσον ακριβώς το προφητεύω θα περίµενε κανείς από έναν εκκλησιαστικό
συγγραφέα. Όµως, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ένας αντιγραφέας του 11ου αι. θα
µπορούσε κάλλιστα να είχε αντικαταστήσει το µαντεύοµαι του προτύπου του µε το
περισσότερο χριστιανικό προφητεύω.337
7. 64.28 ἀπέθετο]ἀνέθετο
Η τελευταία επιλογή µου ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως παράξενη, ή και
ασήµαντη, εφ᾽ όσον η συγκεκριµένη διαφοροποίηση θα είναι, χωρίς αµφιβολία ή
συζήτηση, προϊόν σύγχυσης συµφώνων, τουτέστιν ορθογραφικό λάθος. Όµως, παρ᾽ όλο
που η προέλευση της διαφοροποίησης είναι σαφέστατη, και η διαφορά φαίνεται πως
είναι µηδαµινή, πιστεύω ότι αξίζει κανείς να προσέξει τί ακριβώς είδους διαφορά έχει
προκαλέσει η αλλαγή ενός µόνου χαρακτήρα και τί αποχρώσεις νοήµατος µπορεί να
συνεπάγονται από αυτήν. Στον Dübner διαβάζουµε ως εξής:
Τότε µὲν γὰρ [ενν. πριν ο υιός µάθει τις ασκητικές αρετές] πολλὰ ἦν αὐτοῖς [ενν.
τα πολλαπλά υπάρχοντα του πατέρα] τὰ λυµαινόµενα⋅ καὶ γὰρ σῆτες, καὶ χρόνος
µακρός, καὶ λῃσταί, καὶ συκοφάνται, καὶ βάσκανοι, καὶ τὸ τοῦ µέλλοντος ἄδηλον,
καὶ τὸ τῶν ἀνθρωπίνων εὐµετάβλητον, καὶ τέλος ὁ θάνατος (καὶ) τῶν χρηµάτων
καὶ τῶν κτηµάτων τούτων ἀπεστέρησεν ἂν τὸν υἱόν⋅ νυνὶ δὲ πάντων τούτων
335
Εἰς τὸν ἅγιον ἱεροµάρτυρα Βαβύλαν PG 50.531. Όσον αφορά την λέξη µάντις, απαντά 3 φορές στα
γραπτά του Χρυσοστόµου: 1) Λόγος Η´ Κατὰ Ἰουδαίων PG 48.936, 2) Εἰς τὸν ἅγιον ἱεροµάρτυρα Βαβύλαν
PG 50.530 και 3) Εἰς τὴν ἐπίλυσιν τῆς Χαναναίας PG 52.452. Και τις τρεις φορές εννοείται ένας µάντις του
δωδεκάθεου.
336
Πρβλ. Van Groningen (1980), 112: Lectio quae alterius originem explicat potior.
337
Ευχαριστώ τον καθ. Χρηστίδη, ο οποίος µου υπέδειξε ότι η διαφοροποίηση πρόκειται για περίπτωση
του utrum in alterum abiturum erat.
140
ἀνωτέρω τὸν πλοῦτον ἀπέθετο, τόπον εὑρὼν ἄσυλον, καὶ οὗ µηδενὶ τῶν εἰρηµένων
ἐπιβῆναι θέµις. Τοιοῦτον γὰρ χωρίον ὁ οὐρανός…
Οι Montfaucon και Savile, επίσης, εκτύπωσαν το ἀπέθετο.338 Τα συµφραζόµενα
της έκφρασης του Χρυσοστόµου αµέσως µας µεταφέρουν στην παραβολή του Χριστού,
η οποία παραδίδεται στο Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον.339 Πρόκειται για την παραβολή του
λεγόµενου άφρονα πλούσιου, ο οποίος, διαπιστώνοντας πως ο χώρος των παρόντων
αποθηκών του δεν αρκεί για να περιλάβει όλους τους καρπούς του, διερωτάται τί θα
κάνει. Αποφασίζει να χτίσει κανούργιες, πιο µεγάλες, οι οποίες θα χωρέσουν και θα
φυλάξουν ασφαλή όλα τα υπάρχοντά του. Σηµαντικά, αν και αυτονόητα, απαντά η λέξη
ἀποθήκη. Εφ᾽ όσον, λοιπόν, ο όρος ἀποθήκη ακόµη και σήµερα συνιστά την κατεξοχήν
ορολογία για τον χώρο αποθήκευσης, και ο Χρυσόστοµος πολύ πιθανόν να είχε κατά νου
την παραβολή του Λουκά, φαίνεται αυτονόητο και αναντίρρητο ότι θα πρέπει να
παραδεχτούµε την γραφή ἀπέθετο. Και, όντως, οι πιθανότητες είναι µεγάλες. Ωστόσο,
παρ᾽ όλο που συµµερίζοµαι την άποψη των εκδοτών και προτείνω το ἀπέθετο ως σωστή
γραφή, αξίζει η ανάλυση της διαφοράς µεταξύ των δύο, προκειµένου να φανερωθεί το
ακριβές νόηµα του Χρυσοστόµου.
Το ἀπέθετο, όπως είδαµε, αρµόζει στην ενέργεια του πλούσιου που ήθελε να
µαζέψει και να φυλάξει ασφαλή τα πλούτη του, όπως ακριβώς προτείνει ο Ιωάννης εδώ
για τα πνευµατικά πλούτη που πρόκειται να αποκτήσει ο υιός µοναχός. Το δε ἀνέθετο
συνεπάγεται µία τελείως διαφορετική ενέργεια και στάση απέναντι στο ανάθηµα. Καθώς
εξιστορεί ο ίδιος ο Χρυσόστοµος παρακάτω στο εν λόγω κείµενο, η αγία Άννα ήταν
στείρα και προσευχόταν στον Θεό να της χαρίσει ένα παιδί. Τελικά, γέννησε έναν γιο,
τον προφήτη Σαµουήλ, και αµέσως τον ανέθεσε στον Θεό. Ο Ιωάννης περιγράφει την
στάση της χαρακτηριστικά:
Ἐπειδὴ οὐκέτι ταύτης ἐδεῖτο τῆς τροφῆς [ενν. το µητρικό γάλα], λαβοῦσα αὐτὸν
εὐθέως ἀνέθηκε τῷ Θεῷ, καὶ τῆς πατρῴας οὐκέτι ἐπιβῆναι παρεκάλεσεν οἰκίας,
ἀλλ᾽ ᾤκει διαπαντὸς ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ⋅ καὶ εἴ ποτε αὐτὸν ἰδεῖν ἐπεθύµησεν, οἷα
338
Savile (1612), 6.206⋅ Montfaucon (1718), 1.105.
339
Βλ. Λουκ. 12,16-21. Βέβαια, θα είχε και το χωρίο Ματθ. 6,19-21 υπ᾽ όψη του, καθώς και ένα πλήθος
άλλων από την χριστιανική γραµµατεία.
141
δὴ µήτηρ, οὐκ ἐκάλει παρ᾽ ἑαυτὴν τὸ παιδίον, ἀλλ᾽ αὐτὴ πρὸς ἐκεῖνον ἀνέβαινε
µετὰ τοῦ πατρὸς καθάπερ ὄντος ἀναθήµατος ἀπεχοµένη λοιπόν.340
Εποµένως, βλέπουµε ότι για τον Χρυσόστοµο το ανάθηµα αποτελεί ξεκάθαρα
κάτι το οποίο δεν ανήκει πια σ᾽ εµάς, και δεν έχουµε δικαίωµα να το θεωρούµε δικό µας,
ακόµη και να πρόκειται για πρωτότοκο παιδί. Η γραφή ἀνέθετο στο συγκεκριµένο σηµείο
θα συνεπαγόταν την απαλλοτρίωση των πνευµατικών κατορθωµάτων του υιού µοναχού.
Θα σήµαινε ότι όλος ο κόπος και ιδρώτας του παράγει καρπό, ο οποίος φυλάγεται στον
ουρανό, όµως δεν θα τον απολαύσει ποτέ ο ίδιος. Δηλαδή, η αλλαγή αυτού µόνο του ενός
χαρακτήρα, από ἀπέθετο σε ἀνέθετο, καταργεί ολόκληρη την επιχειρηµατολογία του
Χρυσοστόµου ότι αξίζει ο πατέρας να προσφέρει µία ασκητική διαπαιδαγώγηση στο
παιδί του και το ίδιο το παιδί να αγωνιστεί να κερδίσει τον όντως πλούτο σ᾽ αυτόν τον
κόσµο και στον παράδεισο. Εννοείται, βέβαια, ότι οι άνθρωποι θα γευτούν από τους
καρπούς των ιδρώτων τους. Προφανώς, η εν λόγω διαφοροποίηση αποτελεί λάθος που
θα πέρασε και απαρατήρητο από αντιγραφέα σε αντιγραφέα. Ωστόσο, η περίπτωση
χρησµεύει ως σθεναρή υπενθύµιση της ανάγκης για προσοχή και διεξοδικότητας, καθώς
και του µεγέθους των πιθανών καρπών της επιστήµης της κριτικής των κειµένων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνεπώς, εδώ κλείνει η ανάλυσή µου του Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ τὸ
µονάζειν ἐνάγουσιν. Επιχείρησα να εξετάσω το έργο από δύο κυρίως οπτικές γωνίες: 1)
από άποψη ιστορική και θεολογική, προκειµένου να τοποθετηθεί µέσα στην περιρρέουσα
ατµόσφαιρα, όπου συντέθηκε, και 2) από άποψη φιλολογική, τουτέστιν ανάλυση της
χειρόγραφης παράδοσης του έργου στον 11ο αι., ως προοίµιο της κριτικής έκδοσης του
κειµένου, η οποία θα προσφέρει την ευκαιρία να εµβαθύνουµε εκ νέου στην πάντοτε
πλούσια και πολύπλοκη σκέψη του αγίου Χρυσοστόµου.
Κατά την διάρκεια της εργασίας, έχω τονίσει τον εκ φύσεως περιορισµένο
χαρακτήρα και των δεδοµένων υπό ανάλυση, και ως εκ τούτου, των παρατηρήσεων και
συµπερασµάτων που εξάγονται. Ο πρώτιστος σκοπός της εργασίας είναι ακριβώς εκείνος
του προλόγου. Συνιστά γεγονός ότι ενσυνείδητα έχω παραλείψει να αναφερθώ σε
340
Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας PG 47.383.
142
341
Carter, R. (1973), 129-136.
143
Λοιπόν, η ανάλυση του Carter πάνω στην σκέψη και δραστηριότητα του
Χρυσοστόµου, µολονότι διεξοδική και εξισορροπηµένη, δεν φέρνει τα αναµενόµενα
αποτελέσµατα αναφορικά µε την κύρια παράδοση στην οποία συµµετέχει ο
Χρυσόστοµος. Έχω προσπαθήσει να αναδείξω τον ρόλο που παίζει η χριστιανική
παράδοση στην σκέψη του Ιωάννη παραπάνω στο πρώτο µέρος της εργασίας, όπου
επιµένω ο Χρυσόστοµος να µελετάται και να κατανοείται κατά τα δικά του µέτρα και
σταθµά.342 Πρέπει να τον προσεγγίσουµε ως (εκκλησιαστικό) πατέρα του ποιµνίου του
πρώτα, και µετά µπορούµε να αποτιµήσουµε την συµβολή του στην ρητορική, την
θεολογία και την φιλοσοφία της εποχής του. Τα τελευταία αποτελούν, όντως, πεδία, στα
οποία προέχει ο Ιωάννης, αλλά, όπως το Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας αποδεικνύει ίσως
εµφανέστερα από οποιοδήποτε άλλο σύγγραµµά του, η κύρια µέριµνά του δεν σχετίζεται
µε τις τάσεις και εξελίξεις στην ρητορική, την ιστορία, την θεολογία και την φιλοσοφία
της εποχής του. Ο Χρυσόστοµος αγωνιά και αγωνίζεται να διαπαιδαγωγήσει και να
εξανθρωπίσει τα παιδιά του, έτσι ώστε να µπορέσει µετά να τα παντρέψει µε τον
επουράνιο Νυµφίο. Κάθε άλλο παρά κοινοτοπία, αυτός ακριβώς ο διάπυρος πόθος του
συνιστά τον επαναστατικό χαρακτήρα του λόγου του, ο οποίος αδιάλειπτα κοπιάζει να
επαναπροσανατολίσει την ιεραρχία προτεραιοτήτων των ανθρώπων. Εν ολίγοις, όπως
υπογράµµισαν οι Ζήσης και Δράγας εδώ και πολύ καιρό, ο λόγος του Χρυσοστόµου
καθοδηγεί προς την σωτηρίαν, την υγιή αποκατάσταση δηλαδή της ψυχής, του σώµατος
και του πνεύµατος του ακροατή. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που η υµνολογία της
Εκκλησίας τον τιµά µε την εξής έκφραση: …ἐπαξίως εὐφηµοῦµέν σε⋅ ὑπάρχεις γὰρ
καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.343
H παραπάνω άποψη αφορά, βέβαια, την χριστιανική θεώρηση των πραγµάτων. Η
σωτηρία για τον Λιβάνιο ή τον Ιουλιανό θα διαφέρει αρκετά από αυτήν. Όµως, όπως η
συµβολή του Χρυσοστόµου στην χριστιανική θεολογία εξακολουθεί ακόµη και σήµερα
να υποτιµάται, έτσι και η συµβολή της ίδιας της θεολογίας ως καθοριστικής σηµασίας
στην διαµόρφωση και διαβίωση των πατέρων (και των παιδιών) της Εκκλησίας συνεχίζει
µάλλον να µη κατανοείται. Η διαφορετικότητα προσανατολισµού επισκιάζεται από τον
342
Η πολύτιµη µελέτη του Τσίγκου (2010) αποτελεί εξονυχιστικό και άκρως βοηθητικό καθοδηγητή προς
αυτήν την κατεύθυνση.
343
Ἱερατικόν Α´ (2010), 189.
144
εντοπισµό γεφυρών µε την αρχαία Ελληνική, µη χριστιανική σκέψη, και η βαθιά και
βαρυσήµαντη αξιοποίηση του ανθρώπινου κόπου, του Ελληνισµού, εκ µέρους της
Εκκλησίας παραγκωνίζεται από ευσεβιστικές απεικονίσεις ενός στατικού αγίου, ο οποίος
κήρυττε την αποταγή, όχι από τον κόσµον, παρά µάλλον από τους ίδιους τους
ανθρώπους. Μέσα στην δίνη ενός τέτοιου φαύλου κύκλου, η µοναδική ελπίδα που
έχουµε είναι να µπούµε σε ζωντανό, πρόσωπο προς πρόσωπο, διάλογο µε τον
Χρυσόστοµο, όπως ακριβώς έκανε ο ίδιος µε τον δικό του ήρωα, τον απόστολο Παύλο.
Ο µεγαλύτερος ρήτορας της Ελληνικής γραµµατείας δεν θα δυσκολευτεί να βρει τρόπο
για να µας εξηγήσει τί εννοεί µε τον λόγο του, χωρίς να πρέπει να του επιβάλλουµε τις
τελευταίες κατηγορίες που έχουµε επινοήσει σήµερα για την εποχή που έζησε εκείνος.
Αυτήν, ακριβώς, την πεποίθησή µου έχω προσπαθήσει να αναδείξω παραπάνω στο
πρώτο µέρος της εργασίας.
Όσον αφορά την κατάσταση των κειµένων του Χρυσοστόµου, αποτελεί πράγµατι
άµεση ανάγκη η δηµοσίευση κριτικών εκδόσεων και µελετών, ώστε να µπορούµε να
αναλύουµε σοβαρά και υπεύθυνα τα γραπτά που έχουµε υπ᾽ όψη µας. Προς αυτόν τον
σκοπό, η φιλολογική ανάλυση της παρούσας εργασίας θα αποτελέσει συµβολή στην
κριτική έκδοση του Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας. Ωστόσο, πάλι αντιµετωπίζουµε µία δίπολη
ακρότητα. Από την µία, υπάρχουν αρκετές µελέτες, οι οποίες αφήνουν, όχι µόνο τις
κριτικές εκδόσεις, αλλά και το ίδιο το πρωτότυπο κείµενο στην άκρη, προκειµένου να
επικεντρωθούν πάνω στην ερµηνεία του περιεχοµένου των κειµένων. Κατ᾽ αυτόν τον
τρόπο, βέβαια, καθίσταται ασαφές τί ακριβώς ερµηνεύεται. Από την άλλη, πολλές φορές
παρατηρείται, δυστυχώς, µία έλλειψη ικανοποιητικής ερµηνείας των κειµένων σε
συνδυασµό µε τα φιλολογικά δεδοµένα της κριτικής των κειµένων. Όπως είπα και
παραπάνω, ασπάζοµαι απόλυτα την άποψη του Mioni, ότι καθοριστικό ρόλο παίζει και η
προέλευση των επιµέρους δεδοµένων που αναλύονται στην πραγµατική και
ολοκληρωµένη εκτίµηση της συµβολής τους.
Όµως, και πάλι αναφορικά µε τις κριτικές εκδόσεις, θα πρέπει να µας
προσανατολίζει ο ίδιος ο Χρυσόστοµος, ως άριστος καθοδηγητής, προκειµένου να
κατανοήσουµε την φύση της συµβολής που προσφέρεται. Διαβάζουµε από την 1η οµιλία
του πάνω στο Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον:
145
Ἔδει µὲν ἡµᾶς µηδὲ δεῖσθαι τῆς ἀπὸ τῶν γραµµάτων βοηθείας, ἀλλ᾽ οὕτω βίον
παρέχεσθαι καθαρόν, ὡς τοῦ πνεύµατος τὴν χάριν ἀντὶ βιβλίων γίνεσθαι ταῖς
ἡµετέραις ψυχαῖς, καὶ καθάπερ ταῦτα διὰ µέλανος, οὕτω τὰς καρδίας τὰς ἡµετέρας
διὰ πνεύµατος ἐγγεγράφθαι. Ἐπειδὴ δὲ ταύτην διεκρουσάµεθα τὴν χάριν, φέρε κἂν
τὸν δεύτερον ἀσπασώµεθα πλοῦν.344
Ως συνήθως, χωρίς να θέλει να µειώσει την προσπάθεια των ανθρώπων, ο
Ιωάννης µας υπενθυµίζει ότι ο κόπος που κάνουµε είναι µεν καλός, αλλά υπάρχει και
ένας καλύτερος αγώνας. Υπάρχουν και άλλες διαστάσεις, µεγέθη και δυνατότητες. Πάλι
από χριστιανική οπτική γωνία µας οµιλεί ο Χρυσόστοµος⋅ πάλι, ως πατέρας, απευθύνεται
κυρίως στα παιδιά του. Το ποίµνιό του θέλει, πρωτίστως, να διαπαιδαγωγήσει. Εφ᾽ όσον
αυτός, εξάλλου, είναι και ο λόγος που τα γραπτά του και η µνήµη του έχουν φτάσει ως
τις ηµέρες µας 1600 χρόνια κατόπιν του θανάτου του, 345 πιστεύω ότι οφείλουµε να
προσεγγίζουµε εµείς τον Χρυσόστοµο πρώτα, και µετά να τον αξιοποιήσουµε στην
σηµερινή µας διαβίωση.
344
Fields I.1.1a-b4.
345
Οι λόγιοι του κινήµατος της Οξφόρδης (Oxford Movement) δεν θα είχαν, βέβαια, πατερικά κείµενα να
µελετήσουν, εάν δεν είχαν διασωθεί και αντιγραφεί και διατηρηθεί από αιώνα σε αιώνα.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα εργασία έχει ως θέµα την αντιβολή έξι χειρογράφων του 11ου αι., τα οποία
παραδίδουν τον λόγο του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου, Πρὸς τοὺς πολεµοῦντας τοῖς ἐπὶ
τὸ µονάζειν ἐνάγουσιν. Η εργασία έχει δύο µέρη. Στο πρώτο µέρος µελετώνται οι συνθήκες,
υπό τις οποίες συντέθηκε το κείµενο: χρονολόγηση συγγραφής, ιστορική ατµόσφαιρα,
θεολογικό και φιλοσοφικό περιβάλλον. Στο δεύτερο µέρος της εργασίας παρουσιάζεται η
φιλολογική ανάλυση, η οποία συµπεριλαµβάνει την ιστορία των έντυπων εκδόσεων του
συγκεκριµένου έργου, την περιγραφή των έξι εν λόγω χειρογράφων, τα αποτελέσµατα της
αντιβολής τους, ένα µερικό και ενδεικτικό στέµµα, αποκλειστικά του 11ου αι., και µία
επιλεκτική αποτίµηση κάποιων από τις διαφορετικές γραφές των διάφορων χειρογράφων.
Κατά την διάρκεια της εργασίας, προσπαθώ να αναδείξω δύο πράγµατα. Πρώτον, πιστεύω
ότι όσοι µελετάµε τα γραπτά του Χρυσοστόµου – ή οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα –
οφείλουµε να τον προσεγγίσουµε και να τον ερµηνεύσουµε κατά τα δικά του µέτρα και
σταθµά, προκειµένου να εµβαθύνουµε στο κύριο νόηµα του κειµένου. Δεύτερον, η σηµερινή
κατάσταση των χρυσοστοµικών κειµένων είναι δυσχερής και χρειάζεται να καταβληθεί
µεγάλος κόπος, ώστε να ξεχωριστεί το σιτάρι από το άχυρο (το γνήσιο, δηλαδή, από το νόθο)
και να δηµοσιευτούν σύγχρονες, κριτικές µελέτες και υποµνήµατα πάνω στα κείµενα και τα
νοήµατα του Χρυσοστόµου.
SUMMARY
The present thesis centers upon the collation of six manuscripts of the 11th century,
which preserve St. John Chrysostom’s work, Adversus Oppugnatores Vitae Monasticae. The
thesis is divided into two parts. In the first part, I examine the circumstances under which
Chrysostom composed this work, such as: possible chronology of composition, historical era
and theological, as well as philosophical, background. In the second part, I present the
philological analysis of the text, which consists of: the history of the printed editions of this
text, descriptions of all six manuscripts in question, the results of the collations, a partial
stemma to suggest the relationships of these 11th century manuscripts to each other, as well as
a selective examinatio of certain variations resulting from the collations. Throughout the
course of the thesis, I have attempted to highlight two primary points. First, I believe that if
we are to study the writings of Chrysostom – or any other author – we ought to approach him
and interpret him on his own terms, so that we can delve deeper into the meaning which he is
trying to convey. Secondly, the state of Chrysostom’s corpus today is rather problematic.
There is much work to be done in the areas of discerning what is genuine from what is
spurious, and these efforts, of course, must unfailingly be connected to in-depth, critical
studies of Chrysostom’s thought, so that the man who wrote the texts may be connected (in
our minds) to the texts that he wrote.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. (2011). Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Kannengiesser, C.,
επιµ. SC 199.
Ἀριστοτέλης. (1963). Μετὰ τὰ φυσικά. Jaeger, W., επιµ. OCT.
Εὐσέβιος Καισαρείας. (2011). Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. Bardy, G., επιµ. SC 31.
__________ (2013). Βίος Κωνσταντίνου. Pietri, L. κ.α., επιµ. SC 559.
Θεοδώρητος Κύρρου. (2006). Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. τοµ. 1. Bouffartigue, J., P.
Canivet, A. Martin, L. Pietri και F. Thelamon, επιµ. SC 501.
Ἡ Μεγάλη Ἑβδοµάς. (2007). Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδοµάδας στὸ πρωτότυπο
κείµενο καὶ σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση. Θεσσαλονίκη.
Ἱερατικόν Α´. (2010). Ἡ Θεία Λειτουργία Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόµου, Ἄγιον Ὄρος.8
Ἰουλιανός Αυτοκράτωρ. (2002). Ἐπιστολές. τοµ. 1. Bidez, J., επιµ. Les Belles Lettres 87.
__________ (1932). Μισοπόγων ἢ Ἀντιοχικός. Lacombrade, Ch., επιµ. Les Belles Lettres
63.
Ἰωάννης Χρυσόστοµος. (1990). Εἰς τὸν µακάριον Βαβύλαν καὶ κατὰ Ἑλλήνων. Schatkin,
M.A., C. Blanc, B. Grillet, J.N. Guinot, επιµ. SC 362.
__________ (1966). Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα. Dumortier, J., επιµ. SC 117.
Λιβάνιος. (1904). Libanii Opera. Foerster, R., επιµ. Leipzig.
Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως. (1988). Διάλογος ἱστορικὸς περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ
µακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόµου. Malingrey,
A.M. και P. Leclerq, επιµ. SC 341.
Πλάτων. (1995). Κράτυλος. τοµ. 1. Duke, E.A., W.F. Hicken, W.S.M. Nicoll, D.B.
Robinson, και J.C.G. Strachan, επιµ. OCT.
__________ (1967). Κρίτων. τοµ. 1. Burnet, I., επιµ. OCT.
__________ (2003). Πολιτεία. Slings, S.R., επιµ. OCT.
__________ (1973). Συµπόσιον. τοµ. 2. Burnet, I., επιµ. OCT.
__________ (1922). Τίµαιος. τοµ. 4. Burnet, I., επιµ. OCT.
Πλωτῖνος. (1964). Ἐννεάδες. τοµ. 1. Henry, P. και H.R. Schwyzer, επιµ. OCT.
Σωζοµενός. (2008). Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. τοµ. 4. Festugière, A.J., B. Grillet και G.
Sabbah, επιµ. SC 516.
Σωκράτης Σχολαστικός. (2004). Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. τοµ. 1 Maraval, P., επιµ. SC
477.
Hanhart, R., επιµ. (A. Rahlfs εκδ. 2006). Septuaginta, id est vetus testamentum graece
iuxta LXX interpretes. Stuttgart.2
Holmes, M., επιµ./µτφ. (2007). The Apostolic Fathers: Greek Texts and English
Translations. Grand Rapids (MI, ΗΠΑ).3
Aland, B. και Κ., J. Karavidopoulos, C. Martini και B. Metzger., επιµ. (2006). Novum
Testamentum Graece. Stuttgart.27
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Dübner, F., επιµ. (1861). Sancti Joannis Chrysostomi opera selecta graece et latine
codicibus antiquis denuo excussis. τοµ. 1. Paris.
Fields, F., επιµ. (1839). Sancti patris nostri Joannis Chrysostomi archiepiscopi
constantinopolitani homiliae in Matthaeum. τοµ. 2. Cambridge.
Migne, J.P., επιµ. (1863). Patrologiae cursus completus, series graeca prior. Paris.
Montfaucon, B., επιµ. (1718). Sancti patris nostri Joannis Chrysostomi archiepiscopi
Constantinopolitani, opera omnia quae exstant vel quae eius nomine
circumferuntur. τοµ. 1. Paris.
Savile, H., επιµ. (1612). Τοῦ ἐν ἀγίοις πατρὸς ἡµῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόµου τῶν εὑρισκοµένων τόµοι α´-η´. Eton.
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Αθανασιάδη, Π. (2005). Ιουλιανός. Μία βιογραφία. Αθήνα.
Αιµιλιανός Σιµωνοπετρίτης. (1998) Ζωὴ ἐν Πνεύµατι. Κατηχήσεις καὶ Λόγοι 2. Ορµύλια.
Γιανναράς, Χ. (2007). Ἐνάντια στὴ θρησκεία. Αθήνα.3
__________ (2011). Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους. Αθήνα.
Γκορτσίλας, Π. (2009). Το Ἆσµα Ἀσµάτων κατά την ερµηνευτική θεολογία του Ωριγένους.
Διπλ. Εργ. Θεσσαλονίκη.
Ζήσης, Θ. (1997). Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσµου κατά τόν Ἄγιον Ἰωάννην
Χρυσόστοµον. Πατερικά 2. Θεσσαλονίκη.
Μαραβά-Χατζηνικολάου, Α. και Χ. Τουφεξή-Πάσχου. (1997). Κατάλογος µικρογραφιών
βυζαντινών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. τοµ. 3. Αθήνα.
Ματσούκας, Ν. (2010). Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας: Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-
Δυτικοευρωπαϊκῆς. Μέ σύντοµη εἰσαγωγή στή φιλοσοφία. Φιλοσοφική και
Θεολογική Βιβλιοθήκη 47. Θεσσαλονίκη.
Μποζίνης, Κ. (2006a). Θεῖος ἔρως: A Common Path towards Salvation for both Pagan
and Christian Intellectuals, στο Pagani e Cristiani alla ricerca della Salvezza
(secoli I-III). XXXIV Incontro di studiosi dell’antichità cristiana. Studia
Ephimeridis Augustinianum 96. 71-85.
__________ (2003). O Ιωάννης Χρυσόστοµος για το Imperium Romanum: Μελέτη πάνω
στην πολιτική σκέψη της Αρχαίας Εκκλησίας. Αθήνα.
__________ (2006b). Φαῖδρος 243e-257a στη ρητορική του Ιωάννη του
Χρυσοστόµου:...µαίνοµαι µανίαν σωφροσύνης βελτίονα. Θεολογία (77) 659-695.
Νικολόπουλος, Π. (2007). Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου χειρόγραφα τῆς Ἐθνικῆς
Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, στο Χρυσοστοµικό Συµπόσιο: Η προσωπικότητα και η
θεολογία αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόµου. Αθήνα.
Παπαδόπουλος, Σ. (2006). Ἅγιος Ἰωάννης ο Χρυσόστοµος. Αθήνα.2
Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης. (2009). Βίος και λόγοι. Χανιά.10
Σιγάλας, Α. (1974). Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γραφῆς. Βυζαντινὰ Κείµενα καὶ Μελέται 12.
Θεσσαλονίκη.2
Σκουτέρης, Κ. (2004). Ἱστορία Δογµάτων. τοµ. 2. Αθήνα.
Τατάκης, Β. (1977). Ἡ Βυζαντινή Φιλοσοφία. Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας 5. Αθήνα.
Τσίγκος, Β. (2010). Θεσµική καί χαρισµατική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα
Χριστολογίας καί Πνευµατολογίας στήν Ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου.
Θεσσαλονίκη.
Φειδάς, Β. (2002). Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α´. Ἀπ᾽ ἀρχῆς µέχρι τήν Εἰκονοµαχία. Αθήνα.3
Φλωρόφσκυ, Γ. (1999). Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Παπαδόπουλος, Ἰ., ελλ. µτφ.
Θεσσαλονίκη.
Χρήστου, Π. (1976). Ελληνική Πατρολογία. τοµ. 3. Θεσσαλονίκη.
Aubineau, M., συντ. (1968). Codices Chrysostomici Graeci. τοµ. 1. Paris.
Bardy, G. (1949). Interprétation chez les Pères. Supplément au dictionnaire de la bible
4.569-591. Pirot, L. και A. Robert, επιµ. Paris.
Barnes, T.D. (1981). Constantine and Eusebius. Cambridge (MA, ΗΠΑ)-London.
__________ (2001). Athanasius and Constantius: Theology and Politics in the
Constantinian Empire. Cambridge (MA, ΗΠΑ)-London.
Baur, C. (1907). S. Jean Chrysostome et ses oeuvres dans l’histoire littéraire. Louvain-
Paris.
__________ (1988). John Chrysostom and his Time. τοµ. 1 Gonzaga, M., αγγλ. µτφ.
Belmont.
Beck, H.G. (2005). Η Βυζαντινή χιλιετία. Κουρτοβίκ, Δ., ελλ. µτφ. Αθήνα.3
Berdyaev, N. (2009). The Meaning of History. New Brunswick-London.2
Bouyer, L. (1982). History of the Spirituality of the New Testament and the Fathers.
Ryan, M.P., αγγλ. µτφ. New York.
Bozinis, C. (2010). What does Paganism Mean for a Church Father? An Inquiry on the
Term εἰδωλολατρεία in the Rhetoric of the Goldenmouth. SP XLVII. 243-248.
Brändle, R. (2003). Jean Chrysostome (349-407): Saint Jean Bouche d’or. Christianisme
et politique au IVe siècle. Paris.
Brown, P. (2001). Η δηµιουργία της ύστερης αρχαιότητας. Νικολαΐδης, Θ., ελλ. µτφ.
Αθήνα.
Burrus, V. (2004). The Sex Lives of Saints: an Erotics of Ancient Hagiography.
Philadelphia.
Carter, R. (1973). The Future of Chrysostom Studies: Theology and Nachleben, στο
Συµπόσιον: Studies on St. John Chrysostom. Ανάλεκτα Βλατάδων 18.
Θεσσαλονίκη.
Coxe, H.O. (1853). Catalogi Codicum mss. Bibliothecae Bodleianae, recensionem
codicum graecorum continens. τοµ. 1. Oxford.
Cribiore, R. (2007). The School of Libanius in Late Antique Antioch. Princeton-Oxford.
De Broglie, E. (1891). Bernard de Montfaucon et les Bernardins: 1715-1750. Paris.
Denniston, J. (1975). The Greek Particles. Oxford.2
Downing, F.G. (1992). Cynics and Christian Origins. London.
Dragas, G. (2008). Perceptions of John Chrysostom in Contemporary Greek Orthodoxy,
στο Chrysostomosbilder in 1600 Jahren: Facetten der Wirkingsgeschichte eines
Kirchenvaters. Wallraff, M. και R. Brändle, επιµ. Berlin-New York.
Dumortier, J. (1955). L’auteur présumé du corpus asceticum de s. Jean Chrysostome.
Journal of Theological Studies, N.S. 6. 99-102.
Eco, U. (2012). Inventing the Enemy and Other Occasional Writings. Dixon, R., αγγλ.
µτφ. London.
Eriksen, T.H. (1993). Ethnicity and Nationalism: Anthropological Perspectives. London.
Eliade, M. (1965). Le sacré et le profane. Folio Essais 82. Paris.
__________ (2005). The Myth of the Eternal Return: Cosmos and History. Trask, W.,
αγγλ. µτφ. Princeton-Oxford.
Feron, E. και F. Battaglini., συντ. (1893). Codices Manuscripti Graeci Ottoboniani
Bibliothecae Vaticanae Descripti. Roma.
Festugière, A.J. (1959). Antioche Païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les
moines de Syrie. Paris.
Florovsky, G. (1974). Christianity and Culture, vol. 2 in Collected Works. Belmont.
__________ (1987). The Eastern Fathers of the Fourth Century, vol. 7 in Collected
Works. Belmont.
Geerard, M. (1974). Clavis patrum graecorum qua optimae quaeque scriptorum patrum
graecorum recensiones a primaevis saeculis usque ad octavum commode
recluduntur. Turnhout.
Gianelli, C. (1950). Codices Vaticani Graeci. Roma.
Greenslade, S.L. (1963). The Printer’s Copy for the Eton Chrysostom, 1610-13. SP (7)
60-64.
Van Groningen, B.A. (1963). Traité d’histoire et de critique des textes grecs.
Amsterdam. (1980) Πραγµατεία περί της ιστορίας και της κριτικής των Ελληνικών
κειµένων. Λαµψίδη, Ο., ελλ. µτφ. Αθήνα.
Hadot, P. (1995). Philosophy as a Way of Life. Chase, M., αγγλ. µτφ. Davidson, A., επιµ.
Oxford.
__________ (2002). What is Ancient Philosophy?. Chase, M., αγγλ. µτφ. Cambridge
(MA, ΗΠΑ)-London.
Halkin, F. (1968). Manuscrits grecs de Paris, inventaire hagiographique. Paris.
__________ (1977). Douze récits byzantins sur Saint Jean Chrysostome. Bruxelles.
__________ (1983). Catalogue des manuscrits hagiographiques de la Bibliothèque
nationale d’Athènes. Bruxelles.
Illert, M. (2000). Johannes Chrysostomus und das antiochenisch-syrische Mönchtum:
Studien zu Theologie, Rhetorik und Kirchenpolitik im antiochenischen Schrifttum
des Johannes Chrysostomus. Zürich.
Jaeger, W. (1961). Early Christianity and Greek Paideia. Cambridge (MA, ΗΠΑ)-
London.
Kaldellis, A. (2015). Late Antiquity Dissolves. Marginalia Review of Books, διαθέσιµο
εδώ: http://marginalia.lareviewofbooks.org/late-antiquity-dissolves-by-anthony-
kaldellis/. (τελευταία επίσκεψη 21.3.16).
Kelley, J.N.D. (1998) Golden Mouth: The Story of John Chrysostom. Ascetic, Preacher,
Bishop. Ithaca (ΝΥ, ΗΠΑ)-London.
Kennedy, G. (1983). Greek Rhetoric under Christian Emperors. Princeton.
Laistner, M.L.W. (1978). Christianity and Pagan Culture in the Later Roman Empire
together with an English Translation of John Chrysostom’s Address on Vainglory
and the Right Way for Parents to Bring Up their Children. Ithaca (NY, ΗΠΑ)-
London.
Leclerq, H. (1911). Meletius of Antioch, στο Catholic Encyclopedia, διαθέσιµο εδώ:
http://www.newadvent.org/cathen/10161b.htm. (τελευταία επίσκεψη 21.3.16).
Leithart, P. (2010). Defending Constantine: the Twilight of an Empire and the Dawn of
Christendom. Downers Grove (IΛ, ΗΠΑ).
Lemerle, P. (2010). Ο πρώτος βυζαντινός ουµανισµός. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ.,
ελλ. µτφ. Αθήνα.
Lenski, N. (2004). Valens and the Monks: Cudgeling and Conscription as a Means of
Social Control. Dumbarton Oaks Papers (58) 93-117.
Leroy, J. (1976). Les types de reglure des manuscrits grecs. Paris.
Maas, P. (1957). Textkritik. Leipzig. (1975). Κριτική των κειµένων. Χιονίδη, Ν., ελλ. µτφ.
Αθήνα. (1972) Τextual Criticism. Flower, B., αγγλ. µτφ. Oxford.
Madan, F. (1922). A Summary Catalogue of Western Manuscripts in the Bodleian
Library at Oxford. τοµ. 2. Oxford.
Maehler, H., επιµ. (1975). Pindari carmina cum fragmentis. Leipzig.
Malley, W. (1978). Hellenism and Christianity: the Conflict between Hellenic and
Christian Wisdom in the Contra Galilaeos of Julian the Apostate and the Contra
Julianum of St. Cyril of Alexandria. Analecta Gregoriana 210. Roma.
Maxwell, J. (2006). Christianization and Communication in Late Antiquity: John
Chrysostom and his Congregation in Antioch. Cambridge.
Mayer, W. (2005). The Homilies of St. John Chrysostom: Provenance, Reshaping the
Foundations. Orientalia Christiana Analecta 273. Roma.
Mioni, E., συντ. (1967). Bibliothecae Divi Marci Venetiarum Codices Graeci
Manuscripti. Roma.
__________ (1977). Εισαγωγή στην Ελληνική παλαιογραφία. Παναγιοτάκη, Ν., ελλ. µτφ.
Αθήνα.
Omont, H. (1886). Inventaire sommaire des manuscrits grecs de la Bibliothèque
Nationale. τοµ. 1. Paris.
Pelikan, J. (1993). Christianity and Classical Culture: the Metamorphosis of Natural
Theology in the Christian Encounter with Hellenism. New Haven-London.
Photius Patriarch of Constantinople. (2015). Ecclesiastical History of Philostorgius.
Walford, E., αγγλ. µτφ. Oxford.
Popovich, J. (2009). Man and the God-Man. Alhambra (CA, ΗΠΑ).
Rapp, C. (2005). Holy Bishops in Late Antiquity: the Nature of Christian Leadership in
an Age of Transition. Berkeley.
Rylaarsdam, D. (2014). John Chrysostom on Divine Pedagogy: the Coherence of his
Theology and Preaching. Oxford.
Sandwell, I. (2001). Christian Self-Definition in the Fourth Century AD: John
Chrysostom on Christianity, Imperial Rule and the City, στο Culture and Society
in Later Roman Antioch: Papers from a colloquium London, 15th December 2001.
Sandwell, I. και J. Huskinson, επιµ. Oxford.
__________ (2007). Religious Identity in Late Antiquity: Greeks, Jews and Christians in
Antioch. Cambridge.
Tatakis, B. (2007). Christian Philosophy in the Patristic and Byzantine Tradition.
Dragas, G., αγγλ. µτφ. Orthodox Theological Library 4. Rollinsford.
Trigg, J. (2002). Origen. London-New York.
Toynbee, A. (2011). Οι Έλληνες και οι κληρονοµιές τους. Γιανναδάκης, Ν., ελλ. µτφ.
Αθήνα.
Tzamalikos, P. (2006). Origen: Cosmology and Ontology of Time. Supplements to
Vigiliae Christianae 77. Leiden-Boston.
__________ (2007). Origen: Philosophy of History and Eschatology. Supplements to
Vigiliae Christianae 85. Leiden-Boston.
West, M. (1973). Textual Criticism and Editorial Technique. Leipzig. (1989) Κριτική των
κειµένων και τεχνική των εκδόσεων όπως εφαρµόζονται στους Έλληνες και
Λατίνους συγγραφείς. Παράσογλου, Γ., ελλ. µτφ. Αθήνα.
Young, F. (2010). From Nicaea to Chalcedon: a Guide to the Literature and its
Background. London.2
Zizioulas, J. (1985). Being and Communion: Studies in Personhood and the Church.
Crestwood.
__________ (2006). Communion and Otherness: Further Studies in Personhood and the
Church. London.
__________ (2008). Lectures in Christian Dogmatics. Knight, D., επιµ. London.