Professional Documents
Culture Documents
1. Θεωρίες Μάθησης
1. Θεωρίες Μάθησης
Τμήμα Επιστήμης
Υπολογιστών
HY-302 – Διδακτική της
Πληροφορικής
Θεωρίες μάθησης
Παπαδάκης Σταμάτιος
Θεωρίες μάθησης
Σκοποί – στόχοι
Με το πέρας της εβδομάδας, οι φοιτητές-φοιτήτριες θα είναι ικανοί να γνωρίζουν:
• Τι είναι μια θεωρία μάθησης
• Τι είναι το διδακτικό μοντέλο
• Τι είναι η Συμπεριφοριστική θεωρία
• Τι είναι το μοντέλο του διδακτικού σχεδιασμού
• Τι είναι οι γνωστικές θεωρίες. Το μοντέλο του κλασσικού εποικοδομισμού.
• Η θεωρία του Max Wertheimer για τους νόμους της αντίληψης
• Η ενορατική μάθηση και η επίλυση προβλημάτων
• Η γνωστική θεωρία του πεδίου
• Η Εμπρόθετη – Σκόπιμη μάθηση
Τι είναι μια θεωρία μάθησης
Ονομάζουμε θεωρία μάθησης ένα συνεπές εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο
στοχεύει στο να περιγράψει και να εξηγήσει τους μηχανισμούς της ανθρώπινης
μάθησης, δηλ. να παρουσιάσει μια συνεπή εξήγηση του πώς μαθαίνει ο
άνθρωπος.
Μια θεωρία μάθησης, επομένως, είναι κατά βάση ένα περιγραφικό
(descriptive) θεωρητικό μοντέλο, δηλ. ένα μοντέλο που, πρωτίστως,
περιγράφει το φαινόμενο της μάθησης, εισάγοντας τα κατάλληλα εννοιολογικά
εργαλεία, διερευνά πειραματικά τη σχέση μεταξύ των βασικών παραμέτρων
του φαινομένου και διατυπώνει συμπεράσματα ερευνητικά θεμελιωμένα που
φωτίζουν τις –βασικές τουλάχιστον– πτυχές της μάθησης
Μάθηση
• Το φαινόμενο της μάθησης απασχόλησε και ενδιαφέρει το σύγχρονο άνθρωπο.
• H Διδακτική είναι εκείνη η επιστήμη που, δια των κλάδων της, ερευνά
και ενσωματώνει στη διδασκαλία τις πλέον κατάλληλες μεθόδους που θα επι-
φέρουν μάθηση, σε σχέση με τα επικρατούντα θεωρητικά πλαίσια.
Θεωρίες Μάθησης
Διάφορα ρεύματα ή επιστημολογικές κατευθύνσεις επικράτησαν κατά καιρούς
προτείνοντας θεωρητικά μοντέλα για την ανθρώπινη μάθηση και ανάλογες
μεθοδολογίες διδασκαλίας.
Κυρίαρχες επιστημολογικές κατευθύνσεις είναι:
• ο Συμπεριφορισμός,
• ο Γνωστικισμός,
• ο Εποικοδομισμός, ατομικός και κοινωνικός,
• λοιπές κατευθύνσεις, όπως, Ουμανισμός.
Η βασική διερεύνηση της θεωρίας του Piaget αφορά στην εξελικτική πορεία που ακολουθεί η ανθρώπινη γνώση και για
το λόγο αυτό η θεωρία του Piaget συνιστά μια θεωρία μάθησης. Η μάθηση κατά τον Piaget οικοδομείται πάνω στις
σχέσεις που καθορίζονται από τις διαδικασίες ταξινόμησης, αντιστοίχισης και σειριακής τοποθέτησης, ενώ η γνώση
οικοδομείται περνώντας από διάφορες μεταβατικές φάσεις.
Jean Piaget: Δομικός εποικοδομισμός
Βασικές έννοιες της θεωρίας του Piaget είναι (Piaget & Inhelder, 1996 όπ.
αναφ. στο Κόμης 2004):
• Αφομοίωση: Όταν ένα παιδί αντιμετωπίζει άγνωστα χαρακτηριστικά του
περιβάλλοντος του που
δεν ταιριάζουν με τη μέχρι τότε οπτική του, προκύπτει μια «ανισορροπία»
που το παιδί προσπαθεί
να διορθώσει. Όταν η διόρθωση αυτή αφορά στην ένταξη της νέας εμπειρίας
στην τρέχουσα εικόνα
του για τον κόσμο, τότε η διαδικασία λέγεται «αφομοίωση».
• Συμμόρφωση: Είναι η εσωτερική διαδικασία που λαμβάνει χώρα όταν
προκύπτουν νέα γεγονότα
στο περιβάλλον ενός παιδιού που δεν μπορούν να αφομοιωθούν από τα
παλαιότερα (ήδη υπάρχοντα)
γνωστικά σχήματα και συνεπώς τα τελευταία πρέπει να αλλάξουν.
Jean Piaget: Δομικός εποικοδομισμός
• Οι περίοδοι βιολογικής ωρίμανσης επηρέασαν τα Προγράμματα Σπουδών,
την εξέλιξη της διδασκαλίας, τα σχολικά βιβλία και το λογισμικό, λόγω των
συγκεκριμένων δυνατοτήτων που έχει ο μαθητής ανά ηλικιακή ζώνη, θέμα
που τελικά δέχθηκε κριτική όταν προστέθηκε ο κοινωνικός παράγοντας στη
διαδικασία της μάθησης.
Seymour Papert
• Ο Seymour Papert, που γεννήθηκε το 1928, συσχέτισε τις αρχές του
Εποικοδομισμού με την Εκπαιδευτική Τεχνολογία και τεκμηρίωσε
επιστημονικά τις Νέες Τεχνολογίες στην εκπαίδευση.
• Οι θεωρήσεις του, χωρίς να αποτελούν μια ξεχωριστή θεωρία μάθησης,
ονομάστηκαν Κατασκευαστική Θεωρία της Μάθησης (Constructionism), με
κυρίαρχη τη θέση ότι οι μαθητές μαθαίνουν καλλίτερα όταν ενεργούν τόσο
σε επίπεδο σχεδιαστή όσο και κατασκευαστή.
• Ο Papert εργάστηκε μαζί με τον Piaget και εστίασε τις έρευνές του στον τρόπο που
μαθαίνουν οι μικροί μαθητές.
• Το 1967 δημιούργησε τη γλώσσα προγραμματισμού Logo μαζί με ομάδα
ερευνητών στα εργαστήρια του Μ.Ι.Τ.
• Μια βασική διαφορά μεταξύ της θεωρίας του Piaget (Constructivism) και
αυτής του Papert (Constructionism) βρίσκεται στη θέση του Papert για την
Jerom Bruner: Η ανακαλυπτική μάθηση
Ο Αμερικανός Ψυχολόγος Jerome Seymour Bruner που γεννήθηκε το 1915,
σχετίζεται με Γνωστικές θεωρίες στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία καθώς και τη γνωστική
ανάπτυξη. Βασική του θέση είναι ότι η Μάθηση αποτελεί μια διαδικασία όπου ο μαθητής
οικοδομεί νέες ιδέες και έννοιες βασισμένες σε παλαιότερες παρόμοιες γνώσεις.
Επηρεάστηκε από θέσεις του Piaget αλλά και του Vygotskly.
Συνδέθηκε με:
• την Ανακαλυπτική (ή ευρετική) μάθηση (Discovery Learning),
• το Σπειροειδές Πρόγραμμα Σπουδών - Spiral Curriculum (Bruner,
1968),
Jerom Bruner: Η ανακαλυπτική μάθηση
• την έννοια της Αναπαράστασης των εννοιών, που την διέκρινε σε τρεις
κατηγορίες και ηλικιακά όρια:
• την πραξιακή αναπαράσταση (enactive representation),
• την εικονιστική αναπαράσταση (iconic representation), μέσω εικόνων,
• το συμβολικό στάδιο (symbolic representation), δηλαδή την αναπαράσταση με τη χρήση συμβόλων.
• τη λογική του λεγάμενου Πλαισίου Στήριξης (Scaffolding). Τεχνική που
πρωτοεμφανίστηκε από τους Wood, Bruner, and Ross (1976) και
σχετίστηκε με την ανάδειξη της ωφέλειας, σε μικρά παιδιά, από τη
χρήση της γλώσσας στη γνωστική τους ανάπτυξη.
• Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται με ευρύτερη έννοια και σχετίζεται με την προσπάθεια να
βελτιώσουμε το επίπεδο γνώσης μας σε βαθμό που δε θα μπορούσαμε να φτάσουμε μόνοι μας, με
την αλληλοσυμπλήρωση και παροχή ιδεών και πληροφοριών.
Jerom Bruner: Η ανακαλυπτική μάθηση
Η θεωρία του Bruner προεκτείνει αυτήν του Piaget δίνοντας σημασία στη δομή
των αναπαραστάσεων στον ανθρώπινο νου και προτείνοντας ανακαλυπτικές
μεθόδους μελέτης τους.
Ανακεφαλαιώνοντας:
• O Bruner δίνει έμφαση στη διευκόλυνση της μάθησης μέσω της κατανόησης
των δομών και των επιστημονικών αρχών ενός γνωστικού αντικειμένου
καθώς και του τρόπου σκέψης του μαθητή.
• Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζει η υιοθέτηση της «ανακαλυπτικής
μεθόδου μάθησης» (μέσω πειραματισμού και πρακτικής) ή της
καθοδηγούμενης ανακάλυψης με ταυτόχρονη ανάπτυξη εσωτερικών
κινήτρων του μαθητή.
Η θεωρία επεξεργασίας της πληροφορίας
Πολλοί ερευνητές της Γνωστικής Ψυχολογίας ασχολήθηκαν με το φαινόμενο της
ανθρώπινης μνήμης, από το 1940, προτείνοντας μια σειρά θεωριών για
τον τρόπο με τον οποίον ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες.
Για το πώς αποθηκεύει τον πραγματικό κόσμο και πώς ανακαλεί αυτές τις πληροφορίες.
Οι θεωρίες του Skinner και του Piaget προσπάθησαν να αναλύσουν τη μάθηση σε ένα ατομιστικό πλαίσιο.
• Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την ατομιστική στην επικοινωνιακή διάσταση
της μάθησης. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο η ανάπτυξη των κοινωνικογνωστικών θεωριών μάθησης (Doise
& Mugny, 1981), αλλά και των κοινωνικοπολιτισμικών θεωριών μάθησης του Vygotsky.
• Παρά το γεγονός ότι οι ιδέες του Vygotsky ήταν γνωστές πριν το θάνατό του, δεν επηρέασαν την
παιδαγωγική πρακτική παρά μόνο σχετικά πρό σφατα (είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα
σημαντικότερα βιβλία του Vygotsky, το Pedagogigal Psychology, εκδόθηκε στη Ρωσία το 1991 ενώ είχε
γραφτεί από 1926).
• Αυτό συνέβη εξαιτίας του ότι τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των κοινωνιολογικών θεωριών και
την εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην κοινωνικόπολιτισμική διάσταση
της μάθησης.
• Έτσι, έγινε πλέον πεποίθηση το γεγονός ότι οποιαδήποτε μορφή μάθησης λαμβάνει χώρα μέσα σε
περιβάλλοντα συνεργασίας και οικοδομείται από την αλληλεπίδραση και την επικοινωνία των ατόμων
που έχουν ως στόχο την υλοποίηση κοινών δραστηριοτήτων.
Η διαφορά της θεωρίας Vygotsky με εκείνη
του Piaget
• Η διαφορά της θεωρίας Vygotsky με εκείνη του Piaget είναι ότι η αλληλε-
πίδραση του ατόμου με το κοινωνικό περιβάλλον κατά τον Piaget έχει έναν
επικουρικό ρόλο και διευκολύνει τη μάθηση, ενώ κατά τον Vigostsy και τους
υποστηρικτές του κοινωνικού εποικοδομισμού έχει τον κυρίαρχο ρόλο και τη
δημιουργεί.
•
Και ο Vygotsky δίνει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά στο φαινόμενο της
μάθησης και προτείνει ηλικιακές ζώνες με αντίστοιχες δυνατότητες.
• Η διαφορά της θεωρίας του Κοινωνικού Εποικοδομισμού του Vygotsky με αυτήν του
Γνωστικού Εποικοδομισμού του Piaget εντοπίζεται στο ότι κατά τον Vygotsky τα όρια
στα διάφορα ηλικιακά στάδια είναι πιο ελαστικά, με το παιδί να μπορεί να αποκτά
περισσότερες δυνατότητες μέσω της σωρευτικής επίδρασης των κοινωνικοπολιτισμικών
παραγόντων, παράλληλα με τη βιολογική ωρίμανση. Μία άλλη πολύ σημαντική έννοια
στη θεωρία του Vygotsky σχετίζεται τη λογική του Πλαισίου Στήριξης (scaffolding).
Διαφοροποίηση κοινωνικού εποικοδομισμού
από τον κλασσικό εποικοδομισμό
Άρα λοιπόν ο «κοινωνικός εποικοδομισμός» διαφοροποιείται από τον
«κλασσικό εποικοδομισμό» στο επίπεδο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Είναι
μια προσέγγιση για τη μάθηση σύμφωνα με την οποία οι μαθητές μαθαίνουν
έννοιες ή οικοδομούν νοήματα γύρω από ιδέες μέσω των αλληλεπιδράσεων
τους και των ερμηνειών του κόσμου τους στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και
ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις με τους άλλους (Lave & Wegner, 1991).
Τα βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης είναι (Κόμης, 2004):
• Ενεργός γνωστική οικοδόμηση που συντελεί στην εκ βάθους κατανόηση.
• Εγκαθιδρυμένη μάθηση: λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο πλαίσιο με
αυτόνομη δραστηριότητα και κοινωνική και νοητική υποστήριξη.
• Η κοινότητα μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα η μάθηση συντελεί στη διάχυση
στης κουλτούρας και των πρακτικών της.
Vygotsky: Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες
Η μελέτη της αναπτυξιακής πορείας και των ψυχολογικών διεργασιών του
Vygotsky συνέβαλε στην ανάπτυξη της μοντέρνας ψυχολογίας.
• Σύμφωνα με τη θεωρία του, το παιδί αναπτύσσεται μέσα από το κοινωνικό
του περιβάλλον και από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
• Το κύριο θέμα της θεωρητικής δομής του Vygotsky είναι ότι η κοινωνική
αλληλεπίδραση καθορίζει με ρόλο θεμελιακό την ανάπτυξη της γνώσης
(Κουλλαϊδής, 2007).
• Κάθε λειτουργία στην πολιτιστική ανάπτυξη εμφανίζεται διπλά.
• Πρώτα σε κοινωνικό επίπεδο και μετά σε προσωπικό επίπεδο (Vygotsky).
Vygotsky: Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες
Η βασική θέση της θεωρίας του Vygotsky είναι η «ζώνη επικείμενης
ανάπτυξης» (Zone of Proximal Development – ZPD), δηλαδή η δυνατότητα του
υποκειμένου να υπερβεί τη γνωστική ανάπτυξη σε μια καθορισμένη στιγμή.
• Η ZPD αντιπροσωπεύει την απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό επίπεδο
εξέλιξης (την ικανότητα να λύσει το παιδί από μόνο του ένα πρόβλημα) και
στο επίπεδο της δυνατότητας να λύσει ένα πρόβλημα με τη βοήθεια κάποιου
άλλου.
• Ο Vygotsky πίστευε ότι οι εκπαιδευτικοί θα παρείχαν καλύτερη διδασκαλία
αν εντόπιζαν το σημείο ανάπτυξης κάθε παιδιού και οικοδομούσαν πάνω στις
εμπειρίες του.
• Αυτή τη διαδικασία οικοδόμησης την αποκαλούσε «πλαίσιο στήριξης» (scaffolding).
• Η γνωστική ανάπτυξη πετυχαίνεται όχι μόνο χάρη στην έμφυτη νόηση αλλά
επιπλέον μέσω της διαμεσολάβησης των κοινωνικών γεγονότων των
Vygotsky: Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες
Για τον Vygotsky, η χρήση εργαλείων και συμβόλων αναδεικνύουν τη σημασία της κουλτούρας. Καθώς οι πολιτισμοί
αναπτύσσονται και αλλάζουν καθορίζουν ποιες δεξιότητες θα πρέπει να αναπτύξουμε.
Σύμφωνα με τον κοινωνικό εποκοδομισμό, η κοινωνία και η αλληλεπίδραση του υποκειμένου με το περιβάλλον
επηρεάζει αποφασιστικά τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει.
Ο Davydov (1995) βρήκε στις ιδέες του Vygotsky έξι βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση:
• Επιδίωξη της εκπαίδευσης είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών.
• Η ανθρώπινη προσωπικότητα συνδέεται με τη δυνητική της δημιουργικότητα και η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι
σχεδιασμένη για να ανακαλύψει και να αναπτύξει αυτή τη δυναμική στον μέγιστο βαθμό για κάθε άτομο.
• Η διδασκαλία και η μάθηση υποθέτουν ότι οι μαθητές αποκτούν γνώση των εσωτερικών τους αξιών μέσω κάποιας
προσωπικής δραστηριότητας.
• Οι εκπαιδευτικοί κατευθύνουν και καθοδηγούν τις ατομικές δραστηριότητες των μαθητών, αλλά δεν επιβάλλουν τη
θέληση τους σε αυτούς ούτε τους την απαγορεύουν.
• Οι πλέον πολύτιμες μέθοδοι μάθησης είναι εκείνες που ανταποκρίνονται στα προσωπικά στάδια ανάπτυξης και τις
ανάγκες των μαθητών. Αυτές οι μέθοδοι επομένως, δεν μπορεί να είναι ομοιόμορφες για όλους τους μαθητές.
• Αυτές οι ιδέες είχαν μεγάλη επιρροή στην εποικοδομηστική σκέψη και στις εποικοδομηστικές έννοιες της
διδασκαλίας που βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες κάθε παιδιού και στη μάθηση μέσω συνεργατικών
Άλλες θεωρίες μάθησης που συνδέονται σε μεγάλο
βαθμό με την κοινωνικοπολιτισμική αλληλεπίδραση
Θεωρία της «δραστηριότητας»
Η ανθρώπινη δράση διαμεσολαβείται από «πολιτισμικά σύμβολα»: λέξεις και
εργαλεία τα οποία επιδρούν στη δραστηριότητα του ατόμου και συνεπώς στις
νοητικές του διεργασίες (Nardi, 1996).
Η θεωρία αυτή επισημαίνει το ρόλο των εργαλείων και συμβόλων που έχουν
κοινωνική σημασία καθώς η χρήση τους διαμορφώνεται ανάλογα με τον τρόπο
σκέψης και δράσης των υποκειμένων.
Άλλες θεωρίες μάθησης που συνδέονται σε μεγάλο
βαθμό με την κοινωνικοπολιτισμική αλληλεπίδραση
Το μοντέλο της «εγκαθιδρυμένης γνώσης»
• Υποστηρίζει ότι η μάθηση δεν αποτελεί μια ατομική λειτουργία της
ανθρώπινης νόησης αλλά μια κοινωνικοπολιτισμική λειτουργία που λαμβάνει
χώρα μέσω της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους άλλους
ανθρώπους (κοντά στη μαιευτική του Σωκράτη).
• Η γνώση δεν είναι θεωρητικά ανεξάρτητη από τις καταστάσεις μέσα στις
οποίες λαμβάνει χώρα και χρησιμοποιείται. Εξαρτάται και προσδιορίζεται
από το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματώνεται, γι’ αυτό και η διαδικασία της
«γνωστικής μαθητείας» της μάθησης λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά
από τις συνήθεις σχολικές δραστηριότητες (Brown, Collins & Duguid, 1989).
Άλλες θεωρίες μάθησης που συνδέονται σε μεγάλο
βαθμό με την κοινωνικοπολιτισμική αλληλεπίδραση
Το μοντέλο της «κατανεμημένης γνώσης»
Υποστηρίζει ότι οι γνωστικές ιδιότητες των ομάδων είναι διαφορετικές από των
ατόμων (Preece, Rogers & Sharp, 2002· Brown, 2000).
Ο Hutchins ανέπτυξε μια θεωρία για την κατανεμημένη γνώση
χρησιμοποιώντας ως μονάδα μελέτης μια λειτουργική κοινωνική ομάδα και όχι
ένα μεμονωμένο άτομο. Η θεωρία αυτή ασχολείται με τον τρόπο που η γνώση
μεταδίδεται μέσα σε ένα σύστημα, υπό τη μορφή αναπαραστάσεων των
ενδιάμεσων δομών.
Οι δομές αυτές περιλαμβάνουν τόσο εσωτερικές, όσο και εξωτερικές γνωστικές
αναπαραστάσεις, (γνώσεις, δεξιότητες, εργαλεία κ.λπ.).
• Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει την περιγραφή των γνωστικών διαδικασιών
ανιχνεύοντας τη μετακίνηση της πληροφορίας μέσα σε ένα σύστημα και
χαρακτηρίζοντας τους μηχανισμούς του συστήματος που δρουν τόσο σε
Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες: Σύνοψη
Σύμφωνα λοιπόν με τις κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες, τα παιδιά οικοδομούν
τη δική τους γνώση και είναι ενεργητικοί συμμέτοχοι στην ανάπτυξη τους. Η
συμμετοχή τους επεκτείνεται και στο είδος, τη μορφή και την ποιότητα της
γνώσης που χρειάζονται για την καθημερινή διαπραγμάτευση των αναγκών
τους.
• Η ανάπτυξη δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κοινωνικό πλαίσιο.
• Η μάθηση καθοδηγεί την ανάπτυξη.
• Η γλώσσα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη νοητική ανάπτυξη. Η γλώσσα
είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει να ονοματίζει τις νέες ιδέες που συναντά το
παιδί και του επιτρέπει να επεκτείνει τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις.
• Η κοινωνική αλληλεπίδραση προκαλεί αλλαγές στη σκέψη και στη
συμπεριφορά των παιδιών.
Ανθρωπιστικές θεωρίες
Ο Ουμανισμός (Humanism) σχετίζεται με την πηγαία διάθεση του ανθρώ-
που για την ικανοποίηση αναγκών του και την έμφυτη διάθεση αυτοπραγμάτω-
σης του ατόμου, με το οποίο ασχολείται η Ουμανιστική ψυχολογία.
Εμφανίστηκε μετά το 1940 και σε διδακτικό επίπεδο δίνει σημασία στα
αισθήματα και τα ενδιαφέροντα του μαθητή, επιφορτίζοντας το δάσκαλο με
την ιδιαίτερη οργάνωση των διδακτικών δραστηριοτήτων προς την κατεύθυνση
ικανοποίησής του .
Ανθρωπιστικές θεωρίες
Από τους κύριους εισηγητές της «ανθρωπιστικής θεωρίας» είναι ο Carl Rogers. Αναφέρονται και ως
«προσωποκεντρικές».
Ο Rogers υποστηρίζει ότι το άτομο μαθαίνει όταν χρησιμοποιεί τις εσωτερικές του δυνατότητες, ο εκπαιδευτής έχει
ρόλο διευκολυντή και στόχος αυτού του ρόλου είναι η αυτοπραγμάτωση του μαθητή.
Βασικές αρχές της θεωρίες του Rogers (Κουλαϊδής, 2007):
• Η ικανότητα της μάθησης είναι έμφυτη.
• Η μάθηση επέρχεται όταν το αντικείμενό της συνδέεται με τα προσωπικά σχέδια του μαθητή.
• Η μάθηση βιώνεται ως απειλητική και το άτομο έχει την τάση να της αντιστέκεται.
• Η μάθηση διευκολύνεται και επιτυγχάνεται μέσα από τη δράση (ενεργός συμμετοχή του μαθητή στη μάθηση).
• Μια αυτοκαθοριζόμενη διδασκαλία που επιστρατεύει το πρόσωπο συνολικά είναι αυτή που διεισδύει πιο βαθιά και
διατηρείται περισσότερο χρόνο.
• Η ανεξαρτησία του πνεύματος και η εμπιστοσύνη του εαυτού διευκολύνονται όταν ο μαθητής θεωρεί πρωτεύουσα
την αυτοκριτική και την αυτοαξιολόγησή και δευτερεύουσα την αξιολόγηση που διενεργείται από άλλον.
• Στο σημερινό κόσμο, η κοινωνικά χρήσιμη μάθηση είναι η μάθηση των «διεργασιών μάθησης», είναι επίσης το να
μαθαίνει ο μαθητής να είναι πάντα ανοικτός στη δική του εμπειρία και να εσωτερικεύει τη διεργασία αλλαγής.
Θεωρία περί Νοημοσύνης του Η. Gardner
• Από τον Howard Gardner, έχουν παρουσιαστεί διάφοροι τύποι νοημοσύνης
(Gardner, 1993), με την αρχική λίστα να παρουσιάζεται το 1983 στο Frames of
Mind (Gardner, 1983).
• Η λίστα αυτή επεκτάθηκε το 1999 όταν διατυπώθηκαν επτά τύποι
νοημοσύνης .
• Από αυτούς, οι δύο πρώτοι τύποι συνδέονται με τα σχολεία, οι τρεις
επόμενοι συνήθως με τις τέχνες, οι δύο τελευταίοι αφορούν προσωπικούς
τύπους Νοημοσύνης (personal intelligences), ενώ αργότερα προστέθηκε και
ένας όγδοος τύπος, η Φυσιογνωστική Νοημοσύνη.
Θεωρία περί Νοημοσύνης του Η. Gardner
Η Γλωσσική Νοημοσύνη
• 1. Η Γλωσσική Νοημοσύνη (Linguistic Intelligence) χαρακτηρίζει την
ευαισθησία στην προφορική και γραπτή γλώσσα, τη δυνατότητα να
μαθαίνουμε γλώσσες και την ικανότητα να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας
με την βοήθεια της αποτελεσματικής χρησιμοποίησης της γλώσσας. Κατά τον
Gardner, υψηλή γλωσσική νοημοσύνη διαθέτουν οι λόγιοι, οι συγγραφείς, οι
δικηγόροι κ.ά.
• Παράδειγμα
Δίδονται διάφορες έννοιες σε μαθητή και είτε θυμάται-ανακαλεί την πλη-
ροφορία που συνιστούν αυτές οι έννοιες ή αν δεν την γνωρίζει τότε την
μαθαί-
νει ως καινούργια. Παράδειγμα «πότε», «τι έγινε», «Ημερομηνίες».
Η Λογικό-Μαθηματική Νοημοσύνη
• Η Λογικό-Μαθηματική Νοημοσύνη (Logical - Mathematical Intelligence),
χαρακτηρίζει την ικανότητα λογικής ανάλυσης προβλημάτων, αναζή-
τησης των δομών, διενέργειας μαθηματικών υπολογισμών και επιστημονικής
διερεύνησης. Χαρακτηρίζει τη ικανότητα επιστημονικής διερεύνησης και μα-
θηματικής σκέψης.
• Παράδειγμα
•
Υπολογισμοί: Πόσα MB θα απαιτήσει εγγραφή 1 λεπτού ψηφιακού στερε-
οφωνικού ήχου με δειγματοληψία 44.1ΚΗζ και εύρος δείγματος 16 bits. Η
δραστηριότητα αυτή θα απαιτήσει τη λογική ανάλυση των μεταβλητών που
συμμετέχουν στον υπολογισμό. Οι μεταβλητές αυτές είναι ο αριθμός κανα-
λιών, με ή χωρίς συμπίεση. Έτσι, χωρίς συμπίεση θα γίνει ο υπολογισμός: (2 x
Διαθεματικότητα
Η δόμηση των προγραμμάτων σπουδών βασίστηκε κατά καιρούς σε δύο
μεθοδολογίες μελέτης των γνωστικών αντικειμένων, τη Διεπιστημονική και την
Διαθεματική προσέγ-
γιση στη γνώση.
Το θέμα της ενοποίησης του Προγράμματος Σπουδών έχει απασχολήσει τους
εκπροσώπους του κινήματος της προοδευτικής εκπαίδευσης στην Αμερική από
τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι παραπάνω όροι αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία ως Inter-
disciplinarity (ή Multi-disciplinarity ή Crossdisciplinarity) για την
Διεπιστημονικότητα και Curriculum integration (ή Crossthematic integration,
Thematic teaching ή Cross curricular themes) για την Διαθεματικότητα
αντίστοιχα.
Διαθεματικότητα
Στη Διεπιστημονική προσέγγιση (Inter-disciplinarity) δεχόμαστε την ύπαρξη των
διαφορετικών μαθημάτων, αρχή στην οποία βασίζεται και ο σχεδιασμός των ανάλογων
προγραμμάτων σπουδών.
• Αρχίζει με την αναγνώριση των ταυτοτήτων των διαφορετικών μαθημάτων και την
οριοθέτηση των περιεχομένων και των διδακτικών στόχων που πρέπει να κατακτηθούν.
Έτσι, σε κάθε θέμα προσδιορίζεται το τι μπορεί να συνεισφέρει το κάθε μάθημα
προσπαθώντας παράλληλα να συσχετίζει το περιεχόμενό τους. Δηλαδή στην
προσέγγιση αυτή προσφέρονται οι έννοιες συσχετισμένες με το αντίστοιχο
επιστημονικό αντικείμενο.