Professional Documents
Culture Documents
Απόπειρες Διεθνοποίησης του Αγίου Όρους κατά το 19ο και 20ο αιώνα και ο ρόλος της Ρωσίας PDF
Απόπειρες Διεθνοποίησης του Αγίου Όρους κατά το 19ο και 20ο αιώνα και ο ρόλος της Ρωσίας PDF
Το Άγιο Όρος υπήρξε για αιώνες καταφύγιο των πιστών και θεματοφύλακας της
Ορθοδοξίας, στο οποίο έρχονταν να σπουδάσουν μοναχοί ήδη από τον 5ο αιώνα. Τον 7ο
αιώνα εγκαταστάθηκε εκεί ο μοναχός Πέτρος ο Αθωνίτης, ενώ το 972 ο βυζαντινός
αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής υπέγραψε το τυπικό του Αγίου Όρους που όριζε τις
μορφές μοναχισμού και εκχωρούσε ορισμένα δικαίωματα στις εκεί μονές, ανοίγοντας το
δρόμο για τη δημιουργία πολλών μοναστηριών στη χερσόνησο κατά τους επόμενους δύο
1/9
αιώνες. Τα δικαιώματα αυτά έγιναν εν πολλοίς σεβαστά από τους Οθωμανούς σουλτάνους
μετά την Άλωση, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και με τη στήριξη των
ελληνορθόδοξων ηγεμόνων των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία).
2/9
Κατά τα επόμενα χρόνια, η Ρωσία συνέχισε να ενθαρρύνει την αποστολή μοναχών στο
Άγιο Όρος, οικοδομώντας νέα, πολυτελή κτήρια που έρχονταν σε αντίθεση με το λιτό,
αγιορείτικο ύφος, εγκαθιστώντας τυπογραφεία που τύπωναν βιβλία στα ρωσικά, και
περιβάλλοντας τις επίσημες επισκέψεις των πριγκήπων Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς (1867) και
Κωνσταντίνου Κωνσταντίοβιτς (1881) με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Η τσαρική αυλή στήριξε
ενεργά τις προσπάθειες αυτές, υποστηριζόμενη από αρκετούς αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου
του Ρωσικού Πατριαρχείου. Αρκετοί Αγιορείτες μοναχοί ωστόσο θορυβήθηκαν από την
πολιτική αυτή, θεωρώντας ότι αποτελούσε άκριτη και αδόκιμη επέμβαση στον
παραδοσιακό τρόπο ζωής των μοναχών με βάση εγκόσμια κίνητρα, τα οποία επηρρέαζαν
αρνητικά την πνευματική τους αποστολή και απειλούσαν με ανατροπή το επί αιώνες
διαμορφωθέν καθεστώς του Όρους. Παρά τις διαμαρτυρίες αυτές, η πολιτική που χάραξε ο
Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στρατηγός Ιγνάτιεφ (1864-1877) με τις
ευλογίες του τσάρου Αλέξανδρου Β’ (1818-1881) συνεχίστηκε με συνέπεια από τους
διαδόχους του (Νελίντοφ, Ζηνόβιεφ και Τσαρύκοφ), καθώς και από τους Ρώσους
προξένους στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν εμφανές ότι το ποιόν των ανθρώπων που στέλνονταν στο Όρος για να «μονάσουν»
δεν αποτελούσε κριτήριο για την Αγία Πετρούπολη, ενώ ο Ρώσος πρέσβης στην
Κωνσταντινούπολη Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Ζηνόβιεφ είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ας μένουν
στο Άγιο Όρος Ρώσοι, κι ας είναι και διάβολοι». Το φαινόμενο απασχόλησε σοβαρά την
Ιερά Κοινότητα, η οποία αναζήτησε τρόπους ελέγχου των μοναχών. Το Πατριαρχείο
συνέστησε την εφαρμογή προληπτικού ελέγχου όσων έρχονται να μονάσουν στο Όρος,
ζητώντας τους να φέρουν ενδεικτικό, δηλαδή μια «συστατική επιστολή» του επισκόπου ή
μητροπολίτη του τόπου προέλευσής τους. Στο πλαίσιο αυτό, πολλά μοναστήρια
υιοθέτησαν άτυπα μια πολιτική μη αποδοχής νέων μοναχών αν δεν είχαν σαφείς
πληροφορίες για την καταγωγή τους, ή κάποιου είδους εγγυήσεις για το ποιόν τους.
"Sponsored links"
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μερικές μονές του Αγίου Όρους άρχισαν να
«εθνικοποιούνται», ιδίως οι σλαβικές, με την Ζωγράφου να ιδιοποιείται εθνικά βουλγαρικά
σύμβολα, τη Χιλανδαρίου να αντιμετωπίζει διοικητικά προβλήματα με αιτία τη διαμάχη
μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων στο εσωτερικό της, και τους Ρώσους να επεκτείνουν
περαιτέρω την επιρροή τους στη χερσόνησο με έδρα την Παντελεήμονος. Ευρισκόμενη
αρκετά κοντά στις πρώτες δυο, η Μονή Εσφιγμένου -μια από τις πιο συντηρητικές στο
Όρος έως σήμερα- αντέδρασε αναρτώντας λιθογραφίες των ηρώων του 1821 στους
εξωτερικούς τοίχους και στον αύλιο χώρο της, αλλά οι περισσότερες άλλες μονές
απέφυγαν τέτοιου είδους εκδηλώσεις και προσπάθησαν να μείνουν αμέτοχες στον
πολυμέτωπο εθνικό αγώνα που διεξαγόταν στα Βαλκάνια.
Ο αγώνας αυτός γνώρισε μια ύφεση με την ανακήρυξη του Οθωμανικού Συντάγματος, τον
Ιούλιο του 1908, αλλά το ουσιαστικό τέλος του έφτασε λίγο μετά την έναρξη των
Βαλκανικών Πολέμων (5 Οκτωβρίου 1912), όταν οι στρατιωτικές εξελίξεις και η ταχεία
προέλαση των Βαλκάνιων συμμάχων σε όλα τα μέτωπα διαμόρφωσαν ένα νέο καθεστώς
στη χερσόνησο, αρκετά διαφορετικό από αυτό που επεδίωκαν οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, ελληνικά πολεμικά πλοία με επικεφαλής το θωρηκτό
«Αβέρωφ» κατέπλευσαν στο λιμάνι της Δάφνης στις 5 Νοεμβρίου 1912, όπου μικρό άγημα
ύψωσε την ελληνική σημαία και εγκατέστησε μικρή δύναμη στρατιωτών και χωροφυλάκων.
Η Ιερά Κοινότητα εξέφρασε την ικανοποίησή της για την εξέλιξη, και ο γραμματέας της
υποδέχθηκε θερμά το ελληνικό απόσπασμα, αναφέροντας ότι «Ο ιερός αυτός τόπος
αγωνιζόταν ανέκαθεν για τη Μεγάλη Ιδεά του Ελληνισμού. Ελπίζουμε σύντομα να
γιορτάσουμε την απελευθέρωση και των άλλων σκλάβων αδελφών».
4/9
χαρακτήρισε την προσάρτηση του Άθωνα στην Ελλάδα επιβλαβή για τα ρωσικά
συμφέροντα, ευχόμενος «την επαναφορά αυτού υπό την κυριαρχίαν της Τουρκίας», από
την οποία θα ήταν ευκολότερο να αποσπαστεί. Παρότι απόψεις αυτού του είδους
θεωρήθηκαν αρχικά ακραίες και μεθωριακές, η Πετρούπολη σύντομα έδειξε ότι δεν
σκόπευε να αναγνωρίσει το υφιστάμενο καθεστώς, ελπίζοντας να αποσπάσει οφέλη από
μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση. Με βάση το σκεπτικό αυτό, πρότεινε τη διεθνοποίηση του
Αγίου Όρους, δηλαδή ένα καθεστώς συγκυριαρχίας με τη συμμετοχή αρκετών Ορθόδοξων
κρατών, μεταξύ των οποίων η ίδια θα είχε τον πρώτο λόγο. Η απόπειρα αυτή αποτελούσε
μια ακόμη έκφανση της επεκτατικής πολιτικής του πανσλαβισμού στα Βαλκάνια, με
απώτερο σκοπό τον ουσιαστικό έλεγχο της χερσονήσου από τη Ρωσία και τη μετατροπή
της σε ρωσική βάση. Μια σημαντική παράμετρος δε της πολιτικής αυτής είναι ότι δεν
επεδίωκε τον διεθνή έλεγχο μιας περιοχής που ανήκε στην καταρρέουσα Οθωμανική
Αυτοκρατορία, αλλά μιας περιοχής που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί από χριστιανική
χώρα(!).
5/9
Σε μια απόπειρα να πιέσει τις εξελίξεις, το 1913 η Ρωσία έκανε απόβαση με πολεμικά πλοία
στην περιοχή, με το πρόσχημα της απομάκρυνσης αιρετικών Ρώσων μοναχών. (2) Οι
Ρώσοι ιθύνοντες υποστήριξαν ότι θα διασφάλιζαν τον πνευματικό χαρακτήρα του Όρους
και την αυστηρή προσήλωσή του στις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά και οι μοναχοί έπρεπε
έχουν λόγο στις εξελίξεις, και κατά συνέπεια έπρεπε να ερωτηθούν για το μελλοντικό
καθεστώς του Όρους. Με δεδομένη την πληθυσμιακή διόγκωση του σλαβικού πληθυσμού
του Όρους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η υποβολή αιτήματος για δημοψήφισμα στο Όρος
-ονομαστικού μάλιστα, καθ’ υπόδειξη των Ρώσων- δεν φάνταζε ιδιαίτερα παράλογη.
Σύμφωνα με αρκετές πηγές, οι Έλληνες και Ρώσοι μοναχοί είχαν πλέον εξισωθεί σε αριθμό
(περίπου 4 με 5 χιλιάδες η κάθε ομάδα), ενώ οι Ρώσοι επίσης υπολόγιζαν στη στήριξη
Σέρβων και Βουλγάρων, ίσως και των Ρουμάνων. Αισιόδοξο ωστόσο ήταν το γεγονός ότι η
αναλογία αυτή δεν αποτυπωνόταν στην Ιερά Επιστασία, καθώς οι περισσότεροι Ρώσοι
μοναχοί έμεναν σε σκήτες και μόνο η Μονή Παντελεήμονος ήταν ρωσική.
Στις 12 Μαΐου 1913 και ενώ η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου με αντικείμενο την
κατανομή των εδαφών στα Βαλκάνια ακόμα συνεχιζόταν, Ρώσοι κελιώτες έστειλαν
υπόμνημα ζητώντας τη διεθνοποίηση του Αγίου Όρους. (3) Παρά την εμφανή του
σκοπιμότητα, το κείμενο ήταν προσεκτικά διατυπωμένο και περιλάμβανε πολλά δίκαια
αιτήματα, όπως η αυτοτέλεια των κελιών, η εσωτερική αυτοδιοίκηση των μονών και
διάκριση των ποινικών από τα πνευματικά επιτίμια. Πέρα όμως από τα εν πολλοίς
εσωτερικά αυτά ζητήματα που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την Ιερά Κοινότητα και δεν
συγκινούσαν τους συνέδρους της Διάσκεψης, υπήρχε το αίτημα να αναγνωριστεί η
χερσόνησος «ως έδαφος ουδέτερο υπό την προστασία Ρωσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας,
Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας».
Λίγες μέρες πριν δημοσιευτεί το πρώτο υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος, είχαν φτάσει σε
πέρας και οι διαβουλεύσεις μεταξύ των νικητών του Β’ Βαλκανικού Πολέμου στο
Βουκουρέστι της Ρουμανίας, με αποτέλεσμα την ομώνυμη συνθήκη (10 Αυγούστου). Αυτή
επιβεβαίωνε έμμεσα την υπαγωγή του Άθω στην Ελλάδα, καθώς περιέγραφε με
λεπτομέρεια την ελληνοβουλγαρική μεθόριο, αλλά δεν έκανε καμία ρητή αναφορά στο
Όρος, το οποίο περιερχόταν σιωπηρά στην ελληνική πλευρά των συνόρων. Σύμφωνα με
μια άλλη ερμηνεία, ωστόσο, το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα, ακριβώς λόγω της
έλλειψης σχετικής αναφοράς στο διεθνές κείμενο.
7/9
Οι εξελίξεις σύντομα προσπερνούν τον Άθωνα, καθώς η οξυνόμενη ένταση μεταξύ των δύο
ανταγωνιστικών συνασπισμών (της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» και των Κεντρικών
Δυνάμεων) παρασέρνει τις Δυνάμεις της Ευρώπης σε μια πρωτοφανή σύγκρουση το
καλοκαίρι του 1914, η οποία έμεινε γνωστή ως Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σχετική
απομόνωση της περιοχής από τα κύρια θέατρα του πολέμου -ακόμη και από το
Μακεδονικό Μέτωπο, το οποίο βρίσκεται μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα της
χερσονήσου- και η συνθηκολόγηση της Ρωσίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση με τη
Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (3 Μαρτίου 1918) θα οδηγήσουν στην πλήρη εγκατάλειψη
των σχεδίων για διεθνοποίηση με το τέλος του πολέμου, καθώς η νέα σοβιετική κυβέρνηση
αντιμετωπίζει πολύ πιο επιτακτικά ζητήματα (όπως ο εμφύλιος και οι ξένες επεμβάσεις στη
Ρωσία) και δεν υπάρχει άλλος ορατός αντίδικος (η Βουλγαρία επίσης περιλαμβάνεται στο
στρατόπεδο των ηττημένων).
Στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919)
επιβεβαιώνει το γεγονός της υπαγωγής του Άθωνα στην Ελλάδα κατά τρόπο αντίστοιχο
αυτής του Βουκουρεστίου (δηλαδή μέσω της περιγραφής των νέων ελληνοβουλγαρικών
συνόρων), αλλά ρητή αναφορά στο Άγιο Όρος γίνεται στη Συνθήκη των Σεβρών (10
Αυγούστου 1920) και στη Συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923), με το άρθρο 13 της
οποίας η Ελλάδα αναγνωρίζει και διατηρεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ξένων
μοναστηριακών κοινοτήτων του Αγίου Όρους που είχε αναλάβει πριν από αυτήν η
Οθωμανική Αυτοκρατορία, με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η μόνη διαφορά
είναι ότι η προστασία αυτή αφορά πλέον μόνο τις μειονοτικές, δηλαδή τις μη ελληνικές
κοινότητες μοναχών.
Με τη συνθήκη αυτή επιλύθηκε οριστικά το ζήτημα της κυριαρχίας του Αγίου Όρους, ενώ το
1927 κωδικοποιήθηκε και η συνταγματική προστασία του, με την θέση σε ισχύ του
Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο συνέταξαν και ψήφισαν οι ίδιοι οι
Αγιορείτες. Το Άγιο Όρος αποτελεί έκτοτε αυτοδιοικούμενο τμήμα του ελληνικού κράτους με
έδρα τις Καρυές, όπου τη διοίκηση ασκεί το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων των είκοσι
ιερών μονών (Ιερά Κοινότητα) με τη συμμετοχή εκπροσώπου του ελληνικού κράτους
(Διοικητής Αγίου Όρους). Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η Ιερά Επιστασία, αποτελούμενη
από τέσσερα μέλη επιλεγμένα από τις πέντε «πρώτες τη τάξει» μονές. Την εποπτεία του
Όρους σε πνευματικά θέματα διατηρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
ενώ τα θέματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας αναλαμβάνει ο Διοικητής, ως εκπρόσωπος
του ελληνικού κράτους, και το Υπουργείο Εξωτερικών.
8/9
Σημειώσεις:
(1) Παρόμοιες θέσεις αναφορικά με τη διανομή των πρώην οθωμανικών εδαφών στα
Βαλκάνια είχε και η Βουλγαρία, θεωρώντας ότι η συνεισφορά της στη συμμαχική νίκη ήταν
αναλογικά μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή της Σερβίας και της Ελλάδας, κατά συνέπεια θα
έπρεπε να «αποζημιωθεί» λαμβάνοντας τη «μερίδα του λέοντος» στη Μακεδονία.
(3) Έχει υποστηριχθεί ότι το υπόμνημα ήταν έμπνευση και έργο του Πάβελ Μανσούροφ
(υπαλλήλου του Συνοδικού Γραφείου Μόσχας και πρώην γραμματέα της Ρωσικής Πρεσβείας
στην Κωνσταντινούπολη) και του Μπόρις Σεραφείμοφ (τμηματάρχη επί των εκκλησιαστικών
στην ίδια πρεσβεία), αλλά η πληροφορία δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί.
Βιβλιογραφία
• Ιορδάνογλου Αντώνης, Άγιον Όρος -Το Περιβόλι της Παναγίας, Εκδόσεις Road, β’ έκδοση,
2001.
• Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος -Τα Μοναστήρια και οι Θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών,
1999.
• Κολοβός Ηλίας, «Το Άγιον Όρος και η συγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», στο
συλλογικό Η άλωση της Κωνσταντινουπόλης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους
νεώτερους χρόνους, επιμ. Τόνια Κιουσοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005,
σελ. 114-115.
• Νίκος Σβορώνος, «Το Άγιον Όρος» στο συλλογικό Μακεδονία: 4.000 χρόνια ελληνικής
ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, 1992, σελ. 370-371.
9/9