You are on page 1of 78

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Γ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.


Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ.

ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑΣ
ΣΥΡΟΥ ΛΕΜΟΝΙΑΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΜΑΣ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2010


Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Κωνσταντίνο


Γεώρμα για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του, τις επιστημονικές συμβουλές και την
καθοδήγησή του που βοήθησαν αποφασιστικά στην επιτυχή περάτωση αυτής της εργασίας.
Ευχαριστώ επίσης θερμά τον Γιώργο Νεραντζή, υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπως επίσης και τον Γιώργο Κρητικίδη εργαζόμενο στο
Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για τα πολύτιμα επεξεργασμένα στατιστικά στοιχεία
που μου διέθεσαν και χωρίς τα οποία δε θα ήταν εφικτή η πληρότητα της παρούσης εργασίας.
Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου και την αδερφή μου που με
παρότρυναν και με στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μου αλλά και το σύζυγό μου
που με βοήθησε και με συντρόφευσε από την αρχή μέχρι και την τελευταία πρόταση αυτής
της εργασίας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το μεταναστευτικό φαινόμενο έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Προβλήματα όπως


οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, οι πολιτικές αναταραχές και οι περιβαλλοντικές
καταστροφές ωθούν πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη χώρα προέλευσής τους, να
μετακινηθούν και να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες. Η χώρα μας έχει γίνει αποδέκτης
τέτοιων μεταναστευτικών ροών από τη δεκαετία του ’90. Μάλιστα η συντριπτική πλειοψηφία
των μεταναστών εισέρχονται σε αυτή με σκοπό την εύρεση εργασίας.
Στην παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος ένταξης των μεταναστών στην ελληνική
αγορά εργασίας και οι επιπτώσεις του τόσο στην ίδια την αγορά εργασίας όσο και κατ’
επέκταση στις επιδιώξεις της επίσημης οικονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Στο
πλαίσιο της παραπάνω διερεύνησης, αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά της ελληνικής
αγοράς εργασίας ως προς μεγέθη όπως η ανεργία και η απασχόληση, καθώς και τα
προβλήματα που δυσχεραίνουν την ομαλή λειτουργία της (π.χ. χαμηλή παραγωγικότητα και
ανταγωνιστικότητα, αδήλωτη εργασία και κατακερματισμός).
Στη συνέχεια, με τη χρήση των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων διαμορφώνεται το
προφίλ των οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας. Η διερεύνηση των επιδράσεων που
ασκεί η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό καταλήγει στο ότι αυτές είναι ένα
μείγμα θετικών και αρνητικών στοιχείων. Αναφορικά με τα θετικά, οι μετανάστες
συνεισφέρουν στο Α.Ε.Π., στη βιωσιμότητα μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στην
αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου, ενώ ως προς τα αρνητικά αυτοί υποκαθιστούν
κυρίως τους ανειδίκευτους γηγενείς και επηρεάζουν την αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος
τους, αυξάνουν την κακώς νοούμενη ευελιξία της αγοράς εργασίας και ενισχύουν την ήδη
υπάρχουσα παραοικονομία και κατ’ επέκταση την αδήλωτη εργασία.
Επίσης η παράθεση της ιστορικής εξέλιξης του νομοθετικού-θεσμικού πλαισίου ως
προς τη συνιστώσα της πολιτικής απασχόλησης για τους μετανάστες καταλήγει στην
αποτύπωση των υπαρχόντων ρυθμίσεων για τους μετανάστες, με ιδιαίτερη έμφαση στη
διαδικασία της μετάκλησης. Η αποτίμηση της εν λόγω πολιτικής συμπυκνώνεται στο ότι αυτή
δεν συνεργεί στο βαθμό που θα έπρεπε με τους στόχους της ευρύτερης οικονομικής
πολιτικής, επειδή τροφοδοτεί σε σημαντικό βαθμό την αδήλωτη εργασία και την
παραοικονομία, και δεν κάνει ορθή χρήση των δυνατοτήτων του μεταναστευτικού εργατικού
δυναμικού.
Τέλος, με δεδομένα τα προβλήματα της υφιστάμενης διαχείρισης του αλλοδαπού
εργατικού δυναμικού στη χώρα μας, η μελέτη καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής
στην κατεύθυνση της καλύτερης αξιοποίησης του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού έτσι
ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
ABSTRACT

The migratory phenomenon has received a global dimension. Problems such as


socioeconomic inequalities, political unrest and environmental disasters prompt many people
to leave their country of origin, to move and settle in other countries. Our country has been
the recipient of such migration flows from the '90s. Indeed, the vast majority of immigrants
enter this to find a job.
This work examines the way immigrants are integrated in the Greek labour market and
its impact both on the same labour market and thus the targets of official economic policy of
the Greek state. In the framework of the above investigation, the characteristics of the Greek
labour market in sizes such as unemployment and employment as well as problems that
hinder its normal function (e.g. low productivity and competitiveness, undeclared work and
segmentation) are reflected.
Then, using the available statistical data, the profile of immigrants in our country is
shaped. The investigation of the influences of the integration of immigrants into the
workforce concludes that they are a mixture of positive and negative elements. Regarding the
positive, immigrants contribute to GDP, the sustainability of small-medium businesses and
the revitalization of the Greek countryside, while as far as the negative ones are concerned,
they replace mainly unskilled natives and affect the redistribution of income against them,
they increase the badly understood labour market flexibility and strengthen the existing
informal economy and thus the undeclared work.
Also, the juxtaposition of the historical development of the legislative-institutional
framework as regards the aspect of employment policy for immigrants leads to mapping of
existing regulations for immigrants, with particular emphasis on the conditions of admission.
The assessment of this policy is concentrated in that it does not contribute to the extent it
should be, the objectives of the broader economic policy, because it fuels at a great extent
undeclared work and informal economy, and does not make proper use of opportunities of
immigrant workforce.
Finally, given the problems of the existing management of the foreign workforce in
our country, the study provides concrete policy proposals towards a better exploitation of
immigrant workforce in order for the objectives of growth, employment and social cohesion
to be achieved.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγή ............................................................... ...................... ............................. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα ................... .............................. 3
2.1 Περιγραφή της αγοράς εργασίας κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ...... 3
2.2 Ποσοστά απασχόλησης .......................................................... .............................. 12
2.3 Ευέλικτες μορφές απασχόλησης ............................................ .............................. 13
2.4 Ανεργία .................. ................................................................ .............................. 14
2.5 Προβλήματα - Δυσλειτουργίες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα .................... 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η στατιστική αποτύπωση του μεταναστευτικού πληθυσμού και η σχέση του με την
αγορά εργασίας…………………………………………………………………...... 23
3.1 Στατιστικά στοιχεία για τους μετανάστες .............................. ............................... 23
3.2 Δημιουργεί προβλήματα η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό; ..... 34
3.2.1 Απασχόληση αλλοδαπών και απασχόληση γηγενών.
Συμπληρωματικότητα ή υποκατάσταση; ...................... .............................. 35
3.2.2 Απασχόληση αλλοδαπών και ανεργία γηγενών ........................... ............... 36
3.2.3 Απασχόληση αλλοδαπών και μισθοί ............................. ............................. 37
3.2.4 Απασχόληση αλλοδαπών και ευελιξία στην αγορά εργασίας .................... 38
3.2.5 Σχέσεις παραοικονομίας και εισροής μεταναστών ........ ............................. 39
3.2.6 Σχέσεις εισροής μεταναστών, Α.Ε.Π. και παραγωγικότητας ..................... 40
3.2.7 Μετανάστες και ανταγωνιστικότητα ............................. ................. ............. 41
3.2.8 Μετανάστες και επιχειρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα .. 41
3.2.9 Μετανάστες και ελληνική ύπαιθρος ............................................... ............. 42
3.2.10 Μια προσπάθεια αποτίμησης της επίδρασης της ένταξης των μεταναστών
στο εργατικό δυναμικό ............................................... ............................. 43

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Επίσημη πολιτική απασχόλησης για τους μετανάστες ............................. ............ 45
4.1 Νομοθετικό – Θεσμικό πλαίσιο .............................................. ............................. 45
4.2 Μια προσπάθεια αποτίμησης της πολιτικής απασχόλησης για τους μετανάστες... 49

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Προτάσεις πολιτικής ................................................................... ............................... 55
5.1 Προτεινόμενες πολιτικές που άπτονται της διοικητικής διαχείρισης του
αλλοδαπού εργατικού δυναμικού ............................................ ............................... 55
5.2 Προτεινόμενες πολιτικές που αφορούν τόσο τη διοικητική διαδικασία όσο και την
ίδια την αγορά εργασίας .......................................................... .............................. 56
5.3 Προτεινόμενες πολιτικές που αφορούν αυτή καθεαυτή την αγορά εργασίας ........ 57

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Συμπεράσματα ............................................................................. ............................... 61

Πίνακας Συντομογραφιών ................................ ........................... ............................... 64


Πίνακας Εικονογράφησης ............................................................ .............................. 65
Βιβλιογραφία ................................................................ ................. .............................. 66
Ενδεικτική Βιβλιογραφία ............................................................. .............................. 70
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ένταση των μεταναστευτικών ροών είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα σε


παγκόσμιο επίπεδο. Πολλές χώρες ανά τον κόσμο έχουν γίνει αποδέκτες μεταναστευτικών
πληθυσμών. Το κίνητρο για την μετακίνηση αυτών των πληθυσμών είναι πληθώρα
παραγόντων, όπως οι οικονομικές ανισότητες, οι κοινωνικές-πολιτικές αναταράξεις και οι
περιβαλλοντικές καταστροφές. Η χώρα μας, όπως κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έμεινε
ανέπαφη από αυτό το δυναμικό μεταναστευτικό σκηνικό. Μάλιστα από χώρα αποστολής τις
δεκαετίες του ’50 και του ’60, μετατράπηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε χώρα
υποδοχής μεταναστών.
Η μετανάστευση στη χώρα μας όπως δείχνουν σχετικά διαθέσιμα στατιστικά
δεδομένα έχει έντονο εργασιακό χαρακτήρα. Η πληθώρα δηλαδή των μεταναστών λαμβάνει
την απόφαση να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα με στόχο την ανεύρεση
εργασίας. Αυτό το δεδομένο παραπέμπει στη συνύπαρξη ενός εγχώριου και ενός αλλοδαπού
εργατικού δυναμικού υπό την σκέπη της ίδιας αγοράς εργασίας, με συνέπεια την ποσοτική
και την ποιοτική ανασύνθεση της προσφοράς εργασίας, με την πλευρά της ζήτησης εργασίας
να παραμένει αμετάβλητη. Γεννάται λοιπόν ο προβληματισμός του πώς μεταφράζεται στην
πράξη η συνύπαρξη γηγενών και αλλοδαπών εν δυνάμει εργαζομένων. Ασκούνται
εκατέρωθεν πιέσεις ή μιλάμε για μια ομαλή ένταξη των μεταναστών στην εγχώρια αγορά
εργασίας;
Στο πλαίσιο του παραπάνω προβληματισμού κινείται και η παρούσα εργασία. Πιο
συγκεκριμένα, σκοπός αυτής είναι η διερεύνηση του πώς εντάσσονται οι μετανάστες στην
ελληνική αγορά εργασίας και ποιες είναι οι εν δυνάμει επιπτώσεις αυτού του φαινομένου
τόσο στην ίδια την αγορά εργασίας όσο και κατ’ επέκταση στις επιδιώξεις της επίσημης
οικονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στη βάση κυρίως βιβλιογραφικής έρευνας.
Αξιοποιήθηκαν τόσο πρωτότυπες έρευνες-μελέτες όσο και μελέτες στις οποίες γίνεται μια
αποτίμηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Μεγάλο δε τμήμα της εργασίας προέκυψε από τη
χρήση επεξεργασμένων στατιστικών δεδομένων τόσο για την ελληνική αγορά εργασίας όσο
και για τους μετανάστες τα οποία ερμηνεύτηκαν για την εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων.
Σε ότι αφορά στη διάρθρωση της εργασίας, στο δεύτερο κεφάλαιο μελετώνται τα
χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας αναφορικά με μεγέθη όπως η απασχόληση

1
και η ανεργία όπως επίσης και οι προβληματικές πτυχές της (π.χ. χαμηλή παραγωγικότητα,
κατακερματισμός, αδήλωτη εργασία) που αναχαιτίζουν την εύρυθμη λειτουργία της.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση της μετανάστευσης με την αγορά εργασίας
στην Ελλάδα. Εκεί, επιχειρείται σ’ ένα πρώτο επίπεδο η αποτύπωση του προφίλ των
οικονομικών μεταναστών μέσα από τη χρήση των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων, με
ιδιαίτερη έμφαση στην κατανομή της απασχόλησής τους ανά κλάδο οικονομικής
δραστηριότητας και στο είδος των θέσεων που καταλαμβάνουν. Επίσης, σε ένα δεύτερο
επίπεδο, διερευνώνται οι επιπτώσεις της ένταξης των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό
μέσα από τα συμπεράσματα διαθέσιμων επιστημονικών ερευνών ως προς διάφορες
παραμέτρους, π.χ μισθοί, ανεργία, Α.Ε.Π. και παραοικονομία.
Στο τέταρτο κεφάλαιο μελετάται, έχοντας προηγηθεί μια ιστορική αναδρομή, το
υφιστάμενο νομοθετικό-θεσμικό πλαίσιο ως προς την συνιστώσα της πολιτικής απασχόλησης
για τους μετανάστες, κάνοντας ειδική μνεία στη διαδικασία της μετάκλησης. Επιπλέον,
επιχειρείται μια γενική αποτίμηση της εν λόγω πολιτικής με αναφορά και στο αν τα
αποτελέσματά της συνάδουν με την ευρύτερη οικονομική πολιτική του ελληνικού κράτους.
Το πέμπτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη διερεύνηση των αναγκαίων πολιτικών-
μέτρων που θα συμβάλλουν στην ομαλή ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό και
συνάμα στην καλύτερη αξιοποίησή τους, προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και των
αναπτυξιακών στόχων της εθνικής οικονομίας. Μεταξύ των άλλων προτείνεται η δημιουργία
μιας συνεκτικής βάσης δεδομένων για τους μετανάστες, ο εξορθολογισμός της διαδικασίας
της μετάκλησης και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και κατ’ επέκταση της
παραοικονομίας.
Τέλος το έκτο κεφάλαιο συνοψίζει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το σύνολο
των κεφαλαίων της παρούσης εργασίας.
Εν κατακλείδι, χρειάζεται να επισημανθεί ότι διατρέχοντας κανείς την παρούσα
εργασία, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τον παράγοντα «οικονομική κρίση» ως
καταλυτικής σημασίας για την ανατροπή πολλών από όσων γράφονται. Αρκεί να σημειωθεί
ότι έχουν ήδη πληγεί κλάδοι, όπως ο κλάδος των Κατασκευών ο οποίος βρίσκεται στην
κορυφή ως προς το μερίδιο στην απασχόληση των αλλοδαπών εργαζομένων και εν γένει ότι
υπάρχει μια τάση περαιτέρω ενίσχυσης της ευελιξίας (π.χ συμπίεση μισθών, απελευθέρωση
απολύσεων) εν όψει των νέων οικονομικών μέτρων που θα υλοποιηθούν.

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

2.1 Περιγραφή της αγοράς εργασίας κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας

Η ελληνική οικονομία διαρθρώνεται σε τρεις τομείς: α) τον πρωτογενή, β) το


δευτερογενή και γ) τον τριτογενή τομέα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η ανισομερής
κατανομή της απασχόλησης σε αυτούς, με τον τριτογενή τομέα να κρατά τα σκήπτρα, τον
δευτερογενή να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση και τον πρωτογενή την τρίτη. Συγκριτικά δε
με τις ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, η ιεράρχηση των εν λόγω τομέων ως προς τα
ποσοστά απασχόλησης μπορεί να είναι η ίδια αλλά σε αυτές ο πρωτογενής τομέας
παρουσιάζει μικρότερα ποσοστά απασχολουμένων.
Η ανισομερής κατανομή της απασχόλησης στους τρεις τομείς της ελληνικής
οικονομίας αποτυπώνεται στην πίτα του Διαγράμματος 1. Ειδικότερα το Β΄ τρίμηνο του
2009, εν συγκρίσει με το αντίστοιχο περσινό (Β΄ τρίμηνο 2008) παρατηρείται ότι στον
πρωτογενή τομέα έχουμε αύξηση (2,1%) του αριθμού των απασχολούμενων. Αύξηση
παρουσιάζεται και στον τριτογενή τομέα (0,1%) ενώ ο δευτερογενής, αντίθετα, παρουσιάζει
μείωση της τάξης του 6,4%.

Διάγραμμα 1

Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

Σε συνέχεια της παραπάνω γενικής διαίρεσης, ο κάθε τομέας περιλαμβάνει ένα


πλήθος κλάδων οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι αποτυπώνονται καταρχάς με

3
μονοψήφιο κωδικό και κατά δεύτερον με διψήφιο κωδικό με βάση την ταξινόμηση που έχει
υιοθετηθεί από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.). Στο πλαίσιο της
μελέτης της ελληνικής αγοράς εργασίας, αρχικά θα δούμε πώς εξελίσσεται το μέγεθος της
απασχόλησης κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας σ’ ένα ιδιαίτερα πρόσφατο χρονικό
διάστημα (2000-2008), επειδή θα μας επιτρέψει να διαπιστώσουμε τις βασικές εξελίξεις των
διαφόρων κλάδων στη σύγχρονη φάση ανάπτυξής τους (Πίνακας 1).

Πίνακας 1
Μεταβολές Απασχόλησης (%) κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας
Σύνολο Χώρας 2000-2008
% Μεταβολή
Α. ΓΕΩΡΓΙΑ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ, ΘΗΡΑ ΚΑΙ -27,7
ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ
01 Γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα & συναφείς δραστηριότητες -28,0
02 Δασοκομία, υλοτομία & συναφείς δραστηριότητες 4,2
Β. ΑΛΙΕΙΑ 21,4
05 Αλιεία, εκμετάλλευση ιχθυοτροφείων & παραγωγή γόνου 21,4
Γ. ΟΡΥΧΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΑ -1,1
10 Εξόρυξη άνθρακα και λιγνίτη, εξόρυξη τύρφη 7,0
11 Άντληση αργού πετρελαίου & φυσικού αερίου 10,3
12 Εξόρυξη μεταλλευμάτων ουρανίου και θορίου 0,0
13 Εξόρυξη μεταλλούχων μεταλλευμάτων -28,5
14 Λοιπά ορυχεία και λατομεία 8,5
Δ. ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ -4,1
15 Βιομηχανία τροφίμων και ποτών -5,5
16 Παραγωγή προϊόντων καπνού -60,1
17 Παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών υλών -6,6
18 Κατασκευή ειδών ένδυσης, κατεργασία βαφή γουναρικών -45,6
19 Κατεργασία και δέψη δέρματος -30,9
20 Βιομηχανία ξύλου και κατασκευή προϊόντων ξύλου & -10,7
φελλού
21 Κατασκευή χαρτοπολτού, χαρτιού και προϊόντων από χαρτί -12,0

4
22 Εκδόσεις, εκτυπώσεις, αναπαραγωγή ήχου, εικόνας κλπ 32,4
23 Παραγωγή κωκ, προϊόντα διύλισης πετρελαίου, άλλων -28,3
καυσίμων
24 Παραγωγή χημικών ουσιών και προϊόντων 28,6
25 Κατασκευή προϊόντων από καουτσούκ και πλαστικές ύλες 9,5
26 Κατασκευή άλλων προϊόντων από μη μεταλλικά ορυκτά 5,5
27 Παραγωγή βασικών μετάλλων 63,1
28 Κατασκευή μεταλλικών προϊόντων 5,6
29 Κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού μ.α.κ. -0,5
30 Κατασκευή μηχανών γραφείου και ηλεκτρονικών υπο- -53,6
λογιστών
31 Κατασκευή ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών μ.α.κ -13,8
32 Κατασκευή εξοπλισμού, συσκευών ραδιοφωνίας/τη- 38,7
λεόρασης κλπ
33 Κατασκευή ιατρικών, οπτικών οργάνων κλπ. -32,9
34 Κατασκευή αυτοκίνητων κλπ -25,0
35 Κατασκευή λοιπού εξοπλισμού μεταφορών 31,0
36 Κατασκευή επίπλων, λοιπές βιομηχανίες μ.α.κ. 0,6
37 Ανακύκλωση 1057,6
Ε. ΠΑΡΟΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ, ΦΥΣΙΚΟΥ 16,2
ΑΕΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ
40 Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού κλπ. 13,1
41 Συλλογή, καθαρισμός και διανομή νερού 28,2
ΣΤ. ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ 29,9
45 Κατασκευές 29,9
Ζ. ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΚΑΙ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ • ΕΠΙΣΚΕΥΗ 20,3
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΩΝ ΚΑΙ
ΕΙΔΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
50 Εμπόριο, επισκευή αυτ/των κλπ, λιανική πώληση καυ σίμων 17,5
51 Χονδρικό εμπόριο και εμπόριο με προμήθεια 26,0
52 Λιανικό εμπόριο, επισκευή ειδών ατομικής/οικιακής 19,3
χρήσης
Η. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ 19,3

5
55 Ξενοδοχεία και εστιατόρια 19,3
Θ. ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ, ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ 3,4
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
60 Χερσαίες μεταφορές, μεταφορές μέσω αγωγών -1,0
61 Μεταφορές μέσω υδάτινων οδών 35,3
62 Αεροπορικές μεταφορές -22,7
63 Βοηθητικές δραστηριότητες μεταφορών 1,8
64 Ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες 2,3
Ι. ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΙ 12,1
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
65 Ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί 23,1
66 Ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία -49,4
67 Συναφή με ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς 124,4
Κ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ, 63,2
ΕΚΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
70 Διαχείριση ακίνητης περιουσίας 1056,5
71 Ενοικίαση μηχ/των, είδη ατομικής/οικιακής χρήσης 201,6
72 Πληροφορική και συναφείς δραστηριότητες 138,0
73 Έρευνα ανάπτυξη 61,9
74 Άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες 45,3
Λ. ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ • 26,8
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
75 Δημόσια διοίκηση, άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική 26,8
ασφάλιση
Μ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 28,9
80 Εκπαίδευση 28,9
Ν. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ 24,3
85 Υγεία και κοινωνική μέριμνα 24,3
Ξ. ΆΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ 32,1
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ
ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ 'Η
ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

6
90 Διάθεση λυμάτων, απορριμμάτων & παρόμοιες δρα- 16,3
στηριότητες
91 Δραστηριότητες οργανώσεων μ.α.κ. 4,4
92 Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηρι ότητες 22,0
93 Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών 66,5
Ο. ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΝ 39,5
ΟΙΚΙΑΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΜΗ
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΓΙΑ ΙΔΙΑ ΧΡΗΣΗ
95 Ιδιωτικά νοικοκυριά που απασχολούν οικιακό προσωπικό 39,5
Π. ΕΤΕΡΟΔΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ 519,1
99 Ετερόδικοι οργανισμοί και όργανα 519,1
Σύνολο 11,8
Πηγή: ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2009 σελ. 351

Η μείωση της απασχόλησης του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα,


δασοκομία και αλιεία) οφείλεται αποκλειστικά στον κυρίαρχο κλάδο του, τη γεωργία και
κτηνοτροφία, που παρουσιάζει μείωση κατά 28,0%. Αυτή η μείωση στον κλάδο της
γεωργίας-κτηνοτροφίας είναι συνάρτηση της γηρασμένης ηλικιακής διάρθρωσής του. Ένα
τμήμα των απασχολούμενων στον εν λόγω κλάδο αναμένεται ότι την περίοδο 2000-2008
αποχώρησε από το εργατικό δυναμικό λόγω συνταξιοδότησης ενώ ένα άλλο τμήμα της
μείωσης καταδεικνύει την αποχώρηση νεώτερων ηλικιακά ατόμων από τον πρωτογενή τομέα
και την αναζήτηση απασχόλησης στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Η
συνεχιζόμενη μείωση της απασχόλησης δεν είναι ανεξάρτητη από τα βασικά διαρθρωτικά
χαρακτηριστικά του κλάδου (το μικρό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ο
πολυτεμαχισμός τους) και της μείωσης των εξαγωγών σε αγροτικά προϊόντα. Πέραν όμως
του κλάδου της γεωργίας-κτηνοτροφίας ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο οι περιορισμένες
αυξήσεις του κλάδου της δασοκομίας όσο και οι θετικές εξελίξεις του κλάδου της αλιείας και
της ιχθυοκαλλιέργειας.
Οι κλάδοι των ορυχείων και λατομείων στο χρονικό διάστημα 2000-2008
εμφανίζουν μια σχετική στασιμότητα στο πεδίο της απασχόλησης. Η συνολική απασχόληση

7
αυτών των κλάδων παρουσιάζει μια μείωση της τάξης του 1,1% η οποία προκύπτει από τη
μείωση κατά 28,5% του κλάδου εξόρυξης μεταλλούχων μεταλλευμάτων.
Σε ότι αφορά τους κλάδους της μεταποίησης, η συνολική απασχόληση σε αυτούς
σημειώνει μία πτώση της τάξεως του 4,1%. Αυτή η εξέλιξη στη μεταποίηση συνιστά το απο-
τέλεσμα ετερόκλητων εξελίξεων στο εσωτερικό της, με κλάδους να παρουσιάζουν
σημαντικές μειώσεις και να καταδεικνύουν έντονες τάσεις αποβιομηχάνισης αλλά και
κλάδους με σημαντικό δυναμισμό. Από τους 23 (με διψήφιο κωδικό) κλάδους της
μεταποίησης οι 13 εμφανίζουν μειώσεις της απασχόλησης με ρυθμούς που κυμαίνονται
μεταξύ του -0,5% (κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού) και του -60,1%
(παραγωγή προϊόντων καπνού). Οι υπόλοιποι δέκα κλάδοι της μεταποίησης, που εμφανίζουν
αύξηση της απασχόλησης παρουσιάζουν ρυθμούς που κυμαίνονται μεταξύ του 0,6%
(κατασκευή επίπλων, λοιπές βιομηχανίες) και του 1057,6% (ανακύκλωση).
Πιο αναλυτικά από το σύνολο των κλάδων που εμφανίζουν μείωση της απασχόλησης
τους υψηλότερους ρυθμούς εμφανίζουν οι κλάδοι της παραγωγής προϊόντων καπνού (-
60,1%), της κατασκευής μηχανών γραφείου και Η/Υ (-53,6%), των ειδών ένδυσης και
γουναρικών (-45,6%), της κατασκευής ιατρικών οργάνων (-32,9%) και της κατεργασίας και
δέψης δέρματος (-30,9%). Ενώ από τους δέκα κλάδους της μεταποίησης που εμφανίζουν
θετικές εξελίξεις στο πεδίο της απασχόλησης υψηλούς ρυθμούς μεταβολής παρουσιάζουν οι
κλάδοι της παραγωγής βασικών μετάλλων (63,1%), της κατασκευής εξοπλισμού συσκευών
ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (38,7%), των εκδόσεων εκτυπώσεων (32,4%), της κατασκευής
λοιπού εξοπλισμού μεταφορών (31,0%) και της παραγωγής χημικών ουσιών και προϊόντων
(28,6%). Ιδιαίτερη περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ο κλάδος της ανακύκλωσης, που ως
νέος κλάδος της ελληνικής οικονομίας, εμφανίζει εξαιρετικά υψηλό ρυθμό αύξησης
(1.057,6%) καταδεικνύοντας ένα δυναμισμό, με περιορισμένη ωστόσο σημασία ως εκ του
ιδιαίτερα μικρού μεγέθους του.
Οι παραπάνω εξελίξεις στη μεταποίηση συνδέονται και με τα διαρθρωτικά
χαρακτηριστικά της όπως η κατανομή των επί μέρους κλάδων σε εντάσεως εργασίας και
εντάσεως κεφαλαίου, ο βαθμός ενσωμάτωσης στην παραγωγική διαδικασία των κλάδων νέων
τεχνολογιών και σύγχρονων μορφών οργάνωσης της παραγωγής, το ύψος των επενδύσεων
και ο αριθμός και το μέγεθος των παραγωγικών μονάδων. Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι
σύμφωνα και με στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. στη μεταποίηση δρά ένας μεγάλος αριθμός μικρών
επιχειρήσεων.
Θετικές χαρακτηρίζονται και οι εξελίξεις στους κλάδους του ηλεκτρισμού,
ύδρευσης και φυσικού αερίου καθώς η απασχόληση εμφανίζει αύξηση κατά 16,2%.

8
Αμφότεροι οι κλάδοι της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου και της
συλλογής και διανομής νερού εμφανίζουν αυξήσεις της απασχόλησής τους κατά 13,1% ο
πρώτος και κατά 28,2% ο δεύτερος. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους κλάδους έχουν ιδιαίτερα μικρό μέγεθος.
Οι μεταβολές της απασχόλησης στον κλάδο των κατασκευών επιβεβαιώνουν τους
ισχυρισμούς πολλών ερευνητών ότι πρόκειται περί ενός από τους πλέον σημαντικούς
κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Η απασχόλησή του στο διάστημα
2000-2008 ακολουθεί μια σχεδόν διαρκή ανοδική πορεία παρουσιάζοντας ρυθμό αύξησης
που ανέρχεται σε 29,9%. Το συντριπτικό ποσοστό των επιχειρηματικών μονάδων του κλάδου
έχουν μικρό μέγεθος.
Οι κλάδοι του εμπορίου εμφανίζουν ένα ιδιαίτερο δυναμισμό, αυξάνουν την
απασχόληση και συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στο
σύνολο τους οι κλάδοι του εμπορίου αυξάνουν την απασχόλησή τους κατά 20,3% ενώ οι
επιμέρους ρυθμοί αύξησης έχουν ως εξής: τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης εμφανίζει ο κλάδος
του χονδρικού εμπορίου (26,0%), ακολουθεί ο κλάδος του λιανικού εμπορίου με ρυθμό
αύξησης της τάξεως του 19,3% και ο τρίτος σε ρυθμό αύξησης της απασχόλησης κλάδος του
εμπορίου είναι αυτός του εμπορίου και επισκευής αυτοκινήτων και λια νικής πώλησης
καυσίμων (17,5%).
Ο κλάδος των ξενοδοχείων-εστιατορίων συνιστά έναν ακόμη κλάδο με θετικές εξε-
λίξεις στο πεδίο της απασχόλησης κι όντας στον πυρήνα του τουρισμού αποτελεί έναν από
τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Η απασχόλησή του στο διάστημα
2000-2008 αυξάνει συνολικά κατά 19,3% και είναι ένας από μεγαλύτερους σε μέγεθος
απασχόλησης κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Στους κλάδους των μεταφορών, αποθήκευσης και επικοινωνιών η συνολική
απασχόληση στο διάστημα 2000-2008 αυξάνει με ιδιαίτερα περιορισμένο ρυθμό, που
ανέρχεται σε 3,4%, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον κλάδο των υδάτινων μεταφορών
(ναυτιλία). Πιο αναλυτικά, ο κλάδος των μεταφορών μέσω υδάτινων οδών (η ναυτιλία
δηλαδή) εμφανίζει ένα ιδιαίτερο δυναμισμό, στο πεδίο της απασχόλησης, όπου ο ρυθμός
μεταβολής της ανέρχεται σε 35,3%. Οι εξελίξεις όμως στους υπόλοιπους κλάδους της
κατηγορίας αυτής δεν είναι ενθαρρυντικές. Τόσο στον κλάδο των χερσαίων μεταφορών, που
εμφανίζει οριακά αρνητική μεταβολή (-1,0%) όσο και σ’ αυτούς των βοηθητικών
δραστηριοτήτων μεταφορών και των ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών οι μεταβολές της
απασχόλησης είναι οριακά θετικές (1,8% και 2,3% αντίστοιχα), υποδηλώνοντας περισ σότερο
στασιμότητα παρά ανάπτυξη. Ταυτοχρόνως στις αεροπορικές μεταφορές η μείωση της

9
απασχόλησης είναι μεγάλη και ανέρχεται σε -22,7% παρέχοντας μια περαιτέρω ένδειξη της
παρατεταμένης κρίσης του κλάδου.
Η απασχόληση στο σύνολο των κλάδων των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών
οργανισμών εμφανίζει αύξηση κατά 12,1%. Μάλιστα οι δύο κύριοι κλάδοι των ενδιάμεσων
χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των συναφών με αυτούς οργανισμών παρουσιάζουν
θετικές μεταβολές της απασχόλησης (23,1% και 124,4% αντίστοιχα) σε αντίθεση με τον
κλάδο των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων, που εμφανίζει σημαντική μείωση
της τάξεως του -49,4%.
Η απασχόληση στο σύνολο των κλάδων της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, των
εκμισθώσεων και των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών αυξάνει κατά 63,2%
παρουσιάζοντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αύξησης (σε επίπεδο μονοψήφιου κλάδου).
Ανάμεσα στους κλάδους αυτούς κυρίαρχος από πλευράς απασχόλησης αναδεικνύεται ο
κλάδος της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας που εμφανίζει αύξηση της απασχόλησης κατά
1056,5%. Ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς αύξησης (201,6%) εμφανίζει ο κλάδος της ενοικίασης
μηχανών και ειδών ατομικής χρήσης, ακολουθούμενος από τον κλάδο της πληροφορικής και
των συναφών δραστηριοτήτων (138%). Σημαντική θα πρέπει να χαρακτηρισθεί και η αύξηση
της απασχόλησης (61,9%) στον κλάδο της έρευνας και ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι το
μέγεθος του κλάδου είναι ιδιαίτερα περιορισμένο όπως επίσης και του κλάδου των άλλων
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (45,3%).
Αναφορικά με τους κλάδους της α) δημόσιας διοίκησης, άμυνας και
υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, β) εκπαίδευσης και γ) υγείας και κοινωνικής
μέριμνας σημειώνεται αύξηση της απασχόλησης με ποσοστά 26,8%, 28,9% και 24,3%
αντίστοιχα.
Θετικές εμφανίζονται οι εξελίξεις και στους κλάδους των άλλων δραστηριοτήτων
παροχής υπηρεσιών. Οι κλάδοι αυτοί εμφανίζουν τόσο για το σύνολό τους όσο και ο κάθε
ένας ξεχωριστά θετικές μεταβολές στην απασχόλησή τους. Ειδικότερα οι κλάδοι εμφανίζουν
στο σύνολό τους αύξηση ως προς την απασχόληση κατά 32,1%. Τον υψηλότερο ρυθμό
(66,5%) εμφανίζει ο κλάδος των άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών. Ακολουθεί ο
κλάδος των ψυχαγωγικών, πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων με ρυθμό αύξησης
(22,0%), με τους άλλους δύο κλάδους (κλάδος διάθεσης λυμάτων, απορριμμάτων και
συναφών δραστηριοτήτων και κλάδος δραστηριοτήτων οργανώσεων) να εμφανίζουν
χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης (16,3% και 4,4% αντίστοιχα). Σε αυτούς
τους κλάδους δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων.

10
Τέλος αξίζει να σημειωθεί και η σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατά 39,5%
στον κλάδο των ιδιωτικών νοικοκυριών με οικιακό προσωπικό. Όπως θα αναφερθεί και
στην ενότητα με τους μετανάστες, ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου είναι το αυξημένο
ποσοστό απασχόλησης των μεταναστών στον κλάδο.
Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση για τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας
που αναπτύχθηκαν παραπάνω, στο πεδίο της απασχόλησης οι εξελίξεις στο χρονικό διάστημα
2000-2008 θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως οριακά θετικές. Η απασχόληση αυξάνει
συνολικά κατά 11,8%, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι η ανεργία δεν παραμένει συνάμα σε υψηλά
επίπεδα, με ποσοστό 7,2%.
Από το σύνολο των 60 κλάδων, που καταγράφονται στην παρούσα ανάλυση (κατά
διψήφιο κωδικό), 41 εμφανίζουν αύξηση της απασχόλησης, 18 μείωση και ένας στασιμότητα
(κλάδος εξόρυξης μεταλλευμάτων ουρανίου και θορίου). Δεσπόζουσα θέση μεταξύ αυτών
που σημειώνουν αύξηση της απασχόλησης έχουν οι κλάδοι των υπηρεσιών σε βάρος των
κλάδων του δευτερογενούς τομέα και ειδικότερα της μεταποίησης. Εξαίρεση στον κανόνα
αποτελεί ο κλάδος της παραγωγής βασικών μετάλλων και ο κλάδος της ανακύκλωσης
(κλάδοι της μεταποίησης) με ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης 63,1% και 1057,6%
αντίστοιχα. Βέβαια να υπενθυμίσουμε ότι το μικρό μέγεθος του κλάδου της ανακύκλωσης
καθιστά περιορισμένης σημασίας τη διαφαινόμενη δυναμική του. Σε ότι αφορά στους
κλάδους με μείωση της απασχόλησης, κυριαρχεί η πλειονότητα των κλάδων της
μεταποίησης, ο κλάδος της γεωργίας-κτηνοτροφίας και ο κλάδος των ασφαλιστικών και
συνταξιοδοτικών ταμείων.
Η πιο σύγχρονη αναφορά σε μεταβολές της απασχόλησης κατά κλάδο οικονομικής
δραστηριότητας, πέραν της παραπάνω ανάλυσης για την περίοδο 2000-2008, εξάγονται με
βάση τα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. για το Α΄ τρίμηνο του 2009 σε αντιπαραβολή με το αντίστοιχο
τρίμηνο του 2008. Οι κυριότεροι κλάδοι (μονοψήφιου κωδικού) στους οποίους μειώθηκε η
απασχόληση είναι: ο κλάδος των κατασκευών (-27,7%), της μεταποίησης (-11,6%), των
ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών (-10,1%), της υγείας και κοινωνικής μέριμνας ( -
9,7%) και των ξενοδοχείων και εστιατορίων (-8,5%). Απ’ ότι φαίνεται ο κλάδος της
μεταποίησης παρουσιάζει με το πέρασμα των χρόνων σταθερή καθοδική πορεία από άποψη
απασχόλησης, με τους άλλους προαναφερόμενους κλάδους να παρουσιάζουν πρώτη φορά
μείωση μετά την ανάλυση της περιόδου 2000-2008.
Στον αντίποδα, για την ίδια χρονική περίοδο (2008-2009), οι κυριότεροι κλάδοι οι
οποίοι εμφάνισαν αύξηση στην απασχόληση είναι του εμπορίου (21,8%), της ενημέρωσης -
ψυχαγωγίας (12,8%) και των ιδιωτικών νοικοκυριών (12,2%) (Κρητικίδης, 2009 1). Εδώ από

11
την πλευρά της αύξησης της απασχόλησης, η τάση τριτογενοποίησης της ελληνικής
οικονομίας παραμένει αμετάβλητη.

2.2 Ποσοστά απασχόλησης

Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών
και άνω είναι 53,7% για το Β΄ τρίμηνο του 2009, έναντι 53,5% για το αντίστοιχο τρίμηνο του
2008. Την εικόνα της απασχόλησης στο σύνολό της και κατά φύλο την αποτυπώνει ο
Πίνακας 2.

Πίνακας 2
Ποσοστά Απασχόλησης (15-64 ετών) κατά φύλο: Β΄ τρίμηνο 2004 – 2009
Σύνολο Άνδρες Γυναίκες
2004 59,6 74,0 45,5
2005 60,1 74,2 46,1
2006 61,0 74,6 47,7
2007 61,4 74,9 47,9
2008 62,0 75,4 49,0
2009 61,6* 73,9* 49,2*
Πηγή: Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2008-2010, σελ. 52
* ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (Γιώργος Κρητικίδης, αδημοσίευτα στοιχεία)

Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε το συνολικό ποσοστό απασχόλησης αυξάνεται


διαχρονικά μέχρι το 2008, ενώ το Β΄ τρίμηνο του 2009 παρουσιάζει ελαφρά κάμψη
φτάνοντας στο 61,6% έναντι 62% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008. Όμως η κατανομή της
απασχόλησης ως προς τον παράγοντα φύλο ευνοεί τους άνδρες με το ποσοστό των γυναικών
να υπολείπεται του αντίστοιχου των ανδρών. Οι γυναίκες λοιπόν στη χώρα μας παρουσιάζουν
μικρότερη συμμετοχή στην απασχόληση. Στο σημείο αυτό όμως αξίζει να σημειωθεί η κάμψη
της απασχόλησης των αντρών το Β΄ τρίμηνο του 2009 για πρώτη φορά από το 2004 κι έπειτα.

12
2.3 Ευέλικτες μορφές απασχόλησης

Η συνιστώσα των μορφών απασχόλησης στη χώρα μας αναδεικνύει την κυριαρχία του
παραδοσιακού μοντέλου της πλήρους απασχόλησης, παρόλη την αύξηση της μερικής
απασχόλησης κατά 8,9%. Επίσης η μόνιμη απασχόληση σε αντιπαραβολή με την προσωρινή,
μειώθηκε κατά 2,5% αλλά εξακολουθεί να δεσπόζει σε σχέση με τη δεύτερη (Πίνακας 3).

Πίνακας 3
Οι μεταβολές στην πλήρη, τη μερική, τη μόνιμη και την προσωρινή απασχόληση
2008-2009
Β΄ τρίμηνο Β΄ τρίμηνο Β΄ τρίμηνο Β΄ τρίμηνο
2008 2009 2008-2009 2008-2009 (%)
Πλήρης 4.332.065 4.259.475 -72.590 -1,7%
Απασχόληση
Μερική 250.062 272.440 22.378 8,9%
Απασχόληση
% Μερικής 5,5% 6%
Απασχόλησης
Μόνιμη 2.631.912 2.567.230 -64.682 -2,5%
Απασχόληση
Προσωρινή 342.484 354.885 12.401 3,6%
Απασχόληση
% Προσωρινής 11,5% 12,1%
Απασχόλησης
Πηγή: Κρητικίδης, 2009 2 σελ. 6 και 8

Η αποτύπωση της κατανομής στης απασχόλησης ανάλογα με τη θέση στο επάγγελμα


καταδεικνύει ότι υπερισχύουν οι μισθωτοί έναντι των αυτοαπασχολούμενων χωρίς
προσωπικό, των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και των βοηθών στην οικογενειακή
επιχείρηση (Διάγραμμα 2).

13
Διάγραμμα 2

Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

Σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά του Β΄ τριμήνου του 2008, μείωση παρατηρείται


στους μισθωτούς και στους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση κατά 1,8% και 1,9%
αντίστοιχα ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό και χωρίς αυξάνονται κατά 1,0% και
0,4% αντίστοιχα.

2.4 Ανεργία

Η ελληνική αγορά εργασίας, μέσα από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων,
παρουσιάζει μια παράδοση υψηλών ποσοστών ανεργίας η οποία κατά καιρούς έχει αποδοθεί
στις δομικές της αδυναμίες και δυσκαμψίες. Η άνοδός της όμως τα τελευταία δύο χρόνια,
μετά την προηγούμενη σχετική κάμψη της είναι άμεσα σχετιζόμενη με την οικονομική κρίση
που μαστίζει τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) όσο και χώρες εκτός Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. κατά το Β΄ τρίμηνο του 2009 το ποσοστό
ανεργίας (δηλαδή η αναλογία % των ανέργων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, που
είναι το άθροισμα απασχολουμένων και ανέργων) ανήλθε σε 8,9%. Το αντίστοιχο τρίμηνο
του 2008 ανερχόταν στο 7,2% (Πίνακας 4).

14
Πίνακας 4
Ποσοστό Ανεργίας (%): Β΄ τρίμηνο 1998 – 2009
Έτος 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
Ανεργία
(%) Β΄
Τριμήνου 10,8 11,9 11,2 10,4 9,9 9,3 10,2 9,6 8,8 8,1 7,2 8,9
Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ανεργίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι


γένους θηλυκού: το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (12,5%) είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό
των ανδρών (6,3%). Βλέπουμε δηλαδή ότι οι γυναίκες στη χώρα μας δεν παρουσιάζουν μόνο
μικρότερη συμμετοχή στην απασχόληση αλλά συνάμα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Από
την, κατά ομάδες ηλικιών, διάρθρωση της ανεργίας προκύπτει ότι το υψηλότερο ποσοστό
παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-29 ετών, ήτοι 17,7% (Διάγραμμα 3). Για νέες γυναίκες
το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο 22,6% (Πίνακας 5).

Διάγραμμα 3

Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

15
Πίνακας 5
Ανεργία (%), κατά φύλο και ομάδες ηλικιών: Β’ τρίμηνο 2008 και 2009
B' τρίμηνο
2008 2009
Ηλικία Άρρενες Θήλεις Σύνολο Άρρενες Θήλεις Σύνολο
Σύνολο 4,7 10,9 7,2 6,3 12,5 8,9
15-29 11,5 20,7 15,5 13,9 22,6 17,7

30-44 3,5 10,3 6,4 5,1 11,9 8,0

45-64 2,5 5,6 3,7 4,2 7,4 5,4

65+ 1,0 0,0 0,7 0,7 0,7 0,7


Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

Πέραν της ανάλυσης του πώς διαρθρώνεται η ανεργία κατά φύλο και ηλικία θα ήταν
παράλειψη να μην αναφερθεί η παθογένεια της ελληνικής αγοράς εργασίας που αφορά στους
μακροχρόνια ανέργους. Οι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες
και άνω εργασία, αν και αποτελούν το 43,0% του συνόλου των ανέργων το 2009, έναντι
51,5% το 2008, αυξήθηκαν κατά απόλυτες τιμές (Κρητικίδης, 2009 2). Το γεγονός ότι το
ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει υψηλό, αποκαλύπτει την
αδυναμία σύζευξης των υπαρχουσών δεξιοτήτων των εργαζομένων με τη συγκεκριμένη
διάρθρωση της ζήτησης εργασίας από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα (Ναυτεμπορική,
2005).
Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να αναφερθεί η ανισομερής κατανομή του υψηλού
ποσοστού ανεργίας στις διάφορες Περιφέρειες της χώρας. Το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας
παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία με 12,3% και στο Νότιο Αιγαίο με 11,7%. Στον
αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στο Βόρειο Αιγαίο με 6,4% και στην
Πελοπόννησο με 7,5% (Πίνακας 6).

16
Πίνακας 6

Ανεργία (%), κατά Περιφέρεια: Β’ τρίμηνο 2008 και 2009


Β΄τρίμηνο

Περιφέρειες 2008 2009

Σύνολο Χώρας 7,2 8,9

Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 8,4 9,9

Κεντρική Μακεδονία 8,3 9,3

Δυτική Μακεδονία 12,4 12,3

Ήπειρος 9,2 10,9

Θεσσαλία 7,1 8,2

Ιόνιοι Νήσοι 9,0 8,4

Δυτική Ελλάδα 9,3 9,8

Στερεά Ελλάδα 8,3 10,5

Αττική 6,0 8,2

Πελοπόννησος 7,1 7,5

Βόρειο Αιγαίο 4,2 6,4

Νότιο Αιγαίο 7,1 11,7

Κρήτη 5,1 8,0

Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε., Ε.Ε.Δ. 2009 (Β΄ τριμήνου)

2.5 Προβλήματα - Δυσλειτουργίες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα

Στην ανάλυση που προηγήθηκε για τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς


εργασίας που αποτυπώνονται μέσα από στατιστικά στοιχεία επίσημων φορέων όπως η
Ε.Σ.Υ.Ε. αλλά και σε επίσημα κρατικά κείμενα όπως το Εθνικό Πρόγραμμα
Μεταρρυθμίσεων (Ε.Π.Μ.), έρχονται να προστεθούν κι άλλες πτυχές που θεωρούνται ότι
δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Πολλές φορές στο πλαίσιο της προβληματικής για την αγορά εργασίας, υποστηρίζεται
ότι η παραγωγικότητα της εργασίας (πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.)
ανά απασχολούμενο) στην Ελλάδα είναι χαμηλή, παρόλο που όπως αναφέρει και το Ε.Π.Μ.

17
2008-2010 η χώρα μας σημείωσε μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης την περίοδο 2005-2007 σε
σχέση με το ευρωπαϊκό μέσο όρο. Χαρακτηριστικά το 2007 ο ρυθμός αύξησης της
παραγωγικότητας της εργασίας στην Ε.Ε. των 27 ανήλθε στο 1,3%, ενώ στην Ελλάδα στο
2,7%. Η παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας μπορεί να φαίνεται ότι
αυξάνεται όμως υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Παρουσιάζεται ένα σύνθετο τοπίο κλάδων αυξημένης, μειούμενης και στάσιμης
παραγωγικότητας της εργασίας κι αν λάβουμε υπόψιν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας
είναι συνάρτηση παραγόντων όπως η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, η υιοθέτηση
καινοτομιών, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οι
υφιστάμενοι θεσμοί και πολιτικές (ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2009), η χώρα μας χωλαίνει σε
πολλούς από αυτούς. Μάλιστα το γεγονός ότι παρουσιάζεται οπισθοδρόμηση σε πολλούς από
τους προαναφερόμενους παράγοντες κατ’ επέκταση συμπαρασύρει και την άνοδο της
ανταγωνιστικότητας, τα χαμηλά επίπεδα της οποίας πλήττουν την ελληνική αγορά
εργασίας και την ελληνική οικονομία.
Επιπρόσθετα στη χώρα μας γίνεται συχνά λόγος, κυρίως από την πλευρά των
επιχειρήσεων (ζήτηση εργασίας), για την ύπαρξη δυσκαμψίας στην αγορά εργασίας που
λειτουργεί ως τροχοπέδη στην απορρόφηση της προσφοράς εργασίας και κατ’ επέκταση στην
ενίσχυση της απασχόλησης. Αυτή η δυσκαμψία συνίσταται στην αυστηρή, σε σχέση με άλλα
κράτη μέλη της Ε.Ε., προστατευτική νομοθεσία της απασχόλησης σε ότι αφορά το χρόνο
εργασίας, την αποζημίωση λόγω απόλυσης και τις ασφαλιστικές εισφορές, στον καθορισμό
υποχρεωτικών ελάχιστων αμοιβών με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κυβερνητικές
αποφάσεις αλλά και σε συντεχνιακές πρακτικές ορισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων
(Ακαδημία Αθηνών, 2009) που έχουν μεγαλύτερη ακτίνα επιρροής στο δημόσιο.
Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα
στοιχεία των «Ειδικών ερευνών της αγοράς εργασίας» της Ε.Ε. που πραγματοποιήθηκαν το
1999 σε όλες τις χώρες της Κοινότητας, όπως είναι αυτές που αφορούν στις επιχειρήσεις της
βιομηχανίας, του λιανικού εμπορίου και των υπηρεσιών. Τα στοιχεία αυτά, που ανέλαβε να
συλλέξει στη χώρα μας για λογαριασμό της Ε.Ε. το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών
Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.), καταδεικνύουν την ως ένα βαθμό υπερεκτίμηση των στοιχείων
δυσκαμψίας που συνδέονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το χρόνο εργασίας, τις
απολύσεις ή τον καθορισμό των μισθών (Τράπεζας της Ελλάδας, 2000).
Ένας συγκεντρωτικός πίνακας (Πίνακας 7) για τις εν λόγω επιχειρήσεις που
συμπεριλήφθησαν στην σχετική έρευνα ο οποίος σχετίζεται με το ερώτημα κατά πόσο
υπάρχει δυσκαμψία στην ελληνική αγορά εργασίας παρατίθεται παρακάτω.

18
Πίνακας 7
Δυσκαμψία στην αγορά εργασίας;
ΛΙΑΝΙΚΟ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ
Σημασία
Παραγόντων
Μισθολογικό Μικρή (για τις Μικρή (για τις Μικρή (για τις
Κόστος μεγαλύτερες) μεγαλύτερες) μεγαλύτερες)
Μη
Μικρή (για τις Μικρή (για τις Μικρή (για τις
Μισθολογικό
μεγαλύτερες) μεγαλύτερες) μεγαλύτερες)
Κόστος
Προσαρμογή
στη Ζήτηση
Προσωρινή
Μεσαία Μεγάλη Μεγάλη
απασχόληση
Απολύσεις – Μικρή (για τις
Μεγάλη
Αποζημιώσεις μεγαλύτερες)
Μεγάλη
Αλλά,
εξαιρετικά
Ευελιξία
εκτεταμένη χρήση Μεγάλη
Χρόνου
βαρδιών, εργασίας (Ωράρια λειτουργίας)
Εργασίας
το
Σαββατοκύριακο,
νύκτα κ.λ.π.
Έρευνες Ι.Ο.Β.Ε. (1999, 2004)
Πηγή: Κικίλιας, 2010

Σε ανάλυση του Πίνακα 7, οι ελληνικές βιομηχανίες (ιδιαίτερα οι μεγάλες) αποδίδουν


μικρή σημασία στον παράγοντα μη μισθολογικό κόστος για τη μείωση του προσωπικού τους
ενώ στο μισθολογικό κόστος μεγαλύτερη. Όμως εξακολουθεί να παραμένει μικρής
βαρύτητας παράγοντας και το μισθολογικό κόστος. Όσον αφορά στους παράγοντες που

19
περιορίζουν τη δυνατότητα προσαρμογής της παραγωγής στη ζήτηση, δε θεωρούν ως
πρόβλημα τις ρυθμίσεις για τις προσλήψεις προσωρινού προσωπικού και τη νομοθεσία για τις
απολύσεις αλλά συγκριτικά ιεραρχούν πιο ψηλά τις νομικές ρυθμίσεις για την προσωρινή
απασχόληση. Σοβαρότερο πρόβλημα ως παράγοντα μη ευελιξίας θεωρούν τις νομικές
ρυθμίσεις για το χρόνο εργασίας αν και παρουσιάζουν εξαιρετικά εκτεταμένη χρήση των
βαρδιών και της εργασίας τα σαββατοκύριακα και τη νύχτα.
Οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου δε θεωρούν ως αιτία μείωσης του προ σωπικού
το μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος, ενώ θεωρούν ως σημαντικό πρόβλημα τους
διοικητικούς κανόνες για την αύξηση των ωρών λειτουργίας τους όπως επίσης και τις
συλλογικές συμβάσεις.
Μικρή σημασία στο μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος εργασίας αποδίδουν
με τη σειρά τους και οι ελληνικές επιχειρήσεις στους τομείς των υπηρεσιών. Επιπρόσθετα
αποδίδουν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία ως περιοριστικών παραγόντων της ευέλικτης
αξιοποίησης της εργασίας, στις ρυθμίσεις για την προσωρινή εργασία (που έχει μεγάλη
σημασία στον κλάδο), τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης και για το χρόνο εργασίας.
Βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι - σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των
επιχειρήσεων- την ελληνική πλευρά εργασίας χαρακτηρίζει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία απ’ ότι
συνήθως πιστεύεται ή αναγνωρίζεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καταγράφονται και
στοιχεία ανελαστικότητας (όπως οι νομικές ρυθμίσεις για την προσωρινή απασχόληση, τις
αποζημιώσεις λόγω απόλυσης και για το χρόνο εργασίας). Μάλιστα την περίοδο που
διενεργήθηκε η έρευνα οι επιχειρήσεις και στους τρεις κλάδους δεν αποτρέπονται από τις
διάφορες νομικές ρυθμίσεις να προβλέπουν άνοδο της απασχόλησης.
Βέβαια η χώρα μας την ίδια στιγμή που παρουσιάζεται να έχει αυστηρή
προστατευτική της απασχόλησης νομοθεσία, στο πλαίσιο των επιταγών της Ε.Ε. (έχει
μεσολαβήσει η διαβούλευση στο πλαίσιο της Πράσινης Βίβλου (2006) για τον
εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου) για ενσωμάτωση της ευελιξίας με ασφάλεια
(flexicurity) στην αγορά εργασίας, έχει προχωρήσει στη θέσπιση ρυθμίσεων που αφορούν
στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση-
υπεργολαβία, τηλεργασία, κ.α). Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αξιολογείται ως θετική τόσο από
τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας
(Ακαδημία Αθηνών, 2009) όσο και από εκείνες τις επιχειρήσεις που εν μέσω οικονομικής
κρίσης έχουν ανάγκη την ευελιξία. Πολλές φορές όμως σηματοδοτεί από τη μία τον
εγκλωβισμό των εργαζομένων στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και από την άλλη την

20
αυθαιρεσία και τις καταχρήσεις εις βάρος της προσφοράς εργασίας, οπότε μπορούμε να
μιλάμε για παράνομη ή κακώς νοούμενη ευελιξία (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007).
Συνάμα με τα παραπάνω, στην ελληνική αγορά εργασίας απαντάται και ο
κατακερματισμός. Ο κατακερματισμός ή η κατάτμηση της αγοράς εργασίας η οποία απειλεί
την σε βάθος χρόνου απόδοση της ίδιας της αγοράς εργασίας (European Commission, 2009)
παραπέμπει στη διαίρεσή της σε δύο καταρχήν τμήματα, το πρωτεύον και το δευτερεύον (κι
όχι σε ένα ενιαίο). Στο πρωτεύον εντάσσονται θέσεις εργασίας που παρέχουν υψηλές
αποδοχές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα και
δυνατότητες εξασφάλισης καριέρας. Αντίθετα στο δευτερεύον τμήμα εντάσσονται οι
εργασίες με χαμηλές αποδοχές, κακές συνθήκες εργασίας, έλλειψη σταθερότητας και
ανασφάλεια (Ευστράτογλου, 2006) τις οποίες καταλαμβάνουν κυρίως ευάλωτες ομάδες όπως
οι νέοι, οι γυναίκες και οι μετανάστες και εν γένει οι εργαζόμενοι με χαμηλές προσδοκίες.
Αυτός όμως ο δυϊσμός στην αγορά εργασίας ο οποίος συντηρείται εν πολλοίς από την
παράλληλη ύπαρξη αυστηρών ρυθμίσεων και εκτεταμένης εφαρμογής μορφών ευέλικτης
απασχόλησης προκαλεί περαιτέρω τη διάσπαση της προσφοράς εργασίας και τη μείωση της
διαπραγματευτικής της δύναμης.
Μία άλλη παθογένεια που συναντούμε στην αγορά εργασίας στη χώρα μας είναι η
αδήλωτη εργασία η οποία ευνοείται από την παραοικονομία και συνιστά δομικό πλέον
στοιχείο ορισμένων κλάδων παραγωγής που εξαρτώνται από αυτή όπως ο κλάδος των
κατασκευών, του εμπορίου και των ιδιωτικών νοικοκυριών. Αυτή η πραγματικότητα ασκεί
πολύπλευρες αρνητικές επιδράσεις επηρεάζοντας και τους τρεις πρωταρχικούς στόχους -
πλήρη απασχόληση, ποιότητα και παραγωγικότητα στην εργασία και κοινωνική συνοχή- που
τίθενται στο κεφάλαιο για την απασχόληση του Ε.Π.Μ. 2008-2010. Εκτιμάται ότι το ποσοστό
του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην παραοικονομία είναι περίπου 26% (αφορά
τόσο επίσημα εργαζόμενους που εργάζονται παράλληλα σε δεύτερη εργασία όσο και
παράνομα εργαζόμενους). Το ιδιαίτερο πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας η οποία είναι
σύμφυτη με την πλήρη καταστρατήγηση των εργατικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων και
έρχεται να ενισχύσει τον υπάρχοντα κατακερματισμό της αγοράς εργασίας, αναδεικνύεται και
από τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Commission of the European Communities,
2009), σύμφωνα με τις οποίες η χώρα μας πρέπει να μετατρέψει την αδήλωτη εργασία σε
επίσημη απασχόληση.
Η διατήρηση του θεσμού των κλειστών επαγγελμάτων από την πλευρά της
ελληνικής νομοθεσίας η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα όσα επιτάσσει η Ε.Ε. (αναμένεται
τον επόμενο χρόνο να ενσωματωθεί υπάρχουσα Οδηγία που θα απελευθερώσει τα «κλειστά

21
επαγγέλματα»), προκαλεί αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας από την πλευρά της προσφοράς
εργασίας με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό κατόχων συγκεκριμένων πτυχίων να στρέφονται
αλλού για ανεύρεση εργασίας και να αποειδικεύονται ή να ενισχύουν την υπάρχουσα
ανεργία.
Στην ελληνική αγορά εργασίας παρατηρείται επίσης το φαινόμενο της αποφυγής των
χειρονακτικών εργασιών και γενικά θέσεων που απαιτούν χαμηλά επαγγελματικά προσόντα
(Ακαδημία Αθηνών, 2009, Καψάλης, 2007) λόγω της ταχείας αύξησης του μορφωτικού
επιπέδου των γηγενών.
Τέλος ένα άλλο θέμα που τίθεται επί τάπητος πολλές φορές και χαρακτηρίζει την
ελληνική αγορά εργασίας είναι η προβληματική σύζευξη της ζήτησης και της προσφοράς
εργασίας. Εκείνο που συμβαίνει συνήθως είναι να μην ανταποκρίνονται οι δεξιότητες και τα
προσόντα των υποψήφιων για εργασία στις απαιτήσεις των εργοδοτών ή να μην έχουν
δημιουργηθεί οι κατάλληλες θέσεις για τους διάφορους πτυχιούχους, κάτι που όπως έχει
αναφερθεί ήδη ενισχύει το φαινόμενο της μακροχρόνια ανεργίας.
Εν κατακλείδι θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί ότι πολλά από τα παραπάνω
που αναφέρθηκαν και συνθέτουν την κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας βρίσκονται
υπό αίρεση και αναμένεται να αλλάξουν άρδην εν όψει των απαιτήσεων, εξαιτίας του
δανεισμού της χώρας μας, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ε.Ε. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, η περαιτέρω αύξηση της ευελιξίας, η
καταπολέμηση της παραοικονομίας και η άμεση κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων.

22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ Η
ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η εποχή μας διαμορφώνεται από ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο, το μεταναστευτικό


φαινόμενο. Παρατηρούνται μετακινήσεις μεταναστευτικών πληθυσμών σε παγκόσμιο
επίπεδο εξαιτίας ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων που
συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν. Η χώρα μας, όπως και πολλές χώρες της Ε.Ε.
δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από την ένταση των μεταναστευτικών ρευμάτων δεδομένης και
της θέσης της στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, η οποία ενισχύει την ιδιότητά της ως
πύλης εισόδου μεταναστών τόσο από την Ασία όσο και από την Αφρική. Μάλιστα από χώρα
αποστολής (κυρίως τις δεκαετίες ’50 και ’60), από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχει
μετατραπεί σε χώρα υποδοχής μεταναστευτικού δυναμικού. Στην πλειοψηφία τους οι
μετανάστες είναι οικονομικοί και έρχονται να εγκατασταθούν στη χώρα μας για ανεύρεση
εργασίας με αποτέλεσμα να προστίθενται στο υπάρχον εγχώριο εργατικό δυναμικό.
Αυτή η νέα πραγματικότητα λοιπόν που διαμορφώνεται στην ελληνική αγορά
εργασίας με την αύξηση του εργατικού δυναμικού και κατ’ επέκταση της προσφοράς
εργασίας είναι εύλογο να γεννά ερωτήματα σχετικά με το ποια είναι τα χαρακτηριστικά του
μεταναστευτικού αποθέματος που διαθέτει η χώρα μας καθώς επίσης και ποιες είναι οι εν
δυνάμει επιπτώσεις που έχει η ένταξη των μεταναστών στην ελληνική αγορά εργασίας.

3.1 Στατιστικά στοιχεία για τους μετανάστες

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα υπάρχει σοβαρή έλλειψη
στοιχείων για τους μετανάστες. Βέβαια αυτή η παθογένεια δεν είναι κάτι που αφορά μόνο
τους μετανάστες. Η μη τήρηση εν γένει στατιστικών δεδομένων είναι ένα εγγενές πρόβλημα
της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, το οποίο όμως στην περίπτωση των μεταναστών
επιτείνεται από τέσσερις επιπλέον παράγοντες:
1. τη μεγάλη έκταση του φαινομένου της παράνομης και για αυτό μη καταμετρήσιμης
μετανάστευσης
2. το χαοτικό χαρακτήρα των τριών προγραμμάτων νομιμοποίησης και την έλλειψη
στοιχείων γι’ αυτά

23
3. την ύπαρξη ασύνδετων στοιχείων από διαφορετικά υπουργεία που δεν είχαν επαφές
μεταξύ τους
4. τέλος το πρόβλημα της καταγραφής των ομογενών. (Ι.ΜΕ.ΠΟ., 2004 σελ.3-4)
Σημαντικές προσπάθειες για την καταγραφή του μεταναστευτικού πληθυσμού στη
χώρα έχουν γίνει από την Ε.Σ.Υ.Ε.. Στα ζητήματα που αφορούν την παρούσα μελέτη, τα
βασικά εργαλεία που χρησιμοποιεί η υπηρεσία είναι οι Έρευνες Εργατικού Δυναμικού
(Ε.Ε.Δ.) και οι Απογραφές πληθυσμού, που περιλαμβάνουν και τους μετανάστες. Στην
ακόλουθη ανάλυση για τη διερεύνηση του προφίλ του μεταναστευτικού αποθέματος στην
Ελλάδα, οι τριμηνιαίες Ε.Ε.Δ. και η Απογραφή του πληθυσμού το 2001 είναι οι κύριες πηγές
άντλησης πληροφοριών. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να έχουμε κατά νου τους περιορισμούς
που θέτουν τόσο οι ίδιες ως μέθοδοι (η πρώτη στερείται καθολικότητας και η δεύτερη απέχει
χρονικά από την τρέχουσα περίοδο, τη στιγμή που ο πληθυσμός είναι μια δυναμική
μεταβλητή) όσο και η, για διάφορους λόγους, μη πλήρης καταγραφή των παράνομων
μεταναστών από αυτές. Απόρροια των εν λόγω περιορισμών είναι η απόκλιση από την
πραγματική κατάσταση.
Παρακάτω παρατίθενται τα υπάρχοντα καταγεγραμμένα στοιχεία των τεσσάρων
τελευταίων επίσημων απογραφών (Πίνακας 8).

Πίνακας 8
Πληθυσμός και αριθμός αλλοδαπών στην Ελλάδα
Έτος Σύνολο Αλλοδαποί Ποσοστό
πραγματικού υπήκοοι αλλοδαπών στο
πληθυσμού σύνολο του
πληθυσμού
1971 8.768.641 92.528 1,05%
1981 9.740.417 171.424 1,76%
1991 10.259.900 167.276 1,65%
2001 10.964.080 797.093 7,27%
Πηγή: Καψάλης, 2007 σελ. 46

24
Ο Πίνακας 8 δείχνει την ραγδαία αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού στη χώρα μας.
Βέβαια σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί η ύπαρξη εκτιμήσεων πολλών μελετητών που
θέλουν το σύνολο των αλλοδαπών (νόμιμων και παράνομων) να ξεπερνά κατά πολύ το 8%
και να φτάνει ακόμα και το 10% του γηγενούς πληθυσμού (Κόντης και συν., 2006).
Παράλληλα σύμφωνα με την Ε.Ε.Δ. 2009 Β΄ τριμήνου η συμμετοχή των αλλοδαπών στο
συνολικό πληθυσμό της χώρας ανέρχεται στο 7,43% η οποία βέβαια μοιάζει να είναι
υποεκτιμημένη αν ληφθεί υπόψη η δυναμική της αύξησης του μεταναστευτικού πληθυσμού
που καταδεικνύεται στον Πίνακα που προηγήθηκε. Αυτό βέβαια μπορεί να αποδοθεί στο
γεγονός ότι και εδώ η παράνομη μετανάστευση δεν καταγράφεται πλήρως και στο ότι η
Ε.Ε.Δ. στερείται της θεωρητικής καθολικότητας της Απογραφής αφού πρόκειται για
δειγματοληπτική έρευνα.
Στο πλαίσιο της διερεύνησης του προφίλ του μεταναστευτικού πληθυσμού στη χώρα
μας, χαρτογραφείται η καταγωγή των διαφόρων μεταναστών. Πάνω από το ήμισυ των
μεταναστών στη χώρα μας, περί τους 6 στους 10 μετανάστες έχουν Αλβανική υπηκοότητα
κάτι που προσδίδει μια ιδιαιτερότητα στο μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, στο
βαθμό που η χώρα αποτελεί την μοναδική χώρα όπου συγκεκριμένης καταγωγής μετανάστες
αποτελούν πάνω από το 50% των μεταναστευτικών εισροών (Τζωρτζοπούλου, 2005). Στη
συνέχεια ακολουθούν οι μετανάστες που προέρχονται από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την
Πολωνία, τη Γεωργία, τη Ρωσία και την Ουκρανία με ποσοστά 4,6%, 4%, 3,3%, 3,2% και 3%
αντίστοιχα. Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί ότι από το 2007 που η Βουλγαρία και η Ρουμανία
αποτέλεσαν μέλη της Ε.Ε. πλέον οι υπήκοοί τους είναι κοινοτικοί κι όχι υπήκοοι τρίτων
χωρών (Πίνακας 9).

Πίνακας 9
Οι κυριότερες υπηκοότητες των μεταναστών κατά κατηγορία, 2007
Υπηκοότητες Ποσοστό επί του συνόλου
Αλβανία 60,7%
Βουλγαρία 4,6%
Ρουμανία 4%
Πολωνία 3,3%
Γεωργία 3,2%
Ρωσία 3%

25
Ουκρανία 2,6%
Πακιστάν 1,6%
Κύπρος 1,6%
Αρμενία 1,1%
Μεγάλη Βρετανία 1,1%
Γερμανία 0,9%
Ιράκ 0,8%
Ινδία 0,5%
Η.Π.Α 0,5%
Αίγυπτος 0,4%
Φιλιππίνες 0,4%
Τουρκία 0,3%
Αυστραλία 0,1%
Άλλες χώρες 9,1%
Πηγή: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2008
Επεξεργασία: Σύρου Λεμονιά

Σημαντικός θεωρείται και ο εντοπισμός των λόγων για τους οποίους οι μετανάστες
επιλέγουν ως χώρα προορισμού την Ελλάδα. Κατά τη διαδικασία απόκτησης άδειας
παραμονής την περίοδο 2003/2004 η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών δηλώνει ότι ο
λόγος μετανάστευσης και εγκατάστασης στην Ελλάδα είναι η εργασία (εργασία: 68,1%,
εποχιακή εργασία: 2,3% και ανεξάρτητες υπηρεσίες: 12,1%). Άλλοι βασικοί λόγοι
εγκατάστασης που επικαλούνται οι μετανάστες είναι η οικογενειακή συνένωση (11,8%) και η
συζυγική σχέση με πολίτες της Ε.Ε. (2,7%) (Κόντης και συν., 2006) (Πίνακας 10).

26
Πίνακας 10
Λόγοι έκδοσης άδειας παραμονής 2003/2004
Λόγοι Αριθμός αδειών ανά Ποσοστό επί του συνόλου
κατηγορία
Εργασία 465.848 68,1%
Ανεξάρτητες υπηρεσίες 82.954 12,1%
Οικογενειακή συνένωση 81.216 11,8%
Σύζυγοι πολιτών ΕΕ 18.751 2,7%
Εποχιακή εργασία 16.324 2,3%
Πηγή: Κόντης και συν., 2006 σελ. 29

Λαμβάνοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι η πλειονότητα των μεταναστών στην Ελλάδα


είναι οικονομικοί μετανάστες ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία σχετικά με το
μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό καθώς επίσης και για τη θέση του στην ελληνική αγορά
εργασίας.
Οι μετανάστες προσφέρουν μια ανανέωση στο εργατικό δυναμικό της χώρας εφόσον
με βάση στοιχεία της Ε.Ε.Δ. 2009 Β΄ τριμήνου της Ε.Σ.Υ.Ε. πάνω από το ήμισυ του
πληθυσμού τους (51,4%) είναι σε ηλικία από 15 μέχρι 39 ετών, ηλικίες κατ’ εξοχήν
υποψήφιες για ανεύρεση εργασίας αν λάβουμε υπόψιν ότι ο παραγωγικός πληθυσμός ορίζεται
σε φάσμα ηλικιών από 15-64 ετών. Αντίθετα το αντίστοιχο ποσοστό για τους Έλληνες δεν
ξεπερνά το 1/3 του πληθυσμού τους (31%). Επίσης ο νεανικός πληθυσμός (0-14 ετών)
αντιστοιχεί στο 20,7% του συνολικού πληθυσμού των μεταναστών ενώ για τους Έλληνες στο
14%. Ορατή λοιπόν είναι η νεανική ηλικιακή διάρθρωση των μεταναστών σε σχέση με τους
Έλληνες η οποία προσφέρει μια δυναμική στο σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Επιπρόσθετα, η συμμετοχή των μεταναστών στην απασχόληση βαίνει αυξανόμενη
(από 3,95% το 1998 σε 7,1% το 2007) ενώ το ποσοστό ανεργίας τους το οποίο ήταν
μικρότερο από αυτό των Ελλήνων από το 2003 μέχρι το 2006, για πρώτη φορά πλησίασε το
μέσο ποσοστό ανεργίας της χώρας το 2007 (8% στους μετανάστες έναντι 8,1% των Ελλήνων)
και εντοπίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στις γυναίκες μετανάστριες (Κρητικίδης, 2008). Τα
πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για τα παραπάνω ποσοστά είναι εκείνα της Ε.Ε.Δ. 2009
Β΄ τριμήνου. Σύμφωνα με αυτά, το ποσοστό συμμετοχής των μεταναστών στην απασχόληση
είναι 9,3% ενώ το ποσοστό ανεργίας τους ανέρχεται σε 9,8%. Την ίδια στιγμή λοιπόν που η

27
συμμετοχή των μεταναστών στη απασχόληση συνεχίζει να αυξάνει, αυτοί πλήττονται από
υψηλότερη ανεργία σε σχέση με τους Έλληνες (αντίστοιχο ποσοστό 8,9%). Μάλιστα η
αυξανόμενη ανεργία των μεταναστών, συνέπεια της οικονομικής κρίσης, οδηγεί πολλούς από
αυτούς να εγκαταλείπουν τη χώρα (Γιάνναρου, 2010).
Τα προηγούμενα στοιχεία αφορούσαν την εν γένει δυναμική των μεταναστών στην
αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα σημαντική πληροφορία όμως είναι το πώς κατανέμεται η
συμμετοχή των απασχολουμένων μεταναστών στη συνολική απασχόληση κατά κλάδο
οικονομικής δραστηριότητας η οποία αποτυπώνεται στον Πίνακα 11.

Πίνακας 11
Η απασχόληση των μεταναστών κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, 2007
Κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας Συμμετοχή στην απασχόληση
της χώρας (%)
Α. Γεωργία, κτηνοτροφία, θήρα και δασοκομία 2,9
Β. Αλιεία 3,8
Γ. Ορυχεία και λατομεία 1,4
Δ. Μεταποιητικές βιομηχανίες 8,0
Ε. Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κλπ 1,6
ΣΤ. Κατασκευές 27,4
Ζ. Χονδρικό και λιανικό εμπόριο 3,3
Η. Ξενοδοχεία και εστιατόρια 10,1
Θ. Μεταφορές αποθήκευση και επικοινωνίες 2,1
Ι. Ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί 0,4
Κ. Διαχείριση ακίνητης περιουσίας κλπ 3,4
Λ. Δημόσια διοίκηση και άμυνα κλπ 0,4
Μ. Εκπαίδευση 0,7
Ν. Υγεία και κοινωνική μέριμνα 1,4
Ξ. Άλλες δραστηριότητες 3,2
Ο. Ιδιωτικά νοικοκυριά 70,1
Π. Ετερόδικοι οργανισμοί και όργανα -
Ξένη Υπηκοότητα 6,7
Πηγή: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ, 2008 σελ. 143

28
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι η συντριπτική συμμετοχή των
απασχολουμένων μεταναστών σε σχέση με τους υπόλοιπους απασχολούμενους εντοπίζεται
στον κλάδο των Ιδιωτικών νοικοκυριών με ποσοστό 70,1% ενώ ακολουθεί ο κλάδος των
Κατασκευών (27,4%), των Ξενοδοχείων και Εστιατορίων (10,1%) και των Μεταποιητικών
Βιομηχανιών (8,0%). Αυτή η κατανομή της απασχόλησης των μεταναστών στους διάφορους
οικονομικούς κλάδους δεν αλλάζει ιδιαίτερα ποιοτικά και το Β΄ τρίμηνο του 2009
(αντίστοιχη Ε.Ε.Δ. της Ε.Σ.Υ.Ε.) αλλά τα αντίστοιχα ποσοστά σημειώνουν αύξηση (Πίνακας
12). Εδώ βέβαια θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι μονοψήφιοι κωδικοί κλάδων οικονομικής
δραστηριότητας άλλαξαν με βάση τη νέα ταξινόμηση της Ε.Σ.Υ.Ε..

Πίνακας 12
Η απασχόληση των μεταναστών κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, 2009
Κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας Συμμετοχή στην απασχόληση
της χώρας (%)
Α. Γεωργία, δασοκομία και αλιεία 5,9
Β. Ορυχεία και λατομεία 2,2
Γ. Μεταποίηση 12,3
Δ. Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κ.λ.π. 1,7
Ε. Παροχή νερού κ.λ.π. 2,5
ΣΤ. Κατασκευές 32,7
Ζ. Χονδρικό και λιανικό εμπόριο 5,2
Η. Μεταφορά και αποθήκευση 2,9
Θ. Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής
καταλύματος κ.λ.π. 15,4
Ι. Ενημέρωση και επικοινωνία 0,6
Κ. Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές
δραστηριότητες 1,3
Λ. Διαχείριση ακίνητης περιουσίας 2,2
Μ. Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές
δραστηριότητες 2,2
Ν. Διοικητικές και υποστηρικτικές
δραστηριότητες 14,4

29
Ξ. Δημόσια διοίκηση και άμυνα κ.λ.π. 0,2
Ο. Εκπαίδευση 1,3
Π. Δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και
κοινωνικής μέριμνας 3,8
Ρ. Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία 3,3
Σ. Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών 8,0
Τ. Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών 75,2
Υ. Δραστηριότητες εξωδαφικών οργανισμών και
φορέων -
Ξένη Υπηκοότητα 9,3
Πηγή: ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (Γιώργος Κρητικίδης, αδημοσίευτα στοιχεία)
Επεξεργασία: Σύρου Λεμονιά

Τα στοιχεία του Πίνακα 12 δείχνουν ότι το 75,2% όσων απασχολούνται στον κλάδο
των Δραστηριοτήτων νοικοκυριών ως εργοδοτών είναι μετανάστες ενώ στις Κατασκευές η
συμμετοχή των μεταναστών ανέρχεται στο 32,7%. Τρίτος κατά σειρά ως προς τη συμμετοχή
της απασχόλησης των μεταναστών έρχεται ο κλάδος των Δραστηριοτήτων υπηρεσιών
παροχής καταλύματος κ.λ.π. (15,4%), τέταρτος ο κλάδος των Διοικητικών και
υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (14,4%) και πέμπτος ο κλάδος της Μεταποίησης. Εν γένει
το 70,7% των μεταναστών εργάζονται σε 4 κλάδους της οικονομίας (Κατασκευές,
Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών, Μεταποίηση και Δραστηριότητες υπηρεσιών
παροχής καταλύματος κ.λ.π.), ενώ ένα 17,7% σε δύο ακόμη κλάδους (Γεωργία κ.λ.π. και
Εμπόριο) με αποτέλεσμα περίπου οι εννέα στους δέκα μετανάστες να εργάζονται στους
παραπάνω έξι κλάδους.
Σε ότι αφορά στη διερεύνηση της συγκέντρωσης των μεταναστών με βάση το φύλο,
περίπου οι οκτώ στους δέκα άνδρες μετανάστες απασχολούνται στους κλάδους των
Κατασκευών, της Μεταποίησης και του Εμπορίου. Ενώ οι επτά στις δέκα μετανάστριες
απασχολούνται στους κλάδους των Δραστηριοτήτων νοικοκυριών ως εργοδοτών, των
Δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος κ.λ.π. και του Εμπορίου.
Αν λάβουμε υπόψιν ότι οι παραπάνω κλάδοι συγκεντρώνουν σε μεγάλο βαθμό
παραοικονομικές δραστηριότητες και είναι σε μεγάλο βαθμός έντασης ανειδίκευτης εργασίας

30
τότε αυτοί έλκουν κυρίως παράνομους μετανάστες οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να
εργαστούν με πολύ λιγότερο ευνοϊκούς όρους εργασίας.
Στη συνέχεια θα περιγραφεί το πώς αποτυπώνεται η κατανομή της απασχόλησης των
μεταναστών στους κυριότερους κλάδους της οικονομίας ανά Περιφέρεια. Ο κλάδος των
Κατασκευών συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μερίδιο στην απασχόληση των μεταναστών σε
όλες τις Περιφέρειες της χώρας, με εξαίρεση την Ανατ. Μακεδονία και Θράκη όπου αποτελεί
τον δεύτερο σημαντικότερο κλάδο μετά τις Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής
καταλύματος κ.λ.π. και το Βόρειο Αιγαίο όπου αποτελεί τον τρίτο σημαντικότερο κλάδο μετά
τη Γεωργία, δασοκομία και αλιεία και το Χονδρικό και λιανικό εμπόριο. Ο κλάδος της
Γεωργίας, κτηνοτροφίας κλπ συγκεντρώνει αντίστοιχα το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο στην
απασχόληση των μεταναστών μετά τις Κατασκευές, στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας,
Ηπείρου και Πελοποννήσου. Στις Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας, Κεντρικής Μακεδονίας και
Θεσσαλίας δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο μετά τις Κατασκευές συγκεντρώνει ο κλάδος της
Μεταποίησης. Τέλος στις Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Νοτίου Αιγίου και Κρήτης δεύτερο
μεγαλύτερο μερίδιο μετά τις Κατασκευές συγκεντρώνει ο κλάδος των Δραστηριοτήτων
υπηρεσιών παροχής καταλύματος κ.λ.π., στην Περιφέρεια των Ιονίων νήσων ο κλάδος του
Χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ενώ στην Αττική ο κλάδος των Δραστηριοτήτων
νοικοκυριών ως εργοδοτών (Πίνακας 13, σελ. 33).
Πέραν της κατανομής της απασχόλησης των μεταναστών στους κλάδους οικονομικής
δραστηριότητας πολλές φορές στα πλαίσια της εξέτασης του προφίλ των μεταναστών δίνεται
ιδιαίτερη έμφαση σε τι θέσεις εργασίας απορροφώνται περισσότερο (η τάση βέβαια έχει
διαφανεί στους Πίνακες 11 και 12). Υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι οι μετανάστες
συγκεντρώνονται κυρίως σε χειρωνακτικά επαγγέλματα. Μάλιστα όπως τονίζει η Καβουνίδη,
η συγκέντρωση των μεταναστών σε χειρωνακτικά επαγγέλματα είναι στην περίπτωση της
Ελλάδας η πιο ακραία που παρατηρείται ανάμεσα σε διάφορες χώρες του ΟΟΣΑ. Την ίδια
στιγμή όμως σε έρευνά της που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της πρωτεύουσας το 2000,
κατέληξε ότι το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό των αλλοδαπών σε χειρωνακτικά επαγγέλματα
στην περίπτωση της Ελλάδας δεν φαίνεται να οφείλεται στο ότι σπανίζουν τα εκπαιδευτικά
προσόντα στον πληθυσμό αυτό, επειδή το 22% του μεταναστευτικού της δείγματος ήταν
πτυχιούχοι ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης (Καβουνίδη, 2003). Ο Κόντης έρχεται να
επιβεβαιώσει την πραγματικότητα της απασχόλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των
μεταναστών σε χειρωνακτικά επαγγέλματα. Αναφέρει ότι «το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού
πληθυσμού των μεταναστών εργάζεται ως ανειδίκευτος εργάτης (37,7%), κυρίως σε
χειρωνακτικές εργασίες, ενώ σε ανάλογα επίπεδα βρίσκονται οι μετανάστες οι οποίοι

31
εργάζονται ως ειδικευμένοι τεχνίτες (35,4%). Σημαντικές επαγγελματικές ομάδες
μεταναστών είναι επίσης οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε
καταστήματα και λαϊκές αγορές» (Κόντης και συν., 2006 σελ. 41).
Βέβαια η απασχόληση των μεταναστών σε χειρωνακτικά επαγγέλματα δεν
παραπέμπει απαραίτητα σε ανειδίκευτη εργασία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται
στην Ετήσια Έκθεση 2009 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, περίπου έξι στους δέκα άνδρες
μετανάστες εργάζονται ως ειδικευμένοι τεχνίτες και περίπου ένας στους πέντε ως
ανειδίκευτος εργάτης. Όσο για τις γυναίκες μετανάστριες περισσότερο από το ήμισυ αυτών
εργάζεται ως ανειδίκευτες εργάτριες.
Το κατά πόσο όμως η ανειδίκευτη εργασία αντανακλά το ανειδίκευτο προφίλ των
μεταναστών απαντάται σε έρευνα που επιμελήθηκε ο Καψάλης. Σε αυτήν την έρευνα
αποδεικνύεται ότι η άποψη ότι στην πλειοψηφία τους οι οικονομικοί μετανάστες είναι
ανειδίκευτοι και για το λόγο αυτό δε μπορούν να αξιοποιηθούν σε παραγωγικά επαγγέλματα
στη χώρα μας είναι λανθασμένη. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές έχουν την απαραίτητη
επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία, όπως συμβαίνει με τους κλωστοϋφαντουργούς και σε
ένα ποσοστό και με τους οικοδόμους, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις είναι εξειδικευμένοι
σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός διαφορετικού τομέα από αυτόν, στον οποίο είναι
αναγκασμένοι να δουλεύουν ως μετανάστες στην Ελλάδα. Στην συνείδηση των
περισσοτέρων αλλοδαπών που μετακινούνται στη χώρα μας, η ελληνική αγορά εργασίας
προσφέρει συγκεκριμένες ευκαιρίες απασχόλησης σε δουλειές, οι οποίες θα μπορούσαν να
ονομάζονται για συντομία εργασίες "3-Ε", δηλαδή Επίπονες, Επικίνδυνες και Επισφαλείς.
Έτσι δεν είναι στην πλειοψηφία τους ανειδίκευτοι οι οικο νομικοί μετανάστες, αλλά μάλλον οι
τομείς απασχόλησης, στους οποίους τελικά απορροφώνται, είναι περιορισμένων απαιτήσεων
(Καψάλης, 2004). Συνέπεια μάλιστα αυτού είναι η αποειδίκευση εφόσον οι ειδικεύσεις που
είχαν οι μετανάστες προτού έρθουν στην Ελλάδα φαίνεται να μην χρησιμοποιούνται
(Καψάλης, 2007).
Ως επακόλουθο των παραπάνω στοιχείων όσον αναφορά την απασχόληση των
μεταναστών, η πλειοψηφία των μεταναστών είναι μισθωτοί (91,1% έναντι 61,8% των
Ελλήνων) και πολύ μικρότερος είναι ο αριθμός αυτών που αυταπασχολούνται (7,7% έναντι
32% των Ελλήνων) (ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Κρητικίδης, αδημοσίευτα στοιχεία).

32
Πίνακας 13
Ποσοστιαία συμμετοχή της απασχόλησης των μεταναστών στους κυριότερους κλάδους της οικονομίας ανά Περιφέρεια

Κλάδοι Γεωργία, Μεταποίηση Κατασκευές Χονδρικό Δραστηριότητες Δραστηριότητες


δασοκομία και λιανικό υπηρεσιών νοικοκυριών ως
και αλιεία εμπόριο παροχής εργοδοτών
Περιφέρεια καταλύματος κ.λ.π
Ανατ. Μακεδονία
& Θράκη
18,4 8,4 18,8 5,5 28,1 6,8
Κεντρική
Μακεδονία 10,0 18,1 26,4 10,8 9,6 15,1
Δυτική Μακεδονία
23,1 6,5 55,2 0,0 3,0 5,5
Ήπειρος 13,6 12,3 48,6 6,6 3,7 7,5
Θεσσαλία 20,8 22,8 25,7 8,4 4,9 10,0
Ιόνια Νησιά 14,7 1,1 40,2 15,3 10,7 3,8
Δ. Ελλάδα 6,3 6,0 43,5 7,0 16,6 8,6
Στερεά Ελλάδα 20,3 21,2 29,0 7,1 9,2 8,0
Αττική 1,1 17,0 25,3 11,9 10,9 20,9
Πελοπόννησος 29,6 8,0 34,1 4,5 10,3 7,4
Β. Αιγαίο 30,2 12,5 15,6 18,8 12,5 0,0
Ν. Αιγαίο 1,1 10,8 39,2 6,3 28,3 1,9
Κρήτη 14,2 5,3 38,4 7,6 14,3 5,9

Ξένη Υπηκοότητα 7,4 15,1 28,5 10,3 11,5 15,6

Πηγή: ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (Γιώργος Κρητικίδης, αδημοσίευτα στοιχεία)

33
Τέλος παρατίθενται οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους
«ειδικεύονται», οι διαφορετικής καταγωγής μετανάστες. Έτσι, οι Αλβανοί απασχολούνται
κατά κύριο λόγο στις κατασκευές, κατά δεύτερον στις μεταποιητικές βιομηχανίες και έπειτα
στα ιδιωτικά νοικοκυριά και στον κλάδο ξενοδοχεία & εστιατόρια. Οι εργαζόμενοι από τις
χώρες της πρώην ΕΣΣΔ απασχολούνται κατά κύριο λόγο στις μεταποιητικές βιομηχανίες,
κατά δεύτερο στις κατασκευές και ακολουθούν τα ιδιωτικά νοικοκυριά και το εμπόριο. Οι
υπόλοιποι Βαλκάνιοι απασχολούνται κατά κύριο λόγο στις μεταποιητικές βιομηχανίες,
δευτερευόντως στα ιδιωτικά νοικοκυριά και ακολουθούν οι κατασκευές και τα ξενοδοχεία &
εστιατόρια. Οι μετανάστες από την Μέση Ανατολή και την υπόλοιπη Ασία ασχολούνται κατά
σειρά στις μεταποιητικές βιομηχανίες, στο εμπόριο και τα ιδιωτικά νοικοκυριά (Γεώρμας,
2009 σελ. 50-51).

3.2 Δημιουργεί προβλήματα η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό;

Η άφιξη και εν γένει η παρουσία των μεταναστών στη χώρα μας σηματοδοτεί την
αύξηση της προσφορά εργασίας εφόσον αυτοί ενισχύουν το εργατικό δυναμικό και μάλιστα η
συμμετοχή τους σε αυτό όπως και στο σύνολο των απασχολουμένων βαίνει αυξανόμενη όπως
κατέδειξαν και τα στοιχεία της προηγούμενης ενότητας. Η ιδιότητά τους ως εργαζόμενων
σημαίνει την απορρόφησή τους στην ελληνική αγορά εργασίας και μάλιστα στη βάση είτε
επίσημης είτε ανεπίσημης σχέσης με τον εργοδότη, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους
γηγενείς. Μοιραία λοιπόν η παράλληλη ύπαρξη του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού
με το γηγενές σηματοδότησε την έναρξη προβληματισμού σχετικά με τις ενδεχόμενες
επιρροές που ασκεί το πρώτο στην ελληνική αγορά εργασίας και εν γένει στην οικονομία της
χώρας μας.
Υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας η οποία είναι απόρροια μελετών και ερευνών που
έχουν πραγματοποιηθεί προκειμένου να εντοπιστούν οι συνέπειες της ένταξης των
μεταναστών στο ελληνικό εργατικό δυναμικό. Βέβαια θα πρέπει εκ ων προτέρων να τονιστεί
ότι τα κατά καιρούς συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από τις διάφορες μελέτες και έρευνες
δεν έχουν καθολική ισχύ καθώς αφορούν σε διαφορετικό κάθε φορά μεταναστευτικό δείγμα
(αριθμός, καταγωγή, τόπος εγκατάστασης) όπως επίσης και σε διαφορετικές παραδοχές όταν
χρησιμοποιούνται οικονομετρικά μοντέλα, όμως σκιαγραφούν δ ιαφαινόμενες τάσεις.

34
3.2.1 Απασχόληση αλλοδαπών και απασχόληση γηγενών. Συμπληρωματικότητα
ή υποκατάσταση;

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις στη


βιβλιογραφία όσον αφορά στην επίδραση που οι μετανάστες ασκούν στην απασχόληση των
γηγενών. Αυτή η επίδραση σχετίζεται με το αν μιλάμε για σχέση υποκατάστασης ή
συμπληρωματικότητας. Σχέση υποκατάστασης υφίσταται όταν οι μετανάστες απασχολούνται
σε εργασίες τις οποίες θα καταλάμβαναν γηγενείς εργαζόμενοι, δηλαδή σχέση
ανταγωνιστική, μεταξύ ημεδαπού και αλλοδαπού εργατικού δυναμικού. Ενώ σχέση
συμπληρωματικότητας υπάρχει όταν οι μετανάστες αναλαμβάνουν εργασίες για τις οποίες οι
γηγενείς δε δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον και όταν καλύπτουν σε σημαντικό βαθμό
επιπρόσθετες ανάγκες της οικονομίας της χώρας υποδοχής (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007).
Έρευνα σε 4 νομούς της Βόρειας Ελλάδας έδειξε ότι ενώ οι μετανάστες, ιδιαίτερα οι
παράνομοι υποκαθιστούν τους Έλληνες ανειδίκευτους, πολλές δουλειές δε θα γίνονταν από
τους γηγενείς κυρίως στη γεωργία και τις οικοδομές αν δεν υπήρχαν μετανάστες, όπου οι
αλλοδαποί αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού
(Lianos et al., 1996). Σε αυτή την έρευνα λοιπόν μοιάζει να συνυπάρχει σχέση
υποκατάστασης και συμπληρωματικότητας. Μελέτη της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2000)
παρατηρεί ότι ακόμη κι αν σε μερικούς κλάδους σημειώθηκε υποκατάσταση Ελλήνων
εργαζομένων από αλλοδαπούς αυτή η διαδικασία συνέβαλε πολύ περισσότερο στη
μετατόπιση των αυτοχθόνων προς τα ανώτερα στρώματα της αγοράς εργασίας. Δύο μελέτες
υποστηρίζουν ότι η απασχόληση μεγάλου αριθμού αλλοδαπών με μικρότερο κόστος για τους
εργοδότες σε ορισμένους τομείς όπως η οικοδομή, είτε στερεί θέσεις εργασίας είτε αναγκάζει
τους γηγενείς να περιορίζουν τις διεκδικήσεις τους προκειμένου να μην υποκατασταθούν από
το διαθέσιμο φτηνότερο αλλοδαπό εργατικό δυναμικό (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007). Επίσης οι
Λαμπριανίδης και Λυμπεράκη (2001) μελετώντας τους Αλβανούς μετανάστες στη
Θεσσαλονίκη βρήκαν ότι ο βαθμός υποκατάστασης των Ελλήνων από τους μετανάστες είναι
μικρός. Μέχρι στιγμής λοιπόν υπάρχει μια μερίδα αυτών που πιστεύουν ότι οι μετανάστες
υποκαθιστούν τους Έλληνες εργαζόμενους αλλά σε θέσεις ανειδίκευτης εργασίας. Η
Πουλοπούλου βέβαια αναφέρεται και σε μελέτες που μιλούν για ανταγωνιστική σχέση
μεταξύ μεταναστών και γηγενών σε θέσεις υψηλού επιπέδου ειδίκευσης, όμως στη χώρα μας
αυτό είναι ήσσονος σημασίας. Αυτό συμβαίνει επειδή όπως παρουσιάστηκε και στην
προηγούμενη ενότητα σημαντικό ποσοστό των αλλοδαπών απορροφάται σε θέσεις

35
ανειδίκευτης εργασίας, με το υψηλής ειδίκευσης νόμιμο αλλοδαπό εργατικό δυναμικό ν’
αποτελεί το 1% το πολύ του συνολικού εγχώριου δυναμικού.
Από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές της σχέσης συμπληρωματικότητας πιστεύουν
ότι οι ξένοι δεν παίρνουν τις δουλειές των γηγενών. Μελέτη έδειξε ότι στον τομέα των
κατοικιών στην περιφέρεια απασχολούνται εξειδικευμένοι Αλβανοί χτίστες χωρίς να υπάρχει
αντίστοιχη προσφορά από Έλληνες (Alpha Bank, 2005). Συμπληρωματική είναι και η
απασχόληση ειδικών κατηγοριών ξένων εργαζομένων π.χ. διπλωμάτες, καλλιτέχνες,
δημοσιογράφοι κ.λ.π.. Βέβαια αυτή η συνιστώσα της συμπληρωματικότητας είναι αμφίβολο
κατά πόσο αφορά την Ελλάδα αν λάβουμε υπόψη το προφίλ των θέσεων εργασίας που
καταλαμβάνει το μεταναστευτικό δυναμικό σε αυτήν.

3.2.2 Απασχόληση αλλοδαπών και ανεργία γηγενών

Οι υποστηρικτές της σχέσης υποκατάστασης θεωρούν τους μετανάστες υπεύθυνους


για την ανεργία και ισχυρίζονται ότι αν φύγουν οι μετανάστες οι θέσεις αυτές θα καλυφθ ούν
από ντόπιους. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η μελέτη των Σαρρή και Ζωγραφάκη (1999)
σύμφωνα με την οποία η παράνομη μετανάστευση έχει επίπτωση στην ανεργία των Ελλήνων
εργαζομένων. Κατ’ αυτούς το 1/3 των παράνομων μεταναστών παίρνει θέσεις Ελλήνων ενώ
το υπόλοιπο 2/3 αποτελεί καθαρή προσθήκη στην ελληνική αγορά εργασίας. Οπότε πέραν της
αύξησης της ανεργίας η μετανάστευση συμβάλλει στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ορμόμενοι από το συμπέρασμα της παραπάνω έρευνας περί αύξησης των θέσεων
απασχόλησης λόγω των μεταναστών, όπως αναφέρει και η Έμκε-Πουλοπούλου, οι
μετανάστες όχι μόνο δε συμβάλλουν στην αύξηση της ανεργίας στο σύνολό της αλλά η
απασχόληση των μεταναστών μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην
απασχόληση των γηγενών. Οι μετανάστες διατηρούν ορισμένες επιχειρήσεις του αστικού
τομέα και αγροτικές επιχειρήσεις που δε θα μπορούσαν να προσελκύσουν ντόπιο εργατικό
δυναμικό, με αποτέλεσμα οι γηγενείς απασχολούμενοι ή αυτοαπασχολούμενοι σ’ αυτές τις
επιχειρήσεις να διατηρούν τις δουλειές τους. Η εισροή μεταναστών δημιουργεί ει σοδήματα
για τους ίδιους και τους εργοδότες τους, τα οποία δαπανώνται και μετατρέπονται σε αύξηση
της ζήτησης, επομένως της παραγωγής και του Α.Ε.Π.. Τελικά η άνοδος του εθνικού
εισοδήματος επιφέρει αύξηση των θέσεων απασχόλησης οι οποίες υπερκαλύπτουν όσες
πρόσκαιρα υποκατέστησαν. Τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με το παραπάνω σκεπτικό
επισημαίνει και ο Ναξάκης (2001).

36
Ο Καψάλης αναφέρει ότι «οι μετανάστες δεν είναι η αιτία της ανεργίας, επειδή δεν
είναι τόσο εκείνοι που έρχονται, όσο οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό από τη χώρα
υποδοχής και ιδιαίτερα οι ανάγκες της δεύτερης αγοράς εργασίας (παραοικονομία) που τους
προσελκύει να έρθουν και καθορίζει τη σημασία των μεταναστευτικών ροών» (Καψάλης,
2007 σελ. 100-101). Το επιχείρημα ότι οι μετανάστες που εργάζονται στην Ελλάδα δεν
επηρεάζουν και δεν έχουν επίπτωση στο ποσοστό της ανεργίας ενισχύεται από τη μελέτη του
Λιανού (2003) στη βάση οικονομετρικής ανάλυσης. Σε αυτή αποδεικνύεται ότι ο λόγος του
παραπάνω είναι η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία της χώρας, όπου αυξάνουν
το Α.Ε.Π. και κατ’ επέκταση τη ζήτηση εργασίας.

3.2.3 Απασχόληση αλλοδαπών και μισθοί

Όλη η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στη κοινή παραδοχή ότι τα επίπεδα των
μισθών της πλειοψηφίας των μεταναστών υπολείπονται εκείνων των γηγενών. Ορισμένοι
επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι αυτόχθονες εργαζόμενοι που έχουν συνθήκες εργασίας
παρόμοιες με αυτές των μεταναστών (που καταλαμβάνουν π.χ. θέσεις εργασίας στον ίδιο
κλάδο παραγωγής και με το ίδιο περίπου επίπεδο εκπαίδευσης), ενδεχομένως να υποστούν
επιδείνωση του μισθού εξ’ αιτίας της μετανάστευσης (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007). Το
αντίστροφο ισχύει για τους άλλους γηγενείς εργαζομένους που επωφελούνται από την
υψηλότερη κερδοφορία των επιχειρήσεων και από την αύξηση της συνολικής ζήτησης η
οποία δημιουργεί θέσεις εργασίας σε κλάδους παραγωγής πέραν αυτών στους οποίους
συγκεντρώνεται η απασχόληση των μεταναστών. Μια άλλη άποψη θέλει με τη απασχόληση
των μεταναστών να αυξάνονται οι μισθοί των υψηλής ειδίκευσης εργατών και να μειώνονται
οι μισθοί των ανειδίκευτων ή η πρόσληψή τους αν οι μισθοί προς τα κάτω είναι άκαμπτοι,
δηλαδή χειροτερεύει η κατανομή του εισοδήματος εις βάρος των ανειδίκευτων. Στο ίδιο
πνεύμα κινείται και η μελέτη των Σαρρή και Ζωγραφάκη (1999) στην οποία αποδεικνύουν
ότι οι πραγματικοί μισθοί των ανειδίκευτων Ελλήνων στον αγροτικό και στον αστικό τομέα
σημείωσαν σημαντική πτώση λόγω του μεγάλου όγκου των εισελθόντων παρανόμων
μεταναστών. Αντιθέτως, οι πραγματικοί μισθοί των ημιειδικευμένων εργαζομένων και αυτών
με υψηλή ειδίκευση στις πόλεις αυξήθηκαν σημαντικά.
Παράλληλα λαμβάνοντας υπόψιν και τον παράγοντα νομιμοποίηση των μεταναστών
ως συσχετιζόμενο με την επιρροή στους μισθούς, υποστηρίζεται ότι η νομιμοποίηση των
μεταναστών ιδιαίτερα εκείνων που έχουν κάποια εξειδίκευση, στην έκταση που τους αναδύει

37
από την παραοικονομία στην επίσημη οικονομία μπορεί να σημαίνει ανταγωνισμό με τους
γηγενείς και πίεση προς τα κάτω των αμοιβών εργασίας (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007). Την
ίδια στιγμή που γίνεται λόγος για πιέσεις κυρίως στους μισθ ούς των ανειδίκευτων από τους
μετανάστες, οι Κόντης και συν. (2006) επισημαίνουν ότι η άφιξη των νέων μεταναστών το
πιο πιθανό είναι να έχει αρνητικές επιπτώσεις ακόμα και στους μισθούς των παλαιών
μεταναστών, καθώς αυτές οι δύο ομάδες μοιάζουν να είναι στ ενά υποκατάστατα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η άποψη του Καψάλη (2007), σύμφωνα με την
οποία οι εργοδότες δεν προσλαμβάνουν μετανάστες επειδή τους προσφέρουν λιγότερα
χρήματα, προσλαμβάνουν εργαζόμενους (που τυχαίνει να είναι μετανάστες, όπως κάλλιστα
είναι και Έλληνες), οι οποίοι δέχονται να εργασθούν σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα μισθού. Τα
επίπεδα μισθού είναι χαμηλά όχι γιατί υπάρχουν μετανάστες, αλλά επειδή υπάρχουν
εργαζόμενοι (που τυχαίνει να είναι και μετανάστες), οι οποίοι λόγω της φτώχειας κ αι της
οικονομικής εξαθλίωσης δέχονται να δουλέψουν με αυτά τα λίγα χρήματα.

3.2.4 Απασχόληση αλλοδαπών και ευελιξία στην αγορά εργασίας

Αναφορικά με τη σχέση των μεταναστών και την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά
εργασίας έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο όρος
ευελιξία είναι αρνητικά φορτισμένος και δεν ταυτίζεται με τις νόμιμες εκφάνσεις της, εκείνες
δηλαδή για τις οποίες υπάρχει αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο (μερική απασχόληση, συμβάσεις
ορισμένου χρόνου, εκ περιτροπής εργασία, κυμαινόμενα ωράρια, εργαζόμενοι μέσω
γραφείων ευρέσεως εργασίας). Γίνεται δηλαδή λόγος για την παράνομη ευελιξία η οποία έχει
διεισδύσει στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί και στο δεύτερο
κεφάλαιο.
Συχνά λέγεται ότι η πολιτική της ευελιξίας βρίσκει στους μετανάστες το δυναμικό το
οποίο την υποστηρίζει. Επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι οι μετανάστες επιδεικνύουν
υψηλή γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα σε σχέση με αυτή των γηγενών (Έμκε-
Πουλοπούλου, 2007). Επιπρόσθετα οι μετανάστες και κυρίως οι παράνομοι παρουσιάζουν
μεγαλύτερη ευελιξία ως προς το χρόνο, το είδος εργασίας και την αμοιβή επειδή είναι πιο
ευάλωτοι από τους γηγενείς στην διαπραγμάτευση των εν γένει εργασιακών σχέσεών τους. Οι
παράνομοι μετανάστες ανάλογα με τον τομέα απασχόλησης (γεωργία, κτηνοτροφία,
οικοδομές, παροχή υπηρεσιών) και τις συγκυριακές ανάγκες των επιχειρήσεων
απασχολούνται πρόσκαιρα και εποχικά και εξυπηρετούν την επιδίωξη των επιχειρήσεων για

38
προσαρμογή του μεγέθους της απασχόλησης στις μεταβολές της παραγωγής. Προσφέρουν
την εργατική τους δύναμη με αμοιβή χαμηλότερη από αυτή των γηγενών, εργάζονται με
ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τους εργοδότες όρους (υπερεργασία) και αποτελούν δυναμικό χωρίς
απαιτήσεις (άδειες, κοινωνικές παροχές) και ευάλωτο στις απολύσεις (Κολλιάς, 2001,
Κουζής, 2005). Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι ιδιαίτερα οι παράνομοι μετανάστες
ενισχύουν την κακώς νοούμενη ευελιξία στην ελληνική αγορά εργασίας που είναι σύμφυτη
με την ανάπτυξη οπισθοδρομικών μορφών εκμετάλλευσης της εργασίας όσο και με την
παραβίαση του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων εκ μέρους ενός
τμήματος της εργοδοσίας (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007).
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η εισροή
μεταναστών δε συνοδεύτηκε από πολύ σοβαρές απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την
ελληνική κοινωνία και η απασχόλησή τους υπήρξε ευνοϊκή για την οικονομία και την
απασχόληση των γηγενών στην έκταση που ενεργεί σαν πηγή ευελιξίας (Καρασαββόγλου,
2001).

3.2.5 Σχέσεις παραοικονομίας και εισροής μεταναστών

Προέκταση της άποψης ότι οι παράνομοι μετανάστες αυξάνουν την κακώς νοούμενη
ευελιξία είναι και η άποψη που θέλει τους ίδιους να ενισχύουν την παραοικονομία και
συνεπώς τους κλάδους στους οποίους η τελευταία έχει εμφιλοχωρήσει. Μάλιστα
υποστηρίζεται ότι υπάρχει μεταξύ παραοικονομίας και μη κανονικών μεταναστών μια σχέση
αυτοτροφοδότησης (Καρασαββόγλου, 1998). Η παραοικονομία η οποία έχει ριζώσει στην
ελληνική αγορά εργασίας έχει ανάγκη από φτηνό (κυρίως από άποψη ασφαλιστικών
εισφορών) και ευέλικτο εργατικό δυναμικό και συνεπώς λειτουργεί ως πόλος έλξης για
χιλιάδες παράνομους μετανάστες με αποτέλεσμα να ενισχύονται τέτοιου είδους ροές προς τη
χώρα μας. Την ίδια στιγμή λοιπόν που η παραοικονομία ενισχύει την παράνομη
μετανάστευση, η παράνομη μετανάστευση ενισχύει την υπάρχουσα παραοικονομία, μέσα από
μια αμφίδρομη σχέση. Στο σημείο αυτό δεν θα έπρεπε να υποστηρίζονται οι απόψεις εκείνες
που θεωρούν τους μετανάστες ως τους κύρια υπεύθυνους για το μεγαλύτερο τμήμα της
παραοικονομίας στη χώρα μας κι αυτό επειδή σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες οι
ανεπίσημες οικονομικές δραστηριότητες αναλογούσαν σε περισσότερο από το 30% του
Α.Ε.Π. τη δεκαετία του ’80, δηλαδή πολύ πριν έρθουν οι μετανάστες (Cholezas and
Τsakloglou, 2008).

39
3.2.6 Σχέσεις εισροής μεταναστών, Α.Ε.Π. και παραγωγικότητας

Μια άλλη συνιστώσα που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των μελετητών είναι κατά
πόσο οι μετανάστες συνεισφέρουν στο Α.Ε.Π. της χώρας και στην αύξηση της
παραγωγικότητας (πραγματικό Α.Ε.Π. ανά απασχολούμενο). Η άποψη που κυριαρχεί σε ότι
αφορά στο σκέλος του Α.Ε.Π. είναι ότι οι μετανάστες συμβάλλουν στην αύξησή του και εν
γένει στην αύξηση της παραγωγής. Δύο αντιπροσωπευτικές μελέτες προς επίρρωση του
παραπάνω παρατίθενται στη συνέχεια. Οι Σαρρής και Ζωγραφάκης (1999) χρησιμοποιώντας
ένα υπόδειγμα γενικής ισορροπίας για τις επιπτώσεις της εισόδου των παράνομων
μεταναστών στην ελληνική οικονομία βρήκαν ότι συνέβαλαν στην αύξηση του Α.Ε.Π. κατά
το εντυπωσιακό ποσοστό 1,5%. Στο ίδιο ποιοτικό συμπέρασμα κατέληξαν και οι Κοντής και
συν. (2006) οι οποίοι μέσα από την κατασκευή ενός Πίνακα Κοινωνικής Λογιστικής για την
ελληνική οικονομία με έτος βάσης το 2004, υπολόγισαν ότι η συμβολή των μεταναστών μέσα
από την απασχόλησή τους στο Α.Ε.Π. πλησιάζει το 1,4% λόγω συμμετοχής τους στη ζήτηση.
Αναφορικά με την παραγωγικότητα υποστηρίζεται ότι όταν οι μετανάστες διαθέτουν
υψηλές τεχνικές δεξιότητες και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της χώρας υποδοχής, η
συμβολή τους στην άνοδο της παραγωγικότητας της οικονομίας είναι θετική (Έμκε-
Πουλοπούλου, 2007). Συνήθως όμως χρησιμοποιούνται ως εργατική δύναμη χαμηλής
ειδίκευσης οπότε μοιάζει η εν λόγω συμβολή τους να απομειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Συνάμα λέγεται ότι η παραγωγικότητα των μεταναστών είναι χαμηλότερη εκείνης των
γηγενών και είναι ιδιαίτερα χαμηλή σε εργασίες που απαιτούν γνώση της ελληνικής γλώσσας
και εξοικείωση με το εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον (επιτήρηση μικρών παιδιών,
επικοινωνία με συνεργάτες και πελάτες) (Φακιολάς, 1998). Τέλος η συσχέτιση των
μεταναστών με την παραγωγικότητα απαντάται και σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην
Αθήνα με επίκεντρο τους Αλβανούς μετανάστες (Μαρούκης, 2010). Ένα από τα ευρήματα
της έρευνας είναι ότι η υψηλή παραγωγικότητα συνιστά την κυρίαρχη θετική επίδραση της
απασχόλησης των αλλοδαπών σε επίπεδο επιχείρησης. Όμως υπό το φως των λόγων
πρόσληψης των μεταναστών στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας (δεύτερος στη σειρά λόγος
πρόσληψης (25,8%) είναι ότι οι οικονομικοί μετανάστες «δέχονται να δουλέψουν σκληρά») η
επίκληση της υψηλής παραγωγικότητας των μεταναστών εκ μέρους των εργοδοτών συνιστά
ένδειξη της επικρατούσας κουλτούρας της πλήρους και εξουθενωτικής (burn-out)
απασχόλησης που αν δεν επιβραβεύεται τουλάχιστον συντηρείται από την εργοδοσία.

40
3.2.7 Μετανάστες και ανταγωνιστικότητα

Σε συνέχεια της διερεύνησης των επιδράσεων των μεταναστών στην αγορά εργασίας,
τίθεται επί τάπητος και το ζήτημα της σχέσης των μεταναστών με την ανταγωνιστικότητα
των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι γνώμες των επιστημόνων διίστανται. Μια μερίδα
υποστηρίζει ότι οι μετανάστες ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα. Αυτό βασίζεται στο ότι η
προσφορά άφθονης ανειδίκευτης και φτηνής εργασίας των μεταναστών ιδιαίτερα μη
κανονικών, σε επιχειρήσεις φθινόντων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, έχει ως
αποτέλεσμα την ελάττωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με συνέπεια να
παραμένουν τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες ανταγωνιστικά έναντι των εισαγομένων και
ορισμένες επιχειρήσεις να παραμένουν περισσότερο χρόνο στην αγορά. Άλλοι υποστηρίζουν
ότι το χαμηλό κόστος εργασίας των μεταναστών ενισχύει πρόσκαιρα την ανταγωνιστικότητα
της ελληνικής οικονομίας και μακροχρόνια την περιορίζει ενώ κάποιοι άλλοι ότι οι
μετανάστες επιβραδύνουν τη μείωση της ανταγωνιστικότητας (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007).
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι αν λάβει κανείς υπόψιν το υ ότι μείζονος σημασίας παράγοντας για
την βιωσιμότητα της ανταγωνιστικότητας μιας επιχείρησης είναι η τεχνολογική αναβάθμιση
του κεφαλαίου της, η φτηνή εργασία των μεταναστών μόνο πρόσκαιρη λύση για την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να θεωρηθεί.

3.2.8 Μετανάστες και επιχειρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα

Στο πνεύμα των παραπάνω κινείται και το επιχείρημα ότι οι μετανάστες παρατείνουν
τη βιωσιμότητα και ενισχύουν τις επιχειρήσεις του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα.
Δεδομένου μάλιστα ότι στη χώρα μας ο τύπος επιχείρησης που κυριαρχεί είναι αυτός των
μικρομεσαίων και δη του μικρού μεγέθους οικογενειακών επιχειρήσεων που έχουν ανάγκη
από το χαμηλό κόστος του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού (π.χ βιοτεχνικές, τουριστικές
επιχειρήσεις), το παραπάνω επιχείρημα ενισχύεται. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται ότι η εισροή
μεταναστών αποτελεί μηχανισμό καθυστέρησης της μετανάστευσης παραγωγικών
δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (Alpha Bank, 2005).

41
3.2.9 Μετανάστες και ελληνική ύπαιθρος

Αξίζει τον κόπο ν’ αναφερθούν τα αποτελέσματα της έρευνας «O πολυ-λειτουργικός


ρόλος των μεταναστών στην αγροτική Ελλάδα και την αγροτική Νότια Ευρώπη» (2004-
2006), των Χ. Κασίμη και Απ. Παπαδόπουλου. Σε γενικές γραμμές, με βάση την εν λόγω
έρευνα, τέσσερα είναι τα σοβαρά κενά της ελληνικής υπαίθρου που ήρθαν να καλύψουν οι
μετανάστες στην Ελλάδα: έλλειψη εργατικών χεριών στα χωράφια, δημογραφική κρίση,
απροθυμία των νέων Ελλήνων να ασχοληθούν με τη γεωργία, όλο και μεγαλύτερες ανάγκες
για μη αγροτική εργασία (π.χ οικοδομή) στην ύπαιθρο.
Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν πιο συγκεκριμένα τα
ευρήματα της ίδιας έρευνας σχετικά με την επίδραση των μεταναστών στην ελληνική
γεωργία, αν και όπως είδαμε στην ενότητα 3.1, το μερίδιο συμμετοχής των μεταναστών στην
απασχόληση στη γεωργία είναι πολύ μικρό σε σχέση με αυτό σε άλλους κλάδους (π.χ
κατασκευές, ιδιωτικά νοικοκυριά) αλλά την ίδια στιγμή υψηλό σε συγκεκριμένες Περιφέρειες
της χώρας (Περιφέρειες Β. Αιγαίου, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Πελοποννήσου).
Πρώτα απ’ όλα, οι μετανάστες αποτέλεσαν προωθητική δύναμη για τον εκσυγχρονισμό των
αγροτικών εκμεταλλεύσεων ενάντια στην γενικότερη άποψη ότι η παρουσία φθηνών
εργατικών χεριών αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στον εκσυγχρονισμό τους και στην
αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Επίσης συνέβαλαν στην επιβίωση των μικρών
εκμεταλλεύσεων που διαφορετικά θα είχαν εγκαταλειφθεί και εξαφανισθεί επειδή
ενεπλάκησαν άμεσα στην αγροτική παραγωγή. Σε ότι αφορά τις επιπτώσεις στο ελληνικό
αγροτικό εργατικό δυναμικό, περιορισμένα προβλήματα αντιμετώπισε ένας μικρός αριθμός
εργατών και εργατριών της γης, συνήθως μεγάλης ηλικίας και ορισμένοι που δούλευαν στη
μεταποίηση αγροτικών προϊόντων. Αυτοί οδηγήθηκαν έξω από την αγορά εργασίας.
Επιπρόσθετα η απασχόληση των μεταναστών σε βαριές, ανθυγιεινές και κουραστικές
δουλειές σε μη εντατικές καλλιέργειες, είχε ως συνέπεια την έξοδο πολλών ντόπιων ανδρών
και γυναικών στην εξω-αγροτική αγορά εργασίας. Όσο για τους μισθούς των μεταναστών,
πολλοί «παλιοί» απέκτησαν καλύτερη θέση στην τοπική αγροτική κοινωνία και άρχισαν να
αξιώνουν καλύτερες αμοιβές για την εργασία τους. Τώρα πλέον, με χαμηλές αμοιβές
συμβιβάζονται μόνο οι «νεώτεροι», χωρίς οικογένεια, μετανάστες (Δεληθανάση, 2006).
Αντίθετα, αναφορικά με τη συνιστώσα της συμβολής των μεταναστών στον
εκσυγχρονισμό και στην επιβίωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην προηγούμενη
έρευνα, υποστηρίζεται (Cholezas and Τsakloglou, 2008) ότι αυτή η επωφελής επίδραση
μπορεί να είναι θετική μόνο βραχυχρόνια. Αυτό συμβαίνει επειδή σε βάθος χρόνου η χρήση

42
φθηνού μεταναστευτικού δυναμικού μπορεί να καθυστερήσει την υιοθέτηση νέας
τεχνολογίας και την υποκατάσταση της εργασίας με κεφάλαιο σε όλους τους τομείς της
οικονομικής δραστηριότητας.

3.2.10 Μια προσπάθεια αποτίμησης της επίδρασης της ένταξης των μεταναστών στο
εργατικό δυναμικό

Όπως διαφαίνεται από την παραπάνω ανάλυση δε μπορεί ν’ αποφανθεί κανείς


δογματικά ότι η επίδραση της ένταξης των μεταναστών στο εγχώριο εργατικό δυναμικό ως
προς μία συγκεκριμένη παράμετρο (π.χ. μισθοί γηγενών) είναι απόλυτα θετική ή αρνητική
(παραμένουν ανεπηρέαστοι ή συμπιέζονται). Οι επιδράσεις είναι πολυδιάστατες και
σχετίζονται κάθε φορά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δείγματος που λαμβάνεται από
τους ερευνητές-μελετητές τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και και από την πλευρά
της ζήτησης εργασίας όπως επίσης και με τις γενικότερες παραδοχές που γίνονται όταν
χρησιμοποιούνται οικονομετρικά μοντέλα.
Παρ’ όλα αυτά η πλειοψηφία των ερευνητών-μελετητών συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό
στο ότι η εισροή των μεταναστών σηματοδότησε σημαντικές αλλαγές στην ελληνική αγορά
εργασίας. Ο θετικός αντίκτυπος των αλλαγών που επέφεραν οι μετανάστες σχετίζεται με την
αύξηση του Α.Ε.Π., την παράταση της βιωσιμότητας διαφόρων μικρομεσαίων ε πιχειρήσεων
και την αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου. Από την άλλη, σε ότι αφορά στις αρνητικές
πτυχές αυτών των αλλαγών, οι μετανάστες ήρθαν να υποκαταστήσουν κυρίως τους
ανειδίκευτους γηγενείς και να επηρεάσουν την αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος τους, να
αυξήσουν την κακώς νοούμενη ευελιξία της αγοράς εργασίας και να ενισχύσουν την ήδη
υπάρχουσα παραοικονομία και κατ’ επέκταση την αδήλωτη εργασία.
Εστιάζοντας στις αρνητικές επιπτώσεις της ένταξης των μεταναστών στο εργατικό
δυναμικό αυτές είναι αναπόφευκτες αν ληφθούν υπόψη τα στατιστικά στοιχεία που
σχετίζονται με τη συμμετοχή τους στην απασχόληση κατά κλάδο οικονομικής
δραστηριότητας (Πίνακας 12, Ενότητα 3.1). Στους κλάδους των Δραστηριοτήτων
νοικοκυριών ως εργοδοτών, των Κατασκευών, των Δραστηριότητων υπηρεσιών παροχής
καταλύματος κ.λ.π και της Μεταποίησης παρουσιάζεται αύξηση του ποσοστού συμμετοχής
των μεταναστών το 2009 σε σχέση με το 2007 (υπενθυμίζεται ότι άλλαξε η ταξινόμηση των
κλάδων οικονομικής δραστηριότητας το 2009, αλλά σε γενικές γραμμές μπορεί να γίνει μια
αντιστοίχιση με την παλαιότερη). Η αύξηση αυτή μεταφράζεται σε μείωση της αντίστοιχης

43
συμμετοχής των γηγενών εργαζομένων στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό όμως σε συνδυασμό
με το γεγονός ότι οι μετανάστες και ιδιαίτερα οι παράνομοι είναι κατ’ εξοχήν φθηνό και
ευέλικτο εργατικό δυναμικό συνθέτει εκείνο το προφίλ του εν δυνάμει εργαζόμενου που είναι
πόλος έλξης για τους εργοδότες. Μάλιστα, μερίδα των τελευταίων φαίνεται να αναπαράγει,
μέσα από τη χρήση της εργασίας των μεταναστών, το ξεπερασμένο πλέον μοντέλο της
συμπίεσης του εργατικού κόστους.
Υπό το φως λοιπόν των παραπάνω στοιχείων, δε μπορούν να γίνουν άκριτα αποδεκτές
εκείνες οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι η εισροή των μεταναστών δεν επιβαρύνει καθόλου
τους γηγενείς εργαζόμενους.

44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Η δυναμική του μεταναστευτικού φαινομένου τις τελευταίες δεκαετίες και η πληθώρα


των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια έχουν
επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την επίσημη πολιτική του Ελληνικού κράτους απέναντι στο
φαινόμενο. Οι επίσημοι φορείς όπως το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
σε συνεργασία με τα άλλα συναρμόδια Υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών, τα οποία
είναι αρμόδια για τη διαδικασία εισόδου και διαμονής στη χώρα μας των υπηκόων τρίτων
χωρών, οδηγήθηκαν σταδιακά στη διαμόρφωση και εφαρμογή μιας σειράς νομοθετικών
παρεμβάσεων ήδη από τη δεκαετία του ’90.

4.1 Νομοθετικό – Θεσμικό πλαίσιο

Ο Ν. 1975/1991 αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης μιας


μεταναστευτικής πολιτικής στη χώρα μας. Με αυτόν καθιερώνεται η άδεια εργασίας και η
άδεια παραμονής ως τα βασικά δικαιολογητικά για την παραμονή και εργασία των
μεταναστών (Μπάγκαβος και Καψάλης, χ.χ). Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου η
χορήγηση και των δύο αδειών προϋπέθετε την ύπαρξη σύμβασης εργασίας μεταξύ εργοδότη
και αλλοδαπού εργαζόμενου. Επίσης η χορήγηση άδειας εργασίας προαπαιτούσε την ύπαρξη
άδειας παραμονής και περιοριζόταν σε τομείς της οικονομίας που παρουσίαζαν αυξημένη
ζήτηση. Για πρώτη λοιπόν φορά απαντάται σε νόμο για τους μετανάστες άδεια με σκοπό την
εργασία αλλά χωρίς συστηματοποιημένη προσπάθεια από την πλευρά της Πολιτείας για
διοχέτευση του εν δυνάμει μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού σε κατάλληλες για αυτό
θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, το 1997, η αδυναμία αντιμετώπισης των προβλημάτων της παράνομης
μετανάστευσης που εκδηλώθηκαν στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οδήγησε
στην έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων 358 και 359, κατάληξη των οποίων ήταν η
καθιέρωση της Κάρτας Παραμονής Περιορισμένης Χρονικής Διάρκειας (Πράσινη Κάρτα),
ως το βασικό νομιμοποιητικό έγγραφο για την απασχόληση των αλλοδαπών. Ουσιαστικά,
δηλαδή, επρόκειτο για την πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια νομιμοποίησης των παράνομων
μεταναστών και περιορισμού της αδήλωτης εργασίας.

45
Με την πάροδο του χρόνου, οι νέες εξελίξεις στην αγορά εργασίας και η αύξηση του
ρυθμού μετανάστευσης προς τη χώρα μας (στις αρχές της δεκαετίας του 2000) κατέστησαν
αναγκαία την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις
αυτές. Το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα αποτύπωνε μια πιο σφαιρική και σύγχρονη
αντίληψη για το ρόλο των μεταναστών στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία και εν γένει
μια συστηματική προσπάθεια χάραξης μεταναστευτικής πολιτικής, αποτέλεσε ο Ν.
2910/2001. Ο νόμος αυτός, διατήρησε την άδεια εργασίας και την άδεια παραμονής ως
βασικές προϋποθέσεις για την παραμονή και την απασχόληση των μεταναστών και
αναμφίβολα εισήγαγε μια σειρά καινοτομιών σε ότι αφορά στο ζήτημα των αλλοδαπών
εργαζομένων.
Πρώτα απ’ όλα προκειμένου να επιτευχθεί μια ορθότερη κατανομή μεταξύ των
αλλοδαπών, που επιθυμούσαν να απασχοληθούν στην Ελλάδα και των αναγκών που
υπάρχουν, δίνονταν η δυνατότητα για τη δημιουργία Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας σε έδρες
πρεσβειών και έμμισθων ελληνικών προξενικών αρχών. Οι ενδιαφερόμενοι θα καλούνταν,
μέσω των γραφείων αυτών, να υποβάλλουν αίτηση για απασχόληση στην Ελλάδα.
Επιπρόσθετα ο εν λόγω νόμος καθιέρωσε τη διαδικασία της μετάκλησης αλλοδαπών
εργαζομένων για απασχόληση ύστερα από έρευνα της αγοράς εργασίας που διενεργείται από
τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.). Επίσης οι αλλοδαποί που
ζούσαν και εργάζονταν νόμιμα στη χώρα μας, είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους ημεδαπούς,
δηλαδή αμείβονταν όπως και οι Έλληνες εργαζόμενοι για ανάλογες εργασίες και
ασφαλίζονταν στους αντίστοιχους ασφαλιστικούς οργανισμούς, γεγονός που συνέβαλε στην
αποφυγή φαινομένων οικονομικής εκμετάλλευσης των μεταναστών. Το Σώμα Επιθεώρησης
Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.) και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί των ασφαλιστικών οργανισμών, όπως το
Ι.Κ.Α., ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων που
διασφάλιζαν τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων μεταναστών. Όλο
το προαναφερθέν νομικό - θεσμικό πλαίσιο αποτέλεσε ένα βήμα προόδου προς την
κατεύθυνση της ρύθμισης της αγοράς εργασίας μέσω της καταπολέμησης της παράνομης
μετανάστευσης αντιμετωπίζοντας τους μετανάστες ως «επισκέπτες εργάτες».
Ωστόσο, ο Ν. 2910/2001, παρουσίασε αρκετές αδυναμίες κατά την εφαρμογή του
τόσο λόγω νομοθετικών κενών και ασαφειών όσο και εξαιτίας διοικητικών προβλημάτων
(ανεπάρκειες σε σχεδιασμό και συντονισμό, οργάνωση, στελέχωση και εκπαίδευση των
στελεχών των αρμόδιων υπηρεσιών) κάτι που είχε αρνητικές συνέπειες για την ομαλή
ενσωμάτωση των αλλοδαπών εργαζομένων στην ελληνική αγορά εργασίας και στην κοινωνία
γενικότερα.

46
Προκειμένου, λοιπόν, να αρθούν οι συγκεκριμένες δυσλειτουργίες, να απλοποιηθούν
οι διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται οι μετανάστες καθώς και για την ε ναρμόνιση με το
κοινοτικό δίκαιο, ψηφίστηκε ο Ν. 3386/2005 με τίτλο «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική
ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια», ο οποίος τροποποιήθηκε με τον
Ν. 3536/2007.
Βασικός στόχος της ισχύουσας μεταναστευτικής νομοθεσίας στη χώρα μας αποτελεί η
ενίσχυση της νόμιμης απασχόλησης των αλλοδαπών εργαζομένων και η διασφάλιση των
δικαιωμάτων τους. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε μια σειρά ρυθμίσεων για την απλούστευση
των διαδικασιών σε σχέση με την απασχόληση των μεταναστών στη χώρα μας, για την
προστασία των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των αλλοδαπών εργαζομένων
και για την καταπολέμηση της παράνομης - αδήλωτης απασχόλησης. Ο στόχος τους είναι η
ομαλή ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία γεγονός με ευεργετικές συνέπειες
τόσο για τους ίδιους όσο και για την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Πιο συγκεκριμένα η βασικότερη ρύθμιση του παραπάνω νόμου είναι η συγχώνευση
των δύο νομιμοποιητικών εγγράφων, της άδειας παραμονής και της άδειας εργασίας σε ένα
έγγραφο, την άδεια διαμονής για εργασία, την οποία εκδίδει η αρμόδια υπηρεσία
Μετανάστευσης της κάθε Περιφέρειας. Το αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός της
γραφειοκρατικής επιβάρυνσης που υφίστανται τόσο οι εργαζόμενοι, υπήκοοι τρίτων χωρών
(επιτάχυνση των διαδικασιών απαλλάσσοντας ταυτόχρονα τους αλλοδαπούς από την διπλή
υποβολή ίδιων, σχεδόν, δικαιολογητικών) όσο και οι εργοδότες τους. Σημαντική εξέλιξη στο
πλαίσιο της μετάκλησης (η οποία καθιερώθηκε όπως είδαμε παραπάνω με το Ν. 2910/2001
και αφορά στους μελλοντικούς μετανάστες αυτούς δηλαδή που πρόκειται να μεταναστεύσουν
για απασχόληση) είναι η συγκρότηση Περιφερειακών Επιτροπών (άρθρο 14 του Ν.
3386/2005) ο ρόλος των οποίων θα διαφανεί μέσα από την ακόλουθη σύντομη περιγραφή της
εν λόγω διαδικασίας.
Αρχικά οι εργοδότες που επιθυμούν να μετακαλέσουν υπηκόους τρίτης χώρας για
απασχόληση είτε με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε για εποχιακή εργασία, υποβάλουν
σχετική αίτηση μέχρι 30 Ιουνίου κάθε έτους, στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου ή της
Κοινότητας όπου έχει έδρα η επιχείρησή τους. Η ανωτέρω υπηρεσία διαβιβάζει τα σχετικά
αιτήματα στην αρμόδια υπηρεσία Αλλοδαπών & Μετανάστευσης του Νομού, η οποία
ακολούθως τα αποστέλλει στον Ο.Α.Ε.Δ., προκειμένου να διερευνηθεί αν οι ανάγκες των
εργοδοτών μπορούν να καλυφθούν από ημεδαπούς ή νόμιμα διαμένοντες υπηκόους τρίτων
χωρών σε επίπεδο νομού. Μετά τη διενέργεια της σχετικής έρευνας ο Ο.Α.Ε.Δ. αποστέλλει τα
στοιχεία στην Δ/νση Αλλοδαπών & Μετανάστευσης της Περιφέρειας. Στην έδρα κάθε

47
Περιφέρειας συγκροτείται Επιτροπή βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν.
3386/2005. Αρμοδιότητα της εν λόγω Επιτροπής είναι η κατάρτιση, κατά το τελευταίο
τρίμηνο κάθε έτους, έκθεσης στην οποία καταγράφονται οι υπάρχουσες ανάγκες σε εργατικό
δυναμικό στο επίπεδο της Περιφέρειας και οι κενές θέσεις εργασίας ανά ειδικότητα, νομό και
διάρκεια απασχόλησης, που μπορούν να καλυφθούν από υπήκοο τρίτης χώρας. Βέβαια η
έκθεση αυτή καταρτίζεται αφού λάβει υπόψιν η Επιτροπή τόσο τα στοιχεία που έχουν
αποσταλεί από τον Ο.Α.Ε.Δ. όσο και τις εισηγήσεις των μελών της. Σε συνέχεια της
κατάρτισης της ανωτέρω έκθεσης, εκδίδεται σε ετήσια βάση Κοινή Υπουργική Απόφαση
(Κ.Υ.Α.) των Υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών και Εργασίας η οποία περιλαμβάνει τον
ανώτατο αριθμό αδειών διαμονής για εργασία που χορηγούνται σε υπηκόους τρίτων χωρών,
ανά νομό, ιθαγένεια, είδος και διάρκεια απασχόλησης. Έπειτα αυτή η απόφαση διαβιβάζεται
στις οικείες Περιφέρειες, στον Ο.Α.Ε.Δ., στα συναρμόδια Υπουργεία, καθώς και στις οικείες
ελληνικές προξενικές αρχές. Οι ελληνικές προξενικές αρχές δέχονται αιτήσεις υπηκόων
τρίτων χωρών στις οποίες δηλώνονται οι προτιμήσεις τους και αποστέλλουν τους
ονομαστικούς καταλόγους στις οικείες Περιφέρειες. Στη συνέχεια οι Περιφέρειες
διαβιβάζουν τους παραπάνω καταλόγους ανά νομό και οι εργοδότες που έχουν ήδη
εκδηλώσει ενδιαφέρον υποβάλλουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα αίτηση για να
μετακαλέσουν για εργασία συγκεκριμένους υπηκόους τρίτων χωρών. Τελικά οι κατά τόπους
ελληνικές προξενικές αρχές λαμβάνουν πράξη έγκρισης απασχόλησης των διαφόρων
υπηκόων τρίτων χωρών για παροχή εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη και χορηγούν στους
ενδιαφερόμενους αλλοδαπούς την αντίστοιχη θεώρηση εισόδου (Υπουργείο Εσωτερικών,
2006).
Στόχος του πυρήνα της διαδικασίας της μετάκλησης, που εντοπίζεται στην έκθεση
των Περιφερειακών Επιτροπών και στην ακόλουθη έκδοση της Κ.Υ.Α., είναι ο ακριβής
προσδιορισμός των θέσεων εργασίας που θα καλυφθούν από το αλλοδαπό εργατικό δυναμικό
ώστε: α) να επιτευχθεί η ομαλή ένταξή του στις κατά τόπους αγορές εργασίας, β) να μπορούν
να εκτιμηθούν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη στην τοπική αγορά
εργασίας, γ) να περιοριστεί ο ενδεχόμενος ανταγωνισμός με τους Έλληνες εργαζόμενους για
τις ίδιες θέσεις εργασίας και δ) να μην επιδεινωθεί περαιτέρω το φαινόμενο της ανεργίας για
το εγχώριο εργατικό δυναμικό.
Επιπλέον, στην παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 3386/2005 προβλέπεται ότι ο αλλοδαπός
εργαζόμενος θα πρέπει να αμείβεται, κατ’ ελάχιστον, με τις μηνιαίες αποδοχές του
ανειδίκευτου εργάτη όπως αυτές προβλέπονται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας, γεγονός που διασφαλίζει, κατά το δυνατό, την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού

48
βιοτικού επιπέδου γι’ αυτόν και την οικογένειά του και του δίνει τη δυνατότητα να ενταχθεί
ομαλά στην κοινωνική ζωή της χώρας μας.
Επίσης στη παρ. 1 του άρθρου 71 του ίδιου νόμου αναφέρεται ότι οι υπήκοοι τρίτων
χωρών που διαμένουν νόμιμα στη χώρα μας έχουν τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώματα με τους
Έλληνες εργαζόμενους και επομένως, απολαμβάνουν και τις ανάλογες παροχές από τους
δημόσιους ασφαλιστικούς οργανισμούς στους οποίους ασφαλίζονται.
Παράλληλα στο άρθρο 86 προβλέπεται ότι οι εργοδότες, οι οποίοι απασχολούν
αλλοδαπούς χωρίς άδεια διαμονής, τιμωρούνται τόσο με την επιβολή προστίμου όσο και με
ποινή φυλάκισης κατά περίπτωση.
Μάλιστα η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων προβλέπεται ότι ελέγχεται (παρ. 5
του άρθρου 89 Ν. 3386/2005) από τους μηχανισμούς του Υπουργείου Εσωτερικών, των
Περιφερειών και του Υπουργείου Εργασίας.
Τέλος με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του Ν. 3386/2005 δόθηκε η δυνατότητα
στους αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν είχαν ανανεώσει τις άδειες παραμονής τους ή είχαν,
αποδεδειγμένα, εισέλθει στη χώρα μας πριν την 31 η Δεκεμβρίου 2004, να νομιμοποιηθούν,
γεγονός που συνέβαλε στην καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας
στη χώρα μας και στην περαιτέρω διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών
δικαιωμάτων τους.

4.2 Μια προσπάθεια αποτίμησης της πολιτικής απασχόλησης για τους μετανάστες

Η παραπάνω ανάλυση ανέδειξε τις συνιστώσες της υπάρχουσας πολιτικής


απασχόλησης για τους μετανάστες στη χώρα μας. Ξεκινώντας από την επίσημη πολιτική
εισόδου των μεταναστών στην Ελλάδα με σκοπό την εργασία, έτσι όπως αυτή ορίζεται μέσα
από τη διαδικασία της μετάκλησης, τίθεται το ερώτημα πόσο εφαρμόσιμη είναι αυτή στην
πράξη. Η γραφειοκρατία που περιλαμβάνει (όπως προκύπτει από την ανάλυση της
διαδικασίας στην προηγούμενη ενότητα) δημιουργεί σημαντικές καθυστερήσεις και ακυρώνει
την οποιαδήποτε ευκαιρία έχει η προσφορά εργασίας να συναντήσει με νόμιμο τρόπο τη
σχετική ζήτηση (Μαρούκης, 2010). Αν λάβουμε υπόψιν ότι το αρχικό στάδιο της
διαδικασίας, δηλαδή η υποβολή των αιτήσεων των εργοδοτών για την κάλυψη αναγκών τους
σε θέσεις εργασίας με αλλοδαπό εργατικό δυναμικό, ολοκληρώνεται τέλος Ιουνίου και η
Κ.Υ.Α. με το σύνολο των θέσεων εργασίας ανά ειδικότητα και νομό συνήθως εκδίδεται τον
επόμενο χρόνο, είναι φανερό ότι ο κανόνας καταλήγει να είναι η παρέλευση τουλάχιστον

49
ενός εξαμήνου για την ώθηση της διαδικασίας. Αυτή η χρονική υστέρηση που δημιουργείται
μεταξύ της αρχικής εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους εργοδότες για αλλοδαπό εργατικό
δυναμικό και της έγκρισης για εργασία των αλλοδαπών μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά
προβλήματα τόσο στους πρώτους όσο και στους δεύτερους. Αναφορικά με τους εργοδότες, οι
επιχειρήσεις τους ενδεχομένως να παρουσιάσουν σημαντική δυσλειτουργία αφού στην
πραγματική οικονομία καλούνται να προσαρμόζονται άμεσα στις μεταβολές της ζήτησης,
προχωρώντας σε κατάλληλες και γρήγορες αλλαγές στο εργατικό τους δυναμικό ούτως ώστε
να ανταποκριθούν σε αυτή άμεσα. Οι δε, εν αναμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα,
υποψήφιοι αλλοδαποί εργάτες είναι πολύ πιθανό να εισέλθουν στη χώρα αναζητώντας
εργασία, χρησιμοποιώντας άλλους διαθέσιμους τρόπους (π.χ θεώρηση εισόδου για τουρισμό),
ενώ στη συνέχεια να εκπέσουν σε καθεστώς παρανομίας. Σε πρώτη φάση λ οιπόν η θεωρητικά
στοχευμένη πολιτική αντιστοίχησης αλλοδαπού εργατικού δυναμικού σε συγκεκριμένες
θέσεις εργασίας παρουσιάζει μια μείωση της δυναμικής της.
Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε στοιχεία που διατέθηκαν από το
Υπουργείο Εργασίας σχετικά με τις μετακλήσεις αλλοδαπών εργαζομένων ανά Περιφέρεια
και ειδικότητα για την περίοδο 2006-2008 με βάση την Κ.Υ.Α. του άρθρου 14 του Ν.
3386/2005 (Πίνακες 14 και 15).

Πίνακας 14
Μετακλήσεις αλλοδαπών εργαζομένων ανά Περιφέρεια για την περίοδο 20 06-2008
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 2006 2007 2008
Ανατ. Μακεδονίας 6423 8139 3075
& Θράκης
Ν. Αιγαίου 120 316 350
Στερεάς Ελλάδος 665 736 1004
Δ. Ελλάδος 670 624 436
Δυτικής 3545 2308 2623
Μακεδονίας
Ηπείρου 229 307 267
Θεσσαλίας 4608 2393 1913
Ιονίων Νήσων 134 141 171
Β. Αιγαίου 205 502 306

50
Πελοποννήσου 344 141 171
Κρήτης 244 1176 1231
Κεντρικής 39842 24684 25506
Μακεδονίας
Αττικής 1979 713 1225
Σύνολο 59008 42180 38278
Πηγή: Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γιώργος Νεραντζής,
αδημοσίευτα στοιχεία)

Πίνακας 15
Μετακλήσεις αλλοδαπών εργαζομένων ανά ειδικότητα για την περίοδο 2006 -2008
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2006 2007 2008
Εργάτες γης 46762 33085 30938
Κτηνοτρόφοι- 8127 4083 2252
Πτηνοτρόφοι-
Βοσκοί-
Μελισσοκόμοι-
Δασεργάτες
Αλιεργάτες- 2310 3195 3626
Εργάτες
ιχθυοτροφείων
Οικιακοί Βοηθοί/ 1471 465 756
Αποκλειστικές
Νοσοκόμες
Τουριστικά 93 75 55
επαγγέλματα
(Μάγειρες,
σερβιτόροι κ.λ.π)
Πηγή: Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (Γιώργος Νεραντζής,
αδημοσίευτα στοιχεία)

51
Παρατηρείται ότι ο συνολικός αριθμός μετακλήσεων αλλοδαπών εργαζομένων στις
διάφορες Περιφέρειες της χώρας βαίνει μειούμενος από το 2006 στο 2008, σε ποσοστό που
ξεπερνά το 35%. Αυτό δείχνει μία μείωση της ζήτησης για αλλοδαπό εργατικό δυναμικό
μέσα από τη διαδικασία της μετάκλησης. Το γεγονός αυτό μπορεί να συνδέεται κατά ένα
μέρος με τον χρονοβόρο χαρακτήρα της ίδιας της διαδικασίας για την τελική συνάντηση
ζήτησης και αλλοδαπής προσφοράς εργασίας η οποία αποθαρρύνει την εμπλοκή των
εργοδοτών. Με βάση συνέντευξη με υπαλλήλους του Υπουργείου Εργασίας, αναφέρθηκε
επίσης ότι αυτό συμβαίνει λόγω του ότι γίνεται κάλυψη των αναγκών σε θέσεις εργασίας με
μετανάστες που διαμένουν ήδη στην Ελλάδα και αναζητούν εργασία μέσα από τη βοήθεια
άτυπων δικτύων. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, φαίνεται να υπερισχύουν τελικά ανεπίσημοι
οδοί στη σύζευξη ζήτησης και προσφοράς εργασίας ενώ η επίσημη διαδικασία της
μετάκλησης έχει δευτερεύουσα σημασία.
Επιπρόσθετα οι μετακλήσεις των αλλοδαπών εργαζομένων ανά την Ελλάδα στο
χρονικό διάστημα 2006-2008 (ανεξαρτήτως του πόσες τελικά ευοδώθηκαν) επικεντρώνονται
κυρίως σε ειδικότητες του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας, με τους εργάτες γης να
βρίσκονται στην κορυφή και του τριτογενούς τομέα, όπου υπερισχύουν οι οικιακοί βοηθοί -
αποκλειστικές νοσοκόμες. Η ίδια εικόνα πρέπει να επισημανθεί ότι ισχύει ως προς τις
ειδικότητες και στην πιο πρόσφατη Κ.Υ.Α. για το έτος 2009 (Κ.Υ.Α. 5899/153). Η ζήτηση
για αυτές τις ειδικότητες μαρτυρά ότι αληθεύει σε μεγάλο βαθμό το επιχείρημα ότι οι
μετανάστες αναλαμβάνουν βαριές, επικίνδυνες κι ασταθείς δουλειές με τις οποίες οι γηγενείς
αρνούνται να ασχοληθούν (Έμκε-Πουλοπούλου, 2007) και συγκεντρώνονται κυρίως σε
χειρωνακτικά - χωρίς απαίτηση ειδίκευσης επαγγέλματα (παρόλο που πολλές φορές
διαθέτουν πτυχία και επαγγελματική ειδίκευση).
Πέραν της προαναφερόμενης συνιστώσας της πολιτικής απασχόλησης για τους
μετανάστες που πρόκειται να μεταναστεύσουν για απασχόληση μέσω της διαδικασίας της
μετάκλησης και η οποία αποδεικνύεται στην πράξη εν πολλοίς δύσκαμπτη, αρκετά
προβληματική αποδεικνύεται και η συνιστώσα της διοικητικής διαχείρισης των ήδη
υπαρχόντων μεταναστών στη χώρα μας. Η καθιέρωση ενός νομιμοποιητικού εγγράφου για
τους μετανάστες, της άδειας διαμονής για εργασία μπορεί να απλοποίησε όντως τις
διαδικασίες αλλά η ανανέωση για πολλούς από αυτούς είναι ανέφικτη. Αυτό συμβαίνει σε
μεγάλο βαθμό επειδή από τη μία, το σύστημα εξέτασης των αιτήσεων εξακολουθεί να είναι
γραφειοκρατικά δομημένο (Μπάγκαβος και Καψάλης, χ.χ) και από την άλλη, ο υψηλός
αριθμός ενσήμων που απαιτείται για την ανανέωση της άδειας διαμονής είναι δύσκολο να
αποκτηθεί σε οικονομικούς τομείς όπου το ύψος της συμφωνηθείσης αμοιβής συνήθως

52
καταλήγει να είναι αντιστρόφως ανάλογο του αριθμού των ενσήμων (Μαρούκης, 2010). Το
τελευταίο παρατηρείται συχνά όταν τίθεται το θέμα διαπραγμάτευσης για την αμοιβή μεταξύ
αλλοδαπού και εργοδότη. Πολλές φορές ο αλλοδαπός συναινεί να λάβει υψηλότερο
ημερομίσθιο θυσιάζοντας σημαντικό τμήμα των ενσήμων που δικαιούται. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα πολλοί μετανάστες να μην πληρούν την προϋπόθεση των ενσήμων όταν
χρειαστεί να ανανεώσουν την άδεια διαμονής τους και να εκπίπτουν σε καθεστώς
παρανομίας, να εγκλωβίζονται σε αυτό και να αναπαράγεται σε μεγάλο βαθμό η αδήλωτη
εργασία. Έτσι όμως συντηρείται ο αθέμιτος ανταγωνισμός με τους γηγενείς εφόσον οι
παράνομοι μετανάστες αποτελούν πόλο έλξης για τους εργοδότες που αναζητούν φτηνό
εργατικό δυναμικό. Αυτός ο φαύλος κύκλος πλήττει όμως κατ’ επέκταση και τους στόχους
της επίσημης οικονομικής πολιτικής της χώρας, μεταξύ των οποίων είναι και η
καταπολέμηση της παραοικονομίας, η αύξηση των ποσοστών καταγεγραμμένης
απασχόλησης και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (Ε.Π.Μ. 2008 -2010).
Επίσης οι προβλέψεις του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου περί υποχρεωτικής
ελάχιστης αμοιβής των νομίμων αλλοδαπών εργαζομένων και διασφάλισης των
ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση εφόσον τα ίδια ισχύουν
και για τους γηγενείς και έτσι θεωρητικά οι αλλοδαποί δε συνιστούν προτιμητέο εργατικό
δυναμικό. Όμως αυτές στη πράξη δεδομένης και της κατάστασης που περιγράφηκε
παραπάνω πολλές φορές παραμένουν ανενεργές. Βέβαια, από την άλλη, ακόμη και η
απόκτηση του νομιμοποιητικού εγγράφου της άδειας διαμονής για εργασία, δεν αποτελεί με
κανέναν τρόπο εγγύηση ότι όντως διαμορφώνονται νόμιμες πλέον σχέσεις εργασίας.
(Καβουνίδη, 2003) αφού είναι ρεαλιστικό σενάριο οι νόμιμοι μετανάστες να απορροφηθούν
στην εκτεταμένη παραοικονομία.
Παράλληλα ένα άλλο σημείο του νομοθετικού πλαισίου το οποίο σχετίζεται με την
πολιτική απασχόλησης των μεταναστών και το οποίο παρουσιάζει αδυναμίες, αφορά την
επιβολή προστίμου στους εργοδότες που απασχολούν μετανάστες χωρίς άδεια διαμονής.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί η παράνομη
απασχόληση των αλλοδαπών και μάλιστα τη στιγμή που εν πολλοίς αυτά τα πρόστιμα
παραμένουν ανεφάρμοστα λόγω του ότι το Σ.Ε.Π.Ε. δε μπορεί να αντεπεξέλθει
ικανοποιητικά στο ρόλο του.
Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση της πολιτικής απασχόλησης των μεταναστών στη
χώρα μας, διαπιστώνεται ότι υπάρχει το θεωρητικό υπόβαθρο των νομοθετικών διατάξεων
για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των μελλοντικών αλλοδαπών (μέσω της διαδικασίας
της μετάκλησης) αλλά και για την ενίσχυση της νόμιμης απασχόλησης και τη διασφάλιση

53
των δικαιωμάτων των υπαρχόντων αλλοδαπών εργαζομένων. Όμως το πρόβλημα στην πράξη
έγκειται, στον ιδιαίτερα γραφειοκρατικό χαρακτήρα της διαδικασίας της μετάκλησης, στο ότι
εξακολουθεί να είναι ασύμβατη η απαίτηση του υψηλού αριθμού ενσήμων για ανανέωση της
άδειας διαμονής με το εύρος της ανασφάλιστης και παράνομης εργασίας και τέλος στους
αναποτελεσματικούς μηχανισμούς εφαρμογής των προστατευτικών διατάξεων για τα
δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων. Απόρροια των παραπάνω είναι η επίσημη
πολιτική απασχόλησης για τους μετανάστες στη χώρα μας να ενισχύει έμμεσα την αδήλωτη
εργασία και συνεπώς την παραοικονομία, κάτι που αντιστρατεύεται τους στόχους της
ευρύτερης οικονομικής πολιτικής.

54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η σχέση μετανάστευσης και αγοράς εργασίας στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από έναν
ιδιαίτερο δυναμισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μετανάστες σε μικρό σχετικό διάστημα
αποτελούν πλέον ένα σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Όπως φαίνεται τόσο από
τους λόγους έκδοσης των αδειών διαμονής όσο και από μελέτες για την παράνομη
μετανάστευση στη χώρα, η μετανάστευση στη χώρα μας περιέχει έντονη την εργασιακή
διάσταση. Όμως, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, η ένταξη των μεταναστών στο εγχώριο εργατικό
δυναμικό είναι μια διαδικασία η οποία πέραν των θετικών, έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο
στην ίδια την αγορά εργασίας όσο και στην επίσημη οικονομική πολιτική. Σε αυτό
συνεισφέρει και το υφιστάμενο νομοθετικό - θεσμικό πλαίσιο για τους μετανάστες, από την
άποψη ότι δεν ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις πραγματικές ανάγκες και δεν μπορεί να
διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή του. Επιπλέον, παρουσιάζεται το φαινόμενο της έμμεσης
ενίσχυσης των απαιτήσεων της ελληνικής παραοικονομίας.
Υπάρχει λοιπόν αδήρητη ανάγκη να ληφθεί μέριμνα και να εφαρμοστούν πολιτικές
που θα σημάνουν την αξιοποίηση της μετανάστευσης προς την κατεύθυνση που
υπογραμμίζονται από τις επιδιώξεις της Αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβώνας περί
περισσότερης ανάπτυξης και περισσότερων και καλύτερης ποιότητας θέσεων εργασίας
(Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 2005). Επιπλέον, οι όποιες πολιτικές υλοποιηθούν
θα πρέπει να συνάδουν και να ενισχύουν τις στρατηγικές επιδιώξεις που αποτυπώνονται στο
ΕΠΜ 2008-2010. Σημείο αναφοράς όλων των ακόλουθων προτεινόμενων πολιτικών είναι οι
στόχοι της επιτάχυνσης του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, της διεύρυνσης των
αναπτυξιακών δυνατοτήτων, της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας
της οικονομίας καθώς και της αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στην απασχόληση.

5.1 Προτεινόμενες πολιτικές που άπτονται της διοικητικής διαχείρισης του αλλοδαπού
εργατικού δυναμικού

Πρώτα απ’ όλα λαμβάνοντας υπόψιν την αδυναμία, σε ορισμένους τομείς, της
ελληνικής διοίκησης να τηρεί στατιστικά δεδομένα, ιδιαίτερα δε στο ζήτημα των μεταναστών
όπως αναφέρθηκε διεξοδικά στο τρίτο κεφάλαιο, είναι απαραίτητο να υπάρξουν διορθωτικές
κινήσεις ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια συνεκτική βάση δεδομένων που θα αποτυπώνει

55
όσο το δυνατόν ακριβέστερα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τον αριθμό του
μεταναστευτικού πληθυσμού. Αυτό είναι κρίσιμης σημασίας επειδή τα ποσοτικά δεδομένα
και οι αναλύσεις που θα προκύψουν είναι προαπαιτούμενα για τη διαμόρφωση
αποτελεσματικών και διαφανών πολιτικών για τους μετανάστες σε εθνικό επίπεδο. Βέβαια
αυτή η συνεκτική βάση δεδομένων πρέπει απαραιτήτως να συνδυάζεται με την ύπαρξη
βάσεων δεδομένων τόσο για την εργατική κινητικότητα όσο και για τις πραγματικές ανάγκες
της αγοράς εργασίας (Γεώρμας, 2009). Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα ανατροφοδοτείται η
μεταναστευτική πολιτική ως προς τη διαχείριση του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού και θα
είναι συμβατή με τις στρατηγικές κατευθύνσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Σε συνέχεια της καταλυτικής σημασίας, διαμόρφωσης μιας συνεκτικής βάσης
δεδομένων, προτεραιότητα συνιστά η βελτιστοποίηση της στελέχωσης της διοίκησης. Όπως
καταδείχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες στις διαδικασίες
νομιμοποίησης των μεταναστών αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους, με αποτέλεσμα
την μη ορθή εφαρμογή των νόμων και το γεγονός ότι ενίοτε οι μετανάστες στρέφονται στην
παραοικονομία και την άτυπη αγορά εργασίας. Όμως κύρια χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης
διοίκησης είναι η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η ταχεία διεκπεραίωση των
ζητημάτων που διαχειρίζεται. Συνεπώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες της
αναφορικά με τη διεκπεραίωση των, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, αιτήσεων για
έκδοση και ανανέωση αδειών διαμονής για εργασία πληθώρας μεταναστών. Προς αυτήν την
κατεύθυνση, κρίνεται σκόπιμη η ποιοτικά και ποσοτικά επαρκής στελέχωσή της, ούτως
ώστε να μπορέσει αυτή στη συνέχεια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πολιτικής
νομιμοποίησης της Ελληνικής Πολιτείας.

5.2 Προτεινόμενες πολιτικές που αφορούν τόσο τη διοικητική διαδικασία όσο και την
ίδια την αγορά εργασίας

Έχοντας εξασφαλίσει την ύπαρξη μιας συνεκτικής βάσης δεδομένων, που συνιστά την
αφετηρία οποιασδήποτε προσπάθειας διαχείρισης των μεταναστών και την ποσοτικά και
ποιοτικά επαρκή στελέχωση της διοίκησης, θα πρέπει να ακολουθήσει ο εξορθολογισμός της
επίσημης πολιτικής εισόδου των μεταναστών για εργασία μέσα από τη διαδικασία της
μετάκλησης. Αυτή η θεωρητικά στοχευμένη θεσμοθετημένη διαδικασία που αντιστοιχίζει
αλλοδαπό εργατικό δυναμικό με την ανάγκη πλήρωσης συγκεκριμένων θέσεων εργασίας,
όπως έχει ήδη αναλυθεί είναι γραφειοκρατικά επιβαρυμένη. Προκειμένου λοιπόν να

56
επιτελέσει τον σκοπό της ομαλής ένταξης των μεταναστών στην αγορά εργασίας και του
περιορισμού ενδεχόμενου ανταγωνισμού με το εγχώριο εργατικό δυναμικό για τις ίδιες θέσεις
εργασίας, πρέπει να γίνει λιγότερο δύσκαμπτη. Απαιτείται η συμπίεση του χρόνου που
μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας (με την υποβολή των αιτήσεων
ενδιαφέροντος από τους εργοδότες) και της πράξης έγκρισης εργασίας που κοινοποιείται στο
αλλοδαπό εργατικό δυναμικό από τις κατά τόπους ελληνικές προξενικές αρχές. Έτσι μόνο θα
υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει νόμιμα η αλλοδαπή προσφορά την
εγχώρια ζήτηση, να καλύπτονται οι ανάγκες των τοπικών αγορών εργασίας με
προγραμματισμένο τρόπο και κατ’ επέκταση να διασφαλίζεται ισόρροπη οικονομική
ανάπτυξη.

5.3 Προτεινόμενες πολιτικές που αφορούν αυτή καθεαυτή την αγορά εργασίας

Οι πολιτικές που αναλύθηκαν παραπάνω δε μπορούν να αποδόσουν τα μέγιστα εάν


δεν συνοδευτούν από ανάλογες παρεμβάσεις στην ίδια την αγορά εργασίας. Στη λογική αυτή
κινούνται οι ακόλουθες προτάσεις πολιτικής.
Η εξασφάλιση του νομιμοποιητικού εγγράφου της άδειας διαμονής για εργασία από
τους μετανάστες αποτελεί ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για τη σύναψη επίσημων
σχέσεων εργασίας μεταξύ αυτών και των εργοδοτών τους. Οι μετανάστες συνιστούν πιο
ευάλωτο εργατικό δυναμικό, με μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με τους
γηγενείς. Συνεπώς ακόμα κι αν ξεκινήσουν με τις προϋποθέσεις για νόμιμη εργασία, στην
πορεία μπορεί να εκπέσουν σε καθεστώς παρανομίας με υπαιτιότητα του εργοδότη τους. Γι’
αυτό το λόγο εκ των ων ουκ άνευ θεωρείται η εφαρμογή εκείνων των πολιτικών που
διευκολύνουν και ενισχύουν την παραμονή των μεταναστών στη νόμιμη απασχόληση και
καταπολεμούν την αδήλωτη εργασία.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η χώρα μας δεν στερείται τέτοιων
πολιτικών. Μάλιστα αυτές είναι αποτυπωμένες σε νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά το πρόβλημα
έγκειται στην συνεπή εφαρμογή τους. Είναι αδήρητη ανάγκη οι αρμόδιοι ελεγκτικοί
μηχανισμοί για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα εργασιακά
και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων εν γένει και συνεπώς και των αλλοδαπών, να
πραγματοποιούν ουσιαστικά και απρόσκοπτα τους προβλεπόμενους ελέγχους. Το Σ.Ε.Π.Ε., ο
κατ’ εξοχήν αρμόδιος ελεγκτικός μηχανισμός του Υπουργείου Εργασίας όπως επίσης και οι
μηχανισμοί ελέγχου των ασφαλιστικών οργανισμών (π.χ. Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου

57
Ασφάλισης) οφείλουν να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις (π.χ τα πρόστιμα) και να
μην εφαρμόζουν διακριτική μεταχείριση στους εργοδότες. Ανάλογη μνεία για τους τρόπους
καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας και κατ’ επέκταση ενίσχυσης της νόμιμης
απασχόλησης γίνεται και στο ΕΣΠΑ 2007-2013 στην εξειδίκευση του γενικού στόχου
«Διευκόλυνση της πρόσβασης στην απασχόληση» υπό τη θεματική προτεραιότητα
«Απασχόληση και κοινωνική συνοχή». Συγκεκριμένα αναφέρεται η αναβάθμιση των
μηχανισμών επιτήρησης της αγοράς εργασίας, η ενίσχυση των παρεμβάσεων του Σ.Ε.Π.Ε.
και η εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων για την αδήλωτη εργασία. Η αυστηρότητα των
προαναφερθέντων ελέγχων θα αποτρέψει σε μεγάλο βαθμό την ελλειπή ασφαλιστική κάλυψη
των μεταναστών από μέρους των εργοδοτών, κάτι που όπως έχει τονιστεί πολλάκις
παρακωλύει την ανανέωση των αδειών διαμονής για εργασία και ωθεί τους μετανάστες στην
παράνομη εργασία.
Συναφής με την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και με το σκεπτικό ότι η
πολιτική της διαχείρισης του μεταναστευτού εργατικού δυναμικού πρέπει να επικοινωνεί με
την ατζέντα της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής είναι και η πρόταση της καταπολέμησης
της παραοικονομίας. Η καταπολέμηση της παραοικονομίας συνιστά κρίσιμη συνιστώσα για
τον περιορισμό της ζήτησης παράνομων μεταναστών οι οποίοι αποτελούν προτιμητέα φθηνή
και ευέλικτη επιλογή για τους εργοδότες εις βάρος των γηγενών εργαζομένων που έχουν
παρεμφερή προσόντα. Βέβαια η εξάλειψη σε μεγάλο βαθμό αυτής της παθογένειας
πιθανότατα να οδηγήσει στην απώλεια κάποιων θέσεων εργασίας, όμως θα τεθούν επιτέλους,
βάσεις υγιούς ανταγωνισμού και κινητικότητας στα πλαίσια των διαφόρων επαγγελμάτων
που ευδοκιμούν σε κλάδους άτυπης οικονομικής δραστηριότητας όπως είναι ο κλάδος των
ιδιωτικών νοικοκυριών.
Σε συνέχεια της, σε μεγάλο βαθμό, διασφάλισης της υγιούς λειτουργίας της αγοράς
εργασίας μέσα από την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και της παραοικονομίας αυτό
στο οποίο θα πρέπει να δοθεί έμφαση είναι η καλύτερη αξιοποίηση των επαγγελματικών
γνώσεων και των δεξιοτήτων των μεταναστών που θα συνέβαλαν τόσο στην εθνική
οικονομία όσο και στην ομαλότερη ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας και στην
κοινωνία γενικότερα. Αυτό εδράζεται όπως αναφέρθηκε και στο τρίτο κεφάλαιο, στο ότι ενώ
πολλοί μετανάστες διαθέτουν πτυχία ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης και επαγγελματική
κατάρτιση και εμπειρία αναγκάζονται στο τέλος να απασχολούνται σε ανειδίκευτα
χειρονακτικά επαγγέλματα (Καψάλης, 2004, Καβουνίδη, 2003). Εδώ βέβαια τίθεται το
ερώτημα τι γίνεται με εκείνους τους αλλοδαπούς των οποίων η ειδίκευση έχει περιορισμένη
χρησιμότητα στην ελληνική οικονομία της αγοράς (Φακιολάς, 2008) όταν η συντριπτική

58
πλειοψηφία τους απέκτησε τα προσόντα στα πολύ διαφορετικά συστήματα εκπαίδευσης και
εργασίας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Καβουνίδη, 2003). Αυτό είναι κάτι που θα
πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψην οι εκάστοτε σχεδιαστές της μεταναστευτικής πολιτικής
στη χώρα μας ούτως ώστε αυτή να μην αντιστρατεύεται τους στρατηγικούς στόχους της
οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας.
Την πολιτική αυτή της εν δυνάμει αξιοποίησης των επαγγελματικών γνώσεων και
δεξιοτήτων των μεταναστών θα επικουρίσει η εισαγωγή ενός συστήματος πιστοποίησης
προσόντων των μεταναστών, διότι ολοκληρωμένη διαχείριση της αγοράς εργασίας σημαίνει
να είναι διαθέσιμα και σε γνώση της διοίκησης τα προσόντα και οι δεξιότητες του εργατικού
δυναμικού που έχει στη διάθεσή της. Μέσα από την ουσιαστική λειτουργία ενός τέτοιου
συστήματος, οι εν δυνάμει εργοδότες του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού θα γνωρίζουν εκ
των προτέρων το εξακριβωμένο πλέον, μετά την πιστοποίηση, ανθρώπινο κεφάλαιο που
διαθέτει αυτό και θα το απορροφούν ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησής τους.
Βέβαια, αναφορικά με τη συγκεκριμένη μερίδα των μεταναστών (αυτούς που
διαθέτουν πτυχία, γνώσεις και δεξιότητες) υπάρχει μια αντίφαση, που έχει επίσης να κάνει με
τη γενικότερη κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Ενώ όντως πρέπει να γίνεται
λόγος για καλύτερη αξιοποίηση των επαγγελματικών γνώσεων και των δεξιοτήτων των
μεταναστών, την ίδια στιγμή αυτό δε συμβαίνει για τους ίδιους τους Έλληνες εργαζόμενους.
Η χώρα μας έχει δημιουργήσει πλεονάζουσα εγχώρια προσφορά σε ειδικευμένες θέσεις
εργασίας με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται εύκολα σύζευξη ζήτησης και προσφοράς
εργασίας. Η λύση εδώ εντοπίζεται στη συνολικότερη στρατηγική της χώρας για την
προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας και την πραγμάτωση της κοινωνίας και της
οικονομίας της γνώσης. Η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής θα δημιουργήσει πολλές νέες
θέσεις απασχόλησης που θα ανταποκρίνονται σε τέτοιου επιπέδου ειδίκευσης εργατικό
δυναμικό.
Συμπερασματικά είναι απαραίτητη μια συνολική στρατηγική διαχείρισης της αγοράς
εργασίας που θα περιλαμβάνει τόσο τους γηγενείς όσο και τους μετανάστες και θα αξιοποιεί
το ανθρώπινο κεφάλαιό τους σε συμφωνία πάντα με τους αναπτυξιακούς στόχους της
οικονομίας μας.
Εν κατακλείδι, και με σημείο αναφοράς το ΕΠΜ 2008-2010 που αποτέλεσε το
υπάβαθρο όλων των προτάσεων πολιτικής που προηγήθηκαν, ο μοναδικός τρόπος για την
άρση όλων των παθογενειών της ελληνική αγορά εργασίας που πλήττουν τόσο τους γηγενείς
όσο και τους μετανάστες είναι η τήρηση της συνολικής πολιτικής του. Η τήρηση της
πολιτικής της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, της αύξησης της

59
παραγωγικότητας, της προώθησης της έρευνας, της καινοτομίας και της γνώσης και της
ανόδου του ποσοστού της συμμετοχής στην απασχόληση, θα σημάνει την αντιμετώπιση του
εγκλωβισμού σε χαμηλόμισθες και ανειδίκευτες θέσεις εργασίας, της παραοικονομίας και εν
γένει των δυσλειτουργιών της αγοράς εργασίας.

60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα εργασία, έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί το πώς εντάσσονται οι


μετανάστες στην ελληνική αγορά εργασίας και ποιές είναι οι εν δυνάμει επιπτώσεις αυτού
τόσο στην ίδια την αγορά εργασίας όσο και κατ’ επέκταση στις επιδιώξεις της επίσημης
οικονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Μέσα από τη διερεύνηση της ελληνικής αγοράς εργασίας, εντοπίστηκαν διάφορα
χαρακτηριστικά της όπως επίσης και συγκεκριμένες δυσλειτουργίες της. Μεταξύ των
χαρακτηριστικών της απαντάται η διαχρονικά υψηλή ανεργία και δη η μακροχρόνια ανεργία.
Σε ότι αφορά τις δυσλειτουργίες της, οι οποίες έχουν κόστος ως προς την αποτελεσματική κι
αποδοτική της λειτουργία, αυτές εντοπίζονται στη χαμηλή παραγωγικότητα κι
ανταγωνιστικότητα όπως επίσης και στην ύπαρξη δυσκαμψίας η οποία τροφοδοτείται εν γένει
από την προστατευτική της απασχόλησης νομοθεσία. Επιπρόσθετα μεταξύ των
δυσλειτουργιών συγκαταλέγεται και η εφαρμογή της κακώς νοούμενης ευελιξίας από ένα
μέρος των εργοδοτών η οποία σε συνδυασμό με την αδήλωτη εργασία και την παραοικονομία
τροφοδοτούν τον υπάρχοντα κατακερματισμό. Τέλος, η αποφυγή των χειρονακτικών
εργασιών από μέρους των γηγενών και η προβληματική σύζευξη της ζήτησης και της
προσφοράς εργασίας συμπληρώνουν το τοπίο των ιδιαιτεροτήτων-δυσλειτουργιών της
ελληνικής αγοράς εργασίας.
Σε συνέχεια της διερεύνησης της ελληνικής αγοράς εργασίας, η ανάλυση των
διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων για τους μετανάστες συνέβαλε στον προσδιορισμό του
προφίλ του μεταναστευτικού αποθέματος στη χώρα μας. Σημαντική πτυχή των μεταναστών
στη χώρα μας είναι τα αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής στο εγχώριο εργατικό δυναμικό και
στη συνολική απασχόληση. Επίσης παρατηρείται συγκέντρωση της απασχόλησης των
μεταναστών (90%) στους ακόλουθους έξι κλάδους της οικονομίας: α) Κατασκευές, β)
Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών, γ) Μεταποίηση, δ) Δραστηριότητες υπηρεσιών
παροχής καταλύματος κ.λ.π., ε) Γεωργία κ.λ.π. και στ) Εμπόριο, με τον πρώτο και το δεύτερο
να κρατούν τα σκήπτρα ως προς τη συμμετοχή της απασχόλησης των μεταναστών στο
σύνολο της απασχόλησης. Αναφορικά με τις θέσεις απασχόλησης που καταλαμβάνουν οι
μετανάστες, αυτοί στη πλειονότητά τους απορροφώνται σε χειρονακτικά επαγγέλματα με
διαφοροποίηση ως προς την ειδίκευση, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν διαθέτουν
επαγγελματική εμπειρία ή υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικά προσόντα. Εδώ αξίζει να
σημειωθεί το γεγονός, ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αναλογία των μεταναστών στο συνολικό

61
πληθυσμό της χώρας μπορεί να φτάνει και το 10% μεγάλο τμήμα του οποίου καταλαμβάνουν
οι παράνομοι μετανάστες.
Αναφορικά με τις επιδράσεις που μπορεί να έχει η ένταξη των μεταναστών στην
ελληνική αγορά εργασίας, πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των ερευνητών-μελετητών
συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι μετανάστες συμβάλλουν στην αύξηση του Α.Ε.Π.,
στην παράταση της βιωσιμότητας διαφόρων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στην
αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου αλλά συνάμα υποκαθιστούν κυρίως τους
ανειδίκευτους γηγενείς, επηρεάζουν την αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος τους, αυξάνουν
την κακώς νοούμενη ευελιξία της αγοράς εργασίας και τέλος ενισχύσουν την ήδη υπάρχουσα
παραοικονομία και κατ’ επέκταση την αδήλωτη εργασία.
Ακόμα, η εξέταση του υφιστάμενου νομοθετικού-θεσμικού πλαισίου σκιαγραφεί τρεις
άξονες της επίσημης πολιτικής απασχόλησης για τους μετανάστες: α) τη διαδικασία της
μετάκλησης αλλοδαπών εργαζομένων με βάση τη γνώση των αναγκών της αγοράς εργασίας,
β) την καθιέρωση της άδειας διαμονής για εργασία ως το μόνο νομιμοποιητικό έγγραφο και
γ) την πρόβλεψη συγκεκριμένων ρυθμίσεων για τη διασφάλιση των ασφαλιστικών και
εργασιακών δικαιωμάτων των νομίμως εργαζομένων μεταναστών και για την καταπολέμηση
της παράνομης απασχόλησής τους.
Η αποτίμηση όμως της εν λόγω επίσημης πολιτικής κατέδειξε ότι αυτή χάνει
σημαντικό μέρος της δυναμικής της. Αυτό συμβαίνει επειδή σε γενικές γραμμές η διαδικασία
της μετάκλησης είναι γραφειοκρατικά επιβαρυμένη με αποτέλεσμα ένα μέρος του
εισερχόμενου αλλοδαπού εργατικού δυναμικού να συναντά την ζήτηση εργασίας μέσα από
ανεπίσημες οδούς και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για τη διασφάλιση των προστατευτικών, των
δικαιωμάτων των αλλοδαπών εργαζομένων, διατάξεων πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται
ικανοποιητικά στο ρόλο τους. Έτσι η πολιτική απασχόλησης για τους μετανάστες ενισχύει
έμμεσα την αδήλωτη εργασία και συνεπώς την παραοικονομία, κάτι που αντιστρατεύεται
τους στόχους της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής.
Τέλος ενόψει αυτής, της σε μεγάλο βαθμό μη ανταποκρινόμενης στις πραγματικές
ανάγκες, πολιτικής απασχόλησης για τους μετανάστες στη χώρα μας και του αναπόφευκτου
αντίκτυπου που έχει η ένταξη των μεταναστών στο εγχώριο εργατικό δυναμικό, διαφάνηκε η
αναγκαιότητα εφαρμογής κάποιων πολιτικών για την αξιοποίηση των μεταναστών προς
όφελος κατ’ επέκταση και των αναπτυξιακών στόχων της εθνικής οικονομίας. Πρώτα απ’
όλα, σε επίπεδο διοικητικής διαχείρισης των μεταναστών, καθοριστικό ρόλο θα παίξει η
δημιουργία μιας συνεκτικής βάσης δεδομένων που θα αποτυπώνει όσο το δυνατόν
ακριβέστερα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τον αριθμό του μεταναστευτικού

62
πληθυσμού, προαπαιτούμενα για το σχεδιασμό αποτελεσματικών πολιτικών για τους
μετανάστες. Στο ίδιο επίπεδο κινείται και η ποιοτικά και ποσοτικά επαρκής στελέχωση των
εμπλεκόμενων υπηρεσιών στις πολιτικές νομιμοποίησης της Ελληνικής Πολιτείας
προκειμένου για την απρόσκοπτη ανανέωση των αδειών διαμονής για εργασία.
Στη συνέχεια σημαντικό στοιχείο είναι ο εξορθολογισμός της διαδικασίας της
μετάκλησης μέσω της μείωσης του γραφειοκρατικού βάρους. Με αυτόν τον τρόπο, αυτή θα
έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτελέσει τον σκοπό της και να εξασφαλιστεί ο θεμιτός
ανταγωνισμός μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών εργαζομένων.
Αναφορικά με την αγορά εργασίας, απαραίτητη είναι η απρόσκοπτη και ουσιαστική
εφαρμογή των προβλεπόμενων ελέγχων από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς όπως
το Σ.Ε.Π.Ε., για τη διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των
εργαζομένων εν γένει και συνεπώς και των αλλοδαπών. Οι εν λόγω έλεγχοι θα συμβάλλουν
στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Στην ίδια λογική κινείται και η πρόταση της
καταπολέμησης της παραοικονομίας η οποία θα σημάνει τον περιορισμό της ζήτησης
παράνομων μεταναστών που συνιστούν φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό και τη
δημιουργία βάσεων υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των μεταναστών και των γηγενών
εργαζομένων.
Τέλος σε συνέχεια των προαναφερόμενων πολιτικών, έμφαση πρέπει να δοθεί στην
καλύτερη αξιοποίηση των επαγγελματικών γνώσεων και των δεξιοτήτων των μεταναστών,
εφόσον πολλοί από αυτούς διαθέτουν πτυχία ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης,
επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία και η απαγκίστρωσή τους από τη «μονοκαλλιέργεια»
των χειρονακτικών κι εν πολλοίς ανειδίκευτων επαγγελμάτων. Προς αυτήν την κατεύθυνση
θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό η εισαγωγή ενός συστήματος πιστοποίησης προσόντων των
μεταναστών.
Κλείνοντας θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αναπόφευκτη συνέπεια της έντασης των
μεταναστευτικών ροών είναι η συνύπαρξη υπό την σκέπη της ίδιας αγοράς εργασίας των
γηγενών και των μεταναστών εργαζομένων. Εκείνο λοιπόν που προέχει ενόψει και των
δύσκολων οικονομικά καιρών που διανύουμε δεν είναι η επίρριψη ευθυνών στους μετανάστες
για τα κακώς κείμενα της ελληνικής αγοράς εργασίας αλλά η οργανωμένη και στοχευμένη
κρατική πολιτική που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα αυξήσει την
παραγωγικότητα και τα ποσοστά της καταγεγραμμένης απασχόλησης προς όφελος τόσο των
γηγενών όσο και των μεταναστών.

63
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

Α.Ε.Π. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν


ΓΣΕΕ Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος
Ε.Ε.Δ. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού
Ε.Ε. Ευρωπαϊκή Ένωση
Ε.Π.Μ. Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων
ΕΣΠΑ Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς
Ε.Σ.Υ.Ε. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος
Ι.Κ.Α. Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
ΙΝΕ Ινστιτούτο Εργασίας
Ι.Ο.Β.Ε. Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών
Κ.Υ.Α. Κοινή Υπουργική Απόφαση
Ο.Α.Ε.Δ. Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
ΟΟΣΑ Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
Σ.Ε.Π.Ε. Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας

64
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΕΣ
Πίνακας 1: Μεταβολές Απασχόλησης (%) κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας
Σύνολο Χώρας 2000-2008
Πίνακας 2: Ποσοστά απασχόλησης (15-64 ετών) κατά φύλο: Β΄ τρίμηνο 2004 – 2009
Πίνακας 3: Οι μεταβολές στην πλήρη, τη μερική, τη μόνιμη κα ι την προσωρινή απασχόληση
2008-2009
Πίνακας 4: Ποσοστό Ανεργίας (%): Β΄ τρίμηνο 1998 – 2009
Πίνακας 5: Ανεργία (%), κατά φύλο και ομάδες ηλικιών: Β’ τρίμηνο 2008 και 2009
Πίνακας 6: Ανεργία (%), κατά Περιφέρεια: Β’ τρίμηνο 2008 και 2009
Πίνακας 7: Δυσκαμψία στην αγορά εργασίας;
Πίνακας 8: Πληθυσμός και αριθμός αλλοδαπών στην Ελλάδα
Πίνακας 9: Οι κυριότερες υπηκοότητες των μεταναστών κατά κατηγορία, 2007
Πίνακας 10: Λόγοι έκδοσης άδειας παραμονής 2003/2004
Πίνακας 11: Η απασχόληση των μεταναστών κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, 2007
Πίνακας 12: Η απασχόληση των μεταναστών κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, 2009
Πίνακας 13: Ποσοστιαία συμμετοχή της απασχόλησης των μεταναστών στους κυριότερους
κλάδους της οικονομίας ανά Περιφέρεια
Πίνακας 14: Μετακλήσεις αλλοδαπών εργαζομένων ανά Περιφέρεια για την περίοδο 2006 -
2008
Πίνακας 15: Μετακλήσεις αλλοδαπών εργαζομένων ανά ειδικότητα για την περίοδο 2006 -
2008

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ
Διάγραμμα 1: Ποσοστιαία κατανομή των απασχολούμενων, κατά τομέα της οικονομίας
Διάγραμμα 2: Ποσοστιαία κατανομή των απασχολούμενων, κατά θέση στο επάγγελμα
Διάγραμμα 3: Ανεργία (%) κατά ομάδες ηλικιών

65
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

1) Πρωτογενείς πηγές - Επίσημα έγγραφα


Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση προς το Εαρινό Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο, Συνεργασία για την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση - Νέο ξεκίνημα για
τη στρατηγική της Λισσαβώνας, Βρυξέλλες, 2.2.2005, COM(2005) 24 τελικό
ΕΣΥΕ, Δελτίο Τύπου: «Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Β΄ τρίμηνο 2008» , Πειραιάς, 18
Σεπτεμβρίου 2008
ΕΣΥΕ, Δελτίο Τύπου: «Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Β΄ τρίμηνο 2009» , Πειραιάς, 17
Σεπτεμβρίου 2009
Υπουργείο Εσωτερικών, Κωδικοποίηση νομοθεσίας που αφορά στο Ν. 3386/2005: «Είσοδος,
διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια»
Υπουργείο Εσωτερικών, Εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3386/2005- Διαδικασία
Μετάκλησης, Αθήνα, 2 Φεβρουαρίου 2006
Υπουργείο Εσωτερικών, Εξωτερικών και Εργασίας, ΚΥΑ 5899/153: Καθορισμός
ανώτατου αριθμού αδειών διαμονής για εργασία υπηκόων τρίτων χωρών για το έτος 2009, 11
Φεβρουαρίου 2009
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007-
2013, Αθήνα, Ιανουάριος 2007
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων για την
Ανάπτυξη και την Απασχόληση 2008-2010, Αθήνα, Οκτώβριος 2008

2) Βιβλία
Ακαδημία Αθηνών (2009). Η απασχόληση και η Ελληνική Οικονομία: Διαπιστώσεις και
Προοπτικές, Γραφείο Οικονομικών Μελετών, Μ ελέτες: Αριθμός 9, Αθήνα
Alpha Bank (2005). Οι οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα: Από τη νομιμοποίηση στην
ένταξη και προσέλκυση, Οικονομικό Δελτίο, Τεύχος 95, Σεπτέμβριος
Γεώρμας, Κ. (2009). Μεταναστευτική πολιτική και αγορά εργασίας, Σημειώσεις μαθήματος,
Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης, Αθήνα
Έμκε-Πουλοπούλου, Η. (2007). Η μεταναστευτική πρόκληση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
Ευστράτογλου, Α. (2006). Τοπικές Αγορές Εργασίας στην Ελλάδα, ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Μελέτες Νο 25, Αθήνα

66
Ι.ΜΕ.ΠΟ. (2004). Στατιστικά δεδομένα για τους μετανάστες στην Ελλάδα: αναλυτική μελέτη
για τα διαθέσιμα στοιχεία και προτάσεις για τη συμμόρφωση με τα standards της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, Τελική Έκθεση, Αναθεωρημένη έκδοση, 15 Νοεμβρίου
ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2000, Αθήνα,
Αύγουστος 2000
ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2008, Αθήνα,
Αύγουστος 2008
ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2009, Αθήνα,
Αύγουστος 2009
Καβουνίδη, Τζ. (2003). Έρευνα για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των μεταναστών,
Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική-Πληροφορική Α.Ε., Αθήνα
Καρασαββόγλου, Α. (1998). Μετανάστευση, αγορά εργασίας και ελληνική οικονομία, στο:
Ανεργία: Μύθοι και πραγματικότητα, σε συνεργασία με Χλέτσο Μ., Κατσορίδα, Δ., Ναξάκη,
Χ. και Ιωακείμογλου, Η., Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
Καρασαββόγλου, Α. (2001). Ο ρόλος της μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας
και ειδικότερα στις εργασιακές σχέσεις και η περίπτωση της Ελλάδας, στο: Ναξάκης, Χ. και
Χλέτσος, Μ. (επιμ.) Μετανάστες και Μετανάστευση. Οικονομικές, Πολιτικές και Κοινωνικές
πτυχές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
Καψάλης, Α. (2004). Παρουσίαση των αποτελεσμάτων από τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με
μέλη της ομάδας-στόχου των εργαζομένων μεταναστών στους κλάδους της οικοδομής, των
πρατηρίων βενζίνης και της ένδυσης, ΕΚΑ, Αθήνα, Δεκέμβρης
Καψάλης, Α. (επιμ.) (2007). Αδήλωτη απασχόληση και «νομιμοποίηση» των μεταναστών. Η
πρόκληση της μεταναστευτικής πολιτικής, ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ Μελέτες Νο 27, Αθήνα
Κόντης, Α., Ζωγραφάκης, Σ., και Μητράκος, Θ. (2006). Εταιρεία Knowledge Systems
Α.Ε., Οι οικονομικές επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών κατά τη διάρκεια της
τελευταίας δεκαετίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα
Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και
Διασποράς, Δεκέμβριος
Λαμπριανίδης, Λ. και Λυμπεράκη, Α. (2001). Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη.
Διαδρομές ευημερίας και παραδρομές δημόσιας εικόνας , Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
Λιανός, Θ. (2003). Σύγχρονη Μετανάστευση στην Ελλάδα: Οικονομική Διερεύνηση, Κέντρο
Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών, Μελέτες 51, Αθήνα
Μαρούκης, Θ. (2010). Οικονομική Μετανάστευση στην Ελλάδα: Αγορά Εργασίας και
Κοινωνική Ένταξη, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα

67
Μπάγκαβος, Χ. και Καψάλης, Α. (χ.χ). Το πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής στην
Ελλάδα, στο: Μπάγκαβος, Χ., Παπαδοπούλου, Δ. και Συμεωνάκη, Μ. (επιμ.)
Μετανάστευση και παροχή υπηρεσιών σε μετανάστες στην Ελλάδα, Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΚΕΚΜΟΚΟΠ, ΙΝΕ, Μελέτες 29, Αθήνα
Ναξάκης, Χ. (2001). Το οικονομικό θαύμα οφείλεται (και) στους μετανάστες στο: Ναξάκης,
Χ. και Χλέτσος, Μ. (επιμ.) Μετανάστες και Μετανάστευση. Οικονομικές, Πολιτικές και
Κοινωνικές Πτυχές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα
Τζωρτζοπούλου, Μ. (2005). Η μετανάστευση στην Ελλάδα: τα βασικά χαρακτηριστικά του
αλλοδαπού πληθυσμού, στο: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Το Κοινωνικό
Πορτραίτο της Ελλάδας 2003-2004, ΕΚΚΕ-Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα
Τράπεζα της Ελλάδος (2000). Οικονομικό Δελτίο, Τεύχος 16, Δεκέμβριος
Φακιολάς, Ρ. (2008). Εισροή ειδικευμένων αλλοδαπών και αποδημία Ελλήνων, στο:
Καβουνίδη, Τζ., Κόντης, Α., Λιανός, Θ. και Φακιολάς, Ρ. (επιμ.) Μετανάστευση στην
Ελλάδα: Εμπειρίες-Πολιτικές-Προοπτικές , Εκδόσεις ΙΜΕΠΟ, Τόμος Α΄, Αθήνα

3) Άρθρα
Γιάνναρου, Λ. (2010). «Ο σκληρός δρόμος της επιστροφής», Η Καθημερινή, Κυριακή 16
Μαϊου
Δεληθανάση, Μ. (2006). «Σωτήρια για τη γεωργία η «εισβολή» μεταναστών. Συνέβαλαν

αποφασιστικά στην αναζωογόνηση της υπαίθρου», σύμφωνα με έρευνα», Η Καθημερική, 16 Ιουλίου


Κικίλιας, Η. (2010). Θεσμική ποιότητα και επιδόσεις στην ελληνική αγορά εργασίας,
εισήγηση στην ημερίδα της Τράπεζας της Ελλάδας «Η ελληνική αγορά εργασίας:
χαρακτηριστικά, εξελίξεις και προκλήσεις», 22 Μαρτίου
Κολλιάς, Γ. (2001). «Η απασχόληση και η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Ενημέρωση,
Τεύχος 78, Δεκέμβριος
Κουζής, Γ. (2005). «Οι πρόσφατες ρυθμίσεις για το χρόνο εργασίας: μέτρα ενίσχυσης των
εργασιακών διακιωμάτων ή αύξησης κερδοφορίας των επιχειρήσεων;», Ενημέρωση, Τεύχος
121, Οκτώβριος
Κρητικίδης, Γ. (2008). «Πληθυσμός, εργατικό δυναμικό και απασχόληση των μεταναστών»,
Ενημέρωση, Τεύχος 152, Ιούλης-Αύγουστος
Κρητικίδης, Γ. (2009 1). «Απασχόληση και ανεργία το Α΄ τρίμηνο του 2009», Ενημέρωση,
Τεύχος 163, Ιούλης-Αύγουστος

68
Κρητικίδης, Γ. (20092). «Απασχόληση και ανεργία το Β΄ τρίμηνο του 2009», Ενημέρωση,
Τεύχος 165, Οκτώβρης
Ναυτεμπορική (2005). «Κλειδί ανταγωνιστικότητας η ευέλικτη αγορά απασχόλησης»,
Δευτέρα, 11 Ιουλίου στο http://news.disabled.gr/?p=3964, τελευταία επίσκεψη 26.5.2010
Φακιολάς, Ρ. (1998). «Μετανάστευση», Επετηρίδα Εργασίας, Επιστημονικές Εκδόσεις
Παντείου, Αθήνα

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

1) Πρωτογενείς πηγές - Επίσημα έγγραφα


Commission of the European Communities, Implementation of the Lisbon Strategy
Structural Reforms in the context of the European Economic Recovery Plan - Annual country
assessments: Recommendation for a Council recommendation on the 2009 up-date of the
broad guidelines for the economic policies of the Member States and the Community and on
the implementation of Member States' employment policies, Brussels, COM (2009) 34/2,
Volume I
European Commission, Draft report from the Commission to the Council, Draft Joint
Employment Report (JER) 2009/2010, Brussels, COM (2009) 674/3

2) Άρθρα
Cholezas, I. and Τsakloglou, P. (2008). The economic Impact of Immigration in Greece:
Taking stock of the Existing Evidence, ΙΖΑ DP, nο. 3754, October
Lianos, T., Sarris, A., Katseli, L. (1996). «Illegal immigration and local labour markets: The
case of Northern Greece», International Migration, XXXIV, 3, pp. 449-484
Sarris, A. and Zografakis, S. (1999). «A computable General Equilibrium Assessment of the
impact of illegal immigration on the Greek economy», Journal of Population Economics, no.
12, pp. 155-182

69
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

1) Πρωτογενείς πηγές - Επίσημα έγγραφα


Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο,
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαίκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την
Επιτροπή των Περιφερειών, Μετανάστευση, ένταξη και απασχόληση, Βρυξέλλες, 3.6.2003,
COM(2003) 336 τελικό

2) Βιβλία
Κατσορίδας, Δ. (1994). Ξένοι (;) εργάτες στην Ελλάδα, Εκδόσεις Ίαμος, Αθήνα
Καψάλης, Α. και Λινάρδος-Ρυλμόν, Π. (επιμ.) (2005). Μεταναστευτική πολιτική και
δικαιώματα των μεταναστών, ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Μελέτες 22, Αθήνα
Λινάρδος-Ρυλμόν, Π. (1993). Αλλοδαποί εργαζόμενοι και αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ΙΝΕ
ΓΣΕΕ, Αθήνα
Κουϊμτζή, Α. (2006). Εσωτερική αγορά εργασίας και κατακερματισμός της αγοράς εργασίας.
Εμπειρική και θεωρητική προσέγγιση, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη, 25 Ιανουαρίου
Μπάγκαβος, Χ., και Παπαδοπούλου, Δ. (χ.χ). Μεταναστευτικές τάσεις και Ευρωπαϊκή
μεταναστευτική πολιτική, ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Μελέτες 15, Αθήνα
Χλέτσος, Μ., Κολλιάς, Χ., Συρακούλης, Κ., Παλαιολόγου, Σ., Θαλασσοχώρη, Χ.,
Μπουρδούβαλη, Β. και Πουλίου, Α. (2005). Οικονομικές διαστάσεις της μετανάστευσης.
Επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα, ΙΜΕΠΟ, Αθήνα, Ιανουάριος

3) Άρθρα
Γεώρμας, Κ. (2009). «Μετανάστευση και αγορά εργασίας», Άρδην, τ. 77 στο www.ardin.gr,
τελευταία επίσκεψη 26.5.2010
Παπαδόπουλος, Α. (2007). Ευελιξία και προσαρμογή των μεταναστών στις τοπικές αγορές
εργασίας, εισήγηση στην ημερίδα «Οι μετανάστες στις περιφερειακές τοπικές αγορές
εργασίας», Κέρκυρα, 8 Ιουνίου

70
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Άρθρα
Kasimis, C. and Papadopoulos, A. (2008). The occupational structure and mobility of
migrants in the Greek rural labour markets, introduction to the XII World Congress of Rural
Sociology, Korea, 6-11 July

71

You might also like