You are on page 1of 13

ΠΜΣ : ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ : ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ

ΕΠΙΚΟΥΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΜΕΤΑΞΙΑ Ι. ΚΟΥΣΚΟΥΝΑ

ΜΕΛΙΝΑ ΓΙΩΡΓΑΚΗ

Α.Μ. : 833

Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ


ΣΤΗΝ Ε.Ε.

1
Περιεχόμενα
Εισαγωγή……………………………………………………………….. 3

Κεφάλαιο 1: ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων …..………….… 4

Κεφάλαιο 2: Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΕΣΔΑ……………………….. 7

Συμπεράσματα...…………………………………………………………12

Βιβλιογραφία………………………………………………………….... 13

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ιστορική αναδρομή

Η προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί θεμελιώδη αρχή της


Ευρωπαϊκής Ένωσης και απαραίτητη προϋπόθεση της νομιμοποίησής της. O Χάρτης των
θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ υιοθετήθηκε επίσημα στο Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο της Νίκαιας (7-9 Δεκεμβρίου 2000) από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το
Συμβούλιο και την Επιτροπή. Αρθρώνεται σε κεφάλαια γύρω από τις οικουμενικές αξίες
της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της
υπηκοότητας και της δικαιοσύνης. Επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη ευκρίνεια για τους
πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο χάρτης περιλαμβάνει το σύνολο των θεμελιωδών
δικαιωμάτων που προέρχονται ήδη από πολύ διαφορετικές διεθνείς ή ευρωπαϊκές
πράξεις, όπως η ευρωπαϊκή σύμβαση διαφύλαξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι
ευρωπαϊκές συμβάσεις ή η νομολογία του Δικαστηρίου. Η νομολογιακή εκκίνηση της
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου έγινε
αρχικά με την υπόθεση Stauder1. Κατά την μελέτη της ανάδειξης από το Δικαστήριο της
δικαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως γενικής αρχής του ενωσιακού
δικαίου δεν αρκεί να γίνει αναφορά μόνο στο σημείο εκκίνησης της αντίστοιχης
νομολογίας αλλά θεωρείται απαραίτητη η αναφορά στα σημαντικότερα ορόσημά της εκ
των οποίων αποτελεί η απόφαση Kadi2. Το ΔΕΚ στην Kadi διατύπωσε για πρώτη φορά
την άποψη ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι ακόμη μία εκ των
γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου, έχουσα ίδιο κύρος και ισχύ με όλες τις διατάξεις
των ιδρυτικών συνθηκών αλλά συνιστά περαιτέρω ένα «θεμέλιο της ενωσιακής έννομου
τάξεως». Αφήνοντας να εννοηθεί ότι συνιστούν ένα είδος «συντάγματος επί του
συντάγματος», δηλαδή έχουν ισχύ ανώτερη και από τις υπόλοιπες διατάξεις των
ιδρυτικών συνθηκών. Στη νομολογιακή σειρά της εξέλιξης και της φύσης της προστασίας
των θεμελιωδών δικαιωμάτων αξίζει να αναφέρουμε και την υπόθεση Kucukdeveci3 η
οποία αφορούσε το εύρος των υποκειμένων των δικαιωμάτων που απονέμουν και των
υποχρεώσεων που επιβάλλουν σε ιδιώτες οι αντίστοιχες διατάξεις του ενωσιακού
δικαίου. Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι οι Οδηγίες (που έως σήμερα
αποτελούν πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι δεν παράγουν «οριζόντιο» άμεσο
αποτέλεσμα), οι Οδηγίες λοιπόν που συγκεκριμενοποιούν ένα θεμελιώδες δικαίωμα
μπορεί μεν να μην παράγουν οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα λόγω της φύσης τους, δίνουν
τη θέση τους όμως απευθείας στην εφαρμογή της γενικής αρχής που εξειδικεύουν και η
οποία υπό προυποθέσεις μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης από ιδιώτη κατά
ιδιώτη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

1
ΔΕΚ 29/69, απόφαση της 12.11.1929, Stauder / Stadt Ulm
2
ΔΕΚ C – 402/05 P και C – 415/05, απόφαση της 3.9.2008, Kadi and AL Barakaat International
Foundation/Συμβούλιο και Επιτροπής
3
ΔΕΚ C – 555/07, απόφαση 19.1.2010

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΧΑΡΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Α. Προστατευόμενα δικαιώματα

Το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ δηλώνει ότι η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα,


τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως
προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο
νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Επιπλέον, όπως ορίζει το άρθρο 6 (ΣΕΕ) και το
πρωτόκολλο Αριθ. 8 της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από αυτήν τη Σύμβαση
και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών,
αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 6 ΣΕΕ). Η Ένωση
συγκροτεί χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με σεβασμό των θεμελιωδών
δικαιωμάτων και των διαφορετικών νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών
μελών4. Ενσωματώνει, παράλληλα με τα κλασικά αστικά και πολιτικά δικαιώματα και τα
δικαιώματα των πολιτών που προκύπτουν από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, τα θεμελιώδη
οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης,
των συλλογικών ενεργειών συμπεριλαμβανομένης της απεργίας και το δικαίωμα στην
ενημέρωση και στη διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις.5.

Το άρθρο 49 της ΣΕΕ υπάγει την ένταξη και τη συμμετοχή στην Ένωση στον όρο
του σεβασμού των αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2, δηλαδή σεβασμού της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους
δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων
των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Επομένως:

(α) ένα κράτος που δεν σέβεται τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών του δεν
μπορεί να γίνει μέλος της ΕΕ· και

(β) η κυβέρνηση ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να παραβιάζει τα δικαιώματα


των πολιτών του, αν δεν θέλει να αποκλείσει το κράτος της από την 'Ένωση.

Το άρθρο 7 της ΣΕΕ προβλέπει μέτρα σε περίπτωση παραβίασης από κράτος


μέλος των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής

4
(άρθρο 67 ΣΛΕΕ) [βλ. το τμήμα 8.1]

5
Η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο προσήρτησαν ένα πρωτόκολλο στη Συνθήκη της Λισαβόνας
σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων στις χώρες τους. Το πρωτόκολλο αριθ.
30 περιέχει δύο ουσιαστικές διατάξεις: αποκλείει την ευχέρεια του Δικαστηρίου της ΕΕ και των
δικαστηρίων των δύο χωρών να κρίνουν ότι οι νόμοι, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές διατάξεις, πρακτικές ή
δράση της Πολωνίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συνάδουν με τον Χάρτη· και λέει ότι ο τίτλος IV του
Χάρτη, που περιέχει οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν παράγει αγώγιμα δικαιώματα τα οποία
εφαρμόζονται στην Πολωνία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μια Δήλωση της Τσεχικής Δημοκρατίας
υπογραμμίζει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν υλοποιούν το δίκαιο
της Ένωσης και όχι όταν θεσπίζουν και υλοποιούν το εθνικό δίκαιο.

4
των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους
στο Συμβούλιο. Μετά από πρόταση ενός τρίτου των κρατών μελών, του Κοινοβουλίου ή
της Επιτροπής, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων
των μελών του και μετά από σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, μπορεί να διαπιστώσει
ότι υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του
άρθρου 2 και να του απευθύνει τις δέουσες συστάσεις. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,
αποφασίζοντας κατ' ομοφωνία αλλά χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ψήφο του
αντιπροσώπου της κυβέρνησης του ενεχομένου κράτους μέλους, μπορεί να διαπιστώσει
την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης θεμελιωδών αρχών από κράτος μέλος.
Εφόσον γίνει αυτή η διαπίστωση, το Συμβούλιο (των Υπουργών) δύναται να αποφασίσει
με ειδική πλειοψηφία την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από
την εφαρμογή της Συνθήκης ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων
των δικαιωμάτων ψήφου του στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή έχει καθορίσει κριτήρια
εκτίμησης του «σαφούς κινδύνου» και της «σοβαρής και διαρκούς» παραβίασης,
διευκρινίζοντας ότι η διαδικασία πρέπει να επιδιώκει τη διαπίστωση κινδύνου
παραβίασης ή της ύπαρξης παραβίασης μέσω μιας συνολικής πολιτικής προσέγγισης.

Το άρθρο 20 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ αναφέρει ενδεικτικά


τα βασικά δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ:

(α) το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών
μελών·

(β) το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου καθώς και στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους, υπό
τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους·

(γ) το δικαίωμα να απολαύουν στο έδαφος τρίτης χώρας, στην οποία δεν
αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος την υπηκοότητα του οποίου έχουν, της διπλωματικής
και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και
έναντι των υπηκόων του κράτους αυτού· και

(δ) το δικαίωμα να αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαίωμα να


προσφεύγουν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και το δικαίωμα να απευθύνονται
στα θεσμικά και στα συμβουλευτικά όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των
Συνθηκών και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας (ακολουθώντας τη Συνθήκη της Νίκαιας) παρέχει σε


κάθε πολίτη της Ένωσης το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να
διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, µε την επιφύλαξη των
περιορισμών και των όρων που ορίζονται στις Συνθήκες και των μέτρων που θεσπίζονται
για την εφαρμογή τους (άρθρα 3 ΣΕΕ και 21 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρα 2 ΣΕΕ και 18
ΣΕΚ). Σε εφαρμογή αυτών των άρθρων, η οδηγία 2004/38 αντικατέστησε με ένα ενιαίο
κείμενο τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής
και αποσκοπεί στην ενίσχυση αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της
Ένωσης μέσω της χαλάρωσης των προϋποθέσεων και των διατυπώσεων που αφορούν το

5
δικαίωμα διαμονής και της καλύτερης προστασίας από την απέλαση6. Βάση αυτής της
οδηγίας, οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν το δικαίωμα διαμονής υπό τον όρο ότι
διαθέτουν για τους ίδιους και για τα μέλη της οικογενείας τους ασφάλεια που να
καλύπτει τον κίνδυνο ασθενείας στο κράτος υποδοχής. Η οδηγία διευκολύνει σημαντικά
την άσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής των μελών της οικογένειας των
πολιτών της Ένωσης, περιλαμβανομένων των καταχωρημένων συντρόφων εάν η
νομοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής, αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρημένης
συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο. Επιπλέον, στα εξαρτώμενα μέλη της
οικογένειας παρέχεται αυξημένη νομική προστασία, κυρίως, σε περίπτωση θανάτου του
πολίτη της Ένωσης, ή λύσης του γάμου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το δικαίωμα
ελεύθερης διαμονής σε όλα τα κράτη μέλη υλοποιείται, εξάλλου, με διάφορα μέτρα
αφορώντας την καθημερινή ζωή του πολίτη, όπως είναι η έκδοση των εθνικών αδειών
οδήγησης που βασίζονται σε ευρωπαϊκό υπόδειγμα7 .

Επιπλέον των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία κατοχυρώνονται από τον Χάρτη


της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 20 της ΣΛΕΕ, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης έχουν πολλά δικαιώματα, τα οποία δεν εκτιμούν αρκετά γιατί τα βρίσκουν
τελείως φυσικά. Το ότι είναι φυσικά, όμως, οφείλεται ακριβώς στην ύπαρξη της Ένωσης
και στη συμμετοχή του κράτους των σ' αυτήν. Όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο, το ευρωπαϊκό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο από τις νομοθεσίες των κρατών
μελών, δεν δημιουργεί μόνον υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα για τους ιδιώτες8 . Ποια
είναι αυτά τα δικαιώματα; Είναι τόσο πολλά που η απαρίθμησή τους θα ήταν κουραστική.
Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές διατάξεις, τις οποίες εξετάζουμε σε αυτό το
βιβλίο, δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες των κρατών μελών
της EE, ιδίως όσον αφορά την επαγγελματική τους ζωή. H σημασία του ευρωπαϊκού
δικαίου μεγαλώνει ανάλογα με την πρόοδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τίθεται
υπεράνω του εθνικού δικαίου και σε πολλές περιπτώσεις το αντικαθιστά. Επηρεάζει,
επομένως, όλο και περισσότερο την επαγγελματική και την ιδιωτική ζωή των πολιτών των
κρατών μελών.

Ορισμένες πολιτικές της ΕΕ επηρεάζουν τόσο την επαγγελματική όσο και την
ιδιωτική ζωή των πολιτών. Αυτό συμβαίνει, π.χ., με τα μέτρα της κοινής κοινωνικής
πολιτικής για την απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση, την ασφάλεια στον τόπο
εργασίας ή τη δημόσια υγεία. Επίσης, οι προδιαγραφές που επιβάλλονται στους
βιομηχάνους ως προς την προστασία του περιβάλλοντος ή των καταναλωτών έχουν
σημαντικές συνέπειες για την ποιότητα της ζωής των πολιτών. Οι πολίτες έχουν το
δικαίωμα να αγοράζουν αγαθά -π.χ. αυτοκίνητα, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές
ή ενδύματα - σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης χωρίς να πληρώνουν τελωνειακούς
δασμούς ή επιπλέον φόρους κατά την επάνοδο στη χώρα τους. Έχουν το δικαίωμα να
επιζητούν τους καλύτερους όρους που επικρατούν στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά για την
παροχή υπηρεσιών τραπεζών, ασφαλιστικών ή τηλεπικοινωνιακών οργανισμών.

6
[βλ. το τμήμα 6.4.2].
7
[Οδηγία 2006/126, τροπ. τελευταία από οδηγία 2015/653].

8
[υπόθεση 26/62].

6
Δικαιούνται να έχουν την ίδια μεταχείριση με τους πολίτες ενός κράτους μέλους από τις
διοικητικές ή τις δικαστικές αρχές αυτού του κράτους (άρθρο 12 ΣΕΚ). Αυτό το
δικαίωμα καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα καταστάσεων και ανθρωπίνων σχέσεων, όπως
συμβατικών, χρηματοοικονομικών, οικογενειακών ή σπουδαστικών [υπόθεση C-85/96].

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΕΣΔΑ

Α. Ίδρυση ΕΣΔΑ
Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των
Θεμελιωδών Ελευθεριών, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα
του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υιοθετήθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της
Ευρώπης το 1950 με σκοπό την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των
θεμελιωδών ελευθεριών. Όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συμμετέχουν
στη Σύμβαση, όπως επίσης αναμένεται από τα νέα μέλη να την επικυρώσουν το ταχύτερο
δυνατό.
Βάσει της Σύμβασης ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων. Ο πολίτης που θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά του σύμφωνα
με τη Σύμβαση από ένα κράτος μέλος μπορεί να φέρει την υπόθεση στο Δικαστήριο. Οι
αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι νομικά δεσμευτικές και το Δικαστήριο έχει τη
δυνατότητα να επιδικάσει αποζημίωση. Το καθεστώς που δίνει τη δυνατότητα να
προστατεύονται οι πολίτες από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί
καινοτομία όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς παρέχει
στο άτομο έναν ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή (παραδοσιακά, μόνο τα κράτη
θεωρούνταν υποκείμενα της διεθνούς νομοθεσίας). Η ΕΣΔΑ παραμένει η μόνη διεθνής
συμφωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα που παρέχει αυτό τον υψηλό βαθμό προστασίας
του ατόμου. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να φέρουν υποθέσεις εναντίον άλλων
κρατών μελών στο Δικαστήριο, αν και αυτή η δυνατότητα σπάνια χρησιμοποιείται.
Η Σύμβαση περιλαμβάνει αρκετά πρωτόκολλα. Για παράδειγμα, το Πρωτόκολλο
6 απαγορεύει την θανατική ποινή με εξαίρεση σε καιρό πολέμου. Η αποδοχή των
πρωτοκόλλων ποικίλλει για κάθε κράτος μέλος, αν και είναι κατανοητό ότι τα κράτη
μέλη θα πρέπει να συμμετέχουν σε όσο το δυνατόν περισσότερα πρωτόκολλα.
Πριν την έναρξη της ισχύος του Πρωτοκόλλου 11, δεν παρεχόταν η δυνατότητα
στον πολίτη να έχει άμεση πρόσβαση στο Δικαστήριο· θα έπρεπε να κάνουν αίτηση
στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία εφόσον κατέληγε στο ότι ήταν καλά
θεμελιωμένη η υπόθεση, θα έφερνε την υπόθεση στο Δικαστήριο εκ μέρους του ατόμου.
Επιπλέον, όταν επικυρωνόταν η Σύμβαση, τα κράτη μπορούσαν να επιλέξουν να μην
αποδεχτούν κάποιες από τις προτάσεις που παρείχαν τη δυνατότητα στον πολίτη άμεσης
πρόσβασης στην Επιτροπή, και κατά συνέπεια μειωνόταν η δυνατότητα δικονομικής

7
προστασίας του πολίτη. Το Πρωτόκολλο 11 κατάργησε την Επιτροπή, αύξησε το μέγεθος
του Δικαστηρίου (παρέχοντάς του λειτουργίες και εξουσίες οι οποίες ανήκαν
προηγουμένως στην Επιτροπή), και επέτρεψε στους πολίτες να φέρουν τις υποθέσεις
τους σε αυτό απευθείας. Με την επικύρωση του Πρωτοκόλλου 11, όλα τα κράτη μέλη
αποδέχτηκαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να αποφαίνεται για υποθέσεις πολιτών
εναντίον τους.

Α1. Η νομολογία του ΕΔΔΑ: το κριτήριο της «ισοδύναμης προστασίας»

Οι Συνθήκες της Ένωσης και η ΕΣΔΑ διαμορφώνουν δύο έννομες τάξεις οι οποίες
μετρούν δεκαετίες ύπαρξης και εξέλιξης και διασταυρώνονται στο σημαντικό για την
ευρωπαϊκή ενοποίηση τομέα της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Από την
πλευρά του ΕΔΔΑ που κλήθηκε να ισορροπήσει ανάμεσα στις νομικές συμπληγάδες του
ελέγχου πράξεων μιας οντότητας η οποία βρίσκεται εκτός του πεδίου της εφαρμογής της
Σύμβασης και της αρνησιδικίας , εισήγαγε στη νομολογία το κριτήριο της «ισοδύναμης
προστασίας» το οποίο διατυπώθηκε πρώτη φορά στην υπόθεση Melchers & Co κατά
Γερμανίας9, όπου σημείωσε ότι: «η ΕΣΔΑ δεν αποκλείει την εκχώρηση κυριαρχικών
αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε διεθνείς οργανισμούς, υπό τον όρο ότι οι τελευταίοι
αναγνωρίζουν στα θεμελιώδη δικαιώματα ισοδύναμη προστασία» με αυτή, που
κατοχυρώνεται από την Σύμβαση. Η ΕΔΔΑ διευκρίνισε και καθιέρωσε το κριτήριο της
«ισοδύναμης προστασίας» στην υπόθεση Bosphorus κατά Ιρλανδίας10.

Α2. Η νομολογία του ΔΕΕ: η «ιδιαίτερη σημασία» της ΕΣΔΑ

Από την άλλη πλευρά όμως το ΔΕΕ ενώ αναγνωρίζει ότι το Δίκαιο της ΕΣΔΑ όπως
ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ αποτέλεσε ανά τις δεκαετίες πολύτιμη καθοδήγηση κατά το
νομολογιακό προσδιορισμό του περιεχομένου και των εννοιών των θεμελιωδών
δικαιωμάτων, διευκρινίζει ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ και ότι
επομένως οι κανόνες της τελευταίας δεν δεσμεύουν τα ενωσιακά όργανα,
συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου. Η άποψη αυτή του ΔΕΚ φάνηκε σε μεγάλο βαθμό
στην απόφαση Kadi.

Β. Το εγχείρημα της προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μη προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που δημιούργησε αμφισβητήσεις αναφορικά με την τυπική ισχύ των
διατάξεών της στην κοινοτική έννομη τάξη, έχει οπωσδήποτε επιδράσει αρνητικά στο
επίπεδο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη.
Αναμφίβολα η θέσπιση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η ενσωμάτωσή

9
Επιτροπή, προσφυγή υπ’ αριθμ. 13258/87, απόφαση της 9.2.1990, Melchers & Co κατά Γερμανίας
10
ΕΔΔΑ, προσφυγή υπ’ αριθμ. 45036/98, απόφαση της 30.6.2005, Bosphorus κατά Ιρλανδίας

8
του στη Συνθήκη της Νίκαιας, αποτελεί ένα θετικό βήμα, μολονότι δεν του αποδίδει
ακόμη stricto sensu την αυξημένη τυπική ισχύ του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου. Ο
Χάρτης αυτός με το δεδομένο ότι ενισχύει τα ''συνταγματικά'' στοιχεία της κοινοτικής
έννομης τάξης αποτελεί, παράλληλα με την ΕΣΔΑ, το θεμέλιο ενός ''ευρωπαϊκού
συντάγματος'', προς το οποίο οδηγεί η ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση των κοινοτικών
αρμοδιοτήτων, θα συμβάλλει στην ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση του επιπέδου
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη, καθώς
εξασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, δεσμεύοντας τα κοινοτικά όργανα αλλά και
τα κράτη-μέλη. Εντούτοις, το βήμα αυτό πρέπει να ενισχυθεί καταρχήν με την
επικύρωση της νέας συνταγματικής συνθήκης της ΕΕ, η οποία αποδίδει στο Χάρτη την
ισχύ πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, με την προσχώρηση της ΕΕ στην
ΕΣΔΑ. Η προσχώρηση αυτή θα συνέβαλλε έντονα στην ενίσχυση της προστασίας των
θεμελιωδών δικαιωμάτων ακόμη και σε κράτη-μέλη της ΕΕ, με ιδιαίτερη συνταγματική
παράδοση, καθώς είναι αναμφισβήτητη η ουσιαστική συμβολή της ΕΣΔΑ στον τομέα της
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με την προσχώρηση αυτή θα εξαλειφόταν
ακόμα ο υπαρκτός σήμερα κίνδυνος να τεθεί ο εθνικός δικαστής ενώπιον δύο
διαφορετικών ερμηνειών για την ίδια επίδικη περίπτωση θεμελιώδους δικαιώματος,
εκπορευόμενων από το ΔΕΕ αι το ΕΔΔΑ. H δυαδικότητα αυτή όμως των υπερεθνικών
συστημάτων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την
ασφάλεια δικαίου του πολίτη της ΕΕ. Μόνο η προσχώρηση στην ΕΣΔΑ θα θέσει τέρμα
στην πιθανότητα διαφορετικής ερμηνείας των ίδιων διατάξεων της ΕΣΔΑ από το ΔΕΕ
και το ΕΔΔΑ και θα αποτελεσματικοποιήσει την προστασία του υπερεθνικού-κοινοτικού
συστήματος προστασίας τους, δημιουργώντας μία επιπλέον δικλείδα ασφαλείας, ενώ
παράλληλα θα διευκολύνει τους εθνικούς δικαστές που καλούνται σε περιπτώσεις
διαφορετικών ερμηνειών ανάμεσα στο ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ να ''επιλέξουν'' ανάμεσα στην
υπερνομοθετικής ισχύος ΕΣΔΑ και το εξοπλισμένο με υπεροχή κοινοτικό δίκαιο.
Άλλωστε ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της
Νίκαιας στάθηκε αφορμή ενός γενικότερου προβληματισμού γύρω από το σύστημα
προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, καθώς εντάσσοντας σε ένα
ενιαίο κείμενο τα δικαιώματα του ανθρώπου που προστατεύονται από την κοινοτική
έννομη τάξη, ανεξαρτήτως "γενιάς" ο Χάρτης ανταποκρίθηκε θετικά σε ένα σημαντικό
έλλειμμα της πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Εντούτοις, δεδομένου του
γεγονότος ότι ΕΣΔΑ αποτελεί τα τελευταία πενήντα χρόνια τον καταστατικό χάρτη της
ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ιδιαίτερα
σημαντική η διερεύνηση της σημασίας της προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ.

Β1. Η ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΔΑ


ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΗ
ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

9
Η συνύπαρξη δύο διαφορετικών κειμένων αναφοράς (ΕΣΔΑ-Χάρτης
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), αλλά και δύο διαφορετικών δικαστηρίων (ΕΔΔΑ - ΔΕΕ) και
συνακόλουθα μηχανισμών προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δημιουργεί
αναμφίβολα τον κίνδυνο δημιουργίας διαφορετικών επιπέδων προστασίας στο αυτό
δικαίωμα από τα δύο συστήματα προστασίας τους. Η προσπάθεια αυτή είναι ολοφάνερη
αν αναλογιστεί κανείς ότι σε κάθε σχεδόν απόφαση του ΔΕΕ που αφορά στο επίπεδο
προστασίας ενός θεμελιώδους δικαιώματος γίνεται σαφής αναφορά στο οικείο άρθρο της
ΕΣΔΑ που προβλέπει το Δικαίωμα αυτό, αλλά και σε τυχόν προϋπάρχουσα νομολογία
του ΕΔΔΑ που ερμηνεύει τα όρια, τα υποκείμενα και εν γένει τον τρόπο άσκησης του
δικαιώματος αυτού. Η προνομιακή μάλιστα θέση της ΕΣΔΑ στην κοινοτική έννομη τάξη
έχει επανειλημμένως αναδειχθεί τόσο από το ΔΕΚ από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε σε κάθε ευκαιρία που του δόθηκε ότι, στην προσπάθειά του
να εξασφαλίσει την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως γενικών αρχών του
δικαίου, "διεθνείς συνθήκες για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στις
οποίες τα κράτη μέλη συνεργάσθηκαν ή προσχώρησαν, μπορούν επίσης να δώσουν
κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του
κοινοτικού δικαίου", αναφέροντας επιπλέον ότι η ΕΣΔΑ, "ενέχει ιδιαίτερη σημασία". Σε
πολλές δε αποφάσεις του ΔΕΕ επισημαίνεται η ρητή παραπομπή στην ΕΣΔΑ που κάνει
και το άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζοντας ότι "Η Ένωση
σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση
για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών...". Για τον κοινοτικό δικαστή, η ΕΣΔΑ στάθηκε η κυριότερη πηγή
έμπνευσης στην προσπάθειά του να διαμορφώσει τους κανόνες προστασίας των
θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός του κοινοτικού πλαισίου. Βέβαια, σε αντίθεση με το
ΕΔΔΑ, το ΔΕΕ δεν έχει ως αυτοσκοπό την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
αλλά επιτελεί μια σειρά σημαντικότατων λειτουργιών, όπως η προώθηση της
ευρωπαϊκής ενοποίησης μέσω, μεταξύ άλλων, της διασφάλισης της υπεροχής του
κοινοτικού δικαίου απέναντι στις εθνικές νομοθεσίες.
Από νωρίς όμως φάνηκε ότι και τα όργανα της ΕΣΔΑ δεν είχαν την πρόθεση να
υποκαταστήσουν το ΔΕΚ στο ρόλο του κατεξοχήν μηχανισμού ελέγχου τηρήσεως της
νομιμότητας από τα κοινοτικά όργανα και από τις εθνικές αρχές, στις περιπτώσεις που οι
τελευταίες εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο. Από τη στιγμή που τα δικαιώματα του
ανθρώπου εντάχθηκαν στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ήταν επόμενο ότι
φυσικός δικαστής και βασικός ερμηνευτής τους θα ήταν ο κοινοτικός δικαστής. Την
προτεραιότητα αυτή αναγνώρισε η Επιτροπή της ΕΣΔΑ, απορρίπτοντας, σε ένα πρώτο
στάδιο, τις προσφυγές κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων ως απαράδεκτες για
τυπικούς λόγους. Νομική και πολιτική, βούληση της Επιτροπής ήταν να υπενθυμίσει στα
Κράτη ότι δεν έχουν οδό διαφυγής από τις συμβατικές δεσμεύσεις τους μέσω της
μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε διεθνείς ή υπερεθνικούς οργανισμούς, αναγνωρίζοντας
ταυτόχρονα ότι, από τη στιγμή που στο κοινοτικό δίκαιο υπάρχουν κείμενα, έστω και μη
δεσμευτικά, καθώς επίσης και δικαστικός μηχανισμός προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, παρέλκει η δική της παρέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η δήλωση
πίστης στον κοινοτικό μηχανισμό προστασίας των δικαιωμάτων δεν συνοδεύεται από
περιορισμούς ή επιφυλάξεις, όπως στη νομολογία ορισμένων εθνικών συνταγματικών
δικαστηρίων. Τα όργανα του Στρασβούργου προσπάθησαν να αποφύγουν την
αλληλεπικάλυψη με τον κοινοτικό δικαιοδοτικό μηχανισμό αναγνωρίζοντας, ουσιαστικά

10
και διαδικαστικά, την προτεραιότητα και τον πρωταρχικό ρόλο του ΔΕΚ. ΄Αλλοτε πάλι,
εμφανίσθηκαν ιδιαίτερα προσεκτικά προκειμένου να μην θίξουν, με το περιεχόμενο της
νομολογίας τους, την αυτονομία του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, Επιτροπή και ΕΔΔΑ, στις
υποθέσεις εκείνες που κλήθηκαν να ελέγξουν εθνικά μέτρα εφαρμογής του κοινοτικού
δικαίου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκε η Σύμβαση.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ΕΔΔΑ και ΔΕΚ ακολουθούν κοινή πορεία,
αποφεύγοντας τις συγκρούσεις, είτε με δικονομικά μέσα είτε χάρις σε μια γόνιμη
αλληλεπίδραση σε ό,τι αφορά τόσο τα ερμηνευτικά τους εργαλεία όσο και την ουσία του
νομολογιακού τους έργου.
Αναφορικά τώρα με τις πηγές έμπνευσης, θα ήταν παράλογο ο Χάρτης των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων να μην στηριχθεί στην ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Εντούτοις, ο Χάρτης προχωρά ακόμη περισσότερο από την ΕΣΔΑ καθώς δεν
κατοχυρώνει μόνο ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αλλά, κατοχυρώνει σειρά
κοινωνικών δικαιωμάτων, υπό την ενότητα με τίτλο "αλληλεγγύη", θεσπίζει ένα ευρύ
φάσμα πολιτικών δικαιωμάτων για τους πολίτες των Κρατών-μελών, υπό τον τίτλο
"δικαιώματα των πολιτών", ενώ προστατεύει ποικίλες εκφάνσεις της αρχής της ισότητας,
ενώ εμπνέεται και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών μελών, αφού
κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θέσει σε δοκιμασία τις σχέσεις του με τα εθνικά
Συντάγματα. Άλλωστε ο Χάρτης δεν αντιγράφει πιστά την ΕΣΔΑ ούτε στη δομή, ούτε
στο κείμενο το οποίο είναι λακωνικότερο και λιτότερο από εκείνο της ΕΣΔΑ.

Β2. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 2/94


Η 1η απόπειρα που έγινε τη δεκαετία του 90 δεν επετεύχθη λόγω της
γνωμοδότησης 2/94 βάση της οποίας το Συμβούλιο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση για
γνωμοδότηση επί του εάν η σχεδιαζόμενη προσχώρηση ήταν σύμφωνη με τις Συνθήκες.
Επί του αιτήματος αυτού το ΔΕΚ απεφάνθη αρνητικά λόγω του ότι κατά τον χρόνο
έκδοσης της γνωμοδότησης 2/94 η Ένωση δεν μπορούσε να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ
αφενός λόγω των θεμελιωδών θεσμικών συνεπειών (π. χ. αρχή της υπεροχής) και της
συνταγματικής εμβέλειας μιας τέτοιας ενέργειας, για τις οποίες το ενωσιακό δικαιικό
πλαίσιο δεν ήταν κατάλληλο και αφετέρου λόγω της έλλειψης διατάξεων απονεμουσών
ρητή αρμοδιότητα για την προσχώρηση.

Β3. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 2/13


Η 2η απόπειρα προσχώρησης έγινε έχοντας ως εφαλτήριο τη νέα – μετά την
Συνθήκη της Λισαβόνας – δυναμική στο ζήτημα της προσχωρήσεως της Ένωσης στην
ΕΣΔΑ, αλλά και ακροβατώντας ανάμεσα στις δυσκολίες και τις νομικές ¨παγίδες¨ του
εγχειρήματος, η Επιτροπή και η ad hoc αντιπροσωπεία του Συμβουλίου της ΕΕ
συνδιαμορφώνοντας κατόπιν πολυετών διαπραγματεύσεων ένα σχέδιο της
επικαλούμενης «συμφωνίας προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ» - «Σχέδιο
Προσχώρησης».
Και αυτό το σχέδιο όμως ναυάγησε με την γνωμοδότηση 2/13 διότι το ΔΕΕ έκρινε ότι το
Σχέδιο προσχώρησης αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες
συν τους άλλοις τίθενται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και στο Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 8 ως

11
απαραβίαστες γραμμές για την ένταξη της Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Αντίθετα, η γενική
εισαγγελέας Juliane Kokott, στις προτάσεις της 13ης Ιουνίου 2014 που συνδημοσιεύθηκαν
με την απόφαση, υιοθέτησε μετριοπαθή προσέγγιση. Ειδικότερα, επισήμανε ότι το
αποτέλεσμα της προσχωρήσεως θα είναι ότι, όσον αφορά την τήρηση των ουσιωδών
κανόνων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η Ένωση θα υπόκειται σε εξωτερικό
έλεγχο, όπως ζητούσαν επί μακρόν διάφορες πλευρές, και θα δεσμεύεται από τους ίδιους
κανόνες με αυτούς των οποίων ζητεί παγίως την αναγνώριση από τα κράτη μέλη της,
τόσο τα νυν όσο και τα μελλοντικά. Τέλος, θεώρησε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να
αποφανθεί ότι το σχέδιο συμφωνίας είναι συμβατό με τις Συνθήκες υπό τον όρο ότι θα
περιληφθούν σε αυτό ορισμένες τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και διευκρινίσεις τις
οποίες η ίδια πρότεινε ώστε να διασφαλιστεί κατά δεσμευτικό τρόπο από απόψεως
διεθνούς δικαίου η ιδιαίτερη κατάσταση των κρατών μελών και της Ένωσης, ιδίως στο
επίπεδο του δικαστικού ελέγχου.

Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μολονότι η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ θα δημιουργήσει ορισμένα τεχνικά
προβλήματα, θεωρούμε ότι θα συμβάλλει στη καθιέρωση ενός κοινού ελάχιστο επίπεδο
προστασίας θα βοηθήσει στο να αποφευχθεί η δημιουργία νέων διαχωριστικών γραμμών
και η ανάπτυξη μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η προσχώρηση στη ΕΣΔΑ θα συμβάλλει ουσιαστικά στη εδραίωση των ιδεωδών της
ελευθερίας και της δημοκρατίας, Θα ενισχύσει την προστασία των θεμελιωδών
δικαιωμάτων μέσα στην Κοινότητα, θα επιτρέψει στην Κοινότητα να επικαλεσθεί, σε
όσους καταγγέλλουν τις ελλείψεις της σον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την
προοδευτική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά και τις υποχρεώσεις της στο
πλαίσιο της ΕΣΔΑ.
Άλλωστε, ολόκληρο το κοινοτικό οικοδόμημα βασίζεται στην θεμελιωμένη και
αναγνωρισμένη σαφώς από τη νομολογία του ΔΕΚ αρχή της ισότητας των ευρωπαίων
πολιτών, ενώ σκοπός τόσο του κοινοτικού νομοθέτη, αλλά και των οργάνων της ΕΣΔΑ,
σύμφωνα με την αρχή αυτή, οφείλει να είναι η ουσιαστική εξασφάλιση της ισότητας
αυτής σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο καθώς και η ισοδύναμη δυνατότητα πρόσβασης
στην δικαιοσύνη. Η προσχώρηση της ΕΚ στην ΕΣΔΑ θα εξασφαλίσει την αρμονική
λειτουργία της κοινοτικής έννομης τάξης, αλλά ισότιμη δικαστική προστασία όλων των
δικαιωμάτων που απορρέουν ή προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο σε όλα τα
κράτη-μέλη, πετυχαίνοντας τον απώτερο στόχο της περαιτέρω ενίσχυσης της δικαστικής
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ Γ., Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία (επιμ. Β. Χριστιανός), εκδ.
Νομική Βιβλιοθήκη, 2012

ΠΕΡΑΚΗΣ Μ., «Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή


Ένωση», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2015

12
ΠΕΡΡΑΚΗΣ Σ., Ευρωπαϊκό Δίκαιο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2014

ΣΤΑΓΚΟΣ Π., «Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική


έννομη τάξη», εκδ. Α.Ν. Σάκκουλας, 2004

Διαδικτυακές Πηγές

http://curia.europa.eu

http://europa.eu/index_el.htm

http://eur-lex.europa.eu/content/welcome/about.html

13

You might also like