Professional Documents
Culture Documents
ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ
Νταούλι
Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, είναι το κατεξοχήν ρυθμικό
όργανο της στεριανής Ελλάδας, με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις, το
δέσιμο των σχοινιών, την επεξεργασία του δέρματος και την κατασκευή
του. Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται, κρεμασμένο
από τον αριστερό ώμο, χτυπώντας και τις δύο δερμάτινες επιφάνειες, με
τα νταουλόξυλα, ένα χοντρό και βαρύ για το δεξί χέρι (κόπανος) κι ένα
λεπτό για το αριστερό (βέργα ή βίτσα).
Τουμπί
Μικρό νταούλι που συνοδεύει ρυθμικά τα μελωδικά όργανα της
νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα και λύρα). Παίζεται συνήθως με δυο
μικρά τουμπόξυλα, χτυπώντας μόνο τη μία δερμάτινη επιφάνεια.
Τουμπελέκι
Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα ή στάμνα. Συνοδεύει ρυθμικά διάφορα
μελωδικά όργανα στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη), στα νησιά
του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία.
Ντέφι
Το αρχαίο ελληνικό τύμπανον ονομάζεται στο Βυζάντιο σείστρον ή (τα)
πληθία και στη νεότερη Ελλάδα ντέφι ή νταχαρές (Μακεδονία, Θράκη).
Συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα σ’ όλες τις
περιοχές. Στον ξύλινο σκελετό του συχνά προσαρμόζονται μεταλλικά
κύμβαλα (ζίλια).
Ταμπουτσά
Παίζεται στην Κύπρο και είναι ένα απλό κόσκινο (με δέρμα χωρίς
τρύπες) που χρησιμοποιείται ως ρυθμικό όργανο. Παίζεται με τα δύο
χέρια ή με δύο μικρά ξύλα, ακουμπισμένη όρθια στον μηρό του
καθισμένου παίχτη.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ
Τσαμπούνα – Γκάιντα
Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1 ο με 2ο αι. μ.Χ. και
τον συναντάμε σε δύο τύπους: την τσαμπούνα (στα νησιά) και τη γκάιντα
(στη Μακεδονία και Θράκη). Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο
τσαμπουνιάρης ή γκαϊντατζής, που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα
κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι,
ξύλο ή κόκαλο. Οι δυο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την
παραγωγή του ήχου:
- Στην τσαμπούνα, σε μια ξύλινη αυλακωτή βάση προσαρμόζονται με
κερί δυο καλαμένιοι αυλοί με μονό γλωσσίδι. Στον έναν ο μουσικός
παίζει τη μελωδία και με τον άλλο κρατά το ίσο. Παίζεται μόνη της και
μαζί με τουμπί ή λύρα.
Ζουρνάς
Ονομάζεται επίσης καραμούζα ή πίπιζα. Είναι όργανο με διπλό γλωσσίδι,
στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό ήχο του. Στην ίδια οικογένεια
ανήκε και ο αρχαίος ελληνικός αυλός. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη
(από 22 ως και 60 εκ.). Τους κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη
δυτική Ρούμελη και το Μωριά, ενώ τους μακρύτερους στη Μακεδονία.
Συνήθως παίζονται δυο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος
για το ίσο) με συνοδεία από νταούλι..
ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
Ταμπουράς
Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μια σειρά από νυκτά όργανα
της οικογένειας του λαγούτου, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον
αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους. Τα αρχέτυπα, γνωστά ήδη
από τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία και Αίγυπτο, έχουν μικρό
ηχείο, μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα. Στην
αρχαία Ελλάδα αυτός ο τύπος ήταν γνωστός ως τρίχορδο ή πανδούρα,
στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του Διγενή Ακρίτα) και στη
νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς, μπουζούκι, μπαγλαμάς κ.ά.
Λαγούτο
Το ελληνικό λαγούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την
αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αραβικό ούτι (μεγάλο
αχλαδόσχημο ηχείο).Με τέσσερις διπλές χορδές, κουρδισμένες κατά
πέμπτες, είναι το κυριότερο όργανο αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας,
τόσο στην κομπανία της στεριανής Ελλάδας όσο και στη νησιώτικη
ζυγιά, μαζί με το βιολί ή τη λύρα. Παλαιότερα παιζόταν και ως μελωδικό
σόλο όργανο, παράδοση που διατηρείται στην Κρήτη από τους
πριμαδόρους λαουτιέρηδες.
Ούτι
Προέρχεται από το αραβικό al oud (=ξύλο), έχει μεγάλο αχλαδόσχημο
ηχείο, κοντό χέρι χωρίς τάστα και πέντε διπλές εντέρινες χορδές.
Παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παράδοση των Ελλήνων
της Μικράς Ασίας και της Θράκης.
Μαντολινάτα
Το μαντολίνο, η μαντόλα και το μαντολοτσέλο, μαζί με την κιθάρα,
αποτελούν τα βασικά όργανα της μαντολινάτας, του συγκροτήματος που
συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (αθηναϊκή κι επτανησιακή
καντάδα) από τα τέλη του 19ου αι. Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται
και σόλο ή συνοδεύει τη λύρα.
Αχλαδόσχημη λύρα
Τα όργανα αυτής της οικογένειας διατήρησαν το όνομα του κυριότερου
αρχαιοελληνικού χορδόφωνου (λύρα), που όμως από τη βυζαντινή
περίοδο αποδόθηκε σε διαφορετικό οργανολογικό τύπο, σε όργανο με
δοξάρι. Η τεχνική του δοξαριού είναι σχετικά νεότερη και ανιχνεύεται
στο Βυζάντιο ήδη τον 10ο αι. μ.Χ., με προέλευση από την Κεντρική Ασία
Η λύρα έχει τρεις χορδές που δεν παίζονται με την «ψίχα» των δακτύλων,
όπως στο βιολί, αλλά με το νύχι από τα πλάγια. Παλαιότερα παιζόταν σ’
όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης ή λυριστής έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα
του. Στις μέρες μας, με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού, περιορίζεται
στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα (Κάσος, Κάρπαθος) και στη Μακεδονία
(Δράμα, Σέρρες και πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη). Από την εποχή
του μεσοπολέμου, στα εργαστήρια των Κρητών οργανοποιών, στο
αρχέτυπο λυράκι έγιναν διάφορες μορφολογικές και λειτουργικές
αλλαγές, σύμφωνα με το πρότυπο του λαϊκού βιολιού. Καρπός τους ήταν
η βιολόλυρα και ο νεότερος τύπος κρητικής λύρας, που προσφέρουν
στους επαγγελματίες λυράρηδες περισσότερες δυνατότητες για
δεξιοτεχνία.
Βιολί
Το βιολί, ως λαϊκό μουσικό όργανο, παρουσιάζεται στην Ελλάδα ήδη από
το 17ο αι. Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη
στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα, στα κύρια μουσικά
συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά.
Κεμεντζές
Η «φιαλόσχημη» λύρα των Ελλήνων του Πόντου, με τρεις χορδές
κουρδισμένες σε τέταρτες καθαρές. Οι μικρές διαστάσεις του
«καβαλάρη» επιτρέπουν στο δοξάρι να παίζει ταυτοχρόνως σε δύο
χορδές, δημιουργώντας μιαν ιδιόρρυθμη πολυφωνία που αποτελεί
χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποντιακής μουσικής.
Κεμανές
Η «φιαλόσχημη» λύρα των Ελλήνων της Καππαδοκίας. ΄Εχει έξι χορδές
για τη μελωδία, αλλά και –πίσω απ’ αυτές- χορδές «συμπαθητικές», που
συντονίζονται με τις κύριες και πλουτίζουν το ηχόχρωμα του οργάνου.
Κανονάκι
Η ονομασία κανονάκι προέρχεται από τον κανόνα –το πειραματικό
μονόχορδο του Πυθαγόρα, όπου ο αρχαίος μαθηματικός και φιλόσοφος
όρισε για πρώτη φορά τις μαθηματικές σχέσεις των μουσικών κλιμάκων.
Είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγόνειο) και
το Βυζάντιο (ψαλτήριο). Πολύχορδο όργανο με εντέρινες χορδές, παίζεται
με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους
δείκτες των χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί «καβαλάρηδες» μεταβάλλουν
τους φθόγγους αναλόγως με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής
κλίμακας (του «δρόμου») όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.
Σαντούρι
Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους
Έλληνες της Μικράς Ασίας, κυρίως μετά την Καταστροφή του ‘22. Οι
καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους. Είναι
όργανο πολύχορδο, κουρδισμένο διατονικά, που μπορεί να παίζει
ταυτόχρονα τη μελωδία καθώς και την αρμονική και ρυθμική της
συνοδεία. Χάρη σ’ αυτές τις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες
προστέθηκε τόσο στη στεριανή κομπανία όσο και στη νησιώτικη ζυγιά,
ενώ σε ορισμένα νησιά (όπως στη Λέσβο) παίζεται και σόλο.
ΙΔΙΟΦΩΝΑ
Κουδούνια
Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, Ελλάδα), το
κουδούνι χρησίμευε αρχικά ως φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς
χώρους. Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατόνησε κι έγινε
κυρίως ποιμενικό εργαλείο: βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και
του δίνει χαρά με τον ήχο του. Η επιλογή και ο συνδυασμός των
κατάλληλων κουδουνιών («αρμάτωμα» του κοπαδιού) ήταν παλαιότερα
βασικό μέλημα των τσοπάνηδων, μια τέχνη που απαιτούσε γνώση κι
ευαισθησία. Επίσης, συχνά συντόνιζαν τη φλογέρα τους με τον ήχο των
κουδουνιών του κοπαδιού σε μια … «ποιμενική συμφωνία»!
Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από
μπρούντζο). Ταιριάζουν τον ήχο του καθενός (τα σκαλίζουν ή τα
ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση στο κάτω μέρος (στα
σφυρήλατα) είτε με λιμάρισμα της εξωτερικής επιφάνειας γύρω από τα
χείλη του κουδουνιού (στα χυτά).
Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν απαραίτητο εξάρτημα στις ζωομορφικές
μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και της Αποκριάς,
σε έθιμα και τελετουργίες για την καλοχρονιά και τη γονιμότητα, για ν’
απωθήσουν συμβολικά με τον ήχο τους τα κακά πνεύματα.
Τα σφαιρικά κουδουνάκια
Ο μαγικός-αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά
σφαιρικά κουδουνάκια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία
(στα άμφια του δεσπότη, τα θυμιατά, τις ιερές εικόνες των
Aναστενάρηδων).
Ως “μουσικά όργανα” τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο δοξάρι της
παραδοσιακής αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη, Δωδεκάνησα),
συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία.
Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα σε τουμπελέκια ή, παλαιότερα,
σε νταούλια, όπως και στο ηχητικό αντικείμενο “χελιδόνα”, που
συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης.
Τζαμάλα
Ρυθμικό όργανο που συνοδεύει τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των
Χριστουγέννων στις Καστανιές της Θράκης.
Ροκάνα
Ξύλινο κρόταλο, παιχνίδι μικρών και μεγάλων ιδιαίτερα τις ημέρες της
Αποκριάς. Παλαιότερα τη χρησιμοποιούσαν για ν’ αναγγείλουν τις
εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Σήμαντρο
Τα σήμαντρα -ξύλινα φορητά, ξύλινα μόνιμα κρεμασμένα και σιδερένια-
εξακολουθούν να τα χρησιμοποιούν, παράλληλα με τις καμπάνες, στα
μοναστήρια (Αγ. Όρος, Μετέωρα, κ.α.) για να καλούνται οι μοναχοί στις
διάφορες ακολουθίες.
Νομίσματα
Στον χορό η περιοδική ρυθμική κίνηση μεταμορφώνει τα νομίσματα -
στοιχεία των κοσμημάτων της ελληνικής φορεσιάς, σ’ ένα ευαίσθητο
“μουσικό όργανο” που ακολουθεί ρυθμικά τους χορευτικούς
σχηματισμούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αντρικοί χοροί και φορεσιές
στο δρώμενο “Γενίτσαροι και Μπούλες” που τελείται τις τελευταίες
ημέρες της Αποκριάς στη Νάουσα.
Μασούρ-πλεξίδες, σουργούτ
Οι μασούρ-πλεξίδες (στολίδια σε γυναικείες φορεσιές της Αττικής,
Σαλαμίνας κ.α.), καθώς και το σουργούτ (στολίδι στον κεφαλόδεσμο της
γυναικείας φορεσιάς των Καπουτζήδων Θεσσαλονίκης) λειτουργούν ως
ρυθμικό μουσικό όργανο, συνοδεύοντας το βάδισμα και τον χορό με τον
λεπτό “ασημένιο” τους ήχο.
Ηχητικά αντικείμενα
Τα αντικείμενα αυτά (παιδικές σφυρίχτρες, μπουρού, λαλίτσες, σήμαντρα
κ.α.) χρησιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σ’ ένα ευρύ φάσμα
εκδηλώσεων, από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και
το παιχνίδι. Η Eθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως
και τα μουσικά όργανα, καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του
έντεχνου ήχου.