You are on page 1of 10

Η γιορτή

«Η βαρβαρότητα είναι η φυσική


κατάσταση της ανθρωπότητας.
Ο πολιτισμός είναι κάτι το
αφύσικο. Βασίζεται στο
καπρίτσιο της τύχης. Έτσι
λοιπόν η βαρβαρότητα πρέπει
αναγκαστικά να θριαμβεύει
πάντα στο τέλος» Robert E
Howard

Η κατάσταση της υγείας του Στιβ πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Η
απώλεια αίματος ήταν ανεξέλεγκτη παρά τις προσπάθειες της Σαντ να
περιορίσει την αιμορραγία. Η αλήθεια ήταν πως τα πράγματα δεν είχαν
πάει καθόλου ευνοϊκά για την αποστολή τους εκείνο το πρωινό. Έχασαν
το θήραμα τους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να μην πέσουν πάνω
σε άλλους θηρευτές και παράλληλα ο Στιβ είχε χάσει το χέρι του στην
αποτυχημένη προσπάθεια να παγιδέψει το ζώο.

Αυτή ήταν και η χειρότερη μέρα για την αποστολή από τότε που η Σαντ
ανέλαβε τα ηνία της, τρεις χειμώνες πριν. Βετεράνος πολλών κυνηγιών
και η πιο ικανή στην ιχνηλασία και το σημάδι, ανέλαβε την ηγεσία μετά
τον θάνατο του Ταύρου. Έτσι ήταν η παράδοση. Ένας ηγέτης του
κυνηγιού μπορούσε να πεθάνει μονάχα με αυτόν τον τρόπο αν ήθελε να
ευαρεστήσει τα πνεύματα των προγόνων. Ο Ταύρος δεν αποτελούσε
εξαίρεση. Όταν ένιωσε τα χρόνια να τον βαραίνουν οπλίστηκε με την
πατρογονική του πολεμική εξάρτηση και όρμησε για το τελευταίο του
κυνήγι από το οποίο δεν γύρισε ποτέ. Τα πνεύματα των Προγόνων ήταν
ευχαριστημένα.

Η Σαντ ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αν ήθελε να επιβιώσει η ομάδα της δεν


μπορούσε να σέρνει μαζί και έναν ετοιμοθάνατο.

«Άνεμε που μας δίνεις ζωή και συ χώμα που μας πρωτοσχημάτισες, δέξου
αυτή την ψυχή για αδερφό».

Με αυτά τα λόγια η Σαντ σκέπασε το πρόσωπο του Στιβ με την παλάμη


της ενώ με το άλλο της χέρι κάρφωσε ένα μικρό κοκάλινο στιλέτο στο
λαιμό του, στην μεγάλη φλέβα. Ο θάνατος δεν άργησε να έρθει.

Η Σαντ αφού σηκώθηκε έκανε νεύμα στους υπόλοιπους για να ξεκινήσουν


το ταξίδι της επιστροφής. Έπρεπε να κάνουν γρήγορα. Σύντομα θα έπεφτε
η νύχτα. Αμέσως μάζεψαν τα λιγοστά πράγματά τους, οπλίστηκαν με τα
δόρατα τους και εγκατέλειψαν το μέρος που είχαν βρει προσωρινό
καταφύγιο. Ένα διώροφο κτήριο κατασκευασμένο την εποχή των θρύλων.
Ο Σνιφ πήγαινε μπροστά από τους υπόλοιπους ώστε να μπορεί να
προειδοποιεί για ενδεχόμενους κινδύνους ή θηράματα. Η αποστολή
πορευόταν γρήγορα και αθόρυβα μέσα από την πυκνή βλάστηση και τα
ερείπια που μαρτυρούσαν τα μεγαλεία μιας περασμένης εποχής. Είχαν
αρκετό δρόμο να διανύσουν μέχρι να φτάσουν στον καταυλισμό τους.

«Δυο χαυλιόδοντες μπροστά μας». Είπε ξερά ο Σνιφ.

«Μεγάλοι ή μικροί»;

«Μικροί, το κοπάδι όμως δεν θα να μακριά».

Η Σαντ ζύγισε τις επιλογές τις. Είχε ήδη χάσει ένα μέλος από την
αποστολή της ενώ πλησίαζε και η νύχτα. Στον αντίποδα δεν θα ήταν καλή
ιδέα το να γύριζε με άδεια χέρια στον καταυλισμό.

«Πάρε τον Σκαρ και την Σάντοου και πλευρίστε από αριστερά. Περιμέντε
το σήμα μου πριν επιτεθείτε.».

Ο Σνιφ αφού έφτυσε βάλθηκε να εκτελέσει τις οδηγίες. Το ίδιο έκαναν και
οι υπόλοιποι. Η Σαντ είχε ακόμη την εμπιστοσύνη της ομάδας της. Η
πυκνή βλάστηση τους έκρυβε καταλλήλως. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να
κατεβαίνει χαμηλά. Η Σαντ υπολόγισε πως είχαν δύο ώρες μέχρι να
νυχτώσει πλήρως. Θα αρκούσαν. Ήταν αρκετά τυχερή που βρέθηκαν αυτά
τα δύο τρυφερούδια τόσο κοντά στον καταυλισμό.

Ο Σνιφ με την ομάδα του πλησίασαν έρποντας προς τους δύο νεαρούς
χαυλιόδοντες. Για την ράτσα τους ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένοι. Το κρέας
τους θα μπορούσε να ταΐσει για αρκετές μέρες τον καταυλισμό. Αν
κατάφερναν να τους πιάσουν…

Το σήμα δόθηκε με ένα σφύριγμα που μιμούταν πουλί. Ταυτόχρονα


πολυάριθμα ακόντια από διαφορετικές κατευθύνσεις μπήχτηκαν στο σώμα
των δυο νεαρών ζώων. Μόλις βρήκαν το στόχο τους έστειλαν πολλαπλές
ηλεκτρικές κενώσεις σε χιλιάδες βολτ προκαλώντας ακαριαίο θάνατο. Αν
τα δυο ζωντανά είχαν προλάβει να μεγαλώσουν περισσότερο θα είχαν
αναπτύξει καλύτερα την αίσθηση της όσφρησης και θα είχαν μυριστεί τον
επερχόμενο κίνδυνο. Τότε θα αφήνιαζαν και θα σκορπούσαν την
καταστροφή με τους τεράστιους δηλητηριώδεις χαυλιόδοντες τους.

Η Σαντ αφού πλησίασε τα πεσμένα κορμιά των ζώων τράβηξε το ακόντιο


από το κεφάλι του ενός. Η μύτη του ακοντίου ήταν διακοσμημένη με
μαύρα γεωμετρικά σύμβολα. Αυτό ήταν το ακόντιο της Σάντοου. Είχε
δικαίωμα πρώτης λείας από τα λάφυρα. Ομοίως πλησίασαν ένα-ένα τα
μέλη της αποστολής και ο καθένας διάλεγε μερτικό ανάλογα με την βολή
που είχε ρίξει. Το κεφάλι και η καρδιά θεωρούνταν τα καλύτερα σημεία.

Αφού έκοψαν αρκετά κομμάτια κρέατος και τα φόρτωσαν όπως-όπως σε


αυτοσχέδια έλκηθρα ο Σνιφ κοντοστάθηκε και έδειχνε με το δάχτυλο του
επίμονα προς το χώμα, εκεί που μέχρι πριν λίγα λεπτά υπήρχε το κεφάλι
του ζώου.

«Δες. Η Θεά μας χάρισε αυτό το κυνήγι». Ο Σνίφ ήταν εκστασιασμένος.

Η Σαντ πλησίασε κοντύτερα. Αντίκρισε μια λαξεμένη από ξύλο γυναικεία


φιγούρα. Η αληθοφάνεια της την παραξένεψε. Έμοιαζε με πλάσμα αληθινό
και όχι κάτι που έχει σφυρηλατηθεί από ανθρώπους. Έστω και από τους
ανθρώπους της εποχής των θρύλων.

«Καιρός να πάμε σπίτι Σνιφ». Η Σαντ ήταν κάθετη.

«Δεν καταλαβαίνεις; Μας βοήθησε με το να κάνει τους νεαρούς


χαυλιόδοντες να ξεμακρύνουν από το κοπάδι». Επέμεινε ο Σνιφ.

«Δεν έχουμε τον χρόνο να σκάψουμε το χώμα. Πάμε Σνιφ. Η νύχτα θα


πέσει όπου να ναι». Η ανησυχία στην φωνή της δεν της επέτρεψε να είναι
όσο αυστηρή θα έπρεπε για να αποθαρρύνει τον Σνιφ.

«Δεν είναι βαθιά χωμένη. Αν σκάψουμε όλοι μαζί προλαβαίνουμε να την


βγάλουμε. Σκέψου. Η Θεά σε βοήθησε. Αν της γυρίσεις την πλάτη, δεν θα
το ξανακάνει».

Η Σαντ αποφάσισε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Σνιφ. Στο κάτω-


κάτω το να έχεις την εύνοια της Θεάς δεν ήταν και μικρό πράγμα. Ιδίως
τώρα που θα χε να αντιμετωπίσει την κρίση των γηραιών.

«Πολύ καλά. Μάζεψε και τους υπόλοιπους να τελειώνουμε».

Η Θεά δεν άργησε και πολύ για να ελευθερωθεί από το χώμα. Το ξύλινο
σώμα της δεν είχε καθόλου άκρα και παραδόξως ήταν αρκετά ελαφρύ. Το
απόθεσαν και αυτό με ευλάβεια στο έλκηθρο και κίνησαν για τον
καταυλισμό.

Η Σαντ χτύπησε ρυθμικά την γροθιά της δύο φορές, μετά σφύριξε σαν
πουλί και τέλος ξαναχτύπησε μια φορά με τον καρπό. Η καταπακτή άνοιξε
και η αποστολή μπήκε στο καταφύγιο. Έξω είχε πλέον βραδιάσει.

Ο Ρίβερ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την καθιερωμένη αφήγηση. Κάθε τρία


βράδια ένα μέλος από την κάστα των γηραιών αναλάμβανε να μεταδώσει
την περασμένη σοφία στα υπόλοιπα μέλη της φυλής. Ο Ρίβερ περίμενε να
χαμηλώσει ο φωτισμός και τότε άρχισε να χτυπάει το δρύινο ραβδί του
ρυθμικά στο μεταλλικό πάτωμα.

«Κάποτες. Τότες που οι άνθρωποι εξουσίαζαν κάθε θνητό πλάσμα και


φυτό πάνω σε τούτη την γη, μεγάλος σκοτωμός ξέσπασε αναμεταξύ τους
για το ποιος τάχα θα ναι ο κυρίαρχος και των άλλων ανθρώπων. Ευθύς
Βάλθηκαν να φτιάσουν όπλα θεϊκά που με αυτά θα μπορούσαν να
κατακτήσουν τα πάντα. Ένα όπλο δικό τους μπορούσε να αφανίσει πέντε
καταυλισμούς σαν τον δικό μας. Πόλεμο έκαναν πολύχρονο και αιματηρό.
Πλήθος ψυχές αφανίστηκαν. Έτσι τελείωσε η χρυσή εποχή. Η εποχή των
θρύλων. Όμως ο γιος της Θεάς υπόσχεση έδωσε πως θα ξανάρθει. Και
τότες ο άνθρωπος θα ζήσει ακόμα καλύτερα από την εποχή των θρύλων.
Όταν θα φτάσει η εποχή του ερχομού».

«Πότε θα φτάσει η εποχή του ερχομού;».

Μόλις τελείωσε την αφήγηση ακούστηκε η πρώτη ερώτηση. Όπως ήταν


καθιερωμένο ένας μαθητευόμενος γηραιός έκανε τρείς προκαθορισμένες
ερωτήσεις προς τον γηραιό που αφηγούταν.

«Σύντομα». Απάντησε με μεγάλη αυτοπεποίθηση ο γηραιός.

«Σε ποια εποχή βρισκόμαστε;».

«Στην εποχή της δοκιμασίας.». Η φωνή του γηραιού ήταν πιο


συγκαταβατική.

«Ποιος μας προστατεύει;».

«Η μεγάλη Θεά και ο γιός της που αναστήθηκε από τους νεκρούς.». Η
φωνή είχε τόνο θριαμβευτικό. Το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές.

Ο γηραιός έδωσε το μπαστούνι του στο μαθητευόμενο και έφυγε με αργά


βήματα από την κατάμεστη αίθουσα. Σχεδόν όλα τα μέλη της φυλής που
δεν εκτελούσαν χρέη φύλακα είχαν έρθει στην μάζωξη. Αντιθέτως η
αίθουσα του συμβουλίου ήταν σχεδόν άδεια. Μονάχα οι υπόλοιποι γηραιοί
βρίσκονταν εκεί και στο κέντρο της στεκόταν όρθια η Σαντ. Οι πόρτες
άνοιξαν αυτόματα. Ο Ρίβερ ήταν ο τελευταίος που είχε εισέλθει στην
αίθουσα του συμβουλίου.

«Ο θάνατος του Στιβ, δεν είναι δική μου ευθύνη. Παράκουσε τις εντολές
μου και ρίχτηκε στον Θερμοκέφαλο μονάχος του χωρίς…»

«Δεν μπορείς όμως να αποδείξεις την ακρίβεια των λεγομένων σου.» Ο


γηραιός που μίλησε διακόπτοντας την εξιστόρηση της Σαντ είχε μια
βαθιά, σεβάσμια φωνή.

«Ο Σνιφ και οι υπόλοιποι μπορούν να εγγυηθούν για μένα».

«Κυνηγάτε μαζί πολλούς χειμώνες. Θα πουν ότι μπορούν για να σε


προστατέψουν». Εξήγησε ο ίδιος γηραιός.

«Ανάθεμα τον. Θέλει να με βγάλει ανίκανη για να μπορεί ο γιόκας του να


πάρει την θέση μου. Δεν θα του περάσει του γερο-τράγου». Σκέφτηκε με
θυμό η Σαντ.

«Αν δεν πιστεύετε τα λόγια μου και της ομάδας μου, πιστέψτε την ίδια
την Θεά».
Σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Ο γηραιός που μιλούσε ως τώρα βούτηξε
πίσω στην αναπαυτική του πολυθρόνα και συνοφρυώθηκε.

«Καλό σημάδι. Εκνευρίστηκε επειδή τον τάπωσα».

«Ευλογημένη η Θεά και τα δώρα της. Όμως ακόμα δεν ξέρουμε αν αυτό
που βρήκες είναι όντως σύμβολο της Θεάς. Δεν μας σώζεται καμία εικόνα
της από την εποχή των θρύλων.».

Η Σαντ, δεν είχε κάτι να απαντήσει στο τελευταίο σχόλιο. Ό,τι είχε να πει
το είπε. Έπαιξε και το τελευταίο της χαρτί και έχασε.

«Να δούμε αν ο ανίκανος ο γιός του θα φέρνει πίσω την ίδια λεία.».
Σκέφτηκε με πικρία.

«Αν μου επιτρέπει ο σεβάσμιος γηραιός.». Μίλησε αναπάντεχα ο Ρίβερ ο


οποίος παρά την βλοσυρή ματιά του τελευταίου συνέχισε…

«Επειδή ακριβώς δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς μοιάζει η Θεά, πρέπει να


είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Δεν θέλουμε να επιφέρουμε πάνω μας την
κατάρα της αντί για την ευλογία της. Προτείνω λοιπόν για ένα διάστημα
η Σαντ να συνεχίσει να οδηγεί την αποστολή μέχρι να εξακριβώσουμε αν
όντως η Θεά την ευνοεί».

Κάποιοι από τους υπολοίπους γηραιούς ένευσαν επιδοκιμαστικά.


Ακολούθησαν έντονες διαφωνίες και διαπληκτισμοί. Τελικά το ζήτημα
τέθηκε σε ψηφοφορία. Η άποψη του Ρίβερ επικράτησε οριακά.

«Ηγέτη Σαντ το συμβούλιο προς το παρόν σε εμπιστεύεται. Μπορείς να


συνεχίσεις να ηγείσαι της αποστολής. Σε τρεις χειμώνες θα ξανασταθείς
ενώπιων μας για την τελική κρίση». Ανακοίνωσε επίσημα ο Ρίβερ.

Η Σάντ ήταν πολύ κουρασμένη. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο
δωμάτιο της και να σωριαστεί να κοιμηθεί. Πρώτα όμως έπρεπε να
κλείσει μια τελευταία υποχρέωση. Κατευθύνθηκε προς την αίθουσα 1-Β.
Εκεί αφού χαιρέτησε τους φρουρούς έψαξε και βρήκε μια ηλικιωμένη
γυναίκα να κάθεται αμίλητη στην άκρη του κρεβατιού. Φαινόταν να
βρίσκεται σε περισυλλογή και για αυτό αρχικά δεν άκουσε την Σαντ.

«Μαίρυ. Με ακούς»; Η φωνή της Σαντ ήταν πιο δυνατή χωρίς όμως να
γίνει απότομη.

Η Μαίρυ γύρισε αργά το κεφάλι προς το μέρος της Σαντ. Δεν κατέβαλε
ιδιαίτερο κόπο να σκεφτεί το προφανές. Ξαφνικά μίλησε αργά και
χαμηλόφωνα.

«Πες μου μονάχα αν ο θάνατος του είχε σημασία». Περιορίστηκε να πει.


Αν στην θέση της Σάντ βρισκόταν κάποιος άλλος, ίσως και να
προσπαθούσε να παρηγορήσει την γριά μάνα ντρεπόμενος τα χρόνια και
τα βάσανα που πέρασε από την ζωή. Η Σαντ όμως σπάνια χρύσωνε μια
αλήθεια. Ήταν πάντα ακριβής σε αυτό που έλεγε.

«Λυπάμαι Μαίρυ».

«Ώστε δεν ήταν άξιος να πάρει νέο όνομα.».

«Όχι».

«Σ’ ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις». Με αυτά τα τελευταία λόγια η


γριά ξέσπασε σιωπηλά σε λυγμούς. Περισσότερο την πείραζε το γεγονός
πως ο γιός της είχε πεθάνει ατιμωτικά, χωρίς να παραλάβει κάποιο νέο
όνομα παρά ο θάνατος του καθαυτός. Η Σαντ την λυπήθηκε μα δεν
μπορούσε να την βοηθήσει σε κάτι. Για αυτό δεν ήθελε τόσο νέα άτομα να
πλαισιώνουν την αποστολή. Όμως οι γηραιοί είχαν αποφασίσει
διαφορετικά. Θα ήταν καλό οι νέοι να βοηθούν νωρίτερα στο κυνήγι ώστε
να αυξηθεί η παραγωγικότητα της είχαν πει. Γύρισε στο δωμάτιο της
θυμωμένη. Η εξάντληση όμως γρήγορα την κατέβαλε…

Ο Ρίβερ κατευθύνθηκε προς την φυλακή. Εκεί σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο μ’


ελάχιστο φως ρίχνονταν όσοι έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια του
καταυλισμού και οι ξένοι. Η φυλακή είχε πολύ καιρό να χρησιμοποιηθεί…

«Λοιπόν τα μιλήσατε με τους δικούς σου; Μπορώ να βγω από δω μέσα;». Η


φωνή του άνδρα πρόδιδε μεγάλη ανυπομονησία.

«Δυστυχώς προέκυψαν άλλες προτεραιότητες. Φοβάμαι πως θα πρέπει να


σε φιλοξενήσουμε λίγο ακόμα». Η φωνή δεν ήταν ειρωνική. Πιθανότατα η
τελευταία φράση ειπώθηκε σαν αστείο σε μια κακή προσπάθεια να σπάσει
ο πάγος και ο ξένος να νιώσει πιο άνετα. Ίσως έτσι να ήταν περισσότερο
διαθέσιμος να συνεργαστεί.

«Βρισκόμαστε σε θανάσιμο κίνδυνο. Αν δεν βγω από δω μέσα το


πιθανότερο είναι πως…» Ο άντρας ξανακάθισε στο πάτωμα.

«Δεν μπορώ να σε βγάλω εύκολα από δω. Πως ξέρω ότι δεν είσαι
κατάσκοπος κάποιου άλλου καταυλισμού»;

«Όπως σου έχω ήδη εξηγήσει, δεν ανήκω πουθενά. Είμαι απλά ένας ξένος
που όπως και συ έχει μια αποστολή».

«Ποια αποστολή»;

«Την προστασία του ανθρώπινου είδους». Η φωνή του ξένου ήταν


σταθερή και χωρίς κομπασμούς.

«Προστασία από τι»;


«Από πλάσματα που μπορούν να σε μεταμορφώσουν σε ζώο ή φυτό μ’ ένα
τους άγγιγμα.».

«Θα ξαναμιλήσουμε. Όμως θα ναι δύσκολο να βγεις από δω αν δεν μου


πεις την αλήθεια». Με αυτά τα τελευταία λόγια ο Ρίβερ απομακρύνθηκε
από την φυλακή και άφησε τον κρατούμενο στην μοναξιά του.

Αρκετές μέρες είχαν περάσει και τα πράγματα κυλούσαν ομαλά στον


καταυλισμό. Η Σαντ με την ομάδα της έβγαινε για κυνήγι συχνά και πάντα
επέστρεφε με όλα τα μέλη της αποστολής σώα και με ικανοποιητική λεία.
Ο γηραιός που ήθελε να την εκτοπίσει ήταν ιδιαίτερα κακοδιάθετος. Ο
Ρίβερ έφερε τελικά υπό την κρίση του συμβουλίου την υπόθεση του ξένου.
Μετά από μια ολιγόλεπτη συζήτηση το συμβούλιο καταδίκασε σε θάνατο
τον ξένο ως κατάσκοπο. Η ποινή θα εκτελούταν την ίδια μέρα μετά την
μεγάλη γιορτή της Θεάς.

Ο Σνιφ είχε πείσει τους πάντες πως το ξύλινο κατασκεύασμα που είχε
βρει, ήταν το ομοίωμα της Θεάς. Το είχαν τοποθετήσει σε περίοπτη θέση
στο βάθρο της μεγάλης αίθουσας που χρησιμοποιούταν για τις διάφορες
μαζώξεις του καταυλισμού.

Πλέον αρκετοί και από τους γηραιούς είχαν αρχίσει να πιστεύουν στα
λόγια του Σνιφ και των υπόλοιπων πιστών. Κάποιοι από τους πιο
σκεπτικούς δεν τόλμησαν να εμποδίσουν την λατρεία του αντικειμένου,
εφόσον αυτό θα ξεσήκωνε τον λαό.

Τα πάντα είχαν κανονιστεί για την γιορτή. Τα παιδιά είχαν στολίσει με


ζωγραφιές τους τοίχους, οι γυναίκες είχαν γεμίσει την αίθουσα με
λουλούδια ενώ οι άντρες απόθεταν τις οικογενειακές προσφορές στον
βωμό. Τον ξένο τον είχαν σύρει και αυτόν να παρακολουθήσει την τελετή.
Μόλις αντίκρισε το άγαλμα της Θεάς, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
Άρχισε να ψελλίζει κάτι, όμως γρήγορα σταμάτησε. Αυτό το πλήθος των
φανατισμένων θα τον ξέσκιζε. Άλλο πράγμα να πεθάνεις ανώδυνα και
άλλο λιντσαρισμένος από το πλήθος. Καλά να πάθει σκέφτηκε. Αφού ήταν
τόσο ηλίθιος ώστε να πιαστεί αιχμάλωτος.

Η τελετή ξεκίνησε με γέλια, χορό και ύμνους στο όνομα της Θεάς. Έπειτα
το πλήθος περνούσε μπροστά από τους γηραιούς, οι οποίοι του μοίραζαν
νερό με μικρά κομμάτια ωμού κρέατος.

«Τούτο είναι το σώμα μου και το αίμα μου». Έλεγαν προς τους πιστούς
που λάμβαναν αυτό το δώρο. Τελικά μετά από κάποια ώρα και αφού όλοι
οι πιστοί είχαν λάβει το μερτικό τους, οι γηραιοί προσέφεραν νερό και
στο άγαλμα της Θεάς, χύνοντας πάνω του δύο κούπες.

Έπειτα το πλήθος κάθισε και ετοιμάστηκε να ακούσει ιστορία.

Ο γηραιός που είχε λογομαχήσει με την Σαντ ξεκίνησε να μιλάει.


«Κάποτε όταν είχαν κρεμάσει τον γιο της Θεάς πάνω στο ξύλο, ένας
στρατιώτης για να σιγουρευτεί πως Εκείνος είναι Θεός, του τρύπησε την
πλευρά. Νερό ανέβλυσε ευθύς αντί για αίμα και ο στρατιώτης φοβήθηκε
πολύ. Ο γιος της Θεάς όμως επειδή είναι ελεήμων του είπε: Μην φοβάσαι.
Δεν σου κρατώ κακία. Δεν ξέρεις τι έκανες. Πιες από το νερό που
ανέβλυσε από την πληγή μου και αμέσως θα γνωρίσεις την χαρά της
βασιλείας μου. Ο στρατιώτης υπάκουσε και τότε…».

Ο γηραιός ένιωσε ξαφνικά τα μέλη του να γίνονται βαριά. Δεν μπορούσε


να κουνηθεί από την θέση του. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει
ήταν πως είχε βγάλει φύλλα…

Το πλήθος έντρομο είχε αρχίσει να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις.


Στην αρχή όταν το άγαλμα της Θεάς απέκτησε άκρα και χρώμα
ανθρώπινο όλοι το θεώρησαν θαύμα. Όταν όμως άρχισε να μεταμορφώνει
ότι αγγίζει σε πυκνή βλάστηση ή ζώο κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με
κάποιο δαίμονα και όχι με την καλοσυνάτη και στοργική Θεά.

Κάποιοι από τους φύλακες και τους κυνηγούς έριξαν τα ηλεκτροφόρα


δόρατα τους προς το μέρος του πλάσματος. Δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το
πλάσμα προχωρούσε με σίγουρα βήματα εμπρός αγγίζοντας με τα
τεράστια σαν κλαδιά άκρα του οτιδήποτε μπορούσε.

Η Μαίρυ μεταμορφώθηκε σε κάβουρα ενώ ο Σνίφ σε σκαραβαίο. Συνήθως


οι άνθρωποι μεταμορφώνονταν σε κάποιο ζώο ενώ τα αντικείμενα σε
δέντρα. Η Σαντ ίσα που πρόλαβε να αρπάξει ένα μικρό αγόρι δύο χρονών
που βρισκόταν δίπλα της και να βγει από την αίθουσα. Στον διάδρομο
γινόταν πανικός. Πολλοί ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον και κάποιοι
πέθαναν, άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά.

Η Σαντ ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο.

«Που βάζουν οι δικοί σου τα όπλα»;

«Τι στο… Ποιος είσαι»;

«Δεν έχουμε ώρα. Αν θες να ξεφορτωθούμε αυτό το πλάσμα οδήγησε με


στα όπλα. ΤΩΡΑ!»

Ο τόνος της φωνής του ξένου ήταν επιτακτικός. Η Σαντ δεν είχε πολύ
χρόνο να σκεφτεί. Αποφάσισε να τον βοηθήσει. Στο κάτω-κάτω ήταν
άνθρωπος της δράσης. Όμως ήξερε πως κανένα όπλο δεν θα μπορούσε να
σκοτώσει αυτό το… Τέρας.

«Ακολούθησε με». Τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε μέσα από το
πλήθος στην αίθουσα που φυλούσαν τα όπλα. Εκεί συνάντησαν τον Ρίβερ.

«Ήξερα πως θα ερχόσουν εδώ. Για αυτό σου προετοίμασα τον εξοπλισμό
που είχες πάνω σου όταν σε πιάσαμε». Στην πραγματικότητα ο Ρίβερ είχε
έρθει για να πάρει τον εξοπλισμό και να τον φορέσει σε κάποιον από τους
κυνηγούς. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο ξένος θα επιβίωνε.
«Με αυτή την σφεντόνα και τούτο το μαχαιράκι θα νικήσεις αυτό το…». Η
Σάντ ήταν έξω φρενών με τον εαυτό της που πίστεψε σαν βλαμμένη στις
αερολογίες του ξένου.

«Μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρω. Αυτή είναι η αποστολή μου. Εσύ


μάζεψε όσους μπορείς και φύγετε αμέσως από εδώ».

«Τι λες! Να εγκαταλείψουμε τον καταυλισμό.». Ο Ρίβερ δεν μπορούσε να


το χωνέψει.

«Ακούστε με! Ο καταυλισμός δεν υπάρχει πια. Το καταφύγιο σας έχει


καταστραφεί. Πρέπει να ξαναχτίσετε τις ζωές κάπου άλλου».

«Μα…». Ο Ρίβερ έμοιαζε χαμένος.

Ο ξένος δεν περίμενε κάποια απάντηση. Αμέσως βγήκε από την αίθουσα
και άρχισε να δρασκελίζει προς το μέρος του πλάσματος. Το καταφύγιο
πλέον είχε μετατραπεί σε δάσος με πολλά μικρά ζώα.

Ο ξένος ανέβηκε πάνω σ’ ένα δέντρο και περίμενε. Όταν το πλάσμα


πέρασε από κοντά του, έριξε με την σφεντόνα του. Βρήκε στόχο. Το
πλάσμα έβγαλε μια απαίσια τσιρίδα και όρμησε προς τα μπροστά. Ο ξένος
κατέβηκε από το δέντρο και πήρε το πλάσμα στο κατόπι. Αυτό μπήκε σε
μια από τις τελευταίες αίθουσες που δεν είχε μεταλλαχτεί από το άγγιγμα
του και ξεκίνησε να την μεταμορφώνει. Ο Ξένος το ακολούθησε και αφού
έβγαλε το μαχαίρι του άρχισε να το μπήγει σε διάφορα σημεία του
πλάσματος. Εκείνο χρησιμοποίησε τα σαν κλαδιά χέρια του καθώς και τα
διάφορα ζώα που εξουσίαζε για να καταφέρει πολλαπλά θανάσιμα
τραύματα στον ξένο.

«Δεν είναι κάπως ειρωνικό που παλεύουμε να μην γίνουμε χώμα αλλά
τελικά καταλήγουμε στο χώμα»; Ήταν μια από τις τελευταίες του
σκέψεις πριν η καρδιά του σταματήσει να χτυπά.

Το πλάσμα ψυχορραγούσε. Τα μαλλιά του είχαν πάρει μια γαλαζοπράσινη


απόχρωση ενώ η όψη του προσώπου του είχε γίνει σαν αυτό μιας
στοργικής μητέρας. Πλησίασε με αργά βήματα ένα μικρό κορίτσι που
έντρομο είχε ακινητοποιηθεί στην γωνία της αίθουσας. Το πήρε στην
αγκαλιά του και το φίλησε. Το κοριτσάκι δεν άλλαξε μορφή. Ο τρόμος του
υποχώρησε σιγά σιγά. Κοίταξε το πλάσμα κατάματα. Είχε μετατραπεί
ξανά σε ξύλο και πλέον μόνο το πρόσωπο του ξεχώριζε. Από τις
κοιλότητες που κάποτε ήταν τα μάτια του έσταζαν παχιές στάλες από
ρετσίνι.

Η Σαντ και ο Ρίβερ είχαν μαζέψει ότι απέμεινε από τον πληθυσμό του
καταυλισμού. Μερικές γυναίκες και άντρες. Ελάχιστοι κυνηγοί. Κανένας
γηραιός. Το Θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Σύντομα θα έπεφτε η νύχτα και
δεν είχαν καταφύγιο. Ο Ρίβερ πρότεινε να πάνε βορειοδυτικά επειδή είχε
ακούσει πως εκεί υπήρχαν μεγάλα βουνά. Ίσως να έβρισκαν κάποια
μεγάλη σπηλιά για να την μεταμορφώσουν σε καινούργιο καταφύγιο. Η
Σαντ δέχτηκε. Ξεκίνησαν την πορεία τους. Η Σαντ ευχαρίστησε τον ξένο
για την θυσία του και πρόφερε από μέσα της την προσευχή που είχε
προφέρει και για τον θάνατο του Στιβ. Δεν πίστευε στην Θεά. Η πίστη της
ήταν πολύ παλιότερη και απαγορευμένη. Η πίστη προς τον Ένα. Κάπου στο
βάθος ακούστηκε ένα αλύχτισμα από λύκους. Η πορεία για τα βουνά δεν
θα ήταν εύκολη…

You might also like