You are on page 1of 12

ΜΠΛΕ ΖΕΡΣΕΪ

Το τσιπάκι είχε το μέγεθος και το πάχος του μικρού μου


νυχιού. Το εξωτερικό του περίβλημα ήταν διάφανο και το
εσωτερικό του διατρεχόταν από λεπτές, χαλκόχρωμες ίνες που
μετά βίας διακρίνονταν με γυμνό μάτι. Ήταν η πρώτη φορά που
έβλεπα Wi.T.N.E.S. από κοντά. Το δικό μου, όπως και των
περισσότερων, είχε τοποθετηθεί όταν ήμουν ακόμη μωρό. Ήξερα
πώς έμοιαζε, βέβαια – είχα δει εκατοντάδες φωτογραφίες και σε
καμία περίπτωση η απεικόνιση δεν ήταν παραπλανητική. Επομένως,
δεν ήταν έκπληξη αυτό που ένιωσα κοιτώντας το. Με κάποια
καθυστέρηση, κατάφερα να δώσω όνομα στο συναίσθημα: φόβος.
Χωρίς να το θέλω, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του Κωνσταντίνου:
πόσο αξίζει η ζωή σου; Εννιά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά. Αυτό είναι
το κόστος κατασκευής ενός Wi.T.N.E.S. Αυτό είναι η ύπαρξή μας,
Αλινάκι. Εννιά και είκοσι δύο. Και να που τώρα είχα μπροστά μου τη
δική του ζωή, συμπυκνωμένη μέσα σε σιλικόνη. Τριάντα έξι χρόνια,
σε μια τόση δα φλούδα, λεπτή σαν φύλλο Βυρητού. Κάτι στο στήθος
μου φούσκωσε κι εξερράγη απότομα. Ένας πνιχτός, ακαθόριστος
ήχος ξέφυγε απ’ τα χείλη μου.
Ο δικηγόρος έσπρωξε προς το μέρος μου μια ταμπλέτα.
Συνειδητοποίησα, ξαφνικά, πως τόση ώρα μου μιλούσε κι εγώ δεν
είχα ακούσει λέξη. Μου χαμογέλασε συμπονετικά – μάλλον δεν ήταν
η πρώτη φορά που βρισκόταν σ’ αυτό το γραφείο ή που είχε
απέναντί του κάποιον ντυμένο στα μαύρα.
«Παρακαλώ, υπογράψτε εδώ, δεσποινίς Γκουάν» με
παρότρυνε, δείχνοντάς μου το κατάλληλο σημείο στην ταμπλέτα
και τείνοντάς μου το στυλό.
Το έκανα, χωρίς να μπω στον κόπο να διαβάσω κανέναν από
τους όρους στους οποίους συμφωνούσα. Αν ο Κωνσταντίνος ήταν
από μια μεριά και με έβλεπε, θα τσακωνόμασταν. Αλλά δεν ήταν κι
ούτε θα είχαμε ποτέ ξανά την ευκαιρία να τσακωθούμε για τις
ανόητες ιδέες του ή τις καταστροφικές συνήθειές του.
«Τελειώσαμε, δηλαδή;» ρώτησα. «Υπάρχει κάτι άλλο που
χρειάζεται να κάνω;»
Ο δικηγόρος ένευσε αρνητικά, χωρίς να χάσει το χαμόγελό
του. Άρχιζα να πιστεύω ότι του το είχαν καρφώσει στο πρόσωπο
προτού τον στείλουν να με συναντήσει.
«Τα χαρτιά σας είναι όλα εντάξει. Το τσιπ και τα στοιχεία
σύνδεσης είναι πλέον στην κατοχή σας. Αν χρειαστείτε
οποιαδήποτε βοήθεια σε σχέση με τον λογαριασμό του εκλιπόντος ή
την πρόσβαση στα δεδομένα του, παρακαλώ μη διστάσετε να
επικοινωνήσετε με το τεχνικό μας τμήμα. Είμαστε πάντοτε στη
διάθεσή σας».
Έβγαλε από ένα ντοσιέ μπροστά του έναν φάκελο, κλειστό απ’
όλες τις μεριές, απ’ αυτούς που πρέπει να τους σκίσεις για να τους
ανοίξεις. Σηκώθηκε από τη θέση του κι έκανε τον γύρο του
γραφείου. Έκλεισε το κουτί με το τσιπ και μου το έδωσε, μαζί με
τον φάκελο. Το χαμόγελο δεν είχε ξεθωριάσει καθόλου, μα δεν
μπορούσα να αποτινάξω την αίσθηση πως η θερμοκρασία στο
δωμάτιο είχε πέσει.

***

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το άφησε σε σένα» σχολίασε


η Ειρήνη.
Το είπε ψευτοαδιάφορα, προσπαθώντας να κρύψει την πικρία
της, αλλά δεν τα κατάφερε. Η αλήθεια ήταν πως ούτε κι εγώ
καταλάβαινα, όμως μπορούσα να φανταστώ αρκετούς λόγους:
συγχώρεση, συμφιλίωση... εκδίκηση. Και το ύφος της Ειρήνης μ’
έκανε να θέλω να ουρλιάξω. Και γιατί να μη μου το αφήσει, δηλαδή;
Όλα τα υπόλοιπα θα μείνουν σε σένα, δεν σου αρκεί αυτό; Δεν
μπορώ να κρατήσω ένα μικρό κομμάτι του αδερφού μου, δηλαδή;
Θα μπορούσα να πω πολλά και να της καταλογίσω ακόμη
περισσότερα.
Επέλεξα να μη μιλήσω γιατί, τελικά, σε ό,τι αφορούσε τον
Κωνσταντίνο, οι δικές μου αμαρτίες ήταν σαφώς μεγαλύτερες και
χειρότερες από τις δικές της. Εξάλλου, σε λίγα λεπτά θα φτάναμε
στο αεροδρόμιο. Στο πίσω κάθισμα του αμαξιού, οι ανιψιές μου
κοιμούνταν. Η Ειρήνη δεν τους είχε πει ότι ο μπαμπάς τους είχε
πεθάνει. Είχαμε τσακωθεί γι’ αυτό, αλλά δικά της ήταν τα παιδιά –
και η απόφαση. Άλλωστε, δεν μ’ έπαιρνε να πω και πολλά πάνω στο
θέμα, δεδομένου ότι είχα κόψει επαφές μαζί τους τα τελευταία δύο
χρόνια. Η Μαρίζα δεν είχε γεννηθεί ακόμα κι η Νανά ήταν μόλις
τριών.
Δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνο το βράδυ. Ούτε τις κουβέντες
που είχαν ειπωθεί θα ξεχνούσα. Κάποιες απ’ αυτές ακόμη μ’ έκοβαν,
κάπου βαθιά που δεν μπορούσα να κατονομάσω, και μ’ έκαναν να
κλαίω με λυγμούς τα βράδια. Δικές μου κουβέντες, όχι δικές του.
Θα μας πεθάνεις όλους, όπως πέθανες τη μαμά! Τα τελευταία λόγια
που του είχα πει, τα χειρότερα που είχα ξεστομίσει ποτέ μου. Το
βλέμμα του, όταν το άκουσε... αν τα μάτια είναι στ’ αλήθεια
καθρέφτης της ψυχής, εκείνη τη στιγμή είδα του Κωνσταντίνου να
ραγίζει.
«Φτάσαμε» είπε η Ειρήνη και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως
το αμάξι είχε σταματήσει εδώ και μερικά λεπτά.
Ένευσα καταφατικά. Έριξα μια ματιά στα κορίτσια.
Αποφάσισα να μην τις ξυπνήσω. Η Ειρήνη περίμενε, χτυπώντας
ανυπόμονα τα μακριά της νύχια στο τιμόνι. Άνοιξα την πόρτα
μερικά εκατοστά.
«Ευχαριστώ που μ’ έφερες» μουρμούρισα. «Θα μιλήσουμε».
«Ναι» απάντησε εκείνη.
Ξέραμε κι οι δυο πως ήταν ψέμα. Φυσικά και δεν θα
μιλούσαμε. Ίσως σε καμιά γιορτή, μόνο. Ποτέ δεν είχαμε
συμπαθήσει η μια την άλλη κι αυτό δύσκολα θα άλλαζε, ειδικά τώρα
που δεν υπήρχε πια ο Κωνσταντίνος να μας ενώνει. Ετοιμάστηκα να
βγω απ’ το αυτοκίνητο. Η Ειρήνη με άρπαξε απ’ τον καρπό και τα
καταραμένα τα πλαστικά της νύχια χώθηκαν στο δέρμα μου.
«Τι θα το κάνεις;» ρώτησε. «Θα το δεις;»
Τράβηξα το χέρι μου μακριά.
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα». Άνοιξα την πόρτα τελείως,
αυτή τη φορά. «Γεια. Πες... πες στα κορίτσια πολλά φιλιά από τη
θεία, εντάξει;»
Δεν θα έλεγε κι εμένα λίγο με ένοιαζε – το είπα πιο πολύ για
να το πω.

***
Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έβαλα το τσιπ στον Ανακλητή μου.
Το μικροσκοπικό φωτάκι στο πλάι της κάσκας άναψε μερικές φορές
πορτοκαλί και μετά έγινε μπλε. Σχεδόν απογοητεύτηκα. Κάπου μέσα
μου, ήλπιζα πως το φως θα έμενε πορτοκαλί κι ο Ανακλητής δεν θα
αναγνώριζε το Wi.T.N.E.S. Φόρεσα την κάσκα – την είχα πάρει
χρόνια πριν, στις εκπτώσεις, σ’ ένα φλούο πράσινο χρώμα που δεν
αγόραζε κανείς. Αισθάνθηκα τις μικρές ακίδες να μπαίνουν στη
βάση του κρανίου μου και το μενού εμφανίστηκε μπροστά μου.
«Επιλογή προηγούμενης ημερομηνίας» είπα. «22 Μαρτίου
2088». Μία μέρα πριν μπει στο νοσοκομείο.

Τα χέρια του τρέμουν. Αναρωτιέμαι αν τρέμουν και τα δικά


μου, πίσω, στον πραγματικό κόσμο. Δεν είναι η πρώτη φορά που
χρησιμοποιώ τον Ανακλητή για να ανακαλέσω αναμνήσεις. Τότε,
όμως, ήταν αναμνήσεις μου, αποθηκευμένες στον λογαριασμό μου,
κωδικοποιημένες από το τσιπ μου. Χρειάζομαι ένα ποτό. Τώρα είναι
αλλιώς. Η αίσθηση είναι οικεία και ταυτόχρονα ξένη. Είμαι ο
εαυτός μου κι ο Κωνσταντίνος την ίδια στιγμή και δεν μπορώ να
ξεχωρίσω πού σταματάει η μία ζωή και πού αρχίζει η άλλη. Έχει
ακόμα στο στόμα του γεύση από εμετό, το μάγουλο και τα μαλλιά
του είναι υγρά και κολλάνε. Ζέχνω ολόκληρος. Σέρνει τα πόδια του
ως το μπάνιο και τον αντικρίζω – μέσα από τα μάτια του, τα οποία
τώρα μοιράζομαι. Στις αναμνήσεις μου, ο αδερφός μου δεν μοιάζει
σε τίποτα μ’ αυτό το ζωντανό ερείπιο, με τα κόκκινα, πρησμένα
μάτια και το λιπαρό δέρμα. Ακόμη και στα χειρότερά του, δεν τον
θυμάμαι να δείχνει τόσο άσχημα. Συνειδητοποιώ πως οι μνήμες
είναι χρωματισμένες από τη δική του αντίληψη των πραγμάτων και
με πονάει να σκέφτομαι πως αυτή ήταν η εικόνα που έβλεπε όταν
κοιτιόταν στον καθρέφτη. Ρίχνει νερό στο πρόσωπό του, ξεπλένει
τα ξερατά από πάνω του και πετάει το λερωμένο φανελάκι του στα
άπλυτα. Θα πούλαγα την ψυχή μου για ένα ποτό, αλλά φοβάμαι πως
δεν θα έπιανε και τίποτα. Πάει στην κουζίνα, το φως με ενοχλεί, με
κάνει να θέλω να σπάσω πράγματα. Κατεβάζει το παντζούρι κι
αρχίζει να ψάχνει τα ντουλάπια. Η ώρα περνάει και δεν βρίσκει
τίποτα, κάθε λεπτό φαντάζει αιώνας, το στόμα του είναι στεγνό, ο
λαιμός του καίει, το τρέμουλο στα χέρια γίνεται ολοένα και
χειρότερο. Κλωτσάει την καρέκλα, πονάει, είμαι τόσο θυμωμένος
που δεν μπορώ καν να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Θυμάμαι ότι
έχω κρύψει ένα μπουκάλι τζιν στον πάτο της ντουλάπας των
παιδιών. Ντρέπομαι γι’ αυτό, μα η ντροπή περνάει γρήγορα. Η
Ειρήνη δεν ξέρει για τον χαλαρωμένο πάτο και οι μικρές δεν θα το
πουν. Είναι το μυστικό μας. Το ξετρυπώνει βιαστικά, με λαχτάρα
που την αισθάνομαι στο πετσί μου. Στην ανάμνηση, οι χώροι δεν
είναι συμπαγείς, τοίχοι και κορνίζες ξεβάφουν στις άκρες και
μοιάζουν με ενιαία μάζα. Δεν έχει μείνει πολύ στο μπουκάλι, δυο-
τρία δάχτυλα μονάχα. Δεν με νοιάζει. Το πίνει μονορούφι και
πνίγεται. Βήχει και κλαίει συγχρόνως. Με αηδιάζω και δεν μπορώ
να πω με σιγουριά αν αυτό το συναίσθημα προέρχεται από τον
Κωνσταντίνο ή… Αναρωτιέμαι τι να κάνει η Αλίνα. Καιρό έχω να τη
δω. Δαγκώνει τα χείλη του και πάει στο εργαστήριό του. Μόνο από
τα αχνά γαλάζια και πράσινα φώτα των υπολογιστών και των
άλλων μηχανημάτων καταλαβαίνω πού βρίσκεται, γιατί, κατά τα
άλλα, τα χρώματα χύνονται το ένα μέσα στο άλλο και το ταβάνι
δείχνει έτοιμο να πέσει στο κεφάλι μου. Ξαπλώνει σε μια καρέκλα
και φοράει έναν… για λίγα δευτερόλεπτα μπερδεύομαι. Μετά,
καταλαβαίνω πως δεν κάνω λάθος: ο Κωνσταντίνος πράγματι
φοράει έναν Ανακλητή. Πληκτρολογεί το όνομα και τον κωδικό μου
– τον δικό μου κωδικό! – και επιλέγει...

«Παύση αναμετάδοσης» έκρωξα κι όλα πάγωσαν.


Δεν έβγαλα την κάσκα, ούτε σηκώθηκα από τη θέση μου.
Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να χωνέψω όσα είχα
δει. Δεν ήξερα τι με είχε ταράξει περισσότερο: το ότι είχα μπει στο
πετσί του αδερφού μου και είχα βιώσει την αρρώστια του σαν να
ήταν δική μου ή το ότι εκείνος με παρακολουθούσε. Οι Ανακλητές
του εμπορίου δεν είχαν καμιά επιλογή που να λέγεται Ζωντανή
Μετάδοση. Μόνο Επιλογή Προηγούμενης Ημερομηνίας, Αναζήτηση
Βάσει Κριτηρίων και Στιγμιότυπα. Προφανώς, αυτό που είχα δει
στην ανάμνηση ήταν τροποποίηση του Κωνσταντίνου. Δεν είχα ιδέα
ότι ασχολιόταν ακόμη μ’ αυτά. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί θα ήταν μία
ακόμη αφορμή για καυγάδες.
Ποτέ δεν κατάφερα να συμβιβαστώ με τις επιλογές του
Κωνσταντίνου. Θα μπορούσε να ζει τώρα οπουδήποτε στον κόσμο,
να είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της επιστήμης. Έστω, να
ζει. Ο αδερφός μου δεν ήταν απλώς ο εξυπνότερος άνθρωπος που
είχα γνωρίσει. Ήταν – καταγεγραμμένα - ένας από τους
εξυπνότερους ανθρώπους στον κόσμο. Αυτό με κυνηγούσε όλη μου
τη ζωή: Ο Κωνσταντίνος έλυνε μαθηματικά λυκείου όταν ήταν δύο
χρονών, ο Κωνσταντίνος μιλούσε τρεις γλώσσες άπταιστα πριν
γίνει έξι, ο Κωνσταντίνος τελείωσε το Πανεπιστήμιο στα
δεκατέσσερα, ο Κωνσταντίνος το ένα, ο Κωνσταντίνος το άλλο.
Όλοι οι γνωστοί, οι φίλοι κι οι συγγενείς, δεν έπαυαν να μου
υπενθυμίζουν με κάθε ευκαιρία πόσο μέτρια και ανίκανη ήμουν σε
σχέση με τον αδερφό μου. Ακόμη και στη δουλειά, τον πρώτο καιρό,
άκουγαν το όνομά μου και με ρώταγαν, τον Κωνσταντίνο Γκουάν τι
τον έχεις; Κι εγώ απαντούσα πως ήταν απλή συνωνυμία γιατί ποιος
θέλει να τον συγκρίνουν με κάποιον που έχει IQ 210 και απέρριψε
μια δουλειά στην Paragon S.A. για να πάει να γίνει καθηγητής
πληροφορικής σε λύκειο στην Καβάλα;
«Συνέχιση αναμετάδοσης» είπα, καταπίνοντας έναν κόμπο
που, χωρίς να ξέρω πώς και γιατί, είχε ανέβει στον λαιμό μου.

Ζωντανή μετάδοση. Η αίσθηση είναι διπλά περίεργη, ο


εγκέφαλός μου ανοίγει σαν κινέζικα κουτιά, συνειδήσεις που
χύνονται η μία μέσα στην άλλη, όπως τα χρώματα των τοίχων στην
ποτισμένη με αλκοόλ μνήμη του αδερφού μου. Είμαι
Αλίνα/Κωνσταντίνος/Αλίνα, φίδι που τρώει την ουρά του. Ζέστη με
πλημμυρίζει, έχω καιρό να με δω, μου λείπει η αδερφή μου – δεν
έχω αδερφή! – και... δεν ξέρω τι να κάνω, πώς μπορεί να υπάρχει
σωστή και λάθος απόφαση σ’ αυτήν την περίπτωση, να κάνω τη
δουλειά μου ή να μη μιλήσω και να ρισκάρω τα πάντα γι’ αυτά τα
παιδιά που δεν τα ξέρω κι ούτε θα τα μάθω ποτέ; Κοιτάω τη
βεβαίωση από το νοσοκομείο, την έκθεση του πραγματογνώμονα,
την αναφορά σχετικά με τις καταγραφές του Wi.T.N.E.S. Όλα
φαίνονται εντάξει με μια πρώτη ματιά, όλοι συμφωνούν πως ο
Αργυρίου πέθανε από ατύχημα. Υπάρχει, όμως, ένα πράγμα που δεν
ταιριάζει κι είναι τόσο μικρό που κανείς δεν πρόκειται να το πάρει
χαμπάρι ή να νοιαστεί. Το μπλε ζέρσεϊ. Συνηδειτοποιώ τι συμβαίνει
και...
«Παύση ζωντανής μετάδοσης» λέει ο Κωνσταντίνος και
ανασαίνουμε κι οι δύο λίγο πιο εύκολα. Είμαι θυμωμένος κι
αγχωμένος ταυτόχρονα, δεν πρέπει να την αφήσω να το κάνει,
πρέπει να μου πω την αλήθεια, πρέπει.... ανάθεμα κι αν ξέρω τι
πρέπει, δεν θέλω να αντικρίσω το βλέμμα της όταν μάθει, δεν θα
αντέξω να με κοιτάξει ξανά όπως την τελευταία φορά. Για τίποτα
δεν νιώθω μεγαλύτερες τύψεις απ’ ό,τι γιατί γκρέμισα την πίστη
της Αλίνας σε μένα.

«Παύση αναμετάδοσης».
Η ανάσα μου έβγαινε λαχανιαστή. Μέσα στην κάσκα, το
μέτωπό μου είχε ιδρώσει και δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στα
μάγουλά μου. Το τελευταίο συναίσθημα που με είχε κατακλύσει δεν
ήταν άγνωστο. Ήταν η άκρη του γκρεμού, η αχανής άβυσος από
κάτω της. Ήταν το ίδιο μείγμα ντροπής, απογοήτευσης κι ενοχής
που με κυνηγούσε πάντα. Ένα πνιχτό γέλιο μου ξέφυγε. Παράξενο,
σκέφτηκα. Εγώ έφαγα τα χρόνια μου με τον φόβο πως δεν θα
έφτανα σε τίποτα τον αδερφό μου κι εκείνος έφαγε τα δικά του με
τον φόβο πως με είχε χάσει.
Δεν μπορούσα να καταλάβω, όμως, τι πυροδότησε αυτήν την
αντίδραση. Η υπόθεση Αργυρίου με ταλαιπωρούσε βδομάδες τώρα
κι όλο ανέβαλα να δώσω την τελική μου απάντηση στην εταιρεία.
Το αφεντικό μου περίμενε, η χήρα του Αργυρίου περίμενε κι εγώ δεν
μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να ψάξω περισσότερο το θέμα ή
να κάνω τα στραβά μάτια. Η αλήθεια ήταν πως, χωρίς τα λεφτά
της ασφάλειας, χήρα και παιδιά θα μέναν στον δρόμο. Και το μπλε
ζέρσεϊ, όσο κι αν με τσιγκλούσε, δεν αποτελούσε απόδειξη για
τίποτα. Έσμιξα τα φρύδια μου. Λες;
«Αναζήτηση βάσει κριτηρίων» είπα. «Μπλε ζέρσεϊ».
Ο Ανακλητής εμφάνισε σαράντα οκτώ αποτελέσματα. Το πιο
πρόσφατο ήταν τέσσερις μέρες πριν τον θάνατο του Αργυρίου. Κάτι
κλώτσησε μέσα μου. Ασυναίσθητα, έσφιξα τις γροθιές μου. Δεν
ήξερα αν ήθελα να το δω αυτό. Είναι σύμπτωση, είπα στον εαυτό
μου. Τι σχέση μπορεί να είχε ο Κωνσταντίνος με τον Αργυρίου;
«Προβολή τεσαρακοστής όγδοης ανάμνησης».

«Τη μέρα που θα το κάνεις, θα φορέσεις ένα μπλε ζέρσεϊ».


Δεν του γεμίζω το μάτι, το βλέπω στο ύφος του και στο πώς
ζαρώνει τη μύτη του κάθε τόσο. Μα είναι απελπισμένος και δεν
ξέρει κανέναν άλλον που να μπορεί να κάνει τη δουλειά. Πόσο
μάλλον τσάμπα. Με κοιτάει καχύποπτα.
«Γιατί;»
Ο Κωνσταντίνος ανασηκώνει τους ώμους.
«Γιατί πρέπει να ξέρω πότε να συνδεθώ για να αρχίσω να
επαναπρογραμματίζω το Wi.T.N.E.S. σου».
«Δεν μπορείς να το κάνεις μετά;» ρωτάει ο Αργυρίου.
Τον αναγνωρίζω απ’ τις φωτογραφίες. Φαίνεται θλιμμένος
και αγχωμένος. Κοιτάει γύρω του κάθε τόσο, λες και φοβάται μην
τον πιάσουν. Κάθονται σε κάποιο καφέ, τα χρώματα δεν είναι τόσο
συγκεχυμένα όσο στην προηγούμενη ανάμνηση, κρεμ, ρυπαρό
τραπέζι, ένα μπουκάλι μπύρας μπροστά του κι ένας ανέγγιχτος
καφές μπροστά στον Αργυρίου. Ο Κωνσταντίνος κατεβάζει μια
γουλιά απ’ τη μπύρα του που τελειώνει. Θέλω και δεύτερη, αλλά
δεν πρέπει.
«Δεν δουλεύει έτσι. Ξέρεις τι σημαίνει Wi.T.N.E.S.; Wireless
transmitter for neuro-experiential signals. Το δημιούργησαν, αρχικά,
με σκοπό την πρόληψη της εγκληματικότητας. Αυτό δεν έπιασε,
βέβαια, γιατί όλοι θυμήθηκαν ξαφνικά την ελευθερία τους και τα
προσωπικά τους δεδομένα – λες και δεν μας παρακολουθούσαν έτσι
κι αλλιώς πριν το τσιπ. Οπότε η Paragon το λάνσαρε πακέτο με
τους Ανακλητές και, ως δια μαγείας, το θέλαν όλοι και ξέχασαν και
πορείας και διαμαρτ...»
«Δεν ξόδεψα τις τελευταίες μου οικονομίες σε εισιτήρια για
να μου κάνεις μάθημα ιστορίας» τον κόβει ο Αργυρίου.
Εκνευρίζομαι. Στην τελική, αυτός ρώτησε.
«Τα δεδομένα από κάθε τσιπ μεταφέρονται ασύρματα σε
τράπεζα δεδομένων, όπου και αποθηκεύονται» εξηγεί ο
Κωνσταντίνος. «Κι αν νομίζεις ότι δεν δημιουργείται αντίγραφο
ασφαλείας, είσαι γελασμένος. Πώς νομίζεις ότι μπορούν να
επαναφέρουν κατεστραμμένα ή διεγραμμένα αρχεία αναμνήσεων;
Γι’ αυτό πρέπει να συνδεθώ σε ζωντανή μετάδοση, για να
επαναπρογραμματίσω τα δεδομένα πριν φτάσουν στην τράπεζα και
πριν δημιουργηθεί το αντίγραφο. Είναι ο μόνος τρόπος να
ξεγελάσουμε την κωλοασφαλιστική».
Το λέω και το νιώθω στο πετσί μου, ο σκοπός αυτού του
ανθρώπου είναι και δικός μου, θέλω να τον βοηθήσω γιατί
καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω, γαμώ το κέρατό μου. Ο Αργυρίου
γνέφει καταφατικά, ικανοποιημένος με την απάντηση.
«Και γιατί μπλε ζέρσεϊ;»
«Γιατί αυτή τη συνθήκη έχω θέσει στο σύστημά μου. Μόλις
εντοπίσει μπλε ζέρσει στα δεδομένα του Wi.T.N.E.S. σου, θα με
ειδοποιήσει για να συνδεθώ ζωντανά».
«Και η τωρινή συνομιλία;»
Χαμογελάω. Είναι μια από τις σπάνιες φορές για την οποία
αισθάνομαι λίγο περήφανος.
«Αυτό το έχει αναλάβει η Ήβη. Είναι ένα πρόγραμμα που έχω
φτιάξει για... τέτοιες περιπτώσεις. Μια γυναίκα, πιο σωστά. Η
ανάμνηση που δημιουργείται, αυτή τη στιγμή, στην τράπεζα
δεδομένων, δείχνει εσένα να συναντάς την Ήβη, μια γνωριμία σου
από το διαδίκτυο και να περνάς κάποιες ώρες στο κρεβάτι της».
Ο Αργυρίου μοιάζει έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά μετά
μάλλον θυμάται τι ζήτησε στον αδερφό μου να κάνει και κλείνει το
στόμα του. Μένει για λίγο σιωπηλός.
«Γιατί το κάνεις; Σ’ ευχαριστώ, δεν λέω... σου είμαι υπόχρεος
και... και δεν μου ζητάς και λεφτά, αλλά... γιατί το κάνεις; Τι
κερδίζεις εσύ απ’ όλο αυτό;»
Θα μας πεθάνεις όλους, όπως πέθανες και τη μαμά! θυμάμαι
την Αλίνα να μου φωνάζει. Η ανάμνηση είναι επώδυνη, σαν
μαχαιριά, δεν ξέρω αν με πονάει τόσο γιατί τη βιώνω και σαν Αλίνα
και σαν Κωνσταντίνος κι είναι διπλός ο πόνος.
«Τύψεις και την ικανοποίηση πως όσο ισχυροί κι αν είναι, όσα
λεφτά κι όση τεχνολογία κι αν έχουν, δεν τους ανήκουμε. Πως οι
ζωές μας αξίζουν παραπάνω από εννιά κι είκοσι δύο και πως, παρά
τις προσπάθειές τους, δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε πρόβατα».
Πάντα αυτός ο πληθυντικός, λες και υπάρχει κάποια ελίτ
ισχυρών που αποφασίζει για τη μοίρα του κόσμου. Έτσι είχε πει και
στη μαμά τότε, όταν τσακώνονταν επειδή απέρριψε τη δουλειά
στην Paragon. Γιατί δεν θέλω να δουλέψω γι’ αυτούς, ρε μάνα! Δεν
καταλαβαίνεις ότι κάτι εταιρείες σαν κι αυτούς φταίνε που δεν
έχεις λεφτά ούτε για γάλα στο τέλος του μήνα; Ή νομίζεις ότι η
κυβέρνησή σου έχει κάποια δύναμη; Δεν είμαι σίγουρη αν η
ανάμνηση είναι δική μου ή δική του, είναι τόσο δύσκολο να
ξεχωρίσω.
«Τι να σου πω, ρε φιλαράκι» λέει ο Αργυρίου. «Άμα εσένα σου
φτάνει...»
Μου φτάνει. Και δεν το κάνω τόσο για την ιδεολογία, όσο για
τις τύψεις. Αυτές είναι που μαζεύω σαν μαργαριτάρια, κάθε μια
τους κι ένα αγκάθι στο μαστίγιο με το οποίο ασταμάτητα χτυπάω
τον εαυτό μου. Ο Αργυρίου σηκώνεται.

«Παύση αναμετάδοσης».
Το πρώτο μπλε ζέρσεϊ που μου είχε τραβήξει την προσοχή
ήταν ο Αναστάσιος Γρηγορίου, δύο χρόνια πριν. Είχε πεθάνει από
ένα είδος Έμπολα που θεωρούνταν εξαφανισμένο εδώ και χρόνια
και που κανείς δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει πώς κόλλησε. Ήταν
πολύ παράξενη υπόθεση, γι’ αυτό και δεν την είχα ξεχάσει. Από
τότε, είχα δει το μπλε ζέρσεϊ άλλη μια φορά στη Ρέα Πατέλ.
Καρκίνος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θυμόμουν τα ονόματά τους
ήταν ότι είχα ψάξει να βρω τις υποθέσεις τους, όταν βρέθηκα
αντιμέτωπη ξανά με το μπλε ζέρσεϊ στην περίπτωση του Αργυρίου.
Δύο φορές ήταν σύμπτωση. Τρεις, όμως;
Κοίταξα τις ημερομηνίες που μου είχε εμφανίσει η αναζήτηση
του Ανακλητή. Δύο από αυτές ήταν κοντινές με τις ημερομηνίες
θανάτου των Γρηγορίου και Πατέλ. Δεν χρειαζόταν να δω τις
αναμνήσεις για να βεβαιωθώ. Υπήρχαν κι άλλες, ενδιάμεσα και πριν.
Ο Κωνσταντίνος το έκανε αυτό για χρόνια και κανείς δεν είχε
υποπτευθεί την αλήθεια. Λογικό, η δική μου δεν ήταν η μόνη
ασφαλιστική στην Ελλάδα – απλώς, ήταν η μεγαλύτερη. Πόσο
άσχημα είχαμε καυγαδίσει όταν του ανακοίνωσα την πρόσληψή μου!
Γιατί, ρε Αλίνα; Γιατί; Δεν υπάρχουν άλλες δουλειές; Γι’ αυτά τα
κουμάσια πρέπει να πας να δουλέψεις; Η αντίδρασή του μου είχε
φανεί τόσο παράλογη. Στο κάτω-κάτω, αν δεν ήταν η ασφάλεια
ζωής, πώς θα τα είχαμε βγάλει πέρα όταν πέθανε η μαμά; Αυτό του
είχα πει και τότε κι έγινε πυρ και μανία. Είχε φύγει, κοπανώντας την
πόρτα πίσω του, και το ίδιο βράδυ είχε γυρίσει σπίτι τύφλα.
Η παλιότερη ημερομηνία ήταν δεκαοχτώ χρόνια πριν. Μερικές
μέρες πριν τον θάνατο της μητέρας μας. Η καρδιά μου σταμάτησε,
το μυαλό μου σταμάτησε, όλα σταμάτησαν κι ο χρόνος μάκρυνε,
τεντώθηκε, λίγο ακόμη και θα ‘σπαγε.
«Πρ...προβολή πρώτης ανάμνησης» είπα με τρεμάμενη φωνή.

«Να φορέσεις το μπλε ζέρσεϊ όταν έρθει η ώρα» λέει ο


Κωνσταντίνος. «Είναι το πιο εύκολο χρώμα και υλικό να
αναγνωρίσει και να κωδικοποιήσει το Wi.T.N.E.S.»
Κάθονται στην κουζίνα, η μαμά έχει μπροστά της μια λεκάνη
φασολάκια. Ο κόμπος στον λαιμό μου μεγαλώνει, από στραγάλι
γίνεται πέτρα ολόκληρη. Εκείνη γνέφει. Νιώθω τόσο μόνος και στο
στήθος μου έχει κάτσει ένας βραχνάς ίσα με δυο τόνους βαρύς.
«Μαμά...»
«Το συζητήσαμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
«Υπάρχει!» φωνάζει ο Κωνσταντίνος. «Θα δεχτώ τη δουλειά
στην Paragon, θα στέλνω λεφτά... ξέρεις πόσα θα βγάζω;»
Τα χρώματα γύρω του είναι πεντακάθαρα, η σκέψη του είναι
διαφορετική – πιο κοφτερή, πιο υγιής. Δεν θέλω να βλέπω αυτά που
βλέπω και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Ότι εκείνη του το ζήτησε,
ότι αυτός το έκανε ή ότι αναγκάστηκε να κρατήσει το μυστικό για
τόσα χρόνια.
«Θα είσαι στην Κίνα. Εγώ έχω πέντε; Έξι μήνες ζωής; Τι θα
κάνει η αδερφή σου μετά; Θα έρθει στην Κίνα , μήπως, να σε βρει;
Εσύ θα δουλεύεις όλη μέρα, ποιος θα τη φροντίζει; Ούτε δώδεκα
δεν είναι ακόμη. Όταν απέρριψες τη δουλειά δεν ήξερα πόσο έχει
προχωρήσει η κατάστασή μου ούτε πόσο κοντά στη χρεοκοπία είναι
το μαγαζί, γι’ αυτό θύμωσα τόσο μαζί σου... πίστευα πως πέταγες
την ευκαιρία της ζωής σου. Κι ίσως όντως να την πέταξες, όμως,
εν τέλει, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ο Θεός ξέρει».
Δεν έχω ξανανιώσει περισσότερη οργή, είναι πηχτή και μαύρη
και καίει μέσα μου σαν άσφαλτος που δεν έχει στρωθεί.
«Τι λες, ρε μάνα; Ποιος θεός, γαμώ τον θεό σου; Δεν μπορεί
να μην υπάρχει άλλος τρόπος, δεν μπορεί, θα τον βρούμε! Θα βρω
κάπου μια δουλειά, θα βοηθ...»

«Παύση αναμετάδοσης».
Τράβηξα με βία τον Ανακλητή κι οι ακίδες έσκισαν το δέρμα
μου ελαφρά. Λίγο αίμα κύλησε στον αυχένα μου. Έγειρα στο πλάι
και ξέρασα ό,τι είχα φάει από το προηγούμενο βράδυ. Δεν ήθελα να
συνεχίσω να βλέπω. Φοβόμουν τι άλλα μυστικά μπορεί να έκρυβε ο
αδερφός μου και φοβόμουν ότι θα ήταν μυστικά με τα οποία δεν θα
μπορούσα να ζήσω. Ούρλιαξα, μέσα στο άδειο μου διαμέρισμα.
Ούρλιαξα και έκλαψα μέχρι που πίστεψα ότι θα σκίζονταν οι
φωνητικές μου χορδές και τα μάτια μου θα πέφταν απ’ τις κόγχες
τους. Γιατί το φως δεν θα ήταν ίδιο χωρίς εκείνον, τα φαγητά θα
είχαν άλλη γεύση και θα υπήρχε μια τρύπα στον κόσμο εκεί όπου
κάποτε υπήρχε ο αδερφός μου. Γιατί τον αγαπούσα και μου έλειπε
και δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου που δεν του είχα πει
τίποτα απ’ τα δύο όσο ακόμη προλάβαινα. Γιατί το τελευταίο
πράγμα που είχε ακούσει από τα χείλη μου ήταν ότι πέθανε τη μαμά
και δεν μου κράτησε κακία. Έκλαψα μέχρι που κοιμήθηκα.
Με ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου.
«Παρακαλώ;» είπα βραχνά.
«Έλα, Αλίνα, τι γίνεται με την υπόθεση του Αργυρίου; Με πήρε
πάλι η χήρα του σήμερα και με ζάλισε».
Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά.
«Ναι... ναι, κύριε Παυλόπουλε. Όλα είναι εντάξει, θα έχω
έτοιμα τα χαρτιά σήμερα».
Δεν είπα κουβέντα για το μπλε ζέρσεϊ.

You might also like