Professional Documents
Culture Documents
***
***
Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έβαλα το τσιπ στον Ανακλητή μου.
Το μικροσκοπικό φωτάκι στο πλάι της κάσκας άναψε μερικές φορές
πορτοκαλί και μετά έγινε μπλε. Σχεδόν απογοητεύτηκα. Κάπου μέσα
μου, ήλπιζα πως το φως θα έμενε πορτοκαλί κι ο Ανακλητής δεν θα
αναγνώριζε το Wi.T.N.E.S. Φόρεσα την κάσκα – την είχα πάρει
χρόνια πριν, στις εκπτώσεις, σ’ ένα φλούο πράσινο χρώμα που δεν
αγόραζε κανείς. Αισθάνθηκα τις μικρές ακίδες να μπαίνουν στη
βάση του κρανίου μου και το μενού εμφανίστηκε μπροστά μου.
«Επιλογή προηγούμενης ημερομηνίας» είπα. «22 Μαρτίου
2088». Μία μέρα πριν μπει στο νοσοκομείο.
«Παύση αναμετάδοσης».
Η ανάσα μου έβγαινε λαχανιαστή. Μέσα στην κάσκα, το
μέτωπό μου είχε ιδρώσει και δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στα
μάγουλά μου. Το τελευταίο συναίσθημα που με είχε κατακλύσει δεν
ήταν άγνωστο. Ήταν η άκρη του γκρεμού, η αχανής άβυσος από
κάτω της. Ήταν το ίδιο μείγμα ντροπής, απογοήτευσης κι ενοχής
που με κυνηγούσε πάντα. Ένα πνιχτό γέλιο μου ξέφυγε. Παράξενο,
σκέφτηκα. Εγώ έφαγα τα χρόνια μου με τον φόβο πως δεν θα
έφτανα σε τίποτα τον αδερφό μου κι εκείνος έφαγε τα δικά του με
τον φόβο πως με είχε χάσει.
Δεν μπορούσα να καταλάβω, όμως, τι πυροδότησε αυτήν την
αντίδραση. Η υπόθεση Αργυρίου με ταλαιπωρούσε βδομάδες τώρα
κι όλο ανέβαλα να δώσω την τελική μου απάντηση στην εταιρεία.
Το αφεντικό μου περίμενε, η χήρα του Αργυρίου περίμενε κι εγώ δεν
μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να ψάξω περισσότερο το θέμα ή
να κάνω τα στραβά μάτια. Η αλήθεια ήταν πως, χωρίς τα λεφτά
της ασφάλειας, χήρα και παιδιά θα μέναν στον δρόμο. Και το μπλε
ζέρσεϊ, όσο κι αν με τσιγκλούσε, δεν αποτελούσε απόδειξη για
τίποτα. Έσμιξα τα φρύδια μου. Λες;
«Αναζήτηση βάσει κριτηρίων» είπα. «Μπλε ζέρσεϊ».
Ο Ανακλητής εμφάνισε σαράντα οκτώ αποτελέσματα. Το πιο
πρόσφατο ήταν τέσσερις μέρες πριν τον θάνατο του Αργυρίου. Κάτι
κλώτσησε μέσα μου. Ασυναίσθητα, έσφιξα τις γροθιές μου. Δεν
ήξερα αν ήθελα να το δω αυτό. Είναι σύμπτωση, είπα στον εαυτό
μου. Τι σχέση μπορεί να είχε ο Κωνσταντίνος με τον Αργυρίου;
«Προβολή τεσαρακοστής όγδοης ανάμνησης».
«Παύση αναμετάδοσης».
Το πρώτο μπλε ζέρσεϊ που μου είχε τραβήξει την προσοχή
ήταν ο Αναστάσιος Γρηγορίου, δύο χρόνια πριν. Είχε πεθάνει από
ένα είδος Έμπολα που θεωρούνταν εξαφανισμένο εδώ και χρόνια
και που κανείς δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει πώς κόλλησε. Ήταν
πολύ παράξενη υπόθεση, γι’ αυτό και δεν την είχα ξεχάσει. Από
τότε, είχα δει το μπλε ζέρσεϊ άλλη μια φορά στη Ρέα Πατέλ.
Καρκίνος. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θυμόμουν τα ονόματά τους
ήταν ότι είχα ψάξει να βρω τις υποθέσεις τους, όταν βρέθηκα
αντιμέτωπη ξανά με το μπλε ζέρσεϊ στην περίπτωση του Αργυρίου.
Δύο φορές ήταν σύμπτωση. Τρεις, όμως;
Κοίταξα τις ημερομηνίες που μου είχε εμφανίσει η αναζήτηση
του Ανακλητή. Δύο από αυτές ήταν κοντινές με τις ημερομηνίες
θανάτου των Γρηγορίου και Πατέλ. Δεν χρειαζόταν να δω τις
αναμνήσεις για να βεβαιωθώ. Υπήρχαν κι άλλες, ενδιάμεσα και πριν.
Ο Κωνσταντίνος το έκανε αυτό για χρόνια και κανείς δεν είχε
υποπτευθεί την αλήθεια. Λογικό, η δική μου δεν ήταν η μόνη
ασφαλιστική στην Ελλάδα – απλώς, ήταν η μεγαλύτερη. Πόσο
άσχημα είχαμε καυγαδίσει όταν του ανακοίνωσα την πρόσληψή μου!
Γιατί, ρε Αλίνα; Γιατί; Δεν υπάρχουν άλλες δουλειές; Γι’ αυτά τα
κουμάσια πρέπει να πας να δουλέψεις; Η αντίδρασή του μου είχε
φανεί τόσο παράλογη. Στο κάτω-κάτω, αν δεν ήταν η ασφάλεια
ζωής, πώς θα τα είχαμε βγάλει πέρα όταν πέθανε η μαμά; Αυτό του
είχα πει και τότε κι έγινε πυρ και μανία. Είχε φύγει, κοπανώντας την
πόρτα πίσω του, και το ίδιο βράδυ είχε γυρίσει σπίτι τύφλα.
Η παλιότερη ημερομηνία ήταν δεκαοχτώ χρόνια πριν. Μερικές
μέρες πριν τον θάνατο της μητέρας μας. Η καρδιά μου σταμάτησε,
το μυαλό μου σταμάτησε, όλα σταμάτησαν κι ο χρόνος μάκρυνε,
τεντώθηκε, λίγο ακόμη και θα ‘σπαγε.
«Πρ...προβολή πρώτης ανάμνησης» είπα με τρεμάμενη φωνή.
«Παύση αναμετάδοσης».
Τράβηξα με βία τον Ανακλητή κι οι ακίδες έσκισαν το δέρμα
μου ελαφρά. Λίγο αίμα κύλησε στον αυχένα μου. Έγειρα στο πλάι
και ξέρασα ό,τι είχα φάει από το προηγούμενο βράδυ. Δεν ήθελα να
συνεχίσω να βλέπω. Φοβόμουν τι άλλα μυστικά μπορεί να έκρυβε ο
αδερφός μου και φοβόμουν ότι θα ήταν μυστικά με τα οποία δεν θα
μπορούσα να ζήσω. Ούρλιαξα, μέσα στο άδειο μου διαμέρισμα.
Ούρλιαξα και έκλαψα μέχρι που πίστεψα ότι θα σκίζονταν οι
φωνητικές μου χορδές και τα μάτια μου θα πέφταν απ’ τις κόγχες
τους. Γιατί το φως δεν θα ήταν ίδιο χωρίς εκείνον, τα φαγητά θα
είχαν άλλη γεύση και θα υπήρχε μια τρύπα στον κόσμο εκεί όπου
κάποτε υπήρχε ο αδερφός μου. Γιατί τον αγαπούσα και μου έλειπε
και δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου που δεν του είχα πει
τίποτα απ’ τα δύο όσο ακόμη προλάβαινα. Γιατί το τελευταίο
πράγμα που είχε ακούσει από τα χείλη μου ήταν ότι πέθανε τη μαμά
και δεν μου κράτησε κακία. Έκλαψα μέχρι που κοιμήθηκα.
Με ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου.
«Παρακαλώ;» είπα βραχνά.
«Έλα, Αλίνα, τι γίνεται με την υπόθεση του Αργυρίου; Με πήρε
πάλι η χήρα του σήμερα και με ζάλισε».
Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά.
«Ναι... ναι, κύριε Παυλόπουλε. Όλα είναι εντάξει, θα έχω
έτοιμα τα χαρτιά σήμερα».
Δεν είπα κουβέντα για το μπλε ζέρσεϊ.