You are on page 1of 11

ΝΙΨΟΝ ΜΝΗΜΟΝΗΜΑΤΑ

«Μπαμπά, μπαμπά! Πάλι με πονάει το στομάχι μου. Πονάει πολύ, πολύ, πολύ!»
«Τώρα αγάπη μου, έρχομαι».
Ο Άρης έτρεξε στο δωμάτιο του γιου του και ψαχούλεψε με τα δάxτυλα τη μικρή κοιλιά του.
Ήταν πρησμένο εκείνο το σημείο κι ο μικρός διπλωνόταν από τους πόνους.
«Έλα Μιχαλάκη μου, το είπαμε, θα περάσει. Μία κακή ίωση είναι που θα φύγει σύντομα».
Η φωνή του μικρού ακούστηκε σαν αλύχτισμα σκύλου.
«Και πότε θα φύγει ρε μπαμπά; Όλο έτσι λες κι όλο εδώ είναι. Πονάω!»
Ο Άρης ακούμπησε απαλά το κεφάλι του στην κοιλιά του μικρού. Χαμογέλασε κι ο μικρός τον
κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του και χτύπησε πολύ ελαφρά το σώμα του μικρού δύο φορές, σαν να
χτυπούσε την πόρτα για να του ανοίξουν.
«Ναι; Παρακαλώ; Η κυρία ίωση με ακούει; Α, τέλεια. Σας παρακαλώ, μην κάθεστε άλλο εδώ
και ταλαιπωρείτε τον Μιχάλη μου. Πονάει πολύ και θέλει να κοιμηθεί. Ναι, το ξέρω, δεν έπρεπε να
φάει τόσο πολύ παγωτό. Θα προσέχει από εδώ και πέρα, σωστά;»
Ο Άρης έκλεισε το μάτι στον μικρό κι εκείνος συμφώνησε μ' ένα γρήγορο νεύμα.
«Θα φύγετε λοιπόν; Σας ευχαριστώ πολύ κυρία ίωση, υποσχόμαστε να μην σας ξανα
ενοχλήσουμε σύντομα».
«Ποτέ, μπαμπά. Ποτέ!»
«Ναι, ναι, ποτέ. Πολύ σωστά».
Ο Άρης έμεινε ακόμα λίγο, αφουγκραζόμενος το στομάχι του μικρού και σηκώθηκε.
«Όλα εντάξει, αγόρι μου. Σε λίγο θα φύγει. Κάνει μία τελευταία βόλτα και θα ηρεμήσεις.
Κοιμήσου τώρα, εντάξει;»
Ο μικρός Μιχάλης έγνεψε και του ύψωσε τον αντίχειρα πάνω. Ο Άρης κοίταξε τον γιο του μία
τελευταία φορά, έκλεισε το φως κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο μικρός ούρλιαξε ξανά από τους πόνους.
Ο Άρης ξεφύσηξε δυνατά. Θα ήταν δύσκολη νύχτα.

«Η προβολή της ανάμνησης 6112003 ολοκληρώθηκε. Θέλετε να επαναλάβετε την


προβολή;»
Ο Άρης σκούπισε τα δάκρυα που είχαν ξεφύγει από τα μάτια κι έβρεχαν τα μάγουλα του.
Πάτησε το κουμπί της επανάληψης κι η ανάμνηση έπαιξε ξανά. Ο αέρας έξω από την καλύβα
λυσσομανούσε, παρασέρνοντας σκουπίδια και στοίβες από φύλλα. Δεν ανησυχούσε για
απρόσκλητους επισκέπτες, είχε να δει άλλον άνθρωπο πάνω δύο ημέρες. Ένα φως άναψε στο βάθος
του ορίζοντα κι έσβησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Ο Άρης δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Το μυαλό
του έτρεχε σε εικόνες που είχαν ξεθωριάσει, σαν τη σβησμένη κιμωλία σε μαυροπίνακα.
Ξαπλωμένος όπως ήταν, πάτησε άλλη μία φορά το κουμπί κι η ανάμνηση έπαιξε για τρίτη
φορά. Μόλις τελείωσε, έκλεισε τη λειτουργία του τσιπ, αγκάλιασε το παλτό του κι έπεσε για ύπνο.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε πιασμένος στα πλευρά. Όσες φορές κι αν είχε κοιμηθεί σε
σκληρό στρώμα, ειδικά με τέτοια υγρασία, ποτέ δεν το συνήθιζε. Βγήκε έξω και το απότομο κρύο
τρύπωσε στ' αγουροξυπνημένα πλευρά του. Η πυξίδα του είχε τρελαθεί, ο Βορράς άλλαζε συνέχεια
σύμφωνα με τον δείκτη της. Χάιδεψε το σημείο του κεφαλιού του που βρίσκονταν το τσιπ
αναμνήσεων κι ετοιμάστηκε για τη συνέχεια του ταξιδιού του.
Κοίταξε τον υψομετρητή του. Βρίσκονταν στα 1.900 μέτρα.
Ακόμα χίλια κι έφτασα στην κορυφή. Ή τα παρατάω και τρέχω πίσω σαν την κότα ή συνεχίζω
κι όπου με βγάλει. Όπου με βγάλει...
Το βουνό τον περιγελούσε από ψηλά, βγάζοντας παγωμένους βρυχηθμούς. Ένας δειλός
ήλιος τον καλωσόρισε στέλνοντας του ελάχιστες αχτίδες ζεστασιάς. Σήκωσε τα κιάλια και κοίταξε
τριγύρω. Δεν υπήρχε κανείς, όπως το υποψιαζόταν. Υπέθεσε ότι θα ήταν ο μοναδικός που είχε
καταφέρει να φτάσει τόσο ψηλά, τόσο κοντά. Κάποτε είχαν ξεκινήσει δεκάδες, εκατοντάδες. Μία
ταμπέλα ξεχώρισε στο οπτικό του πεδίο, που ειδοποιούσε για το υψόμετρο, κι έγραφε «Προς
κορυφή Μύτικα». Ο Άρης γνώριζε ότι το δύσκολο κομμάτι, τώρα ξεκινούσε.
Ετοίμασε κι έφαγε ένα γρήγορο πρωινό στο πόδι και ξεκίνησε. Η ώρα ήταν οκτώ και είκοσι.
Στις εννέα θα έπαιζε ξανά την αγαπημένη του ανάμνηση. Δεν την έχανε με τίποτα.

*****************

Τετρακόσια μέτρα πιο χαμηλά, ακουμπισμένη πάνω σ' έναν άγριο βράχο, η Άρτεμις έβηχε
ασταμάτητα. Ο Ανταίος δίπλα, της έγλυφε τα πόδια με την τεράστια κοκκινωπή γλώσσα του.
Κουνούσε την ουρά του και σιγόκλαιγε παραπονούμενος. Είχε να φάει από χθες το βράδυ.
«Πείνασες, μούτρο μου; Τώρα σε λίγο θα φτάσουμε στο καταφύγιο που μας έχουν δείξει.
Κοντεύουμε... ελπίζω. Κοντεύουμε».
Με τεράστια δυσκολία η Άρτεμις συνέχισε την ανάβαση της στην απότομη πλαγιά του
βουνού. Το οξυγόνο έβγαινε ηττημένο απέναντι στην άνιση μάχη με το υψόμετρο κι η ανάσα από
τα πνευμόνια της μελαχρινής κοπέλας, έμοιαζε με ανάσα ετοιμοθάνατου. Το απότομο πέσιμο που
είχε τριακόσια μέτρα πιο κάτω, την είχε αποδυναμώσει τελείως. Κάθε εισπνοή κι ανείπωτος πόνος.
Κάθε εκπνοή, την έκανε να διπλώνεται στα δύο. Έφτασε πολλές φορές στο σημείο να εγκαταλείψει
κάθε προσπάθεια, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Εκεί ψηλά, στα 2.900 μέτρα, βρισκόταν η
σωτηρία της. Πίσω υπήρχε μόνο το κενό κι ένας ρημαγμένος, άδειος κόσμος.
Ο Ανταίος προχώρησε μπροστά μυρίζοντας τον χώρο. Γάβγισε ελαφρά στην αφεντικίνα του
κι η φωνή του αντήχησε. Ένα φως φάνηκε στον ορίζοντα κι η Άρτεμις το είδε. Η καρδιά της
αναθάρρησε, το φως μετά από λίγο έσβησε και με περισσότερη θέληση, άρχισε να σκαρφαλώνει.
Κάθε βήμα και βασανιστήριο. Κάθε αναπνοή κι εφιάλτης. Αλλά πλησίαζε, το ένιωθε.
Σύρθηκε οριακά μέχρι την πόρτα του καταφυγίου που εμφανίστηκε μπροστά της. Άνοιξε την πόρτα
και σωριάστηκε στο στρώμα. Δεν πρόσεξε καθόλου τα απομεινάρια φαγητού που είχαν μείνει εκεί
από τον προηγούμενο επισκέπτη.

*****************

Στην αντίθετη πλευρά της βουνοκορφής, ο Ηρακλής πάλευε να χτίσει ένα πρόχειρο
καταφύγιο για την επερχόμενη καταιγίδα. Τα σύννεφα που είχε δει να έρχονται από τα δυτικά
προμήνυαν μπελάδες. Μαθημένος από μικρός στα χωράφια του πατέρα του στην Θεσσαλία, ήξερε
να σέβεται και να παλεύει με τη φύση. Μπορεί να είχε διαλέξει τον δύσκολο δρόμο, αλλά γνώριζε
ότι θα φτάσει πρώτος απ' όλους. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Στην κορυφή υπήρχε απάντηση μόνο
για έναν.
Οι δύο κορμοί που έκοψε, καρφώθηκαν με δύναμη στο έδαφος. Μάζεψε άχυρα και φύλλα,
τα έδεσε μεταξύ τους και στη συνέχεια, όσο καλύτερα μπορούσε, πάνω στους κορμούς. Έφτιαξε
χειροποίητα αυλάκια για να μαζέψουν το νερό και κάλυψε όσες περισσότερες τρύπες εντόπισε.
Μπορεί να μην ήταν κανένα κάστρο πολυτελείας, αλλά είχε μείνει και σε χειρότερες μέρες
έξω στην φύση. Τα πρώτα μπουμπουνητά ξεκίνησαν. Ο Ηρακλής χαμογέλασε. Το ένστικτο του δεν
τον λάθευε ποτέ. Πάτησε το κλικ και ξεκίνησε να παίζει η αγαπημένη του ανάμνηση.
«Η ανάμνηση 12062006 ξεκινάει. Παρακαλώ κλείστε τα μάτια κι απολαύστε».

Δύο φτυαριές. Ακόμα δύο. Στο κεφάλι, πάντα στο κεφάλι.


«Ηρακλή;»
Η μαμά του έτρεμε και τον παρακαλούσε να σταματήσει.
Κι άλλες δύο φτυαριές. Ένας σωρός από θρυμματισμένα κόκαλα και λιωμένη σάρκα. Κεφάλι
δεν υπήρχε πλέον. Ο Ηρακλής όμως δε σταμάτησε να χτυπάει. Δεν ήξερε πώς είναι να σταματάνε να
σε χτυπάνε. Δεκαοχτώ χρόνια τώρα μόνο αυτό ήξερε. Το ξύλο.
«Ηρακλή μου...»
Ένα τελευταίο χτύπημα και το φτυάρι έπεσε με δύναμη δίπλα. Ο Ηρακλής πλησίασε τη μητέρα
του.
«Δε θα σε πειράξει πλέον, ποτέ ξανά. Ποτέ.»
Η αστυνομία δεν άργησε να φανεί. Ο Ηρακλής ήξερε το μέλλον του. Έτρεξε να ξεφύγει σαν
κυνηγημένος, κρατώντας το βλέμμα του όσο περισσότερο μπορούσε στο νεκρό σώμα του πατέρα του.

******************

Ο Άρης προσπέρασε την πινακίδα που είχε δει με τα κιάλια κι έκατσε να πάρει μερικές
ανάσες. Οι γουλιές από το παγούρι μετρημένες, τα τρόφιμα του λιγοστά. Ψαχούλεψε με τα δάχτυλα
το δέρμα που κάλυπτε το τσιπ. Κάποιες φορές είχε ευχηθεί να σκάψει το σημείο εκείνο, να
γρατζουνίσει τη σάρκα και να βγάλει έξω το μεταλλικό αυτό κομμάτι μαζί με πηχτό, κόκκινο αίμα.
Αλλά μετά θα έχανε τον Μιχάλη για πάντα. Είχε στερηθεί τη φυσική παρουσία του, το γέλιο του,
την αγκαλιά του. Δε θα έχανε και τις αναμνήσεις του. Δεν άντεχε στον φόβο να τον ξεχάσει ή να
ξεχάσει τις στιγμές μαζί του. Τότε, και μόνο τότε, αποφάσισε να βάλει το τσιπ. Τότε, και μόνο τότε,
άρχισε να βλέπει αποσπάσματα από το βουνό. Από ένα αδιόρατο πρόσωπο να του μιλάει. Να του
υπόσχεται απαντήσεις.
Ο Άρης δεν πίστευε στις προφητείες και τις θεωρίες συνωμοσίας που περιέβαλαν το βουνό.
Ήξερε την ιστορία του. Γνώριζε το ένστικτο του, αυτό που κάθε βράδυ του έλεγε να φτάσει στην
κορυφή για να μπορέσει να κερδίσει περισσότερες αναμνήσεις. Περισσότερες εικόνες, περισσότερο
Μιχάλη. Κάθε βήμα του θύμιζε τον λόγο που ξεκίνησε, αφήνοντας πίσω έναν κόσμο χαμένο από
κάθε πτυχή της πραγματικότητας. Το παρελθόν είχε βασιλέψει πάνω σ' ένα μετέωρο παρόν. Και το
μέλλον, φαινόταν ανύπαρκτο.
Ο Άρης είδε το φως που άναψε. Ο αέρας ήταν δυνατός, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί
μία γυναικεία κραυγή αρκετά πιο μακριά. Συνέχισε την πορεία του. Έφτανε. Το ήξερε. Το πίστευε.

********************

«Άρτεμις, ξύπνα».
«Έλα ρε συ Αφροδίτη, άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα. Αμάν πια».
Η μικρή αδερφή της Άρτεμις κατσούφιασε και τράβηξε μία κοτσίδα από τα μαλλιά της
αδερφής της.
«Άουτς! Τώρα θα δεις, βλαμμένο!»
Γέλια απλώθηκαν στο δωμάτιο. Κυνηγητό ανάμεσα σε δύο κορίτσια, από κρεβάτι σε καρέκλα
κι από κομοδίνο στις κουρτίνες.
«Σ' έπιασα! Τώρα θα δεις».
Η Αφροδίτη γούρλωσε τα μάτια της κι άσπρισε από τον τρόμο. Αίμα κυλούσε από τα μαλλιά
της. Το στόμα της άνοιξε απότομα.
«Το κεφάλι μου! Άρτεμις, πονάω, το κεφάλι μου!»
«Η προβολή της ανάμνησης 01012030 μόλις ολοκληρώθηκε. Θέλετε να επαναλάβετε την
προβολή;»
Η Άρτεμις δεν άντεχε ποτέ να δει δεύτερη φορά την ίδια εικόνα. Πήρε βαθιές ανάσες και
προσπάθησε να ρυθμίσει την αναπνοή της. Από την πρώτη στιγμή που αυτή η δυσλειτουργία
εμφανίστηκε στο τσιπ της, της έπαιρνε ώρα για να συνέλθει μετά. Πάντα όμως επέστρεφε. Δεν
ήθελε να βλέπει τη στιγμή που έγινε το ατύχημα. Δευτερόλεπτα πριν η αδερφή της πέσει σε κώμα.
Αυτό όμως μόνο είχε κερδίσει. Κι αυτό έβλεπε.
Το κεφάλι. Είχε χτυπημένο και ματωμένο κεφάλι.
Ο Ανταίος κοιμόταν ήσυχος δίπλα της.
Σηκώθηκε με δυσκολία και τότε κατάλαβε ότι και κάποιος άλλος είχε μείνει εδώ. Πίστευε –
μάλλον ήλπιζε, ότι θα ήταν μόνη της. Να μπορέσει να λύσει αυτό το μυστήριο, να βγάλει αυτόν τον
δαίμονα από μέσα της.
Το βουνό την είχε καλέσει πριν αρκετές μέρες. Δεν ήταν η μόνη, το είδε όταν ξεκίνησε το
ταξίδι. Ο κόσμος γύρω της ζούσε για να βλέπει το παρελθόν. Αυτή ήθελε ν' απαλλαγεί απ' αυτό. Το
τσιπ αναμνήσεων, μοναδικός εχθρός και φίλος της. Όταν τη ρώτησαν αν ήθελε να το βγάλει,
απάντησε «Κι αν χάσω την Αφροδίτη;».
Ξύπνησε τον Ανταίο, έφαγε ένα γρήγορο γεύμα και ξεκίνησαν. Δεν έπρεπε να καθυστερεί,
ειδικά εφόσον υπήρχε κι άλλος μπροστά της.

*****************

Ένα σκιουράκι εισέβαλε στο άδυτο του καταφυγίου του Ηρακλή. Ψαχούλεψε λίγο στα
πράγματα του μεγάλου άνδρα για τίποτα λιχουδιές κι απογοητευμένο, βγήκε έξω. Πάνω στην
κίνηση του, έριξε ένα κατσαρολάκι στο χώμα, ξυπνώντας τον Ηρακλή ο οποίος πετάχτηκε
ουρλιάζοντας. Εφιάλτης κι από τους χειρότερους. Ο δεύτερος από την ημέρα που ξεκίνησε το
ταξίδι του. Είδε τον εαυτό του να βουτάει σε κενό. Κι όσο έπεφτε, τόσο έβλεπε τον εαυτό του να
αλλάζει, να μεγαλώνει, να γίνεται ίδιος ο πατέρας του. Όχι, δε θα το επέτρεπε αυτό. Ποτέ.
Ανασκουμπώθηκε και μάζεψε τα πράγματα του. Το χώμα έξω ήταν ακόμα βρεγμένο από την
καταιγίδα αλλά ο ουρανός έμοιαζε καθαρός. Έπρεπε να κερδίσει έδαφος από τη χθεσινή, χαμένη
νύχτα. Οι μέρες πλησίαζαν κι η ανάβαση ήταν δύσκολη. Ετοίμασε ένα γρήγορο πρωινό κι άρχισε
να σκαρφαλώνει. Περνώντας μέσα από κακοτράχαλα δρομάκια, πυκνοφυτεμένα δασάκια κι
εγκαταλελειμμένα μονοπάτια, είχε παρατηρητές. Όλη η φύση λες κι είχε σταματήσει τη ρουτίνα της
και τον κοιτούσε. Ο Ηρακλής ένιωθε δυνατός, ακμαίος κι αποφασισμένος. Η κορυφή δεν τον
τρόμαζε, το βουνό δεν τον τρόμαζε, όσοι είχαν απομείνει ν' ανεβαίνουν δεν τον τρόμαζαν. Μόνο,
ίσως, εκείνος ο σκληρός εφιάλτης.
Για να διώξει τον θυμό του, έπαιξε και πάλι την αγαπημένη του ανάμνηση. Για ν' αποδείξει
άλλη μία φορά ότι ποτέ δε θα γινόταν όπως εκείνος.
Δύο φτυαριές. Ακόμα δύο. Στο κεφάλι, πάντα στο κεφάλι.
«Ηρακλή;»
Η μαμά του έτρεμε και τον παρακαλούσε να σταματήσει.
Κι άλλες δύο φτυαριές.

******************

Η πινακίδα δίπλα στον λαχανιασμένο Άρη ήταν ξεφτισμένη από τον χρόνο και σχεδόν
διαλυμένη. Παρ' όλα αυτά, το μήνυμα που έγραφε ήταν ξεκάθαρο. «Προς κορφή Μύτικα: 500
μέτρα».
Επιτέλους πλησίαζε. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει πολύ κι ένιωθε κάτι να του γαργαλάει τα
αυτιά εδώ και αρκετή ώρα. Σκόρπια σύννεφα που έμοιαζαν με ακούραστους φρουρούς, είχαν
μαζευτεί γύρω από την κορυφή. Η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ αναγκάζοντας τον να κινείται
συνέχεια, παρόλη την κούρασή του. Όταν είχαν κυκλοφορήσει τα πρώτα τσιπ αναμνήσεων, ο Άρης
βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Είχε ξεφύγει οριακά από την τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας. Το νέο,
του το είπε η αδερφή του κι ήταν αρκετό για να τον κάνει ν' αναθαρρήσει.
«Μπορώ να δω οποιαδήποτε ανάμνηση θέλω, Ήβη;»
Η αδερφή του είχε γνέψει θετικά. Δεν ήθελε άλλες πληροφορίες. Το προμηθεύτηκε αμέσως
κι ο κόσμος του άλλαξε για πάντα. Τώρα μπορούσε να βλέπει τον Μιχάλη όποτε ήθελε. Κι αυτό
έκανε.
Μέχρι που εμφανίστηκε το βουνό μπροστά του. Παρενέβαινε όπου ήθελε, δείχνοντάς του
έναν τοίχο γεμάτο φωτογραφίες, Του Μιχάλη, του ίδιου, της ζωής τους. Και τον καλούσε να έρθει,
να πλησιάσει, να μάθει. Ο Άρης, όσο κι αν αγνοούσε αυτό το μήνυμα σαν παραλήρημα της
δυστυχίας του, τόσο πιο δυνατό γινόταν. Μέχρι που ο δρόμος, τον οδήγησε εδώ. Ο κόσμος έξω
ζούσε με το παρελθόν, αγνοώντας το παρόν. Μπορεί όλη αυτή η ιστορία να του έδινε τον Μιχάλη
του πίσω, μπορεί να έπαιρνε εκείνη την καταραμένη αρρώστια και να την έσφιγγε στο χέρι του σαν
σφουγγάρι – εξαφανίζοντάς την. Μπορεί όλα αυτά, μπορεί και τίποτα.
Έπρεπε να ρισκάρει όμως. Το φως άναψε πάλι στον ορίζοντα κι ο Άρης προχώρησε.
Αρκετά μέτρα πιο μακριά ένας σκύλος τον μύρισε και γάβγισε ελαφρά. Ο Άρης όμως,
έβλεπε μόνο την κορυφή.

*********************
Η Άρτεμις ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα από εχθές κι άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και να
ανεβαίνει προς τα πάνω. Προσπέρασε την πινακίδα που την ειδοποιούσε για τα 1000 μέτρα
επιπλέον ανάβασης κι άφησε τον ήλιο να τη ζεστάνει, όσο ήταν ακόμα στο ζενίθ του. Θα έφτανε
στην κορυφή, πριν πέσει η νύχτα. Το φως άναψε πάλι κι αισθάνθηκε δύο ζεστά, λευκά, μάτια να τη
λούζουν. Δεν τη φόβισαν, την ηρεμούσαν. Ίσως το βουνό την καλωσόριζε επιτέλους κι αποφάσισε
να της κάνει λίγο πιο εύκολη τη ζωή. Ο Ανταίος γάβγισε χαρούμενος και μαζί προχώρησαν. Ένα
ελαφρύ βουητό πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα αλλά η Άρτεμις το άκουγε σαν μουσική. Πλέον ήταν
σίγουρη για την επιτυχία του ταξιδιού της. Τα μονοπάτια, της ανοίγονταν απλόχερα και κάπου
βαθιά μέσα της, ένιωθε, ότι ήξερε το μέρος. Λες και το είχε περπατήσει στο παρελθόν και όλο το
τοπίο της ήταν γνώριμο.
Έφαγε τα τελευταία απομεινάρια τροφής, έδωσε λίγο και στον πιστό της σύντροφο και
συνέχισε. Είχε μπει στην τελική ευθεία.

**********************

Ο Ηρακλής έβλεπε πλέον ξεκάθαρα τρεις σκουρόχρωμους στύλους να προεξέχουν δίπλα


στην κορυφή του βουνού. Του θύμιζαν τεράστιες πινέζες, τοποθετημένες ανάποδα στο έδαφος. Για
κάποιον λόγο, κάτι τόσο παράταιρο με το μέρος, του ταίριαζε απόλυτα. Ο κόσμος πίσω είχε γίνει
μία ασήμαντη κουκκίδα στο οπτικό του πεδίο. Η κορυφή μπροστά τον αγκάλιαζε. Σε λίγη ώρα θα
έφθανε και θα έπαιρνε τις απαντήσεις που ήθελε. Και θα φρόντιζε να μη βγει με τίποτα ο εφιάλτης
αληθινός.
Λίγες δεκάδες μέτρα πριν την κορυφή, το τοπίο άλλαζε απότομα. Το έδαφος είχε σκαφτεί
αρκετά βαθιά κι αναχώματα τον χώριζαν από το σημείο το οποίο είχε δει σε δεκάδες φωτογραφίες
στο Internet. Εκεί, άνθρωποι χαρούμενοι περηφανεύονταν που είχαν φτάσει στην κορυφή του
Ολύμπου. Τώρα, υπήρχε μόνο μία τεράστια τρύπα στη θέση της.
Ο Ηρακλής άκουσε ένα γάβγισμα σκύλου και σάστισε. Εστίασε ανατολικά και είδε μία
γυναίκα ν' ανεβαίνει προς την κορυφή ενώ αρκετά μέτρα πιο δυτικά, ακολουθούσε ένας άνδρας. Ο
Ηρακλής, με το που τους είδε, ετοιμάστηκε να τρέξει προς την τρύπα και να κατέβει πρώτος. Ένας
ανείπωτος πόνος στο κεφάλι τον σταμάτησε και ξάπλωσε στο έδαφος. Το τοπίο θόλωσε γύρω του κι
η κορυφή έμοιαζε με μακρινό αστέρι. Άκουσε κάποιες φωνές, θολές, σβησμένες. Και μετά,
σκοτάδι.

*********************
Τα βλέμματα του Άρη και της Άρτεμις συναντήθηκαν ελάχιστα μέτρα πριν την κορυφή.
Είδαν έναν άνδρα να πέφτει κάτω και να ουρλιάζει από τον πόνο κι έτρεξαν προς το μέρος του. Τα
βήματα και των δύο έγιναν πιο βαριά, λες κι οι ορειβατικές τους μπότες είχαν γεμίσει ξαφνικά με
πέτρες. Ο Άρης, είδε τα όμορφα και γεμάτα απόγνωση μάτια της Άρτεμις. Εκείνη, αντίκρισε το
θλιμμένο και γλυκό πρόσωπό του. Δεν κατάφεραν να φτάσουν ο ένας τον άλλον. Η ζάλη τους
κυρίευσε και σωριάστηκαν κι οι δύο δίπλα στον ήδη πεσμένο Ηρακλή.
Ο Ανταίος έμεινε μόνο να γαβγίζει αγχωμένος.

Οι δύο άνδρες ανέκτησαν πρώτοι τις αισθήσεις τους με μία απότομη, κοφτή ανάσα. Σαν να
έβγαιναν στην επιφάνεια του νερού, οριακά πριν το στάδιο πνιγμού. Τα μάτια τους ήταν ακόμα
καλυμμένα με σκοτάδι το οποίο αποτραβιόταν σταδιακά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα συνήλθε κι
η γυναίκα, η οποία ανάσαινε πολύ βαριά, πιάνοντας το στήθος της.
«Πο... πονάω πολύ», μονολόγησε η Άρτεμις η οποία δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του
Άρη και του Ηρακλή δίπλα της.
«Πού είμαστε; Ποιοι είστε;»
Η φωνή του Ηρακλή ακουγόταν περισσότερο θυμωμένη παρά απορημένη. Δεν ήθελε
άλλους στον αγώνα του, πίστευε ότι θα έχανε το προνόμιο να πάρει όλες τις απαντήσεις.
«Ηρεμήστε. Όλοι για τον ίδιο σκοπό ήρθαμε... μάλλον».
Ο Άρης ένιωθε ψύχραιμος. Το μυαλό του είχε καθαρίσει, το βουητό είχε ηρεμήσει. Κι
ένιωθε τον χώρο οικείο, γνώριμο. Βρίσκονταν σε κάτι που έμοιαζε με σπηλιά, με το πέτρινο της
ταβάνι να στέκεται πολλά μέτρα από πάνω τους και τα τοιχώματα τριγύρω σκαλισμένα με
περίτεχνα σχέδια. Όλα απεικόνιζαν αρχαίους Θεούς σε διάφορες στάσεις που είχαν δει ανά καιρούς
σε βιβλία της ιστορίας.
«Φιλαράκο, δεν ξέρω γιατί ήρθες, αλλά εγώ έφτασα πρώτος. Κι εγώ θα πάρω απαντήσεις».
Ο Ηρακλής έκανε ένα βήμα απειλητικά προς τον Άρη. Εκείνος έμεινε ακίνητος.
«Σταματήστε. Ακούτε αυτό το μουρμουρητό; Σαν να... έρχεται από το βάθος. Μοιάζει με
ψίθυρο, μου γαργαλάει τ' αυτιά, είναι εκνευριστικό, γαμώτο!»
Σαν σε παραλήρημα, η Άρτεμις άρχισε να προχωράει, παραπατώντας, προς τα μπροστά,
κρατώντας ακόμα το στήθος της.
Ο Ηρακλής κοίταξε άλλη μία φορά τον Άρη και την ακολούθησε βρίζοντας ψιθυριστά. Ο
Άρης προχώρησε κι αυτός, κοιτώντας με δέος τα σκαλισμένα τοιχώματα της σπηλιάς.
Περίπου εκατό μέτρα μετά, βρέθηκαν σ' έναν μεγάλο, ημικυκλικό χώρο. Έμοιαζε με
αίθουσα παλατιού, πράγμα το οποίο σάστισε και τους τρεις. Αριστερά και δεξιά βρίσκονταν
παρατεταγμένες κολώνες που έφταναν μέχρι το ψηλό ταβάνι. Ένα ξεφτισμένο μπορντό χαλί
απλωνόταν μπροστά τους το οποίο οδηγούσε σε μία σειρά από σκαλοπάτια. Στο πλατύσκαλο,
δέσποζε ένας μεγάλος στρογγυλός βωμός, όπου μία ημιδιαφανή σφαίρα αιωρούταν λίγα εκατοστά
πάνω από την επιφάνεια του.
Κι οι τρεις ένιωθαν μία ενέργεια να εκλύεται από την σφαίρα. Άγγιξαν, ασυναίσθητα, τα
σημεία όπου βρίσκονταν τα τσιπ τους. Προχώρησαν νωχελικά προς το σημείο εκείνο, ταυτόχρονα,
συγχρονισμένα, σαν σε παρέλαση. Μικρές σπίθες ηλεκτρικού ρεύματος άρχισαν να σκάνε στην
επιφάνεια της σφαίρας, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά. Οι προσωπογραφίες στα τοιχώματα, έμοιαζαν
να είχαν γυρίσει όλα τα βλέμματα πάνω τους. Η Άρτεμις στάθηκε πρώτη μπροστά στον
αιωρούμενο όγκο που έμοιαζε με τεράστιο κομμάτι ζελέ. Άπλωσε δειλά το χέρι της.
«Μη...», ακούστηκε μία βραχνή φωνή από τον Άρη, αλλά ήταν αργά.
Τα δάχτυλα της Άρτεμις είχαν βυθιστεί μέσα και το κεφάλι της τεντώθηκε πίσω απότομα.
Άρχισε να τρέμει, να τραντάζεται. Ο Ηρακλής ένιωθε ότι χάνει αυτό για το οποίο έκανε τόσο κόπο
αυτές τις μέρες. Οργισμένος, άπλωσε το χέρι του μέσα στην σφαίρα προκαλώντας το ίδιο
αποτέλεσμα.
Ο Άρης σκέφτηκε τον Μιχάλη. Την απουσία του Μιχάλη και την παρουσία του Μιχάλη.
Ένα μικρό χεράκι άρπαξε το δικό του και ακολούθησε τους υπόλοιπους.

«Μπαμπά πονάω πολύ. Κάνε κάτι, μπαμπά!»


Ο Μιχάλης σηκώνεται από το κρεβάτι και πάει προς το μπάνιο. Ο Άρης τρέχει, ακούγοντας
τον γιο του να κάνει εμετό. Στην άλλη πλευρά του σπιτιού δύο κορίτσια παίζουν κυνηγητό κι η μικρή
αδερφή βγάζει ένα ουρλιαχτό πόνου και πέφτει σε κώμα. Η μικρή Αφροδίτη πέφτει σε κώμα. Ο
Μιχάλης κάνει εμετό και διπλώνεται στα δύο. Από την κουζίνα, ακούγονται χτυπήματα. Φτυάρι πάνω
σε σάρκα, μία γυναικεία κραυγή, ένα συναίσθημα ευχαρίστησης. Ο Ηρακλής πολτοποιεί το κεφάλι του
πατέρα του κι αφήνει το φτυάρι στην άκρη. Ο χρόνος σταματάει. Οι αναμνήσεις μπερδεύονται. Τα
πάντα μοιάζουν να εξαϋλώνονται, λες και τα ρουφάει μία απότομη δίνη. Κενό. Σκοτάδι. Ένα λευκό
πρόσωπο εμφανίζεται μπροστά τους.

Ο Άρης, ο Ηρακλής κι η Άρτεμις ανοίγουν τα μάτια τους. Τα τσιπ ενεργοποιήθηκαν μόνα


τους και στη θέση της σφαίρας, πλέον βρίσκεται ένα αχνό, λευκό κι αυστηρό προσωπείο. Η φωνή
του είναι στεντόρεια κι αντηχεί σ' όλο τον χώρο.

«Εκατοντάδες ξεκίνησαν, δεκάδες επέμειναν, μετρημένοι στα δάχτυλα τα κατάφεραν. Εσείς


λοιπόν είστε αυτοί πού θα γίνετε κοινωνοί του μέλλοντος που έρχεται. Όχι επειδή είστε κάτι το
σπουδαίο, όχι επειδή είστε εκλεκτοί, αν νομίζετε κάτι τέτοιο, αλλά επειδή πιαστήκατε από μία
λεπτή κλωστή ελπίδας η οποία σας έπεισε ότι τα πάντα μπορούν ν' αλλάξουν. Ο κόσμος έπεσε στην
παγίδα της λήθης κι αφέθηκε στο να ζει και να ξαναζεί το χαμένο παρελθόν του. Ένα ηλεκτρονικό
κομμάτι άλλαξε την πορεία μίας ανθρωπότητας, η οποία πλέον έχει αφεθεί στην καλοστημένη
ψευδαίσθηση των αναμνήσεών της. Μέσα από αυτό το βουνό, μέσα από αυτήν την τεράστια πηγή
ενέργειας, αποθηκεύτηκαν όλες οι αναμνήσεις. Πρόσωπα, καταστάσεις, στιγμές, εικόνες,
συναισθήματα, φωνές, χαμόγελα. Λειψά πράγματα, ξεχασμένα πράγματα. Αν θέλετε η
ανθρωπότητα να επιβιώσει, πρέπει να κάνετε την υπέρβαση και να πάρετε το μέλλον στα χέρια σας.
Από δω και στο εξής, όλες οι αναμνήσεις, όλων των ανθρώπων θα σας ανήκουν. Το μυαλό σας θα
γεμίσει με εικόνες και λέξεις ανθρώπων που δεν ξέρετε, δε γνωρίσατε ποτέ. Και θα είστε οι
κυρίαρχοί τους. Η εξουσία. Αυτοί που θα φροντίσουν όλα να γίνουν σωστά. Το πώς θα
χρησιμοποιήσετε αυτό το τεράστιο απόθεμα, είναι δική σας απόφαση. Κάποτε, οι Θεοί του βουνού
αυτού, εξουσίαζαν και καθόριζαν τις πράξεις των ανθρώπων. Η κληρονομιά τους μπορεί να γίνει κι
ο χάρτης σας. Δεν επιλέξατε κάτι τέτοιο, το γνωρίζω. Αλλά ποιοι ήρωες ανά την ιστορία επέλεξαν
το ρόλο τους;»
Το προσωπείο έβγαλε ένα δυνατό γέλιο κι έσβησε από μπροστά τους. Μία υγρή λάμψη
έλουσε τα σώματα τους, η οποία απλώθηκε σαν παχύρρευστη μάζα σε όλο τους το κορμί. Το μέρος
άρχισε να δονείται απότομα, ξυπνώντας τους από το σοκ της ακινησίας. Έτρεξαν προς τα πίσω κι
έφτασαν κάτω από την τρύπα η οποία οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Μία αυτοσχέδια σκάλα
είχε μείνει εκεί την οποία ανέβηκαν διαδοχικά, ακούγοντας πίσω τη σπηλιά σιγά-σιγά να καταρρέει
μέσα σε στοίβες από σκόνη και πέτρες.

Στάθηκαν στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, λίγα μέτρα μακριά από την κορυφή. Δεν
έβλεπαν πλέον το βουνό. Οι πέτρες, τα απότομα βράχια και τα ξερά δέντρα είχαν αντικατασταθεί
από κυλιόμενες, τραβηγμένες εικόνες. Άγνωστα πρόσωπα, άγνωστες φωνές, άγνωστα
συναισθήματα. Κανείς δεν πήρε τις απαντήσεις που ήθελε. Μόνο φορτώθηκαν ένα βάρος επιπλέον.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Απαίτησαν ανύπαρκτες εξηγήσεις για το παρελθόν, χάνοντας ακόμα κι
αυτά που είχαν. Ο κόσμος δεν ήθελε εξουσιαστές. Ούτε παντογνώστες. Αλλά έναν τρόπο ν'
απαγκιστρωθεί από αυτό που πάντα τον ταλαιπωρούσε στη ζωή του. Από τις εφιαλτικές άγκυρες
του παρελθόντος.
Ο Μιχάλης, χαιρέτισε τον πατέρα του από το βάθος του γκρεμού. Η Αφροδίτη χαμογέλασε
στην Άρτεμις και της ζήτησε να παίξουν. Η μαμά του Ηρακλή άνοιξε τα χέρια της. Δεν έγινε ο
πατέρας του. Ούτε θα γινόταν ποτέ.
Βούτηξαν κι οι τρεις μαζί, προσμένοντας να φτάσουν στους αγαπημένους τους. Παίρνοντας
μαζί τους πόνο, θυμό, απογοήτευση, οργή, αναπάντητα ερωτήματα, στοιχειωμένες εικόνες,
λυπημένα χαμόγελα, ψεύτικες υποσχέσεις.
Μόνο η φωνή ενός μοναχικού σκύλου ακουγόταν σε όλο το βουνό όταν ξημέρωσε η
καινούργια μέρα, σ' έναν αλλαγμένο, καινούργιο κι απαλλαγμένο από αναμνήσεις κόσμο.

You might also like