Professional Documents
Culture Documents
Μπαλούση Σ., «Εἰκόν' ἀχειροποίητη…»
Μπαλούση Σ., «Εἰκόν' ἀχειροποίητη…»
Θεολογική Σχολή
Τµήµα Θεολογίας
Τοµέας Συστηµατικής Θεολογίας
Μπαλούση Β. Στυλιανή
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή
Τµήµα Θεολογίας
Τοµέας Συστηµατικής Θεολογίας
Μπαλούση Β. Στυλιανή
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Στο σύζυγό µου και τα παιδιά µου,
για την υποµονή και αγάπη τους.
3
Περιεχόµενα
Πρόλογος…………………………………………………………………………..6
Εισαγωγή…………………………………………………………………………..9
1. Ανεκπλήρωτος έρωτας…………………………………………………….. 54
5.6. Η οδυνηρή εµπειρία του πρώιµου θανάτου ενός από τους δύο
συζύγους…………………………………………………………………………..210
6. Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της αγάπης Του
για τον άνθρωπο ……………………………………………………………….214
……………………………………………………………………………………..259
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: «Θυσία θὰ πήγαινα µαζὶ µὲ τὴν ἀγάπη»( Τ.∆’, σ.492, στ.9). Η
αγάπη ως ζωηφόρος δύναµη των ανθρωπίνων σχέσεων.
Επίλογος - συµπεράσµατα……………………………………………………426
Summary………………………………………………………………………….445
Βιβλιογραφία…………………………………………………………………….448
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στυλιανή Β. Μπαλούση
Νέα Μουδανιά, 1 Σεπτεµβρίου 2015
8
Εισαγωγή
Αν και έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από την κοίµηση του
«Έρωντα των γραµµάτων µας»1, το έργο του εξακολουθεί να αποτελεί
αντικείµενο ενδελεχούς µελέτης παλαιών και νέων ερευνητών ανά τον κόσµο.
Ταυτόχρονα παραµένει λίαν προσφιλές στη µεγάλη πλειοψηφία του
αναγνωστικού κοινού µε φανατικούς θαυµαστές, γιατί «αυτός ο ασάλευτος
γέροντας, τούτο το αεικίνητο θαλασσινό άλογο, αυτή η µουσική που ούτε
µακρινή είναι ούτε σβήνει µέσα στη νύχτα, γεννάει σφοδρούς έρωτες»2.
Βέβαια, η τεράστια αυτή απήχηση3 του παπαδιαµαντικού έργου που
αυξάνεται, θα τολµούσαµε να πούµε, µε γεωµετρική πρόοδο όσο περνούν τα
χρόνια4 δεν είναι τυχαία. Ο Παπαδιαµάντης είχε το θείο χάρισµα να
αποτυπώνει στο χαρτί την ανθρώπινη ψυχή ως τα εσώτερά της βάθη
πλαισιώνοντάς την µε την περιγραφική και αφηγηµατική του δεινότητα. Εκτός
αυτού, µέσα στο θαυµαστό έργο του παρουσιάζει και αναλύει όλα τα
σηµαντικά θέµατα που απασχολούν τους ανθρώπους όχι µόνο της δικής του,
αλλά και κάθε εποχής: τις χαρές και τις θλίψεις της ζωής, το θάνατο τόσο ως
απώλεια, όσο και ως µια νέα αρχή, την επιτυχία και την αποτυχία, τον έρωτα
και την αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις τους και γενικότερα τις ποικίλες όψεις της
κοινωνικής, πολιτικής και πνευµατικής ζωής του τόπου µε έναν τρόπο που τις
καθιστά τόσο επίκαιρες όσο ποτέ.
Ιδιαίτερα το θέµα του έρωτα και της αγάπης διατρέχει απ΄αρχής έως
τέλους το παπαδιαµαντικό έργο και για αυτό αποτελεί κεντρικό άξονα
αναφοράς και στοιχείο κλειδί για την κατανόησή του. Αναµενόµενο, εποµένως,
ήταν να αποτελέσει αντικείµενο έντονου ενδιαφέροντος για ένα µεγάλο αριθµό
µελετητών. Ωστόσο, ορισµένοι µελετητές, εφαρµόζοντας «τη βιογραφική
µέθοδο προσέγγισης των λογοτεχνικών κειµένων, λειτούργησαν µε
1
Η φράση ανήκει στον κ. Τριανταφυλλόπουλο, «Σφραγίδα δωρεάς», Πρόλογος στα Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα, 1981, σ.12.
2
Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλου, «Σφραγίδα δωρεάς», ό.π., σ. 12.
3
Μόνο το 2011 που συµπληρώθηκαν τα εκατόχρονα από την κοίµηση του µεγάλου Σκιαθίτη είδαν το
φως της δηµοσιότητας πάνω από 130(!) επανεκδόσεις των έργων του, αυτοτελείς µελέτες για το έργο
του, ηµερολόγια και λευκώµατα προς τιµήν του, αφιερωµατικά τεύχη περιοδικών και αυτοτελή άρθρα
σε περιοδικά (βλ.σχετικά Β. ∆. Λαµπροπούλου «Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη
έτους 2011», Θεολογία, Τ. 82, τ.4’, 2011, σ. 295-309). Παράλληλα διεξήχθη προς τιµήν του και το Γ’
∆ιεθνές Συνέδριο (Σκιάθος 29/9 έως 2/10/2011 και Αθήνα 7 και 8/10/2011) που άνοιξε νέες ατραπούς
στις παπαδιαµαντικές σπουδές µεταξύ των οποίων και τη στροφή προς το µεταφραστικό του έργο, το
οποίο δεν είχε µελετηθεί συστηµατικά κατά τα παρελθόντα έτη.
4
Παρά τις απαισιόδοξες ρήσεις και προβλέψεις, όπως του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: «Ο Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης νοµίζω πως έχει λησµονηθεί. Ο Παπαδιαµάντης επιζεί περισσότερο , χαροπαλεύοντας και
τούτος, ωστόσο» («Αλέξανδρος και Ανδρόνικος» , πρόλογος στο βιβλίο του Α. Μωραϊτίδου, ‘’Μέ τά
πανιά’’ και άλλα διηγήµατα, Αστήρ, Αθήνα, 1976, σ.ιδ’) , του Π. Μουλλά «Σήµερα [1974] ξέρουµε πως
το έργο του δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι µέσα στον
χρόνο: ούτε η προχειρογραφία, ούτε η στατικότητα, ούτε η αφέλεια αποτελούν αξίες ικανές να
προστατέψουν από τις φουρτούνες, αν όχι από το ναυάγιο» ( Α. Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος,
επιµ. Π. Μουλλά, εκδόσεις Ερµής, Αθήνα, 1974, σ.ξγ’) και την άποψη του Κ. Θ. ∆ηµαρά ότι «διαβάζεται
εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους
προπαρασκευή» (∆ηµαρά Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την
εποχή µας, Εκδόσεις Ίκαρος, 1975, σ. 384).
11
5
Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης τρία διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, Μεταίχµιο,
Αθήνα, 2001, σ. 110.
6
Πράγµατι, πολλοί µελετητές του παπαδιαµαντικού έργου επιχείρησαν κατά καιρούς να ταυτίσουν το
συγγραφέα µε τον αφηγητή ή κάποιον ήρωά του. Ενδεικτικά αναφέρουµε τον Π. Μουλλά
(Παπαδιαµάντης, αυτοβιογραφούµενος, σ. λ’, νβ’, νς’, νθ’- ξ’), τον Λ. Κούσουλα (Ἀνθρώπους καὶ
κτήνη…, σ. 27 κ.ε., 41 κ.ε., 62), τον Γ. Βαλέτα (Παπαδιαµάντης: η ζωή – ο κόσµος- η εποχή του, σ. 243-
4, 256, 283, 565-6), τον Γ. Πυργιωτάκη (Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, σ.68-74, 146-150,
156- 162), τον π. Θ. ∆ιονυσιάτη ( Ο κοσµοκαλόγηρος Παπαδιαµάντης, σ. 40-42, 65-66 και κυρίως
σ.68),τον Γ. Στεργιόπουλο (« Ο Παπαδιαµάντης σήµερα: ∆ιαίρεση και χαρακτηριστικά της πεζογραφίας
του» στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης. Είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των φίλων,
Αθήνα, 1979, σ.255-274) και τον Κ. Παπαγιώργη (Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, σ.119 κ.ε., και
σ.139). Από την άλλη πλευρά, ένας σεβαστός αριθµός µελετητών, όπως η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, ο
Φ. ∆ηµητρακόπουλος, η Μ. Θεοδοσοπούλου, ο G. Saunier (ο οποίος, ωστόσο, πέφτει συχνά στον
«πειρασµό» να αποδώσει σκέψεις, ενίοτε και πράξεις, των ηρώων του Παπαδιαµάντη στον ίδιο
υπερθεµατίζοντάς τες µάλιστα) και ο Ν. Παρίσης έχει υποστηρίξει την «απελευθέρωση» του από την
αναζήτηση αυτοβιογραφικών στοιχείων (βλ. ενδεικτικά G. Saunier, «Μερικές µεθοδολογικές
παρατηρήσεις και προτάσεις για τη µελέτη του Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 1987, σ. 36 και
Εωσφόρος και άβυσσος, σ.15 και σ.56 , Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη 1887-1910, Κέδρος, Αθήνα, 1987, σ.285- 286 και την άποψη του Ν. Παρίση που γράφει
ότι «όλοι οι συγγραφείς, σε µικρό ή µεγάλο ποσοστό, αφήνουν πάνω στο έργο τους ορατά ή
λανθάνοντα στοιχεία από την προσωπική τους ζωή. Ο χαρακτηρισµός όµως ενός έργου ή ενός
συγκεκριµένου κειµένου ως αυτοβιογραφικού δεν έχει ούτε απόλυτο ούτε σχετικά αξιόλογο χαρακτήρα».
Η αναζήτηση, εποµένως, ενός «ερευνητικά θαµπού και απροσδιόριστου περιβλήµατος
αυτοβιογραφικότητας» στο παπαδιαµαντικό έργο µπορεί να µας οδηγήσει σε λανθασµένες ατραπούς.
Βλ. Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης τρία διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, Μεταίχµιο,
Αθήνα, 2001,σ. 113 και 135 ).
7
Γ. Ιωάννου, «Ὁ τῆς φύσεως ἔρως», στον τόµο Μνηµόσυνο του Α.Παπαδιαµάντη, Τετράδια ευθύνης 15,
σ.59.
8
Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887- 1910, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.19.
12
9
Για αυτό και θεωρούµε σωστή τη στάση της Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη η οποία, προσπαθώντας να
ακολουθήσει τη «µέση οδό» στο θέµα αυτό και λαµβάνοντας υπόψη την εποχή του, όπου η
προσωπικότητα του συγγραφέα αποτελούσε αντικείµενο ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού,
επισηµαίνει ότι ο Παπαδιαµάντης είναι ένας συγγραφέας που «έχει ‘’βιογραφία’’ καµωµένη από τους
θρύλους των συγχρόνων του και από το έργο του στο οποίο µυθοποιούσε τη ζωή του, µε τέτοιον τρόπο
που δεν γνωρίζουµε αν η λογοτεχνία του είναι παράγωγο της ζωής του συγγραφέα ή αν η ζωή του
συγγραφέα είναι παράγωγο µιας ορισµένης λογοτεχνίας. Αν ο Παπαδιαµάντης µετέφερε στη
διηγηµατογραφία τη ζωή της Σκιάθου και της Αθήνας - συµπεριλαµβάνοντας και τη δική του- τις ιδέες και
τις πεποιθήσεις του ή αν ο Παπαδιαµάντης (ιδίως από µια εποχή και πέρα) περιέκλεισε στα διηγήµατά
του τµήµατα του βιογραφικού του µύθου (απόκοσµος, αδέξιος, χωρίς σχέσεις) που ανταποκρινόταν
στον ‘’θρύλο’’ των συγχρόνων του και ενδεχοµένως σ’ ένα ροµαντικό µοντέλο για την προσωπικότητα
του καλλιτέχνη», «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαµάντη», στον τόµο Εισαγωγή στην
πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, 2005, σ.38-39.
10
Τ.Ε’, σ.316, στ.19-21.
11
Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς βασίστηκαν σε υπαρκτά πρόσωπα. Βλ. Ιω. Ν. Φραγκούλα,
Ανεξερεύνητες πτυχές στο έργο του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Ιωλκός, 1988. σ.56.
12
Θυµίζουµε το γνωστό κλείσιµο τριών από τα θεωρούµενα ως «αυτοβιογραφικά» διηγήµατά του: «∆ιά
τήν ἀντιγραφὴν», βλ. «Ἁµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.22, «Ἡ Φαρµακολύτρια», σ.314, στ.6 ,
«Ὄνειρο στὸ κῦµα», Τ.Γ’, σ.273, στ.26. Μάλιστα στο «Ἁµαρτίας φάντασµα» η αποστασιοποίηση του
συγγραφέα εντείνεται και από την ακροτελεύτια πρόταση: «Τ' ἀνωτέρω συνηρµολογήθησαν ἐκ παλαιῶν
ἀτάκτων σηµειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου» (Τ.Γ’, σ.230, στ. 20-21).
13
13
Βλ. σχετικά G. Saunier , Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.53.
14
Είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε στο Μητσάκη , όταν ο τελευταίος απέδωσε σε έρωτα την
µελωδική απαγγελία του «Εἰκόν’ ἀχειροποίητη»: «- Ἐγὼ δεν ἔχω ἔρωτες!...Ὁ ἥρωάς µου ἔχει!...», Γ.
Βαλέτα, Παπαδιαµάντης: η ζωή - το έργο- η εποχή του, εκδοτικός οίκος Βίβλος, Αθήνα, 1955, σ. 239
(πηγή: Ταγκόπουλος, περιοδικό Φιλολογικά Πορτραίτα 51).
15
Πρόκειται για τις µελέτες του Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Μπαστιά, Αθήνα, 1974
.
και συγκεκριµένα τις σ. 39- 47 και σ.162 του Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο µεσηµβρινό ή το
.
σταυροκόπηµα στην πύλη του Άδη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ. 79-93 του κ. Γ.Φραντζολά, Το
.
καµίνι που δροσίζει, Πολιτιστικό και αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη, 2010, σ.137-161 του Σ.
Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινωνικότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2005 (και σε έντυπη
µορφή µε τίτλο Ο Α. Παπαδιαµάντης και η γραµµή του ορίζοντος, εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη,
.
2007), σ.54-60 του πρωτοπρεσβύτερου π.Θωµά Βαµβίνη, «Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στο http://
.
orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3/2/2009 του Λ. Σιάσου «’’Νοῦς
ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀναγνώση τῆς Φόνισσας», Θεολογία, Τ.82, τ.4,
Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011, σ. 151- 167 (και στα Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
.
Παπαδιαµάντη, Τόµος Α’[ 29/9- 2/10/2011], ∆όµος, Αθήνα, 2012, σ. 421-438) του µητροπολίτη
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου «Η ρωµηοσύνη του Παπαδιαµάντη», Θεολογία, Τ. 82, τ.4,
Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011, σ.75- 88 κ.ά.
16
Όπου αυτό είναι εφικτό.
17
Ενδεικτικά αναφέρουµε τις τέσσερις Εκατοντάδες «περί ἀγάπης» που συνέγραψε ο άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής, βλ. Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.3-51, την έβδοµη Εκατοντάδα «περί Θεολογίας», Φιλοκαλία, Τ.Β’,
του ιδίου, όπου στις σ.183-184 αναπτύσσει τον έρωτα του Θεού για τον άνθρωπο, τις τέσσερις
εκατοντάδες «περί ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας» του οσίου Θαλασσίου του
Λυβίου, Φιλοκαλία Τ.Β’, σ. 205-229 και τη διδασκαλία του αγίου Καλλίστου Αγγελικούδη για το θείο
έρωτα στα «Κεφάλαια περί προσευχῆς» ,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.327-329.
14
στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, φωτισµένη, όπου αυτό είναι εφικτό, από τη
διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων18 για το επικίνδυνο «παίγνιο των
λογισµών»19, τον αγώνα κατά των παθών και την καλλιέργεια των θεάρεστων
αρετών. Θεωρούµε ότι ο έρωτας και η αγάπη στο έργο του ξεφεύγουν από τα
κοινά όρια. µε άλλα λόγια «ἵπτανται πέραν τοῦ κόσµου τούτου», ακριβώς
επειδή ο συγγραφέας γνωρίζει και αισθάνεται µέσα στην καρδιά του την
πραγµατική πηγή του Έρωτα και της Αγάπης, τον Θεό. Σε αυτόν τον «θ ε ί ο
ἔ ρ ω τ α » επιδιώκει να αν-άγει τον αναγνώστη δια της γραφής του ως
ατέρµονος εραστής του θείου κάλλους που αντανακλάται στον κόσµο και τον
άνθρωπο.
Πράγµατι, ένα από τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του Παπαδιαµάντη είναι
ότι κατόρθωσε να ενσωµατώσει στα κείµενά του όλο το µακραίωνο
πνευµατικό θησαυρό της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης από την εποχή
των Ψαλµών έως τους άµεσους πνευµατικούς του προγόνους, τους
Κολλυβάδες20. Μεγάλο δε µέρος αυτού του πλούτου, στον οποίο είναι
εµβαπτισµένα τα παπαδιαµαντικά έργα, αποτελεί η διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων, όπως αυτή φιλοτεχνήθηκε από τον άγιο Μακάριο Νοταρά,
επίσκοπο Κορίνθου, και συµπληρώθηκε από τον άγιο Νικόδηµο τον Αγιορείτη
στην πεντάτοµη έκδοση της Φιλοκαλίας21. Στο βιβλίο αυτό «περικλείεται όλη η
18
Όπως γράφει ο ∆. Μαυρόπουλος: «µέχρι τέλους της ζωής του οικείος χώρος του ήταν ο κόσµος των
Συναξαρίων, των ασµατικών κανόνων της Εκκλησίας, των νηπτικών Πατέρων. Με τέτοια δεδοµένα, ένας
από τους ασφαλέστερους τρόπους να κατανοήσουµε τους άξονες αναφοράς του Παπαδιαµάντη, όπως
διαφαίνονται µέσα από το έργο του, είναι να τους συσχετίσουµε µε εκείνους της µυστικής εµπειρίας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας», «Αµαρτία και µετάνοια», στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία ευβοϊκών σπουδών, ∆όµος,1996, σ. 582.
19
Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας»,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.153.
20
Όπως γράφει ο Κ. Μπαστιάς: «Χάρις στα έργα του Νικοδήµου (του Αγιορείτου) και την επιστροφή στις
σωστές αρχές του ησυχαστικού ασκητισµού, το κίνηµα των Κολλυβάδων, που είναι ο άµεσος
πνευµατικός πρόγονος του Παπαδιαµάντη, παίρνει µια πνευµατική ευρύτητα (…). Είναι ένα κίνηµα
επιστροφής στις σωστές βάσεις της Ορθοδοξίας (…). Το κίνηµα των Κολλυβάδων γίνεται η γέφυρα που
ωδήγησε τον Παπαδιαµάντη στο ησυχαστικό κίνηµα του ΧΙV αιώνα κι οι Κολλυβάδες µέσω του πατέρα
του, καθώς και του ∆ιονύσιου του Γέροντα και της µονής του Ευαγγελισµού τον ωδηγήσανε στη
γνωριµία µε τους νηπτικούς Πατέρες της Ορθοδοξίας», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ.
Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ. 42. Για τη σχέση του Παπαδιαµάντη µε τους Κολλυβάδες βλ. επίσης Α.
.
Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α.Παπαδιαµάντη, σ. 17-19 του ιδίου Από τον
.
Παπαδιαµάντη στον Πεντζίκη, Το Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη, 2003, σ.29 Γ. Βερίτη «Το αναµορφωτικό
.
κίνηµα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου», Ακτίνες τ.36, (Πάσχα 1943) Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου «Φωνή αβελτίωτη. Ο Παπαδιαµάντης, οι Κολλυβάδες και ο Μοναχισµός» στο
∆αιµόνιο Μεσηµβρινό. Έντεκα κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ.94-
.
103 Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
διδακτορική διατριβή, Θεολογική σχολή ΑΠΘ, 2005, σ. 54-67.
21
Ο ακριβής τίτλος είναι: Φιλοκαλία τῶν Ἰερῶν Νηπτικὼν συνερανισθεῖσα παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ
Θεοφόρων Πατέρων ἡµῶν, ἐν ᾗ διὰ τῆς κατὰ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται,
φωτίζεται καὶ τελειοῦται. Βλ. σχετικά και Deseille P., Φιλοκαλία: Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας και
η ακτινοβολία της στον κόσµο, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1999, σ.249. Στην αρχή του βιβλίου αυτού ο
πατήρ Πλακίδας µας δίνει και τον ορισµό της Φιλοκαλίας µε βάση την ετυµολογία της: «Φιλοκαλία
σηµαίνει αγάπη του κάλλους, αγάπη για κάθε ωραίο και καλό , και εποµένως για τον Θεό, που είναι η
πηγή κάθε ωραίου και καλού», ό.π., σ.15. Όπως διευκρινίζει ο Χ. Γιανναράς, «η Φιλοκαλία δεν είναι
συλλογή εξειδικευµένων «µυστικών» κειµένων. Θέλει να καταδείξει, τί ακριβώς ζητάµε µετέχοντας στην
Εκκλησία. ∆εν ζητάµε έγκυρα νοήµατα ή νοµικές εξασφαλίσεις υπερβατικής δικαίωσης. Ζητάµε τη φιλία
15
σοφία της Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και η ορθόδοξη αγιότητα», ενώ σκοπό
έχει να αποτελέσει τη «βάση για µια µελλοντική πνευµατική, µυστηριακή,
νηπτική ζωή αδιαλείπτου ευχαριστίας και προσευχής»22 .
Έχοντας µια τέτοια πνευµατική τροφό, αναµενόµενο ήταν το έργο του
µεγάλου Σκιαθίτη να αναδειχθεί µε τη σειρά του σε µια «λογοτεχνική
Φιλοκαλία»23, όπου οι αναγνώστες, µε τρόπο µυστικό, συνδιαλέγονται µε την
αντίστοιχη διδασκαλία των φιλοκαλικών κειµένων που αναδύεται σταδιακά ως
«κρυµµένος µαργαρίτης».
Μόνιµη µέριµνα των νηπτικών Πατέρων αποτελεί η «νῆψις»24, η
πνευµατική εκείνη εγρήγορση και επαγρύπνηση που συνίσταται στην
καταπολέµηση των πειρασµών, την κάθαρση των παθών και την άσκηση των
αρετών µε απώτερο σκοπό τη σταδιακή άνοδο του αγωνιζόµενου προς την
πηγή κάθε αρετής, τον Θεό. Το ίδιο επιδιώκει, στο µέτρο του δυνατού, να
κάνει και ο Παπαδιαµάντης παρουσιάζοντας όλες τις πτυχές αυτού του
αιµάσσοντος αγώνος κατά των πειρασµών και των ανθρωποκτόνων παθών.
τόσο τις θετικές, µέσα από το βίο και την πολιτεία των ενάρετων ηρώων του,
όσο και τις αρνητικές, µέσα από την αστοχία και την πτώση των εµπαθών
ηρώων του. Και όπως οι Πατέρες στέκονται µε απόλυτη ευσπλαχνία απέναντι
σε όλα τα ανθρώπινα πλάσµατα και τα δεινά τους, έτσι και εκείνος
προσεγγίζει µε σεβασµό και «πατρική» αγάπη όλα τα λογοτεχνικά πλάσµατά
του αποφεύγοντας κάθε στείρα κριτική. Γιατί στα δικά του µάτια, όπως και στα
µάτια των νηπτικών Πατέρων, όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία, αφού δεν
υπάρχουν ψυχές λιγότερο ή περισσότερο αρεστές στο Θεό.
Και εδώ αναδύεται το ερώτηµα: Πώς µπορεί να ερευνήσει και να
ερµηνεύσει ο σύγχρονος µελετητής το έργο του Παπαδιαµάντη; Όπως γράφει
ο Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλος, η πιο ασφαλής ερµηνευτική µέθοδος για το
παπαδιαµαντικό έργο είναι «να ερµηνεύουµε τον Παπαδιαµάντη διά του
του καλού ή ωραίου, τον έρωτα του κάλλους. Ποθούµε το κάλλος του ∆εσποτικού Προσώπου , κι η
γνώση του κάλλους είναι εµπειρικό γεγονός σχέσης, προσωπικής κοινωνίας που συνιστά την όντως
ζωή της αφθαρσίας και αθανασίας», Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999
η
( 1 έκδοση 1992) σ. 190.
22
Κ. Ακριβόπουλου, Το Κολλυβαδικό κίνηµα: Η τελευταία φιλοκαλική αναγέννηση, εκδόσεις Τέρτιος,
Κατερίνη, 2001, σ. 99-100.
23
Το έργο του Παπαδιαµάντη µπορεί να χαρακτηρισθεί επάξια ως φιλοκαλικό γιατί, άλλοτε ξεκάθαρα
και άλλοτε κρυπτογραφικά, περιγράφει και ιστορεί το κάλλος και την οµορφιά που υπάρχει τόσο στο
φυσικό κόσµο, όσο και στον άνθρωπο, που παρόλη την αµαρτωλότητά του «διασώζει το κάλλος της
δηµιουργίας, παραµένει µέσα του το κατ΄εικόνα έστω και αµαυρωµένο, µαζί µε τους δερµάτινους
χιτώνες της πτώσεως» ( Μητροπ. Ιερόθεου, « Η ρωµηοσύνη του Παπαδιαµάντη», Θεολογία, Τ.82, τ.4,
2011, σ.82). Όπως µάλιστα θα δούµε στο κυρίως µέρος της εργασίας, ο έρωτας του κάλλους στο
παπαδιαµαντικό έργο δεν περιορίζεται στο ορατό κάλλος, αλλά επεκτείνεται και στο αόρατο, στο
πνευµατικό κάλλος, που απασχολεί ιδιαίτερα τους νηπτικούς Πατέρες.
24
Σύµφωνα µε έναν από τους ορισµούς που δίνει ο άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Νῆψις ἐστί,
µέθοδος πνευµατική, ἐµπαθῶν νοηµάτων καὶ λόγων καὶ πονηρῶν ἔργων, πάµπαν τὸν ἄνθρωπον, σὺν
.
Θεῷ , ἀπαλλάττουσα , χρονίζουσα, καὶ προθύµως ὁδευοµένη γνῶσίν τε ἀσφαλῆ Θεοῦ τοῦ ἀκαταλήπτου
ὁδευοµένη χαρίζεται, καθ’ ὅσον ἐφικτόν, καὶ µυστηρίων θείων καὶ ἀποκρύφων λύσιν» («Πρὸς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.141, Νο.α’). Ώς συνώνυµα µάλιστα του όρου αυτού χρησιµοποιεί
παρακάτω τα: «καρδίας καθαρότης»,( ό.π., Νο.α’) « ὁδὸς πάσης ἀρετῆς καὶ ἐντολῆς Θεοῦ», «καρδιακὴ
ἡσυχία», «φυλακὴ νοός»( ό.π., σ. 141-142, Νο. γ΄), «προσοχή» , (ό.π., σ.142, Νο.ε’).
16
25
Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, Αθήνα,
εκδόσεις Γρηγόρη,1978, σ. 29.
26
Ωστόσο, η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη εκφράζει τους ενδοιασµούς της για την εφαρµογή αυτής της
µεθόδου από την λεγόµενη «ορθόδοξη» ή παραδοσιακή κριτική του παπαδιαµαντικού έργου, λόγω του
ότι «παραµένει επιφυλακτική, αν όχι εχθρική, προς κάθε µοντέρνα προσέγγιση. Συχνά προχωρεί και
στην ερµηνεία των κειµένων την οποία αντιλαµβάνεται ως ανακάλυψη του νοήµατος, σύµφωνα µε την
πρόθεση του συγγραφέα και χρησιµοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό είτε εσωτερικές µαρτυρίες (άλλα κείµενα)
είτε εξωτερικές (γνώσεις σχετικές µε τον Παπαδιαµάντη)» (Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
Κέδρος, Αθήνα, 1987, σ. 16-17 ). Με άλλα λόγια, θεωρεί ότι οι εκπρόσωποι αυτής της κριτικής µερικές
φορές ενεργούν το ίδιο αυθαίρετα, όσο και οι εκπρόσωποι των άλλων προσεγγίσεων, τους οποίους
ενίοτε κατηγορούν. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύουµε πως η µέθοδος αυτή παραµένει η πιο αξιόπιστη για την
προσέγγιση του παπαδιαµαντικού έργου.
27
Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», ό.π.,
σ.152.
28
Χρησιµοποιούµε ως πηγές την κριτική έκδοση των Απάντων του Α. Παπαδιαµάντη, Τόµοι Α’ – Ε’,
επιµέλεια Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλος, ∆όµος, Αθήνα [ τόµος Α’: 1981, τόµος Β’: 1982, τόµος Γ’: 1984,
τόµος ∆’: 1985 και τόµος Ε’: 1988] και την Αλληλογραφία του Α.Παπαδιαµάντη, φιλολογική επιµέλεια
Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1992. Παράλληλα, δευτερεύουσα πηγή µας
αποτελεί η Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Τ. Α’- Ε’, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήνα [ τόµος Α’:1957,
τόµος Β’: 1958 , τόµος Γ’:1960, τόµος ∆’: 1961, και τόµος Ε’:1963].
29
Αποφεύγουµε να χρησιµοποιήσουµε τον όρο «ορθόδοξη» προσέγγιση, λόγω του ότι έχει χρωµατιστεί
κατά καιρούς αρνητικά µε τις κατηγορίες του συντηρητισµού, της εµµονής σε µια µονόπλευρη ιδεολογία
και της διεκδίκησης της «αυθεντίας» για την ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη (βλ. παραπάνω υποσ.
Νο.26 καθώς και την άποψη του Ν. Μαυρίδη που κατηγορεί την ορθόδοξη κριτική του Παπαδιαµάντη ότι
«αρκείται σε µια ιδεολογικής χροιάς ανάλυση του συγγραφέα µε κύριο σκοπό να αποδείξει την άφευκτη
περιχαράκωση του κειµένου στην αποκλειστική αρµοδιότητα της ορθόδοξης θεολογικής κριτικής»,
Έρως και αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή [αδηµοσίευτη] , Πάντειο
Πανεπιστήµιο, Τµήµα ΜΜΕ, 2002, σ. 114 και σ.126 ). Κατά τη γνώµη µας, αυτές οι κατηγορίες είναι, σε
µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, άδικες. Μια προσέγγιση πάντως µε αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως και
αν ονοµάζεται, είναι έξω από τις προθέσεις µας.
30
Υπάρχει µεταξύ των πιστών η λανθασµένη εντύπωση ότι οι νηπτικοί Πατέρες απευθύνονται
αποκλειστικά στους «εκλεκτούς» - πρωτίστως µοναχούς και στη συνέχεια σε ιερείς, θεολόγους και
«προχωρηµένους στα πνευµατικά» λαϊκούς- και ότι µόνο από αυτούς µπορεί να γίνει κατανοητό και
εφαρµόσιµο το περιεχόµενο των νηπτικών κειµένων. Παραβλέπεται έτσι το γεγονός ότι οι νηπτικοί
Πατέρες, όπως άλλωστε και οι Αποστολικοί και όλοι εν γένει οι Πατέρες, απευθύνονται όχι µόνο στους
µοναχούς, αλλά σε όλους τους πιστούς, όλο το «βασίλειον ἱεράτευµα». Οι κίνδυνοι που απειλούν τον
άνθρωπο από τα ποικίλα ανθρωποκτόνα πάθη και τους πειρασµούς είναι άλλωστε κοινοί και στους
µοναχούς και στους λαϊκούς, όπως θα δούµε και στο κυρίως µέρος της παρούσης εργασίας.
Εποµένως, όχι µόνο οι µοναχοί αλλά και οι λαϊκοί χρειάζονται κάθε πολύτιµη προσφορά τρόπων και
µεθόδων αποφυγής ή αντιµετώπισης των πειρασµών και κάθαρσης των παθών µε τα οποία έρχονται
αντιµέτωποι καθηµερινά. Η «νῆψις» δηλαδή, που προβάλλεται συνεχώς από τους νηπτικούς Πατέρες,
«πρέπει να ἀσκῆται ὑπὸ πάντων τῶν πιστῶν, διότι συνιστᾷ κοινὸ καθῆκον καὶ ὄχι ἠθικὴν πολυτέλειαν»
(Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 226).
17
36
Πρώτιστη µέριµνα κάθε αναγνώστη και κάθε µελετητή του παπαδιαµαντικού έργου είναι η άσκηση
στο πώς να σ ι ω π ά και να α κ ο ύ ε ι αυτά που του λέει ο Σκιαθίτης. Γιατί µόνο τότε µπορεί να
ανοίξει η καρδιά του και να εισέλθουν µέσα του τα βαθύτερα µηνύµατα του κορυφαίου Έλληνα
λογοτέχνη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δώσει στο «θυρωρό» της ψυχής του την ίδια διαταγή που
έδωσε ο Β. Γαβριηλίδης στον ταλαίπωρο θυρωρό της «Ακροπόλεως»: «Να µπαίνει ( ὁ Παπαδιαµάντης)
µέσα ἀπ’ εὐθείας χωρὶς να τὸν ἐρωτᾷ», Αλληλογραφία, Επιστολές άλλων, επιστολή Νο.173, σ.141,
στ.7-8. Βλ. επίσης Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», ό.π., σ.152.
37
Όπως γράφει και ο Σ. Παπαθανασίου «οι οντολογικές κατηγορίες του ανθολογίου µε τα πατερικά
κείµενα αναγνωρίζονται και στη διηγηµατογραφία του Σκιαθίτη. Κυκλοφορούν -ενίοτε υπογείως- στις
σελίδες του µετασχηµατισµένες σε λογοτεχνικές εικόνες, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Μπαστιά ότι η
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών «στάθηκε το µεγάλο εντρύφηµα της ζωής του». Και σε επόµενη ενότητα
δανείζεται το σχετικό χωρίο από την «Ἔκθεσι περὶ τῶν ῥητῶν τοῦ ἱεροῦ συµβόλου» του Αγίου Συµεών,
αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, γράφοντας πως ο Παπαδιαµάντης «οὔτε αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ συνέγραψε
τὸ λογοτεχνικό ἔργο τοῦ, ἀλλ’ ἐρανισάµενος ἐκ τῶν θείων χρησµῶν τάς ῥήσεις καὶ τὴν γνῶσιν
εὐσεβοφρόνως τὸ συνέταξεν», Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α.
Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005,
σ.60 και σ.224.
38
Σε αρκετά έργα του ο Παπαδιαµάντης «αναπλάθει» το φιλοκαλικό υλικό δηµιουργώντας νέο υλικό,
όπως παρατήρησε ο Λ. Σιάσος στο µελέτηµά του «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για
τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», ό.π., σ.164.
39
Με το θέµα του έρωτα και της αγάπης έχουν ασχοληθεί πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Αναφέρουµε
ενδεικτικά τους ακόλουθους συλλογικούς τόµους , βιβλία και αφιερώµατα περιοδικών: Έρως και γάµος,
επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972 , όπου φιλοξενούνται κείµενα του ιδίου, του Τ.
.
Ζαννή, του Τ.Κ. Παπατσώνη, του P. Sherrard, του ∆. Χίου κ.ά. Έρως Θεού, έρως ανθρώπων,
αφιέρωµα του περιοδικού Σύναξη, τ.32, 1989, όπου φιλοξενούνται κείµενα του π. Ι. Μέγιεντορφ, του Η.
.
Βουλγαράκη, του Χ. Γιανναρά, του π. Φ. Φάρου, του π. Μ. Ευδοκίµωφ κ.ά. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο
.
και ο έρως, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1987 του ιδίου , Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, εκδόσεις ∆όµος,
.
Αθήνα, 1990 Χ. Βάντσου, Σ. Φωτίου, Ι. Καραβιδόπουλου, Αγάπη και γάµος, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
.
1995 Χ.Α. Σταµούλη., Φύση και Αγάπη και άλλα µελετήµατα, Εκδόσεις «τό Παλίµψηστον»,
. .
Θεσσαλονίκη, 2007 του ιδίου, Έρως και Θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 2009 Έρωτας και
σεξουαλικότητα. Αφήγηση διεπιστηµονική. Από την αρχαιότητα στο σήµερα. Από τους µικροοργανισµούς
19
που αφορούν τον έρωτα και την αγάπη στο παπαδιαµαντικό έργο40.
Ξεχωριστή αναφορά θα γίνει επίσης και σε δύο από τις µελέτες που
ασχολήθηκαν µε τη φιλοκαλική βάση των κειµένων του41. Λόγω της εξαιρετικά
µεγάλης έκτασης της σχετικής µε το έργο του Παπαδιαµάντη βιβλιογραφίας,
µιας βιβλιογραφίας που πλουτίζεται συνεχώς µε αφιερώµατα περιοδικών,
λευκώµατα, µελέτες και νέες εκδόσεις των έργων του42, είναι ιδιαίτερα
δύσκολο να καλυφθεί για το θέµα µας ο ανεξάντλητος θησαυρός της «περί
του παπαδιαµαντικού έργου» γραφής 43. Παρ’ όλα αυτά έγινε προσπάθεια να
συµπεριληφθούν οι σηµαντικότερες µελέτες.
Ένα από τα βιβλία που αφορούν γενικά τον έρωτα και παρουσιάζουν
ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτό του π. Φιλόθεου Φάρου µε τίτλο Ἔρωτος
φύσις. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο π. Φάρος αναπτύσσει ενδελεχώς
τη λανθασµένη «επιβητορική», όπως τη χαρακτηρίζει, αντίληψη για τον
έρωτα, η οποία έχει επικρατήσει στη σηµερινή εποχή και ταλαιπωρεί σε
µεγάλο βαθµό την πλειοψηφία των σύγχρονων ανθρώπων κάθε ηλικίας.
Τραγική συνέπεια αυτής της αντίληψης, που εξελίσσεται σταδιακά σε στάση
ζωής, είναι η προσέγγιση του ερωτικού συντρόφου ως «αντικειµένου» προς
ικανοποίηση κάποιων «βιολογικών» αναγκών, η εσωτερική σύγχυση και εν
τέλει η αποµόνωση του ανθρώπου από το συνάνθρωπο44. Στη συνέχεια
επισηµαίνεται η σηµασία του αγγίγµατος για την ψυχοσωµατική αρµονία των
ανθρώπων τόσο σε επίπεδο φιλικό, όσο και οικογενειακό µεταξύ των
συζύγων, των γονέων και των παιδιών µε παραδείγµατα από την Καινή
στον άνθρωπο, επιµέλεια Χ.Α. Σταµούλη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2014, όπου φιλοξενούνται κείµενα
του ιδίου, του Μ. Κωνσταντίνου, του Π. Βασιλειάδη, του Π. Υφαντή, του Φ. Ιωαννίδη, της Ε. Τσάτσου
. .
κ.ά. Χ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2014
Γάµος, Αγάπη, Έρωτας, επιµέλεια Χ. Φωτίου, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2015, όπου φιλοξενούνται
κείµενα του ιδίου, του π. Ευδοκίµωφ, του Μητροπολίτη ∆ιοκλείας Καλλίστου, του πρωτοπρεσβύτερου Α.
Κ. Καλυβά κ.ά.
40
Η ερµηνευτική προσέγγιση του θέµατος αυτού προσοµοιάζει µε την αντίστοιχη της «Φόνισσας». Παρά
το γεγονός ότι για το διήγηµα αυτό έχουν γραφεί απειράριθµες µελέτες ακόµη και διδακτορικές
διατριβές, εξακολουθεί να αποτελεί αστείρευτη πηγή έµπνευσης για παλαιούς και νέους µελετητές.
Αποτέλεσµα αυτού είναι να βγαίνουν στο φως της δηµοσιότητας συνεχώς νέες ερµηνείες και
προσεγγίσεις του αναδεικνύοντάς το σε ένα από τα πιο πολυσυζητηµένα και πολυαναλυµένα κείµενα
της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το ίδιο συµβαίνει και µε το θέµα του έρωτα και της αγάπης στον
Παπαδιαµάντη που παραµένει πάντα ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις.
41
Βλ. παραπάνω, υποσηµείωση Νο.15.
42
Εξαιρετικά σηµαντική για την προώθηση της έρευνας του παπαδιαµαντικού έργου είναι και η
δηµιουργία της ιστοσελίδας www.papadiamantis.net που είναι αφιερωµένη στο συγγραφικό και
µεταφραστικό έργο του και η οποία, µεταξύ άλλων, φιλοξενεί και ορισµένες από τις πιο γνωστές µελέτες
που έχουν γραφεί για αυτό.
43
Μάλιστα µε την πρόσφατη στροφή της έρευνας στις παπαδιαµαντικές µεταφράσεις κορυφαίων έργων
της παγκόσµιας λογοτεχνίας ανοίγονται νέες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ατραποί στην έρευνα. Βλ.
ο
ενδεικτικά το 2 τόµο των Πρακτικών Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα,
2012.
44
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ανθρώπου που προασπίζεται αυτήν την άποψη στο παπαδιαµαντικό
έργο αποτελεί ο Μάρκος Σανούτος στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν» (βλ. σχετικά ενότητα 2.2. του
πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα υποσηµείωση Νο. 292).
20
∆ιαθήκη, τους βίους των Αγίων, το αρχαίο ήθος και τη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας 45.
Ο έρωτας, κατά τον π. Φάρο, είναι «η βάση της ζωής, η ορµή προς
ένωση στην οποία µόνο υπάρχει ζωή, είναι το πάθος για τον άλλον, όχι για το
άλλο, το πάθος για τον άλλο ως πρόσωπο, όχι για τον άλλο ως αντικείµενο»46
και αποτελεί την κινητήρια δύναµη για κάθε σηµαντική ανθρώπινη
δραστηριότητα στο χώρο της επιστήµης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της
ζωής εν γένει. Ο αληθινός έρωτας δεν έχει καµία σχέση µε την κατοχή, αλλά
αποτελεί µια διαρκή αναζήτηση του άλλου, τον οποίο προσπαθούµε να
συναντήσουµε βαθύτερα και ουσιαστικότερα47. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Όταν αισθανόµεθα ότι κατέχουµε τον άλλον, ο έρως µας για τον άλλον έχει
πεθάνει. Γιατί για να ζη ο έρως πρέπει να υπάρχη κάτι που του λείπει και το
οποίο θα αναζητή. και ο άλλος σαν πρόσωπο που είναι θα έχη πάντα κάτι
που θα µας λείπη και που θα µπορούµε να αναζητάµε σ’ αυτόν»48.
Όταν ο άνθρωπος διακατέχεται από γνήσιο έρωτα, στο πρόσωπο του
άλλου βλέπει «την εικόνα του Θεού, τον ίδιο το Θεό»49. Για αυτό και οι
Πατέρες της Εκκλησίας χρησιµοποιούν τη λέξη έρως για να περιγράψουν την
εσωτερική δύναµη που ωθεί τον άνθρωπο προς τον Θεό. Εποµένως, δεν
είναι τυχαίο ότι αποκαλούν συχνά έρωτα τον ίδιο τον Θεό, ενώ αντικαθιστούν
συνήθως τη λέξη αγάπη µε τη λέξη έρωτας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο π.
Φάρος θεωρεί απαράδεκτο να διαφοροποιούµε τον θείο από τον ανθρώπινο
έρωτα, αφού η φύση και των δύο είναι ίδια50.
Στη συνέχεια, αναπτύσσοντας την πλατωνική αντίληψη για τον έρωτα,
επισηµαίνει πως ο γνήσιος έρωτας είναι έρωτας κάθε αγαθού και επιζητεί την
τέλεια πλήρωση όχι απλώς το άλλο του µισό. Όταν ο έρωτας είναι αληθινός,
καθίσταται το πέρασµα µέσα από το οποίο «ο εραστής συναντά ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δηµιουργία»51, ενώ απώτερος σκοπός του
είναι η θέα του απόλυτου κάλλους52.
45
Βλ. Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990, σ. 27-38. Για τις τραγικές συνέπειες που µπορεί να
έχει ειδικά η απουσία του µητρικού αγγίγµατος και της µητρικής στοργής βλ. υποενότητα 2.1.3 του
δευτέρου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
46
Ό.π., σ. 40.
47
Ό.π. σ.42. Σε αυτή τη διαπίστωση οδηγούµαστε διαβάζοντας και το έργο του Α. Παπαδιαµάντη όπου
στην πλειοψηφία του ο έρωτας των ηρώων του παραµένει ανεκπλήρωτος ή µονόπλευρος χωρίς όµως
να χάνει καθόλου την ένταση και την αξία του. Οι παπαδιαµαντικοί ήρωες αναζητούν διαρκώς τον έρωτα
στη φύση, στο συνάνθρωπο, στο Θεό βιώνοντας µε αυτόν τον τρόπο το ουσιαστικό του νόηµα
ανεξάρτητα από την τελική έκβαση. Όπως γράφει και ο Χ. Γιανναράς στο βιβλίο του Ενάντια στη
θρησκεία, ο έρωτας ως τρόπος ζωής και τρόπος γνώσης, ως στάση ζωής «είναι πάντοτε µια δυναµική
επιδίωξη, ποτέ µια οριστική κατάκτηση -πάντοτε ‘’ ἀτέλεστος τελειότης’’», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα,
2007, σ.99.
48
Ό.π. σ.42.
49
Ό.π. σ.43.
50
Ό.π. σ. 44.
51
Ό.π. σ.67. Για την «ερωτική» αυτή σχέση ανάµεσα στον άνθρωπο και τη δηµιουργία παραπέµπουµε
στην ενότητα 6 της παρούσης εργασίας µε τίτλο «Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της
αγάπης Του για τον άνθρωπο».
52 ου
Βλ. σχετικά την υποενότητα 1.3. του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα την
υποσηµείωση Νο.258.
21
διδασκαλίες της για τη δηµιουργία και την ενσάρκωση κρατάει µια θετική
στάση απέναντι στον φυσικό υλικό κόσµο, στο σώµα και στον έρωτα. Αν και
συχνά της τέθηκε το δίληµµα του δυϊσµού, που βλέπει την ύλη ως κάτι κακό
και προτιµά το πνεύµα, εκείνη αντιστάθηκε61 στο µέτρο του δυνατού . Όσον
αφορά δε τη στάση που κράτησε ο ίδιος ο Χριστός απέναντι στους
ανθρώπους που παρεκτράπηκαν ερωτικά, επισηµαίνεται η συγκατάβαση και
η κατανόηση µε την οποία τους αντιµετώπισε62 σε αντίθεση µε την
αυστηρότητα που κράτησε απέναντι στους «ηθικούς» και θεωρητικά
άµεµπτους γραµµατείς και Φαρισαίους63. Ακόµη, µέσα από την ερµηνεία της
παραβολής του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, αναδεικνύεται η
σοβαρότητα του αµαρτήµατος της φιλαυτίας και του εγωκεντρισµού που
τιµωρείται πολύ αυστηρά στην µετά θάνατον ζωή64. Το κριτήριο µε το οποίο
θα κριθούν τελικά η άνθρωποι, όπως αναδεικνύεται και από την παραβολή
της δευτέρας Παρουσίας, είναι η προσφορά ή µη αγάπης προς το
συνάνθρωπο. Μέσα από αυτά τα παραδείγµατα ο π. Φάρος επισηµαίνει ότι ο
Χριστός δε θεωρεί τον σαρκικό έρωτα ως τη µεγαλύτερη αµαρτία, αλλά την
έλλειψη αγάπης προς το συνάνθρωπο και το Θεό. Όταν ο έρωτας βοηθάει τον
άνθρωπο να απεγκλωβιστεί από τον εγωκεντρισµό του και να αναζητήσει τον
άλλο βλέποντάς τον όπως πραγµατικά είναι, µε τα ελαττώµατα και τις
ελλείψεις του, και όταν το ενδιαφέρον του για τον άλλο τον οδηγεί στη θυσία
των δικών του επιθυµιών για χάρη των αναγκών του άλλου, τότε προχωρά
στο δεύτερο στάδιό του που είναι η αγάπη65.
Μετά την συνοπτική παρουσίαση των απόψεων ορισµένων Πατέρων
για το θέµα του έρωτα, όπου τονίζεται µε έµφαση το ενοποιητικό του
στοιχείο66, ο π. Φάρος καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ο έρωτας, πάνω από
όλα, είναι η ένωση δύο προσώπων και η βάση κάθε αληθινής σχέσης. Υπό
αυτή την οπτική, αποτελεί το µεγαλύτερο δώρο του Θεού, που βοηθά τον
άνθρωπο να φθάσει στον τελικό του στόχο, τον έρωτα προς τον ίδιο το Θεό67.
61
Ό.π.,σ.191-197. Ωστόσο, λίγο παρακάτω αναφέρει ότι στο µέρος που αφορά τον έρωτα «δεν
µπόρεσε να αποκρούση επαρκώς το δέλεαρ του δυϊσµού», κάτι που ο π. Φάρος θεωρεί ασυνέπεια (βλ.
σ.197).
62
Βλ. σ. 203, όπου αναφέρεται η φιλάνθρωπη στάση του Χριστού απέναντι στη µοιχαλίδα (Ιω.8,11),
στην πόρνη που άλειψε µε µύρο τα πόδια του (Λκ. 7,47) και στη Σαµαρείτιδα (Ιω.4, 7-26). ∆εν
παραλείπεται επίσης η σηµαίνουσα παραβολή του Ασώτου Υιού (Λκ.15, 11- 32).
63
Αντίστοιχη στάση ακολουθεί και ο Παπαδιαµάντης, όπως θα δούµε στο κυρίως µέρος της παρούσης
εργασίας.
64
Ό.π. σ. 205.
65
Ό.π. σ. 207-208. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της εξελικτικής πορείας του έρωτα προς την
ανιδιοτελή αγάπη στο παπαδιαµαντικό έργο είναι η Σεραϊνώ η Κουµπίνα στο «Γάµο του Καραχµέτη».
66
Ό.π., σ.225-231.
67
Ό.π., σ.237.
68
Το βιβλίο αυτό αποτελεί επανέκδοση της διδακτορικής του διατριβής µε τίτλο Το οντολογικόν
περιεχόµενον της θεολογικής έννοιας του προσώπου, Αθήνα, 1970.
23
69
Στην παρουσίαση που ακολουθεί δίνουµε έµφαση στα σηµεία εκείνα που αφορούν τις απόψεις του Χ.
Γιανναρά για τον έρωτα, ο οποίος αποτελεί και το ερευνητικό µας πεδίο.
70
Το πρόσωπο και ο έρως, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1987, σ. 33-35.
71
Ό.π., σ.37.
72
Ό.π., σ.163.
73
Ό.π.,σ.96. Για την ανταπόκριση του ανθρώπου σε αυτή την κλήση όπως παρουσιάζεται στο
ου
παπαδιαµαντικό έργο βλ. ενότητα 6 του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
74
Ό.π.,σ.101. Όπως γράφει ακολούθως, η γνώση του Θεού αναφέρεται τελικά στην «εσωτερική,
προσωπική ανακάλυψη και βεβαιότητα του ανθρώπου ότι σε αυτόν αποκλειστικά απευθύνεται η
ερωτική έκσταση του Θεού (το δώρηµα της ζωής), ότι είναι γνωστός και αγαπηµένος του Θεού και,
εποµένως, δεν έχει παρά να απαντήσει θετικά στην ερωτική αυτή κλήση».
75
Ό.π., σ. 119.
24
76
Όπως αναφέρει παρακάτω, η ορθόδοξη άσκηση είναι ο θεληµατικός θάνατος της εγωιστικής
ατοµικότητας και η σταδιακή ολοκλήρωση του προσωπικού τρόπου της υπάρξεως, ό.π., σ. 167.
77
Ό.π., σ.120. Πράγµατι, όσοι από τους ήρωες και τις ηρωίδες του Παπαδιαµάντη βιώνουν στην
καθηµερινή τους ζωή αυτή την «ασκητική» παραίτηση από το ίδιον θέληµά τους, διακρίνονται για τη
διαρκή προσφορά ανιδιοτελούς αγάπης προς τους συγγενείς και τον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο.
Ταυτόχρονα, παρά τις αµέτρητες δυσκολίες που αντιµετωπίζουν, εκπέµπουν µια εσωτερική πληρότητα
που καθίσταται έκδηλη σε κάθε τους ενέργεια, όπως θα δούµε αναλυτικά και στο κυρίως µέρος της
εργασίας.
78
Ό.π., σ.120.
79
Ό.π., σ. 164.
80
Χαρακτηριστικό παράδειγµα των δύο αυτών διαφορετικών τρόπων βίωσης του έρωτα αποτελούν ο
Ιωάννης Βενδίκης και ο Μάρκος Σανούτος στους «Ἐµπόρους των Ἐθνῶν» (βλ. αναλυτικά την
ου
υποενότητα 5.4.2 του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας). Επίσης, την άποψη του Παπαδιαµάντη
για το «µεριστό», φίλαυτο έρωτα του ανθρώπου που τον καθιστά «αὐτοείδωλον τοῖς πάθεσι» την
συναντούµε στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια» δια στόµατος του Σταµάτη του Αταίριαστου (βλ. ενότητα 2.2. του
ου
1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα τις σ. 115-117).
81
Ό.π., σ. 188-191.
82
Ό.π., σ. 203.
25
83
Ό.π., σ. 232.
84
Ό.π., σ. 240.
85
Ό.π., σ. 248.
86
Ό.π., σ. 288-289.
87
Αυτή την αδυναµία του πτωτικού ανθρώπου να αγαπήσει το Θεό και το συνάνθρωπο τη συναντούµε
σε αρκετούς εµπαθείς παπαδιαµαντικούς ήρωες, όπως ο Σανούτος , ο Μιρχάν, ο Σκιάχτης («Οἱ
Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»), η Ζαφείραινα, η Πολυτίµη ( «Οἱ Κουκλοπαντρειές»), ο Ζάχος και η ανώνυµη
γυναίκα του («Οἱ λίρες τοῦ Ζάχου»), ο κυρ- Κοσµάς ο Πουργιάκος («Τό κουκούλωµα»),µε
αποκορύφωµα τη Φραγκογιαννού («Ἡ Φόνισσα»). Στο κυρίως µέρος της εργασίας γίνεται η σχετική
ανάλυση των χαρακτήρων αυτών.
88
Ό.π., σ.289 και σ. 336-343.
89
Ό.π., σ. 324-325 και σ. 340-341.
26
99
Ό.π.σ.41-45.
100
«Εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς µε καὶ οὐ µισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν µητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τάς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί µου µαθητὴς εἶναι».
101
Ό.π. σ.45.
102
Αυτή την κένωση της ατοµικότητας και του ιδίου θελήµατος πραγµατώνουν αρκετοί παπαδιαµαντικοί
ήρωες µε χαρακτηριστικά παραδείγµατα τη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» και
τη Σεραϊνώ την Κουµπίνα στο «Γάµο τοῦ Καραχµέτη».
103
Ό.π. σ.52- 54 και σ.67.
104
Ό.π., σ.67.
105
Ό.π. σ.111. Παρόµοιο ορισµό της άσκησης έδωσε, όπως είδαµε παραπάνω, και στο βιβλίο του Το
πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ.120.
28
106
Βλ. Έρως και γάµος, επιµ. Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972, σ. 151.
107
Η διαφορά ανάµεσα στη σεξουαλικότητα και τον έρωτα καθίσταται εµφανής στα παπαδιαµαντικά
κείµενα, όπου συναντούµε και ανθρώπους ειλικρινώς ερωτευµένους µε ένα πρόσωπο, αλλά και
ανθρώπους που ανταλλάσσουν ερωτικούς συντρόφους χωρίς κανένα ενδοιασµό αδιαφορώντας για τον
πόνο που προκαλούν στο πρόσωπο που τους αγαπά. Τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων τη συναντούµε
κυρίως στα αθηναϊκά διηγήµατα.
108
Ένα τέτοιο παράδειγµα αποτελούν η γραία Φωτεινή στο «Θέρος- Ἔρος» και κυρίως η Λιαλιώ στη
«Νοσταλγὸ», που θα αναλύσουµε στο πρώτο κεφάλαιο, ενώ από άνδρες χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση του µπαρµπα- Σταµάτη του Καρδοπάκη στα «Συµβάντα στὸ µύλο» που εξακολουθεί να
ου
θρηνεί για τη γυναίκα του επτά χρόνια µετά το θάνατό της (βλ. υποενότητα 3.1. του 2 κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
109
Ό.π. σ. 154.
110
Ό.π. σ.155. Η αραιογράφηση είναι του συγγραφέα.
111
Ό.π. σ. 156-158.
29
Από την άλλη πλευρά η φιλία είναι η αγάπη που κατέρχεται, που
προσφέρει. Σε αντίθεση µε τον «ἐρῶντα» που επιθυµεί να καλύψει τις
ελλείψεις του, ο φιλών θέλει να προσφέρει, να µοιρασθεί τον πλούτο του. Ο
κατεξοχήν «φιλῶν» είναι ο Θεός, ενώ όσον αφορά τα δύο φύλα θα µπορούσε
να ισχυρισθεί κανείς ότι «φιλικό» ον είναι κυρίως η γυναίκα, εφόσον σε αυτή
µπορούν να βρουν οι άλλοι τροφή, θαλπωρή και στοργή112.
Ωστόσο, ο Berdiaeff θεωρεί ότι ούτε ο έρωτας ούτε η φιλία µε την ειδική
έννοια µε την οποία τα ανέπτυξε προηγουµένως «µπορούν να αναστήσουν
τον άνθρωπο από την πτώση του». Αυτό µπορεί να το επιτύχει µόνο η Αγάπη
µε κεφαλαίο το Α. Αυτή η Αγάπη ξεπερνάει και τον έρωτα και τη φιλία. Η
Αγάπη «ἐρᾶ» όχι µόνο γιατί γνωρίζει τις ελλείψεις της, αλλά γιατί «αναγνωρίζει
ότι το Πλήρωµα έχει καθ’ εαυτό αξία και ότι είναι ‘’ἄξιον καὶ δίκαιον καὶ
λογικὸν’’ να βρίσκεται κανείς κοντά σ’ Αυτό». Η Αγάπη «φιλεῖ» επειδή έχει
ανακαλύψει την αξία του άλλου, ακόµη και όταν αυτός παρουσιάζεται ως
εχθρός. Στην ουσία του, ο «έρως της Αγάπης», όπως τον ονοµάζει, είναι
µίµηση του ίδιου του Χριστού, που θέλησε να γίνει «ἐραστής τῶν ταπεινῶν»,
ενώ «η φιλία της Αγάπης» είναι συµµόρφωση µε το θέληµά Του που βλέπει
όλους τους ανθρώπους ως «φίλους» του. Κατά συνέπεια, ο έρωτας και η
φιλία µπορούν να γίνουν µε τη βοήθεια της Αγάπης «αποκαλύψεις του
προσώπου, µέσα προσωποποιήσεως και ενανθρωπήσεως, ευκαιρίες
θεώσεως»113.
Ένας από τους µελετητές που συνέλαβε την ιδιαίτερη, την αναγωγική
προς το Θεό λειτουργία του έρωτα στο έργο του Παπαδιαµάντη είναι ο Γ.
Θέµελης. Αυτή την «ερωτική» σχέση του Παπαδιαµάντη µε το Θεό και το
απαύγασµα της αγάπης Του, τον κόσµο και τον άνθρωπο, αναπτύσσει σε ένα
µεγάλο µέρος της µελέτης του Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του115.
112
Ό.π. σ. 159.
113
Ό.π. σ.161. Έµπρακτα παραδείγµατα βίωσης αυτής της Αγάπης αποτελούν αρκετοί παπαδιαµαντικοί
ήρωες, όπως ο ανώνυµος βοσκός στο «Φτωχό Ἄγιο», η Σεραϊνώ η Κουµπίνα στο «γάµο τοῦ
Καραχµέτη», η θεια- Σκεύω η Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» κ.ά.
114
Ορισµένα από αυτά τα σηµεία σύγκλισης καταγράψαµε ήδη στις σχετικές υποσηµειώσεις και θα
επιχειρήσουµε πιο εµπεριστατωµένα να κάνουµε κατά την παρουσίαση των επιµέρους ενοτήτων.
115
Εκδόσεις ∆ιάττων, Αθήνα, 1991 (Ανατύπωση από το περιοδικό Χρονικά του Πειραµατικού Σχολείου
του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, τ. ΙΕ’, τεύχος ΝΗ’, Απρ- Ιουν. 1961, σ. 59-90).
30
116
Ό.π. σ. 21.
117
Σύµφωνα µε τον Γ. Θέµελη, η λέξη «όνειρο» κυριαρχεί στο λεξιλόγιο του Παπαδιαµάντη
προβάλλοντας και την «ιδιαίτερη µαγεία που περιβάλλει τον κόσµο του», ό.π., σ. 21.
118
Βλ. ό.π. σ. 26.
119
Ό.π. σ.27.
120
«Τὸ ἐπ' ἐµοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς
πανεκλάµπρους ταύτας ἡµέρας, νὰ ὑµνῶ µετὰ λατρείας τὸν Χριστόν µου, νὰ περιγράφω µετ' ἔρωτος τὴν
φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ µετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη», Τ. Β’, 517, στ. 1-4.
121
Ό.π. σ. 24. Ως παραδείγµατα αναφέρει την ιδιότυπη γλώσσα του που αποτελεί µείξη καθαρεύουσας
και δηµοτικής µε σαφείς επιρροές από τα βιβλικά και βυζαντινά κείµενα καθώς και την «ερωτική»
θρησκευτικότητά του, όπου πάθος και έξαρση αναµιγνύονται αναδεικνύοντας τον επάξια ως ποιητή, ως
«λυρικό της πεζογραφίας», βλ. ό.π. σ. 24- 25.
122
Βλ. Τ.Β’, σ. 293-294.
123
Ό.π., σ. 28- 29.
124
Ό.π., σ. 30. Όπως γράφει λίγο παρακάτω « Έχει θαρρείς διαποτισθεί από τον πλατωνικό έρωτα,
που ανυψώνει την ψυχή να προσατενίζει το «θαυµαστὸν τῇ φύσει καλόν, ἀεὶ ὄν, καὶ οὔτε γιγνόµενον
οὔτε ἀπολλύµενον, οὔτε αὐξανόµενον οὔτε φθίνον, ἀλλ’ αὐτὸ καθ’ αὐτὸ µεθ’ αὐτοῦ µονοειδὲς ἀεὶ ὂν»
(Πλάτωνος, Συµπόσιον, 211 α-β).
125
Ό.π., σ. 39-40.
31
126
Βλ. ό.π. σ.43.
127
Οι αραιογραφήσεις δικές µας.
128
Ό.π. σ. 68-69.
129
Ωστόσο, µαζί µε αυτές εκφέρει και κάποιες άλλες, δευτερεύουσες, που δεν µας βρίσκουν
σύµφωνους, βλ. π.χ. την άποψή του περί διχασµού και αντινοµίας του καλού και του κακού στο έργο
του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 32.
130
Στον Τόµο Η αδιάπτωτη µαγεία, Ίδρυµα Γουλανδρη- Χόρν, Αθήνα, 1991, σ. 39-90.
131
Ό.π., σ.67.
132
Βλ. ό.π., σ.73.
32
περιβάλλεται από ένα θρησκευτικό δέος που επεκτείνεται και στις θαλασσινές
εικόνες139. Ωστόσο, η φύση διαθέτει και την αρνητική της πλευρά, ως χώρος
όπου ενεργούν δαιµονικές δυνάµεις140, ενώ η ορµή των φυσικών φαινοµένων
περιγράφεται ως ερωτικό πάθος που µερικές φορές ξεπερνάει τα όρια141.
Στην ανάλυση του «Θέρος- Ἔρος» που ακολουθεί επισηµαίνεται από
τη Ζαµάρου ο συνδυασµός αισθησιασµού και βιαιότητας που υπάρχει στη
φύση142, ο οποίος µεταβιβάζεται και στις σχέσεις των πρωταγωνιστών, ενώ
εντοπίζεται η διττή χρήση του έρωτα, ως έρωτα θεριστή (αντίστοιχου µε τον
έρωτα - τρυγητή ή τον έρωτα - γεωργό της αρχαίας λογοτεχνίας) και ως έρωτα
«δρεπανοφόρου θεριστή»143, µε αποτέλεσµα και ο γάµος, ως µεταβατική
περίοδος, να θεωρείται ως µια «αµφίσηµη κατάσταση, θετική αλλά
ταυτόχρονα και αρνητική, καθώς σηµαίνει το τέλος ενός κύκλου στη ζωή των
γυναικών»144. Το δε αίσιο τέλος του διηγήµατος145 οφείλεται στην ερωτική
τόλµη και την απουσία αισθηµάτων ενοχής του ήρωα146, κάτι που δε
διαθέτουν άλλοι ήρωες του Παπαδιαµάντη, των οποίων ο έρωτας παραµένει
ανεκπλήρωτος.
Στην συνέχεια η Ζαµάρου ερευνά την ερωτική επιθυµία, η οποία
περιγράφεται κάποιες φορές ως ακάθαρτη ή δαιµονική, µεταβάλλοντας και
τον άνθρωπο που υπόκειται σε αυτή σε «δαίµονα»147, ή παρουσιάζεται
υπολανθάνουσα στη συµπεριφορά και το ήθος του148. Ταυτόχρονα
επισηµαίνεται και ο αγώνας ορισµένων ηρώων να ξεφύγουν από τα πάθη
τους και να µεταβάλλουν ήθος µέσα από συγκεκριµένα παραδείγµατα149. Οι
ήρωες αυτοί έρχονται αντιµέτωποι µε τα πάθη τους που θεωρούνται
139
Η θάλασσα συνδέεται στενά µε τον έρωτα, αφού συχνά τον υποβοηθά, ενώ σε ορισµένα διηγήµατα
αποτελεί «το σκηνικό όπου η ερωτική επιθυµία µετουσιώνεται σε χριστιανική ή εξιδανικευµένη αγάπη»,
ό.π., σ.22-23.
140
Βλ. π.χ. «Ναυαγίων Ναυάγια», «τὰ Κρούσµατα».
141
Βλ. π.χ. την ορµή της τρικυµισµένης θάλασσας στην «Κοκκώνα θάλασσα» που παροµοιάζεται µε
σκηνή βιασµού, Τ.Γ’, σ.282, στ.3-9.
142
Βλ. ό.π., σ. 35.
143
Βλ. σχετικά και « Τὸ µυρολόγι τῆς φώκιας», Τ.∆’, σ.297.
144
Ό.π., σ. 42.
145
Πρβλ. την άποψη του Ι.Κ. Κολλυβά για τη µελαγχολική προοπτική του τέλους αυτού, «Αρκαδικά
θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια 1, ∆όµος, Αθήνα, 1992, σ.19.
146
Βλ. ό.π. σ.54.
147
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο Σανούτος («οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») που περιγράφεται ως «δαίµων
ἐκ τοῦ ᾍδου» (Τ.Α’, σ.143, στ.22), η Αυγούστα της οποίας τη µορφή έχει ο «δαίµων τῆς λαγνείας» στο
όραµα του αδελφού Νεεµία (Τ.Α’, σ.334, στ.23) και το ανάλογο όραµα του πατρός Σαµουήλ για την κυρά
Τασού και τις κόρες της (Τ.Β’, σ. 337).
148
Βλ. π.χ. το «Ἔρως- Ἥρως».
149
Συγκεκριµένα αναλύονται τα «Ἔρως- Ἥρως», «Ὄνειρο στό κῦµα», «Ἡ Φαρµακολύτρια» και «Ὁ
Ἀλιβάνιστος». Ωστόσο, το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει για το «Ὄνειρο στό κῦµα» είναι αρνητικό,
γιατί θεωρεί ότι εκείνο που κερδίζει µε την αυτοθυσία του ο νεαρός βοσκός είναι τα δεσµά του.
Παραµένει δηλαδή «δέσµιος µιας ηθικής που εντέλει τον πνίγει», ό.π. σ.67. Από την άλλη, συµπεραίνει
ότι και η «Φαρµακολύτρια» ολοκληρώνεται «χωρίς καµία ένδειξη απελευθέρωσης από το πάθος ή
µετάνοιας» (ό.π., σ.83). Αντιθέτως, ο µπαρµπα – Κόλιας στον «Ἀλιβάνιστο» καταφέρνει µε τη βοήθεια
του ιερέως και του ποιµνίου να αντισταθµίσει το ερωτικό του πάθος µε τη χριστιανική αγάπη ( σ.83) και
να εισέλθει στο ναό νικώντας τον πειρασµό και δεχόµενος τη θεία φώτιση (σ.85).Την προσωπική µας
άποψη για τα διηγήµατα αυτά θα εκφέρουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας.
34
150
Ό.π., σ. 86. Αυτή την άποψη (ότι η έκβαση του αγώνα τους είναι οδυνηρή) θα προσπαθήσουµε να
ανασκευάσουµε στηριζόµενοι στη φιλοκαλική οπτική και προοπτική που διέπει τη σκέψη του
συγγραφέα. Ενδεικτικά αναφέρουµε την εσωτερική χαρά και γαλήνη που αισθάνονται µετά τη νίκη κατά
του πειρασµού , όπως θα αναπτύξουµε λεπτοµερώς στο κυρίως µέρος της εργασίας.
151
Βλ. π.χ. στο «Θέρος - ἔρος» µε την εισβολή του Κωστή στον κήπο της Ματής και τον επακόλουθο
γάµο και «Ἔρως - Ἣρως» µε την αδυναµία του Γιωργή να εισβάλει στον «απροσπέλαστο» αυλόγυρο
και µετέπειτα στο σπίτι της Αρχόντως.
152
Βλ. π.χ. τον κήπο του θείου της Μοσχούλας κυρ- Μόσχου στο «Ὅνειρο στὸ κῦµα», Τ.Γ’, σ. 263,
στ.27-34 και σ. 264, στ.1-9.
153
Ο µοναδικός «κήπος» στον οποίο αισθάνεται αγαλλίαση είναι ο κήπος του κοιµητηρίου, «ὁ
περίβολος τῶν νεκρῶν » (Τ.Γ’, σ. 446, στ.9-10) . Αντιθέτως η γονιµότητα, ως «κήπος» και «λιβάδι» που
παράγει τα «φυτά»- κορίτσια, της δηµιουργεί µέγιστη δυσφορία (βλ. Τ.Γ’, σ.433) προκαλώντας της
έντονη την επιθυµία να αποτρέψει την «καρποφορία» του.
154
Ό.π. σ.103.
155
Ό.π. σ.111.
156
Ό.π. σ.112.
35
Μια άλλη µελέτη που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το θέµα µας είναι η
διδακτορική διατριβή του Ν. Μαυρίδη µε τίτλο: Έρως και αγάπη: Η
ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη158. Το πρώτο µέρος της συγκεκριµένης
διατριβής ασχολείται µε το θέµα της ερµηνευτικής159, έτσι όπως αναπτύχθηκε
από ορισµένους δυτικούς φιλοσόφους του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα160.
Παράλληλα, εξετάζει τη σχέση του έρωτα και της αγάπης µε τον χρόνο και την
αιωνιότητα καταλήγοντας στο συµπέρασµα ότι ο έρωτας και η αγάπη «δεν
µπορούν να ταυτισθούν απολύτως µε τις έννοιες του χρόνου και της
αιωνιότητας αντιστοίχως»161 .
Ακολουθεί µια ενδελεχής κριτική της ελληνικής ερµηνευτικής που
ασκήθηκε στον Παπαδιαµάντη. Συγκεκριµένα αναλύονται κριτικά οι µελέτες
των Κ.Μπαστιά, Σ. Ράµφου, Π. Μουλλά, Λ. Προγκίδη, Παπαγιώργη, Τ.
Άγρα, Γ. Ανδρεάδη και π.Λ. Καµπερίδη162. Ο Μαυρίδης θεωρεί ότι «ο
ασφαλέστερος δρόµος για να κατανοηθεί ο Παπαδιαµάντης και το λογοτεχνικό
του εγχείρηµα είναι η ερµηνευτική και αυτό γιατί η ερµηνευτική αποτελεί την
µόνη δυνατότητα γεφύρωσης της µεταφυσικής του χώρου, όπως εµφανίζεται
σε πολλά έργα του Παπαδιαµάντη, και από την άλλη διαυγάζει την ενδόµυχη
προσπάθειά του Παπαδιαµάντη να κατασκευάσει εσωτερικό λογοτεχνικό
χρόνο»163. Μετά όµως από την ανάλυση των µελετών αυτών καταλήγει στο
συµπέρασµα ότι «η γνώση όχι µόνο του κειµένου, αλλά και της παράδοσης
που το υποστηρίζει, παραµένει εἶδος ἐν ἀνεπαρκείᾳ σε ότι αφορά στην
ερµηνευτική του Έλληνα συγγραφέα»164. Μοναδικές εξαιρέσεις, κατά τον
Μαυρίδη, αποτελούν ο π. Λ. Καµπερίδης, τη συνεισφορά του οποίου στην
παπαδιαµαντική έρευνα εξαίρει, και ο Τ. Άγρας.
157
Βλ. Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήνα, 1981, σ. 8, κεφ.2, στ. 15.
158
Η διατριβή αυτή, που παραµένει αδηµοσίευτη, εκπονήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήµιο στο τµήµα
ΜΜΕ το 2002.
159
Η εργασία του Ν. Μαυρίδη προϋποθέτει καλή γνώση της δυτικής φιλοσοφίας και ως προς τον τρόπο
προσέγγισης του ανθρώπου εν γένει και ως προς τις ερευνητικές µεθόδους της ερµηνευτικής.
160
Οι δυτικοί φιλόσοφοι των οποίων τις αντιλήψεις περί ερµηνευτικής αναφέρει είναι : ο Πωλ Ρικαιρ
(Paul Ricoeur), Γάλλος στωικός φιλόσοφος ( στην ερµηνευτική του οποίου αφιερώνει ο κ. Μαυρίδης ένα
ξεχωριστό κεφάλαιο και στο δεύτερο ήµισυ της διατριβής του), ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Søren Aabye
Kierkegaard), ∆ανός υπαρξιστής φιλόσοφος, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (Μartin Heidegger), Γερµανός
υπαρξιστής φιλόσοφος και ο Χάνς Γκάνταµερ (Xans Georg Gadamer), Γερµανός φιλόσοφος. Αξίζει να
αναφέρουµε επιγραµµατικά την ερµηνευτική αντίληψη του τελευταίου, σύµφωνα µε την οποία η
ερµηνεία ενός κειµένου είναι συνάρτηση των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν ο συγγραφέας και
ο ερµηνευτής-αναγνώστης.
161
Βλ. ό.π. σ. 1.
162
Βλ. ό.π. σ. 23-59 και σ. 104-137.
163
Ό.π. σ. 24.
164
Ό.π. σ. 39.
36
165
Ό.π. σ. 60. Πρόκειται για το έργο του Σ. Ζαµπέλιου, Βυζαντιναί µελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής
Εθνότητος, εκδόσεις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως 1857, Α’ Ανατύπωση 1976, Βιβλιοπωλείο Ν. Καραβία.
Σε µια από τις τελευταίες ενότητες της διατριβής του αναφέρει επίσης, αλλά επιγραµµατικά µόνο, τη
σύνθεση του έρωτα και της αγάπης που πραγµατώνεται στα Αρεοπαγιτικά συγγράµµατα και στον Άγιο
Μάξιµο τον Οµολογητή, βλ. ό.π., σ. 237-238.
166
Ενδεικτικά αναφέρει τον Τ. Άγρα.
167
Ό.π. σ. 61.
168
Συγκεκριµένα στο θέµα που εξετάζουµε διαπιστώνει, µε αφορµή την περιγραφή του αγάλµατος της
«Οὐρανίας Ἀφροδίτης» και την αντινοµική στάση που κράτησαν απέναντί της- στην ουσία απέναντι στον
έρωτα- οι εκάστοτε «σεµνότυφοι σχολαστικοί» (βλ. «Ἡ Γυφτοπούλα», Τ.Α’, σ. 650-651), την «παράξενη
διελκυστίνδα ανάµεσα στην χριστιανική αγάπη και τον αρχαιοελληνικό έρωτα, όπως αυτή εµφανίζεται
στο λογοτεχνικό κόσµο του Παπαδιαµάντη» ( ό.π. σ. 81) Ωστόσο, αµέσως µετά θέτει την ερµηνευτική
που εφάρµοσε ο Ζαµπέλιος, προκειµένου να άρει την «κίβδηλη» σύγκρουση µεταξύ χριστιανικής
Ανατολής και ∆ύσης και να αναδείξει την σύµπλευσή τους (βλ. ό.π., σ.89), ως πρότυπο µιας αντίστοιχης
ερµηνευτικής και για το παπαδιαµαντικό έργο.
169
Το διήγηµα αυτό, το οποίο πραγµατεύεται η διατριβή του κ. Μαυρίδη στις σ.243-246, δεν µας
απασχόλησε στη δική µας εργασία για αυτό και δεν αναφερόµαστε λεπτοµερώς σε αυτό. Άλλωστε και η
ανάλυση του κ. Μαυρίδη προσανατολίζεται κυρίως στον «ειρωνικό» και «µεταφυσικό χρόνο» του
διηγήµατος.
170
Ό.π. σ. 144.
171
Ό.π. σ. 145.
172
Εξ’ αφορµής αυτού του διηγήµατος καταλήγει αργότερα στο συµπέρασµα ότι στην µέχρι το «Ἔρως
-Ἥρως» εργογραφία του Παπαδιαµάντη κυριαρχεί το θέµα του «αθώου προπτωτικού ανθρώπου» που
κορυφώνεται µε τον «αυθεντικό εδεµικό χαρακτήρα του Γιωργή» (βλ. ό.π., σ. 269). Όπως θα
καταδείξουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού πολλοί από τους
προηγηθέντες του «Ἔρως – Ἥρως» ήρωες του Παπαδιαµάντη δεν είναι ούτε αθώοι, ούτε προπτωτικοί,
αλλά αγωνιζόµενοι, «πίπτοντες» και «ανιστάµενοι» που πορεύονται κατά το µέτρο των δυνατοτήτων
τους όχι στην προπτωτική Εδέµ, αλλά στη Νέα Ιερουσαλήµ έχοντας ως πρότυπο το νέο Αδάµ, το
Χριστό και τη Νέα Εύα, την Παναγία.
173
Ενν. το «Ἔρως - Ἥρως» και τη «Νοσταλγὸ».
37
έρωτα µε τον ίδιο τρόπο που θεωρεί το θάνατο, ήγουν ως µή- ὂν»174. Η δική
µας γνώµη175 είναι πως ο έρωτας στα διηγήµατα αυτά δεν εξοστρακίζεται σε
καµία περίπτωση. Στο «Ἔρως-Ἥρως» αποκτά την αληθινή του υπόσταση
ως µίµηση του θείου έρωτα για τον άνθρωπο, ενός έρωτα που ενέχει ισχυρό
το στοιχείο της θυσίας και της απουσίας κάθε εγωκεντρισµού. Στη δε
«Νοσταλγό» αναδεικνύεται η άποψη ότι ο αληθινός έρωτας έρχεται µόνο µια
φορά: Η Λιαλιώ δεν παύει ούτε στιγµή να είναι ερωτευµένη. ο έρωτάς της
όµως δεν βρίσκεται πλέον σε αυτή τη ζωή. Εξακολουθεί, ωστόσο, να ζει µέσα
στην καρδιά της, για αυτό και τον αναζητά συνεχώς στην «πατρίδα πέρα».
Προχωρώντας στη συλλογιστική του, εκφράζει την άποψη ότι υπάρχει
µια σταδιακή εξέλιξη της παπαδιαµαντικής ερµηνείας της αγάπης: αρχικά στον
«ιδεόπλαστο έρωτα» της Νοσταλγού, µεταβατικά στο «Ἔρως-Ἥρως» και
τελικά στην «ενσάρκωση της ασώµατης αγάπης», τη Φόνισσα176. Κατά την
ανάλυση της «Φόνισσας» χαρακτηρίζει την αγάπη της Φραγκογιαννούς
«τραγική»177. Το χαρακτηρισµό αυτό προσπαθεί να αιτιολογήσει
προσεγγίζοντας το διήγηµα από καθαρά φιλοσοφική σκοπιά και έχοντας ως
εφαλτήριο τη «σωκρατική απορία, της οποίας η βασικότερη γνώση είναι αυτή
του θανάτου»178. Αυτή τη γνώση, σύµφωνα µε τον Μαυρίδη, δεν τη διαθέτει η
Φραγκογιαννού. Ως σηµείο εκκίνησής της έχει όχι τη γνώση του θανάτου,
αλλά «τη γνώση της αθανασίας, την ιδέα της αιωνιότητας»179. Όσο προχωρεί
όµως το διήγηµα βιώνει τη λήθη του Θεού. Ενώ πιστεύει στην «αιώνια
χριστιανική αγάπη, ἐν τοῖς πράγµασι ακολουθεί τυφλά τον Θεό ∆ιόνυσο, που
ως ενσάρκωση του έρωτα, πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί»180. Καθώς σκοτώνει
το ένα µετά το άλλο τα µικρά παιδιά, αποκτά σταδιακά τη γνώση του θανάτου.
Ενσαρκώνοντας η ίδια «το αδιαίρετο καλό», πορεύεται προς την κατάτµηση.
Για αυτό και επιλέγει τα παιδιά181, «καθώς εκεί βλέπει την πηγή της τµήσεως».
Ως βαθύτερη αιτία της φονικής της δραστηριότητας θεωρεί, εποµένως, το
γεγονός ότι η Φραγκογιαννού «δεν µπορεί να διανοηθεί πως το µόνο ον που
διαθέτει την προϋπόθεση να βιώσει την αλήθεια, το µόνο ον που εµφορείται
174
Ό.π. σ. 146.
175
Την άποψή µας αυτή θα αναπτύξουµε περαιτέρω στην ανάλυση των διηγηµάτων αυτών στο κυρίως
µέρος της παρούσης εργασίας.
176
Βλ. ό.π. σ.137- 151.
177
Κατά την άποψη του εν λόγω µελετητή, η Φόνισσα είναι «µια γνήσια µάρτυς της Ορθοδοξίας και ως
εκ τούτου είναι σφραγισµένη να πεθάνει» (σ. 150). Η τραγικότητά της συνίσταται στην τµήση της έως
τότε «άτµητης και αδιαίρετης αγάπης της» και στην αδυναµία της να ολοκληρωθεί πνευµατικά:
«Κοινότητα, Θρησκεία, Φύση είναι ένα και το αυτό γι’ αυτήν. Η Φραγκογιαννού είναι η ενσάρκωση µιας
ασώµατης αγάπης, η οποία αδυνατεί να καταστεί ολότητα, αιωνιότητα και γνωρίζει την τοµή του
χρόνου» ( ό.π. σ. 151).
178
Ό.π. σ.152.
179
Ό.π. σ. 151.
180
Ό.π. σ. 152.
181
Ο Ν. Μαυρίδης γενικεύει τη φονική διάθεση της Φραγκογιαννούς προς τα παιδιά γενικά και όχι ειδικά
προς τα κορίτσια, κάτι το οποίο όµως δεν βρίσκει στήριγµα στο κείµενο.
38
από την αρχή του βελτίστου έναντι του αρχέγονου τραύµατος, το µόνο ον που
υπόσχεται αθανασία, γεννά θνητά όντα»182 .
Εν κατακλείδι, θεωρούµε ότι ο εν λόγω µελετητής προσπαθεί να δώσει
έµφαση στην ιστορικό- φιλοσοφική θεώρηση του έρωτα και της αγάπης στο
παπαδιαµαντικό έργο183. Όσον αφορά στον έρωτα, η έρευνά του έχει ως βάση
κυρίως τη δυτική φιλοσοφία και, λιγότερο, την αρχαιοελληνική. Από την άλλη
πλευρά, προσεγγίζει ακροθιγώς µόνο την αγάπη184. Το ίδιο αδροµερώς όµως,
πάντα κατά την άποψή µας, προσεγγίζει και τον έρωτα ειδικά στον
Παπαδιαµάντη, αφού περιορίζεται στην ανάλυση δύο µόνο διηγηµάτων που
συνδέονται στενά µε το θέµα του έρωτα. Απουσιάζει, δηλαδή, µια αναλυτική
παρουσίαση του έρωτα και της αγάπης στο παπαδιαµαντικό έργο. Αντιθέτως,
στο κοµµάτι που αφορά στην ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη τόσο µε βάση
τις αρχές της ερµηνευτικής που ανέπτυξαν ορισµένοι δυτικοί φιλόσοφοι, όσο
και µε βάση την ερµηνευτική επιλεγµένων ελλήνων µελετητών του
Παπαδιαµάντη η συγκεκριµένη διατριβή σαφώς επιτυγχάνει τη στοχοθεσία
της.
Ανάµεσα στις µελέτες που σχετίζονται µε τον έρωτα και την αγάπη στο
έργο του Παπαδιαµάντη συγκαταλέγεται και το Εωσφόρος και Άβυσσος: ο
προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη του G. Saunier185.
Ο συγγραφέας, αν και στην εισαγωγή του βιβλίου προσπαθεί να
κρατήσει αποστάσεις από την ψυχαναλυτική ερµηνευτική186, στις επιµέρους
ενότητες εφαρµόζει µε συνέπεια µια αυστηρά ψυχαναλυτική προσέγγιση του
182
Ο.π. σ.155. Σε επόµενη ενότητα προσπαθεί να αναλύσει τον εσωτερικό και εξωτερικό χρόνο του
υποκειµένου στη «Φόνισσα» µε βάση τη φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ, έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στο
βιβλίο του, Ασθένεια προς θάνατον (Αθήνα, 1999) . Επίσης, επιδιώκει να ερµηνεύσει τη σηµασία που
έχει για τη Φόνισσα η θεϊκή και η ανθρώπινη δικαιοσύνη µέσα από τη φιλοσοφία του Εµµανουήλ
Λεβινάς, έτσι όπως αναπτύσσεται στο κείµενό του Ολότητα και Άπειρο (Αθήνα, 1989) (βλ. ό.π. σ. 165-
174). ∆υστυχώς, ενώ αναλύει ενδελεχώς τη φιλοσοφική σκέψη των ανωτέρω φιλοσόφων η σύνδεση
αυτής µε τον τρόπο σκέψης και ενεργειών της Φόνισσας είναι ισχαιµική. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθούµε
στην άποψη που εκφράζει ότι η Φόνισσα εµφανίζεται σαν «µια αγαπητική µηχανή , η οποία όµως δεν
υπηρετεί τη δύναµη, αλλά την αδυναµία του άνδρα της και την κουτοπονηριά των γονέων της» (ό.π. σ.
269). Κατά τη γνώµη µας, την οποία θα αναλύσουµε ενδελεχώς στις αντίστοιχες ενότητες του δευτέρου
κεφαλαίου , η Φραγκογιαννού αστοχεί στην επίτευξη της αγάπης τόσο ως κόρη, όσο και ως σύζυγος και
µητέρα. Αντιθέτως, «αγαπητικές µηχανές» αναδεικνύονται η θεια- Σκεύω η Γιαλινίτσα («Βαρδιάνος στὰ
σπόρκα»), η χήρα Χαρµολίνα («Ἡ Θητεία τῆς πενθερᾶς») και η Αρετώ («Στοιχειωµένη κάµαρα»).
183
Αυτή την άποψη εκφράζει, άλλωστε, και ο ίδιος σε µια από τις τελευταίες ενότητες της διατριβής
του, (βλ. ό.π. σ. 238).
184
Πιθανή αιτία αυτού είναι η άποψη του ότι: «Το θέµα του έρωτα στο έργο του Παπαδιαµάντη είναι πιο
σηµαντικό από τη χριστιανική αγάπη» (ό.π., σ.107). Υποθέτουµε ότι για το λόγο αυτό το µοναδικό
διήγηµα που αναλύει σε σχέση µε την αγάπη, όπως είδαµε ανωτέρω, είναι αυτό της «Φόνισσας».
185
Όπως παραδέχεται στην εισαγωγή, οι θέσεις του «ούτε έχουν γίνει, ούτε πρόκειται να γίνουν εύκολα
δεκτές», βλ. Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 21. Ωστόσο,
εκφράζει την προσδοκία να πείσει τελικά και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη, µε την προϋπόθεση να είναι
καλοπροαίρετος.
186
«∆εν πρόκειται φυσικά να επιχειρηθεί ψυχανάλυση του ανθρώπου Παπαδιαµάντη, ούτε καν
ψυχαναλυτική ανάγνωση του έργου του», γράφει στη σ. 25.
39
187
Τα έργα του S. Freud τα οποία χρησιµοποιεί είναι τα: Die Bedeutung der Vokalfolge, Der Dichter
und das Phantasieren, Das Ich und das Es: Gesammelte Werke κ.ά.
188
Αξίζει να σηµειωθεί ότι συνδέει το νερό µε τη µητέρα, αποκαλώντας το «µητρικό νερό». Η λειτουργία
αυτού του ιδιόµορφου νερού είναι σχεδόν αποκλειστικά αρνητική: είτε υποδηλώνει τον αιµοµικτικό
έρωτα, είτε καθίσταται φορέας θανάτου βλ. ό.π. σ.68 και σ. 89.
189
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις θρησκευτικές γιορτές.
190
Π.χ. το όνοµα Μαχούλα αποκτά, σύµφωνα µε την ιδιότυπη αυτή συλλογιστική, πέντε (!) διαφορετικές
ερµηνείες: 1. Μαχούλα= µαννούλα ( υπόθεση που στηρίζεται στην άποψη ότι το χ είναι δύο αντίστροφα
ν) 2. Μαχούλα= Ανδροµάχη (αυτή που µάχεται τους άνδρες) 3. Μαχούλα= Περµαχούλα= Υπερµάχος
Στρατηγός= Παναγία (!) 4. Μαχούλα= Ματούλα= η ηρωίδα του «Θέρος- Ἔρος» που προκαλεί τον πόθο
στους άνδρες 5. Μαχούλα= Μοσχούλα= µόσχος = Χριστός στον Ακάθιστο Ύµνο (!). Αναλυτικά, βλ. ό.π.,
σ.47-51.
191
Μάλιστα θεωρεί ότι οι φαντασιακές αυτές ερωτικές αιµοµικτικές σχέσεις µεταξύ µητέρας- γιου
µπορούν ενδεχοµένως να αναχθούν και στο επίπεδο Παναγίας- Εµµανουήλ (Χριστού)(!), βλ. ό.π. σ. 18,
σ.49 - 55 και σ. 103.
192
Βλ. σ.55. Εν συντοµία µητέρα- ερωµένη- βαθιά ενοχή συνυπάρχουν εντός του ήρωα. Για
πληρέστερη εικόνα της συλλογιστικής του Saunier παραπέµπουµε στην πλήρη ανάλυση των
διηγηµάτων «Η Φαρµακολύτρια» και «Αµαρτίας φάντασµα», στις σ. 33-75.
40
Όταν, εποµένως, ένας ήρωας έχει αισθήµατα ενοχής και τύψεις για τις
αµαρτίες του, αυτά οφείλονται συνήθως στην ανοµολόγητη ερωτική επιθυµία
που έχει απέναντι σε µια γυναίκα που επέχει θέση µητέρας για αυτόν193.
Όσον αφορά τώρα στους γονείς και τις σχέσεις τους µε τα παιδιά τους,
η άποψη του Saunier είναι ότι «οι δύο γονικές µορφές είναι πολύ άνισες στο
έργο του Παπαδιαµάντη και κυρίως δεν εκδηλώνονται µε τον ίδιο τρόπο. Η
µητέρα είναι πανταχού παρούσα στο έργο µε τη µορφή µητρικών προσώπων
αλλά επίσης και αναρίθµητων συµβόλων (…). Αντιθέτως, ο πατέρας είναι
παρών κατά τρόπο ασυνεχή και επιπλέον αντιφατικό: το πρόσωπο του
θριαµβεύοντος παπά, που πρωταγωνιστεί στα ηθοπλαστικά έργα, βρίσκεται
σε πλήρη αντίθεση µε τις άλλες πατρικές µορφές»194.
Ωστόσο, ο εν λόγω µελετητής αποδίδει µια διφορούµενη εικόνα στη
µητέρα, η οποία σε ορισµένα διηγήµατα εµφανίζεται αρχικά ως καλή και στη
συνέχεια εξελίσσεται σε µητέρα «φόνισσα» είτε δια της κατάρας195 είτε δια
των ενεργειών της196. Μια, εποµένως, από τις βασικές εκδοχές του
«οικογενειακού µύθου» είναι ο µύθος της «κακής µάννας», πραγµατικής ή
µη197. Επίσης, παρατηρεί ότι σε πολλά διηγήµατα η έκφραση «µητρική
στοργή» αποκτά αρνητική χροιά αποσκοπώντας συνήθως στο να «δέσει»
αποπνικτικά το γιο ή να περιστείλει τις ερωτικές του πρωτοβουλίες198.
Εκείνο που µας προκαλεί εντύπωση είναι ότι ο εν λόγω µελετητής δε
λαµβάνει καθόλου υπόψη του την πληθώρα καλών «φύσει» ή «θέσει»
µητέρων, όπως η Θοδωριά199, η Χριστίνα η ∆ασκάλα200, η Ευφροσύνη201 , η
193
Όπως γράφει χαρακτηριστικά , στα έργα µε «εξοµολογητικό χαρακτήρα» υπάρχει µια «πολλαπλή
ταύτιση, πάντοτε κρυπτική, των µορφών της µητέρας και της ερωµένης» κάτι που αποτελεί πηγή ενοχής
για τον ήρωα (ό.π. σ. 267).
194
Ό.π., σ. 266.
195
Ως παραδείγµατα αναφέρει τη θεια- Αρετώ στη «Γλυκοφιλούσα» και τη Σοφούλα στο «Θάνατο
κόρης». Ειδικά η θεια- Αρετώ αναιρεί δια της µετανοίας και της κατοπινής στάσης ζωής της το
χαρακτηρισµό αυτό κάτι που θα δούµε αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας µας στην
υποενότητα 2.1.3.
196
Χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η Φραγκογιαννού.
197
∆υστυχώς, το µύθο αυτό αποδίδει ακόµη και στην Παναγία που στην ανάλυση του διηγήµατος « Η
Γλυκοφιλούσα» την αποκαλεί «φόνισσα» και παροµοιάζει την εικόνα της µε «νεκρική θεότητα πάνω σε
µακάβριο νεκροταφείο από κόκαλα παιδιών» (ό.π. σ. 312). Ως αφορµή για τους «χαρακτηρισµούς»
αυτούς λαµβάνει την αφιέρωση των κρανίων µικρών παιδιών στην εικόνα της Παναγίας της
Γλυκοφιλούσας, τα οποία είχαν τοποθετηµένα σε ένα µικρό ερµάριο στα αριστερά της. Επίσης, την
υποτιθέµενη πρώιµη «κλήση» τους στον Παράδεισο από εκείνη. Ως γνωστόν, η τιµή των λειψάνων των
αγίων είναι συνυφασµένη µε την πρωτοχριστιανική και την ορθόδοξη παράδοση. Σε κάθε ορθόδοξο ναό
υπάρχουν λείψανα ενός ή περισσοτέρων αγίων τα οποία οι πιστοί προσκυνούν. Μέσα, εποµένως, στα
πλαίσια της αναστάσιµης προοπτικής που έχει το ορθόδοξο πλήρωµα είναι απόλυτα λογική και η
αφιέρωση των «άσπιλων λειψάνων» - όπως τα χαρακτηρίζει ο Παπαδιαµάντης- των παιδιών που
βρίσκονται ήδη στον Παράδεισο, την αιώνια ζωή. Με άλλα λόγια, υπό την αναστάσιµη ορθόδοξη
προοπτική, που µεταστοιχειώνει το θάνατο σε ζωή, η εικόνα της Παναγίας (πλαισιωµένη από αυτές των
Αγίων) µε τα λογής λογής αφιερώµατα και λείψανα δίπλα της αποτελεί πρόγευση ήδη από αυτή τη ζωή
της µόνης αληθινής ζωής, της παραδείσιας ζωής, όπου «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγµός, ἀλλὰ
ζωὴ ἀτελεύτητος». Για την ορθόδοξη Εκκλησία, άλλωστε, η στρατευµένη και η θριαµβεύουσα εκκλησία
συµπορεύονται.
198
Βλ. ό.π., σ. 44-45.
199
Στο διήγηµα «Ὁ πολιτισµός εἰς τό χωρίον».
200
Στο διήγηµα « Χωρίς στεφάνι».
41
201
Στο διήγηµα «Μία Ψυχή».
202
Στο διήγηµα «Χρήστος Μηλιόνης».
203
Στο διήγηµα «Ἡ Σταχοµαζώχτρα».
204
Στο διήγηµα «Ἡ Μαυροµαντηλού».
205
Στο διήγηµα «Παιδική Πασχαλιά».
206
Στο διήγηµα «Ἡ θητεία τῆς πενθεράς».
207
Στο διήγηµα «Ὁ Γάµος τοῦ Καραχµέτη».
208
Βλ. το διήγηµα «Λαµπριάτικος Ψάλτης», Τ. Γ’, σ.515, στ. 5.
209
Βλ. ό.π. σ.138- 139 και σ.204. Όπως θα δούµε και στο κυρίως µέρος της εργασίας µας, δεν
απουσιάζει η θετική εικόνα του πατέρα που κορυφώνεται στους «Φιλόστοργους», όπου ο καλός
πατέρας προβάλλεται περισσότερο σε σχέση µε την εξίσου καλή µητέρα.
210
Σε αυτό ο γιος ξεφεύγει από την επίβλεψη του πατέρα που αδυνατεί στη συνέχεια ακόµη και να τον
µαλώσει χαρακτηρίζοντάς τον µόνο «σκληροτράχηλο». Για τον G.Saunier ο πατέρας αυτός επιβεβαιώνει
το παπαδιαµαντικό µύθο του αδύναµου, του ανύπαρκτου ουσιαστικά, πατέρα.
211
Ως παράδειγµα αναφέρει τον Πλήθωνα («Ἡ Γυφτοπούλα») και το Νικόλα Κουµενή («Στοιχειωµένη
κάµαρα») που δεν καταφέρνουν να πνίξουν τη θετή ο ένας και την πραγµατική του κόρη ο άλλος.
212
Ως παράδειγµα «ανύπαρκτου πατέρα» αναφέρει την περίπτωση του απόντα πατέρα στο διήγηµα
«Ἡ φωνή τοῦ ∆ράκου», ένα διήγηµα που θεωρεί άλλωστε (µαζί µε τη «Γυφτοπούλα») ως
αντιπροσωπευτικό µια άλλης όψης του «οικογενειακού µύθου», του «µύθου της νοθείας ή της
ετερότητας», βλ. σχετικά σ. 108, σ.115- 117 και σ.207- 208.
42
κατά κάποιο τρόπο, σύµφωνα µε τον Saunier, και τη µετέπειτα αποτυχία των
ερωτικών ιστοριών των παπαδιαµαντικών ηρώων213.
Θεωρούµε ότι οι απόψεις του Saunier είναι αποτέλεσµα της επίµονης
εφαρµογής της φροϋδικής ψυχαναλυτικής µεθόδου στα παπαδιαµαντικά
κείµενα214 και της άγνοιας ή επιφανειακής µόνο γνώσης της πατερικής
παραδόσεως και του ορθόδοξου ήθους που διατρέχει απ’ αρχής µέχρι τέλους
το έργο του Σκιαθίτη215. Με άλλα λόγια, ο Saunier επιζητεί να ανακαλύψει στη
λογοτεχνία του Παπαδιαµάντη στοιχεία που είναι εντελώς έξω από το
λογοτεχνικό και τον πνευµατικό του ορίζοντα 216. Μόνιµη µέριµνά του είναι η
αναζήτηση του κακού, του «εωσφορικού» στοιχείου στο παπαδιαµαντικό
έργο. Ωστόσο, χάρη στις µελέτες του, έχει δοθεί η ευκαιρία σε άλλους
µελετητές, όπως ο B.Πανταζής217, να ανασκευάσουν τις ερµηνείες του
αναδεικνύοντας τους «κρυµµένους µαργαρίτας» αντί της «εωσφορικής
αβύσσου»218 εντός του παπαδιαµαντικού λογοτεχνικού πελάγους.
213
Βλ. ό.π. σ. 280- 281.
214
Κορύφωση αυτής της ψυχαναλυτικής µεθόδου αποτελεί η «ψυχανάλυση» του καλόγερου Σαµουήλ
στις σ. 320-335.
215
Τολµούµε να πούµε ότι το παπαδιαµαντικό λογοτεχνικό έργο και η ορθόδοξη πατερική παράδοση
αποτελούν ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο.
216
Όπως γράφει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος: «Τυπικό γνώρισµα όλων των παπαδιαµαντικών
µελετηµάτων του G. Saunier είναι η αποµόνωση λέξεων και φράσεων και η ερµηνεία τους ερήµην των
συµφραζοµένων», «Συγκολλώντας το κρανίο του Πιλντάουν» στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος
Παπαδιαµάντης: Συναγωγή κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2003, σ.145.
Προκειµένου δηλαδή να ταιριάζουν µε τους προσωπικούς µύθους του Παπαδιαµάντη, όπως τους έχει
εντοπίσει και διαµορφώσει, αποκτούν και την αντίστοιχη σηµασία.
217
Βλ. τη σύντοµη αλλά εξαιρετική µελέτη του «Στην Αγί’ Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!»
Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 3, εκδόσεις ∆όµος, Άνοιξη 1995, σ. 53-61. Σε αυτή, µεταξύ άλλων,
φανερώνει τη σύνδεση ανάµεσα στο παπαδιαµαντικό κείµενο και την Ακολουθία της Αγίας Αναστασίας
και του Τριωδίου, βλ. σ. 57. Επίσης, ενδιαφέρον έχουν και οι αντίστοιχες µελέτες του Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου «Συγκολλώντας το κρανίο του Πιλντάουν » ό.π. και « Ανεµόσκαλα µεταξωτή»,
Παπαδιαµαντικα Τετράδια, Τ.9, Πρωτοχρονιά 2010, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, σ.30-40.
218
Βλ. ό.π. σ.301.
219
Στο περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, Οκτώβριος- ∆εκέµβριος 2011, σ. 151- 167 και στα Πρακτικά Γ’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Τόµος Α’( Σκιάθος: 29/9- 2/10/2011), ∆όµος, Αθήνα,
2012, σ. 421-438.
220
Ό.π. σ. 152.
43
εκείσε. Και πώς ἐν συνέχειᾳ ψηλώνουν τον νουν»221. Πρόκειται για ένα θέµα
που έχει απασχολήσει εις βάθος τους νηπτικούς Πατέρες και αναπτύσσεται
συχνά στα κείµενά τους. σε αυτά προβάλλεται παράλληλα ο δυναµικός
αγώνας κατά των πονηρών λογισµών µέσω της πνευµατικής µεθόδου της
νήψεως.
Παρά το γεγονός ότι «οι αυτούσιες χρήσεις» και «οι ρητές επικλήσεις
φιλοκαλικού υλικού» στο κείµενο της «Φόνισσας» είναι ελάχιστες και
µεταποιηµένες, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν µέσα σε αυτό
αναµένοντας να «ανακαλυφθούν». Αυτό επιδιώκει να κάνει ο Λ. Σιάσος.
Αφού αναφέρει τον ορισµό και περιγράψει εν συντοµία τη µέθοδο της
νήψεως222 που προστατεύει τον άνθρωπο από τις επιθέσεις του πονηρού (οι
οποίες ακολουθούν επίσης συγκεκριµένα στάδια δράσης223), αναλύει τον
καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν οι «ἔξωθεν»224 ερχόµενοι λογισµοί και οι
αναµνήσεις της Φραγκογιαννούς στη µετέπειτα εγκληµατική δραστηριότητά
της. Μέσω αυτών των πονηρών λογισµών ο νους της πτωχής γραίας
αιχµαλωτίσθηκε και «ψήλωσε» µε τα γνωστά δεινά επακόλουθα.
Η εισαγωγική αυτή αναφορά στη δράση των «ἔξωθεν» λογισµών και
την αντίστοιχη αντιµετώπισή τους δια της νηπτικής µεθόδου αποτελεί στη
συνέχεια τη βάση για να εντοπίσει ως «κρυµµένον θησαυρόν» συγκεκριµένες
χρήσεις φιλοκαλικού υλικού που υποβόσκουν στο κείµενο της «Φόνισσας».
Πρώτη από αυτές η «κοιµώµενη ρίζα, η αφετηρία των παθών»225 που δεν
είναι άλλη από την α ν ε ξ ο µ ο λ ό γ η τ η πρώτη µεγάλη αµαρτία της
Χαδούλας λίγο πριν το γάµο της: τα χρήµατα που έκλεψε από τα επίσης
κλεµµένα χρήµατα της µητέρας της. Το κρυφό αυτό αµάρτηµα συνοδεύτηκε
έπειτα από ένα άλλο, εξίσου κρυφό, αµάρτηµα που ήταν η «επιτυχής»
έκτρωση που έκανε στο έµβρυο της Μαρουσώς. Η δεύτερη, θετική αυτή τη
φορά χρήση, είναι η, έστω προσωρινή, πνευµατική ανάπαυση που βρίσκει η
Χαδούλα, όταν θυµάται και λέει στις δύσκολες στιγµές τη µονολόγιστη ευχή. Η
τρίτη συνδέει το «ψήλωµα του νου» της Χαδούλας µε την αντίστοιχη νηπτική
εκδοχή για τον µετεωρισµό του νοός226. Σύµφωνα µε τον Λ. Σιάσο, ο
Παπαδιαµάντης µεταπλάθει τη διδασκαλία αυτή των νηπτικών Πατέρων
συνδυάζοντάς την αρµονικά µε την αντίστοιχη λαϊκή έκφραση. Η δεινή
ικανότητα της Φραγκογιαννούς να βρίσκει λύση σε όλα υπέκρυπτε µια ισχυρή
δόση κενοδοξίας µέσα της. Έχοντας αυτήν ως «πρώτη ύλη», οι δαιµονικοί
221
Ό.π., σ. 153
222
Ως οδηγό χρησιµοποιεί τη σχετική διδασκαλία του πατρός Ησυχίου του Πρεσβυτέρου στο έργο του
«Πρὸς Θεόδουλον. Λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης . Ἀρχὴ
φωτισµοῦ ψυχῆς καὶ ἀληθὴς ὑποθήκη. Τὰ λεγόµενα ἀντιρρητικὰ καὶ εὐκτικὰ», Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν, Τ. Α’, σ.141 κ.ε.
223
Πρόκειται για τα τέσσερα στάδια του πειρασµού που αναφέρει ο πατέρας Ησύχιος και πολλοί άλλοι
νηπτικοί Πατέρες και τα οποία θα αναπτύξουµε διεξοδικά στην ενότητα 3 του 1ου κεφαλαίου της
εργασίας µας.
224
Όπου «ἔξωθεν» υπονοείται ο Εωσφόρος.
225
Ό.π. σ. 158.
226
Ως παράδειγµα της σχετικής νηπτικής διδασκαλίας ο Λ.Σιάσος αναφέρει ένα απόσπασµα από το
κείµενο του πατρός Ησυχίου του Πρεσβύτερου «Πρὸς Θεόδουλον…», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ. 144-145.
44
λογισµοί εισέβαλλαν στο νου της, τον εξήραν στα ανώτερα ζητήµατα της
ζωής και του θανάτου και τον οδήγησαν στους φόνιους πια λογισµούς του,
φθάνοντας την πτωχή γραία στο σηµείο να θεωρεί τον εαυτό της συνεργάτη
του Θεού και των αγγέλων. Με άλλα λόγια, συσκότισαν εντελώς το νου της
κάνοντάς τον να βλέπει το σκοτάδι ως φως.
Η χρονίζουσα κενοδοξία της αποτέλεσε τη βάση και για την
εξελισσόµενη πνευµατική αναισθησία της που φωτίζεται και ερµηνεύεται εις
βάθος από τη σχετική διδασκαλία του Ευαγρίου του Ποντικού227.
Η τελευταία κρυµµένη χρήση της φιλοκαλικής διδασκαλίας στο κείµενο
της «Φόνισσας» που, σύµφωνα µε τον Λ.Σιάσο, αποτελεί και ερµηνευτικό
κλειδί για την κατανόησή του, είναι το χάρισµα της διακρίσεως των λογισµών
που προβάλλεται ως λύση στη φοβερή πνευµατική σύγχυση και στον
εσωτερικό δισταγµό της Χαδούλας να εξοµολογηθεί, στοιχεία που αποτελούν
τροχοπέδη για τη σωτηρία της. Αυτό λοιπόν που η ίδια αδυνατεί να κάνει,
επιθυµεί διακαώς να βρει κάποιον άλλον να το αναλάβει στη θέση της. και
αυτός δεν είναι άλλος από τον προορατικό γέροντα Ακάκιο που είχε το
πνευµατικό χάρισµα της διακρίσεως των λογισµών, µιας από τις υψηλότερες
αρετές που αναφέρονται στα νηπτικά κείµενα, ώστε να φέρει στο φως τα
κρυφά «πάθια» της πεπτωκυίας γραίας.
Οι διαπιστώσεις αυτές τον οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο
Παπαδιαµάντης αναπλάθει το υλικό που προσλαµβάνει από τους νηπτικούς
Πατέρες (κάτι που κάνει και µε το υλικό που χρησιµοποιεί από άλλες πηγές)
δηµιουργώντας κάτι καινούριο. Στην περίπτωση της «Φόνισσας» κατορθώνει
να αναγάγει τη νηπτική διδασκαλία για τους ατοµικούς πειρασµούς και
λογισµούς σε «συλλογικές προλήψεις, κοινωνικές ιδεοληψίες» και «γενικούς-
διαδεδοµένους- πειρασµικούς- λογισµούς» που αφορούν την κακή µοίρα των
γυναικών, τις δυσκολίες της αποκατάστασής τους και τη µισητή από τις
οικογένειές τους προίκα. Αυτοί, άλλωστε, οι συλλογικοί- πειρασµικοί λογισµοί
οδήγησαν στην πραγµατικότητα πολλές γυναίκες σαν τη Φραγκογιαννού να
δολοφονήσουν τα νεογέννητα κοριτσάκια ή τις εγγονούλες τους228. Σε ένα
δεύτερο επίπεδο κατορθώνει, µέσω της διδασκαλίας αυτής των νηπτικών για
τους πειρασµούς, να ερµηνεύσει τη «διαχρονική γένεση» ή «ακριβέστερα,
‘’αναγέννηση’’ του κακού». όταν δηλαδή οι «συλλογικές» πειρασµικές
ιδεοληψίες «χρονίσουν», έχουν φονικές συνέπειες τις οποίες βιώνουν όλες οι
σηµερινές, σύγχρονες κοινωνίες229.
Όπως έχει καταστεί εµφανές, η συγκεκριµένη µελέτη του Λ. Σιάσου
αποτελεί πολύτιµο βοήθηµα για το δικό µας εγχείρηµα. Αν και δεν άπτεται του
θέµατος του έρωτα και της αγάπης στη «Φόνισσα», ωστόσο εφαρµόζει την
227
«Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ. 49-50.
228
Βλ. και Γ. Βαλέτα, Α. Παπαδιαµάντης: η ζωή - το έργο- η εποχή του, εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ. 608,
όπου δίνονται αναλυτικές πληροφορίες για το ξεσηκωµό των Σκοπελιτών το 1836 προκειµένου να
καταργηθεί ο θεσµός της προίκας που οδηγούσε σε µυστικές βρεφοκτονίες των θηλυκών νεογνών.
229
Βλ. ό.π. σ.165-166.Η ιστορία βρίθει παραδειγµάτων ανά τον κόσµο όπου επικρατεί η βία, ο
ρατσισµός, οι κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις και ο αποκλεισµός λόγω της επικράτησης αυτών των
συλλογικών ιδεοληψιών.
45
ίδια µέθοδο αξιοποίησης των φιλοκαλικών πηγών για την ερµηνεία και
κατανόηση του παπαδιαµαντικού έργου που προσπαθούµε- κατά το µέτρο
του δυνατού- να εφαρµόσουµε και εµείς στο κυρίως µέρος της παρούσης
εργασίας.
Τέλος, µια µελέτη που προσέγγισε έως ένα βαθµό αυτό που
επιδιώκουµε και εµείς και αποτελεί επίσης εξαιρετικό εργαλείο για την έρευνά
µας είναι αναµφίβολα η µελέτη του Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλου «∆αιµόνιο
µεσηµβρινό ή το σταυροκόπηµα στην πύλη του Άδη»230. Όπως η
προηγούµενη έτσι και αυτή η µελέτη επικεντρώνεται σε ένα, αλλά
κεφαλαιώδες για το θέµα µας διήγηµα, το «Ἔρως- Ἥρως».
Ήδη από την πρώτη σελίδα ο Τριανταφυλλόπουλος επισηµαίνει την
ουσία του διηγήµατος: πρόκειται για την «εξιστόρηση µιας µάχης µε το
δαίµονα»231. Το ερωτικό δηλαδή πάθος του Γιωργή αποτέλεσε το έναυσµα για
τον πονηρό έτσι ώστε να τον θέσει σε δεινό πειρασµό, έναν πειρασµό που
παρ’ ολίγον θα εξελισσόταν σε «φόνιο»232. Ξεκινώντας στη συνέχεια από το
προηγούµενο βράδυ, το βράδυ του γάµου της Αρχόντως, περιγράφει την
«κυµατοειδή» και ολοένα εντεινόµενη επίθεση του πονηρού που κορυφώνεται
το επόµενο πρωί, όταν ο νέος βρίσκεται στην τραγική θέση να µεταφέρει την
αγαπηµένη του µαζί µε το σύζυγο και τη µητέρα της στο νέο τόπο κατοικίας
της. Αν και δεν αναφέρει ο εν λόγω µελετητής κάποιο νηπτικό πατερικό
κείµενο που να φωτίζει το κείµενο, προχωρεί, ωστόσο, σε δύο καίριες
διαπιστώσεις: επισηµαίνει α) το µεθοδικό τρόπο, τη «µεθοδεία», µε την οποία
ενεργεί ο αντίµαχος στην προκειµένη περίπτωση και β) την πνευµατική
καταγωγή του διηγήµατος, που δεν είναι άλλη από «τα Συναξάρια και τα
ασκητικά έργα»233. Σκοπός του πονηρού είναι να άρει τη λογική του Γιωργή,
να σταµατήσει εντελώς ο νους του να άρχει της επιθυµίας του 234, κάτι που
φαίνεται από την προς στιγµήν - αλλά απόλυτα πραγµατική- επιθυµία του να
τους σκοτώσει όλους, ακόµη και την αγαπηµένη του.
Στη συνέχεια, αναλύοντας το κορυφαίο απόσπασµα του έργου235,
όπου ο Γιωργής ζει στο ξυπνητό όνειρό του τη δαιµονική φαντασίωση του
ψευδοπαραδείσου µαζί µε την αγαπηµένη του, εντοπίζει µια από τις πιο
τροµακτικές δοκιµασίες του πονηρού που τονίζουν συχνά στα κείµενά τους οι
νηπτικοί Πατέρες. την παρουσίαση από τον πονηρό του σκότους ως φωτός,
230
Βλ. την οµώνυµη συλλογή κειµένων του κ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα,
1978, σ. 79-93.
231
Ό.π. σ. 79.
232
Πράγµατι, ο πειρασµός του Γιωργή παρ’ ολίγον να καταστεί διπλά φονικός, αφού εξαιτίας του θα
έχαναν τόσοι άνθρωποι τη ζωή τους και ο Γιωργής την ψυχή του.
233
Ό.π., σ. 81.
234
Όπως επισηµαίνουν οι Πατέρες η σωστή και υγιής σχέση των τριών δυνάµεων της ψυχής είναι όταν
το λογιστικό (ο νους) άρχει και κατευθύνει το παθητικό (το θυµικό και το επιθυµητικό) µέρος της ψυχής
βλ. Κεσελόπουλου Α., Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, σ.60 και Γ.
Μαντζαρίδη « Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
235
Πρόκειται για το απόσπασµα « Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα...(…)νὰ σκεπασθῇς», Τ.Γ’,
σ. 181, στ.15-31 και σ.182, στ. 1-3.
46
236
Ό.π., σ. 86.
237
Βλ. Ἠσυχίου Πρεσβύτερου, «Πρὸς Θεόδουλον», σ. 148, µς’.
238
Ό.π., σ. 89.
239
Ό.π., σ. 90.
240
Ό.π., σ.91.
241
Ωστόσο, ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος δεν προχωρά σε παράθεση σχετικών φιλοκαλικών
αποσπασµάτων.
242
Τ.Γ’, σ.182, στ.21-22.
243
Όπως γράφει, για παράδειγµα, ο Άγιος Συµεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Οἱ ἐν τῷ κόσµῳ δέ,
ὡς σφραγῖδα ταύτην (ἐνν. τὴν νοερὰ προσευχή) ἑαυτῶν καὶ σηµεῖον τῆς πίστεως καὶ φυλακὴν καὶ
ἁγιασµὸν καὶ πειρασµοῦ παντὸς διωκτήριον, κατὰ δύναµιν ἐνεργείτωσαν», « Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ θεοποιοῦ
προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.Ε’, κεφ. σνζ’,σ.62. Την πολύτιµη βοήθεια που παρέχει στον πιστό η νοερά
προσευχή επισηµαίνει και ο άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Κρεῖττον γὰρ βοήθηµα, πάρεξ Ἰησοῦ, οὒχ
εὐρήσεις ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ σου (…) ἐν οὐδενί ἄλλῳ τρόπῳ δυνατὸν αὐτοὺς ( ἔνν. τούς ἀσώµατους καὶ
ἀοράτους ἐχθροὺς) νικῆσαι, ἃλλ΄ἢ δι’ ἀενάου νοός νήψεως καὶ ἐπικλήσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ…», «Πρὸς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ. 147, Νο. λθ’ και σ.148, Νο.µβ’.
47
Κεφάλαιο Α΄
6
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’,σ.183, Νο.
πζ’ και σ.184, Νο.πθ’. Η έκδοση της Φιλοκαλίας που χρησιµοποιείται στην παρούσα εργασία είναι η
Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, εκδόσεις «Αστήρ», Τ. Α’ - Ε’, Αθήνα, 1957, 1958 , 1960, 1961, και
1963 αντίστοιχα.
7
«Ο έρωτας σηµαίνει πίστη, εµπιστοσύνη, αυτοπαράδοση» , Χ. Γιανναρά,ό.π., σ.158.
8
Για τον θείο έρωτα προς τον άνθρωπο βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων
ἐκατοντὰς ἑβδόµη», ό.π., σ. 183- 184. Επίσης για τη θέση του έρωτα στην ορθόδοξη παράδοση βλ. Α.
Μητρούλη, « Ο έρωτας της αγάπης: συνοπτική θεώρηση του πλατωνικού έρωτα και της χριστιανικής
αγάπης», Πτολεµαΐδα, 2010, σ. 44- 56.
9
«Ἔρως- ἥρως», Τ.Γ’, σ.182, στ.22.
10
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη» , Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100,
Νο.νη’.
11
Ο όρος προέρχεται από τον Άγιο Μάξιµο τον Οµολογητή, που τον αποδίδει στον ίδιο το Θεό, βλ.
«Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς ἑβδόµη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 183, Νο.πζ’.
12
Α’ Κορ, 13, 4-7.
13
Όπως γράφει ο π. Φ. Φάρος, είτε µιλήσουµε για έρωτα είτε για αγάπη «πρόκειται για την ίδια
διαδικασία, για την κίνηση του ανθρώπου προς τον άλλο και τα διαφορετικά ονόµατα περιγράφουν µόνο
διαφορετικά στάδια και επίπεδα. Το ένα στάδιο ούτε υποκαθιστά ούτε αποκλείει το άλλο και αν το
πρώτο στάδιο µπορεί να γίνη γέφυρα για το δεύτερο, το δεύτερο στάδιο αποτελεί τη δικαίωση του
πρώτου», Ἔρωτος φύσις,εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, σ.208.
14
Αυτή την ενοποιητική δύναµη του έρωτα τονίζει και ο ορισµός του από τον άγιο Ιερόθεο, όπως τον
παραθέτει ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «Τὸν ἔρωτα, εἴτε θεῖον , εἴτε ἀγγελικὸν , εἴτε νοερόν, εἴτε
.
ψυχικόν, εἴτε φυσικὸν εἴποιµεν, ἐνωτικήν τινα καὶ συγκρατικὴν ἐννοήσωµεν δύναµιν τὰ µὲν ὑπέρτερα
. .
κινοῦσα ἐπὶ πρόνοιαν τῶν καταδεεστέρων τὰ δὲ ὁµόστοιχα πάλιν εἰς κοινωνικὴν ἀλληλουχίαν καὶ ἐπ’
ἐσχάτων τὰ ὑφειµένα πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων καὶ ὑπερκειµένων ἐπιστροφὴν», «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων ἐκατοντάς εβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.184, Νο. Ϟ’. Βλ. επίσης ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί
θείων ὀνοµάτων 4, 12, PG3, 709C και Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη, 2003, σ.363-364.
53
15
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελῆς και θαυµάσιος», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.233, στ.24-31.
54
1. Ανεκπλήρωτος έρωτας
1.1.Καταδικασµένος έρωτας
16
Σύµφωνα µε την Ε. Κωνσταντινίδου ο τρόπος µε τον οποίο παρουσιάζει τον ανεκπλήρωτο έρωτα τον
συνδέει µε τους Ευρωπαίους ροµαντικούς.Στις ερωτικές ιστορίες της ροµαντικής εποχής διακρίνεται µια
λεπτοµερής περιγραφή της αγωνίας και της εσωτερικής αναταραχής του ερωτευµένου, ενώ ο έρωτας
παρουσιάζεται συχνά ως ανέφικτος ή ανεκπλήρωτος. « Η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού»,
Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 1996 σ. 393-394. Θεωρούµε ότι εκ
πρώτης όψεως το έργο του Α. Παπαδιαµάντη διαθέτει πράγµατι αρκετά κοινά στοιχεία µε τους
ροµαντικούς συγγραφείς της εποχής του. Ωστόσο, δεν παραµένει στην επιφάνεια ενός ροµαντικού κάθε
φορά ειδυλλίου τονίζοντας στον έρωτα των ηρώων του το πνευµατικό, θυσιαστικό στοιχείο που διακρίνει
τον έρωτα στην ορθόδοξη παράδοση.
17
Βλ.π.χ. «Ἔρως- Ἣρως», Τ.Γ’, «Τά µαύρα κούτσουρα», Τ.∆’, Α. Παπαδιαµάντη: Άπαντα , Κριτική
έκδοση, επιµέλεια Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα 1984 (για τον Τ.Γ’) και 1985 ( για
τον Τ.∆’). Στο εξής όλες οι παραποµπές θα προέρχονται από την πεντάτοµη αυτή έκδοση.
18
Βλ.π.χ. «Ἡ Νοσταλγὸς», Τ.Γ’.
19
Βλ. π.χ. «Ὁλόγυρα στὴ λίµνη», Τ.Β’.
20
Βλ. π.χ. «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια»,Τ.Γ’.
21
Βλ. π.χ. «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια»,Τ.Γ’.
22
Βλ. π.χ. «Τα ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’.
23
Βλ. π.χ. «Ἔρως- ἥρως»,Τ.Γ’, «Γιά τὴν ὑπερηφάνια», Τ.Γ’.
24
Βλ. π.χ. «Ὁ σηµαδιακός», Τ.Β’.
25
Βλ. π.χ. «Ἀπόλαυσις στὴ γειτονιά»,Τ.Γ’.
26
Βλ. «Τὰ ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’, σ. 223- 224 και σ. 288-289.
27
Τ.Α’, σ.8, 19-28.
55
28
Τ.Α’, σ.30, στ.3-18.
29
«Περὶ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας», Φιλοκαλία Τ.Β’ ,σ.205. Νο.γ’. Η έκδοση
της Φιλοκαλίας που χρησιµοποιείται στην παρούσα εργασία είναι η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών,
εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα, 1976.
30
Τ.Α’, σ.81, στ.29-31.
31
Η Μαρίνα, που το όνοµά της σηµαίνει «θαλασσινή» (βλ. Π.∆. Μαστροδηµήτρη, «Περιγραφική
ανάπλαση και δηµιουργική φαντασία», στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή
κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2003, επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκη και Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου, σ.73) συνδέεται στενά µε τη θάλασσα. Στην αρχή του µυθιστορήµατος η
θάλασσα στέκεται σωτήρια και µε πραγµατική και µε ειρωνική σηµασία: πραγµατική, γιατί την
.
αποµακρύνει από την εστία του θανάτου που είναι η Μασσαλία ειρωνική γιατί, ενώ τη σώζει,
ταυτόχρονα τη µεταφέρει στον δικό της τόπο θανάτου που είναι η Σµύρνη. Έτσι το «σωτήριο» ταξίδι
αποκτά αρνητική χροιά. Αρνητικά δρα η θάλασσα και αργότερα όµως, γιατί παίρνει µακριά της τον
αγαπηµένο αλλά προσωρινά «αλλόφρονα» Ζέννο, που την εγκαταλείπει για να ερευνήσει το δήθεν
σκοτεινό παρελθόν της στη Μασσαλία. Ακόµη, το όνειρο που είδε η Μαρίνα µε την τρικυµισµένη
θάλασσα που καταστρέφει το πλοίο του Ζέννου (Τ.Α’, σ.76, στ.9-28) προµηνύει το κακό τέλος του
έρωτά τους. Έτσι, ο διττός ρόλος της θάλασσας αποβαίνει καθοριστικός για τη ζωή και τον έρωτα της
Μαρίνας.
32
Ο Β. Αθανασόπουλος γράφει σχετικά: «Βλέπουµε λοιπόν, πως και τώρα - µετά ενάµισυ χρόνο- που η
Μαρίνα έχει ξεπεράσει την οδύνη του θανάτου των γονιών της , δεν είναι ο έρωτας που την κάνει να
σκέφτεται το Ζέννο, αλλά ένα συναίσθηµα που δεν είναι ερωτικό. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, πως ο
συγγραφέας επιµένει να κρατά την ηρωίδα του µακριά από ερωτικά σκιρτίµατα και επιθυµίες, κάνοντας
έτσι σαφή την αντίληψη του πως σε µια εικόνα της καλής γυναίκας δεν είναι δυνατό να συµπεριληφθεί
κάποια ερωτική τάση της», «’’Παπαδιαµάντης - Ήρως’’ ,Ένας κοσµοκαλόγερος υπό τον έλεγχο της
φεµινιστικής κριτικής» στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996. σ.338. Εµείς θα συµπληρώναµε ότι πρόκειται για
έναν άνθρωπο που κρατάει - λόγω χαρακτήρα και λόγω των δύσκολων περιστάσεων της ζωής της-
αποστάσεις από τη σαρκική πλευρά του έρωτα.
56
τοῦτον, τὸν σωτήρα της, ἐγέννησε τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα. Στιγµὴν τινὰ
ἐσχάτης ἀπελπισίας, ἡ Μαρίνα εἶχε παραρρίψει εἰς τὴν ὁδὸν τὴν τιµὴν καὶ τὴν
ζωήν της. Ἀµφότερα ταῦτα µετὰ τὸν πλοίαρχον τὰ ἔσωσεν ὁ Ζέννος. Ὅθεν τὰ
ὤφειλε πρὸς αὐτὸν καὶ ἦτο πρόθυµος νὰ τὰ ἀποδώση»33. Ο έρωτας,
εποµένως, της Μαρίνας παρουσιάζεται ως αποτέλεσµα µιας βαθιάς εκτίµησης
και ευγνωµοσύνης και δεν φαίνεται να οφείλεται σε σαρκική έλξη, παρά την
ωραία εξωτερική εµφάνιση του Ζέννου. Για αυτόν το λόγο αναδεικνύεται στη
συνέχεια τόσο σταθερός και συνάµα τόσο δυνατός. Όνειρο της Μαρίνας είναι
«νὰ ζήση ἐν εὐσεβεῖ γαλήνη παρὰ τὴν ἑστίαν συζυγικῆς καὶ µητρικῆς
ἀφοσιώσεως»34. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης εκφράζει την άποψη ότι ο
Θεός θέλει να της χαρίσει µια τέτοια ευτυχία35.
Κορύφωση του αγνού και παρθενικού αυτού έρωτα στέκεται το βράδυ
του αρραβώνα κατά το οποίο οι δύο νέοι ψάλλουν ένα ιδιόµορφο ερωτικό
άσµα. Σε αυτό, το «ἐρώµενον» πρόσωπο προσδοκάται όπως η «χρυσή
ανατολή» που φωτίζει τη ζωή του ερωτευµένου. Επίσης, παρουσιάζεται ως
αδελφή ψυχή του 36 για την οποία αξίζει να απαρνηθεί κάθε κοσµική χαρά,
ενώ η επίκληση του αγαπηµένου συνδέεται άµεσα µε την γεµάτη θέρµη
προσευχή του αµαρτωλού προς το Χριστό. Τα δάκρυα της χαράς των
ερωτευµένων ταυτίζονται κατά κάποιο τρόπο µε τα δάκρυα µετανοίας, τα
οποία αποκαθιστούν την αγαπητική σχέση Θεού και ανθρώπου37. Κάθε
στροφή του άσµατος λοιπόν µπορεί να ερµηνευθεί αλληγορικά ως ένα βήµα
από τον ανθρώπινο, πεπερασµένο έρωτα προς τον Θείο και αιώνιο38. Ο
έρωτας των δύο νέων µιµείται το Θείο έρωτα «οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς
ἐραστᾶς, ἀλλὰ τῶν ἐρωµένων»39.
Από εκείνο όµως το βράδυ αρχίζει η αντίστροφη µέτρηση λόγω της
επέµβασης της προσωποποίησης του κακού, της κυρίας Μαρκώνη. Ενώ η
Μαρίνα ερωτεύεται ολοένα περισσότερο τον Ζέννο εκδηλώνοντας απέναντί
του µια αφοσίωση που καταλήγει στην αυτοθυσία, εκείνος, στηριζόµενος στις
συκοφαντίες της κυρίας Μαρκώνη και αγνοώντας την έγκαιρη προειδοποίηση
του Κώτσου για τα σχέδια της κυρίας Ρίζου, οδηγείται σε µια αντίστοιχη µε
αυτήν της Μαρίνας «αναζύµωση» των γεγονότων, αλλά προς την αντίθετη
33
Τ.Α’, σ.60, στ.25-35.
34
Τ.Α’, σ.75, στ.21-22.
35
«Καὶ ὁ Θεὸς ἐφαίνετο νεύων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἴνα δωρηθῆ πρὸς αὐτὴν ἡ τοιαύτη εὐτυχία», Τ.Α’, σ.75,
στ.22-23.
36
Ο Ν.∆. Τριανταφυλόπουλος, αναλύοντας την τρυφερή αυτή φράση, θεωρεί ότι φανερώνει την
απόλυτη ψυχική ταύτιση των δύο αγαπηµένων. βλ. Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή
κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2003, επιµέλεια: Σ. Ζουµπουλάκη και Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου, σ.146 -147. Πράγµατι, όταν το ερωτικό σκίρτηµα αρχίζει να εξελίσσεται σε βαθύ
έρωτα και αγάπη, το ζευγάρι διαπιστώνει την πνευµατική πλέον συγγένεια που το συνδέει. Άλλωστε, η
πνευµατική συγγένεια µεταξύ όλων των ανθρώπων αποτελεί µια από τις βασικές διδασκαλίες του
χριστιανισµού.
37
Τ.Α’, σ.79, στ.23-34 και σ.80, στ.1-6 .
38 .
Στροφή α’: µετάβαση από το σκοτάδι στο φως στροφή β’: µετάβαση από την ασθένεια στην σωµατική
.
και ψυχική ανάρρωση στροφή γ’: µετάβαση από την αµαρτία στη µετάνοια και την προσέγγιση του
Χριστού.
39
∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως παρατίθεται στη «Ζ΄ ἐκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων» του
Μαξίµου του Οµολογητού, Φιλοκαλία, Τ.Β’ , σ.183, Νο.πε’.
57
κατεύθυνση: της σταδιακής αποδόµησης του βαθέως έως τότε έρωτά του40.
Ως αποτέλεσµα αυτού την εγκαταλείπει και επιστρέφει στη Μασσαλία για να
ερευνήσει το δήθεν σκοτεινό παρελθόν της41.
Η φοβερή θλίψη της Μαρίνας επιφέρει µια νέα, µη αναστρέψιµη
επιδείνωση της υγείας της. Παρά τη δυστυχία της δεν παραλείπει να
προσευχηθεί «ὑπὲρ ἐκείνου, ὅστις τὴν ἐγκατέλειπεν»42, ενεργώντας έτσι ως
φορέας του γνήσιου ορθόδοξου φρονήµατος. Καθώς όµως η νεαρή γυναίκα
εξαϋλώνεται σωµατικά, αρχίζει και ανακαλύπτει έναν άλλο έρωτα, το γνήσιο
και αληθινό έρωτα που οφείλει να έχει η ψυχή κάθε ανθρώπου απέναντι στο
∆ηµιουργό του. Η Μαρίνα πλέον «ἔπλεεν ἐν τῷ πελάγει τοῦ µέλλοντος. Ἐπέτα
ἐπὶ πτερύγων καὶ ἐπὶ νεφῶν. Καθὼς ἐκ τῆς δυσµόρφου κάµπης γεννᾶται ἡ
περικαλλὴς ψυχή, οὕτως ἐκ τοῦ θνητοῦ σκήνους ἀφίπταται τὸ πνεῦµα . οὕτω
καὶ ἐκ τοῦ προσκαίρου καὶ φθαρτοῦ ἔρωτος παράγεται ὁ θεῖος καὶ οὐράνιος
ἔρως. Ἵστατο µεταξὺ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ ἀπήλαυε τὸ λυκαυγὲς τῆς
αἰωνιότητος» 43. Οι δυσκολίες που πέρασε στη ζωή της και η παρθενία της
καθιστούν τη ψυχή της «άµωµο» και άξια να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού.
Ο ανθρώπινος έρωτας- ένας έρωτας όµως εξαρχής αγνός και θυσιαστικός44-
σε συνδυασµό µε τη σωµατική ασθένεια έγιναν η βάση για να γευθεί ήδη από
αυτή τη ζωή τον ασύγκριτα ανώτερο Θείο Έρωτα. Σιγά σιγά χάνει πλήρως το
ενδιαφέρον της για τα εγκόσµια πράγµατα και αφιερώνεται σε µια συνεχή
40
Βλ. Β. Αθανασόπουλου, ό.π. σ.345: «Ακόµη και τη λύπη της για το θάνατο των γονιών της , που
έδειχνε κατά το ταξίδι από τη Μασσαλία στη Σµύρνη, τη θεωρεί τώρα ως λύπη για τον αποχωρισµό της
από το Γάλλο εραστή της». Αναλυτικά για την «αναζύµωση» των γεγονότων από τον Ζέννο -υπό τη
σκιά του υποτιθέµενου εραστή της Μαρίνας- βλ. Τ.Α’, σ.102, στ.18-35.
41
Η οµολογουµένως υπερβολική αυτή ευπιστία του Ζέννου βρίσκει ένα στήριγµα στα λόγια του πατέρα
του στην αρχή του µυθιστορήµατος. Ο αγαθός καπετάνιος, µη γνωρίζοντας ακόµη τον χαρακτήρα και το
ήθος της Μαρίνας και θέλοντας από πατρικό και µόνο ενδιαφέρον να προετοιµάσει το παιδί του για όλα
τα ενδεχόµενα το συµβουλεύει, ώστε να µην απογοητευθεί σε περίπτωση µη ανταπόκρισης της νέας
στα αισθήµατά του: « …νοµίζεις ὅτι αἱ νέαι ὄσαι ἀνετράφησαν εἰς τὴν Εὐρώπην, λαµβάνουν ὑπὸ
σπουδαία σκέψιν τὴν γνώµην τῶν γονέων, προκειµένου περὶ γάµου; Εἶσαι πολὺ µακρὰν» (Τ.Α’, σ.6,
στ.26-28) (…) «Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκείνη, ἡ θυγάτηρ τοῦ ἐµπόρου, νὰ ζήση µὲ σέ, τὸν ναυτικόν;» (Τ.Α’,
σ.6, στ.30-32) (…) « Πόσον καλύτερα θὰ ἔκαµνες νὰ ζητῆς µὲ τὸν νοῦν σου νύµφην ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς
νήσου µας, καὶ νὰ µὴν ἐµπιστεύεσται τὸ ὄνειρόν σου εἷς τὸν ἄνεµον καὶ εἷς τὸ κύµα» (Τ.Α’, σ.6, στ.34-35
και σ.7, στ.1-2). Αυτή όµως η στάση του καπετάνιου αλλάζει άρδην µε το που γνωρίζει τη Μαρίνα.
42
Τ.Α’, σ.92, στ.2-3 Ο Β. Αθανασόπουλος προσεγγίζοντας το απόσπασµα αυτό µε την κοινή λογική
προβληµατίζεται για την µη αναµενόµενη αντίδραση της Μαρίνας απέναντι στη συµπεριφορά του
αρραβωνιαστικού της. Για αυτό δεν αντιλαµβάνεται γιατί η Μαρίνα « αντί να αγανακτήσει µε την
αδικαιολόγητη στάση του Ζέννου και να αντιδράσει στρεφόµενη εναντίον του, αυτή «ἐνθυµεῖτο καὶ
προσηύχετο ὑπὲρ ἐκείνου, ὅστις τὴν ἐγκατέλειπεν». Στη συνέχεια συµπεραίνει ότι «αυτή η εσωτερίκευση
του πόνου την οδηγεί στην αρρώστια και τελικά στο θάνατο», ό.π. σ.354. Ο εν λόγω ερευνητής δεν
λαµβάνει υπόψη του ότι η Μαρίνα στην προκειµένη περίπτωση ακολουθεί το ορθόδοξο ήθος, σύµφωνα
µε το οποίο ο άνθρωπος, όταν αντιµετωπίζει µια δύσκολη κατάσταση ή αδικείται από έναν άλλο
συνάνθρωπό του – πόσο µάλλον από έναν άνθρωπο που αγαπά- π ρ ο σ ε ύ χ ε τ α ι για εκείνον,
αναζητώντας τη θεία βοήθεια όχι µόνο για τον εαυτό του αλλά κυρίως για εκείνον που τον αδικεί, ώστε
µε τη χάρη του Θεού να κατανοήσει το λάθος του.
43
Τ.Α’, σ.122, στ.4-9.
44
Αφού ξεκινάει από την επιθυµία της να του ανταποδώσει την αγάπη και την προστασία που της
προσέφερε.
58
επικοινωνία µε το Θεό µέσω της νοεράς προσευχής 45. Βλέπει και αισθάνεται
τα ανθρώπινα ατελή «δίχως τη ζωοποιό παρουσία που µπορεί να τα
ολοκληρώσει. Τούτη η παρουσία είναι ό,τι κάνει τη Μαρίνα να οδεύει προς το
θάνατο όπως σε Γάµο µε τον αληθινό Μνηστήρα της»46.
Στεκόµενη, εποµένως, στο µεταίχµιο µεταξύ ζωής και θανάτου
απευθύνεται προσευχόµενη στο Θεό και δέχεται τα ουράνια δώρα του
κατεξοχήν Νυµφίου γευόµενη ήδη από αυτή τη ζωή την αθανασία: «Ἀνύψου
τὴν διάνοιαν καθαρὰν καὶ εὐρείαν πρὸς καινάς ἐννοίας, οἴας οὐδέποτε εἶχε
συλλάβει. Ἐδέχετο ἐφ’ ἑαυτῆς τὰ δῶρα τῆς ἁγνότητος, τὰ πίπτοντα ὡς ρόδα ἐκ
τοῦ δένδρου τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἐξέτεινε τᾶς ἀγκάλας καὶ περιέβαλλε τὸ
ἰδανικόν, ὅπερ δὲν ἤρκεσε νὰ ὀνειροπολήση τέως, τὴν ἀθανασίαν»47. Όπως
τονίζει και ο όσιος Θεόδωρος επίσκοπος Εδέσσης, «τὸ τοίνυν τέλος τῆς ζωῆς
ἠµῶν, µακαριότης ἐστίν, ὃ ταυτὸν ἔστι εἰπείν, καὶ Βασιλείαν Οὐρανῶν ἢ Θεοῦ.
Τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι τὸ ὁρᾶν µόνον τὴν βασιλικωτάτην εἰπεὶν τριάδα, ἀλλὰ πρὸς
τοῦτο καὶ τὴν θείαν δέχεσθαι ἐπιρροὴν καὶ , οἰονεῖ, πάσχειν τὴν θέωσιν. καὶ τὸ
ἐν ἠµὶν ἐνδεὲς τὲ καὶ ἀτελές, τὴ ἀναπληροῦσθαι τὲ καὶ τελειοῦσθαι ἐπιρροῇ .
Καὶ τοῦτό ἐστί τῶν νοερῶν ἡ τροφή, ἡ τοῦ ἐνδεοῦς ἀναπλήρωσις διὰ τῆς θείας
ἐκείνης ἐπιρροῆς»48. Θεωρούµε ότι η Μαρίνα πλησιάζει, στο µέτρο του
δυνατού, αυτό το ιδανικό: παρόλο που το σώµα της χάνει σταδιακά τις
δυνάµεις του αναδεικνύοντας τη φθαρτότητα και την «ατέλειά» του, η ψυχή
της δέχεται ως αντιστάθµισµα τα θεία δώρα της αγνότητας και της αθανασίας,
που την «τρέφουν» πνευµατικά.
45
«Τὰ ἰώδη χείλη αὐτῆς (ἤσαν) ἠµιάνοικτα, ὡς νὰ ἀπήγγελλον ἀοράτως προσευχὴν» (Τ.Α΄, σ.121,
στ.34-35). « Ἐψιθύριζεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς µυστικᾶς καὶ ἀδιανοήτους λέξεις, ὡς ὕµνον χερουβὶµ» (Τ.Α’,
σ.122, στ.14-15).
46
∆. Κοσµόπουλου, «Ο φθαρτός και ο θείος έρως», πρόλογος στη Μετανάστιδα, Άπαντα,επιµέλεια Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλος,το Βήµα Βιβλιοθήκη,Τ. 4, ∆ηµοσιογραφικός οργανισµός Λαµπράκη, Αθήνα,
2011,[Copyright:∆όµος], σ.18-19.
47
Τ.Α’, σ.122, στ.26-30.
48
«Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.329, στ.8-14.
49
Τόσο το όνοµά της, που αποτελεί παράφραση των ποικιλώνυµων παθών της κακίας που φέρει, όσο
και η πλέον του δέοντος ερυθρότητα της υποδηλώνουν το σκοτεινό χαρακτήρα της. Επίσης, ενώ στην
περιγραφή της Μαρίνας δίνεται έµφαση στο ήθος και τα συναισθήµατά της, στην Κάκια δίνεται έµφαση
κυρίως στην εξωτερική της εµφάνιση (βλ. Τ.Α’, σ.27, στ.34-38 και σ.28, στ.1-2).
50
Τ.Α’, σ.69, στ.24 -29.
59
51
Για αυτό και δεν είναι τυχαίο το ότι η Κάκια κατάφερε να εµπνεύσει «µόνον γελοίους ἔρωτας ἐν τῷ βίῳ
της», Τ.Α’, σ.69, στ.29-30.
52
Όπως επισηµαίνει ο Β. Αθανασόπουλος, µε τον οποίο συµφωνούµε, «Ο Ζέννος, λοιπόν, γίνεται
σηµείο αναφοράς της λειτουργίας της αναµέτρησης, χωρίς ωστόσο να αποτελεί και την πραγµατική αιτία
της: είναι ένα αντικείµενο διεκδίκησης που λειτουργεί περισσότερο σαν αφορµή της σύγκρουσης παρά
σαν αιτία της», ό.π., σ.334. Η βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης αυτής δεν είναι άλλη από την υπέρµετρη
φιλαυτία της Κάκιας, την οποία «πρέπει» να ικανοποιήσει µε κάθε κόστος.
53
Για τη ζήλεια που τρέφει η Κάκια προς τη Μαρίνα βλ. Τ.Α’ σ.47, στ.3-28, σ.50, στ.8-9, σ.56, στ.3-11,
σ.57, στ.11-35, σ.69, στ.29-31.
54
Γενικά, η Κάκια και η µητέρα της είναι το αντίθετο της Μαρίνας: «Απέναντι στη σοβαρότητα,
.
σεµνότητα και αθωότητα της Μαρίνας έρχεται η επιπολαιότητα, η φιλαρέσκεια και η πονηριά της Κάκιας
απέναντι στην ειλικρίνεια, το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα της Μαρίνας έρχεται η
.
συστηµατική σκόπιµη απόκρυψη της σκέψης, η ευτέλεια και η υποκρισία της κ. Ρίζου απέναντι στην
αφοσίωση της Μαρίνας στους γονείς της έρχεται η περιφρόνηση της Κάκιας προς τη µητέρα της.
Απέναντι στην εχεφροσύνη και αξιοπρέπεια της Μαρίνας έρχεται η τρέλα της Κάκιας και η συνήθειά της
να ωτακουστεί», Β. Αθανασόπουλου ,ό.π. , σ.333.
55
∆εν είναι τυχαία η ιδιαίτερη έλξη που ασκεί στη σατανική αυτή γυναίκα η σελήνη, στοιχείο που
φανερώνει τον «αλογικό» τρόπο σκέψης της και το «δαιµονικό χαρακτήρα της φύσης της». βλ.
Β.Αθανασόπουλου, ό.π., σ.341.
56
Πρόκειται για τα µετέπειτα γνωστά ως «µαναφούκια» στην παπαδιαµαντική διηγηµατογραφία.
60
57
Πρόκειται για την υποτιθέµενη απαγωγή της από έναν νεαρό Γάλλο µε τον οποίο τάχα ήταν
ερωτευµένη. Βλ.Τ.Α’, σ.86, στ.10-36.
58
Τ.Α΄, σ.69, στ.11.
59
Τ.Α’, σ.70, στ.6-11.
60
Βλ.Τ.Α’,σ.78, στ.18-20, 28-29 και 79, στ.7-8.
61
Γρηγόριου του Παλαµά, «∆εκάλογος τῆς κατά Χριστόν Νοµοθεσίας», Φιλοκαλία, Τ.∆΄, σ.121, στ.36 και
σ.122, στ.1.
62
Τ.Α’, σ.27, στ.30.
63
Τ.Α’, σ.28, στ.6-8.
64
Τ.Α’, σ.28, 19-20.
65
Τ.Α’, σ.28, στ.21-22.
66
«Τὸ κατὰ δύναµιν ὁ εἰς πρέπει νὰ βοηθῆ τὸν ἄλλον», Τ.Α’, σ.29, στ.2.
61
67
Τ.Α’, σ.32, στ.1-2.
68
Βλ. Τ.Α’, σ.30.
69
Βλ. Τ.Α’, σ.48, στ.13. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η φράση αυτή στο διήγηµα είναι συνώνυµη του
ερωτοτροπώ (βλ. Γλωσσάρι στον πρώτο τόµο της κριτικής έκδοσης των Απάντων, σ.667).
70
Τ.Α’, σ.68, στ.17-18.
71
Βλ. Τ.Α’, σ.68, στ.29-30.
72
Βλ. Πάθη και αρετές, Τόµος Ε’,Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης,
2007, σ.119. Πράγµατι οι διαβολές της κυρίας Ρίζου στις οποίες συναινεί και η κόρη της είχαν ως
αποτέλεσµα τη διάλυση του αρραβώνα και εµµέσως το θάνατο της Μαρίνας.
73
Βλ. Τ.Α’, σ.109, στ.13-15.
62
74
Τ.Α’, σ.110, στ.32-33.
75
Τ.Α’, σ.111, στ.7-11.
76
Για το σηµείο αυτό βλ. και G.Saunier, όπου εκφράζεται η άποψη ότι πρόκειται για µια «φαντασιακή
αιµοµιξία» λόγω της συνεχούς προσφώνησης του Ζέννου ως γιου της και της «ἀνεξηγήτου στοργῆς»
που αισθάνεται για αυτόν, βλ. «Η Μετανάστις ή το προσχέδιο του µύθου», στον τόµο Ο
µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή κριτικών κειµένων, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003,
επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκης και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, σ.107-108 και στο βιβλίο Εωσφόρος και
άβυσσος, ό.π., σ.145-146. Το να προσφωνείται ο µελλοντικός γαµπρός, όπως και η νύφη, «γιος» των
πεθερικών του είναι κάτι πολύ σύνηθες όχι µόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε άλλους πολιτισµούς.
Επειδή όµως ο G.Saunier θεωρεί ότι η αιµοµιξία, πραγµατική ή φαντασιακή, αποτελεί έναν από τους
βασικούς µύθους της παπαδιαµαντικής λογοτεχνίας, την αναζητεί σε κάθε «πρόσφορο» έργο του.
Θεωρούµε ότι εδώ πρόκειται για ένα ξεκάθαρο παράδειγµα εκδήλωσης του πάθους της πορνείας.
77
Τ.Α’, σ.111, στ.33
78
Προς στιγµήν φαίνεται ο Ζέννος να «στεναχωριέται» για την άµεση αναχώρησή του στη Μασσαλία,
µια αναχώρηση που θέτει φρένο στον «θερµό εναγκαλισµό»: - «’’(…) Τί κρίµα!’’ Ἀνταπεκρίνετο δὲ ἡ
ἔκφρασις αὐτὴ εἰς τοὺς ἐνδόµυχούς του λογισµούς, οὖς ἀποφεύγοµεν νὰ περιγράψοµεν» (Τ.Α’, σ.111,
στ.35 και σ.112, στ.1-2).
79
Τ.Α’, σ.111, στ.28-29.
80
«ἐξῆλθεν ὡς ἀστραπὴ», Τ.Α’, σ.113, στ.13.
81
Η τρέλα αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι οφείλεται σε δαιµονική επιρροή.
63
82
Τ.Α’, σ.131, στ.12-16.
83
Ήδη από την πρώτη της εµφάνιση η κ. Ρίζου περιγράφεται ως µια «εύσαρκη» γυναίκα, ενώ στη
συνέχεια του µυθιστορήµατος καταλήγει να υποφέρει από ένα παράγωγο της γαστριµαργίας πάθος την
πορνεία.
84
Ως υπόδικος του πάθους της φιλαυτίας η κ. Ρίζου διαθέτει και τα τρία αυτά πάθη.
85
Η αραιογράφηση δική µας. Βλ. «Β’ Ἑκατοντάδα τῶν κεφαλαίων περὶ ἀγάπης», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 22,
Νο.νθ΄.
86
Γενικά ο κανόνας θέλει «τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες να ακτινοβολούν κυριολεκτικά µέσα στα
λευκά τους ενδύµατα. Λευκά κολόβια, εσθήτες, περικνηµίδες, µεσοφούστανα, φανέλες, πουκάµισα,
ποδιές, µαντήλια, τουλουπάνια ντύνουν τις όµορφες κοπέλες, ενώ η συντηρητική ενδυµασία δίνει τη
θέση της σε µια πιο ελευθεριάζουσα. Οι απαστράπτουσες αυτές αιθέριες υπάρξεις µε τα ξανθά κατά
κύριο λόγο µαλλιά και τα ωχρά πρόσωπα µοιάζουν να φωτίζονται ακόµη περισσότερο χάρη στα λευκά
τους ρούχα, που τονίζουν την αθωότητα, την αγνότητα και τη φρεσκάδα της νιότης τους». βλ. Σ.
Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, µεταπτυχιακή
εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.58-59. Βλ. επίσης και Β. Λαµπροπούλου, Οι
γυναίκες στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992 σ.256 και σ.280.
64
87
Τ.Α’, σ.30, στ.3-30.
88
« Ἠγάπα ἆρά γε αὕτη τὸν Ζέννον, ἕνα ναύτην, ἢ ἤξευρε τοὐλάχιστον µετὰ βεβαιότητος ὅτι ἡ Μαρίνα
ἠγαπᾶτο παρ' αὐτοῦ; Ἀγνοοῦµεν» ( Τ.Α’, σ.56, στ.9-11) και λίγο παρακάτω «Ἡ νέα αὕτη ἠγνόει τί
συνέβαινεν ἐντὸς τῆς καρδίας της» (Τ.Α’, σ.69, στ. 23). Στην πραγµατικότητα η Κάκια, ως έρµαιο της
φιλαυτίας της δεν µπορεί να αγαπήσει αληθινά κανένα. Χαρακτηριστική είναι η απορία της κυρίας
Μαρκώνη όταν η κυρία Ρίζου την ενηµερώνει για τα ερωτικά αισθήµατα της Κάκιας απέναντι στο Ζέννο:
« Πιστεύεις ἀκόµη ὅτι ἡ κόρη σου ἀγαπᾶ αὐτὸν τὸν νέον; Αὐτή, ἐµπορεῖ ν’ ἀγαπήση κανένα!» (Τ.Α’, σ.68,
στ.14-15).
89
Τ.Α’, σ.56, στ.3-4.
90
Η πρώτη ήταν όταν παρατήρησε το Ζέννο να κοιτάει περιπαθώς τη Μαρίνα, Τ.Α’, σ.47, στ.7-8.
91
Βλ. Τ.Α’, σ.69, στ.23-31.
92
Τ.Α’, σ.69, στ.29-30.
65
κυρίας Μαρκώνη. Kαι τότε όµως, όταν ο θολωµένος νέος ξεστόµισε το «τὴν
κόρη σου θέλω!»93 ρίχτηκε στην αγκαλιά της µητέρας της και όχι της ιδίας.
Ακόµη και το δαχτυλίδι των αρραβώνων το οποίο θα περίµενε κανείς να το
φορέσει στο χέρι της µέλλουσας γυναίκας του, το «ἔθηκεν εἰς τὴν παλάµην τῆς
κυρίας Ρίζου»94.
Από την άλλη πλευρά, η Κάκια δείχνει παγερά αδιάφορη απέναντι στα
συναισθήµατα του νεαρού συνεργάτη του πατέρα της Ιωάννη Γόµνου. Ο νέος
αυτός τρέφει ειλικρινή έρωτα προς την Κάκια, γεγονός που φαίνεται από τη
συµπαθή, αλλά συνάµα και χλιαρή (για τα πληθωρικά πρότυπα της
αλαζονικής Κάκιας) ερωτική του εξοµολόγηση: «Εἶναι πέντε µῆνες ἀφότου
σ΄ἐγνώρισα, Κάκια, ἔλεγεν οὗτος. Αὐτοὺς τοὺς πέντε µῆνες πὼς ἔζησα, ἢ
µᾶλλον, προτοῦ νὰ σὲ γνωρίσω πὼς εἶχα ζήσει!” (…) Ἀλλὰ δὲν θὰ σὲ
λησµονήσω πλέον. Μοὶ ἐπέτρεψες τόσας φορὰς νὰ σοὶ ὁµιλήσω περὶ τοῦ
ἔρωτός µου, ὥστε ἤθελον βωβαθῆ, ἂν δὲν σοὶ ὡµίλουν πλέον περὶ αὐτοῦ»95.
Η σύνδεση του ερωτικού συναισθήµατος του νέου µε την ίδια του τη ζωή
φανερώνει το βάθος του. Είναι γνωστή η αίσθηση που έχουν οι βαθιά
ερωτευµένοι ότι πριν γνωρίσουν τον έρωτα της ζωής τους δεν ζούσαν
πραγµατικά ως όντες συναισθηµατικά νεκροί. Ο έρωτας αυτός τον κάνει να
συµπεριφέρεται µε πρωτοφανή αφέλεια σε ότι αφορά την Κάκια πιστεύοντας
ακόµη και το ψέµα που του λέει για τον αντίζηλό του Κώτσο, τον οποίο
παρουσιάζει ως «εξάδελφό» της. Ακόµη και όταν ο ίδιος ο Κώτσος του
αποκαλύπτει την πραγµατική του ιδιότητα, εκείνος το αποδέχεται ταπεινά
αποδεχόµενος τη «συνύπαρξή» του µαζί µε τον Κώτσο στην καρδιά της
αγαπηµένης του96. Μην αντέχοντας να αντιµετωπίσει την αλήθεια πως η νέα
δεν τον αγαπά διόλου, αποδίδει την κακεντρεχή και προσβλητική της
συµπεριφορά στην κακή επιρροή της κυρίας Μαρκώνη και της κυρίας Ρίζου97.
Φτάνει µάλιστα να εκφράσει τον καηµό του στον ίδιο τον αντίζηλό του Κώτσο,
που του ήταν παντελώς άγνωστος έως τότε. Αυτή δεν είναι µόνο ένδειξη
επιπολαιότητας, αλλά και ψυχικού πόνου που επιζητά απεγνωσµένα να
εκφρασθεί.
∆υστυχώς, ακόµη και όταν η Κάκια τον απαρνήθηκε οριστικά
νυµφευόµενη έναν άλλο, εκείνος, απαρηγόρητος και πιστός στην
εξοµολόγησή του πως δεν θα την λησµονήσει ποτέ «ἐνεδύθη πένθιµα καὶ
ἔκλαιε τὴν ἀπώλειαν τῆς Κάκιας, ἣν εἶχεν ἀγαπήσει ἐπὶ µαταίῳ» 98 .
Ο µοναδικός που και ενδιαφέρεται, αλλά και δεν της είναι ερωτικά
αδιάφορος, είναι ο Κώτσος. Και αυτό το αίσθηµα όµως διακρίνεται εξαρχής
από µια ρηχότητα: «Ἀπὸ τῆς νυκτὸς ἐκείνης, καθ’ ἢν ἡ τρελὴ νέα ἐνεφανίσθη,
ὡς ἐνθυµοῦνται οἱ ἀναγνῶσται ἠµῶν, ἐπὶ τοῦ καταστρώµατος, καὶ ἔκαµνε τὸν
νυκτερινόν της περίπατον λευκὰ ἐνδεδυµένη, ἴσως καὶ ἔτι πρότερον, ὁ Κῶτσος
93
Βλ. Τ.Α’, σ.111, στ.19.
94
Τ.Α’, σ.113, στ.11-12.
95
Τ.Α’, σ.62, στ.8-10 και στ. 12-14.
96
Βλ. Τ.Α’, σ.72, στ.28-31.
97
Βλ. Τ.Α’, σ.73-74.
98
Τ.Α’, σ. 131, στ.17-18.
66
ἐπόνει δι’αὐτήν. Αὔτη ἐδέχετο τὰ θυµιάµατά του, ὡς ἤθελε δεχθῆ καὶ παντὸς
ἄλλου νέου, πεποιθυία ὅτι δὲν ἐκινδύνευε νὰ πνιγῆ ἐξ αὐτῶν»99 . Θέλοντας να
της εκδηλώσει «ποιητικῷ τῷ τρόπῳ» το ενδιαφέρον του, αποφάσισε ένα
βράδυ να της κάνει καντάδα κάτω από το παράθυρό της. Η δε αντίδραση της
Κάκιας φανερώνει ότι την ευχαρίστησε δεόντως η ενέργειά του αυτή.
Το αµφίδροµο όµως αυτό αίσθηµα δέχθηκε το πρώτο πλήγµα όταν
εµφανίσθηκε ο Ιωάννης Γόµνος στο παράθυρο. Μετά το πρώτο ξάφνιασµα και
τον παροδικό θυµό, το αίσθηµα του Κώτσου άρχισε χάνει την πρώτη θέρµη
του. Από την άλλη, η οργίλη αντίδραση της Κάκιας100 και το ξέσπασµά της σε
κλάµατα δείχνει για άλλη µια φορά την επιπολαιότητά της, αλλά και την
ύπαρξη κάποιων συναισθηµάτων για τον Κώτσο. Μη χάνοντας καιρό,ο
Κώτσος αποφασίζει να µιλήσει µε τον Ιωάννη Γόµνο και να µάθει
λεπτοµέρειες. Όταν πληροφορείται ότι η νεαρή κοπέλα τον παρουσίασε ως
«ἐξάδελφον» της, το ενδιαφέρον του εξανεµίστηκε οριστικά 101 δίνοντας τη
θέση του στην ειρωνεία102. Βλέποντας τον πονηρό τρόπο σκέψης της, που
οφειλόταν στην αρρωστηµένη της επιθυµία να περιστρέφονται όλοι και όλα
γύρω της (σαφής εκδήλωση της φιλαυτίας και της κενοδοξίας που την
διακατείχε), συνειδητοποίησε ότι η νέα αυτή δεν έχει χώρο στην καρδιά της
παρά µόνο για τον εαυτό της. Με αυτόν τον τρόπο το ψέµα της της στερεί τη
δυνατότητα να αγαπηθεί από έναν -καθώς φαίνεται - αξιόλογο νέο.
Εποµένως, παρά το γεγονός ότι η Κάκια βρίσκεται στο κέντρο ενός
ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου, καθένας από τους έρωτες αυτούς - µε εξαίρεση
αυτόν του δυστυχούς Ιωάννη Γόµνου- στερείται πραγµατικής ουσίας103.
99
Τ.Α’, σ.63, στ.15-20.
100
Βλ. Τ.Α’, σ.64, στ.4-8.
101
«Ἤδη ἔβλεπε τὸν πρὸς τὴν Κάκιαν ἔρωτά του ὑπὸ τὸ πραγµατικὸν αὐτοῦ φῶς, τουτέστιν ὡς παιδικὸν
ἄθυρµα. Ἡ νέα αὕτη τῷ ἐφαίνετο ἐλαφροτέρα τοῦ ἐλαφροῦ πτεροῦ ἢ τοῦ ἐλαφροτάτου ἀνέµου, ὅστις
ἔκαµέ ποτε νὰ βοµβῶσι τὰ ὦτά του.» ,Τ.Α’, σ. 72, στ.8-11.
102
Βλ. π.χ. το «ερωτικό γράµµα» που υπαγόρευσε στον Ιωάννη Γόµνο το οποίο βρίθει ειρωνείας, Τ.Α’,
σ.73, στ.16-22.
103
Το τρίγωνο αυτό θα µπορούσε να αποδοθεί ως εξής :
Ζέννος
Κάκια
µεγάλωσαν σαν αδέλφια από την εποχή που η εξαετής τότε Αϊµά ήρθε να
µείνει µαζί τους. Ο νέος, αν και γνώριζε ότι η Αϊµά δεν ήταν πράγµατι αδελφή
του, την είχε αποδεχθεί έτσι µέχρι τη στιγµή που εµφανίσθηκε ο µυστηριώδης
άντρας που τους ανέθεσε µια δήθεν µεγάλη δουλειά. Εξαρχής ενέπνευσε
υποψίες στο νεαρό Μάχτο , υποψίες όµως περιπλεγµένες µε ένα «παράδοξον
καὶ ἄγνωστον τέως αἴσθηµα, αἴσθηµα ὀδύνης καὶ σπαραγµοῦ»105. Θεωρεί ότι ο
άγνωστος επιθυµεί να νυµφευθεί την Αϊµά και αυτό του προξενεί ασυνείδητα
«σφοδρότατον ἄλγος»106. Έτσι έχουµε το πρώτο ερωτικό σκίρτηµα που, λόγω
της συγγενικής (έστω και αν δεν υφίσταται στην πραγµατικότητα) σχέσης των
προσώπων, βρισκόταν κρυµµένο στο υποσυνείδητό του και εµφανίζεται πολύ
δειλά κυρίως ως φόβος µήπως φύγει ξαφνικά το αγαπηµένο πρόσωπο.
Προσπαθώντας να της αποκαλύψει τις υπόνοιές του για το θέµα των
συζητήσεων του πατέρα του µε το µυστηριώδη άντρα, πηγαίνει στον κήπο
της Αϊµάς για να της µιλήσει. Το θάρρος όµως τον εγκαταλείπει την τελευταία
στιγµή. Απεναντίας, η ευγενική προσφορά της Αϊµάς που τον προέτρεψε να
κόψει λουλούδια δίνει µια σφοδρή ώθηση στα συναισθήµατά του, τα οποία
εκφράζονται µε ένα βαθύ σεβασµό και συστολή κάθε φορά που βρίσκεται
κοντά της. Αγνός, αφελής και ολιγαρκής αρκείται στο να την κοιτάει κρυφά,
γεγονός που του προξενούσε άφατη ευτυχία107.
Όσο όµως προσπαθεί να κρύψει τα συναισθήµατά του, τόσο αυτά
βαθαίνουν. Χαρακτηριστικά είναι τα τρία συνεχόµενα όνειρα που βλέπει µετά
από τη συνηθισµένη κατόπτευση του πατέρα του και του ξένου. Στο πρώτο
ονειρεύεται την Αϊµά σε ιδεατή κατάσταση, όµοια µε άγγελο φωτός: «τὸ
πρόσωπον τῆς Ἀϊµᾶς, λάµπον ὡς ἀστήρ, καὶ τὸ σῶµα αὐτῆς εὐωδιάζον ὡς
κρίνον»108. Η λέξη «σ’αγαπώ» που, αν και δεν αναφέρεται ρητά, υπονοείται
σαφώς από το κείµενο, ξεκαθαρίζει για πρώτη φορά τα άγνωστα και
µυστηριώδη µέχρι τότε αισθήµατά του νέου. Στο δεύτερο όνειρο εκδηλώνονται
όλες οι φοβίες του νέου: βλέπει την αγαπηµένη του να φεύγει µε ένα πλοίο και
εκείνος να παλεύει µάταια µε τα κύµατα προσπαθώντας να τη φτάσει. Ίσως
ενδόµυχα γνωρίζει ότι δεν έχει πολλές ελπίδες να γίνει το όνειρό του
πραγµατικότητα, ίσως φοβάται ότι η Αϊµά δεν πρόκειται να ανταποκριθεί στον
έρωτά του. Στο δε τρίτο όνειρο πραγµατοποιείται ο µεγαλύτερος φόβος του: η
Αϊµά φαίνεται να οδηγείται σε γάµο µε κάποιον χωρίς τη θέλησή της109.
Παρατηρούµε, εποµένως, πως στα τρία αυτά όνειρα παίρνουν πρόσκαιρα
σάρκα και οστά όλες οι κρυφές επιθυµίες και συνάµα οι φόβοι του νέου. Το
Μαλαµατάρη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2005, σσ.541-549 και στο βιβλίο Ο
Παπαδιαµάντης και η ∆ύση: πέντε µελέτες, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002 σ. 535- 552.
105
Τ.Α’, σ.402, στ.16.
106
Τ.Α’, σ.403, στ.4.
107
Τ.Α’, σ.410-411.
108
Τ.Α’, σ.421, στ.5-6 Ο Ντενί Ντε Ρουζµόν στο βιβλίο του Οι µύθοι του Έρωτα θεωρεί πως η
αγαπηµένη γυναίκα εξιδανικεύεται συχνά από τον ερωτευµένο µαζί της άνδρα σε τέτοιο βαθµό που να
ταυτίζεται µε την καθαυτό ψυχή ή µε Άγγελο στα µάτια του. Βλ. Οι µύθοι του Έρωτα, εκδόσεις Αρµός,
2003,σ.201.
109
Το τελευταίο αυτό όνειρο καθίσταται προφητικό και συνάµα ειρωνικό, αφού στο τέλος του
µυθιστορήµατος η Αϊµά πρόκειται να παντρευτεί εκείνον χωρίς τη θέλησή της.
68
µόνο που καθησυχάζει την αναστατωµένη ψυχή του είναι η θέα της
κοιµώµενης αγαπηµένης του στην πατρική τους οικία. Αισθάνεται «αἰδήµων»
και ευτυχισµένος µόνο αφού βεβαιώνεται ότι η Αϊµά είναι κοντά του.
Λίγο αργότερα θα οµολογήσει καθ’εαυτόν τον έρωτα του για τη θετή
αδελφή του. Στο άκουσµα µόνο της λέξης «σ’αγαπώ» η φωνή του αποκτά
παράδοξο τόνο και το µέτωπό του καίει110.Τα συναισθήµατά του πλέον
αρχίζουν να εκδηλώνονται και σωµατικά κάνοντας την ερωτική φλόγα να καίει
κυριολεκτικά τον απελπισµένο νέο111. Μετά δε και την τρίτη ύποπτη εκδροµή
του πατέρα του µε τον ξένο αρχίζει να την ψάχνει απεγνωσµένα για να της
οµολογήσει τις υποψίες του και όταν δεν τη βρίσκει στο σπίτι «ἠσθάνθη
σπαραγµόν(…) ὑπόνοια καὶ ζηλοτυπία»112, ενώ µετέπειτα «κατενεχθεῖς ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους, ἤρχισε νὰ κλαίη µὲ ἀληθῆ δάκρυα»113. Η φύση των δακρύων
αυτών παραµένει άδηλη: ίσως να πρόκειται για δάκρυα µετανοίας για τη
ζήλεια που αισθάνθηκε προηγουµένως, ίσως να είναι και ένα ξέσπασµα της
εσωτερικής έντασης στην οποία βρίσκεται τόσο καιρό. Εξαρτάται από τη
βαρύτητα που θα δώσουµε στο επίθετο που τα προσδιορίζει: «ἀληθῆ». Το
βέβαιο είναι πως η ζήλεια και ο πόνος αναµιγνύονται στην καρδιά του
προκαλώντας του δυνατές συγκινήσεις, ασυνήθιστες για έναν άντρα. Ωστόσο,
οι έντονες αυτές εκδηλώσεις καθιστούν το χαρακτήρα αυτό λίαν συµπαθή
κάνοντας τους αναγνώστες να συµπάσχουν µαζί του.
Εκτός από το αίσθηµα της ζηλοτυπίας που «µιαίνει» τα αγνά του
αισθήµατα υπάρχει και ένα ακόµη σηµείο στο µυθιστόρηµα, όπου δίνεται µια
οξύµωρη και µελανή χροιά σε αυτόν τον έρωτα: όταν η Αϊµά του διηγείται το
περιστατικό µε τη συκοφαντία που οργάνωσε εναντίον της η φοβερή γριά
Εφταλουτρού114 και του αποκαλύπτει ότι δεν του είπε προηγουµένως την
αλήθεια φοβούµενη για τη σωµατική του ακεραιότητα115, εκείνος «κατελήφθη
ὑπὸ παραδόξου αἰσθήµατος, γείτονος πρὸς τὸν ἐνθουσιασµὸν (…) Ἐὰν
ἔβλεπε τὴν Ἀϊµᾶν εὐτυχῆ, θριαµβεύουσαν, λατρευοµένην, θὰ ἦτο δυστυχής.
Ἔβλεπεν αὐτὴν πάσχουσαν , ἐγκαρτεροῦσαν, ἦτο εὐδαίµων. Τοιοῦτον ἦτο
ἀείποτε τὸ φίλαυτον τοῦτο αἴσθηµα»116. Ο έρωτας του Μάχτου αρχίζει να
δείχνει σηµεία αλλοιώσεως και να φανερώνει την αρνητική πλευρά του. Τα
αγαθά αισθήµατά του περιπλέκονται µε εµπαθή. Αν αγαπούσε πραγµατικά
την Αϊµά θα χαιρόταν εάν εκείνη ήταν ευτυχισµένη, ακόµη και µακριά του.
110
«Τότε θὰ τῆς πῶ ὅτι τώρα σὲ ἀγαπῶ... (…)Ἠµπορῶ ποτε νὰ τὸ πῶ αὐτό, ἀφοῦ µόλις τὸ εἶπα τώρα,
καὶ τὸ µέτωπόν µου καίει ἔξαφνα, πόσον καίει! (ὁ Μάχτος ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ µέτωπον)», Τ.Α’, σ.427,
στ.8-12.
111
Για τη φλόγα του έρωτα βλ. Ρ. Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο συγγραφέας
κηπουρός, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ.69-70 και ιδιαίτερα την υποσηµείωση Νο.57 στη σ.70 .
Επίσης, βλ. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος. Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2001, σ. 145-146.
112
Τ.Α’, σ.432, στ.28-30. Το πάθος της ζηλοτυπίας είναι και η πρώτη ένδειξη φθοράς του έως τότε
ανόθευτου έρωτά του.
113
Τ.Α’, σ.433, στ.25.
114
Τ.Α’, σ. 436-441.
115
Τ.Α’, σ.452, στ. 6-19.
116
Τ.Α’, σ.452, στ. 23-28.
69
117
Τ.Α’, σ.460, στ.7-8.
118
Τ.Α, σ.508, στ,1-10.
119
Τ.Α΄, σσ.514-515.
120
Τ.Α’, σ.514, στ.4-5.
121
Βλ. Τ.Α’, σ.516, στ.22-25.
122
Τ.Α’, .σ.526, στ.2-4.
70
ανοίγει και µια µικρή ελπίδα για την επιστροφή της στο αληθινό πνεύµα του
χριστιανισµού123.
Εντωµεταξύ, ο Μάχτος προσπαθεί αγωνιωδώς να σκαρφαλώσει στο
τείχος του µοναστηριού . ∆ωροδοκεί124 τον Τρέκλα προκειµένου να µάθει πού
ακριβώς βρίσκεται φυλακισµένη η Αϊµά125 και του δίνει µια επιστολή για να της
την παραδώσει.
Η συνεχής κλιµάκωση των αισθηµάτων του Μάχτου βρίσκει την
κορύφωσή της σε αυτό το ερωτικό γράµµα, το οποίο δείχνει το βάθος του
έρωτά του για την Αϊµά. Η επιστολή κατακλύζεται από ροµαντισµό και
συναισθήµατα που καταλήγουν στη µέχρι θανάτου προσήλωσή του προς την
Αϊµά. Σε τίποτα δεν οµοιάζει µε το γράµµα που θα έστελνε ένας αδελφός στην
αδελφή του που κινδυνεύει. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής αποσπάσµατα:
«Ἀφότου ἔφυγες, νύκτα καὶ ἡµέραν σὲ ζητῶ.(…) Θὰ σ’ εὔρω, καὶ θὰ ἔλθης µαζί
µου, καὶ θὰ ζήσωµεν µαζὶ εἰς µίαν ἄκρην τῆς γῆς. Μακρὰν οἱ γονεῖς καὶ οἱ
ἀδελφοί, µακρὰν οἱ ἐχθροὶ καὶ οἱ φίλοι. Ἠµεῖς οἱ δυὸ ἀρκοῦµεν εἰς ἠµᾶς (…)
Καὶ ἂν δὲν σ’ εὔρω, ἂν δὲν σὲ ἴδω πλέον, ἂν σὲ χάσω διὰ πάντοτε, Ἀϊµά,
ἤξευρε ὅτι δὲν δύναµαι πλέον νὰ ζῶ καὶ ὅτι ὁ κόσµος εἶναι µαῦρος δι’ ἐµέ,
µαῦρος ὁ οὐρανός, ὁ ὁποῖος µὲ σκεπάζει, Ἀϊµά, µαύρη ἡ γῆ , ὅπου πατῶ,
µαῦρον τὸ φῶς ποὺ µὲ φωτίζει, ὅλα µαῦρα, κατάµαυρα. Ἀπὸ σὲ περιµένω τὸ
φῶς , ἀπὸ σὲ τὴν δρόσον, ἀπὸ σὲ τὸν ἀέρα, Ἀϊµά, καὶ χωρὶς ἐσὲ ὅλα εἶναι
σκότος, ὅλα βάσανος, καὶ ὅλα κόλασις.(…) καὶ ἂν ἀποθάνω, ν’ ἀποθάνω εἰς
τοὺς πόδας σου (…)»126. Ο ερωτευµένος νέος συνδέει σε τέτοιο σηµείο τη
ζωή του µε τη ζωή της αγαπηµένης του, ώστε να χάνει κάθε σηµασία η
ύπαρξή του σε αυτό τον κόσµο, αν δεν είναι εκείνη κοντά του. Η όραση, η
αναπνοή του εξαρτώνται από εκείνη, ενώ µακριά της βιώνει την ίδια την
κόλαση. Όπως επισηµαίνουν οι Πατέρες, οι κολασµένες ψυχές βιώνουν ένα
συνεχές σκότος µην µπορώντας να δουν και να αισθανθούν κανέναν δίπλα
τους, ούτε τον ίδιο το Θεό. Είναι τέτοιος λοιπόν ο έρωτας του Μάχτου που η
απουσία της αγαπηµένης του Αϊµάς τον οδηγεί σε ανάλογα βιώµατα127. Ο δε
123
Βλ. Τ.Α’, σ. 530-531.
124
Λίγο πριν δε δίστασε για χάρη της αγαπηµένης του να κλέψει ένα µικρό µερίδιο από τα χρήµατα του
πατέρα του (Τ.Α’, σ. 550-551).
125
Προηγουµένως αναφέρονται οι παράτολµες προσπάθειές του να µάθει που βρίσκεται η Αϊµά και τα
γοερά κλάµατα στα οποία ξεσπάει µπροστά σε έναν άγνωστο φρουρό, όταν του µιλάει για την αδελφή
του (Τ.Α’,σ. 551-552).
126
Τ.Α’, σ.563, στ.3-20.
127
Κάνοντας στο σηµείο αυτό µια µεγάλη υπέρβαση θα µπορούσαµε να ανάγουµε την περιγραφή των
αισθηµάτων του σε ένα άλλο, πνευµατικό πλέον, επίπεδο , αυτό του Θείου έρωτα, όχι µόνο αυτού που
έχει κατεύθυνση από τους ανθρώπους προς το Θεό, αλλά και αντίστροφα. Όπως ο εραστής Μάχτος
έχει στηρίξει όλη του την ύπαρξη στην Αϊµά σε τέτοιο βαθµό που να συνδέει απόλυτα τη ζωή του µε τη
δική της και να βιώνει την κόλαση όταν είναι µακριά της, έτσι «ἔστι δὲ καὶ ἐκστατικὸς ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ
ἐων ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστᾶς, ἀλλὰ τῶν ἐρωµένων(…). ∆ιο καὶ Παῦλος ὁ Μέγας, ἐν κατοχῇ τοῦ θείου
.
γεγονῶς ἔρωτος καὶ τῆς ἐκστατικῆς δυνάµεως µετειληφῶς ἐνθέω στόµατι ζῶ ἐγὼ , φησίν, οὐκ ἔτι , ζῆ δὲ
ἐν ἐµοὶ Χριστός, ὡς ἀληθὴς ἐραστής καὶ ἐξεστηκῶς, ὡς αὐτὸς φησὶ τῷ Θεῷ, καὶ οὐ τὴν ἑαυτοῦ ζῶν, ἀλλὰ
τὴν τοῦ ἐραστοῦ ζωήν, ὡς σφόδρα ἀγαπητὴν», βλ. Γαλ. 2,20 και Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ
Θεολογίας Κεφαλαίων Ἑκατοντὰς ἕβδοµη», (το συγκεκριµένο χωρίο προέρχεται από το ∆ιονύσιο
Αρεοπαγίτη), Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.183, Νο.πε’. Με άλλα λόγια, ο ερωτικός ζήλος του Μάχτου, ένας ζήλος
άχρι θανάτου, µας θυµίζει τον ερωτικό ζήλο του ίδιου του Θεού προς τα πλάσµατά Του: «Ὅτι καὶ αὐτὸς
71
ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ καὶ ἀγαθῶ τῶν πάντων ἔρωτι δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος, ἔξω
ἑαυτοῦ γίνεται, ταὶς εἰς τὰ ὄντα πάντα προνοίαις καὶ οἶον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται (…)
∆ιο καὶ ζηλωτὴν οἱ τὰ θεία δεινοὶ προσαγορεύουσιν, ὡς πολλὴν τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθὸν ἕρωτα, καὶ ὡς
πρὸς ζῆλον ἐγερτικὸν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς (…)» (Μαξίµου του Οµολογητού, ό.π, Φιλοκαλία,
Τ.Β’, σ.183, No.πς’). Στα πλαίσια αυτής της «µανικής» αγάπης του Θεού για τον ταλαιπωρηµένο
άνθρωπο, ο Χριστός δεν δίστασε να γίνει άνθρωπος για χάρη µας και να δώσει τη ζωή του αντίτιµο για
τη δική µας σωτηρία.
128
Η ειρωνεία της τύχης έκανε αυτό το σηµείο του γράµµατος να αποβεί προφητικό, αφού τελικά ο
Μάχτος πέθανε δίπλα της ευτυχισµένος που, έστω και την τελευταία του στιγµή άγγιξε το όνειρό του,
(βλ. Τ.Α’, σ.656, στ.3-4).
129
Τ.Α’, σ.632,στ.27-30 και σ.633, στ.1. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι στο ίδιο απόσπασµα ο αφηγητής
αναφέρει λίγο παρακάτω πως «Καὶ αὐτοῦ δὲ τοῦ Μάχτου τὸ πρὸς τὴν Ἀϊµὰν αἴσθηµα, δὲν ὠνοµάσαµεν
ρητῶς ἔρωτα, ἂν καὶ ὡς τοιοῦτο ἀπ' ἀρχῆς τὸ ἐνοήσαµεν.» (Τ.Α’, σ.633, στ.1-3). Στηριζόµενος
προφανώς σε αυτό το απόσπασµα ο Λ. Προγκίδης αναφέρει πως «για να υπάρχει ειδύλλιο πρέπει να
πληρούται ένας απαράβατος όρος: οι ενδιαφερόµενοι πρέπει να έχουν συνείδηση του πράγµατος. Αλλά
στην περίπτωσή µας ούτε ο Μάχτος πρόλαβε να εκµυστηρευθεί την αγάπη του, ούτε όρκοι αµοιβαίας
πίστης ανταλλάχτηκαν, ούτε η Αϊµά υποπτεύθηκε τίποτα. Κόντεψε να µπουν τα στεφάνια σε δύο
ανθρώπους που τίποτα δεν τους ένωνε. Μένουν µόνο οι αναστεναγµοί και τα βασανάκια του Μάχτου.
Όσο για το ειδύλλιο, είναι τελείως άδειο εσωτερικά, τελείως ανυπόστατο . Μόνο ο αναγνώστης και ο
Πλήθωνας µπορούν να παρασυρθούν και να το φανταστούν ως αληθινό» , Λ. Προγκίδη, ό.π. σ.541 και
σ.155.
130
Τ.Α’, σ. 576, στ. 13-31.
131
Βλ. Τ.Α’, σ.628-632. Πρόσκαιρη, ευτυχώς, ήταν και η επιθυµία του Πλήθωνα να νυµφευθεί την Αϊµά.
Σκεπτόµενος το αταίριαστο του πράγµατος, αποφάσισε να αναλάβει πατρικό ρόλο και να την παντρέψει
µε το Μάχτο (βλ. Τ.Α’,σ.643, στ.34-35 και σ.644, στ.1-7).
72
αναζήτηση της αλήθειας για την καταγωγή της. Μπροστά σε αυτό το ερώτηµα
ζωής ο γάµος και η προσωπική ευτυχία τίθεται σε δεύτερη µοίρα132.
Ωστόσο και η Αϊµά δεν παρέµεινε άγευστη του ερωτικού αισθήµατος.
Παραδόξως, ερωτεύτηκε τον πλέον ακατάλληλο για αυτήν άνθρωπο. το
Σκούντα, τον κακοποιό και απαγωγέα της, τον νοµιζόµενο Μάχτο. Αυτόν που
την απήγαγε από το µοναστήρι πιθανόν για να ζητήσει λύτρα. Αυτόν που - αν
συνέβαινε κάτι µεταξύ τους- το πιθανότερο είναι ότι θα την εγκατέλειπε, όπως
τη γυναίκα του Τρέκλα, αφήνοντας πίσω του συντρίµια. Έναν κερδοσκόπο,
ένα γυρολόγο απατεώνα. Ο αφηγητής, αναζητώντας µια αιτιολογία, γράφει
σχετικά: «Οὐδὲν τὸ παράδοξον. Τὰ τοιαῦτα αἰσθήµατα γεννῶνται συνήθως
ὑπὸ ἀλλοκότους περιστάσεις.(…) Τὸ σπέρµα τοῦ αἰσθήµατος ἄδηλον ἐκ ποιᾶς
γῆς ἀναδίδεται, ὑπὸ ποιοῦ ἀνέµου φέρεται καὶ εἰς ποιὸν ἔδαφος πίπτει»133.
Συνήθως το µυστήριο έλκει τις νεαρές αθώες υπάρξεις. Ο περιπετειώδης
τρόπος µε τον οποίο έγινε η γνωριµία τους αφύπνισε τα έως τότε κοιµώµενα
αισθήµατά της. Παρόλο που υποψιάζεται κατά τη φυγή τους ότι δεν είναι ο
Μάχτος είτε, αρχικά, µέµφεται τον εαυτό της για την αµφιβολία της είτε
αποδέχεται τη µοίρα της εµπρός στην επιθυµία της να απελευθερωθεί. Κατά
τη συµπλοκή του Σκούντα µε τον Τρέκλα προτείνει στον Πρωτόγυφτο να τον
βοηθήσουν, αλλά, όταν αυτός αρνείται, δεν επιµένει. Ωστόσο αργότερα
αισθάνεται τύψεις για τη στάση της αυτή και συνάµα ευγνωµοσύνη134 για τη
«δήθεν» φιλάνθρωπη στάση του Σκούντα. Η πράξη του να την
απελευθερώσει εξελίσσεται σταδιακά στα µάτια της σε ανδραγάθηµα και
κατακρίνει τον εαυτό της που τον εγκατέλειψε 135 . Έτσι, φθάνει στο σηµείο να
επιθυµεί «διακαῶς νὰ ἐπανίδη τὸν νέον ἐκεῖνον ὂν ἀποτόµως εἶχεν
ἐγκαταλίπει»136 αγνοώντας ότι είναι πλέον νεκρός.
Η πραγµατοποίηση των ονείρων του Μάχτου έλαβε τελικά χώρα όταν ο
Θευδάς τον κάλεσε να πάει στο άντρο του Πλήθωνα για να συναντήσει την
Αϊµά. Η ευτυχία που αισθάνθηκε όταν την είδε να κοιµάται ήταν
απερίγραπτη137 και οι αγωνιώδεις προσπάθειές του να βγάλει έξω τη
λιπόθυµη αγαπηµένη του ωχριούν µπροστά στην επιθυµία του να τη φιλήσει
και να την αγκαλιάσει, έστω και στα κλεφτά , έστω και στο σκοτάδι138. Τα φιλιά
που της δίνει - τα πρώτα και για τους δύο φιλιά- είναι φιλιά χωρίς ανταπόκριση
µια και η Αϊµά κοιµάται τόσο βαθιά, ώστε φαίνεται να µην έχει πια τις
132
« Η Αϊµά δεν καίγεται για τον έρωτα γιατί θεωρεί προϋπόθεση της όποιας εκφάνσεως της ζωής την
αλήθεια. Και το ερώτηµα περί της αλήθειας είναι ερώτηµα περί καταγωγής. Αν δε ξέρεις από πού
έρχεσαι δεν γνωρίζεις και που πηγαίνεις (…) Στην αρχή του µυθιστορήµατος χαίρεται τον µικρό της
κήπο, την «ἔντιµον εὐτέλειάν της». Όταν όµως εξωτερικοί παράγοντες τη σπρώχνουν µακριά απ’ αυτόν
τον κόσµον και µετά από όλες τις περιπέτειες που πέρασε, « θέτει τὸ ζήτηµα τῆς βιοτικῆς αὑτῆς εὐτυχίας
ἐν δευτέρᾳ µοίρᾳ, µετὰ τὴν ἐπιθυµίαν ὅπως µάθῃ τὴν καταγωγήν της», Α. Καλογερόπουλου, «Η
Γυφτοπούλα ως προσδοκία», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα,
2012 , σ. 141 και 143.
133
Τ.Α’, σ.635, στ. 10-11.
134
Είναι η δεύτερη φορά µετά τη Μαρίνα στη «Μετανάστιδα» όπου το ερωτικό αίσθηµα αφυπνίζει όχι ο
έρωτας καθαυτός, αλλά η ευγνωµοσύνη.
135
Βλ. Τ.Α’, σσ .634- 635.
136
Τ.Α’, σ.635, στ.15-16.
137
Τ.Α’, σ.652-653.
138
Τ.Α’, σ.654,στ.29-38 και σ.655, στ. 1-22.
73
139
Βλ. Τ.Α’, σ.656, στ.1-4.
140
Βλ. «Ὁ Σηµαδιακός», Τ.Β’, σ.103 κ.ε.
141
Τ.Β’, σ.109, στ.4-7.
142
Βλ. Τ.Β΄, σ. 109, στ.25.
143
«Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθµον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ
ἐτρόµαξε τοὺς δύο νέους, καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ' ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ
φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει τὲς κάλτσες ὡς χειρόκτια». (
Τ.Α’, σ.104, στ. 20-23) Άλλες φορές ξυπνούσε τα κορίτσια της γειτονιάς µε τα άκοµψα άσµατά του που
τραγουδούσε µε την παραπλήσια µε «γκάιδα» φωνή του ( Τ.Α’, σ.109, στ.14-16).
144
Το περιεχόµενο του γράµµατος εξάπτει τη φαντασία των δύο παιδιών. Μπροστά στην επιθυµία του
Αλέκου να το ανοίξουν «παράνοµα» και να το διαβάσουν, ο Σωτήρος, παραµερίζοντας άµεσα τον
«πειρασµό», κάνει υποθέσεις για το περιεχόµενό του, που λίγο πρέπει να απέχουν από την
πραγµατικότητα, βλ. Τ.Β’, σ.106, στ.20-25.
74
145
Τ.Β’, σ.311, στ.32-34 και σ.312, στ.1.
146
Βλ. Τ.Β’, σ.312, στ. 8-25.
147
Τ.Β’, σ.307, στ.4-6.
148
Τ.Β’, σ.308, στ.11-12.
149
Τ.Β’, σ.313, στ.10-11.
75
150
Γενικά παρατηρούµε µια αστάθεια στα αισθήµατα του νέου που αµφιταλαντεύεται ανάµεσα στις δυο
κοπέλες και, παρόλο που στο τέλος του διηγήµατος η θλίψη του για τον επικείµενο γάµο της Κούλας µε
έναν νεαρό ανθυπασπιστή είναι µεγάλη, το βράδυ της Τυρινής έκανε προς στιγµήν όνειρα κοινής
συµβίωσης µε τη Φρόσω. Το νεαρό όµως της ηλικίας του, η φτώχεια του, που τον απέτρεπε από το να
ελπίζει σε µια ευτυχή κατάληξη του έρωτά του µε µια από τις δυο, καθώς και η ελευθεριάζουσα
συµπεριφορά της Κούλας δικαιολογεί µια τέτοια στάση. Ανάλυση των αισθηµάτων και της στάσης ζωής
του Σπύρου Βεργουδή, ως περσόνας όµως του Παπαδιαµάντη κάνει ο Γ. Πυργιωτάκης στο Α.
Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2003, σ. 156- 159.
151
Τ.Β’, σ.309, στ.25-27.
152
«δὲν ἦτο τολµηρός, οὔτε ἀπολύτως διεφθαρµένος », Τ.Β’, σ.310, στ. 24-25.
153
Τ.Β’, σ.310, στ.27-28.
154
«Ὁ τὸ πρῶτον τοίνυν ἀπαθῶς λογιζόµενος, ἢ ἀντιρρήσει καὶ ἐµβριθείᾳ ἐκ πρώτης ἀποπεµπόµενος,
ἤτοι τὴν προσβολήν, πάντα τὰ ἔσχατα( δηλ. το «συνδυασµόν», τη «συγκατάθεσιν» κ.λ.π.) ὑφ’ ἕν
περιέκοψεν», Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχοφελής καὶθαυµάσιος»,Φιλοκαλία Τ.Β’,σ.235, στ.29-
31. Βλ. επίσης Ησυχίου του Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.148, Νο.µς’.
76
αυτό ενώ «ἤθελε νὰ εἴπῃ ναι (…) ἔλεγεν ὄχι»155. Ακολούθησε το δύσβατο
µονοπάτι και όχι τον εύκολο δρόµο και αυτή είναι η µεγάλη του νίκη. µια νίκη
που επιβραβεύεται µε την «κατά Χριστόν» χαρά: «καὶ ἂν κόπτῃ ( ενν. ο
πιστός) τὰ ἑαυτοῦ θελήµατα δί΄αὐτόν (ενν. το Θεό), αὐτὸς µετὰ χαρᾶς
ἀνεκλαλήτου ποιήσει αὐτὸν φθάσαι τὴν τελειότητα, ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς»156 . Ο
νεαρός Σπύρος δεν έφθασε βέβαια στην τελειότητα. έλαβε όµως µια
πρόγευση της χαράς που προσφέρει ακόµη και η ελάχιστη πνευµατική
προσπάθεια, της χαράς µε την οποία επιβραβεύει η χάρη του Θεού το
ταπεινό ορθόδοξό του φρόνηµα. Ένα φρόνηµα που τον βοήθησε να κενώσει
τις επιθυµίες, το ἴδιον θέληµά του και να πράξει το σωστό.
155
Τ.Β’, σ.310, στ.18-22.
156
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Περί ἀπαθείας», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.64, στ.31-32.
157
Ανάλυση του διηγήµατος αυτού έχει κάνει και ο Ν.∆ Τριανταφυλλόπουλος, βλ. «Ο καλός λόγος»,
περιοδικό Νεοελληνική Παιδεία, τεύχος 18, 1990, σ.7-36.
158
Ο παραλληλισµός του «στοιχειωµένου» δάσους µε τη «στοιχειωµένη» από τον έρωτα ψυχή του
µπαρµπα- Κόλια είναι ευδιάκριτος.
159
«Κάτω, εἰς τὸ δάσος τὸ πυκνόν, βαθεῖα σκιὰ ἡπλοῦτο. Κορµοὶ κισσοστεφεῖς καὶ κλῶνες χιαστοὶ
ἐσχηµάτιζον ἀνήλια συµπλέγµατα, ὅπου µεταξὺ τῶν φύλλων ἠκούοντο ἀτελείωτοι ψιθυρισµοὶ ἐρώτων»,
Τ.Γ’, σ.521, στ. 5-7.
160
«ἐφόρει εἶδος ράσου, ἀπροσδιορίστου χρώµατος, καὶ µαύρην σκούφιαν, εἶχε µακρὰν κόµην µαύρην
ἀκόµη, καὶ ψαρά, σγουρὰ γένια», Τ.Γ’,σ.527, στ.24-26.
161
Τ.Γ’, σ.527, στ.24 και σ.530, στ.15 . Πιθανή ένδειξη της αποστροφής του προς το λιβάνι αποτελεί και
η πληροφορία, εν είδει αστεϊσµού, του Σταµάτη ότι, όταν τον είδε, άρχισε να τον λιβανίζει για να τον
«φουρκίσει».Βλ. Τ.Γ’, σ.524, στ.32. Επειδή όµως γνωρίζουµε την περιπαικτική διάθεση του Σταµάτη ο
θυµός αυτός ίσως οφειλόταν στο ότι δεν είχε όρεξη για τέτοια αστεία.
77
162
Η σηµασία της εξοµολόγησης αυτής είναι µεγάλη. Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, «στην πίστη και
στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η εξοµολόγηση δεν είναι ένα ιδιωτικού ενδιαφέροντος γεγονος,
αλλά πράξη µε βαθύτατα κοινωνικό και εκκλησιολογικό νόηµα», Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική
παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, Πουρναράς, Θεσσσαλονίκη, 1994, σ.201. Για αυτό και έχει
σωτηριώδεις συνέπειες όχι µόνο για την ίδια, αλλά και για τον µπαρµπα- Κόλια, «απελευθερώνοντάς
τον από την παγίδευσή του στον κλοιό που δηµιουργεί η άρνηση της συγγνώµης. Μετά τη συγγνώµη , ο
Αλιβάνιστος επανεντάσσεται αυτόµατα στην εκκλησιαστική κοινότητα (…). Αποκαλύπτεται έτσι ότι η
οδός της σωτηρίας περνά µέσ’ από τους άλλους και η ανθρώπινη υπόσταση ορίζεται ως σχέση
αγάπης», Ι.Κ. Κολυβά, Λογική της αφήγησης και ηθική του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα,1991, σ.49.
163
Τ.Γ’, σ.530, στ. 15.
164
Με τη στάση αυτή του ιερέα θα ασχοληθούµε ξανά στο κεφάλαιο Β’, στην ενότητα 4.
165
« Ὁ µπαρµπα - Κόλιας ἤθελε νὰ ἔλθῃ, ἀλλ' ἐντρέπετο. Ἐπαραξενεύετο πολύ, θὰ ἐπεθύµει νὰ τὸν
ἀπῆγον διὰ τῆς βίας. Ὁ Μπαρέκος, ὡς νὰ εἶχεν εἰσδύσει εἰς τὰ ἐνδόµυχα τῆς ψυχῆς του, ἔκραξε τοὺς δύο
ἄλλους βοσκοὺς πλησίον του. Οὗτοι, ἡµιπαίζοντες, ἡµισπουδάζοντες, ἔβαλαν τὰς χεῖράς των εἰς τοὺς
βραχίονας καὶ τὰς ὠµοπλάτας τοῦ Κόλια. Ἐν ποµπῇ καὶ παρατάξει τὸν ἀπήγαγον, κάτω νεύοντα,
ἐπιθυµοῦντα ν' ἀκολουθήσῃ, καὶ τείνοντα ν' ἀποσκιρτήσῃ», Τ.Γ’, σ. 528, στ.9- 15. Για τη συνεργασία του
ιερέα µε τους πιστούς στην προσπάθεια επανένταξης του «Αλιβάνιστου» στους κόλπους της Εκκλησίας,
βλ. Α. Κεσελόπουλου, ό.π., σ.81-82 και κεφάλαιο Β’, ενότητα 4 της παρούσης εργασίας.
78
166
«Ἔ, καλά, εἶπε, νὰ ποὺ τὸν ηὗρες τώρα, στὴν Ἀνάσταση. Ὥρα τοῦ Ἀσπασµοῦ, τῆς ἀγάπης εἶναι. Νὰ
σχωρεθῇς, νὰ τὸ πῇς τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σ' ἀφήσῃ νὰ µεταλάβῃς» (Τ.Γ’, σ.530, στ.18-20).
167
Για την καθοριστικό ρόλο της συγγνώµης αυτής δες παραπάνω υποσηµείωση Νο.162.
168
« Η χριστιανική αγάπη που υποκαθιστά στο παρόν τον έρωτα, συνδέεται µε την επιστροφή από τον
κόσµο της αγριότητας και της αποµόνωσης. Ο εκθηριωµένος ήρωας ε ξ έ ρ χ ε τ α ι α π ό τ ο
σκοτεινό «στοιχειωµένο» δ ά σ ο ς (…) και ε ι σ έ ρ χ ε τ α ι στο ν α ό .(Η
αραιογράφηση δική µας.) Η είσοδός του ισοδυναµεί µε τη νίκη κατά του «πειρασµού», τη θεία φώτιση (
« Ὁ Ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίση!») και τη σωτηρία της ψυχής ( «Νὰ µοσχοβολήσ’ ἡ ψυχή σου!»).
«Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! ∆ὲν εἶµαι ἀλιβάνιστος!» είναι η απάντηση του µπαρµπα Κόλια στον χαιρετισµό
‘’Χριστὸς ἀνέστη’’». Ρ.Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο συγγραφέας κηπουρός,
Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ.85. Επίσης βλ. και Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’:
Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ. 111-113.
169
Το παρατσούκλι αυτό οφείλεται στη σαρκαστική διάθεση του αφηγητή απέναντι στον ήρωα λόγω της
προχωρηµένης του ηλικίας. Ο έρωτάς του εκτός από αµαρτωλός είναι και άκαιρος.
170
Βλ. Σ.Μπαλούση, ό.π., σ.103.
79
κατάσταση, ίσως και ο πρότερος άσωτος βίος του, που θα ήταν γνωστός στο
χωριό, δεν του επιτρέπει να στραφεί προς κάποια µε την οποία θα είχε
ελπίδες. Κατά βάθος γνωρίζει ότι ο έρωτας αυτός ούτως ή άλλως δεν έχει
καµία ελπίδα. Εµµένει όµως γιατί ο καηµός του να βρει αγάπη είναι µεγάλος.
Η ανώνυµη µυλωνού171 αντιπροσωπεύει την επαγγελµατική και οικογενειακή
ευτυχία: έχει εργασία και µάλιστα καλή172 και - το κυριότερο- έχει σύζυγο και
τέσσερα παιδιά. Στη ζωή της µυλωνούς αντικατοπτρίζει τη ζωή που θα ήθελε
να έχει ο ίδιος173. Ο Ι.Κ. Κολλυβάς προσπαθώντας να ερµηνεύσει το
βαθύτερο αίτιο του αµαρτωλού αυτού έρωτα, τον αποδίδει στην απεγνωσµένη
αναζήτηση της «λύτρωσης» που φέρνει η ανθρώπινη αγάπη ως απαύγασµα
της αγάπης του Θεού174. Ωστόσο, µια «λύτρωση» που να στηρίζεται σε ένα
πάθος (γιατί ο Γιαννιός αισθάνεται έναν εµπαθή έρωτα και όχι αληθινή αγάπη
για τη φουρνάρισσα) δεν υφίσταται.
Επιπλέον, η ηθική του κατάσταση δεν τον αφήνει να στραφεί έγκαιρα
προς το Θεό, ώστε να µην ξεπέσει στην εξαθλίωση. Βυθισµένος στο ποτό και
στον ανεκπλήρωτο έρωτά του τραγουδάει κάθε βράδυ τα ερωτικά δίστιχά του,
πονεµένα και αυτά σαν τον ίδιο: «Σοκάκι µου µακρύ- στενό, µὲ τὴν κατεβασιά
σου, κᾶµε κ’ ἐµένα γείτονα µὲ τὴ γειτόνισσά σου» και «Γειτόνισσα, γειτόνισσα,
πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες µία φορᾶ κ’ ἐσύ, Γιαννιό µου ἔλα µέσα»175.
Πολλές φορές εκφράζει µε ποιητικό τρόπο τις επιθυµίες του: «Νὰ εἶχεν ὁ
ἔρωτας σαΐτες! … νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιὲς (…) νὰ ζέσταινε τὶς
καρδιὲς»176 . ∆εν µας είναι δύσκολο να ταυτίσουµε το γερο- Φερετζέλη της 1ης
φαντασίωσής του µε αυτόν τον ίδιο. Όπως ο έρωτας, ως γερο- Φερετζέλης,
στήνει παγίδες για να συλλάβει τις αθώες καρδιές, έτσι και εκείνος θα ήθελε
να παγιδεύσει την εκλεκτή της καρδιάς του. Όµως η παγίδευση των αθώων
κοτσυφιών στις θηλιές του γερο- Φερετζέλη τα οδηγεί στο θάνατο. κατ’
171
Θεωρούµε ότι το γεγονός πως η µυλωνού δεν αναφέρεται µε το όνοµά της δεν είναι τυχαίο. Η
απουσία του ονόµατος υποδηλώνει και την απουσία του προσώπου, αφού στον εµπαθή έρωτα δεν
βλέπουµε τον άλλο ως πρόσωπο, αλλά ως αντικείµενο, ως µέσο ικανοποίησης της δικής µας φίλαυτης
επιθυµίας.
172
Βλ. Τ.Γ’, σ. 106, στ.21-23. Σύµφωνα µε την Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, η «µυλωνού σχετίζεται ως εξ
επαγγέλµατος µε το αρχοντολόι του τόπου», κάτι που εντείνει την αντίθεσή της µε τον πάµφτωχο και
ξεπεσµένο Γιαννιό, βλ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «‘’Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια’’ Μια ανάγνωση» , στον τόµο
Φώτα -Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα, 1981, σ. 353.
173
Είναι ευνόητο πως το παράπονο του Γιαννιού για την αστοργία της αγαπηµένης του φουρνάρισσας
είναι τελείως άτοπο. Η παντρεµένη µε τέσσερα παιδιά γυναίκα δεν θα µπορούσε ούτε χάριν απλής
συµπαθείας να του δείξει ακόµη και ένα «αθώο» ενδιαφέρον, γιατί αυτό θα είχε καταστροφικές
συνέπειες για την οικογένεια της. Από την άλλη , ίσως η νεαρή γυναίκα να µην έχει καν αντιληφθεί τη
σοβαρότητα του «έρωτα» του Γιαννιού , ή -το πιθανότερο- να τον έχει εκλάβει επιπόλαια. Η Γ. Φαρίνου-
Μαλαµατάρη θεωρεί ως πιθανό και ο Γιαννιός να µη γνωρίζει το δικό της όνοµα. Επίσης, υποστηρίζει
την άποψη ότι δεν είναι αδιάφορη ούτε σκληρή και «δεν κρίνεται µε αντικειµενικά κριτήρια, αλλά µε βάση
τη µοναξιά του Γιαννιού», βλ. ό.π. σ. 353-354.
174
Βλ. Ι.Κ. Κολυβά, ό.π. σ.88.
175
Τ.Γ’, σ.106, στ. 9-13.
176
Τ.Γ’, σ.107, στ. 17-18.
80
αντιστοιχίαν και µια πιθανή παγίδευση της «Πολυλογούς» στα βρόχια του
µπαρµπα- Γιαννιού θα σήµανε τον πνευµατικό τους θάνατο177.
Ωστόσο, µέσα στο βαθύ σκοτάδι της απελπισίας και της µοναξιάς του
έχει µια ακόµη φαντασίωση, πνευµατική αυτή τη φορά και για αυτό ιδιαίτερα
σηµαίνουσα: το χιόνι, που έπεφτε ακατάπαυστα τις µέρες εκείνες, να άσπριζε
τις αµαρτίες του µπροστά στο Θεό, ώστε να εξαγνιστούν «διὰ νὰ µὴ
παρασταθοῦν ὅλα γυµνὰ καὶ τετραχηλισµένα (…) εἰς τὸ ὄµµα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ
Παλαιοῦ Ἡµερῶν, τοῦ Τρισαγίου»178. Εποµένως, υποταγή στο πάθος και
επιθυµία επιστροφής στην αρετή συµπλέκονται µέσα στην καρδιά του
διεκδικώντας το καθένα τη δική του θέση. Η επιθυµία του αυτή βρίσκει κατά
ένα µακάβριο τρόπο την εκπλήρωσή της λίγες ηµέρες αργότερα: «Βλέπετε, µὴ
βαρυνθώσιν ὑµῶν αἳ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ µέθη καὶ µερίµναις βιοτικαὶς καὶ
ἐπελεύσεται ἠµῶν ἄφνω ἡ ὥρα»179. Ο µπαρµπα- Γιαννιός, ενώ θέλει να
επιστρέψει στο Θεό, παραµένει υποταγµένος στα πάθη του. Αυτά όµως το
µόνο που κάνουν είναι να τον οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο: «∆ὲν ἠµποροῦσε
πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. ∆ὲν ἠµποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν,
νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ.
∆ὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος»180. Το απόσπασµα αυτό αποτελεί µια
εξαιρετικά εύστοχη αλληγορία της πνευµατικής του ζωής: Ο µπαρµπα-
Γιαννιός δ ε ν ζ ε ι , απλά επιβιώνει. ∆εν µπορεί να βρει καµία πνευµατική
παρηγορία γιατί έχει απαρνηθεί τόσα χρόνια το κάλεσµα και τη χάρη του Θεού
που θερµαίνει τη ψυχή του ανθρώπου. Τρέφει το πάθος του για να σταθεί
όρθιος, αλλά, επειδή οι βάσεις του πάθους είναι σαθρές, «γλιστρά». Το
πνευµατικό του «τρέκλισµα» δεν αποτελεί ασφαλή οδό. το µόνο που κάνει
είναι να ανακυκλώνει το πάθος του βυθίζοντάς τον εαυτό του περισσότερο σε
αυτό. Κατά συνέπεια, βρέθηκε έξω από την πόρτα της αγαπηµένης
Πολυλογούς. Η «αγάπη» του όµως αυτή είναι εµπαθής . ενέχει µέσα της την
αµαρτία. Κάνει µια ευχή: « Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἕρωτα!...Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς
χιόνια…»181. Η µέθη κλονίζει το καταπονηµένο του σώµα και σωριάζεται
πάνω στο χιόνι. Τότε η ευχή του γίνεται πραγµατικότητα: « Εἶχαν οἱ φωτιὲς
ἕρωτα!... Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»182.
Μαζί όµως µε την εµπαθή αυτή επιθυµία συνυπάρχει έντονη και η
επιθυµία εξαγνισµού των αµαρτιών του. Ο ίδιος φαίνεται αδύναµος να τα
καταφέρει, αφού- παρά τις αγαθές του προθέσεις- η ασθένεια της σαρκός
177
Για τη σηµασιολογία της φαντασίωσης αυτής βλ. Σ.Ν. Φιλιππίδη, « Το χιόνι των Χριστουγέννων: η
‘’ Θειακούλα’’ του Βλαχογιάννη και ‘’ Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια ’’ του Παπαδιαµάντη.», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα, 2002, σσ. 578-579. Τελικά ο ίδιος ο µπαρµπα-
Γιαννιός «παγιδεύεται» στα χιόνια και πεθαίνει.
178
Τ.Γ’, σ.108, στ.19-22.
179
Ησαΐα Αναχωρητού, «Περὶ Τηρήσεως τοῦ Νοός», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.32, Νο. ιβ’ , βλ. επίσης και Λκ.
21,34.
180
Τ.Γ’. σ.109, στ. 8-11. Αξίζει να σηµειωθεί εδώ ότι ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποιεί την ίδια περίπου
έκφραση για να παρουσιάσει αλληγορικά την εµπαθή κατάσταση της Αυγούστας λίγο πριν φύγει από τη
µονή προς αναζήτηση (την τελευταία της) του Σανούτου: «∆ὲν ἠδύνατο πλέον νὰ πατήσῃ ἀσφαλῶς ἐπὶ
τοῦ σειοµένου ἐδάφους.», Τ.Α’, σ. 247, στ.28-29.
181
Τ.Γ’, σ.109, στ.14.
182
Τ.Γ’, σ.110, στ.7.
81
παραµένει. Μέσα στο παραλήρηµά του όµως κάνει µια από τις πιο σύντοµες
και συνάµα συγκλονιστικές εξοµολογήσεις: «Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶµαι,
ἐµορµύρισε... ζωντανὸ σοκάκι»183. Η ταύτιση του εαυτού του µε σοκάκι που
έχει καταπατηθεί από την πληθώρα των παθών αποτελεί διαπίστωση της
τραγικής του θέσης και ταυτόχρονα µια ιδιότυπη έκφραση ταπείνωσης και
µετανοίας. Αυτό αρκεί για τον ελεήµονα και φιλεύσπλαχνο Θεό, « τόν ἰώµενον
τοὺς συντετριµµένους τὴν καρδίαν καὶ δεσµεύοντα τὰ συντρίµµατα αὐτῶν»184
για να χαρίσει τη σωτηρία ως «δωρεά» στο πληγωµένο πλάσµα του. Ως
«µεγάλος Ρακοσυλλέκτης»185 αγκαλιάζει το ανθρώπινο ράκος, το Γιαννιό και
του αφήνει ανοιχτή τη θύρα της Βασιλείας Του.
Όσο πλησίαζει ο θάνατος η κατακερµατισµένη ψυχή του αρχίζει
επιτέλους να ζεσταίνεται, ο πόνος του καταπραΰνεται, οι ελπίδες του να βρει
αγάπη ζωντανεύουν και η επιθυµία του να εξαγνίσει το χιόνι τις αµαρτίες του
βρίσκει την πραγµάτωσή της: «Καὶ ὁ µπαρµπα - Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅ λ ο ς 186,
κ' ἐκοιµήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ µὴ παρασταθῇ γυµνὸς καὶ τετραχηλισµένος,
αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ
Ἡµερῶν, τοῦ Τρισαγίου»187. Το χιόνι τελικά τον καλύπτει µε τη λευκή του
καθαρότητα, τον εξαγνίζει και τον ντύνει µε ‘’ἱµάτια λευκὰ ἴνα περιβάλῃ καὶ µὴ
φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυµνότητός’’ του188, γεγονός που ο π. Λ.
Καµπερίδης συνδέει µε την επάνοδο της χάρης του Αγίου Πνεύµατος πάνω
του, όπως συνέβη πριν από πολλά χρόνια κατά το βάπτισµά του, όταν του
δόθηκε «χιονοφεγγόφωτον φορέσαι στολὴν ἐξ ὕδατος τὲ καὶ πνεύµατος»189 .Ο
πληγωµένος γέροντας βρήκε τελικά την αγάπη και τη συν-χώρεση που
183
Τ.Γ΄, σ. 110, στ.1.
184
Ψλ. 146, 3.
185
Η φράση προέρχεται από τον π. Στύλιο που περιγράφει παραστατικά τη στάση του Θεού απέναντι
στους αµαρτωλούς ανθρώπους: «Ο Θεός είναι ο θεραπευτής των ανθρώπων. Ασχολείται ιδιαίτερα µε
τους ανθρώπους εκείνους που τους έχει συντρίψει η ζωή και τους έχει συνθλίψει η αµαρτία. Σαν σοφός
και υποµονετικός γιατρός σκύβει και µαζεύει ένα- ένα τα σπασµένα κοµµάτια, τα επανατοποθετεί στη
θέση τους και τα κολλάει µε την κόλλα του ελέους και της ευσπλαχνίας του. Ο Θεός είναι ο µεγάλος
Ρακοσυλλέκτης που χωρίς καµιά δυσκολία πιάνει τα λερωµένα, τα πληγωµένα, τα σαπισµένα µέλη του
σώµατος της ανθρωπότητας και προσπαθεί µε άπειρη υποµονή να τα καθαρίσει(…) (να τα)
αποκαταστήσει στο «ἀρχαῖον κάλλος», Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική
∆ιακονία, Αθήνα 1994, σσ.291- 292 Και ο π. Στύλιος συνεχίζει: « Αποκλειστική µέριµνα του Θεού είναι η
άφεση των αµαρτιών. Κανείς άλλος δεν κατανοεί, δεν συγχωρεί, δεν δίνει άφεση αµαρτιών.(…) Γι’ αυτό
ο ψαλµωδός προσκαλεί τον άνθρωπο να δοξολογήσει το Θεό: « τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τᾶς ἀνοµίας
σου, τὸν ἰώµενον πάσας τὰς νόσους σου» (Ψλ.102, 3, ό.π. σ.292 ).
186
Η αραιογράφηση δική µας.
187
Τ.Γ’, σ.110, στ.14-17.
188
Αποκάλυψις, Γ’, 18.
189
Ευχή του µικρού Αγιασµού, βλ. σχετικά π.Λ. Καµπερίδη, «Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;»,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, Οκτ- ∆εκ 2011, σ. 142. Επίσης , και η κ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη αναφερόµενη στο
χιόνι και τη διπλή λειτουργία του στο διήγηµα αυτό µας δίνει τους δυο διαφορετικούς συµβολισµούς του
µε βάση την οπτική γωνία του Γιαννιού και του αφηγητή αντίστοιχα : « (Το χιόνι) στα λόγια του Γιαννιού,
σχετίζεται µε τον εξαγνισµό, την εξάλειψη του παρελθόντος και πιθανόν την υπόσχεση για µια νέα ζωή.
Στην «ερµηνεία» της φαντασίας από τον αφηγητή η σινδών «το σινδόνι» µεταβάλλεται σε σάβανο και ο
εξαγνισµός σε εξαγνισµό µέσω του θανάτου. (…) Το χιόνι λειτουργεί ως επικάλυµµα που εµποδίζει την
αυστηρή κρίση», βλ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη Γ, «’’Ο Έρωτας στα χιόνια’’: µια ανάγνωση», στον τόµο
Φώτα- Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981,σ.355-356.
82
επιζητούσε όχι στην αγκαλιά της γειτόνισσας, αλλά στα χέρια του Θεού , του
Πατέρα του190.
Θύµα του ανεκπλήρωτου έρωτά του στάθηκε και ο Νίκος στο «Γιά τὴν
περηφάνια». Ο νεαρός ναύτης «ἠγάπησεν, ἀπεγοητεύθη, ἐψεύσθη»191. Η
κοπέλα µε την οποία ήταν ερωτευµένος παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Η
ερωτική απογοήτευση που βίωσε εκδηλώθηκε µε τρόπο που δεν έχουµε
συνηθίσει για άντρα: «Κατ' ἀρχὰς ἀρρώστησε βαριά, µετὰ τὸν κτύπον, µετὰ
τὸν κλονισµὸν τὸν πρῶτον». Κατά τη διάρκεια της ασθένειας πλησίασε κοντά
στο θάνατο. Λόγω της θλίψης του τον θεώρησε προτιµότερο από τη ζωή.
Όµως «ὁ Θεὸς δὲν εὐδόκησε νὰ τὸν παραλάβῃ. Καὶ ἀνέλαβε. Καὶ τότε εὗρε
καταφύγιον εἰς τὴν φιάλην. ∆ιότι τὸ σῶµα ἰάθη, ἡ δὲ ἰδέα µετεβλήθη εἰς νόσον
ἀνίατον»192. Όταν ο πόνος της ψυχής είναι βαθύς, εκδηλώνεται
ψυχοσωµατικά. Οι ασθένειες µάλιστα που οφείλονται σε ψυχολογικά αίτια
είναι βαρύτερες και δυσίατες. Στο διήγηµα ο Νίκος αρρώστησε και ανέβασε
υψηλό πυρετό αποτυπώνοντας στο σώµα του τη φλεγόµενη από έρωτα και
πόνο καρδιά του. Ο πυρετός στη συνέχεια έπεσε, η φλόγα όµως κατέκαψε την
καρδιά του. Ιάθηκε µόνο κατά το εύκολο ήµισυ, το σώµα. η ψυχή του, εκείνη
που χρειαζόταν περισσότερο τη θεραπεία, παρέµεινε αθεράπευτα ασθενής193.
190
Για τις δύο προοπτικές – επίπεδα, την επίγεια ( σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης του ήρωα που
καταλήγει στο θάνατο) και την ουράνια (άνοιγµα µέσω της ερωτικής απογοήτευσης σε µια άλλη
εξαγνισµένη ζωή ) του διηγήµατος αυτού βλ. Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’:
Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα ,ό.π. σ.107. Επίσης, ο αρχιµανδρίτης π. Ανανίας Κουστένης ,κάνει
µια σηµαντική επισήµανση για το σηµείο αυτό: «Ο µπαρµπα – Γιαννιός ο έρωντας . . . πέθανε µπροστά,
µέσα στα χιόνια, και ήταν η ψυχή του µπροστά στον Τρισάγιο, γυµνή και τετραχηλισµένη, δηλαδή
ολοφάνερη. . . Αν φανερώσουµε ό,τι έχουµε, γίνεται φως, το λέει ο µέγας Παύλος: «Πᾶν τὸ
φανερούµενον φῶς ἐστί». Γι΄ αυτό και ο Παπαδιαµάντης επίτηδες βάνει τους ήρωές του να φανερώνουν
όλες τις αδυναµίες και όλες τις πληγές , προκαλώντας, έτσι , το φως του κόσµου, τον Χριστό, και το φως
του Αγίου Πνεύµατος, τι; Να τους ελεήσει και να τους φωτίσει», βλ. Αρχιµανδρίτη Ανανία Κουστένη,
«Παπαδιαµαντικοί Λόγοι», Ακτή, Λευκωσία 2002, σ.85.
191
Τ.Γ’,σ.209, στ.20.
192
Τ.Γ’, σ. 209, στ.25-31 και σ.210, στ.1-4. Η ασθένεια αυτή του Νίκου µας θυµίζει την αντίστοιχη της
Μαρίνας, της «Μετανάστιδος». Εκείνη την οδήγησε στο σωµατικό θάνατο, ενώ στο Νίκο εξελίχθηκε σε
ψυχική ανίατη νόσο.
193
Τις ψυχοσωµατικές συνέπειες του µονόπλευρου έρωτα, σε µια ήπια όµως µορφή, βλέπουµε και στο
διήγηµα «Τρελή βραδιά». Σε αυτό ένας νέος, ο Αντώνης είναι κρυφά ερωτευµένος µε µια «φιλόκαλη
ἐρατεινή κόρη», πράγµα που γνωρίζει και ο φίλος του Σταµάτης. Έτσι, κατά τη βραδιά της ιδιότυπης
«συναυλίας» τους, όταν πέρασαν κάτω από το σπίτι της κοπέλας, ο Σταµάτης µε άκοµψο τρόπο άρχισε
να τραγουδάει µια «ἄµουσον παρωδίαν ἄσµατος». (Τ.Γ’, σ.318,στ.18-19) Το ιδιόµορφο ως προς τη
γλώσσα άσµα-µια και ο Σταµάτης ήταν Αρβανίτης- ήταν το εξής:
«Πάει κουνίζοντας τὴ ὡραῖος φεγγάρης
ποὺ µοῦ ντείξῃ ντικές σου ὡραῖες µοῦτρες,
µιὰ βραντιά, κ' ἕνα κλάψα ντικό σου,
κ' ἐγκὼ ἀγκαπῶ τοῦ λόγκου σου!»
(Τ.Γ’,σ.318,στ.20-23)
Αυτό το άκοµψο άσµα έκανε το Σταµάτη να ντραπεί απερίγραπτα και να προσπαθήσει να του κλείσει το
στόµα. Ήταν τόση η αγωνία του να µην ακούσει η αγαπηµένη του την καντάδα που µαρτυρούσε τα
συναισθήµατά του για αυτή, ώστε ιδρώνει αδικαιολόγητα και αισθάνεται µεγάλη έξαψη και πόνο συνάµα.
Η αντίδρασή του αυτή επιβεβαιώνει το ότι ο έρωτας µπορεί να επηρεάσει τον άνθρωπο τόσο σωµατικά,
όσο και ψυχικά.
83
Σύµφωνα µε µια εκδοχή ο ανεκπλήρωτος έρωτας οδήγησε έναν άλλο ήρωα, το Ζάχο στην τρέλα
(βλ. «Στρίγλα µάννα», Τ.Γ’ ,σ.389 κ.ε.). Κατ’ αυτὴν η τρέλα του «εἶχε προέλθει ἀπὸ ἔρωτα» ( Τ.Γ’, σ.389,
στ. 2). Ωστόσο, κυκλοφορούσαν άλλες δύο εκδοχές: η επιβολή βαριάς τιµωρίας από τον κυβερνήτη του
πλοίου στο οποίο υπηρετούσε, η οποία είναι και η λιγότερο πειστική, και η στριγλιά σε συνδυασµό µε τις
βλασφηµίες της µάννας του . Καθώς εξελίσσεται η υπόθεση του διηγήµατος η εκδοχή της µητέρας του
ως υπαίτιας της τρέλας του φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Η αναφορά πάντως του ανεκπλήρωτου
έρωτα ως υπαίτιου της τρέλας ή της αυτοκτονίας ενός ανθρώπου , όπως θα δούµε παρακάτω, είναι κάτι
που πρέπει να έχουµε υπόψη µας.
194
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος: «Επίκεντρο της προσβολής των παθών στην ψυχή είναι το
επιθυµητικό , αφού η επιθυµία, όπως είπαµε, είναι η πιο ευάλωτη από τις τρεις δυνάµεις», Πάθη και
η
αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, ∆όµος, Αθήνα, 1990 (3 επανέκδοση),σ.63.
195
Κατά τον άγιο Ισαάκ το Σύρο τα πάθη της λύπης και της ακηδίας δεν προσβάλουν τον άνθρωπο
όπως τα υπόλοιπα πάθη, «ἀλλὰ βάρος µόνον ἐπιτιθοῦσιν ἐπί τῇ ψυχῇ», Αββά Ισαάκ του Σύρου
επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι,επιµέλεια: Μάρκελλος Πιράρ, Ι.Μ. Ιβήρων, Άγιον Όρος, 2012, Λόγος
ΝΘ’, σ. 715, στ.53- 54.
196
Η αραιογράφηση δική µας. Θεωρούµε ότι ο συγγραφέας δεν έχει βάλει τυχαία τη λέξη
«ἄφρακτον» µπροστά από το νάρθηκα του ναού. Θέλει να τονίσει ότι ο Θεός, σε αντίθεση µε τον
άνθρωπο, δεν βάζει κανένα φραγµό στην επικοινωνία του µε εκείνον. Είναι πάντα «ανοιχτός» στο να
τον ακούσει και να τον βοηθήσει κάθε φορά που τον αναζητά.
197
Ευαγρίου Ποντικού, «Κεφάλαια περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν» , Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ. 50,Νο.ια΄
Οµοίως και ο Αντίοχος ο Μοναχός γράφει: «Ὅταν γὰρ τὸ πονηρὸν τοῦτο πνεῦµα περιδράξηται τῆς
.
ψυχῆς (…) οὔτε πράον καὶ εὐκατάµικτον πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀφίησιν καὶ πρὸς αὐτὴν τοῦ βίου τὴν
ἐπαγγελίαν µῖσος ἐµποιεῖ , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ σωτηριώδη βουλεύµατα τῆς ψυχῆς ἡ λύπη συγχέασα, ὠς
ἄφρονα ταύτην ἢ παραπλῆγα ἀπεργάζεται, κωλύουσα πᾶσαν ἀγαθὴν συντυχίαν», Πρὸς Εὐστάθιον,
PG89, σ. 1509Β.
84
τον αγαπούν και τον νοιάζονται198. Το µεγαλύτερο µέρος της ηµέρας είναι σε
κατάσταση µέθης, ενώ τις λίγες ώρες που παραµένει νηφάλιος- και αυτό όταν
έχει «ναῦλον»- δεν ακούει τις νουθεσίες του θείου του Γιαννιού. Για µια στιγµή
φαίνεται να συγκινείται από τα τρυφερά και συνάµα πονεµένα λόγια της
ταλαιπωρηµένης µητέρας του, που περίλυπη και αγωνιώσα βγαίνει µέσα στη
νύχτα για να τον αναζητήσει και να τον νουθετήσει. Η πνευµατική του όµως
πόρωση δεν του επιτρέπει να συνέλθει και «νὰ πατήσῃ τὸν πειρασµό»199,
όπως τον προτρέπει εκείνη. Αντ’ αυτού, της απαντά ειρωνικά και µε
αστεϊσµούς200: «Καὶ οὐδὲ παρὰ τῶν γνήσιων φίλων συγχωροῦσα δέχεσθαι
λόγον συµβουλίας, οὐδὲ εἰρηνικὴν ἀπόκρισιν ἀφιεῖσα τούτοις µεταδιδόναι .
ἀλλὰ περιλαβοῦσα πᾶσαν τὴν ψυχὴν, πικρίας καὶ ἀηδίας αὐτὴν πληροῖ καὶ
πείθει αὐτὴν φεύγειν τοὺς ἀνθρώπους, ὡς αἰτίους αὐτῇ τῆς ταραχῆς
γενοµένους. Οὐ γὰρ συγχωρεῖ αὐτὴ ἐπιγνῶναι, ὅτι οὐκ ἔξωθεν, ἀλλ’ ἔνδοθεν
ἔχει τὴν νόσον ἀποκειµένην»201. Υπό άλλες συνθήκες, η λύπη του νέου- µε µια
σωστή διαχείρισή της εκ µέρους του- θα µπορούσε να βρει διέξοδο. Η λύπη
που βιώνουµε µετά από ένα δυσάρεστο γεγονός είναι ένα στάδιο από το
οποίο αναγκαστικά περνάµε. όταν διατηρηθεί στο σωστό επίπεδο και για ένα
λογικό χρονικό διάστηµα, ακολουθεί σιγά σιγά και η επούλωση του ψυχικού
πόνου. Όταν όµως χ ρ ο ν ί σ ε ι και µπει βαθιά στη ψυχή του ανθρώπου,
µπορεί να τον καταστρέψει. Για αυτό και ο Ευάγριος ο Ποντικός την
παροµοιάζει µε την οχιά, της οποίας το δηλητήριο αποτελεί φάρµακο όταν
δίδεται µε µέτρο . όταν όµως δοθεί «ἀκράτως» προκαλεί το θάνατο 202. Η
ανίατη νόσος του ερωτικού πάθους και της επακόλουθης λύπης και ακηδίας,
από την οποία πάσχει ο δυστυχής Νίκος µόνο δια της προσευχής και της
υποµονής µπορεί να θεραπευτεί203, ενώ οδός σωτηρίας είναι και η ελπίδα στο
Θεό: «Ἵνα τί περίλυπος εἶ, ψυχή, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις µε; ἔλπισον ἐπὶ τὸν
Θεόν, ὅτι ἐξοµολογήσοµαι αὐτῷ· ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου µου ὁ Θεός
µου»204.
∆υστυχώς, ο Νίκος δεν είναι σε θέση ακόµη να ξεφύγει από τα πάθη
του. Η αδυναµία του όµως αυτή θέτει σε κίνδυνο όλες τις πτυχές της ζωής
του, ακόµη και τις κοινωνικές- οικονοµικές, καθιστώντας τον εύκολο θήραµα
των «Σαδδουκαίων»- τοκογλύφων. Το διήγηµα µε το γλυκά ειρωνικό κλείσιµό
198
Βλ. Τ.Γ’, σ.208, στ.24-26 και σ.209, στ.22-23.
199
Τ.Γ’, σ.212, στ.18.
200
Βλ. Τ.Γ’, σ.211-212.
201
Αντιόχου Μοναχού, ό.π. 1509ΒC . Με τα ίδια σχεδόν λόγια περιγράφει και ο άγιος Κασσιανός ο
Ρωµαίος τη δράση του δαίµονα της λύπης, βλ. «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», σ.75, στ.4- 9.
202
Ευαγρίου Ποντικού ό.π. σ.51, Νο. ια’.
203
«Χρὴ οὗν ἐν προσευχῇ καὶ ὑποµονῇ, ἀντιστῆναι τῷ δαίµονι τούτῳ », Αντιόχου Μοναχού,ό.π.
σ.1509D και σ.1512Α.
204
Ψλ. 41, 12.
85
του205 µας προϊδεάζει για το µακρύ και δύσβατο δρόµο που έχει ακόµη να
βαδίσει206.
Στο «Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ» απαντά ένας µύθος για ένα µεγάλο, αλλά
ανεκπλήρωτο έρωτα. Πρόκειται για τον έρωτα της όµορφης Λουλούδως και
ενός βασιλόπουλου από τα ξένα. Η ονοµαστή για τα κάλλη της Λουλούδω
αρραβωνιάστηκε µε το γενναίο βασιλόπουλο, που της ορκίστηκε ότι «ἅµα
νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡµέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν
στεφανωθῇ»207. Από τότε µια παράξενη µελαγχολία κατέλαβε τη νεαρή
κοπέλα, που έκλαιγε δίπλα στη θάλασσα, αναστέναζε και προσευχόταν για
την επιστροφή του αγαπηµένου της. Η ηµέρα αυτή όµως δεν ήρθε ποτέ, γιατί
το βασιλόπουλο αιχµαλωτίστηκε και πέθανε σκλαβωµένο. Τα δάκρυά της
έπεσαν στο κύµα, ενώ ένα µοσχοµυρισµένο λουλουδάκι, το «Ἄνθος τοῦ
Γιαλοῦ», φύτρωσε ανάµεσα στους βράχους. Η δε ψυχή του βασιλόπουλου
έγινε σπίθα, «φωτιὰ τοῦ πελάγους» για να φτάσει εγκαίρως στην αγαπηµένη
του. Με το πέρασµα των χρόνων το άνθος αυτό έγινε αφρός του κύµατος, ενώ
η ψυχή του νέου έµεινε ως «µελαγχολικὸ φῶς», «φωτιὰ τοῦ πελάγου»208
που το έβλεπαν µόνο οι «καθαροὶ καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι». Το µυστηριώδες
αυτό φως, χάρη στο παραµύθι της Λουλούδως, συµβολίζει την «αγάπη που
ξεπερνά τον θάνατο»209. Έτσι το παραµύθι νοηµατοδοτεί το φως υπό το
πρίσµα της αληθινής αγάπης210.
Η χορεία των πονεµένων ηρώων που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν
τον έρωτά τους να ολοκληρώνεται στην εις γάµον κοινωνίαν - και µάλιστα δύο
φορές- κλείνει µε ένα πραγµατικό πρόσωπο, τον Αγάλλο, πρωτότοκο γιο του
προεστού κυρ- ∆ηµητράκη στα «Μαῦρα Κούτσουρα». Ο νέος αυτός,
205
« Ἀλλ' ὅταν θὰ ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸν ναῦλον, εἰς τὰς µελλούσας νουθεσίας τῆς µητρός του, θ'ἀπήντα
καὶ πάλιν: - Οὔτε πάρσιµο οὔτε δόσιµο. Φυλάξου γρια - Οὐρανιά, µὴ βγῇς, τώρα στὰ γεράµατα, σὲ κακιὰ
στράτα!», Τ.Γ΄, σ. 214, στ.3-6.
206
Ωστόσο, ο Κ. Παπαγιώργης θεωρεί ότι ο Νίκος δεν βρίσκεται τόσο µακριά από το Θεό: « Ο Νίκος
µαζί µε παρόµοιες περιπτώσεις καταπτοηµένων, ξεδροµισµένων, άστεγων- κυριολεκτικά και
µεταφορικά- προσώπων- που ανήκουν λίγο στην κοινότητα και πολύ κάπου α λ λ ο ύ , βρίσκονται
κοντά στην αγιότητα του πόνου» , Κ. Παπαγιώργη, Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, Εκδόσεις
Καστανιώτη 1998, σ. 68-69. Θεωρούµε ότι από την ανάλυσή µας έχει καταστεί σαφές ότι ο Νίκος δεν
έχει καταφέρει ακόµη να διαχειριστεί τον ψυχικό του πόνο µε βάση τις αρχές του ορθόδοξου
φρονήµατος, παρά την υποσυνείδητη επιθυµία του για κάτι τέτοιο. Απέχει λοιπόν πολύ από την
«αγιότητα του πόνου».
207
Τ.∆’,σ.154,στ.20-21.
208
Τ.∆’, σ. 151, στ.9 και σ.156, στ.4. Η Ε. Κωνσταντινίδου θεωρεί ότι «χωρίς το παραµύθι, το
«ασύλληπτον» φως θα µπορούσε να ερµηνευτεί σαν ένα ανέφικτο ιδανικό της νιότης ή σαν µεταφυσική
λαχτάρα», «Η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’ Συνεδρίου για τον Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη, σ.401.
209
Ε. Κωνσταντινίδου ό.π., σ.401.
210
Θα µπορούσαµε ίσως να συνδέσουµε αυτό τον θρύλο µε την τύχη χιλιάδων νέων ζευγαριών, όπου ο
σύζυγος ναυτικός έλειπε τον περισσότερο καιρό «πολεµώντας» στη θάλασσα για τα προς το ζην, ενώ η
σύζυγος έµενε πίσω αναµένοντας µε αγωνία την επιστροφή του. Αν ήταν θέληµα Θεού, εκείνος
επέστρεφε δίνοντας χαρά στη γυναίκα και τα παιδιά του. Πολλές φορές όµως η θάλασσα κρατούσε για
πάντα στα σπλάχνα της τον άτυχο ναυτικό σκορπίζοντας τη δυστυχία στην οικογένειά του. (Για το διττό
ρόλο της θάλασσας βλ. E .Konstandinides, «Love and Death: The sea in the Work of A.Papadiamantis»,
Modern Greek Studies Yearbook 4, 1988, p.99-110).
86
απείθαρχος και πείσµων, αρνήθηκε επίµονα την πρόταση του πατέρα του να
παντρευτεί µε συνοικέσιο την Ουρανίτσα, ανιψιά του παπα- Ζαχαρία. Αιτία
ήταν ο περιπαθής του έρωτας για την Γκλεζώ «ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν,
λευκήν, καὶ σχεδὸν µεταξωτὴν <κόρην>»211 την οποία είχε δει σε συγγενική
οικία στη γειτονική νήσο Σκόπελο καθώς επέστρεφε από το ταξίδι του στη
Βλαχία. Μετά την απόρριψη του συνοικεσίου επισκέφθηκε την αγαπηµένη του
και ξαναέφυγε για πέντε χρόνια στη Βλαχία σκοπεύοντας, όταν επιστρέψει, να
λάβει την ευλογία των γονέων του και να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς
του.
Κατά την επιστροφή του λοιπόν στην πατρίδα, πέρασε - όπως ήταν
αναµενόµενο - από τη Σκόπελο, προκειµένου να τη δει. Ευσεβές όνειρό του
ήταν να εξευµενίσει στη συνέχεια τους γονείς του και να τους φέρει µαζί του
για να την παντρευτεί «πανηγυρικῶς, µὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα
παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς
πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας καὶ τόσων παροµοίων ἄλλων, κηδεστῶν,
ἀγχιστέων καὶ φίλων»212. Μεταξύ άλλων θα γινόταν πραγµατικότητα και το
«ἴδιον» θέληµά του. Η ατυχής µοίρα του όµως είχε ήδη αρχίσει να
προδιαγράφεται. Η κατήφεια µε την οποία τον υποδέχθηκαν όλοι στο νησί τον
έβαλαν σε υποψίες ότι η µνηστή του είχε προτιµήσει κάποιον άλλο:
«ᾘσθάνθη εἰς τὸ στῆθός του αἰφνἴδιον πλῆγµα ὡς δικόπου µαχαίρας· ἡ µία
ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθηµα, ἡ ἄλλη, ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα,
εἰς τὴν φιλαυτίαν του»213. Ο εγωισµός του, εκείνος που δεν τον άφησε να κάνει
υ π α κ ο ή στους γονείς του214, θίγεται περισσότερο από ότι η καρδιά του. Αν
και ήταν ερωτευµένος µε τη Γκλεζώ, το αίσθηµα αυτό διακρινόταν από µια
νεανική επιπολαιότητα. Για αυτό και δεν πληγώθηκε τόσο πολύ
συναισθηµατικά. Η ιδέα όµως πως η Γκλεζώ τον απαρνήθηκε για κάποιον
άλλο τον χτυπάει στο κυρίαρχο στοιχείο του χαρακτήρα του: τη φιλαυτία του.
Κι όµως. η «κηρίνη καὶ σχεδὸν διαφανῆς κόρη» δεν τον είχε προδώσει.
Απεναντίας, για χάρη του πήγε και βοήθησε στις αγροτικές εργασίες τις
εργάτριες της οικογένειας της προκειµένου να είναι «χρήσιµος και ἐργατική»
στην οικογένεια του αρραβωνιαστικού της µετά το γάµο. Η φιλοτιµία της
απέβη σε κακό λόγω της φιλασθενείας της. Έτσι, αφού ταλαιπωρήθηκε για
211
Τ.∆’, σ.462, στ.9-10.
212
Τ.∆’, σ.464, στ.30-33.
213
Τ.∆’, σ. 465, στ.16-18.
214
Για την αρετή της υπακοής, την οποία στερείται ο Αγάλλος γράφει ο άγιος ∆ιάδοχος Φωτικής: « Ἡ
ὑπακοή, πρῶτον µὲν ἐν πάσαις ταῖς εἰσαγώγοις ἀρεταῖς ὑπάρχειν ἐγνωσται καλόν. Ἀθετεῖ γὰρ τέως τὴν
οἴησιν, τίκτει δὲ ἠµῖν τὴν ταπεινοφροσύνην. Ὅθεν εἴσοδος καὶ θύρα γίνεται, τοῖς αὐτῆς ἀντέχοµένοις
ἠδέως, τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης.» («Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 246, Νο. µα΄) Πράγµατι, ο
Αγάλλος, ως νέος και άπειρος , θα οφελούνταν τα µέγιστα στην καταπολέµηση της νεανικής φιλαυτίας
του µέσω της ταπείνωσης δια της εφαρµογής του θελήµατος των γονέων του που ό,τι του πρότειναν το
πρότειναν από αγάπη. Το πόσο σηµαντική είναι η ευλογία των γονέων φαίνεται µεταξύ άλλων και από
την ευχή Ευλογίας των µελλονύµφων που διαβάζεται κατά την Ακολουθία του Στεφανώµατος: «εὐχαῖ
γονέων στηρίζουσι θεµέλια οἴκων» και την οποία του ανέφερε ο πατέρας του (βλ.Τ.∆’, σ.462, στ.15-16)
προκειµένου να του αλλάξει- µάταια όµως- γνώµη. Για αυτό και δεν αναφέρεται τυχαία το ότι ο αδελφός
του, που - σε αντίθεση µε εκείνον- υπάκουσε τους γονείς του, έκανε µια ευτυχισµένη οικογένεια και
διέπρεψε στην επαγγελµατική του ζωή ως διδάσκαλος.
87
αρκετούς µήνες, ως πικρή ειρωνεία της τύχης, εξέπνευσε τις ηµέρες που
επέστρεψε επιτέλους ο αρραβωνιαστικός της για να τη νυµφευθεί215.
Μετά το θάνατό της επιβεβαιώθηκε η επιπολαιότητα των αισθηµάτων
του νέου. Αφού «ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κ' ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ» µετά από τρεις
µόλις ηµέρες από την ταφή της, αποφάσισε - σκεπτόµενος πάλι τον εαυτό του
και την ατοµική του ευτυχία- πως ίσως θα έπρεπε να παντρευτεί την
Ουρανίτσα σύµφωνα µε το θέληµα των γονέων του. Όταν όµως
πληροφορήθηκε ότι η Ουρανίτσα παντρεύτηκε τον αδελφό του «ᾐσθάνθη
κρυφίαν ἀνακούφισιν» γιατί έτσι δεν θα ήταν αναγκασµένος να υπακούσει -
έστω και εκ των υστέρων- τους γονείς του. Αντιθέτως, ήταν ελεύθερος,
καθόσον τουλάχιστον ο ίδιος νόµιζε, να επιλέξει όποια κοπέλα ήθελε για
σύζυγό του. Για πρώτη όµως φορά του ήρθε στο νου και µια άλλη εναλλακτική
επιλογή, αυτή που έµελε να είναι η επιλογή της ζωής του: να γίνει µοναχός.
Καθώς ρέµβαζε σκεπτόµενος, είδε εντελώς τυχαία µια όµορφη κοπέλα
να στερεώνει τα παραθυρόφυλλα στο σπίτι της. Η επιπολαιότητα του
χαρακτήρα του τον ώθησε και πάλι να πάρει µια λανθασµένη απόφαση.
Συνεργός του αυτή τη φορά, µια γηραιά γειτόνισσα της νεαρής Λ… που
θέλησε να θερµάνει το επιφανειακό αίσθηµα του νέου. Στη συνέχεια η γρια -
Μανιά, δρώντας άθελα ή ηθεληµένα ως εργαλείο του εωσφόρου, του έθεσε
τον πειρασµό: αν πηδούσε από την αυλή της στην αυλή της Λ… και εκείνη
είχε ανοιχτό το παράθυρο, θα έµπαινε στο σπίτι της και θα την «εξέθετε»
προκειµένου να συγκατατεθεί στο γάµο τους. Ο Αγάλλος δεν έχασε καιρό. το
ίδιο κιόλας βράδυ οργάνωσε καντάδα έξω από το σπίτι της
Λ…αυτοσχεδιάζοντας ερωτικά δίστιχα για να εκφράσει τον κεραυνοβόλο
έρωτά του:
«Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὣς τὴ Βλαχιὰ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι
†∆ὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὄρη, βουνὰ καὶ τόποι.†
Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα µου, ψυχὴ λησµονηµένη,
Καὶ στὸ Μισίρι µὴ διαβῇς, καὶ ὁ νοῦς σου ἐδῶ νὰ µένῃ»216.
215
βλ. Τ. ∆’, σ. 466, στ.2-23.
216
Τ.∆’, σ.470, στ.17-20.
217
Τ.∆’, σ.472, στ.4-5 .Στο πρώτο τετράστιχο δίνεται βαρύτητα στον πόνο που προκαλεί η απουσία του
αγαπηµένου προσώπου, παρακαλώντας το να µη φύγει στα ξένα , αλλά να παραµείνει -έστω και
νοητά- κοντά στον ερωτευµένο. Οι ερµηνείες που επιδέχεται αυτό το τετράστιχο είναι δύο: α) Πρόκειται
για σαφή υπαινιγµό στον άσπλαχνο αρραβωνιαστικό της αγαπηµένης του, που προτίµησε την εργασία
του στο µακρινό «Μισίρι» αφήνοντας την µόνη να τον καρτερεί ( Αυτό βέβαια είχε κάνει και ο ίδιος µε τη
δική του αρραβωνιαστικιά τη Γκλεζώ.) β) Μια άλλη προσέγγιση θα µπορούσε να θεωρήσει ότι η
πονεµένη καρδιά είναι του Αγάλλου που σκέφτεται τη λησµονηµένη από τον αρραβωνιαστικό της Λ.. και
την παρακαλεί να µην τον αναζητήσει στο µακρινό Μισιρί, αλλά να παραµείνει στο νησί επιλέγοντας
εκείνον στη θέση του.
88
Στο δεύτερο δίστιχο γίνεται αναφορά στο «θαυµατουργό» νερό που γιατρεύει τις πληγωµένες από
έρωτα ψυχές. Αυτό το νερό – σύµφωνα µε την επιθυµία του Αγάλλου- χρειάζεται η Λ… για να ξεχάσει
τον πόνο της για την απουσία του αρραβωνιαστικού της και να προτιµήσει εκείνον. Ωστόσο, φαίνεται
πως προοικονοµεί την τύχη του ιδίου που θα χρειαστεί να απευθυνθεί στο νερό της «όντως Ζωής» για
να θεραπευθεί από τον πόνο που θα του προκαλέσει η τριπλή αποτυχία του να παντρευτεί. Με αυτόν
τον τρόπο ένα στοιχείο της φύσης συντελεί θεραπευτικά στον ερωτικό πόνο. Το νερό µε τη διαύγεια και
την καθαρότητά του οδηγεί σε αντίστοιχη «κάθαρση» την πληγωµένη από έρωτα ψυχή, ενώ η προς τα
άνω κίνηση του συντριβανιού ίσως υπονοεί την πνευµατική αναπτέρωσή της, τη φυγή της από τον
κόσµο του πόνου και της οδύνης και την κατεύθυνσή της προς την «ἄνω καλιάν τῶν Ἀγγέλων».
218
Η κοινότητα και σε αυτή την περίπτωση και στην περίπτωση του δεύτερου γάµου του Κουµπή στο
«Γάµο τοῦ Καραχµέτη»( την οποία θα αναλύσουµε στο επόµενο κεφάλαιο) λειτουργεί ως η φωνή της
ηθικής τους συνείδησης .
219
Κάτι στο οποίο πιθανόν τον βοηθούσε η µνήµη των σφαλµάτων που έκανε ως κοσµικός .
220 ο
Βλ. Σ. Ζουµπουλάκη , Προλογικό σηµείωµα στον 13 τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη
«‘’Ἀγάπη στόν κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα», Το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, 2011, σ.16.
221
Τ.∆’, σ. 478, στ. 20-22.
89
ανθρώπους. Όταν λοιπόν, µετά από χρόνια, ήρθε και ο ανιψιός του στη µονή
του Ευαγγελισµού, η εσωτερικευµένη θλίψη του που προσπαθούσε φιλότιµα -
προς εξιλέωση της φίλαυτης συµπεριφοράς της νεότητάς του - να ξεπεράσει,
εξωτερικεύτηκε στα γεµάτα πόνο και πικρία λόγια του: «- Μαῦρο κούτσουρο
ἐγώ, µαῦρο κούτσουρο ἐσύ»222.
Όπως επισηµαίνει ο Παπαδιαµάντης στο άρθρο του «Ἱερεῖς τῶν
πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων»: «Τὸ ράσον δὲν κάµνει τὸν µοναχὸν καὶ τὸ
ἱεροδιδασκαλεῖον δὲν κάµνει τὸν ἱερέα. Πρέπει ὁ ἱερεὺς νὰ ἔχῃ κλίσιν µὲ ἰῶτα
καὶ πρὸ πάντων κλῆσιν µὲ ἦτα... Πρέπει νὰ ἔχῃ πῦρ µέσα του...»223. Πρέπει
δηλαδή εκτός από τη φυσική έφεση και επιθυµία, να έχει την ιδιαίτερη εκείνη
χάρη του Αγίου Πνεύµατος, την ευλογηµένη εκείνη πρόσκληση του Σωτήρος
Χριστού για να στραφεί προς τον άσαρκο, πνευµατικό έρωτα προς Εκείνον. Ο
µοναχός Αλύπιος υπήρξε αφοσιωµένος και άµεµπτος στο µοναχικό του βίο
ανταποκρινόµενος µε εντιµότητα στα µοναστικά του καθήκοντα. Μάλιστα,
χωρίς ίσως να το έχει συνειδητοποιήσει, επέδειξε µεγαλύτερη αφοσίωση και
σοβαρότητα στον προς το Χριστό έρωτά του από ότι στον εγκόσµιο έρωτα
του προς τις δύο νέες. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Αυτό το
σαράκι του «υπό άλλες συνθήκες θα ήµουν έγγαµος» έχει παραµείνει στο
υποσυνείδητό του και εκφράζεται αυθόρµητα µόλις βλέπει τον ανιψιό του
µοναχό. Στο πρόσωπο του εικοσαοκταετούς ανιψιού του, ευρισκοµένου στην
ίδια περίπου ηλικία που έγινε και εκείνος µοναχός, βλέπει να αντανακλάται ο
εαυτός του. Εποµένως, αυτή τη ρήση φαίνεται σαν να την απευθύνει
περισσότερο στον εαυτό του παρά στο νεαρό ∆ανιήλ. Με άλλα λόγια, το
πιθανότερο είναι πως ο ανιψιός του Αγάλλου, µετέπειτα περίφηµος
ιεροµόναχος και πνευµατικός ∆ιονύσιος, είχε την «κλίσιν» και την «κλῆσιν» για
να γίνει µοναχός και ιερέας, όπως φάνηκε και από την αξιοθαύµαστη
µετέπειτα ζωή του. Βλέποντας τον όµως την πρώτη εκείνη φορά ντυµένο στα
ράσα ο θείος του θυµήθηκε τον εαυτό του στην παρόµοια εκείνη ηλικία, την
ηλικία γάµου και εξωτερίκευσε αυθόρµητα την εσωτερικευµένη πικρία του για
την αποτυχία του να νυµφευθεί.
222
Τ.∆’, σ.479, στ.11. Ο Σ. Ζουµπουλάκης σηµειώνει για το απόσπασµα αυτό: «Αυτός που γράφει
τούτη τη βαριά κουβέντα- η τελική φράση του διηγήµατος και ο τίτλος του- δεν ανήκει βεβαίως στους
άστοργους (βλ. Τ.Ε’, σ.328, στ.1) επικριτές του µοναχισµού, αλλά εντελώς αντίθετα, στους θερµούς
υπερασπιστές του. Γι’ αυτό ακριβώς και µπορεί άφοβα να γράφει ό,τι γράφει, επειδή ξέρει για ποιο
πράγµα µιλάει, για µια βιοτή δηλονότι ακραία και σκληρή, η οποία το µόνο που δεν σηκώνει είναι
αφελείς εξωραϊσµούς» ό.π, σ.15-16. Την προσωπική µας άποψη για τη φράση αυτή θα αναπτύξουµε
αµέσως παρακάτω.
223
Τ. Ε’, σ. 195, στ.17-19.
224
Ανάµεσά τους είναι και «Ἡ Νοσταλγὸς», την οποία θα εξετάσουµε αναλυτικά σε επόµενη ενότητα.
90
είχε µαγέψει το νέο τόσο, ώστε η παιδική του φαντασία να ίπταται «µὲ µόνον
τῆς λευκῆς λινοµετάξου ἐσθῆτός της τὸν θροῦν»225. Έτσι ακόµη και µετά από
επτά ολόκληρα χρόνια θυµάται την πρώτη φορά που του απηύθυνε το λόγο η
θαλερή κόρη, και µάλιστα και το µήνα (ήταν Φεβρουάριος) που συνέβη το
περιστατικό. Ο σκοπός της ήταν να του ζητήσει µια εκδούλευση: να της φέρει
λίγα «ἴτσια», ευώδη και πανέµορφα λουλουδάκια. Εκείνος όµως θεωρεί
σηµαντικό και µόνο το ότι του µίλησε. Η εικόνα της αποτυπώθηκε ανεξίτηλα
στη µνήµη του µε αποτέλεσµα να θυµάται ακόµη και τις λεπτοµέρειες των
χαρακτηριστικών της: «Ὁποῖον λεπτοφυὲς σῶµα ἐσκέπαζεν ἡ λειοµέταξος
ὀρφνὴ ἐσθής! Πῶς διεγράφετο ἁρµονικῶς ἡ µορφή της µὲ χνοώδη πάλλευκον
χρῶτα καὶ τὰ ἐρυθρὰ µῆλα τῶν παρειῶν, µὲ τὸν µελίχρυσον λαιµὸν καὶ µὲ τὸ
ἐλαφρῶς κολπούµενον στῆθός της! Πόσον ἁβραὶ ἦσαν αἱ χεῖρες, καὶ πόσον
µελῳδικὴ ἔπαλλεν εἰς τὸ οὖς σου ἡ θεσπεσία φωνή της! Ἡ ξανθοπλόκαµος
κόµη ἀτηµέλητος ὀλίγον, (…)καὶ τὸ ὄµµα της, µὲ τὰ µακρὰ µατόκλαδα ὡς
πτεροφόρος ὀιστός, σ' ἐσαΐτευε γλυκὰ εἰς τὴν καρδίαν. Ἐνθυµεῖσαι! Ὁποῖον
αἴσθηµα ἐδοκίµασες τότε, καὶ πῶς, δεκατετραετὴς µόλις, ἠρωτεύθης ἤδη;»226 .
Η όµορφη κοπέλα δεν έµεινε όµως απαρατήρητη και από τον παιδικό
φίλο του το Χριστοδουλή, µε αποτέλεσµα να ξεκινήσει ένας ερωτικός
ανταγωνισµός µεταξύ των έως τότε καλών φίλων. Παρά την αδυναµία του να
ανταγωνιστεί επάξια το Χριστοδουλή, δεν εγκαταλείπει τον πρώτο δυνατό του
έρωτα. Για πολλούς µήνες επιστρέφει δύο φορές την ηµέρα στο σηµείο που
την πρωτοσυνάντησε ελπίζοντας να την ξαναδεί. Μάταια όµως, αφού η νεαρή
Πολύµνια227- που φέρει το όνοµα της µούσας των ιερών ύµνων και της
Θρησκευτικής ποιήσεως228 και το οποίο, µεταξύ άλλων, συντελεί και ως πηγή
ερωτικής έµπνευσης για τον ήρωα- αρρώστησε και έφυγε από την περιοχή για
αποθεραπεία. Όταν, αρκετούς µήνες αργότερα, την ξανασυνάντησε στα
εγκαίνια ενός σκάφους, όλα τα σηµαντικά γεγονότα της ηµέρας αυτοµάτως
«σβήνουν» και «ἡ καρδία (του), ἡ φαντασία (του), οἱ ὀφθαλµοί (του) ἦσαν
προσκεκολληµένα εἰς ἐκείνην ἥτις ἐφόρει τότε λινοµέταξον θερινὴν ἐσθῆτα κ'
ἐσκιάζετο ἀπὸ τὸ κόκκινον παρασόλι»229. Για αυτό πληγώνεται και αισθάνεται
ζήλεια όταν ο πρώην φίλος του Χριστοδουλής προχωρά σε παιδαριώδεις και
τολµηρές ενέργειες230 για να εντυπωσιάσει την όµορφη Πολύµνια. Από το
σηµείο αυτό και µετά ο ήρωας δεν έχει πια, ούτε επικοινωνία, ούτε οπτική
225
Τ.Β’, σ.379, στ.5-6.
226
Τ.Β’, σ. 389, στ.32-35 και σ.390, στ. 1-7. Η πρωτότυπη χρήση του δευτέρου προσώπου µεταξύ
άλλων φανερώνει την αµεσότητα των αισθηµάτων του αφηγητή που καλεί τον αναγνώστη «να φανταστεί
τον εαυτό του στη θέση του ήρωα», βλ. P. Mackridge, «Ολόγυρα στη λίµνη», στον τόµο Εισαγωγή στην
Πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, Παν. Εκδόσεις Κρήτης,2005, σ.445. Έτσι, οι αναγνώστες, ενθυµούµενοι
ανάλογα βιώµατα και συναισθήµατα, «συµπάσχουν» κατά κάποιο τρόπο µε τον αφηγητή.
227
Για τη συµβολική σηµασία του ονόµατος αυτού γράφει ο P. Mackridge « Το µυθολογικό όνοµα της
Πολύµνιας περιέχει ηχητικά τη λέξη « λίµνη» : όπως ο ήρωας τριγυρνάει ολόγυρα στη λίµνη , ο ήρωας
(στην πραγµατικότητα) και ο αφηγητής (στη µνήµη του) τριγυρνάνε ολόγυρα στην Πολύµνια»,ό.π.,
σ.447.
228
Σύµφωνα µε µια άλλη εκδοχή ήταν µούσα της ευγλωττίας και της αποµνηµόνευσης.
229
Τ.Β’,σ.395, στ.6-9.
230
Πέφτει στη θάλασσα µε τα ρούχα και ανεβαίνει θεαµατικά στο καινούριο καράβι.
91
231
Τ.Β’, σ. 396, στ.12 και σ.399, στ.34.
232
Βλ. Τ.Β’, σ.380, στ.16- 20.
233
Τ.Β’, σ.381, στ. 14-15.
234
Βλ. Τ.Β’, σ.381, στ.25-33 και σ.382, στ.1-5.
235
Τ.Β’,σ.400, στ.16-19.
236
Βλ. « Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου, σ.214.
237
Η ανώτερη κοινωνική τάξη της νεαρής κοπέλας φαίνεται τόσο από τα πολυτελή ρούχα και την
εκλεπτυσµένη στάση και συµπεριφορά της, όσο και από την πληροφορία πως κατά τη διάρκεια της
ασθενείας της οι συγγενείς της συµβουλεύτηκαν αρκετούς γιατρούς και την έστειλαν σε «ταξἴδιον µετὰ
92
Βαθιά ερωτευµένος µε µια µεγαλύτερή του κοπέλα ήταν και ο γιος της
Μαχούλας, ο Μανωλάκης στη «Φαρµακολύτρια». Η επιθυµία του να
νυµφευθεί την αγαπηµένη του µεγάλη: «Ἢ θὰ τὴν πάρω, µάννα, ἢ θὰ
σκοτωθῶ»240. Η µητέρα του τον χαρακτηρίζει «ερωτοχτυπηµένο» και δεν έχει
άδικο. Ωστόσο, πέρα από την ηλικία της αγαπηµένης του, υπήρχε και ένα
άλλο µεγάλο εµπόδιο στην ευόδωση ενός γάµου: οι τέσσερις αδελφές του και
κυρίως η επιθυµία της µητέρας του να µην τον αφήσει να παντρευτεί για να
βοηθήσει εκείνες να αποκατασταθούν241. Φοβάται µάλιστα - αλλά αυτή η
εκδοχή είναι µια προβολή των δικών της προσωπικών απόψεων- ότι ο
έρωτας αυτός ήταν αποτέλεσµα µαγείας. Οι συνεχείς λειτουργίες, οι νηστείες
και το «ζώσιµο» του ναού της Αγίας Αναστασίας στα οποία κατέφυγε φαίνεται
πως έπιασαν τελικά τόπο και η νέα παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
Ο Μανωλάκης όµως ήταν πραγµατικά ερωτευµένος: «µοναχός του καὶ
θέλοντας ἔβαλε σεβντὰ µέσα του»242. Η ίδια η µητέρα του παραδέχεται τότε ότι
µετά το γάµο της αγαπηµένης του, «ἐπειδὴ ἦτον φόβος νὰ τρελαθῇ ἢ νὰ
χτικιάσῃ τὸ παιδί µου, ἀπ' τὸ κακό του, τὸν ἔταξα στὴν Παναγιὰ τὴν Κουνίστρα,
µεγάλ' ἡ χάρη της, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπ' τὴν τρέλα κι ἀπ' τὴν ἀρρώστια...
Τοῦ κόστισε πολύ, ἐπόνεσε, ἔχασε τὴν ὄρεξή του, κιτρίνισε σὰν τὸ κερί,
ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο... Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάµα της, καὶ τὸ
παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε χτίκιασε... Σ' ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του»243.
τῆς θείας της, τῆς συνταξιούχου, χήρας ἀντιπλοιάρχου τοῦ Β. στόλου, διὰ ν' ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα». (Τ.Β’,
σ.391, στ.35 και σ.392, στ.1)
238
Τ.Β’,σ.400, στ.18-19.
239
Στο διήγηµα αυτό υπάρχει µια ακόµη ερωτική αναφορά, η οποία όµως έχει σαρκική χροιά. Ο
επταετής αυτή τη φορά ήρωας φαίνεται ότι ερωτευόταν συχνά τις κόρες των κολληγισσών του παππού
του φανταζόµενος ότι «τρέχει κατόπιν αὐτῶν εἰς τοὺς ὁρµίσκους, ἐκεῖ ὅπου ἐλεύκαιναν τὰς ὀθόνας, καὶ
ὅτι κρύπτε(τ)αι µαζί των εἰς τὰ ἄντρα, τὰ πατούµενα ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀφριζούσης ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ
Βορρᾶ, ὀνειροπολῶν τὴν εὐτυχίαν εἰς τοὺς λευκοὺς καὶ γλαφυροὺς κόλπους, µὲ τὰς ὁλοβροχίνους καὶ
βυσσινόχρους τραχηλιάς, καὶ εἰς τὰς κυανόφλεβας καὶ τορνευτὰς ὠλένας µὲ τὰς µακρὰς καὶ κεντητὰς
χειρῖδάς των»(Τ.Β’, σ.382, στ.28-34). Βέβαια, η πολύ νεαρή ηλικία του ήρωα δικαιολογεί τον
ελευθεριασµό στις σκέψεις και τις επιθυµίες του, οι οποίες σίγουρα θα ήταν παιδαριώδεις. Σε αυτές τις
ηλικίες η σαρκική έλξη δεν είναι συνειδητή και έχει υψηλό βαθµό αθωότητας. Ωστόσο, δεν παύει να µας
κάνει εντύπωση η τόσο αισθησιακή περιγραφή, που εξάπτει τη φαντασία των αναγνωστών.
240
Τ.Γ’,σ.307,στ.12.
241
Βλ.Τ.Γ’σ.307, στ.14-16.
242
Τ.Γ’, σ.311, στ.20-21.
243
Τ.Γ’, σ.311, στ.23-29.
93
Από την µετέπειτα στάση του Μανωλάκη φαίνεται πως δεν «ἦρθε
τελείως στὸν ἑαυτό του». Έφυγε από το σπίτι του πηγαίνοντας όσο πιο µακριά
µπορούσε, στην Ανατολή, για να ξεχάσει την αγάπη του. Η επιλογή της
Ανατολής, σε σχέση µε τη συχνά προτιµώµενη από τους ναυτικούς ∆ύση,
ίσως λειτουργεί συµβολικά στο διήγηµα υπονοώντας την αγωνιώδη
αναζήτηση ενός νέου, πνευµατικού «φωτός» - υπό την καλή επιρροή της
αγίας Αναστασίας- εκ µέρους του συντετριµµένου ψυχικά νέου. Ενός «φωτός»
που θα αντιστάθµιζε τον έρωτά του για την αγαπηµένη του. Φαίνεται όµως
πως δεν κατάφερε εντελώς να τον ξεπεράσει γιατί, εκτός από το ότι δεν ήθελε
πια να παντρευτεί ( αφού έχασε εκείνη), υπέκυψε στον πειρασµό του αλκοόλ.
Κατά τον G. Saunier το «λιώσιµο» του Μανωλάκη στον επάνω κόσµο
«υπονοεί µε διπλό τρόπο το θάνατο του Μανωλάκη»244. Χάρη στην βοήθεια
της Παναγίας ο Μανωλάκης επανήλθε στη συνέχεια από τον «ἐν εἴδει
σωµατικό» θάνατό του, αλλά ο θάνατος της καρδιάς του ήταν µη
αναστρέψιµος. Ο έρωτάς του καταρρακώθηκε γιατί η αγαπηµένη του τον
«πρόδωσε»- πιθανόν χωρίς δική της υπαιτιότητα- νυµφευόµενη κάποιον
άλλο. Χάνοντας όµως την µοναδική αγάπη του (γιατί η αληθινή αγάπη
συνήθως έρχεται µόνο µια φορά) απαρνήθηκε τις γυναίκες εν γένει. Τη θέση
της αγαπηµένης του πήρε έτσι η θάλασσα, η «συµβολική γυναίκα και
µάνα»245 η οποία όµως δεν µπόρεσε να καλύψει το συναισθηµατικό του κενό.
Ο Μανωλάκης «ἄσπρισε» σωµατικά, αλλά και πνευµατικά και υποµένει
στωικά τη µοίρα του246 βάζοντας το καθήκον απέναντι στη µητέρα και τις
αδελφές του πάνω από την προσωπική του επίγεια ευτυχία που χάθηκε
ανεπιστρεπτί.
Αυτή η οικειοθελής παραίτησή του από το σαρκικό έρωτα έχει όµως και
µια θετική προοπτική. Την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά, η Μαχούλα
βλέπει σε όνειρο την Αγία Αναστασία να της προσφέρει ένα λευκό λουλουδάκι
για να το δώσει στο Μανωλάκη. Το λουλουδάκι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Πρόκειται για το «ἄνθος τῆς Ἐδὲµ» που συµβολίζει την παραδείσια αγνότητα,
την ουράνια ευτυχία. Υποδηλώνεται µε αυτό τον τρόπο ότι τη χαρά που
στερήθηκε στην επίγεια ζωή θα τη βρει στην ουράνια, την αιώνια ζωή. Το
ερωτικό πάθος, που προσωποποιείται ως «µαῦρο καὶκατακόκκινο πράµα»,
επιχειρεί προς στιγµήν να αρπάξει το άνθος, το ουράνιο στεφάνι της αρετής,
θέλοντας «να σπιλώσει τη λευκότητα, την αθωότητα της τρυφής του
244
Και συνεχίζει: «Η λέξη «ἔλυωσε» παρατείνοντας τη µεταφορά του κεριού , ως συµβόλου του γιου της
Μαχούλας, εννοεί από µόνη της το θάνατό του: «Σαν το κερί να λιώσει» είναι κλασική κατάρα, που
απαντά λ.χ. στα δηµοτικά τραγούδια. Κι αν ο Μανωλάκης «ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο» , εξυπακούεται
ότι κατέβηκε στον Άδη. «Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάµα της, καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε
χτίκιασε... Σ' ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του» δηλαδή πάνω απ’ όλα ξεπέρασε αυτή την κρίση,
ξαναέγινε ζωντανός, αναστήθηκε»., «Το αίνιγµα της Φαρµακολύτριας», στο βιβλίο Εωσφόρος και
Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, Άγρας, Αθήνα, 2001, σ. 38.
245
Βλ. Saunier, ό.π.,σ.38.
246
Η κ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη θεωρεί πως η ιστορία του ερωτευµένου Μανώλη φωτίζει το πάθος του
ώριµου ήρωα και προοιωνίζει το τέλος του αφηγήµατος, βλ. Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
σ, 278.
94
Κάποιες φορές ο έρωτας ενός άντρα για µια γυναίκα αγγίζει τα όρια του
ιδανικού. Ένας περιγραφικός ύµνος προς την ανώνυµη αγαπηµένη του
αφηγητή είναι ο πρόλογος στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια»251. Στο θεσπέσιο αυτό
πρόλογο που περιγράφει το πιο δυνατό ανθρώπινο συναίσθηµα στην
κορύφωσή του, βλέπουµε πώς ο βαθύς έρωτας µπορεί να εξιδανικεύσει το
αγαπηµένο πρόσωπο καθιστώντας το όνειρο ζωής. και πώς αυτή η µοναδική
στιγµή «χάριτος» µπορεί να νοηµατοδοτήσει ολόκληρη τη ζωή του
ερωτευµένου.
247
Βλ. π.Λ. Καµπερίδη, ό.π. σ.148. Επίσης, βλ. και την ερµηνεία που δίνει ο κ. Saunier στο λουλουδάκι,
ό.π., σ. 40-41 την οποία αντέκρουσε ο κ. Πανταζής στο « Στην Αγι- Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!»,
Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τ.3, ∆όµος, 1995, σ.54.
248
Η ενέργεια αυτή της Αγίας Αναστασίας συµβαδίζει µε τον ακόλουθο ύµνο από την Ακολουθία της:
«Σταγόνας τῶν ἰαµάτων προχέεις, ἐποµβρίαις θεϊκὼν χαρισµάτων, καὶ τῶν παθῶν ποταµοὺς
ἀναστέλλεις, καὶ βοηθεῖς τοῖς δεινῶς κινδυνεύουσιν, ἀοίδιµε Μάρτυς Χριστοῦ, Ἀναστάσεως θείας
ἐπώνυµε.», Τριώδιον, εκδ. Φως, 1987, σ.202 βλ. και τη µελέτη του κ. Πανταζή « Στην Αγι- Αναστασά, τη
Φαρµακολύτρια!», ό.π., σ. 57.
249
Βλ.Τ.Γ’,σ.312, στ.1-6.
250
Αυτό άλλωστε το παραδέχεται έµµεσα εξαρχής, βλ. Τ.Γ’, σ. 307, στ. 14-16.
251
Γενικά στην πρώτη ανάγνωση ο «πλέον ιδιόρρυθµος και µυστήριος» αυτός πρόλογος µοιάζει να
είναι ξεκοµµένος από το υπόλοιπο διήγηµα. Όταν όµως διαβάσει κανείς το κείµενο πιο προσεκτικά
διαπιστώνει ότι ο πρόλογος διαπερνά και συνέχει όλο το έργο που αποτελεί «ένα είδος Συµποσίου – µε
την πλατωνική σηµασία- » για την αγάπη, τόσο µε τις σκόρπιες κρυπτογραφικές αναφορές που
υπάρχουν, όσο και µε το κλείσιµο του διηγήµατος που προσπαθεί να «φωτίσει» κάπως την ταυτότητα
της αγαπηµένης του αφηγητή. Πρόκειται λοιπόν για ένα «κεντρικό σηµείο του έργου, µέρος της
υπόθεσης και της δράσης του», Λ. Κούσουλα, Ανθρώπους και κτὴνη…, Νεφέλη,Αθήνα, 1993, σ.59.
95
252
Τ.∆’, σ.223,στ.1-4.
253
Τ.∆’, σ.223, στ.14-15.
254
Τ.∆’, σ.224, στ.1-4.
255
Τ.∆’, σ.223, στ.19.
96
263
Το όνοµα Περµαχούλα µας θυµίζει τη ξαδέρφη του αφηγητή Μαχούλα, που συναντήσαµε στη
‘’Φαρµακολύτρια’’ και στο ‘’Αµαρτίας φάντασµα’’. Ο G. Saunier θεωρεί πως και στις τρεις περιπτώσεις
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, βλ. Εωσφόρος και Άβυσσος, ό.π., σ.48.
264
Τ.∆’, σ. 289, στ.23-26.
265
Για αυτό και δεν συµµεριζόµαστε την άποψη της Μ. Θεοδοσοπούλου ότι η στάση αυτή του ήρωα
είναι ενδεικτική ενός τυπικού, «ροµαντικού» έρωτα που «αρκ(είται) στα ελάχιστα και καταναλών(εται)
σε πεισιθάνατους στίχους», Μετ΄έρωτος και στοργής, Νεφέλη, Αθήνα, 2001, σ.68. Όπως είδαµε
παραπάνω στις λεπτοµέρειες του προλόγου, αλλά και σε επιµέρους σηµεία του διηγήµατος, ο έρωτας
του αφηγητή ξεπερνάει κατά πολύ τους «συνήθεις» ροµαντικούς έρωτες.
98
266
«Ἁµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.11.
267
Στη φιλαυτία και τον εγωκεντρισµό ως τη µεγαλύτερη αµαρτία που επιφέρει βαριά τιµωρία
αναφέρεται και ο π. Φ. Φάρος. Όπως επισηµαίνει, ενώ ο Κύριος κρατούσε µια σχετικά ήπια στάση
απέναντι στα σαρκικά ή άλλα βαριά αµαρτήµατα, είναι ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στους φίλαυτους
ανθρώπους, όπως µας φανερώνει επί παραδείγµατι η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού
Λαζάρου. Βλ. π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990, σ. 204-205.
268
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελῆς και θαυµάσιος», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.233, στ.24-31.
269
Τ.Α’,σ.567, στ. 11-15.
99
270
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µς’. Ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή,
συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία, συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις βλ. «Λόγος Ψυχωφελής και
θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235, στ.14-29.
271
Τ.Α’, σ.568, στ.10-16.
272
«Λόγος περὶ προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.178, ιη’.
273
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος Ζ’, σ. 328, στ. 30-33.
274
Όπως γράφει και ο ∆. Γιανναράς, «το καυστικό χιούµορ του Παπαδιαµάντη είναι εδώ εύκολα
αντιληπτό από τον έµπειρο αναγνώστη. Οι άκαιρες και αποστηθισµένες φράσεις των Γραφών
επαναλαµβάνονται µνηµονικά, αυτοαναφορικά, ως ‘’ψηφιδωτόν ἐκ τεµαχίων διδαχῶν’’ και όπως ήταν
φυσικό ‘’ἡ Ἀϊµὰ οὐδὲ λέξιν ἐνόει ἐκ τῶν λεγοµένων ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς Καρµήλης ‘’. (1.566) Τα δε λατινικά,
αυτά « τα διφορούµενα και υποκριτικά» τα βάζει ο Παπαδιαµάντης σε εκπρόσωπο της (καθολικής)
Εκκλησίας, µια µοναχή που τα λέει αυθόρµητα όχι από φόβο και τα λέει ως χρήσιµα στην έγκλειστη
Αϊµά, που όµως δεν ταλανίζεται από τα κρίµατα που της επισηµαίνει», ∆. Γιανναρά, «Το καθολικό και το
ορθόδοξο µυθιστόρηµα», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, Τ. Α’ , σ.69.
100
281
Τ.Α’, σ.159, στ.33-35. Η Φηλικίτη είναι ένας αµφιλεγόµενος χαρακτήρας του µυθιστορήµατος. Ενώ
στο σηµείο αυτό της δίνει σωστές συµβουλές, προς το τέλος του διηγήµατος την βλέπουµε να
«συνωµοτεί» µε το Σανούτο συνεπικουρώντας την επανένωσή του µε την Αυγούστα. Η θέση που
κρατάει συνοψίζεται εξαιρετικά στα µετέπειτα λόγια του συγγραφέα: «Ἡ Φηλικίτη τὸν ὑπηρέτησεν, ὅσον
ἠδύνατο καὶ προσηνέχθη διπλωµατικωτάτη καὶ πρὸς τὸν Σανοῦτον καὶ πρὸς τὴν Αὐγούσταν.», Τ.Α’,
σ.303, στ.20-22.
282
«Προς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µγ’.
283
Εδώ πρόκειται για παπαδιαµαντικό «δάκτυλον» µια και η καθολική ηγουµένη Φηλικήτη θα
προτιµούσε µάλλον ένα δυτικό πατέρα.
284
Όπως ακριβώς δεν πρόσεξε ως έπρεπε και η Αυγούστα µε τις µετέπειτα οδυνηρές συνέπειες.
102
285
Όπως υπερηφανεύεται κατά τη διάρκεια του µυθιστορήµατος ο αλαζονικός Σανούτος και
κατακρηµνίζεται στο τέλος από τον Μιρχάν στους θαλασσοδαρµένους βράχους (Τ.Α’, σ.159, στ. 38
σ.160, και στ.4- 8).
286
«Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος πάνυ ὠφέλιµα», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 41, Νο.οβ’.
287
Τ.Α’ , σ.169, στ.19. Εδώ ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής θα τη νουθετούσε µε τα εξής λόγια : « Μὴ λέγε,
ὅτι οὐ θέλω, καὶ ἔρχεται (ἔνν.ὁ πειρασµός). Πάντως γὰρ κὰν µὴ αὐτό, τᾶς δὲ αἰτίας ἀγαπᾶς τοῦ
πράγµατος» («Περί Νόµου πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία Τ.Α’, ,σ. 104, Νο. ρµβ’). Φαίνεται δηλαδή πως η
Αυγούστα, παρά την εξωτερική προσπάθειά της να αποφύγει τον πειρασµό, κολακεύτηκε εσωτερικά
από το ερωτικό ενδιαφέρον του Σανούτου που ικανοποιούσε τη γυναικεία της φιλαυτία.
288
Τ.Α’, σ.172, στ.15.
289
Ο ίδιος περιγράφεται κατά την πρώτη του εµφάνιση ως «ὡς δαίµων ἐκ τοῦ ᾍδου» (Τ.Α’, σ.143,
στ.22), ενώ πριν την απαγωγή της Αυγούστας διερωτάται µήπως έχει µεταµορφωθεί σε «θηρίον» ( Τ.Α’,
σ.175, στ. 14). Η ίδια η Αυγούστα άλλωστε του αποδίδει εωσφορικό χαρακτήρα: « Εἶχέ τι λίαν ἐπιβάλλον
καὶ ἑωσφορικόν, ὅπερ µὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν ἐντελῶς τὴν συνείδησίν µου» (Τ.Α’, σ.227, στ.19-
21).
290
Η εγωκεντρική αυτή συσπείρωση του Σανούτου γύρω από τον εαυτό του και τις αυτονοµηµένες
επιθυµίες του είναι µια από τις βασικές αιτίες που τον οδήγησαν στην κλοπή της Αυγούστας, την οποία
προσεγγίζει ως αντικείµενο ικανοποίησης των ατοµικών του επιθυµιών. Για αυτό και σε όλη σχεδόν τη
διάρκεια του µυθιστορήµατος δεν τον βλέπουµε να εκφράζει κάποιο είδος αγάπης για εκείνη µιας και ο
εγκλωβισµός του στον εαυτό του είναι τόσο έντονος που υπονοµεύει την ανάπτυξη οποιουδήποτε
είδους αγαπητικού δεσµού. Για τις οδυνηρές συνέπειες του εγωκεντρισµού στις προσωπικές σχέσεις
των ανθρώπων βλ. Σ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: Ο σκοπός της
διαφυλικής αγωγής, εκδόσεις Αρµός,Αθήνα, 2001, σ.27.
291
Βλ.Τ.Α’ , σ.174, στ.30-35 και σ.175, στ.1-26.
103
292
Θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι ο Σανούτος διαθέτει µια «επιβητορική αντίληψη» για τον
έρωτα. Σύµφωνα µε αυτήν, ο ερωτικός σύντροφος προσεγγίζεται µόνο ως ένα «αντικείµενο» προς
ικανοποίηση «βιολογικών αναγκών». Την αντίληψη αυτή, η οποία στο Σανούτο έχει εξελιχθεί σε στάση
ζωής, αναπτύσσει ο π. Φ. Φάρος: « Η επιβητορική αντίληψη δεν περιορίζεται µόνο σε µια εκτονωτική
ερωτική συµπεριφορά, αλλά γίνεται µια γενική στάση ζωής που καθορίζει, κυρίως για τους άνδρες, (…)
κάθε εκδήλωση της ζωής τους. Η επιβητορική αντίληψη για τον έρωτα αλλοιώνει δραµατικα το
.
ανθρώπινο πρόσωπο του άνδρα και του προκαλεί τραγικές και πολλαπλές αναπηρίες και µια από τις
πιο ολέθριες αναπηρίες που προκαλεί η επιβητορική αντίληψη για τον έρωτα στον άνδρα είναι το
ολοκληρωτικό πάγωµα της τρυφερότητάς του, η ολοκληρωτική υπονόµευση της ικανότητάς του να
εκφράζη και να αποδέχεται τρυφερότητα, που όχι µόνο τον κάνει ένα εντελώς ανέραστο ον, αλλά και ένα
θλιβερό τέρας που αποκτηνώνεται διαρκώς και περισσότερο επειδή ακριβώς δεν µπορεί να εκφράση
και να ικανοποιήση την πιο βαθειά και την πιο ανθρώπινη ανάγκη του», Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ. 17 και
σ.25. Πράγµατι, ο Σανούτος από την αρχή έως το τέλος του µυθιστορήµατος προσεγγίζει ως «τρόπαιο»
την Αυγούστα. Όταν την κατακτήσει, την αντιµετωπίζει εντελώς υποτιµητικά προσβάλλοντας διαρκώς
τον έρωτά της µε την καταφυγή του σε άλλες ερωµένες. Πιθανή ένδειξη του κυνικού και αλλοιωµένου
«έρωτά» του είναι και η ονοµασία του σκύλου του από το όνοµα της Αυγούστας, βλ. Τ.Α’.σ.185, στ.17-
23. Ωστόσο, δεν µπορεί να καλύψει το εσωτερικό του κενό το οποίο εκδηλώνεται και εξωτερικά, µετά τη
φυγή της Αυγούστας, µε µια µόνιµη µελαγχολία, όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω.
293
«Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.24.0-241, Νο. κγ’.
294
Όπως εδώ τὴν απαγωγὴ και µετέπειτα τη µοιχεία.
295
«Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.242, Νο. κζ’.
296
Ο Σανούτος, µεταξύ άλλων, βλέπει την αναζήτηση αυτή ως ένα τρόπο ικανοποίησης της βαθιάς
ανοίας και ακηδίας που τον έχει καταβάλλει µετά τη φυγή της Αυγούστας. βλ. Τ.Α’, σ. 177- 178.
104
οµολογεί: «ἂν καὶ διὰ τῆς βίας καὶ τοῦ δόλου µὲ ἀπήγαγεν ὁ Βενετὸς
εὐπατρίδης ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ συζύγου µου , οὒχ ἧττον ἀπὸ τῆς πρώτης ἡµέρας
εὐτύχηµα ἐνόµισα τὸ νὰ συζῶ µὲ τὸν Βενετὸν καὶ νὰ εἶµαι ἐρωµένη του. ∆ιότι
εἶχε τί λίαν ἐπιβάλλον καὶ ἑωσφορικὸν, ὅπερ µὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν
ἐντελῶς τὴν συνείδησίν µου. Οὐδέποτε εἶχον ἀγαπήσει µὲ νεανικὸν πάθος τὸν
σύζυγό µου. Μοὶ ἐφαίνετο βαρὺς καὶ ὀχληρὸς, ἂν καὶ αὐτὸς µὲ ἠγάπα. Καὶ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ µᾶλλον ἔνοχος εἶµαι ἐγὼ, ἤτις ἀκολούθησα τὸν Βενετόν, ἢ
οὗτος ὅστις µὲ ἀπήγαγε»302. Παραδέχεται ότι ο µόνος λόγος που εγκατέλειψε
το Σανούτο είναι το ερωτικό πείσµα και η ζηλοτυπία και όχι η µετάνοια της για
το φοβερό της αµάρτηµα. Παρακαλεί γεµάτη απελπισία τον πατέρα Αµµούν
να της διδάξει τη µετάνοια, µην κατανοώντας ότι αυτή δε διδάσκεται, αλλά
έρχεται αυθόρµητα εκ βάθους καρδίας 303.
Παρά την έντονη όµως αµφισβήτηση της µετάνοιας304 παρατηρούµε ότι
καταβάλει ειλικρινή και επίπονη προσπάθεια για να λυτρωθεί από το
αυτοκαταστροφικό πάθος της. Όπως σωστά παρατηρεί ο ∆. Μαυρόπουλος,
και µόνο η εξοµολόγηση της Αυγούστας στον πατέρα Αµµούν είναι σηµαντική,
γιατί σε αυτή καταγράφεται η προαίρεσή της να σωθεί, έστω και αν δεν
καταθέτει εµπράγµατη µετάνοια. Μας υπενθυµίζει µάλιστα ο εν λόγω
µελετητής ότι στην ακολουθία της Εκκλησίας για τη µετάνοια η πρώτη
συγχωρητική ευχή του ιερέως διαβάζεται αµέσως µετά την προσέλευση του
302
Τ.Α’, σ.227, στ. 15-22. Αναφερόµενη στο απόσπασµα αυτό η Μ. Γκασούκα συνδέει την Αυγούστα µε
τη Χαδούλα αναφέροντας επιγραµµατικά τα κοινά, κατά την άποψή της, χαρακτηριστικά των δύο
γυναικών: «το ίδιο- στις αναλογίες του- αυταρχικό περιβάλλον, η ίδια χρησιµοποίηση από τρίτους (
σύζυγος- εραστής για την Αυγούστα, γονείς- σύζυγος- παιδιά για τη Χαδούλα), η ίδια τραυµατισµένη
ψυχοσύνθεση, η ίδια άρνηση προσφυγής στην εκκλησία, η εξέγερση και η ρήξη µε το κοινωνικό
περιβάλλον, η πτώση και τέλος η κάθαρση µε την ενεργό συµµετοχή της φύσης (φωτιά στη µια, νερό
στην άλλη περίπτωση)», Μ. Γκασούκα, Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη,
αρχείο Παπαδιαµάντικων µελετών 2,εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998, σ.88. ∆ιαφωνούµε µε την Μ.
Γκασούκα σε δύο σηµεία: το πρώτο είναι ως προς τον αριθµό των ανθρώπων που «χρησιµοποίησαν»
τις δύο γυναίκες. Θεωρούµε ότι ο Μούχρας, παρά τα αναµφισβήτητα λάθη του, ουδέποτε θέλησε
συνειδητά να χρησιµοποιήσει τη γυναίκα του για να επιτύχει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Επίσης,
στη «Φόνισσα» αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η Χαδούλα, λόγω του χαρακτήρα του άνδρα της ήταν
περισσότερο «κηδεµών» του παρά υπηρέτριά του, όπως η ίδια πιστεύει. Οι δε κόρες της σε κανένα
σηµείο του διηγήµατος δεν «χρησιµοποιούν» τη µητέρα τους. Αντιθέτως, υφίστανται καρτερικά τις
συνέπειες των αποφάσεων και των ενεργειών της. Το δεύτερο σηµείο είναι «η άρνηση προσφυγής στην
εκκλησία» που στην περίπτωση της Αυγούστας δεν συµβαίνει. Η Αυγούστα αναζητά εναγωνίως
βοήθεια από την εκκλησία, κάτι που καθίσταται προφανές τόσο από τις συνεχείς εξοµολογήσεις της
(αρχικά στην αδελφή Φηλικίτη και στη συνέχεια στον πατέρα Αµµούν), όσο και από την απόφασή της να
ακολουθήσει το µοναχικό σχήµα. Το πρόβληµα της Αυγούστας είναι ότι µέχρι λίγο πριν το θάνατό της
δεν καταφέρνει να µετανοήσει λόγω του εγκλωβισµού της στα πάθη της και της απελπισίας που την έχει
καταλάβει.Εξακολουθεί όµως να προσεύχεται στο Χριστό και να τον παρακαλεί να τη βοηθήσει και να τη
συγχωρήσει (βλ.ενδεικτικά Τ.Α’, σ.287, στ.19-23).
303
Για την ανυπόκριτη και ειλικρινή εξοµολόγηση της Αυγούστας και τους προβληµατισµούς που
προκαλεί στο γέροντα Αµµούν περί συµβατικοποιήσεως του µυστηρίου αυτού, βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η
Λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1994, σ.196-198.
Επίσης για τη σηµασία της σωστής εξοµολογήσεως βλ. ∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικός»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.272, Νο. ρ’.
304
Η αδυναµία της να µετανοήσει δηλώνεται στις σ. 227, στ.35, σ.228, στ.2-3 και στ.12.
106
αµαρτωλού πριν ακόµη εξαγορευτεί τις αµαρτίες του 305. Κινούµενος στην ίδια
λογική, ο π. Λ. Καµπερίδης αναφέρει ότι σε τελική ανάλυση η µετάνοια και το
έλεος έρχονται από το Θεό, αφού ο άνθρωπος µέχρι το τέλος της ζωής του
παραµένει ασθενής στη σάρκα306: «Ἡ µετάνοια δῶρον ἐστιν οὐράνιον
(…)δεξώµεθα παρὰ τοῦ Θεοῦ τὴν µετάνοιαν ἰατρεύουσαν ἡµᾶς, οὐ γὰρ ἡµεῖς
αὐτῷ ταύτην προσάγοµεν, ἀλλ’ αὐτὸς ταύτην ἡµῖν ἐχορήγησεν»307.
Συνεχίζοντας την εξοµολόγησή της η Αυγούστα παραδέχεται µετέπειτα
ότι «συχνάκις καταβαίνει εἰς τὰ χείλη µου ἀσεβὴς λογισµὸς καὶ ἀναβαίνει
ἐναγὴς ἐπιθυµία. Οἱ στεναγµοί µου τὰ δύο ταῦτα µεταφράζουσιν εἰς τὴν
πυρίνην γλῶσσαν τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἀπελπισίας»308. Όπως αναφέραµε και
παραπάνω, αυτή η σύνδεση της αµαρτίας -εδώ του αµαρτωλού έρωτα- µε τη
φωτιά αναφέρεται συχνά από τους νηπτικούς Πατέρες309. Η Αυγούστα, αν και
καταβάλει επίπονες προσπάθειες για να καταπολεµήσει το πάθος της, στο
βάθος της καρδιάς της δεν επιθυµεί ακόµη σθεναρά να απαλλαγεί από αυτό.
Ανακυκλώνοντας τις αµαρτωλές της επιθυµίες µέσω της φαντασίας, της
µνήµης και των ονειροπολήσεών της το πυροδοτεί εκ νέου. Για αυτό και
εκείνο εξακολουθεί να «καίει» µέσα της οδηγώντας την σιγά σιγά στην
απελπισία. Η ηδονή και η οδύνη εναλλάσσονται µέσα στη ψυχή της και την
καθιστούν απόλυτα δυστυχισµένη: «Ἔρχεται ἐνίοτε στιγµὴ τίς, καθ’ ἢν ἡ ψυχὴ
305
Μαυρόπουλος ∆., «Αµαρτία και µετάνοια», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1995, σ.587.
306
«Αν υπάρχει µετάνοια για τους αµαρτωλούς , φαίνεται πως δεν είναι στο χέρι τους να την
κατακτήσουν ‘’ἀντὶ µακρῶν καὶ ἐπιµόχθων ἀγώνων’’. Η µετάνοια και το έλεος έρχονται από το Θεό, τα
χορηγεί ο Θεός, δεν τα κατακτάει ως αξιοµισθία των κόπων του ο άνθρωπος, όσο άξιος και να έχει γίνει
από τον πνευµατικό αγώνα που καταβάλει για να τα αποκτήσει. Ο άνθρωπος επιθυµεί τη µετάνοια,
θέλει να αλλάξει τη ζωή του, οδεύει διαρκώς προς την πηγή του ελέους, αλλά, παρά τις αγαθές του
προθέσεις, προσκόπτει πάντα στο κακό που του κόβει τα φτερά. Η ασθένεια της σαρκός είναι
µεγαλύτερη από την προθυµία του πνεύµατος, το κράτος της αµαρτίας είναι ισχυρότερο από τις αγαθές
του προθέσεις. Αυτό τουλάχιστον παραδέχεται η µοναχή Αγάπη, οµολογώντας στη διάρκεια της
εξοµολόγησής της πως δεν υπάρχει αληθής µετάνοια. Η αµαρτία της γίνεται η αιτία του θανάτου της. Τα
παραπέρα αφήνονται στο ά µ ε τ ρ ο ν έ λ ε ο ς τ ο υ Θ ε ο ύ , στη Θεία δικαιοσύνη». π. Λ.
Καµπερίδη, «Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;», Θεολογία, Τ.82, 2011, σ.135. (Η αραιογράφηση
δική µας). Εµείς πιστεύουµε ότι ακόµη και αν τη στιγµή της εξοµολόγησης αισθανόταν ανίκανη να
µετανοήσει, ενθυµούµενη το ληστή του Ευαγγελίου, θα έπρεπε να µη χάσει την ελπίδα της. Ωστόσο, ο
Κ. Μπαστιάς θεωρεί την Αυγούστα καταδικασµένη λόγω αυτής της αµετανοησίας που έδειξε κατά την
εξοµολόγησή της . Βλέπει την εξοµολόγηση αυτή ως ένα τερτίπι του εωσφόρου , που σπρώχνει σε
πρωτόγνωρη αµηχανία τον πατέρα Αµµούν. Κατά συνέπεια την ταυτίζει µε την εικόνα της πτώσης και
πιστεύει ότι δεν έχει καµία δυνατότητα επανασύνδεσης µε το Θεό. Ο κύριος Μπαστιάς φαίνεται να
αγνοεί την παραπάνω άποψη της Εκκλησίας που αναλύει ο π.Λ. Καµπερίδης , ενώ παραβλέπει το τέλος
του µυθιστορήµατος. Για αυτό και θεωρούµε πως αδικεί την Αυγούστα. Βλ. Κ. Μπαστιά,
«Παπαδιαµάντη: δοκίµιο», εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.168-175. Με τον Μπαστιά
συµφωνεί και ο Ζ. Καυκαλίδης, βλ. «∆ιαβάζοντας Α. Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα , 1981, σ. 97-98 και 103-104.
307
Ιω. Χρυσοστόµου, Περί µετανοίας, 7,3, PG 49, 300.
308
Τ.Α’, σ.228, στ.22-25.
309
Π.χ. γράφει ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής : «Πῦρ ἐστι καιόµενον ἡ ἁµαρτία. Ὅσον ἂν περικόψῃς τὴν
.
ὕλην, τοσοῦτον σβεσθήσεται καὶ καθὸ ἂν ἐπιθῇς, ἀναλόγως ἐκκαυθήσεται» «Περί Πνευµατικοῦ Νόµου»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.104, Νο.ρλς’, ενώ και ο Ευάγριος ο Μοναχός αναφέρει την «ἂλογον πύρωσιν» της
σάρκας που προκαλεί το πνεύµα της πορνείας, βλ. «Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ. 52, Νο. ιε’.
107
κατανύσσεται καὶ κλαίει σιγανὰ ἢ καὶ θρηνεῖ ραγδαίως ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅστις
εἶναι ἡ ὑπέρτατη σκέψις πάσης διανοίας. Ἀλλ’ ἡ στιγµὴ αὔτη παρέρχεται , ὡς
παρέρχονται πᾶσαι αἳ στιγµαί, καὶ µετ’ αὐτὴν ἐπανίσταται ἡ σὰρξ καὶ ζητεῖ τὰ
ἑαυτῆς. (…) Ἀγαπῶ ἐκεῖνον, ὅστις κατέστρεψε τὴν οἰκιακήν µου εὐδαιµονίαν
καὶ κατεσπάραξε τὴν καρδίαν τοῦ συζύγου µου, τὸν ἀγαπῶ τοσοῦτον
διαπύρως καὶ τοσοῦτον ἐµµανῶς, ὥστε ὁ ἔρως οὗτος εἶναι δαιµόνιον
κατοικοῦν εἰς τὴν σάρκα µου (…) Εἰς µάτην, πάτερ µου, ἐκτελῶ παρατεταµένας
νηστείας, εἰς µάτην κάµνω καθ’ ἑκάστην χιλὶας γονυκλισίας. Ἡ σὰρξ δὲν
δύναται νὰ καταβληθῇ , ὁ ἔρως δὲν δύναται νὰ ὑποχωρήσῃ . Τὰ µὲν χείλη µου
ψιθυρίζουσι µηχανικῶς τᾶς τυπικᾶς προσευχᾶς, ἂς παιδιόθεν ἀπεστήθισα, ἡ
δὲ καρδία µου ἀντηχεῖ τὸ ὄνοµα ἐκείνου… »310. Η αδελφή Αγάπη εφαρµόζει
τους περισσότερους τρόπους αντιµετώπισης του δαίµονα της πορνείας που
την πολιορκεί ανελέητα: επίµονη προσευχή, πολύ περιορισµένος τρόπος
ζωής µε νηστεία, αγρυπνία κ.ά. Αυτούς άλλωστε τους τρόπους προτείνουν και
οι φιλοκαλικοί Πατέρες311. Ενώ όµως ο µοναχικός βίος της ανοίγει την οδό
προς τη σωτηρία, η αυτονοµηµένη επιθυµία της την καλεί προς την αµαρτία.
Η ψυχική της αναταραχή και η φοβερή της εσωτερική πάλη την οδηγούν σε
ένα µόνιµο αδιέξοδο312: «Ὡς ἐπὶ ζυγοῦ ἀστατεῖ τοῦ ἠδυπαθοῦντος ὁ λογισµὸς
.
ποτέ µὲν κλαίει καὶ ἀποδύρεται διὰ τὰς ἁµαρτίας, ποτέ δὲ πολεµεῖ καὶ ἀντιλέγει
τῷ πλησίον (ἐδῶ στὸν πατέρα Ἀµµοῦν ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὴ βοηθήσει νὰ
µετανοήσει) ἐκδιώκων (ἢ ἐκδικῶν) τάς ἠδονάς»313. Αν και αναγνωρίζει τα
πάθη της, δεν καταφέρνει να λυτρωθεί από το δαιµόνιο της πορνείας που την
έχει καταλάβει µε αποτέλεσµα αυτό να εξελιχθεί σε «λεγεώνα δαιµόνων»314.
Η εξοµολόγησή της τελειώνει αφήνοντας τα πάθη της να την
ταλαιπωρούν ακόµη315. Στην περίπτωσή της επιβεβαιώνεται ότι:
«Ἐκτυφλοῦται ὁ νοῦς διὰ τούτων τῶν τριῶν παθῶν, φιλαργυρίας λέγω καὶ
κενοδοξίας καὶ ἡ δ ο ν ῆ ς »316. Κι όµως: η Αυγούστα θα µπορούσε να
χρησιµοποιήσει προς όφελος της ψυχής της τους πονηρούς λογισµούς,
υποµένοντας καρτερικά την οµολογουµένως φοβερή µάχη εναντίον τους, κάτι
310
Τ.Α’, σ. 228,στ. 16-19 και στ. 29-32 και σ.229, στ.3-8.
311
Βλ. π.χ. Ευαγρίου Μοναχού, «Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 52-53, Νο.
ιε’.
312
Για την εσωτερική της πάλη, βλ. Τ.Α’,σ.230, στ.21-31.
313
Μάρκου του Ασκητού, «Περί Νόµου Πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 105, Νο. ρµδ΄.
314
Βλ. Τ.Α’, σ.228, στ.33.
315
Ο G.Saunier, που µαζί µε τον Κ. Μπαστιά αδικεί κατάφορα την Αυγούστα, µεταξύ άλλων αποδίδει
στο «διαβολικό χαρακτήρα» της τον τρόπο που αντιδρά στη µοναστική ζωή και την αγιοσύνη (βλ.Τ.Α’, σ
247, στ.17-25) και την αντεστραµµένη άποψη της για το προπατορικό αµάρτηµα, «… τὸν ἡδονικὸν
ἐκεῖνον καρπὸν τῆς γνώσεως,οὗ ὁ χυµὸς εἶχε µείνει εἰς τὸν φάρυγγα αὐτῆς - ὄασις µαγευτικὴ ἐν µέσῳ
τῆς ἀπείρου καὶ πνιγηρᾶς ἐρήµου τῆς αἰωνιότητος»( Τ.Α’, 237, στ.21-23). Για αυτό ισχυρίζεται ότι για την
Αυγούστα «η αιωνιότητα γίνεται λοιπόν απώλεια και θάνατος, σωτήρια όασις το προπατορικό
αµάρτηµα» (Εωσφόρος και Άβυσσος: Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.185). Θεωρούµε
ότι στην περίπτωση της Αυγούστας συµβαίνει (κατ’ αντιστροφήν) ότι και µε τον Γιωργή στο «Έρως-
Ἣρως»: ο δαιµονικός πειρασµός (που στην Αυγούστα έχει εξελιχθεί σε πάθος) παρουσιάζει όχι µόνο το
σκοτάδι ως φως (βλ. όραµα Γιωργή), αλλά και το φως ως σκότος, στην προκειµένη περίπτωση τον
παράδεισο ως κόλαση.
316
Μάρκου του Ασκητού, «Περί Νόµου Πνευµατικού», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 102, Νο. ρα’. Η
αραιογράφηση δική µας.
108
317
«∆εῖ οὒν εὐχαριστοῦντες ὑποµένειν τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου. Τότε γὰρ ἠµὶν εἰς λόγον δευτέρου
µαρτυρίου, τὸ τὲ συνεχὲς τῶν νόσων καὶ ἡ πρὸς τοὺς δαιµωνιώδεις λογισµοὺς µάχη, λογισθήσεται»,
Ἁγίου ∆ιαδόχου, ἐπισκόπου Φωτικῆς, «Λόγος Ἀσκητικὸς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.269, Ϟδ΄.
318
Αυτή η «καθυστέρηση» οδηγεί την Αυγούστα στην απελπισία: «Ψυχὴ ἁµαρτωλή, ἥτις δεν γνωρίζει
τὸν Κύριον (…) νοµίζει ὅτι ὁ Κύριος δεν θὰ συγχωρήσῃ εἰς αὐτὴν τάς ἁµαρτίας. Τοῦτο ὅµως, διότι ἡ
ψυχὴ δεν γνωρίζει τὸν Κύριον καὶ πόσον πολὺ Αὐτὸς ἀγαπᾷ ἡµάς. Ἐὰν δὲ ἐγνώριζε τοῦτο ὁ κόσµος ,
τότε οὐδεὶς ἄνθρωπος θὰ ἀπηλπίζετο…» , Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου ( Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο
Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ.460.
319
Τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικὰ, εκδόσεις
Ρηγόπουλου, 1997, Λογ. Μ∆’, σ.185.
320
Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ.61 και Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Βίος ὁσίας Μαρίας
Αιγυπτίας 28, PG 87, 3716 D- 17A.
321
Τ.Α’, σ.231, στ.3-4.
322
Για τη λυτρωτική και καθαρτήρια ενέργεια των δακρύων βλ. αγίων Καλλίστου και Ιγνάτιου
Αγγελικούδη, «Μέθοδος καὶ Κανῶν σὺν Θεῶ ἀκριβὴς», Φιλοκαλία, Τ.∆΄, σ.225, Νο.κε’ και Φιλοκαλία,
Τ.∆’, σ. 255, Νο. νη’.
109
323
Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.24, Νο. ρµη΄.
324
«Ὁµοίως ἀµφότερα τὴν ψυχὴν σκοτοῦσι, καὶ αἳ κατὰ διάνοιαν τῶν λογισµῶν ὁµιλίαι καὶ αἳ ἔξωθεν
συντυχίαι καὶ ἀργολογίαι. Χρὴ δὲ ἐκτρεποµένους τὴν τοῦ νοῦ βλάβην, ἀµφοτέρους ἀργολογεῖν
.
ἀγαπώντας, λυπεῖν, καὶ λογισµοὺς καὶ ἀνθρώπους, δί΄αἰτίαν εὐλογωτάτην κατὰ Θεόν ἴνα µὴ
σκοτιζόµενος ὁ νοῦς, χαυνώσῃ τὴν νῆψιν», Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον»,Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ,170, Νο.ρπε’.
325
Τ.Α’, σ.285, στ.3-7.
326
Τ.Α’, σ.287, στ.10-23.
327
Τ.Α’, σ.300, στ.13-20. Βλ. Μ. Αρετάκη, « Η Αυγούστα στους εµπόρους των Εθνών» , ό.π., σ.74.
110
335 ο
Το απόσπασµα αυτό προέρχεται από τον 87 Ψαλµό.
336
Τ.Α’, σ.320-323.
337
Η παρουσία του Ιωάννη εκεί δεν είναι τυχαία. Χάρη σε αυτὴν δίνεται η δυνατότητα στην Αυγούστα
την ύστατη αυτή στιγµή να συνδιαλλαγεί µαζί του και συγχρόνως µε το Θεό ζητώντας συγχώρεση. Η
έκκλησή της εποµένως έχει δύο αποδέκτες.
338
Τ.Α’, σ. 340, στ.29-32. Η αραιογράφηση δική µας.
339
«- Σὲ συγχωρῶ ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἀπήντησεν ὁ Ἰωάννης», Τ.Α’, σ.340, στ.33-34 . Βλ. σχετικά και τη
στάση του Ωσηέ απέναντι στη µοιχαλίδα σύζυγό του, Ωσηέ, 3,1-3.
340 ο
Α’, Κορ. 3,15. Βλ.επίσης Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ανύπαρχτη Πολιτεία», Πρόλογος στον 3 τοµο
των Απάντων του Παπαδιαµάντη , Το βήµα βιβλιοθήκη, 2011, ∆όµος, για αυτή την έκδοση ∆ηµ. Οργ.
Λαµπράκη Α.Ε., σ.15-16.
341
Αρχιµ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι.Μ. Τιµίου Προδρόµου, Έσσεξ Αγγλίας,
1995, σ.460.
342
Τ.Α’, σ.342, στ.12.
112
λίγο πριν την απαγωγή- δεν φαίνεται να µετανόησε για τα ανοµήµατά του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Παπαδιαµάντης δείχνει το ενδιαφέρον του για τους
ήρωές του και για τη σωτηρία της ψυχής ακόµη και αυτών που δεν την
αξίζουν. ∆εν στηλιτεύει, ούτε απορρίπτει το αµαρτωλό αυτό ζευγάρι. Αντίθετα,
εντοπίζει τα πάθη τους και κατακρίνει τις πράξεις τους, ενώ στέκεται
φιλάνθρωπα απέναντι στα πρόσωπα και κυρίως απέναντι στην Αυγούστα
που ήταν πλάσµα «φύσει ἀγαθόν, ἀλλ' ἥµαρτε καὶ ἐτιµωρήθη»343.
343
Τ.Α’, σ.341, στ.6-7. Ίσως στο σηµείο αυτό οι αναγνώστες να προβληµατιστούν πάνω στο γιατί να
τιµωρηθεί µε τόσο φρικτό τρόπο η Αυγούστα. Θα πρέπει όµως να λάβουµε υπόψη µας ότι ο Θεός δεν
τιµωρεί « δεν επιθυµεί το κακό κανενός ανθρώπου. Η θέληση του Θεού είναι πάντοτε αγαθή (…) Όπως
λέει και ο προφήτης Ιεζεκιήλ: «µὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόµου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ
ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν» ( Ιεζ. ιη’ 23). Ο Θεός όχι µόνο δε θέλει το
κακό και το θάνατο του αµαρτωλού, αλλά και προσπαθεί µε κάθε τρόπο, µε κάθε θεϊκό και ανθρώπινο
µέσο, να τον βοηθήσει , ώστε να ζήσει µια γνήσια και αυθεντική ζωή (…).Η κακοπραγία και η δυστυχία
των αµαρτωλών οφείλεται στις δικές τους κακές επιλογές ( γεγονός που στην περίπτωση της Αυγούστας
είναι προφανές). Ο καρπός της αµαρτίας είναι στη αρχή γλυκός,αλλά φέρει µέσα του τη φθορά και την
καταστροφή. Η αιτία της δυστυχίας του αµαρτωλού βρίσκεται µέσα στον ίδιο τον εαυτό του: κάποτε
έσπειρε κάποιο κακό σπόρο µέσα του. Η δυστυχία είναι ο πικρός καρπός του», π. Ε. Στύλιου, Η
αγάπη: Προσεγγίσεις στο µυστήριο του θεού, Αποστολική ∆ιακονία, 1994, σ.324- 325.
344
Τ. Β’ , σ.372, στ.20 , σ.373, στ.12, σ.374, στ.11.
345
Τ.Β’, σ.373, στ.14. Χαρακτηριστικό για το πώς βασανίζεται ο ζηλόφθονος άνθρωπος είναι το
παρακάτω απόσπασµα από κήρυγµα του αρχιµ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη: «Ο Μ. Βασίλειος λέει ότι
«λύπη τῆς τοῦ πλησίον εὐπραγίας» είναι η ζηλοτυπία, δηλαδή είναι στενοχώρια την οποία δοκιµάζει στο
βάθος της ψυχής του, όταν βλέπει τον άλλον να ευτυχεί, ή όταν ακούει εγκώµια και επαίνους γι’ αυτόν.
Αλλά δεν είναι µόνο λύπη. Η ζηλοτυπία είναι αδίκηµα και κακό που γεννά πολλά άλλα κακά. Η
ζηλοτυπία είναι έγκληµα και θανάσιµη αµαρτία, που σύρει δέσµιο τον άνθρωπο στο αδυσώπητο
κριτήριο της οργής του Θεού (…) διότι η ζηλοτυπία:1. Καταστρέφει την ευτυχία του πλησίον(…). 2.
Καταστρέφει και τη δική του ευτυχία(…). Λειώνει από τη ζηλοτυπία, όπως ο φθισικός από τη φθίση,
όπως το κερί από τη φλόγα. Πληγώνεται κατάκαρδα από τις επιτυχίες των άλλων. Καταστρέφεται, για να
καταστρέψει. Όπως ο σίδηρος γεννά τη σκωρία και η σκωρία τον κατατρώγει και όπως η έχιδνα
κατατρώγει την κοιλιά της µάνας της για να γεννηθεί, έτσι και η ψυχή του φθονερού κατατρώγεται από
113
Στο «χορό εἰς τοῦ κ. Περίανδρου» γίνεται µια αναφορά στα συνοικέσια
που προέκυπταν κατά τον ετήσιο χορό -σύµφωνα µε τα ευρωπαϊκά πρότυπα-
που διοργάνωνε ο γηραιός κύριος Περίανδρος κάθε Κυριακή της Τυρινής. O
Παπαδιαµάντης στέκεται ειρωνικά απέναντί στον κύριο αυτό. Αρχικά,τον
χαρακτηρίζει «σεβάσµιο συνταξιούχο καὶ οἰκοκύρη καλό»346 και λίγο
παρακάτω «φρόνιµο γέροντα»347. Ωστόσο, παρά τη µεγάλη του περιουσία,
δεν έδινε ποτέ ελεηµοσύνη παραπέµποντας τους επαίτες στον ξάδερφό του
παπά- Νικόστρατο. Ο «τύποις» καλός γέροντας βρισκόταν εποµένως
«µακράν» από το θείο θέληµα. Στην περίπτωση του ταιριάζουν τα λόγια του
Αγίου Μάρκου του Ασκητή: «Πάλιν ὁ ἐγκρατής, ἐὰν κτᾶται χρήµατα, ἀδελφός
ἐστι τοῦ προτέρου ( ἔνν. τοῦ ἠδυπαθοῦντος) κατὰ διάνοιαν .µητρὸς µὲν τῆς
αὐτῆς διὰ τὴν νοερᾶν ἡδονήν, πατρὸς δὲ ἑτέρου διὰ τὴν τοῦ πάθους
ἐναλλαγὴν» 348. Ο «σεβάσµιος» και «φρόνιµος» γέροντας δεν διαφέρει από το
φιλήδονο, αφού η φιλαργυρία του είναι και αυτή ένα πολύ επικίνδυνο και
ύπουλο είδος «ηδονής».
Ταυτόχρονα όµως µε τη φιλαργυρία, ο κύριος Περίανδρος διέθετε και
ένα άλλο επικίνδυνο πάθος, την κενοδοξία. Για αυτό και δεν τσιγκουνευόταν
να διεξάγει τον ακριβό χορό στο σπίτι του και µάλιστα παινευόταν για τα
«συνοικέσια» που προέκυπταν κάθε χρόνο σε αυτόν. Η κενοδοξία του κύριου
Περίανδρου καθίσταται εµφανής από την υπερηφάνεια µε την οποία
«διαφηµίζει» τις γνωριµίες που γίνονταν στο σπίτι του και οι οποίες ενίοτε
οδηγούσαν και σε παράνοµους δεσµούς: «Στὸ σπίτι µου εἶχον γνωρισθῆ πρὸ
ἐτῶν ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Πραµατοπούλου. Στὸ σπίτι µου ἔκαµαν γνωριµίαν
πρὸ χρόνων πολλῶν ὁ κ. Μαϊµόπουλος µὲ τὴν κυρίαν Παϊδάκη, ὕπανδρον
ἤδη... Μετ' ὀλίγον καιρόν, ἡ κυρία Παϊδάκη ἐχώριζε τὸν ἄνδρα της, κ'
ἐνυµφεύετο τὸν κ. Μαϊµόπουλον...»349, ενώ στον πρόσφατο χορό του µια άλλη
κυρία λιποθύµησε στην αγκαλιά ενός κυρίου και ο σύζυγός της , αντί να τη
συνοδεύσει σπίτι, άφησε τον καβαλιέρο της να το κάνει προτιµώντας να παίζει
χαρτιά µέχρι τις τρεις το πρωί350.
Η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον εκχυδαϊσµό των
ηθών στην αθηναϊκή πρωτεύουσα είναι εµφανής. Στην πρώτη περίπτωση
έχουµε µια υπόθεση µοιχείας που κατέληξε σε διαζύγιο και δεύτερο γάµο-
παρωδία και στη δεύτερη υπονοείται ότι ο σύζυγος θεωρεί σπουδαιότερη τη
χαρτοπαιξία από τη σύζυγό του, αδιαφορώντας για µια πιθανή ηθική της
παρεκτροπή µε τον εν λόγω «καβαλιέρο» της. Προκαλείται έτσι εύλογα ο
προβληµατισµός στους αναγνώστες για το ποιος από τους δύο συζύγους
ευθύνεται περισσότερο για τη θλιβερή κατάληξη του γάµου τους που έχει
χάσει πλέον κάθε νόηµα. Είναι σαφές ότι στο συγκεκριµένο διήγηµα θίγεται
στην ουσία και πάλι το πάθος της φιλαυτίας που οδηγεί τους υπόδουλους σε
αυτό ανθρώπους στη διάπραξη σαρκικών και άλλων αµαρτηµάτων. Άλλωστε
η φιλαυτία είναι η µητέρα της πορνείας, της κενοδοξίας και πολλών άλλων
παθών351.
353
Βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο.
νγ’, σ. 99- 100. Σε µεταγενέστερο κείµενό του ο ίδιος άγιος υπενθυµίζει τη διδασκαλία του Κυρίου που
µας προτρέπει να προσευχόµαστε, ώστε να αποφεύγουµε τους εκούσιους πειρασµούς « ὡς σαρκὸς µὲν
ἡδονῆς, ψυχῆς δὲ ποιητικοὺς ὀδύνης», «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς Πέµπτη», Φιλοκαλία
Τ.Β’, Νο. Ϟγ’, σ. 145.
354
Τ.∆’, σ. 130, στ.24-25 .
355
Τ.∆’, σ. 242, στ. 2-8.
116
βλέποντάς τους ως προέκταση του εαυτού του, εκείνος βάζει στη θέση του
Θεού τον αυτονοµηµένο εαυτό του. Θεοποιεί τον εαυτό του και κατά συνέπεια
και τα πάθη του .
Η αποµάκρυνσή του όµως από το Θεό, τη µόνη πηγή της όντως
Αγάπης και της Ζωής, έχει ως αποτέλεσµα την αποµόνωση και τον
πνευµατικό θάνατο. Συνέπεια αυτών είναι να καθίσταται έρµαιο της φιλαυτίας,
«τῆς πρὸς τὸ σῶµα ἐµπαθοῦς καὶ ἄλογου φιλίας»356. Ο φίλαυτος άνθρωπος
αδυνατεί να γνωρίσει τον έρωτα στην πραγµατική του µορφή και να βιώσει
την απερίγραπτη χαρά της αγαπητικής σχέσης µε τον πλησίον, αλλά βλέπει
τον άλλο σαν έναν ακόµη τρόπο ικανοποίησης του εαυτού του. Για αυτό
συχνά ταυτίζει τον έρωτα µε τη σαρκική και µόνο επαφή ( ο Σταµάτης θεωρεί
ότι αν µπορούσε ο άνθρωπος να αγκαλιάσει τον εαυτό του ως άλλος
Νάρκισσος θα αρκούνταν σε αυτό) και αδυνατεί να εννοήσει τη σωστή του
διάσταση: αυτή της πνευµατικής επικοινωνίας και ένωσης της ψυχής του µε τη
ψυχή του αγαπηµένου, ως «σάρκα µία» µε αναφορά προς τον κατεξοχήν
«Ἐρῶντα καὶ Ἀγαπῶντα» Θεό357.
Όµως ο Σταµάτης, όσο κι αν καταδικάζει το πάθος της φιλαυτίας,
παραµένει και ο ίδιος υπόδουλος σε αυτήν. Για αυτό, λίγο παρακάτω,
αµφισβητεί απερίφραστα την ύπαρξη του πλατωνικού έρωτα και οµολογεί ότι
«ἐγώ, ὅσον χρόνων εἶµαι, καὶ παντοῦ ὅπου ἐπῆγα, ηὔρα µόνον ἰδιοτελῆ,
ἄπιστον, σαρκικὸν ἔρωτα»358. Αναφέρει µάλιστα την περιπέτεια που είχε όταν
γύρισε από την Ευρώπη. βρήκε στην είσοδο του σπιτιού του παρατηµένο ένα
βρέφος, το οποίο είναι βέβαιος ότι θα απέδιδαν στον ίδιο, αν δεν είχε
επιστρέψει πρόσφατα. Και ολοκληρώνει την παραπάνω άποψή του µε µια
κυνική παροµοίωση: «Μωρέ, χαρὰ στὸν ἔρωτα! ∆ὲν εἶναι πλέον "ἔρωτας στὰ
χιόνια", εἶναι ἔρωτας στὰ κόπρια...»359 .
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η ιστορία που διηγείται στον αφηγητή
για την περίοδο που νοσηλεύτηκε για κάποιες εβδοµάδες στο νοσοκοµείο.
Εκεί µια «νεαρὰ καλόγρια, λευκὴ ὡς κρίνον, ἡ ὁποία ἐνδιεφέρετο µεγάλως καὶ
356
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς Τρίτη», Φιλοκαλία,Τ.Β΄, σ.28, Νο.η’.
Για τη φιλαυτία και τα παράγωγά της πάθη γράφει και ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Οὐκ ἔστι κακία
.
ὑπὲρ κακίαν φιλαυτίας. Τέκνα δὲ φιλαυτίας ἔχεις πετώµενα, ἃ εἰσὶ ταῦτα ἔπαινοι ἐν καρδίᾳ, αὐταρέσκεια,
.
γαστριµαργία, πορνεία, κενοδοξία, φθόνος καὶ ἡ κορωνὶς πάντων ὑπερηφανία ἥτις κατασπᾶν ἐπίσταται
οὐκ ἀνθρώπους µόνον, ἀλλὰ καὶ Ἀγγέλους ἐξ Οὐρανῶν καὶ ζόφον ἀντὶ φωτὸς περιβάλλειν», «Προς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.173, Νο.σβ’.
357
Η εγωκεντρική και ατοµιστική στάση αυτή απέναντι στον έρωτα και την αγάπη, η οποία έχει ως
συνέπεια να προσεγγίζεται ο ερωτικός σύντροφος ως «αντικείµενο» προς ικανοποίηση κάποιων
«βιολογικών» αναγκών και να αποµονώνεται σταδιακά ο άνθρωπος από τον συνάνθρωπο του
παρουσιάζεται εξαιρετικά τόσο από τον π. Φάρο στο Έρωτος φύσις (βλ. Εισαγωγή της παρούσης
εργασίας, σ. 19 κ.ε.), όσο και από τον Χ. Γιανναρά στο Το πρόσωπο και ο έρως (βλ. Εισαγωγή της
παρούσης εργασίας, σ. 23 κ.ε. ). Στη συνέχεια ο π. Φάρος και ο κύριος Γιανναράς προβάλλουν τη
λύση στο τραγικό αυτό αδιέξοδο του ανθρώπου, µια λύση που περνάει µέσα από την σωτηριώδη
παραίτηση από το ατοµικό του θέληµα, την αυτονοµηµένη του φύση, ώστε να απελευθερωθούν οι
δυνατότητες κοινωνίας και αγαπητικής αυτοπροσφοράς που έχει µέσα του.
358
Τ.∆’, σ.242,στ.24-25.
359
Τ.∆’, σ.242, στ.29-30. Ο Σταµάτης εκπροσωπεί στο σηµείο αυτό την «κυνική νατουραλιστική άποψη
για τον έρωτα». Ωστόσο, τα παρατσούκλια του «Σηµαδιακός» και «Ἀταίριαστος» σε συνδυασµό µε την
ιδιότητα του στεριανού «ναυαγού» τον καθιστούν φορέα και ροµαντικών χαρακτηριστικών ως «ταίρι»
του ήρωα. Βλ.σχετικά Π. Καρπούζου, «Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 221.
117
διὰ τὴν ψυχικὴν σωτηρίαν τῶν ἀσθενῶν»360 τον ερωτεύτηκε και του έδωσε µε
έµµεσο τρόπο να καταλάβει πως, εάν γινόταν καθολικός, θα τον ακολουθούσε
αποποιούµενη το µοναχισµό. Το νεαρόν της ηλικίας της καλόγριας, η έµφαση
που δίνει στη σωτηρία της ψυχής των νοσηλευοµένων και η λευκότητά της,
που παραπέµπουν στο ιδανικό της αθωότητας, διαψεύδονται µε την πτώση
της στο σαρκικό πειρασµό. Μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, ενώ είναι έτοιµη
να αρνηθεί το µοναχικό σχήµα για χάρη του Σταµάτη, δεν σκοπεύει να αλλάξει
την οµολογία της. Αντιθέτως, θέτει ως όρο να αλλάξει εκείνος την πίστη του
και να γίνει από ορθόδοξος καθολικός. Ο Σταµάτης, αν και φαίνεται πως
ένιωσε µια έλξη για τη νεαρή καλόγρια 361 αρνείται: η αστάθεια του χαρακτήρα
του 362, οι εφήµερες ερωτικές του περιπέτειες κατά την περίοδο των ταξιδιών
του, η αµφισβήτηση της αγάπης µιας αλλόδοξης γυναίκας συντελούν στην
απόφασή του. Η βασική όµως αιτία είναι η απροθυµία του να αλλάξει την
πίστη του για χάρη της363. Είναι αξιοσηµείωτο ότι, όσο πιστή παραµένει στο
δόγµα της µια καθολική καλόγρια, τόσο πιστός παραµένει και ένας ορθόδοξος
αµαρτωλός ναυτικός µε χλιαρή θρησκευτική συνείδηση364. Και κλείνει την
ιδιότυπη αφήγησή του µε ένα δίστιχο – ύµνο στις απατηλές και εφήµερες
αγάπες:
"Ἀγάπες ταξιδιάρες365 στὸ κῦµα τὸ θολὸ366
κ' ἐβούλιαξ' ἡ βαρκούλα, κ' ἐπέσαν στὸ γιαλό."367
∆εν είναι τυχαίο ότι αντί του ενικού της λέξης αγάπη χρησιµοποιεί δέκα
φορές τον πληθυντικό «ἀγάπες»368. Σε αντίθεση µε τη λέξη έρωτας, που
χρησιµοποιείται διττά - και µε πνευµατική και µε σαρκική χροιά-, η λέξη
αγάπη, υπό το φως της Αγάπης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος
µεταξύ Τους και προς τα πλάσµατά Τους, έχει µια ιδιαίτερη, πνευµατική
σηµασία. Μεταξύ άλλων δηλώνει την ενότητα των προσώπων και την
πληρότητα που αισθάνεται κάποιος, όταν τη διαθέτει. Ο Σταµάτης όµως δεν
αισθάνεται κανενός είδους πληρότητα, γιατί βλέπει τον έρωτα επιφανειακά και
την αγάπη µόνο στην αλλοιωµένη της εκδοχή, αυτή της πεπτωκυίας αγάπης.
Μια τέτοια αγάπη όµως χάνει κάθε νόηµα και είναι αναµενόµενο αντί να
λειτουργεί ενωτικά, να κατακερµατίζεται σε δεκάδες- εκατοντάδες κοµµάτια,
τόσα όσα και τα «αντικείµενα» (γιατί παύουν πλέον να λογίζονται ως
πρόσωπα, ως ανθρώπινες υπάρξεις) της ατοµικής, σαρκικής αναζήτησής.
360
Τ.∆’, σ243, στ.21-23.
361
Βλ. Τ.∆’, σ.243, στ.25-26.
362
Όπως ο ίδιος παραδέχεται είναι «Σηµαδιακὸς κι Ἀταίριαστος», Τ.∆’, σ.240,στ.10.
363
Αν και ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν ήταν καθόλου συνεπής στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις.
364
Παρά την όποια πνευµατική αλλοίωση έχει υποστεί, εξακολουθεί να φυλάσσει µέσα στην καρδιά του
τη βεβαιότητα για την πνευµατική αλήθεια που προσφέρει η ορθόδοξη πίστη.
365
Τέτοια ήταν και η περιπέτεια που είχε µε την καλόγρια, αφού συνέβη σε ένα από τα ταξίδια του στον
Παναµά.
366
Το ερωτικό πάθος, όταν δεν συνοδεύεται από στοιχεία ειλικρινούς έρωτα, κινείται σε θολά νερά που
δεν οδηγούν πουθενά. Αποτέλεσµα: η βαρκούλα της ψεύτικης αγάπης βουλιάζει και εκείνη τελειώνει
άδοξα «πέφτοντας» στο γιαλό, κατάκοπη και µισοπεθαµένη.
367
Τ.∆’,σ.244, στ.17-18.
368
Βλ. Τ.∆’, σ.241- 244.
118
374
Τ.Γ’, σ.229, στ.21-23. Βλ. και G. Saunier, ό.π. σ.509.
375
Συγκεκριµένα ο G. Saunier θεωρεί ότι «η απροσδιόριστη αµαρτία του «Αµαρτίας Φάντασµα» είναι
οιδιπόδεια, αρχέγονη, ανεξίτηλη και δεσπόζει σ΄ολόκληρη τη µετέπειτα ζωή (…) είναι ο έρως προς την
αιωνίως νέα µητέρα» ή αλλιώς την «φαντασιακή µάνα και ερωµένη», βλ.ό.π. σ. 510 και σ.512.
376
Τ.Γ’, σ.229, στ. 31.
377
Η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη δίνει δύο διαφορετικές ερµηνείες για το σηµείο αυτό, µια
αυτοβιογραφική και µια αλληγορική: «δεν ξέρουµε εάν ο αφηγητής παρουσιάζει κάποια παρελθοντική
του εµπειρία αυτοβιογραφικά, οπότε η «δεκαπενταετίς παιδίσκη» µπορεί να είναι κάποιος νεανικός
έρωτας («το άσπιλον... άρνίον») για τον ηθικό και φυσικό θάνατο της οποίας ευθύνεται κι ο ίδιος. Ή εάν
ο ίδιος ο αφηγητής «ερµηνεύει» το παρελθόν του αλληγορικά. Σ’ αυτή την περίπτωση η «δεκαπενταέτις
παιδίσκη» µπορεί να είναι η παιδική ηλικία, η παραδεισιακή κατάσταση, το αρχαίον κάλλος (πβ. «καλά
λίαν», 3,230) που «αλλοιώνεται» από την εισβολή του «µιαρού πνεύµατος» (κάµπη: έρωτας) το οποίο
φθείρει το άσπιλο κάλλος, µεταβάλλει τα άνθη σε «ἄκανθας» και το «θεόπλαστον σκήνωµα» σε
«σκωληκόβρωτον σκήνος»», ό.π. σ. 253.
378
Γεγονός που, λόγω του νεαρού της ηλικίας του αφηγητή τότε, συνηγορεί στην υπόθεση κάποιων
µελετητών ότι µπορεί στην «αµαρτία» αυτή να περιλαµβάνεται και το ερωτικό πάθος, χωρίς όµως να
περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό.
379
Βλ. Τ.Γ’, σ.229. Σύµφωνα µε τον Σ. Λαµπρακίδη, πρόκειται για ένα είδος εξοµολόγησης, που
αποτελεί «µια προσπάθεια κάθαρσης του συγγραφέα. Σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας προσπαθεί να
λυτρώσει τη ψυχή του µε το να µοιράζεται την εµπειρία του φόβου που γεννά η αµαρτία», Η Ορθοδοξία
και ο Ελληνισµός στον Α.Παπαδιαµάντη, µεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή, Τµήµα Ποιµαντικής
και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 58.
380 ο
Βλ. Σ. Ζουµπουλάκη, Προλογικό σηµείωµα στον 9 τόµο των Απάντων: « Όνειρο στο κύµα και άλλα
διηγήµατα», επιµέλεια Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος,Το βήµα βιβλιοθήκη, εκδοτ. Οργανισµός Λαµπράκη,
2011, [Copyright: ∆όµος], σ.15.
120
ὡραῖον, καὶ πᾶς λογικὸς ἄνθρωπος συνοµολογεῖ. "Ἰδοὺ καλὰ λίαν", αὕτη
ὑπῆρξεν ἡ πρώτη µετὰ τὴν κοσµογονίαν ἀφῃρηµένη ἔννοια, ὅπως καὶ ἡ πρώτη
θετικὴ ἰδέα. Ἔπειτα θρασύνεται ὁ παραλογισµὸς καὶ λέγει: "∆ὲν εἶναι, ὄχι,
καλὸς ὁ κόσµος"»381. Με άλλα λόγια το βάρος της ευθύνης πέφτει στον ίδιο
τον άνθρωπο και το πνεύµα αντιλογίας που εµφωλεύει µέσα του και τον
οδηγεί στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του και στην αµφισβήτηση της
αγαθότητος του Θεού και των έργων Του. Ο ελεύθερος και αυτεξούσιος
άνθρωπος, αντί να δει τον κόσµο ως «καλόν λίαν» είναι µόνιµα
δυσαρεστηµένος, δυσανασχετεί και γογγύζει. Ακόµη και αν βρίσκεται στον
Παράδεισο, όπως ο Αδάµ, επιλέγει τελικά τη ζωή µακριά από αυτόν. Ωστόσο,
µια «ζωή» αποµονωµένη από την όντως Ζωή είναι καταδικασµένη να
αλλοιωθεί και στο τέλος να αφανισθεί 382.
Το «κράτος» λοιπόν «τῆς ἁµαρτίας» προβάλλει ισχυρό και αήττητο
εξουσιάζοντας την ψυχή του αφηγητή, που µοιάζει αβοήθητη σε αυτό τον
αγώνα, χωρίς τη δύναµη να αντισταθεί. Είναι όµως στην πραγµατικότητα έτσι;
Η απάντηση µας δίνεται στους αµέσως επόµενους στίχους:
«ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· (…)κατῆλθον µὲ βήµατα βραδέα, τύπτων τὰ
στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁµαρτίας νεότητός µου καὶ ἀγνοίας µου µὴ µνησθῇς,
Κύριε..."»383. Όσο µεγάλη κι αν είναι η φρίκη και ο πόνος που ένιωσε µπροστά
στη δύναµη του κακού, δεν υποκλίνεται σε αυτό, δεν υποτάσσεται. Αντίθετα,
βλέποντας κατάµατα την αλήθεια, αισθάνεται «βαθεῖαν συντριβήν»384,
ειλικρινή µετάνοια και καταφεύγει στη θερµή προσευχή. Μέσα από τα
συντρίµµια που άφησε στο πέρασµά της η αµαρτία, αναδύεται η ελπίδα
συγχωρήσεως από το Θεό µέσω της προσευχής.
Στον αγώνα λοιπόν κατά του κακού και της αµαρτίας ο άνθρωπος
µπορεί να πληγωθεί βαθιά, αλλά δεν είναι µόνος. Εχει σύµµαχο την πίστη και
την ελπίδα στο θείο έλεος. Η εσωτερική του συντριβή, η εναπόθεση του
αµαρτωλού στο πέλαγος της Θείας Ευσπλαχνίας σε συνδυασµό µε την
ειλικρινή ταπείνωση, είναι κάτι που δεν µένει απαρατήρητο από το Θεό. Όπως
γράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος: «Οὐκ ἔστι δυσχερὲς τῷ Κυρίῳ
πλύναι σὲ ἀπὸ παντὸς µώµου, κὰν κάθ΄ἑκάστην ὡς εἰκὸς ἐγγίνηται ἐξ ἀνάγκης
πειρασµός. Ἐν γὰρ τῷ λέγειν σὲ ἥµαρτον τῷ Κυρίῳ, ἀπόκρισις δίδοται ,
ἀφέωνταί σου αἳ ἁµαρτίαι. ἐγὼ εἰµὶ ὁ ἐξαλείφων , καὶ οὐ µὴ µνησθῶ»385 . Αυτή
381
Τ. Γ’, σ.626, στ. 15-19.
382
Ο Γ. Βαλέτας αναλύοντας το απόσπασµα αυτό γράφει:«Εδώ µε τη χριστιανική του νοοτροπία ο
συγγραφέας µας ανοίγει συµβολικά το θάνατο, το µαύρο βάθος της ζωής, πού τρώει και καταστρέφει
την οµορφιά και τη νιότη. Στη βαθύτερη ερµηνεία του το κοµµάτι είναι ένας ύµνος ή µάλλον ένας θρήνος
της ζωής µπροστά στο φάσµα του θανάτου, µπροστά στον κόσµο της φθοράς, που χαλάει τα ‘’έργα του
Θεού’’», «Ο Παπαδιαµάντης. Η ζωή -το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος
εκδοτικός οίκος ∆ηµ. ∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955, σ.427. Θεωρούµε ότι ο Γ. Βαλέτας παρερµηνεύει
το απόσπασµα αυτό ταυτίζοντας το κακό µε τον σωµατικό θάνατο. Απεναντίας, ο συγγραφέας
προβληµατίζεται σαφώς πάνω στα αίτια και τις συνέπειες του πνευµατικού θανάτου, του µόνου
αληθινού θανάτου για την ορθόδοξη παράδοση.
383 ος
Τ.Γ’, σ.230, στ.15-19, 24 Ψαλµός,στ.7.
384
Τ.Γ’, σ.230, στ. 15.
385
Ἠσαίας, µγ’,25, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.299, στ.20-24.
121
386
Για πλήρη ανάλυση του διηγήµατος αυτού βλ. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός
µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.33-57 και Κ. Στεργιόπουλου, «‘’Η Φαρµακολύτρια’’ του
Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 1987, σ. 59 -67 και κυρίως τη σύνδεση αυτού µε το «Αµαρτίας
φάντασµα» που κάνει στη σελίδα 67. Ωστόσο τη σύνδεση των δυο διηγηµάτων αµφισβητεί ο Α. Κοτζιάς,
βλ. Τα αθηναϊκά διηγήµατα και δύο δοκίµια για το χρόνο, εκδ. Νεφέλη, 1992, σ.83. Κατά τον Ν.
Ορφανίδη το διήγηµα αυτό « συνοψίζει µερικές από τις θεµελιακές συνιστώσες(…) της ελληνικής
αυτοσυνειδησίας του Παπαδιαµάντη. Έρως της φύσεως, µυστική εµπειρία, ιερότητα και αγιότητα,
αµαρτία και ενοχή, πάθος και οδύνη της υπάρξεως», « Α. Παπαδιαµάντη ‘’Φαρµακολύτρια’’», Πρακτικά
Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,σ.33.
387
Η επιλογή της λέξης «ἀναζωπυρήσω» δεν είναι τυχαία. Χάρη σε αυτή οι αναγνώστες καταλαβαίνουν
ήδη από την πρώτη παράγραφο του διηγήµατος, πως οι παλαιές αναµνήσεις του αφηγητή σχετίζονται
προφανώς µε κάποιο ερωτικό πάθος, µια και είναι γνωστός ο συσχετισµός του έρωτα µε φλόγα που
καίει στην καρδιά.
388
Βλ. Τ.Γ’, σ.308, στ. 6-11, στ. 17- 24 και σ. 310, στ.5-6 .Η φλόγα αυτή δεν είναι άλλη από τη φλόγα
του σαρκικού έρωτα, όπως τον έχουµε συναντήσει και σε προηγούµενα έργα. Πρβλ. «το ‘’φλογερό’’
πάθος της µοναχής Αγάπης ( 1.228, 243, 247-8) καθώς και το θάνατό της πάνω στη φλεγόµενη γαλέρα
του εραστή της (1.338-41). Στη Γυφτοπούλα η φλόγα του έρωτα είναι πείρα του αιωνίου πυρός της
Κολάσεως (1.641)», Ρ. Ζαµάρου , Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ.69-70
και σ.81. Βλ. επίσης Φαρίνου – Μαλαµατάρη , ό.π., σ.280.
389
Βλ. Τ.Γ’, σ.309, στ.29-31 και σ.310, στ. 1-2.
390
«Ὤ! καὶ ὅµως ἐτηκόµην... ὥρας - ὥρας ἐπεθύµουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ. Βοήθει, Ἁγία
Ἀναστασία!», Τ.Γ’, σ.310, στ.10-11.
122
391
Οι νυχτερινές ώρες που επιλέγει για να επισκεφθεί το ναό συνδέονται µε το πνευµατικό σκοτάδι στο
οποίο βρίσκεται λόγω του πάθους.
392
Το νοθευµένο και κοµµένο στα τέσσερα κερί του αφηγητή µπορεί εύκολα να παραλληλισθεί µε τη
«νοθευµένη» και κατακερµατισµένη από το πάθος πνευµατική του κατάσταση.
393
Βλ. Τ.Γ’, σ.313, στ.9.
394
Βλ. Τ.Γ’, σ. 313, στ. 10- 14.
395
Ο G. Saunier παρερµηνεύοντας το σηµείο αυτό θεωρεί την αγία Αναστασία ως «ερωµένη» του
Χριστού, βλ.Εωσφόρος και Άβυσσος, ό.π., σ.42. Ωστόσο, ο Β. Πανταζής ερµηνεύει σωστά το « Σε
Νυµφίε µου ποθώ», το οποίο, όπως µας πληροφορεί, προέρχεται από ένα απολυτίκιο που ψάλλεται για
πολλές Αγίες: «Ἡ ἀµνὰς σου Ἰησοῦ, κράζει µεγάλη τῇ φωνῇ: Σὲ Νυµφίε µου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῷ,
.
καὶ συσταυροῦµαι καὶ συνθάπτοµαι τῷ βαπτισµῷ σου καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ
.
θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄµωµον προσδέχου τὴν µετὰ πόθου τυθεῖσαν
σοί. Αὐτης πρεσβείαις, ὡς ἐλεήµων, σῶσον τάς ψυχὰς ἡµῶν», Ὡρολόγιον τὸ µέγα, εκδόσεις Φως, 1987,
σ.215-216 και Β. Πανταζή, « Στην Αγι- Αναστασά τη Φαρµακολύτρια!», Παπαδιαµαντικά τετράδια 3,
Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ. 54-55 και σ.57-58. Επιβεβαιώνεται έτσι για άλλη µια φορά ότι, όταν οι
µελετητές του Παπαδιαµάντη προσπαθούν να τον ερµηνεύσουν έξω από την ορθόδοξη πνευµατικότητα
που τον γαλούχησε, οδηγούνται σε λανθασµένα συµπεράσµατα. Αρκετές από τις «ερωτικές» ή τις
«εξοµολογητικές» φράσεις του προέρχονται αυτούσιες ή ελαφρώς παραφρασµένες από την ορθόδοξη
υµνολογία, τους ψαλµούς, ακόµη και τα πατερικά κείµενα περί θείου Έρωτος.
396
Όπως γράφει η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη: «η ‘’κατάφλεξις τοῦ πυρός’’ είναι για (την αγία) «δόξα»
στην οποία έφτασε , αφού απέφυγε το «σκότος τῆς ἀπάτης» (βλ. Μηναίον ∆εκεµβρίου, 1970, σ.161),
Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π.σ.290.
123
οποία, σύµφωνα µε τον π.Λ. Καµπερίδη, δεν έχει καµιά δύναµη το κράτος της
αµαρτίας εφόσον έχει αφεθεί στη χάρη της Αγίας Αναστασίας397. Αυτή η
«µορφή» ικετεύει για λογαριασµό του αφηγητή την Αγία και εκείνη
συγκατατίθεται ευσπλαχνικά.
Ωστόσο, η φωνή της συνειδήσεώς του, αµείλικτη, του ψιθυρίζει
«"Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ π ό ν ο ς θ ὰ ε ἶ ν α ι ἡ ζ ω ή σ ο υ ..."»398. Τότε φεύγει
αισθανόµενος «ἀγρίαν χαράν» θεωρώντας - αυθαίρετα ίσως- ότι η Αγία δεν
είχε εισακούσει την δέησή του399. Η δαιµονιακής προέλευσης «ἀγρία» αυτή
χαρά είναι όµως πρόσκαιρη - όπως και κάθε «ηδονή» - και αποτελεί µια
ακόµη µεθοδεία του πονηρού που προσπαθεί να πείσει τον πειραζόµενο για
την «αποτυχία» της δεήσεώς του. Αλλά, όπως είδαµε παραπάνω, η
συγκατάθεση - συγχώρηση της Αγίας είναι δεδοµένη. Τελικά, η αντίθεση αυτή
µας δίνει και τη λύση στον εσωτερικό διχασµό του ήρωα. Η ικεσία που
απευθύνει στην Αγία γίνεται αποδεκτή (έστω και αν ο ίδιος προσωρινά δεν το
καταλαβαίνει), ο δρόµος όµως που ανοίγει µπροστά του είναι αυτός του
πόνου και της οδύνης. Ο πόνος όµως αυτός, που θα τον συνοδεύει σε όλη
397
Βλ. π. Λ.Καµπερίδη ,ό.π. σ.149. Και άλλοι µελετητές, µεταξύ των οποίων ο G. Saunier και η Γ.
Φαρίνου - Μαλαµατάρη, έχουν ταυτίσει τη µορφή αυτή µε την εξαδέλφη Μαχούλα κυρίως λόγω της
οµοιότητας της περιγραφής τους: το πρόσωπο της Μαχούλας εκπέµπει «ἄφατον γλυκύτητα» ( σ. 310,
στ.23-24) και η µορφή φέρει «τὸν γλυκασµὸν περὶ τὰ χείλη τὰ ἁβρὰ καὶ µελιχρά» ( σ.313, στ.30-31). Με
τη σύνδεση αυτή παίζει η Μαχούλα έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην αφήγηση. Βλ. G. Saunier,
Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.46-
47 και Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, ό.π. σ. 279. Ωστόσο, ο G. Saunier πηγαίνει αρκετά βήµατα παραπέρα
θεωρώντας πως η Μαχούλα ενσαρκώνει τη «φαντασιακή µάνα- ερωµένη του αφηγητή» στηριζόµενος
στο βαρύ χαρακτηρισµό που δίνει ο ήρωας στο πάθος του και στην αδυναµία του να το οµολογήσει
ακόµη και στον ίδιο του τον εαυτό ,βλ. ό.π. σ.47. Από την άλλη η Ε. Κιτσοπούλου «απλοποιεί» πέραν
του δέοντος το πάθος του αφηγητή στο συγκεκριµένο διήγηµα ταυτίζοντας το µε την αδυναµία προς τα
νεαρά κορίτσια γενικά, άποψη που δεν βρίσκει κανένα στήριγµα στο κείµενο. Βλ. Ε. Κιτσοπούλου, Α.
Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.19.
398
Τ.Γ’, σ.314, στ.2-3. Σύµφωνα µε τον π. Λ. Καµπερίδη, η φωνή αυτή είναι η φωνή του κακού, του
µαύρου φαντάσµατος του «Αµαρτίας φάντασµα». Ωστόσο, «πιο δυνατό από αυτή τη φωνή είναι το
έλεος του Θεού, που επιχέεται στην πονεµένη ψυχή, αυτή που ξέρει πως ο πόνος είναι η ζωή της. Πιο
δυνατό από τους αµυδρούς ψιθύρους του χρησµού είναι το άπειρον έλεος του Θεού που εργάζεται
ακούραστα για τη λύτρωσή µας (…). Η φωνή που ακούει σαν ψίθυρο στον ύπνο του, δεν µπορεί να
αναιρέσει την εικόνα που βλέπει στην εγρήγορσή του στο στασίδι. Στο τέλος, ερχόµενο από τα έσχατα,
το έλεος του Θεού και οι Άγιοι που το χορηγούν στον πονεµένο άνθρωπο νεύουν συγκατάθεση στη
λύτρωσή µας», ό.π., σ. 148-149.
399
Τ.Γ΄, σ.314, στ. 1-5. Ο Κ. Στεργιόπουλος γράφει σχετικά µε το σηµείο αυτό: «Την καταδίκη,
ουσιαστικά δεν την απαγγέλει η Αγία. Η φωνή έρχεται από µέσα του, ακούγεται «εἰς τὸ βάθος τῆς
συνειδήσεώς του», όµοια µε χρησµό. Τα χείλη της κόρης « ἐψιθύριζον ἱκεσίαν», «τὸ βλέµµα τῆς εἰκόνος
ἔνευε συγκατάθεσιν», αλλά το βαθύτερο εγώ του δεν ήθελε να εισακουστεί». Και λίγο παρακάτω
συµπληρώνει « η χαρά του στο τέλος είναι «αγρία», µοιάζει και εκείνη δαιµονική, όπως και το πάθος. Το
.
‘’αγρίαν’’ εδώ είναι αποκαλυπτικά προσδιοριστικό έχει την έννοια της εξέγερσης, κάτι το εωσφορικό (…)
Τελικα η πάλη γίνεται µε το µέσα του εωσφορικό στοιχείο, καθώς η συναίσθηση της ενοχής, απ’ την
άλλη πλευρά, τον ελέγχει, ριχνοντάς τον στην µετάνοια και στην ταπείνωση», «’’Η Φαρµακολύτρια ‘’ του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.66-67. Ωστόσο, υπάρχουν και µελετητές όπως ο κ. Αριστηνός που θεωρούν τη
φράση αυτή ως µια «οριστική αυτονόµηση του ήρωα από τα θρησκευτικά δεσµά» ή «µια νέα δουλεία και
δικαίωση της θεοδικίας που δεν µπορεί (δεν πρέπει) να εισακούσει τις ικεσίες ενός αµαρτωλού». ( « Οι
επίλογοι στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
σ.84) Μια τέτοια προσέγγιση όµως, πέρα από το ότι δεν λαµβάνει υπόψη της τη συνάφεια του κειµένου
µε την αµέσως προηγούµενη ευσπλαχνική συγκατάνευση της Αγίας, παραβλέπει και την πάγια θέση
του συγγραφέα που θέλει τους αµαρτωλούς ήρωές του να λυτρώνονται τελικά «ὡς δια πυρός».
124
του τη ζωή, είναι και το κλειδί που οδηγεί στη σωτηρία. Ταυτόχρονα, υπό την
προοπτική αυτή, και το αίτιο αυτού του πόνου, δηλαδή το ερωτικό πάθος,
µετατρέπεται σε στοιχείο που «διανοίγ(ει) την οδό προς τη λύτρωση και το
ιερό»400. Πίσω λοιπόν από την επιφανειακή, αρνητική παρουσίαση του
ερωτικού πάθους, ο αναγνώστης καλείται να διεσδύσει στο κείµενο για να
ανακαλύψει το βαθύτερο νόηµά του που είναι η «αἱµάσσουσα» και επίπονη
πορεία του αµαρτωλού, αλλά αγωνιζόµενου ανθρώπου προς τη σωτηρία401.
Την αξία του λυτρωτικού πόνου επισηµαίνει και ο Άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής:«Ὁ τῆς ἀληθινῆς ἐφιέµενος ζωῆς, γνοὺς ὅτι πᾶς πόνος, εἴτε
ἑκούσιος εἴτε ἀκούσιος, τῆς τοῦ θανάτου µητρὸς ἡδονῆς γίνεται θάνατος,
πάσας τάς τραχείας τῶν ἀκουσίων πειρασµῶν ἐπιφοράς δέξεται µετ’
εὐφροσύνης χαίρων. διὰ τῆς ὑποµονῆς ὁδοὺς εὐµαρεῖς τε καὶ λείας τάς θλίψεις
ποιούµενος, καὶ πρὸς τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως ἀπλανῶς
παραπεµπούσας αὐτόν, εὐσεβῶς ἐν αὐταὶς τὸν θεῖον δρόµον ποιούµενον. Καὶ
γὰρ τοῦ µὲν θανάτου µήτηρ ἐστὶν ἡ ἡδονὴ. τῆς ἡδονῆς δὲ θάνατος ἐστὶν ὁ
πόνος. ὁ τε προαιρετικὸς καὶ ὁ παρὰ προαίρεσιν »402. Τη θεραπευτική
λειτουργία του πόνου επισηµαίνει και ο Γ. Μαντζαρίδης που τον θεωρεί
απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο του ανθρώπου στην πνευµατική
ζωή. Επειδή ακριβώς ο πόνος προαναγγέλει την οδύνη του θανάτου,
συµβάλλει καθοριστικά στην εσωτερική κάθαρση και την πνευµατική
ανακαίνισή του403. Προς αυτή την επώδυνη, αλλά σωτήρια πνευµατική
ανακαίνιση οδεύει δια του ισοβίου πόνου και ο αφηγητής, έστω και αν
προσωρινά δεν το συνειδητοποιεί.
400
Ν. Ορφανίδη, ό.π. σ.34.
401
Ενδεικτικός των « φαρµακολύτριων δοκιµασιών» (ο όρος προέρχεται από τον κ. Πανταζή, « Στην Αγι’
Αναστασά τη Φαρµακολύτρια», ό.π., σ. 61) που υποφέρει ο δεινώς πειραζόµενος άνθρωπος είναι και ο
ακόλουθος ύµνος: «Ἤθελον δάκρυσι ἐξαλεῖψαι, τῶν ἐµῶν πταισµάτων Κύριε τὸ χειρόγραφον, καὶ τὸ
.
ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς µου , διὰ µετανοίας εὐαρεστῆσαί σοι ἀλλ’ ὁ ἐχθρὸς ἀπατᾶ µε, καὶ πολεµεῖ τὴν
.
ψυχήν µου Κύριε , πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωµαι, σῶσόν µε» (Παρακλητική, εκδόσεις Φως, 1979, σ.190 και
197).
402
«Περί Θεολογίας και τῆς ἐνσάρκου οἰκονοµίας τοῦ Υιού τοῦ Θεοῦ, πρός Θαλάσσιον κεφαλαίων
ἐκατοντάς ∆΄», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο.νε΄, σ.118.
403
Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2010 (Β’ έκδοση βελτιωµένη),
σ. 615- 616. Να τσεκάρω για σιγουριά τις σελ γιατί δεν τις έχω σε φωτοτυπία. 99% αυτές είναι
125
404
Για τη διάκριση των πειρασµών σε εκούσιους και ακούσιους και τον τρόπο αντιµετώπισής τους,
γράφει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «∆ιττὸς γάρ, κατὰ τὴν Γραφήν, τῶν πειρασµῶν ὁ τρόπος. Ὁ µὲν
.
ἡδονικός, ὁ δὲ ὀδυνηρός καὶ ὁ µὲν προαιρετικός, ὁ δὲ ἀπροαίρετος. Καὶ ὁ µὲν τῆς ἁµαρτίας γεννήτωρ
(…) ὁ δὲ τῆς ἁµαρτίας τιµωρός, ἀκουσίοις πόνων ἐπιφοραῖς τὴν φιλαµαρτήµονα κολάζων διάθεσιν (…)
.
ἀµφοτέρους δὲ τοὺς πειρασµοὺς τὸν ἑκούσιόν τε καὶ τὸν ἀκούσιον, περιέπει κακούργως ὁ πονηρός τὸν
µέν, σπείρων καὶ διερεθίζων τὴν ψυχὴν ἡδοναῖς σώµατος ἀποστῆσαι τῆς θείας ἀγάπης τὴν ἔφεσιν
µηχανώµενος, τὸν δὲ σοφιστικῶς ἐξαιτεῖται, δι’ ὀδύνης φθεῖραι τὴν φύσιν βουλόµενος, ἵνα βιάσηται τὴν
ψυχὴν ἀτονίᾳ πόνων καταβληθεῖσαν, πρὸς τὴν του κτίσαντος διαβολὴν κινῆσαι τοὺς λογισµούς. Ἀλλ’
ἐπεγνωκότες ἡµεῖς τοῦ πονηροῦ τὰ νοήµατα, τὸν µὲν ἑκούσιον ἀποζευξώµεθα πειρασµόν, ἵνα µὴ τῆς
θείας ἀγάπης τὴν ἔφεσιν ἀποστήσωµεν, τὸν δὲ ἀκούσιον, ἐπερχόµενον συγχωρήσει Θεοῦ, γενναίως
ὑποµένωµεν, ἵνα φανῶµεν προτετιµηκότες τῆς φύσεως, τὸν κτίστην τῆς φύσεως», «Εἰς
τὴν..προσευχὴν..τοῦ..Πάτερ..ἡµῶν»,..Φιλοκαλία,.Τ.Β’,σ.202,στ.5-25.
405
Τους λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει να έρχονται πειρασµοί στους ανθρώπους αναφέρει
επιγραµµατικά ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής:«Αἳ ἐπιφοραι τῶν πειρασµῶν, τοῖς µέν, πρὸς ἤδη
. .
γεγονότων ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν τοῖς δέ, πρὸς νῦν ἐνεργούµενων ἀλλοις πρὸς µελλόντων
ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπὴν ἐπάγονται, δίχα τῶν πρὸς δοκιµὴν ἐπισυµβαινόντων, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰώβ», «Περί
ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, T.Β’, σ.20, Νο.µε’.
406 .
«Εἰ µὴ γὰρ ᾖσαν τὰ πάθη, οὐκ ἂν ᾖσαν αἱ ἀρεταὶ οὔτε στέφανοι οἱ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῖς ἀξίοις τῶν
ἀνθρώπων δωρούµενοι», Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής
πολιτείας»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.13, Νο.ξζ’.
126
407
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶ θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.235. Στο ίδιο µήκος
κύµατος κινείται και ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος που γράφει: «Ὅταν τῇ ἡµετέρᾳ διάνοιᾳ µνήµη γένηται
γυναικός, ἀναδοθεῖσα διὰ τῆς διαβολικῆς κακουργίας (…) ταχέως ταύτην ἐκ τῆς ἡµετέρας καρδίας
ἐκβάλωµεν (…) καὶ ὡς ἔτι νήπιοί εἰσιν οἱ υἱοὶ Βαβυλῶνος, οἱ πονηροί, φηµί, λογισµοί, τούτους ἐδαφίζειν
καὶ συντρίβειν πρὸς τὴν πέτραν, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός», «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-38 και σ.65, στ.1 και ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «ἐὰν οὖν προσέχῃ ὁ
νοῦς νήφων καὶ δ’ ἀντιρρήσεως καὶ ἐπικλήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ φυγαδεύη ἐξ ἀναδόσεως τὴν
προσβολήν, τὰ ἑξῆς αὐτῶν ἀργὰ µένουσι», « Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ. 148-149 , Νο.µς’.
408
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µς’. Ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή,
συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία, συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις. Βλ.«Λόγος Ψυχωφελής και
θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235, στ.14-29.
409
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι,ό.π., Λόγος Ε’, σ. 283, στ. 27-32 και σ.
284, στ.37-39.
410
Αντιόχου Μοναχού, Πρὸς Εὐστάθιον , PG 89, 1509D -1512AB.
127
411
Τ.Α’, σ.156, στ.11-14.
412
Τ.Α’, σ.155, στ.28-30.
413
Τ.Α’, σ.174, στ. 27-31.
128
414
Τ.Α’, σ.229, στ.3-5.
415
«Παράφρασις Συµεών τοῦ Μεταφραστοῦ ‘’Εἰς τοὺς πεντήκοντα λόγους τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ
Αἰγυπτίου’’», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ233, Νο.ρµζ’.
416
Τ.Α’, σ. 247, στ.31.
417
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του: «Μὰ τὴν πίστιν µου, δὲν εἶδα ἄλλον ἐπιβάτην, εἰµὴ µίαν
καλογραῖαν (…). Καὶ ὁποία καλογραῖα! Ὡραῖον πρόσωπον, σᾶς ὁρκίζοµαι, αὐθέντα. (…)Ἂν εἶχεν
ἀνάγκην συντρόφου εἰς τὸ ταξίδιόν της, εὐχαρίστως θὰ ὑπήγαινα ἐγώ, σᾶς λέγω!» (Τ.Α’,σ. 254, στ. 7-
26).
129
Όταν αργότερα θα τη βρούµε στη µονή του Αγίου Κοσµά στη Νάξο, το
πάθος φαίνεται πως για άλλη µια φορά την έχει καθυποτάξει: «Ἐφαίνετο ὅτι
εἶχε παλαίσει κατὰ τοῦ πάθους, καὶ ὅτι εἶχεν ἀγωνισθῆ νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, καὶ
οὐδὲν κατώρθωσε. Ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι ἐζήτει νὰ µετανοήσῃ καὶ δὲν
ἐτόλµα. Τοιοῦτόν τι µεικτὸν καὶ συγκεχυµένον αἴσθηµα ἐξέφραζε τὸ σύνολον
τῶν χαρακτήρων τῆς γυναικὸς ταύτης»418. Το δαιµόνιο της λύπης έχει γεµίσει
την ψυχή της µε απελπισία αφήνοντάς την πλέον κενή. Κάθε φορά που πάει
να κλείσει τα µάτια προσβάλλεται από τον πειρασµό. Βυθίζεται στην
ονειροπόληση που ξεσηκώνει τη φαντασία της και οξύνει τις αισθήσεις της419.
……….Αντί να φέρει αµέσως αντίρρηση στον πονηρό λογισµό και να
παραµείνει σε πνευµατική εγρήγορση µε τη βοήθεια της προσευχής420, εκείνη
παραδίδεται στους πονηρούς λογισµούς421. Προς στιγµήν απευθύνεται στο
Χριστό, παραπονούµενη για την έλλειψη βοήθειας εκ µέρους του. Τότε
στιγµιαία συνειδητοποιεί τα αµαρτήµατά της και ζητά τη συγχώρεσή του422. Η
συνεχής πνευµατική της σύγχυση όµως κατακερµατίζει την καρδιά και το νου
της, την αλλοιώνει και την κάνει να νοσεί σωµατικά και πνευµατικά. Έτσι,
παρά την πρόσκαιρη µετάνοιά της, οι κατοπινές πράξεις της δείχνουν ότι έχει
καταθέσει τα όπλα. Ο θάνατος της έρχεται ως λύτρωση από τα φοβερά δεινά
που υπέστη. Η ολόψυχη συγχώρεση που ζήτησε και δέχθηκε, λίγο πριν
ξεψυχήσει, από το σύζυγό της, την αφήνει στο άπειρο έλεος του Θεού, που
τόσο επιζητούσε αλλά αδυνατούσε µέχρι τέλους να βρει 423.
Εκτός από την Αυγούστα και µια άλλη γυναίκα, η νεαρή καθολική
καλόγρια στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια», φέρεται να είναι πρόθυµη να υποκύψει
στο σαρκικό πειρασµό. Αντικείµενο του έρωτά της ο φίλος του αφηγητή, ο
Σταµάτης, πρώην ναυτικός. Ο νεαρός τότε Σταµάτης έτυχε να νοσηλευτεί για
µερικές εβδοµάδες σε νοσοκοµείο του Παναµά. Η νεαρή καλόγρια, «λευκὴ ὡς
κρίνον», ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη σωτηρία της ψυχής των ασθενών και
τους ανάγκαζε να εκτελούν τα θρησκευτικά τους χρέη. Ο µόνος που
αντιστεκόταν ήταν ο Σταµάτης, ο οποίος, λόγω των χλιαρών θρησκευτικών
του πεποιθήσεων, αλλά κυρίως λόγω της ορθόδοξης πίστης (την οποία, αν
418
Τ.Α’,σ. 285, στ.3-7.
419
Συχνά ο πειρασµός έρχεται µέσω µίας µιαρής, απρεπούς και δαιµονικής φαντασίας. Αυτή θεωρείται
γέφυρα των δαιµόνων επειδή «δι΄αὐτῆς γὰρ διερχόµενοι καὶ διαπερῶντες οἱ φόνιοι ἀλάστορες,
κοινωνοῦσί πως καὶ συµµίγνυνται τῇ ψυχῇ, σίµβλον κηφήνων ταύτην ἀπεργαζόµενοι καὶ ἐννοιῶν
ἀκάρπων καὶ ἐµπαθῶν οἰκητήριον». Ως ενδεδειγµένους τρόπους αντιµετώπισής της, οι Πατέρες
προτείνουν, ή την αποφυγή της, ή την αντίταξη σε αυτὴν της «ευπρεπούς» φαντασίας. Η Αυγούστα
όµως δεν είναι πνευµατικά ώριµη ώστε να χρησιµοποιήσει είτε τη µια είτε την άλλη λύση. Βλ. Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων, «Μέθοδος καὶ Κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
420
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.144, Νο.κ’.
421
Για τον εκούσιο πειρασµό της Αυγούστας βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ
Πάτερ ἡµῶν»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.202, στ.5-25.
422
Βλ. Τ.Α’, σ.287, στ.21-23.
423
Πολλά έχουν ειπωθεί για το θάνατο της Αυγούστας. Η προσωπική µας άποψη, την οποία εκθέσαµε
στην ενότητα 2.2., είναι ότι η ένθερµη παράκληση προς το σύζυγό της να τη συγχωρέσει, λίγες µόλις
στιγµές πριν ξεψυχήσει µε έναν οµολογουµένως µαρτυρικό τρόπο, µοιάζει µε το «Μνήσθητί µου Κύριε..»
του ληστή που σε µια στιγµή εσωτερικής συντριβής κέρδισε τη σωτηρία του.
130
427
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.16,
Νο.ιθ’. Ο έστω µικρός λοιπόν αγώνας του αποτυγχάνει. Ο π. ∆. Λ. Λάµπρου, στο διαδικτυακό κείµενο
«Η πνευµατική σηµασία της οράσεως», αναφέρει τα εξής για την πειρασµική προσβολή µέσω των
µατιών: « Η σηµασία των µατιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως
– δεν είναι µόνο φυσική αλλά ηθική και πνευµατική. Το πώς και το τί βλέπουµε, επηρεάζει ιδιαίτερα την
πνευµατική µας ζωή. Τα µάτια µας, αν τα αφήσουµε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα µεταβάλλονται
σε δυο κλέφτες της αµαρτίας. Οι εικόνες που µεταφέρουν µέσα µας γεννούν στην καρδιά µας τις
εµπαθείς επιθυµίες και µας εξωθούν αρχικά να αµαρτήσουµε µε τη φαντασία, αργότερα δε και
έµπρακτα. Μας το επισήµανε µε πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυµήσαι
αὐτὴν ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5, 28). Ο άνθρωπος εύκολα αιχµαλωτίζεται
από τα µάτια του. Και τα όσα εφάµαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη
δίνη των σαρκικών επιθυµιών. Ας θυµηθούµε το αξίωµα των αρχαίων «ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν».
Αυτό που βλέπουµε µε φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυµία και παγιδεύει την καρδιά µας», π. ∆.
Λ. Λάµπρου «Η πνευµατική σηµασία της οράσεως», http://sinodiporos.blogspot.com/2011/05/29.html
Ηµ/νία ανάρτησης 29.05.2009.
428
Τ.Β΄, σ.368, στ. 9.
429
Μαξίµου του Οµολογητού, ό.π. σ.16, Νο.ιθ΄.
430
Τ.Β’, σ.370, στ. 2-5.
132
πως, όποιος κρίνει και καταδικάζει τους άλλους, θα κριθεί και ο ίδιος από το
Θεό. Ανήκει λοιπόν στην κατηγορία των ανθρώπων τους οποίους ρωτά ο
Κύριος: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλµῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ
δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλµῷ οὐ κατανοεῖς;»437. Η φαινοµενική του ευσέβεια
εντός της εκκλησίας χάνεται κατά ένα παράδοξο τρόπο στην καθηµερινή του
ζωή.
Ο πνευµατικός αυτός διχασµός, όπως θα δούµε παρακάτω, οφείλεται
στην πτώση του στους δαιµονικούς πειρασµούς. Ως αποτέλεσµα αυτού δε
διστάζει να σκανδαλίσει τους φίλους του, διηγούµενος την τυχαία συνάντηση
που είχε πρόσφατα µε την πρώτη του φιλενάδα, «τὴν πρώτη (του) ἀγάπη...
ἐκείνην ποὺ (του) εἶχε µάθει τὸν ἔρωτα»438, όταν ήταν µικρός. Το «ερωτικό»
τους αγγίγµα, καθώς και ο πειρασµικός τους διάλογος «-"Καλὰ πᾷς· βαστιέσαι
ἀκόµα", µοῦ λέει. -"Καὶ σὺ καλὰ κρατιέσαι"»439 αποτελεί ένα ακόµη «χάδι» του
πάθους της πορνείας που τον έχει κυριεύσει. Η µόνη δε ντροπή που
αισθάνεται οφείλεται στην παρουσία του γιου της κυρίας και όχι στη
συµπεριφορά τους.
Στη συνέχεια του διηγήµατος, ο ερωτικός πειρασµός παίρνει πιο
µόνιµη µορφή. Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του από την κυρία Ολυµπιάδα,
άρχισε να σκανδαλίζεται από «τοὺς γυµνοὺς λευκοὺς πόδας τῆς φερωνύµου
Εὐµορφούλας»440, της υπηρέτριας της σεβάσµιας γυναίκας που
ανεβοκατέβαινε για να απλώσει τα ρούχα. Η ασήµαντη αυτή αφορµή είχε
αρνητική επιρροή στην εµπαθή ψυχή του γέροντος ναυτικού. Το δαιµόνιο
ξύπνησε, µέσω των προσφιλών µέσων δράσης του, της µνήµης και της
φαντασίας441, την περασµένη του νεότητα, η οποία παίρνει τη µορφή
δαιµονικού οράµατος που προκαλεί θόρυβο, τριγµό και βόµβο στη ψυχή
του442. Η πνευµατική αυτή ταραχή και αναστάτωση είναι χαρακτηριστική της
δαιµονικής επιρροής.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι το δαιµόνιο πείραζε τον µπαρµπα- Μάρκο καθ’
όλη τη διάρκεια της ηµέρας. Το δαιµονικό όραµα έβρισκε την ευκαιρία να
εισέλθει την ώρα που ακόµη δεν είχε ξυπνήσει καλά καλά το πρωί και είχε τη
µορφή «"βέλους πετοµένου ἡµέρας..."». Το βράδυ, µόλις πήγαινε να κοιµηθεί,
«ἐλάµβανε µίαν ὄψιν "ὡς πράγµατος ἐν σκότει διαπορευοµένου"», ενώ το
µεσηµέρι το όνειρο έπαιρνε τη µορφή «"συµπτώµατος καὶ δαιµονίου
µεσηµβρινοῦ"»443. Παρατηρούµε ότι ο σαρκικός πειρασµός επιλέγει τη στιγµή
της κατάκλισης και της ξεκούρασης, όταν οι ψυχικές δυνάµεις του
πειραζόµενου βρίσκονται σε ύφεση, για να εισβάλει στη ψυχή του. Ακόµη
όµως και όταν ο µπαρµπα-Μάρκος είναι σε εγρήγορση φαίνεται ότι «επιλέγει»
437
Λκ .6, 41.
438
Τ.Γ’, σ.594, στ.24-25.
439
Τ.Γ’, σ.594, στ.29.
440
Τ.Γ’,σ.595, στ.5.
441
Βλ. παραπάνω και τα όσα σχετικά αναφέραµε στις αντίστοιχες παραγράφους για τον Πάνο ∆ηµούλη.
442
Βλ. Τ.Γ’, σ.595, στ. 7-8. Βλ. τους αντίστοιχους «βόµβους» του πειρασµού που ταλαιπωρεί τον
αφηγητή στη «Φαρµακολύτρια» (υποενότητα 2.2.1. της παρούσης εργασίας).
443
Τ.Γ’, σ.595, στ. 9-17.
134
τα στοιχεία της θρησκευτικής ζωής που του αρέσουν, ενώ όσα δεν
συµβιβάζονται µε τα πάθη του τα παραβλέπει ή τα επικρίνει. Για αυτό και
χαρακτηρίζεται δύο φορές στο διήγηµα ως αιρετικός444. ∆υστυχώς, παρά την
ώριµη ηλικία του, δεν διαθέτει αντίστοιχη πνευµατική ωριµότητα. Κατά
συνέπεια, δεν συνειδητοποιεί την πληµµελή κατάσταση της ψυχής του και
φαίνεται να υποδουλώνεται στα πάθη του καυχόµενος µάλιστα για αυτά.
444
«ἐγίνετο αἱρετικός... σχεδὸν προτεστάντης» (Τ.Γ’, σ.594, στ.19) και «σωστὸς Καΐρης,
Λουθηροκαλβῖνος, Μακεδόνιος... Ἄρειος!» ( Τ.Γ’, σ.598, στ.4-5).
445
Τ.Γ’,σ.45, στ.4-5.
446
Στην απάντηση του οποίου υπάρχει επίσης εναλλαγή από τον ενικό στον πληθυντικό.
447
Τ.Γ’, σ.47, στ.4-5.
448
Όπως µας ενηµερώνει ο συγγραφέας στη συνέχεια, ο νέος είχε προσβληθεί εδώ και καιρό από τον
ερωτικό πειρασµό (βλ. Τ. Γ., σ. 56, στ.1-10). Στη συγκεκριµένη χρονική στιγµή η προσβολή που δέχεται
ξεκινάει µε την ιδιόµορφή αυτή «χαρά».
449
Τ.Γ’,σ.47, στ.24-25.
450
Τ.Γ’, σ.47, στ. 5 και στ. 24.
135
και αν κάποιος δεν είναι προετοιµασµένος να τον πολεµήσει στο αρχικό αυτό
στάδιο, χρησιµοποιώντας την αντίρρηση ενάντια στον πονηρό λογισµό451,
διεισδύει σιγά σιγά και στη συνείδηση αναζητώντας τη συγκατάθεσή της.
Έτσι, ξεκινάει το ταξίδι των δύο νέων µε τη βαρκούλα. Η βαρκούλα
όµως είναι κλεµµένη452. Ενώ όµως ο Μαθιός έχει συνείδηση της πράξεως τους
αυτής, η Λιαλιώ, βυθισµένη στα όνειρα και τις επιθυµίες της, όταν µαθαίνει ότι
πρόκειται για ξένη βάρκα αντιδρά «ὡς ἄτακτον παιδίον τὴν µεγίστην εὑρίσκον
ἡδονὴν εἰς ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἐπιµένουν νὰ τοῦ ἀπαγορεύωσι»453. Έχοντας υποστεί
στη ζωή της µια έντονη καταπίεση, κυρίως - καθώς φαίνεται- στο θέµα του
γάµου, αισθάνεται έντονη την ανάγκη να αποτινάξει, έστω και προσωρινά, το
ζυγό που της φόρτωσαν χωρίς τη θέλησή της. Παρότι γνωρίζει το λάθος της
αισθάνεται πλέον χ α ρ ά , γιατί εφαρµόζει το ἴ δ ι ο ν τ η ς θ έ λ η µ α , ενάντια στο
σωστό που ήταν να µην ενδώσει στην επιθυµία της να πάει στην πατρίδα της-
πόσο µάλλον µε το Μαθιό- , αλλά να παραµείνει στην οικία της. Το αυτεξούσιο
454
αντιδρά απέναντι στο πρέπον, οι δαιµονικοί λογισµοί το εκµεταλλεύονται
αυτό και αλλοιώνουν τη συνείδησή της.
Πώς όµως έφτασε σε αυτό το σηµείο; Μια βασική αιτία είναι ο ίδιος ο
σύζυγός της: περνάει όλη την ηµέρα του στο καφενείο, αφήνοντας την
συνέχεια µόνη ως τα µεσάνυχτα. Αν και την αγαπά, προτιµά να διάγει τη µέρα
του µακριά της455. Αυτό τη στεναχωρεί. Παρά το ότι, λόγω της µεγάλης
διαφοράς ηλικίας, δεν πρέπει να ερωτεύτηκε ποτέ το µπαρµπα- Μοναχάκη,
είναι ταυτόχρονα µεγαλωµένη µε αρχές που δεν µπορεί να καταπατήσει: «∆ὲν
εἶµαι ἱκανὴ νὰ προδώσω τὴν τιµή του», λέει λίγο αργότερα456. Ωστόσο, το ήθος
της δεν είναι αρκετό ώστε να την εµποδίσει να «παίξει», όσο µπορεί, µε τον
πειρασµό και τους κινδύνους που ελλοχεύει. Για αυτό το λόγο είναι - κατά το
ήµισυ τουλάχιστον- ένοχη. Όπως επισηµαίνει και ο όσιος Νικηφόρος, «εἰ δὲ
εἰς τὸ φαινόµενον φυλάσσει τις τὸ σῶµα αὐτοῦ ἀπὸ φθορᾶς καὶ πορνείας,
ἔσωθεν δὲ µοιχεύει παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πορνεύει τοῖς διαλογισµοῖς, οὐδὲν
ὠφελήθη ἔχων τὸ σῶµα παρθένον.(…) Ἔστι γὰρ πορνεία διὰ σώµατος
ἐπιτελουµένη καὶ ἔστι πορνεία ψυχῆς …»457. Έτσι, οι «θερµὲς ἐπαφὲς» των
χειρών συνεχίζονται και η παράνοµη βαρκάδα τους ασκεί «γοητείαν ἄρρητον»
και «ἄγνωστον θέλγητρον»458.
451
« ∆εῖ τὸν ἀγωνιζόµενον ἔνδον, κατὰ στιγµὴν χρόνου ἔχειν (…) ἀντίρρησιν δέ, ἴνα ὀπηνίκα ὀξέως γνῷ
τὸν ἐλθόντα, εὐθὺς µέτ΄ὀργῆς ἀντιλογηθείη τῷ πονηρῷ », Ησύχιου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.144, Νο.κ’.
452 .
Η βαρκούλα αυτή συµβολίζει έµµεσα τον «έρωτα» αυτό είναι κλεµµένη, όπως «κλέβει» ο Μαθιός τη
Λιαλιώ, παρόλο που γνωρίζουν ότι δεν µπορούν να έχουν κοινό µέλλον.
453
Τ.Γ’, σ.49, στ.10-12.
454
Για την κακή χρήση του αυτεξουσίου,δες π. Βασιλείου Καλλιακµάνη, Από το φόβο στην αγάπη,
Εκδόσεις Π.Πουρναράς, 2009,σ.54 και Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος πρῶτος ἀπολογητικὸς πρὸς
τοὺς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας» 16, PG 94, 1245CD.
455
Αναλυτικά για τη στάση του µπαρµπα- Μοναχάκη βλ. Κεφ. Β’, υποενότητα 3.2. της παρούσης
εργασίας.
456
Τ.Γ’,σ.60, στ.7.
457
«Λόγος περί νήψεως και φυλακῆς καρδίας», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.24, στ.10-15.
458
Τ.Γ’,σ.52, στ.11-12.
136
459
Tο «λευκόν» ως χρώµα συνδέεται µε την αθωότητα, εδώ όµως εντείνει τον πειρασµό προκαλώντας
υποσυνείδητα στο νέο πειρασµικούς σαρκικούς λογισµούς.
460
Στα όνειρά του και στη φαντασία του σίγουρα θα είχε φανταστεί την αγαπηµένη του µε ελάχιστα
ρούχα επάνω της.
461
Τ.Γ’,σ.53, στ.8-10 και στ.23-26.
462
Τ.Γ’, σ.53, στ.26- 27.
463
Τ.Γ’,σ.54, στ.3-4.
464
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ Νόµου Πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.104, Νο.ρλς’. Ο ∆.
Σιατόπουλος προσεγγίζοντας το σηµείο αυτό από λογοτεχνικής- καλλιτεχνικής πλευράς εκφράζει το
θαυµασµό του: « …βλέπουµε να ξεπηδάει το ζωικό σφρίγος µε τόση αυθεντικότητα και τόση µαγεία,
που δεν µας αφήνει καµία αµφιβολία ότι ο άνθρωπος που συνέθεσε τη σκηνή αυτή ήξερε καλά τόσο την
ερωτική ψυχολογία, όσο και τη συναισθηµατική συνέπεια και από τη λεπτοµερέστερη κίνηση των
ηρώων του. Γι’ αυτό κ’ ο λόγος ανεβαίνει µαστορικά σε ένα κρεσσέντο αισθησιακής µαγείας και µας
γεµίζει την καρδιά µε τ΄ ανάλογα, που επιδιώκει, συναισθήµατα.» ∆. Σιατόπουλου, «Παπαδιαµάντης, ο
δραµατικός ∆ιόνυσος», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1981, Τ.38, σ.181.
465
Βλ. τη µαγευτική περιγραφή του εξωτερικού κάλλους της Λιαλιώς, Τ. Γ΄, σ. 56, στ.2-9.
466
Τ.Γ’,σ.56, στ.8-10.
137
µηχανορραφεί πώς θα ξεφύγουν χωρίς να τους δουν και βρίσκει λύσεις για
κάθε πιθανό σενάριο. Οµολογεί ότι δεν τη νοιάζει τι θα πει ο κόσµος: «Ἠµεῖς
νὰ εἴµαστε ἀθῶοι, καὶ ἀφσε τοὺς ἀνοήτους νὰ µᾶς κατηγοροῦν!»467. Μετά από
µια τέτοια οµολογία δεν είναι δύσκολο για το νέο να περάσει στο τρίτο στάδιο
του πειρασµού, τη συγκατάθεση. ∆εν µιλάει, αλλά σκύβει «περιπαθῶς» και
της φιλάει τα άκρα των δακτύλων της βέβαιος για την αθωότητά του, ενώ είναι
ένα βήµα πριν τον «ἐπὶ τῆς πυρᾶς βραδὺν θάνατον»468, την έµπρακτη
αµαρτία. Εδώ ο πονηρός τους κάνει να πιστεύουν πραγµατικά ότι είναι αθώοι,
µόνο και µόνο επειδή δεν έχουν προβεί στην έµπρακτη αµαρτία παρά µόνο
στους λογισµούς τους. Είναι η προσπάθεια του διαβόλου να παρουσιάσει στο
νου τους το κακό ως καλό, την αµαρτία ως αρετή, προβάλλοντας την «άδικη»
κατάκριση του κόσµου που θα υποστούν όντας «αθώοι»469.
Και τότε, εντελώς απροσδόκητα, η νεαρή γυναίκα γκρεµίζει τα
αµαρτωλά όνειρα του Μαθιού: «- Ἂν ἤθελα νὰ κάµω τὸν ἔρωτα, τὸ
σιγουρότερο θὰ ἦτον νὰ µένω σιµὰ στὸν µπαρµπα - Μοναχάκη. Ἀπόδειξις ὅτι
δὲν θέλω, εἶναι ὅτι ἐκίνησα νὰ πάω πίσω στοὺς γονεῖς µου. Οἱ γονεῖς µου δὲ
θὰ µποροῦν νὰ µὲ σκεπάσουν, ἂν τὸ κάµω, ὁ µπαρµπα - Μοναχάκης θὰ µ'
ἐσκέπαζε, καὶ πολύ»470. Η ειλικρίνειά της στο σηµείο αυτό είναι αφοπλιστική.
Αν και στο νου της - είτε το παραδέχεται, είτε όχι- έχει ήδη αµαρτήσει, ωστόσο
ξεκαθαρίζει ότι δεν σκοπεύει να αµαρτήσει έµπρακτα471. Έχοντας ήδη
συγκατατεθεί στην αµαρτία δεν του είναι δύσκολο να βληθεί και από τα
δαιµόνια της ζήλειας και της οργής αυτή τη φορά: «Ὀξεῖα µάχαιρα ἔσχισε τὴν
καρδίαν τοῦ νέου. Ἐφαντάσθη ὅτι ἡ νεαρὰ γυνὴ θὰ εἶχε χωρὶς ἄλλο ἐραστὴν
εἰς τὴν πατρίδα της. ∆ι' ἐκεῖνον λοιπὸν ἔτρεχε, δι' ἐκεῖνον ἐπεχείρει τὸν
ἀλλόκοτον τοῦτον πλοῦν! Καὶ τότε ἡ θέσις του ποία; Αὐτὸς τί ἦτο εἰς τὴν
περίπτωσιν ἐκείνην; Γέφυρα ἐφ' ἧς ἐπάτουν ὅπως συναντηθῶσι δύο
ἀγαπώµενα ὄντα, Χάρων τῶν καταχθονίων ἐρώτων!...(…)Ὤ! πόσην φλόγα
εἶχε µέσα του! Καὶ πῶς ᾐσθάνετο ὅλα τοῦ τραγικοῦ ἥρωος τὰ ἔνστικτα
βρυχώµενα καὶ λυσσῶντα εἰς τὰ ἐνδόµυχά του τὴν στιγµὴν αὐτήν!»472. Είναι
εντυπωσιακό το πώς ο πονηρός «εµπαίζει» το θύµα του. τη µια στιγµή θεωρεί
467
Τ.Γ’, σ.58, στ. 28-29.
468
Τ.Γ’, σ.58, στ.30-33.
469
Μια από τις γνωστές µεθόδους του πονηρού είναι να παρουσιάζει το σκοτάδι ως φως, εδώ το λάθος
ως σωστό, προκειµένου να παρασύρει τον πειραζόµενο στην πτώση, βλ και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου,
«∆αιµόνιο µεσηµβρινό»,ό.π. σ.83.
470
Τ.Γ’,σ.58, στ.34-35 και σ.59, στ.1-3.
471
Η πεποίθησή της ότι, αν ήθελε να ερωτοτροπήσει θα το έκανε στο σπίτι της υπό την «συγκάλυψη»
του συζύγου της µας ξενίζει. ∆εδοµένης της αυστηρής και ανδροκρατούµενης εκείνης εποχής, µια τέτοια
δήλωση τίθεται υπό αµφισβήτηση. Λαµβάνοντας όµως υπόψη την αδυναµία και το γεροντικό έρωτα του
µπαρµπα- Μοναχάκη που, αν την έχανε, θα έµενε µόνος και δακτυλοδεικτούµενος ως ο «γέρων και
απατηµένος σύζυγος», µπορούµε να την αποδεχθούµε ως πιθανη. Όχι βέβαια γιατί θα ανεχόταν τόσο
εύκολα µια τέτοια εξέλιξη, αλλά µάλλον εξ’ ανάγκης. Ο ίδιος ο µπαρµπα- Μοναχάκης θεωρεί τη γυναίκα
του πιστή «ὅσον δύναται ἀνὴρ νὰ εἶναι βέβαιος περὶ γυναικός (…) Ἣξευρεν ὅτι, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην
γυναῖκα, ἔζη µὲ τὴν κεφαλήν της καὶ µὲ τὰ νεῦρά της» ( Τ.Γ’, σ.65, στ.18- 28) . Κατά την αναζήτηση της
βαρκούλας προβληµατίζεται βέβαια µήπως τελικά η γυναίκα του «εἶχεν ἁµαρτήσει ἤδη». Στη σκέψη
αυτή όµως επαναλαµβάνει τα λόγια της Λιαλιώς, ότι θα την κάλυπτε ( βλ. Τ.Γ’, σ.66, στ.7-12). Άραγε
είναι τόσο µεγαλόψυχος γιατί την αγαπά αληθινά, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, ή απλά και µόνο για να
µη γίνει και ο ίδιος κοντά της βορά στην κακογλωσσία των γειτόνων;
472
Τ.Γ’, σ.59, στ.4-12.
138
τον εαυτό του αθώο, ενώ είναι έτοιµος να το σκάσει µε τη Λιαλιώ κυνηγηµένος
από τον άνδρα της και τη συνοδεία του, και την αµέσως επόµενη, όταν
διαψεύδονται τα κρυφά του όνειρα, θεωρεί κατάπταιστη τη Λιαλιώ και τον
υποτιθέµενο εραστή της. Έχοντας πλήρως θολωµένο το νου του από τις
δαιµονικές προσβολές αρχίζει πλέον να «φαντάζεται» και ερωτικούς
αντίζηλους.
Η ψυχική του κατάσταση ταιριάζει απόλυτα µε τις εκδηλώσεις του
πάθους της οργής «τοῦ πάσαν ψυχὴν ἐρηµοῦντος καὶ συγχέοντος καὶ
σκοτίζοντος καὶ θηρίοις ὅµοιον τὸν ἄνθρωπον ἀποδεικνύοντος, ἐν καιρῷ τῆς
κινήσεως καὶ ἐνεργείας αὐτοῦ, τὸν µάλιστα εὐολίσθως καὶ ὀξυρρεπῶς πρὸς
αὐτὸ ἔχοντα»473. Η φλόγα της οργής και του φθόνου καίει την καρδιά του νέου
και δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Μετά βίας συγκρατείται και ρωτάει τη Λιαλιώ
αν την αγαπούσε κάποιος στο παρελθόν. Εκείνη του απαντάει αόριστα. Η
θολωµένη καρδιά του επιζητεί όµως µια πιο ξεκάθαρη απάντηση και την πιέζει
περισσότερο, θεωρώντας πια βέβαιο - υπό την επήρεια του πάθους της
οργής- ότι η γυναίκα που έχει απέναντι του είναι δόλια και αυτός το θύµα της.
Η ειλικρινής απάντησή της, ότι ο νέος που αγάπησε πνίγηκε εδώ και έξι
χρόνια474, διαλύει προσωρινά την καχυποψία και τους φόβους του.
Ταυτόχρονα, αυτή η απάντηση αποτελεί και το κλειδί που ερµηνεύει τη
συνεχή νοσταλγία της.
Η µακρινή «πατρίδα» που νοσταλγεί διαρκώς η Λιαλιώ (αν και ο τόπος
καταγωγής της βρίσκεται µόλις δώδεκα µίλια µακριά) συνδέεται µε τις νεανικές
της αναµνήσεις475. Και αυτές οι αναµνήσεις ζωντανεύουν περισσότερο στην
πατρίδα της γιατί ό,τι αγάπησε - η οικογένεια, οι φίλες, οι οµορφιές του τόπου
της και κυρίως ο αδικοχαµένος αγαπηµένος της - βρίσκονται ε κ ε ί . Έχοντας
χάσει το µοναδικό της έρωτα, που παρέµεινε έτσι ανεκπλήρωτος, έχει
νεκρωθεί πλέον και η καρδιά της. Μόνη της χαρά, η επιστροφή στην
«πατρίδα» και η νοερή αναβίωση των ευτυχισµένων στιγµών που πέρασε εκεί
µε τον αγαπηµένο της. Μια αναβίωση που είναι πλέον «ἐν ὀνείρῳ», αλλά
συνάµα η µόνη αληθινή για τη Λιαλιώ.
Επί του παρόντος λοιπόν δεν αγαπά κανέναν, ούτε τον άντρα της- τον
οποίο δεν πρέπει να αγάπησε ποτέ- ούτε και το Μαθιό. Ο τελευταίος της είναι
λίαν συµπαθής, την ελκύει ερωτικά, αλλά έως εκεί. ∆ηµιουργείται εποµένως
473
Μάρκου του Ασκητού, «Επιστολή προς Νικόλαον µονάζοντα», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.133, στ.35-37.
474
«Ἐκεῖνος ποὺ θελὰ µὲ πάρῃ... καὶ τὸν ἤθελα κ' ἐγώ... εἶναι τώρα ἕξι χρόνια ποὺ τὸν ἔφαγε ἡ Μαύρη
Θάλασσα... Τὸ καράβι ἐπῆγε σύψυχο...», Τ.Γ’, σ. 60, στ.15-17.
475
Για τη νοσταλγία της Λιαλιώς, βλ. επίσης Ν.Μακρή, «Νοσταλγία και ιερότητα στο έργο του
Παπαδιαµάντη», Τετράδια Ευθύνης, τ.15, 1981, σ.216-218 και Α. Χρυσόγελου – Κατσή, «Μαγευτικά
τοπία στη θέση µιας µίζερης πραγµατικότητας (Μορφές του ειδυλλιακού στον Παπαδιαµάντη)»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ.630.
139
ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο476: ∆ύο άντρες την αγαπούν συγχρόνως. Εκείνη
όµως έχει δοσµένη την καρδιά της στον νεκρό της αγαπηµένο. Η ανέφικτη
πλέον ένωσή τους της προκαλεί µια βαθιά νοσταλγία για την πατρίδα που,
ενώ είναι δίπλα, βρίσκεται τελικά πολύ µακριά. Η αληθινή της πατρίδα δεν
είναι πλέον ένας τόπος, αλλά η χαµένη της αγάπη. Όσο κι αν τη ψάχνει δεν
πρόκειται πια να την ξαναβρεί, τουλάχιστον σε αυτή τη ζωή. Είναι
καταδικασµένη εποµένως να είναι αιωνίως «Νοσταλγὸς»477.
Το τελικό χτύπηµα του δαίµονα στο Μαθιό δίνεται όταν η βαρκούλα
έφτασε στη ξηρά:«ὁ πειρασµὸς τοῦ ἐνέπνεε τὴν σκέψιν, ὅτι µία γυνή, ἥτις
ἐλησµόνησε τὸν ἀτυχῆ ἐκεῖνον διὰ νὰ νυµφευθῇ ἕνα γέροντα, ἦτο ἱκανὴ νὰ
ἐγκαταλίπῃ τὸν γέροντα δι' ἕνα τρίτον µένοντα εἰς τὴν πατρίδα της»478. Ξεχνάει
πως δεν ήταν επιλογή της Λιαλιώς να παντρευτεί το µπαρµπα Μοναχάκη,
αλλά εξαναγκαστικός συµβιβασµός υπό την πίεση της φτώχιας και του
πατέρα της, που είχε το φίλο του σε µεγάλη υπόληψη. Η ίδια το είπε
προηγουµένως ξεκάθαρα εν είδει δηµώδους ποιήµατος:
«Μὲ πανδρέψαν οἱ γονιοί µου,
χωρὶς νά 'χουν τὴ βουλή µου...»479.
Ωστόσο, αισθάνεται συνάµα µια αλλόκοτη ευτυχία: «ἂν τοὺς
κατεδίωκον ὁµοῦ εἰς τὴν ξηράν, καὶ αὕτη ἐνεπιστεύετο εἰς αὐτόν, καὶ
ἀπήρχοντο ὁµοῦ εἰς τὸ χωρίον της, ὤ! τότε ὁ ἔ ρ ω ς τ ο υ θ ὰ
476
Το τρίγωνο αυτό θα µπορούσε να αποδοθεί ως εξής:
Νεκρός αγαπηµένος
Τον αγαπά και αγαπήθηκε από αυτόν.
Λιαλιώ
477
Όπως γράφει ο Ν. Μαυρίδης, «η Λιαλιώ ποθεί ένα πέραν που βρίσκεται µέσα της. Η πατρίδα
βρίσκεται σ’ ένα µακρινό εκείθεν, οι γονείς της όµως είναι δυο βήµατα µακριά. Η θάλασσα στην οποία
πελαγώνει η Λιαλιώ µε το Μαθιό κρύβει στον πυθµένα της τη σάρκα της σάρκας της, η αγάπη της όµως
είναι πλέον µετάρσια» ( Ν. Μαυρίδης, « Μυθιστορηµατική και τραγική ειρωνεία. Έρως, αγάπη, ηδονή
στο έργο του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου, σ.322). Και αλλού συµπληρώνει το σκεπτικό του:
« Η Νοσταλγός ποθεί την εκείθεν επικράτεια, την αφανή πατρίδα, όµως ο νόστος ο πραγµατικός αφορά
.
το παρελθόν. Το παρελθόν είναι το µόνο φάντασµα που ζη. Είναι κατά κάποιο τρόπο ένσαρκο το
παρελθόν έπνιξε το µοναδικό έρωτα της Νοσταλγού. Εντός της θαλάσσης η Νοσταλγός ζη στο
παρελθόν. Η προοπτική της εγκατάστασης στον οικείο τόπο επέχει ρόλο εκπλήρωσης των εσχάτων(…).
Αν θέτει ως στόχο τον πατρικό οίκο, είναι γιατί µόνον αυτός θα αµβλύνει την νοσταλγία του
καταποντισµένου έρωτα», Έρως και Αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, ∆ιδακτορική ∆ιατριβή
(αδηµοσίευτη) , Πάντειο Πανεπιστήµιο, τµήµα ΜΜΕ, Αθήνα, 2002, σ.144.
478
Τ.Γ’, σ.68, στ.33-35.
479
Τ.Γ’, σ. 60, στ.1-2.
140
κ α θ η γ ι ά ζ ε τ ο ἐ π ὶ τ ῆ ς ξ η ρ ᾶ ς κ α ὶ τ ῆ ς θ α λ ά σ σ η ς »480. Αυτή
είναι η στιγµή που ο άγγελος του σκότους παρουσιάζεται ως άγγελος φωτός
για να ξεγελάσει το θύµα του και να το οδηγήσει στην έµπρακτη αµαρτία. Και
σε αυτό το σηµείο ο Μαθιός δέχεται τον ίδιο δαιµονικό πειρασµό, όπως ο
Γιωργής στο «Ἔρως- ἥρως», που θα αναλύσουµε σε επόµενη υποενότητα481.
Εδώ επαναλαµβάνεται δυναµικά ο λογισµός που του έθεσε και λίγο
πριν: ενώ θεωρεί δόλια και πανούργα τη Λιαλιώ στην περίπτωση που έχει
κάποιον εραστή στο χωριό της, αναιρεί εντελώς την άποψή του αυτή εάν στη
θέση του εραστή είναι ο ίδιος. Ο «καθαγιασµένος» του έρωτας δεν είναι παρά
ένας εξίσου αµαρτωλός, παράνοµος και αξιοκατάκριτος έρωτας. Το πάθος
όµως έχει τυφλώσει τα µάτια της ψυχής του και τον οδηγεί όπου θέλει αυτό.
Ευρισκόµενος σε µια τέτοια ψυχική ταραχή ακούει τα διφορούµενα λόγια της
Λιαλιώς: «- Σύρε στὸ καλό, µὲ τὴ σκαµπαβία, Μαθιέ µου π'λάκι µου, τοῦ εἶπε
µὲ τόνον εἰλικρινοῦς συγκινήσεως τὸ Λιαλιώ· κρῖµας ποὺ εἶµαι µεγαλύτερη στὰ
χρόνια ἀπὸ σένα· ἂν πέθαινε ὁ µπαρµπα - Μοναχάκης, θὰ σ' ἔπαιρνα.. »482. Οι
τελευταίες αυτές κουβέντες της Λιαλιώς αφήνουν το διήγηµα «ανοιχτό»483.
Εκ πρώτης όψεως η Λιαλιώ φαίνεται να «έρχεται στο νου της» και να
επιστρέφει στο σύζυγό της διώχνοντας τον επίδοξο αγαπηµένο της και
εκφράζοντας µόνο το παράπονο -εν είδει παρηγορίας- ότι υπό άλλες
συνθήκες θα ήταν µαζί. Μετά όµως από όλα όσα έγιναν και µε το ψυχικό
αναβρασµό στον οποίο βρισκόταν ο Μαθιός, το να ακούει από την αγαπηµένη
του ότι ένας πιθανός θάνατος του µπαρµπα-Μοναχάκη θα τον οδηγούσε στην
εκπλήρωση του έρωτά του, είναι βέβαιο ότι θα µπορούσε να οδηγήσει το
διήγηµα σε µια απρόσµενη ανατροπή.
480
Τ.Γ’, σ.69, στ.1-3.
481
Τα δύο διηγήµατα, όπως επισηµαίνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, είναι «δίδυµα» διηγήµατα
(βλ. ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ.79).
Πράγµατι, εντοπίζουµε πολλες οµοιότητες: Και στα δύο διηγήµατα οι ήρωες είναι ερωτευµένοι µε
γυναίκες που είναι ήδη έγγαµες µε γηραιούς άνδρες. Και στα δύο η µόνη «ένωση» που έχουν µε τις
αγαπηµένες τους λαµβάνει χώρα κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού τους και µόνο «ἐν εἴδει
ὀνείρου». Και οι δύο ήρωες µπαίνουν σε δεινό ερωτικό πειρασµό που περνάει από τα στάδια της
ζήλειας, του φθόνου και του «εν δυνάµει» φόνου, όχι µόνο του αντεραστή (που στην περίπτωση του
Μαθιού είναι ήδη νεκρός), αλλά και της ίδιας της αγαπηµένης σε µια κορύφωση της δαιµονικής ερωτικής
τύφλωσης. Τέλος και οι δύο νέοι µένουν στο τέλος µόνοι, αφού µετά την άφιξή τους στη στεριά, το
«ἐρώµενον» πρόσωπο φεύγει - είτε στον µελλοντικό τόπο συζυγικής κατοικίας της, είτε στην πατρική
εστία, συνοδευόµενη από το σύζυγό της.
Βέβαια υπάρχουν µεταξύ άλλων και δύο βασικές διαφορές: στη «Νοσταλγό» έχουµε να κάνουµε µε
έναν ανεκπλήρωτο µεν, αλλά όχι µονόπλευρο έρωτα. Σε αρκετά σηµεία η Λιαλιώ δείχνει όχι µόνο µε
λόγια, αλλά και µε πράξεις ότι ο Μαθιός της ήταν λίαν συµπαθής. Από την άλλη η συνεσταλµένη,
.
παραδοσιακή ελληνίδα κόρη Αρχόντω δεν τολµά ούτε να εκφράσει τα αισθήµατά της παραµένει
άγνωστο αν αγαπούσε το Γιωργή ή κάποιον άλλο νέο. Ωστόσο, είναι µάλλον απίθανο να ήταν
ερωτευµένη µε το µεσόκοπο σύζυγό της. Επίσης, στα δύο διηγήµατα έχουµε µια διαφορετική στάση των
δύο νέων ανδρών απέναντι στον πειρασµό. Ο µεν Γιωργής περνάει από «σαράντα κύµατα», αλλά στο
τέλος νικάει τον πειρασµό, ενώ ο Μαθιός φαίνεται πως παραµένει µέχρι τέλους µετέωρος. Φαίνεται πως
ένα νεύµα, µια λέξη της Λιαλιώς θα ήταν αρκετό για να προχωρήσει στην έµπρακτη αµαρτία.
482
Τ.Γ’, σ.69, στ.18-21.
483
Παρά το ότι ο συγγραφέας, όπως γράφει παραπάνω, δεν σκοπεύει να δώσει δραµατική τροπή στο
διήγηµα (βλ. Τ.Γ’, σ.59, στ.13-21), ωστόσο δε διστάζει να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία των
αναγνωστών στο τέλος. Αυτό άλλωστε είναι µέρος της άρρητης γοητείας της γραφής του.
141
Μια πιο ήπια εκδοχή των τελευταίων λόγων της Λιαλιώς είναι να
εκληφθούν ως υ π ό σ χ ε σ η πως, εάν και όταν µείνει χήρα, ο Μαθιός θα
είναι η πρώτη της επιλογή. Αυτή η εκδοχή θέτει σε δοκιµασία τη γνησιότητα
των αισθηµάτων του νέου, εφόσον θα πρέπει να ασκηθεί στην αρετή της
υποµονής. ∆εν λείπει βέβαια και η ειρωνική διάθεση εκ µέρους του
συγγραφέα, αφού ο Μαθιός προσφωνείται µε το υποκοριστικό «π’λάκι µου»,
που απευθύνεται συνήθως σε παιδιά και υπονοεί πιθανόν τη µερική
συνειδητοποίηση από τη Λιαλιώ του παιδαριώδους εγχειρήµατός τους.
484
Τ.Γ’, σ. 170, στ.2-6. Για την προοικονοµία του ανεκπλήρωτου έρωτα του Γιωργή από τα παιδικά τους
χρόνια βλ. επίσης Ρ.Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: Ο συγγραφέας κηπουρός, σ.93.
485
Τ.Γ’, σ.172, στ.24- 27. Το πόσο άνευ σηµασίας είναι η γνώµη και τα αισθήµατα της νύφης φαίνεται
άλλωστε και από το γάµο της µε έναν «ξένο» από γειτονική νήσο. Όπως µας ενηµερώνει η Β.
Λαµπροπούλου το να πάει η νύφη σε ένα άλλο µέρος λόγω του γάµου «ήταν πολύ θλιβερό και βαρύ γι’
αυτή. Παρόλο που ο Παπαδιαµάντης δεν το λέει καθαρά, οι κοπέλες της πατρίδας του δεν έφευγαν
µακριά από τα σπίτια τους, όπως συνέβαινε σ΄όλα σχεδόν τα νησιά. Γι΄αυτό γάµοι µε ξένους ή ξένες δεν
θεωρούνται επιτυχηµένοι. Ξένος ή ξένη είναι κάποιος από το διπλανό χωριό» ( Β. Λαµπροπούλου, « Οι
γυναίκες στο έργου του Παπαδιαµάντη», Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992, σ.47). Εκτός αυτού, ο σύζυγός
142
Αλλά και η δική του µητέρα, για διάφορους λόγους, δεν επιθυµούσε να
παντρευτεί ακόµη ο γιος της κι ας γνώριζε τα αισθήµατά του. Εποµένως, ο
έρωτας του νέου είναι εκ των προτέρων καταδικασµένος.
Ώσπου έφθασε η νύχτα του γάµου. Ο νεαρός ναύτης, χωρίς να
υποψιάζεται το τι θα συµβεί, κατέβηκε να κοιµηθεί στη βάρκα του κάνοντας
προηγουµένως «τρεῖς σταυροὺς πρὸς ἀνατολάς»486. Μέσα στο σκοτάδι
µεταξύ ύπνου και εγρήγορσης ακούει τα βιολιά και τα λαγούτα από το γλέντι
και προσπαθεί µάταια να παρηγορηθεί πιστεύοντας πως πρόκειται για το
γλέντι του αρραβώνα. Ευρισκόµενος «ἐν ἠµιασυνειδησίᾳ» αρχίζει να
υποπτεύεται ότι η αγαπηµένη του τελικά παντρεύτηκε. Και τότε εν είδει
ονείρου του έρχεται στο νου η πρώτη πειρασµική προτροπή - φαντασίωση:
να ορµήσει στο γλέντι και να κλέψει τη νύφη µε ό,τι συνέπειες είχε αυτή η
πράξη487. Η δυναµική του πειρασµού γίνεται εµφανής από τις επιτακτικές
προτροπές: «Ἐµπρός! θάρρος, ἀπόφασις. Σηκώσου! θὰ κουνηθῇς ἐπὶ
τέλους;»488. Η ψυχική αναστάτωση στην οποία διατελεί φθάνει στην πρώτη
κορύφωσή της. Όµως η νύφη έχει ήδη παντρευτεί. Το ανώφελο µιας τέτοιας
πράξης προµηνύεται από την ωραία παροµοίωση: Η κοπέλα παροµοιάζεται
έµµεσα µε ρόδο το οποίο για να κόψει κάποιος πρέπει να µατώσει τα δάκτυλά
του. Μάλιστα είναι τόσο ψηλά, ώστε «δὲν τὸ φθάνει ὅσον καὶ ἂν τανυσθῇ τις,
µόνον ἀδίκως µατώνει τὰ δάκτυλα... καὶ καµµίαν φορὰν πέφτει καὶ σπάζει τὰ
πόδια»489. Η τελευταία φράση υπονοεί το κακό τέλος που θα έχει µια τέτοια
απόπειρα εκ µέρους του Γιωργή.
Όλοι οι εφιάλτες του έγιναν πραγµατικότητα όταν, νωρίς το πρωί,
βρέθηκε να µεταφέρει την αγαπηµένη του µαζί µε τον άντρα και τη µητέρα της.
Η επιθυµία του να πνίξει την µητέρα της νύφης ως υπαίτια της δυστυχίας του
µεγαλώνει. Αυτή τη φορά όµως επιθυµεί και να παλέψει µε το σύζυγο της ή να
παραβγεί µαζί του στο κολύµπι (µε την ελπίδα ότι ο δεύτερος ως στεριανός θα
χάσει ή, ακόµη καλύτερα, θα πνιγεί). Ο δαίµονας της ζηλοτυπίας έχει
εγκατασταθεί πλέον στην καρδιά του και χρησιµοποιώντας τα δυνατά ερωτικά
του αισθήµατα προσπαθεί να τον κατακτήσει ολοκληρωτικά . Καθώς ο άνεµος
δυναµώνει (υποδηλώνοντας αλληγορικά την εντεινόµενη ψυχική του
αναστάτωση), η εξελισσόµενη σε φθόνο ζήλεια, σε συνδυασµό µε το
δαιµόνιο της οργής, τείνει να οδηγήσει το νέο στο τελικό στάδιο του πάθους,
το φόνο: «Μὲ ἓν λάκτισµα, ἀκόµη ὀλιγώτερον, µὲ ἓν κτύπηµα τοῦ δακτύλου τοῦ
ποδός, ἠµποροῦσε νὰ στείλῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσµον ἄναυλα τρεῖς ψυχάς, τὸν
γαµβρόν, τὴν πενθερὰν καὶ τὴν νύφην... ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ γλυτώσῃ τὴν
.
της ήταν προχωρηµένης ηλικίας φαινόταν «σχεδόν πατήρ τῆς κόρης» ( Τ.Γ’, σ.179, στ.16). Αυτή η
πληροφορία συντελεί στην υπόθεση ότι η κόρη δεν τον παντρεύτηκε από έρωτα.
486
Τ.Γ’, σ.168, στ.19. Αυτοί οι τρεις σταυροί, που γίνονται τυπικά, αποκτούν σηµαίνουσα χροιά υπό το
φως των γεγονότων που θα ακολουθήσουν. Είναι η πρώτη «θωράκιση» της ψυχής του Γιωργή απέναντι
στις ορδές των δαιµόνων που θα έλθουν σε λίγο.
487
Τ.Γ’, σ. 174 -175.
488
Τ.Γ’, σ.175, στ. 6. Όπως σωστά επισηµαίνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, αυτή η ψυχοµαχία του
Γιωργή έχει ως πρότυπο τα Συναξάρια και τα ασκητικά έργα, βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ’’∆αιµόνιο
Μεσηµβρινό’’, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1978, σ.81.
489
Τ.Γ’, σ.176, στ. 27-30.
143
τελευταίαν»490. Το µίσος που έχει εγκατασταθεί στην ψυχή του τον οδηγεί
προς στιγµήν στη σκέψη να σκοτώσει ακόµη και τη νύφη: αφού δεν µπορεί να
την έχει δική του να µη ζήσει ούτε αυτή491. Επιθυµεί τόσο να τους εκδικηθεί
για τον πόνο που του προκάλεσαν, ώστε σκέφτεται τον πιο σίγουρο τρόπο για
να τους πνίξει: να αναποδογυρίσει τη βάρκα492 . Και τότε ο «άγγελος του
σκότους» δίνει το τελειωτικό του κτύπηµα, ελπίζοντας να τραβήξει στον
όλεθρο τον δυστυχή νέο. Σε ένα ξυπνητό όνειρο βλέπει τη δεύτερη δαιµονική
φαντασίωση. βλέπει πως, µετά το φόνο, «ἔπλεε µὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ'
ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν µὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν'
ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοµατάκι της... "Μὴ φοβᾶσαι, ἀγάπη µου!" Καὶ
µικρὸν κατὰ µικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ ὀργυιάς... Θὰ ἐζύγωνε, θὰ
ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. "Τώρα, τώρα, ἐφτάσαµε, ψυχή µου". Κανὲν
δυστύχηµα δὲν ἔµελλε νὰ συµβῇ. Ὅλος ὁ κόσµος θὰ ἐσώζετο. "Ἐζαλίσθης,
ψυχή µου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ". Ὤ, πῶς
θὰ ἔπεφταν ἀφανισµένοι, µισοπνιγµένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν
ἄµµον. Ἀναπλασµένοι καὶ ἀναβαπτισµένοι. Νέος Ἀδὰµ καὶ νέα Εὔα, φέροντες
τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγµένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερµίδα των,
περισσότερον παρὰ γυµνοί .
"Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι µία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ µέσα, φιλτάτη µου, ν'
ἀλλάξῃς". Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναµιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος.
Ν' ἀλλάξῃ µὲ τί; "Νὰ στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ' ὅλα τὰ δένδρα
τοῦ δάσους, ἀγάπη µου, νὰ σκεπασθῇς"»493 .
Ο Γιωργής, τυφλωµένος από το δαιµόνιο, θεωρεί ότι, αν σωθεί η
αγαπηµένη του, θα σωθεί στα µάτια της όλος ο κόσµος. Στην πραγµατικότητα
όµως θα έχει χάσει τα πάντα. ∆εν συνειδητοποιεί ακόµη ότι µια τέτοια
«σωτηρία» είναι κολασµένη, άρα ανύπαρκτη. Το σώµα τους θα έχει
προσωρινά σωθεί, η ψυχή τους όµως θα κουβαλά ένα άχθος βαρύ και
θανάσιµο494. Επίσης, ο εξωραϊσµένος δαιµονικός λογισµός απέκρυπτε και µια
άλλη, πολύ πιθανή συνέπεια: η κόρη, για χάρη της οποίας θα έκανε τόσο
κακό, δεν θα αισθανόταν τίποτε άλλο παρά µόνο φόβο και αποτροπιασµό
µπροστά στο νεαρό φονιά. Η αγάπη της λοιπόν, την οποία τόσο λαχταρούσε,
θα ήταν χαµένη υπόθεση και «αληθινή» µόνο στη φαντασία του.
490
Τ.Γ’, σ.180, στ.21-24.
491
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π. σ.82.
492
Για το σηµείο αυτό η Χ. Κωνσταντίνοβα πολύ σωστά γράφει πως ο πειρασµός « οδηγεί το Γιωργή να
αντιλαµβάνεται τον εαυτό του ισοδύναµο µε τον Πλάστη», αφού νοµίζει ότι έχει το δικαίωµα να
αποφασίσει για τη ζωή και το θάνατο των συνταξιδιωτών του, «Από τον εαυτό µας προς τους
ανθρώπους, τον κόσµο και το Θεό», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος,
2002, σ.286.
493
Τ.Γ’, σ.181,στ.19-31 και σ.182, στ. 1-3.
494
Στην ανάλυση που κάνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος για το απόσπασµα αυτό επισηµαίνει πως
«στη γλώσσα της Εκκλησίας, τη µόνη που ξέρει να λέει τα πράγµατα µε τα αληθινά τους ονόµατα, αυτές
οι θαλάσσιες σπηλιές και η άµµος στο περιγιάλι είναι ‘’άγγελος του σκότους’’ και ‘’σύµπτωµα δαιµονίου
µεσηµβρινού’’: Ο θάνατος φοράει το ρούχο της ζωής και οι Πατέρες ξέρουν πως η πιο τροµαχτική
δοκιµασία για τον άνθρωπο είναι όταν το σκοτάδι του φαίνεται φως. Εδώ , (…) ο δαίµονας µηχανεύεται
τα έσχατα και παρασταίνει στο Γιωργή την καταβύθιση της βάρκας ως καινούργιο βάφτισµα, δηλαδή
αρχή µιας νέας ζωής. (…) Το απελπισµένο πάθος , θεότυφλο τώρα από τον αισθησιασµό θέλει να
αλλάξει και την τάξη του Θεού: ‘’Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ’’», Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου,
ό.π., σ.83-85.
144
495
Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.85-86.
496
Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος γράφει πως η ενέργεια αυτή «υποδηλώνει επιπλέον πως ο εικοσάχρονος
ναύτης αποδέχεται το σταυρό του», ό.π. σ.93.
497
Τη χρήση της µονολόγιστης ευχής ως µέσο αποδίωξης του πειρασµού επισηµαίνει και ο Άγιος
Συµεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Οἱ ἐν τῷ κόσµῳ δέ, ὡς σφραγῖδα ταύτην (ενν. τὴν νοερὰ
προσευχή) ἑαυτῶν καὶ σηµεῖον τῆς πίστεως καὶ φυλακὴν καὶ ἁγιασµὸν καὶ πειρασµοῦ παντὸς διωκτήριον,
κατὰ δύναµιν ἐνεργείτωσαν», «Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ θεοποιοῦ προσευχῆς»,Φιλοκαλία, Τ.Ε’, κεφ. σνζ’,σ.62.
145
ἐχθροὺς) ν ι κ ῆ σ α ι , ἃ λ λ ΄ ἢ δ ι ’ ἀ ε ν ά ο υ ν ο ό ς ν ή ψ ε ω ς κ α ὶ
ἐ π ι κ λ ή σ ε ω ς Ἰ η σ ο ῦ Χ ρ ι σ τ ο ῦ … » 498 .
Είναι συγκλονιστικό το πώς η ορθόδοξη πίστη µε την οποία
γαλουχήθηκε, έρχεται στο προσκήνιο την κατάλληλη στιγµή για να
προστατέψει τον αγρίως πειραζόµενο νέο499. Έτσι ο νεαρός Γιωργής µε τη
βοήθεια της προσευχής «Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε
(δάκρυα µετανοίας και λυτρώσεως συνάµα, που διαλύουν και το τελευταίο
ίχνος του δαιµονικού σκοτισµού) κ' ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του - ἔρωτα
χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας»500. Η επιθετικότητα του
Γιωργή θα ήταν η εύκολη, πλήν όµως δαιµονιακή λύση και θα τον οδηγούσε
«εἰς ὁδὸν ἀπωλείας». Η «µεγάλη άµυνα δια της απορρίψεως των όπλων»501
είναι σαφώς δυσκολότερη. Η απραξία του, που µε το ανθρώπινο «πτωτικό»
σκεπτικό λογίζεται ως αδυναµία, γίνεται – εντασσόµενη σε µια «άλλη»
προοπτική – δυναµική πράξη πνευµατικού ηρωισµού502 και αληθούς αγάπης.
498
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ. 147, Νο. λθ’ και σ.148, Νο.µβ’. Για
τη βαθύτερη σηµασία της ευχής γράφει ο πατήρ Καλλιακµάνης: «Με τη µονολόγιστη προσευχή «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν µε» , ή την ευχή όπως συνήθως λέγεται, δεν επιδιώκουν (ενν.οι χριστιανοί) να
εξιλεώσουν τον οργισµένο ουράνιο πατέρα, αλλά να επανακτήσουν τα θεία χαρίσµατα που δέχθηκαν µε
το βάπτισµα» («Από το Φόβο στην Αγάπη», εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2009, σ.108).
499
Όπως γράφει και ο Α. Καλογερόπουλος: «Σηµαντικό είναι ότι στις περιπτώσεις των ηρώων του
Παπαδιαµάντη όπου το άτοµο βρίσκεται ένα βήµα πριν από µια µεγάλη παράβαση, αυτό που το
επαναφέρει δεν είναι το «τι θα πει ο κόσµος» , αλλά η συναίσθηση ότι η συµπεριφορά που του
υπαγορεύει το (ορθόδοξο) ήθος της κοινότητας προέρχεται από µια βαθύτερη σοφία που καταλύει την
ορµή της ατοµικής επιθυµίας. Έτσι, αυτό το ήθος γίνεται πια- έπειτα από αυτή τη συναίσθηση- και δική
του επιθυµία». «Ο Παπαδιαµάντης και η ορθόδοξη παράδοση», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.100.
500
Τ.Γ’, σ. 182, στ.21-22.
501
Βλ. Σ. Παπαθανασίου, «Μεθοδολογικά στον Παπαδιαµάντη: Το παράδειγµα του Μιχαήλ Μπαχτίν»,
Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2002, σ.394 και Αρχιµ. Βασιλείου,
καθηγούµενου Ι.Μ.Ιβήρων, Κάλλος και Ησυχία στην Αγιορείτικη Πολιτεία, Ι.Μ. Ιβήρων, 1999, σ.29.
Επίσης για τους πειρασµούς του Γιωργή βλ. του ιδίου Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και
κοινωνικότητας στον Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή,Θεολογική Σχολή ΑΠΘ,Τµήµα
Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005, σσ. 168-169.
502
Η’, αλλιώς, «εσωστρεφούς» ηρωισµού: «η υπερνίκηση του εγώ που απαιτείται στον εσωστρεφή
ηρωισµό είναι µορφή εσωτερικής δράσης», βλ. Π. Καρπούζου, « Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του
Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,∆όµος, 2002, σ.227.
Ο Γ. Αριστηνός βλέποντας το διήγηµα αυτό εντελώς έξω από την πατερική διδασκαλία περί παθών
και λογισµών, θεωρεί -λανθασµένα κατά τη δική µας άποψη- ότι «όλο το διήγηµα είναι ένα
καλοφτιαγµένο doctorat για την εκδίκηση (…). Το διήγηµα όµως κλείνει µε µια φαντασµαγορική
συµφιλίωση µε τον κανόνα. Αυτό το κλείσιµο είναι συµβατικό, εµβόλιµο και υποβολιµαίο που δεν
εκφράζει παρά την ειρωνική διάθεση του συγγραφέα, την υπονοµευτική του τακτική» (Γ. Αριστηνός,
«Ο αιρετικός Παπαδιαµάντης», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α.Παπαδιαµάντη,
Οδυσσέας, Αθήνα, 2000, σ.59-60 και «Οι επίλογοι στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», στα Πρακτικά Β’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Παπαδιαµαντικών Σπουδών, ∆όµος, Αθήνα,
2002, σ.80-81). Ζώντας σε µια κοινωνία όπου τα εγκλήµατα είναι µέρος της θλιβερής καθηµερινότητας,
θα λέγαµε ότι µόνο συµφιλίωση µε τον κανόνα δεν είναι να καταστείλει κάποιος το πάθος του για µια
γυναίκα, ώστε να µη βλάψει τους γύρω του βάζοντας τον εγωισµό του πάνω από την ανθρώπινη ζωή.
Όπως γράφει και ο Σ. Παπαθανασίου, «στις δύο σειρές της κατακλείδας οι καλοπροαίρετοι (εµείς θα
λέγαµε οι υποψιασµένοι του βάθους της χριστιανικής αγάπης) αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ορισµένα
ο
από τα βαθύτερα νοήµατα της ορθόδοξης παραδόσεως», (Προλογικό Σηµείωµα στον 9 Τόµο της
εκδόσεως των Απάντων , το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, για αυτην την έκδοση εκδοτικός οίκος Λαµπράκη,
σ.12) . Ας µη ξεχνάµε ότι η περιπέτεια που πέρασε ο Γιωργής στάθηκε αφορµή ώστε, από χλιαρός και
ανυποψίαστος του βάθους της πίστεώς του χριστιανός, να αποκτήσει απόλυτη συνείδηση της
ασύγκριτης αξίας της χριστιανικής συγχωρήσεως και των σωτηριωδών συνεπειών της.
146
503
Η αραιογράφηση δική µας. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη»,
Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100, Νο.νη’.
504
Όπως γράφει ο Κ. Μπαστιάς, «η νοερή προσευχή λευτερώνει τον άνθρωπο, ξεµακραίνοντας απ’ την
περιοχή της καρδιάς κάθε µίασµα αµαρτίας. Γίνεται η ασπίδα που προστατεύει τον Ορθόδοξο Χριστιανό
από κάθε πειρασµική προσβολή, από κάθε εικόνα αµαρτίας. Γίνεται ο ίδιος ο Χριστός θώρακας και
ασπίδα του Χριστιανού», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.45.
505
Για τη στάση του αυτή, αλλά και λόγω κάποιων άλλων κοινών σηµείων που έχουν, η X.
Κωνσταντίνοβα συνδέει τον Γιωργή µε τον Ιωβ: «Βιώνοντας έντονα τον πόνο της απώλειας και το
αίσθηµα απόρριψης και µοναξιάς της ψυχής του, ο Γιωργής αποχωρίζεται την απλοϊκότητα της σχεδόν
παιδικής του άγνοιας του Θεού. (…) Το κλάµα της µετάνοιας, η οπτασία της αγίας µορφής της µητέρας,
είναι τεκµήρια µιας νέας υψηλότερης αυτεπίγνωσης που επιφέρει εξαγνισµό της ψυχής και ανάτασή της
στην σφαίρα του Θεϊκού. Ακριβώς όπως και ο Ιώβ, ο Γιωργής αποδεικνύεται στο τέλος του διηγήµατος
πρότυπο ευσέβειας και συνειδητοποιηµένης πίστης» βλ. Πρακτικά Β’ Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 286- 287.
506
Ο ∆. Τζιόβας αναφέροντας επιγραµµατικά τις διάφορες ερµηνείες που έχουν δοθεί σε αυτό το
διήγηµα, επισηµαίνει και τις εξής: « Η ιστορία µπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του
ανθρώπου από µια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιµονίας (…) σε µια δυστυχισµένη ανώφελη ζωή.
Ακόµη µπορεί να ιδωθεί πως « ε ξ ε ι κ ο ν ί ζ ε ι » τ η ν ο υ σ ί α τ ο υ π ε ι ρ α σ µ ο ύ κ α ι τ ι ς σ υ ν έ π ε ι έ ς
τ ο υ », «Ερµηνεύοντας το όνειρο στο κύµα», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
σ.76. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα προσπαθήσουµε να αναπτύξουµε τη δεύτερη αυτή ερµηνεία
δίνοντας έµφαση στον τρόπο µε τον οποίο διαχειρίζεται τον πειρασµό ο νεαρός βοσκός.
507
Τ.Γ’, σ. 264, στ.11-19. Για τη σύνδεση της Μοσχούλας µε τη «νύµφη» του Άσµατος Ασµάτων, βλ.
Γ.Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, Κέδρος, 1987, σ.270-271.
147
508
Ο Ζ. Καυκαλίδης θεωρεί ότι η απόδοση του ονόµατος της Μοσχούλας στη µικρή του γίδα είναι ένας
τρόπος υποκατάστασης της νεαρής αγαπηµένης του την οποία δεν µπορεί να έχει δική του µε άλλο
τρόπο. Βλ.«∆ιαβάζοντας τη ζωή και το έργο του Α. Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα ,1981, σ.97.
509
Βλ. την ελκυστική περιγραφή του νέου, Τ.Γ’, σ.261, στ.3-6.
510
Τ.Γ’, σ.265, στ. 1-34.
511
Τ.Γ’, α.265, στ.20-21.
512
Η αραιογράφηση δική µας.
513
«Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.52-53, Νο.ιε’.
514
Σύµφωνα µε τη Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, ο πειρασµός του νέου σε τελική ανάλυση: «δεν είναι
επιλογή ανάµεσα σε πράγµατα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγµάτων
που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
Κέδρος, 1987, σ.273.
515
Τ.Γ’, σ.268, στ.3-4.
516
«οἵτινες πολλάκις µὲ εἰχον συµβουλεύσει νὰ φεύγω, πάντοτε, τὸν γυναικεῖον πειρασµόν!», Τ.Γ’, σ.269,
στ.1-2.
148
ἀµυδρῶς κόµην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραµµον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα
ὠµοπλάτας,τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόµενα, µελιχρὰ καὶ
ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. ∆ιέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν
εὐλύγιστον,τὰ ἰσχία της, τὰς κνήµας, τοὺς πόδας της, µεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός,
βαπτιζόµενα εἰς τὸ κῦµα.(…)Ἦτον πνοή, ἴνδαλµα ἀφάνταστον, ὄνειρον
ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦµα . ἦτον νηρηίς, νύµφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς
µαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων… (…) Εἶχα µείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν
ἐσκεπτόµην πλέον τὰ ἐπίγεια»517 . Παρατηρούµε ότι, ενώ η περιγραφή ξεκινάει
αισθησιακά δίνοντάς µας µε λεπτοµέρειες την ανατοµία της όµορφης κόρης
υπό το πρίσµα µιας «σαρκικής» θέασης, στη συνέχεια αρχίζει να «ίπταται» σε
ένα άλλο επίπεδο, µιας «πνευµατικής» θέασης , που µέσω της αναπνοής και
της κίνησης της αγαπηµένης ανάγει τον ερωτευµένο νέο στη θεία πνοή της
δηµιουργίας518. Αυτό το βίωµα τον φέρνει σε πνευµατική έκσταση και τον
κάνει να λησµονήσει εκείνη τη στιγµή κάθε τι γήινο. Η παροµοίωση της
γυµνής519 κόρης µε «ναῦν», που ως γνωστόν συµβολίζει την εκκλησία που
έχει κυβερνήτη το Χριστό και πορεύεται µε ασφάλεια στο λιµάνι της πίστης,
µας προδιαθέτει για την πιθανότητα µεταρσίωσης του γήινου έρωτα του νέου
σε ουράνιο. ∆ιαφαίνεται δηλαδή η βαθύτερη, η ουσιαστική λειτουργία της
επίγειας, ανθρώπινης οµορφιάς ως µέσου αναγωγής του ανθρώπου στο
ουράνιο κάλλος520. Για αυτό πιθανώς αναφέρεται µετά ότι ο νέος έπεσε µεν
στον πειρασµό της θέασης της αγαπηµένης, παρ’ όλα αυτά δεν είναι σίγουρος
αν του ήρθαν πονηροί λογισµοί εκείνη τη στιγµή521. Έµεινε «ἐν συνειδήσει
ἀθῷος»522 .
517
Τ.Γ’, σ. 269, στ. 27-35 και σ.270, στ.1-10.
518
Η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη υποστηρίζει πως η συνύπαρξη της επίγειας οπτικής µε την ουράνια
προοπτική είναι ταυτόχρονη: «Η µεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του κοριτσίστικου σώµατος
συνυπάρχει µε τους πονηρούς λογισµούς και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλµα µε την αποφυγή του
πειρασµού», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π. σ.273. Θεωρούµε, όπως αναφέρουµε
λεπτοµερώς στο κυρίως µέρος της εργασίας, ότι τουλάχιστον σε αυτό το σηµείο, η επίγεια, σαρκική
οπτική της Μοσχούλας λειτουργεί ως προάγγελος της πνευµατικής θέασής της που ακολουθεί αµέσως
µετά.
519
Παρόλο τον αισθησιασµό που αποπνέει, η γυµνότητα της Μοσχούλας δεν είναι προκλητική.
Απεναντίας, όπως αναφέρουµε, λειτουργεί έως ένα βαθµό «αναγωγικά». Όπως επισηµαίνει ο π.
Φιλόθεος: «∆εν υπάρχει τίποτε βρώµικο ή ανήθικο στο γυµνό ανθρώπινο σώµα. Είναι µόνο βρώµικη και
ανήθικη η αυτονοµηµένη χρήση του σώµατος, για την πρόκληση µιας αυτονοµηµένης αισθησιακής
διεγέρσεως.», Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ.236. Κατ΄αντιστοιχία και ο Χ. Γιανναράς αναφέρει πως «η αίσθηση
της γυµνότητας και η ντροπή για τη γυµνότητα αρχίζει από τη στιγµή που θα αναιρεθεί η αγαπητική
σχέση και η αµοιβαία εκ- στατική αυτοπροσφορά, και θα δηµιουργηθεί η απόσταση των αντικειµενικών
ατοµικοτήτων», Το πρόσωπο και ο έρως, σ.308.
520
Ο Ν. Καλοσπύρος θεωρεί ότι το γυµνό σώµα της Μοσχούλας αναγόµενο σταδιακά στην προ
πτώσεως κατάσταση «µετασχηµατίζεται (συναιρούµενο) σε µυστικό ονειρικό όχηµα µε θείους
συνειρµούς», «Amoenitas Sancta», Πρακτικά Γ’ Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2012, Τ.Α’,
σ.167. Κινούµενος στην ίδια περίπου λογική και ο Τ. Άγρας είχε υποστηρίξει την άποψη ότι το γυµνό
σώµα της Μοσχούλας δεν περιγράφεται σαν ένα πραγµατικό σώµα, αλλά περισσότερο σαν ένα αρχαίο
ελληνικό άγαλµα ή ανάγλυφο του Roden., βλ.Τ. Άγρα, «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον
τόµο Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα, «Οι εκδόσεις των φίλων»,
1979, σ.163.
521
Βλ. Τ.Γ’, σ. 270, στ.11-12.
522
Τ.Γ’, σ. 269, στ.23.
149
Ακολουθεί η περίοδος της ψυχικής πάλης ανάµεσα στο πρέπει και στο
θέλω: από τη µια σκέφτεται να πέσει στη θάλασσα και να κάνει ολόκληρο
κύκλο για να µη τον δει η κοπέλα και τροµάξει και από την άλλη δεν χορταίνει
να βλέπει το όνειρό του που έγινε ξαφνικά πραγµατικότητα. Καθώς την κοιτά
εκστασιασµένος, η φωνή της συνειδήσεώς του τον προτρέπει επιτακτικά «να
φύγει, να φύγει τον πειρασµόν!...»523, φανερώνοντας ότι ο πειρασµός άρχισε
να επιτίθεται ξανά. Η πειρασµική προσβολή και ο συνδυασµός της
προσωπικής του επιθυµίας και των δαιµονικών λογισµών λαµβάνει χώρα.
Και τότε συνέβη κάτι απρόσµενο: η αγαπηµένη του κατσίκα, η
Μοσχούλα, άρχισε να βελάζει. Στην απεγνωσµένη προσπάθειά του να την
κάνει να σιωπήσει γίνεται αντιληπτός από τη νεαρή κόρη, ενώ η ξαφνική
εµφάνιση µιας βάρκας στο προσκήνιο την τροµάζει τόσο που κινδυνεύει να
πνιγεί524. Αυτό είναι το τελικό λάκτισµα του πειρασµού. Ο νέος δε διστάζει
ούτε στιγµή: ρίχνεται στη θάλασσα525 και σπεύδει να σώσει την κινδυνεύουσα
αγαπηµένη του. Καθώς όµως αγγίζει το «ἰδιόν τοῦ ὄνειρον», το αντικείµενο
του πειρασµού, µια πνευµατική «καλή αλλοίωση» λαµβάνει χώρα µέσα στην
ψυχή του: «ὤ! ἂς ἔζη, καὶ ἂς ἦτον εὐτυχής. Κανεὶς ἰδιοτελὴς λογισµὸς δὲν
ὑπῆρχε τὴν στιγµὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦµά µου. Ἡ καρδία µου ἦτο πλήρης
αὐτοθυσίας καὶ ἀφιλοκερδείας. Ποτὲ δὲν θὰ ἐζήτουν ἀµοιβήν!»526. Η
µεταστροφή του σαρκικού έρωτα κατά την κρίσιµη
α υ τ ή σ τ ι γ µ ή σ ε α ν ι δ ι ο τ ε λ ή α γ ά π η συνιστά νίκη του νέου και
αποτελεί την ουσία του διηγήµατος527. Ενώ έµµεσα είχε συγκατατεθεί στον
πειρασµό της θέασης της νέας - µιας θέασης όµως «διπλής» όπως είδαµε
παραπάνω- δεν συγκατατίθεται στην έµπρακτη αµαρτία. Και όχι µόνο αυτό:
Ίσως κάποιος άλλος στη θέση του να επιδίωκε να παντρευτεί την όµορφη και
ευκατάστατη κοπέλα, εκµεταλλευόµενος το γεγονός ότι της έσωσε τη ζωή. Με
αυτόν τον τρόπο θα «εξαγιαζόταν» δια του γάµου και ο έρωτάς του. Εκείνος
523
Τ.Γ’, σ.270, στ. 19-20.
524
Ο Ζ. Καυκαλίδης θεωρεί πως τόσο το νυχτερινό της µπάνιο, όσο και ο παρολίγον πνιγµός της γίνεται
σκόπιµα για να βρεθεί στην αγκαλιά του( βλ. ό.π., σ. 97). Όµως στο κείµενο αναφέρεται µε σαφήνεια ότι,
όταν τη πλησίασε ο νέος κολυµπώντας, το σώµα της νέας «παράδερνε» στο βυθό παρά στον αφρό, και
βρισκόταν «ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἢ τῆς ζωῆς» ( Τ.Γ’, σ.272, στ. 15-17). Για αυτό και πιστεύουµε ότι η
κοπέλα πνιγόταν αληθινά. Γενικά, όλο το διήγηµα, παρά την έντονη ερωτική του πνοή, διακρίνεται από
ροµαντισµό και αθώο αισθησιασµό. Ο χαρακτήρας του νέου, οι κοινωνικές συνθήκες και τα αυστηρά
ήθη της εποχής, επηρεάζουν σε σηµαντικό βαθµό τα τεκταινόµενα και δρουν αρνητικά σε οποιαδήποτε
παρεκτροπή. Οι δυο νέοι παραµένουν «ἐν συνειδήσει» αθώοι. Η φυσική έλξη που αισθάνονται
παραµένει στα όρια του ροµαντικού, του αιθέριου έρωτα.
525
Ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει η θάλασσα στο διήγηµα αυτό καθώς είναι ο µόνος χώρος στον οποίο
ενώνονται προσωρινά οι δύο νέοι, επισηµαίνεται από την Ε.Κιτσοπούλου: «Το υγρό στοιχείο επηρεάζει
αφάνταστα τους δύο νέους, είναι η προέκταση των δύο σωµάτων, ενώνονται µαζί του και αυτό µ’
αυτούς. Σφιχτά πλεγµένο, αδιαχώριστο είναι το θαλασσινό νερό µε το ανθρώπινο σώµα, συµπλήρωµά
του. (…) χωρίς τη θάλασσα , τίποτε δεν µπορεί να συµβεί, είναι το αξεδιάλυτο στοιχείο για την ένωση
των δύο παιδιών», Ε. Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.13.
526
Τ.Γ’, σ.272, στ.25- 29.
527
Όπως γράφει και η Ρ. Ζαµάρου: «Η θάλασσα είναι εδώ το σκηνικό όπου η ερωτική επιθυµία
µετουσιώνεται σε χριστιανική εξιδανικευµένη αγάπη», Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο
συγγραφέας κηπουρός, σ.23.
150
όµως αρκέστηκε στο ότι, έστω και λίγα λεπτά, αισθάνθηκε δίπλα του το σώµα
και την πνοή της αγαπηµένης του: «Ἤµην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ
συλλάβῃ µὲ τὰς χεῖράς του πρὸς στιγµὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν
του...»528.
Ωστόσο, αν και κατά τη διάρκεια της αέρινης αυτής περίπτυξης,
αισθανόταν ελαφρύς σαν να µην έφερε κανένα βάρος, η επαφή αυτή άφησε
ένα πνευµατικό άχθος στη ψυχή του. Η πρώτη «εξωτερική» συνέπεια ήταν το
«σχοίνιασµα» της κατσίκας του529. Η δε ανάµνηση της Μοσχούλας σηµάδεψε
τη ζωή του και τον απέτρεψε από το να γίνει κληρικός530. Ο ίδιος πιστεύει ότι,
απεναντίας, αυτή ακριβώς η ανάµνηση θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο
µοναχισµό (κάτι προς το οποίο συνηγορεί και η εγκιβωτισµένη ιστορία του
πατέρα Σισώη531), υπονοώντας ότι δεν έµεινε αλώβητος από τα πυρά του
σαρκικού πειρασµού. Τελικά είναι ένας λαβωµένος αγωνιστής.
Ο νέος, αν σκεπτόταν κοσµικά, θα είχε διεκδικήσει τη Μοσχούλα και
ίσως να είχε κερδίσει µαζί της µια µακρόχρονη και όχι στιγµιαία ευτυχία. Τα
αγνά του συναισθήµατα όµως, ο συνεσταλµένος χαρακτήρας του, η ατολµία
του τον κράτησαν µακριά από τον έρωτα της ζωής του, αφήνοντάς του µόνο
την ονειρώδη ανάµνηση για να τον συντροφεύει στην «ἄλλως ἀνωφελῆ ζωὴν»
του532. Είναι όµως έτσι; Ἠ η στιγµή αυτή που έζησε ταυτίζεται εν τέλει µε την
ευτυχία, η οποία σύµφωνα µε το Γ. Σεφέρη δεν είναι ποτέ µια «µια µόνιµη,
528
Τ.Γ’, σ. 273, στ.1-2.
529
Ο ∆. Τζιόβας θεωρεί το θάνατο της κατσίκας ως ένα είδος «τιµωρίας»- «τιµήµατος» της πτώσης του
νέου στον ερωτικό πειρασµό, βλ.ό.π. σ.76. Από την άλλη ο Ι.Κ.. Κολυβάς θεωρεί απαραίτητη την
απώλεια της κατσίκας λόγω της λειτουργίας της ως υποκατάστατου της Μοσχούλας. Ο θάνατός της
συµπίπτει µε την ένωση - έστω και πρόσκαιρη- των δύο νέων, βλ. Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και
ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια 1, ∆όµος, 1992, σ.28-29.
530
Ο ∆. Τζιόβας γράφει για το σηµείο αυτό ότι « ο ανολοκλήρωτος έρωτας (ίσως) δεν αποβαίνει απλώς
µια ανεκπλήρωτη επιθυµία, αλλά µια τραυµατική εµπειρία, τόσο καθοριστική για τη µετέπειτα ζωή του
αφηγητή που δεν µπορεί να υποκατασταθεί ούτε από την παιδεία, ούτε από την επαγγελµατική
επιτυχία» ό.π. σ.79. Η δε Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη γράφει πως «η ‘’ὀνειρώδης ἀνάµνησις τῆς
λουοµένης κόρης’’ (3.273) που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της ορίστικής απώλειας του εδεµικού
παραδείσου. Γι’ αυτό ο αφηγητής δεν δοκιµάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλ.
την ένταξή του στον µοναχισµό ως παραίτηση από τη φύση µε σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση
της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο», «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Η
Αδιάπτωτη Μαγεία, ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν, Αθήνα, 1992, σ.58-59.
531
Πρόκειται για µια παρένθετη ερωτική ιστορία ανάµεσα σε ένα µοναχό- διάκονο, τον πατέρα Σισώη
και µια Τουρκοπούλα. Ο έρωτάς τους ήταν τόσο µεγάλος που την έκλεψε, τη βάφτισε χριστιανή και την
παντρεύτηκε. Έτσι έγινε δάσκαλος για πολλά χρόνια. ∆εν ξέχασε όµως την υποχρέωση του απέναντι
στο µοναχικό διακόνηµα και, όταν εξασφάλισε την οικογένειά του, ξαναέγινε µοναχός- απλός µοναχός
αυτή τη φορά- και έζησε εν µετανοία στη µονή του Ευαγγελισµού. Η ιστορία αυτή πέρα από την
πρωτοτυπία της, γιατί έχουµε έναν χριστιανό που έκλεψε µια Τουρκοπούλα, ενώ συνήθως γινόταν το
αντίθετο, δίνει και µια a priori απάντηση στην ερώτηση του νέου στο τέλος του διηγήµατος: «Τάχα ἡ
µοναδικὴ ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάµνησις τῆς λουοµένης κόρης, µ’ ἔκαµε νὰ µὴ γίνω
κληρικός;». Ο νέος πιστεύει ότι ακριβώς η ανάµνηση αυτή θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο µοναχισµό,
θεωρώντας ως κώλυµα ιεροσύνης το αυγουστιάτικο περιστατικό. Πέραν αυτού η κυκλική πορεία της -
από τη σωτηρία στην έκπτωση και πάλι πίσω στη σωτηρία- έχει διδακτικό περιεχόµενο (βλ. Φαρίνου-
Μαλαµατάρη, ό.π., σ.266). Για την ιστορία του παπα Σισώη βλ. ∆. Τζιόβα,ό.π. , σ.73-74. Επίσης ,για την
ερωτική διάσταση της ιστορίας αυτής βλ. Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά
τετράδια τ.1, ∆όµος, 1992, σ.22-23.
532
Τ.Γ’,σ.272, στ.31.
151
533
Γ.Σεφέρη, Στα 700 χρόνια του ∆άντη, ∆οκιµές Β’ , Ίκαρος, Αθήνα, 1981, σ.279.
534
Ε.∆άκα, «Λειτουργίες της στιγµής στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, σ.119.
535
Για το δαίµονα της πορνείας καθώς και τους τρόπους αντιµετώπισής του βλ. Ευαγρίου Μοναχού,
«Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σσ.52-53, Νο. ιε’.
536
Όπως γράφει ο Γ. Θέµελης: «Ο συγγραφέας µε πολλή δύναµη εικονίζει από τη µια τη γοητεία της
αµαρτίας , που εισβάλλει διαβρωτική να κατακτήσει τη ψυχή του ανθρώπου, από την άλλη την «οπτασία
των µοναστηριακών αναµνήσεων…»(…) επάνω ανοίγεται η ‘’Θεωρία’’ , κάτω η ‘’Κόλασις’’», Ο
Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του,ό.π. σ.33-34.
537
Τ.Β’,σ.326, στ.19-21.
538
Τ.Β’,σ.316, στ.13-14.
539
«Πρὸς Ξένην µοναχήν»,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.105, στ.38-39 και σ.106, στ.1-3.
152
540
«Ἐκεῖναι δὲ ἐφαίνοντο τόσον ἀθῷαι, τόσον ἁγναί, καὶ τόσον ἀδιάφοροι! Προφανέστατα, οὐδ'
ὑπώπτευαν κἂν τὸ ὅτι ὑπὸ τὸ ράσον τοῦ µοναχοῦ ἦτο δυνατὸν νὰ κρύπτηται σαρκική τις ὁρµή. Καὶ αἱ
πλεῖσται δὲν δυσηρεστοῦντο διὰ τὴν ἀκουσίαν ἐπαφήν, καὶ ὅλαι σχεδὸν δὲν ἀπέφευγον τὸν πρὸς τοὺς
ἄνδρας συγχρωτισµόν», Τ.Β’, σ.327, στ.2-6.
541
Για αυτό και ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος τονίζει ότι ο αγώνας κατά της σαρκικής επιθυµίας
«µέγας καὶ χαλεπὸς καὶ διπλῆν ἔχων τὴν πάλην. ∆ιότι τῶν ἄλλων ἐλαττωµάτων ἐν τῇ ψυχῇ µόνον
.
ἐχόντων τὴν µάχην, οὗτος διπλοῦς καθέστηκεν , ἐν ψύχῃ καὶ σώµατι συνιστάµενος καὶ τούτου χάριν
διπλῆν τὴν πάλην ἀναδέξασθαι χρή» («Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.63, στ.5-8).
Επίσης, σύµφωνα µε τη διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, µερικές φορές επιτρέπεται, κατά θεία
παραχώρηση, να αισθάνεται ο άνθρωπος εµπαθείς σαρκικές κινήσεις εξαιτίας της υψηλοφροσύνης και
των λογισµών της υπερηφανείας που, όπως αναφέραµε παραπάνω, ίσως είχαν περάσει από το νου
του Σαµουήλ. Βλ. ∆. Καλλιντέρη, Πάθη και Απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,
Βρυέννιος, Θεσ/νίκη, 1997, σ. 84.
542
Όπως συµβουλεύει πολύ σωστά ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος, βλ. ό.π., σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-
38 και σ.65, στ.1σ.64, στ.21-28.
543
Βλ. Κεσελόπουλου Α. «Η καταπολέµηση των παθών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά»,
περιοδικό Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680 (1980), σ.283.
544
Τ.Β’, σ.333, στ.7-8.
153
545
Ας θυµηθούµε εδώ τα λόγια της αδελφής Καρµήλης στη «Γυφτοπούλα»: «Ἡ νὺξ εἶναι τὸ µέγα κράτος
τῆς ἁµαρτίας, εἶναι ἡ κονίστρα τοῦ πονηροῦ δαίµονος», Τ.Α’, σ.568, στ.11.
546
Τ.Β’, σ.333, στ.34-38 και σ.334, στ.7-11. Για τη φλόγα της ερωτικής επιθυµίας που φουντώνει µε τη
συναναστροφή γυναικών και το ποτό αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος πως εάν
«συναπαχθῶµέν ποτέ τοῖς αἰσθητοῖς» λόγω του υπερβολικού φαγητού ή του ποτού (βλ. τα δύο
ποτηράκια ρητινίτη που ήπιε ο Σαµουήλ) ή της συναναστροφής µε γυναίκες και παρατείνουµε πέραν του
δέοντος την πρόσδεσή µας µε αυτά τότε η «φ λ ὸ ξ ἐ π ι θ υ µ ί α ς ἀ ν α φ λ έ γ ε τ α ι καὶ σκιρτᾶ ἐν τῷ
σώµατι» και η φυσική µας πραότητα µεταβάλλεται σε αγριότητα. βλ. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια
κατά τη διδασκαλία του Αββά Ισαάκ του Σύρου , σ.54 και Τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου
Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα Ἀσκητικὰ, επιµέλεια ιεροµ. Ιωακείµ Σπετσιέρη, εκδόσεις Ρηγόπουλου,
Θεσσαλονίκη, 1997, Λόγος κζ’, σ.118.
547
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.105, στ.9-17. Και ο Α.Κεσελόπουλος
αναφέρει σχετικά: «Η όραση διαθέτοντας µια ξεχωριστή επικοινωνία µε το νου, συνεργάζεται άµεσα
µαζί του στη δηµιουργία πονηρών λογισµών µε τους οποίους αρχίζει η αµαρτία», «Η καταπολέµηση των
παθών κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά», Περιοδικό Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680
(1980), σ.282.
548
Τ.Β’,σ.336, στ.8.
549
Πρόκειται για µια από τις µεθοδεύσεις του πονηρού , ο οποίος χρησιµοποιεί κάθε δυνατό µέσο- εδώ
µια καλοστεκούµενη µεσήλικη γυναίκα, που στα νιάτα της ήταν «πολύ νοστιµωτέρα» από τις κόρες της-
για να παρασύρει τον πειραζόµενο µοναχό. Για το θέµα αυτό βλ. και Ζ. Καυκαλίδη «∆ιαβάζοντας
Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, Αθήνα, 1981, σ.100-101.
154
550
Bλ. Τ.Β’, σ.315, στ.2-3 και σ.332, στ.15-17. Υπό την επιρροή της νύχτας, του ποτού, των
µειδιαµάτων και των χειρονοµιών έγιναν «ἀλλαι, ἀγνώριστοι».
551
Τ.Β’, σ.326, στ. 9-11 και σ.336, στ.19-20.
552
Οµιλία 3, PG 151, 36B.
553
Στην πραγµατικότητα είχε αµαρτήσει «ἐν τῇ καρδίᾳ» του, αφού « Ὁ ἐµβλέψας γυναῖκα πρὸς τὸ
ἐπιθυµῆσαι, ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», Μτ. ε’, 28.
554
Α. Κεσελόπουλου, «Η καταπολέµηση των παθών κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά», Περιοδικό
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680 (1980), σ.284.
555
Τ.Β’, σ.336, στ.33 και σ.337, στ.1-6.
155
του υπενθύµιζε το χρέος του και συνάµα την πραγµατική οικία του. Εξωραΐζει
την εξωτερική εµφάνιση των νεαρών αδελφών και τονίζει την αθωότητα και
την αγνότητά τους µε τη λευκή τους περιβολή. ∆ιαστρεβλώνει την αµαρτία
παρουσιάζοντας το σκοτάδι ως φως και περιτυλίσσει την αµαρτωλή σκέψη µε
ηδονή για να παρασύρει τον ταλαίπωρο µοναχό. ∆ιαλέγει µάλιστα εκείνη τη
συγκεκριµένη ώρα που ο µοναχός βρίσκεται µόνος στο κελί του και
προσπαθεί να ησυχάσει και να κοιµηθεί: «Βαρὺς ὁ τῆς πορνείας δαίµων καὶ
σφοδρῶς ἐπιτίθεται τοῖς κατὰ τοῦ πάθους ἀγωνιζοµένοις, καὶ µάλιστα ἐν τῇ
ἀµελείᾳ τῆς διαίτης καὶ ἐν ταῖς συντυχίαις τῶν γυναικών. Λεληθότως γὰρ τῇ
λειότητι τῆς ἡδονῆς (εδώ µε τα τρυφερά νεανικά κορµιά των κοριτσιών και τις
«κοκκίνους παρειᾶς» της καλοστεκούµενης γρια- Τασούς) ὑποκλέπτων τὸν
νοῦν, µετέπειτα ἐπεµβαίνει διὰ τῆς µνήµης ἠσυχάζοντι, τὸ τε σῶµα ἐµπυρίζων
καὶ ποικίλας µορφᾶς τῷ νῷ παριστῶν. ∆ιο καὶ πρὸς τὴν συγκατάθεσιν τῆς
ἁµαρτίας αὐτὸν ἐγκαλεῖται…» 556.
Ο πατήρ Σαµουήλ βρισκόταν ένα βήµα πριν τη συγκατάθεση στην
αµαρτία και τη νύχτα αυτή το συνειδητοποιεί βλέποντας ότι λίγο ακόµη και θα
επέλθει η πτώση. Ευτυχώς η συνείδησή του και η χάρη του Θεού δεν τον
εγκαταλείπουν. Ο ονειρώδης πειρασµός σύντοµα δίνει τη θέση του στον
πραγµατικό εφιάλτη που θα ακολουθήσει, αν ο πατήρ Σαµουήλ ενδώσει. Η
γριά Τασού, της οποίας η πνοή συνέφερε για πρώτη φορά τον δυστυχή
µοναχό µετατρέπεται µέσα στον ύπνο του σε φαρµακερό δίµορφο φίδι
(συγκεκριµένα σε ασπίδα και βασιλίσκο, δύο είδη φιδιών που ο Άγιος Ιωάννης
ο Καρπάθιος ταυτίζει µε δαιµόνια) 557 και λίγο αργότερα σε αυτή την ίδια τη
Γέενα της Κολάσεως558. Οι δε, χαριτωµένες έως τότε, κόρες της
µεταβάλλονται σε τροµερούς δράκοντες559. Ο καλόγηρος ξυπνά έντροµος
βλέποντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Στην προσπάθειά του να ξανακοιµηθεί
βλέπει την ουρανοµήκη κλίµακα του Ιωάννη και τον εαυτό του -ευρισκόµενο
στις κάτω βαθµίδες- να προσπαθεί εναγωνίως να ανέβει, ενώ ένα σκοτεινό
δαιµόνιο, που δεν είναι άλλο από το πάθος της πορνείας, να επιδιώκει µε
κάθε τρόπο να τον κατακρηµνίσει. Αυτό το θεόσταλτο πραγµατικά όραµα
δείχνει στον Σαµουήλ την πραγµατική κατάσταση της ψυχής του. Ο Σαµουήλ
στέκεται µπροστά στον κρηµνό της αµαρτίας και της επερχόµενης κόλασης.
556
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 16, Νο.ιθ’.Το
απόσπασµα συνεχίζει µε τους τρόπους που µπορεί κάποιος να αποφύγει τον πειρασµό αυτό: «ἂς ἐὰν
θέλης µὴ ἐγχρονίζειν ἐν σοί, νηστείαν ἀναλαβοῦ καὶ κόπον καὶ ἀγρυπνίαν καὶ τὴν καλὴν ἡσυχίαν µετὰ
ἐκτενοῦς προσευχῆς».
557
«Οὐκ ἂν δυνηθῆς ἐπὶ Ἀσπίδα καὶ Βασιλίσκον ἐπιβῆναι, καὶ τὰ ἑξῆς, εἰ µή, διὰ πολλῆς ἱκεσίας τὸν
Θεὸν δυσωπήσας, λάβῃς ὑπερµάχους ἀγγέλους, ἀνακουφίζοντας σὲ ταὶς οἰκείαις χερσὶ καὶ ἄνω σὲ
ποιοῦντας τῆς ἰλυώδους γνώµης», «Κεφάλαια Παραµυθητικά ρ’», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.282, Νο. κή’. Βλ
και Ψλ.. 90 (91),13.
558
Ο κ. Saunier ερµηνεύοντας το κείµενο µε αποκλειστική βάση τη φροϋδική ψυχαναλυτική µέθοδο
καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η µεταµόρφωση της γραίας Τασούς σε γέενα της κόλασης ταυτίζεται µε
τη «φαλλική γυναίκα, ή ακριβέστερα τη φαλλική µάννα, που απειλεί να ευνουχίσει τον άντρα»,
Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 332. Με αυτόν τον τρόπο
παραβλέπει εντελώς την ολοφάνερη πνευµατική διάσταση του αποσπάσµατος.
559
Για ανάλυση του οράµατος αυτού βλ.και Σ. Μπαλούση ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος…’’. Σπουδή
στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ.102.
156
Αυτή είναι η ύστατη στιγµή που µπορεί ακόµη να σωθεί560. Και το κάνει. Τα
µάτια της ψυχής του φωτίστηκαν από το φοβερό όραµα και τον οδήγησαν
στην έξοδο από τη ραθυµία στην οποία είχε υποπέσει και στη µετάνοια561. Ο
Σαµουήλ µετα-νοεί αλλάζοντας δυναµικά τον αλλοιωµένο, έως τότε, τρόπο
σκέψης του και επιστρέφει στον ορθό τρόπο ζωής. Ο συγγραφέας δεν µας
αναφέρει τα δάκρυα µετανοίας που τυχόν έχυσε µετά, αλλά µας παρουσιάζει
την αποφασιστικότητά του να απαλλαγεί µια για πάντα από το επικίνδυνο
αυτό πάθος µε την άµεση φυγή του.
Την επόµενη κιόλας µέρα, αφού τακτοποιεί όλους τους λογαριασµούς
και τις υποχρεώσεις του στην εκκλησία, ετοιµάζει εσπευσµένα τα πράγµατά
του και φεύγει µέσα στη νύχτα, «φοβούµενος µήπως µετεµελεῖτο τὴν
ἐπαύριον». Γνωρίζει πως , αν δεν εφαρµόσει άµεσα τη σωστή του απόφαση,
θα δώσει την ευκαιρία στον πονηρό να φυτέψει ξανά στη ψυχή του το σπόρο
της λήθης και της ακηδίας. Αυτή τη φορά όµως ο «καλός φόβος» δεν του
επιτρέπει να καθυστερήσει ούτε λεπτό. «Ἐπεβιβάσθη εἰς τὸ πρῶτον
ἀτµόπλοιον, τὸ ἀποπλέον διὰ τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ µὲ α ἴ σ θ η µ α
ἀ ν α κ ο υ φ ί σ ε ω ς , διὰ τὸ ὁποῖον ἠπόρει καὶ αὐτός, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν
Ἄθωνα, εἰς τὴν µετάνοιάν του»562. Η ανακούφιση που αισθάνεται δεν είναι
άλλη από τη θεία παρηγορία που έρχεται ως επιβράβευση της δυναµικής
αποποµπής των πονηρών λογισµών και της σωτήριας απόφασής του να
επιστρέψει στη Μονή του.
560
Η εικόνα αυτή της κόλασης καθώς και η σωτηρία όσων, έχοντας µνήµη θανάτου , σώθηκαν µέσω
των δακρύων παρουσιάζεται εξαιρετικά από τον Όσιο Θεόδωρο επίσκοπο Εδέσσης στα «Κεφάλαια
ψυχοφελή ρ’»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.313, Νο. νζ’.
561
Όπως σωστά σηµειώνει ο ∆. Μαυρόπουλος « … η ζωοποιός δύναµη της µετανοίας περιγράφεται
στον «Καλόγερο» , ως εκ της προαιρέσεως ενισχυµένη. Η διαπάλη της αυτονοµηµένης φύσης του µε
την ελευθερία του εν σωτηρία πορευοµένου προσώπου περιγράφεται στις δύο «αναπολήσεις» του
Σαµουήλ, όπου και διακρίνεται η µόνη οδός σωτηρίας: η πορεία δια της κλίµακος (βλ. Τ.Β’, σ. 337,
στ.23-25). Και εδώ η δύναµη της αµαρτίας δηλώνεται ως εγγενής, και εδώ η µετάνοια δηλώνεται ως
οδοιπορία», « Αµαρτία και µετάνοια στο έργο του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.587.
562
Τ.Β’, σ.342, στ. 11-12 και 15-17.
563
Βλ. Κασσιανού Ρωµαίου, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-
38 και σ.65,στ.1 και Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶθαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.235.
157
στέρνον (του)» εξηγώντας του «µὲ ταχείας θερµὰς λέξεις ὅτι εἶχε τροµερὰν
ἀνάγκην ἀπὸ χρήµατα»564 . Ωστόσο, ο αφηγητής φαίνεται να γνωρίζει πώς να
αποφύγει αποτελεσµατικά τον πειρασµό: προσκόλλησε το βλέµµα του στο
άσχηµο πρόσωπο της «ως αντίδοτο κατά της πειρασµικής γοητείας» και
αµέσως έφυγε από το σπίτι. Αυτή η προσήλωση στην αρνητική πλευρά ή στις
συνέπειες του πειρασµού και η δυναµική υπέρβασή του µε την άµεση
αποµάκρυνση από την πηγή του είναι µια αποτελεσµατική µέθοδος για την εκ
βάθρων εκρίζωσή του565.
564
Τ.∆’, σ.105, στ.20-21.
565
Τον ίδιο τρόπο αντιµετώπισης του πειρασµού βλέπουµε και στο διήγηµα «Τ’ ἀστεράκι». Σε αυτό το
ερωτικό στοιχείο συµπλέκεται µε το θαυµασµό. Ο αφηγητής µας εξιστορεί τη βαθιά εντύπωση που του
έκανε η δεκαεξάχρονη κόρη ενός φίλου του, η Πούλια. Η έφηβη κοπέλα διαθέτει όλες τις χάρες. Έχει
βαθυγάλανα µάτια, µαργαριταρένια δόντια που µοιάζουν σαν «δύο σειράς µαργαριτῶν» και «δύο
χρυσαυγεῖς πλοκάµους» (Τ.∆’,σ.305, στ.13-15). Όµως εκείνο που εξυψώνει την όµορφη κοπέλα και την
καθιστά πραγµατικά άξια θαυµασµού, είναι ο συνδυασµός της εντυπωσιακής οµορφιάς της µε µια σειρά
πνευµατικών αρετών. Η σεµνότητα, η εργατικότητα, η καλοσύνη της συµπληρώνουν αρµονικά την
εξωτερική της εµφάνιση, κάνοντας τον πατέρα της να µακαρίζει τον εαυτό του «ὅτι ἔχει ἕνα κορίτσι
τζουβαΐρι, τεφαρίκι » (Τ.∆’,σ.308, στ.30-31) που η αξιοσύνη της έχει οδηγήσει από τώρα νέους να τη
ζητούν χωρίς προίκα. Το να ζητήσει ένας νέος µια κοπέλα χωρίς προίκα σε µια εποχή που η χορήγηση
της προίκας ήταν εκ των ων ουκ άνευ και περιελάµβανε "σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀµπέλι στὴν Ἀµµουδιά,
ἐλιώνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά" (…) και "µέτρηµα"» (βλ. « Η Φόνισσα», Τ.Γ’, σ.434, στ. 3-6),
κοινώς µετρητά, ήταν σπάνιο γεγονός.
Η κορύφωση του θαυµασµού του αφηγητή συνέβη, όταν ένα βράδυ συνόδευσε τον πατέρα της στο
σπίτι, γιατί είχε µεθύσει. Εκεί είχε την απερίγραπτη χαρά να δει από κοντά την όµορφη Πούλια και να
προσέξει τις λεπτοµέρειες του προσώπου της. Το πρόσωπό της υπό το φως του λύχνου έλαµπε
ολόκληρο προσδίδοντας της µια φανταστική χάρη. Η επιθυµία του να ρωτήσει την οικογένεια για το
αξιοπερίεργο άστρο που είχε δει µια βραδιά να φέγγει ψηλά στην οροφή του σπιτιού τους υποχώρησε
µπροστά στην εκπάγλου καλλονής κόρη. Τότε, θέλοντας να αποφύγει τους πειρασµικούς συλλογισµούς
και ακολουθώντας την δοκιµασµένη λύση που προτείνουν οι νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή τη διώξη του
πονηρού λογισµού ήδη από το στάδιο της «προσβολής») έφυγε εσπευσµένα από την οικία του µαστρο-
Κυριάκου και την ακούσια «πηγή» του πειρασµού.
158
566
Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι, όπως επισηµαίνει ο γέροντας Παΐσιος, υπάρχουν δύο είδη ζήλειας, η
κακή, που αναπτύσσουµε εδώ, και η καλή, που αποτελεί ένα είδος ευγενούς άµιλλας και δεν είναι
πάθος. Βλ.Γέροντος Παϊσίου,Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007, σ.126.
567
Βλ. σχετικά Γέροντος Παϊσίου, ό.π. σ.119 και Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς µοναχήν Ξένην»,
Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 104, στ.13-14.
568
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.22, Νο. νθ’.
569
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Προς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.173, Νο.σβ’.
570
Βλ. Γέροντος Παϊσίου, ό.π., σ.123.
159
571
Βλ. υποενότητα 1.1. της παρούσης εργασίας.
572
Τ.Α’, σ.227, στ.30-32.
160
573
Τ.Α’, σ. 273, στ.12-14.
574
Βλ. Τ.Α’, σ. 272-273. Στο µυθιστόρηµα αναφέρεται και µια ακόµη δευτερευούσης σηµασίας ερωτική
αντιζηλία. Πρόκειται για τις δύο ερωµένες του Σανούτου, την Πρόνοια και τη Φορτούνα, οι οποίες τον
ακολούθησαν στην εκστρατεία του. Η Πρόνοια ακολούθησε «αυτόκλητος» το Σανούτο, αλλά τελικά
υπέστη το µαρτύριο του να παρακολουθεί την προτίµηση του κόµη προς την αντίζηλό της. Όπως γράφει
χαρακτηριστικά ο Παπαδιαµάντης, έως τότε «ἐνόµιζε µέχρι τινὸς ἑαυτὴν ἀπόρθητον εἰς τὸ πάθος τῆς
ζηλοτυπίας· ἀλλ' ἐγνώρισεν ἐκ πείρας ὅτι ἠπατᾶτο. Κατέστη σύµπλους θεατὴς τῆς ἰδίας αὑτῆς ἀποτυχίας
καὶ κατεσπαράττετο ὑπὸ τῶν ὀνύχων τῆς ἀντιζήλου της»( Τ.Α’, σ.276, στ.4-6). Στην κατηγορία αυτή
εντάσσεται και ο προσφάτως χηρεύσας γηραιός κύριος της Φλώρας στη «Βλαχοπούλα». Ο
πενηντάχρονος άνδρας ζηλεύει το ενδιαφέρον που δείχνει για αυτὴν ο Ζήσος και επιχειρεί να τη βιάσει
(βλ. υποενότητα 2.2. της παρούσης εργασίας).
161
µονή της Αγίας Περπετούας (πρώην µονή του Αγίου Αθανασίου), δεν
επιδέχεται καµία θετική πνευµατική επιρροή. Αντιθέτως, έχοντας βιώσει την
οδυνηρή εµπειρία της εγκατάλειψης από τη µοιχαλίδα σύζυγό του, διάγει
θλιβερώς το βίο του βγάζοντας σκληρά τα απωθηµένα του στον ταλαίπωρο
σκύλο Χόµο, έως ότου η µοίρα, κατά µια ατυχή συγκυρία, φέρνει µπροστά του
τον «υπαίτιο» της δυστυχίας του.
Κατά τη διάρκεια της απόδρασης της Αϊµάς µε τη βοήθεια του Σκούντα,
οι δύο κυνηγηµένοι αναγκάζονται να αναζητήσουν καταφύγιο στην οικία του
Τρέκλα. Παρά τη βαθιά νύχτα ο Τρέκλας αναγνωρίζει τον Σκούντα, τον
υπεύθυνο για την απώλεια της συζύγου του. Αµέσως δράττεται της ευκαιρίας
να πάρει την εκδίκησή του. Η συνείδησή του δεν στάθηκε ικανή να τον
εµποδίσει από τη διάπραξη του φόνου βεβαιώνοντας µας για την κατάληξη
στην οποία µπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο ο δαίµων της ζηλοτυπίας, όταν
του επιτρέψει να εισβάλλει στην καρδιά του . Άλλωστε, ήδη ο «φθόνος (ἐστί)
δυνάµει φόνος καὶ πρόξενος τῆς πρώτης µιαιφονίας καὶ τῆς ὕστερον
θεοκτονίας»575 .Ο δαίµων αυτός σε συνεργασία µε το δαίµονα της οργής και
του φθόνου έδωσαν ανεξήγητη δύναµη στον χωλό Τρέκλα παρασύροντας τον
στην διάπραξη του κακού. Η ενσυνείδητη υποταγή του στα πάθη του φαίνεται
από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το πτώµα στη συνέχεια: φρόντισε να το
θάψει σε ένα απρόσιτο µέρος και την επόµενη µέρα ήταν ιδιαίτερα εύθυµος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ικανοποίηση του θιγµένου εγωισµού του και η
εκδίκηση υπερίσχυσαν των τύψεων που θα έπρεπε να έχει για τη στέρηση της
ζωής ενός αµαρτωλού κατά τα άλλα ανθρώπου.
575
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ. ∆΄, σ.104, στ.13-14.
576
Τ.Β’, σ.26, στ.8-10.
577
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της οικονόµου Φατµά: «- Καὶ ὅλοι σὲ ἀγαποῦν ἐδῶ, Βάσω, ὅλοι σὲ
ζηλεύουν»., Τ.Β’, σ. 25, στ.17.
162
578
Τ.Β’, σ. 126 και 131-132.
579
Τ.∆’,σ.81, στ.9-12.
163
προκάλεσε την εισβολή του δαίµονα της ζηλοτυπίας στη ψυχή της. Στην
περίπτωση της όµως ο δαίµονας της ζηλοτυπίας - φθόνου συνεπικουρείται
και από το δαίµονα της οργής. Η «συνεργασία» των παθών αυτών την
οδήγησε σε µια σχιζοφρενή κατάσταση κάνοντάς την να «φαντάζεται»
ερωτικές περιπτύξεις του συζύγου της µε την ωραία κουβερνάντα και
προκαλώντας της νευρικές κρίσεις580.
Το µεγάλο λάθος της Αρχοντούλας ήταν ότι έπεσε στον πειρασµό των
δαιµόνων αυτών και δεν έκανε τίποτα για να τον αποµακρύνει. Έτσι έγινε
έρµαιο των παθών της. Η συµβουλή του Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού θα
ήταν σωτήρια στην περίπτωσή της: «Μὴ ὡς εὐνοοῦντας λογίζου, τοὺς λόγους
σοι φέροντας, λύπην ἐν σοὶ καὶ µῖσος πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐργαζοµένους, κᾶν
ἀληθεύειν δοκώσιν. ἀλλ’ ὡς θανατοῦντας ὄφεις τοὺς τοιούτους ἀποστρέφου.
ἵνα κἀκείνους τοῦ κακολογεῖν ἀνακόψῃς καὶ τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν πονηρίας
ἀπαλλάξῃς»581. ∆εν έλαβε υπόψη της καµία από τις αρετές της Βανθούλας582,
οι οποίες σίγουρα θα ήταν η αιτία για να τη προσλάβει583, και δεν έκανε τίποτα
για να περιορίσει τουλάχιστον την κατάκριση και τα κουτσοµπολιά των γύρω
της. Αν διέθετε αληθινή αγάπη για το σύζυγό της, θα προσπαθούσε να
προστατέψει εκείνον και την οικογένειά της από την καταστρεπτική κακολογία
των συγγενών και «φίλων». Αντιθέτως, πίστευε κάθε ψέµα που εκτόξευαν
εναντίον του υπερθεµατίζοντάς το και «βεβαιοῦσα ὅτι ἐγίνοντο χειρότερα παρ'
ὅσα ἔλεγεν ἡ γειτονιά. ∆ιηγεῖτο, καὶ τὸ ἐπίστευεν, ὅτι εἶδε µὲ τὰ µάτια της
ἐρωτικὰς περιπτύξεις, κ' ἔκαµνεν ὅρκους»584. Ο όρκος είναι µια πολύ σοβαρή
και υπεύθυνη ενέργεια. Όταν λοιπον η Αρχοντούλα προβαίνει σε
ανυπόστατους όρκους για γεγονότα τα οποία δεν συνέβησαν, είναι πλέον
ξεκάθαρο ότι δεν διαθέτει πλέον σώφρονα νου. Οι δαιµονικές φαντασίες
αντικαθιστούν την πραγµατικότητα και διαλύουν κάθε ίχνος λογικής. Έτσι
καθιστά τον εαυτό της, το σύζυγό της και τη νεαρή Βανθούλα δυστυχισµένους
και γίνεται η ίδια και η οικογένειά της περίγελος της γειτονιάς. αυτή που µέχρι
πριν από λίγο καιρό «ἐξέπληττε µὲ τὴν πολυτέλειάν της, κ' ἐπροκάλει ὅλων
τῶν γυναικῶν τὴν ζήλειαν»585. Αυτή ακριβώς η υπερβάλλουσα πολυτέλεια,
απόρροια µιας υπερφίαλης φιλαυτίας και µιας υπέρµετρης κενοδοξίας είναι
και η πραγµατική αιτία της καταστροφής αυτής της οικογένειας. Η στείρα
επιδειξιοµανία και η προσκόλληση στα εγκόσµια αγαθά -µέσα στα οποία
συµπεριελάµβανε ακόµη και τη δυστυχή Βανθούλα- αργά ή γρήγορα θα
οδηγούσε σε αυτό το αποτέλεσµα. Η αυτοκτονία της ευαίσθητης
δεκαοκτάχρονης κοπέλας στο τέλος του διηγήµατος και η ψυχική συντριβή
580
Βλ. Τ.∆’, σ. 81, στ.12-15. Ως γνωστόν, ο δαίµονας της οργής πολύ συχνά δηµιουργεί πλαστές
φαντασίες για γονείς ή φίλους ή συγγενείς. Βλ. Ευαγρίου Μοναχού, «Περί διακρίσεως παθῶν και
λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.53, Νο.ιε’.
581
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντὰς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.44, Νο. λα’.
582
Έτσι ονοµαζόταν η νεαρή κουβερνάντα.
583
«ἡ κόρη, ἐντοσούτῳ, ἦτον, ὅσον ἠδύνατο, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, νὰ κρίνῃ τις, σεµνοπρεπής, ἁπλοϊκή,
ἀξιόλογος, λίαν ἐργατική, περίφηµος ράπτρια, κ' ἔξοχος µαγείρισσα», Τ.∆’,σ.81, στ.20-22.
584
Τ.∆’, σ.81, στ.14-17.
585
Τ.∆’, σ.78, στ.26-27.
164
586
Για τις οδυνηρές συνέπειες της υπερηφανείας και του φθόνου, βλ. και Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς
Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.103, στ.38-39 και σ.104, στ.1-14.
165
587
Βλ. Ιω.2, 1-12. Όπως σηµειώνει ο Γ. Πατρώνος: «Το γεγονός του γάµου στην Κανά της Γαλιλαίας,
που προβάλει ως παράδειγµα το ιερό Ευαγγέλιο, µας φανερώνει µε έµφαση την άµεση
χριστοκεντρικότητα του µυστηρίου αυτού. Ο Χριστός πρέπει να είναι «εν µέσω» των συζύγων, αλλά και
το κέντρο αναφοράς τους, το «µέσον» δια του οποίου θα πραγµατοποιείται η τέλεια συζυγική ενότητα
και συγχρόνως η τελείωση των συζύγων ως πνευµατικών προσωπικοτήτων. Χωρίς το Χριστό δεν
νοείται µυστήριο γάµου αλλά ούτε είναι δυνατή και η πραγµάτωση των πνευµατικών του σκοπών που
είναι η ανέλιξη της προσωπικότητας και η τελείωση του ανθρώπου», Θεολογία και εµπειρία του Γάµου,
∆όµος, Αθήνα, 1992, σ. 169.
588
Όπως γράφει και ο ∆. Χίος «Ο ανθρώπινος έρωτας και η φυσική κατάληξή του, ο ανθρώπινος γάµος,
παρουσιάστηκαν ως το µέσο που επενόησε η θεία Σοφία για να κάµη τον άνθρωπο να αισθανθή την
αγάπη του Θεού γι’ αυτόν, για να εµπνεύση στην καρδιά του τον πόθο της ανταποδόσεως αυτής της
αγάπης, για να αναπτύξη µέσα στη ψυχή του την επιθυµία µιας ολοψύχου και ολοσώµου ενώσεως του
µε τον Βασιλέα του ουρανού και της γης», ∆. Χίου, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός» στον
τόµο Έρως και γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972, σ. 67.
589
Βλ. Ωριγένους, Ἐξήγησις εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολήν, 7, 1-4: «Θέλω δὲ πάντας
. . .
ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐµαυτὸν ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισµα ἐκ Θεοῦ ὃς µὲν οὕτως ὃς δὲ οὕτως.
. .
Πνέει χαρίσµατος ὁ γάµος, ὅτε τὰ µέτρα τηρεῖται τὰ ἐκ συµφωνίας καὶ ἀληθῶς ἐστι εἰπεῖν ἐπί τινῶν ὅτι
.
τούτῳ ὁ γάµος χάρισµά ἐστιν ὅτε οὐκ ἀκαταστασία, ὅτε πᾶσα εἰρήνη, πᾶσα συµφωνία», (έκδοση Cramer
J.A., σ. 125, στ.4-10) και Γ.Πατρώνου, Θεολογία και εµπειρία του γάµου, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1992,
σ.149.
590
Τρίτη ευχή της ακολουθίας του αρραβώνα. Βλ. επίσης π. Β.Ι. Καλλιακµάνη, Ο εκκλησιολογικός
χαρακτήρας της Ποιµαντικής: ‘’Λεντίῳ ζωννύµενοι…’’, Μυγδονία, 2005, σ.133.
591
«Τὸ µυστήριον τοῦτο µέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», Προς Εφ. 5, 32.
592
Μτ.19,5. Ο ιερός Χρυσόστοµος ερµηνεύει την φράση αυτή: «∆ιὰ τοῦτο γοῦν καὶ ἀκριβῶς εἶπεν, οὐκ,
ἔσονται µία σάρξ, ἀλλ’ εἰς σάρκαν µίαν, τὴν τοῦ παιδὸς συναπτόµενοι δηλονότι. Τὶ οὖν, ὅταν παιδίον µὴ
.
ῇ, οὐκ ἔσονται δύο καὶ τότε; Εὔδηλον ἡ µῖξις γὰρ τοῦτο ἐργάζεται , ἀναχέασα καὶ ἀναµίξασα ἀµφοτέρων
τὰ σώµατα. Καὶ ὥσπερ εἰς ἔλαιον µῦρον ἐµβαλῶν, τὸ πᾶν ἐποίησεν ἐν, οὕτω δὴ καὶ ἐνταύθα», Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα εἰς την Προς Κολοσσαεῖς, ὁµιλία ΙΒ, PG 62,ε’, 387-388. Επίσης, αξίζει να
σηµειωθεί ότι η «µία σάρκα», δηλαδή η ψυχοσωµατική ενότητα που αποτελούν οι δύο σύζυγοι µετά το
γάµο τους, έχει σηµείο αναφοράς το ένα σώµα του Χριστού, µέλη του οποίου είµαστε όλοι. Βλ. σχετικά
και ∆. Χίου, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός», ό.π. σ.64.
593
Όπως επισηµαίνει και ο π. Στύλιος: «Ο µέγας σκοπός του µυστηρίου του γάµου είναι η
αλληλοβοήθεια για την ολοκλήρωση και τελείωση των προσώπων, για την αποκατάσταση του κάλλους
της θείας εικόνας τόσο στο πρόσωπο του άνδρα, όσο και στο πρόσωπο της γυναίκας», Η αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία, 1994, σ.299.
166
νῦν ἐξ ἑνὸς τίκτεται ἄνθρωπος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὔκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο,
ἀλλ’ ἄνθρωπος εἰς»594.
Η συζυγική ενότητα προεικονίζει και εν δυνάµει εισάγει στην
εκκλησιολογική ενότητα595 . Αποτελώντας ο γάµος και η οικογένεια µια «µικρά
Ἐκκλησία»596, λειτουργεί µε ανάλογο τρόπο προκειµένου να πραγµατοποιηθεί
το σωτηριολογικό και αγιαστικό της έργο µέσα στην ανθρώπινη κοινωνία597.
Για αυτό και αποκτά ταυτόχρονα ισχυρές εσχατολογικές διαστάσεις
πραγµατώνοντας εντός του κόσµου µια κοινωνία αγάπης, ενότητας και
ελευθερίας που οµοιάζει µε εκείνη της Βασιλείας του Θεού598.
Λαµβάνοντας υπόψη τη σωτηριολογική σηµασία του γάµου, η
ποιµαντική της Εκκλησίας µας δίνει ιδιαίτερη αξία στο µυστήριο αυτό. Για
αυτό τονίζεται το αδιάλυτο του µυστηρίου αυτού, επισηµαίνεται η συζυγική
πίστη και ο αλληλοσεβασµός ανάµεσα στους δύο συζύγους, προβάλλεται η
ισότιµη θέση και αξία της γυναίκας δίπλα στο σύζυγό της599 και προτάσσεται
«η κοινή πορεία τελείωσης και αγιασµού όχι µόνο του ζευγαριού, αλλά και των
παιδιών». Ο ανταγωνισµός και ο ατοµισµός δεν έχουν θέση στο γάµο. τη θέση
τους παίρνει η «κενωτική αγάπη»600, µια αγάπη που µετέχει στη σταυρική
θυσία.
εκφράσουν την αντίθεσή τους προς το γάµο 601 αλλά οι γυναίκες δεν είχαν
κανένα λόγο επ’ αυτού602. Συνηθισµένοι ήταν επίσης οι γάµοι φτωχών
κοριτσιών µε ευκατάστατους µεσήλικες 603.Βέβαια, δεν λείπουν οι περιπτώσεις
όπου τα αισθήµατα είναι αµοιβαία 604. Άλλοτε πάλι ένας γάµος καταλήγει σε
διαζύγιο ή χωρισµό του ζευγαριού605, ενώ µερικοί ήρωες και ηρωίδες δεν
προλαβαίνουν να χαρούν το/τη σύζυγό τους λόγω πρόωρου ή αναπάντεχου
θανάτου 606.
Η ίδια η ανατροφή των παιδιών και κυρίως των κοριτσιών607
περιστρέφεται γύρω από την αξία του γάµου608. Το να παντρευτεί µια γυναίκα
θεωρείται σηµαίνον γεγονός που την αναδεικνύει κοινωνικά και της προσδίδει
αξία µέσω της τεκνοποίησης. αξία, που διπλασιάζεται σε περίπτωση
απόκτησης αρσενικών τέκνων ή χάνεται σε περίπτωση ατεκνίας ή απόκτησης
αποκλειστικά θηλυκών τέκνων, γεγονός που αποδίδεται σε «µαγεία»609.
Παρ’όλα αυτά, δεν συναντούµε κάποια γυναίκα που να αρνείται να
παντρευτεί. Χαρακτηριστική είναι η φράση του παπα- Φραγκούλη, όταν
αστειεύεται µε µια ενορίτισσά του κατά το θαλάσσιο ταξίδι τους στο ναό της
του Χριστού Γεννήσεως στο Κάστρο : «Μὰ δὲν εἶναι καµµιὰ ποὺ νὰ µὴ θέλῃ
παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωµένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν' ἀπὸ
διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καµµιὰ δὲν εὑρέθη νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!»610. Η πίεση
των γονέων και του κοινωνικού περιγύρου παίζει φυσικά καθοριστικό ρόλο
στο γεγονός αυτό.
Η ύπαρξη µιας ή περισσοτέρων θυγατέρων σε µια οικογένεια επηρέαζε
τη ζωή όλων των µελών της. Εκτός από τους γονείς, ευθύνη είχαν και οι γιοι
της οικογένειας που έπρεπε να φροντίσουν για τη συγκέντρωση επαρκούς
προίκας ακόµη και για την ανεύρεση κατάλληλου γαµπρού. Επίσης,
επικρατούσε ο άγραφος νόµος ότι σε περίπτωση που ένας άντρας έχει
601
Βλ. π.χ. την περίπτωση του Αγάλλου στα «Μαύρα Κούτσουρα», Τ. ∆΄, σ. 461, στ.26- 29 και σ.462,
στ.1-32.
602
Βλ. τη χαρακτηριστική φράση της γραίας Μαρουδίτσας στο «Ἔρως- Ἥρως»: « Τὰ κορίτσια δὲν
πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ µόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των.
"Νυµφευµάτων µὲν τῶν ἐµῶν πατὴρ ἐµὸς µέριµναν ἕξει"», Τ.Γ’, σ.172, στ. 25-27.
603
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Τὰ συµβάντα στον µύλο», « Ἔρως- Ἡρως», «Ἡ Νοσταλγὸς» κ.ά.
604
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Ἡ Βλαχοπούλα», «Ὁ Ἀµερικάνος», «Τὸ καµίνι» κ.ά.
605
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Τὰ Φραγκλέϊκα», «Οἱ παραπονεµένες», «Οἱ λίρες τοῦ Ζάχου», «Τα Χριστούγεννα
του τεµπέλη», «Οἱ Κουκλοπαντρειές» κ.ά.
606
Βλ. τὰ διηγήµατα: «∆ασκαλοµάννα», «Ἡ Χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος», «Ἡ Θητεία τῆς πενθερᾶς» κ.ἅ.
607
Για τη διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών γύρω από το θέµα του γάµου και της σχέσης µε το σύζυγό
τους βλ. σχετικά π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ. 19.
608
Μεταξύ άλλων φαίνεται πως επιβίωνε η εξ αρχαιότητος πεποίθηση ότι οι γυναίκες πριν το γάµο δεν
διαθέτουν «ἀγαθᾶς τᾶς φρένας», κάτι το οποίο έρχεται ως «θείο δώρο» ευθύς µετά την τελετή του
γάµου, βλ.σχετικά τα λόγια του Πλήθωνα στη «Γυφτοπούλα», Τ.Α΄, σ. 631, στ. 9- 19.
609
Βλ. για παράδειγµα τα ακόλουθα αποσπάσµατα: «Κατ' ἀρχὰς ἐφοβεῖτο, µὴ ἡ ἄλλη "τῆς ρίξῃ τὰ
κορίτσια", σκοπὸς ὅστις κατορθοῦται διά τινων ἐπῳδῶν µελετωµένων ὅταν ἀναγινώσκωνται αἱ εὐχαὶ τοῦ
ἀρραβῶνος, ἀµέσως πρὸ τῆς κυρίως τελετῆς τοῦ γάµου», «Οἱ Ελαφροΐσκιωτοι», Τ.Β’, σ.491, στ.30-33
και «τὰ κορίτσια, καθὼς εἶναι γνωστὸν εἰς πολλούς, τὰ ρίχνουν αἱ ἐχθραὶ τῆς νύµφης, ἐνόσῳ διαρκεῖ ἡ
ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος», «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ. 172, στ. 34-35. Επίσης , «Ἡ Ἄκληρη», Τ. ∆’,
σ.48, στ.13-17.
610
«Στὸ Χριστὸ, στὸ Κάστρο», Τ.Β’, σ.287, στ.1-3.
168
614
Τ.∆’, σ.115, στ.2-11.
615
Τ.∆’, σ.272-278.
616
Βλ. «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ.173, στ. 34.
617
Βλ. «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ.175, στ.32-33 και Β. Λαµπροπούλου, «Οι γυναίκες στο έργο του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.95.
618
Βλ. «Ὄνειρο στὸ κύµα», Τ.Γ’, σ.261, στ. 10- 20.
619
«Περί τηρήσεως τοῦ νοός κεφάλαια κζ’», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.34, Νο.κβ’.
620
Βλ. π.χ. τα διηγήµατα «Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς» και «Χήρα παπαδιά».
170
621
Η τρίτη σύζυγός του ήταν µάλιστα και συγγενής του εβδόµου βαθµού, βλ.Τ.∆’,σ.314, στ.20-22.
Κανονικά αυτή η συγγένεια αποτελούσε κώλυµµα γάµου βλ. Κ.Γ. Πιτσάκη, «Το κώλυµµα γάµου λόγω
συγγενείας εβδόµου βαθµού εξ αίµατος στο βυζαντινό δίκαιο», Αθήνα- Κοµοτηνή, 1985.
622
Βλ. π.χ. τη στάση που κράτησε η τοπική κοινωνία απέναντι στον Κουµπή Νικολάου, στο «Γάµο τοῦ
Καραχµέτη», Τ. ∆’, σ.506, στ.14-16.
623
Αυτή η άποψη επικράτησε µέχρι τη σηµερινή εποχή που δεν θεωρείται κώλυµµα γάµου, βλ. Κ.Γ.
Πιτσάκη «Κωλύµατα γάµου στον Παπαδιαµάντη» Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 2, Αθήνα,
∆όµος,φθινόπωρο 1993, σ. 43 και Α. Χριστοφιλόπουλου, Θέµατα βυζαντινού εκκλησιαστικού δικαίου
ενδιαφέροντα την σύγχρονον πρακτικήν, Αθήνα 1957 , 56§57 . Σύµφωνα µε την αναλυτική αυτή µελέτη
του Κ.Γ. Πιτσάκη, φαίνεται πως οι απόψεις των ιεραρχών διίστανται για αυτό το θέµα. Έτσι ο
Βαλσαµών υποστηρίζει την απαγόρευση δευτέρου γάµου στην πρεσβυτέρα, ο µητροπολίτης Ιωάννης
Απόκαυκος, παρόλο που επαινεί την αγαµία της χήρας πρεσβυτέρας, δεν θεωρεί ακώλυτο το δεύτερο
γάµο της , ενώ ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς αναγνωρίζει ως «έθος» µόνο την αγαµία της
χήρας πρεσβυτέρας χωρίς να επιχειρεί νοµική θεµελίωση της συνήθειας αυτής. Βλ. ό.π. σ.40-43.
624
Τ.Β’, σ. 84, στ.9.
171
625
Τ.Β’, σ.84, στ. 19-24.
626
Τ.Β’, σ. 85, στ.7-8.
627
Τ.Β’, σ.85, στ.5-6.
628
Πράγµατι, ο πρώτος της γάµος έγινε όταν εκείνη ήταν µόλις δεκατεσσάρων ετών κοριτσάκι «χωρὶς νὰ
ἐρωτήσωσιν ἂν ἔστεργε τὸν σύζυγον, ὃν τῇ ἔδιδον, καὶ ἂν συγκατετίθετο νὰ γίνῃ παπαδιά» ,Τ.Β’, σ.85,
στ. 12-13.
629
Για τα κωλύµατα γάµου λόγω συγγενείας βλ. Κ.Γ. Πιτσάκη, ό.π. σ. 54-56 και υποσηµειώση Νο. 621.
630
Βλ. Τ.∆’, σ.350, στ.5-9.
172
όλα να γίνονται σύµφωνα µε τις δικές του -εγωκεντρικές πάντα- επιθυµίες. Για
αυτό δε διστάζει να παντρέψει την κόρη του µε το µακρινό συγγενή τους,
θεωρώντας πιθανόν ότι θα είχε κάποια οφέλη από αυτό το γάµο. Η αλαζονεία
που τον χαρακτηρίζει καθρεφτίζεται στον τρόπο µε το οποίο αντιµετωπίζει τον
επισκοπικό επίτροπο µετά το γάµο. Του µιλά µε θράσος και αδικαιολόγητη
έπαρση αντί να επιδείξει µετριοφροσύνη και συστολή. ∆υστυχώς, η κατοπινή
του διαπίστωση ότι «τέτοια ἀνδρόγυνα δεν προκόβουν»631 δεν οφείλεται στη
µεταµέλεια του, αλλά στη φιλαργυρία και το θιγµένο του εγωισµό για την
«υπερβολική» προίκα που έδωσε στο γαµπρό του. Όταν λοιπόν οι
προσδοκίες του διαψεύδονται, ο ίδιος άνθρωπος κατηγορεί ακόµη και τον
ιερέα που τους πάντρεψε.
Ο καπετάν Πέρρος στη θέση του Θεού έχει τοποθετήσει τον εαυτό του
και τα πάθη του. Ο συνδυασµός της υπερηφάνιας και της κενοδοξίας που
διαθέτει τον οδηγεί σε µια υπερβολική έπαρση µε αποτέλεσµα να αλλάζει
αυταρχικά γνώµες και συµπεριφορές ανάλογα µε αυτά που του υποδεικνύει η
φίλαυτη και εµπαθής επιθυµία του. Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό πάθος το
οποίο στιγµατίζουν συχνά οι νηπτικοί Πατέρες . Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι ο
άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής την χαρακτηρίζει ως «ἐπάρατον πάθος», ενώ
θεωρεί τα δύο πάθη τα οποία τη συναποτελούν, δηλαδή την υπερηφάνια και
την κενοδοξία, ως άρνηση του Θεού και νόθευση της «κατά φύσιν» ζωής του
ανθρώπου632.
635
Βλ. «Ἡ Νοσταλγὸς», «Τὰ συµβάντα στὸ µύλο» κ.ά. Επίσης, στο «ἀστεράκι» ο πατέρας της
όµορφης Πούλιας χαίρεται για τις προτάσεις γάµου που της κάνουν χωρίς απαίτηση προίκας.
636
Τ.∆’, σ.513, στ.8-11.
637
Αυτό το φαινόµενο πολλαπλασιάζεται στα αθηναϊκά διηγήµατα. Σε µια τέτοια περίπτωση «το κόστος
αναλαµβάνει το κορίτσι και κατ΄επέκταση η οικογένειά του», βλ. Μ. Γκασούκα, «Αστικοποίηση και φύλο
στον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη,
Οδυσσέας, Αθήνα,2000, σ.87.
638
Το πόσο δύσκολη περίοδος είναι ο αρραβώνας φαίνεται και από ένα άγνωστο, άτιτλο διήγηµα του
Παπαδιαµάντη, όπου η κακολογία της πεθεράς εναντίον της υποψήφιας νύφης της φέρεται να είναι η
αιτία για την ξαφνική και άνευ προφανούς λόγου αυτοκτονία της τελευταίας. Το διήγηµα είναι ατελές µε
αποτέλεσµα να µπορούµε να κάνουµε µόνο υποθέσεις µε βάση τα όσα έχουν διασωθεί. Σύµφωνα µε το
διήγηµα, η νεαρή Μαρία, πηγαίνοντας για επίσκεψη στη µέλλουσα πεθερά της , έτυχε να κρυφακούσει
τη συζήτησή της µε µια γειτόνισσα. Σε αυτή εξέφραζε όλο το µένος της κατά της µέλλουσας νύφης της.
Φαίνεται πως η ψυχική ταραχή της νέας ήταν τέτοια ώστε, λόγω και της νεανικής ανωριµότητός της,
έθεσε τέλος στη ζωή της αµέσως µόλις επέστρεψε στο πατρικό της. Βλ. Φ. ∆ηµητρακόπουλου – Γ.
174
Μια φοβερή περιπέτεια κατά την περίοδο του αρραβώνα της πέρασε η
ατυχής Βάσω στο «Χρήστο Μηλιόνη». Στην αρχή του διηγήµατος ο πατέρας
της βιάζεται να την παντρέψει, προκειµένου να ξεφορτωθεί το «βάρος». Η
µητέρα της δε συµµερίζεται αυτή την άποψη, πάλι όµως για προσωπικό
όφελος. Όπως κάθε νεαρή κοπέλα, έτσι και η Βάσω τη βοηθούσε σηµαντικά
στις δουλειές του σπιτιού639. Όµως η όµορφη εξωτερική της εµφάνιση
εντυπωσίασε τον Χαλήλ αγά που αποφάσισε να την κλέψει. ∆εν άργησε
λοιπόν να πέσει θύµα απαγωγής και να βρεθεί στο χαρέµι του. Το γεγονός
προκάλεσε απερίγραπτη λύπη στον αρραβωνιαστικό της Νίκο 640, ο οποίος,
όταν είδε ότι η αγαπηµένη του δόθηκε άδικα στον αγά, κατέφυγε στο ληµέρι
του νοννού της Χρήστου Μηλιόνη, περίφηµου αρµατολού, για βοήθεια. Εκεί,
κάθε φορά που άκουγε το όνοµά της, «ἔφερε τὸν βραχίονα εἰς τὸ µέτωπον, καὶ
ἔκρυπτε τὴν µορφὴν ὑπὸ τὴν µακρὰν χειρίδα»641 προφανώς για να κρύψει τα
δάκρυά του. Η πληροφορία αυτή φανερώνει τον αληθινό έρωτα που έτρεφε ο
νέος για την αρραβωνιαστικιά του και το βαθύ πόνο που βίωνε από την άδικη
απαγωγή της και την αδυναµία του να τη βοηθήσει άµεσα. Σε αντίθεση µε τη
συνήθη τότε στάση σε τέτοια ζητήµατα, όπου το κέντρο βάρους έπεφτε στο
θίξιµο της ανδρικής τιµής και αξιοπρέπειας, ο Νίκος βάζει σε δεύτερη µοίρα
τον εαυτό του και την υπερηφάνειά του. αγωνίζεται απλά και µόνο για να
βοηθήσει την αγαπηµένη του.
Η δυστυχής Βάσω, φοβούµενη για την τύχη των γονέων της και
επιθυµώντας να τους προστατέψει, αναγκάστηκε τελικά να παντρευτεί τον
Χαλήλ Αγά. Όµως ο φόβος της για την αντίδραση του πατέρα της στο
άκουσµα αυτού του ανόσιου γάµου την οδήγησε στην απόφαση να
δραπετεύσει από το χαρέµι µεταµφιεσµένη σε Τούρκο άνδρα. Όταν αργότερα
πηγαίνει στο ληµέρι του Χρήστου Μηλιόνη και λαβώνεται κατά λάθος από τον
αρραβωνιαστικό της, που δεν τη γνώρισε αρχικά, λαµβάνει χώρα ένα
συγκινητικό γεγονός. Ο νέος ανασκίρτησε στο άκουσµα και µόνο της φωνής
της642 και κατεβαίνει αµέσως «τρέµων, πνευστιῶν», µε κοµµένη την ανάσα,
για να τη βρει. Στη θέα και µόνο της πληγωµένης αγαπηµένης του
σπαράσσεται η καρδιά του και κατηγορεί τον εαυτό του που την πυροβόλησε,
παρόλο που ήταν αδύνατο να γνωρίζει την ταυτότητα της. Με δάκρυα στα
µάτια της ζητάει απαρηγόρητα συγγνώµη κάνοντας και την ίδια να τον
Χριστοδούλου, «Τα παπαδιαµαντικά αυτόγραφα», στον τόµο Πρακτικά Α’ ∆ιεθυνούς Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, ό.π.,σ.162-165.
639
Τ.Β’,σ.12,στ.19-31.
640
Τ.Β’,σ.17, στ.7-8.
641
Τ.Β’, σ.24, στ.4-6.
642
Βλ. Τ.Β’,σ.55, στ.32.
175
αγαπήσει περισσότερο και να αναλογίζεται πώς θα του πει την αλήθεια για το
γάµο της µε τον αγά643.
Τελικά, όταν έρχεται εκείνη η στιγµή, ο νέος «οὐδεµιᾶς παρακελεύσεως
ἀνάγκην εἶχεν ἵνα συγχωρήσῃ. Μετὰ ἓξ µῆνας λήξαντος τοῦ πένθους, ὅπερ
ἔφερεν ἡ νεᾶνις διὰ τὸν νοννόν της, ἐτελέσθη ἐν Λευκάδι ὁ γάµος»644 . Με
αυτή του τη στάση εφαρµόζει στην πράξη τα λόγια του αποστόλου Παύλου
«ἡ ἀγάπη µακροθυµεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ,(…)οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ
ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑποµένει»645. Αν και η εποχή εκείνη ήταν πολύ αυστηρή σε θέµατα
ηθικής -κυρίως των γυναικών- ο Νίκος, επειδή αγαπάει τη Βάσω µε την
καρδιά του, συµπεριφέρεται πολύ πιο ώριµα και προχωρηµένα από τον µέσο
νέο. Το να δεχθεί ότι η αγαπηµένη του παντρεύτηκε, έστω και βεβιασµένα,
κάποιον άλλο και να τη συγχωρέσει είναι κάτι που αποδεικνύει την ειλικρινή
και αληθινή αγάπη του, τη γνήσια µεγαλοψυχία του. Γίνεται έτσι µιµητής του
Χριστού: «Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκµήριον, ἀδικηµάτων συγχώρησις. Οὕτω
γὰρ κι ὁ Κύριος τὸν κόσµον ἠγάπησε»646. Εποµένως, οι φοβερές δυσκολίες
που πέρασε το ζευγάρι αυτό κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του
ξεπεράστηκαν χάρη στην βαθιά αγάπη και εκτίµηση που έτρεφαν ο ένας για
τον άλλο, θεµελιώδη στοιχεία για έναν επιτυχηµένο γάµο.
643
Βλ. Τ.Β’,σ.63, στ.25 -31.
644
Τ.Β’, σ.76, στ.7-9.
645
Α’ Κορ.13,4-7.
646
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 112, Νο. µη΄.
647
Τ.Β’,σ.475, στ.15-16 και σ.495, στ.26 . «Πνευµατικός αδελφός» του Αγάλλου αναδεικνύεται ο
Στάθαρος στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια», που µπορεί να µην είχε δύο αρραβωνιαστικές, αλλά έµεινε
αρραβωνιασµένος για έντεκα ολόκληρα χρόνια ακολουθώντας την ίδια τακτική µε αυτή του Αγάλλου και
µάλιστα µε µεγάλη επιτυχία, αφού ακόµη δεν είχε παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του. Αυτή η στάση
αναµενόµενο ήταν να προκαλέσει τη δίκαιη οργή της κουνιάδας του Γηρακώς, βλ. Τ.∆’, σ. 257, 14-29.
176
648
Βλ. Τ. Β’, σ.475, στ.14. Το ίδιο αµετανόητη είναι και η µητέρα του, η οποία «εἶχε ψήσει τὸ ψάρι στὰ
χείλη" (βλ. Τ.Β’, σ.477, στ.14) και των δύο υποψήφιων νυφών της αποφεύγοντας µέχρι τελευταία στιγµή
να δώσει την ευχή της στο γάµο του γιου της µε την Αφέντρα προσποιούµενη αισθήµατα ευσπλαχνίας
προς την αδικούµενη αρραβωνιαστικιά Σµαράγδω, βλ. Τ.Β’, σ.478, στ. 3-5.
649
Τ.Β’, σ.477,15-22.
650
Τ.Β’, σ.494, στ.28-30.
651
Βλ. Τ.Β’, σ.499.
652
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, η Αφέντρα «δέχ(εται) πρόθυµα τις συµβουλές και τα επιτίµια του
π. Ιεζεκιήλ, που δεν έχουν εκδικητικο αλλά παιδαγωγικό χαρακτήρα και κοινωνικό νόηµα. Αν εκείνο που
177
πρωτίστως διακυβεύεται (…) είναι η σχέση και η κοινωνία µε τους άλλους ανθρώπους, δεν είναι
παράδοξο ότι τα επιτίµια και οι κανόνες µε πρακτικούς τρόπους κατατείνουν προς την κατεύθυνση αυτή,
για να οδηγηθούν τελικά οι χριστιανοί σε αληθινή κοινωνία και σχέση µε το Θεό», Η λειτουργική
παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 200.
653
Τ.Γ’, σ.31, στ.10-15.
654
Μτ.7,1-2.
655
Τ.Γ’,σ.33,στ.8-11.
178
656
Τ.Β’, σ.188, στ.16-19.
657
Η στάση αυτή ζωής της γριάς Φωτεινής συµφωνεί µε τις απόψεις της οσίας Μακρίνας, όπως µας τις
παραδίδει ο Γρηγόριος Νύσσης. Η οσία Μακρίνα έλεγε πως, όπως µια είναι η γέννηση και ο θάνατός
µας, έτσι και ο γάµος από τη φύση του είναι ένας. Για αυτό ισχυριζόταν ότι ο νέος µε τον οποίο την είχαν
αρραβωνιάσει οι γονείς της δεν είχε πεθάνει, αφού εκείνος που ζει σύµφωνα µε το ζώντα Θεό και µε την
ελπίδα της ανάστασης δεν είναι νεκρός, αλλά απόδηµος. Κατά συνέπεια δεν είναι σωστό να µην µείνει
πιστή στο µνηστήρα της που λείπει µακριά (Βλ.Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, PG
46, 964 CD). Κινούµενος σε αυτή τη λογική και ο Σ. Φωτίου τονίζει ότι µέσα στην Εκκλησία η αγάπη των
συζύγων «υπερβαίνει κάθε διαίρεση και χωρισµό. Τίποτε δεν µπορεί να µειώσει την αγάπη, καµία
απουσία δεν µπορεί να εκληφθεί ως µόνιµη. Στην κορύφωση της αγάπης τους οι σύζυγοι προγεύονται
την υπέρβαση του θανάτου», Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη, εκδόσεις Αρµός,
Αθήνα, 2001, σ. 52-53.
179
658
Βλ. Τ.Β’, σ. 203, στ.28-32 και σ.204, στ.1- 13.
659
Βλ. Τ.Β’,σ.192, στ.3- 7 και σ.204, στ.12.
660
Για ανάλυση του χαρακτήρα της Φωτεινής βλ.και Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική»,
Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 1, ∆όµος, 1992, σσ.19-20 και σ.22.
661
Βλ. Τ.Β’, σ.271, 1-5.
662
Τ.Β’, σ.268, στ. 1-2.
663
Βλ. Τ.Β’, σ.268, στ.3-22.
180
664
Γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον ‘’Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’’,
Σουρωτή Θεσ/νίκης, 2007, σ.287 -288 και Α’ Κορ.13,7.
665
Μτ. 16, 24.
666
Τ.Β’, σ. 272, στ.29- 31 και σ.273, στ. 1-4 και στ.15-17.
667
Παρόµοια είναι και η περίπτωση της ανώνυµης κοπέλας ( Ο Παπαδιαµάντης µας δίνει µόνο το
αρχικό του ονόµατός της : Λ…) στο διήγηµα «Τα Μαύρα κούτσουρα». Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια
ανωφελούς προσµονής, ο Αγάλλος, γιος ενός από τους προεστούς του τόπου, την ερωτεύεται µε µια
µόνο µατιά. Παραβλέποντας τον αρραβώνα της, της κάνει αρχικά καντάδα και στη συνέχεια αποφασίζει
να την εκθέσει µπαίνοντας απ’ το παράθυρο στο σπίτι της για να την αναγκάσει να απαρνηθεί τον
αρραβωνιαστικό της και να παντρευτεί εκείνον. Νωρίτερα η κόρη είχε απαντήσει στην προξενήτρα που
της έστειλε ότι «αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνεν ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος
τὴν ἐγκατέλειπε» (Τ.∆’,σ.475,στ. 6-8). Η εξαιρετικά δύσκολη αυτή απόφαση, που θα είχε αρνητικό
αντίκτυπο όχι µόνο στην ίδια αλλά και στην οικογένειά της, φανερώνει εκτός των άλλων και την ειλικρινή
αγάπη της προς τον αρραβωνιαστικό της. Όµως η Θεία Πρόνοια αποφάσισε την επόµενη ακριβώς
ηµέρα να επιστρέψει ο αρραβωνιαστικός της , ο Γιαννάκης ο ∆ράκος, ο οποίος παρέβλεψε µεγαλόψυχα
το γεγονός εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι η αρραβωνιαστικιά του του ήταν πιστή και αφοσιωµένη και
ότι «ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαµβάνει ὡς ἴδιον πταῖσµά του» (Τ.∆’, σ.477, στ.24-25).
Αναγνωρίζοντας ήδη πριν από το γάµο την αγαπηµένη του ως σάρκα εκ της σάρκας του, αναλαµβάνει
εκείνος την ευθύνη σε περίπτωση τυχόν ολισθήµατός της. Αυτή είναι και η µεγαλύτερη ανταµοιβή της
181
µια και αναγνωρίζεται από το µελλοντικό σύζυγό της η θυσία που έκανε τόσα χρόνια περιµένοντάς τον
καρτερικά.
668
Βλ. Τ.∆’, σ.249, στ. 9-10.
669
Τ.∆’, σ.249, στ.1-2.
670
Τ.∆’, σ.253, στ.1-3.
671
Παρόµοια εµφάνιση του νεκρού συζύγου στα όνειρα της γυναικός του- µετά το δεύτερο και τον τρίτο
της γάµο- διαβάζουµε στη «Χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος».Τα λόγια του είναι σχεδόν ίδια: «- Χρυσή, µ'
ἐξέχασες;» Τ. ∆’, σ.44, στ.8.
182
λόγια του Όσιου Πέτρου του ∆αµασκηνού που θεωρεί ότι το πένθος, στη
σωστή του προοπτική, µπορεί να γίνει η βάση για την πραότητα και τη
διάκριση. Έτσι και ο άνθρωπος «γίνεται ὡς πέτρα ἐρειρισµένος, (…) ἀλλ’
ὡσαύτως ἔχει ἀεί, (…)ἐν εὐχερείᾳ καὶ ἐν δυσχερείᾳ (…) . καὶ ἁπλῶς ἐν παντὶ
καιρῷ καὶ πράγµατι γινώσκει ἐν διακρίσει, ὅτι πάντα παρέρχονται, τά τε ἡδέα
καὶ τὰ ἐπίπονα. καὶ ὅτι ὁδός ἐστιν ὁ βίος οὗτος πρὸς τὸν µέλλοντα αἰῶνα. Καὶ
ὅτι ἴσως κἄν µὴ θέλωµεν τὰ γινόµενα γίνονται καὶ µάτην ταραττόµεθα καὶ τὸν
στέφανον τῆς ὑποµονῆς ζηµιούµεθα καὶ ἀντιστάται τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ
φαινόµεθα, διότι πάντα ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, καλὰ εἰσι λίαν, καὶ ἡµεῖς
ἀγνοοῦµεν»675. Ο πονεµένος δάσκαλος, έχοντας βιώσει και την «ηδύτητα»
του αρραβώνα και του γάµου µε την αγαπηµένη του και την οδύνη της
απώλειάς της, φαίνεται πως αποδέχεται καρτερικά το θέληµα του Θεού χωρίς
να δείχνει κάποιο θυµό, παρά τον δυναµικό του χαρακτήρα. Αντιθέτως,
«αξιοποιεί» το πένθος του προς όφελος των µαθητών του δηµιουργώντας µε
αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για να δεχθεί µελλοντικά «τὸν στέφανον τῆς
ὑποµονῆς», όπως και αρκετοί άλλοι παπαδιαµαντικοί ήρωες.
∆υστυχώς, όπως φαίνεται και από την ατυχία της ορφανής Σµαραγδώς
στους «Ἐλαφροΐσκιωτους», η οποία, σηµειωτέον, ήταν η πρώτη που
αρραβωνιάστηκε ο Αγάλλος676 αλλά και η σαφώς φτωχότερη, η οικονοµική
κατάσταση της αρραβωνιασµένης κοπέλας ήταν καθοριστικός παράγοντας για
την ευόδωση του αρραβώνα. Έτσι, εάν η κοπέλα προερχόταν από πολύ
φτωχή οικογένεια, ήταν εκ των πραγµάτων καταδικασµένη. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της Μαριγούλας στις «Παραπονεµένες» που
αρραβωνιάστηκε µε έναν ανάξιο άνθρωπο, ο οποίος την εκµεταλλεύτηκε για
πολλούς µήνες τρώγοντας και πίνοντας στο σπίτι της υποσχόµενος γάµο. Η
δυστυχής µητέρα της ανεχόταν τα καµώµατά του και ήταν έτοιµη να φύγει και
από την οικία της, αν η κόρη της κατόρθωνε να παντρευτεί. Ωστόσο, ο γάµος
διαρκώς αναβαλλόταν έως ότου ο «απατεώνας» γαµπρός έφυγε ξαφνικά από
το σπίτι και εξαφανίστηκε.
Μέσα σε αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση, η «καλή» της φίλη Μαρίκα,
η οποία ήταν επίσης αρραβωνιασµένη, ωθούµενη από µνησικακία ή
επιδειξιοµανία, περιγράφει µε παραστατικότητα την «ανυποµονησία» του
δικού της αρραβωνιαστικού για το γάµο τους επιτείνοντας την αγωνία και τη
θλίψη όχι µόνο της Μαριγούλας αλλά και της ατυχούς Κούλας, µιας άλλης
γειτονοπούλας, που την εγκατέλειψε ο σύζυγός της. Οι ψεύτικες µάλιστα
υποσχέσεις ότι θα «µελετήσει» πρώτα τη Μαριγούλα όταν θα στεφανώνεται,
ενώ λίγο αργότερα υπόσχεται το ίδιο στην Κούλα, φανερώνουν το πόσο
ψεύτικη και εύθραυστη είναι η φιλία τους677. Η ατοµική ευηµερία και
ικανοποίηση είναι αυτή που αξίζει πραγµατικά στα µάτια της Μαρίκας, ενώ η
675
«Βιβλίον πρῶτον: περὶ τῆς δευτέρας ἐντολῆς , καὶ ὅτι γεννήτωρ τοῦ πένθους ὁ φόβος», Φιλοκαλία,
Τ.Γ’, σ.21, στ. 34-35 και σ.22, στ.1-7.
676
Βλ. Τ.Β’, σ.477, στ.19.
677
Βλ. Τ.Γ’, σ.194, στ.24-28.
184
Ευτυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που ένας έρωτας, παρά τις όποιες
αντιξοότητες, καταλήγει σε έναν ευτυχή γάµο. Έχουµε ήδη αναφερθεί στην
περίπτωση της «χήρας παπαδιάς», όπου τα κωλύµατα που υφίστανται για το
συγκεκριµένο γάµο παραβλέπονται, χάρη στο ζήλο και την επιµονή του
γαµπρού. Ο δε Γιάννης στον «Ἀµερικάνο» παντρεύτηκε τη Μελάχρω µετά
από είκοσι χρόνια απουσίας. Στη συνέχεια θα αναλύσουµε µερικούς ακόµη
αίσιους έρωτες.
Στη «Βλαχοπούλα» ο έρωτας του Ζήσου για τη Φλώρα ξεπέρασε
ακόµη και το φοβερό εµπόδιο της κατάκρισης των γειτόνων και της «κακής
φήµης» που απέκτησε αδίκως η κοπέλα µετά την ξαφνική επιστροφή της στο
χωριό. Ο νεαρός στρατιώτης είχε ερωτευθεί τη νεαρή κοπέλα, όταν
υπηρετούσε στο σπίτι του λοχαγού του. Το σπίτι αυτό ήταν δίπλα στο σπίτι
όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια η Φλώρα και έτσι ο νεαρός συχνά κοίταζε την
κοπέλα «κρυφά, γλυκά, ἥσυχα, καὶ ἡ κόρη ἤρχισε νὰ συγκινῆται»679. Με τη
σεµνότητά του και το σεβασµό που έδειχνε απέναντί της κέρδισε σιγά σιγά το
ενδιαφέρον της.
Το ζευγάρι αυτό παραλίγο να µην είχε ευτυχή κατάληξη λόγω των
συκοφαντιών που διαδόθηκαν εναντίον της Φλώρας ότι «ἐδιώχθη, ὄχι ὅτι
ἔφυγεν οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν ἐν Ἀθήναις οἰκίαν». Χωρίς να επιχειρηθεί καµία
εξακρίβωση των διαδόσεων αυτών «καλοθελήτριαι χωρικαὶ δὲν ἔλειπαν
πρόθυµοι νὰ ρίπτωσιν ἐναύσµατα εἰς τὴν φλόγα τῆς δυσφηµίας, µετὰ τῆς
αὐτῆς εὐκολίας, µεθ' ἧς ἔρριπτον ξηρὰ κλαδιὰ εἰς τὸν φοῦρνον, ὃν ἤθελον ν'
678
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 38, Νο.
οη’.
679
Τ.Β’, σ.373, στ.4-7.
185
680
Τ.Β’,σ.372, στ.1-5.
681
Τ.Β’, σ.367, στ.3-5.
682
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τρίτη» , Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 34, Νο.νε’.
683
Τ.Β’, σ. 377, στ. 16-21.
684
Τ.Β’, σ.209, στ.6-7.
186
αιτία αυτού του φόβου ήταν ότι «δὲν εἶχε τόσον καλὸν ὄνοµα εἰς τὸν
τόπον»685. Από την άλλη πλευρά η Ματούλα, πέρα από κόρη εύπορης
οικογενείας του τόπου, ήταν και εξαιρετικά όµορφη. Η θελκτικότητα της
ξεπερνάει τα όρια του συνηθισµένου: «Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου
ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταµιευµένα
νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, µὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ
ρόδου. Ἡ κόµη ἐπέστεφε τὸ µέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόµενον νέφος µὴ
ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόµεναι
ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλµούς της ὡς λευκὴ ὁµίχλη
ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη µὲ τὴν
ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο µορµυρίζοντα: φίλησέ µε! »686. Ακόµη και τα ρούχα
της αποπνέουν ερωτισµό687 . Μια τέτοια κοπέλα φυσικό ήταν να έχει πολλούς
θαυµαστές, αν και στο διήγηµα δεν αναφέρονται.
Για να αυξήσει τις πιθανότητές του, κατέφυγε σε ένα αθέµιτο µέσο: τη
µαγεία- µαντεία. Απευθύνθηκε σε µια «µάγισσα» της πολίχνης, η οποία
χρησιµοποίησε τα χαρτιά και τη µέθοδο του αυγού, για να «πληροφορηθεί»
το «εὐδόκιµον» του έρωτά του. Η αµαρτωλή και αξιοκατάκριτη πράξη του έχει
δύο ελαφρυντικά: το νεαρόν της ηλικίας του και τον ειλικρινή 688 έρωτά του. Τα
ερωτικά του αισθήµατα αδρανοποιούν τη λογική του ενώ τον καθιστούν
αφελή, δεισιδαίµονα και υπερβολικά εύπιστο. Σε κανένα άλλο διήγηµα του
Παπαδιαµάντη δεν βλέπουµε κάποιον άνδρα να καταφεύγει λόγω έρωτα στη
µαγεία. αυτό είναι «ἴδιον» των γυναικών689. Ωστόσο, οι προθέσεις του Κωστή
685
«Ὁ κόσµος τὸν ἐκακολόγει ὡς παραµελοῦντα τὰς σπουδάς του, ὡς ὀκνηρόν, ὡς ἀσωτεύοντα τὴν
µικρὰν πατρικήν του κληρονοµίαν, ὡς κιθαρῳδὸν τῆς νυκτός, ὡς οἰνοπότην», Τ.Β’, σ.198, στ.11-13.
686
Τ.Β’, σ. 184, στ.30-34 και σ.185, στ.1-3. Όπως σωστά επισηµαίνει η Ε. Κιτσοπούλου υπάρχει άµεση
σύνδεση ανάµεσα στην περιγραφή της κόρης και την περιγραφή της φύσης: «Η Πρωτοµαγιά είναι η
κόρη, η προέκτασή της και ταύτιση, και η κόρη είναι η πρωτοµαγιά», Ε. Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντη:
Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.17. Το ίδιο σηµειώνει και η κ. Κωνσταντινίδου: «Η
αισθησιακή περιγραφή της Ματής (…) υπογραµµίζει την αντιστοιχία του κοριτσιού στην ακµή της
οµορφιάς του µε τη λαµπρότητα της άνοιξης όταν ξεχειλίζει η γονιµότητα της φύσης και η ερωτική ορµή
του ανθρώπου» , «Ο Παπαδιαµάντης και η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη , σ. 399-400. Τέλος, για την «µετ’ ἔρωτος καὶ στοργῆς»
περιγραφή του ανθρώπινου σώµατος στο έργο του Παπαδιαµάντη βλ. Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές
προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.190.
687
Είναι τόσο µικρά και µε τέτοιο τρόπο φορεµένα, ώστε καθίστανται σχεδόν προκλητικά: από τη µία το
«λεπτὸν λευκὸν µανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον» ήταν «τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως
διπλωµένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ µὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόµη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, µέχρι
τῆς ὀσφύος κατερχοµένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς» (σ.184, στ.12-15), ενώ
από την άλλη φορούσε «µικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν µεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ
ἀνάστηµά της» (σ.184, στ.18-19). Τα λιγοστά ρούχα µε τα οποία µένει στη συνέχεια τονίζουν ακόµη
περισσότερο την οµορφιά της: «Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της,
εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ' ἔµεινεν µόνον µὲ τὸ µεσοφούστανον, µὲ τὸ ὁλοβρόχινον ὑποκάµισον
καὶ µὲ τὴν λευκὴν βαµβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς µέσης, ἡ χάρις τοῦ
ἀναστήµατος και το γλαφυρό των κόλπων της»(σ.184, στ.26-28).
688
«ἦτο, κατὰ τὰ δύο τρίτα τοὐλάχιστον, εἰλικρινῶς ἐρωτευµένος», Τ.Β’, σ197, στ.37-38.
689
Η ενέργειά του αυτή µεταξύ άλλων οδηγεί την Π. Καρπούζου στο συµπέρασµα ότι σε αυτό το
διήγηµα «ο έρωτας παρουσιάζεται ως συνώνυµο της νεότητας, της αφέλειας και του ροµαντισµού» , βλ
Π. Καρπούζου, «Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ.215. Πράγµατι, τα αισθήµατα του Κωστή διακρίνονται τόσο από
αφέλεια, όσο και από ροµαντισµό, δύο στοιχεία που τον οδηγούν σε αυτή την µη αναµενόµενη πράξη.
187
694
Πρβλ. Ρ. Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ. 52.
695
Βλ. Τ.Β’, σ.194, στ.20-21.
696
Όπως σηµειώνει για το σηµείο αυτό η Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, η ερωτική επιθυµία , που στα
συνήθη ειδύλλια « ικανοποιείται µέσα στην οµορφιά της φύσης, εδώ µετατίθεται στις λέξεις και
µετατρέπει τους εραστές σε συγγραφέα και αναγνώστη. Η Ματή ως αναγνώστρια (…) δεν
ανταποκρίνεται άµεσα στο ροµαντικό πάθος του νέου, αλλά θεωρεί το κείµενο ως λεκτική απόδειξη ενός
ερωτικού πόθου που µπορεί να έχει ως στόχο την προσβολή της τιµής της ή την απόκτηση της
περιουσίας της. Απέναντι στο µάταιο πάθος του Κωστή υπάρχει η αστική ηθική της Ματής», « Η
ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Η αδιάπτωτη Μαγεία, Ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν,
Αθήνα 1992, σ.73 . Θεωρούµε ότι η Ματή κρατάει αυτή τη στάση, για να φυλάξει τη θέση της στον
κοινωνικό περίγυρο και να συγκαλύψει τα πραγµατικά αισθήµατά της, κάτι που συνήθιζαν οι νεαρές
κοπέλες της εποχής εκείνης. Μπορεί, όταν διαβάζει το γράµµα, να αµφιβάλλει προσωρινά για τους
ανιδιοτελείς σκοπούς του Κωστή , όµως, όπως θα καταδείξουµε αµέσως µετά, το ερωτικό ενδιαφέρον
της για τον Κωστή είναι βέβαιο.
697
Τ.Β’, σ.205, στ.28-30.
698
Τ.Β’, σ.195, στ.4-5.
189
γράµµα που βρήκε κοντά στον τοίχο του περιβολιού τους, η Ματή
«ἠρυθρίασε» και «ἔσπευσε νὰ κρύψῃ τὸ γράµµα εἰς τὸν κόλπον της»699, όταν
την πλησίασε η γηραιά θεραπαινίδα της. Οι ψυχρές απαντήσεις της στη
Φωτεινή συνοδεύονται από αγωνία και «ἐρυθρές παρειές»700. Άθελά της η
γηραιά κουβερνάντα «µᾶλλον ἐκέντα καὶ ἠρέθιζε τὴν φαντασίαν καὶ τὴν
περιέργειαν τῆς κόρης, ὁµιλοῦσα αὐτῇ περὶ τοῦ νέου ἐκείνου!»701.
Έτσι, ξεφεύγοντας από το άγρυπνο βλέµµα της, κατευθύνεται στον
οικίσκο του περιβολιού εξαιτίας της πληροφορίας που πάλι έλαβε από τη
Φωτεινή ότι ο Κωστής φαινόταν από το παράθυρο να είναι εκεί κοντά.
Εισέρχεται «µετά παλµοῦ καρδίας»702 -δείγµα ερωτευµένης ψυχής- και κοιτάει
«ἐναγωνίως διὰ τοῦ µικροῦ παραθύρου»703 αναζητώντας τον αγαπητό πλέον
Κωστή. Η απογοήτευσή της, όταν δεν τον βλέπει, έκδηλη704. Αποφασίζει
λοιπόν να διαβάσει το ποίηµα του «δίς καὶ τρίς». Στο δε άνοιγµα της πόρτας
του οικίσκου, αρχικά «ἀνεσκίρτησε, νοµίσασα ὅτι ἦτο ὁ Κωστής»705, ενώ, κατά
τη διάρκεια της ερωτικής επίθεσης που δέχθηκε από τον Αγρίµη, το δεύτερο
πρόσωπο706 το οποίο αποζητά για βοήθεια είναι εκείνος. Έχοντας λοιπόν
υπόψη τα παραπάνω, συµπεραίνουµε ότι η απάντησή της στο τέλος του
διηγήµατος στην ερώτηση του πατέρα της ότι «ἀφοῦ ἐξάπαντος ἔµελλε νὰ
ὑπανδρευθῇ, (η ηλικία της και η περιουσία της της έδινε ένα σεβαστό
περιθώριο χρόνου) "καλύτερ' αὐτός, παρὰ ἄλλος"» µόνο ως διπλωµατική
(έστω κι αν ειπώθηκε «ἀφελῶς») θα µπορούσε να χαρακτηριστεί707.
Από τα παραπάνω αποσπάσµατα καθίσταται προφανές ότι ο έρωτας
αυτός ξεκινάει µεν ως µονόπλευρος, αλλά στη συνέχεια, χάρη στην επιµονή
του Κωστή και την ακούσια συµβολή της γριάς- Φωτεινής, βρίσκει σιγά σιγά
ανταπόκριση. Αν κρίνουµε µάλιστα και από την εξωτερική περιγραφή του
Κωστή, η οποία ανταποκρίνεται στο πρότυπο του ωραίου νέου της εποχής708,
δεν περνούσε διόλου απαρατήρητος.
Παρατηρούµε λοιπόν µια ανοδική πορεία στα συναισθήµατα της
Ματής, παρόλες τις επιµελείς προσπάθειές της να τα κρύψει. Αντίθετα, ο
Κωστής διακρίνεται από µια σταθερότητα στα αισθήµατά του. Θα πρέπει
όµως να ληφθεί υπόψη και το εξής: οι άνδρες είχαν την πολυτέλεια να
δείχνουν ξεκάθαρα τον έρωτά τους. Απεναντίας, οι γυναίκες - µε εξαίρεση την
πολύπαθη Αυγούστα- είναι ή αναγκάζονται να είναι συνεσταλµένες και
699
Τ.Β’, σ.191, στ.3.
700
Τ.Β’, σ.191, στ.16-17.
701
Τ.Β’, σ.203, στ.1-3. Για τον σηµαίνοντα ρόλο της γραίας Φωτεινής στο ερωτικό ειδύλλιο µε την
προσωπική της θλιβερή ιστορία, που ,σύµφωνα µε τον Ι.Κ. Κολυβά, προδίδει την φθοροποιό προοπτική
του έρωτα αυτού, αλλά και κάθε έρωτα, βλ. «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», ό.π. σ.19.
702
Τ.Β’, σ.193, στ.19.
703
Τ.Β’, σ.193, στ.19.
704
Βλ. Τ.Β’, σ.193, στ.27-30.
705
Τ.Β’, σ.195, στ.14-15.
706
Μετά τη Φωτεινή.
707
Τ.Β’, σ.209, στ.4-5.
708
«Ἦτο ὑψηλός, µὲ ἀρρενωπὴν ὄψιν, µὲ γλυκεῖς µέλανας ὀφθαλµοὺς καὶ µ' ἐκφραστικοὺς χαρακτῆρας.
Τὸ βάδισµά του ἦτο ὑπερήφανον, µετά τινος ἐπιτηδεύσεως, οἱονεὶ συρτόν, καὶ εἶχε λεπτὸν µαῦρον
µύστακα στριµµένον» , Τ.Β’,σ.185, στ.21-24.
190
709
Τ.Β’, σ.209, στ.3.
710
Η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, αναλύοντας το τέλος το διηγήµατος, καταλήγει στο σωστό συµπέρασµα
ότι, «όπως στη φύση η εναλλαγή των εποχών είναι αναλλοίωτη και ‘’τη θεσπεσία’’άνοιξη διαδέχεται το
θέρος, έτσι και στη ζωή των κοριτσιών τη ‘’θεσπεσία παρθενική καλλονή’’ τη διαδέχεται ο γάµος. Όπως
η άνοιξη θερίζεται από το καλοκαίρι, έτσι και ο «έρος» (ως σηµαίνον περισσότερο) ‘’θερίζεται’’ από το
θέρος- γάµο.», «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.75. Για το τέλος του διηγήµατος
βλ. επίσης Ρ. Ζαµάρου, ό.π. σ.37 και σ.42, όπου ερµηνεύεται η αµφισηµία του γάµου, ως µιας
κατάστασης θετικής αλλά και αρνητικής, γιατί «σηµαίνει το τέλος ενός κύκλου στη ζωή των γυναικών».
Τέλος, βλ. Ι.Κ. Κολλυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια, τ.1’, ∆όµος, 1992,
σ.19.
711
Βλ. «Ὁ Πανδρολόγος», Τ.Γ’, σ. 373 – 382.
712
Τ.Γ’, σ.380, στ.3-12.
191
713
Τ.Γ’, σ.380, στ. 2-3.
714
Τ.Γ’, σ.375, στ. 29.
715
Τ.Γ’, σ.375, στ.27.
716
Βλ. Τ.Γ’, σ.376, στ.1-14.
192
717
Στο διήγηµα «Ποία ἐκ τῶν δύο», Τ.∆’, σ.107-109.
718
Τ.∆’, σ. 107, στ. 15-17.
719
Βλ.Τ.∆’, σ.107, στ.5-6 και 20.
720
Βλ. Τ.∆’, σ.108 , στ. 13.
193
725
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ανεµόσκαλα µεταξωτή», Παπαδιαµαντικά Τετράδια, Τ.9,
Πρωτοχρονιά 2010, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, σ.38.
726
Παρατηρούµε ότι σε αντίθεση µε το Γιωργή στο «Ἔρως- Ἥρως», που αναλύσαµε σε προηγούµενη
ενότητα, ο Νίκος παίρνει το µέλλον του στα χέρια του. Ο Γιωργής βρίσκεται «ἐν µακαρίᾳ ἀγνοίᾳ» και ενώ
είχε πληροφορηθεί για τον επικείµενο αρραβώνα της Αρχόντως (ο οποίος κατέληξε τελικά σε γάµο) δεν
έκανε τίποτα για να τον αποτρέψει ελπίζοντας αόριστα ότι στο µέλλον θα µπορούσε «νὰ χαλάσῃ τοὺς
ἀρραβῶνας». Και ενώ «ἦτο ἱκανός, αὐτός, νὰ τὸ κλέψῃ, τὸ Ἀρχοντώ» (Τ.Γ’,σ.173, στ.32) δεν τόλµησε
να το πράξει στη σωστή στιγµή. Συνεπώς, η αδράνεια του κόστισε την ευτυχία του σε εγκόσµιο
επίπεδο. Ωστόσο, η υπέρβαση του φοβερού πειρασµού που υπέστη κατά τη µετάβαση της ύπανδρης
πλέον Αρχοντώς στο χωριό του συζύγου της του άνοιξε το δρόµο για τον επαναπροσδιορισµό της
χλιαρής έως τότε πίστεώς του και για την προσέγγιση της αληθούς ευτυχίας, που κατακτάται µέσω της
αγαπητικής σχέσης µε την όντως Αγάπη, το Θεό.
Ο Νίκος, από την άλλη, δε χάνει ούτε λεπτό. Την ίδια µέρα που πληροφορείται για τα σχέδια του
πατέρα της Τσούλας σπεύδει να τη βρει και να την παντρευτεί χωρίς να αφήσει περιθώριο αντίδρασης
στην οικογένειά της. Η αγωνιστική του διάθεση και οι δυναµικές του ενέργειες έφεραν το επιθυµητό
αποτέλεσµα. Το κατά πόσο ευχαριστηµένη ήταν η Αρχόντω µε το γάµο της δεν θα το µάθουµε ποτέ.
Την ευτυχία της Τσούλας όµως δεν µπορούµε να την αµφισβητήσουµε.
727
Τ.∆’,σ.209, στ.29 και σ.210, στ.3-6.
728
Τ.∆’, σ. 210, στ.9.
729
Α. Ιω’.4, 18. Βλ. επίσης Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.39.
730
Τ.∆’, σ.209, στ.31.
731
Τ.∆’, σ.210, στ.12.
195
Κατά τη διάρκεια του έγγαµου βίου ο έρωτας µεταξύ των δύο συζύγων
είναι βασικό συνεκτικό στοιχείο. Όταν µάλιστα συνδυάζεται µε τον κοινό τους
αγώνα για ενάρετη ζωή, µπορεί να λειτουργήσει στην πληρότητά του ως
κλίµακα αναγωγής προς την πηγή του όντως Έρωτα, το Θεό, που τον έσπειρε
µέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Ο αληθινός έρωτας µεταξύ των δύο
συζύγων µεταµορφώνει τα αισθήµατα, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της
ζωής τους και αποτελεί την καλύτερη βάση για την µετέπειτα ανάπτυξη της
συζυγικής αγάπης. Αυτή η αγάπη τελειοποιεί τον έρωτα κάνοντάς τον
διαχρονικό και αιώνιο732.
Ωστόσο, ο συζυγικός έρωτας και η συζυγική αγάπη χρειάζονται
εσωτερική προετοιµασία και προσωπικό αγώνα εκ µέρους και των δύο
συζύγων για να µείνουν αναλλοίωτα στο πέρασµα του χρόνου και στις
δυσκολίες του καθηµερινού βίου. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ο συζυγικός
έρωτας να καταστεί µονόπλευρος ή, το χειρότερο, να απουσιάζει εντελώς από
τη ζωή του ζευγαριού. Τότε οι κίνδυνοι αναζωπύρωσης ή εµφάνισης παλαιών
ή νέων παθών, που απειλούν τη συνοχή και την ίδια την ύπαρξη των δύο
συζύγων ως «σάρκα µία», είναι ορατοί.
735
Τ.Γ’, σ. 202, στ.21-32.
736
Τ.Γ’, σ.202, στ. 31.
737
Τ.Γ’, σ.204, στ.7-8.
738
Εφ.5, 25-33.
739
Τ.Γ’, σ.204, στ.13-14.
740
Τ.Γ’, σ.204, στ.19-21.
197
την απώλεια του αγαπηµένου της συζύγου, παρακάλεσε τους θεούς να την
µετατρέψουν σε βράχο. Θεωρούσε ότι η ζωή της δεν είχε κανένα νόηµα χωρίς
τον αγαπηµένο της και για αυτό θέλησε να πετρώσει ολόκληρη, όπως
σκλήρυνε η καρδιά της µακριά από τη θερµή αγκαλιά του. Η υπερβολική της
αγάπη στάθηκε, σύµφωνα µε το θρύλο, η αιτία να χαθεί ο σύζυγός της, αλλά
δεν παύει να είναι ένα σύµβολο πραγµατικής αγάπης και συζυγικής
αφοσίωσης.
741
Βλ.«Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 85 -97.
742
Τ.∆’, σ. 89, στ. 32-33.
743
Τ.∆’,σ. 89, στ.31.
744
Η ιστορία του γερο- Φραγκούλη µοιάζει σε ορισµένα σηµεία µε αυτή του Ιωβ. Παρόλο που ο
γέροντας ήρωας του Παπαδιαµάντη έχει πολλές διαφορές στο χαρακτήρα από τον δίκαιο Ιώβ και
υφίσταται δοκιµασίες από δικά του λάθη, η αντιµετώπιση των οικονοµικών δυσχερειών και του θανάτου
του παιδιού του είναι παρόµοια. Θλίβεται, δεν κατηγορεί σε καµία περίπτωση το Θεό για τη δυστυχία
του και προσεύχεται θερµά ελπίζοντας στο έλεός Του.
745
«Σύµβασις ὀδυνηρὰ µνήµην Θεοῦ παρέχει τῷ συνετῷ», Μάρκου του Ασκητού, «Περί νόµου
πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.99, Νο.νς’.
746
Η κατάνυξη και η εσωτερική συντριβή είναι άλλωστε ενδείξεις της ειλικρινούς προσευχής του
Φραγκούλα. Όπως γράφει και ο πατριάρχης Κάλλιστος: «Εἰ βούλει µαθεῖν πῶς δεῖ προσεύχεσθαι,
.
σκόπει τὸ τέλος τῆς προσοχῆς ἢ καὶ τῆς προσευχῆς, καὶ µὴ ἀπατῶ ταύτης γὰρ τὸ τέλος ἀγαπητέ,
κατάνυξίς ἐστι διηνεκὴς, συντριβὴ καρδίας, ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον» , «Κεφάλαια περί προσευχής»,
Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.298, Νο.ιδ’.
198
ἔκλαιεν... (…) ἠγάπα καὶ ἡµάρτανε καὶ µετενόει...»747) και όχι οργής, γιατί
συνειδητοποιεί ότι σε ένα µεγάλο βαθµό ευθύνεται ο ίδιος για τα δυστυχή
συµβάντα. Συνεπώς, το πένθος και αυτά τα δάκρυα καθίστανται καθαρτήρια
των παθών και των αµαρτιών του748.
Από την άλλη, θεωρούµε ότι κατά θεία παραχώρηση υπέστη ο γερό-
Φραγκούλης τα δύο αυτά πλήγµατα µε σκοπό να ωφεληθεί πνευµατικά µέσω
της ταπείνωσης και της υπέρβασης των φοβερών παθών του θυµού και της
οργής που τον ταλάνιζαν στα νεανικά του χρόνια και κατέστρεψαν την
οικογενειακή του γαλήνη749. Η παιδαγωγία αυτή του Θεού ίσως φαίνεται
αρχικά σκληρή, γίνεται όµως κατανοητή, όταν προσεγγίζεται υπό τη
σωτηριώδη της προοπτική: «Εἰς τάς ἀκουσίους ὀδύνας, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
ἐγκέκρυπται, τὸν ὑποµένοντα, εἰς µετάνοιαν ἕλκον καὶ ἀπαλλάττον τῆς αἰωνίου
κολάσεως»750. Η θυσία της Κουµπώς πέτυχε αυτό που δεν είχε καταφέρει
µόνος του τόσα χρόνια: να συντριβεί εσωτερικά, να µετανοήσει και να
πενθήσει διπλά. τη στέρηση του παιδιού του και το µέγεθος των αµαρτιών
του. Ως αποτέλεσµα, ο γερο- Φραγκούλης, µέσα από τον πόνο, το σωτήριο
πένθος και τη µετάνοια, αποκτάει την ελπίδα πως θα λάβει συγχώρηση από
το Θεό. Επιπλέον, µε την υποµονή που δείχνει στις δοκιµασίες αυτές (µια
αρετή που δεν διέθετε έως τότε, υποταγµένος στον εγωισµό και την οργή)
αποδεικνύει έµπρακτα την αγάπη του προς το Θεό. Με αυτόν τον τρόπο
προχωράει ένα βήµα πιο κοντά στη σωτηρία751.
Ο γερο- Φραγκούλης, συνεπώς, βρήκε το σωστό δρόµο και έστρεψε-
µε τη συγκατάθεση πλέον και της γυναίκας του752- όλη του την αγάπη προς το
Θεό και την Παναγία ποθώντας ολόψυχα τον µοναχικό βίο, αν και «ὀλίγον
ἀργά». Έχοντας πλέον εσωτερική γαλήνη και ελπίδα, επικαλείται «τὸν
"Γλυκασµὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβοµένων τὴν χαράν"» να τον σκεπάσει µε
τη χάρη της και να τον σώσει από «‘’τῶν αἰωνίων βασάνων...’’»753.
747
Βλ.Τ.∆’ , σ.89, στ.27-28.
748 .
«∆ιὰ γὰρ τούτων (ενν. τῶν δακρύων), τῶν µὲν παθὼν καὶ µολυσµῶν καθαιρόµεθα τῶν δὲ χρηστῶν
.
καὶ σωτηρίων ἐν µεθέξει γινόµεθα, ὥς φησιν ὁ τῆς Κλίµακος ὥσπερ τὸ πῦρ ἀναιρετικὸν καλάµης, οὕτω
τὸ δάκρυον τὸ ἁγνόν, παντὸς ῥύπου φαινοµένου καὶ νοουµένου», Κ. και Ι. Ξανθόπουλοι, «Περὶ τῶν
αἱρουµένων ἠσύχως βιῶναι», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.225, Νο.κε’.
749 .
Στο γέροντα αυτό δόθηκαν αυτές οι δοκιµασίες «πρὸς ἤδη γεγονότων ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν » και
«πρὸς µελλόντων ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπὴν» βλ.Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων
ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.20, Νο.µε’.
750
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, τ.Α’, σ.118, Νο. ρλθ’.
751
«Κρεῖττον γάρ ἐστι διὰ τῆς ὑποµονῆς τῶν ἐπερχοµένων καταφεύγειν πρὸς τὸν Θεόν, ἢ φόβῳ τῶν
κινδύνων, τὴν ἔκπτωσιν ὑποµένειν καὶ εἰς τάς τοῦ διαβόλου χεῖρας ἐµπεσεῖν, τὴν αἰώνιον ἔκπτωσιν,
.
µᾶλλον δὲ κόλασιν σύν αὐτῷ ἐπισπᾶσθαι ἐπειδὴ ἐν ἐκ τῶν δύο πρόκειται ἡµῖν, ἢ τὸ ὑποµένειν τὰ πρῶτα
καὶ πρόσκαιρα, ἢ τὰ δεύτερα καὶ αἰώνια», Πέτρου ∆αµασκηνού, «Ὅτι ταπεινοφροσύνης δίχα ἀµήχανον
σωθῆναι», «Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.88, στ. 1-5.
752
Την οποία δε σταµάτησε φυσικά να αγαπάει, απλά ο συζυγικός του έρωτας µετουσιώθηκε πλέον σε
πνευµατική αγάπη (βλ. Τ.∆’,σ.96, στ.31-33).
753
Τ.∆’, σ.97, στ. 16-20.
199
754
Τ.Α’, σ.137, στ. 17 και στ.25-27.
755
«Ἠγάπα τὸν σύζυγόν της καὶ ἔτρεφε βαθεῖαν στοργὴν πρὸς τὴν ὡραίαν νῆσον» ,Τ.Α’, σ.138, στ.33-34
756
Τ.Α’, σ. 139, στ.4- 7.
757
Ο Γ.Βαλέτας θεωρεί ότι έµµεσα υπεύθυνος για την απαγωγή και την µετέπειτα πνευµατική
κατάπτωση της Αυγούστας είναι ο ίδιος ο σύζυγός της, λόγω της ξενόδουλης ψυχονοοτροπίας του.
Προκειµένου να εξασφαλίσει περισσότερα προνόµια από τους Βενετούς, χαρίζει στο Μάρκο Σανούτο
ένα ολόκληρο καράβι, τον βάζει στο σπίτι του και του «προσφέρει» περίπου και τη γυναίκα του,
ελπίζοντας ότι αυτός θα διατηρήσει τον «ιπποτισµό» του, βλ. Γ.Βαλέτα, «Παπαδιαµάντη. Η ζωή- το
έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ.507. Το ίδιο υποστηρίζει και ο κ. Μπαστιάς , βλ , Μπαστιά
Κ, «Παπαδιαµάντη: δοκίµιο», εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.89-91. Συµφωνούµε µόνο εν
µέρει µε τους δύο µελετητές. Την άποψή µας θα την εκθέσουµε αναλυτικά στο κυρίως µέρος της
εργασίας.
758
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ. 90.
200
759
Βλ.σχετικά Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, σ.91.
760
Τ.Α’, σ.218, στ.6-8.
201
Οὐδέποτε εἶχον ἀγαπήσει µὲ νεανικὸν πάθος τὸν σύζυγόν µου. Μοὶ ἐφαίνετο
βαρὺς καὶ ὀχληρός, ἂν καὶ αὐτὸς µὲ ἠγάπα»761. Αυτά τα λόγια, που έρχονται
σε µερική αντίθεση µε την πληροφορία που έχουµε στην αρχή ότι η Αυγούστα
«ἠγάπα τὸν σύζυγόν της», µπορούν να κατανοηθούν αν αναλογιστούµε το
είδος της αγάπης που έτρεφε η Αυγούστα προς εκείνον. Φαίνεται πως η
αγάπη της ήταν περισσότερο αποκύηµα σεβασµού και εκτίµησης και όχι
έρωτα. Η Αυγούστα λοιπόν δ ε ν υ π ή ρ ξ ε π ο τ έ ε ρ ω τ ε υ µ έ ν η µ ε τ ο
σ ύ ζ υ γ ό τ η ς . Πιθανόν αρνητικό ρόλο -πέρα από την «οχληρότητά»762 του-
να έπαιξε και η αδυναµία τους να αποκτήσουν παιδιά 763, κάτι για το οποίο ο Ι.
Μούχρας έχει σηµαντικό µερίδιο ευθύνης, όπως είδαµε παραπάνω.
Όταν ο δυστυχής Ιωάννης θα φτάσει στο νησί της Πάτµου, επειδή
έλαβε την πληροφορία για τη διαµονή της Αυγούστας σε µια από τις µονές
του, έχει άσχηµο προαίσθηµα: «∆ύναµαι ἄρα νὰ ἐλπίσω ὅτι θὰ ἐπανέλθη εἰς
ἐµὲ ἡ νεότης, ὁ ἔρως καὶ ἡ οἰκιακὴ εἰρήνη; (…)Τὶς ἠξεύρει ἂν δὲν ἠγάπησε τὸν
Βενετὸν καὶ ἂν δὲν τὸν ἀγαπᾶ ἀκόµη; (…) ∆ύναται γυνὴ γευθεῖσα τῶν
ἀκολάστων ἡδονῶν τοῦ ἀσώτου βίου νὰ ἐπανέλθη εἰς τὴν ἑστίαν τοῦ συζύγου
της; »764. Η µόνη του ελπίδα είναι να έχει µετανοήσει η γυναίκα του και να έχει
αφιερωθεί στο Θεό, γιατί «τὶς δύναται νὰ ζηλοτυπήση τοιοῦτον ἀντίζηλον;»765.
Μέσα στη ψυχή του ο πειρασµός της ζηλοτυπίας του προκαλεί απίστευτο
πόνο. ∆εν µπορεί να δεχθεί πως ένας ξένος στον οποίο φέρθηκε τόσο καλά
του το ανταπέδωσε κάνοντάς του τόσο κακό. Για αυτό και δεν µπορεί µέσα
στην καρδιά του να τον συγχωρέσει. Λέει χαρακτηριστικά στο Μηνά:
«φαντάσθητι, φίλε µου, ἠξεύρεις τι θὰ εἴπῃ τοῦτο; Νὰ εἶσαι ἀνὴρ τίµιος, ἀγαθός,
ἄµεµπτος, νὰ ἀγαπᾷς περιπαθῶς γυναῖκά τινα, ἥτις νὰ εἶναι σύζυγός σου, νὰ
τὴν νοµίζῃς εὐτυχίαν σου, κόσµηµά σου, θησαυρόν σου, καταφυγήν σου,
ἐλπίδα σου εἰς τοῦτον τὸν κόσµον! Καὶ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν σου ξένος τις, ὃν
νὰ φιλοξενήσῃς µετὰ προθυµίας, καὶ νὰ σοῦ ἁρπάσῃ τὴν γυναῖκα ταύτην καὶ νὰ
φύγῃ µετ' αὐτῆς! Ὤ, κόλασις!»766. Το πάθος της οργής, του θυµού και της
λύπης έχει φωλιάσει µέσα στη ψυχή του και τον οδηγεί στη βίωση µιας
πραγµατικής κόλασης, γιατί µε τις δικές του δυνάµεις και χωρίς την επίκληση
της βοήθειας του Θεού δεν µπορεί να τα καταφέρει: «Ὅταν ὑπὸ ὀργῆς ἡ ψυχὴ
ταράττηται(..) ἢ ὑπὸ χαλεπῆς δυσθυµίας ὀχλῆται, οὗ δύναται ὁ νοῦς ἐγκρατὴς
761
Τ.Α’, σ.227, στ. 17-22. Είναι βέβαιο ότι την αγαπούσε, αλλά έδινε προτεραιότητα στις προσωπικές
του φιλοδοξίες, κάτι που εισέπραττε η Αυγούστα ως οχληρότητα.
762
Η οχληρότητα αυτή του Ι. Μούχρα κατά το διάστηµα της έγγαµης ζωής του µε την Αυγούστα φαίνεται
πως επηρέασε αρνητικά τα αισθήµατά της απέναντί του. Όπως επισηµαίνει ο π. Φ. Φάρος, σε ένα γάµο
ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της πλήξης και της αντιµετώπισης των εγγύτερων σχέσεων του ζευγαριού
ως ενός είδους καθήκοντος από το οποίο απουσιάζει η τρυφερότητα και η ουσιαστική ψυχοσωµατική
ενότητα. Κατά συνέπεια, η ανάγκη για τρυφερότητα µπορεί σε µια τέτοια περίπτωση να οδηγήσει τον
ένα ή και τους δύο συζύγους στην αναζήτησή της «έξω από το γάµο και ειδικότερα, στην παρανοµία,
στο απόκρυφο και στο βρώµικο». Παρά το γεγονός ότι η Αυγούστα δεν επιδίωξε από µόνη της αυτή την
λανθασµένη «διέξοδο», όταν οι συνθήκες την οδήγησαν σε αυτή, δόθηκε ψυχή τε και σώµατι. Βλ. π. Φ.
Φάρου, Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ. 26.
763
Βλ. τα ειρωνικά κουτσοµπολιά της υπηρέτριάς της Σεντίνας, Τ.Α’, σ. 160-162.
764
Τ.Α’, σ.245, στ.7-13.
765
Τ.Α’, σ.245, στ.21.
766
Τ.Α’, σ. 245, στ.31-33 και σ.246, στ.1-3.
202
(κὰν ὅπως ἑαυτὸν βιάζοιτο) γενέσθαι τῆς τοῦ Θεοῦ µνήµης. Ἐσκοτισµένος γὰρ
ὅλος ὑπὸ τῆς δεινότητος τῶν παθῶν ὧν, ἀλλότριος της οἰκείας πάντως γίνεται
αἰσθήσεως »767.
Συνεπώς, ο Βενδίκης σε όλο σχεδόν το µυθιστόρηµα παρουσιάζεται
γηρασµένος προώρως, δυστυχής, απελπισµένος, σχεδόν σχιζοφρενής, γιατί
άφησε τον εαυτό του να καταληφθεί από τα προαναφερθέντα πάθη, αντί να
καταφύγει στο λυτρωτή Χριστό, που θα βοηθούσε τη ψυχή του να γαληνέψει
και να δει τα πράγµατα καθαρά. Έτσι, δεν µπόρεσε να στρέψει το θυµό του
προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να ωφελήσει και τον εαυτό του και τους δύο
άλλους ανθρώπους που τον πλήγωσαν τόσο. Ο Άγιος ∆ιάδοχος µας δείχνει
αυτή τη σωστή κατεύθυνση: «Ὁ θυµὸς πλέον τῶν ἄλλων παθῶν ταράττειν
εἴωθε καὶ συγχεὶν τὴν ψυχήν, ἔστι δ΄ὄτε καὶ τὰ µέγιστα αὐτὴν ὠφελεῖ. Ἤνικα
γὰρ κατὰ τῶν ἀσεβούντων ἢ ὁπωσδήποτε ἀσελγαινόντων (ἐδῶ τοῦ Σανούτου
καὶ τῆς Αὐγούστας), ἀταράχως αὐτῶ ἴνα ἢ σωθώσιν ἢ καταισχυνθώσι,
κεχρήµεθα, προσθήκην αὐτὴ προξενοῦµεν πραότητος. Τῷ γὰρ σκοπῶ
πάντως τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγαθότητος συντρέχοµεν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ
τὸ θηλυδρῶδες αὐτῆς, βαρέως ὀργισθέντες κατὰ τῆς ἁµαρτίας, ἀπαρρενοῦµεν
πολλάκις»768.
Ο Βενδίκης στρέφεται κατά του ίδιου του Σανούτου, περιστρέφοντας
όλη του τη ζωή γύρω από την εκδίκηση, αντί να οργιστεί κατά των παθών
αυτού του ανθρώπου, που τον οδήγησαν στις αµαρτωλές πράξεις του και
κυρίως κατά των προσωπικών του παθών, που στάθηκαν υπαίτια της
καταστροφής. Κατά συνέπεια, κινδυνεύει να χάσει τη ψυχή του όταν επιδιώκει
να τον φονεύσει, ξεχνώντας τις προτροπές του Κυρίου για τη συµπεριφορά
µας απέναντι στους εχθρούς µας. Αναρωτιέται διαρκώς- έχοντας θολωµένο το
νου του από την οργή - σε τι έφταιξε και βασανίζεται τόσο, αντί να µιµηθεί τον
δίκαιο Ιώβ που υπέφερε πολύ περισσότερο. Μόνο προς το τελευταίο µισό του
µυθιστορήµατος οµολογεί: «Φαίνεται ὅτι τιµωροῦµαι δικαίως, ἀφοῦ
τιµωροῦµαι· ἀλλ' ἀγνοῶ διατί.»769. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό δίνεται ήδη
στην αρχή του διηγήµατος µε τη δουλική συµπεριφορά του απέναντι στο
Σανούτο λόγω της επιθυµίας του να γίνει «εὐπατρίδης τῆς Βενετίας». Αυτή η
µαταιόδοξη και σχεδόν αλλαζονική συµπεριφορά είναι η αιτία του κακού και η
δική του προσωπική αµαρτία την οποία αδυνατεί ακόµη να δει.
Όµως, παρ’ όλα τα λάθη του, ο έρωτας του για τη σύζυγό του, είναι
βαθύς και αληθινός. Και η φοβερή περιπέτεια την οποία υφίσταται γίνεται
αφορµή για να ξετυλιχθεί προοδευτικά όλο το εύρος της αγάπης του. Ο
Μούχρας αισθάνεται πραγµατικά την Αυγούστα ως σάρκα εκ της σαρκός του ,
αφού οι δυό τους αποτελούν µετά το µυστήριο του γάµου τους «σάρκαν
µίαν». Για αυτό, ακόµη και όταν συνειδητοποιεί ότι η Αυγούστα αγαπά το
Σανούτο, δεν την εγκαταλείπει, αλλά αγωνιά περισσότερο και προσπαθεί
απεγνωσµένα να τη ξαναβρεί. Ακολουθεί, υποσυνείδητα ίσως, την εντολή του
767
∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.251, Νο.ξα’.
768
«Λόγος ἀσκητικὸς» , Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.252, Νο.ξβ’.
769
Τ.Α’, σ.261, στ. 8-9.
203
Κυρίου προς τον Ωσηέ «πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγαπῶσαν πονηρὰ
καὶ µοιχαλίν»770. Όπως «όταν ο άνθρωπος χάνει την αγάπη του, για τον Θεό,
ο Θεός αυξάνει την αγάπη και τον έρωτά του για τον αποστάτη» 771, έτσι και
ο Μούχρας εντείνει τις προσπάθειές του να τη ξαναβρεί. Ψάχνει παντού, εντός
και εκτός των ελληνικών συνόρων, γιατί θλίβεται η καρδιά και η ψυχή του στη
σκέψη ότι το άλλο του µισό δεν θα µπορέσει να µπει µαζί του- αν και ο ίδιος
αξιωθεί της τιµής- στη Βασιλεία των Ουρανών. Όλη η µέριµνά του στρέφεται
γύρω από τις πιθανότητες σωτηρίας της ψυχής της Αυγούστας. Αδιαφορεί για
το σωµατικό τραυµατισµό του και στο τέλος του µυθιστορήµατος είναι έτοιµος
να θυσιάσει τη ζωή του για την Αυγούστα, σπεύδοντας να κολυµβήσει προς
το φλεγόµενο πλοίο παρά τις συνεχείς εκρήξεις. Έτσι, µιµείται τον
«ερωτευµένο Νυµφίο, που τραυµατίζεται και θυσιάζεται για την αγάπη του
προς την Νύµφη, την ανθρώπινη ύπαρξη»772. ∆ιαπιστώνουµε εποµένως ότι
όσο εξελίσσεται το µυθιστόρηµα η αρχικά θιγµένη τιµή και αξιοπρέπεια του
Ιωάννη δίνει τη θέση της στην ουσία, δηλαδή σε µια εναγώνια µέριµνα για τη
σωτηρία της συζύγου του, την επαναφορά της από τον πνευµατικό θάνατο
στην αληθινή ζωή 773. Με άλλα λόγια, ο «ἀγαπητικὸς ἔρωτας» του Μούχρα,
σε αντίθεση µε το «ἐρωτικὸν αὐτοείδωλον» του Σανούτου774, είναι ενταγµένος
σε µια πνευµατική προοπτική.
Μετά και τις τελευταίες έρευνές του στην Πάτµο, πληροφορήθηκε «µετά
σπαραγµοῦ καρδίας» για τη δεινώς πάσχουσα γυναίκα του και φαίνεται πως
άρχισε να συνειδητοποιεί ενδόµυχα την πνευµατική ασθένεια από την οποία
εκείνη υπέφερε. Η στιγµή της λύτρωσης κ α ι γ ι α τ ο υ ς δ ύ ο σ υ ζ ύ γ ο υ ς
φτάνει την ώρα του ολοκαυτώµατος της ναυαρχίδας. Η τελευταία στιχοµυθία
τους: «- Ἰωάννη, σύζυγέ µου, συγχώρησόν µε!» (λόγια τα οποία είπε µε νεύµα
αποχαιρετισµού και ικεσίας προς εκείνον)775 «- Σὲ συγχωρῶ ἐξ ὅλης ψυχῆς
…» (που απάντησε εκείνος µε ειλικρίνεια, ενώ προσπαθούσε αγωνιωδώς να
τη φτάσει κολυµπώντας)776 αποκαθιστά τη διερρηγµένη ενότητά τους ως
συζύγων. Ο Ιωάννης Μούχρας «ἠγάπησε», «ἢµαρτε» και τελικά «µετενόησε»,
αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στο µοναχικό βίο, προσευχόµενος για
την ψυχή τη δική του και της συζύγου του.
770
Ωσ.,3, 1.
771
π. Στύλιου, Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, σ.309.
772
π. Στύλιου, ό.π. σ.308.
773
Βλ. σχετικά και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ο άγονος έρωτας», στον τόµο Η Αδιάπτωτη Μαγεία,
σ.19.
774
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.19. Ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος χρησιµοποιεί τους όρους
αυτούς για να αποδώσει τη διαφορετική «ερωτική» νοοτροπία µεταξύ Ανατολής - ∆ύσης. Και οι δύο όροι
έχουν πατερική προέλευση. Ο όρος «ἀγαπητικός ἔρως» χρησιµοποιείται από τον Άγιο Μάξιµο τον
Οµολογητή, που αναφέρει πως «γεννήτωρ» του αγαπητικού έρωτος είναι ο Θεός, βλ. «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων εκατοντάς εβδόµη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 183, Νο.πζ’. Ο όρος «εἴδωλον» χρησιµοποιείται από
τον Άγιο ∆ιονύσιο τον Αρεοπαγίτη για να αποδώσει τον «µεριστόν και σωµατοπρεπῆ και διῃρηµένον»
έρωτα που αποτελεί «ἐκπτωσιν τοῦ ὄντως ἐρωτος», βλ. «Περί θείων ὀνοµάτων» 4, PG 3, 709BC.
775
Κατά τον Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλο, µε τον οποιο συµφωνούµε, στην τελευταία αυτή σκηνή «παίζεται
η ψυχή της και σώζεται, ‘’αὐτὴ δὲ ὡς διὰ πυρὸς’’ κατά το τροµερό, αλλά ελπιδοφόρο λόγο του
Αποστόλου», ό.π. σ.20.
776
Τ.Α’, σ.340, στ.30-34.
204
Η θέση του Ευαγγελίου στο θέµα του διαζυγίου είναι ξεκάθαρη: όταν
παντρεύονται δύο άνθρωποι, είναι πλέον «σάρκα µία» ενώπιον του Θεού. «Ὅ
οὖν Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος µη χωριζέτω»779, είτε αυτός ο άνθρωπος
είναι ένας από τους δυο συζύγους είτε κάποιος έξω από το ζευγάρι. Επιθυµία
του Χριστού είναι «πάντες ἐν ὧσι, καθὼς σύ, πάτερ ἐν ἐµοὶ κἀγώ ἐν σοὶ»780. Ο
γάµος εικονίζει την ενοποιό κοινωνία αγάπης και αλληλοπεριχώρησης των
προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ο δε Χριστός έγινε «ὑπήκοος µέχρι θανάτου
θανάτου δὲ σταυροῦ»781 υπακούοντας στο θέληµα του Πατρός του και από
αληθινή αγάπη προς τον άνθρωπο. Ως Νυµφίος θυσιάστηκε για την Εκκλησία
του. Κατ’ αναλογία, το κάθε πρόσωπο στο ζευγάρι είναι ξεχωριστό αλλά
συγχρόνως λογαριάζονται µαζί ως ένας άνθρωπος. Οφείλει, εποµένως, να
είναι έτοιµο να θυσιαστεί για χάρη του άλλου, που είναι πλέον κοµµάτι του
εαυτού του.
Όταν η βαθύτερη αυτή έννοια του γάµου δεν γίνει βίωµα, δεν
κατανοηθεί από το νου και την καρδιά των δύο µελών αυτού, τότε ο γάµος
καθίσταται ένα απλός κοινωνικός - εξωτερικός θεσµός. Μπορεί να υπάρχουν,
τουλάχιστον στην αρχή, αισθήµατα αλλά απουσιάζει η διάθεση θυσίας,
αυτοπροσφοράς782. Σε αυτήν την περίπτωση ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της
777
Τ.Β’, σ.555, στ.14-15.
778
Τ.Β’, σ.586, στ.7-8 . Είναι γνωστή η διαδεδοµένη άποψη της εποχής ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα
διαρκές βάρος για την οικογένειά τους.
779
Μτ.19,6.
780
Ιω.17,21.
781
Φιλ. 2,8.
782
Ένας τέτοιος γάµος κατά τον Χ. Γιανναρά αποτελεί µια ακροβασία. Οι δυο συµβαλλόµενοι, µε όπλα
τα εναλλασσόµενα αισθήµατα και τις επιθυµίες τους, ακροβατούν. Απουσιάζει όµως το στήριγµα εκείνο
205
διάλυσης του γάµου είτε προσωρινά µέσω της διάστασης είτε µόνιµα µέσω
του διαζυγίου. Ο ίδιος ο Κύριος στηλιτεύει το θεσµό του διαζυγίου, που
καταλύει την σωτηριολογική και ενωτική δύναµη του γάµου, αποδίδοντάς τον
στην «σκληροκαρδίαν» των ανθρώπων783. Αλλά και ο απόστολος Παύλος
είναι αρνητικός απέναντι στο διαζύγιο, αποθαρρύνοντας το δεύτερο γάµο των
διαζευγµένων784. Για αυτό και από εκκλησιολογικής πλευράς το διαζύγιο είναι
µια ενέργεια καταλύσεως της «µικράς εκκλησίας», όπως χαρακτηρίζουν οι
Πατέρες το γάµο, και δηλώνει την απόφαση των δύο συζύγων να
τοποθετηθούν έξω από τον µυστηριακό, χαρισµατικό και εκκλησιολογικό
χώρο του γάµου όπου πραγµατώνεται η σωτηρία τους785. Κατά συνέπεια, η
Εκκλησία δέχεται το διαζύγιο µόνο στα πλαίσια του «κατ’ οικονοµίαν» και της
φιλάνθρωπης στάσης που κρατάει απέναντι στον αµαρτωλό άνθρωπο.
που θα τους «σώσει» σε περίπτωση πτώσης. Όταν, εποµένως, οι προσδοκίες τους διαψευστούν η
διάλυση του γάµου είναι η αναπόφευκτη συνέπεια. Βλ. Χ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ό.π.
σ.126.
783
Βλ. Μτ. 19, 8.
784
Βλ. Α. Κορ. 7, 10-11. Βλ. επίσης σχετικά π.Μέγιεντορφ Ιω., Ο ορθόδοξος γάµος, εκδόσεις Ακρίτα,
2004, σ. 144. Στο βιβλίο αυτό αναφέρεται, µεταξύ άλλων, και η αυστηρή στάση που κρατούσε η
Εκκλησία κατά τη βυζαντινή περίοδο απέναντι σε όσους διαζευγµένους τελούσαν δεύτερο γάµο
επιβάλλοντάς τους αποχή από τη Θεία Κοινωνία που έφθανε έως τα επτά χρόνια, βλ., ό.π., σ. 148-150.
785
Βλ. Γ.Πατρώνου, ό.π. σ.298.
786
Τ.Ε’, σ.290, στ.19-31 και σ.291, στ.1-5.
206
787
Βλ. Χ.Γιανναρά, Σχόλιο στο άσµα ασµάτων, ∆όµος, 1998, σ.139.
788
Τ.Γ’, σ.193, στ.14.
789
Τ.Γ’, σ.157- 164.
790
Ευαγρίου Μοναχού, «Ὑποτύπωσις µοναχική», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 41, στ.34-39 .
207
794
Β΄ Θεσ. 3,12.
795
Στο διήγηµα «οἱ Λίρες τοῦ Ζάχου» , Τ. ∆’, σ.291-296.
796
Τ.∆’, σ.294, στ. 30.
797
Τ.∆’, σ.294, στ. 23-25.
798
Γρηγορίου Παλαµά «Πρὸς Ξένην µοναχήν», σ. 101, στ.12- 15. Τα ακριβή λόγια του αποστόλου
Παύλου για το πόσο φοβερό πάθος είναι η φιλαργυρία είναι τα εξής: «Οἱ δὲ βουλόµενοι πλουτεῖν
ἐµπίπτουσιν εἰς πειρασµὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυµίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι
τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία…».( Α’ Τιµ.
209
Για αυτό, ευθύς µετά το γάµο και πριν ακόµη κοιµηθούν, κυριευµένη
από το πάθος της, απαίτησε από το Ζάχο να της δώσει τις λίρες για να τις
πιάσει, να τις µετρήσει και να τις έχει στα χέρια της. Η οµολογία του ότι δεν
είχε πια άλλες λίρες αποκάλυψε την πραγµατική αιτία για την οποία τον είχε
παντρευτεί και προκάλεσε την οργή της: την ίδια κιόλας βραδιά τον έδιωξε
από το σπίτι προκαλώντας τεράστια ζηµία όχι µόνο στο Ζάχο ( που υπέπεσε
στο αµάρτηµα της πορνείας όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω) αλλά και
στον εαυτό της (αποκλείοντας κάθε πιθανότητα άλλου γάµου µε τη
συµπεριφορά της). Η φιλαργυρία της, που την οδήγησε στο γάµο αυτό τον
οποίο προσέγγισε ως καθαρά οικονοµική συναλλαγή, προκάλεσε και τον
άµεσο χωρισµό τους.
∆υστυχώς, ο Ζάχος, µετά από το διαζύγιο του, αποφάσισε να συζήσει
µε µια «ἁπλῆ, µειλιχία, ἐντροπαλή» γυναικούλα την οποία δεν παντρεύτηκε. Η
γυναίκα αυτή, που από τους ελάχιστους χαρακτηρισµούς που της
αποδίδονται φαίνεται πως ήταν άξια να γίνει σύζυγός του και η οποία, όταν
πέθανε, «τον προέπεµψε πενθοῦσα µέχρι τοῦ τάφου»799 πλήρωσε άδικα τον
ατυχή προηγούµενο γάµο του. Φαίνεται πως η εµπειρία του αυτή, αντί να τον
συνετίσει, τον οδήγησε στο να διαπράξει µια αδικία και συνάµα ένα σοβαρό
αµάρτηµα διατηρώντας σχέση µε µια πτωχή κοπέλα χωρίς να τη στεφανωθεί.
6,9-10) Περισσότερα για τη φιλαργυρία και τα συγγενή της πάθη βλ. Γρηγορίου Παλαµά, ό.π. σ.100,
στ.36-38 και σ.101, στ.1-20.
799
Τ.∆’,σ.295, στ.27.
800
«Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη» , Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.29, Νο.η’.
210
διαβεβαίωνε ότι είχε πάρει επίσηµο διαζύγιο από το σύζυγό της, όταν διέµενε
ακόµη στην Κωνσταντινούπολη. ∆ε διστάζει µάλιστα να υποστηρίξει ότι αυτό
της δόθηκε από το ίδιο το Πατριαρχείο801. Όµως, πολύ σύντοµα εµφανίστηκε
ο σύζυγός της κατηγορώντας την για παράνοµη σχέση µε έναν νεαρό που τον
είχε παρουσιάσει ως «ξάδελφό» της. Το ζήτηµα έφθασε µέχρι την αστυνοµία,
όπου αποδείχθηκε ότι το ζευγάρι δεν είχε διαζύγιο, αλλά βρισκόταν σε µόνιµη
διάσταση. Ο αποτροπιασµός του συζύγου µπροστά στην πιθανότητα να
συνδιαλλαγεί µε την Πολυτίµη, φανερώνει το µέγεθος της ρήξης που έχει
υποστεί το ζευγάρι, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την διάπραξη
µοιχείας εκ µέρους της. Η γυναίκα αυτή παραµένει αµετανόητη στην αµαρτία
και συµπεριφέρεται µε φαυλότητα σε όλες τις κοινωνικές και προσωπικές της
σχέσεις, µε αποκορύφωµα το «δαιµονικό» χορό της µετά το θάνατο του
σπιτονοικοκύρη και τις «δαιµονισµένες» φωνές που βάζει κατά τον καυγά της
µε την παράνοµη σχέση της802. Με τη ζωή και τη νοοτροπία της προσβάλλει
την ίδια την έννοια του γάµου ως αγαπητικής ενότητας µεταξύ δύο
προσώπων, αφού συµπεριφέρεται καθαρά εγωκεντρικά803.
5.6 . Η οδυνηρή εµπειρία του πρώιµου θανάτου ενός από τους δύο συζύγους
801
Βλ. Τ. Γ’, σ.569, στ. 23-25.
802
Βλ. Τ.Γ΄, σ. 571, στ.4-10 και σ. 571, στ.16-30.
803
Βλ. και την πεισµατική κατακράτηση ενός εικονίσµατος του εν διαστάσει συζύγου της, το οποίο
πιθανόν κρατά για οικονοµικούς ή εκδικητικούς λόγους (Τ.Γ’, σ.572, σ.14-15).
804
Αν εξαιρέσουµε στη «∆ασκαλοµάννα» το γάµο του δασκάλου µε την αγαπηµένη του που κράτησε
µόνο σαράντα ηµέρες, λόγω «αιφνιδίας» ασθένειας και θανάτου της συζύγου του, βλ.Τ. Γ’, σ.27, στ.13-
14.
805
Τ.Γ’, σ.217, στ.16-18.
211
όνειρο τον νεκρό σύζυγό της να της παραπονείται πως τον ξέχασε. Μετά από
το όραµα αυτό έχασε την ακοή από το ένα της αυτί και λίγο αργότερα έχασε
την κόρη που είχε αποκτήσει από τον Κωστή καθώς και το δεύτερο σύζυγό
της. Σαν να µην αρκούσαν αυτά πεθαίνει και το δεύτερο βρέφος της. Παρ’ όλα
αυτά το νεαρόν της ηλικίας της, καθώς και η πειθώ των συγγενών της, την
οδήγησαν στη σύναψη και τρίτου γάµου. Το όραµα επαναλαµβάνεται και η
Χρυσή χάνει εντελώς πια την ακοή της και λίγο καιρό µετά και τον τελευταίο
σύζυγό της.
∆ιαβάζοντας την πονεµένη αυτή ιστορία µας είναι δύσκολο να
πιστέψουµε ότι η εµφάνιση του Νεοµάρτυρα στα όνειρα της γυναίκας του
προκαλεί την κώφωση και τους θανάτους αυτούς. Μια πιθανή εξήγηση είναι
ότι υπαίτιες είναι οι τύψεις συνειδήσεως που αισθανόταν η Χρυσή- η οποία
ασφαλώς γνώριζε για τις ενδείξεις αγιότητας του συζύγου της. Πράγµατι, πίσω
από τα φαινόµενα φαίνεται να λειτουργεί υποδόρια αλλά συστηµατικά το
«µαρτύριο της συνείδησης». Η χήρα ξεχνάει τον µάρτυρα άνδρα της και
προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Αυτό στα φανερά. Υποσυνείδητα όµως
αισθάνεται ένοχη. Η τιµή του να είσαι σύζυγος ενός ανθρώπου που
µαρτύρησε για την πίστη του είναι µεγάλη. συνεπάγεται όµως και µεγάλη
ευθύνη. Η προσωπική –έστω και υποσυνείδητη – αίσθηση της αποτυχίας να
ανταπεξέλθει σε αυτή την ευθύνη εκφράζεται µε την ασθένειά της. Όπως
γνωρίζουµε από την ιατρική, πολλές ασθένειες είναι ψυχοσωµατικές. Η
βαθύτερη αιτία τους βρίσκεται στην ψυχή του ασθενούς και εκδηλώνεται
σωµατικά. Έτσι και η Χρυσή µπορεί να προχωρεί µεν στη σύναψη νέων
γάµων, αλλά η συνείδησή της την τίπτει. Αυτές οι τύψεις σωµατοποιούνται
παίρνοντας στη φαντασία της τη µορφή του Κωνσταντή και εκδηλώνονται µε
τη σταδιακή κώφωσή της.
Από την άλλη πλευρά, ο Ν. Ορφανίδης θεωρεί την κώφωση της νεαρής
γυναίκας ως ένα είδος «τιµωρίας» για την αλλοτρίωση της από τα εγκόσµια,
τη συνειδητή «κώφωσή» της απέναντι στην αγιότητα του συζύγου της και
συνεπώς την εκούσια πτώση της στην κατάσταση του βέβηλου ή του ανίερου.
Η έλλειψη δηλαδή σεβασµού και τιµής προς το σύζυγο της, που
αντιπαραβάλλεται µε τη στάση που κρατούν απέναντι στο νεοµάρτυρα οι
Ρόδιοι ναυτικοί, καθιστά «ένοχη» τη νεαρή χήρα και επιφέρει την αντίστοιχη
απονοµή «δικαιοσύνης»810.
Πιστεύουµε ότι η άποψη αυτή του κυρίου Ορφανίδη προσεγγίζει
µονόπλευρα και δικανικά τα γεγονότα και βρίσκεται µακριά από την ορθόδοξη
προσέγγιση της ασθένειας και των θανάτων που επέρχονται στη ζωή της
νεαρής χήρας. Πιθανότερο είναι τα γεγονότα αυτά να συνέβησαν για λόγους
παιδαγωγίας, να είχαν δηλαδή ως απώτερο και αγαθό σκοπό να την
οδηγήσουν σε µετάνοια και εσωτερική συντριβή. ο σύζυγός της µαρτύρησε για
την πίστη του στο Χριστό και εκείνη, µέσα σε µια πενταετία, τον ξέχασε και
810
Βλ. Ν. Ορφανίδη, «Η πρόσληψη της αγιότητας στον Α. Παπαδιαµάντη και στο Γ. Ιωάννου» στα
Πρακτικά Β’ διεθνούς συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ. 384- 385.
213
αυτόν και το παιδί τους και παντρεύτηκε άλλες δύο φορές βάζοντας σε
υψηλότερη θέση στη ζωή της τα εγκόσµια από τα ουράνια αγαθά. Εκείνο
όµως που έχει σηµασία για το Θεό και το νεοµάρτυρά Του είναι πάνω απ΄όλα
η ψυχή της Χρυσής. Αυτήν θέλουν να βοηθήσουν να σωθεί, γιατί, σαν «σάρκα
µία» του Κωστή, θα ήταν κρίµα να µείνει έξω της Βασιλείας στην οποία χαίρει
ο σύζυγός της ως µάρτυρας και άγιος.
Η Χρυσή κλείνει τα «ὦτα» της µπροστά στο γεγονός και τα χάνει
προκειµένου να έλθει «εἰς ἑαυτόν» και να µη χάσει τη ψυχή της. Μέσω λοιπόν
των δεινών που υπέστη, της δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει κοντά στο Θεό.
Καταλήγουµε, εποµένως, στο συµπέρασµα ότι: «ἄνθρωπος, ἐὰν µὴ διὰ
πόνων καὶ ἀσθενειῶν δοκιµασθῇ, οὐ δύναται χωρῆσαι τῆς τοῦ Θεοῦ ἀρετῆς
τὴν σφραγῖδα»811.
Αξίζει τέλος να σηµειώσουµε την οµοιότητα της Χρυσής µε το
ρασοφόρο γέροντα, το δολοφόνο του Τούρκου και ηθικό αυτουργό του
απαγχονισµού του Κωνσταντή. Και οι δύο τους αισθάνονται τύψεις, όµως
διστάζουν. Από τη µία πλευρά, η Χρυσή, υπό την πίεση και των συγγενών,
διστάζει να άρει το σταυρό της, να οπλισθεί µε υποµονή και µακροθυµία και
να τιµήσει µε τη θυσία της προσωπικής της επίγειας ευτυχίας το σύζυγό
της812. Αντιθέτως, στην αναζήτηση αυτής της ευτυχίας βίωσε την τραγική
εµπειρία του να χάσει άλλους δύο συζύγους και δύο παιδιά. Από την άλλη
πλευρά, ο ρασοφόρος διστάζει, όταν είχε την ευκαιρία, να πάει στους
Τούρκους και να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του. για αυτό και περνάει
µια ζωή τύψεων και δυστυχίας. Μόνη ελπίδα και των δύο στέκεται η θεία
Πρόνοια και το άπειρο έλεος του Θεού, το οποίο επικαλείται τρεις φορές ο δια
βίου µετανοών γηραιός ρασοφόρος 813.
811
∆ιαδόχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.269, Νο. Ϟδ’.
812
«Οὔπω ἔχει τελείαν ἀγάπην, οὐδὲ τῆς θείας προνοίας κατὰ βάθος τὴν γνῶσιν, ὁ ἐν καιρῷ πειρασµοῦ
µὴ µακροθυµῶν ἐπὶ τοῖς συµβαίνουσι λυπηροῖς », Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τέταρτη», σ. 42, Νο. ις’.
813
«Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ τὴν ψυχή µου!», Τ. ∆’, σ.39, στ.11-12, σ. 40, στ.7-8, σ.45, στ.11.
214
6. Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της αγάπης Του
προς τον άνθρωπο
δια µέσου των µορφών. Είναι κατά κάποιο τρόπο κάτοπτρα όπου αντανακλάται (…). Ο Παπαδιαµάντης
προσεύχεται µπροστά στη φύση εικονολατρικά, όπως και µπροστά στις άγιες εικόνες. Θεάται και
οπτασιάζεται» , Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, σ.18, 26 και 30. Ο Κ. Πλησής συµπληρώνει το
σκεπτικό αυτό: «Ο παγανισµός του Παπαδιαµάντη που γι’ αυτόν ειπώθηκαν τόσα, οφείλεται εν µέρει
στον παγανισµό της ζώσας Ορθοδόξου Εκκλησίας και εν µέρει στο πάθος του για τη φύση. Είναι σε
τελευταία ανάλυση ο παγανισµός του νεοέλληνα. Αυτόν τον παγανισµό ποτέ δεν διανοήθηκε να τον
αποτινάξει, αλλά αντίθετα τον θεωρεί αναπόσπαστο µέρος της πίστης του νεοέλληνα, ουσιώδες
συστατικό της ίδιας της Ορθοδοξίας», Κ. Πλησή, «Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του» στον τόµο
Μνηµόσυνο του Παπαδιαµάντη, Τετράδια Ευθύνης 15,ό.π., σ.152. Βλ. επίσης σχετικά Χ. Γιανναρά,
Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999, σ.410-413 και Β.Πανταζή, «Στην Αγι-
Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!», Παπαδιαµαντικα τετράδια 3, Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ.58.
820
Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ
Αγγλίας, 1995 σ.120. Όπως γράφει, άλλωστε, και ο Χ. Γιανναράς, «ο κόσµος είναι δυναµικά
ενεργούµενη κλήση του Θεού για κοινωνία και σχέση µε τον άνθρωπο». Σε αυτή την κλήση
ανταποκρίνεται και ο Παπαδιαµάντης. Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 285.
821
Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π, σ.120. Ο Γ. Φρατζολάς
είναι σαφής: « Η οµορφιά της φύσης , που τόσο µοναδικά και µετ’ έρωτος περιέγραψε, δ ε σ τ ά θ η κ ε
ι κ α ν ή να τον µετατρέψει σε φυσιολάτρη πανθεϊστή . Μέσα στην όλη περιγραφή, είτε στην αφήγηση
εµπλέκει διαρκώς τα «ὡς ἐµεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε», τους λυρικούς στίχους του ∆αβίδ από τον
«Προοιµιακό ψαλµό», το «Άσµα Ασµάτων», από τις πιο συγκλονιστικές αλληγορίες του έρωτα που έχει
ο ∆ηµιουργός για το πλάσµα του και ένα σωρό άλλους στίχους από την εκκλησιαστική υµνολογία. Κάθε
φορά που στρέφεται στα έργα του Θεού εµπνέεται, γεµίζει δηλαδή µε πνοή ζωής και εκφράζεται µε
µελωδικό, µελισµατικό και δοξολογικό τρόπο», Το καµίνι που δροσίζει, ό.π., σ.121. Με άλλα λόγια, ο
θρησκευόµενος Παπαδιαµάντης χαίρεται τη Φύση σαν µια εικόνα και εκδήλωση του θεϊκού µεγαλείου.
Μέσα από την εικόνα, από το κτίσµα, προχωρεί να λατρεύσει τον Κτίσαντα. Στέκεται εκστατικός
µπροστά σε ό,τι θάλλει µέσα στη φύση, στην Άνοιξη, που φέρνει τη χαρά και τη χαρά αυτή τη συνδυάζει
µε την Ανάσταση του Χριστού, βλ. σχετικά Π. Σπανδωνίδη, Α.Παπαδιαµάντης: Ο θεατής της γης,
(Ανάτυπο από την ηπειρωτική Εστία), Ιωάννινα, 1960, σ. 11-14 και Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα
εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ.64.
822
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, σ.285.
823
Βλ. Α’ Κορ. 13,12.
824
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, ο Παπαδιαµάντης «νιώθει τον κόσµο του Θεού ως παράδεισο,
γιατί τον παράδεισο ζητούσε στη ζωή του. Η σχέση του µε το κάλλος των πραγµάτων έχει µια
αµεσότητα, που δεν του επιτρέπει να µένει σε στείρους ροµαντισµούς και ‘’φυσιολατρείες’’, ούτε να
‘’λατρεύει την κτίσιν παρά τον κτίσαντα‘’ (…) Ο κόσµος προσδιορίζεται ως γωνία παραδείσου – ο άγιος
Ιωάννης ο ∆αµασκηνός θα τον έλεγε τόπο του Θεού, αφού αποτελεί το χώρο που γίνεται έκδηλη η
φανέρωση της προσωπικής του Ενέργειας», «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη»,ό.π., σ.50.
Και στη Λειτουργική Παράδοση στον Παπαδιαµάντη συµπληρώνει το σκεπτικό αυτό: «Όσοι θέλουν να
βλέπουν στο έργο του στοιχεία παγανιστικά ή ‘’κρυφοειδωλολατρικές τάσεις’’ ξεχνούν πως ο
Παπαδιαµάντης δεν εκφράζει την αποσπασµατικότητα και το επιµέρους, αλλά την ενότητα και το όλο.
Άξονας της ζωής του είναι η Εκκλησία, που προσλαµβάνει και µεταµορφώνει τα πάντα.Γι’ αυτό και στη
σκέψη του η παράδοση υπάρχει διαχρονικά, ενώ στα κείµενά του βρίσκει τη συνέχεια και την ενότητά
της», ό.π., σ. 234.
216
Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν' ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ
µυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν»825.
Συνεπώς, τα µαγευτικά τοπία του δεν είναι τίποτα άλλο παρά
«παράθυρα» που µας βοηθούν να καταλάβουµε πόσο εκπληκτικός είναι ο
κόσµος που έπλασε από αγάπη για εµάς ο Θεός και πόσο καλύτερος θα γίνει
στο µέλλον, όταν «σεσωσµένοι» πια - όσοι από εµάς αξιωθούν αυτής της
τιµής- τον απολαµβάνουµε. Το δε ερωτικό στοιχείο που διαπνέει πολύ συχνά
τη φύση είναι µια ηχηρή υπενθύµιση της ερωτικής- αγαπητικής σχέσης που
έχει ο άνθρωπος «εκ φύσεως» µε την πλάση (θυµίζοντας µας την προπτωτική
σχέση των πρωτοπλάστων µε τη φύση και µεταξύ τους) και µε τον ίδιο του το
∆ηµιουργό. Άλλωστε, σύµφωνα µε την διδασκαλία των Πατέρων, οι
άνθρωποι, ορµώµενοι από τη φυσική αποκάλυψη, προσεγγίζουν από τη µια
µε τις πεπερασµένες τους δυνατότητες το άπειρο και άκτιστο µεγαλείο του
Θεού και εισπράττουν από την άλλη, µέσω της φύσης, ένα µέρος της αγάπης
και της πρόνοιάς Του για τον κόσµο και τους ίδιους826.
Ο παπαδιαµαντικός λοιπόν ‘’έρωτας’’ για τη φύση «ἐπί το πρωτότυπον
διαβαίνει»827. είναι η προσωπική του ανταπόκριση στη θεία αγάπη για τον
κόσµο και τον άνθρωπο828. Είναι µια µορφή ευχαριστίας και επι- κοινωνίας µε
τον Κύριο όµοια µε τους Ψαλµούς και τα τροπάρια: «Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ
ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά»829, «Γλύκα καὶ δροσιὰ κ'
εὐωδία, ἦχος µυστικὸς ἔβγαινεν ἀπ' τὰ βουνά, ἀπ' τοὺς λόγγους, ἀπ' τοὺς
κήπους τριγύρω»830, «Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέµα τοὺς πυρσούς, χωρὶς
νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεµπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώµατά της εἰς τὸν
Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, "ὦ γλυκύ µου ἔαρ,
γλυκύτατόν µου τέκνον!" καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ µορµύρουσα παρὰ
τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάµβανεν, "οἴµοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!"»831. Αυτή η επίδραση
που άσκησαν στο έργο του οι ψαλµοί και η εκκλησιαστική υµνολογία είναι
825
Τ.∆’, σ.211, στ.4-7.
826
Γράφει σχετικά ο Χ. Γιανναράς: «Η αναγωγή από το κάλλος των κτισµάτων στην προσωπική
Παρουσία του γενεσιουργού Θεού- Λόγου, είναι µια ηθική πορεία µετοχής στην «καλλοποιό»
προσωπική θεία Ενέργεια, µια αποδοχή της κλήσεως που ενσαρκώνει το κάλλος των κτισµάτων…». Η
δε γνώση του Θεού ταυτίζεται µε την «εµπειρία της θεωρίας του ‘’νοητού κάλλους’’ του ∆εσποτικού
Προσώπου», Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π. σ. 127 και σ. 245.
827
Άλλωστε, όταν ο άνθρωπος γνωρίσει το κάλλος και το µεγαλείο του Θεού, συνειδητοποιεί και τη
λειτουργία της φυσικής αποκάλυψης ως απλής «εικόνας» και «σκιάς» αυτού του κάλλους, (βλ. Συµεών
Νέου Θεολόγου, Βίβλος των ηθικών, Λόγος ∆’, Έκδοση Sources Chrétiemes, No 129, σ.70-74). Για
αυτό και η ψυχή του «ἐκ µεγέθους καὶ καλλονῆς κτισµάτων θαυµάζειν ἄρξηται τὸν ∆ηµιουργόν, καὶ τῆς ἐκ
.
τούτων κατατρυφᾶν ἡδονῆς, ταῦτα καὶ αὐτὴ ἐκπληττoµένη βοᾷ τί ὡραιώθης, νυµφίε, παράδεισε πατρός
σου; ἄνθος τοῦ πεδίου καὶ κέδρος αὐτοῦ ὡς κέδροι τοῦ Λιβάνου, ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ ἐπεθύµησα καὶ
ἐκάθισα , καὶ ὁ καρπὸς ὤφθη γλυκὺς ἐν τῷ λάρυγγί µου», Ηλία Πρεσβυτέρου, «Ἀνθολόγιον Γνωµικόν»
(«Γνωστικά»), Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 309 , Νο. Ϟθ’ και Άσµα Ασµάτων 2, 1-3.
828
Ή, όπως αναφέρει µε το δικό του µοναδικό τρόπο ο Χ. Γιανναράς, είναι η ανταπόκριση στην κλήση
«που προσωπικά απευθύνει ο Επώνυµος Άκτιστος στη µόνη κτιστή υπόσταση προσωπικής
µοναδικότητος, στο µόνο ερωτικό υποκείµενο του θείου ζωοποιού έρωτα, τον άνθρωπο», Ορθοδοξία και
η
∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999 ( 1 έκδοση 1992), σ.411. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο
γνήσιος έρωτας γίνεται « το πέρασµα µέσα από το οποίο ο εραστής συναντά ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος και ολόκληρη τη δηµιουργία», π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις,ό.π., σ. 67.
829
Ψλ. 73, 17, « Τ’ ἀερικό στο δένδρο», Τ.∆’, σ.211, στ. 7-8.
830
« Οι µάγισσες», Τ.Γ’, σ.232, στ.32 και σ.233, στ.1-2.
831
«Παιδική Πασχαλιά», Τ.Β’, σ. 173, στ. 19-24.
217
εµφανής από την άµεση ή την έµµεση χρήση τους στις περιγραφές της φύσης
832
.
Επιπλέον, στο άρθρο του «Κατὰ τὸ πρέπον ζῆν: Ἡ ἀληθὴς ὑγίεια» ορίζει
το σωστό τρόπο θεώρησης της φύσης από τον άνθρωπο: «Ἀλλὰ κατὰ τὸ
πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι µόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ
πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόµον, δι' οὗ εὐλογεῖται µὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ
ὀρθὸς λόγος»833. Ο θείος νόµος είναι αυτός που συνέχει τη σχέση του
ανθρώπου µε τη φύση, ενώ ο έρωτας- θαυµασµός για τη φύση γίνεται το
εφαλτήριο για µια αναγωγή προς τον κατασκευαστή αυτού του µεγαλείου, το
Θεό834. Αυτήν ακριβώς την πορεία παρουσιάζει και ο Άγιος Κασσιανός ο
Ρωµαίος στο λόγο του προς τον ηγούµενο Λεόντιο: «Ἡ γὰρ τοῦ Θεοῦ θεωρία,
πολλαχῶς λαµβάνεται καὶ θεωρεῖται. Καὶ γὰρ ὁ Θεὸς (…) καὶ ἐκ τῆς
µεγαλειότητος καὶ καλλονῆς τῶν αὐτοῦ κτισµάτων καὶ ἐκ τῆς καθ’ ἡµέραν
γινοµένης διοικήσεως αὐτοῦ καὶ προνοίας, γνωρίζεται. (…)Ὅταν ἐννοήσωµεν
ὅτι ἀριθµηταί αὐτῷ εἰσι σταγόνες ὑετοῦ καὶ ψάµµος θαλάσσης καὶ ἀστέρες
οὐρανοῦ, ἐκπληττόµεθα ἐπὶ τῷ µεγαλείῳ τῆς φύσεως καὶ τῆς σοφίας. (…)
Ὅταν ἐννοήσωµεν τὴν µεγάλην αὐτοῦ εἰς ἠµας ἀγάπην, ὅτι µηδὲν ἀγαθὸν
ἠµῶν ἐργασαµένων, κατηξίωσεν ἄνθρωπος γενέσθαι, Θεὸς ὤν, ἵνα σώσῃ
ἡµᾶς ἐκ τῆς πλάνης, διεγειρόµεθα πρὸς τὸν πόθον αὐτοῦ»835.
832
Βλ. Γ. Πυργιωτάκη, Α. Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2003,
σ.39.
833
Τ.Ε’, σ.285, στ. 14-16.
834
Για την αναγωγική λειτουργία της φύσης βλ. Ο.Βότση , «Προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαµάντη»,
Τετράδια Ευθύνης 15, σ.52. Επίσης βλ. Κ. Πλησή, « Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του», Τετράδια
Ευθύνης 15, σ.154.
835
«Πρὸς Λεόντιον ἡγούµενον», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.83, στ.24- 39 καὶ σ.84, στ.1-2. Όπως γράφει ο Π.
Γλέζος, ο Παπαδιαµάντης «επραγµατοποίησε στο Ελληνικόν περιβάλλον µας αυτό, που βαθειά εξηγεί
σχετικά µε τη σχέση του θείου µε την Τέχνη ο µεγάλος χριστιανός φιλόσοφος Μπερντιάγιεφ γράφοντας:
« Όταν η Τέχνη, εις την ευρυτάτην έννοιαν της λέξεως, εισδύει εις την ωραιότητα του κόσµου κατανοεί
την παρθενίαν του, την θ ε ί α ν ι δ έ α ν , η οποία τον αφορά». Η αραιογράφηση δική µας, «Ο
Παπαδιαµάντης µας», Τετράδια Ευθύνης 15, σ.29.
836
Βλ.Τ.Β’ ,σ.566-567.
837
Βλ.Τ.∆’, σ.529, στ.1-4.
218
βλέπειν.(…)Υπάρχει πόθος και θαυµασµός, λατρεία και γοητεία, ως µια µακαριότητα ριζωµένη στις
. .
αισθήσεις. Έξαρση ψυχής και σώµατος µαζί διαπλάτυνση χωρίς διάλυση λύτρωση µέσα σε µια
εκστατική γαλήνη µεσ’ από τη θέαση της µορφής. Το δέντρο, το συγκεκριµένο δέντρο, γίνεται κέντρο του
κόσµου ως το Θεό. Η «δρυς» σα να ψάλλη το «ως εµεγαλύνθη», ως ναναι λαµπρή εκδήλωση των
θαυµασίων του Θεού.», Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π., σ.16-17.
842
Τ.Γ’, σ.327, στ.5-9.
843
Τ.Γ’,σ.329, στ.13-14.
844
Τ.Γ’, σ.330. στ.19-32. Σύµφωνα µε τον G.Saunier αυτή η διαπίστωση του παιδιού επιβεβαιώνει τον
ερωτικό µύθο του Παπαδιαµάντη, όπου «η σχέση παιδιού- δέντρου αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τη
σχέση άντρα- γυναίκας», Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.
101.
220
845
Κατά τον Γ. Θέµελη, η ονειρική µεταµόρφωση της δρυός σε Αµαδρυάδα δεν οφείλεται σε
ηθογραφική παρέµβαση του Παπαδιαµάντη, αλλά εκφράζει µια πραγµατικότητα για τον ίδιο, µια πτυχή
της προσωπικής του αλλά και της ελληνικής ψυχής, βλ. Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π. σ.17-
18. Λαµβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για τη φαντασίωση ενός παιδιού και όχι ενός ενήλικα, θεωρούµε
ότι αυτή η ερµηνεία είναι κάπως παρατραβηγµένη. Όπως είναι γνωστό η φαντασία των παιδιών
προσωποποιεί πολύ συχνά άψυχα πράγµατα δίνοντάς τους ακόµη και υπερφυσικές ιδιότητες.
846
Τ.Γ’, σ.327, στ. 10-13 Για αυτό και ο Ν. Καλοσπύρος θεωρεί πως η περιγραφή του δέντρου έχει
θεοµητορικές προεκτάσεις, βλ. «Amoenitas Sancta», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Τ.Α’, σ.167.
847
Τ.Γ’,σ.327, στ.14-18.
848
Άλλωστε, και ο τίτλος του διηγήµατος, όπως µας πληροφορεί ο π. Λ. Καµπερίδης, έχει βιβλική
προέλευση: « Όταν ο Θεός παρεγγέλνει στον Άβραµ να εποικίσει ξένη γη , ‘’καὶ ἀποσκηνώσας Ἄβραµ,
ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαβρῆ…’’ ( Γεν. 13, 18), το σκήνωµα παρά την δρυν, γίνεται
σηµείο θείας εντολής. Παρά την δρυν παραµένει, µέχρι τον ερχοµό των τριών ανδρών- αγγέλων. Ο
Αβραάµ τους φιλεύει και το προσταχθέν µυστικώς λαµβάνει εν γνώσει. Η µυστική προτύπωση της Αγίας
Τριάδας και πρόρρηση της θείας Ευχαριστίας, οι τρεις άγγελοι ντυµένοι µε φθαρτό σώµα,
αφθαρτοποιούν την ύλη καθώς τρώνε κάτω από την δρυν: ‘’ καὶ καταψυξατε ὑπὸ τὸ δένδρον’’ ( Γεν. 18,
4). Αλλού οι Εβραίοι θυσιάζουν ‘’ὑποκάτω δρυός’’ (Ὡσηέ 4, 13) . Υπό την δρυν λοιπόν, είναι καλός
τόπος , ‘’καλὸν σκέπη , τοῦ ἰδεῖν τὸν Θεὸν’’, Το Νάϊ το γλυκύ … Το Πράον, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα ,
1990, σ. 145-146.
221
849
Τ.Γ’, σ.330, στ.14.
850
Ηλία Πρεσβυτέρου, «Ἀνθολόγιον Γνωµικόν» («Γνωστικά»), Φιλοκαλία, Τ.Β΄,σ. 310, Νο.ρι’.
Αναφερόµενος στο διήγηµα αυτό ο π. Λ. Καµπερίδης φθάνει στο σηµείο να «ταυτίσει» το Θεό µε την
οξιά : «Ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο µέσα από τον κόσµο και τους ήχους που τον γεµίζουν και ο
άνθρωπος επικοινωνεί µε το Θεό µε την ευχαριστιακή πράξη του έρωτα καθαγιάζοντας µε αυτό τον
τρόπο το δώρο της ζωής που του χαρίστηκε από θεία φιλανθρωπία. Όλα αυτά πραγµατώνονται µέσα
από την καθαρότητα της παιδικής ψυχής που µόνο αυτή µπορεί να χαρεί αµόλευτα την έκσταση του
θείου έρωτα που δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόµη σε σαρκικό. (…) Ο Θεός γίνεται µια οξιά και διαπνέει
τον κορµό και τα φύλλα της» ,«Αύρας λεπτής εγκάλεσµα», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ.214.
851
Όπως αναφέρει η Ρ. Ζαµάρου, ο εργατικός κηπουρός µεταµορφώνει το «περιβολάκι» του σε
«‘’προσφιλές έδαφος’’ αναπληρώνοντας την ένδεια του βίου και τη στέρηση του έρωτα» και
αποκοµίζοντας τους «ηδύγευστους» καρπούς των κόπων του. βλ. Φύση και έρωτας στον
Παπαδιαµάντη, σ. 103-104.
852
Όπως υποστηρίζει ο εν λόγω ερευνητής, «η θάλασσα είναι ο κήπος του Γιαννιού». Η δε αναφορά
των γερόντων αποµάχων της προκυµαίας στα κουνουπίδια και τις λαχανίδες δεν είναι τίποτα άλλο παρά
συνθηµατικές λέξεις για τα ψάρια και τα ασπόνδυλα που έφερνε µετά από τις ηµερήσιες εξορµήσεις του
(«Ο µπαρµπα- Γιαννιός δεν είχε κήπο! Ας ξαναδιαβάσουµε τη Μαυροµαντηλού», Αντί, 28 ∆εκ.2001,
τ.753, σ.65 και Ο τροπικός Παπαδιαµάντης. Συµβολή στη µελέτη του µεταφορικού λόγου των
παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, ∆ιατριβή επί διδακτορία, Τµήµα Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών,
Αθήνα, 1994, σ. 330-335). Πράγµατι, η προσέγγιση αυτή δε στερείται αληθείας, αν λάβουµε υπόψη µας
ότι δύο φορές αναφέρεται στο κείµενο ότι ο Γιαννιός πήγαινε στο περιβολάκι του «περί το δειλινόν», την
ώρα δηλαδη που ξεκινούν συνήθως οι ψαράδες προς αλίευση. Αυτή την προσέγγιση συνεπικουρεί η
222
προσθήκη εισαγωγικών στη λέξη «λαχανικά» ( βλ. Τ.Β’, σ.153, στ.16) στην αρχή του διηγήµατος και
ισχυροποιούν δύο επόµενα σηµεία. Το πρώτο είναι η περιγραφή του κήπου στη σ. 154 που βρίθει
θαλασσίων όρων («πλαταγῶσι, Ζέφυροι, κυανά νῶτα τῶν, ἀκτινωτοῦ ἀφρώδους στεφάνου,
κυµατίζουσαν ὀθόνην») µε αποκορύφωµα τη βύθιση του ήλιου «διὰ ν’ ἀναπαυθῆ εἰς τὸν βυθόν του»
κήπου. Το δεύτερο είναι η επικίνδυνη πτώση του Γιαννιού στη θάλασσα για να σώσει το γάντζο του
«ἄνευ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν πόλιν "χ ω ρ ὶ ς σ π α ν ά κ ι α κ α ὶ λ α χ α ν ί δ ε ς "» , Τ.Β’,
σ.164, στ. 24- 25. Η Ρ. Ζαµάρου, ωστόσο ,κρατά µια ουδέτερη στάση επισηµαίνοντας ότι η περιγραφή
του κήπου είναι ηθεληµένα αµφίσηµη, βλ. ό.π., σ.106. Άλλωστε, όπως έχει επισηµάνει και ο Οδυσσέας
Ελύτης, ο Παπαδιαµάντης «το περιβόλι του Γιαννιού το περιγράφει όπως θα έκανε για µια µικρή και
.
οικεία θάλασσα και τη θάλασσα, πολύ συχνά, σαν µια χλοερή στεριά.», βλ. Η Μαγεία του
Παπαδιαµάντη, Ερµείας, Αθήνα, 1976. Θα θέλαµε να σηµειώσουµε σχετικά και το εξής: Στο διήγηµα «
Με τόν πεζόβολο», ο Παπαδιαµάντης χαρακτηρίζει τον κηπουρό Τριαντάφυλλο ως «φαιδρόν κηπουρόν,
πεζόν ἁλιέαν» (Τ.∆’, σ.203, στ 31), κάτι που οδηγεί συνειρµικά και στην αντίστοιχη «ταύτιση» των
κηπευτικών προϊόντων µε τα αλιεύµατα. Αν και ασχολείτο κατά κύριο λόγο µε τη γεωργία, ο εύθυµος
Τριαντάφυλλος δεν παρέλειπε να µοιράζει σχεδόν εξίσου το χρόνο του µεταξύ αυτής και της αλιείας (βλ.
Τ.∆’, σ.199, στ.1- 14). Κάτι αντίστοιχο µάλλον συνέβαινε και µε το Γιαννιό.
853
Τ. Β’, σ.155, στ.12-13.
854
Τ.Β’, σ.155, στ. 21-25. Η αραιογράφηση δική µας.
855
Όπως ακριβώς, σύµφωνα µε την ορθόδοξη πατερική παράδοση, ο άνθρωπος δεν προσεγγίζει το
Θεό γνωσιολογικά αλλά εµπειρικά, καλλιεργώντας µια προσωπική σχέση µαζί Του. βλ. Χ. Γιανναρά,
Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ό.π., σ. 411.
856
Η λέξη «γνωρίζει» αποτελεί λέξη κλειδί για την κατανόηση του κειµένου. Με το ρήµα «γινώσκω»
αποδίδεται συνήθως στην Αγία Γραφή η εβραϊκή λέξη που σηµαίνει τις συζυγικές σχέσεις µεταξύ ανδρός
και γυναικός (βλ.π.χ. Γεν.4,1). Σηµαίνει επίσης αποκτώ και κατέχω. Για αυτό και όταν ο Κύριος λέει: «
αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσι Σὲ τὸν µόνον ἀληθινὸν Θεόν…» ( Ιω.17,3) «δεν εννοεί µιαν
απλή θεωρητική γνώση, αλλά την ολόψυχη και ολόσωµη ένωση µε τον πιστό στις υποσχέσεις και στην
αγάπη του Θεού, την ανάλογη µε τη σχέση του ανδρός και της γυναικός, που εγκαινίασε η έλευση του
Χριστού στον κόσµο και που είναι συνώνυµη µε τη θεία Βασιλεία», ∆. Χίου, « Το µυστήριον του ανδρός
και της γυναικός» στον τόµο Έρως και γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972,
σ.73- 74.
223
857
Για αυτό και το περιβολάκι του Γιαννιού, όπως και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη εν γένει,
µοιάζει για αυτούς- και εµάς- µε «βιβλίον µὲ ἱερογλυφικοὺς χαρακτῆρας». Τα «ιερογλυφικά» του κήπου
του Γιαννιού δηλώνουν την κρυµένη παρουσία του Θεού στον κόσµο (βλ. και Ε. Κων/δου, « Η
παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
∆όµος, 1996, σ.402). Η δε «γνώση» του Γιαννιού από τα «φυτά» του µπορεί πάλι, σύµφωνα µε αυτή
την ερµηνεία, να υπονοεί τη θεική αυτή παρουσία στη φύση που γνωρίζει τα πάντα για κάθε άνθρωπο.
Για την παροµοίωση του περιβολιού του Γιαννιού µε το έργο του Σκιαθίτη βλ. Παλαµά,
«Α.Παπαδιαµάντης», στον τόµο Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Εκδόσεις
των φίλων, Αθήνα,1979, σ.28-30, Φ.Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π.,
σ.110, Λ. Σιάσου, «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, σ. 454-455 , Ι.Κ. Κολυβά «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», ό.π., σ.41-42 και Ν.
Καλοσπύρου, «Αmoenitas Sancta», ό.π., 152.
858
Όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ὅταν οὖν ἀµιγὴς πάσης κακίας , καὶ πάθους ἐλεύθερος,
καὶ παντὸς κεχωρισµένος µολύσµατος ὁ ἐν σοι λογισµὸς ᾖ, µακάριος εἶ τῆς ὀξυωπίας, ὅτι τὸ τοῖς µὴ
καθαρθεῖσιν ἀθέατον, ἐκκαθαρθείς κατενόησας, καὶ τῆς ὑλικῆς ἀχλύος τῶν τῆς ψυχῆς ὀµµάτων
ἀφαιρεθείσης, ἐν καθαρᾷ τῇ τῆς καρδίας αἰθρίᾳ τηλαυγῶς βλέπεις τὸ µακάριον θέαµα. Τοῦτο δέ ἐστι τί;
Καθαρότης, ὁ ἁγιασµός, ἡ ἁπλότης, πάντα τὰ τοιαῦτα τὰ φωτοειδῆ τῆς θείας φύσεως ἀπαυγάσµατα, δι’
ὧν ὁ Θεὸς ὁρᾶται», Εἰς µακαρισµούς 6, PG 44, 1272 C.
859
Για αυτό θεωρούµε ότι ο Παπαδιαµάντης χαρακτηρίζει το περιβόλι «ἀχανές» και «µεγαλοπρεπές»,
γιατί υποδηλώνει όλο τον κόσµο (Τ.Β’, σ.154, στ.1). Λόγω όµως της προσωπικής- αγαπητικής σχέσης
που έχει αναπτύξει µαζί του ο Γιαννιός χρησιµοποιεί υποκοριστικά, θωπευτικά θα λέγαµε, τη λέξη
.
«περιβολάκι». Ο αχανής κόσµος γίνεται το «περιβολάκι»του Γιαννιού το δικό του περιβολάκι.
860
Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα,
1981, σ. 8, κεφ.2 στ. 15. Ενδιαφέρον στο σηµείο αυτό έχει και η επισήµανση του Χ. Γιανναρά για το
«µεσιτικό» ρόλο του ανθρώπου που συγκεφαλαιώνει την ερωτική αναφορά της κτίσης προς το Θεό (βλ.
Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 164).
861
Για την «ευχαριστιακή- αντικαταναλωτική χρήση» των προιόντων του κήπου του Γιαννιού, βλ Α.
Κεσελόπουλου «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη», περιοδικό Αντί, 5 Απριλίου 1991,σ.48-
50.
862
Βλ.π.χ. τον κήπο της Αϊµάς («Ἡ Γυφτοπούλα»,Τ.Α’, σ.375, στ.7-16), του µπαρµπα- Κωνσταντή του
Μιτζέλου («Ὁλόγυρα στὴ Λίµνη», Τ.Β’,σ.381-382 ), του Γιωργή του Σαρρή («Νεκράνθεµα», Τ.∆’, σ.573,
στ.21-22 και σ.574, στ.116) , του «φιλάγαθου» Γιαννιού της Μαργαρίτας που καλλιεργούσε «ἐξ’ ἔρωτος
224
(…) τές πεπεριές, τά ἀγγουράκια και τάς τοµάτας», («Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», Τ.Β’, σ. 566, στ. 21-22)
κ.ά.
863
Ρ.Ζαµάρου, ό.π., σ.103.
864
Βλ. Ρ. Ζαµάρου, ό.π., σ.109-111 όπου αναφέρονται λεπτοµερειακώς τα κοινά τους σηµεία.
865
«Κ' ἐκείνη µέν, τίς οἶδεν, ἐάν ποτε ὑπῆρξε γυνή, πρὶν ἀπολιθωθῇ καὶ γίνῃ πέτρα, ἂν ὅτε ἦτο γυνὴ
ἐγνώρισεν ἔρωτα· ὁ δὲ Γιαννιὸς ὁ ἐξάδελφός µου οὐδ' ἔτρεφεν ἐλπίδα ν' ἀπολιθωθῇ τοὐλάχιστον καὶ γίνῃ
πέτρα», Τ.Β’, σ.159, στ.4-6. Η Ε. Κιτσοπούλου υπογραµµίζει την «κοινή χρήση» του κήπου και της
Μαυροµαντηλούς που κάνει ο Γιαννιός και το πνεύµα προσφοράς που τον διέπει: όλους τους καρπούς
που παράγει από τον κήπο του τους προσφέρει στους άλλους, µη κρατώντας τίποτα για τον εαυτό του.
Έτσι και τους πολύτιµους βρώσιµους θησαυρούς, που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της
Μαυροµαντηλούς, τους συλλέγει µε αγάπη για να τους προσφέρει και πάλι στους άλλους. Βλ. Ε.
Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.15.
866
Βλ. για τη χρήση του ρήµατος γνωρίζω, υποσ. Νο. 856.
867
Τ.Β’, σ.161, στ.5-8.
225
868
Τ.Β’, σ.166, στ.4-11.
226
ἀπέβαλλε τὸν πέπλον, κ' ἐλούετο εἰς τὰ κρύα νερὰ τοῦ λάκκου, τῆς στέρνας,
εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ µύλου, ἐπάνω τῆς στέγης. Καὶ δύο δειλὰ ὄµµατα
σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοὶ τῆς αἰπολικῆς γενεᾶς, προέκυπτον διὰ µέσου
τῶν κλάδων, ὑψηλὰ εἰς τὰ δένδρα, καὶ ἠγωνίζοντο ν' ἀνακαλύψωσι τὸ
µυστήριον τῆς καλλονῆς ἐκεῖ εἰς τὸ σκότος. Καὶ τότε ἡ Ἠχὼ θὰ ἠδύνατο,
καθὼς τὸ πάλαι, εἰς τὴν ἐξοµολόγησιν τοῦ Ἐρῶντος, νὰ ἐπαναλάβῃ: Ἐρῶ,
ἐρῶ»869. Η φύση αντηχεί τον έρωτα σε στεριά και ουρανό και η µυθολογική
νεράιδα αντιπροσωπεύοντας την ερωτική δυναµική της φύσης λαµβάνει το
µπάνιο της εκπέµποντας ένα σαγηνευτικό αισθησιασµό στο γύρω
περιβάλλον. Η νύχτα όµως προστατεύει το γυµνό της σώµα από τα αδιάκριτα
βλέµµατα των σατύρων, που µόνο να µαντέψουν µπορούν την οµορφιά της.
Με αυτόν τον τρόπο η αισθησιακή αυτή ερωτική εικόνα δεν είναι προκλητική,
αφού το χριστιανικό στοιχείο της αιδούς της χαρίζει µια θαυµαστή ισορροπία.
Συνεπώς, το απόσπασµα γίνεται ένας περιγραφικός ύµνος της φύσης για τον
έρωτα, µια ατέρµονη επανάληψη της λέξης που χαρακτηρίζει τον κάθε
ερωτευµένο: «Ἐρῶ, ἐρῶ…».
Εκτός όµως από το παραπάνω απόσπασµα, στο συγκεκριµένο
διήγηµα η φύση συνεπικουρεί, ως τόπος συνάντησης, τους «ερωτικούς
κυνηγούς». Στην περιοχή «Βουρλίδια» συνήθιζαν τα ξεπεσµένα
αρχοντόπουλα της περιοχής να ασχολούνται µε ερωτικές «εργολαβίες», ενώ
άλλοι φιλόδοξοι νέοι κατέστρωναν σχέδια απαγωγής νεαρών γυναικών µε τις
οποίες είτε ήταν ερωτευµένοι είτε απλά στόχευαν στην περιουσία τους870.
Στην δεύτερη αυτή κατηγορία υπάγονταν οι επίδοξοι απαγωγείς της Σοφίας ή
µάλλον της Λουκρητίας προκειµένου να βάλουν στο χέρι την περιουσία που
άφησε στην πρώτη ο µπαρµπα-Μανώλης. Η φύση στην περίπτωση αυτή
επιτελεί έναν αρνητικό ρόλο, αυτόν της συγκάλυψης των δολοπλοκιών και
µηχανορραφιών των νέων ανδρών. Ευτυχώς, τα σχέδιά τους µαταιώθηκαν
χάρη στην εγρήγορση της Σοφίας και την έξυπνη ιδέα του γερο- Καρδοπάκη
που γλίτωσε -προς στιγµήν- τις δυο απροστάτευτες κοπέλες.
869
Τ.∆’, σ.521, στ.22 και 27-30 και σ.522, στ. 1-12.
870
Βλ. Τ.∆’, σ.522-523.
227
871
«Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυµῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», Μτ,
5, 28 .
872
Λόγος 37, 10, PG 36, 296A.
873
«∆εύτερος ἠµῖν ἐστιν ἀγὼν κατὰ τοῦ πνεύµατος τῆς πορνείας καὶ τῆς ἐπιθυµίας τῆς σαρκὸς (…)
Μέγας οὗτος ἀγὼν καὶ χαλεπὸς καὶ διπλὴν ἔχων τὴν πάλην. ∆ιότι τῶν ἄλλων ἐλαττωµάτων ἐν τῇ ψυχῇ
.
µόνο ἐχόντων τὴν µάχην, οὗτος διπλοὺς καθέστηκεν, ἐν ψυχῇ καὶ σώµατι συνιστάµενος καὶ τούτου χάριν
διπλὴν τὴν πάλην ἀναδέξασθαι χρή», Κασσιανού Ρωµαίου, «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ.63.
874
Κασσιανού Ρωµαίου, ό.π. σ.63- 65.
228
875
Ο Παπαδιαµάντης αναφέρει πως ήταν Τουρκοµερίτης αµέσως µετά την περιγραφή του άστατου
χαρακτήρα του. Έτσι η πληροφορία αυτή αποκτά µάλλον αρνητική χροιά .
876
Τ.Γ’, σ.296, στ.25-26.
877
Βλ .Τ.Γ’, σ.294, στ.14-27.
878
Ο τίτλος υπονοεί τους ψεύτικους γάµους µεταξύ της φτωχολογιάς, λόγω της οικονοµικής ανέχειας
αλλά και των χαµηλών ηθικών αξιών.
229
879
Όπως αναφέρεται και στο διήγηµα «πατέρα στο σπίτι», στις φτωχικές συνοικίες υπήρχε η συνήθεια
να «νυµφεύονται χωρίς παπά», βλ. Τ.Γ’, σ.92, στ.33 και σ.93, στ.1.
880
Τ.Γ’, σ.568, στ.18.
881
«Εἶχε λάβει καὶ διαζύγιον, καθὼς ἐβεβαίου, ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα», Τ.Γ’, σ.569, στ.24-25.
882
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς περιγράφει την κατάληξη των ανθρώπων σαν την Πολυτίµη : « Ὁ δὲ
σαρκὸς ἐπιθυµίαις καὶ παθήµασι τὸ πνεῦµα ἐνταῦθα θανατώσας, µέλλει, φεῦ, τῷ δηµιουργῷ καὶ προξένῷ
.
τῆς κακίας ἐκεῖ συγκαταδικάζεσθαι καὶ τῇ ἀνυποίστῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ κολάσει παραδιδόσθαι ὅ ἐστιν
ὁ δεύτερος θάνατος καὶ ἀδιάδοχος», «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.95, στ.23-26.
230
ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁµαρτίᾳ συζυγῆναι. Οὗτος τοῖς νοῦν ἔχουσι
φευκτὸς ὄντως καὶ φρικτὸς ὁ θάνατος»883. Παρακολουθώντας τις δύο αυτές
γυναίκες διαπιστώνουµε ιδίοις όµµασι πόσο χειρότερος είναι ο πνευµατικός
από το φυσικό θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό πως µε την κακολογία και τις
φοβερές βλασφηµίες της η Ζαφείραινα αποµονώνεται σταδιακά από όλους:
αφού κατάφερε να διώξει όλες τις ενοικιάστριές της, στράφηκε εναντίον της
ετοιµόγεννης κόρης της χτυπώντας την, υβρίζοντάς την και ελπίζοντας να
πεθάνει. Η αποµόνωση αυτή, την οποία η ίδια προκαλεί µε τη στάση της,
φανερώνει την πνευµατική της νέκρωση884. Για αυτό ο συγγραφέας
ειρωνευόµενος καταλήγει: «Ὅταν θὰ τὴν ἔθαπτεν, ἐπεφυλάσσετο νὰ δέρνεται
µόνη της»885 κατά τη συνήθεια των δαιµονισµένων 886.
883
Βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», ό.π., σ.94, στ.12-14
884
Για την αποµόνωση αυτή που ταυτίζεται µε την κόλαση βλ. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως,
ό.π., σ.342.
885
Τ.Γ’, σ.574, στ.28.
886
Βλ. π.χ. Μκ, 5, 5.
887
Τ.∆’, σ.570, στ.9-10.
888
Βλ. σχετικά Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.39 . Την
άποψη αυτή συµµερίζεται και ο πρωτ. ∆.Β. Τζέρπος, «Ορθόδοξο ιερατικό ήθος», Θεολογία,Τ.82, τ.4,
2011, σ.58. Η Μ. Γκασούκα ωστόσο, υποστηρίζει ότι ο ιερέας είχε «προθυµία» να ψάλλει µηνιαίως στο
«ιδιόκτητο» λόγω οικονοµικών απολαβών (βλ. «Αστικοποίηση και φύλο στον Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη,ό.π.,σ.91-92). Κατά τη γνώµη µας η Μ.
Γκασούκα εδώ αντιµετωπίζει τη στάση του ιερέα µε αποκλειστικά κοινωνικοοικονοµικά κριτήρια,
αποστερώντας την από την πνευµατική διάσταση της. Ως γνωστόν, στην παράδοση της Εκκλησίας
υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ιερέων , µοναχών καί διά Χριστόν σαλών που επισκέπτονταν καπηλειά
ή άλλα «αµαρτωλά» µέρη µε αποκλειστικό σκοπό την προσέγγιση και µετάνοια των ανθρώπων που
σύχναζαν σε αυτά. Εκτός αυτού ο Παπαδιαµάντης είναι πολύ ειλικρινής, όταν εκφράζεται για τους
231
δὲν ἦλθε νὰ καλέσῃ δικαίους, ἀλλ' ἁµαρτωλοὺς εἰς µετάνοιαν»889. Στην ουσία
του ο µηνιαίος αυτός αγιασµός δεν είναι τίποτα άλλο παρά µια περιοδικώς
επαναλαµβανόµενη πρόσκληση για µετάνοια που δίδεται από τον αγαθό
ιερέα στη Σπυριδούλα και τις «γυναίκες» της, οι οποίες βρίσκονται στο
περιθώριο της ζωής λόγω της αµαρτίας. Μιµούµενος τη θεϊκή ευσπλαχνία,
χτυπά «µηνιαίως» την πόρτα της ψυχής των αµαρτωλών αλλά «φύσει
αγαθών» αυτών πλασµάτων µε την ελπίδα της πνευµατικής µεταστροφής και
επιστροφής τους.
Βαθύ προβληµατισµό προκαλεί και η στάση ζωής της ίδιας της κυρα-
Σπυριδούλας. Η γυναίκα αυτή συµπεριφέρεται ως διχασµένη
890
προσωπικοτητα. Από τη µια διάγει ασκητικό βίο και από την άλλη ζητάει
από το Θεό να δώσει φώτιση και πνεύµα µετανοίας σε όσους την επικρίνουν:
«Ἐπειδής, ὅ,τι κάνει αὐτή, τὸ κάνει γιὰ καλό, κι αὐτὲς ποὺ ἔχει στὸ σπίτι της,
βρίσκονται σὲ καλὰ χέρια. Ἂν ἦταν ἀλλοῦ, θὰ ἦταν πολὺ χειρότερα»891. Έτσι,
ενώ συµπεριφέρεται εξωτερικά ως µετανοούσα γυνή, στην πραγµατικότητα
δεν µετανοεί για τις ανήθικες δραστηριότητές της εφόσον θεωρεί ότι επιτελεί
θεάρεστο έργο «προστατεύοντας» τις κοπέλες από χειρότερο κατάντηµα.
Είναι πραγµατικά εκπληκτικό το πώς ο πονηρός αλλοιώνει τη συνείδηση του
ανθρώπου σε τέτοιο βαθµό, ώστε να τον καθιστά τυφλό απέναντι στα πάθη
του τα οποία µάταια προσπαθεί να εξωραΐσει.
Συνεπώς, το κυρίως αµάρτηµα της κυρα-Σπυριδούλας είναι η
αµετανοησία της. ∆εν µπορεί να εκλάβει την αµαρτία που διαπράττει ως
αµαρτία και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της, ως άλλη Εύα, δια
στόµατος της δορυφόρου της, κυρίας- Μαριάνθης, η οποία ξεπερνώντας τα
όρια την χαρακτηρίζει ως «αγία ψυχή»892. Για αυτό και θεωρούµε ότι έχει
αρκετές οµοιότητες µε την Φραγκογιαννού, η οποία επίσης αδυνατεί να
µετανοήσει για τα αµαρτήµατά της, τα οποία φτάνει στο σηµείο να τα θεωρεί
ως «θέαρεστες» πράξεις893.
κληρικούς. ∆ε διστάζει να αναφέρει τις ατέλειές τους (βλ.π.χ. «’Εξοχική Λαµπρή») ή τα λάθη τους
(βλ.π.χ. «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου ∆εσπότη»). Κάτι τέτοιο δε συµβαίνει στην περίπτωση του παπα-
Παντελή. ∆υστυχώς, την ίδια άποψη µε την Μ. Γκασούκα έχει και η Β. Λαµπροπούλου, βλ. Οι γυναίκες
στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992, σ.251.
889
Τ.∆’, σ.571, στ.7-8.
890
Σύµφωνα µάλιστα µε µια φήµη ήταν παπαδοπούλα, ενώ «ἐλέγετο ὅτι εἶχε "τάξιµον" διὰ ταπείνωσιν, κ'
ἔµελλεν εἰς τὸ τέλος νὰ γίνῃ καλογραῖα. (…) ∆ιηγοῦντο ὅτι εἶχε πολλὰ εἰκονίσµατα, κοµποσχοίνια, κλπ. κ'
ἔζη ἀσκητικῶς εἰς τὸ δωµάτιόν της» (Τ.∆’, σ.571, στ.10-13).
891
Τ.∆’, σ.572, στ.16-18.
892
Τ.∆’, σ.572, στ.11.
893
Για τη Φραγκογιαννού θα γίνει εκτενής λόγος στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας.
894
Στο διήγηµα «Τὸ κουκούλωµα», Τ. ∆’, σ.591-594.
895
Τ.∆’, σ.593, στ.9.
232
896
Τ.∆’, σ.593, στ.9. Ο εµπαθής αυτός ήρωας, όπως ο Σανούτος και ορισµένοι ακόµη παπαδιαµαντικοί
ήρωες, διαθέτει την λανθασµένη «επιβητορική αντίληψη» για τον έρωτα, όπως την ονοµάζει ο π. Φ.
Φάρος,µε αποτέλεσµα να τον προσεγγίζει ως «ανταλλαγή απρόσωπων υπηρεσιών», αντί για «κοινωνία
συναισθηµάτων» (βλ. Ἔρωτος φύσις,ό.π., σ. 16-25). Κατά συνέπεια, χρησιµοποιεί τις γυναίκες
αποκλειστικά ως αντικείµενα ικανοποίησης των βιολογικών και, στην περίπτωση του γάµου του,
οικονοµικών «αναγκών» του, ενώ απουσιάζει από τη συµπεριφορά του κάθε είδος ηθικής, πόσο µάλλον
αγάπης, στοιχείο που διατρανώνεται µε την εγκατάλειψη των παιδιών του.
897
Τ.∆’, σ.593, στ.24-25. Η περίπτωση της γυναίκας αυτής ταιριάζει πολύ µε την αντίστοιχη της
Χριστίνας της δασκάλας στο «Χωρίς στεφάνι». Με έναν παρόµοιο τρόπο βρέθηκε και εκείνη να
µεγαλώνει τα νόθα παιδιά του Ντεληκανάτα και να µην τολµάει να πάει στην εκκλησία λόγω της
παράνοµης συγκατοίκησης της µαζί του, βλ. Τ.Γ’, σ.131 κ.έ.
898
Τ.∆’, σ.594, στ.8-9.
233
899
Βλ. Τ.∆’, σ.606, στ.18-19.
900
Τ.∆’, σ.608, στ.6-7.
234
Θεό. Αυτή η δίψα τους οδήγησε στη γνωριµία µε το Χριστιανισµό, που γέµισε
τόσο πολύ το ψυχικό τους κενό, ώστε να θυσιάζουν πρόθυµα τη ζωή τους σε
αυτόν τον κόσµο για την κοινή ζωή τους µε το Χριστό στην ουράνια βασιλεία
Του.
901
Βλ. ενότητα 4.2 του παρόντος κεφαλαίου.
902
Τ.Α’, σ.589, στ.8 -9 και στ.16- 18.
235
Η µοιχεία είναι ένα θέµα το οποίο απαντά σχετικά συχνά στο έργο του
Παπαδιαµάντη. Η αρχή της χορείας των µοιχών ηρώων και ηρωίδων του είναι
σαφώς η Αυγούστα, η οποία, αν και απήχθη δια της βίας, στη συνέχεια
δόθηκε ψυχή τε και σώµατι στον απαγωγέα της. Υπάρχουν και περιπτώσεις
ηρώων που προσπαθούν να δώσουν άρωµα νοµιµότητος στη µοιχεία που
διαπράττουν, όπως ο Κουµπής στο «γάµο τοῦ Καραχµέτη». Άλλοι µοιχεύουν
µόνο ενδόµυχα, ενώ άλλοι έµπρακτα και µάλιστα χωρίς κανένα ενδοιασµό.
Παρακάτω θα αναλύσουµε µερικές τέτοιες περιπτώσεις. Όποιο και αν είναι το
είδος της µοιχείας, το βέβαιον είναι ότι προκαλεί πόνο, θλίψη και δυστυχία στο
έτερον ήµισυ. Όµως, µερικές φορές, µέσα από τον πόνο αυτό προκύπτει µια
οδός αναφοράς προς το Θεό και σωτηρίας. Τρανό παράδειγµα η Σεραϊνώ η
Κουµπίνα, η οποία τελικά αγίασε φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη ταπείνωσης
και αληθινής αγάπης .
Ως γνωστόν, ο πονηρός ξεκινάει το φοβερό σαρκικό πόλεµο βάζοντας
αρχικά την επιθυµία µέσα στην καρδιά του πειραζόµενου, προτού τον
οδηγήσει -αν ο ίδιος το επιτρέψει και δώσει τη συγκατάθεσή του- στην
έµπρακτη διάπραξη της µοιχείας. Για αυτό και ο Κύριος επισήµανε ότι «ὁ
ἐµβλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυµῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐµοίχευσε αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ»903. Αυτό συνέβη, όπως είδαµε παραπάνω, µε το Μαθιό και τη
Λιαλιώ στη «Νοσταλγό». Ο νεαρός Μαθιός, στο τέλος της εφηβείας του,
γεµάτος από νεανική ορµή και ενθουσιασµό, ερωτεύεται τη µεγαλύτερή του
Λιαλιώ, η οποία φαίνεται πως ανταποκρίνεται στα αισθήµατά του. Αν και δεν
καταλήγουν στην έµπρακτή αµαρτία, και οι δύο νέοι διαπράττουν µοιχεία µέσα
στην ψυχή και το νου τους από την αρχή έως το τέλος του διηγήµατος904.
907
Ο Ντεληκανάτας διαθέτει πολλά από τα πάθη που απαριθµεί ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός,βλ.
«Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 107-108.
908
Βλ. Τ.Γ΄, σ.136, στ.5-17 και στ.29-30.
909
Βλ. Τ.Γ’, σ132, στ.30-31 και σ.133, στ.1-13.
910
Βλ. Τ.Γ’, σ.136, στ.15-22. Για τις αρετές της Χριστίνας βλ. και οσίου Πέτρου ∆αµασκηνού, «Βιβλίο
πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 106-107. Έχοντας υπόψη τις συνθήκες που καταδίκασαν αυτή τη γυναίκα,
ο Παπαδιαµάντης, µέσα στα πλαίσια της ανοικτής, «κατ’ οικονοµίαν» εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας,
προτείνει ακόµη και τον πολιτικό γάµο προκειµένου να αποφεύγουν οι γυναίκες που βιώνουν παρόµοιες
καταστάσεις µε τη Χριστίνα τον κοινωνικό αποκλεισµό.
911
Βλ. Ε. ∆άκα, «Από την κοινωνία των ανθρώπων στην κοινωνία των αγγέλων», στον τόµο Η
κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ.102.
912
Τ.Γ΄, σ.136, στ.30.
913
Βλ. Λκ, 18, 9-14.
237
914
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152, Νο. οε’.
915
Βλ. Ε. ∆άκα, ό.π., σ.100.
916
Όπως γράφει η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «κάθε Μεγάλη Εβδοµάδα, κάθε χρόνο, η ηρωίδα
επαναλαµβάνει τα έθιµα, χωρίς όµως να µπορεί εξαιτίας της εσωτερικής ενοχής και της κοινωνικής κα-
τάκρισης να γιορτάσει τα Πάθη και την Ανάσταση µαζί µε την Κοινότητα. Το Πάθος και η Ανάσταση
γιορτάζονται κάθε χρόνο και η δική της επιθυµία και µαταίωση επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο. Κατά τη
διάρκεια της Μ.Εβδοµάδας που βιώνουµε την πορεία από το Πάθος στην Ανάσταση ζει κι αυτή το
δικό της πάθος. Η ανακύκληση του εκκλησιαστικού χρόνου σηµαίνει την επανασυνειδητοποίηση
της ενοχής της, πράγµα που, µέσω της ταπείνωσης και της εγκαρτέρησης, συνιστά µετάνοια. Η
µετάνοια οδηγεί στην Ανάσταση που σηµαίνεται σ' αυτό τον κόσµο ως δυνατότητα παρακολούθησης της
Αναστάσιµης Λειτουργίας έστω «κρυφά και δειλά... µαζί µε τις δούλες και τις παραµάννες» (3,137), και
στην αιωνιότητα ως επανένωση µε το Σώµα όλων εκείνων («αµαρτωλός... ληστής», 3, 132-137) που
στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδοµάδας συµβολίζουν τη µετάσταση της αµαρτίας στην αγιότητα µε τη
µετάνοια» , βλ. Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887- 1910,εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.93.
Κινούµενη στο ίδιο πλαίσιο η Ε. ∆άκα επισηµαίνει ότι η Χριστίνα υπερβαίνει τα όρια του τόπου και του
χρόνου της, Ε.∆άκα, ό.π., σ.100-101.
917
Τ.Γ΄, σ.136, στ.30.
918
Τ.Γ’, σ.480, στ.36-38.
238
919
Θεόδωρου Εδέσσης, «Κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 305, Νο.ς’.
920
Τ.Γ’, σ.480, στ.33-36. Σύµφωνα µε τη Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη τις «διακηρύξεις» αυτές συµµερίζεται
εµµέσως και η Μαρουσώ, για αυτό και διαπράττει την αµαρτία, βλ. «Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ. 60.
921
Μην έχοντας πια ως πανδρεµένη την «εξουσία» του σώµατός της όφειλε να συµπεριφερθεί ανάλογα:
.
« Ταῦτα καὶ ἡ γυνὴ λεγέτω πρὸς τοὺς βουλοµένους αὐτῆς διορύξαι τὴν σωφροσύνην Οὔκ ἐστιν ἐµὸν τὸ
σῶµα τὸ ἐµόν, ἀλλὰ τοῦ ἀνδρὸς», Ιωάννου Χρυσοστόµου, Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Πρώτην πρὸς Κορινθίους
Ἐπιστολὴν, Οµιλία ιθ’, PG61, 151-160.
922
Στην περίπτωση της Μαρουσώς η πορεία από την ηδονή της αµαρτίας στην οδύνη του θανάτου
(σωµατικού για το έµβρυο και πνευµατικού για την ίδια) έρχεται πολύ γρήγορα. Όπως παραδέχεται στη
συζήτησή της µε τη Φραγκογιαννού , η αµαρτία «ἔχει καὶ τή γλύκα της», αλλά φέρνει και µεγάλη πίκρα
στο τέλος, βλ. Τ.Γ’, σ. 479, στ.22-23.
239
Την ίδια αµετανοησία επέδειξε και ο Ηλίας Ξίδερης στο µικρό διήγηµα
«Τό τυφλό σοκάκι»924. Στο διήγηµα αυτό έχουµε την «αποκάλυψη» της
µοιχείας µιας νεαρής γυναίκας, της Ρηνούλας. Το αρχικά «καλὸ κι ἀγαπηµένο
ἀνδρόγυνο» παντρεύτηκε σύµφωνα µε όλα τα ήθη και έθιµα της εποχής και
έδειχνε πως έχει τις προϋποθέσεις για να επιτύχει. Ωστόσο, η οικογενειακή
τους γαλήνη σύντοµα διαταράχθηκε ανεπιστρεπτί από δύο ανθρώπους: ο
πρώτος ήταν ο άγαµος κουµπάρος του ζευγαριού , ο οποίος ήταν εξαρχής
πέραν του δέοντος «συνδεδεµένος µὲ τὴν οἰκογένειαν. Ἐκεῖ συνήθως ἐδείπνει,
ὄχι σπανίως ἐκοιµᾶτο ἐκεῖ. Ἦτο ἄγαµος. Εἰς τὸ ἴδιον οἴκηµά του, εὑρισκόµενον
ἄδηλον ποῦ, θὰ ἐφαίνετο πολὺ ὀλιγώτερον συχνὰ παρὰ εἰς τοῦ κουµπάρου
του»925. Ο δεύτερος ήταν ο προαναφερόµενος Ηλίας Ξίδερης, γείτονας του
ζευγαριού και συντεχνίτης του συζύγου. Ο άνθρωπος αυτός, έχοντας πιθανόν
προσωπικά απωθηµένα, ανέλαβε αυτοβούλως να βεβαιωθεί για την αρετή της
γειτόνισσάς του. Η «αποκάλυψη» του ολισθήµατός της - πάντα κατά τα
λεγόµενα του ιδίου- η οποία έγινε µετά από µια εντατική και συνάµα αθέµιτη
παρακολούθησή της, είχε µόνο αρνητικές συνέπειες: το πρώην αγαπηµένο
923
«Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, κεφάλαια διακόσια εἴκοσι καὶ ἐξ», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.112,
Νο.µα’.
924
Ο τίτλος αυτός µεταξύ άλλων υποδηλώνει και την πνευµατική τύφλωση του Ξίδερη, που θεωρεί το
πάθος της κατασκοπείας και της κατακρίσεως ως κάτι καλό και ωφέλιµο για τη στείρα ηθική που
πρεσβεύει.
925
Τ.∆’, σ.116, στ.8-11.
240
ζευγάρι χώρισε και ο κουµπάρος πήρε τη θέση του συζύγου, ενώ τα τρία
πρώτα παιδιά έχασαν τον πατέρα τους, που αρνήθηκε την πατρότητά τους.
Αναµφίβολα το αµάρτηµα της µοιχείας θεωρείται ένα από τα πιο
σοβαρά αµαρτήµατα και επίσηµος λόγος διαζυγίου. Παρ’ όλα αυτά ο
συγγραφέας ρίχνει το κυρίως βάρος της αµαρτίας στον Ηλία Ξίδερη, που,
υποκύπτοντας στον πειρασµό της ζήλειας και του φθόνου926 τον οποίο
εξωραϊζει µε το ένδυµα του ηθικισµού, έφτασε στο σηµείο να κατασκοπεύσει
και να κατακρίνει, αν όχι να συκοφαντήσει, τη σύζυγο στον άντρα της µε
απώτερο στόχο τη διάλυση του γάµου τους. Ταυτόχρονα, µερίδιο ευθύνης
φέρει και ο σύζυγός της, Γιάννης Ζουγράκης ή Σγουράκης. Ενώ ανεχόταν
τόσο καιρό τις επισκέψεις και ενίοτε διανυκτερεύσεις του κουµπάρου τους,
αντέδρασε µόνο µετά την «επίσηµη» αποκάλυψη της µοιχείας από το «φίλο»
του. Προφανώς, οι επισκέψεις αυτές συνοδεύονταν από µικρά ή µεγάλα
οικονοµικά οφέλη, τα οποία κρατούσαν σε ύφεση τη συνείδηση και την
αξιοπρέπεια του συζύγου. Όσο καιρό λοιπόν η κατάσταση αυτή παρέµενε «ἐν
κρυπτῷ», ο Γιάννης οικειοθελώς εκώφευε. Ο εγωισµός του θίχθηκε µετά τις
κατηγορίες που εκτόξευσε εναντίον της γυναίκας του ο Ηλίας. Συνεπώς, η
αλλοιωµένη του συνείδηση αφυπνίσθηκε µόνο υπό το φόβο της διάδοσης του
γεγονότος στη γειτονιά αναδεικνύοντας το βαθµό της υποκρισίας του. Αν
προστάτευε εξαρχής τη γυναίκα του περιορίζοντας δραστικά τις επισκέψεις
του κουµπάρου τους, δεν θα έδινε στη συνέχεια το δικαίωµα στον Ηλία να
θίξει την οικογένειά του και τον ίδιο.
Πράγµατι, η Ρηνούλα έχει αµαρτήσει. Ωστόσο, ο Ηλίας Ξίδερης έχει
διαπράξει βαρύτερη αµαρτία, γιατί κατέστρεψε µια οικογένεια, καταδίκασε τρία
αθώα παιδιά στη ρετσινιά του «νόθου» και οδήγησε τη Ρηνούλα σε µια µόνιµα
αµαρτωλή κατάσταση, αφού πλέον συγκατοίκησε και επίσηµα µε τον
παράνοµο εραστή της κάνοντας κι άλλα παιδιά µαζί του. Το τραγικότερο όλων
είναι αυτό που επισηµάνθηκε στην αρχή της ανάλυσής µας: ότι ο ίδιος δεν
συνειδητοποιεί ούτε στο ελάχιστο το µέγεθος της αµαρτίας του, αλλά, ως
άλλος Φαρισαίος, κοµπάζει ότι «ἔκαµε τὸ χρέος του». Όπως παραµένει
τυφλός µπροστά στη συνέχεια της µακραίωνης βυζαντινής µουσικής
παράδοσης, έτσι καθίσταται τυφλός απέναντι στα προσωπικά του
αµαρτήµατα «βλέποντας» µόνο τα αµαρτήµατα των άλλων 927.
926
Γιατί ο ίδιος ήταν άγαµος και προφανώς απογοητευµένος συναισθηµατικά, αλλά και ως άνθρωπος
«ψάλλων νόθα µέλη εἰς ἐκκλησίαν» (Τ.∆’, σ.116, στ.24) θεωρούσε «λογικό» να αναζητεί και «νόθες
σχέσεις» στη γειτονιά του.
927
Βλ.Τ.∆’, σ.117, στ.13-14. Έτσι αναδεικνύεται και η συµβολική σηµασία του τίτλου του διηγήµατος.
∆εν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το ελαχίστου έκτασης κείµενο αφιερώνεται ένα µεγάλο µέρος στη ζωή και
τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου αυτού. Η επίµονη αναφορά στα «νόθα» µέλη που έψαλλε στην
Εκκλησία συµβαδίζει µεταξύ άλλων και µε τη νοθευµένη πίστη του, που τον έκανε να βλέπει το
αµάρτηµα της κατάκρισης ως «χρέος». Όπως, κατά αναλογία, και η Φραγκογιαννού έβλεπε το φόνο των
µικρών κοριτσιών ως πράξη φιλανθρωπίας. Ο Λ. Προγκίδης, αναλύοντας το διήγηµα, γράφει πως η
κύρια µέριµνα του συγγραφέα είναι να αναζητήσει την αιτία που οδήγησε τον Ξίδερη στην πεποίθηση
ότι «έκανε το χρέος του». Ο Παπαδιαµάντης δηλαδή ενδιαφέρεται για τη λύση του αινίγµατος της
πνευµατικής τύφλωσης του Ξίδερη και όχι για την κρίση και την καταδίκη του, άποψη που µας βρίσκει
σύµφωνους. Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ο εν λόγω µελετητής επισηµαίνει τη σπουδαιότητα της περί
241
ψαλτικής τέχνης του Ξίδερη παρέκβασης, η οποία φωτίζει πολλαπλώς το χαρακτήρα αυτό. Έτσι,
διαπιστώνει ότι η «µουσική ασυναρτησία του Ξίδερη» συνδέεται άµεσα µε την επιθυµία του να
κατασκοπεύει και να κατακρίνει. Υπάρχει λοιπόν «µια σχέση πολύ βαθιά και ουσιαστική ανάµεσα στο
περί εκκλησιαστικής µουσικής εµβόλιµο και την πράξη του Ξίδερη (…) ο Ξίδερης αποδεικνύεται τυφλός
µπροστά σ’ αυτή την οµορφιά που ξεπηδάει από την αρχαία ελληνική τραγωδία, που περνάει από την
ο
Κωνσταντινούπολη και που ξεχύνεται στην Ευρώπη από τον 6 αιώνα και µετά». Όταν λοιπόν «δε
νιώθει πια τη σπονδυλική στήλη που κράτησε την αίσθηση για το ωραίο, ακόµα και το πιο φανερό
παράπτωµα δεν θα µπορεί να ιδωθεί», Λ. Προγκίδη, ‘’Ο Παπαδιαµάντης και η ∆ύση’’: Πέντε µελέτες,
Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002, σ. 91-101.
928
Ο Παπαδιαµάντης φαίνεται πως ακολουθεί τη σχετικά ήπια στάση που κρατούσε και ο ίδιος ο
Χριστός απέναντι στα σαρκικά αµαρτήµατα, ενώ είναι πιο αυστηρός απέναντι στα δυσδιάκριτα
πνευµατικά αµαρτήµατα. Όπως γράφει ο πατήρ Φ. Φάρος, «είναι αξιοσηµείωτο ότι ενώ αντιµετωπίζει ο
Χριστός τόσο ήπια τα ερωτικά αµαρτήµατα, για άλλα αµαρτήµατα που δεν έχουν καµία σχέση µε τον
έρωτα δείχνει µια αδυσώπητη αυστηρότητα». Και συνεχίζει επισηµαίνοντας ότι για το Χριστό η
µεγαλύτερη αµαρτία δεν συνδέεται µε τον έρωτα, αλλά µε την έλλειψη αγάπης για το Θεό και τον
άνθρωπο (βλ. Έρωτος φύσις, σ. 204 και 206). Αυτή η έλλειψη αγάπης προς το συνάνθρωπο
χαρακτηρίζει και τον Ηλία Ξίδερη.
929
Τ.∆’, σ.116, στ.20-23. Των ιδίων αντιλήψεων µε τον Ηλία Ξίδερη ήταν και ο Ζάχος Ξεφαντούλης στο
διήγηµα «Πατέρα στο σπίτι». Ο κακός αυτός γείτονας «ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόµενος "νὰ
ξέρῃ τί τρέχει".Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς µὲ
τὲς φωνές, µὲ τὲς κατακεφαλιές, µὲ τὰ τραβήγµατα τῶν µαλλιῶν καὶ µὲ τὸ χώρισµα τοῦ ἀνδρογύνου»,
Τ.Γ’, σ. 93, στ.8-12. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι η συκοφαντία και κατάκριση δεν είναι ίδιον µόνο
των γυναικών, αλλά και των ανδρών, όταν δεν διαθέτουν σωστό ήθος και την ελάχιστη αγάπη για το
συνάνθρωπο.
930
Τ.∆’, σ.157, στ.22-23.
931
Τ.∆’, σ.161, στ.10-12.
242
932
Η γειτόνισσα αυτή ανήκει στη χορεία των διπρόσωπων, υποκριτριών γυναικών , που προσποιούνται
πως είναι φίλες κάποιων γυναικών, ενώ την ίδια στιγµή τις κατηγορούν ή τις συκοφαντούν στη γειτονιά.
933
Βλ. Τ.∆’, σ.160, στ.22-23.
934
Για ανάλυση του διηγήµατος αυτού, υπό µια άλλη οπτική, βλ. κεφάλαιο Β’ της παρούσης εργασίας,
υποενότητα 2.4.
935
Τ.Γ’, σ.613, στ.25- 31. Το επάγγελµα του συζύγου της και µόνο ήταν αυτό που έδινε στις κακές αυτές
γριές την τροφή για να προχωρούν σε τέτοιους ανυπόστατους και λανθασµένους, όπως έχει πλέον
αποδειχθεί και από τη σύγχρονη ιατρική, υπολογισµούς. ∆εν είναι τυχαίο ότι στο διήγηµα αναφέρεται η
άποψη ενός γυναικολόγου γιατρού σχετικά µε την περαιτέρω παραµονή ενός εµβρύου στη µήτρα, λόγω
«νάρκης ή κακοπαθείας». Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον κοινωνικό περίγυρο
(βλ. Τ.Γ’, σ.609, στ.10-13).
936
Βλ. Τ.Γ’, σ.621, στ.1-16.
243
Στα έργα του Παπαδιαµάντη γίνεται συχνά αναφορά στη χρήση µαγείας
ή µαντείας. Ο σκοπός κάθε φορά ποικίλει: ωφέλεια ή βλάβη κάποιου
προσώπου, προσέλκυση και κατάκτηση του αγαπηµένου, απόκτηση κάποιας
επιθυµητής πληροφορίας, πρόβλεψη του µέλλοντος κλπ. Αξιοσηµείωτο είναι
ότι η µαγεία- µαντεία ασκείται κατεξοχήν από γυναίκες, χωρίς βέβαια αυτό να
σηµαίνει ότι αποτελεί αποκλειστικό προνόµιό τους941. Συνήθως οι άνδρες
(όπως π.χ. ο Κωστής στο «Θέρος- Ἔρος») δεν ασκούν οι ίδιοι µαγικές
ιεροπραξίες ή τακτικές, αλλά απευθύνονται σε κάποια γυναίκα. Φαίνεται πως
937
Τ.Γ, σ.621, στ. 9-10.
938
Αυτή την πεποίθηση ότι η θεία Χάρη υπερβαίνει την ιστορική αναγκαιότητα επισηµαίνει και η Γ.
Φαρίνου - Μαλαµατάρη. Όπως γράφει, ακόµη και «εάν το αίτιο είναι η αµαρτία και το αποτέλεσµα ο
θάνατος, το τέλος είναι η Χάρη», Αφηγηµατικές τεχνικές, ό.π., σ. 47.
939
Τ.Γ’, σ.609, 7-9.
940
Βλ. σχετικά Τ. Καλογήρου, «Ο Παπαδιαµάντης στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία: κείµενο και
διακείµενο στην ανίχνευση κοινωνικών προβληµάτων» , στο Τόµο Η κοινωνική διάσταση στο έργου του
Παπαδιαµάντη, σ.137.
941
Όπως σηµειώνει ο Τ. Άγρας οι σκιαθίτισσες γυναίκες, όταν επιθυµούν να αλλάξουν την «κακή» τους
τύχη προτιµούν όχι να αγωνισθούν στα φανερά, να επαναστατήσουν, αλλά να επικαλεσθούν την αρωγή
των υπερφυσικών δυνάµεων, συνήθως του Θεού και σπανιότερα των δαιµονικών δυνάµεων, βλ. Τ.
Άγρα, «Πως βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης: 20 κείµενα για τη ζωή
και το έργο του, σ.163. Επίσης για το θέµα της µαγείας στα σκιαθίτικα διηγήµατα βλ. Μ. Γκασούκα, Η
κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.131 -136.
244
η γυναίκα, έχοντας την ιδιότητα της «νύµφης» και της «ιέρειας», έχει και την
ευθύνη για την τέλεση των «µαγικών» ή των «ιεροπραξιών»942. Αντίθετα, το
ανδρικό φύλο παραµένει στο περιθώριο, έξω από το χώρο του «ιερού» και
παρακολουθεί από µακριά την τέλεση των σχετικών ενεργειών943. Εκείνο
ακόµη που πρέπει να επισηµανθεί είναι ότι στη µεγάλη πλειοψηφία των
έργων του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη η άσκηση της µαγείας δεν γίνεται για
βιοποριστικούς σκοπούς ή για την εξαπάτηση των αφελών. Απεναντίας,
αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα από τα ήθη και τα έθιµα της τοπικής
κοινωνίας944, η οποία επιδιώκει κατά καιρούς να της δώσει επίχρισµα θεϊκής
αποδοχής ή τουλάχιστον συγκατάβασης.
Στην πλειοψηφία τους οι διάφορες µαγικές πράξεις-τελετουργίες
γίνονται νύχτα, η οποία συνήθως είναι φορτισµένη αρνητικά. Κατά τη διάρκεια
της συµβαίνουν, εκτός από µαγείες, και άλλα γεγονότα που συνδέονται άµεσα
µε το κακό: συνοµωσίες, συκοφαντίες, αρπαγές, δολοφονίες, θάνατοι,
αµαρτωλοί λογισµοί και πράξεις, εµφανίσεις φαντασµάτων κ.ά. Η έλλειψη του
φωτός, που συνεπάγεται τη µείωση της οπτικής διαύγειας, διευκολύνει την
ανάδειξη των σκοτεινών επιθυµιών και την πραγµατοποίηση πράξεων ή
εγκληµάτων που κατά την διάρκεια της ηµέρας θα ήταν πολύ δύσκολο να
πραγµατοποιηθούν. Επιπλέον, το σκοτάδι προσδίδει στις πράξεις αυτές ένα
ιδιαίτερο µυστήριο, γοητεία και ένταση. Έτσι, το ενδιαφέρον που προκαλούν
στον αναγνώστη, χάρη στη νύχτα, καθίσταται µεγαλύτερο945.
Η βασική βέβαια διαφοροποίηση των µαγικών πράξεων που τελούνται
γίνεται σύµφωνα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Αν ο σκοπός τους είναι να
λύσουν τις µαγγανείες, τις βασκανίες και τις επωδούς που έχουν γίνει από
φθονερές γυναίκες946 ή να µάθουν κάποια πληροφορία που αφορά το
παρελθόν947 ή το µέλλον948, τότε είναι αποδεκτά από τον κοινωνικό περίγυρο
942
Κατά τον Ν. Ορφανίδη, η σχέση που αναπτύσσει η γυναίκα µε το µαγικό στοιχείο οφείλεται στη στενή
σύνδεσή της µε τη φύση, µε τις σκοτεινές δυνάµεις που ενίοτε περικλείει εντός της. Αυτή η οµοιότητά της
µε τη φύση, που οφείλεται στην ιδιότητα και των δύο να τίκτουν, προσδίδει στη γυναίκα µια εκπληκτική
δυναµική καθιστώντας και την ίδια «φυσικό, µυστικό, µαγικό στοιχείο», βλ. Ν. Ορφανίδη, «Το παθος
των προσώπων και το πάθος της ψυχής» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του
Α.Παπαδιαµάντη, σ.253-254.
943
Βλ. Χ. Μαλεβίτση, «Ο αρχέγονος Παπαδιαµάντης: Σχόλιο στο ‘’Μυρολόγι της φώκιας’’» στον τόµο
Φώτα ολόφωτα, σ.297.
944
Βλ. Β. Λαµπροπούλου, Οι γυναίκες στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992,
σ.321.
945
Αναλυτικά για την αρνητική φόρτιση της νύχτας στο έργο του Παπαδιαµάντη, βλ. Σ.Μπαλούση,
‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ. 55-56. Γενικά για το
θέµα της µαγείας στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, βλ. Βαλέτα Γ, «Ο Παπαδιαµάντης. Η ζωή - το έργο- η
εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος εκδοτικός οίκος ∆ηµ. ∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955,
.
σ.448-449 Λαµπρακίδη Σ., Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισµός στον Α. Παπαδιαµάντη, διπλωµατική
εργασία, Θεολογική Σχολή, Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1998, σ.109-
.
118 Γκασούκα Μ, Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαµάντη, Αρχείο
.
Παπαδιαµαντικών Μελετών 2, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998, σ.131-134 ∆ηµητρίου Ε, «Γυναίκα και
µαγικές δυνάµεις», περιοδικό Ακτή, τεύχος 48, έτος ΙΒ’, Φθινόπωρο 2001, σ.420- 425.
946
Βλ. π.χ. «Ἡ Φαρµακολύτρια» , Τ.Γ’, σ.307, στ.17.
947
Βλ. π.χ. «∆ηµαρχίνα Νύφη», Τ. ∆’, σ.383, στ.24.
948
Βλ. «Άγια καὶ Πεθαµένα», Τ. Γ’, σ. 123.
245
953
Τ.Γ’, σ.128, στ. 16-17.
954
Σύµφωνα µε τον Ζ.Ι. Σιαφλέκη, µε τον οποίο συµφωνούµε εν µέρει, το διήγηµα αυτό είναι το αντίθετο
των «Μαγισσών», µε την έννοια ότι «η αποδοχή της µαγείας συνάπτεται µε στοιχεία της χριστιανικής
λατρείας και ότι ο τελικός στόχος της δεν είναι η παρέκκλιση από τον κανόνα, αλλά αντίθετα η
εµπέδωσή του», «Το υπερφυσικό στοιχείο στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ. 415.
955
Όπως µας πληροφορεί ο Α. Κεσελόπουλος: «Όταν οι Σκιαθίτισσες (…) λειτουργούσαν την Αγία
Αναστασία για να θεραπεύσει κάποιον άρρωστο και να τους λύσει τα µάγια - δηλαδή να τους απαλλάξει
από τις µεθοδείες του διαβόλου - ήταν πλήρως εναρµονισµένες µε την προσευχή της θείας Λειτουργίας,
που θέλει «τα προκείµενα» να λειτουργήσουν «κατά τὴν ἐκάστου ἰδίαν χρείαν». Συµπλέουν επίσης µε
την πατερική αίσθηση της ευχαριστίας, όπου ο Χριστός χορηγεί ποικίλα χαρίσµατα και απαντά σε όλες
τις ανθρώπινες ανάγκες, υλικές και πνευµατικές…», Η λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη,
ό.π., σ.192.
956
Τ.Γ’, σ.307, στ.17-20.
957
Όπως την χαρακτηρίζει ο Παπαδιαµάντης, βλ.Τ.Γ’, σ.309, στ.24-25.
958
Βλ.Τ.Γ΄, σ.305, στ.15-19.
959
Τ.Γ’, σ.307, στ.23-28.
248
960
Βλ. Τ.Γ, σ.306, στ.1-28.
961
Όπως έχουµε ήδη αναφέρει σε προηγούµενη ενότητα, η Μαχούλα λειτουργεί περισσότερο
καιροσκοπικά παρά στοργικά: η πραγµατική αιτία της αντίθεσής της σε ένα ενδεχόµενο γάµο του γιου
της είναι η ανάγκη να παντρέψει τις κόρες της, κάτι που αδυνατούσε να κάνει χωρίς τη βοήθεια εκείνου.
Για την πλήρη ανάλυση του αποσπάσµατος αυτού βλ. Σιαφλέκη Ζ.Ι, ό.π., σ.415.
962
Αφού είναι αδιανόητη κάθε τέλεση µαγικής πράξης εντός του ιερού χώρου του ναού.
963
Βλ. Σ. Τρωϊανού, «Η θέση των µάγων στη βυζαντική κοινωνία», Πρακτικά ηµερίδας Οι περιθωριακοί
στο Βυζάντιο, Αθήνα, 1993, σ. 271-278 .
249
964
Τ.Α’, σ.110, στ.18-21 και σ.111, στ.14-16. Είναι χαρακτηριστικό ότι µετά από την πρόταση αυτή ο
Ζέννος αναχωρεί µε το πρόσωπό του «αλλοιωµένον», ένδειξη της κακής µαγικής επιρροής που έχει
υποστεί,βλ. Τ. Α’, σ.113, στ.28.
965
Τ.Α’, σ.112, στ.16.
966
Η νυχτερινή πανσέληνος αποτελεί συχνά το χρόνο δράσης των δαιµονικών δυνάµεων (που
επικαλούνται οι εν λόγω µάγισσες) και, εκτός αυτού , χάρη στη νύχτα αποφεύγουν να γίνουν αντιληπτές
από τους συγχωριανούς τους.
967
Τ.Γ’, σ.234, στ.16-21.
968
Παρόµοια είναι και η περίπτωση της Αφέντρας τους «Ἐλαφροΐσκιωτους», που αναλύσαµε στην
ενότητα 5.2. του παρόντος κεφαλαίου. Σύµφωνα µε τον κ. Μπαστιά οι τρεις µάγισσες εκφράζουνε το
σκοτεινό, το εφήµερο, την πνευµατική σύγχυση που τις απέκοψε από το δρόµο που οδηγά στην ένωση
µε τον Πλάστη, ενώ η µαγεία ως ενέργεια ταυτίζεται µε το θάνατο (Μπαστιάς Κ., Παπαδιαµάντης:
δοκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα, 1974, σ.142-145).
969
«Λόγος ψυχοφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’ , σ.236, στ.17-21.
970
Τ.Γ’, σ.234, στ. 27-28.
250
971
Τ.Γ’, σ.234, στ.29-30.
972
Παρ’ όλα αυτά, ο Ο. Ελύτης προσδίδει στον γέροντα Παρθένη τον ψόγο του «ηδονοβλεψία»
στηριζόµενος στη φράση του συγγραφέα, που προηγείται του περιστατικού: «Ὁ γερο - Παρθένης
ἐστάθη κ' ἐκοίταξε κ' ἐπόθει κάτι ν' ἀγροικήσῃ, κάτι ν' ἀπολαύσῃ ἀπ' ὅλην αὐτὴν τὴν γλύκα. Ἀλλὰ δὲν
ᾐσθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον ποὺ ἐθαύµαζε νὰ βλέπῃ», βλ. Η µαγεία του Παπαδιαµάντη, Ερµείας,
Αθήνα, 1976, σ.32-33.
973
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Περὶ τῆς δευτέρας ἐντολῆς, καὶ ὅτι γεννήτωρ τοῦ πένθους ὁ φόβος»,
Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 25, στ. 2-3.
974
Τ.Γ’, σ.235, στ.3-5 . Ο Ζ.Ι. Σιαφλέκης αναλύοντας το συγκεκριµένο διήγηµα, αναφέρει τα εξής: «Στο
διήγηµα αυτό το υπερφυσικό στοιχείο εµφανίζεται µε την πιο έντονη µορφή, αφού δεν πρόκειται για
φαντάσµατα, ή παραισθητικά εν γένει φαινόµενα, αλλά για τη φυσική πρόσληψη µιας πρακτικής µαγείας
αρχαιότατης όσο και οι κάτοικοι της χώρας µας. Ο αφηγητής, ωστόσο, την αντιµετωπίζει και αυτή ως µια
παρέκκλιση από το χριστιανικό κανόνα, και ως τέτοια τη συνδεει µε αντίστοιχες αρχαιοελληνικές
τελετές. Έχει σηµασία εδώ ότι η υπέρβαση του κανόνα γίνεται από τρεις γυναίκες και ότι ο γερο-
Παρθένης λειτουργει ως ο οφθαλµός της θείας ∆ίκης», Σιαφλέκη Ζ.Ι, «Το υπερφυσικό στοιχείο στον
Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών
Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ.415.
975
Ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης θεωρεί την αυτοκτονία της Μυρµήγκαινας ως «θρίαµβο της θείας ∆ίκης», ό.π.
σ.415. Ωστόσο, ο κ. Σιαφλέκης παραβλέπει το γεγονός πως στο έργο του Παπαδιαµάντη, που
ακολουθεί την ορθόδοξη παράδοση, ο Θεός δεν εµφανίζεται ως δικαστής- τιµωρός των αµαρτωλών
ανθρώπων, αλλά ως φιλεύσπλαχνος Πατέρας που αγωνιά και θλίβεται για τις λανθασµένες τους
επιλογές. Η αυτοκτονία της Μυρµήγκαινας, εποµένως, έρχεται ως αποτέλεσµα της έλλειψης αναφοράς
στο Θεό και της απουσίας ουσιαστικής παρηγορίας που µόνο Εκείνος θα µπορούσε να της δώσει. Αυτό
το δυνατό αίσθηµα µοναξιάς και απελπισίας µπροστά στην κοινωνική κατακραυγή ευθύνεται για το
θάνατό της. Ο Θεός όχι µόνο δεν «ικανοποιείται» από αυτή την ενέργειά της, αλλά προνοεί ώστε να
ξεψυχήσει σε τέτοιο σηµείο που για πολλά χρόνια αργότερα να µνηµονεύεται, έστω άτυπα, από τον
περαστικό ιερέα και τις ενορίτισσες.
251
συγκατάθεση- ούτε καν ένα ελάχιστο ενδιαφέρον- από την αγαπηµένη του
Αρχόντω, οργανώνει µέσα στο νου του ολόκληρο σχέδιο δολοφονίας της
πεθεράς και του αντεραστή του (προς στιγµήν µάλιστα και της ιδίας) την ώρα
που τους πηγαίνει στο απέναντι νησί979. Από την άλλη ο Νίκος, «ἠγάπησεν,
ἀπεγοητεύθη, ἐψεύσθη»980. Πλήρως παραδοµένος στη θλίψη και την
απογοήτευση µετά την ερωτική απόρριψη και το γάµο της αγαπηµένης του µε
άλλον, αυτοκαταστρέφεται διαλύοντας τον εαυτό του τόσο σωµατικά µε το
υπερβολικό ποτό, όσο και ψυχικά µε τη βαριά κατάθλιψη στην οποία έχει
υποπέσει981. Με άλλα λόγια, στέκεται στο µεταίχµιο µεταξύ ακούσιας και
εκούσιας «αυτοκτονίας». Και τι να πει κανείς για το µπαρµπα- Γιαννιό τον
Έρωντα, τον οποίο άθελα ή ηθεληµένα «σκότωσε» ο απεγνωσµένος του
έρωτας για τη γειτόνισσα Πολυλογού;982
Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης στον ικετήριο κανόνα που έγραψε προς
τον όσιο ∆ιονύσιο τον ἐν Ὀλύµπῳ τον παρακαλεί θερµά: «τοῖς ἐν ἀπογνώσει
τῷ σκότει βαίνουσι, τῆς φωταγωγίας τῆς µυστικῆς µετάδος»983. Ο
απελπισµένος, λόγω του ανεκπλήρωτου ή χαµένου έρωτά του, άνθρωπος
µπορεί - µε τη µείξη των λογισµών του µε τους δαιµονικούς λογισµούς,
κυρίως της λύπης και της οργής, που βρίσκουν δια της απογνώσεως ανοικτή
τη θύρα της ψυχής του984- να προβεί σε αδιανόητες ή παράλογες πράξεις.
∆εν είναι τυχαίο ότι στα νηπτικά κείµενα αναφέρεται η ικανότητα των
πονηρών λογισµών να οδηγούν ακόµη και σε φόνους985. Για αυτό
ονοµάζονται αλλιώς και «φόνιοι»986. Μόνο µε τη θεία βοήθεια µπορεί να
ξεφύγει από τα σκοτεινά µονοπάτια της φονικής απελπισίας.
Μια βέβαια από τις βασικές αιτίες που οδηγούν τον άνθρωπο σε
τέτοιες καταστάσεις είναι η κακή χρήση του αυτεξουσίου987 και η αυτονόµηση
979
Βλ. «Ἔρως- Ἣρως» , Τ. Γ’, σ 180-181.
980
«Για τὴν περηφάνια», Τ.Γ’, σ.209, στ.20.
981
Η τελευταία άλλωστε αποτελεί µια από τις βασικές αιτίες αυτοκτονίας.
982
Γενικά για το θέµα της αυτοκτονίας στα έργα του Παπαδιαµάντη βλ. Βαλέτα Γ, «Ο Παπαδιαµάντης.
Η ζωή - το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος εκδοτικός οίκος ∆ηµ.
.
∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955, σ.248 Saunier G, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του
Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001 , σ.341-343. Το θέµα της αυτοκτονίας έδωσε τον τίτλο στο
διήγηµα «Ὁ Αυτοκτόνος», Τ.∆’, σ.629-634. Η αιτία όµως της αυτοκτονίας του ήρωα Σακελλάριου
φαίνεται ότι δεν σχετίζεται µε τον έρωτα, για αυτό και δεν το αναπτύσσουµε.
983
Τ.Ε’, σ. 48, στ.19-20.
984
Για αυτό, άλλωστε, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε: «Κράτει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν Ἅδην, καὶ µὴ
ἀπελπίζου», γέροντος Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου
Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ. 572.
985
Βλ. σχετικά Λ. Σιάσου, «‘’Νοῦς ἀψηλὸς ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.161. Ο δε Τιµόθεος Αλεξανδρείας χαρακτηρίζει τον αυτόχειρα
«αὐτοφονευτὴ ἑαυτοῦ», βλ. Η. Βουλγαράκη, Αυτοκτονία και εκκλησιαστική ταφή, Αρµός, Αθήνα,2000,
σ.35.
986
Βλ. π.χ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.142, Νο.ς’ και Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων «Μέθοδος καὶ κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
987
Πράγµατι, ο άνθρωπος έχει την ευθύνη για τη σωστή ή µη χρήση του αυτεξουσίου του. Όπως λέει ο
Μέγας Αντώνιος, «ἔχοντες γὰρ τὸ αὐτεξούσιον, ἐὰν θελήσωµεν, ἐπιθυµοῦντες τῶν πονηρῶν πράξεων,
.
µὴ ἐπιτυγχάνειν αὐτῶν, τοῦτο δυνάµεθα καὶ ἐν τῇ ἡµετέρᾳ ἐξουσίᾳ ἐστί, τὸ τῷ Θεῷ ἀρεσκόντως βιῶσαι
.
καὶ οὐδεὶς ἠµᾶς ἀναγκάσει ποτέ, µὴ θέλοντας πρᾶξαί τι πονηρὸν (…) ἐὰν θέλῃς , δοῦλος εἶ τῶν παθῶν
253
.
ἐὰν θέλῃς, ἐλεύθερος εἶ καὶ οὒχ ὑποκλινεῖς τοῖς πάθεσιν ὁ γὰρ Θεὸς αὐτεξούσιόν σε ἐποίησε».
«Παραινέσεις περί ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 13, Νο.ξς’ και ξζ’.
988
Ιερ. 28,6 και Ρωµ.2, 5.
989
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.95, στ.35-39 και σ.96, στ.7-8.
990
«Ἐπανίστανται ὅµως κατὰ τοῦ νόµου τῆς φύσεως καὶ οὐδὲν συντελοῦσιν εἰς τῆς ἀνθρωπότητος τὸν
προορισµὸν οἱ ἄφρονες ἐκεῖνοι, οἵτινες ἀποθνήσκουσιν ἀµέσως ἐξ ἠθικῶν αἰτίων. ∆ιότι ἂν πάντες τοὺς
ἐµιµοῦντο,ἡ φύσις, ἀδυνατοῦσα πλέον νὰ θανατώσῃ, θὰ ἠδυνάτει ὡσαύτως καὶ νὰ γεννήσῃ. Ἑποµένως,
ὅσοι αὐτοκτονοῦσιν οὕτως, ἀντιστρατεύονται εἰς αὐτὸ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ.», «Η Μετανάστις» ,Τ.Α’,
σ.41, στ 3-8.
991
Όπως γράφει και ο ∆.∆. Τριανταφυλλόπουλος, «ο Παπαδιαµάντης, όποτε αντιµετωπίζει τέτοιες
οριακές καταστάσεις, γράφει είτε µε συµπάθεια είτε από απόσταση, πάντως όχι µε κατάκριση του
δυστυχούς θύµατος», «Από τον πρίγκηπα των µελωδών στο ηδύµολπο τρυγόνι της Σκιάθου»,
Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011,σ.197-198.
992
Ο όρος προέρχεται από τη µελέτη του Α. Μαντά «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της
αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.169.
993
Γενικά η Εκκλησία κρατάει µια αυστηρή στάση απέναντι στους αυτόχειρες για παιδαγωγικούς κυρίως
λόγους. Η σοβαρότητα του αµαρτήµατος έγκειται στην ταύτισή του µε το φόνο. Θεωρείται µάλιστα
σοβαρότερο αµάρτηµα και από αυτόν το φόνο, γιατί εναντιώνεται στη θεία δηµιουργία και γιατί ο
αυτόχειρας συνήθως φεύγει από τη ζωή χωρίς να έχει µετανοήσει. Εν ολίγοις, η στάση της ορθόδοξης
Εκκλησίας γύρω από την αυτοκτονία «φαίνεται να έχει δύο σκέλη: την κατάδειξη του βάρους που έχει το
αµάρτηµα της αυτοχειρίας και την καταδίκη του αυτόχειρα µε την άρνηση της ευχετικής προσφοράς της
για την ανάπαυση της ψυχής του» (Βλ. Α. Μαντά, ό.π., σ.169-170). Παρά τη σταθερότητά της στο
πρώτο σκέλος, διακρίνεται από µια «κατ’ οικονοµίαν» διαλλακτικότερη στάση ως προς το δεύτερο
σκέλος.
254
994
Τ. Γ’, σ.258,στ.25. Θεωρούµε πως το χρώµα του δέρµατος της κοπέλας στο διήγηµα αυτό έχει
µεταφορική χρήση: υπονοεί το σκοτεινό, δαιµονικό στοιχείο που κυρίευσε τη ψυχή του άτυχου νέου και
τον οδήγησε στο απονενοηµένο διάβηµά του. Λαµβάνοντας υπόψη τη φιλάνθρωπη στάση που κρατάει
ο Παπαδιαµάντης απέναντι στους «διαφορετικούς» ήρωές του (βλ. π.χ.«Ὁ ξεπεσµένος δερβίσης» , Τ.Γ’,
σ.111 κ.ε.), πιστεύουµε ότι σε καµία περίπτωση δε δίδεται στη συγκεκριµένη αναφορά «ρατσιστική»
χροιά.
995
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’,σ.287, Νο.ξ’.
996
Ψλ.24, 7, Τ. Γ’, σ.230, στ. 18-19.
255
Υπαίτια της αυτοκτονίας ενός νέου θεωρείται και η µόλις δεκαέξι ετών
«Τασούλα»999 στο «Νάµι τῆς»1000. Την πληροφορία αυτή λαµβάνει ο
αφηγητής από την κυρα Λευθέραινα, τη γηραιή «επιθεωρήτρια» της γειτονιάς
που ήξερε τα πάντα για όσους έµεναν στη συνοικία. Αν και πιθανόν να
πρόκειται µόνο για φήµη, η οποία κυκλοφόρησε λόγω της οµορφιάς και της
επιδειξιοµανίας της, φαίνεται πως η νεαρή κοπέλα θα ήταν ικανή να οδηγήσει
ένα νέο σε αυτό το σηµείο. Ισχυρή ένδειξη για αυτό αποτελεί το «ξελόγιασµα»
του νεαρού γιου ενός γνωστού δικηγόρου µε τον οποίο έβγαινε εκείνο το
διάστηµα. Ο νέος όχι µόνο «ἔχασε τὸ µυαλό του µ' αὐτήν», αλλά και «ἐπιµένει
νὰ τὴν στεφανωθῇ» χωρίς την άδεια του πατέρα του1001. Ο παθιασµένος
λοιπόν έρωτας µπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση µε τους γονείς, ακόµη και
σε αυτοκτονία, όταν δεν συνοδεύεται από σύνεση και σωστή θεώρηση των
πραγµάτων.
Βέβαια, στο σηµείο αυτό διαφαίνεται και η µεγάλη ευθύνη των γονέων
στην ανατροφή των παιδιών τους. Από τη µια η «Τασούλα» φαίνεται να
στερείται της πατρικής φροντίδας, αφού ο πατέρας της είναι ιταλικής
καταγωγής και απουσιάζει κατά το µεγάλωµά της. Η δε σκληρώς εργαζόµενη
µητέρα της δε φαίνεται να την καθοδηγεί στην ανάπτυξη µιας υγιούς
997
Με αυτόν τον τρόπο «αναδεικνύεται το δικό τους δράµα της παραθεώρησης του ουσιώδους που
επιβάλλει τη σιωπή», Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, Κέδρος,
Αθήνα, 1987, σ.190.
998
Τ.Γ’, σ.260,στ.17-18. Για αυτό και συµφωνούµε µε την Μ. Θεοδοσοπούλου ότι στο διήγηµα αυτό ο
Παπαδιαµάντης εκφράζει την αποστροφή του για «τον αθηναϊκό κόσµο της συνολικής συναλλαγής και
της δίχως µεταµέλεια αµαρτίας και καθόλου (για) τους αυτόχειρες», Θεοδοσοπούλου Μ., Μετ’ έρωτος
και στοργής , ό.π.σ.33.
999
Ο Παπαδιαµάντης αναφέρει το όνοµα αυτό, σηµειώνοντας ότι δεν είναι το πραγµατικό της.
1000
Τ.∆’, σ.119-121.
1001
Τ.∆’, σ.121, στ.22-23.
256
1002
Τ.Γ’, σ.385, στ.21-23.
1003
Βλ. Τ.Γ’, σ.384, στ.33-34 και σ.385 στ.1-5.
1004
Τ.Γ’, σ.385, στ.34 και σ.386, στ.1-2.
1005
Όπως γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αυτοκτονίες ή οι απόπειρες
αυτοκτονίας οφείλονται σε παροδικες κακές ψυχικές καταστάσεις ή σε αδιέξοδα και αποσκοπούν µε τη
δραµατικότητά τους να απευθύνουν έκκληση για βοήθεια και συµπαράσταση», Χριστιανική ηθική ΙΙ,
ό.π., σ.631. Στην ίδια ενότητα αναπτύσσεται αναλυτικά το θέµα της αυτοκτονίας βλ. σ.629-632.
1006
Βλ. Τ.Γ’, σ.385, στ.3-5 και στ.8.
257
την αυτοκτονία1007 θα αυξανόταν δραµατικά µετά την επιστροφή του γιου της
και την παραδοχή του γεγονότος εκ µέρους του. Ο θιγµένος της εγωισµός
άνοιξε τη θύρα του κακού λογισµού για τη νύφη της µε καταστροφικές
συνέπειες για όλους. ∆εν ακολούθησε τη σοφή συµβουλή του όσιου Νικήτα
Στηθάτου «µὴ παραδέχου τοὺς ἐξ ὑπονοιῶν ὑποσπειροµένους σοi λογισµοὺς
κατὰ τοῦ πλησίον. εἰσί γὰρ ψευδεῖς καὶ ὀλέθριοι καὶ πάντῃ ἀπατεῶνες. (…)
Ἄλλως γὰρ εἰς βυθὸν κατακρίσεως καὶ ἁµαρτίας ἐµπράκτου τῶν
ἀγωνιζοµένων τινὰ παραπέµψαι οὐ δύνανται, εἰµή λαβεῖν αὐτὸν ὑποψίας
πείσουσι πονηρᾶς ἐκ τῶν ἔξωθεν ἠθῶν τὲ καὶ διαθέσεων τοῦ πλησίον. Οὕτω
γὰρ ὑπὸ κρίσιν καὶ πτῶσιν ἁµαρτίας τοῦτον ποιήσαντες, συγκατακριθῆναι τῷ
κόσµῳ ἐργάζονται»1008. Πόσο διαφορετικά θα ενεργούσε η γρια Μπερνίτσα
αν είχε υπόψη της αυτά τα λόγια και αν σκεφτόταν λογικά! Και από πόση
θλίψη θα γλίτωνε στη δύση της ζωής της, αν έβρισκε τη δύναµη να µη βάλει
κακό λογισµό για τη νύφη της - όσο και αν θεωρούσε έντιµο το γιο της- και να
ασκηθεί στη µέγιστη αρετή της υποµονής έως ότου επιστρέψει το παιδί της
για να βεβαιωθεί για την αθωότητα ή την ενοχή της!
Η δύστυχη Ουρανίτσα πλήρωσε πολύ ακριβά την πτώση της στο
σαρκικό πειρασµό, κάτι για το οποίο βέβαια -ως ανήλικη- ήταν λιγότερο
υπεύθυνη από ότι ο αρραβωνιαστικός της. Η έλλειψη στηρίγµατος, η άδικη
κατηγορία, το νεαρόν της ηλικίας, η απελπισία και η αγανάκτηση ευθύνονται
για τη λαθεµένη ενέργειά της1009.
Ωστόσο, ακόµη και αν δεν επέλεγε την αυτοκτονία, ο κίνδυνος να έχει
µια τύχη παρόµοια µε αυτή της Σοφούλας στη «Φωνή τοῦ ∆ράκου» ήταν
ορατός. Σε αυτή την υποψία µας οδηγεί η στάση των συµπατριωτών της µετά
την αυτοκτονία της. Αυτή η στάση αναδεικνύει µε εξαιρετικό τρόπο την
πραγµατική ουσία του προβλήµατος, που δεν είναι άλλη από τη στυγνή και
άδικη κοινωνία που κρίνει και κατακρίνει εύκολα, αλλά ουδέποτε κάνει τη δική
της αυτοκριτική. Εκτός από την, εν µέρει δικαιολογηµένη, στάση του
πρωτόγερου του νησιού και του ιερέα1010, τα αισχρά λόγια που εκτόξευσαν
1007
«Ἡ Μπερνίτσα "ἔπιασε τὴ χάσα". ∆ὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιὰ - δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς
µητέρας µου.» Τ.Γ’, σ.387, στ.14-15.
1008
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σσ.287-288, Νο.ξβ’.
1009
Ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός στο πρώτο βιβλίο του δίνει µερικές εξαιρετικές συµβουλές σε
ανθρώπους, όπως η Ουρανίτσα, που αµάρτησαν και απελπίστηκαν. Με αυτές τις συµβουλές τους
αποτρέπει από την απελπισία, που αποτελεί έλλειψη εµπιστοσύνης στον παντοδύναµο Θεό, και τους
προτρέπει να στρέψουν τις ελπίδες τους στην απέραντη ευσπλαχνία Του έχοντας υποµονή, ταπείνωση
και φόβο Θεού ,βλ. «Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.73- 74.
1010
Η στάση του πρωτόγερου και του ιερέα δικαιολογείται µέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής
παράδοσης: όταν κάποιος αυτοκτονεί, χωρίς να έχει ψυχοπαθολογικά προβλήµατα, δεν θάβεται στο
κοιµητήριο, δεν µνηµονεύεται το όνοµά του στην Προσκοµιδή , ούτε του βγάζουν µερίδα. Ο λόγος είναι
ότι µε την αυτοκτονία αρνείται και περιφρονεί την ίδια τη ζωή που αποτελεί δώρο Θεού. Ωστόσο, όπως
τονίζει και ο γέροντας Παΐσιος, «εµείς πρέπει να κάνουµε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για
να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουµε πώς έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τι
κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγµή. Μπορεί , την ώρα που ξεψυχούσαν, να µετάνοιωσαν, να
ζήτησαν συγχώρηση από το Θεό και να έγινε δεκτή η µετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την
παρέλαβε Άγγελος Κυρίου». Μάλιστα, το παράδειγµα που αναφέρει αµέσως παρακάτω έχει κοινά
σηµεία µε την περίπτωση της Ουρανίτσας: σε ένα χωριό ένα κοριτσάκι έχασε την κατσίκα που του είχε
258
αναθέσει να προσέχει ο πατέρας του. Ο αυστηρός γονιός το έστειλε να ψάξει την κατσίκα µε την εντολή,
αν δεν τη βρει, να πάει να κρεµασθεί. Το δύστυχο παιδί εξέλαβε κατά γράµµα την εντολή αυτή µε
αποτέλεσµα να κρεµασθεί µετά την αποτυχηµένη αναζήτηση της χαµένης κατσίκας. Ο πατέρας Παΐσιος
θεωρεί σωστή την απόφαση της Εκκλησίας να θαφτεί έξω από το κοιµητήριο «για να φρενάρη όσους
αυτοκτονούν µε το παραµικρό». Ωστόσο, πιστεύει ότι «ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη µέσα στον
Παράδεισο» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Τόµος ∆’: Οικογενειακή Ζωή, ό.π., σ.263-264. Την ίδια
ιστορία αναφέρει και ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος στην µελέτη του « Με τη θηλειά στον Παράδεισο»,
Παπαδιαµαντικά τετράδια τ.3, ∆όµος, άνοιξη 1995, σ.105-117). Αυτή τη διαφορά ανάµεσα στην
ανθρώπινη και τη θεία δικαιοσύνη τη βλέπουµε και στην ιστορία της Ουρανίτσας: ο ιερέας, ως
εκπρόσωπος της Εκκλησίας, αρνείται να τη θάψει εκκλησιαστικώς για τους λόγους που προαναφέραµε.
Όµως ο φιλεύσπλαχνος Θεός αναδεικνύει τον αποµονωµένο και άγονο τόπο ταφής της σε «γωνία
Παραδείσου».
1011
«Σκύλα!...Ψοφίµι!» Τ.Γ’, σ.387, στ.7 Για την πανάρχαιη αυτή φοβική αντίδραση της κλειστής
κοινωνίας απέναντι στην αυτοκτονία βλ. Α. Μαντά, «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της
αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σσ.181-182
1012
Ιω. 8, 7.
1013
« Περί αγάπης κεφαλαίων εκατοντας Τρίτη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σσ.34- 35, Νο.νε’.
1014
Τότε µόνο η ανάλγητη τοπική κοινωνία δείχνει µια ελάχιστη µεταµέλεια µετονοµάζοντας το νησάκι σε
«νησί της Ουρανίτσας».
1015
Ο Ι.Κ. Κολυβάς ωστόσο, «αγιοποιεί» την Ουρανίτσα θεωρώντας πως «γίνεται µε τη µεταθανάτια
δικαίωσή της σύµβολο ιεροφάνειας, σύµβολο δηλαδή που αποκαλύπτει τη θεία παρουσία στη σφαίρα
του αισθητού, και τη βαθιά µυστική συνοχή του κόσµου κάτω από µια κατακερµατισµένη επιφάνεια» Ι.Κ.
Κολυβά, «Λογική της αφήγησης και ηθική του λόγου», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991, σ.40. Για το
συσχετισµό µάλιστα της Ουρανίτσας µε δυο κατεξοχήν άγιους ήρωες του Παπαδιαµάντη , τον ανώνυµο
βοσκό του «Φτωχός Άγιος» και τη Σεραϊνώ στο «Γάµο του Καραχµέτη», βλ. ό.π. σ.11-24. Επίσης βλ.
του ιδίου, «Η ορθόδοξη προοπτική στο έργο του Παπαδιαµάντη», περιοδικό ∆ιαβάζω, τ.165, 1987,
σ.87.
259
1016
Βλ. την ενότητα 1.3 της παρούσης εργασίας.
1017
Αν και το γεγονός που περιγράφεται στον πρόλογο δεν τοποθετείται ξεκάθαρα από το συγγραφέα
σε κάποιο µέρος του κυρίως διηγήµατος, υπάρχει µια έµµεση πλην σαφής σύνδεση αυτού µε το σηµείο
εκείνο που προηγείται του πειρασµού της αυτοκτονίας( βλ.Τ. ∆’ ,σ.235- 237). Πρόκειται για την τριπλή
αναφορά «ἔπλευσα, κι ἀπέκαµα, κ’ ἐνυκτώθην…» (Τ.∆’, σ.224, στ.23-24) του προλόγου που
επανέρχεται στο επίµαχο σηµείο που εξετάζουµε ελαφρώς παραλαγµένη: «Ἀφοῦ µ’ ἐπῆραν τὰ ρέµατα,
κ’ ἐνυκτώθην … Ἀποκαµωµένος, εἶχα ἐξαπλωθῆ εἰς τὸ πλάτος τῆς πρύµνης»( Τ.∆’, σ.236, στ.3-8).
1018 .
Όπως είδαµε η µεγαλύτερή του χαρά είναι να δει από µακριά και στα κρυφά την αγαπηµένη του
τίποτε περισσότερο.
1019
Τ.∆’, σ.235, στ.5-6.
1020
Τ.∆’, σ. 235, στ.12-14.
260
1021
Τ.∆’, σ.235, στ.26-30.
1022
Τ.∆’, σ.235, στ.31.
1023
Τ. ∆’, σ. 237, στ.13-14.
1024
Τ.∆’, σ. 237, στ.31-32.
1025
Για την πνευµατική ευωδία του φωτός γράφει ο Γ. Θέµελης: « Από τον Όµηρο ως το Βυζάντιο, ως
τον ίδιο τον Παπαδιαµάντη, δεν άλλαξε η παρουσία του Θεού στη φύση. Το φως είναι άγιο, είναι και
.
τώρα στα πόδια του Χριστού υψίδροµον (« προσενωπίῳ σοι ὧραι ὑπεκλίθησαν φῶς γὰρ, καὶ πρὸ
ποδῶν ὑψίδροµον σέλας, Χριστέ…»(4.229.25-26)). «Ὦ αὐγὴ γλυκεῖα, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ῥοδίζεις ἐκεῖ εἰς τὸ
ὕψος …»), Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ∆ιάττων, Αθήνα, 1991, σ.22. Αναλυτικά για το
απόσπασµα που εξετάζουµε βλ.σ.22-23.
261
Όσο ισχυρός είναι ο σαρκικός έρωτας, άλλο τόσο µπορεί να είναι και ο
εµπαθής έρωτας για τα υλικά αγαθά. Όταν ο άνθρωπος επιθυµεί χωρίς µέτρο
τα αισθητά πράγµατα του κόσµου και όλη του η σκέψη και η µέριµνα
στρέφεται γύρω από αυτά, τότε χάνει τον κατά φύση προσανατολισµό του
προς την πηγή της Ζωής, το Θεό και βάζει στη θέση του εκείνα. Με αυτόν τον
τρόπο η ψυχή του εγκλωβίζεται στην άµετρη επιθυµία της παρά φύση µετοχής
στα αισθητά πράγµατα, γιατί «ἡ φύσις ἐπιθυµίας µεµεθυσµένη ᾖ» και
λειτουργεί «ἔξω τῆς ἰδίας τάξεως»1026.
Κατά συνέπεια, αφιερώνει τη ζωή του στη συγκέντρωση υλικών
αγαθών καταπατώντας τις εντολές του Θεού και βάζοντας σε δεύτερη µοίρα
ακόµη και την ανθρώπινη ζωή. Για αυτό, το πάθος της φιλαργυρίας, ως
συνώνυµο της πλεονεξίας, στηλιτεύεται αυστηρά από τον ίδιο το Χριστό:
«Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας. ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ
ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ»1027. Αλλά και ο απόστολος
Παύλος χαρακτηρίζει τη φιλαργυρία ρίζα όλων των κακών και µορφή
ειδωλολατρίας1028. Μάλιστα, προτρέπει τον Τιµόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ
νῦν αἰώνι παράγγελλε µὴ ὑψηλοφρονεῖν, µηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου
ἀδηλότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἠµὶν πάντα πλουσίως εἰς
ἀπόλαυσιν, ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐµεταδότους εἶναι,
κοινωνικούς, ἀποθησαυρίζοντας ἐαυτοῖς θεµέλιον καλὸν εἰς τὸ µέλλον, ἵνα
ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου ζωῆς»1029.
Οι νηπτικοί Πατέρες, αναπτύσσοντας την άποψη του Παύλου,
επισηµαίνουν ότι το πάθος αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί οφείλεται
στην κακή προαίρεση του ανθρώπου και όχι στη δύναµη της φύσης1030.
Τοποθετείται µάλιστα ανάµεσα στους τρεις αρχηγούς των παθών µαζί µε τη
φιληδονία και τη φιλοδοξία1031. Η συµπεριφορά αυτή που λατρεύει και
1026
∆. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια στη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,ό.π., σ.53 και Τοῦ
ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα Ἀσκητικὰ, ό.π, Λογ.νε’, σ.219 . Ο
Α. Κεσελόπουλος, αναπτύσσοντας την αντίστοιχη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, γράφει:
«Ο ιερός Πατέρας αποκαλεί τα πάθη ‘’ επιθυµίες απάτης’’ (…). Ο άνθρωπος βρέθηκε υποδουλωµένος
στα χαµηλότερα πάθη της ψυχής, γιατί έδωσε χώρο να αναπτυχθούν και να ανδρωθούν µέσα του οι
επιθυµίες της απάτης. Αυτή η απάτη, που συνοψίζεται στην εκούσια άγνοια του Θεού και την
υπερβολική στροφή και προσκόλληση του ανθρώπου στις αισθήσεις, εκφράζεται τελικά µε την εµπαθή
αγάπη ή το µίσος για οποιαδήποτε από τα αισθητά και γεµίζει τη ζωή του µετά την πτώση
ανθρώπου …», Α. Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, σ.
26.
1027
Λκ. 12, 15.
1028
«ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόµενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς
πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς», Α’ Τιµ.6,10.
1029
Α’ Τιµ.6, 17-19.
1030
«ὁ φιλοχρηµατίας καὶ ὁ φιλαργυρίας καὶ ὁ πλεονεξίας ἐρῶν, ἀκόλαστος. (…) Καὶ δῆλόν ἐστι
πανταχόθεν, ὡς περιττὴ καὶ οὐ κατὰ φύσιν ἐστίν ἡ τῶν χρηµάτων ἐπιθυµία, ἅτε µὴ ἐκ φύσεως τὴν βίαν
.
ἔχουσα, ἂλλ ΄ἐκ µοχθηρᾶς προαιρέσεως διό καὶ ἀσύγγνωστα ἁµαρτάνει ὁ ταύτῃ ἐκών ἡττώµενος»,
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶ θαυµάσιος»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.234, στ.15-24.
1031 .
«Τρία µὲν εἰσι τὰ γενικώτατα πάθη, δι΄ὧν γεννῶνται πάντα φιληδονία, φιλαργυρία καὶ φιλοδοξία
(…)ὁ οὖν τοὺς τρεῖς ἀρχηγοὺς καὶ ἡγεµόνας νικήσας (…) εἶτα καὶ πάντα ὑπέταξε τὰ πάθη», Θεοδώρου
262
θεοποιεί στην ουσία την ύλη, οφείλεται σε τρεις λόγους: Ο πρώτος είναι η
άγνοια εκ µέρους των φιλάργυρων του πραγµατικά καλού και του νοητού
κόσµου. Επειδή, λοιπόν, αγνοούν την αλήθεια του Θεού, στρέφονται στην ύλη
βάζοντας αυτή στη θέση του Θεού1032. Ο δεύτερος λόγος είναι ο φόβος που
αισθάνονται για τη φτώχεια µην έχοντας εµπιστοσύνη στο Χριστό, ο οποίος
υποσχέθηκε πως θα προσφέρει όλα τα αναγκαία σε όσους επιζητούν τη
Βασιλεία Του. Ως αποτέλεσµα αυτού, ακόµη και όταν τα έχουν όλα δεν
απελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή επιθυµία των υλικών αγαθών, «ἀλλ’
ἀεὶ συλλέγοντες, ἐαυτοῖς ἀνατιθέασι φόρτον ἀνόνητον, µᾶλλον δὲ καινότατον
ἔτι ζῶσι τάφον περιτιθέασι»1033. Ο τρίτος είναι η ικανοποίηση της κενοδοξίας
τους και η ηδονή που αισθάνονται οι φιλάργυροι όταν µαζεύουν περισσότερα
χρήµατα προκαλώντας - κατά την άποψή τους- το θαυµασµό των άλλων1034.
Ωστόσο, µε την προσκόλλησή τους στην εµπαθή συλλογή πλούτου-
εγκόσµιων αγαθών, αποµακρύνονται από τα θεία αγαθά και παραµελούν την
ψυχή τους αφήνοντάς την ανοχύρωτη µπροστά στον πονηρό1035.
Εδέσσης, «Κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’» , Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.305-306 Νο.ι’. Επίσης βλ. Ι. ∆αµασκηνού,
.
ό.π., σ.233, στ.24-28 και Γρηγορίου Παλαµά: «τὰ µὲν γὰρ τῶν κακῶν (ἡ φιλαργυρία) πέφυκε γεννᾶν
.
φειδωλίας, καπηλείας, ἁρπαγάς,κλοπάς καὶ ἁπλῶς πᾶν εἶδος πλεονεξίας ἥν δευτέραν εἰδωλολατρίαν ὁ
αὐτὸς (ενν. ο απ. Παύλος) προσηγόρευσε», «Πρὸς Ξένην µοναχήν», ό.π., σ.101, στ.1-3.
1032
Βλ. Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικό», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.331, στ.27-31.
1033
Βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν» , Φιλοκαλία, Τ. ∆’, σ.101, στ.30-35.
1034
Βλ. σχετικά Μάρκου του Ασκητή, «Περί Νόµου πνευµατικού», Φιλοκαλία Τ. Α’, σ.103, Νο. Ϟθ’ και ρ’.
1035
Βλ. σχετικά Νείλου του Ασκητή, «Λόγος ασκητικός», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.195, στ.32-39.
1036
Τ.∆’, σ.67, στ.13-15.
1037
Τη στενή σύνδεση της φιλαργυρίας- φιλοπραγµατίας µε τη φιληδονία επισηµαίνει ο Άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός: «Οὐκ εἰς τρυφὴν µόνον καὶ τὴν τῶν σωµάτων ἀπόλαυσιν ἡ φιληδονία ὁρίζεται, ἀλλ’ ἐν
παντὶ τρόπῳ καὶ πράγµατι, προαιρέσει ψυχῆς ἀγαπωµένῳ καὶ προσπαθείᾳ», «Λόγος ψυχωφελής καὶ
θαυµάσιος», Φιλοκαλία,Τ.Β’, σ.234, στ.25-27.
263
Έχοντας γεµίσει την καρδιά της µε τον πόθο του υλικού πλούτου,
εξοβέλισε τον αληθινό πλούτο που είναι η αγάπη1038. Όπως ήταν
αναµενόµενο, η κατάληξή της οµοιάζει µε αυτή του άφρονα πλουσίου1039. Ένα
βράδυ που, προφανώς, σκεφτόταν πάλι πώς να πολλαπλασιάσει τα κέρδη
της, την βρήκε ο θάνατος. Τότε τα δαιµόνια της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας
και της φιληδονίας την «άρπαξαν» φορτώνοντας επάνω της όλα όσα είχε
κλέψει ή αθέµιτα αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια1040 . Η «αρπαγή» αυτή της
ψυχής της Μαούτας1041 από τα δαιµόνια δεν είναι τυχαία. Ο άγιος Ισαάκ ο
Σύρος ορίζει την αιχµαλωσία του ανθρώπου από τα αισθητά πράγµατα ως
«συναρπαγή». Ο άνθρωπος «συναρπάζεται και συν-αρπάζεται από τα
αισθητά πράγµατα, τα οποία τον οδηγούν στην παρά φύση επιθυµία»1042.
Έτσι και η Μαούτα, που σε όλη της τη ζωή συν-αρπαζόταν από τα υλικά
αγαθά αρπάζοντας τα στη συνέχεια, νοµίµως ή µη, ήταν φυσικό µετά το
θάνατό της να «αρπαχθεί» από τους δαίµονες µε την ανάλογη θρασύτητα.
Μάρτυρας αυτού του φρικτού θεάµατος γίνεται η µικρή κόρη της
φουρνάρισσάς της, που λόγω της αθωότητας και της ηλικίας της αξιώθηκε να
δει το όραµα αυτό. Το δε συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει θα ταίριαζε σε
ώριµο και πνευµατικά προχωρηµένο άνθρωπο1043 και είναι το απόφθεγµα
όλου του διηγήµατος: «Τὰ ὅσ' ἀποχτοῦµε, τ' ἀκοῦς, τ' ἀφήνουµε ὅλα ἐδῶ
ὅντας θὰ φύγουµε...Τὰ ὅσα κλέφτουµε, µόνον ἐκεῖνα παίρνουµε µαζί µας,
ἀκοῦς...Μᾶς τὰ φορτώνουν στὴ ράχη, στὴν τραχηλιά µας, γύρω στὸν λαιµὸ
µᾶς τὰ κρεµοῦν. Μᾶς ποµπεύουν ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶµε, τ' ἀκοῦς!»1044. Αυτά τα
σοφά λόγια θα πρέπει να έχει υπόψη του ο καθένας µας, όταν εγκαταλείπει
την εµπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού και επιδιώκει την απόκτηση
υλικών αγαθών βάζοντάς τα πάνω από το συνάνθρωπο. Παρ’όλα αυτά, το
µικρό κοριτσάκι επικαλείται τρεις φορές το έλεος του Θεού εκφράζοντας τη
συµπάθεια και τη συµπόνια που πρέπει να δείχνουµε σε όλους ανεξαρτήτως,
ακόµη και τους πιο αµαρτωλούς, εφόσον δεν παύουν και αυτοί να είναι
πλάσµατα του Θεού που έχασαν το δρόµο τους.
1038
Όπως γράφει και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, η αγάπη δεν συµβιβάζεται µε τον υλικό πλούτο:
«Καθάπερ ἀδύνατον γενέσθαι τὴν ὑγείαν καὶ τὴν νόσον ἐν ἐνί σώµατι καὶ µὴ φθαρῆναι τὸ ἑν ὑπὸ τοῦ
ἑτέρου αὐτοῦ,οὕτως ἀδύνατον γενέσθαι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀργύρου και ἡ ἀγάπη ἐν οἴκῳ ἐνί καὶ µὴ φθαρῆναι
τὸ ἕν ὑπὸ τοῦ ἑτέρου αὐτοῦ», Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος
ΞΕ’,σ. 767, στ. 50-53.
1039
Βλ. Λκ. 12,20.
1040
Βλ. Τ.∆’, σ.65, στ.10-21.
1041
Τ.∆’, σ.65, στ. 10-11 και στ.20-21.
1042
∆. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,σ. 53.
1043
Για αυτό και αποδίδεται στην υποβολή «ἄλλου, ἀοράτου ὄντος», Τ.∆’, σ.66, στ.15.
1044
Τ.∆’, σ.66, στ.16-19. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαµάς συµπληρώνει το παραπάνω απόφθεγµα µε την
περιγραφή του «ἐκ χρυσοῦ» τάφου στον οποίο εγκλωβίζει κάθε φιλάργυρος το νου του, ενώ είναι ακόµη
.
ζωντανός: «Καὶ δυσωδέστερος οὗτος ὁ τάφος τοῖς ὑγιῶς ἔχουσι τῶν αἰσθήσεων καὶ τοσοῦτον µᾶλλον,
.
ὅσον πλέον ἐπιθήσει τὸν χοῦν. Νικᾷ γὰρ τὸ τῶν κατακεχωσµένων ἐκείνων ἀθλίων ἕλκος καὶ µέχρις
οὐρανοῦ τὰ τῆς ὀσµῆς φέρεται καὶ τῶν Ἀγγέλων Θεοῦ καὶ Θεοῦ. Καὶ βδελυκτοὶ ταύτῃ γίνονται καὶ τῆς
ἀποστροφῆς ὄντως ἄνθρωποι, δαυϊτικῶς εἰπεῖν, ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης αὐτῶν
προσοζέσαντες», (Ψλ. 37,6), «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆΄,σ.101, στ.37-39 και σ.102, στ.1-3.
264
1045
Τ.∆’, σ.140, στ.1-3.
1046
Τ.∆’, σ.140, στ.15-16.
1047
Α΄Τιµ. 6,9.
1048
Τ.∆’, σ.579- 581.
1049
Βλ. σχετικά Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.64.
1050
Βλ. Τ.∆’, σ.581, στ.20.
265
1051
Βλ.Σ.Παπαθανασίου, «Παπαδιαµάντης κοινωνιολογικός: ‘’Ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
πραγµατικότητος’’», Θεολογία, Τ.82, τ.4’, 2011, σ.242.
1052
Τ. ∆’, σ.484, στ.32-33 και σ.485, στ.1-14.
1053
Τ.∆’, σ.443, στ.30-33 και σ.444, στ. 1-2.
1054
Τ.∆’, σ.317, στ.12-24.
1055
Τ.Β’, σ.440-441.
1056
Τ.Β’, σ.121- 123.
1057
Τ.Β’, σ.254-255.
1058
Τ.∆’, σ.87, στ.6.
1059
Βλ. Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη», ό.π., σ. 66. Ο Ν.
Φωκάς γεφυρώνοντας το παρελθόν µε το παρόν επισηµαίνει πως οι τοκογλύφοι στον Παπαδιαµάντη
ανήκουν στο «πρώιµο στάδιο της γενικευµένης σήµερα διαφθοράς και υλοφροσύνης µέσα στους
κόλπους της ελληνικής κοινωνίας» , Ν. Φωκά, Με θάµβος και κρίση, Νεφέλη, Αθήνα, 2004, σ.115.
1060
Θεόδωρου Εδέσσης, «Θεωρητικό», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.33, στ.22-24 . Για την προσευχή βλ.επίσης
Λκ. 11,9-13. Η νηστεία συντελεί αποφασιστικά στον κατευνασµό της επιθυµίας για τα υλικά αγαθά, ενώ
η προσευχή ως επικοινωνία και έκφραση εµπιστοσύνης στο Θεό προσελκύει το έλεος και τη βοήθειά
Του.
266
α) πίστη και ελπίδα στην πρόνοια του Θεού, κατά τη διδασκαλία του Κυρίου
ηµών Ιησού Χριστού1061 και β) αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον γιατί «ὁ
τὸν Θεὸν ἀγαπῶν, καὶ τὸν πλησίον πάντως ἀγάπᾷ. ὁ δὲ τοιοῦτος χρήµατα
τηρεῖν οὐ δύναται, ἀλλ’ οἰκονοµεῖ θεοπρεπῶς, ἐκάστῳ τῶν δεοµένων
1062
παρέχων» . Αν και στην περίπτωση των παπαδιαµαντικών φιλάργυρων
δεν εντοπίζουµε κάποιον που να λαµβάνει αυτή τη µεγάλη απόφαση , ωστόσο
η παπαδιαµαντική φιλανθρωπία, όπως είδαµε παραπάνω στις ιστορίες της
Μαούτας και του ανώνυµου γέροντα, αγκαλιάζει και αυτούς τους ήρωες
αφήνοντας τη θύρα του θείου ελέους ανοικτή1063.
1061
Βλ. Λκ.12, 29-31.
1062
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς Α’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο. κγ’, σ.5.
1063
Για τη συνεχή «κλήση» που απευθύνει ο Θεός προς όλους τους αµαρτωλούς ανθρώπους και την
απεριόριστη µακροθυµία του , βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 250.
267
Κεφάλαιο Β΄
Β΄
«Ὁ τὴν ἀγάπη ἔχων τὸν Θεὸν ἔχει»1. Τα λόγια αυτά του Μ. Βασιλείου
φανερώνουν την ιδιαίτερη αξία της αγάπης συνδέοντάς την άρρηκτα µε τον
ίδιο τον Θεό2. Η ζωή και το έργο του Χριστού στη γη αποτελεί την πιο
ζωντανή έκφραση της θείας αγάπης για τον άνθρωπο. Η εντολή της αγάπης
που µας έδωσε δεν είναι µια απλή εντολή, αλλά η ρίζα κάθε άλλης αρετής.
Αποτελεί πηγή έµπνευσης των καλών ανθρώπινων πράξεων και συνεκτική
δύναµη των ανθρώπων µεταξύ τους και µε το Θεό. Μέσα από τη βίωση της
αληθινής αγάπης προς το συνάνθρωπο ο άνθρωπος µπορεί να γνωρίσει τον
ίδιο το Θεό3 και να γίνει µέτοχος της Βασιλείας Του4. Άλλωστε, πρότυπο της
γνήσιας αγάπης είναι η αγαπητική σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας5.
Σύµφωνα µε τον απόστολο Παύλο η αγάπη προς τον πλησίον είναι το
πλήρωµα όλων των εντολών του Θεού: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόµον
πεπλήρωκε. τὸ γὰρ οὐ µοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυµήσεις,
καὶ εἰ τὶς ἑτέρα ἐντολὴ, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν »6.
Χαρακτηριστικό της χριστιανικής αγάπης είναι ότι αδιαφορεί για την
ηθική και πνευµατική αξία του αποδέκτη της περιβάλλοντας µε µεγαλύτερη
µάλιστα στοργή όσους έχουν ψυχικές ατέλειες και ελαττώµατα. Προσφέρεται
απλόχερα ακόµη και στους εχθρούς δίνοντας τους την ευκαιρία µεταστροφής
από εχθρούς σε φίλους. Μόνο τότε µιµείται επάξια τη θεία αγάπη που δεν
κάνει διακρίσεις, αλλά διαχέεται προς όλους τους ανθρώπους, κατά το µέτρο
της δεκτικότητας του καθενός. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Ν.Α. Μπερδιάγεφ
θεωρεί πως η αγάπη ξεπερνάει τον έρωτα και τη φιλία. Ο άνθρωπος που
αγαπάει αληθινά δεν αγαπά γιατί είναι «υποχρεωµένος», αλλά γιατί
διαισθάνεται την αξία του άλλου, του άγνωστου, του περιθωριακού, ακόµη και
του εχθρού. Γνωρίζει ότι ο αληθινός πλούτος, η πραγµατική πληρότητα
έρχεται δια µέσου του άλλου. Με αυτό τον τρόπο µιµείται Εκείνον «ο οποίος
1
Μ.Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός, PG31, 885B.
2
Όπως βεβαιώνει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης: « Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Α’ Ιω. 4,8). Ο Γ. Μαντζαρίδης,
αναπτύσσοντας τα λόγια αυτά, γράφει: «ο Θεός είναι αγάπη. Και η αποκάλυψή του στον κόσµο είναι
φανέρωση της αγάπης του. Όποιος αγαπά, γνωρίζει το Θεό. Και όποιος ανταποκρίνεται στην αγάπη του
Θεού τηρεί τις εντολές του. Η τήρηση των εντολών του Θεού είναι µετοχή στη θεία ζωή. Και η µετοχή
στη θεία ζωή είναι πηγή Θεογνωσίας. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο
περισσότερο τον αγαπά. Και όσο περισσότερο τον αγαπά, τόσο περισσότερο τον γνωρίζει», Χριστιανική
Ηθική ΙΙ, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2010 (β’ έκδοση βελτιωµένη), σ.33.
3
«Ὁ ἀγαπῶν ἐκ του Θεού γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεὸν» ( Α’ Ιω. 4, 7).
4
Για αυτό και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος τις ταυτίζει: « Ἡ ἀγάπη ἐστὶν ἡ βασιλεῖα , ἢν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος
.
µυστικῶς τοῖς ἀποστόλοις φαγεῖν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ [τὸ γὰρ] Ἐσθίετε καὶ πίνετε ἐν τῇ τραπέζῃ τῆς
βασιλείας µου (Λκ.22,30).Τι ἐσθίουσιν εἰ µὴ τήν ἀγάπη;», Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί,
Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος ΛΕ’, σ. 543, στ. 60- 62.
5
«Η αγάπη του ‘’πλησίον’’ που κήρυξε ο Χριστός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση της
‘’περιχώρησης’’ των θεϊκών Προσώπων στην ανθρώπινη κοινωνία (…) Η ανθρώπινη κοινωνία τότε θα
είναι σωστή, όταν λειτουργήσει ως εικόνα της θεϊκής κοινωνίας της Αγίας Τριάδος. Όταν το Εγώ του
καθενός λειτουργεί ταυτόχρονα ως Συ. Όταν το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου θα είναι ανοιχτό στο
πρόσωπο του άλλου. Όταν θα δίνεται, θα προσφέρεται και θα προβάλλει το άλλο. Η ιδανική ανθρώπινη
κοινωνία βασίζεται στο άνοιγµα και την προσφορά του ενός προς τον άλλο», π. Ε. Στύλιου, Η Αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα, 1994, σ.141-142.
6
Ρωµ. 13, 8-9.
269
7
Ν.Α. Berdiaeff, « Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη», στον τόµο Έρως και Γάµος,
δοκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα,1972, σ.160- 161.
8
Α’ Κορ. 13, 4-5.
9
Κλίµαξ, Λόγος Λ’, PG88, 1156B. Τον ίδιο ορισµό της αγάπης δίνουν και οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος
οι Ξανθόπουλοι, βλ. «Μέθοδος και Κανών σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.283, Νο. Ϟ’.
10
Ιω. 17,21.
11
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.258.
270
12
Όπως γράφει ο Ν.Α. Berdiaeff: « Ο ‘’φιλῶν» δεν είναι όπως ο «ἐρῶν». ∆εν αισθάνεται την ανάγκη να
θεραπεύση ατοµικές ελλείψεις του, να πληρώση προσωπικά κενά του. Αντιθέτως, έχει επίγνωση του
πλούτου του, της αξίας του, των θησαυρών του και θέλει να προσφέρη , να χαρίση από το πλήρωµα
αυτό και στους άλλους. Τέτοιου είδους είναι η αγάπη που αποδίδουµε συνήθως στο Θεό», Για τη
σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη, ό.π., σ. 159.
13
Σοφ. Σειράχ, 6, 14-16.
14
Ιω. 15,12-13.
271
απαντά ότι µετά την ολόψυχη αγάπη προς το Θεό η µεγαλύτερη και εξίσου
σηµαντική εντολή του νόµου είναι «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς
σεαυτὸν»15. Αλλά και οι Πατέρες αναγνωρίζουν την ανεκτίµητη αξία της
αληθινής φιλίας τονίζοντας το αναντικατάστατο του φίλου που συµπάσχει και
θεωρεί τις δικές µας δυσκολίες και δικές του16.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές «φιλίες» που κατέληξαν άδοξα ήταν
αυτή του Σανούτου και του Μιρχάν στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν». Η φιλία
αυτή στηρίχθηκε εξαρχής στο συµφέρον και στην ανάγκη. Ο Σανούτος
«εµπιστεύεται» τον Μιρχάν προκειµένου να ικανοποιήσει έναν ανίερο σκοπό-
την απαγωγή της Αυγούστας. Για να εξασφαλίσει τη βοήθειά του, του
υπόσχεται πλούσια ανταλλάγµατα17 και επικαλείται την «πιστότητά» του ως
φίλου για να εξυπηρετήσει τις επιθυµίες και τις φιλοδοξίες του18. Αλλά και ο
Μιρχάν καλλιεργεί την ψεύτικη αυτή φιλία ελπίζοντας στην παροχή υλικών
αγαθών και τυχόν µελλοντικών αξιωµάτων19, αισθανόµενος ταυτόχρονα έναν
15
Μτ. 22,35-40. Ο Σ. Ράµφος αναλύει το νόηµα της εντολής αυτής: «Αγάπα τον πλησίον σου ως
σεαυτόν σηµαίνει κάτι πρωτάκουστο, σηµαίνει: Κάνε τον άλλο δικό σου, δική σου τη συνθήκη του και
την κατάστασή του, άλλαξε. (…) Υπάρχει τρόπος να νοιώσουµε τον άλλο, αν δεν βρεθούµε στη θέση
του;» , Τριώδιον, Τόπος υπερουράνιος, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1995, σ.21. Από την άλλη πλευρά, ο
Ντενί Ντε Ρουζµόν θεωρεί προϋπόθεση της αγάπης προς τους άλλους την αυτογνωσία και την υγιή
αγάπη προς τον εαυτό µας: «Αυτός που δεν αγαπά τον εαυτό του πώς να αγαπήση τους άλλους;
Κανένας, πράγµατι, δεν µπορεί να αγαπήση άλλον, αν περιφρονή ή αρνήται τον εαυτό του, δηλαδή αν
περιφρονή ή αρνήται το πρόσωπο το οποίο µπορεί να γίνη, αντί να ψάχνη να γνωρίση καλύτερα και να
κυριαρχήση σ΄αυτό που , µέσα στη δεδοµένη φύση του, τον εµποδίζει να αγαπήση. Κανείς δεν µπορεί
να διακρίνη ποιο είναι το καλό του άλλου, αν δεν έµαθε να ξεχωρίζη πρώτα το δικό του καλό. Αυτός που
αγαπά τον εαυτό του άσχηµα, όπως ο εγωιστής, δεν µπορεί παρά να αγαπά άσχηµα και τους άλλους
και να θεωρή ότι «κόλαση είναι οι άλλοι» (κάτι που θα δούµε παρακάτω στην περίπτωση του Μάρκου
Σανούτου και της Φραγκογιαννούς): Και αυτό γιατί θεωρεί τον εαυτό του απαράδεκτο ( έστω και αν ποτέ
δεν το παραδέχεται) και θα ήθελε (ασυνειδήτως) να τον εκµηδενίση. Κανείς δεν βλέπει το π ρ ό σ ω π ο
του άλλου αν πρώτα δεν έχη δει το δικό του: άρα η αγάπη είναι η βούληση για να οικοδοµηθεί µέσα στο
άτοµο το µοναδικό του προσώπου. Αυτός ο χρυσός κανόνας είναι η κατεξοχήν ηθική αρχή για κάθε
πεδίο, τόσο το πεδίο του έρωτος όσο και της αγωγής, της φιλίας και του γάµου», Οι µύθοι του έρωτα,
εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,2003, σ.287.
16 . .
«Φίλου πιστοῦ οὐκ ἐστιν ἀντάλλαγµα ἐπειδὴ τᾶς τοῦ φίλου συµφορᾶς , ἰδίας λογίζεται καὶ
συνυποφέρει αὐτῷ µέχρι θανάτου κακοπαθῶν.», Μαξίµου Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων
ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟγ’.
17
Βλ. Τ.Α’, σ.166, στ.13-14.
18
Βλ. Τ.Α’, σ. 144, στ.26-27: «Τί καλὸν πρᾶγµα νὰ εἶναί τις πιστὸς τοῦ ἀρχηγοῦ, αὐθέντα! εἶπεν ὁ
Μαῦρος» και σ.166, στ.34-35 : «- Εἶσαι πιστὸς φίλος, Μιρχάν; - Ἀµφιβάλλει ὁ αὐθέντης περὶ ἐµοῦ;»
19
«- (…) θα σε διορίσω Χάνην της Αφρικής, όταν γίνω ∆όγης της Βενετίας», Τ.Α’, σ.166, στ.1-2 .
272
ιδιόµορφο θαυµασµό για το Σανούτο, λόγω του δυναµικού χαρακτήρα του και
της ιδιότυπης κοσµοθεωρίας του.
Συνεπώς, το οικοδόµηµα αυτής της φιλίας έχει από την πρώτη στιγµή
σαθρά θεµέλια. Ήδη στην αρχή του µυθιστορήµατος, όταν ο Σανούτος
αισθάνεται τύψεις κατά τη διάπραξη της απαγωγής, αποφασίζει τελικά να την
ολοκληρώσει για να µην ντροπιαστεί στα µάτια του «κατώτερου» µαύρου
Μιρχάν20. Από την άλλη, ο Μιρχάν φαίνεται αρχικά να συµπεριφέρεται ως
πιστός και ειλικρινής φίλος µια και συµπαραστέκεται στο Σανούτο, όταν τον
εγκατέλειψε η Αυγούστα αφήνοντάς τον µελαγχολικό και κατηφή. Προσπαθεί
να τον διαβεβαιώσει για τα τρυφερά αισθήµατα και την αφοσίωση της
Αυγούστας, αρκεί να είναι πιο προσεκτικός στη συµπεριφορά του. Τον
προτρέπει µάλιστα να την αναζητήσει προκειµένου να θεραπευθεί από τη
µελαγχολία του και να εξασφαλίσει τη µελλοντική ευτυχία του, εφόσον, κατά
τη γνώµη του, ακόµη και ένας παράνοµος δεσµός µπορεί να οδηγήσει στην
αγάπη21 .
Κατά τη µετέπειτα όµως εκστρατεία του Σανούτου στα νησιά του
Αιγαίου η σχέση των δύο ανδρών έχει υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγµα. Η
αρχική εντύπωση, η φιλική αγάπη και ο θαυµασµός του Μιρχάν έχουν δώσει
πλέον τη θέση τους στη µνησικακία, το µίσος, την επιθυµία εκδίκησης, την
περιφρόνηση. Αιτία η πλήρης διάψευση των προσδοκιών του: η υπόσχεση
του Σανούτου ότι θα του προσέφερε πλούσια ανταλλάγµατα για τις υπηρεσίες
του, όχι µόνο αποδείχθηκε ψεύτικη, αλλά συνοδεύτηκε από µια πρωτοφανή
αχαριστία, προπηλακισµούς και ύβρεις. Το θεϊκό βάθρο στο οποίο ανέβασε
το Σανούτο κατακρηµνίστηκε λόγω της ειδεχθούς συµπεριφοράς του22.
Βέβαια, αν ο Μιρχάν είχε πίστη στο Θεό και λίγη αγάπη στη ψυχή του, παρά
τα λάθη του Σανούτου, θα αναρωτιόταν: «Τὰ χωρίζοντα τῆς τῶν φίλων
ἀγάπης, εἰσι ταῦτα . τὸ φθονεῖν ἢ φθονεῖσθαι, τὸ ζηµιοῦν ἢ ζηµιοῦσθαι , τὸ
ἀτιµάζειν ἢ ἀτιµάζεσθαι καὶ οἱ ἐξ ὑπονοίας λογισµοὶ .µήποτε οὖν ἔδρασάς τί
τοιοῦτον ἢ πέπονθας καὶ διὰ τοῦτο τῆς τοῦ φίλου ἀγάπης χωρίζῃ;»23. Τότε η
εκδίκηση, την οποία σχεδίαζε για δύο ολόκληρα χρόνια, θα έδινε τη θέση της
στη συµφιλίωση, τη συνδιαλλαγή και την εσωτερική γαλήνη: «Εἰ δὲ τί συµβαίη
ποτὲ διαταραχθῆναί σε, ἢ ἔν τινι ὀλισθῆσαι συµπτώµατι καὶ τοῦ προσήκοντος
διαµαρτεῖν, εὐθέως δεῖ διαλλάττεσθαι πρὸς τὸν λελυπηκότα ἢ καὶ λυπηθέντα,
καὶ µετανοεῖν ἐκ ψυχῆς (…) πάσα πικρία καὶ θυµὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ
βλασφηµία ἀρθήτω ἀφ’ ὑµῶν, σὺν πάσῃ κακίᾳ. γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους
χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόµενοι ἐαυτοῖς, καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ
20
Η υποτιµητική στάση απέναντι στο Μιρχάν φαίνεται και από τον τρόπο που τον προσφωνεί: ενώ
στην αρχή του µυθιστορήµατος τον αποκαλεί µε το όνοµά του, στη συνέχεια, σχεδόν σε όλες τις
προσφωνήσεις του προς εκείνον, τον αποκαλεί Μαύρο.
21
Βλ. Τ.Α’, σ.178-179.
22
Βλ. Τ.Α’, σ.269- 272.
23
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τέταρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.43,
Νο.κα’.
273
24
Κάλλιστου και Ιγνάτιου Ξανθόπουλων: «Περὶ τῶν αἰρουµένων ἡσύχως βιῶναι», Φιλοκαλία, Τ. ∆’,
σ.274, Νο.οθ’. Βλ. επίσης 1α.Εφ.δ’, 31-32 και 2α., Ρωµ. 12, 19.
25
Τ.Α’, σ.269, στ.32-34.
26
Τ.Α’, σ.269, στ.31.
27
Βλ. Τ.Α’, σ.270, στ. 1-3. «Τοῦ ἔτι δόξαν ἀγαπῶντος κενήν, ἢ τινι τῶν ὑλικῶν πραγµάτων
προσκειµένου ἐστὶ τὸ πρὸς ἀνθρώπους λυπεῖσθαι διὰ πρὸσκαιρα ἢ µνησικακεῖν αὐτοῖς ἢ µίσος ἔχειν
.
πρὸς αὐτοὺς ἢ λογισµοὶς δουλεύειν αἰσχροῖς τῆς δὲ φιλοθέου ψυχῆς πάντῃ ταῦτα ἀλλότρια», Άγιου
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τέταρτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 45,
Νο.µα’.
28
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη », Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 97,
Νο.λθ’.
29
Τ.Α’, σ.342, στ.16-24.
274
αποκτήσει δική του «τράτα» και έτσι να ζήσει µια καλύτερη ζωή τον οδηγούν
στην συγκατάθεση. Συνεπίκουρος στις φονικές του σκέψεις έρχεται η
δυσκολία του να βρει ή να κλέψει κάποιο πτώµα - άλλωστε ήδη εξαρχής
γνώριζε, ως έµπειρος δύτης, ότι η ανεύρεση πτώµατος στη θάλασσα είναι
εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση - ώστε να εισπράξει ούτως ή άλλως την αµοιβή.
Η αλλοιωµένη του συνείδηση τον τίπτει πρόσκαιρα επισηµαίνοντας το
παράλογο του να σκοτώσει το φίλο του για χρήµατα: «καὶ δὲν εἶναι λυπηρὸν
νὰ ἀναγκασθῇ τις νὰ πνίξῃ µὲ τὰς χεῖρας τὸν καλύτερον φίλον του; Καὶ διὰ
πενῆντα φλωρία!»30. Ο πειρασµός, ωστόσο, επανάρχεται και θεριεύει µέσα
του το πάθος της φιλαργυρίας: «µὲ πενῆντα φλωρία ἠµποροῦσα νὰ
ἀποκτήσω καὶ ἐγὼ µίαν τράταν, νὰ ζήσω ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ τὴν γλυτώσω
ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς κυρᾶς Κοκκινοῦς, ἡ ὁποία καταπίνει εἰς τὸν πάτον τοῦ
βαρελιοῦ της ὅλους τοὺς κόπους µου. Ἀλλὰ µὲ εἰκοσιπέντε φλωρία δὲν κάµνω
τίποτε, εἰµὴ νὰ εἶµαι µεθυσµένος µίαν ἑβδοµάδα. Ἐµπρὸς, ἀπόφασις!»31 .Ο
µονόλογος του που στην πραγµατικότητα είναι διάλογος µε το δαιµονικό
πειρασµό τον οδηγεί σε όλα τα στάδια µέχρι την οριστική συγκατάθεσή του32.
Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο άτυχος Μορώζης διαπιστώνει ιδίοις
όµµασι την ολοκληρωτική αλλοίωση, εν είδει δαιµονικής κατοχής, που
επιφέρει ο πονηρός στον εµπαθή φίλο του καθιστώντας ξένη και τροµακτική
την εξωτερική του όψη κατ’ αντιστοιχία της ψυχής του: «- Πολὺ φοβερὸν µοὶ
φαίνεται τὸ Πρόσωπόν σου, Σκιάχτη, τῷ εἶπε· δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὄψις σου»33. Το
δαιµόνιο που τον έχει καταλάβει του έχει αλλοιώσει και τη µορφή του. Η
πνευµατική του νέκρωση είναι οριστική. για αυτό εκτελεί τη δολοφονία και
διαχειρίζεται το πτώµα «ὅλως ἀπαθῶς»34. Έτσι, ο Μορώζης, που
εµπιστεύτηκε το φίλο του για να κερδίσει κάποια χρήµατα, δολοφονήθηκε µε
ένα φρικτό τρόπο µέσα στη θάλασσα.
Όταν αργότερα ο Σκιάχτης περιγράφει τη δολοφονία του καθώς και την
αιτία της στον Μιρχάν, µας κάνει βαθιά εντύπωση το συµπέρασµά του: «Ὥστε
δὲν πιστεύω ὅτι ἔκαµα κακόν, διότι δὲν ἠµποροῦσα νὰ κάµω καὶ χειρότερα»35.
Η πλήρης πνευµατική του αλλοίωση και η οικειοθελής παράδοσή του στο
κακό τον κάνει να πιστεύει ότι η δολοφονία ενός ανθρώπου, πόσο µάλλον του
καλύτερού του φίλου, δεν είναι κάτι κακό. Αποδίδει µε µεγάλη ευκολία τη
διάπραξη του εγκλήµατος στη «µέθην τοῦ πεπρωµένου» - εδώ θα
συµπληρώναµε στη µέθη της αµαρτίας - και προβάλλει έναν κόσµο πλήρως
αντεστραµµένο, θα λέγαµε εωσφορικό: «ἐγὼ ἠξεύρω ὅτι ὁ κόσµος τοιοῦτος
εἶναι κατεσκευασµένος, διὰ νὰ κλέφτῃ κανεὶς καὶ νὰ σκοτώνῃ. Καὶ αὐτοὶ ὁποὺ
κάµνουν τὸν ἀφέντην ἔχουν κλέψει καὶ σκοτώσει πολὺ περισσότερα. ∆ὲν µὲ
µέλει ἐµένα ἂν ἔκλεψα ἢ ἐσκότωσα. ∆ιότι διὰ τοῦτο ὁ αὐθέντης ὁ Θεὸς ἔκαµε
30
Τ.Α’, σ.201, στ.5-6.
31
Τ.Α’, σ.201, στ.9-14.
32
Βλ. Τ.Α’, σσ.199-200.
33
Τ.Α’, σ.200, στ.12-13. Η ίδια τροµακτική όψη περιγράφεται και µετά τη δολοφονία του βλ. Τ.Α’, σ.202,
στ.6-7.
34
Τ.Α’, σ.201, στ.34-35.
35
Τ.Α’, σ.315, στ.31-32.
275
τὸν κόσµον καὶ ἐχώρισε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος. Τὸ φῶς εἶναι ἡ ἡµέρα καὶ τὸ
σκότος εἶναι ἡ νύκτα. Τὴν ἡµέραν τὴν ἔκαµε διὰ νὰ κλέφτωµεν καὶ τὴν νύκτα
διὰ νὰ σκοτώνωµεν»36. Το καλό ταυτίζεται µε το κακό, η δυστυχία µε την
ευτυχία. Έχοντας θολωµένη τη λογική και την κρίση του, γίνεται υποχείριο του
δαιµονικού λογισµού και του πάθους: «Ἐκτυφλοῦται ὁ νοῦς διὰ τούτων τῶν
τριῶν παθῶν, φιλαργυρίας λέγω καὶ κενοδοξίας καὶ ἡδονῆς»37. Την
πνευµατική του τύφλωση και την αντεστραµµένη του λογική συµµερίζεται και
ο Μιρχάν, ο οποίος τον επαινεί θεωρώντας ευτύχηµα για το Μορώζη , το ότι
δολοφονήθηκε από τα χέρια «φίλου»: «καὶ ἀφοῦ, ὅπως καὶ ἂν εἶναι,ἔµελλε ν'
ἀποθάνῃ, καθὼς καὶ ὅλοι µας, καλύτερον δι' αὐτὸν εἶναι ὅτι ὑπῆγεν ἀπὸ τὰς
χεῖρας φίλου, ὁποὺ δὲν τοῦ ἤθελε κακόν 38. Νὰ ἤξευρα ὅτι µέλλω ν'
ἀποθάνω τώρα γρήγορα, καλύτερα εἶχα νὰ µὲ ξεµπερδεύσῃ ἕνας φίλος µου µὲ
µίαν µαχαιριάν, παρὰ νὰ µὲ κρεµάσῃ ὁ δήµιος τῆς Βενετίας»39. Κατά το
δαιµονικό συλλογιστικό του Μιρχάν (και φυσικά του Σκιάχτη), που του
υπαγορεύει την προσκόλληση και την τυφλή υπακοή στα πάθη του, ο φίλος
δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «φιλικά διακείµενος» εχθρός. Όντας
πνευµατικά νεκρός, δε θεωρεί παράλογο να βρει το σωµατικό θάνατο από
τον εχθρό- φίλο, γιατί απλούστατα θα έκανε το ίδιο στη θέση του.
Ακολουθεί η περιγραφή της δολοφονίας του Μορώζη από τον
«καυχόµενο» πλέον Σκιάχτη, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Αγίου ∆ιαδόχου
Φωτικής: «ἐὰν δὲ (ενν. ἡ ψυχή) τῇ τοῦ κόσµου ἐµµείνῃ διαθέσει, εἰ µὲν τί
φονικόν, ἢ πολλῆς ἄξιον διαπράξοιτο τιµωρίας, τοῦτο ἤρεµα αἰσθάνεται . τῶν
δὲ ἄλλων πταισµάτων οὐδὲν ἐπισηµήνασθαι δύναται, ἀλλὰ καὶ ὡς
κατορθώµατα αὐτὰ πολλάκις ἡγεῖται. διό καὶ ὑπὲρ αὐτῶν θερµῶς
λογοποιούµενη ἡ ἀθλία οὐκ αἰσχύνεται»40. Ωστόσο, τα µατωµένα «τριάκοντα
αργύρια» που εισέπραξε, υποκύπτωντας στον πειρασµικό λογισµό για την
απόκτηση δικής του βάρκας, εξανεµίστηκαν, όπως ήταν αναµενόµενο, στο
ποτό, το οποίο λειτούργησε ως υγρή αγχόνη για τον προδότη της φιλίας
Σκιάχτη.
36
Τ.Α’, σ.316, στ.5-11. Ο τρόπος αυτός σκέψης µας παραπέµπει προδροµικά στην αντεστραµµένη
λογική της Φραγκογιαννούς.
37
Μάρκου Ασκητή, «Περί νόµου πνευµατικού, Κεφάλαια Σ’», Φιλοκαλία, Τ.Β΄, σ.102, Νο. ρα’.
38
Η αραιογράφηση δική µας.
39
Τ.Α’, σ.313, στ.30-34.
40
«Λόγος ασκητικός διηρηµένος εις ρ’ κεφάλαια πρακτικά γνώσεως και διακρίσεως πνευµατικής»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.242, Νο. κζ’.
276
αὐτῶν τὰς εὐχὰς τῆς ἀδελφοποιΐας»41, παρόλο που κάτι τέτοιο ήταν
καταδικαστέο από την ορθόδοξη εκκλησία ακόµη και µεταξύ χριστιανών42.
Πράγµατι, ο Τούρκος αυτός φαίνεται πως για πολλά χρόνια ήταν άξιος
αυτής της βαθιάς εκτίµησης και αγάπης. Στο διήγηµα µάλιστα αναφέρεται ότι
αυτός έσπευσε να βοηθήσει και τελικά απέτρεψε τον απαγχονισµό του,
επίσης πολύ καλού φίλου του Μηλιόνη και πατέρα της αρπαγείσης Βάσως,
Κώστα43. Ωστόσο, ακόµη και αυτός ο «αγαθός» Τούρκος δεν ήταν υπεράνω
χρηµάτων. Ένας επιτήδειος οµόθρησκός του κατάφερε να τον πείσει να
προδώσει ανεπανόρθωτα την πολύχρονη και αληθινή φιλία που είχε µε το
Μηλιόνη. Τα χρήµατα, ο γνωστός Μαµωνάς, κατάφεραν αυτό που τίποτα
άλλο δεν φαινόταν να µπορεί: να µπουν πιο πάνω από την αδελφική αγάπη
µεταξύ δυο ανθρώπων. Ο πειρασµός της φιλαργυρίας υπερίσχυσε της φιλίας
και το αποτέλεσµα ήταν καταστροφικό.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέψουµε τις ισχυρές πιέσεις που
δέχθηκε ο Σουλεϊµάνης, οι οποίες, εκτός από το χρηµατικό δέλεαρ, θα
περιείχαν οπωσδήποτε προτροπές για τη στήριξη των οµοθρήσκων έναντι
ενός «άπιστου» και ίσως αιχµές και για τη δική του σωµατική ακεραιότητα, αν
δεν συναινέσει. Ωστόσο, αν και χρηµατίστηκε για να σκοτώσει το φίλο του,
όταν συναντήθηκαν, η συνείδησή του δεν του επέτρεψε να προχωρήσει.
Εξοµολογείται το σφάλµα του µε «ἀληθῆ δάκρυα» - ένδειξη µερικής
µετάνοιας- αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να τον πείσει να προσκυνήσει τους
Τούρκους υποσχόµενος υλικά αγαθά: προνόµια και δόξα. Φαίνεται λοιπόν
πως δεν έχει συνειδητοποιήσει το βάθος της προδοσίας του, αφού
προσπαθεί να κεντρίσει τη φιλοδοξία του αδελφοποιτού του.
Ο πειρασµός ήταν πράγµατι µεγάλος. Μόνο η ύπαρξη πνευµατικής
αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον θα ήταν σε θέση να τον βοηθήσει να
ξεπεράσει αυτά τα δύο εµπόδια και να παραµείνει πιστός στη µακρόχρονη
φιλία του: «Ὅταν ἄρξηταί τὶς αἰσθάνεσθαι πλουσίως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
τότε ἄρχεται ἐν αἰσθήσει πνεύµατος καὶ τὸν πλησίον ἀγαπᾶν .αὔτη γὰρ ἐστὶν ἡ
ἀγάπη, περὶ ἧς πᾶσαι αἱ ἅγιαι Γραφαὶ διαλέγονται. Ἡ γὰρ κατὰ σάρκα φιλία
εὐχερῶς ἄγαν διαλύεται, βραχείας τινὸς εὑρεθείσης αἰτίας. αἰσθήσει γὰρ οὐ
δέδεται πνεύµατος. τῷ τοῦτο οὖν κὰν συµβῇ τίνα παροξυσµὸν γενέσθαι ἐπὶ
τῆς ἐνεργουµένης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ψυχῆς, οὐ λύεται παρ’ αὐτῇ ὁ δεσµὸς τῆς
ἀγάπης. Τῇ γὰρ θέρµῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀναζωπυροῦσα ἑαυτήν, εὐθέως
εἰς τὸ ἀγαθὸν ἐπανακαλεῖται θᾶττον, καὶ µετὰ πολλῆς χαρᾶς τὴν τοῦ πλησίον
41
Τ.Β’, σ.71, στ.17-21.
42
Βλ. Τ.Β’, σ.71, στ.17-29. Γενικά ο Παπαδιαµάντης αποφεύγει να παρουσιάζει προ- ή εξωχριστιανικά
εθιµικά επιβιώµατα που έχουν παραµείνει παρά την καταδίκη τους από την Εκκλησία. Στις περιπτώσεις
δε που υποχρεώνεται από την ίδια την ιστορία που διηγείται να αναφερθεί «σε µαγικές ή άλλες λαϊκές
θρησκευτικές τελετές που απερίφραστα έχουν καταδικαστεί από την Εκκλησία, µετά την – ενίοτε
λεπτοµερέστατη- περιγραφή του το δηλώνει και ο ίδιος κατηγορηµατικά». Τέτοια είναι και η περίπτωση
της τελετής της αδελφοποιΐας µεταξύ του Μηλιόνη και του Σουλεϊµάνη, την οποία χαρακτηρίζει ως
«ανήκουστη», ανόσια και αφύσικη σύµφωνα µε την ερµηνεία των δογµατικών της ανατολικής
Εκκλησίας (Βλ. Τ.Α’., σ.71, στ.21-29. Επίσης, βλ. Μ.Γ. Βαρβούνη, «Ο Παπαδιαµάντης και η
κολλυβαδική θεώρηση της λαϊκής λατρείας», Θεολογία, Τ.82’, τ.4’, 2011, σ.208).
43
Βλ. Τ.Β’, σ.40, στ.12-27.
277
Ένας εφηβικός έρωτας ήταν η αιτία για να λήξει άδοξα µια παιδική
φιλία στο «Ὁλόγυρα στη λίµνη». Ο έφηβος ήρωας διατηρούσε έως τότε φιλική
σχέση µε ένα άλλο φτωχό νέο το Χριστοδουλή. Φαίνεται µάλιστα πως υπήρχε
αµοιβαιότητα και γενναιοδωρία µεταξύ τους µια και µοιράζονταν
«φιλαδέλφως» όσα οστρακοειδή και ψάρια έπιανε ο Χριστοδουλής κατά τις
θαλάσσιες εξορµήσεις τους. Η δε επιδεξιότητα και πολυπραγµοσύνη του
«φιλότιµου» Χριστοδουλή προκαλούσε το θαυµασµό του νεαρού ήρωα
απέναντι στο φίλο του47.
∆υστυχώς, η παιδική αυτή φιλία, η οποία ξεκίνησε µε πολύ καλές
προϋποθέσεις , δεν έµελε να διατηρηθεί. Αιτία του κλονισµού της στάθηκαν
τα τρυφερά αισθήµατα που άρχισαν να τρέφουν και οι δύο για µια µεγαλύτερη
κοπέλα, την Πολύµνια. Από την ηµέρα µάλιστα που ζήτησε µια µικρή
44
∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικὸς διηρηµένος εἰς ρ’ κεφάλαια πρακτικὰ γνώσεως καὶ διακρίσεως
πνευµατικῆς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.239, Νο.ιε’.
45
Στην ουσία δεν πρόκειται παρά για έναν πολύ ισχυρό πειρασµό που χτύπησε το Μηλιόνη εγείροντας
µέσα του το πάθος της οργής. Ο άγιος Μάξιµος όµως χτυπά µε την προτροπή του κατευθείαν την
καρδιά αυτού του πειρασµού: «Συνέβη σοὶ πειρασµὸς ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἡ λύπη εἰς µίσος σὲ ἤγαγε; Μὴ
νικῶ ὑπὸ τοῦ µίσους, ἀλλὰ νίκα ἐν τῇ ἀγάπῃ τὸ µῖσος , νικήσεις δὲ τρόπῳ τοιούτῳ , προσευχόµενος
ὑπὲρ αὐτοῦ γνησίως πρὸς τὸν Θεόν, τὴν ἀπολογίαν αὐτοῦ δεχόµενος», «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.43, Νο. κβ’.
46
Τ.Β’, σ.75, στ.26-28.
47
Ο P. Mackridge διακρίνει σε αυτό το θαυµασµό αισθήµατα ζηλοτυπίας, εκφράζοντας την άποψη ότι ο
ήρωας θα ήθελε να είναι στη θέση του Χριστοδουλή, βλ. «Ολόγυρα στη λίµνη», στον τόµο Εισαγωγή
στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, σ.448. Εµείς, ωστόσο, θεωρούµε ότι ο σταθερός θαυµασµός του
ήρωα για το φίλο του είναι έκφραση της ειλικρινούς αγάπης και εκτίµησης προς αυτόν. Καθ’όλη τη
.
διάρκεια του διηγήµατος δεν σταµατάει να τον αποκαλεί παιδικό του φίλο ακόµη και µετά από τη
διάλυση της φιλίας τους. Στο επίλογο µάλιστα εκφράζει απερίφραστα την θλίψη του για τη στέρηση της
παιδικής τους φιλίας λόγω της Πολύµνιας. Την άποψή µας αυτή θα στηρίξουµε αµέσως παρακάτω.
278
αυτή είχε ιδιαίτερη σηµασία για τον ταλαίπωρο Μανώλη µια και, λόγω της
σωµατικής και νοητικής υστέρησής του, «εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον
ἀµετρήτους ἐχθρούς, εἰς µέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον!»53. Οι περισσότεροι
συγχωριανοί του τον χλεύαζαν και τον ειρωνεύονταν, ενώ τα παιδιά
συνήθιζαν να τον πετροβολούν54. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι φιλάνθρωποι που
τον στήριζαν και του συµπεριφέρονταν ανθρώπινα. Οι άνθρωποι αυτοί
κατάφεραν να ξεπεράσουν τις όποιες δεισιδαιµονίες και τα ταµπού της µικρής
κοινωνίας απέναντι στο «διαφορετικό» και να φέρονται στο Μανώλη όπως θα
έπρεπε. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύονται σε «σκέπη κραταιά» για τον
ταλαίπωρο φίλο τους, στεκόµενοι ως «γνησιώτατοι ἀντιλήπτορες» και
υπερασπιστές του κάθε φορά που τους είχε ανάγκη55. ∆είχνοντας, µέσω της
στήριξης και της προστασίας που παρείχαν στον ταλαίπωρο Μανώλη, αγάπη
και αληθινή συν-πάθεια56, γίνονται, στο µέτρο των δυνατοτήτων τους, µιµητές
του Χριστού εφαρµόζοντας έµπρακτα τις εντολές του Ευαγγελίου.
Ως έµπρακτη εκδήλωση αγάπης, τέσσερις πέντε από αυτούς
κατάφεραν να καταλαβαίνουν την ιδιόµορφη γλώσσα που χρησιµοποιούσε.
τρεις µάλιστα «τὴν ὠµίλουν καὶ οἱ ἴδιοι». Και εκείνος όµως απέναντι σε
αυτούς, αναγνωρίζοντας την καλοσύνη και εκτιµώντας τη φιλία περισσότερο
απ’ ότι οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι, «ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ' ἐξετέλει (…)
διακονήµατα προθύµως, µετὰ βίας δεχόµενος φίλευµα ἢ κέρασµα»57. Παρά τη
νοητική και σωµατική του ιδιαιτερότητα, διέθετε µια αξιοπρέπεια που δύσκολα
συναντάται. Εκτιµούσε βαθιά τους λιγοστούς αυτούς φίλους του και τους το
ανταπέδιδε έµπρακτα. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αλληλοβοήθειας και
αλληλοεκτίµησης, είχε αναλάβει µια υποχρέωση για τις γιορτές. Συνήθιζε να
συνοδεύει µερικά από τα παιδιά και τα ανίψια των φίλων και προστατών του,
για να τραγουδήσουν κατά τις παραµονές των µεγάλων εορτών τα κάλαντα.
Στο διήγηµα περιγράφεται µια τέτοια ηµέρα. Χάρη στη βοήθεια του τη χρονιά
εκείνη58, τα παιδιά κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την ενέδρα που τους είχε
στήσει η συµµορία του φοβερού «Τσιλότατου» και να επιστρέψουν στα σπίτια
τους σώα και αβλαβή59.
53
Τ.Γ’,σ.183, στ.15-18.
54
Όπως επισηµαίνει ο Σ.Παπαθανασίου, «Η σχέση του ήρωα µε την κοινότητα παραπέµπει κατευθείαν
στη γνωστή φράση ‘’µικρόν χωρίον, µεγάλη κακία’’ («Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι», Τ.Β’,σ.492, στ.16) και
βρίσκεται παραδόξως στον αντίποδα σχεδόν των ιστορικών και κοινωνιολογικών θεωρήσεων της
παραδοσιακής ελληνικής κοινότητας», Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ. 118.
55 .
«Φίλος πιστός, σκέπη κραταιά ἐπειδὴ καὶ εὐηµεροῦντι τῷ φίλῳ σύµβουλος ἐστιν ἀγαθὸς καὶ συνεργὸς
.
σύµψυχος καὶ κακοπαθοῦντι ἀντιλήπτωρ γνησιώτατος καὶ ὑπέρµαχος συµπαθέστατος», Μαξίµου του
Οµολογητού, «Περί αγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟθ’.
56
Βλ. Τ.Γ’, σ. 184, στ.7-8: «Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ».
57
Τ.Γ’,σ.183, στ.15-18.
58
Βοήθεια όµως που δεν θα ήταν δυνατή, εάν πρώτα δεν τον βοηθούσε ένα από τα παιδιά αυτά να
κινήσει το προβληµατικό χέρι του, αναδεικνύοντας µε αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα της
αλληλοβοήθειας, βλ. Τ.Γ’, σ.190, στ.9-18.
59
Όπως γράφει ο Σ. Παπαθανασίου: «Το διήγηµα «Γουτοῦ, Γουπατοῦ» (…) προσφέρεται για συνοµιλία
µε παλαιούς, όπως ο Ησαΐας και ο Ηρόδοτος, για παράδειγµα (…). Μας διαβεβαιώνει επίσης, µε βάση
την εξέλιξη της πλοκής του µύθου, ότι µια προφητεία του Ησαΐα ισχύει και για τον πρωταγωνιστή του
280
Ίσως η πιο δυνατή αγάπη που αισθάνεται ποτέ µια γυναίκα είναι εκείνη
που βιώνει όταν γίνεται µητέρα. Ο ξεχωριστός, πολύπλευρος δεσµός που
έχει µε καθένα από τα παιδιά της προσδίδει στη σχέση της µαζί τους µια
µοναδική αξία τόσο συναισθηµατική, όσο και πνευµατική. Άλλωστε, η
µητρική αγάπη προσφέρει στο παιδί, ήδη από την ενδοµήτρια ζωή, την
πρώτη εµπειρία αγάπης. Παρόλο που πρόκειται για φυσική αγάπη,
απαραίτητη για την επιβίωση του νέου ανθρώπου, εκφράζεται δια αυτής
ανιδιοτελής στοργή. Όχι τυχαία, εποµένως, ο Χ. Γιανναράς χαρακτηρίζει τη
σχέση του παιδιού µε τη µητέρα του ερωτική και ζωτική συνάµα60. Για αυτό
και το κενό που αφήνει πίσω της µια πιθανή απώλεια είτε του ενός είτε του
άλλου είναι δυσαναπλήρωτο και έχει συχνά τραυµατικές συνέπειες 61.
Το κατεξοχήν πρότυπο της µητρικής αγάπης στο έργο του
Παπαδιαµάντη είναι η ίδια η Παναγία, η µητέρα του Χριστού. Η τρυφερότητα
και η στοργή µε την οποία περιβάλλει το θείο βρέφος αλλά και όλους εµάς
περιγράφεται παραστατικά στην εικόνα της «Γλυκοφιλούσας»: «Ἡ ὡραία
µικρὰ εἰκών, µὲ τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἑνούµενον κατὰ παρειὰν
µὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον πρόσωπον τοῦ λατρευτοῦ Βρέφους της, εἶχεν ἄφατον
γλυκύτητα, καὶ ἦτο καλλίστη ἔκφρασις τῆς µητρικῆς στοργῆς, τῆς γεννωµένης,
ὡς ἐκ πικρᾶς ρίζης γλυκέος καρποῦ, εὐθὺς µὲ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, καὶ
συναυξανοµένης µὲ τῆς ἀνατροφῆς τοὺς κόπους καὶ τὰς µερίµνας»62. Οι
περισσότερες µητέρες στο έργο του Παπαδιαµάντη, βιολογικές ή µη, αυτό το
πρότυπο προσπαθούν να πλησιάσουν στο µέτρο των δυνατοτήτων τους. ∆εν
απουσιάζουν φυσικά και εκείνες που αστοχούν τελείως, επιδεικνύοντας
αδιαφορία ή και ένα ιδιόµορφο µίσος προς τα παιδιά τους.
Ωστόσο, στην ελληνική κοινωνία της εποχής του Παπαδιαµάντη η
µητρική αγάπη έχει και µια σκοτεινή πλευρά. Αυτή διατυπώνεται µε ειρωνική
διάθεση στο διήγηµα «Θάνατος κόρης»: «Αἱ µητέρες, πάλιν, ἀγαπῶσι τοὺς
υἱούς, καὶ θεωροῦσιν αὐτοὺς ὡς καλοὺς σωτῆρας τῆς προικὸς (τὴν ὁποίαν
αὐταὶ ἔχουν "διάφορο") καὶ γηροτρόφους. Ἀγαπῶσιν ἄλλο τόσον τὰς
θυγατέρας, αἰσθανόµεναι ὡς µέγα βάρος αὐτάς, τὸ ὁποῖον, ὅταν
ἐκφορτωθῶσιν εἰς τοὺς ὤµους τοῦ γαµβροῦ δοκιµάζουν ἄρρητον
ἀνακούφισιν,…»63. Σύµφωνα µε το απόσπασµα αυτό, κάποιες µητέρες
«Γουτοῦ, Γουπατοῦ»: «Τότε ἀλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα µογιλάλων», Προλογικό
ο
σηµείωµα στον 9 τόµο ‘’Όνειρο στο κύµα’’ και άλλα διηγήµατα,Το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, 2011, σ.14.
60
Βλ. Χ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ό.π., σ.31.
61
Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Χριστιανική Ηθική ΙΙ» , ο.π., σ.235-236.
62
Τ.Γ’, σ.75, στ. 14-19. Για την εσώτερη περιγραφή αυτής της εικόνας γράφει ο Α. Κεσελόπουλος: «Η
ιστόρηση της εικόνας είναι φιλοκαλία, αγάπη και εκζήτηση του ουράνιου κάλλους , που αγιάζει τον
άνθρωπο και ολόκληρη τη δηµιουργία. Και η εξ- ιστόρησή της στο διήγηµα, η περιγραφική αποτύπωσή
της από τον Παπαδιαµάντη, κινείται στο ίδιο επίπεδο», Η λειτουργική παράδοση στον Α.
Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.142.
63
Τ.∆’, σ. 184, στ.29-33.
281
Μια µητέρα που διακρίνεται για την ευσπλαχνία και συµπόνια της
απέναντι στις δυσκολίες του παιδιού της είναι η Μελάχρω στο «Χρήστο
Μηλιόνη». Βέβαια, στην αρχή του διηγήµατος φαίνεται να σκέφτεται λίγο
ιδιοτελώς και να µη θέλει να την παντρέψει, γιατί η Βάσω τη βοηθούσε στις
δουλειές του σπιτιού και στην ανατροφή των τριών µικρών παιδιών της.
Ήλπιζε µάλιστα να αργήσει να γίνει ο γάµος µέχρις ότου µεγαλώσει λίγο και η
µικρότερη αδελφή της, ώστε να συνεχίσει εκείνη να τη βοηθάει στο σπίτι64.
Ωστόσο, µετά την αρπαγή της Βάσως και τη διαπίστωση της απουσίας
της από το σπίτι, αισθάνεται «τροµερά ἀπελπισία»65 που επιβεβαιώνεται από
τις πληροφορίες που τους έδωσαν οι χωρικοί. Όταν µερικές ηµέρες αργότερα
κατάφερε να µπει µέσα στο σεράγι του Χαλήλ, δε δίστασε ούτε στιγµή να
συγχωρήσει την κόρη της για το ολίσθηµά της, µια και ως µητέρα δεν θα
µπορούσε ποτέ να απορρίψει το σπλάχνο της. Είναι µάλιστα τόσο ειλικρινής
η συγχώρησή της, ώστε άρχισε να κλαίει και η ίδια µαζί µε την κόρη της
προσφέροντάς της µέγιστη αγαλλίαση και ανακούφιση: «τὰ δάκρυα δὲ ἅτινα
κατεφέροντο ἐπὶ τὰς ἀκµαίας εἰσέτι παρειὰς τῆς µήπω τεσσαρακονταετοῦς
ταύτης γυναικός, ἦσαν δρόσος καὶ ἁγίασµα»66. Συγχωρεί δε αµέσως την κόρη
της πρωτίστως γιατί την αγαπάει πραγµατικά και δευτερευόντως γιατί
υποκύπτει στα παρακάλια και τα αναφιλητά της. Με αυτόν τον τρόπο µιµείται
την αγάπη του Χριστού απέναντι στους ανθρώπους και τα αµαρτήµατά τους:
«Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκµήριον, ἀδικηµάτων συγχώρησις. Οὕτω γὰρ ὁ
Κύριος τὸν κόσµον ἠγάπησε»67. Για χάρη αυτής της κόρης δε δίστασε να
αφήσει τα τρία µικρότερα παιδιά της σε µια φιλική οικία, προκειµένου να πάει
στην πόλη και να µάθει περισσότερες πληροφορίες. Όλο µάλιστα το
προηγούµενο διάστηµα «ἐστέναζεν ἀδιακόπως µετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς
ἀγαπητῆς αὐτῇ θυγατρός»68 µη µπορώντας να συνεχίσει φυσιολογικά τη ζωή
της.
Ωστόσο, η έγνοια της για τα υπόλοιπα παιδιά της παραµένει εξίσου
ισχυρή. Όταν µαθαίνει για το γάµο της Βάσως µε το Χαλήλ, δε λογαριάζει
καθόλου τον εαυτό της, αλλά σπεύδει να επιστρέψει στο σπίτι για να ηρεµήσει
64
Βλ. τ.Β’, σ.12, στ.23-27.
65
Τ.Β’, σ.17, στ.5-6.
66
Τ.Β’, σ.32, στ.4-5.
67
Μάρκου του Ασκητού , «Περί τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’» , Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.112, Νο.µη’.
68
Τ.Β’, σ.33, στ.4-6.
282
69
Βλ. Τ.Β’, σ.57, στ. 10-19.
70
Τ.Β’, σ.107, στ.18-19.
71
Βλ. Τ.Β’, σ.107, στ.27-33.
72
Βλ. τις συµβουλές που δίνει στις νεώτερες γυναίκες, οι οποίες όµως, αντί να την ακούσουν, την
περιγελούν, Τ.Β’, σ.546, στ.11-19. Γενικά η γρια- Σκεύω είναι υπόδειγµα πιστής και υποµονετικής
χριστιανής. Υποµένει τους χλευασµούς µε θαυµαστή καρτερία αντιπαραθέτοντας σε αυτούς τις καλές
νουθεσίες της χωρίς να «αποκάµη». Η υποµονή της στα δεινά, η επιµονή της να λέει και να πράττει το
καλό δεν σταµατούν ακόµη κι όταν τη βρίσκει η συµφορά.
73
Τ.Β’, σ.576, στ.9-13.
283
74
Τ.Β’, σ.576, στ.24-28.
75
«Τὸ δὲ δάκρυον, πολλὴν ἔχει τὴν δύναµιν. Ὑπὲρ τὲ γὰρ τῶν ἐσφαλµένων ἱλεοῦται τὸν ∆εσπότην καὶ
τάς προσγενοµένας ἡµὶν ἀπὸ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς κηλῖδας καθαίρει καὶ πρὸς τὰ ἄνω πτεροῖ τὴν
ὄρεξιν», Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, T. Α’, σ.331, στ.18-21.
76
Πράγµατι, τα δάκρυα εκτιµούνται ιδιαιτέρως από τον Κύριο, όταν επικαλούµαστε τη βοήθειά Του. Για
αυτό και ο Άγιος Νείλος συµβουλεύει: «Κέχρησο τοῖς δάκρυσι, πρὸς παντὸς αἰτήµατος κατόρθωσιν.
Λίαν γὰρ χαίρει σου ὁ ∆εσπότης, ἐν δάκρυσι προσευχοµένου» , «Πρόλογος τῶν περί προσευχῆς ἑκατὸν
πεντήκοντα τριῶν κεφαλαίων», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.177, Νο.ς’.
77
Τ.Β’, σ.576, στ.31 και σ.577, στ.1.
78
Μάρκου του Ασκητού, Φιλοκαλία , «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Τ. Α’, σ.111, Νο.λδ’
και Ψαλµ.50, 19. Η γρια- Σκεύω, χωρίς να το γνωρίζει, προσεύχεται έτσι όπως οφείλει κάθε άνθρωπος
να προσεύχεται στο Θεό σε δύσκολες στιγµές, και όχι µόνο: «Ἐὰν ἀθυµῇς, προσεύχου, καθὼς
.
γέγραπται προσεύχου δὲ ἐµφόβως, ἐντρόµως, ἐµπόνως, νηφαλίως καὶ ἐγρηγόρως», Ευαγρίου
Μοναχού, Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.43, στ.20-21.
79
« Οὐκ ἀεὶ τὸ πράγµα ἐπιβλαβὲς , ἀλλὰ κατὰ τὴν τῶν χρωµένων προαίρεσιν γίνεται φαῦλον ἢ καλὸν» ,
Ιω. Χρυσοστόµου Περί ἱερωσύνης 1,8, PG 48, 629. Βλ. επίσης Μ . Βασιλείου, Εἰς τήν ἀρχήν τῶν
παροιµιῶν, PG 31, 421A και Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 107-108.
284
80
Οι σχέσεις που έχει η γρια Σκεύω µε την κόρη της φαίνεται πως ήταν καλές, µια και απευθύνεται σε
αυτή για να τη βοηθήσει µέσω του ανδραδελφού της στο παράδοξο εγχείρηµά της. Ωστόσο, από την
πλευρά της κόρης διαφαίνεται µια αδιαφορία για την τύχη και τη ζωή του αδελφού της, προφανώς
εξαιτίας των συνεχόµενων, απέλπιδων προσπαθειών της να αποκτήσει δικό της παιδί. Στο
απόσπασµα, βέβαια, και η µητέρα δείχνει να βάζει σε δεύτερη µοίρα τον καηµό και τις προσπάθειες
της κόρης της ρίχνοντας όλο το ενδιαφέρον της στην αναζήτηση του γιού της. ∆ικαιολογείται όµως,
λόγω των εξαιρετικών, δυσµενών περιστάσεων και του πραγµατικού κινδύνου που διατρέχει η ζωή του
Σταύρου. Επίσης, είναι εµφανής η πεποίθησή της ότι: «µόνον ἂν εἶναι θέληµα Θεοῦ, θ' ἀποκτήσῃ
κληρονόµον» ( Τ.Β’, σ.577, στ.23-24) κάτι που η ίδια η κόρη φαίνεται να έχει ξεχάσει µια και καταφεύγει
σε ανορθόδοξες πια µεθόδους, όπως βότανα από εµπειρικούς, για να επιτύχει την πολυπόθητη
σύλληψη.
81
Τ.Β’, σ.584, στ.25-35.
82
Για την ψυχογράφηση της Σκεύως βλ. και Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.204-211.
83
Τ.Β’, σ.597, στ.1-4.
285
απευθύνει το κυρίως ερώτηµά της. Η δε ευχή της µετά τα καλά νέα µοιάζει µε
ευλογία: «- Ν' ἁγιάσῃ τὸ στόµα σου, γιατρέ, καὶ τὰ χείλη σου, ποὺ µοῦ εἶπαν
τὸν καλὸ τὸ λόγο, νὰ γίνουν µαλαµατένια, σὰν τ' Ἁι - Γιαννιοῦ τοῦ
Χρυσοστόµου»84. Η αγαθή της προαίρεση, η αυταπάρνηση, η ανυπόκριτη
αγάπη και το ενδιαφέρον της βρήκαν ανταπόκριση και αυτό της χαρίζει
περισσή ευτυχία. Είναι βέβαιη ότι τα καλά νέα που άκουσε από το γιατρό
οφείλονται στις προσευχές της προς την Παναγία, οι οποίες εισακούσθηκαν.
Εξοµολογείται µάλιστα µε αγαθότητα στο γιατρό ότι η Μεγαλόχαρη δεν της
αποκάλυψε αµέσως τα νέα του Σταύρου λόγω της αµαρτωλότητάς της, αλλά
τη φώτισε να µεταµφιεσθεί σε βαρδιάνο85. Με τα λόγια αυτά επιβεβαιώνεται
για άλλη µια φορά όχι µόνο η πίστη της, αλλά και η ταπείνωσή της.
Αναγνωρίζει πως, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτή είναι µια αµαρτωλή
γυναίκα που επιζητεί το έλεος του Θεού και της Παναγίας και για αυτό δέχεται
µε χαρά την όποια βοήθειά της.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παραµονής της στον Τσουγκριά, έγινε
θεατής τόσης δυστυχίας, πόνου και θανάτου, που άρχισε να αµφισβητεί το
νόηµα της υπερβάλλουσας φιλοστοργίας της: «Καὶ ἡ καρδία της εἶχε κοπῆ
µέσα εἰς τὸ στῆθός της νὰ βλέπῃ ὀφθαλµοφανῶς τὴν µαταιότητα, καὶ ἔλεγεν
ὅτι µάταιοι ἦσαν καὶ οἱ κόποι της καὶ ἡ φιλοστοργία της µαταία. Τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ
τοῦ υἱοῦ της ἐνώπιον τοῦ Ἀπείρου, ἐνώπιον τοῦ Ἀιδίου; Καὶ τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ ἡ
ἰδική της;»86. Η σκέψη αυτή της, αγράµµατης κατά τα άλλα, γυναίκας εστιάζει
σε ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήµατα της Θεολογίας. Άλλος στη θέση της
ίσως άρχιζε να αµφιβάλλει για την ύπαρξη του Θεού ή, τουλάχιστον, για την
πρόνοιά Του απέναντι στις ανθρώπινες ανάγκες. Όµως, για τη γρια- Σκεύω,
η αληθινή και συνάµα τραγική διαπίστωση της µαταιότητας του κόσµου και
της ανθρώπινης ζωής επιβεβαιώνει το µεγαλείο του Θεού, που µέσω του
Υιού του προσέφερε τη λύτρωση από όλα αυτά τα µάταια και τα πρόσκαιρα
της ένσαρκης ζώης µας. Αν και απλοϊκή γυναίκα, προσεγγίζει τον πατερικό
τρόπο σκέψης, ο οποίος βλέπει κάθε δυσκολία ως µια δοκιµασία που σκοπό
έχει να επαναφέρει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό δια της υποµονής και της
απόλυτης εµπιστοσύνης στην Πρόνοιά Του. Αποτέλεσµα αυτού του τρόπου
σκέψης ήταν η περιπέτειά της να δυναµώσει την ήδη ισχυρή πίστη της. Για
αυτό όχι µόνο διατηρεί το πνεύµα της προσφοράς και της αυτοθυσίας, αλλά
το επεκτείνει και πέρα από το παιδί της: «Ἀλλ' αὐτὴ ἐπρόσφερε τὴν ζωήν της
ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἂν ἐπερίσσευε θὰ τὴν ἐπρόσφερεν ἐπίσης καὶ
ὑπὲρ τῆς ζωῆς ἄλλων ἀνθρωπίνων πλασµάτων»87.
Ως ανταµοιβή για αυτή τη, γεµάτη αυταπάρνηση, στάση ζωής ο Θεός
της προσέφερε αυτό που επιθυµούσε περισσότερο απ’ όλα: την υγεία του
γιου της. Το εκτενές διήγηµα κλείνει µε το πλούσιο γεύµα, ένα γεύµα χαράς
84
Τ.Β’, σ.597, στ.12-14.
85
Βλ. Τ.Β’, σ.598, στ.2-7.
86
Τ.Β’, σ.616, στ.6-9.
87
Τ.Β’, σ.616, στ.9-12. Εφαρµόζει έτσι τα λόγια του Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω µου ἀκολουθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω µοι», Μκ.8,34.
286
Λόγω της υψηλής θνησιµότητας των µικρών παιδιών την εποχή εκείνη,
πολλοί πιστοί γονείς έκαναν τάµα στο Χριστό ή σε κάποιο Άγιο/Αγία
προκειµένου να βοηθήσει το παιδί τους να ξεπεράσει µια σοβαρή ασθένεια.
Αυτό έκανε και ο αγαθός ιερέας παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος µαζί µε την
πρεσβυτέρα του, όταν κινδύνεψε η ζωή του τελευταίου παιδιού και µοναδικού
αγοριού τους την περίοδο των Χριστουγέννων. Το τάµα τους ήταν, εάν
γλίτωνε το στερνοπαίδι τους, να πάνε στην περιοχή του Κάστρου σε µια
εκκλησία που ήταν αφιερωµένη στη Γέννηση του Χριστού και να τη
λειτουργήσουν. Λόγω της δυσβατότητάς της η ακατοίκητη πλέον αυτή
περιοχή δεν ήταν εύκολα προσβάσιµη το χειµώνα και γι’ αυτό η εν λόγω
εκκλησία είχε µείνει τα τελευταία χρόνια αλειτούργητη. Αυτό το γεγονός ίσως
να είχε υπόψη του ο καλός ιερέας και για αυτό επέλεξε να κάνει το
συγκεκριµένο τάµα θέλοντας να προσφέρει την ελάχιστη δυνατή θυσία για να
ευχαριστήσει το Χριστό για τη σωτηρία του παιδιού του. Είναι µάλιστα
χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στο µαστρο-Πανάγο, όταν ο
τελευταίος εξέφρασε το φόβο του για τους κινδύνους ενός ταξιδιού στο
Κάστρο: «Μὰ ὅπου εἶναι µία µερικὴ προαίρεσις καλή, κ' ἔχει κανεὶς καὶ χρέος
νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλµη ἀκόµα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς
ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ,
καὶ µὲ χίλια ἐµπόδια... Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ µὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ µὲ
θαῦµα ἀκόµα, τί νοµίζεις, Πανάγο;...»88.
Οι δύο γονείς ,συνοδευόµενοι από πιστούς συγχωριανούς τους και µε
κίνδυνο της ζωής τους, κατάφεραν µε τη βοήθεια του Θεού να φτάσουν στο
Κάστρο και να λειτουργήσουν την εκκλησία του Χριστού εκπληρώνοντας την
υπόσχεσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, εξέφρασαν έµπρακτα την ευγνωµοσύνη
τους για τη σωτηρία του παιδιού τους και δέχθηκαν πλουσιοπάροχα την
ευλογία του Χριστού περνώντας τα πιο ευλογηµένα και συνάµα µεγαλοπρεπή
Χριστούγεννα .
Αν η ανησυχία της µητέρας για τον/ τους γιούς της που ταξιδεύουν
είναι µεγάλη, ο πόνος της όταν χάσει έστω και έναν είναι αβάσταχτος. Στη
«Μαυροµαντηλού» αναφέρεται ο µύθος του οµώνυµου βράχου που διηγείται
τον απερίγραπτο πόνο της µητέρας που έχασε και τους επτά της γιους στο
αγριεµένο πέλαγος και µεταµορφώθηκε σε σκόπελο µην αντέχοντας της
δυστυχία αυτή. Είναι δε αξιοσηµείωτο ότι ο βράχος αυτός παρουσιάζει
ανθρώπινα συναισθήµατα, όπως χαιρεκακία κάθε φορά που ένας ακόµη
άνθρωπος πνιγόταν 89ή τρυφερότητα, όταν δέχεται τους ασπασµούς και τις
88
«Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», Τ.Β’,σ.277, στ.22-27.
89
Βλ. Τ.Β’, σ.160, στ.1-4.
287
περιπτύξεις του Γιαννιού90. Συµβολίζει την καρδιά της µητέρας που ακόµη και
αν µεταµορφωθεί σε κάτι άψυχο δεν παύει να χτυπά .
Η απώλεια ενός παιδιού είναι πάντοτε επώδυνη για τους γονείς. Όταν
όµως ένας γονιός έχει χάσει ήδη δύο παιδιά και κινδυνεύει να χάσει και το
τελευταίο που έχει επιζήσει, τότε βιώνει µια δραµατική κατάσταση που είναι
σχεδόν αδύνατον να συλλάβει ο µέσος νους. Αυτή τη φοβερή αγωνία, τον
πόνο και τον απερίγραπτο φόβο αισθάνεται στην πιο µεγάλη του ένταση η
Θοδωριά, αυτή η προώρως «γηράσασα» µητέρα στον «Πολιτισµόν εἰς το
χωρίον». Έχοντας ήδη χάσει σε τρυφερή ηλικία ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι
λόγω ασθένειας, έχει εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στο τελευταίο
εναποµείναν παιδί της, τον Ελευθέρη. Το δράµα της µητέρας αυτής, που
υπεραγαπούσε το παιδί της, αλλά δεν µπορούσε ούτε να το µεγαλώσει,
συνοψίζεται στη φράση: «οὔτε νὰ τὸν θρέψῃ ἦτο ἱκανὴ οὔτε νὰ τὸν "ἀποκόψη"
ἠδύνατο»91. Ενώ αδυνατούσε να το «θρέψῃ» µε το λιγοστό γάλα της, δεν
έβρισκε τη δύναµη να σταµατήσει να θηλάζει, παρόλο που το παιδί είχει γίνει
ήδη τεσσάρων ετών. Ο παρατεταµένος αυτός θηλασµός φανερώνει την
απέλπιδα προσπάθειά της να βοηθήσει το παιδί της να µεγαλώσει.
∆υστυχώς, και αυτό το παιδί αρρώστησε βαριά βυθίζοντας τη µητέρα του
στην αγωνία, διότι τα συµπτώµατα της ασθένειας ήταν παρόµοια µε των δυο
προηγούµενων παιδιών.
Παρ’ όλα αυτά, ο σύζυγος της µπάρµπα- Στέργιος δε φαίνεται να
συµµερίζεται τον πόνο της γυναίκας του. Απεναντίας, τον παρακολουθούµε
να κοιµάται σχεδόν αµέριµνος και να ενοχλείται από τις παραινέσεις της
Θοδωριάς να σηκωθεί και να πάει να φωνάξει το γιατρό. Παραδοµένος στη
ψεύτικη ηδονή του ύπνου (ύπνου διπλού: σωµατικού και πνευµατικού) και
στη ραθυµία, δε δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στο άρρωστο παιδί του.
Κρατώντας εν υπνώσει το πατρικό αίσθηµα και τη συζυγική αγάπη που θα
συντελούσαν στην εγρήγορση και, ενδεχοµένως, στη σωτηρία του παιδιού
του, ευαισθητοποιείται µόνο όταν η γυναίκα του επαναφέρει στην µνήµη του
τα δυο ήδη νεκρά παιδιά τους και τον κίνδυνο να έχει και αυτό την ίδια
κατάληξη. Ακολουθεί µια ιδιόµορφη συνοµωσία της φύσης (περασµένη ώρα,
σχεδόν µεσάνυχτα, και σφοδρή χιονόπτωση) και των ανθρώπων
(χαρτοπαίκτες και οινοπότες που παρασύρουν τον ήδη ράθυµο και επιρρεπή
στα πάθη µπάρµπα-Στέργιο, βαρύθυµος γιατρός) ενάντια στο άρρωστο παιδί
και τη δυστυχισµένη µητέρα του. Οι ώρες της αναµονής του γιατρού µετά του
συζύγου περιγράφονται δραµατικές: κάθε σπινθηρισµός του δαυλού και του
κανδηλιού εξάπτει το φόβο και την ψυχική της αγωνία. Ο πένθιµος και
συνάµα προφητικός σπινθηρισµός του κανδηλιού παροµοιάζεται µε τον
αποχωρισµό της ψυχής από το σώµα. Ταυτόχρονα όµως µπορούµε να τον
συσχετίσουµε µε την ελπίδα της ταλαιπωρηµένης µητέρας που αγωνίζεται να
90
Βλ. Τ.Β’, σ.166, στ.6-11.
91
Τ.Β’, σ. 237, στ.9-10.
288
92
Τ.Β’, σ.250, στ.34-35 και 251, στ.1.
93
Αυτή την πνευµατική θεώρηση της ζωής και του θανάτου αναλύει πολύ ωραία ο Άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής: «Τὸ πέρας τῆς παρούσης ζωῆς οὐ δίκαιον οἶµαι θάνατον ὀνοµάζειν, ἀλλὰ θανάτου
ἀπαλλαγὴν καὶ φθορᾶς χωρισµὸν καὶ δουλείας ἑλευθερίαν καὶ ταραχῆς παῦλαν καὶ πολέµων ἀναίρεσιν
καὶ σκότους ὑποχώρησιν καὶ πόνων ἄνεσιν (…)», «Περί θεολογίας κεφαλαίων έκατοντάς έβδόµη»,
Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.181, Νο.ος’.
94
Μαξίµου του Οµολογητού: «Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.95,
Νο.κβ’ και Παροιµ. γ’, 12.
95
Σε άλλο µάλιστα σηµείο δίνει τη σωστή θεώρηση του θανάτου, ως µέσου κατάργησης της αµαρτίας,
βλ. «Περί θεολογίας κεφαλαίων έκατοντάς έκτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.148, Νο.θ’.
96
«Εἰς τοῦς Ν’ λόγους τοῦ ἀγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ. Γ’, σ.224, Νο.ρκθ’ και σ.225, Νο.ρλ’.
289
97
Τ.Γ’, σ.584, στ.19.
98
Τ.Γ’, σ.590, στ.1-2.
99
Τ.Γ’, σ.590, στ.7.
100
Τ.Γ’, σ.590, στ.13- 15.
290
105
Τ.Γ’, σ.211, στ.29-32 και σ.212, στ.1-20.
106
Είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι η µητέρα αυτή δεν αφήνει την υποψία της ότι ίσως το παιδί της έχει
πέσει θύµα µαγείας να την οδηγήσει στην ίδια πρακτική. Αντιθέτως, αφήνει, ως οφείλει, τον τελευταίο
λόγο στο Θεό. Ο πόνος της, εποµένως, δεν την οδηγεί στην αυτονόµηση της από το Θεό, αλλά στην
αναγνώριση και επίκληση της θείας ∆ικαιοσύνης.
107
Σύµφωνα µε την παράδοση της εκκλησίας µας το σαρανταλείτουργο βοηθά σε περιπτώσεις µαγείας.
108
Το σκεπτικό της µητέρας ερµηνεύει ο Α. Κεσελόπουλος: «Στο σηµείο αυτό προβάλλεται πάλι η
ορθόδοξη άποψη, όπου η σωτηρία είναι καρπός της συνεργίας της Χάριτος του Θεού και της ελευθερίας
του ανθρώπου…», Η λειτουργική παράδοση στον Παπαδιαµάντη, ο.π., σ.215.
109
Όπως εδώ τις συµβουλές που του δίνει ο παπα- ∆ηµήτρης (βλ. Τ.Γ’, σ.207) και ο θείος του γερο-
Γιαννιός (βλ. Τ.Γ’, σ.210 και 213).
292
110
«Προς Κάστορα ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.74, στ.29-32 και σ.75, στ.2-9. Παρόµοια περιγραφή
της δράσης του δαιµονίου της λύπης είδαµε και στον Αντίοχο τον Μοναχό, «Πρὸς Εὐστάθιον», PG89,
1509Β.
111
Κάτι το οποίο φανερώνει ταυτόχρονα ότι υποσυνείδητα γνωρίζει πού µπορεί να βρεί τη λύτρωση.
112
Τ.Γ’, σ. 209, στ.22.
113
Ο δύσβατος δρόµος για την έξοδο από την κατάσταση αυτή περιγράφεται αναλυτικά από τον άγιο
Κασσιανό το Ρωµαίο: «Προηγουµένως τοίνυν ἀγωνιστέον κατὰ τοῦ πνεύµατος τῆς λύπης, τοῦ
ἐµβάλλοντος τὴν ψυχὴν εἰς ἀπόγνωσιν, ὅπως ἀπελάσωµεν αὐτὸ τῆς ἡµετέρας καρδίας. (…) Ἐκείνην
.
µόνην τὴν λύπην ἀσκήσωµεν, τὴν ἐπὶ µετάνοιαν τῶν ἡµαρτηµένων, µετ’ ἐλπίδος ἀγαθῆς γινοµένην περὶ
.
ἧς ὁ Ἀπόστολος εἶπεν ὅτι ἡ κατὰ θεὸν λύπη µετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀµεταµέλητον ἐργάζεται. (…)Αὕτη δὲ
(ενν. ἡ λύπη) θεραπεύεται διὰ προσευχῆς καὶ τῆς εἰς Θεὸν ἐλπίδος καὶ µελέτης τῶν θείων λογίων καὶ τῆς
µετὰ ἀνθρώπων εὐλαβῶν διαγωγῆς», «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.75, στ.25-39 και
σ.76, στ.1-5.
293
ζητώντας τη στήριξη του θείου του Νίκου, του γερο- Γιαννιού, που έχει
αναλάβει το ρόλο του πατέρα. Ταυτόχρονα όµως επικαλείται και τη στήριξη
της θείας Πρόνοιας, η οποία φαίνεται πως είναι η µόνη που µπορεί να βγάλει
το παιδί της από το ψυχικό του τέλµα.
φαίνεται από τα λόγια της κάθε φορά που εξαφανίζεται η πεταλούδα: «Ἄχ!
ψυχή µου! ἄχ! πουλί µου! µοῦ ἐκάκιωσες, εἶπε µετὰ δακρύων ἡ βαρυαλγοῦσα
µήτηρ· µὲ βλέπεις καὶ φεύγεις, µοῦ ἀγρίεψες, παιδί µου! Ἄχ! νά 'ναι ὄµορφα τὰ
ὄνειρά σου ἐκεῖ ποὺ κοιµᾶσαι, Ἀγγελικούλα µου, µάτια µου!»119 και «Γιατί µοῦ
φεύγεις, ψυχή µου; Γιατί µοῦ ἀγρίεψες; ∆ὲν µὲ ἀγαπᾷς; Ἄχ! τί τρελὴ ποὺ εἶµαι!
Μοῦ ἔφυγες, γιὰ πάντα»120. Ενώ συνειδητοποιεί ότι η κόρη της έχει φύγει πια
από τη ζωή, η ανεξάντλητη µητρική της αγάπη προσπαθεί να βρει ένα
στήριγµα, µια ελπίδα, ένα σηµάδι ότι η ψυχή της βρίσκεται ακόµη κοντά
της121. Αν και θεωρεί τον εαυτό της τρελό που ελπίζει σε κάτι τέτοιο, επιζητά
επιβεβαίωση φωνάζοντας την αδελφή της, προκειµένου να δει και εκείνη τη
µυστηριώδη πεταλούδα. Όταν αυτό δεν συµβαίνει, προσπαθεί να
συγκρατηθεί και να επιδείξει σωφροσύνη. ∆ε σταµατάει όµως να επισκέπτεται
τις ίδιες περίπου ώρες το νεκρικό θάλαµο ελπίζοντας να ξαναδεί την
«προσωποποιηµένη» ψυχή της κόρης της.
Αρνητική εντύπωση µας κάνει το γεγονός πως η µητέρα αυτή
ουσιαστικά βιώνει µόνη της την απώλεια του παιδιού της. Τα άλλα δύο της
παιδιά - ίσως για να επιβεβαιώσουν την αντίληψη που θέλει τους άνδρες
συνήθως πιο «σκληρούς» απέναντι στο θάνατο- δεν της παρέχουν καµία
στήριξη συνεχίζοντας αµέριµνοι τις καθηµερινές ασχολίες τους σαν να µην
είχε υποστεί η οικογένειά τους ένα τέτοιο φοβερό πλήγµα. Ο µεγαλύτερος
γιος της, ο Τάσος, απουσιάζει διαρκώς από την οικία τους παραµελώντας
ακόµη και τυπικές υποχρεώσεις, όπως το να συνοδεύσει τη γιαγιά και τη θεία
του στα σπίτια τους. Ο δε δεκαεξαετής Μήτσος επιδεικνύει µια αναλγησία και
αδιαφορία απέναντι στο γεγονός, φανερώνοντας παντελή έλλειψη αγάπης όχι
µόνο προς την αδελφή, αλλά και προς την πονεµένη µητέρα του122. Από την
άλλη πλευρά η γιαγιά της µικρής δείχνει µια ιδιότυπη αναισθησία, ανάρµοστη
για την ηλικία της. Ενώ κλαίει και µοιρολογά την εγγονή της κατά τη διάρκεια
της κηδείας, µόλις επιστρέφει στο σπίτι αλλάζει συµπεριφορά. Μέληµά της
είναι η τυπική τήρηση των εθίµων µόνο και µόνο γιατί έτσι ικανοποιείται η
λαιµαργία της. τρώει και πίνει άφθονη µαστίχα, επικαλούµενη τη συνήθεια και
βρίσκοντας αστείες δικαιολογίες στις επισηµάνσεις της κόρης της. Καµία
µέριµνα για την ψυχή της εγγονής της, καµία ανάµνηση της, καµία έκφραση
ελπίδας και παραµυθίας που να αφορά την αιώνια ζωή. Μόνο λησµονιά του
θανάτου και οικειοθελής παράδοση στην πρόσκαιρη και φθαρτή τρυφή, στην
τετριµµένη βιολογική επιβίωση. Σε αντίθεση, εποµένως, µε τη σωµατικά µόνο
119
Τ.Β’, σ.235, στ.1-4.
120
Τ.Β’, σ.236, στ.8-10.
121
Η πίστη της µητέρας ότι η πεταλούδα είναι η ψυχή της Αγγελικούλας που τη φέρνει ο άγγελός της
στους γνώριµους της τόπους δεν είναι πρόληψη, «αλλά εναγώνια σύνδεση του ορατού µε το αόρατο,
της αφηρηµένης ζωής του σαρκικού βίου µε την αιώνια κατάσταση της πνευµατικής ζωής. Η Ευφροσύνη
θλίβεται και πονεί, επειδή το ορατό και χειροπιαστό σχήµα ζωής έγινεν αόρατο, αλλά καµµιά δεν της
µένει αµφιβολία πως αυτό το αόρατο είναι το αιώνιο, που δεν γνωρίζει θάνατο, ενώ το άλλο το ορατό,
που νοσταλγεί, µονάχα προς θάνατο οδοιπορεί». Κ. Μπαστιά, «Παπαδιαµάντης. ∆οκίµιο», σ.146.
122
Τ.Β’ , σ.229, στ.1-2 και σ.230, στ.12-14. ∆εν γνωρίζουµε, αν η εργατική και καλόγνωµη αδελφή του
είχε κερδίσει εµφανώς την προτίµηση της µητέρας τους, προκαλώντας κατά συνέπεια στον ίδιο ζήλεια.
295
123
Τ.Β’, σ.230, στ.30-31.
124
Ο συγγραφέας στηρίζει αυτή την πεποίθηση της µητέρας αναφέροντας την «κοινήν δοξασίαν» ότι η
ψυχή για σαράντα ηµέρες περιπλανιέται στα µέρη που ζούσε, βλ. Τ.Β’, σ.232, στ.7-11.
125
Κ. Μπαστιά , «Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο», ό.π, σ.148. Για αυτό και ο Θεός θα της δώσει δύναµη να
αντέξει το φοβερό αυτό πόνο, όπως επισηµαίνει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Τῆς ὑποµονῆς τοίνυν
καὶ τῆς ἐλπίδος πρὸ παντὸς ἄλλου ψυχῇ τῇ εὐαρεστῆσαι Θεῷ βουλοµένῃ ἀντιληπτέον. Μία γὰρ καὶ
αὕτη τῆς κακίας τέχνη, ἀκηδίαν ἡµῖν ἐµβάλλειν ἐν καιρῷ θλίψεως, ἵνα τῆς πρὸς τὸν Κύριον ἀποστήσῃ
ἐλπίδος. Οὐδέποτε δὲ Θεὸς ἀφῆκε ψυχὴν τὴν ἐπ’ ἐκείνῳ ἐλπίζουσαν, καταπονηθῆναι τοῖς πειρασµοῖς,
.
ὥστε καὶ ἐξαπορηθῆναι πιστὸς γάρ, ὁ Ἀπόστολός φησιν, ὁ Θεὸς, ὃς οὐκ ἐάσει ἡµᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ
.
ὅ δύνασθε ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασµῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν», «Εἰς τούς Ν’
λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 224, Νο.ρκθ’.
296
2.1.1. Η αγάπη της γιαγιάς για τα εγγόνια της ως προέκταση της µητρικής
αγάπης
«Του παιδιού µου το παιδί είναι δύο φορές παιδί µου». Η γνωστή αυτή
λαϊκή έκφραση εκθέτει µε εύγλωττο τρόπο µια πραγµατικότητα πολύ
συνηθισµένη. Η µεγαλύτερη χαρά µιας µητέρας είναι να κάνει το παιδί της τη
δική του ευτυχισµένη οικογένεια. η δε συµµετοχή της στην ανατροφή του/
των εγγονιών της δρά θεραπευτικά στη ζωή και την υγεία της, πρωτίστως την
πνευµατική, χαρίζοντάς της µια ιδιαίτερη πληρότητα. Από την άλλη πλευρά,
στη δύσκολη περίπτωση που το παιδί τους έχει φύγει από τη ζωή, η ανάγκη
των γιαγιάδων να δώσουν αγάπη στα εγγόνια τους και να τα στηρίξουν, όπως
µπορούν, διπλασιάζεται, όπως δισσός είναι και ο κόπος που καταβάλλουν
για την ανατροφή τους, λόγω της περασµένης ηλικίας τους. Μερικές φορές η
αγάπη αυτή, λόγω της φτώχειας και των ποικίλων βιοτικών αναγκών, δεν
εκφράζεται ρητά όµως πάντα εκδηλώνεται έµπρακτα.
126
«Οὐδεµίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεµεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσµατα, ἀλλὰ µᾶλλον
πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν», Τ.Β’, σ.118, στ.29-30.
127
Τ.Β’, σ.116, στ.14-16.
128
Τ.Β’, σ.116, στ.14-16.
297
129
Τ.Β’, σ. 116, στ.34-35 και σ.118, στ.17.
130
Βλ. Ε. Καρύδη- Φαράκου, «Φωτοσκιάσεις χαρακτήρων του Παπαδιαµάντη µέσα από τις κοινωνικές
του προεκτάσεις» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ.159.
131
Όπως π.χ. τη γρια-Κοµνιανάκαινα που συναντήσαµε στην «Παιδική Πασχαλιά» και την ανώνυµη
γιαγιά του «Μια ψυχή». Για αυτό και η θεια- Αχτίτσα προσφωνείται µε το όνοµά της. Αντιθέτως, η γρια-
Κοµνιανάκαινα µε το επίθετο , ενώ η ανώνυµη γιαγιά και στις δέκα φορές που αναφέρεται στο διήγηµα,
ονοµάζεται απλά «γραία». Το πρώτο υποδηλώνει, µεταξύ άλλων, την εγγύτητα της γιαγιάς προς τα
εγγόνια της, ενώ τα άλλα την αποστασιοποίησή της από αυτά.
132
Τ.Β’, σ.119, στ.2-3.
133
Βλ. Τ.Β’, σ.121, στ.18-32, σ.122, στ.17- 35, σ,123, στ.1-24, σ.124, στ.11-20. «Φιλαργυρία δὲ καὶ
κενοδοξία, ἀσπλαγχνίας καὶ ὑποκρίσεως( εἰσίν αἴτια)», Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ
ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 115, Νο. πζ’.
298
134
Τ.Β’, σ.124, στ.28-31.
135
Σύµφωνα µε τον Σ. Παπαθανασίου, η µανδήλα αυτή εξυπηρετεί την κάλυψη του φωτοστέφανου
που κοσµούσε το κεφάλι της «’’πτωχής γραίας’’ της ανήκουσας στη χορεία των «µικροαγίων του
ανθρώπινου πόνου» ( « Μεθοδολογικά στον Παπαδιαµάντη: το παράδειγµα του Μιχαήλ Μπαχτίν»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, σ.396). Η Αχτίτσα « αντιπροσωπεύει το
λαµπρότερο, ίσως, παράδειγµα εκουσίας κενώσεως στο χώρο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Το
‘’άδολον’’ του πράγµατος σε απόλυτη διαλογικότητα µε το’’άδολον’’ το προσώπου: ‘’ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ
γραῖα ἐφόρει τῇ ἡµέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ "ἄδολην" µανδήλαν’’…», του ιδίου, Θεολογικές
προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π.,σ.211.
136
Τη στενή σύνδεση του ονόµατος της Χαρµολίνας µε τη χριστιανική χαρµολύπη επεσήµανε ο Σ.
Ράµφος. Όπως γράφει «η Χαρµολίνα είναι η χαρµολύπη, το χάρµα και το άλγος της Ευρίκλειας, η
ζωηφόρος νέκρωσις της ‘’γελαστής µας Ορθοδοξίας’’ που διαιωνίζεται µε τη θυσία των µοναχών και
δοξάζεται µε την πίστι των ανθρώπων», «Η παλινωδία του Παπαδιαµάντη» στον τόµο Τριώδιον, σ.86.
Επίσης, για τη σύνδεση Χαρµολίνας- Αχτίτσας βλ Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 206.
137
Τ.Γ’,σ . 407, στ.1-4 και στ.15.
138
Τ.Γ’, σ.406, στ.15.
139
Για το χαροποιόν πένθος της Χαρµολίνας βλ. και Ιω. Χρυσοστόµου, Ἑρµηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους
Ἐπιστολὴν ΙΕ’, PG63, 123-124.
299
«εἰς τοῦ νυσταγµοῦ τὰς µεσηµβρινὰς ὥρας»140 για τη µωρία του γάµου
εκφράζει µια επιθυµία που τη θεωρεί «σωτήρια»: «νὰ µὴν ἔχῃ γεννηθῆ κανεὶς
ποτὲ ἢ νὰ ἔχῃ ἀποθάνει µὲ τὴν ὥρα του!...»141. Είναι το ίδιο ακριβώς σκεπτικό
µε το αρχικό της Χαδούλας. Στη Χαρµολίνα όµως δε βρίσκει την εωσφορική
εφαρµογή του, ή µάλλον εκείνη δεν επιτρέπει στους λογισµούς αυτούς να
πάρουν επικίνδυνες διαστάσεις, µε άλλα λόγια να χρονίσουν, οδηγώντας την
στις δαιµονιακές ατραπούς της Χαδούλας. Ο βασικός λόγος είναι ότι µέσα
στην καρδιά της - παρά τις ατελείωτες ευθύνες και τα γυναικεία βάσανα-
υπάρχει αγάπη, µια αγάπη που πραγµατώνεται µέσω της προσφοράς.
Κ ε ν ώ ν ε ι τον εαυτό της, τις επιθυµίες, τις ανάγκες της και γ ε µ ί ζ ε ι από
αγάπη. Αγάπη για την κόρη της, αγάπη για τον απαιτητικό και εξουσιαστικό
γαµπρό της και κυρίως αγάπη για τα εγγόνια της. Για αυτό και το πένθος της
καθίσταται «χαροποιόν» δίνοντας της, µε τη Χάρη του Θεού, τη δύναµη να
κάνει απίστευτα πολλά πράγµατα αναλογικά µε την ηλικία και το φύλο της,
πράγµατα που υπερβαίνουν «τῆς φύσεως τοὺς ὅρους»142.
Πράγµατι, η φροντίδα που προσφέρει στα παιδιά η υπεράνθρωπη
αυτή γυναίκα, είναι εξαιρετική: τα παίρνει µαζί της σε καθηµερινές ‘’εκδροµές’’,
τα νουθετεί, ώστε να έχουν σωστή συµπεριφορά µέσα και έξω από το σπίτι,
φροντίζει για την καθηµερινή καθαριότητα, ενδυµασία και διατροφή τους,
προσπαθεί να ικανοποιήσει «ὅλας τὰς ἀπαιτήσεις των» και «ὅλας τὰς ὀρέξεις
των», τα «φυλάγῃ» ως φύλακας άγγελος από λογής λογής κινδύνους, τα
φιλεύη διάφορα καλούδια και τους υπόσχεται άλλα τόσα για να τα πείσει να
πάνε στο σχολείο, τα κοιµίζει τραγουδώντας τους µελωδικά νανουρίσµατα.
Πάνω από όλα όµως, ανοίγει και κλείνει κάθε κοπιαστική ηµέρα µεριµνώντας
για την πνευµατική τους τροφή, την καθηµερινή προσευχή143. Μέσα σε όλα
αυτά αναλαµβάνει και ένα πλήθος διακονηµάτων, προκειµένου να καλύψει τις
ανάγκες της µεγάλης οικίας και των ζώων του γαµπρού της.
Όταν, ωστόσο, αναλογίζεται τις ατελείωτες ευθύνες και τα βάσανα που
πέρασε, δεν αφήνει τον κακό λογισµό να δηλητηριάσει την ψυχή της. Ούτε µια
στιγµή δε βλασφηµά, δεν της περνάνε «σκοτεινές» ιδέες για τα πολυάριθµα
εγγόνια της. ∆ε θυµώνει, δεν αγανακτεί. σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει να
140
Τ.Γ’, σ. 408, στ.27-28. Έτσι και οι αντίστοιχοι λογισµοί της Φραγκογιαννούς της έρχονται κοντά στα
ξηµερώµατα, την ώρα που αγρυπνούσε δίπλα στο βρέφος, ενώ άρχισε σιγά σιγά να «ναρκώνεται, κ'
ἐνύσταζεν ἀκρατήτως», Τ.Γ’, σ.447, σ.21-22. Ως γνωστόν µια από τις µεθοδείες του πειρασµού είναι η
«επίθεσή» του κατά την ώρα της κατακλίσεως ή της ξεκουράσεως, όταν οι ψυχικές δυνάµεις του
πειραζόµενου βρίσκονται σε ύφεση, ώστε να εισβάλλει ευκολότερα στην ψυχή του.
141
Τ.Γ’, σ. 409, στ.11-12
142
Για τη σύνδεση των διακονηµάτων της Χαρµολίνας µε τους ασκητικούς αγώνες του Μ. Αντωνίου βλ.
Σ Παπαθανασίου, ό.π., σ.206. ∆εν είναι τυχαίο ότι το διήγηµα αυτό απέχει µόλις λίγους µήνες από τη
Φόνισσα. Ίσως µάλιστα θα έπρεπε να διαβάζονται σε αντιπαραβολή το ένα µε το άλλο. Μέσω των δύο
αυτών γυναικών που µοιράζονται αρχικά τις ίδιες σκέψεις, αλλά τις πραγµατώνουν µε
αντιδιαστελλόµενους τρόπους, προβάλλονται οι δύο πορείες που ανοίγονται µπροστά στον καθένα µας,
όταν αντιµετωπίζει δυσκολίες και βάσανα: αυτόν της εγωιστικής οίησης και της εφαρµογής της ατοµικής
επιθυµίας και αυτόν της αιµάσσουσας κένωσης του ιδίου θελήµατος και της οδυνηρής ανόδου προς το
θέληµα του Θεού. Και όπως ο πρώτος τρόπος, καταλήγει από την ηδονή στην οδύνη της απώλειας της
Χάρης του Θεού και στη µοναξιά, έτσι και ο δεύτερος καταλήγει από την οδύνη στην άρρητη ηδονή της
Θείας Ευλογίας και της «ἐν Χριστῷ» κοινωνίας.
143
Βλ. Τ.Γ’, σ. 410, στ.19-33 και σ.411, στ. 15-20.
300
προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κόρη, το γαµπρό και τα εγγόνια της γιατί
ξέρει ότι την χρειάζονται. Κάπου κάπου µόνο εκφράζει την επιθυµία να είχε
γλιτώσει από αυτά επιλέγοντας το µοναχισµό. Ακόµη και στην πιο µεγάλη
κούραση και στον απανωτό ερχοµό ποικίλων ευθυνών, αναλογίζεται µια
αντίστοιχη περίπτωση ενός σεβάσµιου ενορίτη ιερέα, του παπα-Γιάννη, ο
οποίος ανταπεξήλθε σε µια πληθώρα διαφορετικών σοβαρών υποχρεώσεων
µε επιτυχία144. Έτσι, τον «πειρασµό» των πολλών ευθυνών, τον αντιµετωπίζει
µε τον «καλό λογισµό» που της δίνει τη δύναµη να συνεχίσει. Για αυτό και
σωστά επισηµαίνει ο Σ. Ράµφος ότι τελικά η Χαρµολίνα φθάνει στη σωτηρία
επειδή «µοιράζει» την ύπαρξή της σαν την αγάπη του Θεού145 χωρίς να
επιδιώκει µια ανατροπή του κόσµου προς το συµφέρον της.
144
Τ.Γ’, σ.415, στ. 19-31. Ο Σ. Ράµφος γράφει σχετικά: «Θα πρέπη να µην ζη κανεις για να γλιτώση από
.
τον πόνο, είναι η ιδέα της εφόσον ζη δεν έχει παρά να τα «βγάλη πέρα», όπως εκείνος ο ενορίτης της, ο
παπα- Γιάννης (…) Ιδέα απλή εκ πρώτης όψεως, αποκαλύπτεται ιλιγγιώδης σ’ αυτόν που θα θελήση να
την καλοσκεφθή και να εµβαθύνη, απρόσιτη σ’ όποιον επιχειρήση να την συλλάβη βασιζόµενος στη
δύναµη του νου», ό.π., σ.86-87.
145
Βλ.Σ. Ράµφου, ό.π., σ.86- 87.
146
Τ.Γ’, σ.587, στ.11-26.
301
οικογένειά της. γνωρίζει ότι το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά του Υψίστου.
Για αυτό αποδέχεται µε καρτερία και ταπείνωση τη θεία Βούληση και κάνει
ό,τι περνάει από το χέρι της για χάρη της ψυχής του.
Η γριά Τσολοβίκαινα, σε αντίθεση µε πολλές άλλες κοσµικά
σκεπτόµενες γυναίκες, θέτει -όπως αρµόζει- την ψυχή του εγγονού της πάνω
από τη ζωή του. Ως γνωστόν, ένα νεογέννητο και ασθενές βρέφος, έχει
ανάγκη συνεχούς φροντίδας. Η λεχώνα µητέρα του, λόγω της σωµατικής
κούρασης και της συναισθηµατικής ταραχής από την ασθένειά του, δε θα
µπορούσε να το φροντίσει όπως η ακµαία γιαγιά. Κι όµως. το αφήνει για
µερικές ώρες, επειδή έχει ιεραρχήσει σωστά τις ανάγκες του. Πρώτη αυτών
είναι η σωτηρία της ψυχής του και η δυνατότητα ταφής στο κοιµητήριο, κάτι
που είχε στερηθεί η προ ολίγων ετών γεννηθείσα αδελφούλα του και το οποίο
βάρυνε τη συνείδηση της γιαγιάς τους. Η φροντίδα της ψυχής, εποµένως,
προηγείται κάθε σωµατικής φροντίδας. Αυτό το σκεπτικό συµµερίζεται και ο
αγαθός παπα-Βαγγέλης, που επίσης αψηφά την κακοκαιρία, την απόσταση
και την ταλαιπωρία για να βαπτίσει και να κοινωνήσει το βρέφος, ώστε έτοιµη
η ψυχή του να αναχωρήσει προς συνάντηση του Κυρίου.
147
Βλ. «Τ’ ἀερικό στό δέντρο», Τ.Β’, σ. 211 – 215.
148
Τ.Β’, σ.213, στ.14-15.
302
149
Το επιτίµιο που της έθεσε ο παπα- Ησύχιος εκ πρώτης όψεως ίσως θεωρηθεί αυστηρό, αλλά όπως
της εξηγεί και ο ίδιος µια τέτοια «ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡµέραν», οφείλει ο καθένας µας να είναι πολύ
προσεκτικός και να µην καταρασθεί. Για αυτό και η τιµωρία που επέρχεται είναι συχνά δυσανάλογα
µεγάλη «ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιµωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύµησε,
καὶ ἐχολώθη», Τ. ∆΄, σ.215, στ. 17-18.
150
Προς Ρωµαίους, 12,14. Ο όσιος Παΐσιος εξηγεί µε τον πιο απλό και συνάµα σαφή τρόπο τον λόγο
για τον οποίο η κατάρα είναι κάτι τόσο κακό: «-Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα; - Η κατάρα πιάνει ,όταν
υπάρχη στη µέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη µια πονεµένη ή της κάνει ένα κακό και η πονεµένη
την καταρασθή ,πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος µε καταριέται ,
πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον
άλλον. Όταν όµως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σε αυτόν που την έδωσε. - Και πως
απαλλάσσεται κάποιος από την κατάρα; - Με την µετάνοια και την εξοµολόγηση. (…) Αν αυτός που
έφταιξε πη: «Θεέ µου, έκανα αυτό και αυτό, συγχωρεσέ µε ...; » και εξοµολογηθή µε πόνο και ειλικρίνεια,
τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση. Θεός είναι. - Και τιµωρείται µόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και
αυτός που την δίνει; - Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σε αυτήν την ζωή, θα βασανίζεται και
στην άλλη, γιατί ως εγκληµατίας θα τιµωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν µετανοήση και δεν εξοµολογηθή.
Γιατί, εντάξει, µπορεί κάποιος να σε πείραξε. Εσύ όµως µε την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης
το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιο δικαίωµα το κάνεις αυτό; Ό,τι κι να σου έκανε ο άλλος ,δεν
έχεις δικαίωµα να τον σκοτώσης . Για να καταρασθή κανείς, σηµαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς,
όταν το λέη µε πάθος, µε αγανάκτηση (όπως ακριβώς σε αυτό το διήγηµα η γρια- Κοντονίκαινα και στο
διήγηµα «Θάνατος κόρης» η γρια- Σοφούλα)», γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Τόµος Α’: Με πόνο και
αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης,1998, σ.101-102 .
303
Γνωρίζοντας τη σηµασία που είχε - και ακόµη έχει- για µια γυναίκα η
απόκτηση παιδιών και λαµβάνοντας υπόψη την κοινωνική, αλλά και
ενδοοικογενειακή «κατακραυγή» που υφίστατο σε περίπτωση αδυναµίας της
να επιτελέσει αυτόν τον βασικό ρόλο της152 µπορούµε να καταλάβουµε πόσο
επώδυνη, σωµατικά και πνευµατικά, µπορεί να γινόταν η ζωή της όταν δεν τα
κατάφερνε. Ήδη παρακολουθήσαµε πιο πάνω την περίπτωση της κόρης της
γριας- Σκεύως στο «Βαρδιάνο στά σπόρκα»153. Κάτι αντίστοιχο υπέστη και η
Μαχώ στην «Ἄκληρη». Η ταλαιπωρηµένη αυτή γυναίκα «εἶχε κάµει τόσα
ταξίµατα καὶ µετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κ' ἐπῆγε δύο τρεῖς φορὲς στὰ
"Θέρµα", καὶ ἡ στείρωσίς της δὲν ἐθεραπεύθη, καὶ δὲν ἠµπόρεσε νὰ
καρπογονήσῃ»154. Αλλά και στο θέµα της υιοθεσίας δεν στάθηκε τυχερή. Μια
µόνο φορά θέλησε να ζητήσει από τη γειτόνισσά της Αφροδώ να της δώσει
ένα από τα κορίτσια της για να το υιοθετήσει. Η επίσης αξιοθαύµαστη εκείνη
γυναίκα, παρόλο που είχε οκτώ παιδιά, όλα κορίτσια -µε ό,τι αυτό
συνεπάγεται, δηλαδή προετοιµασία προίκας, πιθανή κατάκριση από
συγγενείς και γείτονες για την αδυναµία της να αποκτήσει αγόρι, οικονοµικά
προβλήµατα - δεν σκέφθηκε ούτε στιγµή να δώσει κάποιο παιδί της, αλλά
«ἀδιστάκτως ἠρνήθη!»155. Η µητρική της αγάπη δεν της επέτρεψε να στερηθεί
ούτε ένα από τα παιδιά της, έστω και αν στη συγκεκριµένη περίπτωση θα
έκανε µια αγαθή πράξη, αφού θα το υιοθετούσε η γειτόνισσα της, που είχε
αγωνισθεί µάταια τόσα χρόνια για να αποκτήσει δικό της. Ξεπέρασε το
ταµπού της εποχής, που θεωρούσε βάρος και άχρηστο φορτίο τα κορίτσια,
και συνέχισε το µεγάλωµα των κοριτσιών της µε αξιοπρέπεια.
Κατά συνέπεια, η δύστυχη Μαχώ έµεινε χωρίς τέκνα, απογοητευµένη
και µη δυνάµενη να υποφέρει πλέον τα µικρά παιδιά. Ωστόσο, µε το πέρασµα
του ιατρού χρόνου απέκτησε µια αξιοθαύµαστη καρτερία απέναντι στα ζωηρά
παιδιά της γειτονιάς, τα οποία µε τις αταξίες και τη φασαρία που έκαναν
151
Συµεών του Νέου Θεολόγου, «Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρµε’», Φιλοκαλία, Τ. Γ’, σ.250, Νο.
οε’.
152
Τρανταχτό παράδειγµα, η περίπτωση του Κουµπή Νικολάου στο «γάµο του Καραχµέτη» που
έφτασε ως τη διγαµία για να εξασφαλίσει την απόκτηση απογόνων.
153
Βλ. υποενότητα 2.1., υποσηµείωση Νο.80 του παρόντος κεφαλαίου.
154
Τ.∆’, σ.47, στ.10-12.
155
Τ.∆’, σ.48, στ. 25.
304
επέτειναν άθελά τους τον καηµό της. Παρ’ όλα αυτά, µέσα στη δυστυχία της
κέρδισε ένα µέγιστο δώρο, αυτό της άκρας υποµονής, για την οποία αναφέρει
ο Παπαδιαµάντης ότι «εἶναι σπανία φρόνησις, καὶ δι' ἄνδρα ἀκόµη».
Αποφάσισε λοιπόν «νὰ µὴ παραπονῆται ποτέ, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρῃ ἐν ἄκρᾳ
ὑποµονῇ»156.
Η εξάσκησή της στην αρετή της υποµονής της χαρίζει παρηγορία και
ενεργεί θεραπευτικά στην πονεµένη της ψυχή. Χάρη σε αυτήν, αποφεύγει τον
θανάσιµο πειρασµό της απελπισίας και του φθόνου απέναντι σε όσους έχουν
παιδιά και κυρίως απέναντι στα ίδια τα παιδιά. Γιατί, όταν συµβεί σε έναν
άνθρωπο που έχει υποµονή κάτι επώδυνο -όπως εδώ η αδυναµία απόκτησης
παιδιών- «αὕτη (ενν. ἡ ὑποµονή) ἄνεσιν καὶ µεγαλοψυχίαν δίδωσι καὶ οὐκ ἐᾷ
τὸν πειραζόµενον στενοχωρηθῆναι ἐκ τῆς µικροψυχίας, τοῦ ἀρραβῶνος τῆς
γεένης. Αὕτη ἀποκτείνειν εἴωθε τὴν ἀποκτείνουσαν τὴν ψυχὴν ἀπόγνωσιν.
αὕτη διδάσκει παρηγορηθῆναι τὴν ψυχὴν καὶ µὴ ἀκηδιᾶν ἐκ τοῦ πλήθους τῶν
πολέµων καὶ τῶν θλίψεων»157. Για αυτό και καθίσταται σωτήρια για τη Μαχώ,
η οποία, αφού πέρασε από το στάδιο του θυµού για την ατυχία της και παρά
την υποσυνείδητη «αντιπάθεια» που αισθανόταν κατά καιρούς για τα ζωηρά
παιδιά της γειτονιάς, αντιστεκόταν υποµένοντας τον πόνο της µε καρτερία158.
156
Τ.∆’, σ.49, στ.20-22.
157
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Βιβλίο δεύτερο», Λόγος ε’, Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.122, στ.6-10.
158
Η σωτηριολογική σηµασία της αρετής της υποµονής τονίζεται και από τον ίδιο τον Κύριο : «ὁ
ὑποµείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται», Μτ.24,13. Βλ επίσης γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’ : Πάθη και
αρετές,ό.π., σ.290.
159
«Τὸ Χατζόπουλο», Τ.∆’,σ.415, στ.32.
160
Τ.∆’, σ.417, στ.28.
305
ἅπλωσεν, ὡς εἰς πρώτην κλίνην, ἐπάνω στὸ προσκέφαλον, ποὺ εἶχε πρῴην
ὡς ἔµπλαστρον ἐπὶ τῆς κοιλίας της»161. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η απάτη
αποκαλύφθηκε, ο πρώτος γιος του Χατζή, ο παπα-Γρηγόριος κληρονόµησε
τελικά τον πατέρα του και αφιέρωσε όλη την περιουσία του στο µοναστήρι.
Ωστόσο, και ο «ὑποβολιµαῖος» Νικολάκης ανατράφηκε σωστά, µεγάλωσε και
πρόκοψε δηµιουργώντας µια επιφανή οικογένεια σε γειτονική νήσο.
Παρά την εκ του πονηρού ενέργειά της, η Χατζίνα ως άνθρωπος
φαίνεται πως ήταν κατά βάση καλή και ευσεβής γυναίκα. Αυτό είναι εµφανές
τόσο από τις αδιάκοπες ελεηµοσύνες και προσφορές στις φτωχές γειτόνισσες
και τα παιδιά τους, όσο και από τις συχνές λειτουργίες που έκανε162. Ακόµη
και η παραγγελία που έδωσε στον άνδρα της λίγο πριν αναχωρήσει για το
ταξίδι του περιελάµβανε κατά κύριο λόγο πράγµατα που είτε περιείχαν τίµιο
ξύλο (σύµφωνα µε τη συνήθεια της εποχής) είτε προέρχονταν από κάποιο
µοναστήρι.
Ωστόσο, η ευσεβής της συµπεριφορά, η γενναιοδωρία και η
φιλευσπλαχνία, συνοδευόταν από ανθρώπινο εγωισµό και εγκόσµιες
επιθυµίες. Αποτέλεσµα αυτού ήταν τα δαιµόνια της πλεονεξίας και της
φιλαυτίας να βάλουν τον πειρασµό µέσα της. «πύρωσαν» την καρδιά της µε
τον πόθο να αποκτήσει οπωσδήποτε δικό της παιδί. Όταν συνειδητοποίησε
ότι δεν ήταν σε θέση να τα καταφέρει, δε δίστασε να καταφύγει σε µια σειρά
παράνοµων ενεργειών. η πτώση της στην έµπρακτη αµαρτία είναι γεγονός.
Στο όνοµα του «αγαθού» της σκοπού προβαίνει σε ψέµατα, εξαπάτηση και
κρυφές συνωµοσίες. Μεταξύ άλλων, είπε ψέµατα για την «εγκυµοσύνη» της
ακόµη και στους ιερείς του χωριού163. Είναι πιθανόν ένας από αυτούς να ήταν
και ο εξοµολόγος της κάτι που την επιβάρυνε περαιτέρω µε ένα πολύ σοβαρό
αµάρτηµα.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύει ακράδαντα ότι δεν κάνει κάποιο λάθος164. Για
αυτό και παρακαλεί και κάνει δεήσεις στον Άγιο Ελευθέριο για να ευοδωθεί η
µεγάλη της επιθυµία να αποκτήσει παιδί, έστω και µε αυτόν τον ανορθόδοξο
τρόπο. Επιδιώκει να κάνει τον άγιο «συνένοχο» στο αµάρτηµά της
επιζητώντας «θεϊκή επιβεβαίωση», όπως αντιστοίχως η Φραγκογιαννού
ζητάει «σηµάδι» από τον Άι- Γιάννη165. Έχουν όµως και µια καθοριστική
διαφορά: η Χατζίνα ευχόταν στον άγιο για τη γέννηση και την υγεία του
αναµενόµενου νεογνού, ενώ η Χαδούλα για τη συνέχιση των φονικών της
ενεργειών.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η Χατζίνα έσφαλε. θεώρησε ότι ο γιος του
συζύγου της από τον πρώτο του γάµο δεν χρειαζόταν να κληρονοµήσει την
περιουσία του, αφού επέλεξε να γίνει µοναχός. Αυτό, σε συνδυασµό µε την
επιθυµία της να γίνει µητέρα, της ήταν αρκετό. Κατά συνέπεια έστησε µια
161
Τ.∆’, σ.418, στ.9-11.
162
Βλ. Τ.∆’, σ.416, στ.1-16.
163
Βλ. Τ.∆’, σ.416, στ.10-16.
164
Θυµίζοντάς µας το σκεπτικό της Χαδούλας πως «ὅ,τι εἶχε κάµει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάµει διὰ τὸ
καλόν» , Τ.Γ’, σ.483, στ.8-9.
165
Βλ. «Ἡ Φόνισσα», Τ.Γ’, σ. 460, στ.18-20.
306
ολόκληρη απάτη, για να κληρονοµήσει την περιουσία του µέσω του θετού γιου
της. Ο στόχος αυτός µακροπρόθεσµα δεν επιτεύχθηκε, επειδή η αλήθεια
αποκαλύφθηκε µερικά χρόνια αργότερα από τη «συνεργό» της, τη µαία
Κυρατσού. Η καλή πλευρά του χαρακτήρα της όµως προκάλεσε το έλεος του
Θεού, που επέτρεψε να µεγαλώσει τον θετό γιο- ανιψιό της πραγµατικά «ὡς
ἀρχοντόπουλο»166. Το παιδί αυτό πέτυχε στη ζωή του και απέκτησε µια
επιφανή οικογένεια που διέπρεψε στο πέρασµα των χρόνων. ∆ιαπιστώνουµε,
εποµένως, πως, όταν ένας άνθρωπος κάνει λάθος, ακόµη και εσκεµµένα, ο
Θεός τον σπλαχνίζεται, όταν υπάρχει, έστω και εν µέρει, αγαθή πρόθεση εκ
µέρους του. Μπορεί στην περίπτωση της Χατζίνας να αποκαλύφθηκε η απάτη
της και να έχασε την πολυπόθητη περιουσία, όµως συνέβη κάτι καλύτερο. η
µεν περιουσία αξιοποιήθηκε στο έπακρο από το µοναχό Γρηγόριο µε την
αποπεράτωση µιας ωραίας µονής- κοσµήµατος για το νησί και το αθώο
αγοράκι δε στερήθηκε των απαραίτητων εφοδίων, ώστε να προκόψει και
χωρίς περιουσία.
166
Τ.∆΄,σ. 419, στ. 3-5.
167
Για ανάλυση του διηγήµατος αυτού βλ. επίσης Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας στο έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ. 110-117.
168
«Ὁ κόσµος ἔλεγεν, ὅτι αὐτὴ µὲ τὴν ἀστοργίαν της τοὺς εἶχεν ἀποξενώσει,αὐτὴ τοὺς εἶχε κάµει νὰ
σουρτουκέψουν», Τ.Γ’., σ. 392, στ.3-4.
307
«ὡσάν νεκροί», αφού, διά της µόνιµης απουσίας τους, έπαυσαν να της είναι
χρήσιµοι. Οι δύο κόρες της όµως είχαν την ατυχία να µείνουν πίσω µαζί της.
Η απουσία των αδελφών και η οικονοµική ανέχεια ήταν το έναυσµα για την
άσπλαχνη αυτή µητέρα να κάνει ότι καµία λογική µητέρα δεν θα σκεφτόταν
κάν. να καταριέται τα κορίτσια της να πεθάνουν: «Καὶ τὰς ἐβλασφήµει, καὶ τὰς
κατηρᾶτο, νὰ µὴν εἶχαν ποτὲ γεννηθῆ, νὰ µὴ σώσουν νὰ πᾶνε παραπάνω!...»
169
. Η γυναίκα αυτή, θεωρώντας τις κόρες της - κατά τη συνήθεια της εποχής-
ως βάρος, προτιµάει να τις δει νεκρές, παρά να κάνει θυσίες για να τις
παντρέψει. Για αυτό προβαίνει σε µια ενέργεια που αντιβαίνει στον ίδιο το
ρόλο της ως µητέρας- συνδηµιουργού της ζωής µε το Θεό. Τις καταριέται να
πεθάνουν170. ∆εν είναι τυχαίο ότι, ακριβώς πριν ξεκινήσουν οι «φονικές»
βλασφηµίες της κατά των κοριτσιών της, ο συγγραφέας αναφέρει ότι
«ἐψήλωνεν ὁ νοῦς της»171 (σαφές δείγµα δαιµονικής ιδεοληψίας) µε τον ίδιο
τρόπο που «ψήλωσε ὁ νοῦς» της Χαδούλας λίγο πριν τον φόνο της
νεογέννητης εγγονής της. Αυτό που κάνει η Χαδούλα δια της αφής, το
επιτυγχάνει η Ζωγάρα δια της γλώσσης, που «κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα
τσακίζει»172.
Μεταξύ άλλων, πρόκειται και για µια βλασφηµία, µια ύβρη απέναντι
στον ίδιο το Θεό, που είναι ο µόνος αρµόδιος να αποφασίζει το πότε θα
τελειώσει η επίγεια ζωή ενός ανθρώπου. Η σοβαρότητα του πάθους της
βλασφηµίας και η αναγωγή του στον κατεξοχήν βλάσφηµο, το διάβολο,
επισηµαίνεται από τον Όσιο Νικήτα το Στηθάτο: «∆εινὸν καὶ δυσκαταγώνιστον
τὸ πάθος τῆς βλασφηµίας. ἔχει δὲ τάς ἀφορµας ἐκ τῆς ὑπερηφάνου διανοίας
τοῦ σατανᾶ»173. Η βαθύτερη αιτία της ενέργειάς της αυτής εντοπίζεται στην
υπερβάλλουσα φιλαυτία της, που θέλει όλα και όλοι να λειτουργούν προς το
συµφέρον της, στην κακή της προαίρεση και στην οικειοθελή παράδοσή της
στο κακό174. Στον αλλοτριωµένο νου της έχει σαφή αντίληψη για το ρόλο των
παιδιών της: τα έχει φέρει στον κόσµο προκειµένου να την υπηρετούν και να
καλύπτουν όλες τις ανάγκες και τις επιθυµίες της. Όταν, για οποιονδήποτε
169
Τ.Γ’, σ.392, στ.7-8.
170
Για την κατάρα ως το πιο φοβερό όπλο στο στόµα µιας γυναίκας γράφει ο Τέλλος Άγρας: «Η κατάρα-
άλλο και τούτο όπλο της γυναικός, µαζί µε τα λοιπά,τα µεταφυσικά. Μ’ αυτήν µόνον επαναστατεί ενάντια
στο πεπρωµένο της, όταν τούτο το πεπρωµένο το ιδή να πάρη σάρκα και οστά, να σαρκωθή σε
άνθρωπο. Ζέει και καίει αυτό το βέλος το ψυχικό, το βαφτισµένο σε αγανάχτηση- πρωτογέννητο ίσως,
εδώ και πολύ µακριά, εδώ και πολύ βαθειά, στη µακραίωνη σκλαβιά την ελληνική. Και γι΄αυτό , όπου
πέση και χτυπήση, χτυπά θανάσιµα, αγιάτρευτα», «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον
τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, «Οι εκδόσεις των φίλων», Αθήνα,
1979, σ.166.
171
Τ. Γ’, σ.392, στ.6.
172
Αξίζει, ωστόσο, να σηµειωθεί ότι ,σε αντίθεση µε τη Φραγκογιαννού, που, παρά τα εγκλήµατά της,
καθίσταται εµµέσως συµπαθής από το συγγραφέα, η Ζωγάρα δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο στο
χαρακτήρα της που να ελκύει έστω και την ελάχιστη συµπάθεια των αναγνωστών.
173
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἐκατοντάς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.286, Νο. νθ’. Με άλλα λόγια, ευχόµενη
το θάνατο των παιδιών της µιµείται τον µισάνθρωπο σατανά.
174
Πιθανόν να κρύβεται και µια εσωτερική αλαζονεία στη στάση της αυτή. Για αυτό και ο Άγιος Μάρκος
ο Ασκητής επισηµαίνει ότι «οἴησις καὶ ἀλαζονεία, βλασφηµίας εἰσὶν αἴτια», «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων
δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 115, Νο.πζ’.
308
λόγο, δεν ικανοποιούν τις φίλαυτες διαθέσεις της, στρέφει όλο το µίσος της
εναντίον τους χρησιµοποιώντας λεκτικές και πρακτικές µεθόδους,
προκειµένου να ξεφορτωθεί τα «άχρηστα» για αυτήν πλάσµατα. Αντιθέτως,
όταν θεωρεί ότι της είναι, έστω και στο ελάχιστο, χρήσιµα (όπως ο Ζάχος)
προσπαθεί, χρησιµοποιώντας τη µητρική της ιδιότητα – εξουσία, να τα
εκµεταλλευθεί στο έπακρο.
Πράγµατι: «Τὰ δύο κορίτσια, ὡς φαίνεται, εἶχαν γίνει φθισικά, καὶ
ἀπέθαναν ὅπως εἶχαν γεννηθῆ ἡ µία δεκαοκτὼ µῆνας κατόπιν τῆς ἄλλης... Κ'
ἔτσι ἡ µάννα τους δὲν εἶχε πλέον καηµόν, πῶς θὰ τὰς ὑπάνδρευεν...
Ἔλεγεν ὁ κόσµος ὅτι αὐτὴ τὰς εἶχε ψωµοφάγει µὲ τὴν γρίνια, µὲ τὴ
στριγλιά της, µὲ τὶς βλασφηµίες καὶ τὶς κατάρες... Κ' αἱ δύο κόραι ἐτάκησαν κ'
ἐµαράνθησαν, κ' ἐκοιµήθησαν βαθιὰ εἰς τὸν τάφον, καὶ δὲν ἦτο φόβος πλέον
νὰ τῆς ζητήσουν προικιά!... Κι αὐτὴ τὰς ἐµακάριζε, διότι πῆγαν, ἀθῷες, εἰς τὸν
Παράδεισον»175. Οι ψεύτικοι αυτοί µακαρισµοί φανερώνουν το µέγεθος της
υποκρισίας και της πλήρους ψυχικής αλλοίωσης της µητέρας αυτής που, αντί
να θρηνεί για την απώλεια των δύο παιδιών της, χαίρεται γιατί απαλλάχθηκε
από τα έξοδα ενός πιθανού γάµου176.
Ωστόσο, η εωσφορική αυτή µητέρα δεν αρκέστηκε σε αυτό. Έβλαψε
ανεπανόρθωτα και το τελευταίο παιδί που έµεινε κοντά της, το Ζάχο. Με τις
στριγλιές και τις βλασφηµίες της τον οδήγησε στην τρέλα. Φαίνεται µάλιστα
πως σκόπιµα το έκανε αυτό, προκειµένου να έχει ένα µόνιµο υπηρέτη, που
να ακολουθεί αγόγγυστα τις διαταγές της και να εκτελεί αµισθί τις επιθυµίες
της. Ανήµπορος να ξεφύγει, όπως τα δύο αδέλφια του, κατέληξε πειθήνιο
όργανό της. Μόνο σπάνια προσπαθούσε, έστω και για λίγο, να ξεφύγει από
τα νύχια της φοβερής µάννας του αναζητώντας παρηγοριά και πρόσκαιρη
αναψυχή στη µουσική και συγκεκριµένα στο µπουζούκι του. Ακόµη όµως και
αυτή τη µοναδική χαρά στη θλιβερή ζωή του ήθελε να του τη στερήσει. Αφού
έκρυψε δύο φορές το µπουζούκι ανεπιτυχώς, δε δίστασε να βάλει δύο
αστυνοµικούς για να του το κατασχέσουν. Προτιµάει να δει το ήδη
εξαθλιωµένο παιδί της εντελώς δυστυχισµένο παρά να το αφήσει να
διασκεδάζει που και που. Θεωρεί µάλιστα µε την αλλοιωµένη της λογική ότι η
αιτία της τρέλας του είναι το µπουζούκι(!) - το µοναδικό πράγµα που τον
χαλάρωνε και τον βοηθούσε να ξεχνάει τον πόνο του177- αντί να αναζητήσει
την αιτία του κακού µέσα της.
Παρατηρούµε ότι η µητέρα αυτή, κάνοντας κακή χρήση του
ανεκτίµητου δώρου της µητρότητας και επιτρέποντας στα ποικίλα πάθη να
εισβάλλουν στη ψυχή και στο µυαλό της, καθιστά τα ίδια της τα παιδιά
175
Τ.Γ’, σ.392, στ.13-20.
176
Αυτοί οι µακαρισµοί της µοιάζουν πάλι υπερβολικά µε τους αντίστοιχους της Φραγκογιαννούς που
«εὐφραίνετο» κάθε φορά που πήγαινε σε κηδεία κάποιου βρέφους και «ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν
νεκρώσιµον οἰκίαν ἡ γραῖα Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῇ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγοριάν, - παρηγορίαν
καµµίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπῃ, µόνον ἦτο χαρωπὴ ὅλη κ' ἐ µ α κ ά ρ ι ζ ε τ ὸ ἀ θ ῷ ο ν β ρ έ φ ο ς καὶ
τοὺς γονεῖς του», Τ.Γ’, σ. 446, στ.15-19.
177
Για άλλη µία φορά ο συγγραφέας µας δείχνει το πώς ο αµαρτωλός άνθρωπος, ο υποταγµένος στα
πάθη του, βλέπει το καλό ως κακό και αντίστροφα.
309
Μια ιδιόµορφη περίπτωση κακής µητέρας179 είναι και αυτή της κυρα-
Ζαφείραινας στις «Κουκλοπαντρειές». Η γυναίκα αυτή είχε µια κόρη για την
οποία, ενώ φαίνεται ότι τρέφει κάποια αγαθά αισθήµατα, της φέρεται µε έναν
τρόπο που δεν αρµόζει σε µητέρα. Όταν η κόρη της σύναψε σχέση µε έναν
από τους ενοικιαστές της µάνδρας στην οποία εκτελούσε χρέη επιστάτριας,
εκείνη, µε µια αταίριαστη για την ιδιότητά της αφέλεια, αφήνει υπαινιγµούς για
την τιµιότητα του παιδιού της σε µια γειτόνισσα. Αποτέλεσµα ήταν να θιγεί
εντελώς η τιµή και η αξιοπρέπεια της Ευγενικούλας, ενώ όλες οι κατοπινές
προσπάθειες της µητέρας της να αποκαταστήσει το λάθος που έκανε
παρέµειναν άκαρπες.
Ακόµη και ο γάµος της Ευγενικούλας έγινε κάτω από µυστηριώδεις
συνθήκες «ὄχι ἐν τῇ οἰκίᾳ· ἀλλοῦ, εἰς µέρος ἄγνωστον»180, γεγονός που
πυροδότησε υποψίες και κακεντρεχή σχόλια για το αν τελέστηκε τελικά ή
όχι181. ∆εδοµένης της παράδοσης που θέλει την κοπέλα να φεύγει νύφη από
178
Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας»,Φιλοκαλία,
Τ.Α΄,σ.11, Νο.να’. Ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής αποδίδει τα διάφορα είδη εκδήλωσης της κακίας
στην κακή χρήση των δυνάµεων της ψυχής του ανθρώπου: «Κατὰ παράχρησιν αἱ κακίαι τῶν τῆς ψυχῆς
.
δυνάµεων ἡµῖν ἐπισυµβαίνουσιν οἶον , τῆς τὲ ἐπιθυµητικῆς καὶ τῆςλογιστικῆς. Καὶ τῆς µὲν θυµοειδούς καὶ
ἐπιθυµητικῆς µῖσος καὶ ἀκολασία. Χρῆσις δὲ τούτων, γνῶσις καὶ φρόνησις, ἀγάπη τὲ καὶ σωφροσύνη. Εἰ
δὲ τοῦτο , οὐδὲν τῶν ὑπὸ Θεοῦ κτισθέντων καὶ γεγονότων ἐστὶ κακὸν» , «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.28, Νο.γ’.
179
Κακή, «φύσει» για την Κάκια και «θέσει» για τη Μαρίνα, µητέρα αναδεικνύεται και η κυρία Ρίζου.
Στη θέση των ηθικών αρχών που όφειλε να µεταδώσει στο παιδί της, της προσφέρει το ψέµα, την
υποκρισία, τον άµετρο εγωισµό και την ικανοποιήσή των επιθυµιών της µε οποιοδήποτε θεµιτό και
αθέµιτο µέσο. Η κορύφωση της αποτυχίας της ως µητέρας έρχεται µε την πρόσκληση του Ζέννου στο
σπίτι της προσποιούµενη ασθένεια. Κατά την εκεί επίσκεψή του, κυριευµένη από το πάθος της
πορνείας, εκφράζει «τὴν πρὸς τὸν νέον ἀνεξήγητον στοργὴν αὐτῆς» (Τ.Α’, σ. 110, στ.32-33) που
υπέθαλπε όλο το προηγούµενο διάστηµα κάτω από την «µητρική» της επιθυµία να παντρέψει την
Κάκια µε το νέο. Με αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η διπλή της υποκρισία, που ξεπερνά κάθε όριο, όταν
στρέφεται ενάντια στο ίδιο της το παιδί, αναδεικνύοντάς την ως µια από τις πλέον σκοτεινές µητέρες.
Αναλυτικα για τη κ. Ρίζου, βλ. υποενότητα 1.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
180
Τ.Γ’, σ.566, στ. 19-20.
181
Είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη, λόγω της µεγάλης οικονοµικής ανέχειας, οι φτωχές οικογένειες
έκαναν «εικονικούς» γάµους, γάµους χωρίς ιερέα βλ. π.χ. το διήγηµα «Πατέρα στο σπίτι», όπου
310
το σπίτι της - και όχι από κάπου αλλού- οι υποψίες αυτές ίσως να ήταν
αληθινές. Μετά το «γάµο» οι σχέσεις της µητέρας και της κόρης ήταν
τεταµένες, λόγω της κακής επιλογής γαµπρού και της οικονοµικής
δυσπραγίας που η τελευταία βίωνε: «Ἡ µάννα της, βαρυνθεῖσα ν' ἀκούῃ τὰ
παράπονά της, τὴν ἐβλασφήµησε πολλὲς φορές, τὴν ἐφασκέλωσεν, αὐτὴν καὶ
τὸν ἄνδρα της, καὶ τὴν προκοπήν της, τῆς ἔρριπτεν ὅλα τὰ ἄδικα, ὅτι αὐτὴ καὶ
µόνη πταίει»182. Παρατηρούµε ότι και αυτή η µητέρα, κατά το πρότυπο της
Ζωγάρας, αποποιείται κάθε προσωπική ευθύνη για τις επιλογές και την τελική
δυστυχία του παιδιού της.
Ωστόσο, παρά τις βλασφηµίες και την απρεπή συµπεριφορά της προς
την εγκυµονούσα κόρη της, εις ένδειξη καλής θελήσεως, αλλά χωρίς τη
σύµφωνη γνώµη του γαµπρού της, την πήρε ξανά στο σπίτι της «διὰ νὰ τὴν
"ξεγεννήσῃ"»183 µια και στο µεταξύ η νεαρή κοπέλα έµεινε έγκυος. Αυτή της η
κίνηση φαίνεται πως έγινε εξ ανάγκης και λόγω των συνεχών παραπόνων της
κόρης της. Για αυτό και στη συνέχεια η ιδιόµορφη αυτή µητέρα, αφού
εκτόνωσε την εσωτερική οργή της στις εναποµείνασσες νοικάρισσες της
κατορθώνοντας να τις διώξει, εκδήλωσε µε τον πιο βάναυσο τρόπο το θυµό
της απέναντι στο παιδί της χτυπώντας, υβρίζοντας και βασανίζοντάς την
παρά την προχωρηµένη εγκυµοσύνη της. Οι δε βλασφηµίες της έφτασαν στο
σηµείο να γίνουν βαριές κατάρες: καταριόταν την κόρη της και έµµεσα και το
νεογέννητο εγγόνι της να πεθάνει184. Για αυτό µας προβληµατίζει ιδιαιτέρως
το κατά πόσο ψυχικά και πνευµατικά διαταραγµένη πρέπει να ήταν η µητέρα
αυτή που επιθυµούσε να χάσει τον πολυτιµότερο δικό της άνθρωπο, το παιδί
της. Με το εωσφορικό της σκεπτικό αναιρεί πλήρως τη σηµαντικότερη της
ιδιότητα, αυτή της µητέρας και της µέλλουσας γιαγιάς, φανερώνοντας την
οικειοθελή παράδοσή της στο κακό. ∆εν είναι τυχαίο ότι µε τη στάση της
αποµονώνεται σταδιακά από κάθε είδος κοινωνίας τόσο µε τους γύρω της,
όσο και µε το Θεό πορευόµενη προς την απόλυτη µοναξιά, που αποτελεί
πρόγευση της κολάσεως. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης κλείνει το διήγηµα
µε το ζοφερό µέλλον της, που δεν είναι άλλο από αυτό ενός δαιµονισµένου,
αποκοµµένου από το Θεό και τους ανθρώπους: «Ὅταν θὰ τὴν ἔθαπτεν,
ἐπεφυλάσσετο νὰ δέρνεται µόνη της»185.
∆εν είναι λίγες οι φορές όπου και µια καλή σε γενικές γραµµές µητέρα
συµβαίνει να αδικήσει κάποιο ή κάποια από τα παιδιά της. Συνήθως αυτό
γίνεται για χάρη ενός άλλου παιδιού . Στις περισσότερες µάλιστα περιπτώσεις
το αδικηµένο παιδί είναι γένους θηλυκού, ενώ αυτό που ευνοείται αρσενικού.
αναφέρεται ότι στις φτωχικές συνοικίες υπήρχε η συνήθεια να «νυµφεύονται» χωρίς παπά, βλ. Τ.Γ’,
σ.92, στ.33 και σ.93, στ.1.
182
Τ.Γ’, σ.567, στ.6-9.
183
Τ.Γ’, σ.567, στ.12.
184
Πρόκειται για µια ακόµη οµοιότητα της µε τη Ζωγάρα.
185
Τ.Γ’, σ. 574, στ.28. Η τελευταία παράγραφος του διηγήµατος µας θυµίζει την κατάσταση στην οποία
βρισκόταν ο δαιµονισµένος στα Γέργεσα πριν τη συνάντησή του µε τον Ιησού: «διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ
ἡµέρας ἐν τοῖς µνήµασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις» (Μκ.5,5).
311
Εκείνο όµως που σπάνια συµβαίνει είναι να αδικήσει µια µητέρα το παιδί της
για χάρη του γαµπρού ή της νύφης της. Ακόµη και αν η προαίρεσή της είναι
αγαθή, αυτό δεν αρκεί για να άρει το δυνατό αίσθηµα αδικίας που θα
προκαλέσει. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της κυρα-Σοφούλας
και της κόρης της Σεραϊνώς στο «Θάνατο κόρης».
Στην αρχή του διηγήµατος η σεβάσµια γερόντισσα περιγράφεται ως
ένα υπόδειγµα καλής και αξιοπρεπούς γυναικός: «ἦτον ἡ εὐγενεστέρα, ἡ
χρηστοτέρα γυνὴ τοῦ τόπου, ἡ πρώτη οἰκοκυρὰ τοῦ χωρίου. Τὸ πρόσωπόν
της ἦτο εἰκὼν πρᾳότητος καὶ ἐγκαρτερήσεως, ὅλον µειδίαµα καὶ γλυκύτης. Τὰ
χείλη της ἔσταζαν µέλι ἀνόθευτον, ἀµιγές. ∆ὲν ἤξευρεν ὑπερµέτρους,
κιβδήλους φιλοφρονήσεις. ∆ὲν ἠγάπα τὴν ἐπίδειξιν. Αἱ ἐλεηµοσύναι της ἦσαν
κρυφαί, οἱ τρόποι της ἁπλοῖ, ἐγκάρδιοι. Ἡ κυρα-Σοφούλα, ὅταν εἰς τὴν
ἐκκλησίαν, τὰ Χριστούγεννα ἢ Μεγάλην Πέµπτην ἢ Πάσχα, πλῆθος γυναικῶν
ἤρχοντο νὰ τῆς βάλουν µετάνοιαν πρὶν προσέλθουν νὰ κοινωνήσουν, ἔλεγε:
"Μὲ σέβονται, παιδάκι µ', ὡς γεροντότερη". ∆ὲν ἤθελε νὰ εἴπῃ ὅτι τὴν ἐτίµων
ὡς ἀρχόντισσαν, ἢ εὐγνωµόνουν διὰ τὰς εὐεργεσίας της. Ἦτον πλήρης
ἁπλότητος, πρᾳότητος καὶ µετριοφροσύνης»186. Φαίνεται πως η γυναίκα αυτή
διέθετε πράγµατι πολλές αρετές και για αυτό προκάλεσε το φθόνο του
πονηρού ο οποίος αποφάσισε να τη βάλει σε πειρασµό. Ο πειρασµός αυτός
δεν ήταν άλλος από τον ερχοµό της νύφης της στο σπίτι και τις συχνές έριδες
που είχε µε την κόρη της. ∆υστυχώς δεν µπόρεσε να τον χειριστεί σωστά
γιατί, όσο και αν είχε φαινοµενικά προχωρήσει στην αρετή, διέθετε ακόµη
µέσα της υπερηφάνεια και κενοδοξία, η οποία φάνηκε από την µεγάλη αξία
που έδινε στο «τι θα πει ο κόσµος».
Αυτό το ενδιαφέρον της για τη διατήρηση της καλής εξωτερικής εικόνας
που είχε στην τοπική κοινωνία, την εµπόδισε να διακρίνει τη σωστή οδό που
έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτηµα αυτό. Παρά την ταπεινή στάση που
κρατούσε στον κόσµο, δεν διέθετε κατά βάθος την πολύτιµη αρετή της
ταπεινοφροσύνης, αλλά υποσυνείδητα ένα είδος έπαρσης για το σεβασµό και
την εκτίµηση που απολαµβάνε από τους συµπατριώτες της187. Αυτό της
στέρησε το χάρισµα της διάκρισης που θα της επέτρεπε να χειριστεί σωστά
αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Έτσι, λόγω της έλλειψης διακρίσεως188, δεν είχε
τη διορατικότητα να προλάβει το κακό που ερχόταν εξασφαλίζοντας την
ισορροπία στη σχέση των δύο νεαρών γυναικών και κατ’ επέκταση την
186
Τ.∆’, σ.186, στ.5-16.
187
Αυτή η κεκρυµµένη αρχικά οίηση αποτελεί και τη ρίζα που την οδήγησε στη συνέχεια να
βλασφηµήσει την κόρη της. Για τις αρνητικές συνέπειες της έπαρσης βλ. « Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου
Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ΄, σ.215, Νο.ρι’.
188
Τη σηµασία της διακρίσεως επισηµαίνει ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος: « ( ἡ διάκριση) διδάσκει τὸν
ἄνθρωπον, καταλιµπάνοντα τὴν ἔφ΄ἑκάτερα µέρη ὑπερβολήν, ὀδῷ βασιλικῇ βαδίζειν», ενώ λίγο
παρακάτω τονίζει ότι «µηδεµίαν , ἄνευ τοῦ χαρίσµατος τῆς διακρίσεως, ἀρετὴν συνίστασθαι ἢ βεβαίαν
.
διαµένειν ἕως τέλους πασῶν γὰρ τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ ὁ φύλαξ ὑπάρχει», («Πρὸς Λεόντιον
ἡγούµενον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 86- 87). Η διάκριση, εξάλλου, ορίζεται από τον προφήτη Ησαϊα ως
ο
«γνώση µὲ εὐσέβεια» (Ησ.11,2) και στον 24 Ψαλµό αναφέρεται ως χαρακτηριστικό των πράων και
ταπεινών ανθρώπων (Ψαλµ. 24, 9).
312
189
Για την αρετή της διακρίσεως και τα πολλαπλά οφέλη που προκύπτουν από αυτή βλ. Πέτρου
∆αµασκηνού, «Βιβλίο πρώτο», «Περί διακρίσεως» και «Περί διακρίσεως ἀληθοῦς », Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.
66 – 69 και σ.71-72. Ο ίδιος πατέρας, άλλωστε, έχει την πεποίθηση ότι χωρίς την πολύτιµη αυτή αρετή
δεν µπορεί να προκύψει τίποτα καλό: «χωρὶς διακρίσεως οὐδὲν καλὸν γίνεται, κἄν λίαν καλὸν φαίνηται
τοῖς ἁγνοοῦσιν, εἴτε διὰ τὸ παρὰ καιρὸν ἢ παρὰ τὴν χρῆσιν, εἴτε παρὰ τὸ µέτρον τοῦ πράγµατος, ἢ τὴν
ἰσχὺν τοῦ ἀνθρώπου, ἢ τὴν γνῶσιν αὐτοῦ καὶ ἄλλα πολλά», «Βιβλίο ∆εύτερο», Λόγος Θ’, Φιλοκαλία
,Τ.Γ’, σ.131, στ.29-32.
190
Τ.∆’, σ.190, στ.14- 15. Σύµφωνα µε τον Χ. ∆άλκο, «η σκληρότητα της µητρικής συµπεριφοράς δεν
οφείλεται µάλλον σε λόγους «ἁπλῆς εὐπροσωπίας», αλλά σε ανοµολόγητες ιδιοτελείς σκέψεις: ο
µελλοντικός γάµος της κόρης της συνεπάγεται, βάσει του «µητρωνυµικού» κληρονοµικού δικαίου των
κοινωνιών αυτών, «έξωση» της µάννας από το σπίτι, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της
διαθέτουσας δικό της σπίτι νύφης (παρά την πεισµατική παραµονή του συµπέθερου σε αυτό) για την
προσωρινή συγκατοίκηση της οποίας έχει άλλωστε συναινέσει (…) Αυτό που λάθρα συνδέει τις δυο
γυναίκες, τη νύφη Μπραϊνω΄και την πεθερά της κυρά – Σοφούλα, είναι η κοινή µοίρα της
επαπειλούµενης, « τό ἐπιόν φθινόπωρον», έξωσης», ∆άλκου Χ. «Λανθάνουσες µνήµες µητρωνυµικού
δικαίου στο διήγηµα «θάνατος κόρης», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
σ.105. και σ.111.
191
Βλ. Χ. ∆άλκου, ό.π., σ. 111.
313
Το ίδιο ακριβώς λάθος έκανε και µια άλλη αγαθή γυναίκα, η θεια-
Αρετώ, η Χρονιάρα197. Η πιστή αυτή γυναίκα, που βοηθούσε αφιλοκερδώς ως
νεωκόρος στους πολυάριθµους ναΐσκους και τα ξωκκλήσια της περιοχής, είχε
πάντοτε ένα καλό λόγο να πει στην µικρή της θυγατέρα. Για δέκα ολόκληρα
χρόνια της έδινε ωφελιµότατες συµβουλές βοηθώντας την να γίνει µια συνετή
και φρόνιµη κοπέλα: «Ζήσῃς χρονίσῃς, θυγατέρα, τῆς ἔλεγε, ποτέ σου νὰ µὴ
ζηλέψῃς τὸ ξένο στολίδι, νὰ µὴν πῇς κακὸ γιὰ τὴν γειτόνισσα, νὰ µὴν κοιτάζῃς
τί κάνει ἡ πλαγινή σου, νὰ µὴ βάλῃς µαναφούκια, νὰ µὴ ξευχηθῇς, νὰ µὴ
βλαστηµήσῃς»198. Κι όµως. αυτή η καλοπροαίρετη και στοργική µητέρα, κατά
τη σύναψη του γάµου της κόρης της, έβαλε προς στιγµήν τα υλικά αγαθά
192
Τ.∆’, σ. 187, στ.35 και σ.188, στ.19-20. Κατά τον Χ. ∆άλκο η λεκτική βία που χρησιµοποιεί η «καλή»
µητέρα Σοφούλα δεν απέχει πολύ από τη φυσική βία που χρησιµοποιεί η Χαδούλα, δεδοµένης της
οιωνεί µαγικής δύναµης της κατάρας, κατά πρώτο λόγο της µητέρας και κατά δεύτερο της γυναίκας που
σπάνια καταριέται, βλ. ό.π. σ.115 .
193
Η περίπτωση της Σεραϊνώς µας υπενθυµίζει πως, εκτός από τις σωµατικές ασθένειες και η
στεναχώρια, η τόσο σοβαρή αυτή ψυχική νόσος, µπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τη σωµατική
υγεία του ανθρώπου.
194
«Περὶ τῶν οἰωµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.115, Νο. πζ’.
195
Τ.∆’, σ. 190, στ. 17-18.
196
Τ.∆’, σ.190 στ.22-23.
197
Στο διήγηµα «Ἡ Γλυκοφιλούσα».
198
Τ.Γ’, σ.78, στ.16-19.
314
199
Τ.Γ’, σ. 78, στ. 29.
200
Γιατί η µητέρα που βλασφηµά το παιδί της, έστω και αν το κάνει «ἐν βρασµῷ ψυχῆς», αίρει τη
βασική της ιδιότητα που είναι η δίχως όρια και τέλος αγάπη προς εκείνο.
201
Βλ. Χ. Μαλεβίτση, « Υπό τη σκέπη της Γλυκοφιλούσας», Τετράδια Ευθύνης 15, σ.81.
202
Ρωµ. 12,14.
203
Τ.Γ’, σ.78, στ.8.
204
Όπως αναφέρει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος: «η αφιέρωση των ενδυµάτων των κεκοιµηµενων
σηµαίνει,(…) πως ο γάµος συνεχίζεται µέσα στην Εκκλησία, που είναι χώρα ζώντων. Ο θάνατος
διακονεί τη ζωή, του έχει αφαιρεθεί το «κέντρον», υπερβαίνεται µέσα στη Λειτουργία, που είναι η µόνη
αυθεντική ζωή», ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό,11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα,
1978, σ.112.
315
αγόρι. Μια γενική αιτιολόγηση αυτής της στάσης207 δίνεται στο «Θάνατο
κόρης», όπου αναφέρεται πως οι γονείς αγαπούν τους γιους τους ως
αρωγούς στη συγκέντρωση επαρκούς προίκας για τις αδελφές τους και ως
γηροτρόφους. Αντιθέτως, οι κόρες «αγαπώνται» µόνο ως βάρος που πρέπει
να φύγει το συντοµότερο δυνατό από το σπίτι208. Συµµεριζόµενη αυτό το
σκεπτικό η Μαγιάκω στο διήγηµα «ὁ Γαγάτος καὶ τὸ ἄλογο» είχε υπερβολική
αδυναµία στο µονάκριβο γιο της, ενώ αντιθέτως µισούσε «ὁλοψύχως» µια
από τις κόρες της για τον ευτελή λόγο του ότι φορούσε µετά το γάµο της
ευρωπαϊκά ρούχα αντί της εγχώριας ενδυµασίας209.
207
Βλ. σχετικά και παραπάνω, υποενότητα 2.1 της παρούσης εργασίας.
208
Βλ. Τ.∆’, σ. 184, στ.26-32 και σ.185, στ.1- 4.
209
Τ.Γ’, σ.249-250.
210
Βλ.Τ.Γ’, σ.436, στ.12-13. Μια φορά, προφανώς εκ περιτροπής, τον ονοµάζει και Γιωργάκη βλ. Τ.Γ’,
σ.453, στ.13. Η πληθώρα των ονοµάτων του υποδηλώνει τον κατακερµατισµένο από το κακό
χαρακτήρα του. Επίσης, σύµφωνα µε τον Ν. Μαυρίδη, το όνοµα « Μώρος» ταυτίζεται µε τον «µόρο», τη
µοίρα ή το θάνατο που αποτελεί θεµελειώδη όρο των ηρακλειτειανών αποσπασµάτων, βλ. Έρως και
αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 153. Αν δεχθούµε την άποψη αυτή , τότε µπορούµε
να υποθέσουµε ότι η «µοίρα» του Μώρου προεικονίζει τη µοίρα της Φραγκογιαννούς: όπως εκείνος
βρίσκεται στη φυλακή έτσι εκείνη έχει την «εἱρκτὴ µέσα τῆς» πορευόµενη προς το θάνατο. Μια τέτοια
συλλογιστική όµως αρµόζει περισσότερο στον G. Saunier.
211
Τα άλλα τρία της αγόρια είναι ο Στάθης, ο Γιαλής και ο µικρότερος Μητράκης, βλ. Τ.Γ’, σ.426, στ.27-
29.
212
Τ.Γ΄, 436, στ.22-25.
213
Τ.Γ’, σ.436, στ.21-23.
214
Τ.Γ’, σ.417, στ.18. Υπάρχει ένας στενός σύνδεσµος γιαγιάς- µητέρας ∆ελχαρώς, µητέρας- κόρης
Φραγκογιαννούς και γιου- εγγονού Μιχάλη. Το κακό ξεκινάει από τη γιαγιά ∆ελχαρώ που κλέβει το
σύζυγό της, κάνει µάγια στους κλέφτες της Μακεδονίας και διώκεται από αυτούς χωρίς να καταφέρουν
να τη συλλάβουν. Συνεχίζεται µε τη Φραγκογιαννού, που κλέβει και τους δύο γονείς της, κάνει
επιτυχηµένες εκτρώσεις, σκοτώνει κοριτσάκια και καταδιώκεται από τους «τακτικούς». Τέλος,
ολοκληρώνεται µε το Μιχάλη ή Μώρο, που κατασκευάζει «φονικά ὄργανα», µαχαιρώνει την αδελφή του,
κάνει µια σειρά εγκληµατικών πράξεων µε αποκορύφωµα το φόνο, διώκεται από την αστυνοµία και
καταλήγει στη φυλακή. Η µόνη τους διαφορά, είναι ότι ο µεν Μώρος διαπράττει το έγκληµα «ἐν βρασµῷ
ψυχῆς», ενώ η γιαγιά και η µητέρα του ενεργούν συνειδητά, παρόλο που η τελευταία µέσα στη δίνη του
«ψηλώµατος του νου» της το βλέπει ως πράξη ανιδιοτέλειας, ως κάτι καλό. Για την κληρονοµική
διαδοχή της εγκληµατικής συµπεριφοράς στη «Φόνισσα» βλ. Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές
τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 54 και σ.100 . Επίσης, Γ. Πατερίδου, « Η Φόνισσα (1903): ένα
νατουραλιστικό έργο», στα Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 423.
317
215
Όπως αναφέρει ο π. Φ. Φάρος σε κάθε άνθρωπο υπάρχει µια εσωτερική ορµή που τον παροτρύνει
να δηµιουργήσει, να αγαπήσει, να πραγµατώσει το σκοπό της υπάρξεώς του. Όταν η ορµή αυτή
διαστρέφεται λόγω του εγωκεντρισµού µας, όπως στη περίπτωση του Μούρου και της Φραγκογιαννούς,
τότε µετατρέπεται σε επιθετικότητα, εχθρότητα, διαφθορά και έγκληµα. Βλ. Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ.143
και 151.
216
Η «συγγένεια» δηλαδή που παρουσιαζουν ως προς το χαρακτήρα µητέρα και γιος επιβεβαιώνεται
και από το φονικό τους ένστικτο. Πρβλ. Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.54.
217
«Τὴν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὕτη διὰ νὰ κρυφθῇ, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰ
µαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστηµα πενῆντα βηµάτων», Τ.Γ’, σ.437, στ.20-22.
218
«Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀµέρσαν νὰ τρέχῃ πρὸς τὴν θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῷ παραλογισµῷ τῆς
µέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε,
τυφλὸς ἐκ µανίας, ἔσυρεν ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισµένην µάχαιραν, τὴν ὁποίαν εἶχε,
καὶ ὁρµήσας ἐκτύπησε τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν µασχάλην», Τ.Γ’, σ.439,
στ. 30-35.
219
Τ.Γ’, σ.437, στ. 31.
220
«- Ἀφῆστέ τον, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, µὲ τὸ καµτσί!»,
Τ.Γ’, σ.437, στ.33-34.
221
Βλ.Τ.Γ’, σ.448, στ.28-31. Μόνο στην κατ’ ιδίαν συζήτηση µε την κόρη της εκφράζει το θυµό της
απέναντί του, βλ. Τ.Γ’, σ.449, στ.15.
222
Τ.Γ’, σ.449, στ.30-33.
223
Το θέµα αυτό θα το αναπτύξουµε σε επόµενη ενότητα.
224
Αξίζει να σηµειωθεί ότι έως τότε η οικογένεια του δεν είχε κανένα νέο του.
318
την κόρη του φονευµένου χωρίς προίκα, σκεπτόµενος προφανώς πονηρά µια
και τα φτωχά και ορφανά κορίτσια δύσκολα µπορούσαν να παντρευτούν και
αυτό το ζήτηµα απασχολούσε σε µεγάλο βαθµό τις οικογένειές τους.
Οδηγούµαστε, συνεπώς, στο συµπέρασµα ότι η φυλακή δε βελτίωσε ούτε στο
ελάχιστο το φίλαυτο πνεύµα και τον εγωκεντρισµό του που παραµένει
αναλλοίωτος.
Για χάρη λοιπόν του φονιά πλέον Μούτρου η Φραγκογιαννού «δὲν
ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήµατα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσηµικὸν εἶχε, κ'
ἐµβαρκάρισε, κ' ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον
Πλατάναν, κ' ἐπῆγε νὰ εὕρῃ τὴν Πορταΐταιναν»225. Εκεί, θέτοντας σε
λειτουργία την ευγλωττία και την πολυπραγµοσύνη της, η πολυµήχανη
Φραγκογιαννού κατάφερε ίσως το ακατόρθωτο: να πείσει την Πορταΐταινα να
πάει µαζί της στις φυλακές της Χαλκίδας και επί τρεις µήνες να προσπαθούν
να αθωωθεί ο Μώρος. Ωστόσο, οι δικαστές και οι ένορκοι δεν φάνηκαν τόσο
ευπειθείς και καλοπροαίρετοι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της Χαδούλας
να τους παρακαλέσει και να τους δωροδοκήσει υποσχόµενη διάφορα: «Ὅλ'
αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσµά.
Ἐναυάγησαν ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συµπεθεριὰ µεταξὺ τῆς µητρὸς τοῦ
φονέως καὶ τῆς χήρας τοῦ θύµατος»226. Η στάση της αυτή, άσχετα από την
τελική αρνητική έκβασή της, δεν βοηθάει το παιδί της να καταλάβει το λάθος
του, αλλά συντηρεί την λανθασµένη άποψη ότι µπορεί ένας αµετανόητος κατά
βάση φονιάς να ελπίζει στην αθώωσή του και σε µια «νέα» ζωή, όµοια µε την
αναγεννηµένη ζωή που υποσχόταν ο δαίµονας στον Κωστή του «Ἔρως-
Ἥρως» µετά από την διάπραξη του φόνου.
Σε αντίθεση µε την ευµενή αλλά εξίσου καταστροφική, όπως είδαµε,
στάση της απέναντι στο γιο της, η άποψή της για το γυναικείο φύλο εν γένει
µαρτυρεί τη συσσωρευµένη αγανάκτηση που κρύβει. µια αγανάκτηση που
εξελίχθηκε, µε δική της ευθύνη, στο πάθος της οργής και εκτονώθηκε στους
πιο αθώους αποδέκτες. Τα δικά της «πάθια» και η συνεχής δυσπραγία
βρίσκουν την προσωποποίησή τους στα νεογέννητα και µικρά κορίτσια, τα
οποία αποφασίζει να εξοντώσει - στο βαθµό που περνάει από το χέρι της-
προκειµένου να τα «γλιτώσει» από µια ζωή πόνου και δυστυχίας, αντίστοιχη
µε τη δική της227. Υποσυνείδητα µισεί τον ίδιο της τον εαυτό, στη γυναικεία
225
Τ.Γ’, σ.451, στ.6-9.
226
Τ.Γ’, σ.452, στ.14-16. Ευτυχώς, η κόρη της απέρριψε την πρόταση γάµου µε περισσή αξιοπρέπεια
λέγοντας πως: «ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ "ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω", µόνον ποτὲ δὲν θὰ
θελήσῃ τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιµᾷ νὰ µένῃ ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα» ,Τ.Γ’, σ.451, στ.19-21.
227
Όπως έχουµε ήδη αναφέρει,στον αντίποδα της Φραγκογιαννούς βρίσκεται η µητέρα και γιαγιά
Χαρµολίνα στη «Θητεία της πενθεράς». Αν και δέχεται παρόµοιους πειρασµούς µε τη Χαδούλα, τους
αντιµετωπίζει εντελώς διαφορετικά ( βλ. υποενότητα 2.1.1. του παρόντος κεφαλαίου). Η Χαρµολίνα µε
το βίο και τη στάση ζωής που επιδεικνύει µας φανερώνει έµπρακτα το θυσιαστικό στοιχείο της µητρικής
αγάπης. Για χάρη της µοναχοκόρης της θυσιάζει τα νιάτα της, αφού θα µπορούσε εύκολα ως νέα και
εύπορη γυναίκα να ξαναπαντρευτεί. Για χάρη της κόρης και των εγγονιών της στη συνέχεια, θυσιάζει και
τα γηρατειά της, τα οποία συνοδεύονται από µια απίστευτη καθηµερινή µέριµνα που διαρκεί όλη την
ηµέρα. Και κοντά σε αυτά υποµένει µε υποµονή και ταπείνωση όλες τις απαιτήσεις του συνοµίληκου
γαµπρού της που της συµπεριφέρεται σαν να ήταν υπηρέτρια και όχι πεθερά του. Τέτοιο ισόβιο
µεγαλείο εγκαρτέρησης! Θεωρούµε,εποµένως, ότι δεν είναι τυχαίο που ο Παπαδιαµάντης έγραψε την
319
του υπόσταση. Τον θεωρεί υπηρέτη και δούλο των άλλων και επιθυµεί να τον
α π α λ λ ά ξ ε ι , µε όποιο τρόπο µπορεί, από όλο αυτό το βαρύ φορτίο228.
Μέσα στο νου της ταυτίζει το θηλυκό γένος µε τη φτώχεια και τη δυστυχία, τις
οποίες θέλει να ξορκίσει229 .
Απόρροια αυτής της κοσµοθεωρίας είναι να βλέπει τη συνονόµατη
νεογέννητη εγγονή της ως βάρος και βάσανο, «τὸ ὁποῖον οὐδ' ἐφαντάζετο
ποίους κόπους ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ πόσα βάσανα ἔµελλε νὰ
ὑποφέρῃ, ἐὰν ἐπέζη, καὶ αὐτό» 230, ενώ κάθε φορά που άκουγε για την
ταλαιπωρία των γονέων ν’ αποκαταστήσουν «τ’ ἀδύνατα µέρη» ευχόταν το
θάνατό τους λέγοντας χαρακτηριστικά «"δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι
βράχος;"»231. Πάντοτε δε «ευχόταν» προς τα µικρά κορίτσια «"νὰ µὴ
σώσουν!... Νὰ µὴν πᾶνε παραπάνω!"»232.
Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης φανερώνει µια διχασµένη και αντιφατική
µητρική αγάπη. Από τη µια πλευρά έχουµε την υπερβάλλουσα αγάπη και
αυτοθυσία απέναντι σε ένα γιο που δεν το αξίζει και από την άλλη µια
ιδιότυπη, νοσηρή «αγάπη» απέναντι στο θηλυκό γένος, η οποία δεν
εκδηλώνεται αρχικά φανερά στις κόρες της και τις ενήλικες γυναίκες, αλλά
µετέπειτα στην εγγονή της και τα µικρά φτωχά κορίτσια233. Πρόκειται στην
ουσία για µια «αντεστραµµένη» αγάπη234. Η Χαδούλα, ως µητέρα και γιαγιά,
σίγουρα διαθέτει ίχνη µητρικής αγάπης προς τα κορίτσια της. Λόγω όµως της
πτώσης της στους δαιµονιακούς λογισµούς (που προήλθαν κατά κύριο λόγο
από την εµπαθή προσκόλλησή της στα επίγεια αγαθά, την επιθυµία της για
µια άνετη ζωή και την αγανάκτηση της εξαιτίας της αδικίας που υπέστη από
ίδια περίοδο αυτά τα δύο «αλληλοσυµπληρούµενα» διηγήµατα, θέλοντας ακριβώς να εξισορροπήσει την
αντίθεση ανάµεσα στη σωστή θεώρηση της ζωής και των ευθυνών που συνεπάγεται η απόκτηση
παιδιών και τη λανθασµένη.
228
Βλ. Τ.Γ’, σ.417,στ.19-26. Η Χαδούλα, άλλωστε, ξεκινάει τη φονική της δραστηριότητα σκοτώνοντας
τη συνονόµατη εγγονή της. Έτσι «η προσπάθεια εκµηδένισης κάθε θηλυκού είναι στην ουσία
εκµηδένιση του εαυτού της. (…) Η πράξη του εγκλήµατος στρέφεται ενάντιά της και το µίσος ενάντια στα
κορίτσια, τι άλλο είναι παρά µίσος ενάντια στον εαυτό της, πίκρα και µίσος για την κατάντια µιας
λεηλατηµένης ζωής, της ζωής της γυναίκας», Ζ. Καυκαλίδη, «∆ιαβάζοντας Α. Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ. 107.
229
Για αυτό ο Γ.Θέµελης καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η Φραγκογιαννού, δια των φόνων της,
σκοτώνει στην ουσία τον εαυτό της στην ιδιότητά της ως γυναίκας που γεννάει θεωρώντας το θηλυκό
στοιχείο της ζωής, τη µητρότητα ως «πηγή του κακού» στον κόσµο, Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος
του, ό.π., σ. 52.
230
Τ.Γ’, σ.418, στ.9-13.
231
Τ.Γ’, σ.428, στ.18 και σ. 445, στ.27-28.
232
Τ.Γ’ σ.428, στ.22-23 και σ. 445, στ.28.Η άποψη αυτή της Φραγκογιαννούς αναλύεται και σε άλλα
σηµεία του µυθιστορήµατος, όπως στη σ.433, στ.26-35, σ.434, στ.1-11, σ.446, στ.30-34 και σ.447,
στ.1-16. Το κύριο δε «µένος» της στρεφόταν στα κορίτσια της «φτωχολογιάς», τα οποία θεωρούσε
«εφτάψυχα», µια και ήταν αυτά που συνήθως επιβίωναν µέσα στις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Η
«εξέλιξη» λοιπόν της στάσης αυτής σε έµπρακτη εφαρµογή της θανάτωσης των νεαρών κοριτσιών ήταν
αναµενόµενη.
233
Τώρα, αν η σωµατική αδυναµία των κοριτσιών ήταν αυτή που διευκόλυνε το έργο της- κάτι το οποίο
θα ήταν σαφώς δυσκολότερο στην περίπτωση µιας έφηβης ή ενήλικης γυναίκας-, είναι µια παράµετρος
που µπορεί να ληφθεί υπόψη.
234
Ο Κ. Παπαγιώργης τη χαρακτηρίζει «κακοφορµισµένη» αγάπη, Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ,
ό.π., σ.190.
320
τους ευκατάστατους γονείς της, κυρίως τη µητέρα της), η µητρική αυτή αγάπη
εξελικτικά αλλοιώνεται, αποσαθρώνεται και µετέπειτα αντιστρέφεται. Έτσι,
εκδηλώνεται µε αντιφατικό τρόπο: φθάνει στο σηµείο να πιστεύει πραγµατικά
ότι σκοτώνοντας τα αθώα κοριτσάκια εκφράζει την αγάπη της προς αυτά,
αφού, σύµφωνα µε την άποψή της, τα γλιτώνει από µια ζωή γεµάτη πόνο και
ταλαιπωρία. Ως ευαίσθητη λοιπόν στον ανθρώπινο πόνο, ό,τι έκανε µέχρι
τότε µε τα γιατρικά και τα διάφορα µαντζούνια της - τα οποία, σηµειωτέον ,
δεν χρησιµοποιούσε µόνο για τη θεραπεία ασθενειών, αλλά και για την
πρόκληση αποβολής ή κατ’ επιλογήν απόκτησης άρρενων τέκνων235- αυτό
νοµίζει ότι κάνει πνίγοντας τα κορίτσια236.
Η Χαδούλα λοιπόν µετασχηµατίζει σταδιακά το µητρικό της χάδι σε
«χάδι θανάτου»237. Με την πράξη της αυτή όµως γίνεται οιωνεί µητέρα των
θυµάτων της στον άλλο κόσµο238. Όπως η µητέρα είναι χορηγός της επίγειας
ζωής, έτσι και η φόνισσα Φραγκογιαννού γίνεται «χορηγός» της µεταθανάτιας
ζωής στην οποία «γεννά» τα θύµατά της. Για αυτό και στο συνταρακτικό της
όνειρο προς το τέλος του διηγήµατος, βλέπει πως γεννά ξανά και
ταυτοχρόνως τις τρεις κόρες της, οι οποίες στη συνέχεια µεταλλάσσονται στις
τρεις νεκρές, τις τρεις «µεταθανάτιες» κόρες της239, που της φωνάζουν
σπαρακτικά: «Φίλησέ µας! - Πάρε µας! - Ἡµεῖς τὰ κορίτσια σου! - Ἐσὺ µᾶς
γέννησες, µᾶς ἔκαµες! - Μᾶς γέννησε... στὸν ἄλλο κόσµο, (…) - Χόρεψέ µας! -
∆ῶσέ µας µάµ! - Κάµε µας νάνι! - Τραγούδα µας! - Καµάρωσέ µας!»240.
Πράγµατι, και στην ίδια τη Χαδούλα «ἐφαίνετο τόσον φυσικὸν τὸ πρᾶγµα!
235
Τις δραστηριότητες αυτές τις θεωρούσε εξίσου «αγαθές». Ο Παπαδιαµάντης δίνει την εν Χριστώ
απάντηση σε αυτές τις «εξωραϊσµένες», αλλά βαθύτατα µισάνθρωπες ενέργειές της µε τη θαυµαστή
στάση ζωής µιας άλλης, απλοϊκοτάτης και «ἀγαθωτάτης» πρεσβυτέρας, που «ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε
σχεδὸν κατ' ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν µέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ
στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες» ,«Ἐξοχική Λαµπρή», Τ.Β’, σ.131, στ.17-19. Η
απλοϊκή αυτή γυναίκα, που η Χάρις του Θεού ακτινοβολεί στο πρόσωπό της, αντικαθιστά την
εµπιστοσύνη της Φραγκογιαννούς στις δικές της αποκλειστικά – και για αυτό καταδικασµένες- δυνάµεις
µε την εµπιστοσύνη προς τον πάνσοφο και για όλα τα παιδιά προνοούντα Κύριο.
236
Για αυτό ίσως και ο Παπαδιαµάντης δεν την καταδικάζει πουθενά, ούτε την παρουσιάζει ως
µοχθηρή. Αντιθέτως, µας παρουσιάζει µε συµπάθεια και ευσπλαχνία την πτώση και το εσωτερικό
δράµα του «φυσει αγαθού» αυτού πλάσµατος που αποµακρύνθηκε από το θέληµα του Θεού
αυτονοµώντας το ίδιον της θέληµα και θέλησε να «πολεµήσει» την αδικία που υπέστη διαπράττοντας
µια ασυγκρίτως µεγαλύτερη αδικία, αυτή της στέρησης της ζώης σε αθώα πλάσµατα.
237
Ο όρος προέρχεται από τον Α. Νικολαΐδη, «Το αρχιπέλαγος του Α.Παπαδιαµάντη» στον τόµο
Μνηµόσυνο του Α. Παπαδιαµάντη, Τετράδια Ευθύνης 15, σ.127. Ο π. Φ. Φάρος στο βιβλίο του Έρωτος
φύσις τονίζει τη σηµασία του αγγίγµατος για την ψυχοσωµατική αρµονία και τη συναισθηµατική
πληρότητα των ανθρώπων (βλ. σ. 31-33). Η Φραγκογιαννού έχοντας ένα βαθύ συναισθηµατικό κενό
από την απουσία της µητρικής στοργής και του αγγίγµατός της καταλήγει να διαστρέφει το µητρικό
άγγιγµα σε άγγιγµα θανάτου.
238
Όσο κι αν προσπαθεί να αποποιηθεί το ρόλο της ως γυναίκα και µητέρα, εκείνος βρίσκεται συνεχώς
µπροστά της.
239
Ο G. Saunier πιστεύει ότι δεν είναι τυχαίο που οι βιολογικές κόρες της Φραγκογιαννούς ταυτίζονται
σταδιακά στο όνειρό της µε τα κορίτσια που σκότωσε. Ορµώµενος από την άποψη ότι τα όνειρα
εκφράζουν συχνά τις ενδόµυχες σκέψεις και επιθυµίες µας, οδηγείται στο συµπέρασµα ότι η Χαδούλα
διέθετε φονική διάθεση και για τις δικές της κόρες. Έτσι, «ο συµβολισµός λειτουργεί ουσιαστικά και προς
τις δύο κατευθύνσεις. Παιδιά και θύµατα είναι εδώ το ίδιο πράµα», ‘’Εωσφόρος και Άβυσσος’’: ο
προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.245.
240
Τ.Γ’, σ. 495, στ.6-9.
321
Αὐταὶ αἱ τρεῖς µικραὶ κορασίδες ἦσαν τὰ τέκνα της!»241. Και οι τρεις νέες αυτές
κόρες της κρεµάστηκαν ως βαρύ φορτίο γύρω από το µητρικό της λαιµό
προορισµένες να µείνουν σε αυτόν «εἰς ὅλον τὸν καιρόν».
Παρά τις φοβερές αυτές υποσυνείδητες τύψεις που τη βασανίζουν
µόνο στα όνειρά της, έχει τη συνείδησή της καθαρή, αφού ο σκοπός της είναι
«αγαθός». Οι «ὄνυχες τῆς πραγµατικότητας»242, που είναι πλέον η φονική της
δραστηριότητα, κυριαρχούν στο νου και τη σκέψη της. Για αυτό δε διστάζει να
ξανασκοτώσει ένα ακόµη νεογέννητο βρέφος. Έτσι, καταπατεί πρωτίστως το
ρόλο της ως γιαγιά, που είναι ουσιαστικά δύο φορές µητέρα και προβαίνει σε
µια σειρά πράξεων θανάτωσης εντελώς αντίθετων µε τη ζωή, την οποία ως
συνεργάτιδα του Θεού προσέφερε στα παιδιά της και κατ’ επέκταση στα
εγγόνια της243. Φυσικά, η ίδια δικαιολογεί απόλυτα τις σκέψεις και τις
ενέργειές της βασισµένη στην αντεστραµµένη- εωσφορική της λογική, όπου
«ἡ λύπη ἦτο χαρά, καὶ ἡ θανὴ ἦτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων. Ἄ
!ἰδού... Κανὲν πρᾶγµα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο - µᾶλλον
τὸ ἐναντίον. Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις,
τότε καὶ ἡ συµφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγίεια»244. Στηρίζει µάλιστα τη
«διαστρεβλωµένη της διαλεκτική» στο γνωστό χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη
«ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ µισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν
τῷ κόσµῳ τούτῳ, εἰς ζώῃν αἰώνιον φυλάξει αὐτὴν» 245. Συνεπώς, δεν έχει
καµία αµφιβολία ότι επιτελεί θεάρεστο έργο στέλνοντας τα µικρά κοριτσάκια
νωρίτερα στον Παράδεισο. Τέτοια είναι η δολιότητα του δαιµονιακού
πειρασµού: να παρουσιάζει το κακό ως φαινοµενικά καλό κάνοντας τον
πειραζόµενο να πιστεύει ότι υπηρετεί έναν «κατά φαντασίαν» αγαθό
σκοπό246.
Η ψυχή της, την οποία τόσα χρόνια παραµέλησε- εφόσον η δική της
µητέρα, ως µάγισσα και εν γένει κακός άνθρωπος, κανένα πνευµατικό
στήριγµα δεν της έδωσε- υπέκυψε αρχικά στον πειρασµό της κενοδοξίας και
στη συνέχεια παραδόθηκε στο δαιµόνιο της αναισθησίας, το οποίο την
οδήγησε στον αντεστραµµένο αυτό τρόπο σκέψης. Οι συνέπειες της
καταστάσεως αυτής περιγράφονται γλαφυρά από τον Ευάγριο το Μοναχό:
όταν η ψυχή γίνει αναίσθητη πνευµατικά, «τῆς οἰκείας ἐξίσταται καταστάσεως
241
Τ.Γ’, σ. 495, στ.10-11.
242
Τ.Γ’, σ.498, στ. 15-16.
243
Για αυτό και σύµφωνα µε τον Γ. Ανδρεάδη, η Φραγκογιαννού διαπράττει ύβρι, ύβρι εωσφορική που
συνιστά «την έκπτωση από την αγάπη», Τα παιδιά της Αντιγόνης: µνήµη και ιδεολογία στη νεώτερη
Ελλάδα, Καστανιώτης, 1989, σ.235.
244
Τ.Γ’, σ.446, στ.18- 23.
245
Ιω. 12, 25. Για το θέµα αυτό βλ. Μ. Γαλούνη «Το πρόβληµα του κακού», στα Πρακτικα Γ’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,ό.π., σ.53.
246
«Πρόκειται περί της ίδιας αναστροφής που είχε µελετήσει ο Αδάµ στην Εδέµ, όταν αντάλλαξε το
δέντρο της ζωής µε ένα ψέµα, το καλό µε το κακό , το φως µε το σκότος. Έτσι, αλλοιώθηκε το κάλλος
σε ά- σχηµο τερατούργηµα, σε ψέµα, σε ένα άµορφο φάσµα που στερείται σχήµατος, που δεν υπάρχει
παρά στη φαντασία του ανθρώπου που το επινοήθηκε (…) « Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ
καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος» ( Ησαΐας. Ε’, σ.20-21), π. Λ. Καµπερίδη,
«Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως», Θεολογία, Τ. 82,τ.4, 2011 σ.147.
322
παρὰ τὸν καιρὸν τῆς ἐπιδηµίας αὐτοῦ καὶ τὸν φόβον Κυρίου καὶ τὴν εὐλάβειαν
ἀποδύεται. καὶ τὴν ἁµαρτία, οὒχ ἁµαρτίαν λογίζεται. καὶ τὴν παρανοµίαν, οὐ
νοµίζει παρανοµίαν. κολάσεώς τε καὶ κρίσεως αἰωνίου, ὡς ψιλοῦ ῥήµατος
µέµνηται. καταγελᾷ δὲ ὄντως σεισµοῦ πυρφόρου. καὶ Θεὸν µὲν δῆθεν
ὁµολογεῖ. τὴν δὲ πρόσταξιν αὐτοῦ οὐκ ἐπίσταται247. Τύπτεις εἰς τὰ στήθη,
κινουµένης αὐτῆς πρὸς τὴν ἁµαρτίαν, καὶ αὕτη οὐκ αἰσθάνεται. Ἀπὸ Γραφῶν
διαλέγῃ, καὶ ὅλη πεπώρωται καὶ οὐκ ἀκούει248. Ὄνειδος αὐτῇ τὸ παρὰ τῶν
ἀνθρώπων προσφέρεις, καὶ οὐ λογίζεται. Τὴν παρὰ τοὶς ἀνθρώποις αἰσχύνην,
καὶ αὐτὴ οὐ συνίησι, δίκην χοίρου κοµµύσαντος καὶ τὸν φραγµὸν
διακόψαντος249. Τούτον δέ τον δαίµονα, κενοδοξίας χρονίσαντες ἐπάγουσι
λογισµοί»250. Αυτή ακριβώς την πνευµατική κατάσταση βιώνει και η
Φραγκογιαννού, η οποία, µετά από τον πρώτο φόνο, δείχνει µια φαινοµενική
µετάνοια251 και πηγαίνει ως ικέτιδα στον Άι- Γιάννη τον Κρυφό , όπου όµως,
αντί να τύψει τα στήθη και να ζητήσει συγχώρεση για την «κρυφή» της
αµαρτία, ζητάει τη συγκατάθεσή του: «"Ἂν ἔκαµα καλά, Ἁι -Γιάννη µου, νὰ µοῦ
δώσῃς σηµεῖο σήµερα... νὰ κάµω µιὰ καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ
γαληνιάσ' ἡ ψυχή µου κ' ἡ καρδούλα µου!..."»252. Στην πραγµατικότητα
αναζητεί αλαζονικά τη θεϊκή επιβεβαίωση για να συνεχίσει το σκοτεινό έργο
της, ξεχνώντας πως ο Θεός ως η ίδια Ζωή δε θα συναινούσε ποτέ στην
αυτόβουλη στέρησή της. Έχοντας λοιπόν αυτόν τον τρόπο σκέψης, η
Φραγκογιαννού «φθάνει στην ακραία µορφή (της ανάµειξης και σύγχυσης των
λογισµών), όπου ιδέες και έργα ιδικά της ή έργα και ιδέες που στήνονται σε
συνεργασία µε τον εξαποδώ, αυτά όλα να αποδίδονται στο Θεό, δηλ. ότι
γίνονται στο όνοµα Του ή µε το θέληµά Του»253. Και δεν είναι τυχαίο ότι η
φονική της δράση ξεκινάει λίγο πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή και κορυφώνεται
πριν και µετά τις Άγιες Ηµέρες του Πάσχα. Σε τέτοιο δεινό πειρασµό υπέβαλε
247
Κατ’ αντιστοιχίαν και η Χαδούλα, µετά τον πρώτο φόνο, έζησε ζωή τύψεων και εξωτερικής µόνο
συντριβής, αφού, παρά την αυστηρή νηστεία που ακολουθούσε, ανέβαλε την ουσιαστική πράξη
µετανοίας, την εξοµολόγηση.
248
Πράγµατι, ο Θεός της στέλνει τόσο τον πατέρα Ιωάσαφ (Τ.Γ’, σσ.503-504 ) που της δίνει τη µεγάλη
ευκαιρία να του ανοίξει τη ψυχή της (αλλά εκείνη δεν το κάνει) και την προσκαλεί να τον επισκεφθεί
στους κήπους της µονής (δεύτερη ευκαιρία για να συνδιαλλαγεί µε το Θεό, την οποία όµως ουδέποτε
αξιοποίησε), όσο και τον αγαθό βοσκό Καµπαναχµάκη, που την προτρέπει να πάει στον κρυφιογνώστη
Γέροντα, στο ερµητήριο για να εξοµολογηθεί (Τ.Γ’,σ.506, στ.22-28. )Νωρίτερα, η κόρη της ∆ελχαρώ,
προσπαθεί να ξυπνήσει την πωρωµένη της ψυχή µε την επιτακτική επισήµανση: « Ἡ ἁµαρτία σὲ
κυνηγᾷ, µάννα» (Τ.Γ’, σ.474, στ.23). Εκείνη όµως δεν τους «ακούει».
249
Την κυνηγούν οι «τακτικοί», την κυνηγούν οι συγγενείς των αδικοχαµένων κοριτσιών, αλλά εκείνη δεν
αισθάνεται ντροπή για τις αµαρτωλές της πράξεις. Η κύρια µέριµνά της είναι η φυγή στο διπλανό νησί
και η έναρξη µιας «νέας» ζωής. Όλα αυτά βέβαια υπό την επίρρεια του δαιµονικού λογισµού που της
δηµιουργεί την εντύπωση ότι έτσι θα εξαφανισθούν – ως δια µαγείας- όλα της τα προβλήµατα.
250
Πρόκειται για τους λογισµούς που ξεκίνησαν µε την αδικία που υπέστη, νεαρή ακόµη, κατά την
προικοδοσία της. Βλ.«Κεφάλαια περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία, Α’, σ. 49-50, Νο. ι’.
251
Βλ. σ.457, στ.7-16.
252
Βλ. σ.459, στ.31-34 και σ.460, στ.1-20. Όπου καλή πράξη βέβαια, ο φόνος των δύο κοριτσιών του
κυρ-Γιάννη του Περιβολά.
253
Λ. Σιάσου, «‘’Νοῦς ἀψηλὸς ὀξύπτερος’’. Αρχαίος αλφάβητος για την ανάγνωση της Φόνισσας» ,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.163. Η απόδοση της ευθύνης του κακού στο Θεό γίνεται σταδιακά: αρχικά
επικαλείται ως «βοηθό» τον άγιο Ιωάννη τον Κρυφό και στη συνέχεια ανάγεται στον ίδιο το Θεό.
323
254
Είναι χαρακτηριστικό ότι, τόσο πριν όσο και µετά από κάποιους φόνους επαναλαµβάνει επίµονα τη
φράση «ὁ Θεὸς µ’ ἔστειλε », βλ. Τ.Γ΄, σ.465, 467, 490, 497,( η αλήθεια ωστόσο αποκαθίσταται έστω και
έµµεσα µε τα λόγια του πατέρα των νεκρών κοριτσιών, του Γιάννη του Περιβολά: « Κ' ἔλεγα, ὁ ἐξαποδῶ
κάτι µοῦ σκαρώνει, κάτι µοῦ µαγειρεύει...» , Τ.Γ’, σ.468, στ.3-4) ενώ πιστεύει ακράδαντα ότι ο Θεός
εισακούει τις «φονικές» της ευχές, βλ. σ.471.
255
Τ.Γ’, σ.483, στ. 8-9.
256
Βλ. Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.44. Για αυτό και οι τύψεις της βρίσκουν τελικά διέξοδο στο
υποσυνείδητό της, έκφραση του οποίου είναι τα όνειρα που βλέπει και οι βαθείς εσωτερικοί ήχοι που
ακούει: «αν ο νους έχει παραδοθεί στο δαίµονα της ψευτικής, το «βάθος της ψυχής» µπορεί να
παραµένει αµάλαγο, κι από κει να πηγάσει ο σφαδασµός της ενοχής. Γι’ αυτό και σε κατάσταση
εγρήγορσης πια, όταν βγαίνει από το κατωγάκι στο φως, ακούει «κάτω εις τα βάθη της ψυχής της» το
πένθιµον µινύρισµα του βρέφους», Κ. Παπαγιώργη, Α. Εµµανουήλ Παπαδιαµάντης, ό.π., σ.196.
257
Ψήλωσε τόσο ο νους της, ώστε από τη µια σφετερίζεται τη βούληση και το έργο του Θεού και από
την άλλη αποποιείται τις ευθύνες της.
258
Μια φιλοσοφική ερµηνεία του τρόπου σκέψης της Φραγκογιαννούς προσπαθεί να µας δώσει ο ίδιος
ο συγγραφέας σε ένα άλλο διήγηµα, «Τα δύο κούτσουρα», βλ. Τ. Γ’, σ.626, στ. 17-25.
324
τῆς ἐποχῆς της»259 της φερόταν βάναυσα ως παιδί και ως νεαρή κοπέλα
χτυπώντας και υβρίζοντάς την πολύ συχνά 260.
Η στέρηση της µητρικής αγάπης από την τρυφερή ακόµη ηλικία
στιγµατίζει το νου και τη ψυχή της. ∆εν είναι τυχαίο ότι, όταν την κυνηγούν οι
«ταχτικοί», κρύβεται µέσα σε ένα κογχυλοειδές σπήλαιο (ένα σπήλαιο που
µας παραπέµπει στη µητρική αγκαλιά) και αρχίζει να «ναναρίζεται µόνη
τῆς»261, γιατί άκουγε βαθιά, µέσα στα σωθικά της, τον συνήθη
«κλαυθµυρισµόν νηπίου»262. Ο εσωτερικός αυτός κλαυθµυρισµός φαίνεται
πως είναι το φοβερό, το µόνιµό της παράπονο για τη στέρηση ενός από τα
λίγα πράγµατα που θεωρεί ο άνθρωπος δεδοµένα στη ζωή του: της µητρικής
αγάπης. Και αυτό το παράπονο προσπαθεί µάταια να «κατασιγάσῃ» µε
«ᾆσµα παραπονετικὸν καὶ ρεµβῶδες»263 που η πρώτη του λέξη είναι αυτή
που ήθελε τόσο απελπισµένα κοντά της, αλλά ποτέ δεν είχε πραγµατικά: η
«Μαννούλα» της. Η Χαδούλα είναι σ υ ν α ι σ θ η µ α τ ι κ ά ο ρ φ α ν ή .
Η γραια- ∆ελχαρώ δεν νοιάστηκε ποτέ για τη µοναχοκόρη της και
φρόντιζε να της το δείχνει κάθε στιγµή αφήνοντας σηµάδια πάνω στη ψυχή
και στο σώµα της264. Το επιστέγασµα της µητρικής αστοργίας ήρθε, όταν
έφθασε η στιγµή του γάµου της: µε την ανοχή-συνεργία του πατέρα της, της
έδωσε µόνο µια ετοιµόρροπη οικία, ένα απόµακρο Μποστάνι και ένα
διαφιλονικούµενο χωράφι. Αντίθετα, για τον εαυτό της και τον αδελφό της
κράτησε το µεγαλύτερο και πιο αξιόλογο µέρος της περιουσίας265
προκαλώντας το θυµό και τη ζήλεια της266. Το λάθος της Χαδούλας είναι ότι
έδωσε υπερβάλλουσα αξία στην αδικία αυτή κατά την προικοδοσία της και
στην ανικανοποίητη επιθυµία της για οικονοµική ευµάρεια (στοιχεία που
φανερώνουν την κενοδοξία της και την οδήγησαν και στο πρώτο της σοβαρό
αµάρτηµα, την κλοπή, αρχικά από το κοµπόδεµα του πατέρα της -τον οποίο
259
Τ.Γ’, σ. 418, στ.20-21.
260
Βλ. Τ.Γ’, σ426, στ.5-6.
261
Υποσυνείδητα έχει τόση ανάγκη για αγάπη, που θέλει να επιστρέψει στη βρεφική και τη νηπιακή
ηλικία, όπου τα παιδιά χαίρονται περισσότερο από ποτέ την αγάπη της µητέρας τους, βλ. σχετικά και Ξ.
Κοκκόλη, Για τη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη: 2 µελετήµατα, εκδόσεις Studio University Press,
Θεσσαλονίκη, 1993, σ.58. Ωστόσο, ο κύριος Κοκκόλης επεκτείνει την επιθυµία επιστροφής στη
νηπιακή και βρεφική ηλικία µέχρι την προ της συλλήψεως «ανυπαρξία» αποδίδοντας στη Χαδούλα
αυτοκτονικές τάσεις. Αυτές όµως συνυπάρχουν µε την επιµονή της να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη και να
ξεκινήσει, παρά την προχωρηµένη της ηλικία, «νέον βίον» στη «µεγάλη στεριά», επιβεβαιώνοντας την
άποψη ότι η Γιαννιού διαθέτει µια διχασµένη προσωπικότητα (βλ. Τ.Γ’, σ.513, στ.15-20).
262
Βλ. Τ.Γ’, σ.493, στ.2-18.
263
Τ. Γ’, σ. 493, στ.13-14.
264
Το µόνο που της κληροδότησε ήταν τα µαγικά της φίλτρα και τις γνώσεις τις για τα θεραπευτικά
βοτάνια: φίλτρα και βοτάνια που η Φραγκογιαννού, ως γνήσια απόγονή της, χρησιµοποιούσε δισσώς:
για να θεραπεύει ή για να θανατώνει.
265
Βλ. Τ.Γ’, σ.421. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο αδελφός της Φραγκογιαννούς δεν αναφέρεται σε κανένα
άλλο σηµείο του διηγήµατος, γεγονός που φανερώνει τη διερρυγµένη σχέση ανάµεσα στα δύο αδέλφια.
266
Για τη συµπεριφορά της µάννας ∆ελχαρώς, βλ. και Μ. Γκασούκα, «Οι δευτερεύουσες γυναικείες
µορφές της ‘’φόνισσας’’ του Α. Παπαδιαµάντη», περιοδικό Ρόπτρο, τ.5, σ.16-21. Επίσης Ε. Γ.
Ασλανίδη, Το µητρικό στοιχείο στη φόνισσα του Παπαδιαµάντη: Ψυχαναλυτικό δοκίµιο, εκδόσεις
Ράππα, 1988, σ.15-30.
325
έκλεβε και πριν το γάµο- και στη συνέχεια και από τη µητέρα της267.
Αµάρτηµα σοβαρό, το οποίο ουδέποτε εξοµολογήθηκε, ίσως γιατί δεν το
αισθανόταν ως τέτοιο. Αυτή η ανεξοµολόγητη αµαρτία αποτέλεσε την αρχή
και των υπολοίπων, πιο σοβαρών και επίσης ανεξαγόρευτων, αµαρτηµάτων
της). Αποτέλεσµα αυτού ήταν να ανοίξει τη θύρα στους κακούς λογισµούς
της268, ο πρώτος από τους οποίους ήταν ότι άρχισε να λογαριάζει την αξία
των κοριτσιών υπό το πρίσµα της στέρησης εγκόσµιων αγαθών από τους
γονείς τους. Ενώ τη λύπησε τόσο η στάση των γονέων της, στη συνέχεια όχι
µόνο την αποδέχεται αλλά και την εξωθεί στα άκρα. Αν οι γονείς της,
επιθυµώντας εµπαθώς να κρατήσουν τα κτήµατα, τα αµπέλια, τα σπίτια και
τα χρήµατά τους για τον εαυτό τους, καταδίκασαν την ίδια στην ανέχεια,
εκείνη προχωρεί πολλά βήµατα παραπέρα: από τη µία καταδικάζει µε την
αρρωστηµένη αδυναµία της το Μούρο σε πνευµατικό θάνατο και από την
άλλη φθάνει στο φόνο των κοριτσιών, ώστε να µη τεθεί καν το ζήτηµα της
στέρησης κάποιου αγαθού για χάρη τους269. Αφήνοντας εποµένως τους
κακούς λογισµούς της να χρονίσουν τους επέτρεψε να εξελιχθούν σε
φόνιους270.
Ωστόσο, ο πρώτος της φόνος, αυτός της συνονόµατης εγγονής της,
ίσως έχει ως βαθύτερη αιτία την προσωπική της ταύτιση µε το βρέφος.
Πιθανόν, στον ψηλωµένο της νου η κόρη της ∆ελχαρώ, συνονόµατη της
στρίγγλας γιαγιάς, να ταυτίζεται εµµέσως µαζί της, ενώ η ίδια µε το
νεογέννητο κοριτσάκι. Σκοτώνοντας το -πέρα από τη δήθεν λύτρωσή του από
τα δεινά της ζωής που επικαλείται- σκοτώνει µε έµµεσο τρόπο τον εαυτό της,
267
Βλ. Τ.Γ’, σσ. 430- 431.
268
Την ιδιαίτερη έννοια που έχει ο όρος «λογισµοί» στη θεολογική ορολογία ( την οποία ακολουθεί και ο
Παπαδιαµάντης) αναπτύσσει ο µητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος: «Όταν µιλάµε για λογισµούς
δεν εννοούµε απλώς τις σκέψεις, αλλά τις λογικές εκείνες προτάσεις που συνδέονται µε τις κατάλληλες
εικόνες και τα ερεθίσµατα, που µέσα τους έχουν και τις κατάλληλες προτάσεις. Έρχεται παραδείγµατος
χάριν µια εικόνα που συνδέεται µε τη δόξα, τον πλούτο, την ηδονή. Την εικόνα αυτή την συνοδεύει και
µια σκέψη: ‘’ αν κάνεις αυτό , θα γίνεις και εσύ ένδοξος, θα αποκτήσεις δόξα, θα αποκτήσεις χρήµατα
και δεν θα έχεις ανάγκη από κανένα κτλ’’. Όλο αυτό το πλέγµα λέγεται λογισµός (…). Από το λογισµό
εξελίσσεται η αµαρτία, δηλαδή γίνεται επιθυµία, πράξη και πάθος. Λέγονται λογισµοί γιατί ενεργούνται
µε τη λογική», Μικρά Είσοδος στην Ορθόδοξη Πνευµατικότητα, Αποστολική ∆ιακονία, 1998, σ.121 και
155. Τα δε αίτια των κακών λογισµών, σύµφωνα µε τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, είναι : α) το θέληµα της
σαρκός, β) η φαντασία των αισθητών πραγµάτων, γ) οι προλήψεις της ψυχής και δ) οι προσβολές των
δαιµόνων. Βλ ∆.Χ. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου, ό.π.
σ.65.
269
Αυτό το «κληρονοµικό» µίσος προς την παροχή προίκας, άρα και τον «βραχνά της αποκατάστασης
των κορασίδων» φανερώνει µεταξύ άλλων και τους «γενικούς- διαδεδοµένους- πειρασµικούς-
λογισµούς» , τις «κοινωνικές ιδεοληψίες» µιας ολόκληρης κοινωνίας που οδήγησε τη Χαδούλα, αλλά και
πολλές άλλες ανώνυµες γυναίκες ή άνδρες της εποχής εκείνης στο να σκοτώνουν τα, νεογέννητα κατά
κύριο λόγο, κορίτσια προκειµένου να «γλιτώσουν» από τα αβάσταχτα έξοδα του µελλοντικού γάµου
τους, βλ. Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.164-165 . Επίσης, βλ. Γ. Βαλέτα, « Α. Παπαδιαµάντης: η ζωή -
το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ. 608, όπου δίνονται αναλυτικές πληροφορίες για το
ξεσηκωµό των Σκοπελιτών το 1836 προκειµένου να καταργηθεί ο θεσµός της προίκας που οδηγούσε σε
µυστικές βρεφοκτονίες των θηλυκών νεογνών.
270
«Ἡ ἐπιθυµία (εδώ της οικονοµικής άνεσης) συλλαβοῦσα τίκτει ἁµαρτίαν, ἡ δὲ ἁµαρτία ἀποτελεσθεῖσα
ἀποκύει θάνατον (εδώ θάνατο διπλό: πνευµατικό της Φραγκογιαννούς και σωµατικό των, κατ’ αυτήν,
«διεκδικητριών» της γονεϊκής περιουσίας, θυµάτων της)», Ιακ. 1, 14-15.
326
π ρ ι ν π ρ ο λ ά β ε ι ν α υ π ο σ τ ε ί τ η ν α π ό ρ ρ ι ψ η από τη µάννα
∆ελχαρώ. Είναι τόσο βαθύ το πλήγµα που έχει υποστεί ως βρέφος, νήπιο,
νεαρή κόρη - µια ολόκληρη δηλαδή ζωή- που θα ήθελε να µην έχει ζήσει271.
Για αυτό και αµέσως µετά τη δολοφονία «τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον»272.
Αυτή η αίσθηση οφείλεται όµως και στο εξής: «Πολεµώντας» την απόρριψη
της από τη µητέρα της µε την υβριστική απόρριψη της ίδιας της ζωής
καθίσταται, ούτως ή άλλως, πνευµατικά νεκρή.
Όσον αφορά τώρα τη στάση που κράτησε η ίδια ως µητέρα απέναντι
στις τρεις κόρες της παρατηρούµε τα εξής: παρά την ολοφάνερη αδυναµία
της στο Μιχάλη, φρόντισε αρχικά να προικίσει και να παντρέψει τη µεγάλη της
κόρη ∆ελχαρώ µε µύριες θυσίες αναλαµβάνοντας και υποχρεώσεις που
έπρεπε να έχει τακτοποιήσει ο σύζυγός της. ∆υστυχώς, λόγω αυτής της
διπλής ταλαιπωρίας, αδίκησε στη συνέχεια τις δυο µικρότερες κόρες της, τις
οποίες «σκότωσε» συναισθηµατικά273. Πείθει δια της στάσης της την
«ανδροκόρη» της Αµέρσα να επιλέξει οικειοθελώς να µείνει ανύπανδρη.
Άλλωστε, έβλεπε τις ατελείωτες δυσκολίες που περνούσαν η µητέρα και η
αδελφή της. Η δε µικρή Κρινιώ δεν έχει καν τη δυνατότητα επιλογής, αφού η
µητέρα της, κρατώντας την ίδια εγωιστική και φίλαυτη στάση µε τη δική της
µητέρα, τη ∆ελχαρώ, «δὲν ἔχει σκοπὸν - δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει- νὰ
ὑποφέρῃ διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ καὶ τὸ πολλοστηµόριον ὅσων διὰ τὴν
µεγάλην ἀδελφήν της ὑπέφερε»274. Εκ των υστέρων φυσικά «τιµώρησε» και
την «ευνοηµένη» ∆ελχαρώ πνίγοντας το νεογέννητο παιδί της. Έτσι, η αρχική
«καλή» της συµπεριφορά δίνει τελικά τη θέση της στην αδικία και την
«τιµωρία». Κατηγορεί µια ζωή τη µητέρα της για την ασπλαχνία της απέναντί
της, όταν όµως έρχεται η δική της σειρά να εκφράσει την αγάπη της στα
παιδιά της, επαναλαµβάνει µε διαφορετικό αλλά περισσότερο άσπλαχνο
τρόπο την κακή µητρική συµπεριφορά. Συνεπώς, αφήνει αναξιοποίητη την
δυνατότητα που της δίνεται ως µητέρα να αλλάξει, να αντιστρέψει την
κληρονοµική της ροπή προς το κακό, προς το άδικο κάνοντας τη µεγάλη
στροφή275 προς το καλό, προς την «καλήν ἀλλοίωσιν»276.
271
Κι όµως: όπως αναφέραµε και παραπάνω αυτή η επιθυµία συνυπάρχει µε την επιθυµία µιας νέας
καλύτερης ζωής, που ονειρεύεται να αποκτήσει «πέρα» στη στεριά, όπως επίσης και µε την
προσκόλλησή της στα επίγεια αγαθά, ακόµη και την ύστατη στιγµή του θανάτου της. «- Ὤ! νά τὸ προικιό
µου!» είναι οι τελευταίες της λέξεις. Είναι ένα βήµα προ της αναχωρήσεως της για το βήµα του αιώνιου
Κριτού και εκείνη νοιάζεται ακόµη για τα τετριµµένα της εδώ ζωής. Άλλο ένα σηµείο του φοβερού
διχασµού που προξενεί η εµπαθής ζωή: ο ασθενής άνθρωπος δεν ξέρει πια τι θέλει.
272
Τ.Γ’, σ.453, στ.20
273
∆ες παραπάνω, στην υποσηµείωση Νο. 239 την άποψη του G. Saunier για τις φονικές τάσεις της
Χαδούλας απέναντι στις κόρες της.
274
Τ.Γ’, σ.445,στ.23-25
275
Ή όπως γράφει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής «τήν καλήν ἀντιστροφήν», «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων ἐκατοντας τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100, Νο.νη’. Βλ. αναλυτικά για το θέµα αυτό υποενότητα
3.2. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας
276
Αυτή η αδυναµία της κορυφώνεται τη στιγµή του θανάτου της. Η Φραγκογιαννού µέχρι το τέλος της
µένει στο µεταξύ: θέλει να αποφύγει την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Όµως αµφιβάλλει, εάν είναι έτοιµη να
δεχθεί τη θεία δικαιοσύνη. Πηγαίνει προς τον Αι- Σώστη, αλλά δεν είναι σίγουρη «ἂν εἶχεν εἰλικρινῆ
ἀπόφασιν νὰ ἐξοµολογηθῇ» (Τ.Γ’, σ.515, στ.34-35) Προτιµά την εύκολη οδό του διορατικού παπ’
Ακάκιου ( το όνοµά του δεν είναι τυχαίο γιατί είναι το αντίθετο αυτού που έχει κατακλύσει το νου και την
327
Ενάντια στο συνήθη κανόνα που θέλει τις µητέρες να προτιµούν τους
γιους, η Ασηµίνα έτρεφε παραδόξως µεγάλη αδυναµία προς τη µικρότερη της
κόρη, την Αφέντρα277. Την είχε «χαδούλα και χαδιάρα» και «ἔτρεφε µητρικὴν
φιλοδοξίαν»278 να την παντρέψει πλουσιοπάροχα µετά την επιστροφή του
δεύτερου γιου της από την Αµερική. Έτσι, µεγάλωσε την κόρη της «µε την
ἰδέαν ταύτην», φυτεύοντας στη ψυχή του αθώου ακόµη κοριτσιού το αγκάθι
της κενοδοξίας. Ακόµη και όταν η µικρή ακόµη Αφέντρα αρρώστησε σοβαρά,
η µητέρα της την παρηγορούσε µε το «ξυπνητό ὄνειρο» της επανόδου του
αδελφού της και του επακόλουθου «βασιλικού» γάµου της. Τα χρόνια
πέρασαν και η εικοσάχρονη πια κοπέλα, συνεπικουρούµενη πάντα από την
αιθεροβάµονα µητέρα της, εξακολουθούσε να ελπίζει στην έλευση του
«πλούσιου» αδελφού. ……
Τελικά το θαύµα έγινε και ο πολυαναµενόµενος αδελφός επέστρεψε
φέρνοντας µαζί του «ὅλας τὰς µικρὰς οἰκονοµίας του». Όµως ο Θανάσης είχε
επιστρέψει άρρωστος και µάλιστα βαριά. Όλο το χωριό µόλις τον είδε «ἰσχνὸ
καὶ κάτωχρο» εννόησε πως «δὲν ἔµελλε νὰ νυµφευθῇ εἰς αὐτὸν τὸν
κόσµον»279. Μόνη η µητέρα του δεν το αντιλήφθηκε δίνοντας του φρούδες
ελπίδες περί ταχείας θεραπείας και υποσχόµενη σύντοµο γάµο του.
Την ίδια στιγµή, µαζί µε τις «εξαδέλφες» της280 επιλέγει το µέλλοντα
γαµπρό της µε γνώµονα την «έξωθεν καλήν µαρτυρία» και το επάγγελµα του.
ψυχή της, του καθεαυτό κακού) που µπορούσε να κάνει αυτό που δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνη: να
διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις της, τους καλούς από τους κακούς λογισµούς της, πριν οι
τελευταίοι «καταπιούν» τους πρώτους λαµβάνοντας την απόλυτη κυριαρχία. Όταν όµως προηγουµένως
της δίνεται η µεγάλη ευκαιρία να εξοµολογηθεί στον πάτερ Ιωάσαφ, εκείνη την αφήνει αναξιοποίητη
αναφερόµενη µόνο αόριστα στα «βάσανα», τα «πάθια» και στη «µεγάλη φουρτούνα και λιγοψυχιά» που
τη βρήκε αποφεύγοντας να δώσει διευκρινήσεις (βλ. Τ.Γ’, σ. 503, στ.25-33 και σ.504, στ.1-22). Αρνείται,
εποµένως, να πιει το «ὕδωρ τῆς ζωῆς» που της προσφέρθηκε «πλησίον τῆς δροσερᾶς πηγῆς » όπου
συναντήθηκε µε τον πατέρα. Προς το τέλος του διηγήµατος πηγαίνει «ἀποφασιστικῶς» προς τον Αϊ-
Σώστη για να εξοµολογηθεί: «Καιρός µετανοίας πλέον» (Τ.Γ’, σ.516, στ.13). Η βοήθεια και η σωτηρία
όµως που προσδοκά να βρει από τον εξοµολόγο πατέρα Ακάκιο είναι σωµατική: ήλπιζε ότι θα την
έκρυβε στο µοναστήρι και µε την πρώτη ευκαιρία θα τη φυγάδευε µε κάποιο διερχόµενο πλοίο (βλ. Τ.Γ’,
σ. 516, στ. 1-8). Τέλος, την ώρα του θανάτου της, ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τους τακτικούς και
την επακόλουθη τιµωρία της και, ενώ ο δια πνιγµού θάνατός της είναι προ των πυλών, εκείνη βλέπει
το χέρσο µποστάνι της και αναλογίζεται πικρά και ειρωνικά: «Ὤ! νά τὸ προικιό µου!» (Τ.Γ’. σ.520,
στ.12) ενθυµούµενη τη γονεϊκή αδικία που υπέστη. Και πάλι τα εγκόσµια, τα τετριµµένα πάνω από την
ουσία, την οσονούπω παράδοση της ψυχής της εις τους πόδας του Κτίστη. Έτσι, παραµένει, ψυχή τε
και σώµατι στο µεταξύ, µε µόνο το άπειρο έλεος του κρυφιογνώστη Κυρίου να αφήνει ανοιχτή την
ελπίδα για το δυστυχές πλάσµα που µέχρι τέλους πίστευε πως ό,τι έκανε «δὲν τὸ ἔκαµε γιὰ κακὸ». Για
τους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους µε τους οποίους έχει ερµηνευθεί το τέλος της Φόνισσας
παραπέµπουµε στο άρθρο της Ρ. Ζαµάρου, « Η µεγάλη φουρτούνα της Φραγκογιαννούς»,Ο Πολίτης,
τ. 80-81, Σεπ- Οκτ 2000, σ.46-50 και σ.55-60.
277
Στο διήγηµα « Ἡ τύχη ἀπ’ τὴν Ἀµέρικα», Τ.Γ’., σ.333 - 352.
278
Τ.Γ’, σ.337, στ.20- 21.
279
Τ.Γ’, σ.342, στ.5-6.
280
Οι διφορούµενες, ανώνυµες αυτές «εξαδέλφες» της Ασηµίνας µοιάζουν µε «δαιµονιακό χορό» που
αποφασίζει αυθαίρετα και µε βάση το συµφέρον για το µέλλον των ανιψιών τους. Αυτές είχαν βρει λίγα
χρόνια νωρίτερα «καλόν νέον καὶ προκοµµένον» για την πρωτότοκη κόρη της Ασηµίνας, την
αδικοχαµένη Λενιώ και οι ίδιες δε δίστασαν να του δώσουν τελικά τη τριτότοκη της κόρη, τη Μαργαρώ,
όταν εκείνος της έδειξε την προτίµησή του. Τώρα αποφασίζουν πάλι για την «τύχη» της νεαρής
328
Αφέντρας. Η δε Ασηµίνα, που ως µητέρα θα έπρεπε να έχει µαζί µε τον πατέρα τον πρώτο λόγο, άγεται
και φέρεται από τις προειληµµένες, καθώς φαίνεται, αποφάσεις τους (βλ. Τ.Γ’, σ.336-337 και σ.342).
281
Τ.Γ’, σ.346, στ.26-38 και σ.347, στ.1-2. Λίγο µετά από τα λόγια αυτά η Ασηµίνα φαίνεται να
συνειδητοποιεί προς στιγµήν την πραγµατικότητα. Έτσι προτρέπει τα άλλα δύο της παιδιά να
σεβαστούν τον ασθενή αδελφό τους που έχασε την υγεία του και να τον αφήσουν « ν' ἀνασάνῃ, νὰ πάρῃ
ἀέρα, ποὺ ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο, κι ἀνάλυσε, σὰν τὸ κερί, τὸ παιδάκι µου!»(Τ.Γ’, σ.347, στ.15-16).
.
Είναι το πιο σαφές προµήνυµα για τον επικείµενο θάνατο του Θανάση. Κι όµως την επόµενη κιόλας
µέρα βυθίζεται ξανά στην τρυφή του ονειρεµένου γάµου της κόρης της.
282
Όπως και της πολύπαθης Φραγκογιαννούς.
329
τῆς θυγατρός της»283. Ωθούµενη δηλαδή από την προσωπική της φιλαυτία και
φιλοδοξία, έπλασε µέσα στο µυαλό της µια ιδεατή κατάσταση τέτοια που
περιθωριοποίησε το τραγικό γεγονός της κατεστραµένης υγείας του, ακόµη
και του θανάτου του. Υπό το καθεστώς της πνευµατικής αυτής αλλοίωσης,
δίνει ξεκάθαρα περισσότερη βαρύτητα στον επιδεικτικό- κοσµοκεντρικό γάµο
της κόρης της και τις «χαρές» που αυτός συνεπαγόταν παρά στο θάνατο του
γιου της, του ευεργέτη της µικράς αδελφής και εν γένει της οικογένειας.
Εξαρτά, εποµένως, την αγάπη και το ενδιαφέρον της για τα παιδιά της από τη
δυνατότητα τους να της προσφέρουν προσωπική ευχαρίστηση και καλή
«έξω» εικόνα στην τοπική κοινωνία. Παραµένει πεισµατικά παραδοµένη στα
εγκόσµια, στην πρόσκαιρη τρυφή και χαρά και κωφεύει οικειοθελώς απέναντι
στην πραγµατικότητα του θανάτου, που είχε χτυπήσει ήδη δύο φορές την
οικογένειά της- αφού είχε χάσει στο παρελθόν δύο από τις κόρες της- και η
οποία της υπενθύµιζε επανειληµµένως την µαταιότητα των εγκοσµίων284.
∆υστυχώς αυτή τη νοοτροπία µετέδωσε και στα άλλα της παιδιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο µεγάλος της γιος, ο Στάθης, ο οποίος
επιδεικνύει µια πρωτοφανή φιλαργυρία αρπάζοντας τα χρήµατα του
ετοιµοθάνατου αδελφού του από το προσκεφάλι του, ενώ το ίδιο επιδίωξε να
κάνει προηγουµένως και η µικρή της κόρη, η Αφέντρα, για χάρη της οποίας η
µητέρα στέρησε από το νεκρό αδελφό της το πένθος που του άρµοζε285.
Η αγάπη ενός γονιού προς το παιδί του είναι κάτι το φυσιολογικό και
αναµενόµενο. Ωστόσο, όταν το παιδί δεν είναι βιολογικά δικό του, αυτό δεν
είναι δεδοµένο. ∆εν είναι λίγες όµως οι φορές που θετοί γονείς, πατριοί ή
µητρυιές, κατόρθωσαν να αγαπήσουν τα παιδιά των συζύγων τους σαν δικά
τους παιδιά. Ακόµη και εντελώς ‘’ξένοι’’ άνθρωποι προσέφεραν πατρική ή
µητρική στοργή σε φτωχά παιδιά ή παιδιά των οποίων οι γονείς για ποικίλους
λόγους αδυνατούσαν να τους προσφέρουν τη φροντίδα που χρειάζονταν.
Στο διήγηµα οι «Φιλόστοργοι» βλέπουµε κάτι ασυνήθιστο για την
εποχή εκείνη: δύο οικογένειες υιοθετούν µικρά παιδιά από το «Νηπιακόν
Ὀρφανοτροφείον» - για το οποίο γράφει χαρακτηριστικά ο Παπαδιαµάντης ότι
πολλοί «φοβοῦνται νὰ διέλθωσιν ἔξωθεν τοῦ ἱδρύµατος ἐκείνου, καὶ δὲν
ἠξεύρουν ποῦ τῶν Ἀθηνῶν κεῖται»286 καυτηριάζοντας την κοινωνική
αναισθησία - και τα µεγαλώνουν µε τόση αγάπη σαν να είναι πραγµατικά
τους παιδιά. Πρόκειται για φτωχές οικογένειες, οι οποίες µε δυσκολία τα
283
Τ.Γ’, σ.352, στ.1-4.
284
Με άλλα λόγια, η µητέρα αυτή δε διαθέτει τη σωτήρια µνήµη θανάτου.
285
Για τη στάση που κρατούν τα δύο αδέλφια απέναντι στον ετοιµοθάνατο αδελφό τους θα µιλήσουµε
εκτενώς στην υποενότητα 2.4.1. του παρόντος κεφαλαίου.
286
Τ.Γ’, σ.101, στ.11-12. Ανάλογη είναι και η περίπτωση της δεύτερης αδελφής του µπαρµπα- Γιαννιού
στη «Μαυροµαντηλού», η οποία αγάπησε τόσο την κόρη του συζύγου της, ώστε «ἀποθανοῦσα
ἐκληροδότησεν ἐκ τῆς πτωχικῆς προικός της εἰς τὴν προγονὴν τὸν οἰκίσκον καὶ τὴν ἄµπελον, ἀφήσασα
τὸν ἐλαιῶνα µόνον εἰς τὰς ὀρφανὰς ἀνεψιάς της» (Τ.Β’, σ.158, στ.2-4). «Αδίκησε» δηλαδή τις εξ’ αίµατος
ανιψιές της για χάρη της «ξένης» πρόγονής της.
330
287
Τ.Γ’, σ.98, στ.14-18 Την ίδια πατρική αγάπη φαίνεται πως διέθετε και ο κυρ- Μόσχος για την ανιψιά
του Μοσχούλα: « Ὁ κὺρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τὴν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον µικρὸν πύργον µαζὶ µὲ τὴν
ἀνεψιάν του τὴν Μοσχούλαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδὴ ἦτον χηρευµένος καὶ ἄτεκνος. Τὴν εἶχε
προσλάβει πλησίον του, µονογενῆ, ὀρφανὴν ἐκ κοιλίας µητρός, καὶ τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο θυγάτηρ του»
(«Ὁνειρο στο κύµα», Τ.Γ’, σ.263, στ.22-26).
288
Βλ.Τ.Γ’, σ.99, στ.19.
289
Τ.Γ’, σ.102, στ.24-30 και σ.103, στ.1-3.
331
Την ίδια ακριβώς αγάπη προσέφερε όχι σε δύο, αλλά σε πέντε παιδιά
και ένας άλλος ήρωας, ο µπαρµπα Στέργιος ο Παρκιώτης. Αν και ήταν
προχωρηµένης ηλικίας και είχε υιοθετήσει από το «ἐκθετοτροφεῖον» ήδη τρία,
αποφάσισε να υιοθετήσει άλλα δύο. Ήταν τόσο φτωχός, ώστε είχε ανάγκη
ακόµη και τις 15 δραχµές που του έδιναν ως βοήθηµα. Η ένδειά του όµως δεν
τον εµπόδιζε να τα υπεραγαπά και να τα πονάει ως δικά του παιδιά µαζί µε τη
σύζυγό του που δεν ήθελε µε τίποτα να τα αποχωρισθεί. Για αυτό και
εργαζόταν σκληρά κουβαλώντας στις πλάτες του υπέρογκο σάκκο µε λάχανα
ή χόρτα που πουλούσε στο Νικόλα το Μανάβη, προκειµένου να θρέψει την
πολυµελή πλέον οικογένειά του. Η αξιοθαύµαστη αυτή εκδήλωση αγάπης και
αυτοθυσίας, που κύρτωσε το σώµα του αλλά «ίσιωσε» για πάντα τη ψυχή
του, προσφέρει στο συγγραφέα την πεποίθηση ότι ο αγαθός αυτός γέροντας,
ο οποίος πλέον αναπαύθηκε, γεύεται τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας.
∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι παρά την τότε αυστηρή και
πατριαρχική δοµή της οικογένειας που ήθελε τον πατέρα αποστασιοποιηµένο
290
Βλ. Τ.Γ’, σ.102, στ.5.
291
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 9,
Νο.ξα’.
292
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τέταρτη»,ό.π., σ.51, Νο.ρ’ και Α’ Ιω.
δ’, 8. Επίσης, και οι αδελφοί Ξανθόπουλοι επισηµαίνουν πως «ἀγάπη, κατὰ µὲν τὴν ποιότητα, ὁµοίωσις
. .
Θεοῦ καθόσον ἐφικτὸν βροτοῖς κατὰ δὲ ἐνέργειαν µέθη ψυχῆς κατὰ δὲ τὴν ἰδιότητα, πηγὴ πίστεως,
.
ἄβυσσος µακροθυµίας, θάλασσα ταπεινώσεως ἀγάπη ἐστὶ κυρίως ἀπόθεσις παντοίας ἐναντίας ἐννοίας,
εἴπερ ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακὸν», Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθόπουλων, «Μέθοδος και Κανών
σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.283, Νο. Ϟ’.Βλ. και Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίµαξ, Λόγος Λ’,
PG88, 1156B.
332
από τα παιδιά του- τα δικά του παιδιά, πόσο µάλλον τα υιοθετηµένα- οι δύο
αυτοί πατέρες ξεφεύγουν πέρα για πέρα από τα στείρα κοινωνικά ταµπού και
εκφράζουν στα υιοθετηµένα τους παιδιά την ίδια αγάπη και ευσπλαχνία που
δείχνει ο Θεός Πατέρας µας προς όλους.
293
Τ.Γ’, σ.136, στ.15-24.
294
Βλ. σχετικά και τις συµβουλές του γέροντος ΠαΪσίου προς τις γυναίκες που δεν έχουν παιδιά, στον
Τόµο ∆’: Οικογενειακή Ζωή, Ι. Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Πρόδροµος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης,2002,
σ.81-82.
295
Κάτι που όπως θα δούµε παρακάτω συνέβη σε δύο άλλες µητριές: στη Νταντώ στην
«Ἀσπροφουστανούσα» και στη µεφιστοφελική Καραµσαλίνα στη «Στοιχειωµένη καµάρα».
296
Τ.Γ’, σ.136, στ.25-26.
297
Βλ. Τ.Γ’, σ.133, στ.7-11 και σ. 137, στ.4-6.
333
Η φιλαυτία αυτή άνοιξε την πόρτα και σε ένα άλλο φοβερό πάθος, την
οργή. Αυτή την παρακίνησε να έρθει σε τέτοια σύγκρουση µε την άλλη του
θεία, ώστε να φτάσει στο σηµείο να της κόψει µε τα δόντια της ένα κοµµάτι
από το φρύδι της. Πέφτοντας στην παγίδα του πονηρού, ξεχνάει το κοινό
ενδιαφέρον της ίδιας και της άλλης του θείας και τον κοινό τους σκοπό, την
ευτυχία του. Για αυτό προβαίνει σε ανεπίτρεπτες πράξεις. Μέσα σε µια στιγµή
παραδίδεται σε πάθη που υποβιβάζουν όλες τις θυσίες που έκανε τα
περασµένα χρόνια για να µεγαλώσει τον ορφανό ανιψιό της. Ακόµη κι όταν,
µε παρότρυνση του αγαπηµένου ανιψιού, ζητάει συγχώρηση αυτή είναι
υποκριτική και η συµφιλίωσή της µε την αντίζηλο θεία χαρακτηρίζεται ως
«πρόσκαιρος λυκοφιλία».
Σε αυτό το διήγηµα βλέπουµε λοιπόν ανθρώπους, οι οποίοι, ενώ
διαπράττουν καλές πράξεις (ανατροφή ενός ορφανού συγγενούς παιδιού,
φροντίδα για την αποκατάστασή του) παραµένουν ταυτόχρονα παραδοµένοι
σε πάθη, τα οποία αλλοιώνουν αυτές τις καλές πράξεις και δεν τους
επιτρέπουν να εφαρµόσουν πραγµατικά το θέληµα του Θεού στη ζωή τους.
Μας δείχνει δηλαδή πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραµµή µεταξύ καλού
και κακού και πόσο εύκολο είναι να υποκύψει κάποιος στο κακό µέσα σε µια
στιγµή, ακόµη κι αν αγωνίζεται µια ζωή για να διαπράξει το καλό. Με αυτόν
τον τρόπο έµµεσα µας παροτρύνει να είµαστε πολύ προσεκτικοί,
προκειµένου να µη χάσουµε το µισθό των καλών έργων.
Αληθινή αγάπη και στοργή προς τα πνευµατικά της παιδιά έδειχνε και
η θεια- Σοφούλα Κωνσταντινιά στην «τελευταία βαπτιστική». Αν και δεν είχε
ιδιαίτερη οικονοµική άνεση, έφτασε στο σηµείο να βαπτίσει σαράντα νήπια,
µόνο και µόνο για να µη στεναχωρήσει τους γείτονες και συγγενείς που την
παρακαλούσαν. Η αιτία ήταν ότι «ὅτι εἶχε καλὸ χέρι» και «εἶχε πάρει καλὸ
ὄνοµα, ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυµβήθρας»308,
γεγονός σπάνιο για την εποχή εκείνη. Σε αυτό φυσικά συνέβαλε και η αγαθή
της διάθεση, αφού, παρόλες τις διαµαρτυρίες του συζύγου της, εκείνη
εξακολουθούσε µε χαρά να βαπτίζει. Αν και το οικονοµικό βάρος δεν ήταν
διόλου ευκαταφρόνητο, εκείνη όχι µόνο βάπτιζε τα παιδιά, αλλά τα φρόντιζε
σαν δεύτερη µητέρα τους: «ὡµοίαζε µὲ τὴν ἐπιµελῆ ἀνθοκόµον, ἥτις δὲν
ἀρκεῖται νὰ φυτεύῃ µόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει.
Ἠγάπα τὰ πνευµατικά της τέκνα ὡς τέκνα της ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ
εκκλησία είναι επίσης προβληµατική, αφού σκανδαλίζεται µε το παραµικρό, παραβλέποντας την ουσία
και δίνοντας υπερβάλλουσα σηµασία σε δευτερεύοντα περιστατικά. Αυτή η νοοτροπία της φανερώνει
την αστοχία της συγκεκριµένης γυναίκας να έχει µια σωστή επικοινωνία µε το Θεό µε αποτέλεσµα να
µην έχει καλή επικοινωνία ούτε µε τους ανθρώπους. Έτσι, παρά την καλή της διάθεση και τη δίψα της
για συντροφιά, δεν κατάφερε να δώσει την αγάπη που χρειαζόταν τα υιοθετηµένα της παιδιά και
«έσπειρε ό,τι θέρισε» µένοντας στο τέλος µόνη και έρηµη, ασχολούµενη µε τις υποθέσεις των άλλων
για να ξεχάσει το δικό της καηµό.
307
Τ.∆’, σ.59, στ. 14-15.
308
Τ.Β’, σ.89, στ.15-17.
336
309
Τ.Β’, σ. 90, στ.1-4.
310
Τ.Β’, σ.91, στ.28.
311
Τ.Β’, σ.91, στ.25-26.
312
Βλ. π.χ. τις αυστηρές εντολές που δίνει σε µια άλλη βαφτιστική της , την Αθηνιώ, σχετικά µε τη
φροντίδα του µικρού νηπίου, Τ.Β’, σ.92, στ.11-24.
313
Βλ. Τ.Β’, σ. 94, στ.5-6.
337
Μια ξεχωριστή θέση στη χορεία των γυναικών που εξετάζουµε έχει και
η γραια- Φωτεινή στο «Θέρος- Ἔρος». Η «οἰκογενῆς» αυτή «δούλη», που
βιώνει την εν Χριστώ ελευθερία της ανιδιοτελούς αγάπης, υπηρέτησε τρεις
γενιές µιας πλούσιας οικογένειας. Παρόλο που ποτέ δεν εκτιµήθηκε ως
έπρεπε από την κυρία της314, ανέθρεψε «µετὰ στοργῆς καὶ ἀφοσιώσεως» τα
παιδιά της επιδεικνύοντας µια θαυµαστή αυτοθυσία. Αν και είχε
αρραβωνιασθεί, όταν ήταν νέα, αποφάσισε µετά τον πρόωρο χαµό του
αρραβωνιαστικού της να µην παντρευτεί κρατώντας ακόµη και µετά από
σαράντα χρόνια το πένθος του. Έστρεψε όλη την αγάπη και το ενδιαφέρον
της στα παιδιά της κυρίας της, τα οποία µεγάλωσε σαν να ήταν δικά της.
Θυσίασε την προσωπική της ζωή και ευτυχία για να φροντίσει την κυρία και
την οικογένειά της κάνοντας το καλύτερο δυνατό ως µια απλή «θεραπαινίδα».
Όταν µάλιστα η αγαπηµένη της Ματή άρχισε να κρατάει µυστικά,
στεναχωρέθηκε ιδιαιτέρως αναρωτώµενη εάν στο µέλλον και τα υπόλοιπα
αδέλφια της «τάχα θὰ τὴν ἀγαποῦν ἕως τέλους καὶ αὐτά, τάχα θὰ
ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν πάντοτε ἐµπιστοσύνην πρὸς τὴν γηραιὰν καὶ
ἀφωσιωµένην θεραπαινίδα, τὴν ἄγευστον πάσης χαρᾶς καὶ ἡδονῆς ἐν τῷ
κόσµῳ, πλὴν τῆς ἐκ τῆς αὐτοθυσίας καὶ ἀφοσιώσεως»315. Η αγωνία της
δηλαδή είναι µήπως χάσει την εµπιστοσύνη των παιδιών, για την οποία
πάσχισε τόσα χρόνια. όπως ακριβώς και µια αληθινή µητέρα.
Πρόκειται για µια γυναίκα απόλυτα αφοσιωµένη σε παιδιά που δεν
είναι δικά της, αλλά βρίσκονται µέσα στην καρδιά της. Είναι µάλιστα
αξιοσηµείωτο ότι η πραγµατική τους µητέρα, «πάσχουσα διαρκῶς χωρὶς νὰ
εἶναι ἀσθενής»316, δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου µαζί τους επαναπαυόµενη
στις αδιάλειπτες υπηρεσίες της γραίας Φωτεινής. Επιδεικνύοντας τη γνωστή
φιλαυτία των περισσοτέρων ευκατάστατων γυναικών, φαίνεται πως
ασχολούνταν περισσότερο µε τον εαυτό της παρά µε τα παιδιά της. Έτσι, τη
θέση της παίρνει η πτωχή της θεραπαινίδα, η οποία, αν και στερήθηκε τη
314
Βλ. Τ.Β’, σ.203, στ.28-32.
315
Τ.Β’, σ. 204, στ.10- 13.
316
Τ.Β’, σ.188, στ.9-10.
338
χαρά του γάµου και της οικογένειας, αναλαµβάνει ανιδιοτελώς και χωρίς ίχνος
ζηλοτυπίας την ανατροφή των τέκνων της. Αυτή η αξιοθαύµαστη
αυταπάρνησή της κατά κόσµον µοναχής Φωτεινής θα µπορούσε να συγκριθεί
µε την αντίστοιχη αυταπάρνηση που συστήνεται στους κανονικούς µοναχούς:
«Τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτόν, τοῦτο νόµιζε εἶναι. τὸ ἔκδοτον εἰς ἅπαν τῇ
ἀδελφότητι παρασχεῖν καὶ θελήµατι ἰδίῳ παντάπασι µὴ στοιχεῖν, µήτε τινὸς
κύριον εἶναι, ὅτι µὴ τοῦ ἐνδύµατος µόνου. ἵνα πάντοθεν ἄνετος ὤν, τῶν
ἐπιταττοµένων αὐτῷ µόνων µετὰ χαρᾶς ἔχηται (…) µὴ δόξαν, µὴ τιµήν, µὴ
ἔπαινον τό γε ἐκείνου, ἐπὶ τῇ διακονίᾳ ἢ πολιτείᾳ, παρὰ τῶν ἀδελφῶν
ποριζόµενος (…) ἀλλ’ ὀφειλέτην ἑαυτὸν διὰ παντὸς ἡγούµενος τῆς ἐν ἀγάπῃ
τέ καὶ ἁπλότητι πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς διακονίας»317. Κατ’ αντιστοιχία, και η
Φωτεινή διακονεί ανιδιοτελώς όλη την οικογένεια µε αγάπη και απλότητα.
Η έµµεση «αντικατάσταση» της µητέρας των παιδιών από τη Φωτεινή,
η οποία τα αναθρέφει µε περισσή αγάπη, έχει πολλαπλά οφέλη για τα παιδιά.
Από τις λίγες αναφορές που έχουµε στη συµπεριφορά τους φαίνεται πως
είναι χαρούµενα και ευτυχισµένα. Αν και δεν το αναφέρουν ξεκάθαρα, µέσα
στην ψυχή τους τρέφουν βαθιά εκτίµηση για τη φιλόστοργη κουβερνάντα
τους. Εξωτερική έκφραση αυτής της εκτίµησης είναι το στεφάνωµα της µε ένα
όµορφο στεφάνι «ἐξ ἀγραµπελιᾶς καὶ µὲ ρόδα καὶ µὲ ἄγρια ἄνθη
πεπλεγµένα»318. Αυτό το στεφάνι, που παροµοιάζεται µε παρθενικό στέφανο,
είναι ίσως η καλύτερη επιβράβευση για τη στοργή και την αφοσίωση που
έδειξε όλα αυτά τα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα είναι και µια πρόγευση του
αιώνιου στεφάνου που της αρµόζει. Παρόλο, εποµένως, που θα το στερηθεί,
λόγω ηλικίας, κατά την κηδεία της καλλιεργείται η βεβαιότητα ότι θα το λάβει
ως πραγµατικά άξια και ταπεινή δούλη του Κυρίου στη Βασιλεία Του.
317
Παράφρασις Συµεών του Μεταφραστού, «Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ’,
σ. 173- 174, Νο.η’. Για τη σηµασία που έχει η αυταπάρνηση στη σωτηρία της ψυχής βλ. του ιδίου, ό.π.
σ.192-193, Νο.νδ’ και νε’.
318
Τ.Β’, σ.191, στ.35 και σ.192, στ.1-2.
319
Τ.Β’, σ.157, στ.28.
339
προγονὴν τὸν οἰκίσκον καὶ τὴν ἄµπελον, ἀφήσασα τὸν ἐλαιῶνα µόνον εἰς τὰς
ὀρφανὰς ἀνεψιάς της»320 .
Πραγµατικά, λίγοι άνθρωποι έχουν το ψυχικό µεγαλείο να αγαπήσουν
πραγµατικά ένα παιδί που δεν είναι δικό τους και το οποίο αρχικά δεν είχαν
επιλέξει να υιοθετήσουν ή – όπως στο διήγηµα- να αναθρέψουν. Αρκετοί ίσως
να το έβλεπαν ως φόρτωµα ή να εκδήλωναν ενδόµυχα ένα είδος ζήλειας.
Αυτό όµως δεν συνέβη στην ταπεινή γυναίκα, η οποία αφοσιώθηκε αληθινά
στο κορίτσι αυτό. Παραµέρησε ακόµη και τις εξίσου πτωχές και ορφανές
ανιψιές της θεωρώντας µεγαλύτερη αδικία να αφήσει χωρίς κάποιο οικονοµικό
στήριγµα την πρόγονή της. Για αυτό της φέρθηκε ως µια πραγµατική µητέρα,
ευσπλαχνική και καλοκάγαθη321.
320
Τ.Β’, σ.158, στ.2-4.
321
Παρόµοιο τρόπο σκέψης διέθετε και η Ρηνούλα στα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», η οποία, παρόλο που
είχε ήδη ένα δικό της παιδί και, ενώ την είχε εγκαταλείψει ο σύζυγός της, σπλαχνίσθηκε και υιοθέτησε
ένα τελείως ξένο βρέφος, το οποίο είχε αφήσει στα χέρια της η αλλοδαπή µητέρα του. ∆είχνοντας
περισσή µεγαλοψυχία, αφού και η ίδια ανταποκρινόταν µε δυσκολία στις ποικίλες βιοτικές ανάγκες της
οικογένειάς της, αποφάσισε να χαρίσει στο ξένο αυτό παιδάκι (το οποίο σηµειωτέον ήταν και κοριτσάκι
και εποµένως ένα πρόσθετο βάρος κατά την ισχύουσα άποψη της εποχής) τη µητρική αγάπη που
ειδάλλως θα στερούνταν (Τ.∆’, σ.389-390). Το νήπιο µάλιστα, αναγνωρίζοντας υποσυνείδητα την
ευεργεσία που είχε δεχθεί, εκδήλωνε µια θαυµαστή συµπεριφορά για την ηλικία του υπακούοντας άµεσα
στις εντολές της θετής µητέρας του. Έτσι, της προσέφερε µια ηθική ανταµοιβή για τη θαρραλέα επιλογή
της να το κρατήσει και να το µεγαλώσει, παρά τις πολλαπλές αντιξοότητες.
Στο ίδιο διήγηµα γίνεται αναφορά και στην υιοθεσία ενός άλλου κοριτσιού, της µικρής Αγγελικής
από ένα άτεκνο φιλικό ζευγάρι του Παπαδιαµάντη. Το απλοϊκό αυτό ανδρόγυνο µεγάλωνε ως δικό του
παιδί το κοριτσάκι προσφέροντάς του την καλύτερη δυνατή ορθόδοξη ανατροφή µια και
παρακολουθούσαν όλες σχεδόν τις λειτουργίες του ενοριακού τους ναού. Αναφέρεται µάλιστα
χαρακτηριστικά ότι η σύζυγος του κυρ Νικόλα του Μπούκη αγαπούσε τη µικρή «ὡς νὰ ἦτο γέννηµα τῶν
σπλάγχνων της, ἴσως καὶ περισσότερον» (Τ.∆’, σ.393, στ.6-7). H υπερβάλλουσα αυτή αγάπη φανερώνει
το µεγαλείο ψυχής αυτής της ταπεινής γυναίκας που, ανεπηρέαστη από την αδυναµία της να αποκτήσει
δικό της παιδί, χάρισε τη µητρική στοργή και φροντίδα στην ορφανή Αγγελικούλα. Φαίνεται µάλιστα ότι
µέσα στη ψυχή και την καρδιά τους τη θεωρούσαν πραγµατικό τους παιδί, αφού δεν της αποκάλυψαν
ποτέ ότι είναι υιοθετηµένη (βλ. Τ.∆’, σ.391, στ.17-19). Για αυτό και ο πόνος τους ήταν εξαιρετικά
µεγάλος όταν την έχασαν λόγω ασθενείας.
340
322
Η ευθύνη της µητέρας της είναι πραγµατικά µεγάλη. Η µεγαλοµανία της, η οίηση και οι
υπερβάλλουσες προσδοκίες που είχε για την κόρη της διαστρέβλωσαν τη λογική της και την οδήγησαν
σε µια λανθασµένη νοοτροπία που µετέδωσε και στο παιδί της τρέφοντας υπερµέτρως τον εγωισµό και
την κενοδοξία της. Με το πέρασµα των ετών, αυτή η η εµµονή της γηραιάς γυναίκας εξελίχθηκε στο
πάθος της αλαζονείας κάνοντάς την να πιστεύει ακράδαντα ότι η κόρη της, χωρίς µάλιστα τη θεϊκή
βοήθεια, θα µπορούσε να τεκνοποιήσει παρά την προχωρηµένη της ηλικία. Με τη στάση της
αποµακρύνει ακόµη περισσότερο την κόρη της από τα δύο παιδιά του συζύγου της ευχόµενη
ενδοµύχως - κάτι που υπονοείται αν και δεν αναφέρεται ρητά- το θάνατό τους. ∆υστυχώς η «ευχή» της
πραγµατοποιείται.
323
Τ.∆’, σ.562, στ.16-18.
324
Για την σοβαρότητα του πάθους της υπερηφάνειας γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Η περηφάνεια
αποτελεί ‘’δαιµονιώδες ήθος’’. Πατέρας της είναι ο διάβολος. Αυτή υπήρξε η αιτία της πτώσεώς του,
όπως και της πτώσεως του ανθρώπου που απατήθηκε από αυτόν (…). Αυτή αποτελεί τη µόνιµη απειλή
.
της ανθρώπινης ζωής. Βρίσκεται στη ρίζα όλων των τραγωδιών του ανθρώπινου γένους είναι η ουσία
του άδη», Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ.278.
325
Τ.∆’, σ.564, στ.2-13.
341
326
Η προτίµηση στα λευκά ρούχα οφείλεται στην ενδόµυχη επιθυµία της να φαίνεται νεώτερη. Στην
ουσία όµως αποτελούν έναν αποτυχηµένο τρόπο να καλύψει τον «µαύρο» εσωτερικό της κόσµο.
327
Βλ.π.χ. Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.102, στ.30.
328
Πρόκειται για τα συνήθη σχόλια που γίνονται, όταν µια γυναίκα καθυστερεί πολύ να παντρευτεί.
329
Επειδή, σύµφωνα µε τους Πατέρες, τα πάθη της κενοδοξίας και της ανθρωπαρέσκειας είναι
δυσδιάκριτα, για αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην αντιµετώπισή τους. Συµβουλεύουν λοιπόν
όποιον πειράζεται από αυτά «µὴ τὸν συνδυασµὸν ἐτάζειν ἢ τὴν συγκατάθεσιν φεύγειν, ἀλλ’ αὐτὴν τὴν
.
προσβολὴν ὡς συγκατάθεσιν λογίζεσθαί τε καὶ φυλάττεσθαι (…)ταύτην δὲ ( ἔνν. τὴν ὑπερηφάνιαν) ὁ
.
προσλαβόµενος, δυσανακλήτως, µᾶλλον δὲ καὶ ἀνιάτως ἔχει διαβολικὸν γὰρ ἐστι τὸ πτῶµα», Γρηγορίου
Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.103, στ.38-39 καὶ σ.104, στ.1- 5.
330
Για τη σοβαρότητα του πάθους του φθόνου βλ . Γρηγορίου Παλαµά: «φθόνο(ς) , ( ενν. ἐστί) δυνάµει
φόνο(ς) και πρόξενο(ς) τῆς πρώτης µιαιοφονίας και τῆς ὕστερον θεοκτονίας», «Προς Ξένην µοναχήν»,
ό.π., σ.104, στ.13-14.
342
αποκτήσει τέκνο κινείται στα πλαίσια των δικών της δυνατοτήτων ,αφού και η
ίδια (συγκρατηµένα) και η µητέρα της (απροκάλυπτα) πιστεύουν ότι, παρά την
προχωρηµένη ηλικία της, µπορεί - χωρίς το απαιτούµενο θαύµα της Χάρης
του Θεού- να τεκνοποιήσει331. Αντί να δει την αδυναµία της αυτή ως αφορµή
προσωπικής ταπείνωσης και έκκλησης του Θείου Ελέους και Βοηθείας,
εκείνη, υπερήφανη και αλαζονική, κλείνεται στον εαυτό της. Τη δε έµφυτη
αγάπη προς τα παιδιά που διαθέτει εν δυνάµει κάθε γυναίκα τη µεταστρέφει,
µε την κακή της προαίρεση, σε αντιπάθεια και έχθρα. Από αυτή την
αντιπάθεια και το µίσος µοιάζει να τράφηκε η φιλάσθενη φύση των δύο
µικρών παιδιών, ώστε να φθάσουν προώρως στο θάνατο.
Παρά το ότι, εκ πρώτης όψεως, τα θύµατα φαίνεται να είναι τα παιδιά,
µια βαθύτερη ανάγνωση µεταφέρει το κέντρο βάρους στην αλαζονική θύτρια
που είναι θύµα της δικής της συµπεριφοράς και της αποµάκρυνσης από το
θείο θέληµα. Αδυνατεί να ανοίξει την καρδιά της στα δύο ‘’εν δυνάµει’’ παιδιά
της που θα τη βοηθούσαν µε τη σειρά τους να γευθεί τη χαρά της µητρότητας.
Μαζί µε αυτή, κρατάει ερµητικά κλειστή και τη θύρα του Παραδείσου που θα
άνοιγε στην ψυχή της, αν επέτρεπε στα µικρά αυτά παιδιά να της
προσφέρουν απλόχερα την αθώα αγάπη τους. Έτσι, οικειοθελώς και
εµπαθώς απέρριψε το έµµεσο αυτό θείο δώρο καταδικάζοντας τον εαυτό της
σε σωµατική και, προπαντώς, πνευµατική στειρότητα .
Όταν ένα παιδι έχει δεχθεί αγάπη και στοργή από τους γονείς του, τις
περισσότερες φορές τους την ανταποδίδει. Υπάρχουν ακόµη και περιπτώσεις
παιδιών που φέρθηκαν µε σεβασµό απέναντι σε ανάξιους γονείς338. Ως επί
το πλείστον όµως, τα παιδιά ανταποδίδουν αυτό που εισπράττουν. αρκετές
φορές και σε µεγαλύτερο βαθµό. Αυτό οφείλεται, µεταξύ άλλων, και στο
γεγονός ότι αναγνωρίζουν πως οι γονείς - παρά τις όποιες αδυναµίες τους-
αποτελούν ένα στήριγµα για αυτά, αφού τα βοηθούν όπως µπορούν,
ανάλογα µε τις δυνατότητές τους.
Μια τέτοια περίπτωση συναντούµε στο διήγηµα «Η ὑπηρέτρα». Η
νεαρή Ουρανιώ, µένοντας νωρίς ορφανή από µητέρα, είχε ως µοναδικό
στήριγµα το γέροντα πατέρα της. Αυτός, παρόλο που είχε ξεπέσει οικονοµικά
και δεν είχε κατόρθωσει να βγάλει έστω και µια µικρή σύνταξη, ήταν ακόµη
γερός και δυνατός. Έτσι, µπορούσε να εκτελεί δροµολόγια επί πληρωµή µε τη
µικρή λέµβο του, ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον τα βασικά για τον εαυτό
του και την κόρη του. Αν και προχωρηµένης ηλικίας, εξακολουθεί να
αγωνίζεται σκληρά339.
Ωστόσο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα συνέβη ένα περιστατικό: ο
µπαρµπα- ∆ιόµας αποφάσισε να πάρει µε την ήδη φορτωµένη λέµβο του ένα
µικρό γάϊδαρο για να κερδίσει λίγα επιπλέον χρήµατα προκειµένου να
εξασφαλίσει «τον καπνὸν καὶ τον οἶνον τῶν τριῶν σχολασίµων ἡµερῶν τῶν
Χριστουγέννων»340. Επ’ αφορµή των εορτάσιµων ηµερών, υποκύπτει στον
πειρασµό της γαστριµαργίας και της φιληδονίας για να ικανοποιήσει την
επιθυµία του για δευτερεύοντα πράγµατα, τον καπνό και το κρασί. Παρόλο
που γνωρίζει ότι η βαρκούλα του είναι µικρή και «ὑπόσαθρος» και µάλλον δε
θα άντεχε, δελεάστηκε από τη µια δραχµή, τον «ναῦλον τοῦ ὀναρίου» που θα
του χρησίµευε για να το ρίξει έξω341. Η πρόσκαιρη αυτή πλεονεξία που έδειξε
338
Βλ. π.χ. παραπάνω την περίπτωση της Αρετώς στη «Στοιχειωµένη καµάρα», Τ.Γ’, σ.633 κ.ε.
339
Αξίζει µάλιστα να σηµειωθεί ότι δεν ξαναπαντρεύτηκε παρά τη συνήθεια της εποχής.
340
Τ.Β’, σ.99, στ.13-14.
341
Η αδυναµία που έχει ο µπαρµπα- ∆ιόµας στο κρασί φαίνεται και κατά τη διάσωσή του από τους
ναυτικούς του τρεχαντηρίου. Το πρώτο πράγµα που είδε όταν άνοιξε τα µάτια, µισοπεθαµένος ακόµη,
345
παραλίγο να του στοίχιζε τη ζωή, γιατί εξαιτίας αυτού ακριβώς του γαϊδάρου η
βάρκα του µισοβυθίστηκε και έχασε όλα τα τρόφιµα και τα ζωντανά που
κουβαλούσε.
Εν τω µεταξύ, η κόρη του, περιµένοντας τον για να πάνε στην εκκλησία
και να γιορτάσουν µαζί τα Χριστούγεννα, άρχισε να ανησυχεί. Αποφασίζει να
µείνει άγρυπνη περιµένοντάς τον. Η αγωνία της είναι έντονη: «ἐκράτει τὸ οὖς
τεταµένον εἰς πάντα θόρυβον, εἰς τὰ φαιδρὰ ᾄσµατα τῶν παίδων τῆς ὁδοῦ,
ἀνυπόµονος καὶ ἀνησυχοῦσα πότε ὁ πατήρ της νὰ ἔλθῃ»342. Βγαίνει στον
εξώστη της οικίας µήπως τον δει από µακριά. Τότε ακούει κατά λάθος τη
φήµη για τον πνιγµό του πατέρα της. Η νεανική καρδιά της σχίζεται στα δύο.
Οι κραυγές της είναι γοερές και σπαρακτικές. «Σφαδάζουσα ὑπὸ ἄλγους» η
δύστυχη Ουρανιώ αισθάνεται να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της µια και
πλέον θα ήταν τελείως µόνη στον κόσµο. Κανείς δεν µπορεί να την
παρηγορήσει ούτε η θεία της. Η ιδέα της µόνιµης απουσίας του πατέρα της,
του δικού της ανθρώπου, τη θλίβει αφάνταστα και την οδηγεί στην απελπισία.
Ευτυχώς, ο πόνος της εισακούστηκε και ο Κύριος αποφάσισε να µην της τον
στερήσει. Ο πατέρας επιστρέφει στη µοναχοκόρη του. το στήριγµα στην
παρηγοριά του. Και η κορυφαία στιγµή του διηγήµατος είναι αυτή η, γεµάτη
αµοιβαία αγάπη και στοργή, αγκαλιά: «Ὤ, πενιχρὰ ἀλλ' ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ
πτωχοῦ!»343 .
Τα δάκρυα θλίψης της νεαρής Ουρανιώς έγιναν δάκρυα χαράς,
εκφράζοντας µε χαρακτηριστικό τρόπο την ατµόσφαιρα χαρµολύπης του
διηγήµατος. Γιατί, παρόλο που ο πατέρας της δεν της έφερε τρόφιµα και άλλα
αγαθά για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, της έφερε το πιο πολύτιµο - ίσως
το µοναδικό που χρειαζόταν - δώρο: τον εαυτό του, που ήταν γερός και
δυνατός για να την φροντίζει και να την αγαπά για αρκετά ακόµη χρόνια. Η
αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλο, η οποία µεστώθηκε λόγω της απουσίας
της µητέρας και των οικονοµικών δυσκολιών, είναι τόσο βαθιά και αληθινή,
ώστε αυτό το γεγονός τη στερέωσε ακόµη περισσότερο.
ήταν τα βαρέλια µε το κρασί. Παρά το ότι ήταν παγωµένος από το κρύο, δε δέχθηκε να του προσφέρουν
ένα θερµό «πούντς» που θα τον βοηθούσε να συνέλθει, αλλά τους ζητάει επιτακτικά να του
προσφέρουν κρασί, το οποίο και «ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ» ( βλ. Τ.Β’, σ.101, στ.4-11).
342
Τ.Β’, σ.95, στ.14-16.
343
Τ.Β’, σ.101, στ.22.
346
344
Τ.Β’, σ.171, στ.2-3.
345
Τ.Β’, σ.171, στ.10-11.
346
Παρόλο που ο πατέρας της ζει, είναι µακριά, όχι µόνο σωµατικά, αφού ταξιδεύει, αλλά κυρίως
πνευµατικά, µια και δεν της συµπαραστέκεται στο πένθος της, αλλά «καλλωπίζηται καὶ στρίβῃ τὸν
µύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάµον» ( Τ.Β’, σ. 176, στ.2-3).
347
Τ.Β’, σ.176, στ.5-7.
348
Τ.Β’, σ.176, στ.10-11.
349
«Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.114, στ.16-19. Και ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός
συµπληρώνει: «τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ αὐτὸ πλύνει τὴν ψυχὴν καὶ ποιεῖ αὐτὴν
ἀναµάρτητον (…) διότι ἐκτὸς πένθους κάθαρσις οὐ γίνεται», «Βιβλίον πρῶτον », «Περί ψευδωνύµου
γνώσεως δήλωσις», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.101, στ.22-26.
347
Εξαιρετική αδυναµία στη µητέρα του είχε και ο Μανώλης στο «Γουτοῦ
Γουπατοῦ». Η αγάπη αυτή όµως ήταν αµοιβαία: «Μόνον τὴν µητέρα του εἶχεν
εἰς τὸν κόσµον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν
ἐλάτρευεν»351. Μην έχοντας άλλα αδέλφια κοντά του - µια και οι αδελφοί του
είτε ξενιτεύθηκαν είτε είχαν πεθάνει- και βιώνοντας καθηµερινά τη
βαρβαρότητα πολλών συµπατριωτών του, ήταν αναµενόµενο να προσφέρει
όλη του την αγάπη στη µητέρα του, η οποία επίσης δεν είχε άλλο παιδί δίπλα
της352.
Το εντυπωσιακό είναι ότι η αγάπη αυτή έφθανε ως το θάνατο.
Επανειληµµένως έλεγε ότι, όταν η µητέρα του πεθάνει, τότε ο ίδιος θα
αυτοκτονήσει. Αυτό, αν και φαίνεται παράλογο για ένα φυσιολογικό άνθρωπο,
γίνεται κατανοητό στην περίπτωση του χωλού και µογιλάλου Μανωλιού. Το
µοναδικό πραγµατικό στήριγµα, ο µοναδικός δικός του άνθρωπος στον
κόσµο ήταν η µητέρα του. Η ιδέα, εποµένως, της απουσίας της φάνταζε στο
µυαλό του ασθενούς νέου ως ένα γεγονός που δε θα µπορούσε να αντέξει.
Για αυτό, όταν συνέβη να αρρωστήσει η µητέρα του, αυτός «ἔτρεξεν ἔξαλλος
ἐκ τρόµου καὶ ἀπελπισίας» κοντά της353. Για ένα παιδί µε «ιδιαίτερες
ικανότητες», όπως ο Μανώλης, η αγάπη και η στοργή της µητέρας έχει
υπερβάλλουσα σηµασία. Και η ίδια όµως η µητέρα πρέπει να του προσφέρει
διπλάσια την αγάπη της - όπως ακριβώς η µητέρα του Μανώλη τον «ἠγάπα
350
Η Α.Χρυσόγελου- Κατσή επισηµαίνει τη διπλή θεώρηση του παραδείσου που έχουµε στον διήγηµα:
από την µια την «ανάµνηση ενός χαµένου (επίγειου) Παραδείσου και την αναπόληση της ευτυχισµένης
παιδικής ηλικίας» , που για την περίπτωση της Μόρφως έληξε τόσο πρόωρα και τόσο επώδυνα, και
από την άλλη «το όραµα µιας ‘’χρυσής εποχής’’, ενός εσχατολογικού δηλαδή Παραδείσου» που
έρχονται «σε αντιπαράθεση µε το αρνητικό παρόν. (…) Η πίστη και η ελπίδα ότι υπάρχει ‘’αλλού
κάπου’’ ανταπόδοση, αµοιβή, ή εν πάση περιπτώσει αποκατάσταση της διασαλευµένης τάξεως
σηµατοδοτούν για τον Σκιαθίτη συγγραφέα την άλλη µορφή του Παραδείσου», Α. Χρυσόγελου- Κατσή,
«Μαγευτικά τοπία στη θέση µιας µίζερης πραγµατικότητας (Μορφές του ειδυλλιακού στον
Παπαδιαµάντη)», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον A.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.628.
351
Τ.Γ’,σ.183, στ.19-20.
352
∆ιαβάζοντας το διήγηµα αυτό, διαπιστώνουµε τη σύνδεσή του µε ένα άλλο διήγηµα που αναλύσαµε
παραπάνω, τη «Στρίγλα µάννα» (βλ.υποενότητα 2.1.3. του παρόντος κεφαλαίου). Οι οµοιότητες ως
προς τις συνθήκες της ζωής και η τεράστια διαφορά ως προς τη στάση που κρατάει απέναντι στο παιδί
της η µητέρα του Μανώλη και η φοβερή Ζωγάρα, η µητέρα του Ζάχου, είναι εµφανείς. Καθοριστικός
παράγοντας είναι η ύπαρξη, στη µια περίπτωση, και η απουσία, στην άλλη, της µητρικής αγάπης.
353
Τ.Γ., σ.191, στ.10.
348
354
Βέβαια, η αγάπη της µητέρας σε µια τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως του Μανώλη, δεν είναι
δεδοµένη. Ως γνωστόν, αρκετές µητέρες, µην αντέχοντας το βάρος της κοινωνικής περιθωριοποίησης
λόγω αυτών των παιδιών, τα αποστρέφονταν αρνούµενες την αγάπη τους που τόσο την είχαν ανάγκη.
Παρά τις σαφώς καλύτερες συνθήκες της σηµερινής εποχής σε σχέση µε την εποχή του διηγήµατος, το
φαινόµενο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει φθάνοντας µέχρι το σηµείο της «ευθανασίας» των παιδιών
αυτών κατά την περίοδο της εµβρυικής ανάπτυξης.
355
Παρατηρούµε, εποµένως, ότι ακόµη και ο φοβερός, αλλά ορφανός από οικογένεια, Τσηλότατος
δέχεται «µητρική» και αδελφική αγάπη, η οποία εκφράζεται δια της «ἀληθοῦς στοργῆς» από το παιδί
αυτό που «τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν», βλ. Τ.Γ’, σ.191, στ.7-8.
349
τους. Οι παρακλήσεις της προς τον πατέρα της δεν σταµατούν καθ΄όλη τη
διάρκεια των χωρισµών αυτών, κάτι που γίνεται σιγά σιγά αγκάθι στην ψυχή
της και την πληγώνει ανεπανόρθωτα. Για χάρη της βέβαια ο πατέρας της
επιστρέφει κάθε τόσο στο σπίτι αλλά φαίνεται πως το πείσµα και ο εγωισµός
δεν τον αφήνουν να παραµείνει δίπλα στην οικογένειά του. Τα δύο αυτά πάθη
που διέθετε εκ νεότητος, απότοκα της φιλαυτίας, αναδείχθηκαν πιο ισχυρά
από το συζυγικό του έρωτα και την αγάπη προς τα παιδιά του και ιδιαίτερα
την Κούµπω. ∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι ο Φραγκούλης υπεραγαπούσε
το µικρό του, το «εὐάγωγο» κοριτσάκι, όπως αγαπούσε «τρυφερῶς» τη
συζυγό του. Παραµένει όµως άθυρµα των παθών του, υπόδουλος του
εγωισµού και της αδυναµίας του να µετα- νοήσει, να αλλάξει τον λανθασµένο
τρόπο σκέψης και αντίδρασής του στις λογής λογής δυσκολίες του έγγαµου
βίου που δεν λείπουν από κανένα ζευγάρι.
Συνέπεια αυτής της συµπεριφοράς ήταν να συµβεί ένα τραγικό
γεγονός, ο θάνατος της µικρής κόρης. Παρά τις ακατάπαυστες επισκέψεις της
στο «κελί» του πατέρα της και τις επιτακτικές εκκλήσεις της να επιστρέψει στο
σπίτι - εκκλήσεις τις οποίες απηύθυνε και εκ µέρους της µητέρας της,
αφήνοντας την ευθύνη της τελικής απόφασης στον πατέρα- εκείνος,
επέστρεφε µεν, χάρην κοινωνικών κυρίως λόγων (όπως ο γάµος της µεγάλης
του κόρης), αλλά µετά από λίγο καιρό «ξανακάκιωνε». Η πατρική αυτή
εγκατάλειψη, η συνεχής απουσία του από το σπίτι, που έτρεφε την καταλαλιά
των συγχωριανών τους356, µαράζωσαν τὸ «ἁβρὸν ἄνθος», το ανεκτίµητο
δώρο της Παναγίας προς τους δύο γονείς357.
Η τελευταία έκκλησή της στον πατέρα της να φιλιώσει µε τη µητέρα της
συνοδεύτηκε από µια κραυγή απελπισίας: «Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ
ἀπήντησεν ἀποτόµως αἴφνης, µὲ παράπονον καὶ µὲ πνιγµένα δάκρυα, νὰ
ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ' τὸν καηµό µου!...»358. Κάθε αντίσταση του πατέρα
λυγίζει µπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Είναι όµως πια αργά…Ο µικρός
άγγελος αρρωσταίνει και πεθαίνει µε την επιθυµία να δει τους γονείς της
µονιασµένους: «Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐµαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε
φάρµακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον
κόσµον. Ἐκοιµήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, µὲ τὴν
λαλιὰν εἰς τὸ στόµα: - Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάµετε µιὰ
λειτουργία... µὲ τὴν µητέρα µαζί... Εἶπε καὶ ἀπέθανε»359 . Η αγνώστου
αιτιολογίας ασθένειά της, που µοιάζει τόσο πολύ µε την αντίστοιχη της
Σεραϊνώς στο «Θάνατο κόρης», φαίνεται πως ήταν η µεγάλη δυστυχία που
βίωνε όλα αυτά τα χρόνια και ο πόνος για τους δύο ερωτευµένους, αλλά
µονίµως µαλωµένους γονείς της, ο οποίος φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά
356
Βλ. Τ.∆’, σ. 96, στ. 8-10.
357
Βλ. Τ.∆’, σ.90, στ.20-21.
358
Τ.∆’, σ. 96, στ.15-16.
359
Τ.∆’, σ.96, στ.21-27. Θεωρούµε ότι το διήγηµα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο στη σηµερινή εποχή µε
τη συνεχώς αυξανόµενη τάση των διαζυγίων. Ο συγγραφέας µε τον δικό του µοναδικό τρόπο
αναδεικνύει όλο το ψυχικό και σωµατικό κόστος που έχει ο χωρισµός για τα µέλη της οικογένειας.
350
και την υγεία της. ∆υστυχώς, βασικός υπαίτιος αυτού του πόνου ήταν ο
αγαπητός της πατέρας.
Ωστόσο, ο θάνατός αυτός προκάλεσε µέγιστο όφελος στη ψυχή του
πατέρα της, που έως τότε φαίνεται να άγεται και να φέρεται από τα πάθη
του360. Ο πόνος και ο θάνατος της κόρης γίνεται δωρεά για τον πατέρα. Η
Κούµπω ανταποδίδει τη δωρεά ζωής που εδέχθη πριν από δεκατρία χρόνια
µε τη «δωρεά» του θανάτου της. Η οδύνη και η θλίψη για το χαµό του παιδιού
του διέλυσε τον εγωισµό που κατέστρεψε όλα αυτά τα χρόνια την
οικογενειακή του γαλήνη. Η τελευταία επιθυµία της κόρης του, να κάνουν µια
λειτουργία µαζί µε τη σύζυγό του στην Παναγία, έδρασε καταλυτικά στη ψυχή
του. Πλέον δεν είχε «οὔτε πεῖσµα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν,
τὴν ἐπόνει, ἀλλ' ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουµπώ,
"τὸ καηµένο, τὸ εὐάγωγο!"»361. «Κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ'
ἐθλίβετο...» και αυτός ο λυτρωτικός πόνος σε συνδυασµό µε την εγκράτεια,
την προσευχή και την ψαλτική362 καθάριζε τα αµαρτήµατα και τα πάθη του363.
Ταυτόχρονα, του χάριζε παρηγοριά και δύναµη να συνεχίσει, ενώ δυνάµωσε
µέσα του την επιθυµία να γίνει µοναχός. Έτσι, αντιµετώπισε το µεγάλο
πειρασµό του θανάτου του παιδιού του µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο ως
άλλος Ιώβ, στρεφόµενος στην αναζήτηση της βοήθειας του Θεού και όχι
γογγύζοντας εναντίον του, όπως ίσως να έκανε κάποιος άλλος γονιός.
………Ξεπερνώντας το φίλαυτο και εγωιστικό πνεύµα της έως τότε ζωής του,
πιστεύοντας και κλαίγοντας, µετα-νόησε πραγµατικά, ταπεινώθηκε και
αναζήτησε το έλεος του Θεού και της Παναγίας. Έτσι, ακολούθησε
εµπράκτως τη συµβουλή του Αγίου Ησυχίου για την αντιµετώπιση των
θλίψεων της ζωής: «Ἐν θλίψεσι καὶ ἐν ἀπογνώσεσι καὶ ἀπελπισµοῖς
περιπεσόντας ἡµᾶς, χρὴ ποιεῖν ἐν ἐαυτοῖς τὸ τοῦ ∆αβίδ, ἐκχέειν τὴν καρδίαν
ἠµῶν πρὸς τὸν Θεὸν, καὶ τὴν δέησιν καὶ τὴν θλίψιν ἠµῶν, ὥς ἐστι, Κυρίῳ
ἀναγγέλειν. Ἐξοµολογούµεθα γὰρ τῷ Θεῷ, ὡς δυναµένω σοφῶς τὰ καθ’ ἠµᾶς
διοικῆσαι. καὶ τὴν θλῖψιν, εἰ ἐπὶ συµφέροντι, ποιῆσαι ῥαδίαν. καὶ ῥύσασθαι
ἡµᾶς τῆς ὀλεθρίας καὶ φθαρτικῆς λύπης»364. Για αυτό και στο τέλος του
διηγήµατος βλέπουµε τον πονεµένο αλλά πλέον γαλήνιο και ειρηνικό πατέρα
να επικαλείται τη βοήθεια και την παρηγορία της Παναγίας: «"ἀντιλαβοῦ µου
καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων..."»365.
360
Πράγµατι, ο θάνατος της φαίνεται πως ήρθε κατά θεία παραχώρηση «πρὸς ἤδη γεγονότων
ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν» και «πρὸς δοκιµὴν» του πατέρα της (βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί
ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς β’»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.20, Νο. µε’). Όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω,
πέτυχε αυτό που δεν είχε καταφέρει τόσα χρόνια µε τις παρακλήσεις της: να τον συνεφέρει οριστικώς.
361
Τ.∆’, σ.91, στ.1-3.
362
Έψαλλε το Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα και άλλους κατανυκτικούς ύµνους.
363
Επιβεβαιώνει έτσι και τα λόγια του γέροντος Παϊσίου ότι «οι δοκιµασίες που µας έρχονται είναι
µερικές φορές η αντιβίωση που δίνει ο Θεός για τις αρρώστιες της ψυχής µας και πολύ µας βοηθούν
πνευµατικά», Τόµος ∆’: Οικογενειακή ζωή, Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2002, σ.200.
364
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.162, Νο.ρλε’.
365
Τ.∆’, σ.97, στ.19-20.
351
366
Για την αναγκαιότητα της προσήλωσης στα ουράνια αγαθά και την αποφυγή της µέριµνας του βίου
βλ. Όσιου Πέτρου του ∆αµασκηνού, «Βιβλίο πρῶτον», «Ὅτι αἳ σωµατικαῖ ἀρεταῖ ἐργαλεῖα εἰσί τῶν
ψυχικῶν», Φιλοκαλία, Τ.Γ΄, σ.29, στ.12- 31.
367
Τ.∆’, σ.536, στ.1-9. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο τέλος κάθε εντολής βρίσκεται η απειλή του θανάτου.
368
Τ.∆’, σ.535, στ.23-24.
369
Τ.∆’, σ.536, στ.9-11.
352
370
Για το φαύλο κύκλο στον οποίο εισάγονται οι άνθρωποι σαν τον κυρ - ∆ηµήτρη που δεν χορταίνουν
όσα αγαθά και αν αποκτήσουν, γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς: «Ἐµπίπτουσι γὰρ εἰς πειρασµοὺς
.
καὶ παγίδας τοῦ διαβόλου, καθᾶ φησι Παῦλος, οἱ ἐπιθυµοῦντες πλουτεῖν ἀλλὰ καὶ παραγενόµενος
. .
οἴκοθεν , ἔδειξε µηδὲν ὢν εἰθ’ ὡς µὴ παρὼν διψώµενος ὑπὸ τῶν µηδὲ τῇ πείρᾳ νοῦν εἰληφότων οὐ
. .
γὰρ ἐξ ἐνδείας ὁ δύσερως οὗτος ἔρως αὕτη δὲ ἐξ αὐτοῦ µᾶλλον ἐξ ἀφροσύνης δ’ αὐτός, ἀφ’ ἦς καὶ ὁ
καθαιρῶν τάς ἀποθήκας ἐκεῖνος καὶ µείζονας οἰκοδοµῶν, παρὰ τοῦ κοινοῦ δεσπότου Χριστοῦ δικαιότατα
καλεῖται» (Λκ, 12,18), «Προς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.101, στ.14-20.
371
«Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ. ∆’, σ.101, στ.30-35.
353
372
Βλ. «Ἡ Στοιχειωµένη καµάρα», Τ.Γ’, σ.633-639. Το διήγηµα αυτό είναι η ελληνική και δυστυχώς
πραγµατική εκδοχή του γνωστού παραµυθιού των αδελφών Γκρίµ: «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ». Και εκεί ο
πατέρας, ακολουθώντας τις εντολές της κακιάς µητρυιάς, εγκαταλείπει επανειληµµένως τα δύο παιδιά
του στο δάσος. Ωστόσο, αργότερα συνειδητοποιεί το λάθος του και αποφασίζει να διώξει τη γυναίκα
του για να µείνει µε τα παιδιά του ( κατά µια άλλη εκδοχή του παραµυθιού η γυναίκα του τελικά πέθανε,
ενώ εκείνος «δεν είχε δει άσπρη µέρα από τότε που άφησε τα παιδιά του στο δάσος». Για αυτό και τα
υποδέχεται µε µεγάλη χαρά, όταν επιστρέφουν), βλ. Τα παραµύθια των αδελφών Γκρίµ, Α’ Τόµος,
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1995, σ. 151-164.
373
Βλ. Τ.Γ’, σ.636, στ.28-29.
374
Βλ.Τ.Γ’, σ.637, στ.9-10.
354
Μόνο όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του και αφού ‘’τιµωρήθηκε’’ µε
µια µακρόχρονη και επώδυνη ασθένεια - πιθανόν ως είδος εξιλέωσης των
φοβερών αµαρτηµάτων του375-, συνειδητοποίησε τα τραγικά του λάθη και
ζητούσε επίµονα εξιλέωση από το παιδί που τόσο πλήγωσε: «- Σχώρα µε,
Ἀρετώ, σχώρα µε! - Θεὸς σχωρέσ', Θεὸς σχωρέσ', πατέρα! - Μ' ὅλη τὴν
ψυχή σ', κορίτσι µ' Ἀρετώ! - Μ' ὅλη τὴν ψυχή µ', πατέρα· σχωρεµένος νά
'σαι!»376. Βέβαια, η αληθής µετάνοια αυτού του πατέρα είναι υπό
αµφισβήτηση. Χρειάστηκε να φθάσει ένα βήµα πριν το θάνατο και να
ταλαιπωρηθεί από την ασθένεια µε την ίδια βαρβαρότητα που φέρθηκε και ο
ίδιος στο παιδί του, ώστε να της ζητήσει αυτό που όφειλε εδώ και χρόνια. τη
συγχώρεσή της. Για αυτό και σε αντίθεση µε τη φιλεύσπλαχνη στάση που
κρατάει ο Παπαδιαµάντης απέναντι σε άλλους αµαρτωλούς ήρωές του, µια
στάση που εκφράζεται άλλοτε µε την ελπίδα της τελικής συγχώρεσής τους
από το Θεό και άλλοτε µε µια ουδετερότητα, στο διήγηµα αυτό στέκεται
µάλλον επικριτικά απέναντι στον άθλιο πατέρα, που µοναδική προοπτική του
είναι «νὰ βαραθρωθῇ, νὰ πέσῃ εἰς τὴν µαύρην ἄβυσσον»377.
…………Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι κατά το τελευταίο αυτό δραµατικό
διάστηµα της ασθένειάς του βίωσε σε ένα άλλο επίπεδο αυτό που είχε κάνει
µε την Αρετή: όπως ήθελε να την πνίξει, αλλά δεν το κατάφερε, έτσι
βασανισµένος από τις οδύνες της αρρώστιας του ήθελε «ν' ἀποπνιγῇ» χωρίς
επιτυχία. και όπως την εγκατέλειψε µόνη στην αποµακρυσµένη ακρογιαλιά,
θέλοντας να την «εξαφανίσει» από τη ζωή του, έτσι τώρα αισθανόταν ο ίδιος
πλέον «ἀφανισµένος καὶ µὴ δυνάµενος νὰ ἐξαφανισθῇ»378.
Από την άλλη πλευρά, όσο επιτακτική είναι η έκκληση για συγχώρηση
από τον άσπλαχνο έως τότε πατέρα τόσο µεγαλόψυχη είναι η απάντηση της
ταλαιπώρου κόρης του που εξακολουθεί και ως έγγαµη να δυστυχεί, αυτή τη
φορά εξαιτίας του συζύγου της. Ενώ έχει υποφέρει για µια ολόκληρη ζωή
από τη σκληρότητα του ιδίου και της µητριάς της, είναι δίπλα του κατά τη
διάρκεια του δεινού ψυχορραγήµατός του και δεν αρνείται να του προσφέρει
ειλικρινώς τη συγγνώµη της. Είναι πραγµατικά εκπληκτικό το µεγαλείο ψυχής
αυτής της κοπέλας, η οποία θα µπορούσε να µη θέλει καµία σχέση µε έναν
τέτοιο πατέρα: κλαίει πάνω από την κλίνη του και τον συγχωρεί µε όλη της
την καρδιά µε µια απίστευτη πραότητα που πλησιάζει τα όρια της αγιότητας.
∆ίνοντάς µας µαθήµατα ορθόδοξου φρονήµατος, σπάει το κατεστηµένο της
επιθυµίας εκδίκησης ή της προσδοκίας µίας δίκαιης ανταπόδοσης και λυπάται
ειλικρινώς για τη θλιβερή κατάληξη του πατέρα της, που απέτυχε οικτρά στο
σηµαντικότερο ρόλο της ζωής του.
375
Φαίνεται πως οι χρόνιες τύψεις που αισθανόταν υποσυνείδητα σωµατοποιήθηκαν στην ασθένειά του.
376
Τ.Γ’, σ.633, στ.1-4 και επανάληψη της έκκλησης του µετανοηµένου πατέρα στο τέλος του
διηγήµατος, βλ. σ.639, στ.1-5.
377
Τ.Γ’, σ.633, στ.12-13.
378
Βλ. Τ. Γ’, σ.633, στ.7-10.
355
379
Τ.Α’, σ.454, στ.31-34.
380
Επιβεβαιώνει έτσι τα λόγια του Αγίου Κασσιανού του Ρωµαίου: «Τὸ τῆς φιλαργυρίας πάθος, οὐκ ἐκ
τῶν φυσικῶν τὴν πρόφασιν ἔχει, ἀλλ’ ἐκ µόνης κακίστης καὶ διεφθαρµένης προαιρέσεως. (…) καὶ ( ἔνν. ὁ
.
φιλάργυρος) ὅλος τῇ τοῦ κέρδους ἐνθυµήσει ἐκδοθείς, οὐδὲν τῶν ἐναντίων σκοπεῖ οὐκ ὀργῆς µανίαν,
.
εἴποτε συµβῇ αὐτὸν ζηµίᾳ περιπεσεῖν, οὐ λύπης σκότος, εἰ ἀποτύχοι τῆς ἐλπίδος τοῦ κέρδους ἀλλὰ
γίνεται, ὡς ἄλλοις ἡ γάστηρ Θεός, οὕτως τούτῳ ὁ χρυσός», «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία,
Τ.Α΄, σ.66, στ. 21-22 και στ.37-39 και σ.67, στ. 1.
381
Τ.Α’, σ.457, στ.3-4.
382
Τ.Α’,σ.462, στ.3-4.
383
Τ.Α’, σ.463, στ.6.
356
384
Ως αντίλογος φυσικά θα µπορούσε να αναφερθεί ότι ο µόνος λόγος που ανέλαβε αρχικά την
ανατροφή της ήταν τα χρήµατα που εισέπραξε ως ανταµοιβή.
385
Τ.Α’,σ.456, στ.27-30.
386
Τ.Α’, σ. 434, στ.33-36.
387
Βλ.Τ.Α’, σ.464, στ.13-17.
388
Τ.Α’, σ.464, στ.13-17.
389
Βλ. Τ.Α’, σ.595-599.
390
Βλ. Τ.Α’, σ.614-615.
391
Βλ. Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς πέµπτη», Φιλοκαλία,
Τ.Β’, σ.140, Ν.ξζ’.
357
Μια «εξαίρεση» στον κανόνα που ήθελε τους γιους να ξενιτεύονται για
να «γλιτώσουν» από τις πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι στις αδελφές τους
αποτελούσε ο Γιαννιός, ο «πτωχός» εξάδελφος του αφηγητή στη γνωστή
«Μαυροµαντηλού». Μένοντας από την τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών ο
µοναδικός προστάτης της οικογένειάς του στερήθηκε τις προσωπικές του
φιλοδοξίες και επιθυµίες, µε άλλα λόγια νέκρωσε το ίδιον θέληµά του,
προκειµένου να σταθεί δίπλα στη µητέρα και τις αδελφές του. Αν και κατάφερε
να παντρέψει και τις δύο, η µοίρα έφερε τα γεγονότα έτσι ώστε να αναλάβει
ξανά, αυτή τη φορά ως «ἰσόβιον θητείαν»394, τη φροντίδα των ιδίων και των
οικογενειών τους: «Ὅλαι ἀπέζων ἐκ τῆς ἐργασίας τοῦ Γιαννιοῦ καὶ ἐκ µικρῶν
εἰσοδηµάτων τῆς ἀµπέλου καὶ τοῦ ἐλαιῶνος»395. Η βαθιά αίσθηση του
καθήκοντος που τον διέκρινε δεν του επέτρεψε να αφήσει µόνες τις αδελφές
του µιµούµενος το νεώτερο αδελφό του396.
Πράγµατι, ο τελευταίος επέδειξε ιδιοτέλεια και αχαριστία απέναντι
στους δικούς του. Αποφάσισε να εξυπηρετήσει τους προσωπικούς του
στόχους παραβλέποντας τις αυξηµένες οικογενειακές του υποχρεώσεις. Έγινε
ναυτικός και αργότερα µετανάστευσε στην Αµερική δηµιουργώντας τη δική
392
Βλ. π.χ. τη σωτήρια επιταγή που έστειλε στη θεια- Αχτίτσα, τη «Σταχοµαζώχτρα» ο ξενιτεµένος της
γιος.
393
Όπως στο διήγηµα «Ἡ τύχη ἀπὸ τὴν Ἀµέρικα» που θα εξετάσουµε παρακάτω.
394
Τ.Β’, σ.156, στ.25. Αιτία ο θάνατος του συζύγου της πρώτης και η εγκατάλειψη της δεύτερης από το
δικό της σύζυγο.
395
Τ.Β’, σ.156, στ. 20- 21.
396
Ο Γιαννιός ανήκει στους χαρακτήρες εκείνους του Παπαδιαµάντη που διαθέτουν την πνευµατική
αρχοντιά την οποία µακαρίζει ο όσιος Παΐσιος: «Αρχοντιά πνευµατική είναι η πνευµατική ανωτερότητα,
είναι η θυσία. Μια αρχοντική ψυχή έχει απαιτήσεις µόνον από τον εαυτό της και όχι από τους άλλους.
Θυσιάζεται για τους άλλους, χωρίς να περιµένει ανταµοιβή. Ξεχνάει ό,τι δίνει και θυµάται ακόµη και το
παραµικρό που της δίνεται. Έχει φιλότιµο, έχει ταπείνωση και απλότητα, έχει ανιδιοτέλεια, τιµιότητα…
όλα τα έχει», Πάθη και αρετές: Τόµος Ε’, Ι .Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2007, σ.245.
358
του οικογένεια και αποφεύγοντας να τους στείλει έστω και µια µικρή
οικονοµική βοήθεια. Ο αδελφός αυτός αποποιήθηκε κάθε ευθύνη, ακόµη και
αυτό το αίσθηµα της ανθρωπιάς απέναντι στη φτωχή οικογένειά του, µέσα
στην οποία ανατράφηκε και ανδρώθηκε. Η στάση του αυτή, σε συνδυασµό µε
την «τυφλὴν ἀδυναµίαν» που του έτρεφε η γερόντισσα µητέρα του, η οποία
«δὲν ἠνείχετο ν' ἀκούῃ κακὸν ἐναντίον του»397, ήταν αναµενόµενο να
προκαλέσουν τη δίκαιη αγανάκτηση του Γιαννιού. Η δυστυχής γραία
«ἐφαντάζετο ὅτι ὁ Γιαννιὸς ὅ,τι ἔκαµνε τὸ ἔκαµνε φυσικῶς, διότι ὤφειλε νὰ τὸ
κάµνῃ, ποτὲ δὲ δὲν τῆς ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν νοῦν ὅτι καὶ οὗτος ἦτο ποτὲ δυνατὸν
νὰ τὴν ἐγκαταλίπῃ, καθὼς τὴν ἐγκατέλιπεν ὁ νεώτερος»398. Η αυτοθυσία του
µεγάλου αδελφού δεν φαίνεται να εκτιµάται από τη µητέρα και τις αδελφές
του. Συνάµα όµως προσαυξάνει την αξία της προσφοράς του399.
Ωστόσο, η δίκαιη αγανάκτηση που αισθανόταν στάθηκε σίγουρα ως
αφορµή για να µπει ο «πτωχός» Γιαννιός στον πειρασµό του δαίµονα της
οργής. Η οργή αυτή σε συνδυασµό µε τον ανθρώπινο εγωισµό θα µπορούσε
να θολώσει το νου του, ώστε να σταµατήσει να κρίνει σωστά και να βλέπει το
δίκαιο («ὀργίζεσθαι δὲ ἢ θυµοῦσθαι οὐ χρή. διότι ἡ ὀργὴ κατὰ πάθος ποιεῖ
µόνον καὶ οὐ κατὰ κρίσιν και τὸ δίκαιον»400) που ήταν η συνέχιση της
πολύτιµης βοήθειάς του. Έτσι υπήρχε ο φόβος να οδηγηθεί στην υιοθέτηση
µιας παρόµοιας µε αυτή του αδελφού του συµπεριφοράς, η οποία θα είχε
επώδυνες συνέπειες για τη ζωή των οικείων του και την ψυχή του ιδίου.
………Άλλος κίνδυνος που ελλόχευε ήταν να µισήσει τον αδελφό του, γεγονός
που θα ήταν εξίσου ανησυχητικό: «Καὶ γὰρ ὁ µισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ401 ,
ἀνθρωποκτόνος εἴρηται .φονεύων αὐτὸν τῇ διαθέσει τοῦ µίσους κατὰ διάνοιαν.
οὗτινος τὸ αἷµα οὐ διὰ ξίφους ἐκχυθέν, ἄνθρωποι βλέπουσιν, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ
καὶ τῇ διαθέσει τοῦ µίσους ἀναιρεθέν, ὁ Θεὸς ἐφορᾷ. ὅς, οὐ µόνον ὑπὲρ
397
Τ.Β’, σ. 157, στ.9-10.
398
Τ.Β’, σ.157, στ.11-13.
399
Η στάση αυτή της µητέρας και των αδελφών του µπορεί να θεωρηθεί ως δάκτυλος του πονηρού,
ώστε να κάµψει τη θαυµαστή καρτερία του. Ο Γιαννιός όµως παρά τις δυσκολίες δεν υποκύπτει. Το µότο
της ζωής του είναι: «µακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν», Πρ.20,35. Η µόνη θετική ανταπόκριση
στην αγάπη και φροντίδα που επιδεικνύει έρχεται από τη φύση: το ‘’περιβολάκι’’ του και το µονήρη
βράχο της Μαυροµαντηλούς. Τα ‘’φυτά’’ στο ‘’περιβολάκι’’ του «τὸν γνωρίζουν» σαν να «τὰ ἔχει
γητεµένα» και ανταποκρίνονται στις φροντίδες του προσφέροντας πλούσιους καρπούς. Η δε
Μαυροµαντηλού «ἐπενθηφόρει (…) διὰ τὸν Γιαννιόν» (Τ.Β’, σ.158, στ.7-8), «τὸν ἐκάλει» µυστηριωδώς
κοντά της προκαλώντας του παράδοξα αισθήµατα στοργής και µόνη αυτή «ἐδέχθη τὰς περιπτύξεις καὶ
τοὺς ἀσπασµοὺς τοῦ» (Τ.Β’,σ.166, στ.9-10) σώζοντάς τον από πνιγµό. Παρατηρούµε πως η φύση, η
οποία είναι απαλλαγµένη από τα ανθρώπινα πάθη, αναγνωρίζει την καλοσύνη και την προσφορά του
ανθρώπου αυτού, σε αντίθεση µε τους συγγενείς του, οι οποίοι, επηρεασµένοι από τον εγωισµό και τα
προσωπικά τους προβλήµατα, θεωρούν δεδοµένη την πολύτιµη βοήθεια που τους παρέχει. Έτσι,
παρόλο που η αλτροϋστική του συµπεριφορά δεν εκτιµάται σε ανθρώπινο επίπεδο, προγεύεται τη θεϊκή
«ανταµοιβή» που τον περιµένει από το καρπερό περιβολάκι του (που προεικονίζει τον παραδείσιο κήπο
και τους µελλοντικούς πνευµατικούς θησαυρούς) και από τη «Μαυροµαντηλού», που τον «αγκαλιάζει»
τρυφερά - ως µητέρα και ως σύζυγος- προσφέροντας του την αγάπη που στερήθηκε (βλ. σχετικά και
την υποενότητα 6.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας).
400
Αντωνίου τοῦ Μεγάλου, «Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστὴς πολιτείας», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ. 13, Νο.ξθ’.
401
Εδώ η λέξη έχει φυσικά γενική έννοια, στην προκειµένη περίπτωση όµως αποκτά βαρύνουσα
σηµασία αφού πρόκειται για πραγµατική συγγένεια εξ αίµατος.
359
πράξεων, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ λογισµῶν καὶ προαιρέσεων ἐνί ἐκάστῳ ἢ στεφάνους
ἢ τιµωρίας ἀποδίδωσι»402. Το µόνο όµως που αναφέρεται στο διήγηµα είναι η
«πικρία»403 την οποία αισθανόταν ο Γιαννιός για τον αδελφό του, πράγµα που
µπορεί να ερµηνευθεί ως βαθιά θλίψη για τη στάση και τον τρόπο σκέψης του,
όχι όµως ως µίσος εναντίον του. ∆εν αισθάνεται µνησικακία ούτε ανοίγει την
πόρτα στον προσωπικό του εγωισµό και την υπερηφάνεια βλέποντας
ανταγωνιστικά τον αδελφό του. Αν έπεφτε έστω και µια στιγµή στο λογισµό:
«Γιατί να επωµιστώ εγώ όλο το βάρος, ενώ ο αδελφός µου µας εγκατέλειψε
κοιτάζοντας τον εαυτό του;» η ζωή του ιδίου και των δικών του θα είχε πάρει
µια τελείως διαφορετική, αρνητική τροπή. Ο ταλαιπωρηµένος όµως, ορφανός
και ο ίδιος, Γιαννιός, «ἦτο ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ µὲν γογγύζουσιν, ἀλλὰ
π ο τ ὲ 404δὲν ἀποκαρτεροῦσι»405. Πολεµώντας τον κακό λογισµό και τη
φιλαυτία που κάθε άνθρωπος σπερµατικά διαθέτει, καταπάτησε το ίδιον
θέληµα για χάρη του κοινού- οικογενειακού οφέλους406.
Έτσι, ακολούθησε τη δύσβατη ατραπό της συνέχισης της πολύτιµης
προσφοράς του και της αυτοπαραίτησης από τις προσωπικές του ανάγκες και
επιθυµίες. Ένας άνθρωπος σαν το Γιαννιό βάζει πρώτα την οικογένειά του και
µετά τον εαυτό του: «εἰργάζετο διὰ τοὺς ἄλλους καὶ ποτὲ δι' ἑαυτόν»407.
Θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη των άλλων. Ενδιαφέρεται για το δούναι και
όχι για το λαβείν. Αυτό δείχνει η συνεχής προσφορά του στις αδελφές του τις
οποίες εξακολούθησε να βοηθά και µετά το θάνατο της µητέρας του µε
µοναδική εξαίρεση το διάστηµα που ήταν άρρωστος408. Αυτή η αυταπάρνησή
του αποτελεί πράγµατι ένα µεγάλο άθλο: « Μέγα καὶ πρῶτον κατόρθωµα , τὸ
ἑαυτοὺς ἀπαρνήσασθαι. Τὸ γὰρ πληροῦν ἀλλότριον θέληµα καὶ µὴ τὸ ἑαυτοῦ,
οὐ µόνον ἀπάρνησιν τῆς ἰδίας ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ νέκρωσιν τὴν πρὸς τὸν κόσµον
ἅπαντα ἐµποιεῖ»409 .
Το παράπονο που εξέφραζε κατά καιρούς για τις δυσκολίες που
περνούσε ήταν δικαιολογηµένο και οφειλόταν στη σωµατική και πνευµατική
κόπωση και όχι στην επιθυµία του να στερήσει τους οικείους του από την
402
Αγίου Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν επίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.73, στ.32-37.
403
Τ.Β’, σ.157, στ.6. Η πικρία του Γιαννιού απέναντι στον ξενιτεµένο αδελφό του φαίνεται από τον
ειρωνικό και συνάµα χιουµοριστικό τρόπο που σχολιάζει την εγκατάστασή του στη Φιλαδέλφεια της
Αµερικής: «Εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν· ὁποία εἰρωνεία λέξεων! Μίαν Κουακερίδα· ἀπὸ τοὺς πολλοὺς
βατράχους ποὺ ἔτρωγε (παρετήρησεν ὁ Γιαννιός), κατήντησε νὰ πάρῃ τὴν φωνήν των... ὡς γυναῖκα!»
( Τ.Γ’, σ.157, στ. 3-5). Το όνοµα της πόλης στην οποία τελικά εγκαταστάθηκε θα έπρεπε να του θυµίζει
καθηµερινά τις αδελφές που τόσο εύκολα εγκατέλειψε. Φαίνεται όµως ότι, όπως συνέβη και σε πολλούς
άλλους, η µακρινή απουσία του από τα πάτρια εδάφη αλλοίωσε και τα αδελφικά του αισθήµατα.
404
Η αραιογράφηση δική µας.
405
Τ.Β’, σ.157, στ.14-15.
406
Για τον πόλεµο του Γιαννιού µε τη φιλαυτία, βλ. Λ. Σιάσου, «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη,ό.π. σ. 454
407
Τ.Β’, σ.155, στ.30-31.
408
Η ασθένεια του Γιαννιού έχει και αυτή τη λυτρωτική σηµασία της: τον εξασκεί ακόµη περισσότερο
στην υποµονή. Είναι µε άλλα λόγια ένα είδος µαρτυρίου: «Τότε γὰρ ἡµῖν εἰς λόγον δευτέρου µαρτυρίου,
τό τε συνεχὲς τῶν νόσων καὶ ἡ πρὸς τοὺς δαιµονιώδεις λογισµοὺς µάχῃ, λογισθήσεται», Αγίου ∆ιαδόχου
Φωτικής, «Λόγος Ασκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’ σ.269,Νο. Ϟδ’.
409
Αγίου Συµεών του Νέου Θεολόγου, «Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.244,
Νο.µδ’.
360
410
Βλ. Τ.Γ’ σ.156, στ.25-27.
411
Τ.Β’, σ.617, στ.7-17.
361
πιθανή ζήλεια για να σταθεί κυριολεκτικά ως µητέρα στη µικρότερη αδελφή και
τον ανιψιό της.
Η ηρωίδα αυτή σε όλη της τη ζωή κατέβαλε ένα διαρκή αγώνα. Σε
νεανική ηλικία έπρεπε να αγωνισθεί σκληρά για να ανταπεξέλθει στις
πολλαπλές υποχρεώσεις που προήλθαν από το θάνατο των γονιών της. Η
κυριότερη από αυτές ήταν η ανατροφή και αποκατάσταση της µικρότερης
αδελφής της για χάρη της οποίας επέλεξε να µείνει η ίδια ανύπανδρη412. ∆ε
στάθηκε όµως εκεί. Προκειµένου να την παντρέψει, όχι µόνο την προίκισε µε
τη µισή τους περιουσία, αλλά προέβη και σε µια ενέργεια που µόνο ένας
γονιός θα µπορούσε να κάνει: υποθήκευσε τα δικά της εναποµείναντα
κτήµατα, ώστε να εξασφαλίσει τρεις χιλιάδες δραχµές για να τις δώσει ως
επιπλέον «µέτρηµα» στον απαιτητικό γαµπρό.
Όταν αργότερα η αδελφή της κατηγορήθηκε για µοιχεία, η Κρατήρα
ήταν η µόνη που «δὲν ἐπίστευσε ποτὲ εἰς τὴν ἐνοχὴν τῆς ἀδελφῆς της, οὔτε
ἠθέλησε νὰ τὴν ἐξετάσῃ, ἐπειδὴ ἐπροτίµα ν' ἀγνοῇ καὶ νὰ πιστεύῃ εἰς τὴν
ἀθῳότητα»413. Ως γνήσια χριστιανή και όχι απλώς ως αδελφή, δίνει µια
ερµηνεία που στηρίζεται στις βουλές του Θεού και όχι στους στυγνούς
υπολογισµούς των «γραϊδίων» της γειτονιάς414. Την άποψή της µάλιστα
συνεπικουρεί και ο γιατρός- γυναικολόγος της πρωτεύουσας που δίνει την
αντίστοιχη επιστηµονική εξήγηση.
∆υστυχώς όµως τα µυστήρια του Θεού και οι επιστηµονικές εξηγήσεις
βρέθηκαν σε δεύτερη µοίρα µπροστά στην παντοδυναµία της κατάκρισης. Η
δυσφήµιση που δέχθηκε η αδελφή και ο ανιψιός της ξεπέρασαν τα όρια του
ανεκτού. Η δυστυχής γυναίκα κατηγορήθηκε όχι µόνο για µοιχεία, αλλά και για
412
Η Β. Λαµπροπούλου σχολιάζοντας το απόσπασµα αυτό γράφει: «Κάποτε αναλαµβάνουν το
πάντρεµα της κόρης και το δόσιµο της προίκας οι µεγαλύτεροι αδελφοί ή η µεγαλύτερη αδελφή. Αν η
γυναίκα µεγαλώσει, αν ξεπεράσει τα όρια ηλικίας για το γάµο καθίσταται ουδέτερο ον. ∆εν είναι πλέον
θυγατέρα ή άνθρωπος για γάµο. Μπαίνει στο περιθώριο και γίνεται το «επικουρικό κεφάλαιο» του
σπιτιού. Η µόνη της απαντοχή να φροντίζει τους µικρότερους αδελφούς ή την αδελφή, λες και δεν είναι
αυτή τίποτε. Έτσι έκανε ‘’ἡ φρόνιµος γεροντοκόρη’’ η Κρατήρα», «Οι γυναίκες στο έργο του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.45. Θεωρούµε ότι η κυρία Λαµπροπούλου θέτει το ζήτηµα από αντικειµενική -
«εγωιστική» σκοπιά, µε την έννοια ότι και η µεγάλη αδελφή, ως γυναίκα, θα ήθελε κατά βάθος να
«αποκατασταθεί» και εκείνη, παρά τις αµέτρητες δυσκολίες και ταλαιπωρίες που συνεπαγόταν ένας
γάµος. Παραβλέπει όµως την έννοια της αληθινής αγάπης µεταξύ των αδελφών που νοιάζονται και
συµπονούν ο ένας τον άλλο βλέποντας τον αδελφό ή την αδελφή τους ως προέκταση του εαυτού τους
και όχι ως έναν ενδοοικογενειακό αντίζηλο του οποίου η ευτυχία συνεπάγεται την προσωπική τους
δυστυχία. Πράγµατι, αν δει κανείς το ζήτηµα αυτό από κοινωνική, έστω και «λογική» πλευρά, το
πιθανότερο είναι να συµµερισθεί την άποψη της κας Λαµπροπούλου. Αν όµως το προσεγγίσει µε το
ανοιχτό, επαναστατικό πνεύµα του Ευαγγελίου και της «ἐν Χριστῷ» αγάπης που στέκει µακριά από
κοινωνιολογικά και συµφεροντολογικά καλούπια, θα ανοίξει διάπλατα µπροστά του η «άλλη» θεώρηση,
της θυσίας και της προσφοράς προς τον πλησίον, πόσο µάλλον, όταν αυτός τυγχάνει να είναι και κατά
σάρκαν αδελφός/-η. Θεωρούµε ότι στην προκειµένη περίπτωση αυτή την προσέγγιση συµµερίζεται και
ο συγγραφέας.
413
Τ.Γ’, σ.609, στ.1-3.
414
Βλ. Τ.Γ΄,σ.609, στ.5-9 . Για το ρόλο των «γραϊδίων» της γειτονιάς» στη διάδοση της συκοφαντίας
κατά της Σοφούλας βλ και Ε. ∆ηµητρίου, «Χαρακτηρισµός και συµπεριφορά των γυναικών», στον τόµο
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ.124.
362
415
«Εἶπαν ὅτι ἡ Σοφούλα εἶχε φέρει στὸν κόσµον τὸ παιδίον αὐτὸ µὲ τὸν µικρὸν θεῖόν της, ἕνα συγγενῆ
ὅστις ἐπηγγέλλετο ἐν µέρει τὸν προστάτην διὰ τὰς δύο ὀρφανάς. Ἦτον ἄρα ὄχι µόνον µοιχαλίς, ἀλλὰ καὶ
αἱµοµίκτρια», Τ.Γ’, σ.608, στ.28-31.
416
Βλ. Τ.Γ’, σ.613, στ.19-35 και σ.614, στ.1-17.
417
Βλ. τη φιλότιµη προσπάθεια της να «απαλύνει» τα επώδυνα σχόλια των συµµαθητών του Κώτσου,
Τ.Γ’, σ.612, στ.18-35 και τα καθησυχαστικά λόγια της µετά την περιπέτεια του Κώτσου στη
∆ρακοσπηλιά, Τ.Γ’, σ.619, στ.18-29 και σ.620, στ.1-25.
363
423
Ησυχίου Πρεσβυτέρου: «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152, Νο.οε’. Το ίδιο επισηµαίνει και ο
.
άγιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: «Ἐπιµέλεια ψυχῆς, κακοπάθεια καὶ ταπείνωσις δι’ ὧν ὁ Θεὸς συγχωρεῖ
πάσας τᾶς ἁµαρτίας», «Περί ἀγάπης και ἐγκρατείας ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.214, Νο.ξθ’.
424
«Τῇ ταπεινοφροσύνῃ ὁ ἀνιῶν, κατώτερός του ἑαυτοῦ φρονήµατος γίνηται», Ηλία Πρεσβυτέρου,
«Ἀνθολόγιον γνωµικόν», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.292 -293, Νο.µβ’. Άλλωστε, πρότυπο της πραότητος και του
ταπεινού φρονήµατος είναι ο ίδιος ο Χριστός που µας προτρέπει: «ἄρατε τὸν ζυγόν µου ἐφ’ ὑµᾶς καὶ
µάθετε ἀπ’ ἐµοῦ, ὅτι πρᾶός εἰµι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑµῶν», Μτ.
11, 29.
425
Τ.Γ’, σ.562, στ.22.
365
426
«Κεφάλαια περί προσευχής», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.319, Νο.λα’.
427
Τ.Γ’, σ.563, στ.1.
428
Νικήτα Στηθάτου, « Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.285, Νο. νε’.
429
Βλ. Φ. Παπαδηµητρακόπουλου, «Ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς», Νεφέλη, Αθήνα, 1992, σ.57.
430
Μτ. 6,26.
431
Τ.Γ’, σ. 560, στ.1-3.
366
σεβάστηκε τη µνήµη ενός ενάρετου ανθρώπου που έζησε «ἐν Χριστῷ» µέσα
στον κόσµο και αναδείχθηκε άξιο τέκνο της Βασιλείας Του432.
432
Βλ. Τ.Γ’, σ.563, στ.30-31 και σ.564, στ. 1-10.
433
Η «καιόµενη» καρδιά της Αµέρσας µας θυµίζει την ελεήµονα καρδία που καίγεται για όλη την κτίση,
και την οποία περιγράφει παραστατικά ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, βλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου
Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος ΞΒ’, σ.736, στ. 13- 18.
434
Βλ. Τ.Γ., σ.445, στ.20-21.
435
Για το όνειρο της Αµέρσας βλ. και Ξ. Λ. Κοκόλη, «Για τη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη: 2
µελετήµατα», εκδόσεις Studio University Press, Θεσσαλονίκη, 1993, σ.49.
436
Τ.Γ’, σ. 444,στ. 2-3.
367
χαρακτήρα της αδελφής του και «εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτὴν»437. Όχι µόνο
αυτό, αλλά και σκέπασε την αιµορροούσα πληγή της για να κρύψει το
τεκµήριο της ενοχής του438. Χωρίς δεύτερη σκέψη δε δίστασε να πει ψέµατα
στους δύο αστυνοµικούς πως ήταν άρρωστη και ζαλιζόταν439 αρνούµενη να
προδώσει τον αδελφό της. Στη συνέχεια περίµενε καρτερικά τη µητέρα της για
να τη βοηθήσει και µόνο σε εκείνη µαρτύρησε την αλήθεια. Με αυτόν τον
τρόπο απέδειξε έµπρακτα την ευσπλαχνία της βάζοντας σε δεύτερη µοίρα τον
πόνο και το δίκαιο θυµό της µπροστά στη σωτηρία του αδελφού της από τη
σύλληψη και τη φυλακή.
Πράγµατι, η Αµέρσα ως άνθρωπος και ως γυναίκα έχει µια στάση ζωής
που δεν είναι συνηθισµένη. Αν και η ίδια έµεινε ανύπανδρη λόγω της
αδυναµίας των φτωχών γονέων της να την αποκαταστήσουν, δεν αισθάνεται
αδικηµένη. Αποδέχεται οικειοθελώς την κατάσταση αυτή και την µετατρέπει µε
θετικό τρόπο σε προσωπική «επιλογή ζωής». Αντίθετα µε άλλες ηρωίδες, η
«ανδροκόρη» αυτή δε σκέφτεται τι θα αποκοµίσει από τους γονείς και τους
συγγενείς της, αλλά διακατέχεται από ένα πνεύµα αλτροϋσµού και
προσφοράς προς τους δικούς της ανθρώπους. Συµ-πονεί και συµ-πάσχει
µαζί τους, λυπάται για τη δυστυχία τους, κάνει ό,τι µπορεί για να τους
διευκολύνει και δεν οργίζεται εναντίον τους ακόµη και όταν προσπαθούν να τη
βλάψουν (όπως ο αδελφός της). Η απλοϊκή αυτή κοπέλα, χωρίς να έχει
πνευµατικές βάσεις, όντας κόρη της Φραγκογιαννούς και εγγονή της µάγισσας
∆ελχαρώς, βιώνει και προσφέρει στους γύρω της το ύψιστο αγαθό της
ανιδιοτελούς αγάπης, που «µακροθυµεῖ, χρηστεύεται, (…) οὐ ζηλοῖ, (…) οὐ
περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχηµονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ
παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ
ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑποµένει»440.
Αν και φυσική συνέχεια της Φραγκογιαννούς στην εµφάνιση («ἦτον
µελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης»)441, στα χαρίσµατα («ἦτον(…) προκοµµένη πολύ,
"µορφοδούλα", ὀνοµαστὴ δὲ ὑφάντρια»442), στη δυναµικότητα ( «δὲν ἐφοβεῖτο
τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἦτο δὲ τολµηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη»443, «ἦτο
ἄφοβος, κ' ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ»444) και στον τρόπο
προσέγγισης του γάµου, δεν υιοθετει τη στάση της µητέρας της απέναντι στο
γυναικείο φύλο. Αντιθέτως, σπάει τον κρίκο της κακής κληρονοµικής
συνέχειας, επιλέγοντας να κάνει το καλό. ∆έχεται τους ίδιους πειρασµούς µε
τη µητέρα της στο θέµα της γυναίκας και των δυσκολιών της ζωής της και των
437
Τ.Γ’, σ. 441, στ.11.
438
Βλ. Τ.Γ’., σ. 440-443.
439
Το ψέµα της αυτό µετατράπηκε παραδόξως σε ακούσια αλήθεια, αποδιδόµενη σε «ἀνωτέρα,
δαιµονία θέλησιν» που « ἤθελε να καλύψη τὸ ψεῦδός της» ( Τ.Γ’, σ. 444, στ. 8-9). Ωστόσο, η προαίρεσή
της δεν παύει να είναι αγαθή, αφού το κάνει για να γλιτώσει τον αδελφό της.
440
Α’ Κορ.. 13, 4-7.
441
Τ.Γ’,σ. 422, στ.20-21.
442
Τ.Γ’, σ422, στ. 20.
443
Τ.Γ’, σ. 435, στ.14-15.
444
Τ.Γ’, σ.435, στ.31.
368
που εκείνη του κληροδότησε και «αξιοποιώντας» την κληρονοµική του τάση
για καταστροφή, γεγονός που τον οδηγεί στην «ειρκτή» από την οποία τόσο
µάταια προσπαθούσε να ξεφύγει και η µητέρα του. Από την άλλη, η Αµέρσα
κατορθώνει να αντιστρέψει καίρια τους κοινούς δαιµονικούς λογισµούς που
την κατακλύζουν (από τη βίωση των «αδικιών» της ζωής, από την οικονοµική
ανέχεια, από την αδικαιολόγητη επίθεση που δέχθηκε από τον ίδιο της τον
αδελφό κ.ά.) πράττοντας κάθε φορά το σωστό µέσα από την αυτοπροσφορά
και την παροχή αληθούς αγάπης τόσο προς τη µητέρα της, όσο και προς τα
αδέλφια της. Με αυτόν τον τρόπο σπάει την κακή κληρονοµική διαδοχή και
απελευθερώνεται από την ψυχολογική ειρκτή που κουβαλούσε έως τέλους
µέσα της η µητέρα της.
449
Για ανάλυση του χαρακτήρα της Ασηµίνας βλ. υποενότητα 2.1.3 του παρόντος κεφαλαίου.
370
450
Για παράδειγµα, ψεύδεται πως η πεθερά της επέµενε να επισπευθεί ο γάµος, ενώ ήταν δική της ιδέα
και του µέλλοντος συζύγου της.
451
Βλ. π.χ. το περιστατικό µε τη πλούσια θεία της Τ.Γ’, σ.338, στ.21-38 και σ.339, στ.1- 24.
452
Τα οφέλη αυτά ήταν: ποικίλων ειδών δώρα και κεράσµατα, ακίνητη προίκα, µετρητά για να εξοφλήσει
τρέχουσες υποχρεώσεις κ.λ.π. Για το θέµα της προίκας βλ. Βαλέτα.Γ, Παπαδιαµάντης:Η ζωή - το έργο-
η εποχή του, ό.π., σ. 607-608.
453
Τ.Γ’, σ.341, 35-36.
454
Τ.Γ’, σ.335, στ.21-22.
371
γονείς και τα αδέλφια του, εκείνος φαίνεται πως νοιάζεται για αυτούς.
Εµπιστεύεται τον αδελφό του για να πάει και να εξαργυρώσει την επιταγή που
έφερε στο Βόλο. Καµαρώνει µε πραγµατική χαρά για τα χρήµατα που έφερε
και τα οποία συνετέλεσαν καθοριστικά στην αποκατάσταση της µικρής
αδελφής του. Προσφέρει απλόχερα το υψηλό για τα δικά του δεδοµένα ποσό
για την προίκα της και είναι έτοιµος να προσφέρει γενναιόδωρα και τις εξτρά
χίλιες δραχµές που του ζητάει η Αφέντρα για να µη δυσαρεστηθεί ο
«επιφανής» γαµπρὸς. Θεωρεί ωφέλιµο το γεγονός ότι πήγε στην Αµερική και
απέκτησε την ταπεινή αυτή περιουσία που εξασφάλισε την αδελφή του παρά
το ότι κατέστρεψε τη δική του υγεία και του στέρησε τελικά την ίδια τη ζωή. Σε
κάθε ψεύτικο ευχολόγιο της µητέρας και των αδελφών του «πείθεται
ευκόλως» δείχνοντας την αγαθότητα µικρού παιδιού. Φυσικά, ως άνθρωπος
µε αδυναµίες, τρέφει και αυτός το πάθος της φιλαργυρίας, γεγονός που
αναδεικνύεται από την αγωνιώδη αναζήτηση των χρήµατων, όταν τα πήρε ο
Στάθης, από το ότι τα φύλαγε στο προσκέφαλό του και από το ότι πιστεύει
βαθιά –κάτι το οποίο κατανοούµε– ότι χάρη σε αυτά και µόνον
«καλοπαντρεύτηκε» η αδελφή του. Ως τέκνο µιας οικογένειας µε κοσµικό
φρόνηµα βλέπει και το γάµο από την καθαρά κοσµική–επίγεια πλευρά του
υποτιµώντας την ασύγκριτα σπουδαιότερη πνευµατική διάσταση και αξία του.
Κύριο µέληµά του είναι να βοηθήσει την οικογένειά του, όπως και όσο µπορεί,
και ευγενής πόθος του είναι να θεραπευθεί από την ασθένειά του. Άθελά του
όµως γίνεται υπαίτιος της πνευµατικής καταστροφής των δύο αδελφών του.
Μοναδική εξαίρεση στο πνευµατικό τέλµα µιας ολόκληρης σχεδόν
οικογένειας αποτελεί ο πατέρας. Είναι ο µόνος που αναφέρεται ρητά ότι
εκκλησιάζεται, ακόµη και κατά τους δύο µήνες της έξαρσης των εργασιών του
459
. Αν και δεν αντιδρά ενεργά στον πνευµατικό κατήφορο των µελών της
οικογένειάς του, εξακολουθεί να διαθέτει τη συνείδηση του και την ορθή κρίση,
ώστε να διαπιστώνει την πτώση τους. Είναι επίσης ο µόνος που δεν πέφτει
στην απατηλή παγίδα του κοσµικού πλούτου και της ανθρωπαρέσκειας
(χαρακτηριστικό είναι ότι δεν διαχειρίζεται ο ίδιος ως πατέρας και αρχηγός της
οικογένειας τα χρήµατα που έφερε ο Θανάσης, όπως επίσης και ότι κατά το
γάµο φόρεσε τα παλαιά καλά του ρούχα και δεν παρασύρθηκε να αγοράσει
καινούργια «ευρωπαϊκά», σύµφωνα µε την προτίµηση της κόρης και του
γαµπρού του)460. Νοιάζεται πραγµατικά και πονάει για το Θανάση. Όλο το
διάστηµα της απουσίας του υπέφερε σιωπηλά µη θέλοντας να φανερώσει τον
κρυφό καηµό του και µόνο οι αυξηµένες επισκέψεις του στο καπηλειό τα
τελευταία χρόνια µαρτυρούν τη θλίψη του461. Ο πόνος του φυσικά
διπλασιάστηκε µετά την επιστροφή και την ασθένειά του. Προσπαθεί µάταια
να αφυπνίσει τον άλλο του γιο το Στάθη να του συµπαρασταθεί σαν αδελφός
έστω και την ύστατη στιγµή462. ∆εν διεκδικεί ούτε στιγµή τα χρήµατα του
459
Βλ. Τ.Γ’, σ.334, στ.31-32.
460
Βλ.Τ.Γ’, σ.348, στ.2-9.
461
Βλ.Τ.Γ’, σ.335, στ.34-35 και σ.336, στ.1-13.
462
Βλ. Τ.Γ’, σ.351, στ.4- 19.
373
463
Τ.Γ’, σ.352, στ.24.
464
Μτ.6,19-20.
465
Ο Στάθης αποτελεί ένα έµπρακτο παράδειγµα των λόγων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά για τις
.
συνέπειες της φιλαργυρίας: «Τὰ µὲν γὰρ τῶν κακῶν αὕτη πέφυκε γεννᾶν φειδωλίας, καπηλείας,
ἁρπαγάς, κλοπάς καὶ ἁπλῶς πᾶν εἶδος πλεονεξίας», «Πρὸς Ξένην µοναχήν»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.101,
στ.1-3.
466
Τ.Γ’, σ.335, στ.32-33.
374
467
Μκ. 12,31.
468
Τ.∆’, σ.407, στ.8.
375
ευστροφία, τα στρέφουν µόνο προς την απόκτηση υλικών αγαθών και όχι
προς την οικοδόµηση γερών πνευµατικών και κοινωνικών βάσεων, όπως η
συνεργασία και η αλληλοβοήθεια, τα οποία θα τους βοηθούσαν και σε βιοτικό
και σε πνευµατικό επίπεδο. Αδυνατούν να κατανοήσουν πως µε τη στάση
τους αυτή συµπεριφέρονται ως άλλοι άφρονες πλούσιοι, που όχι µόνο δεν
χαίρονται τα εφήµερα αγαθά τους, αλλά καταδικάζουν τις οικογένειές τους σε
ένα συνεχή θρήνο µε τη διαρκή αλληλοεξόντωσή τους. Τα πνευµατικά τους
«τάλαντα» µένουν, εποµένως, βαθιά θαµµένα στην ψυχή τους .
376
Τέτοια βιώµατα είχε στο σπίτι του ο καπεταν - Τζώνης στην «Κοκκώνα
Θάλασσα». Ως υπαίτια των προβληµάτων που είχε µε τη σύζυγο του
θεωρούσε την πεθερά του. Στην πραγµατικότητα «οὐδὲ ὑπῆρχε, (…), µῶµός
τις ἢ βαθεῖα κηλὶς εἰς τὴν οἰκίαν. Μόνον µικρολογίαι, παράπονα, ἡ αἰωνία
ἐχθρὰ τῆς ἡσυχίας τῶν ἀνδρογύνων, ἡ γκρίνια, ἡ ἀπαίσιος γκρίνια!»471. Αυτές
οι συνήθεις όµως καταστάσεις για ένα σπίτι είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθµό,
ώστε να προκαλούν δυσφορία στον καπετάνιο. Από τα «µικρά» δηλαδή αυτά
πράγµατα, είχε ανοιχθεί µια «πληγή» στη σχέση του ζευγαριού που άρχιζε να
το καταστρέφει, όπως από «ἕνα µικρὸν ἀµυδρὸν µαυράδι» στην άκρη του
ορίζοντα προκαλείται µια φοβερή θαλάσσια τρικυµία στην αρχή του
διηγήµατος472. Έτσι, ο καπετάνιος είχε φθάσει στο σηµείο να µην επιθυµεί να
πάει στο σπίτι του µετά την επιστροφή του από το ταξίδι, κάτι που φανερώνει
469
π. Στύλιου, Η αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα,
1994, σ. 299.
470
π. Στύλιου ό.π., σ. 299.
471
Τ.Γ’, σ.291, στ.30-32.
472
Η ξαφνική αυτή φουρτούνα και η κατοπινή νηνεµία προεικονίζουν την αντίστοιχη κατάσταση που θα
βιώσει στο σπίτι του.
377
473
Όπως αναφέρεται στο διήγηµα, η αδυναµία του καπετάνιου να κάνει δώρα στη γυναίκα του οφείλεται
όχι σε τσιγγουνιά, αλλά στις οικονοµικές δυσκολίες που αντιµετώπιζε τόσο ο ίδιος, όσο και πολλοί
συνάδελφοί του (βλ. Τ. Γ’, σ.289, στ.31-33).
474
Όπως είδαµε παραπάνω, το ίδιο σκεπτικό συµµερίζεται και η Φραγκογιαννού. Η «φιλοσοφική»
ανάπτυξη και εµβάθυνσή του είναι ένας και από τους λόγους που οδήγησαν την τελευταία στο «ψήλωµα
του νου» της. Ο Σ. Παπαθανασίου αποδίδει στην πεθερά αυτή το «πάθος» της «πραγµοποίησης»,
όπου οι ανθρώπινες σχέσεις µετασχηµατίζονται σε σχέσεις µεταξύ πραγµάτων. Η κινητήρια δηλαδή
δύναµη των γεγονότων παύει να είναι ο άνθρωπος αλλά τα πράγµατα. Το «πάθος» αυτό, που είναι µια
µείξη κενοδοξίας και φιλαργυρίας- ‘’φιλοπραγµατίας’’ «εκτείνεται προοδευτικά στο σύνολο της ψυχικής
ζωής των ανθρώπων, µε αποτέλεσµα να κυριαρχεί το αφηρηµένο και το ποσοτικό πάνω στο
συγκεκριµένο και στο ποιοτικό» , Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ.43.
378
Έτσι, θεωρεί «απαραίτητα» υλικά καθαρά πράγµατα (στη µακριά λίστα της
δεν υπάρχει κάποιο είδος πρώτης ανάγκης, αλλά κυρίως κοσµήµατα και άλλα
είδη που ικανοποιούν τη γυναικεία µαταιοδοξία) που στην πραγµατικότητα
είναι περιττά475. Τους δίνει µάλιστα τέτοια αξία, ώστε να τα θεωρεί
προϋπόθεση βελτίωσης των τεταµένων σχέσεων του γαµπρού της µε την ίδια
πρωτίστως και κατόπιν µε την κόρη της. Λησµονεί πως «χρή τοὺς
ἀνθρώπους, ἢ µηδὲν περισσὸν κεκτῆσθαι, ἢ ἔχοντας, οὕτω γινώσκειν
ἀσφαλῶς, ὅτι τὰ ἐν τῷ βίῳ πάντα, κατὰ φύσιν φθαρτὰ καὶ εὐαφαίρετά εἰσι καὶ
ἀπόβλητα καὶ κλαστὰ»476.
Αποτέλεσµα αυτού του τρόπου σκέψης είναι η αρνητική εκτίµηση των
όσων προσφέρει ο καπετάν Τζώνης στη γυναίκα του διαγράφοντάς τα, απλά
και µόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται στις δ ι κ έ ς τ η ς υλικές επιθυµίες. Η
υπέρµετρη φιλαυτία της, της δηµιουργεί το αίσθηµα του ανικανοποίητου. Και
δεν είναι τυχαίο ότι, αφού τονίζει επανειληµµένως την αριστοκρατική τους
καταγωγή και απαριθµεί διεξοδικά τα δώρα που «όφειλε» να έχει ήδη φέρει
στην κόρη της, του γράφει : «καλὰ τὸ λένε, ποτὲ νὰ µὴν κατεβαίνῃ ὁ
ἄνθρωπος ἀπ’ τὴ σκάλα του477. Ἐ γ ὼ θ έ λ η σ α ν ὰ κ α τ ε β ῶ , κ α ὶ σ ’
ἐ π ῆ ρ α σ έ ν α ν ε , κ’ ἐνόµιζα πὼς θὰ βγῇς ἄνθρωπος νὰ µοῦ τὸ γνωρίσῃς,
µὰ γελάστηκα»478. Είναι τέτοια η, αναµεµειγµένη µε αλαζονεία, φιλαυτία της,
ώστε θεωρεί ακόµη και το σύζυγο της κόρης της προσωπικό της κτήµα που
υποχρεούται να ικανοποιεί κάθε της επιθυµία, σ α ν ν α ε ί ν α ι ε κ ε ί ν η η
γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Σφετερίζεται δηλαδή ακόµη και τη θέση της κόρης της. Για
αυτό και δε διστάζει να του προτείνει, σε περίπτωση που δεν επιθυµεί να
καλύψει τις προαναφερθείσες απαιτήσεις της, να χωρίσει την κόρη της -κάτι
που αποτελεί δική της επιθυµία λόγω της διάψευσης των προσδοκιών της479-
ενώ αυτό το θέµα αφορά αποκλειστικά και µόνο το ζευγάρι. Με τον τρόπο
αυτό θέλει να «αναιρέσει» το γαµπρό της θεωρώντας τον, αυτόν που είναι
απαραίτητος για την ίδια τη συνοχή της οικογένειας του, ως «περιττό» ακόµη
και για τα παιδιά του480.
Μεγάλη φυσικά ευθύνη για την κατάσταση που δηµιουργήθηκε έχει και
η σύζυγος του καπεταν- Τζώνη. Το λάθος της στην προκειµένη περίπτωση
ήταν ότι της επέτρεψε να πληροφορηθεί -γιατί η ίδια δε γνώριζε γράµµατα- τα
παράπονα που της έκανε ο άντρας της στο τελευταίο του γράµµα. Με αυτό
τον τρόπο της παραχώρησε το δικαίωµα να επέµβει για άλλη µια φορά, ενώ
475
Τόσο ο Χριστός, όσο και οι Πατέρες έχουν µιλήσει επανειληµµένως για την αποφυγή θησαυρών
«ἐπὶ τῆς γῆς» και την αναζήτηση των ουράνιων θησαυρών. Η «άφρων» πεθερά όµως ξεχνάει τις
επιταγές της ορθόδοξης παράδοσής µας.
476
Μ. Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστῆς πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ. Α΄, σ. 14,
Νο. οα’.
477
Αν θυµηθούµε την κλίµακα του Ιωάννη, θα λέγαµε ότι µε αυτά τα λόγια κατακρηµνίζεται η
συγκεκριµένη πεθερά από τη δική της σκάλα παρασυρόµενη από το δαιµόνιο της αλαζονείας.
478
Τ. Γ’, σ. 287, στ. 23-25. Η αραιογράφηση δική µας
479
Άλλωστε, και η Φραγκογιαννού δεν αναλαµβάνει «προς όφελος» άλλων γυναικών να σκοτώσει τα
κοριτσάκια τους αντανακλώντας αυθαίρετα τις δικές της απόψεις και επιθυµίες και σε εκείνες;
480
«Κι ἂν δὲ σ' ἀρέσῃ, κάνεις καλὰ νὰ τὴν χωρίσῃς τὴν κόρη µου, κι ἄφσε καὶ τὰ δυὸ παιδιά, ἐ µ ε ῖ ς τ '
ἀ ν α θ ρ έ φ ο υ µ ε » (Τ.Γ’, σ. 288, στ.6-7). Η αραιογράφηση δική µας.
379
γνώριζε την αντιπάθεια που είχε για το σύζυγο της. Αντί, ως φρόνιµη και
λογική σύζυγος, να κρατήσει τα παράπονα του συζύγου της για τη µητέρα της
µυστικά, εκείνη της τα κοινοποίησε πυροδοτώντας το ήδη τεταµένο κλίµα.
Ξεχνάει πως µετά το γάµο της ο σύζυγος και τα παιδιά τους είναι η πρώτη της
προτεραιότητα. Γιατί πλέον αυτή και ο σύζυγός της είναι «σάρκα µία. ὥστε
οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ µία»481. Συνεπώς, καθιστά τον εαυτό της
συνυπεύθυνο µε τη µητέρα της για το αρνητικό κλίµα που επικρατεί εντός της
οικογένειάς της. Καταλαβαίνουµε πως, λόγω της δουλειάς του συζύγου της
και της παρατεταµένης µοναξιάς που βίωνε κατά την απουσία του, ήθελε να
έχει κοντά της τους συγγενείς της. Η ανάγκη όµως για συντροφικότητα και
στήριξη στις καθηµερινές ανάγκες της οικίας δεν δικαιολογεί την παραχώρηση
του δικαιώµατος στη µητέρα της να προσβάλλει τον άντρα της απειλώντας τον
γάµο τους: «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος µὴ χωριζέτω482».
Επιτρέποντας, δηλαδή, σε ένα τρίτο να αναµειχθεί στα εσωτερικά τους, έθεσε
σε θανάσιµο κίνδυνο τη συζυγική τους συνοχή.
Από την άλλη πλευρά, ο καπεταν-Τζώνης, ευρισκόµενος µπροστά στον
πειρασµό να διαλύσει την οικογένειά του και πληµµυρισµένος από την οργή
που αισθανόταν για την πεθερά του, προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τα
αισθήµατά του. Για µια στιγµή, κατακλυσµένος από αγανάκτηση, φαίνεται να
χάνει τον έλεγχο και να επιχειρεί να την πνίξει. Σε ένα φίλο του εξοµολογείται
ότι προσπαθούσε να «πνίξῃ τάς φωνάς της», γιατί είχε καταντήσει
υστερική483. Ο πονηρός του έθεσε τον πειρασµό να απαλλαγεί από την
υπαίτιο της ταλαιπωρίας του µε τον πιο λανθασµένο τρόπο και έτσι να χάσει
στο τέλος τα πάντα. Η συνείδησή του όµως τον συνεφέρει και την ύστατη
στιγµή αποφεύγει το µοιραίο. Η λογική του κυριάρχησε πάνω στο θυµό και
την επιθυµία του να βλάψει την πεθερά του και έτσι απέφυγε την πτώση σε
ένα ολέθριο λάθος. Τηρεί την υγιή σχέση των τριών δυνάµεων της ψυχής
όπου το λογιστικό (ο νους) άρχει και κατευθύνει το παθητικό (το θυµικό και το
επιθυµητικό) µέρος της ψυχής484. Η εφαρµογή της σωστής αυτής σχέσης των
ψυχικών του δυνάµεων ηρεµεί την ψυχή του και τον βοηθάει να δει το
πρόβληµα του από την ορθή οπτική γωνία της συνδιαλλαγής και της
ειρήνευσης.
Επίσης, πρέπει να επισηµάνουµε ότι, ως σοβαρός και εσωστρεφής
άνθρωπος, αισθάνεται ντροπή για την κατάσταση που βιώνει αλλά ούτε µία
φορά δεν αναφέρεται στο διήγηµα πως σκέφτηκε να χωρίσει τη σύζυγό του.
Η λογική και η ψυχραιµία επικρατούν τελικά στην ψυχή του και καταφέρνει να
συζητήσει µε τη γυναίκα του και να λάβει την υπόσχεση ότι «εἰς τὸ µέλλον θὰ
εἶναι φρονιµωτέρα ἀπὸ τὴν µητέρα της»485 .
481
Μτ. 19,5.
482
Μτ.19,6.
483
∆είγµα µάλλον και αυτό των παθών που την ταλαιπωρούσαν (βλ. Τ.Γ’, σ.291,στ.21-22).
484
Βλ. Κεσελόπουλου Α. «Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά»,ό.π.,
σ.60 και Γ. Μαντζαρίδη « Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
485
Τ.Γ’, σ.292, στ.1.
380
486
Α’ Κορ. 7,10-11.
487
Όπως και πολλοί άλλοι ήρωες του Παπαδιαµάντη , ο καπεταν- Τζώνης κάνει την «καλή αντιστροφή»
µετατρέποντας την οργή του σε µακροθυµία.
488
Θαλασσίου του Λιβύου, «Περὶ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας ἑκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.212, Νο.κγ’.
489
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λογ. ΜΑ’, σ.578, στ. 108-109.
381
490
Όπως επισηµαίνει και ο Α. Κεσελόπουλος «Ο Θεός είναι αγάπη και ενεργεί παντού και πάντοτε ως
αγάπη. Η δουλεία του ανθρώπου στα πάθη (…) είναι η φυσική συνέπεια της ήττας του και το
φυσιολογικό αποτέλεσµα της αποµακρύνσεώς του από τη Ζωή» (Πάθη και Αρετές, εκδόσεις
∆όµος,1982, σ.47). Στη µέθη ως πάθος αναφέρεται παραπάνω: «Από όλες όµως τις σωµατικές
αισθήσεις ιδιαίτερα επηρεάζει τα πάθη η γεύση, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της ανάγκης για
τροφή, αλλά καταλήγει στην «ἀµετρία ταύτης, ό έστι τρυφή». Αυτά τα πάθη είναι η γαστριµαργία, η
λαιµαργία, η πολυποσία και η µέθη», ό.π, σ.36.
491
Βλ. Τ.Γ’, σ.603, στ.33-35.
492
«Ἦτον αἰσθηµατίας, καὶ ἠγάπα τὴν γυναῖκά του µὲ ἀληθῆ ἔρωτα», Τ.Γ’, σ.603, στ.11.
493
«Ἔπινε πολύ. Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔκαµνε καλά, ἀλλὰ δὲν ἠµποροῦσε νὰ τὸ κόψῃ. Κάθε βράδυ
ἐλησµόνει τὰς συµβουλὰς καὶ τὰς καλὰς ἐµπνεύσεις τῆς πρωίας», Τ.Γ’, σ.603, στ.12-14. Στο πάθος της
ραθυµίας αναφέρθηκε και ο γέροντας Παΐσιος: «Η ακηδία και η ραθυµία µερικές φορές κολλούν και σε
ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευµατική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιµο (…) ΄Ενας
ευαίσθητος (όµως) άνθρωπος, αν στεναχωρηθεί, νιώθει µετά ακηδία (…) Να προσέχη να µην αφήνη
αθεράπευτες πληγές, γιατί µετά κάµπτεται από τα τραύµατά του. Το ψυχικό τσάκισµα, το οποίο στη
συνέχεια φέρνει και το σωµατικό, τον αχρηστεύει», Πνευµατική αφύπνιση,Τόµος Β’, Ι. Ησυχαστήριον
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 1999, σ.297.
382
494
∆ιαδόχου επισκόπου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικὸς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 251, Νο. ξα’.
495
«Τὴν εἶχε νυµφευθῆ ἐξ ἔρωτος», Τ.Γ’, σ.60, στ.6-7.
496
Τ.Γ’, σ.605, στ.7-13.
383
Από την άλλη πλευρά, η θετική σκέψη και η καλή τύχη µπορεί να
βοηθήσει ένα ζευγάρι να επιτύχει. Τέτοιο ζευγάρι ήταν ο καπεταν- Στέφος και
η δεύτερη γυναίκα του η Σινιώρα στο διήγηµα «τ’ µπούφ΄τού π’λί». Πρόκειται
για δύο ανθρώπους φύσει αισιόδοξους, τυχερούς και ανοιχτόκαρδους. Παρά
το γεγονός ότι οι συµµαθητές του τον κορόϊδευαν όταν ήταν µικρός, οι
συνάδελφοί του τον φώναζαν σκωπτικά «µπούφο»497 και οι γειτόνισσες
κατηγορούσαν συνέχεια τη γυναίκα του ως «ἀπασσάλωτη, ἀναφάνταλη,
ἀστάνευτη», ούτε εκείνος ούτε εκείνη λάµβαναν στα σοβαρά τις κακολογίες
αυτές και «ποτὲ δὲν ἐχαλοῦσε ἡ καρδιά τους»498. Το σύνθηµα του ζευγαριού
ήταν «Ποτὲ δὲν βάζω κακὸ στὸν νοῦ µου, κι ὅλα µοῦ ἔρχονται δεξιά» 499.
Εκτός όµως από την κοινή στάση ζωής που είχαν, φαίνεται πως
υπήρχε και αληθινή αγάπη µεταξύ τους. Ο ένας στήριζε µε τον καλό του λόγο
και τη θετική του σκέψη τον άλλο. Ο καπεταν- Στέφος σεβόταν και εκτιµούσε
τη γυναίκα του, που τη θεωρούσε «καλοπόδαρη» και την έβαζε να
προπορεύεται ως τη βάρκα κάθε φορά που επρόκειτο να µπαρκάρει από το
λιµάνι. Ο κόσµος το θεωρούσε δεισιδεµονία, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από
αυτό500. Όταν αγαπάει ένας άνδρας τη σύζυγό του και γνωρίζει ότι τον
αγαπάει και εκείνη επιθυµεί να την έχει κοντά του πριν µπαρκάρει µε το πλοίο.
Εάν µάλιστα δεν λαµβάνει τοις µετρητοίς την εικόνα του αυστηρού άνδρα της
ανδροκρατούµενης τότε εποχής, δεν θεωρεί υποτιµητικό να προπορεύεται
εκείνη µέχρι τη βάρκα.
Ωστόσο, η ιδιαίτερη αγάπη που είχαν οι δύο σύζυγοι µεταξύ τους
καθίσταται ολοφάνερη από ένα περιστατικό που συνέβη παραµονές
Χριστουγέννων. Το πλοίο του καπετάν- Στέφου άργησε να έρθει και όλοι στο
χωριό ανησύχησαν. Η µοναδική που δεν ανησύχησε ήταν η Σινιώρα. Παρά
την ασυνήθιστη αργοπορία του, εκείνη ήταν βέβαιη ότι ο άνδρας της θα τα
καταφέρει. Πράγµατι, κοντά στα µεσάνυχτα το πλοίο, εν µέσω φοβερής
τρικυµίας, έφτασε στο λιµάνι. Εκείνη, παρόλο που είχε βάλει τα παιδιά τους
για ύπνο, δεν κοιµόταν γιατί τον περίµενε. Από την στάση της αυτή
φανερώνεται ότι είχε την έγνοια για το σύζυγό της, αλλά ταυτόχρονα και την
497
Βλ. Τ.Γ’, σ.653.
498
Τ.Γ’, σ.650, στ.21.
499
Τ.Γ’, σ.650, στ.22-23.
500
Πέρα από την αναφορά της συνήθειας αυτής στην ιστορία του Ιακώβ στην Παλαιά ∆ιαθήκη (βλ. Τ.Γ’,
σ.649, στ.11-13), η καπετάνισσα ήταν και άνθρωπος χωρίς προλήψεις (βλ. σ.650,24-30 και σ.651, στ.1-
5).
384
ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά. Όταν ο άνδρας της της φώναξε από µακρυά το
«- Καλῶς σ' ηὗρα, καπετάνισσα!» οι πρώτες της κουβέντες δείχνουν την
πραγµατική χαρά που αισθανόταν για την επιστροφή του και φυσικά την
αγάπη που τρέφει για αυτόν: «- Καλῶς τὴν ἀγάπη µ' τὴ χρυσῆ! ἔκραξεν ἡ
κοκκινοµαλλού, ἀναγνωρίσασα τὴν φωνὴν τοῦ συζύγου της»501. Ενάντια στις
φοβίες και τις προκαταλήψεις, οι οποίες ήταν δικαιολογηµένες, µια και η
θάλασσα είναι απρόβλεπτη και οι ναυτικοί κινδυνεύουν πολύ συχνά, η
καπετάνισσα, έχοντας εµπιστοσύνη στις ικανότητες και την τύχη του συζύγου
της, δεν αφήνει την αγωνία να την καταβάλλει. Αντίθετα, ο θετικός τρόπος
σκέψης της που δεν την άφησε να φοβηθεί για τη ζωή του άνδρα της, την
αντάµειψε για άλλη µια φορά φέρνοντάς τον σώο και αβλαβή στο σπίτι και την
οικογένειά τους.
Ωστόσο, πέρα από τα θετικά τους στοιχεία, έχουν και ένα κοινό
σκοτεινό στοιχείο: τη ροπή τους προς την κλεψιά. Ο µεν καπετάν Στέφος
αγαπούσε το «πλιάτσικο» θεωρώντας οποιοδήποτε αντικείµενο ή ναυτικό
είδος βρισκόταν µπροστά του ως λάφυρο502. Η δε Σινιώρα δε δίστασε αµέσως
µετά το γάµο τους να «νὰ κλέψῃ τὰ νυφιάτικα ροῦχα τῆς νεκρᾶς (ενν. πρώτης
γυναίκας του καπεταν Στέφου), καὶ νὰ τὰ φορέσῃ»503. Παρ’ όλα αυτά, στην
περίπτωσή τους, το αµάρτηµά τους αυτό δεν είχε αρνητικές συνέπειες ούτε
επέφερε κάποιο είδος δίκαιης «τιµωρίας». Αντιθέτως, «ἡ κλεψιὰ τοὺ(ς)
ἔβγαινεν εἰς καλὸν»504. Πως συνέβη αυτό; Γιατί, όπως αναφέραµε παραπάνω,
ταυτόχρονα µε το πάθος της κλεψιάς, είχαν και µια αρετή: την α ο ρ γ η σ ί α .
Παρά την έντονη κοινωνική κατάκριση που δέχονταν505, δεν κρατούσαν κακία
σε κανέναν, δε χαλούσαν την καρδιά τους για τίποτε. Χαρακτηριστικό
παράδειγµα, η αντίδραση του καπετάν Στέφου στη δηµόσια προσβολή-
διαπόµπευσή του µε την ανάρτηση ενός ευµεγέθους πίνακα στο καφενείο του
νησιού που τον παρίστανε ως µπούφο να καταπίνει χρυσά νοµίσµατα. Μόλις
είδε την εικόνα, όχι µόνο δε θύµωσε, αλλά την «ἐπῄνεσε» και κέρασε τον
ζωγράφο επιβραβεύοντάς τον. Καταπολεµώντας καίρια τον -έστω και
προσωρινό- θυµό, δείχνει µια θαυµαστή ανωτερότητα αντιµετωπίζοντας µε
χιούµορ και καλοσύνη την «έντεχνη» µετά την «έλλογη» κατάκριση που
καθηµερινά δεχόταν. Αυτή λοιπόν η µέγιστη αρετή, αντισταθµίζει το πάθος
του και «δικαιολογεί» έως ένα βαθµό όχι µόνο την καλή του τύχη, αλλά και τον
επιτυχηµένο του γάµο.
501
Τ.Γ’, σ.653, στ.24-25.
502
Τ.Γ’, σ.649, στ.15-20.
503
Τ.Γ’, σ.651, στ.1-2.
504
Τ.Γ’, σ.650, στ. 4.
505
Ο καπεταν Στέφος µάλιστα εκ παιδικής ηλικίας.
385
506
Πρόκειται για το διήγηµα «Γυνή πλέουσα», Τ.∆’, σ. 19-36.
507
Για το διήγηµα αυτό έχει γραφεί ένα πολύ όµορφο ποίηµα που εκφράζει όλη την, αναµεµειγµένη µε
πόνο, αγάπη της Καραβοκυρούς για το σύζυγό της. Ποιητής του είναι ο Παναγιώτης Θωµάς και
εκδόθηκε στο περιοδικό Ακτή, τ. 89, έτος ΚΓ’, Λευκωσία, Χειµώνας 2011, σ.15.
Της αγάπης τα χρέη
Έφευγε για τις θάλασσες
κι άφηνε την Κυρά του
µόνη της να προσκαρτερεί
την αρµυρή αγκαλιά του.
Ωστόσο, η «κακή» της τύχη και η επιπολαιότητα του µικρού της γιου
οδήγησαν στην αποκάλυψη του «αµαρτήµατός» της. Ο καπετάν- Γιάννης
περνώντας τυχαία από το καπηλειό, από το οποίο προµηθευόταν εκείνη το
κρασί, έµαθε για τα βερεσέδια που είχε αφήσει κατά το διάστηµα της
απουσίας του. Όπως ήταν αναµενόµενο θύµωσε και ο καυγάς του ζευγαριού
ήταν αναπόφευκτος. Η ταλαίπωρη γυναίκα, που έδωσε την ευκαιρία στο
δαίµονα της γαστριµαργίας να την µπλέξει στα δίχτυα του πάθους της µέθης,
αντί να συλλογιστεί το σφάλµα της, να ζητήσει συγχώρεση από το σύζυγό της
και να συνδιαλλαγεί µαζί του προσπαθώντας να καταπολεµήσει το πάθος που
απειλεί πλέον την οικογενειακή τους γαλήνη, βυθίζεται στην απελπισία, την
οποία οι Πατέρες αποδίδουν στην έλλειψη εµπιστοσύνης και αναφοράς στο
Θεό. Η απελπισία αυτή, γιγαντωµένη από το δαίµονα της λύπης, την οδηγεί
στην απόφαση να πνιγεί509. Λαµβάνει στα σοβαρά τον αστεϊσµό του συζύγου
της510 κατά τη διάρκεια του διαπληκτισµού τους, όταν τον απειλεί, χωρίς
ακόµη να το εννοεί, ότι θα πνιγεί και µε τη συνεπικουρία του δαίµονα ως
«αλλόφρων» το επιχειρεί αργά το βράδυ511.
Ευτυχώς, η θεία Πρόνοια δεν επέτρεψε να πραγµατοποιηθεί το
παράδοξο και ψυχοκτόνο αυτό σχέδιο. Η περιέργεια δύο γειτονισσών της512
αποδείχθηκε σωτήρια, αφού άκουσαν τον καυγά της µε τον καπετάνιο. Όταν
λοιπόν το ίδιο βράδυ η µια από αυτές άκουσε το θόρυβο της πόρτας και τα
ελαφριά βήµατα της καπετάνισσας, αµέσως υποψιάστηκε µήπως βάλει σε
εφαρµογή την απειλή της. Ενηµέρωσε εγκαίρως την άλλη και µαζί κατέβηκαν
στην παραλία προς αναζήτησή της. Ωστόσο, η Καραβοκυρού επρόκειτο να
συναντήσει στην ακροθαλασσιά και άλλο αρωγό. Η θεια-Χριστοδουλίτσα
συνέπεσε να πάει αργά τα µεσάνυχτα -πράγµα σπάνιο, αφού συνήθιζε να
πηγαίνει νωρίτερα- για να µαζέψει καβούρια και γαρίδες. Το αποτέλεσµα ήταν
να συναντήσει την Καραβοκυρού την ώρα που επιχειρούσε να πνιγεί
φράζοντας αποφασιστικά µε την παρουσία της το δρόµο της προς την
απώλεια. Επιπλέον, µε τις λιγοστές κουβέντες και τους αστεϊσµούς της
509
Θυµίζουµε ότι ο Ευάγριος ο Μοναχός, αναφέρει για το δαίµονα της λύπης πως «πλεῖον δὲ
προσκαρτερῶν γεννᾷ λογισµούς, ὑ π ε ξ ά γ ε ι ν τ ὴ ν ψ υ χ ὴ ν συµβουλεύοντας, ἢ φεύγειν τὸν
τόπον µακρὰν ἀναγκάζοντας», «Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.50, Νο. ια’.
510
«- ∆ὲν πᾷς νὰ πνιγῇς!... Θὰ µοῦ κάµῃς καὶ τὴ χάρη... Παίρνω ἄλλη!... ἀπήντα µετὰ καγχασµῶν ἡ
φωνὴ τοῦ πλοιάρχου», Τ.∆’, σ.30, στ.32-33.
511
Τις οδυνηρές συνέπειες του αλκοολισµού στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη αναφέρει η Ε. Πολίτου-
Μαρµαρινού: «Το πάθος για το κρασί, το µεθύσι, ο αλκοολισµός ωθούν τους ήρωές του στη χειροδικία,
στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή και στο έγκληµα (…)». ∆υστυχώς, η κυρία Πολίτου καταλήγει στη
συνέχεια στο συµπέρασµα ότι: «Το κακό ως δυσλειτουργία του κόσµου τούτου, σε µιαν έκφραση που
κλιµακούται από την απλή ευτέλεια ως το ειδεχθέστερο έγκληµα, είναι σε τέτοιο και τόσο βαθµό παρόν
στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη, ώστε να γίνεται από την κριτική λόγος για παρουσία της αµαρτίας και
της πάλης εναντίον της, ακόµη και για την ύπαρξη «εωσφορικού στοιχείου» ή και να καθίσταται δυνατός
ο χαρακτηρισµός της Παπαδιαµαντικής διηγηµατογραφίας στο σύνολο της ως ‘’µελέτης του κακού’’»,
«Παπαδιαµάντης, Μωπασάν και Τσέχωφ: Από τη Σκιάθο στην Ευρώπη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 426-427. Εµείς υποστηρίζουµε την άποψη ότι η παπαδιαµαντική
διηγηµατογραφία είναι µελέτη του αιµοσταγούς αγώνα κατά του κακού. Λίγοι είναι οι ήρωες που
επιτελούν οικειοθελώς και ενσυνειδήτως το κακό.
512
Στην πλειοψηφία των παπαδιαµαντικών διηγηµάτων η περιέργεια ανάγεται σε καταστροφική δύναµη.
Εδώ είναι από τις λίγες φορές που η περιέργεια «ωφελεί» κάποιον ήρωα, ενώ αυτές που τη διαθέτουν
τη χρησιµοποιούν για καλό σκοπό.
387
(«- Ποῦ σ' αὐτὸν τὸν κόσµο, Καραβοκυρού;... Μὴν ἐζήλεψες καὶ σὺ τὴν τέχνη
µου κ' ἦρθες νὰ πιάσῃς καβούρια; (…) - Καὶ σηκώνεις καὶ τὰ ροῦχά σου, µὴν
βραχῇς!... Εἶναι ρηχὰ τὰ νερὰ ἐδῶ, πλιὸ βαθιὰ νὰ πᾷ νὰ βρῇς νὰ πέσῃς!»)513 ,
κατορθώνει να την «ξυπνήσει» από την αλλόκοτη, δαιµονική έκσταση που την
παρακινούσε να αυτοκτονήσει514. Έτσι, δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος και στις
άλλες δυο γυναίκες να τη πλησιάσουν και όλες µαζί «µὲ χεῖρας καὶ µὲ λόγον»
να την επαναφέρουν στην οικία της. Με θεία λοιπόν φώτιση τρεις γυναίκες,
αξιοποίησαν θετικά το «πνεύµα περιεργείας» τους, αντιλήφθηκαν την
επικείµενη απόπειρα της Καραβοκυρούς και την κρίσιµη στιγµή έσπευσαν να
τη σώσουν «ψυχή τέ καὶ σώµατι» από διπλό θάνατο.
Το παρ’ ολίγον ολέθριο λάθος της καπετάνισσας επιτείνεται και από τη
στάση του καπετάνιου µετά την επιστροφή της. «Εφαίνετο ὡς νὰ εἶχε
λησµονήσει ἤδη τὰ ἀφ' ἑσπέρας»515 και του κάνει εντύπωση το ότι η
καπετάνισσα µυρίζει θάλασσα516. Όσο λοιπόν και αν της θύµωσε, ο θυµός
αυτός και η προσποιητή αδιαφορία του για µια ενδεχόµενη αυτοκτονία της
κατά τη διάρκεια του καυγά τους ήταν προσωρινή. Η συζυγική του αγάπη δεν
ήταν δυνατόν να αλλοιωθεί από ένα σφάλµα της συζύγου του, το οποίο
οφειλόταν στην κακή αντιµετώπιση της µοναξιάς που αισθανόταν από τη
µακρά απουσία του. Η καπετάνισσα όµως, θολωµένη από τη δαιµονική λύπη,
δε µπόρεσε να το αντιληφθεί αυτό και θα έθετε µάταια τέλος στη ζωή της
χάνοντας συνάµα και την ψυχή της. Χάρη στη θεία Πρόνοια όµως, το ζευγάρι
αυτό και τα παιδιά τους δε βίωσαν τη φρικώδη αυτή κατάσταση που θα
κατέστρεφε την οικογένειά τους.
513
Τ.∆’, σ.35, στ.23-24 κσι στ.27-28.
514
Υποσυνείδητα βέβαια και η ίδια η Καραβοκυρού είχε τις αµφιβολίες της για το αν έπρεπε να
προχωρήσει στο απονενοηµένο διάβηµα της. Αυτό φαίνεται από το ότι σήκωσε ψηλά το φουστάνι της
για να µη βραχεί πολύ.
515
Τ.∆’, σ.36, στ.18-19.
516
Βλ.Τ.∆’, σ.36, στ.18-23.
517
Βλ. Τ.Ζαννή, «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη», Σύναξη, 1988, Τ.26, σ.60.
388
518
Τ.∆’, σ.495, στ.31. ∆υστυχώς ο Κουµπής ούτε γνώριζε ούτε σκόπευε να ακολουθήσει τις πολύτιµες
συµβουλές του Ευαγρίου του Μοναχού προκειµένου να προστατευθεί από τα δύο αυτά πάθη: «Οὐκ ἂν
ἀπώθοιτο τάς ἐµπαθεῖς µνήµας ὁ ἄνθρωπος, µὴ ἐπιθυµίας καὶ θυµοῦ ἐπιµέλειαν ποιησάµενος. Τὴν µέν,
.
νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ χαµευνίαις καταναλώσας τὸν δέ, µακροθυµίαις καὶ ἀνεξικακίαις καὶ
ἀµνησικακίαις καὶ ἐλεηµοσύναις, καθηµερώσας. Ἐκ γὰρ τῶν δυὸ τούτων παθῶν, πάντες οἱ δαιµονιώδεις
σχεδὸν συνίστανται λογισµοί, οἱ τὸν νοῦν ἐµβάλλοντες εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν», «Περί διακρίσεως
παθών και λογισµών», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.45, Νο. γ’.
519
Βλ. Τ.Β’, σ. 496, στ.3-14.
520
Εβρ. 13,4.
521
Όπως γράφει και ο Τ. Ζαννής, «δεν τον σώζουν αυτά, γιατί αυτονοµεί την επιθυµία του και η
αυτονοµία, που αποτελεί την ουσία της αµαρτίας, οδηγεί αναπότρεπτα στο θάνατο», «Ο γάµος του
Καραχµέτη», ό.π., σ.61.
522
Τ.∆’, σ.496, στ.22-23. Η αραιογράφηση δική µας. Σύµφωνα µε τον Κ. Μπαστιά η στειρότητα της
.
Σεραϊνώς ήταν µόνο η αφορµή η αληθινή αιτία είναι ότι ο Κουµπής είχε σαρκικό λογισµό για τη νεαρή
Λελούδα που επιθυµούσε να κάνει δική του, βλ. Κ.Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π.σ.195. Όπως
θα καταδείξουµε και παρακάτω οι αιτίες για τις οποίες προχώρησε ο Κουµπής σε αυτή την ενέργεια δεν
περιορίζονται µόνο στη σαρκική επιθυµία αλλά είναι βαθύτερες και πολύπλευρες.
523
Τ.∆’, σ.496, στ.29.
524
«Θὰ τὸ ἔκαµνε µόνον διὰ ν' ἀποκτήσῃ, ἂν θ έ λ ῃ ὁ Θ ε ό ς , κληρονόµον», Τ.∆’, σ.496 στ.29.
525
Έτσι, φθάνει στο τέλος της η πορεία του Κουµπή προς την αµαρτία, αφού πέρασε από όλα τα
στάδια, όπως τα περιγράφει ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «Ἐκ τῶν ὑποκειµένων τῇ ψυχῇ παθῶν,
.
λαµβάνουσιν οἱ δαίµονες, τάς ἀφορµάς τοῦ κινεῖν ἐν ἠµῖν τοὺς ἐµπαθεῖς λογισµούς εἷτα διὰ τούτων
.
πολεµοῦντες τὸν νοῦν, ἐκβιάζονται αὐτὸν εἰς συγκατάθεσιν ἐλθεῖν τῆς ἁµαρτίας ἡττηθέντος δὲ αὐτοῦ
ἄγουσιν εἰς τὴν κατὰ διάνοιαν ἁµαρτίαν καὶ ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτὸν λοιπὸν αἰχµάλωτον
εἰς τὴν πρᾶξην», βλ. «Περί αγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς ∆ευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’,σ.18, Νο. λα’.
389
526
Βλ.Τ.∆’. σ.502, στ.23- 33 και σ.503, στ.1-29 .Για τη σθεναρή αντίσταση του παπα- Σταµέλου και την
ποιµαντική ευθύνη µε την οποία χειρίζεται το γεγονός βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση
στον Παπαδιαµάντη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 48-49.
527
Τ.∆’,σ.500, στ.15-16.
528
Τ.∆’, σ.505, στ.1-2 .
529
Μεγάλου Αντωνίου, « Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστῆς πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.24, Νο. ρµη’.
530
Τ.∆’, σ.498, στ. 1-3.
531
Μτ. 5,44.
532
Γρηγορίου Παλαµά, Ὁµιλίαι ΚΒ’, εκδ. Σοφοκλέους τοῦ ἐξ Οἰκονόµων, Αθήνησι, 1861, Ὁµιλία 51,
σ.116 . Επίσης, βλ. και Νείλου του Ασκητή, «Λόγος περί προσευχής», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.178, Νο. ιη’
και κγ’.
390
533
Όπως γράφει ο Χ. Γιανναράς: «Η σταυρική αυτοπαραίτηση από το φυσικό θέληµα είναι η µόνη
δυνατότητα για να διακρίνει ο άνθρωπος, πέρα από τις φαντασίες των φαινοµένων, την αλήθεια των
πραγµάτων», Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π. σ.120-121. Η Κουµπίνα, δηλαδή, «σταυρώνοντας» τη
δίκαιη αγανάκτησή της και απευθυνόµενη στο Θεό δια της σωτηριώδους προσευχής, δέχεται µέσα από
την προσωπική επικοινωνία µαζί Του το θείο φωτισµό, συνειδητοποιεί την πραγµατικότητα και ενεργεί
µε ένα τρόπο που ξεπερνάει κατά πολύ τη συνήθη αντίδραση µιας αδικηµένης συζύγου.
534
Όπως σηµειώνει ο Κ. Μπαστιάς «Η Κουµπίνα ανήκει στους ιδανικούς εθελοντές της πενίας. Τίποτε
δεν έχει δικό της παρά την πίστη της στο Θεό και την αγάπη της για το διπλανό της . Η λύτρωση που
ζητά, την ώρα της πιο µεγάλης ανθρώπινης συµφοράς, και που βρίσκει, είναι η θυσία των πάντων. Όχι
πια του χρυσαφιού ή των θησαυρών του κόσµου, αλλά η µεγάλη θυσία του
ανθρώπινου ε γ ω ι σ µ ο ύ (η αραιογράφηση δική µας). Τον ξεριζώνει ολότελα, και
ξαλαφρωµένη απ΄όλα τα µάταια του κόσµου, εσωτερικά και εξωτερικά, υψώνεται στις πιο απίθανες
σφαίρες της θυσίας, της ταπείνωσης, της αγάπης, στα ψηλώµατα της ολοκληρωτικής πενίας, που είναι
και η σωστή µίµηση Χριστού κι ο πλούτος ο αναφαίρετος», Παπαδιαµάντης: δοκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ.
Μπαστιά, Αθήνα, 1974, σ.122.
535 .
Ας µη ξεχνούµε βέβαια ότι η Λελούδα είναι το δεύτερο θύµα του Κουµπή οδηγείται σε ένα
βεβιασµένο γάµο χωρίς τη σύµφωνη γνώµη της.
536
«- Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, µὴ δυνάµενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός,
τὴν συγκίνησίν του», Τ.Β’, σ.506, στ.12-13.
537
Βλ.Τ.∆’, σ.506, στ.1-11.
538
Βλ Τ. Λιγνάδη, «Οµολογία πίστεως στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Φώτα - Ολόφωτα, σ. 129-130.
391
539
Αυτά τα τρία όπλα δεν µπορεί ούτε καν να τα αντικρύσει ο εσµός των δαιµόνων. Βλ.σχετικά Κ. και Ι.
Ξανθόπουλου, «Μέθοδος και κανόνας ακριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.217-218. Επόµενο ήταν και ο
Κουµπής να ηττηθεί κατά κράτος.
540
Τ.∆’, σ.498, στ.9.
541
«Όταν ο άνθρωπος βαδίζει την οδό της ταπεινώσεως και της κενώσεως που βάδισε ο Χριστός, όταν
οικειώνεται το φρόνηµά του και δέχεται να πάθει για το θέληµά του, θεωρείται και µιµητής του Χριστού
(…) Η µίµηση του Χριστού δεν περιορίζεται στη µίµηση του ως ηθικού προτύπου, αλλά επεκτείνεται
στην οικείωση της θείας ζωής του. Η ηθική µίµηση ολοκληρώνεται µε την ο ν τ ο λ ο γ ι κ ή
µ ε τ α µ ό ρ φ ω σ η », Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2010, σ.275.
542
Ο πειρασµός αυτός δίδεται κατά παραχώρηση Κυρίου -σύµφωνα µε το πρότυπο του Ιώβ- ως µια
δοκιµασία που θα ανάγει τελικά την Κουµπίνα ακόµη ψηλότερα στην κλίµακα της αληθούς αγάπης.
Όπως γράφουν και οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι: «Αἱ ἀγωνισταὶ πειράζονται, ἵνα
προσθήσωσι τῷ πλούτῳ αὐτῶν», «Περὶ τῶν αἱρουµένων ἠσυχως βιῶναι»,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 218, Νο.Ι’.
543
Κοινώς να αδιαφορήσει.
544
Αξίζει να σηµειώσουµε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίµακος η απάθεια ταυτίζεται µε την αγάπη,
από την οποία διακρίνεται µόνο ως προς το όνοµα, Βλ. Κλῖµαξ 29, PG 88, 1148D.
392
το απόλυτο έλεος στο σύζυγό της, συγχωρώντας τον µε την καρδιά της για
ό,τι της έκανε, του ζητάει τώρα να δείξει το ελάχιστο έλεος στη δεύτερη
γυναίκα του συγχωρώντας της ένα µηδαµινό σφάλµα. ένα σφάλµα που το
µόνο που έθιξε ήταν ο υπέρµετρος εγωισµός του545. Με αυτόν τον τρόπο
φανερώνει έµπρακτα την τ έ λ ε ι α α γ ά π η στην οποία έχει φτάσει546.
Αξιώνεται, εποµένως, να γίνει πραγµατική «κόρη Θεού»547 δείχνοντας
αµέριστη αγάπη στους ανθρώπους που την πλήγωσαν. Έχοντας µπροστά
του έναν τέτοιο άνθρωπο το πάθος της οργής κάµπτεται άµεσα µέσα στη
ψυχή του Κουµπή. ∆εν µπορεί να αντισταθεί πια στη δύναµη της Χάρης του
Θεού που εκπέµπει η πρώην Κουµπίνα.
Ο βίος της Σεραϊνώς της Κουµπίνας είναι η ἐν γάµῳ πραγµάτωση του
παύλειου ύµνου της αγάπης548. Η αγάπη της «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», δεν θέλει
τίποτα δικό της παρά να υπηρετεί µε ταπείνωση τη νέα οικογένεια του
Κουµπή. Η προσωπική της επιθυµία να κάνει παιδιά µετουσιώνεται σε
χριστιανική αγάπη και µητρική στοργή στα παιδιά που έκανε µε τη δεύτερη
σύζυγό του, που τα βλέπει ως δυνάµει δικά της σπλάχνα. Η δε Λελούδα, η
φίλη και γειτόνισσα, όχι µόνο παραµένει φίλη, αλλά γίνεται και δικός της
άνθρωπος549. Η αγάπη της «οὐ ζηλοῖ». καµία ζήλεια, κανένας στείρος
ανταγωνισµός και διεκδίκηση των «κεκτηµένων». Αντιθέτως, «τὰ πάντα
ὑποµένει» αφού υφίσταται τη συζυγική προδοσία µε πρωτοφανή καρτερία. Η
Κουµπίνα βλέπει πλέον στα πρόσωπα του Κουµπή, της Λελούδας και όλων
545
Χωρίς να το γνωρίζει µε τη θαυµαστή αυτή ταπείνωση της η Κουµπίνα ακολουθεί τις προτροπές του
αββά Ισαάκ του Σύρου. Η αληθινή ταπείνωση κατά τον Ισαάκ φανερώνεται όταν αποδίδει τιµή κανείς
στον πλησίον του ακόµη και χωρίς να το αξίζει. Σε κάθε άνθρωπο που συναντά ο ταπεινός άνθρωπος
συµπεριφέρεται µε σεβασµό, τιµή και αγάπη: ‘’ Ἀνάγκασον ἑαυτὸν , ὅταν ὑπαντήσης τῷ πλησίον σου,
.
ἴνα τιµήσεις αὐτὸν ὑπὲρ τὸ µέτρον αὐτοῦ φίλησον δὲ τᾶς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας, καὶ κράτησον
αὐτάς πολλάκις µετὰ πολλῆς τιµῆς, καὶ ἐπίθες αὐτάς ἐπὶ τοὺς ὀφθαλµούς σου, καὶ ἐπαίνεσον αὐτὸν καὶ
εἰς ὅπερ οὐκ ἔχει. (…)ἐν γὰρ τούτοις καὶ τοιούτοις ἕλκεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναγκάζεις αὐτὸν
αἰσχύνεσθαι ἐκ τῆς προσηγορίας τῆς ἀγαθῆς, ἧς προσηγόρευσας αὐτόν, καὶ σπείρεις εἰς αὐτὸν σπέρµα
ἀρετῆς», βλ.Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., σ.305, στ.462-
470.Πράγµατι, ο αµαρτωλός Κουµπής ελκύσθη προς το καλό και συγχώρησε τη Λελούδα.
546
Έναν «ορισµό» της τέλειας αγάπης που ταιριάζει µε τη στάση της Κουµπίνας µας δίνει ο Άγιος
Μάξιµος ο Οµολογητής: «Ἡ τελεία ἀγάπη (…) πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ. Τοὺς µὲν
σπουδαίους, ὡς φίλους, τοὺς δὲ φαύλους, ὡς ἐχθροὺς ἀγαπᾶ, εὐεργετοῦσα καὶ µακροθυµοῦσα,
ὑποµένουσα τὰ πάρ΄αὐτῶν ἐπαγόµενα, τὸ κακὸν τὸ σύνολον µὴ λογιζοµένη, ἀλλὰ καὶ πάσχουσα ὑπὲρ
αὐτῶν, εἰ καιρὸς καλέσειεν», «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς πρώτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.10,
Νο.οα’.
547
Όπως επισηµαίνει και ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, η τέλεια αγάπη είναι ίδιον των τέκνων του
Θεού «ἦς ἅπας ἀπελήλαται φόβος. Οὔτε γὰρ µισθῶν ἀποτυχίαν, οὔτε πληγάς δεδιέναι τὸν ἐκείνως
.
ἐρῶντα τὸ µὲν γὰρ δούλων, ἐκεῖνο δε µισθωτῶν τὸ δ΄οὕτω καθαρῶς φιλεῖν µόνων γίνεται τῶν υἱῶν»,
Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς 7, PG 150, 720D. Η Κουµπίνα ανήκει πλέον στην κατηγορία των «υιών» του
Θεού, σύµφωνα µε την πατερική διάκριση. Τη διάκριση αυτή αναπτύσσει λεπτοµερώς και ο Μέγας
Βασίλειος: «Ὅλως δὲ τρεῖς ταύτας ἐγὼ διαφορᾶς τῆς διαθέσεως πρὸς τὴν ἀπαραίτητον ἀνάγκην τῆς
ὑπακοῆς καθορῶ. Ἡ γὰρ φοβούµενοι τᾶς κολάσεις ἐκκλίνοµεν ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ ἐσµὲν ἐν τῇ διαθέσει τὴ
δουλικὴ ἢ τὰ ἐκ τοῦ µισθοῦ κέρδη διώκοντες τῆς ἑαυτῶν ἕνεκεν ὠφελείας πληροῦµεν τὰ προστάγµατα,
καὶ κατὰ τοῦτο προσεοίκαµεν τοὶς µισθίοις ἢ δι’ αὐτὸ τὸ καλὸν κὰ τὴν πρὸς τὸν δεδωκότα ἠµὶν τὸν νόµον
ἀγάπην, χαίροντες ὅτι οὕτως ἐνδόξω καὶ ἀγαθῶ Θεῶ δουλεύειν κατηξιώθηµεν, καὶ ἐσµὲν οὕτως ἐν τῇ
υἱῶν διαθέσει», Ὅροι κατά πλάτος, Προοίµιο 3, PG 31, 896 Β.
548
Α’. Κορ. 13, 1-13.
549
Στην ανακοµιδή των λειψάνων της, όπου διαπιστώθηκε επισήµως και η αγιότητά της, παρευρίσκεται
µόνο η Λελούδα και δύο ακόµη γυναίκες εκτός από τον ιερέα και τον εργάτη.
393
εν γένει των ανθρώπων τον ίδιο το Χριστό για αυτό και τους αγαπά όλους
αδιακρίτως. Είναι οι αδελφοί και οι αδελφές «δι’ οὓς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε»550.
Εµφορούµενη, εποµένως, από την τέλεια ἐν Χριστῷ αγάπη υποµένει την
έσχατη θυσία, την ολοκληρωτική κένωση του εγώ της551, το ξερίζωµα κάθε
ίχνους φιλαυτίας552. Και όταν απελευθερώνεται από κάθε µικρό ή µεγάλο
πάθος, στο οποίο θα µπορούσε να την οδηγήσει η κατάφορη αδικία που
υπέστη, ένα πλήθος αρετών, δώρο της Θείας Χάρης, έρχονται και ανθίζουν
πλουσιοπάροχα στη ψυχή και το σώµα της. Έτσι γίνεται «κοινωνός και
µέτοχος της αγάπης του Θεού»553.
Μετά το θάνατό της, η ταφή της έξω από το ναΐσκο του Αγίου
∆ηµητρίου, του µυροβλύτη, µας προδιαθέτει για αυτό που θα ακολουθήσει.
Κατά την ανακοµιδή των λειψάνων της «λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωµα ὡς
βασιλικοῦ, µόσχου καὶ ρόδου ἅµα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς µυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ
σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταµένων γυναικῶν.
Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει»554. Ως επιβεβαίωση της αγιότητάς της
έρχεται η θεσπέσια ευωδία των οστών της. Με τη χάρη του Θεού και τη δική
της συνέργεια αξιώνεται του µέγιστου δώρου της Θεώσεως. Γιατί «ὁ Θεός
ἀγάπη ἐστί. καὶ ὁ µένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ µένει και ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»
555
. Αντιθέτως, ο Κουµπής από την πρώτη κιόλας ηµέρα του δεύτερου γάµου
του ονοµάστηκε «ἀπ' ὅλον τὸ χωρίον Καραχµέτης ἐκ τοῦ ὀνόµατος τοῦ
Τούρκου ναυάρχου», έγινε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο αποσυνάγωγος, αφού
η κοινότητα παύει να τον θεωρεί ως οικείο πρόσωπο και τον ειδοποιεί µε τον
δικό της ιδιαίτερο τρόπο ότι «βρίσκεται έξω από την περιοχή µέσα στην οποία
µπορεί να αναζητηθεί ο δρόµος προς τη Ζωή»556.
550
Α’. Κορ. 8, 11. Βλ. επίσης Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, ό.π, σ.96-97.
551
Στην ψυχή της Κουµπίνας τη θέση του ατοµοκεντρικού εγώ την έχει πάρει ολότελα το «Συ» του
πλησίον, βλ.σχετικά Χ.Λασπίδη, Η χριστιανική αγάπη, Θεσσαλονίκη, 1995 , σ.159 .
552
Ο Χ.Γιανναράς στη µελέτη του, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, περιγράφει το γνήσιο , ανιδιοτελή έρωτα
προς το αγαπηµένο πρόσωπο, έτσι όπως ακριβώς τον βλέπουµε να πραγµατώνεται από την Κουµπίνα:
« Ζούµε µόνο για τον Άλλον και χάρη στον Άλλον. Τα δίνουµε όλα, τα παίζουµε όλα. Κάθε εξασφάλιση,
κάθε σιγουριά. Τους δεσµούς και τις οφειλές µας. Το καλό µας όνοµα, το κύρος ή τη φήµη µας. Τα
σχέδιά µας, τις ελπίδες µας. Έτοιµοι για όλα, ακόµα και για το θάνατο, για χάρη του αγαπηµένου», ό.π.,
σ. 13. ∆ιαβάζοντας αυτές τις γραµµές είναι σαν να διαβάζουµε τον τρόπο σκέψης και ενεργειών της
Κουµπίνας, που θυσιάζει τα πάντα, την υπόληψή της ως αρχόντισσα και σύζυγος προεστού, την οικία
της, τα αισθήµατά της, τη ζωή της, αντιµετωπίζοντας ακόµη και το θάνατο, όταν πέφτει στα πόδια του
Κουµπή για να τον αποτρέψει από το να σκοτώσει τη Λελούδα.
553
Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, ο.π. σ.126. Η Κουµπίνα θανατώνει την ιδιοτέλεια, τον εγωκεντρισµό
και ανασταίνεται πνευµατικά. Για την αγάπη προς τον πλησίον και τους εχθρούς βλ.επίσης Χ. Λασπίδη,
ό.π. σ.81-90.
554
Τ.∆’, σ.507, στ.26-29 Για την παράδοση της ευωδίας του τάφου των αγίων βλ. Μ. Μερακλή
«Ηθογραφικός Νατουραλισµός», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ.303-304.
555
Α’ Ιω. 4. 16 « Η Σεραϊνώ (…) είναι ένας άνθρωπος που έχει βγει ολότελα έξω από τα όρια της
ανθρώπινης δοσοληψίας, που βρίσκεται πέρα από το εµον και το σον, είναι απολύτως ο άγιος
άνθρωπος, µε την εκκλησιαστική σηµασία της λέξης. Εξού και η κατακλείδα του διηγήµατος, το
αδιάψευστο σηµείο αγιότητας κατά την παράδοση της Εκκλησίας, όπως ακριβώς και στον «Φτωχό
ο
Άγιο» , η ευωδία των οστών της κατά την εκταφή» (Σ. Ζουµπουλάκη, «Προλογικό σηµείωµα» στον 13
τόµο των Απάντων Παπαδιαµάντη ’’Αγάπη στον κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα, Το βήµα Βιβλιοθήκη,
∆όµος, 2011, σ.18). Για τη ‘’θεοποιό’’ λειτουργία της αρετής της αγάπης, βλ Χ. Λασπίδη, ό.π., σ.160.
556
Τ. Ζαννή, « Ο γάµος του Καραχµέτη», Σύναξη, 1988, τ.26 , σ. 63.
394
Έτσι, η ταπεινή Σεραϊνώ, που κατέστησε τον εαυτό της «ἔσχατο» µέσα
στην ίδια της την οικία, κατέστη άξια της Βασιλείας του Θεού: «Καὶ ἰδοὺ εἰσιν
ἔσχατοι οἳ ἔσονται πρῶτοι»557.
557
Λκ. 13,30. Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής συµπληρώνει πολύ εύστοχα τη φράση αυτή του Κυρίου:
«Ὅταν ἀκούσῃς, ὅτι ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι, µετόχους ἀρετῶν καὶ µετόχους
ἀγάπης νόει (τέτοια «µέτοχος» αρετών και αγάπης αναδείχθηκε και η Σεραϊνώ). Ἀγάπη γὰρ ἐσχάτη µὲν
.
ἀρετῶν τυγχάνει κατὰ τάξιν, πρώτη δὲ εὑρίσκεται πασῶν κάτ΄ἀξίαν τᾶς προγεγενηµένας ἑαυτῆς, ἐσχάτας
ἀποδεικνύουσα» ( «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.111, Νο.λζ’ ). Επίσης,
για µια θεώρηση του βίου της Κουµπίνας υπό την οπτική γωνία της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, βλ.
Σ. Αθανασοπούλου- Κυπρίου «Βλέποντας τον πόνο των άλλων: η ευθύνη του χριστιανού αναγνώστη µε
αφορµή το διήγηµα του Παπαδιαµάντη ‘’Ο γάµος του Καραχµέτη’’», Θεολογία, 2011, Τ.82, τ.4, σ. 255-
262.
«Συγγενής ψυχή» µε τη Σεραϊνώ είναι και η πολύπαθη Αρετώ στη «Στοιχειωµένη καµάρα».
Μένοντας ορφανή από µητέρα και συνεχώς κατατρεγµένη από τον πατέρα και τη µητρυιά της µεγάλωσε
µε τους συγγενείς της µητέρας της, οι οποίοι την πάντρεψαν στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών
για να τη ξεφορτωθούν. Ο σύζυγός της ήταν εντελώς ακατάλληλος για γάµο και οικογένεια, αφού
προτιµούσε, αντί να καλλιεργεί τα κτήµατά του, να µετέρχεται «τὸ ἔργον τοῦ µακελλάρη» ( Τ.Γ’, σ.634,
στ.18). Ολιγωρούσε για οτιδήποτε αφορούσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, ενώ προτιµούσε να τρώει και
να πίνει ο ίδιος αφήνοντας την οικογένειά του να πεινάει. Η καρτερική Αρετή, που το όνοµά της δεν
επιλέχθηκε τυχαία, υπέµενε µε υποµονή και στωϊκότητα τα δεινά αυτά, χωρίς να παραπονιέται ούτε να
προσπαθεί να βρει «εύκολες λύσεις» για να µεγαλώσει τα παιδιά της. Ως «χρηστή και φρόνιµη» γυναίκα,
έκανε αιµατηρές οικονοµίες και ξενοδούλευε προκειµένου να µη λείψουν από τα παιδιά της τα
απαραίτητα (βλ. Τ.Γ’, σ.634, στ.15-23).
Η γυναίκα αυτή λοιπόν, η οποία ταλαιπωρήθηκε από την παιδική της ηλικία λόγω του άστοργου
πατέρα και της άσπλαχνης µητρυιάς της, βίωσε την εγκατάλειψη και την παραµέληση και εκ µέρους του
συζύγου της. Ωστόσο, από υπερβάλλουσα ευσπλαχνία και για χάρη των παιδιών της, παρέµεινε πιστή
και ταπεινή σύζυγος στην εστία της. Νέκρωσε τις προσωπικές της επιθυµίες, ταπείνωσε στον έσχατο
βαθµό την αξιοπρέπειά της και παρέµεινε δίπλα του αντανακλώντας την αγάπη που αισθανόταν για τα
παιδιά της και στον ίδιο ως πατέρα τους. Η απλότητα και η υποµονή που διέθετε από παιδί ακόµη τη
συνόδευσαν και σε αυτήν την πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής της δίνοντας της, µαζί µε τη βοήθεια του
Θεού, το κουράγιο να ανταπεξέλθει. Μην περιµένοντας καµία ανταπόκριση στις θυσίες της δείχνει την
γνήσια κι ανυπόκριτη αγάπη που είχε µέσα στην ψυχή της, έστω και αν ο σύζυγός της δεν την
ανακάλυψε ποτέ. Η αγάπη αυτή της δίνει τη δύναµη να σταθεί ως µητέρα και ως πατέρας συνάµα στην
πολυµελή οικογένειά της. Και παρόλο που στο διήγηµα η στάση της αυτή δεν αναγνωρίζεται, ούτε
ανταµοίβεται, δηµιουργείται η προσδοκία ότι εκτός από τα παιδιά της που πάντα θα την εκτιµούν και θα
τη σέβονται και ο Θεός θα της προσφέρει απλόχερα τη χαρά που στερήθηκε στην επίγεια ζωή στην
ουράνια Βασιλεία του.
395
Παναγίας και να κάνει τάµα στο ναό της στην Καισαριανή558. Εκεί υπήρχε και
ένα θαυµατουργό προσκύνηµα µέσα σε µια σπηλιά.
∆ανείζεται χρήµατα αφήνοντας ενέχυρο ένα ταψί και παρακαλεί ένα
γνωστό τους να πάρει το Λευτέρη, τον άντρα της, µε το κάρο, ενώ η ίδια
προχωρεί µε τα πόδια. Η χάρη της Παναγίας ανταποκρίνεται άµεσα και από
τη στιγµή που πατούν το πόδι τους στην Καισαριανή ο άντρας της έχει µια
συνεχή βελτίωση, ενώ άγνωστοι προσκυνητές και τσοπάνοι τους περιβάλλουν
µε αγάπη προσφέροντάς τους τρόφιµα και έµπρακτη βοήθεια. Όταν, στη
συνέχεια, πληροφορείται για τη σπηλιά και το περιστέρι, παίρνει µε τη βία τον
άντρα της (ο οποίος κοιµόταν µέσα στην εκκλησία, ενώ αυτή ήταν µια καλή
ευκαιρία για να προσευχηθεί για την υγεία του)559 για να τον πάει εκεί βέβαιη
ότι η Χάρη της θα τον κάνει καλά. Πράγµατι, το αγίασµα και το καλό φαγητό
τον ωφέλησε πολύ. Συνεπώς, το θαύµα της Παναγίας και η συνεχής
έµπρακτη φροντίδα της γυναίκας του τον αξίωσε να φθάσει σε βαθιά
γεράµατα.
Ωστόσο, στο δεύτερο διήγηµα συναντούµε µια διαφορετική εικόνα.Σε
αντίθεση µε την κυρα- Ρήνη, ο άντρας της, όταν προσβλήθηκε η ίδια από
χολέρα, την εγκατέλειψε. Το ίδιο και το λίγων µηνών βρέφος τους. Η άτυχη
γυναίκα αναγκάστηκε να περιπλανηθεί αρκετή ώρα αναζητώντας ένα ποτήρι
νερό και µη βρίσκοντας πουθενά ανταπόκριση. Όταν κατέληξε
ταλαιπωρηµένη στην εκκλησία, διαπίστωσε ότι ο σύζυγος της βάφτιζε εν’
αγνοία της το µωρό της αδελφής του και σκόπευε να φύγει εκτός πόλεως
µέχρι να φύγει η χολέρα. Χάρη στην επιµονή της και το χρηµατισµό του
καροτσιέρη κατορθώνει να την πάρουν µαζί τους.
Μας κάνει εντύπωση η διαφορετική προσέγγιση των δύο συζύγων στις
δύσκολες στιγµές. Ενώ η σύζυγος δείχνει καρτερία, φροντίδα και ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της υγείας του άντρα της- κάτι που µας
υπενθυµίζει την έµπρακτη αγάπη που πρέπει να έχει ένα ζευγάρι- ο σύζυγος
παρουσιάζει ευθυνοφοβία, κρυψίνοια και απροθυµία να στηρίξει τη γυναίκα
και το παιδί του εν ώρα ανάγκης. Αν και είχαν περάσει µόνο δύο χρόνια από
τη σωτηρία του χάρη σε εκείνη, φαίνεται πως το έχει ήδη ξεχάσει. Το να
εγκαταλείψει την άρρωστη γυναίκα του και το µόλις λίγων µηνών παιδί του
από φόβο µήπως κολλήσει και αυτός χολέρα και να σχεδιάζει να φύγει µακριά
χωρίς εκείνους αποτελεί µια πράξη βαθύτατης φιλαυτίας και εγωκεντρισµού
που πόρρω απέχει από τη θυσιαστική αγάπη που διέπει ένα γάµο. Μπροστά
δηλαδή στην αγάπη και προστασία του «σαρκίου» του αίρεται αυτοµάτως η
ιδιότητά του ως συζύγου και πατέρα. Μια τέτοια «αγάπη» είναι καταδικαστέα:
558
Ωστόσο, υπάρχει ένα πειρασµικό σηµείο στο σκεπτικό της, για αυτό και το αναφέρει ως
«εξοµολόγηση»: Της πέρασε λοιπόν από το νου ότι, αν η Παναγία δεν έκανε καλά τον άντρα της, τη
συνέφερε να τον θάψει εκεί για να γλιτώσει τα έξοδα της κηδείας και να αποφύγει τυχόν µόλυνση του
σπιτιού και της ίδιας αν πέθαινε εκεί. ∆εδοµένου όµως της µεγάλης της φτώχειας και της ανέχειας
µπορούµε να τη δικαιολογήσουµε.
559
Γενικά σε καιρό ασθενείας, όπου ο άνθρωπος δυσκολεύεται να νηστέψει, χρειάζεται να αντισταθµίζει
την αδυναµία του αυτή µε προσευχή και υποµονή (βλ. Ιωάννου Καρπαθίου, «Κεφάλαια
παραµυθητικά»,Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.290, Νο.ξη’).
396
Το πόσο αγαπά ένας άντρας τη γυναίκα του και τα παιδιά του µερικές
φορές δεν το συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος παρά µόνο όταν τους στερηθεί. Τη
δυστυχία αυτή έµελλε να βιώσει µε τον πιο οδυνηρό τρόπο ο κυρ-
Τριαντάφυλλος στο διήγηµα «Με τόν πεζόβολο». Ο φύσει εύθυµος και
χαρούµενος αυτός άνθρωπος, που δεν έχανε ευκαιρία για να χωρατέψει και
να αστειευτεί µε όλο τον κόσµο που συναναστρεφόταν, φαίνεται πως διέθετε
µέσα του στοιχεία κενοδοξίας και ανθρωπαρέσκειας. Η επιθυµία του να είναι
αρεστός και αγαπητός σε όλους, ξεκινώντας από τους πελάτες του, τον
οδηγούσε συχνά σε υπερβολές, αφού δεν άφηνε πελάτη που να µην
αστειευτεί µαζί του ή να µην τον πειράξει κατά καιρούς µε κάποια «ἄκακον»
βωµολοχία. Άλλοτε πάλι, κατά την προεκλογική περίοδο δε δίσταζε να
οργανώνει ευτράπελα «δρώµενα» µαζί µε ένα φίλο του για να διασκεδάσει
τους συγχωριανούς του.
Παρά την ιδιόµορφη αυτή στάση ζωής, η σχέση του µε τη γυναίκα του
ήταν αρµονική. Πηγή αυτής της αρµονίας ήταν ο διαφορετικός τους
χαρακτήρας: κοινωνικός και οµιλητικός εκείνος - κάτι που ο ίδιος απέδιδε στη
δουλειά του- ήσυχη και σιωπηλή εκείνη. Η µακαρία της αυτή σιωπή ήταν
αποτέλεσµα του σεβασµού και της υπακοής που επεδείκνυε στον άνδρα της
µια και ο ίδιος της είχε ζητήσει να σωπαίνει ως αντιστάθµισµα της δικής του
οµιλητικότητας. Αυτή η υπακοή είναι συνάµα και ένδειξη της αγάπης που
έτρεφε στο σύζυγό της. Μια µόνο φορά χρειάστηκε να της δώσει την εντολή
να σιωπά και εκείνη το τήρησε για όλη της τη ζωή.
560
∆ιαδόχου Επισκόπου Φωτικής, Φιλοκαλία, Τ. Α΄, «Λόγος ασκητικός», σ. 238, Νο. ιβ’.
561
∆ιαδόχου Επισκόπου Φωτικής,ό.π., Φιλοκαλία, Τ. Α΄, σ.241, Νο.κγ’.
397
Η γνήσια όµως αγάπη που διέθετε φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν
επιδείκνυε κανενός είδους ζήλεια, όταν µπροστά στα µάτια της ο κυρ-
Τριαντάφυλλος αστειευόταν και πείραζε τις πελάτισσές του. Θεωρούσε ότι
αυτό ήταν µέρος της δουλειάς του και ένα ίδιον του χαρακτήρα του χωρίς να
σηµαίνει ότι κρύβονταν πονηροί λογισµοί πίσω από τα λόγια του. Ωστόσο, οι
συναναστροφές αυτές δεν έπαυαν να αποτελούν έναν καθηµερινό πειρασµό,
πόσο µάλλον για έναν άνθρωπο που διέθετε µια έµφυτη ανθρωπαρέσκεια.
Αυτή η υποσυνείδητη κενοδοξία δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγµα λίγο καιρό
αργότερα. Η αγαθή και ταπεινή γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε λίγο µετά
τη γέννηση του τρίτου παιδιού τους. Σύντοµα την ακολούθησαν τα τρία τους
παιδιά αρχής γενοµένης από το νεογνό. Ο πειρασµός αυτός πρέπει να ήταν
φοβερός για τον έως τότε φαιδρό αυτό άνθρωπο, που χαιρόταν τη ζωή και την
οικογένειά του κάθε λεπτό. Ως άλλος Ιώβ στερείται το πολυτιµότερο αγαθό,
τους δικούς του ανθρώπους και βιώνει τον ίδιο πόνο. Όλα τα προηγούµενα
χρόνια δεν έδειχνε ξεκάθαρα την αγάπη που αισθανόταν, κυρίως για τη
γυναίκα του. Μετά από το χαµό το δικό της και των παιδιών του όµως «ἄχνη
µελαγχολίας ἐπεκάθισεν εἰς τὴν ἡλιοκαῆ ὄψιν τοῦ φαιδροῦ κηπουροῦ, τοῦ
πεζοῦ ἁλιέως. ∆ύο µαῦροι λακκίσκοι ὑγροὶ ἐσκάφησαν ὑπὸ τὰ βλέφαρά του,
ἐνῷ δύο ἴχνη γελαστικοῦ µορφασµοῦ ἐφαίνοντο ἀκόµη περὶ τὸ στόµα του»562.
Ο εσωτερικός πόνος χαράχθηκε µε τον πιο γλαφυρό τρόπο στο πρόσωπο
αυτού του ανθρώπου που είχε συνηθίσει µόνο να γελάει. Μέσα σε αυτή την
τροµερή δυστυχία, ωστόσο, η «εν ταπεινώσει» αντίδρασή του είναι αυτή που
τον σώζει. ∆ε βλαστηµά ούτε εκφράζει κάποιου είδους άρνηση. Αντίθετα,
επιδεικνύει κουράγιο και υποµονή προσπαθώντας να διασκεδάσει την
κατάστασή του: «- Μ' ἐµάδησε ἡ µπόρα, εἶπε, σὰν τριαντάφυλλο ποὺ εἶµαι.
(…) - Μοῦ ἔρριξε ὁ Χάρος τὸν πεζόβολο!»563. Αντιµετωπίζει τη συµφορά
έχοντας ως όπλο του το «χαροποιόν πένθος» που αποτυπώνεται στο
πρόσωπο και στα λόγια του564.
Η καρτερική αυτή στάση του είναι πραγµατικά αξιοθαύµαστη, εάν
σκεφτούµε το µέγεθος της συµφοράς που υπέστη. Ακόµη και ένας πολύ
πιστός άνθρωπος θα µπορούσε να λυγίσει και να στραφεί κατά του Θεού. Ο
απλοϊκός κηπουρός όµως, αν και έως τότε διέθετε κοσµικό φρόνηµα,
αντιµετώπισε το θάνατο των δικών του µε µια εγκαρτέρηση που είναι στοιχείο
γνήσιου ορθοδόξου φρονήµατος και αληθούς πίστεως: «Ἡ εἰς Χριστὸν πίστις
ἐστί, (…) τὸ καρτερῆσαι καὶ τὸ ὑποµεῖναι πάντα πειρασµὸν ἐπερχόµενον, ἐν
562
Τ.∆’, σ.203, στ.30-31 και σ.204, στ.1-2.
563
Τ.∆’, σ.204, στ.3 και στ.5.
564
Όπως γράφει ο Σ. Παπαθανασίου, µε τον οποίο συµφωνούµε, «ο εύχαρις και παιγνιώδης
χαρακτήρας αρκετών εκ των ηρώων του Παπαδιαµάντη, συνυπάρχει µε την άλλη πλευρά της
κοσµοθεωρίας που διαπερνάει το έργο του Σκιαθίτη και είναι κατά βάσιν τραγική. Η συνύπαρξη αυτή
καταλήγει σε ένα όλον όπου ‘’ο πάσχων οµολογητής της ελληνικής περιπέτειας’’ και ο κορυβαντιών
οντολόγος της ελληνικής πανηγύρεως εναλλάσσονται στο έργο, µε αποτέλεσµα ο Παπαδιαµάντης να
κινείται µονίµως στην επικράτεια της χαρµολύπης, παραµένοντας ο απόλυτος εκφραστής του
χαροποιού πένθους που χαρακτηρίζει ‘’τον παράξενο τρόπο των Ελληνών’’», Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ.220.
398
λύπαις καὶ θλίψεσι καὶ συµφοραῖς, ἕως ἂν θελήση καὶ ἐπισκέψηται ἠµᾶς ὁ
Θεός»565.
Η αγάπη του ήταν το ίδιο δυνατή όσο της γυναίκας του. Ο θάνατός της
τον έκανε να το συνειδητοποιήσει µε τον πιο τραγικό τρόπο. Ταυτόχρονα
όµως του προσφέρει και ένα µέγιστο όφελος: η αξιοπρεπής αντιµετώπιση του
θλιβερού αυτού γεγονότος τον εξιλεώνει για όλα τα µικρά, εκούσια και ακούσια
σφαλµατά του και αποτελεί την απαρχή της προσωπικής σωτηρίας του, αφού
τον καθιστά δυνάµει άξιο της θείας παρηγορίας και, µελλοντικά, του
Παραδείσου, όπως ήταν άλλωστε η υπόλοιπη οικογένειά του. Γιατί: «ἡ θλῖψις
ὑποµονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑποµονὴ δοκιµήν, ἡ δὲ δοκιµὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς
οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡµῶν διὰ
Πνεύµατος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡµῖν»566.
Την ίδια φοβερή απώλεια υπέστη και µια άλλη ηρωίδα, η Αρχόντω στη
«∆ηµαρχίνα νύφη»567. Η καπετάνισσα, εκτός από το σύζυγό της είχε αγωνία
και για τους δύο γιους της, τον Αργύρη και τον Κώτσο, τους οποίους είχε στο
καράβι ο πατέρας τους. Η συζυγική αγάπη, αναµειγµένη µε τη µητρική αγάπη,
διπλασίαζε τους φόβους της. Γνώριζε πως ο καπετάνιος είχε υποσχεθεί να
έλθει για τις εκλογές, αλλά δεν είχε έλθει ακόµη. Ωστόσο, στην κρίσιµη αυτή
στιγµή δεν στράφηκε προς τον Θεό µε προσευχή και ταπείνωση για να
βοηθήσει την ίδια και την οικογένειά της. Ωθούµενη από την τροµερή αγωνία
της και βιαστική να µάθει, αντί να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού, υποκύπτει
στον πειρασµό που της έθεσε λίγη ώρα πριν η ανιψιά της και καταφεύγει σε
ένα είδος «λευκής» µαγείας, τα λεγόµενα «θεοτικά». ∆ίνει σε µια εντεκάχρονη
µικρή ένα εικόνισµα για να το κρατάει και να το βλέπει έως ότου κουρασθεί.
Με τη µέθοδο αυτή η µικρή «είδε» το ναυάγιο και τη νεκρή οικογένεια της
Αρχόντως βυθίζοντάς την στο πένθος.
Παρατηρούµε ότι σε µια πολύ δύσκολη και αγωνιώδη στιγµή µια
σύζυγος και µητέρα, θέλοντας να µάθει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την τύχη
των δικών της, πέφτει στον πειρασµό568 και αναζητά λύση µε ένα «µαγικό»
τρόπο, τον οποίο «εξωραΐζει» δια µέσου της χρήσης ενός εικονίσµατος.
Παραβλέπει το ότι ο Θεός επιθυµεί κάθε πλάσµα του που αντιµετωπίζει µια
δυσκολία να καταφεύγει σε Εκείνον µε το κατεξοχήν µέσο επικοινωνίας, την
προσευχή. Γιατί «ὁ νοῦς ἀπερισπάστως εὐχόµενος, θλίβει καρδίαν. Καρδίαν
δὲ συντετριµµένην καὶ τεταπεινωµένην, ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»569.
Αντιθέτως, η καπετάνισσα µετά το δείπνο και «πρὶν σηκωθῇ νὰ κάµῃ τὴν
προσευχήν της» καλεί µέσα στη νύχτα την ενδεκάχρονη γειτονοπούλα για να
πάρει τις πληροφορίες που επιθυµεί διακαώς. Η λησµονία του Υψίστου και η
καταφυγή σε µαγικούς τρόπους πρόβλεψης συνιστούν την αµαρτία της.
565
Συµεών του Νέου Θεολόγου,«Κεφάλαια πρακτικά καὶ θεολογικά ρµε’», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.237, Νο.β’
566
Ρωµ. 5, 3-5.
567
Τ.∆’, σ.381 -387.
568
Μετά από µια προσωρινή αντίσταση, βλ. Τ.∆’, σ. 383, στ.12-19.
569
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰωµένων ἐξ’ ἔργων δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’», Φιλοκαλία, Τ.Α’ ,
σ.111, Νο.λδ’ και Ψαλµ. 50, 19.
399
Παρασύρεται από τον κοσµικό τρόπο σκέψης και αποµονώνει τον εαυτό της
από την ελπίδα προς το ∆ηµιουργό των πάντων που θα µπορούσε όχι µόνο
να βοηθήσει την οικογένειά της, αλλά κυρίως να στηρίξει την ίδια ψυχικά,
όποια και αν ήταν η τελική κατάληξη του συζύγου και των γιων της. Έτσι, µετά
το θλιβερό γεγονός βυθίζεται στο πένθος βιώνοντας βαθύτερα τον πόνο και
την απώλεια.
ο θάνατος δε διακόπτει τον πνευµατικό δεσµό των δύο συζύγων που αποτελούν έναν πλέον άνθρωπο
ενώπιον του Θεού.
575
Όπως λανθασµένα επέλεξε να κάνει ένας άλλος ήρωας , ο «αλιβάνιστος» µπαρµπα- Κόλιας (Τ.Γ’,
σ.521 κ.ε.).
576
«Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν» ,Πραξ. 20,35.
577
Βλ. Α΄Κορ.10,13.
578
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος επισηµαίνει ότι οι πειρασµοί και οι θλίψεις στέλνονται στους
ανθρώπους για το δικό τους συµφέρον και κάνουν την ψυχή πιο γνήσια και πιο στερεή, ώστε να
λυτρωθεί από τα πάθη και να ελπίζει στη λύτρωσή της από τον Κύριο. Έτσι και ο µπαρµπα- Σταµάτης
διά της θλίψεώς του βρίσκει το δρόµο της σωτηρίας του. Βλ. «Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου»,
σ.225, Φιλοκαλία, Τ.Γ’, Νο.ρλ’. Βλ. επίσης σχετικά και Θαλασσίου του Λιβίου, «Περὶ ἀγάπης καὶ
ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας, ἐκατοντὰς Α’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.206, Νο. κη’.
579
Τ.Γ’, σ.406, στ.11-12.
580
Τ.Γ’, σ.406, στ.15-16.
581
Ν. Ορφανίδη, «Το πάθος των προσώπων και τα πάθη της ψυχής» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση
του έργου του Α.Παπαδιαµάντη, ό.π. σ.253. Ο ίδιος λίγο παραπάνω γράφει για τις γηραιές µητέρες: «Οι
γραιες στον Παπαδιαµάντη είναι µορφές του πάθους, του πένθους, της καρτερίας, της χριστιανικής
υποµονής. Μορφές αγιαζόµεναι. Είναι εξόχως στο έργο του Παπαδιαµάντη η µάννα, που θητεύει κοντά
401
στην κόρη της. Έχουµε µια λανθάνουσα εξιδανίκευση της πάσχουσας γυναικείας µορφής µέσα από την
προβολή ή ανάδειξη της µάννας. Η γραία τροφός κουβαλεί τα πάθη του βίου. Καθίσταται µορφή ιερή,
µέσα στον πόνο και τις δοκιµασίες του κόσµου τούτου», ό.π., σ. 252- 253.
582
Τ.Γ’, σ.408, στ.30-32 και σ.408,στ.1-2.
583
Βλ. Τ.Γ’, σ.405, στ. 9-10.
584
Βλ.σ.407-409.
585
Τ.Γ’, σ.409, στ.11-12. Άλλωστε, και το ίδιο της το όνοµα είναι µια παράφραση της χριστιανικής
χαρµολύπης. Βλ. σχετικά την ανάλυση του διηγήµατος αυτού στην υποενότητα 2.1.1. του παρόντος
κεφαλαίου.
402
586
Εφ.5,32. Πράγµατι, οι δύο αυτοί σύζυγοι ασκούνται σταδιακά στην αυτοέξοδο και την
αυτοπαράδοση του ενός στον άλλο, κατά το πρότυπο της σχέσης του Χριστού µε την Εκκλησία. «Ο
ένας ( εδώ ο Γιάννης που, όπως θα δούµε παρακάτω ,πέφτει δίχως δεύτερη σκέψη στον γκρεµό για να
βοηθήσει την αγαπηµένη του σύζυγο) δωρίζεται µέχρι αυτοθυσίας στον άλλο, κατά το πρότυπο που ο
Χριστός αγάπησε την Εκκλησία. Και ο άλλος (εδώ η Μαριώ) ανταποδίδει την αγάπη πλήρως, µε
συναίσθηση του µεγάλου δώρου µε το οποίο έχει τιµηθεί. Αγάπη δωρούµενη και αγάπη δωροδόχος» ,
Σ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: ο σκοπός της διαφυλικής αγωγής,
ό.π., σ.43.
587
Ως γνωστόν πρόκειται για δύο λέξεις που οι γονείς λένε συχνά και στα παιδιά τους.
588
Βλ. Τ.∆’, σ.491, στ.4-10
589
Βλ. Τ.∆’ σ. 491, στ.14 και στ.25, σ.492, στ.2 ,στ.9 και στ.12
403
του κτίσµατος. Ωστόσο, όταν συνέβη το δυσάρεστο γεγονός της πτώσης της
στο γκρεµό, ο φόβος του, µήπως έχει πληγωθεί ή ακόµη και σκοτωθεί η
Μαριώ του, του ραγίζει την καρδιά. ∆εν σκέφτεται τίποτα παρά µόνο κ ά ν ε ι
τ ο σ τ α υ ρ ό τ ο υ και ρίχνεται στο γκρεµό µε αυτοθυσία. Εκεί που η σκέψη
του σταµατά, παραµένει η ελπίδα του στο Θεό και η ετοιµότητά του να
βοηθήσει µε αυταπάρνηση τη γυναίκα του. Αυτή η ασυνείδητη αλλά συνάµα
και τόσο έντονη εµπιστοσύνη στο Θεό και στον αρχάγγελο Μιχαήλ
προσείλκυσε τη χάρη Του και τη συµπαράσταση του αγγέλου που δεν
εγκατέλειψε τον αγωνιώδη σύζυγο: «Αν ο άνθρωπος έχει το πνεύµα της
αυτοθυσίας, τότε δέχεται τη θεία βοήθεια, τον οικονοµάει ο Θεός»590.
Μέσα όµως στην αγωνία αυτή και το φόβο υπεισέρχεται,
εκµεταλευόµενός την, και ο πονηρός. Σκεπτόµενος το λάθος του που
πείστηκε από τα καµώµατα της «αγάπης» του και της έφτιαξε «τσαρδάκι
κουνιστὰ στὸν κρεµνό» 591 και φοβούµενος για τη ζωή της, του περνάει από το
µυαλό ότι θα του άξιζε να γκρεµιστεί και εκείνος592. Πριν λοιπόν καλά καλά
διαπιστώσει την κατάσταση της λιπόθυµης γυναίκας του, ο φόβος ότι µπορεί
να τη χάσει τον οδηγεί στη σκέψη της αυτοκτονίας. Και µόνο ο αρνητικός
αυτός συλλογισµός τον έκανε να χάσει τον έλεγχο και να κατακρηµνισθεί
δίνοντας πρόσκαιρη χαρά στον πονηρό.
Ο Θεός όµως, τη βοήθεια του οποίου επικαλέστηκε πριν επιχειρήσει να
τη σώσει, δεν επρόκειτο να τον εγκαταλείψει. Όπως επέτρεψε να βιώσει τον
πόνο της θλίψης για την παρολίγο απώλεια της αγαπηµένης του, έτσι έστειλε
και τον αρχάγγελο Μιχαήλ να φυλάξει τον απεγνωσµένο Γιάννη από πιθανό
θάνατο593. ∆ε σταµατά όµως εκεί. Γνωρίζοντας την αληθινή αγάπη του
ανδρόγυνου αυτού, τον στέλνει κατευθείαν στην αγκαλιά της γυναίκας του
που, ως εκ θαύµατος, γύρισε από το ένα πλευρό, ενώ τόση ώρα στεκόταν
µπρούµυτα ακίνητη σαν νεκρή594. Βρέθηκαν αγκαλιασµένοι, ενωµένοι στη
δύσκολη αυτή στιγµή και, παρόλο που πονούσαν, ο ένας όχι µόνο σωµατικά
αλλά και ψυχικά λόγω της προτέρας αγωνίας του, ήταν συνάµα και ευτυχείς.
Είχαν ο ένας τον άλλο και αυτό τους ήταν αρκετό. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η
βαθύτερη επιθυµία τους: να είναι µαζί. Η κορυφαία αυτή συζυγική στιγµή που
τους αρκούσε η παρουσία του άλλου και δεν τους ένοιαζε ούτε ο πόνος ούτε ο
κίνδυνος στον οποίο βρίσκονταν ακόµη, έµεινε βαθιά χαραγµένη στην ψυχή
του Γιάννη. Η παρολίγον «θυσία» του για χάρη της αγάπης του595 δεν πήγε
χαµένη, αλλά ανταµείφθηκε µε µια γλυκιά αγκαλιά και µια σιωπή που ήταν
590
Γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Μ. « Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2007, σ.55.
591
Τ.∆’, σ.492, στ.3-4.
592
Βλ. Τ.∆’, σ.492, στ.6-7.
593
Τ.∆’. σ.492, στ.10-12.
594
«ὁ Θεὸς ποὺ ἔστειλε τὸν πόνο, ἔστειλε καὶ τὸν ἄγγελο καὶ βρέθηκα σὲ µιὰ στιγµὴ µέσ' στὴν ἀγκαλιὰ
τῆς ἀγάπης», Τ.∆’, σ.492, στ.11-12.
595
«Θυσία θα πήγαινα µαζί µε την αγάπη», Τ.∆’, σ.492, στ.9.
404
Μια από τις δυσκολότερες σχέσεις εντός µιας οικογένειας είναι αυτή
του ζευγαριού. Η αγάπη µεταξύ των συζύγων αίρει φυσικά αρκετά από τα
ενδοσυζυγικά προβλήµατα που µπορεί να προκύψουν. Ωστόσο, σε µια εποχή
όπου τα περισσότερα ανδρόγυνα προέκυπταν µετά από συνοικέσιο και
αποτελούσαν επιλογή των γονέων-συγγενών, η αγάπη θεωρείται ένα
δύσκολο κατόρθωµα χωρίς να απουσιάζουν τα ζευγάρια εκείνα που, µε την
πάροδο του χρόνου, αγάπησαν ο ένας τον άλλο. Η πλειονότητα όµως δεν είχε
αυτή την τύχη είτε λόγω συνθηκών είτε λόγω προσωπικής επιλογής και
έλλειψης προσπάθειας εκ µέρους των δυο συζύγων.
Εξαιτίας της µετανάστευσης ή της ενασχόλησης των περισσότερων
νέων ανδρών µε θαλάσσια επαγγέλµατα επικράτησε σιγά σιγά η συνήθεια
νεαρές και όµορφες κοπέλες να παντρεύονται µε «όψιµα» γεροντοπαλίκαρα ή
χήρους. Πρόκειται για µια συνήθεια που στη σηµερινή εποχή φαίνεται να
στερείται ηθικής, πόσο µάλλον χριστιανικής βάσης. Παρ’ όλα αυτά τότε ήταν
άκρως αποδεκτή, κυρίως λόγω της οικονοµικής ανέχειας που µάστιζε την
πλειονότητα των ελληνικών οικογενειών. Η πλειοψηφία των γυναικών αυτών
δεν ξεπερνά το εικοστό έτος της ηλικίας κατά τη σύναψη του γάµου, ενώ οι
περισσότεροι ηλικιωµένοι άνδρες είναι από σαρανταπέντε έως εξήντα ετών.
Βασική προϋπόθεση ενός τέτοιου γάµου είναι η καλή οικονοµική κατάσταση
του γαµπρού. Αυτή του επιτρέπει να «αγοράσει» τη νεαρή νύφη και να αφήσει
την ατυχή µεγαλοκοπέλα «στο ράφι». Τα λόγια της Λιαλιώς στη «Νοσταλγό»
«δὲν εὑρέθηκε ἄλλος ἀπ' τὸν µπαρµπα- Μοναχάκη νὰ µὲ ζητήσῃ. Π ά λ ι
596
Η σιωπή αυτή υποδηλώνει και την πληρότητα που αισθάνονται οι δυο σύζυγοι, όταν βρίσκονται ο
ένας στην αγκαλιά του άλλου.
597 ο
Σ. Ζουµπουλάκη, Προλογικό σηµείωµα στον 13 τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη ‘’ Αγάπη
στον κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα, το Βήµα βιβλιοθήκη, εκδόσεις ∆όµος, 2011, σ.16.
598
Σ. Ζουµπουλάκη, ό.π., σ.16-17.
405
599
Τ.Γ’, σ. 59, στ.34. Η αραιογράφηση δική µας .
600
Αντίστοιχη τύχη µε αυτήν της Λιαλιώς είχε και η Σοφία στα «Συµβάντα στο µύλο». Η νεαρή κοπέλα
.
έµεινε µαζί µε τη µικρότερη αδελφή της ορφανή, χωρίς προστάτη τότε παρουσιάστηκε «ἀνέλπιστος
γαµβρός, παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, καλοκαµωµένος καὶ ἀκµαῖος, ὁ Μανώλης τοῦ Ἀγάλλου » (Τ.∆’,
σ.519, στ.18-21). Αν και δεν τον ερωτεύθηκε, τον παντρεύτηκε λόγω της φτώχειας και της ορφάνιας της.
Ο ίδιος βέβαια αισθανόταν «ὄψιµον ἔρωτα» προς τη νεαρή κοπέλα και φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος
απέναντί της γράφοντας όλη του την περιουσία «ἐπάνω της». Αυτή όµως η περιουσία, σε συνδυασµό µε
τη νεαρή της ηλικία, την κατέστησε σφετερίστρια στα µάτια των συγγενών του ατυχούς τεθνεώτος
Μανώλη. Κατά συνέπεια, ο γάµος αυτός την οδήγησε σε µια δεινή ταλαιπωρία.
Τον ίδιο όψιµο έρωτα φαίνεται πως αισθάνθηκε και ο γερο- Χαριστίδης απέναντι στη θυγατέρα ενός
φίλου του «τὴν ὁποίαν εἶχε φιλεύσει πολλάκις κοµφέτα» και την οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε για να
«τοῦ ἀποδίδει θάλπος εἰς τὸ γῆρας, καὶ αὐτὸς (νά) ἀγάλλεται νὰ εἶναι πατὴρ τῶν ἐγγόνων του» («Τα
ρόδιν’ ακρογιάλια», Τ.∆’, σ.229, στ. 17-20) .
601
Ο Χ. Γιανναράς, αναπτύσσοντας το θέµα του συµβατικού γάµου, αποδίδει ευθύνες στη θρησκεία που
δεν προέβλεψε ένα πλαίσιο ελέγχου των κινήτρων της γαµικής ένωσης µε αποτέλεσµα πολλοί έγγαµοι
να δυστυχούν. Βλ. Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων,ό.π., σ. 128.
602
Ο Γ. Βαλέτας προσεγγίζοντας το σηµείο αυτό του διηγήµατος από κοινωνιολογικής πλευράς
αναφέρει σχετικά ότι «η µορφή της Νοσταλγού είναι το σύµβολο της σκλαβωµένης κόρης, της
καταδικασµένης µαζί µε άλλες χιλιάδες κοπέλες του λαού της και του τόπου της σε µιαν αβάσταχτη,
ισόβια ψυχική σκλαβιά, σ’ έναν ηθικό καταναγκασµό, σφυρηλατηµένο από αιώνες απ’ την κοινωνική
ανισότητα, απ’ το θεσµό της προίκας, που για το άπροικο φτωχοκόριτσο είναι µαχαίρι δίκοπο, γιατί ή το
ρίχνει άσπλαχνα στο περιθώριο της ζωής ή το αναγκάζει ασπλαχνώτερα να µπη µε το συµβατικό γάµο
σε µια κόλαση», «Παπαδιαµάντης: η ζωή -το έργο- η εποχή του», ό.π., σ.556-557.
406
στα «Συµβάντα στο µύλο», όπου ο γηραιός σύζυγος εκφράζει και δείχνει
έµπρακτα τον «όψιµο έρωτά» του προς τη γυναίκα του603 ο µπαρµπα
Μοναχάκης δεν εκδηλώνει έµπρακτα -τουλάχιστον στην αρχή του διηγήµατος-
τα συναισθήµατά του. Αφού επιµένει να φέρει τη νεαρή γυναίκα του από το
πατρώο νησί της σε εκείνο που υπηρετούσε ως οικονοµικός υπάλληλος, στη
συνέχεια την «εγκαταλείπει» απουσιάζοντας οληµερίς και δείχνοντας
ξεκάθαρη προτίµηση στο καφενείο και στη δουλειά παρά στη Λιαλιώ του.
Όταν ένας γάµος δεν έχει βασισθεί στον έρωτα, χρειάζεται διπλή προσπάθεια,
διττός κόπος και εκ των δύο συζύγων προκειµένου να ανθίσει η συζυγική
αγάπη. ∆ιαφορετικά, οι καρδιές τους µένουν ερµητικά κλειστές, απελπιστικά
µόνες και τη θέση της αγάπης καταλαµβάνει η συναισθηµατική «ερηµία». Ο
µπαρµπα-Μοναχάκης φαίνεται πως αγαπούσε τη Λιαλιώ. η αγάπη του όµως
στερείται βάθους, στερείται πνευµατικότητας. Για αυτό και ενδιαφέρεται
περισσότερο να µην εκτεθεί στα «µάτια» του κόσµου, παρά να αποκτήσει
σχέση ουσίας µε τη σύζυγό του, που ενδόµυχα γνωρίζει πως δεν τον αγαπά.
Η βεβαιότητα της Λιαλιώς ότι «ἂν ἔκαµνε τὸν ἐρωτα» µε κάποιον άλλο, ο
σύζυγός της θα την «κάλυπτε και µάλιστα πολύ»604 - αρκεί βέβαια να
παρέµενε «ἐν κρυπτῷ»- φανερώνει τη συµβατικότητα του γάµου αυτού και
από τις δύο πλευρές. Ένας σύζυγος που αγαπάει πραγµατικά τη γυναίκα του,
έστω και αν γνωρίζει ότι τα αισθήµατα δεν είναι αµοιβαία, δεν µπορεί να
δεχθεί ότι εκείνη θα προσβάλλει την αγάπη του µε τέτοιο τρόπο. Μπορεί εκ
των υστέρων να τη συγχωρέσει, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, η εσωτερική
όµως πικρία θα παραµείνει.
Ο µπαρµπα-Μοναχάκης έβλεπε πως η γυναίκα του δεν ήταν δίπλα
του. Το µυαλό της, η ψυχή της ήταν µονίµως βυθισµένη στην «πατρίδα
πέρα». Ωστόσο, δεν έκανε τίποτα όχι µόνο για να αναστρέψει το κακό αυτό
κλίµα, αλλά και για να αποτρέψει και την ενσώµατη αναχώρησή της.
Εξακολουθεί να λείπει όλη µέρα από το σπίτι, αφήνοντάς την µόνη σε µια ξένη
νήσο, ξένη ανάµεσα σε ξένους, χωρίς συγγενείς και φίλους που θα
µπορούσαν να διασκεδάσουν τη µοναξιά και τη µόνιµη µελαγχολία της. Με
έµµεσο τρόπο της ανοίγει ο ίδιος την πόρτα της εξόδου. Όταν όµως στη
συνέχεια του διηγήµατος θα πληροφορηθεί από ένα παιδί για το φευγιό της
Λιαλιώς µε τον Μαθιό, δε θέλει να εκτεθεί στα «κοινωνικά σχόλια» της τοπικής
603
Βλ. Τ.∆’,σ.523, στ.30 και υποσηµείωση Νο. 600.
604
Η πεποίθησή της ότι, αν ήθελε να ερωτοτροπήσει, θα το έκανε στο σπίτι της υπό την «συγκάλυψη»
του συζύγου της µας ξενίζει. ∆εδοµένης της αυστηρής και ανδροκρατούµενης εκείνης εποχής, µια τέτοια
δήλωση τίθεται υπό αµφισβήτηση. Λαµβάνοντας όµως υπόψη την αδυναµία και το γεροντικό έρωτα του
µπαρµπα- Μοναχάκη που, αν την έχανε, θα έµενε µόνος και δακτυλοδεικτούµενος ως ο «γέρων και
απατηµένος σύζυγος», µπορούµε να την αποδεχθούµε ως πιθανη. Όχι βέβαια γιατί θα ανεχόταν τόσο
εύκολα µια τέτοια εξέλιξη, αλλά µάλλον εξ’ ανάγκης. Ο ίδιος ο µπαρµπα- Μοναχάκης θεωρεί τη γυναίκα
του πιστή «ὅσον δύναται ἀνὴρ νὰ εἶναι βέβαιος περὶ γυναικός».(…) «Ηξευρεν ὅτι, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην
γυναῖκα, ἔζη µὲ τὴν κεφαλήν της καὶ µὲ τὰ νεῦρά της» ( Τ.Γ’, σ.65, στ.18- 28) . Κατά την αναζήτηση της
βαρκούλας προβληµατίζεται όµως µήπως τελικά η γυναίκα του «εἶχεν ἁµαρτήσει ἤδη» .Στη σκέψη αυτή
επαναλαµβάνει τα λόγια της Λιαλιώς ότι θα την κάλυπτε (βλ. Τ.Γ’, σ.66, στ.7-12). Άραγε είναι τόσο
µεγαλόψυχος, γιατί την αγαπά αληθινά, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, ή απλά και µόνο για να µη γίνει ο
ίδιος βορά στην κακογλωσσία των γειτόνων;
407
605
Αυτή η «πατρίδα», όπως αναφέραµε και στο πρώτο κεφάλαιο, εµφανίζει µια ιδιόµορφη αµφισηµία:
συµπίπτει εν µέρει µε την πραγµατική της πατρίδα (στην οποία έχει όλες τις προσφιλείς αναµνήσεις των
νεανικών της χρόνων και φυσικά του αγαπηµένου της που δε ζει πια), αλλά ταυτόχρονα ξεπερνάει τα
όρια κάποιου πραγµατικού χώρου συνδεόµενη στενά µε τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για το νεκρό
αγαπηµένο. Για αυτό αναφέρεται στο κείµενο ότι η Λιαλιώ, όσο καιρό παρέµενε στην πατρίδα της
«πλησίον τῶν γονέων τῆς» και µακριά από τον µπαρµπα- Μοναχάκη «δέν ὑπέφερε πολὺ», Τ.Γ΄, σ. 54,
στ. 17.
606
Για τη σχέση της Χαδούλας µε τη µητέρα της βλ. αναλυτικά στην υποενότητα 2.1. του παρόντος
κεφαλαίου.
607
Τ.Γ’, σ.426, στ.5-6.
608
Τ.Γ’, σ. 424, στ.25-26.
609
Ακόµη και ο αρραβώνας της νεαρής τότε Χαδούλας ήταν εξαιρετικά σύντοµος (διήρκησε µόνο δύο
εβδοµάδες), γιατί η µητέρα της επέσπευσε το γάµο έχοντας οικονοµικά κίνητρα. Βασικός της φόβος
408
ήταν µήπως η Χαδούλα έβρισκε την ευκαιρία κατά τις επισκέψεις του στο σπίτι να τον πείσει να
διεκδικήσει µεγαλύτερη προίκα.
610
Τ.Γ’, σ.418,στ.19.
611
Άλλωστε και ο ίδιος τον «εκµεταλεύτηκε» περισσότερο από τους άλλους εργοδότες, όπως φαίνεται
από την προίκα που του έδωσε.
612
Βλ. Τ.Γ’, σ.421, στ.11- 23 και σ.424, στ.2-1.
613
Τ.Γ’, σ.420, στ.31.
614
Αξίζει να σηµειωθεί εδώ η αντιφατική στάση που κρατάει η Φραγκογιαννού στο ζήτηµα αυτό: «ενώ
θεωρεί την προίκα κοινωνικό κακό, δε θεωρεί την ικανότητα της µητέρας της (έστω από υστεροβουλία)
να µην της δώσει προίκα ως νίκη του θηλυκού, σύµφωνα µε τους µεταγενέστερους συλλογισµούς της,
αλλά κρίνει το όλο επεισόδιο από την πλευρά του άνδρα της ως εγγενή του αδυναµία να έχει
απαιτήσεις», Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 56.
615
Βλ. σ.424, στ.19-22.
616
Βλ. σ.420, στ.30-32 και σ.421, στ. 1-7
409
θα αυξάνεται γεωµετρικά µε την πάροδο των χρόνων και την αύξηση των
µελών της οικογένειάς τους. Το µεγάλο λάθος της Χαδούλας είναι ότι εξαρχής
έβαλε «κακό λογισµό» µέσα στην καρδιά της για τον άνδρα της. Αυτός ο
κακός λογισµός άρχισε σταδιακά να προσδιορίζει αρνητικά το γάµο τους, να
τη διαβρώνει εσωτερικά και εντέλει να διαταράσσει τη σχέση της µαζί του 617.
Αν η Χαδούλα έβλεπε τα λιγοστά αλλά υπαρκτά χαρίσµατα του άνδρα της και
τα συνδύαζε µε τα δικά της, θα επιτύγχανε µια αρµονία στη σχέση τους που
θα ωφελούσε τα µέγιστα και τα παιδιά τους. Ο καλός λογισµός, η καλή
διάθεση, η ελάχιστη εκδήλωση αγάπης µόνο θετικές συνέπειες θα είχε στην
οικογένειά τους. Όµως η Χαδούλα αδυνατεί να αγαπήσει το σύζυγό της, να
ανοιχθεί σε εκείνον, να απελευθερωθεί από τον εγκλωβισµό της στην
εγωκεντρική της ατοµικότητα και να βιώσει την αληθινή, ψυχοσωµατική
κοινωνία του γάµου.
Για αυτό και σε όλη τη διάρκεια του έγγαµου βίου της αισθάνεται
απελπιστικά µόνη618 στην προσπάθειά της να µεγαλώσει τα παιδιά τους και
να φτιάξει το σπιτικό τους. Όταν αναφέρεται στο χτίσιµο της οικίας της
χρησιµοποιεί πάντα ενικό αριθµό: «τήν µίαν χρονιάν ἠµπόρεσε µόνον νὰ κτίσῃ
τέσσαρας τοίχους, λασποκτίστους, µικρούς καὶ χαµηλούς καὶ νὰ τοὺς στεγάσῃ·
τὴν δευτέραν χρονιὰν κατώρθωσε νὰ πετσώσῃ κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ σπίτι,
δηλ. νὰ κατασκευάσῃ µικρὸν πάτωµα»619. Παρόλο που ο άνδρας της
εργαζόταν σκληρά ως µαραγκός, δεν µπορούσε από µόνος του να
διαχειριστεί σωστά τα λιγοστά χρήµατα που κέρδιζε για να συντηρήσει
αξιοπρεπώς την οικογένειά του. Έτσι, το ρόλο αυτό αναγκάστηκε, ή µάλλον
επέλεξε, να αναλάβει η Χαδούλα, η οποία θεωρεί τον εαυτό της «σκλάβα τοῦ
συζύγου της - καὶ ὅµως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρός της καὶ τῆς ἀδυναµίας ἐκείνου,
ἦτο συγχρόνως καὶ κηδεµὼν αὐτοῦ»620. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην
αιτιολόγηση της κηδεµονικής, άρα κυρίαρχης κατ’ ουσίαν θέσης της
Φραγκογιαννούς εντός της οικίας της, προτάσσεται ο «χαρακτήρας» της που
συµπληρώνει τα ανδροπρεπή εξωτερικά γνωρίσµατά της. Εποµένως, µερίδιο
της ευθύνης για την υποτονική έως αδιάφορη στάση του συζύγου της βαρύνει
και την ίδια.
617
Για τη διττή λειτουργία των λογισµών γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Οι λογισµοί που καλλιεργεί κάποιος
για τον πλησίον του (πόσο µάλλον για το/ τη σύζυγό του) είναι αποκαλυπτικοί για τον εαυτό του. Και
από τον τρόπο µε τον οποίο τοποθετείται απέναντι στον πλησίον µπορεί να κριθεί η δική του
πνευµατική κατάσταση(…) Οι καλοί λογισµοί καλλιεργούν ειρηνικές προσωπικές σχέσεις(…) και
προσδιορίζουν ανάλογα τις εκάστοτε καταστάσεις. Αντίθετα, οι κακοί λογισµοί διαβρώνουν εσωτερικά
τον άνθρωπο, διαταράσσουν τις προσωπικές του σχέσεις και προσδιορίζουν αρνητικά τις καταστάσεις»,
Γ.Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ,ό.π., σ.341
618
Ο Σ. Φωτίου επισηµαίνει τη θανατηφόρα λειτουργία του αισθήµατος της µοναξιάς: « Η κάθειρξη στη
µοναξιά, η άσχετη ατοµικότητα – αυτή η οδυνηρή αυτοτιµωρία, συνέπεια της άρνησης του ανθρώπου να
αγαπήσει ( µια άρνηση που τη βλέπουµε εξαρχής στη Φραγκογιαννού στη σχέση της µε το σύζυγό της)
– συνιστά το θάνατο, τη σχάση του από κάθε ενότητα που προσφέρει πληρότητα ζωής», Από το νερό
στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: ο σκοπός της διαφυλικής αγωγής, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
2001, σ.31.Σε αυτή τη νεκροποιό µοναξιά εγκλωβίζει η Φραγκογιαννού τον εαυτό της αδυνατώντας να
κάνει το µεγάλο άνοιγµα προς τον «άλλο», εν προκειµένω το σύζυγό της.
619
Τ.Γ’,σ.426, στ.36-39.
620
Τ. Γ’, σ. 417, στ. 22-24.
410
Στον αγώνα της για επιβίωση και εξασφάλιση των αναγκαίων - µέσα
στα οποία ήταν και το χτίσιµο του δικού τους σπιτιού που αναφέρθηκε
παραπάνω- δε δίσταζε να εισπράττει σχεδόν µετά βίας τα µεροκάµατά του
είτε από τον πρωτοµάστορα είτε από τον ίδιο, που προτιµούσε «νὰ τὰ πίνῃ,
σχεδὸν ὅλα, τὴν Κυριακήν»621. Για αυτό το σκοπό προχωρούσε ακόµη και σε
κλοπή των χρηµάτων «ἀπὸ τὰ φορέµατά του» την ώρα που κοιµόταν622.
Παρ’όλα αυτά, πιστεύει ακράδαντα ότι «ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονοµίας της εἶχεν
ἀποκτήσει τὴν µικρὰν οἰκίαν (…) καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύµατα τοῦ συζύγου
της»623. Η έστω και αθέλητη συνεισφορά του δεν έπαυε να είναι σηµαντική για
την απόκτηση του δικού τους πολυπόθητου σπιτιού. Στα µάτια της Χαδούλας
όµως, που έχει απαξιώσει το σύζυγο της, µόνο οι δικές της προσπάθειες,
θεµιτές 624 και αθέµιτες, είχαν αξία. Το γεγονός µάλιστα ότι ένα σηµαντικό
µέρος από τις «δικές» της οικονοµίες προέρχεται επίσης από κλοπή 625
αµβλύνεται στο σκεπτικό της που ακολουθεί το απόφθεγµα «ο σκοπός αγιάζει
τα µέσα». Άλλωστε, στα πλαίσια της αντεστραµµένης της λογικής θεωρεί τη
κλοπή αυτή (όπως και την αντίστοιχη του συζύγου της) ως «νόµιµη», ως
αντιστάθµισµα της αδικίας που υπέστη κατά την προικοδοσία της. Για αυτό
και δεν αµφιβάλλει για την πράξη της626.
Αυτός ο µονόπλευρος τρόπος σκέψης και ενεργειών φανερώνει το
ρήγµα που υπάρχει στη σχέση του ανδρόγυνου αυτού. Η α π ο υ σ ί α τ ο υ
« ε µ ε ί ς » 627, του δοµικού αυτού στοιχείου του ζεύγους και µετέπειτα της
621
Τ.Γ’, σ.429, στ.18.
622
Τ.Γ’, σ.429, στ.33.
623
Τ.Γ’, σ.429, στ.10-12.
624
«Ἦτον βεβαίως ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ µέριµναι τῆς ἀνατροφῆς τόσων
ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. (…) µία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ἦτο ἡ Φραγκογιαννού, οὐδὲν
ἐκώλυε νὰ κάµνῃ συγχρόνως καὶ τὴν µαµµὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα ἐπαγγέλµατα ἀκόµη νὰ
ἐξασκῇ, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία (…)Ἔδιδε βότανα, ἔκαµνε κηραλοιφάς, ἐξετέλει ἐντριβάς, ἐθεράπευε τὴν
βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρµακα διὰ τὰς πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικὰς καὶ ἀναιµικὰς κόρας, διὰ τὰς
ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ µητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας. (…) Τῇ βοηθείᾳ ὅλων αὐτῶν τῶν
µέσων, ὀλίγα κερδίζουσα, ἀλλ' οἰκονόµος, κατώρθωσε, µὲ τὸν καιρόν, νὰ κτίσῃ τὴν µικρὰν φωλεάν της»,
Τ.Γ’, σ. 431, στ.31-36 και σ.432, στ.1- 19.
625
Πρίν από το γάµο της είχε αρχίσει να κλέβει συστηµατικά «ἀπ' ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρηµάτων τοῦ
πατρός της» και την παραµονή του γάµου προέβη και σε κλοπή µέρους του «κοµποδέµατος» της
µητέρας της, κλοπιµαίου και αυτού (βλ. Τ.Γ’, σ.430, στ.33-36 και σ.431, στ.1-23).
626
Αυτή η «άµβλυνση» και ο εξωραϊσµός των κακών πράξεών της µέσα στο νου της, προκειµένου να
πραγµατοποιήσει τις επιθυµίες της, φανερώνουν ότι ήδη από νεαρή ηλικία έχει βληθεί από τα πάθη της
κενοδοξίας και της αναισθησίας. Θέτοντας ως «ιερό σκοπό» την απόκτηση της οικίας που της στέρησαν
οι γονείς της, «εξαγιάζει» τις αµαρτωλές της πράξεις θεωρώντας τις ως αναµενόµενες και λογικές λόγω
του «ανίκανου» συζύγου. Έτσι, απεκδύεται οικειοθελώς κάθε δισταγµό και φόβο Θεού πριν τη διάπραξή
τους, ενώ µετά δεν τολµάει να τις εξοµολογηθεί στον πνευµατικό της ούτε φυσικά στη µητέρα της, παρά
την αρχική της προαίρεση. Αυτό το ανεξαγόρευτο αµάρτηµά της επέτρεψε την περαιτέρω εισβολή του
µισάνθρωπου πονηρού στην ψυχή της που έµελε να τη συντροφεύει σε όλους τους µετέπειτα
«φιλάνθρωπους» φόνους της . Για το θέµα αυτό βλ. και Λ. Σιάσου, ό.π., σ.158 και σ.161.
627
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι το ιδανικό που ακολουθεί µετά το «εµείς» είναι το «εσύ» που συνιστά
την πεµπτουσία της συζυγικής αγάπης.
411
628
Για τις οδυνηρές συνέπειες που έχει αυτή η έλλειψη αγάπης µεταξύ του ανδρόγυνου στην ανατροφή
και τη στάση ζωής που προσφέρουν ως παράδειγµα στα παιδιά τους βλ. π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις,
ό.π., σ. 18.
629
Η Φραγκογιαννού, αντί να αποδεχθεί τα αρνητικά στοιχεία του συζύγου της προσπαθώντας να
αξιοποιήσει τα θετικά του, επιδιώκει να τον περιθωριοποιήσει εντελώς διεκδικώντας το δικό του ρόλο
στην οικογένεια. Όπως αναφέρει ο π. Ι. Καλλιακµάνης, πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας και
κυριαρχίας στο οποίο εµπλέκονται τα δύο φύλα. «Όπως φαίνεται το παιχνίδι αυτό υπήρχε, υπάρχει και
θα συνεχίζει να υπάρχει και θα οξύνεται ενόσω στο κέντρο της ζωής του ο άνθρωπος τοποθετεί τα
ενστικτώδη πάθη του και δεν εκκλησιάζει τη ζωή του», Β. Ι. Καλλιακµάνη, «Ο εκκλησιολογικός
χαρακτήρας της Ποιµαντικής: «Λεντίῳ ζωννύµενοι», Μυγδονία, 2005, σ. 155.
630
Τ.Γ’, σ.444, στ.21-22.
631
Τ.Γ’, σ.445, στ.22-25. Με τη στάση της αυτή φανερώνει µεταξύ άλλων και τα κοινά χαρακτηριστικά
που έχει µε τη µητέρα της, αφού και η ίδια αδικεί εξίσου, αν όχι περισσότερο, τις δύο µικρότερες κόρες
της.
412
632
Οι δύο µεγαλύτεροι γιοι τους ξενιτεύονται και «εξαφανίζονται» στην Αµερική αποκόπτωντας κάθε
δεσµό µε την οικογένειά τους, η ∆ελχαρώ αποδέχεται µοιρολατρικά τη µοίρα της σιωπώντας ακόµη και
στη δολοφονία του παιδιού της από τη µάννα της (µε εξαίρεση τη λακωνική, αλλά τόσο µεστή σε
περιεχόµενο, φράση της: « Ἡ ἁµαρτία σὲ κυνηγᾷ, µάννα», Τ.Γ’, σ.474, στ.23), ο Μιχάλης εξελίσσεται
σταδιακά σε δολοφόνο, η Αµέρσα απορρίπτει εντελώς το θεσµό του γάµου συνδέοντάς τον µε τη
δυστυχία, η Κρινιώ, αν και παιδί ακόµη, φαίνεται πως θα ακολουθήσει τη στάση της ∆ελχαρώς.
633
Στη σχέση και τον ιδιότυπο σύνδεσµο της Χαδούλας µε το Μιχάλη αναφερθήκαµε και στην
υποενότητα 2.1. του παρόντος κεφαλαίου.
634
Τ.∆’, σ.103, στ.19-21
635
Όπως τονίζει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος, «ὁ ἐργαζόµενος, ἐνί δαίµονι πολλάκις πολεµεῖ καὶ ὑπ’
.
αὐτοῦ θλίβεται ὁ δὲ ἀργὸς, ὑπὸ µυρίων πνευµάτων αἰχµαλωτίζεται», «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», σ.78,
στ.1-3.
636
Τ.∆’, σ.103, στ.21-23.
413
637
Β’Θεσ.3, 11-15.
638
« Ἀπὸ γὰρ ἀργίας, ἡ περιέργεια, καὶ ἀπὸ περιεργείας, ἀταξία , καὶ ἀπὸ ἀταξίας, πᾶσα κακία», βλ.
Άγιου Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.77 , στ. 28-29.
414
της εξαιρετικής δυσπραγίας της639) για χάρη των παιδιών της είναι
αξιοθαύµαστη, όσο αξιοκατάκριτη είναι η αδιαφορία του µαστρο- Αχιλλέα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι σχεδόν αδύνατον να αναπτυχθεί έστω
και ένα ίχνος συζυγικής αγάπης, που ακόµη και σε φυσιολογικές συνθήκες
χτίζεται µε δυσκολία και κοινή προσπάθεια.
Στη θλιβερή αυτή οικογενειακή ιστορία εµπεριέχεται ακόµη µια
εγκιβωτισµένη ιστορία, όπου το πάθος της οργής και της ζήλειας συνθλίβει τις
σχέσεις του ζευγαριού. Πρόκειται για έναν παλαιό νοικάρη της κυρα-
Αχιλλέινας τον κυρ- Γιώργη. Ο άνθρωπος αυτός, εµφανίζοντας µια εξαιρετική
διπροσωπία, προσπαθούσε να παρουσιάσει στον έξω κόσµο την εικόνα του
καλού µαγαζάτορα και νοικοκύρη. Έως ένα βαθµό µάλιστα το είχε πετύχει,
αφού η κυρα- Αχιλλέινα τον χαρακτηρίζει δύο φορές ως «καλό» άνθρωπο640.
Πίσω όµως από την εικόνα αυτή βρισκόταν ένας άντρας έρµαιο του πάθους
της οργής, που τον ωθούσε στο να ξυλοκοπεί αλύπητα τον άνθρωπο εκείνο
που θα έπρεπε να αγαπά και να φροντίζει µε µέγιστο ενδιαφέρον: την
εγκυµονούσα σύζυγό του. Πρόκειται για µια «καλή και φρόνιµη γυναικούλα»-
κατά τα λεγόµενα της Αχιλλέινας - που η συµπεριφορά της έδειχνε το αγαθό
της ψυχής της. Η απόδοση της απεχθούς στάσης του συζύγου της απέναντί
της στη ζήλεια είναι κάτι που ούτε και η ίδια η κυρά Αχιλλέινα πιστεύει, λόγω
του απλού παρουσιαστικού της. Μια πιθανή αιτία της οργής του ίσως να ήταν
οι σοβαρές δυσκολίες που αντιµετώπιζε στη δουλειά του. Ήταν µάλιστα
τέτοιες που τον ανάγκασαν να κλείσει το µαγαζί του και να εργαστεί στα
µεταλλεία του Λαυρίου. Η πικρία και ο θυµός του για την κατάσταση αυτή, µια
πικρία που µοιάζει αρκετά µε την αντίστοιχη της Φραγκογιαννούς641, φαίνεται
πως θέριεψαν µέσα του παίρνοντας δαιµονικές διαστάσεις. Έτσι, οι εξωτερικοί
- επαγγελµατικοί παράγοντες εσωτερικεύτηκαν και αλλοίωσαν σε τέτοιο
βαθµό τη ψυχή του, ώστε να εισαχθεί το δαιµόνιο της οργής. Ακόµη και η
απλοϊκή κυρα- Αχιλλέινα, αδυνατώντας να ερµηνεύσει λογικά τη στάση του
αυτή, την αποδίδει ξεκάθαρα σε δαιµόνιο: «∆αιµόνιο, ἄλλο πρᾶµα! (…) Τί
δαιµόνιο τὸν ἔπιανε;»642. Η δε µαρτυρική σύζυγός του, που παρέµενε δίπλα
του, παρά τη διακινδύνευση της ζωής της δικής της και του αγέννητου παιδιού
τους, συγγενεύει πνευµατικά µε την εξίσου µαρτυρική Κουµπίνα643.
639
Η δυσπραγία αυτή την αναγκάζει να φέρεται πέραν του δέοντος φιλικά σε όσους ζητά οικονοµική
βοήθεια, όπως φαίνεται και από το περιστατικό που διασώζει ο αφηγητής: Θέλοντας να εξοικονοµήσει
λιγοστά χρήµατα, τον καλεί µυστηριωδώς στο σκοτεινό της δωµάτιο, όπου, προσπαθώντας να αναδείξει
τα θετικά της στοιχεία, κάνοντας «ἱκανὰς χειρονοµίας πρὸς τὸ στέρνον» του και χρησιµοποιώντας
«ταχείας θερµὰς λέξεις», επιδιώκει να τον «καλοκαρδίσει» για να εξασφαλίσει το ελάχιστο, βλ.Τ.∆’,
σ.105, στ.14-22.
640
Τ.∆’, σ.104, στ.20 και στ.29.
641
Και οι δύο ήρωες προσκολλώνται εµπαθώς στα επίγεια αγαθά µε αποτέλεσµα η διάψευση των
προσδοκιών τους και η ανικανοποίητη µαταιοδοξία τους να τους οδηγεί σε σοβαρά πάθη, της οργής τον
πρώτο και του φόνου τη δεύτερη.
642
Τ.∆’, σ.104, στ.24 και στ.29.
643
Ο έρωτας και η αγάπη ποτέ δεν είναι βέβαια κάτι δεδοµένο σε ένα γάµο. Λόγω συνθηκών, αναγκών
ή πεποιθήσεων µπορεί να µην υπάρξει ποτέ στη ζωή ενός ζευγαριού. Εκτός από τα πολυπληθή
συνοικέσια της εποχής και τους εξαναγκαστικούς - για οικονοµικούς ή άλλους λόγους- γάµους,
υπάρχουν και περιπτώσεις νέων κυρίως ανδρών που πλησιάζουν σκόπιµα µια κοπέλα, όχι γιατί την
415
4. Ποιµαντική αγάπη
ερωτεύτηκαν, αλλά γιατί επιδιώκουν να εισπράξουν τη µεγάλη προίκα της. Αυτό συνέβη και στην
περίπτωση της κόρης του κυρίου Περίανδρου στο διήγηµα «Ὁ Χορὸς εἰς τοῦ κ. Περίανδρου». Ένας
«πανούργος» νέος, γνωρίζοντας ότι είναι µοναχοκόρη και µοναδική κληρονόµος της περιουσίας του
πλούσιου πατέρα της, «κατώρθωσε νὰ ἑλκύσῃ σοβαρῶς τὴν προσοχήν της» (Τ.∆’, σ.14, στ.19). Έτσι,
παρά τις αντιδράσεις του πατέρα της, που ήλπιζε να της εξασφαλίσει έναν «αντάξιο» της σύζυγο, εκείνη
επέµεινε και κατάφερε να παντρευτεί τον συγκεκριµένο νέο. Ο φίλαυτος νέος, επιθυµώντας να επιτύχει
εύκολα και ανώδυνα στη ζωή του, δεν ήταν δύσκολο να κατακλυστεί από το πάθος της φιλαργυρίας.
Προκειµένου λοιπόν να το ικανοποιήσει, προσποιήθηκε ψεύτικα αισθήµατα προς τη νεαρή και αυστηρά
αναθρεµένη κοπέλα, η οποία, µην έχοντας πείρα της ζωής, παρασύρθηκε από τον υποτιθέµενο έρωτά
του. Η συνέχεια του γάµου αυτού που εξαρχής ,τουλάχιστον από τη µια πλευρά, είχε σαθρά θεµέλια δεν
αναφέρεται. Οι αναγνώστες όµως υποψιάζονται ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα εξελισσόταν
σε ένα συµβατικό, ανούσιο γάµο εγκλωβισµένο στην εγκόσµια µόνο τρυφή και αποκοµµένο από τον
πνευµατικό και εξαγιαστικό σκοπό ενός αληθινού γάµου µεταξύ δυο πραγµατικά «ἐρώντων» συζύγων.
644
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο παπα- ∆ηµήτρης στη «Σταχοµαζώχτρα» που αναλαµβάνει
να φέρει στη θεια- Αχτίτσα το χαρµόσυνο γράµµα και την πολύτιµη οικονοµική βοήθεια από το γιο της,
βλ. Τ.Β’, σ.119- 121.
645
Για την ποιµαντική διακονία των κληρικών και την ισότιµη σχέση τους µε τους λαϊκούς στο έργο του
Α. Παπαδιαµάντη βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1994, σ.33-43 και του ιδίου «Η Εκκλησία στον Α. Παπαδιαµάντη», Θεολογία,
Τ.82, τ.4, 2011, σ. 25- 33.
646
Ως γνωστόν, σκοπός της Εκκλησίας «είναι η σωτηρία του όλου σώµατος ως οργανικής ενότητος και
όχι η εξασφάλισις επιµέρους µελών», Γ. Μαντζαρίδη, «Μέθεξις Θεού», Ορθόδοξος Κυψέλη,
Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 157.
647
Βλ. για παράδειγµα τα λόγια του παπα- ∆ηµήτρη στο Νίκο στο διήγηµα «Γιὰ τὴν περηφάνια», Τ.Γ’,
σ.207, 7-22. Ο συµπονετικός ιερέας δίνει πατρικές συµβουλές στον νέο προσπαθώντας να τον
«ξυπνήσει» από το λήθαργο των παθών της λύπης και της µέθης, σκεπτόµενος ταυτόχρονα και την
ταλαίπωρη µητέρα του που υπέφερε από το κατάντηµα του παιδιού της.
648
Ως παράδειγµα αναφέρουµε τον παπα- Παντελή που υφίσταται την κατάκριση των υποκριτριών
«καλών οἰκοκυράδων», διότι εξακολουθεί να κάνει κάθε µήνα αγιασµό στο «Ιδιόκτητο» της κυρα-
Σπυριδούλας ακολουθώντας το παράδειγµα του Χριστού που καλεί όλους τους αµαρτωλούς «εἰς
µετάνοιαν» (βλ. Τ.∆΄, σ.570, στ.32 και σ.571, στ.1-8 και ενότητα 7.1. του πρώτου κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
649
Ενδεικτικά αναφέρουµε τον παπα- Φραγκούλη, στο διήγηµα «στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», το οποίο θα
αναλύσουµε παρακάτω και τον παπα- Βαγγέλη στη «Συντέκνισσα» που ανεβαίνει πρόθυµα δύο φορές
στο βουνό, την πρώτη εν µέσω δύσκολων καιρικών συνθηκών, για να βαπτίσει και στη συνέχεια για να
θάψει ένα βρέφος, (βλ.Τ.∆’, σ.586-590 και σχετικά τις ενότητες 2.1. και 2.1.1. του παρόντος κεφαλαίου).
416
650
Βλ. ενδεικτικά την κριτική που τους ασκεί για το πάθος της σιµωνίας στον «Ἀνάκατο», Τ.∆’, σ.350,
στ.27-32 και στο «Ἀστεράκι», Τ.∆’, σ.308, στ.18-23, για τα πάθη της φιλαργυρίας και της γαστριµαργίας
στο «Γάµο του Καραχµέτη», Τ.∆’, σ.496, στ.10-14 και για το πάθος της αλαζονείας σε ένα ολόκληρο
διήγηµα, την «Ἐπίσκεψιν τοῦ Ἁγίου ∆εσπότη», Τ.∆΄, σ. 131-134.
651
Το προσωνύµιο αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς, όπως θα δούµε παρακάτω, ο αγαθός ιερέας ενεργεί
«εἰς τύπον Χριστοῦ» ανοίγοντας την προοπτική της σωτηρίας στον έως τότε «ἀλιβάνιστο» και
«λυκάνθρωπο» γέροντα.
652
Τ.Γ’, σ.528, στ.9-10.
653
Στην περίπτωση αυτή η φροντίδα του ιερέα για τις εγκόσµιες υποθέσεις του απέβη σωτήρια για την
ψυχή ενός πονεµένου ανθρώπου.
417
654
Α. Κεσελόπουλου, ό.π., σ.81.
655
Τ.Γ’, σ. 527, στ.17-19. Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, ο Μπαρέκος «κινήθηκε από αληθινή αγάπη
.
και επέδειξε γνήσιο λειτουργικό και εκκλησιαστικό ήθος ήθος που θέλει όλη την κτίση και - πολύ
περισσότερο- όλους τους ανθρώπους συνηγµένους στο σώµα της Εκκλησίας. ∆ε θεωρεί τη Λειτουργία
ως «θρησκευτική εκδήλωση» για κάποιους «εκλεκτούς» ή «λατρευτική ευκαιρία», που αποβλέπει σε
αυτό-ασφάλεια και βόλεµα δικό του, αλλά ως δυνατότητα κοινωνίας µε όλους τους ανθρώπους»,
ό.π.σ,82 .
656
Τ.Γ’, σ.528, στ. 4-8.
657
Ο Α. Κεσελόπουλος επισηµαίνει τη στενή σύνδεση που υπάρχει ανάµεσα στα λόγια αυτού του
«χωριάτη, ασπούδαχτου ιερέα» και του Κατηχητικού Λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόµου, που
διαβάζεται το βράδυ της Αναστάσεως: « Εκεί ο ιερός Πατέρας γράφει: ‘’Οὐκοῦν εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν
τοῦ Κυρίου ἡµῶν… πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συµποσίου τῆς πίστεως’’. Εδώ ο Σκιαθίτης ιερέας µε την ίδια
συγκίνηση επαναλαµβάνει τα λόγια του Αγίου: ‘’Ἔλα ν' ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ µας’’. Ο ιερός
418
Ένα άλλο διήγηµα στο οποίο διαφαίνεται εις βάθος η ποιµαντική αγάπη
και φροντίδα του ιερέως προς το ποίµνιό του, ακόµη και αν πρόκειται για δύο
µόνο ψυχές, είναι το «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο»660. Ο παπα- Φραγκούλης ο
Σακελλάριος, ο «τολµηρός» και «ἀκάµατος» ιερέας, µόλις πληροφορήθηκε ότι
δύο ενορίτες του υλοτόµοι εγκλωβίστηκαν από τα χιόνια στο Στοιβωτό, στην
περιοχή του Κάστρου, καταστρώνει ολόκληρο σχέδιο προκειµένου να σπεύσει
για να τους βοηθήσει. Ως καλός ποιµένας είναι έτοιµος «ἵνα θῇ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ»661 υπέρ του ποιµνίου του. Τη δύναµη για να ενεργήσει τόσο µεθοδικά
για την επίτευξη του σχεδίου του του τη δίνει η πίστη του και η σθεναρή
επιθυµία να λειτουργήσει τον εδώ και δύο χρόνια αλειτούργητο ναό της
Γεννήσεως του Χριστού στο Κάστρο, ως εκπλήρωση του τάµατος που είχε
κάνει τα προηγούµενα Χριστούγεννα κατά την ασθένεια του µικρού γιου του.
Έτσι συγκεντρώνει ορισµένους ευλαβείς ενορίτες και ενορίτισσες και
κάνοντας έκκληση στη φιλαδελφία τους προσπαθεί να τους πείσει να
επιχειρήσουν το δύσκολο εγχείρηµα. Πράγµατι, η εξαιρετική κακοκαιρία που
επικρατούσε εκείνο το χειµώνα προκαλούσε από µόνη της πολλαπλές
δυσκολίες στην πρόσβασή τους στο ναό. Σαν να µην έφθανε όµως αυτό, ο
πονηρός, που «ενσαρκώνεται» στα λόγια και τη στάση του Πανάγου του
µαραγκού662, προσπαθεί να σπείρει το φόβο και την αµφιβολία, όχι µόνο στον
Χρυσόστοµος καλεί ανενδοίαστα τους ράθυµους. Ο παπα- Γαρόφαλος δείχνει ανάλογη τόλµη, όταν
αποκαλεί ‘’µακάριο’’ έναν ‘’αληθινό λυκάνθρωπο’’», ό.π.,σ.36-37.
658
Τ.Γ’, σ.528, στ.14-15.
659
Τ.Γ’, σ.531, στ. 4.
660
Το διήγηµα αυτό έχει µια ελαφριά αντιστοιχία µε την παραβολή του «απολωλότος» προβάτου (Μτ.
18, 12-14 και Λκ. 15.1-7), όπου ο καλός ποιµένας εγκαταλείπει το κοπάδι του για χάρη του ενός. Εδώ ο
συγγραφέας πηγαίνει ένα βήµα παραπέρα βάζοντας τον ιερέα, ως καλό ποιµένα, να παίρνει µαζί του και
ένα µέρος του ποιµνίου του για να προβεί στην αναζήτηση των δύο κινδυνευόντων υλοτόµων.
661
Ιω. 15, 13.
662
Αντίστοιχη αντίδραση µε αυτή του Πανάγου έχει και η Μυγδαλιώ, η κόρη του ιερέα. Η νεαρή της
όµως ηλικία και ο ειλικρινής φόβος της για τυχόν απώλεια των δύο γονέων της δικαιολογούν τις
αντιρρήσεις της.
419
«ἀγαθώτατον» ιερέα, αλλά και στην ευσεβή οµήγυρή του. Όποια επιλογή
πρόσβασης και αν προτείνει ο ιερέας, ο Πανάγος αναφέρει τους κινδύνους
που συνεπάγονται. Θέλοντας να σπείρει την ιδιοτέλεια και τη µικροψυχία στην
καρδιά όσων επιθυµούσαν να συµµετέχουν, υψώνει τη «φύσει» φιλαυτία του
καθενός, την αγάπη προς το «σαρκίον» του, ως τείχος που εµποδίζει κάθε
εκδήλωση αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο663. Στη συνέχεια, για να
αναπαύσει την οχληρή συνείδησή του, φαντάζεται τους ταλαιπωρηµένους
υλοτόµους σε δήθεν στιγµές θαλπωρής γύρω από τη φωτιά µέσα στη σπηλιά
που πιθανόν κατέφυγαν. Ωστοσο, ο αποφασισµένος ιερέας δεν πτοείται.
Μόνο θλίβεται βαθιά για την ιδιοτελή σκέψη και τη µικροψυχία του Πανάγου
και του κάθε οµοίως σκεπτόµενου ανθρώπου.
Στη δε πειρασµική ερώτηση του «- Καὶ γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ
Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του;»664 η
απάντηση του Παπα- Φραγκούλη δίδει ισχυρό ράπισµα σε κάθε πειρασµό και
κάθε δισταγµό, προβάλλοντας την ισχυρή βοήθεια του Θεού, την αξεπέραστη
δύναµη που δίνει στα παιδιά Του, όταν εκείνα τον ε µ π ι σ τ ε ύ ο ν τ α ι , ώστε
να πετύχουν ακόµη και το ακατόρθωτο: «ὅπου εἶναι µία µερικὴ προαίρεσις
καλή, κ' ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλµη ἀκόµα, καὶ ὅπου
πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται
βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ µὲ χίλια ἐµπόδια...Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει
καὶ µὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ µὲ θαῦµα ἀκόµα...»665. Τα θαυµαστά αυτά λόγια,
που προασπίζουν το πνεύµα αυτοθυσίας έναντι της ιδιοτέλειας, δρουν ως
βάλσαµο στις ψυχές των παρισταµένων, ακόµη και της «δειλοτάτης»
πρεσβυτέρας, η οποία αποφασίζει να συµµετέχει παίρνοντας µαζί της τον
αγαπηµένο της γιο Σπύρο και τη µικρή της κόρη, τη Βάσω. Η πίστη και η
αγάπη του νίκησαν τελικά τη «λογική».
Ως φύλακα άγγελο και συνοδοιπόρο στο ταξίδι τους καλεί το µπαρµπα-
Στεφανή, έναν ατρόµητο γηραιό ναυτικό που «παίρνει ἀπάνου τοῦ» όλους
τους πιστούς τολµητίες, χαρίζοντάς τους επιπλέον αυτοπεποίθηση. Έτσι,
έχοντας την καρδιά τους γεµάτη ελπίδα ότι ο Θεός θα είναι δίπλα τους,
ξεκινούν τη µικρή Ωδύσσειά τους. Ούτε το τσουχτερό κρύο ούτε η ξαφνική
τρικυµία τους εµπόδισαν από την επίτευξη του στόχου τους. Ο δε παπα-
Φραγκούλης, «εἰς τύπον Χριστοῦ», δεν δειλιάζει καθόλου µπροστά στη
ξαφνική τρικυµία έχοντας απόλυτη εµπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια666.
Τελικά, µετά την αναγκαστική προσάραξή τους στη στεριά, φθάνουν
στο Κάστρο: «µισοπνιγµένοι, παγωµένοι, ἁλµυροὶ ἀπὸ θάλασσαν καὶ λευκοὶ
663
«-Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάµουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ µαραγκός. Ἀπ' τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται.
Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόµα ρίχνει.», « -Ἀπ' τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες
δυνατός, φουρτούνα, κιαµέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι µοναχό. Ποῦ µπορεῖς νὰ ξεµυτίσῃς ὄξ' ἀπ' τὸ
λιµάνι, κατὰ τ' Ἀσπρόνησο!», « - Ἔ! παπά µ', ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασµό τ'. ∆ὲν πάει ἄλλος νὰ
βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβά, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ' ἐσένα», Τ.Β’, σ.276, στ.13-14, στ. 20-22,
στ.30-32.
664
Τ.Β’, σ.277, στ.15-16.
665
Τ.Β’, σ.277, στ.22-27.
666
Το περιστατικό µας θυµίζει λίγο τη γνωστή παραβολή της κατάπαυσης της τρικυµίας, βλ. Μτ. 8,23-
27, Μκ. 4,35-41, Λκ.8,22-25.
420
ἀπὸ χιόνα, µελανιασµένοι τὰ χείλη, ἀλλὰ θερµοὶ τὴν καρδίαν»667. Εκεί, γεµάτοι
από θεία παρηγορία για την ευόδωση της προσπάθειάς τους, ξεκινούν όλοι
µαζί την κατανυκτική Λειτουργία της εορτής των Χριστουγέννων668. Κατά τη
διάρκεια όµως της Λειτουργίας, οι φωνές των βοσκών και των υλοτόµων που
βρίσκονταν έξω από το ναό για να προσέχουν τους δύο πυρσούς που
άναψαν ανάγκασαν τους έσω παριστάµενους να εξέλθουν εν αγωνία. Όλους
πλήν του ιερέως και του ψάλτου. ο παπα- Φραγκούλης έµεινε ακλόνητος στο
λειτούργηµά του669, γνωρίζοντας πως, όπως οι συµπατριώτες του θα
σπεύσουν να βοηθήσουν µε τα ανθρώπινα µέσα τους κινδυνεύοντες
ναυτικούς, έτσι και εκείνος, ως εκπρόσωπος του Χριστού επί της γης, θα τους
βοηθήσει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο παραµένοντας στο λειτούργηµά του,
ιερουργώντας και προσευχόµενος ταυτόχρονα για τη σωτηρία τους670. Με
θέρµη δέεται «ὑπὲρ διασώσεως τοῦ κινδυνεύοντος πλοίου, περὶ οὗ, χωρὶς νὰ
ζητήσῃ ἐξήγησιν, ἀµέσως εἶχεν ἐννοήσει τὰ συµβάντα»671. Σαν να επρόκειτο
για θεϊκή επιβεβαίωση του παραπάνω προτρεπτικού λόγου672 του παπα-
Φραγκούλη, οι δύο πυρσοί που ήταν αναµµένοι έξω από το ναό λειτούργησαν
ως δεύτερο άστρο της Βηθλεέµ για τους ταλαίπωρους ναυτικούς, που
διαφορετικά θα ήταν καταδικασµένοι σε θάνατο673. Το θαύµα λοιπόν έγινε και
ήταν αποτέλεσµα της ανθρώπινης και της Θείας συνεργασίας. Η αγαθή
προαίρεση του παπα- Φραγκούλη και των συνοδών του µπορεί να µην έσωσε
τους δύο υλοτόµους, τους οποίους είχαν ήδη σώσει οι φιλεύσπλαχνοι αἰπόλοι,
αλλά έσωσε, µε τη βοήθεια του Θεού, από βέβαιο πνιγµό τον καπεταν
Κωνσταντή και το πλήρωµά του που πάλευαν δύο ηµέρες µε τα κύµατα.
667
Τ.Β’, σ.291, στ.18-20.
668
«Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ,τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν
ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν
τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρµα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε
τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις», Τ.Β’, σ.294, στ.27-32.
669
Σε αντίθεση µε τον παπα- Κυριάκο που θα δούµε παρακάτω.
670
Ως γνωστόν η προσευχή ανάµεσα στα άλλα σωτηριώδη οφέλη της, «δυναµοποιεί» την καρδιά
µπροστά στις δυσκολίες και ελκύει τη θεία βοήθεια, βλ. οσίου Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.331, στ. 11-15.
671
Τ.Β’,297, σ.19-20. Ως ανταµοιβή λοιπόν της εσωτερικής «καλής διαθέσεως» του παπα- Φραγκούλη
έρχεται η σωτηρία των ναυτικών που «εξαιτήθηκε» µε την προσευχή του, βλ. σχετικά Μαξίµου του
Οµολογητού, «Περί θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’,σ. 125, Νο. Ϟδ’.
672
Τ.Β’, σ.277, στ.22-27.
673
«Ὁ πυρσὸς ἐκεῖνος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς ὡς θεῖον πράγµατι θαῦµα, ὡς νὰ ἐθερµαίνοντο περὶ αὐτὸν
ἀγραυλοῦντες οἱ ποιµένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τὸ ∆όξα ἐν ὑψίστοις», Τ.Β’, σ.298, στ.19- 21.
421
ηγούµενος της µικρής µονής του Αγίου Αθανασίου, που, παρά την
προχωρηµένη ηλικία του, δεν παραµελούσε να πλέει «τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι
κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινοµένας ἀκτάς, ὅπως
ἐξοµολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευµατικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους
δουλοπαροίκους, τοὺς "κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες", ὅπως τοὺς
ὠνόµαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν ,νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς
τὴν µονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα»674, λόγω της βυθίσεως του
ταχυπλόου που τον µετέφερε και της διακοπής της συγκοινωνίας,
αναγκάστηκε να µείνει µακριά από τους ενορίτες του κατά τον εορτασµό του
Πάσχα.
Οι πτωχοί χωρικοί αποφάσισαν τότε να παρακαλέσουν έναν από τους
ιερείς της πόλεως, τον παπα- Κυριάκο να µεταβεί στην εξοχική παροικία,
προκειµένου να τελέσει την αναστάσιµη θεία Λειτουργία. Ο απλοϊκός και
εγκάρδιος ιερέας, που το µόνο του ελάττωµα ήταν ο «µικρός ελευθεριασµός»
του 675 ήθελε να πάει. Όµως δύο λόγοι τον συγκρατούσαν. Ο ένας ήταν πως
δεν ήθελε µια τόσο σηµαντική ηµέρα να αφήσει την ενορία του µε έναν µόνο
ιερέα, πράγµα απόλυτα κατανοητό. Όµως ο δεύτερος οφειλόταν σε
επενέργεια του πονηρού. ο πτωχός, πολύτεκνος ιερέας έβαλε κακό λογισµό
µέσα του πως η απουσία του ενδεχοµένως να έδινε την ευκαιρία στον παπα-
Θεοδωρή τον Σφοντύλα, τον έτερο εφηµέριο, να καταχρασθεί τα έσοδα και τις
προσφορές της ηµέρας. Έθεσε την κατά σάρκαν οικογένειά του και τις
ανάγκες της676 πάνω από το ιερατικό χρέος του απέναντι στους ταπεινούς
χωρικούς του εξοχικού προαστείου και, σε συνδυασµό µε τη δυσπιστία του
απέναντι στον συνεφηµέριό του, έδωσε την ευκαιρία στον πειρασµό να τον
προσβάλλει677.
Ενώ λοιπόν έψαλλε το «Χριστός ἀνέστη» εν µέσω της ξεχειλίζουσας
από ευωδίες φύσης και της αναστάσιµης κατανυκτικής ατµόσφαιρας, η καρδιά
και ο νους του είχαν ήδη ξεκινήσει τη µείξη των προσωπικών λογισµών µε τα
674
Τ.Β’, σ.125, στ.16-23.
675
Αυτή η ελευθεριάζουσα συµπεριφορά του στάθηκε η αιτία να κατηγορηθεί από ορισµένους
πικρόχολους ενορίτες του πως «‘’ἀποσώνῃ τὰ παιδιὰ" εἰς τοὺς κόλπους τῶν µητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν
του» (Τ.Β’, σ.126, στ.23-25). Η ανοιχτόκαρδη στάση του, δυστυχώς, έβαλε σε τέτοιο πειρασµό
ορισµένους, ώστε να του προσάψουν σαρκικές σχέσεις µε τις έγγαµες ενορίτισσές του. Αυτή η
κατηγορία, πέρα από το ότι αναφέρεται µόνο ως κακεντρεχής φήµη από το συγγραφέα (που τον θεωρεί
κάπως ελευθεριάζοντα αλλά κατά τα άλλα άµεµπτο), καταρρίπτεται προς το τέλος του διηγήµατος από
την έγκαιρη µετάνοια και υποδειγµατική στη συνέχεια στάση του απέναντι στο ποίµνιό του. Παρά την
παρολίγον πτώση του στον πειρασµό, δεν χάνει την πίστη του στο Θεό. Για αυτό, έστω και
καθυστερηµένα, δείχνει τον αντίστοιχο σεβασµό στις εικόνες του Θεού, τους ενορίτες και τις ενορίτισσές
του. Για το θέµα αυτό βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο µεσηµβρινό, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1978,
σ.21-26, του ιδίου «Απόσωµα για το αποσώνω», στα Ελληνικά, τ.41, Θεσσαλονίκη 1990, σ.127-129,
του ιδίου «Ερµηνευτικά και κριτικά στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Αντίχαρη, Αφιέρωµα στον καθηγητή
Σταµάτη Καρατζά, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1984, σ.465-466 και Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση
στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.50-51.
676
Αυτοί οι λογισµοί του αποτελούν µεταξύ άλλων και ένδειξη χλιαρής πίστης, η οποία ανοίγει µε τη
σειρά της την πόρτα στο πάθος της φιλαργυρίας, βλ. σχετικά Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν
ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.66, στ.23-26.
677
Για τους λογισµούς και την παρεξήγηση του παπα- Κυριάκου µε τον παπα- Θοδωρή Σφοντύλα, βλ.
και Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.51.
422
678
Τ.Β’, σ. 128, στ. 31-35 .
679
Τ.Β’, σ. 129, στ. 5 και στ.12. Η αραιογράφηση δική µας.
680
Τ.Β’, σ.129, στ. 26.
681
Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα,
1981, σ.3,κεφ.2 στ.17 και σ.4, κεφ.3, στ.3.
682
Τ.Β’, σ.130, στ.1-4. Ο παπα- Κυριάκος παρ’ ολίγον να ενεργήσει όπως ακριβώς και οι
πρωτόπλαστοι, οι οποίοι λησµόνησαν τη σαφή εντολή του Κυρίου και παρασυρόµενοι από τον πονηρό
423
ακοή αντικαθιστά την όραση και το νερό τον «ἡδὺν» καρπό της αµαρτίας. Η
κατάλυση της νηστείας µε την πόση του δροσερού στην αίσθηση αλλά
πειρασµικού στην ουσία νερού683 ταυτίζεται µε το προπατορικό αµάρτηµα. Και
ο δυστυχής παπα- Κυριάκος, ως άλλος Αδάµ, είναι έτοιµος να υποκύψει.
Την ύστατη όµως στιγµή η «ἐν ὑπνώσει» συνείδησή του ξυπνά λίγο
π ρ ι ν β ρ έ ξ ε ι τα χείλη του: «αἴφνης ἐνθυµήθη, ἀνένηψεν. - Ἐγὼ ἔχω νὰ
λειτουργήσω, εἶπε, καὶ πίνω νερό;... Καὶ δὲν ἔπιε. Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν»684.
Σε αντίθεση µε του πρωτοπλάστους, που έφαγαν τον απαγορευµένο καρπό
και απέκτησαν τη γνώση της αµαρτίας και του κακού, ο παπα- Κυριάκος δεν
πίνει - ούτε καν γεύεται- 685 το πειρασµικό νερό και συναισθάνεται, για πρώτη
ίσως φορά, τη φοβερή αµαρτία που παρ’ όλίγον να κάνει και αντιστέκεται. Τα
µάτια του καθαίρονται και βλέπουν εγκαίρως την αλήθεια κατάµατα686. Τότε
έρχεται «εἰς αἴσθησιν». Επανέρχεται στο νου του το ερώτηµα του µπαρµπα-
Μπήλιου, που τώρα συναισθάνεται τη βαρύτητά του: «-Τὶ κάµνω ἐγὼ(…)
π ο ῦ π ά ω ;»687.
Η απάντησή του δίνεται εµπράκτως και αποφασιστικώς. Κάνει το
σωτηριώδες σηµείο του σταυρού, αυτό το ίδιο που έσωσε και τον δεινώς
πειραζόµενο Γιωργή στο «Ἔρως- Ήρως», και ζητάει µε όλη του την καρδιά τη
συγχώρεση, το έλεος του Θεού όχι µόνο για το συλλειτουργό του, τον παπα-
Θεοδωρή, αλλά πρωτίστως για τον εαυτό του688. Συνειδητοποιεί πως, ό,τι και
αν έχει γίνει, εκείνος οφείλει να επιτελέσει το ιερατικό του χρέος απέναντι
στους ανθρώπους που τον εµπιστεύτηκαν και τον κάλεσαν ‘’εἰς τύπον
Χριστού’’, αυτόν ειδικά, τον καταδεκτικό και απλοϊκό ιερέα689 και όχι τον
εγωιστή και φίλαυτο άνθρωπο που ενδιαφέρεται για τις λειτουργιές
και από τον «ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλµοῖς καρπὸν» (Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, ό.π., σ.4,κεφ.3, στ.6)
τον έλαβαν και τον έφαγαν.
683
Και ο G. Saunier συνδέει το γάργαρο νερό του νερόµυλου µε τον πειρασµό. Το συνδέει όµως µε την
ερωτική, αµαρτωλή µητρική ηδονή, κάτι που, κατά τη γνώµη µας, δεν βρίσκεται καν στις προθέσεις του
συγγραφέα (βλ. Εωσφόρος και άβυσσος: Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα,
Αθήνα, 2001, σ. 299). Πιστεύουµε ότι το είδος του πειρασµού είναι πολύ πιο σοβαρό: ο ιερέας
κινδυνεύει να επαναλάβει το ολέθριο σφάλµα των πρωτοπλάστων και να αποµακρυνθεί από την πηγή
της Ζωής, το Θεό. Για έναν άνθρωπο που πιστεύει, πόσο µάλλον για έναν ιερέα, αυτό είναι ένα
θανάσιµο αµάρτηµα.
684
Τ.Β’, σ.130, στ. 4- 7.
685
Είναι πολύ σηµαντικό το ότι ο παπα- Κυριάκος «ἦλθε εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ» πριν καν γευθεί το νερό.
Συνειρµικά οδηγούµαστε ξανά στη σωτηριώδη απαγόρευση του Κυρίου: «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ
ο ὐ δ ὲ µ ὴ ἅ ψ η σ θ ε α ὐ τ ο ῦ , ἵνα µὴ ἀποθάνητε» , ό.π., σ.4, κεφ.3, στ.3.
686
Και οι οφθαλµοί των πρωτοπλάστων «διηνοίχθησαν» προς τη συνειδητοποίηση της πτώσης τους,
αλλά κατόπιν εορτής. Αντιθέτως, οι οφθαλµοί του παπα- Κυριάκου «διηνοίχθησαν» πριν την πτώση του
και για αυτό έρχεται άµεσα η βοήθεια του Θεού.
687
Τ.Β’, σ.130, στ.8 . Η αραιογράφηση δική µας.
688
Ο εσωτερικός αυτός µονόλογος του παπα- Κυριάκου είναι στην ουσία του διάλογος µε το Θεό. Όπως
γράφει ο K. Μπαστιάς, «τούτος ο διάλογος του παπα- Κυριάκου µε το αόρατο θείο, την ώρα που είναι
βαρύτατος φταίχτης µπροστά του, ξεπερνά σε τραγικότητα και τους τραγικώτερους στίχους της Αττικής
τραγωδίας. Στην απλότητά του, την καθαρότητα του νου και καρδιάς ανήκει στους λόγους «τοὺς
ἐκλάµποντας ἐν τοῖς πέρασι». Η µετάνοιά του είναι πιο δυνατή απ’ την αµαρτία του. Απ’ την ξώθυρα της
κόλασης µετατοπίζεται και σιµώνει την παραδείσια περιοχή σαν αθλοφόρος «µιµούµενος τον ίδιον
∆εσπότην» και µεταλλάζει, κι από καρπός ώριµος να πέσει στην εξουσία του Εωσφόρου, γίνεται
«πυρσὸς ἐν γνόφῳ φαεινὸς λάµπων φαιδρὸς», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.243.
689
Βλ. το κριτήριο µε το οποίο τον επέλεξαν: «Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώµην πάντων, ἱερεὺς
τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα - Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο "ἀπὸ µεγάλο τζάκι", εἶχε µάλιστα καὶ συγγένειαν µέ
τινας τῶν ἐξωµεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάµης, καθὼς ἔλεγαν», Τ.Β’, σ.126, στ.19-22.
424
690
«Τὸ δὲ δάκρυον, πολλὴν ἔχει τὴν δύναµιν. Ὑπέρ τε γὰρ τῶν ἐσφαλµένων ἱλεοῦται τὸν ∆εσπότην καὶ
τάς προσγενοµένας ἡµῖν ἀπὸ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς κηλῖδας καθαίρει καὶ πρὸς τὰ ἄνω πτεροῖ τὴν ὄρεξιν»,
Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.331,στ. 17-20.
691
Ο Α. Κεσελόπουλος σηµειώνει πως, αν η στάση αυτή του ιερέα προσεγγισθεί επιφανειακά και
«τυπικά», τότε αποτελεί «τελετουργική ‘’αταξία’’». Στην ουσία όµως «η πράξη αυτή του απλοϊκού ιερέα
αποτελεί γνήσια πνευµατική αντίδραση κατά της τυπολατρίας», Η λειτουργική παράδοση στον
Παπαδιαµάντη,ό.π., σ.214.
692
Η επιστροφή του είναι διπλή: στο ποίµνιό του και στην πηγή της Ζωής, το Θεό.
693
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του µπαρµπα- Μήλιου που λειτουργεί ως η φωνή της συνειδήσεως του
πειραζόµενου ιερέα. Όπως, κατά τη φυγή του από την εκκλησία, του φωνάζει «Παπά, παπά, π ο ῦ
.
π ᾷ ς ; » για να τον επαναφέρει, τώρα τον προτρέπει να χαρεί χαρά διπλή, πρωτίστως για την
Ανάσταση του Χριστού και στη συνέχεια για τη δική του πνευµατική ανάσταση µετά τη νίκη του
πειρασµού. Για αυτό και ο γέροντας επαναλαµβάνει οκτώ φορές παράγωγα της λέξης χαρά, εκ των
οποίων οι δύο πρώτες απευθύνονται προσωπικά στον ιερέα και την οικογένειά του (βλ. Τ.Β’, σ.131,
στ.31-34 και σ. 132, στ. 1-5).
694
Τ.Β’, σ.133, στ.20-22.
425
Επίλογος-
Επίλογος- Συµπεράσµατα
Το θέµα του έρωτα και της αγάπης στο έργο του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη είναι τόσο περίπλοκο και τόσο απρόβλεπτο, ώστε ο
σύγχρονος µελετητής αισθάνεται συχνά ότι βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο. Σε
πολλές περιπτώσεις αυτά που θεωρούσε «δεδοµένα» ή έστω «συνήθη» στο
θέµα αυτό, βασιζόµενος πάντα στην προσωπική ή τη σύγχρονη κοινωνική
εµπειρία, ανατρέπονται. Ο λόγος που συµβαίνει αυτό οφείλεται στο ότι ο
τρόπος σκέψης και γραφής του Παπαδιαµάντη είναι βαθιά επηρεασµένος από
τη φιλοκαλική παράδοση των νηπτικών Πατέρων τόσο σε θεωρητικό επίπεδο
µέσα από την προσωπική εκ µέρους του µελέτη των φιλοκαλικών κειµένων,
όσο και σε πρακτικό επίπεδο µέσα από την έµπρακτη βίωση του φιλοκαλικού
τρόπου ζωής εντός και εκτός της οικογένειάς του1.
Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαµε να αναδείξουµε αυτό το
φιλοκαλικό υπόβαθρο του έργου του χρησιµοποιώντας2 ως βοηθητικά κείµενα
συγκεκριµένα πατερικά αποσπάσµατα από τη Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθήσαµε να εντοπίσουµε τα
λογοτεχνικά «δάνεια» των κειµένων του από τις γραφές των νηπτικών
Πατέρων. Άλλωστε, έχουν αφοµοιωθεί και ενσωµατωθεί τόσο αρµονικά στο
έργο του που σε αρκετές περιπτώσεις αναδεικνύονται ως προσωπικές-
πρωτότυπες απόψεις του συγγραφέα.
Οι ήρωες του Παπαδιαµάντη ξεπερνούν το συνήθη «φυσιο-λογικό»
τρόπο σκέψης και τις «αναµενόµενες» κάθε φορά αντιδράσεις µπροστά στον
κίνδυνο να χάσουν το «ερώµενο» πρόσωπο. Αυτή η µη προσδοκώµενη, η
παθητική εκ πρώτης όψεως αντίδρασή τους είναι βαθύτατα επαναστατική,
όταν την προσεγγίσει κανείς µε την οπτική και την προοπτική της «ἐν Χριστῷ»
αγάπης την οποία αναπτύσσουν ενδελεχώς οι νηπτικοί Πατέρες. Οι ήρωες
αυτοί εφαρµόζουν τη δική τους «επανάσταση»3, επανάσταση όµως ειρηνική,
ταπεινώσεως, «ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας». Χάρη στην κατά κόσµον
«ατολµία» ή τη «µετριοπάθεια» τους κατορθώνουν να νικήσουν τον πειρασµό
εφαρµόζοντας τη µέθοδο της «µη δράσης». Η «µη δράση», ενώ στα µάτια
των πολλών και άπειρων στον πνευµατικό αγώνα φαίνεται ως ένα είδος
δειλίας ή αδυναµίας4, για τους πνευµατικά έµπειρους λογίζεται ως ένα
1
«Μέχρι τέλους της ζωής του οικείος χώρος του ήταν ο κόσµος των Συναξαρίων, των ασµατικών
κανόνων της Εκκλησίας, των νηπτικών Πατέρων. Με τέτοια δεδοµένα, ένας από τους ασφαλέστερους
τρόπους να κατανοήσουµε τους άξονες αναφοράς του Παπαδιαµάντη, όπως διαφαίνονται µέσα από το
έργο του, είναι να τους συσχετίσουµε µε εκείνους της µυστικής εµπειρίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας», ∆.
Μαυρόπουλου, « Αµαρτία και µετάνοια», στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
Εταιρεία ευβοϊκών σπουδών, ∆όµος,1996, σ. 582.
2
Όπου αυτό ήταν εφικτό.
3
Ή, αλλιώς, την εν ταπεινώσει «αντί-σταση» στις ορδές των παθών, που έρχονται «κυµατοειδώς»
µέσω των λογισµών να τους ταράξουν. Όπως γράφει και ο Κ. Μπαστιάς, «η ταπείνωση, που είναι το
πρώτο γνώρισµα του Χριστιανού, δεν είναι στάση παθητική, αλλά η ενεργητικώτερη απ’ όλες. Είναι
καρπός της µεγάλης µάχης, που δίνει η ψυχή και το πνεύµα κατά της Λερναίας Ύδρας, που φωλιάζει
στα κατάβαθα του είναι µας, κατά του εγωισµού», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.238.
4
Χαρακτηριστικά αυτής της άποψης που παραβλέπει τις ορθόδοξες πνευµατικές καταβολές των
παπαδιαµαντικών κειµένων είναι τα λόγια του Π. Μουλλά: «Καµία αγωνιστική πνοή δεν διαπερνά το
παπαδιαµαντικό σύµπαν, καµιά συνειδητή προσπάθεια δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναληφθεί από τους
428
Στη σηµερινή εποχή που ο καθένας µας νοιάζεται για το πώς θα πάρει
τα πάντα από τον άλλο χωρίς να δώσει παρά µόνο το ελάχιστο, οι ήρωες του
Παπαδιαµάντη, ως γνήσιοι εκφραστές του ορθόδοξου φρονήµατος, µας
ανοίγουν την θύρα της αγάπης που µόνο δίνει χωρίς να προσµένει τίποτα.
ανθρώπους για ν’ αλλάξουν τη µοίρα τους και να υπερασπιστούν τα επίγεια δικαιώµατά τους»,
Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος, Εισαγωγή, εκδόσεις Ερµής, Αθήνα, 1974, σ. ξγ’.
5
Για αυτό άλλωστε ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το Γιωργή «ἥρωα εἰς τὸν ἔρωτά τοῦ» (βλ. Τ. Γ’, σ. 182,
στ.21-22). Όπως γράφει ο Ζ. Λορεντζάτος: «Η ανδρεία του Παπαδιαµάντη [και των ηρώων του]
κρατούσε από άλλη ρίζα, ρίζα πνευµατική. ∆ε σταµατούσε στις φυσικές αισθήσεις (…), αλλά ήξερε να
παίρνει από τις άλλες (αυτές που θεωρούµε ανύπαρχτες σήµερα), από εκείνες που όποιος πιει µια
φορά «οὐ µὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα», «Α. Παπαδιαµάντης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του», στον
τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, σ.
215.
6
Όµοια µε τη «µωρία του Σταυρού» που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορ. επιστολή,
1,18-25.
7
«Τα ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’, σ. 242, στ.2-8.
429
8
Με αυτόν τον τρόπο πραγµατώνεται η αληθής αγάπη προς τον πλησίον, που ξεπερνά τη διάσπαση
ανάµεσα στο εγώ και στο εσύ και οδηγεί στην περιχώρησή τους. Αυτή η περιχώρηση όµως «δεν
κατορθώνεται µε ανθρώπινες δυνάµεις, αλλά έχει χαρισµατικό χαρακτήρα και γίνεται δυνατή µέσα στην
Εκκλησία του Χριστού», Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.333.
9
Η «αποτυχία» των ηρώων αυτών µας ανάγει στην αντίστοιχη αποτυχία της Εκκλησίας «αλλά αποτυχία
που συνιστά ευ- αγγέλιο σωτηρίας. Ντοστογιέφσκυ και Παπαδιαµάντης µας αποκαλύπτουν µε την ίδια
ενάργεια τη ζωοποιό δύναµη της Εκκλησίας που πάντοτε «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ»: ∆ύναµη µετάπλασης
της ατοµικής και συλλογικής αποτυχίας σε πίστη- εµπιστοσύνη ερωτικής αυτοπαράδοσης στον Νυµφίο
και Εραστή των ανθρώπων Θεό», Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και ∆ύση στη νεώτερη Ελλάδα , Εκδόσεις
η
∆όµος, Αθήνα, 1999 ( 1 έκδοση 1992), σ.413.
10
∆υστυχώς - πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων - αυτή τη διάσταση δεν µπορεί καν να τη συλλάβει ο
σύγχρονος πτωτικός άνθρωπος που ζει στον καιρό της «εγωλατρείας» και της «παθολατρείας». Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, χρειάζεται να προηγηθεί βαθιά εσωτερική κάθαρση προκειµένου να τη
συλλάβει, πόσο µάλλον να τη βιώσει. Αλλά στην εποχή της γρήγορης και εύκολης πρόσβασης στα
πάντα πού να βρεθεί καιρός για κάτι τόσο «χρονοβόρο»; (Για την λανθασµένη αντίληψη πολλών
σύγχρονων ανθρώπων απέναντι στον έρωτα βλ. και π.Φ.Φάρου, Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ.206-207)
11
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πατήρ Στύλιος «Ο Θεός είναι ο µ ε γ ά λ ο ς ρ α κ ο σ υ λ λ έ κ τ η ς
που χωρίς καµιά δυσκολία πιάνει τα λερωµένα, τα πληγωµένα, τα σαπισµένα µέλη του σώµατος της
ανθρωπότητας και προσπαθεί µε άπειρη υποµονή να τα καθαρίσει(…) (να τα) αποκα(ταστήσει) στο
«ἀρχαῖον κάλλος», Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα 1994,
σ.291- 292. Η αραιογράφηση δική µας.
430
«καθαρίσει» τις αµαρτίες του. Και ο φιλεύσπλαχνος Θεός τον «ἄσπρισε ὅλον»
λίγο πριν ξεψυχήσει12. Ο δεύτερος, µέσα στο παραλήρηµα της µέθης του,
πηγαίνει παραπατώντας «εἰς τὸν ἄ φ ρ α κ τ ο ν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Ἁγίου Νικολάου»13, επικαλούµενος υποσυνείδητα τη θεία Αρωγή. Γίνεται
δηλαδή, έστω και άθελά του, «ικέτης» στον προστάτη του Άγιο Νικόλαο. Και
ο Άγιος δέχεται την ιδιότυπη «ικεσία» του στέλνοντας τον παπα- ∆ηµήτρη να
τον νουθετήσει και να τον προτρέψει να «κάµῃ τό σταυρό τοῦ» που διώχνει
κάθε κακό.
Κατά συνέπεια, όταν λάβουµε υπόψη µας αυτή τη διάσταση, αυτή την
προ-οπτική του Έρωτα, τότε καταλαβαίνουµε απόλυτα το Γιωργή, που
«ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ' ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του - ἔρωτα
χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας»14. Έναν έρωτα που βλέπει
πλέον την αγαπηµένη ως κοµµάτι της ψυχής του και του αρκεί να είναι απλά
ευτυχισµένη. κι ας θυσιάζει εκείνος τα αισθήµατά του. κι ας µατώνει η καρδιά
του. Μπορούµε επίσης να καταλάβουµε την Κουµπίνα, που η µέριµνά της, ο
καηµός της είναι η ψυχή του συζύγου της, του Κουµπή, που έχασε το δρόµο
του και βυθίστηκε στα σκοτεινά µονοπάτια του εγωισµού και της φιλαυτίας
σέρνοντας πίσω του και τα επακόλουθα πάθη. Για χάρη της ψυχής του γίνεται
υπηρέτρια µέσα στο σπίτι της. Τη δική του πάλι ψυχή σπεύδει να σώσει από
βέβαιο θάνατο, θάνατο πνευµατικό, όταν εκείνος, κυριευµένος από τα πάθη
του, θέλει προς στιγµήν να σκοτώσει τη Λελούδα.
Στα κείµενα του Παπαδιαµάντη, όπως και στα πατερικά κείµενα, ο
αληθής έρωτας επιτελεί την ίδια λειτουργία µε την αγάπη15. Κοινή αφετηρία
και των δύο είναι ο Θεός. Για αυτό και ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής
συναιρεί τις δύο λέξεις στη φράση «ἀγαπητικὸς ἔρωτας» του οποίου
«γεννήτωρ» είναι ο Θεός16. Κινούµενος σε αυτή τη λογική και ο
Παπαδιαµάντης θεωρεί τον αληθινό έρωτα και την αγάπη όψεις του ιδίου
νοµίσµατος, γεγονός που αναδεικνύεται µεταξύ άλλων και στο παραπάνω
απόσπασµα του «Ἔρως- ἥρως», όπου χαρακτηρίζει τον έρωτα του Γιωργή
«χριστιανικόν» κατά το πρότυπο της χριστιανικής αγάπης.
Εποµένως, δεν είναι τυχαίο ότι στο έργο του ο έρωτας λειτουργεί
αναγωγικά. Η γραφή του είναι ένα Άσµα έρωτος και αγάπης του ανθρώπου
12
Και σε αυτό και σε ορισµένα άλλα διηγήµατα το ερωτικό πάθος, όσο προχωρεί η αφήγηση,
µεταλλάσσεται από κάτι αρνητικό σε κάτι θετικό, από αίτιο αµαρτίας και πτώσης σε στοιχείο που ανοίγει
το δρόµο προς τη σωτηρία. Γιατί µέσα από την εσωτερική συντριβή και την ταπείνωση στην οποία
οδηγεί τον πειραζόµενο ερωτευµένο διαφαίνεται και η ελπίδα της επαναφοράς µέσω της στροφής του
προς τη θεία Βοήθεια και παρηγορία.
13 ου
Για την ιδιαίτερη σηµασία του «ἄ φ ρ α κ τ ο υ νάρθηκα» της Εκκλησίας βλ. υποσ. 196 του 1
κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
14
Τ.Γ’, σ.182, στ.21-22.
15
Πολλοί Πατέρες χρησιµοποιούν τη λέξη «ἔρως» για να δηλώσουν ένα συναίσθηµα µεγάλης και
έντονης αγάπης, ενώ όταν µιλούν για το Θεό χρησιµοποιούν µε την ίδια σηµασία τη λέξη έρως και τη
λέξη αγάπη : «Τὸ θεῖον οἱ θεολόγοι, ποτὲ µὲν ἔρωτα, ποτὲ δὲ ἀγάπην , ποτὲ δὲ ἐραστὸν καὶ ἀγαπητὸν
καλοῦσιν», Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.
183, Νο. πδ’. Βλ. επίσης Ιγνατίου Θεοφόρου, Πρὸς Ρωµαίους, PG5, 693 B και ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου,
Περί θείων ονοµάτων 4,12, PG3, 709 Α, Β, C.
16
Βλ. «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», ό.π., σ.183, Νο. πζ’.
431
προς το συνάνθρωπο, τη φύση και το Θεό. Ενός έρωτος και µιας αγάπης
που, αν και στο ανθρώπινο επίπεδο δεν βρίσκουν πάντα ανταπόκριση,
δέχονται «τὰς θείας περιπτύξεις καὶ τοὺς θείους ἀσπασµοὺς» που γαληνεύουν
την ψυχή του ανθρώπου και του ανοίγουν την πόρτα της παραδείσιας
ευτυχίας.
Μέσα στο λογοτεχνικό του έργο επιχειρεί να προσεγγίσει βαθέως την
ανθρώπινη ψυχή και να µας παρουσιάσει -στο µέτρο του δυνατού- τις
ενδόµυχες σκέψεις και επιθυµίες, τα σκοτεινά και κρυµµένα πάθη, αλλά και τις
θαυµαστές αρετές της17. Όλα αυτά τα φέρνει στην επιφάνεια των κειµένων
του. µια επιφάνεια όµως σκοπίµως «ταραγµένη», προκειµένου να
καταβάλλουµε και εµείς την ελάχιστη προσπάθεια για να τα συλλάβουµε.
Χρειάζεται δηλαδή να πολεµήσουµε και εµείς µε τη σειρά µας τα πάθη µας, µε
αποκορύφωµα τη φιλαυτία µας, και να καλλιεργήσουµε τις όποιες αρετές
διαθέτουµε, ώστε να δούµε και να κατανοήσουµε τον ιδιαίτερο πλούτο που
κρύβεται πίσω από τη γραφή του18. ∆ιαφορετικά, το έργο του, ενώ είναι
«βιβλίον ἀνοικτόν», θα παραµείνει για εµάς «βιβλίον µὲ ἱερογλυφικοὺς
χαρακτῆρας» και «σήµατα λυγρά» και «διατεθλασµένα»19.
17
Παρόµοια παρατήρηση έκανε ήδη από το 1911 ο κ. Παπαντωνίου, που σηµειώνει ότι «ὁ
συγγραφεὺς αὐτὸς (…) κατώρθωσεν, ὡς δι΄ἐξαιρετικοῦ χαρίσµατος ἀµέσου ἐπικοινωνίας µὲ τὸν
λαβύρινθον καὶ τὸ δρᾶµα τῶν ἐνδοτάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως- κατώρθωσε να ζωγραφίσῃ καὶ
να ἀναλύσῃ τὸ συναίσθηµα εἰς γραµµὰς ἀµιµήτου τελειότητος, διὰ σκηνῶν καταπλησσούσης
δραµατικότητος, διὰ µέσου ὅλων τῶν ἀδιεξόδων περιστροφῶν τοῦ. Ὁ Παπαδιαµάντης εἶνε ὁ κατεξοχὴν
ψυχογράφος, ὁ κατ’ ἐξοχὴν συναισθηµατογράφος, ὁ αἰσθητικὸς τῆς καρδίας, ὁ αἰσθητικὸς τοῦ πόνου καὶ
τῶν ὑψηλῶν περιπετειῶν τῆς ἀνθρωπίνης τραγωδίας (…) τὸ πνεῦµά του εἰσδύη καὶ εἰς αὐτὰς τὰ
λεπτοτάτας ἄκρας τῆς ψυχῆς καὶ εἰς τάς µᾶλλον ἀφανεῖς διακυµάνσεις αὐτῆς», Χ. ∆. Παπαντωνίου, « Τό
διηγηµατογραφικόν ἔργον του Παπαδιαµάντη», εφηµερίδα «Καιροί», 5/1/1911, στον τόµο Εισαγωγή
στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη ,επιµέλεια: Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις
Κρήτης, 2005, σ.76 και σ. 79. Αντιθέτως, διαψεύδεται ο Κ.Θ. ∆ηµαράς που θεωρεί πως «η ψυχογραφία
του είναι συνήθως υποτονισµένη, γιατί συχνά τα πρόσωπά του είναι διαλεγµένα για να µην έχουν
ενάργεια: θαµπά και ουδέτερα, γιατί έτσι τα θέλει ο δηµιουργός τους», Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδόσεις Ίκαρος ,1975, σ. 383.
18
Όπως γράφει και ο ∆. Βλάχος «Κάθαρση των αισθήσεων σηµαίνει λειτουργία των αισθήσεων µέσα
στον ορίζοντα κατανόησης της Ορθοδοξίας», «Σε αναζήτηση της αυθεντικής ύπαρξης», στο βιβλίο Το
καµίνι που δροσίζει, Γ. Φραντζολά, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό κέντρο Θράκης, Ξάνθη, 2010, σ.32.
19
«Η Μαυροµαντηλού», Τ.Γ’, σ.155, στ.14-16.
20
«Τὸ τοίνυν τέλος τῆς ζωῆς ἠµῶν, µακαριότης ἐστίν, ὃ ταυτὸν ἔστι εἰπείν, καὶ Βασιλείαν Οὐρανῶν ἢ
Θεοῦ. Τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι τὸ ὁρᾶν µόνον τὴν βασιλικωτάτην εἰπεὶν τριάδα, ἀλλὰ πρὸς τοῦτο καὶ τὴν θείαν
.
δέχεσθαι ἐπιρροὴν καὶ, οἰονεῖ, πάσχειν τὴν θέωσιν καὶ τὸ ἐν ἠµὶν ἐνδεὲς τὲ καὶ ἀτελές, τὴ ἀναπληροῦσθαι
τὲ καὶ τελειοῦσθαι ἐπιρροῇ . Καὶ τοῦτό ἐστι τῶν νοερῶν ἡ τροφή, ἡ τοῦ ἐνδεοῦς ἀναπλήρωσις διὰ τῆς
θείας ἐκείνης ἐπιρροῆς», Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.329, στ.8-14.
432
µας, δε θα πρέπει να ξεχνούµε πως η αρχή και το τέλος της διαδροµής µας
ήταν, είναι και θα είναι ο Θεός. Άλλωστε από Αυτόν και την αγάπη Του
ξεκινούν όλα και σε Αυτόν καταλήγουν ως ένας «ἱερὸς ἐράσµιος κύκλος»21.
Όταν το καταλάβουµε αυτό και ανταποκριθούµε στο κάλεσµά Του δείχνοντας
υποµονή και µακροθυµία στις θλίψεις και τους πειρασµούς της ζωής,
κενώνοντας το ἴδιον µας θέληµα και προσφέροντας εµπράκτως ανιδιοτελή
αγάπη, τότε βιώνουµε την ἐν Χριστῷ ελευθερία και η Χάρη του Θεού έρχεται
και κατοικεί µέσα µας22. Αυτό συνέβη στην Κουµπίνα23, στον ανώνυµο φτωχό
Άγιο24, στον ταλαίπωρο εξάδελφο Γιαννιό25, στη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα26,
στη θεια- Αχτίτσα27, στη χήρα- Χαρµολίνα28, στον Αποστόλη τον Κακόµη29 και
σε τόσους άλλους παπαδιαµαντικούς ήρωες.
Ο βίος και η πολιτεία των ηρώων αυτών επιβεβαιώνουν την πατερική
πεποίθηση ότι οι θλίψεις και οι κακοπάθειες της ζωής αποτελούν δοκιµασίες
που δυναµώνουν πνευµατικά τον άνθρωπο: «οἱ πειρασµοὶ καὶ αἱ θλίψεις κατὰ
τὸ λυσιτελὲς ἐπάγονται τῷ ἀνθρώπῳ, δοκιµωτέραν οὕτω καὶ στερροτέραν
ἐργαζόµεναι τὴν ψυχήν»30. Για αυτό και δεν µας εντυπωσιάζει το πλήθος των
ταλαιπωριών και των βασάνων στα οποία υπόκεινται οι περισσότεροι ήρωες
του Παπαδιαµάντη. διότι η εγκόσµια ζωή θεάται µέσα στα πλαίσια της «ἐν
Χριστῷ ζωῆς», µιας ζωής που βαδίζει την οδό του πάθους και της
συσταύρωσης µε το Χριστό µε την ελπίδα της Ανάστασης και της συµµετοχής
στην αιώνια ζωή της Βασιλείας Του31.
21
Βλ. Καλλίστου Πατριάρχου, «Κεφάλαια περί προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.328, Νο. µδ’. Επίσης, βλ.
σχετικά ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνοµάτων 12, PG3, 712CD-713A και Μαξίµου Οµολογητού,
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνοµάτων, PG4, 268CD - 269A.
22 .
«Ταπείνωσις καὶ κακοπάθεια, πάσης ἁµαρτίας ἐλευθεροῦσι τὸν ἄνθρωπον ἡ µὲν τὰ τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ τὰ
τοῦ σώµατος περικόπτουσα πάθη», Ησύχιου Πρεσβυτέρου: «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152,
Νο.οε’. Το ίδιο επισηµαίνει και ο άγιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: «Ἐπιµέλεια ψυχῆς, κακοπάθεια καὶ
.
ταπείνωσις δι’ ὧν ὁ Θεὸς συγχωρεῖ πάσας τᾶς ἁµαρτίας», «Περί ἀγάπης και ἐγκρατείας ἐκατοντάς
δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.214, Νο.ξθ’.
23
Βλ. «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη»: Για λεπτοµερή ανάλυση των χαρακτήρων που αναφέρουµε
συνοπτικά στον επίλογο παραπέµπουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας.
24
Βλ. το «Φτωχός Ἄγιος», Τ.Β’.
25
Βλ. «Ἡ Μαυροµαντηλού», Τ.Β’.
26
Βλ. το « Βαρδιάνος στά σπόρκα», Τ.Β’.
27
Βλ. «Ἡ Σταχοµαζώχτρα», Τ.Β’.
28
Βλ. «Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς», Τ.Γ’.
29
Βλ. «Ὁ Κακόµης», Τ.Γ’.
30
Παράφρασις Συµεών του Μεταφραστού, «Εἰς τοῦς Ν’ λόγους τοῦ ἀγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ. Γ’,
σ.225, Νο.ρλ’.
31
Με άλλα λόγια η παρούσα ζωή νοηµατοδοτείται από τη µέλλουσα. Ο Σ. Ζουµπουλάκης συµπληρώνει:
« Ο κόσµος του Παπαδιαµάντη είναι δίχως ‘’τελειωµό’’ ένας κόσµος αδικίας, βασάνων, στερήσεων και
αποτυχίας, ‘’αποτυχίας των πτωχών και στεναγµού των πενήτων’’. Αν σε ένα τέτοιο κόσµο η
αριστοτελική στάση του ‘’πάντας τάς τύχας εὐσχηµόνως φέρειν’’ (Ηθικά Νικοµάχεια, 1101α1) οδηγεί
στην ατοµική αξιοπρέπεια, η στάση την οποία θα προτιµούσε ο Παπαδιαµάντης, δηλαδή το «πάσας τάς
τύχας ἀγογγύστως φέρειν» οδηγεί στο συµµερισµό του άλλου, στην αλληλεγγύη (…). Η αγογγυσία είναι
για τον Παπαδιαµάντη, η γη η καλή, το πρόσφορο κλίµα για να ριζώσει και να καρπίσει, µέσα σε έναν
κόσµο που δεν αλλάζει, στον κόσµο της συναλλαγής και του κοινόχρηστου κακού, η καλοσύνη- το
αληθινό σκάνδαλο, το µόνο είναι, το αγαθό (…)», Πρόλογος στη Φόνισσα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2009,
σ.13-14.
433
32
Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεοῦ, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1979, σ.285. Αυτή την
ακατανόητη, για όσους δεν είναι εξοικειωµένοι µε την ορθόδοξη πατερική παράδοση, αισιοδοξία δεν
µπόρεσε να συλλάβει ο Π. Μουλλάς – και ορισµένοι άλλοι µελετητές- µε αποτέλεσµα να θεωρεί πως ο
Παπαδιαµάντης διακατέχεται από «απαισιοδοξία» που «είναι ταυτόχρονα µοιρολατρική αποδοχή του
ριζικού του και ηττοπάθεια», Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος, ό.π., σ.νη’.
33
Βλ. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 167. Βέβαια οι ήρωές του δεν παύουν να θρηνούν
και να πενθούν για τους ανθρώπους που έχασαν. Ωστόσο, ο πόνος τους για την απώλεια και τη
στέρηση τους στην εγκόσµια ζωή δεν αναιρεί ούτε στο ελάχιστο την ακλόνητη πίστη τους για την
µετάβαση των αγαπηµένων τους στην αιώνια ζωή, εκεί όπου αναµένουν να τους ξανασυναντήσουν µετά
τη δική τους κοίµηση. Μέχρι τότε εξακολουθούν να τους θυµούνται µε αγάπη.
34
«Παιδική Πασχαλιά», Τ.Β’, σ.176, στ.10-13. Όπως γράφει και ο πρωτ. ∆. Β. Τζέρπος «ο
Παπαδιαµάντης ήταν ένας αναστάσιµος άνθρωπος, που δεν απέστρεψε µεν ποτέ το πρόσωπο του από
την πραγµατικότητα του θανάτου, όπως τον κατηγορούν µερικοί, αλλά δεν συµβιβάστηκε και ποτέ µε
την τραγικότητά του, όπως κάνουν «οἱ µὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ( Α’. Θεσ. 4,13), «Ορθόδοξο ιερατικό ήθος»,
Θεολογία, τ.4, Τ.82, σ. 54.
35
Θα θέλαµε να θυµίσουµε στο σηµείο αυτό την εκπληκτική σκηνή του θανάτου του Θανάση στο
διήγηµα « Η τύχη απ’ την Ἀµέρικα», όπου ο Παπαδιαµάντης άρει µε αριστουργηµατικό τρόπο το κέντρο
βάρους από το σωµατικό θάνατο του Θανάση στον πνευµατικό θάνατο που υφίσταται εκείνη τη στιγµή
ου
ο αδελφός του Στάθης. Βλ. αναλυτικά ενότητα 2.4.1. του 2 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
36
«Θάνατος µέν ἐστι κυρίως τοῦ Θεοῦ ὁ χωρισµός, κέντρον δὲ θανάτου ἡ ἁµαρτία», Μαξίµου
Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 27, Νο. κγ’ και Α΄Κορ.,
ιε΄,56. « Καὶ οὗτός ἐστιν ὁ κυρίως θάνατος, τὸ διαζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁµαρτίᾳ
συζυγῆναι. Οὗτος τοῖς νοῦν ἔχουσι φευκτὸς ὄντως καὶ φρικτὸς ὁ θάνατος», Αγίου Γρηγορίου Παλαµά,
«Προς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.94, στ.12-14. Γενικά ο θάνατος στο έργο του
Παπαδιαµάντη, όπως και στους νηπτικούς Πατέρες, ερµηνεύεται µέσω του προπατορικού
αµαρτήµατος: της αποµάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό και της παραµονής του στην αµαρτία
(βλ. π.χ. «Ἡ Συντέκνισσα», Τ.Γ’, σ.590, στ.22-24 και Μαξίµου Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων
ἐκατοντάς ἕκτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.157, Νο.µζ’). Ταυτόχρονα όµως τονίζεται η σωτήρια αποκατάσταση
434
που ήλθε δια του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού που «ἐπανήγαγεν τὸν νεκρωθέντα πάλιν εἰς
τὴν ζωὴν», (Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα», Φιλοκαλία,
Τ. Β΄,σ.27, Νο. Ϟγ’).
37
Βλ . Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ο άγονος έρωτας» στον τόµο Η Αδιάπτωτη Μαγεία, Παπαδιαµάντης
1991- ένα Αφιέρωµα, Αθήνα , Ίδρυµα Γουλανδρή Χορν, 1992, σ.20.
38
Ενδεικτικά αναφέρουµε το τέλος του Μάρκου Σανούτου («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») , βλ. ενότητα 2.2.
του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και το τέλος του Σκούντα («Ἡ Γυφτοπούλα»), βλ.
ενότητα 7.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
39
Όπως πολύ σωστά γράφει ο ∆. Μαυρόπουλος: «Η ελεήµων στάση του Παπαδιαµάντη απέναντι
στους ήρωές του δεν αποτελεί έκπληξη ή ιδιαιτερότητά του, αλλά συναρτάται προς την εκκλησιαστική
εµπειρία του λαού της ευχαριστιακής συνάξεως», «Αµαρτία και Μετάνοια» στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 586.
40
Σύµφωνα µε τη διδασκαλία των νηπτικών πατέρων «κανένας άνθρωπος δεν είναι κακός, αλλά όλοι
έχουν το χάρισµα της ελευθερίας που τους επιτρέπει να δεχθούν ή να αρνηθούν τη δωρεά της χάρης
του Αγίου Πνεύµατος (…). Το µόνο πραγµατικό κακό είναι η αµαρτία, µε την οποία ο άνθρωπος
εγκαταλείπει εκούσια το Θεό, την πηγή της ζωής, για να θεοποιήσει το εγώ του», Deseille Placide,
Φιλοκαλία: Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας και η ακτινοβολία της στον κόσµο, εκδόσεις Ακρίτας,
1999, σ. 26-27.
41
Σαφές παράδειγµα της στάσης του αυτής αποτελεί η Φραγκογιαννού, την οποία σε κανένα σηµείο
του µυθιστορήµατος δεν παρουσιάζει ως κακιά ή µοχθηρή. Αντιθέτως, στέκεται µε συµπάθεια και
ευσπλαχνία απέναντι στο εσωτερικό δράµα και την πτώση του «φύσει ἀγαθοῦ» αυτού πλάσµατος, που
αποµακρύνθηκε από το θέληµα του Θεού αυτονοµώντας το ίδιον της θέληµα και θέλησε να
«πολεµήσει» την αδικία που υπέστη διαπράττοντας µια ασυγκρίτως µεγαλύτερη αδικία, αυτή της
στέρησης της ζωής σε αθώα παιδιά.
42
Όπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θ. Βαµβίνης, «γνωρίζει ( ενν.ο Παπαδιαµάντης) µε ορθόδοξες
προϋποθέσεις και κριτήρια, την παθολογία της ανθρώπινης ψυχής, την αιτιολογία της διαστροφής της,
το ιάσιµο ή το «παρ’ ἀνθρώποις ἀνίατον» της ασθένειάς της. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει
καθαρά τα πρωταρχικά πάθη του ανθρώπου, που δεν γνωρίζουν σύνορα και φυλετικές ή άλλες
διακρίσεις, κι αυτό όχι αφηρηµένα, αλλά µέσα από αληθινές ιστορίες συγκεκριµένων καθηµερινών
.
ανθρώπων και το σηµαντικότερο, του δίνει την ελευθερία να στέκεται απέναντι στα πρόσωπα των
διηγηµάτων του (και των µυθιστορηµάτων του) φιλάνθρωπα. Η κριτική του δεν απορρίπτει τα
πρόσωπα, εντοπίζει τις πληγές και κατακρίνει την ασθένεια», «Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στον
ιστότοπο: http:// orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3/2/3009.
43
Μτ., 7,1.
435
44
Τ.Ε’, σ.168, στ.26-28 .
45
Βλ. « Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.169.
46
Όπως γράφει ο Μ.Γ. Βαρβούνης: «Ο Α.Παπαδιαµάντης ασχολείται µε τους εφάµαρτους
συνανθρώπους του, των οποίων η µετάνοια και η ψυχική ανάταση τον ενδιαφέρει (…) αν το έργο του
διαβαστεί απερίσπαστα και ως µια ολότητα, θα διαπιστώσουµε ότι ο στόχος του είναι µια πιο
φιλάνθρωπη, αλλά εξίσου ορθόδοξη αντιµετώπιση της αµαρτίας, που λαµβάνει υπόψη της την ασθένεια
της ανθρώπινης φύσης, που κλαίει και οδύρεται για την πτώση, χωρίς να καταδικάζει τον πεπτωκότα
στα Τάρταρα, και που έχει απόλυτη εµπιστοσύνη στη θεία συγκατάβαση, στην αγάπη και το άπειρο
έλεος του Θεού προς τον ειλικρινώς µετανοούντα . Και η στάση αυτή, ελεγκτική της αµαρτίας, αλλά και
βοηθητική της ανόρθωσης του συντετριµµένου αµαρτωλού είναι, νοµίζω, καθαρώς κολλυβαδικής
προελεύσεως, αλλά και στηριζόµενη στην µακραίωνη ορθόδοξη παράδοση», «Ο Α. Παπαδιαµάντης και
η κολλυβαδική θεώρηση της ελληνικής λαϊκής λατρείας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ. 204-205.
47
Γενικά στο παπαδιαµαντικό έργο η εικόνα του Θεού ως Κριτή (απότοκο της εισβολής της ∆υτικής
θεολογικής σκέψης στην ορθόδοξη θεολογία) επισκιάζεται- έως εξαλείφεται- από την εικόνα του Θεού
ως αγάπη και έλεος (κάτι που αποτελεί βίωµα της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης). Άλλωστε, η
ευσπλαχνία δε συµβιβάζεται µε τη δικαιοκρισία. Το θείο έλεος είναι η συµπόνια, η κατανόηση, εν τέλει η
άφεση και η συν-χώρηση του αµαρτωλού ανθρώπου που το ζητά και οφείλεται στην άµετρη καλοσύνη
Του. Για αυτό συµβαίνει συχνά να µην τιµωρεί τον κακό και να δίνει διπλή ανταµοιβή στον καλό,
ανταµοιβή πνευµατική. Για το θείο έλεος βλ. ενδεικτικά π. Ε. Στύλιου, επισκόπου Αχελώου, Η αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα, 1994, σ. 286- 289.
48
Η αραιογράφηση δική µας. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) (Αρχιµανδρίτου), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης,
Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ.465. Το ίδιο ακριβώς τονίζει µε το δικό του ξεχωριστό
.
τρόπο και ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Ο Θεός είναι καλός θέλει όλοι να σωθούµε. Αν ήταν να
σωθούν µόνο λίγοι, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός; ∆εν είναι στενή η πύλη του Παραδείσου. Χωράει
όλους τους ανθρώπους, που σκύβουν ταπεινά και δεν είναι φουσκωµένοι από υπερηφάνεια, αρκεί να
µετανοήσουν, να δώσουν δηλαδή το φορτίο των αµαρτιών τους στο Χριστό, και τότε χωρούν να
περάσουν εύκολα από την πύλη», Πνευµατική αφύπνιση, Λόγοι Β’, εκδ. Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σ.107-108.
49
«Ἀµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.11.
50
Bλ. «Τα δύο κούτσουρα», Τ. Γ’, σ.626, στ. 15-19 Πρβλ. Μ. Βασιλείου «Ἀρχή γὰρ καὶ ρίζα τῆς ἁµαρτίας
τὸ ἐφ’ ἡµῖν καὶ τὸ αὐτεξούσιον», Ὅτι οὔκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG31, 332D.
436
51
Βλ. ενδεικτικά Θεοδώρου Εδέσσης, «κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’» , Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.305-306, Νο.ι’
και Μαξίµου Οµολογητού, «Β’ Ἑκατοντάδα τῶν κεφαλαίων περὶ ἀγάπης» , Φιλοκαλία,Τ.Β’, σ. 22,
Νο.νθ΄.
52
Βλ. Α. Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, ό.π. σ.60
και Γ. Μαντζαρίδη «Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
53
«Οὐκ ἂν ἀπώθοιτο τάς ἐµπαθεῖς µνήµας ὁ ἄνθρωπος, µὴ ἐπιθυµίας καὶ θυµοῦ ἐπιµέλειαν
.
ποιησάµενος. Τὴν µέν, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ χαµευνίαις καταναλώσας τὸν δέ, µακροθυµίαις καὶ
ἀνεξικακίαις καὶ ἀµνησικακίαις καὶ ἐλεηµοσύναις, καθηµερώσας. Ἐ κ γ ὰ ρ τ ῶ ν δ υ ὸ τ ο ύ τ ω ν
π α θ ῶ ν , π ά ν τ ε ς ο ἱ δ α ι µ ο ν ι ώ δ ε ι ς σ χ ε δ ὸ ν σ υ ν ί σ τ α ν τ α ι λ ο γ ι σ µ ο ί , οἱ τὸν
νοῦν ἐµβάλλοντες εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Η αραιογράφηση δική µας), Ευαγρίου Μοναχού, « Περί
διακρίσεως παθών και λογισµών», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.45, Νο. γ’. Κλασικά παραδείγµατα των
καταστροφικών συνεπειών που έχει η κυριαρχία του παθητικού στο λογιστικό µέρος της ψυχής είναι η
Χαδούλα και ο Κουµπής.
54
Βλ. π.χ. τον καπεταν Τζώνη (« Κοκκώνα θάλασσα») και το Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»).
55
Βλ. π.χ. «Τό τυφλό σοκάκι», «Ἡ φωνὴ τοῦ ∆ράκου», «Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας», «Ἀπόλαυσις στή
γειτονιά» κ.ά.
56
Η στάση του αυτή είναι σύµφωνη µε τη φιλάνθρωπη στάση του Κυρίου απέναντι στους αµαρτωλούς
τελώνες και τις πόρνες (βλ. π.χ. Μτ. 21,31) και την αυστηρή του στάση απέναντι στους «δίκαιους»
γραµµατείς και Φαρισαίους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο π. Φ. Φάρος ο Χριστός δεν «επίστευε ότι η
µεγαλύτερη ανθρώπινη αµαρτία συνδέεται µε τον έρωτα», αλλά ότι γι’ Αυτόν «αµαρτία βασικά είναι η
έλλειψη αγάπης για το Θεό και τον άνθρωπο και ότι η οποιαδήποτε ανθρώπινη εκδήλωση ή ενέργεια
είναι αµαρτωλή, όταν δεν είναι έκφραση αγάπης», Έρωτος φύσις, ό.π., σ. 206.
57
Βλ. «Το τυφλό σοκάκι», Τ.∆’
58
Βλ. «Ἡ Βλαχοπούλα», Τ.Β’.
437
59
Βλ. «Ἡ Μακρακιστίνα», Τ.∆’.
60
Βλ. «Ὁ γείτονας µὲ τὸ λαγοῦτο», Τ.Γ’.
61
Ο στείρος ηθικισµός και η ηθικολογία καταδικάζονται συνεχώς στο παπαδιαµαντικό έργο.
62
Το πρόβληµα µε τους ήρωες αυτούς είναι ότι αδυνατούν να µετανοήσουν γιατί , τυφλωµένοι από το
πάθος τους και υποκύπτοντας στους κακούς λογισµούς τους, αδυνατούν να δουν τις αµαρτίες τους ως
αµαρτίες. Θεωρούν µάλιστα ότι επιτελούν και θεάρεστο έργο, υιοθετώντας έτσι µια αντεστραµµένη
λογική.
63
Όπως π.χ. η Χριστίνα στο «Χωρίς στεφάνι», Τ.Γ’, σ.230, στ. 15 ή ο γερο- Φραγκούλης στο
«Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 97, στ. 16-20.
64
Όπως π.χ. ο Γιαννιός στο διήγηµα «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» ,Τ. Γ’, σ.110, στ.15.
65
Ιωάννου Καρπαθίου, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.299, στ.20-24 και Ἠσαίας, µγ’,25.
66
Την οντολογική παρουσίαση της ανθρώπινης ψυχής από τον Παπαδιαµάντη αναλύει ο Γ. Θέµελης:
«Ο Παπαδιαµάντης δεν κάνει ψυχολόγηση επιφανείας ή βάθους. Κάνει οντολογική παρουσίαση του
ανθρώπου, που είναι πιο πίσω και πιο πριν από κάθε Ψυχολογία, ανάγεται στη (…) χριστιανική
Ανθρωπολογία. Σύλληψη του «είναι» του ανθρώπου, του πρωταρχικού πυρήνα της υπόστασής του (…)
.
Ο Παπαδιαµάντης αποκαλύπτει την ψυχή - όχι τις εκδηλώσεις της το «ον» όχι τη διάλυσή του,
πιστεύοντας πως σαν τέτοιο είναι ακατάλυτο και ανέκφραστο. ∆εν κάνει ανατοµία- κάνει αποκάλυψη.
Έχει κάτι από τη Βυζαντινή εικονογραφία», Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π., σ. 68-69.
67 .
«Καθάπερ ὁ λόγος κρατῶν τῶν παθῶν, ἀρετῆς ὄργανον ποιεῖται τάς αἰσθήσεις οὕτω καὶ τὰ πάθη
κρατοῦντα τοῦ λόγου, µορφοῦσι τᾶς αἰσθήσεις πρὸς ἁµαρτίαν. Καὶ χρὴ νηφόντως σκοπεῖν τὲ καὶ µελετᾶν,
438
71
Εν ολίγοις, οι ήρωες αυτοί εφαρµόζουν στην πράξη την προτροπή του αγίου Καλλίστου και Ιγνατίου,
.
των Ξανθόπουλων: «τὸ θυµικὸν τῆς ψυχῆς, ἀγάπῃ χαλίνωσον καὶ τὸ ἐπιθυµητικὸν αὐτῆς, ἐγκρατείᾳ
.
µάρανον καὶ τὸ λογιστικὸν αὐτῆς, τῇ προσευχῇ πτέρωσον , καὶ τὸ φῶς τοῦ νοῦ οὐκ ἀµαυροῦται ποτέ»,
«Μέθοδος και Κανών σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.274, Νο. οη’. Την πνευµατική αυτή
απελευθέρωση που βιώνει όποιος παραιτείται από το φυσικό θέληµα επισηµαίνει και ο Χ. Γιανναράς:
«Η σταυρική αυτοπαραίτηση από το φυσικό θέληµα είναι η µόνη δυνατότητα για να διακρίνει ο
άνθρωπος, πέρα από τις φαντασίες των φαινοµένων, την αλήθεια των πραγµάτων», Το πρόσωπο και ο
έρως, ό.π., σ.120.
72
Βλ.«Μικρά Ψυχολογία», Τ.Γ’. Παρόµοιο λάθος κάνει και ο µαστρο- Παύλος ο Πισκολέτος στο
γλυκόπικρο διήγηµα « τά Χριστούγεννα τοῦ τεµπέλη».
440
εµµονής της για την αδικία που υπέστη κατά την προικοδοσία της έχει και η
Χαδούλα. Αφήνοντάς τους να «χρονίσουν» και διατηρώντας αναξιοποίητη την
δυνατότητα που της δόθηκε ως σύζυγος και µητέρα να αλλάξει, να
αντιστρέψει την κληρονοµική της ροπή προς το κακό, τους επέτρεψε να
εξελιχθούν σε «φόνιους»73 οδηγώντας την στο έγκληµα. Αποτυγχάνει να κάνει
τη µεγάλη στροφή προς το καλό, προς την «καλήν ἀλλοίωσιν», µε τον τρόπο
που κατάφερε να την επιτύχει η επίσης πειραζόµενη και ταλαιπωρηµένη χήρα
Χαρµολίνα. Πράγµατι, αν και η «οµοιοπαθούσα» µε τη Χαδούλα Χαρµολίνα
δέχεται παρόµοιους πειρασµικούς λογισµούς για τη «σκοτεινή» µοίρα των
γυναικών, αν και έχει κουραστεί εκ νεότητος τόσο ψυχικά, όσο και σωµατικά,
αν και είναι υπηρέτρια και οικονόµος µέσα στο ίδιο της το σπίτι παρά την
µεγάλη οικονοµική της άνεση - αυτήν που τόσο ονειρευόταν η Χαδούλα και
που νόµιζε ότι θα της έλυνε τα προβλήµατά της- κατόρθωσε να αντιστρέψει
τον πειρασµό της θλίψης και της απογοήτευσης από τα βάσανα της ζωής σε
χαρά και γέλιο, εφαρµόζοντας στην πράξη τη χριστιανική χαρµολύπη, µια από
τις αντιπροσωπευτικές εκφράσεις του ορθόδοξου φρονήµατος. Στη θέση της
αγανάκτησης λοιπόν βάζει την αγάπη, αγάπη θυσιαστική και κενωτική που
διαλύει τους εµπαθείς λογισµούς της. Με αυτόν τον τρόπο καθιστά το πένθος
της «χαροποιόν»74 αποκτώντας, µε τη Χάρη του Θεού, τη δύναµη να κάνει
απίστευτα πολλά «διακονήµατα» αναλογικά µε την ηλικία και το φύλο της,
διακονήµατα που υπερβαίνουν «τῆς φύσεως τοὺς ὅρους»75.
Όσοι, εποµένως, ήρωες του Παπαδιαµάντη, παρά τις πολλαπλές
δυσκολίες που βιώνουν, τ ο λ µ ο ύ ν να κάνουν την «καλήν ἀντιστροφήν»,
δέχονται µε τρόπο µυστικό τη θεϊκή παραµυθία, τη θεία πρόνοια που στέκεται
πολύτιµος αρωγός δίπλα τους. Για αυτό αισθάνονται είτε ψυχική γαλήνη και
ηρεµία είτε εσωτερική χαρά που πηγάζει από τη Χάρη του Αγίου Πνεύµατος.
Γιατί µε τον προσωπικό τους αγώνα κατά των πειρασµών και των παθών
καταφέρνουν να πραγµατώσουν τον σκοπό της πίστης µας: να έρθουν σε
αληθινή κοινωνία µε τους συνανθρώπους τους και το Θεό και να µεταλλάξουν
τον πνευµατικό θάνατο σε ζωή αιώνιο, ζωή αληθινή. Από την άλλη, εκείνοι
που παραµένουν εγκλωβισµένοι στον εαυτό τους και στα πάθη τους,
αποµακρύνονται από το Θεό και βιώνουν µια βαθιά µοναξιά ή, όπως γράφει
εύστοχα ο συγγραφέας µας, έχουν την «εἱρκτήν» και την «Κόλασιν» µέσα
τους76.
73
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.142, Νο.ς’ και Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων, «Μέθοδος καὶ κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
74
Τον ίδιο τρόπο αντιµετώπισης του πένθους τους εφαρµόζουν και δύο άλλοι παπαδιαµαντικοί ήρωες:
ο µπαρµπα- Σταµάτης ο Καρδοπάκης στα «Συµβάντα στό µύλο», Τ.∆’ και ο Τριαντάφυλλος στο
διήγηµα «Μέ τόν πεζόβολο», Τ.∆’ (βλ. αναλυτικά υποενότητα 3.1. του δευτέρου κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
75
Βλ. Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Θεολογική σχολή ΑΠΘ, 2005,σ.206.
76
Βλ. «Η Φόνισσα», Τ.Γ’, σ. 484, στ.17. Για τη «νεκροποιό» αυτή µοναξιά που ταυτίζεται µε την κόλαση
βλ. σχετικά Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπον και ο έρως , ό.π., σ.289 και σ. 336-343.
441
77
Πρόκειται για τον «εµπράγµατο χριστιανισµό» που «περνάει µέσα από τη δοκιµασία», όπως γράφει ο
Κ. Κεχαγιόγλου («‘’Η Φαρµακολύτρια’’ του Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 8.4.87, σ. 59-67). Ωστόσο,
πρέπει να διευκρινισθεί , όπως πολύ σωστά έγινε από τον Β. Πανταζή, ότι δεν υπάρχει «ιδιαίτερος
παπαδιαµαντικός χριστιανισµός, παρά µόνο ο ορθόδοξος, που είναι διάχυτος ακόµα και στα πιο
αµφιλεγόµενα διηγήµατά του» («Στην Αγί- Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια», Παπαδιαµαντικά Τετράδια 3,
Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ. 57).
78 .
«Ἔστιν πρῶτον προσβολή δεύτερον συνδυασµός, ἤγουν ἀναµὶξ γινόµενοι οἱ ἠµῶν καὶ τῶν πονηρῶν
.
δαιµόνων λογισµοί τρίτον συγκατάθεσις, πὼς δεῖ γενέσθαι µεταξὺ τῶν ἀµφοτέρων λογισµῶν
.
βουλευοµένων κακῶς τέταρτον δὲ ἐστὶν ἡ αἰσθητὴ πράξις, ἤγουν ἡ ἁµαρτία», (Ἁγίου Ἠσυχίου τοῦ
Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», σ. 148, µς’). Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος
Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή, συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία,
συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις (βλ. «Λόγος Ψυχωφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235,
στ.14-29).
79
Βλ. «Ἔρως- ἥρως»,Τ.Γ’.
80
Βλ. «Ὁ Καλόγερος», Τ. Β’.
81
Βλ. « Ἐξοχικὴ Λαµπρή», Τ.Β’.
82
Βλ. π.χ. το Σανούτο («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»),τον Πάνο ∆ηµούλη («Ἡ Βλαχοπούλα») και τον
νεαρό ανώνυµο βοσκό και µετέπειτα δικηγόρο του «Ὄνειρο στό κῦµα».
83
Βλ. π.χ. την Αυγούστα («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») και την Αφέντρα («Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι»).
84
Βλ. π.χ. τη Χαδούλα ( «Ἡ Φόνισσα») ,τη Νταντώ («Ἡ Ἀσπροφουστανούσα») και την κυρα- Σοφούλα
(«Θάνατος κόρης»).
85
Βλ. π.χ. τον αφηγητή στα « Ρόδιν’ ακρογιάλια», το Νίκο (« Γιά τήν περηφάνια»), τον Πάνο ∆ηµούλη
(«Ἡ Βλαχοπούλα»), την Αυγούστα («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»)και τον µπαρµπα- Μάρκο («Ἄλλος
τύπος»).
86
Βλ. π.χ. τον πατέρα Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος»), το µπαρµπα- Μάρκο («Άλλος τύπος»), τη
Φραγκογιαννού («Ἡ Φόνισσα»)και την Αρχοντούλα («Ἔρµη στα ξένα»).
87
Βλ. π.χ. το όραµα του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως») και την αµαρτωλή ονειροπόληση της Αυγούστας («Οἱ
Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»).
442
88
Βλ. π.χ. τον Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»), τη Χαδούλα («Ἡ Φόνισσα»), το µοναχό Σαµουήλ («Ὁ
Καλόγερος») και το Μαθιό («Ἡ Νοσταλγός»).
89
Βλ. π.χ. τη Χαδούλα ( «Ἡ Φόνισσα»), τη χήρα Χαρµολίνα («Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς»), τον Γιωργή
(«Ἔρως- ἥρως»), τον µοναχό Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος») και το µπαρµπα- Μάρκο ( «Ἄλλος τύπος»)
90
Βλ. π.χ. τη στάση του Σπύρου Βεργουδή στην «Αποκριάτικη νυχτιά» και του αφηγητή στους «∆ύο
∆ράκους».
91
Βλ. π.χ. την απάντηση του νεαρού βοσκού στην ερώτηση της Μοσχούλας («ὄνειρο στό κῦµα»).
92
Βλ. π.χ. τη σωτήρια προσευχή της Κουµπίνας ( «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη») , της θειας- Σκεύως
(«Βαρδιάνος στά σπόρκα») και τη νοερά προσευχή του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»).
93
Βλ. π.χ. το γερο- Φραγκούλη («Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου») , τη Χριστίνα τη δασκάλα
(«Χωρίς στεφάνι»), τον κυρ- Τριαντάφυλλο («Μέ τόν πεζόβολο»), τη Μαχώ («Ἡ Ἄκληρη»). Αντιθέτως,
όταν απελπίζονται από το πειρασµικό πόλεµο, κινδυνεύουν να χάσουν την εµπιστοσύνη τους στη θεία
Πρόνοια και να προβούν σε παράλογες πράξεις µε συνέπεια να διακινδυνεύουν και την ίδια τους τη
ψυχή. Βλ. π.χ. την Αυγούστα , το Νίκο («Γιά τήν περηφάνια») και το Μιχαλάκη («Ἀπόλαυσις στή
γειτονιά»).
94
Βλ. π.χ. το όραµα του πατέρα Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος»), τη στάση της Ευφροσύνης σε αντιδιαστολή
µε τους υπόλοιπους συγγενείς της νεκρής Αγγελικούλας («Μία ψυχή») και τη στάση της γραίας -
Σοφούλας µετά το θάνατο της αγαπηµένης της βαφτισιµιάς, της συνονόµατής της Σοφούλας («Ἡ
τελευταία βαπτιστική»). ∆ιαπιστώνοντας οι γυναίκες αυτές τη µαταιότητα του εγκόσµιου βίου και τη
θλιβερή κατάληξή του, συνειδητοποιούν τον αληθινό σκοπό και συνάµα το πλήρωµα της ζωής που είναι
η, δια των αγαπηµένων τους νεκρών, προσέγγιση και επανένωση µε το Θεό, την πηγή της αιώνιας
Ζωής.
95
Βλ. π.χ. τον πατέρα Σαµουήλ ( «Ὁ Καλόγερος»).
96
Αγίου Γρηγορίου Παλαµά, Οµιλία 3, PG 151, 36B.
97
Βλ. π.χ. το κλάµα του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»), το δάκρυ του παπα- Κυριάκου («Ἐξοχικὴ Λαµπρή»)
και το σωτήριο σταυρό που έκαναν και οι δύο.
98
Βλ. π.χ. το Σπύρο Βεργουδή («Ἀποκριάτικη νυχτιά») και τον αφηγητή στα « Ρόδιν’ ακρογιάλια». Στην
περίπτωσή τους βλέπουµε ένα έµπρακτο παράδειγµα των λόγων του Οσίου Πέτρου ∆αµασκηνού:
«Καὶ ἂν κόπτῃ (ενν. ο πιστός) τὰ ἑαυτοῦ θελήµατα δί΄αὐτόν (ενν. το Θεό), αὐτὸς µετὰ χαρᾶς ἀνεκλαλήτου
443
ποιήσει αὐτὸν φθάσαι τὴν τελειότητα, ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς», «Περί ἀπαθείας», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.64,
στ.31-32.
99
Βλ. π.χ. τη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα (« Βαρδιάνος στά σπόρκα») και τον Αποστόλη τον Κακόµη ( «Ὁ
Κακόµης»).
100
Βλ. π.χ. την Κουµπίνα στο «γάµο τοῦ Καραχµέτη». Επίσης, αξίζει να υπενθυµίσουµε ότι κατά τον
άγιο Ιωάννη της Κλίµακος η «απάθεια» ταυτίζεται µε την αγάπη, από την οποία διακρίνεται µόνο ως
προς το όνοµα (Βλ. «Κλῖµαξ» 29, PG 88, 1148 D).
101
Όπως γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Η αληθινή αγάπη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Όποιος αγαπά
αληθινά, εγκαταλείπει τον εαυτό του και ζει µε τον τρόπο αυτόν για το Θεό και για τους άλλους. Και
ζώντας έτσι όχι µόνο δεν χάνει τον εαυτό του, αλλά και βρίσκει τον πραγµατικό εαυτό του. Ζει την
οµοουσιότητα της ανθρωπότητας και γίνεται παγκόσµιος άνθρωπος, αληθινό πρόσωπο. Γίνεται λοιπόν
φανερό ότι η αγάπη αποτελεί οντολογικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου και παράγοντα που τον
ανυψώνει σε αληθινό πρόσωπο. Η αγάπη στην αυθεντική της µορφή είναι ‘’µετουσία και µέθεξις της
Θεότητος’’ », Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ. 238-239 και Συµεών Ν. Θεολόγου, « Ηθικά» 4,556, εκδ. J.
Darrouzès, «Sources Chrétiennes”, τ. 129, σ.48.
102
Είναι γνωστή η φράση του στο «Λαµπριάτικο Ψάλτη»: «ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
πραγµατικότητος», Τ. Γ’, σ.515, στ. 5. Τη φράση αυτή διευκρινίζει ο Τ. Λιγνάδης: «Στην ‘’ηθογραφία’’ του
Παπαδιαµάντη οι άνθρωποι είναι πραγµατικοί µε την έννοια του ‘’υπαρκτοί’’. ∆εν είναι από άλλα βιβλία,
από σκέψη, από φαντασία. Είναι από ζωή(…). Αυτούς τους υπαρκτούς ανθρώπινους τύπους
‘’ηθογραφεί’’ ο Παπαδιαµάντη έως το σκοτεινό βάθος της αιτίας τους, εκεί που η αγάπη του Θεού και ο
πειρασµός του Εωσφόρου συνορεύουν ‘’κατά παραχώρησιν’’», Τ. Λιγνάδη, «Οµολογία Πίστεως στον
Παπαδιαµάντη», στο τόµο Φώτα Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο,( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα,
1981, σ.121. Βλ. επίσης και Ι .Ν. Φραγκούλα, Ανερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, 1988, όπου γίνεται ταύτιση παπαδιαµαντικών ηρώων µε
υπαρκτά πρόσωπα.
103
Βλ. ενδεικτικά το παρακάτω απόσπασµα από τον «Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου»: «οἱ
χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν (…) τεθλιµµένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς
444
ἡµέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσµατος, ἀναψυχὴν καὶ
παραµυθίαν...», Τ.∆’, σ. 88, στ. 33-34 και σ.89, στ. 1- 2.
104
Ο όρος προέρχεται από το δοκίµιο του Λ. Σιάσου «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος
για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.165.
105
Βλ. Τ.∆’, σ. 89, στ. 27-30.
106
Τ.∆’, σ. 89, στ. 23-24.
107
«Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 97, στ. 16-20.
445
SUMMARY
closes with the examination of pastoral love, which stands as paternal love
between the priest and his spiritual children, that is, his flock.
The dissertation finishes with the points of conclusion reached through
the detailed analysis of the two main parts. These conclusions bring into
prominence the significant role of the spiritual dimension of eros and love in
Papadiamantis’ work, as well as its dialectical relation to the Philokalia of the
Neptic Fathers.
447
Βιβλιογραφία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Πηγές
α) Κύριες
β) ∆ευτερεύουσες
Μ . Βασίλειος, Ὅτι οὔκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG31, 329- 54.
- Εἰς τήν ἀρχήν τῶν παροιµιῶν, PG31, 385- 424.
- Λόγοι ἀσκητικοί 1-2, PG31, 869- 82, 881-88.
- Ὅροι κατά πλάτος πρὸς τοὺς κατά Θεὸν ἀσκεῖν προελοµένους 1-55, PG31,
889-1052.
Γρηγορίος Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, PG 46, 959-1000.
- Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Α’ πρὸς Τιµόθεον Ἐπιστολὴν, Ὁµιλίαι 1-18, PG 62, 501-
600.
-Ἑρµηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴν , Ὁµιλίαι 1-34, PG63, 13-236.
Νικόλαος Καβάσιλας, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς βιβλία ἐπτά, PG150, 493-726.
Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, Τόµος Α’: Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο
άνθρωπο, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 1998.
- Τόµος Β’: Πνευµατική αφύπνιση, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 1999.
- Τόµος Γ’: Πνευµατικός αγώνας, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 2001.
- Τόµος ∆’: Οικογενειακή ζωή, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2002.
- Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007.
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Τ. Α’- Ε’, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήνα,
1957, 1958 , 1960, 1961, και 1963 αντιστοίχως.
2. Βοηθήµατα
Άγρας Τέλλος, «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον τόµο
Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των
φίλων, Αθήνα, 1979, σ.119-188.
Berdiaeff Ν.Α., «Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη», στον τόµο
Έρως και Γάµος, δοκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα,
1972, σ.160-161.
451
Γαλούνης Μάρκος, «Το πρόβληµα του κακού στο ‘’Έγκληµα και τιµωρία’’ του
Ντοστογιέφσκι και στη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Τ.Α’, Αθήνα, 2012, σ.47- 60 .
Γιαννίρης Ηλίας, «Η σηµασία του χώρου στο έργο του Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Η κοινωνική διάσταση στο έργο του Α.Παπαδιαµάντη (πρακτικά
διεθνούς συνεδρίου στο Βόλο το 1998), εκδόσεις Οδυσσέας, 2000, σ.65-79.
∆άκα Ευθαλία, «Από την κοινωνία των ανθρώπων στην κοινωνία των
αγγέλων», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη
(περιέχει τα Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου στο Βόλο το Μάιο του 1998),
εκδόσεις Οδυσσέας,2000, Αθήνα, σ.97-104.
-«Λειτουργίες της στιγµής στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ.113-
120.
∆ηµαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες
ως την εποχή µας, εκδόσεις Ίκαρος, 1975 (για τον Παπαδιαµάντη σ.381-384).
Jefferson Ann and Robey David (επιµέλεια), Modern Literary Theory, London,
Batsford, 1989.
Κεχαγιόγλου Κώστας, ’’Ο Έρωτας στα χιόνια’’ του Αλ. Παπαδιαµάντη , Σειρά :
Νεοελληνικές ψηφίδες, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1984.
Κριπαροπούλου Α., «Σαν να’χαν ποτέ τελειωµό τα πάθια κ΄οι καηµοί του
κόσµου: σχόλια στη Φόνισσα», περιοδικό Ακτή, τεύχος 48, (Φθινόπωρο
2001),σ. 381.
Kristeva Julia, «World, Dialogue and the Novel», in Desire and Language: A
semiotic Approach to Literature and Art, translation: Léon S. Roudiez, New
York, Columbia University Press, 1980.
Κωνσταντίνοβα Χριστίνα, «Από τον εαυτό µας προς τους ανθρώπους , τον
κόσµο και το Θεό», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2002, σ. 283- 287.
Μακρής Νίκος, «Νοσταλγία και ιερότητα στο έργο του Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης τ.15, 1981, σ.216-218.
Παρίσης Νικήτας, Αλ. Παπαδιαµάντη, τρία διηγήµατα (το µυρολόγι της φώκιας
- όνειρο στο κύµα- πατέρα στο σπίτι), αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής,
εκδόσεις Μεταίχµιο, Αθήνα , 2001.
461
Ράµφος Στέλιος, Φιλόσοφος και θείος έρως, εκδόσεις Τήνος, Αθήνα, 1989.
-«Η παλινωδία του Παπαδιαµάντη», στο βιβλίο Τριώδιον, εκδόσεις Αρµός,
1995.
Σαράντη Γαλάτεια, «Εἶχε "ψηλώσει" ὁ νοῦς της!», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981, σ. 347-349.
Σιάσος Λάµπρος, Εραστές της αλήθειας: έρευνα στις αφετηρίες και στη
συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και το ∆ιονύσιο
Αρεοπαγίτη, ∆ιατριβή ἐπί διδακτορίᾳ, Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής
Σχολής ΑΠΘ, Παράρτηµα αρ.45 του 28ου τόµου, Θεσσαλονίκη, 1984.
- «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Παπαδιαµαντικών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος,
Αθήνα, 2002, σ.443-455.
- Μυρσίνη: Ασκητική της έρευνας, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2007.
- «‘’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος γιὰ τὴν ἀναγνώση τῆς
Φόνισσας», περιοδικό Θεολογία, Τ. 82, τ. 4, (Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011),
σ. 151-167 και στα Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
Τόµος Α’,( Σκιάθος: 29/9- 2/10/2011), ∆όµος, Αθήνα, 2012, σ. 421-438.
Shaw Valerie, The Short Story. A Critical Introduction, Longman, London and
New York, 1995.
Σταµούλης Χ.Α., Φύση και Αγάπη και άλλα µελετήµατα, Εκδόσεις «τό
Παλίµψηστον», Θεσσαλονίκη, 2007.
- Έρως και Θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 2009.
- (επιµέλεια) Έρωτας και σεξουαλικότητα. Αφήγηση διεπιστηµονική. Από την
464
Sternberg R.J, Barnes M.L., The Psychology of love, Yale University Press,
New Haven, 1988.
Thibon Gustave, Love and marriage, Burns and Oates, London, 1962.
465
Τριανταφυλλόπουλος ∆.∆.: «Ανάµεσα στο χείλος της Κολάσεως και στα χέρια
του Ελεήµονος Θεού. Από τον πρίγκηπα των µελωδών στο ηδύµολπο
τρυγόνι της Σκιάθου», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος
2011),σ.191-200.
Χίος ∆ανιήλ, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός» στον τόµο Έρως και
γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972,
σ.62 - 77.
3. ∆ιαδικτυακά βοηθήµατα
Πρωτοπρ. π. Βαµβίνης Θωµάς, « Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στο http://
orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3 /2/2009.
4. Προσωπογραφίες- Εικόνες
Οι προσωπογραφίες και οι εικόνες που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα
διδακτορική διατριβή προέρχονται από τις ακόλουθες πηγές:
1. Εξώφυλλο, έργο του Γιώργου Κόρδη, από το βιβλίο ∆ιηγήµατα της αγάπης,
εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1998 (πρώτη έκδοση 1993), σ.8.
2. Εισαγωγή, σ. 8, ό.π., σ.31.
3. Κεφάλαιο Α’, σ.50, ό.π., σ.57.
4. Κεφάλαιο Β’, σ.267, έργο του Γιώργου Κόρδη από το βιβλίο Γυναίκες της
προσµονής και του καηµού, Εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2001, σ. 168-169.
5. Επίλογος, σ.424, έργο του Γιώργου Κόρδη, από το βιβλίο ∆ιηγήµατα της
αγάπης, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1998 ( πρώτη έκδοση 1993), σ. 41.
6. Βιβλιογραφία, σ.446, ό.π., σ.85.
7. Ευρετήριο παπαδιαµαντικών κειµένων,σ. 467, ό.π., χωρίς αρίθµηση.
468
Ἀγάπη στόν κρεµνό- 265, 402 Γυφτοπούλα, ἡ - 66, 98, 160, 234, 355
Ἀερικό στό δέντρο, τ’- 215, 301 ∆ηµαρχίνα νύφη- 244, 398
Ἀποκριάτικη Νυχτιὰ - 74, 159 Ἔρως-Ἥρως - 36, 45, 140, 141, 318,
348, 423, 430, 438, 441
Ἀπόλαυσις στη Γειτονιά - 254
Ἐρωτας στὰ Χιόνια, ὁ - 78, 429, 436
Ἀποσώστρα, ἡ - 334
Θάνατος Κόρης - 280, 311
Ἀσπροφουστανούσα, ἡ- 339
Θαῦµα τῆς Καισαριανῆς, το - 394
Ἀστεράκι, τ' - 157
Θέρος-Ἔρος - 178, 185, 243, 245,
Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα- 195, 203, 337
217, 224, 282, 359
Θητεία τῆς Πενθερᾶς, ἡ - 210, 298,
Βλαχοπούλα, ἡ- 112, 130, 159, 184 400, 440
Μαῦρα Κούτσουρα, τὰ- 85, 182 Συµβάντα στό µύλο, τά - 225, 399,
405
Μαυροµαντηλού, ἡ - 34, 168, 221,
286, 338, 357 Συντέκνισσα, ἡ - 289, 300
Χατζόπουλο, τὸ - 304
Χέλια, τὰ - 351
Χολεριασµένη, ἡ- 394
Ψυχοκόρη, ἡ - 343