You are on page 1of 472

Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Θεολογική Σχολή
Τµήµα Θεολογίας
Τοµέας Συστηµατικής Θεολογίας

Μπαλούση Β. Στυλιανή

«Εἰκόν’ ἀχειροποίητη…»: Η ατέρµονη


αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης στο έργο
του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη

∆ιατριβή ἐπί ∆ιδακτορίᾳ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή
Τµήµα Θεολογίας
Τοµέας Συστηµατικής Θεολογίας

Μπαλούση Β. Στυλιανή

«Εἰκόν’ ἀχειροποίητη…»: Η ατέρµονη αναζήτηση


του έρωτα και της αγάπης στο έργο του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη

∆ιατριβή ἐπί ∆ιδακτορίᾳ

Επιβλέπων Καθηγητής: Λάµπρος Σιάσος, Καθηγητής


Μέλη Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής:
Ανέστης Κεσελόπουλος, Καθηγητής
∆ηµήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Στο σύζυγό µου και τα παιδιά µου,
για την υποµονή και αγάπη τους.
3

Περιεχόµενα
Πρόλογος…………………………………………………………………………..6

Εισαγωγή…………………………………………………………………………..9

Κεφάλαιο Α΄: «Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!...»(Τ.Γ’.σ.109,στ.14). Οι


πολύµορφες πτυχές του έρωτα στα µυθιστορήµατα και τα διηγήµατα
του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη

1. Ανεκπλήρωτος έρωτας…………………………………………………….. 54

1.1. Καταδικασµένος έρωτας…………………………………………………54

1.2. Μονόπλευρος έρωτας……………………………………………………63

1.2.1. Μονόπλευρος έρωτας για µεγαλύτερη κοπέλα………………….89

1.3. Εξιδανικευµένος έρωτας…………………………………………………94

2. Έρωτας και αµαρτία…………………………………………………………..98

2.1. Καταδίκη του σαρκικού έρωτα………………………………………….98

2.2. Εµπαθής – παράνοµος έρωτας……………………………………….100

2.2.1. Αγώνας κατά του εµπαθούς έρωτα……………………………...118

3. Η συµβολή του πειρασµού στον έρωτα …………………………………125

3.1. Πτώση στον ερωτικό πειρασµό……………………………………….127

3.2. Αντιµετώπιση του ερωτικού πειρασµού ……………………………..141

4. Το πάθος της ζηλοτυπίας και ο έρωτας…………………………………158

4.1. Η ζηλοτυπία εντός γάµου………………………………………………159

4.2. Η ζηλοτυπία εκτός γάµου………………………………………………160

5. Έρωτας και γάµος……………………………………………………………165

5.1. Αντιλήψεις περί γάµου …………………………………………………166

5.2. Η δύσκολη περίοδος του αρραβώνα ……………..………………….173

5.2.1. Η πίστη της αρραβωνιασµένης γυναίκας στον µέλλοντα σύζυγό


της………………………………………………………………………………….177

5.2.2. Αρνητική έκβαση - διάλυση του αρραβώνα…………………… 182


4

5.3. Ο γάµος ως αίσια έκβαση του έρωτα…………………………………184


5.4. Συζυγικός έρωτας……………………………………………………….195
5.4.1. Πτυχές του συζυγικού έρωτα…………………………………….195
5.4.2. Συζυγικός έρωτας χωρίς ανταπόκριση ………………………..199
5.5. Αρνητική έκβαση του γάµου: διάσταση - διαζύγιο……………………204

5.6. Η οδυνηρή εµπειρία του πρώιµου θανάτου ενός από τους δύο
συζύγους…………………………………………………………………………..210

6. Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της αγάπης Του
για τον άνθρωπο ……………………………………………………………….214

6.1. Η προσωποποίηση της φύσης και η συµβολή της στον έρωτα……217

7. Η σκοτεινή πλευρά του έρωτα……………………………………………227

7.1. Αµφίβολη ηθική - το αµάρτηµα της πορνείας………………………..227

7.2. Το αµάρτηµα της µοιχείας και οι οδυνηρές συνέπειές του………..235

7.3 Άσκηση µαγείας για χάρη του έρωτα………………………………….243

7.3.1. Επίκληση της θεϊκής βοήθειας µε επίχρισµα µαγείας: τα


«θεοτικά»…………………………………………………………………………..246

7.3.2. Η χρησιµοποίηση της µαγείας για σκοτεινούς σκοπούς……...248

7.4. Έρωτας και αυτοκτονία………………………………………………….251

7.4.1. Αυτοκτονία λόγω ερωτικής απογοήτευσης……………………..254

7.4.2. Αυτοκτονία λόγω προσβολής της αξιοπρέπειας του θιγόµενου


προσώπου………………………………………………………………………..256

7.4.3. Ο «πειρασµός» της αυτοκτονίας και η επιτυχής αντιµετώπισή του

……………………………………………………………………………………..259

8. «Παρά φύσιν» έρωτας για τα υλικά αγαθά: το πάθος της


φιλαργυρίας……………………………………………………………………..261
5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: «Θυσία θὰ πήγαινα µαζὶ µὲ τὴν ἀγάπη»( Τ.∆’, σ.492, στ.9). Η
αγάπη ως ζωηφόρος δύναµη των ανθρωπίνων σχέσεων.

1. Αγάπη µεταξύ φίλων και έκπτωση από αυτή…………………………..270

2. Αγάπη εντός της οικογένειας………………………………………………280

2.1. Μητρική αγάπη …………………………………………………………..280

2.1.1. Η αγάπη της γιαγιάς για τα εγγόνια της ως προέκταση της


µητρικής αγάπης…………………………………………………………………296

2.1.2. Αδυναµία απόκτησης παιδιών……………………………….303

2.1.3. Παραφθορά ή απουσία της µητρικής αγάπης ……………..306

2.1.4. «Θέσει» µητρική και πατρική αγάπη προς «ξένα» παιδιά..329

2.1.5. Αποστέρηση της µητρικής αγάπης προς τα «ξένα» παιδιά: η


περίπτωση των κακών µητρυιών και της «κακής» θετής κόρης…………….339

2.2. Αµοιβαία αγάπη γονιού- παιδιού ………………………………………344

2.3. Στέρηση της πατρικής αγάπης …………………………………………351

2.4. Αδελφική αγάπη …………………………………………………………356

2.4.1. Αλλοιωµένη αδελφική αγάπη…………………………………369

3. Συζυγική αγάπη: οι «κίνδυνοι» που την απειλούν και η κατάκτησή της


δια της «κενώσεως τοῦ ἰδίου θελήµατος»………………………………….376

3.1. Απώλεια- κίνδυνος απώλειας του / της αγαπηµένης συζύγου……..396

3.2. Έλλειψη συζυγικής αγάπης : η περίπτωση του συµβατικού γάµου..404

4. Ποιµαντική αγάπη …………………………………………………………..415

Επίλογος - συµπεράσµατα……………………………………………………426

Summary………………………………………………………………………….445

Βιβλιογραφία…………………………………………………………………….448

Ευρετήριο παπαδιαµαντικών κειµένων…………………………………….469


6

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελεί το επιστέγασµα της


δεκαεξαετούς ενασχόλησής µου µε το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη,
µιας ενασχόλησης που ξεκίνησε µε την εκπόνηση της µεταπτυχιακής µου
εργασίας µε τίτλο: «‘’Ὁδός λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος…’’. Σπουδή στα
παπαδιαµαντικά έργα».
Η αγάπη και το βαθύ ενδιαφέρον µου για τον Παπαδιαµάντη στάθηκε η
αφορµή, ώστε να αποφασίσω να συνεχίσω την έρευνά µου πάνω στο έργο
του και κατά το δεύτερο στάδιο των Μεταπτυχιακών µου σπουδών στο Τµήµα
Θεολογίας του Α.Π.Θ. Μετά από την προτροπή του συµβούλου µου καθηγητή
κ. Λάµπρου Σιάσου, αποφάσισα να εµβαθύνω σε ένα θέµα που διατρέχει
απ΄αρχής έως τέλους το παπαδιαµαντικό έργο και για αυτό αποτελεί κεντρικό
άξονα αναφοράς και στοιχείο κλειδί για την κατανόησή του: τον έρωτα και την
αγάπη. Αν και το θέµα αυτό είναι ιδιαίτερα προσφιλές στους µελετητές του
παπαδιαµαντικού έργου, ωστόσο, µέχρι σήµερα δεν είχε επιχειρηθεί η
εκτεταµένη και συστηµατική σύνδεση του µε τη διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων της Φιλοκαλίας, η οποία επέδρασε καίρια σε αυτό. Εποµένως, ένας
από τους βασικούς στόχους της παρούσης εργασίας είναι η ανάδειξη της
βαθύτερης, της πνευµατικής χροιάς που έχουν ο έρωτας και η αγάπη στο
έργο του Α. Παπαδιαµάντη, φωτισµένη, όπου αυτό είναι εφικτό, από τη
διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων για το επικίνδυνο «παίγνιο των
λογισµών», τον αγώνα κατά των παθών και την καλλιέργεια των θεάρεστων
αρετών.
Εγκάρδιες ευχαριστίες οφείλονται στο σύµβουλό µου, καθηγητή
κ. Λάµπρο Σιάσο για την πολύπλευρη στήριξη και τις καίριες υποδείξεις του
όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και στους απαρτίζοντες την τριµελή
συµβουλευτική επιτροπή καθηγητές κ. Ανέστη Κεσελόπουλο και κ. ∆ηµήτριο
Τσελεγγίδη για τις πολύτιµες παρατηρήσεις τους που συνεισέφεραν
καθοριστικά στην περάτωση της παρούσης διατριβής. Επίσης, ευχαριστώ
θερµά τον καθηγητή κ. Χρήστο Αραµπατζή, οι συµβουλές του οποίου µε
βοήθησαν ποικιλοτρόπως τόσο στην προσέγγιση και µελέτη των πατερικών
κειµένων, όσο και του ίδιου του Παπαδιαµάντη.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους συναδέλφους κ.Πέτρο
Κεχαγιόγλου και κ. Ελένη Μαργαρίτη που αγκάλιασαν µε ιδιαίτερη αγάπη την
προσπάθεια µου αυτή και συνετέλεσαν, ο πρώτος µε τις φιλολογικές του
επισηµάνσεις και η δεύτερη µε την άοκνη προσευχή της, στην ολοκλήρωσή
της.
Τέλος, θεωρώ ότι οι ευχαριστίες µου απέναντι στη µητέρα µου Μαρία,
το σύζυγο µου Αθανάσιο και τα δύο µου παιδιά, Ευαγγελία Κεχαριτωµένη και
Μάριο Χρυσοβαλάντη ποτέ δεν θα είναι αρκετές. Χωρίς τη διαρκή
συµπαράστασή τους και την αµέριστη αγάπη τους αµφιβάλλω για το εάν θα
7

µπορούσα να την ολοκληρώσω. Ιδιαίτερα όσον αφορά τα δύο µου παιδιά, η


εργασία αυτή αποτελεί την πνευµατική µου παρακαταθήκη προς εκείνα.
Ελπίζω πως, όταν έλθει η κατάλληλη στιγµή, η ανάγνωσή της εκ µέρους τους
θα συµβάλλει, στο µέτρο του δυνατού, στην πνευµατική και προσωπική τους
ολοκλήρωση.

Στυλιανή Β. Μπαλούση
Νέα Μουδανιά, 1 Σεπτεµβρίου 2015
8

Εισαγωγή

Έργο του Γιώργου Κόρδη


9

«Σε τελική κατάληξη, όλος αυτός ο µικρός λαός των


ανθρώπων που µισούνται κι ερωτεύονται,
δεν είναι παρά µαργαρίτες και παπαρούνες σ΄έναν αγρό
παραθαλάσσιο, τη στιγµή που προσγειώνεται
στο έδαφός του για να ψάλει τραγούδια του έρωτα,
κάποιος άγγελος Κυρίου.

Τραγούδια του έρωτα, ο άγγελος;


Ναι, αν θέλουµε ν΄ακριβολογήσουµε.
Αυτή είναι η ταυτότητα του Παπαδιαµάντη».

(Οδυσσέα Ελύτη, Η µαγεία του Παπαδιαµάντη, σ.14)


10

Αν και έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από την κοίµηση του
«Έρωντα των γραµµάτων µας»1, το έργο του εξακολουθεί να αποτελεί
αντικείµενο ενδελεχούς µελέτης παλαιών και νέων ερευνητών ανά τον κόσµο.
Ταυτόχρονα παραµένει λίαν προσφιλές στη µεγάλη πλειοψηφία του
αναγνωστικού κοινού µε φανατικούς θαυµαστές, γιατί «αυτός ο ασάλευτος
γέροντας, τούτο το αεικίνητο θαλασσινό άλογο, αυτή η µουσική που ούτε
µακρινή είναι ούτε σβήνει µέσα στη νύχτα, γεννάει σφοδρούς έρωτες»2.
Βέβαια, η τεράστια αυτή απήχηση3 του παπαδιαµαντικού έργου που
αυξάνεται, θα τολµούσαµε να πούµε, µε γεωµετρική πρόοδο όσο περνούν τα
χρόνια4 δεν είναι τυχαία. Ο Παπαδιαµάντης είχε το θείο χάρισµα να
αποτυπώνει στο χαρτί την ανθρώπινη ψυχή ως τα εσώτερά της βάθη
πλαισιώνοντάς την µε την περιγραφική και αφηγηµατική του δεινότητα. Εκτός
αυτού, µέσα στο θαυµαστό έργο του παρουσιάζει και αναλύει όλα τα
σηµαντικά θέµατα που απασχολούν τους ανθρώπους όχι µόνο της δικής του,
αλλά και κάθε εποχής: τις χαρές και τις θλίψεις της ζωής, το θάνατο τόσο ως
απώλεια, όσο και ως µια νέα αρχή, την επιτυχία και την αποτυχία, τον έρωτα
και την αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις τους και γενικότερα τις ποικίλες όψεις της
κοινωνικής, πολιτικής και πνευµατικής ζωής του τόπου µε έναν τρόπο που τις
καθιστά τόσο επίκαιρες όσο ποτέ.
Ιδιαίτερα το θέµα του έρωτα και της αγάπης διατρέχει απ΄αρχής έως
τέλους το παπαδιαµαντικό έργο και για αυτό αποτελεί κεντρικό άξονα
αναφοράς και στοιχείο κλειδί για την κατανόησή του. Αναµενόµενο, εποµένως,
ήταν να αποτελέσει αντικείµενο έντονου ενδιαφέροντος για ένα µεγάλο αριθµό
µελετητών. Ωστόσο, ορισµένοι µελετητές, εφαρµόζοντας «τη βιογραφική
µέθοδο προσέγγισης των λογοτεχνικών κειµένων, λειτούργησαν µε

1
Η φράση ανήκει στον κ. Τριανταφυλλόπουλο, «Σφραγίδα δωρεάς», Πρόλογος στα Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα, 1981, σ.12.
2
Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλου, «Σφραγίδα δωρεάς», ό.π., σ. 12.
3
Μόνο το 2011 που συµπληρώθηκαν τα εκατόχρονα από την κοίµηση του µεγάλου Σκιαθίτη είδαν το
φως της δηµοσιότητας πάνω από 130(!) επανεκδόσεις των έργων του, αυτοτελείς µελέτες για το έργο
του, ηµερολόγια και λευκώµατα προς τιµήν του, αφιερωµατικά τεύχη περιοδικών και αυτοτελή άρθρα
σε περιοδικά (βλ.σχετικά Β. ∆. Λαµπροπούλου «Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη
έτους 2011», Θεολογία, Τ. 82, τ.4’, 2011, σ. 295-309). Παράλληλα διεξήχθη προς τιµήν του και το Γ’
∆ιεθνές Συνέδριο (Σκιάθος 29/9 έως 2/10/2011 και Αθήνα 7 και 8/10/2011) που άνοιξε νέες ατραπούς
στις παπαδιαµαντικές σπουδές µεταξύ των οποίων και τη στροφή προς το µεταφραστικό του έργο, το
οποίο δεν είχε µελετηθεί συστηµατικά κατά τα παρελθόντα έτη.
4
Παρά τις απαισιόδοξες ρήσεις και προβλέψεις, όπως του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: «Ο Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης νοµίζω πως έχει λησµονηθεί. Ο Παπαδιαµάντης επιζεί περισσότερο , χαροπαλεύοντας και
τούτος, ωστόσο» («Αλέξανδρος και Ανδρόνικος» , πρόλογος στο βιβλίο του Α. Μωραϊτίδου, ‘’Μέ τά
πανιά’’ και άλλα διηγήµατα, Αστήρ, Αθήνα, 1976, σ.ιδ’) , του Π. Μουλλά «Σήµερα [1974] ξέρουµε πως
το έργο του δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι µέσα στον
χρόνο: ούτε η προχειρογραφία, ούτε η στατικότητα, ούτε η αφέλεια αποτελούν αξίες ικανές να
προστατέψουν από τις φουρτούνες, αν όχι από το ναυάγιο» ( Α. Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος,
επιµ. Π. Μουλλά, εκδόσεις Ερµής, Αθήνα, 1974, σ.ξγ’) και την άποψη του Κ. Θ. ∆ηµαρά ότι «διαβάζεται
εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους
προπαρασκευή» (∆ηµαρά Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την
εποχή µας, Εκδόσεις Ίκαρος, 1975, σ. 384).
11

µεθοδολογική µονοµέρεια»5 και στηριζόµενοι, µεταξύ άλλων, και στο


εκπληκτικό βάθος µε το οποίο περιγράφονται σε ορισµένα παπαδιαµαντικά
κείµενα τα ερωτικά συναισθήµατα του αφηγητή ή του ήρωα, κατέληξαν κατά
καιρούς στο συµπέρασµα ότι ο Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφείται στα έργα
αυτά6.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και µελετητές, όπως ο Γ. Ιωάννου,
που υποστηρίζουν την άποψη ότι ο Σκιαθίτης δεν αυτοβιογραφείται. Ο εν
λόγω ερευνητής θεωρεί πως «ο Παπαδιαµάντης είναι ένας ‘’βιωµατικός’’
συγγραφέας(…). ∆ηµιουργεί την ίδια εντύπωση µε όλους εκείνους τους
συγγραφείς που είναι παραστατικοί και µερακλήδες σκηνογράφοι. ∆ηµιουργεί
δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόµη
και δια της κοινής λογικής µπορούµε να βρούµε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό.
Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν
µπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του
µακρόθεν και προπαντός να τις έµαθε από άλλους ή παλαιότερους»7.
Η προσωπική µας άποψη είναι ότι η αλήθεια βρίσκεται µάλλον µεταξύ
των δύο εκδοχών. Όσον αφορά την πρώτη, συµφωνούµε µε την Γ.Φαρίνου -
Μαλαµατάρη που επισήµανε πως «αποµονώνοντας τα βιογραφικά στοιχεία
και θεωρώντας τα ως νοµοτέλεια που παρήγαγε το έργο δίνουµε µεγαλύτερη
σηµασία στο αίτιο παρά στο αποτέλεσµα»8, που είναι το λογοτεχνικό κείµενο.
Όσον αφορά τη δεύτερη, θεωρούµε πως δεν είναι ορθό να αποκλείσουµε την

5
Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης τρία διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, Μεταίχµιο,
Αθήνα, 2001, σ. 110.
6
Πράγµατι, πολλοί µελετητές του παπαδιαµαντικού έργου επιχείρησαν κατά καιρούς να ταυτίσουν το
συγγραφέα µε τον αφηγητή ή κάποιον ήρωά του. Ενδεικτικά αναφέρουµε τον Π. Μουλλά
(Παπαδιαµάντης, αυτοβιογραφούµενος, σ. λ’, νβ’, νς’, νθ’- ξ’), τον Λ. Κούσουλα (Ἀνθρώπους καὶ
κτήνη…, σ. 27 κ.ε., 41 κ.ε., 62), τον Γ. Βαλέτα (Παπαδιαµάντης: η ζωή – ο κόσµος- η εποχή του, σ. 243-
4, 256, 283, 565-6), τον Γ. Πυργιωτάκη (Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, σ.68-74, 146-150,
156- 162), τον π. Θ. ∆ιονυσιάτη ( Ο κοσµοκαλόγηρος Παπαδιαµάντης, σ. 40-42, 65-66 και κυρίως
σ.68),τον Γ. Στεργιόπουλο (« Ο Παπαδιαµάντης σήµερα: ∆ιαίρεση και χαρακτηριστικά της πεζογραφίας
του» στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης. Είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των φίλων,
Αθήνα, 1979, σ.255-274) και τον Κ. Παπαγιώργη (Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, σ.119 κ.ε., και
σ.139). Από την άλλη πλευρά, ένας σεβαστός αριθµός µελετητών, όπως η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, ο
Φ. ∆ηµητρακόπουλος, η Μ. Θεοδοσοπούλου, ο G. Saunier (ο οποίος, ωστόσο, πέφτει συχνά στον
«πειρασµό» να αποδώσει σκέψεις, ενίοτε και πράξεις, των ηρώων του Παπαδιαµάντη στον ίδιο
υπερθεµατίζοντάς τες µάλιστα) και ο Ν. Παρίσης έχει υποστηρίξει την «απελευθέρωση» του από την
αναζήτηση αυτοβιογραφικών στοιχείων (βλ. ενδεικτικά G. Saunier, «Μερικές µεθοδολογικές
παρατηρήσεις και προτάσεις για τη µελέτη του Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 1987, σ. 36 και
Εωσφόρος και άβυσσος, σ.15 και σ.56 , Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη 1887-1910, Κέδρος, Αθήνα, 1987, σ.285- 286 και την άποψη του Ν. Παρίση που γράφει
ότι «όλοι οι συγγραφείς, σε µικρό ή µεγάλο ποσοστό, αφήνουν πάνω στο έργο τους ορατά ή
λανθάνοντα στοιχεία από την προσωπική τους ζωή. Ο χαρακτηρισµός όµως ενός έργου ή ενός
συγκεκριµένου κειµένου ως αυτοβιογραφικού δεν έχει ούτε απόλυτο ούτε σχετικά αξιόλογο χαρακτήρα».
Η αναζήτηση, εποµένως, ενός «ερευνητικά θαµπού και απροσδιόριστου περιβλήµατος
αυτοβιογραφικότητας» στο παπαδιαµαντικό έργο µπορεί να µας οδηγήσει σε λανθασµένες ατραπούς.
Βλ. Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης τρία διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, Μεταίχµιο,
Αθήνα, 2001,σ. 113 και 135 ).
7
Γ. Ιωάννου, «Ὁ τῆς φύσεως ἔρως», στον τόµο Μνηµόσυνο του Α.Παπαδιαµάντη, Τετράδια ευθύνης 15,
σ.59.
8
Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887- 1910, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.19.
12

πιθανότητα κάποια από τα µυθιστορήµατα ή τα διηγήµατά του να περιέχουν


ορισµένα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, ο µόνος που γνώριζε πραγµατικά
εάν, πού και σε ποιο βαθµό αυτοβιογραφείται ήταν ο ίδιος. Εποµένως,
προκειµένου να αποφύγουµε µια επικίνδυνη ατραπό που το πιθανότερο είναι
να µας οδηγήσει σε µονοµερή ή λανθασµένα συµπεράσµατα, δίνουµε έµφαση
στη λογοτεχνική και πνευµατική αξία του παπαδιαµαντικού έργου, αφήνοντας
στο περιθώριο την αναζήτηση αυτοβιογραφικών στοιχείων µέσα σε αυτό.
Αποφεύγουµε δηλαδή να κάνουµε αυθαίρετες υποθέσεις για την προσωπική
του ζωή στηριζόµενοι στη λογοτεχνική του γραφή, κάτι το οποίο, ούτως ή
άλλως, είναι εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος της παρούσης εργασίας. Μας
αρκεί ότι, ως εξαίρετος λογοτέχνης, περιγράφει εξόχως ερωτικές εικόνες,
σκέψεις και στιγµές, που µοιάζουν τόσο αληθοφανείς σαν να τις έζησε ο ίδιος.
Το εάν αυτό συνέβη ή όχι στην πραγµατικότητα είναι δευτερευούσης
σηµασίας για την έρευνά µας και παραµένει µέρος της άρρητης συγγραφικής
γοητείας του9.
Εκτός αυτού θεωρούµε ότι οι ήρωές του είναι τόσο πλήρεις από µόνοι
τους, ώστε κάθε είδους απόπειρα ταύτισής τους µε το συγγραφέα υπονοµεύει
αυτή τη µοναδική ιδιαιτερότητά τους. Πιστεύουµε δηλαδή ότι, όπως ο ίδιος στο
κείµενό του «Ἀπάντησις εἰς τὸν Ζ. τῆς Ἐφηµερίδος», δηλώνει απερίφραστα
ότι «δὲν ὁµοιάζω οὔτε µὲ τὸν Πόε, οὔτε µὲ τὸν ∆ίκκενς, οὔτε µὲ τὸν Σαίξπηρ,
οὔτε µὲ τὸν Βερανζέ. Ὁµοιάζω µὲ τὸν ἑαυτόν µου. Τοῦτο δὲν ἀρκεῖ;»10, το ίδιο
ισχύει και για τους ήρωες του. Οµοιάζουν µε τον εαυτό τους11. είναι µοναδικοί
και ανεπανάληπτοι.
Ένας τελευταίος λόγος για τον οποίο αποφεύγουµε την ταύτιση του
εκάστοτε αφηγητή ή του ήρωα µε το συγγραφέα είναι ότι ο ίδιος ο συγγραφέας
συχνά αποστασιοποιείται από τα γεγραµµένα12. Στον αντίλογο ότι αυτή η
αποστασιοποίηση µπορεί να θεωρηθεί ως σκόπιµη προσπάθεια

9
Για αυτό και θεωρούµε σωστή τη στάση της Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη η οποία, προσπαθώντας να
ακολουθήσει τη «µέση οδό» στο θέµα αυτό και λαµβάνοντας υπόψη την εποχή του, όπου η
προσωπικότητα του συγγραφέα αποτελούσε αντικείµενο ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού,
επισηµαίνει ότι ο Παπαδιαµάντης είναι ένας συγγραφέας που «έχει ‘’βιογραφία’’ καµωµένη από τους
θρύλους των συγχρόνων του και από το έργο του στο οποίο µυθοποιούσε τη ζωή του, µε τέτοιον τρόπο
που δεν γνωρίζουµε αν η λογοτεχνία του είναι παράγωγο της ζωής του συγγραφέα ή αν η ζωή του
συγγραφέα είναι παράγωγο µιας ορισµένης λογοτεχνίας. Αν ο Παπαδιαµάντης µετέφερε στη
διηγηµατογραφία τη ζωή της Σκιάθου και της Αθήνας - συµπεριλαµβάνοντας και τη δική του- τις ιδέες και
τις πεποιθήσεις του ή αν ο Παπαδιαµάντης (ιδίως από µια εποχή και πέρα) περιέκλεισε στα διηγήµατά
του τµήµατα του βιογραφικού του µύθου (απόκοσµος, αδέξιος, χωρίς σχέσεις) που ανταποκρινόταν
στον ‘’θρύλο’’ των συγχρόνων του και ενδεχοµένως σ’ ένα ροµαντικό µοντέλο για την προσωπικότητα
του καλλιτέχνη», «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαµάντη», στον τόµο Εισαγωγή στην
πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, 2005, σ.38-39.
10
Τ.Ε’, σ.316, στ.19-21.
11
Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς βασίστηκαν σε υπαρκτά πρόσωπα. Βλ. Ιω. Ν. Φραγκούλα,
Ανεξερεύνητες πτυχές στο έργο του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Ιωλκός, 1988. σ.56.
12
Θυµίζουµε το γνωστό κλείσιµο τριών από τα θεωρούµενα ως «αυτοβιογραφικά» διηγήµατά του: «∆ιά
τήν ἀντιγραφὴν», βλ. «Ἁµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.22, «Ἡ Φαρµακολύτρια», σ.314, στ.6 ,
«Ὄνειρο στὸ κῦµα», Τ.Γ’, σ.273, στ.26. Μάλιστα στο «Ἁµαρτίας φάντασµα» η αποστασιοποίηση του
συγγραφέα εντείνεται και από την ακροτελεύτια πρόταση: «Τ' ἀνωτέρω συνηρµολογήθησαν ἐκ παλαιῶν
ἀτάκτων σηµειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου» (Τ.Γ’, σ.230, στ. 20-21).
13

«συγκάλυψης» των ερωτικών συναισθηµάτων ή άλλων βιογραφικών


στοιχείων του συγγραφέα13, αντιπαραθέτουµε την εξαιρετική τόλµη που
επιδεικνύει στο σύνολο του έργου του πάνω στο θέµα του έρωτα και της
αγάπης, αλλά και το σεβασµό προς την επιθυµία του14.
Ολοκληρώνοντας τον προβληµατισµό αυτό, θεωρούµε απαραίτητο να
προχωρήσουµε στον λόγο που οδήγησε στη συγγραφή της παρούσης
εργασίας. Παρά το γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια έχει επισηµανθεί από
ορισµένους µελετητές15 η επιρροή που δέχθηκε ο Α. Παπαδιαµάντης στο
συγγραφικό του έργο από τους Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως από τους
νηπτικούς Πατέρες, ωστόσο δεν καταβλήθηκε έως σήµερα µια εκτεταµένη και
συστηµατική προσπάθεια εντοπισµού και καταγραφής των σηµείων εκείνων
στα παπαδιαµαντικά κείµενα που φανερώνουν την επίδραση αυτή µε
παράλληλη αναφορά16 των συναφών φιλοκαλικών «πηγών» τους. Το κενό
αυτό στο µέρος που αφορά τον έρωτα και την αγάπη, έναν από τους
βασικούς, όπως προαναφέρθηκε, άξονες αναφοράς του παπαδιαµαντικού
έργου, προσπαθεί να καλύψει, στο µέτρο του δυνατού, η παρούσα εργασία.
Άλλωστε, τόσο ο έρωτας, ως έκφραση του «εραστή των ανθρώπων» Θεού
και ανταπόκριση του ανθρώπου σε αυτόν, όσο και η αγάπη, ως το πλήρωµα
των αρετών και µίµηση της τριαδικής αγάπης, αποτελούν προσφιλή θέµατα
και στους νηπτικούς Πατέρες17.
Εποµένως, ο κύριος στόχος της παρούσης εργασίας είναι η ανάδειξη
της βαθύτερης, της πνευµατικής διάστασης που έχουν ο έρωτας και η αγάπη

13
Βλ. σχετικά G. Saunier , Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.53.
14
Είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε στο Μητσάκη , όταν ο τελευταίος απέδωσε σε έρωτα την
µελωδική απαγγελία του «Εἰκόν’ ἀχειροποίητη»: «- Ἐγὼ δεν ἔχω ἔρωτες!...Ὁ ἥρωάς µου ἔχει!...», Γ.
Βαλέτα, Παπαδιαµάντης: η ζωή - το έργο- η εποχή του, εκδοτικός οίκος Βίβλος, Αθήνα, 1955, σ. 239
(πηγή: Ταγκόπουλος, περιοδικό Φιλολογικά Πορτραίτα 51).
15
Πρόκειται για τις µελέτες του Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Μπαστιά, Αθήνα, 1974
.
και συγκεκριµένα τις σ. 39- 47 και σ.162 του Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο µεσηµβρινό ή το
.
σταυροκόπηµα στην πύλη του Άδη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ. 79-93 του κ. Γ.Φραντζολά, Το
.
καµίνι που δροσίζει, Πολιτιστικό και αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη, 2010, σ.137-161 του Σ.
Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινωνικότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2005 (και σε έντυπη
µορφή µε τίτλο Ο Α. Παπαδιαµάντης και η γραµµή του ορίζοντος, εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη,
.
2007), σ.54-60 του πρωτοπρεσβύτερου π.Θωµά Βαµβίνη, «Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στο http://
.
orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3/2/2009 του Λ. Σιάσου «’’Νοῦς
ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀναγνώση τῆς Φόνισσας», Θεολογία, Τ.82, τ.4,
Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011, σ. 151- 167 (και στα Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
.
Παπαδιαµάντη, Τόµος Α’[ 29/9- 2/10/2011], ∆όµος, Αθήνα, 2012, σ. 421-438) του µητροπολίτη
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου «Η ρωµηοσύνη του Παπαδιαµάντη», Θεολογία, Τ. 82, τ.4,
Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011, σ.75- 88 κ.ά.
16
Όπου αυτό είναι εφικτό.
17
Ενδεικτικά αναφέρουµε τις τέσσερις Εκατοντάδες «περί ἀγάπης» που συνέγραψε ο άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής, βλ. Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.3-51, την έβδοµη Εκατοντάδα «περί Θεολογίας», Φιλοκαλία, Τ.Β’,
του ιδίου, όπου στις σ.183-184 αναπτύσσει τον έρωτα του Θεού για τον άνθρωπο, τις τέσσερις
εκατοντάδες «περί ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας» του οσίου Θαλασσίου του
Λυβίου, Φιλοκαλία Τ.Β’, σ. 205-229 και τη διδασκαλία του αγίου Καλλίστου Αγγελικούδη για το θείο
έρωτα στα «Κεφάλαια περί προσευχῆς» ,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.327-329.
14

στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, φωτισµένη, όπου αυτό είναι εφικτό, από τη
διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων18 για το επικίνδυνο «παίγνιο των
λογισµών»19, τον αγώνα κατά των παθών και την καλλιέργεια των θεάρεστων
αρετών. Θεωρούµε ότι ο έρωτας και η αγάπη στο έργο του ξεφεύγουν από τα
κοινά όρια. µε άλλα λόγια «ἵπτανται πέραν τοῦ κόσµου τούτου», ακριβώς
επειδή ο συγγραφέας γνωρίζει και αισθάνεται µέσα στην καρδιά του την
πραγµατική πηγή του Έρωτα και της Αγάπης, τον Θεό. Σε αυτόν τον «θ ε ί ο
ἔ ρ ω τ α » επιδιώκει να αν-άγει τον αναγνώστη δια της γραφής του ως
ατέρµονος εραστής του θείου κάλλους που αντανακλάται στον κόσµο και τον
άνθρωπο.
Πράγµατι, ένα από τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του Παπαδιαµάντη είναι
ότι κατόρθωσε να ενσωµατώσει στα κείµενά του όλο το µακραίωνο
πνευµατικό θησαυρό της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης από την εποχή
των Ψαλµών έως τους άµεσους πνευµατικούς του προγόνους, τους
Κολλυβάδες20. Μεγάλο δε µέρος αυτού του πλούτου, στον οποίο είναι
εµβαπτισµένα τα παπαδιαµαντικά έργα, αποτελεί η διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων, όπως αυτή φιλοτεχνήθηκε από τον άγιο Μακάριο Νοταρά,
επίσκοπο Κορίνθου, και συµπληρώθηκε από τον άγιο Νικόδηµο τον Αγιορείτη
στην πεντάτοµη έκδοση της Φιλοκαλίας21. Στο βιβλίο αυτό «περικλείεται όλη η

18
Όπως γράφει ο ∆. Μαυρόπουλος: «µέχρι τέλους της ζωής του οικείος χώρος του ήταν ο κόσµος των
Συναξαρίων, των ασµατικών κανόνων της Εκκλησίας, των νηπτικών Πατέρων. Με τέτοια δεδοµένα, ένας
από τους ασφαλέστερους τρόπους να κατανοήσουµε τους άξονες αναφοράς του Παπαδιαµάντη, όπως
διαφαίνονται µέσα από το έργο του, είναι να τους συσχετίσουµε µε εκείνους της µυστικής εµπειρίας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας», «Αµαρτία και µετάνοια», στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία ευβοϊκών σπουδών, ∆όµος,1996, σ. 582.
19
Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας»,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.153.
20
Όπως γράφει ο Κ. Μπαστιάς: «Χάρις στα έργα του Νικοδήµου (του Αγιορείτου) και την επιστροφή στις
σωστές αρχές του ησυχαστικού ασκητισµού, το κίνηµα των Κολλυβάδων, που είναι ο άµεσος
πνευµατικός πρόγονος του Παπαδιαµάντη, παίρνει µια πνευµατική ευρύτητα (…). Είναι ένα κίνηµα
επιστροφής στις σωστές βάσεις της Ορθοδοξίας (…). Το κίνηµα των Κολλυβάδων γίνεται η γέφυρα που
ωδήγησε τον Παπαδιαµάντη στο ησυχαστικό κίνηµα του ΧΙV αιώνα κι οι Κολλυβάδες µέσω του πατέρα
του, καθώς και του ∆ιονύσιου του Γέροντα και της µονής του Ευαγγελισµού τον ωδηγήσανε στη
γνωριµία µε τους νηπτικούς Πατέρες της Ορθοδοξίας», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ.
Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ. 42. Για τη σχέση του Παπαδιαµάντη µε τους Κολλυβάδες βλ. επίσης Α.
.
Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α.Παπαδιαµάντη, σ. 17-19 του ιδίου Από τον
.
Παπαδιαµάντη στον Πεντζίκη, Το Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη, 2003, σ.29 Γ. Βερίτη «Το αναµορφωτικό
.
κίνηµα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου», Ακτίνες τ.36, (Πάσχα 1943) Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου «Φωνή αβελτίωτη. Ο Παπαδιαµάντης, οι Κολλυβάδες και ο Μοναχισµός» στο
∆αιµόνιο Μεσηµβρινό. Έντεκα κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ.94-
.
103 Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
διδακτορική διατριβή, Θεολογική σχολή ΑΠΘ, 2005, σ. 54-67.
21
Ο ακριβής τίτλος είναι: Φιλοκαλία τῶν Ἰερῶν Νηπτικὼν συνερανισθεῖσα παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ
Θεοφόρων Πατέρων ἡµῶν, ἐν ᾗ διὰ τῆς κατὰ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται,
φωτίζεται καὶ τελειοῦται. Βλ. σχετικά και Deseille P., Φιλοκαλία: Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας και
η ακτινοβολία της στον κόσµο, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1999, σ.249. Στην αρχή του βιβλίου αυτού ο
πατήρ Πλακίδας µας δίνει και τον ορισµό της Φιλοκαλίας µε βάση την ετυµολογία της: «Φιλοκαλία
σηµαίνει αγάπη του κάλλους, αγάπη για κάθε ωραίο και καλό , και εποµένως για τον Θεό, που είναι η
πηγή κάθε ωραίου και καλού», ό.π., σ.15. Όπως διευκρινίζει ο Χ. Γιανναράς, «η Φιλοκαλία δεν είναι
συλλογή εξειδικευµένων «µυστικών» κειµένων. Θέλει να καταδείξει, τί ακριβώς ζητάµε µετέχοντας στην
Εκκλησία. ∆εν ζητάµε έγκυρα νοήµατα ή νοµικές εξασφαλίσεις υπερβατικής δικαίωσης. Ζητάµε τη φιλία
15

σοφία της Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και η ορθόδοξη αγιότητα», ενώ σκοπό
έχει να αποτελέσει τη «βάση για µια µελλοντική πνευµατική, µυστηριακή,
νηπτική ζωή αδιαλείπτου ευχαριστίας και προσευχής»22 .
Έχοντας µια τέτοια πνευµατική τροφό, αναµενόµενο ήταν το έργο του
µεγάλου Σκιαθίτη να αναδειχθεί µε τη σειρά του σε µια «λογοτεχνική
Φιλοκαλία»23, όπου οι αναγνώστες, µε τρόπο µυστικό, συνδιαλέγονται µε την
αντίστοιχη διδασκαλία των φιλοκαλικών κειµένων που αναδύεται σταδιακά ως
«κρυµµένος µαργαρίτης».
Μόνιµη µέριµνα των νηπτικών Πατέρων αποτελεί η «νῆψις»24, η
πνευµατική εκείνη εγρήγορση και επαγρύπνηση που συνίσταται στην
καταπολέµηση των πειρασµών, την κάθαρση των παθών και την άσκηση των
αρετών µε απώτερο σκοπό τη σταδιακή άνοδο του αγωνιζόµενου προς την
πηγή κάθε αρετής, τον Θεό. Το ίδιο επιδιώκει, στο µέτρο του δυνατού, να
κάνει και ο Παπαδιαµάντης παρουσιάζοντας όλες τις πτυχές αυτού του
αιµάσσοντος αγώνος κατά των πειρασµών και των ανθρωποκτόνων παθών.
τόσο τις θετικές, µέσα από το βίο και την πολιτεία των ενάρετων ηρώων του,
όσο και τις αρνητικές, µέσα από την αστοχία και την πτώση των εµπαθών
ηρώων του. Και όπως οι Πατέρες στέκονται µε απόλυτη ευσπλαχνία απέναντι
σε όλα τα ανθρώπινα πλάσµατα και τα δεινά τους, έτσι και εκείνος
προσεγγίζει µε σεβασµό και «πατρική» αγάπη όλα τα λογοτεχνικά πλάσµατά
του αποφεύγοντας κάθε στείρα κριτική. Γιατί στα δικά του µάτια, όπως και στα
µάτια των νηπτικών Πατέρων, όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία, αφού δεν
υπάρχουν ψυχές λιγότερο ή περισσότερο αρεστές στο Θεό.
Και εδώ αναδύεται το ερώτηµα: Πώς µπορεί να ερευνήσει και να
ερµηνεύσει ο σύγχρονος µελετητής το έργο του Παπαδιαµάντη; Όπως γράφει
ο Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλος, η πιο ασφαλής ερµηνευτική µέθοδος για το
παπαδιαµαντικό έργο είναι «να ερµηνεύουµε τον Παπαδιαµάντη διά του

του καλού ή ωραίου, τον έρωτα του κάλλους. Ποθούµε το κάλλος του ∆εσποτικού Προσώπου , κι η
γνώση του κάλλους είναι εµπειρικό γεγονός σχέσης, προσωπικής κοινωνίας που συνιστά την όντως
ζωή της αφθαρσίας και αθανασίας», Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999
η
( 1 έκδοση 1992) σ. 190.
22
Κ. Ακριβόπουλου, Το Κολλυβαδικό κίνηµα: Η τελευταία φιλοκαλική αναγέννηση, εκδόσεις Τέρτιος,
Κατερίνη, 2001, σ. 99-100.
23
Το έργο του Παπαδιαµάντη µπορεί να χαρακτηρισθεί επάξια ως φιλοκαλικό γιατί, άλλοτε ξεκάθαρα
και άλλοτε κρυπτογραφικά, περιγράφει και ιστορεί το κάλλος και την οµορφιά που υπάρχει τόσο στο
φυσικό κόσµο, όσο και στον άνθρωπο, που παρόλη την αµαρτωλότητά του «διασώζει το κάλλος της
δηµιουργίας, παραµένει µέσα του το κατ΄εικόνα έστω και αµαυρωµένο, µαζί µε τους δερµάτινους
χιτώνες της πτώσεως» ( Μητροπ. Ιερόθεου, « Η ρωµηοσύνη του Παπαδιαµάντη», Θεολογία, Τ.82, τ.4,
2011, σ.82). Όπως µάλιστα θα δούµε στο κυρίως µέρος της εργασίας, ο έρωτας του κάλλους στο
παπαδιαµαντικό έργο δεν περιορίζεται στο ορατό κάλλος, αλλά επεκτείνεται και στο αόρατο, στο
πνευµατικό κάλλος, που απασχολεί ιδιαίτερα τους νηπτικούς Πατέρες.
24
Σύµφωνα µε έναν από τους ορισµούς που δίνει ο άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Νῆψις ἐστί,
µέθοδος πνευµατική, ἐµπαθῶν νοηµάτων καὶ λόγων καὶ πονηρῶν ἔργων, πάµπαν τὸν ἄνθρωπον, σὺν
.
Θεῷ , ἀπαλλάττουσα , χρονίζουσα, καὶ προθύµως ὁδευοµένη γνῶσίν τε ἀσφαλῆ Θεοῦ τοῦ ἀκαταλήπτου
ὁδευοµένη χαρίζεται, καθ’ ὅσον ἐφικτόν, καὶ µυστηρίων θείων καὶ ἀποκρύφων λύσιν» («Πρὸς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.141, Νο.α’). Ώς συνώνυµα µάλιστα του όρου αυτού χρησιµοποιεί
παρακάτω τα: «καρδίας καθαρότης»,( ό.π., Νο.α’) « ὁδὸς πάσης ἀρετῆς καὶ ἐντολῆς Θεοῦ», «καρδιακὴ
ἡσυχία», «φυλακὴ νοός»( ό.π., σ. 141-142, Νο. γ΄), «προσοχή» , (ό.π., σ.142, Νο.ε’).
16

Παπαδιαµάντη»25, κατά το πρότυπο του «Ὅµηρον ἐξ Ὁµήρου σαφηνίζειν»26.


Γιατί τελικά ο «Παπαδιαµάντης σαφηνίζεται εξ αυτού του Παπαδιαµάντη»27.
Ξεκινώντας από αυτή την πηγοκεντρική ερµηνευτική αρχή, η παρούσα
εργασία προσπαθεί να αντλήσει τα στοιχεία των επιµέρους ερευνητικών
υποθέσεών της από το ίδιο το κείµενο28. Ταυτόχρονα προσπαθεί να αναλύσει
τα παπαδιαµαντικά κείµενα εφαρµόζοντας ένα συνδυασµό διαφορετικών
προσεγγίσεων, ήτοι φιλοσοφικής, ψυχαναλυτικής, κοινωνιολογικής, και
πρωτίστως θεολογικής- πατερικής προσέγγισης29, αυτής των νηπτικών, όπως
προαναφέραµε, Πατέρων30. Πιστεύουµε ότι η πατερική και θεολογική
προσέγγιση επιβάλλεται να µην είναι αποκοµµένη από τις υπόλοιπες
προσεγγίσεις, αλλά να συνδιαλέγεται µαζί τους. Άλλωστε, κάθε ερµηνεία

25
Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, Αθήνα,
εκδόσεις Γρηγόρη,1978, σ. 29.
26
Ωστόσο, η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη εκφράζει τους ενδοιασµούς της για την εφαρµογή αυτής της
µεθόδου από την λεγόµενη «ορθόδοξη» ή παραδοσιακή κριτική του παπαδιαµαντικού έργου, λόγω του
ότι «παραµένει επιφυλακτική, αν όχι εχθρική, προς κάθε µοντέρνα προσέγγιση. Συχνά προχωρεί και
στην ερµηνεία των κειµένων την οποία αντιλαµβάνεται ως ανακάλυψη του νοήµατος, σύµφωνα µε την
πρόθεση του συγγραφέα και χρησιµοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό είτε εσωτερικές µαρτυρίες (άλλα κείµενα)
είτε εξωτερικές (γνώσεις σχετικές µε τον Παπαδιαµάντη)» (Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
Κέδρος, Αθήνα, 1987, σ. 16-17 ). Με άλλα λόγια, θεωρεί ότι οι εκπρόσωποι αυτής της κριτικής µερικές
φορές ενεργούν το ίδιο αυθαίρετα, όσο και οι εκπρόσωποι των άλλων προσεγγίσεων, τους οποίους
ενίοτε κατηγορούν. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύουµε πως η µέθοδος αυτή παραµένει η πιο αξιόπιστη για την
προσέγγιση του παπαδιαµαντικού έργου.
27
Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», ό.π.,
σ.152.
28
Χρησιµοποιούµε ως πηγές την κριτική έκδοση των Απάντων του Α. Παπαδιαµάντη, Τόµοι Α’ – Ε’,
επιµέλεια Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλος, ∆όµος, Αθήνα [ τόµος Α’: 1981, τόµος Β’: 1982, τόµος Γ’: 1984,
τόµος ∆’: 1985 και τόµος Ε’: 1988] και την Αλληλογραφία του Α.Παπαδιαµάντη, φιλολογική επιµέλεια
Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1992. Παράλληλα, δευτερεύουσα πηγή µας
αποτελεί η Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Τ. Α’- Ε’, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήνα [ τόµος Α’:1957,
τόµος Β’: 1958 , τόµος Γ’:1960, τόµος ∆’: 1961, και τόµος Ε’:1963].
29
Αποφεύγουµε να χρησιµοποιήσουµε τον όρο «ορθόδοξη» προσέγγιση, λόγω του ότι έχει χρωµατιστεί
κατά καιρούς αρνητικά µε τις κατηγορίες του συντηρητισµού, της εµµονής σε µια µονόπλευρη ιδεολογία
και της διεκδίκησης της «αυθεντίας» για την ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη (βλ. παραπάνω υποσ.
Νο.26 καθώς και την άποψη του Ν. Μαυρίδη που κατηγορεί την ορθόδοξη κριτική του Παπαδιαµάντη ότι
«αρκείται σε µια ιδεολογικής χροιάς ανάλυση του συγγραφέα µε κύριο σκοπό να αποδείξει την άφευκτη
περιχαράκωση του κειµένου στην αποκλειστική αρµοδιότητα της ορθόδοξης θεολογικής κριτικής»,
Έρως και αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή [αδηµοσίευτη] , Πάντειο
Πανεπιστήµιο, Τµήµα ΜΜΕ, 2002, σ. 114 και σ.126 ). Κατά τη γνώµη µας, αυτές οι κατηγορίες είναι, σε
µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, άδικες. Μια προσέγγιση πάντως µε αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως και
αν ονοµάζεται, είναι έξω από τις προθέσεις µας.
30
Υπάρχει µεταξύ των πιστών η λανθασµένη εντύπωση ότι οι νηπτικοί Πατέρες απευθύνονται
αποκλειστικά στους «εκλεκτούς» - πρωτίστως µοναχούς και στη συνέχεια σε ιερείς, θεολόγους και
«προχωρηµένους στα πνευµατικά» λαϊκούς- και ότι µόνο από αυτούς µπορεί να γίνει κατανοητό και
εφαρµόσιµο το περιεχόµενο των νηπτικών κειµένων. Παραβλέπεται έτσι το γεγονός ότι οι νηπτικοί
Πατέρες, όπως άλλωστε και οι Αποστολικοί και όλοι εν γένει οι Πατέρες, απευθύνονται όχι µόνο στους
µοναχούς, αλλά σε όλους τους πιστούς, όλο το «βασίλειον ἱεράτευµα». Οι κίνδυνοι που απειλούν τον
άνθρωπο από τα ποικίλα ανθρωποκτόνα πάθη και τους πειρασµούς είναι άλλωστε κοινοί και στους
µοναχούς και στους λαϊκούς, όπως θα δούµε και στο κυρίως µέρος της παρούσης εργασίας.
Εποµένως, όχι µόνο οι µοναχοί αλλά και οι λαϊκοί χρειάζονται κάθε πολύτιµη προσφορά τρόπων και
µεθόδων αποφυγής ή αντιµετώπισης των πειρασµών και κάθαρσης των παθών µε τα οποία έρχονται
αντιµέτωποι καθηµερινά. Η «νῆψις» δηλαδή, που προβάλλεται συνεχώς από τους νηπτικούς Πατέρες,
«πρέπει να ἀσκῆται ὑπὸ πάντων τῶν πιστῶν, διότι συνιστᾷ κοινὸ καθῆκον καὶ ὄχι ἠθικὴν πολυτέλειαν»
(Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 226).
17

«ανάλογα µε το τι θεωρεί ως κυρίαρχη προεξοχή του κειµένου, επισηµαίνει,


φωτίζει και τονίζει µία ή και περισσότερες πλευρές από την ολική αλήθεια και
τη λογική του αφηγήµατος»31. Εποµένως, ούτε η θεολογική ούτε οι υπόλοιπες
προσεγγίσεις µπορούν να διεκδικήσουν το προνόµιο της απόλυτης αλήθειας,
της µοναδικής αυθεντικής ερµηνείας της λογοτεχνικής δηµιουργίας του
µεγάλου Σκιαθίτη, η αξία της οποίας παραµένει αδιαµφισβήτητη. Η µεταξύ
τους όµως «συνοµιλία» και η σφαιρική εν γένει θεώρηση του
παπαδιαµαντικού έργου µπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Η επιτυχία
αυτού του γόνιµου διαλόγου φαίνεται εξάλλου και από το άνοιγµα που έκαναν
τα τελευταία χρόνια πολλοί έγκριτοι φιλόλογοι, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι και
άλλοι µελετητές στη θεολογική θεώρηση του παπαδιαµαντικού έργου32, ένα
άνοιγµα που ξεκίνησε από τον Ζήσιµο Λορεντζάτο33.
Παρ’ όλα αυτά το εγχείρηµά µας ενέχει εξαιρετικούς κινδύνους, λόγω
του τεράστιου πνευµατικού θησαυρού που καλείται να προσεγγίσει και στη
συνέχεια να ερµηνεύσει34. Η πιθανότητα παταγώδους αποτυχίας παραµένει
ανοικτή. Για αυτό η ἐν ταπεινώσει και προσευχῇ είσοδος35 στο θαυµαστό
31
Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης τρία διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, ό.π., σ. 143 .
Όπως ακριβώς και ο σύγχρονος ορθόδοξος χριστιανός συνδιαλέγεται και επικοινωνεί µε τον κόσµο που
τον περιβάλλει χωρίς να χάνει την προσωπικότητά του ούτε να αποπροσανατολίζεται από τον τελικό
στόχο του που είναι η, κατά το µέτρο των δυνατοτήτων του, προσέγγιση της όντως Ζωής.
32
Ενδεικτικά αναφέρουµε τις µελέτες του Α. Μαντά « Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της
.
αυτοκτονίας», στη Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.169-190 τη διδακτορική διατριβή του Σ.
Παπαθανασίου Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη, Θεολογική
.
σχολή ΑΠΘ, 2005 του ιδίου ««Παπαδιαµάντης κοινωνικολογικός: «Ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
. ο
πραγµατικότητος», στη Θεολογία, ό.π., σ.237-243 του ιδίου, «Προλογικό Σηµείωµα» στον 9 Τόµο της
εκδόσεως των Απάντων ,Το βήµα βιβλιοθήκη, εκδοτ. Οργανισµός Λαµπράκη ,Αθήνα, 2011, σ. 11-16
.
[copyright: ∆όµος] του Α. Καλογερόπουλου «Ο Παπαδιαµάντης και η εµµονή στην Ορθόδοξη
.
Παράδοση ως η κατ’ εξοχήν καινοτοµία», στη Θεολογία ό.π., σ.97-102 του ιδίου, προλογικά
ο ο
σηµειώµατα στον 7 και 11 Τόµο των απάντων του Α. Παπαδιαµάντη, Το βήµα βιβλιοθήκη, εκδοτ.
ος ος .
Οργανισµός Λαµπράκη , 2011, [copyright: ∆όµος], σ. 11- 16 ( 7 Τόµος) και σ.11- 16 ( 11 Τόµος) του
Μ. Γ. Βαρβούνη « Ο Α. Παπαδιαµάντης και η Κολλυβαδική θεώρηση της ελληνικής λαϊκής λατρείας»,
στη Θεολογία, ό.π. σ. 201-216. Η θεολογική ερµηνευτική ( αποφεύγουµε τον όρο «ορθόδοξη» για τους
λόγους που αναφέρουµε στην υποσηµείωση Νο.29) που εφαρµόζει εδώ και αρκετά χρόνια ο κ. Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλος είναι ήδη γνωστή.
33
Ο Ζ. Λορεντζάτος επεσήµανε τη στενή σύνδεση του Παπαδιαµάντη µε την ορθόδοξη παράδοση και
τον ανεξάντλητο πλούτο της, γεγονός που µας «υποχρεώνει» να τη λαµβάνουµε σοβαρά υπόψη κάθε
φορά που επιχειρούµε να ερµηνεύσουµε το έργο του: «Ή θα πάροµε στα σοβαρά τον κόσµο που µας
παρουσίασε, ολόκληρο όµως τον κόσµο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης ως τις ακρότατες
συνέπειές του, και τότε θα προσπαθήσοµε να καταλάβοµε τον Παπαδιαµάντη όχι µόνο σα λογοτέχνη,
αλλά σαν πνευµατικό µας κεφάλαιο - αυτό δεν ισχυριζόµαστε πως είναι; - ή αλλιώς θα γυρίσοµε πίσω
στις αισθητικές επιφάνειες, στη «λογοτεχνία» ή στην ψυχολογία των διηγηµάτων και θα θερίσοµε ό,τι
σπείραµε: την άσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβή της ευαισθησίας µας», «Α. Παπαδιαµάντης. Πενήντα
χρόνια από το θάνατό του», στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης, Είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του,
σ.214.
34
Όπως γράφει ο Ν. Παρίσης, πολλά κείµενα του Παπαδιαµάντη είναι ανοιχτά σε πολλαπλές ερµηνείες.
Χρειάζεται λοιπόν αυτοσυγκράτηση και µετρηµένος δισταγµός. Τα κείµενα ούτως ή άλλως διατηρούν την
αξία τους. Αυτός που εκτίθεται είναι ο αναγνώστης- ερµηνευτής: «Το κείµενο είναι η σκληρή κόψη
πάνω στην οποία δοκιµάζεται η αναγνωστική του επάρκεια», Ν. Παρίση, Α. Παπαδιαµάντης. Τρία
διηγήµατα. Αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής, Μεταίχµιο, 2001, σ.203.
35
Βλ. Η. Χ. Παπαδηµητρακόπουλου ’’Ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς’’. Πέντε κείµενα για τον
Παπαδιαµάντη, Νεφέλη, Αθήνα, 1992, σ. 26 και Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον
Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1994, σ.11.
18

κόσµο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη και της Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν


Νηπτικῶν µε την ελπίδα της ελαχίστου θείας φωτίσεως, ώστε να αποφευχθεί
η «εἰς κρηµνόν» πτώση, θεωρείται «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Ιδιαίτερης δε
σηµασίας είναι και η υπ- ακοή36 στα θαυµάσια τα οποία µας αποκαλύπτονται.
γιατί, όπως θα διαπιστώσουµε, το έργο του Σκιαθίτη είναι µια λογοτεχνική
«αποκάλυψη» του εσώτερου «εἶναι» του ανθρώπου.
Βασική λοιπόν µέριµνα της παρούσης εργασίας είναι να παρουσιάσει
και να ερµηνεύσει τον έρωτα και την αγάπη στο παπαδιαµαντικό έργο υπό το
φως της διδασκαλίας των θεοφόρων νηπτικών Πατέρων. Με αυτόν τον τρόπο
σκοπεύουµε να αναδείξουµε τον πλούτο των πατερικών κειµένων που
βρίσκεται ως «παλίµψηστος γραφή» πίσω από τα παπαδιαµαντικά κείµενα37.
Είναι, άλλωστε, τέτοια η αφοµοίωση και η ενσωµάτωσή τους στη γραφή του
που σε αρκετές περιπτώσεις αναδεικνύονται ως προσωπικές- πρωτότυπες
απόψεις του συγγραφέα38.

Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αναφερθούµε σε ορισµένες


από τις µελέτες που ασχολήθηκαν µε το οµολογουµένως αστείρευτο θέµα του
έρωτα και της αγάπης. Κρίνουµε σκόπιµο να παρουσιάσουµε αρχικά
ορισµένες γενικές µελέτες39 και στη συνέχεια κάποιες από τις ειδικές µελέτες

36
Πρώτιστη µέριµνα κάθε αναγνώστη και κάθε µελετητή του παπαδιαµαντικού έργου είναι η άσκηση
στο πώς να σ ι ω π ά και να α κ ο ύ ε ι αυτά που του λέει ο Σκιαθίτης. Γιατί µόνο τότε µπορεί να
ανοίξει η καρδιά του και να εισέλθουν µέσα του τα βαθύτερα µηνύµατα του κορυφαίου Έλληνα
λογοτέχνη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δώσει στο «θυρωρό» της ψυχής του την ίδια διαταγή που
έδωσε ο Β. Γαβριηλίδης στον ταλαίπωρο θυρωρό της «Ακροπόλεως»: «Να µπαίνει ( ὁ Παπαδιαµάντης)
µέσα ἀπ’ εὐθείας χωρὶς να τὸν ἐρωτᾷ», Αλληλογραφία, Επιστολές άλλων, επιστολή Νο.173, σ.141,
στ.7-8. Βλ. επίσης Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», ό.π., σ.152.
37
Όπως γράφει και ο Σ. Παπαθανασίου «οι οντολογικές κατηγορίες του ανθολογίου µε τα πατερικά
κείµενα αναγνωρίζονται και στη διηγηµατογραφία του Σκιαθίτη. Κυκλοφορούν -ενίοτε υπογείως- στις
σελίδες του µετασχηµατισµένες σε λογοτεχνικές εικόνες, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Μπαστιά ότι η
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών «στάθηκε το µεγάλο εντρύφηµα της ζωής του». Και σε επόµενη ενότητα
δανείζεται το σχετικό χωρίο από την «Ἔκθεσι περὶ τῶν ῥητῶν τοῦ ἱεροῦ συµβόλου» του Αγίου Συµεών,
αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, γράφοντας πως ο Παπαδιαµάντης «οὔτε αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ συνέγραψε
τὸ λογοτεχνικό ἔργο τοῦ, ἀλλ’ ἐρανισάµενος ἐκ τῶν θείων χρησµῶν τάς ῥήσεις καὶ τὴν γνῶσιν
εὐσεβοφρόνως τὸ συνέταξεν», Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α.
Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005,
σ.60 και σ.224.
38
Σε αρκετά έργα του ο Παπαδιαµάντης «αναπλάθει» το φιλοκαλικό υλικό δηµιουργώντας νέο υλικό,
όπως παρατήρησε ο Λ. Σιάσος στο µελέτηµά του «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για
τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», ό.π., σ.164.
39
Με το θέµα του έρωτα και της αγάπης έχουν ασχοληθεί πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Αναφέρουµε
ενδεικτικά τους ακόλουθους συλλογικούς τόµους , βιβλία και αφιερώµατα περιοδικών: Έρως και γάµος,
επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972 , όπου φιλοξενούνται κείµενα του ιδίου, του Τ.
.
Ζαννή, του Τ.Κ. Παπατσώνη, του P. Sherrard, του ∆. Χίου κ.ά. Έρως Θεού, έρως ανθρώπων,
αφιέρωµα του περιοδικού Σύναξη, τ.32, 1989, όπου φιλοξενούνται κείµενα του π. Ι. Μέγιεντορφ, του Η.
.
Βουλγαράκη, του Χ. Γιανναρά, του π. Φ. Φάρου, του π. Μ. Ευδοκίµωφ κ.ά. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο
.
και ο έρως, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1987 του ιδίου , Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, εκδόσεις ∆όµος,
.
Αθήνα, 1990 Χ. Βάντσου, Σ. Φωτίου, Ι. Καραβιδόπουλου, Αγάπη και γάµος, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
.
1995 Χ.Α. Σταµούλη., Φύση και Αγάπη και άλλα µελετήµατα, Εκδόσεις «τό Παλίµψηστον»,
. .
Θεσσαλονίκη, 2007 του ιδίου, Έρως και Θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 2009 Έρωτας και
σεξουαλικότητα. Αφήγηση διεπιστηµονική. Από την αρχαιότητα στο σήµερα. Από τους µικροοργανισµούς
19

που αφορούν τον έρωτα και την αγάπη στο παπαδιαµαντικό έργο40.
Ξεχωριστή αναφορά θα γίνει επίσης και σε δύο από τις µελέτες που
ασχολήθηκαν µε τη φιλοκαλική βάση των κειµένων του41. Λόγω της εξαιρετικά
µεγάλης έκτασης της σχετικής µε το έργο του Παπαδιαµάντη βιβλιογραφίας,
µιας βιβλιογραφίας που πλουτίζεται συνεχώς µε αφιερώµατα περιοδικών,
λευκώµατα, µελέτες και νέες εκδόσεις των έργων του42, είναι ιδιαίτερα
δύσκολο να καλυφθεί για το θέµα µας ο ανεξάντλητος θησαυρός της «περί
του παπαδιαµαντικού έργου» γραφής 43. Παρ’ όλα αυτά έγινε προσπάθεια να
συµπεριληφθούν οι σηµαντικότερες µελέτες.

Ένα από τα βιβλία που αφορούν γενικά τον έρωτα και παρουσιάζουν
ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτό του π. Φιλόθεου Φάρου µε τίτλο Ἔρωτος
φύσις. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο π. Φάρος αναπτύσσει ενδελεχώς
τη λανθασµένη «επιβητορική», όπως τη χαρακτηρίζει, αντίληψη για τον
έρωτα, η οποία έχει επικρατήσει στη σηµερινή εποχή και ταλαιπωρεί σε
µεγάλο βαθµό την πλειοψηφία των σύγχρονων ανθρώπων κάθε ηλικίας.
Τραγική συνέπεια αυτής της αντίληψης, που εξελίσσεται σταδιακά σε στάση
ζωής, είναι η προσέγγιση του ερωτικού συντρόφου ως «αντικειµένου» προς
ικανοποίηση κάποιων «βιολογικών» αναγκών, η εσωτερική σύγχυση και εν
τέλει η αποµόνωση του ανθρώπου από το συνάνθρωπο44. Στη συνέχεια
επισηµαίνεται η σηµασία του αγγίγµατος για την ψυχοσωµατική αρµονία των
ανθρώπων τόσο σε επίπεδο φιλικό, όσο και οικογενειακό µεταξύ των
συζύγων, των γονέων και των παιδιών µε παραδείγµατα από την Καινή

στον άνθρωπο, επιµέλεια Χ.Α. Σταµούλη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2014, όπου φιλοξενούνται κείµενα
του ιδίου, του Μ. Κωνσταντίνου, του Π. Βασιλειάδη, του Π. Υφαντή, του Φ. Ιωαννίδη, της Ε. Τσάτσου
. .
κ.ά. Χ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2014
Γάµος, Αγάπη, Έρωτας, επιµέλεια Χ. Φωτίου, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2015, όπου φιλοξενούνται
κείµενα του ιδίου, του π. Ευδοκίµωφ, του Μητροπολίτη ∆ιοκλείας Καλλίστου, του πρωτοπρεσβύτερου Α.
Κ. Καλυβά κ.ά.
40
Η ερµηνευτική προσέγγιση του θέµατος αυτού προσοµοιάζει µε την αντίστοιχη της «Φόνισσας». Παρά
το γεγονός ότι για το διήγηµα αυτό έχουν γραφεί απειράριθµες µελέτες ακόµη και διδακτορικές
διατριβές, εξακολουθεί να αποτελεί αστείρευτη πηγή έµπνευσης για παλαιούς και νέους µελετητές.
Αποτέλεσµα αυτού είναι να βγαίνουν στο φως της δηµοσιότητας συνεχώς νέες ερµηνείες και
προσεγγίσεις του αναδεικνύοντάς το σε ένα από τα πιο πολυσυζητηµένα και πολυαναλυµένα κείµενα
της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το ίδιο συµβαίνει και µε το θέµα του έρωτα και της αγάπης στον
Παπαδιαµάντη που παραµένει πάντα ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις.
41
Βλ. παραπάνω, υποσηµείωση Νο.15.
42
Εξαιρετικά σηµαντική για την προώθηση της έρευνας του παπαδιαµαντικού έργου είναι και η
δηµιουργία της ιστοσελίδας www.papadiamantis.net που είναι αφιερωµένη στο συγγραφικό και
µεταφραστικό έργο του και η οποία, µεταξύ άλλων, φιλοξενεί και ορισµένες από τις πιο γνωστές µελέτες
που έχουν γραφεί για αυτό.
43
Μάλιστα µε την πρόσφατη στροφή της έρευνας στις παπαδιαµαντικές µεταφράσεις κορυφαίων έργων
της παγκόσµιας λογοτεχνίας ανοίγονται νέες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ατραποί στην έρευνα. Βλ.
ο
ενδεικτικά το 2 τόµο των Πρακτικών Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα,
2012.
44
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ανθρώπου που προασπίζεται αυτήν την άποψη στο παπαδιαµαντικό
έργο αποτελεί ο Μάρκος Σανούτος στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν» (βλ. σχετικά ενότητα 2.2. του
πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα υποσηµείωση Νο. 292).
20

∆ιαθήκη, τους βίους των Αγίων, το αρχαίο ήθος και τη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας 45.
Ο έρωτας, κατά τον π. Φάρο, είναι «η βάση της ζωής, η ορµή προς
ένωση στην οποία µόνο υπάρχει ζωή, είναι το πάθος για τον άλλον, όχι για το
άλλο, το πάθος για τον άλλο ως πρόσωπο, όχι για τον άλλο ως αντικείµενο»46
και αποτελεί την κινητήρια δύναµη για κάθε σηµαντική ανθρώπινη
δραστηριότητα στο χώρο της επιστήµης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της
ζωής εν γένει. Ο αληθινός έρωτας δεν έχει καµία σχέση µε την κατοχή, αλλά
αποτελεί µια διαρκή αναζήτηση του άλλου, τον οποίο προσπαθούµε να
συναντήσουµε βαθύτερα και ουσιαστικότερα47. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Όταν αισθανόµεθα ότι κατέχουµε τον άλλον, ο έρως µας για τον άλλον έχει
πεθάνει. Γιατί για να ζη ο έρως πρέπει να υπάρχη κάτι που του λείπει και το
οποίο θα αναζητή. και ο άλλος σαν πρόσωπο που είναι θα έχη πάντα κάτι
που θα µας λείπη και που θα µπορούµε να αναζητάµε σ’ αυτόν»48.
Όταν ο άνθρωπος διακατέχεται από γνήσιο έρωτα, στο πρόσωπο του
άλλου βλέπει «την εικόνα του Θεού, τον ίδιο το Θεό»49. Για αυτό και οι
Πατέρες της Εκκλησίας χρησιµοποιούν τη λέξη έρως για να περιγράψουν την
εσωτερική δύναµη που ωθεί τον άνθρωπο προς τον Θεό. Εποµένως, δεν
είναι τυχαίο ότι αποκαλούν συχνά έρωτα τον ίδιο τον Θεό, ενώ αντικαθιστούν
συνήθως τη λέξη αγάπη µε τη λέξη έρωτας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο π.
Φάρος θεωρεί απαράδεκτο να διαφοροποιούµε τον θείο από τον ανθρώπινο
έρωτα, αφού η φύση και των δύο είναι ίδια50.
Στη συνέχεια, αναπτύσσοντας την πλατωνική αντίληψη για τον έρωτα,
επισηµαίνει πως ο γνήσιος έρωτας είναι έρωτας κάθε αγαθού και επιζητεί την
τέλεια πλήρωση όχι απλώς το άλλο του µισό. Όταν ο έρωτας είναι αληθινός,
καθίσταται το πέρασµα µέσα από το οποίο «ο εραστής συναντά ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δηµιουργία»51, ενώ απώτερος σκοπός του
είναι η θέα του απόλυτου κάλλους52.

45
Βλ. Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990, σ. 27-38. Για τις τραγικές συνέπειες που µπορεί να
έχει ειδικά η απουσία του µητρικού αγγίγµατος και της µητρικής στοργής βλ. υποενότητα 2.1.3 του
δευτέρου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
46
Ό.π., σ. 40.
47
Ό.π. σ.42. Σε αυτή τη διαπίστωση οδηγούµαστε διαβάζοντας και το έργο του Α. Παπαδιαµάντη όπου
στην πλειοψηφία του ο έρωτας των ηρώων του παραµένει ανεκπλήρωτος ή µονόπλευρος χωρίς όµως
να χάνει καθόλου την ένταση και την αξία του. Οι παπαδιαµαντικοί ήρωες αναζητούν διαρκώς τον έρωτα
στη φύση, στο συνάνθρωπο, στο Θεό βιώνοντας µε αυτόν τον τρόπο το ουσιαστικό του νόηµα
ανεξάρτητα από την τελική έκβαση. Όπως γράφει και ο Χ. Γιανναράς στο βιβλίο του Ενάντια στη
θρησκεία, ο έρωτας ως τρόπος ζωής και τρόπος γνώσης, ως στάση ζωής «είναι πάντοτε µια δυναµική
επιδίωξη, ποτέ µια οριστική κατάκτηση -πάντοτε ‘’ ἀτέλεστος τελειότης’’», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα,
2007, σ.99.
48
Ό.π. σ.42.
49
Ό.π. σ.43.
50
Ό.π. σ. 44.
51
Ό.π. σ.67. Για την «ερωτική» αυτή σχέση ανάµεσα στον άνθρωπο και τη δηµιουργία παραπέµπουµε
στην ενότητα 6 της παρούσης εργασίας µε τίτλο «Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της
αγάπης Του για τον άνθρωπο».
52 ου
Βλ. σχετικά την υποενότητα 1.3. του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα την
υποσηµείωση Νο.258.
21

Επιστρέφοντας στο δεύτερο κεφάλαιο στη σύγχρονη προσέγγιση του


έρωτα, διαπιστώνει ότι η απουσία αξιών και η άγνοια του αληθινού νοήµατος
της αγάπης οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτονόµηση του σωµατικού έρωτα και
στην πλήρη αποσύνδεσή του από το συναίσθηµα και φυσικά την αγάπη. Αυτή
όµως η «µηχανιστική» αντίληψη για τον έρωτα καταλήγει στην αλλοτρίωση, τη
µοναξιά και την αποπροσωποποίηση του σηµερινού ανθρώπου53. Για αυτό
και αδυνατεί να κατανοήσει πως η αληθινή ερωτική εµπειρία περιλαµβάνει
«ουσιαστική συνάντηση και ανεπιφύλακτη αυτοεγκατάλειψη»54, ενώ ο
αυτονοµηµένος σωµατικός έρωτας καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου και
παραβλέπει την πραγµατική του φύση που είναι φύση αγαπητική55. Ωστόσο,
παρά την προσπάθεια των σύγχρονων ανθρώπων να απωθήσουν τον όντως
έρωτα µέσω του αυτονοµηµένου σωµατικού έρωτα, εκείνος εξακολουθεί να
επιστρέφει και να συνταράσσει την ανθρώπινη ύπαρξη56.
Στο τρίτο κεφάλαιο ο π. Φάρος πραγµατεύεται τη σχέση του έρωτα µε
το θάνατο57. Η γνώση της πραγµατικότητας του θανάτου δίνει ένταση και
βάθος στον έρωτα τον οποίο βιώνουµε. Το τραγικό δηλαδή στοιχείο που
προσδίδει ο θάνατος ή γενικά η απώλεια στον έρωτα βαθαίνει και εξευγενίζει
την ερωτική εµπειρία. Συνεπώς, το τραγικό πλουτίζει τον έρωτα προσδίδοντάς
του αξία και µεγαλείο, ενώ γεννά και µερικά από τα πιο βαθιά ανθρώπινα
συναισθήµατα, όπως το έλεος, η συµπάθεια και η κατανόηση58 που
συνεισφέρουν στην προσέγγιση της ουσίας του.
Συνεχίζοντας την µελέτη του, εξετάζει στο τέταρτο κεφάλαιο τη σύνδεση
του έρωτα µε το δαιµονικό στοιχείο, το οποίο προσεγγίζει σύµφωνα µε την
αρχαία ελληνική παράδοση. Πρόκειται για µια εσωτερική ορµή ή ώθηση του
ανθρώπου την οποία, µέσα στα πλαίσια της ελευθερίας του, ασκεί είτε για την
πραγµάτωση του καλού είτε για την πραγµάτωση του κακού. Όταν ο
άνθρωπος ελέγχει την ορµή αυτή οδηγείται στη δηµιουργία και στην
ανάπτυξη. Αντιθέτως, όταν δεν µπορεί να την ελέγξει, τότε διασαλεύεται η
εσωτερική του ενότητα και οι σχέσεις του µε τους άλλους59. Κατ’ αναλογία,
όταν διαθέτει υγιή αντίληψη για τον έρωτα, µπορεί να αναπτύξει σχέσεις
αµοιβαιότητας, τρυφερότητας και αληθινής αγάπης, ενώ όταν διαθέτει την
αλλοιωµένη «επιβητορική» αντίληψη χρησιµοποιεί την ορµή αυτή για να
επιβληθεί και να κυριαρχήσει στον άλλο60.
Ολοκληρώνοντας τη µελέτη του, ο π. Φάρος παρουσιάζει τη θέση του
έρωτα στη χριστιανική παράδοση. Όπως τονίζει, η Εκκλησία µε τις
53
Ό.π., σ.90.
54
Ό.π., σ.92.
55
Ό.π., σ. 95-100.
56
Ό.π., σ. 116-121.
57
Και στο παπαδιαµαντικό έργο ο έρωτας συνδέεται συχνά µε το θάνατο είτε ως πραγµατικότητα (βλ.
π.χ. «Ἡ δασκαλοµάννα», «Μέ τὸν πεζόβολο») είτε ως απώλεια του αγαπηµένου προσώπου, λόγω
γάµου µε κάποιον άλλο ( βλ. π.χ. «Ἔρως ἥρως», «Ἡ Νοσταλγὸς»»), µακράς απουσίας για
επαγγελµατικούς λόγους ( βλ. π.χ. «Ὁ Ἀµερικάνος», «Τὰ µαῦρα κούτσουρα») κ.ά.
58
Ό.π. σ.136-137.
59
Ό.π.σ.157.
60
Ό.π. σ.158.
22

διδασκαλίες της για τη δηµιουργία και την ενσάρκωση κρατάει µια θετική
στάση απέναντι στον φυσικό υλικό κόσµο, στο σώµα και στον έρωτα. Αν και
συχνά της τέθηκε το δίληµµα του δυϊσµού, που βλέπει την ύλη ως κάτι κακό
και προτιµά το πνεύµα, εκείνη αντιστάθηκε61 στο µέτρο του δυνατού . Όσον
αφορά δε τη στάση που κράτησε ο ίδιος ο Χριστός απέναντι στους
ανθρώπους που παρεκτράπηκαν ερωτικά, επισηµαίνεται η συγκατάβαση και
η κατανόηση µε την οποία τους αντιµετώπισε62 σε αντίθεση µε την
αυστηρότητα που κράτησε απέναντι στους «ηθικούς» και θεωρητικά
άµεµπτους γραµµατείς και Φαρισαίους63. Ακόµη, µέσα από την ερµηνεία της
παραβολής του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, αναδεικνύεται η
σοβαρότητα του αµαρτήµατος της φιλαυτίας και του εγωκεντρισµού που
τιµωρείται πολύ αυστηρά στην µετά θάνατον ζωή64. Το κριτήριο µε το οποίο
θα κριθούν τελικά η άνθρωποι, όπως αναδεικνύεται και από την παραβολή
της δευτέρας Παρουσίας, είναι η προσφορά ή µη αγάπης προς το
συνάνθρωπο. Μέσα από αυτά τα παραδείγµατα ο π. Φάρος επισηµαίνει ότι ο
Χριστός δε θεωρεί τον σαρκικό έρωτα ως τη µεγαλύτερη αµαρτία, αλλά την
έλλειψη αγάπης προς το συνάνθρωπο και το Θεό. Όταν ο έρωτας βοηθάει τον
άνθρωπο να απεγκλωβιστεί από τον εγωκεντρισµό του και να αναζητήσει τον
άλλο βλέποντάς τον όπως πραγµατικά είναι, µε τα ελαττώµατα και τις
ελλείψεις του, και όταν το ενδιαφέρον του για τον άλλο τον οδηγεί στη θυσία
των δικών του επιθυµιών για χάρη των αναγκών του άλλου, τότε προχωρά
στο δεύτερο στάδιό του που είναι η αγάπη65.
Μετά την συνοπτική παρουσίαση των απόψεων ορισµένων Πατέρων
για το θέµα του έρωτα, όπου τονίζεται µε έµφαση το ενοποιητικό του
στοιχείο66, ο π. Φάρος καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ο έρωτας, πάνω από
όλα, είναι η ένωση δύο προσώπων και η βάση κάθε αληθινής σχέσης. Υπό
αυτή την οπτική, αποτελεί το µεγαλύτερο δώρο του Θεού, που βοηθά τον
άνθρωπο να φθάσει στον τελικό του στόχο, τον έρωτα προς τον ίδιο το Θεό67.

Το θέµα του έρωτα απασχόλησε και το Χ. Γιανναρά σε δύο βιβλία του.


Στο πρώτο από αυτά µε τίτλο Το πρόσωπο και ο έρως68 ο Γιανναράς
αναπτύσσει τη σηµασία της έννοιας του προσώπου και τη σύνδεσή του µε τον

61
Ό.π.,σ.191-197. Ωστόσο, λίγο παρακάτω αναφέρει ότι στο µέρος που αφορά τον έρωτα «δεν
µπόρεσε να αποκρούση επαρκώς το δέλεαρ του δυϊσµού», κάτι που ο π. Φάρος θεωρεί ασυνέπεια (βλ.
σ.197).
62
Βλ. σ. 203, όπου αναφέρεται η φιλάνθρωπη στάση του Χριστού απέναντι στη µοιχαλίδα (Ιω.8,11),
στην πόρνη που άλειψε µε µύρο τα πόδια του (Λκ. 7,47) και στη Σαµαρείτιδα (Ιω.4, 7-26). ∆εν
παραλείπεται επίσης η σηµαίνουσα παραβολή του Ασώτου Υιού (Λκ.15, 11- 32).
63
Αντίστοιχη στάση ακολουθεί και ο Παπαδιαµάντης, όπως θα δούµε στο κυρίως µέρος της παρούσης
εργασίας.
64
Ό.π. σ. 205.
65
Ό.π. σ. 207-208. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της εξελικτικής πορείας του έρωτα προς την
ανιδιοτελή αγάπη στο παπαδιαµαντικό έργο είναι η Σεραϊνώ η Κουµπίνα στο «Γάµο του Καραχµέτη».
66
Ό.π., σ.225-231.
67
Ό.π., σ.237.
68
Το βιβλίο αυτό αποτελεί επανέκδοση της διδακτορικής του διατριβής µε τίτλο Το οντολογικόν
περιεχόµενον της θεολογικής έννοιας του προσώπου, Αθήνα, 1970.
23

έρωτα69. Το πρόσωπο ή υπόσταση διαφοροποιείται από την ουσία ή φύση µε


βάση τη µοναδικότητα και την ανοµοιότητα των ιδιωµάτων. Το «ιδιάζον», η
ετερότητα, είναι το πρόσωπο, ενώ το γενικό, η κοινότητα των γνωρισµάτων,
είναι η φύση. Ωστόσο, το «ιδιάζον» του προσώπου, η ετερότητά του, δεν
προσεγγίζεται νοητικά, αλλά βιώνεται ως γεγονός, ως µια µοναδική και
ανεπανάληπτη σχέση70. Η δυναµική ολοκλήρωση αυτής της σχέσης είναι ο
έρως των Πατέρων, «η αγαπητική φορά και κίνηση της εξόδου από την
ατοµικοποιηµένη στον χώρο των αντικειµένων ύπαρξη για την πραγµάτωση
της κατεξοχήν σχέσης»71. Αυτός ο έρωτας βρίσκει τελικά την ολοκλήρωσή του
ως «προσωπική αναφορά» του ανθρώπου προς τον Θεό, την πηγή του
αληθούς έρωτα.
Μέσα στα πλαίσια αυτά και ο κόσµος, το αποκαλυπτικό αυτό
δηµιούργηµα του Θεού, το «αδιάστατο ερωτικό γεγονός»72, αποτελεί κατά
βάθος µια κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο για αγαπητική σχέση και
κοινωνία73. Η Χάρη του Θεού, που συνέχει όλο τον κόσµο, αποκαλύπτεται ως
«προσφορά αγάπης» προς το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και το καλεί σε µια
αποκλειστική, προσωπική σχέση µαζί Του.
Στη συνέχεια τονίζεται η άµεση σύνδεση του έρωτα µε τη γνώση του
αγαπηµένου προσώπου. Η γνώση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη µιας
αγαπητικής σχέσης µέσα στα πλαίσια µιας αµοιβαίας αγαπητικής
αυτοπροσφοράς. Κορύφωση της γνώσης αυτής είναι και πάλι η -κατά το
µέτρο του δυνατού- γνώση του Θεού που αποτελεί «ένα εµπειρικό γεγονός
δυναµικής αναγνώρισης και κατάφασης της ερωτικής έκστασης του Θεού-
γεγονός µετοχής σε άλλον τρόπο υπάρξεως, στην όντως ζωή του ακτίστου»74.
Στο δεύτερο µέρος του βιβλίου αναπτύσσεται περαιτέρω η λειτουργία
της φυσικής οµορφιάς ως κλήση σε κοινωνία και σχέση. Ωστόσο, όπως
διαπιστώνει ο κύριος Γιανναράς, πολλές φορές η κλήση της οµορφιάς του
κόσµου προς µια πληρωµατική κοινωνία και σχέση αναδεικνύεται ανέφικτη
λόγω του εγωκεντρισµού που διακρίνει τον άνθρωπο. Ο φίλαυτος άνθρωπος
βλέπει την κλήση αυτή µέσα στα πλαίσια της ατοµικής του ικανοποίησης και
αυτάρκειας. Κατά συνέπεια, αδυνατεί να συνάψει µια αληθινά προσωπική
σχέση και αυτοπροσφορά µεταβάλλοντας την οµορφιά σε µια ανέφικτη δίψα
για πληρότητα75. Ο µόνος τρόπος για να συναντήσει ο άνθρωπος το αληθινό
κάλλος του κόσµου είναι η παραίτηση από το ατοµικό του θέληµα, την
αυτονοµηµένη του φύση, την επιθυµία για ατοµική ικανοποίηση, τις φυσικές

69
Στην παρουσίαση που ακολουθεί δίνουµε έµφαση στα σηµεία εκείνα που αφορούν τις απόψεις του Χ.
Γιανναρά για τον έρωτα, ο οποίος αποτελεί και το ερευνητικό µας πεδίο.
70
Το πρόσωπο και ο έρως, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1987, σ. 33-35.
71
Ό.π., σ.37.
72
Ό.π., σ.163.
73
Ό.π.,σ.96. Για την ανταπόκριση του ανθρώπου σε αυτή την κλήση όπως παρουσιάζεται στο
ου
παπαδιαµαντικό έργο βλ. ενότητα 6 του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
74
Ό.π.,σ.101. Όπως γράφει ακολούθως, η γνώση του Θεού αναφέρεται τελικά στην «εσωτερική,
προσωπική ανακάλυψη και βεβαιότητα του ανθρώπου ότι σε αυτόν αποκλειστικά απευθύνεται η
ερωτική έκσταση του Θεού (το δώρηµα της ζωής), ότι είναι γνωστός και αγαπηµένος του Θεού και,
εποµένως, δεν έχει παρά να απαντήσει θετικά στην ερωτική αυτή κλήση».
75
Ό.π., σ. 119.
24

απαιτήσεις των αισθήσεων. Αυτή η παραίτηση επιτυγχάνεται µέσα από την


άσκηση76. Μέσω της ασκήσεως απελευθερώνονται οι «προσωπικές
δυνατότητες του ανθρώπου, οι δυνατότητες κοινωνίας και αγαπητικής
αυτοπροσφοράς»77, ενώ ο άνθρωπος αποκτά σταδιακά τη δυνατότητα να
διακρίνει «πέρα από τις φαντασίες των φαινοµένων, την αλήθεια των
πραγµάτων»78. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος ανταποκρίνεται δυναµικά
στην αγάπη του Θεού και επανακτά τον αρχικό του ρόλο ως «µεσίτης»
ανάµεσα στο Θεό και τον κόσµο συγκεφαλαιώνοντας την ερωτική αλληλουχία
της κτίσης στην προσωπική αναφορά της στο Θεό79.
Αξιοσηµείωτη είναι η επισήµανση της διαφοροποίησης ανάµεσα στον
«ὄντως ἔρωτα» που ταυτίζεται µε την «ερωτική- καθολική αναφορά του
προσώπου» και στο «µεριστό, σωµατοπρεπή και διῃρηµένο» έρωτα, ή
αλλιώς «εγωκεντρικό ερωτισµό», που ταυτίζεται µε την «ερωτική έκσταση της
φυσικής ατοµικότητας». Ο «µεριστός» αυτός έρωτας αποτελεί φυσική
αναγκαιότητα και αποβλέπει στην αυτοσυντήρηση της φύσης, στη διαιώνιση
του είδους, ενώ πραγµατοποιείται ως «κίνηση αυτοϊκανοποίησης της
ατοµικότητας»80. Στην περίπτωση αυτή η κίνηση προς τον «άλλο» παραµένει
εγκλωβισµένη µέσα στα όρια της φύσης, προσεγγίζοντάς τον ως αντικείµενο
ατοµικής ηδονής. Αντίθετα, ο «ὄντως ἔρως» µεταθέτει σταδιακά την ερωτική
ατοµική έκσταση στην αµεσότητα της προσωπικής σχέσης, µιας σχέσης που
χαρακτηρίζεται από καθολικότητα και διάρκεια κοινωνίας81. Κατά συνέπεια ο
έρωτας «ξαναγίνεται δυνατότητα να υπερβεί ο άνθρωπος τη φυσική του
ατοµικότητα, τη δουλεία στη χρονική διαδοχή των στιγµών του πόθου, να
πραγµατώσει το µυστήριο της κοινωνίας των φύσεων στον αδιάστατο χώρο
της ερωτικής αυτοπροσφοράς»82.
Στο τρίτο µέρος του βιβλίου γίνεται αναφορά, µεταξύ άλλων, και στην
έννοια του ανθρώπινου ήθους που κυµαίνεται ανάµεσα στην εγωκεντρική
αυτάρκεια της ατοµικότητας ή, αλλιώς, τον «παρά φύσιν» ατοµικό τρόπο της

76
Όπως αναφέρει παρακάτω, η ορθόδοξη άσκηση είναι ο θεληµατικός θάνατος της εγωιστικής
ατοµικότητας και η σταδιακή ολοκλήρωση του προσωπικού τρόπου της υπάρξεως, ό.π., σ. 167.
77
Ό.π., σ.120. Πράγµατι, όσοι από τους ήρωες και τις ηρωίδες του Παπαδιαµάντη βιώνουν στην
καθηµερινή τους ζωή αυτή την «ασκητική» παραίτηση από το ίδιον θέληµά τους, διακρίνονται για τη
διαρκή προσφορά ανιδιοτελούς αγάπης προς τους συγγενείς και τον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο.
Ταυτόχρονα, παρά τις αµέτρητες δυσκολίες που αντιµετωπίζουν, εκπέµπουν µια εσωτερική πληρότητα
που καθίσταται έκδηλη σε κάθε τους ενέργεια, όπως θα δούµε αναλυτικά και στο κυρίως µέρος της
εργασίας.
78
Ό.π., σ.120.
79
Ό.π., σ. 164.
80
Χαρακτηριστικό παράδειγµα των δύο αυτών διαφορετικών τρόπων βίωσης του έρωτα αποτελούν ο
Ιωάννης Βενδίκης και ο Μάρκος Σανούτος στους «Ἐµπόρους των Ἐθνῶν» (βλ. αναλυτικά την
ου
υποενότητα 5.4.2 του 1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας). Επίσης, την άποψη του Παπαδιαµάντη
για το «µεριστό», φίλαυτο έρωτα του ανθρώπου που τον καθιστά «αὐτοείδωλον τοῖς πάθεσι» την
συναντούµε στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια» δια στόµατος του Σταµάτη του Αταίριαστου (βλ. ενότητα 2.2. του
ου
1 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και ειδικότερα τις σ. 115-117).
81
Ό.π., σ. 188-191.
82
Ό.π., σ. 203.
25

υπάρξεως και στην προσωπική, «κατά φύσιν» αγαπητική σχέση83. Ο


άνθρωπος κάνοντας χρήση της ελευθερίας που του δόθηκε από τον ίδιο τον
Θεό επιλέγει τη στάση ζωής που θα ακολουθήσει.
Στη συνέχεια, ο Χ. Γιανναράς επισηµαίνει την ιδιαίτερη λειτουργία της
Εικόνας στην ορθόδοξη παράδοση. Σύµφωνα µε την πατερική θεώρηση η
Εικόνα αντιπροσωπεύει τη γνώση ολόκληρης της ανθρώπινης υπόστασης,
του νου και της καρδιάς, του ήθους και του είναι του ανθρώπου84. Η βυζαντινή
εικόνα εικονίζοντας συγκεκριµένα πρόσωπα κατορθώνει να «‘’περιγράψει’’
έναν τρόπο ύπαρξης: την υπέρβαση της οντικής ατοµικότητας, την
αποκατάσταση του προσώπου στην υπαρκτική του ολοκλήρωση». Κατά
συνέπεια οι εικόνες του Χριστού και των Αγίων λειτουργούν ως «κλήση
µετοχής στον προσωπικό τρόπο της υπάρξεως», ενώ η δυναµική
ανταπόκριση του ανθρώπου σε αυτή την κλήση καθιστά δυνατή τη γνώση του
πρωτοτύπου85.
Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η πτώση του ανθρώπου ως
έκπτωση από τη δυνατότητα να συνάψει προσωπική σχέση µε το Θεό και µε
τον συνάνθρωπο. Κατά συνέπεια, εκπίπτει στο «υπαρκτικό επίπεδο της
φυσικής ατοµικότητας» και «στο λήθαργο της ατοµικής αυτοτέλειας»86
µένοντας κλεισµένος στον εαυτό του. Αυτός ο εγκλωβισµός στην
«εγωκεντρική αυτονοµία της ατοµικότητας» κάνει συχνά τον άνθρωπο να
βλέπει τον «άλλο» ως κόλαση. Η πραγµατική όµως κόλαση συνίσταται
ακριβώς στην αδυναµία του ανθρώπου να αγαπήσει87, στην ελεύθερη επιλογή
του να παραµείνει µόνος, αρνούµενος την κοινωνία µε τη θεία ερωτική
αγαθότητα88.
Αυτή η κόλαση αναιρείται στο πρόσωπο του Χριστού, που σαρκώθηκε
και ένωσε τη θεία µε την ανθρώπινη φύση. Η θεία ενανθρώπιση αποτελεί το
πρότυπο της πνευµατικής µας αναγέννησης. Όπως κενώθηκε ο Λόγος του
Θεού, όπως «άδειασε» από κάθε στοιχείο υπαρκτικής αυτοτέλειας για να
φανερώσει τον αγαπητικό τρόπο υπάρξεως της Αγίας Τριάδας, έτσι και ο
άνθρωπος χρειάζεται να κενώσει τη φυσική του ατοµικότητα, να µετανοήσει,
να αλλάξει τρόπο ζωής και να αναγεννηθεί υπαρκτικά: να «πεθάνει» δηλαδή ο
«παλαιός άνθρωπος» της ατοµικής αυτοτέλειας και να «αναστηθεί» ο «καινός
άνθρωπος» της αγαπητικής αυτοπροσφοράς και σχέσης89.

83
Ό.π., σ. 232.
84
Ό.π., σ. 240.
85
Ό.π., σ. 248.
86
Ό.π., σ. 288-289.
87
Αυτή την αδυναµία του πτωτικού ανθρώπου να αγαπήσει το Θεό και το συνάνθρωπο τη συναντούµε
σε αρκετούς εµπαθείς παπαδιαµαντικούς ήρωες, όπως ο Σανούτος , ο Μιρχάν, ο Σκιάχτης («Οἱ
Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»), η Ζαφείραινα, η Πολυτίµη ( «Οἱ Κουκλοπαντρειές»), ο Ζάχος και η ανώνυµη
γυναίκα του («Οἱ λίρες τοῦ Ζάχου»), ο κυρ- Κοσµάς ο Πουργιάκος («Τό κουκούλωµα»),µε
αποκορύφωµα τη Φραγκογιαννού («Ἡ Φόνισσα»). Στο κυρίως µέρος της εργασίας γίνεται η σχετική
ανάλυση των χαρακτήρων αυτών.
88
Ό.π., σ.289 και σ. 336-343.
89
Ό.π., σ. 324-325 και σ. 340-341.
26

Στο δεύτερο βιβλίο του µε τίτλο Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων ο Χ.


Γιανναράς χρησιµοποιεί ως έναυσµα επιλεγµένους στίχους από το γνωστό
ποίηµα της Παλαιάς ∆ιαθήκης, προκειµένου να εµβαθύνει περαιτέρω στο
πολυδαίδαλο αυτό θέµα. Ο έρωτας, σύµφωνα µε τον Χ. Γιανναρά, είναι «ο
τρόπος της ζωής». Όπου ζωή, η αυτοπαραίτηση «για χάρη της ζωής του
Άλλου», η αυτοπροσφορά, η ανιδιοτελής αγάπη, µια αγάπη που είναι έτοιµη
να φθάσει ακόµη και στο θάνατο για χάρη του αγαπηµένου 90. Όταν ένας
άνθρωπος είναι πραγµατικά ερωτευµένος, ακόµη και στην πρώτη ρήξη µε το
αγαπηµένο πρόσωπο αναζητά τα δικά του λάθη. ∆υστυχώς όµως, η συνήθης
αντίδραση είναι «να µην βλέπουµε µέσα µας κανένα ψεγάδι. Τον έρωτα τον
προδίνει µόνο ο Άλλος»91. Για αυτό, αναλωνόµαστε σε µια απελπισµένη
επιθετικότητα απέναντι στον άλλο κλεισµένοι µέσα στο εγώ µας. Συνεπώς, ο
έρωτας είναι «ή αµοιβαία θυσιαστικός ή σπαραγµός και ρήξη - συµβιβασµός
δεν υπάρχει»92.
Στη συνέχεια αναπτύσσει την αντιµαχόµενη σχέση ανάµεσα στον
έρωτα και στο θάνατο, θεωρώντας ως νέκρωση «κάθε ανέραστη εγκύστωση
στο εγώ»93, κάθε ερωτική αποτυχία. Όταν ο άνθρωπος προσεγγίζει τον άλλο
ως αντικείµενο ατοµικής εξασφάλισης και αυτοβεβαίωσης, τότε στη µάχη των
δύο κερδίζει ο θάνατος. Όταν όµως επιδιώκει να χτίσει µαζί µε τον άλλο µια
σχέση, σχέση ζωής και πληρότητας, τότε κερδίζει ο έρωτας94.
Η σύνδεση του έρωτα µε την ίδια τη ζωή καθίσταται εµφανής από τη
σχέση µητέρας και παιδιού. Η σχέση αυτή είναι ερωτική, γιατί είναι ζωτική. Το
παιδί δε λαµβάνει µόνο τροφή από την µητέρα του, αλλά βιώνει και την
«ερωτική πληρότητα της µητρικής παρουσίας», το χάδι, τη στοργή και τη
φροντίδα της που του εξασφαλίζει όχι απλά την επιβίωση αλλά την ίδια τη
ζωή95. Για αυτό και στη µετέπειτα ζωή µας «σε κάθε ερωτική κλήση αναβιώνει
ο ζωτικός πόθος της τροφοδότου παρουσίας96, πόθος ζωής που συγκροτεί
την ίδια την υποκειµενικότητά µας»97.
Αναφερόµενος στη συνέχεια στο γάµο, τονίζει το θεσµικό του
χαρακτήρα και το «δικανικό» τρόπο µε τον οποίο προσεγγίζεται συχνά η
γαµήλια σχέση98. Ενώ ο έρωτας χαρακτηρίζεται ως «ο τρόπος της ζωής», ο
90
Βλ. Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1990, σ. 9-13.
91
Ό.π. σ.16.
92
Ό.π. σ.21.
93
Ό.π. σ.25.
94
Ό.π. σ.28-29.
95
Το πόσο ζωτικής σηµασίας είναι η σχέση µητέρας παιδιού καθίσταται εµφανές από τις περιπτώσεις
εκείνες που το παιδί στερείται τη µητέρα του είτε πραγµατικά (βλ. π.χ. την περίπτωση της µικρής
Μόρφως στην «Παιδική Πασχαλιά») είτε συναισθηµατικά. Χαρακτηριστικό παράδειγµα των τραγικών
συνεπειών που µπορεί να έχει για τη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου η στέρηση της µητρικής αγάπης
ου
είναι η περίπτωση της Φραγκογιαννούς. Αναλυτικά για το θέµα αυτό βλ. ενότητα 2.1.3. του 2
κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
96
Ενν. της µητέρας.
97
Ό.π. σ.35. Ο Χ. Γιανναράς θεωρεί βέβαια εξίσου σηµαντικό και τον πατέρα που συµπληρώνει τη
µητέρα και οι δύο µαζί αποτελούν για το παιδί πρότυπα «της ζωτικής κλήσης στην πληρωµατική σχέση,
στην ερωτική πληρότητα», ό.π., σ.38.
98 ου ου
Όπως θα δούµε στην ενότητα 5 του 1 κεφαλαίου και κυρίως στην υποενότητα 3.2. του 2
κεφαλαίου της παρούσης εργασίας, στο παπαδιαµαντικό έργο έχουµε αρκετά παραδείγµατα
θεσµοποίησης και αποσύνδεσης του γάµου από τον έρωτα.
27

γάµος θεωρείται ως «ο τρόπος της φύσης»99. Ο γάµος δεν προϋποθέτει τον


έρωτα ούτε τον εξασφαλίζει. Αναφέρει µάλιστα ως παράδειγµα τα λόγια του
Χριστού στο Λκ. 14, 26100, όπου η προσέγγιση του ανθρώπου στον κατεξοχήν
έρωτα, που αναφέρεται στο πρόσωπο του Θεού, προϋποθέτει την
απελευθέρωση από τους δεσµούς που συνεπάγεται ο θεσµός του γάµου.
Ωστόσο, επισηµαίνει ότι «η ελευθερία από φυσικούς δεσµούς και θεσµούς δεν
σηµαίνει άρνηση ή απόρριψη της φύσης»101, εν προκειµένω του γάµου. Μόνο
παραίτηση από τον «τρόπο της φύσης», δηλαδή από την νοοτροπία της
κατοχής, της ιδιοποίησης, του εξουσιασµού που πιθανόν να εµφανισθεί στα
πλαίσια του γάµου.
Ο αληθινός έρωτας βιώνεται, όταν στον άλλο αναγνωρίσουµε την
προσωπική κλήση που µας απευθύνει ο Θεός ως εραστής Πατέρας και όταν
κενώσουµε τον εαυτό µας από κάθε απαίτηση αυθυπαρξίας102 κατά το
πρότυπο του εσταυρωµένου Ιησού Χριστού. Ένας τέτοιος έρωτας βοηθά τον
άνθρωπο να µεταβεί σταδιακά από το «µεριστό» στον «ολόκληρο» έρωτα
που αγκαλιάζει κάθε άνθρωπο και κάθε κτίσµα. Απώτερος δε σκοπός αυτού
του έρωτα είναι η δηµιουργία προσωπικής σχέσης µε την πηγή του έρωτα, το
Θεό, που υπάρχει σαν «κενωτική ‘’αλληλοπεριχώρηση’’ τριάδας Προσώπων»
103
.
Από την άλλη πλευρά, «πτώση» είναι η αποµάκρυνση, η αυτονόµηση
του ανθρώπου από τον «προσωπικό πυρήνα της ζωτικής του υπόστασης».
Τότε ο άνθρωπος ενεργεί µε σκοπό την αυτοσυντήρηση, την
αυτοκατοχύρωσή του ως απρόσωπο άτοµο104. Για να ξεφύγει από την
κατάσταση αυτή χρειάζεται να ασκηθεί. όπου άσκηση, η απάρνηση του
ατοµικού θελήµατος και η πορεία προς την αυτοπαραίτηση και την αγαπητική
αυτοπροσφορά105, που αποτελούν την πεµπτουσία του όντως έρωτα.

Κλείνοντας αυτή τη συνοπτική παρουσίαση θα θέλαµε να αναφερθούµε


και στις απόψεις του χριστιανού φιλοσόφου N.A. Berdiaeff για τον έρωτα και
την αγάπη, έτσι όπως αυτές διασώζονται στο κείµενό του µε τίτλο «Για τη
σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη» που φιλοξενείται στο συλλογικό
τόµο Έρως και γάµος. Στο κείµενο αυτό ο N.A. Berdiaeff αρχικά διαφοροποιεί
τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα και την αγάπη. Βασικό γνώρισµα της
πρώτης είναι ο «στοιχειώδης και απρόσωπος» χαρακτήρας της, ενώ το
κατεξοχήν χαρακτηριστικό του έρωτα και της αγάπης είναι «το στοιχείο του

99
Ό.π.σ.41-45.
100
«Εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς µε καὶ οὐ µισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν µητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τάς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί µου µαθητὴς εἶναι».
101
Ό.π. σ.45.
102
Αυτή την κένωση της ατοµικότητας και του ιδίου θελήµατος πραγµατώνουν αρκετοί παπαδιαµαντικοί
ήρωες µε χαρακτηριστικά παραδείγµατα τη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» και
τη Σεραϊνώ την Κουµπίνα στο «Γάµο τοῦ Καραχµέτη».
103
Ό.π. σ.52- 54 και σ.67.
104
Ό.π., σ.67.
105
Ό.π. σ.111. Παρόµοιο ορισµό της άσκησης έδωσε, όπως είδαµε παραπάνω, και στο βιβλίο του Το
πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ.120.
28

ιδιαίτερου, του προσωπικού»106. Σε αντίθεση δηλαδή µε τη σεξουαλική έλξη


που µπορεί εύκολα να µετατίθεται από το ένα άτοµο στο άλλο, το αντικείµενο
του έρωτα και της αγάπης είναι ένα συγκεκριµένο, ένα µοναδικό πρόσωπο
που παραµένει ανεπανάληπτο και αναντικατάστατο107. Για αυτό και, σύµφωνα
µε τον N.A. Berdiaeff , ο άνθρωπος µπορεί να ερωτευθεί µόνο µια φορά στη
ζωή του108.
Παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλική έλξη µπορεί
να σταθεί η αφορµή ώστε να ανακαλύψει ένας άνθρωπος τον έρωτα και κατά
συνέπεια το πρόσωπο του άλλου και το δικό του, δεν παύει να ενέχει µέσα
της πολλούς κινδύνους. Ο σοβαρότερος από αυτούς είναι να πέσει κανείς
θύµα µιας ερωτικής αυταπάτης: να αναζητά µεταξύ των απλών, θνητών
ανθρώπων τον ιδανικό τύπο του άνδρα ή της γυναίκας. Συνέπεια αυτής της
κατάστασης είναι «να χαθή τελικά µέσα στο τέλµα ενός απρόσωπου
ιδεαλισµού, εξίσου εγωιστικού και καταλυτικού της αξίας του ανθρώπινου
προσώπου όσο και η χειρότερη µορφή σεξουαλικής ακολασίας»109. Βέβαια,
όπως επισηµαίνει, και ο γνήσιος έρωτας αναζητεί το Απόλυτο και το Ιδεώδες.
πάντα όµως σε ένα συγκεκριµένο πρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο σπάει τον
κλοιό του εγωκεντρισµού και ανοίγεται στον άλλο. Αυτή η συνάντηση του
ερωτευµένου µε τον άλλο τον βοηθάει στη συνέχεια να ανακαλύψει το δικό
του πρόσωπο και εν τέλει τον ίδιο το Θεό.
Ακολουθεί η ενδιαφέρουσα διάκριση που κάνει ανάµεσα στον έρωτα
και τη φιλία, τα οποία ορίζει µε βάση την αγάπη. Έτσι ο έρωτας
χαρακτηρίζεται ως α γ ά π η τ η ς α ν α β ά σ ε ω ς , ενώ η φιλία α γ ά π η τ η ς
κ α τ α β ά σ ε ω ς 110. Ο έρωτας στην προκειµένη περίπτωση συνδέεται µε το
αίσθηµα της ένδειας. ο ερωτευµένος αισθάνεται µια εσωτερική έλλειψη, µια
ανάγκη για πλήρωση και έλκεται από το ανώτερο και το τελειότερο το οποίο
και αναζητά. Μέχρι εδώ η προσέγγιση του έρωτα οµοιάζει µε την αντίστοιχη
του Πλάτωνα. Σε αντίθεση όµως µε τον έρωτα στον Πλάτωνα, που στοχεύει
στην αγάπη προς µια απρόσωπη Ιδέα, το Κάλλος, το Θείον γενικά, ο έρωτας
που προβάλει ο Ν.A. Berdiaeff και συµφωνεί µε τη διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων, είναι ο έρως προς το κατεξοχήν πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού.
Σε αυτό το πρόσωπο ανάγεται σταδιακά ο ερωτευµένος µέσα από την
οµορφιά, την καλοσύνη και το βάθος των ανθρώπινων προσώπων111.

106
Βλ. Έρως και γάµος, επιµ. Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972, σ. 151.
107
Η διαφορά ανάµεσα στη σεξουαλικότητα και τον έρωτα καθίσταται εµφανής στα παπαδιαµαντικά
κείµενα, όπου συναντούµε και ανθρώπους ειλικρινώς ερωτευµένους µε ένα πρόσωπο, αλλά και
ανθρώπους που ανταλλάσσουν ερωτικούς συντρόφους χωρίς κανένα ενδοιασµό αδιαφορώντας για τον
πόνο που προκαλούν στο πρόσωπο που τους αγαπά. Τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων τη συναντούµε
κυρίως στα αθηναϊκά διηγήµατα.
108
Ένα τέτοιο παράδειγµα αποτελούν η γραία Φωτεινή στο «Θέρος- Ἔρος» και κυρίως η Λιαλιώ στη
«Νοσταλγὸ», που θα αναλύσουµε στο πρώτο κεφάλαιο, ενώ από άνδρες χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση του µπαρµπα- Σταµάτη του Καρδοπάκη στα «Συµβάντα στὸ µύλο» που εξακολουθεί να
ου
θρηνεί για τη γυναίκα του επτά χρόνια µετά το θάνατό της (βλ. υποενότητα 3.1. του 2 κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
109
Ό.π. σ. 154.
110
Ό.π. σ.155. Η αραιογράφηση είναι του συγγραφέα.
111
Ό.π. σ. 156-158.
29

Από την άλλη πλευρά η φιλία είναι η αγάπη που κατέρχεται, που
προσφέρει. Σε αντίθεση µε τον «ἐρῶντα» που επιθυµεί να καλύψει τις
ελλείψεις του, ο φιλών θέλει να προσφέρει, να µοιρασθεί τον πλούτο του. Ο
κατεξοχήν «φιλῶν» είναι ο Θεός, ενώ όσον αφορά τα δύο φύλα θα µπορούσε
να ισχυρισθεί κανείς ότι «φιλικό» ον είναι κυρίως η γυναίκα, εφόσον σε αυτή
µπορούν να βρουν οι άλλοι τροφή, θαλπωρή και στοργή112.
Ωστόσο, ο Berdiaeff θεωρεί ότι ούτε ο έρωτας ούτε η φιλία µε την ειδική
έννοια µε την οποία τα ανέπτυξε προηγουµένως «µπορούν να αναστήσουν
τον άνθρωπο από την πτώση του». Αυτό µπορεί να το επιτύχει µόνο η Αγάπη
µε κεφαλαίο το Α. Αυτή η Αγάπη ξεπερνάει και τον έρωτα και τη φιλία. Η
Αγάπη «ἐρᾶ» όχι µόνο γιατί γνωρίζει τις ελλείψεις της, αλλά γιατί «αναγνωρίζει
ότι το Πλήρωµα έχει καθ’ εαυτό αξία και ότι είναι ‘’ἄξιον καὶ δίκαιον καὶ
λογικὸν’’ να βρίσκεται κανείς κοντά σ’ Αυτό». Η Αγάπη «φιλεῖ» επειδή έχει
ανακαλύψει την αξία του άλλου, ακόµη και όταν αυτός παρουσιάζεται ως
εχθρός. Στην ουσία του, ο «έρως της Αγάπης», όπως τον ονοµάζει, είναι
µίµηση του ίδιου του Χριστού, που θέλησε να γίνει «ἐραστής τῶν ταπεινῶν»,
ενώ «η φιλία της Αγάπης» είναι συµµόρφωση µε το θέληµά Του που βλέπει
όλους τους ανθρώπους ως «φίλους» του. Κατά συνέπεια, ο έρωτας και η
φιλία µπορούν να γίνουν µε τη βοήθεια της Αγάπης «αποκαλύψεις του
προσώπου, µέσα προσωποποιήσεως και ενανθρωπήσεως, ευκαιρίες
θεώσεως»113.

Κατά την ανάπτυξη του κυρίως µέρους της παρούσης εργασίας θα


καταστεί εµφανές ότι η προσέγγιση του έρωτα και της αγάπης στους
θεολόγους αυτούς και στον N.A. Berdiaeff συγκλίνει σε αρκετά σηµεία µε τον
έρωτα και την αγάπη, όπως παρουσιάζονται στα παπαδιαµαντικά κείµενα114.
Έχοντας, εποµένως, ολοκληρώσει την παρουσίαση ορισµένων
αντιπροσωπευτικών δειγµάτων γραφής της σύγχρονης θεολογίας πάνω στο
θέµα του έρωτα και της αγάπης, προχωρούµε στην παρουσίαση κάποιων
ειδικών µελετών πάνω στο θέµα του έρωτα και της αγάπης στο
παπαδιαµαντικό έργο.

Ένας από τους µελετητές που συνέλαβε την ιδιαίτερη, την αναγωγική
προς το Θεό λειτουργία του έρωτα στο έργο του Παπαδιαµάντη είναι ο Γ.
Θέµελης. Αυτή την «ερωτική» σχέση του Παπαδιαµάντη µε το Θεό και το
απαύγασµα της αγάπης Του, τον κόσµο και τον άνθρωπο, αναπτύσσει σε ένα
µεγάλο µέρος της µελέτης του Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του115.

112
Ό.π. σ. 159.
113
Ό.π. σ.161. Έµπρακτα παραδείγµατα βίωσης αυτής της Αγάπης αποτελούν αρκετοί παπαδιαµαντικοί
ήρωες, όπως ο ανώνυµος βοσκός στο «Φτωχό Ἄγιο», η Σεραϊνώ η Κουµπίνα στο «γάµο τοῦ
Καραχµέτη», η θεια- Σκεύω η Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» κ.ά.
114
Ορισµένα από αυτά τα σηµεία σύγκλισης καταγράψαµε ήδη στις σχετικές υποσηµειώσεις και θα
επιχειρήσουµε πιο εµπεριστατωµένα να κάνουµε κατά την παρουσίαση των επιµέρους ενοτήτων.
115
Εκδόσεις ∆ιάττων, Αθήνα, 1991 (Ανατύπωση από το περιοδικό Χρονικά του Πειραµατικού Σχολείου
του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, τ. ΙΕ’, τεύχος ΝΗ’, Απρ- Ιουν. 1961, σ. 59-90).
30

Ο Θέµελης παρατηρεί ότι ο έρωτας στον Παπαδιαµάντη «διαχέεται και


αγκαλιάζει τα πάντα»116. Είναι αισθησιακός αλλά συνάµα ανυψώνεται ως
«φωτεινό όνειρο»117 ξεφεύγοντας από τα στενά όρια του γήινου κόσµου. Στη
συνέχεια εντοπίζει την πηγή του έρωτα αυτού, το «θείο έρωτα» που λειτουργεί
µε τον ίδιο τρόπο: «Ο θείος ‘’έρως’’ απλώνεται και αγκαλιάζει όλα τα όντα από
το χόρτο και το λουλούδι ως το ανθρώπινο σώµα (…). Απ’ την ίδια πηγή
αναβλύζει και ο θαυµασµός του δέντρου και η αγάπη προς τα ζώα και η
εκστατική θεώρηση του γυµνού σώµατος καθώς και η ‘’εντρύφησις η
αδάπανος και ατίµητος’’»118 προς τις όµορφες κοπέλες. Συνεπώς, καταλήγει
στο συµπέρασµα ότι στο παπαδιαµαντικό έργο πίσω από κάθε τι «υπάρχει
πάντα ο Θεός, διαφαίνεται µέσα σ’ ένα ακραίο όριο»119.
Για αυτό και διαπιστώνει πόσο αληθινός είναι ο επιγραµµατικός
χαρακτηρισµός - εν είδει εξοµολογήσεως - του έργου του στο «Λαµπριάτικο
Ψάλτη»120. Όλο του το έργο αποτελεί έναν ύµνο «µετὰ λατρείας» προς το
Χριστό που «διαποτίζει όλα τα συστατικά περιεχοµένου και µορφής» 121.
Ορµώµενος από την περιγραφή του ναού στο διήγηµα «Στό Χριστό
στό Κάστρο»122 διαπιστώνει πως ο συγγραφέας δεν αναπαριστά απλά την
εικονογραφία του ναού, αλλά προσεύχεται «κατά τον εικονολατρικό τρόπο
(…) βλέπει το εικονιζόµενο πρωτότυπο, το οπτασιάζεται. ∆ια του ορατού
ανέρχεται στο αόρατο, ως να’ ναι τούτο παρόν µέσα στο ορατό»123. Αυτός
είναι ο τρόπος µε τον οποίο προσεγγίζει τον κόσµο και τον άνθρωπο ο
συγγραφέας, ως µια «µυστική ενατένιση του θείου κάλλους»124. Ο Θεός και ο
άνθρωπος συνοδοιπορούν αρµονικά µέσα στον κόσµο. Η θεία Πρόνοια δεν
εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο. Απαραίτητη όµως προϋπόθεση είναι η
αγαθή προαίρεση του ανθρώπου, η οποία τον βοηθά να ανταποκρίνεται στη
βούληση του Θεού. Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος αποµακρύνεται ή εξεγείρεται
κατά του Θεού, αµαρτάνει. Η δε αµαρτία του αυτή λογαριάζεται ως
«παραφωνία ή ασχήµια. Άρνηση ή βεβήλωση του θείου κάλλους»125.

116
Ό.π. σ. 21.
117
Σύµφωνα µε τον Γ. Θέµελη, η λέξη «όνειρο» κυριαρχεί στο λεξιλόγιο του Παπαδιαµάντη
προβάλλοντας και την «ιδιαίτερη µαγεία που περιβάλλει τον κόσµο του», ό.π., σ. 21.
118
Βλ. ό.π. σ. 26.
119
Ό.π. σ.27.
120
«Τὸ ἐπ' ἐµοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς
πανεκλάµπρους ταύτας ἡµέρας, νὰ ὑµνῶ µετὰ λατρείας τὸν Χριστόν µου, νὰ περιγράφω µετ' ἔρωτος τὴν
φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ µετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη», Τ. Β’, 517, στ. 1-4.
121
Ό.π. σ. 24. Ως παραδείγµατα αναφέρει την ιδιότυπη γλώσσα του που αποτελεί µείξη καθαρεύουσας
και δηµοτικής µε σαφείς επιρροές από τα βιβλικά και βυζαντινά κείµενα καθώς και την «ερωτική»
θρησκευτικότητά του, όπου πάθος και έξαρση αναµιγνύονται αναδεικνύοντας τον επάξια ως ποιητή, ως
«λυρικό της πεζογραφίας», βλ. ό.π. σ. 24- 25.
122
Βλ. Τ.Β’, σ. 293-294.
123
Ό.π., σ. 28- 29.
124
Ό.π., σ. 30. Όπως γράφει λίγο παρακάτω « Έχει θαρρείς διαποτισθεί από τον πλατωνικό έρωτα,
που ανυψώνει την ψυχή να προσατενίζει το «θαυµαστὸν τῇ φύσει καλόν, ἀεὶ ὄν, καὶ οὔτε γιγνόµενον
οὔτε ἀπολλύµενον, οὔτε αὐξανόµενον οὔτε φθίνον, ἀλλ’ αὐτὸ καθ’ αὐτὸ µεθ’ αὐτοῦ µονοειδὲς ἀεὶ ὂν»
(Πλάτωνος, Συµπόσιον, 211 α-β).
125
Ό.π., σ. 39-40.
31

Αναπτύσσοντας την ιδιαίτερη λειτουργία του θανάτου στα κείµενα του


Παπαδιαµάντη, επισηµαίνει µεταξύ άλλων τη βαθύτερη σηµασία του ως
λύτρωση από τα δεινά της ζωής και επιστροφή στην πρώτη, την αιώνια
πατρίδα126.
Η ανάλυση της «Φόνισσας» και του «Φτωχού Αγίου», στην οποία
προβαίνει ακολούθως, τον οδηγεί στο καταληκτικό του συµπέρασµα, το οποίο
αποτελεί ένα από τα συµπεράσµατα και της δικής µας εργασίας: «Ο
Παπαδιαµάντης δεν κάνει ψυχολόγηση επιφανείας ή βάθους. Κάνει
ο ν τ ο λ ο γ ι κ ή π α ρ ο υ σ ί α σ η τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ κάτι που είναι πιο
πίσω και πιο πριν από κάθε Ψυχολογία, ανάγεται στη (…) χ ρ ι σ τ ι α ν ι κ ή
Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ί α 127. Σύλληψη του «είναι» του ανθρώπου, του
πρωταρχικού πυρήνα της υπόστασής του(…). Ο Παπαδιαµάντης
αποκαλύπτει την ψυχή, όχι τις εκδηλώσεις της. το «ον», όχι τη διάλυσή του,
πιστεύοντας πως σαν τέτοιο είναι ακατάλυτο και ανέκφραστο. ∆εν κάνει
ανατοµία - κάνει αποκάλυψη. Έχει κάτι απ’ τη Βυζαντινή εικονογραφία»128.
Οι εύστοχες αυτές παρατηρήσεις129 συµβάλλουν στην κατανόηση την
«άνωθεν» πνοής που διαπνέει τον έρωτα στο παπαδιαµαντικό έργο. Αυτή του
δίνει το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό νόηµά του και τον βοηθάει να επιτύχει τον
απώτερο στόχο του παρά τη συνήθη «κατά κόσµον» αποτυχία του.

Η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη ασχολήθηκε µε το ειδυλλιακό στοιχείο στον


Παπαδιαµάντη, το οποίο αναπόφευκτα συνδέεται και µε τον έρωτα, στο
µελέτηµά της «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη»130. Σε αυτό
επισηµαίνει πως τα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη που επιγράφονται ή
θεωρούνται ως «ειδύλλια» ξεφεύγουν από τα συνήθη όρια των ανέφελων
«ποιµενικών ειδυλλίων» µια και διαθέτουν άλλοτε µια σηµαίνουσα προοπτική
και άλλοτε σαφή στοιχεία ρεαλισµού, που εκφράζεται µεταξύ άλλων και µέσα
από το στενό δέσιµο, την ενότητα του ανθρώπου µε τη φύση. Ο
Παπαδιαµάντης, δηλαδή, «αναλαµβάνει να παρουσιάσει ‘’ειδυλλιακά’’ µιαν
υπαρκτή πραγµατικότητα, χωρίς πάντως να την ψευτίσει»131. Έτσι, για
παράδειγµα στο «Θέρος- Ἔρος», το «µάταιο πάθος» του Κωστή συµβαδίζει
µε την «αστική ηθική» της Ματής µέσα σε µια ειδυλλιακή σκηνογραφία132 και
µε µια ρεαλιστική προοπτική, αυτή του «θέρους-γάµου». Στη δε «Νοσταλγὸ»
το ειδυλλιακό στοιχείο αντιπαρατίθεται µε το ροµαντικό δράµα, αφού
καταλήγει στην κοινωνική σύµβαση.

126
Βλ. ό.π. σ.43.
127
Οι αραιογραφήσεις δικές µας.
128
Ό.π. σ. 68-69.
129
Ωστόσο, µαζί µε αυτές εκφέρει και κάποιες άλλες, δευτερεύουσες, που δεν µας βρίσκουν
σύµφωνους, βλ. π.χ. την άποψή του περί διχασµού και αντινοµίας του καλού και του κακού στο έργο
του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 32.
130
Στον Τόµο Η αδιάπτωτη µαγεία, Ίδρυµα Γουλανδρη- Χόρν, Αθήνα, 1991, σ. 39-90.
131
Ό.π., σ.67.
132
Βλ. ό.π., σ.73.
32

Το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει η Φαρίνου – Μαλαµατάρη είναι


ότι η «ειδυλλιακή διάσταση» στον Παπαδιαµάντη θα πρέπει να ιδωθεί ως
εξεικόνιση του θέµατος της επιστροφής είτε τοπικά είτε χρονικά σε «ό,τι
θεωρείται κάθε φορά γι’ αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της
Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο το παπαδιαµαντικό κείµενο γίνεται ένα
ταξίδι µέσω της µνήµης για την ανα- από- κάλυψη της χαµένης ενότητας του
ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσµου» βασιζόµενο ταυτόχρονα
στην πραγµατικότητα133.

Η Ρ. Ζαµάρου στο βιβλίο της Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: Ο


συγγραφέας κηπουρός134 θεωρεί πως η κατανόηση της «ερωτικής» στάσης
του Παπαδιαµάντη απέναντι στη φύση συντελεί τα µέγιστα στην κατανόηση
ολόκληρου του έργου του. Γιατί ο Παπαδιαµάντης «δεν περιγράφει απλώς τη
φύση: την περιγράφει όπως ένας εραστής ή ένας ερωτευµένος θα περιέγραφε
το αντικείµενο του έρωτά του»135. Κατά συνέπεια ο ερωτισµός υπολανθάνει σε
κάθε περιγραφή της φύσης. Η φύση προσωποποιείται συχνά ως γυναίκα την
οποία και υποκαθιστά136, ενώ σε ορισµένα διηγήµατα137 η σχέση της φύσης
µε τη γυναίκα είναι «περισσότερο υπαινικτική παρά ρητή»138. Ταυτόχρονα
133
Ό.π., σ. 77-78. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το βιβλίο της Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη,
Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887-1910, γιατί σε αρκετά από τα διηγήµατα που
αναλύονται εντοπίζει στοιχεία που θα µας απασχολήσουν και στην παρούσα εργασία. Για παράδειγµα,
στο διήγηµα «Ἡ φωνὴ τοῦ ∆ράκου» επισηµαίνει, µεταξύ άλλων, τη δυναµική παρουσία της θείας Χάρης
που υπερβαίνει την αµαρτία και το θάνατο (που έχουν θέση «ιστορικής αναγκαιότητας»), αφού το
διήγηµα τελειώνει «µε τη διαβεβαίωση του Ιωακείµ ότι η µητέρα του νόθου παιδιού «θὰ βρῇ ἔλεος»
(Τ.Γ’, σ.621, στ.10/ βλ. σ. 47 του βιβλίου). Τονίζεται επίσης η λειτουργία της κυκλικότητας της ζωής
ορισµένων ηρώων, όπως η Χριστίνα και ο Αποστόλης ο Κακόµης, µια κυκλικότητα που εντάσσεται στον
(εκκλησιαστικό-) λειτουργικό χρόνο και συνιστά στοιχείο σωτηρίας των ηρώων αυτών. Με αυτόν τον
τρόπο αναδεικνύεται το εσωτερικό βάθος και η εσωτερική πρόοδος των, εκ πρώτης όψεως, επίπεδων
ηρώων «µέσω του µαρτυρίου και της συνειδητοποίησης» (ό.π. σ. 97-98). Αναλύοντας στη συνέχεια το
«Μια ψυχή» ερµηνεύει τη διακοπή του διαλόγου της µητέρας µε την πεταλούδα- ψυχή της Αγγελικούλας
µετά την είσοδο της ορθολογίστριας αδελφής της, γιατί «η επικοινωνία ανάµεσα στο φυσικό και στο
υπερφυσικό, η επικοινωνία της ζωής µε το θάνατο είναι δυνατή µόνο γι’ αυτούς που η αγάπη τους
αποδεσµεύεται από τη λογική, την αυταρέσκεια και την αδιαφορία» (ό.π. σ. 183-184). Εντοπίζει επίσης
και την ουσία του ηρωισµού του Γιωργή, που έγκειται «στον αγώνα για την αποβολή της επιθυµίας, που
αναπλάθει και αναβαπτίζει τον άνθρωπο» (ό.π., σ. 232) µιµούµενος τότε - και όχι κατά το δαιµονιακό
του όραµα- το Νέο Αδάµ, το Χριστό. Όσον αφορά τη «Φόνισσα», που αναλύεται σε διάφορα σηµεία του
βιβλίου, αξίζει να σηµειώσουµε την αδυναµία της εσωτερικά αποκοµµένης από την ανθρώπινη και
πνευµατική κοινότητα Φραγκογιαννούς να επικοινωνήσει µε το λόγο της εκκλησίας, όπως αυθεντικά
εκφράζεται από τον πατέρα Ιωάσαφ (ό.π., σ.194). Αδυναµία που µας ανάγει στην διερρηγµένη σχέση
της Φραγκογιαννούς µε το συνάνθρωπο και το Θεό, ως αποτέλεσµα «της λογικής του ‘’παραλογισµού’’»
(ό.π., σ.235) που διαθέτει. Τέλος, ερµηνεύοντας το «Όνειρο στὸ Κύµα» διαπιστώνει πως σε ένα
θεµατικό επίπεδο το διήγηµα αυτό «εξεικονίζει την ουσία του πειρασµού: Ο πειρασµός δεν είναι επιλογή
ανάµεσα σε πράγµατα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγµάτων που είναι
ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά» (ό.π., σ. 273). Από τις παραπάνω επισηµάνσεις
οδηγείται εποµένως στο συµπέρασµα ότι είναι εµφανής η στροφή του Παπαδιαµάντη «στο εσωτερικό
πρόβληµα του ανθρώπου» που έχει χάσει την ακεραιότητά του και «προσπαθεί µέσω της ανάµνησης
(και της γραφής) να ξανακερδίσει την ταυτότητά του και να ξαναχτίσει το χαµένο του παράδεισο» (ό.π.,
σ.295).
134
Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000.
135
Ό.π. σ.12.
136
Βλ. π.χ. «ἡ Μαυροµαντηλού» , «στὴν Αγί’ Ἀναστασά» .
137
Βλ. π.χ. «Ὁλόγυρα στὴ λίµνη», «Τὰ Βενέτικα».
138
Ό.π., σ. 16.
33

περιβάλλεται από ένα θρησκευτικό δέος που επεκτείνεται και στις θαλασσινές
εικόνες139. Ωστόσο, η φύση διαθέτει και την αρνητική της πλευρά, ως χώρος
όπου ενεργούν δαιµονικές δυνάµεις140, ενώ η ορµή των φυσικών φαινοµένων
περιγράφεται ως ερωτικό πάθος που µερικές φορές ξεπερνάει τα όρια141.
Στην ανάλυση του «Θέρος- Ἔρος» που ακολουθεί επισηµαίνεται από
τη Ζαµάρου ο συνδυασµός αισθησιασµού και βιαιότητας που υπάρχει στη
φύση142, ο οποίος µεταβιβάζεται και στις σχέσεις των πρωταγωνιστών, ενώ
εντοπίζεται η διττή χρήση του έρωτα, ως έρωτα θεριστή (αντίστοιχου µε τον
έρωτα - τρυγητή ή τον έρωτα - γεωργό της αρχαίας λογοτεχνίας) και ως έρωτα
«δρεπανοφόρου θεριστή»143, µε αποτέλεσµα και ο γάµος, ως µεταβατική
περίοδος, να θεωρείται ως µια «αµφίσηµη κατάσταση, θετική αλλά
ταυτόχρονα και αρνητική, καθώς σηµαίνει το τέλος ενός κύκλου στη ζωή των
γυναικών»144. Το δε αίσιο τέλος του διηγήµατος145 οφείλεται στην ερωτική
τόλµη και την απουσία αισθηµάτων ενοχής του ήρωα146, κάτι που δε
διαθέτουν άλλοι ήρωες του Παπαδιαµάντη, των οποίων ο έρωτας παραµένει
ανεκπλήρωτος.
Στην συνέχεια η Ζαµάρου ερευνά την ερωτική επιθυµία, η οποία
περιγράφεται κάποιες φορές ως ακάθαρτη ή δαιµονική, µεταβάλλοντας και
τον άνθρωπο που υπόκειται σε αυτή σε «δαίµονα»147, ή παρουσιάζεται
υπολανθάνουσα στη συµπεριφορά και το ήθος του148. Ταυτόχρονα
επισηµαίνεται και ο αγώνας ορισµένων ηρώων να ξεφύγουν από τα πάθη
τους και να µεταβάλλουν ήθος µέσα από συγκεκριµένα παραδείγµατα149. Οι
ήρωες αυτοί έρχονται αντιµέτωποι µε τα πάθη τους που θεωρούνται

139
Η θάλασσα συνδέεται στενά µε τον έρωτα, αφού συχνά τον υποβοηθά, ενώ σε ορισµένα διηγήµατα
αποτελεί «το σκηνικό όπου η ερωτική επιθυµία µετουσιώνεται σε χριστιανική ή εξιδανικευµένη αγάπη»,
ό.π., σ.22-23.
140
Βλ. π.χ. «Ναυαγίων Ναυάγια», «τὰ Κρούσµατα».
141
Βλ. π.χ. την ορµή της τρικυµισµένης θάλασσας στην «Κοκκώνα θάλασσα» που παροµοιάζεται µε
σκηνή βιασµού, Τ.Γ’, σ.282, στ.3-9.
142
Βλ. ό.π., σ. 35.
143
Βλ. σχετικά και « Τὸ µυρολόγι τῆς φώκιας», Τ.∆’, σ.297.
144
Ό.π., σ. 42.
145
Πρβλ. την άποψη του Ι.Κ. Κολλυβά για τη µελαγχολική προοπτική του τέλους αυτού, «Αρκαδικά
θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια 1, ∆όµος, Αθήνα, 1992, σ.19.
146
Βλ. ό.π. σ.54.
147
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο Σανούτος («οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») που περιγράφεται ως «δαίµων
ἐκ τοῦ ᾍδου» (Τ.Α’, σ.143, στ.22), η Αυγούστα της οποίας τη µορφή έχει ο «δαίµων τῆς λαγνείας» στο
όραµα του αδελφού Νεεµία (Τ.Α’, σ.334, στ.23) και το ανάλογο όραµα του πατρός Σαµουήλ για την κυρά
Τασού και τις κόρες της (Τ.Β’, σ. 337).
148
Βλ. π.χ. το «Ἔρως- Ἥρως».
149
Συγκεκριµένα αναλύονται τα «Ἔρως- Ἥρως», «Ὄνειρο στό κῦµα», «Ἡ Φαρµακολύτρια» και «Ὁ
Ἀλιβάνιστος». Ωστόσο, το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει για το «Ὄνειρο στό κῦµα» είναι αρνητικό,
γιατί θεωρεί ότι εκείνο που κερδίζει µε την αυτοθυσία του ο νεαρός βοσκός είναι τα δεσµά του.
Παραµένει δηλαδή «δέσµιος µιας ηθικής που εντέλει τον πνίγει», ό.π. σ.67. Από την άλλη, συµπεραίνει
ότι και η «Φαρµακολύτρια» ολοκληρώνεται «χωρίς καµία ένδειξη απελευθέρωσης από το πάθος ή
µετάνοιας» (ό.π., σ.83). Αντιθέτως, ο µπαρµπα – Κόλιας στον «Ἀλιβάνιστο» καταφέρνει µε τη βοήθεια
του ιερέως και του ποιµνίου να αντισταθµίσει το ερωτικό του πάθος µε τη χριστιανική αγάπη ( σ.83) και
να εισέλθει στο ναό νικώντας τον πειρασµό και δεχόµενος τη θεία φώτιση (σ.85).Την προσωπική µας
άποψη για τα διηγήµατα αυτά θα εκφέρουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας.
34

αποτέλεσµα δαιµονικών δυνάµεων: «Μάχονται εναντίον του δαιµονικού έρωτα


και ο αγώνας αυτός άλλοτε καταλήγει στη νίκη και άλλοτε στην υποταγή.
Όπως και αν έχουν τα πράγµατα, η έκβαση του αγώνα είναι οδυνηρή»150.

Ένα σηµαντικό µέρος της µελέτης της Ρ. Ζαµάρου ασχολείται µε την


πολύπλευρη χρήση του κήπου στα παπαδιαµαντικά διηγήµατα. Στα
περισσότερα από αυτά ο κήπος αποτελεί «τόπο ευφορίας, αναψυχής και
ερωτισµού» προκαλώντας τον ερωτευµένο να «εισβάλλει» σε αυτόν
προκειµένου να χαρεί την αγαπηµένη του151, ενώ ο περιφραγµένος και
απροσπέλαστος κήπος152 συνδέεται µε τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Από την
άλλη πλευρά, ο κήπος λειτουργεί ως σκηνικό θανάτου και τόπος καταστροφής
στη «Φόνισσα»: η Φραγκογιαννου πνίγει τις δύο κόρες του Γιάννη του
Περιβολά µέσα στη στέρνα του λαχανόκηπου και αφήνει την Ξενούλα να
πνιγεί µέσα στο πηγάδι του κήπου του κυρ Αλέξανδρου του Ροσµαή153.
Ωστόσο, στη «Μαυροµαντηλού» τόσο ο φυσικός, όσο και ο µεταφορικός
κήπος είναι «τόπος εργασίας όπου ‘’αντικατοπτρίζεται’’ η παραγωγή καρπών
πνευµατικών» σχετιζόµενος «µε αυτή καθαυτή την τέχνη της γραφής και τη
δηµιουργία ενός προσωπικού παραδείσου»154. Επισηµαίνεται, επίσης, η
στενή σύνδεση- οµοιότητα µεταξύ του κήπου του Γιαννιού και του µονήρους
βράχου της Μαυροµαντηλούς, ώστε «η σωµατοποιηµένη και ζωοποιηµένη
φύση (να) αντιστοιχεί µε την προσωποποίηση του βράχου της
Μαυροµαντηλούς»155. Το συσχετισµό αυτό συµπληρώνει παρακάτω
στηριζόµενη στον αντίστοιχο παραλληλισµό θάλασσας- αγρού που κάνει ο
Όµηρος: «όπως ο Όµηρος ‘’ θέτει εκ παραλλήλου’’ τις δύο παροµοιώσεις των
κυµάτων της θάλασσας και του αγρού µε τα στάχυα, έτσι και ο αφηγητής
παραλληλίζει το περιβόλι µε τη θάλασσα»156. Η ιδιότυπη αυτή σύνδεση του
φυσικού -γήινου και θαλάσσιου - περιβάλλοντος του Γιαννιού, που αποτελεί
τελικά µια µικρογραφία όλου του κόσµου, και η αγαπητική στάση του Γιαννιού
απέναντί του θα µας οδηγήσει σε πολύτιµα συµπεράσµατα στην αντίστοιχη
ενότητα της εργασίας µας. Η Ζαµάρου κλείνει τη µελέτη της αφήνοντας
ανοιχτό το ερώτηµα για την προέλευση του µοτίβου του «συγγραφέα-

150
Ό.π., σ. 86. Αυτή την άποψη (ότι η έκβαση του αγώνα τους είναι οδυνηρή) θα προσπαθήσουµε να
ανασκευάσουµε στηριζόµενοι στη φιλοκαλική οπτική και προοπτική που διέπει τη σκέψη του
συγγραφέα. Ενδεικτικά αναφέρουµε την εσωτερική χαρά και γαλήνη που αισθάνονται µετά τη νίκη κατά
του πειρασµού , όπως θα αναπτύξουµε λεπτοµερώς στο κυρίως µέρος της εργασίας.
151
Βλ. π.χ. στο «Θέρος - ἔρος» µε την εισβολή του Κωστή στον κήπο της Ματής και τον επακόλουθο
γάµο και «Ἔρως - Ἣρως» µε την αδυναµία του Γιωργή να εισβάλει στον «απροσπέλαστο» αυλόγυρο
και µετέπειτα στο σπίτι της Αρχόντως.
152
Βλ. π.χ. τον κήπο του θείου της Μοσχούλας κυρ- Μόσχου στο «Ὅνειρο στὸ κῦµα», Τ.Γ’, σ. 263,
στ.27-34 και σ. 264, στ.1-9.
153
Ο µοναδικός «κήπος» στον οποίο αισθάνεται αγαλλίαση είναι ο κήπος του κοιµητηρίου, «ὁ
περίβολος τῶν νεκρῶν » (Τ.Γ’, σ. 446, στ.9-10) . Αντιθέτως η γονιµότητα, ως «κήπος» και «λιβάδι» που
παράγει τα «φυτά»- κορίτσια, της δηµιουργεί µέγιστη δυσφορία (βλ. Τ.Γ’, σ.433) προκαλώντας της
έντονη την επιθυµία να αποτρέψει την «καρποφορία» του.
154
Ό.π. σ.103.
155
Ό.π. σ.111.
156
Ό.π. σ.112.
35

κηπουρού» που υιοθετεί ο Παπαδιαµάντης. Το ερώτηµα αυτό όµως βρίσκει


την απάντησή του, αν λάβουµε υπόψη την προέλευση του ίδιου του κόσµου
και τον πραγµατικό ρόλο του ανθρώπου µέσα σε αυτόν . έχει ορισθεί να
εργάζεται σε αυτόν και να τον «φυλάσσει»157 σύµφωνα µε τη θεϊκή εντολή.

Μια άλλη µελέτη που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το θέµα µας είναι η
διδακτορική διατριβή του Ν. Μαυρίδη µε τίτλο: Έρως και αγάπη: Η
ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη158. Το πρώτο µέρος της συγκεκριµένης
διατριβής ασχολείται µε το θέµα της ερµηνευτικής159, έτσι όπως αναπτύχθηκε
από ορισµένους δυτικούς φιλοσόφους του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα160.
Παράλληλα, εξετάζει τη σχέση του έρωτα και της αγάπης µε τον χρόνο και την
αιωνιότητα καταλήγοντας στο συµπέρασµα ότι ο έρωτας και η αγάπη «δεν
µπορούν να ταυτισθούν απολύτως µε τις έννοιες του χρόνου και της
αιωνιότητας αντιστοίχως»161 .
Ακολουθεί µια ενδελεχής κριτική της ελληνικής ερµηνευτικής που
ασκήθηκε στον Παπαδιαµάντη. Συγκεκριµένα αναλύονται κριτικά οι µελέτες
των Κ.Μπαστιά, Σ. Ράµφου, Π. Μουλλά, Λ. Προγκίδη, Παπαγιώργη, Τ.
Άγρα, Γ. Ανδρεάδη και π.Λ. Καµπερίδη162. Ο Μαυρίδης θεωρεί ότι «ο
ασφαλέστερος δρόµος για να κατανοηθεί ο Παπαδιαµάντης και το λογοτεχνικό
του εγχείρηµα είναι η ερµηνευτική και αυτό γιατί η ερµηνευτική αποτελεί την
µόνη δυνατότητα γεφύρωσης της µεταφυσικής του χώρου, όπως εµφανίζεται
σε πολλά έργα του Παπαδιαµάντη, και από την άλλη διαυγάζει την ενδόµυχη
προσπάθειά του Παπαδιαµάντη να κατασκευάσει εσωτερικό λογοτεχνικό
χρόνο»163. Μετά όµως από την ανάλυση των µελετών αυτών καταλήγει στο
συµπέρασµα ότι «η γνώση όχι µόνο του κειµένου, αλλά και της παράδοσης
που το υποστηρίζει, παραµένει εἶδος ἐν ἀνεπαρκείᾳ σε ότι αφορά στην
ερµηνευτική του Έλληνα συγγραφέα»164. Μοναδικές εξαιρέσεις, κατά τον
Μαυρίδη, αποτελούν ο π. Λ. Καµπερίδης, τη συνεισφορά του οποίου στην
παπαδιαµαντική έρευνα εξαίρει, και ο Τ. Άγρας.

157
Βλ. Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήνα, 1981, σ. 8, κεφ.2, στ. 15.
158
Η διατριβή αυτή, που παραµένει αδηµοσίευτη, εκπονήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήµιο στο τµήµα
ΜΜΕ το 2002.
159
Η εργασία του Ν. Μαυρίδη προϋποθέτει καλή γνώση της δυτικής φιλοσοφίας και ως προς τον τρόπο
προσέγγισης του ανθρώπου εν γένει και ως προς τις ερευνητικές µεθόδους της ερµηνευτικής.
160
Οι δυτικοί φιλόσοφοι των οποίων τις αντιλήψεις περί ερµηνευτικής αναφέρει είναι : ο Πωλ Ρικαιρ
(Paul Ricoeur), Γάλλος στωικός φιλόσοφος ( στην ερµηνευτική του οποίου αφιερώνει ο κ. Μαυρίδης ένα
ξεχωριστό κεφάλαιο και στο δεύτερο ήµισυ της διατριβής του), ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Søren Aabye
Kierkegaard), ∆ανός υπαρξιστής φιλόσοφος, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (Μartin Heidegger), Γερµανός
υπαρξιστής φιλόσοφος και ο Χάνς Γκάνταµερ (Xans Georg Gadamer), Γερµανός φιλόσοφος. Αξίζει να
αναφέρουµε επιγραµµατικά την ερµηνευτική αντίληψη του τελευταίου, σύµφωνα µε την οποία η
ερµηνεία ενός κειµένου είναι συνάρτηση των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν ο συγγραφέας και
ο ερµηνευτής-αναγνώστης.
161
Βλ. ό.π. σ. 1.
162
Βλ. ό.π. σ. 23-59 και σ. 104-137.
163
Ό.π. σ. 24.
164
Ό.π. σ. 39.
36

Στη συνέχεια προσπαθεί να σκιαγραφήσει την «εργώδη απόπειρα του


Σ. Ζαµπέλιου να συνθέσει τον αρχαιοελληνικό έρωτα και τη χριστιανική αγάπη
µε το άτοµο των Νέων Χρόνων»165. Θεωρεί µάλιστα ότι οι περισσότεροι
µελετητές του Παπαδιαµάντη ακολουθούν το παράδειγµα του Ζαµπέλιου166
«ειδικά εκείνοι που εγκύπτουν στο θέµα του έρωτα και της αγάπης και
ειδικότερα εκείνοι που ασχολούνται µε το θέµα της γυναίκας»167. Έχοντας
λοιπόν ως βάση την ερµηνευτική µεθοδολογία του Ζαµπέλιου επιχειρεί να
«φωτίσει» την ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη168.
Ακολουθεί η ανάλυση τεσσάρων από τα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη:
της «Νοσταλγού», του «Ἔρως-Ἥρως», της «Φόνισσας» και του «Νεκρού
Ταξιδιώτη»169. Στην ανάλυση της Νοσταλγού επισηµαίνει τη νοσταλγία της
Λιαλιώς για το παρελθόν, ένα παρελθόν που της στέρησε τον µοναδικό της
έρωτα. Αν λοιπόν «θέτει ως στόχο (κατά τη φυγή της µε το Μαθιό) τον
πατρικό οίκο, είναι γιατί µόνον αυτός θα αµβλύνει την νοσταλγία του
καταποντισµένου έρωτα»170. Αξιοσηµείωτη είναι επίσης η σύνδεση που κάνει
ανάµεσα στον Μαθιό και τη Φραγκογιαννού: το ερωτικό πυρ του Μαθιού
τρέπεται προς στιγµήν σε φονικό µέσα σε µια «φαντασιακή µορφή». Για αυτό
«η Φόνισσα φωτίζει την Νοσταλγό και όχι το αντίθετο»171. Λίγο παρακάτω,
στην ανάλυση του «Ἔρως-Ἥρως»172 ο Μαυρίδης καταλήγει στο
συµπέρασµα, ένα συµπέρασµα κοινό για τα δύο διηγήµατα173, ότι «η αγάπη
θα καταφέρει να νικήσει και να εξοστρακίσει τον έρωτα στο επίπεδο της
φαντασίας και του µη όντος, και αυτό συµβαίνει γιατί η αγάπη θεωρεί τον

165
Ό.π. σ. 60. Πρόκειται για το έργο του Σ. Ζαµπέλιου, Βυζαντιναί µελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής
Εθνότητος, εκδόσεις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως 1857, Α’ Ανατύπωση 1976, Βιβλιοπωλείο Ν. Καραβία.
Σε µια από τις τελευταίες ενότητες της διατριβής του αναφέρει επίσης, αλλά επιγραµµατικά µόνο, τη
σύνθεση του έρωτα και της αγάπης που πραγµατώνεται στα Αρεοπαγιτικά συγγράµµατα και στον Άγιο
Μάξιµο τον Οµολογητή, βλ. ό.π., σ. 237-238.
166
Ενδεικτικά αναφέρει τον Τ. Άγρα.
167
Ό.π. σ. 61.
168
Συγκεκριµένα στο θέµα που εξετάζουµε διαπιστώνει, µε αφορµή την περιγραφή του αγάλµατος της
«Οὐρανίας Ἀφροδίτης» και την αντινοµική στάση που κράτησαν απέναντί της- στην ουσία απέναντι στον
έρωτα- οι εκάστοτε «σεµνότυφοι σχολαστικοί» (βλ. «Ἡ Γυφτοπούλα», Τ.Α’, σ. 650-651), την «παράξενη
διελκυστίνδα ανάµεσα στην χριστιανική αγάπη και τον αρχαιοελληνικό έρωτα, όπως αυτή εµφανίζεται
στο λογοτεχνικό κόσµο του Παπαδιαµάντη» ( ό.π. σ. 81) Ωστόσο, αµέσως µετά θέτει την ερµηνευτική
που εφάρµοσε ο Ζαµπέλιος, προκειµένου να άρει την «κίβδηλη» σύγκρουση µεταξύ χριστιανικής
Ανατολής και ∆ύσης και να αναδείξει την σύµπλευσή τους (βλ. ό.π., σ.89), ως πρότυπο µιας αντίστοιχης
ερµηνευτικής και για το παπαδιαµαντικό έργο.
169
Το διήγηµα αυτό, το οποίο πραγµατεύεται η διατριβή του κ. Μαυρίδη στις σ.243-246, δεν µας
απασχόλησε στη δική µας εργασία για αυτό και δεν αναφερόµαστε λεπτοµερώς σε αυτό. Άλλωστε και η
ανάλυση του κ. Μαυρίδη προσανατολίζεται κυρίως στον «ειρωνικό» και «µεταφυσικό χρόνο» του
διηγήµατος.
170
Ό.π. σ. 144.
171
Ό.π. σ. 145.
172
Εξ’ αφορµής αυτού του διηγήµατος καταλήγει αργότερα στο συµπέρασµα ότι στην µέχρι το «Ἔρως
-Ἥρως» εργογραφία του Παπαδιαµάντη κυριαρχεί το θέµα του «αθώου προπτωτικού ανθρώπου» που
κορυφώνεται µε τον «αυθεντικό εδεµικό χαρακτήρα του Γιωργή» (βλ. ό.π., σ. 269). Όπως θα
καταδείξουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού πολλοί από τους
προηγηθέντες του «Ἔρως – Ἥρως» ήρωες του Παπαδιαµάντη δεν είναι ούτε αθώοι, ούτε προπτωτικοί,
αλλά αγωνιζόµενοι, «πίπτοντες» και «ανιστάµενοι» που πορεύονται κατά το µέτρο των δυνατοτήτων
τους όχι στην προπτωτική Εδέµ, αλλά στη Νέα Ιερουσαλήµ έχοντας ως πρότυπο το νέο Αδάµ, το
Χριστό και τη Νέα Εύα, την Παναγία.
173
Ενν. το «Ἔρως - Ἥρως» και τη «Νοσταλγὸ».
37

έρωτα µε τον ίδιο τρόπο που θεωρεί το θάνατο, ήγουν ως µή- ὂν»174. Η δική
µας γνώµη175 είναι πως ο έρωτας στα διηγήµατα αυτά δεν εξοστρακίζεται σε
καµία περίπτωση. Στο «Ἔρως-Ἥρως» αποκτά την αληθινή του υπόσταση
ως µίµηση του θείου έρωτα για τον άνθρωπο, ενός έρωτα που ενέχει ισχυρό
το στοιχείο της θυσίας και της απουσίας κάθε εγωκεντρισµού. Στη δε
«Νοσταλγό» αναδεικνύεται η άποψη ότι ο αληθινός έρωτας έρχεται µόνο µια
φορά: Η Λιαλιώ δεν παύει ούτε στιγµή να είναι ερωτευµένη. ο έρωτάς της
όµως δεν βρίσκεται πλέον σε αυτή τη ζωή. Εξακολουθεί, ωστόσο, να ζει µέσα
στην καρδιά της, για αυτό και τον αναζητά συνεχώς στην «πατρίδα πέρα».
Προχωρώντας στη συλλογιστική του, εκφράζει την άποψη ότι υπάρχει
µια σταδιακή εξέλιξη της παπαδιαµαντικής ερµηνείας της αγάπης: αρχικά στον
«ιδεόπλαστο έρωτα» της Νοσταλγού, µεταβατικά στο «Ἔρως-Ἥρως» και
τελικά στην «ενσάρκωση της ασώµατης αγάπης», τη Φόνισσα176. Κατά την
ανάλυση της «Φόνισσας» χαρακτηρίζει την αγάπη της Φραγκογιαννούς
«τραγική»177. Το χαρακτηρισµό αυτό προσπαθεί να αιτιολογήσει
προσεγγίζοντας το διήγηµα από καθαρά φιλοσοφική σκοπιά και έχοντας ως
εφαλτήριο τη «σωκρατική απορία, της οποίας η βασικότερη γνώση είναι αυτή
του θανάτου»178. Αυτή τη γνώση, σύµφωνα µε τον Μαυρίδη, δεν τη διαθέτει η
Φραγκογιαννού. Ως σηµείο εκκίνησής της έχει όχι τη γνώση του θανάτου,
αλλά «τη γνώση της αθανασίας, την ιδέα της αιωνιότητας»179. Όσο προχωρεί
όµως το διήγηµα βιώνει τη λήθη του Θεού. Ενώ πιστεύει στην «αιώνια
χριστιανική αγάπη, ἐν τοῖς πράγµασι ακολουθεί τυφλά τον Θεό ∆ιόνυσο, που
ως ενσάρκωση του έρωτα, πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί»180. Καθώς σκοτώνει
το ένα µετά το άλλο τα µικρά παιδιά, αποκτά σταδιακά τη γνώση του θανάτου.
Ενσαρκώνοντας η ίδια «το αδιαίρετο καλό», πορεύεται προς την κατάτµηση.
Για αυτό και επιλέγει τα παιδιά181, «καθώς εκεί βλέπει την πηγή της τµήσεως».
Ως βαθύτερη αιτία της φονικής της δραστηριότητας θεωρεί, εποµένως, το
γεγονός ότι η Φραγκογιαννού «δεν µπορεί να διανοηθεί πως το µόνο ον που
διαθέτει την προϋπόθεση να βιώσει την αλήθεια, το µόνο ον που εµφορείται

174
Ό.π. σ. 146.
175
Την άποψή µας αυτή θα αναπτύξουµε περαιτέρω στην ανάλυση των διηγηµάτων αυτών στο κυρίως
µέρος της παρούσης εργασίας.
176
Βλ. ό.π. σ.137- 151.
177
Κατά την άποψη του εν λόγω µελετητή, η Φόνισσα είναι «µια γνήσια µάρτυς της Ορθοδοξίας και ως
εκ τούτου είναι σφραγισµένη να πεθάνει» (σ. 150). Η τραγικότητά της συνίσταται στην τµήση της έως
τότε «άτµητης και αδιαίρετης αγάπης της» και στην αδυναµία της να ολοκληρωθεί πνευµατικά:
«Κοινότητα, Θρησκεία, Φύση είναι ένα και το αυτό γι’ αυτήν. Η Φραγκογιαννού είναι η ενσάρκωση µιας
ασώµατης αγάπης, η οποία αδυνατεί να καταστεί ολότητα, αιωνιότητα και γνωρίζει την τοµή του
χρόνου» ( ό.π. σ. 151).
178
Ό.π. σ.152.
179
Ό.π. σ. 151.
180
Ό.π. σ. 152.
181
Ο Ν. Μαυρίδης γενικεύει τη φονική διάθεση της Φραγκογιαννούς προς τα παιδιά γενικά και όχι ειδικά
προς τα κορίτσια, κάτι το οποίο όµως δεν βρίσκει στήριγµα στο κείµενο.
38

από την αρχή του βελτίστου έναντι του αρχέγονου τραύµατος, το µόνο ον που
υπόσχεται αθανασία, γεννά θνητά όντα»182 .
Εν κατακλείδι, θεωρούµε ότι ο εν λόγω µελετητής προσπαθεί να δώσει
έµφαση στην ιστορικό- φιλοσοφική θεώρηση του έρωτα και της αγάπης στο
παπαδιαµαντικό έργο183. Όσον αφορά στον έρωτα, η έρευνά του έχει ως βάση
κυρίως τη δυτική φιλοσοφία και, λιγότερο, την αρχαιοελληνική. Από την άλλη
πλευρά, προσεγγίζει ακροθιγώς µόνο την αγάπη184. Το ίδιο αδροµερώς όµως,
πάντα κατά την άποψή µας, προσεγγίζει και τον έρωτα ειδικά στον
Παπαδιαµάντη, αφού περιορίζεται στην ανάλυση δύο µόνο διηγηµάτων που
συνδέονται στενά µε το θέµα του έρωτα. Απουσιάζει, δηλαδή, µια αναλυτική
παρουσίαση του έρωτα και της αγάπης στο παπαδιαµαντικό έργο. Αντιθέτως,
στο κοµµάτι που αφορά στην ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη τόσο µε βάση
τις αρχές της ερµηνευτικής που ανέπτυξαν ορισµένοι δυτικοί φιλόσοφοι, όσο
και µε βάση την ερµηνευτική επιλεγµένων ελλήνων µελετητών του
Παπαδιαµάντη η συγκεκριµένη διατριβή σαφώς επιτυγχάνει τη στοχοθεσία
της.

Ανάµεσα στις µελέτες που σχετίζονται µε τον έρωτα και την αγάπη στο
έργο του Παπαδιαµάντη συγκαταλέγεται και το Εωσφόρος και Άβυσσος: ο
προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη του G. Saunier185.
Ο συγγραφέας, αν και στην εισαγωγή του βιβλίου προσπαθεί να
κρατήσει αποστάσεις από την ψυχαναλυτική ερµηνευτική186, στις επιµέρους
ενότητες εφαρµόζει µε συνέπεια µια αυστηρά ψυχαναλυτική προσέγγιση του

182
Ο.π. σ.155. Σε επόµενη ενότητα προσπαθεί να αναλύσει τον εσωτερικό και εξωτερικό χρόνο του
υποκειµένου στη «Φόνισσα» µε βάση τη φιλοσοφία του Κίρκεγκωρ, έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στο
βιβλίο του, Ασθένεια προς θάνατον (Αθήνα, 1999) . Επίσης, επιδιώκει να ερµηνεύσει τη σηµασία που
έχει για τη Φόνισσα η θεϊκή και η ανθρώπινη δικαιοσύνη µέσα από τη φιλοσοφία του Εµµανουήλ
Λεβινάς, έτσι όπως αναπτύσσεται στο κείµενό του Ολότητα και Άπειρο (Αθήνα, 1989) (βλ. ό.π. σ. 165-
174). ∆υστυχώς, ενώ αναλύει ενδελεχώς τη φιλοσοφική σκέψη των ανωτέρω φιλοσόφων η σύνδεση
αυτής µε τον τρόπο σκέψης και ενεργειών της Φόνισσας είναι ισχαιµική. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθούµε
στην άποψη που εκφράζει ότι η Φόνισσα εµφανίζεται σαν «µια αγαπητική µηχανή , η οποία όµως δεν
υπηρετεί τη δύναµη, αλλά την αδυναµία του άνδρα της και την κουτοπονηριά των γονέων της» (ό.π. σ.
269). Κατά τη γνώµη µας, την οποία θα αναλύσουµε ενδελεχώς στις αντίστοιχες ενότητες του δευτέρου
κεφαλαίου , η Φραγκογιαννού αστοχεί στην επίτευξη της αγάπης τόσο ως κόρη, όσο και ως σύζυγος και
µητέρα. Αντιθέτως, «αγαπητικές µηχανές» αναδεικνύονται η θεια- Σκεύω η Γιαλινίτσα («Βαρδιάνος στὰ
σπόρκα»), η χήρα Χαρµολίνα («Ἡ Θητεία τῆς πενθερᾶς») και η Αρετώ («Στοιχειωµένη κάµαρα»).
183
Αυτή την άποψη εκφράζει, άλλωστε, και ο ίδιος σε µια από τις τελευταίες ενότητες της διατριβής
του, (βλ. ό.π. σ. 238).
184
Πιθανή αιτία αυτού είναι η άποψη του ότι: «Το θέµα του έρωτα στο έργο του Παπαδιαµάντη είναι πιο
σηµαντικό από τη χριστιανική αγάπη» (ό.π., σ.107). Υποθέτουµε ότι για το λόγο αυτό το µοναδικό
διήγηµα που αναλύει σε σχέση µε την αγάπη, όπως είδαµε ανωτέρω, είναι αυτό της «Φόνισσας».
185
Όπως παραδέχεται στην εισαγωγή, οι θέσεις του «ούτε έχουν γίνει, ούτε πρόκειται να γίνουν εύκολα
δεκτές», βλ. Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 21. Ωστόσο,
εκφράζει την προσδοκία να πείσει τελικά και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη, µε την προϋπόθεση να είναι
καλοπροαίρετος.
186
«∆εν πρόκειται φυσικά να επιχειρηθεί ψυχανάλυση του ανθρώπου Παπαδιαµάντη, ούτε καν
ψυχαναλυτική ανάγνωση του έργου του», γράφει στη σ. 25.
39

παπαδιαµαντικού έργου, η οποία παρουσιάζει οµοιότητες µε την


ψυχαναλυτική µέθοδο του Sigmund Freud187.
Κατά την άποψή του το παπαδιαµαντικό έργο στηρίζεται σε ένα µυθικό
σύνολο που οργανώνεται γύρω από τρεις βασικούς µυθικούς άξονες, οι
οποίοι συνδέονται µεταξύ τους. Ο πρώτος είναι ο µύθος του νερού188 και της
αβύσσου. Ο δεύτερος είναι ο µύθος του θανάτου και ο τρίτος είναι ο
«οικογενειακός µύθος». Ο τελευταίος µας ενδιαφέρει περισσότερο λόγω της
σχέσης γονιών- παιδιού (πραγµατικής ή φαντασιακής) που επιχειρεί να
ερµηνεύσει, µια σχέση που µας απασχολεί σε ένα µεγάλο µέρος της εργασίας
µας. Κατά τον Saunier o µύθος αυτός εµφανίζεται συνήθως «κρυπτογραφικά»
στα κείµενα του Παπαδιαµάντη, λόγω των αποτρόπαιων και ένοχων
συνδηλώσεων που υποκρύπτει. Ως κύρια µέθοδο αποκρυπτογράφησης των
σχετικών κειµένων χρησιµοποιεί τη σηµασιολογία των ονοµάτων στον
Παπαδιαµάντη. Θεωρεί δηλαδή ότι το όνοµα κάθε ήρωα και ηρωίδας φέρει
ένα κρυφό συµβολικό νόηµα που επηρεάζει την πλοκή και ερµηνεύει το
κείµενο189. Προχωρώντας στη συνέχεια σε «µαθηµατικού τύπου» ταυτίσεις190,
καταλήγει σχεδόν πάντα στο συµπέρασµα ότι στα υπό εξέταση κείµενα
υποκρύπτονται, φαντασιακές ή µη, αιµοµικτικές σχέσεις µεταξύ µητέρας (ή
γυναίκας που στο κείµενο επέχει θέση µητέρας) και γιου (νεώτερου συνήθως
άνδρα που στο κείµενο επέχει θέση γιου)191. Έτσι, για παράδειγµα, το κύριο
θέµα της «Φαρµακολύτριας», που αποτελεί ένα από τα
αντιπροσωπευτικότερα διηγήµατα του «οικογενειακού µύθου», είναι «ο
έρωτας για τη φαντασιακή µητέρα», η οδυνηρή αµφιταλάντευση ανάµεσα
«στην επιθυµία της σωτηρίας και στην άρνηση της γιατρειάς», η τελική εµµονή
στον πόθο και την ενοχή και «ο παραλληλισµός- ταύτιση µάννας και γιου»192.

187
Τα έργα του S. Freud τα οποία χρησιµοποιεί είναι τα: Die Bedeutung der Vokalfolge, Der Dichter
und das Phantasieren, Das Ich und das Es: Gesammelte Werke κ.ά.
188
Αξίζει να σηµειωθεί ότι συνδέει το νερό µε τη µητέρα, αποκαλώντας το «µητρικό νερό». Η λειτουργία
αυτού του ιδιόµορφου νερού είναι σχεδόν αποκλειστικά αρνητική: είτε υποδηλώνει τον αιµοµικτικό
έρωτα, είτε καθίσταται φορέας θανάτου βλ. ό.π. σ.68 και σ. 89.
189
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις θρησκευτικές γιορτές.
190
Π.χ. το όνοµα Μαχούλα αποκτά, σύµφωνα µε την ιδιότυπη αυτή συλλογιστική, πέντε (!) διαφορετικές
ερµηνείες: 1. Μαχούλα= µαννούλα ( υπόθεση που στηρίζεται στην άποψη ότι το χ είναι δύο αντίστροφα
ν) 2. Μαχούλα= Ανδροµάχη (αυτή που µάχεται τους άνδρες) 3. Μαχούλα= Περµαχούλα= Υπερµάχος
Στρατηγός= Παναγία (!) 4. Μαχούλα= Ματούλα= η ηρωίδα του «Θέρος- Ἔρος» που προκαλεί τον πόθο
στους άνδρες 5. Μαχούλα= Μοσχούλα= µόσχος = Χριστός στον Ακάθιστο Ύµνο (!). Αναλυτικά, βλ. ό.π.,
σ.47-51.
191
Μάλιστα θεωρεί ότι οι φαντασιακές αυτές ερωτικές αιµοµικτικές σχέσεις µεταξύ µητέρας- γιου
µπορούν ενδεχοµένως να αναχθούν και στο επίπεδο Παναγίας- Εµµανουήλ (Χριστού)(!), βλ. ό.π. σ. 18,
σ.49 - 55 και σ. 103.
192
Βλ. σ.55. Εν συντοµία µητέρα- ερωµένη- βαθιά ενοχή συνυπάρχουν εντός του ήρωα. Για
πληρέστερη εικόνα της συλλογιστικής του Saunier παραπέµπουµε στην πλήρη ανάλυση των
διηγηµάτων «Η Φαρµακολύτρια» και «Αµαρτίας φάντασµα», στις σ. 33-75.
40

Όταν, εποµένως, ένας ήρωας έχει αισθήµατα ενοχής και τύψεις για τις
αµαρτίες του, αυτά οφείλονται συνήθως στην ανοµολόγητη ερωτική επιθυµία
που έχει απέναντι σε µια γυναίκα που επέχει θέση µητέρας για αυτόν193.
Όσον αφορά τώρα στους γονείς και τις σχέσεις τους µε τα παιδιά τους,
η άποψη του Saunier είναι ότι «οι δύο γονικές µορφές είναι πολύ άνισες στο
έργο του Παπαδιαµάντη και κυρίως δεν εκδηλώνονται µε τον ίδιο τρόπο. Η
µητέρα είναι πανταχού παρούσα στο έργο µε τη µορφή µητρικών προσώπων
αλλά επίσης και αναρίθµητων συµβόλων (…). Αντιθέτως, ο πατέρας είναι
παρών κατά τρόπο ασυνεχή και επιπλέον αντιφατικό: το πρόσωπο του
θριαµβεύοντος παπά, που πρωταγωνιστεί στα ηθοπλαστικά έργα, βρίσκεται
σε πλήρη αντίθεση µε τις άλλες πατρικές µορφές»194.
Ωστόσο, ο εν λόγω µελετητής αποδίδει µια διφορούµενη εικόνα στη
µητέρα, η οποία σε ορισµένα διηγήµατα εµφανίζεται αρχικά ως καλή και στη
συνέχεια εξελίσσεται σε µητέρα «φόνισσα» είτε δια της κατάρας195 είτε δια
των ενεργειών της196. Μια, εποµένως, από τις βασικές εκδοχές του
«οικογενειακού µύθου» είναι ο µύθος της «κακής µάννας», πραγµατικής ή
µη197. Επίσης, παρατηρεί ότι σε πολλά διηγήµατα η έκφραση «µητρική
στοργή» αποκτά αρνητική χροιά αποσκοπώντας συνήθως στο να «δέσει»
αποπνικτικά το γιο ή να περιστείλει τις ερωτικές του πρωτοβουλίες198.
Εκείνο που µας προκαλεί εντύπωση είναι ότι ο εν λόγω µελετητής δε
λαµβάνει καθόλου υπόψη του την πληθώρα καλών «φύσει» ή «θέσει»
µητέρων, όπως η Θοδωριά199, η Χριστίνα η ∆ασκάλα200, η Ευφροσύνη201 , η

193
Όπως γράφει χαρακτηριστικά , στα έργα µε «εξοµολογητικό χαρακτήρα» υπάρχει µια «πολλαπλή
ταύτιση, πάντοτε κρυπτική, των µορφών της µητέρας και της ερωµένης» κάτι που αποτελεί πηγή ενοχής
για τον ήρωα (ό.π. σ. 267).
194
Ό.π., σ. 266.
195
Ως παραδείγµατα αναφέρει τη θεια- Αρετώ στη «Γλυκοφιλούσα» και τη Σοφούλα στο «Θάνατο
κόρης». Ειδικά η θεια- Αρετώ αναιρεί δια της µετανοίας και της κατοπινής στάσης ζωής της το
χαρακτηρισµό αυτό κάτι που θα δούµε αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας µας στην
υποενότητα 2.1.3.
196
Χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η Φραγκογιαννού.
197
∆υστυχώς, το µύθο αυτό αποδίδει ακόµη και στην Παναγία που στην ανάλυση του διηγήµατος « Η
Γλυκοφιλούσα» την αποκαλεί «φόνισσα» και παροµοιάζει την εικόνα της µε «νεκρική θεότητα πάνω σε
µακάβριο νεκροταφείο από κόκαλα παιδιών» (ό.π. σ. 312). Ως αφορµή για τους «χαρακτηρισµούς»
αυτούς λαµβάνει την αφιέρωση των κρανίων µικρών παιδιών στην εικόνα της Παναγίας της
Γλυκοφιλούσας, τα οποία είχαν τοποθετηµένα σε ένα µικρό ερµάριο στα αριστερά της. Επίσης, την
υποτιθέµενη πρώιµη «κλήση» τους στον Παράδεισο από εκείνη. Ως γνωστόν, η τιµή των λειψάνων των
αγίων είναι συνυφασµένη µε την πρωτοχριστιανική και την ορθόδοξη παράδοση. Σε κάθε ορθόδοξο ναό
υπάρχουν λείψανα ενός ή περισσοτέρων αγίων τα οποία οι πιστοί προσκυνούν. Μέσα, εποµένως, στα
πλαίσια της αναστάσιµης προοπτικής που έχει το ορθόδοξο πλήρωµα είναι απόλυτα λογική και η
αφιέρωση των «άσπιλων λειψάνων» - όπως τα χαρακτηρίζει ο Παπαδιαµάντης- των παιδιών που
βρίσκονται ήδη στον Παράδεισο, την αιώνια ζωή. Με άλλα λόγια, υπό την αναστάσιµη ορθόδοξη
προοπτική, που µεταστοιχειώνει το θάνατο σε ζωή, η εικόνα της Παναγίας (πλαισιωµένη από αυτές των
Αγίων) µε τα λογής λογής αφιερώµατα και λείψανα δίπλα της αποτελεί πρόγευση ήδη από αυτή τη ζωή
της µόνης αληθινής ζωής, της παραδείσιας ζωής, όπου «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγµός, ἀλλὰ
ζωὴ ἀτελεύτητος». Για την ορθόδοξη Εκκλησία, άλλωστε, η στρατευµένη και η θριαµβεύουσα εκκλησία
συµπορεύονται.
198
Βλ. ό.π., σ. 44-45.
199
Στο διήγηµα «Ὁ πολιτισµός εἰς τό χωρίον».
200
Στο διήγηµα « Χωρίς στεφάνι».
41

Μελάχρω202, η θεια- Αχτίτσα203, η ανώνυµη αδελφή του Γιαννιού204, η


ανώνυµη µητέρα της Μόρφως205, η Χαρµολίνα206, η Σεραϊνώ η Κουµπίνα207
και τόσες άλλες. Προκειµένου, δηλαδή, να στηρίξει την ερµηνεία του για τον
αρνητικό ρόλο της γυναίκας ως µητέρας, πραγµατικής ή φαντασιακής,
παραβλέπει το σύνολο του παπαδιαµαντικού έργου. Όπως συµβαίνει και στην
πραγµατική ζωή έτσι και στο έργο του Παπαδιαµάντη, το οποίο, όπως γράφει
και ο ίδιος, βασίζεται «ἐπὶ τῆς πραγµατικότητος»208, απαντούν και καλές και
κακές µητέρες.
Από την άλλη πλευρά, οι πατρικές µορφές, πραγµατικές ή
φαντασιακές, είναι σαφώς λιγότερες και διαθέτουν εκ διαµέτρου αντίθετα
χαρακτηριστικά. Η αδυναµία, η αδράνεια, η ανικανότητα, ο εγωισµός, η
ανευθυνότητα είναι µερικά µόνο από τα αρνητικά τους στοιχεία µε
αποτέλεσµα να εντάσσονται και αυτοί στο µύθο των «κακών γονιών», µια από
τις διάφορες όψεις του «οικογενειακού µύθου»209. Οι µόνες πατρικές µορφές
που έχουν θετικά στοιχεία είναι, όπως προαναφέρθηκε, αυτές των ιερέων και
ως γονέων και ως ποιµένων. Και πάλι όµως πιστεύει ότι η εικόνα αυτή του
καλού πατέρα- ιερέα, ανατρέπεται στο διήγηµα «Τὰ ∆αιµόνια στὸ ρέµα»210 .
Εν ολίγοις, το βασικό κριτήριο µε το οποίο κρίνεται η «δύναµη» ή η
«αδυναµία» των µητρικών και πατρικών µορφών του Παπαδιαµάντη, κατά τον
Saunier, είναι η ικανότητά τους να προκαλέσουν, άµεσα ή έµµεσα,
πραγµατικά ή αλληγορικά, το θάνατο. Ως συνέπεια αυτής της ερµηνευτικής, οι
«ισχυρές» µητέρες καθίστανται σε ορισµένα διηγήµατα υπεύθυνες, σε
µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, για το θάνατο των παιδιών τους, ενώ οι
«αδύναµοι» πατέρες δεν καταφέρνουν να φθάσουν σε αυτό το σηµείο211.
Ωστόσο, αυτή η γενικότερη πατρική «αδυναµία», που φθάνει σε ορισµένες
περιπτώσεις έως την «ανυπαρξία»212, προκαλεί προβλήµατα ταύτισης του
παιδιού µε τον πατέρα. Αυτή η αποτυχία ταύτισης µε τον πατέρα ερµηνεύει

201
Στο διήγηµα «Μία Ψυχή».
202
Στο διήγηµα «Χρήστος Μηλιόνης».
203
Στο διήγηµα «Ἡ Σταχοµαζώχτρα».
204
Στο διήγηµα «Ἡ Μαυροµαντηλού».
205
Στο διήγηµα «Παιδική Πασχαλιά».
206
Στο διήγηµα «Ἡ θητεία τῆς πενθεράς».
207
Στο διήγηµα «Ὁ Γάµος τοῦ Καραχµέτη».
208
Βλ. το διήγηµα «Λαµπριάτικος Ψάλτης», Τ. Γ’, σ.515, στ. 5.
209
Βλ. ό.π. σ.138- 139 και σ.204. Όπως θα δούµε και στο κυρίως µέρος της εργασίας µας, δεν
απουσιάζει η θετική εικόνα του πατέρα που κορυφώνεται στους «Φιλόστοργους», όπου ο καλός
πατέρας προβάλλεται περισσότερο σε σχέση µε την εξίσου καλή µητέρα.
210
Σε αυτό ο γιος ξεφεύγει από την επίβλεψη του πατέρα που αδυνατεί στη συνέχεια ακόµη και να τον
µαλώσει χαρακτηρίζοντάς τον µόνο «σκληροτράχηλο». Για τον G.Saunier ο πατέρας αυτός επιβεβαιώνει
το παπαδιαµαντικό µύθο του αδύναµου, του ανύπαρκτου ουσιαστικά, πατέρα.
211
Ως παράδειγµα αναφέρει τον Πλήθωνα («Ἡ Γυφτοπούλα») και το Νικόλα Κουµενή («Στοιχειωµένη
κάµαρα») που δεν καταφέρνουν να πνίξουν τη θετή ο ένας και την πραγµατική του κόρη ο άλλος.
212
Ως παράδειγµα «ανύπαρκτου πατέρα» αναφέρει την περίπτωση του απόντα πατέρα στο διήγηµα
«Ἡ φωνή τοῦ ∆ράκου», ένα διήγηµα που θεωρεί άλλωστε (µαζί µε τη «Γυφτοπούλα») ως
αντιπροσωπευτικό µια άλλης όψης του «οικογενειακού µύθου», του «µύθου της νοθείας ή της
ετερότητας», βλ. σχετικά σ. 108, σ.115- 117 και σ.207- 208.
42

κατά κάποιο τρόπο, σύµφωνα µε τον Saunier, και τη µετέπειτα αποτυχία των
ερωτικών ιστοριών των παπαδιαµαντικών ηρώων213.
Θεωρούµε ότι οι απόψεις του Saunier είναι αποτέλεσµα της επίµονης
εφαρµογής της φροϋδικής ψυχαναλυτικής µεθόδου στα παπαδιαµαντικά
κείµενα214 και της άγνοιας ή επιφανειακής µόνο γνώσης της πατερικής
παραδόσεως και του ορθόδοξου ήθους που διατρέχει απ’ αρχής µέχρι τέλους
το έργο του Σκιαθίτη215. Με άλλα λόγια, ο Saunier επιζητεί να ανακαλύψει στη
λογοτεχνία του Παπαδιαµάντη στοιχεία που είναι εντελώς έξω από το
λογοτεχνικό και τον πνευµατικό του ορίζοντα 216. Μόνιµη µέριµνά του είναι η
αναζήτηση του κακού, του «εωσφορικού» στοιχείου στο παπαδιαµαντικό
έργο. Ωστόσο, χάρη στις µελέτες του, έχει δοθεί η ευκαιρία σε άλλους
µελετητές, όπως ο B.Πανταζής217, να ανασκευάσουν τις ερµηνείες του
αναδεικνύοντας τους «κρυµµένους µαργαρίτας» αντί της «εωσφορικής
αβύσσου»218 εντός του παπαδιαµαντικού λογοτεχνικού πελάγους.

Τη φιλοκαλική ρίζα που βρίσκεται «ὑποκάτω» του κειµένου της


«Φόνισσας» φωτίζοντας και προβάλλοντας τη βαθύτερη, την ουσιώδη
σηµασία του αναδεικνύει ο Λ. Σιάσος στη µελέτη του «’’Νοῦς ἀψηλός
ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀναγνώση τῆς Φόνισσας»219.
Εφαρµόζοντας την αρχή ότι ο «Παπαδιαµάντης σαφηνίζεται ἐξ’ αὐτοῦ τοῦ
Παπαδιαµάντη»220 και αφού επισηµάνει την απαραίτητη πνευµατική
προετοιµασία και «αυτοπαράδοση» στις γραφές του µεγάλου συγγραφέα,
συστήνει την ερευνητική του πρόταση για το κορυφαίο αυτό έργο: «ότι δηλαδή
κεντρικό και ενδεχοµένως µόνο θέµα της Φόνισσας αποτελεί το
δυσερµήνευτο, το δυσέφικτο, το δυσθήρατο παίγνιο των ΛΟΓΙΣΜΩΝ. Πώς,
πόθεν και δια- τι εισέρχονται στην καρδιά του ανθρώπου. Πώς εγκαθίστανται

213
Βλ. ό.π. σ. 280- 281.
214
Κορύφωση αυτής της ψυχαναλυτικής µεθόδου αποτελεί η «ψυχανάλυση» του καλόγερου Σαµουήλ
στις σ. 320-335.
215
Τολµούµε να πούµε ότι το παπαδιαµαντικό λογοτεχνικό έργο και η ορθόδοξη πατερική παράδοση
αποτελούν ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο.
216
Όπως γράφει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος: «Τυπικό γνώρισµα όλων των παπαδιαµαντικών
µελετηµάτων του G. Saunier είναι η αποµόνωση λέξεων και φράσεων και η ερµηνεία τους ερήµην των
συµφραζοµένων», «Συγκολλώντας το κρανίο του Πιλντάουν» στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος
Παπαδιαµάντης: Συναγωγή κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2003, σ.145.
Προκειµένου δηλαδή να ταιριάζουν µε τους προσωπικούς µύθους του Παπαδιαµάντη, όπως τους έχει
εντοπίσει και διαµορφώσει, αποκτούν και την αντίστοιχη σηµασία.
217
Βλ. τη σύντοµη αλλά εξαιρετική µελέτη του «Στην Αγί’ Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!»
Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 3, εκδόσεις ∆όµος, Άνοιξη 1995, σ. 53-61. Σε αυτή, µεταξύ άλλων,
φανερώνει τη σύνδεση ανάµεσα στο παπαδιαµαντικό κείµενο και την Ακολουθία της Αγίας Αναστασίας
και του Τριωδίου, βλ. σ. 57. Επίσης, ενδιαφέρον έχουν και οι αντίστοιχες µελέτες του Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου «Συγκολλώντας το κρανίο του Πιλντάουν » ό.π. και « Ανεµόσκαλα µεταξωτή»,
Παπαδιαµαντικα Τετράδια, Τ.9, Πρωτοχρονιά 2010, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, σ.30-40.
218
Βλ. ό.π. σ.301.
219
Στο περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, Οκτώβριος- ∆εκέµβριος 2011, σ. 151- 167 και στα Πρακτικά Γ’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Τόµος Α’( Σκιάθος: 29/9- 2/10/2011), ∆όµος, Αθήνα,
2012, σ. 421-438.
220
Ό.π. σ. 152.
43

εκείσε. Και πώς ἐν συνέχειᾳ ψηλώνουν τον νουν»221. Πρόκειται για ένα θέµα
που έχει απασχολήσει εις βάθος τους νηπτικούς Πατέρες και αναπτύσσεται
συχνά στα κείµενά τους. σε αυτά προβάλλεται παράλληλα ο δυναµικός
αγώνας κατά των πονηρών λογισµών µέσω της πνευµατικής µεθόδου της
νήψεως.
Παρά το γεγονός ότι «οι αυτούσιες χρήσεις» και «οι ρητές επικλήσεις
φιλοκαλικού υλικού» στο κείµενο της «Φόνισσας» είναι ελάχιστες και
µεταποιηµένες, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν µέσα σε αυτό
αναµένοντας να «ανακαλυφθούν». Αυτό επιδιώκει να κάνει ο Λ. Σιάσος.
Αφού αναφέρει τον ορισµό και περιγράψει εν συντοµία τη µέθοδο της
νήψεως222 που προστατεύει τον άνθρωπο από τις επιθέσεις του πονηρού (οι
οποίες ακολουθούν επίσης συγκεκριµένα στάδια δράσης223), αναλύει τον
καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν οι «ἔξωθεν»224 ερχόµενοι λογισµοί και οι
αναµνήσεις της Φραγκογιαννούς στη µετέπειτα εγκληµατική δραστηριότητά
της. Μέσω αυτών των πονηρών λογισµών ο νους της πτωχής γραίας
αιχµαλωτίσθηκε και «ψήλωσε» µε τα γνωστά δεινά επακόλουθα.
Η εισαγωγική αυτή αναφορά στη δράση των «ἔξωθεν» λογισµών και
την αντίστοιχη αντιµετώπισή τους δια της νηπτικής µεθόδου αποτελεί στη
συνέχεια τη βάση για να εντοπίσει ως «κρυµµένον θησαυρόν» συγκεκριµένες
χρήσεις φιλοκαλικού υλικού που υποβόσκουν στο κείµενο της «Φόνισσας».
Πρώτη από αυτές η «κοιµώµενη ρίζα, η αφετηρία των παθών»225 που δεν
είναι άλλη από την α ν ε ξ ο µ ο λ ό γ η τ η πρώτη µεγάλη αµαρτία της
Χαδούλας λίγο πριν το γάµο της: τα χρήµατα που έκλεψε από τα επίσης
κλεµµένα χρήµατα της µητέρας της. Το κρυφό αυτό αµάρτηµα συνοδεύτηκε
έπειτα από ένα άλλο, εξίσου κρυφό, αµάρτηµα που ήταν η «επιτυχής»
έκτρωση που έκανε στο έµβρυο της Μαρουσώς. Η δεύτερη, θετική αυτή τη
φορά χρήση, είναι η, έστω προσωρινή, πνευµατική ανάπαυση που βρίσκει η
Χαδούλα, όταν θυµάται και λέει στις δύσκολες στιγµές τη µονολόγιστη ευχή. Η
τρίτη συνδέει το «ψήλωµα του νου» της Χαδούλας µε την αντίστοιχη νηπτική
εκδοχή για τον µετεωρισµό του νοός226. Σύµφωνα µε τον Λ. Σιάσο, ο
Παπαδιαµάντης µεταπλάθει τη διδασκαλία αυτή των νηπτικών Πατέρων
συνδυάζοντάς την αρµονικά µε την αντίστοιχη λαϊκή έκφραση. Η δεινή
ικανότητα της Φραγκογιαννούς να βρίσκει λύση σε όλα υπέκρυπτε µια ισχυρή
δόση κενοδοξίας µέσα της. Έχοντας αυτήν ως «πρώτη ύλη», οι δαιµονικοί

221
Ό.π., σ. 153
222
Ως οδηγό χρησιµοποιεί τη σχετική διδασκαλία του πατρός Ησυχίου του Πρεσβυτέρου στο έργο του
«Πρὸς Θεόδουλον. Λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης . Ἀρχὴ
φωτισµοῦ ψυχῆς καὶ ἀληθὴς ὑποθήκη. Τὰ λεγόµενα ἀντιρρητικὰ καὶ εὐκτικὰ», Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν, Τ. Α’, σ.141 κ.ε.
223
Πρόκειται για τα τέσσερα στάδια του πειρασµού που αναφέρει ο πατέρας Ησύχιος και πολλοί άλλοι
νηπτικοί Πατέρες και τα οποία θα αναπτύξουµε διεξοδικά στην ενότητα 3 του 1ου κεφαλαίου της
εργασίας µας.
224
Όπου «ἔξωθεν» υπονοείται ο Εωσφόρος.
225
Ό.π. σ. 158.
226
Ως παράδειγµα της σχετικής νηπτικής διδασκαλίας ο Λ.Σιάσος αναφέρει ένα απόσπασµα από το
κείµενο του πατρός Ησυχίου του Πρεσβύτερου «Πρὸς Θεόδουλον…», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ. 144-145.
44

λογισµοί εισέβαλλαν στο νου της, τον εξήραν στα ανώτερα ζητήµατα της
ζωής και του θανάτου και τον οδήγησαν στους φόνιους πια λογισµούς του,
φθάνοντας την πτωχή γραία στο σηµείο να θεωρεί τον εαυτό της συνεργάτη
του Θεού και των αγγέλων. Με άλλα λόγια, συσκότισαν εντελώς το νου της
κάνοντάς τον να βλέπει το σκοτάδι ως φως.
Η χρονίζουσα κενοδοξία της αποτέλεσε τη βάση και για την
εξελισσόµενη πνευµατική αναισθησία της που φωτίζεται και ερµηνεύεται εις
βάθος από τη σχετική διδασκαλία του Ευαγρίου του Ποντικού227.
Η τελευταία κρυµµένη χρήση της φιλοκαλικής διδασκαλίας στο κείµενο
της «Φόνισσας» που, σύµφωνα µε τον Λ.Σιάσο, αποτελεί και ερµηνευτικό
κλειδί για την κατανόησή του, είναι το χάρισµα της διακρίσεως των λογισµών
που προβάλλεται ως λύση στη φοβερή πνευµατική σύγχυση και στον
εσωτερικό δισταγµό της Χαδούλας να εξοµολογηθεί, στοιχεία που αποτελούν
τροχοπέδη για τη σωτηρία της. Αυτό λοιπόν που η ίδια αδυνατεί να κάνει,
επιθυµεί διακαώς να βρει κάποιον άλλον να το αναλάβει στη θέση της. και
αυτός δεν είναι άλλος από τον προορατικό γέροντα Ακάκιο που είχε το
πνευµατικό χάρισµα της διακρίσεως των λογισµών, µιας από τις υψηλότερες
αρετές που αναφέρονται στα νηπτικά κείµενα, ώστε να φέρει στο φως τα
κρυφά «πάθια» της πεπτωκυίας γραίας.
Οι διαπιστώσεις αυτές τον οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο
Παπαδιαµάντης αναπλάθει το υλικό που προσλαµβάνει από τους νηπτικούς
Πατέρες (κάτι που κάνει και µε το υλικό που χρησιµοποιεί από άλλες πηγές)
δηµιουργώντας κάτι καινούριο. Στην περίπτωση της «Φόνισσας» κατορθώνει
να αναγάγει τη νηπτική διδασκαλία για τους ατοµικούς πειρασµούς και
λογισµούς σε «συλλογικές προλήψεις, κοινωνικές ιδεοληψίες» και «γενικούς-
διαδεδοµένους- πειρασµικούς- λογισµούς» που αφορούν την κακή µοίρα των
γυναικών, τις δυσκολίες της αποκατάστασής τους και τη µισητή από τις
οικογένειές τους προίκα. Αυτοί, άλλωστε, οι συλλογικοί- πειρασµικοί λογισµοί
οδήγησαν στην πραγµατικότητα πολλές γυναίκες σαν τη Φραγκογιαννού να
δολοφονήσουν τα νεογέννητα κοριτσάκια ή τις εγγονούλες τους228. Σε ένα
δεύτερο επίπεδο κατορθώνει, µέσω της διδασκαλίας αυτής των νηπτικών για
τους πειρασµούς, να ερµηνεύσει τη «διαχρονική γένεση» ή «ακριβέστερα,
‘’αναγέννηση’’ του κακού». όταν δηλαδή οι «συλλογικές» πειρασµικές
ιδεοληψίες «χρονίσουν», έχουν φονικές συνέπειες τις οποίες βιώνουν όλες οι
σηµερινές, σύγχρονες κοινωνίες229.
Όπως έχει καταστεί εµφανές, η συγκεκριµένη µελέτη του Λ. Σιάσου
αποτελεί πολύτιµο βοήθηµα για το δικό µας εγχείρηµα. Αν και δεν άπτεται του
θέµατος του έρωτα και της αγάπης στη «Φόνισσα», ωστόσο εφαρµόζει την
227
«Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ. 49-50.
228
Βλ. και Γ. Βαλέτα, Α. Παπαδιαµάντης: η ζωή - το έργο- η εποχή του, εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ. 608,
όπου δίνονται αναλυτικές πληροφορίες για το ξεσηκωµό των Σκοπελιτών το 1836 προκειµένου να
καταργηθεί ο θεσµός της προίκας που οδηγούσε σε µυστικές βρεφοκτονίες των θηλυκών νεογνών.
229
Βλ. ό.π. σ.165-166.Η ιστορία βρίθει παραδειγµάτων ανά τον κόσµο όπου επικρατεί η βία, ο
ρατσισµός, οι κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις και ο αποκλεισµός λόγω της επικράτησης αυτών των
συλλογικών ιδεοληψιών.
45

ίδια µέθοδο αξιοποίησης των φιλοκαλικών πηγών για την ερµηνεία και
κατανόηση του παπαδιαµαντικού έργου που προσπαθούµε- κατά το µέτρο
του δυνατού- να εφαρµόσουµε και εµείς στο κυρίως µέρος της παρούσης
εργασίας.

Τέλος, µια µελέτη που προσέγγισε έως ένα βαθµό αυτό που
επιδιώκουµε και εµείς και αποτελεί επίσης εξαιρετικό εργαλείο για την έρευνά
µας είναι αναµφίβολα η µελέτη του Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλου «∆αιµόνιο
µεσηµβρινό ή το σταυροκόπηµα στην πύλη του Άδη»230. Όπως η
προηγούµενη έτσι και αυτή η µελέτη επικεντρώνεται σε ένα, αλλά
κεφαλαιώδες για το θέµα µας διήγηµα, το «Ἔρως- Ἥρως».
Ήδη από την πρώτη σελίδα ο Τριανταφυλλόπουλος επισηµαίνει την
ουσία του διηγήµατος: πρόκειται για την «εξιστόρηση µιας µάχης µε το
δαίµονα»231. Το ερωτικό δηλαδή πάθος του Γιωργή αποτέλεσε το έναυσµα για
τον πονηρό έτσι ώστε να τον θέσει σε δεινό πειρασµό, έναν πειρασµό που
παρ’ ολίγον θα εξελισσόταν σε «φόνιο»232. Ξεκινώντας στη συνέχεια από το
προηγούµενο βράδυ, το βράδυ του γάµου της Αρχόντως, περιγράφει την
«κυµατοειδή» και ολοένα εντεινόµενη επίθεση του πονηρού που κορυφώνεται
το επόµενο πρωί, όταν ο νέος βρίσκεται στην τραγική θέση να µεταφέρει την
αγαπηµένη του µαζί µε το σύζυγο και τη µητέρα της στο νέο τόπο κατοικίας
της. Αν και δεν αναφέρει ο εν λόγω µελετητής κάποιο νηπτικό πατερικό
κείµενο που να φωτίζει το κείµενο, προχωρεί, ωστόσο, σε δύο καίριες
διαπιστώσεις: επισηµαίνει α) το µεθοδικό τρόπο, τη «µεθοδεία», µε την οποία
ενεργεί ο αντίµαχος στην προκειµένη περίπτωση και β) την πνευµατική
καταγωγή του διηγήµατος, που δεν είναι άλλη από «τα Συναξάρια και τα
ασκητικά έργα»233. Σκοπός του πονηρού είναι να άρει τη λογική του Γιωργή,
να σταµατήσει εντελώς ο νους του να άρχει της επιθυµίας του 234, κάτι που
φαίνεται από την προς στιγµήν - αλλά απόλυτα πραγµατική- επιθυµία του να
τους σκοτώσει όλους, ακόµη και την αγαπηµένη του.
Στη συνέχεια, αναλύοντας το κορυφαίο απόσπασµα του έργου235,
όπου ο Γιωργής ζει στο ξυπνητό όνειρό του τη δαιµονική φαντασίωση του
ψευδοπαραδείσου µαζί µε την αγαπηµένη του, εντοπίζει µια από τις πιο
τροµακτικές δοκιµασίες του πονηρού που τονίζουν συχνά στα κείµενά τους οι
νηπτικοί Πατέρες. την παρουσίαση από τον πονηρό του σκότους ως φωτός,
230
Βλ. την οµώνυµη συλλογή κειµένων του κ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα,
1978, σ. 79-93.
231
Ό.π. σ. 79.
232
Πράγµατι, ο πειρασµός του Γιωργή παρ’ ολίγον να καταστεί διπλά φονικός, αφού εξαιτίας του θα
έχαναν τόσοι άνθρωποι τη ζωή τους και ο Γιωργής την ψυχή του.
233
Ό.π., σ. 81.
234
Όπως επισηµαίνουν οι Πατέρες η σωστή και υγιής σχέση των τριών δυνάµεων της ψυχής είναι όταν
το λογιστικό (ο νους) άρχει και κατευθύνει το παθητικό (το θυµικό και το επιθυµητικό) µέρος της ψυχής
βλ. Κεσελόπουλου Α., Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, σ.60 και Γ.
Μαντζαρίδη « Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
235
Πρόκειται για το απόσπασµα « Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα...(…)νὰ σκεπασθῇς», Τ.Γ’,
σ. 181, στ.15-31 και σ.182, στ. 1-3.
46

του κακού ως αγαθού, του θανάτου ως ζωής προκειµένου να παρασύρει στον


όλεθρο τον πειραζόµενο άνθρωπο. Ο ανοδικός πειρασµικός αισθησιασµός, η
αντεστραµµένη τάξη του Θεού, η αναβάπτισή των δύο νέων, ως νέου Αδάµ
και νέας Εύας αντίστοιχα, συνδέονται µε το προπατορικό αµάρτηµα το οποίο
είναι έτοιµος να επαναλάβει ο δυστυχής νέος. Πρόκειται, δηλαδή, να
ανταλλάξει το πραγµατικό βάπτισµα και τη δυνατότητα της αληθούς κατά
χάριν θέωσης, που του δίνεται µε το «καθ’ οµοίωσιν», µε την ψεύτικη «θέωση
µέσα από έναν έρωτα φονιά»236.
Ο Γιωργής φθάνει ένα βήµα πριν από την τελική «συγκατάθεση» και το
τελευταίο στάδιο του πειρασµού, την «αἰσθητὴν πράξιν, ἤγουν τήν ἁµαρτίαν»
237
. Ο Τριανταφυλλόπουλος την ονοµάζει «πύλη του Άδη»238 και δεν έχει
άδικο, αφού πρόκειται να υποστεί θάνατο πνευµατικό, τον µόνο πραγµατικό
θάνατο κατά τους νηπτικούς Πατέρες και τον Χριστιανισµό εν γένει. Εκείνο
που τον σώζει, όπως πολύ σωστά επισηµαίνει, είναι οι ορθόδοξες καταβολές
που πήρε από τη µητέρα του. Αν και τις είχε ξεχάσει, λόγω του παθιασµένου
του έρωτα και άλλων περισπασµών του καθηµερινού βίου, την κρίσιµη στιγµή
επανέρχονται στο νου του διαλύοντας το σκοτάδι του πειρασµού. «ο πόνος
της (ενν. µάννας) δαµάζει την ηδονή (ενν. του πειρασµού)» 239 και σώζει από
βέβαιο θάνατο το παιδί της. Και αυτό ανήκει «στην περιοχή του θαύµατος,
που είναι η κατεξοχήν πραγµατικότητα»240. Όλες αυτές οι αναφορές του
Τριανταφυλλόπουλου συµβαδίζουν µε τη σχετική διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων241. Άλλωστε, ο προσωπικός πόνος και το κλάµα του Γιωργή
ξεριζώνουν εκ βάθρων τον πειρασµό µεταστοιχειώνοντας τον εµπαθή έως
τότε έρωτά του σε έρωτα αληθινό, δηλαδή «χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ
φιλανθρωπίας»242. Η ανάλυση του διηγήµατος κλείνει µε τον εντοπισµό της
χρήσης µιας από τις µεθόδους που προτείνουν οι νηπτικοί Πατέρες για την
επιτυχή αντιµετώπιση του πειρασµού και την οποία θα δούµε να εφαρµόζουν
και άλλοι ήρωες του Παπαδιαµάντη. πρόκειται για το σηµείο του Σταυρού που
κάνει ο Γιωργής και την επανάληψη της νοεράς προσευχής243.

236
Ό.π., σ. 86.
237
Βλ. Ἠσυχίου Πρεσβύτερου, «Πρὸς Θεόδουλον», σ. 148, µς’.
238
Ό.π., σ. 89.
239
Ό.π., σ. 90.
240
Ό.π., σ.91.
241
Ωστόσο, ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος δεν προχωρά σε παράθεση σχετικών φιλοκαλικών
αποσπασµάτων.
242
Τ.Γ’, σ.182, στ.21-22.
243
Όπως γράφει, για παράδειγµα, ο Άγιος Συµεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Οἱ ἐν τῷ κόσµῳ δέ,
ὡς σφραγῖδα ταύτην (ἐνν. τὴν νοερὰ προσευχή) ἑαυτῶν καὶ σηµεῖον τῆς πίστεως καὶ φυλακὴν καὶ
ἁγιασµὸν καὶ πειρασµοῦ παντὸς διωκτήριον, κατὰ δύναµιν ἐνεργείτωσαν», « Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ θεοποιοῦ
προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.Ε’, κεφ. σνζ’,σ.62. Την πολύτιµη βοήθεια που παρέχει στον πιστό η νοερά
προσευχή επισηµαίνει και ο άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Κρεῖττον γὰρ βοήθηµα, πάρεξ Ἰησοῦ, οὒχ
εὐρήσεις ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ σου (…) ἐν οὐδενί ἄλλῳ τρόπῳ δυνατὸν αὐτοὺς ( ἔνν. τούς ἀσώµατους καὶ
ἀοράτους ἐχθροὺς) νικῆσαι, ἃλλ΄ἢ δι’ ἀενάου νοός νήψεως καὶ ἐπικλήσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ…», «Πρὸς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ. 147, Νο. λθ’ και σ.148, Νο.µβ’.
47

Η παρούσα εργασία απαρτίζεται από δύο κεφάλαια. Το πρώτο από


αυτά περιλαµβάνει οκτώ ενότητες. Στην πρώτη προσεγγίζεται το κεφαλαιώδες
στο παπαδιαµαντικό έργο θέµα του ανεκπλήρωτου έρωτα και οι επιµέρους
πτυχές του. Στη δεύτερη αναπτύσσεται η σχέση του έρωτα µε την αµαρτία,
ενώ στην τρίτη εξετάζεται ειδικότερα η συµβολή του πειρασµού στον έρωτα,
τα στάδια από τα οποία περνούν ορισµένοι ήρωες πριν την πτώση αλλά και η
δυναµική αντιµετώπισή του στην οποία προβαίνουν άλλοι. Και στις τρεις
αυτές ενότητες ο έρωτας παρουσιάζεται ως ένας διαρκής και αιµάσσων
αγώνας κατά των πολύµορφων έξωθεν και έσωθεν πειρασµών και των
προσωπικών παθών244. Ταυτόχρονα όµως αναδεικνύεται και ως αφορµή
καλλιέργειας των αρετών. Η µεγαλύτερη πρόκληση για τους ερωτευµένους
ήρωες και ηρωίδες είναι το ξεπέρασµα του ανθρώπινου εγωισµού, η κένωση
του ἰδίου θελήµατος και ο πόλεµος ενάντια στη «µητέρα των παθών»
φιλαυτία, που υπάρχει εν σπέρµατι στον κάθε άνθρωπο. Όταν και εάν
καταφέρουν να «αντιστρέψουν» το σαρκικό - πειρασµικό έρωτα σε
«ἀγαπητικὸν ἕρωτα», έρωτα αυτοπροσφοράς και θυσίας προς το ερώµενο
πρόσωπο, τότε µόνο αξιώνονται να γίνουν µέτοχοι του τρόπου της «όντως
ζωής», του «όντως Έρωτα». Τότε, ακόµη και ο «ανεκπλήρωτος» έρωτάς τους
βρίσκει το πλήρωµά του δια της αναφοράς προς τον κατεξοχήν «ἐρῶντα καὶ
ἀγαπῶντα» Θεό. ∆ιαφορετικά, µένουν εγκλωβισµένοι στο «ἐρωτικὸν
αὐτοείδωλον» τους. Έτσι, αυτοκαταδικάζονται στη συναισθηµατική µοναξιά
και την πνευµατική πενία.
Στην τέταρτη ενότητα αναλύεται το πάθος της ζηλοτυπίας- ζηλοφθονίας
εντός και εκτός του γάµου και δίνεται έµφαση στις οδυνηρές συνέπειες που
έχει όχι µόνο για τους ήρωες ή τις ηρωίδες που αποτελούν τα αντικείµενα της
ζήλειας αλλά και για τους ίδιους τους ζηλόφθονους ήρωες.
Στην πέµπτη ενότητα αναπτύσσεται ιδιαίτερα η στενή σύνδεση που
έχει ο έρωτας µε το γάµο σε όλα τα στάδια που προηγούνται και ακολουθούν:
κατά τη δύσκολη περίοδο του αρραβώνα, όπου οι ερωτευµένοι δοκιµάζονται
σκληρά ασκούµενοι στις αρετές της υποµονής και της πίστεως, κατά τη
διάρκεια του έγγαµου βίου, όπου αναδεικνύεται η σωµατική και πνευµατική
ενότητα των δύο συζύγων παρά τις αµέτρητες δυσκολίες που προκύπτουν
κάθε φορά που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι υποκύπτουν στην παγίδα των
παθών, και κατά την οδυνηρή εµπειρία της απώλειας του ενός από τους δύο
συζύγους ή της διάλυσης της αγαπητικής τους σχέσης µέσω της διάστασης
και του διαζυγίου.
Λόγω της βαρύνουσας σηµασίας που έχει στο παπαδιαµαντικό έργο, η
φύση και η σχέση της µε τον έρωτα εξετάζεται σε ξεχωριστή ενότητα.
Πρωτίστως αναλύεται η ιδιότητά της ως µέσο αναγωγής προς τον Θεό και
έκφρασης της αγάπης Του για τον κόσµο και τον άνθρωπο. Στη συνέχεια
244
Πρέπει να σηµειωθεί ότι ορισµένα από τα µυθιστορήµατα και τα διηγήµατα εξετάζονται σε
περισσότερες από µια ενότητες της παρούσης εργασίας. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική οπτική γωνία
από την οποία τα προσεγγίζουµε στην εκάστοτε ενότητα.
48

επιδιώκεται να αποσαφηνισθεί η ιδιαίτερη συµβολή της προσωποποιηµένης


φύσης στην πρόγευση της παραδείσιας ευτυχίας ήδη από την παρούσα ζωή
µέσα από αντιπροσωπευτικά διηγήµατα.
Στην έβδοµη ενότητα γίνεται ξεχωριστή µνεία στη σκοτεινή πλευρά του
έρωτα, όπως αυτή εκδηλώνεται µέσα από τα αµαρτήµατα της πορνείας, της
µοιχείας, της χρήσης µαγείας και της αυτοκτονίας. Ταυτόχρονα, δίνεται η
θετική τους πλευρά, όταν γίνονται αφορµή µετανοίας, εσωτερικής συντριβής
και επαναφοράς στη θεϊκή αγκαλιά. Αξιοσηµείωτο είναι ότι σε πολλές
περιπτώσεις το κέντρο βάρους αίρεται από τα σοβαρά αυτά αµαρτήµατα και
µεταπίπτει στα πιο δυσδιάκριτα και, για αυτό περισσότερο επικίνδυνα, πάθη
της κατακρίσεως και της υποκρισίας.
Το πρώτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε τον «παρά φύσιν» έρωτα του
ανθρώπου για τα αισθητά πράγµατα, όπως αυτός εκδηλώνεται µέσα από το
πάθος της φιλαργυρίας και της συγγενούς αυτής πλεονεξίας. Η σοβαρότητα
των παθών αυτών οφείλεται, σύµφωνα µε τους Πατέρες, στην αιτία τους που
είναι η κακή προαίρεση του ανθρώπου και όχι η δύναµη της φύσης245. Για
αυτό και χρειάζεται να καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια για να την
καταπολέµησή τους.
Το δεύτερο κεφάλαιο σκοπό έχει να αναδείξει την αγάπη προς τον
πλησίον, εντός και εκτός του στενού κύκλου της οικογένειας, ως το πλήρωµα
των εντολών του Θεού. Πρότυπο της αγάπης αυτής, που διανθίζει αρκετά
παπαδιαµαντικά κείµενα, είναι η θυσιαστική αγάπη του Χριστού για τον
άνθρωπο.
Η πρώτη ενότητα του κεφαλαίου αυτού παρουσιάζει την αγάπη µεταξύ
φίλων και τους κινδύνους που την απειλούν: δυσµενείς εξωτερικές συνθήκες,
πτώση του ενός ή και των δύο σε εµπαθείς καταστάσεις, υπερβάλλουσες
προσδοκίες, ανταγωνισµός είναι µερικοί από αυτούς. Ταυτόχρονα
αναδεικνύονται η αµοιβαία εκτίµηση, ο σεβασµός, η αδελφική στήριξη και
προστασία, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού
πως «φίλος πιστός, σκέπη κραταιά. ἐπειδὴ καὶ εὐηµεροῦντι τῷ φίλῳ
σύµβουλος ἐστιν ἀγαθὸς καὶ συνεργὸς σύµψυχος. καὶ κακοπαθοῦντι
ἀντιλήπτωρ γνησιώτατος καὶ ὑπέρµαχος συµπαθέστατος»246.
Η δεύτερη και µεγαλύτερη ενότητα είναι αφιερωµένη στην αγάπη όπως
αυτή εκδηλώνεται µεταξύ των µελών της οικογένειας. Θεµέλιο της αγάπης
αυτής είναι η µητρική αγάπη, η πρώτη «φυσική αγάπη, που εκφράζει
ανιδιοτέλεια»247 και της οποίας πρότυπο είναι η ίδια η Παναγία.
Χαρακτηριστικά της γνήσιας µητρικής αγάπης είναι η οµοιόµορφη προσφορά
της σε κάθε παιδί ξεχωριστά, η ετοιµότητα συν-χώρησης των σφάλµατων του,
245
«Ὁ φιλοχρηµατίας καὶ ὁ φιλαργυρίας καὶ ὁ πλεονεξίας ἐρῶν, ἀκόλαστος. (…) Καὶ δῆλόν ἐστι
πανταχόθεν, ὡς περιττὴ καὶ οὐ κατὰ φύσιν ἐστίν ἡ τῶν χρηµάτων ἐπιθυµία, ἅτε µὴ ἐκ φύσεως τὴν βίαν
.
ἔχουσα , ἂλλ ΄ἐκ µοχθηρᾶς προαιρέσεως διό καὶ ἀσύγγνωστα ἁµαρτάνει ὁ ταύτῃ ἐκών ἡττώµενος.»
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.234, στ.15-24.
246
«Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟθ’.
247
Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2010 (δεύτερη έκδοση
βελτιωµένη).
49

η διάκριση (µε την πατερική σηµασία της λέξης), η υποµονή, η αυτοθυσία. Τα


ίδια χαρακτηριστικά έχει η αγάπη και των υπόλοιπων µελών της οικογένειας
µεταξύ τους, όπως αυτά αναδεικνύονται από το πλούσιο κοίτασµα των
παπαδιαµαντικών διηγηµάτων. ∆εν απουσιάζουν, ωστόσο, οι περιπτώσεις
εκείνων των γονέων και των αδελφών που «αστοχούν» στην προσφορά
αγάπης, γεγονός που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στα προσωπικά τους πάθη.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και σε όλους εκείνους τους πατέρες και τις
µητέρες που, ενώ δεν αξιώθηκαν να αποκτήσουν ή έχασαν τα δικά τους
παιδιά, περιέβαλλαν µε περισσή αγάπη «ξένα» παιδιά υιοθετώντας τα ή
αναλαµβάνοντας εξολοκλήρου την ανατροφή τους. Περισσότερο από
οποιονδήποτε άλλο καθίστανται «µιµητές του Χριστού» και άξιοι της Βασιλείας
Του. Αντίθετα, εκείνες οι µητρυιές που δεν µπόρεσαν να σπάσουν το φράγµα
των παθών, µε κορυφαία τη φιλαυτία, και στέρησαν από τα παιδιά των
συζύγων τους τη µητρική αγκαλιά, κρατούν ερµητικά κλειστή και τη θύρα του
Παραδείσου, που θα µπορούσαν να προγευθούν ήδη από την παρούσα ζωή
στα πρόσωπα και τα χαµόγελα των παιδιών αυτών.
Η τρίτη ενότητα µας ταξιδεύει µε το πλοίο της συζυγικής αγάπης. ένα
πλοίο που συναντά πολλές φουρτούνες και πολλούς σκοπέλους έως ότου
φθάσει στο λιµάνι του προορισµού του. Οι δύο σύζυγοι πρέπει να παλέψουν
µε τα «σαράντα κύµατα» των παθών και των δυσµενών εξωτερικών
συνθηκών, καλλιεργώντας τις αρετές ως πολύτιµο «φάρο» που θα τους
βοηθήσει να φθάσουν στον προορισµό τους: την τέλεια αγάπη και την ένωση
τους (κατά το µέτρο των ανθρώπινων δυνατοτήτων) µε την «ὄντως Ἀγάπη»,
τον Θεό. Ωστόσο, δεν τα καταφέρνουν όλοι οι σύζυγοι. κάποιες φορές η
έλλειψη καλής προαίρεσης ή η αδυναµία απεξάρτησης από τα προσωπικά
πάθη καθιστούν τον γάµο µια συµβατική, σχεδόν «παρά φύσιν» κατάσταση.
∆υστυχώς, η διερρηγµένη επι-κοινωνία µεταξύ του ζεύγους έχει αρνητικές
συνέπειες όχι µόνο για τους ίδιους αλλά και για τα παιδιά τους.
Το δεύτερο κεφάλαιο κλείνει µε την ανάπτυξη της ποιµαντικής αγάπης
που επέχει θέση πατρικής αγάπης ανάµεσα στον ιερέα και τα πνευµατικά του
τέκνα, το ποίµνιό του. Οι ενοριακοί ιερείς του Παπαδιαµάντη συµπορεύονται,
συγχαίρουν και συµπάσχουν µε τα µέλη της ενορίας τους σε κάθε στιγµή της
ζωής τους. Η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, ο ζήλος, το πνεύµα αυτοθυσίας
και αυτοπροσφοράς χαρακτηρίζουν τους απλοϊκούς ιερείς, χωρίς να
απουσιάζουν οι τακτικοί πειρασµοί και τα λογής λογής εµπόδια. Κατορθώνουν
όµως να τα υπερκεράσουν χάρη στην καλή τους προαίρεση και την απόλυτη
εµπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού248.
Η εργασία ολοκληρώνεται µε την καταγραφή των συµπερασµάτων που
προκύπτουν από την επιµέρους ανάλυση των δύο κεφαλαίων και τα οποία
τονίζουν το σηµαίνοντα ρόλο και την πνευµατική διάσταση του έρωτα και της
αγάπης στο παπαδιαµαντικό έργο, όπως επίσης και τη διαλεκτική του σχέση µε
τη Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.
248
Βλ. ενδεικτικά τα σοφά λόγια του παπα- Φραγκούλη στο « Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», Τ.Β’, σ. 277, στ.
22-27.
50

Κεφάλαιο Α΄

«Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!...»


(Τ.Γ’.σ.109,στ.14)
Οι πολύµορφες πτυχές του έρωτα στα
µυθιστορήµατα και τα διηγήµατα του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη

Έργο του Γιώργου Κόρδη


51

Ο Παπαδιαµάντης «δεν εκδέχεται τον έρωτα ως ερωτοτροπία, αλλά ως


κ ρ η µ ν ο β α σ ί α »1. Με την εύστοχη αυτή διαπίστωση ο Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλος υπαινίσσεται ότι ο έρωτας στο έργο του Α.
Παπαδιαµάντη δεν είναι απλά ένα ευγενές, ενίοτε και ευχάριστο συναίσθηµα,
αλλά ένας συνεχής και αιµάσσων αγώνας. Ένας αγώνας µε έσωθεν και
έξωθεν πειρασµούς. Πρωτίστως αγώνας µε τα προσωπικά πάθη, τον
εγωισµό και τις επιθυµίες του ερωτευµένου που καλείται ( σε µερικές
περιπτώσεις για πρώτη φορά στη ζωή του) να βάλει το αγαπηµένο του
πρόσωπο πάνω από τον εαυτό του. Να θέσει το «εσύ» στο θρόνο που µέχρι
πρότινος κατείχε το «εγώ». Πρόκειται λοιπόν για ένα αίσθηµα θυσίας και
αυτοπροσφοράς που, όταν χρειαστεί, µπορεί να φθάσει και ως το θάνατο2.
Τότε µόνο δικαιούται να ονοµάζεται και να είναι αληθής έρωτας.
Φυσικά για να φθάσει ο ερωτευµένος στο άνοιγµα αυτό της ψυχής και
της καρδιάς του, στην πνευµατική αυτή «αρχοντιά»3, όπως έλεγε και ο
γέροντας Παΐσιος, χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια. Και αυτή την προσπάθεια
δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιµοι ή πρόθυµοι να την καταβάλλουν, γιατί δεν
θέλουν να σπάσουν τα δεσµά του εγωισµού τους, δεν επιθυµούν να
ταπεινωθούν, ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Με αυτό τον τρόπο όµως
αποτυγχάνουν ή, καλύτερα, αστοχούν στο να «κενώσουν» µε τη βοήθεια του
αληθούς έρωτα τον εαυτό τους4 , ώστε να «γεµίσουν» στη συνέχεια από
γνήσια αγάπη προς τον/την αγαπηµένο/η τους. Μια αγάπη που, αν ευοδωθεί
εἰς γάµου κοινωνίαν, θα αποτελέσει το πρώτο βήµα για τη µετέπειτα έκφραση
αγάπης και των δύο, ως «σάρκα µία», ως µια ανθρώπινη φύση προς τον
όντως Έρωτα , την όντως Αγάπη, το Θεό 5 . αλλά ακόµη και αν δεν ευοδωθεί-
πράγµα που στα κείµενα του Παπαδιαµάντη συµβαίνει συχνά- ανοίγει στον
ερωτευµένο την πόρτα που οδηγεί κατευθείαν στην ένωση µε τον
1
Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου , Αποσπινθιρίζοντας: σπουδάµατα στον Παπαδιαµάντη, Ίνδικτος, 2008,
σ.276.
2
Όπως γράφει και ο Χ. Γιανναράς « Ο έρωτας αρχίζει εκεί που τελειώνουν τέτοιες θωρακίσεις του εγώ.
Όταν ο Άλλος ενδιαφέρει περισσότερο κι από την ίδια µας την επιβίωση. Περισσότερο κι από την όποια
δικαίωση, την εφήµερη ή αιώνια εξασφάλιση. Ετοιµότητα αποδοχής και της αιώνιας ακόµη καταδίκης για
χάρη του αγαπηµένου ή των αγαπηµένων: είναι το σηµείο αναγνώρισης του έρωτα, δηλαδή της
Εκκλησίας. «Ηὐχόµην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεµα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν µου, τῶν συγγενῶν
µου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται»( Ρωµ. 9,3), Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ∆όµος, Αθήνα,1998
(επανέκδοση),σ.80. Πρότυπο αυτού του έρωτα είναι ο σταυρικός έρωτας του Θεού προς εµάς: «
.
Ἐσταυρώθης δι’ ἐµέ, ἵνα ἐµοὶ πηγάσῃς τὴν ἄφεσιν ἐκεντήθης τὴν πλευρὰν ἵνα κρουνοὺς ζωῆς
ἀναβλύσῃς µοι» ( Όρθρος Μ. Πέµπτης). Για το σταυρικό χαρακτήρα του έρωτα βλ. και π. Φ. Φάρου,
Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990, σ.124-132.
3
Βλ. γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε΄: Πάθη και αρετές, Ι .Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007, σ.245.
4
Χρειάζεται να «‘’κενωθεί’’ ο κόκκος της ανθρώπινης ατοµικότητας από κάθε απαίτηση αυθυπαρξίας,
να αντλήσει ύπαρξη και ζωή όχι από την επιθυµία της αυτοτέλειας, αλλά από την ερωτική
αυτοπροσφορά. Να γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη ‘’κενωτικά’’ ερωτική, όπως είναι ο Θεός ερωτική
‘’αλληλοπεριχώρηση’’ τριάδας Προσώπων», Χ. Γιανναρά, ό.π., σ.54.
5
Έτσι άλλωστε αποκτά και ο ανθρώπινος έρωτας, η ανθρώπινη αγάπη αδιάπτωτη αξία: όταν
καθίσταται κλίµακα µετάβασης προς τον ουράνιο, το θείο Έρωτα, προς την θεία Αγάπη. Μέσω δηλαδή
του ανθρώπινου έρωτα και της φυσικής κατάληξής του, του γάµου, ο άνθρωπος µπορεί να αισθανθεί και
την αγάπη του Θεού για εκείνον και µαζί µε τον/ τη σύζυγό του να αναχθεί σταδιακά σε µια πνευµατική
ένωση µαζί Του.
52

«προβολέα» και «γεννήτορα» της αγάπης: «Ἡ γὰρ πρὸς Θεὸν ἀγαπητικὴ


ἕνωσις, πάσης ἐξῄρηται καὶ ὑπέρκειται ἑνώσεως»6. Γιατί, όταν φθάσει να
«θυσιάσει» τα αισθήµατά του για χάρη του αγαπηµένου προσώπου, να
ταπεινώσει τον εαυτό του και να απαρνηθεί τα «θέλω» του, τότε, µε τρόπο
µυστικό, παραδίδεται «ὡς στρουθίον» στα χέρια της θείας παρηγορίας, που
τον αγκαλιάζει στοργικά και τον γεµίζει µε θεία Αγάπη7. Άλλωστε πρότυπο του
ανθρώπινου έρωτα, είναι ο έρωτας του Θεού προς τον άνθρωπο 8 ένας
έρωτας προσφοράς και θυσίας, θυσίας σταυρικής.
∆εν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη
παρακολουθούµε συστηµατικά τη µετα-στροφή του σαρκικού- πειρασµικού
έρωτα σε έρωτα «χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας»9. Ο έρωτας
υφίσταται δηλαδή προοδευτικά µια «καλήν ἀλλοίωσιν» ή, όπως γράφει ο
Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής, µια «καλήν ἀντιστροφήν»10 και µετουσιώνεται
σε αληθινά «ἀγαπητικόν ἔρωτα»11 που «µακροθυµεῖ», «χρηστεύεται»,
«στέγει» και «ὑποµένει» τα πάντα12. σε ένα δια-προσωπικό και φιλάνθρωπο
έρωτα, χωρίς ίχνος φιλαυτίας. Γιατί έχοντας κοινή πηγή µε την αγάπη, δεν
διαφέρει στην ουσία του από εκείνη, αλλά αποτελεί τον «πρόναό» της13.
Υπό αυτή την οπτική και προοπτική, η γραφή του Παπαδιαµάντη
ανάγεται τελικά σε ένα «ἀσµα ἔρωτος» του ανθρώπου για το συνάνθρωπο,
τον κόσµο και το Θεό, όλα αρµονικά συνδεδεµένα ως «ἔν»14.

6
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’,σ.183, Νο.
πζ’ και σ.184, Νο.πθ’. Η έκδοση της Φιλοκαλίας που χρησιµοποιείται στην παρούσα εργασία είναι η
Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, εκδόσεις «Αστήρ», Τ. Α’ - Ε’, Αθήνα, 1957, 1958 , 1960, 1961, και
1963 αντίστοιχα.
7
«Ο έρωτας σηµαίνει πίστη, εµπιστοσύνη, αυτοπαράδοση» , Χ. Γιανναρά,ό.π., σ.158.
8
Για τον θείο έρωτα προς τον άνθρωπο βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων
ἐκατοντὰς ἑβδόµη», ό.π., σ. 183- 184. Επίσης για τη θέση του έρωτα στην ορθόδοξη παράδοση βλ. Α.
Μητρούλη, « Ο έρωτας της αγάπης: συνοπτική θεώρηση του πλατωνικού έρωτα και της χριστιανικής
αγάπης», Πτολεµαΐδα, 2010, σ. 44- 56.
9
«Ἔρως- ἥρως», Τ.Γ’, σ.182, στ.22.
10
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη» , Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100,
Νο.νη’.
11
Ο όρος προέρχεται από τον Άγιο Μάξιµο τον Οµολογητή, που τον αποδίδει στον ίδιο το Θεό, βλ.
«Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς ἑβδόµη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 183, Νο.πζ’.
12
Α’ Κορ, 13, 4-7.
13
Όπως γράφει ο π. Φ. Φάρος, είτε µιλήσουµε για έρωτα είτε για αγάπη «πρόκειται για την ίδια
διαδικασία, για την κίνηση του ανθρώπου προς τον άλλο και τα διαφορετικά ονόµατα περιγράφουν µόνο
διαφορετικά στάδια και επίπεδα. Το ένα στάδιο ούτε υποκαθιστά ούτε αποκλείει το άλλο και αν το
πρώτο στάδιο µπορεί να γίνη γέφυρα για το δεύτερο, το δεύτερο στάδιο αποτελεί τη δικαίωση του
πρώτου», Ἔρωτος φύσις,εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, σ.208.
14
Αυτή την ενοποιητική δύναµη του έρωτα τονίζει και ο ορισµός του από τον άγιο Ιερόθεο, όπως τον
παραθέτει ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «Τὸν ἔρωτα, εἴτε θεῖον , εἴτε ἀγγελικὸν , εἴτε νοερόν, εἴτε
.
ψυχικόν, εἴτε φυσικὸν εἴποιµεν, ἐνωτικήν τινα καὶ συγκρατικὴν ἐννοήσωµεν δύναµιν τὰ µὲν ὑπέρτερα
. .
κινοῦσα ἐπὶ πρόνοιαν τῶν καταδεεστέρων τὰ δὲ ὁµόστοιχα πάλιν εἰς κοινωνικὴν ἀλληλουχίαν καὶ ἐπ’
ἐσχάτων τὰ ὑφειµένα πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων καὶ ὑπερκειµένων ἐπιστροφὴν», «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων ἐκατοντάς εβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.184, Νο. Ϟ’. Βλ. επίσης ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί
θείων ὀνοµάτων 4, 12, PG3, 709C και Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη, 2003, σ.363-364.
53

Στις ενότητες που ακολουθούν θα εξετάσουµε τις πιο σηµαντικές


πτυχές του έρωτα, έτσι όπως παρουσιάζεται στα µυθιστορήµατα και στα
διηγήµατα του Παπαδιαµάντη. Πρώτος σταθµός της έρευνάς µας είναι το
κεφαλαιώδες θέµα του ανεκπλήρωτου έρωτα. Στη συνέχεια θα µας
απασχολήσει η σχέση του έρωτα µε την αµαρτία και τον πειρασµό. Ιδιαίτερη
αναφορά θα γίνει για το πάθος της ζηλοτυπίας, ένα πάθος που συνδέεται σε
µεγάλο βαθµό µε το ερωτικό συναίσθηµα. Ακολούθως θα αναπτύξουµε τη
σχέση του έρωτα µε το µυστήριο του γάµου και τη συµβολή της φύσης ως
µέσου αναγωγής του ανθρώπινου έρωτα προς το θείο Έρωτα. Σηµαντικό
µέρος της έρευνάς µας θα αποτελέσει επίσης η εξέταση της σκοτεινής
πλευράς του έρωτα, έτσι όπως αυτή ξετυλίγεται µέσα από τα πάθη της
πορνείας και της µοιχείας, την άσκηση «καλής» και κακής µαγείας για
ερωτικούς σκοπούς, τον οδυνηρό πειρασµό και την εµπειρία της αυτοκτονίας.
Τέλος θα κλείσουµε µε την ανάπτυξη ενός πάθους, που προσοµοιάζει πολύ
µε το σαρκικό έρωτα, αφού φυλακίζει όλο το νου και τη ψυχή του ανθρώπου
σε έναν εµπαθή έρωτα προς τα αισθητά πράγµατα. Πρόκειται για το πάθος
της φιλαργυρίας, που µαζί µε τα πάθη της φιλοδοξίας και της φιληδονίας –
όλα τέκνα της φιλαυτίας- αποτελούν το βασικό τρίπτυχο, τις «πρωταιτίας (…)
ἀφ’ ὧν ἀποτίκτεται πᾶν κακόν»15.

15
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελῆς και θαυµάσιος», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.233, στ.24-31.
54

1. Ανεκπλήρωτος έρωτας

Το θέµα του ανεκπλήρωτου έρωτα εµφανίζεται µε θαυµαστή συχνότητα


στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη16. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία
οι «πάσχοντες» από ανεκπλήρωτο έρωτα είναι άνδρες κάθε ηλικίας. έφηβοι
έως γέροντες. Η διάψευση των ελπίδων του ερωτευµένου οφείλεται σε
διάφορους λόγους: η αγαπηµένη, µε τη δική της συγκατάθεση ή µη,
παντρεύεται τελικά κάποιον άλλο 17 ή είναι ήδη παντρεµένη 18, ο ήρωας είναι
άλλοτε πολύ µικρός 19 και άλλοτε πολύ µεγάλος στην ηλικία20, οι περιστάσεις
της ζωής21 ή η προσωπική ατολµία του22 στέκονται εµπόδιο, οι γονείς της
κοπέλας δεν τον επιθυµούν για γαµπρό23 , η ίδια η κοπέλα δεν τον θεωρεί
αντάξιό της εµπαίζοντάς τον24 ή οδηγώντας τον µε τη στάση της στην
αυτοκτονία 25. ∆εν απουσιάζουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου ο ήρωας
θέλει εκ πεποιθήσεως να παραµείνει ανεκπλήρωτος ο έρωτάς του
επιθυµώντας να τον κρατήσει στα όρια του ιδεατού26.

Στην ενότητα αυτή θα αναλύσουµε ορισµένα µόνο από τα


µυθιστορήµατα και τα διηγήµατα που αναφέρονται στον ανεκπλήρωτο έρωτα.
Τα υπόλοιπα, επειδή ενέχουν ισχυρό το στοιχείο του ερωτικού πειρασµού,- το
οποίο µας απασχολεί ιδιαίτερα στην παρούσα εργασία- θα αναπτυχθούν σε
επόµενη ενότητα.

1.1.Καταδικασµένος έρωτας

Το µοτίβο του καταδικασµένου έρωτα εµφανίζεται στο πρώτο


µυθιστόρηµα του Παπαδιαµάντη, τη «Μετανάστιδα». Στο µυθιστόρηµα αυτό η
ηρωίδα γίνεται αντικείµενο θαυµασµού27 από το γιο του πλοιάρχου Ζέννο. Η

16
Σύµφωνα µε την Ε. Κωνσταντινίδου ο τρόπος µε τον οποίο παρουσιάζει τον ανεκπλήρωτο έρωτα τον
συνδέει µε τους Ευρωπαίους ροµαντικούς.Στις ερωτικές ιστορίες της ροµαντικής εποχής διακρίνεται µια
λεπτοµερής περιγραφή της αγωνίας και της εσωτερικής αναταραχής του ερωτευµένου, ενώ ο έρωτας
παρουσιάζεται συχνά ως ανέφικτος ή ανεκπλήρωτος. « Η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού»,
Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 1996 σ. 393-394. Θεωρούµε ότι εκ
πρώτης όψεως το έργο του Α. Παπαδιαµάντη διαθέτει πράγµατι αρκετά κοινά στοιχεία µε τους
ροµαντικούς συγγραφείς της εποχής του. Ωστόσο, δεν παραµένει στην επιφάνεια ενός ροµαντικού κάθε
φορά ειδυλλίου τονίζοντας στον έρωτα των ηρώων του το πνευµατικό, θυσιαστικό στοιχείο που διακρίνει
τον έρωτα στην ορθόδοξη παράδοση.
17
Βλ.π.χ. «Ἔρως- Ἣρως», Τ.Γ’, «Τά µαύρα κούτσουρα», Τ.∆’, Α. Παπαδιαµάντη: Άπαντα , Κριτική
έκδοση, επιµέλεια Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα 1984 (για τον Τ.Γ’) και 1985 ( για
τον Τ.∆’). Στο εξής όλες οι παραποµπές θα προέρχονται από την πεντάτοµη αυτή έκδοση.
18
Βλ.π.χ. «Ἡ Νοσταλγὸς», Τ.Γ’.
19
Βλ. π.χ. «Ὁλόγυρα στὴ λίµνη», Τ.Β’.
20
Βλ. π.χ. «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια»,Τ.Γ’.
21
Βλ. π.χ. «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια»,Τ.Γ’.
22
Βλ. π.χ. «Τα ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’.
23
Βλ. π.χ. «Ἔρως- ἥρως»,Τ.Γ’, «Γιά τὴν ὑπερηφάνια», Τ.Γ’.
24
Βλ. π.χ. «Ὁ σηµαδιακός», Τ.Β’.
25
Βλ. π.χ. «Ἀπόλαυσις στὴ γειτονιά»,Τ.Γ’.
26
Βλ. «Τὰ ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’, σ. 223- 224 και σ. 288-289.
27
Τ.Α’, σ.8, 19-28.
55

κοπέλα θλιµµένη , απόµακρη και περήφανη κατακτά -χωρίς να το επιδιώξει-


την καρδιά του νέου , ο οποίος καταβάλλει συνεχώς προσπάθειες για να την
προσεγγίσει28. Ταυτόχρονα προκαλεί, άθελά της, την έντονη ζήλεια δυο
σκοτεινών χαρακτήρων του µυθιστορήµατος ,της κυρίας Ρίζου και της κόρης
της Κάκιας. Σκοπός της ζωής των γυναικών αυτών γίνεται στο εξής η διάλυση
του µελλοντικού γάµου των δύο νέων. Παρατηρούµε ότι το κύριο
χαρακτηριστικό της κυρίας Ρίζου είναι η υποκρισία. Η γυναίκα αυτή µε τα
λόγια φαίνεται να επαινεί και να χαίρεται για τη Μαρίνα , στην πραγµατικότητα
όµως απεργάζεται την καταστροφή της ευτυχίας της ήδη από την αρχή του
µυθιστορήµατος. Ανήκει εποµένως στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων
που, όπως αναφέρει ο Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος, «ἐν πλάσµατι ἀγάπης τὴν
ὑπόκρισιν κρύπτει, ὁ τῷ µὲν στόµατι εὐλογῶν, τὴ δὲ καρδία ἐξουθενῶν»29.

Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η πορεία των


αισθηµάτων των δύο νέων. Ο Ζέννος αρχικά εντυπωσιάζεται από το ήθος και
την υπέρµετρη αφοσίωση της Μαρίνας απέναντι στους γονείς της και λιγότερο
από την ωραία εξωτερική της εµφάνιση30. Ο θαυµασµός αυτός και η γοητεία
που ασκεί στον Ζέννο η Μαρίνα εξελίσσεται σε αγνό και σεµνό έρωτα. Από
την πλευρά της, η Μαρίνα 31, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού
δεν είχε αντιληφθεί τα αισθήµατα του νεαρού θαυµαστή της, όταν ασθένησε
σοβαρά στη Σµύρνη «συνέβη ὡς ἀναζύµωσις τὶς ἐντὸς τῆς καρδίας τῆς κόρης.
Εἶδεν ὡς ἐν ὀνείρῳ τὸ παρελθόν… καὶ εὗρε δυὸ τινά. µίαν ἄπειρον καὶ
ζοφερὰν ἐρηµίαν ἐντὸς τῆς καρδίας της, καὶ ἐν ἄστρον ἀνατέλλον ἐν αὐτῇ. Τὸ
ἄστρον τοῦτο ἦτο ὁ Ζέννος. Ἡ ἱερὰ εὐγνωµοσύνη32, ἢν ὤφειλε πρὸς τὸν νέον

28
Τ.Α’, σ.30, στ.3-18.
29
«Περὶ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας», Φιλοκαλία Τ.Β’ ,σ.205. Νο.γ’. Η έκδοση
της Φιλοκαλίας που χρησιµοποιείται στην παρούσα εργασία είναι η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών,
εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα, 1976.
30
Τ.Α’, σ.81, στ.29-31.
31
Η Μαρίνα, που το όνοµά της σηµαίνει «θαλασσινή» (βλ. Π.∆. Μαστροδηµήτρη, «Περιγραφική
ανάπλαση και δηµιουργική φαντασία», στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή
κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2003, επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκη και Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου, σ.73) συνδέεται στενά µε τη θάλασσα. Στην αρχή του µυθιστορήµατος η
θάλασσα στέκεται σωτήρια και µε πραγµατική και µε ειρωνική σηµασία: πραγµατική, γιατί την
.
αποµακρύνει από την εστία του θανάτου που είναι η Μασσαλία ειρωνική γιατί, ενώ τη σώζει,
ταυτόχρονα τη µεταφέρει στον δικό της τόπο θανάτου που είναι η Σµύρνη. Έτσι το «σωτήριο» ταξίδι
αποκτά αρνητική χροιά. Αρνητικά δρα η θάλασσα και αργότερα όµως, γιατί παίρνει µακριά της τον
αγαπηµένο αλλά προσωρινά «αλλόφρονα» Ζέννο, που την εγκαταλείπει για να ερευνήσει το δήθεν
σκοτεινό παρελθόν της στη Μασσαλία. Ακόµη, το όνειρο που είδε η Μαρίνα µε την τρικυµισµένη
θάλασσα που καταστρέφει το πλοίο του Ζέννου (Τ.Α’, σ.76, στ.9-28) προµηνύει το κακό τέλος του
έρωτά τους. Έτσι, ο διττός ρόλος της θάλασσας αποβαίνει καθοριστικός για τη ζωή και τον έρωτα της
Μαρίνας.
32
Ο Β. Αθανασόπουλος γράφει σχετικά: «Βλέπουµε λοιπόν, πως και τώρα - µετά ενάµισυ χρόνο- που η
Μαρίνα έχει ξεπεράσει την οδύνη του θανάτου των γονιών της , δεν είναι ο έρωτας που την κάνει να
σκέφτεται το Ζέννο, αλλά ένα συναίσθηµα που δεν είναι ερωτικό. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, πως ο
συγγραφέας επιµένει να κρατά την ηρωίδα του µακριά από ερωτικά σκιρτίµατα και επιθυµίες, κάνοντας
έτσι σαφή την αντίληψη του πως σε µια εικόνα της καλής γυναίκας δεν είναι δυνατό να συµπεριληφθεί
κάποια ερωτική τάση της», «’’Παπαδιαµάντης - Ήρως’’ ,Ένας κοσµοκαλόγερος υπό τον έλεγχο της
φεµινιστικής κριτικής» στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996. σ.338. Εµείς θα συµπληρώναµε ότι πρόκειται για
έναν άνθρωπο που κρατάει - λόγω χαρακτήρα και λόγω των δύσκολων περιστάσεων της ζωής της-
αποστάσεις από τη σαρκική πλευρά του έρωτα.
56

τοῦτον, τὸν σωτήρα της, ἐγέννησε τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα. Στιγµὴν τινὰ
ἐσχάτης ἀπελπισίας, ἡ Μαρίνα εἶχε παραρρίψει εἰς τὴν ὁδὸν τὴν τιµὴν καὶ τὴν
ζωήν της. Ἀµφότερα ταῦτα µετὰ τὸν πλοίαρχον τὰ ἔσωσεν ὁ Ζέννος. Ὅθεν τὰ
ὤφειλε πρὸς αὐτὸν καὶ ἦτο πρόθυµος νὰ τὰ ἀποδώση»33. Ο έρωτας,
εποµένως, της Μαρίνας παρουσιάζεται ως αποτέλεσµα µιας βαθιάς εκτίµησης
και ευγνωµοσύνης και δεν φαίνεται να οφείλεται σε σαρκική έλξη, παρά την
ωραία εξωτερική εµφάνιση του Ζέννου. Για αυτόν το λόγο αναδεικνύεται στη
συνέχεια τόσο σταθερός και συνάµα τόσο δυνατός. Όνειρο της Μαρίνας είναι
«νὰ ζήση ἐν εὐσεβεῖ γαλήνη παρὰ τὴν ἑστίαν συζυγικῆς καὶ µητρικῆς
ἀφοσιώσεως»34. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης εκφράζει την άποψη ότι ο
Θεός θέλει να της χαρίσει µια τέτοια ευτυχία35.
Κορύφωση του αγνού και παρθενικού αυτού έρωτα στέκεται το βράδυ
του αρραβώνα κατά το οποίο οι δύο νέοι ψάλλουν ένα ιδιόµορφο ερωτικό
άσµα. Σε αυτό, το «ἐρώµενον» πρόσωπο προσδοκάται όπως η «χρυσή
ανατολή» που φωτίζει τη ζωή του ερωτευµένου. Επίσης, παρουσιάζεται ως
αδελφή ψυχή του 36 για την οποία αξίζει να απαρνηθεί κάθε κοσµική χαρά,
ενώ η επίκληση του αγαπηµένου συνδέεται άµεσα µε την γεµάτη θέρµη
προσευχή του αµαρτωλού προς το Χριστό. Τα δάκρυα της χαράς των
ερωτευµένων ταυτίζονται κατά κάποιο τρόπο µε τα δάκρυα µετανοίας, τα
οποία αποκαθιστούν την αγαπητική σχέση Θεού και ανθρώπου37. Κάθε
στροφή του άσµατος λοιπόν µπορεί να ερµηνευθεί αλληγορικά ως ένα βήµα
από τον ανθρώπινο, πεπερασµένο έρωτα προς τον Θείο και αιώνιο38. Ο
έρωτας των δύο νέων µιµείται το Θείο έρωτα «οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς
ἐραστᾶς, ἀλλὰ τῶν ἐρωµένων»39.
Από εκείνο όµως το βράδυ αρχίζει η αντίστροφη µέτρηση λόγω της
επέµβασης της προσωποποίησης του κακού, της κυρίας Μαρκώνη. Ενώ η
Μαρίνα ερωτεύεται ολοένα περισσότερο τον Ζέννο εκδηλώνοντας απέναντί
του µια αφοσίωση που καταλήγει στην αυτοθυσία, εκείνος, στηριζόµενος στις
συκοφαντίες της κυρίας Μαρκώνη και αγνοώντας την έγκαιρη προειδοποίηση
του Κώτσου για τα σχέδια της κυρίας Ρίζου, οδηγείται σε µια αντίστοιχη µε
αυτήν της Μαρίνας «αναζύµωση» των γεγονότων, αλλά προς την αντίθετη

33
Τ.Α’, σ.60, στ.25-35.
34
Τ.Α’, σ.75, στ.21-22.
35
«Καὶ ὁ Θεὸς ἐφαίνετο νεύων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἴνα δωρηθῆ πρὸς αὐτὴν ἡ τοιαύτη εὐτυχία», Τ.Α’, σ.75,
στ.22-23.
36
Ο Ν.∆. Τριανταφυλόπουλος, αναλύοντας την τρυφερή αυτή φράση, θεωρεί ότι φανερώνει την
απόλυτη ψυχική ταύτιση των δύο αγαπηµένων. βλ. Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή
κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2003, επιµέλεια: Σ. Ζουµπουλάκη και Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου, σ.146 -147. Πράγµατι, όταν το ερωτικό σκίρτηµα αρχίζει να εξελίσσεται σε βαθύ
έρωτα και αγάπη, το ζευγάρι διαπιστώνει την πνευµατική πλέον συγγένεια που το συνδέει. Άλλωστε, η
πνευµατική συγγένεια µεταξύ όλων των ανθρώπων αποτελεί µια από τις βασικές διδασκαλίες του
χριστιανισµού.
37
Τ.Α’, σ.79, στ.23-34 και σ.80, στ.1-6 .
38 .
Στροφή α’: µετάβαση από το σκοτάδι στο φως στροφή β’: µετάβαση από την ασθένεια στην σωµατική
.
και ψυχική ανάρρωση στροφή γ’: µετάβαση από την αµαρτία στη µετάνοια και την προσέγγιση του
Χριστού.
39
∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως παρατίθεται στη «Ζ΄ ἐκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων» του
Μαξίµου του Οµολογητού, Φιλοκαλία, Τ.Β’ , σ.183, Νο.πε’.
57

κατεύθυνση: της σταδιακής αποδόµησης του βαθέως έως τότε έρωτά του40.
Ως αποτέλεσµα αυτού την εγκαταλείπει και επιστρέφει στη Μασσαλία για να
ερευνήσει το δήθεν σκοτεινό παρελθόν της41.
Η φοβερή θλίψη της Μαρίνας επιφέρει µια νέα, µη αναστρέψιµη
επιδείνωση της υγείας της. Παρά τη δυστυχία της δεν παραλείπει να
προσευχηθεί «ὑπὲρ ἐκείνου, ὅστις τὴν ἐγκατέλειπεν»42, ενεργώντας έτσι ως
φορέας του γνήσιου ορθόδοξου φρονήµατος. Καθώς όµως η νεαρή γυναίκα
εξαϋλώνεται σωµατικά, αρχίζει και ανακαλύπτει έναν άλλο έρωτα, το γνήσιο
και αληθινό έρωτα που οφείλει να έχει η ψυχή κάθε ανθρώπου απέναντι στο
∆ηµιουργό του. Η Μαρίνα πλέον «ἔπλεεν ἐν τῷ πελάγει τοῦ µέλλοντος. Ἐπέτα
ἐπὶ πτερύγων καὶ ἐπὶ νεφῶν. Καθὼς ἐκ τῆς δυσµόρφου κάµπης γεννᾶται ἡ
περικαλλὴς ψυχή, οὕτως ἐκ τοῦ θνητοῦ σκήνους ἀφίπταται τὸ πνεῦµα . οὕτω
καὶ ἐκ τοῦ προσκαίρου καὶ φθαρτοῦ ἔρωτος παράγεται ὁ θεῖος καὶ οὐράνιος
ἔρως. Ἵστατο µεταξὺ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ ἀπήλαυε τὸ λυκαυγὲς τῆς
αἰωνιότητος» 43. Οι δυσκολίες που πέρασε στη ζωή της και η παρθενία της
καθιστούν τη ψυχή της «άµωµο» και άξια να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού.
Ο ανθρώπινος έρωτας- ένας έρωτας όµως εξαρχής αγνός και θυσιαστικός44-
σε συνδυασµό µε τη σωµατική ασθένεια έγιναν η βάση για να γευθεί ήδη από
αυτή τη ζωή τον ασύγκριτα ανώτερο Θείο Έρωτα. Σιγά σιγά χάνει πλήρως το
ενδιαφέρον της για τα εγκόσµια πράγµατα και αφιερώνεται σε µια συνεχή

40
Βλ. Β. Αθανασόπουλου, ό.π. σ.345: «Ακόµη και τη λύπη της για το θάνατο των γονιών της , που
έδειχνε κατά το ταξίδι από τη Μασσαλία στη Σµύρνη, τη θεωρεί τώρα ως λύπη για τον αποχωρισµό της
από το Γάλλο εραστή της». Αναλυτικά για την «αναζύµωση» των γεγονότων από τον Ζέννο -υπό τη
σκιά του υποτιθέµενου εραστή της Μαρίνας- βλ. Τ.Α’, σ.102, στ.18-35.
41
Η οµολογουµένως υπερβολική αυτή ευπιστία του Ζέννου βρίσκει ένα στήριγµα στα λόγια του πατέρα
του στην αρχή του µυθιστορήµατος. Ο αγαθός καπετάνιος, µη γνωρίζοντας ακόµη τον χαρακτήρα και το
ήθος της Μαρίνας και θέλοντας από πατρικό και µόνο ενδιαφέρον να προετοιµάσει το παιδί του για όλα
τα ενδεχόµενα το συµβουλεύει, ώστε να µην απογοητευθεί σε περίπτωση µη ανταπόκρισης της νέας
στα αισθήµατά του: « …νοµίζεις ὅτι αἱ νέαι ὄσαι ἀνετράφησαν εἰς τὴν Εὐρώπην, λαµβάνουν ὑπὸ
σπουδαία σκέψιν τὴν γνώµην τῶν γονέων, προκειµένου περὶ γάµου; Εἶσαι πολὺ µακρὰν» (Τ.Α’, σ.6,
στ.26-28) (…) «Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκείνη, ἡ θυγάτηρ τοῦ ἐµπόρου, νὰ ζήση µὲ σέ, τὸν ναυτικόν;» (Τ.Α’,
σ.6, στ.30-32) (…) « Πόσον καλύτερα θὰ ἔκαµνες νὰ ζητῆς µὲ τὸν νοῦν σου νύµφην ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς
νήσου µας, καὶ νὰ µὴν ἐµπιστεύεσται τὸ ὄνειρόν σου εἷς τὸν ἄνεµον καὶ εἷς τὸ κύµα» (Τ.Α’, σ.6, στ.34-35
και σ.7, στ.1-2). Αυτή όµως η στάση του καπετάνιου αλλάζει άρδην µε το που γνωρίζει τη Μαρίνα.
42
Τ.Α’, σ.92, στ.2-3 Ο Β. Αθανασόπουλος προσεγγίζοντας το απόσπασµα αυτό µε την κοινή λογική
προβληµατίζεται για την µη αναµενόµενη αντίδραση της Μαρίνας απέναντι στη συµπεριφορά του
αρραβωνιαστικού της. Για αυτό δεν αντιλαµβάνεται γιατί η Μαρίνα « αντί να αγανακτήσει µε την
αδικαιολόγητη στάση του Ζέννου και να αντιδράσει στρεφόµενη εναντίον του, αυτή «ἐνθυµεῖτο καὶ
προσηύχετο ὑπὲρ ἐκείνου, ὅστις τὴν ἐγκατέλειπεν». Στη συνέχεια συµπεραίνει ότι «αυτή η εσωτερίκευση
του πόνου την οδηγεί στην αρρώστια και τελικά στο θάνατο», ό.π. σ.354. Ο εν λόγω ερευνητής δεν
λαµβάνει υπόψη του ότι η Μαρίνα στην προκειµένη περίπτωση ακολουθεί το ορθόδοξο ήθος, σύµφωνα
µε το οποίο ο άνθρωπος, όταν αντιµετωπίζει µια δύσκολη κατάσταση ή αδικείται από έναν άλλο
συνάνθρωπό του – πόσο µάλλον από έναν άνθρωπο που αγαπά- π ρ ο σ ε ύ χ ε τ α ι για εκείνον,
αναζητώντας τη θεία βοήθεια όχι µόνο για τον εαυτό του αλλά κυρίως για εκείνον που τον αδικεί, ώστε
µε τη χάρη του Θεού να κατανοήσει το λάθος του.
43
Τ.Α’, σ.122, στ.4-9.
44
Αφού ξεκινάει από την επιθυµία της να του ανταποδώσει την αγάπη και την προστασία που της
προσέφερε.
58

επικοινωνία µε το Θεό µέσω της νοεράς προσευχής 45. Βλέπει και αισθάνεται
τα ανθρώπινα ατελή «δίχως τη ζωοποιό παρουσία που µπορεί να τα
ολοκληρώσει. Τούτη η παρουσία είναι ό,τι κάνει τη Μαρίνα να οδεύει προς το
θάνατο όπως σε Γάµο µε τον αληθινό Μνηστήρα της»46.
Στεκόµενη, εποµένως, στο µεταίχµιο µεταξύ ζωής και θανάτου
απευθύνεται προσευχόµενη στο Θεό και δέχεται τα ουράνια δώρα του
κατεξοχήν Νυµφίου γευόµενη ήδη από αυτή τη ζωή την αθανασία: «Ἀνύψου
τὴν διάνοιαν καθαρὰν καὶ εὐρείαν πρὸς καινάς ἐννοίας, οἴας οὐδέποτε εἶχε
συλλάβει. Ἐδέχετο ἐφ’ ἑαυτῆς τὰ δῶρα τῆς ἁγνότητος, τὰ πίπτοντα ὡς ρόδα ἐκ
τοῦ δένδρου τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἐξέτεινε τᾶς ἀγκάλας καὶ περιέβαλλε τὸ
ἰδανικόν, ὅπερ δὲν ἤρκεσε νὰ ὀνειροπολήση τέως, τὴν ἀθανασίαν»47. Όπως
τονίζει και ο όσιος Θεόδωρος επίσκοπος Εδέσσης, «τὸ τοίνυν τέλος τῆς ζωῆς
ἠµῶν, µακαριότης ἐστίν, ὃ ταυτὸν ἔστι εἰπείν, καὶ Βασιλείαν Οὐρανῶν ἢ Θεοῦ.
Τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι τὸ ὁρᾶν µόνον τὴν βασιλικωτάτην εἰπεὶν τριάδα, ἀλλὰ πρὸς
τοῦτο καὶ τὴν θείαν δέχεσθαι ἐπιρροὴν καὶ , οἰονεῖ, πάσχειν τὴν θέωσιν. καὶ τὸ
ἐν ἠµὶν ἐνδεὲς τὲ καὶ ἀτελές, τὴ ἀναπληροῦσθαι τὲ καὶ τελειοῦσθαι ἐπιρροῇ .
Καὶ τοῦτό ἐστί τῶν νοερῶν ἡ τροφή, ἡ τοῦ ἐνδεοῦς ἀναπλήρωσις διὰ τῆς θείας
ἐκείνης ἐπιρροῆς»48. Θεωρούµε ότι η Μαρίνα πλησιάζει, στο µέτρο του
δυνατού, αυτό το ιδανικό: παρόλο που το σώµα της χάνει σταδιακά τις
δυνάµεις του αναδεικνύοντας τη φθαρτότητα και την «ατέλειά» του, η ψυχή
της δέχεται ως αντιστάθµισµα τα θεία δώρα της αγνότητας και της αθανασίας,
που την «τρέφουν» πνευµατικά.

Στον αντίποδα της Μαρίνας στέκεται η Κάκια49, η οποία φαίνεται να


αγαπάει επίσης τον Ζέννο «µετὰ τῆς διαφορᾶς ὅτι τὸν ἠγάπα µὲ τὸ ἐφήµερον
ἐκεῖνο αἴσθηµα, ὅπερ µόνον ἐκ πείσµατος καὶ ἐξ’ ἀντιζηλίας δύναται νὰ τραφῆ.
Τὸ πῦρ ἐκεῖνο τοῦ ἔρωτος τοῦ νέου πρὸς τὴν Μαρίναν, καθ’ ὅλον τὸν ἀπὸ
Μασσαλίας διάπλουν, διῆλθε πλησίον τῆς Κάκιας καὶ τὴν ἔκαυσεν. Ἐµεθύσκετο
ἐκ τοῦ ἀρώµατος τούτου, ὅπερ ἔπνεε πρὸς τὴν ὀρφανὴν νέαν καὶ δὲν τὴν
ἐσυγχώρει διὰ τοῦτο»50. Ο επιφανειακός, ανούσιος έρωτας που µοιάζει τόσο
πολύ µε την εικόνα που έχουν πολλοί νέοι στη σηµερινή εποχή για τον έρωτα

45
«Τὰ ἰώδη χείλη αὐτῆς (ἤσαν) ἠµιάνοικτα, ὡς νὰ ἀπήγγελλον ἀοράτως προσευχὴν» (Τ.Α΄, σ.121,
στ.34-35). « Ἐψιθύριζεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς µυστικᾶς καὶ ἀδιανοήτους λέξεις, ὡς ὕµνον χερουβὶµ» (Τ.Α’,
σ.122, στ.14-15).
46
∆. Κοσµόπουλου, «Ο φθαρτός και ο θείος έρως», πρόλογος στη Μετανάστιδα, Άπαντα,επιµέλεια Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλος,το Βήµα Βιβλιοθήκη,Τ. 4, ∆ηµοσιογραφικός οργανισµός Λαµπράκη, Αθήνα,
2011,[Copyright:∆όµος], σ.18-19.
47
Τ.Α’, σ.122, στ.26-30.
48
«Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.329, στ.8-14.
49
Τόσο το όνοµά της, που αποτελεί παράφραση των ποικιλώνυµων παθών της κακίας που φέρει, όσο
και η πλέον του δέοντος ερυθρότητα της υποδηλώνουν το σκοτεινό χαρακτήρα της. Επίσης, ενώ στην
περιγραφή της Μαρίνας δίνεται έµφαση στο ήθος και τα συναισθήµατά της, στην Κάκια δίνεται έµφαση
κυρίως στην εξωτερική της εµφάνιση (βλ. Τ.Α’, σ.27, στ.34-38 και σ.28, στ.1-2).
50
Τ.Α’, σ.69, στ.24 -29.
59

παρουσιάζεται µε γλαφυρό τρόπο51. Η κοπέλα αυτή διακατέχεται από µια


ιδιαίτερη φιλαυτία, η οποία γίνεται και η αιτία να φουντώσει µέσα της το πάθος
της κενοδοξίας και της ζήλειας. Αν ο Ζέννος δεν ενδιαφερόταν για τη Μαρίνα
το πιθανότερο είναι να µην επιδείκνυε ούτε και εκείνη ενδιαφέρον-
τουλάχιστον όχι σοβαρό. Όµως, η θιγµένη φιλαυτία της, µόλις διαπίστωσε, µε
τη συνεπικουρία της σκοτεινής µητέρας της, το ενδιαφέρον του νέου άνδρα
για µια άλλη κοπέλα πυροδότησε µέσα της το πάθος της κενοδοξίας και της
ζηλοτυπίας. Χάριν απλής ικανοποιήσεως αυτών των παθών θέλει να
αποκτήσει αυτό που έχει η Μαρίνα52.
Έχοντας θολωµένο πλέον το νου της αδυνατεί να δει τα δικά της, έστω
και επιφανειακά, χαρίσµατα (οµορφιά, χάρη, οικογένεια) και µεγαλοποιεί τα
χαρίσµατα της Μαρίνας. Ενώ τα έχει όλα, επιθυµεί το ένα και µοναδικό που
έχει πια η Μαρίνα: την αγάπη του Ζέννου. Η ζήλεια 53 αυτή βρίσκει γόνιµο
έδαφος µέσα στην καρδιά της και εξελίσσεται σταδιακά σε φθόνο.
Υποκινούµενη και από τη µητέρα της συναινεί στη συκοφάντηση της Μαρίνας
µέσω των διαβολών της κυρίας Μαρκώνη. Παράλληλα συµφωνεί να γίνουν
µάγια στο Ζέννο για να την «ερωτευθεί». Αυτός ο οικειοθελής υποβιβασµός
της προσωπικής της αξίας φανερώνει και την τραγική της απόσταση από την
αληθινό νόηµα του έρωτα54.

Αξιοσηµείωτος είναι και ο ρόλος της κυρίας Μαρκώνη στην καταδίκη


αυτού του έρωτα. Πρόκειται για µια γυναίκα που αρέσκεται στη διάπραξη του
κακού ακόµη και όταν δεν έχει κάποιο προσωπικό όφελος από αυτό 55. Η
πανούργα αυτή γυναίκα συνωµοτεί µε την κυρία Ρίζου προκειµένου να
διαλύσει τον επικείµενο γάµο των δύο νέων. Χρησιµοποιώντας ως όπλο τη
συκοφαντία και την κατάκριση56 αποφασίζει να κατηγορήσει στο Ζέννο την
αρραβωνιαστικιά του επαναλαµβάνοντας µια ψεύτικη ιστορία, την οποία και

51
Για αυτό και δεν είναι τυχαίο το ότι η Κάκια κατάφερε να εµπνεύσει «µόνον γελοίους ἔρωτας ἐν τῷ βίῳ
της», Τ.Α’, σ.69, στ.29-30.
52
Όπως επισηµαίνει ο Β. Αθανασόπουλος, µε τον οποίο συµφωνούµε, «Ο Ζέννος, λοιπόν, γίνεται
σηµείο αναφοράς της λειτουργίας της αναµέτρησης, χωρίς ωστόσο να αποτελεί και την πραγµατική αιτία
της: είναι ένα αντικείµενο διεκδίκησης που λειτουργεί περισσότερο σαν αφορµή της σύγκρουσης παρά
σαν αιτία της», ό.π., σ.334. Η βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης αυτής δεν είναι άλλη από την υπέρµετρη
φιλαυτία της Κάκιας, την οποία «πρέπει» να ικανοποιήσει µε κάθε κόστος.
53
Για τη ζήλεια που τρέφει η Κάκια προς τη Μαρίνα βλ. Τ.Α’ σ.47, στ.3-28, σ.50, στ.8-9, σ.56, στ.3-11,
σ.57, στ.11-35, σ.69, στ.29-31.
54
Γενικά, η Κάκια και η µητέρα της είναι το αντίθετο της Μαρίνας: «Απέναντι στη σοβαρότητα,
.
σεµνότητα και αθωότητα της Μαρίνας έρχεται η επιπολαιότητα, η φιλαρέσκεια και η πονηριά της Κάκιας
απέναντι στην ειλικρίνεια, το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα της Μαρίνας έρχεται η
.
συστηµατική σκόπιµη απόκρυψη της σκέψης, η ευτέλεια και η υποκρισία της κ. Ρίζου απέναντι στην
αφοσίωση της Μαρίνας στους γονείς της έρχεται η περιφρόνηση της Κάκιας προς τη µητέρα της.
Απέναντι στην εχεφροσύνη και αξιοπρέπεια της Μαρίνας έρχεται η τρέλα της Κάκιας και η συνήθειά της
να ωτακουστεί», Β. Αθανασόπουλου ,ό.π. , σ.333.
55
∆εν είναι τυχαία η ιδιαίτερη έλξη που ασκεί στη σατανική αυτή γυναίκα η σελήνη, στοιχείο που
φανερώνει τον «αλογικό» τρόπο σκέψης της και το «δαιµονικό χαρακτήρα της φύσης της». βλ.
Β.Αθανασόπουλου, ό.π., σ.341.
56
Πρόκειται για τα µετέπειτα γνωστά ως «µαναφούκια» στην παπαδιαµαντική διηγηµατογραφία.
60

παλαιότερα είχε χρησιµοποιήσει εναντίον της Μαρίνας57. ∆ε διστάζει µάλιστα


να επικαλεστεί φανταστικούς «µάρτυρας, ζωντανοὺς καὶ ἀποθαµένους» 58
προκαλώντας τον να εγκαταλείψει την αγαπηµένη του για να ερευνήσει το
ζήτηµα στη Μασσαλία. Φαίνεται πως έβρισκε ιδιαίτερη ευχαρίστηση µε την
ζοφερή αυτή ενασχόληση: «Τὸ νὰ διαλύσῃ ἀρραβῶνα ἢ γάµον τινὰ - ὅπως
εὐεργετήσῃ µίαν φίλην αὐτῆς - ἦτο ἡ µεγίστη ἡδονὴ τοῦ πνεύµατός της. (…)
Ὅθεν ἐθεώρει τὸ σύστηµα τοῦτο ὡς τὸ ψυχαγωγικώτατον καὶ χαριέστατον
ἄθυρµα τοῦ προώρου γήρατος αὐτῆς, ἂν ἠδύνατο νὰ τὸ ἐφαρµόσῃ καὶ εἰς
πάντας τοὺς γνωρίµους αὐτῆς»59.
Παρατηρούµε ότι η γυναίκα αυτή δεν κατακρίνει από αφέλεια, θυµό,
αγανάκτηση ή λόγω κάποιου προσωπικού οφέλους, αλλά για να διασκεδάσει
η ίδια και να «εξυπηρετήσει» τις φίλες της. Οι συκοφαντίες της είναι απόλυτα
εσκεµµένες και αποσκοπούν στην καταστροφή του «θύµατός» της, εδώ της
εντελώς αθώας Μαρίνας. Αν µάλιστα λάβουµε υπόψη µας και την εµµονή της
µε τη σελήνη60 θα µπορούσαµε δικαιολογηµένα να τη χαρακτηρίσουµε ως µια
σατανική γυναίκα. Την εξοµοίωση του διαβάλλοντος ανθρώπου µε το σατανά
επισηµαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς: «Οὐ συκοφαντήσεις. ἴνα µὴ
ἐξοµοιωθῇς τῷ τὴν ἀρχὴν πρὸς την Εὔαν τὸν Θεὸν συκοφαντήσαντι καὶ
ἐπικατάρατος κάτ΄ ἐκεῖνον γένῃ»61.
Τελικά, η εκδικητική ζήλεια της Κάκιας µε την συνεπικουρία της
µητέρας της και της κυρίας Μαρκώνη γίνεται η αιτία να καταστραφεί η ευτυχία
των δύο νέων. Εκείνη όµως που έχει τη µεγαλύτερη ευθύνη για την οδυνηρή
κατάληξη αυτού του έρωτα είναι η µητέρα της Κάκιας, η κυρία Ρίζου. Η
«πλέον ἢ τεσσαρακοντούτις, ροδόχρους καὶ πολύσαρκος»62 αυτή γυναίκα
διακρίνεται από µια θαυµαστή υποκρισία σε κάθε λόγο και ενέργεια της που
αφορά τη Μαρίνα. Στην αρχή του µυθιστορήµατος την βλέπουµε να χαϊδεύει
«φιλοστόργως τὴν Μαρίναν, ἀπευθύνουσα παραµυθητικοὺς λόγους διὰ τὴν
ἀπώλειαν τῶν γονέων της»63. Στην πραγµατικότητα όµως: «ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν
ἡ κυρία Ρίζου καὶ ἡ µήτηρ τῆς Μαρίνης δὲν ἐπεσκέπτοντο ἀλλήλας»64 ενώ,
όταν οι δύο κοπέλες σπανίως συναντιόταν σε κάποια φιλική οικία, η µεν Κάκια
«ἐφέρετο µετὰ πονηρίας θαυµαστῆς ὡς πρὸς τὴν ἡλικία της, ἡ δὲ Μαρίνα µετὰ
περισκέψεως» 65. Κάθε φορά που µιλάει µε την Μαρίνα στο πλοίο δηλώνει την
επιθυµία της να τη βοηθήσει και να της συµπαρασταθεί 66, ενώ στις ιδιωτικές
της συνοµιλίες δείχνει τον πραγµατικό της εαυτό χαρακτηρίζοντας την

57
Πρόκειται για την υποτιθέµενη απαγωγή της από έναν νεαρό Γάλλο µε τον οποίο τάχα ήταν
ερωτευµένη. Βλ.Τ.Α’, σ.86, στ.10-36.
58
Τ.Α΄, σ.69, στ.11.
59
Τ.Α’, σ.70, στ.6-11.
60
Βλ.Τ.Α’,σ.78, στ.18-20, 28-29 και 79, στ.7-8.
61
Γρηγόριου του Παλαµά, «∆εκάλογος τῆς κατά Χριστόν Νοµοθεσίας», Φιλοκαλία, Τ.∆΄, σ.121, στ.36 και
σ.122, στ.1.
62
Τ.Α’, σ.27, στ.30.
63
Τ.Α’, σ.28, στ.6-8.
64
Τ.Α’, σ.28, 19-20.
65
Τ.Α’, σ.28, στ.21-22.
66
«Τὸ κατὰ δύναµιν ὁ εἰς πρέπει νὰ βοηθῆ τὸν ἄλλον», Τ.Α’, σ.29, στ.2.
61

πονεµένη κοπέλα «ὀκνηρά, ὑπνοφάγο» και κατ’ επίφασιν πενθούσα67.


Θεωρεί ότι η Μαρίνα υποκρίνεται την αδιάφορη στο Ζέννο για να εξάψει το
ενδιαφέρον του αποδίδοντάς της αυθαίρετα ιδιότητες της δικής της
ιδιοσυγκρασίας και της κόρης της68. ∆ε διστάζει µάλιστα να ρωτήσει
απροκάλυπτα το Ζέννο, εάν σκοπεύει να παντρευτεί τη Μαρίνα και να του
ζητήσει το λόγο για τον οποίο «κάµνει τὸν ἔρωτα µαζί της»69. Ωστόσο, η
διακαής επιθυµία της να παντρέψει την κόρη της µε το Ζέννο οφείλεται στην
εξυπηρέτηση ιδιοτελών συµφερόντων. Όπως οµολογεί για λογαριασµό της η
ψυχοµάνα της κυρία Μαρκώνη, «ὁ νέος ἔχει στρογγυλὴν περιουσίαν νὰ
κληρονοµήση ἀπὸ τὸν γέρον, καὶ ἡ Κάκια δὲν ἔχει ἀρκετὴ προίκα»70. Η
φιλαργυρία αυτή όµως συνδυάζεται και συµπλέκεται µε µια άκρατη
υπερηφάνεια: ορκίστηκε σε µια στιγµή έντασης στην κόρη της να τον κάνει
γαµπρό της και αυτό της αρκεί71.
Κατά συνέπεια η µαταιόδοξη και εγωίστρια αυτή γυναίκα, αντί να
στηρίξει ουσιαστικά την κόρη της βοηθώντας την να αξιοποιήσει τα δικά της
χαρίσµατα (οµορφιά, κοινωνικότητα, χάρη, κ.α) και να αισθάνεται
ευγνωµοσύνη για την πλεονεκτική της θέση (έχει και τους δύο γονείς της εν
ζωή και υγιείς) καλλιεργεί τη ζήλεια της κόρης της απέναντι στη δυστυχισµένη
και ορφανή Μαρίνα. Με την υποκριτική και ύπουλη στάση της αναπτύσσει το
φθόνο στον εαυτό της και την κόρη της και έτσι προχωράει πολύ εύκολα και
στο επόµενο στάδιο, τη διαβολή, µε τη συνεργασία - συνεργία της κυρίας
Μαρκώνη. Οι «φονικές» συνέπειες των ενεργειών τους επιβεβαιώνουν την
επιτακτική προτροπή του πατρός Παϊσίου: «Πρόσεξε, µην αφήσεις ποτέ το
πάθος της ζήλειας να σε κυριέψη, γιατί είναι ένα από τα µεγαλύτερα πάθη.
Ξέρεις από την ζήλεια που µπορεί να φθάση ο άνθρωπος; Στον φθόνο και
στην διαβολή. Και οι διαβολές κάνουν πολύ µεγαλύτερο κακό από το
φθόνο»72.

Ωστόσο, και ο αθώος κατά τα άλλα Ζέννος, µετά από τη νυχτερινή


συζήτηση που είχε τη βραδιά του αρραβώνα του µε την κυρία Μαρκώνη,
δείχνει µια ιδιόµορφη, σχεδόν παράλογη συµπεριφορά. Παρά την επιθυµία
του να αποφύγει την οικία της κυρίας Ρίζου, κατά σατανική σύµπτωση και
ύποπτη αφηρηµάδα (κατ΄οµολογίαν του ιδίου),73 περνάει µπροστά από αυτήν
και εξαναγκάζεται να µπει µέσα. Εκεί, στη µεταξύ τους συζήτηση, η κυρία
Ρίζου βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει «τὴν πρὸς τὸν νέον ἀνεξήγητον

67
Τ.Α’, σ.32, στ.1-2.
68
Βλ. Τ.Α’, σ.30.
69
Βλ. Τ.Α’, σ.48, στ.13. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η φράση αυτή στο διήγηµα είναι συνώνυµη του
ερωτοτροπώ (βλ. Γλωσσάρι στον πρώτο τόµο της κριτικής έκδοσης των Απάντων, σ.667).
70
Τ.Α’, σ.68, στ.17-18.
71
Βλ. Τ.Α’, σ.68, στ.29-30.
72
Βλ. Πάθη και αρετές, Τόµος Ε’,Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης,
2007, σ.119. Πράγµατι οι διαβολές της κυρίας Ρίζου στις οποίες συναινεί και η κόρη της είχαν ως
αποτέλεσµα τη διάλυση του αρραβώνα και εµµέσως το θάνατο της Μαρίνας.
73
Βλ. Τ.Α’, σ.109, στ.13-15.
62

στοργὴν» της74 εκµεταλλευόµενη τη στιγµιαία απουσία της κόρης της. Παρόλο


που ο Ζέννος αρνείται πως χάλασε τον αρραβώνα του µε τη Μαρίνα, εκείνη
γνωρίζοντας την αλήθεια, υποκρίνεται πως θέλει να τον κάνει γαµπρό της,
αλλά τα λόγια της υποκρύπτουν τον δικό της αµαρτωλό έρωτα προς το νέο.
Ενώ στην αρχή τον αποκαλεί παιδί της - ως δυνάµει γαµπρό της- αµέσως
µετά το αναιρεί φανερώνοντας την κρυφή έως τότε επιθυµία της: « ‘’-Παιδί µου
λέγω; Νὰ ἤξευρες πόσον σὲ ἀγαπῶ! Ἔλα εἰς τᾶς ἀγκάλας µου, Ζέννε, ἔλα
ἀγάπη µου, εἰς τᾶς ἀγκάλας µου!’’ καὶ τοῦ ἤνοιγε τοὺς βραχίονας µὲ τὸ βλέµµα
πύρινον καὶ τὴν κόµην λυτὴν»75.
Παρατηρούµε πως η φιλαυτία της κακής αυτής µητέρας γεννά σταδιακά
την υποκρισία, τη φιληδονία και τέλος τη µοιχεία µέσα στη ψυχή της. Το
«πύρινο» της βλέµµα και τα λυτά, ατηµέλητα της µαλλιά προδίδουν την πλήρη
παράδοσή της στο σαρκικό πάθος που φλέγει πλέον τη ψυχή της. Η δε
πνευµατική της κατάπτωση εντείνεται από το γεγονός ότι στρέφει το πάθος
αυτό προς έναν πολύ νεώτερό της άνδρα, ένα εν δυνάµει παιδί της, τον οποίο
προόριζε για σύζυγο της κόρης της. Τα φλογερά της λόγια φανερώνουν πως
πίσω τελικά από τη σφοδρή της επιθυµία να ενώσει την κόρη της µε το Ζέννο
υπέβοσκε η σαρκική της επιθυµία να ενωθεί η ίδια µαζί του76. Ο Ζέννος, υπό
την επήρεια του σατανικού µαγικού φίλτρου που τον έκανε να εκλαµβάνει τη
κυρία Ρίζου «ἀντὶ τῆς Κάκιας»77, ανταποκρίνεται αρχικά θετικά στον θερµό
αυτόν εναγκαλισµό78. Εκείνο που τον προστάτεψε ήταν το «περίαπτον» της
µητέρας του και το οποίο τον «έθλιβε» κατά τον εναγκαλισµό79 ως ένα είδος
ιδιόµορφης συνείδησης που του θύµισε την Μαρίνα. Η εσπευσµένη φυγή
του80 από την οικία της κυρίας Ρίζου κατέστη σωτήρια. ∆υστυχώς όµως η
µετέπειτα επαναφορά της λογικής και της συνειδήσεως δεν στάθηκε αρκετή
για να φωτίσει το, σκοτισµένο από το πάθος της ζήλειας, νου του. Η δε κυρία
Ρίζου στο τέλος του µυθιστορήµατος έφθασε στα όρια της τρέλας81, αφού
«καθ’ ὅλον δὲ τὸν ἐπίλοιπον βίο τῆς ἔπασχεν ἐκ τῆς µονοµανίας του νὰ ἀνοίγῃ

74
Τ.Α’, σ.110, στ.32-33.
75
Τ.Α’, σ.111, στ.7-11.
76
Για το σηµείο αυτό βλ. και G.Saunier, όπου εκφράζεται η άποψη ότι πρόκειται για µια «φαντασιακή
αιµοµιξία» λόγω της συνεχούς προσφώνησης του Ζέννου ως γιου της και της «ἀνεξηγήτου στοργῆς»
που αισθάνεται για αυτόν, βλ. «Η Μετανάστις ή το προσχέδιο του µύθου», στον τόµο Ο
µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή κριτικών κειµένων, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003,
επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκης και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, σ.107-108 και στο βιβλίο Εωσφόρος και
άβυσσος, ό.π., σ.145-146. Το να προσφωνείται ο µελλοντικός γαµπρός, όπως και η νύφη, «γιος» των
πεθερικών του είναι κάτι πολύ σύνηθες όχι µόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε άλλους πολιτισµούς.
Επειδή όµως ο G.Saunier θεωρεί ότι η αιµοµιξία, πραγµατική ή φαντασιακή, αποτελεί έναν από τους
βασικούς µύθους της παπαδιαµαντικής λογοτεχνίας, την αναζητεί σε κάθε «πρόσφορο» έργο του.
Θεωρούµε ότι εδώ πρόκειται για ένα ξεκάθαρο παράδειγµα εκδήλωσης του πάθους της πορνείας.
77
Τ.Α’, σ.111, στ.33
78
Προς στιγµήν φαίνεται ο Ζέννος να «στεναχωριέται» για την άµεση αναχώρησή του στη Μασσαλία,
µια αναχώρηση που θέτει φρένο στον «θερµό εναγκαλισµό»: - «’’(…) Τί κρίµα!’’ Ἀνταπεκρίνετο δὲ ἡ
ἔκφρασις αὐτὴ εἰς τοὺς ἐνδόµυχούς του λογισµούς, οὖς ἀποφεύγοµεν νὰ περιγράψοµεν» (Τ.Α’, σ.111,
στ.35 και σ.112, στ.1-2).
79
Τ.Α’, σ.111, στ.28-29.
80
«ἐξῆλθεν ὡς ἀστραπὴ», Τ.Α’, σ.113, στ.13.
81
Η τρέλα αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι οφείλεται σε δαιµονική επιρροή.
63

συχνάκις τοὺς βραχίονας καταδιώκουσα ἕνα φάντασµα. Ὠνόµαζε δὲ τοῦτο


υἱὸν τῆς εἰς τὰ ξένα»82.
Οι ενέργειες και η κατάληξη της σκοτεινής αυτής γυναίκας
επιβεβαιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες της µητέρας των παθών
φιλαυτίας, για τις οποίες εφιστά την προσοχή ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής:
«Πρόσεχε σεαυτῶ ἀπὸ τῆς µητρὸς τῶν κακῶν φιλαυτίας, ἤτις ἐστὶν ἡ τοῦ
σώµατος ἄλογος φιλία. Ἐκ ταύτης γὰρ εὐλογοφανῶς τίκτονται οἱ πρῶτοι καὶ
ἐµπαθεῖς καὶ γενικώτατοι τρεῖς ἐ µ µ α ν ε ῖ ς λ ο γ ι σ µ ο ί , ὁ τῆς
83 84
γαστριµαργίας , λέγω, καὶ φιλαργυρίας καὶ κενοδοξίας , τᾶς ἀφορµᾶς ἐκ τῆς
ἀναγκαίας του σώµατος δῆθεν λαµβάνοντες χρείας. ἐξ αὐτῶν δὲ γεννᾶται ἅπας
ὁ τῶν κακῶν κατάλογος. ∆εῖ οὒν , ὡς εἴρηται, προσέχειν ἀναγκαίως, καὶ ταύτη
πολεµεὶν µετὰ πολλῆς νήψεως. Τ α ύ τ η ς γ ὰ ρ ἀ ν α ι ρ ο υ µ έ ν η ς ,
σ υ ν α ν α ι ρ ο ῦ ν τ α ι π ά ν τ ε ς ο ἱ ἐ ξ α ὐ τ ῆ ς 85».

1.2. Μονόπλευρος έρωτας

Το είδος αυτό του έρωτα απαντά µε αξιοσηµείωτη συχνότητα στο έργο


του Παπαδιαµάντη. Σε ορισµένες περιπτώσεις το τέλος της αφήγησης αφήνει
τον ήρωα πικραµένο και απογοητευµένο από την αρνητική έκβαση των
συναισθηµάτων του που δεν βρήκαν ανταπόκριση. ∆εν λείπουν βέβαια και οι
περιπτώσεις που αισθάνεται πνευµατικά γαλήνιος και ήρεµος γιατί «νίκησε
τὸν πειρασµὸν». Άλλες πάλι φορές εξιδανικεύεται το «ἐρώµενον» πρόσωπο
αφήνοντας στον ήρωα την γλυκιά νοσταλγία των λίγων «τρισολβίων» στιγµών
που βίωσε κοντά του. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ήρωες που δεν
βρίσκουν ανταπόκριση στον έρωτά τους είναι άντρες κάθε ηλικίας - από µικρά
παιδιά έως γέροντες. Οι νέες και όµορφες γυναίκες που αποτελούν το
αντικείµενο του έρωτά τους παρουσιάζονται µε τα πιο αισθησιακά και αέρινα
χρώµατα, άλλοτε αθώες και γλυκές, άλλοτε πιο πονηρές και παιχνιδιάρες,
άλλοτε αδιάφορες απέναντι στους θαυµαστές τους. Η όµορφη αυτή εξωτερική
εµφάνιση των νέων γυναικών86 στο έργο του Παπαδιαµάντη είναι ένας από
τους βασικούς λόγους που αναπτύσσεται το ερωτικό αίσθηµα στους άνδρες,

82
Τ.Α’, σ.131, στ.12-16.
83
Ήδη από την πρώτη της εµφάνιση η κ. Ρίζου περιγράφεται ως µια «εύσαρκη» γυναίκα, ενώ στη
συνέχεια του µυθιστορήµατος καταλήγει να υποφέρει από ένα παράγωγο της γαστριµαργίας πάθος την
πορνεία.
84
Ως υπόδικος του πάθους της φιλαυτίας η κ. Ρίζου διαθέτει και τα τρία αυτά πάθη.
85
Η αραιογράφηση δική µας. Βλ. «Β’ Ἑκατοντάδα τῶν κεφαλαίων περὶ ἀγάπης», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 22,
Νο.νθ΄.
86
Γενικά ο κανόνας θέλει «τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες να ακτινοβολούν κυριολεκτικά µέσα στα
λευκά τους ενδύµατα. Λευκά κολόβια, εσθήτες, περικνηµίδες, µεσοφούστανα, φανέλες, πουκάµισα,
ποδιές, µαντήλια, τουλουπάνια ντύνουν τις όµορφες κοπέλες, ενώ η συντηρητική ενδυµασία δίνει τη
θέση της σε µια πιο ελευθεριάζουσα. Οι απαστράπτουσες αυτές αιθέριες υπάρξεις µε τα ξανθά κατά
κύριο λόγο µαλλιά και τα ωχρά πρόσωπα µοιάζουν να φωτίζονται ακόµη περισσότερο χάρη στα λευκά
τους ρούχα, που τονίζουν την αθωότητα, την αγνότητα και τη φρεσκάδα της νιότης τους». βλ. Σ.
Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, µεταπτυχιακή
εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.58-59. Βλ. επίσης και Β. Λαµπροπούλου, Οι
γυναίκες στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992 σ.256 και σ.280.
64

χωρίς να απουσιάζει και το πνευµατικό τους κάλλος, όπως είδαµε


προηγουµένως στην περίπτωση της Μαρίνας.

Στη «Μετανάστιδα» συναντούµε και την εξαίρεση στον κανόνα που


θέλει τους άνδρες να καθίστανται «θύµατα» ενός µονόπλευρου έρωτα.
Πρόκειται για την Κάκια, η οποία φαίνεται όµως να έχει απροσδιόριστα
αισθήµατα για το Ζέννο. Το ενδιαφέρον του Ζέννου για τη Μαρίνα και όχι για
την ίδια αποτέλεσε µια από τις αιτίες αυτού του «έρωτα». Αν έδειχνε το
ελάχιστο ενδιαφέρον για εκείνη, τότε το πιθανότερο ήταν να του φερόταν µε
την ίδια αναίδεια ή επιπολαιότητα που - όπως θα δούµε παρακάτω- επέδειξε
στον Ιωάννη Γόµνο και στον Κώτσο.
Βασικό, εποµένως, ρόλο στο «ξύπνηµα» του ερωτικού αισθήµατος της
Κάκιας παίζει η ζηλοτυπία. Αρχικά ο «δαίµων» της ζήλειας της χτυπά την
πόρτα, όταν ο Ζέννος προσκαλεί τη Μαρίνα, µέσω της τροφού της, να φάει
µαζί τους για να συνέλθει87. Η ίδια δεν είναι ακόµη βέβαιη εαν είναι
πραγµατικά ερωτευµένη µαζί του88. Αργότερα, όταν ένα βράδυ άκουσε το
ερωτικό άσµα του Κώτσου «ὁ ναύτης τῆς µελαχροινῆς ἕνα φιλὶ γυρεύει, καὶ ἡ
ξανθούλα ζήλεψε καὶ πάντα θὰ ζηλεύη»89, ταύτισε τον εαυτό της µε τη
ξανθούλα του δίστιχου. Αυτό, σε συνδυασµό µε την κρυφή συνοµιλία του
Ζέννου µε τον πατέρα του που άκουσε, έκαναν τον «ὄνυχα τῆς ζηλοτυπίας»
να της σχίσει το στήθος για δεύτερη φορά90 οδηγώντας την σε γοερά κλάµατα.
Η µη απόκρισή της στο σαφές ερώτηµα της µητέρας της για το αν αγαπάει το
Ζέννο ή όχι θα µπορούσε επίσης να εκληφθεί ως συγκάλυψη των αισθηµάτων
της. Έτσι την εκλαµβάνει άλλωστε και η µητέρα της. Αξιοσηµείωτο είναι ότι
ενάµιση χρόνο αργότερα το αίσθηµα αυτό παραµένει. Αυτό καθίσταται
εµφανές από το σφοδρό καρδιοχτύπι που αισθάνεται, όταν κρυφακούει τη
µητέρα της να συνωµοτεί µε την κυρία Μαρκώνη για να την παντρέψουν µε το
Ζέννο. Η αγάπη της όµως αυτή είναι εφήµερη και οφείλεται περισσότερο σε
πείσµα και αντιζηλία91. Επιθυµούσε διακαώς να γίνει και εκείνη το αντικείµενο
ενός βαθέος και αληθινού έρωτα, γιατί έως τότε «µόνον γελοίους ἔρωτας
ἐνέπνευσεν ἐν τῷ βίῳ της»92. Αυτή η φίλαυτη επιθυµία ήταν η βάση του έρωτά
της για τον Ζέννο, ενός έρωτα όµως που παρέµεινε µονόπλευρος και
ανεκπλήρωτος.
Ο ίδιος ο Ζέννος δεν εξέφρασε ποτέ το παραµικρό ενδιαφέρον για τη
νεαρή κοπέλα παρά µόνο κάτω από την επίδραση του µαγικού φίλτρου της

87
Τ.Α’, σ.30, στ.3-30.
88
« Ἠγάπα ἆρά γε αὕτη τὸν Ζέννον, ἕνα ναύτην, ἢ ἤξευρε τοὐλάχιστον µετὰ βεβαιότητος ὅτι ἡ Μαρίνα
ἠγαπᾶτο παρ' αὐτοῦ; Ἀγνοοῦµεν» ( Τ.Α’, σ.56, στ.9-11) και λίγο παρακάτω «Ἡ νέα αὕτη ἠγνόει τί
συνέβαινεν ἐντὸς τῆς καρδίας της» (Τ.Α’, σ.69, στ. 23). Στην πραγµατικότητα η Κάκια, ως έρµαιο της
φιλαυτίας της δεν µπορεί να αγαπήσει αληθινά κανένα. Χαρακτηριστική είναι η απορία της κυρίας
Μαρκώνη όταν η κυρία Ρίζου την ενηµερώνει για τα ερωτικά αισθήµατα της Κάκιας απέναντι στο Ζέννο:
« Πιστεύεις ἀκόµη ὅτι ἡ κόρη σου ἀγαπᾶ αὐτὸν τὸν νέον; Αὐτή, ἐµπορεῖ ν’ ἀγαπήση κανένα!» (Τ.Α’, σ.68,
στ.14-15).
89
Τ.Α’, σ.56, στ.3-4.
90
Η πρώτη ήταν όταν παρατήρησε το Ζέννο να κοιτάει περιπαθώς τη Μαρίνα, Τ.Α’, σ.47, στ.7-8.
91
Βλ. Τ.Α’, σ.69, στ.23-31.
92
Τ.Α’, σ.69, στ.29-30.
65

κυρίας Μαρκώνη. Kαι τότε όµως, όταν ο θολωµένος νέος ξεστόµισε το «τὴν
κόρη σου θέλω!»93 ρίχτηκε στην αγκαλιά της µητέρας της και όχι της ιδίας.
Ακόµη και το δαχτυλίδι των αρραβώνων το οποίο θα περίµενε κανείς να το
φορέσει στο χέρι της µέλλουσας γυναίκας του, το «ἔθηκεν εἰς τὴν παλάµην τῆς
κυρίας Ρίζου»94.
Από την άλλη πλευρά, η Κάκια δείχνει παγερά αδιάφορη απέναντι στα
συναισθήµατα του νεαρού συνεργάτη του πατέρα της Ιωάννη Γόµνου. Ο νέος
αυτός τρέφει ειλικρινή έρωτα προς την Κάκια, γεγονός που φαίνεται από τη
συµπαθή, αλλά συνάµα και χλιαρή (για τα πληθωρικά πρότυπα της
αλαζονικής Κάκιας) ερωτική του εξοµολόγηση: «Εἶναι πέντε µῆνες ἀφότου
σ΄ἐγνώρισα, Κάκια, ἔλεγεν οὗτος. Αὐτοὺς τοὺς πέντε µῆνες πὼς ἔζησα, ἢ
µᾶλλον, προτοῦ νὰ σὲ γνωρίσω πὼς εἶχα ζήσει!” (…) Ἀλλὰ δὲν θὰ σὲ
λησµονήσω πλέον. Μοὶ ἐπέτρεψες τόσας φορὰς νὰ σοὶ ὁµιλήσω περὶ τοῦ
ἔρωτός µου, ὥστε ἤθελον βωβαθῆ, ἂν δὲν σοὶ ὡµίλουν πλέον περὶ αὐτοῦ»95.
Η σύνδεση του ερωτικού συναισθήµατος του νέου µε την ίδια του τη ζωή
φανερώνει το βάθος του. Είναι γνωστή η αίσθηση που έχουν οι βαθιά
ερωτευµένοι ότι πριν γνωρίσουν τον έρωτα της ζωής τους δεν ζούσαν
πραγµατικά ως όντες συναισθηµατικά νεκροί. Ο έρωτας αυτός τον κάνει να
συµπεριφέρεται µε πρωτοφανή αφέλεια σε ότι αφορά την Κάκια πιστεύοντας
ακόµη και το ψέµα που του λέει για τον αντίζηλό του Κώτσο, τον οποίο
παρουσιάζει ως «εξάδελφό» της. Ακόµη και όταν ο ίδιος ο Κώτσος του
αποκαλύπτει την πραγµατική του ιδιότητα, εκείνος το αποδέχεται ταπεινά
αποδεχόµενος τη «συνύπαρξή» του µαζί µε τον Κώτσο στην καρδιά της
αγαπηµένης του96. Μην αντέχοντας να αντιµετωπίσει την αλήθεια πως η νέα
δεν τον αγαπά διόλου, αποδίδει την κακεντρεχή και προσβλητική της
συµπεριφορά στην κακή επιρροή της κυρίας Μαρκώνη και της κυρίας Ρίζου97.
Φτάνει µάλιστα να εκφράσει τον καηµό του στον ίδιο τον αντίζηλό του Κώτσο,
που του ήταν παντελώς άγνωστος έως τότε. Αυτή δεν είναι µόνο ένδειξη
επιπολαιότητας, αλλά και ψυχικού πόνου που επιζητά απεγνωσµένα να
εκφρασθεί.
∆υστυχώς, ακόµη και όταν η Κάκια τον απαρνήθηκε οριστικά
νυµφευόµενη έναν άλλο, εκείνος, απαρηγόρητος και πιστός στην
εξοµολόγησή του πως δεν θα την λησµονήσει ποτέ «ἐνεδύθη πένθιµα καὶ
ἔκλαιε τὴν ἀπώλειαν τῆς Κάκιας, ἣν εἶχεν ἀγαπήσει ἐπὶ µαταίῳ» 98 .
Ο µοναδικός που και ενδιαφέρεται, αλλά και δεν της είναι ερωτικά
αδιάφορος, είναι ο Κώτσος. Και αυτό το αίσθηµα όµως διακρίνεται εξαρχής
από µια ρηχότητα: «Ἀπὸ τῆς νυκτὸς ἐκείνης, καθ’ ἢν ἡ τρελὴ νέα ἐνεφανίσθη,
ὡς ἐνθυµοῦνται οἱ ἀναγνῶσται ἠµῶν, ἐπὶ τοῦ καταστρώµατος, καὶ ἔκαµνε τὸν
νυκτερινόν της περίπατον λευκὰ ἐνδεδυµένη, ἴσως καὶ ἔτι πρότερον, ὁ Κῶτσος

93
Βλ. Τ.Α’, σ.111, στ.19.
94
Τ.Α’, σ.113, στ.11-12.
95
Τ.Α’, σ.62, στ.8-10 και στ. 12-14.
96
Βλ. Τ.Α’, σ.72, στ.28-31.
97
Βλ. Τ.Α’, σ.73-74.
98
Τ.Α’, σ. 131, στ.17-18.
66

ἐπόνει δι’αὐτήν. Αὔτη ἐδέχετο τὰ θυµιάµατά του, ὡς ἤθελε δεχθῆ καὶ παντὸς
ἄλλου νέου, πεποιθυία ὅτι δὲν ἐκινδύνευε νὰ πνιγῆ ἐξ αὐτῶν»99 . Θέλοντας να
της εκδηλώσει «ποιητικῷ τῷ τρόπῳ» το ενδιαφέρον του, αποφάσισε ένα
βράδυ να της κάνει καντάδα κάτω από το παράθυρό της. Η δε αντίδραση της
Κάκιας φανερώνει ότι την ευχαρίστησε δεόντως η ενέργειά του αυτή.
Το αµφίδροµο όµως αυτό αίσθηµα δέχθηκε το πρώτο πλήγµα όταν
εµφανίσθηκε ο Ιωάννης Γόµνος στο παράθυρο. Μετά το πρώτο ξάφνιασµα και
τον παροδικό θυµό, το αίσθηµα του Κώτσου άρχισε χάνει την πρώτη θέρµη
του. Από την άλλη, η οργίλη αντίδραση της Κάκιας100 και το ξέσπασµά της σε
κλάµατα δείχνει για άλλη µια φορά την επιπολαιότητά της, αλλά και την
ύπαρξη κάποιων συναισθηµάτων για τον Κώτσο. Μη χάνοντας καιρό,ο
Κώτσος αποφασίζει να µιλήσει µε τον Ιωάννη Γόµνο και να µάθει
λεπτοµέρειες. Όταν πληροφορείται ότι η νεαρή κοπέλα τον παρουσίασε ως
«ἐξάδελφον» της, το ενδιαφέρον του εξανεµίστηκε οριστικά 101 δίνοντας τη
θέση του στην ειρωνεία102. Βλέποντας τον πονηρό τρόπο σκέψης της, που
οφειλόταν στην αρρωστηµένη της επιθυµία να περιστρέφονται όλοι και όλα
γύρω της (σαφής εκδήλωση της φιλαυτίας και της κενοδοξίας που την
διακατείχε), συνειδητοποίησε ότι η νέα αυτή δεν έχει χώρο στην καρδιά της
παρά µόνο για τον εαυτό της. Με αυτόν τον τρόπο το ψέµα της της στερεί τη
δυνατότητα να αγαπηθεί από έναν -καθώς φαίνεται - αξιόλογο νέο.
Εποµένως, παρά το γεγονός ότι η Κάκια βρίσκεται στο κέντρο ενός
ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου, καθένας από τους έρωτες αυτούς - µε εξαίρεση
αυτόν του δυστυχούς Ιωάννη Γόµνου- στερείται πραγµατικής ουσίας103.

Κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες αναπτύχθηκε για πρώτη φορά και το


ερωτικό αίσθηµα του Μάχτου για την Αϊµά στη «Γυφτοπούλα»104. Οι δύο νέοι

99
Τ.Α’, σ.63, στ.15-20.
100
Βλ. Τ.Α’, σ.64, στ.4-8.
101
«Ἤδη ἔβλεπε τὸν πρὸς τὴν Κάκιαν ἔρωτά του ὑπὸ τὸ πραγµατικὸν αὐτοῦ φῶς, τουτέστιν ὡς παιδικὸν
ἄθυρµα. Ἡ νέα αὕτη τῷ ἐφαίνετο ἐλαφροτέρα τοῦ ἐλαφροῦ πτεροῦ ἢ τοῦ ἐλαφροτάτου ἀνέµου, ὅστις
ἔκαµέ ποτε νὰ βοµβῶσι τὰ ὦτά του.» ,Τ.Α’, σ. 72, στ.8-11.
102
Βλ. π.χ. το «ερωτικό γράµµα» που υπαγόρευσε στον Ιωάννη Γόµνο το οποίο βρίθει ειρωνείας, Τ.Α’,
σ.73, στ.16-22.
103
Το τρίγωνο αυτό θα µπορούσε να αποδοθεί ως εξής :

Ζέννος

Κάκια

Κώτσος Ιωάννης Γόµνος


(στα πρώτα κεφάλαια του µυθιστορήµατος)
104
Για το µονόπλευρο έρωτα του Μάχτου για την Αϊµά βλ. και Λ.Προγκίδη, «Έρωτας, ανατολή,
µυθιστόρηµα», στον τόµο Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, επιµέλεια Γ. Φαρίνου –
67

µεγάλωσαν σαν αδέλφια από την εποχή που η εξαετής τότε Αϊµά ήρθε να
µείνει µαζί τους. Ο νέος, αν και γνώριζε ότι η Αϊµά δεν ήταν πράγµατι αδελφή
του, την είχε αποδεχθεί έτσι µέχρι τη στιγµή που εµφανίσθηκε ο µυστηριώδης
άντρας που τους ανέθεσε µια δήθεν µεγάλη δουλειά. Εξαρχής ενέπνευσε
υποψίες στο νεαρό Μάχτο , υποψίες όµως περιπλεγµένες µε ένα «παράδοξον
καὶ ἄγνωστον τέως αἴσθηµα, αἴσθηµα ὀδύνης καὶ σπαραγµοῦ»105. Θεωρεί ότι ο
άγνωστος επιθυµεί να νυµφευθεί την Αϊµά και αυτό του προξενεί ασυνείδητα
«σφοδρότατον ἄλγος»106. Έτσι έχουµε το πρώτο ερωτικό σκίρτηµα που, λόγω
της συγγενικής (έστω και αν δεν υφίσταται στην πραγµατικότητα) σχέσης των
προσώπων, βρισκόταν κρυµµένο στο υποσυνείδητό του και εµφανίζεται πολύ
δειλά κυρίως ως φόβος µήπως φύγει ξαφνικά το αγαπηµένο πρόσωπο.
Προσπαθώντας να της αποκαλύψει τις υπόνοιές του για το θέµα των
συζητήσεων του πατέρα του µε το µυστηριώδη άντρα, πηγαίνει στον κήπο
της Αϊµάς για να της µιλήσει. Το θάρρος όµως τον εγκαταλείπει την τελευταία
στιγµή. Απεναντίας, η ευγενική προσφορά της Αϊµάς που τον προέτρεψε να
κόψει λουλούδια δίνει µια σφοδρή ώθηση στα συναισθήµατά του, τα οποία
εκφράζονται µε ένα βαθύ σεβασµό και συστολή κάθε φορά που βρίσκεται
κοντά της. Αγνός, αφελής και ολιγαρκής αρκείται στο να την κοιτάει κρυφά,
γεγονός που του προξενούσε άφατη ευτυχία107.
Όσο όµως προσπαθεί να κρύψει τα συναισθήµατά του, τόσο αυτά
βαθαίνουν. Χαρακτηριστικά είναι τα τρία συνεχόµενα όνειρα που βλέπει µετά
από τη συνηθισµένη κατόπτευση του πατέρα του και του ξένου. Στο πρώτο
ονειρεύεται την Αϊµά σε ιδεατή κατάσταση, όµοια µε άγγελο φωτός: «τὸ
πρόσωπον τῆς Ἀϊµᾶς, λάµπον ὡς ἀστήρ, καὶ τὸ σῶµα αὐτῆς εὐωδιάζον ὡς
κρίνον»108. Η λέξη «σ’αγαπώ» που, αν και δεν αναφέρεται ρητά, υπονοείται
σαφώς από το κείµενο, ξεκαθαρίζει για πρώτη φορά τα άγνωστα και
µυστηριώδη µέχρι τότε αισθήµατά του νέου. Στο δεύτερο όνειρο εκδηλώνονται
όλες οι φοβίες του νέου: βλέπει την αγαπηµένη του να φεύγει µε ένα πλοίο και
εκείνος να παλεύει µάταια µε τα κύµατα προσπαθώντας να τη φτάσει. Ίσως
ενδόµυχα γνωρίζει ότι δεν έχει πολλές ελπίδες να γίνει το όνειρό του
πραγµατικότητα, ίσως φοβάται ότι η Αϊµά δεν πρόκειται να ανταποκριθεί στον
έρωτά του. Στο δε τρίτο όνειρο πραγµατοποιείται ο µεγαλύτερος φόβος του: η
Αϊµά φαίνεται να οδηγείται σε γάµο µε κάποιον χωρίς τη θέλησή της109.
Παρατηρούµε, εποµένως, πως στα τρία αυτά όνειρα παίρνουν πρόσκαιρα
σάρκα και οστά όλες οι κρυφές επιθυµίες και συνάµα οι φόβοι του νέου. Το

Μαλαµατάρη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2005, σσ.541-549 και στο βιβλίο Ο
Παπαδιαµάντης και η ∆ύση: πέντε µελέτες, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002 σ. 535- 552.
105
Τ.Α’, σ.402, στ.16.
106
Τ.Α’, σ.403, στ.4.
107
Τ.Α’, σ.410-411.
108
Τ.Α’, σ.421, στ.5-6 Ο Ντενί Ντε Ρουζµόν στο βιβλίο του Οι µύθοι του Έρωτα θεωρεί πως η
αγαπηµένη γυναίκα εξιδανικεύεται συχνά από τον ερωτευµένο µαζί της άνδρα σε τέτοιο βαθµό που να
ταυτίζεται µε την καθαυτό ψυχή ή µε Άγγελο στα µάτια του. Βλ. Οι µύθοι του Έρωτα, εκδόσεις Αρµός,
2003,σ.201.
109
Το τελευταίο αυτό όνειρο καθίσταται προφητικό και συνάµα ειρωνικό, αφού στο τέλος του
µυθιστορήµατος η Αϊµά πρόκειται να παντρευτεί εκείνον χωρίς τη θέλησή της.
68

µόνο που καθησυχάζει την αναστατωµένη ψυχή του είναι η θέα της
κοιµώµενης αγαπηµένης του στην πατρική τους οικία. Αισθάνεται «αἰδήµων»
και ευτυχισµένος µόνο αφού βεβαιώνεται ότι η Αϊµά είναι κοντά του.
Λίγο αργότερα θα οµολογήσει καθ’εαυτόν τον έρωτα του για τη θετή
αδελφή του. Στο άκουσµα µόνο της λέξης «σ’αγαπώ» η φωνή του αποκτά
παράδοξο τόνο και το µέτωπό του καίει110.Τα συναισθήµατά του πλέον
αρχίζουν να εκδηλώνονται και σωµατικά κάνοντας την ερωτική φλόγα να καίει
κυριολεκτικά τον απελπισµένο νέο111. Μετά δε και την τρίτη ύποπτη εκδροµή
του πατέρα του µε τον ξένο αρχίζει να την ψάχνει απεγνωσµένα για να της
οµολογήσει τις υποψίες του και όταν δεν τη βρίσκει στο σπίτι «ἠσθάνθη
σπαραγµόν(…) ὑπόνοια καὶ ζηλοτυπία»112, ενώ µετέπειτα «κατενεχθεῖς ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους, ἤρχισε νὰ κλαίη µὲ ἀληθῆ δάκρυα»113. Η φύση των δακρύων
αυτών παραµένει άδηλη: ίσως να πρόκειται για δάκρυα µετανοίας για τη
ζήλεια που αισθάνθηκε προηγουµένως, ίσως να είναι και ένα ξέσπασµα της
εσωτερικής έντασης στην οποία βρίσκεται τόσο καιρό. Εξαρτάται από τη
βαρύτητα που θα δώσουµε στο επίθετο που τα προσδιορίζει: «ἀληθῆ». Το
βέβαιο είναι πως η ζήλεια και ο πόνος αναµιγνύονται στην καρδιά του
προκαλώντας του δυνατές συγκινήσεις, ασυνήθιστες για έναν άντρα. Ωστόσο,
οι έντονες αυτές εκδηλώσεις καθιστούν το χαρακτήρα αυτό λίαν συµπαθή
κάνοντας τους αναγνώστες να συµπάσχουν µαζί του.
Εκτός από το αίσθηµα της ζηλοτυπίας που «µιαίνει» τα αγνά του
αισθήµατα υπάρχει και ένα ακόµη σηµείο στο µυθιστόρηµα, όπου δίνεται µια
οξύµωρη και µελανή χροιά σε αυτόν τον έρωτα: όταν η Αϊµά του διηγείται το
περιστατικό µε τη συκοφαντία που οργάνωσε εναντίον της η φοβερή γριά
Εφταλουτρού114 και του αποκαλύπτει ότι δεν του είπε προηγουµένως την
αλήθεια φοβούµενη για τη σωµατική του ακεραιότητα115, εκείνος «κατελήφθη
ὑπὸ παραδόξου αἰσθήµατος, γείτονος πρὸς τὸν ἐνθουσιασµὸν (…) Ἐὰν
ἔβλεπε τὴν Ἀϊµᾶν εὐτυχῆ, θριαµβεύουσαν, λατρευοµένην, θὰ ἦτο δυστυχής.
Ἔβλεπεν αὐτὴν πάσχουσαν , ἐγκαρτεροῦσαν, ἦτο εὐδαίµων. Τοιοῦτον ἦτο
ἀείποτε τὸ φίλαυτον τοῦτο αἴσθηµα»116. Ο έρωτας του Μάχτου αρχίζει να
δείχνει σηµεία αλλοιώσεως και να φανερώνει την αρνητική πλευρά του. Τα
αγαθά αισθήµατά του περιπλέκονται µε εµπαθή. Αν αγαπούσε πραγµατικά
την Αϊµά θα χαιρόταν εάν εκείνη ήταν ευτυχισµένη, ακόµη και µακριά του.

110
«Τότε θὰ τῆς πῶ ὅτι τώρα σὲ ἀγαπῶ... (…)Ἠµπορῶ ποτε νὰ τὸ πῶ αὐτό, ἀφοῦ µόλις τὸ εἶπα τώρα,
καὶ τὸ µέτωπόν µου καίει ἔξαφνα, πόσον καίει! (ὁ Μάχτος ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ µέτωπον)», Τ.Α’, σ.427,
στ.8-12.
111
Για τη φλόγα του έρωτα βλ. Ρ. Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο συγγραφέας
κηπουρός, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ.69-70 και ιδιαίτερα την υποσηµείωση Νο.57 στη σ.70 .
Επίσης, βλ. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος. Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2001, σ. 145-146.
112
Τ.Α’, σ.432, στ.28-30. Το πάθος της ζηλοτυπίας είναι και η πρώτη ένδειξη φθοράς του έως τότε
ανόθευτου έρωτά του.
113
Τ.Α’, σ.433, στ.25.
114
Τ.Α’, σ. 436-441.
115
Τ.Α’, σ.452, στ. 6-19.
116
Τ.Α’, σ.452, στ. 23-28.
69

Εκείνος όµως χαίρεται να την βλέπει να υποφέρει, πιστεύοντας ότι έτσι θα


µπορεί να τη βοηθάει και ελπίζοντας ότι η ευγνωµοσύνη που θα αισθάνεται
εκείνη θα την ωθεί στο να µένει κοντά του. Με αυτόν τον τρόπο ελπίζει πως
µελλοντικά ίσως αποκτήσει και κάποια αισθήµατα για αυτόν. Όπως, ωστόσο,
επισηµαίνει και ο Παπαδιαµάντης, αυτό το σκεπτικό είναι γνώρισµα της
φιλαυτίας του ανθρώπου που θέλοντας να ικανοποιήσει τις δικές του
επιθυµίες (εδώ ερωτικές) και τα δικά του πάθη προτιµά να βλέπει το
αγαπηµένο του πρόσωπο να υποφέρει κοντά του παρά να ευτυχεί µακριά
του. Κατ’ αναλογίαν και ο Μάχτος δεν θέλει να στερηθεί την δική του χαρά για
χάρη του αντικειµένου του πόθου του και φτάνει στο σηµείο να οικοδοµεί την
ευτυχία του πάνω στη δυστυχία της αγαπηµένης του.
Παρ’ όλα αυτά, όταν αργότερα οι στρατιώτες του Πλήθωνα απήγαγαν
την Αϊµά, εκείνος έτρεξε αµέσως πίσω τους «ἴνα τὴ σώση, ἢ ἴνα συναποθάνη
µετ’ αὐτῆς»117 φανερώνοντάς µας πως, παράλληλα µε τα φίλαυτα αισθήµατά
του, διαθέτει και υψηλό πνεύµα αυτοθυσίας απέναντι στην αγαπηµένη του.
Στο 2ο µέρος του µυθιστορήµατος η Αϊµά βρίσκεται φυλακισµένη στη
µονή της Αγίας Περπέτουας (πρώην µονή Αγίου Αθανασίου). Εκεί
αναλαµβάνει τη φροντίδα της η αδελφή Σιξτίνα, ένας χαρακτήρας που
συνδυάζει µέσα του αρετές και πάθη: είναι υπάκουη118, αλλά συνάµα ψεύτρα
και υποκρίτρια119. Το µεγαλύτερο δε πάθος της είναι η απόκρυψη των
λογισµών της120 και η ύπουλη σιωπή που κρατούσε υπολογίζοντας και την
παραµικρή λέξη που θα εκστοµίσει. και αυτή συνήθως ψευδή. Ωστόσο, η
άφιξη της Αϊµάς στο µοναστήρι της φέρνει στο νου αναµνήσεις από την
παραµονή της στη Ρόδο και έτσι ξεκινάει η «πορεία» της προς το αµάρτηµα
της «φλυαρίας»- πολυλογίας δια της οποίας αποκαλύπτει στην Αϊµά όσα
γνωρίζει για εκείνη. Ο Παπαδιαµάντης αναφέρει όλους τους σταθµούς του
πειρασµού της Σιξτίνας: προσβολή, συνδυασµός, συγκατάθεση, πάλη και
τέλος πτώση στο πάθος121. Το συγκεκριµένο όµως αµάρτηµα αποκτά θετική
χροιά: αποκαλύπτει στην Αϊµά σηµαντικά στοιχεία του παρελθόντος της, ενώ
κατά την ροή του λόγου της εκφέρει µεταξύ άλλων και τη µεγάλη αλήθεια ότι «
τὸ πῦρ τῶν παθῶν (…) οὐδεµία δρόσος δύναται νὰ τὸ σβέση εἰµὴ ἡ τῆς
προσευχῆς καὶ τῆς ἐγκρατείας»122. Πέραν αυτού της αποκαλύπτει το µητρικό
αίσθηµα το οποίο ανέπτυξε απέναντί της τους τρεις µήνες που τη φρόντιζε και
τη µεγάλη της λύπη όταν την αποχωρίστηκε . Για πρώτη ίσως φορά στη ζωή
της µιλά ειλικρινά και χαίρεται εκ καρδίας για την αγαπηµένη µικρή που
ηλικιώθηκε. Αισθάνεται δε φοβερή θλίψη για την αδυναµία της πλέον να
αισθανθεί στοργή όπως τότε. Αυτή η κεκρυµµένη αλλά εν δυνάµει µετάνοια
της αδελφής Σιξτίνας για την «ἔνδεια τῆς καρδίας» από την οποία υπέφερε

117
Τ.Α’, σ.460, στ.7-8.
118
Τ.Α, σ.508, στ,1-10.
119
Τ.Α΄, σσ.514-515.
120
Τ.Α’, σ.514, στ.4-5.
121
Βλ. Τ.Α’, σ.516, στ.22-25.
122
Τ.Α’, .σ.526, στ.2-4.
70

ανοίγει και µια µικρή ελπίδα για την επιστροφή της στο αληθινό πνεύµα του
χριστιανισµού123.
Εντωµεταξύ, ο Μάχτος προσπαθεί αγωνιωδώς να σκαρφαλώσει στο
τείχος του µοναστηριού . ∆ωροδοκεί124 τον Τρέκλα προκειµένου να µάθει πού
ακριβώς βρίσκεται φυλακισµένη η Αϊµά125 και του δίνει µια επιστολή για να της
την παραδώσει.
Η συνεχής κλιµάκωση των αισθηµάτων του Μάχτου βρίσκει την
κορύφωσή της σε αυτό το ερωτικό γράµµα, το οποίο δείχνει το βάθος του
έρωτά του για την Αϊµά. Η επιστολή κατακλύζεται από ροµαντισµό και
συναισθήµατα που καταλήγουν στη µέχρι θανάτου προσήλωσή του προς την
Αϊµά. Σε τίποτα δεν οµοιάζει µε το γράµµα που θα έστελνε ένας αδελφός στην
αδελφή του που κινδυνεύει. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής αποσπάσµατα:
«Ἀφότου ἔφυγες, νύκτα καὶ ἡµέραν σὲ ζητῶ.(…) Θὰ σ’ εὔρω, καὶ θὰ ἔλθης µαζί
µου, καὶ θὰ ζήσωµεν µαζὶ εἰς µίαν ἄκρην τῆς γῆς. Μακρὰν οἱ γονεῖς καὶ οἱ
ἀδελφοί, µακρὰν οἱ ἐχθροὶ καὶ οἱ φίλοι. Ἠµεῖς οἱ δυὸ ἀρκοῦµεν εἰς ἠµᾶς (…)
Καὶ ἂν δὲν σ’ εὔρω, ἂν δὲν σὲ ἴδω πλέον, ἂν σὲ χάσω διὰ πάντοτε, Ἀϊµά,
ἤξευρε ὅτι δὲν δύναµαι πλέον νὰ ζῶ καὶ ὅτι ὁ κόσµος εἶναι µαῦρος δι’ ἐµέ,
µαῦρος ὁ οὐρανός, ὁ ὁποῖος µὲ σκεπάζει, Ἀϊµά, µαύρη ἡ γῆ , ὅπου πατῶ,
µαῦρον τὸ φῶς ποὺ µὲ φωτίζει, ὅλα µαῦρα, κατάµαυρα. Ἀπὸ σὲ περιµένω τὸ
φῶς , ἀπὸ σὲ τὴν δρόσον, ἀπὸ σὲ τὸν ἀέρα, Ἀϊµά, καὶ χωρὶς ἐσὲ ὅλα εἶναι
σκότος, ὅλα βάσανος, καὶ ὅλα κόλασις.(…) καὶ ἂν ἀποθάνω, ν’ ἀποθάνω εἰς
τοὺς πόδας σου (…)»126. Ο ερωτευµένος νέος συνδέει σε τέτοιο σηµείο τη
ζωή του µε τη ζωή της αγαπηµένης του, ώστε να χάνει κάθε σηµασία η
ύπαρξή του σε αυτό τον κόσµο, αν δεν είναι εκείνη κοντά του. Η όραση, η
αναπνοή του εξαρτώνται από εκείνη, ενώ µακριά της βιώνει την ίδια την
κόλαση. Όπως επισηµαίνουν οι Πατέρες, οι κολασµένες ψυχές βιώνουν ένα
συνεχές σκότος µην µπορώντας να δουν και να αισθανθούν κανέναν δίπλα
τους, ούτε τον ίδιο το Θεό. Είναι τέτοιος λοιπόν ο έρωτας του Μάχτου που η
απουσία της αγαπηµένης του Αϊµάς τον οδηγεί σε ανάλογα βιώµατα127. Ο δε

123
Βλ. Τ.Α’, σ. 530-531.
124
Λίγο πριν δε δίστασε για χάρη της αγαπηµένης του να κλέψει ένα µικρό µερίδιο από τα χρήµατα του
πατέρα του (Τ.Α’, σ. 550-551).
125
Προηγουµένως αναφέρονται οι παράτολµες προσπάθειές του να µάθει που βρίσκεται η Αϊµά και τα
γοερά κλάµατα στα οποία ξεσπάει µπροστά σε έναν άγνωστο φρουρό, όταν του µιλάει για την αδελφή
του (Τ.Α’,σ. 551-552).
126
Τ.Α’, σ.563, στ.3-20.
127
Κάνοντας στο σηµείο αυτό µια µεγάλη υπέρβαση θα µπορούσαµε να ανάγουµε την περιγραφή των
αισθηµάτων του σε ένα άλλο, πνευµατικό πλέον, επίπεδο , αυτό του Θείου έρωτα, όχι µόνο αυτού που
έχει κατεύθυνση από τους ανθρώπους προς το Θεό, αλλά και αντίστροφα. Όπως ο εραστής Μάχτος
έχει στηρίξει όλη του την ύπαρξη στην Αϊµά σε τέτοιο βαθµό που να συνδέει απόλυτα τη ζωή του µε τη
δική της και να βιώνει την κόλαση όταν είναι µακριά της, έτσι «ἔστι δὲ καὶ ἐκστατικὸς ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ
ἐων ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστᾶς, ἀλλὰ τῶν ἐρωµένων(…). ∆ιο καὶ Παῦλος ὁ Μέγας, ἐν κατοχῇ τοῦ θείου
.
γεγονῶς ἔρωτος καὶ τῆς ἐκστατικῆς δυνάµεως µετειληφῶς ἐνθέω στόµατι ζῶ ἐγὼ , φησίν, οὐκ ἔτι , ζῆ δὲ
ἐν ἐµοὶ Χριστός, ὡς ἀληθὴς ἐραστής καὶ ἐξεστηκῶς, ὡς αὐτὸς φησὶ τῷ Θεῷ, καὶ οὐ τὴν ἑαυτοῦ ζῶν, ἀλλὰ
τὴν τοῦ ἐραστοῦ ζωήν, ὡς σφόδρα ἀγαπητὴν», βλ. Γαλ. 2,20 και Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ
Θεολογίας Κεφαλαίων Ἑκατοντὰς ἕβδοµη», (το συγκεκριµένο χωρίο προέρχεται από το ∆ιονύσιο
Αρεοπαγίτη), Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.183, Νο.πε’. Με άλλα λόγια, ο ερωτικός ζήλος του Μάχτου, ένας ζήλος
άχρι θανάτου, µας θυµίζει τον ερωτικό ζήλο του ίδιου του Θεού προς τα πλάσµατά Του: «Ὅτι καὶ αὐτὸς
71

θάνατός του δίπλα της λογίζεται ευτύχηµα για εκείνον128.


Σε αντίθεση µε τα τρυφερά αισθήµατα του Μάχτου η Αϊµά, όπως είναι
λογικό και αναµενόµενο, δεν τρέφει κανένα άλλο αίσθηµα παρά µόνο αυτό της
αδελφικής αγάπης. Για αυτήν ο Μάχτος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον
µεγαλύτερό της αδελφό. Αν και, όπως φαίνεται και από τη συνοµιλία της µε
την αδελφή Σιξτίνα, υποψιαζόταν πως ο Μάχτος δεν ήταν αληθινός αδελφός
της, εντούτοις τον αισθανόταν ως τέτοιο. Η όποια συµπάθεια τρέφει για αυτόν
είναι αθώα ανταπόκριση στις δικές του περιποιήσεις και φροντίδες. Αγωνιά,
νοιάζεται για εκείνον, αλλά δεν τον ερωτεύεται. Αναφέρεται µάλιστα ρητά από
το συγγραφέα ότι «οὐδέποτε µέχρι τοῦδε εἴποµεν ὅτι ἡ Ἀϊµὰ ἠγάπα ἐρωτικῶς
τὸν Μάχτον, οὐδ’ ὑπῃνίχθηµεν τοῦτο. Ἡ πρὸς τὸν νέον στοργὴ αὐτῆς ἦτο
ἀδελφική, παροµαρτούσης καὶ τῆς εὐγνωµοσύνης, ἐπὶ τῇ χρηστοτέρᾳ
φιλοφροσύνῃ, ἢν ἐπεδείκνυεν ὁ νεαρὸς Ἀθίγγανος πρὸς αὐτήν»129. Άλλωστε,
αυτό φαίνεται και από τις αθώες και ανύποπτες αντιδράσεις της στην
περίεργη συµπεριφορά του αδελφού της και από το γράµµα που σχεδίαζε να
του γράψει, στο οποίο εκείνο που κυριαρχεί είναι η στεναχώρια της για τον
εγκλεισµό της και η αγωνία για την επικείµενη απελευθέρωσή της130.
∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι ανάµεσα στα αισθήµατα του Μάχτου και
την πραγµατικότητα υπάρχει µια άβυσσος. Η Αϊµά στην αρχή και για ένα
µεγάλο µέρος του µυθιστορήµατος αγνοεί τα αισθήµατα αυτά και, όταν
πληροφορείται από τον Πλήθωνα- όχι τον ίδιο το Μάχτο- για τον επικείµενο
γάµο τους, η σκέψη της και η επιθυµία της βρίσκεται αλλού: στην ενηµέρωση
για την καταγωγή και το παρελθόν της. Αυτό µόνο επιθυµεί να µάθει και στη
συνέχεια σκοπεύει να δραπετεύσει131 αµέσως µετά τον «επιβληθέντα» γάµο.
Όπως σωστά επισηµαίνει ο Α. Καλογερόπουλος, η Αϊµά δίνει βαρύτητα στην

ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ καὶ ἀγαθῶ τῶν πάντων ἔρωτι δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος, ἔξω
ἑαυτοῦ γίνεται, ταὶς εἰς τὰ ὄντα πάντα προνοίαις καὶ οἶον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται (…)
∆ιο καὶ ζηλωτὴν οἱ τὰ θεία δεινοὶ προσαγορεύουσιν, ὡς πολλὴν τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθὸν ἕρωτα, καὶ ὡς
πρὸς ζῆλον ἐγερτικὸν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς (…)» (Μαξίµου του Οµολογητού, ό.π, Φιλοκαλία,
Τ.Β’, σ.183, No.πς’). Στα πλαίσια αυτής της «µανικής» αγάπης του Θεού για τον ταλαιπωρηµένο
άνθρωπο, ο Χριστός δεν δίστασε να γίνει άνθρωπος για χάρη µας και να δώσει τη ζωή του αντίτιµο για
τη δική µας σωτηρία.
128
Η ειρωνεία της τύχης έκανε αυτό το σηµείο του γράµµατος να αποβεί προφητικό, αφού τελικά ο
Μάχτος πέθανε δίπλα της ευτυχισµένος που, έστω και την τελευταία του στιγµή άγγιξε το όνειρό του,
(βλ. Τ.Α’, σ.656, στ.3-4).
129
Τ.Α’, σ.632,στ.27-30 και σ.633, στ.1. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι στο ίδιο απόσπασµα ο αφηγητής
αναφέρει λίγο παρακάτω πως «Καὶ αὐτοῦ δὲ τοῦ Μάχτου τὸ πρὸς τὴν Ἀϊµὰν αἴσθηµα, δὲν ὠνοµάσαµεν
ρητῶς ἔρωτα, ἂν καὶ ὡς τοιοῦτο ἀπ' ἀρχῆς τὸ ἐνοήσαµεν.» (Τ.Α’, σ.633, στ.1-3). Στηριζόµενος
προφανώς σε αυτό το απόσπασµα ο Λ. Προγκίδης αναφέρει πως «για να υπάρχει ειδύλλιο πρέπει να
πληρούται ένας απαράβατος όρος: οι ενδιαφερόµενοι πρέπει να έχουν συνείδηση του πράγµατος. Αλλά
στην περίπτωσή µας ούτε ο Μάχτος πρόλαβε να εκµυστηρευθεί την αγάπη του, ούτε όρκοι αµοιβαίας
πίστης ανταλλάχτηκαν, ούτε η Αϊµά υποπτεύθηκε τίποτα. Κόντεψε να µπουν τα στεφάνια σε δύο
ανθρώπους που τίποτα δεν τους ένωνε. Μένουν µόνο οι αναστεναγµοί και τα βασανάκια του Μάχτου.
Όσο για το ειδύλλιο, είναι τελείως άδειο εσωτερικά, τελείως ανυπόστατο . Μόνο ο αναγνώστης και ο
Πλήθωνας µπορούν να παρασυρθούν και να το φανταστούν ως αληθινό» , Λ. Προγκίδη, ό.π. σ.541 και
σ.155.
130
Τ.Α’, σ. 576, στ. 13-31.
131
Βλ. Τ.Α’, σ.628-632. Πρόσκαιρη, ευτυχώς, ήταν και η επιθυµία του Πλήθωνα να νυµφευθεί την Αϊµά.
Σκεπτόµενος το αταίριαστο του πράγµατος, αποφάσισε να αναλάβει πατρικό ρόλο και να την παντρέψει
µε το Μάχτο (βλ. Τ.Α’,σ.643, στ.34-35 και σ.644, στ.1-7).
72

αναζήτηση της αλήθειας για την καταγωγή της. Μπροστά σε αυτό το ερώτηµα
ζωής ο γάµος και η προσωπική ευτυχία τίθεται σε δεύτερη µοίρα132.
Ωστόσο και η Αϊµά δεν παρέµεινε άγευστη του ερωτικού αισθήµατος.
Παραδόξως, ερωτεύτηκε τον πλέον ακατάλληλο για αυτήν άνθρωπο. το
Σκούντα, τον κακοποιό και απαγωγέα της, τον νοµιζόµενο Μάχτο. Αυτόν που
την απήγαγε από το µοναστήρι πιθανόν για να ζητήσει λύτρα. Αυτόν που - αν
συνέβαινε κάτι µεταξύ τους- το πιθανότερο είναι ότι θα την εγκατέλειπε, όπως
τη γυναίκα του Τρέκλα, αφήνοντας πίσω του συντρίµια. Έναν κερδοσκόπο,
ένα γυρολόγο απατεώνα. Ο αφηγητής, αναζητώντας µια αιτιολογία, γράφει
σχετικά: «Οὐδὲν τὸ παράδοξον. Τὰ τοιαῦτα αἰσθήµατα γεννῶνται συνήθως
ὑπὸ ἀλλοκότους περιστάσεις.(…) Τὸ σπέρµα τοῦ αἰσθήµατος ἄδηλον ἐκ ποιᾶς
γῆς ἀναδίδεται, ὑπὸ ποιοῦ ἀνέµου φέρεται καὶ εἰς ποιὸν ἔδαφος πίπτει»133.
Συνήθως το µυστήριο έλκει τις νεαρές αθώες υπάρξεις. Ο περιπετειώδης
τρόπος µε τον οποίο έγινε η γνωριµία τους αφύπνισε τα έως τότε κοιµώµενα
αισθήµατά της. Παρόλο που υποψιάζεται κατά τη φυγή τους ότι δεν είναι ο
Μάχτος είτε, αρχικά, µέµφεται τον εαυτό της για την αµφιβολία της είτε
αποδέχεται τη µοίρα της εµπρός στην επιθυµία της να απελευθερωθεί. Κατά
τη συµπλοκή του Σκούντα µε τον Τρέκλα προτείνει στον Πρωτόγυφτο να τον
βοηθήσουν, αλλά, όταν αυτός αρνείται, δεν επιµένει. Ωστόσο αργότερα
αισθάνεται τύψεις για τη στάση της αυτή και συνάµα ευγνωµοσύνη134 για τη
«δήθεν» φιλάνθρωπη στάση του Σκούντα. Η πράξη του να την
απελευθερώσει εξελίσσεται σταδιακά στα µάτια της σε ανδραγάθηµα και
κατακρίνει τον εαυτό της που τον εγκατέλειψε 135 . Έτσι, φθάνει στο σηµείο να
επιθυµεί «διακαῶς νὰ ἐπανίδη τὸν νέον ἐκεῖνον ὂν ἀποτόµως εἶχεν
ἐγκαταλίπει»136 αγνοώντας ότι είναι πλέον νεκρός.
Η πραγµατοποίηση των ονείρων του Μάχτου έλαβε τελικά χώρα όταν ο
Θευδάς τον κάλεσε να πάει στο άντρο του Πλήθωνα για να συναντήσει την
Αϊµά. Η ευτυχία που αισθάνθηκε όταν την είδε να κοιµάται ήταν
απερίγραπτη137 και οι αγωνιώδεις προσπάθειές του να βγάλει έξω τη
λιπόθυµη αγαπηµένη του ωχριούν µπροστά στην επιθυµία του να τη φιλήσει
και να την αγκαλιάσει, έστω και στα κλεφτά , έστω και στο σκοτάδι138. Τα φιλιά
που της δίνει - τα πρώτα και για τους δύο φιλιά- είναι φιλιά χωρίς ανταπόκριση
µια και η Αϊµά κοιµάται τόσο βαθιά, ώστε φαίνεται να µην έχει πια τις

132
« Η Αϊµά δεν καίγεται για τον έρωτα γιατί θεωρεί προϋπόθεση της όποιας εκφάνσεως της ζωής την
αλήθεια. Και το ερώτηµα περί της αλήθειας είναι ερώτηµα περί καταγωγής. Αν δε ξέρεις από πού
έρχεσαι δεν γνωρίζεις και που πηγαίνεις (…) Στην αρχή του µυθιστορήµατος χαίρεται τον µικρό της
κήπο, την «ἔντιµον εὐτέλειάν της». Όταν όµως εξωτερικοί παράγοντες τη σπρώχνουν µακριά απ’ αυτόν
τον κόσµον και µετά από όλες τις περιπέτειες που πέρασε, « θέτει τὸ ζήτηµα τῆς βιοτικῆς αὑτῆς εὐτυχίας
ἐν δευτέρᾳ µοίρᾳ, µετὰ τὴν ἐπιθυµίαν ὅπως µάθῃ τὴν καταγωγήν της», Α. Καλογερόπουλου, «Η
Γυφτοπούλα ως προσδοκία», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα,
2012 , σ. 141 και 143.
133
Τ.Α’, σ.635, στ. 10-11.
134
Είναι η δεύτερη φορά µετά τη Μαρίνα στη «Μετανάστιδα» όπου το ερωτικό αίσθηµα αφυπνίζει όχι ο
έρωτας καθαυτός, αλλά η ευγνωµοσύνη.
135
Βλ. Τ.Α’, σσ .634- 635.
136
Τ.Α’, σ.635, στ.15-16.
137
Τ.Α’, σ.652-653.
138
Τ.Α’, σ.654,στ.29-38 και σ.655, στ. 1-22.
73

αισθήσεις της. Έτσι τα φιλιά παραµένουν κλεµµένα και τα µεικτά αισθήµατα


αδελφικής και ερωτικής αγάπης είναι χωρίς αντίκρυσµα. Η Αϊµά παραµένει
λιπόθυµη και απουσιάζει από την ύψιστη ερωτική στιγµή ευτυχίας του
Μάχτου. Ωστόσο, στο τέλος του µυθιστορήµατος φαίνεται πως συνήλθε λίγο
πριν τους καταπλακώσει το άγαλµα της Αρτέµιδος, γεγονός που φανερώνεται
από την όψη «οδύνης και πικρίας» στο νεκρό της πρόσωπο, όταν βρήκαν το
πτώµα της σφιχταγκαλιασµένο µε εκείνο του Μάχτου. Η επιθυµία της να φύγει
µόλις τον νυµφευθεί φανερώνει και την αποστροφή της προς µια πιθανή
ένωση µε εκείνον που τον έβλεπε µονάχα ως αδελφό. Έτσι, το
σφιχταγκάλιασµα και τα φλογερά φιλιά που υπέστη λίγο πριν πεθάνουν και οι
δύο αποτύπωσαν στο πρόσωπό της όλο τον αποτροπιασµό της.
Από την άλλη πλευρά ο Μάχτος- παρά τον καταστροφικό σεισµό και
τον επικείµενο θάνατό τους- είναι ευτυχισµένος µόνο και µόνο γιατί έχει δίπλα
του το αγαπηµένο του πρόσωπο, παραµερίζοντας τη φρίκη του θανάτου µε τη
χαρά του ερωτικού εναγκαλισµού139.

Αρνητική έκβαση έχει και ο έρωτας που τρέφει ο Μανουήλ Προύσαλης


για το Μπραϊνάκι140, µια δεκατετράχρονη κοπέλα που είχε καταφέρει ήδη µε
την οµορφιά και τις µαριολιές της να µην υπάρχει «ναύτης ἐπιστρέφων ἐκ
µακροῦ ταξιδῖου, ὅστις νὰ µὴ τῆς κάµη πατινάδα» ούτε και «µαθητὴς τοῦ
ἑλληνικοῦ σχολείου , ὅστις ἐν µέσῳ τῶν τετραδίων καὶ τῶν βιβλίων του νὰ µὴ
ἀναπολῆ τὴν εἰκόνα της»141. Ανάµεσα λοιπόν στους επίδοξους µνηστήρες
συγκαταλέγεται και ο νέος αυτός, ο οποίος όµως χαρακτηρίζεται ως
«σηµαδιακὸς καὶ ἀταίριαστος»142. Ο χαρακτηρισµός αυτός, που οφειλόταν σε
µια εκ γενετής βλάβη στο ένα µάτι του και στον ιδιόρρυθµο χαρακτήρα του
(λίγο πιο πάνω αναφέρεται ως αλλόκοτος, εθελόκοµψος, αντιπαθητικός)143,
µας προετοιµάζει και για το ανέφικτο του έρωτά του. Ωστόσο, ο νέος είναι
πεπεισµένος πως η κοπέλα τον αγαπάει και για αυτό το λόγο δίνει στους
εξαδέλφους της να της πάνε ένα ερωτικό γράµµα144. Τα παιδιά φυσικά δεν της
το έδωσαν µια και η κοπέλα αντιδρά µε ειρωνικό τρόπο και µόνο στο άκουσµα
των αισθηµάτων του νέου. Την επόµενη µέρα, όταν πετυχαίνει το ένα από τα
δύο παιδιά στο δρόµο -ανήµερα των Φώτων-, δεν κατορθώνει τίποτα άλλο
παρά να πάρει πίσω το δικό του γράµµα νοµίζοντας ότι είναι ραβασάκι από
την αγαπηµένη του.

139
Βλ. Τ.Α’, σ.656, στ.1-4.
140
Βλ. «Ὁ Σηµαδιακός», Τ.Β’, σ.103 κ.ε.
141
Τ.Β’, σ.109, στ.4-7.
142
Βλ. Τ.Β΄, σ. 109, στ.25.
143
«Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθµον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ
ἐτρόµαξε τοὺς δύο νέους, καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ' ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ
φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει τὲς κάλτσες ὡς χειρόκτια». (
Τ.Α’, σ.104, στ. 20-23) Άλλες φορές ξυπνούσε τα κορίτσια της γειτονιάς µε τα άκοµψα άσµατά του που
τραγουδούσε µε την παραπλήσια µε «γκάιδα» φωνή του ( Τ.Α’, σ.109, στ.14-16).
144
Το περιεχόµενο του γράµµατος εξάπτει τη φαντασία των δύο παιδιών. Μπροστά στην επιθυµία του
Αλέκου να το ανοίξουν «παράνοµα» και να το διαβάσουν, ο Σωτήρος, παραµερίζοντας άµεσα τον
«πειρασµό», κάνει υποθέσεις για το περιεχόµενό του, που λίγο πρέπει να απέχουν από την
πραγµατικότητα, βλ. Τ.Β’, σ.106, στ.20-25.
74

Το επεισόδιο βρίθει κωµικών στοιχείων. παρ’όλα αυτά µας αφήνει ένα


αίσθηµα θλίψης για το νέο που, λόγω του γενετικού ελαττώµατος και της
ιδιόµορφης ιδιοσυγκρασίας του, δυσκολεύεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον
των νεαρών γυναικών του νησιού, ενώ αρχίζει πλέον να «φαντάζεται» πως
τον αγαπάει µια από τις οµορφότερες κοπέλες, κάτι που καταφανώς δεν
ισχύει στην πραγµατικότητα. Είναι µια από τις ήπιες συνέπειες του
µονόπλευρου έρωτα, µια «ελαφρότητα» και «ροµαντική φυγή» από την
αλήθεια, η οποία όµως στέκει εκεί και αφήνει τους αναγνώστες µε µια
συµπάθεια προς τον ατυχή νέο για τον πόνο και την πικρία που θα αισθανθεί,
όταν θα ανοίξει για να διαβάσει το γράµµα της αγάπης του και θα
διαπιστώσει ότι πρόκειται για το δικό του γράµµα, ένα γράµµα δίχως
απόκριση.

Θύµα πλατωνικού έρωτα προς δύο µάλιστα κοπέλες έπεσε και ο


νεαρός φοιτητής Σπύρος Βεργουδής στην «Ἀποκριάτικη νυχτιὰ». Ως
πρωτοετής και φτωχός φοιτητής της φιλοσοφικής νοικιάζει ένα µικρό δωµάτιο
σε µια αυλή κοντά στην Ακρόπολη. Εκεί συναντά και ερωτεύεται αρχικά τη
Φρόσω, αδελφή µιας άλλης ενοικιάστριας: «Τὴν εἶχεν ἐρωτευθῆ πρό τινος
χρόνου τὴν χλωµὴν λεπτοφυῆ κόρην, τὴν πτωχὴν κ' ἐργατικήν,(…) µὲ
πλατωνικὸν ἔρωτα. Τόσον ὀλίγον µάλιστα τὴν ἐπλησίασεν, ὥστε κατ' ἀρχὰς
ἠγνόει καὶ τ' ὄνοµά της»145 µπερδεύοντάς το µε το όνοµα της αδελφής της. Ο
ροµαντισµός και η αθωότητα του νέου φαίνονται και από ένα ποίηµα το οποίο
είχε γράψει για την αγαπηµένη του, στο οποίο κυριαρχεί η συµπάθεια και η
συµπόνιά του απέναντι στην αγωνιζόµενη πτωχή νέα και αποσιωπώνται τα
τρυφερά αισθήµατα που έτρεφε για εκείνη146. Λίγο αργότερα τη θέση της
Φρόσως στην καρδιά του παίρνει η «στακτερόξανθος» Κούλα, που γοήτευε
τους νέους της περιοχής όχι µόνο µε την οµορφιά και το µυστηριώδες βλέµµα
της, αλλά κυρίως µε την άκρατη γοητεία της: «Πονηρά, ἄστατος, εἴρων,
γοητεύουσα µὲ τὸν τρόπον καὶ ἀπογοητεύουσα µὲ τὸν λόγον, θωπεύουσα µὲ
τὸ βλέµµα καὶ σχίζουσα µὲ τὴν γλῶσσαν(...) »147. Και αυτός ο έρωτας όµως
µένει µόνο στο νου και τη φαντασία του πτωχού φοιτητή «ὅστις καὶ ἂν ἤθελε
νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κόσµον δὲν εἶχε τὰ µέσα»148 ούτε τα οικονοµικά, ούτε τα
ψυχικά. ∆ειλός, συνεσταλµένος, ανήµπορος να εκφράσει τον έρωτά του,
αρκείται στωικά στο να πλάθει όνειρα χωρίς καµία προσδοκία
πραγµατοποιήσεώς τους.
Παρά το ότι η Κούλα δεν φαίνεται καν να γνωρίζει το κρυφό του
αίσθηµα, εφόσον «εἶχε πολλὰς δωδεκάδας ἐργολάβων» τους οποίους
«ἐπερίπαιζε» δίνοντάς τους µάταιες ελπίδες, η γλυκεία Φρόσω «δὲν ἐφαίνετο
ἄµοιρος αἰσθηµάτων τρυφερῶν»149 .Αυτή η φράση υποδηλώνει πως -αν ήθελε

145
Τ.Β’, σ.311, στ.32-34 και σ.312, στ.1.
146
Βλ. Τ.Β’, σ.312, στ. 8-25.
147
Τ.Β’, σ.307, στ.4-6.
148
Τ.Β’, σ.308, στ.11-12.
149
Τ.Β’, σ.313, στ.10-11.
75

και αν το τολµούσε- ίσως να επιτύγχανε µία ευτυχή συµβίωση «µετά τῆς


νεαρᾶς πλυντρίας». Εκείνος όµως σταµατά µόνο στη φαντασία και στην
επιθυµία: έπλαθε ολόκληρο ειδύλλιο γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να
πραγµατοποιηθεί ποτέ150. Μέσα όµως σε αυτόν τον ονειρώδη πλατωνικό
έρωτα, άλλοτε προς τη µια και άλλοτε προς την άλλη, υπάρχει και ένα µελανό
σηµείο. Όσο και αν προσπαθεί να κρατηθεί µακριά από τον πειρασµό, εκείνος
του χτυπά την πόρτα στην αρχή ως ζηλοτυπία, που τον κάνει να αρνηθεί την
πρόσκληση της Κούλας και της αδελφής τους να «ἀποκρέψη» µαζί τους και
στη συνέχεια ως σαρκική πρόκληση στο πρόσωπο της ανίδεης µικρής
Μαρουσώς. Από τη µια δεν θα άντεχε να βλέπει τόσους και τόσους νέους να
χορεύουν µε την αγαπηµένη του αισθανόµενος ζήλεια και από την άλλη, όταν
βλέπει την Μαρούσα, την µέχρι χθες «ἄσχηµην παιδίσκην» που πλέον είχε
«"ξετρίψει" κ' ἐγίνετο ὡραία»151, αισθάνεται µια ακαταµάχητη επιθυµία να τη
φιλήσει. Το πάθος της ζηλοτυπίας από τη µια, ο ερωτικός πειρασµός από την
άλλη. Και ο νεαρός Σπύρος στο µεταξύ.
Εκείνο που τον σώζει στις προκειµένη περίπτωση είναι η ατολµία του
και η µετριοπαθής (ευτυχώς) «διαφθορά» του152. Έχοντας ισχυρό το αίσθηµα
της εντιµότητας αισθάνεται διεφθαρµένος και µόνο που του ήρθε η «ιδέα» να
τη φιλήσει. ∆εν είναι όµως «ἀπολύτως διεφθαρµένος», ώστε να την
πραγµατοποιήσει. Αυτός τελικά ο τρόπος σκέψης τον βοηθά να αντισταθεί
στον πειρασµό και της ψυχής (ζήλεια) και της σάρκας, παραµένοντας
εγκρατής. Για αυτό και στη συνέχεια η χαρά του είναι µεγάλη και αγγίζει τα
όρια της ευτυχίας: «Εὐχαριστήθη, διότι ἐνίκησε τὸν πειρασµόν, ἦτο ἥσυχος
τώρα, σχεδὸν εὐτυχής»153. Και δικαιολογηµένα αισθάνεται έτσι γιατί ο
πειρασµός αυτός ήταν πολύπλευρος. Παρά την κοινωνική ατολµία του,
επιδεικνύει µια πνευµατική και για αυτό ασύγκριτα ανώτερη τόλµη, όταν
αρνούµενος τις γειτονικές προσκλήσεις, καταπολεµά τον πειρασµό ήδη από
το στάδιο της προσβολής. Αυτός άλλωστε, σύµφωνα µε τους Πατέρες, είναι
ένας από τους πιο ενδεδειγµένους τρόπους αντιµετώπισης κάθε πειρασµού
154
. Ο νέος γνώριζε ότι ο «συγχρωτισµὸς δὲν θὰ ἦτο ἀκίνδυνος δι' αὐτόν, καὶ ἡ
πρόθεσίς του, ἂν ἐδέχετο τὴν πρόσκλησιν, ἀδύνατον νὰ ἦτο ἀθῴα» και για

150
Γενικά παρατηρούµε µια αστάθεια στα αισθήµατα του νέου που αµφιταλαντεύεται ανάµεσα στις δυο
κοπέλες και, παρόλο που στο τέλος του διηγήµατος η θλίψη του για τον επικείµενο γάµο της Κούλας µε
έναν νεαρό ανθυπασπιστή είναι µεγάλη, το βράδυ της Τυρινής έκανε προς στιγµήν όνειρα κοινής
συµβίωσης µε τη Φρόσω. Το νεαρό όµως της ηλικίας του, η φτώχεια του, που τον απέτρεπε από το να
ελπίζει σε µια ευτυχή κατάληξη του έρωτά του µε µια από τις δυο, καθώς και η ελευθεριάζουσα
συµπεριφορά της Κούλας δικαιολογεί µια τέτοια στάση. Ανάλυση των αισθηµάτων και της στάσης ζωής
του Σπύρου Βεργουδή, ως περσόνας όµως του Παπαδιαµάντη κάνει ο Γ. Πυργιωτάκης στο Α.
Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2003, σ. 156- 159.
151
Τ.Β’, σ.309, στ.25-27.
152
«δὲν ἦτο τολµηρός, οὔτε ἀπολύτως διεφθαρµένος », Τ.Β’, σ.310, στ. 24-25.
153
Τ.Β’, σ.310, στ.27-28.
154
«Ὁ τὸ πρῶτον τοίνυν ἀπαθῶς λογιζόµενος, ἢ ἀντιρρήσει καὶ ἐµβριθείᾳ ἐκ πρώτης ἀποπεµπόµενος,
ἤτοι τὴν προσβολήν, πάντα τὰ ἔσχατα( δηλ. το «συνδυασµόν», τη «συγκατάθεσιν» κ.λ.π.) ὑφ’ ἕν
περιέκοψεν», Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχοφελής καὶθαυµάσιος»,Φιλοκαλία Τ.Β’,σ.235, στ.29-
31. Βλ. επίσης Ησυχίου του Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.148, Νο.µς’.
76

αυτό ενώ «ἤθελε νὰ εἴπῃ ναι (…) ἔλεγεν ὄχι»155. Ακολούθησε το δύσβατο
µονοπάτι και όχι τον εύκολο δρόµο και αυτή είναι η µεγάλη του νίκη. µια νίκη
που επιβραβεύεται µε την «κατά Χριστόν» χαρά: «καὶ ἂν κόπτῃ ( ενν. ο
πιστός) τὰ ἑαυτοῦ θελήµατα δί΄αὐτόν (ενν. το Θεό), αὐτὸς µετὰ χαρᾶς
ἀνεκλαλήτου ποιήσει αὐτὸν φθάσαι τὴν τελειότητα, ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς»156 . Ο
νεαρός Σπύρος δεν έφθασε βέβαια στην τελειότητα. έλαβε όµως µια
πρόγευση της χαράς που προσφέρει ακόµη και η ελάχιστη πνευµατική
προσπάθεια, της χαράς µε την οποία επιβραβεύει η χάρη του Θεού το
ταπεινό ορθόδοξό του φρόνηµα. Ένα φρόνηµα που τον βοήθησε να κενώσει
τις επιθυµίες, το ἴδιον θέληµά του και να πράξει το σωστό.

Σε ένα άλλο διήγηµα, τον «Ἀλιβάνιστο» η ερωτική απογοήτευση


οδήγησε τον µπαρµπα- Κόλια σε µια απόσυρση από την κοινωνία των
ανθρώπων και -το χειρότερο- από την κοινωνία µε το Θεό157. O τόπος
κατοικίας του για τριάντα ολόκληρα χρόνια είναι µια σπηλιά στην άκρη του
βουνού κοντά σε ένα δάσος. Η περιγραφή του «στοιχειωµένου» και σκοτεινού
αυτού δάσους158 στην αρχή του διηγήµατος 159 οµοιάζει µε την εν συγχίσει
ευρισκόµενη ψυχή του µπαρµπα- Κόλια που, αφότου έχασε τον ανθρώπινο
έρωτα, λησµόνησε και τον έµφυτο προς τον Θεό έρωτα. Βαδίζει στο
πνευµατικό σκοτάδι, ενώ η γύρω φύση συστενάζει και συνωδίνει µαζί του.
Σιγά σιγά «αγρίεψε» και ενώ άφηνε την εντύπωση µοναχού 160 απείχε πολύ
από το µοναχικό βίο, στοιχείο που τονίζεται µε το χαρακτηρισµό του ως
«ἀληθοῦς λυκανθρώπου» και από την πληροφορία ότι «δὲν πάτησ' ἐκκλησιά»
εκ νεότητός του161. Η παραµεληµένη εξωτερική εµφάνιση του γηραιού βοσκού
µαρτυρεί και την αντίστοιχη πνευµατική του κατάσταση. Αποκοµµένος από
τους συνανθρώπους του και την εκκλησιαστική ζωή, προτιµούσε να κρυφτεί
όταν συναντούσε άνθρωπο. ∆εν είναι τυχαίο ότι το «ράσο» που φοράει
περιγράφεται ως «ἀπροσδιορίστου χρώµατος». Θεωρούµε ότι η χρωµατική
«απροσδιοριστία» αυτού του ράσου υποδηλώνει την έλλειψη αναφοράς στο
Θεό, κάτι που κάνει τον άνθρωπο να χάνει το δρόµο του.
Τις λεπτοµέρειες της αιτίας που οδήγησε το µπαρµπα- Κόλια στην
κοινωνική και πνευµατική αποµόνωση µας τις δίνει η εξοµολόγηση της θείας-

155
Τ.Β’, σ.310, στ.18-22.
156
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Περί ἀπαθείας», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.64, στ.31-32.
157
Ανάλυση του διηγήµατος αυτού έχει κάνει και ο Ν.∆ Τριανταφυλλόπουλος, βλ. «Ο καλός λόγος»,
περιοδικό Νεοελληνική Παιδεία, τεύχος 18, 1990, σ.7-36.
158
Ο παραλληλισµός του «στοιχειωµένου» δάσους µε τη «στοιχειωµένη» από τον έρωτα ψυχή του
µπαρµπα- Κόλια είναι ευδιάκριτος.
159
«Κάτω, εἰς τὸ δάσος τὸ πυκνόν, βαθεῖα σκιὰ ἡπλοῦτο. Κορµοὶ κισσοστεφεῖς καὶ κλῶνες χιαστοὶ
ἐσχηµάτιζον ἀνήλια συµπλέγµατα, ὅπου µεταξὺ τῶν φύλλων ἠκούοντο ἀτελείωτοι ψιθυρισµοὶ ἐρώτων»,
Τ.Γ’, σ.521, στ. 5-7.
160
«ἐφόρει εἶδος ράσου, ἀπροσδιορίστου χρώµατος, καὶ µαύρην σκούφιαν, εἶχε µακρὰν κόµην µαύρην
ἀκόµη, καὶ ψαρά, σγουρὰ γένια», Τ.Γ’,σ.527, στ.24-26.
161
Τ.Γ’, σ.527, στ.24 και σ.530, στ.15 . Πιθανή ένδειξη της αποστροφής του προς το λιβάνι αποτελεί και
η πληροφορία, εν είδει αστεϊσµού, του Σταµάτη ότι, όταν τον είδε, άρχισε να τον λιβανίζει για να τον
«φουρκίσει».Βλ. Τ.Γ’, σ.524, στ.32. Επειδή όµως γνωρίζουµε την περιπαικτική διάθεση του Σταµάτη ο
θυµός αυτός ίσως οφειλόταν στο ότι δεν είχε όρεξη για τέτοια αστεία.
77

Μολώτας στην Αφέντρα162. Ο µπαρµπα- Κόλιας ήταν ερωτευµένος µαζί της


τον καιρό που ήταν ακόµη νέοι και, όταν ο πατέρας της τον απέρριψε ως
γαµπρό, εκείνος «πῆλε καηµό, πῆγε βουνά, ἀγλίεψε, …»163. Ο καηµός, το
ψυχικό σαράκι για την απώλεια της αγαπηµένης του που παντρεύτηκε άλλον,
άνοιξε τη θύρα στο δαίµονα της λύπης. Και εκείνος άρχισε να τον
κατακερµατίζει σιγά σιγά κάνοντάς τον µισάνθρωπο. Υποκύπτοντας στο
πάθος αυτό όχι µόνο αποξενώθηκε κοινωνικά, αλλά, το χειρότερο,
αποκόπηκε εντελώς από το πλήρωµα της εκκλησίας. Φαίνεται πως µε το
πέρασµα των χρόνων το δαιµόνιο του υπέβαλε µεταξύ άλλων και το λογισµό
ότι δεν είναι άξιος να συµµετέχει πια στη Θεία Λειτουργία.
Εκεί όµως που φαίνονται τα πάντα χαµένα, επεµβαίνει ο Θεός που δεν
εγκαταλείπει ποτέ τα ταλαίπωρα πλάσµατά του. Η «τυχαία» συνάντησή του µε
τον Σταµάτη και στη συνέχεια µε τον παπα- Γαρόφαλο, απέβη σωτήρια164. Ο
αγαθός ιερέας έχασε το δρόµο του και περνώντας από την καλύβα του
µπαρµπα- Κόλια δε δίστασε να του ζητήσει τη βοήθεια του για να τον
ξαναβρεί. Ως «αντάλλαγµα» τον βοήθησε στη συνέχεια να επαναβρεί και
εκείνος τον πνευµατικό του δρόµο. Η αδελφική φροντίδα και στοργή µε την
οποία περιβάλλει τον περιθωριακό συνάνθρωπό του δίνει το καλό
παράδειγµα και στο ποίµνιο που ξαναφέρνει «δια της βίας» στην
εκκλησιαστική κοινότητα τον επιθυµώντα, αλλά µη τολµώντα να εισέλθει
µπαρµπα- Κόλια165.
Αλλά και η γηραιή και χήρα πλέον θεια - Μολώτα, εξαιτίας της οποίας
είχε πάρει καηµό και αποστράφηκε τον κόσµο, αισθανόταν από την πρώτη
στιγµή τύψεις για το γεγονός αυτό. Η ασθένειά της, που συνέβη λίγο µετά το
κρυφό εκείνο φιλί που της έδωσε, ίσως να προέκυψε και εξ’ αφορµής των
τύψεων αυτών, παρόλο που ο γάµος της µε άλλον ήταν απόφαση του πατέρα
της. Για αυτό και από την πρώτη στιγµή που τον αντικρίζει στην εκκλησία
συµπεριφέρεται µε συστολή και ταραχή. Ακολουθώντας όµως την συµβουλή

162
Η σηµασία της εξοµολόγησης αυτής είναι µεγάλη. Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, «στην πίστη και
στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η εξοµολόγηση δεν είναι ένα ιδιωτικού ενδιαφέροντος γεγονος,
αλλά πράξη µε βαθύτατα κοινωνικό και εκκλησιολογικό νόηµα», Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική
παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, Πουρναράς, Θεσσσαλονίκη, 1994, σ.201. Για αυτό και έχει
σωτηριώδεις συνέπειες όχι µόνο για την ίδια, αλλά και για τον µπαρµπα- Κόλια, «απελευθερώνοντάς
τον από την παγίδευσή του στον κλοιό που δηµιουργεί η άρνηση της συγγνώµης. Μετά τη συγγνώµη , ο
Αλιβάνιστος επανεντάσσεται αυτόµατα στην εκκλησιαστική κοινότητα (…). Αποκαλύπτεται έτσι ότι η
οδός της σωτηρίας περνά µέσ’ από τους άλλους και η ανθρώπινη υπόσταση ορίζεται ως σχέση
αγάπης», Ι.Κ. Κολυβά, Λογική της αφήγησης και ηθική του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα,1991, σ.49.
163
Τ.Γ’, σ.530, στ. 15.
164
Με τη στάση αυτή του ιερέα θα ασχοληθούµε ξανά στο κεφάλαιο Β’, στην ενότητα 4.
165
« Ὁ µπαρµπα - Κόλιας ἤθελε νὰ ἔλθῃ, ἀλλ' ἐντρέπετο. Ἐπαραξενεύετο πολύ, θὰ ἐπεθύµει νὰ τὸν
ἀπῆγον διὰ τῆς βίας. Ὁ Μπαρέκος, ὡς νὰ εἶχεν εἰσδύσει εἰς τὰ ἐνδόµυχα τῆς ψυχῆς του, ἔκραξε τοὺς δύο
ἄλλους βοσκοὺς πλησίον του. Οὗτοι, ἡµιπαίζοντες, ἡµισπουδάζοντες, ἔβαλαν τὰς χεῖράς των εἰς τοὺς
βραχίονας καὶ τὰς ὠµοπλάτας τοῦ Κόλια. Ἐν ποµπῇ καὶ παρατάξει τὸν ἀπήγαγον, κάτω νεύοντα,
ἐπιθυµοῦντα ν' ἀκολουθήσῃ, καὶ τείνοντα ν' ἀποσκιρτήσῃ», Τ.Γ’, σ. 528, στ.9- 15. Για τη συνεργασία του
ιερέα µε τους πιστούς στην προσπάθεια επανένταξης του «Αλιβάνιστου» στους κόλπους της Εκκλησίας,
βλ. Α. Κεσελόπουλου, ό.π., σ.81-82 και κεφάλαιο Β’, ενότητα 4 της παρούσης εργασίας.
78

της Αφέντρας166 του ζήτησε συγχώρεση167. Είναι δε ιδιαίτερα συµβολικό το ότι


η συγχώρεση αυτή ζητήθηκε την ώρα του Ασπασµού και της αγάπης. Έτσι,
στην καρδιά του µπαρµπα- Κόλια τη θέση του ερωτικού πάθους και της λύπης
πήρε η χριστιανική αγάπη. Κατά την Ρ. Ζαµάρου, µε την οποία συµφωνούµε,
η έναρξη της εσωτερικής αυτής µετάβασης εκδηλώνεται µε την είσοδο του
µπαρµπα- Κόλια στο ναό, µια είσοδο που σηµατοδοτεί το τέλος της
αποµόνωσης, το θείο φωτισµό και τη σωτήρια επανένωση µε το υπόλοιπο
εκκλησίασµα168. Ο πειρασµός που πρέπει να βίωσε πριν την ενέργεια αυτή θα
ήταν πράγµατι µεγάλος: µετά από τόσα χρόνια αποµάκρυνσης από την
πατρική εστία, είναι αναµενόµενο ο πονηρός να τον κάνει να αισθάνεται όχι
µόνο ντροπή, αλλά και πλήρη αναξιότητα να επιστρέψει κοντά στο Θεό.
Χρειαζόταν η αγάπη και η ενθάρρυνση που του δόθηκε από τον παπα-
Γαρόφαλο και τους υπόλοιπους πιστούς, ώστε να ενισχυθεί και η δική του
λαχτάρα να επιστρέψει στο σώµα της Εκκλησίας από όπου είχε τόσο
επώδυνα αποκοπεί. Συνδυασµός εποµένως Θείας Αρωγής, αδελφικής
αγάπης και προσωπικής επιλογής είναι η επ-αναφορά του έως τότε
«Αλιβάνιστου» που ανασταίνεται πνευµατικά.

Ο επόµενος χαρακτήρας έχει ταυτιστεί σε τέτοιο σηµείο µε το στοιχείο


του έρωτα, ώστε του έχει αποδοθεί ως παρατσούκλι: ∆εν είναι άλλος από τον
µπαρµπα - Γιαννιό τον Έρωντα169 στο «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια». Το παρελθόν
του σκοτεινό, γεµάτο από ασωτείες και υλική ευηµερία που έχει πλέον
παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μοναδική φωτεινή στιγµή η οικογένειά του, την οποία
έχασε νωρίς. Το παρόν θλιβερό, πονεµένο, γεµάτο µοναξιά, ερηµία και
εγκατάλειψη. Για να αντιµετωπίσει την οδυνηρή πραγµατικότητα καταφεύγει
σε δύο λανθασµένες επιλογές: το ποτό και τον έρωτα µε µια ήδη παντρεµένη
γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, αν και εξασκεί ένα «λευκό» επάγγελµα (είναι
µυλωνού), καθίσταται «µαύρος» πειρασµός και βάσανο για το δυστυχή
γέροντα που εγκλωβίζεται οικειοθελώς σε έναν εµπαθή και αµαρτωλό
έρωτα170. Ο µονόπλευρος αυτός έρωτας δεν έχει καµία ελπίδα: η
«αγαπηµένη» του ζει ευτυχισµένη µε την πολύτεκνη οικογένειά της ασκώντας
µε µεγάλη επιτυχία το επάγγελµα της. Η ηλικία του, η οικονοµική του

166
«Ἔ, καλά, εἶπε, νὰ ποὺ τὸν ηὗρες τώρα, στὴν Ἀνάσταση. Ὥρα τοῦ Ἀσπασµοῦ, τῆς ἀγάπης εἶναι. Νὰ
σχωρεθῇς, νὰ τὸ πῇς τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σ' ἀφήσῃ νὰ µεταλάβῃς» (Τ.Γ’, σ.530, στ.18-20).
167
Για την καθοριστικό ρόλο της συγγνώµης αυτής δες παραπάνω υποσηµείωση Νο.162.
168
« Η χριστιανική αγάπη που υποκαθιστά στο παρόν τον έρωτα, συνδέεται µε την επιστροφή από τον
κόσµο της αγριότητας και της αποµόνωσης. Ο εκθηριωµένος ήρωας ε ξ έ ρ χ ε τ α ι α π ό τ ο
σκοτεινό «στοιχειωµένο» δ ά σ ο ς (…) και ε ι σ έ ρ χ ε τ α ι στο ν α ό .(Η
αραιογράφηση δική µας.) Η είσοδός του ισοδυναµεί µε τη νίκη κατά του «πειρασµού», τη θεία φώτιση (
« Ὁ Ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίση!») και τη σωτηρία της ψυχής ( «Νὰ µοσχοβολήσ’ ἡ ψυχή σου!»).
«Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! ∆ὲν εἶµαι ἀλιβάνιστος!» είναι η απάντηση του µπαρµπα Κόλια στον χαιρετισµό
‘’Χριστὸς ἀνέστη’’». Ρ.Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο συγγραφέας κηπουρός,
Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ.85. Επίσης βλ. και Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’:
Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ. 111-113.
169
Το παρατσούκλι αυτό οφείλεται στη σαρκαστική διάθεση του αφηγητή απέναντι στον ήρωα λόγω της
προχωρηµένης του ηλικίας. Ο έρωτάς του εκτός από αµαρτωλός είναι και άκαιρος.
170
Βλ. Σ.Μπαλούση, ό.π., σ.103.
79

κατάσταση, ίσως και ο πρότερος άσωτος βίος του, που θα ήταν γνωστός στο
χωριό, δεν του επιτρέπει να στραφεί προς κάποια µε την οποία θα είχε
ελπίδες. Κατά βάθος γνωρίζει ότι ο έρωτας αυτός ούτως ή άλλως δεν έχει
καµία ελπίδα. Εµµένει όµως γιατί ο καηµός του να βρει αγάπη είναι µεγάλος.
Η ανώνυµη µυλωνού171 αντιπροσωπεύει την επαγγελµατική και οικογενειακή
ευτυχία: έχει εργασία και µάλιστα καλή172 και - το κυριότερο- έχει σύζυγο και
τέσσερα παιδιά. Στη ζωή της µυλωνούς αντικατοπτρίζει τη ζωή που θα ήθελε
να έχει ο ίδιος173. Ο Ι.Κ. Κολλυβάς προσπαθώντας να ερµηνεύσει το
βαθύτερο αίτιο του αµαρτωλού αυτού έρωτα, τον αποδίδει στην απεγνωσµένη
αναζήτηση της «λύτρωσης» που φέρνει η ανθρώπινη αγάπη ως απαύγασµα
της αγάπης του Θεού174. Ωστόσο, µια «λύτρωση» που να στηρίζεται σε ένα
πάθος (γιατί ο Γιαννιός αισθάνεται έναν εµπαθή έρωτα και όχι αληθινή αγάπη
για τη φουρνάρισσα) δεν υφίσταται.
Επιπλέον, η ηθική του κατάσταση δεν τον αφήνει να στραφεί έγκαιρα
προς το Θεό, ώστε να µην ξεπέσει στην εξαθλίωση. Βυθισµένος στο ποτό και
στον ανεκπλήρωτο έρωτά του τραγουδάει κάθε βράδυ τα ερωτικά δίστιχά του,
πονεµένα και αυτά σαν τον ίδιο: «Σοκάκι µου µακρύ- στενό, µὲ τὴν κατεβασιά
σου, κᾶµε κ’ ἐµένα γείτονα µὲ τὴ γειτόνισσά σου» και «Γειτόνισσα, γειτόνισσα,
πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες µία φορᾶ κ’ ἐσύ, Γιαννιό µου ἔλα µέσα»175.
Πολλές φορές εκφράζει µε ποιητικό τρόπο τις επιθυµίες του: «Νὰ εἶχεν ὁ
ἔρωτας σαΐτες! … νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιὲς (…) νὰ ζέσταινε τὶς
καρδιὲς»176 . ∆εν µας είναι δύσκολο να ταυτίσουµε το γερο- Φερετζέλη της 1ης
φαντασίωσής του µε αυτόν τον ίδιο. Όπως ο έρωτας, ως γερο- Φερετζέλης,
στήνει παγίδες για να συλλάβει τις αθώες καρδιές, έτσι και εκείνος θα ήθελε
να παγιδεύσει την εκλεκτή της καρδιάς του. Όµως η παγίδευση των αθώων
κοτσυφιών στις θηλιές του γερο- Φερετζέλη τα οδηγεί στο θάνατο. κατ’

171
Θεωρούµε ότι το γεγονός πως η µυλωνού δεν αναφέρεται µε το όνοµά της δεν είναι τυχαίο. Η
απουσία του ονόµατος υποδηλώνει και την απουσία του προσώπου, αφού στον εµπαθή έρωτα δεν
βλέπουµε τον άλλο ως πρόσωπο, αλλά ως αντικείµενο, ως µέσο ικανοποίησης της δικής µας φίλαυτης
επιθυµίας.
172
Βλ. Τ.Γ’, σ. 106, στ.21-23. Σύµφωνα µε την Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, η «µυλωνού σχετίζεται ως εξ
επαγγέλµατος µε το αρχοντολόι του τόπου», κάτι που εντείνει την αντίθεσή της µε τον πάµφτωχο και
ξεπεσµένο Γιαννιό, βλ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «‘’Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια’’ Μια ανάγνωση» , στον τόµο
Φώτα -Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα, 1981, σ. 353.
173
Είναι ευνόητο πως το παράπονο του Γιαννιού για την αστοργία της αγαπηµένης του φουρνάρισσας
είναι τελείως άτοπο. Η παντρεµένη µε τέσσερα παιδιά γυναίκα δεν θα µπορούσε ούτε χάριν απλής
συµπαθείας να του δείξει ακόµη και ένα «αθώο» ενδιαφέρον, γιατί αυτό θα είχε καταστροφικές
συνέπειες για την οικογένεια της. Από την άλλη , ίσως η νεαρή γυναίκα να µην έχει καν αντιληφθεί τη
σοβαρότητα του «έρωτα» του Γιαννιού , ή -το πιθανότερο- να τον έχει εκλάβει επιπόλαια. Η Γ. Φαρίνου-
Μαλαµατάρη θεωρεί ως πιθανό και ο Γιαννιός να µη γνωρίζει το δικό της όνοµα. Επίσης, υποστηρίζει
την άποψη ότι δεν είναι αδιάφορη ούτε σκληρή και «δεν κρίνεται µε αντικειµενικά κριτήρια, αλλά µε βάση
τη µοναξιά του Γιαννιού», βλ. ό.π. σ. 353-354.
174
Βλ. Ι.Κ. Κολυβά, ό.π. σ.88.
175
Τ.Γ’, σ.106, στ. 9-13.
176
Τ.Γ’, σ.107, στ. 17-18.
80

αντιστοιχίαν και µια πιθανή παγίδευση της «Πολυλογούς» στα βρόχια του
µπαρµπα- Γιαννιού θα σήµανε τον πνευµατικό τους θάνατο177.
Ωστόσο, µέσα στο βαθύ σκοτάδι της απελπισίας και της µοναξιάς του
έχει µια ακόµη φαντασίωση, πνευµατική αυτή τη φορά και για αυτό ιδιαίτερα
σηµαίνουσα: το χιόνι, που έπεφτε ακατάπαυστα τις µέρες εκείνες, να άσπριζε
τις αµαρτίες του µπροστά στο Θεό, ώστε να εξαγνιστούν «διὰ νὰ µὴ
παρασταθοῦν ὅλα γυµνὰ καὶ τετραχηλισµένα (…) εἰς τὸ ὄµµα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ
Παλαιοῦ Ἡµερῶν, τοῦ Τρισαγίου»178. Εποµένως, υποταγή στο πάθος και
επιθυµία επιστροφής στην αρετή συµπλέκονται µέσα στην καρδιά του
διεκδικώντας το καθένα τη δική του θέση. Η επιθυµία του αυτή βρίσκει κατά
ένα µακάβριο τρόπο την εκπλήρωσή της λίγες ηµέρες αργότερα: «Βλέπετε, µὴ
βαρυνθώσιν ὑµῶν αἳ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ µέθη καὶ µερίµναις βιοτικαὶς καὶ
ἐπελεύσεται ἠµῶν ἄφνω ἡ ὥρα»179. Ο µπαρµπα- Γιαννιός, ενώ θέλει να
επιστρέψει στο Θεό, παραµένει υποταγµένος στα πάθη του. Αυτά όµως το
µόνο που κάνουν είναι να τον οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο: «∆ὲν ἠµποροῦσε
πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. ∆ὲν ἠµποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν,
νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ.
∆ὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος»180. Το απόσπασµα αυτό αποτελεί µια
εξαιρετικά εύστοχη αλληγορία της πνευµατικής του ζωής: Ο µπαρµπα-
Γιαννιός δ ε ν ζ ε ι , απλά επιβιώνει. ∆εν µπορεί να βρει καµία πνευµατική
παρηγορία γιατί έχει απαρνηθεί τόσα χρόνια το κάλεσµα και τη χάρη του Θεού
που θερµαίνει τη ψυχή του ανθρώπου. Τρέφει το πάθος του για να σταθεί
όρθιος, αλλά, επειδή οι βάσεις του πάθους είναι σαθρές, «γλιστρά». Το
πνευµατικό του «τρέκλισµα» δεν αποτελεί ασφαλή οδό. το µόνο που κάνει
είναι να ανακυκλώνει το πάθος του βυθίζοντάς τον εαυτό του περισσότερο σε
αυτό. Κατά συνέπεια, βρέθηκε έξω από την πόρτα της αγαπηµένης
Πολυλογούς. Η «αγάπη» του όµως αυτή είναι εµπαθής . ενέχει µέσα της την
αµαρτία. Κάνει µια ευχή: « Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἕρωτα!...Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς
χιόνια…»181. Η µέθη κλονίζει το καταπονηµένο του σώµα και σωριάζεται
πάνω στο χιόνι. Τότε η ευχή του γίνεται πραγµατικότητα: « Εἶχαν οἱ φωτιὲς
ἕρωτα!... Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»182.
Μαζί όµως µε την εµπαθή αυτή επιθυµία συνυπάρχει έντονη και η
επιθυµία εξαγνισµού των αµαρτιών του. Ο ίδιος φαίνεται αδύναµος να τα
καταφέρει, αφού- παρά τις αγαθές του προθέσεις- η ασθένεια της σαρκός

177
Για τη σηµασιολογία της φαντασίωσης αυτής βλ. Σ.Ν. Φιλιππίδη, « Το χιόνι των Χριστουγέννων: η
‘’ Θειακούλα’’ του Βλαχογιάννη και ‘’ Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια ’’ του Παπαδιαµάντη.», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα, 2002, σσ. 578-579. Τελικά ο ίδιος ο µπαρµπα-
Γιαννιός «παγιδεύεται» στα χιόνια και πεθαίνει.
178
Τ.Γ’, σ.108, στ.19-22.
179
Ησαΐα Αναχωρητού, «Περὶ Τηρήσεως τοῦ Νοός», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.32, Νο. ιβ’ , βλ. επίσης και Λκ.
21,34.
180
Τ.Γ’. σ.109, στ. 8-11. Αξίζει να σηµειωθεί εδώ ότι ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποιεί την ίδια περίπου
έκφραση για να παρουσιάσει αλληγορικά την εµπαθή κατάσταση της Αυγούστας λίγο πριν φύγει από τη
µονή προς αναζήτηση (την τελευταία της) του Σανούτου: «∆ὲν ἠδύνατο πλέον νὰ πατήσῃ ἀσφαλῶς ἐπὶ
τοῦ σειοµένου ἐδάφους.», Τ.Α’, σ. 247, στ.28-29.
181
Τ.Γ’, σ.109, στ.14.
182
Τ.Γ’, σ.110, στ.7.
81

παραµένει. Μέσα στο παραλήρηµά του όµως κάνει µια από τις πιο σύντοµες
και συνάµα συγκλονιστικές εξοµολογήσεις: «Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶµαι,
ἐµορµύρισε... ζωντανὸ σοκάκι»183. Η ταύτιση του εαυτού του µε σοκάκι που
έχει καταπατηθεί από την πληθώρα των παθών αποτελεί διαπίστωση της
τραγικής του θέσης και ταυτόχρονα µια ιδιότυπη έκφραση ταπείνωσης και
µετανοίας. Αυτό αρκεί για τον ελεήµονα και φιλεύσπλαχνο Θεό, « τόν ἰώµενον
τοὺς συντετριµµένους τὴν καρδίαν καὶ δεσµεύοντα τὰ συντρίµµατα αὐτῶν»184
για να χαρίσει τη σωτηρία ως «δωρεά» στο πληγωµένο πλάσµα του. Ως
«µεγάλος Ρακοσυλλέκτης»185 αγκαλιάζει το ανθρώπινο ράκος, το Γιαννιό και
του αφήνει ανοιχτή τη θύρα της Βασιλείας Του.
Όσο πλησίαζει ο θάνατος η κατακερµατισµένη ψυχή του αρχίζει
επιτέλους να ζεσταίνεται, ο πόνος του καταπραΰνεται, οι ελπίδες του να βρει
αγάπη ζωντανεύουν και η επιθυµία του να εξαγνίσει το χιόνι τις αµαρτίες του
βρίσκει την πραγµάτωσή της: «Καὶ ὁ µπαρµπα - Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅ λ ο ς 186,
κ' ἐκοιµήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ µὴ παρασταθῇ γυµνὸς καὶ τετραχηλισµένος,
αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ
Ἡµερῶν, τοῦ Τρισαγίου»187. Το χιόνι τελικά τον καλύπτει µε τη λευκή του
καθαρότητα, τον εξαγνίζει και τον ντύνει µε ‘’ἱµάτια λευκὰ ἴνα περιβάλῃ καὶ µὴ
φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυµνότητός’’ του188, γεγονός που ο π. Λ.
Καµπερίδης συνδέει µε την επάνοδο της χάρης του Αγίου Πνεύµατος πάνω
του, όπως συνέβη πριν από πολλά χρόνια κατά το βάπτισµά του, όταν του
δόθηκε «χιονοφεγγόφωτον φορέσαι στολὴν ἐξ ὕδατος τὲ καὶ πνεύµατος»189 .Ο
πληγωµένος γέροντας βρήκε τελικά την αγάπη και τη συν-χώρεση που

183
Τ.Γ΄, σ. 110, στ.1.
184
Ψλ. 146, 3.
185
Η φράση προέρχεται από τον π. Στύλιο που περιγράφει παραστατικά τη στάση του Θεού απέναντι
στους αµαρτωλούς ανθρώπους: «Ο Θεός είναι ο θεραπευτής των ανθρώπων. Ασχολείται ιδιαίτερα µε
τους ανθρώπους εκείνους που τους έχει συντρίψει η ζωή και τους έχει συνθλίψει η αµαρτία. Σαν σοφός
και υποµονετικός γιατρός σκύβει και µαζεύει ένα- ένα τα σπασµένα κοµµάτια, τα επανατοποθετεί στη
θέση τους και τα κολλάει µε την κόλλα του ελέους και της ευσπλαχνίας του. Ο Θεός είναι ο µεγάλος
Ρακοσυλλέκτης που χωρίς καµιά δυσκολία πιάνει τα λερωµένα, τα πληγωµένα, τα σαπισµένα µέλη του
σώµατος της ανθρωπότητας και προσπαθεί µε άπειρη υποµονή να τα καθαρίσει(…) (να τα)
αποκαταστήσει στο «ἀρχαῖον κάλλος», Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική
∆ιακονία, Αθήνα 1994, σσ.291- 292 Και ο π. Στύλιος συνεχίζει: « Αποκλειστική µέριµνα του Θεού είναι η
άφεση των αµαρτιών. Κανείς άλλος δεν κατανοεί, δεν συγχωρεί, δεν δίνει άφεση αµαρτιών.(…) Γι’ αυτό
ο ψαλµωδός προσκαλεί τον άνθρωπο να δοξολογήσει το Θεό: « τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τᾶς ἀνοµίας
σου, τὸν ἰώµενον πάσας τὰς νόσους σου» (Ψλ.102, 3, ό.π. σ.292 ).
186
Η αραιογράφηση δική µας.
187
Τ.Γ’, σ.110, στ.14-17.
188
Αποκάλυψις, Γ’, 18.
189
Ευχή του µικρού Αγιασµού, βλ. σχετικά π.Λ. Καµπερίδη, «Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;»,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, Οκτ- ∆εκ 2011, σ. 142. Επίσης , και η κ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη αναφερόµενη στο
χιόνι και τη διπλή λειτουργία του στο διήγηµα αυτό µας δίνει τους δυο διαφορετικούς συµβολισµούς του
µε βάση την οπτική γωνία του Γιαννιού και του αφηγητή αντίστοιχα : « (Το χιόνι) στα λόγια του Γιαννιού,
σχετίζεται µε τον εξαγνισµό, την εξάλειψη του παρελθόντος και πιθανόν την υπόσχεση για µια νέα ζωή.
Στην «ερµηνεία» της φαντασίας από τον αφηγητή η σινδών «το σινδόνι» µεταβάλλεται σε σάβανο και ο
εξαγνισµός σε εξαγνισµό µέσω του θανάτου. (…) Το χιόνι λειτουργεί ως επικάλυµµα που εµποδίζει την
αυστηρή κρίση», βλ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη Γ, «’’Ο Έρωτας στα χιόνια’’: µια ανάγνωση», στον τόµο
Φώτα- Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981,σ.355-356.
82

επιζητούσε όχι στην αγκαλιά της γειτόνισσας, αλλά στα χέρια του Θεού , του
Πατέρα του190.

Θύµα του ανεκπλήρωτου έρωτά του στάθηκε και ο Νίκος στο «Γιά τὴν
περηφάνια». Ο νεαρός ναύτης «ἠγάπησεν, ἀπεγοητεύθη, ἐψεύσθη»191. Η
κοπέλα µε την οποία ήταν ερωτευµένος παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Η
ερωτική απογοήτευση που βίωσε εκδηλώθηκε µε τρόπο που δεν έχουµε
συνηθίσει για άντρα: «Κατ' ἀρχὰς ἀρρώστησε βαριά, µετὰ τὸν κτύπον, µετὰ
τὸν κλονισµὸν τὸν πρῶτον». Κατά τη διάρκεια της ασθένειας πλησίασε κοντά
στο θάνατο. Λόγω της θλίψης του τον θεώρησε προτιµότερο από τη ζωή.
Όµως «ὁ Θεὸς δὲν εὐδόκησε νὰ τὸν παραλάβῃ. Καὶ ἀνέλαβε. Καὶ τότε εὗρε
καταφύγιον εἰς τὴν φιάλην. ∆ιότι τὸ σῶµα ἰάθη, ἡ δὲ ἰδέα µετεβλήθη εἰς νόσον
ἀνίατον»192. Όταν ο πόνος της ψυχής είναι βαθύς, εκδηλώνεται
ψυχοσωµατικά. Οι ασθένειες µάλιστα που οφείλονται σε ψυχολογικά αίτια
είναι βαρύτερες και δυσίατες. Στο διήγηµα ο Νίκος αρρώστησε και ανέβασε
υψηλό πυρετό αποτυπώνοντας στο σώµα του τη φλεγόµενη από έρωτα και
πόνο καρδιά του. Ο πυρετός στη συνέχεια έπεσε, η φλόγα όµως κατέκαψε την
καρδιά του. Ιάθηκε µόνο κατά το εύκολο ήµισυ, το σώµα. η ψυχή του, εκείνη
που χρειαζόταν περισσότερο τη θεραπεία, παρέµεινε αθεράπευτα ασθενής193.

190
Για τις δύο προοπτικές – επίπεδα, την επίγεια ( σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης του ήρωα που
καταλήγει στο θάνατο) και την ουράνια (άνοιγµα µέσω της ερωτικής απογοήτευσης σε µια άλλη
εξαγνισµένη ζωή ) του διηγήµατος αυτού βλ. Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’:
Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα ,ό.π. σ.107. Επίσης, ο αρχιµανδρίτης π. Ανανίας Κουστένης ,κάνει
µια σηµαντική επισήµανση για το σηµείο αυτό: «Ο µπαρµπα – Γιαννιός ο έρωντας . . . πέθανε µπροστά,
µέσα στα χιόνια, και ήταν η ψυχή του µπροστά στον Τρισάγιο, γυµνή και τετραχηλισµένη, δηλαδή
ολοφάνερη. . . Αν φανερώσουµε ό,τι έχουµε, γίνεται φως, το λέει ο µέγας Παύλος: «Πᾶν τὸ
φανερούµενον φῶς ἐστί». Γι΄ αυτό και ο Παπαδιαµάντης επίτηδες βάνει τους ήρωές του να φανερώνουν
όλες τις αδυναµίες και όλες τις πληγές , προκαλώντας, έτσι , το φως του κόσµου, τον Χριστό, και το φως
του Αγίου Πνεύµατος, τι; Να τους ελεήσει και να τους φωτίσει», βλ. Αρχιµανδρίτη Ανανία Κουστένη,
«Παπαδιαµαντικοί Λόγοι», Ακτή, Λευκωσία 2002, σ.85.
191
Τ.Γ’,σ.209, στ.20.
192
Τ.Γ’, σ. 209, στ.25-31 και σ.210, στ.1-4. Η ασθένεια αυτή του Νίκου µας θυµίζει την αντίστοιχη της
Μαρίνας, της «Μετανάστιδος». Εκείνη την οδήγησε στο σωµατικό θάνατο, ενώ στο Νίκο εξελίχθηκε σε
ψυχική ανίατη νόσο.
193
Τις ψυχοσωµατικές συνέπειες του µονόπλευρου έρωτα, σε µια ήπια όµως µορφή, βλέπουµε και στο
διήγηµα «Τρελή βραδιά». Σε αυτό ένας νέος, ο Αντώνης είναι κρυφά ερωτευµένος µε µια «φιλόκαλη
ἐρατεινή κόρη», πράγµα που γνωρίζει και ο φίλος του Σταµάτης. Έτσι, κατά τη βραδιά της ιδιότυπης
«συναυλίας» τους, όταν πέρασαν κάτω από το σπίτι της κοπέλας, ο Σταµάτης µε άκοµψο τρόπο άρχισε
να τραγουδάει µια «ἄµουσον παρωδίαν ἄσµατος». (Τ.Γ’, σ.318,στ.18-19) Το ιδιόµορφο ως προς τη
γλώσσα άσµα-µια και ο Σταµάτης ήταν Αρβανίτης- ήταν το εξής:
«Πάει κουνίζοντας τὴ ὡραῖος φεγγάρης
ποὺ µοῦ ντείξῃ ντικές σου ὡραῖες µοῦτρες,
µιὰ βραντιά, κ' ἕνα κλάψα ντικό σου,
κ' ἐγκὼ ἀγκαπῶ τοῦ λόγκου σου!»
(Τ.Γ’,σ.318,στ.20-23)
Αυτό το άκοµψο άσµα έκανε το Σταµάτη να ντραπεί απερίγραπτα και να προσπαθήσει να του κλείσει το
στόµα. Ήταν τόση η αγωνία του να µην ακούσει η αγαπηµένη του την καντάδα που µαρτυρούσε τα
συναισθήµατά του για αυτή, ώστε ιδρώνει αδικαιολόγητα και αισθάνεται µεγάλη έξαψη και πόνο συνάµα.
Η αντίδρασή του αυτή επιβεβαιώνει το ότι ο έρωτας µπορεί να επηρεάσει τον άνθρωπο τόσο σωµατικά,
όσο και ψυχικά.
83

Ο νέος φαίνεται πως είχε έντονη σαρκική επιθυµία για τη νεαρή


κοπέλα. Όταν αυτή η επιθυµία194 δεν ικανοποιήθηκε, ο πονηρός βρήκε την
ευκαιρία να εισβάλλει στη ψυχή του και να τη µπολιάσει µε το δαίµονα της
λύπης195. Αυτή τον οδήγησε στο πάθος της µέθης προκειµένου να ξεχνάει
προσωρινά τον πόνο του και να «διασκεδάζει» τη δυστυχία του. Με αυτόν τον
τρόπο όµως άρχισε να φθείρει ξανά και το σώµα του που υποφέρει µαζί µε
την ψυχή του. Μέσα στη θολούρα του ποτού, οι πνευµατικές του καταβολές
φέρνουν τα βήµατά του ασυναίσθητα έξω «εἰς τὸν ἄ φ ρ α κ τ ο ν 196 νάρθηκα
τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου», σαν να επικαλείται «άθελά» του τη θεία
Αρωγή στο καρδιακό του πρόβληµα. Ο προστάτης του Άγιος δέχεται την
«ικετήρια» επίσκεψή του και του υποδεικνύει τη σωτήρια ατραπό. τη θεία
παρηγορία και τη χριστιανική συν-χώρηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο
λογίζονται και οι επιτιµήσεις που του απευθύνει ο φιλεύσπλαχνος παπα-
∆ηµήτρης. Μόνο έτσι θα µπορούσε να αναγεννηθεί από τον πνευµατικό
λήθαργο στον οποίο είχε υποπέσει και να συνεχίσει λαβωµένος, αλλά όχι
ηττηµένος.
Ο Νίκος όµως δεν ανοίγει τη θύρα της ψυχής του στο Θεό,
υποκύπτωντας στα τεχνάσµατα του δαιµονίου της λύπης: «Ὁ τῆς λύπης
δαίµων (…) τῶν εἰσελθόντων τοὺς λογισµοὺς διαφθείρει, πάσαν ἡδονὴν τῆς
ψυχῆς περικόπτων καὶ ξηραίνων διὰ τῆς λύπης(…) Πλεῖον δὲ προσκαρτερῶν
γεννᾶ λογισµοὺς, ὑπεξάγειν τὴν ψυχὴν συµβουλεύοντας, ἢ φεύγειν τὸν τόπον
µακρὰν ἀναγκάζοντας»197. Υποκύπτωντας σε τέτοιους λογισµούς φεύγει
διαρκώς από το σπίτι του και κοιµάται µεθυσµένος και µόνος «ὕπνον
διπλοῦν» (σωµατικό και πνευµατικό) στη βάρκα του, µακριά από όλους όσους

Σύµφωνα µε µια εκδοχή ο ανεκπλήρωτος έρωτας οδήγησε έναν άλλο ήρωα, το Ζάχο στην τρέλα
(βλ. «Στρίγλα µάννα», Τ.Γ’ ,σ.389 κ.ε.). Κατ’ αυτὴν η τρέλα του «εἶχε προέλθει ἀπὸ ἔρωτα» ( Τ.Γ’, σ.389,
στ. 2). Ωστόσο, κυκλοφορούσαν άλλες δύο εκδοχές: η επιβολή βαριάς τιµωρίας από τον κυβερνήτη του
πλοίου στο οποίο υπηρετούσε, η οποία είναι και η λιγότερο πειστική, και η στριγλιά σε συνδυασµό µε τις
βλασφηµίες της µάννας του . Καθώς εξελίσσεται η υπόθεση του διηγήµατος η εκδοχή της µητέρας του
ως υπαίτιας της τρέλας του φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Η αναφορά πάντως του ανεκπλήρωτου
έρωτα ως υπαίτιου της τρέλας ή της αυτοκτονίας ενός ανθρώπου , όπως θα δούµε παρακάτω, είναι κάτι
που πρέπει να έχουµε υπόψη µας.
194
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος: «Επίκεντρο της προσβολής των παθών στην ψυχή είναι το
επιθυµητικό , αφού η επιθυµία, όπως είπαµε, είναι η πιο ευάλωτη από τις τρεις δυνάµεις», Πάθη και
η
αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, ∆όµος, Αθήνα, 1990 (3 επανέκδοση),σ.63.
195
Κατά τον άγιο Ισαάκ το Σύρο τα πάθη της λύπης και της ακηδίας δεν προσβάλουν τον άνθρωπο
όπως τα υπόλοιπα πάθη, «ἀλλὰ βάρος µόνον ἐπιτιθοῦσιν ἐπί τῇ ψυχῇ», Αββά Ισαάκ του Σύρου
επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι,επιµέλεια: Μάρκελλος Πιράρ, Ι.Μ. Ιβήρων, Άγιον Όρος, 2012, Λόγος
ΝΘ’, σ. 715, στ.53- 54.
196
Η αραιογράφηση δική µας. Θεωρούµε ότι ο συγγραφέας δεν έχει βάλει τυχαία τη λέξη
«ἄφρακτον» µπροστά από το νάρθηκα του ναού. Θέλει να τονίσει ότι ο Θεός, σε αντίθεση µε τον
άνθρωπο, δεν βάζει κανένα φραγµό στην επικοινωνία του µε εκείνον. Είναι πάντα «ανοιχτός» στο να
τον ακούσει και να τον βοηθήσει κάθε φορά που τον αναζητά.
197
Ευαγρίου Ποντικού, «Κεφάλαια περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν» , Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ. 50,Νο.ια΄
Οµοίως και ο Αντίοχος ο Μοναχός γράφει: «Ὅταν γὰρ τὸ πονηρὸν τοῦτο πνεῦµα περιδράξηται τῆς
.
ψυχῆς (…) οὔτε πράον καὶ εὐκατάµικτον πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀφίησιν καὶ πρὸς αὐτὴν τοῦ βίου τὴν
ἐπαγγελίαν µῖσος ἐµποιεῖ , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ σωτηριώδη βουλεύµατα τῆς ψυχῆς ἡ λύπη συγχέασα, ὠς
ἄφρονα ταύτην ἢ παραπλῆγα ἀπεργάζεται, κωλύουσα πᾶσαν ἀγαθὴν συντυχίαν», Πρὸς Εὐστάθιον,
PG89, σ. 1509Β.
84

τον αγαπούν και τον νοιάζονται198. Το µεγαλύτερο µέρος της ηµέρας είναι σε
κατάσταση µέθης, ενώ τις λίγες ώρες που παραµένει νηφάλιος- και αυτό όταν
έχει «ναῦλον»- δεν ακούει τις νουθεσίες του θείου του Γιαννιού. Για µια στιγµή
φαίνεται να συγκινείται από τα τρυφερά και συνάµα πονεµένα λόγια της
ταλαιπωρηµένης µητέρας του, που περίλυπη και αγωνιώσα βγαίνει µέσα στη
νύχτα για να τον αναζητήσει και να τον νουθετήσει. Η πνευµατική του όµως
πόρωση δεν του επιτρέπει να συνέλθει και «νὰ πατήσῃ τὸν πειρασµό»199,
όπως τον προτρέπει εκείνη. Αντ’ αυτού, της απαντά ειρωνικά και µε
αστεϊσµούς200: «Καὶ οὐδὲ παρὰ τῶν γνήσιων φίλων συγχωροῦσα δέχεσθαι
λόγον συµβουλίας, οὐδὲ εἰρηνικὴν ἀπόκρισιν ἀφιεῖσα τούτοις µεταδιδόναι .
ἀλλὰ περιλαβοῦσα πᾶσαν τὴν ψυχὴν, πικρίας καὶ ἀηδίας αὐτὴν πληροῖ καὶ
πείθει αὐτὴν φεύγειν τοὺς ἀνθρώπους, ὡς αἰτίους αὐτῇ τῆς ταραχῆς
γενοµένους. Οὐ γὰρ συγχωρεῖ αὐτὴ ἐπιγνῶναι, ὅτι οὐκ ἔξωθεν, ἀλλ’ ἔνδοθεν
ἔχει τὴν νόσον ἀποκειµένην»201. Υπό άλλες συνθήκες, η λύπη του νέου- µε µια
σωστή διαχείρισή της εκ µέρους του- θα µπορούσε να βρει διέξοδο. Η λύπη
που βιώνουµε µετά από ένα δυσάρεστο γεγονός είναι ένα στάδιο από το
οποίο αναγκαστικά περνάµε. όταν διατηρηθεί στο σωστό επίπεδο και για ένα
λογικό χρονικό διάστηµα, ακολουθεί σιγά σιγά και η επούλωση του ψυχικού
πόνου. Όταν όµως χ ρ ο ν ί σ ε ι και µπει βαθιά στη ψυχή του ανθρώπου,
µπορεί να τον καταστρέψει. Για αυτό και ο Ευάγριος ο Ποντικός την
παροµοιάζει µε την οχιά, της οποίας το δηλητήριο αποτελεί φάρµακο όταν
δίδεται µε µέτρο . όταν όµως δοθεί «ἀκράτως» προκαλεί το θάνατο 202. Η
ανίατη νόσος του ερωτικού πάθους και της επακόλουθης λύπης και ακηδίας,
από την οποία πάσχει ο δυστυχής Νίκος µόνο δια της προσευχής και της
υποµονής µπορεί να θεραπευτεί203, ενώ οδός σωτηρίας είναι και η ελπίδα στο
Θεό: «Ἵνα τί περίλυπος εἶ, ψυχή, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις µε; ἔλπισον ἐπὶ τὸν
Θεόν, ὅτι ἐξοµολογήσοµαι αὐτῷ· ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου µου ὁ Θεός
µου»204.
∆υστυχώς, ο Νίκος δεν είναι σε θέση ακόµη να ξεφύγει από τα πάθη
του. Η αδυναµία του όµως αυτή θέτει σε κίνδυνο όλες τις πτυχές της ζωής
του, ακόµη και τις κοινωνικές- οικονοµικές, καθιστώντας τον εύκολο θήραµα
των «Σαδδουκαίων»- τοκογλύφων. Το διήγηµα µε το γλυκά ειρωνικό κλείσιµό

198
Βλ. Τ.Γ’, σ.208, στ.24-26 και σ.209, στ.22-23.
199
Τ.Γ’, σ.212, στ.18.
200
Βλ. Τ.Γ’, σ.211-212.
201
Αντιόχου Μοναχού, ό.π. 1509ΒC . Με τα ίδια σχεδόν λόγια περιγράφει και ο άγιος Κασσιανός ο
Ρωµαίος τη δράση του δαίµονα της λύπης, βλ. «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», σ.75, στ.4- 9.
202
Ευαγρίου Ποντικού ό.π. σ.51, Νο. ια’.
203
«Χρὴ οὗν ἐν προσευχῇ καὶ ὑποµονῇ, ἀντιστῆναι τῷ δαίµονι τούτῳ », Αντιόχου Μοναχού,ό.π.
σ.1509D και σ.1512Α.
204
Ψλ. 41, 12.
85

του205 µας προϊδεάζει για το µακρύ και δύσβατο δρόµο που έχει ακόµη να
βαδίσει206.

Στο «Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ» απαντά ένας µύθος για ένα µεγάλο, αλλά
ανεκπλήρωτο έρωτα. Πρόκειται για τον έρωτα της όµορφης Λουλούδως και
ενός βασιλόπουλου από τα ξένα. Η ονοµαστή για τα κάλλη της Λουλούδω
αρραβωνιάστηκε µε το γενναίο βασιλόπουλο, που της ορκίστηκε ότι «ἅµα
νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡµέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν
στεφανωθῇ»207. Από τότε µια παράξενη µελαγχολία κατέλαβε τη νεαρή
κοπέλα, που έκλαιγε δίπλα στη θάλασσα, αναστέναζε και προσευχόταν για
την επιστροφή του αγαπηµένου της. Η ηµέρα αυτή όµως δεν ήρθε ποτέ, γιατί
το βασιλόπουλο αιχµαλωτίστηκε και πέθανε σκλαβωµένο. Τα δάκρυά της
έπεσαν στο κύµα, ενώ ένα µοσχοµυρισµένο λουλουδάκι, το «Ἄνθος τοῦ
Γιαλοῦ», φύτρωσε ανάµεσα στους βράχους. Η δε ψυχή του βασιλόπουλου
έγινε σπίθα, «φωτιὰ τοῦ πελάγους» για να φτάσει εγκαίρως στην αγαπηµένη
του. Με το πέρασµα των χρόνων το άνθος αυτό έγινε αφρός του κύµατος, ενώ
η ψυχή του νέου έµεινε ως «µελαγχολικὸ φῶς», «φωτιὰ τοῦ πελάγου»208
που το έβλεπαν µόνο οι «καθαροὶ καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι». Το µυστηριώδες
αυτό φως, χάρη στο παραµύθι της Λουλούδως, συµβολίζει την «αγάπη που
ξεπερνά τον θάνατο»209. Έτσι το παραµύθι νοηµατοδοτεί το φως υπό το
πρίσµα της αληθινής αγάπης210.

Η χορεία των πονεµένων ηρώων που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν
τον έρωτά τους να ολοκληρώνεται στην εις γάµον κοινωνίαν - και µάλιστα δύο
φορές- κλείνει µε ένα πραγµατικό πρόσωπο, τον Αγάλλο, πρωτότοκο γιο του
προεστού κυρ- ∆ηµητράκη στα «Μαῦρα Κούτσουρα». Ο νέος αυτός,

205
« Ἀλλ' ὅταν θὰ ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸν ναῦλον, εἰς τὰς µελλούσας νουθεσίας τῆς µητρός του, θ'ἀπήντα
καὶ πάλιν: - Οὔτε πάρσιµο οὔτε δόσιµο. Φυλάξου γρια - Οὐρανιά, µὴ βγῇς, τώρα στὰ γεράµατα, σὲ κακιὰ
στράτα!», Τ.Γ΄, σ. 214, στ.3-6.
206
Ωστόσο, ο Κ. Παπαγιώργης θεωρεί ότι ο Νίκος δεν βρίσκεται τόσο µακριά από το Θεό: « Ο Νίκος
µαζί µε παρόµοιες περιπτώσεις καταπτοηµένων, ξεδροµισµένων, άστεγων- κυριολεκτικά και
µεταφορικά- προσώπων- που ανήκουν λίγο στην κοινότητα και πολύ κάπου α λ λ ο ύ , βρίσκονται
κοντά στην αγιότητα του πόνου» , Κ. Παπαγιώργη, Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, Εκδόσεις
Καστανιώτη 1998, σ. 68-69. Θεωρούµε ότι από την ανάλυσή µας έχει καταστεί σαφές ότι ο Νίκος δεν
έχει καταφέρει ακόµη να διαχειριστεί τον ψυχικό του πόνο µε βάση τις αρχές του ορθόδοξου
φρονήµατος, παρά την υποσυνείδητη επιθυµία του για κάτι τέτοιο. Απέχει λοιπόν πολύ από την
«αγιότητα του πόνου».
207
Τ.∆’,σ.154,στ.20-21.
208
Τ.∆’, σ. 151, στ.9 και σ.156, στ.4. Η Ε. Κωνσταντινίδου θεωρεί ότι «χωρίς το παραµύθι, το
«ασύλληπτον» φως θα µπορούσε να ερµηνευτεί σαν ένα ανέφικτο ιδανικό της νιότης ή σαν µεταφυσική
λαχτάρα», «Η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’ Συνεδρίου για τον Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη, σ.401.
209
Ε. Κωνσταντινίδου ό.π., σ.401.
210
Θα µπορούσαµε ίσως να συνδέσουµε αυτό τον θρύλο µε την τύχη χιλιάδων νέων ζευγαριών, όπου ο
σύζυγος ναυτικός έλειπε τον περισσότερο καιρό «πολεµώντας» στη θάλασσα για τα προς το ζην, ενώ η
σύζυγος έµενε πίσω αναµένοντας µε αγωνία την επιστροφή του. Αν ήταν θέληµα Θεού, εκείνος
επέστρεφε δίνοντας χαρά στη γυναίκα και τα παιδιά του. Πολλές φορές όµως η θάλασσα κρατούσε για
πάντα στα σπλάχνα της τον άτυχο ναυτικό σκορπίζοντας τη δυστυχία στην οικογένειά του. (Για το διττό
ρόλο της θάλασσας βλ. E .Konstandinides, «Love and Death: The sea in the Work of A.Papadiamantis»,
Modern Greek Studies Yearbook 4, 1988, p.99-110).
86

απείθαρχος και πείσµων, αρνήθηκε επίµονα την πρόταση του πατέρα του να
παντρευτεί µε συνοικέσιο την Ουρανίτσα, ανιψιά του παπα- Ζαχαρία. Αιτία
ήταν ο περιπαθής του έρωτας για την Γκλεζώ «ὡραίαν, λεπτοφυῆ, ὠχράν,
λευκήν, καὶ σχεδὸν µεταξωτὴν <κόρην>»211 την οποία είχε δει σε συγγενική
οικία στη γειτονική νήσο Σκόπελο καθώς επέστρεφε από το ταξίδι του στη
Βλαχία. Μετά την απόρριψη του συνοικεσίου επισκέφθηκε την αγαπηµένη του
και ξαναέφυγε για πέντε χρόνια στη Βλαχία σκοπεύοντας, όταν επιστρέψει, να
λάβει την ευλογία των γονέων του και να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς
του.
Κατά την επιστροφή του λοιπόν στην πατρίδα, πέρασε - όπως ήταν
αναµενόµενο - από τη Σκόπελο, προκειµένου να τη δει. Ευσεβές όνειρό του
ήταν να εξευµενίσει στη συνέχεια τους γονείς του και να τους φέρει µαζί του
για να την παντρευτεί «πανηγυρικῶς, µὲ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, δώδεκα
παπάδων, ἀπὸ δώδεκα ἐνοριακὰς ἐκκλησίας, καὶ τῶν γονέων, καὶ τῆς
πενθερᾶς του τῆς Γκλεζίτσας καὶ τόσων παροµοίων ἄλλων, κηδεστῶν,
ἀγχιστέων καὶ φίλων»212. Μεταξύ άλλων θα γινόταν πραγµατικότητα και το
«ἴδιον» θέληµά του. Η ατυχής µοίρα του όµως είχε ήδη αρχίσει να
προδιαγράφεται. Η κατήφεια µε την οποία τον υποδέχθηκαν όλοι στο νησί τον
έβαλαν σε υποψίες ότι η µνηστή του είχε προτιµήσει κάποιον άλλο:
«ᾘσθάνθη εἰς τὸ στῆθός του αἰφνἴδιον πλῆγµα ὡς δικόπου µαχαίρας· ἡ µία
ἀκωκὴ τὸν ἔπληττεν εἰς τὸ αἴσθηµα, ἡ ἄλλη, ἥτις πιθανὸν νὰ ἦτο καὶ ἡ ὀξυτέρα,
εἰς τὴν φιλαυτίαν του»213. Ο εγωισµός του, εκείνος που δεν τον άφησε να κάνει
υ π α κ ο ή στους γονείς του214, θίγεται περισσότερο από ότι η καρδιά του. Αν
και ήταν ερωτευµένος µε τη Γκλεζώ, το αίσθηµα αυτό διακρινόταν από µια
νεανική επιπολαιότητα. Για αυτό και δεν πληγώθηκε τόσο πολύ
συναισθηµατικά. Η ιδέα όµως πως η Γκλεζώ τον απαρνήθηκε για κάποιον
άλλο τον χτυπάει στο κυρίαρχο στοιχείο του χαρακτήρα του: τη φιλαυτία του.
Κι όµως. η «κηρίνη καὶ σχεδὸν διαφανῆς κόρη» δεν τον είχε προδώσει.
Απεναντίας, για χάρη του πήγε και βοήθησε στις αγροτικές εργασίες τις
εργάτριες της οικογένειας της προκειµένου να είναι «χρήσιµος και ἐργατική»
στην οικογένεια του αρραβωνιαστικού της µετά το γάµο. Η φιλοτιµία της
απέβη σε κακό λόγω της φιλασθενείας της. Έτσι, αφού ταλαιπωρήθηκε για

211
Τ.∆’, σ.462, στ.9-10.
212
Τ.∆’, σ.464, στ.30-33.
213
Τ.∆’, σ. 465, στ.16-18.
214
Για την αρετή της υπακοής, την οποία στερείται ο Αγάλλος γράφει ο άγιος ∆ιάδοχος Φωτικής: « Ἡ
ὑπακοή, πρῶτον µὲν ἐν πάσαις ταῖς εἰσαγώγοις ἀρεταῖς ὑπάρχειν ἐγνωσται καλόν. Ἀθετεῖ γὰρ τέως τὴν
οἴησιν, τίκτει δὲ ἠµῖν τὴν ταπεινοφροσύνην. Ὅθεν εἴσοδος καὶ θύρα γίνεται, τοῖς αὐτῆς ἀντέχοµένοις
ἠδέως, τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης.» («Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 246, Νο. µα΄) Πράγµατι, ο
Αγάλλος, ως νέος και άπειρος , θα οφελούνταν τα µέγιστα στην καταπολέµηση της νεανικής φιλαυτίας
του µέσω της ταπείνωσης δια της εφαρµογής του θελήµατος των γονέων του που ό,τι του πρότειναν το
πρότειναν από αγάπη. Το πόσο σηµαντική είναι η ευλογία των γονέων φαίνεται µεταξύ άλλων και από
την ευχή Ευλογίας των µελλονύµφων που διαβάζεται κατά την Ακολουθία του Στεφανώµατος: «εὐχαῖ
γονέων στηρίζουσι θεµέλια οἴκων» και την οποία του ανέφερε ο πατέρας του (βλ.Τ.∆’, σ.462, στ.15-16)
προκειµένου να του αλλάξει- µάταια όµως- γνώµη. Για αυτό και δεν αναφέρεται τυχαία το ότι ο αδελφός
του, που - σε αντίθεση µε εκείνον- υπάκουσε τους γονείς του, έκανε µια ευτυχισµένη οικογένεια και
διέπρεψε στην επαγγελµατική του ζωή ως διδάσκαλος.
87

αρκετούς µήνες, ως πικρή ειρωνεία της τύχης, εξέπνευσε τις ηµέρες που
επέστρεψε επιτέλους ο αρραβωνιαστικός της για να τη νυµφευθεί215.
Μετά το θάνατό της επιβεβαιώθηκε η επιπολαιότητα των αισθηµάτων
του νέου. Αφού «ἔκλαυσεν ὡς παιδίον, κ' ἐθρήνησεν ὡς γυνὴ» µετά από τρεις
µόλις ηµέρες από την ταφή της, αποφάσισε - σκεπτόµενος πάλι τον εαυτό του
και την ατοµική του ευτυχία- πως ίσως θα έπρεπε να παντρευτεί την
Ουρανίτσα σύµφωνα µε το θέληµα των γονέων του. Όταν όµως
πληροφορήθηκε ότι η Ουρανίτσα παντρεύτηκε τον αδελφό του «ᾐσθάνθη
κρυφίαν ἀνακούφισιν» γιατί έτσι δεν θα ήταν αναγκασµένος να υπακούσει -
έστω και εκ των υστέρων- τους γονείς του. Αντιθέτως, ήταν ελεύθερος,
καθόσον τουλάχιστον ο ίδιος νόµιζε, να επιλέξει όποια κοπέλα ήθελε για
σύζυγό του. Για πρώτη όµως φορά του ήρθε στο νου και µια άλλη εναλλακτική
επιλογή, αυτή που έµελε να είναι η επιλογή της ζωής του: να γίνει µοναχός.
Καθώς ρέµβαζε σκεπτόµενος, είδε εντελώς τυχαία µια όµορφη κοπέλα
να στερεώνει τα παραθυρόφυλλα στο σπίτι της. Η επιπολαιότητα του
χαρακτήρα του τον ώθησε και πάλι να πάρει µια λανθασµένη απόφαση.
Συνεργός του αυτή τη φορά, µια γηραιά γειτόνισσα της νεαρής Λ… που
θέλησε να θερµάνει το επιφανειακό αίσθηµα του νέου. Στη συνέχεια η γρια -
Μανιά, δρώντας άθελα ή ηθεληµένα ως εργαλείο του εωσφόρου, του έθεσε
τον πειρασµό: αν πηδούσε από την αυλή της στην αυλή της Λ… και εκείνη
είχε ανοιχτό το παράθυρο, θα έµπαινε στο σπίτι της και θα την «εξέθετε»
προκειµένου να συγκατατεθεί στο γάµο τους. Ο Αγάλλος δεν έχασε καιρό. το
ίδιο κιόλας βράδυ οργάνωσε καντάδα έξω από το σπίτι της
Λ…αυτοσχεδιάζοντας ερωτικά δίστιχα για να εκφράσει τον κεραυνοβόλο
έρωτά του:
«Ἀπὸ τὸ Κάστρο ὣς τὴ Βλαχιὰ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ τόπι
†∆ὲν εἶναι χῶρες καὶ χωριά, ὄρη, βουνὰ καὶ τόποι.†
Γιὰ σὲ πονεῖ ἡ καρδούλα µου, ψυχὴ λησµονηµένη,
Καὶ στὸ Μισίρι µὴ διαβῇς, καὶ ὁ νοῦς σου ἐδῶ νὰ µένῃ»216.

Και δυο- τρεις µέρες αργότερα η «πατινάδα» επαναλήφθηκε µε νέους


περιπαθείς στίχους:
«Στὴν Ἀβρακὴ εἶν' ἕνα νερό, καινούργιο συντριβάνι,
ποιὸς ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἂς πᾷ νὰ πιῇ νὰ γιάνῃ»217.

215
βλ. Τ. ∆’, σ. 466, στ.2-23.
216
Τ.∆’, σ.470, στ.17-20.
217
Τ.∆’, σ.472, στ.4-5 .Στο πρώτο τετράστιχο δίνεται βαρύτητα στον πόνο που προκαλεί η απουσία του
αγαπηµένου προσώπου, παρακαλώντας το να µη φύγει στα ξένα , αλλά να παραµείνει -έστω και
νοητά- κοντά στον ερωτευµένο. Οι ερµηνείες που επιδέχεται αυτό το τετράστιχο είναι δύο: α) Πρόκειται
για σαφή υπαινιγµό στον άσπλαχνο αρραβωνιαστικό της αγαπηµένης του, που προτίµησε την εργασία
του στο µακρινό «Μισίρι» αφήνοντας την µόνη να τον καρτερεί ( Αυτό βέβαια είχε κάνει και ο ίδιος µε τη
δική του αρραβωνιαστικιά τη Γκλεζώ.) β) Μια άλλη προσέγγιση θα µπορούσε να θεωρήσει ότι η
πονεµένη καρδιά είναι του Αγάλλου που σκέφτεται τη λησµονηµένη από τον αρραβωνιαστικό της Λ.. και
την παρακαλεί να µην τον αναζητήσει στο µακρινό Μισιρί, αλλά να παραµείνει στο νησί επιλέγοντας
εκείνον στη θέση του.
88

Ο αρνητικός αντίκτυπος που είχαν αυτές οι πατινάδες στο νησί δεν


πτόησαν τον ερωτευµένο Αγάλλο. Τα ξηµερώµατα της επόµενης µέρας µε τη
βοήθεια της γριας Μανιάς πήδηξε στο σπίτι της νεαρής κοπέλας για να
«χαλάσει το φράχτη», τουτέστι τον παλαιό αρραβώνα της. Το χωριό όµως
«ἐβόησε κατὰ τοῦ τολµητίου» και όχι κατά της πτωχής Λ…218. Έτσι, εκείνος
που εκτέθηκε τελικά ήταν ο ίδιος. Ωστόσο, την ίδια µέρα, ως από µηχανής
Θεός, εµφανίστηκε ο από οκταετίας εξαφανισµένος αρραβωνιαστικός της. Η
σπασµωδική κίνηση του Αγάλλου να επιχειρήσει να παντρευτεί την Λ… πρίν
µάθει η τελευταία για την επιστροφή του αρραβωνιαστικού της, επιβεβαιώνει
για άλλη µια φορά τον εγωκεντρισµό του. Ευτυχώς, η νέα έµαθε εγκαίρως τα
νέα. Ο δε Γιαννάκης ο ∆ράκος, όχι µόνο δεν γόγγυξε εναντίον της, αλλά
αντιθέτως πήρε το σφάλµα επάνω του αποκαθιστώντας ακαριαία την τιµή και
την υπόληψη της αρραβωνιαστικιάς του. Σε αντίθεση µε τον επιπόλαιο και
εγωϊστή Αγάλλο συµπεριφέρεται µε υπευθυνότητα και ταπεινοφροσύνη.
Για αυτό, παρά την «καλή προαίρεσή» του , η τόσο εύκολη πτώση του
στον πειρασµό που του έθεσε ο πονηρός δια µέσου του επιπόλαιου έρωτα και
της ραδιούργας σκέψης της γριας- Μανιώς είχε ακριβό τίµηµα. Πλήρως
εκτεθειµένος στα σχόλια των συγχωριανών του δεν τολµά να αναζητήσει άλλη
νύφη και χτυπά τώρα την πόρτα του µοναστηριού. Όπως επισηµαίνει και ο Σ.
Ζουµπουλάκης η στροφή του στο µοναχισµό οφείλεται στην τριπλή αποτυχία
του να νυµφευθεί. Παρά τον ανεπίληπτο καθώς φαίνεται µοναχικό του βίο219,
το αίσθηµα της απογοήτευσης για την αποτυχία αυτή δεν θα σβήσει ποτέ
εντελώς στην καρδιά του220.
Το µοναστικό του όνοµα από τη µία του υπενθυµίζει την απουσία
λύπης που πρέπει να διέπει την κατά Χριστόν ζωή του µέσα από τη βίωση
της χαράς που δίνει ο Θεός σε όσους τον αναζητούν και από την άλλη
λειτουργεί ως ευφηµισµός. ∆εν είναι τυχαίο το ότι κατασκεύασε το περίφηµο
«Ἀλυπιακὸν µοσχᾶτον», το οποίο «ἦτο φερωνύµως κατάλληλον διὰ ν'
ἀνακουφίζῃ τὰς λύπας, τοὺς καηµούς καὶ τὰ βάσανα τοῦ κόσµου τούτου»221,
θέλοντας ίσως εξ’ αφορµής της δικής του προσπάθειας να ξεπεράσει τη λύπη
του, να προσπαθήσει δι’ αυτού να βοηθήσει και άλλους πονεµένους

Στο δεύτερο δίστιχο γίνεται αναφορά στο «θαυµατουργό» νερό που γιατρεύει τις πληγωµένες από
έρωτα ψυχές. Αυτό το νερό – σύµφωνα µε την επιθυµία του Αγάλλου- χρειάζεται η Λ… για να ξεχάσει
τον πόνο της για την απουσία του αρραβωνιαστικού της και να προτιµήσει εκείνον. Ωστόσο, φαίνεται
πως προοικονοµεί την τύχη του ιδίου που θα χρειαστεί να απευθυνθεί στο νερό της «όντως Ζωής» για
να θεραπευθεί από τον πόνο που θα του προκαλέσει η τριπλή αποτυχία του να παντρευτεί. Με αυτόν
τον τρόπο ένα στοιχείο της φύσης συντελεί θεραπευτικά στον ερωτικό πόνο. Το νερό µε τη διαύγεια και
την καθαρότητά του οδηγεί σε αντίστοιχη «κάθαρση» την πληγωµένη από έρωτα ψυχή, ενώ η προς τα
άνω κίνηση του συντριβανιού ίσως υπονοεί την πνευµατική αναπτέρωσή της, τη φυγή της από τον
κόσµο του πόνου και της οδύνης και την κατεύθυνσή της προς την «ἄνω καλιάν τῶν Ἀγγέλων».
218
Η κοινότητα και σε αυτή την περίπτωση και στην περίπτωση του δεύτερου γάµου του Κουµπή στο
«Γάµο τοῦ Καραχµέτη»( την οποία θα αναλύσουµε στο επόµενο κεφάλαιο) λειτουργεί ως η φωνή της
ηθικής τους συνείδησης .
219
Κάτι στο οποίο πιθανόν τον βοηθούσε η µνήµη των σφαλµάτων που έκανε ως κοσµικός .
220 ο
Βλ. Σ. Ζουµπουλάκη , Προλογικό σηµείωµα στον 13 τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη
«‘’Ἀγάπη στόν κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα», Το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, 2011, σ.16.
221
Τ.∆’, σ. 478, στ. 20-22.
89

ανθρώπους. Όταν λοιπόν, µετά από χρόνια, ήρθε και ο ανιψιός του στη µονή
του Ευαγγελισµού, η εσωτερικευµένη θλίψη του που προσπαθούσε φιλότιµα -
προς εξιλέωση της φίλαυτης συµπεριφοράς της νεότητάς του - να ξεπεράσει,
εξωτερικεύτηκε στα γεµάτα πόνο και πικρία λόγια του: «- Μαῦρο κούτσουρο
ἐγώ, µαῦρο κούτσουρο ἐσύ»222.
Όπως επισηµαίνει ο Παπαδιαµάντης στο άρθρο του «Ἱερεῖς τῶν
πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων»: «Τὸ ράσον δὲν κάµνει τὸν µοναχὸν καὶ τὸ
ἱεροδιδασκαλεῖον δὲν κάµνει τὸν ἱερέα. Πρέπει ὁ ἱερεὺς νὰ ἔχῃ κλίσιν µὲ ἰῶτα
καὶ πρὸ πάντων κλῆσιν µὲ ἦτα... Πρέπει νὰ ἔχῃ πῦρ µέσα του...»223. Πρέπει
δηλαδή εκτός από τη φυσική έφεση και επιθυµία, να έχει την ιδιαίτερη εκείνη
χάρη του Αγίου Πνεύµατος, την ευλογηµένη εκείνη πρόσκληση του Σωτήρος
Χριστού για να στραφεί προς τον άσαρκο, πνευµατικό έρωτα προς Εκείνον. Ο
µοναχός Αλύπιος υπήρξε αφοσιωµένος και άµεµπτος στο µοναχικό του βίο
ανταποκρινόµενος µε εντιµότητα στα µοναστικά του καθήκοντα. Μάλιστα,
χωρίς ίσως να το έχει συνειδητοποιήσει, επέδειξε µεγαλύτερη αφοσίωση και
σοβαρότητα στον προς το Χριστό έρωτά του από ότι στον εγκόσµιο έρωτα
του προς τις δύο νέες. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Αυτό το
σαράκι του «υπό άλλες συνθήκες θα ήµουν έγγαµος» έχει παραµείνει στο
υποσυνείδητό του και εκφράζεται αυθόρµητα µόλις βλέπει τον ανιψιό του
µοναχό. Στο πρόσωπο του εικοσαοκταετούς ανιψιού του, ευρισκοµένου στην
ίδια περίπου ηλικία που έγινε και εκείνος µοναχός, βλέπει να αντανακλάται ο
εαυτός του. Εποµένως, αυτή τη ρήση φαίνεται σαν να την απευθύνει
περισσότερο στον εαυτό του παρά στο νεαρό ∆ανιήλ. Με άλλα λόγια, το
πιθανότερο είναι πως ο ανιψιός του Αγάλλου, µετέπειτα περίφηµος
ιεροµόναχος και πνευµατικός ∆ιονύσιος, είχε την «κλίσιν» και την «κλῆσιν» για
να γίνει µοναχός και ιερέας, όπως φάνηκε και από την αξιοθαύµαστη
µετέπειτα ζωή του. Βλέποντας τον όµως την πρώτη εκείνη φορά ντυµένο στα
ράσα ο θείος του θυµήθηκε τον εαυτό του στην παρόµοια εκείνη ηλικία, την
ηλικία γάµου και εξωτερίκευσε αυθόρµητα την εσωτερικευµένη πικρία του για
την αποτυχία του να νυµφευθεί.

1.2.1. Μονόπλευρος έρωτας για µεγαλύτερη κοπέλα

Ο έρωτας για µια µεγαλύτερη κοπέλα απαντά σε διάφορα διηγήµατα224.


Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι το «Ὁλόγυρα στὴ λίµνη», όπου ο
έφηβος ήρωας ερωτεύεται τη λίγο µεγαλύτερη του Πολύµνια. Η νεαρή κοπέλα

222
Τ.∆’, σ.479, στ.11. Ο Σ. Ζουµπουλάκης σηµειώνει για το απόσπασµα αυτό: «Αυτός που γράφει
τούτη τη βαριά κουβέντα- η τελική φράση του διηγήµατος και ο τίτλος του- δεν ανήκει βεβαίως στους
άστοργους (βλ. Τ.Ε’, σ.328, στ.1) επικριτές του µοναχισµού, αλλά εντελώς αντίθετα, στους θερµούς
υπερασπιστές του. Γι’ αυτό ακριβώς και µπορεί άφοβα να γράφει ό,τι γράφει, επειδή ξέρει για ποιο
πράγµα µιλάει, για µια βιοτή δηλονότι ακραία και σκληρή, η οποία το µόνο που δεν σηκώνει είναι
αφελείς εξωραϊσµούς» ό.π, σ.15-16. Την προσωπική µας άποψη για τη φράση αυτή θα αναπτύξουµε
αµέσως παρακάτω.
223
Τ. Ε’, σ. 195, στ.17-19.
224
Ανάµεσά τους είναι και «Ἡ Νοσταλγὸς», την οποία θα εξετάσουµε αναλυτικά σε επόµενη ενότητα.
90

είχε µαγέψει το νέο τόσο, ώστε η παιδική του φαντασία να ίπταται «µὲ µόνον
τῆς λευκῆς λινοµετάξου ἐσθῆτός της τὸν θροῦν»225. Έτσι ακόµη και µετά από
επτά ολόκληρα χρόνια θυµάται την πρώτη φορά που του απηύθυνε το λόγο η
θαλερή κόρη, και µάλιστα και το µήνα (ήταν Φεβρουάριος) που συνέβη το
περιστατικό. Ο σκοπός της ήταν να του ζητήσει µια εκδούλευση: να της φέρει
λίγα «ἴτσια», ευώδη και πανέµορφα λουλουδάκια. Εκείνος όµως θεωρεί
σηµαντικό και µόνο το ότι του µίλησε. Η εικόνα της αποτυπώθηκε ανεξίτηλα
στη µνήµη του µε αποτέλεσµα να θυµάται ακόµη και τις λεπτοµέρειες των
χαρακτηριστικών της: «Ὁποῖον λεπτοφυὲς σῶµα ἐσκέπαζεν ἡ λειοµέταξος
ὀρφνὴ ἐσθής! Πῶς διεγράφετο ἁρµονικῶς ἡ µορφή της µὲ χνοώδη πάλλευκον
χρῶτα καὶ τὰ ἐρυθρὰ µῆλα τῶν παρειῶν, µὲ τὸν µελίχρυσον λαιµὸν καὶ µὲ τὸ
ἐλαφρῶς κολπούµενον στῆθός της! Πόσον ἁβραὶ ἦσαν αἱ χεῖρες, καὶ πόσον
µελῳδικὴ ἔπαλλεν εἰς τὸ οὖς σου ἡ θεσπεσία φωνή της! Ἡ ξανθοπλόκαµος
κόµη ἀτηµέλητος ὀλίγον, (…)καὶ τὸ ὄµµα της, µὲ τὰ µακρὰ µατόκλαδα ὡς
πτεροφόρος ὀιστός, σ' ἐσαΐτευε γλυκὰ εἰς τὴν καρδίαν. Ἐνθυµεῖσαι! Ὁποῖον
αἴσθηµα ἐδοκίµασες τότε, καὶ πῶς, δεκατετραετὴς µόλις, ἠρωτεύθης ἤδη;»226 .
Η όµορφη κοπέλα δεν έµεινε όµως απαρατήρητη και από τον παιδικό
φίλο του το Χριστοδουλή, µε αποτέλεσµα να ξεκινήσει ένας ερωτικός
ανταγωνισµός µεταξύ των έως τότε καλών φίλων. Παρά την αδυναµία του να
ανταγωνιστεί επάξια το Χριστοδουλή, δεν εγκαταλείπει τον πρώτο δυνατό του
έρωτα. Για πολλούς µήνες επιστρέφει δύο φορές την ηµέρα στο σηµείο που
την πρωτοσυνάντησε ελπίζοντας να την ξαναδεί. Μάταια όµως, αφού η νεαρή
Πολύµνια227- που φέρει το όνοµα της µούσας των ιερών ύµνων και της
Θρησκευτικής ποιήσεως228 και το οποίο, µεταξύ άλλων, συντελεί και ως πηγή
ερωτικής έµπνευσης για τον ήρωα- αρρώστησε και έφυγε από την περιοχή για
αποθεραπεία. Όταν, αρκετούς µήνες αργότερα, την ξανασυνάντησε στα
εγκαίνια ενός σκάφους, όλα τα σηµαντικά γεγονότα της ηµέρας αυτοµάτως
«σβήνουν» και «ἡ καρδία (του), ἡ φαντασία (του), οἱ ὀφθαλµοί (του) ἦσαν
προσκεκολληµένα εἰς ἐκείνην ἥτις ἐφόρει τότε λινοµέταξον θερινὴν ἐσθῆτα κ'
ἐσκιάζετο ἀπὸ τὸ κόκκινον παρασόλι»229. Για αυτό πληγώνεται και αισθάνεται
ζήλεια όταν ο πρώην φίλος του Χριστοδουλής προχωρά σε παιδαριώδεις και
τολµηρές ενέργειες230 για να εντυπωσιάσει την όµορφη Πολύµνια. Από το
σηµείο αυτό και µετά ο ήρωας δεν έχει πια, ούτε επικοινωνία, ούτε οπτική

225
Τ.Β’, σ.379, στ.5-6.
226
Τ.Β’, σ. 389, στ.32-35 και σ.390, στ. 1-7. Η πρωτότυπη χρήση του δευτέρου προσώπου µεταξύ
άλλων φανερώνει την αµεσότητα των αισθηµάτων του αφηγητή που καλεί τον αναγνώστη «να φανταστεί
τον εαυτό του στη θέση του ήρωα», βλ. P. Mackridge, «Ολόγυρα στη λίµνη», στον τόµο Εισαγωγή στην
Πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, Παν. Εκδόσεις Κρήτης,2005, σ.445. Έτσι, οι αναγνώστες, ενθυµούµενοι
ανάλογα βιώµατα και συναισθήµατα, «συµπάσχουν» κατά κάποιο τρόπο µε τον αφηγητή.
227
Για τη συµβολική σηµασία του ονόµατος αυτού γράφει ο P. Mackridge « Το µυθολογικό όνοµα της
Πολύµνιας περιέχει ηχητικά τη λέξη « λίµνη» : όπως ο ήρωας τριγυρνάει ολόγυρα στη λίµνη , ο ήρωας
(στην πραγµατικότητα) και ο αφηγητής (στη µνήµη του) τριγυρνάνε ολόγυρα στην Πολύµνια»,ό.π.,
σ.447.
228
Σύµφωνα µε µια άλλη εκδοχή ήταν µούσα της ευγλωττίας και της αποµνηµόνευσης.
229
Τ.Β’,σ.395, στ.6-9.
230
Πέφτει στη θάλασσα µε τα ρούχα και ανεβαίνει θεαµατικά στο καινούριο καράβι.
91

επαφή µε την αγαπηµένη του. Στο τελευταίο περιστατικό, που ο


Χριστουδουλής ξεµπλέκει τη βάρκα της Πολύµνιας και του µικρού αδελφού
της από τα χόρτα της όχθης, ο ήρωας απουσιάζει εντελώς.
Παρά το γεγονός όµως ότι κάθε φορά «νικητής» σ’ αυτόν τον εφηβικό
ανταγωνισµό ήταν ο Χριστοδουλής, το µόνο που ο τελευταίος κερδίζει σε
σχέση µε τον ήρωα είναι το µειδίαµα και ο θαυµασµός της Πολύµνιας: «Τί
παράξενο παιδί, αὐτὸς ὁ Χριστοδουλής!»231. Καµία έκφραση ούτε καν σκέψη
ερωτικού ενδιαφέροντος δεν υπάρχει εκ µέρους της για τους δύο νέους.
Παρ’ όλα αυτά ο νεαρός ήρωας βάζει τόσο µέσα στην καρδιά του τη
θεσπέσια ύπαρξη, ώστε καταφεύγει στο ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου
επικαλούµενος τη βοήθειά του και την παρηγορία του στην απέραντη θλίψη
που του προκαλούσε ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του232. Αξίζει να σηµειωθεί ότι,
αν και έφηβος ακόµη, δεν ζητάει από τον Άγιο να του χαρίσει µε «µαγικό»
τρόπο την «ἐγκόσµιον εὐτυχίαν» που πιθανόν ονειρευόταν δίπλα στην
Πολύµνια, αλλά την ασύγκριτα ανώτερη παρηγορία στον ψυχικό του πόνο.
Όταν επτά ολόκληρα χρόνια µετά τα γεγονότα που αφηγείται εκείνος
επιστρέφει στην περιοχή, δεν χορταίνει να βλέπει το τοπίο παρά το ότι «ἐκείνη
ἥτις τὸ ἐζωντάνευεν, εἶχε γίνει ἄφαντος πρὸ πολλοῦ»233. Μέσα στη φαντασία
του ο έρωτάς του παρέµεινε ζωντανός, όπως την πρώτη µέρα, οδηγώντας τον
στο να πλάθει όνειρα ευτυχούς συζυγικής συµβίωσης µε την αγαπηµένη του
σε έναν «πάλλευκο οἰκίσκο» (κατά το πρότυπο του γηραιού µπαρµπα -
Κωνσταντή µετά της συµβίας του θειας- Σινιώρας) περιτριγυρισµένο από
«χλοερό» κήπο µε απειράριθµα δενδρύλια και άνθη234. Με αυτόν τον τρόπο
φανερώνεται και η παραδείσια προοπτική που έχει προσδώσει στον έρωτά
του.
Ωστόσο, στο τέλος του διηγήµατος η θλιβερή διαπίστωση του ώριµου
πια αφηγητή: «Μὴ τυχὸν ἡ Πολύµνια ἦτο διὰ σὲ ἢ δι' ἐκεῖνον; Παιδίον! Αὐτὴ
ἦτο µεγαλυτέρα τὴν ἡλικίαν καὶ τῶν δύο σας»235 φανερώνει το ανέφικτο του
έρωτα αυτού και για τους δύο. Αυτή η ωριµότητα του αφηγητή που
ειρωνεύεται την αφέλεια των δύο νεαρών ερωτευµένων, φανερώνουν
σύµφωνα µε την Π. Καρπούζου την αντιπαράθεση ανάµεσα στο φαινόµενο
και την πραγµατικότητα, ανάµεσα δηλαδή στην εξιδανίκευση και στην
αποµυθοποίηση του έρωτα236. …
Πράγµατι, όχι µόνο η ηλικία, αλλά και η ανώτερη κοινωνική τάξη στην
οποία ανήκε η Πολύµνια237, ήταν αποτρεπτικοί παράγοντες. Τα αισθήµατα

231
Τ.Β’, σ. 396, στ.12 και σ.399, στ.34.
232
Βλ. Τ.Β’, σ.380, στ.16- 20.
233
Τ.Β’, σ.381, στ. 14-15.
234
Βλ. Τ.Β’, σ.381, στ.25-33 και σ.382, στ.1-5.
235
Τ.Β’,σ.400, στ.16-19.
236
Βλ. « Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου, σ.214.
237
Η ανώτερη κοινωνική τάξη της νεαρής κοπέλας φαίνεται τόσο από τα πολυτελή ρούχα και την
εκλεπτυσµένη στάση και συµπεριφορά της, όσο και από την πληροφορία πως κατά τη διάρκεια της
ασθενείας της οι συγγενείς της συµβουλεύτηκαν αρκετούς γιατρούς και την έστειλαν σε «ταξἴδιον µετὰ
92

όµως τους θόλωναν το νου κάνοντάς τους να παραβλέπουν το γεγονός ότι η


νεαρή κοπέλα µόνο «εκδουλεύσεις» τους ζητούσε και τίποτα περισσότερο.
Μια επιπλέον όµως απάντηση στο παραπάνω ερώτηµα δίνει ο ίδιος ο
αφηγητής µε τη µορφή ρητορικής ερωτήσεως: «Ἀλλὰ πῶς δύναταί τις νὰ γίνῃ
ἀνὴρ χωρὶς ν' ἀγαπήσῃ δεκάκις τοὐλάχιστον καὶ δεκάκις ν' ἀπατηθῇ;» 238. Η εκ
των υστέρων ωριµότητα και η κοινή λογική µε την οποία προσεγγίζει το
ερωτικό σκίρτηµα δεν σβήνει τη νοσταλγία του, αλλά τον βοηθά να αποδεχθεί
την πραγµατικότητα239.

Βαθιά ερωτευµένος µε µια µεγαλύτερή του κοπέλα ήταν και ο γιος της
Μαχούλας, ο Μανωλάκης στη «Φαρµακολύτρια». Η επιθυµία του να
νυµφευθεί την αγαπηµένη του µεγάλη: «Ἢ θὰ τὴν πάρω, µάννα, ἢ θὰ
σκοτωθῶ»240. Η µητέρα του τον χαρακτηρίζει «ερωτοχτυπηµένο» και δεν έχει
άδικο. Ωστόσο, πέρα από την ηλικία της αγαπηµένης του, υπήρχε και ένα
άλλο µεγάλο εµπόδιο στην ευόδωση ενός γάµου: οι τέσσερις αδελφές του και
κυρίως η επιθυµία της µητέρας του να µην τον αφήσει να παντρευτεί για να
βοηθήσει εκείνες να αποκατασταθούν241. Φοβάται µάλιστα - αλλά αυτή η
εκδοχή είναι µια προβολή των δικών της προσωπικών απόψεων- ότι ο
έρωτας αυτός ήταν αποτέλεσµα µαγείας. Οι συνεχείς λειτουργίες, οι νηστείες
και το «ζώσιµο» του ναού της Αγίας Αναστασίας στα οποία κατέφυγε φαίνεται
πως έπιασαν τελικά τόπο και η νέα παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
Ο Μανωλάκης όµως ήταν πραγµατικά ερωτευµένος: «µοναχός του καὶ
θέλοντας ἔβαλε σεβντὰ µέσα του»242. Η ίδια η µητέρα του παραδέχεται τότε ότι
µετά το γάµο της αγαπηµένης του, «ἐπειδὴ ἦτον φόβος νὰ τρελαθῇ ἢ νὰ
χτικιάσῃ τὸ παιδί µου, ἀπ' τὸ κακό του, τὸν ἔταξα στὴν Παναγιὰ τὴν Κουνίστρα,
µεγάλ' ἡ χάρη της, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπ' τὴν τρέλα κι ἀπ' τὴν ἀρρώστια...
Τοῦ κόστισε πολύ, ἐπόνεσε, ἔχασε τὴν ὄρεξή του, κιτρίνισε σὰν τὸ κερί,
ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο... Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάµα της, καὶ τὸ
παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε χτίκιασε... Σ' ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του»243.

τῆς θείας της, τῆς συνταξιούχου, χήρας ἀντιπλοιάρχου τοῦ Β. στόλου, διὰ ν' ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα». (Τ.Β’,
σ.391, στ.35 και σ.392, στ.1)
238
Τ.Β’,σ.400, στ.18-19.
239
Στο διήγηµα αυτό υπάρχει µια ακόµη ερωτική αναφορά, η οποία όµως έχει σαρκική χροιά. Ο
επταετής αυτή τη φορά ήρωας φαίνεται ότι ερωτευόταν συχνά τις κόρες των κολληγισσών του παππού
του φανταζόµενος ότι «τρέχει κατόπιν αὐτῶν εἰς τοὺς ὁρµίσκους, ἐκεῖ ὅπου ἐλεύκαιναν τὰς ὀθόνας, καὶ
ὅτι κρύπτε(τ)αι µαζί των εἰς τὰ ἄντρα, τὰ πατούµενα ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀφριζούσης ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ
Βορρᾶ, ὀνειροπολῶν τὴν εὐτυχίαν εἰς τοὺς λευκοὺς καὶ γλαφυροὺς κόλπους, µὲ τὰς ὁλοβροχίνους καὶ
βυσσινόχρους τραχηλιάς, καὶ εἰς τὰς κυανόφλεβας καὶ τορνευτὰς ὠλένας µὲ τὰς µακρὰς καὶ κεντητὰς
χειρῖδάς των»(Τ.Β’, σ.382, στ.28-34). Βέβαια, η πολύ νεαρή ηλικία του ήρωα δικαιολογεί τον
ελευθεριασµό στις σκέψεις και τις επιθυµίες του, οι οποίες σίγουρα θα ήταν παιδαριώδεις. Σε αυτές τις
ηλικίες η σαρκική έλξη δεν είναι συνειδητή και έχει υψηλό βαθµό αθωότητας. Ωστόσο, δεν παύει να µας
κάνει εντύπωση η τόσο αισθησιακή περιγραφή, που εξάπτει τη φαντασία των αναγνωστών.
240
Τ.Γ’,σ.307,στ.12.
241
Βλ.Τ.Γ’σ.307, στ.14-16.
242
Τ.Γ’, σ.311, στ.20-21.
243
Τ.Γ’, σ.311, στ.23-29.
93

Από την µετέπειτα στάση του Μανωλάκη φαίνεται πως δεν «ἦρθε
τελείως στὸν ἑαυτό του». Έφυγε από το σπίτι του πηγαίνοντας όσο πιο µακριά
µπορούσε, στην Ανατολή, για να ξεχάσει την αγάπη του. Η επιλογή της
Ανατολής, σε σχέση µε τη συχνά προτιµώµενη από τους ναυτικούς ∆ύση,
ίσως λειτουργεί συµβολικά στο διήγηµα υπονοώντας την αγωνιώδη
αναζήτηση ενός νέου, πνευµατικού «φωτός» - υπό την καλή επιρροή της
αγίας Αναστασίας- εκ µέρους του συντετριµµένου ψυχικά νέου. Ενός «φωτός»
που θα αντιστάθµιζε τον έρωτά του για την αγαπηµένη του. Φαίνεται όµως
πως δεν κατάφερε εντελώς να τον ξεπεράσει γιατί, εκτός από το ότι δεν ήθελε
πια να παντρευτεί ( αφού έχασε εκείνη), υπέκυψε στον πειρασµό του αλκοόλ.
Κατά τον G. Saunier το «λιώσιµο» του Μανωλάκη στον επάνω κόσµο
«υπονοεί µε διπλό τρόπο το θάνατο του Μανωλάκη»244. Χάρη στην βοήθεια
της Παναγίας ο Μανωλάκης επανήλθε στη συνέχεια από τον «ἐν εἴδει
σωµατικό» θάνατό του, αλλά ο θάνατος της καρδιάς του ήταν µη
αναστρέψιµος. Ο έρωτάς του καταρρακώθηκε γιατί η αγαπηµένη του τον
«πρόδωσε»- πιθανόν χωρίς δική της υπαιτιότητα- νυµφευόµενη κάποιον
άλλο. Χάνοντας όµως την µοναδική αγάπη του (γιατί η αληθινή αγάπη
συνήθως έρχεται µόνο µια φορά) απαρνήθηκε τις γυναίκες εν γένει. Τη θέση
της αγαπηµένης του πήρε έτσι η θάλασσα, η «συµβολική γυναίκα και
µάνα»245 η οποία όµως δεν µπόρεσε να καλύψει το συναισθηµατικό του κενό.
Ο Μανωλάκης «ἄσπρισε» σωµατικά, αλλά και πνευµατικά και υποµένει
στωικά τη µοίρα του246 βάζοντας το καθήκον απέναντι στη µητέρα και τις
αδελφές του πάνω από την προσωπική του επίγεια ευτυχία που χάθηκε
ανεπιστρεπτί.
Αυτή η οικειοθελής παραίτησή του από το σαρκικό έρωτα έχει όµως και
µια θετική προοπτική. Την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά, η Μαχούλα
βλέπει σε όνειρο την Αγία Αναστασία να της προσφέρει ένα λευκό λουλουδάκι
για να το δώσει στο Μανωλάκη. Το λουλουδάκι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Πρόκειται για το «ἄνθος τῆς Ἐδὲµ» που συµβολίζει την παραδείσια αγνότητα,
την ουράνια ευτυχία. Υποδηλώνεται µε αυτό τον τρόπο ότι τη χαρά που
στερήθηκε στην επίγεια ζωή θα τη βρει στην ουράνια, την αιώνια ζωή. Το
ερωτικό πάθος, που προσωποποιείται ως «µαῦρο καὶκατακόκκινο πράµα»,
επιχειρεί προς στιγµήν να αρπάξει το άνθος, το ουράνιο στεφάνι της αρετής,
θέλοντας «να σπιλώσει τη λευκότητα, την αθωότητα της τρυφής του

244
Και συνεχίζει: «Η λέξη «ἔλυωσε» παρατείνοντας τη µεταφορά του κεριού , ως συµβόλου του γιου της
Μαχούλας, εννοεί από µόνη της το θάνατό του: «Σαν το κερί να λιώσει» είναι κλασική κατάρα, που
απαντά λ.χ. στα δηµοτικά τραγούδια. Κι αν ο Μανωλάκης «ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο» , εξυπακούεται
ότι κατέβηκε στον Άδη. «Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάµα της, καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε
χτίκιασε... Σ' ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του» δηλαδή πάνω απ’ όλα ξεπέρασε αυτή την κρίση,
ξαναέγινε ζωντανός, αναστήθηκε»., «Το αίνιγµα της Φαρµακολύτριας», στο βιβλίο Εωσφόρος και
Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, Άγρας, Αθήνα, 2001, σ. 38.
245
Βλ. Saunier, ό.π.,σ.38.
246
Η κ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη θεωρεί πως η ιστορία του ερωτευµένου Μανώλη φωτίζει το πάθος του
ώριµου ήρωα και προοιωνίζει το τέλος του αφηγήµατος, βλ. Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
σ, 278.
94

Παραδείσου, να σπείρει το κράτος της αµαρτίας»247. αλλά η Αγία, εκείνη που


κατά τον επίγειό της βίο στράφηκε προς τον όντως Έρωτα, το Χριστό, του
κόβει το χέρι µε ένα κλωναράκι από βάια248. Από το όνειρο αυτό καθίσταται
προφανές ότι κάθε φορά που ο άνθρωπος προχωράει ένα βήµα πλησιέστερα
στο Θεό, ο πονηρός προσπαθεί να ρίξει µέσα του το σπόρο της αµαρτίας και
να του στερήσει τη δυνατότητα να κερδίσει την αιώνια ζωή. Όµως ο Θεός δεν
τον εγκαταλείπει. κοντά σε Εκείνον πολύτιµοι αρωγοί και συµπαραστάτες
στέκονται και οι Άγιοι που στηρίζουν ποικιλοτρόπως τον δοκιµαζόµενο
άνθρωπο.
Από την άλλη πλευρά η στάση που κρατάει η µητέρα του µόνο
εγωιστική και µονόπλευρη µπορεί να χαρακτηριστεί: δεν την πειράζει που δεν
παντρεύτηκε, αντίθετα την εξυπηρετεί προκειµένου να αποκαταστήσει όλες τις
κόρες της. Παραδέχεται µάλιστα έµµεσα ότι τα αγόρια χρησιµεύουν στην
οικογένεια ως «χαµάληδες»249. Όλες εποµένως οι «αγωνιώδεις» προσπάθειές
της να αποτρέψει το γάµο του «µονάκριβου» γιου της οφειλόταν σε ιδιοτελείς
σκοπούς250 και όχι στη µέριµνα της για το καλό του. Στο διήγηµα εποµένως
βλέπουµε όχι µόνο τις δυσάρεστες συνέπειες που µπορεί να έχει για ένα νέο
ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του, αλλά και τη θυσία του για χάρη της οικογένειας
του, στοιχείο που θα ξανασυναντήσουµε στη «Μαυροµαντηλού».

1.3. Εξιδανικευµένος έρωτας

Κάποιες φορές ο έρωτας ενός άντρα για µια γυναίκα αγγίζει τα όρια του
ιδανικού. Ένας περιγραφικός ύµνος προς την ανώνυµη αγαπηµένη του
αφηγητή είναι ο πρόλογος στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια»251. Στο θεσπέσιο αυτό
πρόλογο που περιγράφει το πιο δυνατό ανθρώπινο συναίσθηµα στην
κορύφωσή του, βλέπουµε πώς ο βαθύς έρωτας µπορεί να εξιδανικεύσει το
αγαπηµένο πρόσωπο καθιστώντας το όνειρο ζωής. και πώς αυτή η µοναδική
στιγµή «χάριτος» µπορεί να νοηµατοδοτήσει ολόκληρη τη ζωή του
ερωτευµένου.

247
Βλ. π.Λ. Καµπερίδη, ό.π. σ.148. Επίσης, βλ. και την ερµηνεία που δίνει ο κ. Saunier στο λουλουδάκι,
ό.π., σ. 40-41 την οποία αντέκρουσε ο κ. Πανταζής στο « Στην Αγι- Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!»,
Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τ.3, ∆όµος, 1995, σ.54.
248
Η ενέργεια αυτή της Αγίας Αναστασίας συµβαδίζει µε τον ακόλουθο ύµνο από την Ακολουθία της:
«Σταγόνας τῶν ἰαµάτων προχέεις, ἐποµβρίαις θεϊκὼν χαρισµάτων, καὶ τῶν παθῶν ποταµοὺς
ἀναστέλλεις, καὶ βοηθεῖς τοῖς δεινῶς κινδυνεύουσιν, ἀοίδιµε Μάρτυς Χριστοῦ, Ἀναστάσεως θείας
ἐπώνυµε.», Τριώδιον, εκδ. Φως, 1987, σ.202 βλ. και τη µελέτη του κ. Πανταζή « Στην Αγι- Αναστασά, τη
Φαρµακολύτρια!», ό.π., σ. 57.
249
Βλ.Τ.Γ’,σ.312, στ.1-6.
250
Αυτό άλλωστε το παραδέχεται έµµεσα εξαρχής, βλ. Τ.Γ’, σ. 307, στ. 14-16.
251
Γενικά στην πρώτη ανάγνωση ο «πλέον ιδιόρρυθµος και µυστήριος» αυτός πρόλογος µοιάζει να
είναι ξεκοµµένος από το υπόλοιπο διήγηµα. Όταν όµως διαβάσει κανείς το κείµενο πιο προσεκτικά
διαπιστώνει ότι ο πρόλογος διαπερνά και συνέχει όλο το έργο που αποτελεί «ένα είδος Συµποσίου – µε
την πλατωνική σηµασία- » για την αγάπη, τόσο µε τις σκόρπιες κρυπτογραφικές αναφορές που
υπάρχουν, όσο και µε το κλείσιµο του διηγήµατος που προσπαθεί να «φωτίσει» κάπως την ταυτότητα
της αγαπηµένης του αφηγητή. Πρόκειται λοιπόν για ένα «κεντρικό σηµείο του έργου, µέρος της
υπόθεσης και της δράσης του», Λ. Κούσουλα, Ανθρώπους και κτὴνη…, Νεφέλη,Αθήνα, 1993, σ.59.
95

Ο αφηγητής, αφού περιπλανήθηκε για µια ολόκληρη ηµέρα µόνος του


µε µια δανεική βαρκούλα, βρέθηκε -ηθεληµένα ή άθελά του- µέσα στη νύχτα
έξω από το σπίτι της αγαπηµένης του. Τότε, ως «θείο δώρο» που
νοηµατοδότησε όλη την ταλαιπωρία της ηµέρας, πέτυχε την αιθέρια ύπαρξη
να κάθεται δίπλα στο παράθυρο, σε τέτοιο σηµείο ώστε να διαγράφεται
γλαφυρά η λυγερή µορφή της. Η περιγραφή της αγγίζει τα όρια του
εξωπραγµατικού: «θεῖος» ο λαιµός της, «θεσπεσία» η τραχηλιά της, «ἀγλαόν»
το πρόσωπό της, ξεπερνάει το ιδεώδες. Μια τέτοια εικόνα αναµενόµενο είναι
να χαρίζει στον κρυφό θαυµαστή της απέραντη αγαλλίαση και ευφροσύνη,
τέτοια που να παροµοιάζεται µε παραδείσια ευτυχία: « Ὢ ναί, ἀπήλαυσα… Τί
ἄλλο θὰ ὠνειροπολοῦσα τάχα εἰς τὸν κόσµον; Τί ἄλλο, παρὰ µίαν στιγµὴ νὰ
τὴν ἴδω;… Καὶ τώρα τὴν ἔβλεπα ἐπὶ πολλὰ λεπτά, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ ἤσαν
σταγόνες πεσοῦσαι ἀπὸ τὸ κέρασµα τῆς θείας ἀµβροσίας εἰς τὴν τρυφὴν τοῦ
παραδείσου»252. Όχι µόνο απολαµβάνει τη θέα της κρυφής αγαπηµένης, αλλά
σχεδόν γεύεται την ευτυχία σαν «θεία αµβροσία». Εκείνη, επειδή ασχολείτο
µε το εργόχειρό της, καθόταν εκεί για πολύ ώρα επιτρέποντας στον
ερωτευµένο άντρα να τη θαυµάζει από µακριά: «Ἔπαλλε γοργὰ τᾶς µακρᾶς
βελόνας της. Ὤ, µὲ αὐτᾶς µου εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν . ἀλλ’ εἶναι λίαν
προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…»253. Ο έρωτας προκαλεί αντιφατικά
συναισθήµατα στον αφηγητή: ενώ παροµοιάζεται παραπάνω µε την
παραδείσια τρυφή, προκαλεί ταυτόχρονα οδύνη στην πληγωµένη από έρωτα
καρδιά του. Η οδύνη όµως αυτή συµπλέκεται µε άφατη ηδονή µπροστά στη
θέα του αγαπηµένου προσώπου. Σταδιακά ο ανθρώπινος έρωτας
εξυψώνεται, εξαϋλώνεται και αγγίζει τα όρια του µεταφυσικού. Το µειδίαµά της
την κάνει να φαντάζει µπροστά του σαν οπτασία, σαν άνθος και επίγειο
άστρο. Της χαρίζει µάλιστα ένα πονεµένο, αλλά συνάµα ένθερµο ποίηµα:
« Τὸ σώµ’ αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ µὴ λυγίσῃ
Καὶ τὸ χαµόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ µὴ σβήσῃ.
Νὰ µὴ φανῆ τὸ κάλλος σου πὼς εἲν’ ἀπὸ τὸ χῶµα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ µ’ ἐπότισες τὸ πόµα»254.
Στο ποίηµα αυτό ο ήρωας εύχεται η αγαπηµένη του να µην πεθάνει
ποτέ, ώστε να µην αλλοιωθεί η οµορφιά και το χαµόγελό της. Όµως την ίδια
στιγµή εκείνος γεύεται το θάνατο εξαιτίας του αθεράπευτου έρωτα του.
Συνειδητοποιώντας το ανεκπλήρωτο του έρωτά του δεν µπορεί παρά να
αισθάνεται ψυχικά νεκρός, «σπάραγµα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον»255. Η
µόνη του ευτυχία είναι να την αντικρίζει από µακριά και το βράδυ εκείνο
κατόρθωσε να το επιτύχει. Αυτό του αρκεί.

252
Τ.∆’, σ.223,στ.1-4.
253
Τ.∆’, σ.223, στ.14-15.
254
Τ.∆’, σ.224, στ.1-4.
255
Τ.∆’, σ.223, στ.19.
96

Χρησιµοποιώντας ετεροχρονισµένη αφήγηση256 µας επιστρέφει λίγο


πριν τη στιγµή που την αντίκρισε περιγράφοντας µε τον πιο γλαφυρό τρόπο
την αγωνία του µέχρι «τὴν τρισολβίαν στιγµήν... Ὤ, ἂς ἔλθῃ ἡ στιγµὴ ἐκείνη·
εἶναι ἀνταξία τῶν αἰώνων· καὶ εἶτα ἂς ἔλθῃ τὸ µηδέν»257. Ο αληθινός έρωτας
ανάγεται στην αιωνιότητα και καθίσταται άξιος να πεθάνει κανείς για χάρη του.
Η «τρισολβία» στιγµή πληροί την ψυχή του ερωτευµένου σε τέτοιο βαθµό που
να αναπληρώνει ακόµη και την αξία της ίδιας του της ζωής258 . να δίνει
ύπαρξη στο ίδιο το «µηδέν» . να καθίσταται ακτίνα αναµνήσεως στο «χάος».
Πώς λοιπόν να µην αξίζει να ερωτευθεί κανείς, όταν χάρη στον έρωτα µπορεί
να βιώσει τέτοια βαθιά συναισθήµατα;
Αν και στο υπόλοιπο διήγηµα δεν αναφέρεται το γεγονός,
προσδίδοντας στον πρόλογο αυτό ένα ιδιαίτερο µυστήριο, ωστόσο το ερωτικό
συναίσθηµα «προδίδεται» κατά τη διάρκεια της αφήγησης σε δύο µικρές
παραγράφους και στα υπονοούµενα του Σταµάτη. Ας δούµε πρώτα τις δύο
παραγράφους: Στην πρώτη, η απόφαση του αφηγητή να µπει στη βαρκούλα
µε δύο γνωστούς του, πατέρα και γιο, οφείλεται στην επιθυµία του να
«πλεύσει µὲ τοὺς λογισµούς του , µὲ τὸ πάθος του». Ένα πάθος που θα τον
οδηγήσει το ίδιο βράδυ έξω από το παράθυρο της αγαπηµένης του και το
οποίο δεν επιθυµεί να κοινοποιήσει σε κανέναν προτιµώντας να «ἐντρυφήσει
εἰς τὴν λύπην του». µια λύπη που οφείλεται στο ανέφικτο της
πραγµατοποίησης της επιθυµίας του259. Στη δεύτερη, αφού ο αφηγητής
«διώξει» ευγενικά τους δύο συµπλέοντας του, αισθάνεται κρυφή ανακούφιση
γιατί θα µείνει µόνος του στη βαρκούλα. Και ερµηνεύει την επιθυµία του αυτή:
«Ὅταν ἔχῃ τις πληγήν, βαθεῖαν, κρυφήν, εἰς τὴν θάλασσαν πρέπει νὰ πλέῃ,
µόνος, ὁλοµόναχος»260. Η «βαθεῖα» αυτή πληγή αποκτά περιεχόµενο υπό το
φως του προλόγου.
Όταν µετά τη θαλασσινή του περιπέτεια τον βρίσκει και τον περιθάλπει
ο φίλος του, ο Σταµάτης ο Αταίριαστος, µεταξύ σοβαρού και αστείου τον
συµβουλεύει να µην εµπιστεύεται τη θάλασσα, τις βάρκες που µπάζουν νερά
και τις γυναίκες261. Και στη συνέχεια τον προτρέπει «Ὤ, µὴν ἔχῃς πίστιν εἰς τὶς
ἀγάπες!»262. Αυτός ο υπαινιγµός του Σταµάτη υποδηλώνει πως υποψιάζεται
ότι το «ναυάγιο» του αφηγητή οφείλεται σε κάποιο ερωτικό σαράκι που τον
256
Για την ιδιαιτερότητα αυτή του προλόγου, όπου η τρίτη παράγραφος προηγείται χρονικά της πρώτης
βλ. Λ.Κούσουλα, Ανθρώπους και κτὴνη…,ό.π, σ.64.
257
Τ.∆’, σ.224, στ.20-21.
258
Περιγράφοντας την πραγµατική ερωτική διαδικασία, ο π. Φ. Φάρος επισηµαίνει αυτήν ακριβώς την
αναγωγική λειτουργία που επιτελεί ο αληθής έρωτας: απώτερος σκοπός του είναι η αναγωγή από την
επίγεια ή ανθρώπινη οµορφιά προς το απόλυτο κάλλος. «Η ερωτική διάθεση αποβλέπει στη θέα αυτού
του απόλυτου κάλλους. Του άδολου, του καθαρού, του αµιγούς, που δεν είναι αναµεµειγµένο µε σάρκες
και χρώµατα και κάθε άλλη µαταιότητα θνητή»(Ἔρωτος φύσις,ό.π., σ. 68). Κατά συνέπεια και ο
αφηγητής στο συγκεκριµένο διήγηµα αναγόµενος µυστικά δια της θέασης της αγαπηµένης του στο
απόλυτο κάλλος αισθάνεται τέτοια πληρότητα που χάνει το ενδιαφέρον του για την επίγεια ζωή.
259
Βλ. Τ.∆’, σ.227, στ. 22-25.
260
Τ.∆’, σ.231, στ.31-32.
261
Ο Σταµάτης είναι υπέρµαχος του γνωστού ρητού: «πῦρ, γυνή και θάλασσα» το οποίο υποστηρίζει
κατά την αφήγηση των προσωπικών του ερωτικών περιπετειών.
262
Τ.∆’, σ.242, στ.1-2. Για τη διαφορετική σηµασία της µιας και µοναδικής αγάπης που φαίνεται να έχει
ο αφηγητής και της κατακερµατισµένης, αλλοιωµένης «αγάπης» που γνώρισε ο φίλος του Σταµάτης θα
µιλήσουµε σε επόµενη ενότητα.
97

ταλαιπωρεί. Στον επίλογο µάλιστα του κειµένου κάνει µια προσπάθεια να


προσδιορίσει την ταυτότητα της ανώνυµης αγαπηµένης. Την ονοµάζει
Περµαχούλα, κάτι που αρνείται «µετά δυσφορίας» ο αφηγητής263. Η άρνησή
του αυτή φέρνει σε δύσκολη θέση το Σταµάτη, που αρκείται στο να
επαναλάβει παλαιούς «ρωµαντικούς» στίχους του αφηγητή για να
«επαναφέρει» τη µνήµη του. Εκείνος όµως έχει θάψει τόσο βαθιά τα
αισθήµατά του, εν είδει ενός αµυντικού ψυχολογικού µηχανισµού, ώστε µόνο
όταν είναι µόνος του µπορεί να τα θυµάται. Σαν να ξυπνά η καρδιά του
αποκλειστικά τις ώρες της µοναξιάς. Όταν βρίσκεται µαζί µε φίλους ή εντός
κόσµου δεν µπορεί καν να θυµηθεί εκείνη
«ποὺ θάµπωσε τὸν ἥλιο,
ποὺ (την) ἐζήλεψ' ἡ αὐγή·
σπέρµα οὐράνιο, ριχµένο,
ποὺ (την) ἐβλάστησε στὴ γῆ...»264.
Από την άλλη πλευρά, το να ξεχάσει εντελώς τα ποιήµατα που έγραψε
δεν φαίνεται και πολύ πειστικό. Αν η στάση του αυτή δεν οφείλεται σε
υπερβάλλουσα συστολή, ίσως να συµβαίνει το εξής: ο αφηγητής θεωρεί ότι
αυτοί οι συνηθισµένοι ροµαντικοί στίχοι υπολείπονται κατά πολύ των
αληθινών και βαθέων αισθηµάτων που έχει για την αγαπηµένη του. Ακόµη και
αν τους έγραψε ο ίδιος σε κάποια παλαιότερη στιγµή, όπως λέει ο Σταµάτης,
τους θεωρεί κατώτερους της παρούσης αισθηµατικής του κατάστασης και για
αυτό αποποιείται την πατρότητά τους265.

263
Το όνοµα Περµαχούλα µας θυµίζει τη ξαδέρφη του αφηγητή Μαχούλα, που συναντήσαµε στη
‘’Φαρµακολύτρια’’ και στο ‘’Αµαρτίας φάντασµα’’. Ο G. Saunier θεωρεί πως και στις τρεις περιπτώσεις
πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, βλ. Εωσφόρος και Άβυσσος, ό.π., σ.48.
264
Τ.∆’, σ. 289, στ.23-26.
265
Για αυτό και δεν συµµεριζόµαστε την άποψη της Μ. Θεοδοσοπούλου ότι η στάση αυτή του ήρωα
είναι ενδεικτική ενός τυπικού, «ροµαντικού» έρωτα που «αρκ(είται) στα ελάχιστα και καταναλών(εται)
σε πεισιθάνατους στίχους», Μετ΄έρωτος και στοργής, Νεφέλη, Αθήνα, 2001, σ.68. Όπως είδαµε
παραπάνω στις λεπτοµέρειες του προλόγου, αλλά και σε επιµέρους σηµεία του διηγήµατος, ο έρωτας
του αφηγητή ξεπερνάει κατά πολύ τους «συνήθεις» ροµαντικούς έρωτες.
98

2. Έρωτας και αµαρτία

Το αµείλικτο ερώτηµα «πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁµαρτίας;»266 απασχολεί


εις βάθος τον Παπαδιαµάντη στα έργα του. Όπως µας βοηθάει να
διαπιστώσουµε µέσα από τα πάθη και τα λάθη των ηρώων του, η βάση του
προβλήµατος βρίσκεται στην ανθρώπινη φιλαυτία267 και στα παράγωγα αυτής
πάθη: τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία. «Ρίζαι δὲ τούτων πάντων
τῶν παθῶν, καὶ ὡς ἂν εἴποι τὶς πρωταίτιαι, φιληδονία, φιλοδοξία καὶ
φιλαργυρία, ἀφ’ ὧν ἀποτίκτεται πᾶν κακόν. οὒχ ἁµαρτάνει δὲ ὁ ἄνθρωπος
οὐδεµίαν ἁµαρτίαν, εἰ µὴ πρότερον οἱ κραταιοὶ οὗτοι γίγαντες, καθὼς φησιν ὁ
ἐν ἀσκηταὶς σοφώτατος Μάρκος, περιγένωνται καὶ κατακυριεύσωσιν. (…)
Πρωταίτιος δὲ τούτων ἁπάντων καὶ οἷα µήτηρ κακίστη, ὡς προείρηται , ἡ
φιλαυτία…»268. Σχεδόν όλοι οι ήρωες που αµαρτάνουν υπόκεινται
τουλάχιστον σε ένα από τα πάθη αυτά, τα οποία διακλαδώνονται σε
πολυάριθµα επιµέρους πάθη. Έτσι βιώνουν καθηµερινά τη σύγχυση της
σχέσεώς τους µε τον Θεό, τον συνάνθρωπο και την κτίση ως αποτέλεσµα της
αµαρτίας τους. Η λύτρωση επέρχεται µόνο µε την αναγνώριση του πάθους
που έχει κυριεύσει τη ψυχή του πάσχοντος, την εσωτερική συντριβή και τη
µετάνοια. Ο δρόµος της επιστροφής ανηφορικός και αιµοσταγής. τα
σκαµπανεβάσµατα συνεχή. Κάποιες φορές µάλιστα φαίνεται πως χάνεται η
ελπίδα, όµως ο αγώνας συνεχίζεται ως το τέλος.

2.1. Καταδίκη του σαρκικού έρωτα

Η θεωρητική καταδίκη του σαρκικού έρωτα απαντά στη


«Γυφτοπούλα». Στο ΙΒ’ κεφάλαιο «Μαθήµατα συλλαβισµοῦ» η αδελφή
Καρµήλη παρουσιάζει το σαρκικό έρωτα µε τα πιο ζοφερά χρώµατα. Με
περισσή σεµνοτυφία προσπαθεί να αποτρέψει την ανίδεη σε τέτοια ζητήµατα
Αϊµά από τις ακάθαρτες επιθυµίες, τις µολυσµένες φαντασίες και τα πάθη:
«Μὴ σχηµατίσης ἴνδαλµα σατανικοῦ ἔρωτος καὶ παχυλὴν εἰκόνα γεώδους καὶ
ἐνύλου πάθους ἐντὸς τῆς φαντασίας σου. Μὴ γαργαλισθῆς ὑπὸ σαρκικοῦ
ἐρεθισµοῦ, διότι τάχιστα θὰ πέσης εἰς τὴν ἁµαρτίαν. Ἡ φαντασία γεννᾶ τὴν
ἐπιθυµίαν, καὶ ἡ ἐπιθυµία τὴν ἔµπρακτον πείραν τῆς ἁµαρτίας»269. Πρόκειται
για την πορεία από την «προσβολή» προς τη διάπραξη της αµαρτίας: «Ἔστιν
πρῶτον προσβολή. δεύτερον συνδυασµός, ἤγουν ἀναµὶξ γινόµενοι οἱ ἠµῶν καὶ
τῶν πονηρῶν δαιµόνων λογισµοί. τρίτον συγκατάθεσις, πὼς δεῖ γενέσθαι
µεταξὺ τῶν ἀµφοτέρων λογισµῶν βουλευοµένων κακῶς. τέταρτον δὲ ἐστὶν ἡ

266
«Ἁµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.11.
267
Στη φιλαυτία και τον εγωκεντρισµό ως τη µεγαλύτερη αµαρτία που επιφέρει βαριά τιµωρία
αναφέρεται και ο π. Φ. Φάρος. Όπως επισηµαίνει, ενώ ο Κύριος κρατούσε µια σχετικά ήπια στάση
απέναντι στα σαρκικά ή άλλα βαριά αµαρτήµατα, είναι ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στους φίλαυτους
ανθρώπους, όπως µας φανερώνει επί παραδείγµατι η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού
Λαζάρου. Βλ. π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990, σ. 204-205.
268
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελῆς και θαυµάσιος», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.233, στ.24-31.
269
Τ.Α’,σ.567, στ. 11-15.
99

αἰσθητὴ πράξις, ἤγουν ἡ ἁµαρτία»270. Καταφεύγει µάλιστα σε µια καταµέτρηση


των ειδών της αµαρτίας που µόνο έκπληξη και απορία προκαλούν στην Αϊµά.
Πράγµατι, η Αϊµά, ως αθώα και αµέτοχη των σαρκικών παθών δεν
καταλαβαίνει τίποτα από τις νουθεσίες της αδελφής Καρµήλης. Ωστόσο, την
ευχαριστεί και της υπόσχεται ότι θα τις ακολουθήσει. Λίγο πριν αποχωρήσει
της δίνει µια ακόµη χρήσιµη συµβουλή: «Μὴ λησµονήσης νὰ εἴπης τὴν
π ρ ο σ ε υ χ ή ν σου πρὶν νὰ κοιµηθῆς. Ἡ νῦξ εἶναι τὸ µέγα κράτος τῆς
ἁµαρτίας, εἶναι ἡ κονίστρα τοῦ πονηροῦ δαίµονος. Οἱ πονηροὶ λογισµοὶ
ἐνδύονται σχῆµα ἑλκυστικῶν ὀνείρων καὶ παρουσιάζονται καθ’ ὕπνον εἰς τὴν
ἄκρατη νεότητα , ψιθυρίζοντες εἰς τὰ ὦτα αὐτῆς λόγους διεγερτικοὺς πρὸς τὴν
φιληδονίαν. Κλεῖσον τοὺς ὀφθαλµούς σου εἰς τᾶς ἀπατηλᾶς ὄψεις, κλεῖσον τὰ
ὦτα σου εἰς τοὺς ἀκολάστους ψιθυρισµούς»271. Η προτροπή αυτή, αν και
λέγεται µηχανικά, είναι υψίστης σηµασίας για την περίπτωση της Αϊµάς που
ταλαιπωρείται συνεχώς χωρίς µάλιστα να γνωρίζει την αιτία. Και αυτό γιατί,
σύµφωνα µε την πατερική παράδοση, η προσευχή αποτελεί µέγιστη βοήθεια
όταν βιώνουµε δυσκολίες και πειρασµούς, τόσο εκούσιους όσο και ακούσιους.
Επιπλέον, η προσευχή αποτελεί σηµαντική ασπίδα προστασίας απέναντι
στους πονηρούς λογισµούς που εισβάλλουν ευκολότερα στο νου µέσω του
ύπνου και των ονείρων. Την πολύτιµη αρωγή της ψυχωφελούς προσευχής σε
δύσκολες περιόδους της ζωής µας επισηµαίνει και ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής :
«Εἰ βούλει ἐπαινετῶς προσεύχεσθαι, ἄρνησαι σεαυτὸν κάθ΄ὥραν, καὶ
πάµπολα δεινὰ πάσχων (ὅπως στὸ µυθιστόρηµα ἡ Ἀϊµά), ὑπὲρ προσευχῆς
φιλοσόφει»272. Πράγµατι, η προσευχή λειτουργεί ως «καταφύγιον βοηθείας καὶ
πηγή σωτηρίας, καὶ θησαυρὸς πεποιθήσεως (…) φῶς τοῖς ἐν σκότει, καὶ
στήριγµα τῶν ἀσθενῶν, καὶ σκέπη ἐν καιρῷ τῶν πειρασµῶν…» 273. Ως τέτοιο
καταφύγιο βοηθείας η προσευχή µπορεί να προσφέρει πολύτιµο στήριγµα
στην κατατρεγµένη Αϊµά. Όπως και σε κάθε είδους δυσµενή κατάσταση, η
προσφυγή, µέσω της προσευχής, στην άµεση επικοινωνία και αναζήτηση
βοήθειας από το Θεό µπορεί να ενισχύσει τον διωκόµενο και ταλαιπωρηµένο
άνθρωπο.
Πέραν αυτού το απόσπασµα αυτό γίνεται κατανοητό µέσα στα πλαίσια
της παπαδιαµαντικής ειρωνείας274. Είναι προφανής η επιθυµία του
Παπαδιαµάντη να ειρωνευτεί τον καθολικό κλήρο που ανέκαθεν

270
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µς’. Ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή,
συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία, συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις βλ. «Λόγος Ψυχωφελής και
θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235, στ.14-29.
271
Τ.Α’, σ.568, στ.10-16.
272
«Λόγος περὶ προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.178, ιη’.
273
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος Ζ’, σ. 328, στ. 30-33.
274
Όπως γράφει και ο ∆. Γιανναράς, «το καυστικό χιούµορ του Παπαδιαµάντη είναι εδώ εύκολα
αντιληπτό από τον έµπειρο αναγνώστη. Οι άκαιρες και αποστηθισµένες φράσεις των Γραφών
επαναλαµβάνονται µνηµονικά, αυτοαναφορικά, ως ‘’ψηφιδωτόν ἐκ τεµαχίων διδαχῶν’’ και όπως ήταν
φυσικό ‘’ἡ Ἀϊµὰ οὐδὲ λέξιν ἐνόει ἐκ τῶν λεγοµένων ὑπὸ τῆς ἀδελφῆς Καρµήλης ‘’. (1.566) Τα δε λατινικά,
αυτά « τα διφορούµενα και υποκριτικά» τα βάζει ο Παπαδιαµάντης σε εκπρόσωπο της (καθολικής)
Εκκλησίας, µια µοναχή που τα λέει αυθόρµητα όχι από φόβο και τα λέει ως χρήσιµα στην έγκλειστη
Αϊµά, που όµως δεν ταλανίζεται από τα κρίµατα που της επισηµαίνει», ∆. Γιανναρά, «Το καθολικό και το
ορθόδοξο µυθιστόρηµα», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, Τ. Α’ , σ.69.
100

παρουσιάζεται πολύ αυστηρός και άκαµπτος απέναντι στα ανθρώπινα


αµαρτήµατα προσεγγίζοντάς τα δικανικά και µένοντας προσκολληµένος σε
µια ψεύτικη και στείρα ηθική275. Ταυτόχρονα όµως προβάλλεται η
σωτηριώδης λειτουργία της προσευχής απέναντι σε κάθε πειρασµό και κάθε
δεινό.

2.2. Εµπαθής- παράνοµος έρωτας

Ο κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός έρωτας αυτού του είδους είναι ο


έρωτας του Μάρκου Σανούτου και της Αυγούστας στους «Ἐµπόρους τῶν
Ἐθνῶν». Σε αυτό το παράνοµο ζεύγος απαντά όλη η αντιφατικότητα των
αισθηµάτων που µπορεί να βιώσει ένα ζευγάρι: θαυµασµός, ροµαντισµός,
λαγνεία, πόθος, πάθος, ανταγωνισµός, ζηλοτυπία, απογοήτευση, εξάρτηση.
Ας δούµε όµως την πορεία του αµαρτωλού αυτού έρωτα από την αρχή έως το
τραγικό του τέλος.
Έως τη σηµαδιακή εκείνη νύχτα που γνώρισε το Σανούτο, η ατυχής
Αυγούστα ήταν µια γυναίκα «ὡραία καὶ ἀθώα ὡς περιστερά, (…) τὸ σέµνωµα
τῆς οἰκίας»276. Η νεαρή οικοδέσποινα διαθέτει µια πληθώρα αρετών:
συνδυάζει µια εντυπωσιακή, αιθέρια οµορφιά277 και µια καλή ψυχή όντας
συνετή, τρυφερή, φιλόξενη και φιλάνθρωπη278. Μεταξύ άλλων «ἠγάπα τὸν
σύζυγό της καὶ ἔτρεφε βαθείαν στοργὴν πρὸς τὴν ὡραίαν νῆσον»279, τη Νάξο.
Τη µοιραία όµως νύχτα που ήρθε ο Μάρκος Σανούτος ως φιλοξενούµενος του
συζύγου της συνέβη το γεγονός που άλλαξε τη ζωή των δυο πρωταγωνιστών:
ο σαρκικός πειρασµός «προσέβαλε» την καρδιά του Σανούτου αµέσως µόλις
την είδε και η συνάντηση τους στον πύργο του κόµη Πραγότση στάθηκε
καθοριστική. …
….Ωστόσο, και η αθώα έως τότε Αυγούστα δεν µένει αλώβητη µπροστά
στα βέλη του πειρασµού. Από εκείνη τη στιγµή και µετά «ἔµεινε σύννους καὶ
σκυθρωπὴ», ένδειξη εσωτερικής αναστάτωσης και αναµόχλευσης της
συνάντησης µε τον γοητευτικό ξένο280. Από τη µια εκφράζει στο σύζυγό της
την αντιπάθειά της προς τον φιλοξενούµενο τους κι από την άλλη καλεί την
ηγουµένη Φηλικίτη και της εξοµολογείται το γεγονός. Παραδέχεται ότι ο
275
Οι ορθόδοξοι Πατέρες αναφέρονται εκτενώς στα σαρκικά πάθη , τα οποία και στη δική µας εκκλησία
λογίζονται ανάµεσα στα σοβαρά αµαρτήµατα. Ωστόσο, δεν µένουν σε µια στείρα ηθικολογία ή σε µια
δικανική αντιµετώπισή τους, αλλά τα βλέπουν ως α σ θ έ ν ε ι ε ς και προτείνουν τρόπους
θ ε ρ α π ε ί α ς αυτών των παθών µέσω της καλλιέργειας των αρετών: «Τῶν παθῶν, τὰ µὲν ἔστι
. .
σωµατικά, τὰ δὲ ψυχικὰ καὶ τὰ µὲν σωµατικά, ἐκ τοῦ σώµατος ἔχει τάς ἀφορµάς τὰ δὲ ψυχικά, ἐκ τῶν
ἔξωθεν πραγµάτων. Ἀµφότερα δὲ περικόπτει ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, ἡ µὲν τὰ ψυχικά, ἡ δὲ τὰ σωµατικὰ»,
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.9, Νο.ξδ’.
Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός τονίζει ότι τα σαρκικά πάθη, που ανήκουν στα πάθη του
επιθυµητικού µέρους της ψυχής, θεραπεύονται µε «νηστείαν, ἐγκράτειαν, κακοπάθειαν, ἀκτηµοσύνην,
πρὸς πένητας σκορπισµὸν τῶν χρηµάτων, ἔφεσιν τῶν µελλόντων ἐκείνων ἀθανάτων ἀγαθῶν, ὄρεξιν τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ…», «Λόγος ψυχωφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235, στ. 3-5.
276
Τ.Α’, σ.137, στ.18.
277
Βλ. την εξωτερική της περιγραφή Τ.Α’, σ.150, στ.12-16.
278
Τ.Α’, σ.137,στ.17-27 και σ. 298, στ.25-27.
279
Τ.Α’, σ.138,στ.33-34.
280
Τ.Α’, σ.158, στ.1-2.
101

άνθρωπος αυτός είναι «ἀρκετὰ ὡραῖος» και προβληµατίζεται για το αν πρέπει


να αναφέρει τη συνάντησή τους στο σύζυγό της. Και τότε έχουµε την
προφητική πρόρρηση της ηγουµένης Φηλικίτης: «∆ὲν ἀµφιβάλλω ὅτι ὁ ξένος
ἔβαλε διαβολικὸν ἔρωτα διὰ σὲ, κόρη µου . Ἀλλὰ φοβοῦµαι προσέτι µήπως καὶ
σὺ εἰσέλθῃς εἰς πειρασµὸν καὶ σχηµατίσῃς συνδυασµὸν ἁµαρτίας»281. Της
υπενθυµίζει ότι την κύρια ευθύνη της επιλογής πορείας την έχει η ίδια. Αν
επιτρέψει στον πειρασµό να εισβάλλει µέσω της «ωραίας» εικόνας- φαντασίας
του ξένου και δεν τον αποτρέψει τώρα που βρίσκεται ακόµη στο στάδιο της
προσβολής, τότε θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγει το συνδυασµό των
δικών της αµαρτωλών λογισµών και του «διαβολικού» έρωτα που θα
οδηγήσει στην συγκατάθεσή της για την έµπρακτη αµαρτία. Το απόσπασµα
αυτό έχει ισχυρές νηπτικές καταβολές: όπως επισηµαίνει και ο άγιος Ησύχιος,
ο πονηρός χρησιµοποιεί τη φαντασία και όµορφες εξωτερικές εικόνες
προκειµένου να «προσβάλλει» την κατά βάση αθώα ανθρώπινη ψυχή και να
την οδηγήσει στη συγκατάθεση προς την αµαρτία. Επειδή δηλαδή η ψυχή έχει
δηµιουργηθεί απλή και αγαθή από το Θεό, «ἥδεται ταῖς προσβολαῖς τοῦ
διαβόλου ταῖς φανταστικαῖς. καὶ ἀπατωµένη προστρέχει , ὡς καλῷ, τῷ χείρονι,
ὡς ἡ περιστερὰ τῷ ἐπιβούλῳ τῶν ἑαυτῆς τέκνων. καὶ οὕτω µειγνύει τοὺς
ἑαυτῆς λογισµοὺς τῇ φαντασίᾳ τῆς δαιµονιώδους προσβολῆς. εἰ τύχοι γυναικὸς
εὐµόρφου πρόσωπον (στην περίπτωση τῆς Αὐγούστας ἀφορµὴ στάθηκε ἡ
ὄµορφη ἐξωτερικὴ ἐµφάνιση τοῦ Σανούτου) ἣ ἄλλο τι παρὰ τῶν ἐντολῶν τοῦ
Χριστοῦ πάµπαν ἀπηγορευµένον. βούλεται ὥσπερ µεθοδεῦσαι τοῦ εἰς ἔργον
ἀγαγεῖν τὸ ὀφθὲν αὐτῇ ὡραῖον. καὶ τότε εἰς συγκατάθεσιν ἐλθοῦσα, εἰς ἔργον
λοιπὸν ἄγει διὰ τοῦ σώµατος τὸ ὀφθὲν αὐτῇ ἀνόµηµα κατὰ διάνοιαν, εἰς ἑαυτῆς
κατάκρισιν»282.
Στη συνέχεια, στην προσπάθεια της να τη νουθετήσει και να την
αποτρέψει από µια πιθανή πτώση, η Φηλικήτη στηρίζεται στη διδασκαλία του
οσίου Εφραίµ του Σύρου283 για το σαρκικό έρωτα: «Εἶναι καλόν, ἐνῶ
περιπατοῦµεν, νὰ προσέχωµεν µὴ πέσωµεν. Ἐξ’ ὅλων τῶν παθῶν ὁ σαρκικὸς
ἔρως εἶναι τὸ τυραννικώτατον(…) Καὶ ἐξ ὅλων τῶν καρπῶν ὁ µόνος, ὅστις δὲν
χρῄζει οὔτε καιροῦ οὔτε ὥρας διὰ νὰ ὡριµάσῃ, εἶναι ὁ σατανικὸς ἔρως, τέκνον
µου. Οἱ ἄλλοι καρποὶ ὡριµάζουν ἐν ὥρᾳ καὶ χρόνῳ. Καὶ εἶναι ὡσαύτως ὁ
µόνος καρπός, ὅστις δὲν ἔχει ἀνάγκην οὐδὲ τῆς θερµότητος τοῦ ἡλίου, ἀλλ'
ἀναπτύσσει θερµότητα ἀφ' ἑαυτοῦ(…)Ὅστις δὲν προσέχει, παραπατεῖ284, ὅστις

281
Τ.Α’, σ.159, στ.33-35. Η Φηλικίτη είναι ένας αµφιλεγόµενος χαρακτήρας του µυθιστορήµατος. Ενώ
στο σηµείο αυτό της δίνει σωστές συµβουλές, προς το τέλος του διηγήµατος την βλέπουµε να
«συνωµοτεί» µε το Σανούτο συνεπικουρώντας την επανένωσή του µε την Αυγούστα. Η θέση που
κρατάει συνοψίζεται εξαιρετικά στα µετέπειτα λόγια του συγγραφέα: «Ἡ Φηλικίτη τὸν ὑπηρέτησεν, ὅσον
ἠδύνατο καὶ προσηνέχθη διπλωµατικωτάτη καὶ πρὸς τὸν Σανοῦτον καὶ πρὸς τὴν Αὐγούσταν.», Τ.Α’,
σ.303, στ.20-22.
282
«Προς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µγ’.
283
Εδώ πρόκειται για παπαδιαµαντικό «δάκτυλον» µια και η καθολική ηγουµένη Φηλικήτη θα
προτιµούσε µάλλον ένα δυτικό πατέρα.
284
Όπως ακριβώς δεν πρόσεξε ως έπρεπε και η Αυγούστα µε τις µετέπειτα οδυνηρές συνέπειες.
102

ὑπερηφανεύεται, προσκρούει» 285 .Τη στενή σύνδεση του σαρκικού έρωτα µε


τη φωτιά και την εσωτερική σύγχιση που προκαλεί επισηµαίνει ο Άγιος
Γρηγόριος ο Σιναϊτης: «Ὡς πῦρ µὲν πολλάκις καὶ ὡς ἄνθρακες, οἱ τῆς ἡδονῆς
προσέρχονται δαίµονες. Τὰ φιλήδονα γὰρ πνεύµατα, τὸ µὲν ἐπιθυµητικὸν
ἐκκαίουσι, τὸ δὲ διανοητικὸν συγχέοντες, σκοτίζουσι τῆς ψυχῆς. Καύσεως γάρ,
ταραχῆς καὶ σκότους αἱτία, ἡ κυρίως τῶν παθῶν ἡδονή»286.
Ενώ όµως η Αυγούστα της υπόσχεται ότι θα φυλαχθεί µε όλες της τις
δυνάµεις κατά του πειρασµού, όταν τους προσκάλεσε ο Σανούτος στη γαλέρα
του, δήθεν για να τους αποχαιρετήσει, εκείνη «ἐδέχθη προθύµως» την
πρόσκληση287. Αυτή η ιδιόµορφη προθυµία µαρτυρά ότι υποσυνείδητα είχε
φτάσει λίγο πρίν από το στάδιο της συγκατάθεσης όσο κι αν εξωτερικά
προσπαθούσε να απωθήσει τον πειρασµό. Μόνο όταν άρχισε να βλέπει το
σύζυγό της να πίνει ανεξέλεγκτα, απέκτησε ένα «σκιερὸν τί καὶ λυκαυγὲς
προαίσθηµα ἐν τῇ καρδίᾳ»288 και θυµήθηκε τις συµβουλές της αδελφής
Φηλικίτης. Ήταν όµως πια αργά.
Το πάθος του Σανούτου για την Αυγούστα ήταν εξαρχής καθαρά
σαρκικό έως δαιµονικό289. Λόγω µάλιστα του χαρακτήρα του και της
υπερβολικής υπερηφάνειας και εγωπάθειας του290 ξεπερνάει γρήγορα τους
ενδοιασµούς και τις τύψεις συνειδήσεως που είχε λίγο πρίν απαγάγει την
Αυγούστα αφήνοντας το σύζυγό της µόνο του στην παραλία. Πιέζει µάλιστα
τον εαυτό του να προχωρήσει στο ανόσιο σχέδιό του π ρ ι ν π ρ ο λ ά β ε ι
ν α µ ε τ α ν ο ή σ ε ι , ένδειξη της οικειοθελούς υποταγής του στα δαιµόνια της
πορνείας και της υπερηφανείας που απωθούν κάθε σκέψη µετανοίας 291. Ο
έρωτάς του είναι εξαρχής επιφανειακός και ψεύτικος. Για αυτό και υποτάσσει
εύκολα την -ούτως ή άλλως- νωθρή συνείδησή του στην αµαρτωλή επιθυµία
του χωρίς να διαθέτει ίχνος αληθινού ενδιαφέροντος για τη γυναίκα αυτή της

285
Όπως υπερηφανεύεται κατά τη διάρκεια του µυθιστορήµατος ο αλαζονικός Σανούτος και
κατακρηµνίζεται στο τέλος από τον Μιρχάν στους θαλασσοδαρµένους βράχους (Τ.Α’, σ.159, στ. 38
σ.160, και στ.4- 8).
286
«Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος πάνυ ὠφέλιµα», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 41, Νο.οβ’.
287
Τ.Α’ , σ.169, στ.19. Εδώ ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής θα τη νουθετούσε µε τα εξής λόγια : « Μὴ λέγε,
ὅτι οὐ θέλω, καὶ ἔρχεται (ἔνν.ὁ πειρασµός). Πάντως γὰρ κὰν µὴ αὐτό, τᾶς δὲ αἰτίας ἀγαπᾶς τοῦ
πράγµατος» («Περί Νόµου πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία Τ.Α’, ,σ. 104, Νο. ρµβ’). Φαίνεται δηλαδή πως η
Αυγούστα, παρά την εξωτερική προσπάθειά της να αποφύγει τον πειρασµό, κολακεύτηκε εσωτερικά
από το ερωτικό ενδιαφέρον του Σανούτου που ικανοποιούσε τη γυναικεία της φιλαυτία.
288
Τ.Α’, σ.172, στ.15.
289
Ο ίδιος περιγράφεται κατά την πρώτη του εµφάνιση ως «ὡς δαίµων ἐκ τοῦ ᾍδου» (Τ.Α’, σ.143,
στ.22), ενώ πριν την απαγωγή της Αυγούστας διερωτάται µήπως έχει µεταµορφωθεί σε «θηρίον» ( Τ.Α’,
σ.175, στ. 14). Η ίδια η Αυγούστα άλλωστε του αποδίδει εωσφορικό χαρακτήρα: « Εἶχέ τι λίαν ἐπιβάλλον
καὶ ἑωσφορικόν, ὅπερ µὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν ἐντελῶς τὴν συνείδησίν µου» (Τ.Α’, σ.227, στ.19-
21).
290
Η εγωκεντρική αυτή συσπείρωση του Σανούτου γύρω από τον εαυτό του και τις αυτονοµηµένες
επιθυµίες του είναι µια από τις βασικές αιτίες που τον οδήγησαν στην κλοπή της Αυγούστας, την οποία
προσεγγίζει ως αντικείµενο ικανοποίησης των ατοµικών του επιθυµιών. Για αυτό και σε όλη σχεδόν τη
διάρκεια του µυθιστορήµατος δεν τον βλέπουµε να εκφράζει κάποιο είδος αγάπης για εκείνη µιας και ο
εγκλωβισµός του στον εαυτό του είναι τόσο έντονος που υπονοµεύει την ανάπτυξη οποιουδήποτε
είδους αγαπητικού δεσµού. Για τις οδυνηρές συνέπειες του εγωκεντρισµού στις προσωπικές σχέσεις
των ανθρώπων βλ. Σ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: Ο σκοπός της
διαφυλικής αγωγής, εκδόσεις Αρµός,Αθήνα, 2001, σ.27.
291
Βλ.Τ.Α’ , σ.174, στ.30-35 και σ.175, στ.1-26.
103

οποίας τη ζωή πρόκειται να ανατρέψει οριστικά292. Όπως γράφει και ο Άγιος


∆ιάδοχος, επίσκοπος Φωτικής «οὐδεὶς δύναται ἀγαπᾶν ἢ πιστεύειν γνησίως,
εἰ µὴ αὐτὸν ἑαυτοῦ ἔχῃ κατήγορον293(…) Ἐὰν δὲ τῇ τοῦ κόσµου ἐµµείνῃ
διαθέσει, εἰ µὲν τί (…)πολλῆς ἄξιον διαπράξοιτο τιµωρίας294, τοῦτο ἤρεµα
αἰσθάνεται. τῶν δὲ ἄλλων πταισµάτων οὐδὲν ἐπισηµήνασθαι δύναται, ἀλλὰ καὶ
ὡς κατορθώµατα αὐτὰ πολλάκις ἡγεῖται. διο καὶ ὑπὲρ αὐτῶν θερµῶς
λογοποιούµενη ἡ ἀθλία οὐκ αἰσχύνεται»295.
Οκτώ χρόνια αργότερα τον ξανασυναντούµε στη Βενετία µελαγχολικό
και στεναχωρηµένο. Αν και ο ίδιος δεν παραδέχεται ότι η αιτία της
µελαγχολίας του είναι η εγκατάλειψή του από την Αυγούστα, ωστόσο έχει ήδη
αναθέσει σε µια πρώην ερωµένη του να την αναζητήσει στα γυναικεία
µοναστήρια της Ανατολής. Το πάθος του για την Αυγούστα, στην οποία
φερόταν ως µια απλή ερωµένη το διάστηµα που ήταν κοντά του,
αναζωπυρώθηκε µε τη φυγή της. Αν παρέµενε κοντά του, η συµπεριφορά του
θα παρέµενε ίδια. Η απόφασή της όµως να τον εγκαταλείψει έδωσε ένα
ισχυρό πλήγµα στην αλαζονεία και τον εγωισµό του. Αυτός ο εγωισµός σε
συνδυασµό µε τη γνώση ότι σε αναζήτηση της Αυγούστας βρισκόταν και ο
σύζυγός της τον ωθούν στην επίµονη αναζήτηση της296. Ωστόσο, παρά τη
θλίψη του, ούτε µια φορά δεν παραδέχεται ότι την αγάπησε. Πώς άλλωστε θα
µπορούσε να αγαπήσει µια γυναίκα που ουδέποτε ήταν πραγµατικά δική του;
Την διεκδικεί απλά ως ένα τρόπαιο που είχε και έχασε. Λαµβάνοντας υπόψη
το σύνολο του χαρακτήρα του, θεωρούµε ότι η φιλαυτία του του στερεί τα
αισθήµατα αγάπης για οποιονδήποτε έξω από τον εαυτό του.
Από την άλλη πλευρά, η Αυγούστα φαίνεται ότι ερωτεύτηκε βαθιά τον
άνθρωπο αυτό. Στην απελπισία της µάλιστα, όταν δεν άντεχε πια να τον
βλέπει να προδίδει καθηµερινά την αγάπη της, αποφάσισε µε βαριά καρδιά να
τον εγκαταλείψει. Η συνείδησή της, όσο και αν έχει αλλοιωθεί από το

292
Θα µπορούσαµε να ισχυρισθούµε ότι ο Σανούτος διαθέτει µια «επιβητορική αντίληψη» για τον
έρωτα. Σύµφωνα µε αυτήν, ο ερωτικός σύντροφος προσεγγίζεται µόνο ως ένα «αντικείµενο» προς
ικανοποίηση «βιολογικών αναγκών». Την αντίληψη αυτή, η οποία στο Σανούτο έχει εξελιχθεί σε στάση
ζωής, αναπτύσσει ο π. Φ. Φάρος: « Η επιβητορική αντίληψη δεν περιορίζεται µόνο σε µια εκτονωτική
ερωτική συµπεριφορά, αλλά γίνεται µια γενική στάση ζωής που καθορίζει, κυρίως για τους άνδρες, (…)
κάθε εκδήλωση της ζωής τους. Η επιβητορική αντίληψη για τον έρωτα αλλοιώνει δραµατικα το
.
ανθρώπινο πρόσωπο του άνδρα και του προκαλεί τραγικές και πολλαπλές αναπηρίες και µια από τις
πιο ολέθριες αναπηρίες που προκαλεί η επιβητορική αντίληψη για τον έρωτα στον άνδρα είναι το
ολοκληρωτικό πάγωµα της τρυφερότητάς του, η ολοκληρωτική υπονόµευση της ικανότητάς του να
εκφράζη και να αποδέχεται τρυφερότητα, που όχι µόνο τον κάνει ένα εντελώς ανέραστο ον, αλλά και ένα
θλιβερό τέρας που αποκτηνώνεται διαρκώς και περισσότερο επειδή ακριβώς δεν µπορεί να εκφράση
και να ικανοποιήση την πιο βαθειά και την πιο ανθρώπινη ανάγκη του», Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ. 17 και
σ.25. Πράγµατι, ο Σανούτος από την αρχή έως το τέλος του µυθιστορήµατος προσεγγίζει ως «τρόπαιο»
την Αυγούστα. Όταν την κατακτήσει, την αντιµετωπίζει εντελώς υποτιµητικά προσβάλλοντας διαρκώς
τον έρωτά της µε την καταφυγή του σε άλλες ερωµένες. Πιθανή ένδειξη του κυνικού και αλλοιωµένου
«έρωτά» του είναι και η ονοµασία του σκύλου του από το όνοµα της Αυγούστας, βλ. Τ.Α’.σ.185, στ.17-
23. Ωστόσο, δεν µπορεί να καλύψει το εσωτερικό του κενό το οποίο εκδηλώνεται και εξωτερικά, µετά τη
φυγή της Αυγούστας, µε µια µόνιµη µελαγχολία, όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω.
293
«Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.24.0-241, Νο. κγ’.
294
Όπως εδώ τὴν απαγωγὴ και µετέπειτα τη µοιχεία.
295
«Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.242, Νο. κζ’.
296
Ο Σανούτος, µεταξύ άλλων, βλέπει την αναζήτηση αυτή ως ένα τρόπο ικανοποίησης της βαθιάς
ανοίας και ακηδίας που τον έχει καταβάλλει µετά τη φυγή της Αυγούστας. βλ. Τ.Α’, σ. 177- 178.
104

δαιµονικό αυτό έρωτα, την τύπτει συνεχώς. Λόγω της ταραγµένης


συνειδήσεώς της βρίσκεται σε ένα συνεχή διχασµό για το τι πρέπει να
πράξει297. Ως µόνη διέξοδο βρίσκει τον µοναχισµό. Καταφεύγει λοιπόν στο
µοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτµο, όπου προσπαθεί
απεγνωσµένα να στρέψει την αγάπη της από το Σανούτο στον Θεό
εκτελώντας παρατεταµένες νηστείες και γονυκλισίες. Αν και η οδός αυτή είναι
η σωστή298, ωστόσο της λείπει η καρδιακή απόφαση να πολεµήσει τις
αµαρτωλές επιθυµίες της. Το όνοµα που της δίδεται ως µοναχής προδίδει το
πάθος της: Αγάπη. Το όνοµα αυτό κρύβει και ένα είδος ειρωνείας του
Παπαδιαµάντη απέναντι στην ηρωίδα του299. Ωστόσο, η χρήση του ονόµατος
αυτού δεν περιορίζεται µόνο στην ειρωνεία, αλλά ανοίγει και µια θετική
προοπτική για την ηρωίδα. Η Αυγούστα αναζητά απεγνωσµένα την αγάπη. όχι
όµως από το σύζυγό της, αλλά από τον εραστή της που της αποδείκνυε
συνεχώς ότι δεν την αγαπούσε αληθινά300. Το νέο της όνοµα, Αγάπη, της
υπενθυµίζει την αιτία που την οδήγησε στο σηµείο αυτό, την αµαρτωλή και
ανήθικη αγάπη της προς τον απαγωγέα και µετέπειτα εραστή της.
Ταυτόχρονα όµως, το ίδιο όνοµα της δείχνει και το δρόµο της λύτρωσης µε τη
στροφή της αγάπης της από τον παράνοµο εραστή της στον Θεό. Ο σύζυγός
της, άλλωστε, εύχεται κάτι τέτοιο παραδεχόµενος ότι ένα τέτοιο αντίζηλο αξίζει
να τον αφήσει να την κερδίσει301.
Το ερωτικό πάθος όµως, ο δαίµονας αυτός της πορνείας και της
λαγνείας, φαίνεται ότι έχει διεισδύσει βαθιά µέσα στη ψυχή της. Αναζητώντας
βοήθεια στην προσπάθειά της να ξεπεράσει το µαρτύριο αυτό καταφεύγει για
µια ακόµη φορά στην εξοµολόγηση. Αυτή τη φορά ανοίγει πραγµατικά την
καρδιά της στον µοναχό Αµµούν κάνοντας µια από τις πιο συγκλονιστικές
εξοµολογήσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια
297
«Ὅταν γὰρ ἡ συνείδησις ἡµῶν ἑαυτὴν τοῖς ἐλέγχοις ταράττῃ, οὐκ ἔτι τῆς ὀσµῆς ὁ νοῦς τῶν
ὑπερκοσµίων ἀγαθῶν παραχωρεῖται αἰσθάνεσθαι, ἀλλ’ εὐθέως εἰς ἀµφιβολίαν µερίζεται», ∆ιαδόχου
Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικὸς», Φιλοκαλία,Τ.Α’, σ.241, Νο. κγ’.
298
Πράγµατι, η Αυγούστα εφαρµόζει τη σωστή µέθοδο καταπολέµησης του σαρκικού πειρασµού:
«προσευχὴ γὰρ σύντονος καὶ δίαιτα στενωτάτη, µετ’ ἀγρυπνίας καὶ γυµνασίας θεωρηµάτων
πνευµατικῶν, ὥσπερ νέφος αὐτὸν (ἐνν. τὸ πνεῦµα τῆς πορνείας) ἄνυδρον ἀπευλαύνει», Ευαγρίου
Μοναχού, «Περί διακρίσεως παθών και λογισµών», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 52, Νο. ιε’.
299
Ο G. Saunier αναφέρει πως το ειρωνικό όνοµα της αδελφής Αγάπης «δηλώνει τη χριστιανική αγάπη,
ενώ η ηρωίδα είναι εντελώς παραδοµένη στον παγανιστικό έρωτα», βλ.Saunier G,¨Εωσφόρος και
Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη¨ εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2001, σ.180. Θεωρούµε ότι
η αδελφή Αγάπη πολεµάται σκληρά από το σαρκικό πάθος, αλλά καταβάλλει φιλότιµες προσπάθειες να
απαλλαγεί, έστω και αν µέχρι την τελευταία στιγµή δεν φαίνεται να τα καταφέρνει.
300
Όπως γράφει η Μ. Αρετάκη η Αυγούστα « αποτελεί µια φιγούρα που κινείται ανάµεσα στην Αγάπη
(...) και έναν δαιµονικό Έρωτα (…) µετεωρίζεται ανάµεσα σε δύο κόσµους, αυτόν του συζύγου της,
Μούχρα, Έλληνα ευπατρίδη της Νάξου, και του εραστή της, Σανούτου, βενετού κόµη. Χωρίς να ανήκει
ουσιαστικά σε κανέναν από αυτούς τους δύο κόσµους, ταξιδεύοντας όµως και στους δύο, ακυρώνει τις
ιδεολογικές διαφορές και επικυρώνει τη µοναξιά της µέχρι και τη στιγµή του θανάτου της…», « Η
Αυγούστα στους εµπόρους των Εθνών: Σχέσεις προσώπου και αφήγησης», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.69. Συµφωνούµε εν µέρει µε την κυρία Αρετάκη µέχρι το
.
σηµείο που αναφέρεται στο θάνατο της Αυγούστας θεωρούµε ότι λίγο πριν το θάνατό της σπάει
οριστικά η µοναξιά της χάρη στην αποκατάσταση της διερρηγµένης σχέσης της µε το σύζυγό της και µε
τον Θεό, µέσω της επιτακτικής παράκλησής της για συγχώρηση.
301
Τ.Α’, σ.245, στ.20-21.
105

οµολογεί: «ἂν καὶ διὰ τῆς βίας καὶ τοῦ δόλου µὲ ἀπήγαγεν ὁ Βενετὸς
εὐπατρίδης ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ συζύγου µου , οὒχ ἧττον ἀπὸ τῆς πρώτης ἡµέρας
εὐτύχηµα ἐνόµισα τὸ νὰ συζῶ µὲ τὸν Βενετὸν καὶ νὰ εἶµαι ἐρωµένη του. ∆ιότι
εἶχε τί λίαν ἐπιβάλλον καὶ ἑωσφορικὸν, ὅπερ µὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν
ἐντελῶς τὴν συνείδησίν µου. Οὐδέποτε εἶχον ἀγαπήσει µὲ νεανικὸν πάθος τὸν
σύζυγό µου. Μοὶ ἐφαίνετο βαρὺς καὶ ὀχληρὸς, ἂν καὶ αὐτὸς µὲ ἠγάπα. Καὶ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ µᾶλλον ἔνοχος εἶµαι ἐγὼ, ἤτις ἀκολούθησα τὸν Βενετόν, ἢ
οὗτος ὅστις µὲ ἀπήγαγε»302. Παραδέχεται ότι ο µόνος λόγος που εγκατέλειψε
το Σανούτο είναι το ερωτικό πείσµα και η ζηλοτυπία και όχι η µετάνοια της για
το φοβερό της αµάρτηµα. Παρακαλεί γεµάτη απελπισία τον πατέρα Αµµούν
να της διδάξει τη µετάνοια, µην κατανοώντας ότι αυτή δε διδάσκεται, αλλά
έρχεται αυθόρµητα εκ βάθους καρδίας 303.
Παρά την έντονη όµως αµφισβήτηση της µετάνοιας304 παρατηρούµε ότι
καταβάλει ειλικρινή και επίπονη προσπάθεια για να λυτρωθεί από το
αυτοκαταστροφικό πάθος της. Όπως σωστά παρατηρεί ο ∆. Μαυρόπουλος,
και µόνο η εξοµολόγηση της Αυγούστας στον πατέρα Αµµούν είναι σηµαντική,
γιατί σε αυτή καταγράφεται η προαίρεσή της να σωθεί, έστω και αν δεν
καταθέτει εµπράγµατη µετάνοια. Μας υπενθυµίζει µάλιστα ο εν λόγω
µελετητής ότι στην ακολουθία της Εκκλησίας για τη µετάνοια η πρώτη
συγχωρητική ευχή του ιερέως διαβάζεται αµέσως µετά την προσέλευση του

302
Τ.Α’, σ.227, στ. 15-22. Αναφερόµενη στο απόσπασµα αυτό η Μ. Γκασούκα συνδέει την Αυγούστα µε
τη Χαδούλα αναφέροντας επιγραµµατικά τα κοινά, κατά την άποψή της, χαρακτηριστικά των δύο
γυναικών: «το ίδιο- στις αναλογίες του- αυταρχικό περιβάλλον, η ίδια χρησιµοποίηση από τρίτους (
σύζυγος- εραστής για την Αυγούστα, γονείς- σύζυγος- παιδιά για τη Χαδούλα), η ίδια τραυµατισµένη
ψυχοσύνθεση, η ίδια άρνηση προσφυγής στην εκκλησία, η εξέγερση και η ρήξη µε το κοινωνικό
περιβάλλον, η πτώση και τέλος η κάθαρση µε την ενεργό συµµετοχή της φύσης (φωτιά στη µια, νερό
στην άλλη περίπτωση)», Μ. Γκασούκα, Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη,
αρχείο Παπαδιαµάντικων µελετών 2,εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998, σ.88. ∆ιαφωνούµε µε την Μ.
Γκασούκα σε δύο σηµεία: το πρώτο είναι ως προς τον αριθµό των ανθρώπων που «χρησιµοποίησαν»
τις δύο γυναίκες. Θεωρούµε ότι ο Μούχρας, παρά τα αναµφισβήτητα λάθη του, ουδέποτε θέλησε
συνειδητά να χρησιµοποιήσει τη γυναίκα του για να επιτύχει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Επίσης,
στη «Φόνισσα» αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η Χαδούλα, λόγω του χαρακτήρα του άνδρα της ήταν
περισσότερο «κηδεµών» του παρά υπηρέτριά του, όπως η ίδια πιστεύει. Οι δε κόρες της σε κανένα
σηµείο του διηγήµατος δεν «χρησιµοποιούν» τη µητέρα τους. Αντιθέτως, υφίστανται καρτερικά τις
συνέπειες των αποφάσεων και των ενεργειών της. Το δεύτερο σηµείο είναι «η άρνηση προσφυγής στην
εκκλησία» που στην περίπτωση της Αυγούστας δεν συµβαίνει. Η Αυγούστα αναζητά εναγωνίως
βοήθεια από την εκκλησία, κάτι που καθίσταται προφανές τόσο από τις συνεχείς εξοµολογήσεις της
(αρχικά στην αδελφή Φηλικίτη και στη συνέχεια στον πατέρα Αµµούν), όσο και από την απόφασή της να
ακολουθήσει το µοναχικό σχήµα. Το πρόβληµα της Αυγούστας είναι ότι µέχρι λίγο πριν το θάνατό της
δεν καταφέρνει να µετανοήσει λόγω του εγκλωβισµού της στα πάθη της και της απελπισίας που την έχει
καταλάβει.Εξακολουθεί όµως να προσεύχεται στο Χριστό και να τον παρακαλεί να τη βοηθήσει και να τη
συγχωρήσει (βλ.ενδεικτικά Τ.Α’, σ.287, στ.19-23).
303
Για την ανυπόκριτη και ειλικρινή εξοµολόγηση της Αυγούστας και τους προβληµατισµούς που
προκαλεί στο γέροντα Αµµούν περί συµβατικοποιήσεως του µυστηρίου αυτού, βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η
Λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1994, σ.196-198.
Επίσης για τη σηµασία της σωστής εξοµολογήσεως βλ. ∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικός»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.272, Νο. ρ’.
304
Η αδυναµία της να µετανοήσει δηλώνεται στις σ. 227, στ.35, σ.228, στ.2-3 και στ.12.
106

αµαρτωλού πριν ακόµη εξαγορευτεί τις αµαρτίες του 305. Κινούµενος στην ίδια
λογική, ο π. Λ. Καµπερίδης αναφέρει ότι σε τελική ανάλυση η µετάνοια και το
έλεος έρχονται από το Θεό, αφού ο άνθρωπος µέχρι το τέλος της ζωής του
παραµένει ασθενής στη σάρκα306: «Ἡ µετάνοια δῶρον ἐστιν οὐράνιον
(…)δεξώµεθα παρὰ τοῦ Θεοῦ τὴν µετάνοιαν ἰατρεύουσαν ἡµᾶς, οὐ γὰρ ἡµεῖς
αὐτῷ ταύτην προσάγοµεν, ἀλλ’ αὐτὸς ταύτην ἡµῖν ἐχορήγησεν»307.
Συνεχίζοντας την εξοµολόγησή της η Αυγούστα παραδέχεται µετέπειτα
ότι «συχνάκις καταβαίνει εἰς τὰ χείλη µου ἀσεβὴς λογισµὸς καὶ ἀναβαίνει
ἐναγὴς ἐπιθυµία. Οἱ στεναγµοί µου τὰ δύο ταῦτα µεταφράζουσιν εἰς τὴν
πυρίνην γλῶσσαν τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἀπελπισίας»308. Όπως αναφέραµε και
παραπάνω, αυτή η σύνδεση της αµαρτίας -εδώ του αµαρτωλού έρωτα- µε τη
φωτιά αναφέρεται συχνά από τους νηπτικούς Πατέρες309. Η Αυγούστα, αν και
καταβάλει επίπονες προσπάθειες για να καταπολεµήσει το πάθος της, στο
βάθος της καρδιάς της δεν επιθυµεί ακόµη σθεναρά να απαλλαγεί από αυτό.
Ανακυκλώνοντας τις αµαρτωλές της επιθυµίες µέσω της φαντασίας, της
µνήµης και των ονειροπολήσεών της το πυροδοτεί εκ νέου. Για αυτό και
εκείνο εξακολουθεί να «καίει» µέσα της οδηγώντας την σιγά σιγά στην
απελπισία. Η ηδονή και η οδύνη εναλλάσσονται µέσα στη ψυχή της και την
καθιστούν απόλυτα δυστυχισµένη: «Ἔρχεται ἐνίοτε στιγµὴ τίς, καθ’ ἢν ἡ ψυχὴ

305
Μαυρόπουλος ∆., «Αµαρτία και µετάνοια», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1995, σ.587.
306
«Αν υπάρχει µετάνοια για τους αµαρτωλούς , φαίνεται πως δεν είναι στο χέρι τους να την
κατακτήσουν ‘’ἀντὶ µακρῶν καὶ ἐπιµόχθων ἀγώνων’’. Η µετάνοια και το έλεος έρχονται από το Θεό, τα
χορηγεί ο Θεός, δεν τα κατακτάει ως αξιοµισθία των κόπων του ο άνθρωπος, όσο άξιος και να έχει γίνει
από τον πνευµατικό αγώνα που καταβάλει για να τα αποκτήσει. Ο άνθρωπος επιθυµεί τη µετάνοια,
θέλει να αλλάξει τη ζωή του, οδεύει διαρκώς προς την πηγή του ελέους, αλλά, παρά τις αγαθές του
προθέσεις, προσκόπτει πάντα στο κακό που του κόβει τα φτερά. Η ασθένεια της σαρκός είναι
µεγαλύτερη από την προθυµία του πνεύµατος, το κράτος της αµαρτίας είναι ισχυρότερο από τις αγαθές
του προθέσεις. Αυτό τουλάχιστον παραδέχεται η µοναχή Αγάπη, οµολογώντας στη διάρκεια της
εξοµολόγησής της πως δεν υπάρχει αληθής µετάνοια. Η αµαρτία της γίνεται η αιτία του θανάτου της. Τα
παραπέρα αφήνονται στο ά µ ε τ ρ ο ν έ λ ε ο ς τ ο υ Θ ε ο ύ , στη Θεία δικαιοσύνη». π. Λ.
Καµπερίδη, «Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;», Θεολογία, Τ.82, 2011, σ.135. (Η αραιογράφηση
δική µας). Εµείς πιστεύουµε ότι ακόµη και αν τη στιγµή της εξοµολόγησης αισθανόταν ανίκανη να
µετανοήσει, ενθυµούµενη το ληστή του Ευαγγελίου, θα έπρεπε να µη χάσει την ελπίδα της. Ωστόσο, ο
Κ. Μπαστιάς θεωρεί την Αυγούστα καταδικασµένη λόγω αυτής της αµετανοησίας που έδειξε κατά την
εξοµολόγησή της . Βλέπει την εξοµολόγηση αυτή ως ένα τερτίπι του εωσφόρου , που σπρώχνει σε
πρωτόγνωρη αµηχανία τον πατέρα Αµµούν. Κατά συνέπεια την ταυτίζει µε την εικόνα της πτώσης και
πιστεύει ότι δεν έχει καµία δυνατότητα επανασύνδεσης µε το Θεό. Ο κύριος Μπαστιάς φαίνεται να
αγνοεί την παραπάνω άποψη της Εκκλησίας που αναλύει ο π.Λ. Καµπερίδης , ενώ παραβλέπει το τέλος
του µυθιστορήµατος. Για αυτό και θεωρούµε πως αδικεί την Αυγούστα. Βλ. Κ. Μπαστιά,
«Παπαδιαµάντη: δοκίµιο», εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.168-175. Με τον Μπαστιά
συµφωνεί και ο Ζ. Καυκαλίδης, βλ. «∆ιαβάζοντας Α. Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα , 1981, σ. 97-98 και 103-104.
307
Ιω. Χρυσοστόµου, Περί µετανοίας, 7,3, PG 49, 300.
308
Τ.Α’, σ.228, στ.22-25.
309
Π.χ. γράφει ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής : «Πῦρ ἐστι καιόµενον ἡ ἁµαρτία. Ὅσον ἂν περικόψῃς τὴν
.
ὕλην, τοσοῦτον σβεσθήσεται καὶ καθὸ ἂν ἐπιθῇς, ἀναλόγως ἐκκαυθήσεται» «Περί Πνευµατικοῦ Νόµου»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.104, Νο.ρλς’, ενώ και ο Ευάγριος ο Μοναχός αναφέρει την «ἂλογον πύρωσιν» της
σάρκας που προκαλεί το πνεύµα της πορνείας, βλ. «Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ. 52, Νο. ιε’.
107

κατανύσσεται καὶ κλαίει σιγανὰ ἢ καὶ θρηνεῖ ραγδαίως ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅστις
εἶναι ἡ ὑπέρτατη σκέψις πάσης διανοίας. Ἀλλ’ ἡ στιγµὴ αὔτη παρέρχεται , ὡς
παρέρχονται πᾶσαι αἳ στιγµαί, καὶ µετ’ αὐτὴν ἐπανίσταται ἡ σὰρξ καὶ ζητεῖ τὰ
ἑαυτῆς. (…) Ἀγαπῶ ἐκεῖνον, ὅστις κατέστρεψε τὴν οἰκιακήν µου εὐδαιµονίαν
καὶ κατεσπάραξε τὴν καρδίαν τοῦ συζύγου µου, τὸν ἀγαπῶ τοσοῦτον
διαπύρως καὶ τοσοῦτον ἐµµανῶς, ὥστε ὁ ἔρως οὗτος εἶναι δαιµόνιον
κατοικοῦν εἰς τὴν σάρκα µου (…) Εἰς µάτην, πάτερ µου, ἐκτελῶ παρατεταµένας
νηστείας, εἰς µάτην κάµνω καθ’ ἑκάστην χιλὶας γονυκλισίας. Ἡ σὰρξ δὲν
δύναται νὰ καταβληθῇ , ὁ ἔρως δὲν δύναται νὰ ὑποχωρήσῃ . Τὰ µὲν χείλη µου
ψιθυρίζουσι µηχανικῶς τᾶς τυπικᾶς προσευχᾶς, ἂς παιδιόθεν ἀπεστήθισα, ἡ
δὲ καρδία µου ἀντηχεῖ τὸ ὄνοµα ἐκείνου… »310. Η αδελφή Αγάπη εφαρµόζει
τους περισσότερους τρόπους αντιµετώπισης του δαίµονα της πορνείας που
την πολιορκεί ανελέητα: επίµονη προσευχή, πολύ περιορισµένος τρόπος
ζωής µε νηστεία, αγρυπνία κ.ά. Αυτούς άλλωστε τους τρόπους προτείνουν και
οι φιλοκαλικοί Πατέρες311. Ενώ όµως ο µοναχικός βίος της ανοίγει την οδό
προς τη σωτηρία, η αυτονοµηµένη επιθυµία της την καλεί προς την αµαρτία.
Η ψυχική της αναταραχή και η φοβερή της εσωτερική πάλη την οδηγούν σε
ένα µόνιµο αδιέξοδο312: «Ὡς ἐπὶ ζυγοῦ ἀστατεῖ τοῦ ἠδυπαθοῦντος ὁ λογισµὸς
.
ποτέ µὲν κλαίει καὶ ἀποδύρεται διὰ τὰς ἁµαρτίας, ποτέ δὲ πολεµεῖ καὶ ἀντιλέγει
τῷ πλησίον (ἐδῶ στὸν πατέρα Ἀµµοῦν ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὴ βοηθήσει νὰ
µετανοήσει) ἐκδιώκων (ἢ ἐκδικῶν) τάς ἠδονάς»313. Αν και αναγνωρίζει τα
πάθη της, δεν καταφέρνει να λυτρωθεί από το δαιµόνιο της πορνείας που την
έχει καταλάβει µε αποτέλεσµα αυτό να εξελιχθεί σε «λεγεώνα δαιµόνων»314.
Η εξοµολόγησή της τελειώνει αφήνοντας τα πάθη της να την
ταλαιπωρούν ακόµη315. Στην περίπτωσή της επιβεβαιώνεται ότι:
«Ἐκτυφλοῦται ὁ νοῦς διὰ τούτων τῶν τριῶν παθῶν, φιλαργυρίας λέγω καὶ
κενοδοξίας καὶ ἡ δ ο ν ῆ ς »316. Κι όµως: η Αυγούστα θα µπορούσε να
χρησιµοποιήσει προς όφελος της ψυχής της τους πονηρούς λογισµούς,
υποµένοντας καρτερικά την οµολογουµένως φοβερή µάχη εναντίον τους, κάτι

310
Τ.Α’, σ. 228,στ. 16-19 και στ. 29-32 και σ.229, στ.3-8.
311
Βλ. π.χ. Ευαγρίου Μοναχού, «Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 52-53, Νο.
ιε’.
312
Για την εσωτερική της πάλη, βλ. Τ.Α’,σ.230, στ.21-31.
313
Μάρκου του Ασκητού, «Περί Νόµου Πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 105, Νο. ρµδ΄.
314
Βλ. Τ.Α’, σ.228, στ.33.
315
Ο G.Saunier, που µαζί µε τον Κ. Μπαστιά αδικεί κατάφορα την Αυγούστα, µεταξύ άλλων αποδίδει
στο «διαβολικό χαρακτήρα» της τον τρόπο που αντιδρά στη µοναστική ζωή και την αγιοσύνη (βλ.Τ.Α’, σ
247, στ.17-25) και την αντεστραµµένη άποψη της για το προπατορικό αµάρτηµα, «… τὸν ἡδονικὸν
ἐκεῖνον καρπὸν τῆς γνώσεως,οὗ ὁ χυµὸς εἶχε µείνει εἰς τὸν φάρυγγα αὐτῆς - ὄασις µαγευτικὴ ἐν µέσῳ
τῆς ἀπείρου καὶ πνιγηρᾶς ἐρήµου τῆς αἰωνιότητος»( Τ.Α’, 237, στ.21-23). Για αυτό ισχυρίζεται ότι για την
Αυγούστα «η αιωνιότητα γίνεται λοιπόν απώλεια και θάνατος, σωτήρια όασις το προπατορικό
αµάρτηµα» (Εωσφόρος και Άβυσσος: Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.185). Θεωρούµε
ότι στην περίπτωση της Αυγούστας συµβαίνει (κατ’ αντιστροφήν) ότι και µε τον Γιωργή στο «Έρως-
Ἣρως»: ο δαιµονικός πειρασµός (που στην Αυγούστα έχει εξελιχθεί σε πάθος) παρουσιάζει όχι µόνο το
σκοτάδι ως φως (βλ. όραµα Γιωργή), αλλά και το φως ως σκότος, στην προκειµένη περίπτωση τον
παράδεισο ως κόλαση.
316
Μάρκου του Ασκητού, «Περί Νόµου Πνευµατικού», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 102, Νο. ρα’. Η
αραιογράφηση δική µας.
108

που θα λαµβανόταν ως δεύτερο µαρτύριο από τον Κύριο και θα προσείλκυε


τελικά πλούσιο το έλεός Του317. Ξεχνάει πως το αµάρτηµά της είναι πολύ
βαρύ. Όσο πιο µεγάλο είναι το αµάρτηµά µας, τόσο περισσότερος χρόνος,
υποµονή και προσευχή χρειάζεται εκ µέρους µας. Η καθυστέρηση της
ανταπόκρισης του Θεού στις νηστείες και τις προσευχές της µόνο ως µέρος
της Θείας Παιδαγωγίας µπορεί να εκληφθεί318. Η Αυγούστα, όπως θα φανεί
και στη συνέχεια, δεν είναι ακόµη έτοιµη να λάβει ανταπόκριση στα αιτήµατά
της: «ἣ διὰ τὸ ἀνάξιον (αὐτήν) τυχεῖν τῆς αἰτήσεως, ἣ διὰ τὸ µὴ εἶναι τάς ὀδοὺς
τῆς καρδίας (της) ἐφαµίλλους τοῖς αἰτήµασι (της), ἀλλ’ ἐναντίας»319. Η ψυχική
ασθένεια της Αυγούστας είχε εισχωρήσει στα έγκατα της ψυχής της µε
αποτέλεσµα να χρειάζεται πολύ χρόνο για να θεραπευτεί. Ακόµη και αν
µετανοούσε ειλικρινά θα χρειαζόταν να αφιερώσει πολύ χρόνο για την
καταπολέµησή της, όπως ακριβώς και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, η οποία,
µετά τη µετάνοιά της, χρειάστηκε να αγωνιστεί για να εξαλείψει τις µνήµες των
παθών της τόσα χρόνια, όσα παρέµεινε υπόδουλη σε αυτά320.
Όταν ο πατέρας Αµµούν της διαβάζει τους εξορκισµούς του
Μ.Βασιλείου η αρχική εσωτερική της αντίδραση είναι πραγµατικά αυτή µιας
γυναίκας δαιµονισµένης. Όσο όµως προχωρεί η ανάγνωση, η χάρη του Θεού
φαίνεται να επισκιάζει, έστω και πρόσκαιρα, το πονεµένο πλάσµα Του: « Ἡ
Ἀγάπη διερράγη εἰς κλαυθµούς. Ἠρχισε νὰ χύνη σφοδροὺς καταρράκτας
δακρύων»321. Τα δάκρυα αυτά, έστω και ασυνείδητα, δεν µπορούν παρά να
λογαριαστούν ως δάκρυα µετανοίας322.
∆υστυχώς, αµέσως µετά δέχεται την επίσκεψη της απεσταλµένης του
Μάρκου Σανούτου Καικιλίας. Η επίσκεψη της Καικιλίας είναι δάκτυλος του
πονηρού που χτυπάει εκείνη ακριβώς τη στιγµή που η Αυγούστα προσπαθεί
δια της, έστω και ιδιότυπης, εξοµολογήσεως και του εξορκισµού να
απεξαρτηθεί από τα πάθη της. Η γυναίκα αυτή πολύ γρήγορα ανακαλύπτει ότι
η µοναχή Αγάπη είναι το πρόσωπο που αναζητεί. Με περίτεχνη πονηρία την
«ανακρίνει» και της εξάπτει την επιθυµία να ξαναδεί το Σανούτο: «Ἀρχὴ

317
«∆εῖ οὒν εὐχαριστοῦντες ὑποµένειν τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου. Τότε γὰρ ἠµὶν εἰς λόγον δευτέρου
µαρτυρίου, τὸ τὲ συνεχὲς τῶν νόσων καὶ ἡ πρὸς τοὺς δαιµωνιώδεις λογισµοὺς µάχη, λογισθήσεται»,
Ἁγίου ∆ιαδόχου, ἐπισκόπου Φωτικῆς, «Λόγος Ἀσκητικὸς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.269, Ϟδ΄.
318
Αυτή η «καθυστέρηση» οδηγεί την Αυγούστα στην απελπισία: «Ψυχὴ ἁµαρτωλή, ἥτις δεν γνωρίζει
τὸν Κύριον (…) νοµίζει ὅτι ὁ Κύριος δεν θὰ συγχωρήσῃ εἰς αὐτὴν τάς ἁµαρτίας. Τοῦτο ὅµως, διότι ἡ
ψυχὴ δεν γνωρίζει τὸν Κύριον καὶ πόσον πολὺ Αὐτὸς ἀγαπᾷ ἡµάς. Ἐὰν δὲ ἐγνώριζε τοῦτο ὁ κόσµος ,
τότε οὐδεὶς ἄνθρωπος θὰ ἀπηλπίζετο…» , Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου ( Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο
Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ.460.
319
Τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικὰ, εκδόσεις
Ρηγόπουλου, 1997, Λογ. Μ∆’, σ.185.
320
Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ.61 και Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Βίος ὁσίας Μαρίας
Αιγυπτίας 28, PG 87, 3716 D- 17A.
321
Τ.Α’, σ.231, στ.3-4.
322
Για τη λυτρωτική και καθαρτήρια ενέργεια των δακρύων βλ. αγίων Καλλίστου και Ιγνάτιου
Αγγελικούδη, «Μέθοδος καὶ Κανῶν σὺν Θεῶ ἀκριβὴς», Φιλοκαλία, Τ.∆΄, σ.225, Νο.κε’ και Φιλοκαλία,
Τ.∆’, σ. 255, Νο. νη’.
109

ἁµαρτίας ἡ ἐπιθυµία ἐστι, δι’ ἢς ἀπόλλυται ἡ λογικὴ ψυχὴ»323. Η


συναναστροφή της µε την πονηρή αυτή γυναίκα σκοτίζει εντελώς το νου της
που υποφέρει τόσο καιρό από τους δαιµονικούς λογισµούς324. Μετά από
µερικές βασανιστικές ηµέρες αποφασίζει να αναζητήσει τον υπαίτιο της
δυστυχίας της και συνάµα το αντικείµενο του πάθους της. Ενώ κατέβαλε τόση
προσπάθεια για να ξεχάσει το Σανούτο και να απαλλαγεί από το αµαρτωλό
πάθος της για εκείνον, η πληροφορία ότι βρίσκεται στην περιοχή καθιστά
ασυγκράτητη την επιθυµία της να τον ξαναδεί. Κάνει µια τελευταία
προσπάθεια να ξεφύγει από τον πειρασµό απευθυνόµενη στη µονή του Αγίου
Κοσµά και στην παλαιά γνώριµή της, την ηγουµένη Φηλικίτη. Αφού όµως
πέρασε ένα διάστηµα εσωτερικής ταραχής και αµηχανίας λόγω του πάθους
της, δεν τα καταφέρνει: «Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε παλαίσει κατὰ τοῦ πάθους, καὶ ὅτι
εἶχεν ἀγωνισθῆ νὰ εὕρη ἡσυχίαν, καὶ οὐδὲν κατώρθωσε. Ἠδύνατο τὶς νὰ εἴπη
ὅτι ἐζήτει νὰ µετανοήση καὶ δὲν ἐτόλµα. Τοιοῦτον τί µεικτὸν καὶ συγκεχυµένον
αἴσθηµα ἐξέφραζε τὸ σύνολον τῶν χαρακτήρων τῆς γυναικὸς ταύτης»325 . Η
σύγχυση ανάµεσα στο θέληµα της αυτονοµηµένης φύσης της και στο θέληµα
του Θεού κυριαρχεί µέσα στη καρδιά της.
Λίγο πριν ξεκινήσει προς αναζήτηση του Σανούτου περιγράφεται όλη η
ψυχική οδύνη που της προκαλεί το πάθος της. Παρακαλεί µάταια το Χριστό να
την παρηγορήσει για τη δυστυχία και τις αµαρτίες της. Θεωρεί ωστόσο πως
αυτό δεν είναι δυνατό και Του ζητάει να τη συγχωρήσει. Αυτή η σύντοµη
προσευχή φανερώνει τη συνειδητοποίηση εκ µερους της του σφάλµατος και
της αµαρτωλότητάς της326. Η αµαρτία όµως έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στη
ψυχή της που δεν µπορεί πια να αντισταθεί.
Η Αυγούστα, αφού µάταια προσπάθησε να ξεφύγει, αποφάσισε να
επιστρέψει. Πράγµατι, ως άλλη «άσωτη» κόρη επιστρέφει. όχι όµως στο
σύζυγό της, αλλά σε αυτόν που κατέστρεψε τη συζυγική της ευτυχία.
Αναφερόµενη στο σηµείο αυτό, η Μ. Αρετάκη θεωρεί ορθώς ότι η φυγή της
Αυγούστας από τη µονή και η πορεία της προς τη γαλέρα του Σανούτου
ταυτίζεται µε την επιστροφή στην πηγή της δυστυχίας της και τον εγκλεισµό
στην αµαρτία της. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης συσχετίζει την κοντινή
διαδροµή που διανύει (« Ἀλλ' οὐχί, ἡ Αὐγούστα δὲν µετέβη εἰς µεµακρυσµένον
τόπον») µε το ταξίδι του ασώτου υιού «εἰς χώραν µακράν»327. Αυτή η
παραµονή της στην αµαρτία σε συνδυασµό µε την απελπισία που την

323
Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.24, Νο. ρµη΄.
324
«Ὁµοίως ἀµφότερα τὴν ψυχὴν σκοτοῦσι, καὶ αἳ κατὰ διάνοιαν τῶν λογισµῶν ὁµιλίαι καὶ αἳ ἔξωθεν
συντυχίαι καὶ ἀργολογίαι. Χρὴ δὲ ἐκτρεποµένους τὴν τοῦ νοῦ βλάβην, ἀµφοτέρους ἀργολογεῖν
.
ἀγαπώντας, λυπεῖν, καὶ λογισµοὺς καὶ ἀνθρώπους, δί΄αἰτίαν εὐλογωτάτην κατὰ Θεόν ἴνα µὴ
σκοτιζόµενος ὁ νοῦς, χαυνώσῃ τὴν νῆψιν», Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον»,Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ,170, Νο.ρπε’.
325
Τ.Α’, σ.285, στ.3-7.
326
Τ.Α’, σ.287, στ.10-23.
327
Τ.Α’, σ.300, στ.13-20. Βλ. Μ. Αρετάκη, « Η Αυγούστα στους εµπόρους των Εθνών» , ό.π., σ.74.
110

διακατέχει είναι και το µεγαλύτερο της λάθος328. Ωστόσο, η Θεία Πρόνοια,


όπως θα δούµε παρακάτω, δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει το αµαρτωλό αυτό
πλάσµα.
Στο σηµείο αυτό ο συγγραφέας κάνει αναφορά στην αθωότητα και την
πρότερη τιµιότητα της Αυγούστας θέλοντας µεταξύ άλλων να τονίσει και την
κατά φύση αγαθότητα του ανθρώπου. Τη χαρακτηρίζει «περιπαθῆ, τρυφερὰ,
συνετὴ καὶ φιλάνθρωπο» που δεν «ἠδύνατο νὰ παρεκτραπῇ»329. Κι όµως. η
αγνή αυτή ψυχή ερωτεύτηκε τον υπαίτιο της δυστυχίας της. Ο δε συγγραφέας
δικαιολογεί τα αισθήµατά της αναφέροντας την εκ του προπατορικού
αµαρτήµατος απορρέουσα τάση των ανθρώπων να αγαπoύν ό,τι θα έπρεπε
να µισούν. την κακία. Να περιστρέφουν τα πάντα γύρω από τον εαυτό τους
και τα πάθη τους, αντί να αναζητούν την αληθινή πηγή της ζωής, το Θεό330. Η
αυτονόµηση εποµένως του ἰδίου θελήµατος, η αποµάκρυνση από το θέληµα
του Θεού µπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσµατα.
Την ίδια ώρα ο Σανούτος πηγαίνει στο µοναστήρι για να συναντήσει
την Αυγούστα που, µη γνωρίζοντας την έλευσή του, έχει ήδη φύγει. Εκεί
συναντά µέσα στο ναό την ηγουµένη Φηλικίτη και αργότερα τον Μιρχάν. Η
ανάγνωση του Εξάψαλµου από τον ιερέα κατά τη διάρκεια της συνοµιλίας
τους, ενώ εκ πρώτης όψεως αποτελεί το ηχητικό φόντο της συζήτησης, κατά
βάθος επιτελεί ένα σηµαίνοντα ρόλο. Καταρχήν είναι πολύ σηµαντική η
επιλογή του συγκεκριµένου κειµένου: Ως γνωστόν ο Εξάψαλµος διαβάζεται
πριν τον όρθρο, γιατί προεικονίζει το χρόνο της ∆ευτέρας Παρουσίας του
Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου αναµένουµε την Τελική Κρίση. Αυτήν
ακριβώς την Κρίση φοβόταν και η Αυγούστα λόγω των αµαρτηµάτων της. Στη
συνέχεια τα επιλεγµένα αποσπάσµατα των ψαλµών που ακούγονται ηχούν
ως η απάντηση του Χριστού στην προηγούµενη απεγνωσµένη έκκληση της
Αυγούστας για παρηγορία331. Το πρώτο απόσπασµα από τον 37ο Ψαλµό
περιγράφει τη αγωνία, την εγκατάλειψη και την καρδιακή ταραχή της
Αυγούστας που δεν µπορεί να παρηγορηθεί από τους «φίλους και πλησίον»
(όπως ο πατέρας Αµµούν και η ηγουµένη Φηλικίτη332), ενώ οι «ἔγγιστά της»
(δηλαδή ο σύζυγός της) βρίσκονται µακριά της333. Στο δεύτερο334 δίνεται η
λύση, που είναι η εµπιστοσύνη στο άπειρο έλεος του Θεού, «τὸ κρεῖσσον
ὑπὲρ ζωᾶς», και η προσευχή προς Εκείνον που πρέπει να τον βλέπει ως
328 .
«Οὐχ ὅταν ὀλισθήσωµεν ἔν τινι, τότε λυπηθῶµεν ἀλλ’ ὅταν ἐµµείνωµεν ἐν αὐτῷ τὸ γὰρ ὀλίσθηµα,
συµβαίνει πολλάκις καὶ τοῖς τελείοις τὸ δὲ ἐµµεῖναι ἐν αὐτῷ , νέκρωσίς ἐστι τελεία», Κ. και Ι. Αγγελικούδη,
«Μέθοδος καὶ Κανῶν σὺν Θεῶ ἀκριβὴς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 275, Νο. π’.
329
Τ.Α’, σ.298, στ.25- 26.
330
Τ.Α΄, σ. 299, στ.5-16.
331
«- Χριστέ, εἶπεν, ὅστις τόσους παρηγορεῖς, ἐµὲ δὲν δύνασαι νὰ µὲ παρηγορήσῃς;», Τ.Α’, σ.287, στ.
21.
332
Αν και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ηγουµένη Φηλικίτη αναδεικνύεται ανάξια της εµπιστοσύνης
της.
333
Για το σηµείο αυτό ο ∆. Μαυρόπουλος επισηµαίνει ότι η εναλλαγή του διαλόγου του Σανούτου και της
ου
Φηλικίτης µε την ανάγνωση του 37 Ψαλµού δείχνει «την κατάσταση εξορίας του ανθρώπου από το
χώρο συνδιαλλαγής µε τον Θεό» , «Αµαρτία και Μετάνοια», Πρακτικά Α΄∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, σ.584.
334 ο
Το απόσπασµα προέρχεται από τον 62 Ψαλµό.
111

βοηθό και συµπαραστάτη που θα τη λάβει από το χέρι και θα τη στηρίξει.


Τέλος, στο τρίτο απόσπασµα335 επαναλαµβάνεται η σηµασία της επίµονης
δέησης- προσευχής προς τον παντοδύναµο Θεό, που, παρά το δίκαιο θυµό
του για τις αµαρτίες της, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι «θὰ κλίνει τὸ οὖς του» στη
δέηση της και θα την στηρίξει. Με άλλα λόγια η προσευχή, η υποµονή και η
ελπίδα στο Θεό θα έφερναν τη πολυπόθητη γαλήνη στη ταραγµένη της ψυχή.
Ο Χριστός είναι όλο αυτό το διάστηµα µαζί της, όµως εκείνη αδυνατεί να τον
«δει»336.
Τελικά η λύτρωση που τόσο αποζητούσε η Αυγούστα ήρθε δια του
θανάτου της. Λίγο πριν την περιτυλίξουν οι φλόγες, αναγνώρισε το σύζυγό της
που ήταν ο µόνος που την είδε και άρχισε να κολυµπάει για να τη
βοηθήσει337. Έκανε «νεῦµα ἀποχαιρετισµοῦ καὶ ἱ κ ε σ ί α ς (…) καὶ ἔκραξεν
ἐ λ π ί ζ ο υ σ α , ὅ τ ι ἠ δ ύ ν α τ ο ν ' ἀ κ ο υ σ θ ῇ . - Ἰωάννη, σύζυγέ µου,
σ υ γ χ ώ ρ η σ ό ν µ ε !»338. Η ικετευτική στάση του σώµατός της και η µετ’
ελπίδος κραυγή της για συγχώρηση -αυτής που έως τότε ήταν γεµάτη
απελπισία- µοιάζουν µε το «µνήσθητί µου, Κύριε» του αµαρτωλού, αλλά
πλέον σωσµένου ληστή. αποτελούν δηλαδή ένα είδος µετανοίας. Τα δε λόγια
του συζύγου της που ως άλλος «σπλαχνικός Πατέρας» συγχωρεί «ἐξ ὅλης
τῆς ψυχῆς τοῦ» την άσωτη σύζυγό του339 µας δηµιουργούν την αίσθηση και
συνάµα την ελπίδα ότι και ο Θεός θα την συγχωρέσει, σώζοντάς την
«κυριολεκτικά ‘’ὡς διὰ πυρός’’»340. Όπως προτρέπει άλλωστε και ο άγιος
Σιλουανός ο Αθωνίτης: «ἔστω κι ἂν ἤγγισεν ὁ θάνατος, σὺ πίστευε
ἀκραδάντως ὅτι, εὐθὺς ὡς παρακαλέσης, θὰ λάβης τὴν ἄφεσιν. Ὁ Κύριος δὲν
εἶναι ὡς ἠµεις. Οὗτος εἶναι ἀπείρως πράος καὶ ἐλεήµων καὶ ἀγαθός…»341.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι στο τέλος του µυθιστορήµατος και το δεύτερο
πρόσωπο του παράνοµου, αλλά αναµφίβολα µεγάλου αυτού έρωτα, ο
Μάρκος Σανούτος επιστρέφει στο σηµείο που πρωτοείδε την Αυγούστα,
µετανοιωµένος και λυπηµένος: « Ποῦ εἶσαι , δυστυχὴς γυνή! Πολὺ κακόν σοὺ
ἔκαµα»342. Για έναν άνθρωπο σαν το Σανούτο τα λόγια αυτά είναι σαφής
ένδειξη µεταµέλειας και εσωτερικής συντριβής. Ίσως και για αυτό ο Θεός
επιτρέπει στον Μιρχάν να δολοφονήσει εκείνη τη στιγµή της µετανοίας το
Σανούτο , εφόσον σε όλο το µυθιστόρηµα - πέραν των πρόσκαιρων τύψεων

335 ο
Το απόσπασµα αυτό προέρχεται από τον 87 Ψαλµό.
336
Τ.Α’, σ.320-323.
337
Η παρουσία του Ιωάννη εκεί δεν είναι τυχαία. Χάρη σε αυτὴν δίνεται η δυνατότητα στην Αυγούστα
την ύστατη αυτή στιγµή να συνδιαλλαγεί µαζί του και συγχρόνως µε το Θεό ζητώντας συγχώρεση. Η
έκκλησή της εποµένως έχει δύο αποδέκτες.
338
Τ.Α’, σ. 340, στ.29-32. Η αραιογράφηση δική µας.
339
«- Σὲ συγχωρῶ ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἀπήντησεν ὁ Ἰωάννης», Τ.Α’, σ.340, στ.33-34 . Βλ. σχετικά και τη
στάση του Ωσηέ απέναντι στη µοιχαλίδα σύζυγό του, Ωσηέ, 3,1-3.
340 ο
Α’, Κορ. 3,15. Βλ.επίσης Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ανύπαρχτη Πολιτεία», Πρόλογος στον 3 τοµο
των Απάντων του Παπαδιαµάντη , Το βήµα βιβλιοθήκη, 2011, ∆όµος, για αυτή την έκδοση ∆ηµ. Οργ.
Λαµπράκη Α.Ε., σ.15-16.
341
Αρχιµ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι.Μ. Τιµίου Προδρόµου, Έσσεξ Αγγλίας,
1995, σ.460.
342
Τ.Α’, σ.342, στ.12.
112

λίγο πριν την απαγωγή- δεν φαίνεται να µετανόησε για τα ανοµήµατά του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Παπαδιαµάντης δείχνει το ενδιαφέρον του για τους
ήρωές του και για τη σωτηρία της ψυχής ακόµη και αυτών που δεν την
αξίζουν. ∆εν στηλιτεύει, ούτε απορρίπτει το αµαρτωλό αυτό ζευγάρι. Αντίθετα,
εντοπίζει τα πάθη τους και κατακρίνει τις πράξεις τους, ενώ στέκεται
φιλάνθρωπα απέναντι στα πρόσωπα και κυρίως απέναντι στην Αυγούστα
που ήταν πλάσµα «φύσει ἀγαθόν, ἀλλ' ἥµαρτε καὶ ἐτιµωρήθη»343.

Το παράνοµο ερωτικό πάθος απαντά και στη «Βλαχοπούλα». Στο


διήγηµα αυτό ο ανώνυµος κύριος της νεαρής Φλώρας, που στάλθηκε ως
υπηρέτρια από τα οκτώ της χρόνια στην πόλη ενόσω ακόµη ζούσε η γυναίκα
του, άρχισε να την κοιτάει πονηρά και επιχείρησε να τη θωπεύσει. ∆εν είναι
τυχαίο ότι ο άνθρωπος αυτός περιγράφεται ως µελαψός στο πρόσωπο, µε
µελανά χείλη. Το τελευταίο επαναλαµβάνεται τρεις φορές344 για να τονίσει το
σκοτάδι της αµαρτωλής ψυχής του που αποτυπώνεται πλέον και στην
εξωτερική του εµφάνιση, µια εµφάνιση που προσοµοιάζει µε εκείνη του
πονηρού, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες. Χάρη όµως στη σθεναρή
αντίσταση της Φλώρας αναγκάστηκε για αρκετό καιρό να κρατάει κρυφή την
επιθυµία του.
Ωστόσο, λίγο µετά το θάνατο της γυναίκας του, όταν είδε µια µέρα
τυχαία το Ζήσο να κοιτάει τη Φλώρα, ζήλεψε τροµερά. Μεµιάς το πάθος της
ζηλοτυπίας , η «λύπη τῆς τοῦ πλησίον εὐπραγίας» κατά τον Μέγα Βασίλειο,
µπήκε µέσα στη ψυχή του. «Εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἔρως ἐζευγαρώθη µὲ τὴν
ζηλοτυπίαν»345. Ο αµαρτωλός έρωτας σε συνδυασµό µε το πάθος της

343
Τ.Α’, σ.341, στ.6-7. Ίσως στο σηµείο αυτό οι αναγνώστες να προβληµατιστούν πάνω στο γιατί να
τιµωρηθεί µε τόσο φρικτό τρόπο η Αυγούστα. Θα πρέπει όµως να λάβουµε υπόψη µας ότι ο Θεός δεν
τιµωρεί « δεν επιθυµεί το κακό κανενός ανθρώπου. Η θέληση του Θεού είναι πάντοτε αγαθή (…) Όπως
λέει και ο προφήτης Ιεζεκιήλ: «µὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόµου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ
ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν» ( Ιεζ. ιη’ 23). Ο Θεός όχι µόνο δε θέλει το
κακό και το θάνατο του αµαρτωλού, αλλά και προσπαθεί µε κάθε τρόπο, µε κάθε θεϊκό και ανθρώπινο
µέσο, να τον βοηθήσει , ώστε να ζήσει µια γνήσια και αυθεντική ζωή (…).Η κακοπραγία και η δυστυχία
των αµαρτωλών οφείλεται στις δικές τους κακές επιλογές ( γεγονός που στην περίπτωση της Αυγούστας
είναι προφανές). Ο καρπός της αµαρτίας είναι στη αρχή γλυκός,αλλά φέρει µέσα του τη φθορά και την
καταστροφή. Η αιτία της δυστυχίας του αµαρτωλού βρίσκεται µέσα στον ίδιο τον εαυτό του: κάποτε
έσπειρε κάποιο κακό σπόρο µέσα του. Η δυστυχία είναι ο πικρός καρπός του», π. Ε. Στύλιου, Η
αγάπη: Προσεγγίσεις στο µυστήριο του θεού, Αποστολική ∆ιακονία, 1994, σ.324- 325.
344
Τ. Β’ , σ.372, στ.20 , σ.373, στ.12, σ.374, στ.11.
345
Τ.Β’, σ.373, στ.14. Χαρακτηριστικό για το πώς βασανίζεται ο ζηλόφθονος άνθρωπος είναι το
παρακάτω απόσπασµα από κήρυγµα του αρχιµ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη: «Ο Μ. Βασίλειος λέει ότι
«λύπη τῆς τοῦ πλησίον εὐπραγίας» είναι η ζηλοτυπία, δηλαδή είναι στενοχώρια την οποία δοκιµάζει στο
βάθος της ψυχής του, όταν βλέπει τον άλλον να ευτυχεί, ή όταν ακούει εγκώµια και επαίνους γι’ αυτόν.
Αλλά δεν είναι µόνο λύπη. Η ζηλοτυπία είναι αδίκηµα και κακό που γεννά πολλά άλλα κακά. Η
ζηλοτυπία είναι έγκληµα και θανάσιµη αµαρτία, που σύρει δέσµιο τον άνθρωπο στο αδυσώπητο
κριτήριο της οργής του Θεού (…) διότι η ζηλοτυπία:1. Καταστρέφει την ευτυχία του πλησίον(…). 2.
Καταστρέφει και τη δική του ευτυχία(…). Λειώνει από τη ζηλοτυπία, όπως ο φθισικός από τη φθίση,
όπως το κερί από τη φλόγα. Πληγώνεται κατάκαρδα από τις επιτυχίες των άλλων. Καταστρέφεται, για να
καταστρέψει. Όπως ο σίδηρος γεννά τη σκωρία και η σκωρία τον κατατρώγει και όπως η έχιδνα
κατατρώγει την κοιλιά της µάνας της για να γεννηθεί, έτσι και η ψυχή του φθονερού κατατρώγεται από
113

ζηλοτυπίας γέννησαν το αναµενόµενο πάθος της πορνείας. Μη µπορώντας


πια να ησυχάσει, επιχείρησε να τη βιάσει το ίδιο κιόλας βράδυ. Ο δε βιασµός
που επιχείρησε ήταν διττός: σωµατικός και ψυχικός, αφού θέλησε να
χρησιµοποιήσει ως «όπλο» εξαναγκασµού της τα υποτιθέµενα ερωτικά
βλέµµατα που αντάλλαξε µε το Ζήσο.
Ευτυχώς, η νεαρή κοπέλα ήταν προετοιµασµένη και µαταίωσε τα
σχέδιά του. Με ένα σιδερένιο µοχλό που είχε δίπλα της και µε ετοιµόλογες
απαντήσεις στα άσεµνά του λόγια επιχείρησε να τον διώξει και τον χτύπησε
στο ένα χέρι. Όµως ο κατειληµµένος από το πάθος µεσήλικας δε διστάζει να
την απειλήσει µε αληθινό αυτή τη φορά όπλο. Η ετοιµοπόλεµη Φλώρα τον
χτύπησε αµέσως αναγκάζοντάς τον να φύγει. Την επόµενη κιόλας ηµέρα
έφυγε από το σπίτι γλιτώνοντας από τη φοβερή απειλή.

Στο «χορό εἰς τοῦ κ. Περίανδρου» γίνεται µια αναφορά στα συνοικέσια
που προέκυπταν κατά τον ετήσιο χορό -σύµφωνα µε τα ευρωπαϊκά πρότυπα-
που διοργάνωνε ο γηραιός κύριος Περίανδρος κάθε Κυριακή της Τυρινής. O
Παπαδιαµάντης στέκεται ειρωνικά απέναντί στον κύριο αυτό. Αρχικά,τον
χαρακτηρίζει «σεβάσµιο συνταξιούχο καὶ οἰκοκύρη καλό»346 και λίγο
παρακάτω «φρόνιµο γέροντα»347. Ωστόσο, παρά τη µεγάλη του περιουσία,
δεν έδινε ποτέ ελεηµοσύνη παραπέµποντας τους επαίτες στον ξάδερφό του
παπά- Νικόστρατο. Ο «τύποις» καλός γέροντας βρισκόταν εποµένως
«µακράν» από το θείο θέληµα. Στην περίπτωση του ταιριάζουν τα λόγια του
Αγίου Μάρκου του Ασκητή: «Πάλιν ὁ ἐγκρατής, ἐὰν κτᾶται χρήµατα, ἀδελφός
ἐστι τοῦ προτέρου ( ἔνν. τοῦ ἠδυπαθοῦντος) κατὰ διάνοιαν .µητρὸς µὲν τῆς
αὐτῆς διὰ τὴν νοερᾶν ἡδονήν, πατρὸς δὲ ἑτέρου διὰ τὴν τοῦ πάθους
ἐναλλαγὴν» 348. Ο «σεβάσµιος» και «φρόνιµος» γέροντας δεν διαφέρει από το
φιλήδονο, αφού η φιλαργυρία του είναι και αυτή ένα πολύ επικίνδυνο και
ύπουλο είδος «ηδονής».
Ταυτόχρονα όµως µε τη φιλαργυρία, ο κύριος Περίανδρος διέθετε και
ένα άλλο επικίνδυνο πάθος, την κενοδοξία. Για αυτό και δεν τσιγκουνευόταν
να διεξάγει τον ακριβό χορό στο σπίτι του και µάλιστα παινευόταν για τα
«συνοικέσια» που προέκυπταν κάθε χρόνο σε αυτόν. Η κενοδοξία του κύριου
Περίανδρου καθίσταται εµφανής από την υπερηφάνεια µε την οποία
«διαφηµίζει» τις γνωριµίες που γίνονταν στο σπίτι του και οι οποίες ενίοτε
οδηγούσαν και σε παράνοµους δεσµούς: «Στὸ σπίτι µου εἶχον γνωρισθῆ πρὸ
ἐτῶν ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Πραµατοπούλου. Στὸ σπίτι µου ἔκαµαν γνωριµίαν
πρὸ χρόνων πολλῶν ὁ κ. Μαϊµόπουλος µὲ τὴν κυρίαν Παϊδάκη, ὕπανδρον
ἤδη... Μετ' ὀλίγον καιρόν, ἡ κυρία Παϊδάκη ἐχώριζε τὸν ἄνδρα της, κ'

τη ζηλοτυπία», Αρχιµ. Καλλίστρατου Ν.Λυράκη, τ. Ιεροκήρυκος Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Πηγή:


http://clubs.pathfinder.gr/vatopaidi/316880?forum=37591&read=66, Ηµ/νία ανάρτησης: 10.10.2006.
346
Τ.∆.σ.13,στ.3-4.
347
Τ.∆’, σ.13, στ.19.
348
«Περί Νόµου πνευµατικοῦ », Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.102, Νο. Ϟζ’.
114

ἐνυµφεύετο τὸν κ. Μαϊµόπουλον...»349, ενώ στον πρόσφατο χορό του µια άλλη
κυρία λιποθύµησε στην αγκαλιά ενός κυρίου και ο σύζυγός της , αντί να τη
συνοδεύσει σπίτι, άφησε τον καβαλιέρο της να το κάνει προτιµώντας να παίζει
χαρτιά µέχρι τις τρεις το πρωί350.
Η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον εκχυδαϊσµό των
ηθών στην αθηναϊκή πρωτεύουσα είναι εµφανής. Στην πρώτη περίπτωση
έχουµε µια υπόθεση µοιχείας που κατέληξε σε διαζύγιο και δεύτερο γάµο-
παρωδία και στη δεύτερη υπονοείται ότι ο σύζυγος θεωρεί σπουδαιότερη τη
χαρτοπαιξία από τη σύζυγό του, αδιαφορώντας για µια πιθανή ηθική της
παρεκτροπή µε τον εν λόγω «καβαλιέρο» της. Προκαλείται έτσι εύλογα ο
προβληµατισµός στους αναγνώστες για το ποιος από τους δύο συζύγους
ευθύνεται περισσότερο για τη θλιβερή κατάληξη του γάµου τους που έχει
χάσει πλέον κάθε νόηµα. Είναι σαφές ότι στο συγκεκριµένο διήγηµα θίγεται
στην ουσία και πάλι το πάθος της φιλαυτίας που οδηγεί τους υπόδουλους σε
αυτό ανθρώπους στη διάπραξη σαρκικών και άλλων αµαρτηµάτων. Άλλωστε
η φιλαυτία είναι η µητέρα της πορνείας, της κενοδοξίας και πολλών άλλων
παθών351.

Άξια αναφοράς είναι και η περίπτωση του νεαρού Κασταλίδη στο


«Ἐξοχικόν κροῦσµα». Ο νεαρός αυτός είχε τη συνήθεια να συνάπτει ερωτικές
σχέσεις και να συναντιέται µε νεαρές, ξένες ως επί το πλείστον παιδαγωγούς,
τις οποίες φαίνεται να χειραγωγούσε κατάλληλα. Η µοναξιά, η έλλειψη της
οικογένειάς τους, η στέρηση της προσωπικής τους πατρίδας, τις καθιστούσαν
ευάλωτες στα όµορφα λόγια και τις υποσχέσεις του νέου. Η άκρα µυστικότητα
που κρατούσαν οι δεσποινίδες αυτές, που φορούσαν σχεδόν πάντα πυκνό
πέπλο στο πρόσωπο (µια µάλιστα κρατούσε και µια µεγάλη οµπρέλα κάτω
από την οποία συζητούσε το ζευγάρι) είναι δείγµατα της ντροπής που
αισθάνονταν για την κρυφή σχέση τους352.
Το βέβαιο είναι ότι ο νεαρός προτιµούσε τις ξένες αυτές κοπέλες επειδή
δεν είχαν συγγενείς στην Ελλάδα, ίσως λιγοστούς µόνο φίλους. Έτσι, από τη
µια περιοριζόταν αυτόµατα η πιθανότητα να µάθουν τα «θύµατά» του την
εξαπάτηση την οποία υφίσταντο εκ µέρους του και από την άλλη δεν
κινδύνευε από οργισµένους γονείς ή αδελφούς. Η δε επιλογή διαφορετικού
τόπου συνάντησης µε καθεµία σε εξοχικά προάστια της πόλης - όπου µόνο
συνταξιούχοι σύχναζαν- εκµηδένιζε την πιθανότητα να αποκαλυφθεί. Ο
349
Τ.∆’, σ.15, στ.11-15.
350
Τ.∆’, σ.15, στ.17-27.
351
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου: «Οὐκ ἔστι κακία ὑπὲρ κακίαν φιλαυτίας. Τέκνα δὲ φιλαυτίας ἔχεις
.
πετώµενα, ἃ εἰσὶ ταῦτα ἔπαινοι ἐν καρδίᾳ, αὐταρέσκεια, (χαρακτηριστική είναι η ρήση του κύριου
Περίανδρου κάθε φορά που έστελνε τους επαίτες στον συγγενή του παπα- Νικόστρατο «- Ἂν ἐγὼ δὲν
δίδω, τοὐλάχιστον παρακινῶ ἄλλους. Τοὺς στέλνω στὸν παπα - Νικόστρατον. Τὸ ἴδιο εἶναι. Καὶ γιὰ µένα
ψυχικὸ πιάνεται»(Τ.∆’, σ.13, στ.20-21). Αυτοεπαινείται και θεωρεί ότι έπραξε στο ακέραιο το χρέος της
ελεηµοσύνης, αντί να συνειδητοποιήσει το λάθος του) γαστριµαργία, πορνεία, κενοδοξία, φθόνος καὶ ἡ
κορωνὶς πάντων ὑπερηφανία », «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.173, Νο. σβ’. Το µικρό αυτό
διήγηµα µας δίνει ένα έµπρακτο παράδειγµα των συνεπειών της φιλαυτίας.
352
Βλ. Τ.∆’, σ.128-129.
115

Παπαδιαµάντης πάντως λογαριάζοντας το θέµα από την ηθική του πλευρά,


χαρακτηρίζει το «κροῦσµα» ως «παθολογικό». Πρόκειται για το δαιµόνιο της
πορνείας από το οποίο άγεται και φέρεται ο νεαρός Κασταλίδης, επιδιώκοντας
µόνο τη σαρκική ευχαρίστηση και αδιαφορώντας για τα συναισθήµατα των
προσώπων που εξαπατά. Παρασυρόµενος από το πάθος του φαίνεται να
αγνοεί ότι «οὐκ ἐνδέχεταί ποτε χωρὶς ὀδύνης εἶναι τὴν ἡδονήν. Ἐγκέκραται
γὰρ τῇ ἡδονῇ τῆς ὀδύνης ὁ πόνος, κἀν λανθάνειν δοκῇ τοὺς ἔχοντας, διὰ τὴν
κατά τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς ἐπικράτειαν. ἐπειδὴ τὸ ἐπικρατοῦν ἀεὶ διαφαίνεσθαι
πέφυκε, καλύπτον τοῦ παρακειµένου τὴν αἴσθησιν. Ἡδονῆς οὖν διὰ τὴν
φιλαυτίαν ἀντιποιούµενοι καὶ ὀδύνην διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν πάλιν φεύγειν
σπουδάζοντες, τάς ἀµυθήτους τῶν φθοροποιῶν παθῶν ἐπινοοῦµεν
γενέσεις»353. Μια πρόγευση της οδύνης αυτής πήρε σαφώς προς το τέλος του
διηγήµατος µε τον κλονισµό της υγείας του γέροντος πατέρα του και το
θάνατο της µητέρας του .
Ενδιαφέρον όµως παρουσιάζει και η πιθανή «αιτία» που οδήγησε το
νέο σε µια τέτοια στάση ζωής. Στον επίλογο αναφέρεται ότι, επειδή οι γονείς
του νεαρού, όταν ήταν νέοι, σύχναζαν στα ίδια αυτά µέρη και πιθανόν εκεί να
είχε συλληφθεί ο νεαρός, «ἔσωζεν ἐκ κληρονοµίας εἰς τὸ αἷµά του τὸ ἐρωτικὸν
τῆς ἐξοχῆς ἔνστικτον»354. Για αυτό και το «κροῦσµα» - δαιµόνιο που τον
ταλαιπωρεί βρίσκει την κορύφωσή του στην «ἐξοχήν». Με έµµεσο, εποµένως,
τρόπο αποδίδει ένα µερίδιο ευθύνης και στους γονείς του νέου αυτού, οι
οποίοι φαίνεται να έκαναν λάθη στη διαπαιδαγώγησή του «ἐκ κοιλίας».

Μια θεωρητική προσέγγιση του σαρκικού, γήινου και απατηλού έρωτα


συναντούµε και στα λόγια του Σταµάτη του Αταίριαστου στα «Ρόδιν’
ἀκρογιάλια». Ως αιτία της αλλοιωµένης αυτής µορφής του έρωτα θεωρεί τη
φιλαυτία και τον εγωισµό: «Ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ ὡς κοινωνικὸν ζῷον, ἔπρεπε
ν' ἀγαπᾷ τοὺς πάντας, ὅλον τὸν κόσµον, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἀνάγκην των, καὶ δὲν
ἠµπορεῖ µόνος νὰ ζήσῃ, µ' ὅλα ταῦτα, κατ' οὐσίαν, οὐδένα ἀγαπᾷ, εἰµὴ µόνον
τὸν ἑαυτόν του, τὸν ὁποῖον καὶ φθείρει ἀπὸ τὴν πολλὴν φιλαυτίαν... ∆ι' αὐτὸ
λέγει κ' ἕνα τροπάρι, τὴν Μεγάλην Σαρακοστὴν - ἐσὺ ξεύρεις ἀπ' αὐτὰ - πῶς
λέγει;... Αὐτοείδωλον;.. -"Αὐτοείδωλον ἐγενόµην, τοῖς πάθεσι..."»355.
Χρησιµοποιώντας ως φερέφωνο το Σταµάτη, ο Παπαδιαµάντης προβάλει το
λόγο για τον οποίο ο έρωτας µπορεί να χάσει το αληθινό του νόηµα. Όταν ο
άνθρωπος αγαπάει µόνο τον εαυτό του, εγκλωβισµένος στην «παρά φύσει»
και παράλογη αυτή αγάπη, αδυνατεί να αγαπήσει οποιονδήποτε άλλο και
φυσικά το Θεό. Ενώ είναι φτιαγµένος «κάτ΄εἰκόνα καὶ κάθ΄ὁµοίωσιν» του Θεού
και για αυτό θα έπρεπε να ζει αρµονικά µε τους συνανθρώπους του

353
Βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο.
νγ’, σ. 99- 100. Σε µεταγενέστερο κείµενό του ο ίδιος άγιος υπενθυµίζει τη διδασκαλία του Κυρίου που
µας προτρέπει να προσευχόµαστε, ώστε να αποφεύγουµε τους εκούσιους πειρασµούς « ὡς σαρκὸς µὲν
ἡδονῆς, ψυχῆς δὲ ποιητικοὺς ὀδύνης», «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς Πέµπτη», Φιλοκαλία
Τ.Β’, Νο. Ϟγ’, σ. 145.
354
Τ.∆’, σ. 130, στ.24-25 .
355
Τ.∆’, σ. 242, στ. 2-8.
116

βλέποντάς τους ως προέκταση του εαυτού του, εκείνος βάζει στη θέση του
Θεού τον αυτονοµηµένο εαυτό του. Θεοποιεί τον εαυτό του και κατά συνέπεια
και τα πάθη του .
Η αποµάκρυνσή του όµως από το Θεό, τη µόνη πηγή της όντως
Αγάπης και της Ζωής, έχει ως αποτέλεσµα την αποµόνωση και τον
πνευµατικό θάνατο. Συνέπεια αυτών είναι να καθίσταται έρµαιο της φιλαυτίας,
«τῆς πρὸς τὸ σῶµα ἐµπαθοῦς καὶ ἄλογου φιλίας»356. Ο φίλαυτος άνθρωπος
αδυνατεί να γνωρίσει τον έρωτα στην πραγµατική του µορφή και να βιώσει
την απερίγραπτη χαρά της αγαπητικής σχέσης µε τον πλησίον, αλλά βλέπει
τον άλλο σαν έναν ακόµη τρόπο ικανοποίησης του εαυτού του. Για αυτό
συχνά ταυτίζει τον έρωτα µε τη σαρκική και µόνο επαφή ( ο Σταµάτης θεωρεί
ότι αν µπορούσε ο άνθρωπος να αγκαλιάσει τον εαυτό του ως άλλος
Νάρκισσος θα αρκούνταν σε αυτό) και αδυνατεί να εννοήσει τη σωστή του
διάσταση: αυτή της πνευµατικής επικοινωνίας και ένωσης της ψυχής του µε τη
ψυχή του αγαπηµένου, ως «σάρκα µία» µε αναφορά προς τον κατεξοχήν
«Ἐρῶντα καὶ Ἀγαπῶντα» Θεό357.
Όµως ο Σταµάτης, όσο κι αν καταδικάζει το πάθος της φιλαυτίας,
παραµένει και ο ίδιος υπόδουλος σε αυτήν. Για αυτό, λίγο παρακάτω,
αµφισβητεί απερίφραστα την ύπαρξη του πλατωνικού έρωτα και οµολογεί ότι
«ἐγώ, ὅσον χρόνων εἶµαι, καὶ παντοῦ ὅπου ἐπῆγα, ηὔρα µόνον ἰδιοτελῆ,
ἄπιστον, σαρκικὸν ἔρωτα»358. Αναφέρει µάλιστα την περιπέτεια που είχε όταν
γύρισε από την Ευρώπη. βρήκε στην είσοδο του σπιτιού του παρατηµένο ένα
βρέφος, το οποίο είναι βέβαιος ότι θα απέδιδαν στον ίδιο, αν δεν είχε
επιστρέψει πρόσφατα. Και ολοκληρώνει την παραπάνω άποψή του µε µια
κυνική παροµοίωση: «Μωρέ, χαρὰ στὸν ἔρωτα! ∆ὲν εἶναι πλέον "ἔρωτας στὰ
χιόνια", εἶναι ἔρωτας στὰ κόπρια...»359 .
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η ιστορία που διηγείται στον αφηγητή
για την περίοδο που νοσηλεύτηκε για κάποιες εβδοµάδες στο νοσοκοµείο.
Εκεί µια «νεαρὰ καλόγρια, λευκὴ ὡς κρίνον, ἡ ὁποία ἐνδιεφέρετο µεγάλως καὶ
356
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς Τρίτη», Φιλοκαλία,Τ.Β΄, σ.28, Νο.η’.
Για τη φιλαυτία και τα παράγωγά της πάθη γράφει και ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «Οὐκ ἔστι κακία
.
ὑπὲρ κακίαν φιλαυτίας. Τέκνα δὲ φιλαυτίας ἔχεις πετώµενα, ἃ εἰσὶ ταῦτα ἔπαινοι ἐν καρδίᾳ, αὐταρέσκεια,
.
γαστριµαργία, πορνεία, κενοδοξία, φθόνος καὶ ἡ κορωνὶς πάντων ὑπερηφανία ἥτις κατασπᾶν ἐπίσταται
οὐκ ἀνθρώπους µόνον, ἀλλὰ καὶ Ἀγγέλους ἐξ Οὐρανῶν καὶ ζόφον ἀντὶ φωτὸς περιβάλλειν», «Προς
Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.173, Νο.σβ’.
357
Η εγωκεντρική και ατοµιστική στάση αυτή απέναντι στον έρωτα και την αγάπη, η οποία έχει ως
συνέπεια να προσεγγίζεται ο ερωτικός σύντροφος ως «αντικείµενο» προς ικανοποίηση κάποιων
«βιολογικών» αναγκών και να αποµονώνεται σταδιακά ο άνθρωπος από τον συνάνθρωπο του
παρουσιάζεται εξαιρετικά τόσο από τον π. Φάρο στο Έρωτος φύσις (βλ. Εισαγωγή της παρούσης
εργασίας, σ. 19 κ.ε.), όσο και από τον Χ. Γιανναρά στο Το πρόσωπο και ο έρως (βλ. Εισαγωγή της
παρούσης εργασίας, σ. 23 κ.ε. ). Στη συνέχεια ο π. Φάρος και ο κύριος Γιανναράς προβάλλουν τη
λύση στο τραγικό αυτό αδιέξοδο του ανθρώπου, µια λύση που περνάει µέσα από την σωτηριώδη
παραίτηση από το ατοµικό του θέληµα, την αυτονοµηµένη του φύση, ώστε να απελευθερωθούν οι
δυνατότητες κοινωνίας και αγαπητικής αυτοπροσφοράς που έχει µέσα του.
358
Τ.∆’, σ.242,στ.24-25.
359
Τ.∆’, σ.242, στ.29-30. Ο Σταµάτης εκπροσωπεί στο σηµείο αυτό την «κυνική νατουραλιστική άποψη
για τον έρωτα». Ωστόσο, τα παρατσούκλια του «Σηµαδιακός» και «Ἀταίριαστος» σε συνδυασµό µε την
ιδιότητα του στεριανού «ναυαγού» τον καθιστούν φορέα και ροµαντικών χαρακτηριστικών ως «ταίρι»
του ήρωα. Βλ.σχετικά Π. Καρπούζου, «Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 221.
117

διὰ τὴν ψυχικὴν σωτηρίαν τῶν ἀσθενῶν»360 τον ερωτεύτηκε και του έδωσε µε
έµµεσο τρόπο να καταλάβει πως, εάν γινόταν καθολικός, θα τον ακολουθούσε
αποποιούµενη το µοναχισµό. Το νεαρόν της ηλικίας της καλόγριας, η έµφαση
που δίνει στη σωτηρία της ψυχής των νοσηλευοµένων και η λευκότητά της,
που παραπέµπουν στο ιδανικό της αθωότητας, διαψεύδονται µε την πτώση
της στο σαρκικό πειρασµό. Μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, ενώ είναι έτοιµη
να αρνηθεί το µοναχικό σχήµα για χάρη του Σταµάτη, δεν σκοπεύει να αλλάξει
την οµολογία της. Αντιθέτως, θέτει ως όρο να αλλάξει εκείνος την πίστη του
και να γίνει από ορθόδοξος καθολικός. Ο Σταµάτης, αν και φαίνεται πως
ένιωσε µια έλξη για τη νεαρή καλόγρια 361 αρνείται: η αστάθεια του χαρακτήρα
του 362, οι εφήµερες ερωτικές του περιπέτειες κατά την περίοδο των ταξιδιών
του, η αµφισβήτηση της αγάπης µιας αλλόδοξης γυναίκας συντελούν στην
απόφασή του. Η βασική όµως αιτία είναι η απροθυµία του να αλλάξει την
πίστη του για χάρη της363. Είναι αξιοσηµείωτο ότι, όσο πιστή παραµένει στο
δόγµα της µια καθολική καλόγρια, τόσο πιστός παραµένει και ένας ορθόδοξος
αµαρτωλός ναυτικός µε χλιαρή θρησκευτική συνείδηση364. Και κλείνει την
ιδιότυπη αφήγησή του µε ένα δίστιχο – ύµνο στις απατηλές και εφήµερες
αγάπες:
"Ἀγάπες ταξιδιάρες365 στὸ κῦµα τὸ θολὸ366
κ' ἐβούλιαξ' ἡ βαρκούλα, κ' ἐπέσαν στὸ γιαλό."367
∆εν είναι τυχαίο ότι αντί του ενικού της λέξης αγάπη χρησιµοποιεί δέκα
φορές τον πληθυντικό «ἀγάπες»368. Σε αντίθεση µε τη λέξη έρωτας, που
χρησιµοποιείται διττά - και µε πνευµατική και µε σαρκική χροιά-, η λέξη
αγάπη, υπό το φως της Αγάπης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος
µεταξύ Τους και προς τα πλάσµατά Τους, έχει µια ιδιαίτερη, πνευµατική
σηµασία. Μεταξύ άλλων δηλώνει την ενότητα των προσώπων και την
πληρότητα που αισθάνεται κάποιος, όταν τη διαθέτει. Ο Σταµάτης όµως δεν
αισθάνεται κανενός είδους πληρότητα, γιατί βλέπει τον έρωτα επιφανειακά και
την αγάπη µόνο στην αλλοιωµένη της εκδοχή, αυτή της πεπτωκυίας αγάπης.
Μια τέτοια αγάπη όµως χάνει κάθε νόηµα και είναι αναµενόµενο αντί να
λειτουργεί ενωτικά, να κατακερµατίζεται σε δεκάδες- εκατοντάδες κοµµάτια,
τόσα όσα και τα «αντικείµενα» (γιατί παύουν πλέον να λογίζονται ως
πρόσωπα, ως ανθρώπινες υπάρξεις) της ατοµικής, σαρκικής αναζήτησής.

360
Τ.∆’, σ243, στ.21-23.
361
Βλ. Τ.∆’, σ.243, στ.25-26.
362
Όπως ο ίδιος παραδέχεται είναι «Σηµαδιακὸς κι Ἀταίριαστος», Τ.∆’, σ.240,στ.10.
363
Αν και ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν ήταν καθόλου συνεπής στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις.
364
Παρά την όποια πνευµατική αλλοίωση έχει υποστεί, εξακολουθεί να φυλάσσει µέσα στην καρδιά του
τη βεβαιότητα για την πνευµατική αλήθεια που προσφέρει η ορθόδοξη πίστη.
365
Τέτοια ήταν και η περιπέτεια που είχε µε την καλόγρια, αφού συνέβη σε ένα από τα ταξίδια του στον
Παναµά.
366
Το ερωτικό πάθος, όταν δεν συνοδεύεται από στοιχεία ειλικρινούς έρωτα, κινείται σε θολά νερά που
δεν οδηγούν πουθενά. Αποτέλεσµα: η βαρκούλα της ψεύτικης αγάπης βουλιάζει και εκείνη τελειώνει
άδοξα «πέφτοντας» στο γιαλό, κατάκοπη και µισοπεθαµένη.
367
Τ.∆’,σ.244, στ.17-18.
368
Βλ. Τ.∆’, σ.241- 244.
118

Αυτές οι κατακερµατισµένες και σκορπισµένες «αγάπες» που αποσκοπούν


στην ικανοποίηση της φιλαυτίας και των θυγατρικών παθών της δεν έχουν
καµία σχέση µε την αληθινή αγάπη. Για αυτό και πλέουν ασταθείς και χωρίς
προορισµό στα θολά νερά των παθών µε κίνδυνο να «πέσουν στη στεριά» και
να χαθούν.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σηµείο στο κείµενο που πιθανόν φωτίζει τη
στάση του αυτή. Πρόκειται για το χαρακτηρισµό που αποδίδει369 λίγο πριν τη
διήγησή του στον εαυτό του: « -Εἶµαι ναυαγός. Ναυαγὸς εἰς τὴν ξηράν…»370.
Αυτή η φράση ,πέρα από την αποτυχία στις κτηµατικές και οικονοµικές του
υποθέσεις, ίσως υπονοεί και µια αποτυχία στην απόκτηση της αληθινής
αγάπης. Η ειρωνική- αρνητική του εποµένως στάση απέναντι στο θέµα του
έρωτα ίσως να είναι ένας λανθασµένος τρόπος προκειµένου να «ξεπεράσει»
την προσωπική του απογοήτευση.

2.2.1. Αγώνας κατά του εµπαθούς έρωτα

Το «κράτος τῆς αµαρτίας» και η προέλευσή του απασχολεί έντονα τον


Παπαδιαµάντη στο «Ἀµαρτίας φάντασµα». Στο διήγηµα αυτό ο αφηγητής
πηγαίνει µαζί µε τη ξαδέλφη του Μαχούλα στην παννυχίδα του ναΐσκου του
Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Όταν έφτασαν δίψασε αλλά το δοχείο που είχε
µαζί της η Μαχούλα ήταν άδειο371. Για αυτό αποφασίζει να πάει µέσα στο
σκοτάδι σε µια κοντινή ρεµατιά για να γεµίσει νερό. Όσο όµως πλησιάζει,
αρχίζουν να τον περιβάλλουν ασυνάρτητες αναµνήσεις του σκοτεινού
παρελθόντος. Η άφιξή του στη βρύση συµπίπτει µε ένα ιδιόµορφο όραµα: είδε
να ίπταται «ένα λευκόν πράγµα» που έσυρε πάνω του ένα «µέγα µαυράδιον».
«Τὸ λευκὸν ὡµοίαζε µὲ χιτῶνα πάλλευκον, µὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης
δεκαπενταέτιδος. Τὸ µαῦρον ὡµοίαζε µὲ ἁµαρτίας φάντασµα»372.
Η προβληµατική του πάθους και της αµαρτίας αναπτύσσεται εδώ
κρυπτογραφικά. Το «λευκὸν … ὡς τοπικὸν ἄστρον … πράγµα» φαίνεται πως
συµβολίζει την ψυχή του, ενώ το «µέγα µαυράδιον» που έσερνε πάνω του
είναι η αµαρτία, το κακό γενικά, που την ταλαιπωρεί βάναυσα και την οδηγεί
στον πνευµατικό θάνατο373. Η συνείδησή του είναι εσωτερικά σκοτισµένη, κάτι
που τον κάνει να βιώνει µια «εσωτερική κόλαση» που πορεύεται προς «τὸ
369
Επί δύο συνεχόµενες φορές.
370
Τ.∆’, σ.241, στ.10-11 και στ.28-29.
371
O G. Saunier συνδέει και τη δίψα αυτή του αφηγητή µε την αµαρτία, βλ. «Για το αµαρτίας
φάντασµα», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, σ. 507. Επίσης, για την
ιδιόµορφη σχέση της Μαχούλας µε τον αφηγητή βλ. του ιδίου σ. 503. Ανάλυση του διηγήµατος αυτού
έχει κάνει πρόσφατα και ο π. Λ. Καµπερίδης, βλ. «Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;», Θεολογία,
Τ.82, τ.4, σ.144-146.
372
Τ.Γ’, σ.229, στ.27-28.
373
Η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη στην ερµηνεία της για το συγκεκριµένο απόσπασµα γράφει ότι: «Εξαιτίας
της χρήσης ενός ορθόδοξου λεξιλογίου, η αντίθεση άσπρου- µαύρου ερµηνεύεται σ΄ένα δεύτερο
επίπεδο ως διάκριση µεταξύ αθωότητας και ενοχής, ζωής και θανάτου». Βλ. Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη 1887- 1910, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.119. Στη συνέχεια, όταν αναλύει
εµπεριστατωµένα το διήγηµα, εντοπίζει τις δυσκολίες της ερµηνείας του και το βαθύ συµβολισµό που το
διέπει (βλ. ό.π., σ.252-253).
119

σκότος τὸ ἐξώτερόν τῆς γεένης»374. Το είδος της αµαρτίας παραµένει καθόλη


τη διάρκεια του διηγήµατος σκοπίµως απροσδιόριστο, πιθανόν γιατί εκείνο
που απασχολεί το συγγραφέα είναι η εξουσιαστική δύναµη της αµαρτίας εν
γένει πάνω στον άνθρωπο. Η συγκεκριµενοποίηση του αµαρτήµατος δεν θα
είχε τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει παρά να ικανοποιήσει την περιέργεια
των «επιφανειακών» και «ευκαιριακών» αναγνωστών. Για αυτό και δεν
συµφωνούµε µε την άποψη του G. Saunier που το ταυτίζει αυθαίρετα, κατά
την άποψή µας, µε το οιδιπόδειο αµάρτηµα375. Θεωρούµε ότι ο τρόπος µε τον
οποίο παρουσιάζεται η αµαρτία στο συγκεκριµένο διήγηµα της δίνει ένα
εσωτερικό βάθος και µια ευρύτητα που ξεπερνάει κατά πολύ το σαρκικό
πάθος στο οποίο την περιορίζει ο κύριος Saunier. Αλλά και η µυστηριώδης
αναφορά στη νεαρή νεκρή κοπέλα φαίνεται πως έχει τον ίδιο αλληγορικό
χαρακτήρα µε το «λευκόν πράγµα». δηλαδή, στην προκειµένη περίπτωση
φαίνεται πως υποδηλώνει και πάλι την ψυχή, «τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ
θ ε ό π λ α σ τ ο ν σ κ ή ν ω µ α »376, που νεκρώνεται πνευµατικά λόγω των
αµαρτωλών παθών και χάνει το παρθενικό της στεφάνι, δεχόµενη αντ’ αυτού
τα πλήγµατα του ακάνθινου στεφάνου της αµαρτίας377. Για τον αφηγητή, η
πνευµατική αυτή «νέκρωση» φαίνεται πως ξεκίνησε για πρώτη φορά πριν
από είκοσι χρόνια378 και η συνειδητοποίηση του µεγέθους της φθοράς που
έχει υποστεί τον συγκλονίζει εσωτερικά379. Το αµείλικτο ερώτηµα πώς είναι
δυνατόν να αλλοιωθεί το κάλλος της φύσεως µε την εισβολή του µιαρού
πνεύµατος, ενώ ο Θεός έπλασε τα πάντα «καλά λίαν» µένει αναπάντητο.
Ο Σ. Ζουµπουλάκης θεωρεί 380 ότι ο Παπαδιαµάντης δίνει την
απάντηση στο ερώτηµα αυτό - τουλάχιστον εν µέρει- σε ένα άλλο διήγηµά
του, στα «∆ύο κούτσουρα»: «Κ' ἐβεβαίωσεν Αὐτὸς ὅτι τὸ ἔργον του εἶναι

374
Τ.Γ’, σ.229, στ.21-23. Βλ. και G. Saunier, ό.π. σ.509.
375
Συγκεκριµένα ο G. Saunier θεωρεί ότι «η απροσδιόριστη αµαρτία του «Αµαρτίας Φάντασµα» είναι
οιδιπόδεια, αρχέγονη, ανεξίτηλη και δεσπόζει σ΄ολόκληρη τη µετέπειτα ζωή (…) είναι ο έρως προς την
αιωνίως νέα µητέρα» ή αλλιώς την «φαντασιακή µάνα και ερωµένη», βλ.ό.π. σ. 510 και σ.512.
376
Τ.Γ’, σ.229, στ. 31.
377
Η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη δίνει δύο διαφορετικές ερµηνείες για το σηµείο αυτό, µια
αυτοβιογραφική και µια αλληγορική: «δεν ξέρουµε εάν ο αφηγητής παρουσιάζει κάποια παρελθοντική
του εµπειρία αυτοβιογραφικά, οπότε η «δεκαπενταετίς παιδίσκη» µπορεί να είναι κάποιος νεανικός
έρωτας («το άσπιλον... άρνίον») για τον ηθικό και φυσικό θάνατο της οποίας ευθύνεται κι ο ίδιος. Ή εάν
ο ίδιος ο αφηγητής «ερµηνεύει» το παρελθόν του αλληγορικά. Σ’ αυτή την περίπτωση η «δεκαπενταέτις
παιδίσκη» µπορεί να είναι η παιδική ηλικία, η παραδεισιακή κατάσταση, το αρχαίον κάλλος (πβ. «καλά
λίαν», 3,230) που «αλλοιώνεται» από την εισβολή του «µιαρού πνεύµατος» (κάµπη: έρωτας) το οποίο
φθείρει το άσπιλο κάλλος, µεταβάλλει τα άνθη σε «ἄκανθας» και το «θεόπλαστον σκήνωµα» σε
«σκωληκόβρωτον σκήνος»», ό.π. σ. 253.
378
Γεγονός που, λόγω του νεαρού της ηλικίας του αφηγητή τότε, συνηγορεί στην υπόθεση κάποιων
µελετητών ότι µπορεί στην «αµαρτία» αυτή να περιλαµβάνεται και το ερωτικό πάθος, χωρίς όµως να
περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό.
379
Βλ. Τ.Γ’, σ.229. Σύµφωνα µε τον Σ. Λαµπρακίδη, πρόκειται για ένα είδος εξοµολόγησης, που
αποτελεί «µια προσπάθεια κάθαρσης του συγγραφέα. Σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας προσπαθεί να
λυτρώσει τη ψυχή του µε το να µοιράζεται την εµπειρία του φόβου που γεννά η αµαρτία», Η Ορθοδοξία
και ο Ελληνισµός στον Α.Παπαδιαµάντη, µεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή, Τµήµα Ποιµαντικής
και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 58.
380 ο
Βλ. Σ. Ζουµπουλάκη, Προλογικό σηµείωµα στον 9 τόµο των Απάντων: « Όνειρο στο κύµα και άλλα
διηγήµατα», επιµέλεια Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος,Το βήµα βιβλιοθήκη, εκδοτ. Οργανισµός Λαµπράκη,
2011, [Copyright: ∆όµος], σ.15.
120

ὡραῖον, καὶ πᾶς λογικὸς ἄνθρωπος συνοµολογεῖ. "Ἰδοὺ καλὰ λίαν", αὕτη
ὑπῆρξεν ἡ πρώτη µετὰ τὴν κοσµογονίαν ἀφῃρηµένη ἔννοια, ὅπως καὶ ἡ πρώτη
θετικὴ ἰδέα. Ἔπειτα θρασύνεται ὁ παραλογισµὸς καὶ λέγει: "∆ὲν εἶναι, ὄχι,
καλὸς ὁ κόσµος"»381. Με άλλα λόγια το βάρος της ευθύνης πέφτει στον ίδιο
τον άνθρωπο και το πνεύµα αντιλογίας που εµφωλεύει µέσα του και τον
οδηγεί στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του και στην αµφισβήτηση της
αγαθότητος του Θεού και των έργων Του. Ο ελεύθερος και αυτεξούσιος
άνθρωπος, αντί να δει τον κόσµο ως «καλόν λίαν» είναι µόνιµα
δυσαρεστηµένος, δυσανασχετεί και γογγύζει. Ακόµη και αν βρίσκεται στον
Παράδεισο, όπως ο Αδάµ, επιλέγει τελικά τη ζωή µακριά από αυτόν. Ωστόσο,
µια «ζωή» αποµονωµένη από την όντως Ζωή είναι καταδικασµένη να
αλλοιωθεί και στο τέλος να αφανισθεί 382.
Το «κράτος» λοιπόν «τῆς ἁµαρτίας» προβάλλει ισχυρό και αήττητο
εξουσιάζοντας την ψυχή του αφηγητή, που µοιάζει αβοήθητη σε αυτό τον
αγώνα, χωρίς τη δύναµη να αντισταθεί. Είναι όµως στην πραγµατικότητα έτσι;
Η απάντηση µας δίνεται στους αµέσως επόµενους στίχους:
«ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· (…)κατῆλθον µὲ βήµατα βραδέα, τύπτων τὰ
στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁµαρτίας νεότητός µου καὶ ἀγνοίας µου µὴ µνησθῇς,
Κύριε..."»383. Όσο µεγάλη κι αν είναι η φρίκη και ο πόνος που ένιωσε µπροστά
στη δύναµη του κακού, δεν υποκλίνεται σε αυτό, δεν υποτάσσεται. Αντίθετα,
βλέποντας κατάµατα την αλήθεια, αισθάνεται «βαθεῖαν συντριβήν»384,
ειλικρινή µετάνοια και καταφεύγει στη θερµή προσευχή. Μέσα από τα
συντρίµµια που άφησε στο πέρασµά της η αµαρτία, αναδύεται η ελπίδα
συγχωρήσεως από το Θεό µέσω της προσευχής.
Στον αγώνα λοιπόν κατά του κακού και της αµαρτίας ο άνθρωπος
µπορεί να πληγωθεί βαθιά, αλλά δεν είναι µόνος. Εχει σύµµαχο την πίστη και
την ελπίδα στο θείο έλεος. Η εσωτερική του συντριβή, η εναπόθεση του
αµαρτωλού στο πέλαγος της Θείας Ευσπλαχνίας σε συνδυασµό µε την
ειλικρινή ταπείνωση, είναι κάτι που δεν µένει απαρατήρητο από το Θεό. Όπως
γράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος: «Οὐκ ἔστι δυσχερὲς τῷ Κυρίῳ
πλύναι σὲ ἀπὸ παντὸς µώµου, κὰν κάθ΄ἑκάστην ὡς εἰκὸς ἐγγίνηται ἐξ ἀνάγκης
πειρασµός. Ἐν γὰρ τῷ λέγειν σὲ ἥµαρτον τῷ Κυρίῳ, ἀπόκρισις δίδοται ,
ἀφέωνταί σου αἳ ἁµαρτίαι. ἐγὼ εἰµὶ ὁ ἐξαλείφων , καὶ οὐ µὴ µνησθῶ»385 . Αυτή
381
Τ. Γ’, σ.626, στ. 15-19.
382
Ο Γ. Βαλέτας αναλύοντας το απόσπασµα αυτό γράφει:«Εδώ µε τη χριστιανική του νοοτροπία ο
συγγραφέας µας ανοίγει συµβολικά το θάνατο, το µαύρο βάθος της ζωής, πού τρώει και καταστρέφει
την οµορφιά και τη νιότη. Στη βαθύτερη ερµηνεία του το κοµµάτι είναι ένας ύµνος ή µάλλον ένας θρήνος
της ζωής µπροστά στο φάσµα του θανάτου, µπροστά στον κόσµο της φθοράς, που χαλάει τα ‘’έργα του
Θεού’’», «Ο Παπαδιαµάντης. Η ζωή -το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος
εκδοτικός οίκος ∆ηµ. ∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955, σ.427. Θεωρούµε ότι ο Γ. Βαλέτας παρερµηνεύει
το απόσπασµα αυτό ταυτίζοντας το κακό µε τον σωµατικό θάνατο. Απεναντίας, ο συγγραφέας
προβληµατίζεται σαφώς πάνω στα αίτια και τις συνέπειες του πνευµατικού θανάτου, του µόνου
αληθινού θανάτου για την ορθόδοξη παράδοση.
383 ος
Τ.Γ’, σ.230, στ.15-19, 24 Ψαλµός,στ.7.
384
Τ.Γ’, σ.230, στ. 15.
385
Ἠσαίας, µγ’,25, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.299, στ.20-24.
121

η σωτηριώδης λύση που ανοίγεται µπροστά σε κάθε αµαρτωλό αποτελεί και


την κατακλείδα του διηγήµατος.

Ένα λίγο µεταγενέστερο διήγηµα η «Φαρµακολύτρια» συµπληρώνει


την προβληµατική του πάθους386. Στο διήγηµα αυτό ο αφηγητής ανεβαίνει ένα
βράδυ κατ’ επίφασιν για να προσκυνήσει στο παρεκκλήσιο της Αγίας
Αναστασίας και για να συναντήσει τη ξαδέλφη του Μαχούλα. Η πραγµατική
όµως αιτία είναι ότι διακατέχεται από ένα «ύπουλο πάθος», το οποίο δεν
µπορεί να διαχειρισθεί και για αυτό αναζητά βοήθεια. Τα συναισθήµατά του
όµως είναι αντιφατικά. από τη µια επιθυµούσε την αρωγή της Αγίας και από
την άλλη επιθυµούσε να α ν α ζ ω π υ ρ ώ σ ε ι «ἀρχαίας ἀναµνήσεις»387 .
……..Συνεπίκουρος στα αισθήµατα αυτά στέκεται η φύση. Από τη µία ο
κρότος που κάνει ο χείµαρρος µέσα στην ήσυχη νύχτα, προσοµοιάζεται µε
την ταραχή και το φόβο που προκαλεί στη ψυχή του το αµαρτωλό του πάθος .
Από την άλλη η βραδεία άνοδος της σελήνης- Εκάτης, που φαίνεται σαν να
έβαλε φωτιά σε ένα δέντρο αφήνοντας το «µαῦρον καὶ σκοτεινὸν ἀπόκαυµα»,
παραλληλίζεται µε τη «βραδεῖαν φλόγαν» του έρωτα που καίει τη ψυχή του388.
Η νυχτερινή του περιπλάνηση καταλήγει στην αντίθετη πλαγιά του
βουνού. Εκεί, αφού κατέβη σε ένα «στενωπόν σύνδενδρον» φθάνει στο
εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας. Ο σκοπός του είναι να παρακαλέσει την
Αγία να λύσει τα «µάγια» της «πικρᾶς ἀγάπης», του «ἑρπετοῦ και δολεροῦ
πάθους» που τον έχει καταστήσει «λεία» και «ἕρµαιόν» του389 . Ωστόσο, η
ψυχή του, που «τήκεται» από τη φλόγα της αγάπης, βρίσκεται σε δεινό
διχασµό µην µπορώντας να αποφασίσει αν επιθυµεί ή όχι να θεραπευτεί390. Η
ηδονή και η οδύνη που του προκαλεί το σαρκικό πάθος εναλλάσσονται
συνεχώς αφήνοντάς τον µετέωρο και δυστυχή.

386
Για πλήρη ανάλυση του διηγήµατος αυτού βλ. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός
µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.33-57 και Κ. Στεργιόπουλου, «‘’Η Φαρµακολύτρια’’ του
Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 1987, σ. 59 -67 και κυρίως τη σύνδεση αυτού µε το «Αµαρτίας
φάντασµα» που κάνει στη σελίδα 67. Ωστόσο τη σύνδεση των δυο διηγηµάτων αµφισβητεί ο Α. Κοτζιάς,
βλ. Τα αθηναϊκά διηγήµατα και δύο δοκίµια για το χρόνο, εκδ. Νεφέλη, 1992, σ.83. Κατά τον Ν.
Ορφανίδη το διήγηµα αυτό « συνοψίζει µερικές από τις θεµελιακές συνιστώσες(…) της ελληνικής
αυτοσυνειδησίας του Παπαδιαµάντη. Έρως της φύσεως, µυστική εµπειρία, ιερότητα και αγιότητα,
αµαρτία και ενοχή, πάθος και οδύνη της υπάρξεως», « Α. Παπαδιαµάντη ‘’Φαρµακολύτρια’’», Πρακτικά
Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,σ.33.
387
Η επιλογή της λέξης «ἀναζωπυρήσω» δεν είναι τυχαία. Χάρη σε αυτή οι αναγνώστες καταλαβαίνουν
ήδη από την πρώτη παράγραφο του διηγήµατος, πως οι παλαιές αναµνήσεις του αφηγητή σχετίζονται
προφανώς µε κάποιο ερωτικό πάθος, µια και είναι γνωστός ο συσχετισµός του έρωτα µε φλόγα που
καίει στην καρδιά.
388
Βλ. Τ.Γ’, σ.308, στ. 6-11, στ. 17- 24 και σ. 310, στ.5-6 .Η φλόγα αυτή δεν είναι άλλη από τη φλόγα
του σαρκικού έρωτα, όπως τον έχουµε συναντήσει και σε προηγούµενα έργα. Πρβλ. «το ‘’φλογερό’’
πάθος της µοναχής Αγάπης ( 1.228, 243, 247-8) καθώς και το θάνατό της πάνω στη φλεγόµενη γαλέρα
του εραστή της (1.338-41). Στη Γυφτοπούλα η φλόγα του έρωτα είναι πείρα του αιωνίου πυρός της
Κολάσεως (1.641)», Ρ. Ζαµάρου , Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ.69-70
και σ.81. Βλ. επίσης Φαρίνου – Μαλαµατάρη , ό.π., σ.280.
389
Βλ. Τ.Γ’, σ.309, στ.29-31 και σ.310, στ. 1-2.
390
«Ὤ! καὶ ὅµως ἐτηκόµην... ὥρας - ὥρας ἐπεθύµουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ. Βοήθει, Ἁγία
Ἀναστασία!», Τ.Γ’, σ.310, στ.10-11.
122

Το απόσπασµα αυτό αρχικά µας προβληµατίζει, γιατί σε αντιδιαστολή


µε την προβολή της µετάνοιας που συναντούµε στο «Ἁµαρτίας φάντασµα»,
εδώ προβάλλεται η διαρκής αµφιταλάντευση του ήρωα που τείνει προς την
άρνηση της θεραπείας. Έτσι, µετά από την πρώτη του επίσκεψη στο ναΐσκο
και µια άσκοπη περιπλάνηση κατά τη διάρκεια της επόµενης ηµέρας,
επιστρέφει και πάλι - βράδυ πάντα391 - στο ναΐσκο της Αγίας Αναστασίας για
να ανάψει κερί392 και να προσευχηθεί γονυπετής, ένδειξη της εσώτερης
επιθυµίας του να ταπεινωθεί ενώπιον της Αγίας. Το πάθος του όµως,
συνεπικουρούµενο από τα δαιµόνια της λήθης και της ακηδίας, τον οδηγεί σε
ρεµβασµό. Όµως η ψυχή του δεν έχει αλλοιωθεί ριζικά . η συνείδησή του τον
τίπτει προκαλώντας του εσωτερικό πόνο . έναν πόνο που, σε αντίθεση µε τη
σωµατική του ρέµβη, αγρυπνά εντός του393. Αυτήν ακριβώς τη στιγµή
επιτίθεται δυναµικά ο πονηρός: αντιτίθεται στην προσπάθειά του να
προσευχηθεί (ως γνωστόν, οι δαίµονες ‘’χτυπούν’’ περισσότερο κατά τη
διάρκεια της προσευχής) φέρνοντας στο νου του βλάσφηµους λογισµούς και
µια πληθώρα αναµνήσεων που τον πολιορκούν, λαµβάνουν µορφή και σώµα
και «βοµβοῦν» στα αυτιά του «καλώντας» τον αρχικά µε «ψιθύρους» και
αµέσως µετά µε «φωνάς» να συγκατατεθεί στην αµαρτία394. Πολύτιµη αρωγός
την κρίσιµη αυτή στιγµή, η Αγία Αναστασία, εκείνη που στη θέση του
σαρκικού έρωτα έβαλε τον πνευµατικό έρωτα για το Νυµφίο Χριστό395 και
θυσίασε τη ζωή της παραδιδόµενη στη φωτιά για την αγάπη Του396. Το
µαρτύριο της δείχνει στον αφηγητή την οδό της σωτηρίας: τη µεταστροφή της
φλόγας του εµπαθούς έρωτά του σε «πύρινη» αγάπη για το Χριστό.
Κοντά σε αυτήν όµως έρχεται και µια «ἄλλη µορφὴ», πιθανόν ένα
είδος «προσωποποίησης» της ψυχής του ή εξιδανικευµένης µορφής της
αγαπηµένης του. Μπορεί πάλι να είναι και η εξαδέλφη Μαχούλα πάνω στην

391
Οι νυχτερινές ώρες που επιλέγει για να επισκεφθεί το ναό συνδέονται µε το πνευµατικό σκοτάδι στο
οποίο βρίσκεται λόγω του πάθους.
392
Το νοθευµένο και κοµµένο στα τέσσερα κερί του αφηγητή µπορεί εύκολα να παραλληλισθεί µε τη
«νοθευµένη» και κατακερµατισµένη από το πάθος πνευµατική του κατάσταση.
393
Βλ. Τ.Γ’, σ.313, στ.9.
394
Βλ. Τ.Γ’, σ. 313, στ. 10- 14.
395
Ο G. Saunier παρερµηνεύοντας το σηµείο αυτό θεωρεί την αγία Αναστασία ως «ερωµένη» του
Χριστού, βλ.Εωσφόρος και Άβυσσος, ό.π., σ.42. Ωστόσο, ο Β. Πανταζής ερµηνεύει σωστά το « Σε
Νυµφίε µου ποθώ», το οποίο, όπως µας πληροφορεί, προέρχεται από ένα απολυτίκιο που ψάλλεται για
πολλές Αγίες: «Ἡ ἀµνὰς σου Ἰησοῦ, κράζει µεγάλη τῇ φωνῇ: Σὲ Νυµφίε µου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῷ,
.
καὶ συσταυροῦµαι καὶ συνθάπτοµαι τῷ βαπτισµῷ σου καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ
.
θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄµωµον προσδέχου τὴν µετὰ πόθου τυθεῖσαν
σοί. Αὐτης πρεσβείαις, ὡς ἐλεήµων, σῶσον τάς ψυχὰς ἡµῶν», Ὡρολόγιον τὸ µέγα, εκδόσεις Φως, 1987,
σ.215-216 και Β. Πανταζή, « Στην Αγι- Αναστασά τη Φαρµακολύτρια!», Παπαδιαµαντικά τετράδια 3,
Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ. 54-55 και σ.57-58. Επιβεβαιώνεται έτσι για άλλη µια φορά ότι, όταν οι
µελετητές του Παπαδιαµάντη προσπαθούν να τον ερµηνεύσουν έξω από την ορθόδοξη πνευµατικότητα
που τον γαλούχησε, οδηγούνται σε λανθασµένα συµπεράσµατα. Αρκετές από τις «ερωτικές» ή τις
«εξοµολογητικές» φράσεις του προέρχονται αυτούσιες ή ελαφρώς παραφρασµένες από την ορθόδοξη
υµνολογία, τους ψαλµούς, ακόµη και τα πατερικά κείµενα περί θείου Έρωτος.
396
Όπως γράφει η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη: «η ‘’κατάφλεξις τοῦ πυρός’’ είναι για (την αγία) «δόξα»
στην οποία έφτασε , αφού απέφυγε το «σκότος τῆς ἀπάτης» (βλ. Μηναίον ∆εκεµβρίου, 1970, σ.161),
Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π.σ.290.
123

οποία, σύµφωνα µε τον π.Λ. Καµπερίδη, δεν έχει καµιά δύναµη το κράτος της
αµαρτίας εφόσον έχει αφεθεί στη χάρη της Αγίας Αναστασίας397. Αυτή η
«µορφή» ικετεύει για λογαριασµό του αφηγητή την Αγία και εκείνη
συγκατατίθεται ευσπλαχνικά.
Ωστόσο, η φωνή της συνειδήσεώς του, αµείλικτη, του ψιθυρίζει
«"Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ π ό ν ο ς θ ὰ ε ἶ ν α ι ἡ ζ ω ή σ ο υ ..."»398. Τότε φεύγει
αισθανόµενος «ἀγρίαν χαράν» θεωρώντας - αυθαίρετα ίσως- ότι η Αγία δεν
είχε εισακούσει την δέησή του399. Η δαιµονιακής προέλευσης «ἀγρία» αυτή
χαρά είναι όµως πρόσκαιρη - όπως και κάθε «ηδονή» - και αποτελεί µια
ακόµη µεθοδεία του πονηρού που προσπαθεί να πείσει τον πειραζόµενο για
την «αποτυχία» της δεήσεώς του. Αλλά, όπως είδαµε παραπάνω, η
συγκατάθεση - συγχώρηση της Αγίας είναι δεδοµένη. Τελικά, η αντίθεση αυτή
µας δίνει και τη λύση στον εσωτερικό διχασµό του ήρωα. Η ικεσία που
απευθύνει στην Αγία γίνεται αποδεκτή (έστω και αν ο ίδιος προσωρινά δεν το
καταλαβαίνει), ο δρόµος όµως που ανοίγει µπροστά του είναι αυτός του
πόνου και της οδύνης. Ο πόνος όµως αυτός, που θα τον συνοδεύει σε όλη

397
Βλ. π. Λ.Καµπερίδη ,ό.π. σ.149. Και άλλοι µελετητές, µεταξύ των οποίων ο G. Saunier και η Γ.
Φαρίνου - Μαλαµατάρη, έχουν ταυτίσει τη µορφή αυτή µε την εξαδέλφη Μαχούλα κυρίως λόγω της
οµοιότητας της περιγραφής τους: το πρόσωπο της Μαχούλας εκπέµπει «ἄφατον γλυκύτητα» ( σ. 310,
στ.23-24) και η µορφή φέρει «τὸν γλυκασµὸν περὶ τὰ χείλη τὰ ἁβρὰ καὶ µελιχρά» ( σ.313, στ.30-31). Με
τη σύνδεση αυτή παίζει η Μαχούλα έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην αφήγηση. Βλ. G. Saunier,
Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.46-
47 και Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, ό.π. σ. 279. Ωστόσο, ο G. Saunier πηγαίνει αρκετά βήµατα παραπέρα
θεωρώντας πως η Μαχούλα ενσαρκώνει τη «φαντασιακή µάνα- ερωµένη του αφηγητή» στηριζόµενος
στο βαρύ χαρακτηρισµό που δίνει ο ήρωας στο πάθος του και στην αδυναµία του να το οµολογήσει
ακόµη και στον ίδιο του τον εαυτό ,βλ. ό.π. σ.47. Από την άλλη η Ε. Κιτσοπούλου «απλοποιεί» πέραν
του δέοντος το πάθος του αφηγητή στο συγκεκριµένο διήγηµα ταυτίζοντας το µε την αδυναµία προς τα
νεαρά κορίτσια γενικά, άποψη που δεν βρίσκει κανένα στήριγµα στο κείµενο. Βλ. Ε. Κιτσοπούλου, Α.
Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.19.
398
Τ.Γ’, σ.314, στ.2-3. Σύµφωνα µε τον π. Λ. Καµπερίδη, η φωνή αυτή είναι η φωνή του κακού, του
µαύρου φαντάσµατος του «Αµαρτίας φάντασµα». Ωστόσο, «πιο δυνατό από αυτή τη φωνή είναι το
έλεος του Θεού, που επιχέεται στην πονεµένη ψυχή, αυτή που ξέρει πως ο πόνος είναι η ζωή της. Πιο
δυνατό από τους αµυδρούς ψιθύρους του χρησµού είναι το άπειρον έλεος του Θεού που εργάζεται
ακούραστα για τη λύτρωσή µας (…). Η φωνή που ακούει σαν ψίθυρο στον ύπνο του, δεν µπορεί να
αναιρέσει την εικόνα που βλέπει στην εγρήγορσή του στο στασίδι. Στο τέλος, ερχόµενο από τα έσχατα,
το έλεος του Θεού και οι Άγιοι που το χορηγούν στον πονεµένο άνθρωπο νεύουν συγκατάθεση στη
λύτρωσή µας», ό.π., σ. 148-149.
399
Τ.Γ΄, σ.314, στ. 1-5. Ο Κ. Στεργιόπουλος γράφει σχετικά µε το σηµείο αυτό: «Την καταδίκη,
ουσιαστικά δεν την απαγγέλει η Αγία. Η φωνή έρχεται από µέσα του, ακούγεται «εἰς τὸ βάθος τῆς
συνειδήσεώς του», όµοια µε χρησµό. Τα χείλη της κόρης « ἐψιθύριζον ἱκεσίαν», «τὸ βλέµµα τῆς εἰκόνος
ἔνευε συγκατάθεσιν», αλλά το βαθύτερο εγώ του δεν ήθελε να εισακουστεί». Και λίγο παρακάτω
συµπληρώνει « η χαρά του στο τέλος είναι «αγρία», µοιάζει και εκείνη δαιµονική, όπως και το πάθος. Το
.
‘’αγρίαν’’ εδώ είναι αποκαλυπτικά προσδιοριστικό έχει την έννοια της εξέγερσης, κάτι το εωσφορικό (…)
Τελικα η πάλη γίνεται µε το µέσα του εωσφορικό στοιχείο, καθώς η συναίσθηση της ενοχής, απ’ την
άλλη πλευρά, τον ελέγχει, ριχνοντάς τον στην µετάνοια και στην ταπείνωση», «’’Η Φαρµακολύτρια ‘’ του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.66-67. Ωστόσο, υπάρχουν και µελετητές όπως ο κ. Αριστηνός που θεωρούν τη
φράση αυτή ως µια «οριστική αυτονόµηση του ήρωα από τα θρησκευτικά δεσµά» ή «µια νέα δουλεία και
δικαίωση της θεοδικίας που δεν µπορεί (δεν πρέπει) να εισακούσει τις ικεσίες ενός αµαρτωλού». ( « Οι
επίλογοι στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
σ.84) Μια τέτοια προσέγγιση όµως, πέρα από το ότι δεν λαµβάνει υπόψη της τη συνάφεια του κειµένου
µε την αµέσως προηγούµενη ευσπλαχνική συγκατάνευση της Αγίας, παραβλέπει και την πάγια θέση
του συγγραφέα που θέλει τους αµαρτωλούς ήρωές του να λυτρώνονται τελικά «ὡς δια πυρός».
124

του τη ζωή, είναι και το κλειδί που οδηγεί στη σωτηρία. Ταυτόχρονα, υπό την
προοπτική αυτή, και το αίτιο αυτού του πόνου, δηλαδή το ερωτικό πάθος,
µετατρέπεται σε στοιχείο που «διανοίγ(ει) την οδό προς τη λύτρωση και το
ιερό»400. Πίσω λοιπόν από την επιφανειακή, αρνητική παρουσίαση του
ερωτικού πάθους, ο αναγνώστης καλείται να διεσδύσει στο κείµενο για να
ανακαλύψει το βαθύτερο νόηµά του που είναι η «αἱµάσσουσα» και επίπονη
πορεία του αµαρτωλού, αλλά αγωνιζόµενου ανθρώπου προς τη σωτηρία401.
Την αξία του λυτρωτικού πόνου επισηµαίνει και ο Άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής:«Ὁ τῆς ἀληθινῆς ἐφιέµενος ζωῆς, γνοὺς ὅτι πᾶς πόνος, εἴτε
ἑκούσιος εἴτε ἀκούσιος, τῆς τοῦ θανάτου µητρὸς ἡδονῆς γίνεται θάνατος,
πάσας τάς τραχείας τῶν ἀκουσίων πειρασµῶν ἐπιφοράς δέξεται µετ’
εὐφροσύνης χαίρων. διὰ τῆς ὑποµονῆς ὁδοὺς εὐµαρεῖς τε καὶ λείας τάς θλίψεις
ποιούµενος, καὶ πρὸς τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως ἀπλανῶς
παραπεµπούσας αὐτόν, εὐσεβῶς ἐν αὐταὶς τὸν θεῖον δρόµον ποιούµενον. Καὶ
γὰρ τοῦ µὲν θανάτου µήτηρ ἐστὶν ἡ ἡδονὴ. τῆς ἡδονῆς δὲ θάνατος ἐστὶν ὁ
πόνος. ὁ τε προαιρετικὸς καὶ ὁ παρὰ προαίρεσιν »402. Τη θεραπευτική
λειτουργία του πόνου επισηµαίνει και ο Γ. Μαντζαρίδης που τον θεωρεί
απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο του ανθρώπου στην πνευµατική
ζωή. Επειδή ακριβώς ο πόνος προαναγγέλει την οδύνη του θανάτου,
συµβάλλει καθοριστικά στην εσωτερική κάθαρση και την πνευµατική
ανακαίνισή του403. Προς αυτή την επώδυνη, αλλά σωτήρια πνευµατική
ανακαίνιση οδεύει δια του ισοβίου πόνου και ο αφηγητής, έστω και αν
προσωρινά δεν το συνειδητοποιεί.

400
Ν. Ορφανίδη, ό.π. σ.34.
401
Ενδεικτικός των « φαρµακολύτριων δοκιµασιών» (ο όρος προέρχεται από τον κ. Πανταζή, « Στην Αγι’
Αναστασά τη Φαρµακολύτρια», ό.π., σ. 61) που υποφέρει ο δεινώς πειραζόµενος άνθρωπος είναι και ο
ακόλουθος ύµνος: «Ἤθελον δάκρυσι ἐξαλεῖψαι, τῶν ἐµῶν πταισµάτων Κύριε τὸ χειρόγραφον, καὶ τὸ
.
ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς µου , διὰ µετανοίας εὐαρεστῆσαί σοι ἀλλ’ ὁ ἐχθρὸς ἀπατᾶ µε, καὶ πολεµεῖ τὴν
.
ψυχήν µου Κύριε , πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωµαι, σῶσόν µε» (Παρακλητική, εκδόσεις Φως, 1979, σ.190 και
197).
402
«Περί Θεολογίας και τῆς ἐνσάρκου οἰκονοµίας τοῦ Υιού τοῦ Θεοῦ, πρός Θαλάσσιον κεφαλαίων
ἐκατοντάς ∆΄», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο.νε΄, σ.118.
403
Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2010 (Β’ έκδοση βελτιωµένη),
σ. 615- 616. Να τσεκάρω για σιγουριά τις σελ γιατί δεν τις έχω σε φωτοτυπία. 99% αυτές είναι
125

3. Η συµβολή του πειρασµού στον έρωτα

Η ύπαρξη των πειρασµών, εκούσιων και ακούσιων404, είναι


405
συνυφασµένη µε την ανθρώπινη ζωή . Και αυτό γιατί ο πονηρός, έχοντας
χάσει την κοινωνία µε την πηγή της Ζωής, το Θεό, επιδιώκει εµµανώς και µε
κάθε τρόπο να στερήσει και από την «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς», τον
ανθρώπο, τη δυνατότητα αυτή. Χρειάζεται όµως και η συγκατάθεση του
τελευταίου. Αυτή τη συγκατάθεση επιδιώκει µέσω των πολυποίκιλων
πειρασµών να αποσπάσει ο µισάνθρωπος εωσφόρος.
Οι πειρασµοί όµως επιτελούν παράλληλα και ένα θεάρεστο έργο: χάρη
σε αυτούς δίνεται η δυνατότητα στον άνθρωπο, στον κάθε ελεύθερο και
αυτεξούσιο άνθρωπο, να επιλέξει να µείνει κοντά στο Θεό, τον Πατέρα του.
Και όσο µεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλει για να το επιτύχει αυτό, τόσο
περισσότερο τον λούζει η Θεία Χάρη, καθιστώντας τον στο τέλος «κατά Χάριν
Θεό». Άλλωστε, αν δεν υπήρχαν οι πειρασµοί, δεν θα υπήρχαν και οι Άγιοι406.
Εποµένως, οι πειρασµοί, ως δοκιµασίες κατά παραχώρηση Θεού, αποτελούν
ένα είδος παιδαγωγίας που στοχεύει άλλοτε στην επαναφορά και άλλοτε στην
πνευµατική ανύψωση και στερέωση του ανθρώπου.
Φυσικά, ο αγώνας κατά των πειρασµών και των παθών δεν παύει ποτέ
µέχρι τη στιγµή του σωµατικού µας θανάτου που, υπό αυτή την οπτική,
αποτελεί δώρο Θεού. Έως την τελευταία εκείνη στιγµή οι πειρασµοί
εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τον πτωτικό άνθρωπο, επιδιώκοντας να τον
συµπαρασύρουν µαζί µε τον πατέρα τους σατανά στην αιώνια απώλεια.
Περνούν δε από διάφορα στάδια για να επιτύχουν τον ειδεχθή σκοπό τους:
ξεκινούν από την προσβολή, χρησιµοποιώντας συνήθως τις ανθρώπινες
αισθήσεις, ή τις ενδόµυχες, χρονίζουσες επιθυµίες. Τότε είναι και η µεγάλη
ευκαιρία του ανθρώπου να τους διώξει εν τη γενέσει τους: «Ὁ τὸ πρῶτον
τοίνυν ἀπαθῶς λογιζόµενος, ἢ ἀντιρρήσει καὶ ἐµβριθείᾳ ἐκ πρώτης

404
Για τη διάκριση των πειρασµών σε εκούσιους και ακούσιους και τον τρόπο αντιµετώπισής τους,
γράφει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «∆ιττὸς γάρ, κατὰ τὴν Γραφήν, τῶν πειρασµῶν ὁ τρόπος. Ὁ µὲν
.
ἡδονικός, ὁ δὲ ὀδυνηρός καὶ ὁ µὲν προαιρετικός, ὁ δὲ ἀπροαίρετος. Καὶ ὁ µὲν τῆς ἁµαρτίας γεννήτωρ
(…) ὁ δὲ τῆς ἁµαρτίας τιµωρός, ἀκουσίοις πόνων ἐπιφοραῖς τὴν φιλαµαρτήµονα κολάζων διάθεσιν (…)
.
ἀµφοτέρους δὲ τοὺς πειρασµοὺς τὸν ἑκούσιόν τε καὶ τὸν ἀκούσιον, περιέπει κακούργως ὁ πονηρός τὸν
µέν, σπείρων καὶ διερεθίζων τὴν ψυχὴν ἡδοναῖς σώµατος ἀποστῆσαι τῆς θείας ἀγάπης τὴν ἔφεσιν
µηχανώµενος, τὸν δὲ σοφιστικῶς ἐξαιτεῖται, δι’ ὀδύνης φθεῖραι τὴν φύσιν βουλόµενος, ἵνα βιάσηται τὴν
ψυχὴν ἀτονίᾳ πόνων καταβληθεῖσαν, πρὸς τὴν του κτίσαντος διαβολὴν κινῆσαι τοὺς λογισµούς. Ἀλλ’
ἐπεγνωκότες ἡµεῖς τοῦ πονηροῦ τὰ νοήµατα, τὸν µὲν ἑκούσιον ἀποζευξώµεθα πειρασµόν, ἵνα µὴ τῆς
θείας ἀγάπης τὴν ἔφεσιν ἀποστήσωµεν, τὸν δὲ ἀκούσιον, ἐπερχόµενον συγχωρήσει Θεοῦ, γενναίως
ὑποµένωµεν, ἵνα φανῶµεν προτετιµηκότες τῆς φύσεως, τὸν κτίστην τῆς φύσεως», «Εἰς
τὴν..προσευχὴν..τοῦ..Πάτερ..ἡµῶν»,..Φιλοκαλία,.Τ.Β’,σ.202,στ.5-25.
405
Τους λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει να έρχονται πειρασµοί στους ανθρώπους αναφέρει
επιγραµµατικά ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής:«Αἳ ἐπιφοραι τῶν πειρασµῶν, τοῖς µέν, πρὸς ἤδη
. .
γεγονότων ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν τοῖς δέ, πρὸς νῦν ἐνεργούµενων ἀλλοις πρὸς µελλόντων
ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπὴν ἐπάγονται, δίχα τῶν πρὸς δοκιµὴν ἐπισυµβαινόντων, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰώβ», «Περί
ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, T.Β’, σ.20, Νο.µε’.
406 .
«Εἰ µὴ γὰρ ᾖσαν τὰ πάθη, οὐκ ἂν ᾖσαν αἱ ἀρεταὶ οὔτε στέφανοι οἱ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῖς ἀξίοις τῶν
ἀνθρώπων δωρούµενοι», Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής
πολιτείας»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.13, Νο.ξζ’.
126

ἀποπεµπόµενος, ἤτοι τὴν προσβολήν, πάντα τὰ ἔσχατα ὑφ’ ἕν περιέκοψεν»407.


Αν ο άνθρωπος δεν τους αποδιώξει, τότε ξεκινά ο «διάλογος», ή, όπως τον
αποκαλούν οι Πατέρες, «ο συνδυασµός» ανάµεσα σε αυτούς και τις
ανθρώπινες σκέψεις και επιθυµίες. Κατά τη διάρκεια αυτού του «διαλόγου»
προσπαθούν να «πείσουν» τον πειραζόµενο για την «ορθότητά» τους και να
τον οδηγήσουν στο επόµενο στάδιο που είναι η συγκατάθεση, η ψυχική τους
αποδοχή. Αν ο άνθρωπος, έστω και αυτή την ύστατη στιγµή, δεν τους
αντιµετωπίσει δυναµικά, τότε ακολουθεί η «αἰσθητὴ πράξις, ἤγουν ἡ ἁµαρτία»,
που ταυτίζεται µε τον πνευµατικό θάνατο408.
Οι πειρασµοί δεν παύουν να έρχονται ακόµη και όταν ο άνθρωπος
ακολουθεί µια ενάρετη ζωή. Απεναντίας, τότε προσπαθούν ακόµη
περισσότερο να τον κατακρυµνήσουν από την άνοδό του στην κλίµακα των
αρετών. Για αυτό και κάθε άνθρωπος που επιδιώκει την αρετή και την
κοινωνία µε το Θεό πρέπει να είναι προετοιµασµένος: «Ὅταν θέλῃς ἀρχὴν
ποιήσασθαι καλῆς ἐργασίας, πρῶτον ἐτοίµαζε σεαυτόν πρὸς τοὺς πειρασµοὺς
τοὺς ἐπαγοµένους σοὶ, καὶ µὴ διστάσῃς τῇ ἀλήθείᾳ. Ἔθος γὰρ ἐστί τῷ ἐχθρῷ,
ὅταν ἴδῃ τινά µετὰ θερµῆς πίστεως ἀρξάµενον ἀγαθῆς πολιτείας,
προσυπαντῆσαι αὐτῷ ποικίλοις καὶ φοβεροῖς πειρασµοῖς(…). Σὺ οὖν
ἐτοίµασον σεαυτόν ἀνδρείως ἀπαντῆσαι τοῖς πειρασµοῖς τοῖς ἐπαγοµένοις ταῖς
ἀρεταίς, καὶ τότε τῆς ἐργασίας τούτων ἄρξαι»409. Ένας µάλιστα ωφελιµότατος
τρόπος αντιµετώπισης των πειρασµών, εκούσιων και ακούσιων, είναι η
προσευχή και η υποµονή: «Χρὴ ἐν προσευχῇ καὶ ὑποµονὴ ἀντιστῆναι (…). Ὁ
γὰρ ἐκτὸς προσευχῆς καὶ ὑποµονῆς πειρασµοὺς νικῆσαι θέλων, οὐκ ἀπὠσεται
αὐτοὺς, ἀλλὰ πλέον ἐµπλακήσεται αὐτοῖς (…). Ἐν γὰρ ταὶς θλίψεσιν, τοὶς
ἀθλοῦσιν οἱ στέφανοι»410.
Στα έργα του Παπαδιαµάντη, που θα αναλύσουµε στις επόµενες
ενότητες, θα εξετάσουµε διεξοδικά ένα από τα πιο βασανιστικα είδη
πειρασµών, το σαρκικό πειρασµό, και τον αιµάσσοντα αγώνα των
πειραζοµένων ηρώων απέναντί του.

407
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶ θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.235. Στο ίδιο µήκος
κύµατος κινείται και ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος που γράφει: «Ὅταν τῇ ἡµετέρᾳ διάνοιᾳ µνήµη γένηται
γυναικός, ἀναδοθεῖσα διὰ τῆς διαβολικῆς κακουργίας (…) ταχέως ταύτην ἐκ τῆς ἡµετέρας καρδίας
ἐκβάλωµεν (…) καὶ ὡς ἔτι νήπιοί εἰσιν οἱ υἱοὶ Βαβυλῶνος, οἱ πονηροί, φηµί, λογισµοί, τούτους ἐδαφίζειν
καὶ συντρίβειν πρὸς τὴν πέτραν, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός», «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-38 και σ.65, στ.1 και ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: «ἐὰν οὖν προσέχῃ ὁ
νοῦς νήφων καὶ δ’ ἀντιρρήσεως καὶ ἐπικλήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ φυγαδεύη ἐξ ἀναδόσεως τὴν
προσβολήν, τὰ ἑξῆς αὐτῶν ἀργὰ µένουσι», « Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ. 148-149 , Νο.µς’.
408
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 148, µς’. Ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή,
συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία, συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις. Βλ.«Λόγος Ψυχωφελής και
θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235, στ.14-29.
409
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι,ό.π., Λόγος Ε’, σ. 283, στ. 27-32 και σ.
284, στ.37-39.
410
Αντιόχου Μοναχού, Πρὸς Εὐστάθιον , PG 89, 1509D -1512AB.
127

3.1. Πτώση στο σαρκικό πειρασµό

Αξιοσηµείωτη θέση ανάµεσα στα ποικίλα είδη πειρασµών που


υφίστανται οι ήρωες του Παπαδιαµάντη έχει ο ερωτικός, ή σαρκικός
πειρασµός. Το είδος αυτό του πειρασµού βασανίζει και γυναίκες, αλλά κυρίως
άνδρες όλων των ηλικιών. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στον τρόπο µε τον
οποίο το διαχειρίζεται ο καθένας τους: άλλοι υποκύπτουν στον πειρασµό και
υφίστανται τις συνέπειες, άλλοι τον αντιµετωπίζουν δυναµικά και πολλοί
καταβάλλουν φιλότιµες προσπάθειες µε αµφίβολο τελικά αποτέλεσµα. Σε αυτή
και την επόµενη υποενότητα θα αναλύσουµε µερικές περιπτώσεις που µας
δίνουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα των παραπάνω κατηγοριών.

Ο ερωτικός πειρασµός στάθηκε η αιτία για να καταστραφεί η συζυγική


γαλήνη της Αυγούστας και του Ιωάννη Μούχρα. Ο κόµης Σανούτος,
καταχρώµενος της φιλοξενίας του Μούχρα, υποκύπτει στον ερωτικό
πειρασµό, όταν βλέπει από το παράθυρο του δωµατίου του την Αυγούστα.
Αµέσως «ἐξεπλάγη ἐκ τῆς ὀπτασίας τοῦ κάλλους τῆς Αὐγούστης, καὶ
ἐφαντάσθη νὰ ἀκολουθήσῃ κατόπιν αὐτῶν ἐκ πολυπραγµοσύνης καὶ
εὐεξηγήτου γοήτρου»411. Η υπέρµετρη ευγένεια του στην πρώτη τους
συνάντηση και η ψευδής απόπειρα αυτοκτονίας του συγκινούν ενδόµυχα την
Αυγούστα, η οποία κολακεύεται από τη συµπεριφορά του. Όταν µάλιστα
προσπάθησε να τον σώσει, «οὗτος ἐστάθη ἐπὶ µίαν στιγµὴν παρατηρῶν αὐτὴν
µὲ βαθὺ καὶ θαυµαστικὸν βλέµµα. Ἐνδεδυµένη λευκά, ὡς ἦτο, καὶ
ὠχραινοµένη ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης, εἶχέ τι τὸ χαριέντως φανταστικόν. Τὰ
βλέµµατά των συνηντήθησαν καὶ ἐταπείνωσεν αὕτη τοὺς ὀφθαλµούς»412 . Η
ερωτική αυτή ατµόσφαιρα είναι αρκετή για να εισέλθει ο πειρασµός και στην
Αυγούστα, η οποία σπεύδει την επόµενη ηµέρα να εξοµολογηθεί, γιατί την
βαρύνει ήδη η συνείδησή της. Εκεί δέχεται τις νουθεσίες της µητέρας Φιλικίτης
οι οποίες, αν και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αποδεικνύονται
ανεπαρκείς για να αποτρέψουν την πτώση της.
Και ο Σανούτος όµως, παρά τις αθεϊστικές πεποιθήσεις του και τον
αδίστακτο χαρακτήρα του, διστάζει ένα βήµα πριν την διάπραξη της αµαρτίας:
«Ἦτο µόνος καὶ ἵστατο ἀναποφάσιστος ἐν µέσῳ δύο ὄγκων ἀδρανῶν, (…)
- Τί ἔχω; ἔλεγε· τί πάσχω; Τί ἔπαθες Σανοῦτε; Μήπως µετανοεῖς; Ποῦ εἶναι ἡ
σταθερὰ ἀπόφασις; Τί ἔγινεν ἡ φλογερὰ ἐπιθυµία;»413. Ο ίδιος δεν µπορεί να
πιστέψει ότι θα είχε ποτέ τύψεις συνειδήσεως. Η φιλαυτία όµως, η υπέρµετρη
φιλοδοξία και η µαταιοδοξία του δεν του επιτρέπουν να µετανοήσει
πραγµατικά. Ο φόβος και µόνο ότι, αν υποχωρήσει στα σχέδιά του, θα
«πέσει» στα µάτια του Μαύρου βοηθού του, τον βαρύνει περισσότερο από
την οδύνη και τη δυστυχία που θα προκαλέσει στους δύο αθώους

411
Τ.Α’, σ.156, στ.11-14.
412
Τ.Α’, σ.155, στ.28-30.
413
Τ.Α’, σ.174, στ. 27-31.
128

συνανθρώπους του. Η υπερηφάνεια και η αλαζονεία τον οδηγούν στη


διάπραξη της αµαρτίας προκειµένου να µη χάσει τη ψεύτικη αξιοπρέπειά του.
Λίγα χρόνια µετά από το θλιβερό γεγονός ο σαρκικός πειρασµός
εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τη δυστυχισµένη πια Αυγούστα. Η εξοµολόγησή
της στον πατέρα Αµµούν φανερώνει τα συνεχή βασανιστήρια που υφίσταται
από το πάθος της πορνείας και την αδυναµία της να το ξεπεράσει: «Εἰς µάτην,
πάτερ µου, ἐκτελῶ παρατεταµένας νηστείας, εἰς µάτην κάµνω καθ' ἑκάστην
χιλίας γονυκλισίας. Ἡ σὰρξ δὲν δύναται νὰ καταβληθῇ, ὁ ἔρως δὲν δύναται νὰ
ὑποχωρήσῃ»414. Μετά µάλιστα από την επίσκεψη της Καικιλίας ο πειρασµός
άρχισε να καίει κυριολεκτικά τη ψυχή της. Ενώ βρίσκεται στη µονή και
προσπαθεί µε µύριους κόπους και βάσανα να ξεφύγει από το αµαρτωλό
πάθος, ο πονηρός, δια του Σανούτου, στέλνει εκεί την βενετή Καικιλία, που
λειτουργεί ως όργανό του για να βυθίσει ξανά την αγωνιώσα Αυγούστα στην
αµαρτία. Όπως επισηµαίνει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Μύρια µὲν τῷ
ἀντικειµένῳ πεπραγµατεύεται, τῆς ἐλπίδος ἡµᾶς ἀποσπᾶν καὶ τῆς εἰς Χριστὸν
ἀγάπης µηχανωµένῳ. ἢ γὰρ ἔνδον θλίψεις διὰ τῶν τῆς πονηρίας πνευµάτων
τῇ ψυχῇ ἐπάγει, ἢ λογισµοὺς µιαρούς τε καὶ ἀθεµίτους ταύτης κατασκευάζει
τῶν προτέρων ἁµαρτηµάτων τὴν µνήµην ἀνασκαλεύων, ἅτε χαύνωσιν αὐτῇ
ἐνθεῖναι βουλόµενος καὶ λογισµοὺς ἀπογνώσεως αὐτῇ ἐµβαλεῖν, ὅτι τε οὐ
δυνατὸν αὐτῇ σωτηρίας τυχεῖν»415. Αυτούς ακριβώς τους τρόπους
χρησιµοποιεί για να κρατήσει την Αυγούστα στην αµαρτία: είναι µονίµως
θλιµµένη, αµφιταλαντευόµενη ανάµεσα στο πάθος και την επιθυµία να
απαλλαγεί από αυτό. η αδυναµία της να µετανοήσει την οδηγεί σε απόγνωση,
κάνοντας την να πιστεύει ότι ο Χριστός δεν ακούει τις προσευχές της. Τέλος,
τη στιγµή που κάνει το µεγάλο βήµα, εξοµολογούµενη µε απόλυτη ειλικρίνεια
τα αµαρτήµατα και τις σκέψεις της, ο πονηρός, δια της Καικιλίας, αναµοχλεύει
µέσω της µνήµης το πάθος της και την οδηγεί εκ νέου σε αµαρτωλούς
λογισµούς .
∆υστυχώς, η αδελφή Αγάπη, αντί να εκλάβει την επίσκεψη και τους
λογισµούς που την ακολούθησαν στην πραγµατική τους διάσταση- δηλαδή ως
µια ακόµη δοκιµασία- και να δυναµώσει την ελπίδα της στο Θεό, απελπίζεται.
Αποδέχεται την προσβολή του πονηρού και δίνει τη συγκατάθεσή της στο
αµαρτωλό πάθος που της προκαλεί µια ακαταµάχητη επιθυµία να φύγει από
το µοναστήρι «πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ ‘’Βενετοῦ εὐπατρίδου’’»416. Άθελά της
µάλιστα γίνεται η αιτία να πειρασθεί ο λεµβούχος που χρηµάτισε ο Μηνάς για
να µάθει πού θα πήγαινε η µοναχή Αγάπη µε το πλοίο417.

414
Τ.Α’, σ.229, στ.3-5.
415
«Παράφρασις Συµεών τοῦ Μεταφραστοῦ ‘’Εἰς τοὺς πεντήκοντα λόγους τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ
Αἰγυπτίου’’», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ233, Νο.ρµζ’.
416
Τ.Α’, σ. 247, στ.31.
417
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του: «Μὰ τὴν πίστιν µου, δὲν εἶδα ἄλλον ἐπιβάτην, εἰµὴ µίαν
καλογραῖαν (…). Καὶ ὁποία καλογραῖα! Ὡραῖον πρόσωπον, σᾶς ὁρκίζοµαι, αὐθέντα. (…)Ἂν εἶχεν
ἀνάγκην συντρόφου εἰς τὸ ταξίδιόν της, εὐχαρίστως θὰ ὑπήγαινα ἐγώ, σᾶς λέγω!» (Τ.Α’,σ. 254, στ. 7-
26).
129

Όταν αργότερα θα τη βρούµε στη µονή του Αγίου Κοσµά στη Νάξο, το
πάθος φαίνεται πως για άλλη µια φορά την έχει καθυποτάξει: «Ἐφαίνετο ὅτι
εἶχε παλαίσει κατὰ τοῦ πάθους, καὶ ὅτι εἶχεν ἀγωνισθῆ νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, καὶ
οὐδὲν κατώρθωσε. Ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι ἐζήτει νὰ µετανοήσῃ καὶ δὲν
ἐτόλµα. Τοιοῦτόν τι µεικτὸν καὶ συγκεχυµένον αἴσθηµα ἐξέφραζε τὸ σύνολον
τῶν χαρακτήρων τῆς γυναικὸς ταύτης»418. Το δαιµόνιο της λύπης έχει γεµίσει
την ψυχή της µε απελπισία αφήνοντάς την πλέον κενή. Κάθε φορά που πάει
να κλείσει τα µάτια προσβάλλεται από τον πειρασµό. Βυθίζεται στην
ονειροπόληση που ξεσηκώνει τη φαντασία της και οξύνει τις αισθήσεις της419.
……….Αντί να φέρει αµέσως αντίρρηση στον πονηρό λογισµό και να
παραµείνει σε πνευµατική εγρήγορση µε τη βοήθεια της προσευχής420, εκείνη
παραδίδεται στους πονηρούς λογισµούς421. Προς στιγµήν απευθύνεται στο
Χριστό, παραπονούµενη για την έλλειψη βοήθειας εκ µέρους του. Τότε
στιγµιαία συνειδητοποιεί τα αµαρτήµατά της και ζητά τη συγχώρεσή του422. Η
συνεχής πνευµατική της σύγχυση όµως κατακερµατίζει την καρδιά και το νου
της, την αλλοιώνει και την κάνει να νοσεί σωµατικά και πνευµατικά. Έτσι,
παρά την πρόσκαιρη µετάνοιά της, οι κατοπινές πράξεις της δείχνουν ότι έχει
καταθέσει τα όπλα. Ο θάνατος της έρχεται ως λύτρωση από τα φοβερά δεινά
που υπέστη. Η ολόψυχη συγχώρεση που ζήτησε και δέχθηκε, λίγο πριν
ξεψυχήσει, από το σύζυγό της, την αφήνει στο άπειρο έλεος του Θεού, που
τόσο επιζητούσε αλλά αδυνατούσε µέχρι τέλους να βρει 423.

Εκτός από την Αυγούστα και µια άλλη γυναίκα, η νεαρή καθολική
καλόγρια στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια», φέρεται να είναι πρόθυµη να υποκύψει
στο σαρκικό πειρασµό. Αντικείµενο του έρωτά της ο φίλος του αφηγητή, ο
Σταµάτης, πρώην ναυτικός. Ο νεαρός τότε Σταµάτης έτυχε να νοσηλευτεί για
µερικές εβδοµάδες σε νοσοκοµείο του Παναµά. Η νεαρή καλόγρια, «λευκὴ ὡς
κρίνον», ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη σωτηρία της ψυχής των ασθενών και
τους ανάγκαζε να εκτελούν τα θρησκευτικά τους χρέη. Ο µόνος που
αντιστεκόταν ήταν ο Σταµάτης, ο οποίος, λόγω των χλιαρών θρησκευτικών
του πεποιθήσεων, αλλά κυρίως λόγω της ορθόδοξης πίστης (την οποία, αν

418
Τ.Α’,σ. 285, στ.3-7.
419
Συχνά ο πειρασµός έρχεται µέσω µίας µιαρής, απρεπούς και δαιµονικής φαντασίας. Αυτή θεωρείται
γέφυρα των δαιµόνων επειδή «δι΄αὐτῆς γὰρ διερχόµενοι καὶ διαπερῶντες οἱ φόνιοι ἀλάστορες,
κοινωνοῦσί πως καὶ συµµίγνυνται τῇ ψυχῇ, σίµβλον κηφήνων ταύτην ἀπεργαζόµενοι καὶ ἐννοιῶν
ἀκάρπων καὶ ἐµπαθῶν οἰκητήριον». Ως ενδεδειγµένους τρόπους αντιµετώπισής της, οι Πατέρες
προτείνουν, ή την αποφυγή της, ή την αντίταξη σε αυτὴν της «ευπρεπούς» φαντασίας. Η Αυγούστα
όµως δεν είναι πνευµατικά ώριµη ώστε να χρησιµοποιήσει είτε τη µια είτε την άλλη λύση. Βλ. Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων, «Μέθοδος καὶ Κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
420
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.144, Νο.κ’.
421
Για τον εκούσιο πειρασµό της Αυγούστας βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ
Πάτερ ἡµῶν»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.202, στ.5-25.
422
Βλ. Τ.Α’, σ.287, στ.21-23.
423
Πολλά έχουν ειπωθεί για το θάνατο της Αυγούστας. Η προσωπική µας άποψη, την οποία εκθέσαµε
στην ενότητα 2.2., είναι ότι η ένθερµη παράκληση προς το σύζυγό της να τη συγχωρέσει, λίγες µόλις
στιγµές πριν ξεψυχήσει µε έναν οµολογουµένως µαρτυρικό τρόπο, µοιάζει µε το «Μνήσθητί µου Κύριε..»
του ληστή που σε µια στιγµή εσωτερικής συντριβής κέρδισε τη σωτηρία του.
130

και δεν τηρούσε, φαίνεται πως σεβόταν), αρνιόταν πεισµατικά να κοινωνήσει


µε τον καθολικό τρόπο. Τότε η νεαρή µοναχή, τηρώντας µόνο τυπικά και από
συνήθεια τα της θρησκείας της, πιθανόν αισθάνθηκε έλξη από την σθεναρή
αντίσταση του ασθενούς. Ο θιγµένος της εγωισµός την οδηγεί στο να τον
διώξει από το νοσοκοµείο, αλλά λίγες µέρες αργότερα η ερωτική επιθυµία
υπερνίκησε τη θρησκευτική της αφοσίωση. Αναζήτησε και βρήκε το νεαρό
Σταµάτη υποσχόµενη εµµέσως να τον ακολουθήσει µε έναν όµως ακριβό
όρο: να αλλάξει την πίστη του και να γίνει καθολικός.
Η επιφανειακή, ίσως και υποκριτική, της αφοσίωση στην καθολική
424
πίστη µας προβληµατίζουν. Ενώ φαίνεται να αγωνιά για τη σωτηρία της
ψυχής των ασθενών του νοσοκοµείου, είναι έτοιµη να θυσιάσει τη δική της για
χάρη ενός άνδρα που της αντιστέκεται. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται
στην πράξη πόσο στείρα και κατ’ επίφασιν είναι η ηθική της, αφού η τόσο
«αυστηρή» µε το θέµα της θείας Κοινωνίας µοναχή ενδίδει σχετικά εύκολα στο
σαρκικό πειρασµό. Πιθανόν πάλι να ελπίζει πως προσφέροντάς του σαρκικό
έρωτα θα καταφέρει να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει και έτσι το δικό της
αµάρτηµα θα µετριαστεί. Όποια εκδοχή και αν αληθεύει το σίγουρο είναι πως
οι πράξεις της αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις του µοναχικού σχήµατος, που
τυπικά και όχι ουσιαστικά είχε ενδυθεί. Η δε επιµονή της να παραµείνει η ίδια
στην οµολογία της και να αλλαξοπιστήσει ο Σταµάτης στερείται, κατά την
άποψή µας, νοήµατος, αφού την ίδια στιγµή καταπατεί µια θεµελιώδη εντολή
της χριστιανικής Εκκλησίας εν γένει, που συνίσταται στην αποφυγή της
πορνείας.

Έναν αναπάντεχο πειρασµό βιώνει και ο Πάνος ∆ηµούλης στη


«Βλαχοπούλα». Ο νωχελικός νέος φιλοξενούνταν στην αρχοντική έπαυλη
ενός πλούσιου κτηµατία για την εορτή του Πάσχα. Θέλοντας να συνεχίσει τον
πρωινό ύπνο του επί της ανοιξιάτικης χλόης αποφάσισε να εξέλθει της οικίας
και να ξαπλώσει σε ένα λόφο. Ξαφνικά, την ώρα που ρέµβαζε
απολαµβάνοντας την υπέροχη φύση, είδε την οπτασία µιας νεαρής κόρης
στην άλλη άκρη του αγρού. Ήταν «ὑψηλή, λιγνὴ» (…) «µὲ τᾶς πλεξίδας
µακρᾶς κρεµαµένας ἕως τὴν µέσην, συµπεπλεγµένας µὲ ταινίαν κοκκίνην
µεταξωτήν, µὲ τὰ στέρνα εὔκολπα σχηµατισµένα ὄπισθεν τῆς ἐµπροσθέλας τῆς
τῆς λευκῆς»425. Η αιθέρια ύπαρξη, σε συνδυασµό µε το εαρινό κάλλος της
φύσης, προκάλεσαν το θαυµασµό του: «ἔβλεπε τὸ πρόσωπόν της ὡς
σύνολον, χωρὶς νὰ διακρίνῃ τοὺς χαρακτῆρας, λάµπον ὥς τινα αἴγλην, κ'
ἐµάντευεν ὅτι ἦτο ὡραία. Ἄ! ὁποία ποιητικὴ ἐµφάνισις!»426. Η περικαλλής
µορφή της χωριατοπούλας έθεσε το νέο σε σαρκικό πειρασµό, αναµεµειγµένο
όµως και µε ευγενή αισθήµατα. Από τη µια θαυµάζει τη νεαρή κοπέλα,
γοητευµένος από την οµορφιά της, αλλά από την άλλη αισθάνεται µέσα στην
καρδιά του ότι ο θαυµασµός αυτός δεν είναι άµοιρος σαρκικής επιθυµίας.
424
Η οποία ως γνωστόν τηρεί ιδιαίτερα αυστηρή στάση στα σαρκικά αµαρτήµατα.
425
Τ.Α’, σ.369, στ.26-32.
426
Τ.Β’, σ.369, στ.32-35.
131

Ο πειρασµικός λογισµός µπήκε ήδη στην καρδιά του. Εκστασιασµένος


από το εξαίσιο θέαµα δεν µπορεί να ελέγξει το επιθυµητικό του. Για αυτό και
αισθάνεται βαθιές τύψεις για τη φαντασία του που ξέφυγε από τα όρια του
επιτρεπτού µια τέτοια ηµέρα και το λογαριάζει ως «κρίµα», ως αµάρτηµα.
Έτσι συνειδητοποιεί ότι είναι πλέον ανάξιος να κοινωνήσει τα άχραντα
µυστήρια του Κυρίου το ίδιο βράδυ. Το πνευµατικό του ολίσθηµα είναι µεγάλο.
Έχοντας εξοµολογηθεί µόλις την προηγούµενη ηµέρα µε την ελπίδα πως δεν
θα προλάβει να υποπέσει σε κάποιο σφάλµα µέχρι να κοινωνήσει, δεν
λαµβάνει υπόψη του ότι: «βαρὺς ὁ τῆς πορνείας δαίµων καὶ σφοδρῶς
ἐπιτίθεται τοὶς κατὰ τοῦ πάθους ἀγωνιζοµένοις, καὶ µάλιστα (…) ἐν ταὶς
συντυχίαις τῶν γυναικών»427.
Το λάθος του νέου και το αρχικό του αµάρτηµα είναι η πνευµατική του
ραστώνη. Από την αρχή του διηγήµατος η επιθυµία του στρέφεται γύρω από
την ανάπαυση και την απόλαυση. Αντί να βρίσκεται σε µια, έστω ήπια,
πνευµατική εγρήγορση κατά την τόσο σηµαντική νηστεία του Μεγάλου
Σαββάτου, εκείνος το µόνο που σκέφτεται είναι η «ἐν τοῖς ὀνείροις
ἐντρύφησις»428. Η ακηδία του αυτή έδωσε την καλύτερη αφορµή στον πονηρό
που χρησιµοποιεί µάλιστα και την επικουρία της ανάµνησης:« Λεληθότως γὰρ
τὴ λειότητι τῆς ἡδονῆς ὑποκλέπτων τὸν νοῦν , µετέπειτα ἐπεµβαίνει (ἔνν. ὁ
δαίµων τῆς πορνείας) διὰ τῆς µνήµης ἠσυχάζοντι, τὸ τὲ σῶµα ἐµπυρίζων καὶ
ποικίλας µορφᾶς τῷ νῷ παριστῶν. ∆ιό καὶ πρὸς τὴν συγκατάθεσιν τῆς
ἁµαρτίας αὐτὸν ἐγκαλεῖται»429. Ο νεαρός Πάνος, αφού προσεβλήθη από τον
πειρασµό, άρχισε να τον αναµιγνύει µε τους δικούς του λογισµούς. Θυµήθηκε
«ὅλα τὰ ὄνειρα , ὄλας τᾶς ἀνεξηγήτους φρικιάσεις τῆς πρώτης νεότητος, τῆς
ὥρας καθ’ ἢν ἐξεγείρεται τὸ πρώτον ἡ καρδία, καὶ ἡ ζωὴ γίνεται ἐν µὲ τὸν
ἔρωτα, καὶ ἡ ποίησις ὑποκαθιστᾶ τὴν πραγµατικότητα εἰς τὸ πνεῦµα»430. Αυτό
το «ξεσκάλισµα» παλαιότερων ερωτικών αισθηµάτων µέσω της µνήµης είναι
ένα από τα µηχανεύµατα του δαιµονίου προκειµένου να ενισχυθεί η φλόγα της

427
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.16,
Νο.ιθ’. Ο έστω µικρός λοιπόν αγώνας του αποτυγχάνει. Ο π. ∆. Λ. Λάµπρου, στο διαδικτυακό κείµενο
«Η πνευµατική σηµασία της οράσεως», αναφέρει τα εξής για την πειρασµική προσβολή µέσω των
µατιών: « Η σηµασία των µατιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως
– δεν είναι µόνο φυσική αλλά ηθική και πνευµατική. Το πώς και το τί βλέπουµε, επηρεάζει ιδιαίτερα την
πνευµατική µας ζωή. Τα µάτια µας, αν τα αφήσουµε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα µεταβάλλονται
σε δυο κλέφτες της αµαρτίας. Οι εικόνες που µεταφέρουν µέσα µας γεννούν στην καρδιά µας τις
εµπαθείς επιθυµίες και µας εξωθούν αρχικά να αµαρτήσουµε µε τη φαντασία, αργότερα δε και
έµπρακτα. Μας το επισήµανε µε πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυµήσαι
αὐτὴν ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5, 28). Ο άνθρωπος εύκολα αιχµαλωτίζεται
από τα µάτια του. Και τα όσα εφάµαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη
δίνη των σαρκικών επιθυµιών. Ας θυµηθούµε το αξίωµα των αρχαίων «ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν».
Αυτό που βλέπουµε µε φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυµία και παγιδεύει την καρδιά µας», π. ∆.
Λ. Λάµπρου «Η πνευµατική σηµασία της οράσεως», http://sinodiporos.blogspot.com/2011/05/29.html
Ηµ/νία ανάρτησης 29.05.2009.
428
Τ.Β΄, σ.368, στ. 9.
429
Μαξίµου του Οµολογητού, ό.π. σ.16, Νο.ιθ΄.
430
Τ.Β’, σ.370, στ. 2-5.
132

σαρκικής επιθυµίας. Έτσι, ο δυστυχής Παύλος ∆ηµούλης «ἐµοίχευσεν ἐν τῇ


καρδίᾳ αὐτοῦ»431. έχει εν δυνάµει αµαρτήσει.
Η επίγνωση όµως αυτής της αµαρτωλής επιθυµίας και η συναίσθηση
της αναξιότητάς του να κοινωνήσει είναι ισχυρή ένδειξη µετανοίας, του
πρώτου βήµατος για την πνευµατική του επ-αναφορά. Είναι χαρακτηριστικός
ο επιτακτικός τρόπος µε τον οποίο προσπαθεί να διώξει από το µυαλό του
την αµαρτωλή οπτασία, σαν να υποψιάζεται ότι πρόκειται για δαιµονική
επενέργεια: «Τί ἦλθες, ὦ Βλαχοπούλα! Τί θέλεις ἀπὸ ἐµέ; (…) Φύγε, ὦ
Βλαχοπούλα. Μὴ µὲ κολάζῃς χωρὶς νὰ µὲ συµπονῇς! Μὴ µὲ ἐνοχλῇς, χωρὶς νὰ
µὲ γνωρίζῃς!» 432. Πειράζεται, αλλά δε θέλει να συγκατατεθεί. Οι νηπτικοί
Πατέρες προτείνουν την άµεση καταφυγή στα λυτρωτικά δάκρυα και στην
προσευχή ως αποτελεσµατικά όπλα ενάντια σε αυτόν τον πειρασµό: «Ὁτε
τὸν νοῦν σου οἱ δαίµονες, τῆς σωφροσύνης ἐκβαλόντες, τοῖς τῆς πορνείας
λογισµοῖς περικυκλώσωσι, τότε µετὰ δακρύων λέγε πρὸς τὸν ∆εσπότην.
ἐκβαλόντες µὲ νυνί, περιεκύκλωσάν µὲ 433. τὸ ἀγαλλίαµά µου λύτρωσαί µε ἀπὸ
τῶν κυκλωσάντων µε434, καὶ σώσῃ»435.
Ο πονηρός όµως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τόσο εύκολα το
θήραµά του. Αµέσως τον θέτει σε ένα δεύτερο πειρασµό, ίσως περισσότερο
επικίνδυνο. Ενώ ατένιζε µαγεµένος και συνάµα τιπτόµενος τη νεαρή
βλαχοπούλα, εµφανίσθηκε ο νεαρός στρατιώτης Ζήσος, παλαιός γνώριµος
της Φλώρας. Η αρχική απογοήτευση που αισθάνεται ο αισθηµατικός Πάνος
και ο αυτόµατος «ξεπεσµός» της ονειρικής ύπαρξης στα µάτια του δίνουν τότε
τη θέση τους σε έναν ολόψυχο φθόνο436 για τον «εν ἀδεία στρατιώτη» Ζήσο,
τόσο ισχυρό που µας εντυπωσιάζει. Ο Πάνος ανθίσταται στο σαρκικό
πειρασµό, αλλά αποτυγχάνει να αποδιώξει το πάθος της ζηλοτυπίας.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι δεν αναφέρεται η λέξη ζήλεια, αλλά το βαθύτερο και
επικινδυνότερο αυτής πάθος, ο φθόνος. Το πάθος αυτό, σύν τοῖς ἄλλοις, τον
αφήνει µελαγχολικό σε αντίθεση µε τον περιχαρή νεαρό στρατιώτη που
παντρεύτηκε µετά από µια µόλις εβδοµάδα την όµορφη Φλώρα.

Εκτός από τους νέους και άνθρωποι προχωρηµένης ηλικίας δέχονται


τα βέλη του ερωτικού πειρασµού. Ένας από αυτούς είναι και ο ιδιόµορφος
µπαρµπα-Μάρκος στο διήγηµα «Ἄλλος τύπος». Πρόκειται για έναν
ξεπεσµένο ναυτικό, που «µὴ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», φιλοξενείται από
διαφόρους φιλεύσπλαχνους χριστιανούς. Παρά την ένθερµη συµµετοχή του
στις λειτουργίες και τη φαινοµενική του ευλάβεια, ταλαιπωρείται από διάφορα
πάθη, τα οποία δυστυχώς θεωρεί ως φυσιολογικά. Για αυτό εύκολα κατακρίνει
τους γύρω του, όχι µόνο για τα ελαττώµατα, αλλά και για τα προτερήµατά
τους, ενώ ο ίδιος δαµάζεται από πνεύµα αντιλογίας και πορνείας. Ξεχνάει
431
Μτ. 5, 28.
432
Τ.Β’, σ.370, στ. 16-18.
433
Ψλ. 16,11.
434
Ψλ. 31, 7.
435
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ Ἀγάπης Ἑκατοντὰς ∆ευτέρα», Φιλοκαλία, Τ. Β΄,σ. 16, Νο. ιη’.
436
Τ.Α΄, σ.371, στ.7-20 και σ.377, στ.13-16.
133

πως, όποιος κρίνει και καταδικάζει τους άλλους, θα κριθεί και ο ίδιος από το
Θεό. Ανήκει λοιπόν στην κατηγορία των ανθρώπων τους οποίους ρωτά ο
Κύριος: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλµῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ
δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλµῷ οὐ κατανοεῖς;»437. Η φαινοµενική του ευσέβεια
εντός της εκκλησίας χάνεται κατά ένα παράδοξο τρόπο στην καθηµερινή του
ζωή.
Ο πνευµατικός αυτός διχασµός, όπως θα δούµε παρακάτω, οφείλεται
στην πτώση του στους δαιµονικούς πειρασµούς. Ως αποτέλεσµα αυτού δε
διστάζει να σκανδαλίσει τους φίλους του, διηγούµενος την τυχαία συνάντηση
που είχε πρόσφατα µε την πρώτη του φιλενάδα, «τὴν πρώτη (του) ἀγάπη...
ἐκείνην ποὺ (του) εἶχε µάθει τὸν ἔρωτα»438, όταν ήταν µικρός. Το «ερωτικό»
τους αγγίγµα, καθώς και ο πειρασµικός τους διάλογος «-"Καλὰ πᾷς· βαστιέσαι
ἀκόµα", µοῦ λέει. -"Καὶ σὺ καλὰ κρατιέσαι"»439 αποτελεί ένα ακόµη «χάδι» του
πάθους της πορνείας που τον έχει κυριεύσει. Η µόνη δε ντροπή που
αισθάνεται οφείλεται στην παρουσία του γιου της κυρίας και όχι στη
συµπεριφορά τους.
Στη συνέχεια του διηγήµατος, ο ερωτικός πειρασµός παίρνει πιο
µόνιµη µορφή. Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του από την κυρία Ολυµπιάδα,
άρχισε να σκανδαλίζεται από «τοὺς γυµνοὺς λευκοὺς πόδας τῆς φερωνύµου
Εὐµορφούλας»440, της υπηρέτριας της σεβάσµιας γυναίκας που
ανεβοκατέβαινε για να απλώσει τα ρούχα. Η ασήµαντη αυτή αφορµή είχε
αρνητική επιρροή στην εµπαθή ψυχή του γέροντος ναυτικού. Το δαιµόνιο
ξύπνησε, µέσω των προσφιλών µέσων δράσης του, της µνήµης και της
φαντασίας441, την περασµένη του νεότητα, η οποία παίρνει τη µορφή
δαιµονικού οράµατος που προκαλεί θόρυβο, τριγµό και βόµβο στη ψυχή
του442. Η πνευµατική αυτή ταραχή και αναστάτωση είναι χαρακτηριστική της
δαιµονικής επιρροής.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι το δαιµόνιο πείραζε τον µπαρµπα- Μάρκο καθ’
όλη τη διάρκεια της ηµέρας. Το δαιµονικό όραµα έβρισκε την ευκαιρία να
εισέλθει την ώρα που ακόµη δεν είχε ξυπνήσει καλά καλά το πρωί και είχε τη
µορφή «"βέλους πετοµένου ἡµέρας..."». Το βράδυ, µόλις πήγαινε να κοιµηθεί,
«ἐλάµβανε µίαν ὄψιν "ὡς πράγµατος ἐν σκότει διαπορευοµένου"», ενώ το
µεσηµέρι το όνειρο έπαιρνε τη µορφή «"συµπτώµατος καὶ δαιµονίου
µεσηµβρινοῦ"»443. Παρατηρούµε ότι ο σαρκικός πειρασµός επιλέγει τη στιγµή
της κατάκλισης και της ξεκούρασης, όταν οι ψυχικές δυνάµεις του
πειραζόµενου βρίσκονται σε ύφεση, για να εισβάλει στη ψυχή του. Ακόµη
όµως και όταν ο µπαρµπα-Μάρκος είναι σε εγρήγορση φαίνεται ότι «επιλέγει»
437
Λκ .6, 41.
438
Τ.Γ’, σ.594, στ.24-25.
439
Τ.Γ’, σ.594, στ.29.
440
Τ.Γ’,σ.595, στ.5.
441
Βλ. παραπάνω και τα όσα σχετικά αναφέραµε στις αντίστοιχες παραγράφους για τον Πάνο ∆ηµούλη.
442
Βλ. Τ.Γ’, σ.595, στ. 7-8. Βλ. τους αντίστοιχους «βόµβους» του πειρασµού που ταλαιπωρεί τον
αφηγητή στη «Φαρµακολύτρια» (υποενότητα 2.2.1. της παρούσης εργασίας).
443
Τ.Γ’, σ.595, στ. 9-17.
134

τα στοιχεία της θρησκευτικής ζωής που του αρέσουν, ενώ όσα δεν
συµβιβάζονται µε τα πάθη του τα παραβλέπει ή τα επικρίνει. Για αυτό και
χαρακτηρίζεται δύο φορές στο διήγηµα ως αιρετικός444. ∆υστυχώς, παρά την
ώριµη ηλικία του, δεν διαθέτει αντίστοιχη πνευµατική ωριµότητα. Κατά
συνέπεια, δεν συνειδητοποιεί την πληµµελή κατάσταση της ψυχής του και
φαίνεται να υποδουλώνεται στα πάθη του καυχόµενος µάλιστα για αυτά.

Ένα άλλο διήγηµα το οποίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την


έρευνά µας είναι «ἡ Νοσταλγὸς». Αιτία η αναλυτική περιγραφή του πειρασµού
τον οποίο υφίστανται και οι δύο νέοι - ο Μαθιός και η Λιαλιώ - µέχρι η
τελευταία να επιστρέψει στο γηραιό σύζυγο της.
Το βάρος της ευθύνης πέφτει αρχικά στη νεαρή γυναίκα. Το εγχείρηµα
της φυγής µε τη ξένη βάρκα είναι δική της ιδέα και το να έρθει ο Μαθιός µαζί
της επίσης. Στην αρχή του διηγήµατος τα λόγια της είναι χαρακτηριστικά:
«- Νὰ ἔµβαινα σὲ µιὰ βαρκούλα, τώρα - δά... ἔτσι µοῦ φαίνεται... νὰ φτάναµε
πέρα!»445. Η αλλαγή του ενικού σε πληθυντικό, που τονίζεται από το
συγγραφέα, θέλει να µας υποδείξει εξαρχής τα ασυνείδητα ακόµη
συναισθήµατα της νεανίδος. Κύρια επιθυµία της είναι να επιστρέψει στην
«πατρίδα» της . υποσυνείδητα όµως θέλει να έχει µαζί της το Μαθιό στο ταξίδι
αυτό. Η θετική ανταπόκριση του νέου 446 γίνεται και αυτή ασυλλόγιστα. Όταν
όµως την είδε µπροστά του, έτοιµη να βάλει σε πράξη το παράτολµο
εγχείρηµα «ᾐσθάνθη χαρὰν µετὰ φόβου. Ἔπραττε σχεδὸν ἀσυνειδήτως. ∆ὲν
ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸ κάµῃ»447. Αυτή η «χαρά» είναι δαιµονικής
προέλευσης, η πρώτη προσβολή448 στην καρδιά του νέου που βλέπει εντελώς
απρόσµενα το υποκείµενο του έρωτά του να στέκεται δίπλα του. Ο «φόβος»
όµως που ταυτόχρονα αισθάνεται είναι η φωνή της συνειδήσεώς του, η οποία
σπεύδει να του υπενθυµίσει τις συνέπειες που έπονται της πτώσεως στον
πειρασµό. Το να φύγει σαν κλέφτης µε την αγαπηµένη του, η οποία όµως
ανήκει σε άλλον άντρα, µπορεί να καταλήξει σε αµαρτία και το γνωρίζει. Το
άγγιγµα όµως της «λευκῆς καὶ τόσο ἁπαλῆς χεῖρας» της Λιαλιώς στον ώµο
του, του προκαλεί ανατριχίλα βεβαιώνοντας µας ότι ο δαίµων της πορνείας,
αφού προσέβαλε µέσω της επιθυµίας και των λογισµών τους δύο νέους,
προχωρεί ένα βήµα πιο πέρα και επιτίθεται τώρα µέσω και της σωµατικής
επαφής449. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι, µέχρι στιγµής, κάθε πράξη τους γίνεται
«ἀσυνειδήτως» και «ἀφελῶς»450. Κάθε πειρασµός ξεκινάει από το ασυνείδητο

444
«ἐγίνετο αἱρετικός... σχεδὸν προτεστάντης» (Τ.Γ’, σ.594, στ.19) και «σωστὸς Καΐρης,
Λουθηροκαλβῖνος, Μακεδόνιος... Ἄρειος!» ( Τ.Γ’, σ.598, στ.4-5).
445
Τ.Γ’,σ.45, στ.4-5.
446
Στην απάντηση του οποίου υπάρχει επίσης εναλλαγή από τον ενικό στον πληθυντικό.
447
Τ.Γ’, σ.47, στ.4-5.
448
Όπως µας ενηµερώνει ο συγγραφέας στη συνέχεια, ο νέος είχε προσβληθεί εδώ και καιρό από τον
ερωτικό πειρασµό (βλ. Τ. Γ., σ. 56, στ.1-10). Στη συγκεκριµένη χρονική στιγµή η προσβολή που δέχεται
ξεκινάει µε την ιδιόµορφή αυτή «χαρά».
449
Τ.Γ’,σ.47, στ.24-25.
450
Τ.Γ’, σ.47, στ. 5 και στ. 24.
135

και αν κάποιος δεν είναι προετοιµασµένος να τον πολεµήσει στο αρχικό αυτό
στάδιο, χρησιµοποιώντας την αντίρρηση ενάντια στον πονηρό λογισµό451,
διεισδύει σιγά σιγά και στη συνείδηση αναζητώντας τη συγκατάθεσή της.
Έτσι, ξεκινάει το ταξίδι των δύο νέων µε τη βαρκούλα. Η βαρκούλα
όµως είναι κλεµµένη452. Ενώ όµως ο Μαθιός έχει συνείδηση της πράξεως τους
αυτής, η Λιαλιώ, βυθισµένη στα όνειρα και τις επιθυµίες της, όταν µαθαίνει ότι
πρόκειται για ξένη βάρκα αντιδρά «ὡς ἄτακτον παιδίον τὴν µεγίστην εὑρίσκον
ἡδονὴν εἰς ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἐπιµένουν νὰ τοῦ ἀπαγορεύωσι»453. Έχοντας υποστεί
στη ζωή της µια έντονη καταπίεση, κυρίως - καθώς φαίνεται- στο θέµα του
γάµου, αισθάνεται έντονη την ανάγκη να αποτινάξει, έστω και προσωρινά, το
ζυγό που της φόρτωσαν χωρίς τη θέλησή της. Παρότι γνωρίζει το λάθος της
αισθάνεται πλέον χ α ρ ά , γιατί εφαρµόζει το ἴ δ ι ο ν τ η ς θ έ λ η µ α , ενάντια στο
σωστό που ήταν να µην ενδώσει στην επιθυµία της να πάει στην πατρίδα της-
πόσο µάλλον µε το Μαθιό- , αλλά να παραµείνει στην οικία της. Το αυτεξούσιο
454
αντιδρά απέναντι στο πρέπον, οι δαιµονικοί λογισµοί το εκµεταλλεύονται
αυτό και αλλοιώνουν τη συνείδησή της.
Πώς όµως έφτασε σε αυτό το σηµείο; Μια βασική αιτία είναι ο ίδιος ο
σύζυγός της: περνάει όλη την ηµέρα του στο καφενείο, αφήνοντας την
συνέχεια µόνη ως τα µεσάνυχτα. Αν και την αγαπά, προτιµά να διάγει τη µέρα
του µακριά της455. Αυτό τη στεναχωρεί. Παρά το ότι, λόγω της µεγάλης
διαφοράς ηλικίας, δεν πρέπει να ερωτεύτηκε ποτέ το µπαρµπα- Μοναχάκη,
είναι ταυτόχρονα µεγαλωµένη µε αρχές που δεν µπορεί να καταπατήσει: «∆ὲν
εἶµαι ἱκανὴ νὰ προδώσω τὴν τιµή του», λέει λίγο αργότερα456. Ωστόσο, το ήθος
της δεν είναι αρκετό ώστε να την εµποδίσει να «παίξει», όσο µπορεί, µε τον
πειρασµό και τους κινδύνους που ελλοχεύει. Για αυτό το λόγο είναι - κατά το
ήµισυ τουλάχιστον- ένοχη. Όπως επισηµαίνει και ο όσιος Νικηφόρος, «εἰ δὲ
εἰς τὸ φαινόµενον φυλάσσει τις τὸ σῶµα αὐτοῦ ἀπὸ φθορᾶς καὶ πορνείας,
ἔσωθεν δὲ µοιχεύει παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πορνεύει τοῖς διαλογισµοῖς, οὐδὲν
ὠφελήθη ἔχων τὸ σῶµα παρθένον.(…) Ἔστι γὰρ πορνεία διὰ σώµατος
ἐπιτελουµένη καὶ ἔστι πορνεία ψυχῆς …»457. Έτσι, οι «θερµὲς ἐπαφὲς» των
χειρών συνεχίζονται και η παράνοµη βαρκάδα τους ασκεί «γοητείαν ἄρρητον»
και «ἄγνωστον θέλγητρον»458.

451
« ∆εῖ τὸν ἀγωνιζόµενον ἔνδον, κατὰ στιγµὴν χρόνου ἔχειν (…) ἀντίρρησιν δέ, ἴνα ὀπηνίκα ὀξέως γνῷ
τὸν ἐλθόντα, εὐθὺς µέτ΄ὀργῆς ἀντιλογηθείη τῷ πονηρῷ », Ησύχιου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.144, Νο.κ’.
452 .
Η βαρκούλα αυτή συµβολίζει έµµεσα τον «έρωτα» αυτό είναι κλεµµένη, όπως «κλέβει» ο Μαθιός τη
Λιαλιώ, παρόλο που γνωρίζουν ότι δεν µπορούν να έχουν κοινό µέλλον.
453
Τ.Γ’, σ.49, στ.10-12.
454
Για την κακή χρήση του αυτεξουσίου,δες π. Βασιλείου Καλλιακµάνη, Από το φόβο στην αγάπη,
Εκδόσεις Π.Πουρναράς, 2009,σ.54 και Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος πρῶτος ἀπολογητικὸς πρὸς
τοὺς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας» 16, PG 94, 1245CD.
455
Αναλυτικά για τη στάση του µπαρµπα- Μοναχάκη βλ. Κεφ. Β’, υποενότητα 3.2. της παρούσης
εργασίας.
456
Τ.Γ’,σ.60, στ.7.
457
«Λόγος περί νήψεως και φυλακῆς καρδίας», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.24, στ.10-15.
458
Τ.Γ’,σ.52, στ.11-12.
136

Όταν, έπειτα από λίγο θα χρειαστούν πανιά, η Λιαλιώ δε διστάζει να


βγάλει το «λευκόν κολόβιόν» της459 και να το δώσει στον «ἔκπληκτο,
γελῶντα καὶ γοητευµένον» νέον για πανί. Το δεύτερο στάδιο του πειρασµού
χτυπά την πόρτα της ψυχής του νέου, µια και οι δικές του ενδόµυχες
επιθυµίες αρχίζουν να πραγµατοποιούνται460. Ο νέος φέρει µια ελαφριά
αντίσταση: «Ὁ Μαθιὸς ἐκάθισε δειλῶς ὄχι πολὺ πλησίον αὐτῆς, ἀπὸ τὴν ἄλλην
πλευρὰν τῆς πρύµνης, καὶ ἔβλεπε τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ µὴ κοιτάζῃ παραπολὺ
τὴν συνταξιδιῶτίν του καὶ τὴν φέρῃ εἰς ἀµηχανίαν (…)Εἶχε καθίσει ὄχι πολὺ
παράµερα ἀπ' αὐτῆς, τόσον πλησίον της, ὥστε νὰ µὴ δύναται ἀνέτως νὰ τὴν
κοιτάζῃ, καὶ τόσον µακράν της, ὥστε νὰ µὴ φθάνῃ νὰ αἰσθανθῇ τοῦ θερµοῦ
χρωτὸς καὶ τῆς ἀναπνοῆς της τὴν γειτνίασιν»461. Ο δαίµων της πορνείας
φουντώνει την επιθυµία του δια µέσου της οράσεως («καὶ ὅµως ἐπεθύµει νὰ
τὴν βλέπῃ»), αλλά εκείνος αντιστέκεται «ἑωσότου ἐζαλίσθη νὰ κοιτάζῃ πλέον
τὰ κύµατα»462. Από την άλλη, η Λιαλιώ παίζει µε τη φωτιά του πειρασµού: αν
και είναι µισόγυµνη, αρνείται το πανωφόρι που της δίνει «λέγουσα ὅτι
οὐδόλως ᾐσθάνετο ψῦχος· ἦτο µάλιστα πολὺ ζεστή»463 καθότι «πῦρ ἔστι
καιόµενον ἡ ἁµαρτία»464.
Στο σηµείο αυτό ο συγγραφέας κάνει µια στροφή στο παρελθόν
δίνοντας µας πληροφορίες για το παρελθόν της Λιαλιώς, το γάµο της και την
ακατάπαυστη νοσταλγία της για την πατρίδα της. Επίσης, µαθαίνουµε πώς
ξεκίνησε το ερωτικό σκίρτηµα του νέου. Η µελαγχολία που τη διέκρινε καθώς
και οι συχνοί καυγάδες µε το σύζυγό της, λόγω της µοναξιάς που αισθανόταν
µακριά από τους δικούς της, συγκίνησαν το νέο. Κοντά σε αυτά η οµορφιά και
το λυγερό της ανάστηµα465, «τὸ λεπτὸν καὶ ἤρεµον πῦρ τῶν ὀφθαλµῶν της
ἔκαιε τὴν καρδίαν τοῦ νέου»466. Ωστόσο, αυτό που έκαιγε την καρδιά του ήταν
στην πραγµατικότητα ο σαρκικός πειρασµός. Αυτός ο πειρασµός φώλιασε
µέσα του δίνοντάς του τη ψευδαίσθηση ότι «τὴν ἠγάπα», µια αγάπη που
απέχει πολύ από την αληθινή και γνήσια αγάπη.
Το διήγηµα συνεχίζεται µε την εµφάνιση µιας σκαµπαβίας στο
προσκήνιο. Η αντίδραση της Λιαλιώς µας προβληµατίζει: σκέφτεται και

459
Tο «λευκόν» ως χρώµα συνδέεται µε την αθωότητα, εδώ όµως εντείνει τον πειρασµό προκαλώντας
υποσυνείδητα στο νέο πειρασµικούς σαρκικούς λογισµούς.
460
Στα όνειρά του και στη φαντασία του σίγουρα θα είχε φανταστεί την αγαπηµένη του µε ελάχιστα
ρούχα επάνω της.
461
Τ.Γ’,σ.53, στ.8-10 και στ.23-26.
462
Τ.Γ’, σ.53, στ.26- 27.
463
Τ.Γ’,σ.54, στ.3-4.
464
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ Νόµου Πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.104, Νο.ρλς’. Ο ∆.
Σιατόπουλος προσεγγίζοντας το σηµείο αυτό από λογοτεχνικής- καλλιτεχνικής πλευράς εκφράζει το
θαυµασµό του: « …βλέπουµε να ξεπηδάει το ζωικό σφρίγος µε τόση αυθεντικότητα και τόση µαγεία,
που δεν µας αφήνει καµία αµφιβολία ότι ο άνθρωπος που συνέθεσε τη σκηνή αυτή ήξερε καλά τόσο την
ερωτική ψυχολογία, όσο και τη συναισθηµατική συνέπεια και από τη λεπτοµερέστερη κίνηση των
ηρώων του. Γι’ αυτό κ’ ο λόγος ανεβαίνει µαστορικά σε ένα κρεσσέντο αισθησιακής µαγείας και µας
γεµίζει την καρδιά µε τ΄ ανάλογα, που επιδιώκει, συναισθήµατα.» ∆. Σιατόπουλου, «Παπαδιαµάντης, ο
δραµατικός ∆ιόνυσος», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1981, Τ.38, σ.181.
465
Βλ. τη µαγευτική περιγραφή του εξωτερικού κάλλους της Λιαλιώς, Τ. Γ΄, σ. 56, στ.2-9.
466
Τ.Γ’,σ.56, στ.8-10.
137

µηχανορραφεί πώς θα ξεφύγουν χωρίς να τους δουν και βρίσκει λύσεις για
κάθε πιθανό σενάριο. Οµολογεί ότι δεν τη νοιάζει τι θα πει ο κόσµος: «Ἠµεῖς
νὰ εἴµαστε ἀθῶοι, καὶ ἀφσε τοὺς ἀνοήτους νὰ µᾶς κατηγοροῦν!»467. Μετά από
µια τέτοια οµολογία δεν είναι δύσκολο για το νέο να περάσει στο τρίτο στάδιο
του πειρασµού, τη συγκατάθεση. ∆εν µιλάει, αλλά σκύβει «περιπαθῶς» και
της φιλάει τα άκρα των δακτύλων της βέβαιος για την αθωότητά του, ενώ είναι
ένα βήµα πριν τον «ἐπὶ τῆς πυρᾶς βραδὺν θάνατον»468, την έµπρακτη
αµαρτία. Εδώ ο πονηρός τους κάνει να πιστεύουν πραγµατικά ότι είναι αθώοι,
µόνο και µόνο επειδή δεν έχουν προβεί στην έµπρακτη αµαρτία παρά µόνο
στους λογισµούς τους. Είναι η προσπάθεια του διαβόλου να παρουσιάσει στο
νου τους το κακό ως καλό, την αµαρτία ως αρετή, προβάλλοντας την «άδικη»
κατάκριση του κόσµου που θα υποστούν όντας «αθώοι»469.
Και τότε, εντελώς απροσδόκητα, η νεαρή γυναίκα γκρεµίζει τα
αµαρτωλά όνειρα του Μαθιού: «- Ἂν ἤθελα νὰ κάµω τὸν ἔρωτα, τὸ
σιγουρότερο θὰ ἦτον νὰ µένω σιµὰ στὸν µπαρµπα - Μοναχάκη. Ἀπόδειξις ὅτι
δὲν θέλω, εἶναι ὅτι ἐκίνησα νὰ πάω πίσω στοὺς γονεῖς µου. Οἱ γονεῖς µου δὲ
θὰ µποροῦν νὰ µὲ σκεπάσουν, ἂν τὸ κάµω, ὁ µπαρµπα - Μοναχάκης θὰ µ'
ἐσκέπαζε, καὶ πολύ»470. Η ειλικρίνειά της στο σηµείο αυτό είναι αφοπλιστική.
Αν και στο νου της - είτε το παραδέχεται, είτε όχι- έχει ήδη αµαρτήσει, ωστόσο
ξεκαθαρίζει ότι δεν σκοπεύει να αµαρτήσει έµπρακτα471. Έχοντας ήδη
συγκατατεθεί στην αµαρτία δεν του είναι δύσκολο να βληθεί και από τα
δαιµόνια της ζήλειας και της οργής αυτή τη φορά: «Ὀξεῖα µάχαιρα ἔσχισε τὴν
καρδίαν τοῦ νέου. Ἐφαντάσθη ὅτι ἡ νεαρὰ γυνὴ θὰ εἶχε χωρὶς ἄλλο ἐραστὴν
εἰς τὴν πατρίδα της. ∆ι' ἐκεῖνον λοιπὸν ἔτρεχε, δι' ἐκεῖνον ἐπεχείρει τὸν
ἀλλόκοτον τοῦτον πλοῦν! Καὶ τότε ἡ θέσις του ποία; Αὐτὸς τί ἦτο εἰς τὴν
περίπτωσιν ἐκείνην; Γέφυρα ἐφ' ἧς ἐπάτουν ὅπως συναντηθῶσι δύο
ἀγαπώµενα ὄντα, Χάρων τῶν καταχθονίων ἐρώτων!...(…)Ὤ! πόσην φλόγα
εἶχε µέσα του! Καὶ πῶς ᾐσθάνετο ὅλα τοῦ τραγικοῦ ἥρωος τὰ ἔνστικτα
βρυχώµενα καὶ λυσσῶντα εἰς τὰ ἐνδόµυχά του τὴν στιγµὴν αὐτήν!»472. Είναι
εντυπωσιακό το πώς ο πονηρός «εµπαίζει» το θύµα του. τη µια στιγµή θεωρεί

467
Τ.Γ’, σ.58, στ. 28-29.
468
Τ.Γ’, σ.58, στ.30-33.
469
Μια από τις γνωστές µεθόδους του πονηρού είναι να παρουσιάζει το σκοτάδι ως φως, εδώ το λάθος
ως σωστό, προκειµένου να παρασύρει τον πειραζόµενο στην πτώση, βλ και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου,
«∆αιµόνιο µεσηµβρινό»,ό.π. σ.83.
470
Τ.Γ’,σ.58, στ.34-35 και σ.59, στ.1-3.
471
Η πεποίθησή της ότι, αν ήθελε να ερωτοτροπήσει θα το έκανε στο σπίτι της υπό την «συγκάλυψη»
του συζύγου της µας ξενίζει. ∆εδοµένης της αυστηρής και ανδροκρατούµενης εκείνης εποχής, µια τέτοια
δήλωση τίθεται υπό αµφισβήτηση. Λαµβάνοντας όµως υπόψη την αδυναµία και το γεροντικό έρωτα του
µπαρµπα- Μοναχάκη που, αν την έχανε, θα έµενε µόνος και δακτυλοδεικτούµενος ως ο «γέρων και
απατηµένος σύζυγος», µπορούµε να την αποδεχθούµε ως πιθανη. Όχι βέβαια γιατί θα ανεχόταν τόσο
εύκολα µια τέτοια εξέλιξη, αλλά µάλλον εξ’ ανάγκης. Ο ίδιος ο µπαρµπα- Μοναχάκης θεωρεί τη γυναίκα
του πιστή «ὅσον δύναται ἀνὴρ νὰ εἶναι βέβαιος περὶ γυναικός (…) Ἣξευρεν ὅτι, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην
γυναῖκα, ἔζη µὲ τὴν κεφαλήν της καὶ µὲ τὰ νεῦρά της» ( Τ.Γ’, σ.65, στ.18- 28) . Κατά την αναζήτηση της
βαρκούλας προβληµατίζεται βέβαια µήπως τελικά η γυναίκα του «εἶχεν ἁµαρτήσει ἤδη». Στη σκέψη
αυτή όµως επαναλαµβάνει τα λόγια της Λιαλιώς, ότι θα την κάλυπτε ( βλ. Τ.Γ’, σ.66, στ.7-12). Άραγε
είναι τόσο µεγαλόψυχος γιατί την αγαπά αληθινά, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, ή απλά και µόνο για να
µη γίνει και ο ίδιος κοντά της βορά στην κακογλωσσία των γειτόνων;
472
Τ.Γ’, σ.59, στ.4-12.
138

τον εαυτό του αθώο, ενώ είναι έτοιµος να το σκάσει µε τη Λιαλιώ κυνηγηµένος
από τον άνδρα της και τη συνοδεία του, και την αµέσως επόµενη, όταν
διαψεύδονται τα κρυφά του όνειρα, θεωρεί κατάπταιστη τη Λιαλιώ και τον
υποτιθέµενο εραστή της. Έχοντας πλήρως θολωµένο το νου του από τις
δαιµονικές προσβολές αρχίζει πλέον να «φαντάζεται» και ερωτικούς
αντίζηλους.
Η ψυχική του κατάσταση ταιριάζει απόλυτα µε τις εκδηλώσεις του
πάθους της οργής «τοῦ πάσαν ψυχὴν ἐρηµοῦντος καὶ συγχέοντος καὶ
σκοτίζοντος καὶ θηρίοις ὅµοιον τὸν ἄνθρωπον ἀποδεικνύοντος, ἐν καιρῷ τῆς
κινήσεως καὶ ἐνεργείας αὐτοῦ, τὸν µάλιστα εὐολίσθως καὶ ὀξυρρεπῶς πρὸς
αὐτὸ ἔχοντα»473. Η φλόγα της οργής και του φθόνου καίει την καρδιά του νέου
και δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Μετά βίας συγκρατείται και ρωτάει τη Λιαλιώ
αν την αγαπούσε κάποιος στο παρελθόν. Εκείνη του απαντάει αόριστα. Η
θολωµένη καρδιά του επιζητεί όµως µια πιο ξεκάθαρη απάντηση και την πιέζει
περισσότερο, θεωρώντας πια βέβαιο - υπό την επήρεια του πάθους της
οργής- ότι η γυναίκα που έχει απέναντι του είναι δόλια και αυτός το θύµα της.
Η ειλικρινής απάντησή της, ότι ο νέος που αγάπησε πνίγηκε εδώ και έξι
χρόνια474, διαλύει προσωρινά την καχυποψία και τους φόβους του.
Ταυτόχρονα, αυτή η απάντηση αποτελεί και το κλειδί που ερµηνεύει τη
συνεχή νοσταλγία της.
Η µακρινή «πατρίδα» που νοσταλγεί διαρκώς η Λιαλιώ (αν και ο τόπος
καταγωγής της βρίσκεται µόλις δώδεκα µίλια µακριά) συνδέεται µε τις νεανικές
της αναµνήσεις475. Και αυτές οι αναµνήσεις ζωντανεύουν περισσότερο στην
πατρίδα της γιατί ό,τι αγάπησε - η οικογένεια, οι φίλες, οι οµορφιές του τόπου
της και κυρίως ο αδικοχαµένος αγαπηµένος της - βρίσκονται ε κ ε ί . Έχοντας
χάσει το µοναδικό της έρωτα, που παρέµεινε έτσι ανεκπλήρωτος, έχει
νεκρωθεί πλέον και η καρδιά της. Μόνη της χαρά, η επιστροφή στην
«πατρίδα» και η νοερή αναβίωση των ευτυχισµένων στιγµών που πέρασε εκεί
µε τον αγαπηµένο της. Μια αναβίωση που είναι πλέον «ἐν ὀνείρῳ», αλλά
συνάµα η µόνη αληθινή για τη Λιαλιώ.
Επί του παρόντος λοιπόν δεν αγαπά κανέναν, ούτε τον άντρα της- τον
οποίο δεν πρέπει να αγάπησε ποτέ- ούτε και το Μαθιό. Ο τελευταίος της είναι
λίαν συµπαθής, την ελκύει ερωτικά, αλλά έως εκεί. ∆ηµιουργείται εποµένως

473
Μάρκου του Ασκητού, «Επιστολή προς Νικόλαον µονάζοντα», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.133, στ.35-37.
474
«Ἐκεῖνος ποὺ θελὰ µὲ πάρῃ... καὶ τὸν ἤθελα κ' ἐγώ... εἶναι τώρα ἕξι χρόνια ποὺ τὸν ἔφαγε ἡ Μαύρη
Θάλασσα... Τὸ καράβι ἐπῆγε σύψυχο...», Τ.Γ’, σ. 60, στ.15-17.
475
Για τη νοσταλγία της Λιαλιώς, βλ. επίσης Ν.Μακρή, «Νοσταλγία και ιερότητα στο έργο του
Παπαδιαµάντη», Τετράδια Ευθύνης, τ.15, 1981, σ.216-218 και Α. Χρυσόγελου – Κατσή, «Μαγευτικά
τοπία στη θέση µιας µίζερης πραγµατικότητας (Μορφές του ειδυλλιακού στον Παπαδιαµάντη)»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ.630.
139

ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο476: ∆ύο άντρες την αγαπούν συγχρόνως. Εκείνη
όµως έχει δοσµένη την καρδιά της στον νεκρό της αγαπηµένο. Η ανέφικτη
πλέον ένωσή τους της προκαλεί µια βαθιά νοσταλγία για την πατρίδα που,
ενώ είναι δίπλα, βρίσκεται τελικά πολύ µακριά. Η αληθινή της πατρίδα δεν
είναι πλέον ένας τόπος, αλλά η χαµένη της αγάπη. Όσο κι αν τη ψάχνει δεν
πρόκειται πια να την ξαναβρεί, τουλάχιστον σε αυτή τη ζωή. Είναι
καταδικασµένη εποµένως να είναι αιωνίως «Νοσταλγὸς»477.
Το τελικό χτύπηµα του δαίµονα στο Μαθιό δίνεται όταν η βαρκούλα
έφτασε στη ξηρά:«ὁ πειρασµὸς τοῦ ἐνέπνεε τὴν σκέψιν, ὅτι µία γυνή, ἥτις
ἐλησµόνησε τὸν ἀτυχῆ ἐκεῖνον διὰ νὰ νυµφευθῇ ἕνα γέροντα, ἦτο ἱκανὴ νὰ
ἐγκαταλίπῃ τὸν γέροντα δι' ἕνα τρίτον µένοντα εἰς τὴν πατρίδα της»478. Ξεχνάει
πως δεν ήταν επιλογή της Λιαλιώς να παντρευτεί το µπαρµπα Μοναχάκη,
αλλά εξαναγκαστικός συµβιβασµός υπό την πίεση της φτώχιας και του
πατέρα της, που είχε το φίλο του σε µεγάλη υπόληψη. Η ίδια το είπε
προηγουµένως ξεκάθαρα εν είδει δηµώδους ποιήµατος:
«Μὲ πανδρέψαν οἱ γονιοί µου,
χωρὶς νά 'χουν τὴ βουλή µου...»479.
Ωστόσο, αισθάνεται συνάµα µια αλλόκοτη ευτυχία: «ἂν τοὺς
κατεδίωκον ὁµοῦ εἰς τὴν ξηράν, καὶ αὕτη ἐνεπιστεύετο εἰς αὐτόν, καὶ
ἀπήρχοντο ὁµοῦ εἰς τὸ χωρίον της, ὤ! τότε ὁ ἔ ρ ω ς τ ο υ θ ὰ

476
Το τρίγωνο αυτό θα µπορούσε να αποδοθεί ως εξής:
Νεκρός αγαπηµένος
Τον αγαπά και αγαπήθηκε από αυτόν.

Λιαλιώ

Μπαρµπα Μοναχάκης Μαθιός


Την αγαπά µονόπλευρα. Την αγαπά αλλά λαµβάνει µόνο τη συµπάθειά της.

477
Όπως γράφει ο Ν. Μαυρίδης, «η Λιαλιώ ποθεί ένα πέραν που βρίσκεται µέσα της. Η πατρίδα
βρίσκεται σ’ ένα µακρινό εκείθεν, οι γονείς της όµως είναι δυο βήµατα µακριά. Η θάλασσα στην οποία
πελαγώνει η Λιαλιώ µε το Μαθιό κρύβει στον πυθµένα της τη σάρκα της σάρκας της, η αγάπη της όµως
είναι πλέον µετάρσια» ( Ν. Μαυρίδης, « Μυθιστορηµατική και τραγική ειρωνεία. Έρως, αγάπη, ηδονή
στο έργο του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου, σ.322). Και αλλού συµπληρώνει το σκεπτικό του:
« Η Νοσταλγός ποθεί την εκείθεν επικράτεια, την αφανή πατρίδα, όµως ο νόστος ο πραγµατικός αφορά
.
το παρελθόν. Το παρελθόν είναι το µόνο φάντασµα που ζη. Είναι κατά κάποιο τρόπο ένσαρκο το
παρελθόν έπνιξε το µοναδικό έρωτα της Νοσταλγού. Εντός της θαλάσσης η Νοσταλγός ζη στο
παρελθόν. Η προοπτική της εγκατάστασης στον οικείο τόπο επέχει ρόλο εκπλήρωσης των εσχάτων(…).
Αν θέτει ως στόχο τον πατρικό οίκο, είναι γιατί µόνον αυτός θα αµβλύνει την νοσταλγία του
καταποντισµένου έρωτα», Έρως και Αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, ∆ιδακτορική ∆ιατριβή
(αδηµοσίευτη) , Πάντειο Πανεπιστήµιο, τµήµα ΜΜΕ, Αθήνα, 2002, σ.144.
478
Τ.Γ’, σ.68, στ.33-35.
479
Τ.Γ’, σ. 60, στ.1-2.
140

κ α θ η γ ι ά ζ ε τ ο ἐ π ὶ τ ῆ ς ξ η ρ ᾶ ς κ α ὶ τ ῆ ς θ α λ ά σ σ η ς »480. Αυτή
είναι η στιγµή που ο άγγελος του σκότους παρουσιάζεται ως άγγελος φωτός
για να ξεγελάσει το θύµα του και να το οδηγήσει στην έµπρακτη αµαρτία. Και
σε αυτό το σηµείο ο Μαθιός δέχεται τον ίδιο δαιµονικό πειρασµό, όπως ο
Γιωργής στο «Ἔρως- ἥρως», που θα αναλύσουµε σε επόµενη υποενότητα481.
Εδώ επαναλαµβάνεται δυναµικά ο λογισµός που του έθεσε και λίγο
πριν: ενώ θεωρεί δόλια και πανούργα τη Λιαλιώ στην περίπτωση που έχει
κάποιον εραστή στο χωριό της, αναιρεί εντελώς την άποψή του αυτή εάν στη
θέση του εραστή είναι ο ίδιος. Ο «καθαγιασµένος» του έρωτας δεν είναι παρά
ένας εξίσου αµαρτωλός, παράνοµος και αξιοκατάκριτος έρωτας. Το πάθος
όµως έχει τυφλώσει τα µάτια της ψυχής του και τον οδηγεί όπου θέλει αυτό.
Ευρισκόµενος σε µια τέτοια ψυχική ταραχή ακούει τα διφορούµενα λόγια της
Λιαλιώς: «- Σύρε στὸ καλό, µὲ τὴ σκαµπαβία, Μαθιέ µου π'λάκι µου, τοῦ εἶπε
µὲ τόνον εἰλικρινοῦς συγκινήσεως τὸ Λιαλιώ· κρῖµας ποὺ εἶµαι µεγαλύτερη στὰ
χρόνια ἀπὸ σένα· ἂν πέθαινε ὁ µπαρµπα - Μοναχάκης, θὰ σ' ἔπαιρνα.. »482. Οι
τελευταίες αυτές κουβέντες της Λιαλιώς αφήνουν το διήγηµα «ανοιχτό»483.
Εκ πρώτης όψεως η Λιαλιώ φαίνεται να «έρχεται στο νου της» και να
επιστρέφει στο σύζυγό της διώχνοντας τον επίδοξο αγαπηµένο της και
εκφράζοντας µόνο το παράπονο -εν είδει παρηγορίας- ότι υπό άλλες
συνθήκες θα ήταν µαζί. Μετά όµως από όλα όσα έγιναν και µε το ψυχικό
αναβρασµό στον οποίο βρισκόταν ο Μαθιός, το να ακούει από την αγαπηµένη
του ότι ένας πιθανός θάνατος του µπαρµπα-Μοναχάκη θα τον οδηγούσε στην
εκπλήρωση του έρωτά του, είναι βέβαιο ότι θα µπορούσε να οδηγήσει το
διήγηµα σε µια απρόσµενη ανατροπή.

480
Τ.Γ’, σ.69, στ.1-3.
481
Τα δύο διηγήµατα, όπως επισηµαίνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, είναι «δίδυµα» διηγήµατα
(βλ. ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1978, σ.79).
Πράγµατι, εντοπίζουµε πολλες οµοιότητες: Και στα δύο διηγήµατα οι ήρωες είναι ερωτευµένοι µε
γυναίκες που είναι ήδη έγγαµες µε γηραιούς άνδρες. Και στα δύο η µόνη «ένωση» που έχουν µε τις
αγαπηµένες τους λαµβάνει χώρα κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού τους και µόνο «ἐν εἴδει
ὀνείρου». Και οι δύο ήρωες µπαίνουν σε δεινό ερωτικό πειρασµό που περνάει από τα στάδια της
ζήλειας, του φθόνου και του «εν δυνάµει» φόνου, όχι µόνο του αντεραστή (που στην περίπτωση του
Μαθιού είναι ήδη νεκρός), αλλά και της ίδιας της αγαπηµένης σε µια κορύφωση της δαιµονικής ερωτικής
τύφλωσης. Τέλος και οι δύο νέοι µένουν στο τέλος µόνοι, αφού µετά την άφιξή τους στη στεριά, το
«ἐρώµενον» πρόσωπο φεύγει - είτε στον µελλοντικό τόπο συζυγικής κατοικίας της, είτε στην πατρική
εστία, συνοδευόµενη από το σύζυγό της.
Βέβαια υπάρχουν µεταξύ άλλων και δύο βασικές διαφορές: στη «Νοσταλγό» έχουµε να κάνουµε µε
έναν ανεκπλήρωτο µεν, αλλά όχι µονόπλευρο έρωτα. Σε αρκετά σηµεία η Λιαλιώ δείχνει όχι µόνο µε
λόγια, αλλά και µε πράξεις ότι ο Μαθιός της ήταν λίαν συµπαθής. Από την άλλη η συνεσταλµένη,
.
παραδοσιακή ελληνίδα κόρη Αρχόντω δεν τολµά ούτε να εκφράσει τα αισθήµατά της παραµένει
άγνωστο αν αγαπούσε το Γιωργή ή κάποιον άλλο νέο. Ωστόσο, είναι µάλλον απίθανο να ήταν
ερωτευµένη µε το µεσόκοπο σύζυγό της. Επίσης, στα δύο διηγήµατα έχουµε µια διαφορετική στάση των
δύο νέων ανδρών απέναντι στον πειρασµό. Ο µεν Γιωργής περνάει από «σαράντα κύµατα», αλλά στο
τέλος νικάει τον πειρασµό, ενώ ο Μαθιός φαίνεται πως παραµένει µέχρι τέλους µετέωρος. Φαίνεται πως
ένα νεύµα, µια λέξη της Λιαλιώς θα ήταν αρκετό για να προχωρήσει στην έµπρακτη αµαρτία.
482
Τ.Γ’, σ.69, στ.18-21.
483
Παρά το ότι ο συγγραφέας, όπως γράφει παραπάνω, δεν σκοπεύει να δώσει δραµατική τροπή στο
διήγηµα (βλ. Τ.Γ’, σ.59, στ.13-21), ωστόσο δε διστάζει να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία των
αναγνωστών στο τέλος. Αυτό άλλωστε είναι µέρος της άρρητης γοητείας της γραφής του.
141

Μια πιο ήπια εκδοχή των τελευταίων λόγων της Λιαλιώς είναι να
εκληφθούν ως υ π ό σ χ ε σ η πως, εάν και όταν µείνει χήρα, ο Μαθιός θα
είναι η πρώτη της επιλογή. Αυτή η εκδοχή θέτει σε δοκιµασία τη γνησιότητα
των αισθηµάτων του νέου, εφόσον θα πρέπει να ασκηθεί στην αρετή της
υποµονής. ∆εν λείπει βέβαια και η ειρωνική διάθεση εκ µέρους του
συγγραφέα, αφού ο Μαθιός προσφωνείται µε το υποκοριστικό «π’λάκι µου»,
που απευθύνεται συνήθως σε παιδιά και υπονοεί πιθανόν τη µερική
συνειδητοποίηση από τη Λιαλιώ του παιδαριώδους εγχειρήµατός τους.

3.2. Αντιµετώπιση του ερωτικού πειρασµού

Σε αντίθεση µε το Μαθιό που παραµένει «µετέωρος» µπροστά στον


ερωτικό πειρασµό, ο Γιωργής στο «Ἔρως- Ἥρως», παρά τις ποικίλες
διακυµάνσεις της πειρασµικής δοκιµασίας που βιώνει, αναδεικνύεται πιο
δυναµικός.
Το δυνατό του αίσθηµα για τη γειτονοπούλα του ξεκίνησε ήδη από την
παιδική ηλικία, όταν έπαιζαν µαζί. Από τότε όµως υπήρχαν σαφή
προµηνύµατα του ανωφελούς έρωτά του: όταν έπαιζε η Αρχόντω «τα
συµπεθερικά» µε τις φίλες της, εκείνος παρέµενε έξω από τη «µανδαλωµένη»
πόρτα βλέποντας την από µια «χαρασµίδα». Αλλά και όταν έπαιζαν µαζί το
«∆ῶ' µ' φωτίτσα - ἔλα παραπανίτσα», µόλις έφθανε στο τελευταίο σκαλοπάτι,
«τὸ σκυλί, τὸ ὁποῖον ἐνήδρευεν ἀπὸ µέσα ἀπὸ τὰς δύο παλάµας της»484 τον
κυνηγούσε και τον δάγκανε.
Η αξιοθαύµαστη εργατικότητά του, που τον αξίωσε στα είκοσί του
χρόνια να γίνει ιδιοκτήτης µιας µεγάλης βάρκας, µοιάζει να συνδέεται µε την
επιθυµία του να αποκατασταθεί γρήγορα επαγγελµατικά για να γίνει άξιος
γαµπρός για την Αρχόντω. Μάταια όµως. Ακόµη και όταν άρχισαν να
ακούγονται φήµες για τον επικείµενο γάµο της Αρχόντως, εκείνος δεν θέλει,
δεν διανοείται να το πιστέψει. Ενδόµυχα εξακολουθεί να ελπίζει …
Όµως η Αρχόντω δεν φαίνεται σε κανένα σηµείο του διηγήµατος να
τρέφει ανάλογα συναισθήµατα για το Γιωργή. Ωστόσο, ακόµη και αν έτρεφε,
για το γύρω τους περιβάλλον θα ήταν άνευ σηµασίας. Η άποψη της µητέρας
της, της Μαρουδίτσας, είναι καταλυτική: «Καὶ ἂν ἐγνώριζεν ὅτι ἡ κόρη της
ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸ αἴσθηµα, πάλιν ὀλίγον θὰ ἀνησύχει. Τὰ κορίτσια δὲν
πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ µόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς
τοὺς γονεῖς των. "Νυµφευµάτων µὲν τῶν ἐµῶν πατὴρ ἐµὸς µέριµναν ἕξει"»485.

484
Τ.Γ’, σ. 170, στ.2-6. Για την προοικονοµία του ανεκπλήρωτου έρωτα του Γιωργή από τα παιδικά τους
χρόνια βλ. επίσης Ρ.Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: Ο συγγραφέας κηπουρός, σ.93.
485
Τ.Γ’, σ.172, στ.24- 27. Το πόσο άνευ σηµασίας είναι η γνώµη και τα αισθήµατα της νύφης φαίνεται
άλλωστε και από το γάµο της µε έναν «ξένο» από γειτονική νήσο. Όπως µας ενηµερώνει η Β.
Λαµπροπούλου το να πάει η νύφη σε ένα άλλο µέρος λόγω του γάµου «ήταν πολύ θλιβερό και βαρύ γι’
αυτή. Παρόλο που ο Παπαδιαµάντης δεν το λέει καθαρά, οι κοπέλες της πατρίδας του δεν έφευγαν
µακριά από τα σπίτια τους, όπως συνέβαινε σ΄όλα σχεδόν τα νησιά. Γι΄αυτό γάµοι µε ξένους ή ξένες δεν
θεωρούνται επιτυχηµένοι. Ξένος ή ξένη είναι κάποιος από το διπλανό χωριό» ( Β. Λαµπροπούλου, « Οι
γυναίκες στο έργου του Παπαδιαµάντη», Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992, σ.47). Εκτός αυτού, ο σύζυγός
142

Αλλά και η δική του µητέρα, για διάφορους λόγους, δεν επιθυµούσε να
παντρευτεί ακόµη ο γιος της κι ας γνώριζε τα αισθήµατά του. Εποµένως, ο
έρωτας του νέου είναι εκ των προτέρων καταδικασµένος.
Ώσπου έφθασε η νύχτα του γάµου. Ο νεαρός ναύτης, χωρίς να
υποψιάζεται το τι θα συµβεί, κατέβηκε να κοιµηθεί στη βάρκα του κάνοντας
προηγουµένως «τρεῖς σταυροὺς πρὸς ἀνατολάς»486. Μέσα στο σκοτάδι
µεταξύ ύπνου και εγρήγορσης ακούει τα βιολιά και τα λαγούτα από το γλέντι
και προσπαθεί µάταια να παρηγορηθεί πιστεύοντας πως πρόκειται για το
γλέντι του αρραβώνα. Ευρισκόµενος «ἐν ἠµιασυνειδησίᾳ» αρχίζει να
υποπτεύεται ότι η αγαπηµένη του τελικά παντρεύτηκε. Και τότε εν είδει
ονείρου του έρχεται στο νου η πρώτη πειρασµική προτροπή - φαντασίωση:
να ορµήσει στο γλέντι και να κλέψει τη νύφη µε ό,τι συνέπειες είχε αυτή η
πράξη487. Η δυναµική του πειρασµού γίνεται εµφανής από τις επιτακτικές
προτροπές: «Ἐµπρός! θάρρος, ἀπόφασις. Σηκώσου! θὰ κουνηθῇς ἐπὶ
τέλους;»488. Η ψυχική αναστάτωση στην οποία διατελεί φθάνει στην πρώτη
κορύφωσή της. Όµως η νύφη έχει ήδη παντρευτεί. Το ανώφελο µιας τέτοιας
πράξης προµηνύεται από την ωραία παροµοίωση: Η κοπέλα παροµοιάζεται
έµµεσα µε ρόδο το οποίο για να κόψει κάποιος πρέπει να µατώσει τα δάκτυλά
του. Μάλιστα είναι τόσο ψηλά, ώστε «δὲν τὸ φθάνει ὅσον καὶ ἂν τανυσθῇ τις,
µόνον ἀδίκως µατώνει τὰ δάκτυλα... καὶ καµµίαν φορὰν πέφτει καὶ σπάζει τὰ
πόδια»489. Η τελευταία φράση υπονοεί το κακό τέλος που θα έχει µια τέτοια
απόπειρα εκ µέρους του Γιωργή.
Όλοι οι εφιάλτες του έγιναν πραγµατικότητα όταν, νωρίς το πρωί,
βρέθηκε να µεταφέρει την αγαπηµένη του µαζί µε τον άντρα και τη µητέρα της.
Η επιθυµία του να πνίξει την µητέρα της νύφης ως υπαίτια της δυστυχίας του
µεγαλώνει. Αυτή τη φορά όµως επιθυµεί και να παλέψει µε το σύζυγο της ή να
παραβγεί µαζί του στο κολύµπι (µε την ελπίδα ότι ο δεύτερος ως στεριανός θα
χάσει ή, ακόµη καλύτερα, θα πνιγεί). Ο δαίµονας της ζηλοτυπίας έχει
εγκατασταθεί πλέον στην καρδιά του και χρησιµοποιώντας τα δυνατά ερωτικά
του αισθήµατα προσπαθεί να τον κατακτήσει ολοκληρωτικά . Καθώς ο άνεµος
δυναµώνει (υποδηλώνοντας αλληγορικά την εντεινόµενη ψυχική του
αναστάτωση), η εξελισσόµενη σε φθόνο ζήλεια, σε συνδυασµό µε το
δαιµόνιο της οργής, τείνει να οδηγήσει το νέο στο τελικό στάδιο του πάθους,
το φόνο: «Μὲ ἓν λάκτισµα, ἀκόµη ὀλιγώτερον, µὲ ἓν κτύπηµα τοῦ δακτύλου τοῦ
ποδός, ἠµποροῦσε νὰ στείλῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσµον ἄναυλα τρεῖς ψυχάς, τὸν
γαµβρόν, τὴν πενθερὰν καὶ τὴν νύφην... ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ γλυτώσῃ τὴν

.
της ήταν προχωρηµένης ηλικίας φαινόταν «σχεδόν πατήρ τῆς κόρης» ( Τ.Γ’, σ.179, στ.16). Αυτή η
πληροφορία συντελεί στην υπόθεση ότι η κόρη δεν τον παντρεύτηκε από έρωτα.
486
Τ.Γ’, σ.168, στ.19. Αυτοί οι τρεις σταυροί, που γίνονται τυπικά, αποκτούν σηµαίνουσα χροιά υπό το
φως των γεγονότων που θα ακολουθήσουν. Είναι η πρώτη «θωράκιση» της ψυχής του Γιωργή απέναντι
στις ορδές των δαιµόνων που θα έλθουν σε λίγο.
487
Τ.Γ’, σ. 174 -175.
488
Τ.Γ’, σ.175, στ. 6. Όπως σωστά επισηµαίνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, αυτή η ψυχοµαχία του
Γιωργή έχει ως πρότυπο τα Συναξάρια και τα ασκητικά έργα, βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ’’∆αιµόνιο
Μεσηµβρινό’’, 11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1978, σ.81.
489
Τ.Γ’, σ.176, στ. 27-30.
143

τελευταίαν»490. Το µίσος που έχει εγκατασταθεί στην ψυχή του τον οδηγεί
προς στιγµήν στη σκέψη να σκοτώσει ακόµη και τη νύφη: αφού δεν µπορεί να
την έχει δική του να µη ζήσει ούτε αυτή491. Επιθυµεί τόσο να τους εκδικηθεί
για τον πόνο που του προκάλεσαν, ώστε σκέφτεται τον πιο σίγουρο τρόπο για
να τους πνίξει: να αναποδογυρίσει τη βάρκα492 . Και τότε ο «άγγελος του
σκότους» δίνει το τελειωτικό του κτύπηµα, ελπίζοντας να τραβήξει στον
όλεθρο τον δυστυχή νέο. Σε ένα ξυπνητό όνειρο βλέπει τη δεύτερη δαιµονική
φαντασίωση. βλέπει πως, µετά το φόνο, «ἔπλεε µὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ'
ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν µὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν'
ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοµατάκι της... "Μὴ φοβᾶσαι, ἀγάπη µου!" Καὶ
µικρὸν κατὰ µικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ ὀργυιάς... Θὰ ἐζύγωνε, θὰ
ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. "Τώρα, τώρα, ἐφτάσαµε, ψυχή µου". Κανὲν
δυστύχηµα δὲν ἔµελλε νὰ συµβῇ. Ὅλος ὁ κόσµος θὰ ἐσώζετο. "Ἐζαλίσθης,
ψυχή µου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ". Ὤ, πῶς
θὰ ἔπεφταν ἀφανισµένοι, µισοπνιγµένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν
ἄµµον. Ἀναπλασµένοι καὶ ἀναβαπτισµένοι. Νέος Ἀδὰµ καὶ νέα Εὔα, φέροντες
τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγµένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερµίδα των,
περισσότερον παρὰ γυµνοί .
"Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι µία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ µέσα, φιλτάτη µου, ν'
ἀλλάξῃς". Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναµιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος.
Ν' ἀλλάξῃ µὲ τί; "Νὰ στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ' ὅλα τὰ δένδρα
τοῦ δάσους, ἀγάπη µου, νὰ σκεπασθῇς"»493 .
Ο Γιωργής, τυφλωµένος από το δαιµόνιο, θεωρεί ότι, αν σωθεί η
αγαπηµένη του, θα σωθεί στα µάτια της όλος ο κόσµος. Στην πραγµατικότητα
όµως θα έχει χάσει τα πάντα. ∆εν συνειδητοποιεί ακόµη ότι µια τέτοια
«σωτηρία» είναι κολασµένη, άρα ανύπαρκτη. Το σώµα τους θα έχει
προσωρινά σωθεί, η ψυχή τους όµως θα κουβαλά ένα άχθος βαρύ και
θανάσιµο494. Επίσης, ο εξωραϊσµένος δαιµονικός λογισµός απέκρυπτε και µια
άλλη, πολύ πιθανή συνέπεια: η κόρη, για χάρη της οποίας θα έκανε τόσο
κακό, δεν θα αισθανόταν τίποτε άλλο παρά µόνο φόβο και αποτροπιασµό
µπροστά στο νεαρό φονιά. Η αγάπη της λοιπόν, την οποία τόσο λαχταρούσε,
θα ήταν χαµένη υπόθεση και «αληθινή» µόνο στη φαντασία του.
490
Τ.Γ’, σ.180, στ.21-24.
491
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π. σ.82.
492
Για το σηµείο αυτό η Χ. Κωνσταντίνοβα πολύ σωστά γράφει πως ο πειρασµός « οδηγεί το Γιωργή να
αντιλαµβάνεται τον εαυτό του ισοδύναµο µε τον Πλάστη», αφού νοµίζει ότι έχει το δικαίωµα να
αποφασίσει για τη ζωή και το θάνατο των συνταξιδιωτών του, «Από τον εαυτό µας προς τους
ανθρώπους, τον κόσµο και το Θεό», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος,
2002, σ.286.
493
Τ.Γ’, σ.181,στ.19-31 και σ.182, στ. 1-3.
494
Στην ανάλυση που κάνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος για το απόσπασµα αυτό επισηµαίνει πως
«στη γλώσσα της Εκκλησίας, τη µόνη που ξέρει να λέει τα πράγµατα µε τα αληθινά τους ονόµατα, αυτές
οι θαλάσσιες σπηλιές και η άµµος στο περιγιάλι είναι ‘’άγγελος του σκότους’’ και ‘’σύµπτωµα δαιµονίου
µεσηµβρινού’’: Ο θάνατος φοράει το ρούχο της ζωής και οι Πατέρες ξέρουν πως η πιο τροµαχτική
δοκιµασία για τον άνθρωπο είναι όταν το σκοτάδι του φαίνεται φως. Εδώ , (…) ο δαίµονας µηχανεύεται
τα έσχατα και παρασταίνει στο Γιωργή την καταβύθιση της βάρκας ως καινούργιο βάφτισµα, δηλαδή
αρχή µιας νέας ζωής. (…) Το απελπισµένο πάθος , θεότυφλο τώρα από τον αισθησιασµό θέλει να
αλλάξει και την τάξη του Θεού: ‘’Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ’’», Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου,
ό.π., σ.83-85.
144

Ο ανθρωποµάχος όµως δεν περιορίζεται στην «υπόσχεση» της


πρόσκαιρης επίγειας σωτηρίας των δύο νέων, αλλά κορυφώνει την επίθεσή
του υποσχόµενος στο νεαρό Γιωργή και µια νέα, «άφθαρτη» ζωή, µέσω µιας
νέας «δηµιουργίας» και ενός νέου «βαπτίσµατος». Για αυτό ο
Παπαδιαµάντης, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος,
βάζει αµέσως µετά τα δίσηµα ‘’νέος Ἀδὰµ καὶ νέα Εὒα’’. Είναι η στιγµή που
παρουσιάζει στο νέο το σκοτάδι ως φως, τον πνευµατικό θάνατο ως νέα ζωή,
ταυτίζοντας τον ίδιο και την αγαπηµένη του µε το «νέο Αδάµ» και τη «νέα
Εύα», που στην γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι άλλοι από το Χριστό και την
Παναγία. Έχουµε δηλαδή µια επανάληψη του προπατορικού πειρασµού, µια
επιτακτική κλήση προς τον αγρίως πειραζόµενο νέο να επαναλάβει σε
προσωπικό επίπεδο το προπατορικό αµάρτηµα, επιδιώκοντας «τη θέωση
µέσα από έναν έρωτα φονιά» 495. Για αυτό ο «νέος Ἀδὰµ » Γιωργής και η
«νέα Εὒα» Αρχόντω φέρουν «χιτῶνας θαλασσοβρεγµένους κολλητὰ εἰς τὴν
ἐπιδερµίδα των» όµοιους µε τους «δερµάτινους χιτῶνας» των πρωτοπλάστων
µετά από την αποµάκρυνση τους από την αληθινή Πηγή της ζωής. Για αυτό
και σπεύδει να της φέρει φύλλα να σκεπασθεί όµοια µε τα φύλλα συκής µε τα
οποία µάταια προσπάθησαν να σκεπάσουν οι πρωτόπλαστοι την πνευµατική
πλέον γύµνια τους απέναντι στο Θεό µετά το αµάρτηµά τους.
Εποµένως, το νέο βάπτισµα που του υπόσχεται είναι βάπτισµα
απωλείας. Ταυτόχρονα η δήθεν «θέωση» θα είναι ταύτιση όχι µε το Θεό, αλλά
µε τον ίδιο, τον µισάνθρωπο διάβολο. πολύ απλά ένας πνευµατικός θάνατος.
Ωστόσο, ο Γιωργής έχει τον τελευταίο λόγο. αφού προσεβλήθη από τον
δεινό πειρασµό, αφού οι σκέψεις του εξήρθησαν παρασυρόµενες από τους
δαιµονικούς λογισµούς και, αφού πάλεψε και έδωσε κατά το ήµισυ τη
συγκατάθεσή του, σταµατά ένα βήµα πριν την οριστική πτώση. Εκείνο που
τον έσωσε τελικά από το «γκρεµό» ήταν οι ορθόδοξες καταβολές που πήρε
από τη µητέρα του. Η οπτασία της µητέρας του, που βλέπει ξαφνικά, δρα
καταλυτικά στη ψυχή του και του δείχνει το µόνο σωστό δρόµο για να
καταπολεµήσει το δαίµονα: κάνει το σταυρό του (στο σηµείο της καρδιάς γιατί
από εκεί ξεκίνησαν όλα)496 και λέει τρεις φορές τη µονολόγιστη ευχή που
διώχνει τον πειρασµό497 και επιφέρει τη χάρη του Χριστού: «Ὁ γὰρ διάβολος
ὡς λέων ὠρυόµενος περιπατῶν, ζητεῖ τίνα καταπίῃ σὺν ταῖς αὐταῖς αὐτοῦ
δυνάµεσι . µήτε οὖν ἡ καρδιακὴ διόλου προσοχὴ καὶ νῆψις καὶ ἀντίρρησις καὶ
εὐχὴ πρὸς Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Θεὸν ἠµῶν, ἀργεῖτω πότε. Κρεῖττον γὰρ
βοήθηµα, πάρεξ Ἰησοῦ, οὒχ εὐρήσεις ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ σου (…) ἐ ν ο ὐ δ ε ν ί
ἄλ λ ῳ τ ρ ό π ῳ δ υ ν α τ ὸ ν α ὐ τ ο ὺ ς ( ἔνν. τούς ἀσώµατους καὶ ἀοράτους

495
Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.85-86.
496
Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος γράφει πως η ενέργεια αυτή «υποδηλώνει επιπλέον πως ο εικοσάχρονος
ναύτης αποδέχεται το σταυρό του», ό.π. σ.93.
497
Τη χρήση της µονολόγιστης ευχής ως µέσο αποδίωξης του πειρασµού επισηµαίνει και ο Άγιος
Συµεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Οἱ ἐν τῷ κόσµῳ δέ, ὡς σφραγῖδα ταύτην (ενν. τὴν νοερὰ
προσευχή) ἑαυτῶν καὶ σηµεῖον τῆς πίστεως καὶ φυλακὴν καὶ ἁγιασµὸν καὶ πειρασµοῦ παντὸς διωκτήριον,
κατὰ δύναµιν ἐνεργείτωσαν», «Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ θεοποιοῦ προσευχῆς»,Φιλοκαλία, Τ.Ε’, κεφ. σνζ’,σ.62.
145

ἐχθροὺς) ν ι κ ῆ σ α ι , ἃ λ λ ΄ ἢ δ ι ’ ἀ ε ν ά ο υ ν ο ό ς ν ή ψ ε ω ς κ α ὶ
ἐ π ι κ λ ή σ ε ω ς Ἰ η σ ο ῦ Χ ρ ι σ τ ο ῦ … » 498 .
Είναι συγκλονιστικό το πώς η ορθόδοξη πίστη µε την οποία
γαλουχήθηκε, έρχεται στο προσκήνιο την κατάλληλη στιγµή για να
προστατέψει τον αγρίως πειραζόµενο νέο499. Έτσι ο νεαρός Γιωργής µε τη
βοήθεια της προσευχής «Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε
(δάκρυα µετανοίας και λυτρώσεως συνάµα, που διαλύουν και το τελευταίο
ίχνος του δαιµονικού σκοτισµού) κ' ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του - ἔρωτα
χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας»500. Η επιθετικότητα του
Γιωργή θα ήταν η εύκολη, πλήν όµως δαιµονιακή λύση και θα τον οδηγούσε
«εἰς ὁδὸν ἀπωλείας». Η «µεγάλη άµυνα δια της απορρίψεως των όπλων»501
είναι σαφώς δυσκολότερη. Η απραξία του, που µε το ανθρώπινο «πτωτικό»
σκεπτικό λογίζεται ως αδυναµία, γίνεται – εντασσόµενη σε µια «άλλη»
προοπτική – δυναµική πράξη πνευµατικού ηρωισµού502 και αληθούς αγάπης.

498
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ. 147, Νο. λθ’ και σ.148, Νο.µβ’. Για
τη βαθύτερη σηµασία της ευχής γράφει ο πατήρ Καλλιακµάνης: «Με τη µονολόγιστη προσευχή «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν µε» , ή την ευχή όπως συνήθως λέγεται, δεν επιδιώκουν (ενν.οι χριστιανοί) να
εξιλεώσουν τον οργισµένο ουράνιο πατέρα, αλλά να επανακτήσουν τα θεία χαρίσµατα που δέχθηκαν µε
το βάπτισµα» («Από το Φόβο στην Αγάπη», εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2009, σ.108).
499
Όπως γράφει και ο Α. Καλογερόπουλος: «Σηµαντικό είναι ότι στις περιπτώσεις των ηρώων του
Παπαδιαµάντη όπου το άτοµο βρίσκεται ένα βήµα πριν από µια µεγάλη παράβαση, αυτό που το
επαναφέρει δεν είναι το «τι θα πει ο κόσµος» , αλλά η συναίσθηση ότι η συµπεριφορά που του
υπαγορεύει το (ορθόδοξο) ήθος της κοινότητας προέρχεται από µια βαθύτερη σοφία που καταλύει την
ορµή της ατοµικής επιθυµίας. Έτσι, αυτό το ήθος γίνεται πια- έπειτα από αυτή τη συναίσθηση- και δική
του επιθυµία». «Ο Παπαδιαµάντης και η ορθόδοξη παράδοση», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.100.
500
Τ.Γ’, σ. 182, στ.21-22.
501
Βλ. Σ. Παπαθανασίου, «Μεθοδολογικά στον Παπαδιαµάντη: Το παράδειγµα του Μιχαήλ Μπαχτίν»,
Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2002, σ.394 και Αρχιµ. Βασιλείου,
καθηγούµενου Ι.Μ.Ιβήρων, Κάλλος και Ησυχία στην Αγιορείτικη Πολιτεία, Ι.Μ. Ιβήρων, 1999, σ.29.
Επίσης για τους πειρασµούς του Γιωργή βλ. του ιδίου Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και
κοινωνικότητας στον Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη, διδακτορική διατριβή,Θεολογική Σχολή ΑΠΘ,Τµήµα
Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005, σσ. 168-169.
502
Η’, αλλιώς, «εσωστρεφούς» ηρωισµού: «η υπερνίκηση του εγώ που απαιτείται στον εσωστρεφή
ηρωισµό είναι µορφή εσωτερικής δράσης», βλ. Π. Καρπούζου, « Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του
Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,∆όµος, 2002, σ.227.
Ο Γ. Αριστηνός βλέποντας το διήγηµα αυτό εντελώς έξω από την πατερική διδασκαλία περί παθών
και λογισµών, θεωρεί -λανθασµένα κατά τη δική µας άποψη- ότι «όλο το διήγηµα είναι ένα
καλοφτιαγµένο doctorat για την εκδίκηση (…). Το διήγηµα όµως κλείνει µε µια φαντασµαγορική
συµφιλίωση µε τον κανόνα. Αυτό το κλείσιµο είναι συµβατικό, εµβόλιµο και υποβολιµαίο που δεν
εκφράζει παρά την ειρωνική διάθεση του συγγραφέα, την υπονοµευτική του τακτική» (Γ. Αριστηνός,
«Ο αιρετικός Παπαδιαµάντης», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α.Παπαδιαµάντη,
Οδυσσέας, Αθήνα, 2000, σ.59-60 και «Οι επίλογοι στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», στα Πρακτικά Β’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Παπαδιαµαντικών Σπουδών, ∆όµος, Αθήνα,
2002, σ.80-81). Ζώντας σε µια κοινωνία όπου τα εγκλήµατα είναι µέρος της θλιβερής καθηµερινότητας,
θα λέγαµε ότι µόνο συµφιλίωση µε τον κανόνα δεν είναι να καταστείλει κάποιος το πάθος του για µια
γυναίκα, ώστε να µη βλάψει τους γύρω του βάζοντας τον εγωισµό του πάνω από την ανθρώπινη ζωή.
Όπως γράφει και ο Σ. Παπαθανασίου, «στις δύο σειρές της κατακλείδας οι καλοπροαίρετοι (εµείς θα
λέγαµε οι υποψιασµένοι του βάθους της χριστιανικής αγάπης) αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ορισµένα
ο
από τα βαθύτερα νοήµατα της ορθόδοξης παραδόσεως», (Προλογικό Σηµείωµα στον 9 Τόµο της
εκδόσεως των Απάντων , το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, για αυτην την έκδοση εκδοτικός οίκος Λαµπράκη,
σ.12) . Ας µη ξεχνάµε ότι η περιπέτεια που πέρασε ο Γιωργής στάθηκε αφορµή ώστε, από χλιαρός και
ανυποψίαστος του βάθους της πίστεώς του χριστιανός, να αποκτήσει απόλυτη συνείδηση της
ασύγκριτης αξίας της χριστιανικής συγχωρήσεως και των σωτηριωδών συνεπειών της.
146

Η λογική κυριάρχησε έναντι του πάθους του: «Καθάπερ ὁ λόγος


κρατῶν τῶν παθῶν, ἀρετῆς ὄργανον ποιεῖται τάς αἰσθήσεις. οὕτω καὶ τὰ πάθη
κρατοῦντα τοῦ λόγου, µορφοῦσι τᾶς αἰσθήσεις πρὸς ἁµαρτίαν. Καὶ χρὴ
νηφόντως σκοπεῖν τὲ καὶ µελετᾶν, πῶς ἡ ψυχὴ τ ὴ ν κ α λ ὴ ν π ο ι ή σ ε τ α ι
δ ε ό ν τ ω ς ἀ ν τ ι σ τ ρ ο φ ὴ ν , τοῖς δι’ ὧν τὸ πρὶν ἐπληµµέλει χρωµένη πρὸς
γένεσιν ἀρετῶν καὶ ὑπόστασιν»503. Αυτόν τον τρόπο χρησιµοποίησε
ασυνείδητα και ο νεαρός ναύτης: Αντέστρεψε τις αµαρτωλές σκέψεις και
επιθυµίες του, το σαρκικό του έρωτα, που, αν του το επέτρεπε, θα τον
οδηγούσε στην καταστροφή, σε έρωτα «χριστιανικόν» που έχει τη δύναµη να
αγαπά ανιδιοτελώς και να συγχωρεί. Με τα δάκρυα της µετάνοιάς του και τη
νοερά προσευχή504 κατέστειλε το φοβερό πειρασµό- πάθος, σήκωσε το
σταυρό του µαρτυρίου του και νίκησε505. Μάτωσε η ψυχή και η καρδιά του,
αλλά νίκησε.

Ιδιαίτερα «τυχερός» στάθηκε έστω και προς στιγµήν ο νεαρός


ανώνυµος δικηγόρος στο «Ὄνειρο στὸ κῦµα»506. Όταν ακόµη ήταν έφηβος και
έβοσκε τα πρόβατα µιας Μονής, ερωτεύτηκε τη νεαρή γειτόνισσά του
Μοσχούλα, ανιψιά ενός πλούσιου γαιοκτήµονα της περιοχής. Η µικρή
«παιδίσκη θὰ ἦτον ὣς δύο ἔτη νεωτέρα ἐµοῦ.(…) Ἦτον ὡραία µελαχροινή, κ'
ἐνθύµιζε τὴν νύµφην τοῦ ᾌσµατος τὴν ἡλιοκαυµένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς
µητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ' ἀµπέλια· "Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον µου,
ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλµοί σου περιστεραί..." Ὁ λαιµός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ
ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρῶτα
τοῦ προσώπου της»507. Εξαιτίας της ονόµασε και την αγαπηµένη του κατσίκα

503
Η αραιογράφηση δική µας. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη»,
Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100, Νο.νη’.
504
Όπως γράφει ο Κ. Μπαστιάς, «η νοερή προσευχή λευτερώνει τον άνθρωπο, ξεµακραίνοντας απ’ την
περιοχή της καρδιάς κάθε µίασµα αµαρτίας. Γίνεται η ασπίδα που προστατεύει τον Ορθόδοξο Χριστιανό
από κάθε πειρασµική προσβολή, από κάθε εικόνα αµαρτίας. Γίνεται ο ίδιος ο Χριστός θώρακας και
ασπίδα του Χριστιανού», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.45.
505
Για τη στάση του αυτή, αλλά και λόγω κάποιων άλλων κοινών σηµείων που έχουν, η X.
Κωνσταντίνοβα συνδέει τον Γιωργή µε τον Ιωβ: «Βιώνοντας έντονα τον πόνο της απώλειας και το
αίσθηµα απόρριψης και µοναξιάς της ψυχής του, ο Γιωργής αποχωρίζεται την απλοϊκότητα της σχεδόν
παιδικής του άγνοιας του Θεού. (…) Το κλάµα της µετάνοιας, η οπτασία της αγίας µορφής της µητέρας,
είναι τεκµήρια µιας νέας υψηλότερης αυτεπίγνωσης που επιφέρει εξαγνισµό της ψυχής και ανάτασή της
στην σφαίρα του Θεϊκού. Ακριβώς όπως και ο Ιώβ, ο Γιωργής αποδεικνύεται στο τέλος του διηγήµατος
πρότυπο ευσέβειας και συνειδητοποιηµένης πίστης» βλ. Πρακτικά Β’ Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 286- 287.
506
Ο ∆. Τζιόβας αναφέροντας επιγραµµατικά τις διάφορες ερµηνείες που έχουν δοθεί σε αυτό το
διήγηµα, επισηµαίνει και τις εξής: « Η ιστορία µπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του
ανθρώπου από µια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιµονίας (…) σε µια δυστυχισµένη ανώφελη ζωή.
Ακόµη µπορεί να ιδωθεί πως « ε ξ ε ι κ ο ν ί ζ ε ι » τ η ν ο υ σ ί α τ ο υ π ε ι ρ α σ µ ο ύ κ α ι τ ι ς σ υ ν έ π ε ι έ ς
τ ο υ », «Ερµηνεύοντας το όνειρο στο κύµα», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
σ.76. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα προσπαθήσουµε να αναπτύξουµε τη δεύτερη αυτή ερµηνεία
δίνοντας έµφαση στον τρόπο µε τον οποίο διαχειρίζεται τον πειρασµό ο νεαρός βοσκός.
507
Τ.Γ’, σ. 264, στ.11-19. Για τη σύνδεση της Μοσχούλας µε τη «νύµφη» του Άσµατος Ασµάτων, βλ.
Γ.Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, Κέδρος, 1987, σ.270-271.
147

Μοσχούλα508. Όσον αφορά τώρα τα αισθήµατα της κοπέλας, παρατηρούµε


ότι ο ωραίος έφηβος509, δεν της ήταν αδιάφορος. Αν και «παιδίσκη» ακόµη
δε διστάζει να του απαντήσει ευθέως, όταν τον άκουσε να φωνάζει τη
συνονόµατη της κατσίκα θεωρώντας πως απευθύνεται στην ίδια. Μια άλλη
πάλι µέρα παίρνει το θάρρος να του ζητήσει να παίξει για χάρη της το
σουραύλι του στέλνοντάς του ως αµοιβή λίγα σύκα και πετιµέζι510. Η απότοµη
απάντηση του νέου στην πρώτη περίπτωση, « φωνάζω ἐγὼ τὴν κατσίκα µου,
τὴ Μοσχούλα!... Μὲ σένα δὲν ἔχω νὰ κάµω »511, εκ πρώτης όψεως φανερώνει
µια επιθετικότητα και ένα θυµό αδικαιολόγητο απέναντι στη νεαρή Μοσχούλα.
Από ψυχολογικής πλευράς θα τον χαρακτηρίζαµε ως ένα µηχανισµό
αντίδρασης για να κρύψει την ντροπή ( ή τη συναισθηµατική ταραχή) που
αισθάνεται, όταν του µιλάει η αγαπηµένη του. Θεωρούµε, ωστόσο, ότι
επιδέχεται και µια δεύτερη, εσωτερική ερµηνεία. Είναι η δυναµική αντίδρασή
του απέναντι στο σαρκικό πειρασµό, στον οποίο τον έχει θέσει άθελά της η
Μοσχούλα. Κατά βάθος δηλαδή τα λόγια αυτά δεν απευθύνονται στην ίδια,
αλλά στον πονηρό λογισµό. Έτσι, ο νεαρός βοσκός εφαρµόζει – ασυνείδητα
το πιθανότερο- τη συµβουλή του µοναχού Ευαγρίου: «συµβάλλεται καὶ πρὸς
τοὺς λογισµοὺς τοιούτους (ενν. της πορνείας), καὶ ζ έ σ ι ς θ υ µ ο ῦ κ α τ ὰ
τ ο ῦ δ α ί µ ο ν ο ς κ ι ν η θ ε ῖ σ α 512. ὅνπερ θυµὸν µάλιστα δέδοικεν ἐπὶ τοὶς
λογισµοῖς ταρασσόµενον καὶ διαφθείροντα αὐτοῦ τὰ νοήµατα. καὶ τοῦτο ἐστι τὸ
ὀργίζεσθε καὶ µὴ ἁµαρτάνετε. χρήσιµον φάρµακον ἐν τοὶς πειρασµοῖς τὴ ψυχὴ
προσαγόµενον»513. Αυτός λοιπόν ο «υπερβολικός» θυµός διώχνει προσωρινά
τον πειρασµό, ο οποίος όµως θα επανέλθει δριµύτερος514.
Η κορύφωση του ερωτικού στοιχείου που διαπνέει το διήγηµα λαµβάνει
χώρα ένα βράδυ του Αυγούστου. Ο νέος, µετά από µια βουτιά στην όµορφη
παραλία, ακούει ένα πλατάγισµα στη θάλασσα και διαπιστώνει ότι «ἡ
Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τὸ κῦµα γυµνή, κ' ἐλούετο...»515 .Τότε βιώνει
ένα δεινό διχασµό ανάµεσα σε αυτό που του υποδείκνυε η συνείδησή του και
οι συµβουλές των πνευµατικών πατέρων516 - τη φυγή του από τον τόπο του
πειρασµού- και σε αυτό που τον έσπρωχνε η πονηρή επιθυµία και η
περιέργεια - την αισθητική απόλαυση της γυµνής Μοσχούλας:«Ἦτο
ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦµα. (…) Ἔβλεπα τὴν ἀµαυρὰν καὶ ὅµως χρυσίζουσαν

508
Ο Ζ. Καυκαλίδης θεωρεί ότι η απόδοση του ονόµατος της Μοσχούλας στη µικρή του γίδα είναι ένας
τρόπος υποκατάστασης της νεαρής αγαπηµένης του την οποία δεν µπορεί να έχει δική του µε άλλο
τρόπο. Βλ.«∆ιαβάζοντας τη ζωή και το έργο του Α. Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα ,1981, σ.97.
509
Βλ. την ελκυστική περιγραφή του νέου, Τ.Γ’, σ.261, στ.3-6.
510
Τ.Γ’, σ.265, στ. 1-34.
511
Τ.Γ’, α.265, στ.20-21.
512
Η αραιογράφηση δική µας.
513
«Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.52-53, Νο.ιε’.
514
Σύµφωνα µε τη Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, ο πειρασµός του νέου σε τελική ανάλυση: «δεν είναι
επιλογή ανάµεσα σε πράγµατα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγµάτων
που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη,
Κέδρος, 1987, σ.273.
515
Τ.Γ’, σ.268, στ.3-4.
516
«οἵτινες πολλάκις µὲ εἰχον συµβουλεύσει νὰ φεύγω, πάντοτε, τὸν γυναικεῖον πειρασµόν!», Τ.Γ’, σ.269,
στ.1-2.
148

ἀµυδρῶς κόµην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραµµον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα
ὠµοπλάτας,τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόµενα, µελιχρὰ καὶ
ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. ∆ιέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν
εὐλύγιστον,τὰ ἰσχία της, τὰς κνήµας, τοὺς πόδας της, µεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός,
βαπτιζόµενα εἰς τὸ κῦµα.(…)Ἦτον πνοή, ἴνδαλµα ἀφάνταστον, ὄνειρον
ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦµα . ἦτον νηρηίς, νύµφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς
µαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων… (…) Εἶχα µείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν
ἐσκεπτόµην πλέον τὰ ἐπίγεια»517 . Παρατηρούµε ότι, ενώ η περιγραφή ξεκινάει
αισθησιακά δίνοντάς µας µε λεπτοµέρειες την ανατοµία της όµορφης κόρης
υπό το πρίσµα µιας «σαρκικής» θέασης, στη συνέχεια αρχίζει να «ίπταται» σε
ένα άλλο επίπεδο, µιας «πνευµατικής» θέασης , που µέσω της αναπνοής και
της κίνησης της αγαπηµένης ανάγει τον ερωτευµένο νέο στη θεία πνοή της
δηµιουργίας518. Αυτό το βίωµα τον φέρνει σε πνευµατική έκσταση και τον
κάνει να λησµονήσει εκείνη τη στιγµή κάθε τι γήινο. Η παροµοίωση της
γυµνής519 κόρης µε «ναῦν», που ως γνωστόν συµβολίζει την εκκλησία που
έχει κυβερνήτη το Χριστό και πορεύεται µε ασφάλεια στο λιµάνι της πίστης,
µας προδιαθέτει για την πιθανότητα µεταρσίωσης του γήινου έρωτα του νέου
σε ουράνιο. ∆ιαφαίνεται δηλαδή η βαθύτερη, η ουσιαστική λειτουργία της
επίγειας, ανθρώπινης οµορφιάς ως µέσου αναγωγής του ανθρώπου στο
ουράνιο κάλλος520. Για αυτό πιθανώς αναφέρεται µετά ότι ο νέος έπεσε µεν
στον πειρασµό της θέασης της αγαπηµένης, παρ’ όλα αυτά δεν είναι σίγουρος
αν του ήρθαν πονηροί λογισµοί εκείνη τη στιγµή521. Έµεινε «ἐν συνειδήσει
ἀθῷος»522 .

517
Τ.Γ’, σ. 269, στ. 27-35 και σ.270, στ.1-10.
518
Η Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη υποστηρίζει πως η συνύπαρξη της επίγειας οπτικής µε την ουράνια
προοπτική είναι ταυτόχρονη: «Η µεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του κοριτσίστικου σώµατος
συνυπάρχει µε τους πονηρούς λογισµούς και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλµα µε την αποφυγή του
πειρασµού», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π. σ.273. Θεωρούµε, όπως αναφέρουµε
λεπτοµερώς στο κυρίως µέρος της εργασίας, ότι τουλάχιστον σε αυτό το σηµείο, η επίγεια, σαρκική
οπτική της Μοσχούλας λειτουργεί ως προάγγελος της πνευµατικής θέασής της που ακολουθεί αµέσως
µετά.
519
Παρόλο τον αισθησιασµό που αποπνέει, η γυµνότητα της Μοσχούλας δεν είναι προκλητική.
Απεναντίας, όπως αναφέρουµε, λειτουργεί έως ένα βαθµό «αναγωγικά». Όπως επισηµαίνει ο π.
Φιλόθεος: «∆εν υπάρχει τίποτε βρώµικο ή ανήθικο στο γυµνό ανθρώπινο σώµα. Είναι µόνο βρώµικη και
ανήθικη η αυτονοµηµένη χρήση του σώµατος, για την πρόκληση µιας αυτονοµηµένης αισθησιακής
διεγέρσεως.», Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ.236. Κατ΄αντιστοιχία και ο Χ. Γιανναράς αναφέρει πως «η αίσθηση
της γυµνότητας και η ντροπή για τη γυµνότητα αρχίζει από τη στιγµή που θα αναιρεθεί η αγαπητική
σχέση και η αµοιβαία εκ- στατική αυτοπροσφορά, και θα δηµιουργηθεί η απόσταση των αντικειµενικών
ατοµικοτήτων», Το πρόσωπο και ο έρως, σ.308.
520
Ο Ν. Καλοσπύρος θεωρεί ότι το γυµνό σώµα της Μοσχούλας αναγόµενο σταδιακά στην προ
πτώσεως κατάσταση «µετασχηµατίζεται (συναιρούµενο) σε µυστικό ονειρικό όχηµα µε θείους
συνειρµούς», «Amoenitas Sancta», Πρακτικά Γ’ Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2012, Τ.Α’,
σ.167. Κινούµενος στην ίδια περίπου λογική και ο Τ. Άγρας είχε υποστηρίξει την άποψη ότι το γυµνό
σώµα της Μοσχούλας δεν περιγράφεται σαν ένα πραγµατικό σώµα, αλλά περισσότερο σαν ένα αρχαίο
ελληνικό άγαλµα ή ανάγλυφο του Roden., βλ.Τ. Άγρα, «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον
τόµο Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα, «Οι εκδόσεις των φίλων»,
1979, σ.163.
521
Βλ. Τ.Γ’, σ. 270, στ.11-12.
522
Τ.Γ’, σ. 269, στ.23.
149

Ακολουθεί η περίοδος της ψυχικής πάλης ανάµεσα στο πρέπει και στο
θέλω: από τη µια σκέφτεται να πέσει στη θάλασσα και να κάνει ολόκληρο
κύκλο για να µη τον δει η κοπέλα και τροµάξει και από την άλλη δεν χορταίνει
να βλέπει το όνειρό του που έγινε ξαφνικά πραγµατικότητα. Καθώς την κοιτά
εκστασιασµένος, η φωνή της συνειδήσεώς του τον προτρέπει επιτακτικά «να
φύγει, να φύγει τον πειρασµόν!...»523, φανερώνοντας ότι ο πειρασµός άρχισε
να επιτίθεται ξανά. Η πειρασµική προσβολή και ο συνδυασµός της
προσωπικής του επιθυµίας και των δαιµονικών λογισµών λαµβάνει χώρα.
Και τότε συνέβη κάτι απρόσµενο: η αγαπηµένη του κατσίκα, η
Μοσχούλα, άρχισε να βελάζει. Στην απεγνωσµένη προσπάθειά του να την
κάνει να σιωπήσει γίνεται αντιληπτός από τη νεαρή κόρη, ενώ η ξαφνική
εµφάνιση µιας βάρκας στο προσκήνιο την τροµάζει τόσο που κινδυνεύει να
πνιγεί524. Αυτό είναι το τελικό λάκτισµα του πειρασµού. Ο νέος δε διστάζει
ούτε στιγµή: ρίχνεται στη θάλασσα525 και σπεύδει να σώσει την κινδυνεύουσα
αγαπηµένη του. Καθώς όµως αγγίζει το «ἰδιόν τοῦ ὄνειρον», το αντικείµενο
του πειρασµού, µια πνευµατική «καλή αλλοίωση» λαµβάνει χώρα µέσα στην
ψυχή του: «ὤ! ἂς ἔζη, καὶ ἂς ἦτον εὐτυχής. Κανεὶς ἰδιοτελὴς λογισµὸς δὲν
ὑπῆρχε τὴν στιγµὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦµά µου. Ἡ καρδία µου ἦτο πλήρης
αὐτοθυσίας καὶ ἀφιλοκερδείας. Ποτὲ δὲν θὰ ἐζήτουν ἀµοιβήν!»526. Η
µεταστροφή του σαρκικού έρωτα κατά την κρίσιµη
α υ τ ή σ τ ι γ µ ή σ ε α ν ι δ ι ο τ ε λ ή α γ ά π η συνιστά νίκη του νέου και
αποτελεί την ουσία του διηγήµατος527. Ενώ έµµεσα είχε συγκατατεθεί στον
πειρασµό της θέασης της νέας - µιας θέασης όµως «διπλής» όπως είδαµε
παραπάνω- δεν συγκατατίθεται στην έµπρακτη αµαρτία. Και όχι µόνο αυτό:
Ίσως κάποιος άλλος στη θέση του να επιδίωκε να παντρευτεί την όµορφη και
ευκατάστατη κοπέλα, εκµεταλλευόµενος το γεγονός ότι της έσωσε τη ζωή. Με
αυτόν τον τρόπο θα «εξαγιαζόταν» δια του γάµου και ο έρωτάς του. Εκείνος

523
Τ.Γ’, σ.270, στ. 19-20.
524
Ο Ζ. Καυκαλίδης θεωρεί πως τόσο το νυχτερινό της µπάνιο, όσο και ο παρολίγον πνιγµός της γίνεται
σκόπιµα για να βρεθεί στην αγκαλιά του( βλ. ό.π., σ. 97). Όµως στο κείµενο αναφέρεται µε σαφήνεια ότι,
όταν τη πλησίασε ο νέος κολυµπώντας, το σώµα της νέας «παράδερνε» στο βυθό παρά στον αφρό, και
βρισκόταν «ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἢ τῆς ζωῆς» ( Τ.Γ’, σ.272, στ. 15-17). Για αυτό και πιστεύουµε ότι η
κοπέλα πνιγόταν αληθινά. Γενικά, όλο το διήγηµα, παρά την έντονη ερωτική του πνοή, διακρίνεται από
ροµαντισµό και αθώο αισθησιασµό. Ο χαρακτήρας του νέου, οι κοινωνικές συνθήκες και τα αυστηρά
ήθη της εποχής, επηρεάζουν σε σηµαντικό βαθµό τα τεκταινόµενα και δρουν αρνητικά σε οποιαδήποτε
παρεκτροπή. Οι δυο νέοι παραµένουν «ἐν συνειδήσει» αθώοι. Η φυσική έλξη που αισθάνονται
παραµένει στα όρια του ροµαντικού, του αιθέριου έρωτα.
525
Ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει η θάλασσα στο διήγηµα αυτό καθώς είναι ο µόνος χώρος στον οποίο
ενώνονται προσωρινά οι δύο νέοι, επισηµαίνεται από την Ε.Κιτσοπούλου: «Το υγρό στοιχείο επηρεάζει
αφάνταστα τους δύο νέους, είναι η προέκταση των δύο σωµάτων, ενώνονται µαζί του και αυτό µ’
αυτούς. Σφιχτά πλεγµένο, αδιαχώριστο είναι το θαλασσινό νερό µε το ανθρώπινο σώµα, συµπλήρωµά
του. (…) χωρίς τη θάλασσα , τίποτε δεν µπορεί να συµβεί, είναι το αξεδιάλυτο στοιχείο για την ένωση
των δύο παιδιών», Ε. Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.13.
526
Τ.Γ’, σ.272, στ.25- 29.
527
Όπως γράφει και η Ρ. Ζαµάρου: «Η θάλασσα είναι εδώ το σκηνικό όπου η ερωτική επιθυµία
µετουσιώνεται σε χριστιανική εξιδανικευµένη αγάπη», Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη: ο
συγγραφέας κηπουρός, σ.23.
150

όµως αρκέστηκε στο ότι, έστω και λίγα λεπτά, αισθάνθηκε δίπλα του το σώµα
και την πνοή της αγαπηµένης του: «Ἤµην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ
συλλάβῃ µὲ τὰς χεῖράς του πρὸς στιγµὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν
του...»528.
Ωστόσο, αν και κατά τη διάρκεια της αέρινης αυτής περίπτυξης,
αισθανόταν ελαφρύς σαν να µην έφερε κανένα βάρος, η επαφή αυτή άφησε
ένα πνευµατικό άχθος στη ψυχή του. Η πρώτη «εξωτερική» συνέπεια ήταν το
«σχοίνιασµα» της κατσίκας του529. Η δε ανάµνηση της Μοσχούλας σηµάδεψε
τη ζωή του και τον απέτρεψε από το να γίνει κληρικός530. Ο ίδιος πιστεύει ότι,
απεναντίας, αυτή ακριβώς η ανάµνηση θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο
µοναχισµό (κάτι προς το οποίο συνηγορεί και η εγκιβωτισµένη ιστορία του
πατέρα Σισώη531), υπονοώντας ότι δεν έµεινε αλώβητος από τα πυρά του
σαρκικού πειρασµού. Τελικά είναι ένας λαβωµένος αγωνιστής.
Ο νέος, αν σκεπτόταν κοσµικά, θα είχε διεκδικήσει τη Μοσχούλα και
ίσως να είχε κερδίσει µαζί της µια µακρόχρονη και όχι στιγµιαία ευτυχία. Τα
αγνά του συναισθήµατα όµως, ο συνεσταλµένος χαρακτήρας του, η ατολµία
του τον κράτησαν µακριά από τον έρωτα της ζωής του, αφήνοντάς του µόνο
την ονειρώδη ανάµνηση για να τον συντροφεύει στην «ἄλλως ἀνωφελῆ ζωὴν»
του532. Είναι όµως έτσι; Ἠ η στιγµή αυτή που έζησε ταυτίζεται εν τέλει µε την
ευτυχία, η οποία σύµφωνα µε το Γ. Σεφέρη δεν είναι ποτέ µια «µια µόνιµη,

528
Τ.Γ’, σ. 273, στ.1-2.
529
Ο ∆. Τζιόβας θεωρεί το θάνατο της κατσίκας ως ένα είδος «τιµωρίας»- «τιµήµατος» της πτώσης του
νέου στον ερωτικό πειρασµό, βλ.ό.π. σ.76. Από την άλλη ο Ι.Κ.. Κολυβάς θεωρεί απαραίτητη την
απώλεια της κατσίκας λόγω της λειτουργίας της ως υποκατάστατου της Μοσχούλας. Ο θάνατός της
συµπίπτει µε την ένωση - έστω και πρόσκαιρη- των δύο νέων, βλ. Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και
ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια 1, ∆όµος, 1992, σ.28-29.
530
Ο ∆. Τζιόβας γράφει για το σηµείο αυτό ότι « ο ανολοκλήρωτος έρωτας (ίσως) δεν αποβαίνει απλώς
µια ανεκπλήρωτη επιθυµία, αλλά µια τραυµατική εµπειρία, τόσο καθοριστική για τη µετέπειτα ζωή του
αφηγητή που δεν µπορεί να υποκατασταθεί ούτε από την παιδεία, ούτε από την επαγγελµατική
επιτυχία» ό.π. σ.79. Η δε Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη γράφει πως «η ‘’ὀνειρώδης ἀνάµνησις τῆς
λουοµένης κόρης’’ (3.273) που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της ορίστικής απώλειας του εδεµικού
παραδείσου. Γι’ αυτό ο αφηγητής δεν δοκιµάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλ.
την ένταξή του στον µοναχισµό ως παραίτηση από τη φύση µε σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση
της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο», «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Η
Αδιάπτωτη Μαγεία, ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν, Αθήνα, 1992, σ.58-59.
531
Πρόκειται για µια παρένθετη ερωτική ιστορία ανάµεσα σε ένα µοναχό- διάκονο, τον πατέρα Σισώη
και µια Τουρκοπούλα. Ο έρωτάς τους ήταν τόσο µεγάλος που την έκλεψε, τη βάφτισε χριστιανή και την
παντρεύτηκε. Έτσι έγινε δάσκαλος για πολλά χρόνια. ∆εν ξέχασε όµως την υποχρέωση του απέναντι
στο µοναχικό διακόνηµα και, όταν εξασφάλισε την οικογένειά του, ξαναέγινε µοναχός- απλός µοναχός
αυτή τη φορά- και έζησε εν µετανοία στη µονή του Ευαγγελισµού. Η ιστορία αυτή πέρα από την
πρωτοτυπία της, γιατί έχουµε έναν χριστιανό που έκλεψε µια Τουρκοπούλα, ενώ συνήθως γινόταν το
αντίθετο, δίνει και µια a priori απάντηση στην ερώτηση του νέου στο τέλος του διηγήµατος: «Τάχα ἡ
µοναδικὴ ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάµνησις τῆς λουοµένης κόρης, µ’ ἔκαµε νὰ µὴ γίνω
κληρικός;». Ο νέος πιστεύει ότι ακριβώς η ανάµνηση αυτή θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο µοναχισµό,
θεωρώντας ως κώλυµα ιεροσύνης το αυγουστιάτικο περιστατικό. Πέραν αυτού η κυκλική πορεία της -
από τη σωτηρία στην έκπτωση και πάλι πίσω στη σωτηρία- έχει διδακτικό περιεχόµενο (βλ. Φαρίνου-
Μαλαµατάρη, ό.π., σ.266). Για την ιστορία του παπα Σισώη βλ. ∆. Τζιόβα,ό.π. , σ.73-74. Επίσης ,για την
ερωτική διάσταση της ιστορίας αυτής βλ. Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά
τετράδια τ.1, ∆όµος, 1992, σ.22-23.
532
Τ.Γ’,σ.272, στ.31.
151

‘’καλόστρωτη’’ κατάσταση»533; Θεωρούµε ότι η Ε.∆άκα ορθώς επισηµαίνει ότι,


κατ’ ουσίαν, η στιγµή αυτή αποτελεί για τον ήρωα µια στιγµή «χάρης» που
φωτίζει και δίνει νόηµα σε όλο τον υπόλοιπο βίο του, έστω και αν ο ίδιος δεν
το καταλαβαίνει χαρακτηρίζοντάς τον «ἀνωφελῆ»534. Και αυτό γιατί, µεταξύ
άλλων, η στιγµή αυτή στάθηκε η αφορµή, όπως επισηµάναµε παραπάνω, να
αισθανθεί σε όλη της την πληρότητα την ανιδιοτελή αγάπη, που αποτελεί την
πεµπτουσία της χριστιανικής πίστης.

Το κατεξοχήν όµως διήγηµα στο οποίο περιγράφεται διεξοδικά όλη η


πάλη του πειραζόµενου ανθρώπου µε το σαρκικό πειρασµό535 είναι «ὁ
Καλόγερος». Πρόκειται πραγµατικά για µια µικρή λογοτεχνική φιλοκαλία, όπου
παρασταίνεται η αντινοµία ανάµεσα στο καλό και το κακό µέσα στην
ανθρώπινη συνείδηση, καθώς και η πάλη της ψυχής επάνω στο µεταίχµιο του
φωτός και του σκότους536.
Ήρωας του εξαίρετου αυτού διηγήµατος είναι ο µοναχός Σαµουήλ. O
σαραντάχρονος µοναχός είχε έλθει πριν από µερικά χρόνια εξαιτίας µιας
οφθαλµολογικής ασθένειας στην Αθήνα και για λόγους βιοπορισµού είχε
αναλάβει τη θέση του νεωκόρου σε µια ενοριακή εκκλησία. Ο συµπαθής
µοναχός παρουσιάζεται αγαθός και τίµιος ως άνθρωπος «καὶ ὡς µοναχὸς
ἀκόµη καλὰ ἐφέρετο (…) ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ φέρεται καλὰ µοναχὸς
κυλιόµενος εἰς τὸν κόσµον»537. Στην ενοριακή εκκλησία όπου εργαζόταν ως
νεωκόρος είχε κατακτήσει την εµπιστοσύνη των επιτρόπων του ναού, «οἵτινες
ἔλεγον ὅτι οὐδέποτε ἀπήντησαν πιστότερον ἄνθρωπον καὶ καθαρωτέρας
χεῖρας»538. Αυτός ο σεβασµός και η εκτίµηση που απολάµβανε από όλη
σχεδόν την ενορία του ίσως αποτέλεσαν αφορµή να µπει ο λογισµός της
µαταιοδοξίας ή και της υπερηφανείας στη ψυχή του. Ως αποτέλεσµα,
παρέµεινε πέραν του δέοντος στην Αθήνα, αντί να επιστρέψει, ως όφειλε, στη
µετάνοιά του, στο Άγιον Όρος. Επιπλέον, η αναποφασιστικότητα, η ακηδία
και ένας ακόµη λόγος τον κρατούσαν µακριά από το µοναστήρι. Έτσι, χωρίς
ίσως να το θέλει, δεν ακολούθησε τα σοφά λόγια του Αγίου Γρηγορίου του
Παλαµά: «Τὸ γὰρ τοῦ καλῶς µονάζοντος κελλίον λιµὴν ἐστι σωφροσύνης. Τὰ
δ’ ἔξω πάντα, καὶ µάλιστα τὰ κάτ΄ἀγοράς καὶ πανηγύρεις, κυκεῶνος πορνικοῦ,
πεπλήρωται, ἐξ ἀκόσµων ἀκουσµάτων τε καὶ θεαµάτων ἐπεγειροµένου καὶ τὴν
ἀθλίαν τοῦ παραβαλόντος Μοναχοῦ ψυχὴν καταβαπτίζοντος539» .

533
Γ.Σεφέρη, Στα 700 χρόνια του ∆άντη, ∆οκιµές Β’ , Ίκαρος, Αθήνα, 1981, σ.279.
534
Ε.∆άκα, «Λειτουργίες της στιγµής στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, σ.119.
535
Για το δαίµονα της πορνείας καθώς και τους τρόπους αντιµετώπισής του βλ. Ευαγρίου Μοναχού,
«Περί διακρίσεως παθῶν και λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σσ.52-53, Νο. ιε’.
536
Όπως γράφει ο Γ. Θέµελης: «Ο συγγραφέας µε πολλή δύναµη εικονίζει από τη µια τη γοητεία της
αµαρτίας , που εισβάλλει διαβρωτική να κατακτήσει τη ψυχή του ανθρώπου, από την άλλη την «οπτασία
των µοναστηριακών αναµνήσεων…»(…) επάνω ανοίγεται η ‘’Θεωρία’’ , κάτω η ‘’Κόλασις’’», Ο
Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του,ό.π. σ.33-34.
537
Τ.Β’,σ.326, στ.19-21.
538
Τ.Β’,σ.316, στ.13-14.
539
«Πρὸς Ξένην µοναχήν»,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.105, στ.38-39 και σ.106, στ.1-3.
152

Ο τελευταίος λοιπόν λόγος που κρατούσε τον πτωχό µοναχό στην


πρωτεύουσα ήταν ο σαρκικός πειρασµός, ο οποίος αρχικά τον
π ρ ο σ έ β α λ ε µε την «ἀκούσια ἐπαφὴ» και συναναστροφή µε τις
ενορίτισσες, οι οποίες «ἐξηρέθιζαν» τον πτωχό µοναχό µε την «αθώα και
αγνή», αλλά συνάµα ελευθεριάζουσα συµπεριφορά τους540, µην λαµβάνοντας
υπόψη τη σαρκική ορµή που υπήρχε έµφυτη και σε έναν καλόγερο541.
Αφού λοιπόν έπεισε τον πειραζόµενο µοναχό ότι ήταν αθώος, εφόσον
η όποια επαφή είχε µε το άλλο φύλο ήταν «ακούσια» και στα πλαίσια της
ενοριακής ζωής, προχωράει περαιτέρω στην επίθεσή του. Και αυτό γιατί ο
δυστυχής καλόγερος δεν έδιωξε εν τη γενέσει του το σαρκικό λογισµό542 και
µέχρι στιγµής δεν έχει κάνει τίποτα για να τον πολεµήσει: «Αν όµως βλέπει
κανείς ισχυρότερο µέσα του το λογισµό της πορνείας, πρέπει να γνωρίζει ότι
δεν έχει σταυρώσει ακόµη τον εαυτό του. Και µπορεί να τον σταυρώσει
αποφεύγοντας την περίεργη θέα των γυναικών και τις µη επιτρεπτές µαζί τους
συναναστροφές, όπως επίσης και τις άκαιρες συζητήσεις. Πρέπει ακόµη να
ελαττώσει γύρω του το υλικό που τρέφει τα πάθη και να κρατήσει τον εαυτό
του µακριά από την πολυποσία, τη µέθη, την πολυφαγία και την
πολυυπνία»543. Η µη αποφυγή εκ µέρους του Σαµουήλ της άσκοπης
συναναστροφής µε γυναίκες προετοίµασε εποµένως το έδαφος για το
επόµενο στάδιο του πειρασµού, που περιλάµβανε, µεταξύ άλλων, και «µέθη».
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους είχε συνδεθεί φιλικά µε µια
φτωχή -πλήν όµως καλοστεκούµενη- γυναίκα και τις δύο της κόρες. Όµως δεν
συµµεριζόταν τα «αδελφικά» συναισθήµατα των δύο νεανίδων απέναντί του.
Ο ίδιος «ὑπέφερε πολύ, ἠνωχλεῖτο, ἐπειράζετο.» Η µείξη των λογισµών του µε
τον πειρασµό τον θέτει σε δεινή δοκιµασία. Ωστόσο, «οὐχ ἧττον ἵστατο, δὲν
ἔπιπτε»544. Απέφευγε, όσο µπορούσε, τις κατ’ οίκον επισκέψεις αλλά η
επιµονή τους (που οφειλόταν µάλλον σε µια υποσυνείδητη δαιµονική επιρροή)
τον ανάγκασε σταδιακά να τις επισκέπτεται «δὶς τῆς ἡµέρας». Μια βραδιά

540
«Ἐκεῖναι δὲ ἐφαίνοντο τόσον ἀθῷαι, τόσον ἁγναί, καὶ τόσον ἀδιάφοροι! Προφανέστατα, οὐδ'
ὑπώπτευαν κἂν τὸ ὅτι ὑπὸ τὸ ράσον τοῦ µοναχοῦ ἦτο δυνατὸν νὰ κρύπτηται σαρκική τις ὁρµή. Καὶ αἱ
πλεῖσται δὲν δυσηρεστοῦντο διὰ τὴν ἀκουσίαν ἐπαφήν, καὶ ὅλαι σχεδὸν δὲν ἀπέφευγον τὸν πρὸς τοὺς
ἄνδρας συγχρωτισµόν», Τ.Β’, σ.327, στ.2-6.
541
Για αυτό και ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος τονίζει ότι ο αγώνας κατά της σαρκικής επιθυµίας
«µέγας καὶ χαλεπὸς καὶ διπλῆν ἔχων τὴν πάλην. ∆ιότι τῶν ἄλλων ἐλαττωµάτων ἐν τῇ ψυχῇ µόνον
.
ἐχόντων τὴν µάχην, οὗτος διπλοῦς καθέστηκεν , ἐν ψύχῃ καὶ σώµατι συνιστάµενος καὶ τούτου χάριν
διπλῆν τὴν πάλην ἀναδέξασθαι χρή» («Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.63, στ.5-8).
Επίσης, σύµφωνα µε τη διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου, µερικές φορές επιτρέπεται, κατά θεία
παραχώρηση, να αισθάνεται ο άνθρωπος εµπαθείς σαρκικές κινήσεις εξαιτίας της υψηλοφροσύνης και
των λογισµών της υπερηφανείας που, όπως αναφέραµε παραπάνω, ίσως είχαν περάσει από το νου
του Σαµουήλ. Βλ. ∆. Καλλιντέρη, Πάθη και Απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,
Βρυέννιος, Θεσ/νίκη, 1997, σ. 84.
542
Όπως συµβουλεύει πολύ σωστά ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος, βλ. ό.π., σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-
38 και σ.65, στ.1σ.64, στ.21-28.
543
Βλ. Κεσελόπουλου Α. «Η καταπολέµηση των παθών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά»,
περιοδικό Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680 (1980), σ.283.
544
Τ.Β’, σ.333, στ.7-8.
153

όµως545 ο δαίµων της πορνείας αποφάσισε να δώσει το δυναµικό του


χτύπηµα: αρωγός του, εκτός από την περασµένη ώρα, το ποτό που φρόντισε
να δώσει στο καλόγερο η γραία Τασού. Ο ζαλισµένος καλόγηρος «ἤκουε τί
τοῦ ἔλεγαν αἱ δύο ἀδελφαὶ µ ᾶ λ λ ο ν µ ὲ τ ο ὺ ς ὀ φ θ α λ µ ο ὺ ς παρὰ µὲ τὰ
ὦτα. Ἐκοίταζε τὰ χείλη δι' ὧν ἐξήρχοντο αἱ λαλιαί, τὰ ἐκοίταζεν ὡς νὰ ἤθελε νὰ
ροφήσῃ τὰς λέξεις καὶ νὰ γλείψῃ καὶ τὰ χείλη, ἐξ ὧν ἀπέρρεον. (…)Αἱ δύο
ἀδελφαὶ ἐφαίνοντο σχεδὸν ὡραῖαι ὑπὸ τὸ φῶς τῆς λυχνίας. (…)Ἡ µὲν
Ἐλπινίκη εἶχε τὰς ὠλένας γυµνὰς µέχρι ἀγκῶνος κ' ἐφόρει λεπτόν, λευκότατον
σάκκον, τῆς δὲ Κατίνας, τῆς νοστιµούλας, ἔτυχε νὰ λείπῃ τὸ ἐπάνω κοµβίον
τοῦ λευκοῦ περιστηθίου της, τὸ δὲ ὑποκάµισόν της ἦτο ἄνευ περιλαιµίου, καὶ
ἐντεῦθεν ἐφαίνετο γυµνὸς ὁ τράχηλός της καὶ µέρος τοῦ στήθους της»546.
Παρατηρούµε ότι η θέα και µόνο των γυναικών αυτών βάζει τον
δυστυχή µοναχό σε δεινό πειρασµό και τον φέρνει ένα βήµα πριν τη
σ υ γ κ α τ ά θ ε σ η στην αµαρτία: «Καὶ µάλιστα διὰ τῶν ὀφθαλµῶν , πρώτων
δυναµένων καὶ πόρρωθεν τὸ µῦσος ἐπισπάσασθαι, πρὸς τὴν παράχρησιν
(ἔνν. ὁ νοῦς) ἐπαίρεται (…). Καλῶς ἄρ’ ἐλέγοµεν, ὅτι προτερεύει καὶ προοίµιον
ἐστιν ἡ πρὸς τὰ κάλλη τῶν σωµάτων ἧττα τῶν αἰσχρῶν παθῶν. διὸ καὶ
πατρικόν ἐστι παράγγελµα, κάλλος ἀλλοτρίων σωµάτων µὴ καταµανθάνειν»
547
. Ο δε ενδόµυχος φόβος της πονηρής µητέρας τους, µήπως ο Σαµουήλ
πετάξει τα ράσα και το σκάσει µε µια από τις κόρες της, δεν την εµποδίζει
από το να πλησιάσει πέραν του δέοντος τον βασανιζόµενο µοναχό και να τον
θέσει σε ακόµη µεγαλύτερο πειρασµό µε τα επικίνδυνα λόγια «...ἔχασες τὰ
νιᾶτα σου!»548. Η πνοή και η ανεπαίσθητη επαφή της µε το µάγουλό του, του
προκάλεσαν σαρκικό λογισµό και για αυτήν τη γριά γυναίκα549. Παρατηρούµε
ότι ο σαρκικός πειρασµός αλλοιώνει ακόµη και τη µορφή των ανθρώπων που
χρησιµοποιεί ως όργανά του, προκειµένου να παρασύρει στη συγκατάθεση
και τη διάπραξη της αµαρτίας τον πειραζόµενο. Στην περίπτωση του πατρός

545
Ας θυµηθούµε εδώ τα λόγια της αδελφής Καρµήλης στη «Γυφτοπούλα»: «Ἡ νὺξ εἶναι τὸ µέγα κράτος
τῆς ἁµαρτίας, εἶναι ἡ κονίστρα τοῦ πονηροῦ δαίµονος», Τ.Α’, σ.568, στ.11.
546
Τ.Β’, σ.333, στ.34-38 και σ.334, στ.7-11. Για τη φλόγα της ερωτικής επιθυµίας που φουντώνει µε τη
συναναστροφή γυναικών και το ποτό αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος πως εάν
«συναπαχθῶµέν ποτέ τοῖς αἰσθητοῖς» λόγω του υπερβολικού φαγητού ή του ποτού (βλ. τα δύο
ποτηράκια ρητινίτη που ήπιε ο Σαµουήλ) ή της συναναστροφής µε γυναίκες και παρατείνουµε πέραν του
δέοντος την πρόσδεσή µας µε αυτά τότε η «φ λ ὸ ξ ἐ π ι θ υ µ ί α ς ἀ ν α φ λ έ γ ε τ α ι καὶ σκιρτᾶ ἐν τῷ
σώµατι» και η φυσική µας πραότητα µεταβάλλεται σε αγριότητα. βλ. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια
κατά τη διδασκαλία του Αββά Ισαάκ του Σύρου , σ.54 και Τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου
Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα Ἀσκητικὰ, επιµέλεια ιεροµ. Ιωακείµ Σπετσιέρη, εκδόσεις Ρηγόπουλου,
Θεσσαλονίκη, 1997, Λόγος κζ’, σ.118.
547
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.105, στ.9-17. Και ο Α.Κεσελόπουλος
αναφέρει σχετικά: «Η όραση διαθέτοντας µια ξεχωριστή επικοινωνία µε το νου, συνεργάζεται άµεσα
µαζί του στη δηµιουργία πονηρών λογισµών µε τους οποίους αρχίζει η αµαρτία», «Η καταπολέµηση των
παθών κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά», Περιοδικό Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680
(1980), σ.282.
548
Τ.Β’,σ.336, στ.8.
549
Πρόκειται για µια από τις µεθοδεύσεις του πονηρού , ο οποίος χρησιµοποιεί κάθε δυνατό µέσο- εδώ
µια καλοστεκούµενη µεσήλικη γυναίκα, που στα νιάτα της ήταν «πολύ νοστιµωτέρα» από τις κόρες της-
για να παρασύρει τον πειραζόµενο µοναχό. Για το θέµα αυτό βλ. και Ζ. Καυκαλίδη «∆ιαβάζοντας
Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, Αθήνα, 1981, σ.100-101.
154

Σαµουήλ, κάνει τις ασχηµούλες κοπέλες να φαίνονται «σχεδόν ὡραῖαι»550,


ενώ µειώνει τις ρυτίδες της γριάς µητέρας τους κάνοντας την να φαίνεται πολύ
νεώτερη από όσο πραγµατικά είναι.
Ο πτωχός Σαµουήλ στέκεται κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεµού, ένα
βήµα πριν την έµπρακτη αµαρτία. Στη δύσκολη όµως αυτή στιγµή, που λίγο
έλλειψε να καθορίσει το µέλλον του, δεν είναι µόνος. Ο Θεός δεν εγκατέλειψε
τον δοκιµαζόµενο, αλλά πιστό και τίµιο υπηρέτη του. Αµέσως µόλις γύρισε
στο κελί του, έτρεξε να πλύνει το στόµα του µε άφθονο νερό. Και αυτό γιατί
«ᾐσθάνετο ἀλλόκοτόν τινα ἐντύπωσιν, ὡς γεῦσιν καὶ ὀσµὴν χώµατος, εἰς τοὺς
ρώθωνας καὶ εἰς τὰ χείλη (…) ὡς ἐξ ἀνασκαφέντος τάφου πρὸς ἀνακοµιδὴν
ὀστῶν. Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»551. Η αίσθηση αυτή µε τη συνειρµική
σύνδεσή της µε το παλαιοδιαθηκικό χωρίο φέρνουν στο νου του µοναχού τη
λυτρωτική µ ν ή µ η θ α ν ά τ ο υ που τον συνταράσσει εσωτερικά και δρα
καταλυτικά για τη συνέχεια του διηγήµατος.
Η ακούσια επαφή του µετώπου του µε τα µαλλιά της γριάς Τασούς και
η προκλητική πνοή της στην παρειά του (κορύφωση του πειρασµού) πέτυχαν
τελικά το αντίθετο από αυτό που σκόπευαν: συνέφεραν το µοναχό από τον
πνευµατικό λήθαργο στον οποίο είχε υποπέσει, επανέφεραν τη λογική του
κρίση και του υπενθύµισαν την υποχρέωσή του απέναντι στο ράσο που
φορούσε. Η σ υ ν ε ί δ η σ ή του, αυτός ο έµφυτος ηθικός νόµος, τον οποίο ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς χαρακτηρίζει ως «ἀνεξαπάτητο κριτή και
ἀπαραλόγιστο διδάσκαλο»552 ξυπνά και αρχίζει να τον τύπτει πλέον φανερά,
αυτόν που µέχρι τότε αισθανόταν ότι ήταν καθαρός αφού δεν είχε αµαρτήσει
έµπρακτα553. Ευτυχώς λοιπόν που «στον πόλεµο εναντίον των αισθήσεων
έχει οπλισθεί ο άνθρωπος και µε τη συνείδηση, που τον αποτρέπει να φθάσει
στο τέλος της αµαρτίας…»554. Θυµάται την τελετή της µοναχικής κουράς του
στο Άγιον Όρος, η οποία γίνεται το πρώτο βήµα επ-αναφοράς του.
Ωστόσο, λίγο µετά από την οπτασία αυτή, «ἐπανήρχοντο πάλιν εἰς τὴν
φαντασίαν του αἱ δύο µικραὶ νεάνιδες µὲ τὰ ὠχρὰ πρόσωπα, µὲ τὴν λευκὴν
ἀτηµελῆ περιβολήν των, µὲ τὸ πλέξιµόν των κρεµάµενον ἀπὸ τοῦ τραχήλου, µὲ
τοὺς ἰσχνοὺς βραχίονας καὶ τὰς λεπτὰς χεῖρας, µὲ τὰ κονδυλένια δάκτυλα, µὲ
τοὺς λευκοὺς λαιµούς των, µὲ τοὺς ὑγροὺς ὀφθαλµούς, µὲ τοὺς κυανοῦς
κύκλους ὁλόγυρα, µὲ τὰ ἀθῷα καὶ τρυφερὰ βλέµµατά των. Ἐπανήρχοντο καὶ
ἤθελον διὰ τῆς βίας νὰ λάβωσι κατοχὴν τῆς καρδίας του»555. Εδώ ο πονηρός
επιστρατεύει τη φαντασία, µε την οποία αναµοχλεύει το πρόσφατο παρελθόν
προσπαθώντας να διώξει την καλή ανάµνηση της µοναχικής του κουράς, που

550
Bλ. Τ.Β’, σ.315, στ.2-3 και σ.332, στ.15-17. Υπό την επιρροή της νύχτας, του ποτού, των
µειδιαµάτων και των χειρονοµιών έγιναν «ἀλλαι, ἀγνώριστοι».
551
Τ.Β’, σ.326, στ. 9-11 και σ.336, στ.19-20.
552
Οµιλία 3, PG 151, 36B.
553
Στην πραγµατικότητα είχε αµαρτήσει «ἐν τῇ καρδίᾳ» του, αφού « Ὁ ἐµβλέψας γυναῖκα πρὸς τὸ
ἐπιθυµῆσαι, ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», Μτ. ε’, 28.
554
Α. Κεσελόπουλου, «Η καταπολέµηση των παθών κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαµά», Περιοδικό
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, Τεύχος 680 (1980), σ.284.
555
Τ.Β’, σ.336, στ.33 και σ.337, στ.1-6.
155

του υπενθύµιζε το χρέος του και συνάµα την πραγµατική οικία του. Εξωραΐζει
την εξωτερική εµφάνιση των νεαρών αδελφών και τονίζει την αθωότητα και
την αγνότητά τους µε τη λευκή τους περιβολή. ∆ιαστρεβλώνει την αµαρτία
παρουσιάζοντας το σκοτάδι ως φως και περιτυλίσσει την αµαρτωλή σκέψη µε
ηδονή για να παρασύρει τον ταλαίπωρο µοναχό. ∆ιαλέγει µάλιστα εκείνη τη
συγκεκριµένη ώρα που ο µοναχός βρίσκεται µόνος στο κελί του και
προσπαθεί να ησυχάσει και να κοιµηθεί: «Βαρὺς ὁ τῆς πορνείας δαίµων καὶ
σφοδρῶς ἐπιτίθεται τοῖς κατὰ τοῦ πάθους ἀγωνιζοµένοις, καὶ µάλιστα ἐν τῇ
ἀµελείᾳ τῆς διαίτης καὶ ἐν ταῖς συντυχίαις τῶν γυναικών. Λεληθότως γὰρ τῇ
λειότητι τῆς ἡδονῆς (εδώ µε τα τρυφερά νεανικά κορµιά των κοριτσιών και τις
«κοκκίνους παρειᾶς» της καλοστεκούµενης γρια- Τασούς) ὑποκλέπτων τὸν
νοῦν, µετέπειτα ἐπεµβαίνει διὰ τῆς µνήµης ἠσυχάζοντι, τὸ τε σῶµα ἐµπυρίζων
καὶ ποικίλας µορφᾶς τῷ νῷ παριστῶν. ∆ιο καὶ πρὸς τὴν συγκατάθεσιν τῆς
ἁµαρτίας αὐτὸν ἐγκαλεῖται…» 556.
Ο πατήρ Σαµουήλ βρισκόταν ένα βήµα πριν τη συγκατάθεση στην
αµαρτία και τη νύχτα αυτή το συνειδητοποιεί βλέποντας ότι λίγο ακόµη και θα
επέλθει η πτώση. Ευτυχώς η συνείδησή του και η χάρη του Θεού δεν τον
εγκαταλείπουν. Ο ονειρώδης πειρασµός σύντοµα δίνει τη θέση του στον
πραγµατικό εφιάλτη που θα ακολουθήσει, αν ο πατήρ Σαµουήλ ενδώσει. Η
γριά Τασού, της οποίας η πνοή συνέφερε για πρώτη φορά τον δυστυχή
µοναχό µετατρέπεται µέσα στον ύπνο του σε φαρµακερό δίµορφο φίδι
(συγκεκριµένα σε ασπίδα και βασιλίσκο, δύο είδη φιδιών που ο Άγιος Ιωάννης
ο Καρπάθιος ταυτίζει µε δαιµόνια) 557 και λίγο αργότερα σε αυτή την ίδια τη
Γέενα της Κολάσεως558. Οι δε, χαριτωµένες έως τότε, κόρες της
µεταβάλλονται σε τροµερούς δράκοντες559. Ο καλόγηρος ξυπνά έντροµος
βλέποντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Στην προσπάθειά του να ξανακοιµηθεί
βλέπει την ουρανοµήκη κλίµακα του Ιωάννη και τον εαυτό του -ευρισκόµενο
στις κάτω βαθµίδες- να προσπαθεί εναγωνίως να ανέβει, ενώ ένα σκοτεινό
δαιµόνιο, που δεν είναι άλλο από το πάθος της πορνείας, να επιδιώκει µε
κάθε τρόπο να τον κατακρηµνίσει. Αυτό το θεόσταλτο πραγµατικά όραµα
δείχνει στον Σαµουήλ την πραγµατική κατάσταση της ψυχής του. Ο Σαµουήλ
στέκεται µπροστά στον κρηµνό της αµαρτίας και της επερχόµενης κόλασης.

556
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 16, Νο.ιθ’.Το
απόσπασµα συνεχίζει µε τους τρόπους που µπορεί κάποιος να αποφύγει τον πειρασµό αυτό: «ἂς ἐὰν
θέλης µὴ ἐγχρονίζειν ἐν σοί, νηστείαν ἀναλαβοῦ καὶ κόπον καὶ ἀγρυπνίαν καὶ τὴν καλὴν ἡσυχίαν µετὰ
ἐκτενοῦς προσευχῆς».
557
«Οὐκ ἂν δυνηθῆς ἐπὶ Ἀσπίδα καὶ Βασιλίσκον ἐπιβῆναι, καὶ τὰ ἑξῆς, εἰ µή, διὰ πολλῆς ἱκεσίας τὸν
Θεὸν δυσωπήσας, λάβῃς ὑπερµάχους ἀγγέλους, ἀνακουφίζοντας σὲ ταὶς οἰκείαις χερσὶ καὶ ἄνω σὲ
ποιοῦντας τῆς ἰλυώδους γνώµης», «Κεφάλαια Παραµυθητικά ρ’», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.282, Νο. κή’. Βλ
και Ψλ.. 90 (91),13.
558
Ο κ. Saunier ερµηνεύοντας το κείµενο µε αποκλειστική βάση τη φροϋδική ψυχαναλυτική µέθοδο
καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η µεταµόρφωση της γραίας Τασούς σε γέενα της κόλασης ταυτίζεται µε
τη «φαλλική γυναίκα, ή ακριβέστερα τη φαλλική µάννα, που απειλεί να ευνουχίσει τον άντρα»,
Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 332. Με αυτόν τον τρόπο
παραβλέπει εντελώς την ολοφάνερη πνευµατική διάσταση του αποσπάσµατος.
559
Για ανάλυση του οράµατος αυτού βλ.και Σ. Μπαλούση ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος…’’. Σπουδή
στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ.102.
156

Αυτή είναι η ύστατη στιγµή που µπορεί ακόµη να σωθεί560. Και το κάνει. Τα
µάτια της ψυχής του φωτίστηκαν από το φοβερό όραµα και τον οδήγησαν
στην έξοδο από τη ραθυµία στην οποία είχε υποπέσει και στη µετάνοια561. Ο
Σαµουήλ µετα-νοεί αλλάζοντας δυναµικά τον αλλοιωµένο, έως τότε, τρόπο
σκέψης του και επιστρέφει στον ορθό τρόπο ζωής. Ο συγγραφέας δεν µας
αναφέρει τα δάκρυα µετανοίας που τυχόν έχυσε µετά, αλλά µας παρουσιάζει
την αποφασιστικότητά του να απαλλαγεί µια για πάντα από το επικίνδυνο
αυτό πάθος µε την άµεση φυγή του.
Την επόµενη κιόλας µέρα, αφού τακτοποιεί όλους τους λογαριασµούς
και τις υποχρεώσεις του στην εκκλησία, ετοιµάζει εσπευσµένα τα πράγµατά
του και φεύγει µέσα στη νύχτα, «φοβούµενος µήπως µετεµελεῖτο τὴν
ἐπαύριον». Γνωρίζει πως , αν δεν εφαρµόσει άµεσα τη σωστή του απόφαση,
θα δώσει την ευκαιρία στον πονηρό να φυτέψει ξανά στη ψυχή του το σπόρο
της λήθης και της ακηδίας. Αυτή τη φορά όµως ο «καλός φόβος» δεν του
επιτρέπει να καθυστερήσει ούτε λεπτό. «Ἐπεβιβάσθη εἰς τὸ πρῶτον
ἀτµόπλοιον, τὸ ἀποπλέον διὰ τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ µὲ α ἴ σ θ η µ α
ἀ ν α κ ο υ φ ί σ ε ω ς , διὰ τὸ ὁποῖον ἠπόρει καὶ αὐτός, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν
Ἄθωνα, εἰς τὴν µετάνοιάν του»562. Η ανακούφιση που αισθάνεται δεν είναι
άλλη από τη θεία παρηγορία που έρχεται ως επιβράβευση της δυναµικής
αποποµπής των πονηρών λογισµών και της σωτήριας απόφασής του να
επιστρέψει στη Μονή του.

Ο συνιστώµενος από τους Πατέρες τρόπος αποφυγής του σαρκικού


πειρασµού, δηλαδή το άµεσο διώξιµο του πειρασµού ήδη από το στάδιο της
«προσβολής»,563 µας δίνεται στο διήγηµα «Οἱ δύο δράκοι». Σε αυτό ο
συγγραφέας αναφέρει τη θλιβερή, κοινότοπη ιστορία της οικονοµικής
δυσπραγίας που αντιµετώπιζε µια από τις πολλές φτωχές οικογένειες των
Αθηνών. Προς το τέλος του σύντοµου αυτού διηγήµατος µας διασώζει και ένα
περιστατικό που έθεσε προς στιγµήν σε πειρασµό τον αφηγητή. Η φτωχή
σπιτονοικοκυρά του, ωθούµενη από την εξαιρετική ανέχεια και τις ανάγκες της
πολυµελούς οικογένειάς της, αποφάσισε κάποια στιγµή να του ζητήσει
επιπλέον χρήµατα. Ο τρόπος όµως που επέλεξε να το κάνει τον έφερε σε
δύσκολη θέση: τον κάλεσε στο σπίτι της και, φορώντας ένα αµάνικο
πουκάµισο που τόνιζε τα λευκά της χέρια, έκανε «ἱκανὰς χειρονοµίας πρὸς τὸ

560
Η εικόνα αυτή της κόλασης καθώς και η σωτηρία όσων, έχοντας µνήµη θανάτου , σώθηκαν µέσω
των δακρύων παρουσιάζεται εξαιρετικά από τον Όσιο Θεόδωρο επίσκοπο Εδέσσης στα «Κεφάλαια
ψυχοφελή ρ’»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.313, Νο. νζ’.
561
Όπως σωστά σηµειώνει ο ∆. Μαυρόπουλος « … η ζωοποιός δύναµη της µετανοίας περιγράφεται
στον «Καλόγερο» , ως εκ της προαιρέσεως ενισχυµένη. Η διαπάλη της αυτονοµηµένης φύσης του µε
την ελευθερία του εν σωτηρία πορευοµένου προσώπου περιγράφεται στις δύο «αναπολήσεις» του
Σαµουήλ, όπου και διακρίνεται η µόνη οδός σωτηρίας: η πορεία δια της κλίµακος (βλ. Τ.Β’, σ. 337,
στ.23-25). Και εδώ η δύναµη της αµαρτίας δηλώνεται ως εγγενής, και εδώ η µετάνοια δηλώνεται ως
οδοιπορία», « Αµαρτία και µετάνοια στο έργο του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.587.
562
Τ.Β’, σ.342, στ. 11-12 και 15-17.
563
Βλ. Κασσιανού Ρωµαίου, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 64, στ. 22-25, και στ.37-
38 και σ.65,στ.1 και Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶθαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.235.
157

στέρνον (του)» εξηγώντας του «µὲ ταχείας θερµὰς λέξεις ὅτι εἶχε τροµερὰν
ἀνάγκην ἀπὸ χρήµατα»564 . Ωστόσο, ο αφηγητής φαίνεται να γνωρίζει πώς να
αποφύγει αποτελεσµατικά τον πειρασµό: προσκόλλησε το βλέµµα του στο
άσχηµο πρόσωπο της «ως αντίδοτο κατά της πειρασµικής γοητείας» και
αµέσως έφυγε από το σπίτι. Αυτή η προσήλωση στην αρνητική πλευρά ή στις
συνέπειες του πειρασµού και η δυναµική υπέρβασή του µε την άµεση
αποµάκρυνση από την πηγή του είναι µια αποτελεσµατική µέθοδος για την εκ
βάθρων εκρίζωσή του565.

564
Τ.∆’, σ.105, στ.20-21.
565
Τον ίδιο τρόπο αντιµετώπισης του πειρασµού βλέπουµε και στο διήγηµα «Τ’ ἀστεράκι». Σε αυτό το
ερωτικό στοιχείο συµπλέκεται µε το θαυµασµό. Ο αφηγητής µας εξιστορεί τη βαθιά εντύπωση που του
έκανε η δεκαεξάχρονη κόρη ενός φίλου του, η Πούλια. Η έφηβη κοπέλα διαθέτει όλες τις χάρες. Έχει
βαθυγάλανα µάτια, µαργαριταρένια δόντια που µοιάζουν σαν «δύο σειράς µαργαριτῶν» και «δύο
χρυσαυγεῖς πλοκάµους» (Τ.∆’,σ.305, στ.13-15). Όµως εκείνο που εξυψώνει την όµορφη κοπέλα και την
καθιστά πραγµατικά άξια θαυµασµού, είναι ο συνδυασµός της εντυπωσιακής οµορφιάς της µε µια σειρά
πνευµατικών αρετών. Η σεµνότητα, η εργατικότητα, η καλοσύνη της συµπληρώνουν αρµονικά την
εξωτερική της εµφάνιση, κάνοντας τον πατέρα της να µακαρίζει τον εαυτό του «ὅτι ἔχει ἕνα κορίτσι
τζουβαΐρι, τεφαρίκι » (Τ.∆’,σ.308, στ.30-31) που η αξιοσύνη της έχει οδηγήσει από τώρα νέους να τη
ζητούν χωρίς προίκα. Το να ζητήσει ένας νέος µια κοπέλα χωρίς προίκα σε µια εποχή που η χορήγηση
της προίκας ήταν εκ των ων ουκ άνευ και περιελάµβανε "σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀµπέλι στὴν Ἀµµουδιά,
ἐλιώνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά" (…) και "µέτρηµα"» (βλ. « Η Φόνισσα», Τ.Γ’, σ.434, στ. 3-6),
κοινώς µετρητά, ήταν σπάνιο γεγονός.
Η κορύφωση του θαυµασµού του αφηγητή συνέβη, όταν ένα βράδυ συνόδευσε τον πατέρα της στο
σπίτι, γιατί είχε µεθύσει. Εκεί είχε την απερίγραπτη χαρά να δει από κοντά την όµορφη Πούλια και να
προσέξει τις λεπτοµέρειες του προσώπου της. Το πρόσωπό της υπό το φως του λύχνου έλαµπε
ολόκληρο προσδίδοντας της µια φανταστική χάρη. Η επιθυµία του να ρωτήσει την οικογένεια για το
αξιοπερίεργο άστρο που είχε δει µια βραδιά να φέγγει ψηλά στην οροφή του σπιτιού τους υποχώρησε
µπροστά στην εκπάγλου καλλονής κόρη. Τότε, θέλοντας να αποφύγει τους πειρασµικούς συλλογισµούς
και ακολουθώντας την δοκιµασµένη λύση που προτείνουν οι νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή τη διώξη του
πονηρού λογισµού ήδη από το στάδιο της «προσβολής») έφυγε εσπευσµένα από την οικία του µαστρο-
Κυριάκου και την ακούσια «πηγή» του πειρασµού.
158

4. Το πάθος της ζηλοτυπίας και ο έρωτας

Η ζήλεια566 θεωρείται ένα από τα πιο ύπουλα πάθη που µπορούν να


κυριεύσουν τη ζωή του ανθρώπου. Και αυτό γιατί κατατρώγει σιγά σιγά την
ψυχή του, ξεκινώντας ήπια και σηµειώνοντας, στις περισσότερες των
περιπτώσεων, µια συνεχή επιδείνωση. Έτσι, αν κανείς δεν το καταπολεµήσει
από την αρχή της εκδήλωσής του, από το στάδιο της προσβολής, αυτό το
πάθος εξελίσσεται σταδιακά σε φθόνο. Ο φθόνος στη συνέχεια µπορεί να
οδηγήσει τον άνθρωπο στη διαβολή, η οποία έχει ως στόχο να καταστρέψει
τη ζωή του ανθρώπου που αποτελεί αντικείµενο του φθόνου. Όταν µάλιστα
δεν το καταφέρει αυτό, τότε ο ζηλόφθων άνθρωπος, µιµούµενος τον Κάιν,
µπορεί να οδηγηθεί ακόµη και στο φόνο προκειµένου να βλάψει
ανεπανόρθωτα το συνάνθρωπό του567.
Μια από τις βασικές αιτίες της είναι η φιλαυτία, η «µήτηρ τῶν κακῶν»
όπως αναφέρει ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής568. Όταν ένας άνθρωπος
αγαπάει µόνο τον εαυτό του, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Το
«ἴδιον θέληµα» καθορίζει τη ζωή του. Εάν λοιπόν δεν µπορεί να ικανοποιήσει
τις επιθυµίες του, στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε θεωρεί ότι έχει κάτι
περισσότερο από αυτόν. Κατά συνέπεια, κινδυνεύει από µια πληθώρα
παθών, τα οποία µπορούν να καταστρέψουν τη ζωή όχι µόνο του ιδίου αλλά
και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Μεταξύ των παθών αυτών , όπως
αναφέρθηκε προ ολίγου, είναι και ο φθόνος, η ε ξ έ λ ι ξ η της ζηλοτυπίας:
«Οὐκ ἔστι κακία ὑπὲρ κακίαν φιλαυτίας. Τέκνα δὲ φιλαυτίας ἔχεις πετώµενα, ἅ
εἰσι ταῦτα. ἔπαινοι ἐν καρδίᾳ, αὐταρέσκεια , γαστριµαργία, πορνεία, κενοδοξία,
φ θ ό ν ο ς , καὶ ἡ κορωνὶς πάντων ὑπερηφανία. ἥτις κατασπᾶν ἐπίσταται οὐκ
ἀνθρώπους µόνον, ἀλλὰ καὶ Ἀγγέλους ἐξ Οὐρανῶν καὶ ζόφον ἀντὶ φωτὸς
περιβάλλειν»569.
Μια άλλη αιτία της ζηλοτυπίας είναι η αδυναµία του ζηλόφθονου να δει
τα δικά του χαρίσµατα. Ενώ διαθέτει ιδιαίτερη οξυδέρκεια στο να παρατηρεί
και να εντοπίζει τα χαρίσµατα των άλλων (ακόµη και όταν αυτά δεν υπάρχουν
ή είναι ανάξια προσοχής), στερείται εντελώς της ικανότητας αυτής όταν
παρατηρεί τον εαυτό του. Έτσι, θεωρώντας πως αδικείται και µειώνεται,
αρχίζει να φθείρει την ψυχή του και να δυσκολεύει όχι µόνο τη δική του ζωή,
αλλά κυρίως τη ζωή εκείνων που ζηλοφθονεί570.
Αν και συνήθως η ζηλοτυπία θεωρείται χαρακτηριστικό των γυναικών,
στο έργο του Παπαδιαµάντη παρατηρούµε ότι ταλαιπωρεί και τους άνδρες.

566
Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι, όπως επισηµαίνει ο γέροντας Παΐσιος, υπάρχουν δύο είδη ζήλειας, η
κακή, που αναπτύσσουµε εδώ, και η καλή, που αποτελεί ένα είδος ευγενούς άµιλλας και δεν είναι
πάθος. Βλ.Γέροντος Παϊσίου,Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007, σ.126.
567
Βλ. σχετικά Γέροντος Παϊσίου, ό.π. σ.119 και Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς µοναχήν Ξένην»,
Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 104, στ.13-14.
568
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.22, Νο. νθ’.
569
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Προς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.173, Νο.σβ’.
570
Βλ. Γέροντος Παϊσίου, ό.π., σ.123.
159

Μάλιστα η ψυχολογία των τελευταίων αναλύεται πιο διεξοδικά. Σε αρκετές


περιπτώσεις η αντίδρασή τους -ίσως επειδή δε συνοδεύεται από την
«πονηρία» µε την οποία ενεργούν οι ζηλόφθονες γυναίκες- είναι πιο δυναµική
και αυθόρµητη.

4.1. Η ζηλοτυπία εκτός γάµου

Η εµφάνιση του πάθους της ζηλοτυπίας και των φοβερών συνεπειών


της έξω από τα πλαίσια του γάµου ξεκινάει ήδη από το πρώτο µυθιστόρηµα
του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη και συνεχίζεται και στα διηγήµατά του.
Έχουµε αναφερθεί στη ζηλοτυπία της Κάκιας και της κυρίας Ρίζου, που
εξελίχθηκε σε φθόνο και τελικά κατέληξε ως ηθική αυτουργία στο θάνατο της
ατυχούς Μαρίνας571, στην περίπτωση του Πάνου ∆ηµούλη στη
«Βλαχοπούλα», του Σπύρου Βεργουδή στην «Αποκριάτικη νυχτιά» και του
νεαρού Μαθιού στη «Νοσταλγό».
Αλλά και στο δεύτερο µυθιστόρηµα του Παπαδιαµάντη, τους
«Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν» η ερωτική ζήλεια παίζει ένα σηµαντικό ρόλο στην
εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως θα δούµε σε επόµενη ενότητα, η ζήλεια
ταλαιπώρησε για αρκετό καιρό τον Ιωάννη Μούχρα, το σύζυγο της
Αυγούστας. Εξελίχθηκε µάλιστα σε φθόνο κατά του Σανούτου, τον οποίο
επιδίωξε να φονεύσει. ∆υστυχώς και η ταλαίπωρη Αυγούστα, η κατάδικος
των σαρκικών παθών, βιώσε και αυτό το πάθος, όταν, διαµένοντας στη
Βενετία µαζί µε το Σανούτο, έπρεπε να υποµένει τις ασωτείες του. Στη
συγκλονιστική της εξοµολόγηση δε διστάζει να οµολογήσει ότι ο πραγµατικός
λόγος που εγκατέλειψε το Σανούτο δεν ήταν η µετάνοια, αλλά η ζηλοτυπία:
«Οὐδέποτε µετενόησα εἰλικρινῶς, ἀπήντησεν ἡ µοναχὴ στενάζουσα. Ἂν
ἐγκατέλιπον τὸν κόµητα, ἔπραξα τοῦτο ἐξ ἐρωτικοῦ πείσµατος καὶ µανιώδους
ζηλοτυπίας καὶ οὐχὶ ἐκ τῆς ἐπιθυµίας τοῦ νὰ σώσω τὴν ψυχήν µου»572.
Και ο Σανούτος όµως ωθείται από τη ζήλεια και αναζητεί εµµανώς την
Αυγούστα µετά τη φυγή της, γιατί πληροφορήθηκε ότι ο Μούχρας είναι ακόµη
ζωντανός και ψάχνει τη γυναίκα του. Για αυτό θέλει πάσῃ θυσία να τη βρει
πρώτος. Παρά το ότι είναι υπαίτιος της διάλυσης του ανδρόγυνου αυτού,
διεκδικεί τη γυναίκα που έκλεψε σαν να ήταν δική του και θεωρεί το Μούχρα
ως έναν επικίνδυνο ερωτικό αντίζηλο. Η θρασύτητά του είναι εντυπωσιακή:
Όσο καιρό ήταν κοντά του η Αυγούστα, της συµπεριφερόταν ως µια απλή
ερωµένη θίγοντας και προσβάλλοντάς την µε τις συνεχείς απιστίες του. Από
τη στιγµή όµως που εκείνη έφυγε, αισθανόµενος ότι έχασε το ερωτικό του
τρόπαιο και φοβούµενος τυχόν επιστροφή της στο σύζυγό της, κυριεύεται από
τον εγωισµό και τη ζηλοφθονία. Για αυτό και χρησιµοποιεί κάθε µέσο
προκειµένου να εντοπίσει και να επαναφέρει κοντά του τη δυστυχή Αυγούστα.
Για να επιτύχει το σκοπό του δε διστάζει να χρησιµοποιήσει µια άλλη ερωµένη

571
Βλ. υποενότητα 1.1. της παρούσης εργασίας.
572
Τ.Α’, σ.227, στ.30-32.
160

του, την Καικιλία, αντί τουλάχιστον να την αναζητήσει προσωπικά ο ίδιος.


Ένας άνθρωπος, χωρίς ηθικούς φραγµούς και αληθινά συναισθήµατα, που
θεωρεί τις γυναίκες ως αντικείµενα ικανοποίησης των επιθυµιών και των
παθών του, είναι αναµενόµενο να τις χρησιµοποιεί κατά το δοκούν χωρίς να
λαµβάνει υπόψη στο ελάχιστο τη ψυχική τους αντίδραση. Ο εγωισµός και η
πνευµατική αναισθησία του θολώνουν το νου, ώστε να µην υποψιαστεί
εξαρχής πως η Καικιλία ουδέποτε θα του φανέρωνε µια αντίζηλό της.
Πράγµατι, όλες οι ενέργειες της Καικιλίας έχουν µοναδικό κίνητρο τον
προσωπικό εγωισµό και τη ζηλοφθονία. Όταν εντοπίζει την Αυγούστα στη
µονή του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτµο, την «ανακρίνει» µε
θαυµαστή πονηρία, υπενθυµίζοντάς της συνεχώς την αιτία των βασάνων της
και φθάνοντας στο σηµείο να γράψει µπροστά της ένα ψεύτικο γράµµα. Όταν
όµως θα στείλει το αληθινό της γράµµα στο Σανούτο, εκεί θα διαφανούν τα
πραγµατικά της αισθήµατα. Σε αυτό του γράφει πως δεν βρήκε την Αυγούστα,
αλλά ότι πληροφορήθηκε από κάποιο µοναχό πως αποποιήθηκε το µοναχικό
βίο και αναχώρησε για τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, όπου µάλλον
απεβίωσε. Η δε κορύφωση της ζήλειας της εκφράζεται αµέσως παρακάτω,
όταν προτρέπει τον κόµη να την ξεχάσει: «Αἱ φίλαι καὶ αἱ ἐρωµέναι
παρέρχονται, φίλε µου, καὶ αἱ ἀναµνήσεις, ἃς καταλείπουσιν ὄπισθέν των,
συσσωρεύονται ἐν τῇ µνήµῃ, ὅπως τὰ κόκκαλα ἐν τῷ κοιµητηρίῳ, καλύπτουσαι
καὶ ἐπιπροσθοῦσαι ἀλλήλας»573. Τα ζηλότυπα αισθήµατά της την ωθούν όχι
µόνο να πει ψέµατα στον κόµη, αλλά και να τον παροτρύνει να µην κρατήσει
στην µνήµη του ούτε την ανάµνηση πια της Αυγούστας. Η διάχυτη ζηλοφθονία
που διατρέχει το γράµµα αυτό γίνεται αντιληπτή και από τον ίδιο το Σανούτο,
που για πρώτη φορά αµφιβάλλει για την αξιοπιστία των λόγων της
«κατοπτεύτριας» του574.

4.2. Η ζηλοτυπία εντός γάµου

Στη «Γυφτοπούλα» εκτός από το Μάχτο που, αν και αγαπούσε


ειλικρινώς την Αϊµά, δεν µπόρεσε να διαφύγει από τον «ὄνυχα τῆς
ζηλοτυπίας» ένας ακόµη δευτερεύων ήρωας γίνεται έρµαιο του πάθους αυτού.
Πρόκειται για τον χωλό και γηραιό Τρέκλα, που αν και διαµένει ως βοηθός στη

573
Τ.Α’, σ. 273, στ.12-14.
574
Βλ. Τ.Α’, σ. 272-273. Στο µυθιστόρηµα αναφέρεται και µια ακόµη δευτερευούσης σηµασίας ερωτική
αντιζηλία. Πρόκειται για τις δύο ερωµένες του Σανούτου, την Πρόνοια και τη Φορτούνα, οι οποίες τον
ακολούθησαν στην εκστρατεία του. Η Πρόνοια ακολούθησε «αυτόκλητος» το Σανούτο, αλλά τελικά
υπέστη το µαρτύριο του να παρακολουθεί την προτίµηση του κόµη προς την αντίζηλό της. Όπως γράφει
χαρακτηριστικά ο Παπαδιαµάντης, έως τότε «ἐνόµιζε µέχρι τινὸς ἑαυτὴν ἀπόρθητον εἰς τὸ πάθος τῆς
ζηλοτυπίας· ἀλλ' ἐγνώρισεν ἐκ πείρας ὅτι ἠπατᾶτο. Κατέστη σύµπλους θεατὴς τῆς ἰδίας αὑτῆς ἀποτυχίας
καὶ κατεσπαράττετο ὑπὸ τῶν ὀνύχων τῆς ἀντιζήλου της»( Τ.Α’, σ.276, στ.4-6). Στην κατηγορία αυτή
εντάσσεται και ο προσφάτως χηρεύσας γηραιός κύριος της Φλώρας στη «Βλαχοπούλα». Ο
πενηντάχρονος άνδρας ζηλεύει το ενδιαφέρον που δείχνει για αυτὴν ο Ζήσος και επιχειρεί να τη βιάσει
(βλ. υποενότητα 2.2. της παρούσης εργασίας).
161

µονή της Αγίας Περπετούας (πρώην µονή του Αγίου Αθανασίου), δεν
επιδέχεται καµία θετική πνευµατική επιρροή. Αντιθέτως, έχοντας βιώσει την
οδυνηρή εµπειρία της εγκατάλειψης από τη µοιχαλίδα σύζυγό του, διάγει
θλιβερώς το βίο του βγάζοντας σκληρά τα απωθηµένα του στον ταλαίπωρο
σκύλο Χόµο, έως ότου η µοίρα, κατά µια ατυχή συγκυρία, φέρνει µπροστά του
τον «υπαίτιο» της δυστυχίας του.
Κατά τη διάρκεια της απόδρασης της Αϊµάς µε τη βοήθεια του Σκούντα,
οι δύο κυνηγηµένοι αναγκάζονται να αναζητήσουν καταφύγιο στην οικία του
Τρέκλα. Παρά τη βαθιά νύχτα ο Τρέκλας αναγνωρίζει τον Σκούντα, τον
υπεύθυνο για την απώλεια της συζύγου του. Αµέσως δράττεται της ευκαιρίας
να πάρει την εκδίκησή του. Η συνείδησή του δεν στάθηκε ικανή να τον
εµποδίσει από τη διάπραξη του φόνου βεβαιώνοντας µας για την κατάληξη
στην οποία µπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο ο δαίµων της ζηλοτυπίας, όταν
του επιτρέψει να εισβάλλει στην καρδιά του . Άλλωστε, ήδη ο «φθόνος (ἐστί)
δυνάµει φόνος καὶ πρόξενος τῆς πρώτης µιαιφονίας καὶ τῆς ὕστερον
θεοκτονίας»575 .Ο δαίµων αυτός σε συνεργασία µε το δαίµονα της οργής και
του φθόνου έδωσαν ανεξήγητη δύναµη στον χωλό Τρέκλα παρασύροντας τον
στην διάπραξη του κακού. Η ενσυνείδητη υποταγή του στα πάθη του φαίνεται
από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το πτώµα στη συνέχεια: φρόντισε να το
θάψει σε ένα απρόσιτο µέρος και την επόµενη µέρα ήταν ιδιαίτερα εύθυµος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ικανοποίηση του θιγµένου εγωισµού του και η
εκδίκηση υπερίσχυσαν των τύψεων που θα έπρεπε να έχει για τη στέρηση της
ζωής ενός αµαρτωλού κατά τα άλλα ανθρώπου.

Η ερωτική ζήλεια απαντά και στο διήγηµα «Χρήστος Μηλιόνης». Σε


αυτό η ατυχής Βάσω, ενώ ήταν ήδη αρραβωνιασµένη, απήχθη από τον Χαλήλ
αγά και βρέθηκε µέσα στο χαρέµι του. Εκεί, εκτός από τις υπόλοιπες
δυσκολίες που έχει να αντιµετωπίσει (τη στέρηση της οικογένειας και του
αρραβωνιαστικού της, τον εγκλεισµό στο σπίτι του απαγωγέα της, τις πιέσεις
του ιδίου για να τον παντρευτεί) διαπιστώνει ότι κινδυνεύει και η ζωή της.
Αιτία η ερωτική ζήλεια που αισθάνονταν οι υπόλοιπες γυναίκες του αγά
απέναντί της. Αξιοσηµείωτο είναι ότι, ενώ βρίσκεται µόλις έξι ηµέρες µέσα στο
χαρέµι, οι γυναίκες αυτές ήταν ικανές να τη δηλητηριάσουν, όπως της
αποκαλύπτει η οικονόµος του χαρεµιού Φατµά. Στην εύλογη απορία της «καὶ
τί κακὸ τὲς ἔκαµα;» η απάντηση είναι ενδεικτική της νοοτροπίας τους: «∆ὲν
ἐξετάζουν ἐκεῖνες τί τὲς ἔκαµες, βλέπουν ὁποὺ σὲ ἀγαπᾷ πλειότερον ὁ
ἐφένδης»576. Φυσικά, η «αγάπη» του Χαλήλ προς τον άγνωστο αριθµό των
γυναικών του πόρρω απέχει από τη γνήσια συζυγική αγάπη. Κατ’ αναλογίαν
και η δική τους «αγάπη» ταυτίζεται µε τη ζηλοτυπία577 και εκδηλώνεται µε την
προσπάθειά τους να βλάψουν και, ει δυνατόν, να φονεύσουν τη νεοφερµένη

575
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ. ∆΄, σ.104, στ.13-14.
576
Τ.Β’, σ.26, στ.8-10.
577
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της οικονόµου Φατµά: «- Καὶ ὅλοι σὲ ἀγαποῦν ἐδῶ, Βάσω, ὅλοι σὲ
ζηλεύουν»., Τ.Β’, σ. 25, στ.17.
162

υποψήφια σύζυγο. Μια τέτοια φίλαυτη και εγωιστική αγάπη - αντιζηλία


αναµενόµενο είναι να έχει και τέτοιες εκδηλώσεις.

Φυσικά η ύπαρξη ζήλειας σε ένα ζευγάρι µπορεί να συναντάται σε


φυσιολογικό βαθµό χωρίς αρνητικές εξάρσεις. Τέτοια ήταν και η ζήλεια που
αισθανόταν ο χωρικός Φταµηνίτης για την όµορφη γυναίκα του την Ξανθή
στην «Ἐξοχική Λαµπρή»578. Όντας ο ίδιος µικρόσωµος και όχι ιδιαίτερα
εµφανίσιµος, στεναχωριόταν, όταν σε διάφορες εκδηλώσεις η γυναίκα του
γινόταν αντικείµενο θαυµασµού από τους άνδρες. Φαίνεται όµως ότι η
σύζυγός του, τρέφοντας αληθινή αγάπη απέναντί του, προσπαθούσε, όσο
ήταν εφικτό, να µην του προκαλεί τέτοιο αίσθηµα. Αυτό φανερώνει η κάλυψη
µέρους του προσώπου της µε τη µαντήλα και το αποµακρυσµένο βλέµµα της
από το πλήθος του κόσµου. Η δε στενή συνοδεία της από τη µητέρα και την
πεθερά της συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής. Φαίνεται πάντως πως η
έλλειψη σωµατικού κάλλους και ρώµης στον άνδρα της αντισταθµιζόταν µε
την ευστροφία και τον εύθυµο χαρακτήρα του. Για αυτό και δεν µας
δηµιουργούνται αµφιβολίες για την όµορφη σχέση του ζευγαριού στην οποία η
ζήλεια του συζύγου θα δρούσε ως αλατοπίπερο.

∆υστυχώς, όταν η ζήλεια µέσα στο ζευγάρι εξελίσσεται σε παθολογική


µπορεί να έχει τραγική κατάληξη. Αυτό συνέβη µε τη ζήλεια της Αρχοντούλας
απέναντι στο σύζυγό της Γιαννάκη στο «Ἔρµη στα ξένα». Ο σύζυγος φαίνεται
εξαρχής ότι ήταν «λίαν σοβαρῶς ἐρωτευµένος» µε τη γυναίκα του και ο γάµος
τελέσθηκε µε µεγάλη πανήγυρη. Η υπερβάλλουσα όµως γενναιοδωρία του
οικονοµικά ευκατάστατου συζύγου έβλαψε πνευµατικά την ευάλωτη στο
πάθος της κενοδοξίας σύζυγό του. Η κενοδοξία γέννησε µέσα της και το
πάθος της αλαζονείας, το οποίο όπως θα δούµε παρακάτω, είχε οδυνηρές
συνέπειες.
Όταν µερικά χρόνια αργότερα επέστρεψαν από την Άιγυπτο για τις
θερινές τους διακοπές στο νησί, συνοδεύονταν από µια εντυπωσιακή νεαρή
Αιγύπτια κουβερνάντα. Φαίνεται πως η Αρχοντούλα, ωθούµενη από άκρατη
φιλαυτία και επιδειξιοµανία (αποτέλεσµα της αλαζονείας της) είχε φέρει µαζί
της την όµορφη θαλαµηπόλο για να εντυπωσιάσει, ίσως και να προκαλέσει τη
ζήλεια των άλλων γυναικών του νησιού. Το παρουσιαστικό όµως της κοπέλας
αυτής έφερε τα αντίθετα από τα αναµενόµενα αποτελέσµατα: καταρχάς
προκάλεσε τα επικριτικά σχόλια των γηραιών γυναικών και θειάδων της
Αρχοντούλας. Επιπλέον, «η κακὴ περιέργεια, ἡ ἀργολογία, ἡ
πολυπραγµοσύνη, µεγάλως συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ φαρµακευθῇ ἡ διχόνοια τοῦ
ἀνδρογύνου. Ὑποβολαί, µωροπιστία, ξυπνητὰ ὄνειρα, ὅλα ἔπαιξαν µέρος
πλησίον τῆς ἰσχνῆς καὶ νευροπαθοῦς γυναικός!»579. Η φιλαυτία και ο εγωισµός
της, υπό την επίδραση της κακολογίας των αργόσχολων γραϊδίων του νησιού,

578
Τ.Β’, σ. 126 και 131-132.
579
Τ.∆’,σ.81, στ.9-12.
163

προκάλεσε την εισβολή του δαίµονα της ζηλοτυπίας στη ψυχή της. Στην
περίπτωση της όµως ο δαίµονας της ζηλοτυπίας - φθόνου συνεπικουρείται
και από το δαίµονα της οργής. Η «συνεργασία» των παθών αυτών την
οδήγησε σε µια σχιζοφρενή κατάσταση κάνοντάς την να «φαντάζεται»
ερωτικές περιπτύξεις του συζύγου της µε την ωραία κουβερνάντα και
προκαλώντας της νευρικές κρίσεις580.
Το µεγάλο λάθος της Αρχοντούλας ήταν ότι έπεσε στον πειρασµό των
δαιµόνων αυτών και δεν έκανε τίποτα για να τον αποµακρύνει. Έτσι έγινε
έρµαιο των παθών της. Η συµβουλή του Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού θα
ήταν σωτήρια στην περίπτωσή της: «Μὴ ὡς εὐνοοῦντας λογίζου, τοὺς λόγους
σοι φέροντας, λύπην ἐν σοὶ καὶ µῖσος πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐργαζοµένους, κᾶν
ἀληθεύειν δοκώσιν. ἀλλ’ ὡς θανατοῦντας ὄφεις τοὺς τοιούτους ἀποστρέφου.
ἵνα κἀκείνους τοῦ κακολογεῖν ἀνακόψῃς καὶ τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν πονηρίας
ἀπαλλάξῃς»581. ∆εν έλαβε υπόψη της καµία από τις αρετές της Βανθούλας582,
οι οποίες σίγουρα θα ήταν η αιτία για να τη προσλάβει583, και δεν έκανε τίποτα
για να περιορίσει τουλάχιστον την κατάκριση και τα κουτσοµπολιά των γύρω
της. Αν διέθετε αληθινή αγάπη για το σύζυγό της, θα προσπαθούσε να
προστατέψει εκείνον και την οικογένειά της από την καταστρεπτική κακολογία
των συγγενών και «φίλων». Αντιθέτως, πίστευε κάθε ψέµα που εκτόξευαν
εναντίον του υπερθεµατίζοντάς το και «βεβαιοῦσα ὅτι ἐγίνοντο χειρότερα παρ'
ὅσα ἔλεγεν ἡ γειτονιά. ∆ιηγεῖτο, καὶ τὸ ἐπίστευεν, ὅτι εἶδε µὲ τὰ µάτια της
ἐρωτικὰς περιπτύξεις, κ' ἔκαµνεν ὅρκους»584. Ο όρκος είναι µια πολύ σοβαρή
και υπεύθυνη ενέργεια. Όταν λοιπον η Αρχοντούλα προβαίνει σε
ανυπόστατους όρκους για γεγονότα τα οποία δεν συνέβησαν, είναι πλέον
ξεκάθαρο ότι δεν διαθέτει πλέον σώφρονα νου. Οι δαιµονικές φαντασίες
αντικαθιστούν την πραγµατικότητα και διαλύουν κάθε ίχνος λογικής. Έτσι
καθιστά τον εαυτό της, το σύζυγό της και τη νεαρή Βανθούλα δυστυχισµένους
και γίνεται η ίδια και η οικογένειά της περίγελος της γειτονιάς. αυτή που µέχρι
πριν από λίγο καιρό «ἐξέπληττε µὲ τὴν πολυτέλειάν της, κ' ἐπροκάλει ὅλων
τῶν γυναικῶν τὴν ζήλειαν»585. Αυτή ακριβώς η υπερβάλλουσα πολυτέλεια,
απόρροια µιας υπερφίαλης φιλαυτίας και µιας υπέρµετρης κενοδοξίας είναι
και η πραγµατική αιτία της καταστροφής αυτής της οικογένειας. Η στείρα
επιδειξιοµανία και η προσκόλληση στα εγκόσµια αγαθά -µέσα στα οποία
συµπεριελάµβανε ακόµη και τη δυστυχή Βανθούλα- αργά ή γρήγορα θα
οδηγούσε σε αυτό το αποτέλεσµα. Η αυτοκτονία της ευαίσθητης
δεκαοκτάχρονης κοπέλας στο τέλος του διηγήµατος και η ψυχική συντριβή

580
Βλ. Τ.∆’, σ. 81, στ.12-15. Ως γνωστόν, ο δαίµονας της οργής πολύ συχνά δηµιουργεί πλαστές
φαντασίες για γονείς ή φίλους ή συγγενείς. Βλ. Ευαγρίου Μοναχού, «Περί διακρίσεως παθῶν και
λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.53, Νο.ιε’.
581
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντὰς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.44, Νο. λα’.
582
Έτσι ονοµαζόταν η νεαρή κουβερνάντα.
583
«ἡ κόρη, ἐντοσούτῳ, ἦτον, ὅσον ἠδύνατο, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, νὰ κρίνῃ τις, σεµνοπρεπής, ἁπλοϊκή,
ἀξιόλογος, λίαν ἐργατική, περίφηµος ράπτρια, κ' ἔξοχος µαγείρισσα», Τ.∆’,σ.81, στ.20-22.
584
Τ.∆’, σ.81, στ.14-17.
585
Τ.∆’, σ.78, στ.26-27.
164

του Γιαννάκη ολοκληρώνουν το καταστροφικό έργο των δαιµονικών παθών


που η Αρχοντούλα επέτρεψε να εισβάλλουν στη ζωή της586.

586
Για τις οδυνηρές συνέπειες της υπερηφανείας και του φθόνου, βλ. και Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς
Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.103, στ.38-39 και σ.104, στ.1-14.
165

5. Έρωτας και Γάµος

Το µυστήριο του γάµου κατέχει µια εξέχουσα θέση στην Ορθόδοξη


παράδοση. Ο ίδιος ο Χριστός ευλογεί τους νεονύµφους στο γάµο της Κανά και
επιλέγει τότε να κάνει το πρώτο του θαύµα587 . Πρόκειται λοιπόν για ένα θείο
δώρο588, για ένα «χάρισµα ἐκ Θεοῦ»589 που έχει συσταθεί «εἰς βοήθειαν καὶ
διαδοχὴν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων»590 και συµβολίζει την ένωση του
Χριστού και της Εκκλησίας591. Η ενότητα των δύο συζύγων «εἰς σάρκαν
µία»592 στοχεύει στην αποκατάσταση της µιας ανθρώπινης φύσης. Τους
προσφέρει δηλαδή τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τις αρετές της
ανιδιοτελούς αγάπης, της διακονίας και της θυσίας, οι οποίες µε τη σειρά τους
θα τους βοηθήσουν να πραγµατώσουν την εκκλησιολογική προοπτική του
µυστηρίου αυτού και να ενωθούν ως ένας άνθρωπος µε το Χριστό593. Την
ενωτική δύναµη του γάµου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «µυστήριον ἀγάπης»,
τονίζει και ο ιερός Χρυσόστοµος: «Εἶδες τοῦ γάµου τὸ µυστήριον; Ἐποίησεν ἐξ
ἑνὸς ἕνα, καὶ πάλιν τοὺς δύο τούτους ἕνα ποιήσας οὕτω ποιεῖ ἕνα. ὥστε καὶ

587
Βλ. Ιω.2, 1-12. Όπως σηµειώνει ο Γ. Πατρώνος: «Το γεγονός του γάµου στην Κανά της Γαλιλαίας,
που προβάλει ως παράδειγµα το ιερό Ευαγγέλιο, µας φανερώνει µε έµφαση την άµεση
χριστοκεντρικότητα του µυστηρίου αυτού. Ο Χριστός πρέπει να είναι «εν µέσω» των συζύγων, αλλά και
το κέντρο αναφοράς τους, το «µέσον» δια του οποίου θα πραγµατοποιείται η τέλεια συζυγική ενότητα
και συγχρόνως η τελείωση των συζύγων ως πνευµατικών προσωπικοτήτων. Χωρίς το Χριστό δεν
νοείται µυστήριο γάµου αλλά ούτε είναι δυνατή και η πραγµάτωση των πνευµατικών του σκοπών που
είναι η ανέλιξη της προσωπικότητας και η τελείωση του ανθρώπου», Θεολογία και εµπειρία του Γάµου,
∆όµος, Αθήνα, 1992, σ. 169.
588
Όπως γράφει και ο ∆. Χίος «Ο ανθρώπινος έρωτας και η φυσική κατάληξή του, ο ανθρώπινος γάµος,
παρουσιάστηκαν ως το µέσο που επενόησε η θεία Σοφία για να κάµη τον άνθρωπο να αισθανθή την
αγάπη του Θεού γι’ αυτόν, για να εµπνεύση στην καρδιά του τον πόθο της ανταποδόσεως αυτής της
αγάπης, για να αναπτύξη µέσα στη ψυχή του την επιθυµία µιας ολοψύχου και ολοσώµου ενώσεως του
µε τον Βασιλέα του ουρανού και της γης», ∆. Χίου, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός» στον
τόµο Έρως και γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972, σ. 67.
589
Βλ. Ωριγένους, Ἐξήγησις εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολήν, 7, 1-4: «Θέλω δὲ πάντας
. . .
ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐµαυτὸν ἀλλ’ ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισµα ἐκ Θεοῦ ὃς µὲν οὕτως ὃς δὲ οὕτως.
. .
Πνέει χαρίσµατος ὁ γάµος, ὅτε τὰ µέτρα τηρεῖται τὰ ἐκ συµφωνίας καὶ ἀληθῶς ἐστι εἰπεῖν ἐπί τινῶν ὅτι
.
τούτῳ ὁ γάµος χάρισµά ἐστιν ὅτε οὐκ ἀκαταστασία, ὅτε πᾶσα εἰρήνη, πᾶσα συµφωνία», (έκδοση Cramer
J.A., σ. 125, στ.4-10) και Γ.Πατρώνου, Θεολογία και εµπειρία του γάµου, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1992,
σ.149.
590
Τρίτη ευχή της ακολουθίας του αρραβώνα. Βλ. επίσης π. Β.Ι. Καλλιακµάνη, Ο εκκλησιολογικός
χαρακτήρας της Ποιµαντικής: ‘’Λεντίῳ ζωννύµενοι…’’, Μυγδονία, 2005, σ.133.
591
«Τὸ µυστήριον τοῦτο µέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», Προς Εφ. 5, 32.
592
Μτ.19,5. Ο ιερός Χρυσόστοµος ερµηνεύει την φράση αυτή: «∆ιὰ τοῦτο γοῦν καὶ ἀκριβῶς εἶπεν, οὐκ,
ἔσονται µία σάρξ, ἀλλ’ εἰς σάρκαν µίαν, τὴν τοῦ παιδὸς συναπτόµενοι δηλονότι. Τὶ οὖν, ὅταν παιδίον µὴ
.
ῇ, οὐκ ἔσονται δύο καὶ τότε; Εὔδηλον ἡ µῖξις γὰρ τοῦτο ἐργάζεται , ἀναχέασα καὶ ἀναµίξασα ἀµφοτέρων
τὰ σώµατα. Καὶ ὥσπερ εἰς ἔλαιον µῦρον ἐµβαλῶν, τὸ πᾶν ἐποίησεν ἐν, οὕτω δὴ καὶ ἐνταύθα», Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα εἰς την Προς Κολοσσαεῖς, ὁµιλία ΙΒ, PG 62,ε’, 387-388. Επίσης, αξίζει να
σηµειωθεί ότι η «µία σάρκα», δηλαδή η ψυχοσωµατική ενότητα που αποτελούν οι δύο σύζυγοι µετά το
γάµο τους, έχει σηµείο αναφοράς το ένα σώµα του Χριστού, µέλη του οποίου είµαστε όλοι. Βλ. σχετικά
και ∆. Χίου, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός», ό.π. σ.64.
593
Όπως επισηµαίνει και ο π. Στύλιος: «Ο µέγας σκοπός του µυστηρίου του γάµου είναι η
αλληλοβοήθεια για την ολοκλήρωση και τελείωση των προσώπων, για την αποκατάσταση του κάλλους
της θείας εικόνας τόσο στο πρόσωπο του άνδρα, όσο και στο πρόσωπο της γυναίκας», Η αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία, 1994, σ.299.
166

νῦν ἐξ ἑνὸς τίκτεται ἄνθρωπος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὔκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο,
ἀλλ’ ἄνθρωπος εἰς»594.
Η συζυγική ενότητα προεικονίζει και εν δυνάµει εισάγει στην
εκκλησιολογική ενότητα595 . Αποτελώντας ο γάµος και η οικογένεια µια «µικρά
Ἐκκλησία»596, λειτουργεί µε ανάλογο τρόπο προκειµένου να πραγµατοποιηθεί
το σωτηριολογικό και αγιαστικό της έργο µέσα στην ανθρώπινη κοινωνία597.
Για αυτό και αποκτά ταυτόχρονα ισχυρές εσχατολογικές διαστάσεις
πραγµατώνοντας εντός του κόσµου µια κοινωνία αγάπης, ενότητας και
ελευθερίας που οµοιάζει µε εκείνη της Βασιλείας του Θεού598.
Λαµβάνοντας υπόψη τη σωτηριολογική σηµασία του γάµου, η
ποιµαντική της Εκκλησίας µας δίνει ιδιαίτερη αξία στο µυστήριο αυτό. Για
αυτό τονίζεται το αδιάλυτο του µυστηρίου αυτού, επισηµαίνεται η συζυγική
πίστη και ο αλληλοσεβασµός ανάµεσα στους δύο συζύγους, προβάλλεται η
ισότιµη θέση και αξία της γυναίκας δίπλα στο σύζυγό της599 και προτάσσεται
«η κοινή πορεία τελείωσης και αγιασµού όχι µόνο του ζευγαριού, αλλά και των
παιδιών». Ο ανταγωνισµός και ο ατοµισµός δεν έχουν θέση στο γάµο. τη θέση
τους παίρνει η «κενωτική αγάπη»600, µια αγάπη που µετέχει στη σταυρική
θυσία.

Στις υποενότητες που ακολουθούν θα αναπτύξουµε τις αντιλήψεις και


τις συνήθειες που αφορούν το γάµο, έτσι όπως διασώζονται στα έργα του
Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Επίσης, θα αναφερθούµε στη δύσκολη περίοδο
του αρραβώνα και στις επιµέρους πτυχές της έγγαµης ζωής, θετικές και
αρνητικές.

5.1. Αντιλήψεις και συνήθειες που αφορούν το γάµο

Ο έρωτας στα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη δεν αποτελεί


απαραίτητη προϋπόθεση του γάµου. Τις περισσότερες φορές η σύναψη του
γάµου είναι αποτέλεσµα συνοικεσίου ή προσυµφωνηµένης απόφασης των
γονέων- συγγενών των δύο νέων. Οι νέοι άνδρες είχαν τη δυνατότητα να
594
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα εἰς την Προς Κολοσσαεῖς, ὁµιλία ΙΒ, PG 62,ε’, 387-388 . Ο Γ.
Μαντζαρίδης συµπληρώνει: «Ο γάµος συναπτόµενος ἐν Χριστῷ τελεί υπό την χάριν του Αγίου
Πνεύµατος,(και) παρέχει εις τον άνθρωπο την δυνατότητα να τελειωθη «ἐν τῇ ἀγάπῃ». Η τοιαύτη δε
τελείωσις (…) συνιστά και τον σκοπόν της κατά Χριστόν ζωής», Μέθεξις Θεού, Ορθόδοξος Κυψέλη,
Θεσσαλονίκη, 1979, σ.205.
595
Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.194.
596
Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα εἰς τὴν Α’ Προς Τιµόθεον, ὁµιλία ι΄, PG 62, β’, 549.
597
«Καθώς η Εκκλησία είναι το µυστήριο της σωτηρίας για την ανθρωπότητα, καθ΄όµοιο τρόπο και η
«µικρά Εκκλησία» επενεργεί σωτηριολογικά στα µέλη της. Είναι η ίδια µια «µυστηριακή λειτουργία»
µέσα στην κοινωνία των ανθρώπων», Γ. Πατρώνου, ό.π. 248.
598
Βλ. Γ. Πατρώνου, ό.π., σ.232.
599
«Οὐκ ἑνὶ ἄρσεν καὶ θῆλυ πάντες γὰρ ὑµεῖς εἰς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», Γαλ. 3, 28. , «Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου
.
σώµατος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ ὁµοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώµατος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ἡ
γυνὴ», Α’ Κορ. 7,4.
600
Βλ. π. Καλλιακµάνη, ό.π. σ.129 και σ.161. Επίσης, βλ. τις προτροπές του αποστόλου Παύλου προς
τους άνδρες να αγαπούν τις γυναίκες τους , όπως ο Χριστός την Εκκλησία, και να θυσιάζονται για
αυτές, Εφ. 5, 25-33.
167

εκφράσουν την αντίθεσή τους προς το γάµο 601 αλλά οι γυναίκες δεν είχαν
κανένα λόγο επ’ αυτού602. Συνηθισµένοι ήταν επίσης οι γάµοι φτωχών
κοριτσιών µε ευκατάστατους µεσήλικες 603.Βέβαια, δεν λείπουν οι περιπτώσεις
όπου τα αισθήµατα είναι αµοιβαία 604. Άλλοτε πάλι ένας γάµος καταλήγει σε
διαζύγιο ή χωρισµό του ζευγαριού605, ενώ µερικοί ήρωες και ηρωίδες δεν
προλαβαίνουν να χαρούν το/τη σύζυγό τους λόγω πρόωρου ή αναπάντεχου
θανάτου 606.
Η ίδια η ανατροφή των παιδιών και κυρίως των κοριτσιών607
περιστρέφεται γύρω από την αξία του γάµου608. Το να παντρευτεί µια γυναίκα
θεωρείται σηµαίνον γεγονός που την αναδεικνύει κοινωνικά και της προσδίδει
αξία µέσω της τεκνοποίησης. αξία, που διπλασιάζεται σε περίπτωση
απόκτησης αρσενικών τέκνων ή χάνεται σε περίπτωση ατεκνίας ή απόκτησης
αποκλειστικά θηλυκών τέκνων, γεγονός που αποδίδεται σε «µαγεία»609.
Παρ’όλα αυτά, δεν συναντούµε κάποια γυναίκα που να αρνείται να
παντρευτεί. Χαρακτηριστική είναι η φράση του παπα- Φραγκούλη, όταν
αστειεύεται µε µια ενορίτισσά του κατά το θαλάσσιο ταξίδι τους στο ναό της
του Χριστού Γεννήσεως στο Κάστρο : «Μὰ δὲν εἶναι καµµιὰ ποὺ νὰ µὴ θέλῃ
παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωµένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν' ἀπὸ
διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καµµιὰ δὲν εὑρέθη νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!»610. Η πίεση
των γονέων και του κοινωνικού περιγύρου παίζει φυσικά καθοριστικό ρόλο
στο γεγονός αυτό.
Η ύπαρξη µιας ή περισσοτέρων θυγατέρων σε µια οικογένεια επηρέαζε
τη ζωή όλων των µελών της. Εκτός από τους γονείς, ευθύνη είχαν και οι γιοι
της οικογένειας που έπρεπε να φροντίσουν για τη συγκέντρωση επαρκούς
προίκας ακόµη και για την ανεύρεση κατάλληλου γαµπρού. Επίσης,
επικρατούσε ο άγραφος νόµος ότι σε περίπτωση που ένας άντρας έχει

601
Βλ. π.χ. την περίπτωση του Αγάλλου στα «Μαύρα Κούτσουρα», Τ. ∆΄, σ. 461, στ.26- 29 και σ.462,
στ.1-32.
602
Βλ. τη χαρακτηριστική φράση της γραίας Μαρουδίτσας στο «Ἔρως- Ἥρως»: « Τὰ κορίτσια δὲν
πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ µόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των.
"Νυµφευµάτων µὲν τῶν ἐµῶν πατὴρ ἐµὸς µέριµναν ἕξει"», Τ.Γ’, σ.172, στ. 25-27.
603
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Τὰ συµβάντα στον µύλο», « Ἔρως- Ἡρως», «Ἡ Νοσταλγὸς» κ.ά.
604
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Ἡ Βλαχοπούλα», «Ὁ Ἀµερικάνος», «Τὸ καµίνι» κ.ά.
605
Βλ. τὰ διηγήµατα: «Τὰ Φραγκλέϊκα», «Οἱ παραπονεµένες», «Οἱ λίρες τοῦ Ζάχου», «Τα Χριστούγεννα
του τεµπέλη», «Οἱ Κουκλοπαντρειές» κ.ά.
606
Βλ. τὰ διηγήµατα: «∆ασκαλοµάννα», «Ἡ Χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος», «Ἡ Θητεία τῆς πενθερᾶς» κ.ἅ.
607
Για τη διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών γύρω από το θέµα του γάµου και της σχέσης µε το σύζυγό
τους βλ. σχετικά π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ. 19.
608
Μεταξύ άλλων φαίνεται πως επιβίωνε η εξ αρχαιότητος πεποίθηση ότι οι γυναίκες πριν το γάµο δεν
διαθέτουν «ἀγαθᾶς τᾶς φρένας», κάτι το οποίο έρχεται ως «θείο δώρο» ευθύς µετά την τελετή του
γάµου, βλ.σχετικά τα λόγια του Πλήθωνα στη «Γυφτοπούλα», Τ.Α΄, σ. 631, στ. 9- 19.
609
Βλ. για παράδειγµα τα ακόλουθα αποσπάσµατα: «Κατ' ἀρχὰς ἐφοβεῖτο, µὴ ἡ ἄλλη "τῆς ρίξῃ τὰ
κορίτσια", σκοπὸς ὅστις κατορθοῦται διά τινων ἐπῳδῶν µελετωµένων ὅταν ἀναγινώσκωνται αἱ εὐχαὶ τοῦ
ἀρραβῶνος, ἀµέσως πρὸ τῆς κυρίως τελετῆς τοῦ γάµου», «Οἱ Ελαφροΐσκιωτοι», Τ.Β’, σ.491, στ.30-33
και «τὰ κορίτσια, καθὼς εἶναι γνωστὸν εἰς πολλούς, τὰ ρίχνουν αἱ ἐχθραὶ τῆς νύµφης, ἐνόσῳ διαρκεῖ ἡ
ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος», «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ. 172, στ. 34-35. Επίσης , «Ἡ Ἄκληρη», Τ. ∆’,
σ.48, στ.13-17.
610
«Στὸ Χριστὸ, στὸ Κάστρο», Τ.Β’, σ.287, στ.1-3.
168

αδελφή/ές, θα πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί εκείνη/ες και µετά να


επιχειρήσει και ο ίδιος να «ἐµβῇ εἰς τὸν κόσµον». Πολλοί νέοι προσπαθούσαν
να γλιτώσουν από το βάρος της ευθύνης αυτής µεταναστεύοντας σε µακρινές
χώρες και ξεχνώντας τις οικογένειες και τις αδελφές τους. ∆εν ήταν λίγοι όµως
εκείνοι που θυσίαζαν την προσωπική τους ευτυχία για να στηρίξουν τα
«ασθενή µέλη». ∆ύο τέτοιες περίπτωσεις µέσα στην ίδια οικογένεια ήταν ο
Γιαννιός και ο αδελφός του στη γνωστή «Μαυροµαντηλού». Ενώ ο πρώτος
θυσίασε τα όνειρα και την επιθυµία του να παντρευτεί611, ο δεύτερος
εγκατέλειψε την οικογένεια και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτή
πηγαίνοντας στην Αµερική και ρίχνωντας «µαύρη πέτρα» πίσω του.
Όταν γινόταν το «θαύµα» της αποκατάστασης της αδελφής/ων, τότε
αυτό αποτελούσε αφορµή διπλής χαράς για όλη την οικογένεια. Για αυτό και
τα δύο αδέλφια της Σειραϊνώς στα «∆ύο κούτσουρα» γλέντησαν πέραν του
δέοντος το γάµο της αδελφής τους αισθανόµενοι ότι «ξεφορτώθηκαν» το
βάρος της αποκατάστασής της και ελπίζοντας ότι θα µπορούν και αυτοί πια
να «θηρεύσουν» µια νύφη για τον εαυτό τους612.
Τον πρώτο λόγο στο θέµα του γάµου τον είχαν οι γονείς. ο πατέρας
πρωτίστως και, ελλείψει αυτού, η µητέρα. Σηµαντικός όµως ήταν και ο ρόλος
των λοιπών κοντινών συγγενών κυρίως όταν ο νέος ή η νέα είχε µείνει
ορφανή. Μια τέτοια περίπτωση αναπτύσσεται µε γλαφυρό τρόπο στον
«Πεντάρφανο». Σε αυτό το διήγηµα οι δύο θείες του ορφανού Στάµου θέλουν
να έχουν τον πρώτο λόγο για το γάµο του ανεψιού τους. Όταν µάλιστα η µια
θεία, η Αρετή Καβούλαινα, κανόνισε στα κρυφά τον επικείµενο γάµο µε
κοπέλα της επιλογής της, η άλλη θεία, η Αρετή Χαρανίνα, της επιτέθηκε µε
τόση βαναυσότητα που της έκοψε ένα κοµµάτι από το δέρµα του φρυδιού.
Αιτία ο θιγµένος της εγωισµός επειδή αυτή είχε αναλάβει το µεγαλύτερο βάρος
της ανατροφής του νέου. Θεωρούσε, εποµένως, πως πρέπει αυτοδίκαια να
διαλέξει εκείνη ή τουλάχιστον να δώσει την έγκρισή της για τη µέλλουσα
σύζυγο του ανεψιού της. Το κατεστηµένο αυτό ήταν τόσο ισχυρό που είχε ως
συνέπεια «µερικοὶ συγγενεῖς (…) (να) εἶναι πολὺ αὐστηροὶ εἰς τὸ κεφάλαιον
τοῦτο, ὥστε ἐὰν δὲν ἐρωτηθοῦν νὰ δώσουν γνώµην περὶ τοῦ ὑποψηφίου
προσώπου καὶ τῆς οἰκογενείας του, καὶ δὲν κληθοῦν εἰς τοὺς ἀρραβῶνας, εἰς
τὰ µπασίδια, εἰς τὸ γάµον, οὔτε θέλουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν νέον ἐξ
ἀγχιστείας συγγενῆ, εἴτε νύµφη εἴτε γαµβρὸς εἶναι»613.
Το κοινό όνοµα που έχουν οι δυο αυτές γυναίκες είναι συµβολικό .και οι
δύο µόνο κατ΄όνοµα είναι «Αρετές», αφού η µια δρα µυστικοπαθώς και
αυτοβούλως, παραβλέποντας να λάβει τη γνώµη της άλλης για ένα τόσο
σηµαντικό γεγονός, ενώ η άλλη επιτρέπει στο θυµό να εξελιχθεί σε µίσος και
να την οδηγήσει σε κτηνώδεις αντιδράσεις. Μόνο η πραότητα και οι ικεσίες
του νεαρού Στάµου, του ανεψιού της, µπόρεσαν να κάµψουν την αντίστασή
της.
611
Αναλυτικά για το Γιαννιό θα µιλήσουµε σε επόµενη ενότητα.
612
Βλ. Τ.Γ’, σ.627, στ.10-12.
613
Τ. ∆’, σ.58, στ. 9-14.
169

Τα έθιµα και οι συνήθειες που επικρατούσαν κατά τη σύναψη του


γάµου αναπτύσσονται στα διηγήµατα «τό τυφλό σοκάκι» και «τά ρόδιν’
ἀκρογιάλια». Στο πρώτο παρουσιάζονται µε συνοπτικό τρόπο τα έθιµα που
επικρατούσαν λίγο πριν τη σύναψη του γάµου614, ενώ στο δεύτερο έχουµε την
αναλυτική περιγραφή της προίκας, του µυστηρίου του γάµου, του νυφικού της
νύφης και του γαµήλιου γλεντιού 615.
Μια ακόµη συνήθεια ήταν να προτιµώνται ως νύφες κοπέλες από το
ίδιο χωριό ή νησί µε αυτό του γαµπρού. Μόνο αν µια κοπέλα δεν είχε ( ή δεν
της έδιναν) δικό της σπίτι, παντρευόταν κάποιον από γειτονικό χωριό ή νησί.
Αυτός όµως λογιζόταν ως «ξένος»616, ενώ η νεαρή νύφη θεωρείτο
εκπατρισµένη και καραβωµένη617. Αν µια κοπέλα ή νέος από διπλανό χωριό
λογίζεται ξένος, πόσο µάλλον ένας αλλόθρησκος ή µια αλλόθρησκη. Στην
περίπτωση αυτή ο γάµος είναι το λιγότερο µιαρός και πρόξενος ντροπής
(είδαµε παραπάνω τη φρίκη και τη θλίψη της Βάσως για το γάµο της µε τον
Χαλήλ- αγά). Μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς πόσο επονείδιστος ήταν ο
γάµος του πατρός Σισώη µε µια Τουρκοπούλα, την οποία έκλεψε από ένα
χαρέµι στη Σµύρνη618. Αφού τη βάπτισε, την παντρεύτηκε και έκανε µαζί της
οικογένεια, διαπρέποντας ως δάσκαλος. Ωστόσο, δεν µπορούσε να ξεχάσει
τη µοναχική κουρά και τις υποχρεώσεις που εγκατέλειψε υποκύπτοντας στο
σαρκικό πειρασµό. Για αυτό και χρόνια αργότερα, αφού τακτοποίησε την
οικογένειά του, επέστρεψε στη µετάνοιά του κλαίγοντας για το αµάρτηµά του
και κάνοντας πλούσιες αγαθοεργίες. Έτσι εκφράζεται η πεποίθηση από τον
Παπαδιαµάντη ότι τελικά «ἐσώθη» γιατί, όπως αναφέρει και ο Άγιος Ησαΐας ο
Αναχωρητής, «ὅταν γὰρ καταλείψῃ ἄνθρωπος τάς ἁµαρτίας αὐτοῦ καὶ
ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ἡ µετάνοια αὐτοῦ ἀναγεννᾷ αὐτὸν καὶ ὄλον καινὸν
ποιεῖ»619.
Σε περίπτωση θανάτου του ενός από τους δύο συζύγους επικρατούσε
διαφορετική συνήθεια, ανάλογα µε το φύλο. Η σύζυγος ήταν προτιµότερο να
µείνει άγαµη εφ’ όρου ζωής, κυρίως αν είχε παιδιά. Αν δεν είχε παιδιά, τότε
έπρεπε και πάλι να παραµείνει άγαµη για ορισµένα χρόνια τιµώντας το
σύζυγό της και στη συνέχεια -συνήθως υπό την πίεση των συγγενών-
ξαναπαντρευόταν620. Αντιθέτως, η ύπαρξη παιδιών ήταν βασικός λόγος γάµου
για το χήρο άνδρα µέσα σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα από το θάνατο
της συζύγου του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της συνήθειας
συναντούµε στο διήγηµα «ἡ Πιτρόπισσα». Ο καπετάν Πανάγος ο
Φερτουδάκης κατάφερε να παντρευτεί δύο ακόµη φορές µετά το θάνατο της

614
Τ.∆’, σ.115, στ.2-11.
615
Τ.∆’, σ.272-278.
616
Βλ. «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ.173, στ. 34.
617
Βλ. «Ἔρως- Ἥρως», Τ.Γ’, σ.175, στ.32-33 και Β. Λαµπροπούλου, «Οι γυναίκες στο έργο του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.95.
618
Βλ. «Ὄνειρο στὸ κύµα», Τ.Γ’, σ.261, στ. 10- 20.
619
«Περί τηρήσεως τοῦ νοός κεφάλαια κζ’», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.34, Νο.κβ’.
620
Βλ. π.χ. τα διηγήµατα «Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς» και «Χήρα παπαδιά».
170

πρώτης γυναίκας του621 υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να υπάρχουν


προλήψεις σε τέτοια ζητήµατα. Μάλιστα, µετά από το θάνατο της κόρης του,
πάντρεψε, µε δική του πρωτοβουλία, ξανά το γαµπρό του µε τη δικαιολογία
ότι είχε µωρό παιδί. Κοιτάζοντας το προσωπικό του συµφέρον και τη δική του
ευτυχία φορούσε µόνο τις πρωινές ώρες µαύρα ρούχα, ενώ το βράδυ
προετοίµαζε τον επόµενο γάµο επισκεπτόµενος την υποψήφια νύφη.
Υποκρινόταν ότι είχε πένθος, ενώ στην πραγµατικότητα ικανοποιούσε τον
εγωισµό και τη φιλαυτία του ως υποψήφιος γαµπρός. Ως πιθανότερη αιτία
αυτής της στάσης του προβάλλεται η πνευµατική αλλοίωση που υπέστη κατά
την µακρόχρονη παραµονή του στη ∆ύση, όπου, σύµφωνα µε τον αφηγητή,
αλλοιώθηκε το ήθος και η ίδια η συνείδησή του.
Αξίζει πάντως να σηµειωθεί ότι οι απόψεις του αυτές δεν γίνονται
αποδεκτές από την τοπική κοινότητα. Έτσι, παρόλο που είχε γίνει επίτροπος
στο ναό του Αγίου Νικολάου, οι συµπατριώτες του τον θεωρούσαν µασώνο.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις622, η κοινότητα ενεργεί ως προστάτης και
θεµατοφύλακας των ηθικών αρχών θεωρώντας ως αποσυνάγωγους όσους
διαπράττουν αδικίες εντός ή εκτός της οικογένειάς τους. Έχοντας χάσει οι ίδιοι
την εσωτερική τους συνείδηση, η κοινότητα αναλαµβάνει να λειτουργήσει
εκείνη ως εξωτερική συνείδηση προβάλλοντας το δίκαιο.

Αντίθετος µε τις προλήψεις και τα έθιµα φαίνεται να είναι και ο γάµος


του Χατζη-Γιάννη και της «χήρας παπαδιάς». Ο νεαρός ναυτικός, µη
γνωρίζοντας αν επιτρέπεται ο δεύτερος γάµος στις χήρες των ιερέων, (κάτι
που σύµφωνα µε τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά, επιτρέπεται
µόνο «κάτ’ οἰκονοµίαν» ως ένδειξη συγκατάβασης προς την ασθενή
ανθρώπινη φύση και κυρίως όταν η πρεσβυτέρα είναι νεαρή σε ηλικία623),
ερωτεύτηκε περιπαθώς την οµολογουµένως νεαρώτατη χήρα. Το ερωτικό
πάθος κατακλύζει τη καρδιά του κάνοντάς τον ολόκληρο «ἔκδοτο εἰς τὸν
ἔρωτα»624. Κατά συνέπεια δε διστάζει, καθώς περνάει κάτω από το παράθυρό
της, να της αφιερώσει ένα ιδιόµορφο (λόγω της ιδιότητάς της) και συνάµα
παράτολµο ερωτικό άσµα:

621
Η τρίτη σύζυγός του ήταν µάλιστα και συγγενής του εβδόµου βαθµού, βλ.Τ.∆’,σ.314, στ.20-22.
Κανονικά αυτή η συγγένεια αποτελούσε κώλυµµα γάµου βλ. Κ.Γ. Πιτσάκη, «Το κώλυµµα γάµου λόγω
συγγενείας εβδόµου βαθµού εξ αίµατος στο βυζαντινό δίκαιο», Αθήνα- Κοµοτηνή, 1985.
622
Βλ. π.χ. τη στάση που κράτησε η τοπική κοινωνία απέναντι στον Κουµπή Νικολάου, στο «Γάµο τοῦ
Καραχµέτη», Τ. ∆’, σ.506, στ.14-16.
623
Αυτή η άποψη επικράτησε µέχρι τη σηµερινή εποχή που δεν θεωρείται κώλυµµα γάµου, βλ. Κ.Γ.
Πιτσάκη «Κωλύµατα γάµου στον Παπαδιαµάντη» Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 2, Αθήνα,
∆όµος,φθινόπωρο 1993, σ. 43 και Α. Χριστοφιλόπουλου, Θέµατα βυζαντινού εκκλησιαστικού δικαίου
ενδιαφέροντα την σύγχρονον πρακτικήν, Αθήνα 1957 , 56§57 . Σύµφωνα µε την αναλυτική αυτή µελέτη
του Κ.Γ. Πιτσάκη, φαίνεται πως οι απόψεις των ιεραρχών διίστανται για αυτό το θέµα. Έτσι ο
Βαλσαµών υποστηρίζει την απαγόρευση δευτέρου γάµου στην πρεσβυτέρα, ο µητροπολίτης Ιωάννης
Απόκαυκος, παρόλο που επαινεί την αγαµία της χήρας πρεσβυτέρας, δεν θεωρεί ακώλυτο το δεύτερο
γάµο της , ενώ ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς αναγνωρίζει ως «έθος» µόνο την αγαµία της
χήρας πρεσβυτέρας χωρίς να επιχειρεί νοµική θεµελίωση της συνήθειας αυτής. Βλ. ό.π. σ.40-43.
624
Τ.Β’, σ. 84, στ.9.
171

«Ἔβγα νὰ ἰδῶ τὸν ἴσκιο σου,


χήρα παπαδιά!
κ' ἐγὼ τόνε γνωρίζω·
Τὸ νόστιµό σου τὸ κορµί,
χήρα παπαδιά!
ὁποὺ τὸ λαχταρίζω»625 .
Το πάθος αυτό φαίνεται να είναι µεγαλύτερο της συνέσεως. Ο νέος «ἔν
µόνον ἤξευρεν, ὅτι τὴν ἠγάπα καὶ ἤθελε νὰ τὴν νυµφευθῇ»626. Αυτόν τον
εκστατικό καθώς φαίνεται έρωτα, που ξεπερνά τη λογική και τη σύνεση,
κανένα εµπόδιο δεν στέκεται αρκετό για να τον αναχαιτίσει627. Στην
προκειµένη βέβαια περίπτωση το βασικό εµπόδιο είναι η «πρόληψις και η
παράδοσις» που δε θεωρεί σωστό να παντρεύεται η πρεσβυτέρα µετά το
θάνατο του ιερέα συζύγου της. Ωστόσο, η συγκεκριµένη παπαδιά είχε το
ελαφρυντικό της νεαρής ηλικίας (ήταν γύρω στα 18) και της έλλειψης
επίσηµης συγκατάθεσής της για τη χειροτονία του συζύγου της (άλλωστε
κανείς δεν τη ρώτησε). Αλλά και στο δεύτερο αυτό γάµο η συγκατάθεσή της
«ἀπεσπάσθη» υπό την ισχυρή πίεση των «γραϊδίων» της γειτονιάς αφήνοντάς
µας την εντύπωση ότι το µέλλον της καθορίζεται κάθε φορά ερήµην της.
Όπως την πρώτη φορά628, έτσι και τώρα η προσωπική της γνώµη
υποσκελίστηκε χάριν της ανέλπιστης τύχης του να βρεθεί νέος και περιπαθής
γαµπρός που έκανε τα πάντα για να την παντρευτεί. Με τη συνδροµή,
εποµένως, της τύχης -αφού ο γηραιός ιερέας και πεθερός της νύφης πέθανε
στο µεταξύ διάστηµα- ο γάµος συντελέστηκε «µετὰ ἢ ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς
ἀδείας», αλλά µε κανονική ιεροτελεστία χαροποιώντας τον «περιπαθῶς
ἐρῶντα» Χατζή- Γιάννη.

Οι γάµοι µεταξύ µακρινών συγγενών, οι οποίοι ήταν αντίθετοι µε τις


παλαιές διατάξεις του Πηδαλίου αλλά σύµφωνοι µε νεώτερες διατάξεις από
την εποχή των Φαναριωτών και µετά, ήταν κάτι που προκαλούσε
διχογνωµία629. Τέτοια ήταν και η περίπτωση του γάµου της κόρης του καπετάν
Πέρρου µε έναν «τρίτο θείο» της που απείχε «ἑπτὰ βαθµοὺς ἐξ’ αἵµατος» από
αυτήν στο διήγηµα «Ο Ἀνάκατος»630. Ωστόσο, παρά την εκ των υστέρων
απαγόρευση του γάµου από τον επισκοπικό επίτροπο - ο οποίος αρχικά τον
είχε επιτρέψει ευρισκόµενος σε δίληµµα για το εάν επιτρέπεται ένας τέτοιος
γάµος ή όχι- ο γάµος έγινε.
Βασικός υπαίτιος αυτού του παράτυπου γάµου είναι ο πατέρας της
νύφης, ο καπετάν Πέρρος. Πρόκειται για έναν επίµονο άνθρωπο που ήθελε

625
Τ.Β’, σ.84, στ. 19-24.
626
Τ.Β’, σ. 85, στ.7-8.
627
Τ.Β’, σ.85, στ.5-6.
628
Πράγµατι, ο πρώτος της γάµος έγινε όταν εκείνη ήταν µόλις δεκατεσσάρων ετών κοριτσάκι «χωρὶς νὰ
ἐρωτήσωσιν ἂν ἔστεργε τὸν σύζυγον, ὃν τῇ ἔδιδον, καὶ ἂν συγκατετίθετο νὰ γίνῃ παπαδιά» ,Τ.Β’, σ.85,
στ. 12-13.
629
Για τα κωλύµατα γάµου λόγω συγγενείας βλ. Κ.Γ. Πιτσάκη, ό.π. σ. 54-56 και υποσηµειώση Νο. 621.
630
Βλ. Τ.∆’, σ.350, στ.5-9.
172

όλα να γίνονται σύµφωνα µε τις δικές του -εγωκεντρικές πάντα- επιθυµίες. Για
αυτό δε διστάζει να παντρέψει την κόρη του µε το µακρινό συγγενή τους,
θεωρώντας πιθανόν ότι θα είχε κάποια οφέλη από αυτό το γάµο. Η αλαζονεία
που τον χαρακτηρίζει καθρεφτίζεται στον τρόπο µε το οποίο αντιµετωπίζει τον
επισκοπικό επίτροπο µετά το γάµο. Του µιλά µε θράσος και αδικαιολόγητη
έπαρση αντί να επιδείξει µετριοφροσύνη και συστολή. ∆υστυχώς, η κατοπινή
του διαπίστωση ότι «τέτοια ἀνδρόγυνα δεν προκόβουν»631 δεν οφείλεται στη
µεταµέλεια του, αλλά στη φιλαργυρία και το θιγµένο του εγωισµό για την
«υπερβολική» προίκα που έδωσε στο γαµπρό του. Όταν λοιπόν οι
προσδοκίες του διαψεύδονται, ο ίδιος άνθρωπος κατηγορεί ακόµη και τον
ιερέα που τους πάντρεψε.
Ο καπετάν Πέρρος στη θέση του Θεού έχει τοποθετήσει τον εαυτό του
και τα πάθη του. Ο συνδυασµός της υπερηφάνιας και της κενοδοξίας που
διαθέτει τον οδηγεί σε µια υπερβολική έπαρση µε αποτέλεσµα να αλλάζει
αυταρχικά γνώµες και συµπεριφορές ανάλογα µε αυτά που του υποδεικνύει η
φίλαυτη και εµπαθής επιθυµία του. Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό πάθος το
οποίο στιγµατίζουν συχνά οι νηπτικοί Πατέρες . Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι ο
άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής την χαρακτηρίζει ως «ἐπάρατον πάθος», ενώ
θεωρεί τα δύο πάθη τα οποία τη συναποτελούν, δηλαδή την υπερηφάνια και
την κενοδοξία, ως άρνηση του Θεού και νόθευση της «κατά φύσιν» ζωής του
ανθρώπου632.

Μια άλλη συνήθεια που εξελίχθηκε σε δυσβάστακτο θεσµό και στάθηκε


µια από τις αιτίες που οδήγησαν τη γραία Χαδούλα στο έγκληµα, ήταν η
προίκα633. Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωµένη να δώσει ακίνητη (σπίτι,
αµπέλι, ελαιώνα), υλική (καθρέφτες, κοµά, µεταξωτά παπλώµατα, ρούχα κ.ά.)
και χρηµατική (το περίφηµο «µέτρηµα») προίκα σε ό λ α της τα κορίτσια,
προκειµένου να τα παντρέψει. Πριν το γάµο µάλιστα υπογραφόταν συχνά
«προικοσύµφωνον», έτσι ώστε να είναι εξασφαλισµένος ο γαµπρός για το
σύνολο της προίκας που δικαιούται και να αποφεύγονται παρεξηγήσεις µε την
οικογένεια της νύφης µετά το γάµο634. Αν όµως οι γονείς ή οι αδελφοί δεν
µπορούσαν να εξασφαλίσουν αρκετή προίκα, τότε η κόρη /-ες ήταν
αναγκασµένες να µείνουν στο ράφι, εκτός αν, όσο ήταν νέες και ωραίες
631
Τ.∆’, σ.351, στ.8-9.
632
«Ἐπάρατον ὄντως πάθος ὁ τύφος καὶ ἐκ δύο κακῶν κατὰ σύνθεσιν συνιστάµενον, ὑπερηφανίας,
. .
φηµί, καὶ κενοδοξίας ὧν ἡ µὲν ὑπερηφανία, τὴν αἰτίαν ἀρνεῖται τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς φύσεως ἡ δὲ
κενοδοξία, τὴν τε φύσιν καὶ αὐτὴν νόθον τὴν ἀρετὴν καθίστησιν. Οὐδὲν γὰρ τῷ ὑπερηφάνῳ κατὰ Θεὸν
.
διαπράττεται καὶ οὐδὲν τῷ κενοδόξῳ κατά φύσιν προέρχεται», «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντὰς
ἕβδοµη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.168, Νο.ε’.
633
Το θέµα αυτό αναλύεται λεπτοµερώς στη «Φόνισσα», στη «Φωνή τοῦ ∆ράκου», στην «Τύχη ἀπ’ τὴν
Ἀµέρικα» , στους «Ἐλαφροΐσκιωτους» και σε άλλα διηγήµατα.
634
Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η παρεξήγηση του γαµπρού Γρηγόρη µε τον γυναικαδελφό Στάθη
για τις χίλιες επιπλέον δραχµές που του συµφώνησαν «προφορικώς» για το γάµο: «Ὁ Στάθης καὶ ὁ
γαµβρὸς ἤλλαξαν δριµείας φράσεις. - Σὲ ξένο βιὸ κάνεις κουµάντο ἐσύ;.. Ἄλλος τὰ καζάντισε, αὐτὰ τὰ
γρόσα... - Καὶ σὺ µὲ τ' ἀδερφοῦ µου τὰ γρόσα, ποὺ ἔχασε τὴν ὑγειά του γιὰ νὰ τ' ἀποχτήσῃ, θέλεις ν'
ἀνοίξῃς µεγάλο µαγαζί;.. Ποῦ εἶναι τὰ καζάντια σου, ἐσένα;», βλ. «Η τύχη απ΄τὴν Ἀµέρικα», Τ. Γ’, σ.344,
στ. 8-13. Για το θεσµό της προίκας βλ. και Β. Λαµπροπούλου, ό.π., σ.83.
173

ακόµη, βρισκόταν κάποιος ευκατάστατος µεσήλικας για να τις παντρευτεί


χωρίς προίκα635.
Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που ο υποψήφιος γαµπρός έδινε προίκα,
το λεγόµενο «κοριτσιάτικο», για να παντρευτεί µια κοπέλα. Η πρώτη
περίπτωση είναι της Πλουσίας στο «Μάννα καὶ κόρη»: «Ὅταν εἶχε χάσει πλέον
πᾶσαν ἐλπίδα γάµου» γιατί ήταν πάµφτωχη, αν και όµορφη και προκοµένη,
«κατὰ παραδοξοτέραν ἀκόµη ἀντειρωνείαν τῆς τύχης, εὑρέθη ὄψιµος νυµφίος
δι' αὐτήν, ἀπόχηρος καὶ εὐκατάστατος, ὅστις τῆς ἐχάρισεν ὡς "κοριτσιάτικο" τὸ
ἥµισυ τῆς περιουσίας του»636. Έτσι, το ειρωνικό της αρχικά όνοµα
ανταποκρίθηκε και στην πραγµατικότητα. Η δεύτερη είναι της Τσούλας στο
«Καµίνι». Ο πατέρας της ήθελε να την «πουλήσει» σε έναν ευκατάστατο
χηρευµένο βοσκό για να κερδίσει λίγα γίδια. Για καλή της τύχη όµως, πρόλαβε
να την (και να τον) ερωτευθεί ένας νέος ναύτης, ο Νίκος, που την έκλεψε και
την παντρεύτηκε την ίδια κιόλας ηµέρα.

5.2. Η δύσκολη περίοδος του αρραβώνα

Στο έργο του Παπαδιαµάντη συναντούµε συχνά αρραβωνιασµένους


νέους και νέες. Ο αρραβώνας θεωρείται µια σηµαντική δέσµευση, κυρίως για
τις γυναίκες. Πολλές φορές οι αρραβωνιασµένες µε ναυτικούς κοπέλες είναι
αναγκασµένες να τους περιµένουν για πολύ καιρό, ακόµη και χρόνια. Μάλιστα
σε µερικές περιπτώσεις οι ναυτικοί, λόγω θανάτου, λησµονιάς ή και άλλων
αιτιών δεν επιστρέφουν ποτέ. Τότε δεν είναι λίγες οι γυναίκες που,
υπακούοντας σε έναν άγραφο νόµο, θυσιάζουν την προσωπική τους ευτυχία
αρνούµενες να νυµφευθούν κάποιον άλλο άνδρα. Σε άλλες περιπτώσεις ο
αρραβώνας δεν ευοδώνεται γιατί µπαίνει στη µέση η κατάκριση των συγγενών
ή των γειτονισσών, τα λεγόµενα «µαναφούκια»637. Τέλος, η έλλειψη επαρκούς
προίκας, ακίνητης και χρηµατικής, είναι βασική αιτία αναστολής ή ακύρωσης
του επικείµενου γάµου.
Κατά συνέπεια ο αρραβώνας θεωρείται περισσότερο µια δύσκολη
περίοδος638, που δεν εγγυάται για έναν µελλοντικό γάµο, παρά µια ευκαιρία

635
Βλ. «Ἡ Νοσταλγὸς», «Τὰ συµβάντα στὸ µύλο» κ.ά. Επίσης, στο «ἀστεράκι» ο πατέρας της
όµορφης Πούλιας χαίρεται για τις προτάσεις γάµου που της κάνουν χωρίς απαίτηση προίκας.
636
Τ.∆’, σ.513, στ.8-11.
637
Αυτό το φαινόµενο πολλαπλασιάζεται στα αθηναϊκά διηγήµατα. Σε µια τέτοια περίπτωση «το κόστος
αναλαµβάνει το κορίτσι και κατ΄επέκταση η οικογένειά του», βλ. Μ. Γκασούκα, «Αστικοποίηση και φύλο
στον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη,
Οδυσσέας, Αθήνα,2000, σ.87.
638
Το πόσο δύσκολη περίοδος είναι ο αρραβώνας φαίνεται και από ένα άγνωστο, άτιτλο διήγηµα του
Παπαδιαµάντη, όπου η κακολογία της πεθεράς εναντίον της υποψήφιας νύφης της φέρεται να είναι η
αιτία για την ξαφνική και άνευ προφανούς λόγου αυτοκτονία της τελευταίας. Το διήγηµα είναι ατελές µε
αποτέλεσµα να µπορούµε να κάνουµε µόνο υποθέσεις µε βάση τα όσα έχουν διασωθεί. Σύµφωνα µε το
διήγηµα, η νεαρή Μαρία, πηγαίνοντας για επίσκεψη στη µέλλουσα πεθερά της , έτυχε να κρυφακούσει
τη συζήτησή της µε µια γειτόνισσα. Σε αυτή εξέφραζε όλο το µένος της κατά της µέλλουσας νύφης της.
Φαίνεται πως η ψυχική ταραχή της νέας ήταν τέτοια ώστε, λόγω και της νεανικής ανωριµότητός της,
έθεσε τέλος στη ζωή της αµέσως µόλις επέστρεψε στο πατρικό της. Βλ. Φ. ∆ηµητρακόπουλου – Γ.
174

για να γνωριστεί καλύτερα το ζευγάρι πριν κάνει το επόµενο βήµα.


Αξιοσηµείωτη πάντως είναι η πίστη και αφοσίωση των αρραβωνιασµένων
γυναικών στους µελλοντικούς συζύγους τους είτε την αξίζουν είτε όχι.

Μια φοβερή περιπέτεια κατά την περίοδο του αρραβώνα της πέρασε η
ατυχής Βάσω στο «Χρήστο Μηλιόνη». Στην αρχή του διηγήµατος ο πατέρας
της βιάζεται να την παντρέψει, προκειµένου να ξεφορτωθεί το «βάρος». Η
µητέρα της δε συµµερίζεται αυτή την άποψη, πάλι όµως για προσωπικό
όφελος. Όπως κάθε νεαρή κοπέλα, έτσι και η Βάσω τη βοηθούσε σηµαντικά
στις δουλειές του σπιτιού639. Όµως η όµορφη εξωτερική της εµφάνιση
εντυπωσίασε τον Χαλήλ αγά που αποφάσισε να την κλέψει. ∆εν άργησε
λοιπόν να πέσει θύµα απαγωγής και να βρεθεί στο χαρέµι του. Το γεγονός
προκάλεσε απερίγραπτη λύπη στον αρραβωνιαστικό της Νίκο 640, ο οποίος,
όταν είδε ότι η αγαπηµένη του δόθηκε άδικα στον αγά, κατέφυγε στο ληµέρι
του νοννού της Χρήστου Μηλιόνη, περίφηµου αρµατολού, για βοήθεια. Εκεί,
κάθε φορά που άκουγε το όνοµά της, «ἔφερε τὸν βραχίονα εἰς τὸ µέτωπον, καὶ
ἔκρυπτε τὴν µορφὴν ὑπὸ τὴν µακρὰν χειρίδα»641 προφανώς για να κρύψει τα
δάκρυά του. Η πληροφορία αυτή φανερώνει τον αληθινό έρωτα που έτρεφε ο
νέος για την αρραβωνιαστικιά του και το βαθύ πόνο που βίωνε από την άδικη
απαγωγή της και την αδυναµία του να τη βοηθήσει άµεσα. Σε αντίθεση µε τη
συνήθη τότε στάση σε τέτοια ζητήµατα, όπου το κέντρο βάρους έπεφτε στο
θίξιµο της ανδρικής τιµής και αξιοπρέπειας, ο Νίκος βάζει σε δεύτερη µοίρα
τον εαυτό του και την υπερηφάνειά του. αγωνίζεται απλά και µόνο για να
βοηθήσει την αγαπηµένη του.
Η δυστυχής Βάσω, φοβούµενη για την τύχη των γονέων της και
επιθυµώντας να τους προστατέψει, αναγκάστηκε τελικά να παντρευτεί τον
Χαλήλ Αγά. Όµως ο φόβος της για την αντίδραση του πατέρα της στο
άκουσµα αυτού του ανόσιου γάµου την οδήγησε στην απόφαση να
δραπετεύσει από το χαρέµι µεταµφιεσµένη σε Τούρκο άνδρα. Όταν αργότερα
πηγαίνει στο ληµέρι του Χρήστου Μηλιόνη και λαβώνεται κατά λάθος από τον
αρραβωνιαστικό της, που δεν τη γνώρισε αρχικά, λαµβάνει χώρα ένα
συγκινητικό γεγονός. Ο νέος ανασκίρτησε στο άκουσµα και µόνο της φωνής
της642 και κατεβαίνει αµέσως «τρέµων, πνευστιῶν», µε κοµµένη την ανάσα,
για να τη βρει. Στη θέα και µόνο της πληγωµένης αγαπηµένης του
σπαράσσεται η καρδιά του και κατηγορεί τον εαυτό του που την πυροβόλησε,
παρόλο που ήταν αδύνατο να γνωρίζει την ταυτότητα της. Με δάκρυα στα
µάτια της ζητάει απαρηγόρητα συγγνώµη κάνοντας και την ίδια να τον

Χριστοδούλου, «Τα παπαδιαµαντικά αυτόγραφα», στον τόµο Πρακτικά Α’ ∆ιεθυνούς Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, ό.π.,σ.162-165.
639
Τ.Β’,σ.12,στ.19-31.
640
Τ.Β’,σ.17, στ.7-8.
641
Τ.Β’, σ.24, στ.4-6.
642
Βλ. Τ.Β’,σ.55, στ.32.
175

αγαπήσει περισσότερο και να αναλογίζεται πώς θα του πει την αλήθεια για το
γάµο της µε τον αγά643.
Τελικά, όταν έρχεται εκείνη η στιγµή, ο νέος «οὐδεµιᾶς παρακελεύσεως
ἀνάγκην εἶχεν ἵνα συγχωρήσῃ. Μετὰ ἓξ µῆνας λήξαντος τοῦ πένθους, ὅπερ
ἔφερεν ἡ νεᾶνις διὰ τὸν νοννόν της, ἐτελέσθη ἐν Λευκάδι ὁ γάµος»644 . Με
αυτή του τη στάση εφαρµόζει στην πράξη τα λόγια του αποστόλου Παύλου
«ἡ ἀγάπη µακροθυµεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ,(…)οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ
ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑποµένει»645. Αν και η εποχή εκείνη ήταν πολύ αυστηρή σε θέµατα
ηθικής -κυρίως των γυναικών- ο Νίκος, επειδή αγαπάει τη Βάσω µε την
καρδιά του, συµπεριφέρεται πολύ πιο ώριµα και προχωρηµένα από τον µέσο
νέο. Το να δεχθεί ότι η αγαπηµένη του παντρεύτηκε, έστω και βεβιασµένα,
κάποιον άλλο και να τη συγχωρέσει είναι κάτι που αποδεικνύει την ειλικρινή
και αληθινή αγάπη του, τη γνήσια µεγαλοψυχία του. Γίνεται έτσι µιµητής του
Χριστού: «Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκµήριον, ἀδικηµάτων συγχώρησις. Οὕτω
γὰρ κι ὁ Κύριος τὸν κόσµον ἠγάπησε»646. Εποµένως, οι φοβερές δυσκολίες
που πέρασε το ζευγάρι αυτό κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του
ξεπεράστηκαν χάρη στην βαθιά αγάπη και εκτίµηση που έτρεφαν ο ένας για
τον άλλο, θεµελιώδη στοιχεία για έναν επιτυχηµένο γάµο.

Σε αντίθεση µε το Νίκο, ένας άλλος ήρωας, ο Αγάλλος στους


«Ἐλαφροΐσκιωτους», δε διστάζει να παραµείνει για οκτώ συνεχόµενα χρόνια
αρραβωνιασµένος µε δύο γυναίκες «πότε µὲ τὴν µίαν, πότε µὲ τὴν ἄλλην,
κάποτε συγχρόνως καὶ µὲ τὰς δύο (…) πότε γελῶν τὴν µίαν πότε τὴν
ἄλλην»647. Για όλα αυτά τα χρόνια συντηρείται µια στρεβλή και ψυχοφθόρα
κατάσταση, την οποία δυστυχώς εκµεταλλεύεται ο υποψήφιος γαµπρός και η
µητέρα του. Η τελευταία, ως ώριµη γυναίκα και µητέρα, έχει ιδιαίτερη ευθύνη,
αφού, αντί να συµβουλέψει το παιδί της να επιλέξει µια από τις δυο δίνοντας
τέλος στον ανταγωνισµό και τη συναισθηµατική οµηρία τους, αισθάνεται
µεγάλη «ευχαρίστηση» για αυτή του την επιτυχία. Αυτή τη νοοτροπία
µετεβίβασε και στο γιο της. Αν µάλιστα λάβουµε υπόψη ότι η µια νύφη
υπερτερούσε σχεδόν σε όλα σε σχέση µε την άλλη, διαπιστώνουµε την ηθική
κατάπτωση τους. καταδέχονται για τόσα χρόνια να εξαπατούν την ορφανή
κοπέλα χάριν των δώρων και των γλυκών που εισέπρατταν. Η τέρψη της
κοιλίας και η κενοδοξία πάνω από την εντιµότητα και την αξιοπρέπεια. Το
δυσάρεστο είναι ότι ο νάρκισσος Αγάλλος παραµένει αµετανόητος:

643
Βλ. Τ.Β’,σ.63, στ.25 -31.
644
Τ.Β’, σ.76, στ.7-9.
645
Α’ Κορ.13,4-7.
646
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 112, Νο. µη΄.
647
Τ.Β’,σ.475, στ.15-16 και σ.495, στ.26 . «Πνευµατικός αδελφός» του Αγάλλου αναδεικνύεται ο
Στάθαρος στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια», που µπορεί να µην είχε δύο αρραβωνιαστικές, αλλά έµεινε
αρραβωνιασµένος για έντεκα ολόκληρα χρόνια ακολουθώντας την ίδια τακτική µε αυτή του Αγάλλου και
µάλιστα µε µεγάλη επιτυχία, αφού ακόµη δεν είχε παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του. Αυτή η στάση
αναµενόµενο ήταν να προκαλέσει τη δίκαιη οργή της κουνιάδας του Γηρακώς, βλ. Τ.∆’, σ. 257, 14-29.
176

«Εὐχαρίστως θὰ ἐδέχετο νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν» την εξαπάτηση των δύο


γυναικών προς ικανοποίηση της άκρατης φιλαυτίας του648.
Οι σκέψεις της, συζύγου του πλέον, Αφέντρας φανερώνουν το πόσο
υπέφεραν οι δυο κοπέλες µε αυτή την κατάσταση: «Ὀκτὼ χρόνια, δεκαὲξ
µπακλαβάδες, εἰκοσιτέσσαρες σουπιέρες χαµαλιά, παραπάνω ἀπὸ σαράντα
κόττες καὶ πίττες. Καὶ ποιὸς τὰ λυπᾶται αὐτά; Μόνον, ἑκατὸ φορὲς πείσµατα,
κακιώµατα. Πότε µὲ τὴν µίαν ἀρραβωνιαστικὴν τὰ ἐχαλνοῦσε, πότε µὲ τὴν
ἄλλην. Κατ' ἀρχὰς εἶχε δώσει σηµάδια εἰς τὴν ἄλλην. Ὕστερον τὰ ἐχάλασε, κ'
"ἔδεσε πανδρειὲς" µ' αὐτήν. Κατόπιν τὰ σκαρώνει πάλιν µὲ τὴν ἄλλην, καὶ
γυρίζει πίσω τὴν ἀρραβῶνα εἰς αὐτήν. Ἀκολούθως πετᾷ τὰ σηµάδια τῆς
Σµαράγδως καὶ τὰ σάζει πάλιν µὲ τὴν Ἀφέντραν»649. Και όλα αυτά γιατί ήταν
όµορφος ως άντρας και είχε καταφέρει να τον ερωτευτούν και οι δύο.
Ωθούµενη από τον έρωτα και την απελπισία, η Αφέντρα έφθασε στο
σηµείο να κάνει µάγια στον υποψήφιο γαµπρό πριν από το γάµο ελπίζοντας
«ν' ἀποστρέψῃ τὴν καρδίαν τοῦ µνηστῆρός της ἀπὸ τῆς ὀρφανῆς, τῆς
ἀντιζήλου, καὶ νὰ τὴν ἑλκύσῃ πρὸς τὸ µέρος της»650. Ξεχνώντας την καθ’ όλα
πλεονεκτική της θέση, έθεσε σε κίνδυνο την ψυχή της για να επιτύχει αυτό
που τελικά κατάφεραν οι δύο αδελφοί της µε την ανδρική τους πειθώ. Το
χειρότερό όµως είναι ότι, ενώ το είχε βάρος στη συνείδησή της, δεν έβρισκε το
σθένος να εξοµολογηθεί την αµαρτία αυτή, παρόλο που είχαν περάσει ήδη
επτά χρόνια. Έτσι, από τη µια πλευρά έχουµε το σύζυγο που ακόµη και τώρα
αναπολεί τις «ευχάριστες» στιγµές που πέρασε ως αρραβωνιασµένος,
ξεχνώντας τη θλίψη και τον πόνο που προκάλεσε µετέπειτα στη µια του
αρραβωνιαστικιά, και από την άλλη έχουµε τη σύζυγο που έχει κηλιδώσει τη
ψυχή της µε ένα πολύ σοβαρό αµάρτηµα και δεν βρίσκει τη δύναµη να
πολεµήσει τον δαιµονικό δισταγµό, να ταπεινωθεί και να λάβει συγχώρηση
µέσω της θεραπευτικής εξοµολογήσεως.
Ευτυχώς, χάρη στη θεία Πρόνοια, µια µικρή οµάδα µοναχών
µετοίκησαν στο νησί και βρέθηκαν στο ναό της Παναγίας της Κεχρεάς κατά
την εορτή των Χριστουγέννων. Στον προϊστάµενο της αδελφότητος αυτής
βρήκε την τόλµη να εξοµολογηθεί η νεαρή γυναίκα το αµάρτηµα της µαγείας.
Αν και της έθεσε ως Κανόνα µακρά αποχή από τη Θεία Κοινωνία και
πρόσθετες νηστείες και προσευχές651, η επανένταξή της στο πλήρωµα της
Εκκλησίας την άγια αυτή ηµέρα και η προσωπική της συνδιαλλαγή µε το Θεό,
η σχέση µε τον οποίο παρέµενε έως τότε διαταραγµένη, της έδωσε τη δύναµη
να τον αποδεχθεί µε χαρά652.

648
Βλ. Τ. Β’, σ.475, στ.14. Το ίδιο αµετανόητη είναι και η µητέρα του, η οποία «εἶχε ψήσει τὸ ψάρι στὰ
χείλη" (βλ. Τ.Β’, σ.477, στ.14) και των δύο υποψήφιων νυφών της αποφεύγοντας µέχρι τελευταία στιγµή
να δώσει την ευχή της στο γάµο του γιου της µε την Αφέντρα προσποιούµενη αισθήµατα ευσπλαχνίας
προς την αδικούµενη αρραβωνιαστικιά Σµαράγδω, βλ. Τ.Β’, σ.478, στ. 3-5.
649
Τ.Β’, σ.477,15-22.
650
Τ.Β’, σ.494, στ.28-30.
651
Βλ. Τ.Β’, σ.499.
652
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, η Αφέντρα «δέχ(εται) πρόθυµα τις συµβουλές και τα επιτίµια του
π. Ιεζεκιήλ, που δεν έχουν εκδικητικο αλλά παιδαγωγικό χαρακτήρα και κοινωνικό νόηµα. Αν εκείνο που
177

Οι δυσκολίες που προηγούνται του αρραβώνα, καθώς και τα έθιµα


που επικρατούν πριν και µετά αναπτύσσονται µε γλαφυρό τρόπο στα
«Συχαρίκια». Η υποψήφια νύφη, η Μυρσούδα, είναι ορφανή από πατέρα, για
αυτό και όλο το βάρος για την αποκατάσταση της πέφτει στη µητέρα της, την
κυρα- Γαλάτσαινα. Η µεγαλύτερη από τις δυσκολίες που είχε να αντιµετωπίσει
ήταν η κατάκριση και οι συκοφαντίες των γυναικών. Ωστόσο, «µετὰ πολλὰ
λόγια καὶ "µαναφούκια" καὶ σκάνδαλα, ὕστερον ἀπὸ πολλὰ ψὶ - ψὶ καὶ πολλὲς
ἀβανιὲς καὶ κατηγορίες, ἀφοῦ ραδιοῦργα γύναια ἔβαζαν στὰ λόγια τὸν
γαµβρὸν καὶ τὲς συµπεθέρες καὶ ἔψαλλαν πολλὰ ἀνάποδα ἐγκώµια ἐναντίον
τῆς πενθερᾶς καὶ τῆς νύµφης, κατωρθώθη τέλος νὰ ὁρισθῇ ἡ ἑσπέρα τοῦ
Σαββάτου, τῆς δευτέρας ἡµέρας τῶν Χριστουγέννων, διὰ νὰ "δέσουν
πανδρειές"»653. ∆υστυχώς ένα γεγονός το οποίο µόνο χαρά θα έπρεπε να
προκαλεί στην τοπική κοινωνία φαίνεται πως προκαλούσε τη ζήλεια και τον
φθόνο κάποιων γυναικών που, αγνοώντας την έννοια της χριστιανικής
αγάπης και αλληλεγγύης, θέλουν να βλάψουν τη γειτόνισσα και την κόρη της
βάζοντας, άνευ σοβαρής αιτίας, «µαναφούκια» στο γαµπρό και την οικογένειά
του. Η κατασκοπεία και το κακό κουτσοµπολιό φαίνεται πως ήταν λίαν
προσφιλή, θεωρούµενα προφανώς ως είδος διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Η
συκοφαντία και η κατάκριση που τα ακολουθούν φανερώνουν την απόσταση
των γυναικών αυτών από την εντολή του Χριστού «µὴ κρίνετε, ἵνα µὴ κριθῆτε·
ἐν ᾧ γὰρ κρίµατι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ µέτρῳ µετρεῖτε µετρηθήσεται
ὑµῖν»654.
Ως συνέπεια αυτού και τα έθιµα που συνοδεύουν τον αρραβώνα
συνδέονται πολλές φορές µε την αποτροπή της κακολογίας και της βασκανίας
που µπορεί να προκαλέσει στους γύρω ο επικείµενος αρραβώνας.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι το ανάποδο τσεκούρι που έκρυψε η κυρα-
Μπόναινα λίγο πριν φύγουν από το σπίτι τους για την οικία του γαµπρού,
προκειµένου να µην «ἐνεργήση» καµία βασκανία εναντίον του συνοικεσίου655.

5.2.1. Η πίστη της αρραβωνιασµένης γυναίκας στο µέλλοντα σύζυγό της

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο αρραβώνας ήταν µια πολύ σοβαρή


δέσµευση που άγγιζε τα όρια του γάµου. Αυτό ίσχυε κυρίως για τις
αρραβωνιασµένες γυναίκες, οι οποίες µετά τη σύναψη της τελετής του
αρραβώνα, έµεναν συνήθως κλεισµένες στο σπίτι, ενώ ο αρραβωνιαστικός
µπορούσε να τις επισκέπτεται όσο συχνά ήθελε. Όταν όµως ήταν ναυτικός ή

πρωτίστως διακυβεύεται (…) είναι η σχέση και η κοινωνία µε τους άλλους ανθρώπους, δεν είναι
παράδοξο ότι τα επιτίµια και οι κανόνες µε πρακτικούς τρόπους κατατείνουν προς την κατεύθυνση αυτή,
για να οδηγηθούν τελικά οι χριστιανοί σε αληθινή κοινωνία και σχέση µε το Θεό», Η λειτουργική
παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 200.
653
Τ.Γ’, σ.31, στ.10-15.
654
Μτ.7,1-2.
655
Τ.Γ’,σ.33,στ.8-11.
178

αποφάσιζε να ξενιτευτεί για µερικά χρόνια, οι εργασιακές του υποχρεώσεις


τον κρατούσαν για µεγάλο χρονικό διάστηµα µακριά από την πατρίδα και την
αγαπηµένη του. ∆εν είναι λίγες οι φορές όπου ξενιτεµένοι άνδρες δεν
επέστρεφαν ποτέ είτε από ανάγκη είτε από επιλογή. Άλλοτε πάλι οι ναυτικοί
έχαναν πρόωρα τη ζωή τους κατά τη διάρκεια κάποιου ταξιδιού. Το δίλληµα
τότε για τις γυναίκες που άφηναν πίσω ήταν µεγάλο. έπρεπε να επιλέξουν
ανάµεσα στο γάµο µε έναν άλλο άνδρα- συνήθως µεγαλύτερο σε ηλικία ή
λιγότερο «αξιόλογο»- και στα ισόβια δεσµά ενός ανευόδωτου αρραβώνα. Το
αξιοσηµείωτο είναι ότι πολλές από τις γυναίκες αυτές παραµένουν συνειδητά
πιστές στους αρραβωνιαστικούς τους ακολουθώντας το πρότυπο της
Πηνελόπης. Υποµένουν καρτερικά τα επικριτικά ή σκωπτικά σχόλια του γύρω
περιβάλλοντος και κυρίως των συγγενών τους και θυσιάζουν τα νιάτα και την
ευτυχία τους σεβόµενες το ιδανικό του αληθινού έρωτα.

Πρώτη στη χορεία των «πιστών» µέχρι θανάτου αρραβωνιαστικιών


έρχεται η γριά Φωτεινή του «Θέρος- Ἔρος», που παρέµεινε πιστή στον
νεκρό αρραβωνιαστικό της και δεν παντρεύτηκε ποτέ: «Ἡ γρια - Φωτεινή,
ἀφότου ἐπνίγη τὸ πάλαι ὁ ἀρραβωνιαστικός της (ὁ λιγοζώητος!), νέος ἁλιεύς,
µὲ τὴν βάρκαν (κατ' ἄλλους τὸν ἔφαγε τὸ σκυλόψαρο), οὐδέποτε ὑπανδρεύθη.
Ἔφερεν ἀκόµη καὶ µετὰ τεσσαράκοντα ἔτη τὸ πένθος του. Τὴν νύκτα δὲν
ἔπαυε νὰ τὸν βλέπῃ εἰς τὰ ὄνειρά της»656.
Ο αληθινός της έρωτας για τον αρραβωνιαστικό της την οδήγησε στην
απόφαση να µην τον ξεχάσει τιµώντας τον ως στεφανωµένο σύζυγό της. Ενώ
θα µπορούσε να παντρευτεί κάποιον άλλο, εκείνη επιλέγει να παραµείνει
«οἰκογενῆς δούλη» στη µητέρα της κυρα- Λιµπέραινας και αργότερα στην ίδια
υπηρετώντας στωικά την οικογένειά της για πενήντα συναπτά έτη. Για µια
ολόκληρη ζωή κρατάει το πένθος του τόσο στην εµφάνιση, όσο και στην
καρδιά της. Ο δεσµός που την συνδέει µαζί του είναι τόσο στενός ώστε, µέσω
της µνήµης και των ονείρων, κρατάει µια συνεχή επαφή µαζί του
αποδεικνύοντας µας πως, όταν ένας άνθρωπος αγαπάει ειλικρινά, δεν ξεχνάει
ποτέ τον/την αγαπηµένη του βρίσκοντας «ξεχωριστούς» τρόπους
επικοινωνίας µαζί του657.
Η «παραίτηση» αυτή της Φωτεινής από τον έγγαµο βίο, ταυτίζεται
σταδιακά µε τη «χριστιανική παραίτηση» από τα εγκόσµια αγαθά. Η απώλεια
του αγαπηµένου της της ενεχείρισε µαζί µε τον πόνο και την οδό της

656
Τ.Β’, σ.188, στ.16-19.
657
Η στάση αυτή ζωής της γριάς Φωτεινής συµφωνεί µε τις απόψεις της οσίας Μακρίνας, όπως µας τις
παραδίδει ο Γρηγόριος Νύσσης. Η οσία Μακρίνα έλεγε πως, όπως µια είναι η γέννηση και ο θάνατός
µας, έτσι και ο γάµος από τη φύση του είναι ένας. Για αυτό ισχυριζόταν ότι ο νέος µε τον οποίο την είχαν
αρραβωνιάσει οι γονείς της δεν είχε πεθάνει, αφού εκείνος που ζει σύµφωνα µε το ζώντα Θεό και µε την
ελπίδα της ανάστασης δεν είναι νεκρός, αλλά απόδηµος. Κατά συνέπεια δεν είναι σωστό να µην µείνει
πιστή στο µνηστήρα της που λείπει µακριά (Βλ.Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, PG
46, 964 CD). Κινούµενος σε αυτή τη λογική και ο Σ. Φωτίου τονίζει ότι µέσα στην Εκκλησία η αγάπη των
συζύγων «υπερβαίνει κάθε διαίρεση και χωρισµό. Τίποτε δεν µπορεί να µειώσει την αγάπη, καµία
απουσία δεν µπορεί να εκληφθεί ως µόνιµη. Στην κορύφωση της αγάπης τους οι σύζυγοι προγεύονται
την υπέρβαση του θανάτου», Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη, εκδόσεις Αρµός,
Αθήνα, 2001, σ. 52-53.
179

προσωπικής της σωτηρίας διά της εκούσιας αυτοπροσφοράς χωρίς καµία


προσδοκία ανταλλάγµατος. Για όλη τη µετέπειτα ζωή της η Φωτεινή
προσφέρει αγόγγυστα τις υπηρεσίες και κυρίως την αγάπη και τη στοργή της
παρά τη διάψευση των προσδοκιών της αρχικά από την κυρία της, τη µητέρα
της Ματής, στη συνέχεια από την ίδια τη Ματή και µελλοντικά ίσως και από τα
υπόλοιπα παιδιά658. Εκείνη συνεχίζει να στέκεται δίπλα τους, να τους στηρίζει
και κυρίως να τους αγαπά ολόψυχα. Για αυτό και το στεφάνωµά της από τα
παιδιά, αυτής που έµεινε «ἄγευστος πάσης χαρᾶς καὶ ἡδονῆς ἐν τῷ
κόσµῳ»659, µας ανάγει αλληγορικά στον άφθαρτο στέφανο και την ουράνια
χαρά που την περιµένει660.

Ως άλλη Πηνελόπη περιµένει τον αρραβωνιαστικό της και η Μελάχρω


στον «Ἀµερικάνο». Παρά τις πολλές προτάσεις γάµου που δέχθηκε κατά τη
διάρκεια της απουσίας του, εκείνη, αντιστεκόµενη ακόµη και στη µητέρα της
που την πίεζε να παντρευτεί κάποιον άλλο, προτίµησε να µείνει
γεροντοκόρη661. Η πίστη της και η υποµονή της δοκιµάζονται όλα αυτά τα
χρόνια καθιστώντας την θλιµµένη και µαραµένη. Τα δάκρυα αποτελούν πλέον
κοµµάτι της καθηµερινότητάς της. Το σύντοµο δίστιχο που σιγοτραγουδά µε
την µαραµένη της φωνή φανερώνει τον πόνο που υπάρχει στη ψυχή της:
«Ἀλλοίµονον κι ἀλλοὶ - καηµός!
τοῦ γεµιτζῆ ξενιτεµός...»662.
Ωστόσο, συνεχίζει να περιµένει έστω κι αν έχουν περάσει πια είκοσι
χρόνια. Η υποµονή και η καρτερία της όµως ανταµείφθηκαν, αφού ο
αγαπηµένος της τελικά επέστρεψε. Όταν µάλιστα παρακολούθησε κρυφά τη
στιχοµυθία που είχε µε τη µητέρα της663 -οπότε και πληροφορήθηκε
απευθείας για την πιστότητα και την αφοσίωση που του έδειξε όλα αυτά τα
χρόνια-, η εκτίµηση και η αγάπη εδραιώθηκε µέσα στην καρδιά του
αποτελώντας την καλύτερη βάση για τον µετέπειτα γάµο τους. Με αυτόν τον
τρόπο η υποµονή της αποδείχθηκε «το ισχυρότερο φάρµακο που θεραπεύει
τις µέγιστες και µακροχρόνιες δοκιµασίες. Οι περισσότερες δοκιµασίες µόνο
µε την υποµονή περνούν. Η µεγάλη υποµονή ξεδιαλύνει πολλά και φέρνει
θεϊκά αποτελέσµατα. εκεί που δεν περιµένεις τη λύση (όπως εδώ η Μελάχρω,
που δεν περιµένει πια να γυρίσει ο αρραβωνιαστικός της, αφού έχουν
περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια) δίνει ο Θεός την καλύτερη λύση ( την
επιστροφή του «ασώτου» αγαπηµένου, αποφασισµένου πια να

658
Βλ. Τ.Β’, σ. 203, στ.28-32 και σ.204, στ.1- 13.
659
Βλ. Τ.Β’,σ.192, στ.3- 7 και σ.204, στ.12.
660
Για ανάλυση του χαρακτήρα της Φωτεινής βλ.και Ι.Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική»,
Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 1, ∆όµος, 1992, σσ.19-20 και σ.22.
661
Βλ. Τ.Β’, σ.271, 1-5.
662
Τ.Β’, σ.268, στ. 1-2.
663
Βλ. Τ.Β’, σ.268, στ.3-22.
180

αποκαταστήσει την πιστή αρραβωνιαστικιά του) (…). Η υποµονή έχει βάση


την αγάπη: «Ἡ ἀγάπη (…) πάντα ὑποµένει»664.
Αν δεν αγαπούσε πραγµατικά η Μελάχρω το Γιάννη δεν θα περίµενε
καρτερικά όλα αυτά τα χρόνια αρνούµενη να παντρευτεί κάποιον άλλο. Αυτή η
αγάπη αποτέλεσε το στήριγµα της υποµονής της και της έδωσε τη δύναµη να
«να ἄρῃ τὸν σταυρὸν» της665 και να συνεχίσει να ελπίζει. Η κρυφή της
πεποίθηση ότι η αγάπη της δεν ήταν µονόπλευρη την οδηγεί στην απόφαση
να τον περιµένει, έστω και αν αυτό σηµαίνει για εκείνη τη στέρηση της
απόκτησης οικογένειας. Πράγµατι, ο Γιάννης, παρόλο που έλειπε τόσα χρόνια
στην Αµερική, δεν ξέχασε τη Μελάχρω ούτε προχώρησε σε γάµο µε κάποια
άλλη κοπέλα. Αν και πίστευε ότι έχει πλέον παντρευτεί, ωστόσο διατηρούσε
στην καρδιά του «ἀµυδράν τινα ἐλπίδα» ότι τον περιµένει ακόµη. Για αυτό και
επέστρεψε, έστω και πολύ καθυστερηµένα, παραµένοντας οικειοθελώς σε
αγωνία µέχρι το τέλος για το τι απέγινε η αρραβωνιαστικιά του.
Η στάση των δυο αρραβωνιασµένων φανερώνει πως τα αισθήµατα
που απέκτησαν ο ένας για τον άλλο ήταν τόσο βαθιά ώστε ούτε η µακρόχρονη
απουσία στη µακρινή Αµερική ούτε η πληθώρα των άλλων υποψηφίων
µνηστήρων εµπόδισαν την τελική τους ένωση. Έτσι, η χαρά της επανεύρεσης
και του γάµου του ζευγαριού ήταν αµφίπλευρη: «ὁ ξενιτευµένος γαµβρός, ὁ
ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας µὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας µὴ
ἀφήσας που ἴχνη, ὁ µὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ µὴ ὁµιλήσας ἀπὸ
δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, ἐπανῆλθε (…) (και) ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ'
ἀκµαίαν ἀκόµη, τὴν πιστήν του µνηστήν.(… ) Μετὰ τρεῖς ἡµέρας, τῇ Κυριακῇ
µετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεµνότητι, οἱ γάµοι
τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ µετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ
Κουµπουρτζῆ»666. Τα δε στέφανα του ζευγαριού αυτού µπορούν επάξια να
συγκριθούν, όπως µνηµονεύεται στην ακολουθία του γάµου, µε τους
µαρτυρικούς στεφάνους667.

664
Γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον ‘’Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’’,
Σουρωτή Θεσ/νίκης, 2007, σ.287 -288 και Α’ Κορ.13,7.
665
Μτ. 16, 24.
666
Τ.Β’, σ. 272, στ.29- 31 και σ.273, στ. 1-4 και στ.15-17.
667
Παρόµοια είναι και η περίπτωση της ανώνυµης κοπέλας ( Ο Παπαδιαµάντης µας δίνει µόνο το
αρχικό του ονόµατός της : Λ…) στο διήγηµα «Τα Μαύρα κούτσουρα». Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια
ανωφελούς προσµονής, ο Αγάλλος, γιος ενός από τους προεστούς του τόπου, την ερωτεύεται µε µια
µόνο µατιά. Παραβλέποντας τον αρραβώνα της, της κάνει αρχικά καντάδα και στη συνέχεια αποφασίζει
να την εκθέσει µπαίνοντας απ’ το παράθυρο στο σπίτι της για να την αναγκάσει να απαρνηθεί τον
αρραβωνιαστικό της και να παντρευτεί εκείνον. Νωρίτερα η κόρη είχε απαντήσει στην προξενήτρα που
της έστειλε ότι «αὐτὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν της, καὶ ποτὲ δὲν θὰ ἔπαιρνεν ἄλλον, ἂν ἐκεῖνος
τὴν ἐγκατέλειπε» (Τ.∆’,σ.475,στ. 6-8). Η εξαιρετικά δύσκολη αυτή απόφαση, που θα είχε αρνητικό
αντίκτυπο όχι µόνο στην ίδια αλλά και στην οικογένειά της, φανερώνει εκτός των άλλων και την ειλικρινή
αγάπη της προς τον αρραβωνιαστικό της. Όµως η Θεία Πρόνοια αποφάσισε την επόµενη ακριβώς
ηµέρα να επιστρέψει ο αρραβωνιαστικός της , ο Γιαννάκης ο ∆ράκος, ο οποίος παρέβλεψε µεγαλόψυχα
το γεγονός εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι η αρραβωνιαστικιά του του ήταν πιστή και αφοσιωµένη και
ότι «ἂν ἔπταισε τίποτε ἐκείνη, αὐτὸς τὸ ἀναλαµβάνει ὡς ἴδιον πταῖσµά του» (Τ.∆’, σ.477, στ.24-25).
Αναγνωρίζοντας ήδη πριν από το γάµο την αγαπηµένη του ως σάρκα εκ της σάρκας του, αναλαµβάνει
εκείνος την ευθύνη σε περίπτωση τυχόν ολισθήµατός της. Αυτή είναι και η µεγαλύτερη ανταµοιβή της
181

Κάποιες φορές όµως η πίστη της αρραβωνιαστικιάς µένει χωρίς


ανταπόκριση. Στα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια» για παράδειγµα, η αρραβωνιαστικιά
του Αγάλλου µαράζωσε περιµένοντάς τον ως «βράχος ἀκλόνητος».
Αποφάσισε να µην τον αρνηθεί και απέρριψε τα άλλα προξενιά που της
έγιναν. Όµως ο αρραβωνιαστικός της είχε δύο σοβαρά πάθη: Ήταν φιλόδοξος
και φιλοχρήµατος668. Αν και την είχε ερωτευθεί µε «ἓρωτα θερµόν»669,
θεωρούσε απαραίτητο να αποκτήσει πολλά χρήµατα πριν επιστρέψει στην
πατρίδα για να παντρευτεί. Η συγκέντρωση όµως του υλικού πλούτου του
στέρησε την αγάπη που θα είχε δίπλα στην εγκαρτερούσα Μυρσούδα. Ο
σκληρόκαρδος Αγάλλος περιπλανήθηκε στην Ευρώπη για αρκετά χρόνια
νοµίζοντάς την «ἢ νεκρὰν ἢ ὑπανδρευµένην» και µην έχοντας το θάρρος να
ρωτήσει κάποιο συµπατριώτη του για την τύχη της. Τέλος, αποφάσισε, όντας
πια µεσήλικας, να επιστρέψει στην πατρίδα. Η δε ιδέα του µεταξύ τους γάµου,
σε περίπτωση που εκείνη ήταν ακόµη ζωντανή και ελεύθερη, θεωρείτο για
αυτόν µάλλον κωµική.
Ωστόσο, ο καηµός της Μυρσούδας την είχε οδηγήσει ήδη στο θάνατο.
Η πικραµένη γυναίκα τον περίµενε ως πνεύµα πλέον. Έτσι, λίγες ηµέρες µετά
από την άφιξή του είδε ένα όραµα: «ἓν λεπτὸν ἀόριστον σχῆµα, τὸ ὁποῖον
ἐγλίστρα ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, καὶ ἀπεµακρύνετο.
- Μ' ἐξέχασες!... εἶπε µία λεπτή, ψίθυρος, παραπονετικὴ φωνή»670.
Αυτό το φάντασµα της λευκής γυναικός επανερχόταν πολύ συχνά στη σκέψη
του και µε το παραπονετικό του ύφος τον εµπόδιζε να παντρευτεί κάποια
άλλη γυναίκα. Πιθανόν οι τύψεις συνειδήσεως, που, όσο ήταν µακριά από την
πατρίδα, είχε θάψει µέσα του και οι οποίες θέριεψαν όταν επέστρεψε,
προσωποποιήθηκαν σε αυτό ακριβώς το όραµα. Ένα όραµα που του
υπενθύµιζε την ακλόνητη αφοσίωση που επέδειξε η αρραβωνιαστικιά του, σε
αντίθεση µε τον ίδιο που, «ἐλαφρὰ τῇ καρδίᾳ» και µε τη δικαιολογία του
φόρτου εργασίας, την είχε εγκαταλείψει για τόσα χρόνια καταδικάζοντάς την
στη δυστυχία και το θάνατο. Συνεπώς, η µοναξιά που βιώνει µετά την
επιστροφή του στην πατρίδα είναι το τίµηµα των φίλαυτων επιλογών της
νεότητάς του671.

µια και αναγνωρίζεται από το µελλοντικό σύζυγό της η θυσία που έκανε τόσα χρόνια περιµένοντάς τον
καρτερικά.
668
Βλ. Τ.∆’, σ.249, στ. 9-10.
669
Τ.∆’, σ.249, στ.1-2.
670
Τ.∆’, σ.253, στ.1-3.
671
Παρόµοια εµφάνιση του νεκρού συζύγου στα όνειρα της γυναικός του- µετά το δεύτερο και τον τρίτο
της γάµο- διαβάζουµε στη «Χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος».Τα λόγια του είναι σχεδόν ίδια: «- Χρυσή, µ'
ἐξέχασες;» Τ. ∆’, σ.44, στ.8.
182

5.2.2. Αρνητική έκβαση – διάλυση του αρραβώνα

Σε µερικές περιπτώσεις, ενώ ο αρραβώνας έχει όλες τις προοπτικές για


να οδηγήσει σε έναν ευτυχή γάµο, προκύπτουν θέµατα υγείας που οδηγούν
στο θάνατο του ενός από τους δύο. Παρακολουθήσαµε σε προηγούµενη
ενότητα την ασθένεια και το θάνατο της «µεταξωτής» Γκλεζώς, της
αρραβωνιαστικιάς του Αγάλλου στα «Μαῦρα κούτσουρα», ένα θάνατο που
τελικά καθόρισε και τη ζωή του νέου ο οποίος έγινε στη συνέχεια µοναχός.

Ατυχής ήταν και ο αρραβώνας του δασκάλου στην «∆ασκαλοµάννα».


Ο νεαρός δάσκαλος αγαπούσε ειλικρινά την αρραβωνιαστικιά του δείχνοντας
της συνεχώς την αδυναµία που της είχε. Πίσω από τη ρωµαλέα εξωτερική του
εµφάνιση βρίσκεται ένας ευαίσθητος άνθρωπος γεµάτος τρυφερότητα.
Αρχικά αναφέρονται λίγες πληροφορίες για την όµορφη περίοδο της
µνηστείας, όταν ο ευτυχής δάσκαλος «τρὶς ἢ τετράκις τῆς ἡµέρας, παραιτῶν τὸ
Σχολεῖον εἰς τὴν τύχην του, ἀπήρχετο εἰς ἐπίσκεψιν»672 στην αρραβωνιαστικιά
του. Συνεπαρµένος από τον έρωτα είχε βάλει σε δεύτερη θέση τη δουλειά του.
Από την άλλη, ο αρραβώνας γαλήνεψε τη ψυχή του και επηρέασε ακόµη και
τη συνήθεια του, κατά το πρότυπο της εποχής, να χτυπάει τους µαθητές. Ο
µεγαλόσωµος και επιβλητικός δάσκαλος «ἀφότου ἠρραβωνίσθη, δὲν τοῦ
ἤρεσκε πλέον νὰ κτυπᾷ»673. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της εξέτασης του
µαθήµατος, επειδή ο νους του ταξίδευε στην αγαπηµένη του, επιβράβευε
συνεχώς τους µαθητές θυµίζοντας µας πιο σύγχρονες µεθόδους διδασκαλίας
από τις απαρχαιωµένες του καιρού εκείνου. Ωστόσο, οι συνεχείς επισκέψεις
του στην αρραβωνιαστικιά του δεν του άφηναν ελεύθερο χρόνο για να πάει,
όπως συνήθιζε, µικρές εκδροµές µε τα παιδιά στην εξοχή ή στην παραλία.
Η ευτυχής όµως αυτή περίοδος για τον νεαρό δάσκαλο διακόπηκε
αποτόµως µε τον πιο θλιβερό τρόπο. Ο αιφνίδιος θάνατος της
αρραβωνιαστικιάς του, σαράντα µόλις ηµέρες µετά το γάµο, τον βύθισε στο
πένθος κάνοντας τον πιο αυστηρό από ποτέ. Μέσα σε λίγες µόνο ηµέρες η
απόλυτη ευτυχία του µετατράπηκε σε βαθύτατη οδύνη θυµίζοντάς µας το
εφήµερο της επίγειας ζωής. Η θλίψη του χαράσσεται πάνω στο πρόσωπο και
την εµφάνισή του: «Φεῦ! µετὰ ἓν ἔτος ἀκόµη, ὁ διδάσκαλος ἦτο πάλιν µὲ τὰ
µανίκια τοῦ ὑποκαµίσου, ἀλλὰ µανίκια παρέχοντα τὴν ἐντύπωσιν καµιζόλας ἢ
γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαµµένα, τόσον µαῦρα ἦσαν. Εἰσήρχετο κατηφὴς
ἀλλὰ καὶ µετ' ἐγκαρτερήσεως εἰς τὸ σχολεῖον»674. Αναζητώντας «παρηγορίαν
διὰ τὸ πένθος του», που είναι πένθος καρδίας, αφοσιώνεται στο λειτούργηµά
του και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης µέσα στο σχολείο.
Ταυτόχρονα δείχνει µια αξιοπρέπεια που µας εντυπωσιάζει. Αποδέχεται το
γεγονός και προσπαθεί να συνεχίσει χωρίς να ξεχνάει εκείνη που αγάπησε και
έχασε τόσο πρόωρα. Σε µια τέτοια ψυχή έρχονται ως βάλσαµο παρηγορίας τα
672
Τ.Γ’, σ.21,στ.14-16.
673
Τ.Γ’, σ.21, στ.35.
674
Τ.Γ’, σ. 25, στ.31-32 και σ.26, στ.1-4.
183

λόγια του Όσιου Πέτρου του ∆αµασκηνού που θεωρεί ότι το πένθος, στη
σωστή του προοπτική, µπορεί να γίνει η βάση για την πραότητα και τη
διάκριση. Έτσι και ο άνθρωπος «γίνεται ὡς πέτρα ἐρειρισµένος, (…) ἀλλ’
ὡσαύτως ἔχει ἀεί, (…)ἐν εὐχερείᾳ καὶ ἐν δυσχερείᾳ (…) . καὶ ἁπλῶς ἐν παντὶ
καιρῷ καὶ πράγµατι γινώσκει ἐν διακρίσει, ὅτι πάντα παρέρχονται, τά τε ἡδέα
καὶ τὰ ἐπίπονα. καὶ ὅτι ὁδός ἐστιν ὁ βίος οὗτος πρὸς τὸν µέλλοντα αἰῶνα. Καὶ
ὅτι ἴσως κἄν µὴ θέλωµεν τὰ γινόµενα γίνονται καὶ µάτην ταραττόµεθα καὶ τὸν
στέφανον τῆς ὑποµονῆς ζηµιούµεθα καὶ ἀντιστάται τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ
φαινόµεθα, διότι πάντα ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, καλὰ εἰσι λίαν, καὶ ἡµεῖς
ἀγνοοῦµεν»675. Ο πονεµένος δάσκαλος, έχοντας βιώσει και την «ηδύτητα»
του αρραβώνα και του γάµου µε την αγαπηµένη του και την οδύνη της
απώλειάς της, φαίνεται πως αποδέχεται καρτερικά το θέληµα του Θεού χωρίς
να δείχνει κάποιο θυµό, παρά τον δυναµικό του χαρακτήρα. Αντιθέτως,
«αξιοποιεί» το πένθος του προς όφελος των µαθητών του δηµιουργώντας µε
αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για να δεχθεί µελλοντικά «τὸν στέφανον τῆς
ὑποµονῆς», όπως και αρκετοί άλλοι παπαδιαµαντικοί ήρωες.

∆υστυχώς, όπως φαίνεται και από την ατυχία της ορφανής Σµαραγδώς
στους «Ἐλαφροΐσκιωτους», η οποία, σηµειωτέον, ήταν η πρώτη που
αρραβωνιάστηκε ο Αγάλλος676 αλλά και η σαφώς φτωχότερη, η οικονοµική
κατάσταση της αρραβωνιασµένης κοπέλας ήταν καθοριστικός παράγοντας για
την ευόδωση του αρραβώνα. Έτσι, εάν η κοπέλα προερχόταν από πολύ
φτωχή οικογένεια, ήταν εκ των πραγµάτων καταδικασµένη. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της Μαριγούλας στις «Παραπονεµένες» που
αρραβωνιάστηκε µε έναν ανάξιο άνθρωπο, ο οποίος την εκµεταλλεύτηκε για
πολλούς µήνες τρώγοντας και πίνοντας στο σπίτι της υποσχόµενος γάµο. Η
δυστυχής µητέρα της ανεχόταν τα καµώµατά του και ήταν έτοιµη να φύγει και
από την οικία της, αν η κόρη της κατόρθωνε να παντρευτεί. Ωστόσο, ο γάµος
διαρκώς αναβαλλόταν έως ότου ο «απατεώνας» γαµπρός έφυγε ξαφνικά από
το σπίτι και εξαφανίστηκε.
Μέσα σε αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση, η «καλή» της φίλη Μαρίκα,
η οποία ήταν επίσης αρραβωνιασµένη, ωθούµενη από µνησικακία ή
επιδειξιοµανία, περιγράφει µε παραστατικότητα την «ανυποµονησία» του
δικού της αρραβωνιαστικού για το γάµο τους επιτείνοντας την αγωνία και τη
θλίψη όχι µόνο της Μαριγούλας αλλά και της ατυχούς Κούλας, µιας άλλης
γειτονοπούλας, που την εγκατέλειψε ο σύζυγός της. Οι ψεύτικες µάλιστα
υποσχέσεις ότι θα «µελετήσει» πρώτα τη Μαριγούλα όταν θα στεφανώνεται,
ενώ λίγο αργότερα υπόσχεται το ίδιο στην Κούλα, φανερώνουν το πόσο
ψεύτικη και εύθραυστη είναι η φιλία τους677. Η ατοµική ευηµερία και
ικανοποίηση είναι αυτή που αξίζει πραγµατικά στα µάτια της Μαρίκας, ενώ η

675
«Βιβλίον πρῶτον: περὶ τῆς δευτέρας ἐντολῆς , καὶ ὅτι γεννήτωρ τοῦ πένθους ὁ φόβος», Φιλοκαλία,
Τ.Γ’, σ.21, στ. 34-35 και σ.22, στ.1-7.
676
Βλ. Τ.Β’, σ.477, στ.19.
677
Βλ. Τ.Γ’, σ.194, στ.24-28.
184

προσποιητή συµπόνια προς τις «ατυχείς» φίλες γίνεται για το «θεαθῆναι».


Αλλά: «Φίλος ἐκεῖνός ἐστι γνήσιος, ὁ τάς ἐκ περιστάσεως θλίψεις καὶ ἀνάγκας
καὶ συµφορὰς, ἐν καιρῷ πειρασµοῦ, σ υ ν υ π ο φ έ ρ ω ν τ ῷ π λ η σ ί ο ν ὡς
ἰδίας, ἀθορύβως καὶ ἀταράχως»678. Η επαναλαµβανόµενη αναφορά στον
προσεχή γάµο της και στις ευχάριστες στιγµές που πέρασε µε τον
αρραβωνιαστικό της κατά την καρναβαλική παρέλαση δεν βοηθάει σε τίποτα
τις ταλαιπωρηµένες κοπέλες. Απεναντίας, η ελάχιστη εκδήλωση αγάπης και
ενδιαφέροντος από µια φίλη που, παρά τη δική της χαρά, ξέρει πώς να
συµπάσχει µε τις φίλες της, να µοιράζεται τον πόνο τους και να τις στηρίζει
βάζοντας τον εαυτό της στη δική τους θέση, θα συντελούσε τα µέγιστα στην
ψυχολογική τους στήριξη. Το διήγηµα τελειώνει µε τις δύο κοπέλες να ακουν,
µε κρυφό παράπονο, τις διηγήσεις και την ευχή της κυρά - Μπαλούκαινας,
µητέρας της Μαρίκας, οι επόµενες απόκριες να τις βρουν παντρεµένες. Μια
ευχή που, σύµφωνα µε τα δεδοµένα του διηγήµατος, δεν µέλλει µάλλον να
πραγµατοποιηθεί ποτέ.

5.3. Ο γάµος ως αίσια έκβαση του έρωτα

Ευτυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που ένας έρωτας, παρά τις όποιες
αντιξοότητες, καταλήγει σε έναν ευτυχή γάµο. Έχουµε ήδη αναφερθεί στην
περίπτωση της «χήρας παπαδιάς», όπου τα κωλύµατα που υφίστανται για το
συγκεκριµένο γάµο παραβλέπονται, χάρη στο ζήλο και την επιµονή του
γαµπρού. Ο δε Γιάννης στον «Ἀµερικάνο» παντρεύτηκε τη Μελάχρω µετά
από είκοσι χρόνια απουσίας. Στη συνέχεια θα αναλύσουµε µερικούς ακόµη
αίσιους έρωτες.
Στη «Βλαχοπούλα» ο έρωτας του Ζήσου για τη Φλώρα ξεπέρασε
ακόµη και το φοβερό εµπόδιο της κατάκρισης των γειτόνων και της «κακής
φήµης» που απέκτησε αδίκως η κοπέλα µετά την ξαφνική επιστροφή της στο
χωριό. Ο νεαρός στρατιώτης είχε ερωτευθεί τη νεαρή κοπέλα, όταν
υπηρετούσε στο σπίτι του λοχαγού του. Το σπίτι αυτό ήταν δίπλα στο σπίτι
όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια η Φλώρα και έτσι ο νεαρός συχνά κοίταζε την
κοπέλα «κρυφά, γλυκά, ἥσυχα, καὶ ἡ κόρη ἤρχισε νὰ συγκινῆται»679. Με τη
σεµνότητά του και το σεβασµό που έδειχνε απέναντί της κέρδισε σιγά σιγά το
ενδιαφέρον της.
Το ζευγάρι αυτό παραλίγο να µην είχε ευτυχή κατάληξη λόγω των
συκοφαντιών που διαδόθηκαν εναντίον της Φλώρας ότι «ἐδιώχθη, ὄχι ὅτι
ἔφυγεν οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν ἐν Ἀθήναις οἰκίαν». Χωρίς να επιχειρηθεί καµία
εξακρίβωση των διαδόσεων αυτών «καλοθελήτριαι χωρικαὶ δὲν ἔλειπαν
πρόθυµοι νὰ ρίπτωσιν ἐναύσµατα εἰς τὴν φλόγα τῆς δυσφηµίας, µετὰ τῆς
αὐτῆς εὐκολίας, µεθ' ἧς ἔρριπτον ξηρὰ κλαδιὰ εἰς τὸν φοῦρνον, ὃν ἤθελον ν'

678
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 38, Νο.
οη’.
679
Τ.Β’, σ.373, στ.4-7.
185

ἀνάψωσιν»680. Η δυσφήµιση αυτή βρήκε το αποκορύφωµά της στο πρόσωπο


της γειτόνισσας Γιωργούλας. Θέλοντας να εξυπηρετήσει ιδιοτελείς σκοπούς,
(εφόσον προξένευε τη χηρευµένη αδελφή της στον πατέρα του Ζήσου)
κατηγορεί αδίστακτα στην οικογένεια του Ζήσου την ατυχή Φλώρα για
ανηθικότητα και κλοπή. Αξίζει να παρατηρήσουµε τον τρόπο µε τον οποίο
εκτοξεύει τις διαβολές της: «µετὰ βίας καὶ ὁρµῆς παραφόρου (…) ὡς νὰ
ἐπήδων αἱ λέξεις συνωθούµεναι καὶ διαγκωνιζόµεναι ἀπὸ τὸ στόµα της»681 .
σαν να ανταγωνίζονται τα δαιµόνια της ζηλοφθονίας και της κατακρίσεως ποιο
θα έχει τα πρωτεία. Και όλα αυτά την ηµέρα του Μεγάλου Σαββάτου, µια
ηµέρα πριν το Πάσχα. Πόσο µακριά άραγε από το µήνυµα της Αναστάσεως
του Κυρίου να βρισκόταν η γυναίκα αυτή; Και πόσο βαθιά µέσα στη ψυχή της
είχαν φωλιάσει τα παραπάνω δαιµόνια «τίκτοντας» και άλλα; Ο Αγίος Μάξιµος
ο Οµολογητής ψυχογραφεί βαθιά τους ανθρώπους που οµοιάζουν µε την
κακή αυτή γειτόνισσα: «Ὁ τάς τῶν ἄλλων ἁµαρτίας περιεργαζόµενος ἢ καὶ ἐξ
ὑπονοίας τὸν ἀδελφὸν κρίνων (όπως κάνει εσκεµµένα και χωρίς αποδείξεις η
Γιωργούλα), οὔπω ἐβαλεν ἀρχὴν µετάνοιας. οὐδὲ ἐρευνᾶ τοῦ γνῶναι τάς
ἑαυτοῦ ἁµαρτίας, ἐν ἀλήθειᾳ βαρυτέρας οὔσας µολύβδου πολυταλάντου .οὐδὲ
ἔγνω πόθεν γίνεται ἄνθρωπος βαρυκάρδιος, ἀγαπῶν µαταιότητα καὶ ζητῶν
ψεῦδος. ∆ιὰ τοῦτο ὡς ἄφρων καὶ ἐν σκότει διαπορευόµενος, ἀφείς τάς ἑαυτοῦ
ἁµαρτίας, τάς τῶν ἄλλων φαντάζεται ἢ οὔσας ἢ νοµιζοµένας ἐξ ὑπονοίας»682.
Ο Ζήσος, ωστόσο, αποφάσισε να µην αποδεχθεί τόσο «ἐλαφρὰ τῇ
καρδίᾳ» τις κατηγορίες αυτές, αλλά να ερευνήσει ο ίδιος την αιτία για την
οποία η γειτόνισσά τους µίλησε τόσο απροκάλυπτα και έβαλε «µαναφούκια»
στους δικούς του για το προξενιό. Έτσι, αφού πήρε ἐν µίᾳ νυκτὶ τις
απαραίτητες πληροφορίες που αποκάλυψαν τους ιδιοτελείς σκοπούς της
Γιωργούλας, όταν συνάντησε τυχαία τη Φλώρα, δεν δίστασε να της
εξοµολογηθεί τα συναισθήµατά του και να της ζητήσει µε ειλικρίνεια να του πει
την αλήθεια. Μια µόλις εβδοµάδα µετά το ζευγάρι παντρεύτηκε. Χάρη,
εποµένως, στην αποφασιστικότητα του ο Ζήσος απεκατέστησε «διὰ µιᾶς
πράξεως, τὴν νέαν εἰς τὴν ὑπόληψίν της, ἐξασφαλίζων τὴν ἰδίαν του εὐτυχίαν,
ἀφήνων εἰς τὰ κρύα τὸν ἀναποφάσιστον Στάµον, µαταιῶν τὰς ραδιουργίας τῆς
γειτόνισσας τῆς Γιωργούλας, καὶ ἀπαλλάττων τὸν γέροντα πατέρα του τῆς
φροντίδος τοῦ νὰ ζητῇ εἰς τὸ γῆράς του νὰ νυµφευθῇ ὁ ἴδιος, χάριν τῶν
διπλῶν ἀναγκῶν τῆς οἰκίας καὶ τοῦ ἀγροῦ»683.

Ένας άλλος έρωτας µε ευτυχή κατάληξη είναι αυτός του «περιπαθῶς


ἐρῶντος» Κωστή και της «περικαλλοῦς» Ματούλας684 στο «Θέρος- Ἔρος». Ο
νέος έτρεφε τρυφερά αισθήµατα για τη Ματούλα εδώ και µερικούς µήνες,
φοβόταν όµως ότι ο έρωτάς του αυτός ίσως έµενε ανεκπλήρωτος. Η κύρια

680
Τ.Β’,σ.372, στ.1-5.
681
Τ.Β’, σ.367, στ.3-5.
682
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τρίτη» , Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 34, Νο.νε’.
683
Τ.Β’, σ. 377, στ. 16-21.
684
Τ.Β’, σ.209, στ.6-7.
186

αιτία αυτού του φόβου ήταν ότι «δὲν εἶχε τόσον καλὸν ὄνοµα εἰς τὸν
τόπον»685. Από την άλλη πλευρά η Ματούλα, πέρα από κόρη εύπορης
οικογενείας του τόπου, ήταν και εξαιρετικά όµορφη. Η θελκτικότητα της
ξεπερνάει τα όρια του συνηθισµένου: «Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου
ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταµιευµένα
νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, µὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ
ρόδου. Ἡ κόµη ἐπέστεφε τὸ µέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόµενον νέφος µὴ
ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόµεναι
ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλµούς της ὡς λευκὴ ὁµίχλη
ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη µὲ τὴν
ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο µορµυρίζοντα: φίλησέ µε! »686. Ακόµη και τα ρούχα
της αποπνέουν ερωτισµό687 . Μια τέτοια κοπέλα φυσικό ήταν να έχει πολλούς
θαυµαστές, αν και στο διήγηµα δεν αναφέρονται.
Για να αυξήσει τις πιθανότητές του, κατέφυγε σε ένα αθέµιτο µέσο: τη
µαγεία- µαντεία. Απευθύνθηκε σε µια «µάγισσα» της πολίχνης, η οποία
χρησιµοποίησε τα χαρτιά και τη µέθοδο του αυγού, για να «πληροφορηθεί»
το «εὐδόκιµον» του έρωτά του. Η αµαρτωλή και αξιοκατάκριτη πράξη του έχει
δύο ελαφρυντικά: το νεαρόν της ηλικίας του και τον ειλικρινή 688 έρωτά του. Τα
ερωτικά του αισθήµατα αδρανοποιούν τη λογική του ενώ τον καθιστούν
αφελή, δεισιδαίµονα και υπερβολικά εύπιστο. Σε κανένα άλλο διήγηµα του
Παπαδιαµάντη δεν βλέπουµε κάποιον άνδρα να καταφεύγει λόγω έρωτα στη
µαγεία. αυτό είναι «ἴδιον» των γυναικών689. Ωστόσο, οι προθέσεις του Κωστή

685
«Ὁ κόσµος τὸν ἐκακολόγει ὡς παραµελοῦντα τὰς σπουδάς του, ὡς ὀκνηρόν, ὡς ἀσωτεύοντα τὴν
µικρὰν πατρικήν του κληρονοµίαν, ὡς κιθαρῳδὸν τῆς νυκτός, ὡς οἰνοπότην», Τ.Β’, σ.198, στ.11-13.
686
Τ.Β’, σ. 184, στ.30-34 και σ.185, στ.1-3. Όπως σωστά επισηµαίνει η Ε. Κιτσοπούλου υπάρχει άµεση
σύνδεση ανάµεσα στην περιγραφή της κόρης και την περιγραφή της φύσης: «Η Πρωτοµαγιά είναι η
κόρη, η προέκτασή της και ταύτιση, και η κόρη είναι η πρωτοµαγιά», Ε. Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντη:
Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.17. Το ίδιο σηµειώνει και η κ. Κωνσταντινίδου: «Η
αισθησιακή περιγραφή της Ματής (…) υπογραµµίζει την αντιστοιχία του κοριτσιού στην ακµή της
οµορφιάς του µε τη λαµπρότητα της άνοιξης όταν ξεχειλίζει η γονιµότητα της φύσης και η ερωτική ορµή
του ανθρώπου» , «Ο Παπαδιαµάντης και η παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη , σ. 399-400. Τέλος, για την «µετ’ ἔρωτος καὶ στοργῆς»
περιγραφή του ανθρώπινου σώµατος στο έργο του Παπαδιαµάντη βλ. Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές
προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.190.
687
Είναι τόσο µικρά και µε τέτοιο τρόπο φορεµένα, ώστε καθίστανται σχεδόν προκλητικά: από τη µία το
«λεπτὸν λευκὸν µανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον» ήταν «τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως
διπλωµένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ µὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόµη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, µέχρι
τῆς ὀσφύος κατερχοµένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς» (σ.184, στ.12-15), ενώ
από την άλλη φορούσε «µικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν µεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ
ἀνάστηµά της» (σ.184, στ.18-19). Τα λιγοστά ρούχα µε τα οποία µένει στη συνέχεια τονίζουν ακόµη
περισσότερο την οµορφιά της: «Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της,
εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ' ἔµεινεν µόνον µὲ τὸ µεσοφούστανον, µὲ τὸ ὁλοβρόχινον ὑποκάµισον
καὶ µὲ τὴν λευκὴν βαµβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς µέσης, ἡ χάρις τοῦ
ἀναστήµατος και το γλαφυρό των κόλπων της»(σ.184, στ.26-28).
688
«ἦτο, κατὰ τὰ δύο τρίτα τοὐλάχιστον, εἰλικρινῶς ἐρωτευµένος», Τ.Β’, σ197, στ.37-38.
689
Η ενέργειά του αυτή µεταξύ άλλων οδηγεί την Π. Καρπούζου στο συµπέρασµα ότι σε αυτό το
διήγηµα «ο έρωτας παρουσιάζεται ως συνώνυµο της νεότητας, της αφέλειας και του ροµαντισµού» , βλ
Π. Καρπούζου, «Η ειρωνεία στα ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ.215. Πράγµατι, τα αισθήµατα του Κωστή διακρίνονται τόσο από
αφέλεια, όσο και από ροµαντισµό, δύο στοιχεία που τον οδηγούν σε αυτή την µη αναµενόµενη πράξη.
187

-σε αντίθεση µε αυτές των γυναικών σε άλλα έργα- είναι αγαθές, η δε


καταφυγή σε αυτό το σκοτεινό «µέσον» γίνεται στα πλαίσια της απελπισίας
στην οποία έχει περιέλθει λόγω του ανεκπλήρωτου- έως τότε- έρωτά του. Ας
µη ξεχνάµε πως το ερωτικό στοιχείο πληροί τόσο αυτόν τον χαρακτήρα, ώστε
η γραία Φωτεινή να τον αποκαλεί από την πρώτη κιόλας στιγµή, όχι µε το
όνοµά του (το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι γνώριζε αφού ήταν οικογενειακός
φίλος), αλλά µε το αίσθηµα που τον χαρακτηρίζει: «- Νά δὰ κ' ἕνας Ἔρωτας.
Ἄ! ὣς τόσο σεβτὰ ποὺ σ' τὸν ἔχει! »690.
Έχοντας λοιπόν, χάρη στα λόγια της µάγισσας, «ὑπερβάλλουσαν
ἐλπίδα»691 δεν µπόρεσε να κοιµηθεί καλά το βράδυ. Όντας σε ερωτική έξαψη,
έγραψε µια επιστολή σε ένα κοκκινωπό χαρτί, που συµβολίζει τη λαβωµένη
από έρωτα καρδιά του αλλά και το ερωτικό του πάθος. Την τοποθετεί όµως
σε λευκό φάκελο που υποδηλώνει παράλληλα την αγνότητα του αισθήµατός
του692. Στην επιστολή αυτή εκφράζει τα συναισθήµατά του για τη Ματή, την
προειδοποιεί για τον κίνδυνο που διατρέχει και την παρακαλεί να µη θυµώσει
µαζί του, διότι δεν ελπίζει ποτέ ότι θα την κάνει δική του. Ξεκινώντας από τη
βάση ότι εκείνη προφανώς δεν τον αγαπάει, γράφει ένα διάχυτο από πάθος
και ερωτισµό ποιήµα, το οποίο µας παρουσιάζει τα εξιδανικευµένα ερωτικά
αισθήµατά του, το βάθος της ειλικρινούς του αγάπης και τους φόβους του για
τους κινδύνους που την απειλούν:
«Εἰκόν' ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά µου σ' εἶχα,
κ' εἶχα γιὰ µόνο φυλαχτὸ µιὰ τῆς κορφῆς σου τρίχα.
Ὀνείρατα στὸν ὕπνο µου µαυροφτερουγιασµένα,
σὰν περιστέρι στὴ σπηλιὰ µ' ἐτάραξαν γιὰ σένα.
(…)
Σὺ στὸ σκολειὸ δὲν ἔµαθες νὰ γράφῃς ραβασάκια·
στὰ χείλη σου τὰ ρόδινα ποῦ τά 'βρες τὰ φαρµάκια;
Στὰ µάτια τὰ ψιχαλιστὰ πὄχ' ἔρωτας καρτέρι,
πόσο µεθύσι µέθυσα ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.
Τὰ µάτια τὰ ψιχαλιστὰ γύρνα σ' ἐµέ, πουλί µου,
ἀγάπη µου περήφανη, ἀγάπη διαλεχτή µου.
(…)
Τὴ χάρη σου τὴ σπλαχνικὴ µὴ µ' ἀρνηστῇς, ἀρνί µου,
ἀγάπη µου αἰώνια, ἀγάπη µου στερνή µου»693.
∆ιαβάζοντας το παραπάνω ποίηµα διαπιστώνουµε ότι, παρόλο που
δεν υπήρχε µεταξύ τους σχέση, σε ορισµένα σηµεία αυτή υπονοείται. Τα
«υπερβάλλοντα» αισθήµατα του Κωστή κινούνται σε δύο επίπεδα: Στο πρώτο
επίπεδο, που εντοπίζεται στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα του ποιήµατος,
690
Τ.Β’, σ.195, στ.3 και νωρίτερα «-Ποῦ νὰ ἦτον αὐτὸς ὁ Ἔρωτας;» σ.186, στ.11 και «- Τὸν εἶδα πάλι
ἐκεῖνον τὸν Ἔρωτα», σ.191, στ.15.
691
Τ.Β’, σ.200, στ.2.
692
Όπως επισηµαίνει και ο Ι.Κ Κολυβάς στο διήγηµα αυτό το λευκό χρώµα της αγνότητας και το
κόκκινο χρώµα του ερωτισµού εναλλάσσονται, βλ. «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά
τετράδια, τ.1, ∆όµος, 1992, σ.27-28.
693
Τ.Β’, σ.193, στ.34-35 και σ.194, στ. 1-16.
188

συνδυάζεται ο ερωτισµός µε τη θρησκευτικότητα. Η εξιδανικευµένη κόρη


παροµοιάζεται αρχικά µε εικόνα που δεν την έχει φτιάξει ανθρώπινο χέρι, ενώ
στο τέλος ο νέος επικαλείται την ευσπλαχνική της χάρη, κατ’ αντιπαραβολή µε
τη θεία Ευσπλαχνία, και την αποκαλεί «αιώνια» του αγάπη δίνοντας στον
έρωτά του έντονη πνευµατική χροιά694. Στο δεύτερο επίπεδο ορισµένοι
ενδιάµεσοι στίχοι ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού καθιστώντας έτσι το
γράµµα στα σηµεία αυτά τολµηρό έως «αµυδρώς προσβλητικό»695. Για αυτό
και η Ματή στέκεται ιδιαίτερα προβληµατισµένη µετά την ανάγνωσή του
φοβούµενη ότι, αν έπεφτε στα χέρια κάποιου άλλου, θα σχηµάτιζε την
εντύπωση ότι είχε συναφθεί ήδη ερωτική σχέση µεταξύ τους κάτι που, µεταξύ
άλλων, προδίδει - κατ’ εκείνην- τυχόν σκοπιµότητες του νέου696.
Στο γράµµα αυτό αντιπαλεύει το χοϊκό, το σαρκικό στοιχείο µε το
πνευµατικό, διεκδικώντας το καθένα το δικό του µερίδιο στην ψυχή του
ερωτευµένου νέου. ∆εν µας είναι δύσκολο να κατανοήσουµε πως στην ηλικία
του είναι αναµενόµενο να συνυπάρχουν και τα δύο στοιχεία και έτσι να δίνουν
στον έρωτα αυτό διττή ένταση. Τα όρια του λογικού καταρρίπτονται και η
υπερβολή γίνεται το κύριο χαρακτηριστικό του. Στηριζόµενος λοιπόν στα λόγια
της µάγισσας, την οποία ουδείς λογικός άνθρωπος θα εµπιστευόταν,
αποφασίζει να επιτηρεί κρυφά τη Ματή «φοβούµενος, ὡς δεισιδαίµων, τὸν
κίνδυνον, ὃν προέλεγεν ἡ µάγισσα, τοῦτο δὲ ἐλπίζων, ὡς ἐρωτόληπτος, νὰ
ἐντρυφήσῃ εἰς τὴν θέαν τῆς Ματούλας»697. Ο ερωτικός πειρασµός - που εδώ
έχει θετική χροιά- τον ωθεί στην επιθυµία να βρίσκεται συνέχεια κοντά της,
αισθανόµενος «ἄρρητον ἡδονὴν» και µόνο στη θέα της Ματής, όπως κάθε
«ἐρωτόληπτος».
Το ερώτηµα που αναδεικνύεται εύλογα σε αυτό το σηµείο είναι το εξής:
Και η Ματούλα; Αισθάνεται τελικά κάτι για τον Κωστή ή της είναι αδιάφορος;
Στις «ανακρίσεις» της γραίας Φωτεινής ακούγεται ψυχρή και αδιάφορη. Οι
πράξεις της όµως προδίδουν το ενδιαφέρον της. Ήδη, όταν πριν από ένα
µήνα ο Κωστής άρχισε να συχνάζει έξω από το σπίτι της, η «άγρυπνος»
Φωτεινή τη συνέλαβε «δὶς κοιτάζουσαν τὸν νέον ἐκεῖνον διὰ τοῦ ἡµικλείστου
παραθύρου»698. Όταν την ηµέρα της Πρωτοµαγιάς ο αδελφός της έφερε το

694
Πρβλ. Ρ. Ζαµάρου, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ. 52.
695
Βλ. Τ.Β’, σ.194, στ.20-21.
696
Όπως σηµειώνει για το σηµείο αυτό η Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, η ερωτική επιθυµία , που στα
συνήθη ειδύλλια « ικανοποιείται µέσα στην οµορφιά της φύσης, εδώ µετατίθεται στις λέξεις και
µετατρέπει τους εραστές σε συγγραφέα και αναγνώστη. Η Ματή ως αναγνώστρια (…) δεν
ανταποκρίνεται άµεσα στο ροµαντικό πάθος του νέου, αλλά θεωρεί το κείµενο ως λεκτική απόδειξη ενός
ερωτικού πόθου που µπορεί να έχει ως στόχο την προσβολή της τιµής της ή την απόκτηση της
περιουσίας της. Απέναντι στο µάταιο πάθος του Κωστή υπάρχει η αστική ηθική της Ματής», « Η
ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Η αδιάπτωτη Μαγεία, Ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν,
Αθήνα 1992, σ.73 . Θεωρούµε ότι η Ματή κρατάει αυτή τη στάση, για να φυλάξει τη θέση της στον
κοινωνικό περίγυρο και να συγκαλύψει τα πραγµατικά αισθήµατά της, κάτι που συνήθιζαν οι νεαρές
κοπέλες της εποχής εκείνης. Μπορεί, όταν διαβάζει το γράµµα, να αµφιβάλλει προσωρινά για τους
ανιδιοτελείς σκοπούς του Κωστή , όµως, όπως θα καταδείξουµε αµέσως µετά, το ερωτικό ενδιαφέρον
της για τον Κωστή είναι βέβαιο.
697
Τ.Β’, σ.205, στ.28-30.
698
Τ.Β’, σ.195, στ.4-5.
189

γράµµα που βρήκε κοντά στον τοίχο του περιβολιού τους, η Ματή
«ἠρυθρίασε» και «ἔσπευσε νὰ κρύψῃ τὸ γράµµα εἰς τὸν κόλπον της»699, όταν
την πλησίασε η γηραιά θεραπαινίδα της. Οι ψυχρές απαντήσεις της στη
Φωτεινή συνοδεύονται από αγωνία και «ἐρυθρές παρειές»700. Άθελά της η
γηραιά κουβερνάντα «µᾶλλον ἐκέντα καὶ ἠρέθιζε τὴν φαντασίαν καὶ τὴν
περιέργειαν τῆς κόρης, ὁµιλοῦσα αὐτῇ περὶ τοῦ νέου ἐκείνου!»701.
Έτσι, ξεφεύγοντας από το άγρυπνο βλέµµα της, κατευθύνεται στον
οικίσκο του περιβολιού εξαιτίας της πληροφορίας που πάλι έλαβε από τη
Φωτεινή ότι ο Κωστής φαινόταν από το παράθυρο να είναι εκεί κοντά.
Εισέρχεται «µετά παλµοῦ καρδίας»702 -δείγµα ερωτευµένης ψυχής- και κοιτάει
«ἐναγωνίως διὰ τοῦ µικροῦ παραθύρου»703 αναζητώντας τον αγαπητό πλέον
Κωστή. Η απογοήτευσή της, όταν δεν τον βλέπει, έκδηλη704. Αποφασίζει
λοιπόν να διαβάσει το ποίηµα του «δίς καὶ τρίς». Στο δε άνοιγµα της πόρτας
του οικίσκου, αρχικά «ἀνεσκίρτησε, νοµίσασα ὅτι ἦτο ὁ Κωστής»705, ενώ, κατά
τη διάρκεια της ερωτικής επίθεσης που δέχθηκε από τον Αγρίµη, το δεύτερο
πρόσωπο706 το οποίο αποζητά για βοήθεια είναι εκείνος. Έχοντας λοιπόν
υπόψη τα παραπάνω, συµπεραίνουµε ότι η απάντησή της στο τέλος του
διηγήµατος στην ερώτηση του πατέρα της ότι «ἀφοῦ ἐξάπαντος ἔµελλε νὰ
ὑπανδρευθῇ, (η ηλικία της και η περιουσία της της έδινε ένα σεβαστό
περιθώριο χρόνου) "καλύτερ' αὐτός, παρὰ ἄλλος"» µόνο ως διπλωµατική
(έστω κι αν ειπώθηκε «ἀφελῶς») θα µπορούσε να χαρακτηριστεί707.
Από τα παραπάνω αποσπάσµατα καθίσταται προφανές ότι ο έρωτας
αυτός ξεκινάει µεν ως µονόπλευρος, αλλά στη συνέχεια, χάρη στην επιµονή
του Κωστή και την ακούσια συµβολή της γριάς- Φωτεινής, βρίσκει σιγά σιγά
ανταπόκριση. Αν κρίνουµε µάλιστα και από την εξωτερική περιγραφή του
Κωστή, η οποία ανταποκρίνεται στο πρότυπο του ωραίου νέου της εποχής708,
δεν περνούσε διόλου απαρατήρητος.
Παρατηρούµε λοιπόν µια ανοδική πορεία στα συναισθήµατα της
Ματής, παρόλες τις επιµελείς προσπάθειές της να τα κρύψει. Αντίθετα, ο
Κωστής διακρίνεται από µια σταθερότητα στα αισθήµατά του. Θα πρέπει
όµως να ληφθεί υπόψη και το εξής: οι άνδρες είχαν την πολυτέλεια να
δείχνουν ξεκάθαρα τον έρωτά τους. Απεναντίας, οι γυναίκες - µε εξαίρεση την
πολύπαθη Αυγούστα- είναι ή αναγκάζονται να είναι συνεσταλµένες και

699
Τ.Β’, σ.191, στ.3.
700
Τ.Β’, σ.191, στ.16-17.
701
Τ.Β’, σ.203, στ.1-3. Για τον σηµαίνοντα ρόλο της γραίας Φωτεινής στο ερωτικό ειδύλλιο µε την
προσωπική της θλιβερή ιστορία, που ,σύµφωνα µε τον Ι.Κ. Κολυβά, προδίδει την φθοροποιό προοπτική
του έρωτα αυτού, αλλά και κάθε έρωτα, βλ. «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», ό.π. σ.19.
702
Τ.Β’, σ.193, στ.19.
703
Τ.Β’, σ.193, στ.19.
704
Βλ. Τ.Β’, σ.193, στ.27-30.
705
Τ.Β’, σ.195, στ.14-15.
706
Μετά τη Φωτεινή.
707
Τ.Β’, σ.209, στ.4-5.
708
«Ἦτο ὑψηλός, µὲ ἀρρενωπὴν ὄψιν, µὲ γλυκεῖς µέλανας ὀφθαλµοὺς καὶ µ' ἐκφραστικοὺς χαρακτῆρας.
Τὸ βάδισµά του ἦτο ὑπερήφανον, µετά τινος ἐπιτηδεύσεως, οἱονεὶ συρτόν, καὶ εἶχε λεπτὸν µαῦρον
µύστακα στριµµένον» , Τ.Β’,σ.185, στ.21-24.
190

αποφεύγουν να εκφράσουν ξεκάθαρα τα αισθήµατά τους. Αυτό φυσικά


οφείλεται και στο γεγονός ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι γονείς ή η
ανάγκη καθορίζουν ποιον θα παντρευτούν. Γι΄αυτό και θεωρείται
«νεωτεριστική» και «προχωρηµένη» η στάση του καπετάν Λιµπέρη, ο οποίος,
παρόλο που γνώριζε την «κακή φήµη» του Κωστή, εκτίµησε τη συµβολή του
στη σωτηρία της αγαπηµένης του κόρης και τη ρώτησε ευθέως «ἂν τὸν ἤθελε
διὰ σύζυγον»709. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για δείγµα αληθούς αγάπης και
ενδιαφέροντος του πατέρα για την κόρη του, την οποία θέλει να δει
πραγµατικά ευτυχισµένη µε έναν νέο που αγαπά. Το διήγηµα κλείνει
κινούµενο µέσα στα πλαίσια της χαρµολύπης. ειδυλλιακά µε το γάµο της
«Πρωτοµαγιάς»- Ματής και του «Έρωτα»- Κωστή, αλλά και µελαγχολικά
αφού η «παρθενικὴ καλλονή, τὸ κορύφωµα τοῦ ἔαρος, ἐπέπρωτο νὰ
παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον θέρος - ἔρος»710.

«Ἐν ὑπνώσει» βρίσκονταν και τα τρυφερά αισθήµατα του καπεταν-


Στέλιου για την παλιά του γειτόνισσα , τη χήρα Κρατήρα711. Ίσως µάλιστα να
παρέµεναν έτσι, αν δεν έµπαινε στη µέση η ερωτική αντιζηλία που
αισθάνθηκε, µόλις πληροφορήθηκε την επιθυµία του συναδέλφου του
καπεταν- Σάββα να την παντρευτεί.
Η νεαρή χήρα πραγµατικά άξιζε το ενδιαφέρον των δύο ανδρών. Εκτός
από τίµια γυναίκα, που, αν και χήρεψε νεότατη, φύλαξε την αξιοπρέπεια της
τα τελευταία επτά χρόνια, διέθετε και µια ντελικάτη οµορφιά: «Τὸ πρόσωπόν
της ἦτον "ψιλολογιά", κατὰ τὸν χαρακτηρισµόν, τὸν ὁποῖον δίδουν εἰς τὰ
λεπτοφυῆ χαρακτηριστικὰ τὰ γραΐδια· ὠχρὰ µᾶλλον, λεπτὴ ἐπιδερµίς, µὲ
ἐλαφρὰν ἀπόχρωσιν ρόδου περὶ τὰς παρειάς, λευκὸν τὸ µέτωπον,καὶ
εὔγραµµον ὅλον ἐκεῖνο τὸ µέρος τοῦ προσώπου τὸ µεταξὺ τῆς ρινὸς "φίλτρον",
περὶ τὸ στόµα καὶ τὸν πώγωνα, ὅπου λέγουν ὅτι φωλεύουσιν οἱ ἔρωτες, καὶ τὸ
ὁποῖον τὰ γύναια ὀνοµάζουσι, µετ' ἐνδεικτικῆς χειρονοµίας, ὅταν συµβῇ νὰ
περιγράψωσι µετ' εὐµενείας τινὸς τὰ χαρακτηριστικὰ γυναικός,"αὐτοδά - της",
δι' ἔλλειψιν ὡρισµένης λέξεως. Ἐν γένει ἡ χήρα, ὑπερτριακοντοῦτις ἤδη, ἦτον
ὡραία καὶ χαριτωµένη πράγµατι»712. Ο πειρασµός όµως και η ερωτική
επιθυµία µπήκε δυναµικά στην καρδιά του καπεταν- Στέλιου αµέσως µετά την
«ερωτική εξοµολόγηση» του καπεταν- Σάββα. Μέχρι τότε «πολλάκις ἔβλεπε
τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶχε λάβει εὐκαιρίαν νὰ τὴν καλοκοιτάξῃ, κατὰ τοὺς

709
Τ.Β’, σ.209, στ.3.
710
Η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, αναλύοντας το τέλος το διηγήµατος, καταλήγει στο σωστό συµπέρασµα
ότι, «όπως στη φύση η εναλλαγή των εποχών είναι αναλλοίωτη και ‘’τη θεσπεσία’’άνοιξη διαδέχεται το
θέρος, έτσι και στη ζωή των κοριτσιών τη ‘’θεσπεσία παρθενική καλλονή’’ τη διαδέχεται ο γάµος. Όπως
η άνοιξη θερίζεται από το καλοκαίρι, έτσι και ο «έρος» (ως σηµαίνον περισσότερο) ‘’θερίζεται’’ από το
θέρος- γάµο.», «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.75. Για το τέλος του διηγήµατος
βλ. επίσης Ρ. Ζαµάρου, ό.π. σ.37 και σ.42, όπου ερµηνεύεται η αµφισηµία του γάµου, ως µιας
κατάστασης θετικής αλλά και αρνητικής, γιατί «σηµαίνει το τέλος ενός κύκλου στη ζωή των γυναικών».
Τέλος, βλ. Ι.Κ. Κολλυβά, «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», Παπαδιαµαντικά τετράδια, τ.1’, ∆όµος, 1992,
σ.19.
711
Βλ. «Ὁ Πανδρολόγος», Τ.Γ’, σ. 373 – 382.
712
Τ.Γ’, σ.380, στ.3-12.
191

τελευταίους χρόνους»713. Μετά όµως από την «προσβολή» του πειρασµού


διαπίστωσε πως τόσο καιρό ενδιαφερόταν και ο ίδιος για τη νεαρή χήρα. Για
αυτό η καρδιά του κατακλύστηκε από ζήλεια, εγωισµό και ιδιοτέλεια. Ενώ
λοιπόν φαίνεται πως γενικά επρόκειτο για έναν τίµιο και καλό άνθρωπο, το
«ἴδιον» συµφέρον, τον κάνει να φερθεί στη συνέχεια ανέντιµα στο φίλο του
καταχρώµενος την εµπιστοσύνη που του έδειξε.
Χαρακτηριστική είναι η απορία που εκφράζει «καθ’ ἐαυτόν» κατά την
πορεία του προς την οικία της Κρατήρας: «Τάχα ὁ Θεὸς ἢ ὁ ∆ιάβολος τὸν
ἐφώτισε νὰ µοῦ τὸ πῇ;»714. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό µοιάζει µε χρησµό
της Πυθίας. Αν λάβουµε υπόψη µας τον αντίκτυπο που θα είχε στον καπετάν
Σάββα το άκουσµα της είδησης ότι ο προξενητής που έστειλε του «έκλεψε»
την υποψήφια νύφη, θα λέγαµε ο διάβολος. Η επακόλουθη ρήξη των σχέσεων
των δύο ανδρών θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Αν, από την άλλη, λάβουµε
υπόψη µας τα συναισθήµατα και της Κρατήρας, η οποία φαίνεται πως
προτιµούσε ξεκάθαρα τον καπετάν Στέλιο, θα λέγαµε ο Θεός. Ας µη ξεχνάµε
ότι πρόκειται για µια νέα και ταλαιπωρηµένη γυναίκα η οποία δικαιούνταν λίγη
ευτυχία µετά από όσα πέρασε.
Ο πειρασµός που του ήρθε τότε και χαρακτηρίζεται από το συγγραφέα
ως «πειρασµὸς µεγαλυτέρας ἰδιοτελείας»715 του θέτει το λογισµό να
«χρησιµοποιήσει» την πρόταση γάµου του καπετάν Σάββα, για να
βολιδοσκοπίσει τις σκέψεις της Κρατήρας και να µάθει µε έµµεσο τρόπο και
χωρίς να εκτεθεί, αν έχει πιθανότητα να την κερδίσει. Ακολουθεί µια
εσωτερική σύγκριση των «προσόντων» των δύο υποψηφίων γαµπρών
καθαρά πειρασµική: ακόµη και στα σηµεία που χωλαίνει, βρίσκει ένα
αντιστάθµισµα για να πείσει τον εαυτό του για την υπεροχή του716. Μετά από
το σύντοµο αυτό εσωτερικό µονόλογο «συγκατατίθεται» τελικά στον πειρασµό
και επισκέπτεται τη νεαρή χήρα µε απώτερο σκοπό να της εκµυστηρευθεί τον
έρωτά του. Εκεί, στην προσπάθειά του να θέσει σε πράξη το σχέδιό του,
δυσκολεύεται αρχικά αλλά µετά παίρνει θάρρος από τα εκµυστηρευτικά λόγια
της Κρατήρας. Αντί να µιλήσει απευθείας για τον εαυτό του, προχωρεί
«πλαγίως» αναφερόµενος κατ’ αρχάς στην πρόταση του καπετάν- Σάββα.
Τότε, η ειλικρινής απάντηση της Κρατήρας πως δεν ενδιαφέρεται για τον
καπεταν- Σάββα του ανοίγει το δρόµο για να της αποκαλύψει το δικό του
ενδιαφέρον.
Η Κρατήρα έχει τον πρώτο λόγο στα σχετικά µε τη σύναψη του γάµου-
κάτι που δεν το συναντούµε συχνά στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη. Η
απουσία συγγενών της δίνει, άλλωστε, αυτό το προνόµιο. Επιδεικνύοντας
σύνεση, προτείνει να αφήσουν µερικούς ακόµη µήνες να περάσουν (δεν είχαν
περάσει ακόµη δυο χρόνια από το θάνατο της γυναίκας του καπεταν- Στέλιου)
και µετά να παντρευτούν. όπως και έγινε. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι ο

713
Τ.Γ’, σ.380, στ. 2-3.
714
Τ.Γ’, σ.375, στ. 29.
715
Τ.Γ’, σ.375, στ.27.
716
Βλ. Τ.Γ’, σ.376, στ.1-14.
192

πειρασµός σε αυτό το διήγηµα είναι διφορούµενος: έχει όχι µόνο αρνητικά


στοιχεία, αλλά και ορισµένα θετικά. Η ζήλεια, ο ανταγωνισµός, η υπερηφάνεια
και η φιλαυτία ( ε γ ώ είµαι καλύτερος από τον καπεταν- Σάββα, γιατί λοιπόν
να µην παντρευτώ ε γ ώ την Κρατήρα;) συγκαταλέγονται στα αρνητικά. Η
επίσκεψή του στο σπίτι της νεαρής χήρας εµπεριέχει επίσης δόλο: να
«αλιεύσει» την κατάσταση και µόλις βρει την ευκαιρία, να προβάλλει τον εαυτό
του. Από την άλλη πλευρά έχουµε µια ευτυχή κατάληξη: δύο άνθρωποι µε
αµοιβαία αισθήµατα παντρεύονται και γίνονται ξανά ευτυχισµένοι. Παρά τα
ελαττώµατά του ο καπετάν- Στέλιος µας είναι συµπαθής και ακόµη
περισσότερο η Κρατήρα, η οποία ήταν µια νέα γυναίκα που υπέφερε πολύ και
άξιζε αυτή τη χαρά.

Πολλές φορές ο έρωτας δεν λογαριάζει την εξωτερική εµφάνιση και


παραβλέπει τις σωµατικές ατέλειες χάριν των ψυχικών χαρισµάτων. Αυτό
συνέβη και στην περίπτωση της νεαρής Ευθυµίας717 που ήταν «χλωµή, ἡ
δυστυχής, καὶ ἀσθενικὴ τὴν κρᾶσιν καὶ περιπλέον ἐκτάκτως χωλή, µὲ τὸν
γόµφον προεξέχοντα κατὰ τὸ δεξιὸν ἰσχίον»718. Ο αφηγητής, που νοίκιαζε ένα
δωµάτιο στο σπίτι τους, αισθανόταν θλίψη για την «αξιολύπητη» Ευθυµία, την
οποία θεωρούσε a priori καταδικασµένη να µείνει ανύπανδρη λόγω της
χωλότητας και της µειονεκτικής της εξωτερικής εµφάνισης. Όταν λοιπόν
άρχισε να ακούει περί του αρραβωνιαστικού Σταύρου, θεώρησε βέβαιο ότι
ήταν της Βάσως, της µικρότερης και αδιαµφισβήτητα ωραίας αδελφής της.
Ωστόσο, µια ευχάριστη έκπληξη τον περίµενε δεκαεπτά µήνες
αργότερα, όταν επέστρεψε στην Αθήνα. Σε µια τυχαία συνάντησή του µε την
Ευθυµία πληροφορήθηκε ότι εκείνη τελικά παντρεύτηκε το Σταύρο και ότι έχει
και ένα αγοράκι. Ο «νέος, ὑψηλός, χλωµός» Σταύρος είχε ερωτευθεί όχι την
«ὡραία, δροσερά, καὶ τόσον ροδοκόκκινη» Βάσω719, αλλά τη «χλωµή,
ἀσχηµούτσικη, κουτσή, βασανισµένη» Ευθυµία 720 .
Στο διήγηµα αυτό, το οποίο, όπως αναφέρει ο αφηγητής, είναι µια
πραγµατική ιστορία, βλέπουµε την κυριαρχία της δύναµης της αγάπης και του
αληθινού έρωτα που δεν λογαριάζει τις προκαταλήψεις και τα σχόλια του
κόσµου, αλλά υπεισέρχεται στην ουσία που δεν είναι άλλη από το άνοιγµα και
την επικοινωνία των ψυχών των ερωτευµένων ξέχωρα από τα εξωτερικά τους
προτερήµατα. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, κάτι που τείνει να εξαφανιστεί στη
σηµερινή εποχή της ψεύτικης εικόνας και του φευγαλέου έρωτα: ότι εκτός από
τη σαρκική- σωµατική έλξη υπάρχει και ένα άλλο είδος αγάπης, η πνευµατική
αγάπη που είναι ασύγκριτα ανώτερη και µένει αναλλοίωτη στο πέρασµα του
χρόνου. Ο Σταύρος θα µπορούσε εύκολα να ενδιαφερθεί για τη Βάσω µια και
η εξωτερική της εµφάνιση ταιριάζει πολύ µε το πρότυπο της ωραίας κοπέλας.
Παρ’όλα αυτά στρέφει το ενδιαφέρον του στην Ευθυµία βλέποντας πέρα από

717
Στο διήγηµα «Ποία ἐκ τῶν δύο», Τ.∆’, σ.107-109.
718
Τ.∆’, σ. 107, στ. 15-17.
719
Βλ.Τ.∆’, σ.107, στ.5-6 και 20.
720
Βλ. Τ.∆’, σ.108 , στ. 13.
193

αυτό που θα πρόσεχε ένας σαρκικός άνθρωπος. παραµέρισε τις σωµατικές


της ατέλειες και εστίασε απευθείας στο πνεύµα και τη ψυχή της. Αυτά και
εκτίµησε. Με αυτόν τον τρόπο µιµείται τον ίδιο το Χριστό που χάριζε
απλόχερα την αγάπη του σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως δείχνοντας
µάλιστα ιδιαίτερη φροντίδα στους περιθωριακούς και καταφρονηµένους.

Σε ορισµένες περιπτώσεις η ευτυχής έκβαση του έρωτα επιτυγχάνεται


χάρη στην αποφασιστικότητα και τις δραστικές ενέργειες των δύο
ερωτευµένων. Στο «Καµίνι» η άµεση δραστηριοποίηση του νεαρού Νίκου
ήταν αυτή που του εξασφάλισε την ευτυχία του. Η αγαπηµένη του, η
δεκαοχτάχρονη Τσούλα, ήταν βοσκοπούλα και την είχε ερωτευθεί λίγο καιρό
πριν, όταν της ζήτησε λίγο γάλα χαρίζοντας της ως αντάλλαγµα ένα όµορφο
κοχύλι. Η αθώα κοπέλα, παρά το ότι αισθάνθηκε ένα ελαφρύ ερωτικό
σκίρτηµα, δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο περιστατικό έως ότου ο πατέρας
της αποφάσισε -χωρίς τη θέλησή της- να την παντρέψει µε ένα χηρευµένο
βοσκό. Και µόνο η ιδέα του να παντρευτεί έναν άνθρωπο µε τον οποίο δεν
ήταν ούτε στο ελάχιστο ερωτευµένη, της προκαλεί «βόµβο ἀπό
σφηκοφωλέαν» στο ένα της αυτί και τάσεις φυγής που συµπλέκονται
φευγαλέα και µε την ιδέα της αυτοκτονίας721.
722
……….Τα βήµατά της και το κοπάδι της την φέρνουν τότε στο Καµίνι .
Καθώς κοιτάει λοιπόν απλήστως στο «χείλος τοῦ θαλασσίου Καµινιού»
σχηµατίζοντας «ἀσυναρτήτους»- πειρασµικές σκέψεις, της έρχεται, ως φως ἐν
τῷ µέσῳ της ψυχικής της νυκτός, η ανάµνηση του νεαρού ναύτη. Το µελωδικό
του µινύρισµα: «Ξύπνα, γλυκειά µ' ἀγάπη, κ' ἡ νύχτα εἶναι βαθειά· κ' ἡ βάρκα
µᾶς προσµένει στὴν ἀκροθαλασσιά»723 αντηχεί στο νου της και ξεκαθαρίζει τα
αισθήµατά της για τον όµορφο νέο. Και, ενώ αρχικά διστάζει να προφέρει το
όνοµά του, στη συνέχεια «πεισµόνως καὶ ἀποφασιστικῶς τὸ ἐπρόφερε:’’…ὁ
Νῖκος!’’»724.
Το πείσµα και η αποφασιστικότητα µε την οποία εκφέρει το όνοµα του
Νίκου φέρνει στην επιφάνεια τα αισθήµατά της, τα οποία έως τότε παρέµεναν
αφανή. Ταυτόχρονα, όπως επισηµαίνει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος µε τον
οποίο τείνουµε να συµφωνήσουµε, αποτελεί και ένα είδος ιδιότυπου
721
Τ.∆’,σ. 208, στ. 20-21 και σ.209, στ.11-16.
722
Η Γ. Φαρίνου ερµηνεύει τον σηµαίνοντα ρόλο του θαλάσσιου Καµινιού στο διήγηµα αυτό: «Το Καµίνι-
σπήλαιο είναι ο χώρος της αναψυχής, που δε λειτουργεί απλώς ως πλαίσιο της δράσης ή ως χώρος
οµόλογος µε τον εραστή της ηρωίδας, που είναι ναύτης. Ο χώρος αυτός αποκτά νόηµα από την
αντίθεση ανάµεσα στη φλόγα και στη δροσιά. Είναι ο χώρος όπου η φλογερή αγάπη της ηρωίδας
βρίσκει την ανταπόκριση και την πλήρωσή της. Γι΄αυτό το θαλάσσιο καµίνι « τό προωρισµένον… νά
δροσίζῃ καρδίας» (Τ.∆’, σ.207, στ.18) περιγράφεται προκαταρκτικά ως ειδυλλιακός χώρος και ως
τόπος ευχαριστίας και ευγνωµοσύνης µ’ ένα εγκωµιαστικό και θρησκευτικό λεξιλόγιο» , Αφηγηµατικές
τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 136. Για αυτό, άλλωστε, παροµοιάζεται µε την Κάµινο των τριών
Παίδων στην Παλαιά ∆ιαθήκη που, αντί να τους κάψει, τους δρόσιζε. Κατ’ αντιστοιχίαν, και η αγάπη της
Τσούλας και του Νίκου, επειδή είναι αληθινή και ειλικρινής, δεν τους καίει, αλλά δροσίζει τις καρδιές
τους. (Σε αντίθεση π.χ. µε την εµπαθή αγάπη της Αυγούστας που «καίει» την ψυχή και τελικά και το
σώµα της, βλ. Τ.Α’, σ.228, στ. 23-32).
723
Τ.∆’, σ.209, στ.1-2.
724
Τ.∆’, σ.209, στ.21-22.
194

καλέσµατος του αγαπηµένου δηµιουργώντας την προσδοκία εισακούσεώς του


από εκείνον725. Πράγµατι, ο Νίκος- που οµοιάζει πολύ στον τρόπο σκέψης και
δράσης µε το Ζήσο στη «Βλαχοπούλα»- πληροφορήθηκε εγκαίρως για τον
επικείµενο γάµο της και αποφάσισε να δράσει ακαριαία726. Με τη βάρκα του
κατευθύνεται στο Καµίνι, εκεί όπου γνώριζε ότι σύχναζε η αγαπηµένη του και
δεν διαψεύδεται. Βρίσκεται εκεί. Η ερωτική του εξοµολόγηση, σύντοµη, αλλά
σαφής: «Τσούλα,ψυχή µου (…) ἀγάπη µου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔµαθα ὅλα!...
Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα... ξετύλιξέ την... κάρφωσέ την καλά,καὶ
τὰ δυὸ τ' ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!... Καλουµάρισέ την
κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω... µὴ φοβᾶσαι!...»727. ∆ύο µόνο
λέξεις αρκούν για να εκφράσουν τα αισθήµατά του. Μετά ακολουθούν οι
πράξεις.
Το ίδιο αποφασιστική όµως είναι και η νεαρή βοσκοπούλα:
«- Κατεβαίνω, Νῖκο!...δέν φοβούµαι»728. Μπροστά στην αγάπη της, η Τσούλα
διώχνει κάθε φόβο, κάθε δισταγµό, κάθε δεύτερη σκέψη, γιατί -δεδοµένων
των αναλογιών- «ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον»729. Όλα ωχριούν
µπροστά στην αγάπη: ούτε οι νουθεσίες και οι προτροπές του πατέρα και της
θείας της ούτε η αναµενόµενη αρνητική αντίδρασή τους είναι αρκετά για να
εµποδίσουν την απόφασή της να ακολουθήσει την καρδιά της. Για αυτό και η
κάθοδος της από το «χάσµα τοῦ κοίλου βράχου» στην αγκαλιά του
αγαπηµένου της ναύτη, που δηλώνει την αποδοχή του κινδύνου για χάρη της
αγάπης, γίνεται µε «ἀνεµόσκαλαν µεταξωτήν» 730, ακριβή και ξεχωριστή όπως
η αγάπη τους. «Ὁ γάµος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον»731.

725
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ανεµόσκαλα µεταξωτή», Παπαδιαµαντικά Τετράδια, Τ.9,
Πρωτοχρονιά 2010, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, σ.38.
726
Παρατηρούµε ότι σε αντίθεση µε το Γιωργή στο «Ἔρως- Ἥρως», που αναλύσαµε σε προηγούµενη
ενότητα, ο Νίκος παίρνει το µέλλον του στα χέρια του. Ο Γιωργής βρίσκεται «ἐν µακαρίᾳ ἀγνοίᾳ» και ενώ
είχε πληροφορηθεί για τον επικείµενο αρραβώνα της Αρχόντως (ο οποίος κατέληξε τελικά σε γάµο) δεν
έκανε τίποτα για να τον αποτρέψει ελπίζοντας αόριστα ότι στο µέλλον θα µπορούσε «νὰ χαλάσῃ τοὺς
ἀρραβῶνας». Και ενώ «ἦτο ἱκανός, αὐτός, νὰ τὸ κλέψῃ, τὸ Ἀρχοντώ» (Τ.Γ’,σ.173, στ.32) δεν τόλµησε
να το πράξει στη σωστή στιγµή. Συνεπώς, η αδράνεια του κόστισε την ευτυχία του σε εγκόσµιο
επίπεδο. Ωστόσο, η υπέρβαση του φοβερού πειρασµού που υπέστη κατά τη µετάβαση της ύπανδρης
πλέον Αρχοντώς στο χωριό του συζύγου της του άνοιξε το δρόµο για τον επαναπροσδιορισµό της
χλιαρής έως τότε πίστεώς του και για την προσέγγιση της αληθούς ευτυχίας, που κατακτάται µέσω της
αγαπητικής σχέσης µε την όντως Αγάπη, το Θεό.
Ο Νίκος, από την άλλη, δε χάνει ούτε λεπτό. Την ίδια µέρα που πληροφορείται για τα σχέδια του
πατέρα της Τσούλας σπεύδει να τη βρει και να την παντρευτεί χωρίς να αφήσει περιθώριο αντίδρασης
στην οικογένειά της. Η αγωνιστική του διάθεση και οι δυναµικές του ενέργειες έφεραν το επιθυµητό
αποτέλεσµα. Το κατά πόσο ευχαριστηµένη ήταν η Αρχόντω µε το γάµο της δεν θα το µάθουµε ποτέ.
Την ευτυχία της Τσούλας όµως δεν µπορούµε να την αµφισβητήσουµε.
727
Τ.∆’,σ.209, στ.29 και σ.210, στ.3-6.
728
Τ.∆’, σ. 210, στ.9.
729
Α. Ιω’.4, 18. Βλ. επίσης Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.39.
730
Τ.∆’, σ.209, στ.31.
731
Τ.∆’, σ.210, στ.12.
195

5.4. Συζυγικός έρωτας

Κατά τη διάρκεια του έγγαµου βίου ο έρωτας µεταξύ των δύο συζύγων
είναι βασικό συνεκτικό στοιχείο. Όταν µάλιστα συνδυάζεται µε τον κοινό τους
αγώνα για ενάρετη ζωή, µπορεί να λειτουργήσει στην πληρότητά του ως
κλίµακα αναγωγής προς την πηγή του όντως Έρωτα, το Θεό, που τον έσπειρε
µέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Ο αληθινός έρωτας µεταξύ των δύο
συζύγων µεταµορφώνει τα αισθήµατα, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της
ζωής τους και αποτελεί την καλύτερη βάση για την µετέπειτα ανάπτυξη της
συζυγικής αγάπης. Αυτή η αγάπη τελειοποιεί τον έρωτα κάνοντάς τον
διαχρονικό και αιώνιο732.
Ωστόσο, ο συζυγικός έρωτας και η συζυγική αγάπη χρειάζονται
εσωτερική προετοιµασία και προσωπικό αγώνα εκ µέρους και των δύο
συζύγων για να µείνουν αναλλοίωτα στο πέρασµα του χρόνου και στις
δυσκολίες του καθηµερινού βίου. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ο συζυγικός
έρωτας να καταστεί µονόπλευρος ή, το χειρότερο, να απουσιάζει εντελώς από
τη ζωή του ζευγαριού. Τότε οι κίνδυνοι αναζωπύρωσης ή εµφάνισης παλαιών
ή νέων παθών, που απειλούν τη συνοχή και την ίδια την ύπαρξη των δύο
συζύγων ως «σάρκα µία», είναι ορατοί.

5.4.1. Πτυχές του συζυγικού έρωτα

Στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» συναντούµε δύο περιπτώσεις συζυγικού


έρωτα. Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούµε στην πρώτη. Πρόκειται για τη
θλιβερή ιστορία ενός άτυχου συζυγικού έρωτα. Η ανώνυµη χήρα, η οποία
έχασε από χολέρα το σύζυγό της στο Γαλατά, βρέθηκε µετά από ένα
επώδυνο ταξίδι στο καθαρτήριο της Σκιάθου, ξένη και µόνη µε τα τέσσερα
ανήλικα παιδιά της. Εκεί, η βαθιά θλίψη, η ταλαιπωρία και η στεναχώρια την
οδήγησαν στην ασθένεια και στο θάνατο. «Και ἠγάπησε µᾶλλον τὸν σύζυγόν
της ἢ τὰ τέκνα της»733 συµπληρώνει ο συγγραφέας. Πολλές φορές σε τέτοιες
δύσκολες καταστάσεις οι µάνες αποκτούν µια απίστευτη καρτερία και δύναµη
ξεπερνώντας εµπόδια «µη ανθρωπίνως δυνατά». Η µοναξιά όµως και η
εγκατάλειψη που αισθάνθηκε η δυστυχής γυναίκα πρέπει να ήταν τόση ώστε
να της στερήσει τη µητρική της δύναµη.

Το ενδιαφέρον και η αγάπη των γυναικών για τους ναυτικούς συζύγους


και συγγενείς τους εξαίρεται στο διήγηµα «Τ’ Ἀγνάντεµα»: «Γυναῖκες ναυτικῶν
καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, (ήρχοντο) µὲ σκοπὸν ν' ἀνάψουν τὰ
κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ
κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρµένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των»734.
Αφού άναβαν τα κανδήλια της Παναγίας και έκαναν πολλές µετάνοιες,
732
Βλ. σχετικά Γ.Πατρώνου , Θεολογία και εµπειρία του γάµου, ∆όµος, 1992, σ. 281-282.
733
Τ.Β’, σ.617, στ.2-3.
734
Τ.Γ’, σ.200, στ.1-4.
196

αγνάντευαν στη συνέχεια τη θάλασσα προσευχόµενες για ένα καλό ταξίδι:


«Ἰδοὺ τὸ βρίκι τοῦ καπετὰν Λιµπέριου τοῦ Λιµνιοῦ· (…) Κατευόδιο καλό. Ἡ
προσευχὴ τῶν µικρῶν παιδιῶν του ἂς εἶναι ὡς πνοὴ στὰ πανιά, στὰ ξάρτια τοῦ
καραβιοῦ σας... στὸ καλό, στὸ καλό! (…)Ἰδοὺ καὶ ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν
Μανώλη τοῦ Χατζηχάνου... Ἡ ψυχή µου, ἡ πνοή µου νὰ εἶναι πάντα στὰ πανιά
σου, ὡσὰν λαµπάδα τοῦ Ἐπιταφίου, νὰ διώχνῃ τὰ µαῦρα, τὰ κατακόκκινα
τελώνια, πρὶν προφτάσουν νὰ κατακαθίσουν στὰ πινά σου. Σῦρε, πουλί µου,
στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα! Στὸ καλό!»735. Η πνοή τους, που συνδέεται
άµεσα µε την ίδια τη ζωή, η ψυχή και η καρδιά τους βρίσκεται δίπλα στους
θαλασσοδαρµένους συζύγους, αδελφούς, γιούς και πατεράδες τους. Ως
βοηθό και στήριγµά τους ζητούν, εκτός από την Παναγία, και το θείο φως του
Επιταφίου, ώστε να προστατεύει τους αγαπηµένους τους από τις
θαλασσοταραχές που προκαλούνται από τα «κατακόκκινα τελώνια»736.
Μέσα σε αυτό το κλίµα αποχαιρετισµού και συγκίνησης, µια γριά, που
ανέβηκε για να καµαρώσει και αυτή το γιο της, τους διηγήθηκε την ιστορία
ενός βράχου που υπήρχε εκεί στη θάλασσα και ήταν γνωστός µε το όνοµα
Φλανδρώ. Την ιστορία της είχε διηγηθεί για πρώτη φορά ο πνευµατικός της,
όταν ήταν ακόµη µικρό κορίτσι, καθώς τη συµβούλευε να αγαπάει τους γονείς
της και µετέπειτα «ἄλλον νὰ µὴν ἀγαπᾷ ἀπ' τὸν ἄνδρα της»737. Οι προτροπές
του ιερέως λαµβάνουν χώρα στα πλαίσια του ήθους της εποχής εκείνης που
ήθελε το κορίτσι υπάκουο στους γονείς και µετέπειτα αφοσιωµένο πλήρως
στο σύζυγό της. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό ότι ο αγαθός ιερέας χρησιµοποιεί
αντί του καινοδιαθηκικού «να φοβήται» τον άνδρα της το «να τον αγαπά»,
που στην προς Εφεσίους επιστολή738 απευθύνεται µόνο στους άνδρες ως
περιέχον το στοιχείο της θυσίας. Η κενωτική αγάπη που πρέπει να υπάρχει
µεταξύ των συζύγων είναι, άλλωστε, το καλύτερο φάρµακο απέναντι στη
φιλαυτία και την ανταγωνιστική διάθεση που µπορούν να δηλητηριάσουν
οποιαδήποτε στιγµή το γάµο.
Πράγµατι, η υποµονή και η συνεχής αγωνία των γυναικών των
ναυτικών είναι µια µορφή διαρκούς θυσίας. Ως παράδειγµα ανέφερε την
ιστορία της αρχαίας Ελληνοπούλας Φλανδρώς που, όπως έλεγε και το όνοµά
της, «ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ' ἀγαθὰ τοῦ κόσµου,
κ' ἔγινε πέτρα γι' αὐτό»739. Όταν µπαρκάρισε ο άντρας της «τὸ Φλανδρὼ ἦρθε
ν' ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ' αὐτὸν τὸν ἔρµο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή
της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν µποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν
καρδιά της»740. Τα δάκρυά της, πικραµένα και φαρµακωµένα, έπεσαν στη
θάλασσα και την αγρίεψαν µε αποτέλεσµα να πνιγεί ο σύζυγός της. Έτσι
πέρασαν τα χρόνια και η Φλανδρώ, µόνη και δυστυχισµένη, µην αντέχοντας

735
Τ.Γ’, σ. 202, στ.21-32.
736
Τ.Γ’, σ.202, στ. 31.
737
Τ.Γ’, σ.204, στ.7-8.
738
Εφ.5, 25-33.
739
Τ.Γ’, σ.204, στ.13-14.
740
Τ.Γ’, σ.204, στ.19-21.
197

την απώλεια του αγαπηµένου της συζύγου, παρακάλεσε τους θεούς να την
µετατρέψουν σε βράχο. Θεωρούσε ότι η ζωή της δεν είχε κανένα νόηµα χωρίς
τον αγαπηµένο της και για αυτό θέλησε να πετρώσει ολόκληρη, όπως
σκλήρυνε η καρδιά της µακριά από τη θερµή αγκαλιά του. Η υπερβολική της
αγάπη στάθηκε, σύµφωνα µε το θρύλο, η αιτία να χαθεί ο σύζυγός της, αλλά
δεν παύει να είναι ένα σύµβολο πραγµατικής αγάπης και συζυγικής
αφοσίωσης.

Με «τρυφερό ἔρωτα» αγαπούσε και ο γερο- Φραγκούλης τη σύζυγό


του Σινιώρα αποκτώντας µαζί της επτά παιδιά741. Αλλά «ὅσον τρυφερὸς ἦτο
εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσµα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς
ὀργήν»742. Τα δύο αυτά πάθη στάθηκαν η αιτία να χωρίσει αρκετές φορές από
τη γυναίκα του την οποία όµως εξακολουθούσε να αγαπάει «ἐξ ὅλης
καρδίας»743. Ενώ, εποµένως, είχε όλα τα αγαθά που θα µπορούσε να ζητήσει
ένας άνθρωπος, πλούτη, όµορφη και καλή σύζυγο, παιδιά, εκείνος
υποκύπτοντας στα πάθη του και τους πειρασµούς στους οποίους αυτά τον
υπέβαλαν διέλυσε την οικογένειά του. Μόνος και εγκαταλελειµµένος στρέφει
το ενδιαφέρον του στη δεύτερη του αγάπη: τη χριστιανική πίστη. ∆ίπλα στο
µικρό ναΐσκο της Παναγίας της Πρέκλας, έχτισε ένα µικρό καλυβάκι, όπου
ζούσε πλέον εν µετανοία, µε εγκράτεια, προσευχή και ψαλµωδία.
Ωστόσο, βασική αιτία για τη βαθιά αυτή συντριβή του στάθηκε ο
θάνατος της µικρής του κόρης, της Κουµπώς, η οποία φαίνεται πως
αγαπούσε τόσο τους γονείς της, ώστε οι συνεχείς χωρισµοί να την στείλουν
πρόωρα στον τάφο.
Σε αυτό το τραγικό γεγονός ήρθε να προστεθεί και η οικονοµική
δυσχέρεια µε τους τοκογλύφους να απειλούν να πάρουν τα καλύτερα
χωράφια του744. Ευτυχώς, οι θλίψεις και οι δυσκολίες αυτές λειτουργούν για
εκείνον θεραπευτικά καταπραΰνοντας τα πάθη του και φέρνοντας στη ψυχή
του τη µνήµη του Θεού745. Η αγαθή του προαίρεση έστρεψε το πένθος του
στην σωστή κατεύθυνση: στη µετάνοια, την ταπείνωση, την προσευχή και την
κατάνυξη746. Τα δάκρυά του είναι πλέον δάκρυα µετανοίας («ἐπίστευε καὶ

741
Βλ.«Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 85 -97.
742
Τ.∆’, σ. 89, στ. 32-33.
743
Τ.∆’,σ. 89, στ.31.
744
Η ιστορία του γερο- Φραγκούλη µοιάζει σε ορισµένα σηµεία µε αυτή του Ιωβ. Παρόλο που ο
γέροντας ήρωας του Παπαδιαµάντη έχει πολλές διαφορές στο χαρακτήρα από τον δίκαιο Ιώβ και
υφίσταται δοκιµασίες από δικά του λάθη, η αντιµετώπιση των οικονοµικών δυσχερειών και του θανάτου
του παιδιού του είναι παρόµοια. Θλίβεται, δεν κατηγορεί σε καµία περίπτωση το Θεό για τη δυστυχία
του και προσεύχεται θερµά ελπίζοντας στο έλεός Του.
745
«Σύµβασις ὀδυνηρὰ µνήµην Θεοῦ παρέχει τῷ συνετῷ», Μάρκου του Ασκητού, «Περί νόµου
πνευµατικοῦ», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.99, Νο.νς’.
746
Η κατάνυξη και η εσωτερική συντριβή είναι άλλωστε ενδείξεις της ειλικρινούς προσευχής του
Φραγκούλα. Όπως γράφει και ο πατριάρχης Κάλλιστος: «Εἰ βούλει µαθεῖν πῶς δεῖ προσεύχεσθαι,
.
σκόπει τὸ τέλος τῆς προσοχῆς ἢ καὶ τῆς προσευχῆς, καὶ µὴ ἀπατῶ ταύτης γὰρ τὸ τέλος ἀγαπητέ,
κατάνυξίς ἐστι διηνεκὴς, συντριβὴ καρδίας, ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον» , «Κεφάλαια περί προσευχής»,
Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.298, Νο.ιδ’.
198

ἔκλαιεν... (…) ἠγάπα καὶ ἡµάρτανε καὶ µετενόει...»747) και όχι οργής, γιατί
συνειδητοποιεί ότι σε ένα µεγάλο βαθµό ευθύνεται ο ίδιος για τα δυστυχή
συµβάντα. Συνεπώς, το πένθος και αυτά τα δάκρυα καθίστανται καθαρτήρια
των παθών και των αµαρτιών του748.
Από την άλλη, θεωρούµε ότι κατά θεία παραχώρηση υπέστη ο γερό-
Φραγκούλης τα δύο αυτά πλήγµατα µε σκοπό να ωφεληθεί πνευµατικά µέσω
της ταπείνωσης και της υπέρβασης των φοβερών παθών του θυµού και της
οργής που τον ταλάνιζαν στα νεανικά του χρόνια και κατέστρεψαν την
οικογενειακή του γαλήνη749. Η παιδαγωγία αυτή του Θεού ίσως φαίνεται
αρχικά σκληρή, γίνεται όµως κατανοητή, όταν προσεγγίζεται υπό τη
σωτηριώδη της προοπτική: «Εἰς τάς ἀκουσίους ὀδύνας, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
ἐγκέκρυπται, τὸν ὑποµένοντα, εἰς µετάνοιαν ἕλκον καὶ ἀπαλλάττον τῆς αἰωνίου
κολάσεως»750. Η θυσία της Κουµπώς πέτυχε αυτό που δεν είχε καταφέρει
µόνος του τόσα χρόνια: να συντριβεί εσωτερικά, να µετανοήσει και να
πενθήσει διπλά. τη στέρηση του παιδιού του και το µέγεθος των αµαρτιών
του. Ως αποτέλεσµα, ο γερο- Φραγκούλης, µέσα από τον πόνο, το σωτήριο
πένθος και τη µετάνοια, αποκτάει την ελπίδα πως θα λάβει συγχώρηση από
το Θεό. Επιπλέον, µε την υποµονή που δείχνει στις δοκιµασίες αυτές (µια
αρετή που δεν διέθετε έως τότε, υποταγµένος στον εγωισµό και την οργή)
αποδεικνύει έµπρακτα την αγάπη του προς το Θεό. Με αυτόν τον τρόπο
προχωράει ένα βήµα πιο κοντά στη σωτηρία751.
Ο γερο- Φραγκούλης, συνεπώς, βρήκε το σωστό δρόµο και έστρεψε-
µε τη συγκατάθεση πλέον και της γυναίκας του752- όλη του την αγάπη προς το
Θεό και την Παναγία ποθώντας ολόψυχα τον µοναχικό βίο, αν και «ὀλίγον
ἀργά». Έχοντας πλέον εσωτερική γαλήνη και ελπίδα, επικαλείται «τὸν
"Γλυκασµὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβοµένων τὴν χαράν"» να τον σκεπάσει µε
τη χάρη της και να τον σώσει από «‘’τῶν αἰωνίων βασάνων...’’»753.

747
Βλ.Τ.∆’ , σ.89, στ.27-28.
748 .
«∆ιὰ γὰρ τούτων (ενν. τῶν δακρύων), τῶν µὲν παθὼν καὶ µολυσµῶν καθαιρόµεθα τῶν δὲ χρηστῶν
.
καὶ σωτηρίων ἐν µεθέξει γινόµεθα, ὥς φησιν ὁ τῆς Κλίµακος ὥσπερ τὸ πῦρ ἀναιρετικὸν καλάµης, οὕτω
τὸ δάκρυον τὸ ἁγνόν, παντὸς ῥύπου φαινοµένου καὶ νοουµένου», Κ. και Ι. Ξανθόπουλοι, «Περὶ τῶν
αἱρουµένων ἠσύχως βιῶναι», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.225, Νο.κε’.
749 .
Στο γέροντα αυτό δόθηκαν αυτές οι δοκιµασίες «πρὸς ἤδη γεγονότων ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν » και
«πρὸς µελλόντων ἐνεργεῖσθαι ἀνακοπὴν» βλ.Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων
ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.20, Νο.µε’.
750
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, τ.Α’, σ.118, Νο. ρλθ’.
751
«Κρεῖττον γάρ ἐστι διὰ τῆς ὑποµονῆς τῶν ἐπερχοµένων καταφεύγειν πρὸς τὸν Θεόν, ἢ φόβῳ τῶν
κινδύνων, τὴν ἔκπτωσιν ὑποµένειν καὶ εἰς τάς τοῦ διαβόλου χεῖρας ἐµπεσεῖν, τὴν αἰώνιον ἔκπτωσιν,
.
µᾶλλον δὲ κόλασιν σύν αὐτῷ ἐπισπᾶσθαι ἐπειδὴ ἐν ἐκ τῶν δύο πρόκειται ἡµῖν, ἢ τὸ ὑποµένειν τὰ πρῶτα
καὶ πρόσκαιρα, ἢ τὰ δεύτερα καὶ αἰώνια», Πέτρου ∆αµασκηνού, «Ὅτι ταπεινοφροσύνης δίχα ἀµήχανον
σωθῆναι», «Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.88, στ. 1-5.
752
Την οποία δε σταµάτησε φυσικά να αγαπάει, απλά ο συζυγικός του έρωτας µετουσιώθηκε πλέον σε
πνευµατική αγάπη (βλ. Τ.∆’,σ.96, στ.31-33).
753
Τ.∆’, σ.97, στ. 16-20.
199

5.4.2. Συζυγικός έρωτας χωρίς ανταπόκριση

Ο συζυγικός έρωτας από την πλευρά του συζύγου αναπτύσσεται


εκτενώς στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν». Στην αρχή του µυθιστορήµατος ο
Ιωάννης Μούχρας ή Βενδίκης παρουσιάζεται ως ευτυχισµένος σύζυγος
«φιλόξενος καὶ εὐπροσήγορος πρὸς πάντας». «Ἦτο ὡς βιβλικὸς πατριάρχης
ἔχων ἐκτεταµένους τοὺς κόλπους πρὸς τὰς ἀνθρωπίνας ψυχὰς τὰς κειµένας
παρὰ τοὺς πόδας του»754. Η δε σύζυγος του Αυγούστα φαίνεται αρχικά να
αγαπάει το σύζυγό της και να τρέφει στοργή στο νησί της Νάξου όπου
διαµένουν755.
Ωστόσο, ο αξιοζήλευτος αυτός άντρας διαπράττει ένα διπλό λάθος: ενώ
είχε την ευλογία του Θεού στο σπιτικό του, εκστρατεύει κατά των Γενοβέζων
πειρατών θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την ευτυχία του. Και ενώ
αισθανόταν «ἀπόγνωση» που δεν είχε ακόµη παιδιά, εξακολουθούσε µια
φορά την εβδοµάδα να φεύγει νύχτα από την οικία του και να επιστρέφει µετά
από µια- δυο ηµέρες. Με αυτόν τον τρόπο έµµεσα παραµελούσε την,
αγαπηµένη κατά τα άλλα, σύζυγό του. Η δε Αυγούστα υπέµενε καρτερικά τη
στάση του αυτή, εφόσον µε τα παράπονά της δεν είχε κατορθώσει τίποτα. Η
συµπεριφορά του αυτή οφειλόταν στο ότι είχε υποπέσει στο πάθος της
µαταιοδοξίας: «Τὸ αἴτιον δι' ὃ ὁ Μούχρας κατεδίωκεν ἐπιµόνως τοὺς πειρατὰς
ἦτο ὅτι εἶχε λάβει παρὰ τῆς Βενετίας εἰδικὸν προνόµιο. Ὁ δὲ σκοπός του ἦτο
νὰ τύχῃ, ὡς τῷ εἶχον ὑποσχεθῆ, διπλώµατος ναυάρχου καὶ εὐπατρίδου τῆς
Βενετίας»756.
∆ιαθέτοντας, εποµένως, µια ξενόδουλη νοοτροπία φέρεται µε µια υπέρ
του δέοντος γενναιοδωρία απέναντι στον ξένο ευγενή Μάρκο Σανούτο,
ελπίζοντας ότι µελλοντικά θα αξιωνόταν ενός αντίστοιχου αξιώµατος µε
εκείνον757. Ο Θεὸς «ἐφαίνετο ὅτι εἶχεν ἀνοικτὴν τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ οἴκου» του,
αλλά ο Μούχρας δεν συνειδητοποιεί αυτή τη θεϊκή εύνοια758. Για αυτό και
εγκαταλείπει το νοικοκυρεµένο σπιτικό του, την καλή και όµορφη σύζυγό του
και κυνηγάει την πραγµατοποίηση των φιλόδοξων επιθυµιών του. Κατ΄αυτόν
τον τρόπο ανοίγει την πόρτα στο κακό που εισβάλλει µέσα στο σπίτι του µέσω
του Μάρκου Σανούτου, του έως τότε «ευγενούς προτύπου» του Μούχρα.

754
Τ.Α’, σ.137, στ. 17 και στ.25-27.
755
«Ἠγάπα τὸν σύζυγόν της καὶ ἔτρεφε βαθεῖαν στοργὴν πρὸς τὴν ὡραίαν νῆσον» ,Τ.Α’, σ.138, στ.33-34
756
Τ.Α’, σ. 139, στ.4- 7.
757
Ο Γ.Βαλέτας θεωρεί ότι έµµεσα υπεύθυνος για την απαγωγή και την µετέπειτα πνευµατική
κατάπτωση της Αυγούστας είναι ο ίδιος ο σύζυγός της, λόγω της ξενόδουλης ψυχονοοτροπίας του.
Προκειµένου να εξασφαλίσει περισσότερα προνόµια από τους Βενετούς, χαρίζει στο Μάρκο Σανούτο
ένα ολόκληρο καράβι, τον βάζει στο σπίτι του και του «προσφέρει» περίπου και τη γυναίκα του,
ελπίζοντας ότι αυτός θα διατηρήσει τον «ιπποτισµό» του, βλ. Γ.Βαλέτα, «Παπαδιαµάντη. Η ζωή- το
έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ.507. Το ίδιο υποστηρίζει και ο κ. Μπαστιάς , βλ , Μπαστιά
Κ, «Παπαδιαµάντη: δοκίµιο», εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.89-91. Συµφωνούµε µόνο εν
µέρει µε τους δύο µελετητές. Την άποψή µας θα την εκθέσουµε αναλυτικά στο κυρίως µέρος της
εργασίας.
758
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ. 90.
200

Η ιστορία αυτού του ζευγαριού µας θυµίζει την πτώση των


πρωτοπλάστων. Μόνο που, ενώ στο προπατορικό αµάρτηµα, εκείνη που
υποκύπτει πρώτη είναι η γυναίκα, στο µυθιστόρηµα εκείνος που υποκύπτει
πρώτος στον πειρασµό της µαταιοδοξίας είναι ο Ιωάννης Μούχρας. Αφού
παρασύρθηκε από τον πειρασµό, στη συνέχεια πέφτει πλήρως στην παγίδα
του πονηρού και φέρνει στο σπίτι του το Σανούτο, την προσωποποίηση του
σαρκικού πειρασµού και τον «προσφέρει» στη γυναίκα του, την έως τότε
«ἀθῴα ὡς περιστερά». Όταν αργότερα η δια βίας και δόλου απαχθείσα
Αυγούστα υποκύψει στον ερωτικό πειρασµό, θα θελήσει να παραµείνει κοντά
του διότι «ἦτο ὡραῖος καὶ γλυκὺς τὴν γεῦσιν ὁ θανατώσας καρπὸς»759. Το
βάρος λοιπόν της ευθύνης πέφτει αρχικά στον - άθελά του- ηθικό αυτουργό
της συζυγικής του δυστυχίας. Το τίµηµα της αφέλειας, της υπέρµετρης
γενναιοδωρίας και της κενοδοξίας ήταν ακριβό.
Μετά την κατάχρηση της φιλοξενίας του και την αρπαγή της γυναίκας
του από το Σανούτο τα πάντα αλλάζουν για το Μούχρα. Η παραδείσια ευτυχία
του διαλύεται και ξεκινάει ένας ατέρµονος αγώνας επανεύρεσής της
Αυγούστας, στα πλαίσια του οποίου φτάνει ως τη Βενετία για να βρει τον
υπαίτιο της συµφοράς του και να τον εκδικηθεί. Είναι βέβαιο ότι στο διάστηµα
που µεσολάβησε θα αναλογίστηκε ξανά και ξανά τα προσωπικά του λάθη. Ο
ανδρικός όµως εγωισµός δεν τον αφήνει αρχικά να συνειδητοποιήσει το
αµάρτηµά του και να µετανοήσει. Αντίθετα, προβάλει έντονη την επιθυµία της
εκδίκησης προς ικανοποίηση της πληγωµένης του αξιοπρέπειας. Αυτός ο
τρόπος σκέψης όµως τον κρατάει δέσµιο στο φαύλο κύκλο των παθών. Κατά
συνέπεια, όταν τον βρίσκει , προσπαθεί να τον σκοτώσει, βαρύνοντας έτσι τη
ψυχή του µε ένα ακόµη αµάρτηµα. ∆εν τα καταφέρνει και βρίσκεται
πληγωµένος βαριά στο σπίτι µιας νοσοκόµου, της γραίας Φορκίνας. Μέσα στο
παραλήρηµα του πυρετού ανοίγει την καρδιά του και οµολογεί τον
απερίγραπτο πόνο που του προκάλεσε η απαγωγή της γυναίκας του: «Ἄχ,
δὲν µοὶ πονεῖ τόσον ἡ µαχαιριά του, ὅσον µοὶ ἐπόνεσε ἡ κατάρατος ἐκείνη
προδοσία του. Μοὶ ἥρπασε τὸν θησαυρόν µου, τὴν τιµήν µου, τὴν εὐτυχίαν
µου!»760.
Στο απόσπασµα αυτό διακρίνουµε την αγάπη του για τη χαµένη του
σύζυγο και τη δυστυχία στην οποία έχει περιέλθει λόγω της έλλειψής της.
Τώρα που δεν είναι πια κοντά του, συνειδητοποιεί την αξία που είχε για
εκείνον και πονά ψυχικά περισσότερο παρά σωµατικά. ∆υστυχώς, όπως θα
διαπιστώσει αργότερα, τα αισθήµατα της συζύγου του δεν ανταποκρινόταν
ποτέ στα δικά του. Όπως η ίδια εξοµολογείται στον πατέρα Αµµούν: «ἂν καὶ
διὰ τῆς βίας καὶ τοῦ δόλου µὲ ἀπήγαγεν ὁ Βενετὸς εὐπατρίδης ἐκ τῆς οἰκίας
τοῦ συζύγου µου, οὐχ ἧττον ἀπὸ τῆς πρώτης ἡµέρας εὐτύχηµα ἐνόµισα τὸ νὰ
συζῶ µὲ τὸν Βενετὸν καὶ νὰ εἶµαι ἐρωµένη του. ∆ιότι εἶχέ τι λίαν ἐπιβάλλον καὶ
ἑωσφορικόν, ὅπερ µὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν ἐντελῶς τὴν συνείδησίν µου.

759
Βλ.σχετικά Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, σ.91.
760
Τ.Α’, σ.218, στ.6-8.
201

Οὐδέποτε εἶχον ἀγαπήσει µὲ νεανικὸν πάθος τὸν σύζυγόν µου. Μοὶ ἐφαίνετο
βαρὺς καὶ ὀχληρός, ἂν καὶ αὐτὸς µὲ ἠγάπα»761. Αυτά τα λόγια, που έρχονται
σε µερική αντίθεση µε την πληροφορία που έχουµε στην αρχή ότι η Αυγούστα
«ἠγάπα τὸν σύζυγόν της», µπορούν να κατανοηθούν αν αναλογιστούµε το
είδος της αγάπης που έτρεφε η Αυγούστα προς εκείνον. Φαίνεται πως η
αγάπη της ήταν περισσότερο αποκύηµα σεβασµού και εκτίµησης και όχι
έρωτα. Η Αυγούστα λοιπόν δ ε ν υ π ή ρ ξ ε π ο τ έ ε ρ ω τ ε υ µ έ ν η µ ε τ ο
σ ύ ζ υ γ ό τ η ς . Πιθανόν αρνητικό ρόλο -πέρα από την «οχληρότητά»762 του-
να έπαιξε και η αδυναµία τους να αποκτήσουν παιδιά 763, κάτι για το οποίο ο Ι.
Μούχρας έχει σηµαντικό µερίδιο ευθύνης, όπως είδαµε παραπάνω.
Όταν ο δυστυχής Ιωάννης θα φτάσει στο νησί της Πάτµου, επειδή
έλαβε την πληροφορία για τη διαµονή της Αυγούστας σε µια από τις µονές
του, έχει άσχηµο προαίσθηµα: «∆ύναµαι ἄρα νὰ ἐλπίσω ὅτι θὰ ἐπανέλθη εἰς
ἐµὲ ἡ νεότης, ὁ ἔρως καὶ ἡ οἰκιακὴ εἰρήνη; (…)Τὶς ἠξεύρει ἂν δὲν ἠγάπησε τὸν
Βενετὸν καὶ ἂν δὲν τὸν ἀγαπᾶ ἀκόµη; (…) ∆ύναται γυνὴ γευθεῖσα τῶν
ἀκολάστων ἡδονῶν τοῦ ἀσώτου βίου νὰ ἐπανέλθη εἰς τὴν ἑστίαν τοῦ συζύγου
της; »764. Η µόνη του ελπίδα είναι να έχει µετανοήσει η γυναίκα του και να έχει
αφιερωθεί στο Θεό, γιατί «τὶς δύναται νὰ ζηλοτυπήση τοιοῦτον ἀντίζηλον;»765.
Μέσα στη ψυχή του ο πειρασµός της ζηλοτυπίας του προκαλεί απίστευτο
πόνο. ∆εν µπορεί να δεχθεί πως ένας ξένος στον οποίο φέρθηκε τόσο καλά
του το ανταπέδωσε κάνοντάς του τόσο κακό. Για αυτό και δεν µπορεί µέσα
στην καρδιά του να τον συγχωρέσει. Λέει χαρακτηριστικά στο Μηνά:
«φαντάσθητι, φίλε µου, ἠξεύρεις τι θὰ εἴπῃ τοῦτο; Νὰ εἶσαι ἀνὴρ τίµιος, ἀγαθός,
ἄµεµπτος, νὰ ἀγαπᾷς περιπαθῶς γυναῖκά τινα, ἥτις νὰ εἶναι σύζυγός σου, νὰ
τὴν νοµίζῃς εὐτυχίαν σου, κόσµηµά σου, θησαυρόν σου, καταφυγήν σου,
ἐλπίδα σου εἰς τοῦτον τὸν κόσµον! Καὶ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν σου ξένος τις, ὃν
νὰ φιλοξενήσῃς µετὰ προθυµίας, καὶ νὰ σοῦ ἁρπάσῃ τὴν γυναῖκα ταύτην καὶ νὰ
φύγῃ µετ' αὐτῆς! Ὤ, κόλασις!»766. Το πάθος της οργής, του θυµού και της
λύπης έχει φωλιάσει µέσα στη ψυχή του και τον οδηγεί στη βίωση µιας
πραγµατικής κόλασης, γιατί µε τις δικές του δυνάµεις και χωρίς την επίκληση
της βοήθειας του Θεού δεν µπορεί να τα καταφέρει: «Ὅταν ὑπὸ ὀργῆς ἡ ψυχὴ
ταράττηται(..) ἢ ὑπὸ χαλεπῆς δυσθυµίας ὀχλῆται, οὗ δύναται ὁ νοῦς ἐγκρατὴς

761
Τ.Α’, σ.227, στ. 17-22. Είναι βέβαιο ότι την αγαπούσε, αλλά έδινε προτεραιότητα στις προσωπικές
του φιλοδοξίες, κάτι που εισέπραττε η Αυγούστα ως οχληρότητα.
762
Η οχληρότητα αυτή του Ι. Μούχρα κατά το διάστηµα της έγγαµης ζωής του µε την Αυγούστα φαίνεται
πως επηρέασε αρνητικά τα αισθήµατά της απέναντί του. Όπως επισηµαίνει ο π. Φ. Φάρος, σε ένα γάµο
ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της πλήξης και της αντιµετώπισης των εγγύτερων σχέσεων του ζευγαριού
ως ενός είδους καθήκοντος από το οποίο απουσιάζει η τρυφερότητα και η ουσιαστική ψυχοσωµατική
ενότητα. Κατά συνέπεια, η ανάγκη για τρυφερότητα µπορεί σε µια τέτοια περίπτωση να οδηγήσει τον
ένα ή και τους δύο συζύγους στην αναζήτησή της «έξω από το γάµο και ειδικότερα, στην παρανοµία,
στο απόκρυφο και στο βρώµικο». Παρά το γεγονός ότι η Αυγούστα δεν επιδίωξε από µόνη της αυτή την
λανθασµένη «διέξοδο», όταν οι συνθήκες την οδήγησαν σε αυτή, δόθηκε ψυχή τε και σώµατι. Βλ. π. Φ.
Φάρου, Ἔρωτος φύσις, ό.π., σ. 26.
763
Βλ. τα ειρωνικά κουτσοµπολιά της υπηρέτριάς της Σεντίνας, Τ.Α’, σ. 160-162.
764
Τ.Α’, σ.245, στ.7-13.
765
Τ.Α’, σ.245, στ.21.
766
Τ.Α’, σ. 245, στ.31-33 και σ.246, στ.1-3.
202

(κὰν ὅπως ἑαυτὸν βιάζοιτο) γενέσθαι τῆς τοῦ Θεοῦ µνήµης. Ἐσκοτισµένος γὰρ
ὅλος ὑπὸ τῆς δεινότητος τῶν παθῶν ὧν, ἀλλότριος της οἰκείας πάντως γίνεται
αἰσθήσεως »767.
Συνεπώς, ο Βενδίκης σε όλο σχεδόν το µυθιστόρηµα παρουσιάζεται
γηρασµένος προώρως, δυστυχής, απελπισµένος, σχεδόν σχιζοφρενής, γιατί
άφησε τον εαυτό του να καταληφθεί από τα προαναφερθέντα πάθη, αντί να
καταφύγει στο λυτρωτή Χριστό, που θα βοηθούσε τη ψυχή του να γαληνέψει
και να δει τα πράγµατα καθαρά. Έτσι, δεν µπόρεσε να στρέψει το θυµό του
προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να ωφελήσει και τον εαυτό του και τους δύο
άλλους ανθρώπους που τον πλήγωσαν τόσο. Ο Άγιος ∆ιάδοχος µας δείχνει
αυτή τη σωστή κατεύθυνση: «Ὁ θυµὸς πλέον τῶν ἄλλων παθῶν ταράττειν
εἴωθε καὶ συγχεὶν τὴν ψυχήν, ἔστι δ΄ὄτε καὶ τὰ µέγιστα αὐτὴν ὠφελεῖ. Ἤνικα
γὰρ κατὰ τῶν ἀσεβούντων ἢ ὁπωσδήποτε ἀσελγαινόντων (ἐδῶ τοῦ Σανούτου
καὶ τῆς Αὐγούστας), ἀταράχως αὐτῶ ἴνα ἢ σωθώσιν ἢ καταισχυνθώσι,
κεχρήµεθα, προσθήκην αὐτὴ προξενοῦµεν πραότητος. Τῷ γὰρ σκοπῶ
πάντως τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγαθότητος συντρέχοµεν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ
τὸ θηλυδρῶδες αὐτῆς, βαρέως ὀργισθέντες κατὰ τῆς ἁµαρτίας, ἀπαρρενοῦµεν
πολλάκις»768.
Ο Βενδίκης στρέφεται κατά του ίδιου του Σανούτου, περιστρέφοντας
όλη του τη ζωή γύρω από την εκδίκηση, αντί να οργιστεί κατά των παθών
αυτού του ανθρώπου, που τον οδήγησαν στις αµαρτωλές πράξεις του και
κυρίως κατά των προσωπικών του παθών, που στάθηκαν υπαίτια της
καταστροφής. Κατά συνέπεια, κινδυνεύει να χάσει τη ψυχή του όταν επιδιώκει
να τον φονεύσει, ξεχνώντας τις προτροπές του Κυρίου για τη συµπεριφορά
µας απέναντι στους εχθρούς µας. Αναρωτιέται διαρκώς- έχοντας θολωµένο το
νου του από την οργή - σε τι έφταιξε και βασανίζεται τόσο, αντί να µιµηθεί τον
δίκαιο Ιώβ που υπέφερε πολύ περισσότερο. Μόνο προς το τελευταίο µισό του
µυθιστορήµατος οµολογεί: «Φαίνεται ὅτι τιµωροῦµαι δικαίως, ἀφοῦ
τιµωροῦµαι· ἀλλ' ἀγνοῶ διατί.»769. Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό δίνεται ήδη
στην αρχή του διηγήµατος µε τη δουλική συµπεριφορά του απέναντι στο
Σανούτο λόγω της επιθυµίας του να γίνει «εὐπατρίδης τῆς Βενετίας». Αυτή η
µαταιόδοξη και σχεδόν αλλαζονική συµπεριφορά είναι η αιτία του κακού και η
δική του προσωπική αµαρτία την οποία αδυνατεί ακόµη να δει.
Όµως, παρ’ όλα τα λάθη του, ο έρωτας του για τη σύζυγό του, είναι
βαθύς και αληθινός. Και η φοβερή περιπέτεια την οποία υφίσταται γίνεται
αφορµή για να ξετυλιχθεί προοδευτικά όλο το εύρος της αγάπης του. Ο
Μούχρας αισθάνεται πραγµατικά την Αυγούστα ως σάρκα εκ της σαρκός του ,
αφού οι δυό τους αποτελούν µετά το µυστήριο του γάµου τους «σάρκαν
µίαν». Για αυτό, ακόµη και όταν συνειδητοποιεί ότι η Αυγούστα αγαπά το
Σανούτο, δεν την εγκαταλείπει, αλλά αγωνιά περισσότερο και προσπαθεί
απεγνωσµένα να τη ξαναβρεί. Ακολουθεί, υποσυνείδητα ίσως, την εντολή του
767
∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.251, Νο.ξα’.
768
«Λόγος ἀσκητικὸς» , Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.252, Νο.ξβ’.
769
Τ.Α’, σ.261, στ. 8-9.
203

Κυρίου προς τον Ωσηέ «πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγαπῶσαν πονηρὰ
καὶ µοιχαλίν»770. Όπως «όταν ο άνθρωπος χάνει την αγάπη του, για τον Θεό,
ο Θεός αυξάνει την αγάπη και τον έρωτά του για τον αποστάτη» 771, έτσι και
ο Μούχρας εντείνει τις προσπάθειές του να τη ξαναβρεί. Ψάχνει παντού, εντός
και εκτός των ελληνικών συνόρων, γιατί θλίβεται η καρδιά και η ψυχή του στη
σκέψη ότι το άλλο του µισό δεν θα µπορέσει να µπει µαζί του- αν και ο ίδιος
αξιωθεί της τιµής- στη Βασιλεία των Ουρανών. Όλη η µέριµνά του στρέφεται
γύρω από τις πιθανότητες σωτηρίας της ψυχής της Αυγούστας. Αδιαφορεί για
το σωµατικό τραυµατισµό του και στο τέλος του µυθιστορήµατος είναι έτοιµος
να θυσιάσει τη ζωή του για την Αυγούστα, σπεύδοντας να κολυµβήσει προς
το φλεγόµενο πλοίο παρά τις συνεχείς εκρήξεις. Έτσι, µιµείται τον
«ερωτευµένο Νυµφίο, που τραυµατίζεται και θυσιάζεται για την αγάπη του
προς την Νύµφη, την ανθρώπινη ύπαρξη»772. ∆ιαπιστώνουµε εποµένως ότι
όσο εξελίσσεται το µυθιστόρηµα η αρχικά θιγµένη τιµή και αξιοπρέπεια του
Ιωάννη δίνει τη θέση της στην ουσία, δηλαδή σε µια εναγώνια µέριµνα για τη
σωτηρία της συζύγου του, την επαναφορά της από τον πνευµατικό θάνατο
στην αληθινή ζωή 773. Με άλλα λόγια, ο «ἀγαπητικὸς ἔρωτας» του Μούχρα,
σε αντίθεση µε το «ἐρωτικὸν αὐτοείδωλον» του Σανούτου774, είναι ενταγµένος
σε µια πνευµατική προοπτική.
Μετά και τις τελευταίες έρευνές του στην Πάτµο, πληροφορήθηκε «µετά
σπαραγµοῦ καρδίας» για τη δεινώς πάσχουσα γυναίκα του και φαίνεται πως
άρχισε να συνειδητοποιεί ενδόµυχα την πνευµατική ασθένεια από την οποία
εκείνη υπέφερε. Η στιγµή της λύτρωσης κ α ι γ ι α τ ο υ ς δ ύ ο σ υ ζ ύ γ ο υ ς
φτάνει την ώρα του ολοκαυτώµατος της ναυαρχίδας. Η τελευταία στιχοµυθία
τους: «- Ἰωάννη, σύζυγέ µου, συγχώρησόν µε!» (λόγια τα οποία είπε µε νεύµα
αποχαιρετισµού και ικεσίας προς εκείνον)775 «- Σὲ συγχωρῶ ἐξ ὅλης ψυχῆς
…» (που απάντησε εκείνος µε ειλικρίνεια, ενώ προσπαθούσε αγωνιωδώς να
τη φτάσει κολυµπώντας)776 αποκαθιστά τη διερρηγµένη ενότητά τους ως
συζύγων. Ο Ιωάννης Μούχρας «ἠγάπησε», «ἢµαρτε» και τελικά «µετενόησε»,
αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στο µοναχικό βίο, προσευχόµενος για
την ψυχή τη δική του και της συζύγου του.
770
Ωσ.,3, 1.
771
π. Στύλιου, Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, σ.309.
772
π. Στύλιου, ό.π. σ.308.
773
Βλ. σχετικά και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ο άγονος έρωτας», στον τόµο Η Αδιάπτωτη Μαγεία,
σ.19.
774
Βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ό.π., σ.19. Ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος χρησιµοποιεί τους όρους
αυτούς για να αποδώσει τη διαφορετική «ερωτική» νοοτροπία µεταξύ Ανατολής - ∆ύσης. Και οι δύο όροι
έχουν πατερική προέλευση. Ο όρος «ἀγαπητικός ἔρως» χρησιµοποιείται από τον Άγιο Μάξιµο τον
Οµολογητή, που αναφέρει πως «γεννήτωρ» του αγαπητικού έρωτος είναι ο Θεός, βλ. «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων εκατοντάς εβδόµη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 183, Νο.πζ’. Ο όρος «εἴδωλον» χρησιµοποιείται από
τον Άγιο ∆ιονύσιο τον Αρεοπαγίτη για να αποδώσει τον «µεριστόν και σωµατοπρεπῆ και διῃρηµένον»
έρωτα που αποτελεί «ἐκπτωσιν τοῦ ὄντως ἐρωτος», βλ. «Περί θείων ὀνοµάτων» 4, PG 3, 709BC.
775
Κατά τον Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλο, µε τον οποιο συµφωνούµε, στην τελευταία αυτή σκηνή «παίζεται
η ψυχή της και σώζεται, ‘’αὐτὴ δὲ ὡς διὰ πυρὸς’’ κατά το τροµερό, αλλά ελπιδοφόρο λόγο του
Αποστόλου», ό.π. σ.20.
776
Τ.Α’, σ.340, στ.30-34.
204

Παντελή έλλειψη ανταπόκρισης στα αισθήµατα της έχει και η σύζυγος


του πορθµέως Γιάννη Μπρίκου στο «Βαρδιάνο στά σπόρκα». Όταν έµαθε ότι
αυτός «εἶχε σπορκαρισθῆ», τρόµαξε τόσο ώστε «ἔκλαιε καὶ δὲν ἤθελε νὰ
παρηγορηθῆ»777. Για αυτό χρειάστηκε να την παρηγορήσει η θεια- Σκεύω.
Αντιθέτως, ο Γιάννης δεν ρωτάει καν για τη γυναίκα του, όταν µετέφερε τη
µεταµφιεσµένη θεια - Σκεύω στο λαζαρέτο. Στις πληροφορίες που του δίνει
εκείνη για τη στεναχώρια της συµβίας του εξαιτίας του σπορκαρίσµατός του
αντιδρά µε έντονη δυσφορία. Άλλος στη θέση του θα αισθανόταν µάλλον
χαρά για το ενδιαφέρον της. Ωστόσο, ο Γιάννης εξοργίζεται θεωρώντας ότι η
συµπεριφορά της έδωσε τροφή στη γειτονιά για ειρωνικά σχόλια. ∆ίνει,
δηλαδή, περισσότερη βαρύτητα στα σχόλια των γειτόνων παρά στην αγωνία
της συζύγου του. Επ’ αφορµής του γεγονότος εκφράζει µάλιστα την
υποτιµητική άποψη ότι δεν υπάρχει «ἄλλο χειρότερο φόρτωµα, χειρότερο
πανωσάµαρο, ἀπ' τὶς γυναῖκες»778. Η στάση του µας δείχνει έναν άνθρωπο
αδιάφορο που δεν συµµερίζεται ούτε στο ελάχιστο το ενδιαφέρον της
γυναίκας του για εκείνον.

5.5. Αρνητική έκβαση του γάµου: ∆ιάσταση- διαζύγιο

Η θέση του Ευαγγελίου στο θέµα του διαζυγίου είναι ξεκάθαρη: όταν
παντρεύονται δύο άνθρωποι, είναι πλέον «σάρκα µία» ενώπιον του Θεού. «Ὅ
οὖν Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος µη χωριζέτω»779, είτε αυτός ο άνθρωπος
είναι ένας από τους δυο συζύγους είτε κάποιος έξω από το ζευγάρι. Επιθυµία
του Χριστού είναι «πάντες ἐν ὧσι, καθὼς σύ, πάτερ ἐν ἐµοὶ κἀγώ ἐν σοὶ»780. Ο
γάµος εικονίζει την ενοποιό κοινωνία αγάπης και αλληλοπεριχώρησης των
προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ο δε Χριστός έγινε «ὑπήκοος µέχρι θανάτου
θανάτου δὲ σταυροῦ»781 υπακούοντας στο θέληµα του Πατρός του και από
αληθινή αγάπη προς τον άνθρωπο. Ως Νυµφίος θυσιάστηκε για την Εκκλησία
του. Κατ’ αναλογία, το κάθε πρόσωπο στο ζευγάρι είναι ξεχωριστό αλλά
συγχρόνως λογαριάζονται µαζί ως ένας άνθρωπος. Οφείλει, εποµένως, να
είναι έτοιµο να θυσιαστεί για χάρη του άλλου, που είναι πλέον κοµµάτι του
εαυτού του.
Όταν η βαθύτερη αυτή έννοια του γάµου δεν γίνει βίωµα, δεν
κατανοηθεί από το νου και την καρδιά των δύο µελών αυτού, τότε ο γάµος
καθίσταται ένα απλός κοινωνικός - εξωτερικός θεσµός. Μπορεί να υπάρχουν,
τουλάχιστον στην αρχή, αισθήµατα αλλά απουσιάζει η διάθεση θυσίας,
αυτοπροσφοράς782. Σε αυτήν την περίπτωση ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της

777
Τ.Β’, σ.555, στ.14-15.
778
Τ.Β’, σ.586, στ.7-8 . Είναι γνωστή η διαδεδοµένη άποψη της εποχής ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα
διαρκές βάρος για την οικογένειά τους.
779
Μτ.19,6.
780
Ιω.17,21.
781
Φιλ. 2,8.
782
Ένας τέτοιος γάµος κατά τον Χ. Γιανναρά αποτελεί µια ακροβασία. Οι δυο συµβαλλόµενοι, µε όπλα
τα εναλλασσόµενα αισθήµατα και τις επιθυµίες τους, ακροβατούν. Απουσιάζει όµως το στήριγµα εκείνο
205

διάλυσης του γάµου είτε προσωρινά µέσω της διάστασης είτε µόνιµα µέσω
του διαζυγίου. Ο ίδιος ο Κύριος στηλιτεύει το θεσµό του διαζυγίου, που
καταλύει την σωτηριολογική και ενωτική δύναµη του γάµου, αποδίδοντάς τον
στην «σκληροκαρδίαν» των ανθρώπων783. Αλλά και ο απόστολος Παύλος
είναι αρνητικός απέναντι στο διαζύγιο, αποθαρρύνοντας το δεύτερο γάµο των
διαζευγµένων784. Για αυτό και από εκκλησιολογικής πλευράς το διαζύγιο είναι
µια ενέργεια καταλύσεως της «µικράς εκκλησίας», όπως χαρακτηρίζουν οι
Πατέρες το γάµο, και δηλώνει την απόφαση των δύο συζύγων να
τοποθετηθούν έξω από τον µυστηριακό, χαρισµατικό και εκκλησιολογικό
χώρο του γάµου όπου πραγµατώνεται η σωτηρία τους785. Κατά συνέπεια, η
Εκκλησία δέχεται το διαζύγιο µόνο στα πλαίσια του «κατ’ οικονοµίαν» και της
φιλάνθρωπης στάσης που κρατάει απέναντι στον αµαρτωλό άνθρωπο.

Τον προσωπικό του προβληµατισµό για την ηθική κατάπτωση που


οδηγεί στο διαζύγιο πολλά ζευγάρια, µε την ανοχή µάλιστα ορισµένων
κληρικών, εκθέτει µε οξύνοια και ειρωνική διάθεση ο Παπαδιαµάντης στο
φιλολογικό του κείµενο «Γλώσσα καὶ Κοινωνία»: «Χθὲς πάλιν ἐδιάβασα εἰς
µίαν ἐφηµερίδα ὅτι µᾶς ἦλθαν Μορµῶνοι ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀµερικῆς, µὲ
σκοπὸν νὰ µᾶς προσηλυτίσουν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ νὰ εἰσαγάγουν παρ'
ἡµῖν τὴν πολυγαµίαν.
Καὶ ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαιρος, ἀφοῦ
γλῶσσα καὶ θρησκεία εἶναι τὰ κυριώτερα γνωρίσµατα ἔθνους, συγχρόνως µὲ
τὴν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νὰ µᾶς ἔλθῃ καὶ ὁ Μορµωνισµός. Πλὴν µὴ τυχὸν
πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νοµίζουσιν ὅτι ἔχοµεν ἐδῶ µονογαµίαν; Ἐδῶ ἡ µὲν
παλλακεία καὶ κοινογαµία εἰς τὴν ἀνωτέραν, τὴν µέσην, καὶ τὴν κατωτέραν
τάξιν, αὐξάνει καὶ διαδίδεται, τ ὰ δ ὲ δ ι α ζ ύ γ ι α π λ η θ ύ ν ο ν τ α ι ὅ π ω ς
τ ὰ µ α ν ι τ ά ρ ι α µ ὲ τ ὸ ν ὑ γ ρ ὸ ν κ α ι ρ ό ν . Οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἱεράρχαι µας,
νευρόσπαστα εὐχείρωτα καὶ εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τὴν ἡµέραν ἕνα γάµον,
ἀπαγγέλλουσι µετὰ στόµφου τὰ λόγια τῆς εὐχῆς: "οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν,
ἄνθρωπος µὴ χωριζέτω". Εἶτα, ὀλίγον καιρὸν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περὶ τοῦ
ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: "ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες,
θεωροῦνται καὶ ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισµένοι". Εἶτα, µετ' ὀλίγους µῆνας πάλιν,
οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τὸν γάµον τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν διαζευχθέντων µετ' ἄλλου
προσώπου, καὶ πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τὴν εὐχήν: "οὓς ὁ Θεὸς
συνέζευξεν, ἄνθρωπος µὴ χωριζέτω..."»786.

που θα τους «σώσει» σε περίπτωση πτώσης. Όταν, εποµένως, οι προσδοκίες τους διαψευστούν η
διάλυση του γάµου είναι η αναπόφευκτη συνέπεια. Βλ. Χ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ό.π.
σ.126.
783
Βλ. Μτ. 19, 8.
784
Βλ. Α. Κορ. 7, 10-11. Βλ. επίσης σχετικά π.Μέγιεντορφ Ιω., Ο ορθόδοξος γάµος, εκδόσεις Ακρίτα,
2004, σ. 144. Στο βιβλίο αυτό αναφέρεται, µεταξύ άλλων, και η αυστηρή στάση που κρατούσε η
Εκκλησία κατά τη βυζαντινή περίοδο απέναντι σε όσους διαζευγµένους τελούσαν δεύτερο γάµο
επιβάλλοντάς τους αποχή από τη Θεία Κοινωνία που έφθανε έως τα επτά χρόνια, βλ., ό.π., σ. 148-150.
785
Βλ. Γ.Πατρώνου, ό.π. σ.298.
786
Τ.Ε’, σ.290, στ.19-31 και σ.291, στ.1-5.
206

Αντανακλώντας, ωστόσο, την πραγµατικότητα του καιρού του, δεν είναι


λίγες οι φορές που στα έργα του ένα ζευγάρι καταλήγει σε χωρισµό. Αν και
την εποχή εκείνη το διαζύγιο θεωρείται «ταµπού», ωστόσο αποτελεί µια
πραγµατικότητα. Τα αίτια πολλά (τα περισσότερα ταυτιζόµενα µε πάθη):
εγωισµός- εγωλατρεία787, φιλαυτία, πείσµα, θυµός, οργή, απιστία- µοιχεία,
παράλογες απαιτήσεις, στειρότητα, ψεύτικες υποσχέσεις. Αν και σε ορισµένες
περιπτώσεις γίνονται προσπάθειες επανένωσης του ανδρογύνου, αρκετές
φορές η συνδιαλλαγή και «συγχώρηση» καθίσταται δύσκολη. Τότε το ζευγάρι
παραµένει σε διάσταση ή προχωράει σε διαζύγιο.

Ας προχωρήσουµε όµως στην ανάλυση ορισµένων ενδεικτικών


περιπτώσεων. Έχουµε ήδη δει τις καταστροφικές συνέπειες του θυµού και του
εγωισµού στο γάµο του γερο- Φραγκούλη και της Σινιώρας στον «Ρεµβασµό
τοῦ ∆εκαπενταυγούστου». Μετά το θάνατο της µικρής Κουµπώς το ζεύγος
παρέµεινε σε διάσταση, η οποία, για πρώτη φορά, ήταν φιλική και «µέ τὴν
συναίνεσιν» της συζύγου του που συνειδητοποίησε την επιθυµία του να γίνει
µοναχός.

Στις «Παραπονεµένες» η Κούλα εγκαταλείφτηκε από το σύζυγό της


«εν ριπή οφθαλµού». Μετά το γάµο και αφού έµεινε µαζί της για µια µόνο
βραδιά έγινε «ἄφαντος». Το αίτιο αυτής της ταχύτατης φυγής δεν
διευκρινίζεται. Ωστόσο, λίγο πιο πάνω στο διήγηµα αναφέρεται ότι η εν λόγω
κοπέλα, από µικρή ακόµη, ήταν «πολύ ἐλευθέρα κόρη», υποψιάζοντάς µας
για ένα πιθανό ηθικό της παράπτωµα που οδήγησε στην εσπευσµένη φυγή
του συζύγου788.

Σε διάσταση µε τη γυναίκα του βρισκόταν και ο γραφικός µαστρο-


Παύλος ο Πισκολέτος στο γλυκόπικρο διήγηµα «τά Χριστούγεννα τοῦ
τεµπέλη»789. Η γυναίκα του, µην αντέχοντας την υπερβολική τεµπελιά του που
καταδίκαζε το σπίτι τους σε τόση φτώχεια ώστε να στερούνται τα βασικά και
να χρωστάνε έξι ενοίκια, τον είχε διώξει από το σπίτι. ∆υστυχώς όµως το
πνεύµα της ακηδίας που είχε φωλιάσει µέσα του δεν τον άφηνε να
συνειδητοποιήσει το πάθος του και να εργαστεί προκειµένου να φροντίσει την
οικογένειά του: «Ἐργασίας χειρῶν φρόντιζε. καὶ τοῦτο εἰ δυνατὸν νυκτὸς καὶ
ἡµέρας, πρὸς τὸ µὴ ἐπιβαρῆσαι τινὰ (…). Ἴνα δὴ καὶ ἐν τούτῳ τὸν τῆς ἀκηδίας
καταπαλαίσῃς δαίµονα καὶ τάς ἄλλας πάσας ἐπιθυµίας τοῦ ἐχθροῦ διάρῃς.
ἐπίκειται γὰρ τῇ ἀργίᾳ ὁ τῆς ἀκηδίας δαίµων. Καὶ ἐν ἐπιθυµίαις ἐστίν, ὡς φησίν,
πᾶς ἀεργός»790.
Ενώ ήθελε να συµφιλιωθεί µε τη γυναίκα του και να επιστρέψει στο
σπίτι του, η υπερβολική ραθυµία του δεν τον άφησε να εργασθεί στα

787
Βλ. Χ.Γιανναρά, Σχόλιο στο άσµα ασµάτων, ∆όµος, 1998, σ.139.
788
Τ.Γ’, σ.193, στ.14.
789
Τ.Γ’, σ.157- 164.
790
Ευαγρίου Μοναχού, «Ὑποτύπωσις µοναχική», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 41, στ.34-39 .
207

βυρσοδεψία πριν από τα Χριστούγεννα µε τη δικαιολογία ότι οι συνθήκες ήταν


άσχηµες. Έτσι δεν εξασφάλισε τα χρήµατα που χρειαζόταν για το
χριστουγεννιάτικο δείπνο. Το όνειρο του όµως να γευτεί µια νόστιµη
γαλοπούλα παραµένει. Η προσωρινή του µετάνοια µένει µόνο στη θεωρητική
σφαίρα, ενώ στην πράξη εξακολουθεί να περιφέρεται επιδιώκοντας να
εξοικονοµήσει χρήµατα ή τρόφιµα χωρίς να εργασθεί. Σε µια στιγµή
«περισυλλογής» εύχεται να υπήρχε ένα τεµπελχανείο στην Αθήνα, κατά το
πρότυπο της Καβάλας, όπου όποιος τεµπέλης προτιµούσε να καεί παρά να
σηκωθεί από τη ψάθα που τον ξάπλωναν, δικαιούνταν να φάει δωρεάν
πιλάφι!791. Όπως ήταν αναµενόµενο, η αεργία, η ραθυµία και η ακηδία τον
οδήγησαν και στα επόµενα αµαρτήµατα: αυτά του ψεύδους και της
παράνοµης οικειοποίησης της ξένης περιουσίας.
Καθώς έβγαινε από ένα καπηλειό βρέθηκε µπροστά του ένα παιδί µε
µια γαλοπούλα και άλλα τρόφιµα, τα οποία προοριζόταν για µια άλλη
οικογένεια. Επειδή δεν γνώριζε την ακριβή διεύθυνση του παραλήπτη, ζήτησε
τη βοήθειά του. Τι µεγάλος πειρασµός! Ιδού, τόσες µέρες ονειρευόταν µια
γαλοπούλα και άλλα καλούδια ως µέσο συνδιαλλαγής µε τη γυναίκα του και
ξαφνικά αυτά βρέθηκαν µπροστά του. Τι και αν άνηκαν σε άλλον!
Υποκύπτοντας στον πειρασµό δεν συνειδητοποιεί ότι, εκτός από ψεύτης,
επρόκειτο να γίνει και κλέφτης. Με την ιδέα του λαχταριστού µαγειρεµένου
γαλόπουλου ο πονηρός θόλωσε τη λογική του και αλλοίωσε την κρίση του
οδηγώντας τον στην διάπραξη της αµαρτίας. ∆εν έλαβε υπόψη του πως ο
αληθινός δικαιούχος της γαλοπούλας και των τροφίµων θα τα διεκδικούσε
αυτοδικαίως. Έµεινε στην ηδονή της γαστριµαργίας και απέφυγε να σκεφθεί
την αναπόφευκτη οδύνη της ντροπής που θα ακολουθούσε για τον ίδιο και
την οικογένειά του.
Το αποτέλεσµα αναµενόµενο. ο ίδιος όµως δεν φαίνεται να το
συνειδητοποιεί αφού, µέχρι και την τελευταία στιγµή, ελπίζει να δοκιµάσει και
εκείνος την ποθητή γαλοπούλα. Ενώ έχει επίγνωση του προβλήµατός του και
δεν επιθυµεί να υφίσταται τις αρνητικές συνέπειές του, δεν κάνει ούτε τις
ελάχιστες κινήσεις για να αλλάξει την κατάστασή του. Μας θυµίζει τον κακό
δούλο της γνωστής παραβολής των ταλάντων, που προτιµά να θάψει το
τάλαντό του παρά να το αξιοποιήσει καταβάλλοντας έστω και τον ελάχιστο
κόπο. Η αναγνώριση όµως των σφαλµάτων και η ανάληψη των ευθυνών του
µε την ταυτόχρονη στροφή του προς τη διόρθωσή τους είναι µονόδροµος για
την αποκατάσταση του κινδυνεύοντος γάµου του.
Το τέλος του διηγήµατος επιβεβαιώνει τα λόγια του αποστόλου Παύλου
στη Β’ Προς Θεσσαλονικείς: «Εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, µηδὲ ἐσθιέτω»792.
Έτσι και ο µαστρο-Παύλος ως αργόσχολος και «περιεργαζόµενος τους
άλλους»793, αντί να είναι «εργαζόµενος», τιµωρήθηκε τελικά µε το να µείνει
νηστικός και να προπηλακιστεί από την οικογένεια και το τρίχρονο παιδί του.
791
Τ.Γ’, σ.161, στ.11-20.
792
Β’ Θεσ. 3,10.
793
Βλ.Β’ Θεσ. 3.11.
208

Η απουσία του ως πατέρα από το σπίτι (απουσία πολλαπλή: σωµατική,


οικονοµική, πνευµατική), έδωσε το δικαίωµα σε έναν τρίτο, το γυναικαδελφό
του, να πάρει τη θέση του στην καρδιά του παιδιού του και να καταστήσει
εκείνον αποσυνάγωγο, ξένο. Με δική του πάλι ευθύνη καταστρέφει,
τουλάχιστον προς το παρόν, κάθε πιθανότητα επανασύνδεσης µε τη γυναίκα
του. Οι δε νουθεσίες της σπιτονοικοκυράς του κυρα- Στρατίνας είναι
παρόµοιες µε τις αντίστοιχες συµβουλές του αποστόλου Παύλου στην ίδια
επιστολή: «Τοὶς δὲ τοιούτοις παραγγέλοµεν καὶ παρακαλοῦµεν διὰ τοῦ Κυρίου
ἠµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἴνα µετὰ ἡσυχίας ἐργαζόµενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον
ἐσθίωσιν»794. Αυτή είναι και η µοναδική λύση που θα τον βοηθήσει να
ξαναενωθεί µε τη σύζυγο και το γιο του. Πρέπει όµως, πρώτα από όλα, να το
πάρει ο ίδιος απόφαση.

Γεµάτος µυστήριο ήταν αρχικά και ο άµεσος χωρισµός στον οποίο


κατέληξε ο γάµος ενός άλλου ήρωα, του Ζάχου της Σταµάταινας795. Ο
σαρανταπεντάχρονος πλέον Ζάχος από νεαρή ηλικία δεν έκανε σωστή
διαχείριση των χρηµάτων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που
περιήλθαν στα χέρια του µε αποτέλεσµα να χρειαστεί να φύγει στην Αµερική.
Όταν επέστρεψε στο νησί, διαδόθηκε η φήµη ότι έφερε αρκετές λίρες µαζί του
από εκεί. Σε αυτό συνετέλεσε και η τρυφηλή, γεµάτη γλέντια, ζωή που διήγε
µετά την επάνοδό του. Το αποτέλεσµα ήταν να συγκατατεθεί για να τον
παντρευτεί µια αρχοντοξεπεσµένη, ορφανή καπετανοπούλα. Την περίοδο του
αρραβώνα που «οἱ λίρες τῆς Ἀµερικῆς ἐβαστοῦσαν ἀκόµη»796 όλα φαινόταν
να πηγαίνουν καλά. Ο Ζάχος όµως ξόδευε αφειδώς τα λιγοστά χρήµατα που
είχε φέρει, µη λογαριάζοντας τις συνέπειες από την πρόωρη κατασπατάλησή
τους. Συµπεριφερόµενος ως άλλος «άσωτος υιός», στάθηκε απερίσκεπτος
πίνοντας, καπνίζοντας και γλεντώντας οληµερίς.
Από την άλλη πλευρά, η σύζυγός του παρουσιάζεται ως µια αλαζονική-
λόγω της καταγωγής της- και φιλάργυρη γυναίκα, η οποία πείστηκε να τον
παντρευτεί µόνο όταν οι προξενήτρες και οι φίλοι «τῆς παρίστανον µὲ µιµικὸν
τρόπον ὁποῖός τις ἦτο ὡς ἔγγιστα ὁ ἦχος τῶν λιρῶν τοῦ παλιννοστήσαντος
ἀπὸ τὴν Ἀµερικὴν Ζάχου»797. Τον παντρεύεται εποµένως, επειδή κατ’ ουσίαν
ποθεί τον «πλοῦτον, γήινόν τε καὶ διαρρέοντα. πλοῦτον, ὃς κἄν µὴ παρῇ τοῖς
ποθοῦσιν, αὐτῷ τῷ πωθεῖσθαι ζηµιοῖ τὰ µέγιστα». Ξεχνάει πως «ἐµπίπτουσι
γὰρ εἰς πειρασµοὺς καὶ παγίδας τοῦ διαβόλου, καθά φησι Παῦλος, οἱ
ἐπιθυµοῦντες πλουτεῖν»798.

794
Β΄ Θεσ. 3,12.
795
Στο διήγηµα «οἱ Λίρες τοῦ Ζάχου» , Τ. ∆’, σ.291-296.
796
Τ.∆’, σ.294, στ. 30.
797
Τ.∆’, σ.294, στ. 23-25.
798
Γρηγορίου Παλαµά «Πρὸς Ξένην µοναχήν», σ. 101, στ.12- 15. Τα ακριβή λόγια του αποστόλου
Παύλου για το πόσο φοβερό πάθος είναι η φιλαργυρία είναι τα εξής: «Οἱ δὲ βουλόµενοι πλουτεῖν
ἐµπίπτουσιν εἰς πειρασµὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυµίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι
τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία…».( Α’ Τιµ.
209

Για αυτό, ευθύς µετά το γάµο και πριν ακόµη κοιµηθούν, κυριευµένη
από το πάθος της, απαίτησε από το Ζάχο να της δώσει τις λίρες για να τις
πιάσει, να τις µετρήσει και να τις έχει στα χέρια της. Η οµολογία του ότι δεν
είχε πια άλλες λίρες αποκάλυψε την πραγµατική αιτία για την οποία τον είχε
παντρευτεί και προκάλεσε την οργή της: την ίδια κιόλας βραδιά τον έδιωξε
από το σπίτι προκαλώντας τεράστια ζηµία όχι µόνο στο Ζάχο ( που υπέπεσε
στο αµάρτηµα της πορνείας όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω) αλλά και
στον εαυτό της (αποκλείοντας κάθε πιθανότητα άλλου γάµου µε τη
συµπεριφορά της). Η φιλαργυρία της, που την οδήγησε στο γάµο αυτό τον
οποίο προσέγγισε ως καθαρά οικονοµική συναλλαγή, προκάλεσε και τον
άµεσο χωρισµό τους.
∆υστυχώς, ο Ζάχος, µετά από το διαζύγιο του, αποφάσισε να συζήσει
µε µια «ἁπλῆ, µειλιχία, ἐντροπαλή» γυναικούλα την οποία δεν παντρεύτηκε. Η
γυναίκα αυτή, που από τους ελάχιστους χαρακτηρισµούς που της
αποδίδονται φαίνεται πως ήταν άξια να γίνει σύζυγός του και η οποία, όταν
πέθανε, «τον προέπεµψε πενθοῦσα µέχρι τοῦ τάφου»799 πλήρωσε άδικα τον
ατυχή προηγούµενο γάµο του. Φαίνεται πως η εµπειρία του αυτή, αντί να τον
συνετίσει, τον οδήγησε στο να διαπράξει µια αδικία και συνάµα ένα σοβαρό
αµάρτηµα διατηρώντας σχέση µε µια πτωχή κοπέλα χωρίς να τη στεφανωθεί.

Στα «Φραγκλέικα» ο γερο- Φραγκούλας, αφού ήρθε σε διάσταση µε τη


γυναίκα του Σεραϊνώ, αναγκάστηκε να ζει για ένα διάστηµα στο υπόγειο κελί
ενός φίλου του. Κάθε απόγευµα οι δύο φίλοι έκαναν µεγαλόπνοα σχέδια για
το πώς µπορούν να αποκτήσουν πολλά χρήµατα. Η πλεονεξία και ο θιγµένος
εγωισµός του γέροντα βρήκαν τότε την ευκαιρία να θεριέψουν µέσα στη ψυχή
του υποβάλλοντας του τη σκέψη ότι, αν γινόταν πολύ πλούσιος, θα µπορούσε
να χωρίσει οριστικά µε τη γυναίκα του και να παντρευτεί µια νεώτερη για να
κάνει πολλά ακόµη παιδιά. Αντί λοιπόν να σκέφτεται τρόπους συνδιαλλαγής
και επανένωσης µε τη γυναίκα και την οικογένειά του, ο φίλαυτος ηλικιωµένος
ονειρευόταν να κάνει νέο γάµο και να αποκτήσει άλλη οικογένεια.
Παρατηρούµε ότι στην περίπτωση του η φιλαυτία επιφέρει µαζί της και άλλα
σοβαρά πάθη: την πλεονεξία και τη φιλαργυρία. ∆εν είναι τυχαία εποµένως τα
λόγια του Άγιου Μάξιµου του Οµολογητή: «Ὁ ἔχων τὴν φιλαυτίαν, δῆλον ὅτι
ἔχει πάντα τὰ πάθη»800.
Ευτυχώς, τα σχέδια του δεν πραγµατοποιήθηκαν προστατεύοντας τον
- έστω και άθελά του- από την έµπρακτη πτώση. Η «κατά διάνοιαν» αµαρτία
του όµως στο συγκεκριµένο ζήτηµα είναι βέβαιη.

∆ιαζευγµένη, καθώς τουλάχιστον αρχικά υποστήριζε, ήταν και η – κατ’


όνοµα µόνο – Πολυτίµη στις «Κουκλοπαντρειές» . Η σκοτεινή αυτή γυναίκα

6,9-10) Περισσότερα για τη φιλαργυρία και τα συγγενή της πάθη βλ. Γρηγορίου Παλαµά, ό.π. σ.100,
στ.36-38 και σ.101, στ.1-20.
799
Τ.∆’,σ.295, στ.27.
800
«Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη» , Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.29, Νο.η’.
210

διαβεβαίωνε ότι είχε πάρει επίσηµο διαζύγιο από το σύζυγό της, όταν διέµενε
ακόµη στην Κωνσταντινούπολη. ∆ε διστάζει µάλιστα να υποστηρίξει ότι αυτό
της δόθηκε από το ίδιο το Πατριαρχείο801. Όµως, πολύ σύντοµα εµφανίστηκε
ο σύζυγός της κατηγορώντας την για παράνοµη σχέση µε έναν νεαρό που τον
είχε παρουσιάσει ως «ξάδελφό» της. Το ζήτηµα έφθασε µέχρι την αστυνοµία,
όπου αποδείχθηκε ότι το ζευγάρι δεν είχε διαζύγιο, αλλά βρισκόταν σε µόνιµη
διάσταση. Ο αποτροπιασµός του συζύγου µπροστά στην πιθανότητα να
συνδιαλλαγεί µε την Πολυτίµη, φανερώνει το µέγεθος της ρήξης που έχει
υποστεί το ζευγάρι, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την διάπραξη
µοιχείας εκ µέρους της. Η γυναίκα αυτή παραµένει αµετανόητη στην αµαρτία
και συµπεριφέρεται µε φαυλότητα σε όλες τις κοινωνικές και προσωπικές της
σχέσεις, µε αποκορύφωµα το «δαιµονικό» χορό της µετά το θάνατο του
σπιτονοικοκύρη και τις «δαιµονισµένες» φωνές που βάζει κατά τον καυγά της
µε την παράνοµη σχέση της802. Με τη ζωή και τη νοοτροπία της προσβάλλει
την ίδια την έννοια του γάµου ως αγαπητικής ενότητας µεταξύ δύο
προσώπων, αφού συµπεριφέρεται καθαρά εγωκεντρικά803.

5.6 . Η οδυνηρή εµπειρία του πρώιµου θανάτου ενός από τους δύο συζύγους

Ορισµένες φορές ο γάµος καταλήγει στον πρόωρο θάνατο του ενός


από τους δύο συζύγους. Όπως στην περίπτωση της Χαρµολίνας στη
«Θητείαν τῆς πενθεράς», όπου λίγους µόνο µήνες µετά το γάµο της
στερήθηκε το σύζυγό της µένοντας ισοβίως χήρα, έτσι και στα παρακάτω
διηγήµατα θα δούµε τη δυσάρεστη έκβαση που είχαν κάποιοι γάµοι.
Ίσως ο πιο ατυχής γάµος804 να ήταν αυτός του «Νιόγαµβρου» και της
«Νιόνυφης» στο «Ἐνιαύσιον θῦµα». Πέντε µόλις εβδοµάδες µετά το
στεφάνωµα και, ενώ ο γάµος «δὲν εἶχε σαραντίσει ἀκόµη», ο «Νιόγαµβρος»
βγήκε για ψάρεµα µαζί µε άλλους δύο ναυτικούς. Ο ένας όµως από τους
συντρόφους του, ο Μπαµπούκος, φουρκισµένος καθώς ήταν µε το γιο του
«ἐξέχασε νὰ κάµῃ τὸν σταυρόν του, (παραβλέποντας άθελά του τη θεϊκή
συνδροµή στο δύσκολο ταξίδι τους) µόνον εἶπεν αὐτοµάτως, χωρὶς νὰ
σκεφθῇ: - Καλὸ πνίξιµο, παιδιά!» (µια ζοφερή πρόρρηση για τον επικείµενο
θάνατό τους)805.
Αυτό ήταν το πρώτο κακό προµήνυµα, το οποίο δυστυχώς άκουσε η
Νιόνυφη, που έσπευσε να ευχηθεί «ἀστοχιὰ στὸ λόγο σου». Η ευχή της όµως
δεν έµελλε να πραγµατοποιηθεί, ενώ και η ίδια απέκτησε την ίδια στιγµή ένα

801
Βλ. Τ. Γ’, σ.569, στ. 23-25.
802
Βλ. Τ.Γ΄, σ. 571, στ.4-10 και σ. 571, στ.16-30.
803
Βλ. και την πεισµατική κατακράτηση ενός εικονίσµατος του εν διαστάσει συζύγου της, το οποίο
πιθανόν κρατά για οικονοµικούς ή εκδικητικούς λόγους (Τ.Γ’, σ.572, σ.14-15).
804
Αν εξαιρέσουµε στη «∆ασκαλοµάννα» το γάµο του δασκάλου µε την αγαπηµένη του που κράτησε
µόνο σαράντα ηµέρες, λόγω «αιφνιδίας» ασθένειας και θανάτου της συζύγου του, βλ.Τ. Γ’, σ.27, στ.13-
14.
805
Τ.Γ’, σ.217, στ.16-18.
211

κακό προαίσθηµα που την παρακινούσε να ζητήσει από το σύζυγό της να


µείνει στη στεριά. ∆εν διέθετε όµως την απαιτούµενη τόλµη. Αµέσως της
πέρασαν από το νου δύο ακόµη κακές συγκυρίες: Η µια ήταν ότι ο γαµπρός
αυτός είχε διαλύσει έναν άλλον αρραβώνα λίγο πριν παντρευτούν και η
πρώην πεθερά του ήταν πιθανόν να τους έκανε µάγια. Η δεύτερη µακάβρια
συγκυρία ήταν ότι τα νυφιάτικά της ρούχα προέρχονταν από µια κοπέλα που
είχε πεθάνει πριν προλάβει τα παντρευτεί - ένδειξη της µεγάλης ένδειας στην
οποία πρέπει να βρίσκονταν οι γονείς της για να προβούν σε µια τέτοια
αγορά.
Τα προφητικά όµως δάκρυα της Νιόνυφης δεν συνοδεύτηκαν από
θερµή προσευχή προς το Θεό και τον Άγιο Νικόλαο. Ο φόβος, η αγωνία, που
τόσο κυρίευσε τη ψυχή της, δεν την έστρεψαν στην επίκληση της θεϊκής
προστασίας και αρωγής. Ίσα ίσα που αυτά τα δύο αισθήµατα θα δυνάµωναν
ακόµη περισσότερο την προσευχή της: «Ἐὰν ἀθυµῇς, προσεύχου, καθὼς
γέγραπται .προσεύχου δὲ ἐµφόβως, ἐντρόµως, ἐµπόνως, νηφαλίως καὶ
ἐγρηγόρως. Οὕτω γάρ προσεύχεσθαι δεῖ (…) Ματαία γὰρ ὄντως καὶ
ἀνωφελὴς ἡ προσευχὴ τε καὶ ἡ δέησις καὶ ἡ ἰκετηρία τυγχάνει, ὅταν µή, ὡς
προείρηται, ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόµῳ, νηφαλίως τὲ καὶ ἐγρηγόρως διατελῆται»806.
Μια «άγρυπνη» προσευχή, εποµένως, ίσως να είχε εισακουστεί και έτσι το
κακό να είχε αποφευχθεί. Γιατί «δι’ εὐχῆς καὶ ἐλπίδος θέλει σοι ὁ Κύριος
εἰσακουσθῆναι δεόµενον»807. Ο νεαρός σύζυγός της τελικά πνίγηκε µαζί µε
τους άλλους δύο κατά τη διάρκεια µιας δυνατής θαλασσοταραχής ως
«ἐνιαύσιον θῦµα» της θαλάσσης.

Ένας άλλος νεόνυµφος, ο Κωνσταντής ο Ματαρώνας, κρεµάστηκε


άδικα από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη, ένα µόλις χρόνο µετά το
γάµο του µε τη νεαρή τότε Χρυσή808. Ο νεαρός µάρτυρας µπροστά στο
δίληµµα του µαρτυρίου ή της άρνησης της πίστης του, προτίµησε το πρώτο.
Για να µη προδώσει το ιερό βάπτισµα που είχε δεχθεί, έθεσε σε δεύτερη
µοίρα το γάµο και τη νεαρή σύζυγό του809. Έτσι, στέρησε τον εαυτό του από
την οικογένειά του προσφέροντάς τους ως παρακαταθήκη την ασύγκριτη τιµή
και το φωτεινό παράδειγµα της αγιότητός του. Ως δείγµα, µάλιστα, της
τελευταίας αναφέρεται η µυρόβληση των οστών του.
Ωστόσο, όταν πέρασαν δύο χρόνια, η νεαρή χήρα αποφάσισε να
ξαναπαντρευτεί. Λίγες ηµέρες όµως µετά από το δεύτερο γάµο βλέπει σε
806
Ευαγρίου Μοναχού, «Ὑποτύπωσις µοναχική», Φιλοκαλία, Τ. Α’,σ.43, στ. 20-29.
807
Ιωάννου Καρπαθίου, «Κεφάλαια παραµυθητικά» , Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.291, Νο.ξη’.
808
Στο διήγηµα «Ἡ χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος», Τ.∆’, σ.37-45.
809
Ο Κωνσταντής εκφράζει µε αυτό τον τρόπο την έµπρακτη αγάπη του προς το Θεό και τον πλησίον
που αντιπροσωπεύει στο διήγηµα ο νοννός του. Προηγείται η πίστη του στο Θεό, για την αγάπη του
οποίου θυσιάζει τη ζωή του, και έπεται η αγάπη του προς αυτόν που τον εισήγαγε βρέφος ακόµη στην
αγκαλιά του Θεού, τον ανάδοχό του. Η ιδέα ότι, αν αλλαξοπιστήσει, θα κολάσει τη ψυχή εκείνου,
φανερώνει το πόσο προτάσσει την ψυχή του αναδόχου του σε σχέση µε την πρόσκαιρη ζωή του αλλά
και τη γνήσια αγάπη του απέναντί του. Για αυτό επιλέγει τη θυσία. Άλλωστε, «ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν
ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐµοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτὴν», Μκ. 8, 35.
212

όνειρο τον νεκρό σύζυγό της να της παραπονείται πως τον ξέχασε. Μετά από
το όραµα αυτό έχασε την ακοή από το ένα της αυτί και λίγο αργότερα έχασε
την κόρη που είχε αποκτήσει από τον Κωστή καθώς και το δεύτερο σύζυγό
της. Σαν να µην αρκούσαν αυτά πεθαίνει και το δεύτερο βρέφος της. Παρ’ όλα
αυτά το νεαρόν της ηλικίας της, καθώς και η πειθώ των συγγενών της, την
οδήγησαν στη σύναψη και τρίτου γάµου. Το όραµα επαναλαµβάνεται και η
Χρυσή χάνει εντελώς πια την ακοή της και λίγο καιρό µετά και τον τελευταίο
σύζυγό της.
∆ιαβάζοντας την πονεµένη αυτή ιστορία µας είναι δύσκολο να
πιστέψουµε ότι η εµφάνιση του Νεοµάρτυρα στα όνειρα της γυναίκας του
προκαλεί την κώφωση και τους θανάτους αυτούς. Μια πιθανή εξήγηση είναι
ότι υπαίτιες είναι οι τύψεις συνειδήσεως που αισθανόταν η Χρυσή- η οποία
ασφαλώς γνώριζε για τις ενδείξεις αγιότητας του συζύγου της. Πράγµατι, πίσω
από τα φαινόµενα φαίνεται να λειτουργεί υποδόρια αλλά συστηµατικά το
«µαρτύριο της συνείδησης». Η χήρα ξεχνάει τον µάρτυρα άνδρα της και
προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Αυτό στα φανερά. Υποσυνείδητα όµως
αισθάνεται ένοχη. Η τιµή του να είσαι σύζυγος ενός ανθρώπου που
µαρτύρησε για την πίστη του είναι µεγάλη. συνεπάγεται όµως και µεγάλη
ευθύνη. Η προσωπική –έστω και υποσυνείδητη – αίσθηση της αποτυχίας να
ανταπεξέλθει σε αυτή την ευθύνη εκφράζεται µε την ασθένειά της. Όπως
γνωρίζουµε από την ιατρική, πολλές ασθένειες είναι ψυχοσωµατικές. Η
βαθύτερη αιτία τους βρίσκεται στην ψυχή του ασθενούς και εκδηλώνεται
σωµατικά. Έτσι και η Χρυσή µπορεί να προχωρεί µεν στη σύναψη νέων
γάµων, αλλά η συνείδησή της την τίπτει. Αυτές οι τύψεις σωµατοποιούνται
παίρνοντας στη φαντασία της τη µορφή του Κωνσταντή και εκδηλώνονται µε
τη σταδιακή κώφωσή της.
Από την άλλη πλευρά, ο Ν. Ορφανίδης θεωρεί την κώφωση της νεαρής
γυναίκας ως ένα είδος «τιµωρίας» για την αλλοτρίωση της από τα εγκόσµια,
τη συνειδητή «κώφωσή» της απέναντι στην αγιότητα του συζύγου της και
συνεπώς την εκούσια πτώση της στην κατάσταση του βέβηλου ή του ανίερου.
Η έλλειψη δηλαδή σεβασµού και τιµής προς το σύζυγο της, που
αντιπαραβάλλεται µε τη στάση που κρατούν απέναντι στο νεοµάρτυρα οι
Ρόδιοι ναυτικοί, καθιστά «ένοχη» τη νεαρή χήρα και επιφέρει την αντίστοιχη
απονοµή «δικαιοσύνης»810.
Πιστεύουµε ότι η άποψη αυτή του κυρίου Ορφανίδη προσεγγίζει
µονόπλευρα και δικανικά τα γεγονότα και βρίσκεται µακριά από την ορθόδοξη
προσέγγιση της ασθένειας και των θανάτων που επέρχονται στη ζωή της
νεαρής χήρας. Πιθανότερο είναι τα γεγονότα αυτά να συνέβησαν για λόγους
παιδαγωγίας, να είχαν δηλαδή ως απώτερο και αγαθό σκοπό να την
οδηγήσουν σε µετάνοια και εσωτερική συντριβή. ο σύζυγός της µαρτύρησε για
την πίστη του στο Χριστό και εκείνη, µέσα σε µια πενταετία, τον ξέχασε και

810
Βλ. Ν. Ορφανίδη, «Η πρόσληψη της αγιότητας στον Α. Παπαδιαµάντη και στο Γ. Ιωάννου» στα
Πρακτικά Β’ διεθνούς συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, σ. 384- 385.
213

αυτόν και το παιδί τους και παντρεύτηκε άλλες δύο φορές βάζοντας σε
υψηλότερη θέση στη ζωή της τα εγκόσµια από τα ουράνια αγαθά. Εκείνο
όµως που έχει σηµασία για το Θεό και το νεοµάρτυρά Του είναι πάνω απ΄όλα
η ψυχή της Χρυσής. Αυτήν θέλουν να βοηθήσουν να σωθεί, γιατί, σαν «σάρκα
µία» του Κωστή, θα ήταν κρίµα να µείνει έξω της Βασιλείας στην οποία χαίρει
ο σύζυγός της ως µάρτυρας και άγιος.
Η Χρυσή κλείνει τα «ὦτα» της µπροστά στο γεγονός και τα χάνει
προκειµένου να έλθει «εἰς ἑαυτόν» και να µη χάσει τη ψυχή της. Μέσω λοιπόν
των δεινών που υπέστη, της δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει κοντά στο Θεό.
Καταλήγουµε, εποµένως, στο συµπέρασµα ότι: «ἄνθρωπος, ἐὰν µὴ διὰ
πόνων καὶ ἀσθενειῶν δοκιµασθῇ, οὐ δύναται χωρῆσαι τῆς τοῦ Θεοῦ ἀρετῆς
τὴν σφραγῖδα»811.
Αξίζει τέλος να σηµειώσουµε την οµοιότητα της Χρυσής µε το
ρασοφόρο γέροντα, το δολοφόνο του Τούρκου και ηθικό αυτουργό του
απαγχονισµού του Κωνσταντή. Και οι δύο τους αισθάνονται τύψεις, όµως
διστάζουν. Από τη µία πλευρά, η Χρυσή, υπό την πίεση και των συγγενών,
διστάζει να άρει το σταυρό της, να οπλισθεί µε υποµονή και µακροθυµία και
να τιµήσει µε τη θυσία της προσωπικής της επίγειας ευτυχίας το σύζυγό
της812. Αντιθέτως, στην αναζήτηση αυτής της ευτυχίας βίωσε την τραγική
εµπειρία του να χάσει άλλους δύο συζύγους και δύο παιδιά. Από την άλλη
πλευρά, ο ρασοφόρος διστάζει, όταν είχε την ευκαιρία, να πάει στους
Τούρκους και να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του. για αυτό και περνάει
µια ζωή τύψεων και δυστυχίας. Μόνη ελπίδα και των δύο στέκεται η θεία
Πρόνοια και το άπειρο έλεος του Θεού, το οποίο επικαλείται τρεις φορές ο δια
βίου µετανοών γηραιός ρασοφόρος 813.

811
∆ιαδόχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.269, Νο. Ϟδ’.
812
«Οὔπω ἔχει τελείαν ἀγάπην, οὐδὲ τῆς θείας προνοίας κατὰ βάθος τὴν γνῶσιν, ὁ ἐν καιρῷ πειρασµοῦ
µὴ µακροθυµῶν ἐπὶ τοῖς συµβαίνουσι λυπηροῖς », Μαξίµου του Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τέταρτη», σ. 42, Νο. ις’.
813
«Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ τὴν ψυχή µου!», Τ. ∆’, σ.39, στ.11-12, σ. 40, στ.7-8, σ.45, στ.11.
214

6. Η φύση ως µέσο αναγωγής στο Θεό και έκφρασης της αγάπης Του
προς τον άνθρωπο

Η φύση, το «ερωτικό µελώδηµα του Πρωτοµάστορα»814 και η εξαιρετική


οµορφιά της κατέχει µια ξεχωριστή θέση στο έργο του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη. Οι περιγραφές των ορεινών και των θαλασσινών τοπίων είναι
τόσο ζωντανές και γλαφυρές που πολλές φορές οι αναγνώστες αισθάνονται
ότι εισέρχονται και οι ίδιοι σε αυτά απολαµβάνοντας την εκπληκτική θέα ή την
ευωδία των λουλουδιών. Ορµώµενος από την προσωπική του νοσταλγία για
το πανέµορφο νησί του µας παρουσιάζει έναν κόσµο λουσµένο στο φως και
την οµορφιά. Ο ρόλος της φύσης όµως στο έργο του δεν είναι διακοσµητικός.
Αντιθέτως, αλληλοδιαπλέκεται αρµονικά µε τους ήρωες και τα γεγονότα
αποκτώντας πολλαπλές διαστάσεις815. Η φύση και ό,τι υπάρχει µέσα σε αυτήν
δεν αποτελούν απρόσωπα αντικείµενα, αποξενωµένα από τον άνθρωπο και
τη ζωή του. Απεναντίας, ο κόσµος ως ευλογηµένο δηµιούργηµα του Θεού
συµπορεύεται µε τον άνθρωπο προς τη σωτηρία του. Οι ήρωες και οι ηρωίδες
του έχουν µια άρρηκτη ενότητα µε το φυσικό περιβάλλον, επειδή γνωρίζουν
υποσυνείδητα ότι η «σχέση τους µε τη φύση είναι η µόνη κατά φύση
κατάσταση». Για αυτό και χρησιµοποιούν τα υλικά αγαθά ως ευλογία και
ευχαριστία816.
Ωστόσο, αυτή η «µετ’ ἔρωτος»817 περιγραφή της φύσης818 θεωρήθηκε,
εσφαλµένως, από ορισµένους µελετητές ως ένα είδος παγανισµού819. Μια
814
Χ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ∆όµος, Αθήνα, 1990, σ.115.
815
Βλ. σχετικά Η. Γιαννίρη, «Η σηµασία του χώρου στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Η κοινωνική
διάσταση του έργου του Α.Παπαδιαµάντη, σ.68 ,Ο. Ελύτη, Η µαγεία του Παπαδιαµάντη, Ερµείας, Αθήνα,
1986, σ.54 και Γ. Φρατζολά, Το καµίνι που δροσίζει, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη,
2010, σ.101-123.
816
Βλ. Α. Κεσελόπουλου, «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη», Αντί, τ. 463, 5 Απριλίου
1991,σ. 47. Ως παράδειγµα για τη σχέση αυτή ο κ. Κεσελόπουλος φέρει τον τρόπο ζωής του Γεώργιου
Σαρρή στα «Νεκράνθεµα» που κάνει «δοξολογική και ευχαριστιακή χρήση του κόσµου» ( Τ.∆’, σ.573 -
574), ό.π., σ.50.
817
Η ερωτική αυτή προσέγγιση της φύσης είναι σύµφωνη µε τη διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων.
Αναφέρουµε ενδεικτικά τον Άγιο Μάξιµο τον Οµολογητή, ο οποίος στο έργο του Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων
ὀνοµάτων «βλέπει ολόκληρη τη δηµιουργία, από τους αγγέλους ως την άψυχη ύλη, ως ενιαίο και
αδιάστατο ερωτικό γεγονος, δυναµικά ιεραρχηµένη ερωτική σχέση και καθολική ερωτική κίνηση, που
συγκροτεί την κτίση- την προσωπική και την απρόσωπη, την έµψυχη και την άψυχη- σε «κοινωνική»
αλληλουχία µε αναφορά επιστρεπτική στο Θεό», βλ. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 163
και PG4, 268 CD- 269 A.
818
Βλ. τον «Λαµπριάτικο Ψάλτη», Τ.Β’, σ.517, στ.3.
819
Βλ. για παράδειγµα π. Θεόκλητου ∆ιονυσιάτη, Ο κοσµοκαλόγηρος Παπαδιαµάντης, εκδοτικός οίκος
Αστήρ, Αθήνα, 1986, σ. 46-48. Ο Γιώργος Θέµελης προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο
αντικειµενικός πάνω στο θέµα αυτό αντικαθιστά τη λέξη παγανισµός µε το «χριστιανισµό της λαϊκής
ψυχής». Στα πλαίσια αυτού του λαϊκού χριστιανισµού, όπως γράφει, η αρµονική συνύπαρξη των
Νηϊρίδων, των Αµαδρυάδων, των Τριτώνων κ. λ.π. µε τους χριστιανικούς ναϊσκους και τους ανθρώπους
θεωρείται κάτι φυσιολογικό, µια «πραγµατικότητα της ελληνικής ψυχής». Λίγο παρακάτω συµπληρώνει:
«Ο‘’ έρως’’ προς τη Φύση, που στα µάτια του αστράφτει και διαλαλεί τη θεϊκή οµορφιά και δύναµη,
φθάνει συχνά ως τη συνταύτιση του εγώ µε κείνη, µέσα σε µια αξεχώριστη ενότητα, σαν σε βύθισµα της
ψυχής και του σώµατος µέσα στο άπειρο πνεύµα του Θεού, που σαλεύει και φεγγοβολεί σε λογής
χρώµατα και σχήµατα». Και καταλήγει: «… η Φύση όλη, το κάθε πράγµα του Κόσµου τούτου, µέσα στην
ίδια του την υλική αφή, είναι σύµβολο της παρουσίας του Θεού, χωρίς αυτό ναναι πανθεϊσµός, όπως
ελέχθη. Ο Θεός υπάρχει έξω και χωριστά από τον κόσµο Του. Η παρουσία Του µόνο γίνεται αισθητή
215

τέτοια άποψη πόρρω απέχει της αληθείας. Αντιθέτως, η στροφή του


βλέµµατός του στην ωραιότητα του κόσµου γίνεται αφορµή «θεωρίας τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ νέας στροφῆς τῆς καρδίας πρὸς τὸν Θεὸν»820. Κάθε τι
στον κόσµο τον καταπλήσσει και η ψυχή του από τη θεωρία «τοῦ ὁρατοῦ
κάλλους ἔρχεται εἰς τὴν κατάστασιν τῆς αἰσθήσεως τοῦ Θεοῦ, τοῦ ζῶντος καὶ
θαυµαστοῦ ἐν πᾶσιν»821. Η φύση λοιπόν στον Παπαδιαµάντη λειτουργεί ως
«µέσο και µουσική συνοδεία»822 που µας δείχνει ως «ἐν ἐσόπτρῳ »823 την
παραδείσια οµορφιά824. Μέσω της πανέµορφης φύσης, ο άνθρωπος µπορεί
να γευτεί ήδη από αυτή τη ζωή ένα µέρος της παραδείσιας ωραιότητας. Όπως
αναφέρει κατά την περιγραφή της φύσης στο «Ἀερικό στο δέντρο», «ἐκεῖ τὸ
ὄµµα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται, ὡς σώφρων

δια µέσου των µορφών. Είναι κατά κάποιο τρόπο κάτοπτρα όπου αντανακλάται (…). Ο Παπαδιαµάντης
προσεύχεται µπροστά στη φύση εικονολατρικά, όπως και µπροστά στις άγιες εικόνες. Θεάται και
οπτασιάζεται» , Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, σ.18, 26 και 30. Ο Κ. Πλησής συµπληρώνει το
σκεπτικό αυτό: «Ο παγανισµός του Παπαδιαµάντη που γι’ αυτόν ειπώθηκαν τόσα, οφείλεται εν µέρει
στον παγανισµό της ζώσας Ορθοδόξου Εκκλησίας και εν µέρει στο πάθος του για τη φύση. Είναι σε
τελευταία ανάλυση ο παγανισµός του νεοέλληνα. Αυτόν τον παγανισµό ποτέ δεν διανοήθηκε να τον
αποτινάξει, αλλά αντίθετα τον θεωρεί αναπόσπαστο µέρος της πίστης του νεοέλληνα, ουσιώδες
συστατικό της ίδιας της Ορθοδοξίας», Κ. Πλησή, «Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του» στον τόµο
Μνηµόσυνο του Παπαδιαµάντη, Τετράδια Ευθύνης 15,ό.π., σ.152. Βλ. επίσης σχετικά Χ. Γιανναρά,
Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999, σ.410-413 και Β.Πανταζή, «Στην Αγι-
Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!», Παπαδιαµαντικα τετράδια 3, Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ.58.
820
Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ
Αγγλίας, 1995 σ.120. Όπως γράφει, άλλωστε, και ο Χ. Γιανναράς, «ο κόσµος είναι δυναµικά
ενεργούµενη κλήση του Θεού για κοινωνία και σχέση µε τον άνθρωπο». Σε αυτή την κλήση
ανταποκρίνεται και ο Παπαδιαµάντης. Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 285.
821
Αρχιµανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ό.π, σ.120. Ο Γ. Φρατζολάς
είναι σαφής: « Η οµορφιά της φύσης , που τόσο µοναδικά και µετ’ έρωτος περιέγραψε, δ ε σ τ ά θ η κ ε
ι κ α ν ή να τον µετατρέψει σε φυσιολάτρη πανθεϊστή . Μέσα στην όλη περιγραφή, είτε στην αφήγηση
εµπλέκει διαρκώς τα «ὡς ἐµεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε», τους λυρικούς στίχους του ∆αβίδ από τον
«Προοιµιακό ψαλµό», το «Άσµα Ασµάτων», από τις πιο συγκλονιστικές αλληγορίες του έρωτα που έχει
ο ∆ηµιουργός για το πλάσµα του και ένα σωρό άλλους στίχους από την εκκλησιαστική υµνολογία. Κάθε
φορά που στρέφεται στα έργα του Θεού εµπνέεται, γεµίζει δηλαδή µε πνοή ζωής και εκφράζεται µε
µελωδικό, µελισµατικό και δοξολογικό τρόπο», Το καµίνι που δροσίζει, ό.π., σ.121. Με άλλα λόγια, ο
θρησκευόµενος Παπαδιαµάντης χαίρεται τη Φύση σαν µια εικόνα και εκδήλωση του θεϊκού µεγαλείου.
Μέσα από την εικόνα, από το κτίσµα, προχωρεί να λατρεύσει τον Κτίσαντα. Στέκεται εκστατικός
µπροστά σε ό,τι θάλλει µέσα στη φύση, στην Άνοιξη, που φέρνει τη χαρά και τη χαρά αυτή τη συνδυάζει
µε την Ανάσταση του Χριστού, βλ. σχετικά Π. Σπανδωνίδη, Α.Παπαδιαµάντης: Ο θεατής της γης,
(Ανάτυπο από την ηπειρωτική Εστία), Ιωάννινα, 1960, σ. 11-14 και Σ. Μπαλούση, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα
εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ.64.
822
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, σ.285.
823
Βλ. Α’ Κορ. 13,12.
824
Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, ο Παπαδιαµάντης «νιώθει τον κόσµο του Θεού ως παράδεισο,
γιατί τον παράδεισο ζητούσε στη ζωή του. Η σχέση του µε το κάλλος των πραγµάτων έχει µια
αµεσότητα, που δεν του επιτρέπει να µένει σε στείρους ροµαντισµούς και ‘’φυσιολατρείες’’, ούτε να
‘’λατρεύει την κτίσιν παρά τον κτίσαντα‘’ (…) Ο κόσµος προσδιορίζεται ως γωνία παραδείσου – ο άγιος
Ιωάννης ο ∆αµασκηνός θα τον έλεγε τόπο του Θεού, αφού αποτελεί το χώρο που γίνεται έκδηλη η
φανέρωση της προσωπικής του Ενέργειας», «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη»,ό.π., σ.50.
Και στη Λειτουργική Παράδοση στον Παπαδιαµάντη συµπληρώνει το σκεπτικό αυτό: «Όσοι θέλουν να
βλέπουν στο έργο του στοιχεία παγανιστικά ή ‘’κρυφοειδωλολατρικές τάσεις’’ ξεχνούν πως ο
Παπαδιαµάντης δεν εκφράζει την αποσπασµατικότητα και το επιµέρους, αλλά την ενότητα και το όλο.
Άξονας της ζωής του είναι η Εκκλησία, που προσλαµβάνει και µεταµορφώνει τα πάντα.Γι’ αυτό και στη
σκέψη του η παράδοση υπάρχει διαχρονικά, ενώ στα κείµενά του βρίσκει τη συνέχεια και την ενότητά
της», ό.π., σ. 234.
216

Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν' ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ
µυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν»825.
Συνεπώς, τα µαγευτικά τοπία του δεν είναι τίποτα άλλο παρά
«παράθυρα» που µας βοηθούν να καταλάβουµε πόσο εκπληκτικός είναι ο
κόσµος που έπλασε από αγάπη για εµάς ο Θεός και πόσο καλύτερος θα γίνει
στο µέλλον, όταν «σεσωσµένοι» πια - όσοι από εµάς αξιωθούν αυτής της
τιµής- τον απολαµβάνουµε. Το δε ερωτικό στοιχείο που διαπνέει πολύ συχνά
τη φύση είναι µια ηχηρή υπενθύµιση της ερωτικής- αγαπητικής σχέσης που
έχει ο άνθρωπος «εκ φύσεως» µε την πλάση (θυµίζοντας µας την προπτωτική
σχέση των πρωτοπλάστων µε τη φύση και µεταξύ τους) και µε τον ίδιο του το
∆ηµιουργό. Άλλωστε, σύµφωνα µε την διδασκαλία των Πατέρων, οι
άνθρωποι, ορµώµενοι από τη φυσική αποκάλυψη, προσεγγίζουν από τη µια
µε τις πεπερασµένες τους δυνατότητες το άπειρο και άκτιστο µεγαλείο του
Θεού και εισπράττουν από την άλλη, µέσω της φύσης, ένα µέρος της αγάπης
και της πρόνοιάς Του για τον κόσµο και τους ίδιους826.
Ο παπαδιαµαντικός λοιπόν ‘’έρωτας’’ για τη φύση «ἐπί το πρωτότυπον
διαβαίνει»827. είναι η προσωπική του ανταπόκριση στη θεία αγάπη για τον
κόσµο και τον άνθρωπο828. Είναι µια µορφή ευχαριστίας και επι- κοινωνίας µε
τον Κύριο όµοια µε τους Ψαλµούς και τα τροπάρια: «Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ
ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά»829, «Γλύκα καὶ δροσιὰ κ'
εὐωδία, ἦχος µυστικὸς ἔβγαινεν ἀπ' τὰ βουνά, ἀπ' τοὺς λόγγους, ἀπ' τοὺς
κήπους τριγύρω»830, «Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέµα τοὺς πυρσούς, χωρὶς
νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεµπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώµατά της εἰς τὸν
Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, "ὦ γλυκύ µου ἔαρ,
γλυκύτατόν µου τέκνον!" καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ µορµύρουσα παρὰ
τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάµβανεν, "οἴµοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!"»831. Αυτή η επίδραση
που άσκησαν στο έργο του οι ψαλµοί και η εκκλησιαστική υµνολογία είναι
825
Τ.∆’, σ.211, στ.4-7.
826
Γράφει σχετικά ο Χ. Γιανναράς: «Η αναγωγή από το κάλλος των κτισµάτων στην προσωπική
Παρουσία του γενεσιουργού Θεού- Λόγου, είναι µια ηθική πορεία µετοχής στην «καλλοποιό»
προσωπική θεία Ενέργεια, µια αποδοχή της κλήσεως που ενσαρκώνει το κάλλος των κτισµάτων…». Η
δε γνώση του Θεού ταυτίζεται µε την «εµπειρία της θεωρίας του ‘’νοητού κάλλους’’ του ∆εσποτικού
Προσώπου», Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π. σ. 127 και σ. 245.
827
Άλλωστε, όταν ο άνθρωπος γνωρίσει το κάλλος και το µεγαλείο του Θεού, συνειδητοποιεί και τη
λειτουργία της φυσικής αποκάλυψης ως απλής «εικόνας» και «σκιάς» αυτού του κάλλους, (βλ. Συµεών
Νέου Θεολόγου, Βίβλος των ηθικών, Λόγος ∆’, Έκδοση Sources Chrétiemes, No 129, σ.70-74). Για
αυτό και η ψυχή του «ἐκ µεγέθους καὶ καλλονῆς κτισµάτων θαυµάζειν ἄρξηται τὸν ∆ηµιουργόν, καὶ τῆς ἐκ
.
τούτων κατατρυφᾶν ἡδονῆς, ταῦτα καὶ αὐτὴ ἐκπληττoµένη βοᾷ τί ὡραιώθης, νυµφίε, παράδεισε πατρός
σου; ἄνθος τοῦ πεδίου καὶ κέδρος αὐτοῦ ὡς κέδροι τοῦ Λιβάνου, ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ ἐπεθύµησα καὶ
ἐκάθισα , καὶ ὁ καρπὸς ὤφθη γλυκὺς ἐν τῷ λάρυγγί µου», Ηλία Πρεσβυτέρου, «Ἀνθολόγιον Γνωµικόν»
(«Γνωστικά»), Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 309 , Νο. Ϟθ’ και Άσµα Ασµάτων 2, 1-3.
828
Ή, όπως αναφέρει µε το δικό του µοναδικό τρόπο ο Χ. Γιανναράς, είναι η ανταπόκριση στην κλήση
«που προσωπικά απευθύνει ο Επώνυµος Άκτιστος στη µόνη κτιστή υπόσταση προσωπικής
µοναδικότητος, στο µόνο ερωτικό υποκείµενο του θείου ζωοποιού έρωτα, τον άνθρωπο», Ορθοδοξία και
η
∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ∆όµος, Αθήνα, 1999 ( 1 έκδοση 1992), σ.411. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο
γνήσιος έρωτας γίνεται « το πέρασµα µέσα από το οποίο ο εραστής συναντά ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος και ολόκληρη τη δηµιουργία», π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις,ό.π., σ. 67.
829
Ψλ. 73, 17, « Τ’ ἀερικό στο δένδρο», Τ.∆’, σ.211, στ. 7-8.
830
« Οι µάγισσες», Τ.Γ’, σ.232, στ.32 και σ.233, στ.1-2.
831
«Παιδική Πασχαλιά», Τ.Β’, σ. 173, στ. 19-24.
217

εµφανής από την άµεση ή την έµµεση χρήση τους στις περιγραφές της φύσης
832
.
Επιπλέον, στο άρθρο του «Κατὰ τὸ πρέπον ζῆν: Ἡ ἀληθὴς ὑγίεια» ορίζει
το σωστό τρόπο θεώρησης της φύσης από τον άνθρωπο: «Ἀλλὰ κατὰ τὸ
πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι µόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ
πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόµον, δι' οὗ εὐλογεῖται µὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ
ὀρθὸς λόγος»833. Ο θείος νόµος είναι αυτός που συνέχει τη σχέση του
ανθρώπου µε τη φύση, ενώ ο έρωτας- θαυµασµός για τη φύση γίνεται το
εφαλτήριο για µια αναγωγή προς τον κατασκευαστή αυτού του µεγαλείου, το
Θεό834. Αυτήν ακριβώς την πορεία παρουσιάζει και ο Άγιος Κασσιανός ο
Ρωµαίος στο λόγο του προς τον ηγούµενο Λεόντιο: «Ἡ γὰρ τοῦ Θεοῦ θεωρία,
πολλαχῶς λαµβάνεται καὶ θεωρεῖται. Καὶ γὰρ ὁ Θεὸς (…) καὶ ἐκ τῆς
µεγαλειότητος καὶ καλλονῆς τῶν αὐτοῦ κτισµάτων καὶ ἐκ τῆς καθ’ ἡµέραν
γινοµένης διοικήσεως αὐτοῦ καὶ προνοίας, γνωρίζεται. (…)Ὅταν ἐννοήσωµεν
ὅτι ἀριθµηταί αὐτῷ εἰσι σταγόνες ὑετοῦ καὶ ψάµµος θαλάσσης καὶ ἀστέρες
οὐρανοῦ, ἐκπληττόµεθα ἐπὶ τῷ µεγαλείῳ τῆς φύσεως καὶ τῆς σοφίας. (…)
Ὅταν ἐννοήσωµεν τὴν µεγάλην αὐτοῦ εἰς ἠµας ἀγάπην, ὅτι µηδὲν ἀγαθὸν
ἠµῶν ἐργασαµένων, κατηξίωσεν ἄνθρωπος γενέσθαι, Θεὸς ὤν, ἵνα σώσῃ
ἡµᾶς ἐκ τῆς πλάνης, διεγειρόµεθα πρὸς τὸν πόθον αὐτοῦ»835.

6.1. Η προσωποποίηση της φύσης και η συµβολή της στον έρωτα

Τα διηγήµατα στα οποία η φύση συνδέεται άµεσα ή έµµεσα µε τον


έρωτα αφθονούν. Στο «Βαρδιάνο στὰ σπόρκα» µια µοναχική δρυς δίπλα
στα παλαιά Λαζαρέτα λειτουργεί ως τόπος ρεµβασµού και νοσταλγίας των
ερωτευµένων που βρίσκονταν σε καραντίνα και καταφεύγουν στη σκιά της,
για να σκεφτούν τους αγαπηµένους ή τις αγαπηµένες τους και να εκφράσουν
τον έρωτά τους, κρυφό και µη836. Μια γηραιά δρυς γίνεται επίσης στο
«Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ Γιάννη» καταφύγιο και τόπος αναψυχής για «ἄκακα
ἐρωτικά ζεύγη» και «οἰκογενειακᾶς θαλίας»837.

832
Βλ. Γ. Πυργιωτάκη, Α. Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2003,
σ.39.
833
Τ.Ε’, σ.285, στ. 14-16.
834
Για την αναγωγική λειτουργία της φύσης βλ. Ο.Βότση , «Προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαµάντη»,
Τετράδια Ευθύνης 15, σ.52. Επίσης βλ. Κ. Πλησή, « Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του», Τετράδια
Ευθύνης 15, σ.154.
835
«Πρὸς Λεόντιον ἡγούµενον», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.83, στ.24- 39 καὶ σ.84, στ.1-2. Όπως γράφει ο Π.
Γλέζος, ο Παπαδιαµάντης «επραγµατοποίησε στο Ελληνικόν περιβάλλον µας αυτό, που βαθειά εξηγεί
σχετικά µε τη σχέση του θείου µε την Τέχνη ο µεγάλος χριστιανός φιλόσοφος Μπερντιάγιεφ γράφοντας:
« Όταν η Τέχνη, εις την ευρυτάτην έννοιαν της λέξεως, εισδύει εις την ωραιότητα του κόσµου κατανοεί
την παρθενίαν του, την θ ε ί α ν ι δ έ α ν , η οποία τον αφορά». Η αραιογράφηση δική µας, «Ο
Παπαδιαµάντης µας», Τετράδια Ευθύνης 15, σ.29.
836
Βλ.Τ.Β’ ,σ.566-567.
837
Βλ.Τ.∆’, σ.529, στ.1-4.
218

Στο διήγηµα «Ὁλόγυρα στη λίµνη» η ειδυλλιακή περιγραφή της φύσης


συµβάλλει στην ενίσχυση του ερωτικού στοιχείου που διαπνέει το κείµενο:
«Καὶ ἀντικρὺ ὑψοῦτο ὁ λιµὴν µὲ τὰς χλοερὰς ὄχθας του ὁλόγυρα, τὰς
ἐξαπλούσας εἰς τὸν ἥλιον τὰς πρασινιζούσας κλιτῦς των, ὡς εὔκολπα στήθη
παρθένου ἀναδίδοντα ζωὴν καὶ σφρῖγος εἰς τὴν πλάσιν»838. Το τοπίο,
ξεχειλίζοντας από οµορφιά και εκπέµποντας µια µυστική γοητεία, προκαλεί
σωµατική και πνευµατική ευεξία και µας καλεί να γίνουµε ένα µε αυτό
απολαµβάνοντας -ωσεί παρόντες- το εξαίσιο κάλλος του. Ταυτόχρονα,
δηµιουργεί το καταλληλότερο περιβάλλον για την έξαρση της «ερωτικής»
διάθεσης που επηρεάζει ακόµη και τα µικρά παιδιά: «Ἑπταέτης ἤδη δὲν
ὤκνεις νὰ ἐρωτεύεσαι, φανταζόµενος ὅτι τρέχεις κατόπιν αὐτῶν εἰς τοὺς
ὁρµίσκους, ἐκεῖ ὅπου ἐλεύκαιναν τὰς ὀθόνας,καὶ ὅτι κρύπτεσαι µαζί των εἰς τὰ
ἄντρα, τὰ πατούµενα ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀφριζούσης ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ
Βορρᾶ, ὀνειροπολῶν τὴν εὐτυχίαν εἰς τοὺς λευκοὺς καὶ γλαφυροὺς κόλπους,
µὲ τὰς ὁλοβροχίνους καὶ βυσσινόχρους τραχηλιάς, καὶ εἰς τὰς κυανόφλεβας
καὶ τορνευτὰς ὠλένας µὲ τὰς µακρὰς καὶ κεντητὰς χειρῖδάς των. Πρώιµα
ὄνειρα νεότητος ἀνυποµόνου, ὡς ἡ ἀµυγδαλῆ ἡ ἀνθοῦσα τὸν Ἰανουάριον!»839.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τολµηρή περιγραφή, δε θίγεται στο
ελάχιστο το ήθος µας, γιατί ο συγγραφέας κατορθώνει µε το δικό του
µοναδικό τρόπο να συγκεράσει τον ερωτισµό µε την αθωότητα. Θα λέγαµε
µάλιστα ότι η αθωότητα κυριαρχεί έναντι του ερωτισµού, µέσω του τονισµού
του παιχνιδιού (τρέξιµο, κρυφτό) µε τις νεαρές κοπέλες. Άλλωστε, πρόκειται
για ένα παιδί µόλις επτά ετών, το οποίο χαίρεται τον «κατά φύση» έρωτα που
υπάρχει στη ψυχή του για τον κόσµο και τους ανθρώπους.

Άλλες φορές τα στοιχεία της φύσεως συµπεριφέρονται ως ένα


ιδιόµορφο ερωτικό ζευγάρι, όπως τα προσωποποιηµένα κράσπεδα της ακτής
και τα θαλάσσια κύµατα στα «δαιµόνια στό ρέµα». Η επαφή τους µοιάζει µε το
θερµό εναγκαλισµό δυο ερωτευµένων που δεν χορταίνουν ο ένας τον άλλο:
«Κάτω, τὰ κράσπεδα ὅλης τῆς ἀκτῆς φιλοῦσι µὲ ὑγρά, σιαλώδη, µεθυσµένα
φιλήµατα, µὲ ἀγρίους πόθους καὶ µὲ ἐξάλλους ὁρµάς, µαῦρα καὶ γαλανὰ τὰ
κύµατα· µέλη σειρήνων εἰς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ κάλλη σειρήνων, καὶ νηρηίδων
ἀνεκλάλητα µυστήρια εἰς τὸ βάθος»840. Πόθος και πάθος αναµιγνύονται στην
άψυχη φύση δίνοντάς της µια τέτοια δυναµική που προκαλεί δέος στο θεατή
τους.

Ωστόσο, το ερωτικό στοιχείο της φύσης βρίσκει την κατεξοχήν


προσωποποίησή του στη «βασιλικὴν δρῦν» του οµώνυµου διηγήµατος841. Η
838
Τ.Β’, σ.382, στ.12-14.
839
Τ.Β’, σ.382, στ.28-35.
840
Τ.Γ’, σ.237, στ. 17-20.
841
Σύµφωνα µε τον Γ. Θέµελη, µε τον οποίο και συµφωνούµε ως επί το πλείστον, «ολόκληρο το
διήγηµα είναι ένα λυρικό ποίηµα. Ποίηµα ερωτικό, αισθησιακά ερωτικό, και µε την ειδική σηµασία, αλλά
και µε τη γενικώτερη, ως αντίκρυσµα µε τις αισθήσεις, σωµατικά. ∆εν είναι ούτε ρωµαντισµός, ως
διάχυση αισθηµάτων στο άπειρο, ούτε αισθητική ωραιολατρεία. Είναι ο γνήσια ελληνικός τρόπος του
219

άρρητη γοητεία που ασκεί το δέντρο αυτό µπορεί να εντοπισθεί σε δύο


επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο εντάσσεται η πανέµορφη περιγραφή του
δέντρου στην αρχή του διηγήµατος: «Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάµεστοι,
κραταιοί· οἱ κλῶνές της, γαµψοὶ ὡς ἡ κατατοµὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη
τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδηµένοι, εἰς βασιλικὰ στέµµατα. Καὶ ἦτον ἐκείνη
ἄνασσα τοῦ δρυµοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου...»842.
Το ελκυστικό δέντρο προκαλεί θαυµασµό και εντύπωση στον ενδεκαετή
ήρωα, που δε χορταίνει να τη βλέπει και επιθυµεί διακαώς να αγκαλιάσει και
να φιλήσει αυτό το υπέροχο δηµιούργηµα του Θεού. Με την παιδική αφέλειά
του τη φαντάζεται ως ερωµένη: «ἡ δρῦς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη παιδική µου
ἐρωµένη»843.
Πράγµατι, η θεσπέσια καλλονή αυτού του δέντρου που, αν και ακίνητο,
εκφράζει µε ποικίλους τρόπους τη ζωντάνια και την αειθαλή ενεργητικότητά
του, φυσικό είναι να ασκεί µια µυστική έλξη στο ενδεκαετές αγόρι που έβλεπε
να αντανακλάται σε αυτό το µεγαλείο του κόσµου.
Το αποκορύφωµα αυτής της «ερωτικής» έλξης βρίσκεται λίγο
αργότερα στην προσωποποίηση της δρυός, την οποία ονειρεύεται
αναπαυόµενος κάτω από τον ίσκιο της: «Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ δένδρον - ἔσωζον
καθ' ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου- µικρὸν κατὰ µικρὸν µετέβαλλεν ὄψιν,
εἶδος καὶ µορφήν. Εἰς µίαν στιγµὴν ἡ ρίζα του µοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι
εὔτορνοι κνῆµαι, κολληµέναι ἡ µία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα κατ' ὀλίγον
ἐξεκόλλησαν κ' ἐχωρίσθησαν εἰς δύο· ὁ κορµὸς µοῦ ἐφάνη ὅτι διεπλάσσετο
καὶ ἐµορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον, µὲ δύο κόλπους γλαφυρούς,
προέχοντας· οἱ δύο παµµέγιστοι κλάδοι µοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες,
χεῖρες ὀρεγόµεναι εἰς τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόµεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν
γῆν, ἐφ' ἧς ἐγὼ ἐκείµην· καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωµα µοῦ ἐφάνη ὡς
κόµη πλουσία κόρης, ἀναδεδηµένη πρὸς τ' ἄνω, εἶτα λυοµένη, κυµατίζουσα,
χαλαρουµένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισµά µου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει
συλλογισµοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: "Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη· καὶ
τὰ δένδρα, ὅσα βλέποµεν, εἶναι γυναῖκες!"»844. Μέσα στον απλοϊκό, παιδικό
του νου το µεγαλειώδες δένδρο µεταµορφώνεται σε µια εξωτική γυναίκα, µια

βλέπειν.(…)Υπάρχει πόθος και θαυµασµός, λατρεία και γοητεία, ως µια µακαριότητα ριζωµένη στις
. .
αισθήσεις. Έξαρση ψυχής και σώµατος µαζί διαπλάτυνση χωρίς διάλυση λύτρωση µέσα σε µια
εκστατική γαλήνη µεσ’ από τη θέαση της µορφής. Το δέντρο, το συγκεκριµένο δέντρο, γίνεται κέντρο του
κόσµου ως το Θεό. Η «δρυς» σα να ψάλλη το «ως εµεγαλύνθη», ως ναναι λαµπρή εκδήλωση των
θαυµασίων του Θεού.», Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π., σ.16-17.
842
Τ.Γ’, σ.327, στ.5-9.
843
Τ.Γ’,σ.329, στ.13-14.
844
Τ.Γ’, σ.330. στ.19-32. Σύµφωνα µε τον G.Saunier αυτή η διαπίστωση του παιδιού επιβεβαιώνει τον
ερωτικό µύθο του Παπαδιαµάντη, όπου «η σχέση παιδιού- δέντρου αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τη
σχέση άντρα- γυναίκας», Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.
101.
220

µυθολογική Αµαδρυάδα845, οδηγώντας τον στο αφελές συµπέρασµα ότι όλα


τα δένδρα είναι γυναίκες.
Πίσω όµως από αυτή την εξωτερική οµορφιά της δρυός και τη
σαγηνευτική της γοητεία βρίσκεται, σε ένα δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο, µια
«άλλη» οµορφιά, πνευµατική αυτή τη φορά, η οποία δε διαχωρίζεται από την
εξωτερική, αλλά συµβαδίζει και συµπορεύεται µε αυτήν. Είναι αυτή που της
δίνει το ουσιαστικό νόηµά της. Καθώς περιγράφει λοιπόν το εξωτερικό της
κάλλος, επισηµαίνει και τα θεϊκά στοιχεία που έχουν αποτυπωθεί γλαφυρά
επάνω της: «Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κ' ἔρρεεν ὁλόγυρά της "µάννα ζωῆς,
δρόσος γλυκασµοῦ, µέλι τὸ ἐκ πέτρας". Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα
θείας ἀκµῆς, κ' ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵµερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ
κορυφή της βαθύκοµος ἠγείρετο ὡς στέµµα παρθενικόν, διάδηµα θεῖον»846.
Το δένδρο αρχικά φαίνεται να ασκεί ένα είδος «ερωτικής» έλξης , αλλά
κατά βάθος ασκεί µια «άρρητη» πνευµατική γοητεία στο παιδί: «ᾘσθανόµην
ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ µεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν
εἰς τὸ ὄµµα, ἔµελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου
γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράµνοι, τὸ φύλλωµά της, εἰς τοῦ ἀνέµου τὴν σεῖσιν,
ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι µέλος ψαλµικόν, τὸ "Ὡς ἐµεγαλύνθη"»847. Ως
αντανάκλαση της χάρης του Θεού βοηθάει το παιδί να προγευτεί την
παραδείσια ευτυχία. Τα κλαδιά και το φύλλωµά της, όταν θροΐζουν, µοιάζουν
σαν να ψάλλουν ύµνους προς τον Κύριο, γαληνεύοντας την ψυχή του. Η δε
δροσιά που του παρέχει παροµοιάζεται µε θεϊκή τροφή, «µάννα ζωής», που
τον γεµίζει πνευµατικά και ψυχικά848. Για αυτό και, όταν βρίσκεται κάτω από
τον ίσκιο της, αισθάνεται µια µυστική, «κρυφὴν εὐτυχίαν» απολαµβάνοντας
όλη τη µεγαλοπρέπεια της πλάσης του Θεού τόσο τη φυτική µε τις
παπαρούνες και τα χαµολούλουδα που την περιστοιχίζουν, όσο και τη ζωϊκή
µε τα εκατοντάδες πουλιά που ζούσαν και κελαηδούσαν στα κλαδιά της.
Αισθανόµενος, δια του υπέροχου δέντρου, το Θείο Έρωτα που συνέχει τα

845
Κατά τον Γ. Θέµελη, η ονειρική µεταµόρφωση της δρυός σε Αµαδρυάδα δεν οφείλεται σε
ηθογραφική παρέµβαση του Παπαδιαµάντη, αλλά εκφράζει µια πραγµατικότητα για τον ίδιο, µια πτυχή
της προσωπικής του αλλά και της ελληνικής ψυχής, βλ. Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π. σ.17-
18. Λαµβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για τη φαντασίωση ενός παιδιού και όχι ενός ενήλικα, θεωρούµε
ότι αυτή η ερµηνεία είναι κάπως παρατραβηγµένη. Όπως είναι γνωστό η φαντασία των παιδιών
προσωποποιεί πολύ συχνά άψυχα πράγµατα δίνοντάς τους ακόµη και υπερφυσικές ιδιότητες.
846
Τ.Γ’, σ.327, στ. 10-13 Για αυτό και ο Ν. Καλοσπύρος θεωρεί πως η περιγραφή του δέντρου έχει
θεοµητορικές προεκτάσεις, βλ. «Amoenitas Sancta», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Τ.Α’, σ.167.
847
Τ.Γ’,σ.327, στ.14-18.
848
Άλλωστε, και ο τίτλος του διηγήµατος, όπως µας πληροφορεί ο π. Λ. Καµπερίδης, έχει βιβλική
προέλευση: « Όταν ο Θεός παρεγγέλνει στον Άβραµ να εποικίσει ξένη γη , ‘’καὶ ἀποσκηνώσας Ἄβραµ,
ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαβρῆ…’’ ( Γεν. 13, 18), το σκήνωµα παρά την δρυν, γίνεται
σηµείο θείας εντολής. Παρά την δρυν παραµένει, µέχρι τον ερχοµό των τριών ανδρών- αγγέλων. Ο
Αβραάµ τους φιλεύει και το προσταχθέν µυστικώς λαµβάνει εν γνώσει. Η µυστική προτύπωση της Αγίας
Τριάδας και πρόρρηση της θείας Ευχαριστίας, οι τρεις άγγελοι ντυµένοι µε φθαρτό σώµα,
αφθαρτοποιούν την ύλη καθώς τρώνε κάτω από την δρυν: ‘’ καὶ καταψυξατε ὑπὸ τὸ δένδρον’’ ( Γεν. 18,
4). Αλλού οι Εβραίοι θυσιάζουν ‘’ὑποκάτω δρυός’’ (Ὡσηέ 4, 13) . Υπό την δρυν λοιπόν, είναι καλός
τόπος , ‘’καλὸν σκέπη , τοῦ ἰδεῖν τὸν Θεὸν’’, Το Νάϊ το γλυκύ … Το Πράον, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα ,
1990, σ. 145-146.
221

πάντα στον κόσµο, ανταποκρίνεται σε αυτόν πλήρως µε την παιδική του


ψυχή.
Χάρη, εποµένως, σε αυτή τη δρυ, ο µικρός ήρωας ανάγεται µέσω της
φύσης στον ίδιο το Θεό, το ∆ηµιουργό του, δεχόµενος την ευλογία Του:
«∆ρόσος, ἄρωµα καὶ χαρµονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν µου...»849. Ξεκινώντας
από το θαυµασµό και τη µυστική έλξη καταλήγει, µε τη βοήθεια της
µεγαλοπρεπούς δρυός, στην κατανόηση του θαύµατος της δηµιουργίας του
Θεού και στην πρόγευση των µελλοντικών αγαθών του: «Ἐξαρκοῦσι καὶ
µόνον οἱ νόµοι ῥηθέντες τῆς φύσεως πρὸς τὸ λίαν θαυµάζεσθαι.
κατανοούµενοι δὲ λειµῶνες εὑρίσκονται εὐανθεῖς, ὡς ἐξ οὐρανίου νέκταρος,
ἀκράτοις βρύοντες ἄνθεσι τῆς πνευµατικῆς πανδαισίας τὸν γλυκασµὸν»
850
(όπως στο διήγηµα από τα φύλλα της θεσπέσιας δρυός «ἐστάλαζε κ'
ἔρρεεν ὁλόγυρά της ‘’µάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασµοῦ, µέλι τὸ ἐκ πέτρας’’»).

Με την ίδια αγάπη που περιβάλλει η φύση, στο πρόσωπο της


µεγαλοπρεπούς δρυός, το µικρό αγόρι, περιβάλλει και το γηραιό Γιαννιό στη
θαυµαστή «Μαυροµαντηλού». Ο γέροντας ναυτικός, που στερήθηκε τον
έρωτα σε ανθρώπινο επίπεδο, τον δέχεται σε όλο του το µεγαλείο από τη
φύση. Όλα τα στοιχεία της φύσης τον περιστοιχίζουν µε απίστευτη αγάπη.
Βέβαια, η αγάπη αυτή είναι αµφίδροµη. Αρχικά, η φροντίδα µε την οποία
περιβάλλει το µυστηριώδες «περιβολάκι» του και κάθε «φυτό» που υπάρχει
σε αυτό βρίσκει µια µυστική, σχεδόν µετα-φυσική ανταπόκριση,
αποδεικνύοντας στην πράξη την αγαστή ενότητα ανθρώπου - φύσης που, όχι
µόνο συµπάσχει και συνωδίνει µαζί του, αλλά και συν- χαίρει και συν-
αγαπά851. Το «περιβόλι» του Γιαννιού που, σύµφωνα µε τον Α. Μαντά,
αποτελεί αλληγορία της θάλασσας852, αισθανόµενο µυστικά την αγάπη που

849
Τ.Γ’, σ.330, στ.14.
850
Ηλία Πρεσβυτέρου, «Ἀνθολόγιον Γνωµικόν» («Γνωστικά»), Φιλοκαλία, Τ.Β΄,σ. 310, Νο.ρι’.
Αναφερόµενος στο διήγηµα αυτό ο π. Λ. Καµπερίδης φθάνει στο σηµείο να «ταυτίσει» το Θεό µε την
οξιά : «Ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο µέσα από τον κόσµο και τους ήχους που τον γεµίζουν και ο
άνθρωπος επικοινωνεί µε το Θεό µε την ευχαριστιακή πράξη του έρωτα καθαγιάζοντας µε αυτό τον
τρόπο το δώρο της ζωής που του χαρίστηκε από θεία φιλανθρωπία. Όλα αυτά πραγµατώνονται µέσα
από την καθαρότητα της παιδικής ψυχής που µόνο αυτή µπορεί να χαρεί αµόλευτα την έκσταση του
θείου έρωτα που δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόµη σε σαρκικό. (…) Ο Θεός γίνεται µια οξιά και διαπνέει
τον κορµό και τα φύλλα της» ,«Αύρας λεπτής εγκάλεσµα», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ.214.
851
Όπως αναφέρει η Ρ. Ζαµάρου, ο εργατικός κηπουρός µεταµορφώνει το «περιβολάκι» του σε
«‘’προσφιλές έδαφος’’ αναπληρώνοντας την ένδεια του βίου και τη στέρηση του έρωτα» και
αποκοµίζοντας τους «ηδύγευστους» καρπούς των κόπων του. βλ. Φύση και έρωτας στον
Παπαδιαµάντη, σ. 103-104.
852
Όπως υποστηρίζει ο εν λόγω ερευνητής, «η θάλασσα είναι ο κήπος του Γιαννιού». Η δε αναφορά
των γερόντων αποµάχων της προκυµαίας στα κουνουπίδια και τις λαχανίδες δεν είναι τίποτα άλλο παρά
συνθηµατικές λέξεις για τα ψάρια και τα ασπόνδυλα που έφερνε µετά από τις ηµερήσιες εξορµήσεις του
(«Ο µπαρµπα- Γιαννιός δεν είχε κήπο! Ας ξαναδιαβάσουµε τη Μαυροµαντηλού», Αντί, 28 ∆εκ.2001,
τ.753, σ.65 και Ο τροπικός Παπαδιαµάντης. Συµβολή στη µελέτη του µεταφορικού λόγου των
παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, ∆ιατριβή επί διδακτορία, Τµήµα Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών,
Αθήνα, 1994, σ. 330-335). Πράγµατι, η προσέγγιση αυτή δε στερείται αληθείας, αν λάβουµε υπόψη µας
ότι δύο φορές αναφέρεται στο κείµενο ότι ο Γιαννιός πήγαινε στο περιβολάκι του «περί το δειλινόν», την
ώρα δηλαδη που ξεκινούν συνήθως οι ψαράδες προς αλίευση. Αυτή την προσέγγιση συνεπικουρεί η
222

του προσφέρει προσωποποιείται. όταν έρχεται κοντά του ο Γιαννιός προτείνει


«τὰ στέρνα ἀνοίγων τοὺς θησαυρούς του (ἐν εἴδει καρδίας ) εἰς τὰς
ἐπιδεξίους (καὶ ἀγαπητικούς) χεῖρας τοῦ πεπειραµένου κηπουροῦ (ἐν
δυνάµει νυµφίου)»853. Ο δε Γιαννιός γ ν ω ρ ί ζ ε ι «ὅλα τὰ µυστήρια, ὅλα τὰ
κοιλώµατα, ὅλα τὰ ἄντρα τοῦ προσφιλοῦς αὐτῷ ἐδάφους. Ἠδύνατό τις
µάλιστα, ὄχι κατὰ σχῆµα τετριµµένης προσωποποιίας, ἀλλὰ σχεδὸν
κυριολεκτικῶς, νὰ εἴπῃ, (…) ὅτι αὐτὰ µᾶλλον τὸν ἐ γ ν ώ ρ ι ζ α ν ...» 854.
Ο Γιαννιός δεν καλλιεργεί (- αλλιεύει) απλά το περιβόλι του για να
εξασφαλίσει τροφή για την πολυπληθή οικογένειά του . η χρήση που κάνει δεν
είναι χρησιµοθηρική. Ο Γιαννιός έχει αναπτύξει µια σ χ έ σ η 855 µε το
περιβολάκι του, σχέση π ρ ο σ ω π ι κ ή , σχέση ε ρ ω τ ι κ ή . «Γνωρίζει» εις
βάθος τον κήπο του, τον δικό του κήπο και «γνωρίζεται» από αυτόν ως
µοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο856. Όπως ακριβώς δύο αγαπηµένοι
σύζυγοι γνωρίζουν και αγαπούν ο ένας τον άλλο µε τρόπο που κανείς άλλος
έξω από αυτούς δεν µπορεί να καταλάβει. Για αυτό και οι συµπατριώτες του
Γιαννιού αδυνατούν να καταλάβουν το µυστικό δεσµό, την ιδιαίτερη σχέση
που έχει ο Γιαννιός µε το «περιβολάκι» του. γιατί, προσεγγίζοντας
χρησιµοθηρικά, εγωκεντρικά τη φύση, καθιστούν τους εαυτούς τους ξένους
και αλλοτρίους αυτής. Ο Γιαννιός, µε τη γεµάτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία
ζωή του και την αµέριστη αγάπη προς τη φύση, αξιώνεται να δει τη θεϊκή

προσθήκη εισαγωγικών στη λέξη «λαχανικά» ( βλ. Τ.Β’, σ.153, στ.16) στην αρχή του διηγήµατος και
ισχυροποιούν δύο επόµενα σηµεία. Το πρώτο είναι η περιγραφή του κήπου στη σ. 154 που βρίθει
θαλασσίων όρων («πλαταγῶσι, Ζέφυροι, κυανά νῶτα τῶν, ἀκτινωτοῦ ἀφρώδους στεφάνου,
κυµατίζουσαν ὀθόνην») µε αποκορύφωµα τη βύθιση του ήλιου «διὰ ν’ ἀναπαυθῆ εἰς τὸν βυθόν του»
κήπου. Το δεύτερο είναι η επικίνδυνη πτώση του Γιαννιού στη θάλασσα για να σώσει το γάντζο του
«ἄνευ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν πόλιν "χ ω ρ ὶ ς σ π α ν ά κ ι α κ α ὶ λ α χ α ν ί δ ε ς "» , Τ.Β’,
σ.164, στ. 24- 25. Η Ρ. Ζαµάρου, ωστόσο ,κρατά µια ουδέτερη στάση επισηµαίνοντας ότι η περιγραφή
του κήπου είναι ηθεληµένα αµφίσηµη, βλ. ό.π., σ.106. Άλλωστε, όπως έχει επισηµάνει και ο Οδυσσέας
Ελύτης, ο Παπαδιαµάντης «το περιβόλι του Γιαννιού το περιγράφει όπως θα έκανε για µια µικρή και
.
οικεία θάλασσα και τη θάλασσα, πολύ συχνά, σαν µια χλοερή στεριά.», βλ. Η Μαγεία του
Παπαδιαµάντη, Ερµείας, Αθήνα, 1976. Θα θέλαµε να σηµειώσουµε σχετικά και το εξής: Στο διήγηµα «
Με τόν πεζόβολο», ο Παπαδιαµάντης χαρακτηρίζει τον κηπουρό Τριαντάφυλλο ως «φαιδρόν κηπουρόν,
πεζόν ἁλιέαν» (Τ.∆’, σ.203, στ 31), κάτι που οδηγεί συνειρµικά και στην αντίστοιχη «ταύτιση» των
κηπευτικών προϊόντων µε τα αλιεύµατα. Αν και ασχολείτο κατά κύριο λόγο µε τη γεωργία, ο εύθυµος
Τριαντάφυλλος δεν παρέλειπε να µοιράζει σχεδόν εξίσου το χρόνο του µεταξύ αυτής και της αλιείας (βλ.
Τ.∆’, σ.199, στ.1- 14). Κάτι αντίστοιχο µάλλον συνέβαινε και µε το Γιαννιό.
853
Τ. Β’, σ.155, στ.12-13.
854
Τ.Β’, σ.155, στ. 21-25. Η αραιογράφηση δική µας.
855
Όπως ακριβώς, σύµφωνα µε την ορθόδοξη πατερική παράδοση, ο άνθρωπος δεν προσεγγίζει το
Θεό γνωσιολογικά αλλά εµπειρικά, καλλιεργώντας µια προσωπική σχέση µαζί Του. βλ. Χ. Γιανναρά,
Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, ό.π., σ. 411.
856
Η λέξη «γνωρίζει» αποτελεί λέξη κλειδί για την κατανόηση του κειµένου. Με το ρήµα «γινώσκω»
αποδίδεται συνήθως στην Αγία Γραφή η εβραϊκή λέξη που σηµαίνει τις συζυγικές σχέσεις µεταξύ ανδρός
και γυναικός (βλ.π.χ. Γεν.4,1). Σηµαίνει επίσης αποκτώ και κατέχω. Για αυτό και όταν ο Κύριος λέει: «
αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσι Σὲ τὸν µόνον ἀληθινὸν Θεόν…» ( Ιω.17,3) «δεν εννοεί µιαν
απλή θεωρητική γνώση, αλλά την ολόψυχη και ολόσωµη ένωση µε τον πιστό στις υποσχέσεις και στην
αγάπη του Θεού, την ανάλογη µε τη σχέση του ανδρός και της γυναικός, που εγκαινίασε η έλευση του
Χριστού στον κόσµο και που είναι συνώνυµη µε τη θεία Βασιλεία», ∆. Χίου, « Το µυστήριον του ανδρός
και της γυναικός» στον τόµο Έρως και γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972,
σ.73- 74.
223

παρουσία σε αυτήν, κάτι που οι υπόλοιποι µεταπτωτικοί άνθρωποι


αδυνατούν να δουν857. Με άλλα λόγια, ο Γιαννιός έχοντας «καθαρµένες» -στο
µέτρο των δυνατοτήτων του- τις αισθήσεις από τον πολυετή αγώνα του κατά
της φιλαυτίας, αξιώνεται να «γνωρίσει» δια της φύσης κάποια από τα
µυστήρια του Θεού που παραµένουν απρόσιτα στους «µη καθαρµένους»
συµπατριώτες του858.
∆εν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο ναυτικός κατά βάση Γιαννιός
χαρακτηρίζεται ως κηπουρός. γιατί, όπως κάθε καλός κηπουρός, προσεγγίζει
και φροντίζει µε αληθινή αγάπη και στοργή το «ἀχανές»859 περιβολάκι-
θάλασσα και τα φυτά- ‘’ὀψάρια’’ που το κοσµούν, δηλαδή ό λ ο τ ο
φ υ σ ι κ ό κ ό σ µ ο . Εφαρµόζει στην πράξη την εντολή του Κυρίου που έθεσε
τον άνθρωπο στον Παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν»860. Κάνει
ορθή χρήση των αγαθών προς κάλυψη των αναγκών του και των
συµπατριωτών του861. γι’ αυτό και εκείνα «γητεµένα» από την αγάπη του
προσφέρονται θυσιαστικώς φανερώνοντας την ανταπόκριση της φύσης, όταν
ο άνθρωπος, σύµφωνα µε το λειτούργηµά του, της φέρεται ως προστάτης και
εκπρόσωπος του Θεού στη γη. Για αυτό στο έργο του Παπαδιαµάντη η
περιποίηση µικρών ή µεγάλων κήπων γίνεται συνήθως από αγνούς και
φιλόπονους ανθρώπους862. Οι πανέµορφοι κήποι, ως µικροί επίγειοι

857
Για αυτό και το περιβολάκι του Γιαννιού, όπως και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη εν γένει,
µοιάζει για αυτούς- και εµάς- µε «βιβλίον µὲ ἱερογλυφικοὺς χαρακτῆρας». Τα «ιερογλυφικά» του κήπου
του Γιαννιού δηλώνουν την κρυµένη παρουσία του Θεού στον κόσµο (βλ. και Ε. Κων/δου, « Η
παράδοση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη,
∆όµος, 1996, σ.402). Η δε «γνώση» του Γιαννιού από τα «φυτά» του µπορεί πάλι, σύµφωνα µε αυτή
την ερµηνεία, να υπονοεί τη θεική αυτή παρουσία στη φύση που γνωρίζει τα πάντα για κάθε άνθρωπο.
Για την παροµοίωση του περιβολιού του Γιαννιού µε το έργο του Σκιαθίτη βλ. Παλαµά,
«Α.Παπαδιαµάντης», στον τόµο Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Εκδόσεις
των φίλων, Αθήνα,1979, σ.28-30, Φ.Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π.,
σ.110, Λ. Σιάσου, «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, σ. 454-455 , Ι.Κ. Κολυβά «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», ό.π., σ.41-42 και Ν.
Καλοσπύρου, «Αmoenitas Sancta», ό.π., 152.
858
Όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ὅταν οὖν ἀµιγὴς πάσης κακίας , καὶ πάθους ἐλεύθερος,
καὶ παντὸς κεχωρισµένος µολύσµατος ὁ ἐν σοι λογισµὸς ᾖ, µακάριος εἶ τῆς ὀξυωπίας, ὅτι τὸ τοῖς µὴ
καθαρθεῖσιν ἀθέατον, ἐκκαθαρθείς κατενόησας, καὶ τῆς ὑλικῆς ἀχλύος τῶν τῆς ψυχῆς ὀµµάτων
ἀφαιρεθείσης, ἐν καθαρᾷ τῇ τῆς καρδίας αἰθρίᾳ τηλαυγῶς βλέπεις τὸ µακάριον θέαµα. Τοῦτο δέ ἐστι τί;
Καθαρότης, ὁ ἁγιασµός, ἡ ἁπλότης, πάντα τὰ τοιαῦτα τὰ φωτοειδῆ τῆς θείας φύσεως ἀπαυγάσµατα, δι’
ὧν ὁ Θεὸς ὁρᾶται», Εἰς µακαρισµούς 6, PG 44, 1272 C.
859
Για αυτό θεωρούµε ότι ο Παπαδιαµάντης χαρακτηρίζει το περιβόλι «ἀχανές» και «µεγαλοπρεπές»,
γιατί υποδηλώνει όλο τον κόσµο (Τ.Β’, σ.154, στ.1). Λόγω όµως της προσωπικής- αγαπητικής σχέσης
που έχει αναπτύξει µαζί του ο Γιαννιός χρησιµοποιεί υποκοριστικά, θωπευτικά θα λέγαµε, τη λέξη
.
«περιβολάκι». Ο αχανής κόσµος γίνεται το «περιβολάκι»του Γιαννιού το δικό του περιβολάκι.
860
Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα,
1981, σ. 8, κεφ.2 στ. 15. Ενδιαφέρον στο σηµείο αυτό έχει και η επισήµανση του Χ. Γιανναρά για το
«µεσιτικό» ρόλο του ανθρώπου που συγκεφαλαιώνει την ερωτική αναφορά της κτίσης προς το Θεό (βλ.
Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 164).
861
Για την «ευχαριστιακή- αντικαταναλωτική χρήση» των προιόντων του κήπου του Γιαννιού, βλ Α.
Κεσελόπουλου «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη», περιοδικό Αντί, 5 Απριλίου 1991,σ.48-
50.
862
Βλ.π.χ. τον κήπο της Αϊµάς («Ἡ Γυφτοπούλα»,Τ.Α’, σ.375, στ.7-16), του µπαρµπα- Κωνσταντή του
Μιτζέλου («Ὁλόγυρα στὴ Λίµνη», Τ.Β’,σ.381-382 ), του Γιωργή του Σαρρή («Νεκράνθεµα», Τ.∆’, σ.573,
στ.21-22 και σ.574, στ.116) , του «φιλάγαθου» Γιαννιού της Μαργαρίτας που καλλιεργούσε «ἐξ’ ἔρωτος
224

παράδεισοι, συνδέονται έτσι αλληγορικά µε την ποιότητα της ψυχής των


κοπιώντων κηπουρών τους. Ο κήπος του Γιαννιού, εποµένως, αποτελεί
«τόπο εργασίας όπου ‘’αντικατοπτρίζεται’’ η παραγωγή καρπών
πνευµατικών»863.
Αντίστοιχη «ερωτική» σχέση διατηρεί ο Γιαννιός και µε τον
«µελάµπεπλον» βράχο της Μαυροµαντηλούς. Ήδη η περιγραφή της
τοποθεσίας όπου βρίσκεται η Μαυροµαντηλού έχει ορισµένα κοινά σηµεία µε
την περιγραφή του κήπου στην αρχή του διηγήµατος. Ο δε ερωτισµός είναι
στοιχείο κυρίαρχο και κατά την προσωποποίηση της Μαυροµαντηλούς, όπως
συνέβη µε την περιγραφή του κήπου, όπου η φύση σωµατοποιείται και
ζωοποιείται 864.
Ο µονήρης βράχος και ο γηραιός-Γιαννιός διάγουν βίους
παράλληλους. ∆εν γνώρισαν ποτέ ευτυχία, ούτε έρωτα865. Η ατυχία και η
ταλαιπωρία τους ακολουθούν. Κι όµως. ενώ η Μαυροµαντηλού αισθάνεται
χαιρεκακία, όταν βλέπει από µακριά συµφορές και πνιγµούς ανθρώπων,
ανταποκρίνεται µυστηριωδώς στην «παράδοξον στοργήν» που της έτρεφε ο
Γιαννιός και πενθεί «αιωνίως» για εκείνον. Τον «ἐκάλει» σχεδόν καθηµερινώς
κοντά της είτε βρισκόταν δίπλα της είτε µακριά της. Και εκείνος
«ἐ γ ν ώ ρ ι ζ ε ν 866 ὅλα τὰ ἄντρα καὶ τὰ µυστήρια τοῦ βράχου αὐτοῦ» που του
προσέφερε, ως καθηµερινό γαµήλιο δώρο, πλουσιοπάροχους «θαλασσίους
θησαυρούς, ἀστακοὺς καὶ καραβίδας ὑπερφυεῖς τὸ µέγεθος, καὶ κογχύλας καὶ
πεταλίδας καὶ ἄλλα ἀκόµη ἡδύγευστα ὄψα»867. Ως εκλεκτός «νυµφίος»
γνωρίζει και γνωρίζεται από την «κογχυλόφθαλµον νύµφην» µε ένα µοναδικό,
µυστικό τρόπο.
Αυτός ο λανθάνων και µυστηριώδης ερωτισµός κορυφώνεται τη στιγµή
που κινδυνεύει η ζωή του Γιαννιού. Προτιµώντας να σώσει το γάντζο του
παρά το µισοπνιγµένο παιδί, που µόλις είχε βοηθήσει να ανέβει στη βάρκα,
διέπραξε ένα σοβαρό αµάρτηµα: έχασε την υποµονή του, που στάθηκε
απαράµιλλη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, και «ἐπείσµωσεν, ὠργίσθη».
Τότε, υποκύπτωντας στο δαιµονικό πειρασµό, σκέφθηκε µέσα του ότι πήγε
να κάνει το καλό και έπαθε κακό. Έβαλε ένα αντικείµενο, χρήσιµο µεν, άψυχο
δε, πιο πάνω από τη ζωή ενός ανθρώπου και µάλιστα αθώου παιδιού. Κοντά

(…) τές πεπεριές, τά ἀγγουράκια και τάς τοµάτας», («Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», Τ.Β’, σ. 566, στ. 21-22)
κ.ά.
863
Ρ.Ζαµάρου, ό.π., σ.103.
864
Βλ. Ρ. Ζαµάρου, ό.π., σ.109-111 όπου αναφέρονται λεπτοµερειακώς τα κοινά τους σηµεία.
865
«Κ' ἐκείνη µέν, τίς οἶδεν, ἐάν ποτε ὑπῆρξε γυνή, πρὶν ἀπολιθωθῇ καὶ γίνῃ πέτρα, ἂν ὅτε ἦτο γυνὴ
ἐγνώρισεν ἔρωτα· ὁ δὲ Γιαννιὸς ὁ ἐξάδελφός µου οὐδ' ἔτρεφεν ἐλπίδα ν' ἀπολιθωθῇ τοὐλάχιστον καὶ γίνῃ
πέτρα», Τ.Β’, σ.159, στ.4-6. Η Ε. Κιτσοπούλου υπογραµµίζει την «κοινή χρήση» του κήπου και της
Μαυροµαντηλούς που κάνει ο Γιαννιός και το πνεύµα προσφοράς που τον διέπει: όλους τους καρπούς
που παράγει από τον κήπο του τους προσφέρει στους άλλους, µη κρατώντας τίποτα για τον εαυτό του.
Έτσι και τους πολύτιµους βρώσιµους θησαυρούς, που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της
Μαυροµαντηλούς, τους συλλέγει µε αγάπη για να τους προσφέρει και πάλι στους άλλους. Βλ. Ε.
Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.15.
866
Βλ. για τη χρήση του ρήµατος γνωρίζω, υποσ. Νο. 856.
867
Τ.Β’, σ.161, στ.5-8.
225

σε αυτή τη σκέψη ο πειρασµός, χρησιµοποιώντας ως όπλο την ανάµνηση,


τον έκανε να «θυµηθεί τα νιάτα» του και την τότε ευρωστία του. Για αυτό
έπεσε στη θάλασσα για να πάρει πίσω το γάντζο του αντί να επιστρέψει
πρώτα το παιδί στην αγωνιώσα µητέρα του. Ως αποτέλεσµα το αγαθό αυτό
πλάσµα «ἐτιµωρήθη». Η ποδάγρα και η ηµιπληγία του τον πρόδωσαν.
Ωστόσο, η µια στιγµή πτώσης δε στάθηκε αρκετή για να αναιρέσει έναν
ολόκληρο ενάρετο βίο. Άψυχος αρωγός και βακτηρία του στάθηκε η
αγαπηµένη του Μαυροµαντηλού. Στηριζόµενος µε το γάντζο του στο
µαρµάρινο «πόδι» της, που λειτουργεί ως χείρα βοηθείας, πλησιάζει το
µονήρη βράχο και τον αγκαλιάζει σφιχτά . τότε γίνονται «µία ψυχή εἰς δύο
σώµατα», όπως κατ’ αντιστοιχία οι νεόνυµφοι ενώνονται «εἰς σάρκαν µίαν». Η
λίθινη Μαυροµαντηλού στάθηκε την κρίσιµη στιγµή «µόνη αὕτη» δίπλα του
στηρίζοντάς τον και δεχόµενη στοργικώς «τάς περιπτύξεις καὶ τούς
ἀσπασµούς του»868. Εναγκαλίζεται και σώζει το Γιαννιό ως φιλεύσπλαχνη
σύζυγος, που αγαπά και πονά τον ταλαιπωρηµένο νυµφίο της. Η ένωση αυτή
της µητέρας, της στερηµένης από παιδιά, και του άνδρα, του στερηµένου από
γυναίκα και παιδιά, που στέφεται από τον αφρό του κύµατος, αντανακλά µια
µοναδική στιγµή ευτυχίας θυµίζοντας µας ότι αυτή µπορεί να έρθει και κάτω
από τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Αµέσως µετά η πρόσκαιρη πτώση του Γιαννιού στους εµπαθείς
λογισµούς αναιρείται. Απώτερος σκοπός του είναι να ξεκουρασθεί λίγο στο
βράχο της Μαυροµαντηλούς και να επιχειρήσει εκ νέου να πλησιάσει την
ολοένα αποµακρυνόµενη βάρκα. Το πνεύµα αυτοθυσίας επιστρέφει, η
ασθένειά του όµως τον κρατά καθηλωµένο εκεί. Ωστόσο, η θεία Πρόνοια που
δεν εγκαταλείπει ποτέ τα αγαθά της τέκνα στέλνει άµεσα βοήθεια. Ο
ρωµαλέος βοσκός και πρώην ναυτικός Γκαΐδικος σπεύδει ως από µηχανής
θεός . σώζει το παιδί και µαζεύει από το βράχο το Γιαννιό.
Η φύση, εποµένως, ως φορέας της Χάρης του Θεού και τόπος
εκδήλωσης της Θείας Πρόνοιας, περιβάλλει µε όλη της την αγάπη, που είναι
καθρέφτης της αγάπης Εκείνου, κάθε πονεµένο Του πλάσµα. Και όταν εκείνο,
όπως ο Γιαννιός της ανοίξει την καρδιά του, τότε εκείνη τον «αγκαλιάζει»
σφιχτά θυµίζοντάς του πως ποτέ δεν ήταν ούτε και θα είναι πραγµατικά
µόνος.

Γεµάτη ροµαντισµό και µυθολογικά ερωτικά στοιχεία είναι η περιγραφή


της νυχτερινής φύσης στα «Συµβάντα στο µύλο». Μέσα στο ειδυλλιακό τοπίο
«Τὰ δένδρα ἔσµιγον εἰς τρυφερὰς περιπτύξεις ἐκεῖ τὴν νύκτα (…) Καὶ τ' ἄντρα
τριγύρω ἐφύσων ὡς κινύραι της νυκτὸς εἰς τὸ σκότος, κ' ἡ Ἠχὼ ἔµελπε τοὺς
στρυφνοὺς διφορουµένους χρησµούς της: "Ἐθέλω εἰπεῖν τί - τί; - Λέξον ὡς
ἐρῶ - ἐρῶ". Καὶ τὰ ἄστρα κατέφεγγον ὅλην τὴν κοιλάδα, ὡς µαγευµένα,(…)
Μόνον µία νεράιδα ἐρηµική, βαθυπλόκαµος, ἀπετόλµα τὴν νύκτα καὶ
κατήρχετο εἰς τὸ ρεῦµα, κ' ἐµπιστευοµένη εἰς τὸ ἐχέµυθον τῆς νυκτὸς

868
Τ.Β’, σ.166, στ.4-11.
226

ἀπέβαλλε τὸν πέπλον, κ' ἐλούετο εἰς τὰ κρύα νερὰ τοῦ λάκκου, τῆς στέρνας,
εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ µύλου, ἐπάνω τῆς στέγης. Καὶ δύο δειλὰ ὄµµατα
σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοὶ τῆς αἰπολικῆς γενεᾶς, προέκυπτον διὰ µέσου
τῶν κλάδων, ὑψηλὰ εἰς τὰ δένδρα, καὶ ἠγωνίζοντο ν' ἀνακαλύψωσι τὸ
µυστήριον τῆς καλλονῆς ἐκεῖ εἰς τὸ σκότος. Καὶ τότε ἡ Ἠχὼ θὰ ἠδύνατο,
καθὼς τὸ πάλαι, εἰς τὴν ἐξοµολόγησιν τοῦ Ἐρῶντος, νὰ ἐπαναλάβῃ: Ἐρῶ,
ἐρῶ»869. Η φύση αντηχεί τον έρωτα σε στεριά και ουρανό και η µυθολογική
νεράιδα αντιπροσωπεύοντας την ερωτική δυναµική της φύσης λαµβάνει το
µπάνιο της εκπέµποντας ένα σαγηνευτικό αισθησιασµό στο γύρω
περιβάλλον. Η νύχτα όµως προστατεύει το γυµνό της σώµα από τα αδιάκριτα
βλέµµατα των σατύρων, που µόνο να µαντέψουν µπορούν την οµορφιά της.
Με αυτόν τον τρόπο η αισθησιακή αυτή ερωτική εικόνα δεν είναι προκλητική,
αφού το χριστιανικό στοιχείο της αιδούς της χαρίζει µια θαυµαστή ισορροπία.
Συνεπώς, το απόσπασµα γίνεται ένας περιγραφικός ύµνος της φύσης για τον
έρωτα, µια ατέρµονη επανάληψη της λέξης που χαρακτηρίζει τον κάθε
ερωτευµένο: «Ἐρῶ, ἐρῶ…».
Εκτός όµως από το παραπάνω απόσπασµα, στο συγκεκριµένο
διήγηµα η φύση συνεπικουρεί, ως τόπος συνάντησης, τους «ερωτικούς
κυνηγούς». Στην περιοχή «Βουρλίδια» συνήθιζαν τα ξεπεσµένα
αρχοντόπουλα της περιοχής να ασχολούνται µε ερωτικές «εργολαβίες», ενώ
άλλοι φιλόδοξοι νέοι κατέστρωναν σχέδια απαγωγής νεαρών γυναικών µε τις
οποίες είτε ήταν ερωτευµένοι είτε απλά στόχευαν στην περιουσία τους870.
Στην δεύτερη αυτή κατηγορία υπάγονταν οι επίδοξοι απαγωγείς της Σοφίας ή
µάλλον της Λουκρητίας προκειµένου να βάλουν στο χέρι την περιουσία που
άφησε στην πρώτη ο µπαρµπα-Μανώλης. Η φύση στην περίπτωση αυτή
επιτελεί έναν αρνητικό ρόλο, αυτόν της συγκάλυψης των δολοπλοκιών και
µηχανορραφιών των νέων ανδρών. Ευτυχώς, τα σχέδιά τους µαταιώθηκαν
χάρη στην εγρήγορση της Σοφίας και την έξυπνη ιδέα του γερο- Καρδοπάκη
που γλίτωσε -προς στιγµήν- τις δυο απροστάτευτες κοπέλες.

869
Τ.∆’, σ.521, στ.22 και 27-30 και σ.522, στ. 1-12.
870
Βλ. Τ.∆’, σ.522-523.
227

7. Η σκοτεινή πλευρά του έρωτα

7.1. Αµφίβολη ηθική – το αµάρτηµα της πορνείας

Αναµφίβολα, µεταξύ των σοβαρότερων σαρκικών αµαρτηµάτων


λογίζεται το αµάρτηµα της πορνείας. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Χριστός
καταδίκασε όχι µόνο την πράξη, αλλά και την ίδια την πορνική σκέψη ή
επιθυµία871. Συµπληρώνοντας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει ότι
«ὀφθαλµὸς πορνεύων οὐ φυλάσσει τὴν παρθενίαν, γλώττα πορνεύουσα τῷ
πονήρῳ µίγνυται… Παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια , µὴ ρεµβέσθω, µὴ πλανάσθω,
µὴ τύπους ἐν αὐτῇ φερέτω πονηρῶν πραγµάτων»872.
Είναι αλήθεια πως οι σαρκικοί πειρασµοί είναι ιδιαίτερα ισχυροί, γιατί
πολεµούν τον άνθρωπο διπλά. και στην ψυχή και στο σώµα873. Χωρίς τη
βοήθεια του Θεού η καταπολέµησή τους είναι ακατόρθωτη. Οι Πατέρες όµως
δίνουν τον τρόπο αντιµετώπισης των φοβερών σαρκικών πειρασµών που
µπορεί να οδηγήσει στη διάπραξη της πορνείας και της µοιχείας. δεν είναι
άλλος από τη δύσβατη οδό της νηστείας, της ταπείνωσης, της
καταπολέµησης της πονηρής επιθυµίας ήδη από την αρχή της, της συντριβής
της καρδιάς και της άγρυπνης προσευχής: «Οὐδὲ γὰρ ἱκανὴ ὑπάρχει µόνη ἡ
σωµατικὴ νηστεία(…) Πρὸ δὲ πάντων συµβάλλεται ταπείνωσις ψυχῆς. ἦς
χωρίς, οὐδὲ πορνείας, οὐδὲ τῶν ἄλλων δυνήσεταί τὶς περιγενέσθαι.
Προηγουµένως τοίνυν χρὴ πάσῃ φυλακῇ τηρεῖν τὴν καρδία ἀπὸ ῥυπαρῶν
λογισµῶν. Ἐκ ταύτης γὰρ προέρχονται, κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνήν,
διαλογισµοὶ πονηροί, φόνοι, µοιχεῖαι, πορνεῖαι καὶ τὰ λοιπά. (…)Τοιγαροῦν
αὔτη ἔστω τῆς καρδίας ἠµῶν προφυλακή. ἴνα ὅταν τῇ ἡµετέρᾳ διανοίᾳ µνήµη
γένηται γυναικός, ἀναδοθεῖσα διὰ τῆς διαβολικῆς κακουργίας (…) ταχέως
ταύτην ἐκ τῆς ἡµετέρας καρδίας ἐκβάλωµεν (…) καὶ ὡς ἔτι νήπιοί(…) οἱ
πονηροὶ λογισµοί, τούτους ἐδαφίζειν καὶ συντρίβειν πρὸς τὴν πέτραν, ἤτις
ἐστὶν ὁ Χριστὸς.(…) Καὶ τούτου χάριν σπουδάζειν ὀφείλοµεν, οὐ µόνον
ἐγκράτειαν σώµατος ἀσκείν, ἀλλὰ καὶ συντριβὴν καρδίας καὶ πυκνᾶς µετανοίας
µετὰ στεναγµῶν. ὥστε τὴν κάµινον τῆς ἡµετέρας σαρκός, ἥν ὁ Βαβυλώνιος
Βασιλεὺς τοῖς τῆς ἐπιθυµίας ἐρεθισµοῖς ἀνάπτει καθ’ ἑκάστην, τῇ δρόσῳ τῆς
παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀποσβέσωµεν»874.
Στα αθηναϊκά κυρίως διηγήµατα του Παπαδιαµάντη συναντούµε ήρωες
και ηρωίδες που είτε από επιλογή είτε εξ’ ανάγκης καθίστανται δέσµιοι του
πάθους αυτού.

871
«Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυµῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐµοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», Μτ,
5, 28 .
872
Λόγος 37, 10, PG 36, 296A.
873
«∆εύτερος ἠµῖν ἐστιν ἀγὼν κατὰ τοῦ πνεύµατος τῆς πορνείας καὶ τῆς ἐπιθυµίας τῆς σαρκὸς (…)
Μέγας οὗτος ἀγὼν καὶ χαλεπὸς καὶ διπλὴν ἔχων τὴν πάλην. ∆ιότι τῶν ἄλλων ἐλαττωµάτων ἐν τῇ ψυχῇ
.
µόνο ἐχόντων τὴν µάχην, οὗτος διπλοὺς καθέστηκεν, ἐν ψυχῇ καὶ σώµατι συνιστάµενος καὶ τούτου χάριν
διπλὴν τὴν πάλην ἀναδέξασθαι χρή», Κασσιανού Ρωµαίου, «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ.63.
874
Κασσιανού Ρωµαίου, ό.π. σ.63- 65.
228

Στο διήγηµα «ὁ γείτονας µὲ τὸ λαγοῦτο» παρακολουθούµε ανθρώπους


χαµηλού βιοτικού και ηθικού επιπέδου να υποπίπτουν σε µικρά ή µεγάλα
ηθικά παραπτώµατα. Πρωταγωνιστής είναι ένας µεσόκοπος νοικάρης
ονόµατι Βαγγέλης. Ο αµφιλεγόµενος αυτός χαρακτήρας875 φαίνεται να
διαθέτει διάφορα πάθη, όπως το ποτό, τα ξενύχτια και η αδυναµία στο ωραίο
φύλο. Παρόλο που συστήνεται ως εργένης στην σπιτονοικοκυρά του, της
ζητάει µετά από λίγες ηµέρες να φέρει στην κάµαρά του «τη γυναίκα του»
προκαλώντας την έντονη αντίδρασή της.
Στη συνέχεια εκλαµβάνει -µε τη συνέργεια του ποτού- ως ερωτική
πρόσκληση το πρωινό χωρατό και τα πειράγµατα µιας άλλης νοικάρισσας,
της Κατερινιώς. Το γεγονός ότι επρόκειτο για µια «θαρρετὴ κ' ἐλεύθερη
γυναίκα» που, συν τοις άλλοις, ήταν και ζωντοχήρα, σε συνδυασµό µε το
υπερβολικό ποτό, τον έκανε το ίδιο κιόλας βράδυ να της χτυπήσει την πόρτα
και να της τραγουδήσει τραγούδια µε ερωτικά υπονοούµενα. Είναι βέβαιο
πως η νεαρή ζωντοχήρα είχε τις ευθύνες της (ο αφηγητής αναφέρει ότι, αν η
«καντάδα» δεν γινόταν εις επήκοον των υπόλοιπων γειτόνων, πιθανόν να
µην αντιδρούσε αρνητικά). Λαµβάνοντας όµως υπόψη «τήν τιµή και τήν
υπόληψή της» και το ότι «ὁ κόσµος εἶναι κακός», άρχισε «νὰ θορυβῇ» και να
διαµαρτύρεται εναντίον του876. Αυτή η αντίδραση εκφράζει την υποκρισία της,
αφού πιστεύει ότι µπορεί η ίδια να «προκαλεί» µε τα λόγια και τη στάση της,
αλλά δεν επιθυµεί ούτε να την κακολογούν ούτε να την προσβάλλουν οι
άλλοι. Η «ηθική» της εικόνα παραµένει αποκλειστικά εξωτερική.
∆ύο ηµέρες µετά το συµβάν εµφανίζεται η επίσης αµφιλεγόµενη
«ξαδέρφη» του Βαγγέλη, η κυρά Σταυρούλα, που εγκαθίσταται για αρκετό
διάστηµα στην κάµαρά του, δίνοντας αφορµή για πικρόχολα σχόλια και
κουτσοµπολιά και συµπληρώνοντας την παλέτα των εµπαθών χαρακτήρων
που «διανθίζουν» το διήγηµα. Ωστόσο, όσο αρνητική εικόνα µας παρουσιάζει
η ηθική κατάπτωση του Βαγγέλη (ο οποίος δεν φαίνεται να καταλαβαίνει ότι
κάνει κάτι κακό877) και των «γυναικών» του, αλλό τόσο αρνητική εντύπωση
µας προκαλεί η φοβερή κακολογία και κακεντρέχεια των γυναικών της αυλής,
που «στολίζουν» µε αισχρές βωµολοχίες και κατηγορίες τις εκάστοτε φίλες
του. Ως αποτέλεσµα αυτού, το αµάρτηµα της κατάκρισης καθίσταται το ίδιο
σοβαρό όσο το αµάρτηµα της πορνείας.

Ωστόσο, αν ο µεσόκοπος Βαγγέλης, µε όλα τα ελαττώµατα και τα πάθη


του, παραµένει σχετικά συµπαθής, δε συµβαίνει το ίδιο και µε τη κυρα-
Ζαφείραινα και τις νοικάρισσές της στις «Κουκλοπαντρειές»878. Η γυναίκα
αυτή εκτελούσε χρέη οικονόµου σε µια φτωχική µάνδρα και η κύρια ασχολία

875
Ο Παπαδιαµάντης αναφέρει πως ήταν Τουρκοµερίτης αµέσως µετά την περιγραφή του άστατου
χαρακτήρα του. Έτσι η πληροφορία αυτή αποκτά µάλλον αρνητική χροιά .
876
Τ.Γ’, σ.296, στ.25-26.
877
Βλ .Τ.Γ’, σ.294, στ.14-27.
878
Ο τίτλος υπονοεί τους ψεύτικους γάµους µεταξύ της φτωχολογιάς, λόγω της οικονοµικής ανέχειας
αλλά και των χαµηλών ηθικών αξιών.
229

της ήταν η κακολογία, το κουτσοµπολιό και η εκτόξευση κάθε είδους


κατηγοριών απέναντι στις νοικαρισσές της, οι οποίες φαίνεται τελικά πως
ήταν άξιες αυτών των κατηγοριών.
Σε αυτές τις αναξιόπιστες γυναίκες δε δίστασε να εκµυστηρευθεί το
ηθικό παράπτωµα της κόρης της, για το οποίο δεν ήταν µάλιστα απόλυτα
σίγουρη, εκθέτοντας έτσι ανεπανόρθωτα το παιδί της σε όλη τη γειτονιά. Για
τα µάτια του κόσµου αναγκάζει την κόρη της να «παντρευτεί» µε το νεαρό,
πλην όµως ο γάµος αυτός φαίνεται πως ήταν ψεύτικος879. Αγνοώντας
προφανώς την πραγµατική έννοια και την ασύλληπτη αξία του µυστηρίου του
γάµου, τον υποβιβάζει σε µια κοινωνική σύµβαση χάριν εξωτερικής
ευπρεπείας. Ο ψευδεπίγραφος αυτός γάµος έληξε άδοξα λίγους µήνες
αργότερα, όταν η έγκυος πια Ευγενικούλα αναγκάστηκε, λόγω της ανέχειας,
να επιστρέψει στη µητέρα της.
Τότε ξεκίνησε η µεγάλη διαµάχη µε την πρώτη εκ των τριών
ενοικιάστρια, τη Μαργαρώ. Αιτία ο «άνδρας» της Μαργαρώς µε τον οποίο είχε
παράνοµη σχέση και ο οποίος εγκαταστάθηκε αυτοβούλως στο µικρό της
δωµάτιο. Οι κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον της «ἔκφυλης γυναικός» οι
άλλες δυο ενοικιάστριες δείχνουν το µέγεθος της ηθικής και πνευµατικής τους
κατάπτωσης. Το πάθος της κατάκρισης και της υποκρισίας έχει κυριεύσει
τόσο την ψυχή τους, ώστε, ενώ ακολουθούν και οι ίδιες µια παρόµοια ζωή,
κατηγορούν τη γειτόνισσά τους προασπιζόµενες τα «χρηστά ἢθη»880.
Όπως αποδεικνύεται αργότερα, και η δεύτερη νοικάρισσα, η Λισάβω,
είχε εραστή, αλλά η χειρότερη όλων ήταν η Πολυτίµη (της οποίας το όνοµά
είναι ειρωνικό). Η γυναίκα αυτή, που παρουσιάστηκε ως χωρισµένη881, είχε
συνάψει σχέσεις µε έναν πολύ νεώτερό της άνδρα, που παρουσίαζε ως
πατριώτη και εξάδερφό της. Κάποια στιγµή εµφανίστηκε ο σύζυγός της, ο
οποίος την οδήγησε στην αστυνοµία µε την κατηγορία της µοιχείας
αποδεικνύοντας ότι ήταν ακόµη παντρεµένη. Τα ψεύδη και οι θεατρινισµοί
που διεξήχθησαν εκεί µόνο θλίψη προκαλούν για την πνευµατική της
αλλοίωση. Την εικόνα του πλήρως αποκοµµένου από το Θεό ανθρώπου
ολοκληρώνει η αντίδραση της στο άκουσµα του θανάτου του σπιτονοικοκύρη.
Το τσάµικο που χόρεψε στην αυλή είναι ο χορός ενός υπόδικου στο κακό
ανθρώπου, που χαίρεται µε τη δυστυχία των άλλων.
Ίσως αυτός ο χαρακτήρας µαζί µε τη Ζαφείραινα να αποδίδουν µε τον
πιο γλαφυρό τρόπο την εικόνα του «πνευµατικά νεκρού» ανθρώπου882. Αν
και ζωντανές, είναι νεκρωµένες στην ψυχή, γιατί είναι χωρισµένες από το
θέληµα του Θεού: «Καὶ οὗτός ἐστιν ὁ κυρίως θάνατος, τὸ διαζευχθῆναι τὴν

879
Όπως αναφέρεται και στο διήγηµα «πατέρα στο σπίτι», στις φτωχικές συνοικίες υπήρχε η συνήθεια
να «νυµφεύονται χωρίς παπά», βλ. Τ.Γ’, σ.92, στ.33 και σ.93, στ.1.
880
Τ.Γ’, σ.568, στ.18.
881
«Εἶχε λάβει καὶ διαζύγιον, καθὼς ἐβεβαίου, ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα», Τ.Γ’, σ.569, στ.24-25.
882
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς περιγράφει την κατάληξη των ανθρώπων σαν την Πολυτίµη : « Ὁ δὲ
σαρκὸς ἐπιθυµίαις καὶ παθήµασι τὸ πνεῦµα ἐνταῦθα θανατώσας, µέλλει, φεῦ, τῷ δηµιουργῷ καὶ προξένῷ
.
τῆς κακίας ἐκεῖ συγκαταδικάζεσθαι καὶ τῇ ἀνυποίστῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ κολάσει παραδιδόσθαι ὅ ἐστιν
ὁ δεύτερος θάνατος καὶ ἀδιάδοχος», «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.95, στ.23-26.
230

ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁµαρτίᾳ συζυγῆναι. Οὗτος τοῖς νοῦν ἔχουσι
φευκτὸς ὄντως καὶ φρικτὸς ὁ θάνατος»883. Παρακολουθώντας τις δύο αυτές
γυναίκες διαπιστώνουµε ιδίοις όµµασι πόσο χειρότερος είναι ο πνευµατικός
από το φυσικό θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό πως µε την κακολογία και τις
φοβερές βλασφηµίες της η Ζαφείραινα αποµονώνεται σταδιακά από όλους:
αφού κατάφερε να διώξει όλες τις ενοικιάστριές της, στράφηκε εναντίον της
ετοιµόγεννης κόρης της χτυπώντας την, υβρίζοντάς την και ελπίζοντας να
πεθάνει. Η αποµόνωση αυτή, την οποία η ίδια προκαλεί µε τη στάση της,
φανερώνει την πνευµατική της νέκρωση884. Για αυτό ο συγγραφέας
ειρωνευόµενος καταλήγει: «Ὅταν θὰ τὴν ἔθαπτεν, ἐπεφυλάσσετο νὰ δέρνεται
µόνη της»885 κατά τη συνήθεια των δαιµονισµένων 886.

Αµφιλεγόµενη έως το τέλος παραµένει και η κυρα- Σπυριδούλα, η


ιδιοκτήτρια του «ἰδιόκτητου» στο οµώνυµο διήγηµα. Ο οίκος ανοχής τον
οποίο διηύθυνε προκαλούσε τη διαµαρτυρία των «καλών οἰκοκυράδων», οι
οποίες όµως προτιµούσαν για ενοικιάστριες των δωµατίων τους τις
εκδιδόµενες εκεί γυναίκες αντί των φτωχών οικογενειαρχών. Τόσο ο
µυστικοπαθής τρόπος µε τον οποίο λειτουργούσε ο οίκος αυτός, όσο και η
ψεύτικη σεµνοτυφία των γύρω γυναικών φανερώνει την υποκρισία που
χαρακτήριζε ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Εκτός από την υποκρισία βέβαια
και µια σειρά από άλλα πάθη παρελαύνουν στο διήγηµα αυτό: πορνεία,
πνευµατική παραλυσία, αναισχυντία, καταλαλιά, διαβολή, κατάκριση,
λοιδορία. Ο Παπαδιαµάντης καυτηριάζει καίρια το γεγονός: «Ἡ ὑποκρισία
ἐσέβετο τὴν φωλεάν της, ἂς ἦτο κοπρισµένη.Ἡ σεµνοτυφία ἠγάπα νὰ
διακωµῳδῇ αὐτὴ ἑαυτήν»887.
Η στάση αυτή του γύρω κόσµου φανερώνει το βαθύ φαρισαϊσµό που
τον διέκρινε. Πολλά από τα «οὐαί» που απηύθυνε ο Κύριος στους
Φαρισαίους της εποχής του θα ταίριαζαν απολύτως και στην περίπτωση των
«καλών γειτονισσών». Για αυτό και η απάντηση που δίνει ο παπα- Παντελής,
όταν τον κατέκριναν για το µηνιαίο αγιασµό που έψαλλε στο «ἰδιόκτητον»
είναι ίδια µε αυτή που έδωσε και ο Χριστός στους Φαρισαίους 888: «ὁ Χριστὸς

883
Βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», ό.π., σ.94, στ.12-14
884
Για την αποµόνωση αυτή που ταυτίζεται µε την κόλαση βλ. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως,
ό.π., σ.342.
885
Τ.Γ’, σ.574, στ.28.
886
Βλ. π.χ. Μκ, 5, 5.
887
Τ.∆’, σ.570, στ.9-10.
888
Βλ. σχετικά Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.39 . Την
άποψη αυτή συµµερίζεται και ο πρωτ. ∆.Β. Τζέρπος, «Ορθόδοξο ιερατικό ήθος», Θεολογία,Τ.82, τ.4,
2011, σ.58. Η Μ. Γκασούκα ωστόσο, υποστηρίζει ότι ο ιερέας είχε «προθυµία» να ψάλλει µηνιαίως στο
«ιδιόκτητο» λόγω οικονοµικών απολαβών (βλ. «Αστικοποίηση και φύλο στον Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη,ό.π.,σ.91-92). Κατά τη γνώµη µας η Μ.
Γκασούκα εδώ αντιµετωπίζει τη στάση του ιερέα µε αποκλειστικά κοινωνικοοικονοµικά κριτήρια,
αποστερώντας την από την πνευµατική διάσταση της. Ως γνωστόν, στην παράδοση της Εκκλησίας
υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ιερέων , µοναχών καί διά Χριστόν σαλών που επισκέπτονταν καπηλειά
ή άλλα «αµαρτωλά» µέρη µε αποκλειστικό σκοπό την προσέγγιση και µετάνοια των ανθρώπων που
σύχναζαν σε αυτά. Εκτός αυτού ο Παπαδιαµάντης είναι πολύ ειλικρινής, όταν εκφράζεται για τους
231

δὲν ἦλθε νὰ καλέσῃ δικαίους, ἀλλ' ἁµαρτωλοὺς εἰς µετάνοιαν»889. Στην ουσία
του ο µηνιαίος αυτός αγιασµός δεν είναι τίποτα άλλο παρά µια περιοδικώς
επαναλαµβανόµενη πρόσκληση για µετάνοια που δίδεται από τον αγαθό
ιερέα στη Σπυριδούλα και τις «γυναίκες» της, οι οποίες βρίσκονται στο
περιθώριο της ζωής λόγω της αµαρτίας. Μιµούµενος τη θεϊκή ευσπλαχνία,
χτυπά «µηνιαίως» την πόρτα της ψυχής των αµαρτωλών αλλά «φύσει
αγαθών» αυτών πλασµάτων µε την ελπίδα της πνευµατικής µεταστροφής και
επιστροφής τους.
Βαθύ προβληµατισµό προκαλεί και η στάση ζωής της ίδιας της κυρα-
Σπυριδούλας. Η γυναίκα αυτή συµπεριφέρεται ως διχασµένη
890
προσωπικοτητα. Από τη µια διάγει ασκητικό βίο και από την άλλη ζητάει
από το Θεό να δώσει φώτιση και πνεύµα µετανοίας σε όσους την επικρίνουν:
«Ἐπειδής, ὅ,τι κάνει αὐτή, τὸ κάνει γιὰ καλό, κι αὐτὲς ποὺ ἔχει στὸ σπίτι της,
βρίσκονται σὲ καλὰ χέρια. Ἂν ἦταν ἀλλοῦ, θὰ ἦταν πολὺ χειρότερα»891. Έτσι,
ενώ συµπεριφέρεται εξωτερικά ως µετανοούσα γυνή, στην πραγµατικότητα
δεν µετανοεί για τις ανήθικες δραστηριότητές της εφόσον θεωρεί ότι επιτελεί
θεάρεστο έργο «προστατεύοντας» τις κοπέλες από χειρότερο κατάντηµα.
Είναι πραγµατικά εκπληκτικό το πώς ο πονηρός αλλοιώνει τη συνείδηση του
ανθρώπου σε τέτοιο βαθµό, ώστε να τον καθιστά τυφλό απέναντι στα πάθη
του τα οποία µάταια προσπαθεί να εξωραΐσει.
Συνεπώς, το κυρίως αµάρτηµα της κυρα-Σπυριδούλας είναι η
αµετανοησία της. ∆εν µπορεί να εκλάβει την αµαρτία που διαπράττει ως
αµαρτία και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της, ως άλλη Εύα, δια
στόµατος της δορυφόρου της, κυρίας- Μαριάνθης, η οποία ξεπερνώντας τα
όρια την χαρακτηρίζει ως «αγία ψυχή»892. Για αυτό και θεωρούµε ότι έχει
αρκετές οµοιότητες µε την Φραγκογιαννού, η οποία επίσης αδυνατεί να
µετανοήσει για τα αµαρτήµατά της, τα οποία φτάνει στο σηµείο να τα θεωρεί
ως «θέαρεστες» πράξεις893.

Ίσως ένας από τους πιο άστατους πνευµατικά χαρακτήρες του


Παπαδιαµάντη είναι ο κυρ- Κοσµάς ο Πουργιάκος894. Μας παρουσιάζεται ως
άνθρωπος ο οποίος πέρασε από «πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας,
καὶ πάθη»895 µέχρις ότου αποφασίσει να παντρευτεί. Αργόσχολος, γλεντζές,

κληρικούς. ∆ε διστάζει να αναφέρει τις ατέλειές τους (βλ.π.χ. «’Εξοχική Λαµπρή») ή τα λάθη τους
(βλ.π.χ. «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου ∆εσπότη»). Κάτι τέτοιο δε συµβαίνει στην περίπτωση του παπα-
Παντελή. ∆υστυχώς, την ίδια άποψη µε την Μ. Γκασούκα έχει και η Β. Λαµπροπούλου, βλ. Οι γυναίκες
στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992, σ.251.
889
Τ.∆’, σ.571, στ.7-8.
890
Σύµφωνα µάλιστα µε µια φήµη ήταν παπαδοπούλα, ενώ «ἐλέγετο ὅτι εἶχε "τάξιµον" διὰ ταπείνωσιν, κ'
ἔµελλεν εἰς τὸ τέλος νὰ γίνῃ καλογραῖα. (…) ∆ιηγοῦντο ὅτι εἶχε πολλὰ εἰκονίσµατα, κοµποσχοίνια, κλπ. κ'
ἔζη ἀσκητικῶς εἰς τὸ δωµάτιόν της» (Τ.∆’, σ.571, στ.10-13).
891
Τ.∆’, σ.572, στ.16-18.
892
Τ.∆’, σ.572, στ.11.
893
Για τη Φραγκογιαννού θα γίνει εκτενής λόγος στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας.
894
Στο διήγηµα «Τὸ κουκούλωµα», Τ. ∆’, σ.591-594.
895
Τ.∆’, σ.593, στ.9.
232

ξέγνοιαστος και αδιάφορος πέρασε µια ζωή γεµάτη κραιπάλες. Συζούσε µε


διάφορες γυναίκες, ενίοτε και δύο ταυτόχρονα, ενώ συµπλήρωνε τον
«ελεύθερο χρόνο» του µε περιστασιακές ερωµένες. Αποτέλεσµα ήταν να έχει
«διασπείρει νόθα εἰς ὅλας τὰς γειτονιάς»896. Αποφεύγοντας την ευθύνη των
πράξεών του, εγκατέλειπε στη συνέχεια τα παιδιά του. Κάποια από αυτά τα
ανέλαβαν στοργικοί συγγενείς και φίλοι του, ενώ µερικά κατέληξαν στο
βρεφοκοµείο.
Το αποκορύφωµα της αξιοκατάκριτης και εµπαθούς συµπεριφοράς του
ήταν η άνανδρη στάση που κράτησε απέναντι στη γυναίκα που του ανέθρεψε
το τελευταίο νόθο παιδί του, τον Αριστογείτονα. Στη γυναίκα αυτή είχε
υποσχεθεί γάµο για τη συγκινητική αφοσίωσή της. Στην πραγµατικότητα
όµως την εξαπάτησε δίνοντας της ψεύτικες ελπίδες, έως ότου η δύστυχη
γυναίκα, απογοητευµένη και πικραµένη, «ἐµαράνθη, ἔκλινε, καὶ ἀπέθανεν
ἀστεφάνωτη»897.
Το κριτήριο τελικά µε το οποίο παντρεύτηκε δεν ήταν άλλο από το
οικονοµικό. Όταν γνώρισε µια «χήραν οἰκοκυράν, ἰδιοκτήτριαν οἰκίας»898 και,
αφού ο ίδιος ήταν πια όψιµης ηλικίας χωρίς πολλά περιθώρια για περαιτέρω
ερωτικές ατασθαλίες, αποφάσισε να παντρευτεί. Η περίοδος που αποφάσισε
να τελέσει το γάµο δεν θα µπορούσε να είναι άλλη από τις Απόκριες. Ένας
άνθρωπος του οποίου ολάκερη η ζωή είναι ένας άσωτος βίος µε ξενύχτια,
ξέφρενα γλέντια, µεθύσια και ακολασίες, ταιριαστό ήταν να παντρευτεί τις
Απόκριες (εξάλλου δεν φαίνεται να γνώριζε την πνευµατική διάσταση της
περιόδου του Τριωδίου). Για αυτό και οι φίλοι του του κάνουν ποδαρικό στο
νέο του σπίτι µασκαρεµένοι, όπως ταιριάζει στην περίπτωση.
Η άσωτη ζωή του κυρ- Κοσµά αποτελεί παράδειγµα προς αποφυγή.
Εντελώς παραδοµένος στα πάθη και στις πρόσκαιρες χαρές του κόσµου
τούτου, κάνει µια εντελώς κακή χρήση του αυτεξουσίου και της ανθρώπινης
ελευθερίας µε το να εκµεταλλεύεται διάφορες γυναίκες αφήνοντας πίσω του,
ως αθώα θύµατα, και πολλά νόθα παιδιά. Εξαιτίας του µια από αυτές χάνει
τελικά από τη στεναχώρια τη ζωή της καθιστώντας τον ηθικό αυτουργό για το
θάνατό της. Ωστόσο, ως πνευµατικά νεκρός αδυνατεί να δει το µέγεθος της
αµαρτίας που έχει διαπράξει και, αντί της εσωτερικής συντριβής, προχωράει
σε γάµο. Όπως πολύ σωστά επισηµαίνει ο Παπαδιαµάντης, τέτοιοι άνθρωποι
δεν θα έπρεπε να στεφανώνονται- γιατί ως γνωστόν τα στεφάνια

896
Τ.∆’, σ.593, στ.9. Ο εµπαθής αυτός ήρωας, όπως ο Σανούτος και ορισµένοι ακόµη παπαδιαµαντικοί
ήρωες, διαθέτει την λανθασµένη «επιβητορική αντίληψη» για τον έρωτα, όπως την ονοµάζει ο π. Φ.
Φάρος,µε αποτέλεσµα να τον προσεγγίζει ως «ανταλλαγή απρόσωπων υπηρεσιών», αντί για «κοινωνία
συναισθηµάτων» (βλ. Ἔρωτος φύσις,ό.π., σ. 16-25). Κατά συνέπεια, χρησιµοποιεί τις γυναίκες
αποκλειστικά ως αντικείµενα ικανοποίησης των βιολογικών και, στην περίπτωση του γάµου του,
οικονοµικών «αναγκών» του, ενώ απουσιάζει από τη συµπεριφορά του κάθε είδος ηθικής, πόσο µάλλον
αγάπης, στοιχείο που διατρανώνεται µε την εγκατάλειψη των παιδιών του.
897
Τ.∆’, σ.593, στ.24-25. Η περίπτωση της γυναίκας αυτής ταιριάζει πολύ µε την αντίστοιχη της
Χριστίνας της δασκάλας στο «Χωρίς στεφάνι». Με έναν παρόµοιο τρόπο βρέθηκε και εκείνη να
µεγαλώνει τα νόθα παιδιά του Ντεληκανάτα και να µην τολµάει να πάει στην εκκλησία λόγω της
παράνοµης συγκατοίκησης της µαζί του, βλ. Τ.Γ’, σ.131 κ.έ.
898
Τ.∆’, σ.594, στ.8-9.
233

επιβραβεύουν τον πνευµατικό αγώνα των νεόνυµφων, που εδώ είναι


ανύπαρκτος - αλλά να κουκουλώνονται ως πνευµατικά τυφλοί και έχοντες
ανάγκη να «καλυφθούν» µπροστά στο Θεό οι αµαρτίες τους. Η δε
«απόδραση» του µικρού γιου του Αριστογείτονα- τον οποίο έσπευσε τόσο
εύκολα να κλείσει στο ορφανοτροφείο ως «δυσάγωγο»- και η απαίτησή του
να είναι και αυτός κάτω από το στεφάνι στο γάµο υποδηλώνει έµµεσα τις
αµαρτίες αυτές, τις οποίες, όσο και αν προσπαθεί να κρύψει και να
«σκεπάσει», αυτές θα βρίσκονται διαρκώς µπροστά του.

Αφού λοιπόν ο Παπαδιαµάντης µας παρουσίασε µέσα από ιδιωτικές-


προσωπικές ιστορίες τη σκοτεινή πλευρά του έρωτα, προχωράει από το
µερικό στο γενικό εκθέτοντας συνολικά τα εκπεσόντα ήθη της εποχής του στα
«Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος». Στο διήγηµα αυτό (που σήµερα είναι πιο επίκαιρο
από ποτέ) τη στάση του στείρου ηθικισµού απέναντι στον ηθικό εκφυλισµό
της τότε κοινωνίας κρατάει ένας «ιδιόρρυθµος» φίλος του αφηγητή. Ο
αφηγητής καταβάλλει προσπάθειες να κρατήσει ουδέτερη στάση.
Στον αντίποδα του ηθικολόγου φίλου του βρίσκεται ένας Έλληνας
εφευρέτης, ο οποίος υπερηφανεύεται ξιπασµένα πως τα «θαυµατουργά»
χάπια που εφηύρε, θεράπευαν την ανικανότητα και προστάτευαν από
ανεπιθύµητη εγκυµοσύνη και αφροδίσια νοσήµατα. Η «λύση», κατ’ αυτόν,
στον ηθικό ξεπεσµό και τη νοσηρή πραγµατικότητα που βίωναν χιλιάδες
Έλληνες κάθε ηλικίας και φύλου ήταν η αποφυγή των εξωτερικών
«συνεπειών» του ολισθήµατος. Για την ανάγκη ριζικής αλλαγής του τρόπου
σκέψης και ζωής, της σωστής διαπαιδαγώγησης των παιδιών και των νέων,
βάση της οποίας αποτελεί η αντιµετώπιση του πλησίον ως εικόνας του Θεού
και όχι ως αντικειµένου ατοµικής ικανοποίησης, δεν γίνεται καµία αναφορά.
Αντίθετα, η «πεῖρα» της αµαρτίας899 δεν λογίζεται ως κάτι κακό , αρκεί να µην
έχει αρνητικά (εξωτερικά πάντα, αφού η ψυχή ουδόλως ενδιαφέρει τους
ανθρώπους αυτού του σκεπτικού) αποτελέσµατα.
Το συµπέρασµα βέβαια στο οποίο καταλήγει ο ηθικολόγος φίλος του
αφηγητή µετά από την παρουσίαση των «σύγχρονων» αυτών απόψεων του
Έλληνα εφευρέτη µας προβληµατίζει εξίσου. Αφού λοιπόν διαπιστώνει ότι
όλα αυτά είναι δείγµατα θεοποίησης του χρήµατος και θρησκειοποίησης του
υλισµού, καταλήγει: «χιλιάκις καλλίτερον θὰ ἦτο ἐὰν ὑπῆρχεν ἀκόµη ἡ ἀρχαία
ποιητικὴ εἰδωλολατρία»900. Αντί να επισηµάνει την ανάγκη επιστροφής στις
αρχές της διδασκαλίας του Χριστού και των Πατέρων, οι οποίοι έδωσαν
ουσιαστική λύση στα προβλήµατα αυτά τόσο µε τη ζωή, όσο και µε το έργο
τους, υποστηρίζει την επιστροφή στην αρχαία ειδωλολατρία. Παραβλέπει µε
αυτόν τον τρόπο το γεγονός πως και αυτή δεν κατάφερε τόσους αιώνες να
καλύψει τις πνευµατικές ανάγκες των ανθρώπων κάνοντας πολλούς από
αυτούς να διψούν για έναν καλύτερο τρόπο ζωής και µια υγιή σχέση µε το

899
Βλ. Τ.∆’, σ.606, στ.18-19.
900
Τ.∆’, σ.608, στ.6-7.
234

Θεό. Αυτή η δίψα τους οδήγησε στη γνωριµία µε το Χριστιανισµό, που γέµισε
τόσο πολύ το ψυχικό τους κενό, ώστε να θυσιάζουν πρόθυµα τη ζωή τους σε
αυτόν τον κόσµο για την κοινή ζωή τους µε το Χριστό στην ουράνια βασιλεία
Του.

Κλείνοντας την ενότητα αυτή θα θέλαµε να αναφερθούµε και στη


«Γυφτοπούλα». Όπως είδαµε παραπάνω στο µυθιστόρηµα αυτό
αναπτύσσεται σε δύο σηµεία η σκοτεινή πλευρά του έρωτα. Το πρώτο το
έχουµε ήδη αναλύσει σε προηγούµενη ενότητα 901.
Το δεύτερο σηµείο στο οποίο εντοπίζουµε τη σκοτεινή πλευρά του
έρωτα είναι στην ιδιόµορφη απαγωγή της Αϊµάς από το Σκούντα. Ο
άνθρωπος αυτός, που µετερχόταν το επάγγελµα του κλέφτη, συνέλαβε
πονηρούς λογισµούς για τη διωκόµενη και ταλαιπωρηµένη Αϊµά και
αποφάσισε να την κλέψει µέσα από το µοναστήρι στο οποίο ήταν έγκλειστη.
Ο σκοπός του βέβαια δεν πρέπει να ήταν αγαθός. το πιο πιθανό ήταν πως
ήθελε να έχει µια σύντοµη ερωτική περιπέτεια µε την αθώα Αϊµά χωρίς να
υπολογίζει το τι θα γίνει στη συνέχεια. Ο τρόπος αυτός σκέψης και δράσης
είναι αναµενόµενος για έναν άνθρωπο χωρίς ηθικούς φραγµούς και χωρίς
αληθινά αισθήµατα για την κοπέλα. Εξάλλου, πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο
που σύναψε ερωτική σχέση µε τη γυναίκα του ταλαίπωρου Τρέκλα
οδηγώντας την στην απόφαση να εγκαταλείψει το σύζυγό της. Από την
παντελή απουσία αναφοράς της εκ µέρους του υποθέτουµε ότι την
εγκατέλειψε αδιαφορώντας για το χωρισµό της από τον άνδρα της για χάρη
του.
Η µοναδική φωτεινή αχτίδα της, κατά τα άλλα, ανωφελούς ζωής του
είναι η στιγµή της µετανοίας και των τύψεων συνειδήσεως που αισθάνθηκε
όταν είδε την Αϊµά, πληγωµένη από τα δήγµατα του Χόµο, να κλαίει
«ἀκατασχέτως». Εκείνη τη στιγµή «ᾐσθάνθη τύψεις συνειδήσεως, ᾐσθάνθη
µεταµέλειαν καὶ κατάνυξιν. Τότε πρώτην φορὰν ἀνελογίσθη τὴν πρᾶξίν του, καὶ
ἐµέµφθη ἑαυτόν. (…) εἶδε πρώτην φορὰν µὲ γυµνοὺς ὀφθαλµοὺς τὴν πρᾶξίν
του, καὶ ᾐσθάνθη τὸ δυσῶδες καὶ ἀποτρόπαιον αὐτῆς. Ἐβδελύχθη, ἔφριξε καὶ
κατεταράχθη»902. ∆υστυχώς δεν ήταν αρκετά γενναίος, ώστε να ξεπεράσει το
βάρος των αµαρτιών του και να της οµολογήσει την αλήθεια. Έτσι, άφησε
στην τύχη την εξέλιξη των πραγµάτων. Ίσως όµως αυτή η στιγµιαία
µεταµέλειά του να στάθηκε αρκετή, ώστε ο Θεός να αποφασίσει να τον
καλέσει τότε κοντά του. Ο δε µαρτυρικός θάνατός του προφανώς ενήργησε
εξιλεωτικά για την ψυχή του.

901
Βλ. ενότητα 4.2 του παρόντος κεφαλαίου.
902
Τ.Α’, σ.589, στ.8 -9 και στ.16- 18.
235

7.2. Το αµάρτηµα της µοιχείας και οι οδυνηρές συνέπειές του.

Η µοιχεία είναι ένα θέµα το οποίο απαντά σχετικά συχνά στο έργο του
Παπαδιαµάντη. Η αρχή της χορείας των µοιχών ηρώων και ηρωίδων του είναι
σαφώς η Αυγούστα, η οποία, αν και απήχθη δια της βίας, στη συνέχεια
δόθηκε ψυχή τε και σώµατι στον απαγωγέα της. Υπάρχουν και περιπτώσεις
ηρώων που προσπαθούν να δώσουν άρωµα νοµιµότητος στη µοιχεία που
διαπράττουν, όπως ο Κουµπής στο «γάµο τοῦ Καραχµέτη». Άλλοι µοιχεύουν
µόνο ενδόµυχα, ενώ άλλοι έµπρακτα και µάλιστα χωρίς κανένα ενδοιασµό.
Παρακάτω θα αναλύσουµε µερικές τέτοιες περιπτώσεις. Όποιο και αν είναι το
είδος της µοιχείας, το βέβαιον είναι ότι προκαλεί πόνο, θλίψη και δυστυχία στο
έτερον ήµισυ. Όµως, µερικές φορές, µέσα από τον πόνο αυτό προκύπτει µια
οδός αναφοράς προς το Θεό και σωτηρίας. Τρανό παράδειγµα η Σεραϊνώ η
Κουµπίνα, η οποία τελικά αγίασε φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη ταπείνωσης
και αληθινής αγάπης .
Ως γνωστόν, ο πονηρός ξεκινάει το φοβερό σαρκικό πόλεµο βάζοντας
αρχικά την επιθυµία µέσα στην καρδιά του πειραζόµενου, προτού τον
οδηγήσει -αν ο ίδιος το επιτρέψει και δώσει τη συγκατάθεσή του- στην
έµπρακτη διάπραξη της µοιχείας. Για αυτό και ο Κύριος επισήµανε ότι «ὁ
ἐµβλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυµῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐµοίχευσε αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ»903. Αυτό συνέβη, όπως είδαµε παραπάνω, µε το Μαθιό και τη
Λιαλιώ στη «Νοσταλγό». Ο νεαρός Μαθιός, στο τέλος της εφηβείας του,
γεµάτος από νεανική ορµή και ενθουσιασµό, ερωτεύεται τη µεγαλύτερή του
Λιαλιώ, η οποία φαίνεται πως ανταποκρίνεται στα αισθήµατά του. Αν και δεν
καταλήγουν στην έµπρακτή αµαρτία, και οι δύο νέοι διαπράττουν µοιχεία µέσα
στην ψυχή και το νου τους από την αρχή έως το τέλος του διηγήµατος904.

Μια ιδιόµορφη, αλλά δυστυχώς συνηθισµένη στα χαµηλότερα


κοινωνικά στρώµατα, περίπτωση «µοιχείας»905 εντός ενός ανύπαρκτου γάµου
απαντά στο διήγηµα «Χωρίς στεφάνι». Στο διήγηµα αυτό διαβάζουµε την
πονεµένη ιστορία µιας µορφωµένης γυναίκας, της Χριστίνας, η οποία,
προκειµένου να διορίζεται κάθε χρόνο ως δασκάλα, απευθυνόταν στους
εκάστοτε κοµµατάρχες. ∆υστυχώς, έπεσε στην παγίδα ενός από αυτούς, του
Παναγή Ντεληκανάτα, που την εκµεταλλεύτηκε υποσχόµενος γάµο. Ο γάµος
όµως αυτός δεν έγινε ποτέ. Αντιθέτως, ο αστεφάνωτος «σύζυγός» της
σύναπτε συνεχώς νέες σχέσεις κάνοντας νόθα παιδιά, τα οποία µεγάλωνε η
ίδια µε αυταπάρνηση και ανόθευτη αγάπη906.
903
Μτ.5, 28.
904
Για αναλυτική περιγραφή του σαρκικού πειρασµού που υφίστανται οι δύο νέοι δες ενότητα 3.1. του
παρόντος κεφαλαίου.
905
Μια παρόµοια περίπτωση συναντήσαµε και παραπάνω στο διήγηµα «τὸ Κουκούλωµα».
906
Η ηρωίδα αυτή ανήκει στην χορεία των γυναικών που µεγαλώνουν ξένα παιδιά αγαπώντας τα ως
δικά τους, όπως η Ρήνη η Μεργιανίτισσα στο «Κουκούλωµα», που αναλύσαµε παραπάνω, και η
Σεραϊνώ η Κουµπίνα, η οποία «κένωσε» πλήρως τον εαυτό της µένοντας στο ίδιο της το σπίτι ως
«υπηρέτρια» και ανατρέφοντας τα παιδιά του συζύγου της µε τη δεύτερη γυναίκα του.
236

Είναι αξιοσηµείωτο το πόσο διαφορετικά αντιµετωπίζουν τα δύο µέλη


του ζευγαριού αυτού τα αµαρτήµατα τους. Από τη µια πλευρά ο «σύζυγος»
υποκύπτει διαρκώς και χωρίς ενδοιασµούς στο σαρκικό πειρασµό
διαπράττοντας «µοιχεία», από την άλλη πλευρά η «σύζυγος» αισθανόµενη
καθηµερινά τύψεις για τη σχέση αυτή- που δεν είναι ευλογηµένη χωρίς τη δική
της υπαιτιότητα - δεν τολµάει να βγει από το σπίτι της και να πάει στην
Εκκλησία συνειδητοποιώντας το βάρος του αµαρτήµατός της.
Πονηρία, αναισχυντία, ασυνειδησία, ασωτία, πορνεία, αδιαφορία,
πνευµατική τύφλωση, φιληδονία, ασπλαχνία είναι µερικά µόνο από τα πάθη
που διακρίνουν τον Παναγή Ντεληκανάτα907. Αντιθέτως, η Χριστίνα, παρά το
σοβαρό αµάρτηµα της πορνείας και της χωρίς γάµο συζυγίας - για την οποία
δεν ευθύνεται η ίδια- διαθέτει µια σειρά αρετών που φανερώνουν τη διαρκή
µετάνοιά της: υποµονή και καρτερία απέναντι στην επαίσχυντη συµπεριφορά
του «συζύγου» της 908, πόνο ψυχής, πένθος και συντριβή για τα αµαρτήµατα
της, βαθιά ταπείνωση, απλότητα, φόβο απέναντι στο Θεό909, ευσπλαχνία,
στοργικότητα και αγάπη απέναντι στα νόθα παιδιά του «άντρα» της, τα οποία
µεγάλωνε και πονούσε σαν δικά της παιδιά910. Οι αρετές αυτές γίνονται το
πνευµατικό της καταφύγιο. Χάρη σε αυτές µεταστρέφει, «αλλοιώνει καλώς»
την αδικία που υφίσταται σε οδό σωτηρίας. Με άλλα λόγια, η κοινωνική και
«συζυγική» αδικία που βιώνει προσεγγίζεται ως µια επίπονη δοκιµασία που
τη βοηθάει, ώστε µελλοντικά να µεταβεί, µέσω της σιωπηλής ταπείνωσης και
καρτερίας, «στην πνευµατική σφαίρα µιας άλλης κοινωνίας»911 που καµία
σχέση δεν έχει µε τα στενά όρια του κόσµου τούτου.
Έχοντας λοιπόν συνείδηση των σφαλµάτων της «ὑπέφερεν ἐν
σιωπῇ»912 και δεν τολµούσε να πάει στην Εκκλησία ούτε την Μεγάλη
Εβδοµάδα, ενώ τόσο πολύ το λαχταρούσε, παρά µόνο το απόγευµα του
Πάσχα στην ακολουθία της Αγάπης, ελπίζοντας ότι η άπειρη αγάπη του Θεού
θα αγκαλιάσει και αυτήν, την ταπεινή δούλη Του. Η στάση της αυτή µας
θυµίζει τον τίπτοντα τα στήθη τελώνη της παραβολής, που προβλήθηκε ως
πρότυπο µετανοίας από τον Κύριο913. Όπως ο τελώνης, έτσι και η αµαρτωλή
Χριστίνα µε την ειλικρινή της µετάνοια και ταπείνωση κερδίζει το έλεος του
Θεού. Η διαρκής ταπείνωσή της, σε συνδυασµό µε την αµέριστη αγάπη της,
αποτελεί τη βάσιµη ελπίδα για την τελική σωτηρία της ψυχής της:

907
Ο Ντεληκανάτας διαθέτει πολλά από τα πάθη που απαριθµεί ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός,βλ.
«Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 107-108.
908
Βλ. Τ.Γ΄, σ.136, στ.5-17 και στ.29-30.
909
Βλ. Τ.Γ’, σ132, στ.30-31 και σ.133, στ.1-13.
910
Βλ. Τ.Γ’, σ.136, στ.15-22. Για τις αρετές της Χριστίνας βλ. και οσίου Πέτρου ∆αµασκηνού, «Βιβλίο
πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 106-107. Έχοντας υπόψη τις συνθήκες που καταδίκασαν αυτή τη γυναίκα,
ο Παπαδιαµάντης, µέσα στα πλαίσια της ανοικτής, «κατ’ οικονοµίαν» εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας,
προτείνει ακόµη και τον πολιτικό γάµο προκειµένου να αποφεύγουν οι γυναίκες που βιώνουν παρόµοιες
καταστάσεις µε τη Χριστίνα τον κοινωνικό αποκλεισµό.
911
Βλ. Ε. ∆άκα, «Από την κοινωνία των ανθρώπων στην κοινωνία των αγγέλων», στον τόµο Η
κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ.102.
912
Τ.Γ΄, σ.136, στ.30.
913
Βλ. Λκ, 18, 9-14.
237

«Ταπείνωσις καὶ κακοπάθεια, πάσης ἁµαρτίας ἐλευθερούσι τὸν ἄνθρωπον. ἡ


µὲν τὰ τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ τὰ τοῦ σώµατος περικόπτουσα πάθη»914.
Για αυτό και καθόλη τη διάρκεια του διηγήµατος η κατά κόσµον αµαρτωλή
Χριστίνα δεν κρίνεται, ούτε χαρακτηρίζεται. Αντιθέτως, επειδή τοποθετείται σε
µια άλλη προοπτική παύει να χρήζει χαρακτηρισµού ή κριτικής915. Μέσα στα
πλαίσια αυτής της φιλάνθρωπης προσέγγισής της γίνεται και η αναγωγή των
γεγονότων της ζωής της στον εκκλησιαστικό και όχι στον πραγµατικό
χρόνο916. Έτσι, το διήγηµα κλείνει µε την ελπιδοφόρα πρόρρηση ότι ο Χριστός
«ὅστις ἀνέστη "ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγµοῦ τῶν
πενήτων", ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁµαρτωλῆς τὰ µύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ
τὸ Μνήσθητί µου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν µετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς
δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν
Του τὴν αἰωνίαν»917 χαρίζοντάς της απλόχερα τη συγχώρηση και την αγάπη
Του, που τόσο επιζητούσε.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η «µοιχεία» αποδίδεται στο «ελαφρύ»


ήθος της γυναίκας, η οποία παρασύρεται από έναν ή περισσότερους
επιτήδειους και υποκύπτει στο σαρκικό πειρασµό. Όταν µάλιστα ο σύζυγος
απουσιάζει, λόγω επαγγελµατικών, συνήθως, υποχρεώσεων, και επέλθει
εγκυµοσύνη, η µοιχαλίδα υφίσταται την κοινωνική κατακραυγή της τοπικής
κοινωνίας. Το θλιβερό στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι το κέντρο βάρους
πέφτει στην αποφυγή των αρνητικών εξωτερικών αποτελεσµάτων της
αµαρτίας -µε ταυτόχρονη παράβλεψη της θανάσιµης αµαρτίας της
εµβρυοκτονίας- και όχι στην έγκαιρη ανάπτυξη µιας υγιούς αυτοσυγκράτησης,
ώστε να αποφευχθεί η αµαρτία.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Μαρουσώ, η θετή κόρη του κυρ
Αναγνώστη Μπενίδη, προεστού της περιοχής στη «Φόνισσα». Η δύστυχη
Μαρουσώ διακρινόταν εξαρχής από «µικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος» και σε
γενικές γραµµές «δὲν ἦτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε σεµνοπρεπής»918. Ανήκει στην

914
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152, Νο. οε’.
915
Βλ. Ε. ∆άκα, ό.π., σ.100.
916
Όπως γράφει η Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «κάθε Μεγάλη Εβδοµάδα, κάθε χρόνο, η ηρωίδα
επαναλαµβάνει τα έθιµα, χωρίς όµως να µπορεί εξαιτίας της εσωτερικής ενοχής και της κοινωνικής κα-
τάκρισης να γιορτάσει τα Πάθη και την Ανάσταση µαζί µε την Κοινότητα. Το Πάθος και η Ανάσταση
γιορτάζονται κάθε χρόνο και η δική της επιθυµία και µαταίωση επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο. Κατά τη
διάρκεια της Μ.Εβδοµάδας που βιώνουµε την πορεία από το Πάθος στην Ανάσταση ζει κι αυτή το
δικό της πάθος. Η ανακύκληση του εκκλησιαστικού χρόνου σηµαίνει την επανασυνειδητοποίηση
της ενοχής της, πράγµα που, µέσω της ταπείνωσης και της εγκαρτέρησης, συνιστά µετάνοια. Η
µετάνοια οδηγεί στην Ανάσταση που σηµαίνεται σ' αυτό τον κόσµο ως δυνατότητα παρακολούθησης της
Αναστάσιµης Λειτουργίας έστω «κρυφά και δειλά... µαζί µε τις δούλες και τις παραµάννες» (3,137), και
στην αιωνιότητα ως επανένωση µε το Σώµα όλων εκείνων («αµαρτωλός... ληστής», 3, 132-137) που
στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδοµάδας συµβολίζουν τη µετάσταση της αµαρτίας στην αγιότητα µε τη
µετάνοια» , βλ. Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887- 1910,εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.93.
Κινούµενη στο ίδιο πλαίσιο η Ε. ∆άκα επισηµαίνει ότι η Χριστίνα υπερβαίνει τα όρια του τόπου και του
χρόνου της, Ε.∆άκα, ό.π., σ.100-101.
917
Τ.Γ΄, σ.136, στ.30.
918
Τ.Γ’, σ.480, στ.36-38.
238

κατηγορία των ανθρώπων που, λόγω χαρακτήρα, εύκολα υποκύπτει στους


πειρασµούς: «Ὁ ἐπιθυµίαις καὶ ἡδοναῖς ἡττώµενος καὶ ἐν τῷ κόσµῳ
ἀναστρεφόµενος, ταχέως τοῖς τῆς ἁµαρτίας ἐµπεσεῖται δικτύοις. ἡ δὲ ἁµαρτία
ἅπαξ πραχθεῖσα πῦρ ἐστι κατὰ καλάµης, λίθος κατὰ πρανοῦς, χαράδρα τᾶς
διεξόδους εὐρύνουσα. ταῦτα δὴ τὰ ᾀδόµενα καὶ παντὶ τρόπῳ τοῦ κεκτηµένου
αὐτὴν κατεργάζεται τὴν ἀπώλειαν»919. Επρόκειτο, εποµένως, για ένα εύκολο
θύµα των διαφόρων ξένων υπαλλήλων της κυβερνήσεως και των έµπορων
που σύχναζαν στον αποµακρυσµένο τόπο. Ο άνθρωποι αυτοί, έρµαια των
παθών τους, προσπαθούσαν να εξωραΐσουν τις αµαρτωλές συνήθειές τους
θεωρώντας «τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν (…) "φυσικὰ πράγµατα"», ενώ
την «αἰδῶ καὶ τὴν συστολὴν (…) βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν
σωφροσύνην εὐήθειαν»920. Αναµενόµενο ήταν να µην σεβαστούν µια
παντρεµένη γυναίκα, εφόσον αυτή τους έδινε το δικαίωµα.
Αυτοί οι έµπειροι και εξασκηµένοι στο ψεύδος άνθρωποι δεν ήταν
δύσκολο να ξεγελάσουν και να παρασύρουν την άµυαλη και επιπόλαιη
Μαρουσώ προκειµένου να συνάψουν σχέσεις µαζί της. Παρ’ όλα αυτά το
µεγαλύτερο βάρος της ευθύνης εξακολουθεί να έχει η ίδια η Μαρουσώ. Ως
παντρεµένη γυναίκα όφειλε να σέβεται και να τιµά το ναυτικό σύζυγό της921.
Έχοντας µάλιστα και ένα µικρό κοριτσάκι θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα
προσεκτική, ώστε µε τη ζωή και το παράδειγµά της να του παρέχει ηθικές
αρχές και αξίες που θα αποτελούσαν βάση για τη µετέπειτα ζωή του. Η
«ελευθεριάζουσα» στάση ζωής και η «ελαφρότητα» του χαρακτήρα της
έκαναν, ωστόσο, το αντίθετο922.
Η προσωπική της διαπίστωση ότι είχε µείνει έγκυος ήλθε να
επιβεβαιώσει τις ήδη οργιάζουσες φήµες που κυκλοφορούσαν εναντίον της.
Είναι πράγµατι θλιβερό το γεγονός ότι κάποιες γειτόνισσές της δεν δίστασαν
να κατηγορήσουν ακόµη και το θετό πατέρα της ως πατέρα του παιδιού, ενώ
άλλες το απέδιδαν σε µια πλειάδα υπαλλήλων και επιχειρηµατιών που
εργάζονταν στην περιοχή. Το χειρότερο είναι ότι η ίδια η Μαρουσώ, από
φόβο, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στις ίδιες ακριβώς γυναίκες για να τη
βοηθήσουν να «απαλλαγεί» από τον αµαρτωλό καρπό του έρωτα. Το µέγεθος
της υποκρισίας των γυναικών αυτών είναι δύσκολο να συλληφθεί: από τη µια
κατακρίνουν µε ανελέητο τρόπο µια κοπέλα, η οποία µετά το σφάλµα της
βρισκόταν σε δεινή κοινωνική και ψυχολογική θέση, ενώ από την άλλη

919
Θεόδωρου Εδέσσης, «Κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’»,Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 305, Νο.ς’.
920
Τ.Γ’, σ.480, στ.33-36. Σύµφωνα µε τη Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη τις «διακηρύξεις» αυτές συµµερίζεται
εµµέσως και η Μαρουσώ, για αυτό και διαπράττει την αµαρτία, βλ. «Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ. 60.
921
Μην έχοντας πια ως πανδρεµένη την «εξουσία» του σώµατός της όφειλε να συµπεριφερθεί ανάλογα:
.
« Ταῦτα καὶ ἡ γυνὴ λεγέτω πρὸς τοὺς βουλοµένους αὐτῆς διορύξαι τὴν σωφροσύνην Οὔκ ἐστιν ἐµὸν τὸ
σῶµα τὸ ἐµόν, ἀλλὰ τοῦ ἀνδρὸς», Ιωάννου Χρυσοστόµου, Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Πρώτην πρὸς Κορινθίους
Ἐπιστολὴν, Οµιλία ιθ’, PG61, 151-160.
922
Στην περίπτωση της Μαρουσώς η πορεία από την ηδονή της αµαρτίας στην οδύνη του θανάτου
(σωµατικού για το έµβρυο και πνευµατικού για την ίδια) έρχεται πολύ γρήγορα. Όπως παραδέχεται στη
συζήτησή της µε τη Φραγκογιαννού , η αµαρτία «ἔχει καὶ τή γλύκα της», αλλά φέρνει και µεγάλη πίκρα
στο τέλος, βλ. Τ.Γ’, σ. 479, στ.22-23.
239

παρουσιάζονται ως «ψευδοσωτήρες» και συµπαραστάτριες προσπαθώντας


να συνδράµουν στο φόνο ενός αθώου εµβρύου. Με αυτό τον τρόπο
σκοτώνουν ταυτόχρονα όχι µόνο το σώµα και την ψυχή της Μαρουσώς, αλλά
και τη δική τους. ∆εν αµφιβάλλουµε πως, αν η Μαρουσώ είναι ένοχη για το
αµάρτηµα της µοιχείας και της άµβλωσης, οι διπρόσωπες γειτόνισσές της
είναι περισσότερο ένοχες, γιατί µε την κατακριτέα συµπεριφορά και στάση
τους συνετέλεσαν δραστικά ως ηθικοί αυτουργοί της τελευταίας.
Τελευταία όλων εκλήθη η Φραγκογιαννού, η οποία, πριν γίνει φόνισσα
παιδιών, φαίνεται πως συνεισέφερε αποτελεσµατικά στο φόνο εµβρύων µε τα
φονικά βότανα και τις εντριβές της. Η Φραγκογιαννού, «ὡς σοφωτέρα ὅλων
τῶν ἄλλων», «γλίτωσε» τη Μαρουσώ από τις εξωτερικές συνέπειες της
ανεπιθύµητης εγκυµοσύνης (φορτώνοντάς της όµως ένα θανάσιµο αµάρτηµα,
το οποίο θα τη βάρυνε αιώνια στην επόµενη ζωή). Έτσι, η αφελής Μαρουσώ,
η οποία δεν είχε την απαιτούµενη εγκράτεια και σύνεση για να φυλάξει τον
εαυτό της από την διάπραξη της αµαρτίας, όφειλε και «ευγνωµοσύνη» στη
γριά Χαδούλα. Αυτή ακριβώς η ευγνωµοσύνη, τόσα χρόνια µετά το γεγονός,
φανερώνει πως η Μαρουσώ δεν συνειδητοποίησε το µέγεθος του
αµαρτήµατός της και δεν µετανόησε για αυτό. Με αυτή τη στάση της το
σοβαρό αµάρτηµα της καθίσταται θανάσιµο, γιατί όπως γράφει ο Άγιος
Μάρκος ο Ασκητής, «ἔστιν ἁµαρτία πᾶσα εἰς θάνατον, ἡ ἀµετανόητος .περὶ ἧς
κὰν Ἅγιος ὑπὲρ ἑτέρου προσεύξηται, οὐκ εἰσακούεται»923.

Την ίδια αµετανοησία επέδειξε και ο Ηλίας Ξίδερης στο µικρό διήγηµα
«Τό τυφλό σοκάκι»924. Στο διήγηµα αυτό έχουµε την «αποκάλυψη» της
µοιχείας µιας νεαρής γυναίκας, της Ρηνούλας. Το αρχικά «καλὸ κι ἀγαπηµένο
ἀνδρόγυνο» παντρεύτηκε σύµφωνα µε όλα τα ήθη και έθιµα της εποχής και
έδειχνε πως έχει τις προϋποθέσεις για να επιτύχει. Ωστόσο, η οικογενειακή
τους γαλήνη σύντοµα διαταράχθηκε ανεπιστρεπτί από δύο ανθρώπους: ο
πρώτος ήταν ο άγαµος κουµπάρος του ζευγαριού , ο οποίος ήταν εξαρχής
πέραν του δέοντος «συνδεδεµένος µὲ τὴν οἰκογένειαν. Ἐκεῖ συνήθως ἐδείπνει,
ὄχι σπανίως ἐκοιµᾶτο ἐκεῖ. Ἦτο ἄγαµος. Εἰς τὸ ἴδιον οἴκηµά του, εὑρισκόµενον
ἄδηλον ποῦ, θὰ ἐφαίνετο πολὺ ὀλιγώτερον συχνὰ παρὰ εἰς τοῦ κουµπάρου
του»925. Ο δεύτερος ήταν ο προαναφερόµενος Ηλίας Ξίδερης, γείτονας του
ζευγαριού και συντεχνίτης του συζύγου. Ο άνθρωπος αυτός, έχοντας πιθανόν
προσωπικά απωθηµένα, ανέλαβε αυτοβούλως να βεβαιωθεί για την αρετή της
γειτόνισσάς του. Η «αποκάλυψη» του ολισθήµατός της - πάντα κατά τα
λεγόµενα του ιδίου- η οποία έγινε µετά από µια εντατική και συνάµα αθέµιτη
παρακολούθησή της, είχε µόνο αρνητικές συνέπειες: το πρώην αγαπηµένο

923
«Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, κεφάλαια διακόσια εἴκοσι καὶ ἐξ», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.112,
Νο.µα’.
924
Ο τίτλος αυτός µεταξύ άλλων υποδηλώνει και την πνευµατική τύφλωση του Ξίδερη, που θεωρεί το
πάθος της κατασκοπείας και της κατακρίσεως ως κάτι καλό και ωφέλιµο για τη στείρα ηθική που
πρεσβεύει.
925
Τ.∆’, σ.116, στ.8-11.
240

ζευγάρι χώρισε και ο κουµπάρος πήρε τη θέση του συζύγου, ενώ τα τρία
πρώτα παιδιά έχασαν τον πατέρα τους, που αρνήθηκε την πατρότητά τους.
Αναµφίβολα το αµάρτηµα της µοιχείας θεωρείται ένα από τα πιο
σοβαρά αµαρτήµατα και επίσηµος λόγος διαζυγίου. Παρ’ όλα αυτά ο
συγγραφέας ρίχνει το κυρίως βάρος της αµαρτίας στον Ηλία Ξίδερη, που,
υποκύπτοντας στον πειρασµό της ζήλειας και του φθόνου926 τον οποίο
εξωραϊζει µε το ένδυµα του ηθικισµού, έφτασε στο σηµείο να κατασκοπεύσει
και να κατακρίνει, αν όχι να συκοφαντήσει, τη σύζυγο στον άντρα της µε
απώτερο στόχο τη διάλυση του γάµου τους. Ταυτόχρονα, µερίδιο ευθύνης
φέρει και ο σύζυγός της, Γιάννης Ζουγράκης ή Σγουράκης. Ενώ ανεχόταν
τόσο καιρό τις επισκέψεις και ενίοτε διανυκτερεύσεις του κουµπάρου τους,
αντέδρασε µόνο µετά την «επίσηµη» αποκάλυψη της µοιχείας από το «φίλο»
του. Προφανώς, οι επισκέψεις αυτές συνοδεύονταν από µικρά ή µεγάλα
οικονοµικά οφέλη, τα οποία κρατούσαν σε ύφεση τη συνείδηση και την
αξιοπρέπεια του συζύγου. Όσο καιρό λοιπόν η κατάσταση αυτή παρέµενε «ἐν
κρυπτῷ», ο Γιάννης οικειοθελώς εκώφευε. Ο εγωισµός του θίχθηκε µετά τις
κατηγορίες που εκτόξευσε εναντίον της γυναίκας του ο Ηλίας. Συνεπώς, η
αλλοιωµένη του συνείδηση αφυπνίσθηκε µόνο υπό το φόβο της διάδοσης του
γεγονότος στη γειτονιά αναδεικνύοντας το βαθµό της υποκρισίας του. Αν
προστάτευε εξαρχής τη γυναίκα του περιορίζοντας δραστικά τις επισκέψεις
του κουµπάρου τους, δεν θα έδινε στη συνέχεια το δικαίωµα στον Ηλία να
θίξει την οικογένειά του και τον ίδιο.
Πράγµατι, η Ρηνούλα έχει αµαρτήσει. Ωστόσο, ο Ηλίας Ξίδερης έχει
διαπράξει βαρύτερη αµαρτία, γιατί κατέστρεψε µια οικογένεια, καταδίκασε τρία
αθώα παιδιά στη ρετσινιά του «νόθου» και οδήγησε τη Ρηνούλα σε µια µόνιµα
αµαρτωλή κατάσταση, αφού πλέον συγκατοίκησε και επίσηµα µε τον
παράνοµο εραστή της κάνοντας κι άλλα παιδιά µαζί του. Το τραγικότερο όλων
είναι αυτό που επισηµάνθηκε στην αρχή της ανάλυσής µας: ότι ο ίδιος δεν
συνειδητοποιεί ούτε στο ελάχιστο το µέγεθος της αµαρτίας του, αλλά, ως
άλλος Φαρισαίος, κοµπάζει ότι «ἔκαµε τὸ χρέος του». Όπως παραµένει
τυφλός µπροστά στη συνέχεια της µακραίωνης βυζαντινής µουσικής
παράδοσης, έτσι καθίσταται τυφλός απέναντι στα προσωπικά του
αµαρτήµατα «βλέποντας» µόνο τα αµαρτήµατα των άλλων 927.

926
Γιατί ο ίδιος ήταν άγαµος και προφανώς απογοητευµένος συναισθηµατικά, αλλά και ως άνθρωπος
«ψάλλων νόθα µέλη εἰς ἐκκλησίαν» (Τ.∆’, σ.116, στ.24) θεωρούσε «λογικό» να αναζητεί και «νόθες
σχέσεις» στη γειτονιά του.
927
Βλ.Τ.∆’, σ.117, στ.13-14. Έτσι αναδεικνύεται και η συµβολική σηµασία του τίτλου του διηγήµατος.
∆εν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το ελαχίστου έκτασης κείµενο αφιερώνεται ένα µεγάλο µέρος στη ζωή και
τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου αυτού. Η επίµονη αναφορά στα «νόθα» µέλη που έψαλλε στην
Εκκλησία συµβαδίζει µεταξύ άλλων και µε τη νοθευµένη πίστη του, που τον έκανε να βλέπει το
αµάρτηµα της κατάκρισης ως «χρέος». Όπως, κατά αναλογία, και η Φραγκογιαννού έβλεπε το φόνο των
µικρών κοριτσιών ως πράξη φιλανθρωπίας. Ο Λ. Προγκίδης, αναλύοντας το διήγηµα, γράφει πως η
κύρια µέριµνα του συγγραφέα είναι να αναζητήσει την αιτία που οδήγησε τον Ξίδερη στην πεποίθηση
ότι «έκανε το χρέος του». Ο Παπαδιαµάντης δηλαδή ενδιαφέρεται για τη λύση του αινίγµατος της
πνευµατικής τύφλωσης του Ξίδερη και όχι για την κρίση και την καταδίκη του, άποψη που µας βρίσκει
σύµφωνους. Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ο εν λόγω µελετητής επισηµαίνει τη σπουδαιότητα της περί
241

Ενώ εποµένως, εκ πρώτης όψεως, το βασικό θέµα του διηγήµατος


είναι η µοιχεία και οι συνέπειές της, µια δεύτερη ανάγνωση αναδεικνύει την
ουσία: πρόκειται για την υποκρισία και το φαρισαϊσµό της γύρω κοινωνίας-
την οποία εκπροσωπεί ο Ξίδερης- που αντί να προστατέψει τα αθώα παιδιά
και να νουθετήσει, αγκαλιάζοντας µε αγάπη την αµαρτωλή σύζυγο, ώστε να
µετανοήσει και να σταµατήσει να αµαρτάνει, καταδικάζει µε τις ενέργειές της
ισοβίως όλα τα µέλη της πολυπαθούς οικογένειας. Έτσι, συγκρίνοντας τα δύο
αµαρτήµατα, η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά της κατάκρισης928, που
θίγει όχι µόνο την µοιχαλίδα, αλλά όλη την οικογένειά της. Το συµπέρασµα,
συνεπώς, που προκύπτει είναι πως «χρηστὸς ἄνθρωπος, γείτων ἢ ὄχι, µὴ
πολυπραγµονῶν, µὴ ζηλεύων τὰς γυναῖκας ὅλου τοῦ κόσµου καὶ διὰ
λογαριασµὸν ὅλων τῶν ἀνδρῶν, δὲν θ' ἀνελάµβανε ποτὲ τὴν φροντίδα δι'
ἀθεµίτων µέσων νὰ ζητῇ νὰ βεβαιωθῇ περὶ τῆς ἀρετῆς γυναικός»929 .

Ως αµφιβόλου ηθικής παρουσιάζεται και η κυρα-∆ιονυσούλα στην


«Μακρακιστίνα». Η γυναίκα αυτή, η οποία είναι δευτεροπαντρεµένη, είχε τρία
κορίτσια. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα παιδιά δεν φαίνεται να είναι µε
βεβαιότητα του συζύγου της. Η πρώτη της κόρη ήταν από τον πρώτο της
γάµο, η δεύτερη «ἦτο καὶ δὲν ἦτο παιδίον τῶν δύο γονέων της» και η τρίτη
«ἦτο ὡρισµένως, ὅπως ἰσχυρίζετο ὁ σύζυγος, γέννηµα τῆς κυρίας
∆ιονυσούλας»930. Το τελευταίο διευκρινίζεται στο τέλος του διηγήµατος: σε µια
συζήτηση που έχει η σπιτονοικοκυρά τους µε έναν άλλο νοικάρη τον
ενηµερώνει ότι «τὴ µικρή, δὲ θέλει νὰ τὴν βλέπῃ ὁ Καίσαρας. Τὸν τρώει κακὴ
ὑποψία. Εἶναι, λέει, παιδὶ τοῦ γιατροῦ»931. Εκτός φυσικά από το αµάρτηµα της

ψαλτικής τέχνης του Ξίδερη παρέκβασης, η οποία φωτίζει πολλαπλώς το χαρακτήρα αυτό. Έτσι,
διαπιστώνει ότι η «µουσική ασυναρτησία του Ξίδερη» συνδέεται άµεσα µε την επιθυµία του να
κατασκοπεύει και να κατακρίνει. Υπάρχει λοιπόν «µια σχέση πολύ βαθιά και ουσιαστική ανάµεσα στο
περί εκκλησιαστικής µουσικής εµβόλιµο και την πράξη του Ξίδερη (…) ο Ξίδερης αποδεικνύεται τυφλός
µπροστά σ’ αυτή την οµορφιά που ξεπηδάει από την αρχαία ελληνική τραγωδία, που περνάει από την
ο
Κωνσταντινούπολη και που ξεχύνεται στην Ευρώπη από τον 6 αιώνα και µετά». Όταν λοιπόν «δε
νιώθει πια τη σπονδυλική στήλη που κράτησε την αίσθηση για το ωραίο, ακόµα και το πιο φανερό
παράπτωµα δεν θα µπορεί να ιδωθεί», Λ. Προγκίδη, ‘’Ο Παπαδιαµάντης και η ∆ύση’’: Πέντε µελέτες,
Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002, σ. 91-101.
928
Ο Παπαδιαµάντης φαίνεται πως ακολουθεί τη σχετικά ήπια στάση που κρατούσε και ο ίδιος ο
Χριστός απέναντι στα σαρκικά αµαρτήµατα, ενώ είναι πιο αυστηρός απέναντι στα δυσδιάκριτα
πνευµατικά αµαρτήµατα. Όπως γράφει ο πατήρ Φ. Φάρος, «είναι αξιοσηµείωτο ότι ενώ αντιµετωπίζει ο
Χριστός τόσο ήπια τα ερωτικά αµαρτήµατα, για άλλα αµαρτήµατα που δεν έχουν καµία σχέση µε τον
έρωτα δείχνει µια αδυσώπητη αυστηρότητα». Και συνεχίζει επισηµαίνοντας ότι για το Χριστό η
µεγαλύτερη αµαρτία δεν συνδέεται µε τον έρωτα, αλλά µε την έλλειψη αγάπης για το Θεό και τον
άνθρωπο (βλ. Έρωτος φύσις, σ. 204 και 206). Αυτή η έλλειψη αγάπης προς το συνάνθρωπο
χαρακτηρίζει και τον Ηλία Ξίδερη.
929
Τ.∆’, σ.116, στ.20-23. Των ιδίων αντιλήψεων µε τον Ηλία Ξίδερη ήταν και ο Ζάχος Ξεφαντούλης στο
διήγηµα «Πατέρα στο σπίτι». Ο κακός αυτός γείτονας «ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόµενος "νὰ
ξέρῃ τί τρέχει".Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς µὲ
τὲς φωνές, µὲ τὲς κατακεφαλιές, µὲ τὰ τραβήγµατα τῶν µαλλιῶν καὶ µὲ τὸ χώρισµα τοῦ ἀνδρογύνου»,
Τ.Γ’, σ. 93, στ.8-12. ∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι η συκοφαντία και κατάκριση δεν είναι ίδιον µόνο
των γυναικών, αλλά και των ανδρών, όταν δεν διαθέτουν σωστό ήθος και την ελάχιστη αγάπη για το
συνάνθρωπο.
930
Τ.∆’, σ.157, στ.22-23.
931
Τ.∆’, σ.161, στ.10-12.
242

µοιχείας, την κυρα-∆ιονυσούλα βαραίνει και το αµάρτηµα της υπερβολικής


οργής και του θυµού: στους συνεχείς καυγάδες που έχει µε τον άντρα της-
ακόµα και την Κυριακή κατά την απόλυση της εκκλησίας- φθάνει στο σηµείο
να εύχεται το θάνατό του, ένδειξη βαθιάς ψυχικής αλλοίωσης και
αποµάκρυνσης από το θέληµα του Θεού. Αδυνατεί να συνειδητοποιήσει και
να ζητήσει συγχώρεση για τα δικά της αµαρτήµατα, αλλά µεγαλοποιεί την
οικονοµική δυσχέρεια και τον αλκοολισµό του συζύγου της ρίχνοντας πιθανόν
το βάρος για την «πτώση» της (κατά το πρότυπο των πρωτοπλάστων) σε
εκείνον.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση επισκέπτεται τακτικά τήν «Σχολήν του
Λόγου» µαζί µε τη γειτόνισσα της κυρά Γεωργούλα932. Εκεί θεωρεί ότι
µαθαίνει «χριστιανικὴ διαγωγή»933. Ούτε όµως αυτή τη νοθευµένη διδασκαλία
δεν µπορεί να εφαρµόσει στην καθηµερινή της ζωή. Αντιθέτως, παραµένει
έρµαιο των παθών της. Μόνο στο τέλος του διηγήµατος φαίνεται να επικρατεί
µια -πρόσκαιρη, το πιθανότερο- οικογενειακή γαλήνη µε την οικογένεια να
τραγουδάει όλη µαζί.

Η κατηγορία της διάπραξης µοιχείας σηµάδεψε τη ζωή µιας ολόκληρης


οικογένειας στη «Φωνή τοῦ ∆ράκου»934. Η αδελφή της Κρατήρας, Σοφούλα,
σύζυγος ναυτικού, κατηγορήθηκε ότι γέννησε νόθο παιδί και µάλιστα µε
συγγενή της, επειδή το παιδί γεννήθηκε λίγες µέρες µετά από την
αναµενόµενη ηµεροµηνία τοκετού. Έτσι βρήκαν αφορµή τα «γραΐδια» του
χωριού, να την κατακρίνουν935. Ο συγγραφέας, στεκόµενος φιλάνθρωπα
απέναντι στην ηρωίδα αυτή, δεν παίρνει το µέρος του κόσµου και περιγράφει
µε γλαφυρότητα τις άδικες κατηγορίες που ακολουθούσαν το γιο της στη
σύντοµη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες στάθηκαν τελικά η αιτία του
θανάτου του. Ο θάνατος αυτός, αν και εξαιρετικά επώδυνος για την οικογένειά
του, έρχεται ως λύτρωση για την πονεµένη του ψυχούλα, που στα λίγα χρόνια
της ζωής της γνώρισε το αρνητικό πρόσωπο µιας άτεγκτης κοινωνίας. Στο
τέλος του διηγήµατος τα λόγια «παρηγορίας» που δίνει ο περιπλανώµενος
µοναχός Ιωακείµ - αντί να παρηγορήσουν πραγµατικά και ουσιαστικά την
πονεµένη µητέρα- φανερώνουν την ειρωνική διάθεση του συγγραφέα
απέναντι σε όλους αυτούς που κατηγόρησαν τη Σοφούλα ως εύκολο θύµα,
αλλά και στους υπόλοιπους που τους πίστεψαν «ἐλαφρά τη καρδία»936.

932
Η γειτόνισσα αυτή ανήκει στη χορεία των διπρόσωπων, υποκριτριών γυναικών , που προσποιούνται
πως είναι φίλες κάποιων γυναικών, ενώ την ίδια στιγµή τις κατηγορούν ή τις συκοφαντούν στη γειτονιά.
933
Βλ. Τ.∆’, σ.160, στ.22-23.
934
Για ανάλυση του διηγήµατος αυτού, υπό µια άλλη οπτική, βλ. κεφάλαιο Β’ της παρούσης εργασίας,
υποενότητα 2.4.
935
Τ.Γ’, σ.613, στ.25- 31. Το επάγγελµα του συζύγου της και µόνο ήταν αυτό που έδινε στις κακές αυτές
γριές την τροφή για να προχωρούν σε τέτοιους ανυπόστατους και λανθασµένους, όπως έχει πλέον
αποδειχθεί και από τη σύγχρονη ιατρική, υπολογισµούς. ∆εν είναι τυχαίο ότι στο διήγηµα αναφέρεται η
άποψη ενός γυναικολόγου γιατρού σχετικά µε την περαιτέρω παραµονή ενός εµβρύου στη µήτρα, λόγω
«νάρκης ή κακοπαθείας». Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον κοινωνικό περίγυρο
(βλ. Τ.Γ’, σ.609, στ.10-13).
936
Βλ. Τ.Γ’, σ.621, στ.1-16.
243

Θα πρέπει να κρατήσουµε µόνο τη φράση «καὶ νὰ ἦτον ἀθώα… θὰ


ἐπήγαινε µαζὶ µὲ τοὺς Μάρτυρας… Ὅπως κι ἂν εἶναι, πιστεύω νὰ βρῆ
ἔλεος»937. Αν και η αλήθεια παραµένει άδηλη έως το τέλος, η εκδοχή αυτή της
αθωότητας της Σοφούλας και της συγκατάλεξής της µε τους µάρτυρες στην
περίπτωση που υπέφερε µια ζωή κατηγορούµενη για ένα αµάρτηµα που δεν
είχε διαπράξει, ισχυροποιείται, µεταξύ άλλων, και από τον αρνητικό τόνο µε
τον οποίο περιγράφονται νωρίτερα οι πρόχειροι και ανυπόστατοι υπολογισµοί
των «γραϊδίων» της γειτονιάς για την εγκυµοσύνη της. Η δε πίστη του
µοναχού στο άπειρο έλεος του Θεού που, αν απλώνεται στους αµαρτωλούς,
πόσο µάλλον στους αθώους, αποτελεί και την κατακλείδα του διηγήµατος938.
Άλλωστε «οἱ νόµοι τοὺς ὁποίους ἔβαλεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν (…) εἶναι
τόσον στενοὶ καὶ γλίσχροι, ὅσον τὰ κατάστιχα τῶν τοκογλύφων καὶ οἱ
λογαριασµοὶ τῶν γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς»939. Η Σοφούλα, αθώα (το
πιθανότερο) ή µη και το σίγουρα αθώο παιδί της βρίσκονται στα χέρια του
ελεήµονος Θεού που ξέρει να συγχωρεί ή να ανταµοίβει σε αντίθεση µε τους,
συχνά ανελέητους, ανθρώπους.
Όπως και σε άλλα διηγήµατα, ο Παπαδιαµάντης προσπαθεί να
κρατήσει µια ουδετερότητα, η οποία όµως είναι φαινοµενική. Με το δικό του
ιδιαίτερο τρόπο προβάλλει έµµεσα την προσωπική του θέση που συνοψίζεται
στην καταδίκη του στείρου συντηρητισµού και τη θλίψη για όσους πέφτουν
θύµατα µίας ανάλγητης κοινωνίας940.

7.3. Άσκηση µαγείας για χάρη του έρωτα

Στα έργα του Παπαδιαµάντη γίνεται συχνά αναφορά στη χρήση µαγείας
ή µαντείας. Ο σκοπός κάθε φορά ποικίλει: ωφέλεια ή βλάβη κάποιου
προσώπου, προσέλκυση και κατάκτηση του αγαπηµένου, απόκτηση κάποιας
επιθυµητής πληροφορίας, πρόβλεψη του µέλλοντος κλπ. Αξιοσηµείωτο είναι
ότι η µαγεία- µαντεία ασκείται κατεξοχήν από γυναίκες, χωρίς βέβαια αυτό να
σηµαίνει ότι αποτελεί αποκλειστικό προνόµιό τους941. Συνήθως οι άνδρες
(όπως π.χ. ο Κωστής στο «Θέρος- Ἔρος») δεν ασκούν οι ίδιοι µαγικές
ιεροπραξίες ή τακτικές, αλλά απευθύνονται σε κάποια γυναίκα. Φαίνεται πως
937
Τ.Γ, σ.621, στ. 9-10.
938
Αυτή την πεποίθηση ότι η θεία Χάρη υπερβαίνει την ιστορική αναγκαιότητα επισηµαίνει και η Γ.
Φαρίνου - Μαλαµατάρη. Όπως γράφει, ακόµη και «εάν το αίτιο είναι η αµαρτία και το αποτέλεσµα ο
θάνατος, το τέλος είναι η Χάρη», Αφηγηµατικές τεχνικές, ό.π., σ. 47.
939
Τ.Γ’, σ.609, 7-9.
940
Βλ. σχετικά Τ. Καλογήρου, «Ο Παπαδιαµάντης στη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία: κείµενο και
διακείµενο στην ανίχνευση κοινωνικών προβληµάτων» , στο Τόµο Η κοινωνική διάσταση στο έργου του
Παπαδιαµάντη, σ.137.
941
Όπως σηµειώνει ο Τ. Άγρας οι σκιαθίτισσες γυναίκες, όταν επιθυµούν να αλλάξουν την «κακή» τους
τύχη προτιµούν όχι να αγωνισθούν στα φανερά, να επαναστατήσουν, αλλά να επικαλεσθούν την αρωγή
των υπερφυσικών δυνάµεων, συνήθως του Θεού και σπανιότερα των δαιµονικών δυνάµεων, βλ. Τ.
Άγρα, «Πως βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης: 20 κείµενα για τη ζωή
και το έργο του, σ.163. Επίσης για το θέµα της µαγείας στα σκιαθίτικα διηγήµατα βλ. Μ. Γκασούκα, Η
κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.131 -136.
244

η γυναίκα, έχοντας την ιδιότητα της «νύµφης» και της «ιέρειας», έχει και την
ευθύνη για την τέλεση των «µαγικών» ή των «ιεροπραξιών»942. Αντίθετα, το
ανδρικό φύλο παραµένει στο περιθώριο, έξω από το χώρο του «ιερού» και
παρακολουθεί από µακριά την τέλεση των σχετικών ενεργειών943. Εκείνο
ακόµη που πρέπει να επισηµανθεί είναι ότι στη µεγάλη πλειοψηφία των
έργων του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη η άσκηση της µαγείας δεν γίνεται για
βιοποριστικούς σκοπούς ή για την εξαπάτηση των αφελών. Απεναντίας,
αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα από τα ήθη και τα έθιµα της τοπικής
κοινωνίας944, η οποία επιδιώκει κατά καιρούς να της δώσει επίχρισµα θεϊκής
αποδοχής ή τουλάχιστον συγκατάβασης.
Στην πλειοψηφία τους οι διάφορες µαγικές πράξεις-τελετουργίες
γίνονται νύχτα, η οποία συνήθως είναι φορτισµένη αρνητικά. Κατά τη διάρκεια
της συµβαίνουν, εκτός από µαγείες, και άλλα γεγονότα που συνδέονται άµεσα
µε το κακό: συνοµωσίες, συκοφαντίες, αρπαγές, δολοφονίες, θάνατοι,
αµαρτωλοί λογισµοί και πράξεις, εµφανίσεις φαντασµάτων κ.ά. Η έλλειψη του
φωτός, που συνεπάγεται τη µείωση της οπτικής διαύγειας, διευκολύνει την
ανάδειξη των σκοτεινών επιθυµιών και την πραγµατοποίηση πράξεων ή
εγκληµάτων που κατά την διάρκεια της ηµέρας θα ήταν πολύ δύσκολο να
πραγµατοποιηθούν. Επιπλέον, το σκοτάδι προσδίδει στις πράξεις αυτές ένα
ιδιαίτερο µυστήριο, γοητεία και ένταση. Έτσι, το ενδιαφέρον που προκαλούν
στον αναγνώστη, χάρη στη νύχτα, καθίσταται µεγαλύτερο945.
Η βασική βέβαια διαφοροποίηση των µαγικών πράξεων που τελούνται
γίνεται σύµφωνα µε το σκοπό που εξυπηρετούν. Αν ο σκοπός τους είναι να
λύσουν τις µαγγανείες, τις βασκανίες και τις επωδούς που έχουν γίνει από
φθονερές γυναίκες946 ή να µάθουν κάποια πληροφορία που αφορά το
παρελθόν947 ή το µέλλον948, τότε είναι αποδεκτά από τον κοινωνικό περίγυρο

942
Κατά τον Ν. Ορφανίδη, η σχέση που αναπτύσσει η γυναίκα µε το µαγικό στοιχείο οφείλεται στη στενή
σύνδεσή της µε τη φύση, µε τις σκοτεινές δυνάµεις που ενίοτε περικλείει εντός της. Αυτή η οµοιότητά της
µε τη φύση, που οφείλεται στην ιδιότητα και των δύο να τίκτουν, προσδίδει στη γυναίκα µια εκπληκτική
δυναµική καθιστώντας και την ίδια «φυσικό, µυστικό, µαγικό στοιχείο», βλ. Ν. Ορφανίδη, «Το παθος
των προσώπων και το πάθος της ψυχής» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του
Α.Παπαδιαµάντη, σ.253-254.
943
Βλ. Χ. Μαλεβίτση, «Ο αρχέγονος Παπαδιαµάντης: Σχόλιο στο ‘’Μυρολόγι της φώκιας’’» στον τόµο
Φώτα ολόφωτα, σ.297.
944
Βλ. Β. Λαµπροπούλου, Οι γυναίκες στο έργο του Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992,
σ.321.
945
Αναλυτικά για την αρνητική φόρτιση της νύχτας στο έργο του Παπαδιαµάντη, βλ. Σ.Μπαλούση,
‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος… ‘’: Σπουδή στα παπαδιαµαντικά έργα, ό.π., σ. 55-56. Γενικά για το
θέµα της µαγείας στο έργο του Α. Παπαδιαµάντη, βλ. Βαλέτα Γ, «Ο Παπαδιαµάντης. Η ζωή - το έργο- η
εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος εκδοτικός οίκος ∆ηµ. ∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955,
.
σ.448-449 Λαµπρακίδη Σ., Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισµός στον Α. Παπαδιαµάντη, διπλωµατική
εργασία, Θεολογική Σχολή, Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1998, σ.109-
.
118 Γκασούκα Μ, Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαµάντη, Αρχείο
.
Παπαδιαµαντικών Μελετών 2, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998, σ.131-134 ∆ηµητρίου Ε, «Γυναίκα και
µαγικές δυνάµεις», περιοδικό Ακτή, τεύχος 48, έτος ΙΒ’, Φθινόπωρο 2001, σ.420- 425.
946
Βλ. π.χ. «Ἡ Φαρµακολύτρια» , Τ.Γ’, σ.307, στ.17.
947
Βλ. π.χ. «∆ηµαρχίνα Νύφη», Τ. ∆’, σ.383, στ.24.
948
Βλ. «Άγια καὶ Πεθαµένα», Τ. Γ’, σ. 123.
245

ως «θεοτικά». Ωστόσο, η Εκκλησία είναι πάντοτε αρνητική στο θέµα της


µαγείας είτε αυτή έχει καλό είτε κακό σκοπό. Στην παραπάνω περίπτωση
δείχνει, κατ΄οικονοµίαν µόνο, συγκατάβαση απέναντι στις ανθρώπινες
δεισιδεµονίες. Η επιθυµία γνώσης του µέλλοντος είναι εκείνη που σχετίζεται
περισσότερο µε τον έρωτα, µια και η άσκηση «µαγικών» πρακτικών στην
περίπτωση αυτή αποσκοπεί στο να µάθει η νεαρή γυναίκα εάν και ποιον θα
νυµφευθεί. Αν όµως σκοπεύουν να βλάψουν κάποιο ή κάποια πρόσωπα ή να
διαστρέψουν τις επιθυµίες και τις ενέργειές του, τότε πρόκειται για κανονικά
µάγια. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο το σαρανταλείτουργο ή η
ανάγνωση των εξορκισµών από τον ιερέα για να λυθούν τα µάγια949.
Τα διηγήµατα στα οποία συναντούµε άµεσα ή έµµεσα στοιχεία που
σχετίζονται µε το θέµα της µαγείας αφθονούν. Ενδεικτικά αναφέρουµε τη
«Γλυκοφιλούσα» (όπου η εικόνα της Αγίας Αναστασίας κρατά µικρόν
«ληκύθιον» µε λυτήρια µαγγανειών) , την «Ἄκληρη» (όπου αναφέρεται ως
ένδειξη µαγείας ή κάποιας οικογενειακής αµαρτίας η αποκλειστική γέννηση
κοριτσιών από µια γυναίκα), τους «Ἐλαφροΐσκιωτους» (όπου η
αρραβωνιαστικιά του Αγάλλου τον «πότισε διά φαρµάκων και φίλτρου» για να
την παντρευτεί. Στο ίδιο διήγηµα η ακαρπία της γης θεωρείται συνέπεια της
διάπραξης αµαρτιών και της άσκησης µαγείας ) τη «Φλώρα ή Λάβρα» ( όπου
συναντούµε «µαγικά» αντικείµενα) τις «Μάγισσες» (ίσως το αντιπροσω-
πευτικότερο διήγηµα αυτού του είδους, το οποίο και θα αναλύσουµε
παρακάτω), τα «Ρόδιν’ ἀκρογιάλια» ( όπου κυριαρχεί η ειρωνική διάθεση του
συγγραφέα απέναντι στο θέµα µε τα παθήµατα του κατά φαντασίαν
«µαγεµένου» Στάθη) και φυσικά τη «Φαρµακολύτρια» (όπου αναφέρονται
τόσο οι «θεοτικές» πρακτικές, όσο και η ιδιότητα της Αγίας Αναστασίας να
λύνει τα µάγια).
Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Παπαδιαµάντης κρατάει, όπως συνηθίζει
άλλωστε, µια φιλάνθρωπη και διαλλακτική στάση απέναντι στους ήρωές του
που υποκύπτουν στο αµάρτηµα της µαγείας, «θεοτικής» ή µη. Εφαρµόζει το
«κατ’ οικονοµίαν» προσπαθώντας να µη καταδικάζει κανένα, επειδή
προσεγγίζει τους ανθρώπους αυτούς πρωτίστως ως ασθενείς, σύµφωνα µε
την πατερική οπτική.
Για αυτό και ο Κωστής στο «Θέρος-Ἔρος», προσεγγίζεται µε
συµπάθεια και κατανόηση, αφού το νεαρόν της ηλικίας του και ο έρωτας τον
κάνουν να στερείται «λογικής». Μην έχοντας την απαιτούµενη υποµονή λόγω
της ερωτικής του έξαρσης, κατέφυγε στη µάγισσα Ασηµένια, προκειµένου να
πληροφορηθεί ταχέως για την ευόδωση του έρωτά του. Η «εν κρυπτώ και
σκότος» προσφυγή του στον πενιχρό οικίσκο της µάγισσας µαρτυρεί εξαρχής
τη σκοτεινή ενέργεια στην οποία θα προβεί. Είναι ενδεικτικό το φως που
σιγοέκαιγε εντός της οικίας . «δὲν ἦτο φῶς κανδήλας ἀναµµένης ἐνώπιον τῶν
εἰκονισµάτων τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καπνώδους λυχναρίου µὲ λεπτὴν θρυαλλίδα
949
Βλ.ως παράδειγµα το διήγηµα «Τῆς ∆ασκάλας τά µάγια», Τ.∆’, σ.331, στ.4-19. Επίσης, για το θέµα
αυτό βλ. Βαρβούνη Μ.Γ., Λαϊκός πολιτισµός και εκκλησιαστική παράδοση. Μια λαογραφική ανάγνωση
του «Πηδαλίου» των Αγαπίου ιεροµονάχου και Νικοδήµου Αγιορείτου, Αθήνα, 2006, σ.161-162.
246

ἀµυδρῶς καίοντος»950 υποδηλώνοντας πιθανόν το θολωµένο νου όσων ζουν


µακριά από το Θεό (όπως η Ασηµένια). Ο νέος φαίνεται πως της είχε
αναθέσει ήδη να «ερευνήσει» τις πιθανότητες που έχει να κερδίσει τη
Ματούλα και την επισκέφθηκε για να του πει τα «αποτελέσµατα» των ερευνών
της. Πράγµατι, η µεσήλικη µάγισσα χρησιµοποιεί δύο τρόπους µαγείας-
µαντείας: Ρίχνει τα χαρτιά και µαντεύει το άµεσο µέλλον των δυο νέων µέσα
από τον κρόκο ενός αυγού. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο κίνδυνος που
απειλεί τη Ματή και η βοήθεια που θα της έλθει φαίνονται ως «µαυράδια»
µέσα στο αυγό. Στο σκοτεινό χώρο της µαγείας και το «καλό» και το «κακό»
έχουν µαύρο χρώµα.
Παραδόξως, οι «προφητείες» της Ασηµένιας είχαν θετικό αποτέλεσµα:
ο Κωστής αποφάσισε να παρακολουθεί από κοντά τη Ματούλα προκειµένου
να την προστατέψει σε περίπτωση κινδύνου. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε
να τη σώσει εγκαίρως από τα χέρια του Αγρίµη. Η σωτηρία της αυτή οδήγησε
ανέλπιστα και στην πραγµατοποίηση του ερωτικού ονείρου του Κωστή.

7.3.1. Επίκληση της θεϊκής βοήθειας µε επίχρισµα µαγείας: τα «θεοτικά»

Πολλές φορές η άσκηση κάποιου είδους «µαγείας» είχε «εὐλαβείας


ἐπίχρισµα». Προσπαθώντας να εξωραΐσουν την αµαρτωλή αυτή πράξη,
πολλές γυναίκες επικαλούνταν ακόµη και Αγίους προσευχόµενες σε αυτούς,
ενώ οι πράξεις που εκτελούσαν είχαν µαγικά στοιχεία. Μια τέτοια πρακτική
περιλαµβάνεται στο «Ἅγια και πεθαµένα». Η αρχοντοπούλα Σεραϊνώ δέχθηκε
από τη φτωχή της γειτόνισσα Ζήσαινα λίγα «άγια» κόλλυβα, τα οποία-
σύµφωνα µε την παράδοση- µπορούσε να χρησιµοποιήσει µε δυο τρόπους
για να πληροφορηθεί «τὸν µέλλοντα εὐτυχῆ σύζυγόν της»951. Ο πρώτος
τρόπος έµοιαζε πολύ µε µάγια, αφού έπρεπε «νὰ ἐξέλθῃ διὰ νυκτὸς εἰς τὴν
αὐλήν, κρατοῦσα µαυροµάνικον µαχαίριον, ν' αὐλακώσῃ δι' αὐτοῦ τὴν γῆν, νὰ
σπείρῃ τὰ κόλλυβα, καὶ νὰ περιέλθῃ τρεῖς γύρες ψιθυρίζουσα:
Ἅι µ' Θόδωρε καλέ,
κὶ καλὲ κὶ ταπεινέ,
ἀπ' τὴν ἔρηµο περνᾷς,
κὶ τὶς µοῖρες χαιρετᾷς.
Ἂν βρῇς κ' ἐµὲ τὴ µοῖρά µου, νὰ µοῦ τὴν χαιρετίσῃς»952.
Η πρακτική αυτή βρίθει µαγικών στοιχείων: η έξοδος µέσα στη νύχτα, η
οποία συνδέεται κατεξοχήν µε τη µαγεία, το αυλάκωµα της γης µε
µαυροµάνικο µαχαίρι, η συµβολική «σπορά» των κολλύβων και η «µαγική»
επίκληση προς τον Άγιο, από τον οποίο ζητείται να µιλήσει µε τη «µοίρα» της
νεαρής γυναίκας και να της την αποκαλύψει.
Η ηρωίδα αποφάσισε, ως σεµνή και «ἄχολος περιστερά», -µην
τολµώντας να προβεί σε µια τέτοια ενέργεια, την οποία ενδοµύχως
950
Τ.Β΄, σ.196, στ.1-3 .
951
Τ.Γ’, σ.123 στ.6-7.
952
Τ.Γ’, σ.128, στ.1-8.
247

αντιλαµβανόταν ως σκοτεινή- να εφαρµόσει τη δεύτερη και απλούστερη


µέθοδο: έβαλε τα κόλλυβα κάτω από το προσκεφάλι της, ελπίζοντας να δει σε
όνειρο το µελλοντικό σύζυγό της. ∆υστυχώς τα «πεθαµένα» κόλυβα που της
έδωσε αντί των «αγίων» η θεια- Ζήσαινα της αποκάλυψαν τον µέλλοντα
σύζυγό της αλλά και τον επερχόµενο θάνατό της επιφέροντας ένα είδος
αγαθούς «τιµωρίας» για την πράξη της αυτή. Η νεαρή κόρη έµελε να πεθάνει
σαράντα µόλις ηµέρες µετά το γάµο της. ……..
Ωστόσο, το όνειρό της έχει µια εξαιρετικά αισιόδοξη κατάληξη: η
θλιβερή επίγεια µοίρα της ακολουθείται από µια ένδοξη ουράνια ζωή. Το
φθαρτό γαµήλιο στεφάνι, που δεν πρόλαβε να χαρεί, έγινε άφθαρτος
ουράνιος στέφανος που την ανέβασε στον ουρανό «ἐν µέσῳ αἴγλης καὶ
µαρµαρυγῆς καὶ δόξης ἀφάτου»953. Συνεπώς, η «ατυχής» κατά τα επίγεια
Σεραϊνώ αναδείχθηκε εξαιρετικά τυχερή κατά τα ουράνια και αιώνια.

Στη «Φαρµακολύτρια»954 η ηρωίδα Μαχούλα καταφεύγει στα «θεοτικά


πράγµατα» προσπαθώντας να αποτρέψει το γάµο του γιου της µε µια
µεγαλύτερή του κοπέλα. Αρχικά «ἔκαµε λειτουργίας πολλάς, καὶ ἁγιασµούς,
καὶ παρακλήσεις955. Ἐπῆρε τὰ ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καὶ τὰ ἔβαλε νὰ
λειτουργηθοῦν ὑπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τὸν ἑαυτόν της µὲ πολλὰς
νηστείας, ἀγρυπνίας, καὶ γονυκλισίας»956. Επειδή όµως οι ενέργειες αυτές δεν
είχαν το αναµενόµενο αποτέλεσµα, αποφάσισε να επιτελέσει µια «µυστική
λειτουργία»957: απευθυνόµενη στη χάρη της Αγίας Αναστασίας της
Φαρµακολύτριας, αφού συµµετείχε σε κανονική λειτουργία, µαζί µε τον ιερέα,
όταν εκείνος αποχώρησε958, «ἔζωσε τὸν ναόν της ἑπτὰ φορὰς (τελοῦσα µόνη
της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ µητρικῆς στοργῆς) µὲ κηρίον
ἑκατονταόργυιον, τὸ ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει µὲ τὰς χεῖράς της, καὶ
παρεκάλει τὴν Ἁγίαν νὰ χαλάσῃ τὰ µάγια, νὰ ἔλθῃ στὸν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ
ἐρωτοχτυπηµένος καὶ ποτισµένος ἀπὸ κακὰς µαγγανείας, καὶ νὰ µὴ χάνῃ τὰ
µυαλά του ἄδικα...»959. Ο τρόπος τέλεσης αυτής της ιδιόµορφης λειτουργίας,

953
Τ.Γ’, σ.128, στ. 16-17.
954
Σύµφωνα µε τον Ζ.Ι. Σιαφλέκη, µε τον οποίο συµφωνούµε εν µέρει, το διήγηµα αυτό είναι το αντίθετο
των «Μαγισσών», µε την έννοια ότι «η αποδοχή της µαγείας συνάπτεται µε στοιχεία της χριστιανικής
λατρείας και ότι ο τελικός στόχος της δεν είναι η παρέκκλιση από τον κανόνα, αλλά αντίθετα η
εµπέδωσή του», «Το υπερφυσικό στοιχείο στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ. 415.
955
Όπως µας πληροφορεί ο Α. Κεσελόπουλος: «Όταν οι Σκιαθίτισσες (…) λειτουργούσαν την Αγία
Αναστασία για να θεραπεύσει κάποιον άρρωστο και να τους λύσει τα µάγια - δηλαδή να τους απαλλάξει
από τις µεθοδείες του διαβόλου - ήταν πλήρως εναρµονισµένες µε την προσευχή της θείας Λειτουργίας,
που θέλει «τα προκείµενα» να λειτουργήσουν «κατά τὴν ἐκάστου ἰδίαν χρείαν». Συµπλέουν επίσης µε
την πατερική αίσθηση της ευχαριστίας, όπου ο Χριστός χορηγεί ποικίλα χαρίσµατα και απαντά σε όλες
τις ανθρώπινες ανάγκες, υλικές και πνευµατικές…», Η λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη,
ό.π., σ.192.
956
Τ.Γ’, σ.307, στ.17-20.
957
Όπως την χαρακτηρίζει ο Παπαδιαµάντης, βλ.Τ.Γ’, σ.309, στ.24-25.
958
Βλ.Τ.Γ΄, σ.305, στ.15-19.
959
Τ.Γ’, σ.307, στ.23-28.
248

που περιγράφεται αναλυτικά στην αρχή του διηγήµατος960 µοιάζει αρκετά µε


µαγική τελετή. Θέλοντας να λύσει η Μαχούλα τα δήθεν µάγια του
ερωτευµένου γιου της καταφεύγει στην ίδια, «εξαγιασµένη» όµως, µέθοδο.
Όπως επισηµαίνει ο Ζ.Ι. Σιαφλέκης, ενώ η µαγεία (ως πράξη) στο έργο του
Παπαδιαµάντη καυτηριάζεται αυστηρά, στη «Φαρµακολύτρια», γίνεται
αποδεκτή, επειδή συνδέεται µε τη θρησκευτική λατρεία. Παρόλο δηλαδή που
η Μαχούλα επιτελεί είδος µαγείας, αντιµετωπίζεται µε κατανόηση από το
συγγραφέα, αφού «µεσάζων» είναι η Αγία Αναστασία και ο σκοπός της είναι
(κατ ’ αυτήν) καλός961.
Εδώ θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει και µια διευκρίνιση: παρά την ανοχή
µιας τέτοιας ενέργειας από το πλήρωµα της Εκκλησίας µέσα στα πλαίσια της
«κατ’ οικονοµίαν» αποδοχής των ανθρώπινων αδυναµιών, υπάρχει µια σαφής
διάκριση όσων ανήκουν πραγµατικά στην Εκκλησία και όσων βρίσκονται έξω
από αυτήν. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης περιγράφει τις µαγικές ενέργειες
της Μαχούλας, δηλαδή την ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή 962 περίζωση του ναού µε κερί επτά
φορές, µ ε τ ά α π ό τ η ν α π ο χ ώ ρ η σ η τ ο υ ι ε ρ έ α , µια ενέργεια που
υποδηλώνει την εκκλησιαστική αποδοκιµασία για παρόµοιες εθιµικές
ενέργειες και η οποία εκφράζεται και στα σχετικά σχόλια του αγίου Νικοδήµου
του Αγιορείτη963.
Παρ’όλα αυτά, η πρακτική αυτή είχε «θετικά» αποτέλεσµατα: η κοπέλα
µε την οποια ήταν ερωτευµένος ο γιος της Μαχούλας παντρεύτηκε τελικά
άλλον. Τα υποτιθέµενα µάγια που του είχε κάνει δεν έγιναν ποτέ, όπως
παραδέχεται χρόνια αργότερα η στοργική µητέρα. Οι δικές της ενέργειες,
όµως, είχαν «µαγικές» συνέπειες. Ο Μανωλάκης δεν παντρεύτηκε ποτέ,
ταξιδεύοντας και πίνοντας για να ξεχάσει τον πόνο και τη θλίψη του για το
χαµένο του έρωτα. Ωστόσο, βοήθησε τη µητέρα του να αποκαταστήσει τις
δύο από τις τέσσερις αδελφές του και συνέχισε να τη στηρίζει.

7.3.2. Η χρησιµοποίηση της µαγείας για σκοτεινούς σκοπούς

∆εν είναι λίγες οι φορές που ηρωίδες του Παπαδιαµάντη ασκούν


µαγεία ή χρησιµοποιούν «µαγικά» αντικείµενα για ερωτικούς σκοπούς και
κυρίως για να βλάψουν κάποια ερωτική αντίζηλο. Για παράδειγµα, στη
«Μετανάστιδα» γίνεται λόγος για µια «λευκήν ύλην» την οποία χρησιµοποιεί η
κυρία Μαρκώνη ως ερωτικό φίλτρο για να θολώσει το νου του Ζέννου, ώστε
να ζητήσει σε γάµο την Κάκια, παρότι ήταν ήδη αρραβωνιασµένος µε τη
Μαρίνα. Πράγµατι, η µυστηριώδης λευκή ουσία του προκαλεί «ἀλλόκοτον

960
Βλ. Τ.Γ, σ.306, στ.1-28.
961
Όπως έχουµε ήδη αναφέρει σε προηγούµενη ενότητα, η Μαχούλα λειτουργεί περισσότερο
καιροσκοπικά παρά στοργικά: η πραγµατική αιτία της αντίθεσής της σε ένα ενδεχόµενο γάµο του γιου
της είναι η ανάγκη να παντρέψει τις κόρες της, κάτι που αδυνατούσε να κάνει χωρίς τη βοήθεια εκείνου.
Για την πλήρη ανάλυση του αποσπάσµατος αυτού βλ. Σιαφλέκη Ζ.Ι, ό.π., σ.415.
962
Αφού είναι αδιανόητη κάθε τέλεση µαγικής πράξης εντός του ιερού χώρου του ναού.
963
Βλ. Σ. Τρωϊανού, «Η θέση των µάγων στη βυζαντική κοινωνία», Πρακτικά ηµερίδας Οι περιθωριακοί
στο Βυζάντιο, Αθήνα, 1993, σ. 271-278 .
249

αἴσθηµα παραφορᾶς καὶ σκοτοδίνης στροβιλίζον καὶ συνταράττον τὰ


σπλάγχνα του». Με αυτόν τον αθέµιτο τρόπο τον παρασύρει κυριολεκτικά να
κάνει την επιθυµητή πρόταση γάµου964. Ωστόσο, η απόφαση του Ζέννου να
φύγει άµεσα για τη Μασσαλία προκειµένου να ερευνήσει αν αληθεύει η
ερωτική περιπέτεια της Μαρίνας, την οποία του «εκµυστηρεύθηκε» η κυρία
Μαρκώνη, χάλασε τα σχέδιά της. Παράγοντας κλειδί η θάλασσα, αφού, όπως
επισηµαίνει κρυφά η κυρία Μαρκώνη στη «συνεργό» της κυρία Ρίζου, «ἄν
κάµῃ ταξἴδιον, λέγουσιν ὅτι ἡ θάλασσα τὰ χαλνᾷ ὅλα»965 .

Στις «Μάγισσες» τρεις νεαρές γυναίκες αποφάσισαν να επιτελέσουν


µια ιδιόµορφη µαγική τελετή ένα βράδυ µε πανσέληνο966. Η µια εξ΄ αυτών,
σύµφωνα µε µια εκδοχή, ήθελε µέσω της µαγείας να φέρει κοντά της ξανά τον
αγαπηµένο της: «Ἴσως εἶχε µνηστῆρα,ἢ ἐραστήν, ὅστις δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ
µνηστήρ, πιθανὸν νὰ ἐγίνετο καὶ σύζυγος, πλὴν φεῦ! δὲν τὴν ἠγάπα πλέον·
ἐκοίταζεν ἀλλοῦ, τοῦ εἶχαν χαλάσει τὰ µυαλὰ ἄλλαι γυναῖκες. Κι αὐτὴ
ἐπροσπάθει νὰ κατασκευάσῃ φίλτρα ὑπὸ τὸ φέγγος τὸ µελιχρόν, τῇ βοηθείᾳ
τῆς εὐµενοῦς Ἑκάτης, διὰ νὰ τοῦ γυρίσῃ τὰ µυαλὰ πρὸς τὸ µέρος της»967. Η
επιθυµία της να κρατήσει κοντά της τον αγαπηµένο της, ακόµη και χωρίς τη
θέληση του, αποτελεί φανερή ένδειξη της φιλαυτίας και της πνευµατικής
αλλοίωσης που έχει υποστεί εξαιτίας της, αφού δε δίστασε να καταφύγει σε
µια µέθοδο που συνδέεται άµεσα µε το κακό και τις δαιµονικές δυνάµεις968.
Όπως αναφέρει και ο Άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός, όταν «ἡ ἐπιθυµία (…) τὴν
κίνησιν ἔχει (…) πρὸς ἡδονὴν σαρκὸς (…) καταφρονεῖ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν
θείων αὐτοῦ ἐντολῶν, καὶ τῆς θείας εὐγένειας ἐπιλανθάνεται, καὶ πρὸς τὸν
πλησίον ἐκθηριοῦται, καὶ τὸν λογισµὸν σκοτίζει καὶ οὐκ ἐᾷ ἀναβλέψαι πρὸς τὴν
ἀλήθειαν»969. Έτσι και η γυναίκα αυτή, θολωµένη από τον εµπαθή έρωτα και
τη ζηλοτυπία, αδυνατεί να δει την ενέργειά της αυτή ως ένα θανάσιµο
αµάρτηµα που αµαυρώνει τη ψυχή της. Αντιθέτως, απολυτοποιώντας την
εγωκεντρική επιθυµία της, υφίσταται µαζί µε τις άλλες δύο γυναίκες τον
πνευµατικό θάνατο χάρην µιας εφήµερης ευτυχίας. Για αυτό και το ερώτηµα
του αφηγητή παραµένει αµείλικτο: «Ἵλεως, ἵλεως γενοῦ αὐταῖς, καλὴ Ἑκάτη!
ἵλεως, τὴν νύκτα ταύτην, ἀλλ' ἐν τῇ ἡµέρᾳ τῆς Κρίσεως;»970.

964
Τ.Α’, σ.110, στ.18-21 και σ.111, στ.14-16. Είναι χαρακτηριστικό ότι µετά από την πρόταση αυτή ο
Ζέννος αναχωρεί µε το πρόσωπό του «αλλοιωµένον», ένδειξη της κακής µαγικής επιρροής που έχει
υποστεί,βλ. Τ. Α’, σ.113, στ.28.
965
Τ.Α’, σ.112, στ.16.
966
Η νυχτερινή πανσέληνος αποτελεί συχνά το χρόνο δράσης των δαιµονικών δυνάµεων (που
επικαλούνται οι εν λόγω µάγισσες) και, εκτός αυτού , χάρη στη νύχτα αποφεύγουν να γίνουν αντιληπτές
από τους συγχωριανούς τους.
967
Τ.Γ’, σ.234, στ.16-21.
968
Παρόµοια είναι και η περίπτωση της Αφέντρας τους «Ἐλαφροΐσκιωτους», που αναλύσαµε στην
ενότητα 5.2. του παρόντος κεφαλαίου. Σύµφωνα µε τον κ. Μπαστιά οι τρεις µάγισσες εκφράζουνε το
σκοτεινό, το εφήµερο, την πνευµατική σύγχυση που τις απέκοψε από το δρόµο που οδηγά στην ένωση
µε τον Πλάστη, ενώ η µαγεία ως ενέργεια ταυτίζεται µε το θάνατο (Μπαστιάς Κ., Παπαδιαµάντης:
δοκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα, 1974, σ.142-145).
969
«Λόγος ψυχοφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’ , σ.236, στ.17-21.
970
Τ.Γ’, σ.234, στ. 27-28.
250

Για κακή τους, όµως, τύχη ο γερο- Παρθένης, «φιλόθρησκος


ἄνθρωπος, ὅστις ἀνεγίνωσκε καὶ ἔψαλλεν ἐπ' ἐκκλησίας» περνούσε από εκεί
κοντά. Μόλις τις αντιλήφθηκε, «ἐξέστη, κατεπλάγη. Ἀφῆκε πεπνιγµένην
κραυγήν»971. Σε έναν άλλο άνδρα η γυµνή τους εικόνα ίσως προκαλούσε
ερωτικό πειρασµό και αισθησιασµό . στον άνθρωπο όµως αυτό, λόγω ηλικίας,
αλλά κυρίως λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων προκάλεσε αποτροπιασµό,
φόβο και θυµό972. Φόβο µπροστά στο κακό και τη δύναµη που µπορεί να
αποκτήσει πάνω στους ανθρώπους. Θυµό για την αµαρτία που διαπράττεται
µπροστά του και συνάµα για την ηθική κατάπτωση και την ψυχική αλλοίωση
των γυναικών αυτών, που γίνονται ηθεληµένα όργανα του εωσφόρου για την
ικανοποίηση των εµπαθών επιθυµιών τους. Ο θυµός του όµως έχει και µια
ακόµη χρήση: έχοντας υγιή σχέση µε το Θεό, αντιµετωπίζει τον πειρασµό
θυµώνοντας. Έτσι «τῇ αὐστηρότητι τοῦ θυµοῦ κατευνάζει τὴν ἐπιθυµίαν»973.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι στην αρχή του φάνηκαν ως «φαντάσµατα», ως κακά
πνεύµατα, ενώ το όλο περιστατικό το βλέπει ως «ἐγρηγορότα ἐφιάλτην» από
τον οποίο θέλει να φύγει το συντοµότερο δυνατό974.
Αποφασίζει λοιπόν να τις τροµάξει, ώστε να σταµατήσουν τις
αµαρτωλές ενέργειές τους. Για να το πετύχει χρησιµοποιεί την απειλή της
κοινωνικής και της οικογενειακής κατακραυγής. Φοβούµενος και ο ίδιος τις
δαιµονικές δυνάµεις τις οποίες επικαλούνται οι µάγισσες, προσπαθεί
ψευδόµενος να διακόψει τη µαγική τελετουργία. και τα καταφέρνει.
∆υστυχώς, ο αγαθός γέροντας άθελά του προκάλεσε τέτοιο τρόµο στη
µία εξ’ αυτών, ώστε την επόµενη µέρα αυτοκτόνησε975. Και οι άλλες δύο όµως

971
Τ.Γ’, σ.234, στ.29-30.
972
Παρ’ όλα αυτά, ο Ο. Ελύτης προσδίδει στον γέροντα Παρθένη τον ψόγο του «ηδονοβλεψία»
στηριζόµενος στη φράση του συγγραφέα, που προηγείται του περιστατικού: «Ὁ γερο - Παρθένης
ἐστάθη κ' ἐκοίταξε κ' ἐπόθει κάτι ν' ἀγροικήσῃ, κάτι ν' ἀπολαύσῃ ἀπ' ὅλην αὐτὴν τὴν γλύκα. Ἀλλὰ δὲν
ᾐσθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον ποὺ ἐθαύµαζε νὰ βλέπῃ», βλ. Η µαγεία του Παπαδιαµάντη, Ερµείας,
Αθήνα, 1976, σ.32-33.
973
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Περὶ τῆς δευτέρας ἐντολῆς, καὶ ὅτι γεννήτωρ τοῦ πένθους ὁ φόβος»,
Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 25, στ. 2-3.
974
Τ.Γ’, σ.235, στ.3-5 . Ο Ζ.Ι. Σιαφλέκης αναλύοντας το συγκεκριµένο διήγηµα, αναφέρει τα εξής: «Στο
διήγηµα αυτό το υπερφυσικό στοιχείο εµφανίζεται µε την πιο έντονη µορφή, αφού δεν πρόκειται για
φαντάσµατα, ή παραισθητικά εν γένει φαινόµενα, αλλά για τη φυσική πρόσληψη µιας πρακτικής µαγείας
αρχαιότατης όσο και οι κάτοικοι της χώρας µας. Ο αφηγητής, ωστόσο, την αντιµετωπίζει και αυτή ως µια
παρέκκλιση από το χριστιανικό κανόνα, και ως τέτοια τη συνδεει µε αντίστοιχες αρχαιοελληνικές
τελετές. Έχει σηµασία εδώ ότι η υπέρβαση του κανόνα γίνεται από τρεις γυναίκες και ότι ο γερο-
Παρθένης λειτουργει ως ο οφθαλµός της θείας ∆ίκης», Σιαφλέκη Ζ.Ι, «Το υπερφυσικό στοιχείο στον
Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών
Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ.415.
975
Ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης θεωρεί την αυτοκτονία της Μυρµήγκαινας ως «θρίαµβο της θείας ∆ίκης», ό.π.
σ.415. Ωστόσο, ο κ. Σιαφλέκης παραβλέπει το γεγονός πως στο έργο του Παπαδιαµάντη, που
ακολουθεί την ορθόδοξη παράδοση, ο Θεός δεν εµφανίζεται ως δικαστής- τιµωρός των αµαρτωλών
ανθρώπων, αλλά ως φιλεύσπλαχνος Πατέρας που αγωνιά και θλίβεται για τις λανθασµένες τους
επιλογές. Η αυτοκτονία της Μυρµήγκαινας, εποµένως, έρχεται ως αποτέλεσµα της έλλειψης αναφοράς
στο Θεό και της απουσίας ουσιαστικής παρηγορίας που µόνο Εκείνος θα µπορούσε να της δώσει. Αυτό
το δυνατό αίσθηµα µοναξιάς και απελπισίας µπροστά στην κοινωνική κατακραυγή ευθύνεται για το
θάνατό της. Ο Θεός όχι µόνο δεν «ικανοποιείται» από αυτή την ενέργειά της, αλλά προνοεί ώστε να
ξεψυχήσει σε τέτοιο σηµείο που για πολλά χρόνια αργότερα να µνηµονεύεται, έστω άτυπα, από τον
περαστικό ιερέα και τις ενορίτισσες.
251

δεν είναι λιγότερο νεκρές, αφού δεν µετανοούν, αλλά παραµένουν


αποκοµµένες από την πηγή της αληθούς Ζωής και εποµένως υπόδουλες
στον πνευµατικό θάνατο που αυτό συνεπάγεται976. Ένδειξη της κακής
αλλοιώσεώς τους είναι και η εωσφορική χαρά που αισθάνονται για το θάνατο
της µέχρι πρότινος συντρόφισσάς τους, θεωρώντας τον ωφέλιµο µια και
ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες να αποκαλυφθεί η αληθινή τους ταυτότητα.
Το ότι το αµάρτηµά τους αυτό είναι ήδη γνωστό στο Θεό λίγο τους ενδιαφέρει.
Ενώ λοιπόν υπάρχει µια διάθεση ελέους απέναντι στην αυτόχειρα
Μυρµήγκαινα µε την τακτική ανάµνησή και το άτυπο «µνηµόσυνο» στον τόπο
που αυτοκτόνησε, δε συµβαίνει το ίδιο και µε τις άλλες δύο «συνεργούς» της
που, αντί να εκλάβουν το γεγονός ως αφορµή µετανοίας και επανασύνδεσης
µε τον Πλάστη, παραµένουν πεισµατικά παραδοµένες στο κακό.
Τελικά, το µήνυµα που διέπει το διήγηµα είναι η αµέτρητη αγάπη και
ευσπλαχνία του Θεού για τον πληγωµένο από την αµαρτία άνθρωπο. ακόµη
και σε περιπτώσεις «ανεπίστρεπτης» πτώσης στην αµαρτία δείχνει έµπρακτα
το µέγα Του έλεος. Κατά θεία παραχώρηση η δυστυχής Μυρµήγκαινα
ξεψυχάει σε ένα σηµείο από το οποίο περνούσε συχνά ο ιερέας µαζί µε το
αγαθό εκκλησίασµα, για να λειτουργήσει τα πολυπληθή παρεκκλήσια. Έτσι,
εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα εξακολουθούν να τη µνηµονεύουν µε συµπόνοια
συν- χωρώντας την και υποβάλλοντας έµµεση δέηση για την ψυχή της977.

7.4. Έρωτας και αυτοκτονία

Ο µονόπλευρος ή ανεκπλήρωτος έρωτας µπορεί να οδηγήσει τον


ερωτευµένο σε σκέψεις και πράξεις αδιανόητες για ένα λογικό άνθρωπο. Ήδη
σε προηγούµενες ενότητες παρακολουθήσαµε το θερµόαιµο Μαθιό που
έφυγε µαζί µε τη Λιαλιώ978 ελπίζοντας ότι εκείνη θα εγκατέλειπε το γηραιό
σύζυγό της για χάρη του και ήταν έτοιµος να θυσιάσει τα πάντα για τον
παράνοµο αυτό έρωτα. Ο δε Γιωργής, χωρίς να έχει την παραµικρή
976
Βλ. για το θέµα αυτό και Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, σ.142-145.
977
Βλ. σχετικά και Α. Μαντά, «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: Το θέµα της αυτοκτονίας», Θεολογία,
τ. 82’, 2011, σ.183. Παρόµοιο σκοπό µε αυτόν που είχε η µια από τις τρεις µάγισσες στο οµώνυµο
διήγηµα φαίνεται πως είχε και το µαγεµένο τόπι στη «Φλώρα ή Λάβρα». Αξιοσηµείωτο είναι πως ο
δηµιουργός του θεωρείται αµέσως από τον αφηγητή ότι είναι γυναίκα, γεγονός που αποδίδει για άλλη
µια φορά την άσκηση της µαγείας στο γυναικείο φύλο. Με το τόπι αυτό, που ήταν εξωτερικά
κατασκευασµένο από σφιχτό ύφασµα και εσωτερικά από αλλεπάλληλα πανιά και κλωστές, η κοπέλα
αποσκοπούσε στο να δέσει «τὰ φυλλοκάρδια, τὰ µύχια τοῦ ἐραστοῦ (…) ὡς µὲ πανὶ καὶ κλωστήν, µὲ
µόνον τ' ὄνοµα καὶ τὴν ἐνθύµησίν της ἐπ' ἄπειρον. Καὶ ἡ κόρη, ἥτις ἐκατῴκει βέβαια εἰς τὸ ὕψος τοῦ
βράχου ἐκείνου πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, εἶχε ρίψει τὸ περίαπτον εἰς τὴν θάλασσαν
διὰ νὰ τὴν µαγεύσῃ - ἢ µᾶλλον µὲ τὴν ἐντολὴν ὅπως τὸ µεταβιβάσῃ αὕτη εἰς τὸν νέον τῶν ὀνείρων της,
θαλασσινόν, ἀρµενίζοντα εἰς τὰ πικρὰ κύµατα». Με τις κλωστές λοιπόν προσπαθούσε η ερωτευµένη νέα
να δέσει κοντά της την καρδιά του αγαπηµένου της. Έκανε όµως ένα λάθος: έριξε το τόπι στη θάλασσα.
Ωστόσο, εκείνη ως «ἄτρωτος εἰς τὰ µάγια» το ξέβρασε στην ακτή, όπως και πολλά άλλα «περιττά
πράγµατα». Φαίνεται πως η κοπέλα δεν ήταν «έµπειρη» σε τέτοιες πρακτικές, αφού το πέταξε στη
θάλασσα νοµίζοντας ότι θα φτάσει στον αγαπηµένο της παρά τη γνωστή ιδιότητα της θάλασσας να
«λύνει» τα µάγια.
978
Βλ. «Ἡ Νοσταλγὸς», Τ. Γ’ , σ. 45 – 69.
252

συγκατάθεση- ούτε καν ένα ελάχιστο ενδιαφέρον- από την αγαπηµένη του
Αρχόντω, οργανώνει µέσα στο νου του ολόκληρο σχέδιο δολοφονίας της
πεθεράς και του αντεραστή του (προς στιγµήν µάλιστα και της ιδίας) την ώρα
που τους πηγαίνει στο απέναντι νησί979. Από την άλλη ο Νίκος, «ἠγάπησεν,
ἀπεγοητεύθη, ἐψεύσθη»980. Πλήρως παραδοµένος στη θλίψη και την
απογοήτευση µετά την ερωτική απόρριψη και το γάµο της αγαπηµένης του µε
άλλον, αυτοκαταστρέφεται διαλύοντας τον εαυτό του τόσο σωµατικά µε το
υπερβολικό ποτό, όσο και ψυχικά µε τη βαριά κατάθλιψη στην οποία έχει
υποπέσει981. Με άλλα λόγια, στέκεται στο µεταίχµιο µεταξύ ακούσιας και
εκούσιας «αυτοκτονίας». Και τι να πει κανείς για το µπαρµπα- Γιαννιό τον
Έρωντα, τον οποίο άθελα ή ηθεληµένα «σκότωσε» ο απεγνωσµένος του
έρωτας για τη γειτόνισσα Πολυλογού;982
Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης στον ικετήριο κανόνα που έγραψε προς
τον όσιο ∆ιονύσιο τον ἐν Ὀλύµπῳ τον παρακαλεί θερµά: «τοῖς ἐν ἀπογνώσει
τῷ σκότει βαίνουσι, τῆς φωταγωγίας τῆς µυστικῆς µετάδος»983. Ο
απελπισµένος, λόγω του ανεκπλήρωτου ή χαµένου έρωτά του, άνθρωπος
µπορεί - µε τη µείξη των λογισµών του µε τους δαιµονικούς λογισµούς,
κυρίως της λύπης και της οργής, που βρίσκουν δια της απογνώσεως ανοικτή
τη θύρα της ψυχής του984- να προβεί σε αδιανόητες ή παράλογες πράξεις.
∆εν είναι τυχαίο ότι στα νηπτικά κείµενα αναφέρεται η ικανότητα των
πονηρών λογισµών να οδηγούν ακόµη και σε φόνους985. Για αυτό
ονοµάζονται αλλιώς και «φόνιοι»986. Μόνο µε τη θεία βοήθεια µπορεί να
ξεφύγει από τα σκοτεινά µονοπάτια της φονικής απελπισίας.
Μια βέβαια από τις βασικές αιτίες που οδηγούν τον άνθρωπο σε
τέτοιες καταστάσεις είναι η κακή χρήση του αυτεξουσίου987 και η αυτονόµηση

979
Βλ. «Ἔρως- Ἣρως» , Τ. Γ’, σ 180-181.
980
«Για τὴν περηφάνια», Τ.Γ’, σ.209, στ.20.
981
Η τελευταία άλλωστε αποτελεί µια από τις βασικές αιτίες αυτοκτονίας.
982
Γενικά για το θέµα της αυτοκτονίας στα έργα του Παπαδιαµάντη βλ. Βαλέτα Γ, «Ο Παπαδιαµάντης.
Η ζωή - το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος εκδοτικός οίκος ∆ηµ.
.
∆ηµητράκου Α.Ε., Αθήνα 1955, σ.248 Saunier G, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του
Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001 , σ.341-343. Το θέµα της αυτοκτονίας έδωσε τον τίτλο στο
διήγηµα «Ὁ Αυτοκτόνος», Τ.∆’, σ.629-634. Η αιτία όµως της αυτοκτονίας του ήρωα Σακελλάριου
φαίνεται ότι δεν σχετίζεται µε τον έρωτα, για αυτό και δεν το αναπτύσσουµε.
983
Τ.Ε’, σ. 48, στ.19-20.
984
Για αυτό, άλλωστε, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε: «Κράτει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν Ἅδην, καὶ µὴ
ἀπελπίζου», γέροντος Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου
Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ. 572.
985
Βλ. σχετικά Λ. Σιάσου, «‘’Νοῦς ἀψηλὸς ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.161. Ο δε Τιµόθεος Αλεξανδρείας χαρακτηρίζει τον αυτόχειρα
«αὐτοφονευτὴ ἑαυτοῦ», βλ. Η. Βουλγαράκη, Αυτοκτονία και εκκλησιαστική ταφή, Αρµός, Αθήνα,2000,
σ.35.
986
Βλ. π.χ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.142, Νο.ς’ και Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων «Μέθοδος καὶ κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
987
Πράγµατι, ο άνθρωπος έχει την ευθύνη για τη σωστή ή µη χρήση του αυτεξουσίου του. Όπως λέει ο
Μέγας Αντώνιος, «ἔχοντες γὰρ τὸ αὐτεξούσιον, ἐὰν θελήσωµεν, ἐπιθυµοῦντες τῶν πονηρῶν πράξεων,
.
µὴ ἐπιτυγχάνειν αὐτῶν, τοῦτο δυνάµεθα καὶ ἐν τῇ ἡµετέρᾳ ἐξουσίᾳ ἐστί, τὸ τῷ Θεῷ ἀρεσκόντως βιῶσαι
.
καὶ οὐδεὶς ἠµᾶς ἀναγκάσει ποτέ, µὴ θέλοντας πρᾶξαί τι πονηρὸν (…) ἐὰν θέλῃς , δοῦλος εἶ τῶν παθῶν
253

των επιθυµιών του ανθρώπου που οδηγούν σε εσωτερικό διχασµό, αδυναµία


διάκρισης σωστού- λάθους, έλλειψη αυτοελέγχου και αυτοσεβασµού και τέλος
στη απελπισία.
∆υστυχώς, αν ο πειραζόµενος ερωτευµένος δεν µπορέσει να ελέγξει
τις επιθέσεις του πονηρού και χάσει την ελπίδα και την εµπιστοσύνη του στη
Θεία Πρόνοια, που γαληνεύει σιγά σιγά τον πόνο, κινδυνεύει να χάσει ό,τι
πολυτιµότερο έχει : την ψυχή του. Αν δεν συνδιαλλαγεί µε το Θεό που χαρίζει
βάλσαµο στην πληγωµένη του καρδιά, υπάρχει ο κίνδυνος να αποµακρυνθεί
τελείως από κοντά του παραδιδόµενος πλήρως στην απελπισία και
φτάνοντας µέχρι το φοβερό αµάρτηµα της αυτοκτονίας. Σύµφωνα µε τον άγιο
Γρηγόριο τον Παλαµά, ο Θεός, όσο ζούµε, ακόµη και όταν αµαρτήσουµε,
µακροθυµεί και µας δίνει συνεχώς ευκαιρίες να επιστρέψουµε κοντά του- κάτι
το οποίο έχουµε ήδη δει και θα ξαναδούµε µέσα από τις ιστορίες των ηρώων
του Παπαδιαµάντη. Μετά το θάνατο όµως δεν έχουµε τη δυνατότητα να
µετανοήσουµε. Μετά το θάνατο είναι «καιρὸς ἀνταποδόσεως (…)
ἀποκαλύψεως θυµοῦ καὶ ὀργῆς καὶ δικαιοκρισίας Θεοῦ»988. Αυτή η ζωή είναι
τόπος µετανοίας και µπορούν όλοι, εφόσον το θελήσουν, να αποκτήσουν την
αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και η απελπισία δεν έχει καµία θέση ανάµεσα στους
ανθρώπους, αν και ο πονηρός µε διαφόρους τρόπους την υποβάλλει, «οὐ
τοῖς ἀδιαφόρως ζῶσι µόνον, ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καὶ τοῖς ἀγωνιζοµένοις»989.
Αν και ο Παπαδιαµάντης κρατάει αρχικά µια αυστηρή στάση απέναντι
στους αυτόχειρες990, στη συνέχεια διακρίνεται από µια κατανόηση που φτάνει
µέχρι τη συµπάθεια και την προσδοκία συγχώρησής τους από το Θεό991.
Αυτή η «παπαδιαµαντική φιλανθρωπία»992 συνδέεται µε την πίστη της
Εκκλησίας στο άπειρο έλεος του Θεού993. Στη συνέχεια θα αναλύσουµε

.
ἐὰν θέλῃς, ἐλεύθερος εἶ καὶ οὒχ ὑποκλινεῖς τοῖς πάθεσιν ὁ γὰρ Θεὸς αὐτεξούσιόν σε ἐποίησε».
«Παραινέσεις περί ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 13, Νο.ξς’ και ξζ’.
988
Ιερ. 28,6 και Ρωµ.2, 5.
989
Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.95, στ.35-39 και σ.96, στ.7-8.
990
«Ἐπανίστανται ὅµως κατὰ τοῦ νόµου τῆς φύσεως καὶ οὐδὲν συντελοῦσιν εἰς τῆς ἀνθρωπότητος τὸν
προορισµὸν οἱ ἄφρονες ἐκεῖνοι, οἵτινες ἀποθνήσκουσιν ἀµέσως ἐξ ἠθικῶν αἰτίων. ∆ιότι ἂν πάντες τοὺς
ἐµιµοῦντο,ἡ φύσις, ἀδυνατοῦσα πλέον νὰ θανατώσῃ, θὰ ἠδυνάτει ὡσαύτως καὶ νὰ γεννήσῃ. Ἑποµένως,
ὅσοι αὐτοκτονοῦσιν οὕτως, ἀντιστρατεύονται εἰς αὐτὸ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ.», «Η Μετανάστις» ,Τ.Α’,
σ.41, στ 3-8.
991
Όπως γράφει και ο ∆.∆. Τριανταφυλλόπουλος, «ο Παπαδιαµάντης, όποτε αντιµετωπίζει τέτοιες
οριακές καταστάσεις, γράφει είτε µε συµπάθεια είτε από απόσταση, πάντως όχι µε κατάκριση του
δυστυχούς θύµατος», «Από τον πρίγκηπα των µελωδών στο ηδύµολπο τρυγόνι της Σκιάθου»,
Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011,σ.197-198.
992
Ο όρος προέρχεται από τη µελέτη του Α. Μαντά «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της
αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.169.
993
Γενικά η Εκκλησία κρατάει µια αυστηρή στάση απέναντι στους αυτόχειρες για παιδαγωγικούς κυρίως
λόγους. Η σοβαρότητα του αµαρτήµατος έγκειται στην ταύτισή του µε το φόνο. Θεωρείται µάλιστα
σοβαρότερο αµάρτηµα και από αυτόν το φόνο, γιατί εναντιώνεται στη θεία δηµιουργία και γιατί ο
αυτόχειρας συνήθως φεύγει από τη ζωή χωρίς να έχει µετανοήσει. Εν ολίγοις, η στάση της ορθόδοξης
Εκκλησίας γύρω από την αυτοκτονία «φαίνεται να έχει δύο σκέλη: την κατάδειξη του βάρους που έχει το
αµάρτηµα της αυτοχειρίας και την καταδίκη του αυτόχειρα µε την άρνηση της ευχετικής προσφοράς της
για την ανάπαυση της ψυχής του» (Βλ. Α. Μαντά, ό.π., σ.169-170). Παρά τη σταθερότητά της στο
πρώτο σκέλος, διακρίνεται από µια «κατ’ οικονοµίαν» διαλλακτικότερη στάση ως προς το δεύτερο
σκέλος.
254

µερικές περιπτώσεις αυτοκτονίας ή επιθυµίας αυτοκτονίας. Το κριτήριο


επιλογής τους είναι η σύνδεσή τους µε το ερωτικό συναίσθηµα.

7.4.1. Αυτοκτονία λόγω ερωτικής απογοήτευσης

Η ερωτική απογοήτευση, χωρίς το απαραίτητο για την υπέρβασή της


πνευµατικό στήριγµα, µπορεί να οδηγήσει τον ερωτευµένο σε παράλογες
ενέργειες. Στο «Ἀπόλαυσις στὴ γειτονιὰ» παρακολουθούµε τις τελευταίες
στιγµές και την ταφή του νεαρού Μιχαλάκη, ο οποίος έφτασε στο τελευταίο
σκαλί της ερωτικής απογοήτευσης. Ο δαίµονας της λύπης, που κυρίευσε την
ψυχή του λόγω του ανανταπόκριτου έρωτά του για µια «ἀραπίτσα»994,
αλλοίωσε σε τέτοιο βαθµό το αυτεξούσιό του, ώστε να οδηγηθεί στο έσχατο
σηµείο: την αυτοκτονία. Τις τραγικές συνέπειες που µπορεί να έχει η
κυριαρχία της ψυχής από αυτόν το δαίµονα επισηµαίνει ο όσιος Νικήτας
Στηθάτος: «Φθοροποιὸν πάθος ἡ λύπη εἰς ψυχὴν καὶ σῶµα, καὶ αὐτῶν
ἁπτόµενη τῶν µυελῶν. ἀλλ’ ἡ τοῦ κόσµου ἡ διὰ τὰ πρόσκαιρα ( εδώ για την
αγάπη µιας κοπέλας) τοῖς ἀνθρωποις ἐφιπταµένη, ἥ καὶ πολλάκις αὐτοῖς
θανάτου παραίτιος γίνεται (όπως εν προκειµένω οδήγησε το νέο στην
αυτοκτονία)». Η µοναδική λύπη που ωφελεί τον άνθρωπο, σύµφωνα µε τον
όσιο Νικήτα, είναι η κατά Θεόν λύπη που χαρακτηρίζεται «ὁµοῦ τὲ σωτήριος
καὶ λίαν ἐπωφελὴς, ὑποµονὴν ἐν τοὶς πόνοις καὶ τοῖς πειρασµοῖς
κατεργάζεται»995. Παρατηρούµε πόσο διαφορετικές συνέπειες έχουν τα δυο
αυτά είδη λύπης για τον άνθρωπο: το ένα τον καταστρέφει, ενώ το άλλο τον
βοηθά να γίνει καλύτερος και να ξεπεράσει κάθε σατανικό πειρασµό.
Παρ’ όλα αυτά, ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας για τη σωτηρία της
ψυχής του νέου. Αυτό της εξοµολόγησης -κυριολεκτικά την ύστατη στιγµή-
του νέου στον παπα-Γρηγόρη και της τελευταίας του θείας µετάληψης. Ο
Θεός, βλέποντας την αγαθή διάθεση του νέου και λαµβάνοντας υπόψη το
νεαρόν της ηλικίας του ( "Ἁµαρτίας νεότητός µου καὶ ἀγνοίας µου µὴ µνησθῇς,
Κύριε..."996), επέτρεψε να ζήσει ο νέος δεκαπέντε ώρες µετά την απόπειρα
αυτοκτονίας. Αυτές ήταν αρκετές για να εξοµολογηθεί - έστω και υπό την
πίεση του αγαθού ιερέα - και να µεταλάβει, ώστε να λάβει συγχώρεση για το
φοβερό αµάρτηµά του. Αυτή η συγχώρεση εκφράζεται από την Εκκλησία και
σε εγκόσµιο επίπεδο, αφού τελείται κανονικά η νεκρώσιµος ακολουθία εντός
του ναού.
Στη συνέχεια, µε έναν αριστουργηµατικό τρόπο ο Παπαδιαµάντης
µεταφέρει το κέντρο βάρους από την αυτοκτονία στην απαράδεκτη

994
Τ. Γ’, σ.258,στ.25. Θεωρούµε πως το χρώµα του δέρµατος της κοπέλας στο διήγηµα αυτό έχει
µεταφορική χρήση: υπονοεί το σκοτεινό, δαιµονικό στοιχείο που κυρίευσε τη ψυχή του άτυχου νέου και
τον οδήγησε στο απονενοηµένο διάβηµά του. Λαµβάνοντας υπόψη τη φιλάνθρωπη στάση που κρατάει
ο Παπαδιαµάντης απέναντι στους «διαφορετικούς» ήρωές του (βλ. π.χ.«Ὁ ξεπεσµένος δερβίσης» , Τ.Γ’,
σ.111 κ.ε.), πιστεύουµε ότι σε καµία περίπτωση δε δίδεται στη συγκεκριµένη αναφορά «ρατσιστική»
χροιά.
995
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’,σ.287, Νο.ξ’.
996
Ψλ.24, 7, Τ. Γ’, σ.230, στ. 18-19.
255

αντίδραση- συµπεριφορά της γειτονιάς, που, αντί να συµπάσχει και να


συνωδίνει, «θανατώνει» για δεύτερη φορά το νεκρό και τους δικούς του
ανθρώπους µετατρέποντας την κηδεία του σε «απολαυστικό» θέαµα. Το
αµάρτηµα των γειτόνων που αντιµετωπίζουν µε µία εντυπωσιακή
επιπολαιότητα ένα τόσο δραµατικό γεγονός «ηχεί», µέσω των ατελείωτων, εν
είδει βοµβαρδισµού, κοινοτοπιών, πολύ χειρότερα από ότι η τραγική
αυτοκτονία του νέου997. Οι φλυαρίες, οι αργολογίες, οι κακολογίες, οι ψεύτικες
φήµες και τα κακεντρεχή κουτσοµπολιά προσβάλουν τη µνήµη του νεκρού
νέου και καταπατούν τη θεµέλια εντολή του Κυρίου «ἀγάπα τὸν πλησίον σου
ὡς σεαυτὸν». Η αγάπη αυτή επιτάσσει ένα σιωπηλό πένθος και µια
αδιάλειπτη προσευχή υπέρ της ψυχής του νέου ανθρώπου που έφυγε τόσο
πρόωρα. Αντί όµως αυτής της συµπάσχουσας αγάπης βλέπουµε τους
γείτονες να «διασκεδάζουν» µε το οδυνηρό γέγονός προσεγγίζοντάς το ως
ένα είδος νοσηρής αναψυχής. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η εικόνα
µιας γειτονιάς, που χρειάζεται ολόκληρη να µετανοήσει, να εξοµολογηθεί και
να ζητήσει συγχώρεση από το Θεό και το νεαρό αυτόχειρα, που «ἀπῆλθε µὲ
τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρῃ εἰς τον ἄλλον κόσµον ὀλιγωτέραν περιέργειαν»998 .

Υπαίτια της αυτοκτονίας ενός νέου θεωρείται και η µόλις δεκαέξι ετών
«Τασούλα»999 στο «Νάµι τῆς»1000. Την πληροφορία αυτή λαµβάνει ο
αφηγητής από την κυρα Λευθέραινα, τη γηραιή «επιθεωρήτρια» της γειτονιάς
που ήξερε τα πάντα για όσους έµεναν στη συνοικία. Αν και πιθανόν να
πρόκειται µόνο για φήµη, η οποία κυκλοφόρησε λόγω της οµορφιάς και της
επιδειξιοµανίας της, φαίνεται πως η νεαρή κοπέλα θα ήταν ικανή να οδηγήσει
ένα νέο σε αυτό το σηµείο. Ισχυρή ένδειξη για αυτό αποτελεί το «ξελόγιασµα»
του νεαρού γιου ενός γνωστού δικηγόρου µε τον οποίο έβγαινε εκείνο το
διάστηµα. Ο νέος όχι µόνο «ἔχασε τὸ µυαλό του µ' αὐτήν», αλλά και «ἐπιµένει
νὰ τὴν στεφανωθῇ» χωρίς την άδεια του πατέρα του1001. Ο παθιασµένος
λοιπόν έρωτας µπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση µε τους γονείς, ακόµη και
σε αυτοκτονία, όταν δεν συνοδεύεται από σύνεση και σωστή θεώρηση των
πραγµάτων.
Βέβαια, στο σηµείο αυτό διαφαίνεται και η µεγάλη ευθύνη των γονέων
στην ανατροφή των παιδιών τους. Από τη µια η «Τασούλα» φαίνεται να
στερείται της πατρικής φροντίδας, αφού ο πατέρας της είναι ιταλικής
καταγωγής και απουσιάζει κατά το µεγάλωµά της. Η δε σκληρώς εργαζόµενη
µητέρα της δε φαίνεται να την καθοδηγεί στην ανάπτυξη µιας υγιούς
997
Με αυτόν τον τρόπο «αναδεικνύεται το δικό τους δράµα της παραθεώρησης του ουσιώδους που
επιβάλλει τη σιωπή», Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη», Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, Κέδρος,
Αθήνα, 1987, σ.190.
998
Τ.Γ’, σ.260,στ.17-18. Για αυτό και συµφωνούµε µε την Μ. Θεοδοσοπούλου ότι στο διήγηµα αυτό ο
Παπαδιαµάντης εκφράζει την αποστροφή του για «τον αθηναϊκό κόσµο της συνολικής συναλλαγής και
της δίχως µεταµέλεια αµαρτίας και καθόλου (για) τους αυτόχειρες», Θεοδοσοπούλου Μ., Μετ’ έρωτος
και στοργής , ό.π.σ.33.
999
Ο Παπαδιαµάντης αναφέρει το όνοµα αυτό, σηµειώνοντας ότι δεν είναι το πραγµατικό της.
1000
Τ.∆’, σ.119-121.
1001
Τ.∆’, σ.121, στ.22-23.
256

συνειδήσεως και αυτοελέγχου, ώστε να µην εξελιχθεί σε µια φιλόκοσµη


γυναίκα που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση µιας πολυτελούς
διαβίωσης µέσω ενός ευκατάστατου συζύγου. Κατ’ αντιστοιχίαν, και οι
ευκατάστατοι γονείς του νέου, καλύπτοντας προφανώς µόνο τις υλικές
ανάγκες του παιδιού τους, παρέβλεψαν την παροχή σε αυτό ηθικών αξιών και
αρχών, οι οποίες θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη ορθής κρίσης ώστε µετέπειτα
να κάνει τη σωστή επιλογή συζύγου.

7.4.2. Αυτοκτονία λόγω προσβολής της αξιοπρέπειας του θιγόµενου


προσώπου

Στο διήγηµα «τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας» η αυτοκτονία της


δεκαεξάχρονης Ουρανίτσας έρχεται ως αποτέλεσµα της προσβολής της τιµής
και της αξιοπρέπειας της. Η πτωχή νέα -λόγω της οικονοµικής ανέχειας που
ταλαιπωρούσε την οικογένειά της- πήγε να συγκατοικήσει πρόωρα µε την
πεθερά της στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. ∆υστυχώς όµως, µια
πρόσκαιρη κακοκαιρία ανάγκασε τον αρραβωνιαστικό της Σπύρο να µείνει
αρκετές µέρες ακόµη στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραµονής του ένα
βράδυ «τὴν ηὗρε µοναχήν (…) καὶ τὴν ἔπιασε, καὶ τὴν κατεχράσθη»1002. Όταν
το εξοµολογήθηκε αυτό στην πεθερά της, τη γρια- Μπερνίτσα, εισέπραξε µια
απόρριψη που δεν την περίµενε κανείς δεδοµένης της «µεγάλης» αγάπης
που της είχε1003. Η υπερβολική και «ελαφρά τη καρδία» αντίδραση της, που
έσπευσε να «προστατεύσει» το γιό της και να κατηγορήσει τη µέλλουσα νύφη
της για µοιχεία, οδήγησε τη νεαρή και ανώριµη κοπέλα σε µια εξίσου
υπερβολική ενέργεια που της κόστισε τη ζωή. Μετά τα απεγνωσµένα της
λόγια «θὰ πιῶ φαρµάκι!...» και την υπόδειξη της πεθεράς της «νά ἐκειδὰ
πάνω στὸ ἀράφι, τό 'χω, (…)Πάρε το καὶ πιέ το!...» 1004 αυτοκτόνησε1005.
Είναι πράγµατι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα την κατηγόρησε η γρια-
Μπερνίτσα για µοιχεία, ενώ µέχρι εκείνη τη στιγµή ζούσαν «πολύ
αγαπηµένα» µεταξύ τους και ανέµεναν το Σπύρο, το γιο της , για να τελεσθεί
ο γάµος. ∆εν σκέφτηκε καν να περιµένει ένα δυο µήνες ακόµη, γιατί η
εξοµολόγηση έλαβε χώρα τον Αύγουστο και ο Σπύρος αναµενόταν να
επιστρέψει το φθινόπωρο1006. Συνεπώς, αναδεικνύεται υποκρίτρια και
επιπόλαια παίρνοντας επάνω της µια εξίσου µεγάλη αµαρτία µε αυτή της
νύφης της, αν όχι µεγαλύτερη. Μην έχοντας σωστή κρίση και διάκριση έγινε η
ηθική αυτουργός του θανάτου όχι µόνο της νύφης της, αλλά και του
αγέννητου εγγονιού της. Οι δε τύψεις συνειδήσεως που την κατέκλυσαν µετά

1002
Τ.Γ’, σ.385, στ.21-23.
1003
Βλ. Τ.Γ’, σ.384, στ.33-34 και σ.385 στ.1-5.
1004
Τ.Γ’, σ.385, στ.34 και σ.386, στ.1-2.
1005
Όπως γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αυτοκτονίες ή οι απόπειρες
αυτοκτονίας οφείλονται σε παροδικες κακές ψυχικές καταστάσεις ή σε αδιέξοδα και αποσκοπούν µε τη
δραµατικότητά τους να απευθύνουν έκκληση για βοήθεια και συµπαράσταση», Χριστιανική ηθική ΙΙ,
ό.π., σ.631. Στην ίδια ενότητα αναπτύσσεται αναλυτικά το θέµα της αυτοκτονίας βλ. σ.629-632.
1006
Βλ. Τ.Γ’, σ.385, στ.3-5 και στ.8.
257

την αυτοκτονία1007 θα αυξανόταν δραµατικά µετά την επιστροφή του γιου της
και την παραδοχή του γεγονότος εκ µέρους του. Ο θιγµένος της εγωισµός
άνοιξε τη θύρα του κακού λογισµού για τη νύφη της µε καταστροφικές
συνέπειες για όλους. ∆εν ακολούθησε τη σοφή συµβουλή του όσιου Νικήτα
Στηθάτου «µὴ παραδέχου τοὺς ἐξ ὑπονοιῶν ὑποσπειροµένους σοi λογισµοὺς
κατὰ τοῦ πλησίον. εἰσί γὰρ ψευδεῖς καὶ ὀλέθριοι καὶ πάντῃ ἀπατεῶνες. (…)
Ἄλλως γὰρ εἰς βυθὸν κατακρίσεως καὶ ἁµαρτίας ἐµπράκτου τῶν
ἀγωνιζοµένων τινὰ παραπέµψαι οὐ δύνανται, εἰµή λαβεῖν αὐτὸν ὑποψίας
πείσουσι πονηρᾶς ἐκ τῶν ἔξωθεν ἠθῶν τὲ καὶ διαθέσεων τοῦ πλησίον. Οὕτω
γὰρ ὑπὸ κρίσιν καὶ πτῶσιν ἁµαρτίας τοῦτον ποιήσαντες, συγκατακριθῆναι τῷ
κόσµῳ ἐργάζονται»1008. Πόσο διαφορετικά θα ενεργούσε η γρια Μπερνίτσα
αν είχε υπόψη της αυτά τα λόγια και αν σκεφτόταν λογικά! Και από πόση
θλίψη θα γλίτωνε στη δύση της ζωής της, αν έβρισκε τη δύναµη να µη βάλει
κακό λογισµό για τη νύφη της - όσο και αν θεωρούσε έντιµο το γιο της- και να
ασκηθεί στη µέγιστη αρετή της υποµονής έως ότου επιστρέψει το παιδί της
για να βεβαιωθεί για την αθωότητα ή την ενοχή της!
Η δύστυχη Ουρανίτσα πλήρωσε πολύ ακριβά την πτώση της στο
σαρκικό πειρασµό, κάτι για το οποίο βέβαια -ως ανήλικη- ήταν λιγότερο
υπεύθυνη από ότι ο αρραβωνιαστικός της. Η έλλειψη στηρίγµατος, η άδικη
κατηγορία, το νεαρόν της ηλικίας, η απελπισία και η αγανάκτηση ευθύνονται
για τη λαθεµένη ενέργειά της1009.
Ωστόσο, ακόµη και αν δεν επέλεγε την αυτοκτονία, ο κίνδυνος να έχει
µια τύχη παρόµοια µε αυτή της Σοφούλας στη «Φωνή τοῦ ∆ράκου» ήταν
ορατός. Σε αυτή την υποψία µας οδηγεί η στάση των συµπατριωτών της µετά
την αυτοκτονία της. Αυτή η στάση αναδεικνύει µε εξαιρετικό τρόπο την
πραγµατική ουσία του προβλήµατος, που δεν είναι άλλη από τη στυγνή και
άδικη κοινωνία που κρίνει και κατακρίνει εύκολα, αλλά ουδέποτε κάνει τη δική
της αυτοκριτική. Εκτός από την, εν µέρει δικαιολογηµένη, στάση του
πρωτόγερου του νησιού και του ιερέα1010, τα αισχρά λόγια που εκτόξευσαν

1007
«Ἡ Μπερνίτσα "ἔπιασε τὴ χάσα". ∆ὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιὰ - δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς
µητέρας µου.» Τ.Γ’, σ.387, στ.14-15.
1008
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σσ.287-288, Νο.ξβ’.
1009
Ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός στο πρώτο βιβλίο του δίνει µερικές εξαιρετικές συµβουλές σε
ανθρώπους, όπως η Ουρανίτσα, που αµάρτησαν και απελπίστηκαν. Με αυτές τις συµβουλές τους
αποτρέπει από την απελπισία, που αποτελεί έλλειψη εµπιστοσύνης στον παντοδύναµο Θεό, και τους
προτρέπει να στρέψουν τις ελπίδες τους στην απέραντη ευσπλαχνία Του έχοντας υποµονή, ταπείνωση
και φόβο Θεού ,βλ. «Βιβλίο πρώτο», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.73- 74.
1010
Η στάση του πρωτόγερου και του ιερέα δικαιολογείται µέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής
παράδοσης: όταν κάποιος αυτοκτονεί, χωρίς να έχει ψυχοπαθολογικά προβλήµατα, δεν θάβεται στο
κοιµητήριο, δεν µνηµονεύεται το όνοµά του στην Προσκοµιδή , ούτε του βγάζουν µερίδα. Ο λόγος είναι
ότι µε την αυτοκτονία αρνείται και περιφρονεί την ίδια τη ζωή που αποτελεί δώρο Θεού. Ωστόσο, όπως
τονίζει και ο γέροντας Παΐσιος, «εµείς πρέπει να κάνουµε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για
να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουµε πώς έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τι
κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγµή. Μπορεί , την ώρα που ξεψυχούσαν, να µετάνοιωσαν, να
ζήτησαν συγχώρηση από το Θεό και να έγινε δεκτή η µετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την
παρέλαβε Άγγελος Κυρίου». Μάλιστα, το παράδειγµα που αναφέρει αµέσως παρακάτω έχει κοινά
σηµεία µε την περίπτωση της Ουρανίτσας: σε ένα χωριό ένα κοριτσάκι έχασε την κατσίκα που του είχε
258

εναντίον της νεκρής Ουρανίτσας κάποιοι1011 προκαλούν βαθύ


προβληµατισµό. Αυτή η συµπεριφορά µας θυµίζει τους παρ’ ολίγο
λιθοβολητές της δυστυχούς µοιχαλίδας που άµεσα εγκατέλειψαν το
αξιοκατάκριτο έργο τους στο άκουσµα των σοφών λόγων του Κυρίου: «Ὁ
ἀναµάρτητος ὑµῶν πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ἐπ’ αὐτὴ»!1012. ∆υστυχώς, στην
περίπτωση της Ουρανίτσας δεν υπήρχε κανείς να τους υπενθυµίσει τα λόγια
αυτά. Ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής σχολιάζοντας τη στάση αυτού του
είδους ανθρώπων επισηµαίνει: «Ὁ τάς τῶν ἄλλων ἁµαρτίας περιεργαζόµενος
ἢ καὶ ἐξ ὑπονοίας τὸν ἀδελφὸν κρίνων, οὔπω ἔβαλεν ἀρχὴν µετανοίας. οὐδὲ
ἐρευνᾶ τοῦ γνῶναι τάς ἑαυτοῦ ἁµαρτίας, ἐν ἀληθείᾳ βαρυτέρας οὔσας
µολύβδου πολυταλάντου. οὐδὲ ἔγνω πόθεν γίνεται ἄνθρωπος βαρυκάρδιος,
ἀγαπῶν µαταιότητα καὶ ζητῶν ψεῦδος»1013.
Ευτυχώς, το κριτήριο του Θεού δεν συµπίπτει µε αυτό των ανθρώπων.
Για αυτό και ο τάφος της Ουρανίτσας, που στερήθηκε την εξόδιο ακολουθία
και τη χριστιανική ταφή ως «απόκληρη» του κόσµου τούτου, ευωδίασε και
µοσχοβόλησε µέσω µιας πολύανθης ιτιάς που ξεφύτρωσε ανάµεσα στους
άγονους βράχους όπου την είχαν θάψει1014. Ο συγγραφέας, χωρίς να αξιώνει
την αγιότητα για την Ουρανίτσα, προδιαθέτει τους αναγνώστες για τη
συγχώρησή της από το Θεό και την παραµονή της στην πατρική αγκαλιά Του,
αυτής που αγάπησε, υπέπεσε άθελα της στο σαρκικό πειρασµό και για αυτό
υπέφερε1015.

αναθέσει να προσέχει ο πατέρας του. Ο αυστηρός γονιός το έστειλε να ψάξει την κατσίκα µε την εντολή,
αν δεν τη βρει, να πάει να κρεµασθεί. Το δύστυχο παιδί εξέλαβε κατά γράµµα την εντολή αυτή µε
αποτέλεσµα να κρεµασθεί µετά την αποτυχηµένη αναζήτηση της χαµένης κατσίκας. Ο πατέρας Παΐσιος
θεωρεί σωστή την απόφαση της Εκκλησίας να θαφτεί έξω από το κοιµητήριο «για να φρενάρη όσους
αυτοκτονούν µε το παραµικρό». Ωστόσο, πιστεύει ότι «ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη µέσα στον
Παράδεισο» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Τόµος ∆’: Οικογενειακή Ζωή, ό.π., σ.263-264. Την ίδια
ιστορία αναφέρει και ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος στην µελέτη του « Με τη θηλειά στον Παράδεισο»,
Παπαδιαµαντικά τετράδια τ.3, ∆όµος, άνοιξη 1995, σ.105-117). Αυτή τη διαφορά ανάµεσα στην
ανθρώπινη και τη θεία δικαιοσύνη τη βλέπουµε και στην ιστορία της Ουρανίτσας: ο ιερέας, ως
εκπρόσωπος της Εκκλησίας, αρνείται να τη θάψει εκκλησιαστικώς για τους λόγους που προαναφέραµε.
Όµως ο φιλεύσπλαχνος Θεός αναδεικνύει τον αποµονωµένο και άγονο τόπο ταφής της σε «γωνία
Παραδείσου».
1011
«Σκύλα!...Ψοφίµι!» Τ.Γ’, σ.387, στ.7 Για την πανάρχαιη αυτή φοβική αντίδραση της κλειστής
κοινωνίας απέναντι στην αυτοκτονία βλ. Α. Μαντά, «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της
αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σσ.181-182
1012
Ιω. 8, 7.
1013
« Περί αγάπης κεφαλαίων εκατοντας Τρίτη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σσ.34- 35, Νο.νε’.
1014
Τότε µόνο η ανάλγητη τοπική κοινωνία δείχνει µια ελάχιστη µεταµέλεια µετονοµάζοντας το νησάκι σε
«νησί της Ουρανίτσας».
1015
Ο Ι.Κ. Κολυβάς ωστόσο, «αγιοποιεί» την Ουρανίτσα θεωρώντας πως «γίνεται µε τη µεταθανάτια
δικαίωσή της σύµβολο ιεροφάνειας, σύµβολο δηλαδή που αποκαλύπτει τη θεία παρουσία στη σφαίρα
του αισθητού, και τη βαθιά µυστική συνοχή του κόσµου κάτω από µια κατακερµατισµένη επιφάνεια» Ι.Κ.
Κολυβά, «Λογική της αφήγησης και ηθική του λόγου», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991, σ.40. Για το
συσχετισµό µάλιστα της Ουρανίτσας µε δυο κατεξοχήν άγιους ήρωες του Παπαδιαµάντη , τον ανώνυµο
βοσκό του «Φτωχός Άγιος» και τη Σεραϊνώ στο «Γάµο του Καραχµέτη», βλ. ό.π. σ.11-24. Επίσης βλ.
του ιδίου, «Η ορθόδοξη προοπτική στο έργο του Παπαδιαµάντη», περιοδικό ∆ιαβάζω, τ.165, 1987,
σ.87.
259

7.4.3. Ο «πειρασµός» της αυτοκτονίας και η επιτυχής αντιµετώπισή του

∆ιαβάζοντας τα παραπάνω διηγήµατα προκύπτει εύλογο το ερώτηµα:


πώς µπορεί να ξεπεράσει κανείς τον «πειρασµό» της αυτοκτονίας, όταν έχει
απογοητευθεί βαθιά είτε λόγω έρωτα είτε λόγω των δύσκολων συνθηκών της
ζωής του; Μια απάντηση στο ερώτηµα αυτό µας δίνεται στο διήγηµα «τα
ρόδιν΄ ἀκρογιάλια». Πρόκειται για το κατεξοχήν διήγηµα όπου περιγράφεται η
πάλη µε αυτόν τον πειρασµό. Στον πρόλογο του παρακολουθούµε τον ήρωα
να ρεµβάζει µε τη βάρκα του έξω από το παράθυρο της αγαπηµένης του1016.
Περιµένοντας την «τρισολβίαν στιγµήν» που θα την δει, έστω και από µακριά,
δηλώνει ότι δεν τον πειράζει αµέσως µετά να επέλθη ο θάνατος, «τό µηδέν».
Ένα µηδέν όµως που θα «ζωοποιείται» από την ύστατη στιγµή ευτυχίας που
έζησε αντικρίζοντας το «ερώµενον» πρόσωπο.
Ο αρχικός αυτός πειρασµός, που του ετέθη τη στιγµή που ανέµενε µε
ανυποµονησία να δει την αγαπηµένη του, επανήλθε το ίδιο βράδυ πιο
ισχυρός, όταν η βαρκούλα στην οποία επέβαινε άρχισε να µπάζει νερά1017. Ο
κίνδυνος στον οποίο βρέθηκε λόγω της τρύπιας βαρκούλας αναµόχλευσε τη
σκέψη του θανάτου µε την εξωραϊσµένη ιδέα της «ακούσιας» αυτοκτονίας. Η
απογοήτευση από τη ζωή σε συνδυασµό µε την επίγνωση του ανεκπλήρωτου
έρωτά του1018 κάνουν τον πειρασµό αυτό ιδιαίτερα ελκυστικό. Ωστόσο, ήδη
εξαρχής, προβάλει αντίσταση: θα αυτοκτονήσει «ἐὰν δὲν ἠµπορέσει νὰ σωθεῖ
κολυµβῶν»1019. Αµέσως µετά προσπαθεί να «ταχύνει τήν κωπηλασίαν» για
να µην αµφιβάλλει περί του ακουσίου της αυτοκτονίας. Αυτή η επιτάγχυνση
της κωπηλασίας θέτει υπο αµφισβήτηση την επιθυµία της αυτοκτονίας.
Επειδή όµως έχει ήδη «προσβληθεί» από τον πειρασµό, ο πονηρός δεν
αφήνει µια τέτοια ευκαιρία να πάει χαµένη. Αµέσως φέρνει στη µνήµη του την
«εµπαθή» ανάµνηση µιας παλαιάς, βαριάς ασθένειας που είχε περάσει και
την τότε, επίσης πειρασµική, σκέψη του: «"Νὰ κάµῃ τις τὸν µισὸν δρόµον καὶ
νὰ γυρίσῃ πίσω, εἰς µίαν πορείαν ἄφευκτον; ∆ὲν θὰ εἶναι κόπος διπλάσιος,
ἀφοῦ µέλλει ἐξ ἅπαντος νὰ τὸν ξανακάµῃ;..."»1020. Σε αυτήν έρχεται να
προσθέσει και το νέο λογισµό, που αφορά τους συγγενείς του : «∆ὲν θὰ εἶναι
κόπος, µαταιότης, κρῖµα, ἀφοῦ ἔχουν ἀρχίσει ἤδη νὰ συνηθίζουν εἰς τὴν ἰδέαν
τοῦ χωρισµοῦ, νὰ µὲ ἰδοῦν νὰ γυρίσω ἔξαφνα πίσω;... ἴσως, διὰ νὰ µὲ χάσουν
πάλιν µετ' οὐ πολύ, καὶ πλέον διὰ πάντοτε; ∆ὲν θὰ εἶναι καλύτερον τώρα,

1016
Βλ. την ενότητα 1.3 της παρούσης εργασίας.
1017
Αν και το γεγονός που περιγράφεται στον πρόλογο δεν τοποθετείται ξεκάθαρα από το συγγραφέα
σε κάποιο µέρος του κυρίως διηγήµατος, υπάρχει µια έµµεση πλην σαφής σύνδεση αυτού µε το σηµείο
εκείνο που προηγείται του πειρασµού της αυτοκτονίας( βλ.Τ. ∆’ ,σ.235- 237). Πρόκειται για την τριπλή
αναφορά «ἔπλευσα, κι ἀπέκαµα, κ’ ἐνυκτώθην…» (Τ.∆’, σ.224, στ.23-24) του προλόγου που
επανέρχεται στο επίµαχο σηµείο που εξετάζουµε ελαφρώς παραλαγµένη: «Ἀφοῦ µ’ ἐπῆραν τὰ ρέµατα,
κ’ ἐνυκτώθην … Ἀποκαµωµένος, εἶχα ἐξαπλωθῆ εἰς τὸ πλάτος τῆς πρύµνης»( Τ.∆’, σ.236, στ.3-8).
1018 .
Όπως είδαµε η µεγαλύτερή του χαρά είναι να δει από µακριά και στα κρυφά την αγαπηµένη του
τίποτε περισσότερο.
1019
Τ.∆’, σ.235, στ.5-6.
1020
Τ.∆’, σ. 235, στ.12-14.
260

παρὰ ἀργότερα εἰς τὸ µέλλον;»1021. Στη φαντασία του παρελθόντος


προστίθεται η φανταστική- µελλοντική αντίδραση των δικών του σε ένα
πιθανό του θάνατο και η επιτακτική δαιµονική προτροπή: «∆ ὲ ν θ ὰ ε ἶ ν α ι
κ α λ ύ τ ε ρ ο ν τ ώ ρ α … ; » Εδώ είναι η κορύφωση της ανάµειξης των
λογισµών του αφηγητή µε τους δαιµονικούς λογισµούς. Ο αφηγητής βρίσκεται
ένα βήµα πριν τη συγκατάθεση και την έµπρακτη αµαρτία.
Στην κρίσιµη όµως αυτή στιγµή επικαλείται, σχεδόν ασυνείδητα, τη θεία
αρωγή: «Ὦ Θεέ µου, δός µου φώτισιν!...»1022. Ζητεί το φωτισµό του Αγίου
Πνεύµατος για να ξεφύγει από το θανάσιµο πειρασµό. Και τον λαµβάνει µε
τρόπο που θυµίζει το φωτισµό των Αγίων Αποστόλων την ηµέρα της
Πεντηκοστής: «Αἴφνης ἠλεκτρίσθην, καὶ ἀνετινάχθην.» Όσο βαθύς ο
πειρασµός, τόσο δυναµική η βοήθεια. Μετά το «ηλεκτροσόκ», η χορήγηση
θαυµαστής δύναµης: «Ἐκάθισα πάλιν στὰ κάργα, καὶ ἄλα, ἄλα τὸ κουπί! Ποῦ
ηὗρα τόσην δύναµιν;»1023. Είναι πραγµατικά εκπληκτική η δύναµη που µπορεί
να δώσει ο Θεός στον άνθρωπο που ζητά ειλικρινώς τη βοήθειά Του. Το δε
µπάνιο του στην κρύα θάλασσα, τον ξυπνά εντελώς από τον πειρασµικό
λήθαργο. Ο µετέπειτα ξυπνητός ύπνος του συνοδεύεται από ψυχική ηρεµία
και γαλήνη που γεµίζει τον άνθρωπο, όταν έχει παλαίψει και νικήσει τον
πειρασµό: «Ἐξαπλωµένος εἰς τὰ µαλακά, εἰς τὰ πούπουλα, ᾐσθανόµην
ἀπόλαυσιν καὶ τρυφὴν Συβαρίτου.(…) Ὅλη ἡ αἴσθησις, ἡ συνείδησις κ' ἡ
ὕπαρξίς µου εἶχον µεταβληθῆ εἰς µίαν ἀπόλαυσιν ἀπείρου εὐωδίας»1024. Η
µακάρια απόλαυση, η ευλογηµένη τρυφή και η διπλή ευωδία που οσφρίζεται
- των ρόδων και της αυγής- µας εντάσσει στο κλίµα της θείας Χάρης που
διαπνέει πλέον το σώµα και τη ψυχή του πειραζόµενου νικητή. Αυτή η
«ἄπειρος» ευωδία της αυγής είναι εκείνη που δηλώνει εµφανώς την
εµπράγµατη παρουσία του Θεού κοντά στο πλάσµα του που τη βιώνει µε
όλες του τις αισθήσεις 1025. Για άλλη µια φορά η επίκληση της θείας βοήθειας
στάθηκε σωτήρια στον πόλεµο κατά του δαιµονικού πειρασµού.

1021
Τ.∆’, σ.235, στ.26-30.
1022
Τ.∆’, σ.235, στ.31.
1023
Τ. ∆’, σ. 237, στ.13-14.
1024
Τ.∆’, σ. 237, στ.31-32.
1025
Για την πνευµατική ευωδία του φωτός γράφει ο Γ. Θέµελης: « Από τον Όµηρο ως το Βυζάντιο, ως
τον ίδιο τον Παπαδιαµάντη, δεν άλλαξε η παρουσία του Θεού στη φύση. Το φως είναι άγιο, είναι και
.
τώρα στα πόδια του Χριστού υψίδροµον (« προσενωπίῳ σοι ὧραι ὑπεκλίθησαν φῶς γὰρ, καὶ πρὸ
ποδῶν ὑψίδροµον σέλας, Χριστέ…»(4.229.25-26)). «Ὦ αὐγὴ γλυκεῖα, ποὺ ἀνθεῖς καὶ ῥοδίζεις ἐκεῖ εἰς τὸ
ὕψος …»), Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ∆ιάττων, Αθήνα, 1991, σ.22. Αναλυτικά για το
απόσπασµα που εξετάζουµε βλ.σ.22-23.
261

8. « Παρά φύσιν» έρωτας για τα υλικά αγαθά: το πάθος της φιλαργυρίας

Όσο ισχυρός είναι ο σαρκικός έρωτας, άλλο τόσο µπορεί να είναι και ο
εµπαθής έρωτας για τα υλικά αγαθά. Όταν ο άνθρωπος επιθυµεί χωρίς µέτρο
τα αισθητά πράγµατα του κόσµου και όλη του η σκέψη και η µέριµνα
στρέφεται γύρω από αυτά, τότε χάνει τον κατά φύση προσανατολισµό του
προς την πηγή της Ζωής, το Θεό και βάζει στη θέση του εκείνα. Με αυτόν τον
τρόπο η ψυχή του εγκλωβίζεται στην άµετρη επιθυµία της παρά φύση µετοχής
στα αισθητά πράγµατα, γιατί «ἡ φύσις ἐπιθυµίας µεµεθυσµένη ᾖ» και
λειτουργεί «ἔξω τῆς ἰδίας τάξεως»1026.
Κατά συνέπεια, αφιερώνει τη ζωή του στη συγκέντρωση υλικών
αγαθών καταπατώντας τις εντολές του Θεού και βάζοντας σε δεύτερη µοίρα
ακόµη και την ανθρώπινη ζωή. Για αυτό, το πάθος της φιλαργυρίας, ως
συνώνυµο της πλεονεξίας, στηλιτεύεται αυστηρά από τον ίδιο το Χριστό:
«Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας. ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ
ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ»1027. Αλλά και ο απόστολος
Παύλος χαρακτηρίζει τη φιλαργυρία ρίζα όλων των κακών και µορφή
ειδωλολατρίας1028. Μάλιστα, προτρέπει τον Τιµόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ
νῦν αἰώνι παράγγελλε µὴ ὑψηλοφρονεῖν, µηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου
ἀδηλότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἠµὶν πάντα πλουσίως εἰς
ἀπόλαυσιν, ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐµεταδότους εἶναι,
κοινωνικούς, ἀποθησαυρίζοντας ἐαυτοῖς θεµέλιον καλὸν εἰς τὸ µέλλον, ἵνα
ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου ζωῆς»1029.
Οι νηπτικοί Πατέρες, αναπτύσσοντας την άποψη του Παύλου,
επισηµαίνουν ότι το πάθος αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί οφείλεται
στην κακή προαίρεση του ανθρώπου και όχι στη δύναµη της φύσης1030.
Τοποθετείται µάλιστα ανάµεσα στους τρεις αρχηγούς των παθών µαζί µε τη
φιληδονία και τη φιλοδοξία1031. Η συµπεριφορά αυτή που λατρεύει και

1026
∆. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια στη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,ό.π., σ.53 και Τοῦ
ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα Ἀσκητικὰ, ό.π, Λογ.νε’, σ.219 . Ο
Α. Κεσελόπουλος, αναπτύσσοντας την αντίστοιχη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, γράφει:
«Ο ιερός Πατέρας αποκαλεί τα πάθη ‘’ επιθυµίες απάτης’’ (…). Ο άνθρωπος βρέθηκε υποδουλωµένος
στα χαµηλότερα πάθη της ψυχής, γιατί έδωσε χώρο να αναπτυχθούν και να ανδρωθούν µέσα του οι
επιθυµίες της απάτης. Αυτή η απάτη, που συνοψίζεται στην εκούσια άγνοια του Θεού και την
υπερβολική στροφή και προσκόλληση του ανθρώπου στις αισθήσεις, εκφράζεται τελικά µε την εµπαθή
αγάπη ή το µίσος για οποιαδήποτε από τα αισθητά και γεµίζει τη ζωή του µετά την πτώση
ανθρώπου …», Α. Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, σ.
26.
1027
Λκ. 12, 15.
1028
«ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόµενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς
πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς», Α’ Τιµ.6,10.
1029
Α’ Τιµ.6, 17-19.
1030
«ὁ φιλοχρηµατίας καὶ ὁ φιλαργυρίας καὶ ὁ πλεονεξίας ἐρῶν, ἀκόλαστος. (…) Καὶ δῆλόν ἐστι
πανταχόθεν, ὡς περιττὴ καὶ οὐ κατὰ φύσιν ἐστίν ἡ τῶν χρηµάτων ἐπιθυµία, ἅτε µὴ ἐκ φύσεως τὴν βίαν
.
ἔχουσα, ἂλλ ΄ἐκ µοχθηρᾶς προαιρέσεως διό καὶ ἀσύγγνωστα ἁµαρτάνει ὁ ταύτῃ ἐκών ἡττώµενος»,
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Λόγος ψυχωφελής καὶ θαυµάσιος»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.234, στ.15-24.
1031 .
«Τρία µὲν εἰσι τὰ γενικώτατα πάθη, δι΄ὧν γεννῶνται πάντα φιληδονία, φιλαργυρία καὶ φιλοδοξία
(…)ὁ οὖν τοὺς τρεῖς ἀρχηγοὺς καὶ ἡγεµόνας νικήσας (…) εἶτα καὶ πάντα ὑπέταξε τὰ πάθη», Θεοδώρου
262

θεοποιεί στην ουσία την ύλη, οφείλεται σε τρεις λόγους: Ο πρώτος είναι η
άγνοια εκ µέρους των φιλάργυρων του πραγµατικά καλού και του νοητού
κόσµου. Επειδή, λοιπόν, αγνοούν την αλήθεια του Θεού, στρέφονται στην ύλη
βάζοντας αυτή στη θέση του Θεού1032. Ο δεύτερος λόγος είναι ο φόβος που
αισθάνονται για τη φτώχεια µην έχοντας εµπιστοσύνη στο Χριστό, ο οποίος
υποσχέθηκε πως θα προσφέρει όλα τα αναγκαία σε όσους επιζητούν τη
Βασιλεία Του. Ως αποτέλεσµα αυτού, ακόµη και όταν τα έχουν όλα δεν
απελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή επιθυµία των υλικών αγαθών, «ἀλλ’
ἀεὶ συλλέγοντες, ἐαυτοῖς ἀνατιθέασι φόρτον ἀνόνητον, µᾶλλον δὲ καινότατον
ἔτι ζῶσι τάφον περιτιθέασι»1033. Ο τρίτος είναι η ικανοποίηση της κενοδοξίας
τους και η ηδονή που αισθάνονται οι φιλάργυροι όταν µαζεύουν περισσότερα
χρήµατα προκαλώντας - κατά την άποψή τους- το θαυµασµό των άλλων1034.
Ωστόσο, µε την προσκόλλησή τους στην εµπαθή συλλογή πλούτου-
εγκόσµιων αγαθών, αποµακρύνονται από τα θεία αγαθά και παραµελούν την
ψυχή τους αφήνοντάς την ανοχύρωτη µπροστά στον πονηρό1035.

Την τελευταία αυτή άποψη φαίνεται πως συµµεριζόταν η µεσήλικη


Μαούτα στο οµώνυµο διήγηµα. Η γυναίκα αυτή, µετά το θάνατο του συζύγου
της, ανέπτυξε µια πρωτοφανή δραστηριότητα, προκειµένου να ικανοποιήσει
τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία της και κατάφερε µε θεµιτά και αθέµιτα µέσα
να φτιάξει ολόκληρη περιουσία. Είναι χαρακτηριστική η φράση που είπε σε
µια χήρα ανιψιά της και η οποία φανερώνει την κενοδοξία που τη διέκρινε:
«"Τώρα ποὺ πέθαναν οἱ ἄνδρες µας, Μαργαρώ, τώρα πρέπει νὰ κάµουµε
νοικοκυριά, γιὰ νὰ φανοῦµε!"1036.
Η «προβολή» που επιζητούσε κατέστη όµως αρνητική λόγω της
υπερβολικής απληστίας της. έφτασε στο σηµείο να παρακρατεί τα αντικείµενα
που δανειζόταν από γειτόνισσές της ή να τα κλέβει. ∆εν δίσταζε µάλιστα να
υπερφορτώνει ξένα ζώα προκειµένου να µειώσει τα µεταφορικά έξοδα από το
κτήµα στο σπίτι της προκαλώντας σοβαρές βλάβες στα ζωντανά. Αυτή η
στάση φανερώνει το κατάντηµα του φιλάργυρου ανθρώπου, που από ένα
σηµείο και µετά δεν ικανοποιείται όσα χρήµατα και υλικά αγαθά κι αν µαζέψει,
ενώ παράλληλα µπαίνει σε ένα φαύλο κύκλο ηδονής (όταν µαζεύει αγαθά) και
οδύνης (επειδή ποτέ δεν του αρκούν)1037.

Εδέσσης, «Κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’» , Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.305-306 Νο.ι’. Επίσης βλ. Ι. ∆αµασκηνού,
.
ό.π., σ.233, στ.24-28 και Γρηγορίου Παλαµά: «τὰ µὲν γὰρ τῶν κακῶν (ἡ φιλαργυρία) πέφυκε γεννᾶν
.
φειδωλίας, καπηλείας, ἁρπαγάς,κλοπάς καὶ ἁπλῶς πᾶν εἶδος πλεονεξίας ἥν δευτέραν εἰδωλολατρίαν ὁ
αὐτὸς (ενν. ο απ. Παύλος) προσηγόρευσε», «Πρὸς Ξένην µοναχήν», ό.π., σ.101, στ.1-3.
1032
Βλ. Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικό», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.331, στ.27-31.
1033
Βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν» , Φιλοκαλία, Τ. ∆’, σ.101, στ.30-35.
1034
Βλ. σχετικά Μάρκου του Ασκητή, «Περί Νόµου πνευµατικού», Φιλοκαλία Τ. Α’, σ.103, Νο. Ϟθ’ και ρ’.
1035
Βλ. σχετικά Νείλου του Ασκητή, «Λόγος ασκητικός», Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.195, στ.32-39.
1036
Τ.∆’, σ.67, στ.13-15.
1037
Τη στενή σύνδεση της φιλαργυρίας- φιλοπραγµατίας µε τη φιληδονία επισηµαίνει ο Άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός: «Οὐκ εἰς τρυφὴν µόνον καὶ τὴν τῶν σωµάτων ἀπόλαυσιν ἡ φιληδονία ὁρίζεται, ἀλλ’ ἐν
παντὶ τρόπῳ καὶ πράγµατι, προαιρέσει ψυχῆς ἀγαπωµένῳ καὶ προσπαθείᾳ», «Λόγος ψυχωφελής καὶ
θαυµάσιος», Φιλοκαλία,Τ.Β’, σ.234, στ.25-27.
263

Έχοντας γεµίσει την καρδιά της µε τον πόθο του υλικού πλούτου,
εξοβέλισε τον αληθινό πλούτο που είναι η αγάπη1038. Όπως ήταν
αναµενόµενο, η κατάληξή της οµοιάζει µε αυτή του άφρονα πλουσίου1039. Ένα
βράδυ που, προφανώς, σκεφτόταν πάλι πώς να πολλαπλασιάσει τα κέρδη
της, την βρήκε ο θάνατος. Τότε τα δαιµόνια της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας
και της φιληδονίας την «άρπαξαν» φορτώνοντας επάνω της όλα όσα είχε
κλέψει ή αθέµιτα αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια1040 . Η «αρπαγή» αυτή της
ψυχής της Μαούτας1041 από τα δαιµόνια δεν είναι τυχαία. Ο άγιος Ισαάκ ο
Σύρος ορίζει την αιχµαλωσία του ανθρώπου από τα αισθητά πράγµατα ως
«συναρπαγή». Ο άνθρωπος «συναρπάζεται και συν-αρπάζεται από τα
αισθητά πράγµατα, τα οποία τον οδηγούν στην παρά φύση επιθυµία»1042.
Έτσι και η Μαούτα, που σε όλη της τη ζωή συν-αρπαζόταν από τα υλικά
αγαθά αρπάζοντας τα στη συνέχεια, νοµίµως ή µη, ήταν φυσικό µετά το
θάνατό της να «αρπαχθεί» από τους δαίµονες µε την ανάλογη θρασύτητα.
Μάρτυρας αυτού του φρικτού θεάµατος γίνεται η µικρή κόρη της
φουρνάρισσάς της, που λόγω της αθωότητας και της ηλικίας της αξιώθηκε να
δει το όραµα αυτό. Το δε συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει θα ταίριαζε σε
ώριµο και πνευµατικά προχωρηµένο άνθρωπο1043 και είναι το απόφθεγµα
όλου του διηγήµατος: «Τὰ ὅσ' ἀποχτοῦµε, τ' ἀκοῦς, τ' ἀφήνουµε ὅλα ἐδῶ
ὅντας θὰ φύγουµε...Τὰ ὅσα κλέφτουµε, µόνον ἐκεῖνα παίρνουµε µαζί µας,
ἀκοῦς...Μᾶς τὰ φορτώνουν στὴ ράχη, στὴν τραχηλιά µας, γύρω στὸν λαιµὸ
µᾶς τὰ κρεµοῦν. Μᾶς ποµπεύουν ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶµε, τ' ἀκοῦς!»1044. Αυτά τα
σοφά λόγια θα πρέπει να έχει υπόψη του ο καθένας µας, όταν εγκαταλείπει
την εµπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού και επιδιώκει την απόκτηση
υλικών αγαθών βάζοντάς τα πάνω από το συνάνθρωπο. Παρ’όλα αυτά, το
µικρό κοριτσάκι επικαλείται τρεις φορές το έλεος του Θεού εκφράζοντας τη
συµπάθεια και τη συµπόνια που πρέπει να δείχνουµε σε όλους ανεξαρτήτως,
ακόµη και τους πιο αµαρτωλούς, εφόσον δεν παύουν και αυτοί να είναι
πλάσµατα του Θεού που έχασαν το δρόµο τους.

1038
Όπως γράφει και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, η αγάπη δεν συµβιβάζεται µε τον υλικό πλούτο:
«Καθάπερ ἀδύνατον γενέσθαι τὴν ὑγείαν καὶ τὴν νόσον ἐν ἐνί σώµατι καὶ µὴ φθαρῆναι τὸ ἑν ὑπὸ τοῦ
ἑτέρου αὐτοῦ,οὕτως ἀδύνατον γενέσθαι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀργύρου και ἡ ἀγάπη ἐν οἴκῳ ἐνί καὶ µὴ φθαρῆναι
τὸ ἕν ὑπὸ τοῦ ἑτέρου αὐτοῦ», Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος
ΞΕ’,σ. 767, στ. 50-53.
1039
Βλ. Λκ. 12,20.
1040
Βλ. Τ.∆’, σ.65, στ.10-21.
1041
Τ.∆’, σ.65, στ. 10-11 και στ.20-21.
1042
∆. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου,σ. 53.
1043
Για αυτό και αποδίδεται στην υποβολή «ἄλλου, ἀοράτου ὄντος», Τ.∆’, σ.66, στ.15.
1044
Τ.∆’, σ.66, στ.16-19. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαµάς συµπληρώνει το παραπάνω απόφθεγµα µε την
περιγραφή του «ἐκ χρυσοῦ» τάφου στον οποίο εγκλωβίζει κάθε φιλάργυρος το νου του, ενώ είναι ακόµη
.
ζωντανός: «Καὶ δυσωδέστερος οὗτος ὁ τάφος τοῖς ὑγιῶς ἔχουσι τῶν αἰσθήσεων καὶ τοσοῦτον µᾶλλον,
.
ὅσον πλέον ἐπιθήσει τὸν χοῦν. Νικᾷ γὰρ τὸ τῶν κατακεχωσµένων ἐκείνων ἀθλίων ἕλκος καὶ µέχρις
οὐρανοῦ τὰ τῆς ὀσµῆς φέρεται καὶ τῶν Ἀγγέλων Θεοῦ καὶ Θεοῦ. Καὶ βδελυκτοὶ ταύτῃ γίνονται καὶ τῆς
ἀποστροφῆς ὄντως ἄνθρωποι, δαυϊτικῶς εἰπεῖν, ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης αὐτῶν
προσοζέσαντες», (Ψλ. 37,6), «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆΄,σ.101, στ.37-39 και σ.102, στ.1-3.
264

Το θέµα της φιλαργυρίας προσεγγίζεται µε συντοµία και στο διήγηµα


«Κοινωνική αρµονία». Σε αυτό ένας εικοσάχρονος νέος αλλάζει διαρκώς
επαγγέλµατα, «διὰ νὰ κερδίζῃ εὔκολα λεπτὰ - διότι ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων
αἰσθηµάτων ἔσωζε µόνον τὴν ἀγάπην πρὸς τὰ χρήµατα -»1045. Ταυτόχρονα
όµως µε τη φιλαργυρία διέθετε και φιληδονία µε αποτέλεσµα να κάνει χρήση
χασίς «καὶ ἄλλων πραγµάτων»1046. Κατά συνέπεια, βρέθηκε λόγω νευρικής
διαταραχής στο ∆ροµοκαΐτειο. Όταν µετά από λίγο καιρό βγήκε, πιθανόν
εξαιτίας της έξης που ήδη είχε προς το κακό, προσκολλήθηκε σε έναν
αρχιµόρτη της γειτονιάς και εξελίχθηκε χειρότερα απ’ ότι πριν. Τα δύο σοβαρά
πάθη του µόνο κακό του έκαναν προκαλώντας του ψυχοσωµατικές
διαταραχές. Η δε παραµονή του στο ψυχιατρείο ουδόλως τον ωφέλησε.
Η επιθυµία, εποµένως, για απόκτηση χρηµάτων οδήγησε το φτωχό νέο
στην παραφροσύνη και στην επιτέλεση αξιόµεµπτων πράξεων οδηγώντας τον
και σε άλλα πάθη: «Οἱ δὲ βουλόµενοι πλουτεῖν ἐµπίπτουσιν εἰς πειρασµὸν καὶ
παγίδα καὶ ἐπιθυµίας πολλᾶς, ἀνοήτους καὶ βλαβερᾶς, αἴτινες βυθίζουσι τοὺς
ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν»1047.

Αυτή η ακόρεστη επιθυµία για την απόκτηση χρηµάτων συνόδευε για


µια ολόκληρη ζωή και τον ανώνυµο γέροντα στα «τελευταία του γέρου»1048. Η
φιλοχρηµατία διέκρινε όχι µόνο τον ίδιο, αλλά και τη σύζυγό του που νοίκιαζε
δωµάτια και διαχειριζόταν κατ’ αποκλειστικότητα τα κέρδη από αυτά. Οι λίγες
δεκάρες που του έδινε δεν του αρκούσαν µε αποτέλεσµα να µη διστάζει να
πηγαίνει για επαιτεία κάθε Σάββατο. Η θεία Πρόνοια του επέτρεψε να φθάσει
σε βαθιά γεράµατα δίνοντας του όλο το χρόνο για να αναθεωρήσει αυτή του
τη στάση. Ωστόσο, η προσκόλλησή του στο πάθος της φιλαργυρίας παρέµεινε
µέχρι τέλους. Ενώ ψυχοµαχούσε για µήνες, η πιο έντονη επιθυµία του ήταν τα
χρήµατα.
Το αποκορύφωµα του εµπαθούς παραλυρήµατός του έλαβε χώρα
κατά τη στιγµή του µυστηρίου της ιεράς εξοµολογήσεως. Αντί να δείξει την
ελάχιστη µετάνοια και ταπείνωση µπροστά στον ιερέα που στεκόταν µπροστά
του εις τύπον Χριστού, εκείνος, έχοντας θολωµένο το νου και την ψυχή του
από το δαιµόνιο της φιλαργυρίας, του ζητάει πεισµατικά χρήµατα. Με αυτόν
τον τρόπο ο συγγραφέας µας δίνει ένα απτό παράδειγµα της πνευµατικής
συσκότισης και της αναστολής της σωστής λειτουργίας της λογικής που
προκαλεί η φιλαργυρία1049. Ακόµη και η µορφή του θανάτου1050 δεν φαίνεται
να τον τροµάζει, αφού λίγο πριν ξεψυχήσει εξακολουθεί να επιζητεί εµµανώς
«λεφτά» θεοποιώντας τα.

1045
Τ.∆’, σ.140, στ.1-3.
1046
Τ.∆’, σ.140, στ.15-16.
1047
Α΄Τιµ. 6,9.
1048
Τ.∆’, σ.579- 581.
1049
Βλ. σχετικά Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.64.
1050
Βλ. Τ.∆’, σ.581, στ.20.
265

Από τη χορεία των φιλάργυρων ηρώων του Παπαδιαµάντη δεν θα


µπορούσαν να λείπουν οι διάφοροι τοκογλύφοι που διανθίζουν τα διηγήµατά
του και εισπράττουν τα επικριτικά σχόλιά του. Αυτοί οι «αργυραµοιβοί της
ανθρώπινης αθλιότητας»1051, δάνειζαν χρήµατα έναντι υπερβάλλοντος
αντιτίµου στους συµπολίτες τους µε αποτέλεσµα να πλουτίζουν εις βάρος
τους. Ανάµεσά τους ο κυρ- Μακούκος στην «Αγάπη στον κρεµνό»1052 και στα
«Βενέτικα»1053, ο γερο- Μαρής ο Βαβδινός στα «∆ύο τέρατα»1054, , ο κυρ-
Μανουήλος ο Στεριωµένος στους «Χαλασοχώρηδες»1055, ο κυρ- Μαργαρίτης
στη «Σταχοµαζώχτρα»1056, ο κυρ- Αργυρός στον «Πολιτισµόν εἰς τό
χωρίον»1057 κ.ά.
Οι χαρακτηρισµοί «σεβάσµιος» και «καλός νοικοκύρης» που τους
αποδίδονται ειρωνικά συνοδεύονται πάντα από τις παράνοµες ενέργειές τους
που µας βεβαιώνουν για το αντίθετο. Κοινό τους γνώρισµα, πέρα από τη
φιλαργυρία, η φιλοδοξία, αφού πολλοί από αυτούς επιθυµούσαν να γίνουν
δήµαρχοι ή γενικά άρχοντες του τόπου στηριζόµενοι στην οικονοµική άνεση
που απέκτησαν από την εκµετάλευση των συνανθρώπων τους. ∆εν είναι
τυχαίο, εποµένως, ότι στο «Ρεµβασµό του ∆εκαπενταυγούστου» οι
τοκογλύφοι θεωρούνται ως άνθρωποι «‘’φερτοί’’, απ’ έξω»1058 µε αποτέλεσµα,
ακόµη και όταν είναι Σκιαθίτες, να θεωρούνται σαν ένα είδος
«αποσυνάγωγου» που φοράει φράγκικα ρούχα και στερείται όλα εκείνα τα
αισθήµατα που διαθέτει η µικρή κοινότητα, δηλαδή τη συµπάθεια, τη
φιλαλληλία και τη συµπόνια1059.
Το ερώτηµα που προκύπτει εύλογα, είναι: πώς µπορούν οι άνθρωποι
αυτοί να αντιµετωπίσουν το τόσο σοβαρό πάθος τους πριν τους οδηγήσει
στην απώλεια; Απαραίτητη προυπόθεση είναι η µετάνοια και η σθεναρή
απόφαση να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης και δράσης τους. Όταν και εφόσον
γίνει αυτό το πρώτο βήµα, ακολουθεί ο δύσβατος δρόµος που, σύµφωνα µε
τους Πατέρες, περιλαµβάνει την «σαρκὸς δουλαγώγησι(ν), ἧς µέρη , καὶ
νηστεία καὶ σωφροσύνη καὶ ἕτερα, πάντα δι’ ἕτερον ἐπιτηδευόµενα. ∆ιὰ δὲ
ταῦτα, καὶ µετὰ τούτων ἡ προσευχὴ…»1060. Πάνω απ΄όλα θα πρέπει να έχουν

1051
Βλ.Σ.Παπαθανασίου, «Παπαδιαµάντης κοινωνιολογικός: ‘’Ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
πραγµατικότητος’’», Θεολογία, Τ.82, τ.4’, 2011, σ.242.
1052
Τ. ∆’, σ.484, στ.32-33 και σ.485, στ.1-14.
1053
Τ.∆’, σ.443, στ.30-33 και σ.444, στ. 1-2.
1054
Τ.∆’, σ.317, στ.12-24.
1055
Τ.Β’, σ.440-441.
1056
Τ.Β’, σ.121- 123.
1057
Τ.Β’, σ.254-255.
1058
Τ.∆’, σ.87, στ.6.
1059
Βλ. Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη», ό.π., σ. 66. Ο Ν.
Φωκάς γεφυρώνοντας το παρελθόν µε το παρόν επισηµαίνει πως οι τοκογλύφοι στον Παπαδιαµάντη
ανήκουν στο «πρώιµο στάδιο της γενικευµένης σήµερα διαφθοράς και υλοφροσύνης µέσα στους
κόλπους της ελληνικής κοινωνίας» , Ν. Φωκά, Με θάµβος και κρίση, Νεφέλη, Αθήνα, 2004, σ.115.
1060
Θεόδωρου Εδέσσης, «Θεωρητικό», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.33, στ.22-24 . Για την προσευχή βλ.επίσης
Λκ. 11,9-13. Η νηστεία συντελεί αποφασιστικά στον κατευνασµό της επιθυµίας για τα υλικά αγαθά, ενώ
η προσευχή ως επικοινωνία και έκφραση εµπιστοσύνης στο Θεό προσελκύει το έλεος και τη βοήθειά
Του.
266

α) πίστη και ελπίδα στην πρόνοια του Θεού, κατά τη διδασκαλία του Κυρίου
ηµών Ιησού Χριστού1061 και β) αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον γιατί «ὁ
τὸν Θεὸν ἀγαπῶν, καὶ τὸν πλησίον πάντως ἀγάπᾷ. ὁ δὲ τοιοῦτος χρήµατα
τηρεῖν οὐ δύναται, ἀλλ’ οἰκονοµεῖ θεοπρεπῶς, ἐκάστῳ τῶν δεοµένων
1062
παρέχων» . Αν και στην περίπτωση των παπαδιαµαντικών φιλάργυρων
δεν εντοπίζουµε κάποιον που να λαµβάνει αυτή τη µεγάλη απόφαση , ωστόσο
η παπαδιαµαντική φιλανθρωπία, όπως είδαµε παραπάνω στις ιστορίες της
Μαούτας και του ανώνυµου γέροντα, αγκαλιάζει και αυτούς τους ήρωες
αφήνοντας τη θύρα του θείου ελέους ανοικτή1063.

1061
Βλ. Λκ.12, 29-31.
1062
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς Α’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, Νο. κγ’, σ.5.
1063
Για τη συνεχή «κλήση» που απευθύνει ο Θεός προς όλους τους αµαρτωλούς ανθρώπους και την
απεριόριστη µακροθυµία του , βλ. Γρηγορίου Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 250.
267

Κεφάλαιο Β΄
Β΄

«Θυσία θὰ πήγαινα µαζὶ µὲ τὴν ἀγάπη.»


( Τ.∆’, σ.492, στ.9)
Η αγάπη ως ζωηφόρος δύναµη των ανθρωπίνων
σχέσεων

Έργο του Γιώργου Κόρδη


268

«Ὁ τὴν ἀγάπη ἔχων τὸν Θεὸν ἔχει»1. Τα λόγια αυτά του Μ. Βασιλείου
φανερώνουν την ιδιαίτερη αξία της αγάπης συνδέοντάς την άρρηκτα µε τον
ίδιο τον Θεό2. Η ζωή και το έργο του Χριστού στη γη αποτελεί την πιο
ζωντανή έκφραση της θείας αγάπης για τον άνθρωπο. Η εντολή της αγάπης
που µας έδωσε δεν είναι µια απλή εντολή, αλλά η ρίζα κάθε άλλης αρετής.
Αποτελεί πηγή έµπνευσης των καλών ανθρώπινων πράξεων και συνεκτική
δύναµη των ανθρώπων µεταξύ τους και µε το Θεό. Μέσα από τη βίωση της
αληθινής αγάπης προς το συνάνθρωπο ο άνθρωπος µπορεί να γνωρίσει τον
ίδιο το Θεό3 και να γίνει µέτοχος της Βασιλείας Του4. Άλλωστε, πρότυπο της
γνήσιας αγάπης είναι η αγαπητική σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας5.
Σύµφωνα µε τον απόστολο Παύλο η αγάπη προς τον πλησίον είναι το
πλήρωµα όλων των εντολών του Θεού: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόµον
πεπλήρωκε. τὸ γὰρ οὐ µοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυµήσεις,
καὶ εἰ τὶς ἑτέρα ἐντολὴ, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν »6.
Χαρακτηριστικό της χριστιανικής αγάπης είναι ότι αδιαφορεί για την
ηθική και πνευµατική αξία του αποδέκτη της περιβάλλοντας µε µεγαλύτερη
µάλιστα στοργή όσους έχουν ψυχικές ατέλειες και ελαττώµατα. Προσφέρεται
απλόχερα ακόµη και στους εχθρούς δίνοντας τους την ευκαιρία µεταστροφής
από εχθρούς σε φίλους. Μόνο τότε µιµείται επάξια τη θεία αγάπη που δεν
κάνει διακρίσεις, αλλά διαχέεται προς όλους τους ανθρώπους, κατά το µέτρο
της δεκτικότητας του καθενός. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Ν.Α. Μπερδιάγεφ
θεωρεί πως η αγάπη ξεπερνάει τον έρωτα και τη φιλία. Ο άνθρωπος που
αγαπάει αληθινά δεν αγαπά γιατί είναι «υποχρεωµένος», αλλά γιατί
διαισθάνεται την αξία του άλλου, του άγνωστου, του περιθωριακού, ακόµη και
του εχθρού. Γνωρίζει ότι ο αληθινός πλούτος, η πραγµατική πληρότητα
έρχεται δια µέσου του άλλου. Με αυτό τον τρόπο µιµείται Εκείνον «ο οποίος

1
Μ.Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός, PG31, 885B.
2
Όπως βεβαιώνει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης: « Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Α’ Ιω. 4,8). Ο Γ. Μαντζαρίδης,
αναπτύσσοντας τα λόγια αυτά, γράφει: «ο Θεός είναι αγάπη. Και η αποκάλυψή του στον κόσµο είναι
φανέρωση της αγάπης του. Όποιος αγαπά, γνωρίζει το Θεό. Και όποιος ανταποκρίνεται στην αγάπη του
Θεού τηρεί τις εντολές του. Η τήρηση των εντολών του Θεού είναι µετοχή στη θεία ζωή. Και η µετοχή
στη θεία ζωή είναι πηγή Θεογνωσίας. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο
περισσότερο τον αγαπά. Και όσο περισσότερο τον αγαπά, τόσο περισσότερο τον γνωρίζει», Χριστιανική
Ηθική ΙΙ, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2010 (β’ έκδοση βελτιωµένη), σ.33.
3
«Ὁ ἀγαπῶν ἐκ του Θεού γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεὸν» ( Α’ Ιω. 4, 7).
4
Για αυτό και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος τις ταυτίζει: « Ἡ ἀγάπη ἐστὶν ἡ βασιλεῖα , ἢν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος
.
µυστικῶς τοῖς ἀποστόλοις φαγεῖν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ [τὸ γὰρ] Ἐσθίετε καὶ πίνετε ἐν τῇ τραπέζῃ τῆς
βασιλείας µου (Λκ.22,30).Τι ἐσθίουσιν εἰ µὴ τήν ἀγάπη;», Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί,
Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος ΛΕ’, σ. 543, στ. 60- 62.
5
«Η αγάπη του ‘’πλησίον’’ που κήρυξε ο Χριστός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση της
‘’περιχώρησης’’ των θεϊκών Προσώπων στην ανθρώπινη κοινωνία (…) Η ανθρώπινη κοινωνία τότε θα
είναι σωστή, όταν λειτουργήσει ως εικόνα της θεϊκής κοινωνίας της Αγίας Τριάδος. Όταν το Εγώ του
καθενός λειτουργεί ταυτόχρονα ως Συ. Όταν το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου θα είναι ανοιχτό στο
πρόσωπο του άλλου. Όταν θα δίνεται, θα προσφέρεται και θα προβάλλει το άλλο. Η ιδανική ανθρώπινη
κοινωνία βασίζεται στο άνοιγµα και την προσφορά του ενός προς τον άλλο», π. Ε. Στύλιου, Η Αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα, 1994, σ.141-142.
6
Ρωµ. 13, 8-9.
269

θέλησε να γίνει ο ‘’εραστής των ταπεινών’’». Για αυτό και χαρακτηρίζεται ως


µια «ευκαιρία θεώσεως»7.
Ένα δεύτερο πολύ σηµαντικό στοιχείο της είναι ότι δεν συνοδεύεται
από καµία έπαρση, κανέναν εγωισµό: «ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ
φυσιοῦται(…) οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»8. Αντιθέτως, πρωτεύουσα σηµασία έχει η
θυσία υπέρ των άλλων και µάλιστα θυσία που δεν περιµένει κανενός είδους
αντάλλαγµα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναδεικνύει όλα τα παραπάνω γνωρίσµατα
της αγάπης στον περιεκτικό «ορισµό» της: «Ἀγάπη κατὰ µὲν ποιότητα
ὁµοίωσις Θεοῦ, καθ’ ὅσον βροτοῖς ἐφικτόν. Κατὰ δὲ ἐνέργειαν µέθη ψυχῆς.
κατὰ δὲ τὴν ἰδιότητα πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος µακροθυµίας, θάλασσα
ταπεινώσεως»9. Η ταπείνωση και η µακροθυµία, ως βασικά στοιχεία της κατά
Χριστόν αγάπης, συντελούν τα µέγιστα στην πραγµάτωση του βασικού
σκοπού της που είναι να αποκαταστήσει τη διερρηγµένη ενότητα των
ανθρώπων µε το Θεό και µεταξύ τους, «ἵνα πάντες ἐν ὧσι»10 .
Η αγάπη, εποµένως, αποτελεί µια «ζώσα ενέργεια»11, µια πράξη
προσφοράς και το έτερον ήµισυ της ταπεινοφροσύνης. Παράλληλα, η όντως
αγάπη επιθυµεί να αφυπνίσει τον εκπεσόντα άνθρωπο και να τον επαναφέρει
στο ∆ηµιουργό του που τον αγαπά όσα λάθη και αν έχει κάνει και περιµένει
υποµονετικά την επιστροφή του έχοντας πάντα ανοιχτή την Πατρική Του
αγκαλιά.

Στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη συναντούµε όλο το ευρύ


φάσµα των εκδηλώσεων της αγάπης εντός και εκτός της οικογένειας.
Συναντούµε επίσης και τις τραγικές συνέπειες που προκαλεί η έλλειψη
προσφοράς αγάπης τόσο για τα «θύµατα», όσο και για τους «θύτες». Στις
ενότητες που ακολουθούν θα αναλύσουµε τις διαφορετικές πτυχές της
αγάπης έτσι όπως παρουσιάζονται στις σχέσεις φιλίας των ηρώων του
Παπαδιαµάντη, στη σχέση των συζύγων µεταξύ τους και µε τα παιδιά τους,
στις αδελφικές σχέσεις και τέλος στη σχέση των ποιµένων µε τα πνευµατικά
τους παιδιά, το ποίµνιό τους.

7
Ν.Α. Berdiaeff, « Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη», στον τόµο Έρως και Γάµος,
δοκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα,1972, σ.160- 161.
8
Α’ Κορ. 13, 4-5.
9
Κλίµαξ, Λόγος Λ’, PG88, 1156B. Τον ίδιο ορισµό της αγάπης δίνουν και οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος
οι Ξανθόπουλοι, βλ. «Μέθοδος και Κανών σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.283, Νο. Ϟ’.
10
Ιω. 17,21.
11
Βλ. Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα , 1974, σ.258.
270

1. Αγάπη µεταξύ φίλων και έκπτωση από αυτήν

Η αγάπη, το θαυµαστό αυτό συναίσθηµα που αποτελεί βασική αρετή


των πνευµατικά προχωρηµένων ανθρώπων, µπορεί να βιωθεί από τον
άνθρωπο ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η οικογένεια του και το
φιλικό περιβάλλον αποτελεί το καταλληλότερο πλαίσιο ανάπτυξής της.
Ιδιαίτερα η αγάπη προς τους φίλους, µε τους οποίους δεν υπάρχει κάποιος
συγγενικός, βιολογικός δεσµός, αλλά ψυχικός και πνευµατικός σύνδεσµος,
µπορεί να αποτελέσει την κλίµακα δια της οποίας θα αναχθεί στην γνήσια
προς τον πλησίον αγάπη. Και όταν η αγάπη αυτή απλωθεί σε κάθε πλησίον,
τότε ανοίγει και η θύρα της αληθινής προς το Θεό αγάπης12. ∆εν είναι τυχαίο
λοιπόν ότι η σηµασία της λέξης «φιλώ» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι
αγαπώ.
Ωστόσο, η κατάκτηση αυτής της αρετής, ακόµη και σε κοινωνικό
επίπεδο, είναι εξαιρετικά επίπονη. Η ανθρώπινη φιλαυτία και τα παράγωγά
της πάθη ευθύνονται σε µεγάλο βαθµό για την αδυναµία του ανθρώπου να
προσεγγίσει το συνάνθρωπό του. Υπό τις συνθήκες αυτές και η φιλία µεταξύ
δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων καθίσταται µια δύσκολη υπόθεση. Στο έργο
του Παπαδιαµάντη αναπτύσσεται αριστοτεχνικά αυτή η σκληρή δοκιµασία
από την οποία περνάει η φιλία. ∆εν είναι λίγες οι φορές που καταλύεται
οριστικά. Όµως αυτό ακριβώς καταδεικνύει το πόσο εύθραυστη µπορεί να
είναι η φιλική σχέση δύο ανθρώπων, αν δεν υπάρχει µεταξύ τους αληθινή
αγάπη κατά το πρότυπο της διδασκαλίας του Κυρίου µας. Μέσα από τις
θλιβερές καταλήξεις της σχέσης δύο φίλων προβάλλεται η ανάγκη για την
αναθεώρηση και σωστή τοποθέτηση απέναντι στον πλησίον ως αδελφό, ως
εικόνα του Θεού του υψίστου, και όχι ως µέσο ικανοποίησης επαγγελµατικών-
κοινωνικών προσδοκιών ή συναισθηµατικών κενών (µοναξιάς κ.ά.)
Στην Παλαιά ∆ιαθήκη η απόκτηση αληθινής φιλίας ταυτίζεται µε την
εύρεση σπάνιου θησαυρού: «Φίλος πιστὸς σκέπη κραταιά, ὁ δὲ εὑρών αὐτὸν
εὗρεν θησαυρόν. Φίλου πιστοῦ οὔκ ἔστιν ἀντάλλαγµα, καὶ οὔκ ἔστιν σταθµὸς
τῆς καλλονῆς αὐτοῦ. Φίλος πιστὸς φάρµακον ζωῆς»13. Στη δε Καινή ∆ιαθήκη
η θυσία για χάρη των φίλων συνδέεται µε την κορύφωση της αγάπης: «αὔτη
ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐµή, ἴνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑµᾶς. Μείζονα
ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἴνα τὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων
αὐτοῦ»14. Θα πρέπει βέβαια να σηµειωθεί ότι στην εντολή αυτή του Κυρίου
ως φίλος λογίζεται κάθε συνάνθρωπός µας, τον οποίο πρέπει να αγαπάµε
όπως µας αγάπησε και Εκείνος. Η αγάπη προς τον πλησίον τονίζεται και σε
άλλα σηµεία της διδασκαλίας του Ιησού: Στην ερώτηση ενός νοµοδιδασκάλου

12
Όπως γράφει ο Ν.Α. Berdiaeff: « Ο ‘’φιλῶν» δεν είναι όπως ο «ἐρῶν». ∆εν αισθάνεται την ανάγκη να
θεραπεύση ατοµικές ελλείψεις του, να πληρώση προσωπικά κενά του. Αντιθέτως, έχει επίγνωση του
πλούτου του, της αξίας του, των θησαυρών του και θέλει να προσφέρη , να χαρίση από το πλήρωµα
αυτό και στους άλλους. Τέτοιου είδους είναι η αγάπη που αποδίδουµε συνήθως στο Θεό», Για τη
σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη, ό.π., σ. 159.
13
Σοφ. Σειράχ, 6, 14-16.
14
Ιω. 15,12-13.
271

απαντά ότι µετά την ολόψυχη αγάπη προς το Θεό η µεγαλύτερη και εξίσου
σηµαντική εντολή του νόµου είναι «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς
σεαυτὸν»15. Αλλά και οι Πατέρες αναγνωρίζουν την ανεκτίµητη αξία της
αληθινής φιλίας τονίζοντας το αναντικατάστατο του φίλου που συµπάσχει και
θεωρεί τις δικές µας δυσκολίες και δικές του16.

Στις ιστορίες φίλων που θα αναπτύξουµε παρακάτω θα δούµε


περιπτώσεις ανθρώπων που, είτε από υπερβολικό εγωισµό, είτε από
φιλαργυρία, είτε λόγω δυσµενών συνθηκών, είτε λόγω ενδόµυχου
ανταγωνισµού- ζήλειας πρόδωσαν τον φίλο τους. Σαφώς λιγότερες είναι οι
περιπτώσεις όπου θριαµβεύει η αληθινή φιλία και αναδεικνύονται τα αγνά
αισθήµατα για τον πλησίον. Αρνητικές ή θετικές λοιπόν, όλες καταδεικνύουν
µε τον τρόπο τους την αξία της αληθινής αγάπης προς τον πλησίον και το
προσωπικό «κατάντηµα» και ψυχικό τέλµα στο οποίο περιέρχεται ο
«προδότης» της φιλίας, όπως επίσης την απογοήτευση και θλίψη την οποία
βιώνει ο «προδοµένος».

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές «φιλίες» που κατέληξαν άδοξα ήταν
αυτή του Σανούτου και του Μιρχάν στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν». Η φιλία
αυτή στηρίχθηκε εξαρχής στο συµφέρον και στην ανάγκη. Ο Σανούτος
«εµπιστεύεται» τον Μιρχάν προκειµένου να ικανοποιήσει έναν ανίερο σκοπό-
την απαγωγή της Αυγούστας. Για να εξασφαλίσει τη βοήθειά του, του
υπόσχεται πλούσια ανταλλάγµατα17 και επικαλείται την «πιστότητά» του ως
φίλου για να εξυπηρετήσει τις επιθυµίες και τις φιλοδοξίες του18. Αλλά και ο
Μιρχάν καλλιεργεί την ψεύτικη αυτή φιλία ελπίζοντας στην παροχή υλικών
αγαθών και τυχόν µελλοντικών αξιωµάτων19, αισθανόµενος ταυτόχρονα έναν

15
Μτ. 22,35-40. Ο Σ. Ράµφος αναλύει το νόηµα της εντολής αυτής: «Αγάπα τον πλησίον σου ως
σεαυτόν σηµαίνει κάτι πρωτάκουστο, σηµαίνει: Κάνε τον άλλο δικό σου, δική σου τη συνθήκη του και
την κατάστασή του, άλλαξε. (…) Υπάρχει τρόπος να νοιώσουµε τον άλλο, αν δεν βρεθούµε στη θέση
του;» , Τριώδιον, Τόπος υπερουράνιος, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1995, σ.21. Από την άλλη πλευρά, ο
Ντενί Ντε Ρουζµόν θεωρεί προϋπόθεση της αγάπης προς τους άλλους την αυτογνωσία και την υγιή
αγάπη προς τον εαυτό µας: «Αυτός που δεν αγαπά τον εαυτό του πώς να αγαπήση τους άλλους;
Κανένας, πράγµατι, δεν µπορεί να αγαπήση άλλον, αν περιφρονή ή αρνήται τον εαυτό του, δηλαδή αν
περιφρονή ή αρνήται το πρόσωπο το οποίο µπορεί να γίνη, αντί να ψάχνη να γνωρίση καλύτερα και να
κυριαρχήση σ΄αυτό που , µέσα στη δεδοµένη φύση του, τον εµποδίζει να αγαπήση. Κανείς δεν µπορεί
να διακρίνη ποιο είναι το καλό του άλλου, αν δεν έµαθε να ξεχωρίζη πρώτα το δικό του καλό. Αυτός που
αγαπά τον εαυτό του άσχηµα, όπως ο εγωιστής, δεν µπορεί παρά να αγαπά άσχηµα και τους άλλους
και να θεωρή ότι «κόλαση είναι οι άλλοι» (κάτι που θα δούµε παρακάτω στην περίπτωση του Μάρκου
Σανούτου και της Φραγκογιαννούς): Και αυτό γιατί θεωρεί τον εαυτό του απαράδεκτο ( έστω και αν ποτέ
δεν το παραδέχεται) και θα ήθελε (ασυνειδήτως) να τον εκµηδενίση. Κανείς δεν βλέπει το π ρ ό σ ω π ο
του άλλου αν πρώτα δεν έχη δει το δικό του: άρα η αγάπη είναι η βούληση για να οικοδοµηθεί µέσα στο
άτοµο το µοναδικό του προσώπου. Αυτός ο χρυσός κανόνας είναι η κατεξοχήν ηθική αρχή για κάθε
πεδίο, τόσο το πεδίο του έρωτος όσο και της αγωγής, της φιλίας και του γάµου», Οι µύθοι του έρωτα,
εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,2003, σ.287.
16 . .
«Φίλου πιστοῦ οὐκ ἐστιν ἀντάλλαγµα ἐπειδὴ τᾶς τοῦ φίλου συµφορᾶς , ἰδίας λογίζεται καὶ
συνυποφέρει αὐτῷ µέχρι θανάτου κακοπαθῶν.», Μαξίµου Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων
ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟγ’.
17
Βλ. Τ.Α’, σ.166, στ.13-14.
18
Βλ. Τ.Α’, σ. 144, στ.26-27: «Τί καλὸν πρᾶγµα νὰ εἶναί τις πιστὸς τοῦ ἀρχηγοῦ, αὐθέντα! εἶπεν ὁ
Μαῦρος» και σ.166, στ.34-35 : «- Εἶσαι πιστὸς φίλος, Μιρχάν; - Ἀµφιβάλλει ὁ αὐθέντης περὶ ἐµοῦ;»
19
«- (…) θα σε διορίσω Χάνην της Αφρικής, όταν γίνω ∆όγης της Βενετίας», Τ.Α’, σ.166, στ.1-2 .
272

ιδιόµορφο θαυµασµό για το Σανούτο, λόγω του δυναµικού χαρακτήρα του και
της ιδιότυπης κοσµοθεωρίας του.
Συνεπώς, το οικοδόµηµα αυτής της φιλίας έχει από την πρώτη στιγµή
σαθρά θεµέλια. Ήδη στην αρχή του µυθιστορήµατος, όταν ο Σανούτος
αισθάνεται τύψεις κατά τη διάπραξη της απαγωγής, αποφασίζει τελικά να την
ολοκληρώσει για να µην ντροπιαστεί στα µάτια του «κατώτερου» µαύρου
Μιρχάν20. Από την άλλη, ο Μιρχάν φαίνεται αρχικά να συµπεριφέρεται ως
πιστός και ειλικρινής φίλος µια και συµπαραστέκεται στο Σανούτο, όταν τον
εγκατέλειψε η Αυγούστα αφήνοντάς τον µελαγχολικό και κατηφή. Προσπαθεί
να τον διαβεβαιώσει για τα τρυφερά αισθήµατα και την αφοσίωση της
Αυγούστας, αρκεί να είναι πιο προσεκτικός στη συµπεριφορά του. Τον
προτρέπει µάλιστα να την αναζητήσει προκειµένου να θεραπευθεί από τη
µελαγχολία του και να εξασφαλίσει τη µελλοντική ευτυχία του, εφόσον, κατά
τη γνώµη του, ακόµη και ένας παράνοµος δεσµός µπορεί να οδηγήσει στην
αγάπη21 .
Κατά τη µετέπειτα όµως εκστρατεία του Σανούτου στα νησιά του
Αιγαίου η σχέση των δύο ανδρών έχει υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγµα. Η
αρχική εντύπωση, η φιλική αγάπη και ο θαυµασµός του Μιρχάν έχουν δώσει
πλέον τη θέση τους στη µνησικακία, το µίσος, την επιθυµία εκδίκησης, την
περιφρόνηση. Αιτία η πλήρης διάψευση των προσδοκιών του: η υπόσχεση
του Σανούτου ότι θα του προσέφερε πλούσια ανταλλάγµατα για τις υπηρεσίες
του, όχι µόνο αποδείχθηκε ψεύτικη, αλλά συνοδεύτηκε από µια πρωτοφανή
αχαριστία, προπηλακισµούς και ύβρεις. Το θεϊκό βάθρο στο οποίο ανέβασε
το Σανούτο κατακρηµνίστηκε λόγω της ειδεχθούς συµπεριφοράς του22.
Βέβαια, αν ο Μιρχάν είχε πίστη στο Θεό και λίγη αγάπη στη ψυχή του, παρά
τα λάθη του Σανούτου, θα αναρωτιόταν: «Τὰ χωρίζοντα τῆς τῶν φίλων
ἀγάπης, εἰσι ταῦτα . τὸ φθονεῖν ἢ φθονεῖσθαι, τὸ ζηµιοῦν ἢ ζηµιοῦσθαι , τὸ
ἀτιµάζειν ἢ ἀτιµάζεσθαι καὶ οἱ ἐξ ὑπονοίας λογισµοὶ .µήποτε οὖν ἔδρασάς τί
τοιοῦτον ἢ πέπονθας καὶ διὰ τοῦτο τῆς τοῦ φίλου ἀγάπης χωρίζῃ;»23. Τότε η
εκδίκηση, την οποία σχεδίαζε για δύο ολόκληρα χρόνια, θα έδινε τη θέση της
στη συµφιλίωση, τη συνδιαλλαγή και την εσωτερική γαλήνη: «Εἰ δὲ τί συµβαίη
ποτὲ διαταραχθῆναί σε, ἢ ἔν τινι ὀλισθῆσαι συµπτώµατι καὶ τοῦ προσήκοντος
διαµαρτεῖν, εὐθέως δεῖ διαλλάττεσθαι πρὸς τὸν λελυπηκότα ἢ καὶ λυπηθέντα,
καὶ µετανοεῖν ἐκ ψυχῆς (…) πάσα πικρία καὶ θυµὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ
βλασφηµία ἀρθήτω ἀφ’ ὑµῶν, σὺν πάσῃ κακίᾳ. γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους
χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόµενοι ἐαυτοῖς, καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ

20
Η υποτιµητική στάση απέναντι στο Μιρχάν φαίνεται και από τον τρόπο που τον προσφωνεί: ενώ
στην αρχή του µυθιστορήµατος τον αποκαλεί µε το όνοµά του, στη συνέχεια, σχεδόν σε όλες τις
προσφωνήσεις του προς εκείνον, τον αποκαλεί Μαύρο.
21
Βλ. Τ.Α’, σ.178-179.
22
Βλ. Τ.Α’, σ.269- 272.
23
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τέταρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.43,
Νο.κα’.
273

ἐχαρίσατο ἠµῖν(…) καὶ µὴ ἐκδικοῦντες ἑαυτοὺς ἀγαπητοί, ἀλλὰ διδόντες τόπον


τῇ ὀργῇ»24.
Από τη δική του πλευρά, ο Σανούτος εξακολουθούσε να τον
εµπιστεύεται βλέποντάς τον ως στήριγµα και πειθήνιο όργανο των εντολών
του. Όµως, «τὸν ἠγάπα, ὅπως ἀγαπᾷ ὁ τύραννος τὸν δήµιον, τὸν ὑπηρέτην
καὶ ἐκτελεστὴν τῶν διαταγῶν του»25. Υπήρχαν µάλιστα στιγµές, κατά τις
οποίες αισθανόταν «ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Μαῦρον»26. Ωστόσο, αυτό το
αίσθηµα έδωσε σύντοµα τη θέση του στο µίσος, ακριβώς επειδή στο ίδιο
πρόσωπο έβλεπε τον αδυσώπητο εκτελεστή των σκοτεινών επιθυµιών του27.
Πρόκειται, εποµένως, για µια εωσφορική φιλία, η οποία εσωτερικά
είναι κενή, σχεδόν ανύπαρκτη. Είναι µια αρρωστηµένη φιλία εξάρτησης και
ικανοποίησης αναγκών, πνευµατικών και µη, επειδή οι δύο συµβαλλόµενοι
δεν είχαν ίχνος αγάπης και πίστης µέσα τους. Η έλλειψη αναφοράς στο Θεό,
τη µόνη αληθινή πηγή της Αγάπης, οδηγεί τον ένα στην προσωρινή
θεοποίηση του άλλου και την µετέπειτα πικρή απογοήτευση και τον άλλο σε
µια ανεξέλεγκτη εκµετάλλευση του πρώτου χάριν της άµετρης φιλοδοξίας και
φιληδονίας του. Ηθεληµένα προσκολλήθηκαν και οι δύο στο εφήµερο, το
φθαρτό απεµπολώντας προκλητικά το αιώνιο και άφθαρτο. Για αυτό και ο
κίνδυνος της καταδίκης είναι ορατός: «Φοβερὸν ὄντως καὶ πάσης
κατακρίσεως ὑπερέκεινα, τό, τὴν δοθεῖσαν ἠµῖν παρὰ Θεοῦ κατὰ δωρεὰν τοῦ
Ἁγίου Πνεύµατος, ἑκουσίως νεκρῶσαι, ζωήν, διὰ τῆς πρὸς τὰ φθειρόµενα
ἀγάπης. καὶ ἴσασι πάντως τοῦτον τὸν φόβον, οἱ τὴν ἀλήθειαν τῆς φιλαυτίας
προτιµᾶν µελετήσαντες»28.
Η κατάληξη µιας τέτοιας «φιλίας» ήταν ίσως αναµενόµενη: ο πιστός
φίλος Μιρχάν πήρε τελικά την εκδίκησή του πνίγοντας τον κόµη Σανούτο και
ρίχνοντας το πτώµα του στα πικρά κύµατα29.

Στους «Ἐµπόρους τῶν Ἐθνῶν» συναντούµε και µια άλλη φιλία, η


οποία καταστρέφεται ανεπανόρθωτα εξαιτίας πενήντα φλωρίων. Το ποσό
αυτό προσέφερε ως αµοιβή ο Μιρχάν στους φίλους βουτηχτές Σκιάχτη και
Μορώζη, προκειµένου να βρουν το υποτιθέµενο πτώµα του Ιωάννη Βενδίκη.
Τα χρήµατα ήταν πολλά και για αυτό ενήργησαν ως «τριάκοντα αργύρια» για
τον εµπαθή Σκιάχτη, ο οποίος άρχισε σχεδόν αµέσως να δέχεται τους
φονικούς λογισµούς του πονηρού. Η µείξη αυτών µε την επιθυµία του να

24
Κάλλιστου και Ιγνάτιου Ξανθόπουλων: «Περὶ τῶν αἰρουµένων ἡσύχως βιῶναι», Φιλοκαλία, Τ. ∆’,
σ.274, Νο.οθ’. Βλ. επίσης 1α.Εφ.δ’, 31-32 και 2α., Ρωµ. 12, 19.
25
Τ.Α’, σ.269, στ.32-34.
26
Τ.Α’, σ.269, στ.31.
27
Βλ. Τ.Α’, σ.270, στ. 1-3. «Τοῦ ἔτι δόξαν ἀγαπῶντος κενήν, ἢ τινι τῶν ὑλικῶν πραγµάτων
προσκειµένου ἐστὶ τὸ πρὸς ἀνθρώπους λυπεῖσθαι διὰ πρὸσκαιρα ἢ µνησικακεῖν αὐτοῖς ἢ µίσος ἔχειν
.
πρὸς αὐτοὺς ἢ λογισµοὶς δουλεύειν αἰσχροῖς τῆς δὲ φιλοθέου ψυχῆς πάντῃ ταῦτα ἀλλότρια», Άγιου
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τέταρτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 45,
Νο.µα’.
28
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη », Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 97,
Νο.λθ’.
29
Τ.Α’, σ.342, στ.16-24.
274

αποκτήσει δική του «τράτα» και έτσι να ζήσει µια καλύτερη ζωή τον οδηγούν
στην συγκατάθεση. Συνεπίκουρος στις φονικές του σκέψεις έρχεται η
δυσκολία του να βρει ή να κλέψει κάποιο πτώµα - άλλωστε ήδη εξαρχής
γνώριζε, ως έµπειρος δύτης, ότι η ανεύρεση πτώµατος στη θάλασσα είναι
εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση - ώστε να εισπράξει ούτως ή άλλως την αµοιβή.
Η αλλοιωµένη του συνείδηση τον τίπτει πρόσκαιρα επισηµαίνοντας το
παράλογο του να σκοτώσει το φίλο του για χρήµατα: «καὶ δὲν εἶναι λυπηρὸν
νὰ ἀναγκασθῇ τις νὰ πνίξῃ µὲ τὰς χεῖρας τὸν καλύτερον φίλον του; Καὶ διὰ
πενῆντα φλωρία!»30. Ο πειρασµός, ωστόσο, επανάρχεται και θεριεύει µέσα
του το πάθος της φιλαργυρίας: «µὲ πενῆντα φλωρία ἠµποροῦσα νὰ
ἀποκτήσω καὶ ἐγὼ µίαν τράταν, νὰ ζήσω ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ τὴν γλυτώσω
ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς κυρᾶς Κοκκινοῦς, ἡ ὁποία καταπίνει εἰς τὸν πάτον τοῦ
βαρελιοῦ της ὅλους τοὺς κόπους µου. Ἀλλὰ µὲ εἰκοσιπέντε φλωρία δὲν κάµνω
τίποτε, εἰµὴ νὰ εἶµαι µεθυσµένος µίαν ἑβδοµάδα. Ἐµπρὸς, ἀπόφασις!»31 .Ο
µονόλογος του που στην πραγµατικότητα είναι διάλογος µε το δαιµονικό
πειρασµό τον οδηγεί σε όλα τα στάδια µέχρι την οριστική συγκατάθεσή του32.
Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο άτυχος Μορώζης διαπιστώνει ιδίοις
όµµασι την ολοκληρωτική αλλοίωση, εν είδει δαιµονικής κατοχής, που
επιφέρει ο πονηρός στον εµπαθή φίλο του καθιστώντας ξένη και τροµακτική
την εξωτερική του όψη κατ’ αντιστοιχία της ψυχής του: «- Πολὺ φοβερὸν µοὶ
φαίνεται τὸ Πρόσωπόν σου, Σκιάχτη, τῷ εἶπε· δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὄψις σου»33. Το
δαιµόνιο που τον έχει καταλάβει του έχει αλλοιώσει και τη µορφή του. Η
πνευµατική του νέκρωση είναι οριστική. για αυτό εκτελεί τη δολοφονία και
διαχειρίζεται το πτώµα «ὅλως ἀπαθῶς»34. Έτσι, ο Μορώζης, που
εµπιστεύτηκε το φίλο του για να κερδίσει κάποια χρήµατα, δολοφονήθηκε µε
ένα φρικτό τρόπο µέσα στη θάλασσα.
Όταν αργότερα ο Σκιάχτης περιγράφει τη δολοφονία του καθώς και την
αιτία της στον Μιρχάν, µας κάνει βαθιά εντύπωση το συµπέρασµά του: «Ὥστε
δὲν πιστεύω ὅτι ἔκαµα κακόν, διότι δὲν ἠµποροῦσα νὰ κάµω καὶ χειρότερα»35.
Η πλήρης πνευµατική του αλλοίωση και η οικειοθελής παράδοσή του στο
κακό τον κάνει να πιστεύει ότι η δολοφονία ενός ανθρώπου, πόσο µάλλον του
καλύτερού του φίλου, δεν είναι κάτι κακό. Αποδίδει µε µεγάλη ευκολία τη
διάπραξη του εγκλήµατος στη «µέθην τοῦ πεπρωµένου» - εδώ θα
συµπληρώναµε στη µέθη της αµαρτίας - και προβάλλει έναν κόσµο πλήρως
αντεστραµµένο, θα λέγαµε εωσφορικό: «ἐγὼ ἠξεύρω ὅτι ὁ κόσµος τοιοῦτος
εἶναι κατεσκευασµένος, διὰ νὰ κλέφτῃ κανεὶς καὶ νὰ σκοτώνῃ. Καὶ αὐτοὶ ὁποὺ
κάµνουν τὸν ἀφέντην ἔχουν κλέψει καὶ σκοτώσει πολὺ περισσότερα. ∆ὲν µὲ
µέλει ἐµένα ἂν ἔκλεψα ἢ ἐσκότωσα. ∆ιότι διὰ τοῦτο ὁ αὐθέντης ὁ Θεὸς ἔκαµε
30
Τ.Α’, σ.201, στ.5-6.
31
Τ.Α’, σ.201, στ.9-14.
32
Βλ. Τ.Α’, σσ.199-200.
33
Τ.Α’, σ.200, στ.12-13. Η ίδια τροµακτική όψη περιγράφεται και µετά τη δολοφονία του βλ. Τ.Α’, σ.202,
στ.6-7.
34
Τ.Α’, σ.201, στ.34-35.
35
Τ.Α’, σ.315, στ.31-32.
275

τὸν κόσµον καὶ ἐχώρισε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος. Τὸ φῶς εἶναι ἡ ἡµέρα καὶ τὸ
σκότος εἶναι ἡ νύκτα. Τὴν ἡµέραν τὴν ἔκαµε διὰ νὰ κλέφτωµεν καὶ τὴν νύκτα
διὰ νὰ σκοτώνωµεν»36. Το καλό ταυτίζεται µε το κακό, η δυστυχία µε την
ευτυχία. Έχοντας θολωµένη τη λογική και την κρίση του, γίνεται υποχείριο του
δαιµονικού λογισµού και του πάθους: «Ἐκτυφλοῦται ὁ νοῦς διὰ τούτων τῶν
τριῶν παθῶν, φιλαργυρίας λέγω καὶ κενοδοξίας καὶ ἡδονῆς»37. Την
πνευµατική του τύφλωση και την αντεστραµµένη του λογική συµµερίζεται και
ο Μιρχάν, ο οποίος τον επαινεί θεωρώντας ευτύχηµα για το Μορώζη , το ότι
δολοφονήθηκε από τα χέρια «φίλου»: «καὶ ἀφοῦ, ὅπως καὶ ἂν εἶναι,ἔµελλε ν'
ἀποθάνῃ, καθὼς καὶ ὅλοι µας, καλύτερον δι' αὐτὸν εἶναι ὅτι ὑπῆγεν ἀπὸ τὰς
χεῖρας φίλου, ὁποὺ δὲν τοῦ ἤθελε κακόν 38. Νὰ ἤξευρα ὅτι µέλλω ν'
ἀποθάνω τώρα γρήγορα, καλύτερα εἶχα νὰ µὲ ξεµπερδεύσῃ ἕνας φίλος µου µὲ
µίαν µαχαιριάν, παρὰ νὰ µὲ κρεµάσῃ ὁ δήµιος τῆς Βενετίας»39. Κατά το
δαιµονικό συλλογιστικό του Μιρχάν (και φυσικά του Σκιάχτη), που του
υπαγορεύει την προσκόλληση και την τυφλή υπακοή στα πάθη του, ο φίλος
δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας «φιλικά διακείµενος» εχθρός. Όντας
πνευµατικά νεκρός, δε θεωρεί παράλογο να βρει το σωµατικό θάνατο από
τον εχθρό- φίλο, γιατί απλούστατα θα έκανε το ίδιο στη θέση του.
Ακολουθεί η περιγραφή της δολοφονίας του Μορώζη από τον
«καυχόµενο» πλέον Σκιάχτη, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Αγίου ∆ιαδόχου
Φωτικής: «ἐὰν δὲ (ενν. ἡ ψυχή) τῇ τοῦ κόσµου ἐµµείνῃ διαθέσει, εἰ µὲν τί
φονικόν, ἢ πολλῆς ἄξιον διαπράξοιτο τιµωρίας, τοῦτο ἤρεµα αἰσθάνεται . τῶν
δὲ ἄλλων πταισµάτων οὐδὲν ἐπισηµήνασθαι δύναται, ἀλλὰ καὶ ὡς
κατορθώµατα αὐτὰ πολλάκις ἡγεῖται. διό καὶ ὑπὲρ αὐτῶν θερµῶς
λογοποιούµενη ἡ ἀθλία οὐκ αἰσχύνεται»40. Ωστόσο, τα µατωµένα «τριάκοντα
αργύρια» που εισέπραξε, υποκύπτωντας στον πειρασµικό λογισµό για την
απόκτηση δικής του βάρκας, εξανεµίστηκαν, όπως ήταν αναµενόµενο, στο
ποτό, το οποίο λειτούργησε ως υγρή αγχόνη για τον προδότη της φιλίας
Σκιάχτη.

Πιο ειλικρινής, αλλά επίσης προδότης µιας µακροχρόνιας φιλίας,


στάθηκε ο Τούρκος Σουλεϊµάνης στο «Χρήστο Μηλιόνη». Ο άνθρωπος αυτός
ήταν πιστός φίλος του αρµατωλού Χρήστου Μηλιόνη και του ενέπνεε τέτοια
εµπιστοσύνη, ώστε ο τελευταίος να αποφασίσει να τον κάνει «ἀδελφοποιτό»
του. Κατάφερε δε να το επιτύχει αυτό αναγκάζοντας µε απειλές έναν
αγράµµατο ιερέα «νὰ τοὺς περάσῃ διὰ τῆς ἁγίας ζώνης, ἤτοι ν' ἀναγνώσῃ ἐπ'

36
Τ.Α’, σ.316, στ.5-11. Ο τρόπος αυτός σκέψης µας παραπέµπει προδροµικά στην αντεστραµµένη
λογική της Φραγκογιαννούς.
37
Μάρκου Ασκητή, «Περί νόµου πνευµατικού, Κεφάλαια Σ’», Φιλοκαλία, Τ.Β΄, σ.102, Νο. ρα’.
38
Η αραιογράφηση δική µας.
39
Τ.Α’, σ.313, στ.30-34.
40
«Λόγος ασκητικός διηρηµένος εις ρ’ κεφάλαια πρακτικά γνώσεως και διακρίσεως πνευµατικής»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.242, Νο. κζ’.
276

αὐτῶν τὰς εὐχὰς τῆς ἀδελφοποιΐας»41, παρόλο που κάτι τέτοιο ήταν
καταδικαστέο από την ορθόδοξη εκκλησία ακόµη και µεταξύ χριστιανών42.
Πράγµατι, ο Τούρκος αυτός φαίνεται πως για πολλά χρόνια ήταν άξιος
αυτής της βαθιάς εκτίµησης και αγάπης. Στο διήγηµα µάλιστα αναφέρεται ότι
αυτός έσπευσε να βοηθήσει και τελικά απέτρεψε τον απαγχονισµό του,
επίσης πολύ καλού φίλου του Μηλιόνη και πατέρα της αρπαγείσης Βάσως,
Κώστα43. Ωστόσο, ακόµη και αυτός ο «αγαθός» Τούρκος δεν ήταν υπεράνω
χρηµάτων. Ένας επιτήδειος οµόθρησκός του κατάφερε να τον πείσει να
προδώσει ανεπανόρθωτα την πολύχρονη και αληθινή φιλία που είχε µε το
Μηλιόνη. Τα χρήµατα, ο γνωστός Μαµωνάς, κατάφεραν αυτό που τίποτα
άλλο δεν φαινόταν να µπορεί: να µπουν πιο πάνω από την αδελφική αγάπη
µεταξύ δυο ανθρώπων. Ο πειρασµός της φιλαργυρίας υπερίσχυσε της φιλίας
και το αποτέλεσµα ήταν καταστροφικό.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέψουµε τις ισχυρές πιέσεις που
δέχθηκε ο Σουλεϊµάνης, οι οποίες, εκτός από το χρηµατικό δέλεαρ, θα
περιείχαν οπωσδήποτε προτροπές για τη στήριξη των οµοθρήσκων έναντι
ενός «άπιστου» και ίσως αιχµές και για τη δική του σωµατική ακεραιότητα, αν
δεν συναινέσει. Ωστόσο, αν και χρηµατίστηκε για να σκοτώσει το φίλο του,
όταν συναντήθηκαν, η συνείδησή του δεν του επέτρεψε να προχωρήσει.
Εξοµολογείται το σφάλµα του µε «ἀληθῆ δάκρυα» - ένδειξη µερικής
µετάνοιας- αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να τον πείσει να προσκυνήσει τους
Τούρκους υποσχόµενος υλικά αγαθά: προνόµια και δόξα. Φαίνεται λοιπόν
πως δεν έχει συνειδητοποιήσει το βάθος της προδοσίας του, αφού
προσπαθεί να κεντρίσει τη φιλοδοξία του αδελφοποιτού του.
Ο πειρασµός ήταν πράγµατι µεγάλος. Μόνο η ύπαρξη πνευµατικής
αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον θα ήταν σε θέση να τον βοηθήσει να
ξεπεράσει αυτά τα δύο εµπόδια και να παραµείνει πιστός στη µακρόχρονη
φιλία του: «Ὅταν ἄρξηταί τὶς αἰσθάνεσθαι πλουσίως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
τότε ἄρχεται ἐν αἰσθήσει πνεύµατος καὶ τὸν πλησίον ἀγαπᾶν .αὔτη γὰρ ἐστὶν ἡ
ἀγάπη, περὶ ἧς πᾶσαι αἱ ἅγιαι Γραφαὶ διαλέγονται. Ἡ γὰρ κατὰ σάρκα φιλία
εὐχερῶς ἄγαν διαλύεται, βραχείας τινὸς εὑρεθείσης αἰτίας. αἰσθήσει γὰρ οὐ
δέδεται πνεύµατος. τῷ τοῦτο οὖν κὰν συµβῇ τίνα παροξυσµὸν γενέσθαι ἐπὶ
τῆς ἐνεργουµένης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ψυχῆς, οὐ λύεται παρ’ αὐτῇ ὁ δεσµὸς τῆς
ἀγάπης. Τῇ γὰρ θέρµῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀναζωπυροῦσα ἑαυτήν, εὐθέως
εἰς τὸ ἀγαθὸν ἐπανακαλεῖται θᾶττον, καὶ µετὰ πολλῆς χαρᾶς τὴν τοῦ πλησίον
41
Τ.Β’, σ.71, στ.17-21.
42
Βλ. Τ.Β’, σ.71, στ.17-29. Γενικά ο Παπαδιαµάντης αποφεύγει να παρουσιάζει προ- ή εξωχριστιανικά
εθιµικά επιβιώµατα που έχουν παραµείνει παρά την καταδίκη τους από την Εκκλησία. Στις περιπτώσεις
δε που υποχρεώνεται από την ίδια την ιστορία που διηγείται να αναφερθεί «σε µαγικές ή άλλες λαϊκές
θρησκευτικές τελετές που απερίφραστα έχουν καταδικαστεί από την Εκκλησία, µετά την – ενίοτε
λεπτοµερέστατη- περιγραφή του το δηλώνει και ο ίδιος κατηγορηµατικά». Τέτοια είναι και η περίπτωση
της τελετής της αδελφοποιΐας µεταξύ του Μηλιόνη και του Σουλεϊµάνη, την οποία χαρακτηρίζει ως
«ανήκουστη», ανόσια και αφύσικη σύµφωνα µε την ερµηνεία των δογµατικών της ανατολικής
Εκκλησίας (Βλ. Τ.Α’., σ.71, στ.21-29. Επίσης, βλ. Μ.Γ. Βαρβούνη, «Ο Παπαδιαµάντης και η
κολλυβαδική θεώρηση της λαϊκής λατρείας», Θεολογία, Τ.82’, τ.4’, 2011, σ.208).
43
Βλ. Τ.Β’, σ.40, στ.12-27.
277

προσδέχεται ἀγάπην, κἄν µεγάλως ὑπ’ αὐτοῦ ἢ καθύβρισται ἢ ἐζηµίωται. ἐν


γὰρ τὴ γλυκύτητι τοῦ Θεοῦ τὸ πικρὸν πάντως ἀναλίσκει τῆς ἔριδος»44. Αυτή η
«αγαπητική» προσέγγιση της φιλίας θα ωφελούσε τα µέγιστα και το Χρήστο
Μηλιόνη, ο οποίος, αν και τρέφει ειλικρινή αισθήµατα φιλίας που τον
εµποδίζουν από το να σκοτώσει µέσα στην οργή του το φίλο του, ωστόσο δεν
µπορεί και να τον συγχωρέσει. Η αδελφική του αγάπη λυγίζει. Μια όµως
πατερική προσέγγιση του γεγονότος, όπως η παραπάνω, σε συνδυασµό µε
την αναζήτηση θείας φώτισης- βοήθειας µέσω της λυτρωτικής προσευχής, θα
απάλυνε τη δίκαιη αγανάκτηση του Μηλιόνη βάζοντας στη θέση της τη
σωτήρια συν- χώρηση και την εν Χριστώ συµφιλίωση- επανένωσή τους45.
Μια τέτοια µακρόθυµη έκφραση της αγάπης του είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα
«αλλοίωνε καλώς» και τον προδότη της φιλίας Σουλεϊµάνη.
∆υστυχώς, ο Μιλιόνης, υποκύπτοντας στον πειρασµό, αγανακτεί και
οργίζεται σε τέτοιο βαθµό, ώστε θεωρεί αδύνατη τη συνέχιση της πληγείσας
φιλίας τους αλλά και της ίδιας της παρουσίας και των δύο σε αυτόν τον
κόσµο. Για αυτό αναµετριέται µαζί του σε µια µάχη που τους κόστισε τη ζωή:
«Καὶ οὕτως ὅ τε προδότης τῆς φιλίας καὶ ὁ ἀπαράµιλλος µαχητὴς τῶν ὀρέων
ἔσχον κοινὸν τὸν πότµον, καὶ ἔβρεξαν διὰ τοῦ αἵµατός των τὸ αὐτὸ ἔδαφος»46.

Ένας εφηβικός έρωτας ήταν η αιτία για να λήξει άδοξα µια παιδική
φιλία στο «Ὁλόγυρα στη λίµνη». Ο έφηβος ήρωας διατηρούσε έως τότε φιλική
σχέση µε ένα άλλο φτωχό νέο το Χριστοδουλή. Φαίνεται µάλιστα πως υπήρχε
αµοιβαιότητα και γενναιοδωρία µεταξύ τους µια και µοιράζονταν
«φιλαδέλφως» όσα οστρακοειδή και ψάρια έπιανε ο Χριστοδουλής κατά τις
θαλάσσιες εξορµήσεις τους. Η δε επιδεξιότητα και πολυπραγµοσύνη του
«φιλότιµου» Χριστοδουλή προκαλούσε το θαυµασµό του νεαρού ήρωα
απέναντι στο φίλο του47.
∆υστυχώς, η παιδική αυτή φιλία, η οποία ξεκίνησε µε πολύ καλές
προϋποθέσεις , δεν έµελε να διατηρηθεί. Αιτία του κλονισµού της στάθηκαν
τα τρυφερά αισθήµατα που άρχισαν να τρέφουν και οι δύο για µια µεγαλύτερη
κοπέλα, την Πολύµνια. Από την ηµέρα µάλιστα που ζήτησε µια µικρή

44
∆ιάδοχου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικὸς διηρηµένος εἰς ρ’ κεφάλαια πρακτικὰ γνώσεως καὶ διακρίσεως
πνευµατικῆς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.239, Νο.ιε’.
45
Στην ουσία δεν πρόκειται παρά για έναν πολύ ισχυρό πειρασµό που χτύπησε το Μηλιόνη εγείροντας
µέσα του το πάθος της οργής. Ο άγιος Μάξιµος όµως χτυπά µε την προτροπή του κατευθείαν την
καρδιά αυτού του πειρασµού: «Συνέβη σοὶ πειρασµὸς ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἡ λύπη εἰς µίσος σὲ ἤγαγε; Μὴ
νικῶ ὑπὸ τοῦ µίσους, ἀλλὰ νίκα ἐν τῇ ἀγάπῃ τὸ µῖσος , νικήσεις δὲ τρόπῳ τοιούτῳ , προσευχόµενος
ὑπὲρ αὐτοῦ γνησίως πρὸς τὸν Θεόν, τὴν ἀπολογίαν αὐτοῦ δεχόµενος», «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.43, Νο. κβ’.
46
Τ.Β’, σ.75, στ.26-28.
47
Ο P. Mackridge διακρίνει σε αυτό το θαυµασµό αισθήµατα ζηλοτυπίας, εκφράζοντας την άποψη ότι ο
ήρωας θα ήθελε να είναι στη θέση του Χριστοδουλή, βλ. «Ολόγυρα στη λίµνη», στον τόµο Εισαγωγή
στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, σ.448. Εµείς, ωστόσο, θεωρούµε ότι ο σταθερός θαυµασµός του
ήρωα για το φίλο του είναι έκφραση της ειλικρινούς αγάπης και εκτίµησης προς αυτόν. Καθ’όλη τη
.
διάρκεια του διηγήµατος δεν σταµατάει να τον αποκαλεί παιδικό του φίλο ακόµη και µετά από τη
διάλυση της φιλίας τους. Στο επίλογο µάλιστα εκφράζει απερίφραστα την θλίψη του για τη στέρηση της
παιδικής τους φιλίας λόγω της Πολύµνιας. Την άποψή µας αυτή θα στηρίξουµε αµέσως παρακάτω.
278

εκδούλευση από τον αφηγητή ο Χριστοδουλής φαίνεται πως ζήλεψε.


Έσπευσε εκείνος πρώτος να της προσφέρει τα άνθη που ζήτησε και έκτοτε
«ἠραίωσε κατ' ἀρχάς, εἶτα ὁριστικῶς ἔπαυσε, τὸ µερίδιον, τὸ ὁποῖον σοῦ ἔδιδε
τέως ἀπὸ τὰ κογχύλια, ἀπὸ τὰ καβούρια καὶ ἀπὸ τοὺς γωβιούς, σὺ δὲ ἤργησες
πολὺ νὰ µάθῃς ὅτι τὰ ἔδιδεν εἰς τὸν Νῖκον, τὸν ἀδελφὸν τῆς Πολυµνίας»48. Οι
φιλότιµες προσπάθειες του ήρωα να αποκαταστήσει -έστω εν µέρει- την
κλονισθείσα φιλία τους έπεσαν στο κενό49.
Τα ψέµατα, τα µυστικά και η απόµακρη συµπεριφορά του φίλου του
φανέρωναν πως τα συναισθήµατά του για την Πολύµνια είχαν αντικαταστήσει
τα φιλικά αισθήµατα προς τον ήρωα, τον οποίο έβλεπε πλέον µόνο ως
ανταγωνιστή. Το φτωχό αυτό παιδί φαίνεται πως, ελλείψει πνευµατικού
υποβάθρου, αντιµετώπιζε τις σχέσεις µε τους συνανθρώπους επιφανειακά.
Συνεπώς, έθεσε τις ατοµικές του επιθυµίες - εδώ το ενδιαφέρον του για µια
όµορφη κοπέλα- πάνω από την καλή φιλία που είχε έως τότε µε το
συνοµήλικο ήρωα50.
Αντιθέτως, βλέπουµε πως ο έφηβος ακόµη ήρωας έχει βρει µια σωστή
ισορροπία ανάµεσα στα νεανικά σκιρτήµατα και τη φιλία του µε το
Χριστοδουλή, την οποία όµως δεν κατάφερε να διασώσει. Εξακολουθεί να
εκτιµάει το φίλο του και θέλει να τον κρατήσει, παρά τις όποιες αντιξοότητες
που προέκυψαν. Η τελική διαπίστωσή του «πρὸς τί νὰ χάνῃ τις τὴν φιλίαν τῶν
φίλων του; Μὴ τυχὸν ἡ Πολύµνια ἦτο διὰ σὲ ἢ δι' ἐκεῖνον; Παιδίον! Αὐτὴ ἦτο
µεγαλυτέρα τὴν ἡλικίαν καὶ τῶν δύο σας. Ἀλλὰ πῶς δύναταί τις νὰ γίνῃ ἀνὴρ
χωρὶς ν' ἀγαπήσῃ δεκάκις τοὐλάχιστον καὶ δεκάκις ν' ἀπατηθῇ;»51 φανερώνει
αφενός τη θλίψη που προκαλεί η απώλεια των φίλων και αφετέρου τις
δυσκολίες που αντιµετωπίζει ένας νέος έως την ενηλικίωσή του. Εποµένως, η
φιλία των δύο εφήβων αποδείχθηκε από την πλευρά του Χριστοδουλή ως µια
απλή κοσµική φιλία, ενώ από την πλευρά του αφηγητή φαίνεται πως
πλησίαζε το πρότυπο της ἐν Χριστῷ φιλίας. Όπως γράφει και ο Άγιος
Μάξιµος ο Οµολογητής: «Οἱ µὲν τοῦ Χριστοῦ φίλοι, πάντας ἀγαπῶσι γνησίως.
οὒχ ὑπὸ πάντων δὲ ἀγαπῶνται. οἱ δὲ τοῦ κόσµου φίλοι, οὐδὲ ὑπὸ πάντων
ἀγαπῶνται. Καὶ οἱ µὲν τοῦ Χριστοῦ, µέχρι τέλους τὴν συνέχειαν τὴν ἀγάπης
διατηροῦσιν. οἱ δὲ τοῦ κόσµου, µέχρις οὗ ἀλλήλοις διὰ τοῦ κόσµου
προσκρούσωσιν»52.

Το θέµα της φιλίας προσεγγίζεται και στο διήγηµα «Γουτοῦ,


Γουπατοῦ». Πρόκειται για τη φιλία που είχε αναπτύξει ένας φτωχός χωλός
και µογιλάλος νέος, ο Μανώλης, µε ορισµένους συγχωριανούς του. Η φιλία
48
Τ.Β’, σ.391, στ.13-15.
49
«Εἰς µάτην τὸν συνώδευες, ὡς πάντοτε, βαδίζων ἐπὶ τῆς ἄµµου, θαλασσώνοντα ἕως τὸν µηρόν, καὶ
ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τοῦ ἐφώναζες: - Κ'στοδουλή, βρέ! δὲν ἔβγαλες ἀκόµη κανένα χταπόδι;» , Τ.Β’,
σ.391, στ.16-19.
50
Για τη διάλυση της φιλίας των δύο παιδιών εξ’ αφορµής της όµορφης Πολύµνιας βλ. και Πυργιωτάκη
Γ., Α.Παπαδιαµάντης: ο αλλοδαπός της Αθήνας, Ελληνικά γράµµατα, Αθήνα, 2003, σ.146-147.
51
Τ.Β’, σ. 400, στ.16-19
52
«Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τέταρτη» ,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟ η’.
279

αυτή είχε ιδιαίτερη σηµασία για τον ταλαίπωρο Μανώλη µια και, λόγω της
σωµατικής και νοητικής υστέρησής του, «εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον
ἀµετρήτους ἐχθρούς, εἰς µέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον!»53. Οι περισσότεροι
συγχωριανοί του τον χλεύαζαν και τον ειρωνεύονταν, ενώ τα παιδιά
συνήθιζαν να τον πετροβολούν54. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι φιλάνθρωποι που
τον στήριζαν και του συµπεριφέρονταν ανθρώπινα. Οι άνθρωποι αυτοί
κατάφεραν να ξεπεράσουν τις όποιες δεισιδαιµονίες και τα ταµπού της µικρής
κοινωνίας απέναντι στο «διαφορετικό» και να φέρονται στο Μανώλη όπως θα
έπρεπε. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύονται σε «σκέπη κραταιά» για τον
ταλαίπωρο φίλο τους, στεκόµενοι ως «γνησιώτατοι ἀντιλήπτορες» και
υπερασπιστές του κάθε φορά που τους είχε ανάγκη55. ∆είχνοντας, µέσω της
στήριξης και της προστασίας που παρείχαν στον ταλαίπωρο Μανώλη, αγάπη
και αληθινή συν-πάθεια56, γίνονται, στο µέτρο των δυνατοτήτων τους, µιµητές
του Χριστού εφαρµόζοντας έµπρακτα τις εντολές του Ευαγγελίου.
Ως έµπρακτη εκδήλωση αγάπης, τέσσερις πέντε από αυτούς
κατάφεραν να καταλαβαίνουν την ιδιόµορφη γλώσσα που χρησιµοποιούσε.
τρεις µάλιστα «τὴν ὠµίλουν καὶ οἱ ἴδιοι». Και εκείνος όµως απέναντι σε
αυτούς, αναγνωρίζοντας την καλοσύνη και εκτιµώντας τη φιλία περισσότερο
απ’ ότι οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι, «ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ' ἐξετέλει (…)
διακονήµατα προθύµως, µετὰ βίας δεχόµενος φίλευµα ἢ κέρασµα»57. Παρά τη
νοητική και σωµατική του ιδιαιτερότητα, διέθετε µια αξιοπρέπεια που δύσκολα
συναντάται. Εκτιµούσε βαθιά τους λιγοστούς αυτούς φίλους του και τους το
ανταπέδιδε έµπρακτα. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αλληλοβοήθειας και
αλληλοεκτίµησης, είχε αναλάβει µια υποχρέωση για τις γιορτές. Συνήθιζε να
συνοδεύει µερικά από τα παιδιά και τα ανίψια των φίλων και προστατών του,
για να τραγουδήσουν κατά τις παραµονές των µεγάλων εορτών τα κάλαντα.
Στο διήγηµα περιγράφεται µια τέτοια ηµέρα. Χάρη στη βοήθεια του τη χρονιά
εκείνη58, τα παιδιά κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την ενέδρα που τους είχε
στήσει η συµµορία του φοβερού «Τσιλότατου» και να επιστρέψουν στα σπίτια
τους σώα και αβλαβή59.

53
Τ.Γ’,σ.183, στ.15-18.
54
Όπως επισηµαίνει ο Σ.Παπαθανασίου, «Η σχέση του ήρωα µε την κοινότητα παραπέµπει κατευθείαν
στη γνωστή φράση ‘’µικρόν χωρίον, µεγάλη κακία’’ («Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι», Τ.Β’,σ.492, στ.16) και
βρίσκεται παραδόξως στον αντίποδα σχεδόν των ιστορικών και κοινωνιολογικών θεωρήσεων της
παραδοσιακής ελληνικής κοινότητας», Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ. 118.
55 .
«Φίλος πιστός, σκέπη κραταιά ἐπειδὴ καὶ εὐηµεροῦντι τῷ φίλῳ σύµβουλος ἐστιν ἀγαθὸς καὶ συνεργὸς
.
σύµψυχος καὶ κακοπαθοῦντι ἀντιλήπτωρ γνησιώτατος καὶ ὑπέρµαχος συµπαθέστατος», Μαξίµου του
Οµολογητού, «Περί αγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.51, Νο. Ϟθ’.
56
Βλ. Τ.Γ’, σ. 184, στ.7-8: «Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ».
57
Τ.Γ’,σ.183, στ.15-18.
58
Βοήθεια όµως που δεν θα ήταν δυνατή, εάν πρώτα δεν τον βοηθούσε ένα από τα παιδιά αυτά να
κινήσει το προβληµατικό χέρι του, αναδεικνύοντας µε αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα της
αλληλοβοήθειας, βλ. Τ.Γ’, σ.190, στ.9-18.
59
Όπως γράφει ο Σ. Παπαθανασίου: «Το διήγηµα «Γουτοῦ, Γουπατοῦ» (…) προσφέρεται για συνοµιλία
µε παλαιούς, όπως ο Ησαΐας και ο Ηρόδοτος, για παράδειγµα (…). Μας διαβεβαιώνει επίσης, µε βάση
την εξέλιξη της πλοκής του µύθου, ότι µια προφητεία του Ησαΐα ισχύει και για τον πρωταγωνιστή του
280

2. Αγάπη εντός της οικογένειας

2.1. Μητρική αγάπη

Ίσως η πιο δυνατή αγάπη που αισθάνεται ποτέ µια γυναίκα είναι εκείνη
που βιώνει όταν γίνεται µητέρα. Ο ξεχωριστός, πολύπλευρος δεσµός που
έχει µε καθένα από τα παιδιά της προσδίδει στη σχέση της µαζί τους µια
µοναδική αξία τόσο συναισθηµατική, όσο και πνευµατική. Άλλωστε, η
µητρική αγάπη προσφέρει στο παιδί, ήδη από την ενδοµήτρια ζωή, την
πρώτη εµπειρία αγάπης. Παρόλο που πρόκειται για φυσική αγάπη,
απαραίτητη για την επιβίωση του νέου ανθρώπου, εκφράζεται δια αυτής
ανιδιοτελής στοργή. Όχι τυχαία, εποµένως, ο Χ. Γιανναράς χαρακτηρίζει τη
σχέση του παιδιού µε τη µητέρα του ερωτική και ζωτική συνάµα60. Για αυτό
και το κενό που αφήνει πίσω της µια πιθανή απώλεια είτε του ενός είτε του
άλλου είναι δυσαναπλήρωτο και έχει συχνά τραυµατικές συνέπειες 61.
Το κατεξοχήν πρότυπο της µητρικής αγάπης στο έργο του
Παπαδιαµάντη είναι η ίδια η Παναγία, η µητέρα του Χριστού. Η τρυφερότητα
και η στοργή µε την οποία περιβάλλει το θείο βρέφος αλλά και όλους εµάς
περιγράφεται παραστατικά στην εικόνα της «Γλυκοφιλούσας»: «Ἡ ὡραία
µικρὰ εἰκών, µὲ τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἑνούµενον κατὰ παρειὰν
µὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον πρόσωπον τοῦ λατρευτοῦ Βρέφους της, εἶχεν ἄφατον
γλυκύτητα, καὶ ἦτο καλλίστη ἔκφρασις τῆς µητρικῆς στοργῆς, τῆς γεννωµένης,
ὡς ἐκ πικρᾶς ρίζης γλυκέος καρποῦ, εὐθὺς µὲ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, καὶ
συναυξανοµένης µὲ τῆς ἀνατροφῆς τοὺς κόπους καὶ τὰς µερίµνας»62. Οι
περισσότερες µητέρες στο έργο του Παπαδιαµάντη, βιολογικές ή µη, αυτό το
πρότυπο προσπαθούν να πλησιάσουν στο µέτρο των δυνατοτήτων τους. ∆εν
απουσιάζουν φυσικά και εκείνες που αστοχούν τελείως, επιδεικνύοντας
αδιαφορία ή και ένα ιδιόµορφο µίσος προς τα παιδιά τους.
Ωστόσο, στην ελληνική κοινωνία της εποχής του Παπαδιαµάντη η
µητρική αγάπη έχει και µια σκοτεινή πλευρά. Αυτή διατυπώνεται µε ειρωνική
διάθεση στο διήγηµα «Θάνατος κόρης»: «Αἱ µητέρες, πάλιν, ἀγαπῶσι τοὺς
υἱούς, καὶ θεωροῦσιν αὐτοὺς ὡς καλοὺς σωτῆρας τῆς προικὸς (τὴν ὁποίαν
αὐταὶ ἔχουν "διάφορο") καὶ γηροτρόφους. Ἀγαπῶσιν ἄλλο τόσον τὰς
θυγατέρας, αἰσθανόµεναι ὡς µέγα βάρος αὐτάς, τὸ ὁποῖον, ὅταν
ἐκφορτωθῶσιν εἰς τοὺς ὤµους τοῦ γαµβροῦ δοκιµάζουν ἄρρητον
ἀνακούφισιν,…»63. Σύµφωνα µε το απόσπασµα αυτό, κάποιες µητέρες

«Γουτοῦ, Γουπατοῦ»: «Τότε ἀλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα µογιλάλων», Προλογικό
ο
σηµείωµα στον 9 τόµο ‘’Όνειρο στο κύµα’’ και άλλα διηγήµατα,Το βήµα βιβλιοθήκη, ∆όµος, 2011, σ.14.
60
Βλ. Χ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ό.π., σ.31.
61
Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Χριστιανική Ηθική ΙΙ» , ο.π., σ.235-236.
62
Τ.Γ’, σ.75, στ. 14-19. Για την εσώτερη περιγραφή αυτής της εικόνας γράφει ο Α. Κεσελόπουλος: «Η
ιστόρηση της εικόνας είναι φιλοκαλία, αγάπη και εκζήτηση του ουράνιου κάλλους , που αγιάζει τον
άνθρωπο και ολόκληρη τη δηµιουργία. Και η εξ- ιστόρησή της στο διήγηµα, η περιγραφική αποτύπωσή
της από τον Παπαδιαµάντη, κινείται στο ίδιο επίπεδο», Η λειτουργική παράδοση στον Α.
Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.142.
63
Τ.∆’, σ. 184, στ.29-33.
281

αγαπούν τους γιους τους για καθαρά ωφελιµιστικούς ή εγωκεντρικούς λόγους


προσδοκώντας στην εξυπηρέτηση του ίδιου συµφέροντος. από την άλλη, η
«αγάπη» τους προς τις κόρες τους ως «µέγα βάρος» ερµηνεύεται από την
διακαή τους επιθυµία να τις ξεφορτωθούν και την απερίγραπτη χαρά που
αισθάνονται, όταν επιτύχουν αυτό το «σπουδαίο» κατόρθωµα. Παρά την
«κοινῶς παραδεδεγµένη» αυτή άποψη, στα διηγήµατα που θα εξετάσουµε
παρακάτω θα δούµε µητέρες που αγαπούν ειλικρινώς τα παιδιά τους
ανεξαρτήτως φύλου και προσδοκώµενου προσωπικού οφέλους.

Μια µητέρα που διακρίνεται για την ευσπλαχνία και συµπόνια της
απέναντι στις δυσκολίες του παιδιού της είναι η Μελάχρω στο «Χρήστο
Μηλιόνη». Βέβαια, στην αρχή του διηγήµατος φαίνεται να σκέφτεται λίγο
ιδιοτελώς και να µη θέλει να την παντρέψει, γιατί η Βάσω τη βοηθούσε στις
δουλειές του σπιτιού και στην ανατροφή των τριών µικρών παιδιών της.
Ήλπιζε µάλιστα να αργήσει να γίνει ο γάµος µέχρις ότου µεγαλώσει λίγο και η
µικρότερη αδελφή της, ώστε να συνεχίσει εκείνη να τη βοηθάει στο σπίτι64.
Ωστόσο, µετά την αρπαγή της Βάσως και τη διαπίστωση της απουσίας
της από το σπίτι, αισθάνεται «τροµερά ἀπελπισία»65 που επιβεβαιώνεται από
τις πληροφορίες που τους έδωσαν οι χωρικοί. Όταν µερικές ηµέρες αργότερα
κατάφερε να µπει µέσα στο σεράγι του Χαλήλ, δε δίστασε ούτε στιγµή να
συγχωρήσει την κόρη της για το ολίσθηµά της, µια και ως µητέρα δεν θα
µπορούσε ποτέ να απορρίψει το σπλάχνο της. Είναι µάλιστα τόσο ειλικρινής
η συγχώρησή της, ώστε άρχισε να κλαίει και η ίδια µαζί µε την κόρη της
προσφέροντάς της µέγιστη αγαλλίαση και ανακούφιση: «τὰ δάκρυα δὲ ἅτινα
κατεφέροντο ἐπὶ τὰς ἀκµαίας εἰσέτι παρειὰς τῆς µήπω τεσσαρακονταετοῦς
ταύτης γυναικός, ἦσαν δρόσος καὶ ἁγίασµα»66. Συγχωρεί δε αµέσως την κόρη
της πρωτίστως γιατί την αγαπάει πραγµατικά και δευτερευόντως γιατί
υποκύπτει στα παρακάλια και τα αναφιλητά της. Με αυτόν τον τρόπο µιµείται
την αγάπη του Χριστού απέναντι στους ανθρώπους και τα αµαρτήµατά τους:
«Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκµήριον, ἀδικηµάτων συγχώρησις. Οὕτω γὰρ ὁ
Κύριος τὸν κόσµον ἠγάπησε»67. Για χάρη αυτής της κόρης δε δίστασε να
αφήσει τα τρία µικρότερα παιδιά της σε µια φιλική οικία, προκειµένου να πάει
στην πόλη και να µάθει περισσότερες πληροφορίες. Όλο µάλιστα το
προηγούµενο διάστηµα «ἐστέναζεν ἀδιακόπως µετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς
ἀγαπητῆς αὐτῇ θυγατρός»68 µη µπορώντας να συνεχίσει φυσιολογικά τη ζωή
της.
Ωστόσο, η έγνοια της για τα υπόλοιπα παιδιά της παραµένει εξίσου
ισχυρή. Όταν µαθαίνει για το γάµο της Βάσως µε το Χαλήλ, δε λογαριάζει
καθόλου τον εαυτό της, αλλά σπεύδει να επιστρέψει στο σπίτι για να ηρεµήσει
64
Βλ. τ.Β’, σ.12, στ.23-27.
65
Τ.Β’, σ.17, στ.5-6.
66
Τ.Β’, σ.32, στ.4-5.
67
Μάρκου του Ασκητού , «Περί τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’» , Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.112, Νο.µη’.
68
Τ.Β’, σ.33, στ.4-6.
282

-όσο είναι εφικτό- τον εξοργισµένο σύζυγό της, ώστε να αποτρέψει το


ενδεχόµενο να ξεσπάσει σε αυτά69. Πρόκειται, εποµένως, για µια µητέρα που
εκπροσωπεί το διαχρονικό πρότυπο της µάννας και προσπαθεί να φροντίσει
όλα της τα τέκνα.

Μια αξιοµνηµόνευτη κατηγορία µητέρων, η οποία αναδεικνύει το


ενδιαφέρον και την αγάπη τους για τα παιδιά τους, είναι αυτή των µητέρων
των ναυτικών. Κάθε φορά που αυτοί ταξιδεύουν η ανησυχία τους είναι
πολλαπλή και δικαιολογηµένη: µια πιθανή θαλασσοταραχή µπορεί να αποβεί
µοιραία για τους γιους τους και να οδηγήσει στη δυστυχία τις ίδιες και την
οικογένειά τους. Για αυτό και στο «Σηµαδιακό» η σύζυγος του καπεταν-
Θανασού σκέφτεται διαρκώς τους δυο µεγαλύτερους γιούς τους, οι οποίοι
«ἐταξίδευον ἐφέτος "χειµωνιάτικα"»70. Έτσι, παραµονές των Φώτων, οι
λογισµοί της βρίσκονταν κοντά στα δύο παιδιά της που ήταν µακριά, παρά το
γεγονός ότι ο σύζυγος και τα υπόλοιπα οκτώ παιδιά τους ήταν κοντά της. Η
χαρά της ήταν µισή, γιατί της έλειπαν τα δύο µεγαλύτερα παιδιά της,
επιβεβαιώνοντας µε αυτόν τον τρόπο την αµέριστη αγάπη που διαθέτει η
µητέρα για κάθε παιδί της ξεχωριστά. Το δε ποίηµα που της τραγούδησαν τα
δύο ανίψια της και ανταποκρινόταν πλήρως στην αγωνία και τις προσδοκίες
της71 ήταν αναµενόµενο να φέρει δάκρυα στα µάτια της συγκινώντας την
ακόµη περισσότερο.

Μια αρκετά επώδυνη, αλλά µε αίσιο τέλος παιδαγωγία υπέστη και η


θεια- Σκεύω η Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στά σπόρκα». Η καλοκάγαθη γηραιά
γυναίκα, η οποία διακρίνεται για το συνδυασµό βαθιάς πίστης στο Θεό72 και
υπερβάλλουσας τόλµης, βιώνει µια απερίγραπτη αγωνία, όταν πληροφορείται
από ένα άσπλαχνο αγόρι ότι ο εικοσαετής γιος της Σταύρος, που εργαζόταν
ως λοστρόµος σε ένα πλοίο, αρρώστησε από χολέρα και βρίσκεται
«σπορκαρισµένος» στη νήσο Τσουγκριά. Τα λόγια του αγοριού χαράχτηκαν
ανεξίτηλα στη ψυχή της και δεν άκουγε «πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ
µόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόµυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν µὲ πυρίνους
χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς µητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν
συνεχοµένην µὲ τὴν ζωὴν καὶ µὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ
ἀντανακλωµένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου»73. Η περιγραφή
αυτού του µητρικού πόνου µας αποκαλύπτει µια συγκλονιστική αλήθεια:
πολλές φορές η ζωή της µητέρας σχεδόν ταυτίζεται µε τη ζωή του παιδιού
της. Όταν υποφέρει εκείνο σωµατικά, υποφέρει και εκείνη ψυχικά. Αν µάλιστα

69
Βλ. Τ.Β’, σ.57, στ. 10-19.
70
Τ.Β’, σ.107, στ.18-19.
71
Βλ. Τ.Β’, σ.107, στ.27-33.
72
Βλ. τις συµβουλές που δίνει στις νεώτερες γυναίκες, οι οποίες όµως, αντί να την ακούσουν, την
περιγελούν, Τ.Β’, σ.546, στ.11-19. Γενικά η γρια- Σκεύω είναι υπόδειγµα πιστής και υποµονετικής
χριστιανής. Υποµένει τους χλευασµούς µε θαυµαστή καρτερία αντιπαραθέτοντας σε αυτούς τις καλές
νουθεσίες της χωρίς να «αποκάµη». Η υποµονή της στα δεινά, η επιµονή της να λέει και να πράττει το
καλό δεν σταµατούν ακόµη κι όταν τη βρίσκει η συµφορά.
73
Τ.Β’, σ.576, στ.9-13.
283

τύχει να πεθάνει, ο θάνατός του διαπερνά τη ψυχή της κάνοντάς την να


αισθάνεται και η ίδια νεκρή. Και όλα αυτά γιατί η αγάπη της µητέρας είναι
τόσο βαθιά και αληθινή που χαίρεται µε τη χαρά του παιδιού της και λυπάται
µε τη θλίψη και τον πόνο του τόσο πολύ σαν να ήταν στη θέση του. Αυτό
άλλωστε είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης.
Η πρώτη της σκέψη µετά από το πλήγµα αυτό ήταν να στραφεί στην
επίκληση της βοήθειας της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου. Ο πονηρός
ωστόσο, της βάζει εµπόδια: «Ἐδοκίµασε νὰ κάµῃ τὸ σηµεῖον τοῦ Σταυροῦ, καὶ
ἡ χείρ της ἡ δεξιὰ ἦτο µολυβδίνη. Ἐδοκίµασε νὰ εἴπῃ τὸ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ",
καὶ ἡ γλῶσσά της δὲν ἐγύριζε, καὶ τὰ χείλη της δὲν ἐκινοῦντο». Ωστόσο, αν και
το σώµα της έχει νεκρωθεί, ο νους και η καρδιά της δεν ξεχνούν το Θεό:
«µόνον ἡ ἔννοια τῆς προσευχῆς ἐσχηµατίζετο εὐτυχῶς εἰς τὸν νοῦν της»74. Η
γεµάτη πόνο κραυγή της και τα γοερά της κλάµατα, που ακολούθησαν
αυθόρµητα, έδιωξαν τον πειρασµό του γογγυσµού κατά του Θεού και
γαλήνεψαν τη ψυχή της γεµίζοντάς την µε ελπίδα. Έτσι, αναδεικνύεται η
λυτρωτική δύναµη75 των δακρύων που προσελκύουν τη θεία Χάρη. Έχοντας
αυτά τα ειλικρινή δάκρυα ως σύµµαχο76, ξεκινά γονυπετής τη σωτήρια
προσευχή της:«Προσηυχήθη ἐπὶ µακρὸν διὰ τὸ παιδί της (…) Ἔµεινεν ἐπὶ
ὥρας γονατιστή…»77 .
Μια τέτοια καρδιακή και γεµάτη πόνο προσευχή δεν ήταν δυνατόν να
µην εισακουσθεί από το Θεό: «Ὁ νοῦς ἀπερισπάστως εὐχόµενος, θλίβει
καρδίαν. Καρδίαν δὲ συντετριµµένην καὶ τεταπεινωµένην, ὁ Θεὸς οὐκ
ἐξουδενώσει»78. Η λυτρωτική αυτή προσευχή σε συνδυασµό µε το δυναµικό
χαρακτήρα της την οδήγησαν στη µεγαλόπνοη απόφαση να µεταµφιεσθεί σε
άνδρα- κάτι που ουδέποτε είχε επιχειρήσει έως τότε γυναίκα στο µικρό νησί-
και να πάει βαρδιάνος στα σπόρκα για να βρει τον αγαπηµένο της γιο. Αν και,
εκ πρώτης όψεως, η απόφασή της αυτή ενέχει ένα είδος απάτης, ωστόσο ο
σκοπός της είναι αγαθός. Στην πατερική παράδοση υπάρχουν περιπτώσεις
όπου χρησιµοποιούνται επιλήψιµα µέσα, προκειµένου να εξυπηρετηθούν
αγαθοί στόχοι. Πρόκειται για την «καλή πανουργία» και την «καλή απάτη»79.

74
Τ.Β’, σ.576, στ.24-28.
75
«Τὸ δὲ δάκρυον, πολλὴν ἔχει τὴν δύναµιν. Ὑπὲρ τὲ γὰρ τῶν ἐσφαλµένων ἱλεοῦται τὸν ∆εσπότην καὶ
τάς προσγενοµένας ἡµὶν ἀπὸ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς κηλῖδας καθαίρει καὶ πρὸς τὰ ἄνω πτεροῖ τὴν
ὄρεξιν», Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, T. Α’, σ.331, στ.18-21.
76
Πράγµατι, τα δάκρυα εκτιµούνται ιδιαιτέρως από τον Κύριο, όταν επικαλούµαστε τη βοήθειά Του. Για
αυτό και ο Άγιος Νείλος συµβουλεύει: «Κέχρησο τοῖς δάκρυσι, πρὸς παντὸς αἰτήµατος κατόρθωσιν.
Λίαν γὰρ χαίρει σου ὁ ∆εσπότης, ἐν δάκρυσι προσευχοµένου» , «Πρόλογος τῶν περί προσευχῆς ἑκατὸν
πεντήκοντα τριῶν κεφαλαίων», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.177, Νο.ς’.
77
Τ.Β’, σ.576, στ.31 και σ.577, στ.1.
78
Μάρκου του Ασκητού, Φιλοκαλία , «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Τ. Α’, σ.111, Νο.λδ’
και Ψαλµ.50, 19. Η γρια- Σκεύω, χωρίς να το γνωρίζει, προσεύχεται έτσι όπως οφείλει κάθε άνθρωπος
να προσεύχεται στο Θεό σε δύσκολες στιγµές, και όχι µόνο: «Ἐὰν ἀθυµῇς, προσεύχου, καθὼς
.
γέγραπται προσεύχου δὲ ἐµφόβως, ἐντρόµως, ἐµπόνως, νηφαλίως καὶ ἐγρηγόρως», Ευαγρίου
Μοναχού, Φιλοκαλία Τ.Α’, σ.43, στ.20-21.
79
« Οὐκ ἀεὶ τὸ πράγµα ἐπιβλαβὲς , ἀλλὰ κατὰ τὴν τῶν χρωµένων προαίρεσιν γίνεται φαῦλον ἢ καλὸν» ,
Ιω. Χρυσοστόµου Περί ἱερωσύνης 1,8, PG 48, 629. Βλ. επίσης Μ . Βασιλείου, Εἰς τήν ἀρχήν τῶν
παροιµιῶν, PG 31, 421A και Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 107-108.
284

Με τη βοήθεια του ανδραδελφού της κόρης της80, του µπαρµπα- Νίκα,


ο οποίος εργαζόταν ως φύλακας του επιστάτη του λοιµοκαθαρτηρίου,
κατάφερε να διορισθεί ως βαρδιάνος στο νησί της καραντίνας. Οι σκέψεις της
κατά τη διάρκεια της µετάβασής της στον Τσουγκριά είναι ενδεικτικές της
αγάπης και της αυτοθυσίας της µητέρας µπροστά στην ανάγκη του παιδιού
της: «Ἂν ἔζη ὁ υἱός της, θὰ τὸν εὕρισκε. Ἂν ἦτον διὰ ζωήν, αὐτὴ θὰ τὸν
ὑπηρέτει,αὐτή, καὶ ὄχι ἄλλος θὰ τὸν ἐνοσήλευε. Θὰ ἐβοηθοῦσε τὸ ἔργον τῆς
θείας Προνοίας, ἂν ἦτον ἀπὸ Θεοῦ νὰ ζήσῃ. Τὴν χολέραν αὐτὴ δὲν τὴν
ἐφοβεῖτο. Εἶχε τὴν προκατάληψιν ὅτι ἦτο ἄτρωτος.(…) Ἐπὶ τέλους, ἂς
ἐκολλοῦσε τὴν χολέραν, δὲν τὴν ἔµελεν. Ἂς ἐζοῦσε τὸ παιδάκι της, καὶ ἂς
ἀπέθνησκεν αὐτή. Ἂν ἦτο πάλιν διὰ θάνατον, Θεὸς νὰ τὸ φυλάῃ, τὸ παιδί της,
τότε θὰ τὸ ἔβλεπε, θ' ἀπέθαινε στὰ χέρια της, δὲν θὰ εἶχε παράπονο»81. Η
αυτοθυσία αυτή συνδυάζεται µε µια ακέραιη πίστη στο Θεό: η γυναίκα αυτή,
ελπίζοντας βαθιά στη θεία πρόνοια όχι µόνο σε αυτήν τη ζωή, αλλά και στην
επόµενη, θα είναι ευχαριστηµένη ακόµη κι αν πεθάνει το παιδί της, γιατί θα
έχει προφθάσει να σταθεί δίπλα του αρωγός και βακτηρία στις τελευταίες του
στιγµές. Όπως κάθε µάννα, έτσι και αυτή θα προτιµούσε να αναρρώσει το
παιδί της ή να δώσει τη δική της ζωή αντίτιµο για χάρη του, αλλά, εάν αυτό
δεν είναι εφικτό, τότε αρκείται στη φροντίδα που θα του προσφέρει. Καµία
αµφισβήτηση της Θείας Βούλησης, καµία προδιάθεση βλασφηµίας σε
περίπτωση θανάτου του γιου της. Μόνο εµπιστοσύνη στο Θείο Θέληµα και
κενωτική προσφορά αγάπης κατά µίµησιν του Ι. Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο
αποδέχεται πλήρως και συγκαταβατικώς ότι τον πρώτο και µοναδικό λόγο
στο ζήτηµα της ζωής και του θανάτου τον έχει ο Θεός. Η δική της συνδροµή
έρχεται δια της ελπίδας και της προσευχής µετά ταπεινώσεως82.
Όταν λοιπόν φθάνει στο γιατρό του νησιού, το πρώτο της µέληµα είναι
να τον ρωτήσει γεµάτη αγωνία για την υγεία του Σταύρου: «- Γιὰ τὸ Θεό,
γιατρέ, νά 'χῃς πολλὴ ζωίτσα... καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυµεῖς... νά
'χῃς καὶ καλὴ ψυχή... δὲν µοῦ λές, τί γίνεται ὁ γυιός µου, ὁ Σταῦρος; Εἶναι
καλά; πέθανε; ζῆ; τὸν εἶδες του λόγου σου;»83. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα
λιγοστά αυτά λόγια αναφέρει δύο φορές το όνοµα του Θεού και εύχεται
πρώτα για τη ζωή και τη σωτηρία της ψυχής του γιατρού και µετά του

80
Οι σχέσεις που έχει η γρια Σκεύω µε την κόρη της φαίνεται πως ήταν καλές, µια και απευθύνεται σε
αυτή για να τη βοηθήσει µέσω του ανδραδελφού της στο παράδοξο εγχείρηµά της. Ωστόσο, από την
πλευρά της κόρης διαφαίνεται µια αδιαφορία για την τύχη και τη ζωή του αδελφού της, προφανώς
εξαιτίας των συνεχόµενων, απέλπιδων προσπαθειών της να αποκτήσει δικό της παιδί. Στο
απόσπασµα, βέβαια, και η µητέρα δείχνει να βάζει σε δεύτερη µοίρα τον καηµό και τις προσπάθειες
της κόρης της ρίχνοντας όλο το ενδιαφέρον της στην αναζήτηση του γιού της. ∆ικαιολογείται όµως,
λόγω των εξαιρετικών, δυσµενών περιστάσεων και του πραγµατικού κινδύνου που διατρέχει η ζωή του
Σταύρου. Επίσης, είναι εµφανής η πεποίθησή της ότι: «µόνον ἂν εἶναι θέληµα Θεοῦ, θ' ἀποκτήσῃ
κληρονόµον» ( Τ.Β’, σ.577, στ.23-24) κάτι που η ίδια η κόρη φαίνεται να έχει ξεχάσει µια και καταφεύγει
σε ανορθόδοξες πια µεθόδους, όπως βότανα από εµπειρικούς, για να επιτύχει την πολυπόθητη
σύλληψη.
81
Τ.Β’, σ.584, στ.25-35.
82
Για την ψυχογράφηση της Σκεύως βλ. και Κ. Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.204-211.
83
Τ.Β’, σ.597, στ.1-4.
285

απευθύνει το κυρίως ερώτηµά της. Η δε ευχή της µετά τα καλά νέα µοιάζει µε
ευλογία: «- Ν' ἁγιάσῃ τὸ στόµα σου, γιατρέ, καὶ τὰ χείλη σου, ποὺ µοῦ εἶπαν
τὸν καλὸ τὸ λόγο, νὰ γίνουν µαλαµατένια, σὰν τ' Ἁι - Γιαννιοῦ τοῦ
Χρυσοστόµου»84. Η αγαθή της προαίρεση, η αυταπάρνηση, η ανυπόκριτη
αγάπη και το ενδιαφέρον της βρήκαν ανταπόκριση και αυτό της χαρίζει
περισσή ευτυχία. Είναι βέβαιη ότι τα καλά νέα που άκουσε από το γιατρό
οφείλονται στις προσευχές της προς την Παναγία, οι οποίες εισακούσθηκαν.
Εξοµολογείται µάλιστα µε αγαθότητα στο γιατρό ότι η Μεγαλόχαρη δεν της
αποκάλυψε αµέσως τα νέα του Σταύρου λόγω της αµαρτωλότητάς της, αλλά
τη φώτισε να µεταµφιεσθεί σε βαρδιάνο85. Με τα λόγια αυτά επιβεβαιώνεται
για άλλη µια φορά όχι µόνο η πίστη της, αλλά και η ταπείνωσή της.
Αναγνωρίζει πως, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτή είναι µια αµαρτωλή
γυναίκα που επιζητεί το έλεος του Θεού και της Παναγίας και για αυτό δέχεται
µε χαρά την όποια βοήθειά της.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παραµονής της στον Τσουγκριά, έγινε
θεατής τόσης δυστυχίας, πόνου και θανάτου, που άρχισε να αµφισβητεί το
νόηµα της υπερβάλλουσας φιλοστοργίας της: «Καὶ ἡ καρδία της εἶχε κοπῆ
µέσα εἰς τὸ στῆθός της νὰ βλέπῃ ὀφθαλµοφανῶς τὴν µαταιότητα, καὶ ἔλεγεν
ὅτι µάταιοι ἦσαν καὶ οἱ κόποι της καὶ ἡ φιλοστοργία της µαταία. Τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ
τοῦ υἱοῦ της ἐνώπιον τοῦ Ἀπείρου, ἐνώπιον τοῦ Ἀιδίου; Καὶ τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ ἡ
ἰδική της;»86. Η σκέψη αυτή της, αγράµµατης κατά τα άλλα, γυναίκας εστιάζει
σε ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήµατα της Θεολογίας. Άλλος στη θέση της
ίσως άρχιζε να αµφιβάλλει για την ύπαρξη του Θεού ή, τουλάχιστον, για την
πρόνοιά Του απέναντι στις ανθρώπινες ανάγκες. Όµως, για τη γρια- Σκεύω,
η αληθινή και συνάµα τραγική διαπίστωση της µαταιότητας του κόσµου και
της ανθρώπινης ζωής επιβεβαιώνει το µεγαλείο του Θεού, που µέσω του
Υιού του προσέφερε τη λύτρωση από όλα αυτά τα µάταια και τα πρόσκαιρα
της ένσαρκης ζώης µας. Αν και απλοϊκή γυναίκα, προσεγγίζει τον πατερικό
τρόπο σκέψης, ο οποίος βλέπει κάθε δυσκολία ως µια δοκιµασία που σκοπό
έχει να επαναφέρει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό δια της υποµονής και της
απόλυτης εµπιστοσύνης στην Πρόνοιά Του. Αποτέλεσµα αυτού του τρόπου
σκέψης ήταν η περιπέτειά της να δυναµώσει την ήδη ισχυρή πίστη της. Για
αυτό όχι µόνο διατηρεί το πνεύµα της προσφοράς και της αυτοθυσίας, αλλά
το επεκτείνει και πέρα από το παιδί της: «Ἀλλ' αὐτὴ ἐπρόσφερε τὴν ζωήν της
ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἂν ἐπερίσσευε θὰ τὴν ἐπρόσφερεν ἐπίσης καὶ
ὑπὲρ τῆς ζωῆς ἄλλων ἀνθρωπίνων πλασµάτων»87.
Ως ανταµοιβή για αυτή τη, γεµάτη αυταπάρνηση, στάση ζωής ο Θεός
της προσέφερε αυτό που επιθυµούσε περισσότερο απ’ όλα: την υγεία του
γιου της. Το εκτενές διήγηµα κλείνει µε το πλούσιο γεύµα, ένα γεύµα χαράς

84
Τ.Β’, σ.597, στ.12-14.
85
Βλ. Τ.Β’, σ.598, στ.2-7.
86
Τ.Β’, σ.616, στ.6-9.
87
Τ.Β’, σ.616, στ.9-12. Εφαρµόζει έτσι τα λόγια του Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω µου ἀκολουθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω µοι», Μκ.8,34.
286

και ευχαριστίας που έκαναν µαζί µε τον πατέρα Νικόδηµο, το βοσκό


Αγκόρτζα και το γιατρό Βούντ και την επιστροφή τους στην πατρίδα.

Λόγω της υψηλής θνησιµότητας των µικρών παιδιών την εποχή εκείνη,
πολλοί πιστοί γονείς έκαναν τάµα στο Χριστό ή σε κάποιο Άγιο/Αγία
προκειµένου να βοηθήσει το παιδί τους να ξεπεράσει µια σοβαρή ασθένεια.
Αυτό έκανε και ο αγαθός ιερέας παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος µαζί µε την
πρεσβυτέρα του, όταν κινδύνεψε η ζωή του τελευταίου παιδιού και µοναδικού
αγοριού τους την περίοδο των Χριστουγέννων. Το τάµα τους ήταν, εάν
γλίτωνε το στερνοπαίδι τους, να πάνε στην περιοχή του Κάστρου σε µια
εκκλησία που ήταν αφιερωµένη στη Γέννηση του Χριστού και να τη
λειτουργήσουν. Λόγω της δυσβατότητάς της η ακατοίκητη πλέον αυτή
περιοχή δεν ήταν εύκολα προσβάσιµη το χειµώνα και γι’ αυτό η εν λόγω
εκκλησία είχε µείνει τα τελευταία χρόνια αλειτούργητη. Αυτό το γεγονός ίσως
να είχε υπόψη του ο καλός ιερέας και για αυτό επέλεξε να κάνει το
συγκεκριµένο τάµα θέλοντας να προσφέρει την ελάχιστη δυνατή θυσία για να
ευχαριστήσει το Χριστό για τη σωτηρία του παιδιού του. Είναι µάλιστα
χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στο µαστρο-Πανάγο, όταν ο
τελευταίος εξέφρασε το φόβο του για τους κινδύνους ενός ταξιδιού στο
Κάστρο: «Μὰ ὅπου εἶναι µία µερικὴ προαίρεσις καλή, κ' ἔχει κανεὶς καὶ χρέος
νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλµη ἀκόµα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς
ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ,
καὶ µὲ χίλια ἐµπόδια... Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ µὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ µὲ
θαῦµα ἀκόµα, τί νοµίζεις, Πανάγο;...»88.
Οι δύο γονείς ,συνοδευόµενοι από πιστούς συγχωριανούς τους και µε
κίνδυνο της ζωής τους, κατάφεραν µε τη βοήθεια του Θεού να φτάσουν στο
Κάστρο και να λειτουργήσουν την εκκλησία του Χριστού εκπληρώνοντας την
υπόσχεσή τους. Με αυτόν τον τρόπο, εξέφρασαν έµπρακτα την ευγνωµοσύνη
τους για τη σωτηρία του παιδιού τους και δέχθηκαν πλουσιοπάροχα την
ευλογία του Χριστού περνώντας τα πιο ευλογηµένα και συνάµα µεγαλοπρεπή
Χριστούγεννα .

Αν η ανησυχία της µητέρας για τον/ τους γιούς της που ταξιδεύουν
είναι µεγάλη, ο πόνος της όταν χάσει έστω και έναν είναι αβάσταχτος. Στη
«Μαυροµαντηλού» αναφέρεται ο µύθος του οµώνυµου βράχου που διηγείται
τον απερίγραπτο πόνο της µητέρας που έχασε και τους επτά της γιους στο
αγριεµένο πέλαγος και µεταµορφώθηκε σε σκόπελο µην αντέχοντας της
δυστυχία αυτή. Είναι δε αξιοσηµείωτο ότι ο βράχος αυτός παρουσιάζει
ανθρώπινα συναισθήµατα, όπως χαιρεκακία κάθε φορά που ένας ακόµη
άνθρωπος πνιγόταν 89ή τρυφερότητα, όταν δέχεται τους ασπασµούς και τις

88
«Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», Τ.Β’,σ.277, στ.22-27.
89
Βλ. Τ.Β’, σ.160, στ.1-4.
287

περιπτύξεις του Γιαννιού90. Συµβολίζει την καρδιά της µητέρας που ακόµη και
αν µεταµορφωθεί σε κάτι άψυχο δεν παύει να χτυπά .

Η απώλεια ενός παιδιού είναι πάντοτε επώδυνη για τους γονείς. Όταν
όµως ένας γονιός έχει χάσει ήδη δύο παιδιά και κινδυνεύει να χάσει και το
τελευταίο που έχει επιζήσει, τότε βιώνει µια δραµατική κατάσταση που είναι
σχεδόν αδύνατον να συλλάβει ο µέσος νους. Αυτή τη φοβερή αγωνία, τον
πόνο και τον απερίγραπτο φόβο αισθάνεται στην πιο µεγάλη του ένταση η
Θοδωριά, αυτή η προώρως «γηράσασα» µητέρα στον «Πολιτισµόν εἰς το
χωρίον». Έχοντας ήδη χάσει σε τρυφερή ηλικία ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι
λόγω ασθένειας, έχει εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στο τελευταίο
εναποµείναν παιδί της, τον Ελευθέρη. Το δράµα της µητέρας αυτής, που
υπεραγαπούσε το παιδί της, αλλά δεν µπορούσε ούτε να το µεγαλώσει,
συνοψίζεται στη φράση: «οὔτε νὰ τὸν θρέψῃ ἦτο ἱκανὴ οὔτε νὰ τὸν "ἀποκόψη"
ἠδύνατο»91. Ενώ αδυνατούσε να το «θρέψῃ» µε το λιγοστό γάλα της, δεν
έβρισκε τη δύναµη να σταµατήσει να θηλάζει, παρόλο που το παιδί είχει γίνει
ήδη τεσσάρων ετών. Ο παρατεταµένος αυτός θηλασµός φανερώνει την
απέλπιδα προσπάθειά της να βοηθήσει το παιδί της να µεγαλώσει.
∆υστυχώς, και αυτό το παιδί αρρώστησε βαριά βυθίζοντας τη µητέρα του
στην αγωνία, διότι τα συµπτώµατα της ασθένειας ήταν παρόµοια µε των δυο
προηγούµενων παιδιών.
Παρ’ όλα αυτά, ο σύζυγος της µπάρµπα- Στέργιος δε φαίνεται να
συµµερίζεται τον πόνο της γυναίκας του. Απεναντίας, τον παρακολουθούµε
να κοιµάται σχεδόν αµέριµνος και να ενοχλείται από τις παραινέσεις της
Θοδωριάς να σηκωθεί και να πάει να φωνάξει το γιατρό. Παραδοµένος στη
ψεύτικη ηδονή του ύπνου (ύπνου διπλού: σωµατικού και πνευµατικού) και
στη ραθυµία, δε δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στο άρρωστο παιδί του.
Κρατώντας εν υπνώσει το πατρικό αίσθηµα και τη συζυγική αγάπη που θα
συντελούσαν στην εγρήγορση και, ενδεχοµένως, στη σωτηρία του παιδιού
του, ευαισθητοποιείται µόνο όταν η γυναίκα του επαναφέρει στην µνήµη του
τα δυο ήδη νεκρά παιδιά τους και τον κίνδυνο να έχει και αυτό την ίδια
κατάληξη. Ακολουθεί µια ιδιόµορφη συνοµωσία της φύσης (περασµένη ώρα,
σχεδόν µεσάνυχτα, και σφοδρή χιονόπτωση) και των ανθρώπων
(χαρτοπαίκτες και οινοπότες που παρασύρουν τον ήδη ράθυµο και επιρρεπή
στα πάθη µπάρµπα-Στέργιο, βαρύθυµος γιατρός) ενάντια στο άρρωστο παιδί
και τη δυστυχισµένη µητέρα του. Οι ώρες της αναµονής του γιατρού µετά του
συζύγου περιγράφονται δραµατικές: κάθε σπινθηρισµός του δαυλού και του
κανδηλιού εξάπτει το φόβο και την ψυχική της αγωνία. Ο πένθιµος και
συνάµα προφητικός σπινθηρισµός του κανδηλιού παροµοιάζεται µε τον
αποχωρισµό της ψυχής από το σώµα. Ταυτόχρονα όµως µπορούµε να τον
συσχετίσουµε µε την ελπίδα της ταλαιπωρηµένης µητέρας που αγωνίζεται να

90
Βλ. Τ.Β’, σ.166, στ.6-11.
91
Τ.Β’, σ. 237, στ.9-10.
288

παραµείνει ζωντανή παρά τις συνεχείς αντίξοες καταστάσεις. Η ελπίδα της


αυτή φαίνεται από τις επόµενες κινήσεις της: «Ἔρριψεν ἔλαιον εἰς τὸ
κανδήλιον, τὸ ἀνεβίβασε πάλιν, ἔκαµε τρεῖς σταυροὺς ἐµπρὸς εἰς τὰ
εἰκονίσµατα τῶν Ἁγίων, κ' ἐπεκαλέσθη τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας»92.
Ωστόσο, οι προσδοκίες της διαψεύδονται µε τον πιο οικτρό τρόπο. Τα
ξηµερώµατα το τελευταίο της παιδί πεθαίνει. Ο µικρός Ελευθέρης πήγε να
συναντήσει τα άλλα δύο αδελφάκια του αφήνοντας την τραγική µητέρα του
άτεκνη και ανείπωτα δυστυχισµένη. Ο δε αξιόµεπτος πατέρας υφίσταται
διπλή παιδαγωγία: ταπεινώνεται, γιατί αναγκάζεται να πουλήσει τα ελάχιστα
κοσµήµατα και ρούχα της συζύγου του στον κυρ-Αργυρό δεχόµενος την
υποκριτική κριτική του, και υφίσταται εσωτερική συντριβή, αφού οι τύψεις που
τον βαρύνουν όσον αφορά την προσωπική του ευθύνη για το θάνατο του
παιδιού του είναι εµφανείς στη συµπεριφορά του.
Πώς µπορεί κανείς να παρηγορήσει τη µητέρα αυτή; Μόνο µε µια
πνευµατική θεώρηση του κόσµου και της ζωής93 δύναται να γαληνέψει η
πονεµένη ψυχή της. Πράγµατι, στην περίπτωση της γυναίκας αυτής
επιβεβαιώνονται τα λόγια «ὅν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει. µαστιγοῖ δὲ πάντα
υἱὸν ὅν παραδέχεται »94 . Ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής προσθέτει µάλιστα
πως, όταν κάποιος άνθρωπος παιδαγωγείται µε θλίψεις, γίνεται µέτοχος της
παιδαγωγίας που υπέστησαν οι άγιοι και, εποµένως, και της επακόλουθης
δόξας την οποία αξιώθηκαν95.
Ο µόνος τελικά τρόπος για να ξεπεράσει τη φοβερή οδύνη είναι να
ακολουθήσει τη δύσβατη ατραπό της υποµονής που συστήνει ο Μακάριος ο
Αιγύπτιος: «Τῷ βουλοµένῳ µιµητὴ οὖν γενέσθαι Χριστοῦ, ἵνα καὶ αὐτῷ
γένοιτο υἱῷ Θεοῦ προσαγορευθῆναι, γεννηθέντι ἐκ Πνεύµατος, πρὸ τῶν
ἄλλων προσήκει τᾶς ἀπαντώσας θλίψεις, ἤτοι σωµατικάς νόσους ἢ τᾶς ἐξ
ἀνθρώπων ὕβρεις καὶ τὰ ὀνείδη, πρὸς δὲ καὶ τᾶς ἐκ τῶν ἀοράτων ἐπιβουλᾶς,
εὐψύχως καὶ καρτερικῶς ὑποφέρειν. Κατ’ οἰκονοµίαν γὰρ Θεοῦ τὸ δοκίµιον
ταῖς ψυχαῖς τῶν διαφόρων παραχωρεῖται θλίψεων, ἴνα φανεραί γένοιντο
πάντως αἱ γνησίως ἀγαπῶσαι τὸν Κύριον. (…) τὰ ἐπιφερόµενα σοὶ πάντα, ὡς
ἀγαθὰ πρόσδεξαι, εἰδώς, ὅτι ἄτερ Θεοῦ οὐδὲν γίνεται. Τῆς ὑποµονῆς τοίνυν
καὶ τῆς ἐλπίδος πρὸ παντὸς ἄλλου ψυχὴ τὴ εὐαρεστῆσαι Θεῷ βουλοµένη
ἀντιληπτέον. (…) Ὥστε καὶ οἱ πειρασµοὶ καὶ αἱ θλίψεις κατὰ τὸ λυσιτελὲς
ἐπάγονται τῷ ἀνθρώπῳ, δοκιµωτέραν οὕτω καὶ στερροτέραν ἐργαζόµεναι τὴν
ψυχήν»96. Πράγµατι, η υποµονή σε συνδυασµό µε την ελπίδα ότι τα αγαθά

92
Τ.Β’, σ.250, στ.34-35 και 251, στ.1.
93
Αυτή την πνευµατική θεώρηση της ζωής και του θανάτου αναλύει πολύ ωραία ο Άγιος Μάξιµος ο
Οµολογητής: «Τὸ πέρας τῆς παρούσης ζωῆς οὐ δίκαιον οἶµαι θάνατον ὀνοµάζειν, ἀλλὰ θανάτου
ἀπαλλαγὴν καὶ φθορᾶς χωρισµὸν καὶ δουλείας ἑλευθερίαν καὶ ταραχῆς παῦλαν καὶ πολέµων ἀναίρεσιν
καὶ σκότους ὑποχώρησιν καὶ πόνων ἄνεσιν (…)», «Περί θεολογίας κεφαλαίων έκατοντάς έβδόµη»,
Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.181, Νο.ος’.
94
Μαξίµου του Οµολογητού: «Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.95,
Νο.κβ’ και Παροιµ. γ’, 12.
95
Σε άλλο µάλιστα σηµείο δίνει τη σωστή θεώρηση του θανάτου, ως µέσου κατάργησης της αµαρτίας,
βλ. «Περί θεολογίας κεφαλαίων έκατοντάς έκτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.148, Νο.θ’.
96
«Εἰς τοῦς Ν’ λόγους τοῦ ἀγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ. Γ’, σ.224, Νο.ρκθ’ και σ.225, Νο.ρλ’.
289

που στερήθηκε σε αυτή τη ζωή, µε αποκορύφωµα τα τρία της παιδιά, θα της


δοθούν πολλαπλάσια στην µετά θάνατον ζωή είναι ίσως η µόνη που µπορεί
να της δώσει δύναµη για να αντέξει τη επώδυνη αυτή δοκιµασία. Γιατί, όπως
τα παιδιά της θα ζητήσουν από το Θεό να τους χαρίσει τα αγαθά που
στερήθηκαν στην εγκόσµια ζωή, έτσι και η Θοδωριά θα µπορεί να ζητήσει τη
χαρά της συναναστροφής µαζί τους και είναι βέβαιο ότι ο φιλεύσπλαχνος
Θεός θα της την προσφέρει.

Την απώλεια δύο βρεφών πραγµατεύεται και το διήγηµα «ἡ


Συντέκνισσα». Η νεαρή µητέρα του διηγήµατος, η οποία είναι σύζυγος
βοσκού και µένει στο βουνό, βιώνει την τραγική εµπειρία του να χάσει δύο
παιδιά λίγες ηµέρες µετά τη γέννησή τους. Το πρώτο της παιδί, ένα κοριτσάκι,
«εἶχε ζήσει ὀλίγας ἡµέρας, καὶ εἶχεν ἀποθάνει»97. Για αυτό η αγωνία της για
την επιβίωση του δεύτερου παιδιού της, το οποίο ήρθε δύο χρόνια µετά και
ήταν αγοράκι, είναι διπλή. Για τη γιαγιά όµως του παιδιού ακόµη πιο
σηµαντικό είναι να προλάβει να βαπτισθεί το παιδί, επειδή το προηγούµενο
αεροβαπτίσθηκε µεν αλλά ο ιερέας θεώρησε ότι δε βαπτίσθηκε σωστά. Για
αυτό το κοριτσάκι στερήθηκε τη χριστιανική ταφή.
Το αγοράκι στο θέµα αυτό στάθηκε πιο τυχερό: όχι µόνο βαπτίσθηκε
από τον ιερέα, αλλά και κοινώνησε αµέσως µετά. Ωστόσο, ο θρήνος της
µητέρας είναι διττός, αφού πρόκειται για το δεύτερο παιδί που χάνει τόσο
πρόωρα. Η εικόνα της, αν και παρουσιάζεται µέσα σε δύο µόνο σειρές, µας
θλίβει βαθιά και µας προβληµατίζει: «µία λεχώνα, µήτηρ ποιµενὶς ἔκλαιε τὸ
ἀγοράκι της, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε προφθάσει νὰ θηλάσῃ98». Στη συνέχεια
τονίζονται τα λόγια της εξόδιου ακολουθίας των νηπίων: «οὐδέν ἐστι µητρὸς
ἀθλιώτερον...»99. Η δε σχετική απορία του µικρού γιου του ιερέα υποδηλώνει
το βάθος του πόνου της µητέρας. Όπως σε αυτήν πέφτει το κύριο βάρος της
κυοφορίας και του θηλασµού του βρέφους, ώστε να γεννηθεί και να
µεγαλώσει σωστά, έτσι αυτή είναι που βιώνει βαθύτερα και εντονότερα την
τραγικότητα της πρόωρης απώλειάς του. Γι’ αυτό και το τροπάριο του
Ασπασµού επισηµαίνει: «βρέφος ἄωρον, ἐκ µητρικῶν ἀγκαλῶν, ὥσπερ
στρουθίον ἐπέτασας... Ὦ τέκνον, τίς ποτε µὴ στενάξει βλέπων σου τὸ
πρόσωπον εὐµάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!..."»100.
Στο σηµείο αυτό θα θέλαµε να κάνουµε την ακόλουθη επισήµανση: στο
διήγηµα αυτό -σε αντίθεση µε τον «Πολιτισµόν εἰς το χωρίον», όπου ως αιτία
του θανάτου του µικρού Ελευθέρη αναφέρεται η αδιαφορία και η αναλγησία
των εµπλεκοµένων καθώς και η σφοδρή χιονόπτωση- η αιτία της ύπαρξης
του θανάτου αναζητείται στο πραγµατικό βάθος της. αποδίδεται στο
προπατορικό αµάρτηµα, που εισήγαγε το θάνατο στους ανθρώπους: «Ἄλγος
τῷ Ἀδὰµ ἐχρηµάτισεν ἡ τοῦ ξύλου ἀπόγευσις πάλαι ἐν Ἐδέµ... δι' αὐτοῦ γὰρ

97
Τ.Γ’, σ.584, στ.19.
98
Τ.Γ’, σ.590, στ.1-2.
99
Τ.Γ’, σ.590, στ.7.
100
Τ.Γ’, σ.590, στ.13- 15.
290

εἰσῆλθεν ὁ θάνατος, παγγενῆ κατεσθίων τὸν ἄνθρωπον...»101. Έχουµε δηλαδή


µια πνευµατική πλέον εξήγηση που δίδεται µέσα από τα τροπάρια της
εξόδιου Ακολουθίας και την οποία αναλύει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής:
«Τὸν Ἀδὰµ κάτ΄ἀρχὰς ἡ ἁµαρτία δελεάσασα, πρὸς παράβασιν τῆς θείας
παρέπεισεν ἐλθεῖν ἐντολῆς, κάθ΄ ἥν τὴν ἡδονὴν ὑποστήσασα καὶ ἑαυτὴν διὰ
τῆς ἡδονῆς ἐν αὐτῷ καθηλώσασα τῷ πυθµένι τῆς φύσεως τὸν θάνατον τῆς
ὅλης κατέκρινε φύσεως, ὠθοῦσα πρὸς ἀπογένεσιν κατὰ τὸν θάνατον
δί΄ἀνθρώπου τὴν φύσιν τῶν γεγονότων. Τοῦτο γὰρ καὶ µεµηχάνητο τῷ σπορεῖ
τῆς ἁµαρτίας καὶ πατρὶ τῆς κακίας πονηρῷ διαβόλῳ , τῷ ἑαυτὸν µὲ ἐξ
ὑπερηφανίας τῆς θείας ἐξοικήσαντι δόξης, διὰ φθόνον δὲ τὸν τὲ πρὸς ἠµᾶς καὶ
τὸν Θεόν, τοῦ Παραδείσου τὸν Ἀδὰµ ἐξοικήσαντι, ἀφανίσαι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ
καὶ διαλύσαι τὰ συνεστῶτα πρὸς γένεσιν»102. Πέρα όµως από την αιτία του
κακού τονίζει και την αποκατάσταση που επήλθε µε το σωτήριο θάνατο του
Ιησού Χριστού103. Αυτή η ελπίδα αποτελεί και ένα είδος παρηγοριάς για την
οικογένεια του βρέφους, η οποία προσπαθεί να αποδεχθεί το γεγονός,
έχοντας την ικανοποίηση ότι το παιδί βαπτίσθηκε, αξιώθηκε των αχράντων
µυστηρίων και, ως αναµάρτητο, βρίσκεται πλέον «µέ τά τσαρουχάκια τοῦ»
στον Παράδεισο απολαµβάνοντας τα ουράνια αγαθά.

Πολλές φορές µια µητέρα µπορεί να υποφέρει και να στεναχωριέται,


όχι για κάποιο παιδί της που είναι άρρωστο σωµατικά ή που έχει πεθάνει,
αλλά για κάποιο παιδί που είναι ψυχικά άρρωστο, όπως στην περίπτωση της
γριάς Ουρανιάς στο διήγηµα «Γιὰ τὴν περηφάνια». Ο γιος της Νίκος
αρρώστησε βαριά λογω µιας σοβαρής ερωτικής απογοήτευσης. Η περίπτωσή
του µας θυµίζει έως ένα βαθµό τη Μαρίνα στη «Μετανάστιδα». Παρόλο που ο
Νίκος δεν έχασε τη µάχη µε τη ζωή, δεν µπόρεσε να ανακάµψει ψυχικά:
«∆ιότι τὸ σῶµα ἰάθη, ἡ δὲ ἰδέα µετεβλήθη εἰς νόσον ἀνίατον»104. Ο ίδιος
επιθυµούσε να έχει πεθάνει, κάτι που αποτελεί στοιχείο παραίτησης από τη
ζωή. Συνεπώς, η ψυχική του ασθένεια τον οδηγεί σε πράξεις και
συµπεριφορές ανάρµοστες και επικίνδυνες. Μια από αυτές είναι η
ολοκληρωτική παράδοσή του στο πάθος της λύπης που τον οδηγεί µε τη
σειρά του στο πάθος της µέθης. Σπανιότατα είναι νηφάλιος, αφού πίνει εκ
πρωίας. Η εξάρτησή του αυτή, την οποία ο ίδιος βλέπει ως µέσο
αντιµετώπισης του πόνου για την απώλεια της αγαπηµένης του, τον οδηγεί σε
κατάσταση σωµατικής και πνευµατικής αυτοκαταστροφής. Έως το βράδυ
φθάνει σε τέτοια κατάσταση µέθης, ώστε αποκοιµιέται συχνά στην παραλία
έχοντας το µισό του σώµα στο νερό και θέτοντας µε αυτόν τον τρόπο εκ νέου
σε κίνδυνο την υγεία του.
101
Τ.Γ’, σ.590, στ.22-24.
102
Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς ἕκτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.157, Νο.µζ’.
103 .
«∆εξάµενος ὁ Ἀδὰµ ὁµοῦ τοῦ τῆς ζωῆς ξύλου καὶ τοῦ παραδείσου καὶ τοῦ Θεοῦ ἐξόριστος γίνεται ᾧ
.
ἐπηκολούθησεν ἐξ ἀνάγκης καὶ ὁ τοῦ σώµατος θάνατος. Ζωὴ δὲ κυρίως ἐστὶν ὁ εἰπών ἐγὼ εἰµι ἡ ζωή.
Οὗτος ἐν τῷ θανάτῳ γινόµενος, τὸν νεκρωθέντα πάλιν εἰς τὴν ζωὴν ἐπανήγαγεν», Μαξίµου
Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα», Φιλοκαλία,Τ.Β΄,σ.27, Νο. Ϟγ’.
104
Τ.Γ’, σ.210, στ.3-4.
291

Βλέποντας η µητέρα του το αγαπηµένο της παιδί σε µια τέτοια θλιβερή


και συνάµα νοσηρή κατάσταση, υποφέρει το ίδιο µε αυτό, αν όχι
περισσότερο. Το κατάντηµά του της σχίζει την καρδιά και δεν την αφήνει
στιγµή σε ησυχία. Ως αποτέλεσµα, αν και είναι εξήντα ετών, βγαίνει µέσα στη
νύχτα ψάχνοντάς τον και, όταν τον βρίσκει λιπόθυµο και παγωµένο στην
παραλία, αφήνει τον πόνο της να ξεσπάσει απευθύνοντάς του µύριες
νουθεσίες: «Θὰ πουντιάσῃς, παιδί µου. ∆ὲν ξέρεις νὰ 'ρθῇς στὸ σπίτι νὰ
κοιµηθῇς; Πῶς ἔγινες ἔτσι!... κ' ἐξεχώρισες ἀπὸ τὸν κόσµο... Καὶ δὲν ἔχω
πρόσωπο... καὶ µ' ἄφησες παραπονεµένη, ντροπιασµένη, σὰν νὰ ἔκαµα
καµµιὰν ποµπή. Μάγια σοῦ 'χουν καµωµένα... ποὺ νὰ ὄψωνται ἐν ἡµέρᾳ
κρίσεως!... Μάννα εἶµ' ἐγώ; Τί βύζαινα ἐγώ; τί κοίµιζα; Τι µέρωνα;(…) - Σήκω,
παιδί µου, νά 'ρθῇς στὸ σπίτι... νὰ σ' κάµω ἕνα ζεστὸ νὰ πιῇς γιατὶ κρύωσες...
νὰ ἡσυχάσῃς λιγάκι στὸ στρῶµα... Καὶ µὴν τὸ ξανακάµῃς πλιά... νὰ πατήσῃς
τὸν πειρασµό... Σαρανταλείτουργο θὰ κάµω νὰ χαλάσω τὰ µάγια... Γιατί µὲ
φαρµακώνεις;... Ἄ! αὐτὸ εἶναι µεγάλος καηµός»105.
Στα λόγια αυτά της µητέρας σκιαγραφείται γλαφυρά όλος ο πόνος και ο
καηµός της για τη δυστυχία που βιώνει το παιδί της. Θεωρεί µάλιστα ότι ο
θλιβερός αυτός ξεπεσµός του γιου της οφείλεται σε µάγια, για αυτό και
εύχεται την τιµωρία των υπευθύνων κατά την ηµέρα της κρίσεως106. Ως χείρα
βοηθείας αποφασίζει να κάνει και σαρανταλείτουργο107, επικαλούµενη έτσι και
τη βοήθεια του Θεού στο δύσκολο αγώνα της. Άλλωστε, στην κατάσταση που
έχει περιέλθει ο Νίκος µόνο ο Θεός µπορεί να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Για
να συµβεί όµως αυτό, όπως επισηµαίνει η δυστυχής µητέρα, πρέπει και ο
ίδιος να λάβει τη γενναία απόφαση να πατήσει τον πειρασµό της λύπης και
της ακηδίας στον οποίο έχει υποπέσει108. Πράγµατι, η ψυχική κατάσταση της
απογνώσεως στην οποία βρίσκεται ο Νίκος λόγω της λύπης περιγράφεται
αναλυτικά από τον Άγιο Κασσιανό το Ρωµαίο: «Καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ
σωτηριώδη βουλεύµατα τῆς ψυχῆς ἡ λύπη συγχέασα, καὶ τὴν εὐτονίαν αὐτῆς
καὶ καρτερίαν παραλύσασα, ὡς ἄφρονα ταύτην καὶ παραπλῆγα ἀπεργάζεται,
τῷ τῆς ἀπογνώσεως ἐνδήσασα λογισµῷ . (…) Ὥσπερ γὰρ σὴς ἱµάτιον καὶ
σκώληξ ξύλον, οὕτως ἡ λύπη τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν κατεσθίει. ἐκκλίνειν
πείθουσα πᾶσαν ἀγαθὴν συντυχὶαν καὶ οὐδὲ παρὰ τῶν γνησίων φίλων λόγον
συµβουλίας δέχεσθαι συγχωροῦσα109, οὐδὲ χρηστὴν ἀπόκρισιν ἢ εἰρηνικὴν
ἐπιτρέπουσα τούτοις µεταδιδόναι. ἀλλὰ πᾶσαν τὴν ψυχὴν περιλαβοῦσα,
πικρίας αὐτὴν καὶ ἀκηδίας πληροῖ . Καὶ λοιπὸν ὑποβάλλει αὐτῇ φεύγειν τοὺς

105
Τ.Γ’, σ.211, στ.29-32 και σ.212, στ.1-20.
106
Είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι η µητέρα αυτή δεν αφήνει την υποψία της ότι ίσως το παιδί της έχει
πέσει θύµα µαγείας να την οδηγήσει στην ίδια πρακτική. Αντιθέτως, αφήνει, ως οφείλει, τον τελευταίο
λόγο στο Θεό. Ο πόνος της, εποµένως, δεν την οδηγεί στην αυτονόµηση της από το Θεό, αλλά στην
αναγνώριση και επίκληση της θείας ∆ικαιοσύνης.
107
Σύµφωνα µε την παράδοση της εκκλησίας µας το σαρανταλείτουργο βοηθά σε περιπτώσεις µαγείας.
108
Το σκεπτικό της µητέρας ερµηνεύει ο Α. Κεσελόπουλος: «Στο σηµείο αυτό προβάλλεται πάλι η
ορθόδοξη άποψη, όπου η σωτηρία είναι καρπός της συνεργίας της Χάριτος του Θεού και της ελευθερίας
του ανθρώπου…», Η λειτουργική παράδοση στον Παπαδιαµάντη, ο.π., σ.215.
109
Όπως εδώ τις συµβουλές που του δίνει ο παπα- ∆ηµήτρης (βλ. Τ.Γ’, σ.207) και ο θείος του γερο-
Γιαννιός (βλ. Τ.Γ’, σ.210 και 213).
292

ἀνθρώπους ὡς αἰτίους αὐτῇ ταραχῆς γενοµένους. Καὶ οὐ συγχωρεῖ αὐτῇ


ἐπιγνῶναι, ὅτι οὐκ ἔξωθεν, ἀλλ’ ἔνδον ἔχει ἐναποκειµένην τὴν νόσον» 110.
Πράγµατι, παρατηρούµε ότι ο Νίκος, ενώ έχει καλή διάθεση και δεν
έχει χάσει την πίστη του στο Θεό, -όπως φανερώνουν οι συχνές
διανυκτερεύσεις του, σε κατάσταση µέθης όµως111, έξω από το νάρθηκα της
εκκλησίας του Αγίου Νικολάου- δεν µπορεί να ξεφύγει από τη θλίψη που έχει
φωλιάσει στη ψυχή του. Συνεπώς, καθίσταται τυφλός και κουφός απέναντι
στις συµβουλές των ανθρώπων που τον συµπονούν και θέλουν πραγµατικά
να τον βοηθήσουν. Μοιάζει να µην έχει συνειδητοποιήσει το βάθος του
προβλήµατός του και µιλάει απότοµα στη µητέρα του, παρά την «βαθεῖαν
συγκίνησιν» που αισθάνεται όταν ακούει τις πονεµένες κουβέντες της. Από
την άλλη δεν «ἐνόει τίποτε» από τα σοφά λόγια του θείου του. Έχει φίλους
µόνο για το ποτό και, όταν µεθάει, καταλήγει µόνος και εγκαταλελειµένος,
όπως ακριβώς αισθάνεται. Η φράση «ἐκοιµᾶτο ὕπνον διπλοῦν»112 φανερώνει
τη σωµατική και πνευµατική ακηδία στην οποία έχει υποπέσει. Ο µόνος
τρόπος για να ξεφύγει από αυτά τα πάθη είναι η δική του αποφασιστικότητα
σε συνδυασµό µε την επίκληση της Θείας αρωγής δια της προσευχής και της
ελπίδας σε Εκείνον. Προς την κατεύθυνση αυτή θα τον βοηθούσαν άλλωστε
και οι άνθρωποι που τον αγαπούν. η µητέρα, ο γερο- Γιαννιός, ίσως και
κάποιοι λιγοστοί φίλοι που όµως δεν αναφέρονται113. Εως το τέλος όµως του
διηγήµατος φαίνεται ότι ο Νίκος δεν επιθυµεί ή δεν είναι έτοιµος ακόµη να
αναλάβει την απαραίτητη πρωτοβουλία για να νικήσει τα πάθη του.
Πώς λοιπόν αυτή η µητέρα να µην πονάει για το παιδί της; Το µαρτύριό
της είναι τόσο µεγάλο ώστε πλησιάζει εκείνο όσων µητέρων έχουν χάσει τα
παιδιά τους. Γιατί και η µητέρα αυτή έχει ‘’χάσει’’ πλέον το γιο που κάποτε
είχε και προσπαθεί να περισώσει ό,τι έχει αποµείνει από τον παλιό του εαυτό
ελπίζοντας στη βοήθεια του Θεού και σε ένα θαύµα που θα τον συνεφέρει. Ο
πόνος µάλιστα αυτής της µητέρας είναι συνεχής και αδιάλειπτος, αφού βλέπει
σε καθηµερινή βάση το γιο της να λιώνει κυριολεκτικά από το ποτό και να
κινδυνεύει όχι µόνο σωµατικά και πνευµατικά, αλλά και οικονοµικά από τους
τοκογλύφους. Το µόνο λοιπόν που της µένει είναι να στέκεται δίπλα του,
αρωγός και συµπαραστάτης, βακτηρία στο συνεχές ολίσθηµά του.
Αγωνίζεται µε δυσκολία πλέον να ξεπεράσει τη δική της θλίψη και απελπισία

110
«Προς Κάστορα ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.74, στ.29-32 και σ.75, στ.2-9. Παρόµοια περιγραφή
της δράσης του δαιµονίου της λύπης είδαµε και στον Αντίοχο τον Μοναχό, «Πρὸς Εὐστάθιον», PG89,
1509Β.
111
Κάτι το οποίο φανερώνει ταυτόχρονα ότι υποσυνείδητα γνωρίζει πού µπορεί να βρεί τη λύτρωση.
112
Τ.Γ’, σ. 209, στ.22.
113
Ο δύσβατος δρόµος για την έξοδο από την κατάσταση αυτή περιγράφεται αναλυτικά από τον άγιο
Κασσιανό το Ρωµαίο: «Προηγουµένως τοίνυν ἀγωνιστέον κατὰ τοῦ πνεύµατος τῆς λύπης, τοῦ
ἐµβάλλοντος τὴν ψυχὴν εἰς ἀπόγνωσιν, ὅπως ἀπελάσωµεν αὐτὸ τῆς ἡµετέρας καρδίας. (…) Ἐκείνην
.
µόνην τὴν λύπην ἀσκήσωµεν, τὴν ἐπὶ µετάνοιαν τῶν ἡµαρτηµένων, µετ’ ἐλπίδος ἀγαθῆς γινοµένην περὶ
.
ἧς ὁ Ἀπόστολος εἶπεν ὅτι ἡ κατὰ θεὸν λύπη µετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀµεταµέλητον ἐργάζεται. (…)Αὕτη δὲ
(ενν. ἡ λύπη) θεραπεύεται διὰ προσευχῆς καὶ τῆς εἰς Θεὸν ἐλπίδος καὶ µελέτης τῶν θείων λογίων καὶ τῆς
µετὰ ἀνθρώπων εὐλαβῶν διαγωγῆς», «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.75, στ.25-39 και
σ.76, στ.1-5.
293

ζητώντας τη στήριξη του θείου του Νίκου, του γερο- Γιαννιού, που έχει
αναλάβει το ρόλο του πατέρα. Ταυτόχρονα όµως επικαλείται και τη στήριξη
της θείας Πρόνοιας, η οποία φαίνεται πως είναι η µόνη που µπορεί να βγάλει
το παιδί της από το ψυχικό του τέλµα.

Παρά τη διαδεδοµένη άποψη ότι τα κορίτσια αποτελούν αβάσταχτο


βάρος για την οικογένειά τους, σε ορισµένα διηγήµατα114 οι γονείς έχουν
παραδόξως αδυναµία σε µια τουλάχιστον κόρη τους. Τις περισσότερες φορές
αιτία είναι η οµορφιά ή η καλοσύνη που επιδεικνύει η κόρη αυτή, βοηθώντας
και στηρίζοντας τους γονείς της στις καθηµερινές ασχολίες τους. Στο διήγηµα
«Μία ψυχή» αυτή η αγάπη της µητέρας προς την κόρη ξεχωρίζει. Η
δεκατετραετής Αγγελικούλα του διηγήµατος ήταν ένα πραγµατικό διαµάντι:
«Ἦτο ὡραῖον, ἔξυπνον, µὲ λεπτοτάτους χαρακτῆρας, µὲ τὴν µακρὰν κόµην
καστανήν, µὲ τὴν ποδιὰν πάλλευκον, µὲ τὸ ἀνάστηµα ἀνεπτυγµένον ἤδη. Ἦτο
φιλοµαθὴς καὶ φιλεργὸς παιδίσκη, κ' ἐπρώτευεν εἰς τὰ χειροτεχνήµατα, εἰς
ὅλην τὴν "Ἑταιρείαν", ὅπου ἐφοίτα. Ἦτο φαιδρὰ καὶ καλόγνωµη καὶ πάντοτε
ἐµειδία καὶ ποτὲ δὲν παρήκουσεν εἰς τὸ θέληµα τῆς µητρός της ἢ τῆς µάµµης
της·…»115. Ο συνδυασµός αυτός εξωτερικής οµορφιάς, εξυπνάδας,
φιλεργατικότητας και υπακοής την καθιστούσε ένα παράδειγµα προς µίµησιν.
Για αυτό και ο πόνος της µητέρας της, όταν την έχασε λόγω ασθενείας είναι
ανεκλάλητος116. Τα δάκρυα δεν φεύγουν σχεδόν ποτέ από τα µάτια της, ενώ
σε καθηµερινή βάση επισκέπτεται το νεκρικό θάλαµο, όπου είχε ξεψυχήσει η
Αγγελικούλα της, και ανάβει την κανδήλα στο σηµείο που ήταν το
προσκέφαλό της, ένδειξη της ακλόνητης πίστης της για τη µετάβαση της
αγαπηµένης της κόρης στην αιώνια ζωή117.
Μέσα στη δυστυχία της τις πρώτες ηµέρες µετά το θάνατο της κόρης
της έβλεπε µια πεταλούδα, την οποία αµέσως ταύτισε µε την ψυχή της. Η
πεταλούδα αυτή πετούσε για λίγα λεπτά κοντά στη νεκρώσιµη κανδήλα και
εξαφανιζόταν. Την τρίτη µάλιστα ηµέρα έγινε το εξής παράδοξο: «Αἴφνης ἡ
πεταλούδα, ἐνῷ ἡ µήτηρ εἶχε κύψει εἰς τὴν κανδήλαν διὰ νὰ ἐγχύσῃ ἔλαιον,
ἐπλησίασε παραδόξως εἰς τὸ στόµα τῆς περιαλγοῦς µητρός, εἶτα εἰς τοὺς
ὀφθαλµοὺς καὶ εἰς τὰ ὦτά της. Εἶτα ἔφερε τρεῖς γύρους περὶ τὸν λαιµόν της. Ἡ
µήτηρ ἔτεινε τὰ χείλη, ζητοῦσα ἐν τῇ παραφροσύνῃ της νὰ τὴν φιλήσῃ, ἀλλ' ἡ
πεταλούδα ἀπεµακρύνθη ἔµφοβος...»118. Η απελπισµένη ανάγκη της µητέρας
να ξαναδεί ή, τουλάχιστον, να αισθανθεί κοντά της τη µονάκριβη κόρη της
114
Όπως «Τὸ ἀστεράκι», «Ρεµβασµὸς τοῦ δεκαπενταγούστου», «Ὁ σηµαδιακός», « Θέρος- Ἔρος».
115
Τ.Β’, σ.230, στ.5-11
116
Σύµφωνα µε τον Τ. Άγρα, ο Παπαδιαµάντης, θέλοντας να δώσει βαρύτητα στη πνευµατική και όχι
στη σαρκική οµορφιά των κοριτσιών, παρουσιάζει το θάνατό τους ως τρόπο τελειοποίησής τους. Έτσι,
«η ανώτατη εµφάνιση της πνευµατικής οµορφιάς είναι εκείνη όπου η κόρη έχει περάσει στον άλλο
κόσµο, όντας πια πνεύµα», Τ.Άγρα, «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη», στον τόµο «Α.
Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του», ό.π. σ.165.
117
Άλλωστε, και το πρόσωπο της Αγγελικούλας κατά την κηδεία της, που µοιάζει ως «ὀνειρευόµενο ἐν
ἐκστάσει», παραπέµπει στη διδαχή της Εκκλησίας για την «κοίµηση» των νεκρών µέχρι τη ∆ευτέρα
Παρουσία.
118
Τ.Β’, σ.235, στ.11-16.
294

φαίνεται από τα λόγια της κάθε φορά που εξαφανίζεται η πεταλούδα: «Ἄχ!
ψυχή µου! ἄχ! πουλί µου! µοῦ ἐκάκιωσες, εἶπε µετὰ δακρύων ἡ βαρυαλγοῦσα
µήτηρ· µὲ βλέπεις καὶ φεύγεις, µοῦ ἀγρίεψες, παιδί µου! Ἄχ! νά 'ναι ὄµορφα τὰ
ὄνειρά σου ἐκεῖ ποὺ κοιµᾶσαι, Ἀγγελικούλα µου, µάτια µου!»119 και «Γιατί µοῦ
φεύγεις, ψυχή µου; Γιατί µοῦ ἀγρίεψες; ∆ὲν µὲ ἀγαπᾷς; Ἄχ! τί τρελὴ ποὺ εἶµαι!
Μοῦ ἔφυγες, γιὰ πάντα»120. Ενώ συνειδητοποιεί ότι η κόρη της έχει φύγει πια
από τη ζωή, η ανεξάντλητη µητρική της αγάπη προσπαθεί να βρει ένα
στήριγµα, µια ελπίδα, ένα σηµάδι ότι η ψυχή της βρίσκεται ακόµη κοντά
της121. Αν και θεωρεί τον εαυτό της τρελό που ελπίζει σε κάτι τέτοιο, επιζητά
επιβεβαίωση φωνάζοντας την αδελφή της, προκειµένου να δει και εκείνη τη
µυστηριώδη πεταλούδα. Όταν αυτό δεν συµβαίνει, προσπαθεί να
συγκρατηθεί και να επιδείξει σωφροσύνη. ∆ε σταµατάει όµως να επισκέπτεται
τις ίδιες περίπου ώρες το νεκρικό θάλαµο ελπίζοντας να ξαναδεί την
«προσωποποιηµένη» ψυχή της κόρης της.
Αρνητική εντύπωση µας κάνει το γεγονός πως η µητέρα αυτή
ουσιαστικά βιώνει µόνη της την απώλεια του παιδιού της. Τα άλλα δύο της
παιδιά - ίσως για να επιβεβαιώσουν την αντίληψη που θέλει τους άνδρες
συνήθως πιο «σκληρούς» απέναντι στο θάνατο- δεν της παρέχουν καµία
στήριξη συνεχίζοντας αµέριµνοι τις καθηµερινές ασχολίες τους σαν να µην
είχε υποστεί η οικογένειά τους ένα τέτοιο φοβερό πλήγµα. Ο µεγαλύτερος
γιος της, ο Τάσος, απουσιάζει διαρκώς από την οικία τους παραµελώντας
ακόµη και τυπικές υποχρεώσεις, όπως το να συνοδεύσει τη γιαγιά και τη θεία
του στα σπίτια τους. Ο δε δεκαεξαετής Μήτσος επιδεικνύει µια αναλγησία και
αδιαφορία απέναντι στο γεγονός, φανερώνοντας παντελή έλλειψη αγάπης όχι
µόνο προς την αδελφή, αλλά και προς την πονεµένη µητέρα του122. Από την
άλλη πλευρά η γιαγιά της µικρής δείχνει µια ιδιότυπη αναισθησία, ανάρµοστη
για την ηλικία της. Ενώ κλαίει και µοιρολογά την εγγονή της κατά τη διάρκεια
της κηδείας, µόλις επιστρέφει στο σπίτι αλλάζει συµπεριφορά. Μέληµά της
είναι η τυπική τήρηση των εθίµων µόνο και µόνο γιατί έτσι ικανοποιείται η
λαιµαργία της. τρώει και πίνει άφθονη µαστίχα, επικαλούµενη τη συνήθεια και
βρίσκοντας αστείες δικαιολογίες στις επισηµάνσεις της κόρης της. Καµία
µέριµνα για την ψυχή της εγγονής της, καµία ανάµνηση της, καµία έκφραση
ελπίδας και παραµυθίας που να αφορά την αιώνια ζωή. Μόνο λησµονιά του
θανάτου και οικειοθελής παράδοση στην πρόσκαιρη και φθαρτή τρυφή, στην
τετριµµένη βιολογική επιβίωση. Σε αντίθεση, εποµένως, µε τη σωµατικά µόνο

119
Τ.Β’, σ.235, στ.1-4.
120
Τ.Β’, σ.236, στ.8-10.
121
Η πίστη της µητέρας ότι η πεταλούδα είναι η ψυχή της Αγγελικούλας που τη φέρνει ο άγγελός της
στους γνώριµους της τόπους δεν είναι πρόληψη, «αλλά εναγώνια σύνδεση του ορατού µε το αόρατο,
της αφηρηµένης ζωής του σαρκικού βίου µε την αιώνια κατάσταση της πνευµατικής ζωής. Η Ευφροσύνη
θλίβεται και πονεί, επειδή το ορατό και χειροπιαστό σχήµα ζωής έγινεν αόρατο, αλλά καµµιά δεν της
µένει αµφιβολία πως αυτό το αόρατο είναι το αιώνιο, που δεν γνωρίζει θάνατο, ενώ το άλλο το ορατό,
που νοσταλγεί, µονάχα προς θάνατο οδοιπορεί». Κ. Μπαστιά, «Παπαδιαµάντης. ∆οκίµιο», σ.146.
122
Τ.Β’ , σ.229, στ.1-2 και σ.230, στ.12-14. ∆εν γνωρίζουµε, αν η εργατική και καλόγνωµη αδελφή του
είχε κερδίσει εµφανώς την προτίµηση της µητέρας τους, προκαλώντας κατά συνέπεια στον ίδιο ζήλεια.
295

νεκρή Αγγελικούλα, η γιαγιά της και τα αδέλφια της καθίστανται πνευµατικά


νεκροί.
Ωστόσο, και ο αδελφός της Ευφροσύνης, ο «προστάτης τῆς
οἰκογενείας», συµµερίζεται µόνο προς στιγµήν τον πόνο της µητέρας. Ο
θείος αυτός «ἔκλαυσε καὶ ἔβαλε σπαρακτικὰς κραυγὰς µετὰ λυγµῶν»123 κατά
την κηδεία της µικρής Αγγελικής, αλλά στη συνέχεια απουσιάζει και αυτός
από το σπίτι. Η δε µικρότερη αδελφή της µητέρας της, η Μαρίνα, κρατά
µάλλον ουδέτερη στάση.
Εκείνο που δεν διαθέτουν τα αδέλφια, ο θείος και η γιαγιά της µικρής
Αγγελικούλας είναι µνήµη θανάτου. Ενώ ο άωρος θάνατος της θα έπρεπε να
τους ταράξει εσωτερικά και να σταθεί αφορµή για πνευµατική αφύπνιση και
εγρήγορση, εκείνοι παραµένουν πεισµατικά παραδοµένοι στα εγκόσµια,
υποκύπτωντας στα πάθη της ακηδίας ή της γαστριµαργίας. Η µόνη που
διαθέτει µνήµη θανάτου είναι η µητέρα της, η οποία όµως στέκεται
συγκλονιστικά µόνη. Έχοντας όµως πίστη και δείχνοντας εξαιρετική καρτερία
απέναντι στο γεγονός, είναι και η µόνη που ελπίζει πραγµατικά να την
«ἐπανίδῃ στο µέλλον». η µνήµη θανάτου λοιπόν για την Ευφροσύνη
καθίσταται συνάµα και µνήµη της όντως Ζωής, κάτι που της χαρίζει την
προσδοκία της µελλοντικής επανασύνδεσης. Η προς στιγµήν άποψή της µετά
τη θέαση της πεταλούδας ότι είναι «τρελή», ιδωµένη από την πλευρά των
έξω, των κοσµικά σκεπτόµενων ανθρώπων, µπορεί να θεωρηθεί σωστή. Την
ίδια στιγµή όµως η «σαλότητα» της πίστης της στην έµψυχη παρουσία της
κόρης της στο σπίτι είναι απόλυτα λογική θεωρηµένη υπό το πρίσµα της µετά
θάνατον ζωής124, της µόνης αληθινής ζωής. Όπως κάθε γνήσια αγάπη, έτσι
και η µητρική αγάπη της Ευφροσύνης δεν αναλίσκεται µόνο στην ένσαρκη
ζωή της µικρής της κόρης, αλλά επεκτείνεται και στην άσαρκη, την αθάνατη
πλέον ζωή της. Για αυτό και δίπλα στους πνευµατικά νεκρούς συγγενείς, τους
υποδουλωµένους στα πάθη τους, η πνευµατικά ζώσα µητέρα κρατάει
καθηµερινά ζωντανή τη µνήµη της αγαπηµένης της κόρης: τη σκέπτεται
εγκαρδίως και ανάβει καθηµερινά την κανδήλα, επι-κοινωνώντας µαζί της και
επιζητώντας «τα σηµάδια και το µήνυµα του αόρατου και αιώνιου»125.

123
Τ.Β’, σ.230, στ.30-31.
124
Ο συγγραφέας στηρίζει αυτή την πεποίθηση της µητέρας αναφέροντας την «κοινήν δοξασίαν» ότι η
ψυχή για σαράντα ηµέρες περιπλανιέται στα µέρη που ζούσε, βλ. Τ.Β’, σ.232, στ.7-11.
125
Κ. Μπαστιά , «Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο», ό.π, σ.148. Για αυτό και ο Θεός θα της δώσει δύναµη να
αντέξει το φοβερό αυτό πόνο, όπως επισηµαίνει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Τῆς ὑποµονῆς τοίνυν
καὶ τῆς ἐλπίδος πρὸ παντὸς ἄλλου ψυχῇ τῇ εὐαρεστῆσαι Θεῷ βουλοµένῃ ἀντιληπτέον. Μία γὰρ καὶ
αὕτη τῆς κακίας τέχνη, ἀκηδίαν ἡµῖν ἐµβάλλειν ἐν καιρῷ θλίψεως, ἵνα τῆς πρὸς τὸν Κύριον ἀποστήσῃ
ἐλπίδος. Οὐδέποτε δὲ Θεὸς ἀφῆκε ψυχὴν τὴν ἐπ’ ἐκείνῳ ἐλπίζουσαν, καταπονηθῆναι τοῖς πειρασµοῖς,
.
ὥστε καὶ ἐξαπορηθῆναι πιστὸς γάρ, ὁ Ἀπόστολός φησιν, ὁ Θεὸς, ὃς οὐκ ἐάσει ἡµᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ
.
ὅ δύνασθε ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασµῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν», «Εἰς τούς Ν’
λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ. 224, Νο.ρκθ’.
296

2.1.1. Η αγάπη της γιαγιάς για τα εγγόνια της ως προέκταση της µητρικής
αγάπης

«Του παιδιού µου το παιδί είναι δύο φορές παιδί µου». Η γνωστή αυτή
λαϊκή έκφραση εκθέτει µε εύγλωττο τρόπο µια πραγµατικότητα πολύ
συνηθισµένη. Η µεγαλύτερη χαρά µιας µητέρας είναι να κάνει το παιδί της τη
δική του ευτυχισµένη οικογένεια. η δε συµµετοχή της στην ανατροφή του/
των εγγονιών της δρά θεραπευτικά στη ζωή και την υγεία της, πρωτίστως την
πνευµατική, χαρίζοντάς της µια ιδιαίτερη πληρότητα. Από την άλλη πλευρά,
στη δύσκολη περίπτωση που το παιδί τους έχει φύγει από τη ζωή, η ανάγκη
των γιαγιάδων να δώσουν αγάπη στα εγγόνια τους και να τα στηρίξουν, όπως
µπορούν, διπλασιάζεται, όπως δισσός είναι και ο κόπος που καταβάλλουν
για την ανατροφή τους, λόγω της περασµένης ηλικίας τους. Μερικές φορές η
αγάπη αυτή, λόγω της φτώχειας και των ποικίλων βιοτικών αναγκών, δεν
εκφράζεται ρητά όµως πάντα εκδηλώνεται έµπρακτα.

Μια τέτοια περίπτωση συναντούµε στο διήγηµα «Ἡ Σταχοµαζώχτρα».


Στο διήγηµα αυτό η θεια- Αχτίτσα, παρόλο που είναι αυστηρή126 και δεν
εκδηλώνει µε λόγια την αγάπη της στα δύο ορφανά εγγονάκια της, τους την
προσφέρει στην πράξη µε όλο της το είναι: «Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ
ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδροµήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων
παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι' αὐτήν, καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ
τέκνου της!»127. Αν και δεν εκφράζει ρητώς τα αισθήµατά της, εκείνα
καθίστανται ξεκάθαρα από την «πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν»
κάνοντας τα λόγια περιττά. Κάθε θυσία, ταπείνωση ή ντροπή ωχριά µπροστά
στις ανάγκες των δύο αθώων αυτών παιδιών. Για χάρη της «αγάπης» τους
περνούσε µύρια βάσανα και υπέµενε ένα πλήθος εξευτελισµών: «ἐβοτάνιζε,
ἀργολογοῦσε, ἐµάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐµάζωνε κούµαρα καὶ τὰ ἔβγαζε
ρακί. Μερικὰ στέµφυλα ἀπ' ἐδῶ, καµπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ' ἐκεῖ, ὅλα τὰ
ἐχρησιµοποίει»128. Κάθε Ιούνιο πήγαινε στην Εύβοια για να µαζέψει τα
στάχυα για ολόκληρο το χρόνο – εξ’ ού και το σκωπτικό προσωνύµιο
«Σταχοµαζώχτρα» και «καραβωµένη» που εκτόξευαν εναντίον της κάποιες
εµπαθείς γυναίκες. Το χειµώνα κουβαλούσε ένα σωρό καυσόξυλα για να
ζεστάνει το φτωχικό σπίτι και πολλές φορές ζητιάνευε ακόµη και το ψωµί για
να µην αφήσει νηστικά τα δύο παιδιά. Αναµενόµενο ήταν, όταν ο τρίτος της
γιος της έστειλε µια επιταγή δέκα λιρών, να σκεφθεί πρώτα τα εγγόνια της
αγοράζοντάς τους ρούχα και παπούτσια.
Όλες αυτές τις θυσίες τις αναγνώριζαν και τα παιδιά και οι πτωχές
γειτόνισσες, αν και δεν µπορούσαν να συνεισφέρουν διαφορετικά παρά µόνο
προσέχοντας τα, όταν «ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ µάµµη» έλειπε από

126
«Οὐδεµίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεµεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσµατα, ἀλλὰ µᾶλλον
πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν», Τ.Β’, σ.118, στ.29-30.
127
Τ.Β’, σ.116, στ.14-16.
128
Τ.Β’, σ.116, στ.14-16.
297

το σπίτι για να τους εξασφαλίσει τα απαραίτητα129. Από την άλλη, η ίδια η


θεία- Αχτίτσα έβλεπε κάθε θυσία, ταπείνωση ή ντροπή για χάρη των εγγονιών
της ως λογική και αναµενόµενη. Ήταν εποµένως έτοιµη να υποστεί τα πάντα
«διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι' αὐτήν,
καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της!»130.
Η µόνιµή της µέριµνα πώς να «θρέψῃ» τα εγγόνια της εκφράζεται
εξόχως µε την εικόνα των «φουσκωµένων» κόλπων της, κόλπων που, αν και
έχουν σταµατήσει εδώ και καιρό να παράγουν γάλα, δεν έχουν σταµατήσει να
θ ρ έ φ ο υ ν τα δύο παιδιά. Στη θέση του γάλακτος έχει τοποθετηµένο στο
στήθος της ψωµί, τη σηµαντικότερη µετά το γάλα τροφή για τα δύο µικρά
παιδιά. Παρά τις αµέτρητες δυσκολίες προσπαθούσε να το εξασφαλίζει
καθηµερινά. Για αυτό και ο επταετής Γέρος τρέχει «εἰς τὸ στῆθος τῆς», βάζει
τα δυο του χεράκια µέσα του και µόλις αισθάνεται το «τεµάχιον ἄρτου» αφήνει
«κραυγήν χαρᾶς», αντίστοιχη µε τη µακαρία θαλπωρή που αισθάνεται το
πεινασµένο βρέφος, όταν αρχίζει να θηλάζει.
Η κουρασµένη, εποµένως, ψυχικά και σωµατικά γιαγιά ξεπερνάει τον
εαυτό της κάνοντας ένα πλήθος εργασιών για να στηρίξει τα δύο ορφανά.
Κίνητρό της δεν είναι άλλο από τη µεγάλη της αγάπη και στοργή. Σε αντίθεση
µε άλλες παπαδιαµαντικές γιαγιάδες131, αναλαµβάνει εκείνη όλο το βάρος της
ανατροφής των παιδιών, υποκαθιστώντας τον, δυστυχώς, απόντα και
«ἀνάξιον» πατέρα τους. Παρά τις συνεχείς δυσκολίες δεν το βάζει κάτω και
συνεχίζει να αγωνίζεται. Για αυτό και το αγαθό ψεύδος- υπόσχεσή της στα
πεινασµένα παιδιά ότι «αὔριον ὁ Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωµὶ καὶ χύτραν
κοχλάζουσαν»132 φθάνει έως τα «ὦτα» του Υψίστου που φροντίζει τα
πλάσµατά του, όταν έχουν πραγµατική ανάγκη. Ως εισάκουσµα των
προσευχών της έρχεται η επιταγή και το γράµµα από το γιο της, τα ίχνη του
οποίου είχαν χαθεί για πολλά χρόνια. Επιπλέον, η πρόσκαιρη προσπάθεια
του πλεονέκτη κυρ-Μαργαρίτη να την εκµεταλλευθεί ωθούµενος από τη
φιλαργυρία του, που εκφράζεται έµπρακτα ως ασπλαχνία και υποκρισία133,
πέφτει στο κενό, χάρη στην εκ Θεού έγκαιρη προσέλευση του δίκαιου
εµπόρου. «Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡµέρᾳ τῶν Χριστουγέννων
καινουργῆ "ἄδολην" µανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαµισάκια
διὰ τὰ ἰσχνὰ µέλη των καὶ θερµὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωµένους πόδας

129
Τ.Β’, σ. 116, στ.34-35 και σ.118, στ.17.
130
Βλ. Ε. Καρύδη- Φαράκου, «Φωτοσκιάσεις χαρακτήρων του Παπαδιαµάντη µέσα από τις κοινωνικές
του προεκτάσεις» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ.159.
131
Όπως π.χ. τη γρια-Κοµνιανάκαινα που συναντήσαµε στην «Παιδική Πασχαλιά» και την ανώνυµη
γιαγιά του «Μια ψυχή». Για αυτό και η θεια- Αχτίτσα προσφωνείται µε το όνοµά της. Αντιθέτως, η γρια-
Κοµνιανάκαινα µε το επίθετο , ενώ η ανώνυµη γιαγιά και στις δέκα φορές που αναφέρεται στο διήγηµα,
ονοµάζεται απλά «γραία». Το πρώτο υποδηλώνει, µεταξύ άλλων, την εγγύτητα της γιαγιάς προς τα
εγγόνια της, ενώ τα άλλα την αποστασιοποίησή της από αυτά.
132
Τ.Β’, σ.119, στ.2-3.
133
Βλ. Τ.Β’, σ.121, στ.18-32, σ.122, στ.17- 35, σ,123, στ.1-24, σ.124, στ.11-20. «Φιλαργυρία δὲ καὶ
κενοδοξία, ἀσπλαγχνίας καὶ ὑποκρίσεως( εἰσίν αἴτια)», Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ
ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 115, Νο. πζ’.
298

των»134. Αυτή η «ἄδολη» (τουτέστιν καθαρή και «αγνή») µανδήλα µε την


οποία τυλίγει ο Παπαδιαµάντης την κεφαλή της γριας- Αχτίτσας στην αρχή
και το τέλος του διηγήµατος υποδηλώνει και το άρωµα «αγιότητας» µε το
οποίο την περιβάλλει135.

Τον ίδιο τρόπο ζωής- αυτοθυσίας µε τη θεια- Αχτίτσα (παρόλη την


µεγάλη τους απόσταση, όσον αφορά την οικονοµική τους κατάσταση)
µοιράζεται και η χήρα Χαρµολίνα - το όνοµα της οποίας αποτελεί παράφραση
της πατερικής χαρµολύπης- στη «Θητεία τῆς πενθερᾶς»136. Θυσιάζει τον
εαυτό της, τα νιάτα της και στη συνέχεια όλη της τη ζωή για χάρη της κόρης
και των επτά εγγονιών της. Υποφέρει αγόγγυστα τις ταλαιπωρίες του βίου,
αντιµετωπίζοντάς τις µε παρρησία και χιούµορ. Ενώ έµεναν µαζί µε την κόρη
της και την οικογένειά της «εἰς τὴν εὐρεῖαν οἰκίαν µὲ τὰ διπλᾶ πατώµατα, τὰς
ἀποθήκας καὶ τὰ ἐλαιοτριβεῖα, τὰ πηγάδια καὶ τὰς στέρνας, µὲ τὰς αὐλάς, τοὺς
κήπους καὶ τὰς ἀναδενδράδας, τὴν ὁποίαν εἶχε κληρονοµήσει ἡ κόρη ἀπὸ τὸν
πάππον της», εκείνη «ἐκατοίκει (…) εἰς ἓν χαµόγειον τῆς µεγάλης οἰκίας»137
του πεθερού της εκτελώντας χρέη «σκλάβας» στο συνοµήλικο γαµπρό της.
Έτσι, µαζί µε τα ισόβια δεσµά της χηρείας, τα οποία επέλεξε ως «σώφρων»
και «θαῦµα γυναικείας ἐγκαρτερήσεως»138 εκτελούσε ταπεινά και τη µόνιµη
θητεία της ως οικονόµος και παραµάνα των εγγονιών της.
Σε αντίθεση όµως µε τη Φραγκογιαννού, που αναλογιζόµενη τα
«πάθια» της έφθασε στο έγκληµα, η Χαρµολίνα αντιµετωπίζει τις πολλαπλές
δυσκολίες του βίου της µε το γέλιο. Όταν µια γειτόνισσα εξέφρασε τη
συµπόνιά της για την ταλαιπωρία της, εκείνη «ἐγέλασεν ἐκ καρδίας» και µια
άλλη φορά που την επέπληξε ο γαµπρὸς της, λόγω της µερικής απώλειας του
µοσχάτου που είχαν στις αποθήκες τους, εκείνη γέλασε πάλι θεωρώντας το
γεγονός γούρι139. Στους πειρασµικούς, αρχικά, λογισµούς που της έρχονται

134
Τ.Β’, σ.124, στ.28-31.
135
Σύµφωνα µε τον Σ. Παπαθανασίου, η µανδήλα αυτή εξυπηρετεί την κάλυψη του φωτοστέφανου
που κοσµούσε το κεφάλι της «’’πτωχής γραίας’’ της ανήκουσας στη χορεία των «µικροαγίων του
ανθρώπινου πόνου» ( « Μεθοδολογικά στον Παπαδιαµάντη: το παράδειγµα του Μιχαήλ Μπαχτίν»,
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, σ.396). Η Αχτίτσα « αντιπροσωπεύει το
λαµπρότερο, ίσως, παράδειγµα εκουσίας κενώσεως στο χώρο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Το
‘’άδολον’’ του πράγµατος σε απόλυτη διαλογικότητα µε το’’άδολον’’ το προσώπου: ‘’ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ
γραῖα ἐφόρει τῇ ἡµέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ "ἄδολην" µανδήλαν’’…», του ιδίου, Θεολογικές
προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π.,σ.211.
136
Τη στενή σύνδεση του ονόµατος της Χαρµολίνας µε τη χριστιανική χαρµολύπη επεσήµανε ο Σ.
Ράµφος. Όπως γράφει «η Χαρµολίνα είναι η χαρµολύπη, το χάρµα και το άλγος της Ευρίκλειας, η
ζωηφόρος νέκρωσις της ‘’γελαστής µας Ορθοδοξίας’’ που διαιωνίζεται µε τη θυσία των µοναχών και
δοξάζεται µε την πίστι των ανθρώπων», «Η παλινωδία του Παπαδιαµάντη» στον τόµο Τριώδιον, σ.86.
Επίσης, για τη σύνδεση Χαρµολίνας- Αχτίτσας βλ Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 206.
137
Τ.Γ’,σ . 407, στ.1-4 και στ.15.
138
Τ.Γ’, σ.406, στ.15.
139
Για το χαροποιόν πένθος της Χαρµολίνας βλ. και Ιω. Χρυσοστόµου, Ἑρµηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους
Ἐπιστολὴν ΙΕ’, PG63, 123-124.
299

«εἰς τοῦ νυσταγµοῦ τὰς µεσηµβρινὰς ὥρας»140 για τη µωρία του γάµου
εκφράζει µια επιθυµία που τη θεωρεί «σωτήρια»: «νὰ µὴν ἔχῃ γεννηθῆ κανεὶς
ποτὲ ἢ νὰ ἔχῃ ἀποθάνει µὲ τὴν ὥρα του!...»141. Είναι το ίδιο ακριβώς σκεπτικό
µε το αρχικό της Χαδούλας. Στη Χαρµολίνα όµως δε βρίσκει την εωσφορική
εφαρµογή του, ή µάλλον εκείνη δεν επιτρέπει στους λογισµούς αυτούς να
πάρουν επικίνδυνες διαστάσεις, µε άλλα λόγια να χρονίσουν, οδηγώντας την
στις δαιµονιακές ατραπούς της Χαδούλας. Ο βασικός λόγος είναι ότι µέσα
στην καρδιά της - παρά τις ατελείωτες ευθύνες και τα γυναικεία βάσανα-
υπάρχει αγάπη, µια αγάπη που πραγµατώνεται µέσω της προσφοράς.
Κ ε ν ώ ν ε ι τον εαυτό της, τις επιθυµίες, τις ανάγκες της και γ ε µ ί ζ ε ι από
αγάπη. Αγάπη για την κόρη της, αγάπη για τον απαιτητικό και εξουσιαστικό
γαµπρό της και κυρίως αγάπη για τα εγγόνια της. Για αυτό και το πένθος της
καθίσταται «χαροποιόν» δίνοντας της, µε τη Χάρη του Θεού, τη δύναµη να
κάνει απίστευτα πολλά πράγµατα αναλογικά µε την ηλικία και το φύλο της,
πράγµατα που υπερβαίνουν «τῆς φύσεως τοὺς ὅρους»142.
Πράγµατι, η φροντίδα που προσφέρει στα παιδιά η υπεράνθρωπη
αυτή γυναίκα, είναι εξαιρετική: τα παίρνει µαζί της σε καθηµερινές ‘’εκδροµές’’,
τα νουθετεί, ώστε να έχουν σωστή συµπεριφορά µέσα και έξω από το σπίτι,
φροντίζει για την καθηµερινή καθαριότητα, ενδυµασία και διατροφή τους,
προσπαθεί να ικανοποιήσει «ὅλας τὰς ἀπαιτήσεις των» και «ὅλας τὰς ὀρέξεις
των», τα «φυλάγῃ» ως φύλακας άγγελος από λογής λογής κινδύνους, τα
φιλεύη διάφορα καλούδια και τους υπόσχεται άλλα τόσα για να τα πείσει να
πάνε στο σχολείο, τα κοιµίζει τραγουδώντας τους µελωδικά νανουρίσµατα.
Πάνω από όλα όµως, ανοίγει και κλείνει κάθε κοπιαστική ηµέρα µεριµνώντας
για την πνευµατική τους τροφή, την καθηµερινή προσευχή143. Μέσα σε όλα
αυτά αναλαµβάνει και ένα πλήθος διακονηµάτων, προκειµένου να καλύψει τις
ανάγκες της µεγάλης οικίας και των ζώων του γαµπρού της.
Όταν, ωστόσο, αναλογίζεται τις ατελείωτες ευθύνες και τα βάσανα που
πέρασε, δεν αφήνει τον κακό λογισµό να δηλητηριάσει την ψυχή της. Ούτε µια
στιγµή δε βλασφηµά, δεν της περνάνε «σκοτεινές» ιδέες για τα πολυάριθµα
εγγόνια της. ∆ε θυµώνει, δεν αγανακτεί. σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει να
140
Τ.Γ’, σ. 408, στ.27-28. Έτσι και οι αντίστοιχοι λογισµοί της Φραγκογιαννούς της έρχονται κοντά στα
ξηµερώµατα, την ώρα που αγρυπνούσε δίπλα στο βρέφος, ενώ άρχισε σιγά σιγά να «ναρκώνεται, κ'
ἐνύσταζεν ἀκρατήτως», Τ.Γ’, σ.447, σ.21-22. Ως γνωστόν µια από τις µεθοδείες του πειρασµού είναι η
«επίθεσή» του κατά την ώρα της κατακλίσεως ή της ξεκουράσεως, όταν οι ψυχικές δυνάµεις του
πειραζόµενου βρίσκονται σε ύφεση, ώστε να εισβάλλει ευκολότερα στην ψυχή του.
141
Τ.Γ’, σ. 409, στ.11-12
142
Για τη σύνδεση των διακονηµάτων της Χαρµολίνας µε τους ασκητικούς αγώνες του Μ. Αντωνίου βλ.
Σ Παπαθανασίου, ό.π., σ.206. ∆εν είναι τυχαίο ότι το διήγηµα αυτό απέχει µόλις λίγους µήνες από τη
Φόνισσα. Ίσως µάλιστα θα έπρεπε να διαβάζονται σε αντιπαραβολή το ένα µε το άλλο. Μέσω των δύο
αυτών γυναικών που µοιράζονται αρχικά τις ίδιες σκέψεις, αλλά τις πραγµατώνουν µε
αντιδιαστελλόµενους τρόπους, προβάλλονται οι δύο πορείες που ανοίγονται µπροστά στον καθένα µας,
όταν αντιµετωπίζει δυσκολίες και βάσανα: αυτόν της εγωιστικής οίησης και της εφαρµογής της ατοµικής
επιθυµίας και αυτόν της αιµάσσουσας κένωσης του ιδίου θελήµατος και της οδυνηρής ανόδου προς το
θέληµα του Θεού. Και όπως ο πρώτος τρόπος, καταλήγει από την ηδονή στην οδύνη της απώλειας της
Χάρης του Θεού και στη µοναξιά, έτσι και ο δεύτερος καταλήγει από την οδύνη στην άρρητη ηδονή της
Θείας Ευλογίας και της «ἐν Χριστῷ» κοινωνίας.
143
Βλ. Τ.Γ’, σ. 410, στ.19-33 και σ.411, στ. 15-20.
300

προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κόρη, το γαµπρό και τα εγγόνια της γιατί
ξέρει ότι την χρειάζονται. Κάπου κάπου µόνο εκφράζει την επιθυµία να είχε
γλιτώσει από αυτά επιλέγοντας το µοναχισµό. Ακόµη και στην πιο µεγάλη
κούραση και στον απανωτό ερχοµό ποικίλων ευθυνών, αναλογίζεται µια
αντίστοιχη περίπτωση ενός σεβάσµιου ενορίτη ιερέα, του παπα-Γιάννη, ο
οποίος ανταπεξήλθε σε µια πληθώρα διαφορετικών σοβαρών υποχρεώσεων
µε επιτυχία144. Έτσι, τον «πειρασµό» των πολλών ευθυνών, τον αντιµετωπίζει
µε τον «καλό λογισµό» που της δίνει τη δύναµη να συνεχίσει. Για αυτό και
σωστά επισηµαίνει ο Σ. Ράµφος ότι τελικά η Χαρµολίνα φθάνει στη σωτηρία
επειδή «µοιράζει» την ύπαρξή της σαν την αγάπη του Θεού145 χωρίς να
επιδιώκει µια ανατροπή του κόσµου προς το συµφέρον της.

Μια άλλη γιαγιά, η γραία τσοµπάνισσα Τσολοβίκαινα στη


«Συντέκνισσα», δε διστάζει να κατεβεί παραµονές Χριστουγέννων, σχεδόν
ανυπόδητη, στην πολίχνη, προκειµένου να καλέσει τον παπα- Βαγγέλη να
βαπτίσει το νεογέννητο εγγονάκι της που κινδυνεύει να πεθάνει. ∆ε λιποψυχά
µπροστά στο τσουχτερό κρύο, κατεβαίνει και ανεβαίνει δύο φορές στο βουνό
χωρίς φόβο, παράπονο ή αναστεναγµό, διότι γνωρίζει ότι το να βαπτισθεί το
εγγόνι της και να αξιωθεί του παραδείσου είναι σηµαντικότερο από οιαδήποτε
εγκόσµια ταλαιπωρία, ακόµη και τη διακινδύνευση της δικής της ζωής.
Έχοντας τη θλιβερή εµπειρία του θανάτου του πρώτου της εγγονιού, το οποίο
δεν της επέτρεψε ο ιερέας να θάψει «σ' ἅγια χώµατα» γιατί το είχε µόνο
αεροβαπτίσει, η καλή γιαγιά είναι έτοιµη για κάθε θυσία.
Ο αγαθός ιερέας, εκτιµώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, την
ακολουθεί δίχως δισταγµό. Κατά την άνοδό τους στο βουνό η γραια-
Τσολοβίκαινα εύχεται «ὁ Χριστός µαζί µας!» ζητώντας εξαρχής τη στήριξη του
Θεού στο δύσκολο επιχείρηµά τους. Πράγµατι. παρά το δυνατό άνεµο και τη
χιονόπτωση συνεχίζουν τη δύσβατη ανοδική τους πορεία συνεπικουρούµενοι
από τη Θεία Βοήθεια που καθησυχάζει ακόµη και τα άγρια ζώα: και µόνο η
επίκληση του ονόµατος του Χριστού και της Παναγίας αρκεί για να σιωπήσει
ο θλιβερός κρωγµός ενός κορακιού και το απειλητικό ουρλιαχτό ενός
αγριόγατου146. Έτσι, το παιδί βαπτίζεται κανονικά και κοινωνεί τα άχραντα
Μυστήρια. Νοννά γίνεται η δυναµική του γιαγιά, που ελπίζει για τη σωτηρία
της ζωής του αλλά νοιάζεται περισσότερο για την ψυχή του.
Τρεις ηµέρες µετά, η δύστηνος γυναίκα ξανακατεβαίνει. αυτή τη φορά
καλεί τον ιερέα να τελέσει τη νεκρώσιµο ακολουθία του τεθνεώτος πια
βρέφους. ∆ε γογγύζει, δεν έχει βλάσφηµους λογισµούς, δεν παραπονιέται
που έφυγε και το δεύτερο εγγονάκι της, το οποίο τόσο πολύ ήθελε η ίδια και η

144
Τ.Γ’, σ.415, στ. 19-31. Ο Σ. Ράµφος γράφει σχετικά: «Θα πρέπη να µην ζη κανεις για να γλιτώση από
.
τον πόνο, είναι η ιδέα της εφόσον ζη δεν έχει παρά να τα «βγάλη πέρα», όπως εκείνος ο ενορίτης της, ο
παπα- Γιάννης (…) Ιδέα απλή εκ πρώτης όψεως, αποκαλύπτεται ιλιγγιώδης σ’ αυτόν που θα θελήση να
την καλοσκεφθή και να εµβαθύνη, απρόσιτη σ’ όποιον επιχειρήση να την συλλάβη βασιζόµενος στη
δύναµη του νου», ό.π., σ.86-87.
145
Βλ.Σ. Ράµφου, ό.π., σ.86- 87.
146
Τ.Γ’, σ.587, στ.11-26.
301

οικογένειά της. γνωρίζει ότι το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά του Υψίστου.
Για αυτό αποδέχεται µε καρτερία και ταπείνωση τη θεία Βούληση και κάνει
ό,τι περνάει από το χέρι της για χάρη της ψυχής του.
Η γριά Τσολοβίκαινα, σε αντίθεση µε πολλές άλλες κοσµικά
σκεπτόµενες γυναίκες, θέτει -όπως αρµόζει- την ψυχή του εγγονού της πάνω
από τη ζωή του. Ως γνωστόν, ένα νεογέννητο και ασθενές βρέφος, έχει
ανάγκη συνεχούς φροντίδας. Η λεχώνα µητέρα του, λόγω της σωµατικής
κούρασης και της συναισθηµατικής ταραχής από την ασθένειά του, δε θα
µπορούσε να το φροντίσει όπως η ακµαία γιαγιά. Κι όµως. το αφήνει για
µερικές ώρες, επειδή έχει ιεραρχήσει σωστά τις ανάγκες του. Πρώτη αυτών
είναι η σωτηρία της ψυχής του και η δυνατότητα ταφής στο κοιµητήριο, κάτι
που είχε στερηθεί η προ ολίγων ετών γεννηθείσα αδελφούλα του και το οποίο
βάρυνε τη συνείδηση της γιαγιάς τους. Η φροντίδα της ψυχής, εποµένως,
προηγείται κάθε σωµατικής φροντίδας. Αυτό το σκεπτικό συµµερίζεται και ο
αγαθός παπα-Βαγγέλης, που επίσης αψηφά την κακοκαιρία, την απόσταση
και την ταλαιπωρία για να βαπτίσει και να κοινωνήσει το βρέφος, ώστε έτοιµη
η ψυχή του να αναχωρήσει προς συνάντηση του Κυρίου.

Ορισµένες φορές οι γιαγιάδες, αγαπώντας τα εγγόνια τους πέραν του


δέοντος, εκδηλώνουν µε αρνητικό τρόπο την αγάπη τους αυτή. Μια τέτοια
γιαγιά ήταν και η γρια- Κοντονίκαινα, που είχε σταθεί ως µητέρα στο ορφανό
εγγονάκι της147. Το παιδί αυτό, συν τοις άλλοις, είχε µια αναπηρία στο ένα του
πόδι, κάτι που καθιστούσε τη «µάµµη» του υπερπροστατευτική. Για αυτό,
όταν ένα άλλο παιδί τον κυνήγησε µε µια βέργα και εκείνος έπεσε, η γηραιά
γυναίκα, χωρίς να εξακριβώσει τι ακριβώς είχε συµβεί, καταράστηκε το ξένο
παιδί «νὰ τοῦ 'ρθῃ κακὸ ἀερικὸ ἀπάνω του, νὰ τό µαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ
δεντρί, ἐκεῖ!...»148. Ξεχνώντας τον πόνο που θα έδινε στη δική του µητέρα και
στους συγγενείς µια αρρώστια ή ένας θάνατος του παιδιού, επέτρεψε στο
θυµό και την οργή να την κυριεύσει και έπεσε στην παγίδα του πονηρού.
Αποτέλεσµα αυτού ήταν ο προσωπικός αγώνας που έδινε όλα αυτά τα χρόνια
ως κηδεµόνας του ασθενούς παιδιού να κινδυνεύσει να χαθεί.
Πώς µπορεί να ερµηνευθεί η υπερβολική αυτή αντίδραση; Η
συσσωρευµένη ψυχική και σωµατική κούραση, λόγω των πολλαπλών
υποχρεώσεων της ανατροφής του ορφανού, είναι ένας λόγος. Ίσως πάλι
υποσυνείδητα να διατηρούσε µια πικρία για την ταλαιπωρία του µικρού της
εγγονού, η οποία µε τη σειρά της «φύτεψε» µέσα στη ψυχή της ένα είδος
«ζήλειας» για τα άλλα, τα «υγιή» παιδιά. Αν είχε δει το δύσκολο προσωπικό
της βίωµα από µια πνευµατική πλευρά, δεν θα είχε επιτρέψει στα δύο αυτά
συναισθήµατα να παραµείνουν δηµιουργώντας «στίγµατα κακίας» στην
καρδιά της. Επειδή όµως δεν το έκανε, όταν της δόθηκε η αφορµή, ενήργησε

147
Βλ. «Τ’ ἀερικό στό δέντρο», Τ.Β’, σ. 211 – 215.
148
Τ.Β’, σ.213, στ.14-15.
302

απερίσκεπτα αµαρτάνοντας και χάνοντας- ευτυχώς προσωρινά- τον ουράνιο


µισθό που εξασφάλιζε µεγαλώνοντάς το.
Βέβαια, το ολίσθηµα της Κοντονίκαινας έχει και µια άλλη, βαθύτερη
διάσταση που διαφαίνεται στη συνέχεια. Η ηµέρα που συνέβη το περιστατικό
ήταν Μεγάλο Σάββατο. Η γυναίκα αυτή, όπως και όλος ο κόσµος, είχε
νηστέψει και ετοιµαζόταν να κοινωνήσει στην αναστάσιµη Θεία Λειτουργία.
Όµως ο πονηρός, που παραµονεύει πάντα σε τέτοιες στιγµές, της έδωσε
αυτόν τον πειρασµό εκµεταλευόµενος τη µεγάλη της αδυναµία στο εγγονάκι
της. Είναι σηµαντικό ότι συνειδητοποίησε άµεσα την αµαρτία της, αφού
εξοµολογήθηκε την ίδια κιόλας ηµέρα. Η µετάνοια και η άµεση αυτή
εξοµολόγηση φανερώνουν την κατά βάση αγαθή της προαίρεση. Ωστόσο, οι
οδυνηρές συνέπειες της πράξης της δεν αποτράπηκαν: όχι µόνο στερήθηκε
των αχράντων µυστηρίων µια τόσο βαρυσήµαντη ηµέρα149, αλλά είδε και την
κατάρα της στο άτυχο παιδί να πραγµατοποιείται. Η προς παιδαγωγία
«τιµωρία» της ήταν εποµένως διπλή. Ταυτόχρονα, το περιστατικό αυτό
αποτέλεσε µια ευκαιρία για να υπενθυµίσει ο συγγραφέας σε όλους µας την
προτροπή του Αποστόλου Παύλου «εὐλογεῖτε καὶ µὴ καταρᾶσθε»150 .
Παρά την έγκαιρη µετάνοιά της, ο Θεός επέτρεψε να αρρωστήσει το
παιδί για να τη βοηθήσει να καταλάβει το µέγεθος του κακού που µπορεί να
προκαλέσει ένας άνθρωπος όταν, κυριευµένος από θυµό, καταριέται ένα
συνάνθρωπό του. ∆ια αυτού του τρόπου παιδαγωγείται- αν και αυστηρά-
ώστε να µην επαναλάβει στο µέλλον το σφάλµα αυτό. Βέβαια, παρά τα
αρνητικά επακόλουθα της κατάρας της, η αξία της µετάνοιάς της δεν µειώνεται
ούτε υπάρχει κάποια αµφιβολία για τη συγχώρεσή της από το Θεό. Αντιθέτως,
η ασθένεια του παιδιού της δίνει την ευκαιρία να µετανοεί από δω και στο εξής

149
Το επιτίµιο που της έθεσε ο παπα- Ησύχιος εκ πρώτης όψεως ίσως θεωρηθεί αυστηρό, αλλά όπως
της εξηγεί και ο ίδιος µια τέτοια «ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡµέραν», οφείλει ο καθένας µας να είναι πολύ
προσεκτικός και να µην καταρασθεί. Για αυτό και η τιµωρία που επέρχεται είναι συχνά δυσανάλογα
µεγάλη «ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιµωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύµησε,
καὶ ἐχολώθη», Τ. ∆΄, σ.215, στ. 17-18.
150
Προς Ρωµαίους, 12,14. Ο όσιος Παΐσιος εξηγεί µε τον πιο απλό και συνάµα σαφή τρόπο τον λόγο
για τον οποίο η κατάρα είναι κάτι τόσο κακό: «-Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα; - Η κατάρα πιάνει ,όταν
υπάρχη στη µέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη µια πονεµένη ή της κάνει ένα κακό και η πονεµένη
την καταρασθή ,πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος µε καταριέται ,
πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον
άλλον. Όταν όµως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σε αυτόν που την έδωσε. - Και πως
απαλλάσσεται κάποιος από την κατάρα; - Με την µετάνοια και την εξοµολόγηση. (…) Αν αυτός που
έφταιξε πη: «Θεέ µου, έκανα αυτό και αυτό, συγχωρεσέ µε ...; » και εξοµολογηθή µε πόνο και ειλικρίνεια,
τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση. Θεός είναι. - Και τιµωρείται µόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και
αυτός που την δίνει; - Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σε αυτήν την ζωή, θα βασανίζεται και
στην άλλη, γιατί ως εγκληµατίας θα τιµωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν µετανοήση και δεν εξοµολογηθή.
Γιατί, εντάξει, µπορεί κάποιος να σε πείραξε. Εσύ όµως µε την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης
το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιο δικαίωµα το κάνεις αυτό; Ό,τι κι να σου έκανε ο άλλος ,δεν
έχεις δικαίωµα να τον σκοτώσης . Για να καταρασθή κανείς, σηµαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς,
όταν το λέη µε πάθος, µε αγανάκτηση (όπως ακριβώς σε αυτό το διήγηµα η γρια- Κοντονίκαινα και στο
διήγηµα «Θάνατος κόρης» η γρια- Σοφούλα)», γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Τόµος Α’: Με πόνο και
αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης,1998, σ.101-102 .
303

κ α θ η µ ε ρ ι ν ά π ρ ο σ ε υ χ ό µ ε ν η για την ανάρρωσή του. Όπως γράφει ο


Άγιος Συµεών ο Νέος Θεολόγος: «Ἀπὸ µὲν τῆς µετανοίας, ἔκπλυσις τοῦ
µολυσµοῦ τῶν αἰσχρῶν πράξεων γίνεται. Μετὰ δὲ ταύτην, µετοχὴ Πνεύµατος
Ἁγίου οὐχ ἁπλῶς δέ, ἀλλὰ κατὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν διάθεσιν καὶ τὴν ταπείνωσιν
τῶν ἐξ ὅλης µετανοούντων ψυχῆς. Οὐ µόνον δέ, ἀλλὰ καὶ µετὰ τὸ τελείαν τὴν
ἄφεσιν τῶν ἠµαρτηµένων, παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἀναδόχου λαβεῖν. ∆ιὰ τοῦτο
καλὸ κάθ΄ἑκάστην µετανοεῖν, διὰ τὴν κελεύουσαν ἐντολὴν. τὸ γάρ, µετανοεῖτε,
ἤγγικε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀόριστον ἠµῖν ὑπεµφαίνει τὴν ἐργασίαν»151.

2.1.2. Αδυναµία απόκτησης παιδιών

Γνωρίζοντας τη σηµασία που είχε - και ακόµη έχει- για µια γυναίκα η
απόκτηση παιδιών και λαµβάνοντας υπόψη την κοινωνική, αλλά και
ενδοοικογενειακή «κατακραυγή» που υφίστατο σε περίπτωση αδυναµίας της
να επιτελέσει αυτόν τον βασικό ρόλο της152 µπορούµε να καταλάβουµε πόσο
επώδυνη, σωµατικά και πνευµατικά, µπορεί να γινόταν η ζωή της όταν δεν τα
κατάφερνε. Ήδη παρακολουθήσαµε πιο πάνω την περίπτωση της κόρης της
γριας- Σκεύως στο «Βαρδιάνο στά σπόρκα»153. Κάτι αντίστοιχο υπέστη και η
Μαχώ στην «Ἄκληρη». Η ταλαιπωρηµένη αυτή γυναίκα «εἶχε κάµει τόσα
ταξίµατα καὶ µετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κ' ἐπῆγε δύο τρεῖς φορὲς στὰ
"Θέρµα", καὶ ἡ στείρωσίς της δὲν ἐθεραπεύθη, καὶ δὲν ἠµπόρεσε νὰ
καρπογονήσῃ»154. Αλλά και στο θέµα της υιοθεσίας δεν στάθηκε τυχερή. Μια
µόνο φορά θέλησε να ζητήσει από τη γειτόνισσά της Αφροδώ να της δώσει
ένα από τα κορίτσια της για να το υιοθετήσει. Η επίσης αξιοθαύµαστη εκείνη
γυναίκα, παρόλο που είχε οκτώ παιδιά, όλα κορίτσια -µε ό,τι αυτό
συνεπάγεται, δηλαδή προετοιµασία προίκας, πιθανή κατάκριση από
συγγενείς και γείτονες για την αδυναµία της να αποκτήσει αγόρι, οικονοµικά
προβλήµατα - δεν σκέφθηκε ούτε στιγµή να δώσει κάποιο παιδί της, αλλά
«ἀδιστάκτως ἠρνήθη!»155. Η µητρική της αγάπη δεν της επέτρεψε να στερηθεί
ούτε ένα από τα παιδιά της, έστω και αν στη συγκεκριµένη περίπτωση θα
έκανε µια αγαθή πράξη, αφού θα το υιοθετούσε η γειτόνισσα της, που είχε
αγωνισθεί µάταια τόσα χρόνια για να αποκτήσει δικό της. Ξεπέρασε το
ταµπού της εποχής, που θεωρούσε βάρος και άχρηστο φορτίο τα κορίτσια,
και συνέχισε το µεγάλωµα των κοριτσιών της µε αξιοπρέπεια.
Κατά συνέπεια, η δύστυχη Μαχώ έµεινε χωρίς τέκνα, απογοητευµένη
και µη δυνάµενη να υποφέρει πλέον τα µικρά παιδιά. Ωστόσο, µε το πέρασµα
του ιατρού χρόνου απέκτησε µια αξιοθαύµαστη καρτερία απέναντι στα ζωηρά
παιδιά της γειτονιάς, τα οποία µε τις αταξίες και τη φασαρία που έκαναν
151
Συµεών του Νέου Θεολόγου, «Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρµε’», Φιλοκαλία, Τ. Γ’, σ.250, Νο.
οε’.
152
Τρανταχτό παράδειγµα, η περίπτωση του Κουµπή Νικολάου στο «γάµο του Καραχµέτη» που
έφτασε ως τη διγαµία για να εξασφαλίσει την απόκτηση απογόνων.
153
Βλ. υποενότητα 2.1., υποσηµείωση Νο.80 του παρόντος κεφαλαίου.
154
Τ.∆’, σ.47, στ.10-12.
155
Τ.∆’, σ.48, στ. 25.
304

επέτειναν άθελά τους τον καηµό της. Παρ’ όλα αυτά, µέσα στη δυστυχία της
κέρδισε ένα µέγιστο δώρο, αυτό της άκρας υποµονής, για την οποία αναφέρει
ο Παπαδιαµάντης ότι «εἶναι σπανία φρόνησις, καὶ δι' ἄνδρα ἀκόµη».
Αποφάσισε λοιπόν «νὰ µὴ παραπονῆται ποτέ, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρῃ ἐν ἄκρᾳ
ὑποµονῇ»156.
Η εξάσκησή της στην αρετή της υποµονής της χαρίζει παρηγορία και
ενεργεί θεραπευτικά στην πονεµένη της ψυχή. Χάρη σε αυτήν, αποφεύγει τον
θανάσιµο πειρασµό της απελπισίας και του φθόνου απέναντι σε όσους έχουν
παιδιά και κυρίως απέναντι στα ίδια τα παιδιά. Γιατί, όταν συµβεί σε έναν
άνθρωπο που έχει υποµονή κάτι επώδυνο -όπως εδώ η αδυναµία απόκτησης
παιδιών- «αὕτη (ενν. ἡ ὑποµονή) ἄνεσιν καὶ µεγαλοψυχίαν δίδωσι καὶ οὐκ ἐᾷ
τὸν πειραζόµενον στενοχωρηθῆναι ἐκ τῆς µικροψυχίας, τοῦ ἀρραβῶνος τῆς
γεένης. Αὕτη ἀποκτείνειν εἴωθε τὴν ἀποκτείνουσαν τὴν ψυχὴν ἀπόγνωσιν.
αὕτη διδάσκει παρηγορηθῆναι τὴν ψυχὴν καὶ µὴ ἀκηδιᾶν ἐκ τοῦ πλήθους τῶν
πολέµων καὶ τῶν θλίψεων»157. Για αυτό και καθίσταται σωτήρια για τη Μαχώ,
η οποία, αφού πέρασε από το στάδιο του θυµού για την ατυχία της και παρά
την υποσυνείδητη «αντιπάθεια» που αισθανόταν κατά καιρούς για τα ζωηρά
παιδιά της γειτονιάς, αντιστεκόταν υποµένοντας τον πόνο της µε καρτερία158.

Λαχτάρα να αποκτήσει δικό της παιδί είχε και η Χατζίνα, δεύτερη


σύζυγος του πλούσιου γερο- Χατζή. Είχαν παντρευτεί εδώ και έξι χρόνια,
αλλά δεν είχε κατορθώσει να µείνει έγκυος. Αποτέλεσµα αυτής της αδυναµίας
ήταν οι πτωχές γειτόνισσες να εύχονται συνεχώς, ενίοτε και ειρωνικώς: «- Ἄχ!
πότε θὰ γεννήσ' ἡ Χατζίνα, νὰ κάµ' τὸ Χατζόπ'λο; Πότε;»159. Η ευχή αυτή
ηχούσε διαρκώς στα αυτιά της Χατζίνας και της έγινε έµµονη ιδέα: ήταν
«νευρικὴ πάντοτε, καὶ βρέφη ὀνειρευοµένη»160.
Για αυτό αποφάσισε να προβεί σε µια παράτυπη πράξη, η οποία, πέρα
από την ικανοποίηση της βαθιάς επιθυµίας της να αποκτήσει παιδί,
εξυπηρετούσε και στην απόκτηση της κληρονοµιάς του συζύγου της. Ο
µοναχογιός του τελευταίου από τον πρώτο του γάµο είχε γίνει µοναχός και η
Χατζίνα θεωρούσε ότι η πατρική περιουσία δεν θα του ήταν πια χρήσιµη.
Κατά συνέπεια, για εννέα ολόκληρους µήνες παρίστανε την έγκυο βάζοντας
αρχικά σεντόνι και στη συνέχεια µαξιλάρι στην κοιλιά της, ενώ την ίδια ώρα η
πραγµατικά εγκυµονούσα κουνιάδα της κλείστηκε σε ένα εξοχικό σπίτι µε την
πρόφαση ότι είχε «υποχονδρία», προκειµένου να µη γίνει γνωστή η
εγκυµοσύνη της. Όταν τελικά γέννησε και έφερε η µαµµή το µωρό στη
Χατζίνα, ο ενθουσιασµός της ήταν καταφανής: «τὸ ἔλαβεν ἐν θριάµβῳ, καὶ τὸ

156
Τ.∆’, σ.49, στ.20-22.
157
Πέτρου ∆αµασκηνού, «Βιβλίο δεύτερο», Λόγος ε’, Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.122, στ.6-10.
158
Η σωτηριολογική σηµασία της αρετής της υποµονής τονίζεται και από τον ίδιο τον Κύριο : «ὁ
ὑποµείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται», Μτ.24,13. Βλ επίσης γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’ : Πάθη και
αρετές,ό.π., σ.290.
159
«Τὸ Χατζόπουλο», Τ.∆’,σ.415, στ.32.
160
Τ.∆’, σ.417, στ.28.
305

ἅπλωσεν, ὡς εἰς πρώτην κλίνην, ἐπάνω στὸ προσκέφαλον, ποὺ εἶχε πρῴην
ὡς ἔµπλαστρον ἐπὶ τῆς κοιλίας της»161. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η απάτη
αποκαλύφθηκε, ο πρώτος γιος του Χατζή, ο παπα-Γρηγόριος κληρονόµησε
τελικά τον πατέρα του και αφιέρωσε όλη την περιουσία του στο µοναστήρι.
Ωστόσο, και ο «ὑποβολιµαῖος» Νικολάκης ανατράφηκε σωστά, µεγάλωσε και
πρόκοψε δηµιουργώντας µια επιφανή οικογένεια σε γειτονική νήσο.
Παρά την εκ του πονηρού ενέργειά της, η Χατζίνα ως άνθρωπος
φαίνεται πως ήταν κατά βάση καλή και ευσεβής γυναίκα. Αυτό είναι εµφανές
τόσο από τις αδιάκοπες ελεηµοσύνες και προσφορές στις φτωχές γειτόνισσες
και τα παιδιά τους, όσο και από τις συχνές λειτουργίες που έκανε162. Ακόµη
και η παραγγελία που έδωσε στον άνδρα της λίγο πριν αναχωρήσει για το
ταξίδι του περιελάµβανε κατά κύριο λόγο πράγµατα που είτε περιείχαν τίµιο
ξύλο (σύµφωνα µε τη συνήθεια της εποχής) είτε προέρχονταν από κάποιο
µοναστήρι.
Ωστόσο, η ευσεβής της συµπεριφορά, η γενναιοδωρία και η
φιλευσπλαχνία, συνοδευόταν από ανθρώπινο εγωισµό και εγκόσµιες
επιθυµίες. Αποτέλεσµα αυτού ήταν τα δαιµόνια της πλεονεξίας και της
φιλαυτίας να βάλουν τον πειρασµό µέσα της. «πύρωσαν» την καρδιά της µε
τον πόθο να αποκτήσει οπωσδήποτε δικό της παιδί. Όταν συνειδητοποίησε
ότι δεν ήταν σε θέση να τα καταφέρει, δε δίστασε να καταφύγει σε µια σειρά
παράνοµων ενεργειών. η πτώση της στην έµπρακτη αµαρτία είναι γεγονός.
Στο όνοµα του «αγαθού» της σκοπού προβαίνει σε ψέµατα, εξαπάτηση και
κρυφές συνωµοσίες. Μεταξύ άλλων, είπε ψέµατα για την «εγκυµοσύνη» της
ακόµη και στους ιερείς του χωριού163. Είναι πιθανόν ένας από αυτούς να ήταν
και ο εξοµολόγος της κάτι που την επιβάρυνε περαιτέρω µε ένα πολύ σοβαρό
αµάρτηµα.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύει ακράδαντα ότι δεν κάνει κάποιο λάθος164. Για
αυτό και παρακαλεί και κάνει δεήσεις στον Άγιο Ελευθέριο για να ευοδωθεί η
µεγάλη της επιθυµία να αποκτήσει παιδί, έστω και µε αυτόν τον ανορθόδοξο
τρόπο. Επιδιώκει να κάνει τον άγιο «συνένοχο» στο αµάρτηµά της
επιζητώντας «θεϊκή επιβεβαίωση», όπως αντιστοίχως η Φραγκογιαννού
ζητάει «σηµάδι» από τον Άι- Γιάννη165. Έχουν όµως και µια καθοριστική
διαφορά: η Χατζίνα ευχόταν στον άγιο για τη γέννηση και την υγεία του
αναµενόµενου νεογνού, ενώ η Χαδούλα για τη συνέχιση των φονικών της
ενεργειών.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η Χατζίνα έσφαλε. θεώρησε ότι ο γιος του
συζύγου της από τον πρώτο του γάµο δεν χρειαζόταν να κληρονοµήσει την
περιουσία του, αφού επέλεξε να γίνει µοναχός. Αυτό, σε συνδυασµό µε την
επιθυµία της να γίνει µητέρα, της ήταν αρκετό. Κατά συνέπεια έστησε µια

161
Τ.∆’, σ.418, στ.9-11.
162
Βλ. Τ.∆’, σ.416, στ.1-16.
163
Βλ. Τ.∆’, σ.416, στ.10-16.
164
Θυµίζοντάς µας το σκεπτικό της Χαδούλας πως «ὅ,τι εἶχε κάµει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάµει διὰ τὸ
καλόν» , Τ.Γ’, σ.483, στ.8-9.
165
Βλ. «Ἡ Φόνισσα», Τ.Γ’, σ. 460, στ.18-20.
306

ολόκληρη απάτη, για να κληρονοµήσει την περιουσία του µέσω του θετού γιου
της. Ο στόχος αυτός µακροπρόθεσµα δεν επιτεύχθηκε, επειδή η αλήθεια
αποκαλύφθηκε µερικά χρόνια αργότερα από τη «συνεργό» της, τη µαία
Κυρατσού. Η καλή πλευρά του χαρακτήρα της όµως προκάλεσε το έλεος του
Θεού, που επέτρεψε να µεγαλώσει τον θετό γιο- ανιψιό της πραγµατικά «ὡς
ἀρχοντόπουλο»166. Το παιδί αυτό πέτυχε στη ζωή του και απέκτησε µια
επιφανή οικογένεια που διέπρεψε στο πέρασµα των χρόνων. ∆ιαπιστώνουµε,
εποµένως, πως, όταν ένας άνθρωπος κάνει λάθος, ακόµη και εσκεµµένα, ο
Θεός τον σπλαχνίζεται, όταν υπάρχει, έστω και εν µέρει, αγαθή πρόθεση εκ
µέρους του. Μπορεί στην περίπτωση της Χατζίνας να αποκαλύφθηκε η απάτη
της και να έχασε την πολυπόθητη περιουσία, όµως συνέβη κάτι καλύτερο. η
µεν περιουσία αξιοποιήθηκε στο έπακρο από το µοναχό Γρηγόριο µε την
αποπεράτωση µιας ωραίας µονής- κοσµήµατος για το νησί και το αθώο
αγοράκι δε στερήθηκε των απαραίτητων εφοδίων, ώστε να προκόψει και
χωρίς περιουσία.

2.1.3. Παραφθορά ή απουσία της µητρικής αγάπης

Όπως υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που αγάπησαν ξένα παιδιά


σαν δικά τους, έτσι υπάρχουν και περιπτώσεις κατά σάρκα µητέρων που
φέρθηκαν άσχηµα έως βάναυσα στα σπλάχνα τους. Τα αίτια της
συµπεριφοράς αυτής διάφορα: ο δύστροπος χαρακτήρας τους, η οικονοµική
δυσπραγία, ο προσωπικός εγωισµός είναι µερικά από αυτά. Παρόλο που η
συµπεριφορά αυτή συνδέεται µε την πλευρά του πατέρα συνήθως, στο έργο
του Παπαδιαµάντη συναντούµε αρκετές µητέρες που συµπεριφέρονται
κυριολεκτικά ως εχθροί των παιδιών τους.
Τα ινία στην κατηγορία αυτή δε θα µπορούσε να τα έχει άλλη από τη
φοβερή Ζωγάρα, ή καλύτερα τη «στρίγλα µάννα»167. Αν η µητέρα της
Φραγκογιαννούς φέρθηκε ανεπίτρεπτα στην κόρη της, καθιστάµενη έµµεσα
ηθική αυτουργός για τα κατοπινά εγκλήµατά της, η Ζωγάρα αντιµετωπίζει µε
τον πιο βάναυσο τρόπο όλα της τα παιδιά, στο σύνολο πέντε. Η
«ἀστοργία»168 της ήταν η βασική αιτία που οδήγησε τους δύο γιους της να
µπαρκάρουν σαν ναυτικοί και να εξαφανιστούν στο εξωτερικό τόσο µακριά,
ώστε να µην µπορεί να τους εντοπίσει. Πράγµατι, παρά τις επανειληµµένες
προσπάθειές της - οι οποίες φυσικά έγιναν για καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς-
δεν κατάφερε να µάθει πού ακριβώς βρίσκονται. Η αδυναµία της να τους
εντοπίσει και να τους εκµεταλλευθεί προς «ίδιον όφελος» κόβει στο νου και
την καρδιά της κάθε δεσµό που τη συνέδεε µαζί τους. Για αυτήν είναι πλέον

166
Τ.∆΄,σ. 419, στ. 3-5.
167
Για ανάλυση του διηγήµατος αυτού βλ. επίσης Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας στο έργου του Α. Παπαδιαµάντη, σ. 110-117.
168
«Ὁ κόσµος ἔλεγεν, ὅτι αὐτὴ µὲ τὴν ἀστοργίαν της τοὺς εἶχεν ἀποξενώσει,αὐτὴ τοὺς εἶχε κάµει νὰ
σουρτουκέψουν», Τ.Γ’., σ. 392, στ.3-4.
307

«ὡσάν νεκροί», αφού, διά της µόνιµης απουσίας τους, έπαυσαν να της είναι
χρήσιµοι. Οι δύο κόρες της όµως είχαν την ατυχία να µείνουν πίσω µαζί της.
Η απουσία των αδελφών και η οικονοµική ανέχεια ήταν το έναυσµα για την
άσπλαχνη αυτή µητέρα να κάνει ότι καµία λογική µητέρα δεν θα σκεφτόταν
κάν. να καταριέται τα κορίτσια της να πεθάνουν: «Καὶ τὰς ἐβλασφήµει, καὶ τὰς
κατηρᾶτο, νὰ µὴν εἶχαν ποτὲ γεννηθῆ, νὰ µὴ σώσουν νὰ πᾶνε παραπάνω!...»
169
. Η γυναίκα αυτή, θεωρώντας τις κόρες της - κατά τη συνήθεια της εποχής-
ως βάρος, προτιµάει να τις δει νεκρές, παρά να κάνει θυσίες για να τις
παντρέψει. Για αυτό προβαίνει σε µια ενέργεια που αντιβαίνει στον ίδιο το
ρόλο της ως µητέρας- συνδηµιουργού της ζωής µε το Θεό. Τις καταριέται να
πεθάνουν170. ∆εν είναι τυχαίο ότι, ακριβώς πριν ξεκινήσουν οι «φονικές»
βλασφηµίες της κατά των κοριτσιών της, ο συγγραφέας αναφέρει ότι
«ἐψήλωνεν ὁ νοῦς της»171 (σαφές δείγµα δαιµονικής ιδεοληψίας) µε τον ίδιο
τρόπο που «ψήλωσε ὁ νοῦς» της Χαδούλας λίγο πριν τον φόνο της
νεογέννητης εγγονής της. Αυτό που κάνει η Χαδούλα δια της αφής, το
επιτυγχάνει η Ζωγάρα δια της γλώσσης, που «κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα
τσακίζει»172.
Μεταξύ άλλων, πρόκειται και για µια βλασφηµία, µια ύβρη απέναντι
στον ίδιο το Θεό, που είναι ο µόνος αρµόδιος να αποφασίζει το πότε θα
τελειώσει η επίγεια ζωή ενός ανθρώπου. Η σοβαρότητα του πάθους της
βλασφηµίας και η αναγωγή του στον κατεξοχήν βλάσφηµο, το διάβολο,
επισηµαίνεται από τον Όσιο Νικήτα το Στηθάτο: «∆εινὸν καὶ δυσκαταγώνιστον
τὸ πάθος τῆς βλασφηµίας. ἔχει δὲ τάς ἀφορµας ἐκ τῆς ὑπερηφάνου διανοίας
τοῦ σατανᾶ»173. Η βαθύτερη αιτία της ενέργειάς της αυτής εντοπίζεται στην
υπερβάλλουσα φιλαυτία της, που θέλει όλα και όλοι να λειτουργούν προς το
συµφέρον της, στην κακή της προαίρεση και στην οικειοθελή παράδοσή της
στο κακό174. Στον αλλοτριωµένο νου της έχει σαφή αντίληψη για το ρόλο των
παιδιών της: τα έχει φέρει στον κόσµο προκειµένου να την υπηρετούν και να
καλύπτουν όλες τις ανάγκες και τις επιθυµίες της. Όταν, για οποιονδήποτε

169
Τ.Γ’, σ.392, στ.7-8.
170
Για την κατάρα ως το πιο φοβερό όπλο στο στόµα µιας γυναίκας γράφει ο Τέλλος Άγρας: «Η κατάρα-
άλλο και τούτο όπλο της γυναικός, µαζί µε τα λοιπά,τα µεταφυσικά. Μ’ αυτήν µόνον επαναστατεί ενάντια
στο πεπρωµένο της, όταν τούτο το πεπρωµένο το ιδή να πάρη σάρκα και οστά, να σαρκωθή σε
άνθρωπο. Ζέει και καίει αυτό το βέλος το ψυχικό, το βαφτισµένο σε αγανάχτηση- πρωτογέννητο ίσως,
εδώ και πολύ µακριά, εδώ και πολύ βαθειά, στη µακραίωνη σκλαβιά την ελληνική. Και γι΄αυτό , όπου
πέση και χτυπήση, χτυπά θανάσιµα, αγιάτρευτα», «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον
τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, «Οι εκδόσεις των φίλων», Αθήνα,
1979, σ.166.
171
Τ. Γ’, σ.392, στ.6.
172
Αξίζει, ωστόσο, να σηµειωθεί ότι ,σε αντίθεση µε τη Φραγκογιαννού, που, παρά τα εγκλήµατά της,
καθίσταται εµµέσως συµπαθής από το συγγραφέα, η Ζωγάρα δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο στο
χαρακτήρα της που να ελκύει έστω και την ελάχιστη συµπάθεια των αναγνωστών.
173
«Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἐκατοντάς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.286, Νο. νθ’. Με άλλα λόγια, ευχόµενη
το θάνατο των παιδιών της µιµείται τον µισάνθρωπο σατανά.
174
Πιθανόν να κρύβεται και µια εσωτερική αλαζονεία στη στάση της αυτή. Για αυτό και ο Άγιος Μάρκος
ο Ασκητής επισηµαίνει ότι «οἴησις καὶ ἀλαζονεία, βλασφηµίας εἰσὶν αἴτια», «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων
δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 115, Νο.πζ’.
308

λόγο, δεν ικανοποιούν τις φίλαυτες διαθέσεις της, στρέφει όλο το µίσος της
εναντίον τους χρησιµοποιώντας λεκτικές και πρακτικές µεθόδους,
προκειµένου να ξεφορτωθεί τα «άχρηστα» για αυτήν πλάσµατα. Αντιθέτως,
όταν θεωρεί ότι της είναι, έστω και στο ελάχιστο, χρήσιµα (όπως ο Ζάχος)
προσπαθεί, χρησιµοποιώντας τη µητρική της ιδιότητα – εξουσία, να τα
εκµεταλλευθεί στο έπακρο.
Πράγµατι: «Τὰ δύο κορίτσια, ὡς φαίνεται, εἶχαν γίνει φθισικά, καὶ
ἀπέθαναν ὅπως εἶχαν γεννηθῆ ἡ µία δεκαοκτὼ µῆνας κατόπιν τῆς ἄλλης... Κ'
ἔτσι ἡ µάννα τους δὲν εἶχε πλέον καηµόν, πῶς θὰ τὰς ὑπάνδρευεν...
Ἔλεγεν ὁ κόσµος ὅτι αὐτὴ τὰς εἶχε ψωµοφάγει µὲ τὴν γρίνια, µὲ τὴ
στριγλιά της, µὲ τὶς βλασφηµίες καὶ τὶς κατάρες... Κ' αἱ δύο κόραι ἐτάκησαν κ'
ἐµαράνθησαν, κ' ἐκοιµήθησαν βαθιὰ εἰς τὸν τάφον, καὶ δὲν ἦτο φόβος πλέον
νὰ τῆς ζητήσουν προικιά!... Κι αὐτὴ τὰς ἐµακάριζε, διότι πῆγαν, ἀθῷες, εἰς τὸν
Παράδεισον»175. Οι ψεύτικοι αυτοί µακαρισµοί φανερώνουν το µέγεθος της
υποκρισίας και της πλήρους ψυχικής αλλοίωσης της µητέρας αυτής που, αντί
να θρηνεί για την απώλεια των δύο παιδιών της, χαίρεται γιατί απαλλάχθηκε
από τα έξοδα ενός πιθανού γάµου176.
Ωστόσο, η εωσφορική αυτή µητέρα δεν αρκέστηκε σε αυτό. Έβλαψε
ανεπανόρθωτα και το τελευταίο παιδί που έµεινε κοντά της, το Ζάχο. Με τις
στριγλιές και τις βλασφηµίες της τον οδήγησε στην τρέλα. Φαίνεται µάλιστα
πως σκόπιµα το έκανε αυτό, προκειµένου να έχει ένα µόνιµο υπηρέτη, που
να ακολουθεί αγόγγυστα τις διαταγές της και να εκτελεί αµισθί τις επιθυµίες
της. Ανήµπορος να ξεφύγει, όπως τα δύο αδέλφια του, κατέληξε πειθήνιο
όργανό της. Μόνο σπάνια προσπαθούσε, έστω και για λίγο, να ξεφύγει από
τα νύχια της φοβερής µάννας του αναζητώντας παρηγοριά και πρόσκαιρη
αναψυχή στη µουσική και συγκεκριµένα στο µπουζούκι του. Ακόµη όµως και
αυτή τη µοναδική χαρά στη θλιβερή ζωή του ήθελε να του τη στερήσει. Αφού
έκρυψε δύο φορές το µπουζούκι ανεπιτυχώς, δε δίστασε να βάλει δύο
αστυνοµικούς για να του το κατασχέσουν. Προτιµάει να δει το ήδη
εξαθλιωµένο παιδί της εντελώς δυστυχισµένο παρά να το αφήσει να
διασκεδάζει που και που. Θεωρεί µάλιστα µε την αλλοιωµένη της λογική ότι η
αιτία της τρέλας του είναι το µπουζούκι(!) - το µοναδικό πράγµα που τον
χαλάρωνε και τον βοηθούσε να ξεχνάει τον πόνο του177- αντί να αναζητήσει
την αιτία του κακού µέσα της.
Παρατηρούµε ότι η µητέρα αυτή, κάνοντας κακή χρήση του
ανεκτίµητου δώρου της µητρότητας και επιτρέποντας στα ποικίλα πάθη να
εισβάλλουν στη ψυχή και στο µυαλό της, καθιστά τα ίδια της τα παιδιά

175
Τ.Γ’, σ.392, στ.13-20.
176
Αυτοί οι µακαρισµοί της µοιάζουν πάλι υπερβολικά µε τους αντίστοιχους της Φραγκογιαννούς που
«εὐφραίνετο» κάθε φορά που πήγαινε σε κηδεία κάποιου βρέφους και «ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν
νεκρώσιµον οἰκίαν ἡ γραῖα Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῇ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγοριάν, - παρηγορίαν
καµµίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπῃ, µόνον ἦτο χαρωπὴ ὅλη κ' ἐ µ α κ ά ρ ι ζ ε τ ὸ ἀ θ ῷ ο ν β ρ έ φ ο ς καὶ
τοὺς γονεῖς του», Τ.Γ’, σ. 446, στ.15-19.
177
Για άλλη µία φορά ο συγγραφέας µας δείχνει το πώς ο αµαρτωλός άνθρωπος, ο υποταγµένος στα
πάθη του, βλέπει το καλό ως κακό και αντίστροφα.
309

ποικιλοτρόπως δυστυχισµένα. Λόγω µάλιστα της πνευµατικής της νέκρωσης


φαίνεται απόλυτα ευχαριστηµένη µε αυτή την κατάσταση (βλ. παραπάνω
τους «µακαρισµούς» προς τις νεκρές κόρες της, την απόδοση της τρέλας του
Ζάχου στο µπουζούκι και όχι στον εαυτό της κ.ά.) µη συνειδητοποιώντας το
κακό που έχει εισβάλλει στη ψυχή της και τη «δοκὸ ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλµῷ».
Αυτό, άλλωστε, είναι και το πιο επικίνδυνο λάθος της: η πεποίθησή της πως η
ίδια είναι σωστή (θυµίζοντας µας το προπατορικό αµάρτηµα που συνίσταται
µεταξύ άλλων και στην αποποίηση των προσωπικών ευθυνών). Έτσι,
παραδίδεται πλήρως στην εµπαθή κακία, η οποία είναι το κύριο
χαρακτηριστικό της: «Ἡ κακία (…) ἀγνοηθεῖσα (ἐνν. ὑπὸ τῆς ψυχῆς), φιλεῖται
ὑπὸ τοῦ ἀγνοοῦντος αὐτήν. καὶ ἔχει αὐτὸν αἰχµάλωτον, δουλαγωγοῦσα τὸν
ἑαυτῆς ἐραστὴν .καὶ ὁ κακοδαίµων καὶ ἄθλιος, οὔτε ὁρᾷ τὸ συµφέρον αὐτῷ ,
οὔτε νοεῖ, ἀλλὰ νοµίζει κοσµεῖσθαι ὑπὸ τῆς κακίας, καὶ ἀγάλλεται»178.

Μια ιδιόµορφη περίπτωση κακής µητέρας179 είναι και αυτή της κυρα-
Ζαφείραινας στις «Κουκλοπαντρειές». Η γυναίκα αυτή είχε µια κόρη για την
οποία, ενώ φαίνεται ότι τρέφει κάποια αγαθά αισθήµατα, της φέρεται µε έναν
τρόπο που δεν αρµόζει σε µητέρα. Όταν η κόρη της σύναψε σχέση µε έναν
από τους ενοικιαστές της µάνδρας στην οποία εκτελούσε χρέη επιστάτριας,
εκείνη, µε µια αταίριαστη για την ιδιότητά της αφέλεια, αφήνει υπαινιγµούς για
την τιµιότητα του παιδιού της σε µια γειτόνισσα. Αποτέλεσµα ήταν να θιγεί
εντελώς η τιµή και η αξιοπρέπεια της Ευγενικούλας, ενώ όλες οι κατοπινές
προσπάθειες της µητέρας της να αποκαταστήσει το λάθος που έκανε
παρέµειναν άκαρπες.
Ακόµη και ο γάµος της Ευγενικούλας έγινε κάτω από µυστηριώδεις
συνθήκες «ὄχι ἐν τῇ οἰκίᾳ· ἀλλοῦ, εἰς µέρος ἄγνωστον»180, γεγονός που
πυροδότησε υποψίες και κακεντρεχή σχόλια για το αν τελέστηκε τελικά ή
όχι181. ∆εδοµένης της παράδοσης που θέλει την κοπέλα να φεύγει νύφη από

178
Μεγάλου Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἦθους ἀνθρώπων καὶ χρηστής πολιτείας»,Φιλοκαλία,
Τ.Α΄,σ.11, Νο.να’. Ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής αποδίδει τα διάφορα είδη εκδήλωσης της κακίας
στην κακή χρήση των δυνάµεων της ψυχής του ανθρώπου: «Κατὰ παράχρησιν αἱ κακίαι τῶν τῆς ψυχῆς
.
δυνάµεων ἡµῖν ἐπισυµβαίνουσιν οἶον , τῆς τὲ ἐπιθυµητικῆς καὶ τῆςλογιστικῆς. Καὶ τῆς µὲν θυµοειδούς καὶ
ἐπιθυµητικῆς µῖσος καὶ ἀκολασία. Χρῆσις δὲ τούτων, γνῶσις καὶ φρόνησις, ἀγάπη τὲ καὶ σωφροσύνη. Εἰ
δὲ τοῦτο , οὐδὲν τῶν ὑπὸ Θεοῦ κτισθέντων καὶ γεγονότων ἐστὶ κακὸν» , «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων
ἑκατοντὰς τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.28, Νο.γ’.
179
Κακή, «φύσει» για την Κάκια και «θέσει» για τη Μαρίνα, µητέρα αναδεικνύεται και η κυρία Ρίζου.
Στη θέση των ηθικών αρχών που όφειλε να µεταδώσει στο παιδί της, της προσφέρει το ψέµα, την
υποκρισία, τον άµετρο εγωισµό και την ικανοποιήσή των επιθυµιών της µε οποιοδήποτε θεµιτό και
αθέµιτο µέσο. Η κορύφωση της αποτυχίας της ως µητέρας έρχεται µε την πρόσκληση του Ζέννου στο
σπίτι της προσποιούµενη ασθένεια. Κατά την εκεί επίσκεψή του, κυριευµένη από το πάθος της
πορνείας, εκφράζει «τὴν πρὸς τὸν νέον ἀνεξήγητον στοργὴν αὐτῆς» (Τ.Α’, σ. 110, στ.32-33) που
υπέθαλπε όλο το προηγούµενο διάστηµα κάτω από την «µητρική» της επιθυµία να παντρέψει την
Κάκια µε το νέο. Με αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η διπλή της υποκρισία, που ξεπερνά κάθε όριο, όταν
στρέφεται ενάντια στο ίδιο της το παιδί, αναδεικνύοντάς την ως µια από τις πλέον σκοτεινές µητέρες.
Αναλυτικα για τη κ. Ρίζου, βλ. υποενότητα 1.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
180
Τ.Γ’, σ.566, στ. 19-20.
181
Είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη, λόγω της µεγάλης οικονοµικής ανέχειας, οι φτωχές οικογένειες
έκαναν «εικονικούς» γάµους, γάµους χωρίς ιερέα βλ. π.χ. το διήγηµα «Πατέρα στο σπίτι», όπου
310

το σπίτι της - και όχι από κάπου αλλού- οι υποψίες αυτές ίσως να ήταν
αληθινές. Μετά το «γάµο» οι σχέσεις της µητέρας και της κόρης ήταν
τεταµένες, λόγω της κακής επιλογής γαµπρού και της οικονοµικής
δυσπραγίας που η τελευταία βίωνε: «Ἡ µάννα της, βαρυνθεῖσα ν' ἀκούῃ τὰ
παράπονά της, τὴν ἐβλασφήµησε πολλὲς φορές, τὴν ἐφασκέλωσεν, αὐτὴν καὶ
τὸν ἄνδρα της, καὶ τὴν προκοπήν της, τῆς ἔρριπτεν ὅλα τὰ ἄδικα, ὅτι αὐτὴ καὶ
µόνη πταίει»182. Παρατηρούµε ότι και αυτή η µητέρα, κατά το πρότυπο της
Ζωγάρας, αποποιείται κάθε προσωπική ευθύνη για τις επιλογές και την τελική
δυστυχία του παιδιού της.
Ωστόσο, παρά τις βλασφηµίες και την απρεπή συµπεριφορά της προς
την εγκυµονούσα κόρη της, εις ένδειξη καλής θελήσεως, αλλά χωρίς τη
σύµφωνη γνώµη του γαµπρού της, την πήρε ξανά στο σπίτι της «διὰ νὰ τὴν
"ξεγεννήσῃ"»183 µια και στο µεταξύ η νεαρή κοπέλα έµεινε έγκυος. Αυτή της η
κίνηση φαίνεται πως έγινε εξ ανάγκης και λόγω των συνεχών παραπόνων της
κόρης της. Για αυτό και στη συνέχεια η ιδιόµορφη αυτή µητέρα, αφού
εκτόνωσε την εσωτερική οργή της στις εναποµείνασσες νοικάρισσες της
κατορθώνοντας να τις διώξει, εκδήλωσε µε τον πιο βάναυσο τρόπο το θυµό
της απέναντι στο παιδί της χτυπώντας, υβρίζοντας και βασανίζοντάς την
παρά την προχωρηµένη εγκυµοσύνη της. Οι δε βλασφηµίες της έφτασαν στο
σηµείο να γίνουν βαριές κατάρες: καταριόταν την κόρη της και έµµεσα και το
νεογέννητο εγγόνι της να πεθάνει184. Για αυτό µας προβληµατίζει ιδιαιτέρως
το κατά πόσο ψυχικά και πνευµατικά διαταραγµένη πρέπει να ήταν η µητέρα
αυτή που επιθυµούσε να χάσει τον πολυτιµότερο δικό της άνθρωπο, το παιδί
της. Με το εωσφορικό της σκεπτικό αναιρεί πλήρως τη σηµαντικότερη της
ιδιότητα, αυτή της µητέρας και της µέλλουσας γιαγιάς, φανερώνοντας την
οικειοθελή παράδοσή της στο κακό. ∆εν είναι τυχαίο ότι µε τη στάση της
αποµονώνεται σταδιακά από κάθε είδος κοινωνίας τόσο µε τους γύρω της,
όσο και µε το Θεό πορευόµενη προς την απόλυτη µοναξιά, που αποτελεί
πρόγευση της κολάσεως. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης κλείνει το διήγηµα
µε το ζοφερό µέλλον της, που δεν είναι άλλο από αυτό ενός δαιµονισµένου,
αποκοµµένου από το Θεό και τους ανθρώπους: «Ὅταν θὰ τὴν ἔθαπτεν,
ἐπεφυλάσσετο νὰ δέρνεται µόνη της»185.

∆εν είναι λίγες οι φορές όπου και µια καλή σε γενικές γραµµές µητέρα
συµβαίνει να αδικήσει κάποιο ή κάποια από τα παιδιά της. Συνήθως αυτό
γίνεται για χάρη ενός άλλου παιδιού . Στις περισσότερες µάλιστα περιπτώσεις
το αδικηµένο παιδί είναι γένους θηλυκού, ενώ αυτό που ευνοείται αρσενικού.

αναφέρεται ότι στις φτωχικές συνοικίες υπήρχε η συνήθεια να «νυµφεύονται» χωρίς παπά, βλ. Τ.Γ’,
σ.92, στ.33 και σ.93, στ.1.
182
Τ.Γ’, σ.567, στ.6-9.
183
Τ.Γ’, σ.567, στ.12.
184
Πρόκειται για µια ακόµη οµοιότητα της µε τη Ζωγάρα.
185
Τ.Γ’, σ. 574, στ.28. Η τελευταία παράγραφος του διηγήµατος µας θυµίζει την κατάσταση στην οποία
βρισκόταν ο δαιµονισµένος στα Γέργεσα πριν τη συνάντησή του µε τον Ιησού: «διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ
ἡµέρας ἐν τοῖς µνήµασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις» (Μκ.5,5).
311

Εκείνο όµως που σπάνια συµβαίνει είναι να αδικήσει µια µητέρα το παιδί της
για χάρη του γαµπρού ή της νύφης της. Ακόµη και αν η προαίρεσή της είναι
αγαθή, αυτό δεν αρκεί για να άρει το δυνατό αίσθηµα αδικίας που θα
προκαλέσει. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της κυρα-Σοφούλας
και της κόρης της Σεραϊνώς στο «Θάνατο κόρης».
Στην αρχή του διηγήµατος η σεβάσµια γερόντισσα περιγράφεται ως
ένα υπόδειγµα καλής και αξιοπρεπούς γυναικός: «ἦτον ἡ εὐγενεστέρα, ἡ
χρηστοτέρα γυνὴ τοῦ τόπου, ἡ πρώτη οἰκοκυρὰ τοῦ χωρίου. Τὸ πρόσωπόν
της ἦτο εἰκὼν πρᾳότητος καὶ ἐγκαρτερήσεως, ὅλον µειδίαµα καὶ γλυκύτης. Τὰ
χείλη της ἔσταζαν µέλι ἀνόθευτον, ἀµιγές. ∆ὲν ἤξευρεν ὑπερµέτρους,
κιβδήλους φιλοφρονήσεις. ∆ὲν ἠγάπα τὴν ἐπίδειξιν. Αἱ ἐλεηµοσύναι της ἦσαν
κρυφαί, οἱ τρόποι της ἁπλοῖ, ἐγκάρδιοι. Ἡ κυρα-Σοφούλα, ὅταν εἰς τὴν
ἐκκλησίαν, τὰ Χριστούγεννα ἢ Μεγάλην Πέµπτην ἢ Πάσχα, πλῆθος γυναικῶν
ἤρχοντο νὰ τῆς βάλουν µετάνοιαν πρὶν προσέλθουν νὰ κοινωνήσουν, ἔλεγε:
"Μὲ σέβονται, παιδάκι µ', ὡς γεροντότερη". ∆ὲν ἤθελε νὰ εἴπῃ ὅτι τὴν ἐτίµων
ὡς ἀρχόντισσαν, ἢ εὐγνωµόνουν διὰ τὰς εὐεργεσίας της. Ἦτον πλήρης
ἁπλότητος, πρᾳότητος καὶ µετριοφροσύνης»186. Φαίνεται πως η γυναίκα αυτή
διέθετε πράγµατι πολλές αρετές και για αυτό προκάλεσε το φθόνο του
πονηρού ο οποίος αποφάσισε να τη βάλει σε πειρασµό. Ο πειρασµός αυτός
δεν ήταν άλλος από τον ερχοµό της νύφης της στο σπίτι και τις συχνές έριδες
που είχε µε την κόρη της. ∆υστυχώς δεν µπόρεσε να τον χειριστεί σωστά
γιατί, όσο και αν είχε φαινοµενικά προχωρήσει στην αρετή, διέθετε ακόµη
µέσα της υπερηφάνεια και κενοδοξία, η οποία φάνηκε από την µεγάλη αξία
που έδινε στο «τι θα πει ο κόσµος».
Αυτό το ενδιαφέρον της για τη διατήρηση της καλής εξωτερικής εικόνας
που είχε στην τοπική κοινωνία, την εµπόδισε να διακρίνει τη σωστή οδό που
έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτηµα αυτό. Παρά την ταπεινή στάση που
κρατούσε στον κόσµο, δεν διέθετε κατά βάθος την πολύτιµη αρετή της
ταπεινοφροσύνης, αλλά υποσυνείδητα ένα είδος έπαρσης για το σεβασµό και
την εκτίµηση που απολαµβάνε από τους συµπατριώτες της187. Αυτό της
στέρησε το χάρισµα της διάκρισης που θα της επέτρεπε να χειριστεί σωστά
αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Έτσι, λόγω της έλλειψης διακρίσεως188, δεν είχε
τη διορατικότητα να προλάβει το κακό που ερχόταν εξασφαλίζοντας την
ισορροπία στη σχέση των δύο νεαρών γυναικών και κατ’ επέκταση την

186
Τ.∆’, σ.186, στ.5-16.
187
Αυτή η κεκρυµµένη αρχικά οίηση αποτελεί και τη ρίζα που την οδήγησε στη συνέχεια να
βλασφηµήσει την κόρη της. Για τις αρνητικές συνέπειες της έπαρσης βλ. « Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου
Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ΄, σ.215, Νο.ρι’.
188
Τη σηµασία της διακρίσεως επισηµαίνει ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος: « ( ἡ διάκριση) διδάσκει τὸν
ἄνθρωπον, καταλιµπάνοντα τὴν ἔφ΄ἑκάτερα µέρη ὑπερβολήν, ὀδῷ βασιλικῇ βαδίζειν», ενώ λίγο
παρακάτω τονίζει ότι «µηδεµίαν , ἄνευ τοῦ χαρίσµατος τῆς διακρίσεως, ἀρετὴν συνίστασθαι ἢ βεβαίαν
.
διαµένειν ἕως τέλους πασῶν γὰρ τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ ὁ φύλαξ ὑπάρχει», («Πρὸς Λεόντιον
ἡγούµενον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 86- 87). Η διάκριση, εξάλλου, ορίζεται από τον προφήτη Ησαϊα ως
ο
«γνώση µὲ εὐσέβεια» (Ησ.11,2) και στον 24 Ψαλµό αναφέρεται ως χαρακτηριστικό των πράων και
ταπεινών ανθρώπων (Ψαλµ. 24, 9).
312

οικογενειακή της γαλήνη189. Αντιθέτως, υπερέβαλλε και κρατούσε


µεροληπτικά άδικη στάση απέναντι στην κόρη της «χάριν ἁπλῆς
εὐπροσωπίας, διὰ νὰ µὴ εἴπῃ ὁ κόσµος ὅτι δὲν µετεχειρίζετο καλῶς τὴν
νύµφην της»190, µη συνειδητοποιώντας το βαθύ αίσθηµα αδικίας που
προκαλούσε στο παιδί της.
Η παντελής πτώση της στον πειρασµό κορυφώνεται µε τις φοβερές
κατάρες που ξεστόµισε εναντίον της κόρης της επ’ αφορµή µιας ακόµη
συνηθισµένης λογοµαχίας που είχε η τελευταία µε τη νύφη της. Η προσθήκη
των επιρρηµάτων «ἐσκεµµένως» και «ὑπερµέτρως» στην αντίδραση της
Σοφούλας, καθώς και η προκαταβολική επίρριψη ευθυνών στην κόρη της
«πρὶν ἀκούσῃ ἀκόµη» το τι συνέβη, µας παραπέµπουν σε ένα ακόµη
υποθάλπον πάθος της Σοφούλας, που αποτελεί και τη ρίζα όλων των
υπολοίπων: τη φιλαυτία. Η κυρά-Σοφούλα, έχοντας φτιάξει ένα µικρόκοσµο,
όπου α υ τ ή ε ί ν α ι η µ ό ν η α ρ χ ό ν τ ι σ σ α κ α ι κ α µ ί α ά λ λ η ( κάτι
που υποσυνείδητα θεωρεί ότι «σφετερίζεται» η κόρη της, όταν µιµούµενη
εκείνη, συµπεριφέρεται ως «µελλοντική κυρία του αρχοντικού, συνεχίζοντας
τη γαλαντόµο παράδοση των φιλεµάτων στα ‘’πτωχά γειτονόπουλα’’,
αναδεξίµια της µητρός της»191) δεν θέλει κατά βάθος να παραχωρήσει στην
κόρη της ούτε το αρχοντικό της (το οποίο δικαιούταν ως προίκα) ούτε την
προσωπική ευχαρίστηση που είχε απολαµβάνοντας το σεβασµό και την
αγάπη των «πτωχών» συµπατριωτών της. Η φιλαυτία της αυτή, σε
συνδυασµό µε την επιµελώς κεκρυµµένη αλαζονεία της, την έκαναν να βλέπει
το παιδί της, όχι ως φυσική της συνέχεια και θεµατοφύλακα της στάσης ζωής
της, αλλά ως απειλή «εκθρονισµού» της. Για αυτό και εθελοτυφλεί στο
χαρακτηρισµό της κόρης της ως «σκορπαλευρού» από τη νύφη της,
χαρακτηρισµό που προσβάλλει την ίδια ως «πρώτη διδάξασα» τη
γενναιοδωρία στο παιδί της. Αντί να αποδοκιµάσει ευγενικά τη νύφη της ή
έστω να συνειδητοποιήσει τον υπεροπτικό χαρακτήρα της, περιορίζοντας τις
συνεχείς επιτιµήσεις προς την κόρη της, εκείνη που «ἦτον τόσον σπάνιον
πρᾶγµα νὰ καταρασθῇ» της έδωσε µια βαθύτατη και παράλογη κατάρα, που
διαπέρασε ως δίκοπο µαχαίρι την καρδιά της ατυχούς Σεραϊνώς: «Νὰ πιαστῇ

189
Για την αρετή της διακρίσεως και τα πολλαπλά οφέλη που προκύπτουν από αυτή βλ. Πέτρου
∆αµασκηνού, «Βιβλίο πρώτο», «Περί διακρίσεως» και «Περί διακρίσεως ἀληθοῦς », Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.
66 – 69 και σ.71-72. Ο ίδιος πατέρας, άλλωστε, έχει την πεποίθηση ότι χωρίς την πολύτιµη αυτή αρετή
δεν µπορεί να προκύψει τίποτα καλό: «χωρὶς διακρίσεως οὐδὲν καλὸν γίνεται, κἄν λίαν καλὸν φαίνηται
τοῖς ἁγνοοῦσιν, εἴτε διὰ τὸ παρὰ καιρὸν ἢ παρὰ τὴν χρῆσιν, εἴτε παρὰ τὸ µέτρον τοῦ πράγµατος, ἢ τὴν
ἰσχὺν τοῦ ἀνθρώπου, ἢ τὴν γνῶσιν αὐτοῦ καὶ ἄλλα πολλά», «Βιβλίο ∆εύτερο», Λόγος Θ’, Φιλοκαλία
,Τ.Γ’, σ.131, στ.29-32.
190
Τ.∆’, σ.190, στ.14- 15. Σύµφωνα µε τον Χ. ∆άλκο, «η σκληρότητα της µητρικής συµπεριφοράς δεν
οφείλεται µάλλον σε λόγους «ἁπλῆς εὐπροσωπίας», αλλά σε ανοµολόγητες ιδιοτελείς σκέψεις: ο
µελλοντικός γάµος της κόρης της συνεπάγεται, βάσει του «µητρωνυµικού» κληρονοµικού δικαίου των
κοινωνιών αυτών, «έξωση» της µάννας από το σπίτι, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της
διαθέτουσας δικό της σπίτι νύφης (παρά την πεισµατική παραµονή του συµπέθερου σε αυτό) για την
προσωρινή συγκατοίκηση της οποίας έχει άλλωστε συναινέσει (…) Αυτό που λάθρα συνδέει τις δυο
γυναίκες, τη νύφη Μπραϊνω΄και την πεθερά της κυρά – Σοφούλα, είναι η κοινή µοίρα της
επαπειλούµενης, « τό ἐπιόν φθινόπωρον», έξωσης», ∆άλκου Χ. «Λανθάνουσες µνήµες µητρωνυµικού
δικαίου στο διήγηµα «θάνατος κόρης», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
σ.105. και σ.111.
191
Βλ. Χ. ∆άλκου, ό.π., σ. 111.
313

ἡ γλῶσσά σου! (…)Νὰ µὴ σώσῃς!... Νὰ σὲ κουβαλήσω µιὰν ὥρα ἀρχύτερα...


Νὰ σὲ νεκρασπασθῶ... Νὰ µὴ σαραντίσῃς!...»192. Εκείνη τη στιγµή, η
ευαίσθητη κόρη αισθάνθηκε ότι η µητέρα της έ π α υ σ ε ν α τ η ν α γ α π ά
και αυτόν τον πόνο δεν µπόρεσε να τον αντέξει. Υπό το ψυχικό αυτό βάρος
και χωρίς κάποια άλλη εξωτερική αιτία, αρρώστησε την επόµενη κιόλας
ηµέρα και πέθανε σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα193. Συµπεραίνουµε
λοιπόν πως η πραότητα και η µετριοφροσύνη αποτελούσαν επιφανειακές
µόνο αρετές της κυρα- Σοφούλας, µε αποτέλεσµα , όταν της δόθηκε η
αφορµή, να αναδυθούν στη θέση τους τα πάθη της οργής και της
βλασφηµίας.
Η γραια Σοφούλα ξεπέρασε τα όρια µε την αρωγή του θυµού και της
φίλαυτης επιθυµίας της να διατηρήσει το «καλό της όνοµα» στην τοπική
κοινότητα. Στην περίπτωσή της επιβεβαιώνονται πλήρως τα λόγια του οσίου
Μάρκου του Ασκητού: «Οἴησις καὶ ἀλαζονεία, βλασφηµίας εἰσὶν αἴτια.
Φιλαργυρία δὲ καὶ κενοδοξία, ἀσπλαγχνίας καὶ ὑποκρίσεως»194. Για αυτό και
τιµωρήθηκε «ὅπως τιµωροῦνται ὅλοι οἱ γονεῖς, ὅσοι βλέπουσι τὰ τέκνα των νὰ
τὰ θερίζῃ ὁ χάρος, καὶ νοµίζουν µάλιστα ὅτι ἴσως ἔπταισαν πρὸς τοῦτο»195. Ως
κατά βάση αγάθη έζησε κατ΄οικονοµίαν Θεού εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια
µετά το θάνατο της κόρης της διερχόµενη τα τελευταία δεκατρία «"εἰς τῆς
νύµφης της τὰ χέρια"»196. Έτσι, της δόθηκε αρκετός χρόνος για να
παιδαγωγηθεί µέσω της νύφης της, να ταπεινωθεί πραγµατικά και να
µετανοήσει για το αµάρτηµά της που στοίχισε τη ζωή του παιδιού της και την
ευτυχία της ιδίας και της οικογένειάς της.

Το ίδιο ακριβώς λάθος έκανε και µια άλλη αγαθή γυναίκα, η θεια-
Αρετώ, η Χρονιάρα197. Η πιστή αυτή γυναίκα, που βοηθούσε αφιλοκερδώς ως
νεωκόρος στους πολυάριθµους ναΐσκους και τα ξωκκλήσια της περιοχής, είχε
πάντοτε ένα καλό λόγο να πει στην µικρή της θυγατέρα. Για δέκα ολόκληρα
χρόνια της έδινε ωφελιµότατες συµβουλές βοηθώντας την να γίνει µια συνετή
και φρόνιµη κοπέλα: «Ζήσῃς χρονίσῃς, θυγατέρα, τῆς ἔλεγε, ποτέ σου νὰ µὴ
ζηλέψῃς τὸ ξένο στολίδι, νὰ µὴν πῇς κακὸ γιὰ τὴν γειτόνισσα, νὰ µὴν κοιτάζῃς
τί κάνει ἡ πλαγινή σου, νὰ µὴ βάλῃς µαναφούκια, νὰ µὴ ξευχηθῇς, νὰ µὴ
βλαστηµήσῃς»198. Κι όµως. αυτή η καλοπροαίρετη και στοργική µητέρα, κατά
τη σύναψη του γάµου της κόρης της, έβαλε προς στιγµήν τα υλικά αγαθά

192
Τ.∆’, σ. 187, στ.35 και σ.188, στ.19-20. Κατά τον Χ. ∆άλκο η λεκτική βία που χρησιµοποιεί η «καλή»
µητέρα Σοφούλα δεν απέχει πολύ από τη φυσική βία που χρησιµοποιεί η Χαδούλα, δεδοµένης της
οιωνεί µαγικής δύναµης της κατάρας, κατά πρώτο λόγο της µητέρας και κατά δεύτερο της γυναίκας που
σπάνια καταριέται, βλ. ό.π. σ.115 .
193
Η περίπτωση της Σεραϊνώς µας υπενθυµίζει πως, εκτός από τις σωµατικές ασθένειες και η
στεναχώρια, η τόσο σοβαρή αυτή ψυχική νόσος, µπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τη σωµατική
υγεία του ανθρώπου.
194
«Περὶ τῶν οἰωµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.115, Νο. πζ’.
195
Τ.∆’, σ. 190, στ. 17-18.
196
Τ.∆’, σ.190 στ.22-23.
197
Στο διήγηµα «Ἡ Γλυκοφιλούσα».
198
Τ.Γ’, σ.78, στ.16-19.
314

πάνω από τα ουράνια και οργίσθηκε υπερβολικά για τα δευτερεύοντα


ζητήµατα προικοδοσίας. Τόσο ώστε ξέχασε προς στιγµήν τις πεποιθήσεις και
τα πιστεύω της και την καταράσθηκε «νὰ µὴ χρονίσῃ!»199, εκείνη που όλα τα
προηγούµενα χρόνια την απέτρεπε από τα αµαρτήµατα της ζήλειας, της
κατακρίσεως και της βλασφηµίας.
Συνεπώς, το γεγονός του θανάτου της κόρης της πριν περάσει ο
χρόνος από το γάµο της ωχριά εµπρὸς στο κατεξοχήν κακό, που είναι το
αµάρτηµα της βλασφηµίας που διέπραξε η θεια- Αρετώ200. Και το αµάρτηµα
αυτό είναι τόσο µεγάλο, όσο αναίτια ήταν η κατάρα που εκτόξευσε εναντίον
του παιδιού της. ∆εν είχε κανένα συµφέρον από το θάνατο της κόρης της.
ωστόσο, υποκύπτωντας στον πειρασµό, τον ευχήθηκε. Στηριζόµενος σε αυτό
το επιχείρηµα ο Χ. Μαλεβίτσης θεωρεί «αυτοφυή» την κακή βούληση της
ενάρετης θειας Αρετώς και αντίθετη σε ό,τι η ίδια έπραττε και εδίδασκε201.
Πιστεύουµε, ωστόσο, ότι η θεια Αρετώ, υπέκυψε προς στιγµήν και χωρίς να
το θέλει εκ καρδίας στον πειρασµό της φιλαυτίας µε την έννοια της
κατακράτησης κάποιων υλικών αγαθών εις βάρος της µελλόνυµφης κόρης
της. Για αυτό και η τελική πραγµάτωση της κατάρας της στιγµάτισε τη ζωή και
την ψυχή της και την έκανε να συνειδητοποιήσει µε τον πιο τραγικό τρόπο τη
σηµασία της προτροπής του Αποστόλου Παύλου «εὐλογεῖτε καὶ µὴ
καταράσθε»202.
Η θεια- Αρετώ δεν ήταν «κακῆς ψυχῆς». Μετά το θάνατο της κόρης
και του νεογνού, η βαθιά της συντριβή και η µετάνοια εκδηλώνεται µε την
εντονότερη στροφή της προς την Εκκλησία και την αναζήτηση παρηγορίας
µέσα στους κόλπους της. Παράλληλα, η ανατροφή των δύο εγγονών της που
την «ἐγνώριζαν (ὡς) µητέρα»203 µετρίαζε τον πόνο της και της έδινε δύναµη.
Ως έµπρακτη εκδήλωση της δ ι α ρ κ ο ύ ς µετάνοιάς της αναλαµβάνει εφ’
όρου ζωής να πηγαίνει αφιλοκερδώς δύο φορές την εβδοµάδα στο ναΐσκο της
Παναγίας της Γλυκοφιλούσης και να ανάβει τα κανδήλια. ∆εν θεωρεί όµως το
εβδοµαδιαίο της διακόνηµα αρκετό. Θέλοντας να µεταστοιχειώσει, έστω και εκ
των υστέρων, την κατάρα της σε ευλογία, προσφέρει ως αφιέρωµα στην
Παναγία τα γαµήλια στέφανα και µέρος από τους «φωτεινούς χιτῶνας» και τα
«κουκούλια ἀγαλλιάσεως» του νεκρού βρέφους, ενώ χαρίζει τη νυφική στολή
της κόρης της στον παπα- Μπεφάνη, που τη µετατρέπει σε ιερατικά άµφια204.
Με αυτό τον τρόπο το κακό εξαγιάζεται, ο θάνατος µεταλλάσσεται σε ζωήν

199
Τ.Γ’, σ. 78, στ. 29.
200
Γιατί η µητέρα που βλασφηµά το παιδί της, έστω και αν το κάνει «ἐν βρασµῷ ψυχῆς», αίρει τη
βασική της ιδιότητα που είναι η δίχως όρια και τέλος αγάπη προς εκείνο.
201
Βλ. Χ. Μαλεβίτση, « Υπό τη σκέπη της Γλυκοφιλούσας», Τετράδια Ευθύνης 15, σ.81.
202
Ρωµ. 12,14.
203
Τ.Γ’, σ.78, στ.8.
204
Όπως αναφέρει ο Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος: «η αφιέρωση των ενδυµάτων των κεκοιµηµενων
σηµαίνει,(…) πως ο γάµος συνεχίζεται µέσα στην Εκκλησία, που είναι χώρα ζώντων. Ο θάνατος
διακονεί τη ζωή, του έχει αφαιρεθεί το «κέντρον», υπερβαίνεται µέσα στη Λειτουργία, που είναι η µόνη
αυθεντική ζωή», ∆αιµόνιο Μεσηµβρινό,11 κείµενα για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα,
1978, σ.112.
315

αιώνιον και η στολή της νεκρής µετατρέπεται «από τεκµήρι(ο) θανάτου σε


σκεύ(ος) αίνου, από κατάλοιπ(ο) ολέθρου σε µαρτύρι(ο) αναστάσεως»205.
Πέραν αυτού, η θεια- Αρετώ έπρεπε να υποστεί, ως αγαθή
παιδαγωγία, και ένα άλλο µαρτύριο εκτός από την απώλεια της κόρης και του
εγγονιού της. αυτό της κοινωνικής κατακραυγής, που στέκεται αµείλικτη σε
όσους ξεπερνούν τα όρια, παρά τον προηγούµενο έντιµο βίο τους. Έτσι, από
την πρώτη κιόλας στιγµή της προσκολλάται από την τοπική κοινωνία το
σκωπτικό επίθετο «Χρονίστρα» ή «Ἀχρόνιαστη» ή «Χρονιάρα»
υπενθυµίζοντάς της συνεχώς -ώστε να µην ξεφύγει ποτέ από τον κύκλο της
µονίµου µετανοίας- το αµάρτηµά της. Και εκείνη το δέχεται ταπεινά και κάνει
ό,τι περνάει από το χέρι της για να εξιλεωθεί λέγοντας πλέον για όλα «∆όξα
σοι ὁ Θεός»206.
∆υο λοιπόν αγαθές µητέρες διαπράττουν ίσως την πιο σοβαρή αµαρτία
για ένα γονιό: καταριούνται και γίνονται έµµεσα ηθικοί αυτουργοί του θανάτου
των κοριτσιών τους. Οι κατάρες τους πραγµατοποιούνται, όχι γιατί
εισακούονται από τον Κύριο που µας προέτρεψε να ευλογούµε και να
αγαπούµε ο ένας τον άλλο, αλλά λόγω του ανείπωτου πόνου που
προκάλεσαν στην ψυχή και στη συνέχεια και στο σώµα των παιδιών τους. Αν
και η αντίδραση της ανώνυµης κόρης της θειας- Αρετώς µετά την κατάρα της
δεν αναφέρεται, είναι βέβαιο ότι θα ήταν παρόµοια µε αυτή της Σεραϊνώς.
Μπορεί να µην πέθανε άµεσα, αλλά ο πόνος της µητρικής απόρριψης θα
παρέµεινε ως αγκάθι στην καρδιά της.
Άλλωστε, κάθε παιδί επιθυµεί την αγάπη του γονιού του. Ένας τρόπος
έκφρασης αυτής της αγάπης είναι και η ευλογία του γονιού προς αυτό στις
σηµαντικές στιγµές της ζωής του. Και δεν υπάρχει καµία δεισιδεµονία σε
τούτο. Πρότυπο της γονεϊκής ευλογίας είναι ο Πατέρας όλων, ο Θεός.
Εκφραστής και υποκινητής της κατάρας ο διάβολος. Όταν λοιπόν ένας νέος/
µια νέα που αγαπά και σέβεται τους γονείς της, δεχθεί χωρίς σοβαρή αιτία την
κατάρα τους, µια βαθιά πληγή ανοίγεται µέσα του/της. Η πληγή αυτή είναι
τόσο βαθιά που µπορεί να οδηγήσει µικροπρόθεσµα ή µακροπρόθεσµα
ακόµη και στο θάνατο. Ο θάνατος αυτός µπορεί να αφορά καταρχάς το παιδί,
αλλά βασικό αποδέκτη έχει τον πατέρα ή τη µητέρα, κοµµάτι του οποίου είναι
το παιδί του. Ο ίδιος/η ίδια άλλωστε θανατώνεται πνευµατικά. Και µόνη
διέξοδος από αυτό το θάνατο είναι η εσωτερική συντριβή και η έµπρακτη
µετάνοια.

∆εν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου µια µητέρα κάνει διακρίσεις


ανάµεσα στα παιδιά της, δείχνοντας συνήθως την προτίµησή της προς ένα
205
Βλ. Χ. Μαλεβίτση, ο.π. σ.82 . Την ίδια άποψη συµµερίζεται και ο π. ∆. Τζέρπος στη µελέτη του
«Ορθόδοξο ιερατικό ήθος», ό.π., σ. 54. Από την άλλη πλευρά ο G. Saunier παραβλέπει τελείως την
έµπρακτη µετάνοια της θειας- Αρετώς µετά το θάνατο της κόρης της και εµµένει στη θανάσιµη κατάρα
που έδωσε στην κόρη της, µια κατάρα που επιβεβαιώνει την άποψή του ότι η θεια- Αρετώ είναι µια κακή
µάννα, µια µάννα «φόνισσα», βλ. Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του
Παπαδιαµάντη,ό.π., σ. 313-315.
206
Τ.Γ’, σ.78, στ. 12.
316

αγόρι. Μια γενική αιτιολόγηση αυτής της στάσης207 δίνεται στο «Θάνατο
κόρης», όπου αναφέρεται πως οι γονείς αγαπούν τους γιους τους ως
αρωγούς στη συγκέντρωση επαρκούς προίκας για τις αδελφές τους και ως
γηροτρόφους. Αντιθέτως, οι κόρες «αγαπώνται» µόνο ως βάρος που πρέπει
να φύγει το συντοµότερο δυνατό από το σπίτι208. Συµµεριζόµενη αυτό το
σκεπτικό η Μαγιάκω στο διήγηµα «ὁ Γαγάτος καὶ τὸ ἄλογο» είχε υπερβολική
αδυναµία στο µονάκριβο γιο της, ενώ αντιθέτως µισούσε «ὁλοψύχως» µια
από τις κόρες της για τον ευτελή λόγο του ότι φορούσε µετά το γάµο της
ευρωπαϊκά ρούχα αντί της εγχώριας ενδυµασίας209.

Κρυφή αδυναµία προς το Μιχάλη, περισσότερο γνωστό λόγω των


κατορθωµάτων του ως Μήτρο ή Μώρο ή Μούρο ή Μούτρο210 είχε και η
Φραγκογιαννού. Αν και έχει άλλα τρία αγόρια211, φαίνεται πως «προτιµούσε»
το Μιχάλη, βλέποντας πως έχει πολλές δυνατότητες212 τις οποίες όµως δεν
αξιοποιούσε λόγω της παρορµητικότητας και της οξυθυµίας του. Η προτίµησή
της αυτή ίσως οφείλεται στο ότι ο συγκεκριµένος γιος «εἶχε πολὺ δεξιόν,
θηλυκὸν νοῦν(…) - νοῦν ὁ ὁποῖος ἐγέννα»213. Το θηλυκό µυαλό σε ένα
ανδρικό σώµα είναι το απραγµατοποίητο όνειρο της Φραγκογιαννούς, η
οποία, αν και σε όλη της τη βιωτή υπήρξε ικανότατη και πολυµήχανη, θεωρεί
ότι δεν αποκόµισε κάποιο όφελος εξαιτίας του φύλου της. Kατά κάποιο
τρόπο, ο διαθέτων «θηλυκὸν νοῦν» γιος και η έχουσα «ἀνδρικόν ἦθος»
µητέρα αλληλοσυµπληρώνονται214. Εκτός αυτού όµως έχουν και ένα άλλο

207
Βλ. σχετικά και παραπάνω, υποενότητα 2.1 της παρούσης εργασίας.
208
Βλ. Τ.∆’, σ. 184, στ.26-32 και σ.185, στ.1- 4.
209
Τ.Γ’, σ.249-250.
210
Βλ.Τ.Γ’, σ.436, στ.12-13. Μια φορά, προφανώς εκ περιτροπής, τον ονοµάζει και Γιωργάκη βλ. Τ.Γ’,
σ.453, στ.13. Η πληθώρα των ονοµάτων του υποδηλώνει τον κατακερµατισµένο από το κακό
χαρακτήρα του. Επίσης, σύµφωνα µε τον Ν. Μαυρίδη, το όνοµα « Μώρος» ταυτίζεται µε τον «µόρο», τη
µοίρα ή το θάνατο που αποτελεί θεµελειώδη όρο των ηρακλειτειανών αποσπασµάτων, βλ. Έρως και
αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 153. Αν δεχθούµε την άποψη αυτή , τότε µπορούµε
να υποθέσουµε ότι η «µοίρα» του Μώρου προεικονίζει τη µοίρα της Φραγκογιαννούς: όπως εκείνος
βρίσκεται στη φυλακή έτσι εκείνη έχει την «εἱρκτὴ µέσα τῆς» πορευόµενη προς το θάνατο. Μια τέτοια
συλλογιστική όµως αρµόζει περισσότερο στον G. Saunier.
211
Τα άλλα τρία της αγόρια είναι ο Στάθης, ο Γιαλής και ο µικρότερος Μητράκης, βλ. Τ.Γ’, σ.426, στ.27-
29.
212
Τ.Γ΄, 436, στ.22-25.
213
Τ.Γ’, σ.436, στ.21-23.
214
Τ.Γ’, σ.417, στ.18. Υπάρχει ένας στενός σύνδεσµος γιαγιάς- µητέρας ∆ελχαρώς, µητέρας- κόρης
Φραγκογιαννούς και γιου- εγγονού Μιχάλη. Το κακό ξεκινάει από τη γιαγιά ∆ελχαρώ που κλέβει το
σύζυγό της, κάνει µάγια στους κλέφτες της Μακεδονίας και διώκεται από αυτούς χωρίς να καταφέρουν
να τη συλλάβουν. Συνεχίζεται µε τη Φραγκογιαννού, που κλέβει και τους δύο γονείς της, κάνει
επιτυχηµένες εκτρώσεις, σκοτώνει κοριτσάκια και καταδιώκεται από τους «τακτικούς». Τέλος,
ολοκληρώνεται µε το Μιχάλη ή Μώρο, που κατασκευάζει «φονικά ὄργανα», µαχαιρώνει την αδελφή του,
κάνει µια σειρά εγκληµατικών πράξεων µε αποκορύφωµα το φόνο, διώκεται από την αστυνοµία και
καταλήγει στη φυλακή. Η µόνη τους διαφορά, είναι ότι ο µεν Μώρος διαπράττει το έγκληµα «ἐν βρασµῷ
ψυχῆς», ενώ η γιαγιά και η µητέρα του ενεργούν συνειδητά, παρόλο που η τελευταία µέσα στη δίνη του
«ψηλώµατος του νου» της το βλέπει ως πράξη ανιδιοτέλειας, ως κάτι καλό. Για την κληρονοµική
διαδοχή της εγκληµατικής συµπεριφοράς στη «Φόνισσα» βλ. Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές
τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π. σ. 54 και σ.100 . Επίσης, Γ. Πατερίδου, « Η Φόνισσα (1903): ένα
νατουραλιστικό έργο», στα Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 423.
317

κοινό σηµείο: η ικανότητά τους για δηµιουργία215 εναλλάσσεται και τελικά


υποτάσσεται στην εσωτερική τους µανία για καταστροφή 216.
Κατά συνέπεια, υποµένει την απαράδεκτη συµπεριφορά του και τα
συνεχή προβλήµατα που προκαλούσε στη γειτονιά χωρίς να αναφέρεται
κάποια προσπάθειά της να τον συνετίσει. Η υπερβολική ανεκτικότητά της
γίνεται εµφανής κυρίως µε το περιστατικό του άδικου ξυλοδαρµού της217 και
του αναίτιου µαχαιρώµατος της αδελφής του218, όταν παρακαλεί θερµά τους
χωροφύλακες - αν και η ίδια ήταν «καταµωλωπισµένη, πλήρης κονιορτοῦ»219-
να τον αφήσουν ελεύθερο220 και συγκαλύπτει τον τραυµατισµό της κόρης
της221. Μάλιστα για το επόµενο διάστηµα διέψευδε τις γειτόνισσες ότι «ὁ
Μοῦρος εἶχε τραυµατίσει τὴν κόρην της. Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ µάθῃ ἂν
ὁ Μιχάλης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς ἐπήγαινεν
εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»222. Αδυνατεί, εποµένως, να αποδοκιµάσει ευθέως τις
πράξεις του, αλλά προσπαθεί να τις συγκαλύψει. Ίσως, κατά βάθος, δεν τις
αναγνωρίζει ως πραγµατικά κακές, κάτι που οφείλεται στο δαιµόνιο της
πνευµατικής αναισθησίας που ήδη την πολιορκούσε, αλλά και στην αδυναµία
που του έχει. Αυτή η εξαρχής λανθασµένη αγάπη της, που βρίσκεται πολύ
µακριά από την αληθινή µητρική αγάπη, στάθηκε κατά ένα µεγάλο µέρος και
µια από τις βασικές αιτίες της πνευµατικής και µετέπειτα κοινωνικής
καταστροφής του γιου της223.
Ένας τέτοιος άνθρωπος αργά ή γρήγορα θα διέπραττε και έγκληµα.
Πράγµατι, ένα χρόνο µετά το βεβιασµένο µπαρκάρισµα του σε ένα καράβι η
µητέρα του έλαβε γράµµα224 του γιου της από τη φυλακή. Με µεγάλη ευκολία
αποδίδει το φόνο που έκανε σε «βρασµό ψυχής» και την παρακαλεί να βρει
τη σύζυγο και την κόρη του δολοφονηµένου και να τις ικετεύσει να ζητήσουν
οι ίδιες την αθώωση του (!). Προτείνει µάλιστα ως αντάλλαγµα να παντρευτεί

215
Όπως αναφέρει ο π. Φ. Φάρος σε κάθε άνθρωπο υπάρχει µια εσωτερική ορµή που τον παροτρύνει
να δηµιουργήσει, να αγαπήσει, να πραγµατώσει το σκοπό της υπάρξεώς του. Όταν η ορµή αυτή
διαστρέφεται λόγω του εγωκεντρισµού µας, όπως στη περίπτωση του Μούρου και της Φραγκογιαννούς,
τότε µετατρέπεται σε επιθετικότητα, εχθρότητα, διαφθορά και έγκληµα. Βλ. Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ.143
και 151.
216
Η «συγγένεια» δηλαδή που παρουσιαζουν ως προς το χαρακτήρα µητέρα και γιος επιβεβαιώνεται
και από το φονικό τους ένστικτο. Πρβλ. Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον
Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.54.
217
«Τὴν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὕτη διὰ νὰ κρυφθῇ, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰ
µαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστηµα πενῆντα βηµάτων», Τ.Γ’, σ.437, στ.20-22.
218
«Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀµέρσαν νὰ τρέχῃ πρὸς τὴν θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῷ παραλογισµῷ τῆς
µέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν' ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε,
τυφλὸς ἐκ µανίας, ἔσυρεν ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισµένην µάχαιραν, τὴν ὁποίαν εἶχε,
καὶ ὁρµήσας ἐκτύπησε τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν µασχάλην», Τ.Γ’, σ.439,
στ. 30-35.
219
Τ.Γ’, σ.437, στ. 31.
220
«- Ἀφῆστέ τον, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, µὲ τὸ καµτσί!»,
Τ.Γ’, σ.437, στ.33-34.
221
Βλ.Τ.Γ’, σ.448, στ.28-31. Μόνο στην κατ’ ιδίαν συζήτηση µε την κόρη της εκφράζει το θυµό της
απέναντί του, βλ. Τ.Γ’, σ.449, στ.15.
222
Τ.Γ’, σ.449, στ.30-33.
223
Το θέµα αυτό θα το αναπτύξουµε σε επόµενη ενότητα.
224
Αξίζει να σηµειωθεί ότι έως τότε η οικογένεια του δεν είχε κανένα νέο του.
318

την κόρη του φονευµένου χωρίς προίκα, σκεπτόµενος προφανώς πονηρά µια
και τα φτωχά και ορφανά κορίτσια δύσκολα µπορούσαν να παντρευτούν και
αυτό το ζήτηµα απασχολούσε σε µεγάλο βαθµό τις οικογένειές τους.
Οδηγούµαστε, συνεπώς, στο συµπέρασµα ότι η φυλακή δε βελτίωσε ούτε στο
ελάχιστο το φίλαυτο πνεύµα και τον εγωκεντρισµό του που παραµένει
αναλλοίωτος.
Για χάρη λοιπόν του φονιά πλέον Μούτρου η Φραγκογιαννού «δὲν
ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήµατα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσηµικὸν εἶχε, κ'
ἐµβαρκάρισε, κ' ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον
Πλατάναν, κ' ἐπῆγε νὰ εὕρῃ τὴν Πορταΐταιναν»225. Εκεί, θέτοντας σε
λειτουργία την ευγλωττία και την πολυπραγµοσύνη της, η πολυµήχανη
Φραγκογιαννού κατάφερε ίσως το ακατόρθωτο: να πείσει την Πορταΐταινα να
πάει µαζί της στις φυλακές της Χαλκίδας και επί τρεις µήνες να προσπαθούν
να αθωωθεί ο Μώρος. Ωστόσο, οι δικαστές και οι ένορκοι δεν φάνηκαν τόσο
ευπειθείς και καλοπροαίρετοι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της Χαδούλας
να τους παρακαλέσει και να τους δωροδοκήσει υποσχόµενη διάφορα: «Ὅλ'
αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσµά.
Ἐναυάγησαν ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συµπεθεριὰ µεταξὺ τῆς µητρὸς τοῦ
φονέως καὶ τῆς χήρας τοῦ θύµατος»226. Η στάση της αυτή, άσχετα από την
τελική αρνητική έκβασή της, δεν βοηθάει το παιδί της να καταλάβει το λάθος
του, αλλά συντηρεί την λανθασµένη άποψη ότι µπορεί ένας αµετανόητος κατά
βάση φονιάς να ελπίζει στην αθώωσή του και σε µια «νέα» ζωή, όµοια µε την
αναγεννηµένη ζωή που υποσχόταν ο δαίµονας στον Κωστή του «Ἔρως-
Ἥρως» µετά από την διάπραξη του φόνου.
Σε αντίθεση µε την ευµενή αλλά εξίσου καταστροφική, όπως είδαµε,
στάση της απέναντι στο γιο της, η άποψή της για το γυναικείο φύλο εν γένει
µαρτυρεί τη συσσωρευµένη αγανάκτηση που κρύβει. µια αγανάκτηση που
εξελίχθηκε, µε δική της ευθύνη, στο πάθος της οργής και εκτονώθηκε στους
πιο αθώους αποδέκτες. Τα δικά της «πάθια» και η συνεχής δυσπραγία
βρίσκουν την προσωποποίησή τους στα νεογέννητα και µικρά κορίτσια, τα
οποία αποφασίζει να εξοντώσει - στο βαθµό που περνάει από το χέρι της-
προκειµένου να τα «γλιτώσει» από µια ζωή πόνου και δυστυχίας, αντίστοιχη
µε τη δική της227. Υποσυνείδητα µισεί τον ίδιο της τον εαυτό, στη γυναικεία
225
Τ.Γ’, σ.451, στ.6-9.
226
Τ.Γ’, σ.452, στ.14-16. Ευτυχώς, η κόρη της απέρριψε την πρόταση γάµου µε περισσή αξιοπρέπεια
λέγοντας πως: «ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ "ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω", µόνον ποτὲ δὲν θὰ
θελήσῃ τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιµᾷ νὰ µένῃ ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα» ,Τ.Γ’, σ.451, στ.19-21.
227
Όπως έχουµε ήδη αναφέρει,στον αντίποδα της Φραγκογιαννούς βρίσκεται η µητέρα και γιαγιά
Χαρµολίνα στη «Θητεία της πενθεράς». Αν και δέχεται παρόµοιους πειρασµούς µε τη Χαδούλα, τους
αντιµετωπίζει εντελώς διαφορετικά ( βλ. υποενότητα 2.1.1. του παρόντος κεφαλαίου). Η Χαρµολίνα µε
το βίο και τη στάση ζωής που επιδεικνύει µας φανερώνει έµπρακτα το θυσιαστικό στοιχείο της µητρικής
αγάπης. Για χάρη της µοναχοκόρης της θυσιάζει τα νιάτα της, αφού θα µπορούσε εύκολα ως νέα και
εύπορη γυναίκα να ξαναπαντρευτεί. Για χάρη της κόρης και των εγγονιών της στη συνέχεια, θυσιάζει και
τα γηρατειά της, τα οποία συνοδεύονται από µια απίστευτη καθηµερινή µέριµνα που διαρκεί όλη την
ηµέρα. Και κοντά σε αυτά υποµένει µε υποµονή και ταπείνωση όλες τις απαιτήσεις του συνοµίληκου
γαµπρού της που της συµπεριφέρεται σαν να ήταν υπηρέτρια και όχι πεθερά του. Τέτοιο ισόβιο
µεγαλείο εγκαρτέρησης! Θεωρούµε,εποµένως, ότι δεν είναι τυχαίο που ο Παπαδιαµάντης έγραψε την
319

του υπόσταση. Τον θεωρεί υπηρέτη και δούλο των άλλων και επιθυµεί να τον
α π α λ λ ά ξ ε ι , µε όποιο τρόπο µπορεί, από όλο αυτό το βαρύ φορτίο228.
Μέσα στο νου της ταυτίζει το θηλυκό γένος µε τη φτώχεια και τη δυστυχία, τις
οποίες θέλει να ξορκίσει229 .
Απόρροια αυτής της κοσµοθεωρίας είναι να βλέπει τη συνονόµατη
νεογέννητη εγγονή της ως βάρος και βάσανο, «τὸ ὁποῖον οὐδ' ἐφαντάζετο
ποίους κόπους ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ πόσα βάσανα ἔµελλε νὰ
ὑποφέρῃ, ἐὰν ἐπέζη, καὶ αὐτό» 230, ενώ κάθε φορά που άκουγε για την
ταλαιπωρία των γονέων ν’ αποκαταστήσουν «τ’ ἀδύνατα µέρη» ευχόταν το
θάνατό τους λέγοντας χαρακτηριστικά «"δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι
βράχος;"»231. Πάντοτε δε «ευχόταν» προς τα µικρά κορίτσια «"νὰ µὴ
σώσουν!... Νὰ µὴν πᾶνε παραπάνω!"»232.
Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης φανερώνει µια διχασµένη και αντιφατική
µητρική αγάπη. Από τη µια πλευρά έχουµε την υπερβάλλουσα αγάπη και
αυτοθυσία απέναντι σε ένα γιο που δεν το αξίζει και από την άλλη µια
ιδιότυπη, νοσηρή «αγάπη» απέναντι στο θηλυκό γένος, η οποία δεν
εκδηλώνεται αρχικά φανερά στις κόρες της και τις ενήλικες γυναίκες, αλλά
µετέπειτα στην εγγονή της και τα µικρά φτωχά κορίτσια233. Πρόκειται στην
ουσία για µια «αντεστραµµένη» αγάπη234. Η Χαδούλα, ως µητέρα και γιαγιά,
σίγουρα διαθέτει ίχνη µητρικής αγάπης προς τα κορίτσια της. Λόγω όµως της
πτώσης της στους δαιµονιακούς λογισµούς (που προήλθαν κατά κύριο λόγο
από την εµπαθή προσκόλλησή της στα επίγεια αγαθά, την επιθυµία της για
µια άνετη ζωή και την αγανάκτηση της εξαιτίας της αδικίας που υπέστη από

ίδια περίοδο αυτά τα δύο «αλληλοσυµπληρούµενα» διηγήµατα, θέλοντας ακριβώς να εξισορροπήσει την
αντίθεση ανάµεσα στη σωστή θεώρηση της ζωής και των ευθυνών που συνεπάγεται η απόκτηση
παιδιών και τη λανθασµένη.
228
Βλ. Τ.Γ’, σ.417,στ.19-26. Η Χαδούλα, άλλωστε, ξεκινάει τη φονική της δραστηριότητα σκοτώνοντας
τη συνονόµατη εγγονή της. Έτσι «η προσπάθεια εκµηδένισης κάθε θηλυκού είναι στην ουσία
εκµηδένιση του εαυτού της. (…) Η πράξη του εγκλήµατος στρέφεται ενάντιά της και το µίσος ενάντια στα
κορίτσια, τι άλλο είναι παρά µίσος ενάντια στον εαυτό της, πίκρα και µίσος για την κατάντια µιας
λεηλατηµένης ζωής, της ζωής της γυναίκας», Ζ. Καυκαλίδη, «∆ιαβάζοντας Α. Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ. 107.
229
Για αυτό ο Γ.Θέµελης καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η Φραγκογιαννού, δια των φόνων της,
σκοτώνει στην ουσία τον εαυτό της στην ιδιότητά της ως γυναίκας που γεννάει θεωρώντας το θηλυκό
στοιχείο της ζωής, τη µητρότητα ως «πηγή του κακού» στον κόσµο, Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος
του, ό.π., σ. 52.
230
Τ.Γ’, σ.418, στ.9-13.
231
Τ.Γ’, σ.428, στ.18 και σ. 445, στ.27-28.
232
Τ.Γ’ σ.428, στ.22-23 και σ. 445, στ.28.Η άποψη αυτή της Φραγκογιαννούς αναλύεται και σε άλλα
σηµεία του µυθιστορήµατος, όπως στη σ.433, στ.26-35, σ.434, στ.1-11, σ.446, στ.30-34 και σ.447,
στ.1-16. Το κύριο δε «µένος» της στρεφόταν στα κορίτσια της «φτωχολογιάς», τα οποία θεωρούσε
«εφτάψυχα», µια και ήταν αυτά που συνήθως επιβίωναν µέσα στις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Η
«εξέλιξη» λοιπόν της στάσης αυτής σε έµπρακτη εφαρµογή της θανάτωσης των νεαρών κοριτσιών ήταν
αναµενόµενη.
233
Τώρα, αν η σωµατική αδυναµία των κοριτσιών ήταν αυτή που διευκόλυνε το έργο της- κάτι το οποίο
θα ήταν σαφώς δυσκολότερο στην περίπτωση µιας έφηβης ή ενήλικης γυναίκας-, είναι µια παράµετρος
που µπορεί να ληφθεί υπόψη.
234
Ο Κ. Παπαγιώργης τη χαρακτηρίζει «κακοφορµισµένη» αγάπη, Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ,
ό.π., σ.190.
320

τους ευκατάστατους γονείς της, κυρίως τη µητέρα της), η µητρική αυτή αγάπη
εξελικτικά αλλοιώνεται, αποσαθρώνεται και µετέπειτα αντιστρέφεται. Έτσι,
εκδηλώνεται µε αντιφατικό τρόπο: φθάνει στο σηµείο να πιστεύει πραγµατικά
ότι σκοτώνοντας τα αθώα κοριτσάκια εκφράζει την αγάπη της προς αυτά,
αφού, σύµφωνα µε την άποψή της, τα γλιτώνει από µια ζωή γεµάτη πόνο και
ταλαιπωρία. Ως ευαίσθητη λοιπόν στον ανθρώπινο πόνο, ό,τι έκανε µέχρι
τότε µε τα γιατρικά και τα διάφορα µαντζούνια της - τα οποία, σηµειωτέον ,
δεν χρησιµοποιούσε µόνο για τη θεραπεία ασθενειών, αλλά και για την
πρόκληση αποβολής ή κατ’ επιλογήν απόκτησης άρρενων τέκνων235- αυτό
νοµίζει ότι κάνει πνίγοντας τα κορίτσια236.
Η Χαδούλα λοιπόν µετασχηµατίζει σταδιακά το µητρικό της χάδι σε
«χάδι θανάτου»237. Με την πράξη της αυτή όµως γίνεται οιωνεί µητέρα των
θυµάτων της στον άλλο κόσµο238. Όπως η µητέρα είναι χορηγός της επίγειας
ζωής, έτσι και η φόνισσα Φραγκογιαννού γίνεται «χορηγός» της µεταθανάτιας
ζωής στην οποία «γεννά» τα θύµατά της. Για αυτό και στο συνταρακτικό της
όνειρο προς το τέλος του διηγήµατος, βλέπει πως γεννά ξανά και
ταυτοχρόνως τις τρεις κόρες της, οι οποίες στη συνέχεια µεταλλάσσονται στις
τρεις νεκρές, τις τρεις «µεταθανάτιες» κόρες της239, που της φωνάζουν
σπαρακτικά: «Φίλησέ µας! - Πάρε µας! - Ἡµεῖς τὰ κορίτσια σου! - Ἐσὺ µᾶς
γέννησες, µᾶς ἔκαµες! - Μᾶς γέννησε... στὸν ἄλλο κόσµο, (…) - Χόρεψέ µας! -
∆ῶσέ µας µάµ! - Κάµε µας νάνι! - Τραγούδα µας! - Καµάρωσέ µας!»240.
Πράγµατι, και στην ίδια τη Χαδούλα «ἐφαίνετο τόσον φυσικὸν τὸ πρᾶγµα!

235
Τις δραστηριότητες αυτές τις θεωρούσε εξίσου «αγαθές». Ο Παπαδιαµάντης δίνει την εν Χριστώ
απάντηση σε αυτές τις «εξωραϊσµένες», αλλά βαθύτατα µισάνθρωπες ενέργειές της µε τη θαυµαστή
στάση ζωής µιας άλλης, απλοϊκοτάτης και «ἀγαθωτάτης» πρεσβυτέρας, που «ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε
σχεδὸν κατ' ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν µέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ
στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες» ,«Ἐξοχική Λαµπρή», Τ.Β’, σ.131, στ.17-19. Η
απλοϊκή αυτή γυναίκα, που η Χάρις του Θεού ακτινοβολεί στο πρόσωπό της, αντικαθιστά την
εµπιστοσύνη της Φραγκογιαννούς στις δικές της αποκλειστικά – και για αυτό καταδικασµένες- δυνάµεις
µε την εµπιστοσύνη προς τον πάνσοφο και για όλα τα παιδιά προνοούντα Κύριο.
236
Για αυτό ίσως και ο Παπαδιαµάντης δεν την καταδικάζει πουθενά, ούτε την παρουσιάζει ως
µοχθηρή. Αντιθέτως, µας παρουσιάζει µε συµπάθεια και ευσπλαχνία την πτώση και το εσωτερικό
δράµα του «φυσει αγαθού» αυτού πλάσµατος που αποµακρύνθηκε από το θέληµα του Θεού
αυτονοµώντας το ίδιον της θέληµα και θέλησε να «πολεµήσει» την αδικία που υπέστη διαπράττοντας
µια ασυγκρίτως µεγαλύτερη αδικία, αυτή της στέρησης της ζώης σε αθώα πλάσµατα.
237
Ο όρος προέρχεται από τον Α. Νικολαΐδη, «Το αρχιπέλαγος του Α.Παπαδιαµάντη» στον τόµο
Μνηµόσυνο του Α. Παπαδιαµάντη, Τετράδια Ευθύνης 15, σ.127. Ο π. Φ. Φάρος στο βιβλίο του Έρωτος
φύσις τονίζει τη σηµασία του αγγίγµατος για την ψυχοσωµατική αρµονία και τη συναισθηµατική
πληρότητα των ανθρώπων (βλ. σ. 31-33). Η Φραγκογιαννού έχοντας ένα βαθύ συναισθηµατικό κενό
από την απουσία της µητρικής στοργής και του αγγίγµατός της καταλήγει να διαστρέφει το µητρικό
άγγιγµα σε άγγιγµα θανάτου.
238
Όσο κι αν προσπαθεί να αποποιηθεί το ρόλο της ως γυναίκα και µητέρα, εκείνος βρίσκεται συνεχώς
µπροστά της.
239
Ο G. Saunier πιστεύει ότι δεν είναι τυχαίο που οι βιολογικές κόρες της Φραγκογιαννούς ταυτίζονται
σταδιακά στο όνειρό της µε τα κορίτσια που σκότωσε. Ορµώµενος από την άποψη ότι τα όνειρα
εκφράζουν συχνά τις ενδόµυχες σκέψεις και επιθυµίες µας, οδηγείται στο συµπέρασµα ότι η Χαδούλα
διέθετε φονική διάθεση και για τις δικές της κόρες. Έτσι, «ο συµβολισµός λειτουργεί ουσιαστικά και προς
τις δύο κατευθύνσεις. Παιδιά και θύµατα είναι εδώ το ίδιο πράµα», ‘’Εωσφόρος και Άβυσσος’’: ο
προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2001, σ.245.
240
Τ.Γ’, σ. 495, στ.6-9.
321

Αὐταὶ αἱ τρεῖς µικραὶ κορασίδες ἦσαν τὰ τέκνα της!»241. Και οι τρεις νέες αυτές
κόρες της κρεµάστηκαν ως βαρύ φορτίο γύρω από το µητρικό της λαιµό
προορισµένες να µείνουν σε αυτόν «εἰς ὅλον τὸν καιρόν».
Παρά τις φοβερές αυτές υποσυνείδητες τύψεις που τη βασανίζουν
µόνο στα όνειρά της, έχει τη συνείδησή της καθαρή, αφού ο σκοπός της είναι
«αγαθός». Οι «ὄνυχες τῆς πραγµατικότητας»242, που είναι πλέον η φονική της
δραστηριότητα, κυριαρχούν στο νου και τη σκέψη της. Για αυτό δε διστάζει να
ξανασκοτώσει ένα ακόµη νεογέννητο βρέφος. Έτσι, καταπατεί πρωτίστως το
ρόλο της ως γιαγιά, που είναι ουσιαστικά δύο φορές µητέρα και προβαίνει σε
µια σειρά πράξεων θανάτωσης εντελώς αντίθετων µε τη ζωή, την οποία ως
συνεργάτιδα του Θεού προσέφερε στα παιδιά της και κατ’ επέκταση στα
εγγόνια της243. Φυσικά, η ίδια δικαιολογεί απόλυτα τις σκέψεις και τις
ενέργειές της βασισµένη στην αντεστραµµένη- εωσφορική της λογική, όπου
«ἡ λύπη ἦτο χαρά, καὶ ἡ θανὴ ἦτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων. Ἄ
!ἰδού... Κανὲν πρᾶγµα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο - µᾶλλον
τὸ ἐναντίον. Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις,
τότε καὶ ἡ συµφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγίεια»244. Στηρίζει µάλιστα τη
«διαστρεβλωµένη της διαλεκτική» στο γνωστό χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη
«ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ µισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν
τῷ κόσµῳ τούτῳ, εἰς ζώῃν αἰώνιον φυλάξει αὐτὴν» 245. Συνεπώς, δεν έχει
καµία αµφιβολία ότι επιτελεί θεάρεστο έργο στέλνοντας τα µικρά κοριτσάκια
νωρίτερα στον Παράδεισο. Τέτοια είναι η δολιότητα του δαιµονιακού
πειρασµού: να παρουσιάζει το κακό ως φαινοµενικά καλό κάνοντας τον
πειραζόµενο να πιστεύει ότι υπηρετεί έναν «κατά φαντασίαν» αγαθό
σκοπό246.
Η ψυχή της, την οποία τόσα χρόνια παραµέλησε- εφόσον η δική της
µητέρα, ως µάγισσα και εν γένει κακός άνθρωπος, κανένα πνευµατικό
στήριγµα δεν της έδωσε- υπέκυψε αρχικά στον πειρασµό της κενοδοξίας και
στη συνέχεια παραδόθηκε στο δαιµόνιο της αναισθησίας, το οποίο την
οδήγησε στον αντεστραµµένο αυτό τρόπο σκέψης. Οι συνέπειες της
καταστάσεως αυτής περιγράφονται γλαφυρά από τον Ευάγριο το Μοναχό:
όταν η ψυχή γίνει αναίσθητη πνευµατικά, «τῆς οἰκείας ἐξίσταται καταστάσεως

241
Τ.Γ’, σ. 495, στ.10-11.
242
Τ.Γ’, σ.498, στ. 15-16.
243
Για αυτό και σύµφωνα µε τον Γ. Ανδρεάδη, η Φραγκογιαννού διαπράττει ύβρι, ύβρι εωσφορική που
συνιστά «την έκπτωση από την αγάπη», Τα παιδιά της Αντιγόνης: µνήµη και ιδεολογία στη νεώτερη
Ελλάδα, Καστανιώτης, 1989, σ.235.
244
Τ.Γ’, σ.446, στ.18- 23.
245
Ιω. 12, 25. Για το θέµα αυτό βλ. Μ. Γαλούνη «Το πρόβληµα του κακού», στα Πρακτικα Γ’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,ό.π., σ.53.
246
«Πρόκειται περί της ίδιας αναστροφής που είχε µελετήσει ο Αδάµ στην Εδέµ, όταν αντάλλαξε το
δέντρο της ζωής µε ένα ψέµα, το καλό µε το κακό , το φως µε το σκότος. Έτσι, αλλοιώθηκε το κάλλος
σε ά- σχηµο τερατούργηµα, σε ψέµα, σε ένα άµορφο φάσµα που στερείται σχήµατος, που δεν υπάρχει
παρά στη φαντασία του ανθρώπου που το επινοήθηκε (…) « Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ
καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος» ( Ησαΐας. Ε’, σ.20-21), π. Λ. Καµπερίδη,
«Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως», Θεολογία, Τ. 82,τ.4, 2011 σ.147.
322

παρὰ τὸν καιρὸν τῆς ἐπιδηµίας αὐτοῦ καὶ τὸν φόβον Κυρίου καὶ τὴν εὐλάβειαν
ἀποδύεται. καὶ τὴν ἁµαρτία, οὒχ ἁµαρτίαν λογίζεται. καὶ τὴν παρανοµίαν, οὐ
νοµίζει παρανοµίαν. κολάσεώς τε καὶ κρίσεως αἰωνίου, ὡς ψιλοῦ ῥήµατος
µέµνηται. καταγελᾷ δὲ ὄντως σεισµοῦ πυρφόρου. καὶ Θεὸν µὲν δῆθεν
ὁµολογεῖ. τὴν δὲ πρόσταξιν αὐτοῦ οὐκ ἐπίσταται247. Τύπτεις εἰς τὰ στήθη,
κινουµένης αὐτῆς πρὸς τὴν ἁµαρτίαν, καὶ αὕτη οὐκ αἰσθάνεται. Ἀπὸ Γραφῶν
διαλέγῃ, καὶ ὅλη πεπώρωται καὶ οὐκ ἀκούει248. Ὄνειδος αὐτῇ τὸ παρὰ τῶν
ἀνθρώπων προσφέρεις, καὶ οὐ λογίζεται. Τὴν παρὰ τοὶς ἀνθρώποις αἰσχύνην,
καὶ αὐτὴ οὐ συνίησι, δίκην χοίρου κοµµύσαντος καὶ τὸν φραγµὸν
διακόψαντος249. Τούτον δέ τον δαίµονα, κενοδοξίας χρονίσαντες ἐπάγουσι
λογισµοί»250. Αυτή ακριβώς την πνευµατική κατάσταση βιώνει και η
Φραγκογιαννού, η οποία, µετά από τον πρώτο φόνο, δείχνει µια φαινοµενική
µετάνοια251 και πηγαίνει ως ικέτιδα στον Άι- Γιάννη τον Κρυφό , όπου όµως,
αντί να τύψει τα στήθη και να ζητήσει συγχώρεση για την «κρυφή» της
αµαρτία, ζητάει τη συγκατάθεσή του: «"Ἂν ἔκαµα καλά, Ἁι -Γιάννη µου, νὰ µοῦ
δώσῃς σηµεῖο σήµερα... νὰ κάµω µιὰ καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ
γαληνιάσ' ἡ ψυχή µου κ' ἡ καρδούλα µου!..."»252. Στην πραγµατικότητα
αναζητεί αλαζονικά τη θεϊκή επιβεβαίωση για να συνεχίσει το σκοτεινό έργο
της, ξεχνώντας πως ο Θεός ως η ίδια Ζωή δε θα συναινούσε ποτέ στην
αυτόβουλη στέρησή της. Έχοντας λοιπόν αυτόν τον τρόπο σκέψης, η
Φραγκογιαννού «φθάνει στην ακραία µορφή (της ανάµειξης και σύγχυσης των
λογισµών), όπου ιδέες και έργα ιδικά της ή έργα και ιδέες που στήνονται σε
συνεργασία µε τον εξαποδώ, αυτά όλα να αποδίδονται στο Θεό, δηλ. ότι
γίνονται στο όνοµα Του ή µε το θέληµά Του»253. Και δεν είναι τυχαίο ότι η
φονική της δράση ξεκινάει λίγο πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή και κορυφώνεται
πριν και µετά τις Άγιες Ηµέρες του Πάσχα. Σε τέτοιο δεινό πειρασµό υπέβαλε

247
Κατ’ αντιστοιχίαν και η Χαδούλα, µετά τον πρώτο φόνο, έζησε ζωή τύψεων και εξωτερικής µόνο
συντριβής, αφού, παρά την αυστηρή νηστεία που ακολουθούσε, ανέβαλε την ουσιαστική πράξη
µετανοίας, την εξοµολόγηση.
248
Πράγµατι, ο Θεός της στέλνει τόσο τον πατέρα Ιωάσαφ (Τ.Γ’, σσ.503-504 ) που της δίνει τη µεγάλη
ευκαιρία να του ανοίξει τη ψυχή της (αλλά εκείνη δεν το κάνει) και την προσκαλεί να τον επισκεφθεί
στους κήπους της µονής (δεύτερη ευκαιρία για να συνδιαλλαγεί µε το Θεό, την οποία όµως ουδέποτε
αξιοποίησε), όσο και τον αγαθό βοσκό Καµπαναχµάκη, που την προτρέπει να πάει στον κρυφιογνώστη
Γέροντα, στο ερµητήριο για να εξοµολογηθεί (Τ.Γ’,σ.506, στ.22-28. )Νωρίτερα, η κόρη της ∆ελχαρώ,
προσπαθεί να ξυπνήσει την πωρωµένη της ψυχή µε την επιτακτική επισήµανση: « Ἡ ἁµαρτία σὲ
κυνηγᾷ, µάννα» (Τ.Γ’, σ.474, στ.23). Εκείνη όµως δεν τους «ακούει».
249
Την κυνηγούν οι «τακτικοί», την κυνηγούν οι συγγενείς των αδικοχαµένων κοριτσιών, αλλά εκείνη δεν
αισθάνεται ντροπή για τις αµαρτωλές της πράξεις. Η κύρια µέριµνά της είναι η φυγή στο διπλανό νησί
και η έναρξη µιας «νέας» ζωής. Όλα αυτά βέβαια υπό την επίρρεια του δαιµονικού λογισµού που της
δηµιουργεί την εντύπωση ότι έτσι θα εξαφανισθούν – ως δια µαγείας- όλα της τα προβλήµατα.
250
Πρόκειται για τους λογισµούς που ξεκίνησαν µε την αδικία που υπέστη, νεαρή ακόµη, κατά την
προικοδοσία της. Βλ.«Κεφάλαια περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία, Α’, σ. 49-50, Νο. ι’.
251
Βλ. σ.457, στ.7-16.
252
Βλ. σ.459, στ.31-34 και σ.460, στ.1-20. Όπου καλή πράξη βέβαια, ο φόνος των δύο κοριτσιών του
κυρ-Γιάννη του Περιβολά.
253
Λ. Σιάσου, «‘’Νοῦς ἀψηλὸς ὀξύπτερος’’. Αρχαίος αλφάβητος για την ανάγνωση της Φόνισσας» ,
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.163. Η απόδοση της ευθύνης του κακού στο Θεό γίνεται σταδιακά: αρχικά
επικαλείται ως «βοηθό» τον άγιο Ιωάννη τον Κρυφό και στη συνέχεια ανάγεται στον ίδιο το Θεό.
323

ο πονηρός τη δύστηνο Φραγκογιαννού . τις ηµέρες της προετοιµασίας για την


Ανάσταση του Χριστού, τον προάγγελο της µελλοντικής ανάστασης όλων
µας, εκείνη να επιδιώκει να αλλοιώσει το σωτηριώδες αυτό γεγονός
σκορπίζοντας το θάνατο στην άνοιξη της ζωής, τα βρέφη και τα µικρά
κοριτσάκια. Και, επιπλέον, να πιστεύει- παίγνιο και αυτό του πονηρού- ότι ο
Θεός, ο Χορηγός της ζωής, είναι συνεργός της254.
Για αυτό και όταν αργότερα αναλογίζεται τις έως τότε πράξεις της,
συµπεριλαµβανοµένων των φόνων και της πρότερης θανατηφόρας
επέµβασής της στη µήτρα της Μαρουσώς, «ἐρευνῶσα τὴν συνείδησίν της, ἓν
πρᾶγµα εὕρισκεν· ὅ,τι εἶχε κάµει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάµει διὰ τὸ
καλόν»255. Η αντεστραµµένη λογική της εξελίσσεται λοιπόν σταδιακά σε
«διάστροφη» συνείδηση. Όπως επισηµαίνει ο Γ. Μαντζαρίδης, η
«διάστροφη» συνείδηση επιτρέπει στον άνθρωπο να παραδοθεί αδιάκριτα
στο κακό και την αµαρτία, γιατί όχι µόνο δε διακρίνει το κακό από το καλό,
αλλά και θεωρεί το κακό ως καλό256. Φυσικό επακόλουθο µιας τέτοιας
συνείδησης είναι και η µη ανάληψη της ευθύνης των πράξεών της, αλλά η
προσπάθειά της να τη µεταθέσει σε κάποιο εκπρόσωπο του καλού (αρχικά
στον Άι Γιάννη τον Κρυφό, και στη συνέχεια στον ίδιο το Θεό),
επαναλαµβάνοντας το προπατορικό αµάρτηµα257.
Άραγε δικαιολογείται ένας τέτοιος τρόπος σκέψης και πράξης; Ίσως η
ταλαιπωρία και οι κακοπάθειες που πέρασε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και
του έγγαµου βίου της να δικαιολογούν έως ένα βαθµό αυτό το «ψήλωµα» του
νου. Από ψυχολογικής δε πλευράς, τα ψυχικά τραύµατα που συσσωρεύτηκαν
στη καρδιά της κατά την παιδική της ηλικία πιθανόν να έπαιξαν και αυτά το
ρόλο τους258. Πολλοί Πατέρες και ψυχολόγοι τονίζουν την καθοριστική
σηµασία που παίζει η συµπεριφορά των γονέων και κυρίως της µητέρας για
την πνευµατική και ψυχολογική ολοκλήρωση των παιδιών τους. Είναι,
άλλωστε, γνωστό ότι πολλοί εγκληµατίες πέρασαν τραυµατικά παιδικά χρόνια
τα οποία στοίχειωσαν τη ψυχή και το νου τους οδηγώντας τους έµµεσα στις
µετέπειτα ειδεχθείς πράξεις τους. Αντιστοίχως, η µητέρα της Χαδούλας, που
χαρακτηρίζεται ως «κακή, βλάσφηµος καὶ φθονερά (…)µία ἀπὸ τὰς στρίγλας

254
Είναι χαρακτηριστικό ότι, τόσο πριν όσο και µετά από κάποιους φόνους επαναλαµβάνει επίµονα τη
φράση «ὁ Θεὸς µ’ ἔστειλε », βλ. Τ.Γ΄, σ.465, 467, 490, 497,( η αλήθεια ωστόσο αποκαθίσταται έστω και
έµµεσα µε τα λόγια του πατέρα των νεκρών κοριτσιών, του Γιάννη του Περιβολά: « Κ' ἔλεγα, ὁ ἐξαποδῶ
κάτι µοῦ σκαρώνει, κάτι µοῦ µαγειρεύει...» , Τ.Γ’, σ.468, στ.3-4) ενώ πιστεύει ακράδαντα ότι ο Θεός
εισακούει τις «φονικές» της ευχές, βλ. σ.471.
255
Τ.Γ’, σ.483, στ. 8-9.
256
Βλ. Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.44. Για αυτό και οι τύψεις της βρίσκουν τελικά διέξοδο στο
υποσυνείδητό της, έκφραση του οποίου είναι τα όνειρα που βλέπει και οι βαθείς εσωτερικοί ήχοι που
ακούει: «αν ο νους έχει παραδοθεί στο δαίµονα της ψευτικής, το «βάθος της ψυχής» µπορεί να
παραµένει αµάλαγο, κι από κει να πηγάσει ο σφαδασµός της ενοχής. Γι’ αυτό και σε κατάσταση
εγρήγορσης πια, όταν βγαίνει από το κατωγάκι στο φως, ακούει «κάτω εις τα βάθη της ψυχής της» το
πένθιµον µινύρισµα του βρέφους», Κ. Παπαγιώργη, Α. Εµµανουήλ Παπαδιαµάντης, ό.π., σ.196.
257
Ψήλωσε τόσο ο νους της, ώστε από τη µια σφετερίζεται τη βούληση και το έργο του Θεού και από
την άλλη αποποιείται τις ευθύνες της.
258
Μια φιλοσοφική ερµηνεία του τρόπου σκέψης της Φραγκογιαννούς προσπαθεί να µας δώσει ο ίδιος
ο συγγραφέας σε ένα άλλο διήγηµα, «Τα δύο κούτσουρα», βλ. Τ. Γ’, σ.626, στ. 17-25.
324

τῆς ἐποχῆς της»259 της φερόταν βάναυσα ως παιδί και ως νεαρή κοπέλα
χτυπώντας και υβρίζοντάς την πολύ συχνά 260.
Η στέρηση της µητρικής αγάπης από την τρυφερή ακόµη ηλικία
στιγµατίζει το νου και τη ψυχή της. ∆εν είναι τυχαίο ότι, όταν την κυνηγούν οι
«ταχτικοί», κρύβεται µέσα σε ένα κογχυλοειδές σπήλαιο (ένα σπήλαιο που
µας παραπέµπει στη µητρική αγκαλιά) και αρχίζει να «ναναρίζεται µόνη
τῆς»261, γιατί άκουγε βαθιά, µέσα στα σωθικά της, τον συνήθη
«κλαυθµυρισµόν νηπίου»262. Ο εσωτερικός αυτός κλαυθµυρισµός φαίνεται
πως είναι το φοβερό, το µόνιµό της παράπονο για τη στέρηση ενός από τα
λίγα πράγµατα που θεωρεί ο άνθρωπος δεδοµένα στη ζωή του: της µητρικής
αγάπης. Και αυτό το παράπονο προσπαθεί µάταια να «κατασιγάσῃ» µε
«ᾆσµα παραπονετικὸν καὶ ρεµβῶδες»263 που η πρώτη του λέξη είναι αυτή
που ήθελε τόσο απελπισµένα κοντά της, αλλά ποτέ δεν είχε πραγµατικά: η
«Μαννούλα» της. Η Χαδούλα είναι σ υ ν α ι σ θ η µ α τ ι κ ά ο ρ φ α ν ή .
Η γραια- ∆ελχαρώ δεν νοιάστηκε ποτέ για τη µοναχοκόρη της και
φρόντιζε να της το δείχνει κάθε στιγµή αφήνοντας σηµάδια πάνω στη ψυχή
και στο σώµα της264. Το επιστέγασµα της µητρικής αστοργίας ήρθε, όταν
έφθασε η στιγµή του γάµου της: µε την ανοχή-συνεργία του πατέρα της, της
έδωσε µόνο µια ετοιµόρροπη οικία, ένα απόµακρο Μποστάνι και ένα
διαφιλονικούµενο χωράφι. Αντίθετα, για τον εαυτό της και τον αδελφό της
κράτησε το µεγαλύτερο και πιο αξιόλογο µέρος της περιουσίας265
προκαλώντας το θυµό και τη ζήλεια της266. Το λάθος της Χαδούλας είναι ότι
έδωσε υπερβάλλουσα αξία στην αδικία αυτή κατά την προικοδοσία της και
στην ανικανοποίητη επιθυµία της για οικονοµική ευµάρεια (στοιχεία που
φανερώνουν την κενοδοξία της και την οδήγησαν και στο πρώτο της σοβαρό
αµάρτηµα, την κλοπή, αρχικά από το κοµπόδεµα του πατέρα της -τον οποίο

259
Τ.Γ’, σ. 418, στ.20-21.
260
Βλ. Τ.Γ’, σ426, στ.5-6.
261
Υποσυνείδητα έχει τόση ανάγκη για αγάπη, που θέλει να επιστρέψει στη βρεφική και τη νηπιακή
ηλικία, όπου τα παιδιά χαίρονται περισσότερο από ποτέ την αγάπη της µητέρας τους, βλ. σχετικά και Ξ.
Κοκκόλη, Για τη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη: 2 µελετήµατα, εκδόσεις Studio University Press,
Θεσσαλονίκη, 1993, σ.58. Ωστόσο, ο κύριος Κοκκόλης επεκτείνει την επιθυµία επιστροφής στη
νηπιακή και βρεφική ηλικία µέχρι την προ της συλλήψεως «ανυπαρξία» αποδίδοντας στη Χαδούλα
αυτοκτονικές τάσεις. Αυτές όµως συνυπάρχουν µε την επιµονή της να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη και να
ξεκινήσει, παρά την προχωρηµένη της ηλικία, «νέον βίον» στη «µεγάλη στεριά», επιβεβαιώνοντας την
άποψη ότι η Γιαννιού διαθέτει µια διχασµένη προσωπικότητα (βλ. Τ.Γ’, σ.513, στ.15-20).
262
Βλ. Τ.Γ’, σ.493, στ.2-18.
263
Τ. Γ’, σ. 493, στ.13-14.
264
Το µόνο που της κληροδότησε ήταν τα µαγικά της φίλτρα και τις γνώσεις τις για τα θεραπευτικά
βοτάνια: φίλτρα και βοτάνια που η Φραγκογιαννού, ως γνήσια απόγονή της, χρησιµοποιούσε δισσώς:
για να θεραπεύει ή για να θανατώνει.
265
Βλ. Τ.Γ’, σ.421. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο αδελφός της Φραγκογιαννούς δεν αναφέρεται σε κανένα
άλλο σηµείο του διηγήµατος, γεγονός που φανερώνει τη διερρυγµένη σχέση ανάµεσα στα δύο αδέλφια.
266
Για τη συµπεριφορά της µάννας ∆ελχαρώς, βλ. και Μ. Γκασούκα, «Οι δευτερεύουσες γυναικείες
µορφές της ‘’φόνισσας’’ του Α. Παπαδιαµάντη», περιοδικό Ρόπτρο, τ.5, σ.16-21. Επίσης Ε. Γ.
Ασλανίδη, Το µητρικό στοιχείο στη φόνισσα του Παπαδιαµάντη: Ψυχαναλυτικό δοκίµιο, εκδόσεις
Ράππα, 1988, σ.15-30.
325

έκλεβε και πριν το γάµο- και στη συνέχεια και από τη µητέρα της267.
Αµάρτηµα σοβαρό, το οποίο ουδέποτε εξοµολογήθηκε, ίσως γιατί δεν το
αισθανόταν ως τέτοιο. Αυτή η ανεξοµολόγητη αµαρτία αποτέλεσε την αρχή
και των υπολοίπων, πιο σοβαρών και επίσης ανεξαγόρευτων, αµαρτηµάτων
της). Αποτέλεσµα αυτού ήταν να ανοίξει τη θύρα στους κακούς λογισµούς
της268, ο πρώτος από τους οποίους ήταν ότι άρχισε να λογαριάζει την αξία
των κοριτσιών υπό το πρίσµα της στέρησης εγκόσµιων αγαθών από τους
γονείς τους. Ενώ τη λύπησε τόσο η στάση των γονέων της, στη συνέχεια όχι
µόνο την αποδέχεται αλλά και την εξωθεί στα άκρα. Αν οι γονείς της,
επιθυµώντας εµπαθώς να κρατήσουν τα κτήµατα, τα αµπέλια, τα σπίτια και
τα χρήµατά τους για τον εαυτό τους, καταδίκασαν την ίδια στην ανέχεια,
εκείνη προχωρεί πολλά βήµατα παραπέρα: από τη µία καταδικάζει µε την
αρρωστηµένη αδυναµία της το Μούρο σε πνευµατικό θάνατο και από την
άλλη φθάνει στο φόνο των κοριτσιών, ώστε να µη τεθεί καν το ζήτηµα της
στέρησης κάποιου αγαθού για χάρη τους269. Αφήνοντας εποµένως τους
κακούς λογισµούς της να χρονίσουν τους επέτρεψε να εξελιχθούν σε
φόνιους270.
Ωστόσο, ο πρώτος της φόνος, αυτός της συνονόµατης εγγονής της,
ίσως έχει ως βαθύτερη αιτία την προσωπική της ταύτιση µε το βρέφος.
Πιθανόν, στον ψηλωµένο της νου η κόρη της ∆ελχαρώ, συνονόµατη της
στρίγγλας γιαγιάς, να ταυτίζεται εµµέσως µαζί της, ενώ η ίδια µε το
νεογέννητο κοριτσάκι. Σκοτώνοντας το -πέρα από τη δήθεν λύτρωσή του από
τα δεινά της ζωής που επικαλείται- σκοτώνει µε έµµεσο τρόπο τον εαυτό της,
267
Βλ. Τ.Γ’, σσ. 430- 431.
268
Την ιδιαίτερη έννοια που έχει ο όρος «λογισµοί» στη θεολογική ορολογία ( την οποία ακολουθεί και ο
Παπαδιαµάντης) αναπτύσσει ο µητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος: «Όταν µιλάµε για λογισµούς
δεν εννοούµε απλώς τις σκέψεις, αλλά τις λογικές εκείνες προτάσεις που συνδέονται µε τις κατάλληλες
εικόνες και τα ερεθίσµατα, που µέσα τους έχουν και τις κατάλληλες προτάσεις. Έρχεται παραδείγµατος
χάριν µια εικόνα που συνδέεται µε τη δόξα, τον πλούτο, την ηδονή. Την εικόνα αυτή την συνοδεύει και
µια σκέψη: ‘’ αν κάνεις αυτό , θα γίνεις και εσύ ένδοξος, θα αποκτήσεις δόξα, θα αποκτήσεις χρήµατα
και δεν θα έχεις ανάγκη από κανένα κτλ’’. Όλο αυτό το πλέγµα λέγεται λογισµός (…). Από το λογισµό
εξελίσσεται η αµαρτία, δηλαδή γίνεται επιθυµία, πράξη και πάθος. Λέγονται λογισµοί γιατί ενεργούνται
µε τη λογική», Μικρά Είσοδος στην Ορθόδοξη Πνευµατικότητα, Αποστολική ∆ιακονία, 1998, σ.121 και
155. Τα δε αίτια των κακών λογισµών, σύµφωνα µε τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, είναι : α) το θέληµα της
σαρκός, β) η φαντασία των αισθητών πραγµάτων, γ) οι προλήψεις της ψυχής και δ) οι προσβολές των
δαιµόνων. Βλ ∆.Χ. Καλλιντέρη, Πάθη και απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου, ό.π.
σ.65.
269
Αυτό το «κληρονοµικό» µίσος προς την παροχή προίκας, άρα και τον «βραχνά της αποκατάστασης
των κορασίδων» φανερώνει µεταξύ άλλων και τους «γενικούς- διαδεδοµένους- πειρασµικούς-
λογισµούς» , τις «κοινωνικές ιδεοληψίες» µιας ολόκληρης κοινωνίας που οδήγησε τη Χαδούλα, αλλά και
πολλές άλλες ανώνυµες γυναίκες ή άνδρες της εποχής εκείνης στο να σκοτώνουν τα, νεογέννητα κατά
κύριο λόγο, κορίτσια προκειµένου να «γλιτώσουν» από τα αβάσταχτα έξοδα του µελλοντικού γάµου
τους, βλ. Λ. Σιάσου, «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος για τὴν ἀνάγνωση τῆς
Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.164-165 . Επίσης, βλ. Γ. Βαλέτα, « Α. Παπαδιαµάντης: η ζωή -
το έργο- η εποχή του», εκδόσεις Βίβλος, 1955, σ. 608, όπου δίνονται αναλυτικές πληροφορίες για το
ξεσηκωµό των Σκοπελιτών το 1836 προκειµένου να καταργηθεί ο θεσµός της προίκας που οδηγούσε σε
µυστικές βρεφοκτονίες των θηλυκών νεογνών.
270
«Ἡ ἐπιθυµία (εδώ της οικονοµικής άνεσης) συλλαβοῦσα τίκτει ἁµαρτίαν, ἡ δὲ ἁµαρτία ἀποτελεσθεῖσα
ἀποκύει θάνατον (εδώ θάνατο διπλό: πνευµατικό της Φραγκογιαννούς και σωµατικό των, κατ’ αυτήν,
«διεκδικητριών» της γονεϊκής περιουσίας, θυµάτων της)», Ιακ. 1, 14-15.
326

π ρ ι ν π ρ ο λ ά β ε ι ν α υ π ο σ τ ε ί τ η ν α π ό ρ ρ ι ψ η από τη µάννα
∆ελχαρώ. Είναι τόσο βαθύ το πλήγµα που έχει υποστεί ως βρέφος, νήπιο,
νεαρή κόρη - µια ολόκληρη δηλαδή ζωή- που θα ήθελε να µην έχει ζήσει271.
Για αυτό και αµέσως µετά τη δολοφονία «τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον»272.
Αυτή η αίσθηση οφείλεται όµως και στο εξής: «Πολεµώντας» την απόρριψη
της από τη µητέρα της µε την υβριστική απόρριψη της ίδιας της ζωής
καθίσταται, ούτως ή άλλως, πνευµατικά νεκρή.
Όσον αφορά τώρα τη στάση που κράτησε η ίδια ως µητέρα απέναντι
στις τρεις κόρες της παρατηρούµε τα εξής: παρά την ολοφάνερη αδυναµία
της στο Μιχάλη, φρόντισε αρχικά να προικίσει και να παντρέψει τη µεγάλη της
κόρη ∆ελχαρώ µε µύριες θυσίες αναλαµβάνοντας και υποχρεώσεις που
έπρεπε να έχει τακτοποιήσει ο σύζυγός της. ∆υστυχώς, λόγω αυτής της
διπλής ταλαιπωρίας, αδίκησε στη συνέχεια τις δυο µικρότερες κόρες της, τις
οποίες «σκότωσε» συναισθηµατικά273. Πείθει δια της στάσης της την
«ανδροκόρη» της Αµέρσα να επιλέξει οικειοθελώς να µείνει ανύπανδρη.
Άλλωστε, έβλεπε τις ατελείωτες δυσκολίες που περνούσαν η µητέρα και η
αδελφή της. Η δε µικρή Κρινιώ δεν έχει καν τη δυνατότητα επιλογής, αφού η
µητέρα της, κρατώντας την ίδια εγωιστική και φίλαυτη στάση µε τη δική της
µητέρα, τη ∆ελχαρώ, «δὲν ἔχει σκοπὸν - δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει- νὰ
ὑποφέρῃ διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ καὶ τὸ πολλοστηµόριον ὅσων διὰ τὴν
µεγάλην ἀδελφήν της ὑπέφερε»274. Εκ των υστέρων φυσικά «τιµώρησε» και
την «ευνοηµένη» ∆ελχαρώ πνίγοντας το νεογέννητο παιδί της. Έτσι, η αρχική
«καλή» της συµπεριφορά δίνει τελικά τη θέση της στην αδικία και την
«τιµωρία». Κατηγορεί µια ζωή τη µητέρα της για την ασπλαχνία της απέναντί
της, όταν όµως έρχεται η δική της σειρά να εκφράσει την αγάπη της στα
παιδιά της, επαναλαµβάνει µε διαφορετικό αλλά περισσότερο άσπλαχνο
τρόπο την κακή µητρική συµπεριφορά. Συνεπώς, αφήνει αναξιοποίητη την
δυνατότητα που της δίνεται ως µητέρα να αλλάξει, να αντιστρέψει την
κληρονοµική της ροπή προς το κακό, προς το άδικο κάνοντας τη µεγάλη
στροφή275 προς το καλό, προς την «καλήν ἀλλοίωσιν»276.
271
Κι όµως: όπως αναφέραµε και παραπάνω αυτή η επιθυµία συνυπάρχει µε την επιθυµία µιας νέας
καλύτερης ζωής, που ονειρεύεται να αποκτήσει «πέρα» στη στεριά, όπως επίσης και µε την
προσκόλλησή της στα επίγεια αγαθά, ακόµη και την ύστατη στιγµή του θανάτου της. «- Ὤ! νά τὸ προικιό
µου!» είναι οι τελευταίες της λέξεις. Είναι ένα βήµα προ της αναχωρήσεως της για το βήµα του αιώνιου
Κριτού και εκείνη νοιάζεται ακόµη για τα τετριµµένα της εδώ ζωής. Άλλο ένα σηµείο του φοβερού
διχασµού που προξενεί η εµπαθής ζωή: ο ασθενής άνθρωπος δεν ξέρει πια τι θέλει.
272
Τ.Γ’, σ.453, στ.20
273
∆ες παραπάνω, στην υποσηµείωση Νο. 239 την άποψη του G. Saunier για τις φονικές τάσεις της
Χαδούλας απέναντι στις κόρες της.
274
Τ.Γ’, σ.445,στ.23-25
275
Ή όπως γράφει ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής «τήν καλήν ἀντιστροφήν», «Περί Θεολογίας
κεφαλαίων ἐκατοντας τρίτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100, Νο.νη’. Βλ. αναλυτικά για το θέµα αυτό υποενότητα
3.2. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας
276
Αυτή η αδυναµία της κορυφώνεται τη στιγµή του θανάτου της. Η Φραγκογιαννού µέχρι το τέλος της
µένει στο µεταξύ: θέλει να αποφύγει την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Όµως αµφιβάλλει, εάν είναι έτοιµη να
δεχθεί τη θεία δικαιοσύνη. Πηγαίνει προς τον Αι- Σώστη, αλλά δεν είναι σίγουρη «ἂν εἶχεν εἰλικρινῆ
ἀπόφασιν νὰ ἐξοµολογηθῇ» (Τ.Γ’, σ.515, στ.34-35) Προτιµά την εύκολη οδό του διορατικού παπ’
Ακάκιου ( το όνοµά του δεν είναι τυχαίο γιατί είναι το αντίθετο αυτού που έχει κατακλύσει το νου και την
327

Ενάντια στο συνήθη κανόνα που θέλει τις µητέρες να προτιµούν τους
γιους, η Ασηµίνα έτρεφε παραδόξως µεγάλη αδυναµία προς τη µικρότερη της
κόρη, την Αφέντρα277. Την είχε «χαδούλα και χαδιάρα» και «ἔτρεφε µητρικὴν
φιλοδοξίαν»278 να την παντρέψει πλουσιοπάροχα µετά την επιστροφή του
δεύτερου γιου της από την Αµερική. Έτσι, µεγάλωσε την κόρη της «µε την
ἰδέαν ταύτην», φυτεύοντας στη ψυχή του αθώου ακόµη κοριτσιού το αγκάθι
της κενοδοξίας. Ακόµη και όταν η µικρή ακόµη Αφέντρα αρρώστησε σοβαρά,
η µητέρα της την παρηγορούσε µε το «ξυπνητό ὄνειρο» της επανόδου του
αδελφού της και του επακόλουθου «βασιλικού» γάµου της. Τα χρόνια
πέρασαν και η εικοσάχρονη πια κοπέλα, συνεπικουρούµενη πάντα από την
αιθεροβάµονα µητέρα της, εξακολουθούσε να ελπίζει στην έλευση του
«πλούσιου» αδελφού. ……
Τελικά το θαύµα έγινε και ο πολυαναµενόµενος αδελφός επέστρεψε
φέρνοντας µαζί του «ὅλας τὰς µικρὰς οἰκονοµίας του». Όµως ο Θανάσης είχε
επιστρέψει άρρωστος και µάλιστα βαριά. Όλο το χωριό µόλις τον είδε «ἰσχνὸ
καὶ κάτωχρο» εννόησε πως «δὲν ἔµελλε νὰ νυµφευθῇ εἰς αὐτὸν τὸν
κόσµον»279. Μόνη η µητέρα του δεν το αντιλήφθηκε δίνοντας του φρούδες
ελπίδες περί ταχείας θεραπείας και υποσχόµενη σύντοµο γάµο του.
Την ίδια στιγµή, µαζί µε τις «εξαδέλφες» της280 επιλέγει το µέλλοντα
γαµπρό της µε γνώµονα την «έξωθεν καλήν µαρτυρία» και το επάγγελµα του.

ψυχή της, του καθεαυτό κακού) που µπορούσε να κάνει αυτό που δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνη: να
διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις της, τους καλούς από τους κακούς λογισµούς της, πριν οι
τελευταίοι «καταπιούν» τους πρώτους λαµβάνοντας την απόλυτη κυριαρχία. Όταν όµως προηγουµένως
της δίνεται η µεγάλη ευκαιρία να εξοµολογηθεί στον πάτερ Ιωάσαφ, εκείνη την αφήνει αναξιοποίητη
αναφερόµενη µόνο αόριστα στα «βάσανα», τα «πάθια» και στη «µεγάλη φουρτούνα και λιγοψυχιά» που
τη βρήκε αποφεύγοντας να δώσει διευκρινήσεις (βλ. Τ.Γ’, σ. 503, στ.25-33 και σ.504, στ.1-22). Αρνείται,
εποµένως, να πιει το «ὕδωρ τῆς ζωῆς» που της προσφέρθηκε «πλησίον τῆς δροσερᾶς πηγῆς » όπου
συναντήθηκε µε τον πατέρα. Προς το τέλος του διηγήµατος πηγαίνει «ἀποφασιστικῶς» προς τον Αϊ-
Σώστη για να εξοµολογηθεί: «Καιρός µετανοίας πλέον» (Τ.Γ’, σ.516, στ.13). Η βοήθεια και η σωτηρία
όµως που προσδοκά να βρει από τον εξοµολόγο πατέρα Ακάκιο είναι σωµατική: ήλπιζε ότι θα την
έκρυβε στο µοναστήρι και µε την πρώτη ευκαιρία θα τη φυγάδευε µε κάποιο διερχόµενο πλοίο (βλ. Τ.Γ’,
σ. 516, στ. 1-8). Τέλος, την ώρα του θανάτου της, ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τους τακτικούς και
την επακόλουθη τιµωρία της και, ενώ ο δια πνιγµού θάνατός της είναι προ των πυλών, εκείνη βλέπει
το χέρσο µποστάνι της και αναλογίζεται πικρά και ειρωνικά: «Ὤ! νά τὸ προικιό µου!» (Τ.Γ’. σ.520,
στ.12) ενθυµούµενη τη γονεϊκή αδικία που υπέστη. Και πάλι τα εγκόσµια, τα τετριµµένα πάνω από την
ουσία, την οσονούπω παράδοση της ψυχής της εις τους πόδας του Κτίστη. Έτσι, παραµένει, ψυχή τε
και σώµατι στο µεταξύ, µε µόνο το άπειρο έλεος του κρυφιογνώστη Κυρίου να αφήνει ανοιχτή την
ελπίδα για το δυστυχές πλάσµα που µέχρι τέλους πίστευε πως ό,τι έκανε «δὲν τὸ ἔκαµε γιὰ κακὸ». Για
τους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους µε τους οποίους έχει ερµηνευθεί το τέλος της Φόνισσας
παραπέµπουµε στο άρθρο της Ρ. Ζαµάρου, « Η µεγάλη φουρτούνα της Φραγκογιαννούς»,Ο Πολίτης,
τ. 80-81, Σεπ- Οκτ 2000, σ.46-50 και σ.55-60.
277
Στο διήγηµα « Ἡ τύχη ἀπ’ τὴν Ἀµέρικα», Τ.Γ’., σ.333 - 352.
278
Τ.Γ’, σ.337, στ.20- 21.
279
Τ.Γ’, σ.342, στ.5-6.
280
Οι διφορούµενες, ανώνυµες αυτές «εξαδέλφες» της Ασηµίνας µοιάζουν µε «δαιµονιακό χορό» που
αποφασίζει αυθαίρετα και µε βάση το συµφέρον για το µέλλον των ανιψιών τους. Αυτές είχαν βρει λίγα
χρόνια νωρίτερα «καλόν νέον καὶ προκοµµένον» για την πρωτότοκη κόρη της Ασηµίνας, την
αδικοχαµένη Λενιώ και οι ίδιες δε δίστασαν να του δώσουν τελικά τη τριτότοκη της κόρη, τη Μαργαρώ,
όταν εκείνος της έδειξε την προτίµησή του. Τώρα αποφασίζουν πάλι για την «τύχη» της νεαρής
328

Ως ανήκων στην ανερχόµενη εµπορική τάξη είχε πολλές προοπτικές, µεταξύ


των οποίων και η µελλοντική επιρροή στην εκλογή των τοπικών αρχόντων. Η
επίδραση του πάθους της κενοδοξίας σε κάθε της σχεδόν ενέργεια
καθίσταται πλέον καταφανής.
Έτσι ξεκινάει µια πρωτοφανής, για τα οικονοµικά και κοινωνικά
δεδοµένα της οικογενείας, επιδειξιοµανία για χάρη του επερχόµενου γάµου
της χαϊδεµένης κόρης, ενώ ο Θανάσης, που χρειαζόταν την αµέριστη βοήθεια
και συµπαράστασή της µητέρας του, δέχεται πληµµελή φροντίδα. Στη θέση
της διαρκούς µητρικής παρουσίας και αγάπης δέχεται αόριστες υποσχέσεις
και ψεύτικες ελπίδες. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της, τα οποία εκ των
υστέρων φαντάζουν βαθέως ειρωνικά: «Τώρα πλιὰ ἔχουµε χαρές... Θὰ
κάµωµε γάµο, ποὺ νὰ δώσῃ νάµι. ∆ηµάρχους, λιµενάρχους,
ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, ἀστρονόµο, ὅλους τοὺς ἐκάλεσε ὁ
γαµβρός µας... Θὰ στήσουµε αὔριο ἕνα χορό, ποὺ θὰ δώσῃ κρότο, τί λές,
καλέ!... Θὰ κάµῃ χαρά, λέει, ποὺ νὰ βαστάξῃ τρεῖς βδοµάδες. (…)Καὶ ποῦ εἶσ'
ἀκόµα, ν' ἀρχίσουν νὰ µᾶς ἔρχωνται οἱ νυφάδες γιὰ τὸ Θανάση, κ' οἱ
πεθεράδες ποὺ θὰ µᾶς κουβαλοῦν ζαχαροχαµαλιά, καὶ κουραµπιέδες, καὶ
λογιῶν - τῶ - λογιῶν καλούδια... ὣς τὸ χειµῶνα, φέτος, ἄλλο γάµο θά 'χουµε...
Καὶ ποιὰ µάννα εἶναι σὰν ἐµένα;... Πῶς ἔχω τὸ νοῦ µου, δὲν λέτε;...»281. Η
ψευδής πρόβλεψη περί «άλλου γάµου» έως το χειµώνα και η ρητορική
ερώτησή της στο τέλος του αποσπάσµατος φανερώνουν µια ψυχικά ασταθή
γυναίκα, της οποίας ο νους έχει συνεπαρθή282 από το δαιµόνιο της
κενοδοξίας. Αυτό την οδηγεί µεταξύ άλλων και σε ψευδείς φαντασιώσεις περί
δεύτερου γάµου, του ετοιµοθάνατου Θανάση αυτή τη φορά, ακριβώς γιατί την
ενδιαφέρει µόνο η τρυφηλή πτυχή της ζωής. Αποφεύγει να αποδεχθεί το
οδυνηρό γεγονός που σύντοµα θα επέλθει. αρνείται να προετοιµασθεί και να
προετοιµάσει ως µητέρα το παιδί της για αυτό. Αντ’αυτού στρέφει όλη της την
προσοχή στην «ηδονή» του επικείµενου γάµου της κόρης της. Ως «ἄφρων
γυνή» ρίχνει το ενδιαφέρον της αποκλειστικά στα εγκόσµια και κλείνει τα
µάτια στο θάνατο και το ρόλο του ως αφορµή αλλαγής θεώρησης της επίγειας
ζωής προς τη σωστή κατεύθυνση.
Για αυτό και, όταν τελικά πέθανε ο Θανάσης, - παρά τα ψεύτικα
ευχολόγια των συγγενών του- η µητέρα του αρκέστηκε µόνο σε µια πένθιµη
κραυγή, ενώ αµέσως µετά «ἀπηγόρευσε τὰ µοιρολόγια» γιατί «εἶχαν χαρὰν
εἰς τὴν φαµιλιάν της, καὶ τὸ σπίτι τῆς νεονύµφου ἦτον ἑκατὸν βήµατα παρέκει,
ἀντικρὺ ἐκεῖ. ∆ὲν ἥρµοζε ν' ἀµαυρωθῇ µὲ θρήνους ἡ πρώτη ἡµέρα τοῦ γάµου

Αφέντρας. Η δε Ασηµίνα, που ως µητέρα θα έπρεπε να έχει µαζί µε τον πατέρα τον πρώτο λόγο, άγεται
και φέρεται από τις προειληµµένες, καθώς φαίνεται, αποφάσεις τους (βλ. Τ.Γ’, σ.336-337 και σ.342).
281
Τ.Γ’, σ.346, στ.26-38 και σ.347, στ.1-2. Λίγο µετά από τα λόγια αυτά η Ασηµίνα φαίνεται να
συνειδητοποιεί προς στιγµήν την πραγµατικότητα. Έτσι προτρέπει τα άλλα δύο της παιδιά να
σεβαστούν τον ασθενή αδελφό τους που έχασε την υγεία του και να τον αφήσουν « ν' ἀνασάνῃ, νὰ πάρῃ
ἀέρα, ποὺ ἔλυωσε στὸν ἀπάν' κόσµο, κι ἀνάλυσε, σὰν τὸ κερί, τὸ παιδάκι µου!»(Τ.Γ’, σ.347, στ.15-16).
.
Είναι το πιο σαφές προµήνυµα για τον επικείµενο θάνατο του Θανάση. Κι όµως την επόµενη κιόλας
µέρα βυθίζεται ξανά στην τρυφή του ονειρεµένου γάµου της κόρης της.
282
Όπως και της πολύπαθης Φραγκογιαννούς.
329

τῆς θυγατρός της»283. Ωθούµενη δηλαδή από την προσωπική της φιλαυτία και
φιλοδοξία, έπλασε µέσα στο µυαλό της µια ιδεατή κατάσταση τέτοια που
περιθωριοποίησε το τραγικό γεγονός της κατεστραµένης υγείας του, ακόµη
και του θανάτου του. Υπό το καθεστώς της πνευµατικής αυτής αλλοίωσης,
δίνει ξεκάθαρα περισσότερη βαρύτητα στον επιδεικτικό- κοσµοκεντρικό γάµο
της κόρης της και τις «χαρές» που αυτός συνεπαγόταν παρά στο θάνατο του
γιου της, του ευεργέτη της µικράς αδελφής και εν γένει της οικογένειας.
Εξαρτά, εποµένως, την αγάπη και το ενδιαφέρον της για τα παιδιά της από τη
δυνατότητα τους να της προσφέρουν προσωπική ευχαρίστηση και καλή
«έξω» εικόνα στην τοπική κοινωνία. Παραµένει πεισµατικά παραδοµένη στα
εγκόσµια, στην πρόσκαιρη τρυφή και χαρά και κωφεύει οικειοθελώς απέναντι
στην πραγµατικότητα του θανάτου, που είχε χτυπήσει ήδη δύο φορές την
οικογένειά της- αφού είχε χάσει στο παρελθόν δύο από τις κόρες της- και η
οποία της υπενθύµιζε επανειληµµένως την µαταιότητα των εγκοσµίων284.
∆υστυχώς αυτή τη νοοτροπία µετέδωσε και στα άλλα της παιδιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο µεγάλος της γιος, ο Στάθης, ο οποίος
επιδεικνύει µια πρωτοφανή φιλαργυρία αρπάζοντας τα χρήµατα του
ετοιµοθάνατου αδελφού του από το προσκεφάλι του, ενώ το ίδιο επιδίωξε να
κάνει προηγουµένως και η µικρή της κόρη, η Αφέντρα, για χάρη της οποίας η
µητέρα στέρησε από το νεκρό αδελφό της το πένθος που του άρµοζε285.

2.1.4. «Θέσει» µητρική και πατρική αγάπη προς «ξένα» παιδιά

Η αγάπη ενός γονιού προς το παιδί του είναι κάτι το φυσιολογικό και
αναµενόµενο. Ωστόσο, όταν το παιδί δεν είναι βιολογικά δικό του, αυτό δεν
είναι δεδοµένο. ∆εν είναι λίγες όµως οι φορές που θετοί γονείς, πατριοί ή
µητρυιές, κατόρθωσαν να αγαπήσουν τα παιδιά των συζύγων τους σαν δικά
τους παιδιά. Ακόµη και εντελώς ‘’ξένοι’’ άνθρωποι προσέφεραν πατρική ή
µητρική στοργή σε φτωχά παιδιά ή παιδιά των οποίων οι γονείς για ποικίλους
λόγους αδυνατούσαν να τους προσφέρουν τη φροντίδα που χρειάζονταν.
Στο διήγηµα οι «Φιλόστοργοι» βλέπουµε κάτι ασυνήθιστο για την
εποχή εκείνη: δύο οικογένειες υιοθετούν µικρά παιδιά από το «Νηπιακόν
Ὀρφανοτροφείον» - για το οποίο γράφει χαρακτηριστικά ο Παπαδιαµάντης ότι
πολλοί «φοβοῦνται νὰ διέλθωσιν ἔξωθεν τοῦ ἱδρύµατος ἐκείνου, καὶ δὲν
ἠξεύρουν ποῦ τῶν Ἀθηνῶν κεῖται»286 καυτηριάζοντας την κοινωνική
αναισθησία - και τα µεγαλώνουν µε τόση αγάπη σαν να είναι πραγµατικά
τους παιδιά. Πρόκειται για φτωχές οικογένειες, οι οποίες µε δυσκολία τα

283
Τ.Γ’, σ.352, στ.1-4.
284
Με άλλα λόγια, η µητέρα αυτή δε διαθέτει τη σωτήρια µνήµη θανάτου.
285
Για τη στάση που κρατούν τα δύο αδέλφια απέναντι στον ετοιµοθάνατο αδελφό τους θα µιλήσουµε
εκτενώς στην υποενότητα 2.4.1. του παρόντος κεφαλαίου.
286
Τ.Γ’, σ.101, στ.11-12. Ανάλογη είναι και η περίπτωση της δεύτερης αδελφής του µπαρµπα- Γιαννιού
στη «Μαυροµαντηλού», η οποία αγάπησε τόσο την κόρη του συζύγου της, ώστε «ἀποθανοῦσα
ἐκληροδότησεν ἐκ τῆς πτωχικῆς προικός της εἰς τὴν προγονὴν τὸν οἰκίσκον καὶ τὴν ἄµπελον, ἀφήσασα
τὸν ἐλαιῶνα µόνον εἰς τὰς ὀρφανὰς ἀνεψιάς της» (Τ.Β’, σ.158, στ.2-4). «Αδίκησε» δηλαδή τις εξ’ αίµατος
ανιψιές της για χάρη της «ξένης» πρόγονής της.
330

έβγαζαν πέρα. Ωστόσο, η οικονοµική τους δυσπραγία και η έλλειψη


πραγµατικής συγγένειας σε τίποτε δεν τους εµπόδισε ώστε να µεγαλώνουν τα
παιδιά αυτά µε τον καλύτερο τρόπο. Ο ένας από αυτούς, ο µαστρο- ∆ηµήτρης
ο Χωριανός «ἠγάπα τὰ δύο παιδιά του µὲ τόσον ἔνθερµον ἀγάπην, ὅσον
ὀλίγοι γονεῖς εἰς τὸν κόσµον. Τόσον, ὥστε ὁ ἴδιος τοὺς ἔκαµνε τὴν µητέρα, καὶ
τοῦτο ὄχι δι' ἔλλειψιν µητρός, ὁπότε τὸ πρᾶγµα θὰ ἦτο εὐεξήγητον, ἀλλὰ διότι
ἡ µήτηρ τοὺς ἔκαµνε... τὸν ἄγγελον τῆς ἑστίας»287. Έχοντας χάσει τα δύο δικά
του παιδιά, δεν προσπάθησε - αν και ήταν νέος ακόµη288 - να αποκτήσει
άλλα, ούτε επέτρεψε στη λύπη και την οργή να δηλητηριάσουν την ψυχή του
και να τον ωθήσουν στην απέχθεια προς τα άλλα παιδιά, όπως συµβαίνει
κάποιες φορές στους χαροκαµένους γονείς. Αντιθέτως, έχοντας αληθινά
ορθόδοξο φρόνηµα, αντιµετώπισε µε θετικό τρόπο τη συµφορά που βρήκε
τον ίδιο και τη σύζυγό του και µεταστοιχείωσε τον πόνο του σε αγάπη προς
δύο «ξένα» παιδιά, τα οποία είχαν χάσει ή είχαν εγκαταλειφθεί από τους
βιολογικούς τους γονείς και χρειάζονταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο
την πατρική και µητρική στοργή και ζεστασιά. Ο θάνατος, εποµένως, των
δικών του παιδιών στάθηκε η αφορµή για να αποκτήσουν µια εξαιρετική
οικογένεια δύο παιδιά που έως τότε ήταν µόνα. Τα ονόµαζε µάλιστα
«ψέµατα» γιατί δεν µπορούσε να πιστέψει ότι µετά από την ατυχία του θα
µπορούσε να βιώσει ξανά πατρικά συναισθήµατα.
Η παραδειγµατική αυτή έκφραση ανυπόκριτης και ανιδιοτελούς αγάπης
φανερώνεται και από το περιστατικό που αναφέρεται στο διήγηµα. Το
αγοράκι που είχε υιοθετήσει χάθηκε, λόγω µιας στιγµιαίας απροσεξίας της
µητέρας του, και βρέθηκε από την κυρα- Πράπω, µια γειτόνισσα. Ευτυχώς,
το παιδί αναγνωρίστηκε από τον περαστικό αφηγητή και παραδόθηκε στους
γονείς του. Αξίζει να δούµε την αντίδραση του θετού πατέρα µετά την
ανεύρεση του παιδιού. Γεµάτος χαρά πήγε την επόµενη κιόλας µέρα να βρει
τον αφηγητή, για να τον ευχαριστήσει και να του περιγράψει «τὸν πόνον καὶ
τὸν καηµὸν καὶ τὸν φόβον καὶ τὴν τρεµούλαν τῆς καρδιᾶς ὁποὺ εἶχαν λάβει,
αὐτὸς καὶ ἡ φαµίλια του, ἡ Γιακουµίνα, τὴν προτεραίαν τὸ ἀποµεσήµερον, ὅταν
ἐκ λυπηρᾶς ἀπροσεξίας τῆς µητρὸς εἶχεν ἐξέλθει καὶ εἶχεν ἀποπλανηθῆ τὸ
παιδίον· καθὼς καὶ τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ τὸ ξαναγέννηµα ὁποὺ
ᾐσθάνθησαν, τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Γεννητούρια τοῦ Χριστοῦ µας, ὁποὺ
ἐκαταδέχθη νὰ γεννηθῇ ὡς παιδίον, καὶ ἀγαπᾷ καὶ φυλάγει καὶ µαζώνει
πλησίον του ὅλα τὰ παιδία, ὁποὺ ᾐσθάνθησαν, λέγω, χ ύ ν ο ν τ ε ς δ ά κ ρ υ α
ἀ κ ρ ά τ η τ α , κ λ α ί ο ν τε ς ὡ ς µ ι κ ρ ὰ π α ι δ ία , ἅµα ἀνευρέθη τὸ µικρόν, οἱ δύο
τους, µὲ τὴν Γιακουµίναν, τὴν φαµίλια του»289. Οι δύο πρώην χαροκαµένοι

287
Τ.Γ’, σ.98, στ.14-18 Την ίδια πατρική αγάπη φαίνεται πως διέθετε και ο κυρ- Μόσχος για την ανιψιά
του Μοσχούλα: « Ὁ κὺρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τὴν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον µικρὸν πύργον µαζὶ µὲ τὴν
ἀνεψιάν του τὴν Μοσχούλαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδὴ ἦτον χηρευµένος καὶ ἄτεκνος. Τὴν εἶχε
προσλάβει πλησίον του, µονογενῆ, ὀρφανὴν ἐκ κοιλίας µητρός, καὶ τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο θυγάτηρ του»
(«Ὁνειρο στο κύµα», Τ.Γ’, σ.263, στ.22-26).
288
Βλ.Τ.Γ’, σ.99, στ.19.
289
Τ.Γ’, σ.102, στ.24-30 και σ.103, στ.1-3.
331

γονείς γεύονται λίγο πριν τα Χριστούγεννα τη µεγαλύτερη χαρά


ξαναβρίσκοντας το χαµένο αγοράκι τους και βιώνοντας µε την επανεύρεση
και την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία το πραγµατικό νόηµα των
Χριστουγέννων.
Το συγκινητικό αυτό απόσπασµα φανερώνει το µέγεθος της αληθινής
αγάπης αυτού του πατέρα, που έχασε τα δικά του παιδιά και αποφάσισε µαζί
µε τη γυναίκα του να δώσουν όλη τους την αγάπη, «ἀγάπην διπλῆν»290 σε
δύο ορφανά. Η αγάπη αυτή θα µπορούσε επάξια να συγκριθεί µε την αγάπη
του Κυρίου µας και πλησιάζει σε µεγάλο βαθµό την τ έ λ ε ι α α γ ά π η «ἥν
ἀµήχανον ἔχειν τὸν µὴ πάντας ἀνθρώπους ἐξ’ ἴσου ἀγαπῶντα κατὰ µίµησιν
Θεοῦ, τοὺς πάντας ἀνθρώπους , ἐξ’ ἴσου ἀγαπῶντος …»291. Η αγάπη τους
αυτή εκδηλώνεται όχι µε λόγια και υποσχέσεις, αλλά έµπρακτα - όπως
ακριβώς θέλει και ο Χριστός- για αυτό και έχει τόσο µεγάλη αξία.
Απαλλαγµένοι πλήρως από τη φιλαυτία και τον εγωισµό µετατρέπουν τον
πόνο τους για την απώλεια των δικών τους παιδιών σε χαρά, αφού δίνουν
χαρά σε δύο παιδιά που στερήθηκαν τους γονείς τους. Με αυτόν τον τρόπο
οι γονείς αυτοί, που βιώνουν την πεµπτουσία της χριστιανικής πίστης, την
ανιδιοτελή αγάπη, γεύονται ήδη - και επ’ αφορµή του ερχοµού των
Χριστουγέννων- τη Βασιλεία του Θεού, αφού «ὁ οὖν κτησάµενος τὴν ἀγάπην,
αὐτὸν τὸν Θεὸ ἐκτήσατο. ἐπειδὴ ὁ Θεός, ἀγάπη ἐστὶν»292.

Την ίδια ακριβώς αγάπη προσέφερε όχι σε δύο, αλλά σε πέντε παιδιά
και ένας άλλος ήρωας, ο µπαρµπα Στέργιος ο Παρκιώτης. Αν και ήταν
προχωρηµένης ηλικίας και είχε υιοθετήσει από το «ἐκθετοτροφεῖον» ήδη τρία,
αποφάσισε να υιοθετήσει άλλα δύο. Ήταν τόσο φτωχός, ώστε είχε ανάγκη
ακόµη και τις 15 δραχµές που του έδιναν ως βοήθηµα. Η ένδειά του όµως δεν
τον εµπόδιζε να τα υπεραγαπά και να τα πονάει ως δικά του παιδιά µαζί µε τη
σύζυγό του που δεν ήθελε µε τίποτα να τα αποχωρισθεί. Για αυτό και
εργαζόταν σκληρά κουβαλώντας στις πλάτες του υπέρογκο σάκκο µε λάχανα
ή χόρτα που πουλούσε στο Νικόλα το Μανάβη, προκειµένου να θρέψει την
πολυµελή πλέον οικογένειά του. Η αξιοθαύµαστη αυτή εκδήλωση αγάπης και
αυτοθυσίας, που κύρτωσε το σώµα του αλλά «ίσιωσε» για πάντα τη ψυχή
του, προσφέρει στο συγγραφέα την πεποίθηση ότι ο αγαθός αυτός γέροντας,
ο οποίος πλέον αναπαύθηκε, γεύεται τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας.
∆ιαπιστώνουµε, εποµένως, ότι παρά την τότε αυστηρή και
πατριαρχική δοµή της οικογένειας που ήθελε τον πατέρα αποστασιοποιηµένο

290
Βλ. Τ.Γ’, σ.102, στ.5.
291
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη», Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ. 9,
Νο.ξα’.
292
Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τέταρτη»,ό.π., σ.51, Νο.ρ’ και Α’ Ιω.
δ’, 8. Επίσης, και οι αδελφοί Ξανθόπουλοι επισηµαίνουν πως «ἀγάπη, κατὰ µὲν τὴν ποιότητα, ὁµοίωσις
. .
Θεοῦ καθόσον ἐφικτὸν βροτοῖς κατὰ δὲ ἐνέργειαν µέθη ψυχῆς κατὰ δὲ τὴν ἰδιότητα, πηγὴ πίστεως,
.
ἄβυσσος µακροθυµίας, θάλασσα ταπεινώσεως ἀγάπη ἐστὶ κυρίως ἀπόθεσις παντοίας ἐναντίας ἐννοίας,
εἴπερ ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακὸν», Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθόπουλων, «Μέθοδος και Κανών
σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.283, Νο. Ϟ’.Βλ. και Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίµαξ, Λόγος Λ’,
PG88, 1156B.
332

από τα παιδιά του- τα δικά του παιδιά, πόσο µάλλον τα υιοθετηµένα- οι δύο
αυτοί πατέρες ξεφεύγουν πέρα για πέρα από τα στείρα κοινωνικά ταµπού και
εκφράζουν στα υιοθετηµένα τους παιδιά την ίδια αγάπη και ευσπλαχνία που
δείχνει ο Θεός Πατέρας µας προς όλους.

Μια ηρωίδα, η οποία έχει αρκετές οµοιότητες µε το µαστρο- ∆ηµήτρη


το Χωριανό και το µπαρµπα- Στέργιο ως προς την ποιότητα της αγάπης της,
είναι η ταλαιπωρηµένη Χριστίνα στο «Χωρίς στεφάνι». Η γυναίκα αυτή, αν και
δεν υιοθέτησε κάποιο παιδί, έκανε κάτι που φανερώνει ακόµη µεγαλύτερη
αγάπη και µεγαλείο ψυχής: ανέθρεφε και αγαπούσε σαν δικά της τα νόθα
παιδιά του αστεφάνωτου ανδρός της. Παρόλο που η ίδια δεν µπόρεσε να
γευθεί τη χαρά της βιολογικής µητρότητας, έδωσε όλη της την αγάπη στα
«ξένα» αυτά παιδιά. Όπως αναφέρεται και στο διήγηµα, παρά τις αρχικές της
διαµαρτυρίες κάθε φορά που πληροφορούνταν τα «κατορθώµατα» του
συζύγου της, στη συνέχεια: «ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της
εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρµαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε µητρικὴν στοργήν,
τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κ' ἐπάσχιζε νὰ τὰ µεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο
δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ
Χάρος, συνοδευόµενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιάν, καὶ ἄλλας
δυσµόρφους συντρόφους... καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιάν της. Τρία ἢ
τέσσαρα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν»293. Όχι
απλά δεχόταν τα, ούτως ή άλλως, αθώα αυτά παιδάκια, αλλά κατέβαλε κάθε
δυνατή προσπάθεια να τα µεγαλώσει ως δικά της παιδιά294. Η αγάπη αυτή
ξεπερνάει κατά πολύ τη φυσιολογική και αναµενόµενη αγάπη των βιολογικών
γονέων προς τα παιδιά τους και νικάει κατά κράτος τον πειρασµό της ζήλειας
και του φθόνου που θα µπορούσε να την προσβάλλει295. Η αγάπη της
µάλιστα ήταν τόσο γνήσια και ανιδιοτελής, ώστε «ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός
της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της»296.
Εκτός όµως από περισσή αγάπη, η αγαθή αυτή γυναίκα επιδεικνύει και
αξιοθαύµαστη ταπείνωση, µια αρετή που λίγες ηρωίδες του Παπαδιαµάντη
διαθέτουν σε τέτοιο βαθµό. Στερείται σχεδόν τα πάντα: εργασία (διότι δεν
µπορούσε πλέον να εργασθεί ως δασκάλα λόγω «αλλαγής» υπουργείου),
σύζυγο (αφού ο αστεφάνωτος άνδρας της την εκµεταλλεύτηκε και την απατά
συνεχώς) και παιδιά. Ωστόσο, τα υποµένει όλα µε καρτερία και υποφέρει
«σιωπηρά» προσπαθώντας να είναι άψογη σε όλες τις υποχρεώσεις του
σπιτιού και υποβιβάζοντας τον εαυτό της στην τάξη των «δούλων», θέλοντας
να αποφύγει τα επικριτικά βλέµµατα των «κυριών» στην εκκλησία297. Έτσι,

293
Τ.Γ’, σ.136, στ.15-24.
294
Βλ. σχετικά και τις συµβουλές του γέροντος ΠαΪσίου προς τις γυναίκες που δεν έχουν παιδιά, στον
Τόµο ∆’: Οικογενειακή Ζωή, Ι. Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Πρόδροµος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης,2002,
σ.81-82.
295
Κάτι που όπως θα δούµε παρακάτω συνέβη σε δύο άλλες µητριές: στη Νταντώ στην
«Ἀσπροφουστανούσα» και στη µεφιστοφελική Καραµσαλίνα στη «Στοιχειωµένη καµάρα».
296
Τ.Γ’, σ.136, στ.25-26.
297
Βλ. Τ.Γ’, σ.133, στ.7-11 και σ. 137, στ.4-6.
333

χωρίς να το γνωρίζει, εφαρµόζει τα λόγια του Αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου


«οἱ δὲ Χριστιανοὶ οὐκ ἔχουσι παρ’ ἐαυτοῖς τιµίαν τὴν ἰδὶαν ψυχήν, ἀλλ’ ὥς τινες
τῶν ἀκριβῶς ἐξουδενωµένων µᾶλλον παρὰ Θεῷ διάκεινται, δούλους τὲ
πάντων ἀνθρώπων ἑαυτοὺς εἶναι λογίζονται. Ἐπὶ ταύτῃ πολλὰ χαίρει ὁ Θεὸς
καὶ ἐπαναπαύεται τῇ ψυχῇ , διὰ τὴν ἑαυτῆς ταπείνωσιν»298.
Αυτή ακριβώς η ταπείνωσή της, που είναι διάσπαρτη σε όλο το
διήγηµα299 και ο σιωπηρός της πόνος, σε συνδυασµό µε την ανυπόκριτη
αγάπη που δείχνει όχι µόνο στα νόθα παιδιά του «συζύγου» της, αλλά σε όλα
τα παιδιά300 µας χαρίζουν έντονη την ελπίδα, αν όχι τη βεβαιότητα, για τη
σωτηρία της ψυχής της301. Γιατί, όπως γράφει και ο όσιος Θεόγνωστος,
«σῳζόµενος δωρεάν, εὐχαρίστει τῷ σωτήρι Θεῷ . εἰδὲ βούλει καὶ δῶρα
προσενεγκεῖν, πρόσφερε ἀπὸ τῆς χηρευούσης ψυχῆς σου τὰ δυὸ λεπτὰ
εὐγνωµόνως, ταπείνωσιν, φηµὶ, καὶ ἀγάπην . καὶ προσδέξεται ταύτας, εὖ οἶδα ,
ὑπὲρ ἀρετῶν πληθυσµὸν καταβαλλοµένων πάρα πολλῶν, εἰς τὸ τῆς σωτηρίας
γαζοφυλάκιον. Εἰδὲ καὶ ὡς Λάζαρος δέῃ ἀναζωώσεως, τεθνήξας ὑπὸ τῶν
παθῶν, αὐτάς ταύτας ὡς ἀδελφάς γνησίας προβαλοῦ µεσίτιδας πρὸς αὐτόν,
καὶ τεύξῃ πάντως τοῦ ζητουµένου»302. Για αυτό, παρόλο που ντρεπόταν και
δεν τολµούσε να πάει στην εκκλησία κατά τις άγιες ηµέρες της Μεγάλης
Εβδοµάδας, η προσέλευσή της το απόγευµα του Πάσχα «εἰς τὴν ἀκολουθίαν
τῆς Ἀγάπης» µ α ζ ί µ ε τ α β ρ έ φ η κ α ι τ α ν ή π ι α αποκτάει σηµαίνον
νόηµα. Οι «ουράνιοι φθόγγοι» που ψελλίζουν τα επίγεια αγγελούδια κατά τη
διάρκεια της ακολουθίας και η επιθυµία τους να εναγκαλιστούν303 εισάγουν τη
διαρκώς µετανοούσα Χριστίνα στο κλίµα της ουράνιας Αναστάσιµης
298
«Εἰς τοὺς Ν’ λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.206, Νο. πς’.
299
Για παράδειγµα, κατά την περιφορά του Επιταφίου στεκόταν µισοκρυµµένη πίσω από το
παραθυρόφυλλο και κρατούσε τη λαµπάδα της µε φόβο Θεού θυµιάζοντας από µακριά το Χριστό. Το
ίδιο έκανε και την Κυριακή του Πάσχα κατά την Ανάσταση. Επειδή ντρεπόταν να έρθει σε επαφή µε
«τάς κυρίας», δεν πήγαινε στην πρώτη Ανάσταση αλλά την επόµενη µέρα στη δεύτερη µαζί µε τις
υπηρέτριες. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η εικόνα που µας θυµίζει την παραβολή του τελώνη και του
Φαρισαίου. Αναφέρεται ότι, όταν πήγαινε στην εκκλησία «ἵστατο ὀλίγον παρέκει, ὀπίσω ἀπὸ τὸν
τελευταῖον κίονα, κολλητὰ µὲ τὸν τοῖχον, σύρριζα εἰς τὴν γωνίαν» ( Τ.Γ’, σ.134, στ.25-26). Όπως ακριβώς
και ο τελώνης της γνωστής παραβολής, όταν πήγε να προσευχηθεί στο Ναό «µακρόθεν ἑστώς οὐκ
.
ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλµοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων ὁ Θεός,
ἱλάσθητι µοι τῷ ἁµαρτωλῷ» ( Λκ. 18, 13). Γιὰ αὐτὸ, ὅπως ἡ παραβολὴ καταλήγει µὲ τὴ βεβαίωση τοῦ
Κυρίου ὅτι «κατέβη οὗτος δεδικαιωµένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Λκ. 18,14), έτσι και το διήγηµα καταλήγει
στην προσδοκία ότι ο Χριστός «θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν µετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον
καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν» (Τ.Γ’, σ.137, στ.9-11).
300
Βλ.Τ.Γ’, σ.134, στ.27-32 και σ.135, στ.1-3, τη διαµαρτυρία της για την αυστηρή συµπεριφορά των
επιτρόπων του ναού απέναντι στα «κλαυθµυρίζοντα» βρέφη και τις µητέρες τους, καθώς και την
ανάµνηση της θαυµαστής ψαλµωδίας ενός βρέφους, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του Αποστόλου,
(βλ. σ.135, στ.4-15).
301
Όπως γράφει και η Ε. ∆άκα, που συσχετίζει τη Χριστίνα µε τη Σεραϊνώ την Κουµπίνα, «οι δύο
ηρωίδες (…) σώζονται εξαιτίας της αγάπης τους. Σε µιαν άλλη κοινωνία, έξω από την κοινωνία της
ιστορίας. Την ποιητική κοινωνία, την κοινωνία των αγγέλων (εµείς θα προσθέταµε την ουράνια Κοινωνία
στην αιώνια Βασιλεία) , η οποία καταδεικνύεται από την αφήγηση», «Από την κοινωνία των ανθρώπων
στην κοινωνία των αγγέλων», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, ό.π.,
σ.103.
302
«Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης»,Φιλοκαλία, Τ. Β’, σ.263-264, Νο.µε’. Ο ίδιος λίγο
παρακάτω συµπληρώνει: «( Ἡ ταπείνωσις) οὒχ ἱλασµοῦ τῷ κτήτορι πρόξενος µόνον παρὰ Θεῶ, ἀλλὰ
καὶ συνεισελεύσεως µετὰ τῶν ἐκλεκτῶν ἐν τῷ νυµφῶνι τῆς αὐτοῦ βασιλείας» (ὁ.π. σ.267, Νό.ξβ’).
Ἐξάλλου, «πνεῦµα συντετριµµένον, καρδίαν συντετριµµένην καὶ τεταπεινωµένην ὁ Θεὸς οὐκ
ἐξουδενώσει» (Ψλ. 50, 19).
303
Βλ. Τ.Γ’,σ.134, στ.13-17.
334

Λειτουργίας, εκεί όπου η αγάπη και η κοινωνία µε το Θεό και τους


συνανθρώπους µας είναι πλέον µια διαρκής πραγµατικότητα. Εκεί, σύµφωνα
µε την πεποίθηση του συγγραφέα, ο φιλεύσπλαχνος Θεός θα της
ανταποδώσει αυτή την αγάπη δεχόµενος την µετάνοιά της, αυτής που
γνωρίζει την αδυναµία και την αµαρτωλότητά της και επιζητεί διαρκώς τη
συγχώρηση και την ευσπλαχνία Του304. Πέραν αυτού, µε τη βαθιά της
ταπείνωση µιµείται τη µακαρία ταπείνωση του Χριστού κατά την ένσαρκη
παρουσία του στη γη και εντάσσεται στη χορεία εκείνων των ανθρώπων για
τους οποίους ο Κύριος είπε «ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» 305.

Υπερβολική αγάπη προς το µοναδικό τους ανιψιό, Στάµο Καβούλη,


φαίνεται πως είχαν οι δύο θείες του στον «Πεντάρφανο». Το παιδί αυτό, το
οποίο είχε µείνει από νηπιακή ηλικία εντελώς ορφανό, µεγάλωσε τελικά µε
την αδελφή της µητέρας του306. Η γυναίκα αυτή τον µεγάλωσε σωστά
κερδίζοντας το σεβασµό του υποµονετικού και πράου νέου.
Όταν όµως ενηλικιώθηκε, παρακινούµενη από εγωισµό και
υπερηφάνεια, ήρθε σε άγρια σύγκρουση µε την άλλη του θεία εξαιτίας ενός
προξενιού. Θεωρώντας ότι, ως κηδεµόνας του νέου όλα αυτά τα χρόνια, είχε
αποκτήσει και δικαιώµατα επάνω του, ήθελε να αποφασίσει εκείνη για το ποια
νέα θα νυµφευθεί ο ανιψιός της. Σε αυτή την εγωιστική της άποψη
προστέθηκε και το ενδιαφέρον της για τον αντίκτυπο που θα είχε το γεγονός
στην τοπική κοινωνία. Έτσι, επιτρέπει στη φιλαυτία να παραµερίσει την
αγάπη της µόνο και µόνο για «νὰ φανῇ ὅτι αὐτὴ ἔπρεπε νὰ τὸν ὑπανδρεύσῃ,
καὶ ὄχι ἡ θεία του ἡ ἄλλη»307 .
304
Τ.Γ’, σ. 137. στ.9-11. Την προοπτική της τελικής σωτηρίας της Χριστίνας υποστηρίζει και ο ∆.
Μαυρόπουλος. Σύµφωνα µε αυτόν «ο Παπαδιαµάντης , αφού καταγράψει την αποτυχία της, την οδηγεί
προς τη σωτηρία δια της προαιρέσεώς της. Ιδιαίτερα στον «εκκλησιασµό» της την βλέποµε να βρίσκεται
στην αυλή των παιδιών (αναφέρεται και το σχετικό ευαγγελικό χωρίο) εκδεχόµενη το έλεος του Θεού. Η
στάση του, αυστηρού κατά τα άλλα, Παπαδιαµάντη απέναντι της Χριστίνας, µια στάση ελέους και χάρης,
δεν οφείλεται στην αδυναµία του απέναντι στα πάθη µιας γυναίκας, αλλά συναρµόζεται µε τη µυστική
εµπειρία της παράδοσής του όπου ψηλαφείται η είσοδος του ακτίστου στο κτιστό και όχι το
αντίστροφο», «Αµαρτία και µετάνοια», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη,
Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.587.
305
Μτ. 23,12. Για τη δυσκατόρθωτη αρετή της ταπεινοφροσύνης και τα θαυµαστά αποτελέσµατά της,
βλ. επίσης αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος ε’, σ.301, στ. 380-
399 και σ. 302, στ. 400-420.
306
Βέβαια, η ανατροφή ενός «υιοθετηµένου» παιδιού δεν στέφεται πάντα από επιτυχία. Ο
χαρακτήρας των συµβαλλόµενων προσώπων παίζει καθοριστικό ρόλο . Μια τέτοια περίπτωση ήταν η
θεια- Μορισώ, η «Ἀποσώστρα». Η πολύπαθη αυτή γυναίκα έχασε το σύζυγο και την κόρη της, ενώ οι
δυο της γιοι έλειπαν εδώ και χρόνια στο εξωτερικό. Προσπαθώντας να µαλακώσει τον πόνο της
αποφάσισε να υιοθετήσει ένα παιδί. Και τις τρεις φορές, ωστόσο, που το επιδίωξε οδηγήθηκε στη
αποτυχία. Βασική αιτία αυτής της κατάληξης ήταν ο δύστροπος χαρακτήρας της. Την πρώτη φορά
επέστρεψε η ίδια το κορίτσι που υιοθέτησε µετά από µόλις τρεις ηµέρες µε το φόβο ότι, αν θύµωνε µαζί
του, θα το προσέβαλε ως νόθο. Τη δεύτερη φορά υιοθέτησε ένα αγοράκι, το οποίο όµως ήταν το ίδιο
πεισµατάρικο και οξύθυµο µε εκείνη, µε αποτέλεσµα να φύγει τελικά από το σπίτι για να γίνει ναυτικός.
Τέλος, το τρίτο παιδί που πήρε στο σπίτι της, ένα κοριτσάκι «τὸ ἀνάστησε, τὸ πόνεσε, τὸ µεγάλωσε»
(Τ.∆’,σ.53, στ.15). Στάθηκε όµως άτυχη γιατί το κορίτσι αυτό δεν εκτίµησε την προσφορά της και
αρραβωνιάστηκε στα δεκαπέντε της κρυφά, χωρίς την έγκρισή της.
Ωστόσο, για τις αποτυχηµένες αυτές υιοθεσίες είχε µεγάλο µερίδιο ευθύνης και η ίδια µια και
περιγράφεται ως οξύθυµη, νευρική και επιπόλαιη ( βλ. το περιστατικό µε τον «ξάδελφό» της και το σπίτι
που τόσο αφελώς του έγραψε, Τ.∆’, σ.53, στ.25-30 και σ.54, στ.1-9). Η σχέση της µε το Θεό και την
335

Η φιλαυτία αυτή άνοιξε την πόρτα και σε ένα άλλο φοβερό πάθος, την
οργή. Αυτή την παρακίνησε να έρθει σε τέτοια σύγκρουση µε την άλλη του
θεία, ώστε να φτάσει στο σηµείο να της κόψει µε τα δόντια της ένα κοµµάτι
από το φρύδι της. Πέφτοντας στην παγίδα του πονηρού, ξεχνάει το κοινό
ενδιαφέρον της ίδιας και της άλλης του θείας και τον κοινό τους σκοπό, την
ευτυχία του. Για αυτό προβαίνει σε ανεπίτρεπτες πράξεις. Μέσα σε µια στιγµή
παραδίδεται σε πάθη που υποβιβάζουν όλες τις θυσίες που έκανε τα
περασµένα χρόνια για να µεγαλώσει τον ορφανό ανιψιό της. Ακόµη κι όταν,
µε παρότρυνση του αγαπηµένου ανιψιού, ζητάει συγχώρηση αυτή είναι
υποκριτική και η συµφιλίωσή της µε την αντίζηλο θεία χαρακτηρίζεται ως
«πρόσκαιρος λυκοφιλία».
Σε αυτό το διήγηµα βλέπουµε λοιπόν ανθρώπους, οι οποίοι, ενώ
διαπράττουν καλές πράξεις (ανατροφή ενός ορφανού συγγενούς παιδιού,
φροντίδα για την αποκατάστασή του) παραµένουν ταυτόχρονα παραδοµένοι
σε πάθη, τα οποία αλλοιώνουν αυτές τις καλές πράξεις και δεν τους
επιτρέπουν να εφαρµόσουν πραγµατικά το θέληµα του Θεού στη ζωή τους.
Μας δείχνει δηλαδή πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραµµή µεταξύ καλού
και κακού και πόσο εύκολο είναι να υποκύψει κάποιος στο κακό µέσα σε µια
στιγµή, ακόµη κι αν αγωνίζεται µια ζωή για να διαπράξει το καλό. Με αυτόν
τον τρόπο έµµεσα µας παροτρύνει να είµαστε πολύ προσεκτικοί,
προκειµένου να µη χάσουµε το µισθό των καλών έργων.

Αληθινή αγάπη και στοργή προς τα πνευµατικά της παιδιά έδειχνε και
η θεια- Σοφούλα Κωνσταντινιά στην «τελευταία βαπτιστική». Αν και δεν είχε
ιδιαίτερη οικονοµική άνεση, έφτασε στο σηµείο να βαπτίσει σαράντα νήπια,
µόνο και µόνο για να µη στεναχωρήσει τους γείτονες και συγγενείς που την
παρακαλούσαν. Η αιτία ήταν ότι «ὅτι εἶχε καλὸ χέρι» και «εἶχε πάρει καλὸ
ὄνοµα, ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυµβήθρας»308,
γεγονός σπάνιο για την εποχή εκείνη. Σε αυτό φυσικά συνέβαλε και η αγαθή
της διάθεση, αφού, παρόλες τις διαµαρτυρίες του συζύγου της, εκείνη
εξακολουθούσε µε χαρά να βαπτίζει. Αν και το οικονοµικό βάρος δεν ήταν
διόλου ευκαταφρόνητο, εκείνη όχι µόνο βάπτιζε τα παιδιά, αλλά τα φρόντιζε
σαν δεύτερη µητέρα τους: «ὡµοίαζε µὲ τὴν ἐπιµελῆ ἀνθοκόµον, ἥτις δὲν
ἀρκεῖται νὰ φυτεύῃ µόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει.
Ἠγάπα τὰ πνευµατικά της τέκνα ὡς τέκνα της ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ

εκκλησία είναι επίσης προβληµατική, αφού σκανδαλίζεται µε το παραµικρό, παραβλέποντας την ουσία
και δίνοντας υπερβάλλουσα σηµασία σε δευτερεύοντα περιστατικά. Αυτή η νοοτροπία της φανερώνει
την αστοχία της συγκεκριµένης γυναίκας να έχει µια σωστή επικοινωνία µε το Θεό µε αποτέλεσµα να
µην έχει καλή επικοινωνία ούτε µε τους ανθρώπους. Έτσι, παρά την καλή της διάθεση και τη δίψα της
για συντροφιά, δεν κατάφερε να δώσει την αγάπη που χρειαζόταν τα υιοθετηµένα της παιδιά και
«έσπειρε ό,τι θέρισε» µένοντας στο τέλος µόνη και έρηµη, ασχολούµενη µε τις υποθέσεις των άλλων
για να ξεχάσει το δικό της καηµό.
307
Τ.∆’, σ.59, στ. 14-15.
308
Τ.Β’, σ.89, στ.15-17.
336

ἐφίλευε, καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει»309. Η αληθής της αγάπη απέναντι στα


πνευµατικά της παιδιά φανερώνεται έµπρακτα. Φροντίζει να καλύψει σχεδόν
όλες τις ανάγκες τους: τις συναισθηµατικές, χαρίζοντάς τους ένα δεύτερο
µητρικό χάδι, τις υλικές, προσφέροντάς τους διάφορα καλούδια και δωράκια,
και τις πνευµατικές, συµβουλεύοντας και παιδαγωγώντας τα µε την πολύτιµη
εµπειρία της. Μαζί µε την αγάπη και τη φροντίδα της αφιέρωνε και αρκετό
από το χρόνο της για χάρη τους. Ως παράδειγµα αναφέρεται το γεγονός ότι
κάθε Πάσχα ζύµωνε µόνη της «αὐγοκουλούρας» για όλους τους βαπτιστικούς
και τις βαπτιστικές της πέρα από τα αµέτρητα εγγόνια και δισέγγονά της. Με
αυτή τη στάση της αναδεικνύεται σε πρότυπο αναδόχου για κάθε εποχή.
Ωστόσο, η αγαθή και φρόνιµη αυτή νοννά διέπραξε ένα σφάλµα: παρά
τη γενναιοδωρία και την αληθινή αγάπη που έτρεφε προς όλα τα βαφτισίµια
της, ανέπτυξε ιδιαίτερη αδυναµία στην τελευταία της βαπτιστική. µια αδυναµία
που άγγιζε τα όρια της «παραφροσύνης»310. Οι λόγοι διάφοροι: ήταν η
τεσσαρακοστή της βαπτιστική, κάτι που αποτελούσε ευγενή της επιθυµία
κατά τα προηγούµενα χρόνια, ήταν νήπιο ακόµη και ως κοριτσάκι είχε όλη τη
γλυκύτητα της τρυφερής αυτής ηλικίας . τέλος, έφερε το όνοµά της. Ακόµη και
ο σύζυγός της, που σε γενικές γραµµές δε συµπαθούσε τα βαφτισίµια της,
λόγω των οικονοµικών εξόδων και της φροντίδας που έδειχνε σε αυτά,
φαίνεται πως ήταν ευνοϊκά διακείµενος απέναντι στο µικρό αυτό κοριτσάκι.
Εξαιτίας αυτών των συναισθηµάτων της για τη µικρή Σοφούλα, το δαιµόνιο
της φιλοδοξίας άρχισε να την τίπτει: «ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ
µέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου»311.
Αποτέλεσµα αυτού ήταν η, κατά τα άλλα, «χρηστή γυνή» να αρχίσει να
κάνει µια κακή διάκριση µεταξύ των βαφτισιµιών της, ενώ στο παρελθόν τα
έβλεπε όλα «ὡς τέκνα της ἐγκαρδιακά» . Από τη µια είχε την «εκλεκτή» της
αναδεξιµιά και από την άλλη όλα τα υπόλοιπα πνευµατικά της τέκνα312. Με
τον ατυχή θάνατο της µικράς Σοφούλας τέθηκε σε δεινό πειρασµό, µέσω της
υπερβάλλουσας λύπης της για το δυστύχηµα αυτό. Από όλα τα βαφτισίµια
της έχασε την πιο µικρή και την πιο αγαπηµένη. Ουδέποτε µπόρεσε να
παρηγορηθεί για την απώλειά της, ενώ η υπόλοιπη ζωή της κύλησε µε αυτόν
τον µόνιµο ψυχικό πόνο313. Ωστόσο, η θλίψη αυτή δε δηλητηρίασε την ψυχή
της, δεν την έκανε να χάσει την πίστη της. Αν και αισθάνεται συντετριµµένη
ψυχικά από την ένσαρκη απουσία της, δεν παύει να πιστεύει σθεναρά στην
ένταξη της αθώας Σοφούλας στη χορεία των µικρών αγγέλων του
Παραδείσου. Κατασκεύαζε «ἀνελλιπῶς» κάθε χρόνο την Μεγάλη Πέµπτη την
κοκκώνα της και την έριχνε ανήµερα της Αναστάσεως στο πηγάδι που άφησε
την τελευταία της πνοή.

309
Τ.Β’, σ. 90, στ.1-4.
310
Τ.Β’, σ.91, στ.28.
311
Τ.Β’, σ.91, στ.25-26.
312
Βλ. π.χ. τις αυστηρές εντολές που δίνει σε µια άλλη βαφτιστική της , την Αθηνιώ, σχετικά µε τη
φροντίδα του µικρού νηπίου, Τ.Β’, σ.92, στ.11-24.
313
Βλ. Τ.Β’, σ. 94, στ.5-6.
337

Αν και προκαλείται στους αναγνώστες µια θλίψη για τη φοβερή- κατά


κόσµον- ατυχία της καλοκάγαθης νοννάς και της µικρής βαπτιστικής της, η
αναφορά στην τιµή µε την οποία περιέβαλε την ανάµνηση της αθώας µικρής
δηµιουργεί την αίσθηση ότι το δυστύχηµα αυτό συνέβη κατά θεία
παραχώρηση προκειµένου να κρατήσει η γραια - Σοφούλα µέσω της µνήµης
της αγαπηµένης αναδεξιµιάς της τη σωτήρια µνήµη θανάτου σε όλη την
υπόλοιπη ζωή της. Η , δια της µικράς Σοφούλας, αναγωγή της πλησιέστερα
στο Θεό τη βοηθά να συνειδητοποιεί καθηµερινά την ασύγκριτη αξία της
σωτηρίας της ανθρώπινης ψυχής. Ως απόδειξη αυτού αναφέρεται και η
«ἀνεξήγητος εὐωδία» που ανέβαινε ως θυµίαµα από τον τόπο του πνιγµού
της βεβαιώνοντας την αγαθή νοννά της για την παρουσία της Σοφούλας στην
αγκαλιά του Θεού.

Μια ξεχωριστή θέση στη χορεία των γυναικών που εξετάζουµε έχει και
η γραια- Φωτεινή στο «Θέρος- Ἔρος». Η «οἰκογενῆς» αυτή «δούλη», που
βιώνει την εν Χριστώ ελευθερία της ανιδιοτελούς αγάπης, υπηρέτησε τρεις
γενιές µιας πλούσιας οικογένειας. Παρόλο που ποτέ δεν εκτιµήθηκε ως
έπρεπε από την κυρία της314, ανέθρεψε «µετὰ στοργῆς καὶ ἀφοσιώσεως» τα
παιδιά της επιδεικνύοντας µια θαυµαστή αυτοθυσία. Αν και είχε
αρραβωνιασθεί, όταν ήταν νέα, αποφάσισε µετά τον πρόωρο χαµό του
αρραβωνιαστικού της να µην παντρευτεί κρατώντας ακόµη και µετά από
σαράντα χρόνια το πένθος του. Έστρεψε όλη την αγάπη και το ενδιαφέρον
της στα παιδιά της κυρίας της, τα οποία µεγάλωσε σαν να ήταν δικά της.
Θυσίασε την προσωπική της ζωή και ευτυχία για να φροντίσει την κυρία και
την οικογένειά της κάνοντας το καλύτερο δυνατό ως µια απλή «θεραπαινίδα».
Όταν µάλιστα η αγαπηµένη της Ματή άρχισε να κρατάει µυστικά,
στεναχωρέθηκε ιδιαιτέρως αναρωτώµενη εάν στο µέλλον και τα υπόλοιπα
αδέλφια της «τάχα θὰ τὴν ἀγαποῦν ἕως τέλους καὶ αὐτά, τάχα θὰ
ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν πάντοτε ἐµπιστοσύνην πρὸς τὴν γηραιὰν καὶ
ἀφωσιωµένην θεραπαινίδα, τὴν ἄγευστον πάσης χαρᾶς καὶ ἡδονῆς ἐν τῷ
κόσµῳ, πλὴν τῆς ἐκ τῆς αὐτοθυσίας καὶ ἀφοσιώσεως»315. Η αγωνία της
δηλαδή είναι µήπως χάσει την εµπιστοσύνη των παιδιών, για την οποία
πάσχισε τόσα χρόνια. όπως ακριβώς και µια αληθινή µητέρα.
Πρόκειται για µια γυναίκα απόλυτα αφοσιωµένη σε παιδιά που δεν
είναι δικά της, αλλά βρίσκονται µέσα στην καρδιά της. Είναι µάλιστα
αξιοσηµείωτο ότι η πραγµατική τους µητέρα, «πάσχουσα διαρκῶς χωρὶς νὰ
εἶναι ἀσθενής»316, δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου µαζί τους επαναπαυόµενη
στις αδιάλειπτες υπηρεσίες της γραίας Φωτεινής. Επιδεικνύοντας τη γνωστή
φιλαυτία των περισσοτέρων ευκατάστατων γυναικών, φαίνεται πως
ασχολούνταν περισσότερο µε τον εαυτό της παρά µε τα παιδιά της. Έτσι, τη
θέση της παίρνει η πτωχή της θεραπαινίδα, η οποία, αν και στερήθηκε τη
314
Βλ. Τ.Β’, σ.203, στ.28-32.
315
Τ.Β’, σ. 204, στ.10- 13.
316
Τ.Β’, σ.188, στ.9-10.
338

χαρά του γάµου και της οικογένειας, αναλαµβάνει ανιδιοτελώς και χωρίς ίχνος
ζηλοτυπίας την ανατροφή των τέκνων της. Αυτή η αξιοθαύµαστη
αυταπάρνησή της κατά κόσµον µοναχής Φωτεινής θα µπορούσε να συγκριθεί
µε την αντίστοιχη αυταπάρνηση που συστήνεται στους κανονικούς µοναχούς:
«Τὸ ἀπαρνήσασθαι ἑαυτόν, τοῦτο νόµιζε εἶναι. τὸ ἔκδοτον εἰς ἅπαν τῇ
ἀδελφότητι παρασχεῖν καὶ θελήµατι ἰδίῳ παντάπασι µὴ στοιχεῖν, µήτε τινὸς
κύριον εἶναι, ὅτι µὴ τοῦ ἐνδύµατος µόνου. ἵνα πάντοθεν ἄνετος ὤν, τῶν
ἐπιταττοµένων αὐτῷ µόνων µετὰ χαρᾶς ἔχηται (…) µὴ δόξαν, µὴ τιµήν, µὴ
ἔπαινον τό γε ἐκείνου, ἐπὶ τῇ διακονίᾳ ἢ πολιτείᾳ, παρὰ τῶν ἀδελφῶν
ποριζόµενος (…) ἀλλ’ ὀφειλέτην ἑαυτὸν διὰ παντὸς ἡγούµενος τῆς ἐν ἀγάπῃ
τέ καὶ ἁπλότητι πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς διακονίας»317. Κατ’ αντιστοιχία, και η
Φωτεινή διακονεί ανιδιοτελώς όλη την οικογένεια µε αγάπη και απλότητα.
Η έµµεση «αντικατάσταση» της µητέρας των παιδιών από τη Φωτεινή,
η οποία τα αναθρέφει µε περισσή αγάπη, έχει πολλαπλά οφέλη για τα παιδιά.
Από τις λίγες αναφορές που έχουµε στη συµπεριφορά τους φαίνεται πως
είναι χαρούµενα και ευτυχισµένα. Αν και δεν το αναφέρουν ξεκάθαρα, µέσα
στην ψυχή τους τρέφουν βαθιά εκτίµηση για τη φιλόστοργη κουβερνάντα
τους. Εξωτερική έκφραση αυτής της εκτίµησης είναι το στεφάνωµα της µε ένα
όµορφο στεφάνι «ἐξ ἀγραµπελιᾶς καὶ µὲ ρόδα καὶ µὲ ἄγρια ἄνθη
πεπλεγµένα»318. Αυτό το στεφάνι, που παροµοιάζεται µε παρθενικό στέφανο,
είναι ίσως η καλύτερη επιβράβευση για τη στοργή και την αφοσίωση που
έδειξε όλα αυτά τα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα είναι και µια πρόγευση του
αιώνιου στεφάνου που της αρµόζει. Παρόλο, εποµένως, που θα το στερηθεί,
λόγω ηλικίας, κατά την κηδεία της καλλιεργείται η βεβαιότητα ότι θα το λάβει
ως πραγµατικά άξια και ταπεινή δούλη του Κυρίου στη Βασιλεία Του.

Αν και στο έργο του Παπαδιαµάντη οι κακές µητρυιές πλεονάζουν, δεν


απουσιάζουν και οι καλές µητρυιές, που καθίστανται τελικά αληθινές µητέρες
για τα παιδιά των συζύγων τους. Μια τέτοια µητρυιά µε αισθήµατα γνήσιας
µητέρας, ήταν η «ἁπλοϊκὴ καὶ ἀφωσιωµένη καὶ τόσον ἀµνησίκακος» αδελφή
του µπαρµπα Γιαννιού στη «Μαυροµαντηλού». Ανέλαβε υπό την προστασία
της την οκταετή κόρη του συζύγου της από τον πρώτο του γάµο και, όταν
εκείνος τους εγκατέλειψε για να εργασθεί σε άλλη πόλη, εκείνη την ανέθρεψε
ως δικό της παιδί. Με τις τέσσερις λίρες που της έστειλε µια και µόνη φορά ο
άνδρας της έζησε για τρία ολόκληρα χρόνια. Το γεγονός ότι δεν απέκτησε
δικά της παιδιά την έκανε να δεθεί τόσο µε το µικρό κορίτσι, ώστε «τὴν
ἠγάπησεν ὡς τέκνον της»319. Η ειλικρινής αγάπη της αποδείχθηκε και µετά το
θάνατό της, όταν «ἐκληροδότησεν ἐκ τῆς πτωχικῆς προικός της εἰς τὴν

317
Παράφρασις Συµεών του Μεταφραστού, «Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ.Γ’,
σ. 173- 174, Νο.η’. Για τη σηµασία που έχει η αυταπάρνηση στη σωτηρία της ψυχής βλ. του ιδίου, ό.π.
σ.192-193, Νο.νδ’ και νε’.
318
Τ.Β’, σ.191, στ.35 και σ.192, στ.1-2.
319
Τ.Β’, σ.157, στ.28.
339

προγονὴν τὸν οἰκίσκον καὶ τὴν ἄµπελον, ἀφήσασα τὸν ἐλαιῶνα µόνον εἰς τὰς
ὀρφανὰς ἀνεψιάς της»320 .
Πραγµατικά, λίγοι άνθρωποι έχουν το ψυχικό µεγαλείο να αγαπήσουν
πραγµατικά ένα παιδί που δεν είναι δικό τους και το οποίο αρχικά δεν είχαν
επιλέξει να υιοθετήσουν ή – όπως στο διήγηµα- να αναθρέψουν. Αρκετοί ίσως
να το έβλεπαν ως φόρτωµα ή να εκδήλωναν ενδόµυχα ένα είδος ζήλειας.
Αυτό όµως δεν συνέβη στην ταπεινή γυναίκα, η οποία αφοσιώθηκε αληθινά
στο κορίτσι αυτό. Παραµέρησε ακόµη και τις εξίσου πτωχές και ορφανές
ανιψιές της θεωρώντας µεγαλύτερη αδικία να αφήσει χωρίς κάποιο οικονοµικό
στήριγµα την πρόγονή της. Για αυτό της φέρθηκε ως µια πραγµατική µητέρα,
ευσπλαχνική και καλοκάγαθη321.

2.1.5. Αποστέρηση της µητρικής αγάπης προς τα «ξένα» παιδιά: η


περίπτωση των κακών µητρυιών και της «κακής» θετής κόρης

Εκτός από τις γυναίκες που αγάπησαν τα ξένα ή υιοθετηµένα παιδιά


ως δικά τους στο παπαδιαµαντικό έργο δεν λείπουν εκείνες που, επειδή δεν
µπόρεσαν να αποκτήσουν δικά τους παιδιά, αντιπαθούν ή φέρονται σκληρά
στα υιοθετηµένα παιδιά τους ή στα παιδιά των συζύγων τους από
προηγούµενο γάµο.
Μια από τις κακές µητρυιές του παπαδιαµαντικού έργου που
«ξεχωρίζουν» είναι αναµφίβολα η Νταντώ στην «Ἀσπροφουστανούσα». Η
όψιµη αυτή γεροντοκόρη παντρεύτηκε σε ηλικία σαράντα πέντε ετών τον
πενηνταπεντάρη γερο- Σκαµπέβα, ο οποίος είχε χηρεύσει προ πενταετίας.

320
Τ.Β’, σ.158, στ.2-4.
321
Παρόµοιο τρόπο σκέψης διέθετε και η Ρηνούλα στα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», η οποία, παρόλο που
είχε ήδη ένα δικό της παιδί και, ενώ την είχε εγκαταλείψει ο σύζυγός της, σπλαχνίσθηκε και υιοθέτησε
ένα τελείως ξένο βρέφος, το οποίο είχε αφήσει στα χέρια της η αλλοδαπή µητέρα του. ∆είχνοντας
περισσή µεγαλοψυχία, αφού και η ίδια ανταποκρινόταν µε δυσκολία στις ποικίλες βιοτικές ανάγκες της
οικογένειάς της, αποφάσισε να χαρίσει στο ξένο αυτό παιδάκι (το οποίο σηµειωτέον ήταν και κοριτσάκι
και εποµένως ένα πρόσθετο βάρος κατά την ισχύουσα άποψη της εποχής) τη µητρική αγάπη που
ειδάλλως θα στερούνταν (Τ.∆’, σ.389-390). Το νήπιο µάλιστα, αναγνωρίζοντας υποσυνείδητα την
ευεργεσία που είχε δεχθεί, εκδήλωνε µια θαυµαστή συµπεριφορά για την ηλικία του υπακούοντας άµεσα
στις εντολές της θετής µητέρας του. Έτσι, της προσέφερε µια ηθική ανταµοιβή για τη θαρραλέα επιλογή
της να το κρατήσει και να το µεγαλώσει, παρά τις πολλαπλές αντιξοότητες.
Στο ίδιο διήγηµα γίνεται αναφορά και στην υιοθεσία ενός άλλου κοριτσιού, της µικρής Αγγελικής
από ένα άτεκνο φιλικό ζευγάρι του Παπαδιαµάντη. Το απλοϊκό αυτό ανδρόγυνο µεγάλωνε ως δικό του
παιδί το κοριτσάκι προσφέροντάς του την καλύτερη δυνατή ορθόδοξη ανατροφή µια και
παρακολουθούσαν όλες σχεδόν τις λειτουργίες του ενοριακού τους ναού. Αναφέρεται µάλιστα
χαρακτηριστικά ότι η σύζυγος του κυρ Νικόλα του Μπούκη αγαπούσε τη µικρή «ὡς νὰ ἦτο γέννηµα τῶν
σπλάγχνων της, ἴσως καὶ περισσότερον» (Τ.∆’, σ.393, στ.6-7). H υπερβάλλουσα αυτή αγάπη φανερώνει
το µεγαλείο ψυχής αυτής της ταπεινής γυναίκας που, ανεπηρέαστη από την αδυναµία της να αποκτήσει
δικό της παιδί, χάρισε τη µητρική στοργή και φροντίδα στην ορφανή Αγγελικούλα. Φαίνεται µάλιστα ότι
µέσα στη ψυχή και την καρδιά τους τη θεωρούσαν πραγµατικό τους παιδί, αφού δεν της αποκάλυψαν
ποτέ ότι είναι υιοθετηµένη (βλ. Τ.∆’, σ.391, στ.17-19). Για αυτό και ο πόνος τους ήταν εξαιρετικά
µεγάλος όταν την έχασαν λόγω ασθενείας.
340

Συνεπικουρούµενη από τη γηραιά µητέρα της322, πίστευε ενδόµυχα ότι ακόµη


και σε αυτή την ηλικία θα µπορούσε να κάνει παιδί. Αυτή η κρυφή της
επιθυµία την ώθησε σε µια βαθιά αντιπάθεια απέναντι στα παιδιά του γερο-
Σκαµπέβα από τον πρώτο του γάµο. Ως αποτέλεσµα, «τὰ δύο ὀρφανά, ὁ
Μοναχάκης κ' ἡ µικρὰ Μαριγώ, ἔµειναν ἔκτοτε πλησίον τοῦ πάππου των, καὶ
δὲν ἠδυνήθησαν οὔτε µίαν ἡµέραν νὰ ζήσουν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην µὲ τὴν
µητρυιάν των»323. Σε αντίθεση µε άλλες γυναίκες, οι οποίες αναλάµβαναν τη
φροντίδα των παιδιών του συζύγου τους σε περίπτωση δεύτερου γάµου, δεν
τα δέχεται καν στο σπίτι. Θεωρεί βάρος και άχρηστο φορτίο τα ορφανά
παιδιά, ενώ φαίνεται πως ζηλεύει ακόµη και τη νεκρή πρώτη γυναίκα του
συζύγου της, την οποία κατηγορεί ως σπάταλη και ανίκανη να διαχειριστεί τα
οικονοµικά ζητήµατα του οίκου της. Ως ένδειξη της φιλαργυρίας της εκφέρει
την άποψη ότι η ίδια θα µπορούσε να «φυλάξη» τα χρήµατα του συζύγου της
και να κάνει περιουσία.
Ωστόσο, δύο ακόµη σοβαρά πάθη δηλητηριάζουν τη ψυχή της: η
κενοδοξία και η υπερηφάνεια324. Στη γυναίκα αυτή τα συναντούµε σε όλες τις
εκφάνσεις τους. Μια από αυτές είναι η υπερβάλουσα αυταρέσκειά της:
«ἐστολίζετο καθηµερινῶς, ἐλευκοφοροῦσε, ἐφόρει τὸ "καβούκι" της τὸ
χρυσοκέντητον ἐπὶ τῆς κορυφῆς της, ἔρριπτεν ἐπὶ τῆς καστανῆς κόµης τὸ ἀλέµι
τὸ λεπτὸν καὶ διαφανές, κ' ἐξήρχετο, µὲ τὸ ἐπανωκόρµι της ὑψηλὰ ὑπὸ τὰς
µασχάλας καὶ τὰς πλουσίας φουσκωτὰς πτυχὰς τῆς παλλεύκου ἐσθῆτός της,
διήρχετο ἀπὸ τὸ γραφεῖον τοῦ συζύγου της, καὶ ἀπῄτει διαρκῶς, ἅπαξ καὶ δὶς
τῆς ἡµέρας, νὰ τὴν συνοδεύῃ εἰς περιπάτους ἀνὰ τὴν ἀκρογιαλιάν, ἐντὸς τοῦ
χωρίου πάντοτε, µέχρι τῆς ἐσχατιᾶς τῶν ἁλωνίων, ὅπου ἦσαν αἱ βρύσεις,
πλήθουσαι κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας ἀπὸ κόσµον γυναικῶν καὶ κορασίων.
Ποτὲ δὲν ἐξήρχοντο ἔξω εἰς τὰς τερπνὰς ἐξοχάς, ἂν δὲν ἤξευρεν ὅτι θὰ εὕρουν
κόσµον ἐκεῖ. ∆ιὰ νὰ εὕρουν δὲ κόσµον, ἔπρεπε νὰ εἶναι καιρὸς συγκοµιδῆς
καρποῦ ἢ ἄλλης ἀγροτικῆς ἐργασίας»325. Αυτός ο υπερβολικός καλλωπισµός
και η έµφαση στα πλούσια και πολυτελή ρούχα, τα οποία, παρά τη σχετικά

322
Η ευθύνη της µητέρας της είναι πραγµατικά µεγάλη. Η µεγαλοµανία της, η οίηση και οι
υπερβάλλουσες προσδοκίες που είχε για την κόρη της διαστρέβλωσαν τη λογική της και την οδήγησαν
σε µια λανθασµένη νοοτροπία που µετέδωσε και στο παιδί της τρέφοντας υπερµέτρως τον εγωισµό και
την κενοδοξία της. Με το πέρασµα των ετών, αυτή η η εµµονή της γηραιάς γυναίκας εξελίχθηκε στο
πάθος της αλαζονείας κάνοντάς την να πιστεύει ακράδαντα ότι η κόρη της, χωρίς µάλιστα τη θεϊκή
βοήθεια, θα µπορούσε να τεκνοποιήσει παρά την προχωρηµένη της ηλικία. Με τη στάση της
αποµακρύνει ακόµη περισσότερο την κόρη της από τα δύο παιδιά του συζύγου της ευχόµενη
ενδοµύχως - κάτι που υπονοείται αν και δεν αναφέρεται ρητά- το θάνατό τους. ∆υστυχώς η «ευχή» της
πραγµατοποιείται.
323
Τ.∆’, σ.562, στ.16-18.
324
Για την σοβαρότητα του πάθους της υπερηφάνειας γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Η περηφάνεια
αποτελεί ‘’δαιµονιώδες ήθος’’. Πατέρας της είναι ο διάβολος. Αυτή υπήρξε η αιτία της πτώσεώς του,
όπως και της πτώσεως του ανθρώπου που απατήθηκε από αυτόν (…). Αυτή αποτελεί τη µόνιµη απειλή
.
της ανθρώπινης ζωής. Βρίσκεται στη ρίζα όλων των τραγωδιών του ανθρώπινου γένους είναι η ουσία
του άδη», Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ.278.
325
Τ.∆’, σ.564, στ.2-13.
341

προχωρηµένη ηλικία της, προτιµούσε να είναι λευκά326, είναι δηλωτικά του


πάθους της «κοσµικής κενοδοξίας», όπως την ονοµάζουν οι Πατέρες 327 .
Αδιαφορώντας για τον παραµεληµένο εσωτερικό της κόσµο,
προσπαθεί να δείχνει µια όµορφη εξωτερική εικόνα στους συγχωριανούς της
επιδιώκοντας το ενδιαφέρον και το θαυµασµό τους. (Ενδόµυχα θέλει βέβαια
να προκαλέσει και τη ζήλεια τους, παίρνοντας έτσι ένα είδος «εκδίκησης» για
τα πιθανά πικρόχολα σχόλια328 των τελευταίων όλα τα προηγούµενα χρόνια).
Η προσποιητή αυτή ανθρωπαρέσκεια και κοινωνικότητά της, σε συνδυασµό
µε την απάνθρωπη συµπεριφορά της απέναντι στα ορφανά παιδιά του
συζύγου της, εκδηλώνει και την άλλη έκφραση του πάθους της υπερηφανείας
που τη διέπει που δεν είναι άλλη από την οίηση και την υποκρισία329.
Προσπαθεί µε κάθε τρόπο να είναι αρεστή στους γύρω της εκτός από
εκείνους που τη χρειάζονται περισσότερο και δεν είναι άλλοι από το µικρό
Μοναχάκη και τη Μαριγώ. Τα πολλά χρόνια αναµονής έως τον πολυπόθητο
γάµο, επειδή δεν συνοδεύτηκαν από υποµονή αλλά από έντονη πικρία,
λειτούργησαν ως δηλητήριο µέσα στη ψυχή της, την οποία δε φρόντισε να
προστατέψει από τα βέλη του πονηρού. Για αυτό και αδυνατεί να δει τη διπλή
θεϊκή δωρεά: την προσφορά µεµιάς και συζύγου και παιδιών. Κατά συνέπεια,
αντί να αγκαλιάσει µε αγάπη τα δύο παιδιά, τα βλέπει ως αντίζηλους που
πρέπει να αποµακρυνθούν- εξοντωθούν ωθώντας ταυτόχρονα και το σύζυγο
της σε µια αντίστοιχη συµπεριφορά. Αυτό φανερώνει και έναν ενδόµυχο
φθόνο απέναντι τους330. Με αυτόν τον τρόπο όµως µεγαλώνει το αµάρτηµά
της βάζοντας τον εγωισµό και τις προσωπικές της επιθυµίες πάνω από τις
ανάγκες δύο µικρών παιδιών. Για αυτό ο θάνατος των δυο φιλάσθενων
παιδιών στο τέλος του διηγήµατος προκάλει ανακούφιση στην ίδια και στην
γηραιά µητέρα της φανερώνοντας τη δική τους πνευµατική νέκρωση. Θα έλεγε
κανείς ότι, από ψυχολογικής πλευράς, τα παιδιά πεθαίνουν εν τέλει λόγω της
έλλειψης αγάπης, µητρικής και πατρικής, διότι η στάση της µητρυιάς τους
συµπαρέσυρε και τον πατέρα τους .
Στα πλαίσια αυτού του εγωκεντρικού και αυτονοµηµένου από το Θεό
τρόπου σκέψης τοποθετείται και η κρυφή επιθυµία της να αποκτήσει δικό της
παιδί. Ούτε µια φορά δεν αναφέρεται στο διήγηµα η στροφή της προς το Θεό
για να τον παρακαλέσει προς αυτό το σκοπό. Αντίθετα η «ελπίδα» να

326
Η προτίµηση στα λευκά ρούχα οφείλεται στην ενδόµυχη επιθυµία της να φαίνεται νεώτερη. Στην
ουσία όµως αποτελούν έναν αποτυχηµένο τρόπο να καλύψει τον «µαύρο» εσωτερικό της κόσµο.
327
Βλ.π.χ. Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.102, στ.30.
328
Πρόκειται για τα συνήθη σχόλια που γίνονται, όταν µια γυναίκα καθυστερεί πολύ να παντρευτεί.
329
Επειδή, σύµφωνα µε τους Πατέρες, τα πάθη της κενοδοξίας και της ανθρωπαρέσκειας είναι
δυσδιάκριτα, για αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην αντιµετώπισή τους. Συµβουλεύουν λοιπόν
όποιον πειράζεται από αυτά «µὴ τὸν συνδυασµὸν ἐτάζειν ἢ τὴν συγκατάθεσιν φεύγειν, ἀλλ’ αὐτὴν τὴν
.
προσβολὴν ὡς συγκατάθεσιν λογίζεσθαί τε καὶ φυλάττεσθαι (…)ταύτην δὲ ( ἔνν. τὴν ὑπερηφάνιαν) ὁ
.
προσλαβόµενος, δυσανακλήτως, µᾶλλον δὲ καὶ ἀνιάτως ἔχει διαβολικὸν γὰρ ἐστι τὸ πτῶµα», Γρηγορίου
Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.103, στ.38-39 καὶ σ.104, στ.1- 5.
330
Για τη σοβαρότητα του πάθους του φθόνου βλ . Γρηγορίου Παλαµά: «φθόνο(ς) , ( ενν. ἐστί) δυνάµει
φόνο(ς) και πρόξενο(ς) τῆς πρώτης µιαιοφονίας και τῆς ὕστερον θεοκτονίας», «Προς Ξένην µοναχήν»,
ό.π., σ.104, στ.13-14.
342

αποκτήσει τέκνο κινείται στα πλαίσια των δικών της δυνατοτήτων ,αφού και η
ίδια (συγκρατηµένα) και η µητέρα της (απροκάλυπτα) πιστεύουν ότι, παρά την
προχωρηµένη ηλικία της, µπορεί - χωρίς το απαιτούµενο θαύµα της Χάρης
του Θεού- να τεκνοποιήσει331. Αντί να δει την αδυναµία της αυτή ως αφορµή
προσωπικής ταπείνωσης και έκκλησης του Θείου Ελέους και Βοηθείας,
εκείνη, υπερήφανη και αλαζονική, κλείνεται στον εαυτό της. Τη δε έµφυτη
αγάπη προς τα παιδιά που διαθέτει εν δυνάµει κάθε γυναίκα τη µεταστρέφει,
µε την κακή της προαίρεση, σε αντιπάθεια και έχθρα. Από αυτή την
αντιπάθεια και το µίσος µοιάζει να τράφηκε η φιλάσθενη φύση των δύο
µικρών παιδιών, ώστε να φθάσουν προώρως στο θάνατο.
Παρά το ότι, εκ πρώτης όψεως, τα θύµατα φαίνεται να είναι τα παιδιά,
µια βαθύτερη ανάγνωση µεταφέρει το κέντρο βάρους στην αλαζονική θύτρια
που είναι θύµα της δικής της συµπεριφοράς και της αποµάκρυνσης από το
θείο θέληµα. Αδυνατεί να ανοίξει την καρδιά της στα δύο ‘’εν δυνάµει’’ παιδιά
της που θα τη βοηθούσαν µε τη σειρά τους να γευθεί τη χαρά της µητρότητας.
Μαζί µε αυτή, κρατάει ερµητικά κλειστή και τη θύρα του Παραδείσου που θα
άνοιγε στην ψυχή της, αν επέτρεπε στα µικρά αυτά παιδιά να της
προσφέρουν απλόχερα την αθώα αγάπη τους. Έτσι, οικειοθελώς και
εµπαθώς απέρριψε το έµµεσο αυτό θείο δώρο καταδικάζοντας τον εαυτό της
σε σωµατική και, προπαντώς, πνευµατική στειρότητα .

Αν η Νταντώ «σκότωσε» εµµέσως τα παιδιά του συζύγου της, η


µεφιστοφελική Καραµσαλίνα, στη «Στοιχειωµένη καµάρα», επιδίωξε να
δολοφονήσει την πρόγονή της δια του ίδιου του πατέρα της µικρής Αρετώς. Η
τρυφερή ηλικία της µικρής Αρετής (ήταν έξι ετών όταν παντρεύτηκε για
δεύτερη φορά ο πατέρας της) δε στάθηκε αρκετή για να αγγίξει την καρδιά της
κακής µητρυιάς. Παρόλο που τη δέχθηκε στο σπίτι (σε αντίθεση µε τη
Νταντώ), «ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐµίσησεν». Βυθισµένη στις προλήψεις και
αναζητώντας αφορµή για να «ξεφορτωθεί» το ανεπιθύµητο κορίτσι, τη θεωρεί
υπεύθυνη για τη γέννηση της πρώτης κόρης της: «Ὤ, βεβαίως αὐτὴ ἡ µικρὴ
κουρούνα, ἡ κουκουβάια, ἔπταιεν. Ἐὰν εἶχε καλὸ ποδαρικό, θὰ ἔφερνεν ἀγόρι
κατόπιν της. Τότε καὶ ἡ θέσις τῆς προγονῆς θὰ ἐγίνετο πολὺ ἀνεκτοτέρα εἰς τὴν
οἰκίαν. Ἀλλὰ διὰ νὰ εἶναι τέτοια "γουρνοπόδαρη" ἔφερεν ἄλλην κόρην ὄπισθέν
της. Ἑπόµενον ἦτο νὰ µὴ προξενήσῃ καλὸν οἰωνὸν εἰς τὴν µητρυιάν της»332.
Οι καθυβρίσεις, οι βλασφηµίες και η βάναυση κακοποίηση γίνονται
καθηµερινότητα για τη δύστηνο Αρετή. Η γέννηση και της δεύτερης κόρης της,
την οδήγησε στην οριστική απόφαση. να εξοντώσει µε όποιονδήποτε τρόπο
τη «γρουσούζα» πρόγονή της.
Έχοντας ως υποχείριο το σύζυγό της κατάφερε να τον στρέψει
πλήρως εναντίον του παιδιού του. ήταν τέτοια η επιρροή της, ώστε τον έπεισε
331
Βλ. σ.563, στ.1-3, 8-13 και 23-25 και σ.567, στ.12-14. Αυτή η έµµεση απιστία προς το Θεό είναι
αποτέλεσµα του πάθους της ανθρωπαρέσκειας (βλ. Γρηγορίου του Παλαµά, «Πρὸς Ξένην µοναχήν»,
Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.104).
332
Τ.Γ’ , σ. 635 , στ. 2-7.
343

να τη δολοφονήσει. Παρά την αποτυχία του - οι ενδόµυχες τύψεις δεν τον


άφησαν να ολοκληρώσει το εωσφορικό σχέδιο της - πέτυχε να διώξει οριστικά
από το σπίτι τη µικρή Αρετώ που κατέστη πλέον δισσώς ορφανή. Όµως η
κακή µητρυιά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Θεωρώντας πως η «εξόντωση» της
Αρετής µε κάθε δυνατό τρόπο θα επέφερε οικονοµικό - κληρονοµικό όφελος
στις δύο κόρες της, έβαλε (για δεύτερη φορά) τον Κουµενή να δυσφηµίσει την
κόρη του λίγο πριν το γάµο της, προκειµένου να την «αφανίσει» κοινωνικά
αυτή τη φορά. Αν και αποδείχθηκε η αθωότητά της, οι βλασφηµίες της
«µάννας της» της Καραµσαλίνας333 έδρασαν µακροπρόθεσµα: η ατυχής
Αρετώ πέρασε ένα δύσκολο βίο «οἰκονοµοῦσα καὶ ξενοδουλεύουσα»334
έχοντας έναν αργόσχολο και ανάξιο σύζυγο.

∆ε λείπουν βέβαια και τα παιδιά εκείνα που «προκαλούν την τύχη»


τους. Υπαίτια των παθηµάτων της φαίνεται πως ήταν η υιοθετηµένη κόρη της
σπιτονοικοκυράς του αφηγητή στη «Ψυχοκόρη». Το εντεκάχρονο κορίτσι, το
οποίο ήταν ανιψιά της, δεν εκτίµησε το καλό που της έκανε η θεία της.
Αντιθέτως, επεδείκνυε µια αχάριστη συµπεριφορά περιγελώντας και
προσβάλλοντας τη γηραιά µητέρα της ψυχοµάννας της, κλέβοντας από την
ίδια και δείχνοντας παντελή αδιαφορία για το σχολείο. Ως αποτέλεσµα, η θετή
µητέρα της την επέπληττε σε καθηµερινή βάση και της επέβαλλε αυστηρές
ποινές: «Τὴν ἐτιµώρει αὐστηρῶς, τὴν ἔδερνε, τὴν ἄφηνε νηστικὴν ἐπὶ ὥρας.
Τὴν ἐκλείδωνε, τὴν ἐφοβέριζε νὰ τὴν διώξῃ πίσω εἰς τὸ χωρίον. Ὅλα εἰς
µάτην». Καµία όµως από τις µεθόδους αυτές δεν συντελούσε στη βελτίωση
της συµπεριφοράς της: «Εἰς τὰ ὦτα τῆς Μαρίας δὲν ἔµβαιναν
αὐτὰ."∆ιεστραµµένον οὐ δυνήσεται τοῦ κοσµηθῆναι"»335 .
Βλέπουµε λοιπόν µια κατά βάση αγαθή γυναίκα - κάτι που φαίνεται
από την αντίδρασή της, όταν της έκλεψαν τις κότες από το κοτέτσι της336- να
συµπεριφέρεται αυστηρά, έως βάναυσα στη µικρή ψυχοκόρη της. Από τη µια
πλευρά, αυτή η αυστηρότητα δικαιολογείται έως ένα βαθµό από την αναιδή
συµπεριφορά και την πρωτοφανή, για την ηλικία της, κακία που δείχνει η
µικρή337. Από την άλλη, δεν γνωρίζουµε αν οι ασχηµονίες της µικρής Μαρίας
έχουν κάποια βαθύτερη αιτία, η οποία δεν αναφέρεται στο διήγηµα. Ίσως η
ίδια η µητέρα να έκανε κάτι που να έβγαλε στην επιφάνεια τον κακό εαυτό του
ανήλικου κοριτσιού και απλά να µην αναφέρεται στο διήγηµα. Ίσως πάλι να
προηγήθηκε όλων κάποιο αρνητικό γεγονός στη βιολογική οικογένεια του
333
Τ.Γ’, σ.638, στ.3. Ήταν τέτοια η ανάγκη της µικρής για αγάπη, ώστε αποκαλούσε την δαιµονιακή αυτή
µητρυιά µάννα.
334
Τ.Γ’, σ. 634, στ.23.
335
Τ.∆’, σ.614, στ.30-33.
336
βλ. σ.611, στ.16-21.
337
Βλ.π.χ. τον τρόπο που εξυβρίζει τη θετή γιαγιά της: «Νά, παλιόγρια, καλὰ νὰ πάθῃς. Τ' ἤθελες, τί
γύρευες, γριὰ ξεκουτιάρα, φαφούτα; Ξύσου, γριά, ξύσου. ∆ὲ φεύγεις καλύτερα, νὰ πᾷς στὸν τσακισµό;
Πότε θὰ τὰ τινάξῃς, νὰ ψοφήσῃς, νά 'ρθω ν' ἀρχίσω τὸ τραγούδι καὶ τὸν χορὸ ἀπάν' ἀπ' τὸν τάφο σου;»,
Τ.∆’, σ.612, στ.17-20. Τα λόγια αυτά µας θυµίζουν υπερβολικά τα αντίστοιχα λόγια και τον εωσφορικό
χορό της Πολυτίµης στο άκουσµα του θανάτου του ιδιοκτήτη της κατοικίας της, βλ. «Κουκλοπαντρειές»,
Τ.Γ,σ. 571, στ.4-10.
344

κοριτσιού τόσο σοβαρό, ώστε να της προκάλεσε κάποιο ψυχικό τραύµα το


οποίο προσπαθούσε να ξεπεράσει µε αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο. Ό,τι και
αν φταίει πάντως οι σχέσεις θετής µητέρας και κόρης είναι κλονισµένες. Η
αγαπητική προσέγγιση της µητέρας προς το παιδί µε την έκφραση αληθινού
ενδιαφέροντος στη θέση της αυστηρής, τιµωρητικής στάσης που
ακολουθούσε ίσως να είχε θετικά αποτελέσµατα. Η άγνοια όµως, ίσως και η
έλλειψη ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τη βαθύτερη αιτία αυτής της
ανάρµοστης συµπεριφοράς διαιωνίζει την κατάσταση. Μια αναθεώρηση,
εποµένως, της στάσης της θετής µητέρας ίσως να ήταν πιο αποτελεσµατική
από τη στείρα αυστηρότητα.

2.2. Αµοιβαία αγάπη γονιού- παιδιού

Όταν ένα παιδι έχει δεχθεί αγάπη και στοργή από τους γονείς του, τις
περισσότερες φορές τους την ανταποδίδει. Υπάρχουν ακόµη και περιπτώσεις
παιδιών που φέρθηκαν µε σεβασµό απέναντι σε ανάξιους γονείς338. Ως επί
το πλείστον όµως, τα παιδιά ανταποδίδουν αυτό που εισπράττουν. αρκετές
φορές και σε µεγαλύτερο βαθµό. Αυτό οφείλεται, µεταξύ άλλων, και στο
γεγονός ότι αναγνωρίζουν πως οι γονείς - παρά τις όποιες αδυναµίες τους-
αποτελούν ένα στήριγµα για αυτά, αφού τα βοηθούν όπως µπορούν,
ανάλογα µε τις δυνατότητές τους.
Μια τέτοια περίπτωση συναντούµε στο διήγηµα «Η ὑπηρέτρα». Η
νεαρή Ουρανιώ, µένοντας νωρίς ορφανή από µητέρα, είχε ως µοναδικό
στήριγµα το γέροντα πατέρα της. Αυτός, παρόλο που είχε ξεπέσει οικονοµικά
και δεν είχε κατόρθωσει να βγάλει έστω και µια µικρή σύνταξη, ήταν ακόµη
γερός και δυνατός. Έτσι, µπορούσε να εκτελεί δροµολόγια επί πληρωµή µε τη
µικρή λέµβο του, ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον τα βασικά για τον εαυτό
του και την κόρη του. Αν και προχωρηµένης ηλικίας, εξακολουθεί να
αγωνίζεται σκληρά339.
Ωστόσο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα συνέβη ένα περιστατικό: ο
µπαρµπα- ∆ιόµας αποφάσισε να πάρει µε την ήδη φορτωµένη λέµβο του ένα
µικρό γάϊδαρο για να κερδίσει λίγα επιπλέον χρήµατα προκειµένου να
εξασφαλίσει «τον καπνὸν καὶ τον οἶνον τῶν τριῶν σχολασίµων ἡµερῶν τῶν
Χριστουγέννων»340. Επ’ αφορµή των εορτάσιµων ηµερών, υποκύπτει στον
πειρασµό της γαστριµαργίας και της φιληδονίας για να ικανοποιήσει την
επιθυµία του για δευτερεύοντα πράγµατα, τον καπνό και το κρασί. Παρόλο
που γνωρίζει ότι η βαρκούλα του είναι µικρή και «ὑπόσαθρος» και µάλλον δε
θα άντεχε, δελεάστηκε από τη µια δραχµή, τον «ναῦλον τοῦ ὀναρίου» που θα
του χρησίµευε για να το ρίξει έξω341. Η πρόσκαιρη αυτή πλεονεξία που έδειξε

338
Βλ. π.χ. παραπάνω την περίπτωση της Αρετώς στη «Στοιχειωµένη καµάρα», Τ.Γ’, σ.633 κ.ε.
339
Αξίζει µάλιστα να σηµειωθεί ότι δεν ξαναπαντρεύτηκε παρά τη συνήθεια της εποχής.
340
Τ.Β’, σ.99, στ.13-14.
341
Η αδυναµία που έχει ο µπαρµπα- ∆ιόµας στο κρασί φαίνεται και κατά τη διάσωσή του από τους
ναυτικούς του τρεχαντηρίου. Το πρώτο πράγµα που είδε όταν άνοιξε τα µάτια, µισοπεθαµένος ακόµη,
345

παραλίγο να του στοίχιζε τη ζωή, γιατί εξαιτίας αυτού ακριβώς του γαϊδάρου η
βάρκα του µισοβυθίστηκε και έχασε όλα τα τρόφιµα και τα ζωντανά που
κουβαλούσε.
Εν τω µεταξύ, η κόρη του, περιµένοντας τον για να πάνε στην εκκλησία
και να γιορτάσουν µαζί τα Χριστούγεννα, άρχισε να ανησυχεί. Αποφασίζει να
µείνει άγρυπνη περιµένοντάς τον. Η αγωνία της είναι έντονη: «ἐκράτει τὸ οὖς
τεταµένον εἰς πάντα θόρυβον, εἰς τὰ φαιδρὰ ᾄσµατα τῶν παίδων τῆς ὁδοῦ,
ἀνυπόµονος καὶ ἀνησυχοῦσα πότε ὁ πατήρ της νὰ ἔλθῃ»342. Βγαίνει στον
εξώστη της οικίας µήπως τον δει από µακριά. Τότε ακούει κατά λάθος τη
φήµη για τον πνιγµό του πατέρα της. Η νεανική καρδιά της σχίζεται στα δύο.
Οι κραυγές της είναι γοερές και σπαρακτικές. «Σφαδάζουσα ὑπὸ ἄλγους» η
δύστυχη Ουρανιώ αισθάνεται να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της µια και
πλέον θα ήταν τελείως µόνη στον κόσµο. Κανείς δεν µπορεί να την
παρηγορήσει ούτε η θεία της. Η ιδέα της µόνιµης απουσίας του πατέρα της,
του δικού της ανθρώπου, τη θλίβει αφάνταστα και την οδηγεί στην απελπισία.
Ευτυχώς, ο πόνος της εισακούστηκε και ο Κύριος αποφάσισε να µην της τον
στερήσει. Ο πατέρας επιστρέφει στη µοναχοκόρη του. το στήριγµα στην
παρηγοριά του. Και η κορυφαία στιγµή του διηγήµατος είναι αυτή η, γεµάτη
αµοιβαία αγάπη και στοργή, αγκαλιά: «Ὤ, πενιχρὰ ἀλλ' ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ
πτωχοῦ!»343 .
Τα δάκρυα θλίψης της νεαρής Ουρανιώς έγιναν δάκρυα χαράς,
εκφράζοντας µε χαρακτηριστικό τρόπο την ατµόσφαιρα χαρµολύπης του
διηγήµατος. Γιατί, παρόλο που ο πατέρας της δεν της έφερε τρόφιµα και άλλα
αγαθά για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, της έφερε το πιο πολύτιµο - ίσως
το µοναδικό που χρειαζόταν - δώρο: τον εαυτό του, που ήταν γερός και
δυνατός για να την φροντίζει και να την αγαπά για αρκετά ακόµη χρόνια. Η
αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλο, η οποία µεστώθηκε λόγω της απουσίας
της µητέρας και των οικονοµικών δυσκολιών, είναι τόσο βαθιά και αληθινή,
ώστε αυτό το γεγονός τη στερέωσε ακόµη περισσότερο.

∆υστυχώς, η µικρή Μόρφω στην «Παιδική Πασχαλιά» δε στάθηκε το


ίδιο τυχερή µε την Ουρανιώ. Και η δική της µητέρα έχει φύγει από τη ζωή,
αλλά ο πατέρας της, σε αντίθεση µε τον πατέρα της Ουρανιώς, δε φαίνεται να
φροντίζει ιδιαίτερα τα παιδιά του. Με τη συνεπικουρία της γηραιάς µητέρας
του ετοιµάζεται να ξαναπαντρευτεί, ενώ στο µεσοδιάστηµα δεν προσλαµβάνει
κάποια γυναίκα για να περιποιείται την απαιτητική γιαγιά µε αποτέλεσµα να
επιφορτίζει µε δυσανάλογα βαριές για την ηλικία της δουλειές την µόλις
οκταετή κόρη του.

ήταν τα βαρέλια µε το κρασί. Παρά το ότι ήταν παγωµένος από το κρύο, δε δέχθηκε να του προσφέρουν
ένα θερµό «πούντς» που θα τον βοηθούσε να συνέλθει, αλλά τους ζητάει επιτακτικά να του
προσφέρουν κρασί, το οποίο και «ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ» ( βλ. Τ.Β’, σ.101, στ.4-11).
342
Τ.Β’, σ.95, στ.14-16.
343
Τ.Β’, σ.101, στ.22.
346

Το µικρό κορίτσι προσπαθεί να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο του,


αλλά δεν µπορεί στιγµή να ξεχάσει την αδικοχαµένη µητέρα της: «ἐνθυµεῖτο κ'
ἐλυπεῖτο τὴν µητέρα της»344. Τώρα «ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς µητρὸς
εἶχεν τὴν µάµµην µὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της»345. Σε µια τόσο ευαίσθητη
ηλικία, όπου θα έπρεπε να είναι ανέµελη και να χαίρεται τη ζωή και το
παιχνίδι, η ορφανή Μόρφω346 διάγει τις µέρες της µέσα σε µια ανείπωτη
θλίψη. Ως φωτεινή αχτίδα όµως επιστρέφει στη µνήµη της η πιο πρόσφατη
ευχάριστη ανάµνηση που έχει από τη µητέρα της. αυτή του τελευταίου Πάσχα
που πέρασαν µαζί. Οι λεπτοµέρειες από τα διάφορα µικρά περιστατικά που
θυµάται φανερώνουν την αγάπη και ταυτόχρονα το βαθύ πόνο της για τη
µητέρα που έχασε. Μια µητέρα, τόσο καλή και στοργική, που ακόµη και σε
προχωρηµένη εγκυµοσύνη, µαγείρευσε τα πιο εκλεκτά πασχαλινά εδέσµατα
όχι µόνο για τα παιδιά και τα αναδεξίµια της, αλλά και για όλα τα φτωχά
παιδιά της γειτονιάς, τα οποία έβλεπε ως εν δυνάµει δικά της. Μια µητέρα
που παρηγορούσε το µικρό αδελφό της σε κάθε µικρό και µεγάλο του
παράπονο. Μητέρα της γενναιοδωρίας, της ευσπλαχνίας, όχι της φιλαργυρίας
και της φιλαυτίας όπως η µάµµη της.
Πώς µπορεί να ξεπεραστεί αυτή η απώλεια; Μόνο δια της αναγωγής
στο ουσιαστικό νόηµα της εορτής του Πάσχα, στο µήνυµα της Αναστάσεως.
στην αναγωγή αυτή βοηθάται ασυνείδητα η παιδίσκη µέσω της επαναφοράς
στη µνήµη της του περσινού Πάσχα που τόσο οµοιάζει µε το ουράνιο. Το
συµπέρασµα στο τέλος του διηγήµατος είναι χαρακτηριστικό δείγµα της
χαρµολύπης που το διέπει: Η µικρή Μόρφω δε θα χαρεί ποτέ ξανά τη
ξέγνοιαστη παιδική Πασχαλιά γιατί «ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς µητρός της
καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔµελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς»347. Ωστόσο,
στην επόµενη ζωή, όταν µητέρα και κόρη θα ξανασµίξουν, χωρίς να
χρειάζεται να χωρίσουν ποτέ ξανά, θα γευτούν µαζί µε τους εκλεκτούς του
Κυρίου, στο αιώνιο πλέον Πάσχα, το «καινὸν γέννηµα τῆς ἀµπέλου ἐν τῇ
βασιλεία τοῦ Πατρός Του»348. Με αυτόν τον τρόπο το πένθος του µικρού
κοριτσιού καθίσταται σωτήριο και λυτρωτικό, αφού θα µετουσιωθεί - όπως και
πολλών άλλων πενθούντων- σε χαρά και αγαλλίαση στη Βασιλεία του Θεού.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς γράφει για τη λυτρωτική αξία του πένθους: «
προϊὸν δὲ ( ἔνν. τὸ πένθος) , τῇ τοῦ Θεοῦ ἀγάπῃ θαυµαστῶς συνάπτεται καὶ
τὴν γλυκεράν καὶ ἱερὰν παράκλησιν καρποῦται τῆς τοῦ Παρακλήτου
χρηστότητος γευοµένου τοῦ τῷ πένθει ποιωθέντος»349.

344
Τ.Β’, σ.171, στ.2-3.
345
Τ.Β’, σ.171, στ.10-11.
346
Παρόλο που ο πατέρας της ζει, είναι µακριά, όχι µόνο σωµατικά, αφού ταξιδεύει, αλλά κυρίως
πνευµατικά, µια και δεν της συµπαραστέκεται στο πένθος της, αλλά «καλλωπίζηται καὶ στρίβῃ τὸν
µύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάµον» ( Τ.Β’, σ. 176, στ.2-3).
347
Τ.Β’, σ.176, στ.5-7.
348
Τ.Β’, σ.176, στ.10-11.
349
«Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.114, στ.16-19. Και ο όσιος Πέτρος ο ∆αµασκηνός
συµπληρώνει: «τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ αὐτὸ πλύνει τὴν ψυχὴν καὶ ποιεῖ αὐτὴν
ἀναµάρτητον (…) διότι ἐκτὸς πένθους κάθαρσις οὐ γίνεται», «Βιβλίον πρῶτον », «Περί ψευδωνύµου
γνώσεως δήλωσις», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.101, στ.22-26.
347

Εδώ θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι, παρόλο που το πένθος της


Μόρφως δεν είναι εκούσιο, σαν αυτό που µακαρίζουν οι Πατέρες, έχει την ίδια
αξία µε το εκούσιο πένθος των αγωνιζόµενων µοναχών και λαϊκών, λόγω της
τρυφερής ηλικίας στην οποία βρίσκεται και της στέρησης του πιο σηµαντικού
και αγαπηµένου προσώπου, της µητέρας της. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης
κλείνει το διήγηµα µε αυτά τα τόσο παρηγορητικά λόγια του Κυρίου, τα οποία
είναι βέβαιος ότι θα επαληθευτούν στην περίπτωση της µικρής Μόρφως και
της αδικοχαµένης µητέρας της350.

Εξαιρετική αδυναµία στη µητέρα του είχε και ο Μανώλης στο «Γουτοῦ
Γουπατοῦ». Η αγάπη αυτή όµως ήταν αµοιβαία: «Μόνον τὴν µητέρα του εἶχεν
εἰς τὸν κόσµον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν
ἐλάτρευεν»351. Μην έχοντας άλλα αδέλφια κοντά του - µια και οι αδελφοί του
είτε ξενιτεύθηκαν είτε είχαν πεθάνει- και βιώνοντας καθηµερινά τη
βαρβαρότητα πολλών συµπατριωτών του, ήταν αναµενόµενο να προσφέρει
όλη του την αγάπη στη µητέρα του, η οποία επίσης δεν είχε άλλο παιδί δίπλα
της352.
Το εντυπωσιακό είναι ότι η αγάπη αυτή έφθανε ως το θάνατο.
Επανειληµµένως έλεγε ότι, όταν η µητέρα του πεθάνει, τότε ο ίδιος θα
αυτοκτονήσει. Αυτό, αν και φαίνεται παράλογο για ένα φυσιολογικό άνθρωπο,
γίνεται κατανοητό στην περίπτωση του χωλού και µογιλάλου Μανωλιού. Το
µοναδικό πραγµατικό στήριγµα, ο µοναδικός δικός του άνθρωπος στον
κόσµο ήταν η µητέρα του. Η ιδέα, εποµένως, της απουσίας της φάνταζε στο
µυαλό του ασθενούς νέου ως ένα γεγονός που δε θα µπορούσε να αντέξει.
Για αυτό, όταν συνέβη να αρρωστήσει η µητέρα του, αυτός «ἔτρεξεν ἔξαλλος
ἐκ τρόµου καὶ ἀπελπισίας» κοντά της353. Για ένα παιδί µε «ιδιαίτερες
ικανότητες», όπως ο Μανώλης, η αγάπη και η στοργή της µητέρας έχει
υπερβάλλουσα σηµασία. Και η ίδια όµως η µητέρα πρέπει να του προσφέρει
διπλάσια την αγάπη της - όπως ακριβώς η µητέρα του Μανώλη τον «ἠγάπα

350
Η Α.Χρυσόγελου- Κατσή επισηµαίνει τη διπλή θεώρηση του παραδείσου που έχουµε στον διήγηµα:
από την µια την «ανάµνηση ενός χαµένου (επίγειου) Παραδείσου και την αναπόληση της ευτυχισµένης
παιδικής ηλικίας» , που για την περίπτωση της Μόρφως έληξε τόσο πρόωρα και τόσο επώδυνα, και
από την άλλη «το όραµα µιας ‘’χρυσής εποχής’’, ενός εσχατολογικού δηλαδή Παραδείσου» που
έρχονται «σε αντιπαράθεση µε το αρνητικό παρόν. (…) Η πίστη και η ελπίδα ότι υπάρχει ‘’αλλού
κάπου’’ ανταπόδοση, αµοιβή, ή εν πάση περιπτώσει αποκατάσταση της διασαλευµένης τάξεως
σηµατοδοτούν για τον Σκιαθίτη συγγραφέα την άλλη µορφή του Παραδείσου», Α. Χρυσόγελου- Κατσή,
«Μαγευτικά τοπία στη θέση µιας µίζερης πραγµατικότητας (Μορφές του ειδυλλιακού στον
Παπαδιαµάντη)», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον A.Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.628.
351
Τ.Γ’,σ.183, στ.19-20.
352
∆ιαβάζοντας το διήγηµα αυτό, διαπιστώνουµε τη σύνδεσή του µε ένα άλλο διήγηµα που αναλύσαµε
παραπάνω, τη «Στρίγλα µάννα» (βλ.υποενότητα 2.1.3. του παρόντος κεφαλαίου). Οι οµοιότητες ως
προς τις συνθήκες της ζωής και η τεράστια διαφορά ως προς τη στάση που κρατάει απέναντι στο παιδί
της η µητέρα του Μανώλη και η φοβερή Ζωγάρα, η µητέρα του Ζάχου, είναι εµφανείς. Καθοριστικός
παράγοντας είναι η ύπαρξη, στη µια περίπτωση, και η απουσία, στην άλλη, της µητρικής αγάπης.
353
Τ.Γ., σ.191, στ.10.
348

περιπαθῶς» - γιατί το πιθανότερο είναι πως δεν θα δεχθεί άλλη γυναικεία


στοργή και αγάπη στη ζωή του354.
Βλέπουµε λοιπόν πώς ανταποκρίνεται στην αγάπη που έχει λάβει
ακόµη και ένα παιδί µε σοβαρά νοητικά προβλήµατα και πόση σηµασία έχει
για αυτό η φροντίδα και το ενδιαφέρον των γονιών του- στην προκειµένη
περίπτωση της µητέρας του.
Πέραν αυτού, η αδυναµία που έτρεφε ο Ταπόης στη µητέρα του
αποβαίνει σωτήρια την κρίσιµη εκείνη στιγµή που, επιτρέποντας στο θυµό και
τη δίκαιη οργή του να εξωτερικευθούν, κοντεύει να πνίξει τον φοβερό
Τσηλότατο. Ο πειρασµός της στέρησης µιας άλλης ζωής «ἐν βρασµῷ
ψυχῆς» έθιξε ακόµη και αυτό το αθώο πλάσµα. Λίγο ακόµη και θα διέπραττε
µια θανάσιµη αµαρτία. Η θεία Πρόνοια όµως είναι πιο δυνατή από τον
πειρασµό. Την κρίσιµη στιγµή ένας φίλος του Τσηλότατου «φωτίζεται» και
φωνάζει δυνατά στο Μανώλη πως πεθαίνει η µητέρα του. στο άκουσµα και
µόνο του νέου αυτού, το οποίο θα ήταν σχεδόν αδύνατο να φιλτράρει και να
υποψιαστεί εγκαίρως ως ψευδές, απελευθερώνει τον σχεδόν ετοιµοθάνατο
ανταγωνιστή του. Έτσι σώζεται η ζωή του Τσηλότατου, αλλά κυρίως σώζεται
η ψυχή του Μανώλη από το βάρος ενός φόνου. Όπως ακριβώς στο «Ἔρως-
Ἥρως» ο Γιωργής σταµατά, κυριολεκτικώς στο παρά πέντε, την απόπειρα
δολοφονίας των επιβατών της βάρκας του χάρη στο όραµα της µητέρας του
που τον απέτρεψε αποφασιστικά από την πτώση στο δαιµονικό- φόνιο
λογισµό. Και οι δύο ήρωες υπόκεινται στη δίνη του πειρασµού. Οι µητέρες
τους όµως, η µια «µιλώντας» νοερά στην ψυχή του παιδιού της και η άλλη
έµµεσα µε την κραυγή του ξένου παιδιού, τους σώζουν δια της αγάπης τους.
Στην περίπτωση του «Γουτοῦ Γουπατοῦ» µάλιστα, η σωτηρία του
Τσηλότατου είναι αποτέλεσµα αγάπης διπλής: αγάπης του Ταπόη για τη
µητέρα του και αγάπης του παιδιού της συµµορίας του που του έτρεφε
«ἀληθῆ στοργὴν», ως αντιστάθµισµα της µητρικής στοργής που είχε στερηθεί
από παιδί355.

Ορισµένες φορές η στέρηση ενός γονιού µπορεί να επηρεάσει βαθιά


την ψυχοσωµατική υγεία του παιδιού του. Μια τέτοια περίπτωση, η οποία
δυστυχώς κατέληξε στο θάνατο του παιδιού, συναντάµε στο «Ρεµβασµό τοῦ
∆εκαπενταυγούστου». Η δεκατριάχρονη Κούµπω, η οποία αγαπούσε
ιδιαίτερα και τους δύο γονείς της, υπέφερε από τους συνεχείς χωρισµούς

354
Βέβαια, η αγάπη της µητέρας σε µια τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως του Μανώλη, δεν είναι
δεδοµένη. Ως γνωστόν, αρκετές µητέρες, µην αντέχοντας το βάρος της κοινωνικής περιθωριοποίησης
λόγω αυτών των παιδιών, τα αποστρέφονταν αρνούµενες την αγάπη τους που τόσο την είχαν ανάγκη.
Παρά τις σαφώς καλύτερες συνθήκες της σηµερινής εποχής σε σχέση µε την εποχή του διηγήµατος, το
φαινόµενο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει φθάνοντας µέχρι το σηµείο της «ευθανασίας» των παιδιών
αυτών κατά την περίοδο της εµβρυικής ανάπτυξης.
355
Παρατηρούµε, εποµένως, ότι ακόµη και ο φοβερός, αλλά ορφανός από οικογένεια, Τσηλότατος
δέχεται «µητρική» και αδελφική αγάπη, η οποία εκφράζεται δια της «ἀληθοῦς στοργῆς» από το παιδί
αυτό που «τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν», βλ. Τ.Γ’, σ.191, στ.7-8.
349

τους. Οι παρακλήσεις της προς τον πατέρα της δεν σταµατούν καθ΄όλη τη
διάρκεια των χωρισµών αυτών, κάτι που γίνεται σιγά σιγά αγκάθι στην ψυχή
της και την πληγώνει ανεπανόρθωτα. Για χάρη της βέβαια ο πατέρας της
επιστρέφει κάθε τόσο στο σπίτι αλλά φαίνεται πως το πείσµα και ο εγωισµός
δεν τον αφήνουν να παραµείνει δίπλα στην οικογένειά του. Τα δύο αυτά πάθη
που διέθετε εκ νεότητος, απότοκα της φιλαυτίας, αναδείχθηκαν πιο ισχυρά
από το συζυγικό του έρωτα και την αγάπη προς τα παιδιά του και ιδιαίτερα
την Κούµπω. ∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι ο Φραγκούλης υπεραγαπούσε
το µικρό του, το «εὐάγωγο» κοριτσάκι, όπως αγαπούσε «τρυφερῶς» τη
συζυγό του. Παραµένει όµως άθυρµα των παθών του, υπόδουλος του
εγωισµού και της αδυναµίας του να µετα- νοήσει, να αλλάξει τον λανθασµένο
τρόπο σκέψης και αντίδρασής του στις λογής λογής δυσκολίες του έγγαµου
βίου που δεν λείπουν από κανένα ζευγάρι.
Συνέπεια αυτής της συµπεριφοράς ήταν να συµβεί ένα τραγικό
γεγονός, ο θάνατος της µικρής κόρης. Παρά τις ακατάπαυστες επισκέψεις της
στο «κελί» του πατέρα της και τις επιτακτικές εκκλήσεις της να επιστρέψει στο
σπίτι - εκκλήσεις τις οποίες απηύθυνε και εκ µέρους της µητέρας της,
αφήνοντας την ευθύνη της τελικής απόφασης στον πατέρα- εκείνος,
επέστρεφε µεν, χάρην κοινωνικών κυρίως λόγων (όπως ο γάµος της µεγάλης
του κόρης), αλλά µετά από λίγο καιρό «ξανακάκιωνε». Η πατρική αυτή
εγκατάλειψη, η συνεχής απουσία του από το σπίτι, που έτρεφε την καταλαλιά
των συγχωριανών τους356, µαράζωσαν τὸ «ἁβρὸν ἄνθος», το ανεκτίµητο
δώρο της Παναγίας προς τους δύο γονείς357.
Η τελευταία έκκλησή της στον πατέρα της να φιλιώσει µε τη µητέρα της
συνοδεύτηκε από µια κραυγή απελπισίας: «Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ
ἀπήντησεν ἀποτόµως αἴφνης, µὲ παράπονον καὶ µὲ πνιγµένα δάκρυα, νὰ
ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ' τὸν καηµό µου!...»358. Κάθε αντίσταση του πατέρα
λυγίζει µπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Είναι όµως πια αργά…Ο µικρός
άγγελος αρρωσταίνει και πεθαίνει µε την επιθυµία να δει τους γονείς της
µονιασµένους: «Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐµαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε
φάρµακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον
κόσµον. Ἐκοιµήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, µὲ τὴν
λαλιὰν εἰς τὸ στόµα: - Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάµετε µιὰ
λειτουργία... µὲ τὴν µητέρα µαζί... Εἶπε καὶ ἀπέθανε»359 . Η αγνώστου
αιτιολογίας ασθένειά της, που µοιάζει τόσο πολύ µε την αντίστοιχη της
Σεραϊνώς στο «Θάνατο κόρης», φαίνεται πως ήταν η µεγάλη δυστυχία που
βίωνε όλα αυτά τα χρόνια και ο πόνος για τους δύο ερωτευµένους, αλλά
µονίµως µαλωµένους γονείς της, ο οποίος φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά

356
Βλ. Τ.∆’, σ. 96, στ. 8-10.
357
Βλ. Τ.∆’, σ.90, στ.20-21.
358
Τ.∆’, σ. 96, στ.15-16.
359
Τ.∆’, σ.96, στ.21-27. Θεωρούµε ότι το διήγηµα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο στη σηµερινή εποχή µε
τη συνεχώς αυξανόµενη τάση των διαζυγίων. Ο συγγραφέας µε τον δικό του µοναδικό τρόπο
αναδεικνύει όλο το ψυχικό και σωµατικό κόστος που έχει ο χωρισµός για τα µέλη της οικογένειας.
350

και την υγεία της. ∆υστυχώς, βασικός υπαίτιος αυτού του πόνου ήταν ο
αγαπητός της πατέρας.
Ωστόσο, ο θάνατός αυτός προκάλεσε µέγιστο όφελος στη ψυχή του
πατέρα της, που έως τότε φαίνεται να άγεται και να φέρεται από τα πάθη
του360. Ο πόνος και ο θάνατος της κόρης γίνεται δωρεά για τον πατέρα. Η
Κούµπω ανταποδίδει τη δωρεά ζωής που εδέχθη πριν από δεκατρία χρόνια
µε τη «δωρεά» του θανάτου της. Η οδύνη και η θλίψη για το χαµό του παιδιού
του διέλυσε τον εγωισµό που κατέστρεψε όλα αυτά τα χρόνια την
οικογενειακή του γαλήνη. Η τελευταία επιθυµία της κόρης του, να κάνουν µια
λειτουργία µαζί µε τη σύζυγό του στην Παναγία, έδρασε καταλυτικά στη ψυχή
του. Πλέον δεν είχε «οὔτε πεῖσµα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν,
τὴν ἐπόνει, ἀλλ' ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουµπώ,
"τὸ καηµένο, τὸ εὐάγωγο!"»361. «Κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ'
ἐθλίβετο...» και αυτός ο λυτρωτικός πόνος σε συνδυασµό µε την εγκράτεια,
την προσευχή και την ψαλτική362 καθάριζε τα αµαρτήµατα και τα πάθη του363.
Ταυτόχρονα, του χάριζε παρηγοριά και δύναµη να συνεχίσει, ενώ δυνάµωσε
µέσα του την επιθυµία να γίνει µοναχός. Έτσι, αντιµετώπισε το µεγάλο
πειρασµό του θανάτου του παιδιού του µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο ως
άλλος Ιώβ, στρεφόµενος στην αναζήτηση της βοήθειας του Θεού και όχι
γογγύζοντας εναντίον του, όπως ίσως να έκανε κάποιος άλλος γονιός.
………Ξεπερνώντας το φίλαυτο και εγωιστικό πνεύµα της έως τότε ζωής του,
πιστεύοντας και κλαίγοντας, µετα-νόησε πραγµατικά, ταπεινώθηκε και
αναζήτησε το έλεος του Θεού και της Παναγίας. Έτσι, ακολούθησε
εµπράκτως τη συµβουλή του Αγίου Ησυχίου για την αντιµετώπιση των
θλίψεων της ζωής: «Ἐν θλίψεσι καὶ ἐν ἀπογνώσεσι καὶ ἀπελπισµοῖς
περιπεσόντας ἡµᾶς, χρὴ ποιεῖν ἐν ἐαυτοῖς τὸ τοῦ ∆αβίδ, ἐκχέειν τὴν καρδίαν
ἠµῶν πρὸς τὸν Θεὸν, καὶ τὴν δέησιν καὶ τὴν θλίψιν ἠµῶν, ὥς ἐστι, Κυρίῳ
ἀναγγέλειν. Ἐξοµολογούµεθα γὰρ τῷ Θεῷ, ὡς δυναµένω σοφῶς τὰ καθ’ ἠµᾶς
διοικῆσαι. καὶ τὴν θλῖψιν, εἰ ἐπὶ συµφέροντι, ποιῆσαι ῥαδίαν. καὶ ῥύσασθαι
ἡµᾶς τῆς ὀλεθρίας καὶ φθαρτικῆς λύπης»364. Για αυτό και στο τέλος του
διηγήµατος βλέπουµε τον πονεµένο αλλά πλέον γαλήνιο και ειρηνικό πατέρα
να επικαλείται τη βοήθεια και την παρηγορία της Παναγίας: «"ἀντιλαβοῦ µου
καὶ ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων..."»365.

360
Πράγµατι, ο θάνατος της φαίνεται πως ήρθε κατά θεία παραχώρηση «πρὸς ἤδη γεγονότων
ἁµαρτηµάτων ἀναίρεσιν» και «πρὸς δοκιµὴν» του πατέρα της (βλ. Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί
ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς β’»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.20, Νο. µε’). Όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω,
πέτυχε αυτό που δεν είχε καταφέρει τόσα χρόνια µε τις παρακλήσεις της: να τον συνεφέρει οριστικώς.
361
Τ.∆’, σ.91, στ.1-3.
362
Έψαλλε το Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα και άλλους κατανυκτικούς ύµνους.
363
Επιβεβαιώνει έτσι και τα λόγια του γέροντος Παϊσίου ότι «οι δοκιµασίες που µας έρχονται είναι
µερικές φορές η αντιβίωση που δίνει ο Θεός για τις αρρώστιες της ψυχής µας και πολύ µας βοηθούν
πνευµατικά», Τόµος ∆’: Οικογενειακή ζωή, Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2002, σ.200.
364
Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.162, Νο.ρλε’.
365
Τ.∆’, σ.97, στ.19-20.
351

2.3. Στέρηση της πατρικής αγάπης

Η πλεονεξία και η ασπλαχνία δεν είναι προνόµιο µόνο των γυναικών


αλλά και των ανδρών. Η εµπαθής τους προσκόλληση στα υλικά αγαθά δεν
τους επιτρέπει να δουν την πραγµατική ουσία της ζωής. Αντιθέτως,
αναλώνονται στη συγκέντρωση όλο και περισσότερου πλούτου366. Μερικοί δε
διστάζουν µάλιστα να χρησιµοποιήσουν οποιοδήποτε µέσο για την επίτευξη
των στόχων τους, ακόµη και τα ίδια τους τα παιδιά.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο κυρ- ∆ηµήτρης ο Λαυκιώτης. Είχε
επτά παιδιά, εκ των οποίων τα πέντε αγόρια. Άνηκε στους πλέον
προκοµµένους και ευκατάστατους της περιοχής και προκειµένου να
επεκτείνει την αξιόλογη περιουσία του βασιζόταν κατά κύριο λόγο στη σκληρή
εργασία των γιων του. Ωστόσο, ο πατέρας αυτός, που είχε κάθε λόγο να
εκτιµά και να αγαπά τα παιδιά του, αισθανόταν ακριβώς το αντίθετο. δεν
εκτιµούσε στο ελάχιστο την πολύτιµη προσφορά των νέων αυτών, που στην
πλειοψηφία τους ήταν ακόµη ανήλικοι, και τους συµπεριφερόταν εξαιρετικά
αυστηρά υβρίζοντας και απειλώντας τους σε καθηµερινή βάση. Ενδεικτικές
είναι οι διαταγές που τους έδινε: «"Γιῶργο, κοίταξε νὰ βγάλῃς τὰ νερὰ τῆς
βάρκας... νὰ πάρῃς τὴ βάρκα καὶ νὰ τὴν πλύνῃς καλά, γιατί, ἂν δὲν τὸ κάµῃς,
θὰ σὲ πνίξω µ' αὐτήν". "Μιχαλιέ, τρέχα νὰ βοσκήσῃς τὸν καρά... νὰ τὸν
ποτίσῃς καὶ νὰ τὸν ἀλλάξῃς, ἀλλοιῶς, κοίταξε καλά, καηµένε, π'θανὰ δὲν
κρύβεσαι(. . .). Τὸν Ἀνάγυρο τὸν ἀνήφορο νὰ τρέχῃς, θὰ σὲ φτάσω, καὶ θὰ σὲ
πεθάνω χωρὶς παπά". "Θοδωρή, πετάξου νὰ κουβαλήσῃς αὐτὰ τὰ δυὸ
ξυλάκια 'πεδῶ (ἦσαν πέντε ρεντίνες καὶ δύο παλιοσάνιδα) πίσω στὴν
Παναγιά... Ἀκόµα δῶ εἶσαι; Ἔλα σείσου· θὰ σὲ κρεµάσω ἀνάποδα"»367.
Παρά την απαράδεκτη όµως συµπεριφορά του, τα παιδιά του τον
σέβονταν και εκτελούσαν κάθε του διαταγή: «ἔστεκαν ἐµπρὸς του σοῦζο, εἰς
προσοχήν, ἀτενῶς, σὰν σκυλιὰ γυµνασµένα»368. Η υπακοή και η εργατικότητά
τους είναι παροιµιώδης, αν λάβουµε υπόψη και την ηλικία τους: «Καὶ τὰ
παιδιὰ ἔτρεχαν πρόθυµα εἰς τὴν ὑπακοήν. Καὶ σπανίως εὕρισκον ἄνεσιν, διὰ
νὰ κάµουν ἀταξίας κι αὐτοί, νὰ παίξουν σὰν τὰ παιδιὰ τοῦ κόσµου»369. Η µόνη
ηµέρα κατά την οποία «ἐπήρχετο κάποια ὕφεσις, ἢ χαλάρωσις» ήταν η
Κυριακή. Ακόµη και τότε όµως οι δύο γιοι του υπηρετούσαν ως υπάλληλοι -
όπως και όλη την υπόλοιπη εβδοµάδα- στα δύο µαγαζιά που συντηρούσε στο
χωριό.
Στο διήγηµα αναφέρεται και ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που
επιβεβαιώνει τη σκληρότητα του συγκεκριµένου πατέρα. Κατά τη διάρκεια
µιας εξόρµησης προς αλίευση χελιών ο µεγαλύτερος γιος του ανέβασε λίγο
πυρετό. Ο πατέρας, αντί να ενδιαφερθεί για τον πρωτότοκο γιο του, του

366
Για την αναγκαιότητα της προσήλωσης στα ουράνια αγαθά και την αποφυγή της µέριµνας του βίου
βλ. Όσιου Πέτρου του ∆αµασκηνού, «Βιβλίο πρῶτον», «Ὅτι αἳ σωµατικαῖ ἀρεταῖ ἐργαλεῖα εἰσί τῶν
ψυχικῶν», Φιλοκαλία, Τ.Γ΄, σ.29, στ.12- 31.
367
Τ.∆’, σ.536, στ.1-9. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο τέλος κάθε εντολής βρίσκεται η απειλή του θανάτου.
368
Τ.∆’, σ.535, στ.23-24.
369
Τ.∆’, σ.536, στ.9-11.
352

απαγορεύει να φάει από τα χέλια που ψάρεψαν θεωρώντας ότι θα τον


βλάψει. Για να τον αποτρέψει µάλιστα εκστοµίζει µια φοβερή απειλή: ότι σε
περίπτωση που πεθάνει δε θα του κοστίσει ούτε πνευµατικά ούτε οικονοµικά,
γιατί θα τον θάψει στο νεκροταφείο κατά την επιστροφή χωρίς να καλέσει τον
ιερέα. Τα βάρβαρα αυτά λόγια του πατέρα µας προκαλούν αποτροπιασµό για
τον τρόπο σκέψης του και ταυτόχρονα εντύπωση για τη µηδενική αντίδραση
του γιου του, που η µόνη «επανάσταση» που κάνει είναι να φάει τελικά ένα
κοµµάτι χέλι.
Ο πατέρας αυτός, αντί να χαίρεται και να εκτιµάει την πολύτιµη και
συνεχή προσφορά των παιδιών του, τους συµπεριφέρεται ως δούλους, ούτε
καν ως εργάτες του, αδιαφορώντας ακόµη και για τη ζωή τους. Το πάθος της
πλεονεξίας και της φιλαργυρίας έχει φωλιάσει βαθιά µέσα στην ψυχή του,
εµποδίζοντας τον να δει τον πραγµατικό θησαυρό της ζωής του που είναι τα
παιδιά του, και τον ωθεί στο να εστιάζει το ενδιαφέρον του στους
πρόσκαιρους και απατηλούς θησαυρούς του κόσµου τούτου. Μοιάζει πολύ µε
τον «άφρονα πλούσιο» της γνωστής παραβολής, που συγκέντρωνε διαρκώς
αγαθά, αλλά θα λέγαµε ότι τον ξεπερνάει λόγω της ειδεχθούς συµπεριφοράς
του και της αξιοσηµείωτης αχαριστίας του απέναντι στα παιδιά του370.
Ο κυρ ∆ηµήτρης, ωθούµενος από την υπέρµετρη πλεονεξία του,
συγκεντρώνει διαρκώς περισσότερα αγαθά χωρίς να αισθάνεται ποτέ
κορεσµό. Αν και έχει φθάσει στα πενήντα και όλες οι δουλειές του
προκόβουν, εκείνος εξακολουθεί να µην αρκείται σε αυτά που έχει ήδη
καταφέρει. Βασική αιτία της συµπεριφοράς του είναι η φιλαργυρία και η
αφροσύνη που τον χαρακτηρίζει. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς αναφέρει και
µια ακόµη αιτία, που φαίνεται ότι ισχύει για όλους τους πλούσιους που
συγκεντρώνουν συνεχώς αγαθά, ακόµη και όταν δεν τους χρειάζονται
καθόλου. το φόβο της φτώχειας: «τὴν ἔνδειαν ὑφορῶνται, τῷ προσθήσειν
ὑπεσχηµένῳ τὰ τῇδε πάντα τοῖς ζητοῦσι τὴν τοῦ Θεοῦ Βασιλείαν, µὴ πάντως
πιστεύοντες, καὶ ταύτην µόνην ἔχοντες ἀφορµήν, κἄν πάντα περιβάλλωνται,
τῆς νοσερᾶς καὶ ἀπολουµένης ἐπιθυµίας οὐδέποτε ἀναφέρουσιν»371. Υπό την
επιρροή του πονηρού και της δικής τους φίλαυτης επιθυµίας πείθονται ότι, αν
δεν συγκεντρώνουν συνεχώς αγαθά, υπάρχει ο κίνδυνος κάποια στιγµή να τα
χάσουν και να υποφέρουν. Αυτός ο τρόπος σκέψης υποδηλώνει απιστία και
ταυτόχρονα πλεονεξία. Έτσι, κάποιοι από αυτούς φτάνουν στο σηµείο να
εκτιµούν περισσότερο τα υλικά αγαθά από την ανθρώπινη ζωή. Ο κυρ-
∆ηµήτρης όµως φτάνει στο απόλυτο άκρο, αφού οι περισσότεροι πλούσιοι
αγαπούν και φροντίζουν τουλάχιστον τα παιδιά τους, γιατί τα θεωρούν ως

370
Για το φαύλο κύκλο στον οποίο εισάγονται οι άνθρωποι σαν τον κυρ - ∆ηµήτρη που δεν χορταίνουν
όσα αγαθά και αν αποκτήσουν, γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς: «Ἐµπίπτουσι γὰρ εἰς πειρασµοὺς
.
καὶ παγίδας τοῦ διαβόλου, καθᾶ φησι Παῦλος, οἱ ἐπιθυµοῦντες πλουτεῖν ἀλλὰ καὶ παραγενόµενος
. .
οἴκοθεν , ἔδειξε µηδὲν ὢν εἰθ’ ὡς µὴ παρὼν διψώµενος ὑπὸ τῶν µηδὲ τῇ πείρᾳ νοῦν εἰληφότων οὐ
. .
γὰρ ἐξ ἐνδείας ὁ δύσερως οὗτος ἔρως αὕτη δὲ ἐξ αὐτοῦ µᾶλλον ἐξ ἀφροσύνης δ’ αὐτός, ἀφ’ ἦς καὶ ὁ
καθαιρῶν τάς ἀποθήκας ἐκεῖνος καὶ µείζονας οἰκοδοµῶν, παρὰ τοῦ κοινοῦ δεσπότου Χριστοῦ δικαιότατα
καλεῖται» (Λκ, 12,18), «Προς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.101, στ.14-20.
371
«Πρὸς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ. ∆’, σ.101, στ.30-35.
353

συνεχιστές του έργου τους που θα διατηρήσουν ή θα αυξήσουν την


περιουσία τους.

Ωστόσο, υπάρχει ένας ακόµη «πατέρας» που ξεπέρασε κάθε όριο.


Παρακινούµενος από την άσπλαχνη δεύτερη σύζυγό του, έφτασε στο σηµείο
να επιδιώξει να πνίξει το ίδιο του το παιδί για να το ξεφορτωθεί. Πρόκειται για
τον Νικόλα Κουµενή, πατέρα της δύστυχης Αρετώς, που σε τρυφερή ηλικία
έµεινε ορφανή από µητέρα372. Πολύ σύντοµα κατήντησε φερέφωνο της
φοβερής Καραµσαλίνας, µητρυιάς της µικρής Αρετώς, η οποία µισούσε
ολόψυχα την πρόγονή της. Ο πατέρας αυτός, υποκύπτοντας πολύ εύκολα
στις πιέσεις της γυναίκας του, επιχείρησε να προκαλέσει τον πνιγµό της
οκτάχρονης τότε κόρης του παρά τη συναίσθηση του αποτρόπαιου της
πράξης του. Μη δυνάµενος να ολοκληρώσει το νοσηρό σκοπό του, την
εγκατέλειψε σε µια αποµονωµένη ακτή.
Μετά από το θλιβερό γεγονός η µικρή Αρετή δε θέλησε να επιστρέψει
στο πατρικό της. Μεγάλωσε µε συγγενείς κυριολεκτικά σαν να ήταν εντελώς
ορφανή, αφού από τρυφερή ηλικία ξενοδούλευε. Ακόµη και όταν
παντρεύτηκε, ο άστοργος πατέρας επιδίωξε - υπό την καθοδήγηση πάντα
της γυναίκας του- να τη βλάψει διαβάλλοντας την τιµή της. Απώτερος σκοπός
ήταν να οικειοποιηθούν µελλοντικά οι ετεροθαλείς αδελφές της την περιουσία
που δικαιούνταν εκ µέρους της µητέρας της.
Η συµπεριφορά αυτή του πατέρα είναι πραγµατικά ανεξήγητη σε µια
καθαρά ανδροκρατούµενη εποχή. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται να µην έχει
καθόλου πυγµή. Ενώ σε προσωπικό επίπεδο βιώνει έναν έντονο δισταγµό
πριν προβεί στην απόπειρα πνιγµού της κόρης του- κάτι που τον εµποδίζει
τελικά να την πραγµατοποιήσει373- και την εγκαταλείπει στην ακτή µετά πόνου
ψυχής374, δεν βρίσκει το απαραίτητο σθένος να κρατήσει και να µεγαλώσει
κοντά του το παιδί του, ως όφειλε. Αντιθέτως, παρά τις εσωτερικές του τύψεις,
της δείχνει το σκληρό του πρόσωπο εκτελώντας πιστά τις εντολές της
δεύτερης συζύγου του. ∆εν φαίνεται πουθενά στο διήγηµα να αντιδρά και το
χειρότερο είναι ότι ακόµη και µετά από χρόνια επαναλαµβάνει την αξιόµεµπτη
συµπεριφορά του συκοφαντώντας την κόρη του λίγο πριν τη σηµαντικότερη
στιγµή της ζωής της, το γάµο της. Μετά, δηλαδή, την επιδίωξη να της
αφαιρέσει τη ζωή αποπειράται να της στερήσει την κοινωνική και
προσωπική της ζωή.

372
Βλ. «Ἡ Στοιχειωµένη καµάρα», Τ.Γ’, σ.633-639. Το διήγηµα αυτό είναι η ελληνική και δυστυχώς
πραγµατική εκδοχή του γνωστού παραµυθιού των αδελφών Γκρίµ: «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ». Και εκεί ο
πατέρας, ακολουθώντας τις εντολές της κακιάς µητρυιάς, εγκαταλείπει επανειληµµένως τα δύο παιδιά
του στο δάσος. Ωστόσο, αργότερα συνειδητοποιεί το λάθος του και αποφασίζει να διώξει τη γυναίκα
του για να µείνει µε τα παιδιά του ( κατά µια άλλη εκδοχή του παραµυθιού η γυναίκα του τελικά πέθανε,
ενώ εκείνος «δεν είχε δει άσπρη µέρα από τότε που άφησε τα παιδιά του στο δάσος». Για αυτό και τα
υποδέχεται µε µεγάλη χαρά, όταν επιστρέφουν), βλ. Τα παραµύθια των αδελφών Γκρίµ, Α’ Τόµος,
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1995, σ. 151-164.
373
Βλ. Τ.Γ’, σ.636, στ.28-29.
374
Βλ.Τ.Γ’, σ.637, στ.9-10.
354

Μόνο όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του και αφού ‘’τιµωρήθηκε’’ µε
µια µακρόχρονη και επώδυνη ασθένεια - πιθανόν ως είδος εξιλέωσης των
φοβερών αµαρτηµάτων του375-, συνειδητοποίησε τα τραγικά του λάθη και
ζητούσε επίµονα εξιλέωση από το παιδί που τόσο πλήγωσε: «- Σχώρα µε,
Ἀρετώ, σχώρα µε! - Θεὸς σχωρέσ', Θεὸς σχωρέσ', πατέρα! - Μ' ὅλη τὴν
ψυχή σ', κορίτσι µ' Ἀρετώ! - Μ' ὅλη τὴν ψυχή µ', πατέρα· σχωρεµένος νά
'σαι!»376. Βέβαια, η αληθής µετάνοια αυτού του πατέρα είναι υπό
αµφισβήτηση. Χρειάστηκε να φθάσει ένα βήµα πριν το θάνατο και να
ταλαιπωρηθεί από την ασθένεια µε την ίδια βαρβαρότητα που φέρθηκε και ο
ίδιος στο παιδί του, ώστε να της ζητήσει αυτό που όφειλε εδώ και χρόνια. τη
συγχώρεσή της. Για αυτό και σε αντίθεση µε τη φιλεύσπλαχνη στάση που
κρατάει ο Παπαδιαµάντης απέναντι σε άλλους αµαρτωλούς ήρωές του, µια
στάση που εκφράζεται άλλοτε µε την ελπίδα της τελικής συγχώρεσής τους
από το Θεό και άλλοτε µε µια ουδετερότητα, στο διήγηµα αυτό στέκεται
µάλλον επικριτικά απέναντι στον άθλιο πατέρα, που µοναδική προοπτική του
είναι «νὰ βαραθρωθῇ, νὰ πέσῃ εἰς τὴν µαύρην ἄβυσσον»377.
…………Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι κατά το τελευταίο αυτό δραµατικό
διάστηµα της ασθένειάς του βίωσε σε ένα άλλο επίπεδο αυτό που είχε κάνει
µε την Αρετή: όπως ήθελε να την πνίξει, αλλά δεν το κατάφερε, έτσι
βασανισµένος από τις οδύνες της αρρώστιας του ήθελε «ν' ἀποπνιγῇ» χωρίς
επιτυχία. και όπως την εγκατέλειψε µόνη στην αποµακρυσµένη ακρογιαλιά,
θέλοντας να την «εξαφανίσει» από τη ζωή του, έτσι τώρα αισθανόταν ο ίδιος
πλέον «ἀφανισµένος καὶ µὴ δυνάµενος νὰ ἐξαφανισθῇ»378.
Από την άλλη πλευρά, όσο επιτακτική είναι η έκκληση για συγχώρηση
από τον άσπλαχνο έως τότε πατέρα τόσο µεγαλόψυχη είναι η απάντηση της
ταλαιπώρου κόρης του που εξακολουθεί και ως έγγαµη να δυστυχεί, αυτή τη
φορά εξαιτίας του συζύγου της. Ενώ έχει υποφέρει για µια ολόκληρη ζωή
από τη σκληρότητα του ιδίου και της µητριάς της, είναι δίπλα του κατά τη
διάρκεια του δεινού ψυχορραγήµατός του και δεν αρνείται να του προσφέρει
ειλικρινώς τη συγγνώµη της. Είναι πραγµατικά εκπληκτικό το µεγαλείο ψυχής
αυτής της κοπέλας, η οποία θα µπορούσε να µη θέλει καµία σχέση µε έναν
τέτοιο πατέρα: κλαίει πάνω από την κλίνη του και τον συγχωρεί µε όλη της
την καρδιά µε µια απίστευτη πραότητα που πλησιάζει τα όρια της αγιότητας.
∆ίνοντάς µας µαθήµατα ορθόδοξου φρονήµατος, σπάει το κατεστηµένο της
επιθυµίας εκδίκησης ή της προσδοκίας µίας δίκαιης ανταπόδοσης και λυπάται
ειλικρινώς για τη θλιβερή κατάληξη του πατέρα της, που απέτυχε οικτρά στο
σηµαντικότερο ρόλο της ζωής του.

375
Φαίνεται πως οι χρόνιες τύψεις που αισθανόταν υποσυνείδητα σωµατοποιήθηκαν στην ασθένειά του.
376
Τ.Γ’, σ.633, στ.1-4 και επανάληψη της έκκλησης του µετανοηµένου πατέρα στο τέλος του
διηγήµατος, βλ. σ.639, στ.1-5.
377
Τ.Γ’, σ.633, στ.12-13.
378
Βλ. Τ. Γ’, σ.633, στ.7-10.
355

Από τη στιγµή που βιολογικοί πατέρες δείχνουν µια τέτοια


συµπεριφορά στα σπλάχνα τους, ο αντίκτυπος της αντίστοιχης συµπεριφοράς
ενός θετού πατέρα ηχεί ηπιότερα χωρίς φυσικά να δικαιολογείται. Σε αυτή την
κατηγορία ανήκει ο Πρωτόγυφτος στη «Γυφτοπούλα». Αν και έχει µεγαλώσει
ως κόρη του την Αϊµά, προτιµάει να την πουλήσει µόλις πετυχαίνει ένα υψηλό
αντίτιµο από τον υπηρέτη του Πλήθωνα. Οι «διαπραγµατεύσεις» κρατούν ένα
όχι ευκαταφρόνητο διάστηµα. Τρεις φορές επισκέπτεται τον Πλήθωνα και
µάλιστα η τελευταία παραµονή του διήρκησε µια ολόκληρη εβδοµάδα. Έτσι,
όταν έρχονται οι άντρες του Πλήθωνα για να πάρουν την Αϊµά, εκείνος δείχνει
«µέγιστη προθυµία» να τους παραδώσει τη θετή του κόρη. Η αντίδραση του,
όταν εισπράττει το χρηµατικό ποσό για την πώληση, είναι ενδεικτική της
φιλαργυρίας του: «δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ καὶ τὸ ἤνοιξεν (ενν. τό
ὑπερµέγεθες βαλάντιον). Ἐφάνησαν δὲ τὰ φλωρία ἀκτινοβολοῦντα εἰς τὸ
σκότος. - Καὶ τῆς ἀλήθειας, µέσα εἶναι, εἶπε µειδιάσας»379. Πρόκειται για µια
καταστρατήγηση της αγάπης της θετής του κόρης και την οικονοµική της
εκµετάλλευση µε στόχο το κέρδος. Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη οικονοµική
ανάγκη, αλλά επειδή διαθέτει κακή προαίρεση και τοποθετεί στη θέση του
Θεού το χρήµα, προχωρεί στην «προδοσία» της αγάπης της Αϊµάς380.
Για αυτό, όταν κατά τη διάρκεια της αγοραπωλησίας της δυστυχούς
νέας, εκείνη έδειξε δισταγµό να τον ακολουθήσει, εκείνος άρχισε να «νὰ σύρῃ
αὐτὴν τόσον σφοδρῶς, ὥστε ἔσχισε τὸ ὕφασµα, ὅπερ ἐκάλυπτε τὸ σῶµα τῆς
νέας»381 πράγµα που φανερώνει το θυµό και την οργή του απέναντι σε
όποιον αντιστέκεται στα σχέδιά του. Ωστόσο, µετά τη φυγή και την καταδίωξη
της Αϊµάς, όταν βλέπει τους δύο του γιους να παλεύουν στο καπηλειό µε τους
οπλοφόρους για να τη σώσουν, «ᾐσθάνθη» για πρώτη φορά «τὸ νύγµα τῆς
µεταµελείας δάκνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ»382. Η συνείδησή του τον τίπτει γιατί
βλέπει τα πραγµατικά του παιδιά να κινδυνεύουν. Αυτό είναι κάτι που
ανησυχεί ακόµη και αυτόν το σκληρό και πανούργο άνθρωπο.
Τι είναι άραγε αυτό που ωθεί τον Πρωτόγυφτο να προδώσει δύο φορές
τη θετή του κόρη; Την απάντηση στο ερώτηµα αυτό τη δίνει το ερώτηµα του
αρχηγού των στρατιωτών που έφθασε τη στιγµή της συµπλοκής των ανδρών
του µε τους δυο νεαρούς γύφτους: «- Ποῖος δαίµων σ' ἐνέπνευσε νὰ πωλήσῃς
τὴν κόρην σου;»383. Πράγµατι, χωρίς την επενέργεια του δαίµονα της
φιλαργυρίας ακόµη και αυτός ο σκληροτράχηλος άνθρωπος δύσκολα θα
προέβαινε σε µια τέτοια πράξη. Το γεγονός ότι δεν ήταν αληθινή του κόρη δε

379
Τ.Α’, σ.454, στ.31-34.
380
Επιβεβαιώνει έτσι τα λόγια του Αγίου Κασσιανού του Ρωµαίου: «Τὸ τῆς φιλαργυρίας πάθος, οὐκ ἐκ
τῶν φυσικῶν τὴν πρόφασιν ἔχει, ἀλλ’ ἐκ µόνης κακίστης καὶ διεφθαρµένης προαιρέσεως. (…) καὶ ( ἔνν. ὁ
.
φιλάργυρος) ὅλος τῇ τοῦ κέρδους ἐνθυµήσει ἐκδοθείς, οὐδὲν τῶν ἐναντίων σκοπεῖ οὐκ ὀργῆς µανίαν,
.
εἴποτε συµβῇ αὐτὸν ζηµίᾳ περιπεσεῖν, οὐ λύπης σκότος, εἰ ἀποτύχοι τῆς ἐλπίδος τοῦ κέρδους ἀλλὰ
γίνεται, ὡς ἄλλοις ἡ γάστηρ Θεός, οὕτως τούτῳ ὁ χρυσός», «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία,
Τ.Α΄, σ.66, στ. 21-22 και στ.37-39 και σ.67, στ. 1.
381
Τ.Α’, σ.457, στ.3-4.
382
Τ.Α’,σ.462, στ.3-4.
383
Τ.Α’, σ.463, στ.6.
356

δικαιολογεί τη συµπεριφορά του, δεδοµένου του ότι την ανέθρεψε από


τρυφερή ηλικία384. Σε ένα άλλο σηµείο του µυθιστορήµατος δίδεται η τυπική
εξήγηση ότι οι Αθίγγανοι συνηθίζουν να πωλούν κατά κύριο λόγο τις κόρες
τους: «Μία τῶν µοµφῶν τούτων ἦτο, ὅτι συνήθιζον οὗτοι πρὸς τοῖς ἄλλοις
ἐγκλήµασιν, ἅτινα διέπραττον, νὰ πωλῶσι τὰ ἴδια τέκνα των, ὁσάκις εὕρισκον
ἀγοραστάς, καὶ µάλιστα τὰς θυγατέρας, ὅσαι ἦσαν ἀνεκταὶ τὸ εἶδος»385. Τα δε
λόγια της γυναίκας του, όταν ο Μάχτος απορεί και διαµαρτύρεται για την
επικείµενη αγοραπωλησία «- Καλὲς εἶναι οἱ δουλειές, µὰ τὸ µούχτι εἶναι
καλύτερο. - Ποιὸ µούχτι; - Τὰ ἄσπρα, εἶπεν ἡ Γύφτισσα, καὶ ἤστραψαν οἱ
ὀφθαλµοί της, ὡς νὰ ἔβλεπε τῷ ὄντι ἄσπρα λάµποντα ἐνώπιόν της»386
φανερώνουν το σκεπτικό του ανδρόγυνου. Λόγω της φιλοχρηµατίας τους δεν
εκτιµούν την καλοσύνη και την προσφορά της Αϊµάς όλα αυτά τα χρόνια, αλλά
τη βλέπουν ως αντικείµενο, το οποίο µπορούν να διαχειριστούν όπως τους
εξυπηρετεί κάθε φορά.
Εκείνο όµως που εντυπωσιάζει και συνάµα θλίβει τους αναγνώστες
είναι η ψεύτικη µετάνοιά του σε ένα σηµείο του µυθιστορήµατος. Η ξαφνική
«έκρηξη» αγάπης προς την Αϊµά, που τόσο αγωνιούσε να παραδώσει στον
«αγοραστή» της, ξέσπασε όταν ο αρχηγός των στρατιωτών τον απείλησε µε
φυλάκιση. Η κωµικοτραγική του µετάνοια και η επιστροφή των χρηµάτων που
έλαβε για την πώληση387 µας θυµίζουν τη συµπεριφορά του Ιούδα. Ενώ,
λοιπόν παρακαλεί τον αρχηγό «Μὰ µὴ µοῦ παίρνετε τὸ κορίτσι µου,(…). Ἐγὼ
τὸ ἀγαπῶ τὸ κορίτσι µου. Ἤµουν µωρὸς νὰ τὸ πωλήσω τὸ κορίτσι µου, τὸ
ἔκαµα χωρὶς νὰ θέλω. ∆ὲν ἤξευρα, τζάνουµ, τί µοῦ γίνεται. Σκυλί σου εἶµαι,
γατί σου εἶµαι, ἀφέντη, µὴ µοῦ παίρνῃς τὸ κορίτσι µου»388 και της µιλάει µε
ευγένεια και προσποιητό ενδιαφέρον389 λίγο αργότερα την παραδίδει ξανά
στον Πλήθωνα, όπως είχαν συµφωνήσει390. Έτσι, αναδεικνύεται η βαθιά του
υποκρισία391 και το αποκλειστικό του ενδιαφέρον για το ίδιον συµφέρον.

2.4. Αδελφική αγάπη

Εξίσου σηµαντική µε τη γονεϊκή αγάπη είναι και η αδελφική αγάπη.


Ειδικά, όταν πρόκειται για µία γυναίκα που έχει χάσει κάποιο γονιό, το να έχει
έναν ή περισσότερους αδελφούς δίπλα της συµβάλλει στη συναισθηµατική και
οικονοµική της στήριξη. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αδελφών που παραµένουν
στα πατρώα εδάφη και αναλαµβάνουν τη φροντίδα της πατρικής περιουσίας
και των θηλέων αδελφών είναι λιγοστές. Οι περισσότεροι από αυτούς

384
Ως αντίλογος φυσικά θα µπορούσε να αναφερθεί ότι ο µόνος λόγος που ανέλαβε αρχικά την
ανατροφή της ήταν τα χρήµατα που εισέπραξε ως ανταµοιβή.
385
Τ.Α’,σ.456, στ.27-30.
386
Τ.Α’, σ. 434, στ.33-36.
387
Βλ.Τ.Α’, σ.464, στ.13-17.
388
Τ.Α’, σ.464, στ.13-17.
389
Βλ. Τ.Α’, σ.595-599.
390
Βλ. Τ.Α’, σ.614-615.
391
Βλ. Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων εκατοντάς πέµπτη», Φιλοκαλία,
Τ.Β’, σ.140, Ν.ξζ’.
357

προτιµούν, λόγω των δυσµενών οικονοµικών συνθηκών, να εγκαταλείψουν τη


πατρίδα τους και να µπαρκάρουν µε κάποιο πλοίο επιστρέφοντας ανά µακρά
χρονικά διάστηµατα ή µεταναστεύοντας οριστικά σε µακρινούς προορισµούς,
όπως η Αµερική και ο Παναµάς. Οι υποσχέσεις τους για οικονοµική ενίσχυση
των συγγενών που µένουν πίσω και για «αποκατάσταση» των κοριτσιών της
οικογένειας µένουν συνήθως µόνο στη θεωρία. Αποτέλεσµα αυτού είναι να
καθίστανται αντικείµενο παραπόνων, ενίοτε και κατάκρισης. Οι γονείς και
συχνότερα τα αδέλφια τους γογγύζουν εναντίων των µεταναστών, διότι
θεωρούν ότι µε αυτόν τον τρόπο απεµπολούν τις υποχρεώσεις τους απέναντί
τους. Σχεδόν όλοι όµως δε σταµατούν να έχουν την ελπίδα ότι θα τους
στείλουν κάποια λιγοστά χρήµατα για να καλύψουν τις συνεχώς αυξανόµενες
ανάγκες392 ή ότι θα επιστρέψουν φέρνοντας πολλούς «παράδες» για να
γλιτώσουν από τους δικολάβους και τους καταπατητές τα πατρώα κτήµατα
αλλά και για να παντρέψουν τις αδελφές τους που γαλουχούνται µε αυτήν την
ονειρώδη προσδοκία393.

Μια «εξαίρεση» στον κανόνα που ήθελε τους γιους να ξενιτεύονται για
να «γλιτώσουν» από τις πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι στις αδελφές τους
αποτελούσε ο Γιαννιός, ο «πτωχός» εξάδελφος του αφηγητή στη γνωστή
«Μαυροµαντηλού». Μένοντας από την τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών ο
µοναδικός προστάτης της οικογένειάς του στερήθηκε τις προσωπικές του
φιλοδοξίες και επιθυµίες, µε άλλα λόγια νέκρωσε το ίδιον θέληµά του,
προκειµένου να σταθεί δίπλα στη µητέρα και τις αδελφές του. Αν και κατάφερε
να παντρέψει και τις δύο, η µοίρα έφερε τα γεγονότα έτσι ώστε να αναλάβει
ξανά, αυτή τη φορά ως «ἰσόβιον θητείαν»394, τη φροντίδα των ιδίων και των
οικογενειών τους: «Ὅλαι ἀπέζων ἐκ τῆς ἐργασίας τοῦ Γιαννιοῦ καὶ ἐκ µικρῶν
εἰσοδηµάτων τῆς ἀµπέλου καὶ τοῦ ἐλαιῶνος»395. Η βαθιά αίσθηση του
καθήκοντος που τον διέκρινε δεν του επέτρεψε να αφήσει µόνες τις αδελφές
του µιµούµενος το νεώτερο αδελφό του396.
Πράγµατι, ο τελευταίος επέδειξε ιδιοτέλεια και αχαριστία απέναντι
στους δικούς του. Αποφάσισε να εξυπηρετήσει τους προσωπικούς του
στόχους παραβλέποντας τις αυξηµένες οικογενειακές του υποχρεώσεις. Έγινε
ναυτικός και αργότερα µετανάστευσε στην Αµερική δηµιουργώντας τη δική

392
Βλ. π.χ. τη σωτήρια επιταγή που έστειλε στη θεια- Αχτίτσα, τη «Σταχοµαζώχτρα» ο ξενιτεµένος της
γιος.
393
Όπως στο διήγηµα «Ἡ τύχη ἀπὸ τὴν Ἀµέρικα» που θα εξετάσουµε παρακάτω.
394
Τ.Β’, σ.156, στ.25. Αιτία ο θάνατος του συζύγου της πρώτης και η εγκατάλειψη της δεύτερης από το
δικό της σύζυγο.
395
Τ.Β’, σ.156, στ. 20- 21.
396
Ο Γιαννιός ανήκει στους χαρακτήρες εκείνους του Παπαδιαµάντη που διαθέτουν την πνευµατική
αρχοντιά την οποία µακαρίζει ο όσιος Παΐσιος: «Αρχοντιά πνευµατική είναι η πνευµατική ανωτερότητα,
είναι η θυσία. Μια αρχοντική ψυχή έχει απαιτήσεις µόνον από τον εαυτό της και όχι από τους άλλους.
Θυσιάζεται για τους άλλους, χωρίς να περιµένει ανταµοιβή. Ξεχνάει ό,τι δίνει και θυµάται ακόµη και το
παραµικρό που της δίνεται. Έχει φιλότιµο, έχει ταπείνωση και απλότητα, έχει ανιδιοτέλεια, τιµιότητα…
όλα τα έχει», Πάθη και αρετές: Τόµος Ε’, Ι .Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2007, σ.245.
358

του οικογένεια και αποφεύγοντας να τους στείλει έστω και µια µικρή
οικονοµική βοήθεια. Ο αδελφός αυτός αποποιήθηκε κάθε ευθύνη, ακόµη και
αυτό το αίσθηµα της ανθρωπιάς απέναντι στη φτωχή οικογένειά του, µέσα
στην οποία ανατράφηκε και ανδρώθηκε. Η στάση του αυτή, σε συνδυασµό µε
την «τυφλὴν ἀδυναµίαν» που του έτρεφε η γερόντισσα µητέρα του, η οποία
«δὲν ἠνείχετο ν' ἀκούῃ κακὸν ἐναντίον του»397, ήταν αναµενόµενο να
προκαλέσουν τη δίκαιη αγανάκτηση του Γιαννιού. Η δυστυχής γραία
«ἐφαντάζετο ὅτι ὁ Γιαννιὸς ὅ,τι ἔκαµνε τὸ ἔκαµνε φυσικῶς, διότι ὤφειλε νὰ τὸ
κάµνῃ, ποτὲ δὲ δὲν τῆς ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν νοῦν ὅτι καὶ οὗτος ἦτο ποτὲ δυνατὸν
νὰ τὴν ἐγκαταλίπῃ, καθὼς τὴν ἐγκατέλιπεν ὁ νεώτερος»398. Η αυτοθυσία του
µεγάλου αδελφού δεν φαίνεται να εκτιµάται από τη µητέρα και τις αδελφές
του. Συνάµα όµως προσαυξάνει την αξία της προσφοράς του399.
Ωστόσο, η δίκαιη αγανάκτηση που αισθανόταν στάθηκε σίγουρα ως
αφορµή για να µπει ο «πτωχός» Γιαννιός στον πειρασµό του δαίµονα της
οργής. Η οργή αυτή σε συνδυασµό µε τον ανθρώπινο εγωισµό θα µπορούσε
να θολώσει το νου του, ώστε να σταµατήσει να κρίνει σωστά και να βλέπει το
δίκαιο («ὀργίζεσθαι δὲ ἢ θυµοῦσθαι οὐ χρή. διότι ἡ ὀργὴ κατὰ πάθος ποιεῖ
µόνον καὶ οὐ κατὰ κρίσιν και τὸ δίκαιον»400) που ήταν η συνέχιση της
πολύτιµης βοήθειάς του. Έτσι υπήρχε ο φόβος να οδηγηθεί στην υιοθέτηση
µιας παρόµοιας µε αυτή του αδελφού του συµπεριφοράς, η οποία θα είχε
επώδυνες συνέπειες για τη ζωή των οικείων του και την ψυχή του ιδίου.
………Άλλος κίνδυνος που ελλόχευε ήταν να µισήσει τον αδελφό του, γεγονός
που θα ήταν εξίσου ανησυχητικό: «Καὶ γὰρ ὁ µισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ401 ,
ἀνθρωποκτόνος εἴρηται .φονεύων αὐτὸν τῇ διαθέσει τοῦ µίσους κατὰ διάνοιαν.
οὗτινος τὸ αἷµα οὐ διὰ ξίφους ἐκχυθέν, ἄνθρωποι βλέπουσιν, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ
καὶ τῇ διαθέσει τοῦ µίσους ἀναιρεθέν, ὁ Θεὸς ἐφορᾷ. ὅς, οὐ µόνον ὑπὲρ

397
Τ.Β’, σ. 157, στ.9-10.
398
Τ.Β’, σ.157, στ.11-13.
399
Η στάση αυτή της µητέρας και των αδελφών του µπορεί να θεωρηθεί ως δάκτυλος του πονηρού,
ώστε να κάµψει τη θαυµαστή καρτερία του. Ο Γιαννιός όµως παρά τις δυσκολίες δεν υποκύπτει. Το µότο
της ζωής του είναι: «µακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν», Πρ.20,35. Η µόνη θετική ανταπόκριση
στην αγάπη και φροντίδα που επιδεικνύει έρχεται από τη φύση: το ‘’περιβολάκι’’ του και το µονήρη
βράχο της Μαυροµαντηλούς. Τα ‘’φυτά’’ στο ‘’περιβολάκι’’ του «τὸν γνωρίζουν» σαν να «τὰ ἔχει
γητεµένα» και ανταποκρίνονται στις φροντίδες του προσφέροντας πλούσιους καρπούς. Η δε
Μαυροµαντηλού «ἐπενθηφόρει (…) διὰ τὸν Γιαννιόν» (Τ.Β’, σ.158, στ.7-8), «τὸν ἐκάλει» µυστηριωδώς
κοντά της προκαλώντας του παράδοξα αισθήµατα στοργής και µόνη αυτή «ἐδέχθη τὰς περιπτύξεις καὶ
τοὺς ἀσπασµοὺς τοῦ» (Τ.Β’,σ.166, στ.9-10) σώζοντάς τον από πνιγµό. Παρατηρούµε πως η φύση, η
οποία είναι απαλλαγµένη από τα ανθρώπινα πάθη, αναγνωρίζει την καλοσύνη και την προσφορά του
ανθρώπου αυτού, σε αντίθεση µε τους συγγενείς του, οι οποίοι, επηρεασµένοι από τον εγωισµό και τα
προσωπικά τους προβλήµατα, θεωρούν δεδοµένη την πολύτιµη βοήθεια που τους παρέχει. Έτσι,
παρόλο που η αλτροϋστική του συµπεριφορά δεν εκτιµάται σε ανθρώπινο επίπεδο, προγεύεται τη θεϊκή
«ανταµοιβή» που τον περιµένει από το καρπερό περιβολάκι του (που προεικονίζει τον παραδείσιο κήπο
και τους µελλοντικούς πνευµατικούς θησαυρούς) και από τη «Μαυροµαντηλού», που τον «αγκαλιάζει»
τρυφερά - ως µητέρα και ως σύζυγος- προσφέροντας του την αγάπη που στερήθηκε (βλ. σχετικά και
την υποενότητα 6.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας).
400
Αντωνίου τοῦ Μεγάλου, «Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστὴς πολιτείας», Φιλοκαλία,
Τ.Α’, σ. 13, Νο.ξθ’.
401
Εδώ η λέξη έχει φυσικά γενική έννοια, στην προκειµένη περίπτωση όµως αποκτά βαρύνουσα
σηµασία αφού πρόκειται για πραγµατική συγγένεια εξ αίµατος.
359

πράξεων, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ λογισµῶν καὶ προαιρέσεων ἐνί ἐκάστῳ ἢ στεφάνους
ἢ τιµωρίας ἀποδίδωσι»402. Το µόνο όµως που αναφέρεται στο διήγηµα είναι η
«πικρία»403 την οποία αισθανόταν ο Γιαννιός για τον αδελφό του, πράγµα που
µπορεί να ερµηνευθεί ως βαθιά θλίψη για τη στάση και τον τρόπο σκέψης του,
όχι όµως ως µίσος εναντίον του. ∆εν αισθάνεται µνησικακία ούτε ανοίγει την
πόρτα στον προσωπικό του εγωισµό και την υπερηφάνεια βλέποντας
ανταγωνιστικά τον αδελφό του. Αν έπεφτε έστω και µια στιγµή στο λογισµό:
«Γιατί να επωµιστώ εγώ όλο το βάρος, ενώ ο αδελφός µου µας εγκατέλειψε
κοιτάζοντας τον εαυτό του;» η ζωή του ιδίου και των δικών του θα είχε πάρει
µια τελείως διαφορετική, αρνητική τροπή. Ο ταλαιπωρηµένος όµως, ορφανός
και ο ίδιος, Γιαννιός, «ἦτο ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ µὲν γογγύζουσιν, ἀλλὰ
π ο τ ὲ 404δὲν ἀποκαρτεροῦσι»405. Πολεµώντας τον κακό λογισµό και τη
φιλαυτία που κάθε άνθρωπος σπερµατικά διαθέτει, καταπάτησε το ίδιον
θέληµα για χάρη του κοινού- οικογενειακού οφέλους406.
Έτσι, ακολούθησε τη δύσβατη ατραπό της συνέχισης της πολύτιµης
προσφοράς του και της αυτοπαραίτησης από τις προσωπικές του ανάγκες και
επιθυµίες. Ένας άνθρωπος σαν το Γιαννιό βάζει πρώτα την οικογένειά του και
µετά τον εαυτό του: «εἰργάζετο διὰ τοὺς ἄλλους καὶ ποτὲ δι' ἑαυτόν»407.
Θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη των άλλων. Ενδιαφέρεται για το δούναι και
όχι για το λαβείν. Αυτό δείχνει η συνεχής προσφορά του στις αδελφές του τις
οποίες εξακολούθησε να βοηθά και µετά το θάνατο της µητέρας του µε
µοναδική εξαίρεση το διάστηµα που ήταν άρρωστος408. Αυτή η αυταπάρνησή
του αποτελεί πράγµατι ένα µεγάλο άθλο: « Μέγα καὶ πρῶτον κατόρθωµα , τὸ
ἑαυτοὺς ἀπαρνήσασθαι. Τὸ γὰρ πληροῦν ἀλλότριον θέληµα καὶ µὴ τὸ ἑαυτοῦ,
οὐ µόνον ἀπάρνησιν τῆς ἰδίας ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ νέκρωσιν τὴν πρὸς τὸν κόσµον
ἅπαντα ἐµποιεῖ»409 .
Το παράπονο που εξέφραζε κατά καιρούς για τις δυσκολίες που
περνούσε ήταν δικαιολογηµένο και οφειλόταν στη σωµατική και πνευµατική
κόπωση και όχι στην επιθυµία του να στερήσει τους οικείους του από την
402
Αγίου Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν επίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.73, στ.32-37.
403
Τ.Β’, σ.157, στ.6. Η πικρία του Γιαννιού απέναντι στον ξενιτεµένο αδελφό του φαίνεται από τον
ειρωνικό και συνάµα χιουµοριστικό τρόπο που σχολιάζει την εγκατάστασή του στη Φιλαδέλφεια της
Αµερικής: «Εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν· ὁποία εἰρωνεία λέξεων! Μίαν Κουακερίδα· ἀπὸ τοὺς πολλοὺς
βατράχους ποὺ ἔτρωγε (παρετήρησεν ὁ Γιαννιός), κατήντησε νὰ πάρῃ τὴν φωνήν των... ὡς γυναῖκα!»
( Τ.Γ’, σ.157, στ. 3-5). Το όνοµα της πόλης στην οποία τελικά εγκαταστάθηκε θα έπρεπε να του θυµίζει
καθηµερινά τις αδελφές που τόσο εύκολα εγκατέλειψε. Φαίνεται όµως ότι, όπως συνέβη και σε πολλούς
άλλους, η µακρινή απουσία του από τα πάτρια εδάφη αλλοίωσε και τα αδελφικά του αισθήµατα.
404
Η αραιογράφηση δική µας.
405
Τ.Β’, σ.157, στ.14-15.
406
Για τον πόλεµο του Γιαννιού µε τη φιλαυτία, βλ. Λ. Σιάσου, «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη,ό.π. σ. 454
407
Τ.Β’, σ.155, στ.30-31.
408
Η ασθένεια του Γιαννιού έχει και αυτή τη λυτρωτική σηµασία της: τον εξασκεί ακόµη περισσότερο
στην υποµονή. Είναι µε άλλα λόγια ένα είδος µαρτυρίου: «Τότε γὰρ ἡµῖν εἰς λόγον δευτέρου µαρτυρίου,
τό τε συνεχὲς τῶν νόσων καὶ ἡ πρὸς τοὺς δαιµονιώδεις λογισµοὺς µάχῃ, λογισθήσεται», Αγίου ∆ιαδόχου
Φωτικής, «Λόγος Ασκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’ σ.269,Νο. Ϟδ’.
409
Αγίου Συµεών του Νέου Θεολόγου, «Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.244,
Νο.µδ’.
360

τόσο απαραίτητη για αυτούς βοήθειά του. Αποδεικνύει, εποµένως, στην


πράξη την αγάπη του προς αυτές. Μια αγάπη, συνοδευόµενη κατά καιρούς
από γκρίνια και σκωπτικά σχόλια 410, αλλά απόλυτα γνήσια και αληθινή.

Κι όµως. η ατυχία του Γιαννιού ωχριά µπροστά στην απόλυτη δυστυχία


που βίωσε η µόλις οκταετής Ολυµπία στο «Βαρδιάνο στά σπόρκα». Αρχικά
χάνει τον πατέρα της στο Γαλατά λόγω χολέρας και αναγκάζεται µαζί µε τη
µητέρα και τα τρία µικρότερα αδελφάκια της να µεταναστεύσει για να
γλιτώσει. Η φιλική τους οικογένεια µπαίνει σε άλλο πλοίο και στην πορεία
χάνονται. Φθάνοντας στη νήσο Τσουγκριά η δυστυχής µητέρα, συντετριµµένη
από την απώλεια του συζύγου και στεναχωρηµένη από τη στέρηση της
φιλικής οικογενείας, ασθενεί και πεθαίνει «ἀφήσασα ξένα ἐν µέσῳ ξένων τὰ
τέκνα της». Τότε η µικρή Ολυµπία «προσπαθεῖ νὰ γίνῃ ὡς µήτηρ εἰς τὰ τρία
µικρότερα ἀδελφάκια της, εἰς τὸν πενταετῆ Γιῶργον, τὴν τετραετῆ Ἄνναν, καὶ
τὸν διετῆ Κωστήν. Χελιδὼν ἥτις ἀσκεῖται διὰ νὰ µάθῃ νὰ ἐκτελῇ ἔργα
πελαργοῦ. Ἀσθενὲς νεόφυτον τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ φουντώσῃ ταχέως,
διὰ νὰ σκιάσῃ κόσµον ὑπὸ τοὺς κλῶνάς του. Νεοσσὶς ἥτις διὰ µιᾶς εὑρέθη
κλῶσσα, χωρὶς νὰ κλωσσάσῃ, χωρὶς νὰ ἐπῳάσῃ καὶ χωρὶς νὰ ἐκκολάψῃ, καὶ
ὀφείλει νὰ σκεπάζῃ τοὺς νεοσσοὺς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς της. Παιδίον αὐτή,
ὁδηγοῦσα µὲ τὴν χεῖρα δύο ἄλλα παιδία, καὶ κρατοῦσα τρίτον παιδίον εἰς τὴν
ἀγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, ἄγουσα τρία κλαίοντα παιδία εἰς τὴν
τραχεῖαν καὶ σκολιὰν ὁδόν, εἰς τὸν κοπιώδη ἀνήφορον τοῦ κόσµου»411.
………Όντας παιδί και η ίδια αναλαµβάνει ως θέσει µητέρα το δύσκολο ρόλο
της πραγµατικής τους µητέρας. Ξένη ανάµεσα σε ξένους, µόνη σε έναν τόπο
µακρινό γίνεται εν µία νυκτί από παιδί µητέρα, χωρίς να έχει µεσολαβήσει
γάµος, χωρίς να έχει προηγηθεί χαρά, παρά µόνο πόνος ανεκλάλητος. Κι
όµως, αποδεικνύοντας πως η αγάπη όλα τα µπορεί και όλα τα αντέχει,
αναλαµβάνει το δυσανάλογα βαρύ για την ηλικία της έργο της φροντίδας και
της προστασίας των µικρών αδελφών της. Κρατάει από το χέρι τα δύο
αδελφάκια της, σφίγγει στην αγκαλιά της το τρίτο και προχωράει στον
ανηφορικό δρόµο της ζωής προσπαθώντας µε την αγάπη της να
αναπληρώσει τη στέρηση της αγάπης της µητέρας τους. Η αδελφική αγάπη
εις µέτρον µητρικής. κι ακόµη παραπάνω.

«Αδελφή ψυχή» του Γιαννιού και της µικρής Ολυµπίας αποτελεί η


Κρατήρα, στη «Φωνή τοῦ ∆ράκου». Η καρτερική αυτή αδελφή αποδεικνύει
έµπρακτα την αλληλοβοήθεια και αλληλοστήριξη των αδελφών στις δύσκολες
στιγµές. Ο καλός αδελφός ή αδελφή δεν εγκαταλείπει τα αδέλφια του, ακόµη
και αν αυτό συνεπάγεται στερήσεις σε προσωπικό και οικονοµικό επίπεδο.
Έτσι και η Κρατήρα, αν και γυναίκα, ξεπέρασε κάθε είδους εγωισµό και

410
Βλ. Τ.Γ’ σ.156, στ.25-27.
411
Τ.Β’, σ.617, στ.7-17.
361

πιθανή ζήλεια για να σταθεί κυριολεκτικά ως µητέρα στη µικρότερη αδελφή και
τον ανιψιό της.
Η ηρωίδα αυτή σε όλη της τη ζωή κατέβαλε ένα διαρκή αγώνα. Σε
νεανική ηλικία έπρεπε να αγωνισθεί σκληρά για να ανταπεξέλθει στις
πολλαπλές υποχρεώσεις που προήλθαν από το θάνατο των γονιών της. Η
κυριότερη από αυτές ήταν η ανατροφή και αποκατάσταση της µικρότερης
αδελφής της για χάρη της οποίας επέλεξε να µείνει η ίδια ανύπανδρη412. ∆ε
στάθηκε όµως εκεί. Προκειµένου να την παντρέψει, όχι µόνο την προίκισε µε
τη µισή τους περιουσία, αλλά προέβη και σε µια ενέργεια που µόνο ένας
γονιός θα µπορούσε να κάνει: υποθήκευσε τα δικά της εναποµείναντα
κτήµατα, ώστε να εξασφαλίσει τρεις χιλιάδες δραχµές για να τις δώσει ως
επιπλέον «µέτρηµα» στον απαιτητικό γαµπρό.
Όταν αργότερα η αδελφή της κατηγορήθηκε για µοιχεία, η Κρατήρα
ήταν η µόνη που «δὲν ἐπίστευσε ποτὲ εἰς τὴν ἐνοχὴν τῆς ἀδελφῆς της, οὔτε
ἠθέλησε νὰ τὴν ἐξετάσῃ, ἐπειδὴ ἐπροτίµα ν' ἀγνοῇ καὶ νὰ πιστεύῃ εἰς τὴν
ἀθῳότητα»413. Ως γνήσια χριστιανή και όχι απλώς ως αδελφή, δίνει µια
ερµηνεία που στηρίζεται στις βουλές του Θεού και όχι στους στυγνούς
υπολογισµούς των «γραϊδίων» της γειτονιάς414. Την άποψή της µάλιστα
συνεπικουρεί και ο γιατρός- γυναικολόγος της πρωτεύουσας που δίνει την
αντίστοιχη επιστηµονική εξήγηση.
∆υστυχώς όµως τα µυστήρια του Θεού και οι επιστηµονικές εξηγήσεις
βρέθηκαν σε δεύτερη µοίρα µπροστά στην παντοδυναµία της κατάκρισης. Η
δυσφήµιση που δέχθηκε η αδελφή και ο ανιψιός της ξεπέρασαν τα όρια του
ανεκτού. Η δυστυχής γυναίκα κατηγορήθηκε όχι µόνο για µοιχεία, αλλά και για

412
Η Β. Λαµπροπούλου σχολιάζοντας το απόσπασµα αυτό γράφει: «Κάποτε αναλαµβάνουν το
πάντρεµα της κόρης και το δόσιµο της προίκας οι µεγαλύτεροι αδελφοί ή η µεγαλύτερη αδελφή. Αν η
γυναίκα µεγαλώσει, αν ξεπεράσει τα όρια ηλικίας για το γάµο καθίσταται ουδέτερο ον. ∆εν είναι πλέον
θυγατέρα ή άνθρωπος για γάµο. Μπαίνει στο περιθώριο και γίνεται το «επικουρικό κεφάλαιο» του
σπιτιού. Η µόνη της απαντοχή να φροντίζει τους µικρότερους αδελφούς ή την αδελφή, λες και δεν είναι
αυτή τίποτε. Έτσι έκανε ‘’ἡ φρόνιµος γεροντοκόρη’’ η Κρατήρα», «Οι γυναίκες στο έργο του
Παπαδιαµάντη», ό.π., σ.45. Θεωρούµε ότι η κυρία Λαµπροπούλου θέτει το ζήτηµα από αντικειµενική -
«εγωιστική» σκοπιά, µε την έννοια ότι και η µεγάλη αδελφή, ως γυναίκα, θα ήθελε κατά βάθος να
«αποκατασταθεί» και εκείνη, παρά τις αµέτρητες δυσκολίες και ταλαιπωρίες που συνεπαγόταν ένας
γάµος. Παραβλέπει όµως την έννοια της αληθινής αγάπης µεταξύ των αδελφών που νοιάζονται και
συµπονούν ο ένας τον άλλο βλέποντας τον αδελφό ή την αδελφή τους ως προέκταση του εαυτού τους
και όχι ως έναν ενδοοικογενειακό αντίζηλο του οποίου η ευτυχία συνεπάγεται την προσωπική τους
δυστυχία. Πράγµατι, αν δει κανείς το ζήτηµα αυτό από κοινωνική, έστω και «λογική» πλευρά, το
πιθανότερο είναι να συµµερισθεί την άποψη της κας Λαµπροπούλου. Αν όµως το προσεγγίσει µε το
ανοιχτό, επαναστατικό πνεύµα του Ευαγγελίου και της «ἐν Χριστῷ» αγάπης που στέκει µακριά από
κοινωνιολογικά και συµφεροντολογικά καλούπια, θα ανοίξει διάπλατα µπροστά του η «άλλη» θεώρηση,
της θυσίας και της προσφοράς προς τον πλησίον, πόσο µάλλον, όταν αυτός τυγχάνει να είναι και κατά
σάρκαν αδελφός/-η. Θεωρούµε ότι στην προκειµένη περίπτωση αυτή την προσέγγιση συµµερίζεται και
ο συγγραφέας.
413
Τ.Γ’, σ.609, στ.1-3.
414
Βλ. Τ.Γ΄,σ.609, στ.5-9 . Για το ρόλο των «γραϊδίων» της γειτονιάς» στη διάδοση της συκοφαντίας
κατά της Σοφούλας βλ και Ε. ∆ηµητρίου, «Χαρακτηρισµός και συµπεριφορά των γυναικών», στον τόµο
Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ.124.
362

αιµοµιξία415, το δε παιδί στιγµατίστηκε δια βίου ως νόθο. Η δίκη που


προηγήθηκε του διαζυγίου έδωσε τροφή για περαιτέρω συκοφαντίες και
δυσχέρανε ακόµη περισσότερο την, ούτως ή άλλως, δεινή θέση της νεαρής
ζωντοχήρας και του παιδιού της.
Στον άνισο αυτό αγώνα µοναδική αρωγός και στήριγµά τους στέκεται η
Κρατήρα. Ανάγει το πρόβληµα της αδελφής της σε προσωπικό της πρόβληµα
και στέκεται πάντα δίπλα τους προσπαθώντας να τους προστατέψει από τα
κακεντρεχή σχόλια και τις συνεχείς δυσκολίες που αντιµετωπίζουν
καθηµερινά. Μεγαλώνει ως δεύτερη µητέρα τον Κώτσο και προσπαθεί να τον
προστατέψει και να τον βοηθήσει µε νουθεσίες και συµβουλές. Όταν οι
αρχικές απαντήσεις που του έδωσε στα συνεχή ερωτήµατά του δεν ήταν
αρκετές, τον προσεγγίζει και του εξηγεί τα πάντα µε θαυµαστή σοβαρότητα
και ωριµότητα416. ∆εν του αφηγείται απλά τα γεγονότα, αλλά προσπαθεί να
του δώσει ελπίδα και αισιοδοξία προβάλλοντας ως Πατέρα του πλέον το Θεό.
Του τονίζει επανειλληµένως την υπερβάλλουσα αγάπη που τρέφει για αυτόν η
µητέρα του και τον πόνο µε τον οποίο τον ανέθρεψε όλα αυτά τα χρόνια
θέλοντας να ενισχύσει το δεσµό µητέρας- γιου που ήταν πολύ πιθανό να
κλονισθεί µετά από την αποκάλυψη των γεγονότων αυτών. Ακολουθώντας
υποσυνείδητα πατερικές συµβουλές και σύγχρονες παιδαγωγικές µεθόδους
προσέγγισης του παιδιού σε τέτοιες δύσκολες περιστάσεις, προσπαθεί να του
εµπνεύσει αισιοδοξία και δύναµη να το ξεπεράσει επισηµαίνοντας το πόσο
σηµαντικό είναι να µην καταβληθεί από τα επώδυνα πειράγµατα των
ανώριµων παιδιών,αλλά να αγωνισθεί για την προσωπική του προκοπή και
πρόοδο. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπει έµµεσα το παιδί από αισθήµατα
εκδίκησης απέναντι σε όσους τον αδικούν, ενώ συνάµα επισηµαίνει τη
µελλοντική µετάνοιά τους µετά την πρόοδο του ιδίου. Με αυτόν τον τρόπο
προσπαθεί να καταστήσει τη δυσµενή αυτή κατάσταση ως αφορµή για µια
θετική ανέλιξη του παιδιού.
Τη στάση αυτή προσπαθεί να κρατήσει η αγαθή θεία σε κάθε
πρόβληµα που ανακύπτει417. Βέβαια, οι προσπάθειές της να απαλύνει τον
πόνο του παιδιού και της αδελφής της δεν είναι πάντα επιτυχηµένες. ∆εν
σταµατά όµως να στέκεται διαρκώς δίπλα τους, να συνωδίνει και να
συµπάσχει ως δεύτερη µητέρα όχι µόνο για την αδελφή της, αλλά και για τον
ανιψιό της. Αναλαµβάνει οικειοθελώς όλες τις δουλειές που αφορούν τα
κτήµατά τους και εκτελεί βαριές αγροτικές εργασίες. Ο µοναδικός καηµός που
εκφέρει επανειληµµένα είναι η αδυναµία της να ξεχρεώσει τα κτήµατα από το
επαχθές χρέος µε το οποίο τα βάρυνε για να ικανοποιήσει τις οικονοµικές
απαιτήσεις του τέως γαµπρού της.

415
«Εἶπαν ὅτι ἡ Σοφούλα εἶχε φέρει στὸν κόσµον τὸ παιδίον αὐτὸ µὲ τὸν µικρὸν θεῖόν της, ἕνα συγγενῆ
ὅστις ἐπηγγέλλετο ἐν µέρει τὸν προστάτην διὰ τὰς δύο ὀρφανάς. Ἦτον ἄρα ὄχι µόνον µοιχαλίς, ἀλλὰ καὶ
αἱµοµίκτρια», Τ.Γ’, σ.608, στ.28-31.
416
Βλ. Τ.Γ’, σ.613, στ.19-35 και σ.614, στ.1-17.
417
Βλ. τη φιλότιµη προσπάθεια της να «απαλύνει» τα επώδυνα σχόλια των συµµαθητών του Κώτσου,
Τ.Γ’, σ.612, στ.18-35 και τα καθησυχαστικά λόγια της µετά την περιπέτεια του Κώτσου στη
∆ρακοσπηλιά, Τ.Γ’, σ.619, στ.18-29 και σ.620, στ.1-25.
363

∆υστυχώς για την άξια αυτή γυναίκα το µέλλον διαγραφόταν ζοφερό.


Λίγα χρόνια αργότερα έχασε µε τραγικό τρόπο τον έφηβο ανεψιό της, κάτι
που στοίχισε και τη ζωή της αδελφής της για χάρη της οποίας είχε υποστεί
τόσες θυσίες. Η ίδια απέµεινε µόνη της σε αυτή τη ζωή «ἰσχνή, ἡλιοκαὴς καὶ
ἐγκαρτεροῦσα»418 µε µόνη παρηγορία, πως όταν τελικά πάει και εκείνη «ἐκεῖ,
στὸν ἄλλον κόσµο, θὰ βρῇ πολλούς, πολλοὺς ἄλλους, καὶ τὸν
Κωνσταντάκη»419 και την πονεµένη Σοφούλα που, αν και η ηθική της
αµφισβητήθηκε από όλους συµπεριλαµβανοµένου και του «λίαν ἰδιορρύθµου»
πατρός Ιωακείµ, η αίσθηση που αποκοµίζει ο αναγνώστης είναι πως µάλλον
ήταν αθώα.

Η θυσιαστική δύναµη της αδελφικής αγάπης και το ξεπέρασµα των


συνήθων ορίων αναδεικνύεται και στο διήγηµα «Ὁ Κακόµης». Σε αυτό, το
αίσθηµα της αλληλοβοήθειας και της συνεχούς στήριξης παραµένει δυνατό
ακόµη και αν οι δεσµοί αίµατος είναι λιγότερο χαλαροί. Αυτή τη στάση
κράτησε απέναντι στην ετεροθαλή αδελφή του ο Αποστόλης ο Κακόµης.
Ο ταπεινός αυτός χαµάλης διέθετε αρετές που θα τις ζήλευε κάθε
αγωνιζόµενος χριστιανός. Ήταν εργατικός µέχρι τελευταίας στιγµής, γνώριζε
ξένες γλώσσες και είχε ταξιδέψει σε διάφορα µέρη του κόσµου, ήταν
κοινωνικός τόσο µε τους συναδέλφους, όσο και µε τον υπόλοιπο κόσµο που
συναναστρεφόταν, γενναιόδωρος και τίµιος στις συναλλαγές του και συνάµα
φιλεύσπλαχνος και ελεήµων, αφού τα ελάχιστα χρήµατα που του έµεναν από
το σαρακοστιανό γεύµα του τα διέθετε για ελεηµοσύνη σε πάµπτωχους
συνανθρώπους του θυµίζοντάς µας την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου420. Το
µεγαλύτερό του προτέρηµα όµως ήταν ο αδαµάντινος χαρακτήρας του, η
πραότητα και η απλότητά του: «ἦτο πρᾷος, ἤρεµος, ἑδραῖος, καὶ ὡς
ἄνθρωπος καὶ ὡς βαστάζος. Οὔτε ἔδιδε προσοχὴν εἰς κακογλωσσίας καὶ
ρᾳδιουργίας, οὔτε ἠρώτα ποτὲ νὰ µάθῃ πράγµατα ἔξω τοῦ κύκλου του, οὔτε
τὸν ἔµελε τί κάµνουν οἱ ἄλλοι»421.
Για αυτό δεν είναι τυχαίο που, ενώ ήταν «κοσµογυρισµένος» και
γνώριζε λίγα γράµµατα, επέλεξε ένα από τα πιο ταπεινά επαγγέλµατα, αυτό
του χαµάλη. Άλλος στη θέση του, κοσµικά σκεπτόµενος, θα εκµεταλλευόταν
την προϋπηρεσία του αυτή προς επαγγελµατικό και οικονοµικό όφελος. Όχι
όµως ο Αποστόλης. Η απάντηση του στην απορία των συγχωριανών του για
την επαγγελµατική του επιλογή αποτελεί ένα από τα σηµεία κλειδιά του
διηγήµατος: «Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελµα, (…) ἄλλο καλύτερο
δὲν ηὗρα»422. Πράγµατι, το επάγγελµα που επέλεξε συνειδητά είναι ένα από
τα λίγα που κρατά ελεύθερο τον άνθρωπο από πάθη όπως η πλεονεξία, η
418
Τ.Γ’, σ.620, στ.29
419
Τ.Γ’, σ.621, στ.1-2
420
Λκ. 21, 3-4. Ο Αποστόλης είναι παντελώς απαλλαγµένος από την επιθυµία απόκτησης χρηµάτων
διαθέτοντας κοντά στις άλλες και την αρετή της αφιλαργυρίας και της εντίµου πενίας.
421
Τ.Γ’, σ. 561, στ.5-8. Η µόνη αδυναµία του Κακόµη ήταν το ποτό, το οποίο όµως ελέγχει, ώστε να µην
καταστεί πάθος.
422
Τ.Γ’, σ.558, στ.8-9.
364

φιλαργυρία, η κατάκριση, η ζήλεια απέναντι στους οµότεχνούς του και τους


συνανθρώπους του γενικότερα. Η πενία και η σωµατική κόπωση που το
συνοδεύουν συντελούν επίσης προς την κατεύθυνση αυτή: «ταπείνωσις καὶ
κακοπάθεια, πάσης ἁµαρτίας ἐλευθεροῦσι τὸν ἄνθρωπον. ἡ µὲν τὰ τῆς ψυχῆς,
ἡ δὲ τὰ τοῦ σώµατος περικόπτουσα πάθη»423. Όντας όχι απλά ταπεινός, αλλά
ταπεινόφρων - µια αρετή που βρίσκεται σε µια από τις πιο υψηλές θέσεις και
αποτελεί στόχο της χριστιανικής ζωής- έχει χαµηλή άποψη για τον εαυτό του
και τον υποτιµά εκούσια424.
Ένας τέτοιος άνθρωπος, που διαθέτει αγαθή προαίρεση απέναντι
στους συνανθρώπους του, δε θα µπορούσε να εγκαταλείψει χωρίς βοήθεια
την αδελφή του. Αν και είναι ετεροθαλή αδέλφια και ο ίδιος ως παιδί
«µετρίως» είχε ανατραφεί από τη µητρυιά του και µητέρα της αδελφής του,
εκείνος της δείχνει έµπρακτα την αγάπη του. Της παραχωρεί ως προίκα την
πατρώα οικία και ένα σοβαρό για τις οικονοµικές δυνατότητές του ποσό
βγαλµένο από τη σκληρή του εργασία. Έχοντας παραχωρήσει όλη του
σχεδόν την περιουσία στη µικρή του αδελφή, ταπεινόφρων και ολιγαρκής ο
ίδιος, µετακοµίζει «εἰς ἕνα ἀχούρι ἐντὸς κήπου»425. Η µετάβασή του στο
αχούρι αυτό θα µπορούσε να παροµοιαστεί µε ασκητική αναχώρηση. Αφού
έµεινε οικειοθελώς ανέστιος και ζώντας µια σχεδόν µοναχική ζωή, ακολουθεί
το ιδανικό της ακτηµοσύνης µένοντας σε ένα αχούρι που, όντας ακατάλληλο
για κατοικία, αποτελεί ένα ακόµη λιθαράκι στην πορεία του ανθρώπου αυτού
προς το πρότυπο που προέβαλε ο Χριστός. ∆είχνοντας παντελή αµεριµνία
για τα κοσµικά αγαθά, µένει σχεδόν στο δρόµο εξασφαλίζοντας µόνο ένα
βραδινό ύπνο στο πενιχρό και ταπεινό αυτό ενδιαίτηµα. Στη δε θέση της
αδιαλλείπτου προσευχής που αποτελεί το κύριο διακόνηµα του µοναχού ο
Αποστόλης θέτει την έµπρακτη βοήθεια προς το συνάνθρωπο, συγγενή ή µη.
Η αδελφική, εποµένως, αγάπη (που στο διήγηµα αυτό αποκτά τη βαθύτερή
της σηµασία ως αγάπη προς τον κάθε άνθρωπο ως αδελφό) σε συνδυασµό
µε τον υποδειγµατικό του τρόπο ζωής συνετέλεσε στην ψυχική ανάταση του
πτωχού αυτού ανθρώπου οδηγώντας τον ένα βήµα πιο κοντά στη Βασιλεία
του Θεού. Όπως γράφει και ο πατριάρχης Κάλλιστος: «Σηµεῖον δὲ τῆς τούτου
(ἐνν. τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος) µετοχῆς ἡ τῆς ἐν ἡµῖν ἐγχύσεως, ἔφεσις ἐν
ταπεινώσει πτωχείας, (…) ἡ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ὁλοσχερὴς καὶ
ἀνόθευτος ἀγάπη, ἡ καρδιακὴ χαρὰ (…), ἡ ἐπὶ τοῖς καθήκουσι µακροθυµία, ἡ

423
Ησυχίου Πρεσβυτέρου: «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152, Νο.οε’. Το ίδιο επισηµαίνει και ο
.
άγιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: «Ἐπιµέλεια ψυχῆς, κακοπάθεια καὶ ταπείνωσις δι’ ὧν ὁ Θεὸς συγχωρεῖ
πάσας τᾶς ἁµαρτίας», «Περί ἀγάπης και ἐγκρατείας ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.214, Νο.ξθ’.
424
«Τῇ ταπεινοφροσύνῃ ὁ ἀνιῶν, κατώτερός του ἑαυτοῦ φρονήµατος γίνηται», Ηλία Πρεσβυτέρου,
«Ἀνθολόγιον γνωµικόν», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.292 -293, Νο.µβ’. Άλλωστε, πρότυπο της πραότητος και του
ταπεινού φρονήµατος είναι ο ίδιος ο Χριστός που µας προτρέπει: «ἄρατε τὸν ζυγόν µου ἐφ’ ὑµᾶς καὶ
µάθετε ἀπ’ ἐµοῦ, ὅτι πρᾶός εἰµι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑµῶν», Μτ.
11, 29.
425
Τ.Γ’, σ.562, στ.22.
365

πρὸς πάντας χρηστότης καὶ, ἁπλῶς εἰπεῖν, ἡ ἀγαθωσύνη(…) καὶ, τὸ πᾶν,


ἀµεριµνία προσκαίρων, ἐν τῇ µνήµῃ τῶν αἰωνίων»426.
Όταν αργότερα η νεαρή αδελφή του πεθαίνει, εκείνος πονάει µε
αξιοπρέπεια, αλλά ταυτόχρονα διαισθάνεται ότι η αδελφή του έχει πλέον
αναπαυθεί και ότι εκείνα που χρειάζονται πλέον την αµέριστη βοήθεια του
είναι τα ορφανά παιδιά της. Ο εσωτερικευµένος πόνος του εκφράζεται
λακωνικά µε λίγες µόνο λέξεις, οι οποίες εκφράζουν την ουσία: «Αχ! Άλλη
ορφάνια πάλι, είπε µόνον»427. Για αυτό προσπαθεί να στηρίξει έµπρακτα τα
ορφανά µε τις πενιχρές δυνατότητες του .
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος στάθηκε παράδειγµα άξιο προς µίµηση.
Στήριξε µε κάθε δυνατό τρόπο την αδελφή του από την πρώτη στιγµή έως την
τελευταία. ∆εν την εγκατέλειψε, όπως ήταν η συνήθης τακτική πολλών άλλων
αδελφών, όταν έπρεπε να συνεισφέρουν στην αποκατάσταση µίας ή
περισσότερων αδελφών τους. Αν και είχε ξενιτευθεί στο παρελθόν, δεν
επέλεξε αυτή την «εύκολη» λύση, όταν έφθασε η στιγµή να την παντρέψει.
Αντίθετα, ως µεγαλύτερος αδελφός και ως θέσει πατέρας, προσέφερε
µεγαλόψυχα τα χρήµατα που µε τόσο κόπο είχε κερδίσει για την προικίσει
αξιοπρεπώς. Αυτές οι ενέργειες απέναντι σε µια ετεροθαλή αδελφή, σε
συνδυασµό µε τη στάση ζωής που διέθετε, φανερώνουν το ήθος και το ποιόν
του χαράκτηρα του: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἕτερον φίλον αὐτῷ (ενν. τῷ Θεῷ) καὶ
οἰκειούµενον ἐν πάσῃ ἀληθῶς ἀρετῇ καὶ δυνάµενον ἀπὸ κοπρίας παθῶν
ἀνυψοῦν, ὡς πρᾳότης καὶ ταπείνωσις καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον»428. Ο
Αποστόλης ο Κακόµης βίωνε τις τρεις αυτές αρετές σε καθηµερινή βάση. Αν
και δηµιουργεί την εντύπωση «ενός µοναχικού χειρώνακτος»429 στην
πραγµατικότητα δεν είναι καθόλου «µοναχικός» τύπος . Αντιθέτως, φέροντας
το σχήµα του «κατά κόσµον µοναχού», είναι βαθύτατα κοινωνικός
µεριµνώντας και συµπάσχοντας µε το συνάνθρωπο, όπου και αν τον
συναντά: στο πρόσωπο της αδελφής, των ανιψιών, των συναδέλφων, των
φτωχών συµπατριωτών του. Μόνο για τον εαυτό του δεν µεριµνά, ζώντας
κυριολεκτικά «ὡς πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ»430. Ακτήµων, ανέστιος και ελεύθερος
αφήνει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού τον οποίο δεν ξεχνά σε καθηµερινή
βάση: όταν «ἤκουε τὴν καµπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ (…) ἀµέσως ἔκανε τὸν
σταυρόν του, ἔπινε τὸ ὑπόλοιπον (ενν. κρασί), κ' ἔφευγεν. Ἐπέρνα ἀπὸ τὴν
ἐκκλησίαν, διὰ νὰ κολλήσῃ κανένα κερί»431. Με αυτόν τον τρόπο εκκλησιάζει
και εξαγιάζει «καθ’ ἑκάστην» τη ζωή του.
Συνεπώς, δεν είναι τυχαία η αυστηρή παιδαγωγία, εν είδει «τιµωρίας»,
του παιδιού που θέλησε να τον περιγελάσει µετά θάνατον, ακριβώς γιατί δε

426
«Κεφάλαια περί προσευχής», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.319, Νο.λα’.
427
Τ.Γ’, σ.563, στ.1.
428
Νικήτα Στηθάτου, « Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντὰς», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.285, Νο. νε’.
429
Βλ. Φ. Παπαδηµητρακόπουλου, «Ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς», Νεφέλη, Αθήνα, 1992, σ.57.
430
Μτ. 6,26.
431
Τ.Γ’, σ. 560, στ.1-3.
366

σεβάστηκε τη µνήµη ενός ενάρετου ανθρώπου που έζησε «ἐν Χριστῷ» µέσα
στον κόσµο και αναδείχθηκε άξιο τέκνο της Βασιλείας Του432.

Τέλος, υπόδειγµα αδελφής στάθηκε η Αµέρσα, η δεύτερη κόρη της


πολύπαθης Φραγκογιαννούς. Η «ανδροκόρη» αυτή, στέκεται δίπλα στα
αδέλφια της και στηρίζει µε διαφορετικό τρόπο το καθένα. Απέναντι στη
µεγαλύτερη αδελφή της επιδεικνύει ένα ειλικρινές ενδιαφέρον συνοδευόµενο
από πρακτική βοήθεια. Αν και γνωρίζει πως η µητέρα της αδυνατεί να
αποκαταστήσει την ίδια, λόγω της φοβερής ταλαιπωρίας και των υπέρογκων
εξόδων που έκανε για το γάµο της αδελφής της, δεν αισθάνεται την
παραµικρή ζήλεια. Αντιθέτως, «τὴν ἐλυπεῖτο» και η καρδιά της «ἐκαίετο» από
πόνο συµπάσχοντας µε εκείνη433. Βλέποντας τα βάσανα της αδελφής της,
όπως και της µητέρας της που κακοπαντρεύτηκαν, τις συµπονεί και θλίβεται
434
. Για αυτό και στηρίζει τη ∆ελχαρώ, πρόθυµη να ξενυχτίσει δίπλα στην ίδια
και το νεογέννητο βρέφος της. Η σκέψη της είναι κοντά της. Μόλις βλέπει το
δυσοίωνο όνειρο435, σπεύδει να πάει µόνη, µέσα στα βαθιά µεσάνυχτα, στο
σπίτι της αδελφής της για να βεβαιωθεί για την υγεία του µωρού και να
προσφερθεί να ξενυχτίσει δίπλα τους αντικαθιστώντας τη µητέρα της. Η
Φραγκογιαννού, ωστόσο, αρνείται την προσφορά της. Αφού την κατηγορεί ως
«ἀλαφροΐσκιωτη», αυτήν της οποίας όµως «τὰ ὄνειρα, αἱ πλάναι καὶ αἱ
παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σηµαίνωσιν,ἢ νὰ δηλῶσί τι ἢ ν' ἀφήνωσι
παράδοξον ἐντύπωσιν»436,επικαλείται τη µικρότερη αδελφή της, την οποία
φρόντιζε ως δεύτερη µάννα, προκειµένου να τη διώξει. Πράγµατι, η Αµέρσα
προστάτευε και φρόντιζε τη µικρή αδελφή της αντικαθιστώντας κατά κάποιο
τρόπο τη Φραγκογιαννού, που δείχνει ελάχιστο έως ανύπαρκτο ενδιαφέρον
για τη µικρή της κόρη. Αυτή τη µικρή της αδελφή αναγκάστηκε να αφήσει µόνη
στο σπίτι, προκειµένου να σπεύσει εις βοήθειαν της µεγαλύτερης.Το δαιµόνιο
όµως που θέριεψε εκείνο το βράδυ στην καρδιά της Χαδούλας την είχε
προλάβει. Με την πρόφαση του κινδύνου να τροµάξει η Κρινιώ, αν τυχόν
ξυπνούσε και δεν την έβρισκε κοντά της, η Χαδούλα διώχνει τη δεύτερη της
κόρη που επιστρέφει αµέσως κοντά της.
Πραγµατική αδελφική αγάπη όµως επέδειξε η Αµέρσα και απέναντι σε
έναν αδελφό που δεν την άξιζε ούτε στο ελάχιστο. Πρόκειται για το γνωστό
Μούρο ή Μώρο, ο οποίος, σε κατάσταση µέθης, της επιτέθηκε και τη
µαχαίρωσε. Αν και είχε κάθε ευκαιρία να τον καταδώσει στους δύο
αστυνοµικούς που τον κατεδιώκαν ήδη, εκείνη έκρυψε το επίµαχο µαχαίρι
σύµφωνα µε την εντολή του παρολίγον αδελφοκτόνου που γνώριζε το

432
Βλ. Τ.Γ’, σ.563, στ.30-31 και σ.564, στ. 1-10.
433
Η «καιόµενη» καρδιά της Αµέρσας µας θυµίζει την ελεήµονα καρδία που καίγεται για όλη την κτίση,
και την οποία περιγράφει παραστατικά ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, βλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου
Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λόγος ΞΒ’, σ.736, στ. 13- 18.
434
Βλ. Τ.Γ., σ.445, στ.20-21.
435
Για το όνειρο της Αµέρσας βλ. και Ξ. Λ. Κοκόλη, «Για τη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη: 2
µελετήµατα», εκδόσεις Studio University Press, Θεσσαλονίκη, 1993, σ.49.
436
Τ.Γ’, σ. 444,στ. 2-3.
367

χαρακτήρα της αδελφής του και «εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτὴν»437. Όχι µόνο
αυτό, αλλά και σκέπασε την αιµορροούσα πληγή της για να κρύψει το
τεκµήριο της ενοχής του438. Χωρίς δεύτερη σκέψη δε δίστασε να πει ψέµατα
στους δύο αστυνοµικούς πως ήταν άρρωστη και ζαλιζόταν439 αρνούµενη να
προδώσει τον αδελφό της. Στη συνέχεια περίµενε καρτερικά τη µητέρα της για
να τη βοηθήσει και µόνο σε εκείνη µαρτύρησε την αλήθεια. Με αυτόν τον
τρόπο απέδειξε έµπρακτα την ευσπλαχνία της βάζοντας σε δεύτερη µοίρα τον
πόνο και το δίκαιο θυµό της µπροστά στη σωτηρία του αδελφού της από τη
σύλληψη και τη φυλακή.
Πράγµατι, η Αµέρσα ως άνθρωπος και ως γυναίκα έχει µια στάση ζωής
που δεν είναι συνηθισµένη. Αν και η ίδια έµεινε ανύπανδρη λόγω της
αδυναµίας των φτωχών γονέων της να την αποκαταστήσουν, δεν αισθάνεται
αδικηµένη. Αποδέχεται οικειοθελώς την κατάσταση αυτή και την µετατρέπει µε
θετικό τρόπο σε προσωπική «επιλογή ζωής». Αντίθετα µε άλλες ηρωίδες, η
«ανδροκόρη» αυτή δε σκέφτεται τι θα αποκοµίσει από τους γονείς και τους
συγγενείς της, αλλά διακατέχεται από ένα πνεύµα αλτροϋσµού και
προσφοράς προς τους δικούς της ανθρώπους. Συµ-πονεί και συµ-πάσχει
µαζί τους, λυπάται για τη δυστυχία τους, κάνει ό,τι µπορεί για να τους
διευκολύνει και δεν οργίζεται εναντίον τους ακόµη και όταν προσπαθούν να τη
βλάψουν (όπως ο αδελφός της). Η απλοϊκή αυτή κοπέλα, χωρίς να έχει
πνευµατικές βάσεις, όντας κόρη της Φραγκογιαννούς και εγγονή της µάγισσας
∆ελχαρώς, βιώνει και προσφέρει στους γύρω της το ύψιστο αγαθό της
ανιδιοτελούς αγάπης, που «µακροθυµεῖ, χρηστεύεται, (…) οὐ ζηλοῖ, (…) οὐ
περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχηµονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ
παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ
ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑποµένει»440.
Αν και φυσική συνέχεια της Φραγκογιαννούς στην εµφάνιση («ἦτον
µελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης»)441, στα χαρίσµατα («ἦτον(…) προκοµµένη πολύ,
"µορφοδούλα", ὀνοµαστὴ δὲ ὑφάντρια»442), στη δυναµικότητα ( «δὲν ἐφοβεῖτο
τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἦτο δὲ τολµηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη»443, «ἦτο
ἄφοβος, κ' ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ»444) και στον τρόπο
προσέγγισης του γάµου, δεν υιοθετει τη στάση της µητέρας της απέναντι στο
γυναικείο φύλο. Αντιθέτως, σπάει τον κρίκο της κακής κληρονοµικής
συνέχειας, επιλέγοντας να κάνει το καλό. ∆έχεται τους ίδιους πειρασµούς µε
τη µητέρα της στο θέµα της γυναίκας και των δυσκολιών της ζωής της και των

437
Τ.Γ’, σ. 441, στ.11.
438
Βλ. Τ.Γ’., σ. 440-443.
439
Το ψέµα της αυτό µετατράπηκε παραδόξως σε ακούσια αλήθεια, αποδιδόµενη σε «ἀνωτέρα,
δαιµονία θέλησιν» που « ἤθελε να καλύψη τὸ ψεῦδός της» ( Τ.Γ’, σ. 444, στ. 8-9). Ωστόσο, η προαίρεσή
της δεν παύει να είναι αγαθή, αφού το κάνει για να γλιτώσει τον αδελφό της.
440
Α’ Κορ.. 13, 4-7.
441
Τ.Γ’,σ. 422, στ.20-21.
442
Τ.Γ’, σ422, στ. 20.
443
Τ.Γ’, σ. 435, στ.14-15.
444
Τ.Γ’, σ.435, στ.31.
368

οικείων της, αλλά τους διαχειρίζεται µε έναν εντελώς διαφορετικό, θετικό


τρόπο, γεγονός που αντανακλάται στη στάση και στις ενέργειές της απέναντι
στα αδέλφια της. Αντί να παραδοθεί στις τυρανικές και «µελανόπτερες»
αναµνήσεις της445, που τόσο µοιάζουν µε εκείνες της Φραγκογιαννούς και να
επιτρέψει στους πειρασµούς της να χρονίσουν και να εξελιχθούν σε
«φόνιους», εκείνη τους πολεµάει καίρια. ∆εν προδίδει τον αδελφό της, αλλά
τον «σώζει»- έστω και µε ψέµατα446- από τους τακτικούς που τον κυνηγούν
και συνεχίζει σταθερά να τον βοηθάει, να τον στηρίζει και να τον σκέφτεται:
κατά την παραµονή της Φραγκογιαννούς στη Χαλκίδα και της απέλπιδας
προσπάθειάς της να τον αθωώσει, εκείνη «ξενοδουλεύουσα και ὑφαίνουσα εἰς
τὴν πατρίδα»447 της στέλνει διαρκώς χρήµατα, ενώ χρόνια αργότερα δεν
παύει να αναλογίζεται την τύχη του στη φυλακή448. ∆εν παντρεύεται συνειδητά
γιατί γνωρίζει τη θλιβερή µοίρα που περιµένει τις έγγαµες φτωχές γυναίκες,
επηρεασµένη από τις απόψεις της µητέρας της και τα βιώµατα της αδελφής
της. Ταυτόχρονα όµως απορρίπτει το γάµο προκειµένου να µην χρονίσουν τα
αρνητικά αισθήµατα. εκείνα τα ίδια που θα οδηγήσουν τη µητέρα της στο
έγκληµα. ∆ε συσσωρεύει µέσα της, όπως εκείνη, τον πόνο και την
αγανάκτηση για την άδικη ζωή που βιώνει. ∆ε στρέφεται ενάντια στο γυναικείο
φύλο, προσπαθώντας να «διορθώσει» µε έναν εωσφορικό τρόπο τα «λάθη»
του Θεού. ∆εν ακολουθεί την αντεστραµµένη λογική της µητέρας της
βλέποντας την προσωπική της ατυχία ως αφορµή διάπραξης του κακού.
Απεναντίας, προσπαθεί να στηρίξει, να σταθεί δίπλα σε όλα τα µέλη της
οικογένειάς της προσφέροντας «χείρα βοηθείας» στη θέση της «χείρας
θανάτου» της µητέρας της. Έτσι, την άρνηση της Φραγκογιαννούς, τη στροφή
της προς το κακό, τη µετατρέπει σε δυναµική κατάφαση και συγκατάβαση, στο
σωστό δηλαδή τρόπο θεώρησης της ζωής και της θέσης της γυναίκας σε
αυτή. «Επαναστατεί» λοιπόν θετικά. Γι’ αυτό και δέχεται το χάρισµα της δια
των ονείρων προόρασης και τρέχει ξυπόλυτη µέσα στη νύχτα για να σώσει τη
νεογέννητη ανιψιά της και να αποτρέψει εγκαίρως τη µητέρα της από την
λανθασµένη ατραπό . π ρ ι ν την πάρει ανεπιστρεπτί. Αυτό το προορατικό της
όνειρο και η άµεση επικοινωνία της µε τη µητέρα της, ώστε να αναχαιτήσει το
κακό που ερχόταν είναι ένδειξη του χαρίσµατος που δέχθηκε, γιατί στη θέση
της αντεστραµµένης αγάπης της µάννας της έθεσε την αληθινή, την µόνη
«όντως» αγάπη .
Συνεπώς, η στάση ζωής που κρατούν οι δύο «διάδοχοι» της
Φραγκογιαννούς, ο Μώρος και η Αµέρσα, µας δείχνουν δύο διαφορετικές
προ-οπτικές: από τη µία ο Μώρος ακολουθεί πιστά την αντεστραµένη λογική
της µητέρας του αφήνοντας αναξιοποίητο το χάρισµα της δηµιουργικότητας
445
Τ.Γ’, σ. 444, στ. 11-12.
446
Είναι σηµαντικό να τονίσουµε το διαφορετικό τρόπο µε τον οποίο χρησιµοποιούν το ψέµα µητέρα και
κόρη: η Φραγκογιαννού χρησιµοποιεί το ψέµα αποκλειστικά προς ίδιον όφελος ( βλ. π.χ. το φοβερό της
ψέµα προς τη γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά, σ. 464- 465 και αργότερα προς τον Γιάννη Λυρίγκο, Τ.
Γ’., σ.511), ενώ η Αµέρσα για να βοηθήσει τους άλλους.
447
Τ.Γ’, σ. 452, στ. 19-20.
448
Τ.Γ΄, σ.444. στ. 12-15.
369

που εκείνη του κληροδότησε και «αξιοποιώντας» την κληρονοµική του τάση
για καταστροφή, γεγονός που τον οδηγεί στην «ειρκτή» από την οποία τόσο
µάταια προσπαθούσε να ξεφύγει και η µητέρα του. Από την άλλη, η Αµέρσα
κατορθώνει να αντιστρέψει καίρια τους κοινούς δαιµονικούς λογισµούς που
την κατακλύζουν (από τη βίωση των «αδικιών» της ζωής, από την οικονοµική
ανέχεια, από την αδικαιολόγητη επίθεση που δέχθηκε από τον ίδιο της τον
αδελφό κ.ά.) πράττοντας κάθε φορά το σωστό µέσα από την αυτοπροσφορά
και την παροχή αληθούς αγάπης τόσο προς τη µητέρα της, όσο και προς τα
αδέλφια της. Με αυτόν τον τρόπο σπάει την κακή κληρονοµική διαδοχή και
απελευθερώνεται από την ψυχολογική ειρκτή που κουβαλούσε έως τέλους
µέσα της η µητέρα της.

2.4.1. Αλλοιωµένη αδελφική αγάπη

Αν και στα διηγήµατα που εξετάσαµε παραπάνω εξαίρεται η θυσιαστική


πλευρά της αδελφικής αγάπης, ωστόσο υπάρχει και µια άλλη πλευρά,
δυστυχώς η πιο συνήθης, όπου οι σχέσεις των αδελφών δηλητηριάζονται από
προσωπικές φιλοδοξίες και διεκδικήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις µεγάλη
ευθύνη για τη θλιβερή και «παρά φύσει» αυτή κατάσταση φέρουν και οι
γονείς, ιδιαίτερα δε η µητέρα, που στην εποχή του Παπαδιαµάντη έχει σχεδόν
την αποκλειστική ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών. Αν η µητέρα
καλλιεργήσει, αντί να µετριάσει την έµφυτη φιλαυτία που υπάρχει σε κάθε
παιδί, τότε τα πάθη της κενοδοξίας- µαταιοδοξίας µπορεί να καταστρέψουν τη
σχέση του µε τα αδέλφια του βάζοντας στη θέση του εµείς και της οικογένειας,
το εγώ και τα προσωπικά θέλω.
Με αυτό τον τρόπο είχε γαλουχήσει τη µικρή Αφέντρα, αλλά και τα
υπόλοιπα παιδιά της, η Ασηµίνα στην «Τύχη ἀπ’ τὴν Ἀµέρικα»449. Η γυναίκα
αυτή είχε συνδέσει στο µυαλό της την επιστροφή του ξενιτεµένου γιου της µε
ένα λαµπρό και πλουσιοπάροχο γάµο για την αγαπηµένη κόρη της.
∆υστυχώς, το λανθασµένο αυτό τρόπο σκέψης µετέδωσε και στην
κόρη της, την οποία ανέθρεψε µε τη µεγαλόπνοη ιδέα της επιστροφής του
«πλούσιου» αδελφού και της συνεπαγόµενης εξασφάλισης ενός επιφανούς
γαµπρού. Οι υπερβάλλουσες αυτές ελπίδες δηλητηρίασαν την ψυχή της
νεαρής κοπέλας, η οποία περίµενε πλέον τον αδελφό της ωθούµενη όχι από
αδελφική αγάπη, αλλά από φιλαυτία και επιθυµία επίδειξης. Ο αδελφός
αναµενόταν ως τίποτα άλλο παρά ως µέγας χορηγός και ευεργέτης για µια
αδελφή που ειδάλλως δε θα διέθετε επαρκή προίκα για έναν «καλό» γάµο, ή
καλύτερα, για κανένα γάµο. Για αυτό και από την πρώτη στιγµή της
επιστροφής του Θανάση κάθε της επίσκεψη, κάθε της αδελφική «θωπεία»
στον άρρωστο νέο είχε σκοπό να αποσπάσει χρηµατικό όφελος. Όσο
πλησιάζει η ώρα του γάµου η απληστία της πολλαπλασιάζεται γεωµετρικά,

449
Για ανάλυση του χαρακτήρα της Ασηµίνας βλ. υποενότητα 2.1.3 του παρόντος κεφαλαίου.
370

την οδηγεί σε ψεύδη450 και τη βάζει στον πειρασµό να αρπάξει τα ποθητά


χρήµατα από το µαξιλάρι του ψυχορραγούντος αδελφού της. ∆ίπλα στην
απληστία έρχεται να προστεθεί και η υποκρισία, εφόσον προσπαθεί να
συγκινήσει τον αδελφό της προβάλλοντας τον κίνδυνο να ακυρωθεί ο γάµος
και να οδηγηθεί η ίδια στην αυτοκτονία.
Πράγµατι, είναι εντυπωσιακό το πως µια κοπέλα που, παρά τα
µεγαλόπνοα όνειρά της, παρέµενε έως τότε αθώα και απλοϊκή451
µεταλλάσσεται µέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστηµα σε µια πονηρή και
αρπακτική γυναίκα που διεκδικεί πεισµατικά το «µερίδιο» της από την
περιουσία του ασθενούς αδελφού. Ηθική αυτουργός υπήρξε βέβαια η µητέρα
της, αλλά και η ίδια παραδόθηκε οικειοθελώς στο κυνήγι αυτού του εφήµερου
κοσµικού πλούτου επιθυµώντας πράγµατα που δεν της ανήκουν και που δεν
αγωνίστηκε στο ελάχιστο για να τα αποκτήσει.
Μόνη «δικαιολογία» µιας τέτοιας συµπεριφοράς στέκεται η τοπική
κοινωνία, η οποία έδινε σηµασία πάνω από όλα στην οικονοµική ευµάρεια της
νύφης καθιστώντας τεχνηέντως τις φτωχές κοπέλες βάρος και φορτίο για την
οικογένειά τους. Σε αντίθεση µε το σύζυγο που είχε µόνο οφέλη από τη
διαδικασία του γάµου452, οι κοπέλες έπρεπε να διαθέτουν σπίτι, χωράφια και
αµπελώνες αναγκάζοντας τις οικογένειές τους να στερηθούν ακόµη και τα
βασικά για να τα εξασφαλίσουν. Αν οι γονείς αποτύγχαναν στην προσπάθεια
αυτή, αποκλειστική ελπίδα αυτών των κοριτσιών έµενε η «εξ’ ουρανών»
επιστροφή του ξενιτεµένου αδελφού ή η απόφαση κάποιου ηλικιωµένου
εύπορου άνδρα να τις παντρευτεί χωρίς προίκα. Στην περίπτωση της
Αφέντρας συνέβη το πρώτο: στην είδηση της επιστροφής του «λίρας
φέροντος» αδελφού εστάλησαν αµέσως πέντε προξενιές453, ενώ
προηγουµένως η νεαρή κοπέλα, που είχε ξεπεράσει τα είκοσι, ανέµενε χωρίς
πολλές ελπίδες. Έτσι, η χαρά της επιστροφής του ξενιτεµένου γιου και
αδελφού επισκιάστηκε από την εµπαθή χαρά για την έλευση της «χρυσής»
περιουσίας εξ’ Αµερικής.
Αντίστοιχη στάση µε αυτή της Αφέντρας, αλλά πιο αξιόµεµπτη - όπως
θα φανεί παρακάτω - κράτησε ο µεγάλος τους αδελφός, ο Στάθης. Αν και στην
αρχή του διηγήµατος χαρακτηρίζεται ως «καλός και φρόνιµος ἄνθρωπος»
που βοηθάει τον πατέρα του στη δουλειά του454, στη συνέχεια
πραγµατοποιείται µια σταδιακή αποδόµηση κάθε καλού στοιχείου του υπό την
επήρεια των παθών. Σε όλα σχεδόν τα σηµεία του διηγήµατος όπου
αναφέρεται κυριαρχεί η απληστία και η προσπάθεια οικειοποίησης της
αδελφικής περιουσίας. Με την έλευση του Θανάση ο Στάθης αναλαµβάνει

450
Για παράδειγµα, ψεύδεται πως η πεθερά της επέµενε να επισπευθεί ο γάµος, ενώ ήταν δική της ιδέα
και του µέλλοντος συζύγου της.
451
Βλ. π.χ. το περιστατικό µε τη πλούσια θεία της Τ.Γ’, σ.338, στ.21-38 και σ.339, στ.1- 24.
452
Τα οφέλη αυτά ήταν: ποικίλων ειδών δώρα και κεράσµατα, ακίνητη προίκα, µετρητά για να εξοφλήσει
τρέχουσες υποχρεώσεις κ.λ.π. Για το θέµα της προίκας βλ. Βαλέτα.Γ, Παπαδιαµάντης:Η ζωή - το έργο-
η εποχή του, ό.π., σ. 607-608.
453
Τ.Γ’, σ.341, 35-36.
454
Τ.Γ’, σ.335, στ.21-22.
371

αµέσως να εξαργυρώσει την επιταγή που έφερε. Στη συνέχεια διαχειρίζεται


προσωπικά όλα τα σχετικά µε την προίκα της Αφέντρας συµπεριφερόµενος
σαν να επρόκειτο για δικά του χρήµατα. Εκείνος «εἶχε τὸ λύειν καὶ τὸ δεσµεῖν
καὶ δὲν ἐπείθετο» να δώσει ούτε δραχµή παραπάνω στον επίσης άπληστο
γαµπρό του455. Ο «πεπλανηµένος» από το πνεύµα της φιλαργυρίας Στάθης
δε διστάζει ακόµη και να αρπάξει τα χρήµατα από το προσκέφαλο του
αδελφού του -κάτι που είχε επιδιώξει προηγουµένως να κάνει και η µικρή
αδελφή του- και να τα κρύψει για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν µεγαλύτερο
ποσό για τον εαυτό του. Όπως συµβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το πάθος
της φιλαργυρίας γέννησε µέσα του µια πληθώρα άλλων παθών µε κυριότερες
την υποκρισία και την απληστία. Όταν ο αδελφός του είναι πλέον
ετοιµοθάνατος, αργεί σκόπιµα να τον επισκεφθεί -παρά τις επιτακτικές
εκκλήσεις του πατέρα, της µητέρας, της αδελφής και της θείας του-
στολιζόµενος και αισθανόµενος (δαιµονική) χαρά µάλλον παρά λύπη, µια και
η εµπαθής επιθυµία του να οικειοποιηθεί τα χρήµατα του αδελφού του φθάνει
στην εκπλήρωσή της. Η «βαθιά» του υπόκλιση στον εξερχόµενο ιερέα456 και
το υποκριτικό του ενδιαφέρον για την υγεία του αδελφού του «Σχώρεσέ µε,
ἀδελφέ µου, γιὰ καλὸ τό 'καµα, νὰ µὴ σὲ γδύσουν... Σοῦ χρειάζουνται τὰ λεπτὰ
γιὰ νὰ κοιταχθῇς, νὰ γένῃς καλά... νὰ ζήσῃς ἀκόµα, πολύ, πολύ!..»457 βρίθουν
ειρωνείας. Καταφέρεται κατά της αδελφής του και του γαµπρού του τη στιγµή
που εκείνος, περισσότερο από κάθε άλλο, σκοπεύει να «γδύσει» τον
άρρωστο αδελφό του ξεχνώντας πως την ίδια ακριβώς στιγµή «γδύνει» τη
ψυχή του από κάθε εναποµείνασα αρετή και την παραδίδει έρµαιο στα πάθη.
Τα λόγια αυτά και η ενέργειά του να «αρπάξει» µέσα από τα χέρια του
νεκρού πλέον Θανάση το πορτοφόλι και να το βάλει «εἰς τὸν κόλπον τοῦ»
καταδεικνύουν ότι στη θέση της καρδιάς του έχει εγκατασταθεί ο µαµωνάς
που τον κατατρώγει ολόκληρο χωρίς να το συνειδητοποιεί: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ
θησαυρός ὑµῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑµῶν»458. Ο συγγραφέας µε έναν
αριστουργηµατικό τρόπο άρει στο σηµείο αυτό το κέντρο βάρους από το
σωµατικό θάνατο του Θανάση και αναδεικνύει τον πνευµατικό θάνατο του
Στάθη διεισδύοντας εις βάθος στην πνευµατική του αποσάθρωση. Ο
πνευµατικά νεκρός Στάθης «ζει» πλέον µόνο για τα χρήµατα, αφού η σκόπιµη
αργοπορία του στόχευε στην αποφυγή τυχόν πιέσεων για να δώσει επιπλέον
χρήµατα στην αδελφή του πιστεύοντας ότι τα λίγα παραπάνω χρήµατα που
θα κρατήσει θα του χαρίσουν κάποιο είδος ψευδούς ευτυχίας. Ο εφήµερος
πλούτος τίθεται, εποµένως, πάνω από την ανθρώπινη ζωή και την αθάνατη
ψυχή.
Ο µόνος ίσως που είχε ειλικρινές ενδιαφέρον και αισθανόταν
πραγµατική αδελφική αγάπη είναι ο αδικοχαµένος Θανάσης. Αν και έλειπε
πολλά χρόνια στην Αµερική, τα οποία ήταν αρκετά για να «ξεπονέσει» τους
455
Τ.Γ’, σ.344, στ.7.
456
Τ.Γ’, σ.351, στ.22.
457
Τ.Γ’, σ.351, στ.22.
458
Μτ. 6,21.
372

γονείς και τα αδέλφια του, εκείνος φαίνεται πως νοιάζεται για αυτούς.
Εµπιστεύεται τον αδελφό του για να πάει και να εξαργυρώσει την επιταγή που
έφερε στο Βόλο. Καµαρώνει µε πραγµατική χαρά για τα χρήµατα που έφερε
και τα οποία συνετέλεσαν καθοριστικά στην αποκατάσταση της µικρής
αδελφής του. Προσφέρει απλόχερα το υψηλό για τα δικά του δεδοµένα ποσό
για την προίκα της και είναι έτοιµος να προσφέρει γενναιόδωρα και τις εξτρά
χίλιες δραχµές που του ζητάει η Αφέντρα για να µη δυσαρεστηθεί ο
«επιφανής» γαµπρὸς. Θεωρεί ωφέλιµο το γεγονός ότι πήγε στην Αµερική και
απέκτησε την ταπεινή αυτή περιουσία που εξασφάλισε την αδελφή του παρά
το ότι κατέστρεψε τη δική του υγεία και του στέρησε τελικά την ίδια τη ζωή. Σε
κάθε ψεύτικο ευχολόγιο της µητέρας και των αδελφών του «πείθεται
ευκόλως» δείχνοντας την αγαθότητα µικρού παιδιού. Φυσικά, ως άνθρωπος
µε αδυναµίες, τρέφει και αυτός το πάθος της φιλαργυρίας, γεγονός που
αναδεικνύεται από την αγωνιώδη αναζήτηση των χρήµατων, όταν τα πήρε ο
Στάθης, από το ότι τα φύλαγε στο προσκέφαλό του και από το ότι πιστεύει
βαθιά –κάτι το οποίο κατανοούµε– ότι χάρη σε αυτά και µόνον
«καλοπαντρεύτηκε» η αδελφή του. Ως τέκνο µιας οικογένειας µε κοσµικό
φρόνηµα βλέπει και το γάµο από την καθαρά κοσµική–επίγεια πλευρά του
υποτιµώντας την ασύγκριτα σπουδαιότερη πνευµατική διάσταση και αξία του.
Κύριο µέληµά του είναι να βοηθήσει την οικογένειά του, όπως και όσο µπορεί,
και ευγενής πόθος του είναι να θεραπευθεί από την ασθένειά του. Άθελά του
όµως γίνεται υπαίτιος της πνευµατικής καταστροφής των δύο αδελφών του.
Μοναδική εξαίρεση στο πνευµατικό τέλµα µιας ολόκληρης σχεδόν
οικογένειας αποτελεί ο πατέρας. Είναι ο µόνος που αναφέρεται ρητά ότι
εκκλησιάζεται, ακόµη και κατά τους δύο µήνες της έξαρσης των εργασιών του
459
. Αν και δεν αντιδρά ενεργά στον πνευµατικό κατήφορο των µελών της
οικογένειάς του, εξακολουθεί να διαθέτει τη συνείδηση του και την ορθή κρίση,
ώστε να διαπιστώνει την πτώση τους. Είναι επίσης ο µόνος που δεν πέφτει
στην απατηλή παγίδα του κοσµικού πλούτου και της ανθρωπαρέσκειας
(χαρακτηριστικό είναι ότι δεν διαχειρίζεται ο ίδιος ως πατέρας και αρχηγός της
οικογένειας τα χρήµατα που έφερε ο Θανάσης, όπως επίσης και ότι κατά το
γάµο φόρεσε τα παλαιά καλά του ρούχα και δεν παρασύρθηκε να αγοράσει
καινούργια «ευρωπαϊκά», σύµφωνα µε την προτίµηση της κόρης και του
γαµπρού του)460. Νοιάζεται πραγµατικά και πονάει για το Θανάση. Όλο το
διάστηµα της απουσίας του υπέφερε σιωπηλά µη θέλοντας να φανερώσει τον
κρυφό καηµό του και µόνο οι αυξηµένες επισκέψεις του στο καπηλειό τα
τελευταία χρόνια µαρτυρούν τη θλίψη του461. Ο πόνος του φυσικά
διπλασιάστηκε µετά την επιστροφή και την ασθένειά του. Προσπαθεί µάταια
να αφυπνίσει τον άλλο του γιο το Στάθη να του συµπαρασταθεί σαν αδελφός
έστω και την ύστατη στιγµή462. ∆εν διεκδικεί ούτε στιγµή τα χρήµατα του
459
Βλ. Τ.Γ’, σ.334, στ.31-32.
460
Βλ.Τ.Γ’, σ.348, στ.2-9.
461
Βλ.Τ.Γ’, σ.335, στ.34-35 και σ.336, στ.1-13.
462
Βλ. Τ.Γ’, σ.351, στ.4- 19.
373

παιδιού του αφήνοντας εξολοκλήρου το Στάθη να τα διαχειριστεί και πενθεί µε


το δικό του ιδιαίτερο τρόπο το θάνατό του πνίγοντας τη θλίψη του µε ένα
ποτό. Η µελαγχολική διαπίστωσή του «ἄλλοι σπέρνανε, κι ἄλλοι θερίζουνε»463
αποτελεί µια από τις διήκουσες έννοιες του διηγήµατος εκφράζοντας µε
συντοµία την οδυνηρή αλήθεια.
Στο διήγηµα αυτό διατρανώνεται η µαταιότητα των χρηµάτων και της
κοσµικής δόξας. Έχοντας ως κεντρικό άξονα την αλλοτριωµένη επιθυµία του
ανθρώπου να αποκτήσει χρήµατα, ο Παπαδιαµάντης µας περιγράφει µε
γλαφυρό τρόπο τις οδυνηρές συνέπειες σε κάθε επίπεδο: πνευµατικό, ψυχικό
και υλικό. Ένας νέος άνθρωπος ξενιτεύεται και περνάει τα καλύτερα χρόνια
της ζωής του ως ανθρακωρύχος καταστρέφοντας την υγεία του και φθάνοντας
στο θάνατο. Παρ’ όλα ταύτα εξακολουθεί να καµαρώνει µέχρι τελευταία στιγµή
για τους µάταιους «παράδες» που κατάφερε να µαζέψει. Ξεχνάει την
προτροπή του Χριστού: «Μὴ θησαυρίζετε ὑµῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου
σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν·
θησαυρίζετε δὲ ὑµῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις
ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν»464. Αυτό ήταν
και το µεγάλο λάθος του: προτίµησε να µαζέψει θησαυρούς πάνω στη γη τους
οποίους τελικά, ως άλλος άφρων πλούσιος, δε χάρηκε. Ωστόσο, ο ανιδιοτελής
σκοπός του που ήταν η αποκατάσταση της µικρής αδελφής του τον εξιλεώνει
και, σε συνδυασµό µε την επώδυνη ασθένειά του, µας δηµιουργεί ελπίδες για
τη θετική κατάληξη της ψυχής του. Άθελά του όµως έγινε αιτία διχόνοιας και
πνευµατικής πτώσης για τα αδέλφια του. Αυτά, µαζί µε τη µητέρα του, τον
περιµένουν όχι ως αδελφό, αλλά ως χορηγό που θα τους λύσει τα οικονοµικά
τους προβλήµατα και θα τους ανεβάσει κοινωνικά. Οι προσδοκίες αυτές
κορυφώνονται µε την επιστροφή του. Συσκοτίζουν µάλιστα τόσο το νου και
την ψυχή τους, ώστε παραβλέπουν τη σοβαρή του ασθένεια και τη µελλοντική
απώλειά του και εστιάζουν όλο το ενδιαφέρον τους στην εξασφάλιση όσο το
δυνατόν µεγαλύτερου χρηµατικού ποσού για να εδραιώσουν την οικονοµική
τους ευµάρεια. Σχεδόν εύχονται µέσα τους να πεθάνει το συντοµότερο για να
σφετερισθούν τη µικρή περιουσία του, µια ενέργεια στην οποία υποκύπτει
τελικά ο µεγάλος του αδελφός. Με αυτόν τον τρόπο παραδίδεται οριστικά στα
πάθη της φιλαργυρίας465 και της υποκρισίας που κολάζουν την ψυχή του.
Έτσι, τα χρήµατα αυτά γίνονται η πνευµατική και -στην περίπτωση του
Θανάση- σωµατική ταφόπλακα µιας ολόκληρης οικογένειας που στήριξε την
ευτυχία της σε αυτά και επαληθεύουν την αναφορά στην αρχή του διηγήµατος
ότι, όπου υπάρχει «χρυσίον πολύ», εκεί υπάρχει και «διαφθορά και κακουργία
µεγίστη»466.

463
Τ.Γ’, σ.352, στ.24.
464
Μτ.6,19-20.
465
Ο Στάθης αποτελεί ένα έµπρακτο παράδειγµα των λόγων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά για τις
.
συνέπειες της φιλαργυρίας: «Τὰ µὲν γὰρ τῶν κακῶν αὕτη πέφυκε γεννᾶν φειδωλίας, καπηλείας,
ἁρπαγάς, κλοπάς καὶ ἁπλῶς πᾶν εἶδος πλεονεξίας», «Πρὸς Ξένην µοναχήν»,Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.101,
στ.1-3.
466
Τ.Γ’, σ.335, στ.32-33.
374

Τα οικονοµικά κίνητρα και οι κληρονοµικές διαφορές µεταξύ των


αδελφών µπορούν να αποτελέσουν σοβαρή αφορµή διχόνοιας ανάµεσά τους.
∆υστυχώς, αν η διχόνοια αυτή εξελιχθεί σε µίσος, µπορεί να τους οδηγήσει
σε πράξεις που δεν συνάδουν ούτε στο ελάχιστο µε την αδελφική τους
ιδιότητα. Στο διήγηµα «οι Κανταραίοι» βλέπουµε τις τραγικές συνέπειες του
µίσους µεταξύ αδελφών και συγγενών. Πρόκειται για µια µεγάλη οικογένεια
της Ευβοίας, η οποία, αφού έφθασε να ξεκληρισθεί εκεί, πέρασε µέσω του
τελευταίου άρρενα επιζήσαντα στο νησί της Σκιάθου και συνέχισε την εµπαθή
της δραστηριότητα -σαν ένα είδος κληρονοµικής ασθένειας- και στις επόµενες
γενιές.
Οι απόγονοι του αδελφοκτόνου Γιάννη Κάνταρου, ενώ πρόκοψαν σε
οικονοµικά ζητήµατα, κληρονόµησαν και µια βαθιά πνευµατική αλλοίωση.
Σύντοµα, η ζήλεια, ο φθόνος, ο αθέµιτος ανταγωνισµός και η χρήση
οποιουδήποτε µέσου για να ικανοποιηθεί ο προσωπικός εγωισµός έστρεψαν
ξανά τα µέλη της οικογένειας αυτής εναντίον αλλήλων. Η προκοπή τους στα
εγκόσµια δε συνοδεύτηκε από µια αντίστοιχη πρόοδο στα πνευµατικά
ζητήµατα και στη γενικότερη στάση ζωής τους. Αντιθέτως, παρέλαβαν από
τους γονείς τους και κληροδότησαν στα παιδιά τους µια σειρά παθών που
τους κατέστησαν µισητούς στην περιοχή. Παραβιάζοντας εκ θεµελίων την
εντολή του Κυρίου «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»467, στρέφονται
εναντίον των κατεξοχήν πλησίον τους που είναι οι συγγενείς τους
υποκύπτωντας σε φοβερά ακόµη και θανάσιµα αµαρτήµατα, όπως ο φόνος.
Η πιο έντονη εικόνα που µας παρουσιάζεται στο ηµιτελές αυτό διήγηµα
είναι αυτή του πτωτικού ανθρώπου που έχει αποµακρυνθεί πλήρως από το
Θεό και βιώνει καθηµερινά την πνευµατική του νέκρωση. Ο άνθρωπος αυτός,
τον οποίο συναντούµε στα πρόσωπα και τις ενέργειες της οικογένειας-
φατρίας των Κανταραίων, είναι πλήρως παραδοµένος στις εµπαθείς και
αυτονοµηµένες επιθυµίες του, τις οποίες για να ικανοποιήσει δε διστάζει να
στραφεί εναντίον οποιουδήποτε. Μάλιστα, ως υπερβολικά φίλαυτος και
εγωπαθής, στρέφεται κυρίως εναντίον των οµοαίµατών του τους οποίους,
παραδοµένος σε µια βαθιά πνευµατική φθορά, θεωρεί πιο επικίνδυνους από
τους ξένους. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζει την επιθυµία του να µείνει
αποκλειστικός κυρίαρχος και παραβλέπει συνειδητά ή ασυνείδητα ότι έτσι
εξυπηρετεί τον κατεξοχήν στόχο του µισάνθρωπου Εωσφόρου που θέλει να
τον αποκόψει από τον φιλάνθρωπο Θεό και να τον καταδικάσει στην πλήρη
µόνωση.
Ανήκοντας σε αυτήν την κατηγορία ανθρώπων, οι Κανταραίοι
διαθέτουν µια δαιµονική «ἀνάγκην νὰ ἐκσπάσουν τὰς κακὰς ὁρµάς των»468 και
οδηγούνται σε µια ατελείωτη σειρά ειδεχθών πράξεων, γιατί κανείς τους δεν
είχε την πνευµατική δύναµη ή έστω επιθυµία να σπάσει τον πειρασµικό κλοιό
του αλληλοσπαραγµού. Ενώ διαθέτουν χαρίσµατα, όπως η εργατικότητα και η

467
Μκ. 12,31.
468
Τ.∆’, σ.407, στ.8.
375

ευστροφία, τα στρέφουν µόνο προς την απόκτηση υλικών αγαθών και όχι
προς την οικοδόµηση γερών πνευµατικών και κοινωνικών βάσεων, όπως η
συνεργασία και η αλληλοβοήθεια, τα οποία θα τους βοηθούσαν και σε βιοτικό
και σε πνευµατικό επίπεδο. Αδυνατούν να κατανοήσουν πως µε τη στάση
τους αυτή συµπεριφέρονται ως άλλοι άφρονες πλούσιοι, που όχι µόνο δεν
χαίρονται τα εφήµερα αγαθά τους, αλλά καταδικάζουν τις οικογένειές τους σε
ένα συνεχή θρήνο µε τη διαρκή αλληλοεξόντωσή τους. Τα πνευµατικά τους
«τάλαντα» µένουν, εποµένως, βαθιά θαµµένα στην ψυχή τους .
376

3. Συζυγική αγάπη: οι «κίνδυνοι» που την απειλούν και η κατάκτησή της


δια της «κενώσεως τοῦ ἰδίου θελήµατος».

Η συζυγική αγάπη αποτελεί το θεµέλιο που βοηθά τους δύο συζύγους


να εκπληρώσουν το σκοπό του µυστηρίου του γάµου, ο οποίος είναι «η
αλληλοβοήθεια για την ολοκλήρωση και τελείωση των προσώπων, για την
αποκατάσταση του κάλλους της θείας εικόνας τόσο στο πρόσωπο του άνδρα,
όσο και στο πρόσωπο της γυναικας»469. Έχοντας ως πρότυπο την αγαπητική
σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας, οι δύο σύζυγοι καλούνται να
µιµηθούν τη θεία αγάπη στη µεταξύ τους σχέση και να καταστήσουν την
αγάπη τους µια εν δυνάµει ένσαρκη εικόνα της Τριαδικής αγάπης. Με αυτόν
τον τρόπο η συζυγική αγάπη εξαγιάζεται και γίνεται µέσο αναγωγής στο Θεό
και ανταπόκριση στην ανεξάντλητη αγάπη Του. Η δε ένωση των δύο συζύγων
στο γάµο είναι πολύπλευρη: προσωπική, υπαρξιακή, οντολογική 470.
Ωστόσο, πολλές φορές η συζυγική αγάπη και τα επακόλουθά της,
δηλαδή η οικογενειακή γαλήνη και ευτυχία, καθίστανται δύσκολες, έως
ακατόρθωτες. Πέρα από τα προσωπικά λάθη των δύο συζύγων, τρίτα
πρόσωπα, συνήθως οι πεθερές ή άλλα συγγενικά πρόσωπα του στενού
οικογενειακού περιβάλλοντος, επεµβαίνουν στη σχέση του ζευγαριού
υποθάλποντας την αρµονική συµβίωση των συζύγων. Οι αιτίες που
προκαλούν την επέµβαση αυτή άλλοτε είναι σοβαρές, άλλοτε άνευ σηµασίας:
προσωπικοί εγωισµοί, φιλοδοξίες που δεν εκπληρώθηκαν, έλλειψη κάποιου
άλλου ενδιαφέροντος, υπερβολική αδυναµία στο γιο ή, σπανιότερα, στην κόρη
τους, εµπαθείς λογισµοί. Η εισβολή αυτή όµως στη ζωή του ζευγαριού γίνεται
συχνά επικίνδυνη, εάν δεν τεθεί υπό έλεγχο.

Τέτοια βιώµατα είχε στο σπίτι του ο καπεταν - Τζώνης στην «Κοκκώνα
Θάλασσα». Ως υπαίτια των προβληµάτων που είχε µε τη σύζυγο του
θεωρούσε την πεθερά του. Στην πραγµατικότητα «οὐδὲ ὑπῆρχε, (…), µῶµός
τις ἢ βαθεῖα κηλὶς εἰς τὴν οἰκίαν. Μόνον µικρολογίαι, παράπονα, ἡ αἰωνία
ἐχθρὰ τῆς ἡσυχίας τῶν ἀνδρογύνων, ἡ γκρίνια, ἡ ἀπαίσιος γκρίνια!»471. Αυτές
οι συνήθεις όµως καταστάσεις για ένα σπίτι είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθµό,
ώστε να προκαλούν δυσφορία στον καπετάνιο. Από τα «µικρά» δηλαδή αυτά
πράγµατα, είχε ανοιχθεί µια «πληγή» στη σχέση του ζευγαριού που άρχιζε να
το καταστρέφει, όπως από «ἕνα µικρὸν ἀµυδρὸν µαυράδι» στην άκρη του
ορίζοντα προκαλείται µια φοβερή θαλάσσια τρικυµία στην αρχή του
διηγήµατος472. Έτσι, ο καπετάνιος είχε φθάσει στο σηµείο να µην επιθυµεί να
πάει στο σπίτι του µετά την επιστροφή του από το ταξίδι, κάτι που φανερώνει

469
π. Στύλιου, Η αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα,
1994, σ. 299.
470
π. Στύλιου ό.π., σ. 299.
471
Τ.Γ’, σ.291, στ.30-32.
472
Η ξαφνική αυτή φουρτούνα και η κατοπινή νηνεµία προεικονίζουν την αντίστοιχη κατάσταση που θα
βιώσει στο σπίτι του.
377

τη σοβαρότητα του προβλήµατος. Όλοι γνωρίζουµε πόσο σηµαντική είναι


κάθε φορά η ηµέρα της επιστροφής και της επανένωσης του ναυτικού µε την
οικογένειά του την οποία έχει µήνες ή ακόµη και χρόνια να δει. Ο δυστυχής
καπεταν- Τζώνης προτιµούσε πλέον να πλέει µε το καράβι του στην
«κοκκώνα» θάλασσα, παρά να υφίσταται τις «φουσκοθαλασσιές» στην οικία
του. Ντρεπόταν τη γειτονιά, στην οποία έδινε άθελά του τροφή για σχόλια, και
προσπαθούσε πάση θυσία να αποφύγει τους καυγάδες µε τη συµβία και την
πεθερά του.
Η τελευταία, ωθούµενη από µια στείρα και επικίνδυνη υπερηφάνεια,
έθετε διαρκώς σε κίνδυνο την ενότητα του ζευγαριού. Αλαζονική και
αδικαιολόγητα άδικη απέναντι στο γαµπρό της δε δίστασε να του στείλει
γράµµα, ενώ βρισκόταν ακόµη στο ταξίδι. Σε αυτό το γεµατο «ὄξος καὶ χολή»
κείµενο, τον κατηγορεί ως σφιχτοχέρη473 και κοινωνικά κατώτερο της κόρης
της. Θεωρεί υποχρέωσή του να συντηρεί επιπλέον της δικής του οικογένειας
την ίδια και τις άλλες δύο κόρες της προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι βοηθάει
και συντροφεύει τη γυναίκα του και τα µικρά παιδιά τους. Πέρα όµως από τις
συνήθεις κατηγορίες (και την παρ’ολίγον κατάρα της) φθάνει στο σηµείο να
τον προτρέπει να τη χωρίσει σε περίπτωση που εξακολουθήσει να την αφήνει
µόνη της χωρίς να θέλει την ίδια και τις άλλες κόρες της κοντά της. Ενώ
γνωρίζει τις τεράστιες δυσκολίες που θα αντιµετώπιζαν, ακόµη και την
αδυναµία να συντηρηθούν σε µια τέτοια περίπτωση, το πάθος της αλαζονείας
και ο υπερβάλλων εγωισµός την ωθεί στο να προτιµάει να διαλύσει το γάµο
του παιδιού της παρά να υποχωρήσει και να συνδιαλλαγεί µε το γαµπρό της.
Το υπερβολικό αυτό θάρρος της πεθεράς του µας κάνει εντύπωση. ∆εν
συναντούµε σε άλλο «σκιαθίτικο» διήγηµα µια τέτοια συµπεριφορά πεθεράς
προς γαµπρό. Η µακρά απουσία του από το σπίτι είναι µια αιτία, γιατί της
επέτρεψε να «εγκατασταθεί» στο σπίτι της κόρης της. Οι εργασιακές του όµως
υποχρεώσεις το επέβαλλαν. Η δεύτερη είναι η έλλειψη µέριµνας για τις
«υλικές ανάγκες» της «καλοµαθηµένης» και «αρχοντογεννηµένης» κόρης της.
Αυτή όµως είναι η προσωπική εκτίµηση µιας γυναίκας που είναι εµπαθώς
προσκοληµµένη στα εγκόσµια αγαθά και τις ανέσεις προσµετρώντας την αξία
των ανθρώπων, και µάλιστα των δικών της πλέον ανθρώπων, µε βάση την
παροχή ή µη αυτών των αγαθών (ή αλλιώς µε βάση την «αχθοφορική» τους
ικανότητα474). Μια τέτοια γυναίκα αναµενόµενο είναι να «αγνοεί» το πνεύµα
αυτοθυσίας και αλληλοπροσφοράς που πρέπει να υπάρχει σε ένα γάµο.

473
Όπως αναφέρεται στο διήγηµα, η αδυναµία του καπετάνιου να κάνει δώρα στη γυναίκα του οφείλεται
όχι σε τσιγγουνιά, αλλά στις οικονοµικές δυσκολίες που αντιµετώπιζε τόσο ο ίδιος, όσο και πολλοί
συνάδελφοί του (βλ. Τ. Γ’, σ.289, στ.31-33).
474
Όπως είδαµε παραπάνω, το ίδιο σκεπτικό συµµερίζεται και η Φραγκογιαννού. Η «φιλοσοφική»
ανάπτυξη και εµβάθυνσή του είναι ένας και από τους λόγους που οδήγησαν την τελευταία στο «ψήλωµα
του νου» της. Ο Σ. Παπαθανασίου αποδίδει στην πεθερά αυτή το «πάθος» της «πραγµοποίησης»,
όπου οι ανθρώπινες σχέσεις µετασχηµατίζονται σε σχέσεις µεταξύ πραγµάτων. Η κινητήρια δηλαδή
δύναµη των γεγονότων παύει να είναι ο άνθρωπος αλλά τα πράγµατα. Το «πάθος» αυτό, που είναι µια
µείξη κενοδοξίας και φιλαργυρίας- ‘’φιλοπραγµατίας’’ «εκτείνεται προοδευτικά στο σύνολο της ψυχικής
ζωής των ανθρώπων, µε αποτέλεσµα να κυριαρχεί το αφηρηµένο και το ποσοτικό πάνω στο
συγκεκριµένο και στο ποιοτικό» , Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ.43.
378

Έτσι, θεωρεί «απαραίτητα» υλικά καθαρά πράγµατα (στη µακριά λίστα της
δεν υπάρχει κάποιο είδος πρώτης ανάγκης, αλλά κυρίως κοσµήµατα και άλλα
είδη που ικανοποιούν τη γυναικεία µαταιοδοξία) που στην πραγµατικότητα
είναι περιττά475. Τους δίνει µάλιστα τέτοια αξία, ώστε να τα θεωρεί
προϋπόθεση βελτίωσης των τεταµένων σχέσεων του γαµπρού της µε την ίδια
πρωτίστως και κατόπιν µε την κόρη της. Λησµονεί πως «χρή τοὺς
ἀνθρώπους, ἢ µηδὲν περισσὸν κεκτῆσθαι, ἢ ἔχοντας, οὕτω γινώσκειν
ἀσφαλῶς, ὅτι τὰ ἐν τῷ βίῳ πάντα, κατὰ φύσιν φθαρτὰ καὶ εὐαφαίρετά εἰσι καὶ
ἀπόβλητα καὶ κλαστὰ»476.
Αποτέλεσµα αυτού του τρόπου σκέψης είναι η αρνητική εκτίµηση των
όσων προσφέρει ο καπετάν Τζώνης στη γυναίκα του διαγράφοντάς τα, απλά
και µόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται στις δ ι κ έ ς τ η ς υλικές επιθυµίες. Η
υπέρµετρη φιλαυτία της, της δηµιουργεί το αίσθηµα του ανικανοποίητου. Και
δεν είναι τυχαίο ότι, αφού τονίζει επανειληµµένως την αριστοκρατική τους
καταγωγή και απαριθµεί διεξοδικά τα δώρα που «όφειλε» να έχει ήδη φέρει
στην κόρη της, του γράφει : «καλὰ τὸ λένε, ποτὲ νὰ µὴν κατεβαίνῃ ὁ
ἄνθρωπος ἀπ’ τὴ σκάλα του477. Ἐ γ ὼ θ έ λ η σ α ν ὰ κ α τ ε β ῶ , κ α ὶ σ ’
ἐ π ῆ ρ α σ έ ν α ν ε , κ’ ἐνόµιζα πὼς θὰ βγῇς ἄνθρωπος νὰ µοῦ τὸ γνωρίσῃς,
µὰ γελάστηκα»478. Είναι τέτοια η, αναµεµειγµένη µε αλαζονεία, φιλαυτία της,
ώστε θεωρεί ακόµη και το σύζυγο της κόρης της προσωπικό της κτήµα που
υποχρεούται να ικανοποιεί κάθε της επιθυµία, σ α ν ν α ε ί ν α ι ε κ ε ί ν η η
γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Σφετερίζεται δηλαδή ακόµη και τη θέση της κόρης της. Για
αυτό και δε διστάζει να του προτείνει, σε περίπτωση που δεν επιθυµεί να
καλύψει τις προαναφερθείσες απαιτήσεις της, να χωρίσει την κόρη της -κάτι
που αποτελεί δική της επιθυµία λόγω της διάψευσης των προσδοκιών της479-
ενώ αυτό το θέµα αφορά αποκλειστικά και µόνο το ζευγάρι. Με τον τρόπο
αυτό θέλει να «αναιρέσει» το γαµπρό της θεωρώντας τον, αυτόν που είναι
απαραίτητος για την ίδια τη συνοχή της οικογένειας του, ως «περιττό» ακόµη
και για τα παιδιά του480.
Μεγάλη φυσικά ευθύνη για την κατάσταση που δηµιουργήθηκε έχει και
η σύζυγος του καπεταν- Τζώνη. Το λάθος της στην προκειµένη περίπτωση
ήταν ότι της επέτρεψε να πληροφορηθεί -γιατί η ίδια δε γνώριζε γράµµατα- τα
παράπονα που της έκανε ο άντρας της στο τελευταίο του γράµµα. Με αυτό
τον τρόπο της παραχώρησε το δικαίωµα να επέµβει για άλλη µια φορά, ενώ

475
Τόσο ο Χριστός, όσο και οι Πατέρες έχουν µιλήσει επανειληµµένως για την αποφυγή θησαυρών
«ἐπὶ τῆς γῆς» και την αναζήτηση των ουράνιων θησαυρών. Η «άφρων» πεθερά όµως ξεχνάει τις
επιταγές της ορθόδοξης παράδοσής µας.
476
Μ. Αντωνίου, «Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστῆς πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ. Α΄, σ. 14,
Νο. οα’.
477
Αν θυµηθούµε την κλίµακα του Ιωάννη, θα λέγαµε ότι µε αυτά τα λόγια κατακρηµνίζεται η
συγκεκριµένη πεθερά από τη δική της σκάλα παρασυρόµενη από το δαιµόνιο της αλαζονείας.
478
Τ. Γ’, σ. 287, στ. 23-25. Η αραιογράφηση δική µας
479
Άλλωστε, και η Φραγκογιαννού δεν αναλαµβάνει «προς όφελος» άλλων γυναικών να σκοτώσει τα
κοριτσάκια τους αντανακλώντας αυθαίρετα τις δικές της απόψεις και επιθυµίες και σε εκείνες;
480
«Κι ἂν δὲ σ' ἀρέσῃ, κάνεις καλὰ νὰ τὴν χωρίσῃς τὴν κόρη µου, κι ἄφσε καὶ τὰ δυὸ παιδιά, ἐ µ ε ῖ ς τ '
ἀ ν α θ ρ έ φ ο υ µ ε » (Τ.Γ’, σ. 288, στ.6-7). Η αραιογράφηση δική µας.
379

γνώριζε την αντιπάθεια που είχε για το σύζυγο της. Αντί, ως φρόνιµη και
λογική σύζυγος, να κρατήσει τα παράπονα του συζύγου της για τη µητέρα της
µυστικά, εκείνη της τα κοινοποίησε πυροδοτώντας το ήδη τεταµένο κλίµα.
Ξεχνάει πως µετά το γάµο της ο σύζυγος και τα παιδιά τους είναι η πρώτη της
προτεραιότητα. Γιατί πλέον αυτή και ο σύζυγός της είναι «σάρκα µία. ὥστε
οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ µία»481. Συνεπώς, καθιστά τον εαυτό της
συνυπεύθυνο µε τη µητέρα της για το αρνητικό κλίµα που επικρατεί εντός της
οικογένειάς της. Καταλαβαίνουµε πως, λόγω της δουλειάς του συζύγου της
και της παρατεταµένης µοναξιάς που βίωνε κατά την απουσία του, ήθελε να
έχει κοντά της τους συγγενείς της. Η ανάγκη όµως για συντροφικότητα και
στήριξη στις καθηµερινές ανάγκες της οικίας δεν δικαιολογεί την παραχώρηση
του δικαιώµατος στη µητέρα της να προσβάλλει τον άντρα της απειλώντας τον
γάµο τους: «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος µὴ χωριζέτω482».
Επιτρέποντας, δηλαδή, σε ένα τρίτο να αναµειχθεί στα εσωτερικά τους, έθεσε
σε θανάσιµο κίνδυνο τη συζυγική τους συνοχή.
Από την άλλη πλευρά, ο καπεταν-Τζώνης, ευρισκόµενος µπροστά στον
πειρασµό να διαλύσει την οικογένειά του και πληµµυρισµένος από την οργή
που αισθανόταν για την πεθερά του, προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τα
αισθήµατά του. Για µια στιγµή, κατακλυσµένος από αγανάκτηση, φαίνεται να
χάνει τον έλεγχο και να επιχειρεί να την πνίξει. Σε ένα φίλο του εξοµολογείται
ότι προσπαθούσε να «πνίξῃ τάς φωνάς της», γιατί είχε καταντήσει
υστερική483. Ο πονηρός του έθεσε τον πειρασµό να απαλλαγεί από την
υπαίτιο της ταλαιπωρίας του µε τον πιο λανθασµένο τρόπο και έτσι να χάσει
στο τέλος τα πάντα. Η συνείδησή του όµως τον συνεφέρει και την ύστατη
στιγµή αποφεύγει το µοιραίο. Η λογική του κυριάρχησε πάνω στο θυµό και
την επιθυµία του να βλάψει την πεθερά του και έτσι απέφυγε την πτώση σε
ένα ολέθριο λάθος. Τηρεί την υγιή σχέση των τριών δυνάµεων της ψυχής
όπου το λογιστικό (ο νους) άρχει και κατευθύνει το παθητικό (το θυµικό και το
επιθυµητικό) µέρος της ψυχής484. Η εφαρµογή της σωστής αυτής σχέσης των
ψυχικών του δυνάµεων ηρεµεί την ψυχή του και τον βοηθάει να δει το
πρόβληµα του από την ορθή οπτική γωνία της συνδιαλλαγής και της
ειρήνευσης.
Επίσης, πρέπει να επισηµάνουµε ότι, ως σοβαρός και εσωστρεφής
άνθρωπος, αισθάνεται ντροπή για την κατάσταση που βιώνει αλλά ούτε µία
φορά δεν αναφέρεται στο διήγηµα πως σκέφτηκε να χωρίσει τη σύζυγό του.
Η λογική και η ψυχραιµία επικρατούν τελικά στην ψυχή του και καταφέρνει να
συζητήσει µε τη γυναίκα του και να λάβει την υπόσχεση ότι «εἰς τὸ µέλλον θὰ
εἶναι φρονιµωτέρα ἀπὸ τὴν µητέρα της»485 .

481
Μτ. 19,5.
482
Μτ.19,6.
483
∆είγµα µάλλον και αυτό των παθών που την ταλαιπωρούσαν (βλ. Τ.Γ’, σ.291,στ.21-22).
484
Βλ. Κεσελόπουλου Α. «Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά»,ό.π.,
σ.60 και Γ. Μαντζαρίδη « Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
485
Τ.Γ’, σ.292, στ.1.
380

Μετά την «τρικυµία» εποµένως, έρχεται η γαλήνη και ο αγαθός


ναυτικός φθάνει στο σηµείο να «παινέψει» την πεθερά του δηλώνοντας έτσι
την επιθυµία του να επέλθει οριστικά η οικογενειακή ειρήνη. Ακολουθώντας
τις προτροπές του αποστόλου Παύλου «γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς µὴ χωρισθῆναι·
ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, µενέτω ἄγαµος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα
γυναῖκα µὴ ἀφιέναι»486 κάνει το σωστό για τη συµβία και τα παιδιά τους
τείνοντας χείρα συµφιλίωσης προς την πεθερά του που λίγο έλειψε να τον
οδηγήσει σε µια θανάσιµη αµαρτία. Ξορκίζει το θυµό του λέγοντας κάτι καλό
για την πεθερά του και µε αυτό τον τρόπο επαναβρίσκει τη ψυχική του ηρεµία
και συγχρόνως αποκαθιστά µια σωστή σχέση και µε την οικογένειά του και µε
το Θεό487. Γιατί: «Ἵστησι τὸν θυµὸν µακροθυµία καὶ ἀµνησικακία. Μειοῖ δὲ
αὐτὸν ἀγάπη καὶ συµπάθεια»488.

Η συζυγική αγάπη είναι κάτι που κατακτιέται µέρα µε τη µέρα.


Χρειάζεται συνεχή αγώνα και από τους δύο συζύγους προκειµένου να
στερεωθεί και να παραµείνει. Η φυσική έλξη των δύο συζύγων και ο έρωτας
που υπάρχει στην αρχή δεν είναι αρκετά για την επιτυχηµένη πορεία ενός
γάµου, έαν δεν στεφθούν µε την αγάπη, που κρατάει ενωµένο το ανδρόγυνο
στις δύσκολες στιγµές. Εάν δεν καταβάλλει τουλάχιστον ο ένας από τους δύο
συζύγους την απαιτούµενη προσπάθεια, το συζυγικό οικοδόµηµα διατρέχει
σοβαρό κίνδυνο να καταρρεύσει.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου εύκολο. Εκτός από την οργή, τη
ζηλοφθονία, το ψεύδος, την υποκρισία σηµαντικό ρόλο παίζουν και οι
εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι οικονοµικές δυσκολίες, οι συγγενείς που
είδαµε και παραπάνω και οι κακές «ἕξεις». Την επικινδυνότητα των κακών
συνηθειών επισηµαίνει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παροµοιάζοντάς τες µε τη
φωτιά: «ὁ τρέφων γάρ ἑαυτῷ συνήθειαν, ὡς ἄνθρωπος ἐστι τρέφων πῦρ»489.
Μια τέτοια συνήθεια που, αν δεν τηρηθεί υπό έλεγχο, µπορεί να καταστρέψει
όχι µόνο την οικογενειακή και προσωπική ζωή, αλλά και την οικονοµική και
κοινωνική ζωή ενός ανθρώπου, είναι η πολυποσία. Εκτός από τις αρνητικές
επιπτώσεις στην υγεία του πάσχοντος, του στερεί κάθε δυνατότητα προόδου
στους υπόλοιπους τοµείς.
Σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση έχει περιέλθει ο Ιάκωβος Π. στη «Μικρά
Ψυχολογία». Πιθανή αιτία για την οποία έφθασε σε αυτό το σηµείο είναι οι
σοβαρές δυσκολίες που αντιµετώπιζε στην εργασία του. Σκεπτόµενος µε
κοσµικό φρόνηµα έριξε όλο το βάρος στην επαγγελµατική του εξέλιξη.
Προσκολήθηκε υπερβολικά σε αυτό το εγκόσµιο θέµα στρέφοντας όλη του την
επιθυµία εκεί. Λόγω όµως κάποιας ατυχίας ή κακών επιλογών δεν είχε
καταφέρει να επιτύχει το στόχο του που ήταν να αποκτήσει δικό του πλοίο,

486
Α’ Κορ. 7,10-11.
487
Όπως και πολλοί άλλοι ήρωες του Παπαδιαµάντη , ο καπεταν- Τζώνης κάνει την «καλή αντιστροφή»
µετατρέποντας την οργή του σε µακροθυµία.
488
Θαλασσίου του Λιβύου, «Περὶ ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας ἑκατοντὰς Β’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.212, Νο.κγ’.
489
Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., Λογ. ΜΑ’, σ.578, στ. 108-109.
381

όπως ο πατέρας και οι ετεροθαλείς αδελφοί του. Αποτέλεσµα αυτού ήταν οι


προσωπικές του φιλοδοξίες για επαγγελµατική άνοδο και επιτυχία να
διαψευστούν. Η ανθρώπινη κενοδοξία που γεννούσε µέσα του την επιθυµία
να φανεί ισάξιος του πατέρα και των αδελφών του επέτεινε την απογοήτευσή
του. Στο σηµείο αυτό είναι που έκανε και το µείζον λάθος.
Μέσα στη θλίψη του περιέπεσε σε απόγνωση και δεν σκέφτηκε να
καταφύγει στο µοναδικό σταθερό αρωγό που είναι ο Θεός. ∆εν έδειξε
εµπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια, η οποία ποτέ δεν απογοητεύει τον άνθρωπο
που βασίζεται σε αυτήν. Αντίθετα, µη απευθυνόµενος στη βοήθεια του Θεού
για την αντιµετώπιση των προβληµάτων του, απέκοψε τον εαυτό του από
Αυτόν. Συνέπεια αυτού ήταν να αισθάνεται µόνος απέναντι στις δυσκολίες και
την αποτυχία. Η έλλειψη αυτή εµπιστοσύνης προς το Θεό και η µοναξιά που
βίωνε «ἐν κρυπτῷ» στην ψυχή του εκδηλώθηκαν φανερά µε µια από τις πιο
γνωστές εκφράσεις του πάθους της γαστριµαργίας, τη µέθη490. Η εκούσια
υποταγή του στο πάθος αυτό τον καθιστά προοδευτικά πλήρως υπόδουλο σε
αυτό.
Κατά συνέπεια εισήλθε σε ένα φαύλο κύκλο κινδυνεύοντας να χάσει το
πιο πολύτιµο πράγµα που είχε, την οικογένειά του. Η συνειδητοποίηση του
σφάλµατός του δεν τον βοηθά γιατί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δε
συνοδεύεται από την ταυτόχρονη (έστω και εκ των υστέρων) στροφή προς τη
βοήθεια του Θεού και τη δυναµική απόφαση να αλλάξει ο ίδιος. Χωρίς αυτά
δεν µπορεί να αποκόψει το καταστροφικό του πάθος, αλλά βυθίζεται σε αυτό
ολοένα και περισσότερο. Ενώ φαίνεται πως είναι κατά βάση καλός και
ευαίσθητος ως χαρακτήρας491 και ότι αγαπάει τόσο τη γυναίκα του492, όσο
και τα παιδιά του, δεν κάνει τίποτα για να ανακάµψει υποκύπτωντας όχι µόνο
στη µέθη, αλλά και στο πάθος της ραθυµίας493. Τα πάθη αυτά νεκρώνουν
κάθε προσπάθεια του να επανέλθει και να ξαναβρεί πρωτίστως τον εαυτό του
και στη συνέχεια την αρµονική σχέση µε τη γυναίκα του: «Ὅταν (…) ἡ ψυχὴ
(…) ὑπὸ κραιπάλης θολῶται ἢ ὑπὸ χαλεπῆς δυσθυµίας ὀχλῆται, οὐ δύναται ὁ
νοῦς ἐγκρατὴς γενέσθαι τῆς τοῦ Θεοῦ µνήµης. Ἐσκοτισµένος γὰρ ὅλος ὑπὸ
τῆς δεινότητος τῶν παθῶν ὧν, ἀλλότριος τῆς οἰκείας πάντως γίνεται

490
Όπως επισηµαίνει και ο Α. Κεσελόπουλος «Ο Θεός είναι αγάπη και ενεργεί παντού και πάντοτε ως
αγάπη. Η δουλεία του ανθρώπου στα πάθη (…) είναι η φυσική συνέπεια της ήττας του και το
φυσιολογικό αποτέλεσµα της αποµακρύνσεώς του από τη Ζωή» (Πάθη και Αρετές, εκδόσεις
∆όµος,1982, σ.47). Στη µέθη ως πάθος αναφέρεται παραπάνω: «Από όλες όµως τις σωµατικές
αισθήσεις ιδιαίτερα επηρεάζει τα πάθη η γεύση, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της ανάγκης για
τροφή, αλλά καταλήγει στην «ἀµετρία ταύτης, ό έστι τρυφή». Αυτά τα πάθη είναι η γαστριµαργία, η
λαιµαργία, η πολυποσία και η µέθη», ό.π, σ.36.
491
Βλ. Τ.Γ’, σ.603, στ.33-35.
492
«Ἦτον αἰσθηµατίας, καὶ ἠγάπα τὴν γυναῖκά του µὲ ἀληθῆ ἔρωτα», Τ.Γ’, σ.603, στ.11.
493
«Ἔπινε πολύ. Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔκαµνε καλά, ἀλλὰ δὲν ἠµποροῦσε νὰ τὸ κόψῃ. Κάθε βράδυ
ἐλησµόνει τὰς συµβουλὰς καὶ τὰς καλὰς ἐµπνεύσεις τῆς πρωίας», Τ.Γ’, σ.603, στ.12-14. Στο πάθος της
ραθυµίας αναφέρθηκε και ο γέροντας Παΐσιος: «Η ακηδία και η ραθυµία µερικές φορές κολλούν και σε
ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευµατική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιµο (…) ΄Ενας
ευαίσθητος (όµως) άνθρωπος, αν στεναχωρηθεί, νιώθει µετά ακηδία (…) Να προσέχη να µην αφήνη
αθεράπευτες πληγές, γιατί µετά κάµπτεται από τα τραύµατά του. Το ψυχικό τσάκισµα, το οποίο στη
συνέχεια φέρνει και το σωµατικό, τον αχρηστεύει», Πνευµατική αφύπνιση,Τόµος Β’, Ι. Ησυχαστήριον
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 1999, σ.297.
382

αἰσθήσεως»494. Έτσι, ο έρωτας που τους οδήγησε σε γάµο495 δεν στέκεται


αρκετός για να αναστραφεί το αρνητικό κλίµα.
Αντιθέτως, παραµένοντας εγκλωβισµένος στο πάθος της οινοποσίας,
θανατώνει σωµατικά και ψυχικά τον εαυτό του (διαπράττοντας ένα είδος
έµµεσης «αυτοκτονίας»). Με αυτή τη στάση καταδικάζει εν µέρει και την
υπόλοιπη οικογένειά του µε ολέθριες συνέπειες. Η συζυγική συνοχή και
αρµονία κατακερµατίζεται, ενώ τα παιδιά του στερούνται τον πραγµατικό τους
πατέρα, αφού, λόγω τακτικής έλλειψης νηφαλιότητας, παύει να είναι πια ο
εαυτός του. Αδυνατώντας, εποµένως, να ξεφύγει από το πάθος του γίνεται
υπαίτιος της δικής του καταστροφής, της ψυχικής οδύνης της συζύγου του και
των βαθύτατων ψυχικών τραυµάτων των παιδιών του.
∆υστυχώς, η σύζυγος του Ιάκωβου φαίνεται πως έχει παραδώσει
επίσης τα όπλα. Στο περιστατικό που διασώζει ο αφηγητής, τον υποδέχεται
φουρτουνιασµένη περιµένοντας τον άγρυπνη. Οργισµένη τον υβρίζει µε έναν
τρόπο που δεν είναι συνήθης στην ανδροκρατούµενη τότε εποχή: «Ὣς πότε
θὰ φέρνεσ' ἔτσι, σκυλὶ µαῦρο;... ∆ὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου, δὲν ἔχεις ἔννοια
στὸ µυαλό σου, δὲν ἔχεις αἴστηµα στὰ στήθια σου;... ∆ὲν συλλογιέσαι ποὺ
ἔχεις παιδιά... κοιµῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιµένουν, πότε νὰ ἔλθῃς... ∆ὲν τὸ
χόρτασες πλιό, τὸ ἔρµο; Ὅλο νὰ µπεκροπίνῃς µὲ τοὺς φίλους σου... ποὺ σοῦ
θέλουν πολὺ τὸ καλό σου. "Ἐκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τους", καὶ δὲν µπορεῖς
νὰ κάµῃς µιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούς...»496. Τα λόγια αυτά φανερώνουν το
ανεπανόρθωτο πλήγµα που έχει δεχθεί ο γάµος τους. Έχει πάψει πια να τον
σέβεται, να τον «φοβάται» (µε την παύλεια σηµασία της λέξης) και τον βλέπει
ως έναν άχρηστο σύζυγο, ανίκανο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του
απέναντι στην ίδια και τα παιδιά τους. Αντί, µε αγάπη και κατανόηση, να
σκύψει πάνω στο πρόβληµα του άνδρα της, να συζητήσει µαζί του
προκειµένου να εντοπίσουν «ὁµοῦ» τη βαθύτερη αιτία που τον οδηγεί στο
πάθος της µέθης και να τον στηρίξει, επιτρέπει µε τη σειρά της στον αρχικά
δικαιολογηµένο θυµό της να εξελιχθεί στο πάθος της οργής. Βλέποντας στη
συνέχεια τον άνδρα της και το πάθος του µέσα από τη θολή εικόνα που της
δίνει το δικό της πλέον πάθος, στέκεται στην εξωτερική του έκφραση και όχι
στο εσωτερικό του υπόβαθρο. Οι ύβρεις και οι στείρες κατηγορίες δε βοηθούν
ούτε το σύζυγό της ούτε την ίδια. αντιθέτως, επιδεινώνουν την κατάσταση.
Όταν η συζυγική αγάπη είναι βαθιά ριζωµένη σε ένα ανδρόγυνο και ο ένας εκ
των δύο πέσει σε κάποιο παράπτωµα, ο άλλος σπεύδει για να τον στηρίξει και
όχι να τον επιπλήξει.
Η αρνητική κατάληξη αυτού του ζευγαριού µας οδηγεί στο ακόλουθο
συµπέρασµα: ο αρχικός έρωτας που τους ένωσε φαίνεται πως ήταν κατά
κύριο λόγο σαρκικός και όχι πνευµατικός. Έτσι δεν εξελίσσεται σε συζυγική
αγάπη, που θα κρατούσε ενωµένο το ζευγάρι. Για αυτό επιτρέπουν στα πάθη

494
∆ιαδόχου επισκόπου Φωτικής, «Λόγος ἀσκητικὸς», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ. 251, Νο. ξα’.
495
«Τὴν εἶχε νυµφευθῆ ἐξ ἔρωτος», Τ.Γ’, σ.60, στ.6-7.
496
Τ.Γ’, σ.605, στ.7-13.
383

να διαβρώσουν τις ψυχές τους και να κατακερµατίσουν τη συζυγική τους


ενότητα. Αποτέλεσµα αυτού είναι να µην υπάρχει διάθεση εκ µέρους ούτε του
ενός ούτε του άλλου, ώστε να ανατραπεί η σταδιακή αποσάθρωση του γάµου
τους. Συνεπώς, ο γάµος αυτός, που είχε πολλές προϋποθέσεις για να
επιτύχει, καθιστά δυστυχείς όχι µόνο τους ίδιους τους συζύγους, αλλά και τα
παιδιά τους. Αντί «ως σάρκα µία» να αγωνιστούν απέναντι στις δυσκολίες της
ζωής και να εξέλθουν από αυτές πιο αγαπηµένοι και δυνατοί, αυτοί
προχωρούν αποµονωµένοι και ψυχικά τσακισµένοι.

Από την άλλη πλευρά, η θετική σκέψη και η καλή τύχη µπορεί να
βοηθήσει ένα ζευγάρι να επιτύχει. Τέτοιο ζευγάρι ήταν ο καπεταν- Στέφος και
η δεύτερη γυναίκα του η Σινιώρα στο διήγηµα «τ’ µπούφ΄τού π’λί». Πρόκειται
για δύο ανθρώπους φύσει αισιόδοξους, τυχερούς και ανοιχτόκαρδους. Παρά
το γεγονός ότι οι συµµαθητές του τον κορόϊδευαν όταν ήταν µικρός, οι
συνάδελφοί του τον φώναζαν σκωπτικά «µπούφο»497 και οι γειτόνισσες
κατηγορούσαν συνέχεια τη γυναίκα του ως «ἀπασσάλωτη, ἀναφάνταλη,
ἀστάνευτη», ούτε εκείνος ούτε εκείνη λάµβαναν στα σοβαρά τις κακολογίες
αυτές και «ποτὲ δὲν ἐχαλοῦσε ἡ καρδιά τους»498. Το σύνθηµα του ζευγαριού
ήταν «Ποτὲ δὲν βάζω κακὸ στὸν νοῦ µου, κι ὅλα µοῦ ἔρχονται δεξιά» 499.
Εκτός όµως από την κοινή στάση ζωής που είχαν, φαίνεται πως
υπήρχε και αληθινή αγάπη µεταξύ τους. Ο ένας στήριζε µε τον καλό του λόγο
και τη θετική του σκέψη τον άλλο. Ο καπεταν- Στέφος σεβόταν και εκτιµούσε
τη γυναίκα του, που τη θεωρούσε «καλοπόδαρη» και την έβαζε να
προπορεύεται ως τη βάρκα κάθε φορά που επρόκειτο να µπαρκάρει από το
λιµάνι. Ο κόσµος το θεωρούσε δεισιδεµονία, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από
αυτό500. Όταν αγαπάει ένας άνδρας τη σύζυγό του και γνωρίζει ότι τον
αγαπάει και εκείνη επιθυµεί να την έχει κοντά του πριν µπαρκάρει µε το πλοίο.
Εάν µάλιστα δεν λαµβάνει τοις µετρητοίς την εικόνα του αυστηρού άνδρα της
ανδροκρατούµενης τότε εποχής, δεν θεωρεί υποτιµητικό να προπορεύεται
εκείνη µέχρι τη βάρκα.
Ωστόσο, η ιδιαίτερη αγάπη που είχαν οι δύο σύζυγοι µεταξύ τους
καθίσταται ολοφάνερη από ένα περιστατικό που συνέβη παραµονές
Χριστουγέννων. Το πλοίο του καπετάν- Στέφου άργησε να έρθει και όλοι στο
χωριό ανησύχησαν. Η µοναδική που δεν ανησύχησε ήταν η Σινιώρα. Παρά
την ασυνήθιστη αργοπορία του, εκείνη ήταν βέβαιη ότι ο άνδρας της θα τα
καταφέρει. Πράγµατι, κοντά στα µεσάνυχτα το πλοίο, εν µέσω φοβερής
τρικυµίας, έφτασε στο λιµάνι. Εκείνη, παρόλο που είχε βάλει τα παιδιά τους
για ύπνο, δεν κοιµόταν γιατί τον περίµενε. Από την στάση της αυτή
φανερώνεται ότι είχε την έγνοια για το σύζυγό της, αλλά ταυτόχρονα και την

497
Βλ. Τ.Γ’, σ.653.
498
Τ.Γ’, σ.650, στ.21.
499
Τ.Γ’, σ.650, στ.22-23.
500
Πέρα από την αναφορά της συνήθειας αυτής στην ιστορία του Ιακώβ στην Παλαιά ∆ιαθήκη (βλ. Τ.Γ’,
σ.649, στ.11-13), η καπετάνισσα ήταν και άνθρωπος χωρίς προλήψεις (βλ. σ.650,24-30 και σ.651, στ.1-
5).
384

ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά. Όταν ο άνδρας της της φώναξε από µακρυά το
«- Καλῶς σ' ηὗρα, καπετάνισσα!» οι πρώτες της κουβέντες δείχνουν την
πραγµατική χαρά που αισθανόταν για την επιστροφή του και φυσικά την
αγάπη που τρέφει για αυτόν: «- Καλῶς τὴν ἀγάπη µ' τὴ χρυσῆ! ἔκραξεν ἡ
κοκκινοµαλλού, ἀναγνωρίσασα τὴν φωνὴν τοῦ συζύγου της»501. Ενάντια στις
φοβίες και τις προκαταλήψεις, οι οποίες ήταν δικαιολογηµένες, µια και η
θάλασσα είναι απρόβλεπτη και οι ναυτικοί κινδυνεύουν πολύ συχνά, η
καπετάνισσα, έχοντας εµπιστοσύνη στις ικανότητες και την τύχη του συζύγου
της, δεν αφήνει την αγωνία να την καταβάλλει. Αντίθετα, ο θετικός τρόπος
σκέψης της που δεν την άφησε να φοβηθεί για τη ζωή του άνδρα της, την
αντάµειψε για άλλη µια φορά φέρνοντάς τον σώο και αβλαβή στο σπίτι και την
οικογένειά τους.
Ωστόσο, πέρα από τα θετικά τους στοιχεία, έχουν και ένα κοινό
σκοτεινό στοιχείο: τη ροπή τους προς την κλεψιά. Ο µεν καπετάν Στέφος
αγαπούσε το «πλιάτσικο» θεωρώντας οποιοδήποτε αντικείµενο ή ναυτικό
είδος βρισκόταν µπροστά του ως λάφυρο502. Η δε Σινιώρα δε δίστασε αµέσως
µετά το γάµο τους να «νὰ κλέψῃ τὰ νυφιάτικα ροῦχα τῆς νεκρᾶς (ενν. πρώτης
γυναίκας του καπεταν Στέφου), καὶ νὰ τὰ φορέσῃ»503. Παρ’ όλα αυτά, στην
περίπτωσή τους, το αµάρτηµά τους αυτό δεν είχε αρνητικές συνέπειες ούτε
επέφερε κάποιο είδος δίκαιης «τιµωρίας». Αντιθέτως, «ἡ κλεψιὰ τοὺ(ς)
ἔβγαινεν εἰς καλὸν»504. Πως συνέβη αυτό; Γιατί, όπως αναφέραµε παραπάνω,
ταυτόχρονα µε το πάθος της κλεψιάς, είχαν και µια αρετή: την α ο ρ γ η σ ί α .
Παρά την έντονη κοινωνική κατάκριση που δέχονταν505, δεν κρατούσαν κακία
σε κανέναν, δε χαλούσαν την καρδιά τους για τίποτε. Χαρακτηριστικό
παράδειγµα, η αντίδραση του καπετάν Στέφου στη δηµόσια προσβολή-
διαπόµπευσή του µε την ανάρτηση ενός ευµεγέθους πίνακα στο καφενείο του
νησιού που τον παρίστανε ως µπούφο να καταπίνει χρυσά νοµίσµατα. Μόλις
είδε την εικόνα, όχι µόνο δε θύµωσε, αλλά την «ἐπῄνεσε» και κέρασε τον
ζωγράφο επιβραβεύοντάς τον. Καταπολεµώντας καίρια τον -έστω και
προσωρινό- θυµό, δείχνει µια θαυµαστή ανωτερότητα αντιµετωπίζοντας µε
χιούµορ και καλοσύνη την «έντεχνη» µετά την «έλλογη» κατάκριση που
καθηµερινά δεχόταν. Αυτή λοιπόν η µέγιστη αρετή, αντισταθµίζει το πάθος
του και «δικαιολογεί» έως ένα βαθµό όχι µόνο την καλή του τύχη, αλλά και τον
επιτυχηµένο του γάµο.

Όλα τα ζευγάρια, όσο αγαπηµένα και αν είναι, έχουν τα


σκαµπανεβάσµατά τους. Συχνά µια παρεξήγηση ή ένας διαπληκτισµός µεταξύ
των συζύγων µπορεί να θέσει υπό αµφισβήτηση τα αισθήµατα που έχει ο
ένας για τον άλλο. Σε συνδυασµό µε το πείσµα, αυτή η αµφισβήτηση µπορεί

501
Τ.Γ’, σ.653, στ.24-25.
502
Τ.Γ’, σ.649, στ.15-20.
503
Τ.Γ’, σ.651, στ.1-2.
504
Τ.Γ’, σ.650, στ. 4.
505
Ο καπεταν Στέφος µάλιστα εκ παιδικής ηλικίας.
385

να οδηγήσει σε αψυχολόγητες και επιπόλαιες ενέργειες. Σε µια τέτοια ενέργεια


προέβη και η Καραβοκυρού, η σύζυγος του καπεταν- Γιάννη του Καραντή506.
Η νεαρή γυναίκα, αισθανόµενη µοναξιά κατά τη διάρκεια της πολύµηνης
απουσίας του άνδρα της, αντί να βρει κάποια επωφελή απασχόληση, έπεσε
στον πειρασµό της εξάρτησης από το αλκοόλ. Η συνήθειά της να πίνει
εξελίχθηκε σε πάθος, από το οποίο δεν µπορούσε να απεξαρτηθεί. Πλέον όχι
µόνο σε στιγµές θλίψης και µοναξιάς, αλλά και σε στιγµές χαράς είχε
«ανάγκη» από ποτό507.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του «εορτασµού» της για την
επιστροφή του συζύγου της. Αισθανόµενη κούραση από τις προετοιµασίες για
την άφιξη του συζύγου της, προσβάλλεται για µια ακόµη φορά από τον
πειρασµό να πιει ένα ποτηράκι µαστίχα για το «καλώς όρισες». Μετά την
προσβολή του κακού λογισµού και αφού ήπιε ένα ποτηράκι ποτό µαστίχα,
που της φάνηκε γλυκειά, «ἔκαµε συγκατάβασιν ὁ λογισµός της νὰ πίῃ ἀκόµη
µισὸ ποτηράκι»508. Η «γλυκύτητα» της µαστίχας µας παραπέµπει έµµεσα στην
προσωρινή ηδονή της αµαρτίας που θολώνει το µυαλό του αµαρτωλού και
τον οδηγεί στην επανάληψή της. Μετά τη συγκατάθεση αυτή η πέραν του
δέοντος κατανάλωση αλκοόλ είναι η έµπρακτη πτώση της στον πειρασµό.
Όπως και κάθε άλλου είδους «αµαρτωλός» που δεν έχει µετανοήσει ακόµη
για τα λάθη του, έτσι και η νεαρή καπετάνισσα προσπαθεί να «δικαιολογήσει»
το πάθος της αυτό προβάλλοντας ως αιτία άλλοτε τον καηµό της για την
απουσία του συζύγου και άλλοτε τη χαρά για την επιστροφή του. Πρόκειται για
την περίπτωση του εµπαθούς εκείνου ανθρώπου που κάνει το µαύρο άσπρο,
προκειµένου να ικανοποιήσει το πάθος του το οποίο δεν µπορεί πια να
ελέγξει.

506
Πρόκειται για το διήγηµα «Γυνή πλέουσα», Τ.∆’, σ. 19-36.
507
Για το διήγηµα αυτό έχει γραφεί ένα πολύ όµορφο ποίηµα που εκφράζει όλη την, αναµεµειγµένη µε
πόνο, αγάπη της Καραβοκυρούς για το σύζυγό της. Ποιητής του είναι ο Παναγιώτης Θωµάς και
εκδόθηκε στο περιοδικό Ακτή, τ. 89, έτος ΚΓ’, Λευκωσία, Χειµώνας 2011, σ.15.
Της αγάπης τα χρέη
Έφευγε για τις θάλασσες
κι άφηνε την Κυρά του
µόνη της να προσκαρτερεί
την αρµυρή αγκαλιά του.

Ένα ένα ποτηράκι


να ξεχνιέται ο σεβντάς
την επνίξανε τα χρέη
απ’ τους πόνους της καρδιάς.

Σαν ο καηµός την έπνιγε


άδειαζε τα ποτήρια
για της αγάπης τη φωτιά
έστηνε πανηγήρια.
Το εκφραστικότατο αυτό ποίηµα της καρδιακής αγάπης της καπετάνισσας για το σύζυγό της
έχει µελοποιηθεί από το Γιώργο Καλογήρου.
508
Τ.∆’, σ. 26, στ.18.
386

Ωστόσο, η «κακή» της τύχη και η επιπολαιότητα του µικρού της γιου
οδήγησαν στην αποκάλυψη του «αµαρτήµατός» της. Ο καπετάν- Γιάννης
περνώντας τυχαία από το καπηλειό, από το οποίο προµηθευόταν εκείνη το
κρασί, έµαθε για τα βερεσέδια που είχε αφήσει κατά το διάστηµα της
απουσίας του. Όπως ήταν αναµενόµενο θύµωσε και ο καυγάς του ζευγαριού
ήταν αναπόφευκτος. Η ταλαίπωρη γυναίκα, που έδωσε την ευκαιρία στο
δαίµονα της γαστριµαργίας να την µπλέξει στα δίχτυα του πάθους της µέθης,
αντί να συλλογιστεί το σφάλµα της, να ζητήσει συγχώρεση από το σύζυγό της
και να συνδιαλλαγεί µαζί του προσπαθώντας να καταπολεµήσει το πάθος που
απειλεί πλέον την οικογενειακή τους γαλήνη, βυθίζεται στην απελπισία, την
οποία οι Πατέρες αποδίδουν στην έλλειψη εµπιστοσύνης και αναφοράς στο
Θεό. Η απελπισία αυτή, γιγαντωµένη από το δαίµονα της λύπης, την οδηγεί
στην απόφαση να πνιγεί509. Λαµβάνει στα σοβαρά τον αστεϊσµό του συζύγου
της510 κατά τη διάρκεια του διαπληκτισµού τους, όταν τον απειλεί, χωρίς
ακόµη να το εννοεί, ότι θα πνιγεί και µε τη συνεπικουρία του δαίµονα ως
«αλλόφρων» το επιχειρεί αργά το βράδυ511.
Ευτυχώς, η θεία Πρόνοια δεν επέτρεψε να πραγµατοποιηθεί το
παράδοξο και ψυχοκτόνο αυτό σχέδιο. Η περιέργεια δύο γειτονισσών της512
αποδείχθηκε σωτήρια, αφού άκουσαν τον καυγά της µε τον καπετάνιο. Όταν
λοιπόν το ίδιο βράδυ η µια από αυτές άκουσε το θόρυβο της πόρτας και τα
ελαφριά βήµατα της καπετάνισσας, αµέσως υποψιάστηκε µήπως βάλει σε
εφαρµογή την απειλή της. Ενηµέρωσε εγκαίρως την άλλη και µαζί κατέβηκαν
στην παραλία προς αναζήτησή της. Ωστόσο, η Καραβοκυρού επρόκειτο να
συναντήσει στην ακροθαλασσιά και άλλο αρωγό. Η θεια-Χριστοδουλίτσα
συνέπεσε να πάει αργά τα µεσάνυχτα -πράγµα σπάνιο, αφού συνήθιζε να
πηγαίνει νωρίτερα- για να µαζέψει καβούρια και γαρίδες. Το αποτέλεσµα ήταν
να συναντήσει την Καραβοκυρού την ώρα που επιχειρούσε να πνιγεί
φράζοντας αποφασιστικά µε την παρουσία της το δρόµο της προς την
απώλεια. Επιπλέον, µε τις λιγοστές κουβέντες και τους αστεϊσµούς της
509
Θυµίζουµε ότι ο Ευάγριος ο Μοναχός, αναφέρει για το δαίµονα της λύπης πως «πλεῖον δὲ
προσκαρτερῶν γεννᾷ λογισµούς, ὑ π ε ξ ά γ ε ι ν τ ὴ ν ψ υ χ ὴ ν συµβουλεύοντας, ἢ φεύγειν τὸν
τόπον µακρὰν ἀναγκάζοντας», «Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισµῶν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.50, Νο. ια’.
510
«- ∆ὲν πᾷς νὰ πνιγῇς!... Θὰ µοῦ κάµῃς καὶ τὴ χάρη... Παίρνω ἄλλη!... ἀπήντα µετὰ καγχασµῶν ἡ
φωνὴ τοῦ πλοιάρχου», Τ.∆’, σ.30, στ.32-33.
511
Τις οδυνηρές συνέπειες του αλκοολισµού στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη αναφέρει η Ε. Πολίτου-
Μαρµαρινού: «Το πάθος για το κρασί, το µεθύσι, ο αλκοολισµός ωθούν τους ήρωές του στη χειροδικία,
στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή και στο έγκληµα (…)». ∆υστυχώς, η κυρία Πολίτου καταλήγει στη
συνέχεια στο συµπέρασµα ότι: «Το κακό ως δυσλειτουργία του κόσµου τούτου, σε µιαν έκφραση που
κλιµακούται από την απλή ευτέλεια ως το ειδεχθέστερο έγκληµα, είναι σε τέτοιο και τόσο βαθµό παρόν
στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη, ώστε να γίνεται από την κριτική λόγος για παρουσία της αµαρτίας και
της πάλης εναντίον της, ακόµη και για την ύπαρξη «εωσφορικού στοιχείου» ή και να καθίσταται δυνατός
ο χαρακτηρισµός της Παπαδιαµαντικής διηγηµατογραφίας στο σύνολο της ως ‘’µελέτης του κακού’’»,
«Παπαδιαµάντης, Μωπασάν και Τσέχωφ: Από τη Σκιάθο στην Ευρώπη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, σ. 426-427. Εµείς υποστηρίζουµε την άποψη ότι η παπαδιαµαντική
διηγηµατογραφία είναι µελέτη του αιµοσταγούς αγώνα κατά του κακού. Λίγοι είναι οι ήρωες που
επιτελούν οικειοθελώς και ενσυνειδήτως το κακό.
512
Στην πλειοψηφία των παπαδιαµαντικών διηγηµάτων η περιέργεια ανάγεται σε καταστροφική δύναµη.
Εδώ είναι από τις λίγες φορές που η περιέργεια «ωφελεί» κάποιον ήρωα, ενώ αυτές που τη διαθέτουν
τη χρησιµοποιούν για καλό σκοπό.
387

(«- Ποῦ σ' αὐτὸν τὸν κόσµο, Καραβοκυρού;... Μὴν ἐζήλεψες καὶ σὺ τὴν τέχνη
µου κ' ἦρθες νὰ πιάσῃς καβούρια; (…) - Καὶ σηκώνεις καὶ τὰ ροῦχά σου, µὴν
βραχῇς!... Εἶναι ρηχὰ τὰ νερὰ ἐδῶ, πλιὸ βαθιὰ νὰ πᾷ νὰ βρῇς νὰ πέσῃς!»)513 ,
κατορθώνει να την «ξυπνήσει» από την αλλόκοτη, δαιµονική έκσταση που την
παρακινούσε να αυτοκτονήσει514. Έτσι, δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος και στις
άλλες δυο γυναίκες να τη πλησιάσουν και όλες µαζί «µὲ χεῖρας καὶ µὲ λόγον»
να την επαναφέρουν στην οικία της. Με θεία λοιπόν φώτιση τρεις γυναίκες,
αξιοποίησαν θετικά το «πνεύµα περιεργείας» τους, αντιλήφθηκαν την
επικείµενη απόπειρα της Καραβοκυρούς και την κρίσιµη στιγµή έσπευσαν να
τη σώσουν «ψυχή τέ καὶ σώµατι» από διπλό θάνατο.
Το παρ’ ολίγον ολέθριο λάθος της καπετάνισσας επιτείνεται και από τη
στάση του καπετάνιου µετά την επιστροφή της. «Εφαίνετο ὡς νὰ εἶχε
λησµονήσει ἤδη τὰ ἀφ' ἑσπέρας»515 και του κάνει εντύπωση το ότι η
καπετάνισσα µυρίζει θάλασσα516. Όσο λοιπόν και αν της θύµωσε, ο θυµός
αυτός και η προσποιητή αδιαφορία του για µια ενδεχόµενη αυτοκτονία της
κατά τη διάρκεια του καυγά τους ήταν προσωρινή. Η συζυγική του αγάπη δεν
ήταν δυνατόν να αλλοιωθεί από ένα σφάλµα της συζύγου του, το οποίο
οφειλόταν στην κακή αντιµετώπιση της µοναξιάς που αισθανόταν από τη
µακρά απουσία του. Η καπετάνισσα όµως, θολωµένη από τη δαιµονική λύπη,
δε µπόρεσε να το αντιληφθεί αυτό και θα έθετε µάταια τέλος στη ζωή της
χάνοντας συνάµα και την ψυχή της. Χάρη στη θεία Πρόνοια όµως, το ζευγάρι
αυτό και τα παιδιά τους δε βίωσαν τη φρικώδη αυτή κατάσταση που θα
κατέστρεφε την οικογένειά τους.

Η «εἰς µέτρον Χριστοῦ» συζυγική αγάπη απέναντι στην άκρατη


φιλαυτία αποτελεί τη διήκουσα έννοια του διηγήµατος «Ὁ γάµος τοῦ
Καραχµέτη». Η Σεραϊνώ, σύζυγος του προεστού Κουµπή Νικολάου, δεν είχε
καταφέρει να κάνει παιδί κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων της
συζυγίας τους. Αυτό το γεγονός αποτελούσε µια κρυφή πληγή για το σύζυγό
της που, ως άρχοντας του τόπου και ως επίµονος άνθρωπος, ήθελε να γίνεται
πάντα το δικό του. Ως κλασικός εκπρόσωπος του «πτωτικού» ανθρώπου,
θέλει να εξασφαλίσει στον αγώνα της επιβίωσης «την παραίσθηση της
αθανασίας» µέσω της απόκτησης παιδιών517. Η διακαής του αυτή επιθυµία, ο
θυµός (που η γυναίκα του δεν µπόρεσε να του τα προσφέρει) και η αλαζονεία
(αφού υπερεκτιµούσε τον εαυτό του και θεωρούσε δεδοµένο ότι όλα έπρεπε
να γίνονται σύµφωνα µε το ίδιον θέληµά του) γέννησαν µέσα του τους
πρώτους εµπαθείς λογισµούς, που σιγά σιγά έγιναν χρόνιοι και αποτέλεσαν
τη βάση για την µετέπειτα πτώση του. Για αυτό και ο Παπαδιαµάντης

513
Τ.∆’, σ.35, στ.23-24 κσι στ.27-28.
514
Υποσυνείδητα βέβαια και η ίδια η Καραβοκυρού είχε τις αµφιβολίες της για το αν έπρεπε να
προχωρήσει στο απονενοηµένο διάβηµα της. Αυτό φαίνεται από το ότι σήκωσε ψηλά το φουστάνι της
για να µη βραχεί πολύ.
515
Τ.∆’, σ.36, στ.18-19.
516
Βλ.Τ.∆’, σ.36, στ.18-23.
517
Βλ. Τ.Ζαννή, «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη», Σύναξη, 1988, Τ.26, σ.60.
388

αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Κουµπής δεν είχε έναν, αλλά «διαφόρους


πειρασµούς»518.
Οι δαιµονικοί αυτοί λογισµοί που προσέβαλαν τον Κουµπή, του
υπέβαλαν την ιδέα ότι κανείς άλλος πέραν των βιολογικών απογόνων του δεν
θα ήταν άξιος να κληρονοµήσει την περιουσία του519 υποθάλποντας έτσι και
το πάθος της φιλαργυρίας. Στη συνέχεια, αναµιγνυόµενοι µε τις ατοµικές του
επιθυµίες, τον «έπεισαν» ότι µια άλλη γυναίκα πιθανόν να ικανοποιούσε την
επιθυµία του να αποκτήσει δικά του παιδιά. Μένοντας στο γράµµα της Γραφής
ότι «πόρνους δὲ καὶ µοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός»520 και παραβλέποντας την ουσία,
αποφασίζει να δώσει στη µοιχεία που σκοπεύει να διαπράξει επίχρισµα
νοµιµότητος συνάπτοντας δεύτερο γάµο άνευ επίσηµου διαζυγίου από την
πρώτη γυναίκα του521. Έτσι, αφού σ υ γ κ α τ α τ έ θ η κ ε στους πονηρούς
λογισµούς, επιδιώκει να προβάλει ως ηθική την «πραξικοπηµατική» πράξη
του. Ως νύφη- θύµα επιλέγει την είκοσι χρόνια µικρότερη του Λελούδα
«ὡραία, ροδόπλαστο, σεµνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄµεµπτο,
522
ἀ π ρ ο σ τ ά τ ε υ τ η κ α ὶ π ε ν τ ά ρ φ α ν η » . Η συνείδησή του, αν και
αλλοιωµένη, τον τίπτει γεγονός που αποδεικνύεται από τους ενδοιασµούς και
τις δικαιολογίες που προβάλει µέσα του για να εξωραΐσει τις ανήθικες
ενέργειές στις οποίες πρόκειται να προβεί523. Προσπαθεί µάλιστα να βάλει στη
θέση του θελήµατος του Θεού το ατοµικό του θέληµα δίνοντας του «άρωµα»
θεϊκής συγκατάθεσης524.
Με αυτές τις σκέψεις που ολοκληρώνουν τη «κ α τ ά δ ι ά ν ο ι α
ἁ µ α ρ τ ί α ν » προχωράει και στη δ ι ά π ρ α ξ η τ η ς α µ α ρ τ ί α ς µε την κλοπή
της Λελούδας και τη σύναψη του παράνοµου γάµου πάνω στην τουρκική
φρεγάτα 525.

518
Τ.∆’, σ.495, στ.31. ∆υστυχώς ο Κουµπής ούτε γνώριζε ούτε σκόπευε να ακολουθήσει τις πολύτιµες
συµβουλές του Ευαγρίου του Μοναχού προκειµένου να προστατευθεί από τα δύο αυτά πάθη: «Οὐκ ἂν
ἀπώθοιτο τάς ἐµπαθεῖς µνήµας ὁ ἄνθρωπος, µὴ ἐπιθυµίας καὶ θυµοῦ ἐπιµέλειαν ποιησάµενος. Τὴν µέν,
.
νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ χαµευνίαις καταναλώσας τὸν δέ, µακροθυµίαις καὶ ἀνεξικακίαις καὶ
ἀµνησικακίαις καὶ ἐλεηµοσύναις, καθηµερώσας. Ἐκ γὰρ τῶν δυὸ τούτων παθῶν, πάντες οἱ δαιµονιώδεις
σχεδὸν συνίστανται λογισµοί, οἱ τὸν νοῦν ἐµβάλλοντες εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν», «Περί διακρίσεως
παθών και λογισµών», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.45, Νο. γ’.
519
Βλ. Τ.Β’, σ. 496, στ.3-14.
520
Εβρ. 13,4.
521
Όπως γράφει και ο Τ. Ζαννής, «δεν τον σώζουν αυτά, γιατί αυτονοµεί την επιθυµία του και η
αυτονοµία, που αποτελεί την ουσία της αµαρτίας, οδηγεί αναπότρεπτα στο θάνατο», «Ο γάµος του
Καραχµέτη», ό.π., σ.61.
522
Τ.∆’, σ.496, στ.22-23. Η αραιογράφηση δική µας. Σύµφωνα µε τον Κ. Μπαστιά η στειρότητα της
.
Σεραϊνώς ήταν µόνο η αφορµή η αληθινή αιτία είναι ότι ο Κουµπής είχε σαρκικό λογισµό για τη νεαρή
Λελούδα που επιθυµούσε να κάνει δική του, βλ. Κ.Μπαστιά, Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π.σ.195. Όπως
θα καταδείξουµε και παρακάτω οι αιτίες για τις οποίες προχώρησε ο Κουµπής σε αυτή την ενέργεια δεν
περιορίζονται µόνο στη σαρκική επιθυµία αλλά είναι βαθύτερες και πολύπλευρες.
523
Τ.∆’, σ.496, στ.29.
524
«Θὰ τὸ ἔκαµνε µόνον διὰ ν' ἀποκτήσῃ, ἂν θ έ λ ῃ ὁ Θ ε ό ς , κληρονόµον», Τ.∆’, σ.496 στ.29.
525
Έτσι, φθάνει στο τέλος της η πορεία του Κουµπή προς την αµαρτία, αφού πέρασε από όλα τα
στάδια, όπως τα περιγράφει ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής: «Ἐκ τῶν ὑποκειµένων τῇ ψυχῇ παθῶν,
.
λαµβάνουσιν οἱ δαίµονες, τάς ἀφορµάς τοῦ κινεῖν ἐν ἠµῖν τοὺς ἐµπαθεῖς λογισµούς εἷτα διὰ τούτων
.
πολεµοῦντες τὸν νοῦν, ἐκβιάζονται αὐτὸν εἰς συγκατάθεσιν ἐλθεῖν τῆς ἁµαρτίας ἡττηθέντος δὲ αὐτοῦ
ἄγουσιν εἰς τὴν κατὰ διάνοιαν ἁµαρτίαν καὶ ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτὸν λοιπὸν αἰχµάλωτον
εἰς τὴν πρᾶξην», βλ. «Περί αγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς ∆ευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’,σ.18, Νο. λα’.
389

Μας κάνει εντύπωση το πόσο εύκολα προβάλει το ἴδιον θέληµά του


ακόµη και στο Θεό, προσπαθώντας να Τον πειθαναγκάσει στο πρόσωπο του
ιερέως, όπως συνήθιζε να κάνει στην οικογενειακή και κοινωνική του ζωή!
Πώς µπορεί πραγµατικά να πιστεύει ότι ο Θεός θα ευλογήσει το δεύτερο
πραξικοπηµατικό γάµο του µε παιδιά, αυτός που εξαπάτησε µε δόλο τη
γυναίκα του, µια απροστάτευτη και πάµφτωχη κοπέλα και τον ενοριακό ιερέα,
τον παπα- Σταµέλο526; Ίσως ο µόνος λόγος για τον οποίο απέκτησε τελικά
απογόνους, ήταν το ότι εισακούστηκαν οι προσευχές της Σεραϊνώς, η οποία
επιστρέφοντας, µετά την αρπαγή της Λελούδας, στο σπίτι «ἔπεσε γονυπετὴς
πρὸ τῶν εἰκόνων καὶ προσηυχήθη»527 καθώς και οι ευχές- ευλογία της
«Στερεωµένοι! καλορρίζικοι! µὲ γυιούς, Κουµπή...»528.
«Ἀρχὴ ἁµαρτίας, ἡ ἐπιθυµία ἐστί, δι’ ἧς ἀπόλλυται ἡ λογικὴ ψυχή. Ἀρχὴ
δὲ σωτηρίας καὶ βασιλείας οὐρανῶν, ἡ ἀγάπη γίνεται τῇ ψυχῇ»529. Πόση
αγάπη και καρτερία πρέπει να διέθετε η Σεραϊνώ η Κουµπίνα! Για δεκαπέντε
ολόκληρα χρόνια υφίσταται το στίγµα της στείρας γυναίκας µε όλο τον πόνο
και την πίκρα που το συνόδευε. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, πέραν της
προσωπικής θλίψης, θα υφίστατο και τις προσβολές του Κουµπή για τη
στειρότητά της. Ωστόσο, υποµένει όλο αυτό το δυσβάσταχτο βάρος τιµώντας
το γάµο της. Η υπακοή και συνάµα υποταγή στο σύζυγό της είναι
παροιµιώδης. Ήδη από την πρώτη στιγµή που ο Κουµπής της πρότεινε να
πάει το βράδυ µαζί µε τη γειτόνισσα Λελούδα ν’ανάψει τα καντήλια του Αγίου
Προκοπίου «µία ἀλλόκοτος ὑποψία τῆς ἦλθε στὸν λογισµὸν», αλλά αµέσως
«συνεµορφώθη µὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ συζύγου της»530.
Όταν αργότερα ο Κουµπής άρπαξε τη Λελούδα, η Σεραϊνώ «ταπεινή
και ἐγκαρτεροῦσα» προβλέποντας τα επακόλουθα έσπευσε στο σπίτι της για
να προσευχηθεί, εφαρµόζοντας στην πράξη την προτροπή του Χριστού
«προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑµᾶς καὶ διωκόντων ὑµᾶς»531. Σε µια
τόσο δύσκολη στιγµή, που µια άλλη γυναίκα θα οργιζόταν και θα αναζητούσε
τρόπους εκδίκησης, η Κουµπίνα, αντί να περιπέσει στο πάθος της οργής,
καταφεύγει στο «ένθεο πάθος» της θεαρέστου προσευχής. Προσεύχεται µε
πλήρη αµνησικακία κενώνοντας τον εαυτό της και τις επιθυµίες της και
αφήνοντας τη Χάρη του Θεού να ενεργήσει µέσα της: «Ἡ γὰρ πρὸς Θεὸν καθ’
ἡµέραν διὰ προσευχῆς καὶ ψαλµωδίας ἔντευξις καὶ τάς ἐπιφορᾶς πάσας
κατευνάζει καὶ µετασκευάζει (…) καὶ τὸν φθόνον ἀναιρεῖ, καὶ τὸν θυµὸν
παιδαγωγεῖ καὶ τὴν µνησικακίαν ἀφανίζει»532. Η άµεση αυτή επικοινωνία της

526
Βλ.Τ.∆’. σ.502, στ.23- 33 και σ.503, στ.1-29 .Για τη σθεναρή αντίσταση του παπα- Σταµέλου και την
ποιµαντική ευθύνη µε την οποία χειρίζεται το γεγονός βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση
στον Παπαδιαµάντη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 48-49.
527
Τ.∆’,σ.500, στ.15-16.
528
Τ.∆’, σ.505, στ.1-2 .
529
Μεγάλου Αντωνίου, « Παραινέσεις περὶ ἤθους ἀνθρώπων καὶ χρηστῆς πολιτείας», Φιλοκαλία, Τ.Α’,
σ.24, Νο. ρµη’.
530
Τ.∆’, σ.498, στ. 1-3.
531
Μτ. 5,44.
532
Γρηγορίου Παλαµά, Ὁµιλίαι ΚΒ’, εκδ. Σοφοκλέους τοῦ ἐξ Οἰκονόµων, Αθήνησι, 1861, Ὁµιλία 51,
σ.116 . Επίσης, βλ. και Νείλου του Ασκητή, «Λόγος περί προσευχής», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.178, Νο. ιη’
και κγ’.
390

µε το Θεό καθίσταται ποικιλοτρόπως σωτήρια: προσελκύει τη Χάρη Του,


λυτρώνει τη ψυχή της και καθαρίζει το νου της. Έτσι, ξεπερνά την ατοµικότητά
της και τον ανθρώπινο εγωισµό βλέποντας τα γεγονότα µε το φωτισµένο πια
νου ενός αγιασµένου ανθρώπου533. Παρά το ότι σε λίγο όλοι θα µάθαιναν την
ανόσια και «πραξικοπηµατική» πράξη του Κουµπή, εκείνη, ενεργώντας ως
«µητέρα» και όχι ως προδοµένη σύζυγος, λέει «κατ’ ανάγκην» ψέµατα στην
περίεργη γειτόνισσα που τη ρωτάει αδιάκριτα γιατί δεν επέστρεψε η Λελούδα
µαζί της534.
Την ώρα που ακούστηκαν οι κανονιοβολισµοί κατά την ανταλλαγή των
στεφάνων του Κουµπή και της Λελούδας, εκείνη σχεδόν «ἄνευ πικρίας»
ευλόγησε το νεόνυµφο ζευγάρι ευχόµενη να αποκτήσουν αυτό που η ίδια δεν
είχε: παιδιά. Όταν επέστρεψε το νέο ζεύγος, η καρτερική πρώην σύζυγος
ζητάει από τη νέα σύζυγο το κλειδί του φτωχικού καλυβιού της και στην
έκκληση της Λελούδας535 για συγχώρηση όχι µόνο τη συγχωρεί, αλλά και την
ε υ λ ο γ ε ί , στοιχείο που αποτελεί ένδειξη της αγιότητας που αρχίζει να την
περιβάλλει. Η αγάπη που γέµισε την κεκαθαρµένη ψυχή της δεν αφήνει µέσα
της καµία διάθεση εγωκεντρικής κατοχής ούτε του συζύγου ούτε του σπιτιού
της. Ο δε Κουµπής, παρά τη σκληρότητα και την ακαµψία του, δεν µπορεί
παρά να οµολογήσει συγκινηµένος τη θεία φώτιση που έχει δεχθεί η γυναίκα
του536, όταν στην εντολή που της δίνει να επιστρέψει πίσω στο πατρικό της
εκείνη αρνείται παρακαλώντας τον να καθίσει στο σ π ί τ ι τ ο υ (αυτό που µέχρι
χθες ήταν και δικό της) και να του αναθρέψει τα παιδιά που θα κάνει537. Αυτή
η ρ ο µ φ α ί α , η « µ ά χ α ι ρ α » τ η ς α γ ά π η ς , που κάνει τον σκληρό και
αµαρτωλό Κουµπή να λυγίσει µπροστά στο µεγαλείο της, αποτελεί και την
καλύτερη «’’κατά Χριστόν’’ εκδίκηση» της Κουµπίνας538.

533
Όπως γράφει ο Χ. Γιανναράς: «Η σταυρική αυτοπαραίτηση από το φυσικό θέληµα είναι η µόνη
δυνατότητα για να διακρίνει ο άνθρωπος, πέρα από τις φαντασίες των φαινοµένων, την αλήθεια των
πραγµάτων», Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π. σ.120-121. Η Κουµπίνα, δηλαδή, «σταυρώνοντας» τη
δίκαιη αγανάκτησή της και απευθυνόµενη στο Θεό δια της σωτηριώδους προσευχής, δέχεται µέσα από
την προσωπική επικοινωνία µαζί Του το θείο φωτισµό, συνειδητοποιεί την πραγµατικότητα και ενεργεί
µε ένα τρόπο που ξεπερνάει κατά πολύ τη συνήθη αντίδραση µιας αδικηµένης συζύγου.
534
Όπως σηµειώνει ο Κ. Μπαστιάς «Η Κουµπίνα ανήκει στους ιδανικούς εθελοντές της πενίας. Τίποτε
δεν έχει δικό της παρά την πίστη της στο Θεό και την αγάπη της για το διπλανό της . Η λύτρωση που
ζητά, την ώρα της πιο µεγάλης ανθρώπινης συµφοράς, και που βρίσκει, είναι η θυσία των πάντων. Όχι
πια του χρυσαφιού ή των θησαυρών του κόσµου, αλλά η µεγάλη θυσία του
ανθρώπινου ε γ ω ι σ µ ο ύ (η αραιογράφηση δική µας). Τον ξεριζώνει ολότελα, και
ξαλαφρωµένη απ΄όλα τα µάταια του κόσµου, εσωτερικά και εξωτερικά, υψώνεται στις πιο απίθανες
σφαίρες της θυσίας, της ταπείνωσης, της αγάπης, στα ψηλώµατα της ολοκληρωτικής πενίας, που είναι
και η σωστή µίµηση Χριστού κι ο πλούτος ο αναφαίρετος», Παπαδιαµάντης: δοκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ.
Μπαστιά, Αθήνα, 1974, σ.122.
535 .
Ας µη ξεχνούµε βέβαια ότι η Λελούδα είναι το δεύτερο θύµα του Κουµπή οδηγείται σε ένα
βεβιασµένο γάµο χωρίς τη σύµφωνη γνώµη της.
536
«- Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, µὴ δυνάµενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός,
τὴν συγκίνησίν του», Τ.Β’, σ.506, στ.12-13.
537
Βλ.Τ.∆’, σ.506, στ.1-11.
538
Βλ Τ. Λιγνάδη, «Οµολογία πίστεως στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Φώτα - Ολόφωτα, σ. 129-130.
391

Πράγµατι, η Κουµπίνα διαθέτει τρία ακαταµάχητα όπλα: την


ταπείνωση, την αγάπη και το έλεος539. Ως φορέας της Χάρης του Θεού κάνει
αυτό που καµία άλλη γυναίκα δε θα µπορούσε: µένει στο ίδιο σπίτι µε τον
πρώην σύζυγο και τη νέα γυναίκα του (εφαρµόζοντας στην πράξη τη
χριστιανική συν-χώρηση) και καθιστά οικειοθελώς τον εαυτό της υπηρέτριά
τους, αυτή που µέχρι πρότινος ήταν η «πρώτη ἀρχόντισσα τοῦ χωριοῦ»540.
Βαδίζοντας σε αυτό το δρόµο της ταπείνωσης και της εσωτερικής κένωσης
του ιδίου θελήµατος προχωρεί στην εν Χριστώ ζωή, γίνεται γνήσιος φορέας
του ορθόδοξου φρονήµατος και µεταµορφώνεται οντολογικά541.
Ο πονηρός όµως αποφάσισε πολύ σύντοµα να θέσει σε δεύτερο
θανάσιµο πειρασµό όχι µόνο τον Κουµπή αλλά και τη Σεραϊνώ, λίγους µόνο
µήνες µετά το γάµο542. Στην περίπτωση του Κουµπή ο πειρασµός εισχώρησε
εύκολα στη ψυχή του µέσω του δαίµονα της οργής. Αφορµή η γελοιοποίηση
που υπέστη στην Εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων, λόγω του γυναικείου
πουκάµισου που εκ παραδροµής του έβαλε η Λελούδα να φορέσει. Πλήρως
κατειληµµένος από οργή και θυµό επιστρέφει δροµαίος στο σπίτι
α π ο φ α σ ι σ µ έ ν ο ς ν α τ η σ κ ο τ ώ σ ε ι , αυτή που κατέστρωσε
ολόκληρο σχέδιο για να την παντρευτεί και η οποία πολύ πιθανόν να ήταν ήδη
έγκυος στο πρώτο τους παιδί, τον διακαή πόθο του. Στη δε περίπτωση της
Σεραϊνώς, ο πειρασµός, τον οποίο έχει ήδη νικήσει µια φορά, επανέρχεται πιο
ύπουλος από ποτέ: απλά να αφήσει τον Κουµπή να ξεσπάσει µε ό,τι
συνέπειες µπορεί να είχε αυτό543.
Για µια γυναίκα της πτώσεως αυτή θα ήταν η καλύτερη εκδίκηση. Η
Σεραϊνώ όµως που έχει πλέον γεµίσει από την Αγάπη του Χριστού, ως
αληθινή «µύστης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», είναι πλέον άτρωτη. Έχοντας
κατακτήσει τη χριστιανική απάθεια544 όχι µόνο δεν υποκύπτει, αλλά νικά κατά
κράτος τον πειρασµό µε το πλήθος των αρετών της. Για αυτό και ενεργεί ως
θετή µητέρα και ένσαρκος φύλακας άγγελος όχι µόνο της Λελούδας, αλλά
κυρίως του ίδιου του Κουµπή σώζωντάς τον από την πτώση στο θανάσιµο
αµάρτηµα: πέφτει, εν άκρα ταπεινώσει, στα πόδια του ανάξιου Κουµπή και
του ζητάει να δείξει έλεος . Εκείνη που προσέφερε ως γυναίκα και ως σύζυγος

539
Αυτά τα τρία όπλα δεν µπορεί ούτε καν να τα αντικρύσει ο εσµός των δαιµόνων. Βλ.σχετικά Κ. και Ι.
Ξανθόπουλου, «Μέθοδος και κανόνας ακριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.217-218. Επόµενο ήταν και ο
Κουµπής να ηττηθεί κατά κράτος.
540
Τ.∆’, σ.498, στ.9.
541
«Όταν ο άνθρωπος βαδίζει την οδό της ταπεινώσεως και της κενώσεως που βάδισε ο Χριστός, όταν
οικειώνεται το φρόνηµά του και δέχεται να πάθει για το θέληµά του, θεωρείται και µιµητής του Χριστού
(…) Η µίµηση του Χριστού δεν περιορίζεται στη µίµηση του ως ηθικού προτύπου, αλλά επεκτείνεται
στην οικείωση της θείας ζωής του. Η ηθική µίµηση ολοκληρώνεται µε την ο ν τ ο λ ο γ ι κ ή
µ ε τ α µ ό ρ φ ω σ η », Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2010, σ.275.
542
Ο πειρασµός αυτός δίδεται κατά παραχώρηση Κυρίου -σύµφωνα µε το πρότυπο του Ιώβ- ως µια
δοκιµασία που θα ανάγει τελικά την Κουµπίνα ακόµη ψηλότερα στην κλίµακα της αληθούς αγάπης.
Όπως γράφουν και οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι: «Αἱ ἀγωνισταὶ πειράζονται, ἵνα
προσθήσωσι τῷ πλούτῳ αὐτῶν», «Περὶ τῶν αἱρουµένων ἠσυχως βιῶναι»,Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ. 218, Νο.Ι’.
543
Κοινώς να αδιαφορήσει.
544
Αξίζει να σηµειώσουµε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίµακος η απάθεια ταυτίζεται µε την αγάπη,
από την οποία διακρίνεται µόνο ως προς το όνοµα, Βλ. Κλῖµαξ 29, PG 88, 1148D.
392

το απόλυτο έλεος στο σύζυγό της, συγχωρώντας τον µε την καρδιά της για
ό,τι της έκανε, του ζητάει τώρα να δείξει το ελάχιστο έλεος στη δεύτερη
γυναίκα του συγχωρώντας της ένα µηδαµινό σφάλµα. ένα σφάλµα που το
µόνο που έθιξε ήταν ο υπέρµετρος εγωισµός του545. Με αυτόν τον τρόπο
φανερώνει έµπρακτα την τ έ λ ε ι α α γ ά π η στην οποία έχει φτάσει546.
Αξιώνεται, εποµένως, να γίνει πραγµατική «κόρη Θεού»547 δείχνοντας
αµέριστη αγάπη στους ανθρώπους που την πλήγωσαν. Έχοντας µπροστά
του έναν τέτοιο άνθρωπο το πάθος της οργής κάµπτεται άµεσα µέσα στη
ψυχή του Κουµπή. ∆εν µπορεί να αντισταθεί πια στη δύναµη της Χάρης του
Θεού που εκπέµπει η πρώην Κουµπίνα.
Ο βίος της Σεραϊνώς της Κουµπίνας είναι η ἐν γάµῳ πραγµάτωση του
παύλειου ύµνου της αγάπης548. Η αγάπη της «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», δεν θέλει
τίποτα δικό της παρά να υπηρετεί µε ταπείνωση τη νέα οικογένεια του
Κουµπή. Η προσωπική της επιθυµία να κάνει παιδιά µετουσιώνεται σε
χριστιανική αγάπη και µητρική στοργή στα παιδιά που έκανε µε τη δεύτερη
σύζυγό του, που τα βλέπει ως δυνάµει δικά της σπλάχνα. Η δε Λελούδα, η
φίλη και γειτόνισσα, όχι µόνο παραµένει φίλη, αλλά γίνεται και δικός της
άνθρωπος549. Η αγάπη της «οὐ ζηλοῖ». καµία ζήλεια, κανένας στείρος
ανταγωνισµός και διεκδίκηση των «κεκτηµένων». Αντιθέτως, «τὰ πάντα
ὑποµένει» αφού υφίσταται τη συζυγική προδοσία µε πρωτοφανή καρτερία. Η
Κουµπίνα βλέπει πλέον στα πρόσωπα του Κουµπή, της Λελούδας και όλων

545
Χωρίς να το γνωρίζει µε τη θαυµαστή αυτή ταπείνωση της η Κουµπίνα ακολουθεί τις προτροπές του
αββά Ισαάκ του Σύρου. Η αληθινή ταπείνωση κατά τον Ισαάκ φανερώνεται όταν αποδίδει τιµή κανείς
στον πλησίον του ακόµη και χωρίς να το αξίζει. Σε κάθε άνθρωπο που συναντά ο ταπεινός άνθρωπος
συµπεριφέρεται µε σεβασµό, τιµή και αγάπη: ‘’ Ἀνάγκασον ἑαυτὸν , ὅταν ὑπαντήσης τῷ πλησίον σου,
.
ἴνα τιµήσεις αὐτὸν ὑπὲρ τὸ µέτρον αὐτοῦ φίλησον δὲ τᾶς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας, καὶ κράτησον
αὐτάς πολλάκις µετὰ πολλῆς τιµῆς, καὶ ἐπίθες αὐτάς ἐπὶ τοὺς ὀφθαλµούς σου, καὶ ἐπαίνεσον αὐτὸν καὶ
εἰς ὅπερ οὐκ ἔχει. (…)ἐν γὰρ τούτοις καὶ τοιούτοις ἕλκεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναγκάζεις αὐτὸν
αἰσχύνεσθαι ἐκ τῆς προσηγορίας τῆς ἀγαθῆς, ἧς προσηγόρευσας αὐτόν, καὶ σπείρεις εἰς αὐτὸν σπέρµα
ἀρετῆς», βλ.Αββά Ισαάκ του Σύρου επισκόπου Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, ό.π., σ.305, στ.462-
470.Πράγµατι, ο αµαρτωλός Κουµπής ελκύσθη προς το καλό και συγχώρησε τη Λελούδα.
546
Έναν «ορισµό» της τέλειας αγάπης που ταιριάζει µε τη στάση της Κουµπίνας µας δίνει ο Άγιος
Μάξιµος ο Οµολογητής: «Ἡ τελεία ἀγάπη (…) πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ. Τοὺς µὲν
σπουδαίους, ὡς φίλους, τοὺς δὲ φαύλους, ὡς ἐχθροὺς ἀγαπᾶ, εὐεργετοῦσα καὶ µακροθυµοῦσα,
ὑποµένουσα τὰ πάρ΄αὐτῶν ἐπαγόµενα, τὸ κακὸν τὸ σύνολον µὴ λογιζοµένη, ἀλλὰ καὶ πάσχουσα ὑπὲρ
αὐτῶν, εἰ καιρὸς καλέσειεν», «Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς πρώτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.10,
Νο.οα’.
547
Όπως επισηµαίνει και ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, η τέλεια αγάπη είναι ίδιον των τέκνων του
Θεού «ἦς ἅπας ἀπελήλαται φόβος. Οὔτε γὰρ µισθῶν ἀποτυχίαν, οὔτε πληγάς δεδιέναι τὸν ἐκείνως
.
ἐρῶντα τὸ µὲν γὰρ δούλων, ἐκεῖνο δε µισθωτῶν τὸ δ΄οὕτω καθαρῶς φιλεῖν µόνων γίνεται τῶν υἱῶν»,
Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς 7, PG 150, 720D. Η Κουµπίνα ανήκει πλέον στην κατηγορία των «υιών» του
Θεού, σύµφωνα µε την πατερική διάκριση. Τη διάκριση αυτή αναπτύσσει λεπτοµερώς και ο Μέγας
Βασίλειος: «Ὅλως δὲ τρεῖς ταύτας ἐγὼ διαφορᾶς τῆς διαθέσεως πρὸς τὴν ἀπαραίτητον ἀνάγκην τῆς
ὑπακοῆς καθορῶ. Ἡ γὰρ φοβούµενοι τᾶς κολάσεις ἐκκλίνοµεν ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ ἐσµὲν ἐν τῇ διαθέσει τὴ
δουλικὴ ἢ τὰ ἐκ τοῦ µισθοῦ κέρδη διώκοντες τῆς ἑαυτῶν ἕνεκεν ὠφελείας πληροῦµεν τὰ προστάγµατα,
καὶ κατὰ τοῦτο προσεοίκαµεν τοὶς µισθίοις ἢ δι’ αὐτὸ τὸ καλὸν κὰ τὴν πρὸς τὸν δεδωκότα ἠµὶν τὸν νόµον
ἀγάπην, χαίροντες ὅτι οὕτως ἐνδόξω καὶ ἀγαθῶ Θεῶ δουλεύειν κατηξιώθηµεν, καὶ ἐσµὲν οὕτως ἐν τῇ
υἱῶν διαθέσει», Ὅροι κατά πλάτος, Προοίµιο 3, PG 31, 896 Β.
548
Α’. Κορ. 13, 1-13.
549
Στην ανακοµιδή των λειψάνων της, όπου διαπιστώθηκε επισήµως και η αγιότητά της, παρευρίσκεται
µόνο η Λελούδα και δύο ακόµη γυναίκες εκτός από τον ιερέα και τον εργάτη.
393

εν γένει των ανθρώπων τον ίδιο το Χριστό για αυτό και τους αγαπά όλους
αδιακρίτως. Είναι οι αδελφοί και οι αδελφές «δι’ οὓς ὁ Χριστὸς ἀπέθανε»550.
Εµφορούµενη, εποµένως, από την τέλεια ἐν Χριστῷ αγάπη υποµένει την
έσχατη θυσία, την ολοκληρωτική κένωση του εγώ της551, το ξερίζωµα κάθε
ίχνους φιλαυτίας552. Και όταν απελευθερώνεται από κάθε µικρό ή µεγάλο
πάθος, στο οποίο θα µπορούσε να την οδηγήσει η κατάφορη αδικία που
υπέστη, ένα πλήθος αρετών, δώρο της Θείας Χάρης, έρχονται και ανθίζουν
πλουσιοπάροχα στη ψυχή και το σώµα της. Έτσι γίνεται «κοινωνός και
µέτοχος της αγάπης του Θεού»553.
Μετά το θάνατό της, η ταφή της έξω από το ναΐσκο του Αγίου
∆ηµητρίου, του µυροβλύτη, µας προδιαθέτει για αυτό που θα ακολουθήσει.
Κατά την ανακοµιδή των λειψάνων της «λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωµα ὡς
βασιλικοῦ, µόσχου καὶ ρόδου ἅµα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς µυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ
σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταµένων γυναικῶν.
Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει»554. Ως επιβεβαίωση της αγιότητάς της
έρχεται η θεσπέσια ευωδία των οστών της. Με τη χάρη του Θεού και τη δική
της συνέργεια αξιώνεται του µέγιστου δώρου της Θεώσεως. Γιατί «ὁ Θεός
ἀγάπη ἐστί. καὶ ὁ µένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ µένει και ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»
555
. Αντιθέτως, ο Κουµπής από την πρώτη κιόλας ηµέρα του δεύτερου γάµου
του ονοµάστηκε «ἀπ' ὅλον τὸ χωρίον Καραχµέτης ἐκ τοῦ ὀνόµατος τοῦ
Τούρκου ναυάρχου», έγινε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο αποσυνάγωγος, αφού
η κοινότητα παύει να τον θεωρεί ως οικείο πρόσωπο και τον ειδοποιεί µε τον
δικό της ιδιαίτερο τρόπο ότι «βρίσκεται έξω από την περιοχή µέσα στην οποία
µπορεί να αναζητηθεί ο δρόµος προς τη Ζωή»556.

550
Α’. Κορ. 8, 11. Βλ. επίσης Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, ό.π, σ.96-97.
551
Στην ψυχή της Κουµπίνας τη θέση του ατοµοκεντρικού εγώ την έχει πάρει ολότελα το «Συ» του
πλησίον, βλ.σχετικά Χ.Λασπίδη, Η χριστιανική αγάπη, Θεσσαλονίκη, 1995 , σ.159 .
552
Ο Χ.Γιανναράς στη µελέτη του, Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, περιγράφει το γνήσιο , ανιδιοτελή έρωτα
προς το αγαπηµένο πρόσωπο, έτσι όπως ακριβώς τον βλέπουµε να πραγµατώνεται από την Κουµπίνα:
« Ζούµε µόνο για τον Άλλον και χάρη στον Άλλον. Τα δίνουµε όλα, τα παίζουµε όλα. Κάθε εξασφάλιση,
κάθε σιγουριά. Τους δεσµούς και τις οφειλές µας. Το καλό µας όνοµα, το κύρος ή τη φήµη µας. Τα
σχέδιά µας, τις ελπίδες µας. Έτοιµοι για όλα, ακόµα και για το θάνατο, για χάρη του αγαπηµένου», ό.π.,
σ. 13. ∆ιαβάζοντας αυτές τις γραµµές είναι σαν να διαβάζουµε τον τρόπο σκέψης και ενεργειών της
Κουµπίνας, που θυσιάζει τα πάντα, την υπόληψή της ως αρχόντισσα και σύζυγος προεστού, την οικία
της, τα αισθήµατά της, τη ζωή της, αντιµετωπίζοντας ακόµη και το θάνατο, όταν πέφτει στα πόδια του
Κουµπή για να τον αποτρέψει από το να σκοτώσει τη Λελούδα.
553
Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, ο.π. σ.126. Η Κουµπίνα θανατώνει την ιδιοτέλεια, τον εγωκεντρισµό
και ανασταίνεται πνευµατικά. Για την αγάπη προς τον πλησίον και τους εχθρούς βλ.επίσης Χ. Λασπίδη,
ό.π. σ.81-90.
554
Τ.∆’, σ.507, στ.26-29 Για την παράδοση της ευωδίας του τάφου των αγίων βλ. Μ. Μερακλή
«Ηθογραφικός Νατουραλισµός», στον τόµο Φώτα- Ολόφωτα, σ.303-304.
555
Α’ Ιω. 4. 16 « Η Σεραϊνώ (…) είναι ένας άνθρωπος που έχει βγει ολότελα έξω από τα όρια της
ανθρώπινης δοσοληψίας, που βρίσκεται πέρα από το εµον και το σον, είναι απολύτως ο άγιος
άνθρωπος, µε την εκκλησιαστική σηµασία της λέξης. Εξού και η κατακλείδα του διηγήµατος, το
αδιάψευστο σηµείο αγιότητας κατά την παράδοση της Εκκλησίας, όπως ακριβώς και στον «Φτωχό
ο
Άγιο» , η ευωδία των οστών της κατά την εκταφή» (Σ. Ζουµπουλάκη, «Προλογικό σηµείωµα» στον 13
τόµο των Απάντων Παπαδιαµάντη ’’Αγάπη στον κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα, Το βήµα Βιβλιοθήκη,
∆όµος, 2011, σ.18). Για τη ‘’θεοποιό’’ λειτουργία της αρετής της αγάπης, βλ Χ. Λασπίδη, ό.π., σ.160.
556
Τ. Ζαννή, « Ο γάµος του Καραχµέτη», Σύναξη, 1988, τ.26 , σ. 63.
394

Έτσι, η ταπεινή Σεραϊνώ, που κατέστησε τον εαυτό της «ἔσχατο» µέσα
στην ίδια της την οικία, κατέστη άξια της Βασιλείας του Θεού: «Καὶ ἰδοὺ εἰσιν
ἔσχατοι οἳ ἔσονται πρῶτοι»557.

∆ύο άλλα διηγήµατα, στα οποία φαίνεται η παντελής διαφορά


αισθηµάτων ανάµεσα σε µια γυναίκα και το σύζυγό της είναι «Το θαῦµα τῆς
Καισαριανής» και «Ἡ Χολεριασµένη». Στο πρώτο, η αγάπη της κυρα- Ρήνης
της Ελευθέραινας για το σύζυγό της σε συνδυασµό µε τη φιλοστοργία της
Παναγίας ενήργησαν, ώστε να θεραπευθεί ο σύζυγός της από µια χρόνια
ασθένεια που τον είχε καταστήσει σχεδόν φθισικό. Ήταν νιόπαντρο ζευγάρι
ακόµη και η νεαρή Ρήνη, παρά τα δεκαεπτά της χρόνια που θα
δικαιολογούσαν µια αφέλεια σε τέτοια ζητήµατα, δείχνει µεγάλο ενδιαφέρον
και αγωνία για την ασθένεια που ταλαιπωρούσε τον άντρα της. Έχοντας
απελπιστεί από τα γιατροσόφια που δεν τον ωφέλησαν καθόλου, αποφάσισε
µετά από συµβουλή της κουµπάρας της να απευθυνθεί στη Χάρη της

557
Λκ. 13,30. Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής συµπληρώνει πολύ εύστοχα τη φράση αυτή του Κυρίου:
«Ὅταν ἀκούσῃς, ὅτι ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι, µετόχους ἀρετῶν καὶ µετόχους
ἀγάπης νόει (τέτοια «µέτοχος» αρετών και αγάπης αναδείχθηκε και η Σεραϊνώ). Ἀγάπη γὰρ ἐσχάτη µὲν
.
ἀρετῶν τυγχάνει κατὰ τάξιν, πρώτη δὲ εὑρίσκεται πασῶν κάτ΄ἀξίαν τᾶς προγεγενηµένας ἑαυτῆς, ἐσχάτας
ἀποδεικνύουσα» ( «Περὶ τῶν οἰοµένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι», Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.111, Νο.λζ’ ). Επίσης,
για µια θεώρηση του βίου της Κουµπίνας υπό την οπτική γωνία της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, βλ.
Σ. Αθανασοπούλου- Κυπρίου «Βλέποντας τον πόνο των άλλων: η ευθύνη του χριστιανού αναγνώστη µε
αφορµή το διήγηµα του Παπαδιαµάντη ‘’Ο γάµος του Καραχµέτη’’», Θεολογία, 2011, Τ.82, τ.4, σ. 255-
262.
«Συγγενής ψυχή» µε τη Σεραϊνώ είναι και η πολύπαθη Αρετώ στη «Στοιχειωµένη καµάρα».
Μένοντας ορφανή από µητέρα και συνεχώς κατατρεγµένη από τον πατέρα και τη µητρυιά της µεγάλωσε
µε τους συγγενείς της µητέρας της, οι οποίοι την πάντρεψαν στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών
για να τη ξεφορτωθούν. Ο σύζυγός της ήταν εντελώς ακατάλληλος για γάµο και οικογένεια, αφού
προτιµούσε, αντί να καλλιεργεί τα κτήµατά του, να µετέρχεται «τὸ ἔργον τοῦ µακελλάρη» ( Τ.Γ’, σ.634,
στ.18). Ολιγωρούσε για οτιδήποτε αφορούσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, ενώ προτιµούσε να τρώει και
να πίνει ο ίδιος αφήνοντας την οικογένειά του να πεινάει. Η καρτερική Αρετή, που το όνοµά της δεν
επιλέχθηκε τυχαία, υπέµενε µε υποµονή και στωϊκότητα τα δεινά αυτά, χωρίς να παραπονιέται ούτε να
προσπαθεί να βρει «εύκολες λύσεις» για να µεγαλώσει τα παιδιά της. Ως «χρηστή και φρόνιµη» γυναίκα,
έκανε αιµατηρές οικονοµίες και ξενοδούλευε προκειµένου να µη λείψουν από τα παιδιά της τα
απαραίτητα (βλ. Τ.Γ’, σ.634, στ.15-23).
Η γυναίκα αυτή λοιπόν, η οποία ταλαιπωρήθηκε από την παιδική της ηλικία λόγω του άστοργου
πατέρα και της άσπλαχνης µητρυιάς της, βίωσε την εγκατάλειψη και την παραµέληση και εκ µέρους του
συζύγου της. Ωστόσο, από υπερβάλλουσα ευσπλαχνία και για χάρη των παιδιών της, παρέµεινε πιστή
και ταπεινή σύζυγος στην εστία της. Νέκρωσε τις προσωπικές της επιθυµίες, ταπείνωσε στον έσχατο
βαθµό την αξιοπρέπειά της και παρέµεινε δίπλα του αντανακλώντας την αγάπη που αισθανόταν για τα
παιδιά της και στον ίδιο ως πατέρα τους. Η απλότητα και η υποµονή που διέθετε από παιδί ακόµη τη
συνόδευσαν και σε αυτήν την πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής της δίνοντας της, µαζί µε τη βοήθεια του
Θεού, το κουράγιο να ανταπεξέλθει. Μην περιµένοντας καµία ανταπόκριση στις θυσίες της δείχνει την
γνήσια κι ανυπόκριτη αγάπη που είχε µέσα στην ψυχή της, έστω και αν ο σύζυγός της δεν την
ανακάλυψε ποτέ. Η αγάπη αυτή της δίνει τη δύναµη να σταθεί ως µητέρα και ως πατέρας συνάµα στην
πολυµελή οικογένειά της. Και παρόλο που στο διήγηµα η στάση της αυτή δεν αναγνωρίζεται, ούτε
ανταµοίβεται, δηµιουργείται η προσδοκία ότι εκτός από τα παιδιά της που πάντα θα την εκτιµούν και θα
τη σέβονται και ο Θεός θα της προσφέρει απλόχερα τη χαρά που στερήθηκε στην επίγεια ζωή στην
ουράνια Βασιλεία του.
395

Παναγίας και να κάνει τάµα στο ναό της στην Καισαριανή558. Εκεί υπήρχε και
ένα θαυµατουργό προσκύνηµα µέσα σε µια σπηλιά.
∆ανείζεται χρήµατα αφήνοντας ενέχυρο ένα ταψί και παρακαλεί ένα
γνωστό τους να πάρει το Λευτέρη, τον άντρα της, µε το κάρο, ενώ η ίδια
προχωρεί µε τα πόδια. Η χάρη της Παναγίας ανταποκρίνεται άµεσα και από
τη στιγµή που πατούν το πόδι τους στην Καισαριανή ο άντρας της έχει µια
συνεχή βελτίωση, ενώ άγνωστοι προσκυνητές και τσοπάνοι τους περιβάλλουν
µε αγάπη προσφέροντάς τους τρόφιµα και έµπρακτη βοήθεια. Όταν, στη
συνέχεια, πληροφορείται για τη σπηλιά και το περιστέρι, παίρνει µε τη βία τον
άντρα της (ο οποίος κοιµόταν µέσα στην εκκλησία, ενώ αυτή ήταν µια καλή
ευκαιρία για να προσευχηθεί για την υγεία του)559 για να τον πάει εκεί βέβαιη
ότι η Χάρη της θα τον κάνει καλά. Πράγµατι, το αγίασµα και το καλό φαγητό
τον ωφέλησε πολύ. Συνεπώς, το θαύµα της Παναγίας και η συνεχής
έµπρακτη φροντίδα της γυναίκας του τον αξίωσε να φθάσει σε βαθιά
γεράµατα.
Ωστόσο, στο δεύτερο διήγηµα συναντούµε µια διαφορετική εικόνα.Σε
αντίθεση µε την κυρα- Ρήνη, ο άντρας της, όταν προσβλήθηκε η ίδια από
χολέρα, την εγκατέλειψε. Το ίδιο και το λίγων µηνών βρέφος τους. Η άτυχη
γυναίκα αναγκάστηκε να περιπλανηθεί αρκετή ώρα αναζητώντας ένα ποτήρι
νερό και µη βρίσκοντας πουθενά ανταπόκριση. Όταν κατέληξε
ταλαιπωρηµένη στην εκκλησία, διαπίστωσε ότι ο σύζυγος της βάφτιζε εν’
αγνοία της το µωρό της αδελφής του και σκόπευε να φύγει εκτός πόλεως
µέχρι να φύγει η χολέρα. Χάρη στην επιµονή της και το χρηµατισµό του
καροτσιέρη κατορθώνει να την πάρουν µαζί τους.
Μας κάνει εντύπωση η διαφορετική προσέγγιση των δύο συζύγων στις
δύσκολες στιγµές. Ενώ η σύζυγος δείχνει καρτερία, φροντίδα και ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της υγείας του άντρα της- κάτι που µας
υπενθυµίζει την έµπρακτη αγάπη που πρέπει να έχει ένα ζευγάρι- ο σύζυγος
παρουσιάζει ευθυνοφοβία, κρυψίνοια και απροθυµία να στηρίξει τη γυναίκα
και το παιδί του εν ώρα ανάγκης. Αν και είχαν περάσει µόνο δύο χρόνια από
τη σωτηρία του χάρη σε εκείνη, φαίνεται πως το έχει ήδη ξεχάσει. Το να
εγκαταλείψει την άρρωστη γυναίκα του και το µόλις λίγων µηνών παιδί του
από φόβο µήπως κολλήσει και αυτός χολέρα και να σχεδιάζει να φύγει µακριά
χωρίς εκείνους αποτελεί µια πράξη βαθύτατης φιλαυτίας και εγωκεντρισµού
που πόρρω απέχει από τη θυσιαστική αγάπη που διέπει ένα γάµο. Μπροστά
δηλαδή στην αγάπη και προστασία του «σαρκίου» του αίρεται αυτοµάτως η
ιδιότητά του ως συζύγου και πατέρα. Μια τέτοια «αγάπη» είναι καταδικαστέα:

558
Ωστόσο, υπάρχει ένα πειρασµικό σηµείο στο σκεπτικό της, για αυτό και το αναφέρει ως
«εξοµολόγηση»: Της πέρασε λοιπόν από το νου ότι, αν η Παναγία δεν έκανε καλά τον άντρα της, τη
συνέφερε να τον θάψει εκεί για να γλιτώσει τα έξοδα της κηδείας και να αποφύγει τυχόν µόλυνση του
σπιτιού και της ίδιας αν πέθαινε εκεί. ∆εδοµένου όµως της µεγάλης της φτώχειας και της ανέχειας
µπορούµε να τη δικαιολογήσουµε.
559
Γενικά σε καιρό ασθενείας, όπου ο άνθρωπος δυσκολεύεται να νηστέψει, χρειάζεται να αντισταθµίζει
την αδυναµία του αυτή µε προσευχή και υποµονή (βλ. Ιωάννου Καρπαθίου, «Κεφάλαια
παραµυθητικά»,Φιλοκαλία, Τ.Α’,σ.290, Νο.ξη’).
396

«Ὁ ἑαυτὸν φιλῶν, τὸν Θεὸν ἀγαπᾶν οὐ δύναται»560. Εποµένως, ούτε και το


συνάνθρωπό του, όσο οικείος και αν του είναι. «Οὐδεὶς δύναται ἀγαπᾶν ἡ
πιστεύειν γνησίως, εἰ µὴ αὐτὸν ἑαυτοῦ ἔχῃ κατήγορον»561. Φαίνεται όµως πως
στην περίπτωση του κυρ- Ελευθέρη η συνείδησή του είναι τόσο αλλοιωµένη
που αποφασίζει να γίνει ανάδοχος κρυφά από την άρρωστη γυναίκα του µη
κατανοώντας ότι µε τη συµπεριφορά του καθίσταται ανάξιος της τιµής της
αναδοχής. Τόσο η αγάπη του, όσο και η πίστη του λοιπόν είναι επιφανειακή.
στερείται ουσίας. Αν η κυρα- Ρήνη δεν επέµενε και η κουνιάδα της δεν την
λυπόταν ζητώντας να την αφήσουν να έλθει µαζί τους, ο άσπλαχνος σύζυγος
της θα την εγκατέλειπε.
Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα του, επιδεικνύοντας µια θαυµαστή
µεγαλοψυχία, τον συγχωρεί. Έµειναν µαζί ζευγάρι ως τα βαθιά τους
γεράµατα. Βέβαια, η εύλογη πικρία της είναι διακριτή στο δεύτερο διήγηµα.
Όµως αυτή η πικρία και η απογοήτευση για την ανάρµοστη συζυγική
συµπεριφορά δε στάθηκε αφορµή για να διαλύσει την οικογένειά της. Έµεινε
δίπλα του και τον στήριξε όλα αυτά τα χρόνια αποδεικνύοντας έ µ π ρ α κ τ α
την αγάπη της για το χλιαρό συναισθηµατικά σύζυγό της.

3.1. Απώλεια – κίνδυνος απώλειας του / της αγαπηµένης συζύγου

Το πόσο αγαπά ένας άντρας τη γυναίκα του και τα παιδιά του µερικές
φορές δεν το συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος παρά µόνο όταν τους στερηθεί. Τη
δυστυχία αυτή έµελλε να βιώσει µε τον πιο οδυνηρό τρόπο ο κυρ-
Τριαντάφυλλος στο διήγηµα «Με τόν πεζόβολο». Ο φύσει εύθυµος και
χαρούµενος αυτός άνθρωπος, που δεν έχανε ευκαιρία για να χωρατέψει και
να αστειευτεί µε όλο τον κόσµο που συναναστρεφόταν, φαίνεται πως διέθετε
µέσα του στοιχεία κενοδοξίας και ανθρωπαρέσκειας. Η επιθυµία του να είναι
αρεστός και αγαπητός σε όλους, ξεκινώντας από τους πελάτες του, τον
οδηγούσε συχνά σε υπερβολές, αφού δεν άφηνε πελάτη που να µην
αστειευτεί µαζί του ή να µην τον πειράξει κατά καιρούς µε κάποια «ἄκακον»
βωµολοχία. Άλλοτε πάλι, κατά την προεκλογική περίοδο δε δίσταζε να
οργανώνει ευτράπελα «δρώµενα» µαζί µε ένα φίλο του για να διασκεδάσει
τους συγχωριανούς του.
Παρά την ιδιόµορφη αυτή στάση ζωής, η σχέση του µε τη γυναίκα του
ήταν αρµονική. Πηγή αυτής της αρµονίας ήταν ο διαφορετικός τους
χαρακτήρας: κοινωνικός και οµιλητικός εκείνος - κάτι που ο ίδιος απέδιδε στη
δουλειά του- ήσυχη και σιωπηλή εκείνη. Η µακαρία της αυτή σιωπή ήταν
αποτέλεσµα του σεβασµού και της υπακοής που επεδείκνυε στον άνδρα της
µια και ο ίδιος της είχε ζητήσει να σωπαίνει ως αντιστάθµισµα της δικής του
οµιλητικότητας. Αυτή η υπακοή είναι συνάµα και ένδειξη της αγάπης που
έτρεφε στο σύζυγό της. Μια µόνο φορά χρειάστηκε να της δώσει την εντολή
να σιωπά και εκείνη το τήρησε για όλη της τη ζωή.

560
∆ιαδόχου Επισκόπου Φωτικής, Φιλοκαλία, Τ. Α΄, «Λόγος ασκητικός», σ. 238, Νο. ιβ’.
561
∆ιαδόχου Επισκόπου Φωτικής,ό.π., Φιλοκαλία, Τ. Α΄, σ.241, Νο.κγ’.
397

Η γνήσια όµως αγάπη που διέθετε φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν
επιδείκνυε κανενός είδους ζήλεια, όταν µπροστά στα µάτια της ο κυρ-
Τριαντάφυλλος αστειευόταν και πείραζε τις πελάτισσές του. Θεωρούσε ότι
αυτό ήταν µέρος της δουλειάς του και ένα ίδιον του χαρακτήρα του χωρίς να
σηµαίνει ότι κρύβονταν πονηροί λογισµοί πίσω από τα λόγια του. Ωστόσο, οι
συναναστροφές αυτές δεν έπαυαν να αποτελούν έναν καθηµερινό πειρασµό,
πόσο µάλλον για έναν άνθρωπο που διέθετε µια έµφυτη ανθρωπαρέσκεια.
Αυτή η υποσυνείδητη κενοδοξία δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγµα λίγο καιρό
αργότερα. Η αγαθή και ταπεινή γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε λίγο µετά
τη γέννηση του τρίτου παιδιού τους. Σύντοµα την ακολούθησαν τα τρία τους
παιδιά αρχής γενοµένης από το νεογνό. Ο πειρασµός αυτός πρέπει να ήταν
φοβερός για τον έως τότε φαιδρό αυτό άνθρωπο, που χαιρόταν τη ζωή και την
οικογένειά του κάθε λεπτό. Ως άλλος Ιώβ στερείται το πολυτιµότερο αγαθό,
τους δικούς του ανθρώπους και βιώνει τον ίδιο πόνο. Όλα τα προηγούµενα
χρόνια δεν έδειχνε ξεκάθαρα την αγάπη που αισθανόταν, κυρίως για τη
γυναίκα του. Μετά από το χαµό το δικό της και των παιδιών του όµως «ἄχνη
µελαγχολίας ἐπεκάθισεν εἰς τὴν ἡλιοκαῆ ὄψιν τοῦ φαιδροῦ κηπουροῦ, τοῦ
πεζοῦ ἁλιέως. ∆ύο µαῦροι λακκίσκοι ὑγροὶ ἐσκάφησαν ὑπὸ τὰ βλέφαρά του,
ἐνῷ δύο ἴχνη γελαστικοῦ µορφασµοῦ ἐφαίνοντο ἀκόµη περὶ τὸ στόµα του»562.
Ο εσωτερικός πόνος χαράχθηκε µε τον πιο γλαφυρό τρόπο στο πρόσωπο
αυτού του ανθρώπου που είχε συνηθίσει µόνο να γελάει. Μέσα σε αυτή την
τροµερή δυστυχία, ωστόσο, η «εν ταπεινώσει» αντίδρασή του είναι αυτή που
τον σώζει. ∆ε βλαστηµά ούτε εκφράζει κάποιου είδους άρνηση. Αντίθετα,
επιδεικνύει κουράγιο και υποµονή προσπαθώντας να διασκεδάσει την
κατάστασή του: «- Μ' ἐµάδησε ἡ µπόρα, εἶπε, σὰν τριαντάφυλλο ποὺ εἶµαι.
(…) - Μοῦ ἔρριξε ὁ Χάρος τὸν πεζόβολο!»563. Αντιµετωπίζει τη συµφορά
έχοντας ως όπλο του το «χαροποιόν πένθος» που αποτυπώνεται στο
πρόσωπο και στα λόγια του564.
Η καρτερική αυτή στάση του είναι πραγµατικά αξιοθαύµαστη, εάν
σκεφτούµε το µέγεθος της συµφοράς που υπέστη. Ακόµη και ένας πολύ
πιστός άνθρωπος θα µπορούσε να λυγίσει και να στραφεί κατά του Θεού. Ο
απλοϊκός κηπουρός όµως, αν και έως τότε διέθετε κοσµικό φρόνηµα,
αντιµετώπισε το θάνατο των δικών του µε µια εγκαρτέρηση που είναι στοιχείο
γνήσιου ορθοδόξου φρονήµατος και αληθούς πίστεως: «Ἡ εἰς Χριστὸν πίστις
ἐστί, (…) τὸ καρτερῆσαι καὶ τὸ ὑποµεῖναι πάντα πειρασµὸν ἐπερχόµενον, ἐν

562
Τ.∆’, σ.203, στ.30-31 και σ.204, στ.1-2.
563
Τ.∆’, σ.204, στ.3 και στ.5.
564
Όπως γράφει ο Σ. Παπαθανασίου, µε τον οποίο συµφωνούµε, «ο εύχαρις και παιγνιώδης
χαρακτήρας αρκετών εκ των ηρώων του Παπαδιαµάντη, συνυπάρχει µε την άλλη πλευρά της
κοσµοθεωρίας που διαπερνάει το έργο του Σκιαθίτη και είναι κατά βάσιν τραγική. Η συνύπαρξη αυτή
καταλήγει σε ένα όλον όπου ‘’ο πάσχων οµολογητής της ελληνικής περιπέτειας’’ και ο κορυβαντιών
οντολόγος της ελληνικής πανηγύρεως εναλλάσσονται στο έργο, µε αποτέλεσµα ο Παπαδιαµάντης να
κινείται µονίµως στην επικράτεια της χαρµολύπης, παραµένοντας ο απόλυτος εκφραστής του
χαροποιού πένθους που χαρακτηρίζει ‘’τον παράξενο τρόπο των Ελληνών’’», Θεολογικές προϋποθέσεις
κοινωνίας και κοινότητας, ό.π., σ.220.
398

λύπαις καὶ θλίψεσι καὶ συµφοραῖς, ἕως ἂν θελήση καὶ ἐπισκέψηται ἠµᾶς ὁ
Θεός»565.
Η αγάπη του ήταν το ίδιο δυνατή όσο της γυναίκας του. Ο θάνατός της
τον έκανε να το συνειδητοποιήσει µε τον πιο τραγικό τρόπο. Ταυτόχρονα
όµως του προσφέρει και ένα µέγιστο όφελος: η αξιοπρεπής αντιµετώπιση του
θλιβερού αυτού γεγονότος τον εξιλεώνει για όλα τα µικρά, εκούσια και ακούσια
σφαλµατά του και αποτελεί την απαρχή της προσωπικής σωτηρίας του, αφού
τον καθιστά δυνάµει άξιο της θείας παρηγορίας και, µελλοντικά, του
Παραδείσου, όπως ήταν άλλωστε η υπόλοιπη οικογένειά του. Γιατί: «ἡ θλῖψις
ὑποµονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑποµονὴ δοκιµήν, ἡ δὲ δοκιµὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς
οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡµῶν διὰ
Πνεύµατος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡµῖν»566.

Την ίδια φοβερή απώλεια υπέστη και µια άλλη ηρωίδα, η Αρχόντω στη
«∆ηµαρχίνα νύφη»567. Η καπετάνισσα, εκτός από το σύζυγό της είχε αγωνία
και για τους δύο γιους της, τον Αργύρη και τον Κώτσο, τους οποίους είχε στο
καράβι ο πατέρας τους. Η συζυγική αγάπη, αναµειγµένη µε τη µητρική αγάπη,
διπλασίαζε τους φόβους της. Γνώριζε πως ο καπετάνιος είχε υποσχεθεί να
έλθει για τις εκλογές, αλλά δεν είχε έλθει ακόµη. Ωστόσο, στην κρίσιµη αυτή
στιγµή δεν στράφηκε προς τον Θεό µε προσευχή και ταπείνωση για να
βοηθήσει την ίδια και την οικογένειά της. Ωθούµενη από την τροµερή αγωνία
της και βιαστική να µάθει, αντί να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού, υποκύπτει
στον πειρασµό που της έθεσε λίγη ώρα πριν η ανιψιά της και καταφεύγει σε
ένα είδος «λευκής» µαγείας, τα λεγόµενα «θεοτικά». ∆ίνει σε µια εντεκάχρονη
µικρή ένα εικόνισµα για να το κρατάει και να το βλέπει έως ότου κουρασθεί.
Με τη µέθοδο αυτή η µικρή «είδε» το ναυάγιο και τη νεκρή οικογένεια της
Αρχόντως βυθίζοντάς την στο πένθος.
Παρατηρούµε ότι σε µια πολύ δύσκολη και αγωνιώδη στιγµή µια
σύζυγος και µητέρα, θέλοντας να µάθει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την τύχη
των δικών της, πέφτει στον πειρασµό568 και αναζητά λύση µε ένα «µαγικό»
τρόπο, τον οποίο «εξωραΐζει» δια µέσου της χρήσης ενός εικονίσµατος.
Παραβλέπει το ότι ο Θεός επιθυµεί κάθε πλάσµα του που αντιµετωπίζει µια
δυσκολία να καταφεύγει σε Εκείνον µε το κατεξοχήν µέσο επικοινωνίας, την
προσευχή. Γιατί «ὁ νοῦς ἀπερισπάστως εὐχόµενος, θλίβει καρδίαν. Καρδίαν
δὲ συντετριµµένην καὶ τεταπεινωµένην, ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»569.
Αντιθέτως, η καπετάνισσα µετά το δείπνο και «πρὶν σηκωθῇ νὰ κάµῃ τὴν
προσευχήν της» καλεί µέσα στη νύχτα την ενδεκάχρονη γειτονοπούλα για να
πάρει τις πληροφορίες που επιθυµεί διακαώς. Η λησµονία του Υψίστου και η
καταφυγή σε µαγικούς τρόπους πρόβλεψης συνιστούν την αµαρτία της.

565
Συµεών του Νέου Θεολόγου,«Κεφάλαια πρακτικά καὶ θεολογικά ρµε’», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.237, Νο.β’
566
Ρωµ. 5, 3-5.
567
Τ.∆’, σ.381 -387.
568
Μετά από µια προσωρινή αντίσταση, βλ. Τ.∆’, σ. 383, στ.12-19.
569
Μάρκου του Ασκητού, «Περὶ τῶν οἰωµένων ἐξ’ ἔργων δικαιοῦσθαι κεφάλαια σκς’», Φιλοκαλία, Τ.Α’ ,
σ.111, Νο.λδ’ και Ψαλµ. 50, 19.
399

Παρασύρεται από τον κοσµικό τρόπο σκέψης και αποµονώνει τον εαυτό της
από την ελπίδα προς το ∆ηµιουργό των πάντων που θα µπορούσε όχι µόνο
να βοηθήσει την οικογένειά της, αλλά κυρίως να στηρίξει την ίδια ψυχικά,
όποια και αν ήταν η τελική κατάληξη του συζύγου και των γιων της. Έτσι, µετά
το θλιβερό γεγονός βυθίζεται στο πένθος βιώνοντας βαθύτερα τον πόνο και
την απώλεια.

Ωστόσο, ο πόνος και η θλίψη για την απώλεια ενός ή περισσοτέρων


αγαπηµένων προσώπων δε φεύγει ποτέ εξ’ ολοκλήρου. Αυτό διαπιστώνουµε
και στο διήγηµα «τά Συµβάντα στὸ µύλο», όπου ο µπαρµπα- Σταµάτης ο
Καρδοπάκης δεν φαίνεται να έχει ξεπεράσει το θάνατο της συζύγου του. Ο
«φαιδρός και πρόθυµος γέρων»570 ήταν η «παρηγοριά» του χωριού.
Κοινωνικότατος, εύθυµος και γεµάτος ζωντάνια ήταν πανταχού παρών.
Έχοντας πάντα µια ιστορία να πει περνούσε «ευχάριστα» τον καιρό του. Παρ’
όλα αυτά, πίσω από αυτή την ειδυλλιακή εικόνα, βρισκόταν ένας άνθρωπος
πονεµένος και θλιµµένος. Αιτία ήταν η απώλεια της συζύγου του. Αν και είχαν
περάσει επτά ολόκληρα χρόνια, εκείνος «ἀκόµη δὲν εἶχε παρηγορηθῆ διὰ τὴν
στέρησίν της»571 .
Όλη αυτή η αεικινησία και η ευθυµία του αποκτά, εποµένως, ένα
εντελώς διαφορετικό νόηµα υπό το πρίσµα αυτού του γεγονότος. Κατά τη
διάρκεια της ηµέρας καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ξεχνάει τη θλίψη
του. Αγωνίζεται φιλότιµα για να διασκεδάζει τον πόνο που του προκαλεί η
απώλεια της αγαπηµένης του γυναίκας572. Κατά τη διάρκεια του ύπνου όµως
το υποσυνείδητό του προβάλει την πραγµατική ψυχική του κατάσταση. Ο
εύθυµος κατά κόσµον Σταµάτης αισθάνεται πικραµένος µέσα στην καρδιά του
και µιλάει µε «θρηνώδη φωνήν» στη νεκρή γυναίκα του διεκτραγωδώντας την
αφόρητη θλίψη του: «Τί µὲ πικραίνεις, Κατερίνα, Κατερινάκι µου;... Γονάτισα,
µοιρολόησα ἀπάνω στὸν τάφο σου, σὰ γυναίκα... σοῦ εἶπα τόσα λυπητερὰ
τραγούδια»573. Το «γυναικείο» µοιρολόι που απευθύνει στη σύζυγό του
φανερώνει για άλλη µια φορά το µέγεθος της αγάπης του. Η κατεξοχήν δε
απόδειξη της αληθινής αυτής αγάπης είναι ότι επτά χρόνια αργότερα δεν
µπόρεσε να την ξεχάσει, αλλά ούτε και να ξαναπαντρευτεί, όπως
συνηθιζόταν574.
570
Τ.∆’, σ.519, στ.3.
571
Τ.∆’, σ.524, στ.9.
572
Αντίστοιχη προσπάθεια καταβάλλει και ο ατυχής δάσκαλος στη «∆ασκαλοµάννα», βλ.υποενότητα
5.2.2 του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
573
Τ.∆’, σ.524, στ.5-7.
574
Πράγµατι, ο µπαρµπα-Σταµάτης αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τους
παπαδιαµαντικούς συζύγους να ετοιµάζονται να παντρευτούν πριν ακόµη ξεψυχήσει η προηγούµενη
γυναίκα τους (βλ. π.χ. «Η Πιτρόπισσα»,Τ.∆’, σ. 312 και 314 ), ενώ άλλοι παντρεύονται µέσα σε ελάχιστο
χρονικό διάστηµα (βλ. « Παιδική πασχαλιά», Τ.Β’, σ.176, «Η στοιχειωµένη καµάρα»,Τ.Γ΄, σ. 634, «Η
Πιτρόπισσα»,Τ.∆’, σ. 312 και 314 κ.ά.) αυτοεπαιρούµενοι γιατί «περνάει ακόµη η µπογιά τους». Έτσι,
από τη µια πλευρά έχουµε την κοσµική οπτική και προοπτική του γάµου, δηλαδή την αποκατάσταση και
την εξασφάλιση δωρεάν φροντίδας για τους ίδιους και τα τυχόν παιδιά τους και από την άλλη την όντως
οπτική και προοπτική του γάµου, όπως την ενσαρκώνει ο µπαρµπα- Σταµάτης, που βιώνει πραγµατικά
το µυστήριο αυτό, ως µυστήριο «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Εφ. 5, 32). Σύµφωνα µε τη δεύτερη
400

Έτσι, η υπερβάλλουσα κοινωνικότητά του και η ευθυµία του,


λογιζόµενες µέσα στα πλαίσια της χριστιανικής χαρµολύπης, γίνονται µέσα
που τον βοηθούν να αντιµετωπίζει τη µοναξιά που αισθάνεται και να
καταπολεµά την ακηδία που υποβόσκει ως κίνδυνος. Απασχολούµενος µε
τον υπόλοιπο κόσµο και τα προβλήµατά του ξεχνάει τα δικά του. Ταυτόχρονα
όµως παρέχει σηµαντική βοήθεια στους άλλους ανθρώπους, όπως στην
προκειµένη περίπτωση στις δύο αδελφές, Σοφία και Λουκρητία. Στηρίζει τις
δύο κοπέλες στις δύσκολες στιγµές που περνούν και την ίδια στιγµή - µέσα
από αυτήν την προσφορά- βοηθάει και τον εαυτό του να αντιµετωπίζει την
καθηµερινή θλίψη. Πολύ σωστά δεν επιλέγει την αποµόνωση και την
παράδοση στην επικίνδυνη λύπη575, αλλά αγωνίζεται µε τις όποιες δυνάµεις
του έχουν αποµείνει να παραµείνει πρόσχαρος και αισιόδοξος, ακολουθώντας
την προτροπή του ίδιου του Χριστού να υποµένουµε µε καρτερία τις θλίψεις
της ζωής αυτής και να προσφέρουµε στους άλλους576. Με τη στάση του
επιβεβαιώνει έµπρακτα τα λόγια του αποστόλου Παύλου που επισηµαίνει ότι
ο Θεός δεν αφήνει να δοκιµάσουµε πειρασµούς που ξεπερνούν τις δυνάµεις
µας, αλλά, όταν µας στείλει κάποιο πειρασµό, µας στέλνει και τον τρόπο
εξόδου από αυτόν για να καταφέρουµε να τον αντέξουµε577. Η διέξοδος που
βρήκε ο µπαρµπα- Σταµάτης περνάει µέσα από την κοινωνικότητα, την
προσφορά και την αλληλεγγύη578.

«Αδελφή ψυχή» του µπαρµπα Σταµάτη αναδεικνύεται η χήρα


Χαρµολίνα στη «Θητεία τῆς πενθερᾶς». Αν και έχασε το σύζυγό της λίγους
µόνο µήνες µετά το γάµο τους σε ηλικία µόλις 19 ετών, αποφάσισε να µην
ξαναπαντρευτεί υποµένοντας «τὰ µαῦρα τῆς χηρείας δεσµά, τὰ "βαρύτερ'ἀπ'
τὰ σίδερα"»579. Αφότου µάλιστα γέννησε και τη µοναχοκόρη της, «ἔµεινεν
ἰσοβίως χήρα σώφρων, θαῦµα γυναικείας ἐγκαρτερήσεως οὐχὶ ἀσύνηθες εἰς
τὰς ἑλληνικὰς χώρας»580. Πρόκειται για µια χαρακτηριστική εκπρόσωπο της
χήρας γυναίκας που, όπως αναφέρει και ο Ν. Ορφανίδης, επιλέγει να βιώσει
τη µοναξιά και την οδύνη, να θυσιάσει τον έρωτα για να διαφυλάξει τη ζωή581,

ο θάνατος δε διακόπτει τον πνευµατικό δεσµό των δύο συζύγων που αποτελούν έναν πλέον άνθρωπο
ενώπιον του Θεού.
575
Όπως λανθασµένα επέλεξε να κάνει ένας άλλος ήρωας , ο «αλιβάνιστος» µπαρµπα- Κόλιας (Τ.Γ’,
σ.521 κ.ε.).
576
«Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν» ,Πραξ. 20,35.
577
Βλ. Α΄Κορ.10,13.
578
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος επισηµαίνει ότι οι πειρασµοί και οι θλίψεις στέλνονται στους
ανθρώπους για το δικό τους συµφέρον και κάνουν την ψυχή πιο γνήσια και πιο στερεή, ώστε να
λυτρωθεί από τα πάθη και να ελπίζει στη λύτρωσή της από τον Κύριο. Έτσι και ο µπαρµπα- Σταµάτης
διά της θλίψεώς του βρίσκει το δρόµο της σωτηρίας του. Βλ. «Εἰς τοὺς Ν’ Λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου»,
σ.225, Φιλοκαλία, Τ.Γ’, Νο.ρλ’. Βλ. επίσης σχετικά και Θαλασσίου του Λιβίου, «Περὶ ἀγάπης καὶ
ἐγκρατείας καὶ τῆς κατὰ νοῦν πολιτείας, ἐκατοντὰς Α’», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.206, Νο. κη’.
579
Τ.Γ’, σ.406, στ.11-12.
580
Τ.Γ’, σ.406, στ.15-16.
581
Ν. Ορφανίδη, «Το πάθος των προσώπων και τα πάθη της ψυχής» στον τόµο Η κοινωνική διάσταση
του έργου του Α.Παπαδιαµάντη, ό.π. σ.253. Ο ίδιος λίγο παραπάνω γράφει για τις γηραιές µητέρες: «Οι
γραιες στον Παπαδιαµάντη είναι µορφές του πάθους, του πένθους, της καρτερίας, της χριστιανικής
υποµονής. Μορφές αγιαζόµεναι. Είναι εξόχως στο έργο του Παπαδιαµάντη η µάννα, που θητεύει κοντά
401

γιατί συνειδητοποιεί τον πρωτεύοντα ρόλο της ως µητέρας. Η Χαρµολίνα,


εποµένως, θυσιάζει την προσωπική της ευτυχία και την πιθανότητα να
επανεύρει τον έρωτα για έναν ιερό σκοπό: την ανατροφή του πολυτιµότερου
ανθρώπου που έχει σε αυτή τη ζωή. της µικρής της κόρης.
Η γυναίκα αυτή αποτελεί προσωποποίηση του πένθους, της καρτερίας
και της χριστιανικής υποµονής. Η ζωή της, δύσκολη, γεµάτη βάσανα και
ταλαιπωρίες την κάνει κάποιες φορές να φιλοσοφεί πάνω στο θέµα του
γάµου: «Μίαν µωρίαν φαίνεται ὅτι ἔκαµα εἰς τὴν ζωήν µου, καὶ αὐτὴν δὲν
ἠµποροῦσα νὰ τὴν ἀποφύγω. Ἄφησα τοὺς γονεῖς µου νὰ µὲ πανδρέψουν,
ἐπειδὴ ἀδύνατον ἦτον νὰ διαβάσω τὰ µαῦρα γράµµατα, τὰ ὁποῖα ἡ Μοῖρα
γράφει εἰς τὸ κρανίον µας, ὅπως λέγουν. Καὶ µίαν φρονιµάδα, ὡς φαίνεται,
ἔκαµα, ὅτι δὲν ἀπεφάσισα νὰ ξαναπανδρευθῶ»582.
Στο συγκεκριµένο διήγηµα επισηµαίνεται το εξής οξύµωρο της εποχής:
όσες γυναίκες δεν κατορθώνουν να παντρευτούν, µαραζώνουν έρηµες και
θλιµµένες583, ενώ όσες παντρεύονται, µπαίνουν στα βάσανα του κόσµου
ταλαιπωρώντας τον εαυτό τους και τους συγγενείς τους (όπως εδώ η κόρη
της Χαρµολίνας που γεννάει συνέχεια παιδιά, ενώ η µητέρα της έχει αναλάβει,
εκτός από τη φροντίδα των εγγονιών της, και τη φροντίδα ολόκληρου του
σπιτιού και των κτηµάτων τους584). Για τη χήρα Χαρµολίνα η λύση στο
περίπλοκο αυτό ζήτηµα θα ήταν να µην είχε γεννηθεί κάποιος εξαρχής ή να
πέθαινε νωρίς, θυµίζοντας µας το αντίστοιχο σκεπτικό της Φραγκογιαννούς. Η
διαπίστωση αυτή όµως δεν οδηγεί τη Χαρµολίνα στις εγκληµατικές ενέργειες
της πολύπαθης γραίας, αλλά σε µια θαυµαστή συναίρεση του πόνου και των
καθηµερινών κόπων µέσω της χαρµολύπης585. Παρ’ όλα αυτά η βαθιά αγάπη
που έτρεφε για το σύζυγό της και που αυτή φαίνεται πως ήταν η πραγµατική
αιτία που δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, διακρίνεται ξεκάθαρα στο πικρό κλάµα
της κάθε φορά που έλεγε τη λέξη «Σµύρνη» . εκεί είχε πεθάνει εκείνος και
αδυνατούσε να τον ξεχάσει παρόλο που είχαν περάσει τριανταπέντε
ολόκληρα χρόνια.

Ο φόβος µήπως χάσουµε το αγαπηµένο µας πρόσωπο µερικές φορές


είναι το ίδιο οδυνηρός µε την απώλειά του. Στην προσπάθειά µας µάλιστα να
αποτρέψουµε το κακό οδηγούµαστε σε αρνητικές σκέψεις ή βεβιασµένες
κινήσεις. Με αυτόν τον τρόπο παραβλέπουµε το γεγονός πως τα πάντα
βρίσκονται στα χέρια του Θεού και υπόκεινται στη δική του θέληση. Ο φόβος
αυτός όµως έχει και µια θετική χροιά: µας βοηθάει να συνειδητοποιήσουµε την

στην κόρη της. Έχουµε µια λανθάνουσα εξιδανίκευση της πάσχουσας γυναικείας µορφής µέσα από την
προβολή ή ανάδειξη της µάννας. Η γραία τροφός κουβαλεί τα πάθη του βίου. Καθίσταται µορφή ιερή,
µέσα στον πόνο και τις δοκιµασίες του κόσµου τούτου», ό.π., σ. 252- 253.
582
Τ.Γ’, σ.408, στ.30-32 και σ.408,στ.1-2.
583
Βλ. Τ.Γ’, σ.405, στ. 9-10.
584
Βλ.σ.407-409.
585
Τ.Γ’, σ.409, στ.11-12. Άλλωστε, και το ίδιο της το όνοµα είναι µια παράφραση της χριστιανικής
χαρµολύπης. Βλ. σχετικά την ανάλυση του διηγήµατος αυτού στην υποενότητα 2.1.1. του παρόντος
κεφαλαίου.
402

αξία του αγαπηµένου µας προσώπου και να εκτιµούµε περισσότερο την


παρουσία του στη ζωή µας. Με αυτόν τον τρόπο η κοινή µας πορεία αποκτά
ένα πιο ουσιαστικό νόηµα. Χαιρόµαστε πλέον την κάθε στιγµή µαζί του και
απολαµβάνουµε την κοινή µας ζωή, όσο µας επιτρέπουν οι ποικίλες
καθηµερινές υποχρεώσεις.
Από τη δοκιµασία αυτή πέρασε το ζευγάρι του διηγήµατος «Ἀγάπη
στόν κρεµνό». Ο Γιάννης και η Μαριώ το Πετρί είχαν µια ενδιαφέρουσα
ιστορία. Η νεαρή Μαριώ, ανήλικη ακόµη, είχε νυµφευθεί ένα Ρώσο ή Ρουµάνο
ναυτικό, ο οποίος ξενιτεύτηκε στη συνέχεια και δεν επέστρεψε στο νησί. Όταν
ενηλικιώθηκε η Μαρία, έταξε να ξαναπαντρευθεί, εάν έβρισκε δεύτερο άντρα.
Ο άντρας αυτός ήταν γραφτό να είναι ο Γιάννης, κηπουρός και κτηµατίας.
Από τότε έγιναν ένα από τα πιο αγαπηµένα ανδρόγυνα που συναντάµε
στο έργο του Παπαδιαµάντη. Αν και φαίνεται πως ο γάµος τους δεν πρέπει να
ήταν απόλυτα νοµότυπος, είναι ουσιαστικός. Η αγάπη τους, παρόλο που δεν
απέκτησαν τέκνα, δεν αλλοιώθηκε καθόλου µε το πέρασµα του χρόνου. Είχαν
για ένα µικρό χρονικό διάστηµα τη χαρά να υιοθετήσουν ένα νέο παραγυιό, ο
οποίος όµως ξενιτεύθηκε πολύ γρήγορα στην Αίγυπτο προκαλώντας τους
θλίψη. Θεωρούµε ότι σκοπίµως ο συγγραφέας αφήνει άτεκνο το ζευγάρι αυτό,
προκειµένου να αναδείξει την καθαυτό συζυγική αγάπη, «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς
Ἐκκλησίαν»586. Οι δύο σύζυγοι αισθάνονται πλήρεις έχοντας ο ένας τον άλλο.
Για αυτό η Μαριώ συχνά συµπεριφέρεται ως µικρό κορίτσι θέλοντας να
προσελκύσει ακόµη περισσότερο τη στοργή και το ενδιαφέρον του συζύγου
της που προσπαθεί να µη της χαλάει χατήρι. ∆εν είναι τυχαίο ότι λέξεις όπως
«ψυχή µου» και «σ’ αγαπώ», λέξεις φορτισµένες όχι µόνο ερωτικά αλλά και
αγαπητικά 587, ανταλλάσσονται συχνά µεταξύ τους εκφράζοντας απερίφραστα
τα συναισθήµατά τους588. ∆εν πρέπει ακόµη να παραβλεφθεί το ότι ο σύζυγος
προσφωνεί συνεχώς τη γυναίκα του «αγάπη», ακόµη και στις συζητήσεις που
έχει µε τρίτους589.
Στα πλαίσια αυτής της αγάπης που θέλει να δίνει χαρά στο ερώµενο
πρόσωπο ο Γιάννης φτιάχνει ένα «τσαρδάκι», µια παραγκίτσα µε τέσσερις
στύλους έτσι κατασκευασµένη, ώστε να λικνίζεται η Μαριώ, αφού της άρεσε
τόσο. Άρκεσε µόνο να του εκφράσει την επιθυµία της και να εκφέρει τη λέξη
«σ’ αγαπώ» για να πεισθεί ο ερωτευµένος σύζυγος, παρά την επικινδυνότητα
µιας τέτοιας κατασκευής δίπλα µάλιστα σε γκρεµό. Η επιθυµία του να της
προσφέρει χαρά ξεπέρασε ακόµη και τους ενδοιασµούς του για την ασφάλεια

586
Εφ.5,32. Πράγµατι, οι δύο αυτοί σύζυγοι ασκούνται σταδιακά στην αυτοέξοδο και την
αυτοπαράδοση του ενός στον άλλο, κατά το πρότυπο της σχέσης του Χριστού µε την Εκκλησία. «Ο
ένας ( εδώ ο Γιάννης που, όπως θα δούµε παρακάτω ,πέφτει δίχως δεύτερη σκέψη στον γκρεµό για να
βοηθήσει την αγαπηµένη του σύζυγο) δωρίζεται µέχρι αυτοθυσίας στον άλλο, κατά το πρότυπο που ο
Χριστός αγάπησε την Εκκλησία. Και ο άλλος (εδώ η Μαριώ) ανταποδίδει την αγάπη πλήρως, µε
συναίσθηση του µεγάλου δώρου µε το οποίο έχει τιµηθεί. Αγάπη δωρούµενη και αγάπη δωροδόχος» ,
Σ. Φωτίου, Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: ο σκοπός της διαφυλικής αγωγής,
ό.π., σ.43.
587
Ως γνωστόν πρόκειται για δύο λέξεις που οι γονείς λένε συχνά και στα παιδιά τους.
588
Βλ. Τ.∆’, σ.491, στ.4-10
589
Βλ. Τ.∆’ σ. 491, στ.14 και στ.25, σ.492, στ.2 ,στ.9 και στ.12
403

του κτίσµατος. Ωστόσο, όταν συνέβη το δυσάρεστο γεγονός της πτώσης της
στο γκρεµό, ο φόβος του, µήπως έχει πληγωθεί ή ακόµη και σκοτωθεί η
Μαριώ του, του ραγίζει την καρδιά. ∆εν σκέφτεται τίποτα παρά µόνο κ ά ν ε ι
τ ο σ τ α υ ρ ό τ ο υ και ρίχνεται στο γκρεµό µε αυτοθυσία. Εκεί που η σκέψη
του σταµατά, παραµένει η ελπίδα του στο Θεό και η ετοιµότητά του να
βοηθήσει µε αυταπάρνηση τη γυναίκα του. Αυτή η ασυνείδητη αλλά συνάµα
και τόσο έντονη εµπιστοσύνη στο Θεό και στον αρχάγγελο Μιχαήλ
προσείλκυσε τη χάρη Του και τη συµπαράσταση του αγγέλου που δεν
εγκατέλειψε τον αγωνιώδη σύζυγο: «Αν ο άνθρωπος έχει το πνεύµα της
αυτοθυσίας, τότε δέχεται τη θεία βοήθεια, τον οικονοµάει ο Θεός»590.
Μέσα όµως στην αγωνία αυτή και το φόβο υπεισέρχεται,
εκµεταλευόµενός την, και ο πονηρός. Σκεπτόµενος το λάθος του που
πείστηκε από τα καµώµατα της «αγάπης» του και της έφτιαξε «τσαρδάκι
κουνιστὰ στὸν κρεµνό» 591 και φοβούµενος για τη ζωή της, του περνάει από το
µυαλό ότι θα του άξιζε να γκρεµιστεί και εκείνος592. Πριν λοιπόν καλά καλά
διαπιστώσει την κατάσταση της λιπόθυµης γυναίκας του, ο φόβος ότι µπορεί
να τη χάσει τον οδηγεί στη σκέψη της αυτοκτονίας. Και µόνο ο αρνητικός
αυτός συλλογισµός τον έκανε να χάσει τον έλεγχο και να κατακρηµνισθεί
δίνοντας πρόσκαιρη χαρά στον πονηρό.
Ο Θεός όµως, τη βοήθεια του οποίου επικαλέστηκε πριν επιχειρήσει να
τη σώσει, δεν επρόκειτο να τον εγκαταλείψει. Όπως επέτρεψε να βιώσει τον
πόνο της θλίψης για την παρολίγο απώλεια της αγαπηµένης του, έτσι έστειλε
και τον αρχάγγελο Μιχαήλ να φυλάξει τον απεγνωσµένο Γιάννη από πιθανό
θάνατο593. ∆ε σταµατά όµως εκεί. Γνωρίζοντας την αληθινή αγάπη του
ανδρόγυνου αυτού, τον στέλνει κατευθείαν στην αγκαλιά της γυναίκας του
που, ως εκ θαύµατος, γύρισε από το ένα πλευρό, ενώ τόση ώρα στεκόταν
µπρούµυτα ακίνητη σαν νεκρή594. Βρέθηκαν αγκαλιασµένοι, ενωµένοι στη
δύσκολη αυτή στιγµή και, παρόλο που πονούσαν, ο ένας όχι µόνο σωµατικά
αλλά και ψυχικά λόγω της προτέρας αγωνίας του, ήταν συνάµα και ευτυχείς.
Είχαν ο ένας τον άλλο και αυτό τους ήταν αρκετό. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η
βαθύτερη επιθυµία τους: να είναι µαζί. Η κορυφαία αυτή συζυγική στιγµή που
τους αρκούσε η παρουσία του άλλου και δεν τους ένοιαζε ούτε ο πόνος ούτε ο
κίνδυνος στον οποίο βρίσκονταν ακόµη, έµεινε βαθιά χαραγµένη στην ψυχή
του Γιάννη. Η παρολίγον «θυσία» του για χάρη της αγάπης του595 δεν πήγε
χαµένη, αλλά ανταµείφθηκε µε µια γλυκιά αγκαλιά και µια σιωπή που ήταν

590
Γέροντος Παϊσίου, Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Μ. « Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 2007, σ.55.
591
Τ.∆’, σ.492, στ.3-4.
592
Βλ. Τ.∆’, σ.492, στ.6-7.
593
Τ.∆’. σ.492, στ.10-12.
594
«ὁ Θεὸς ποὺ ἔστειλε τὸν πόνο, ἔστειλε καὶ τὸν ἄγγελο καὶ βρέθηκα σὲ µιὰ στιγµὴ µέσ' στὴν ἀγκαλιὰ
τῆς ἀγάπης», Τ.∆’, σ.492, στ.11-12.
595
«Θυσία θα πήγαινα µαζί µε την αγάπη», Τ.∆’, σ.492, στ.9.
404

µεστή αισθηµάτων. Άλλωστε, σε τέτοιες στιγµές η σιωπή ‘’λέει’’ περισσότερα


από ότι θα έλεγαν χίλιες λέξεις596.
Στο διήγηµα αυτό, που αποτελεί έναν εξαίσιο «ύµνο της έγγαµης
αγάπης»597, φανερώνεται πως όχι µόνο ο έρωτας, αλλά και η συζυγική αγάπη
είναι γεµάτη δυσκολίες: πείσµατα, παιδικές αφέλειες, σκαµπανεβάσµατα και
λογής λογής κινδύνους. Όπως το τσαρδάκι του Γιάννη και της Μαριώς, έτσι
και η αγάπη αιωρείται διαρκώς «‘’σύρριζα στον κρεµνό’’ και όσο πιο πολύ
ασφαλίζεται τόσο περισσότερο κινδυνεύει»598. Μοναδικό ασφαλές της
στήριγµα παραµένει το νέκρωµα του ιδίου θελήµατος , οι υποχωρήσεις στο
θέληµα του/της αγαπηµένου συζύγου, που ενσαρκώνει την ίδια την αγάπη.
Ακριβώς για αυτή την αγάπη ο/η σύζυγος είναι έτοιµος/η να κάνει κάθε θυσία,
φθάνοντας έως την αυτοθυσία. Με αυτόν τον τρόπο η «κουνάµενη» αγάπη,
παρά τα «αιωρούµενα» πείσµατά της, µένει στον πυρήνα της στέρεη και
πλέρια.

3.2. Έλλειψη συζυγικής αγάπης: η περίπτωση του συµβατικού γάµου

Μια από τις δυσκολότερες σχέσεις εντός µιας οικογένειας είναι αυτή
του ζευγαριού. Η αγάπη µεταξύ των συζύγων αίρει φυσικά αρκετά από τα
ενδοσυζυγικά προβλήµατα που µπορεί να προκύψουν. Ωστόσο, σε µια εποχή
όπου τα περισσότερα ανδρόγυνα προέκυπταν µετά από συνοικέσιο και
αποτελούσαν επιλογή των γονέων-συγγενών, η αγάπη θεωρείται ένα
δύσκολο κατόρθωµα χωρίς να απουσιάζουν τα ζευγάρια εκείνα που, µε την
πάροδο του χρόνου, αγάπησαν ο ένας τον άλλο. Η πλειονότητα όµως δεν είχε
αυτή την τύχη είτε λόγω συνθηκών είτε λόγω προσωπικής επιλογής και
έλλειψης προσπάθειας εκ µέρους των δυο συζύγων.
Εξαιτίας της µετανάστευσης ή της ενασχόλησης των περισσότερων
νέων ανδρών µε θαλάσσια επαγγέλµατα επικράτησε σιγά σιγά η συνήθεια
νεαρές και όµορφες κοπέλες να παντρεύονται µε «όψιµα» γεροντοπαλίκαρα ή
χήρους. Πρόκειται για µια συνήθεια που στη σηµερινή εποχή φαίνεται να
στερείται ηθικής, πόσο µάλλον χριστιανικής βάσης. Παρ’ όλα αυτά τότε ήταν
άκρως αποδεκτή, κυρίως λόγω της οικονοµικής ανέχειας που µάστιζε την
πλειονότητα των ελληνικών οικογενειών. Η πλειοψηφία των γυναικών αυτών
δεν ξεπερνά το εικοστό έτος της ηλικίας κατά τη σύναψη του γάµου, ενώ οι
περισσότεροι ηλικιωµένοι άνδρες είναι από σαρανταπέντε έως εξήντα ετών.
Βασική προϋπόθεση ενός τέτοιου γάµου είναι η καλή οικονοµική κατάσταση
του γαµπρού. Αυτή του επιτρέπει να «αγοράσει» τη νεαρή νύφη και να αφήσει
την ατυχή µεγαλοκοπέλα «στο ράφι». Τα λόγια της Λιαλιώς στη «Νοσταλγό»
«δὲν εὑρέθηκε ἄλλος ἀπ' τὸν µπαρµπα- Μοναχάκη νὰ µὲ ζητήσῃ. Π ά λ ι

596
Η σιωπή αυτή υποδηλώνει και την πληρότητα που αισθάνονται οι δυο σύζυγοι, όταν βρίσκονται ο
ένας στην αγκαλιά του άλλου.
597 ο
Σ. Ζουµπουλάκη, Προλογικό σηµείωµα στον 13 τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη ‘’ Αγάπη
στον κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα, το Βήµα βιβλιοθήκη, εκδόσεις ∆όµος, 2011, σ.16.
598
Σ. Ζουµπουλάκη, ό.π., σ.16-17.
405

κ α λ ά !»599 φανερώνουν τη νοοτροπία που καλλιεργούνταν από την παιδική


ηλικία στα κορίτσια ότι είναι προτιµότερο να παντρευτούν έναν ηλικιωµένο
που δεν αγαπούν παρά να µείνουν γεροντοκόρες600.
Πώς όµως µπορεί ένας άνδρας και µια γυναίκα που δεν αγαπήθηκαν
ποτέ πραγµατικά παρά µόνο συγκατοίκησαν και έκαναν παιδιά «εξ‘ ανάγκης»
να οικοδοµήσουν µια σωστή οικογένεια; Και πώς µπορούν να φτάσουν στο
στόχο κάθε πανδρεµένου ζευγαριού που είναι η είσοδός τους ως «σάρκα
µία», ως «ψυχή µία», στη Βασιλεία του Θεού; Πολύ συχνά η κοινή τους
πορεία καθίσταται οχληρά και δύσκολη, γεµάτη από αρνητικά ή ανύπαρκτα
αισθήµατα για τον ή τη σύντροφό τους. Ο ένας καθίσταται βάρος για τον άλλο
και το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στα συνήθη βιοποριστικά προβλήµατα
χάνοντας κάθε είδος ουσίας. Αυτή η «αστοχία» στην επίτευξη της αγάπης
µεταξύ του ζευγαριού έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες όχι µόνο στην
προσωπική τους σχέση, αλλά και στη µετέπειτα οικογένεια τους. Όταν
µάλιστα αυτή η έλλειψη αγάπης και ειλικρινούς ενδιαφέροντος έχει ήδη
ξεκινήσει από την παιδική ηλικία ενός ανθρώπου και γίνει βίωµά του (όπως
στην περίπτωση της Χαδούλας) µπορεί να οδηγήσει σε τραγικά
αποτελέσµατα601.

Ας εξετάσουµε όµως την περίπτωση της Λιαλιώς, της «Νοσταλγού».


Έχοντας χάσει την αγάπη, µια και εκείνος που αγαπούσε πνίγηκε στη
θάλασσα, συµβιβάζεται µε το µεσόκοπο κυρ- Μοναχάκη. Θεωρεί µάλιστα τον
εαυτό της και «τυχερό», αφού η άλλη της επιλογή ήταν η αγαµία και ο
κοινωνικός αποκλεισµός602. Ο µπαρµπα-Μοναχάκης, συνοµίληκος του
πατρός της, δε διστάζει να ζητήσει σε γάµο το κοριτσάκι που κάποτε έπαιζε
στα πόδια του. Σε αντίθεση όµως µε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως

599
Τ.Γ’, σ. 59, στ.34. Η αραιογράφηση δική µας .
600
Αντίστοιχη τύχη µε αυτήν της Λιαλιώς είχε και η Σοφία στα «Συµβάντα στο µύλο». Η νεαρή κοπέλα
.
έµεινε µαζί µε τη µικρότερη αδελφή της ορφανή, χωρίς προστάτη τότε παρουσιάστηκε «ἀνέλπιστος
γαµβρός, παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, καλοκαµωµένος καὶ ἀκµαῖος, ὁ Μανώλης τοῦ Ἀγάλλου » (Τ.∆’,
σ.519, στ.18-21). Αν και δεν τον ερωτεύθηκε, τον παντρεύτηκε λόγω της φτώχειας και της ορφάνιας της.
Ο ίδιος βέβαια αισθανόταν «ὄψιµον ἔρωτα» προς τη νεαρή κοπέλα και φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος
απέναντί της γράφοντας όλη του την περιουσία «ἐπάνω της». Αυτή όµως η περιουσία, σε συνδυασµό µε
τη νεαρή της ηλικία, την κατέστησε σφετερίστρια στα µάτια των συγγενών του ατυχούς τεθνεώτος
Μανώλη. Κατά συνέπεια, ο γάµος αυτός την οδήγησε σε µια δεινή ταλαιπωρία.
Τον ίδιο όψιµο έρωτα φαίνεται πως αισθάνθηκε και ο γερο- Χαριστίδης απέναντι στη θυγατέρα ενός
φίλου του «τὴν ὁποίαν εἶχε φιλεύσει πολλάκις κοµφέτα» και την οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε για να
«τοῦ ἀποδίδει θάλπος εἰς τὸ γῆρας, καὶ αὐτὸς (νά) ἀγάλλεται νὰ εἶναι πατὴρ τῶν ἐγγόνων του» («Τα
ρόδιν’ ακρογιάλια», Τ.∆’, σ.229, στ. 17-20) .
601
Ο Χ. Γιανναράς, αναπτύσσοντας το θέµα του συµβατικού γάµου, αποδίδει ευθύνες στη θρησκεία που
δεν προέβλεψε ένα πλαίσιο ελέγχου των κινήτρων της γαµικής ένωσης µε αποτέλεσµα πολλοί έγγαµοι
να δυστυχούν. Βλ. Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων,ό.π., σ. 128.
602
Ο Γ. Βαλέτας προσεγγίζοντας το σηµείο αυτό του διηγήµατος από κοινωνιολογικής πλευράς
αναφέρει σχετικά ότι «η µορφή της Νοσταλγού είναι το σύµβολο της σκλαβωµένης κόρης, της
καταδικασµένης µαζί µε άλλες χιλιάδες κοπέλες του λαού της και του τόπου της σε µιαν αβάσταχτη,
ισόβια ψυχική σκλαβιά, σ’ έναν ηθικό καταναγκασµό, σφυρηλατηµένο από αιώνες απ’ την κοινωνική
ανισότητα, απ’ το θεσµό της προίκας, που για το άπροικο φτωχοκόριτσο είναι µαχαίρι δίκοπο, γιατί ή το
ρίχνει άσπλαχνα στο περιθώριο της ζωής ή το αναγκάζει ασπλαχνώτερα να µπη µε το συµβατικό γάµο
σε µια κόλαση», «Παπαδιαµάντης: η ζωή -το έργο- η εποχή του», ό.π., σ.556-557.
406

στα «Συµβάντα στο µύλο», όπου ο γηραιός σύζυγος εκφράζει και δείχνει
έµπρακτα τον «όψιµο έρωτά» του προς τη γυναίκα του603 ο µπαρµπα
Μοναχάκης δεν εκδηλώνει έµπρακτα -τουλάχιστον στην αρχή του διηγήµατος-
τα συναισθήµατά του. Αφού επιµένει να φέρει τη νεαρή γυναίκα του από το
πατρώο νησί της σε εκείνο που υπηρετούσε ως οικονοµικός υπάλληλος, στη
συνέχεια την «εγκαταλείπει» απουσιάζοντας οληµερίς και δείχνοντας
ξεκάθαρη προτίµηση στο καφενείο και στη δουλειά παρά στη Λιαλιώ του.
Όταν ένας γάµος δεν έχει βασισθεί στον έρωτα, χρειάζεται διπλή προσπάθεια,
διττός κόπος και εκ των δύο συζύγων προκειµένου να ανθίσει η συζυγική
αγάπη. ∆ιαφορετικά, οι καρδιές τους µένουν ερµητικά κλειστές, απελπιστικά
µόνες και τη θέση της αγάπης καταλαµβάνει η συναισθηµατική «ερηµία». Ο
µπαρµπα-Μοναχάκης φαίνεται πως αγαπούσε τη Λιαλιώ. η αγάπη του όµως
στερείται βάθους, στερείται πνευµατικότητας. Για αυτό και ενδιαφέρεται
περισσότερο να µην εκτεθεί στα «µάτια» του κόσµου, παρά να αποκτήσει
σχέση ουσίας µε τη σύζυγό του, που ενδόµυχα γνωρίζει πως δεν τον αγαπά.
Η βεβαιότητα της Λιαλιώς ότι «ἂν ἔκαµνε τὸν ἐρωτα» µε κάποιον άλλο, ο
σύζυγός της θα την «κάλυπτε και µάλιστα πολύ»604 - αρκεί βέβαια να
παρέµενε «ἐν κρυπτῷ»- φανερώνει τη συµβατικότητα του γάµου αυτού και
από τις δύο πλευρές. Ένας σύζυγος που αγαπάει πραγµατικά τη γυναίκα του,
έστω και αν γνωρίζει ότι τα αισθήµατα δεν είναι αµοιβαία, δεν µπορεί να
δεχθεί ότι εκείνη θα προσβάλλει την αγάπη του µε τέτοιο τρόπο. Μπορεί εκ
των υστέρων να τη συγχωρέσει, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, η εσωτερική
όµως πικρία θα παραµείνει.
Ο µπαρµπα-Μοναχάκης έβλεπε πως η γυναίκα του δεν ήταν δίπλα
του. Το µυαλό της, η ψυχή της ήταν µονίµως βυθισµένη στην «πατρίδα
πέρα». Ωστόσο, δεν έκανε τίποτα όχι µόνο για να αναστρέψει το κακό αυτό
κλίµα, αλλά και για να αποτρέψει και την ενσώµατη αναχώρησή της.
Εξακολουθεί να λείπει όλη µέρα από το σπίτι, αφήνοντάς την µόνη σε µια ξένη
νήσο, ξένη ανάµεσα σε ξένους, χωρίς συγγενείς και φίλους που θα
µπορούσαν να διασκεδάσουν τη µοναξιά και τη µόνιµη µελαγχολία της. Με
έµµεσο τρόπο της ανοίγει ο ίδιος την πόρτα της εξόδου. Όταν όµως στη
συνέχεια του διηγήµατος θα πληροφορηθεί από ένα παιδί για το φευγιό της
Λιαλιώς µε τον Μαθιό, δε θέλει να εκτεθεί στα «κοινωνικά σχόλια» της τοπικής

603
Βλ. Τ.∆’,σ.523, στ.30 και υποσηµείωση Νο. 600.
604
Η πεποίθησή της ότι, αν ήθελε να ερωτοτροπήσει, θα το έκανε στο σπίτι της υπό την «συγκάλυψη»
του συζύγου της µας ξενίζει. ∆εδοµένης της αυστηρής και ανδροκρατούµενης εκείνης εποχής, µια τέτοια
δήλωση τίθεται υπό αµφισβήτηση. Λαµβάνοντας όµως υπόψη την αδυναµία και το γεροντικό έρωτα του
µπαρµπα- Μοναχάκη που, αν την έχανε, θα έµενε µόνος και δακτυλοδεικτούµενος ως ο «γέρων και
απατηµένος σύζυγος», µπορούµε να την αποδεχθούµε ως πιθανη. Όχι βέβαια γιατί θα ανεχόταν τόσο
εύκολα µια τέτοια εξέλιξη, αλλά µάλλον εξ’ ανάγκης. Ο ίδιος ο µπαρµπα- Μοναχάκης θεωρεί τη γυναίκα
του πιστή «ὅσον δύναται ἀνὴρ νὰ εἶναι βέβαιος περὶ γυναικός».(…) «Ηξευρεν ὅτι, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην
γυναῖκα, ἔζη µὲ τὴν κεφαλήν της καὶ µὲ τὰ νεῦρά της» ( Τ.Γ’, σ.65, στ.18- 28) . Κατά την αναζήτηση της
βαρκούλας προβληµατίζεται όµως µήπως τελικά η γυναίκα του «εἶχεν ἁµαρτήσει ἤδη» .Στη σκέψη αυτή
επαναλαµβάνει τα λόγια της Λιαλιώς ότι θα την κάλυπτε (βλ. Τ.Γ’, σ.66, στ.7-12). Άραγε είναι τόσο
µεγαλόψυχος, γιατί την αγαπά αληθινά, κατά το πρότυπο του Ωσηέ, ή απλά και µόνο για να µη γίνει ο
ίδιος βορά στην κακογλωσσία των γειτόνων;
407

κοινωνίας. Ο σύζυγος λοιπόν που θα «κάλυπτε» τη γυναίκα του, εάν εκείνη


στα κρυφά και προσεκτικά έθιγε την τιµή του, ο ίδιος σύζυγος, τώρα που η
προσβολή της τιµής του στέκεται εις επήκοον του κοινωνικού περίγυρου,
σπεύδει για να την επαναφέρει στην τάξη. Η προσφώνησή του «ἀγάπη µου»,
όταν τη βρίσκει τελικά, ηχεί µάλλον ειρωνικά ως απελπισµένη προσπάθεια να
την προσελκύσει κοντά του κατόπιν εορτής, κάτι το οποίο έπρεπε να είχε
κάνει πριν φθάσουν σε αυτό το σηµείο. Μπορεί να είναι σχεδόν βέβαιος ότι η
γυναίκα του δεν έχει ξεφύγει από τα όρια, στηριζόµενος στην καλή της
ανατροφή, αλλά ενδόµυχα γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να κρατήσει
το γάµο τους. Εποµένως, η φυγή της οφείλεται και στα δικά του λάθη.
Μια σύζυγος λοιπόν που η καρδιά της είναι δοσµένη αλλού, που
προτιµά το όνειρο του νεκρού αγαπηµένου στην πατρίδα «πέρα»605 παρά την
«πεζή» έγγαµη πραγµατικότητα και ένας σύζυγος που ενδιαφέρεται
περισσότερο για την κοινωνική του υπόληψη παρά για την οικοδόµηση
σχέσης αγάπης -για έρωτα ούτε λόγος να γίνεται- µε τη συζυγό του. Πρόκειται
για ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα συµβατικού γάµου.

Η πολύπλευρη ευθύνη για την «αστοχία» ενός γάµου, ξεκινώντας από


τους γονείς των νεόνυµφων και φθάνοντας έως τα παιδιά τους, αναδεικνύεται
στη «Φόνισσα». Η Χαδούλα από την παιδική της ακόµη ηλικία είχε βιώσει την
έλλειψη αγάπης από το µοναδικό άνθρωπο που θα περίµενε κανείς να την
αγαπά άκριτα και άνευ όρων: τη µητέρα της606. Οι αναµνήσεις της
περιλάµβαναν «νυχιές, (…) τσιµπιές, (…) δαγκωµατιές, πρᾶγµα τὸ ὁποῖον,
ἄλλως, συχνὰ συνήθιζε»607. Καθ΄όλη τη διάρκεια του διηγήµατος δεν
αναφέρεται ούτε µια φορά κάτι θετικό για τη σχέση µάννας- κόρης. Αντιθέτως,
επισηµαίνεται µε ειρωνικό τρόπο ότι το µόνο «όφελος» που είχε αποκοµίσει η
Χαδούλα από τη µητέρα της- πέρα από τη γνώση των διττών στη χρήση
βοτάνων- είναι η πονηρία: «χάρις εἰς τὴν φύσιν κ' εἰς τὰ µαθήµατα τῆς µητρός
της, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, εἶχε γίνει πολὺ πονηρή»608. Με αυτή την
πνευµατική «κληρονοµιά» ξεκινά η νεαρή Χαδούλα την έγγαµη ζωή της.
Μια τέτοια µητέρα ήταν αναµενόµενο να µη µεριµνήσει για την εύρεση
κάποιου αξιόλογου γαµπρού για την κόρη της609. Αντίστοιχη όµως στάση

605
Αυτή η «πατρίδα», όπως αναφέραµε και στο πρώτο κεφάλαιο, εµφανίζει µια ιδιόµορφη αµφισηµία:
συµπίπτει εν µέρει µε την πραγµατική της πατρίδα (στην οποία έχει όλες τις προσφιλείς αναµνήσεις των
νεανικών της χρόνων και φυσικά του αγαπηµένου της που δε ζει πια), αλλά ταυτόχρονα ξεπερνάει τα
όρια κάποιου πραγµατικού χώρου συνδεόµενη στενά µε τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για το νεκρό
αγαπηµένο. Για αυτό αναφέρεται στο κείµενο ότι η Λιαλιώ, όσο καιρό παρέµενε στην πατρίδα της
«πλησίον τῶν γονέων τῆς» και µακριά από τον µπαρµπα- Μοναχάκη «δέν ὑπέφερε πολὺ», Τ.Γ΄, σ. 54,
στ. 17.
606
Για τη σχέση της Χαδούλας µε τη µητέρα της βλ. αναλυτικά στην υποενότητα 2.1. του παρόντος
κεφαλαίου.
607
Τ.Γ’, σ.426, στ.5-6.
608
Τ.Γ’, σ. 424, στ.25-26.
609
Ακόµη και ο αρραβώνας της νεαρής τότε Χαδούλας ήταν εξαιρετικά σύντοµος (διήρκησε µόνο δύο
εβδοµάδες), γιατί η µητέρα της επέσπευσε το γάµο έχοντας οικονοµικά κίνητρα. Βασικός της φόβος
408

κράτησε και ο κατά τα άλλα «οἰκονόµος καὶ ἐργατικὸς καὶ φρόνιµος»610


πατέρας της. Το κριτήριο µε το οποίο επέλεξε τον µέλλοντα γαµπρό του δεν
ήταν οι ικανότητες ή η εξυπνάδα του, αλλά µάλλον το αντίθετο: η
απλοϊκότητα, η ολιγάρκεια και η µετριοφροσύνη του. Τα στοιχεία αυτά, που
στη χριστιανική ζωή θεωρούνται µεγάλες αρετές, προσεγγίζονται στο διήγηµα
µε ένα καθαρά κοσµικό σκεπτικό και έτσι αποκτούν αρνητική χροιά. Επίσης, η
αδυναµία του να διαχειριστεί οτιδήποτε είχε σχέση µε τα οικονοµικά και η
εκµετάλλευση την οποία υφίστατο από τους εκάστοτε εργοδότες του δεν
προβληµάτισαν τον πατέρα που είχε µόνο µια κόρη και οικονοµική άνεση ο
ίδιος611. Ως αναµενόµενο, όταν έφθασε η ώρα της προικοδοσίας, η προίκα της
νεαρής νύφης ήταν µάλλον πενιχρή612 µπροστά σε εκείνα που ο
«φιλόστοργος» πατέρας κράτησε για τον εαυτό του, τη γυναίκα και το γιο του.
Το «µικρόβιο» της φιλαυτίας και της φιλαργυρίας είχε «µολύνει», εποµένως,
και τους δύο γονείς της νεαρής τότε Χαδούλας.
Ωστόσο, η υποτιµητική άποψη της Χαδούλας για το σύζυγό της είχε
ξεκινήσει πολύ νωρίς, πριν ακόµη µάθει ότι «αὐτὸς θὰ ἦτον ἡ τύχη της καὶ ὁ
καλός της»613. Τότε τον ειρωνευόταν για τον αλλόκοτο σκούφο που φορούσε
ονοµάζοντας και τον ίδιο «Σκοῦφον», µία λέξη που ηχεί όµοια µε τη λέξη
«µποῦφον». Μετά το γάµο τους χρησιµοποιεί το εξίσου σκωπτικό
προσωνύµιο «Λογαριασµός» κάθε φορά που αναφέρεται στον άνδρα της,
λόγω τα ανικανότητάς του να διαχειρισθεί έστω και τα λίγα χρήµατα που
κέρδιζε από την εργασία του.
Η φανερή αδυναµία του συζύγου της να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από
τους γονείς της και το προσωπικό αίσθηµα της αδικίας που υπέστη614
επέτειναν τα σαθρά θεµέλια του γάµου αυτού. Άλλωστε, η παντελής έλλειψη
παροχής πνευµατικού υπόβαθρου από την οικογένειά της δεν της επέτρεπε
να δει το γάµο αυτό υπό µια διαφορετική, πνευµατική οπτική. Ήδη το ίδιο
βράδυ µετά τη γαµήλια τελετή υποτιµά ξεκάθαρα και επικρίνει τον άνδρα της
για την ανικανότητά του να εξυπηρετήσει τα κοινά τους πλέον συµφέροντα615.
Υπό αυτές τις συνθήκες το νέο ζευγάρι όχι µόνο δεν είναι ερωτευµένο,
αλλά υπάρχει εξαρχής µια αµφισβήτηση της αξίας και της καταλληλότητας του
άνδρα από τη γυναίκα του616. Αυτή η αµφισβήτηση απέναντι στον άνδρα της

ήταν µήπως η Χαδούλα έβρισκε την ευκαιρία κατά τις επισκέψεις του στο σπίτι να τον πείσει να
διεκδικήσει µεγαλύτερη προίκα.
610
Τ.Γ’, σ.418,στ.19.
611
Άλλωστε και ο ίδιος τον «εκµεταλεύτηκε» περισσότερο από τους άλλους εργοδότες, όπως φαίνεται
από την προίκα που του έδωσε.
612
Βλ. Τ.Γ’, σ.421, στ.11- 23 και σ.424, στ.2-1.
613
Τ.Γ’, σ.420, στ.31.
614
Αξίζει να σηµειωθεί εδώ η αντιφατική στάση που κρατάει η Φραγκογιαννού στο ζήτηµα αυτό: «ενώ
θεωρεί την προίκα κοινωνικό κακό, δε θεωρεί την ικανότητα της µητέρας της (έστω από υστεροβουλία)
να µην της δώσει προίκα ως νίκη του θηλυκού, σύµφωνα µε τους µεταγενέστερους συλλογισµούς της,
αλλά κρίνει το όλο επεισόδιο από την πλευρά του άνδρα της ως εγγενή του αδυναµία να έχει
απαιτήσεις», Γ. Φαρίνου – Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 56.
615
Βλ. σ.424, στ.19-22.
616
Βλ. σ.420, στ.30-32 και σ.421, στ. 1-7
409

θα αυξάνεται γεωµετρικά µε την πάροδο των χρόνων και την αύξηση των
µελών της οικογένειάς τους. Το µεγάλο λάθος της Χαδούλας είναι ότι εξαρχής
έβαλε «κακό λογισµό» µέσα στην καρδιά της για τον άνδρα της. Αυτός ο
κακός λογισµός άρχισε σταδιακά να προσδιορίζει αρνητικά το γάµο τους, να
τη διαβρώνει εσωτερικά και εντέλει να διαταράσσει τη σχέση της µαζί του 617.
Αν η Χαδούλα έβλεπε τα λιγοστά αλλά υπαρκτά χαρίσµατα του άνδρα της και
τα συνδύαζε µε τα δικά της, θα επιτύγχανε µια αρµονία στη σχέση τους που
θα ωφελούσε τα µέγιστα και τα παιδιά τους. Ο καλός λογισµός, η καλή
διάθεση, η ελάχιστη εκδήλωση αγάπης µόνο θετικές συνέπειες θα είχε στην
οικογένειά τους. Όµως η Χαδούλα αδυνατεί να αγαπήσει το σύζυγό της, να
ανοιχθεί σε εκείνον, να απελευθερωθεί από τον εγκλωβισµό της στην
εγωκεντρική της ατοµικότητα και να βιώσει την αληθινή, ψυχοσωµατική
κοινωνία του γάµου.
Για αυτό και σε όλη τη διάρκεια του έγγαµου βίου της αισθάνεται
απελπιστικά µόνη618 στην προσπάθειά της να µεγαλώσει τα παιδιά τους και
να φτιάξει το σπιτικό τους. Όταν αναφέρεται στο χτίσιµο της οικίας της
χρησιµοποιεί πάντα ενικό αριθµό: «τήν µίαν χρονιάν ἠµπόρεσε µόνον νὰ κτίσῃ
τέσσαρας τοίχους, λασποκτίστους, µικρούς καὶ χαµηλούς καὶ νὰ τοὺς στεγάσῃ·
τὴν δευτέραν χρονιὰν κατώρθωσε νὰ πετσώσῃ κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ σπίτι,
δηλ. νὰ κατασκευάσῃ µικρὸν πάτωµα»619. Παρόλο που ο άνδρας της
εργαζόταν σκληρά ως µαραγκός, δεν µπορούσε από µόνος του να
διαχειριστεί σωστά τα λιγοστά χρήµατα που κέρδιζε για να συντηρήσει
αξιοπρεπώς την οικογένειά του. Έτσι, το ρόλο αυτό αναγκάστηκε, ή µάλλον
επέλεξε, να αναλάβει η Χαδούλα, η οποία θεωρεί τον εαυτό της «σκλάβα τοῦ
συζύγου της - καὶ ὅµως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρός της καὶ τῆς ἀδυναµίας ἐκείνου,
ἦτο συγχρόνως καὶ κηδεµὼν αὐτοῦ»620. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην
αιτιολόγηση της κηδεµονικής, άρα κυρίαρχης κατ’ ουσίαν θέσης της
Φραγκογιαννούς εντός της οικίας της, προτάσσεται ο «χαρακτήρας» της που
συµπληρώνει τα ανδροπρεπή εξωτερικά γνωρίσµατά της. Εποµένως, µερίδιο
της ευθύνης για την υποτονική έως αδιάφορη στάση του συζύγου της βαρύνει
και την ίδια.

617
Για τη διττή λειτουργία των λογισµών γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Οι λογισµοί που καλλιεργεί κάποιος
για τον πλησίον του (πόσο µάλλον για το/ τη σύζυγό του) είναι αποκαλυπτικοί για τον εαυτό του. Και
από τον τρόπο µε τον οποίο τοποθετείται απέναντι στον πλησίον µπορεί να κριθεί η δική του
πνευµατική κατάσταση(…) Οι καλοί λογισµοί καλλιεργούν ειρηνικές προσωπικές σχέσεις(…) και
προσδιορίζουν ανάλογα τις εκάστοτε καταστάσεις. Αντίθετα, οι κακοί λογισµοί διαβρώνουν εσωτερικά
τον άνθρωπο, διαταράσσουν τις προσωπικές του σχέσεις και προσδιορίζουν αρνητικά τις καταστάσεις»,
Γ.Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ,ό.π., σ.341
618
Ο Σ. Φωτίου επισηµαίνει τη θανατηφόρα λειτουργία του αισθήµατος της µοναξιάς: « Η κάθειρξη στη
µοναξιά, η άσχετη ατοµικότητα – αυτή η οδυνηρή αυτοτιµωρία, συνέπεια της άρνησης του ανθρώπου να
αγαπήσει ( µια άρνηση που τη βλέπουµε εξαρχής στη Φραγκογιαννού στη σχέση της µε το σύζυγό της)
– συνιστά το θάνατο, τη σχάση του από κάθε ενότητα που προσφέρει πληρότητα ζωής», Από το νερό
στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη: ο σκοπός της διαφυλικής αγωγής, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
2001, σ.31.Σε αυτή τη νεκροποιό µοναξιά εγκλωβίζει η Φραγκογιαννού τον εαυτό της αδυνατώντας να
κάνει το µεγάλο άνοιγµα προς τον «άλλο», εν προκειµένω το σύζυγό της.
619
Τ.Γ’,σ.426, στ.36-39.
620
Τ. Γ’, σ. 417, στ. 22-24.
410

Στον αγώνα της για επιβίωση και εξασφάλιση των αναγκαίων - µέσα
στα οποία ήταν και το χτίσιµο του δικού τους σπιτιού που αναφέρθηκε
παραπάνω- δε δίσταζε να εισπράττει σχεδόν µετά βίας τα µεροκάµατά του
είτε από τον πρωτοµάστορα είτε από τον ίδιο, που προτιµούσε «νὰ τὰ πίνῃ,
σχεδὸν ὅλα, τὴν Κυριακήν»621. Για αυτό το σκοπό προχωρούσε ακόµη και σε
κλοπή των χρηµάτων «ἀπὸ τὰ φορέµατά του» την ώρα που κοιµόταν622.
Παρ’όλα αυτά, πιστεύει ακράδαντα ότι «ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονοµίας της εἶχεν
ἀποκτήσει τὴν µικρὰν οἰκίαν (…) καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύµατα τοῦ συζύγου
της»623. Η έστω και αθέλητη συνεισφορά του δεν έπαυε να είναι σηµαντική για
την απόκτηση του δικού τους πολυπόθητου σπιτιού. Στα µάτια της Χαδούλας
όµως, που έχει απαξιώσει το σύζυγο της, µόνο οι δικές της προσπάθειες,
θεµιτές 624 και αθέµιτες, είχαν αξία. Το γεγονός µάλιστα ότι ένα σηµαντικό
µέρος από τις «δικές» της οικονοµίες προέρχεται επίσης από κλοπή 625
αµβλύνεται στο σκεπτικό της που ακολουθεί το απόφθεγµα «ο σκοπός αγιάζει
τα µέσα». Άλλωστε, στα πλαίσια της αντεστραµµένης της λογικής θεωρεί τη
κλοπή αυτή (όπως και την αντίστοιχη του συζύγου της) ως «νόµιµη», ως
αντιστάθµισµα της αδικίας που υπέστη κατά την προικοδοσία της. Για αυτό
και δεν αµφιβάλλει για την πράξη της626.
Αυτός ο µονόπλευρος τρόπος σκέψης και ενεργειών φανερώνει το
ρήγµα που υπάρχει στη σχέση του ανδρόγυνου αυτού. Η α π ο υ σ ί α τ ο υ
« ε µ ε ί ς » 627, του δοµικού αυτού στοιχείου του ζεύγους και µετέπειτα της

621
Τ.Γ’, σ.429, στ.18.
622
Τ.Γ’, σ.429, στ.33.
623
Τ.Γ’, σ.429, στ.10-12.
624
«Ἦτον βεβαίως ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ µέριµναι τῆς ἀνατροφῆς τόσων
ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. (…) µία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ἦτο ἡ Φραγκογιαννού, οὐδὲν
ἐκώλυε νὰ κάµνῃ συγχρόνως καὶ τὴν µαµµὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα ἐπαγγέλµατα ἀκόµη νὰ
ἐξασκῇ, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία (…)Ἔδιδε βότανα, ἔκαµνε κηραλοιφάς, ἐξετέλει ἐντριβάς, ἐθεράπευε τὴν
βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρµακα διὰ τὰς πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικὰς καὶ ἀναιµικὰς κόρας, διὰ τὰς
ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ µητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας. (…) Τῇ βοηθείᾳ ὅλων αὐτῶν τῶν
µέσων, ὀλίγα κερδίζουσα, ἀλλ' οἰκονόµος, κατώρθωσε, µὲ τὸν καιρόν, νὰ κτίσῃ τὴν µικρὰν φωλεάν της»,
Τ.Γ’, σ. 431, στ.31-36 και σ.432, στ.1- 19.
625
Πρίν από το γάµο της είχε αρχίσει να κλέβει συστηµατικά «ἀπ' ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρηµάτων τοῦ
πατρός της» και την παραµονή του γάµου προέβη και σε κλοπή µέρους του «κοµποδέµατος» της
µητέρας της, κλοπιµαίου και αυτού (βλ. Τ.Γ’, σ.430, στ.33-36 και σ.431, στ.1-23).
626
Αυτή η «άµβλυνση» και ο εξωραϊσµός των κακών πράξεών της µέσα στο νου της, προκειµένου να
πραγµατοποιήσει τις επιθυµίες της, φανερώνουν ότι ήδη από νεαρή ηλικία έχει βληθεί από τα πάθη της
κενοδοξίας και της αναισθησίας. Θέτοντας ως «ιερό σκοπό» την απόκτηση της οικίας που της στέρησαν
οι γονείς της, «εξαγιάζει» τις αµαρτωλές της πράξεις θεωρώντας τις ως αναµενόµενες και λογικές λόγω
του «ανίκανου» συζύγου. Έτσι, απεκδύεται οικειοθελώς κάθε δισταγµό και φόβο Θεού πριν τη διάπραξή
τους, ενώ µετά δεν τολµάει να τις εξοµολογηθεί στον πνευµατικό της ούτε φυσικά στη µητέρα της, παρά
την αρχική της προαίρεση. Αυτό το ανεξαγόρευτο αµάρτηµά της επέτρεψε την περαιτέρω εισβολή του
µισάνθρωπου πονηρού στην ψυχή της που έµελε να τη συντροφεύει σε όλους τους µετέπειτα
«φιλάνθρωπους» φόνους της . Για το θέµα αυτό βλ. και Λ. Σιάσου, ό.π., σ.158 και σ.161.
627
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι το ιδανικό που ακολουθεί µετά το «εµείς» είναι το «εσύ» που συνιστά
την πεµπτουσία της συζυγικής αγάπης.
411

οικογένειας, διαπερνά όλο το διήγηµα628. Στη θέση του «εµείς» υπάρχουν


παράλληλα «εγώ» µε κυρίαρχο φυσικά αυτό της Χαδούλας. Ο σύζυγος είναι
«ὡσεὶ παρών» και αναλαµβάνει ένα καθαρά παθητικό ρόλο. Παραδίδει τα
ηνία στη γυναίκα του, η οποία θεωρεί τον άνδρα της ουσιαστικά απόντα µε
αποτέλεσµα να ενεργεί ταυτόχρονα «ὡς πατήρ και µήτηρ» για τα παιδιά
της629. Όµως, η «λίαν επιδεξία» Φραγκογιαννού αποτυγχάνει παταγωδώς στο
ρόλο αυτό.
Θλιβερή επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος είναι καταρχάς τα όσα
συνέβησαν κατά το διάστηµα της προσπάθειάς της να παντρέψει τη
µεγαλύτερη κόρη της. Ο «‘’Λογαριασµός’’, δὲν διέπρεπεν ἐπὶ
δραστηριότητι»630 αφήνοντας στην ίδια την αποκλειστική ευθύνη για την
αναζήτηση γαµπρού και την εξασφάλιση της απαραίτητης προίκας. Το
αποτέλεσµα ήταν µάλλον απογοητευτικό: ο γαµπρὸς που βρήκε, όχι µόνο είχε
υπέρογκες οικονοµικές απαιτήσεις, αλλά και δεν σεβάστηκε την
αρραβωνιαστικιά του αφήνοντάς την έγκυο πριν το γάµο. Κατά συνέπεια, η
ήδη υπάρχουσα ρήξη στις σχέσεις του ανδρόγυνου καθίσταται αγεφύρωτη. Η
κακή επιλογή γαµπρού, η έµµεση «εγκατάλειψη»- αδιαφορία από το σύζυγό
της και το δυνατό αίσθηµα µοναξιάς που βιώνει την οδηγούν στη µονόπλευρη
απόφαση να µην παντρέψει τις άλλες δύο: µε τη στάση της οδηγεί έµµεσα την
Αµέρσα στην απόρριψη του γάµου, ενώ η Κρινιώ στερείται και αυτής της
επιλογής, αφού η µάννα της «δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει - νὰ ὑποφέρῃ διὰ
νὰ τήν ὑπανδρεύσῃ καὶ τὸ πολλοστηµόριον ὅσων διὰ τὴν µεγάλην ἀδελφήν της
ὑπέφερε» 631.
Είναι εµφανές ότι η προβληµατική σχέση των δυο γονέων έχει
αρνητικές επιπτώσεις και στα παιδιά τους. Αντί να είναι ενωµένοι,
προκειµένου να τα αναθρέψουν και να τα βοηθήσουν στην πνευµατική
ωρίµανση και αποκατάστασή τους, ο καθένας βαδίζει στη δική του µονήρη και
ιδιοτελή ατραπό. Η επι-κοινωνία µεταξύ τους είναι διερρυγµένη, ενώ ο
συνδετικός κρίκος που θα µπορούσε να τους ενώσει, η αγάπη, είναι
παντελώς απούσα. Η απουσία αυτή της µεταξύ τους αγάπης αντανακλάται
ποικιλοτρόπως στα παιδιά τους. Το κάθε ένα, αναλόγως µε την ιδιοσυγκρασία

628
Για τις οδυνηρές συνέπειες που έχει αυτή η έλλειψη αγάπης µεταξύ του ανδρόγυνου στην ανατροφή
και τη στάση ζωής που προσφέρουν ως παράδειγµα στα παιδιά τους βλ. π. Φ. Φάρου, Ἔρωτος φύσις,
ό.π., σ. 18.
629
Η Φραγκογιαννού, αντί να αποδεχθεί τα αρνητικά στοιχεία του συζύγου της προσπαθώντας να
αξιοποιήσει τα θετικά του, επιδιώκει να τον περιθωριοποιήσει εντελώς διεκδικώντας το δικό του ρόλο
στην οικογένεια. Όπως αναφέρει ο π. Ι. Καλλιακµάνης, πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας και
κυριαρχίας στο οποίο εµπλέκονται τα δύο φύλα. «Όπως φαίνεται το παιχνίδι αυτό υπήρχε, υπάρχει και
θα συνεχίζει να υπάρχει και θα οξύνεται ενόσω στο κέντρο της ζωής του ο άνθρωπος τοποθετεί τα
ενστικτώδη πάθη του και δεν εκκλησιάζει τη ζωή του», Β. Ι. Καλλιακµάνη, «Ο εκκλησιολογικός
χαρακτήρας της Ποιµαντικής: «Λεντίῳ ζωννύµενοι», Μυγδονία, 2005, σ. 155.
630
Τ.Γ’, σ.444, στ.21-22.
631
Τ.Γ’, σ.445, στ.22-25. Με τη στάση της αυτή φανερώνει µεταξύ άλλων και τα κοινά χαρακτηριστικά
που έχει µε τη µητέρα της, αφού και η ίδια αδικεί εξίσου, αν όχι περισσότερο, τις δύο µικρότερες κόρες
της.
412

του, αντιδρά ή αποδέχεται µοιρολατρικά την κατάσταση αυτή632. Εκείνη όµως


που φαίνεται να έχει την κύρια ευθύνη, είναι η µητέρα- Φραγκογιαννού.
Έχοντας διαπιστώσει από νωρίς την αδυναµία του συζύγου της, δε στέκεται
δίπλα του επιχειρώντας να τον στηρίξει, αλλά τον αναιρεί εντελώς. Αυτή η
περιθωριοποίηση του και η πλήρης, αλλά ανεπιτυχής, ανάληψη της θέσης και
των ευθυνών του είχαν ωστόσο ακριβό τίµηµα.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι τα λάθη στη διαπαιδαγώγηση και η
υπερβολική ανεκτικότητά της απέναντι στο Μιχάλη ή Μούρο, ένα παιδί µε
χαρίσµατα αλλά και ταυτόχρονη ροπή προς το κακό 633. Το ιδιόµορφο αυτό
παιδί µεγάλωσε σε ένα σπίτι, όπου δεν υπήρχε σεβασµός, δεν υπήρχε ο
καλός «φόβος» απέναντι στον πατέρα. Απουσίαζε από τη ζωή του το πατρικό
πρότυπο, που αποτελεί συνήθως πρότυπο κάθε γιου. Αντιθέτως, έβλεπε µια
µητέρα που ανέλαβε και τους δύο ρόλους χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, µια µητέρα
που έµεινε εµπαθώς προσκολληµένη στην προσωπική αδικία που υπέστη
από τους παππούδες του και που δεν του προσέφερε καµία ηθική αρχή.
Χωρίς την απαραίτητη για αυτόν καθοδήγηση από τους γονείς του, απέτυχε
στο να καλλιεργήσει τα χαρίσµατά του και να τιθασεύσει τον κακό του
χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, υπέφερε από παντελή έλλειψη κάποιου ιδανικού,
κάποιου στόχου στη ζωή του. Θλιβερός καρπός της αµφίπλευρης αυτής
αποτυχίας είναι η κατάληξή του στη φυλακή.

Το πάθος της µέθης ως απόρροια της γαστριµαργίας διέλυσε τη


συνοχή και ενός άλλου ζευγαριού, αυτού του µαστρο- Αχιλλέα και της
συζύγου του στους «∆ύο ∆ράκους». Στο διήγηµα αυτό όµως παίζει σηµαντικό
ρόλο και ένα άλλο σοβαρό πάθος: αυτό της ακηδίας. ∆ύο ή τρεις φίλοι του
µαστρο-Αχιλλέα «ἄεργοι, παρακολουθοῦντες τὴν ἐργασίαν του, καὶ
συµπεραίνοντες ὣς πόσα λεπτὰ θὰ εἶχε πιάσει»634 συµπεριφέρονται
κυριολεκτικά ως δαίµονες635 πλησιάζοντάς τον και θέτοντάς τον σε αφόρητο
πειρασµό, προκειµένου να τον παρασύρουν στην αµαρτωλή συνήθειά του:
«τὸν ἐπλησίαζαν, ἐκολλοῦσαν ἐπάνω του, τοῦ ἐγίνοντο φόρτωµα, τὸν
ἠρέθιζαν, καὶ τότε αὐτὸς ἕως τὸ βράδυ ἐχαλνοῦσε τὰ ὀλίγα λεπτά, κ' ἔπινε µαζί
τους εἰς τὴν πρώτην γειτονικὴν ταβέρναν»636. Το σοβαρό αυτό πάθος
επισηµαίνεται ήδη από τον απόστολο Παύλο που το καταδικάζει και

632
Οι δύο µεγαλύτεροι γιοι τους ξενιτεύονται και «εξαφανίζονται» στην Αµερική αποκόπτωντας κάθε
δεσµό µε την οικογένειά τους, η ∆ελχαρώ αποδέχεται µοιρολατρικά τη µοίρα της σιωπώντας ακόµη και
στη δολοφονία του παιδιού της από τη µάννα της (µε εξαίρεση τη λακωνική, αλλά τόσο µεστή σε
περιεχόµενο, φράση της: « Ἡ ἁµαρτία σὲ κυνηγᾷ, µάννα», Τ.Γ’, σ.474, στ.23), ο Μιχάλης εξελίσσεται
σταδιακά σε δολοφόνο, η Αµέρσα απορρίπτει εντελώς το θεσµό του γάµου συνδέοντάς τον µε τη
δυστυχία, η Κρινιώ, αν και παιδί ακόµη, φαίνεται πως θα ακολουθήσει τη στάση της ∆ελχαρώς.
633
Στη σχέση και τον ιδιότυπο σύνδεσµο της Χαδούλας µε το Μιχάλη αναφερθήκαµε και στην
υποενότητα 2.1. του παρόντος κεφαλαίου.
634
Τ.∆’, σ.103, στ.19-21
635
Όπως τονίζει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωµαίος, «ὁ ἐργαζόµενος, ἐνί δαίµονι πολλάκις πολεµεῖ καὶ ὑπ’
.
αὐτοῦ θλίβεται ὁ δὲ ἀργὸς, ὑπὸ µυρίων πνευµάτων αἰχµαλωτίζεται», «Πρὸς Κάστορα ἐπίσκοπον», σ.78,
στ.1-3.
636
Τ.∆’, σ.103, στ.21-23.
413

προσπαθεί να το αποκόψει από τη ρίζα του: «Ἀκούοµεν γὰρ τίνας


περιπατοῦντας ἐν ὑµῖν ἀτάκτως, µηδὲν ἐργαζοµένους, ἀλλὰ
.
περιεργαζοµένους τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλοµεν καὶ παρακαλοῦµεν διὰ τοῦ
Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα µετὰ ἡσυχίας ἐργαζόµενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον
ἐσθίωσιν (…) εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡµῶν (…) τοῦτον σηµειοῦσθε,
καὶ µὴ συναναµίγνυσθαι αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ· καὶ µὴ ὡς ἐχθρὸν ἡγεῖσθε, ἀλλὰ
νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν»637. Οι άνδρες λοιπόν αυτοί ως «µηδέν ἐργαζόµενοι»
άρχισαν να «περιεργάζονται» τον πτωχό Αχιλλέα «παρακολουθοῦντες τὴν
ἐργασίαν του» και τον παρέσυραν στο πάθος του, το οποίο όµως είχε
θλιβερές συνέπειες για την αθώα οικογένειά του638. Οι ίδιοι φυσικά γνώριζαν
ότι είχε οικογένεια και υποχρεώσεις, ωθούµενοι όµως από το δαιµόνιο της
ακηδίας έβαζαν πιο πάνω την πρόσκαιρη καλοπέραση και τη ράθυµη ζωή. Με
τον τρόπο αυτό έγιναν εκούσια ηθικοί αυτουργοί της δυστυχίας της συζύγου
και των παιδιών του.
Αδιαµφισβήτητα, εκείνος που ευθύνεται περισσότερο είναι ο ίδιος,
αφού θέτει το πάθος του και την ψεύτικη αυτή φιλία πάνω από την οικογένειά
του που τον έχει ανάγκη. Αντί να αντιληφθεί τον πονηρό σκοπό των «φίλων»
του, που κατέτρωγαν τα λιγοστά χρήµατα που έβγαζε στη γειτονική ταβέρνα,
να σταµατήσει να τους συναναστρέφεται και µόνο να τους νουθετεί -κατά την
προτροπή του αποστόλου Παύλου - προκειµένου να βρουν και εκείνοι κάποια
εργασία, εκείνος δελεάζεται από τον πειρασµό που του θέτουν καθηµερινά και
υποκύπτει στην αµαρτία. Το γεγονός µάλιστα ότι η οικογένεια αυτή µεγαλώνει
συνεχώς δε φαίνεται να ξυπνά τη νωθρή συνείδησή του, ώστε να αρχίσει να
εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντί της. Κατά συνέπεια, εναποθέτει
ένα δυσβάσταχτο φορτίο στην ταλαιπωρηµένη κυρα-Αχιλλέινα, η οποία
αναγκάζεται να ζητάει προκαταβολικά τα ενοίκια από τις πενιχρές κάµαρες,
ακόµη και να δανείζεται για να ανταπεξέλθει στα βασικά.
Η γυναίκα αυτή αποδέχεται µε ένα µοιρολατρικό τρόπο τη µοίρα της,
αφού, ενώ υφίσταται µια σοβαρή ανέχεια λόγω του συζύγου της, δεν αντιδρά
δυναµικά. ∆εδοµένων βέβαια των συνθηκών της ζωής της οι επιλογές
αντίδρασης είναι µηδαµινές. Η ανέχεια της ήταν τέτοια, ώστε δε µπορούσε
ούτε να βαπτίσει τα δύο µικρότερα παιδιά της εξαιτίας των εξόδων του
µυστηρίου. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει ακόµη περισσότερο την ασωτία και
συνάµα την ασπλαχνία του συζύγου της, που έχει παραδοθεί σε µια φιλήδονη
και ράθυµη ζωή εγκαταλείποντας τη γυναίκα του και τα παιδιά του στην τύχη
τους. Έτσι, από τη µια πλευρά η εγκαρτερούσα σύζυγος πάσχει σωµατικά
µαζί µε τα τέκνα τους, ενώ από την άλλη ο εµπαθής σύζυγος πάσχει ψυχικά
και πνευµατικά. Η υποµονή και ταπείνωση της κυρα- Αχιλλέινας (µε µοναδικό
«σκοτεινό» σηµείο την υπερβάλλουσα φιλικότητα προς τον αφηγητή, λόγω

637
Β’Θεσ.3, 11-15.
638
« Ἀπὸ γὰρ ἀργίας, ἡ περιέργεια, καὶ ἀπὸ περιεργείας, ἀταξία , καὶ ἀπὸ ἀταξίας, πᾶσα κακία», βλ.
Άγιου Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.77 , στ. 28-29.
414

της εξαιρετικής δυσπραγίας της639) για χάρη των παιδιών της είναι
αξιοθαύµαστη, όσο αξιοκατάκριτη είναι η αδιαφορία του µαστρο- Αχιλλέα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι σχεδόν αδύνατον να αναπτυχθεί έστω
και ένα ίχνος συζυγικής αγάπης, που ακόµη και σε φυσιολογικές συνθήκες
χτίζεται µε δυσκολία και κοινή προσπάθεια.
Στη θλιβερή αυτή οικογενειακή ιστορία εµπεριέχεται ακόµη µια
εγκιβωτισµένη ιστορία, όπου το πάθος της οργής και της ζήλειας συνθλίβει τις
σχέσεις του ζευγαριού. Πρόκειται για έναν παλαιό νοικάρη της κυρα-
Αχιλλέινας τον κυρ- Γιώργη. Ο άνθρωπος αυτός, εµφανίζοντας µια εξαιρετική
διπροσωπία, προσπαθούσε να παρουσιάσει στον έξω κόσµο την εικόνα του
καλού µαγαζάτορα και νοικοκύρη. Έως ένα βαθµό µάλιστα το είχε πετύχει,
αφού η κυρα- Αχιλλέινα τον χαρακτηρίζει δύο φορές ως «καλό» άνθρωπο640.
Πίσω όµως από την εικόνα αυτή βρισκόταν ένας άντρας έρµαιο του πάθους
της οργής, που τον ωθούσε στο να ξυλοκοπεί αλύπητα τον άνθρωπο εκείνο
που θα έπρεπε να αγαπά και να φροντίζει µε µέγιστο ενδιαφέρον: την
εγκυµονούσα σύζυγό του. Πρόκειται για µια «καλή και φρόνιµη γυναικούλα»-
κατά τα λεγόµενα της Αχιλλέινας - που η συµπεριφορά της έδειχνε το αγαθό
της ψυχής της. Η απόδοση της απεχθούς στάσης του συζύγου της απέναντί
της στη ζήλεια είναι κάτι που ούτε και η ίδια η κυρά Αχιλλέινα πιστεύει, λόγω
του απλού παρουσιαστικού της. Μια πιθανή αιτία της οργής του ίσως να ήταν
οι σοβαρές δυσκολίες που αντιµετώπιζε στη δουλειά του. Ήταν µάλιστα
τέτοιες που τον ανάγκασαν να κλείσει το µαγαζί του και να εργαστεί στα
µεταλλεία του Λαυρίου. Η πικρία και ο θυµός του για την κατάσταση αυτή, µια
πικρία που µοιάζει αρκετά µε την αντίστοιχη της Φραγκογιαννούς641, φαίνεται
πως θέριεψαν µέσα του παίρνοντας δαιµονικές διαστάσεις. Έτσι, οι εξωτερικοί
- επαγγελµατικοί παράγοντες εσωτερικεύτηκαν και αλλοίωσαν σε τέτοιο
βαθµό τη ψυχή του, ώστε να εισαχθεί το δαιµόνιο της οργής. Ακόµη και η
απλοϊκή κυρα- Αχιλλέινα, αδυνατώντας να ερµηνεύσει λογικά τη στάση του
αυτή, την αποδίδει ξεκάθαρα σε δαιµόνιο: «∆αιµόνιο, ἄλλο πρᾶµα! (…) Τί
δαιµόνιο τὸν ἔπιανε;»642. Η δε µαρτυρική σύζυγός του, που παρέµενε δίπλα
του, παρά τη διακινδύνευση της ζωής της δικής της και του αγέννητου παιδιού
τους, συγγενεύει πνευµατικά µε την εξίσου µαρτυρική Κουµπίνα643.

639
Η δυσπραγία αυτή την αναγκάζει να φέρεται πέραν του δέοντος φιλικά σε όσους ζητά οικονοµική
βοήθεια, όπως φαίνεται και από το περιστατικό που διασώζει ο αφηγητής: Θέλοντας να εξοικονοµήσει
λιγοστά χρήµατα, τον καλεί µυστηριωδώς στο σκοτεινό της δωµάτιο, όπου, προσπαθώντας να αναδείξει
τα θετικά της στοιχεία, κάνοντας «ἱκανὰς χειρονοµίας πρὸς τὸ στέρνον» του και χρησιµοποιώντας
«ταχείας θερµὰς λέξεις», επιδιώκει να τον «καλοκαρδίσει» για να εξασφαλίσει το ελάχιστο, βλ.Τ.∆’,
σ.105, στ.14-22.
640
Τ.∆’, σ.104, στ.20 και στ.29.
641
Και οι δύο ήρωες προσκολλώνται εµπαθώς στα επίγεια αγαθά µε αποτέλεσµα η διάψευση των
προσδοκιών τους και η ανικανοποίητη µαταιοδοξία τους να τους οδηγεί σε σοβαρά πάθη, της οργής τον
πρώτο και του φόνου τη δεύτερη.
642
Τ.∆’, σ.104, στ.24 και στ.29.
643
Ο έρωτας και η αγάπη ποτέ δεν είναι βέβαια κάτι δεδοµένο σε ένα γάµο. Λόγω συνθηκών, αναγκών
ή πεποιθήσεων µπορεί να µην υπάρξει ποτέ στη ζωή ενός ζευγαριού. Εκτός από τα πολυπληθή
συνοικέσια της εποχής και τους εξαναγκαστικούς - για οικονοµικούς ή άλλους λόγους- γάµους,
υπάρχουν και περιπτώσεις νέων κυρίως ανδρών που πλησιάζουν σκόπιµα µια κοπέλα, όχι γιατί την
415

4. Ποιµαντική αγάπη

Οι ιερείς του Παπαδιαµάντη, απλοϊκοί και ευπροσήγοροι, στέκονται


δίπλα στο ποίµνιό τους παρέχοντάς πατρική στήριξη όχι µόνο στις
πνευµατικές, αλλά και στις βιοτικές ανάγκες τους644. Βρίσκονται σε άρρηκτη
ενότητα µαζί τους, ως µέλη του ενός «σώµατος Χριστού», και συµπορεύονται
δίπλα δίπλα µε αυτούς645 προς τον κοινό στόχο, την «ἐν Χριστῷ» σωτηρία646.
Όταν µάλιστα ένα ή περισσότερα µέλη της ενορίας τους ταλαιπωρούνται,
συµπάσχουν και συνωδίνουν µαζί τους647, ενώ δε διστάζουν να
συγκρουστούν µε το κατεστηµένο, όταν αυτό αντιβαίνει τις εντολές του
Χριστού648. ∆ε συµπεριφέρονται ως ηγέτες, αλλά ως καλοί ποιµένες που είναι
έτοιµοι να θυσιάσουν το χρόνο, τις προσωπικές τους επιθυµίες και ανάγκες,
ακόµη και να ριψοκινδυνεύσουν για χάρη των απλών πιστών που τους
χρειάζονται649. Η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η απουσία αλαζονείας, η
φιλαδελφία, η σύνεση, η προθυµία, η τόλµη, ο ζήλος, η µακροθυµία είναι
µερικές µόνο από τις αρετές που κοσµούν τους απλούς παπαδιαµαντικούς

ερωτεύτηκαν, αλλά γιατί επιδιώκουν να εισπράξουν τη µεγάλη προίκα της. Αυτό συνέβη και στην
περίπτωση της κόρης του κυρίου Περίανδρου στο διήγηµα «Ὁ Χορὸς εἰς τοῦ κ. Περίανδρου». Ένας
«πανούργος» νέος, γνωρίζοντας ότι είναι µοναχοκόρη και µοναδική κληρονόµος της περιουσίας του
πλούσιου πατέρα της, «κατώρθωσε νὰ ἑλκύσῃ σοβαρῶς τὴν προσοχήν της» (Τ.∆’, σ.14, στ.19). Έτσι,
παρά τις αντιδράσεις του πατέρα της, που ήλπιζε να της εξασφαλίσει έναν «αντάξιο» της σύζυγο, εκείνη
επέµεινε και κατάφερε να παντρευτεί τον συγκεκριµένο νέο. Ο φίλαυτος νέος, επιθυµώντας να επιτύχει
εύκολα και ανώδυνα στη ζωή του, δεν ήταν δύσκολο να κατακλυστεί από το πάθος της φιλαργυρίας.
Προκειµένου λοιπόν να το ικανοποιήσει, προσποιήθηκε ψεύτικα αισθήµατα προς τη νεαρή και αυστηρά
αναθρεµένη κοπέλα, η οποία, µην έχοντας πείρα της ζωής, παρασύρθηκε από τον υποτιθέµενο έρωτά
του. Η συνέχεια του γάµου αυτού που εξαρχής ,τουλάχιστον από τη µια πλευρά, είχε σαθρά θεµέλια δεν
αναφέρεται. Οι αναγνώστες όµως υποψιάζονται ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα εξελισσόταν
σε ένα συµβατικό, ανούσιο γάµο εγκλωβισµένο στην εγκόσµια µόνο τρυφή και αποκοµµένο από τον
πνευµατικό και εξαγιαστικό σκοπό ενός αληθινού γάµου µεταξύ δυο πραγµατικά «ἐρώντων» συζύγων.
644
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο παπα- ∆ηµήτρης στη «Σταχοµαζώχτρα» που αναλαµβάνει
να φέρει στη θεια- Αχτίτσα το χαρµόσυνο γράµµα και την πολύτιµη οικονοµική βοήθεια από το γιο της,
βλ. Τ.Β’, σ.119- 121.
645
Για την ποιµαντική διακονία των κληρικών και την ισότιµη σχέση τους µε τους λαϊκούς στο έργο του
Α. Παπαδιαµάντη βλ. Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1994, σ.33-43 και του ιδίου «Η Εκκλησία στον Α. Παπαδιαµάντη», Θεολογία,
Τ.82, τ.4, 2011, σ. 25- 33.
646
Ως γνωστόν, σκοπός της Εκκλησίας «είναι η σωτηρία του όλου σώµατος ως οργανικής ενότητος και
όχι η εξασφάλισις επιµέρους µελών», Γ. Μαντζαρίδη, «Μέθεξις Θεού», Ορθόδοξος Κυψέλη,
Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 157.
647
Βλ. για παράδειγµα τα λόγια του παπα- ∆ηµήτρη στο Νίκο στο διήγηµα «Γιὰ τὴν περηφάνια», Τ.Γ’,
σ.207, 7-22. Ο συµπονετικός ιερέας δίνει πατρικές συµβουλές στον νέο προσπαθώντας να τον
«ξυπνήσει» από το λήθαργο των παθών της λύπης και της µέθης, σκεπτόµενος ταυτόχρονα και την
ταλαίπωρη µητέρα του που υπέφερε από το κατάντηµα του παιδιού της.
648
Ως παράδειγµα αναφέρουµε τον παπα- Παντελή που υφίσταται την κατάκριση των υποκριτριών
«καλών οἰκοκυράδων», διότι εξακολουθεί να κάνει κάθε µήνα αγιασµό στο «Ιδιόκτητο» της κυρα-
Σπυριδούλας ακολουθώντας το παράδειγµα του Χριστού που καλεί όλους τους αµαρτωλούς «εἰς
µετάνοιαν» (βλ. Τ.∆΄, σ.570, στ.32 και σ.571, στ.1-8 και ενότητα 7.1. του πρώτου κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
649
Ενδεικτικά αναφέρουµε τον παπα- Φραγκούλη, στο διήγηµα «στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο», το οποίο θα
αναλύσουµε παρακάτω και τον παπα- Βαγγέλη στη «Συντέκνισσα» που ανεβαίνει πρόθυµα δύο φορές
στο βουνό, την πρώτη εν µέσω δύσκολων καιρικών συνθηκών, για να βαπτίσει και στη συνέχεια για να
θάψει ένα βρέφος, (βλ.Τ.∆’, σ.586-590 και σχετικά τις ενότητες 2.1. και 2.1.1. του παρόντος κεφαλαίου).
416

ιερείς, ξεχωρίζοντάς τους από τα ανώτερα στελέχη του κλήρου, που


στιγµατίζονται συχνά από το συγγραφέα για τις εξουσιαστικές τους τάσεις, τη
διαφθορά και την αποστασιοποίησή τους από το λαό650.
Στις επόµενες σελίδες θα αναλύσουµε τρία διηγήµατα: στα δύο πρώτα
έχουµε δύο από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις γνήσιας ποιµαντικής
αγάπης και φροντίδας, φροντίδας που αψηφά ακόµη και τον κίνδυνο ως
ύψιστη έκφραση αγαπητικής αυτοπροσφοράς. Στο τελευταίο θα
παρακολουθήσουµε τις µεθοδεύσεις του πονηρού, που επιδιώκει µε κάθε
µέσο να διαρρήξει την ενότητα, την αµοιβαία αγάπη και εκτίµηση ιερέως και
ποιµνίου, αλλά και την αποφασιστική αναχαίτισή του, έστω και την ύστατη
στιγµή, από τον δεινώς πειραζόµενο ιερέα.

Στον «Ἀλιβάνιστο» η Θεία Πρόνοια σε συνδυασµό µε την αµέριστη


ποιµαντική αγάπη του αγαθού ιερέα παπα- Γαρόφαλου του Σωσµένου651
συµβάλλουν καθοριστικά στην επιστροφή του µπαρµπα - Κόλια στο πλήρωµα
της Εκκλησίας και φυτεύουν στη ψυχή του, µετά από τριάντα ολόκληρα
χρόνια, τη χαρά της Αναστάσεως.
Την αγία εκείνη ηµέρα του Μεγάλου Σαββάτου, παραµονές της
Αναστάσεως, ο ιερέας επρόκειτο να ανέλθει από την πόλη στον Αι- Γιάννη τον
Ασέληνο για να κάνει Πάσχα στους αιγοβοσκούς της περιοχής. Ο
κρυφιογνώστης Θεός γνώριζε την αγαθή διάθεση του «ἀλιβάνιστου»
µπαρµπα- Κόλια που «ἤθελε νὰ ἔλθῃ, ἀλλ' ἐντρέπετο. Ἐπαραξενεύετο πολύ,
θὰ ἐπεθύµει νὰ τὸν ἀπῆγον διὰ τῆς βίας»652. Για αυτό έφερε έτσι τα πράγµατα,
ώστε ο λειτουργός Του να καθυστερήσει µε τις επαγγελµατικές υποχρεώσεις
του στην πόλη. Στη συνέχεια, η επιθυµία του να δει το χωράφι του653 τον
έβγαλε από το συνήθη δρόµο και ως αποτέλεσµα τον βρήκε η νύχτα και
χάθηκε. Χάθηκε όµως πράγµατι ή µάλλον βρήκε τον από τριακονταετίας
«χαµένο» µπαρµπα- Κόλια; Η ευγνωµοσύνη του ιερέα, η πρόσκληση που
απηύθυνε στο φιλότιµο του µπαρµπα-Κόλια να τον συνοδεύσει µέχρι την
Εκκλησία για να µη «ξαναχαθεί» (ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πια), η δειλή
ανταπόκριση του τελευταίου που άρχισε να ραγίζει τα δεσµά του πάθους της
ακηδίας και της απελπισίας που τον βασάνιζε τόσο καιρό και κατέστρεψε την
ζωή του, φανερώνουν την αγαστή συνεργασία Θεού, ιερέως και αµαρτωλού
ανθρώπου για τη σωτηρία του τελευταίου.
Όταν έφθασαν κοντά στην οµήγυρη των πιστών που περίµεναν έξω
από το µοναστηράκι του Άι- Γιάννη, ο ιερέας, ως καλός ποιµένας, δε σκόπευε

650
Βλ. ενδεικτικά την κριτική που τους ασκεί για το πάθος της σιµωνίας στον «Ἀνάκατο», Τ.∆’, σ.350,
στ.27-32 και στο «Ἀστεράκι», Τ.∆’, σ.308, στ.18-23, για τα πάθη της φιλαργυρίας και της γαστριµαργίας
στο «Γάµο του Καραχµέτη», Τ.∆’, σ.496, στ.10-14 και για το πάθος της αλαζονείας σε ένα ολόκληρο
διήγηµα, την «Ἐπίσκεψιν τοῦ Ἁγίου ∆εσπότη», Τ.∆΄, σ. 131-134.
651
Το προσωνύµιο αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς, όπως θα δούµε παρακάτω, ο αγαθός ιερέας ενεργεί
«εἰς τύπον Χριστοῦ» ανοίγοντας την προοπτική της σωτηρίας στον έως τότε «ἀλιβάνιστο» και
«λυκάνθρωπο» γέροντα.
652
Τ.Γ’, σ.528, στ.9-10.
653
Στην περίπτωση αυτή η φροντίδα του ιερέα για τις εγκόσµιες υποθέσεις του απέβη σωτήρια για την
ψυχή ενός πονεµένου ανθρώπου.
417

να εγκαταλείψει το «ἀπολωλός» πρόβατό του, αλλά να το κρατήσει κοντά του.


Επιβραβεύει εις επήκοον όλων το διστακτικό και ντροπαλό µπαρµπα- Κόλια
ευχαριστώντας τον εκ καρδίας και δίνοντας του την ευχή του. Με τη στάση του
αυτή δίνει τη δυνατότητα και στα υπόλοιπα «λογικά πρόβατα» να
αγκαλιάσουν το συνάνθρωπό τους και να συνεισφέρουν και εκείνοι στην
επανένταξή του στο σώµα Κυρίου. Έτσι αναδεικνύεται «η αρµονική
συνεργασία ιερέων και πιστών στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων»654.
Πρώτος ο Μπαρέκος «τρέξας, τὸν ἔδραξεν ἰσχυρῶς ἀπὸ τὸν βραχίονα. - Ποῦ
πᾷς, µπαρµπα - Κόλια; εἶπε. Τώρα δὲ σ' ἀφήνουµε... τελείωσε! Φέτος θὰ
κάµωµε Ἀνάσταση µαζί!...»655.
Ο δυστυχής µπαρµπα- Κόλιας όµως, επειδή παραµέλησε τόσο καιρό
την ψυχή του, δεν τολµά να κάνει το µεγάλο βήµα να σταµατήσει να κάνει το
θέληµα του πονηρού που εκµεταλευόµενος τα αισθήµατά του τον έπεισε να
αποξενωθεί από τον κόσµο και να γίνει µισάνθρωπος. Τότε επεµβαίνει ξανά
και δυναµικά ο παπα- Γαρόφαλος και τον καλεί, ως άλλος σπλαχνικός
Πατέρας, ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά του: «Νά 'χῃς τὴν εὐχὴ τοῦ
Χριστοῦ, παιδί µου! Ἔλα!... Νὰ πάρῃς εὐλογία!... Νὰ µοσχοβολήσ' ἡ ψυχή
σου! Ἔλα ν' ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ µας! Μὴν ἀδικῇς τὸν ἑαυτόν σου!
Μὴν κάνῃς τοῦ ἐχτροῦ τὸ θέληµα!... Πάτα τὸν πειρασµό! Ἔλα, Κόλια! Ἔλα,
Νικόλαε, ἔλα, Νικόλαε µακάριε! Ὁ ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίσῃ!»656. Κάθε
λέξη αυτής της πατρικής πρόσκλησης βρίθει αγάπης, στοργής και βαθιάς
έγνοιας για την ψυχή του «παιδιού» του που κινδυνεύει να βυθιστεί ξανά στη
λήθη της αποκοµµένης από το Χριστό και την Εκκλησία «ζωής», µιας «ζωής»
που ισοδυναµεί µε πνευµατικό θάνατο. Ξεκινάει µε την παροχή, για δεύτερη
φορά, της ευχής και της ευλογίας του Χριστού και συνεχίζει µε την προτροπή
να γευτεί και ο µπαρµπα- Κόλιας τη παραδείσια χαρά της Αναστάσεως. Τον
παρακαλεί να µην αδικήσει ξανά τον εαυτό του, να πατήσει το δαιµονικό
πειρασµό της ακηδίας και της απελπισίας που του στέρησε τη δυνατότητα να
µετανοήσει και να εναποθέσει ξανά την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Και για
να καταρρίψει πλήρως το εµπόδιο του πονηρού τον καλεί µε το βαφτιστικό
του όνοµα και ζητά την πολύτιµη αρωγή και του προστάτη Αγίου του, του
Αγίου Νικολάου, ώστε να φωτισθεί ο νους και η καρδιά του ταλαίπωρου
γερο- Νικολάου657. Με αυτόν τον τρόπο στον αγώνα για τη σωτηρία του

654
Α. Κεσελόπουλου, ό.π., σ.81.
655
Τ.Γ’, σ. 527, στ.17-19. Όπως γράφει ο Α. Κεσελόπουλος, ο Μπαρέκος «κινήθηκε από αληθινή αγάπη
.
και επέδειξε γνήσιο λειτουργικό και εκκλησιαστικό ήθος ήθος που θέλει όλη την κτίση και - πολύ
περισσότερο- όλους τους ανθρώπους συνηγµένους στο σώµα της Εκκλησίας. ∆ε θεωρεί τη Λειτουργία
ως «θρησκευτική εκδήλωση» για κάποιους «εκλεκτούς» ή «λατρευτική ευκαιρία», που αποβλέπει σε
αυτό-ασφάλεια και βόλεµα δικό του, αλλά ως δυνατότητα κοινωνίας µε όλους τους ανθρώπους»,
ό.π.σ,82 .
656
Τ.Γ’, σ.528, στ. 4-8.
657
Ο Α. Κεσελόπουλος επισηµαίνει τη στενή σύνδεση που υπάρχει ανάµεσα στα λόγια αυτού του
«χωριάτη, ασπούδαχτου ιερέα» και του Κατηχητικού Λόγου του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόµου, που
διαβάζεται το βράδυ της Αναστάσεως: « Εκεί ο ιερός Πατέρας γράφει: ‘’Οὐκοῦν εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν
τοῦ Κυρίου ἡµῶν… πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συµποσίου τῆς πίστεως’’. Εδώ ο Σκιαθίτης ιερέας µε την ίδια
συγκίνηση επαναλαµβάνει τα λόγια του Αγίου: ‘’Ἔλα ν' ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ µας’’. Ο ιερός
418

µπαρµπα- Κόλια καλείται κοντά στη στρατευµένη και η θριαµβεύουσα


Εκκλησία.
Μια τέτοια καρδιακή έκκληση θα µπορούσε να λυγίσει ακόµη και τον
πιο σκληρό άνθρωπο, πόσο µάλλον τον επιθυµούντα να προσέλθει στο
αναστάσιµο δείπνο του Κυρίου αλλά ντροπαλό µπαρµπα- Κόλια. Για αυτό και
έρχονται ως «άγγελοι Κυρίου» ο Μπαρέκος και άλλοι δύο βοσκοί και τον
οδηγούν στην Εκκλησία «ἐν ποµπῇ καὶ παρατάξει (…) κάτω νεύοντα,
ἐπιθυµοῦντα ν' ἀκολουθήσῃ, καὶ τείνοντα ν' ἀποσκιρτήσῃ»658. Ο πειρασµός
«πνέει πλέον τα λοίσθια» χάρη στις συγχρονισµένες ενέργειες αγάπης του
ιερέως και του λοιπού πληρώµατος. Η συγγνώµη που του ζητάει η, άθελα της,
υπαίτια της αποµονώσεώς του θεια- Μολώτα έρχεται να επουλώσει πλήρως
την πληγωµένη του ψυχή και ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς πια να βροντοφωνάξει στο
«Χριστός ἀνέστη» του Σταµάτη, «-Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! ∆ὲν εἶµαι
ἀλιβάνιστος!» 659.

Ένα άλλο διήγηµα στο οποίο διαφαίνεται εις βάθος η ποιµαντική αγάπη
και φροντίδα του ιερέως προς το ποίµνιό του, ακόµη και αν πρόκειται για δύο
µόνο ψυχές, είναι το «Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο»660. Ο παπα- Φραγκούλης ο
Σακελλάριος, ο «τολµηρός» και «ἀκάµατος» ιερέας, µόλις πληροφορήθηκε ότι
δύο ενορίτες του υλοτόµοι εγκλωβίστηκαν από τα χιόνια στο Στοιβωτό, στην
περιοχή του Κάστρου, καταστρώνει ολόκληρο σχέδιο προκειµένου να σπεύσει
για να τους βοηθήσει. Ως καλός ποιµένας είναι έτοιµος «ἵνα θῇ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ»661 υπέρ του ποιµνίου του. Τη δύναµη για να ενεργήσει τόσο µεθοδικά
για την επίτευξη του σχεδίου του του τη δίνει η πίστη του και η σθεναρή
επιθυµία να λειτουργήσει τον εδώ και δύο χρόνια αλειτούργητο ναό της
Γεννήσεως του Χριστού στο Κάστρο, ως εκπλήρωση του τάµατος που είχε
κάνει τα προηγούµενα Χριστούγεννα κατά την ασθένεια του µικρού γιου του.
Έτσι συγκεντρώνει ορισµένους ευλαβείς ενορίτες και ενορίτισσες και
κάνοντας έκκληση στη φιλαδελφία τους προσπαθεί να τους πείσει να
επιχειρήσουν το δύσκολο εγχείρηµα. Πράγµατι, η εξαιρετική κακοκαιρία που
επικρατούσε εκείνο το χειµώνα προκαλούσε από µόνη της πολλαπλές
δυσκολίες στην πρόσβασή τους στο ναό. Σαν να µην έφθανε όµως αυτό, ο
πονηρός, που «ενσαρκώνεται» στα λόγια και τη στάση του Πανάγου του
µαραγκού662, προσπαθεί να σπείρει το φόβο και την αµφιβολία, όχι µόνο στον

Χρυσόστοµος καλεί ανενδοίαστα τους ράθυµους. Ο παπα- Γαρόφαλος δείχνει ανάλογη τόλµη, όταν
αποκαλεί ‘’µακάριο’’ έναν ‘’αληθινό λυκάνθρωπο’’», ό.π.,σ.36-37.
658
Τ.Γ’, σ.528, στ.14-15.
659
Τ.Γ’, σ.531, στ. 4.
660
Το διήγηµα αυτό έχει µια ελαφριά αντιστοιχία µε την παραβολή του «απολωλότος» προβάτου (Μτ.
18, 12-14 και Λκ. 15.1-7), όπου ο καλός ποιµένας εγκαταλείπει το κοπάδι του για χάρη του ενός. Εδώ ο
συγγραφέας πηγαίνει ένα βήµα παραπέρα βάζοντας τον ιερέα, ως καλό ποιµένα, να παίρνει µαζί του και
ένα µέρος του ποιµνίου του για να προβεί στην αναζήτηση των δύο κινδυνευόντων υλοτόµων.
661
Ιω. 15, 13.
662
Αντίστοιχη αντίδραση µε αυτή του Πανάγου έχει και η Μυγδαλιώ, η κόρη του ιερέα. Η νεαρή της
όµως ηλικία και ο ειλικρινής φόβος της για τυχόν απώλεια των δύο γονέων της δικαιολογούν τις
αντιρρήσεις της.
419

«ἀγαθώτατον» ιερέα, αλλά και στην ευσεβή οµήγυρή του. Όποια επιλογή
πρόσβασης και αν προτείνει ο ιερέας, ο Πανάγος αναφέρει τους κινδύνους
που συνεπάγονται. Θέλοντας να σπείρει την ιδιοτέλεια και τη µικροψυχία στην
καρδιά όσων επιθυµούσαν να συµµετέχουν, υψώνει τη «φύσει» φιλαυτία του
καθενός, την αγάπη προς το «σαρκίον» του, ως τείχος που εµποδίζει κάθε
εκδήλωση αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο663. Στη συνέχεια, για να
αναπαύσει την οχληρή συνείδησή του, φαντάζεται τους ταλαιπωρηµένους
υλοτόµους σε δήθεν στιγµές θαλπωρής γύρω από τη φωτιά µέσα στη σπηλιά
που πιθανόν κατέφυγαν. Ωστοσο, ο αποφασισµένος ιερέας δεν πτοείται.
Μόνο θλίβεται βαθιά για την ιδιοτελή σκέψη και τη µικροψυχία του Πανάγου
και του κάθε οµοίως σκεπτόµενου ανθρώπου.
Στη δε πειρασµική ερώτηση του «- Καὶ γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ
Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του;»664 η
απάντηση του Παπα- Φραγκούλη δίδει ισχυρό ράπισµα σε κάθε πειρασµό και
κάθε δισταγµό, προβάλλοντας την ισχυρή βοήθεια του Θεού, την αξεπέραστη
δύναµη που δίνει στα παιδιά Του, όταν εκείνα τον ε µ π ι σ τ ε ύ ο ν τ α ι , ώστε
να πετύχουν ακόµη και το ακατόρθωτο: «ὅπου εἶναι µία µερικὴ προαίρεσις
καλή, κ' ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλµη ἀκόµα, καὶ ὅπου
πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται
βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ µὲ χίλια ἐµπόδια...Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει
καὶ µὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ µὲ θαῦµα ἀκόµα...»665. Τα θαυµαστά αυτά λόγια,
που προασπίζουν το πνεύµα αυτοθυσίας έναντι της ιδιοτέλειας, δρουν ως
βάλσαµο στις ψυχές των παρισταµένων, ακόµη και της «δειλοτάτης»
πρεσβυτέρας, η οποία αποφασίζει να συµµετέχει παίρνοντας µαζί της τον
αγαπηµένο της γιο Σπύρο και τη µικρή της κόρη, τη Βάσω. Η πίστη και η
αγάπη του νίκησαν τελικά τη «λογική».
Ως φύλακα άγγελο και συνοδοιπόρο στο ταξίδι τους καλεί το µπαρµπα-
Στεφανή, έναν ατρόµητο γηραιό ναυτικό που «παίρνει ἀπάνου τοῦ» όλους
τους πιστούς τολµητίες, χαρίζοντάς τους επιπλέον αυτοπεποίθηση. Έτσι,
έχοντας την καρδιά τους γεµάτη ελπίδα ότι ο Θεός θα είναι δίπλα τους,
ξεκινούν τη µικρή Ωδύσσειά τους. Ούτε το τσουχτερό κρύο ούτε η ξαφνική
τρικυµία τους εµπόδισαν από την επίτευξη του στόχου τους. Ο δε παπα-
Φραγκούλης, «εἰς τύπον Χριστοῦ», δεν δειλιάζει καθόλου µπροστά στη
ξαφνική τρικυµία έχοντας απόλυτη εµπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια666.
Τελικά, µετά την αναγκαστική προσάραξή τους στη στεριά, φθάνουν
στο Κάστρο: «µισοπνιγµένοι, παγωµένοι, ἁλµυροὶ ἀπὸ θάλασσαν καὶ λευκοὶ

663
«-Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάµουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ µαραγκός. Ἀπ' τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται.
Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόµα ρίχνει.», « -Ἀπ' τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες
δυνατός, φουρτούνα, κιαµέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι µοναχό. Ποῦ µπορεῖς νὰ ξεµυτίσῃς ὄξ' ἀπ' τὸ
λιµάνι, κατὰ τ' Ἀσπρόνησο!», « - Ἔ! παπά µ', ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασµό τ'. ∆ὲν πάει ἄλλος νὰ
βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβά, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ' ἐσένα», Τ.Β’, σ.276, στ.13-14, στ. 20-22,
στ.30-32.
664
Τ.Β’, σ.277, στ.15-16.
665
Τ.Β’, σ.277, στ.22-27.
666
Το περιστατικό µας θυµίζει λίγο τη γνωστή παραβολή της κατάπαυσης της τρικυµίας, βλ. Μτ. 8,23-
27, Μκ. 4,35-41, Λκ.8,22-25.
420

ἀπὸ χιόνα, µελανιασµένοι τὰ χείλη, ἀλλὰ θερµοὶ τὴν καρδίαν»667. Εκεί, γεµάτοι
από θεία παρηγορία για την ευόδωση της προσπάθειάς τους, ξεκινούν όλοι
µαζί την κατανυκτική Λειτουργία της εορτής των Χριστουγέννων668. Κατά τη
διάρκεια όµως της Λειτουργίας, οι φωνές των βοσκών και των υλοτόµων που
βρίσκονταν έξω από το ναό για να προσέχουν τους δύο πυρσούς που
άναψαν ανάγκασαν τους έσω παριστάµενους να εξέλθουν εν αγωνία. Όλους
πλήν του ιερέως και του ψάλτου. ο παπα- Φραγκούλης έµεινε ακλόνητος στο
λειτούργηµά του669, γνωρίζοντας πως, όπως οι συµπατριώτες του θα
σπεύσουν να βοηθήσουν µε τα ανθρώπινα µέσα τους κινδυνεύοντες
ναυτικούς, έτσι και εκείνος, ως εκπρόσωπος του Χριστού επί της γης, θα τους
βοηθήσει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο παραµένοντας στο λειτούργηµά του,
ιερουργώντας και προσευχόµενος ταυτόχρονα για τη σωτηρία τους670. Με
θέρµη δέεται «ὑπὲρ διασώσεως τοῦ κινδυνεύοντος πλοίου, περὶ οὗ, χωρὶς νὰ
ζητήσῃ ἐξήγησιν, ἀµέσως εἶχεν ἐννοήσει τὰ συµβάντα»671. Σαν να επρόκειτο
για θεϊκή επιβεβαίωση του παραπάνω προτρεπτικού λόγου672 του παπα-
Φραγκούλη, οι δύο πυρσοί που ήταν αναµµένοι έξω από το ναό λειτούργησαν
ως δεύτερο άστρο της Βηθλεέµ για τους ταλαίπωρους ναυτικούς, που
διαφορετικά θα ήταν καταδικασµένοι σε θάνατο673. Το θαύµα λοιπόν έγινε και
ήταν αποτέλεσµα της ανθρώπινης και της Θείας συνεργασίας. Η αγαθή
προαίρεση του παπα- Φραγκούλη και των συνοδών του µπορεί να µην έσωσε
τους δύο υλοτόµους, τους οποίους είχαν ήδη σώσει οι φιλεύσπλαχνοι αἰπόλοι,
αλλά έσωσε, µε τη βοήθεια του Θεού, από βέβαιο πνιγµό τον καπεταν
Κωνσταντή και το πλήρωµά του που πάλευαν δύο ηµέρες µε τα κύµατα.

Ωστόσο, και οι ιερείς δεν παύουν ως άνθρωποι να δέχονται


πειρασµούς, ενίοτε πολύ επικίνδυνους. Στο διήγηµα «Ἐξοχική Λαµπρή»
αναδεικνύεται ο κίνδυνος που διατρέχει να χαθεί η ποιµαντική µέριµνα και
έγνοια προς το ποίµνιο, όταν ο ιερέας, παρασυρόµενος προς στιγµήν από τις
κατά κόσµον φροντίδες, πέσει στην παγίδα του πονηρού και τις θέσει σε
υψηλότερη µοίρα από το ιερό λειτούργηµά του. Τη χρονιά εκείνη, οι λιγοστοί
χωρικοί των Καλυβιών, το «µικρόν ποίµνιον» του γέροντα παπα- Βαγγέλη,
κινδύνευσαν να µείνουν αλειτούργητοι. Ο αγαθός εφηµέριος και συνάµα

667
Τ.Β’, σ.291, στ.18-20.
668
«Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ,τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν
ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν
τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρµα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε
τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις», Τ.Β’, σ.294, στ.27-32.
669
Σε αντίθεση µε τον παπα- Κυριάκο που θα δούµε παρακάτω.
670
Ως γνωστόν η προσευχή ανάµεσα στα άλλα σωτηριώδη οφέλη της, «δυναµοποιεί» την καρδιά
µπροστά στις δυσκολίες και ελκύει τη θεία βοήθεια, βλ. οσίου Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν»,
Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.331, στ. 11-15.
671
Τ.Β’,297, σ.19-20. Ως ανταµοιβή λοιπόν της εσωτερικής «καλής διαθέσεως» του παπα- Φραγκούλη
έρχεται η σωτηρία των ναυτικών που «εξαιτήθηκε» µε την προσευχή του, βλ. σχετικά Μαξίµου του
Οµολογητού, «Περί θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τετάρτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’,σ. 125, Νο. Ϟδ’.
672
Τ.Β’, σ.277, στ.22-27.
673
«Ὁ πυρσὸς ἐκεῖνος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς ὡς θεῖον πράγµατι θαῦµα, ὡς νὰ ἐθερµαίνοντο περὶ αὐτὸν
ἀγραυλοῦντες οἱ ποιµένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τὸ ∆όξα ἐν ὑψίστοις», Τ.Β’, σ.298, στ.19- 21.
421

ηγούµενος της µικρής µονής του Αγίου Αθανασίου, που, παρά την
προχωρηµένη ηλικία του, δεν παραµελούσε να πλέει «τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι
κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινοµένας ἀκτάς, ὅπως
ἐξοµολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευµατικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους
δουλοπαροίκους, τοὺς "κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες", ὅπως τοὺς
ὠνόµαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν ,νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς
τὴν µονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα»674, λόγω της βυθίσεως του
ταχυπλόου που τον µετέφερε και της διακοπής της συγκοινωνίας,
αναγκάστηκε να µείνει µακριά από τους ενορίτες του κατά τον εορτασµό του
Πάσχα.
Οι πτωχοί χωρικοί αποφάσισαν τότε να παρακαλέσουν έναν από τους
ιερείς της πόλεως, τον παπα- Κυριάκο να µεταβεί στην εξοχική παροικία,
προκειµένου να τελέσει την αναστάσιµη θεία Λειτουργία. Ο απλοϊκός και
εγκάρδιος ιερέας, που το µόνο του ελάττωµα ήταν ο «µικρός ελευθεριασµός»
του 675 ήθελε να πάει. Όµως δύο λόγοι τον συγκρατούσαν. Ο ένας ήταν πως
δεν ήθελε µια τόσο σηµαντική ηµέρα να αφήσει την ενορία του µε έναν µόνο
ιερέα, πράγµα απόλυτα κατανοητό. Όµως ο δεύτερος οφειλόταν σε
επενέργεια του πονηρού. ο πτωχός, πολύτεκνος ιερέας έβαλε κακό λογισµό
µέσα του πως η απουσία του ενδεχοµένως να έδινε την ευκαιρία στον παπα-
Θεοδωρή τον Σφοντύλα, τον έτερο εφηµέριο, να καταχρασθεί τα έσοδα και τις
προσφορές της ηµέρας. Έθεσε την κατά σάρκαν οικογένειά του και τις
ανάγκες της676 πάνω από το ιερατικό χρέος του απέναντι στους ταπεινούς
χωρικούς του εξοχικού προαστείου και, σε συνδυασµό µε τη δυσπιστία του
απέναντι στον συνεφηµέριό του, έδωσε την ευκαιρία στον πειρασµό να τον
προσβάλλει677.
Ενώ λοιπόν έψαλλε το «Χριστός ἀνέστη» εν µέσω της ξεχειλίζουσας
από ευωδίες φύσης και της αναστάσιµης κατανυκτικής ατµόσφαιρας, η καρδιά
και ο νους του είχαν ήδη ξεκινήσει τη µείξη των προσωπικών λογισµών µε τα

674
Τ.Β’, σ.125, στ.16-23.
675
Αυτή η ελευθεριάζουσα συµπεριφορά του στάθηκε η αιτία να κατηγορηθεί από ορισµένους
πικρόχολους ενορίτες του πως «‘’ἀποσώνῃ τὰ παιδιὰ" εἰς τοὺς κόλπους τῶν µητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν
του» (Τ.Β’, σ.126, στ.23-25). Η ανοιχτόκαρδη στάση του, δυστυχώς, έβαλε σε τέτοιο πειρασµό
ορισµένους, ώστε να του προσάψουν σαρκικές σχέσεις µε τις έγγαµες ενορίτισσές του. Αυτή η
κατηγορία, πέρα από το ότι αναφέρεται µόνο ως κακεντρεχής φήµη από το συγγραφέα (που τον θεωρεί
κάπως ελευθεριάζοντα αλλά κατά τα άλλα άµεµπτο), καταρρίπτεται προς το τέλος του διηγήµατος από
την έγκαιρη µετάνοια και υποδειγµατική στη συνέχεια στάση του απέναντι στο ποίµνιό του. Παρά την
παρολίγον πτώση του στον πειρασµό, δεν χάνει την πίστη του στο Θεό. Για αυτό, έστω και
καθυστερηµένα, δείχνει τον αντίστοιχο σεβασµό στις εικόνες του Θεού, τους ενορίτες και τις ενορίτισσές
του. Για το θέµα αυτό βλ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, ∆αιµόνιο µεσηµβρινό, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1978,
σ.21-26, του ιδίου «Απόσωµα για το αποσώνω», στα Ελληνικά, τ.41, Θεσσαλονίκη 1990, σ.127-129,
του ιδίου «Ερµηνευτικά και κριτικά στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Αντίχαρη, Αφιέρωµα στον καθηγητή
Σταµάτη Καρατζά, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1984, σ.465-466 και Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση
στον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.50-51.
676
Αυτοί οι λογισµοί του αποτελούν µεταξύ άλλων και ένδειξη χλιαρής πίστης, η οποία ανοίγει µε τη
σειρά της την πόρτα στο πάθος της φιλαργυρίας, βλ. σχετικά Κασσιανού του Ρωµαίου, «Προς Κάστοραν
ἐπίσκοπον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.66, στ.23-26.
677
Για τους λογισµούς και την παρεξήγηση του παπα- Κυριάκου µε τον παπα- Θοδωρή Σφοντύλα, βλ.
και Α. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Παπαδιαµάντη, ό.π., σ.51.
422

πειρασµικά τοξεύµατα. Η «γλυκεία» Ανάσταση δεν είχε αγγίξει ακόµη την


ψυχή του που κινδύνευε άµεσα να αµαρτάνει. Και η αφορµή δεν άργησε να
δοθεί: ο µικρός του γιος, ο Ζάχος, τον οποίο είχε αφήσει να κατασκοπεύει το
συλλειτουργό του, έρχεται στην πιο κρίσιµη στιγµή, την ώρα που επρόκειτο να
ξεκινήσει τη θεία λειτουργία και µε ακατανόητες, σπασµωδικές λέξεις - που
µας θυµίζουν τις, ενίοτε, άναρθρες «φωνές» των δαιµόνων εντός του
ανθρώπινου νου- του αποσπά την προσοχή από την ουσία, την τέλεση του
µυστηρίου και τον οδηγεί διαµιάς στη συγκατάθεση και τη µερική έµπρακτη
πτώση στον πειρασµό. Το πάθος του θυµού και της οργής σκοτίζει τη λογική
του σκέψη και παύει κάθε εγκράτεια. Ο ιερέας «ἥµαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ
σφοδρὸν ράπισµα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του, (το οποίο στην
πραγµατικότητα θα ήταν ράπισµα κατά του πειρασµού) καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ
ἥσυχος τὸ καθῆκον του... ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ
φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέµµα τῆς
πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντροµος»678. Ο ιερέας, αντί να απεκδυθεί
τον πειρασµό, απεκδύεται το ιερό πετραχήλι, απεκδύεται το Χριστό. Ως
δεύτερος Πέτρος αρνείται προς στιγµήν το Χριστό και φεύγει µακριά του. Η
αποφυγή του βλέµµατος της έντροµης συζύγου του φανερώνει την
προσπάθειά του να αποφύγει τη φωνή της συνειδήσεώς του, που δειλά έχει
αρχίσει να εµφανίζεται. Εκείνη όµως εξακολουθεί πεισµατικά να του φωνάζει
δια της φωνής του µπαρµπα- Μήλιου, εκπροσώπου του εγκαταλελειµένου
ποιµνίου του, «-Παπά, παπά, π ο ῦ π ᾷ ς ; »679 προσπαθώντας να τον
αποτρέψει από την οριστική πτώση. Οι δε απαντήσεις του οµοιάζουν µε τις
δικαιολογίες του αµαρτωλού, που υποσυνείδητα αναγνωρίζει το σφάλµα του,
αλλά δεν τολµά να το παραδεχθεί και υπεκφεύγει.
Ο πονηρός βρίσκεται κοντά στη νίκη. Ο «ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν»680.
Μακριά από το ποίµνιό του, µακριά από την πηγή της ζωής, το Χριστό, για να
προλάβει το µάταιο, το εφήµερο της πρόσκαιρης τέρψης των εγκοσµίων
αγαθών. Και ο πονηρός, για να απαλύνει ή µάλλον να νεκρώσει τη συνείδησή
του, προέβαλε ξανά στη σκέψη του την πολυπληθή, δεκαµελή οικογένειά του
και τις αµέτρητες ανάγκες της. Είχε φτάσει η στιγµή του τελειωτικού
χτυπήµατος. Έχοντας ακόµη θολωµένο το νου από το πάθος της οργής,
αποτέλεσµα της φίλαυτης διάθεσης και της φιλοπραγµατίας του, ακούει τον
γάργαρο ήχο του νερού που έτρεχε από έναν νερόµυλο σε µια όµορφη
κοιλάδα, σαν ένα άλλο δέντρο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν (…) ἐν
µέσῳ τοῦ παραδείσου»681. «Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἡδὺν µορµυρισµὸν τοῦ
ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησµόνησεν ὅτι εἶχε
νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ»682. Η

678
Τ.Β’, σ. 128, στ. 31-35 .
679
Τ.Β’, σ. 129, στ. 5 και στ.12. Η αραιογράφηση δική µας.
680
Τ.Β’, σ.129, στ. 26.
681
Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα,
1981, σ.3,κεφ.2 στ.17 και σ.4, κεφ.3, στ.3.
682
Τ.Β’, σ.130, στ.1-4. Ο παπα- Κυριάκος παρ’ ολίγον να ενεργήσει όπως ακριβώς και οι
πρωτόπλαστοι, οι οποίοι λησµόνησαν τη σαφή εντολή του Κυρίου και παρασυρόµενοι από τον πονηρό
423

ακοή αντικαθιστά την όραση και το νερό τον «ἡδὺν» καρπό της αµαρτίας. Η
κατάλυση της νηστείας µε την πόση του δροσερού στην αίσθηση αλλά
πειρασµικού στην ουσία νερού683 ταυτίζεται µε το προπατορικό αµάρτηµα. Και
ο δυστυχής παπα- Κυριάκος, ως άλλος Αδάµ, είναι έτοιµος να υποκύψει.
Την ύστατη όµως στιγµή η «ἐν ὑπνώσει» συνείδησή του ξυπνά λίγο
π ρ ι ν β ρ έ ξ ε ι τα χείλη του: «αἴφνης ἐνθυµήθη, ἀνένηψεν. - Ἐγὼ ἔχω νὰ
λειτουργήσω, εἶπε, καὶ πίνω νερό;... Καὶ δὲν ἔπιε. Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν»684.
Σε αντίθεση µε του πρωτοπλάστους, που έφαγαν τον απαγορευµένο καρπό
και απέκτησαν τη γνώση της αµαρτίας και του κακού, ο παπα- Κυριάκος δεν
πίνει - ούτε καν γεύεται- 685 το πειρασµικό νερό και συναισθάνεται, για πρώτη
ίσως φορά, τη φοβερή αµαρτία που παρ’ όλίγον να κάνει και αντιστέκεται. Τα
µάτια του καθαίρονται και βλέπουν εγκαίρως την αλήθεια κατάµατα686. Τότε
έρχεται «εἰς αἴσθησιν». Επανέρχεται στο νου του το ερώτηµα του µπαρµπα-
Μπήλιου, που τώρα συναισθάνεται τη βαρύτητά του: «-Τὶ κάµνω ἐγὼ(…)
π ο ῦ π ά ω ;»687.
Η απάντησή του δίνεται εµπράκτως και αποφασιστικώς. Κάνει το
σωτηριώδες σηµείο του σταυρού, αυτό το ίδιο που έσωσε και τον δεινώς
πειραζόµενο Γιωργή στο «Ἔρως- Ήρως», και ζητάει µε όλη του την καρδιά τη
συγχώρεση, το έλεος του Θεού όχι µόνο για το συλλειτουργό του, τον παπα-
Θεοδωρή, αλλά πρωτίστως για τον εαυτό του688. Συνειδητοποιεί πως, ό,τι και
αν έχει γίνει, εκείνος οφείλει να επιτελέσει το ιερατικό του χρέος απέναντι
στους ανθρώπους που τον εµπιστεύτηκαν και τον κάλεσαν ‘’εἰς τύπον
Χριστού’’, αυτόν ειδικά, τον καταδεκτικό και απλοϊκό ιερέα689 και όχι τον
εγωιστή και φίλαυτο άνθρωπο που ενδιαφέρεται για τις λειτουργιές

και από τον «ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλµοῖς καρπὸν» (Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, ό.π., σ.4,κεφ.3, στ.6)
τον έλαβαν και τον έφαγαν.
683
Και ο G. Saunier συνδέει το γάργαρο νερό του νερόµυλου µε τον πειρασµό. Το συνδέει όµως µε την
ερωτική, αµαρτωλή µητρική ηδονή, κάτι που, κατά τη γνώµη µας, δεν βρίσκεται καν στις προθέσεις του
συγγραφέα (βλ. Εωσφόρος και άβυσσος: Ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Άγρα,
Αθήνα, 2001, σ. 299). Πιστεύουµε ότι το είδος του πειρασµού είναι πολύ πιο σοβαρό: ο ιερέας
κινδυνεύει να επαναλάβει το ολέθριο σφάλµα των πρωτοπλάστων και να αποµακρυνθεί από την πηγή
της Ζωής, το Θεό. Για έναν άνθρωπο που πιστεύει, πόσο µάλλον για έναν ιερέα, αυτό είναι ένα
θανάσιµο αµάρτηµα.
684
Τ.Β’, σ.130, στ. 4- 7.
685
Είναι πολύ σηµαντικό το ότι ο παπα- Κυριάκος «ἦλθε εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ» πριν καν γευθεί το νερό.
Συνειρµικά οδηγούµαστε ξανά στη σωτηριώδη απαγόρευση του Κυρίου: «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ
ο ὐ δ ὲ µ ὴ ἅ ψ η σ θ ε α ὐ τ ο ῦ , ἵνα µὴ ἀποθάνητε» , ό.π., σ.4, κεφ.3, στ.3.
686
Και οι οφθαλµοί των πρωτοπλάστων «διηνοίχθησαν» προς τη συνειδητοποίηση της πτώσης τους,
αλλά κατόπιν εορτής. Αντιθέτως, οι οφθαλµοί του παπα- Κυριάκου «διηνοίχθησαν» πριν την πτώση του
και για αυτό έρχεται άµεσα η βοήθεια του Θεού.
687
Τ.Β’, σ.130, στ.8 . Η αραιογράφηση δική µας.
688
Ο εσωτερικός αυτός µονόλογος του παπα- Κυριάκου είναι στην ουσία του διάλογος µε το Θεό. Όπως
γράφει ο K. Μπαστιάς, «τούτος ο διάλογος του παπα- Κυριάκου µε το αόρατο θείο, την ώρα που είναι
βαρύτατος φταίχτης µπροστά του, ξεπερνά σε τραγικότητα και τους τραγικώτερους στίχους της Αττικής
τραγωδίας. Στην απλότητά του, την καθαρότητα του νου και καρδιάς ανήκει στους λόγους «τοὺς
ἐκλάµποντας ἐν τοῖς πέρασι». Η µετάνοιά του είναι πιο δυνατή απ’ την αµαρτία του. Απ’ την ξώθυρα της
κόλασης µετατοπίζεται και σιµώνει την παραδείσια περιοχή σαν αθλοφόρος «µιµούµενος τον ίδιον
∆εσπότην» και µεταλλάζει, κι από καρπός ώριµος να πέσει στην εξουσία του Εωσφόρου, γίνεται
«πυρσὸς ἐν γνόφῳ φαεινὸς λάµπων φαιδρὸς», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.243.
689
Βλ. το κριτήριο µε το οποίο τον επέλεξαν: «Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώµην πάντων, ἱερεὺς
τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα - Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο "ἀπὸ µεγάλο τζάκι", εἶχε µάλιστα καὶ συγγένειαν µέ
τινας τῶν ἐξωµεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάµης, καθὼς ἔλεγαν», Τ.Β’, σ.126, στ.19-22.
424

περισσότερο από τις ψυχές τους που περίµεναν να λειτουργηθούν και να


κοινωνήσουν τα άχραντα µυστήρια κατά το Άγιον Πάσχα. Και τότε το
επιτακτικό του «ἥµαρτον, ἥµαρτον» και το σωτήριο δάκρυ που βρέχει την
παρειά του επιτελούν τον πρώτο καθαρισµό690, πριν από τον ολοκληρωτικό
καθαρισµό της ψυχής του δια µέσου της εξοµολογήσεως και της εν
ταπεινώσει εκτελέσεως του αντίστοιχου κανόνα. Καταλαβαίνει πως δεν είναι
άξιος να λειτουργήσει, αλλά κυρίως πως δεν είναι άξιος να µεταλάβει των
αχράντων µυστηριών691, διότι δεν απεκδύθηκε τον παλαιό, πτωτικό εαυτό του
για να χαρεί το «καινὸν τῆς ἀµπέλου γέννηµα», αλλά «σταύρωσε» ξανά τον
Χριστό και µάλιστα την ηµέρα της ενδόξου Αναστάσεώς Του.
Έχοντας, εποµένως, βιώσει ως ιερέας τον πιο µεγάλο πειρασµό κατά
την ιερότερη ηµέρα της χριστιανοσύνης ε π ι σ τ ρ έ φ ε ι 692 µετανοηµένος και
ταπεινωµένος εσωτερικά στους αγαθούς χωρικούς που τον περίµεναν και
αισθάνθηκαν µεγίστη αγαλλίαση µε τη «διττή» του επάνοδο. Μετά δε και τη
δεύτερη Ανάσταση, συντρώει και συνχαίρεται693 µαζί τους έχοντας δίπλα του
την «ἀγαθωτάτην» πρεσβυτέρα του και τα παιδιά του. Κατά την επιστροφή
του στην πολίχνη, πολεµώντας πλέον δυναµικά το πνεύµα της φιλαργυρίας,
δίνει «πλῆρες εἰς τὸν συνεφηµέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς µερίδιον, καὶ οὔτε
κατεδέχθη νὰ κάµῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεµένης κλοπῆς»694. Το ίδιο όµως
έκανε µε τη σειρά του και ο παπα-Θοδωρής, συντελώντας στην εκ νέου
συνειδητοποίηση του παρ΄ολίγον θανάσιµου αµαρτήµατός του.

690
«Τὸ δὲ δάκρυον, πολλὴν ἔχει τὴν δύναµιν. Ὑπέρ τε γὰρ τῶν ἐσφαλµένων ἱλεοῦται τὸν ∆εσπότην καὶ
τάς προσγενοµένας ἡµῖν ἀπὸ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς κηλῖδας καθαίρει καὶ πρὸς τὰ ἄνω πτεροῖ τὴν ὄρεξιν»,
Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.331,στ. 17-20.
691
Ο Α. Κεσελόπουλος σηµειώνει πως, αν η στάση αυτή του ιερέα προσεγγισθεί επιφανειακά και
«τυπικά», τότε αποτελεί «τελετουργική ‘’αταξία’’». Στην ουσία όµως «η πράξη αυτή του απλοϊκού ιερέα
αποτελεί γνήσια πνευµατική αντίδραση κατά της τυπολατρίας», Η λειτουργική παράδοση στον
Παπαδιαµάντη,ό.π., σ.214.
692
Η επιστροφή του είναι διπλή: στο ποίµνιό του και στην πηγή της Ζωής, το Θεό.
693
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του µπαρµπα- Μήλιου που λειτουργεί ως η φωνή της συνειδήσεως του
πειραζόµενου ιερέα. Όπως, κατά τη φυγή του από την εκκλησία, του φωνάζει «Παπά, παπά, π ο ῦ
.
π ᾷ ς ; » για να τον επαναφέρει, τώρα τον προτρέπει να χαρεί χαρά διπλή, πρωτίστως για την
Ανάσταση του Χριστού και στη συνέχεια για τη δική του πνευµατική ανάσταση µετά τη νίκη του
πειρασµού. Για αυτό και ο γέροντας επαναλαµβάνει οκτώ φορές παράγωγα της λέξης χαρά, εκ των
οποίων οι δύο πρώτες απευθύνονται προσωπικά στον ιερέα και την οικογένειά του (βλ. Τ.Β’, σ.131,
στ.31-34 και σ. 132, στ. 1-5).
694
Τ.Β’, σ.133, στ.20-22.
425

Επίλογος-
Επίλογος- Συµπεράσµατα

Έργο του Γιώργου Κόρδη


426

«Καὶ ὅτε φθάσοµεν τὴν ἀγάπην, ἐφθάσαµεν πρός τὸν Θεόν,


καὶ ἡ ὁδὸς ἡµῶν ἐτελειώθη,
καὶ διέβηµεν πρὸς τὴν νῆσον τὴν ἐκεῖθεν τοῦ κόσµου οὖσαν,
ὅπου ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦµα τό ἅγιον».

Ἁββά Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικοί Λόγοι , Λόγος ΛΕ’,


σ. 544, στ. 85-88.
427

Το θέµα του έρωτα και της αγάπης στο έργο του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη είναι τόσο περίπλοκο και τόσο απρόβλεπτο, ώστε ο
σύγχρονος µελετητής αισθάνεται συχνά ότι βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο. Σε
πολλές περιπτώσεις αυτά που θεωρούσε «δεδοµένα» ή έστω «συνήθη» στο
θέµα αυτό, βασιζόµενος πάντα στην προσωπική ή τη σύγχρονη κοινωνική
εµπειρία, ανατρέπονται. Ο λόγος που συµβαίνει αυτό οφείλεται στο ότι ο
τρόπος σκέψης και γραφής του Παπαδιαµάντη είναι βαθιά επηρεασµένος από
τη φιλοκαλική παράδοση των νηπτικών Πατέρων τόσο σε θεωρητικό επίπεδο
µέσα από την προσωπική εκ µέρους του µελέτη των φιλοκαλικών κειµένων,
όσο και σε πρακτικό επίπεδο µέσα από την έµπρακτη βίωση του φιλοκαλικού
τρόπου ζωής εντός και εκτός της οικογένειάς του1.
Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαµε να αναδείξουµε αυτό το
φιλοκαλικό υπόβαθρο του έργου του χρησιµοποιώντας2 ως βοηθητικά κείµενα
συγκεκριµένα πατερικά αποσπάσµατα από τη Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθήσαµε να εντοπίσουµε τα
λογοτεχνικά «δάνεια» των κειµένων του από τις γραφές των νηπτικών
Πατέρων. Άλλωστε, έχουν αφοµοιωθεί και ενσωµατωθεί τόσο αρµονικά στο
έργο του που σε αρκετές περιπτώσεις αναδεικνύονται ως προσωπικές-
πρωτότυπες απόψεις του συγγραφέα.
Οι ήρωες του Παπαδιαµάντη ξεπερνούν το συνήθη «φυσιο-λογικό»
τρόπο σκέψης και τις «αναµενόµενες» κάθε φορά αντιδράσεις µπροστά στον
κίνδυνο να χάσουν το «ερώµενο» πρόσωπο. Αυτή η µη προσδοκώµενη, η
παθητική εκ πρώτης όψεως αντίδρασή τους είναι βαθύτατα επαναστατική,
όταν την προσεγγίσει κανείς µε την οπτική και την προοπτική της «ἐν Χριστῷ»
αγάπης την οποία αναπτύσσουν ενδελεχώς οι νηπτικοί Πατέρες. Οι ήρωες
αυτοί εφαρµόζουν τη δική τους «επανάσταση»3, επανάσταση όµως ειρηνική,
ταπεινώσεως, «ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας». Χάρη στην κατά κόσµον
«ατολµία» ή τη «µετριοπάθεια» τους κατορθώνουν να νικήσουν τον πειρασµό
εφαρµόζοντας τη µέθοδο της «µη δράσης». Η «µη δράση», ενώ στα µάτια
των πολλών και άπειρων στον πνευµατικό αγώνα φαίνεται ως ένα είδος
δειλίας ή αδυναµίας4, για τους πνευµατικά έµπειρους λογίζεται ως ένα

1
«Μέχρι τέλους της ζωής του οικείος χώρος του ήταν ο κόσµος των Συναξαρίων, των ασµατικών
κανόνων της Εκκλησίας, των νηπτικών Πατέρων. Με τέτοια δεδοµένα, ένας από τους ασφαλέστερους
τρόπους να κατανοήσουµε τους άξονες αναφοράς του Παπαδιαµάντη, όπως διαφαίνονται µέσα από το
έργο του, είναι να τους συσχετίσουµε µε εκείνους της µυστικής εµπειρίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας», ∆.
Μαυρόπουλου, « Αµαρτία και µετάνοια», στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
Εταιρεία ευβοϊκών σπουδών, ∆όµος,1996, σ. 582.
2
Όπου αυτό ήταν εφικτό.
3
Ή, αλλιώς, την εν ταπεινώσει «αντί-σταση» στις ορδές των παθών, που έρχονται «κυµατοειδώς»
µέσω των λογισµών να τους ταράξουν. Όπως γράφει και ο Κ. Μπαστιάς, «η ταπείνωση, που είναι το
πρώτο γνώρισµα του Χριστιανού, δεν είναι στάση παθητική, αλλά η ενεργητικώτερη απ’ όλες. Είναι
καρπός της µεγάλης µάχης, που δίνει η ψυχή και το πνεύµα κατά της Λερναίας Ύδρας, που φωλιάζει
στα κατάβαθα του είναι µας, κατά του εγωισµού», Παπαδιαµάντης: ∆οκίµιο, ό.π., σ.238.
4
Χαρακτηριστικά αυτής της άποψης που παραβλέπει τις ορθόδοξες πνευµατικές καταβολές των
παπαδιαµαντικών κειµένων είναι τα λόγια του Π. Μουλλά: «Καµία αγωνιστική πνοή δεν διαπερνά το
παπαδιαµαντικό σύµπαν, καµιά συνειδητή προσπάθεια δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναληφθεί από τους
428

εξαιρετικά δύσκολο κατόρθωµα και στοιχείο πνευµατικού σθένους και


ηρωισµού5. Γιατί η «δράση» στην προκειµένη περίπτωση ταυτίζεται µε την
πτώση στον πειρασµό και την αµαρτία. Το δε «κέρδος» της «ευτυχούς»
συµβίωσης µε το αγαπηµένο πρόσωπο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα
παραπλανητικό τέχνασµα του πονηρού, αφού συνήθως προϋποθέτει τη
νέκρωση ή διαστροφή της συνειδήσεώς τους, την καταπάτηση των εντολών
του Θεού, ακόµη και την απώλεια της ψυχής τους. Η ερωτική ή η κοινωνική
τους λοιπόν ατολµία συµβαδίζει µε την πνευµατική τόλµη.
Αυτός ο τρόπος σκέψης και ζωής φαντάζει στο σύγχρονο άνθρωπο,
τον υποταγµένο στα πάθη και τις επιθυµίες του, ως «µωρία»6 ή
«παθητικότητα». Όµως ο ἐν Χριστῷ άνθρωπος, ο κεκαθαρµένος από τις
δαιµονιακές «σκληρύνσεις» του νου και της ψυχής, το βλέπει ως αυτό που
πραγµατικά είναι: εις µίµησιν Θεού έρωτας, εις τύπον Χριστού αγάπη. Γιατί ο
έρωτας που λαµβάνει υπόψη του πρώτα, ή καλύτερα, µόνο τον άλλο, που
«φλέγεται» από την έγνοια του άλλου, του αγαπηµένου/-ης, που αγωνιά πώς
να δώσει χαρά ή, αντίστροφα, πώς να µη πληγώσει τον άλλο και όχι πώς να
ικανοποιήσει τα δικά του θέλω και τα εγωιστικά συναισθήµατα του, είναι ο
αληθινός, ο κατεξοχήν έρωτας. Από την άλλη πλευρά, η κένωση του εαυτού
µας, το εκ ρίζας απόκοµµα του ἰδίου θελήµατος για χάρη του αγαπηµένου/-ης
µας, ακόµη και αν αυτός/-η δεν πρόκειται να είναι ποτέ κοντά µας, είναι τελικά
η µόνη έκφραση γνήσιας αγάπης. Όλα τα άλλα «είδη» της αγάπης είναι, σε
µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, εξωραϊσµένες «φαντασίες» ή αντανακλάσεις
της φιλαυτίας µας. Για την εµπαθή, φίλαυτη αυτή «αγάπη» γράφει
χαρακτηριστικά ο Παπαδιαµάντης: «Ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ ὡς κοινωνικὸν ζῷον,
ἔπρεπε ν' ἀγαπᾷ τοὺς πάντας, ὅλον τὸν κόσµον, ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἀνάγκην των,
καὶ δὲν ἠµπορεῖ µόνος νὰ ζήσῃ, µ' ὅλα ταῦτα, κατ' οὐσίαν, οὐδένα ἀγαπᾷ, εἰµὴ
µόνον τὸν ἑαυτόν του, τὸν ὁποῖον καὶ φθείρει ἀπὸ τὴν πολλὴν φιλαυτίαν... ∆ι'
αὐτὸ λέγει κ' ἕνα τροπάρι, τὴν Μεγάλην Σαρακοστὴν (…) - "Αὐτοείδωλον
ἐγενόµην, τοῖς πάθεσι...»7.

Στη σηµερινή εποχή που ο καθένας µας νοιάζεται για το πώς θα πάρει
τα πάντα από τον άλλο χωρίς να δώσει παρά µόνο το ελάχιστο, οι ήρωες του
Παπαδιαµάντη, ως γνήσιοι εκφραστές του ορθόδοξου φρονήµατος, µας
ανοίγουν την θύρα της αγάπης που µόνο δίνει χωρίς να προσµένει τίποτα.

ανθρώπους για ν’ αλλάξουν τη µοίρα τους και να υπερασπιστούν τα επίγεια δικαιώµατά τους»,
Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος, Εισαγωγή, εκδόσεις Ερµής, Αθήνα, 1974, σ. ξγ’.
5
Για αυτό άλλωστε ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το Γιωργή «ἥρωα εἰς τὸν ἔρωτά τοῦ» (βλ. Τ. Γ’, σ. 182,
στ.21-22). Όπως γράφει ο Ζ. Λορεντζάτος: «Η ανδρεία του Παπαδιαµάντη [και των ηρώων του]
κρατούσε από άλλη ρίζα, ρίζα πνευµατική. ∆ε σταµατούσε στις φυσικές αισθήσεις (…), αλλά ήξερε να
παίρνει από τις άλλες (αυτές που θεωρούµε ανύπαρχτες σήµερα), από εκείνες που όποιος πιει µια
φορά «οὐ µὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα», «Α. Παπαδιαµάντης, πενήντα χρόνια από το θάνατό του», στον
τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, σ.
215.
6
Όµοια µε τη «µωρία του Σταυρού» που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορ. επιστολή,
1,18-25.
7
«Τα ρόδιν’ ἀκρογιάλια», Τ.∆’, σ. 242, στ.2-8.
429

Της αγάπης που είναι γεµάτη υποµονή, ταπείνωση, µακροθυµία, πραότητα


και εµπιστοσύνη στο θείο θέληµα. Της αγάπης που συν-χωρεί και περνά από
τη θυσία σε όλα τα επίπεδα: τη θυσία του εγωισµού, των επιθυµιών, των
προσδοκιών ακόµη και της ίδιας της ζωής για χάρη του άλλου. Του άλλου
που, µέσω της θυσιαστικής αγάπης, παύει να είναι διαφορετικός από εµάς,
αλλά γίνεται κοµµάτι του εαυτού µας8.
Για αυτό και στους ήρωες αυτούς, παρά την «κατά κόσµον αποτυχία» ή
«αστοχία» τους, ανοίγεται συχνά µια άλλη προ-οπτική, αυτή της δια του
«αποτυχηµένου» έρωτος, δια της «προδοµένης» αγάπης προσεγγίσεως του
όντως Έρωτος, της όντως Αγάπης, του Θεού9. Άλλωστε, αυτός είναι ο
βαθύτερος, ο ουσιαστικός σκοπός του ανθρώπινου, φθαρτού έρωτα: να
αποτελέσει το σκαλοπάτι που θα οδηγήσει τον ερωτευµένο στον αληθινό,
άφθαρτο έρωτα, τον κατά Θεόν Έρωτα.
Ο Παπαδιαµάντης αντιλαµβάνεται, εποµένως, τον ανθρώπινο έρωτα
στην πραγµατική του διάσταση10, ως απαύγασµα του θείου Έρωτα προς τον
άνθρωπο. Ενός Έρωτα που θέλει να κάνει το αγαπηµένο πλάσµα, τον
άνθρωπο, να γίνει ένα µαζί Του και που δε δίστασε να ενδυθεί το χοϊκό,
ταπεινό ανθρώπινο σκήνωµα για να το µπολιάσει µε το δικό του θεϊκό Φως.
Ενός Έρωτα που νοιάζεται ιδιαίτερα για τους συντετριµµένους από τα πάθη
και την αµαρτία ανθρώπους, επιθυµώντας να τους θεραπεύσει και να τους
χαρίσει εσωτερική γαλήνη11. Ενός Έρωτα που τόλµησε να θυσιαστεί ως
πρόβατον επί σφαγής για να καταστήσει «Υἱοὺς και Κόρες ∆αβίδ», όλους και
όλες, όσες ανταποκριθούν στο κάλεσµά Του. ακόµη και αν αυτό συµβεί
ασυναίσθητα ή µηχανικά ή λίγα µόλις λεπτά πριν την τελευταία τους πνοή.
Χαρακτηριστικά παραδείγµατα, ο µπαρµπα-Γιαννιός ο Έρωντας («Ὁ Ἔρωτας
στά χιόνια») και ο Νίκος («Γιά τήν περηφάνια»). Ο πρώτος σε κατάσταση
µέθης τον παρακαλεί έµµεσα, σε τρίτο πρόσωπο αλλά επιτακτικά, να

8
Με αυτόν τον τρόπο πραγµατώνεται η αληθής αγάπη προς τον πλησίον, που ξεπερνά τη διάσπαση
ανάµεσα στο εγώ και στο εσύ και οδηγεί στην περιχώρησή τους. Αυτή η περιχώρηση όµως «δεν
κατορθώνεται µε ανθρώπινες δυνάµεις, αλλά έχει χαρισµατικό χαρακτήρα και γίνεται δυνατή µέσα στην
Εκκλησία του Χριστού», Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ.333.
9
Η «αποτυχία» των ηρώων αυτών µας ανάγει στην αντίστοιχη αποτυχία της Εκκλησίας «αλλά αποτυχία
που συνιστά ευ- αγγέλιο σωτηρίας. Ντοστογιέφσκυ και Παπαδιαµάντης µας αποκαλύπτουν µε την ίδια
ενάργεια τη ζωοποιό δύναµη της Εκκλησίας που πάντοτε «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ»: ∆ύναµη µετάπλασης
της ατοµικής και συλλογικής αποτυχίας σε πίστη- εµπιστοσύνη ερωτικής αυτοπαράδοσης στον Νυµφίο
και Εραστή των ανθρώπων Θεό», Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και ∆ύση στη νεώτερη Ελλάδα , Εκδόσεις
η
∆όµος, Αθήνα, 1999 ( 1 έκδοση 1992), σ.413.
10
∆υστυχώς - πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων - αυτή τη διάσταση δεν µπορεί καν να τη συλλάβει ο
σύγχρονος πτωτικός άνθρωπος που ζει στον καιρό της «εγωλατρείας» και της «παθολατρείας». Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, χρειάζεται να προηγηθεί βαθιά εσωτερική κάθαρση προκειµένου να τη
συλλάβει, πόσο µάλλον να τη βιώσει. Αλλά στην εποχή της γρήγορης και εύκολης πρόσβασης στα
πάντα πού να βρεθεί καιρός για κάτι τόσο «χρονοβόρο»; (Για την λανθασµένη αντίληψη πολλών
σύγχρονων ανθρώπων απέναντι στον έρωτα βλ. και π.Φ.Φάρου, Ἔρωτος Φύσις, ό.π., σ.206-207)
11
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πατήρ Στύλιος «Ο Θεός είναι ο µ ε γ ά λ ο ς ρ α κ ο σ υ λ λ έ κ τ η ς
που χωρίς καµιά δυσκολία πιάνει τα λερωµένα, τα πληγωµένα, τα σαπισµένα µέλη του σώµατος της
ανθρωπότητας και προσπαθεί µε άπειρη υποµονή να τα καθαρίσει(…) (να τα) αποκα(ταστήσει) στο
«ἀρχαῖον κάλλος», Η Αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα 1994,
σ.291- 292. Η αραιογράφηση δική µας.
430

«καθαρίσει» τις αµαρτίες του. Και ο φιλεύσπλαχνος Θεός τον «ἄσπρισε ὅλον»
λίγο πριν ξεψυχήσει12. Ο δεύτερος, µέσα στο παραλήρηµα της µέθης του,
πηγαίνει παραπατώντας «εἰς τὸν ἄ φ ρ α κ τ ο ν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Ἁγίου Νικολάου»13, επικαλούµενος υποσυνείδητα τη θεία Αρωγή. Γίνεται
δηλαδή, έστω και άθελά του, «ικέτης» στον προστάτη του Άγιο Νικόλαο. Και
ο Άγιος δέχεται την ιδιότυπη «ικεσία» του στέλνοντας τον παπα- ∆ηµήτρη να
τον νουθετήσει και να τον προτρέψει να «κάµῃ τό σταυρό τοῦ» που διώχνει
κάθε κακό.
Κατά συνέπεια, όταν λάβουµε υπόψη µας αυτή τη διάσταση, αυτή την
προ-οπτική του Έρωτα, τότε καταλαβαίνουµε απόλυτα το Γιωργή, που
«ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ' ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του - ἔρωτα
χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας»14. Έναν έρωτα που βλέπει
πλέον την αγαπηµένη ως κοµµάτι της ψυχής του και του αρκεί να είναι απλά
ευτυχισµένη. κι ας θυσιάζει εκείνος τα αισθήµατά του. κι ας µατώνει η καρδιά
του. Μπορούµε επίσης να καταλάβουµε την Κουµπίνα, που η µέριµνά της, ο
καηµός της είναι η ψυχή του συζύγου της, του Κουµπή, που έχασε το δρόµο
του και βυθίστηκε στα σκοτεινά µονοπάτια του εγωισµού και της φιλαυτίας
σέρνοντας πίσω του και τα επακόλουθα πάθη. Για χάρη της ψυχής του γίνεται
υπηρέτρια µέσα στο σπίτι της. Τη δική του πάλι ψυχή σπεύδει να σώσει από
βέβαιο θάνατο, θάνατο πνευµατικό, όταν εκείνος, κυριευµένος από τα πάθη
του, θέλει προς στιγµήν να σκοτώσει τη Λελούδα.
Στα κείµενα του Παπαδιαµάντη, όπως και στα πατερικά κείµενα, ο
αληθής έρωτας επιτελεί την ίδια λειτουργία µε την αγάπη15. Κοινή αφετηρία
και των δύο είναι ο Θεός. Για αυτό και ο Άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής
συναιρεί τις δύο λέξεις στη φράση «ἀγαπητικὸς ἔρωτας» του οποίου
«γεννήτωρ» είναι ο Θεός16. Κινούµενος σε αυτή τη λογική και ο
Παπαδιαµάντης θεωρεί τον αληθινό έρωτα και την αγάπη όψεις του ιδίου
νοµίσµατος, γεγονός που αναδεικνύεται µεταξύ άλλων και στο παραπάνω
απόσπασµα του «Ἔρως- ἥρως», όπου χαρακτηρίζει τον έρωτα του Γιωργή
«χριστιανικόν» κατά το πρότυπο της χριστιανικής αγάπης.
Εποµένως, δεν είναι τυχαίο ότι στο έργο του ο έρωτας λειτουργεί
αναγωγικά. Η γραφή του είναι ένα Άσµα έρωτος και αγάπης του ανθρώπου

12
Και σε αυτό και σε ορισµένα άλλα διηγήµατα το ερωτικό πάθος, όσο προχωρεί η αφήγηση,
µεταλλάσσεται από κάτι αρνητικό σε κάτι θετικό, από αίτιο αµαρτίας και πτώσης σε στοιχείο που ανοίγει
το δρόµο προς τη σωτηρία. Γιατί µέσα από την εσωτερική συντριβή και την ταπείνωση στην οποία
οδηγεί τον πειραζόµενο ερωτευµένο διαφαίνεται και η ελπίδα της επαναφοράς µέσω της στροφής του
προς τη θεία Βοήθεια και παρηγορία.
13 ου
Για την ιδιαίτερη σηµασία του «ἄ φ ρ α κ τ ο υ νάρθηκα» της Εκκλησίας βλ. υποσ. 196 του 1
κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
14
Τ.Γ’, σ.182, στ.21-22.
15
Πολλοί Πατέρες χρησιµοποιούν τη λέξη «ἔρως» για να δηλώσουν ένα συναίσθηµα µεγάλης και
έντονης αγάπης, ενώ όταν µιλούν για το Θεό χρησιµοποιούν µε την ίδια σηµασία τη λέξη έρως και τη
λέξη αγάπη : «Τὸ θεῖον οἱ θεολόγοι, ποτὲ µὲν ἔρωτα, ποτὲ δὲ ἀγάπην , ποτὲ δὲ ἐραστὸν καὶ ἀγαπητὸν
καλοῦσιν», Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», Φιλοκαλία Τ.Β’, σ.
183, Νο. πδ’. Βλ. επίσης Ιγνατίου Θεοφόρου, Πρὸς Ρωµαίους, PG5, 693 B και ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου,
Περί θείων ονοµάτων 4,12, PG3, 709 Α, Β, C.
16
Βλ. «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», ό.π., σ.183, Νο. πζ’.
431

προς το συνάνθρωπο, τη φύση και το Θεό. Ενός έρωτος και µιας αγάπης
που, αν και στο ανθρώπινο επίπεδο δεν βρίσκουν πάντα ανταπόκριση,
δέχονται «τὰς θείας περιπτύξεις καὶ τοὺς θείους ἀσπασµοὺς» που γαληνεύουν
την ψυχή του ανθρώπου και του ανοίγουν την πόρτα της παραδείσιας
ευτυχίας.
Μέσα στο λογοτεχνικό του έργο επιχειρεί να προσεγγίσει βαθέως την
ανθρώπινη ψυχή και να µας παρουσιάσει -στο µέτρο του δυνατού- τις
ενδόµυχες σκέψεις και επιθυµίες, τα σκοτεινά και κρυµµένα πάθη, αλλά και τις
θαυµαστές αρετές της17. Όλα αυτά τα φέρνει στην επιφάνεια των κειµένων
του. µια επιφάνεια όµως σκοπίµως «ταραγµένη», προκειµένου να
καταβάλλουµε και εµείς την ελάχιστη προσπάθεια για να τα συλλάβουµε.
Χρειάζεται δηλαδή να πολεµήσουµε και εµείς µε τη σειρά µας τα πάθη µας, µε
αποκορύφωµα τη φιλαυτία µας, και να καλλιεργήσουµε τις όποιες αρετές
διαθέτουµε, ώστε να δούµε και να κατανοήσουµε τον ιδιαίτερο πλούτο που
κρύβεται πίσω από τη γραφή του18. ∆ιαφορετικά, το έργο του, ενώ είναι
«βιβλίον ἀνοικτόν», θα παραµείνει για εµάς «βιβλίον µὲ ἱερογλυφικοὺς
χαρακτῆρας» και «σήµατα λυγρά» και «διατεθλασµένα»19.

Οι νηπτικοί Πατέρες δεν παύουν να µας υπενθυµίζουν ότι η ζωή δεν


εξαντλείται σε αυτόν τον κόσµο. Αντιθέτως, αυτός ο κόσµος είναι ο χώρος και
ο χρόνος προετοιµασίας µας για την αληθινή ζωή δίπλα στο Θεό και µέσα
στην ουράνια Βασιλεία του, όπου κάθε ανθρώπινη ατέλεια και αδυναµία θα
αναπληρώνεται µέσω της χάρης Του20. Κινούµενο µέσα στα πλαίσια της
ορθόδοξης αυτής προ-οπτικής το έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα επιδιώκει να
µας δείξει πως ό,τι και αν µας συµβεί, όσο δύσκολη και αν είναι η επίγεια ζωή

17
Παρόµοια παρατήρηση έκανε ήδη από το 1911 ο κ. Παπαντωνίου, που σηµειώνει ότι «ὁ
συγγραφεὺς αὐτὸς (…) κατώρθωσεν, ὡς δι΄ἐξαιρετικοῦ χαρίσµατος ἀµέσου ἐπικοινωνίας µὲ τὸν
λαβύρινθον καὶ τὸ δρᾶµα τῶν ἐνδοτάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως- κατώρθωσε να ζωγραφίσῃ καὶ
να ἀναλύσῃ τὸ συναίσθηµα εἰς γραµµὰς ἀµιµήτου τελειότητος, διὰ σκηνῶν καταπλησσούσης
δραµατικότητος, διὰ µέσου ὅλων τῶν ἀδιεξόδων περιστροφῶν τοῦ. Ὁ Παπαδιαµάντης εἶνε ὁ κατεξοχὴν
ψυχογράφος, ὁ κατ’ ἐξοχὴν συναισθηµατογράφος, ὁ αἰσθητικὸς τῆς καρδίας, ὁ αἰσθητικὸς τοῦ πόνου καὶ
τῶν ὑψηλῶν περιπετειῶν τῆς ἀνθρωπίνης τραγωδίας (…) τὸ πνεῦµά του εἰσδύη καὶ εἰς αὐτὰς τὰ
λεπτοτάτας ἄκρας τῆς ψυχῆς καὶ εἰς τάς µᾶλλον ἀφανεῖς διακυµάνσεις αὐτῆς», Χ. ∆. Παπαντωνίου, « Τό
διηγηµατογραφικόν ἔργον του Παπαδιαµάντη», εφηµερίδα «Καιροί», 5/1/1911, στον τόµο Εισαγωγή
στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη ,επιµέλεια: Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις
Κρήτης, 2005, σ.76 και σ. 79. Αντιθέτως, διαψεύδεται ο Κ.Θ. ∆ηµαράς που θεωρεί πως «η ψυχογραφία
του είναι συνήθως υποτονισµένη, γιατί συχνά τα πρόσωπά του είναι διαλεγµένα για να µην έχουν
ενάργεια: θαµπά και ουδέτερα, γιατί έτσι τα θέλει ο δηµιουργός τους», Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδόσεις Ίκαρος ,1975, σ. 383.
18
Όπως γράφει και ο ∆. Βλάχος «Κάθαρση των αισθήσεων σηµαίνει λειτουργία των αισθήσεων µέσα
στον ορίζοντα κατανόησης της Ορθοδοξίας», «Σε αναζήτηση της αυθεντικής ύπαρξης», στο βιβλίο Το
καµίνι που δροσίζει, Γ. Φραντζολά, Πολιτιστικό Αναπτυξιακό κέντρο Θράκης, Ξάνθη, 2010, σ.32.
19
«Η Μαυροµαντηλού», Τ.Γ’, σ.155, στ.14-16.
20
«Τὸ τοίνυν τέλος τῆς ζωῆς ἠµῶν, µακαριότης ἐστίν, ὃ ταυτὸν ἔστι εἰπείν, καὶ Βασιλείαν Οὐρανῶν ἢ
Θεοῦ. Τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι τὸ ὁρᾶν µόνον τὴν βασιλικωτάτην εἰπεὶν τριάδα, ἀλλὰ πρὸς τοῦτο καὶ τὴν θείαν
.
δέχεσθαι ἐπιρροὴν καὶ, οἰονεῖ, πάσχειν τὴν θέωσιν καὶ τὸ ἐν ἠµὶν ἐνδεὲς τὲ καὶ ἀτελές, τὴ ἀναπληροῦσθαι
τὲ καὶ τελειοῦσθαι ἐπιρροῇ . Καὶ τοῦτό ἐστι τῶν νοερῶν ἡ τροφή, ἡ τοῦ ἐνδεοῦς ἀναπλήρωσις διὰ τῆς
θείας ἐκείνης ἐπιρροῆς», Θεοδώρου Εδέσσης, «Θεωρητικόν», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.329, στ.8-14.
432

µας, δε θα πρέπει να ξεχνούµε πως η αρχή και το τέλος της διαδροµής µας
ήταν, είναι και θα είναι ο Θεός. Άλλωστε από Αυτόν και την αγάπη Του
ξεκινούν όλα και σε Αυτόν καταλήγουν ως ένας «ἱερὸς ἐράσµιος κύκλος»21.
Όταν το καταλάβουµε αυτό και ανταποκριθούµε στο κάλεσµά Του δείχνοντας
υποµονή και µακροθυµία στις θλίψεις και τους πειρασµούς της ζωής,
κενώνοντας το ἴδιον µας θέληµα και προσφέροντας εµπράκτως ανιδιοτελή
αγάπη, τότε βιώνουµε την ἐν Χριστῷ ελευθερία και η Χάρη του Θεού έρχεται
και κατοικεί µέσα µας22. Αυτό συνέβη στην Κουµπίνα23, στον ανώνυµο φτωχό
Άγιο24, στον ταλαίπωρο εξάδελφο Γιαννιό25, στη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα26,
στη θεια- Αχτίτσα27, στη χήρα- Χαρµολίνα28, στον Αποστόλη τον Κακόµη29 και
σε τόσους άλλους παπαδιαµαντικούς ήρωες.
Ο βίος και η πολιτεία των ηρώων αυτών επιβεβαιώνουν την πατερική
πεποίθηση ότι οι θλίψεις και οι κακοπάθειες της ζωής αποτελούν δοκιµασίες
που δυναµώνουν πνευµατικά τον άνθρωπο: «οἱ πειρασµοὶ καὶ αἱ θλίψεις κατὰ
τὸ λυσιτελὲς ἐπάγονται τῷ ἀνθρώπῳ, δοκιµωτέραν οὕτω καὶ στερροτέραν
ἐργαζόµεναι τὴν ψυχήν»30. Για αυτό και δεν µας εντυπωσιάζει το πλήθος των
ταλαιπωριών και των βασάνων στα οποία υπόκεινται οι περισσότεροι ήρωες
του Παπαδιαµάντη. διότι η εγκόσµια ζωή θεάται µέσα στα πλαίσια της «ἐν
Χριστῷ ζωῆς», µιας ζωής που βαδίζει την οδό του πάθους και της
συσταύρωσης µε το Χριστό µε την ελπίδα της Ανάστασης και της συµµετοχής
στην αιώνια ζωή της Βασιλείας Του31.

21
Βλ. Καλλίστου Πατριάρχου, «Κεφάλαια περί προσευχῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.328, Νο. µδ’. Επίσης, βλ.
σχετικά ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνοµάτων 12, PG3, 712CD-713A και Μαξίµου Οµολογητού,
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνοµάτων, PG4, 268CD - 269A.
22 .
«Ταπείνωσις καὶ κακοπάθεια, πάσης ἁµαρτίας ἐλευθεροῦσι τὸν ἄνθρωπον ἡ µὲν τὰ τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ τὰ
τοῦ σώµατος περικόπτουσα πάθη», Ησύχιου Πρεσβυτέρου: «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.152,
Νο.οε’. Το ίδιο επισηµαίνει και ο άγιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: «Ἐπιµέλεια ψυχῆς, κακοπάθεια καὶ
.
ταπείνωσις δι’ ὧν ὁ Θεὸς συγχωρεῖ πάσας τᾶς ἁµαρτίας», «Περί ἀγάπης και ἐγκρατείας ἐκατοντάς
δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.214, Νο.ξθ’.
23
Βλ. «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη»: Για λεπτοµερή ανάλυση των χαρακτήρων που αναφέρουµε
συνοπτικά στον επίλογο παραπέµπουµε στο κυρίως µέρος της εργασίας.
24
Βλ. το «Φτωχός Ἄγιος», Τ.Β’.
25
Βλ. «Ἡ Μαυροµαντηλού», Τ.Β’.
26
Βλ. το « Βαρδιάνος στά σπόρκα», Τ.Β’.
27
Βλ. «Ἡ Σταχοµαζώχτρα», Τ.Β’.
28
Βλ. «Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς», Τ.Γ’.
29
Βλ. «Ὁ Κακόµης», Τ.Γ’.
30
Παράφρασις Συµεών του Μεταφραστού, «Εἰς τοῦς Ν’ λόγους τοῦ ἀγίου Μακαρίου», Φιλοκαλία, Τ. Γ’,
σ.225, Νο.ρλ’.
31
Με άλλα λόγια η παρούσα ζωή νοηµατοδοτείται από τη µέλλουσα. Ο Σ. Ζουµπουλάκης συµπληρώνει:
« Ο κόσµος του Παπαδιαµάντη είναι δίχως ‘’τελειωµό’’ ένας κόσµος αδικίας, βασάνων, στερήσεων και
αποτυχίας, ‘’αποτυχίας των πτωχών και στεναγµού των πενήτων’’. Αν σε ένα τέτοιο κόσµο η
αριστοτελική στάση του ‘’πάντας τάς τύχας εὐσχηµόνως φέρειν’’ (Ηθικά Νικοµάχεια, 1101α1) οδηγεί
στην ατοµική αξιοπρέπεια, η στάση την οποία θα προτιµούσε ο Παπαδιαµάντης, δηλαδή το «πάσας τάς
τύχας ἀγογγύστως φέρειν» οδηγεί στο συµµερισµό του άλλου, στην αλληλεγγύη (…). Η αγογγυσία είναι
για τον Παπαδιαµάντη, η γη η καλή, το πρόσφορο κλίµα για να ριζώσει και να καρπίσει, µέσα σε έναν
κόσµο που δεν αλλάζει, στον κόσµο της συναλλαγής και του κοινόχρηστου κακού, η καλοσύνη- το
αληθινό σκάνδαλο, το µόνο είναι, το αγαθό (…)», Πρόλογος στη Φόνισσα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2009,
σ.13-14.
433

Έχοντας τα παραπάνω υπόψη, µπορούµε να καταλάβουµε και την


αισιοδοξία µε την οποία αντικρίζει το σωµατικό θάνατο των ηρώων του. Γιατί
γνωρίζει πως η ζωή του χριστιανού δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της
βιολογικής αναγκαιότητας, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτή «εἰς τὴν σφαῖραν
τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύµατος». Γιατί βλέπει τη ζωή «ἐκεῖ ὅπου ὁ κόσµος
θεωρεῖ τὸν θάνατον. ἰδίως ἐκεῖ καὶ πέραν ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ὁ κόσµος θεωρεῖ τὸν
θάνατον»32. Ο θάνατος είναι µετάβαση, επιστροφή της ψυχής στην αιώνια
πατρίδα, την πραγµατική της πατρίδα, ενώ παράλληλα αποκαθιστά τη
διερρηγµένη ενότητα του ανθρώπου µε το συνάνθρωπο και το Θεό, αφού
αποτελεί είσοδο στο χώρο της «οριστικής υπέρβασης της ατοµικότητας», που
διασπά κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής την ενότητα αυτή33. Μέσα στα
πλαίσια αυτής της αναστάσιµης προοπτικής γράφει µετά βεβαιότητος ότι «ὁ
Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ µὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννηµα τῆς
ἀµπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑµνωδοὶ ἔψαλλον: "Ὦ Πάσχα
τὸ µέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡµῖν ἐκτυπώτερον σοῦ µετασχεῖν, ἐν τῇ
ἀνεσπέρῳ ἡµέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!"»34.
∆εν είναι τυχαίο λοιπόν πως πονά και αγωνιά περισσότερο για τους
«θύτες» παρά για τα «θύµατά» τους, η µετάβαση των οποίων «εἰς τάς χεῖρας
τοῦ Θεοῦ» είναι βέβαιη. Οι θύτες όµως, οι εµµένοντες στην αµαρτία ήρωες,
βρίσκονται στο µεταξύ ή βαδίζουν µακριά από τη Ζωή, στα σκοτεινά
µονοπάτια τ ο υ πνευµατικού θ α ν ά τ ο υ 35, του µόνου
36
π ρ α γ µ α τ ι κ ο ύ θ α ν ά τ ο υ τόσο για τους νηπτικούς Πατέρες, όσο και

32
Γ. Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεοῦ, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1979, σ.285. Αυτή την
ακατανόητη, για όσους δεν είναι εξοικειωµένοι µε την ορθόδοξη πατερική παράδοση, αισιοδοξία δεν
µπόρεσε να συλλάβει ο Π. Μουλλάς – και ορισµένοι άλλοι µελετητές- µε αποτέλεσµα να θεωρεί πως ο
Παπαδιαµάντης διακατέχεται από «απαισιοδοξία» που «είναι ταυτόχρονα µοιρολατρική αποδοχή του
ριζικού του και ηττοπάθεια», Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος, ό.π., σ.νη’.
33
Βλ. Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, ό.π., σ. 167. Βέβαια οι ήρωές του δεν παύουν να θρηνούν
και να πενθούν για τους ανθρώπους που έχασαν. Ωστόσο, ο πόνος τους για την απώλεια και τη
στέρηση τους στην εγκόσµια ζωή δεν αναιρεί ούτε στο ελάχιστο την ακλόνητη πίστη τους για την
µετάβαση των αγαπηµένων τους στην αιώνια ζωή, εκεί όπου αναµένουν να τους ξανασυναντήσουν µετά
τη δική τους κοίµηση. Μέχρι τότε εξακολουθούν να τους θυµούνται µε αγάπη.
34
«Παιδική Πασχαλιά», Τ.Β’, σ.176, στ.10-13. Όπως γράφει και ο πρωτ. ∆. Β. Τζέρπος «ο
Παπαδιαµάντης ήταν ένας αναστάσιµος άνθρωπος, που δεν απέστρεψε µεν ποτέ το πρόσωπο του από
την πραγµατικότητα του θανάτου, όπως τον κατηγορούν µερικοί, αλλά δεν συµβιβάστηκε και ποτέ µε
την τραγικότητά του, όπως κάνουν «οἱ µὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ( Α’. Θεσ. 4,13), «Ορθόδοξο ιερατικό ήθος»,
Θεολογία, τ.4, Τ.82, σ. 54.
35
Θα θέλαµε να θυµίσουµε στο σηµείο αυτό την εκπληκτική σκηνή του θανάτου του Θανάση στο
διήγηµα « Η τύχη απ’ την Ἀµέρικα», όπου ο Παπαδιαµάντης άρει µε αριστουργηµατικό τρόπο το κέντρο
βάρους από το σωµατικό θάνατο του Θανάση στον πνευµατικό θάνατο που υφίσταται εκείνη τη στιγµή
ου
ο αδελφός του Στάθης. Βλ. αναλυτικά ενότητα 2.4.1. του 2 κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
36
«Θάνατος µέν ἐστι κυρίως τοῦ Θεοῦ ὁ χωρισµός, κέντρον δὲ θανάτου ἡ ἁµαρτία», Μαξίµου
Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἐκατοντάς δευτέρα», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ. 27, Νο. κγ’ και Α΄Κορ.,
ιε΄,56. « Καὶ οὗτός ἐστιν ὁ κυρίως θάνατος, τὸ διαζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁµαρτίᾳ
συζυγῆναι. Οὗτος τοῖς νοῦν ἔχουσι φευκτὸς ὄντως καὶ φρικτὸς ὁ θάνατος», Αγίου Γρηγορίου Παλαµά,
«Προς Ξένην µοναχήν», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.94, στ.12-14. Γενικά ο θάνατος στο έργο του
Παπαδιαµάντη, όπως και στους νηπτικούς Πατέρες, ερµηνεύεται µέσω του προπατορικού
αµαρτήµατος: της αποµάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό και της παραµονής του στην αµαρτία
(βλ. π.χ. «Ἡ Συντέκνισσα», Τ.Γ’, σ.590, στ.22-24 και Μαξίµου Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων
ἐκατοντάς ἕκτη», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.157, Νο.µζ’). Ταυτόχρονα όµως τονίζεται η σωτήρια αποκατάσταση
434

για το θρεµµένο µε τη φιλοκαλική σκέψη Παπαδιαµάντη. Εκείνο, εποµένως,


που ενδιαφέρει πρωτίστως το Σκιαθίτη συγγραφέα είναι η σωτηρία της ψυχής
των ηρώων του, εἰ δυνατὸν όλων των ηρώων του, και η επανένωση τους µε
την όντως Ζωή, το Θεό. έστω και αν αυτό χρειάζεται να γίνει «ὡς διὰ
πυρὸς»37. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης δεν είναι τυχαίο ότι ορισµένοι
ιδιαίτερα αµαρτωλοί ήρωές του πεθαίνουν τη στιγµή εκείνη που δείχνουν την
ελάχιστη µεταµέλεια, ενώ σε όλο τον πρότερο βίο τους υπήρξαν συνειδητά
αµετανόητοι38.
Τρέφοντας, εποµένως, «πατρική» αγάπη39 όχι µόνο για τους ενάρετους
αλλά ακόµη και για τους ηθεληµένα «αµαρτωλούς»40 ήρωές του, αποφεύγει
να τους καταδικάσει41. Μπορεί να καυτηριάζει τις αδυναµίες, τις αµαρτίες και
τα πάθη τους αυτονοµηµένα αλλά απέναντι στα πρόσωπα, στον άνθρωπο
γενικότερα, όσο αλλοτριωµένος και αν είναι αυτός, διάκειται µε άφατη
συµπόνια. Γνωρίζει ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πρωτίστως ασθενείς,
σύµφωνα µε την πατερική οπτική42. Με άλλα λόγια, εφαρµόζει το «κατ’
οἰκονοµίαν» της Εκκλησίας και την εντολή του Κυρίου « µὴ κρίνετε, ἵνα µὴ
κριθῆτε»43. Όπως ο ίδιος άλλωστε γράφει στο θρησκευτικό του άρθρο «Τά

που ήλθε δια του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού που «ἐπανήγαγεν τὸν νεκρωθέντα πάλιν εἰς
τὴν ζωὴν», (Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα», Φιλοκαλία,
Τ. Β΄,σ.27, Νο. Ϟγ’).
37
Βλ . Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, «Ο άγονος έρωτας» στον τόµο Η Αδιάπτωτη Μαγεία, Παπαδιαµάντης
1991- ένα Αφιέρωµα, Αθήνα , Ίδρυµα Γουλανδρή Χορν, 1992, σ.20.
38
Ενδεικτικά αναφέρουµε το τέλος του Μάρκου Σανούτου («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») , βλ. ενότητα 2.2.
του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας και το τέλος του Σκούντα («Ἡ Γυφτοπούλα»), βλ.
ενότητα 7.1. του πρώτου κεφαλαίου της παρούσης εργασίας.
39
Όπως πολύ σωστά γράφει ο ∆. Μαυρόπουλος: «Η ελεήµων στάση του Παπαδιαµάντη απέναντι
στους ήρωές του δεν αποτελεί έκπληξη ή ιδιαιτερότητά του, αλλά συναρτάται προς την εκκλησιαστική
εµπειρία του λαού της ευχαριστιακής συνάξεως», «Αµαρτία και Μετάνοια» στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ό.π., σ. 586.
40
Σύµφωνα µε τη διδασκαλία των νηπτικών πατέρων «κανένας άνθρωπος δεν είναι κακός, αλλά όλοι
έχουν το χάρισµα της ελευθερίας που τους επιτρέπει να δεχθούν ή να αρνηθούν τη δωρεά της χάρης
του Αγίου Πνεύµατος (…). Το µόνο πραγµατικό κακό είναι η αµαρτία, µε την οποία ο άνθρωπος
εγκαταλείπει εκούσια το Θεό, την πηγή της ζωής, για να θεοποιήσει το εγώ του», Deseille Placide,
Φιλοκαλία: Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας και η ακτινοβολία της στον κόσµο, εκδόσεις Ακρίτας,
1999, σ. 26-27.
41
Σαφές παράδειγµα της στάσης του αυτής αποτελεί η Φραγκογιαννού, την οποία σε κανένα σηµείο
του µυθιστορήµατος δεν παρουσιάζει ως κακιά ή µοχθηρή. Αντιθέτως, στέκεται µε συµπάθεια και
ευσπλαχνία απέναντι στο εσωτερικό δράµα και την πτώση του «φύσει ἀγαθοῦ» αυτού πλάσµατος, που
αποµακρύνθηκε από το θέληµα του Θεού αυτονοµώντας το ίδιον της θέληµα και θέλησε να
«πολεµήσει» την αδικία που υπέστη διαπράττοντας µια ασυγκρίτως µεγαλύτερη αδικία, αυτή της
στέρησης της ζωής σε αθώα παιδιά.
42
Όπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θ. Βαµβίνης, «γνωρίζει ( ενν.ο Παπαδιαµάντης) µε ορθόδοξες
προϋποθέσεις και κριτήρια, την παθολογία της ανθρώπινης ψυχής, την αιτιολογία της διαστροφής της,
το ιάσιµο ή το «παρ’ ἀνθρώποις ἀνίατον» της ασθένειάς της. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει
καθαρά τα πρωταρχικά πάθη του ανθρώπου, που δεν γνωρίζουν σύνορα και φυλετικές ή άλλες
διακρίσεις, κι αυτό όχι αφηρηµένα, αλλά µέσα από αληθινές ιστορίες συγκεκριµένων καθηµερινών
.
ανθρώπων και το σηµαντικότερο, του δίνει την ελευθερία να στέκεται απέναντι στα πρόσωπα των
διηγηµάτων του (και των µυθιστορηµάτων του) φιλάνθρωπα. Η κριτική του δεν απορρίπτει τα
πρόσωπα, εντοπίζει τις πληγές και κατακρίνει την ασθένεια», «Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στον
ιστότοπο: http:// orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3/2/3009.
43
Μτ., 7,1.
435

µνηµόσυνα καὶ τό Καθαρτήριον», «ἡµεῖς γνωρίζοµεν µόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν


ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἡµάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον
ἔλεος τοῦ Θεοῦ»44.
Πρόκειται για την «παπαδιαµαντική φιλανθρωπία», όπως τη
χαρακτηρίζει ο Α. Μαντάς45, η οποία όµως αποτελεί απαύγασµα της πίστης
του στη θεία φιλανθρωπία46, στο άπειρο έλεος του Θεού47 που εξακολουθεί -
παρ’ όλες τις αµαρτίες τους- να αγαπά τα πλάσµατά του τόσο πολύ, «ὥστε
θέλει π ά ν τ ε ς ο ἱ ἄ ν θ ρ ω π ο ι νὰ σ ω θ ο ῦ ν καὶ νὰ εἶναι αἰωνίως µετ’
Αὐτοῦ ἐν οὐρανοῖς καὶ νὰ θεωροῦν τὴν δόξαν Αὐτοῦ»48.

Και εδώ έρχεται το αµείλικτο ερώτηµα: «Πόθεν τό κράτος τῆς


αµαρτίας;»49. Σύµφωνα µε τον Παπαδιαµάντη, το πνεύµα αντιλογίας που
εµφωλεύει µέσα στον άνθρωπο και τον οδηγεί στην κακή χρήση του
αυτεξουσίου του και στην αµφισβήτηση της αγαθότητος του Θεού και των
έργων Του είναι µια αιτία 50. Ο ελεύθερος και αυτεξούσιος άνθρωπος, αντί να
δει τον κόσµο ως «καλόν λίαν», βάζει κακό λογισµό µέσα του, είναι µόνιµα
δυσαρεστηµένος, δυσανασχετεί και γογγύζει. Και αυτό γιατί αδυνατεί να
πολεµήσει τη φιλαυτία του και τα παράγωγα αυτής πάθη, τη φιλαργυρία, τη
φιλοδοξία και τη φιληδονία που γεννούν µε τη σειρά τους τα απειράριθµα

44
Τ.Ε’, σ.168, στ.26-28 .
45
Βλ. « Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: το θέµα της αυτοκτονίας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ.169.
46
Όπως γράφει ο Μ.Γ. Βαρβούνης: «Ο Α.Παπαδιαµάντης ασχολείται µε τους εφάµαρτους
συνανθρώπους του, των οποίων η µετάνοια και η ψυχική ανάταση τον ενδιαφέρει (…) αν το έργο του
διαβαστεί απερίσπαστα και ως µια ολότητα, θα διαπιστώσουµε ότι ο στόχος του είναι µια πιο
φιλάνθρωπη, αλλά εξίσου ορθόδοξη αντιµετώπιση της αµαρτίας, που λαµβάνει υπόψη της την ασθένεια
της ανθρώπινης φύσης, που κλαίει και οδύρεται για την πτώση, χωρίς να καταδικάζει τον πεπτωκότα
στα Τάρταρα, και που έχει απόλυτη εµπιστοσύνη στη θεία συγκατάβαση, στην αγάπη και το άπειρο
έλεος του Θεού προς τον ειλικρινώς µετανοούντα . Και η στάση αυτή, ελεγκτική της αµαρτίας, αλλά και
βοηθητική της ανόρθωσης του συντετριµµένου αµαρτωλού είναι, νοµίζω, καθαρώς κολλυβαδικής
προελεύσεως, αλλά και στηριζόµενη στην µακραίωνη ορθόδοξη παράδοση», «Ο Α. Παπαδιαµάντης και
η κολλυβαδική θεώρηση της ελληνικής λαϊκής λατρείας», Θεολογία, Τ.82, τ.4, 2011, σ. 204-205.
47
Γενικά στο παπαδιαµαντικό έργο η εικόνα του Θεού ως Κριτή (απότοκο της εισβολής της ∆υτικής
θεολογικής σκέψης στην ορθόδοξη θεολογία) επισκιάζεται- έως εξαλείφεται- από την εικόνα του Θεού
ως αγάπη και έλεος (κάτι που αποτελεί βίωµα της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης). Άλλωστε, η
ευσπλαχνία δε συµβιβάζεται µε τη δικαιοκρισία. Το θείο έλεος είναι η συµπόνια, η κατανόηση, εν τέλει η
άφεση και η συν-χώρηση του αµαρτωλού ανθρώπου που το ζητά και οφείλεται στην άµετρη καλοσύνη
Του. Για αυτό συµβαίνει συχνά να µην τιµωρεί τον κακό και να δίνει διπλή ανταµοιβή στον καλό,
ανταµοιβή πνευµατική. Για το θείο έλεος βλ. ενδεικτικά π. Ε. Στύλιου, επισκόπου Αχελώου, Η αγάπη:
Προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού, Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα, 1994, σ. 286- 289.
48
Η αραιογράφηση δική µας. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) (Αρχιµανδρίτου), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης,
Ι. Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ Αγγλίας, 1995, σ.465. Το ίδιο ακριβώς τονίζει µε το δικό του ξεχωριστό
.
τρόπο και ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Ο Θεός είναι καλός θέλει όλοι να σωθούµε. Αν ήταν να
σωθούν µόνο λίγοι, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός; ∆εν είναι στενή η πύλη του Παραδείσου. Χωράει
όλους τους ανθρώπους, που σκύβουν ταπεινά και δεν είναι φουσκωµένοι από υπερηφάνεια, αρκεί να
µετανοήσουν, να δώσουν δηλαδή το φορτίο των αµαρτιών τους στο Χριστό, και τότε χωρούν να
περάσουν εύκολα από την πύλη», Πνευµατική αφύπνιση, Λόγοι Β’, εκδ. Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σ.107-108.
49
«Ἀµαρτίας φάντασµα», Τ.Γ’, σ.230, στ.11.
50
Bλ. «Τα δύο κούτσουρα», Τ. Γ’, σ.626, στ. 15-19 Πρβλ. Μ. Βασιλείου «Ἀρχή γὰρ καὶ ρίζα τῆς ἁµαρτίας
τὸ ἐφ’ ἡµῖν καὶ τὸ αὐτεξούσιον», Ὅτι οὔκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG31, 332D.
436

επιµέρους πάθη51. Έτσι, διχάζεται εσωτερικά, αδυνατεί να «διακρίνει» το


σωστό από το λάθος και βιώνει καθηµερινά τη σύγχυση της σχέσεώς του µε
το Θεό, το συνάνθρωπο και την κτίση, τα οποία προσεγγίζει χρησιµοθηρικά
δίνοντας τους αξία µόνο κατά το µέτρο που ικανοποιούν το ἴδιον θέληµά του,
τις επαγγελµατικές, κοινωνικές ή συναισθηµατικές προσδοκίες του.
Ένα ακόµη λάθος που κάνει ο εµπαθής άνθρωπος είναι ότι δεν τηρεί τη
σωστή και υγιή σχέση των τριών δυνάµεων της ψυχής, όπου το λογιστικό (ο
νους) άρχει και κατευθύνει το παθητικό (το θυµικό και το επιθυµητικό) µέρος
της ψυχής52. Αντιθέτως, η σκέψη και οι ενέργειές του κατευθύνονται από τις
επιθυµίες ή το θυµό του, οδηγώντας τον στην αµαρτία και τα πάθη53. Όταν
όµως η λογική του κυριαρχήσει έναντι των επιθυµιών και του θυµού του54 τότε
µπορεί να σκέφτεται καθαρά και να λαµβάνει τις σωστές αποφάσεις και για
τον εαυτό του και τους γύρω του.
Είναι µάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα ψυχικά πάθη θεωρούνται από τον
Παπαδιαµάντη πιο επικίνδυνα από τα σωµατικά- σαρκικά για τον πρόσθετο
λόγο ότι είναι πιο δυσδιάκριτα, όχι µόνο από τον ίδιο τον εµπαθή άνθρωπο,
αλλά και από το γύρω του κοινωνικό περιβάλλον. Για αυτό σε πολλά
διηγήµατά του άρει µε αριστουργηµατικό τρόπο το κέντρο βάρους από τα
εµφανή σαρκικά αµαρτήµατα και το µεταβιβάζει στα κρυφά ψυχικά πάθη55. Η
κατάκριση, η αλαζονεία, η κενοδοξία, η υποκρισία βαρύνουν περισσότερο
στην πλάστιγγα των παθών παρά η πορνεία και η µοιχεία56. Με αυτόν τον
τρόπο µας δηµιουργείται σθεναρά η αίσθηση ότι οι ήρωες που έχουν
υποπέσει σε σαρκικά αµαρτήµατα, όπως ο µπαρµπα- Γιαννιός ο Έρωντας, η
Χριστίνα η δασκάλα, ακόµη και η δύστυχη Αυγούστα θα λάβουν τελικά το
έλεος του Θεού. Αντίθετα, ο Ηλίας Ξίδερης57, η γειτόνισσα Γιωργούλα58, η

51
Βλ. ενδεικτικά Θεοδώρου Εδέσσης, «κεφάλαια πάνυ ψυχοφελή ρ’» , Φιλοκαλία, Τ. Α’, σ.305-306, Νο.ι’
και Μαξίµου Οµολογητού, «Β’ Ἑκατοντάδα τῶν κεφαλαίων περὶ ἀγάπης» , Φιλοκαλία,Τ.Β’, σ. 22,
Νο.νθ΄.
52
Βλ. Α. Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, ό.π. σ.60
και Γ. Μαντζαρίδη «Οι νηπτικοί Πατέρες» στον τόµο Μέθεξις Θεού, ό.π., σ.223.
53
«Οὐκ ἂν ἀπώθοιτο τάς ἐµπαθεῖς µνήµας ὁ ἄνθρωπος, µὴ ἐπιθυµίας καὶ θυµοῦ ἐπιµέλειαν
.
ποιησάµενος. Τὴν µέν, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ χαµευνίαις καταναλώσας τὸν δέ, µακροθυµίαις καὶ
ἀνεξικακίαις καὶ ἀµνησικακίαις καὶ ἐλεηµοσύναις, καθηµερώσας. Ἐ κ γ ὰ ρ τ ῶ ν δ υ ὸ τ ο ύ τ ω ν
π α θ ῶ ν , π ά ν τ ε ς ο ἱ δ α ι µ ο ν ι ώ δ ε ι ς σ χ ε δ ὸ ν σ υ ν ί σ τ α ν τ α ι λ ο γ ι σ µ ο ί , οἱ τὸν
νοῦν ἐµβάλλοντες εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Η αραιογράφηση δική µας), Ευαγρίου Μοναχού, « Περί
διακρίσεως παθών και λογισµών», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.45, Νο. γ’. Κλασικά παραδείγµατα των
καταστροφικών συνεπειών που έχει η κυριαρχία του παθητικού στο λογιστικό µέρος της ψυχής είναι η
Χαδούλα και ο Κουµπής.
54
Βλ. π.χ. τον καπεταν Τζώνη (« Κοκκώνα θάλασσα») και το Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»).
55
Βλ. π.χ. «Τό τυφλό σοκάκι», «Ἡ φωνὴ τοῦ ∆ράκου», «Τὸ νησὶ τῆς Οὐρανίτσας», «Ἀπόλαυσις στή
γειτονιά» κ.ά.
56
Η στάση του αυτή είναι σύµφωνη µε τη φιλάνθρωπη στάση του Κυρίου απέναντι στους αµαρτωλούς
τελώνες και τις πόρνες (βλ. π.χ. Μτ. 21,31) και την αυστηρή του στάση απέναντι στους «δίκαιους»
γραµµατείς και Φαρισαίους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο π. Φ. Φάρος ο Χριστός δεν «επίστευε ότι η
µεγαλύτερη ανθρώπινη αµαρτία συνδέεται µε τον έρωτα», αλλά ότι γι’ Αυτόν «αµαρτία βασικά είναι η
έλλειψη αγάπης για το Θεό και τον άνθρωπο και ότι η οποιαδήποτε ανθρώπινη εκδήλωση ή ενέργεια
είναι αµαρτωλή, όταν δεν είναι έκφραση αγάπης», Έρωτος φύσις, ό.π., σ. 206.
57
Βλ. «Το τυφλό σοκάκι», Τ.∆’
58
Βλ. «Ἡ Βλαχοπούλα», Τ.Β’.
437

συνονόµατη της κυρα- Γιωργούλα59, οι γειτόνισσες του Βαγγέλη60 κ.ά. που,


ως στείροι ηθικολόγοι61, «βλέπουν» µόνο τα πάθη και τα λάθη των άλλων
αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν τα δικά τους ψυχικά πάθη, παραµένει
αµφίβολο το κατά πόσο θα «δικαιωθούν», αν και η θεία ευσπλαχνία είναι
άπειρη62.
Το κράτος λοιπόν της αµαρτίας, όχι µόνο της έµπρακτης αλλά και της
«κατά διάνοιαν», είναι ισχυρό και ταλαιπωρεί δεινώς τους ανθρώπους. Όταν
όµως ο αµαρτωλός άνθρωπος ταπεινωθεί και δει κατάµατα την αλήθεια,
αισθάνεται «βαθεῖαν συντριβήν»63, ειλικρινή µετάνοια και καταφεύγει στη
θερµή προσευχή. Έχοντας ταυτόχρονα σύµµαχο την πίστη και την ελπίδα,
«φανερώνει» στον Ύψιστο όλες του τις αδυναµίες, τα πάθη και τα λάθη και
εναποθέτει τον εαυτό του «γυµνό καὶ τετραχηλισµένο»64 εἰς τοὺς πόδας Τοῦ.
Έτσι προσελκύει το θείο έλεος.. γιατί «οὐκ ἔστι δυσχερὲς τῷ Κυρίῳ πλύναι σὲ
ἀπὸ παντὸς µώµου, κὰν κάθ΄ἑκάστην ὡς εἰκὸς ἐγγίνηται ἐξ ἀνάγκης
πειρασµός. Ἐν γὰρ τῷ λέγειν σὲ ἥµαρτον τῷ Κυρίῳ, ἀπόκρισις δίδοται,
ἀφέωνταί σου αἳ ἁµαρτίαι. ἐγὼ εἰµὶ ὁ ἐξαλείφων, καὶ οὐ µὴ µνησθῶ»65.
Εποµένως, η ταπείνωση, η εµπιστοσύνη και η ελπίδα στη θεία Πρόνοια και
Αγάπη, η υποµονή και η προσευχή αποτελούν απαραίτητα «όπλα» για την
καταπολέµηση των παθών και συντελούν όχι απλά στην ηθική βελτίωση,
αλλά στην οντολογική µεταµόρφωση του µετανοούντος ανθρώπου66.
Στον αγώνα λοιπόν κατά του κακού και της αµαρτίας ο άνθρωπος
µπορεί να πληγωθεί βαθιά, αλλά δεν είναι µόνος. Έχει σύµµαχο την πίστη και
την ελπίδα στο θείο έλεος. Η εσωτερική του συντριβή, η εναπόθεση του στο
πέλαγος της Θείας Ευσπλαχνίας σε συνδυασµό µε την ειλικρινή ταπείνωση
είναι κάτι που δεν µένει απαρατήρητο από το Θεό. Η µεγάλη απόφαση όµως
που καλείται να πάρει είναι το εάν και κατά πόσο θα κάνει την «καλήν
ἀντιστροφήν»67, εάν δηλαδή θα επιχειρήσει να αντιστρέψει, τις αµαρτωλές
σκέψεις και επιθυµίες του, τα λίγα ή πολλά πάθη του στις αντίστοιχες αρετές.

59
Βλ. «Ἡ Μακρακιστίνα», Τ.∆’.
60
Βλ. «Ὁ γείτονας µὲ τὸ λαγοῦτο», Τ.Γ’.
61
Ο στείρος ηθικισµός και η ηθικολογία καταδικάζονται συνεχώς στο παπαδιαµαντικό έργο.
62
Το πρόβληµα µε τους ήρωες αυτούς είναι ότι αδυνατούν να µετανοήσουν γιατί , τυφλωµένοι από το
πάθος τους και υποκύπτοντας στους κακούς λογισµούς τους, αδυνατούν να δουν τις αµαρτίες τους ως
αµαρτίες. Θεωρούν µάλιστα ότι επιτελούν και θεάρεστο έργο, υιοθετώντας έτσι µια αντεστραµµένη
λογική.
63
Όπως π.χ. η Χριστίνα στο «Χωρίς στεφάνι», Τ.Γ’, σ.230, στ. 15 ή ο γερο- Φραγκούλης στο
«Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 97, στ. 16-20.
64
Όπως π.χ. ο Γιαννιός στο διήγηµα «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» ,Τ. Γ’, σ.110, στ.15.
65
Ιωάννου Καρπαθίου, «Λόγος Ἀσκητικός», Φιλοκαλία, Τ.Α’, σ.299, στ.20-24 και Ἠσαίας, µγ’,25.
66
Την οντολογική παρουσίαση της ανθρώπινης ψυχής από τον Παπαδιαµάντη αναλύει ο Γ. Θέµελης:
«Ο Παπαδιαµάντης δεν κάνει ψυχολόγηση επιφανείας ή βάθους. Κάνει οντολογική παρουσίαση του
ανθρώπου, που είναι πιο πίσω και πιο πριν από κάθε Ψυχολογία, ανάγεται στη (…) χριστιανική
Ανθρωπολογία. Σύλληψη του «είναι» του ανθρώπου, του πρωταρχικού πυρήνα της υπόστασής του (…)
.
Ο Παπαδιαµάντης αποκαλύπτει την ψυχή - όχι τις εκδηλώσεις της το «ον» όχι τη διάλυσή του,
πιστεύοντας πως σαν τέτοιο είναι ακατάλυτο και ανέκφραστο. ∆εν κάνει ανατοµία- κάνει αποκάλυψη.
Έχει κάτι από τη Βυζαντινή εικονογραφία», Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, ό.π., σ. 68-69.
67 .
«Καθάπερ ὁ λόγος κρατῶν τῶν παθῶν, ἀρετῆς ὄργανον ποιεῖται τάς αἰσθήσεις οὕτω καὶ τὰ πάθη
κρατοῦντα τοῦ λόγου, µορφοῦσι τᾶς αἰσθήσεις πρὸς ἁµαρτίαν. Καὶ χρὴ νηφόντως σκοπεῖν τὲ καὶ µελετᾶν,
438

Αυτή την «καλήν ἀντιστροφήν» έκανε λόγου χάριν ο Γιωργής στο


«Ἔρως- ἥρως», ο οποίος αντέστρεψε το σαρκικό έρωτά του σε «χριστιανικό»
έρωτα, ή αλλιώς «ἀγαπητικὸ ἔρωτα»68, που συν-χωρεί και αγαπά
ανιδιοτελώς. αλλά και η θεια- Αρετώ που µεταστοιχείωσε - έστω και αργά - τη
βλασφηµία που έδωσε στην κόρη της σε ευλογία δια µέσου της εφ’ όρου ζωής
διακονίας- µετανοίας της στο ναΐσκο της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης και της
αφιέρωσης των γαµήλιων στεφάνων της κόρης της και των «φωτεινῶν
χιτώνων» του εγγονιού της στην Παναγία. Αυτή την οδό ακολουθεί και ο γερο-
Φραγκούλης στο «Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου» ο οποίος, επ’
αφορµή της τραγικής απώλειας της κόρης του Κουµπώς, αντέστρεψε το
νεανικό πείσµα, τον εγωισµό και την οργή του -απότοκα όλα της φιλαυτίας
του- σε ταπείνωση, κατάνυξη και προσευχή- στροφή στην πηγή της όντως
Ζωής. Έτσι, ο θάνατος του παιδιού του καθίσταται «δωρεά ζωής», ζωής
αληθινής για τον ίδιο οδηγώντας τον σε µια έµπρακτη και δια βίου µετάνοια69.
Κοντά σε αυτούς τους ήρωες βρίσκεται και ο καπεταν-Τζώνης στην
«Κοκκώνα θάλασσα», που µεταστρέφει το θυµό και την οργή του σε
µακροθυµία και αµνησικακία ξορκίζοντας τον πειρασµό να απαλλαγεί από την
πεθερά του µε οποιονδήποτε τρόπο. ακόµη και δια φόνου.
Την «καλήν ἀντιστροφήν» του πειρασµού που δέχονται σε δοξολογία
του Θεού και ανάδειξη των αρετών τους εφαρµόζει και µια άλλη οµάδα
παπαδιαµαντικών ηρώων, που από απλά «καλοί» άνθρωποι, µεταστρέφονται
σε επάξιους µιµητές του Χριστού. Πρόκειται για το µαστρο-∆ηµήτρη το
Χωριανό και τη σύζυγό του στους «Φιλόστοργους», που µετουσίωσαν τον
πόνο τους για την απώλεια των δικών τους παιδιών σε αγάπη για τα δύο
υιοθετηµένα τους παιδιά. για τη γραία Φωτεινή στο «Θέρος- Ἔρος», που
αντιστρέφει τη θλίψη για την προσωπική της συναισθηµατική απώλεια σε
προσφορά ανιδιοτελούς αγάπης προς την οικογένεια της κυρίας της. για τη
θεια-Σκεύω τη Γιαλινίτσα στο «Βαρδιάνο στα σπόρκα», που αντιστρέφει τον
φόβο και τον πόνο για την βαριά ασθένεια του παιδιού της σε «καλήν
πανουργίαν»70, εµπιστοσύνη στο θείο θέληµα και κενωτική προσφορά
αγάπης. για την Αρετώ στη «Στοιχειωµένη καµάρα» που, στη θέση της

πῶς ἡ ψυχὴ τ ὴ ν κ α λ ὴ ν π ο ι ή σ ε τ α ι δ ε ό ν τ ω ς ἀ ν τ ι σ τ ρ ο φ ὴ , τοῖς δι’ ὧν τὸ πρὶν


ἐπληµµέλει χρωµένη πρὸς γένεσιν ἀρετῶν καὶ ὑπόστασιν» (Η αραιογράφηση δική µας), Μαξίµου
Οµολογητού, «Περί Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντάς τρίτη» , Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.100, Νο.νη’.
68
Βλ. Μαξίµου Οµολογητού, «Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἐκατοντὰς ἑβδόµη», ό.π., σ.183, Νο. πζ’.
69
Ο Φραγκούλης ανήκει στους ήρωες που σώζονται «ὡς διὰ πυρός», µέσα από µια µεγάλη θλίψη, ένα
αβάσταχτο βάσανο, µια οδυνηρή απώλεια. Και αυτό γιατί, ενώ τα είχε όλα -οικογένεια, οικονοµική
άνεση, νιάτα- δεν χαιρόταν, δεν ευχαριστούσε το Θεό µε τη ζωή και τις πράξεις του. Ενώ είχε καλή
προαίρεση, παρέµενε υποταγµένος στα πάθη του βάζοντάς τα πάνω από τους ανθρώπους που
.
αγαπούσε. ∆εν είχε συνείδηση της θεϊκής εύνοιας, της θείας ευλογίας που υπήρχε στο σπιτικό του
όπως ακριβώς και ένας άλλος πονεµένος ήρωας, ο Ιωάννης Μούχρας («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»).
Όταν όµως τα έχασε όλα, µε αποκορύφωµα την αγαπηµένη του κόρη Κούµπω, τότε µόνο άρχισε να
έρχεται «εἰς τὸν ἑαυτὸ τοῦ», που τον καιρό της ευηµερίας τον είχε χάσει. Η οδυνηρή αυτή «θεία
παιδαγωγία» ήταν απαραίτητη για τον ήρωα αυτό, γιατί ήταν η µόνη που µπόρεσε να τον συνεφέρει.
70
Πρόκειται για την απόφασή της να µεταµφιεσθεί παρανόµως σε βαρδιάνο για να βοηθήσει το παιδί
της. Βλ. σχετικά Μ. Βασιλείου , Εἰς τήν ἀρχήν τῶν παροιµιῶν 12, PG 31, 421A και Γ. Μαντζαρίδη,
Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 107-108.
439

επιθυµίας εκδίκησης ή της δίκαιης ανταπόδοσης, βάζει τη συγχώρηση και το


ειλικρινές πένθος για τον ετοιµοθάνατο άσπλαχνο πατέρα της κ.ά.
Πρωτοκορυφαία δε αυτών των ηρώων στέκεται η Σεραϊνώ η Κουµπίνα στο
«Γάµο τοῦ Καραχµέτη» που µετέτρεψε τον πειρασµό της ζηλοφθονίας και της
εκδικήσεως σε αυτοθυσία, έσχατη ταπείνωση και «εἰς µίµησιν Χριστοῦ
ἀγάπη». Πολεµώντας εκ βάθρων την ανθρώπινη φιλαυτία, απελευθερώνεται
από αυτή και βιώνει την «τέλεια αγάπη», γίνεται φορέας της θείας Χάρης και
οικειώνεται τη θεία ζωή71.
Εκτός όµως από εκείνους που καταφέρνουν να κάνουν το µεγάλο
βήµα, να νικήσουν τους πειρασµούς ή τα πάθη τους και να στρέψουν το νου
και την καρδιά τους προς το καλό, δεν απουσιάζουν εκείνοι οι ήρωες που
αστοχούν στο να πραγµατοποιήσουν την «καλήν ἀντιστροφήν» στη ζωή και
τις σχέσεις τους µε τους συνανθρώπους τους και το Θεό. Αντιθέτως,
συνεχίζουν να τρέφουν τα πάθη τους και αποφεύγουν να κάνουν το µεγάλο
«άνοιγµα» της ψυχής και της καρδιάς τους. Για αυτό και ο Θεός, ως
αγαπητική κοινωνία προσώπων που αλληλοπεριχωρούνται, παραµένει
απρόσιτος στους µονήρεις αυτούς ανθρώπους που κατ’ ουσίαν αδυνατούν να
αγαπήσουν αληθινά.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα της οµάδας αυτής αποτελεί ο Ιάκωβος
72
Π. που αδυνατεί να αντιστρέψει την απογοήτευση για την αποτυχία των
φιλόδοξων επαγγελµατικών του σχεδίων σε εµπιστοσύνη στη θεία Πρόνοια.
Για αυτό αποµονώνει τον εαυτό του από το Θεό και την οικογένειά του
παραδίδοντας τον οικειοθελώς στο πάθος της µέθης και της ραθυµίας. Ενώ
µάλιστα το αναγνωρίζει, δεν κάνει καµία ενέργεια για να το ξεπεράσει, ώστε
να επανακτήσει την αγάπη της συζύγου του και να προσελκύσει το έλεος του
Θεού. Αναλόγως και ο Κουµπής Νικολάου δεν κατάφερε να µεταστρέψει την
επιθυµία του για απόκτηση δικών του παιδιών σε προσφορά αγάπης προς
«ξένα» παιδιά -κατά το πρότυπο του µαστρο-∆ηµήτρη ή της Χριστίνας της
δασκάλας- ή σε κοινωνικό έργο ωφελώντας µε αυτόν τον τρόπο όλη την
κοινότητα του φτωχού νησιού του. Με την ελάχιστη αυτή εκδήλωση
κοινωνικής αγάπης όχι µόνο δεν θα υφίστατο την κοινωνική κατακραυγή των
συµπατριωτών του που τον κατέστησαν αποσυνάγωγο ως δίγαµο, αλλά θα
παρέµενε στη συλλογική µνήµη ως ευεργέτης, αντί για «Καραχµέτης».
Την ίδια αδυναµία να αντιστρέψει τους πειρασµικούς λογισµούς που
δέχθηκε λόγω της εµπαθούς προσκολλήσεως της στα υλικά αγαθά και της

71
Εν ολίγοις, οι ήρωες αυτοί εφαρµόζουν στην πράξη την προτροπή του αγίου Καλλίστου και Ιγνατίου,
.
των Ξανθόπουλων: «τὸ θυµικὸν τῆς ψυχῆς, ἀγάπῃ χαλίνωσον καὶ τὸ ἐπιθυµητικὸν αὐτῆς, ἐγκρατείᾳ
.
µάρανον καὶ τὸ λογιστικὸν αὐτῆς, τῇ προσευχῇ πτέρωσον , καὶ τὸ φῶς τοῦ νοῦ οὐκ ἀµαυροῦται ποτέ»,
«Μέθοδος και Κανών σύν Θεῷ ἀκριβής», Φιλοκαλία, Τ.∆’ , σ.274, Νο. οη’. Την πνευµατική αυτή
απελευθέρωση που βιώνει όποιος παραιτείται από το φυσικό θέληµα επισηµαίνει και ο Χ. Γιανναράς:
«Η σταυρική αυτοπαραίτηση από το φυσικό θέληµα είναι η µόνη δυνατότητα για να διακρίνει ο
άνθρωπος, πέρα από τις φαντασίες των φαινοµένων, την αλήθεια των πραγµάτων», Το πρόσωπο και ο
έρως, ό.π., σ.120.
72
Βλ.«Μικρά Ψυχολογία», Τ.Γ’. Παρόµοιο λάθος κάνει και ο µαστρο- Παύλος ο Πισκολέτος στο
γλυκόπικρο διήγηµα « τά Χριστούγεννα τοῦ τεµπέλη».
440

εµµονής της για την αδικία που υπέστη κατά την προικοδοσία της έχει και η
Χαδούλα. Αφήνοντάς τους να «χρονίσουν» και διατηρώντας αναξιοποίητη την
δυνατότητα που της δόθηκε ως σύζυγος και µητέρα να αλλάξει, να
αντιστρέψει την κληρονοµική της ροπή προς το κακό, τους επέτρεψε να
εξελιχθούν σε «φόνιους»73 οδηγώντας την στο έγκληµα. Αποτυγχάνει να κάνει
τη µεγάλη στροφή προς το καλό, προς την «καλήν ἀλλοίωσιν», µε τον τρόπο
που κατάφερε να την επιτύχει η επίσης πειραζόµενη και ταλαιπωρηµένη χήρα
Χαρµολίνα. Πράγµατι, αν και η «οµοιοπαθούσα» µε τη Χαδούλα Χαρµολίνα
δέχεται παρόµοιους πειρασµικούς λογισµούς για τη «σκοτεινή» µοίρα των
γυναικών, αν και έχει κουραστεί εκ νεότητος τόσο ψυχικά, όσο και σωµατικά,
αν και είναι υπηρέτρια και οικονόµος µέσα στο ίδιο της το σπίτι παρά την
µεγάλη οικονοµική της άνεση - αυτήν που τόσο ονειρευόταν η Χαδούλα και
που νόµιζε ότι θα της έλυνε τα προβλήµατά της- κατόρθωσε να αντιστρέψει
τον πειρασµό της θλίψης και της απογοήτευσης από τα βάσανα της ζωής σε
χαρά και γέλιο, εφαρµόζοντας στην πράξη τη χριστιανική χαρµολύπη, µια από
τις αντιπροσωπευτικές εκφράσεις του ορθόδοξου φρονήµατος. Στη θέση της
αγανάκτησης λοιπόν βάζει την αγάπη, αγάπη θυσιαστική και κενωτική που
διαλύει τους εµπαθείς λογισµούς της. Με αυτόν τον τρόπο καθιστά το πένθος
της «χαροποιόν»74 αποκτώντας, µε τη Χάρη του Θεού, τη δύναµη να κάνει
απίστευτα πολλά «διακονήµατα» αναλογικά µε την ηλικία και το φύλο της,
διακονήµατα που υπερβαίνουν «τῆς φύσεως τοὺς ὅρους»75.
Όσοι, εποµένως, ήρωες του Παπαδιαµάντη, παρά τις πολλαπλές
δυσκολίες που βιώνουν, τ ο λ µ ο ύ ν να κάνουν την «καλήν ἀντιστροφήν»,
δέχονται µε τρόπο µυστικό τη θεϊκή παραµυθία, τη θεία πρόνοια που στέκεται
πολύτιµος αρωγός δίπλα τους. Για αυτό αισθάνονται είτε ψυχική γαλήνη και
ηρεµία είτε εσωτερική χαρά που πηγάζει από τη Χάρη του Αγίου Πνεύµατος.
Γιατί µε τον προσωπικό τους αγώνα κατά των πειρασµών και των παθών
καταφέρνουν να πραγµατώσουν τον σκοπό της πίστης µας: να έρθουν σε
αληθινή κοινωνία µε τους συνανθρώπους τους και το Θεό και να µεταλλάξουν
τον πνευµατικό θάνατο σε ζωή αιώνιο, ζωή αληθινή. Από την άλλη, εκείνοι
που παραµένουν εγκλωβισµένοι στον εαυτό τους και στα πάθη τους,
αποµακρύνονται από το Θεό και βιώνουν µια βαθιά µοναξιά ή, όπως γράφει
εύστοχα ο συγγραφέας µας, έχουν την «εἱρκτήν» και την «Κόλασιν» µέσα
τους76.

73
Βλ. Ησυχίου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», Φιλοκαλία, Τ.Α΄, σ.142, Νο.ς’ και Κ. και Ι.
Ξανθόπουλων, «Μέθοδος καὶ κανῶν ἀκριβῆς», Φιλοκαλία, Τ.∆’, σ.258, Νο. ξδ’.
74
Τον ίδιο τρόπο αντιµετώπισης του πένθους τους εφαρµόζουν και δύο άλλοι παπαδιαµαντικοί ήρωες:
ο µπαρµπα- Σταµάτης ο Καρδοπάκης στα «Συµβάντα στό µύλο», Τ.∆’ και ο Τριαντάφυλλος στο
διήγηµα «Μέ τόν πεζόβολο», Τ.∆’ (βλ. αναλυτικά υποενότητα 3.1. του δευτέρου κεφαλαίου της
παρούσης εργασίας).
75
Βλ. Σ. Παπαθανασίου, Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινότητας στον Α. Παπαδιαµάντη,
∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Θεολογική σχολή ΑΠΘ, 2005,σ.206.
76
Βλ. «Η Φόνισσα», Τ.Γ’, σ. 484, στ.17. Για τη «νεκροποιό» αυτή µοναξιά που ταυτίζεται µε την κόλαση
βλ. σχετικά Χ. Γιανναρά, Το πρόσωπον και ο έρως , ό.π., σ.289 και σ. 336-343.
441

Εκείνο βέβαια που αναδεικνύει περισσότερο από κάθε τι άλλο τη


φιλοκαλική βάση πάνω στην οποία συχνά αναπτύσσει ο µεγάλος Σκιαθίτης
την πλοκή των κειµένων του και το οποίο αναφέρθηκε µερικώς ανωτέρω, είναι
ο πειρασµικός πόλεµος που υφίστανται στην καθηµερινή τους ζωή οι ήρωές
του77. Ο αδυσώπητος αυτός πόλεµος περνάει από όλα τα στάδια που
αναφέρουν οι νηπτικοί Πατέρες: προσβολή, συνδυασµός, συγκατάθεση,
πράξη78. Από αυτά τα στάδια περνούν πολλοί από τους πειραζόµενους
ήρωές του πριν καταλήξουν στην διάπραξη της αµαρτίας, όπως η Χαδούλα, η
Αυγούστα, ο Κουµπής, ενώ άλλοι γλιτώνουν κυριολεκτικά την τελευταία
στιγµή από τη συγκατάθεση και την πτώση, χάρη στις ορθόδοξες καταβολές
τους. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της κατηγορίας είναι ο Γιωργής79, ο
πατήρ Σαµουήλ80, ο αφηγητής στα «Ρόδιν’ ακρογιάλια» και ο παπα-
Κυριάκος81.
Ο δε πονηρός χρησιµοποιεί µια πληθώρα «µεθόδων» για να τους
προσβάλλει και να τους παρασύρει στην αµαρτία: α) τις ανθρώπινες
αισθήσεις, κυρίως την όραση, δια µέσω του εξωτερικού κάλλους µιας
γυναίκας82 ή ενός άνδρα83, β) τις ενδόµυχες, χρονίζουσες επιθυµίες και τυχόν
υποβόσκοντα πάθη84, γ) τη µνήµη- ανάµνηση, που σε ορισµένες περιπτώσεις
συνοδεύεται και από την αναζωπύρωση παλαιών παθών85, δ) τη φαντασία86,
ε) τα οράµατα- οπτασίες 87, στ) τη διαστρέβλωση της πραγµατικότητας µε την

77
Πρόκειται για τον «εµπράγµατο χριστιανισµό» που «περνάει µέσα από τη δοκιµασία», όπως γράφει ο
Κ. Κεχαγιόγλου («‘’Η Φαρµακολύτρια’’ του Παπαδιαµάντη», ∆ιαβάζω, τ. 165, 8.4.87, σ. 59-67). Ωστόσο,
πρέπει να διευκρινισθεί , όπως πολύ σωστά έγινε από τον Β. Πανταζή, ότι δεν υπάρχει «ιδιαίτερος
παπαδιαµαντικός χριστιανισµός, παρά µόνο ο ορθόδοξος, που είναι διάχυτος ακόµα και στα πιο
αµφιλεγόµενα διηγήµατά του» («Στην Αγί- Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια», Παπαδιαµαντικά Τετράδια 3,
Άνοιξη 1995, ∆όµος, Αθήνα, σ. 57).
78 .
«Ἔστιν πρῶτον προσβολή δεύτερον συνδυασµός, ἤγουν ἀναµὶξ γινόµενοι οἱ ἠµῶν καὶ τῶν πονηρῶν
.
δαιµόνων λογισµοί τρίτον συγκατάθεσις, πὼς δεῖ γενέσθαι µεταξὺ τῶν ἀµφοτέρων λογισµῶν
.
βουλευοµένων κακῶς τέταρτον δὲ ἐστὶν ἡ αἰσθητὴ πράξις, ἤγουν ἡ ἁµαρτία», (Ἁγίου Ἠσυχίου τοῦ
Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλον», σ. 148, µς’). Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός (όπως και ο Άγιος
Ιωάννης της Κλίµακος κ.ά.) αναφέρει επτά στάδια: Προσβολή, συνδυασµός,πάθος,πάλη,αιχµαλωσία,
συγκατάθεσις, ενέργεια ή πράξις (βλ. «Λόγος Ψυχωφελής και θαυµάσιος», Φιλοκαλία, Τ.Β’, σ.235,
στ.14-29).
79
Βλ. «Ἔρως- ἥρως»,Τ.Γ’.
80
Βλ. «Ὁ Καλόγερος», Τ. Β’.
81
Βλ. « Ἐξοχικὴ Λαµπρή», Τ.Β’.
82
Βλ. π.χ. το Σανούτο («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»),τον Πάνο ∆ηµούλη («Ἡ Βλαχοπούλα») και τον
νεαρό ανώνυµο βοσκό και µετέπειτα δικηγόρο του «Ὄνειρο στό κῦµα».
83
Βλ. π.χ. την Αυγούστα («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν») και την Αφέντρα («Οἱ Ἐλαφροΐσκιωτοι»).
84
Βλ. π.χ. τη Χαδούλα ( «Ἡ Φόνισσα») ,τη Νταντώ («Ἡ Ἀσπροφουστανούσα») και την κυρα- Σοφούλα
(«Θάνατος κόρης»).
85
Βλ. π.χ. τον αφηγητή στα « Ρόδιν’ ακρογιάλια», το Νίκο (« Γιά τήν περηφάνια»), τον Πάνο ∆ηµούλη
(«Ἡ Βλαχοπούλα»), την Αυγούστα («Οἱ Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»)και τον µπαρµπα- Μάρκο («Ἄλλος
τύπος»).
86
Βλ. π.χ. τον πατέρα Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος»), το µπαρµπα- Μάρκο («Άλλος τύπος»), τη
Φραγκογιαννού («Ἡ Φόνισσα»)και την Αρχοντούλα («Ἔρµη στα ξένα»).
87
Βλ. π.χ. το όραµα του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως») και την αµαρτωλή ονειροπόληση της Αυγούστας («Οἱ
Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν»).
442

παρουσίαση του κακού ως καλού, του σκότους ως φωτός και αντιστρόφως88.


∆εν απουσιάζουν µάλιστα οι περιπτώσεις όπου «επιτίθεται» στους
πειραζόµενους ήρωες κατά την ώρα της κατάκλισης και της ξεκούρασης, όταν
οι ψυχικές αντιστάσεις τους µειώνονται λόγω και της σωµατικής κούρασης89.
Όµως στον πόλεµο µε τους µικρούς ή µεγάλους πειρασµούς οι ήρωες
του Παπαδιαµάντη δεν στέκονται «άοπλοι». Απεναντίας, γρηγορούν και
εφαρµόζουν όλες τις νηπτικές µεθόδους για την αντιµετώπιση του πειρασµού:
α) την εκδίωξη του ήδη από το στάδιο της προσβολής90, β) το θυµό απέναντί
του91, γ) την καταφυγή στην προσευχή και την επίκληση της θείας βοήθειας92,
δ) την υποµονή, σε συνδυασµό µε την ταπείνωση, κυρίως όταν πρόκειται για
ακούσιους πειρασµούς93, ε) τη σωτήρια µνήµη θανάτου που τους βοηθάει να
ξεφύγουν από τα δίχτυα του πνευµατικού θανάτου και η οποία αποτελεί ένα
σηµαντικό βήµα προς την προσέγγιση της όντως Ζωής94, στ) τη συνείδησή
τους95, αυτόν τον έµφυτο ηθικό νόµο, τον «ἀνεξαπάτητο κριτή και
ἀπαραλόγιστο διδάσκαλο»96 που τους αποτρέπει να προχωρήσουν στην
διάπραξη της αµαρτίας και ζ) τα λυτρωτικά δάκρυα και το σηµείο του σταυρού
που διαλύουν κάθε εναποµείναν ίχνος του πειρασµού97.
Όταν µάλιστα καταφέρουν να νικήσουν τον µικρό ή µεγάλο πειρασµό,
τότε δέχονται τη θεία Χάρη που τους προσφέρει πλούσια τα δώρα της: α) την
ψυχική ηρεµία και γαλήνη που εκφράζεται συχνά µε την «κατά Χριστόν» χαρά
και την «ὀσµὴν εὐωδίας πνευµατικῆς»98, β) µια πληθώρα αρετών (διάκριση,

88
Βλ. π.χ. τον Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»), τη Χαδούλα («Ἡ Φόνισσα»), το µοναχό Σαµουήλ («Ὁ
Καλόγερος») και το Μαθιό («Ἡ Νοσταλγός»).
89
Βλ. π.χ. τη Χαδούλα ( «Ἡ Φόνισσα»), τη χήρα Χαρµολίνα («Ἡ θητεία τῆς πενθερᾶς»), τον Γιωργή
(«Ἔρως- ἥρως»), τον µοναχό Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος») και το µπαρµπα- Μάρκο ( «Ἄλλος τύπος»)
90
Βλ. π.χ. τη στάση του Σπύρου Βεργουδή στην «Αποκριάτικη νυχτιά» και του αφηγητή στους «∆ύο
∆ράκους».
91
Βλ. π.χ. την απάντηση του νεαρού βοσκού στην ερώτηση της Μοσχούλας («ὄνειρο στό κῦµα»).
92
Βλ. π.χ. τη σωτήρια προσευχή της Κουµπίνας ( «Ὁ γάµος τοῦ Καραχµέτη») , της θειας- Σκεύως
(«Βαρδιάνος στά σπόρκα») και τη νοερά προσευχή του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»).
93
Βλ. π.χ. το γερο- Φραγκούλη («Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου») , τη Χριστίνα τη δασκάλα
(«Χωρίς στεφάνι»), τον κυρ- Τριαντάφυλλο («Μέ τόν πεζόβολο»), τη Μαχώ («Ἡ Ἄκληρη»). Αντιθέτως,
όταν απελπίζονται από το πειρασµικό πόλεµο, κινδυνεύουν να χάσουν την εµπιστοσύνη τους στη θεία
Πρόνοια και να προβούν σε παράλογες πράξεις µε συνέπεια να διακινδυνεύουν και την ίδια τους τη
ψυχή. Βλ. π.χ. την Αυγούστα , το Νίκο («Γιά τήν περηφάνια») και το Μιχαλάκη («Ἀπόλαυσις στή
γειτονιά»).
94
Βλ. π.χ. το όραµα του πατέρα Σαµουήλ («Ὁ Καλόγερος»), τη στάση της Ευφροσύνης σε αντιδιαστολή
µε τους υπόλοιπους συγγενείς της νεκρής Αγγελικούλας («Μία ψυχή») και τη στάση της γραίας -
Σοφούλας µετά το θάνατο της αγαπηµένης της βαφτισιµιάς, της συνονόµατής της Σοφούλας («Ἡ
τελευταία βαπτιστική»). ∆ιαπιστώνοντας οι γυναίκες αυτές τη µαταιότητα του εγκόσµιου βίου και τη
θλιβερή κατάληξή του, συνειδητοποιούν τον αληθινό σκοπό και συνάµα το πλήρωµα της ζωής που είναι
η, δια των αγαπηµένων τους νεκρών, προσέγγιση και επανένωση µε το Θεό, την πηγή της αιώνιας
Ζωής.
95
Βλ. π.χ. τον πατέρα Σαµουήλ ( «Ὁ Καλόγερος»).
96
Αγίου Γρηγορίου Παλαµά, Οµιλία 3, PG 151, 36B.
97
Βλ. π.χ. το κλάµα του Γιωργή («Ἔρως- ἥρως»), το δάκρυ του παπα- Κυριάκου («Ἐξοχικὴ Λαµπρή»)
και το σωτήριο σταυρό που έκαναν και οι δύο.
98
Βλ. π.χ. το Σπύρο Βεργουδή («Ἀποκριάτικη νυχτιά») και τον αφηγητή στα « Ρόδιν’ ακρογιάλια». Στην
περίπτωσή τους βλέπουµε ένα έµπρακτο παράδειγµα των λόγων του Οσίου Πέτρου ∆αµασκηνού:
«Καὶ ἂν κόπτῃ (ενν. ο πιστός) τὰ ἑαυτοῦ θελήµατα δί΄αὐτόν (ενν. το Θεό), αὐτὸς µετὰ χαρᾶς ἀνεκλαλήτου
443

πραότητα, απλότητα, ελπίδα, µακροθυµία, καθαρότητα καρδίας)99, κορύφωση


των οποίων αποτελεί η τέλεια αγάπη και η χριστιανική «απάθεια»100 που
µεταµορφώνει ο ν τ ο λ ο γ ι κ ά τον άνθρωπο και τον καθιστά κατά χάριν
Θεό101.
Από τα παραπάνω γίνεται εµφανές ότι τόσο τα µυθιστορήµατα, όσο και
τα διηγήµατα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη, τα οποία εµπνεύστηκε από την
καθηµερινή, πραγµατική ζωή µέσα στον κόσµο102 αποδεικνύουν εµπράκτως
πως ό,τι γράφουν οι νηπτικοί Πατέρες ανταποκρίνεται στα βιώµατα όχι µόνο
των µοναχών, αλλά και των κοσµικών, των απλών ανθρώπων που
αναδεικνύονται σε εφάµιλλους -κατά το µέτρο του δυνατού- εκφραστές του
ορθόδοξου φρονήµατος. ενός φρονήµατος που είναι κατά βάση ασκητικό και
προϋποθέτει σκληρή προσπάθεια. Η πάλη µε τους πειρασµούς, εκούσιους
και ακούσιους, ο αγώνας κατά των παθών, η προσπάθεια άσκησης των
αρετών, η πτώση και η πνευµατική ανάταση είναι στοιχεία της καθηµερινής
ζωής και των λαϊκών. Οι δε µέθοδοι που χρησιµοποιούν οι µοναχοί στον
καθηµερινό τους αγώνα κατά των παθών, όπως η φύλαξη του νου, η νήψη, η
προσευχή, η ταπείνωση, η υποµονή, η κένωση του ἰδίου θελήµατος, η
αυτοθυσία κ.ά., χρησιµοποιούνται και από τους καθηµερινούς, απλούς ήρωες
του Παπαδιαµάντη αποδεικνύοντας ότι είναι εν δυνάµει εφαρµόσιµες από τον
κάθε άνθρωπο στην κατά κόσµον ζωή του. Αρωγός τους στον αγώνα αυτό
βρίσκεται πάντα η Εκκλησία, χάρη στην οποία υπερβαίνουν τον πόνο και τις
δυσκολίες τους δεχόµενοι τη θεία παρηγορία103.

ποιήσει αὐτὸν φθάσαι τὴν τελειότητα, ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς», «Περί ἀπαθείας», Φιλοκαλία, Τ.Γ’, σ.64,
στ.31-32.
99
Βλ. π.χ. τη θεια- Σκεύω τη Γιαλινίτσα (« Βαρδιάνος στά σπόρκα») και τον Αποστόλη τον Κακόµη ( «Ὁ
Κακόµης»).
100
Βλ. π.χ. την Κουµπίνα στο «γάµο τοῦ Καραχµέτη». Επίσης, αξίζει να υπενθυµίσουµε ότι κατά τον
άγιο Ιωάννη της Κλίµακος η «απάθεια» ταυτίζεται µε την αγάπη, από την οποία διακρίνεται µόνο ως
προς το όνοµα (Βλ. «Κλῖµαξ» 29, PG 88, 1148 D).
101
Όπως γράφει ο Γ. Μαντζαρίδης: «Η αληθινή αγάπη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Όποιος αγαπά
αληθινά, εγκαταλείπει τον εαυτό του και ζει µε τον τρόπο αυτόν για το Θεό και για τους άλλους. Και
ζώντας έτσι όχι µόνο δεν χάνει τον εαυτό του, αλλά και βρίσκει τον πραγµατικό εαυτό του. Ζει την
οµοουσιότητα της ανθρωπότητας και γίνεται παγκόσµιος άνθρωπος, αληθινό πρόσωπο. Γίνεται λοιπόν
φανερό ότι η αγάπη αποτελεί οντολογικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου και παράγοντα που τον
ανυψώνει σε αληθινό πρόσωπο. Η αγάπη στην αυθεντική της µορφή είναι ‘’µετουσία και µέθεξις της
Θεότητος’’ », Χριστιανική Ηθική ΙΙ, ό.π., σ. 238-239 και Συµεών Ν. Θεολόγου, « Ηθικά» 4,556, εκδ. J.
Darrouzès, «Sources Chrétiennes”, τ. 129, σ.48.
102
Είναι γνωστή η φράση του στο «Λαµπριάτικο Ψάλτη»: «ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
πραγµατικότητος», Τ. Γ’, σ.515, στ. 5. Τη φράση αυτή διευκρινίζει ο Τ. Λιγνάδης: «Στην ‘’ηθογραφία’’ του
Παπαδιαµάντη οι άνθρωποι είναι πραγµατικοί µε την έννοια του ‘’υπαρκτοί’’. ∆εν είναι από άλλα βιβλία,
από σκέψη, από φαντασία. Είναι από ζωή(…). Αυτούς τους υπαρκτούς ανθρώπινους τύπους
‘’ηθογραφεί’’ ο Παπαδιαµάντη έως το σκοτεινό βάθος της αιτίας τους, εκεί που η αγάπη του Θεού και ο
πειρασµός του Εωσφόρου συνορεύουν ‘’κατά παραχώρησιν’’», Τ. Λιγνάδη, «Οµολογία Πίστεως στον
Παπαδιαµάντη», στο τόµο Φώτα Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο,( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα,
1981, σ.121. Βλ. επίσης και Ι .Ν. Φραγκούλα, Ανερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλέξανδρου
Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, 1988, όπου γίνεται ταύτιση παπαδιαµαντικών ηρώων µε
υπαρκτά πρόσωπα.
103
Βλ. ενδεικτικά το παρακάτω απόσπασµα από τον «Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου»: «οἱ
χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν (…) τεθλιµµένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς
444

Κατά συνέπεια, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι το έργο του


µεγάλου Σκιαθίτη αποτελεί µια «ἐκλαϊκευµένη Φιλοκαλία»104 που ωφελεί τον
νου και τη ψυχή των αναγνωστών του µε τον ίδιο περίπου τρόπο που ωφελεί
τους αναγνώστες της η Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Χρησιµοποιώντας
απτά παραδείγµατα και ιστορίες από την καθηµερινή ζωή, κατά το αντίστοιχο
πρότυπο του «Γεροντικού», κατορθώνει να καταστήσει τη φιλοκαλική
διδασκαλία προσιτή και κατανοητή ακόµη και σε ανθρώπους που δεν έχουν
προηγούµενη σχετική γνώση αυτής. Πρόκειται, εποµένως, για ένα θαυµαστό
συνδυασµό «ἐκλαϊκευµένης Φιλοκαλίας» και «λαϊκού Γεροντικού» διά χειρός
Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη.
Οι ήρωές του «πιστεύουν και κλαίουν», είναι άνθρωποι ασθενείς και
ατελείς. Ερωτεύονται, «αγαπούν και αµαρτάνουν και µετανοούν…»,
«αγαπούν τη θρησκεία, αγαπούν και την οικογένεια». όπως ο γερο-
Φραγκούλης στο «Ρεµβασµό τοῦ ∆εκαπενταυγούστου»105. Παρά τα λάθη
τους, προσβλέπουν σχεδόν πάντα στο άπειρο έλεος του Θεού ώστε να µην
τους «ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων»106 και ακόµη και όταν είναι
«ὀλίγον ἀργά» επικαλούνται «µεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν "Γλυκασµὸν τῶν Ἀγγέλων,
τῶν θλιβοµένων τὴν χαράν", ὅπως ἔλθῃ εἰς (αὐτούς) βοηθὸς καὶ σώτειρα·

"ἀντιλαβοῦ (ἡµῶν) καὶ ῥῦσαι,


τῶν αἰωνίων βασάνων..." 107».

ἡµέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσµατος, ἀναψυχὴν καὶ
παραµυθίαν...», Τ.∆’, σ. 88, στ. 33-34 και σ.89, στ. 1- 2.
104
Ο όρος προέρχεται από το δοκίµιο του Λ. Σιάσου «’’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος
για τὴν ἀνάγνωση τῆς Φόνισσας», Θεολογία, Τ. 82, τ.4, 2011, σ.165.
105
Βλ. Τ.∆’, σ. 89, στ. 27-30.
106
Τ.∆’, σ. 89, στ. 23-24.
107
«Ρεµβασµός τοῦ ∆εκαπενταυγούστου», Τ.∆’, σ. 97, στ. 16-20.
445

SUMMARY

The aim of this doctoral dissertation is to discuss, analyze and evaluate


the deep, spiritual dimension of the two main types of love, eros and agape,
as depicted in A. Papadiamantis’ work. The role of eros and love throughout
his work are enlightened, where possible, by the Neptic Fathers’ teaching on
the dangerous “game of thoughts’’, the struggle against human passions and
the development of virtues.
This thesis consists of two extensive parts. In the first part, the
multilateral subject of eros in Papadiamantis’ novels and short stories is
discussed as an endless, difficult struggle against the varied external and
internal temptations and personal passions. The biggest challenge for the
heroes and heroines, who experience love, is the overcoming of human
egoism, the ‘’emptying’’ of their individual will and the war against the “mother
of all passions’’, self- love, which exists within every human being. When and
if they manage to ‘’reverse’’ the carnal, tempting love into ‘’loving eros’’, a love
full of self giving and sacrifice, they succeed in participating in ‘’real Life’’,
‘’real Eros’’. In that case, even their unfulfilled love becomes complete through
its reference to the Father of love, God. Otherwise, they stay entrapped in
their ‘’erotic self- reflection’’ and they condemn themselves to emotional
loneliness and spiritual poverty.
The strong connection between love and marriage, in every stage that
precedes or follows it, is also examined. Due to the high significance of the
role of nature and its correlation with love in Papadamantis’ work, this is
discussed in a separate unit. Special reference is made to the dark side of
love in the short stories of A. Papadiamantis. This dark side is revealed
through the sins of fornication, adultery, use of witchcraft and suicide.
However, it is highlighted that, when these sins result in repentance, internal
contrition and return to God’s arms, they obtain a positive use. The first
chapter is concluded with the sinful love for money and earthly possessions
as expressed through avarice and greed.
In the second part of the doctoral dissertation, love for fellow man both
inside and outside the closer family is emphasized. Model of this love, which
embellishes many works of A. Papadiamantis, is the sacrificing love of Jesus
Christ for all human beings. The first unit explores love between friends, the
dangers that threaten it and its positive aspects. The second and larger unit is
dedicated to love among family members whose foundation is maternal
affection. We mention in particular fathers and mothers who had not managed
to give birth to children or parents who lost their own children but experienced
love in excess by adopting or undertaking other children’s breeding. Through
their actions they become imitators of Jesus himself and worthy of His
Kingdom. The third unit concentrates on marital love, that confronts numerous
difficult situations while struggling to reach its destination. The second part
446

closes with the examination of pastoral love, which stands as paternal love
between the priest and his spiritual children, that is, his flock.
The dissertation finishes with the points of conclusion reached through
the detailed analysis of the two main parts. These conclusions bring into
prominence the significant role of the spiritual dimension of eros and love in
Papadiamantis’ work, as well as its dialectical relation to the Philokalia of the
Neptic Fathers.
447

Βιβλιογραφία

Έργο του Γιώργου Κόρδη


448

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Πηγές
α) Κύριες

Παπαδιαµάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, Τ. Α’-Ε’, επιµέλεια- κριτική έκδοση:


Ν.∆.Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1981, 1982, 1984, 1985
και 1988 αντιστοίχως.

Παπαδιαµάντης Αλέξανδρος, Αλληλογραφία, φιλολογική επιµέλεια Ν.∆.


Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1992.

β) ∆ευτερεύουσες

Αντίοχος Μοναχός, Πρός Εὐστάθιον, PG89, 1421-28.

Μ . Βασίλειος, Ὅτι οὔκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG31, 329- 54.
- Εἰς τήν ἀρχήν τῶν παροιµιῶν, PG31, 385- 424.
- Λόγοι ἀσκητικοί 1-2, PG31, 869- 82, 881-88.
- Ὅροι κατά πλάτος πρὸς τοὺς κατά Θεὸν ἀσκεῖν προελοµένους 1-55, PG31,
889-1052.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος 37, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου «Ὅτε


ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους» (Μτ. 19, 1-12), PG36, 281- 308.

Γρηγορίος Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, PG 46, 959-1000.

Γρηγορίος Παλαµάς, Ὁµιλίαι ΚΒ’, εκδ. Σοφοκλέους τοῦ ἐξ Οἰκονόµων,


Ἀθήνησι, 1861.

∆ιονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ὁνοµάτων, PG3, 585-996.

Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πρός Ρωµαίους, PG5, 685- 96.

Ισαάκ ο Σύρος επίσκοπος Νινευί, Ἀσκητικοί Λόγοι, επιµέλεια: Μάρκελλος


Πιράρ, Ι.Μ. Ιβήρων, Άγιον Όρος, 2012.
-Τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡµῶν Ἰσαὰκ ἐπισκόπου Νινευὶ τοῦ Σύρου τὰ εὑρεθέντα
Ἀσκητικὰ, επιµέλεια ιεροµ. Ιωακείµ Σπετσιέρη, εκδόσεις Ρηγόπουλου,
Θεσσαλονίκη, 1997.

Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίµαξ, PG88, 631- 1164.

Ιωάννης Χρυσόστοµος, Περὶ ἱερωσύνης λόγοι 1-6, PG 48, 623-92.


- Περὶ µετανοίας λόγοι 1-9, PG 49, 277-350.
-Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Πρώτην πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴν, Ὁµιλίαι 1-44,
PG61, 11-382.
- Ὑπόµνηµα εἰς την πρός Κολοσσαεῖς, Ὁµιλίαι 1-12, PG62, 299- 392.
449

- Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Α’ πρὸς Τιµόθεον Ἐπιστολὴν, Ὁµιλίαι 1-18, PG 62, 501-
600.
-Ἑρµηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴν , Ὁµιλίαι 1-34, PG63, 13-236.

Μάξιµος ο Οµολογητής, Περὶ διαφόρων ἀποριών, PG91, 1031-1418.

Νικόλαος Καβάσιλας, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς βιβλία ἐπτά, PG150, 493-726.

Σωφρόνιος Ιεροσολύµων, Βίος ὁσίας Μαρίας Αιγυπτίας, PG87, 3697- 726.

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, Τόµος Α’: Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο
άνθρωπο, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 1998.
- Τόµος Β’: Πνευµατική αφύπνιση, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 1999.
- Τόµος Γ’: Πνευµατικός αγώνας, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, 2001.
- Τόµος ∆’: Οικογενειακή ζωή, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2002.
- Τόµος Ε’: Πάθη και αρετές, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007.

Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Τ. Α’- Ε’, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήνα,
1957, 1958 , 1960, 1961, και 1963 αντιστοίχως.

Ωριγένης, Ἐξήγησις εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολὴν, εκδόσεις Cramer


J.A., “Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum”, Τόµος V, Oxford,
1967.

2. Βοηθήµατα
Άγρας Τέλλος, «Πώς βλέποµε σήµερα τον Παπαδιαµάντη» στον τόµο
Α.Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των
φίλων, Αθήνα, 1979, σ.119-188.

Αθανασοπούλου- Κυπρίου Σπυριδούλα, « Βλέποντας τον πόνο των άλλων : η


ευθύνη του χριστιανού αναγνώστη µε αφορµή το διήγηµα του Παπαδιαµάντη
‘’ Ο γάµος του Καραχµέτη’’», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-
∆εκέµβριος 2011), σ. 255- 262.

Αθανασόπουλος Βασίλης, «Ο Παπαδιαµάντης και το Κακό», περιοδικό


∆ιαβάζω, τ.165, Αθήνα, 8/4/1987, σ.68-79.
- «’’Παπαδιαµάντης- Ήρως’’ ,Ένας κοσµοκαλόγερος υπό τον έλεγχο της
φεµινιστικής κριτικής», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα,
1996,σ.319-366.
- «Το γένος της αφηγηµατικής φωνής στη Φόνισσα», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα , 2002, σ. 53-62.
450

Ακριβόπουλος Κωνσταντίνος, Το Κολλυβαδικό κίνηµα: Η τελευταία


φιλοκαλική αναγέννηση, εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη, 2001.

Αναγνωστόπουλος Β.∆. , «Η Μαυροµαντηλού: µια άλλη ανάγνωση», στον


τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη (Πρακτικά
∆ιεθνούς Συνεδρίου στο Βόλο το Μάιο του 1998), εκδόσεις Οδυσσέας,2000,
Αθήνα, σ.22-27.

Ανδρεάδης Γιάγκος, Τα παιδιά της Αντιγόνης: µνήµη και ιδεολογία στη


νεώτερη Ελλάδα, Καστανιώτης, 1989.

Αρετάκη Μαρίνα, «Η Αυγούστα στους Εµπόρους των Εθνών: σχέσεις


προσώπου και αφήγησης», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ. 69-77.

Αριστηνός Γεώργιος, «Οι επίλογοι στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη»,


Πρακτικά Β’ διεθνούς συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη, Αθήνα,
∆όµος, 2002.

Αρχιµανδρίτης Αρσένιος, Ο έρωτας στην εν Χριστώ ζωή, Ι. Μ.


Μεταµορφώσεως του Σωτήρος και Αγίου Μαξίµου του Οµολογητού, Σοχός,
1997.

Ασλανίδης Γ.Ε, Το µητρικό στοιχείο στη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη:


Ψυχαναλυτικό δοκίµιο, εκδόσεις Ράππα, 1988.

Βαλέτας Γεώργιος, Ο Παπαδιαµάντης: Η ζωή – το έργο- η εποχή του,


εκδόσεις Βίβλος, κοινοπραξία αρχαίος εκδοτικός οίκος ∆ηµ. ∆ηµητράκου
Α.Ε., Αθήνα 1955.
-(επιµέλεια ) Τα Άπαντα του Αλ. Παπαδιαµάντη, (επιστασία Σπύρου Μελά,
ακαδηµαϊκού), Εκδόσεις Γιοβάνη, Αθήνα, 1955 .

Βαρβούνης Μ.Γ. (σε συνεργασία µε Σουλιωτάκη Ν.) , Η παραδοσιακή


θρησκευτική συµπεριφορά των συγχρόνων του στο έργο του
Α.Παπαδιαµάντη, Αθήνα, 1998
-«Ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης και η Κολλυβαδική θεώρηση της ελληνικής
λαϊκής λατρείας», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος
2011), σ.201-216.

Αρχιµανδρίτης Βασίλειος, καθηγούµενος Ι.Μ.Ιβήρων, Κάλλος και Ησυχία στην


Αγιορείτικη Πολιτεία, Ι.Μ. Ιβήρων, 1999.

Beaton Roderick, «Realism and folklore in nineteenth century greek fiction»,


Byzantine and Modern Greek Studies 8, 1982-3, pp. 103-122.

Berdiaeff Ν.Α., «Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη», στον τόµο
Έρως και Γάµος, δοκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα,
1972, σ.160-161.
451

π. Βλάχος Ιερόθεος, µητροπολίτης Ναυπάκτου, Μικρά Είσοδος στην


Ορθόδοξη Πνευµατικότητα, Αποστολική ∆ιακονία, 1998
- «Η ρωµηοσύνη του Παπαδιαµάντη», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4,
(Οκτώβριος-∆εκέµβριος 2011), σ.75-88.

Βουλγαράκης Ηλίας, «Για τον έρωτα στους Πατέρες», περιοδικό Σύναξη, τ.


32, 1989, σ.7-25.
-Για τον έρωτα στους Πατέρες, Χριστιανισµός και κόσµος. Αναζητώντας ένα
σύγχρονο χριστιανικό λόγο, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1999.

Βότση Όλγα, «Προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαµάντη», στον τόµο


Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης 15, σ. 47-54.

Bouchet Rene΄, Le Nostalgique. L’ imaginaire de l’espace dans l’oeuvre d’


Alexandre- Papadiamantis, Paris, 1995.

Buscaglia Leo, Να ζεις, ν’αγαπάς και να µαθαίνεις, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα,


1988.
-Born for Love: reflections on loving, Fawcett Columbine, N.York, 1994.

Γαλούνης Μάρκος, «Το πρόβληµα του κακού στο ‘’Έγκληµα και τιµωρία’’ του
Ντοστογιέφσκι και στη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, ∆όµος, Τ.Α’, Αθήνα, 2012, σ.47- 60 .

Γεροντικόν, εισαγωγή Μοναχού Θεόκλητου ∆ιονυσιάτου, πρόλογος Π.Β.


Πάσχου, ∆’ έκδοση, Αστήρ, Αθήνα, 1993.

Γιανναρά ∆ήµητρα , «Το καθολικό και το ορθόδοξο µυθιστόρηµα», Πρακτικά


Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα,
2012, Τόµος Α’ ( 29 Σεπ- 2 Οκτ. 2012) , σ.61- 80.

Γιανναράς Χρήστος, (επιµέλεια) Έρως και Γάµος, δοκίµια, εκδόσεις ∆ωδώνη,


Αθήνα, 1972.
- Το Πρόσωπο και ο Έρως, εκδόσεις ∆όµος , Αθήνα, 1987.
- Ορθοδοξία και ∆ύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδόσεις ∆όµος, 1996 (για τον
Παπαδιαµάντη σ.406-414).
- Σχόλιο στο Άσµα Ασµάτων, ∆όµος, Αθήνα,1998 (επανέκδοση, Α΄ έκδοση:
1990).
- Ενάντια στη θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα, 2007.

Γιαννίρης Ηλίας, «Η σηµασία του χώρου στο έργο του Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Η κοινωνική διάσταση στο έργο του Α.Παπαδιαµάντη (πρακτικά
διεθνούς συνεδρίου στο Βόλο το 1998), εκδόσεις Οδυσσέας, 2000, σ.65-79.

Γκασούκα Μαρία, «Οι δευτερεύουσες γυναικείες µορφές της ‘’Φόνισσας’’ του


Αλ. Παπαδιαµάντη», περιοδικό Ρόπτρο, τεύχος 5, Σεπτέµβριος 1993, σ.16-
21.
-Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαµάντη, Αρχείο
Παπαδιαµαντικών Μελετών 2, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998.
452

-«Αστικοποίηση και φύλο στον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Η κοινωνική


διάσταση του έργου του Α.Παπαδιαµάντη, Οδυσσέας, Αθήνα, 2000.

Γκρίµ αδελφοί, Τα παραµύθια των αδελφών Γκρίµ, Α’ Τόµος, Εκδόσεις Άγρα,


Αθήνα, 1995.

Γλέζος Πέτρος, «Ο Παπαδιαµάντης µας», στον τόµο Μνηµόσυνο του


Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την κοίµησή του,
Τετράδια Ευθύνης 15, 1981, σ.25-33.

∆άλκος Χρήστος, «Λανθάνουσες µνήµες µητρωνυµικού δικαίου στο διήγηµα


«Θάνατος κόρης», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
∆όµος, Αθήνα, 2012, Τόµος Α’ ( 29 Σεπ- 2 Οκτ. 2012), σ.105 – 117.

∆άκα Ευθαλία, «Από την κοινωνία των ανθρώπων στην κοινωνία των
αγγέλων», στον τόµο Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη
(περιέχει τα Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου στο Βόλο το Μάιο του 1998),
εκδόσεις Οδυσσέας,2000, Αθήνα, σ.97-104.
-«Λειτουργίες της στιγµής στον Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ.113-
120.

Deseille Placide, Φιλοκαλία: Η νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας και η


ακτινοβολία της στον κόσµο, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1999.

∆ηµαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες
ως την εποχή µας, εκδόσεις Ίκαρος, 1975 (για τον Παπαδιαµάντη σ.381-384).

∆ηµητρακόπουλος Φώτιος, «Μικρή Σύνοψη για τον Παπαδιαµάντη»,


προλογικό σηµείωµα στον τόµο Α. Παπαδιαµάντη. ∆ιηγήµατα (Επιλογή),
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυµα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1988,
σ.7-30.
- Αλ. Παπαδιαµάντη ‘’ Το λάβαρον’’, ανέκδοτες παπαδιαµαντικές σελίδες από
το Αρχείο Γ. Παπαδιαµάντη , εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα , 1989.
- (εισαγωγή- επιµέλεια) Παπαδιαµάντης και Σκιάθος: Φωτογραφίες από το
Αρχείο Merlier, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα , 1991.
- και Χριστοδούλου Γ., Φύλλα εσκορπισµένα: Τα παπαδιαµαντικά αυτόγραφα,
γνωστά και άγνωστα κείµενα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα , 1994.
- και Χριστοδούλου Γ., «Τα παπαδιαµαντικά αυτόγραφα», στον τόµο Πρακτικά
Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, σ.97-212.
- (Εισαγωγή) Νεοελληνική ανθολογία, Α. Παπαδιαµάντης, εκδόσεις
Επικαιρότητα, Αθήνα, 1998.
- Άνθος της Εδεµ: παπαδιαµαντικά κείµενα και µελέτες, Αθήνα, Φιλιππότης,
1999.
- Λεύκωµα Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ERGO, Aθήνα , 2000.
- (Εισαγωγή) Α. Παπαδιαµάντης, Η φόνισσα, εκδόσεις ERGO, Αθήνα, 2001.

∆ηµητρίου Έρικα, «Γυναίκα και µαγικές δυνάµεις», περιοδικό Ακτή, τεύχος


48, έτος ΙΒ’, (Φθινόπωρο 2001), σ.420- 425.
453

-«Χαρακτηρισµός και κοινωνική συµπεριφορά των γυναικών στο έργο του


Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
Εταιρεία Παπαδιαµαντικών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ.121-
133.

Ελύτης Οδυσσέας, Η µαγεία του Παπαδιαµάντη, Ερµείας, Αθήνα, 1976.

Ζαµάρου Ρένα, «‘’Υπό την Βασιλικήν ∆ρυν’’ του Παπαδιαµάντη»: ∆ύο


υπερρεαλιστικές εκδοχές στον Εµπειρίκο και τον Εγγονόπουλο», περιοδικό
Γράµµατα και Τέχνες, τεύχος 72 (Νοε- ∆εκ 1994) σ.31-34.
-Φύση και έρωτας στον Παπαδιαµάντη, ο συγγραφέας κηπουρός, Εκδόσεις
Νεφέλη, Αθήνα 2000.
- «Η µεγάλη φουρτούνα της Φραγκογιαννούς», περιοδικό Ο Πολίτης, τ. 80-81,
Σεπ- Οκτ 2000, σ.46-60.

Ζαννής Τάσος, « Ο γάµος του Καραχµέτη», περιοδικό Σύναξη, τ.26 , 1988,


σ.62-64.

Ζορµπάς Απόστολος, Η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών


βιβλίων στο έργο του Παπαδιαµάντη, ∆ιατριβή ἐπί διδακτορίᾳ (αδηµοσίευτη),
Τµήµα Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήνα, 1991.

Ζουµπουλάκης Σταύρος, «Μια ηθική ανάγνωση της Φόνισσας», Πρακτικά Β’


∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002,
σ.163-169.
- «Εξ’ όλων των παθών το τυραννικώτατον», στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος
Παπαδιαµάντης, Συναγωγή κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
2003, επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκη και Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, Αθήνα,
σ.199-207.
- «Από το κοινόχρηστο κακό στο ακραίο έγκληµα», Πρόλογος στο:
Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, Ἡ Φόνισσα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2006, σ. 9-
22.
- «Πέτρα σκανδάλου», προλογικό σηµείωµα στον 8ο τόµο των Απάντων του
Παπαδιαµάντη ‘’ Ἡ Νοσταλγός’’ και άλλα διηγήµατα, Το Βήµα βιβλιοθήκη,
δηµοσ. Οργανισµός Λαµπράκη , 2011, σ.11-19 [copyright: ∆όµος].
- Προλογικό σηµείωµα στον 13ο τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη
‘’Αγάπη στον κρεµνό’’ και άλλα διηγήµατα, Το Βήµα βιβλιοθήκη, δηµοσ.
Οργανισµός Λαµπράκη , 2011, σ.11-20 [copyright: ∆όµος].

Ζουράρις Κώστας, «Χάντιγκτον και… Παπαδιαµάντης», στο Η σύγκρουση


Ανατολής- ∆ύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα,
1998.

Θέµελης Γιώργος, Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του, Θεσσαλονίκη,


εκδόσεις ∆ιάττων, 1991 (ανατύπωση από το περιοδικό Χρονικά του
πειραµατικού σχολείου του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Τεύχος ΝΗ’)

Θεοδοσοπούλου Μαρία, Μετ’ έρωτος και στοργής. Κείµενα για τον


Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Νεφέλη, Νο.9, Αθήνα 2001.
454

Θεόκλητος ∆ιονυσιάτης (µοναχός), Ο κοσµοκαλόγερος Παπαδιαµάντης,


εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αθήνα , 1986.

Θωµάς Παναγιώτης, «Της αγάπης τα χρέη» (ποίηµα) , περιοδικό Ακτή, τ.89,


έτος ΚΓ’, Λευκωσία, (χειµώνας 2011), σ.15.

Jefferson Ann and Robey David (επιµέλεια), Modern Literary Theory, London,
Batsford, 1989.

Ιωάννου Γιώργος, «Ὁ τῆς φύσεως ἔρως», στον τόµο Μνηµόσυνο του


Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την κοίµησή του, Τετράδια ευθύνης
15, Αθήνα, 1981, σ.55-63.

Η Καινή ∆ιαθήκη, εκδόσεις Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα, 1989.

π. Καλλιακµάνης Β.Ι., Από το φόβο στην αγάπη, εκδόσεις Πουρναρά,


Θεσσαλονίκη, 2009.

Καλλιντέρης ∆ηµήτριος, Πάθη και Απάθεια κατά τη διδασκαλία του αββά


Ισαάκ του Σύρου,εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσ/νίκη, 1997.

Καλογερόπουλος Άγγελος, Ο Θρους του δέρατος: Η µουσική στον


Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα , 1993.
- «Ο Παπαδιαµάντης και η εµµονή στην ορθόδοξη παράδοση ως η
κατ’εξοχήν καινοτοµία», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-
∆εκέµβριος 2011), σ.97- 102.
- προλογικό σηµειώµα στον 7ο και 11ο Τόµο των απάντων του Α.
Παπαδιαµάντη, Το βήµα βιβλιοθήκη, δηµοσ. Οργανισµός Λαµπράκη , 2011,
[copyright: ∆όµος], σ. 11- 16 ( 7ος Τόµος) και σ.11- 16 ( 11ος Τόµος).

Καλοσπύρος Νικόλαος, «Amoenitas Sancta: Για την τεχνική της εκφράσεως


του Α. Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, Τόµος Α’, ∆όµος, Αθήνα,2012, σ.147- 185.

π. Καµπερίδης Λάµπρος, Το Νάϊ το γλυκύ … το πράον , εκδόσεις ∆όµος,


Αθήνα , 1990.
- Από τον Μπρετ Χαρτ στον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα , 1992
-«Πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως;», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4,
(Οκτώβριος-∆εκέµβριος 2011), σ.125- 149.

Καραβιδόπουλος Ιωάννης, Αγάπη και γάµος, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1995.

Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυµολογικό γλωσσάρι στο έργο του


Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος , Αθήνα , 1988.

Καρδαµάκης Μιχαήλ, Αγάπη και γάµος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1981.

Κατσίµπαλης Γ.Κ., Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, Α΄ Πρώτες κρίσεις και


πληροφορίες (1934). Β΄ Συµπλήρωµα Βιβλιογραφίας (1938), Ανατύπωση-
Εισαγωγικά σηµειώµατα ∆ασκαλόπουλος ∆. -Τριανταφυλλόπουλος Ν.∆.,
455

Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα,


1991.

Κεσελόπουλος Ανέστης, «Η καταπολέµηση των παθών κατά τον άγιο


Γρηγόριο τον Παλαµά», περιοδικό Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς, τεύχος 680,
1980, σ. 279-288.
- Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαµά, εκδόσεις
∆όµος, Αθήνα, 1990 (3η επανέκδοση) ( 1η έκδοση 1982).
- «Το φυσικό περιβάλλον στον Παπαδιαµάντη», περιοδικό Αντί, τ.463, (5
Απριλίου 1991), σ.29-56.
- «Λειτουργικό ήθος και εκκλησιαστικός προσανατολισµός στη ζωή και το
έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη», στον τόµο Η αδιάπτωτη µαγεία.
Παπαδιαµάντης: 1991- ένα Αφιέρωµα, ίδρυµα Γουλανδρή- Χόρν, Αθήνα,
1992.
- Η λειτουργική παράδοση στον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη , 1994.
- «Οι ιερείς του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996.
- «Από τον Παπαδιαµάντη στον Πεντζίκη», εκδόσεις το Παλίµψηστον,
Θεσσαλονίκη, 2003.
- «Η Εκκλησία στον Αλέξανδρο Παπαδιαµάντη», περιοδικό Θεολογία, Τ. 82 ,
τ. 4, (Οκτώβριος – ∆εκέµβριος 2011), σ.25- 33.

Κεχαγιόγλου Κώστας, ’’Ο Έρωτας στα χιόνια’’ του Αλ. Παπαδιαµάντη , Σειρά :
Νεοελληνικές ψηφίδες, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1984.

Κιτσοπούλου. Ελένη, Α. Παπαδιαµάντης: Μια άλλη ανάγνωση, Θεσσαλονίκη,


1990.

Κίνας Κωνσταντίνος, Η αγάπη κατά τη διδασκαλία του Αγίου Ισαάκ του


Σύρου, µεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, τµήµα Θεολογίας,
Θεσσαλονίκη, 2012.

Κοκόλης Ξ.Λ., Για τη ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαµάντη: 2 µελετήµατα , εκδόσεις


Studio University Press, Θεσσαλονίκη, 1993.

Κολυβάς Ι.Κ., «Η ορθόδοξη προοπτική στο έργο του Παπαδιαµάντη»,


περιοδικό ∆ιαβάζω, τ.165, 1987, σ.80-90.
- Λογική της αφήγησης και ηθική του λόγου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1991.
- «Αρκαδικά θέµατα και ποιητική», περιοδικό Παπαδιαµαντικά Τετράδια,
τεύχος 1, εκδόσεις ∆όµος, (Πρωτοχρονιά 1992), σ.14- 31.

Κonstandinides Elizabeth, Αlexandros Papadiamantis. Tales from a greek


island , John Hopkins University Press, Βαλτιµόρη και Λονδίνο, 1987.
- «Love and Death: The Sea in the Work of Alexandros Papadiamandis»,
Modern Greek Studies Yearbook 4 , (1988), p.99-110.
- «Η παράδοση του Ευρωπαϊκού Ροµαντισµού», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις
∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.387-405.
456

Κόντογλου Φώτης, «Ο Παπαδιαµάντης, ο πνευµατικός οδηγός µας»,


περιοδικό Παρνασσός, Τ.∆’, αρ.2’, Αθήνα , Απρίλιος - Ιούνιος 1962, σ. 203-
206 και στον Τόµο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, είκοσι κείµενα για τη ζωή και
το έργο του, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα , 1979, σ .229-233.

Κοσµόπουλος ∆ηµήτριος, «Ο φθαρτός και ο θείος έρως», πρόλογος στον 4ο


Τόµο των Απάντων του Παπαδιαµάντη, Ἡ Μετανάστις, το Βήµα Βιβλιοθήκη,
δηµοσ. οργανισµός Λαµπράκη Α.Ε., 2011 σ.11- 20 [Copyright: ∆όµος].

Κοτζιάς Αλέξανδρος, «Τα αθηναϊκά διηγήµατα» στον τόµο Η Αδιάπτωτη


Μαγεία. Παπαδιαµάντης: 1991- Ένα Αφιέρωµα, Ίδρυµα Γουλανδρή-Χορν,
Αθήνα, 1991, σ.103-121.
- Τα Αθηναϊκά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη και δυο δοκίµια για το χρόνο,
εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1992.
- «Χρόνοι και χρόνος στο ‘’Ο Έρωτας στα χιόνια’’», Παπαδιαµαντικά
Τετράδια, τεύχος 1, εκδόσεις ∆όµος, (Πρωτοχρονιά 1992), σ.7- 13.

Κούσουλας Λουκάς, Ανθρώπους και κτήνη… , εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα,


1993.

Κουστένης Ανανίας (αρχιµανδρίτης), Παπαδιαµαντικοί Λόγοι, Ακτή,


Λευκωσία, 2002.

Κριπαροπούλου Α., «Σαν να’χαν ποτέ τελειωµό τα πάθια κ΄οι καηµοί του
κόσµου: σχόλια στη Φόνισσα», περιοδικό Ακτή, τεύχος 48, (Φθινόπωρο
2001),σ. 381.

Kristeva Julia, «World, Dialogue and the Novel», in Desire and Language: A
semiotic Approach to Literature and Art, translation: Léon S. Roudiez, New
York, Columbia University Press, 1980.

Κωνσταντίνοβα Χριστίνα, «Από τον εαυτό µας προς τους ανθρώπους , τον
κόσµο και το Θεό», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.
Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2002, σ. 283- 287.

Λαµπρακίδης Στέλιος, Η Ορθοδοξία και ο Ελληνισµός στον Α. Παπαδιαµάντη,


µεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα Ποιµαντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1998 .

Λαµπροπούλου Βασιλική, Οι γυναίκες στο έργο του Παπαδιαµάντη,


Πανεπιστήµιο Αθηνών, 1992.

Λαµπροπούλου B.∆., «Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη


έτους 2011», περιοδικό Θεολογία, Τ. 82, τ.4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος 2011),
σ. 295-309.

Λασπίδης Χρήστος, Η χριστιανική αγάπη, Θεσσαλονίκη, 1995.


457

Λεονάρδος Ν.Κ., «Σηµειώσεις στο τέλος της Φόνισσας’, στο περιοδικό


Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τεύχος 2, εκδόσεις ∆όµος, (Φθινόπωρο 1993), σ.
186-188.

Lepp Iqnace, Psychanalyse der Liebe, Arena- Verlag, Wurzburg, 1961.

Λιγνάδης Τάσος, «Οµολογία Πίστεως στον Παπαδιαµάντη», στο τόµο Φώτα


Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.), Αθήνα, 1981,
σ. 117- 131.

Λορεντζάτος Ζήσιµος, «Α. Παπαδιαµάντης, πενήντα χρόνια από το θάνατό


του», στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του,
πρόλογος- επιµέλεια Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, οι εκδόσεις των φίλων,
Αθήνα, 1979, σ.209-226.
- .Ο Παπαδιαµάντης. ∆ίπτυχο ,εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1986.
- Ο Παπαδιαµάντης του Ζήσιµου Λορεντζάτου, επιµέλεια Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλος, Ίκαρος, 2011.

Μακρής Νίκος, «Νοσταλγία και ιερότητα στο έργο του Παπαδιαµάντη», στον
τόµο Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης τ.15, 1981, σ.216-218.

Mackridge Peter, «Ολόγυρα στη λίµνη», στον τόµο Εισαγωγή στην


Πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, Παν. Εκδόσεις Κρήτης,2005, σ 439- 454.

Μαλεβίτσης Χρήστος, «Ο αρχέγονος Παπαδιαµάντης, σχόλιο στο ‘’Μυρολόγι


της φώκιας’’», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό
αρχείο, Αθήνα , 1981, σ. 291- 298.

Μαντάς Α.Γ., Ο τροπικός Παπαδιαµάντης. Συµβολή στη µελέτη του


µεταφορικού λογου των παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, ∆ιατριβή ἐπί
διδακτορίᾳ , Τµήµα Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήνα, 1994.
- «Α.Παπαδιαµάντης: «Πατέρα στο σπίτι!», µια διδακτική προσέγγιση»,
Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ.481-489.
- « Η ιερότητα του εσωτερικού τοπίου», εισαγωγή στον τόµο Γυναίκες της
προσµονής και του καηµού, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2001, σ.9-13.
- «Παπαδιαµαντική φιλανθρωπία: Το θέµα της αυτοκτονίας», περιοδικό
Θεολογία, Τ. 82, τ.4, (Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011), σ.169-190.

Μαντζαρίδης Γεώργιος, Μέθεξις Θεού, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη,


1979.
- Χριστιανική Ηθική Ι, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1983.
- Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Άνθρωπος και Θεός, άνθρωπος και συνάνθρωπος,
υπαρξιακές και βιοηθικές θέσεις και προοπτκές, Εκδόσεις Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη, 2010 (δεύτερη έκδοση βελτιωµένη), (πρώτη έκδοση 2003).

Μαστροδηµήτρης Π.∆., «Περιγραφική ανάπλαση και δηµιουργική φαντασία»,


στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή κριτικών
κειµένων, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2003, επιµέλεια: Σ.Ζουµπουλάκη και
458

Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλου, σ.69- 82.

Μάτσας Νέστορας, .«Υστερόγραφα µιας µονίµου (πλέον) απουσίας ή εικασίαι


δια µιαν δολοφονίαν», στον τόµο Μνηµόσυνο του Α.Παπαδιαµάντη:
εβδοµήντα χρόνια από την κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης 15, 1981, σ. 93-
97.
-…Αν δεις τον κυρ Αλέξανδρο…Η άλλη βιογραφία του Παπαδιαµάντη,
Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 1991.

Μαυρίδης Νικόλαος, «Μυθιστορηµατική και τραγική ειρωνεία. Έρως, αγάπη,


ηδονή στο έργο του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα , 2002, σ.319- 326.
-Έρως και Αγάπη: η ερµηνευτική του Παπαδιαµάντη , ∆ιατριβή ἐπί διδακτορίᾳ
(αδηµοσίευτη), Πάντειο Πανεπιστήµιο, τµήµα ΜΜΕ, Αθήνα, 2002.

Μαυρόπουλος ∆ηµήτριος, «Αµαρτία και µετάνοια», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς


Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις
∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.581- 589.

π. Μέγιεντορφ Ιωάννης, Ο ορθόδοξος γάµος, εκδόσεις Ακρίτας, 2004.

Μερακλής Μιχάλης, «Ηθογραφικός Νατουραλισµός», στον τόµο Φώτα-


Ολόφωτα, ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981, σ.299-
305.

Μηλιώνης Χριστόφορος, Σηµαδιακός και αταίριαστος, εκδόσεις Νεφέλη,


Αθήνα, 1991.
- «Παπαδιαµάντης και ηθογραφία ή Ηθογραφίας αναίρεσις» , εκδόσεις
Σοκόλη, ανάτυπο από το περιοδικό Γράµµατα και Τέχνες, τεύχος Ιανουαρίου
1992. Υπάρχει και στα Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,
σ.15-32.

Μητρούλης Απόστολος, Ο έρωτας της αγάπης: συνοπτική θεώρηση του


πλατωνικού έρωτα και της χριστιανικής αγάπης, Πτολεµαΐδα, 2010.

Μιχάκης Γεώργιος, «Παπαδιαµαντική Θεολογία», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς


Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις
∆όµος, Αθήνα, 1996, σ.561 -567.

Μολινός Σ.Α., Με τους ήρωες του Παπαδιαµάντη, Αρχείο παπαδιαµαντικών


µελετών 1, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1998.

Μουλλάς Παναγιώτης, (επιµέλεια) Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφούµενος,


εκδόσεις Ερµής, Αθήνα, 1974.

Μπαλούση Στυλιανή, ‘’Ὁδὸς λευκάζουσα εἰς τὸ σκότος…’’: Σπουδή στα


παπαδιαµαντικά έργα, Μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα
Θεολογίας, Θεσαλονίκη, 2004.
459

Μπαµπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο


Λεξικολογίας, 2005 ( Β’ έκδοση).

Μπαστιάς Κώστας, Παπαδιαµάντης: δοκίµιο, εκδόσεις Ι. Κ. Μπαστιά, Αθήνα,


1974.
- «Ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόµενος», περιοδικό Εφηµέριος, εκδόσεις
αποστολικής ∆ιακονίας, Αθήνα, 1991 (απόσπασµα από το παραπάνω
βιβλίο).

Μπεχλιβάνης Θωµάς, «Το µοιρολόγι της φώκιας του Α. Παπαδιαµάντη και ο


«Πορφύρας» του ∆. Σολωµού. Παράλληλη ανάγνωση», περιοδικό Φιλόλογος,
Θεσσαλονίκη , 1998, σ.279-295.

Μωυσής Μοναχός (Αγιορείτης), «Η κοινωνική επιρροή των Πατέρων»,


περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία, τ.30, (Άνοιξη 2000).

Νάκας Θ., ∆ήµου Η, Καποθανάσης Α, Χρήστου Μ, «Λεξιλόγιο και


συµφραστικοί πίνακες του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά του Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, 2002, σ.327-377.

Ναουµίδης Μάρκος, «Οι στίχοι του Παπαδιαµάντη», περιοδικό Ελληνική


∆ηµιουργία, τεύχος 142, εκδόσεις ∆ηµ. Ν. Παπαδήµα, Αθήνα, 1954, σ. 35-
39.

Νικολαΐδης Αριστοτέλης, «Το αρχιπέλαγος του Παπαδιαµάντη», στον τόµο


Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης 15, 1981, σ.113-117.

Νικολάου Θεοδόσης, Παπαδιαµάντης: σύντοµο σχεδίασµα βίου και θεωρίας


του έργου του, Κύπρος, 1961.

Οικονόµου Ζήσης, Ο Παπαδιαµάντης και το νησί του, Μικρογραφία της


ανθρωπότητας, Εκδόσεις Κέδρος, 1979.

Ορφανίδης Νίκος, «Α. Παπαδιαµάντη ‘’Η Φαρµακολύτρια’’», Πρακτικά Α’


∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών,
εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ.33-41.
- «Το πάθος των προσώπων και τα πάθη της ψυχής» στον τόµο Η κοινωνική
διάσταση του έργου του Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 2000,
σ.248-255.
- «Η πρόσληψη της αγιότητας στον Α. Παπαδιαµάντη και στο Γ. Ιωάννου» ,
Πρακτικά Β’ διεθνούς συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος,
Αθήνα, 2002, σ. 379- 387.

Η Παλαιά ∆ιαθήκη κατά τους Ο’, εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία της


Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1981.

Παλαµάς Κώστας, «Α. Παπαδιαµάντης», περιοδικό Τέχνη, Αθήνα, 1889.


- άρθρο µε αφορµή το θάνατο του Παπαδιαµάντη στο περιοδικό «Νουµάς»,
1911, 21-22 (βρίσκεται επίσης στα Άπαντα του Κ.Παλαµά, Τ.Ι’, εκδόσεις
460

Μπίρης, 1960 σ. 310 –323).


-..«Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης», στον τόµο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης:
είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1979,
σ.27-36.

Πανταζής Βασίλειος, «Στην Αγι- Αναστασά, τη Φαρµακολύτρια!»,


Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τεύχος 3, εκδόσεις ∆όµος, (Άνοιξη 1995), σ. 53-
61.
-Ανθρωπολογική – Παιδαγωγική Θεώρηση της επικοινωνίας στο έργο του
Παπαδιαµάντη, Πανεπιστήµιο Αθηνών, Σαριπόλειο Ίδρυµα, Αθήνα, 2010.

Παπαγεωργοπούλου Αγγελλική, Η διηγηµατογραφία του Αλέξανδρου


Παπαδιαµάντη και του Charles Dickens- Συγκριτική προσέγγιση, ∆ιατριβή ἐπί
διδακτορίᾳ, (αδηµοσίευτη), Πανεπιστήµιο Αθηνών, Αθήνα, 2000.

Παπαγιώργης Κωστής, Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, Εκδόσεις


Καστανιώτη 1998.

Παπαδηµητρακόπουλος Η.Χ, Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, Πέντε κείµενα για


τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1992.

Παπαθανασίου Στέλιος, «Μεθοδολογικά στον Παπαδιαµάντη: Το παράδειγµα


του Μιχαήλ Μπαχτίν», Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον
Α.Παπαδιαµάντη, ∆όµος, 2002, σ.389-396.
-Θεολογικές προϋποθέσεις κοινωνίας και κοινωνικότητας στον Α.
Παπαδιαµάντη, ∆ιατριβή ἐπί διδακτορία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τµήµα
Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2005 και σε έντυπη µορφή µε τον τίτλο Ο Α.
Παπαδιαµάντης και η γραµµή του ορίζοντος, εκδόσεις Μυγδονία,
Θεσσαλονίκη, 2007.
- «Παπαδιαµάντης κοινωνικολογικός: «Ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς
πραγµατικότητος», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος
2011), σ.237-243
- Προλογικό Σηµείωµα στον 9ο Τόµο της εκδόσεως των Απάντων , ∆όµος, Το
βήµα βιβλιοθήκη, δηµοσ. Οργανισµός Λαµπράκη , 2011, σ.11-16 [copyright:
∆όµος].

Παπαντωνίου Χ. ∆., «Το διηγηµατογραφικόν έργον του Παπαδιαµάντη»,


εφηµερίδα Καιροί, 5/1/1911, στον τόµο Εισαγωγή στην πεζογραφία του
Παπαδιαµάντη ,επιµέλεια: Γ. Φαρίνου- Μαλαµατάρη, Πανεπιστηµιακές
εκδόσεις Κρήτης, 2005, σ.75-79.

Παπασπηλιόπουλος Ιγνάτιος, «Η ενότητα του ‘’διχασµένου’’ και η


‘’κοινωνικότητα’’ του ‘’ακοινώνητου’’ Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη», στον τόµο
Η κοινωνική διάσταση του έργου του Α. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Οδυσσέας,2000, Αθήνα, σ.294- 305.

Παρίσης Νικήτας, Αλ. Παπαδιαµάντη, τρία διηγήµατα (το µυρολόγι της φώκιας
- όνειρο στο κύµα- πατέρα στο σπίτι), αναζήτηση της αφηγηµατικής λογικής,
εκδόσεις Μεταίχµιο, Αθήνα , 2001.
461

Πασχάλης Στρατής, Τα σκοτεινά παραµύθια του Αλ. Παπαδιαµάντη, εκδόσεις


Μεταίχµιο, Αθήνα, 2005.

Πάσχος Π. Β., Παπαδιαµάντης. Ο βίος και η θεωρία του, Κύπρος, 1961.


- Παπαδιαµάντης- Μνήµη δικαίου µετ’ εγκωµίων, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
1991.

Πατερίδου Γεωργία, «Η Φόνισσα (1903): ένα νατουραλιστικό έργο», στα


Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Παπαδιαµαντικών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ. 417-432.

Πατρώνος Γεώργιος, Θεολογία και εµπειρία του Γάµου, εκδόσεις ∆όµος,


Αθήνα, 1992.

Ρeckham R. S., «Ο Παπαδιαµάντης και η έννοια του δένδρου», περιοδικό


Ελληνικά, τεύχος 44 , 1994, σ.147-157.
-«Ο κόσµος ντυµένος: Ο Ντοστογιέφσκυ και η σηµασία των ρούχων στον
Παπαδιαµάντη», περιοδικό Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τεύχος 3, εκδόσεις
∆όµος, (Άνοιξη 1995), σ.41-52.

Περάνθης Μιχαήλ, «Ένα πορτραίτο του Παπαδιαµάντη», περιοδικό Νέα


Εστία, τεύχος 76, 1/4/1951, σ.511-520.
- Ανθολογία Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Μαλλιάρη, Αθήνα, 1976.

Πιτσάκης Κ.Γ., Το κώλυµµα γάµου λόγω συγγενείας εβδόµου βαθµού εξ


αίµατος στο βυζαντινό δίκαιο, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1985.
- «Κωλύµατα γάµου στον Παπαδιαµάντη», Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τεύχος
2, εκδόσεις ∆όµος, (Φθινόπωρο 1993), σ. 37- 59.

Πλάκας ∆ηµήτριος, «Η ροµαντική διάσταση του Παπαδιαµάντη» στον τόµο


Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια ευθύνης 15, Αθήνα, 1981, σ.184-202.

Πλησής Κυριάκος, «Ο Παπαδιαµάντης και ο κόσµος του», στον τόµο


Μνηµόσυνο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη. Εβδοµήντα χρόνια από την
κοίµησή του, Τετράδια Ευθύνης 15, Αθήνα, 1981, σ. 148-155.

Πολίτης Λίνος, «Εισαγωγή στο Βαρδιάνο στα σπόρκα», στο Αλέξανδρος


Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη ζωή και το έργο του, επιµέλεια: Ν.∆.
Τριανταφυλλόπουλου, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1979.

Πολίτη Τζίνα, «∆αρβινικό κείµενο και η Φόνισσα του Παπαδιαµάντη. Πρόταση


ανάγνωσης», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Συγκριτικής Γραµµατολογίας ,
εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1995, σ.253-269.

Πολίτου - Μαρµαρινού Ελένη, «Η ποιητικότητα του παπαδιαµαντικού έργου»,


περιοδικό ∆ιαβάζω, τ.165, Αθήνα, 8/4/1987, σ.49-58.
- «Παπαδιαµάντης, Μωπασάν και Τσέχωφ: Από τη Σκιάθο στην Ευρώπη»,
Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996, σ. 423-456.
462

Προγκίδης Λάκης, Η κατάκτηση του µυθιστορήµατος: Από τον Παπαδιαµάντη.


στον Βοκκάκιο, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1998 (Μτφ. Γ.
Κιουρτσάκης ).
-Ο Παπαδιαµάντης και η ∆ύση (5 µελέτες), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
Αθήνα, 2002.

Πρωτόπαπας Γεώργιος, «Η ‘’Φονισσα’’ του Παπαδιαµάντη», περιοδικό


Ελληνική ∆ηµιουργία, τ.117, εκδόσεις ∆.Ν. Παπαδήµα, Αθήνα, 1952, σ.747-
750.

Πυργιωτάκης Γιάννης, Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης: Ο αλλοδαπός της


Αθήνας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2003.

Ράµφος Στέλιος, Φιλόσοφος και θείος έρως, εκδόσεις Τήνος, Αθήνα, 1989.
-«Η παλινωδία του Παπαδιαµάντη», στο βιβλίο Τριώδιον, εκδόσεις Αρµός,
1995.

Ράντοβιτς Αµφιλόχιος ( Αρχιµανδρίτης), Η Φιλοκαλική Αναγέννησι του XVIII


και XIX αιώνα και οι Πνευµατικοί Καρποί της, Ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν,
Αθήναι, 1984.

Ricks David, «Papandiamandis, Paganism and the Sanctity of Place»,


Journal of Mediterranean Studies, 2 , 1992, p.169-182.

Ροζάνης Στέφανος, «Ο εν συνειδήσει αθώος», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα,


Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981, σ.329-346.

Ρουζµόν Ντενί, Οι µύθοι του έρωτα, εκδόσεις Αρµός , Αθήνα, 2003.

Σακελλίωνας Γιάννης, Σύγχρονες πολιτικές διαστάσεις στο έργο του


Παπαδιαµάντη, Θεσσαλονίκη, 1970.

Σαράντη Γαλάτεια, «Εἶχε "ψηλώσει" ὁ νοῦς της!», στον τόµο Φώτα Ολόφωτα,
Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα , 1981, σ. 347-349.

Saunier Guy- Michel, «Για τη ‘’Φαρµακολύτρια’’ του Παπαδιαµάντη»,


περιοδικό Παλίµψηστον, τεύχος 9/10, ∆εκ.1989- Ιουν.1990, σ. 141-155
(περιέχεται στο Εωσφόρος και Άβυσσος µε τίτλο «Το αίνιγµα της
Φαρµακολύτριας», σ. 33-57).
- «’’Λαµπριάτικος Ψάλτης’’, de Papandiamandis ou la manifeste subverti»,
Revue des Etudes Neo – helleniques , 1, 1992, p. 21-34 ( περιέχεται στο
Εωσφόρος και Άβυσσος µε τίτλο « Λαµπριάτικος Ψάλτης: το υπονοµευµένο
µανιφέστο» σ.357-375).
- «Για το ‘’Αµαρτίας Φάντασµα’’», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,
σ.500-513 (περιέχεται στο Εωσφόρος και Άβυσσος µε τον ίδιο τίτλο, σ. 59-
75).
- Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός µύθος του Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2001.
463

Σεφέρης Γεώργιος, Άπαντα, 10η έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα, 1976.


- Στα 700 χρόνια του ∆άντη, ∆οκιµές Β’ , Ίκαρος, Αθήνα, 1981.

Σιάσος Λάµπρος, Εραστές της αλήθειας: έρευνα στις αφετηρίες και στη
συγκρότηση της θεολογικής γνωσιολογίας κατά τον Πρόκλο και το ∆ιονύσιο
Αρεοπαγίτη, ∆ιατριβή ἐπί διδακτορίᾳ, Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής
Σχολής ΑΠΘ, Παράρτηµα αρ.45 του 28ου τόµου, Θεσσαλονίκη, 1984.
- «Αµφίλοξα Παπαδιαµαντικά», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ.
Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Παπαδιαµαντικών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος,
Αθήνα, 2002, σ.443-455.
- Μυρσίνη: Ασκητική της έρευνας, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2007.
- «‘’Νοῦς ἀψηλός ὀξύπτερος’’. Ἀρχαῖος ἀλφάβητος γιὰ τὴν ἀναγνώση τῆς
Φόνισσας», περιοδικό Θεολογία, Τ. 82, τ. 4, (Οκτώβριος- ∆εκεµβριος 2011),
σ. 151-167 και στα Πρακτικά Γ’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α. Παπαδιαµάντη,
Τόµος Α’,( Σκιάθος: 29/9- 2/10/2011), ∆όµος, Αθήνα, 2012, σ. 421-438.

Scazzero Peter, Love: building healthy relationships, Grand Rapids, Mich.:


Zondervan, 1991.

Sherrard Ρhilip, «Η σεξουαλική σχέση στη χριστιανική σκέψη», στον τόµο


Έρως και γάµος: ∆οκίµια, Επιµέλεια Χ. Γιανναρά, Εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα,
1972, σ. 78- 123.
-«Χριστιανισµός και έρως», µτφρ. Π. Σουλτάνης, περιοδικό Πεµπτουσία,
Αθήνα, 1994.

Shaw Valerie, The Short Story. A Critical Introduction, Longman, London and
New York, 1995.

Σιατόπουλος ∆ηµήτρης, «Παπαδιαµάντης, ο δραµατικός ∆ιόνυσος»,


περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1981, Τ.38, σ.173- 185.

Σιαφλέκης Ζ.Ι., «Το υπερφυσικό στοιχείο στον Παπαδιαµάντη και σε


οµολογους Γάλλους συγγραφείς», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, 12 , 1992,
και Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία
Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 1996,σ.407- 421.

Σκουβαράς Βαγγέλης, Ο Παπαδιαµάντης όπως τον τραγούδησε ο Σικελιανός,


Εκδόσεις Αστέρος, 1981.

Σολοβιόφ Βλαδίµηρος, Το νόηµα του Έρωτα , εισαγωγή- µετάφραση- σχόλια


Β. Τριανταφυλλίδης, επιµέλεια: Ντίνα Σαµοθράκη, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα,
2008.

Σπανδωνίδης Πέτρος, Α. Παπαδιαµάντης, Ο θεατής της γης (Ανάτυπο από


την Ηπειρωτική Εστία), Ιωάννινα, 1960.

Σταµούλης Χ.Α., Φύση και Αγάπη και άλλα µελετήµατα, Εκδόσεις «τό
Παλίµψηστον», Θεσσαλονίκη, 2007.
- Έρως και Θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 2009.
- (επιµέλεια) Έρωτας και σεξουαλικότητα. Αφήγηση διεπιστηµονική. Από την
464

αρχαιότητα στο σήµερα. Από τους µικροοργανισµούς στον άνθρωπο,


εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2014.

Σταυροπούλου Έρη, «Η λειτουργία των τίτλων του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά


Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Παπαδιαµαντικών
Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002.

Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Παπαδιαµάντης σήµερα: ∆ιαίρεση και


Χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του», στον τόµο Α. Παπαδιαµάντης: είκοσι
κείµενα για τη ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1979, σ.
255-274.
- «‘’Η Φαρµακολύτρια’’ του Παπαδιαµάντη», περιοδικό ∆ιαβάζω, τ.165,
Αθήνα, 8/4/1987, σ.59-67.
- «Υπό την βασιλικήν δρυν»: ο ονειρικός και ευφρόσυνος Παπαδιαµάντης,
Θαλλώ (περιοδική έκδοση Συνδ. Φιλολόγων Νοµού Χανίων) τχ 8, 1996, 25-
39.

Sternberg R.J, Barnes M.L., The Psychology of love, Yale University Press,
New Haven, 1988.

π. Στύλιος Ε.Κ. (επίσκοπος), Η αγάπη: προσεγγίσεις στο µυστήριο του Θεού,


εκδόσεις Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα, 1994.

π. Σωφρόνιος ( Σαχάρωφ) (Αρχιµανδρίτης), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι.


Μ. Τιµίου Προδρόµου Έσσεξ Αγγλίας, 1995.

Ταλλιγκάρου Α., «Α.Παπαδιαµάντης: από τη ‘’Βασιλική ∆ρυ’’ στη ‘’Φόνισσα’’»,


περιοδικό ο Πολίτης, τ. 41 ( 10/10/1997) σ.37-43.

Τέτσης Παναγιώτης, «Ο ερωτικός και αισθησιακός Παπαδιαµάντης»,


περιοδικό η Λέξη, τ. 162, αφιέρωµα, Μάρτης- Απρίλης 2001, σ. 152-155.

π. Τζέρπος ∆.Β., « Ορθόδοξο ιερατικό ήθος: ∆ιδάγµατα από τη ζωή και το


έργο του Α. Παπαδιαµάντη», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-
∆εκέµβριος 2011), σ. 35-74.

Τζιόβας ∆ηµήτρης, Το παλίµψηστο της ελληνικής αφήγησης, Οδυσσέας,


Αθήνα, 1993.
- «Ερµηνεύοντας το όνειρο στο κύµα», Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για
τον Αλ. Παπαδιαµάντη, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, εκδόσεις ∆όµος,
Αθήνα, 1996, σ.71- 83.
-«Η Φόνισσα ως αντικοινωνικό µυθιστόρηµα», Πρακτικά Β’ ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002, σ.513-
519.

Thibon Gustave, Love and marriage, Burns and Oates, London, 1962.
465

Τριανταφυλλόπουλος ∆.∆.: «Ανάµεσα στο χείλος της Κολάσεως και στα χέρια
του Ελεήµονος Θεού. Από τον πρίγκηπα των µελωδών στο ηδύµολπο
τρυγόνι της Σκιάθου», περιοδικό Θεολογία, Τ.82, τ.4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος
2011),σ.191-200.

Τριανταφυλλόπουλος Ν.∆., ‘’∆αιµόνιο Μεσηµβρινό’’, 11 κείµενα για τον


Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1978.
- (πρόλογος, επιµέλεια) Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης: είκοσι κείµενα για τη
ζωή και το έργο του, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1979.
- (επιµέλεια) Φώτα Ολόφωτα. Ένα αφιέρωµα στον Παπαδιαµάντη και τον
κόσµο του, Β’ έκδοση, Ελληνικό Λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, (Ε.Λ.Ι.Α.)
Αθήνα, 1981.
- «Ερµηνευτικά και κριτικά στον Παπαδιαµάντη» στον τόµο Αντίχαρη,
Αφιέρωµα στον καθηγητή Σταµάτη Καρατζά, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1984, σ.460-
466.
- Μινύρισµα πτηνού χειµαζοµένου: φιλολογικά στον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα, 1986.
- «Πέντε εισηγήσεις για ισάριθµα πεζά», περιοδικό Νεοελληνική Παιδεία,
τ. 17- 18, Αθήνα,1990, σ. 133-151 και 7-36 αντίστοιχα.
- «Απόσωµα για το αποσώνω», περιοδικό Ελληνικά, Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών, τ.41, Θεσσαλονίκη, 1990, σ.127-130.
- «Επιλογικό», περιοδικό Αντί, τ.463, (5 Απριλίου 1991), σ.56.
- «Ο άγονος έρωτας ή desinit in piscem» στο Η Αδιάπτωτη Μαγεία,
Παπαδιαµάντης: 1991- ένα Αφιέρωµα, Ίδρυµα Γουλανδρή- Χορν, Αθήνα ,
1992, σ.13-38.
- «Με τη θηλειά στον Παράδεισο», Παπαδιαµαντικά τετράδια, τεύχος 3,
∆όµος, (άνοιξη 1995), σ.105-117.
- «Πεδιλνός ο παράφρων τύραννος…»: Αρχαιολογικά στον Παπαδιαµάντη,
Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
- (επιµέλεια), Συγγραφείς στο χρόνο: Αλέξ. Παπαδιαµάντης, Ηµερολόγιο,
Εκδόσεις ∆ιάµετρος, 1998.
- (πρόλογος) «Στην άκρη του γκρεµού», στον τόµο ∆ιηγήµατα της αγάπης,
εκδόσεις Αρµός , 1998 ( πρώτη έκδοση 1993),σ. 9-16.
- «Συγκολλώντας το κρανίο του Πιλντάουν: έλεγχος µελέτης του Γκυ Σωνιέ για
τη Μετανάστιδα», στον τόµο Ο µυθιστοριογράφος Παπαδιαµάντης: Συναγωγή
κριτικών κειµένων, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα, 2003, σ.129-150 (1η
δηµοσίευση: Νέα Εστία, τ. 1726, (Σεπτέµβριος 2000), σ.314- 326).
- Αποσπινθιρίζοντας: Σπουδάµατα στον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις Ίνδικτος,
Αθήνα, 2008.
-«Ανεµόσκαλα µεταξωτή», Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τ.9, εκδόσεις ∆όµος,
(Πρωτοχρονιά 2010), σ.30-40.

Τρωϊανός Σπυρίδων, «Η θέση των µάγων στη βυζαντική κοινωνία», Πρακτικά


ηµερίδας «Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο», Αθήνα, 1993, σ. 271-278.

Τωµαδάκης Νικόλαος, «Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, ο χριστιανός


συγγραφεύς (1851- 1911)», περιοδικό Παρνασσός, Αθήνα, 1961, σ.127-139.
- Ηθική και θρησκευτική εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Μαρτίνος , Αθήνα 1964,
Τ.9, σ.1165-1186.
466

- «Ο αµαρτωλός Παπαδιαµάντης: Η αγωνία- Η Μετάνοια- Η λύτρωσις», Στον


τόµο Μορφαί της Μαγνησίας, Βόλος,1973, σ.197-217.

Weinberg David, The nature, style and aesthetics of papadiamandian prose,


Ph.D. Thesis, Michigan State University, 1978.

Υφαντής Παναγιώτης, «Μεταξύ ακαδηµαϊκής σφύρας και µοναστικού


άκµονος», περιοδικό Θεολογία, Τ. 82, τ. 4, (Οκτώβριος-∆εκέµβριος 2011), σ.
103-120.

Φαρίνου – Μαλαµατάρη Γεωργία, «’’Ο Έρωτας στα χιόνια’’: µια ανάγνωση»,


στον τόµο Φώτα - Ολόφωτα, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο,
Αθήνα, 1981, σ.351-357.
- «Α. Παπαδιαµάντης», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσµιο
Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Τ.8, σ. 135-136.
- Αφηγηµατικές τεχνικές στον Παπαδιαµάντη 1887- 1910, εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα 1987.
- «Η ειδυλλιακή διάσταση στον Παπαδιαµάντη», στον τόµο Η αδιάπτωτη
Μαγεία, Παπαδιαµάντης: 1991 – ένα Αφιέρωµα, Ίδρυµα Γουλανδρή – Χορν,
Αθήνα 1992, σ.39-90.
- «Μικρή Εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαµάντη», στον τόµο
Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη, επιµέλεια της ιδίας,
Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2005, σ. 11-51.

π. Φάρος Φιλόθεος, Ἔρωτος φύσις, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990.

Φιλιππίδης Σ.Ν., «Το χιόνι των Χριστουγέννων: ‘’Ἡ θεικούλα’’ του


Βλαχογιάννη και ‘’ ὁ Ἔρωτας στα χιόνια ‘’ του Παπαδιαµάντη», Πρακτικά Β’
∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Α.Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, 2002,
σ. 573-585.

Φραγκούλας Ι .Ν., Ανερεύνητες πτυχές της ζωής του Α. Παπαδιαµάντη,


εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, 1988.
- Νοσταλγικός περίπατος στο νησί των δυο Αλεξάνδρων τη Σκιάθο, εκδόσεις
∆όµος, Αθήνα,1990.

Φραντζολάς Γιώργος, «Σε ήχο πλάγιο και εναρµόνιο», περιοδικό Ίνδικτος ,


τ.12-13 ( φεβρ.2001).
-‘’Το καµίνι που δροσίζει’’: Προσεγγίσεις στον Παπαδιαµάντη και στον
Πεντζίκη, Πολιτιστικό και αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη, 2010.

Φωκάς Νίκος, Επιχειρήµατα για τη γλώσσα- για τη λογοτεχνία, Εκδόσεις


Εστία, Αθήνα, 1982.
-Με θάµβος και κρίση, Σειρά: Οι νεώτεροι για τον Παπαδιαµάντη Νο.8,
εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2004.

Φωτίου Σταύρος, Ο γάµος ως µυστήριο αγάπης κατά την Καινή ∆ιαθήκη,


εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1990.
- «Γλωσσικές υποθήκες του Παπαδιαµάντη», Παπαδιαµαντικά Τετράδια, τ.1,
εκδόσεις ∆όµος, Πρωτοχρονιά 1992, σ.32-39.
467

- Άνδρας και γυναίκα: Ο άνθρωπος. Ένα µάθηµα διαφυλικής αγωγής,


εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 2001.
- Από το νερό στο κρασί και από τον έρωτα στην αγάπη, εκδόσεις Αρµός,
Αθήνα, 2001.
- (επιµέλεια), Γάµος, Αγάπη, Έρωτας, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2015.

Χατζηφώτης Μ. Ι., Ο Παπαδιαµάντης, κριτική µελέτη, Αθήνα, 1970.

Χίος ∆ανιήλ, «Το µυστήριο του ανδρός και της γυναικός» στον τόµο Έρως και
γάµος, ∆οκίµια, επιµέλεια Χ. Γιανναρά, εκδόσεις ∆ωδώνη, Αθήνα, 1972,
σ.62 - 77.

Χρυσόγελου - Κατσή Άννα, «Μαγευτικά τοπία στη θέση µιας µίζερης


πραγµατικότητας (Μορφές του ειδυλλιακού στον Παπαδιαµάντη)», Πρακτικά
Β’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαµάντη, εκδόσεις ∆όµος, Αθήνα, σ.627-
632.

Χριστοφιλόπουλος Αναστάσιος, Θέµατα βυζαντινού εκκλησιαστικού δικαίου


ενδιαφέροντα την σύγχρονον πρακτικήν, Αθήνα, 1957.

3. ∆ιαδικτυακά βοηθήµατα
Πρωτοπρ. π. Βαµβίνης Θωµάς, « Φιλοκαλία και Παπαδιαµάντης», στο http://
orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/407585.html, ηµ/νία ανάρτησης: 3 /2/2009.

π. Λάµπρου ∆ηµήτριος, «Η πνευµατική σηµασία της οράσεως», στο


http://sinodiporos.blogspot.com/2011/05/29.html, ηµ/νία ανάρτησης:
29/5/2011.

π. Λυράκης Καλλίστρατος, (αρχιµανδ., τ. Ιεροκήρυκας Ιεράς Αρχιεπισκοπής


Αθηνών),«Ανεπίφθονη αγάπη», στο http://clubs.pathfinder.gr/vatopaidi/
316880?forum=37591&read=66, ηµ/νία ανάρτησης: 10/10/2006.

4. Προσωπογραφίες- Εικόνες
Οι προσωπογραφίες και οι εικόνες που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα
διδακτορική διατριβή προέρχονται από τις ακόλουθες πηγές:
1. Εξώφυλλο, έργο του Γιώργου Κόρδη, από το βιβλίο ∆ιηγήµατα της αγάπης,
εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1998 (πρώτη έκδοση 1993), σ.8.
2. Εισαγωγή, σ. 8, ό.π., σ.31.
3. Κεφάλαιο Α’, σ.50, ό.π., σ.57.
4. Κεφάλαιο Β’, σ.267, έργο του Γιώργου Κόρδη από το βιβλίο Γυναίκες της
προσµονής και του καηµού, Εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 2001, σ. 168-169.
5. Επίλογος, σ.424, έργο του Γιώργου Κόρδη, από το βιβλίο ∆ιηγήµατα της
αγάπης, εκδόσεις Αρµός, Αθήνα, 1998 ( πρώτη έκδοση 1993), σ. 41.
6. Βιβλιογραφία, σ.446, ό.π., σ.85.
7. Ευρετήριο παπαδιαµαντικών κειµένων,σ. 467, ό.π., χωρίς αρίθµηση.
468

Ευρετήριο παπαδιαµαντικών κειµένων

Έργο του Γιώργου Κόρδη


469

Ἀγάπη στόν κρεµνό- 265, 402 Γυφτοπούλα, ἡ - 66, 98, 160, 234, 355

Ἅγια καὶ Πεθαµένα - 246 ∆αιµόνια στὸ ρέµα - 41, 218

Ἀγνάντεµα τ’- 195 ∆ασκαλοµάννα, ἡ- 182

Ἀερικό στό δέντρο, τ’- 215, 301 ∆ηµαρχίνα νύφη- 244, 398

Ἄκληρη, ἡ- 245, 303 ∆ύο δράκοι, οἱ - 156, 412

Ἀλιβάνιστος, ὁ- 76, 416 ∆ύο κούτσουρα, τὰ - 119, 168, 323

Ἀλλος τύπος- 132 Ἐλαφροΐσκιωτοι, οἱ - 175, 183, 245

Ἀνάκατος, ὁ - 171 Ἔµποροι τῶν Ἐθνῶν, οἱ- 100, 127,


159, 198, 271, 273
Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ- 85
Ἐνιαύσιον θῦµα- 210
Ἁµαρτίας Φάντασµα - 118
Ἐξοχική Λαµπρή- 162, 420, 441
Ἀµερικάνος, ὁ- 179, 184
Ἐξοχικόν Κροῦσµα- 114
Ἀπάντησις εἰς τὸν Ζ. τῆς Ἐφηµερίδος -
12 Ἔρµη στά ξένα - 162

Ἀποκριάτικη Νυχτιὰ - 74, 159 Ἔρως-Ἥρως - 36, 45, 140, 141, 318,
348, 423, 430, 438, 441
Ἀπόλαυσις στη Γειτονιά - 254
Ἐρωτας στὰ Χιόνια, ὁ - 78, 429, 436
Ἀποσώστρα, ἡ - 334
Θάνατος Κόρης - 280, 311
Ἀσπροφουστανούσα, ἡ- 339
Θαῦµα τῆς Καισαριανῆς, το - 394
Ἀστεράκι, τ' - 157
Θέρος-Ἔρος - 178, 185, 243, 245,
Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα- 195, 203, 337
217, 224, 282, 359
Θητεία τῆς Πενθερᾶς, ἡ - 210, 298,
Βλαχοπούλα, ἡ- 112, 130, 159, 184 400, 440

Γάµος τοῦ Καραχµέτη, ὁ- 235, 387, Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος - 233


430, 439
Ἰδιόκτητο, τὸ- 230
Γείτονας µε τό λαγοῦτο, ὁ - 228
Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν
Γιὰ τὴν περηφάνια - 82, 290, 429 χωρίων - 89

Γλυκοφιλοῦσα, ἡ - 245, 280, 313 Κακόµης, ὁ - 363

Γλώσσα καὶ Κοινωνία- 205 Καλόγερος, ὁ - 151, 441

Γουτοῦ, Γουπατοῦ- 347 Καµίνι, τὸ - 173, 193

Γυνή πλέουσα- 385 Κανταραίοι, οἱ- 374


470

Κανὼν ἱκετήριος εἰς τὸν ὅσιον Πεντάρφανος, ὁ - 168, 334


∆ιονύσιον τὸν ἐν Ὀλύµπῳ- 252
Πιτρόπισσα, ἡ - 169
Κατὰ τὸ πρέπον ζῆν: Ἡ ἀληθὴς ὑγίεια
- 217 Ποία ἐκ τῶν δύο - 192

Κοινωνική ἀρµονία - 264 Πολιτισµὸς εἰς τὸ Χωρίον, ὁ - 287,


289
Κοκκώνα θάλασσα- 376
Ῥεµβασµὸς τοϋ ∆εκαπενταυγουστου -
Κουκλοπαντρειές, οἱ - 209, 309, 228 197, 206, 265, 348, 438, 444

Κουκούλωµα, τὸ - 231 Ρόδιν' Ἀκρογιάλια, τὰ - 94, 115, 129,


169, 181, 245, 258, 404, 427
Λίρες τοῦ Ζάχου, οἱ- 208
Σηµαδιακός, ὁ- 54, 73, 283
Μάγισσες, οἱ -245, 249
Σταχοµαζώχτρα, ἡ - 296, 414, 432
Μακρακιστίνα, ἡ - 241
Στοιχειωµένη καµάρα- 332, 342, 353,
Μάννα και κόρη- 173 394, 438

Μαούτα, ἡ- 262 Στρίγλα µάννα- 83, 306

Μαῦρα Κούτσουρα, τὰ- 85, 182 Συµβάντα στό µύλο, τά - 225, 399,
405
Μαυροµαντηλού, ἡ - 34, 168, 221,
286, 338, 357 Συντέκνισσα, ἡ - 289, 300

Μετανάστις, ἡ - 54, 64, 159, 248, 253, Συχαρίκια, τὰ - 177


290
Τελευταία βαπτιστική, ἡ - 335, 442
Μέ τόν πεζόβολο- 396
Τελευταία τοῦ γέρου, τὰ - 264
Μικρά ψυχολογία- 380, 439
Τρελή βραδιά- 82
Μπούφ΄τού π’λι, τ’ - 383
Τραγούδια τοῦ Θεοῦ - 339
«Νάµι» της, τὸ - 255
Τυφλό σοκάκι, τό - 169, 239
Νησί της Ουρανίτσας, τὸ -256
Τύχη απ’ την Ἀµέρικα, ἡ - 327, 369
Νοσταλγός, ἡ - 36, 134, 159, 235, 251
Ὑπηρέτρα -344
Ὁλόγυρα στή λίµνη- 89, 218, 277
Ὑπὸ τὴν Βασιλικὴν ∆ρῦν - 219
Ὄνειρο στό κῦµα -146, 169
Φαρµακολύτρια, ἡ- 39, 92, 121, 245,
Παιδική Πασχαλιά -345 247

Πανδρολόγος, ὁ - 190 Φιλόστοργοι, οἱ- 329, 438

Παραπονεµένες, οἱ- 167, 183, 206 Φλώρα ή Λάβρα -245


471

Φόνισσα, ἡ - 34, 36, 42, 237, 316,


366, 407, 434, 440

Φραγκλέικα, τὰ- 209

Φωνή τοῦ ∆ράκου, ἡ - 242, 257, 360

Χατζόπουλο, τὸ - 304

Χέλια, τὰ - 351

Χήρα Παπαδιά- 170,184

Χήρα τοῦ Νεοµάρτυρος, ἡ- 211

Χολεριασµένη, ἡ- 394

Χορὸς εἰς τοῦ κυρίου Περίανδρου, ὁ-


113

Χρῆστος Μηλιόνης- 161, 174, 275,


281

Χριστὸ στὸ Κάστρο, στὸ - 167, 286,


418

Χριστός Ἀνέστη τοῦ Γιάννη, τὸ - 217

Χριστούγεννα του τεµπέλη, τὰ - 206

Χωρίς στεφάνι- 235, 332

Ψυχὴ, µία - 293

Ψυχοκόρη, ἡ - 343

You might also like