You are on page 1of 420

ψίάΜΟ*- ψ^^

ΒΟΤΑΝΙΚΗ
;. ΠΡΑΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Με <?' δσηζ έπψεΛείας συνερανισθείσα, εκ διαφόρων
σοφών συγγραφέων, καΐ συ> τεθείσα κατ άΛφάβψον
χάΐ χαζά το σύστημα τον σοφοϋ Αινταίον
ΐπο τοϊ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΤ ΚΑΙ ΙΑΤΡΟΔΙΔΑΣΚΑΑΟΥ

ΔΙΘΝϊΣΙΟϊ Ϊ&ΊΦ&Ϊ-
ΤΟΥ ι ι,.-ίι.ιι;"-•ι,'"ΐ.Ι
,ΗΚίίΙΛ

ΚΑΙ ΙΠΠΟΤΟΤ ΤΟΪ ΒΑΣ?Λ^ί&β¥^ΤΑθΪΑΤΟΣ


ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.

Νυν ίΐρώτον εκδίδεται εις δύω τόμους με τάς ζωγρα-


ψισμένας είκόπκς των 2θ4 καί επέκεηα φυτων, των
ζτΛέον συνηθισμένων εις τψ Ίατρικ»)ν καί ΟΊκονομίαν.

ΤΟΜΟΣ ΔΕΪΤΕΡΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙ2,
ΕΚ. ΤΗΣ ΤϊΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΓΓΕΑΙΔΟΥ
• -
Κατά την όδον^έρ^οδ παρά τρ Καπνικαρέ*.

ι838.
τη
ΕΚΛΑΜΠΡΟΤΑΤΩ ΚΤΡΙΩ
ΠΕΤΡΩ ΜΛΤΡΟΜ1 ΧΑΑΗ.
νΡίΛΕ μου, επειδή καΐ άνίγνωσες ευχαρίστως τόν πρώ
τον τό>ον της παρούσης Βοτανικης ρου βίβλου, ίδού καΐ
τώρα Σοι πέμπω καΐ τον δευτερον αυτής, τον όποίον είμί
παραβέβαιος, δτι θελεις τόν αναγνώσει με μεγαλητέραν
ευχαρίστησιν, όιότι αυτός περιέχει εκατόν φυτά, ώς καί ό
πρώτος τόμος, πλην ταϋτα είναι τα ωραιότερα και αναγ
καιότερα είς την υπαρξιν και ζωήν τοϋ ανθρώπου. Γνωρίζω,
δτι τά βιβλία μου ταϋτα πρώτα οντα, δέν ειναι ωσάν εκεί
να τών λαμπρών Παρισίων, μτίτε ωσάν της ά'νω καΐ κά
τω Γερμανίας, μη'τε με χρυσολαμπρος-ίλβοντα χρώματα,
καθώς τά θελουσι μερικά ανθρωπάρια με πολλά ς φρένας.
Εγώ χωρίς νά φείδωμαι κόπους πολλούς και Ιξοδα πολ
λά, καΐ χωρίς νά δώσω άκρόασιν είς κανένα, εκαμα ταϋτα
προς δφελος τών πλησίον μου, άφίνων τά λοιπά νά τά Ικ-
τελέσωσιν οί γινώσκοντες τά τέλεια. Ο εκλαμπρο'της Σου
ων ανθρωπος μέάπληνκαΐ ένάρετον ψυχήν, συνδράμεις πάν
τοτε, Ικ τοϋ υς-ερη'ματος, είς τά ταπεινά μου συγγράμμα
τα, περισσότερον σχεδόν καΐ άπό δλους τούς νομιζομένους
πλουσίους και ευγενείς, δεν λέγω δια τινας διδασκάλους,
διότι έκείνοι εξευρουσι τά απαντα. Καθημενος λοιπόν είς
την κλίνην Σου, άναγινώσ^εις με ησυχον ψυχην καΐ μεγά-
λην ευχαρίστησ'ιν τά' συγγράμματά μου, χωρΐς νά ένθυμή-
σαι την πρώτην Σου δόξαν, τούς όπερ πατρίδος άγώνας
Σου, και το,υς πολλρύς,άδείι^υ^καΐ υίους Σου, ους έθυσία-
σας διά την πίστιν .Λαΐ %&ρΙιΜ μας.
. Ειθε, φίλε μου, νά σε έμι^ώντρ καΐ άλλοι είλικρινείς
Ελληνες εις^τάς άρβτάς χαι'πράξεις Σου. ίγίαινε Ιναρέτως!
6 άρχαίος φίλος Σου Δ. ό ΠΥΡΡΟΣ.
. ν
ΠΙΝΑΞ
ΤΩΝ

ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κοχ>ιαρία Ι• Μολόχη στρογγυλή 47 ^


Κρανία 3. καΐ καυσώδης [Αασθαλγία 48.
Πυρετός 4• Μοσχοδορκάς 49•
Κρίνος βασιλικός λευκός 5. Μοσχοκαρυδία 51.
Κρίνος κόκκινος 7•. Μοϋσα παραδεισία 53.
Κρόκος 9 κα^ κώληξ 1Ο. Μυρόξυλον 55.
Κυδωνέα 1 1. Μυρσίνη 57.
Κισσάμ.πελος 1 3 καΐ άσθμα Νάρδος στάχυς 59.
ύγρόν 14• Νάρκισσος 6 1 καΐ καυ-
Κόστος Ληδον 1 5 καΐ άδυνα σίματα 62.
μία των άρθρων 1 6. Νικοτιανόφυτον 63.
Κώνειον κηλιδωτόν 17• Νεκράνθη 65.
Λεκόνέα 19• Νυμφαία λευκη 67 καΐ ερε-
Λειχήν Ισλανδικός 2 1 καΐφθί- σίπελλας 68.
σις 22. Ξυλάγιον 69 καΐ πάθη Γαλ
Αευκάμπελος 23 καΐ οίδη λικά ηο,
μα α4• όνονις ακανθώδης ηΐ και Ίσ-
Αιβανωτίς 25. κουρία 72.
Δίνον 27ν όξαλίς 73 καΐ θέρμη χο>ερι-
Μαγγοστάνα 29. κή 74•
Μανδράγορα 31. όξυφοίνιξ 75 καΐ γας-ρικν>
Μάραθρον 33 καΐ όφθαλμία θέρμη 76.
34. όρειγανον 77 και πόνος τώ\
Μελέα μανηφερος 35. όδόντων 78.
Μελισσα 37 και κτύπημα της όρόζιον 79 *αι άτροφία 8ο.
καρδίας 38. όρχις μόριο ν μέγας 8 1
Μήκων Οττνόφερος 39. καΐ βρογχίτης 82.
Μηλέα 4 1. Παιονία 83.
Μηλέα Μηδική ή Νεραγγία 43 Πεντάφυλλον 85.
Μηλεα Πορτογαλλικη (\5 *<*ΐ Πεπονία 87•
έμετός 46. Περσική μηλέα 89•
Π^γανον 9 1 *αι λύξιγγας 91 καΐ πάθη τοϋ δέρματος 1 48.
Πικρΐς καΐ πικρα>ίδ?ί 9^ Στύραξ βενζωϊκός Ι49.
Πιπερόθαμνον μέλλαν 95 Στύραξ ρευστός 1 5 1.
Πιπερόδ3ν£ρον Αμερικανόν 97 Σικαμινομορέα 1 53.
Πολύγαλα τοϋσενεγάλ99 Συκη 1 53
Πράσιον ιοΙ. Συρίγγα 1 57.
Πρωτάνθη 1ο3. Σχίνος μας-ιχόδενδρ. 1 59
ΙΙτελέα Ιο5. Τερεβινθεα ιβι.
Πτέρις άρρεν 107. Τεύκριον χαμαιδρυς 1 6α
Πυξός 1 09. καΐ αίμορραγίαι ι64.
Ρΐον Βαρβαρικόν II ϊ. Τεύκριον σκόρδιον ι65. καΐ
Ροδαλθαία Ι 1 3. πλτογαι Ι 66.
'Ροδα! αειθαλείς 1 1 5. Γοξικόδεν^ρον £οϋς 167. καΐ
'Ροδή ή Δαμασκηνέα 1 1 7 ήμιπληγίαι 1 68.
'Ροδοδάφνη 1 1 9 καΐ ψώρα Τραγάκχνθον 169.
120. Τριφύλλιον μελίοοτον ΐγΐ
'Ροχ καΐ 'Ροιά ι αϊ και δίψα Υάκινθος πορφυρους 173.
υπερβολική 1 22. ίοσκίαμος μέλας ι η ο.
'Ρο5ό5εν5ρον 1 23 και ρευμα ίπερικόν τρυπιον 177*
τισμοί 1 24. ίσσωπος ϊ 79>
Σακχαροκάλαμος 1 1 5. Φιλύρα 1 8 1 καΐ πλευρί-
Σάμψυχονμαγιοράνα 127 τις 182.
Σέλινα έδώδιμα 129 Φοίνιξ δακτυλόφερος 1 83
Σέννα κασσία ι31. Φοϋ και βαλεριάνα ι85.
Σήσαμον 1 33. Φυσαλις 1 87 καΐ νεφρί-
Σίλφιον Μηδικόν 1 35 και τις 1 88.
Τυμπανίτις 1 36. Χαλ&ίνη 189.
Σκαμωνέα 1 3^. Χαμαικέρασος 19Τ.
Σκιλλοκρόμμυον 1 39. Χελιδόνιον γλαυκόν 193.
Σμίλαξ Σαλσαπαρίλλια ι4ΐ. καΐ φύστουλας 1 94.
Στραμόνιον 1 43 καΐ μελαγ Ψυχότρια και ΐππεκακου-
χολία ΐ44. άνα 195.
Στρύχνας μανιακός 1 45 Ψωμοκαρπία 197.
και άμαύρωσις* ιί\6. $κιμον Βασιλικόν 199.
Στρύχνος γλ\)Χυΐϊ«ρος ΐ47
Μ
•ί

ονΛ.ιαρ
ΒΟΤΑΝΙΚΗ
ΠΡΑΚΤΙΚΗ
ΗΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΔΤΡΙΚΗΙί.

ιΚοχλιαρία και δράβη Ελληνιστί.


Αγριοσιναπόχορτον Νεοελληνιςν
. Κοχλ?άρια όφφιτσινάλις .... Αατινιστί.
ξ. 141 • <ΚουΛ£ρί Γαλλιστί

'κοκλεάρεα Ίταλιστί.
^ΚασΙκ ότου , Τουρκιστί.

(Κλάσις 1 5 Τετραδυναμία.
( Τάξις Ι Κεράτια.

Φυσικο: χαι γυμιχόϊ αυτής χαρακτήρες.


Ορα τό σχΐμα αυτης ΙΟΙ.
ή κοχλιαρία αυτή είναι από τό είδος τών σινάπεων
καΐ είναι όμοία σχεδόν μέ τάς βρούβας και άζούματ*
ίων Αθηναίων, αυτήν ό σοφός Αιοσκορίδης Δράβην κα
λεί. αυτή είναι φυτόν τι ενιαύσιον, ενίοτε οε γίνεται
και διετες, φύεται ειις διάφορα παραθαλάσσια (λερη της
Ευρώπης και Ελλάδος, καλλιεργείται καΐ εις τούς βο
τανικούς κήπους, Οπου άνθεί πρός τόν Απρίλιον μηνα.
6 κορμός τοϋ χόρτου τούτου είναι γωνιώδης, κλωνίφε-
ρος, ληγων ειις είδος κορύμβου με τά άνθη αυτοϋ, αυ
τός υψοϋται έ'ως Ινα πόδα και επίκεινα. οί κλωνοι αΰ-
*<Λ είναι συνεσταλμένοι και αντικείμενοι. τά ρ\ζώθε¥
ι
*"' ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

φύλλα αυτών είναι σχεδόν σΓρογγυλά, $ καρδιότ/ταχ.


οδοντωτα, η κυματώον; με μεγάλα ποδία, τα φΛλα των
κορμών Ειναι όλίγον έπιμ-/ίκη, καΐ επιτρ/^οντα τον κορ-
μόν, $ τους κλώνους, αυτά είναι αντικείμενα, γωνιώδη,
$ καρδιόσχημα. τα άνθη αυτών λτίγουσιν είς είίϊος κο-
ρύμζου, τα ,πέτα'λα αυϊών ιϊναι λευκά καΐ τά στα'γαα-
τά των κιτρινωπά, τα πεταΛα αυτών άκόμη είν>ι ώο
ειδή καΐ ολίγον γυρισμένα, ειναι και οώί, 6 κάλυ; αυτών
είναι άμβλυς, ανοικτός, καΐ κοιλό*υρτος. οί καρποί αυ
τών είναι κεράτια τινα μι<ρά, βολοώδη, όγκωμένα, δί
θυρα, άμβλεΤα μέ σπόρους λεπτους, από πεντε η £ς εις
κάθε μέρος. Μεταχειρίζονται είς τ/,ν ίατρικ/,ν τά γλωρά
φύλλα αυτ/ίς, τά οποία εχουσιν όσμϊίν τινα χωριστήν,
μάλιστα οπόταν τρίβωνται . $ δλίβωνται. αυτά εχουσί
γεϋσιν δριμείαν, ή'τις, ξηρανθ/ντων τών φύλλων, αφανί
ζεται καΐ φεύγει. ή άερώίης αρχή καΐ ή δριμύ:τ;ς κοι
νωνεί ευκόλως είς τό ίίδωρ, .?, εί; τό πνεύμα τοϋ οίνου
μέ τό μ;'τον τοϋ διϋλήματος. τα φύλλα ταύτα χλωρά
δντα άλαμπικαριζόμενα όκίοσιν έλα.ον άερώδε; άρκετόν
και ερεθιστικών.
Δύναμις, έρεθιστικόν καΐ διουρητικόν.
Μ ετ α χε ί ρ Υίσι ς του χόρτου, εσωτερικώς είς το θαλασ-
σινόν σκορποϋτον, εις τάς καχεξίας, εξωθεν, είς ειδος
γαργαρισμοϋ, είς τό σκορποϋτον. τοϋ ς-όματος, καΐ τοϋ λαιμοϋ.
Δόσις τοϋ χυλοϋ άπό δράμια ί\ είς νερόν κοινόν.
Σημείωσις, άπό τήν άνωθεν κοχλιαρίαν, κ^ρδάματα,
ράφανα, πνεϋμα τοϋ οινου, καΐ άπό άλλα χόρτα, άλαμ-
πικαρίζομεν τό πνεϋμα τϋς κοχλιαρίας καλούμενον, τό
όποίον ωφελεί τά μεγιστα είς τό. σκορποϋιον τοϋ στό
ματος, δρος εγκόλπ, τών Ιατρών §; 7^5)
Κρ α ο κι
ττη- ίη
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΙΪΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙ11Τ. 3
*
' Κρανία Ελληνιστί.
Κρανία ημέρη. . . Νεοελληνιστί.
Κορνιόλους Λατινιστί.
5. Ι42. ] Κορνουΐ'λ Γαλλιστί.
Κόρνο σαγκοίνο . . ίταλλιστί.
Κιζιλτσικ άγαστί . Τουρκιστί.

Κλάσις 4 Τετράνδρι*,
Ταξις Ι Μονογύναιον,

Φυσικοι καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες


δρα το σχήμα αυτής 102

ίΐ κρανία είναι δένδρον πολύζωον, φυόμενον είς τά


δαση της Εύροίπης καΐ Ελλάδος, δπου άνϋεί ττρος τον
Φεβρουίριον καί Μάρτιον μηνα, φύεται ακόμη είς την
Α«αν καΐ Αμερικήν, καΐ άλλαχου,
Ο κορμός αυτοϋ τοϋ δένδρου είναι πολύκλωνος, είναι
μετρίως χονδρό;, υψοϋται εως δέκα πόδας. Τό ξύλον
ττίς κρανιας είναι σκληρλν, δυνατον καί άρμόδιον πρός
κατασκευην οίκιακών σκευών, καΐ τόξων, έκ τών βλα
στών του όποίου οί αρχαΐοι Ελληνες κατεσκεύαζον τά
τόςα κα'ι τα βέλη αυτών, κράνεια τόξα καλούμενα, κα
θώς καΐ μέχρι της σηυιερον οί παΐδες τών έκείσε κατοί
κων κατασκευάζουσι τόξα και βέλη αυτών. οί κλώνοι
της κρανίας είναι άνοικτοί,. σκληροί, φυλλίφεροι, τα φύλ
λα αυτών είναι αντικείμενα, ποδίφερα, ωοειδή, όξέα, σώα,
νευρώδη κατά τά δύω μέρη και ολίγον μαλιαρά, τά άν
θη των «ίναι ύπόλευκα, ν1 κιτρινωπά, κείμενα είς τά;
*ορυφάς τών κλώνων είς είδος κορύμβου, η σταφυλης. ίξ
4 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ

έρχονται άκόμη χα! άπό την γωνίαν τών κλώνων άπό


δύω τρία, ό κάλυξ αυτών είναι ύμενώδηΐ}. τά στάγμί-
τά των είναι 4 **1 το πιστύλον εν.
Οί καρποί των είναι δρύπαι τινες ώοειδείς, μικροΓι,
πράσινοι, η λευκαΐ καταρχάς, επειτα γίνονται κόκκινα!
ώς τό αίμα, καΐ δταν ώριμάζωσιν γίνονται μελαγγρι-
ναΐ, τό παρέγχυμα αυτών είναι νόστιμον καΐ ύπόξυνον,
ό σπόρος αυτών είναι ξυλώδης καΐ σκληρός. τά ώραία
ναϋτα κράνα μεταχειρίζονται είς τήν ιατρικήν καΐ οί-
κονομίαν είς κόχλασμα, η εκχύλισμα, $ καΐ άπόβρασμα,
καΐ είς τροφην ανθρώπων.
Δύναμις τών καρπών. δροσις-ικοί και στυπτικοί.
Μεταχείρησ. εί; θι'ρμας καυσώδεις, (ι) καΐ είς δί-
ψαν υπερβολικών.
Δόσις. όσα κάμη χρεία.
Σημείωσις. Δώδεκα είδών κρανίαι είναι. Ι η έρυθρά κρα*
νία. ι ή θ/λυκία. 3 ή άνθηρά. 4 'ί Ιαπωνικη. 5 ή
χορτώδης. 6 ή τοϋ καναία. η ή λευκη. 8 ή τραχεία
της Βιργινίας. ^ ^ σταφυλοειί/,ς. ίο ή αγρία καΐ ή
οενδρώδης, ή μεγάλη της Αμερικης.

(ΐ) Καυσώίης λεγεται Τι θ/ρμη αίττα, ίιοτι ί πάσχων 3Όκιιχ.άζει μ.•-


^αλωτάτην καϋσιν τοϋ σώυ,αΓΟίϊ αϋτη προερχεται άπο [Λίαν θερμ.ην πη-
ϊιν τοϋ κΐματος καΐ βώλον τών Ειγρών είς τά σπλάγχνα , αϋτη ειναι σβε-
νική καΐ άσθενική, όξεϊα, ένόΝιωκή καΐ έπιϊηκ.ικγ;, καί όταν δεν προφθκσθΫί,
^ίριι ιον θάνατον. Προφβι'νεται < βεβριι αδτ» [ιέ τήν φλεδ>το[Λ!αν ίΐ«
**ί τρίς χαΐ (Λε την χένωσιν τών σπλάγχνων.
?£»£»•$ Α-ιυκβ^ =η«. *#>.

* -'-'.-»•?*.. -• »'. »'.»ι -ϋ(ϊ•-•Η*-


ΠΡ0ΣΗΡΜ02ΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΛ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 5

(Κρίνος βασιλικός καΐ λευκό'ς. ελληνιστί.


Κρίνος άσπρος Νεοελληνιστί.
Λίλιουμ κάν5ι5ουα Αατινιστί.
Λίς πλανς - . Γαλλιατι.
Λίλιο και κρίνο πιάγκο . . . Ίταλιστί.
-Ακ. λαλε Τουρκιστί.

(Κλάσις 6 Εξάνδριον.
{ Τάξις . Ι Μονογύναιον.

Φυσικά} και χυμικο: αυτου χαρακτήρες.


δρα το σνϊίμχ αυτοϋ Ιο3.

Τό ώραιότατον τοΰτο άνθος είναι ένιαύσιον, αυτο κα


τάγεται άπο τήν Ασίαν, φύίται τανυν εις δλην την Εύ«
ρώπην και μάλιστα εις τήν Ελλάδα, φυτεύεται προς τού
τοις καΐ εις τους κηπους και περιβόλους αυτης, και εις
«τάς γλάστρας των οίκιων, προς καλλοπισμόν αυτών, δ-
που άνθεί προς τον Μάρτιον και Απρίλιον μήνα. Αι ρί-
ζαι τοϋ κρίνου τούτου είναι βολβώοεις, λεπιοωτα"1, συγ-
κειμεναι άπο πολλάς σκελλίδας, παρομοίως ύς τοΰ σκο-
ρόδου του κηπου, εκ των οποίων άναδύονται οί βλα
στοί αυτών ίσιοι και νορτάιδεις, φυλλίφεροι, κυλινδρι
κοί, υψηλοί άπο ούω εω; τρείς πόόας. τα φύλλα αυ
τών είναι έσκορπισμένα, λεϊα, πολλά, ξιφοειοη, και μα
κρά. τα ανθη αυτών είναι μεγάλα, λευκώτατα, ποδιφερα,
κειμενα βοτριδόν εις είδους κορύμβου προ τάς κορυφάς τών
κορμών. αυτά τά άνθη καταρχάς είναι ορθια, επειτα εγ-
κλίνουσι •προς τά κάτω. αυτά είναι ώραιότατα, εχουσα
και μίαν όσμήν ιύάρίίτον, ιύώίη και ήίονικ/ν, τ« *(
6 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ταλα τών άνθέων είναι 6, ελλειπτικά, λεία, τρυφερά


λευκά, όξέα, καΐ σαρκώδ/). τά ©τάγματα αυτών είναι 5
και ενα πιστύλον. ό κά>υξ αυτών είναι ύμενώ^τ;ς. οί κ?ρ-»
ποί αυτών είναι θηκτ» τις, σκληρά, περιέχουσα το»ς σπό
ρους αυτής.
Μεταχειρίζονται είς τί,ν ίατρικήν και οίκονομίαν οί
βολβοί αυτών καί τα άνθη είς καταπλα'σματα.
Δύναμις των ριζών, είναι μαλακτικαΐ, διαλυτι
καί, ώριμαντικαΐ και οΊουρ-/;τικαί.
Μ.ετα χείρησι;. είς υδροπικίας του στνίθυυς, είς
το άτθμα τό φλεγματώσΊς.
Δόσις. όιχ φίάνουτι νά γίνουν καταπλάσματα και
να άλλαζωνται συνεχώς.
3ϊΐμείωσις, Τά νωτ:* άνθη το5 λευκοϋ' τούτου, κρίνου
κοπεντα καΐ βαλθέντα εί; τό νερόν διαρκοΰοι πολλά;
εμρας καΐ ΐα/ρας.
Τά λευκά ταϋτα άνθη περιέχυυσιν ελαιον τι ευωδές-*-
τον, ιό. όποίον νομίζεται ώ; άνωδυνον. όμοίως καί. τό είώ*
ί,ες αυτών νερόν, είναι ώς άνώόυνον, καΐ κοσμιτικον τών
ωραίων γυναικών.
Δέκα εί^ών κρινοι είναι Ι ό άνω είρν,μί\ος. 2 $
ίρυίρό;, 3 ό τις Καμσάτσκα;, 4 ό τής Φιλαδελφίας,
5 6 των Καρολίνων νΛσων, 6 τό έρυΟρόν μικρόφυλλον,
^ 6 τών βυζαντίων κόκκινος, 8 ό υπερήφανο; κρίνος Γ) 6
τοΐ καναδοί με μεγάλα φύλλα, ίο ό άσφαλοειδϊΐς τών ορέων,
Κοϊ<
Οίνο* ^ΚΟΧΜ^Ος (Τ^η. 101}.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΏΝ γ

, Κείνος κόκκινος .... Ελληνιστί.


Λαλές κόκκινος .... Νεοελληνιστή
Ι'Λίλιου» ρούβρουμ. . . Λατινιστΐ.
. • ΥΑΐςτουρπάνςκαμτσκάτκα Γαλλιστί.
^Λίλιο δόσο Ίταλιστί.
νΔ*λέ κιρμιζΐ Τουρκισ^,,

(Κλάσις 6 Εξάν^ριον-,
( Τάξις . 1 Μονογύναιον.

, Φυσικοί νάί γν$ιχίϋ αυτον χαρακτήρες*


δ;α το σχίμα αυτου Ιο4.

Τοΰτο τό ώοαίΌν φυτόν, τό όποίον παρας-αίνεται «ρός-


τ>,ν άνοιξιν, είναι ένιαύαιον, αυτό φύεται άγριον είς τά
&ψηλ« ορη τ?,ς Ελλά&ος κ* ι μάλις-α είς τό Πίνδον ό'ρος της
Φεσσχλι'ας. μεταςυ των κασθαναίων καΐ ό;είας, φυτεύεται
καί είς τους κή-ον; καΐ γλάστρας τών οίκιών,, πρός. κα-
λλοπισμον, οπου άνθη προς τον Μάϊον και ίούνιον μί
να. &ί ρίζαι τοϋ κρίνου τούτου είναι βολβώίεις, ύπόλευ.
κοι μέ πολλάς σκελλίίας. ' όρμος των ειναι ίσιος, φυλ-
λιΦ'ρ^ς, ώραΐος ύψοϋται Ιω; δνω ποίας τό πολύ. τα ^λ-
λα αυτοϋ είναι πολλότατα, όιασκορπισμένα λεπτά, γραμ
μών /;, με Χ?(*;Χ2ι 'ιποπράσινον, σχεδόν μχ/.ρά ώς τοϋ
λιυκο3 κρίνου, τ* άνθη αυτού είναι ορθά, μεγάλα καΐ
ωραία, μέ όιμην καλήν, και μέ χρώμα έρυθροϋν, αυτά
είναι ολίγον τρι^ώδη, και κεκλεισμένα καταρχάς, ίίς-8-
ρον δμως τά πέταλα τών ανθέων αυτοϋ γυρίζουν κυ-'
κλικώς προς τό ποδίον αυτών, καΐ είναι §ξ, όμοίως και
τα στάγματα αυτών, δλον τό φυτόν μι τό άνβο;, αύ^
8 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τοϋ παρασταίνει ώραίαν Θεωρίαν, διά τοϋτο καλλιεργεί


ται σχεδόν είς δλα τα (Λέρη τοϋ κόρνου.
Σημείωσις. Δέκα είδών κρίνο., ευρίσκονται είς τόνκιί-
σμον, τους οποίους οί σοφοί βοτανικοί καί ίατροί θέ-
λουσι τους γράψει καΐ έκθέσουσι τήν Ιστορίαν αυ
τών. Ι κρίνος ό λευκός, δςτις καΐ βασιλικός λεγεται.,
2 6 παρών πορφυρους. 3 είναι 6 τής Φιλαδελφίας. 4
είναι ό τής Καρολλίνας, μ} άν&η κρόκεα. ( ι ) 5 ό χαλκι-
δονιος , δστις καΐ ή μερόκαλη λέγεται. 6 ό υπερήφα
νος κρίνος, 'ΐ ό τοϋ κανατά τί,ς Ααερικης. δ ό ί*αρ-.
τάγγος λεγόμενος, 6 όποίος υψοϋται αρκετά.
01. ά[ΛαΟ;ΐς άνθρωποι, οί όποίοι δεν γνωρίζουσι δί ς'"
λου ούτε βοτανικήν, ουτε φυτά, όνο^άζουτι τά φ ιτά τοϋ.
κόσμου, κατά την άρέσκειαν αυτών. αυτοί κρίνα λεγου•
σι και τάς -ίριδας τοϋ κό'σμου. τόσον τΫ,ς Γερμανίας,
ίσον καΐ τής Φλορ&ντίας. πεντήκοντα δύω είδών ίριδες
'ίδρίσκονται είς τ^,ν γην, αΐ όποΓαι είναι άλλου είύους καΐ
γένους καΐ όχι των ευωδεστάτων κρίνων.

(ΐ) Αύτος ό ωραίος καΐ εύωδόστατος Κρίνος, φούλι λέγεται τουρκυτΐ, τό*
**ίίον οί Βυζάντιοι καλλιεργοϋσι πολλά «ίς τους κηπους αυτών, τα άνβη
«ύτοΟ «δ κρίνο» είναι κίτρινα «αί ώραϊα, ϊχου»! ιϋωίίστάτιον χαι
ίίονυοίν βδωίΐαν.
Κ^ οχ(κ> •τ^τ|. 0)5
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ!! 9

' Κρόκος Ελληνιστί.


Κεόκος καΐ σαφράνο .. Νεοελληνιστί.
ί ΐΔ5 ] κ?ό*ου» Σατίδο'»ς . . Αατινιστί.
Σαφράν Γαλλιστί.
Ζαφοίράνο Ιταλιστί.
Σαφράν. ....... Τουρκιστί.

Κλάσις 3 Τριάνί^ιον.
Τά;ις . Ι Μονογύναιον.

Φυσικοί καί χυμικοί αυτόϋ» χαρακτήρες.


δρα το άχημα αυτοϋ 5.

*0 " Κρ<5κ•<>5 *ΐ**ι φυτ&ν Ινιαύσιον, *αΐ ώραιον φυο'με-


νον εις διάφορα μέρη της λοίας, διά τοΰτο Ιταλι^ί κρό>
κο όοιεντάλε λέγεται: δηλ. κρόκος τής Ανατολ/.;. Ο κρό
κος ττ•.ν σ•/.(Λ=.ρον φύεται εις τά μέρη τ?.ς Ευρώπης καΐ
Ελλάδος είς πλΐ.δο:, μάλιστα εις τήν Μακεδονίαν, προ;
το μ?ρος της Πιερία;: εις την Κοζάνην καΐ άλλας πόλεις,
όπου άνθεϊ τρος τόν φ()ινώπορον. Αυτΰς είναι άγριο;, πλην
μέ τ/ιν καλλιέργειαν γίνεται σχεδόν ως ημερος μβ άνθη
χονδρά, σαρκώδη, παχε'α, καΐ ώραΐα. εις έ«"να τά μέ
ρη σ.πείροντες τόν κρό/.ον, περιφράττουσιν ε'ντελώς ν.αΐ'. κυ-
ϋλικΰς *« χωΡ*?ι«, δπου σπειρεται, Ιπειδή άλλέως οι
λαγωοΐ τρώγουσιν αυτόν με μεγάλην ό'ρεξιν, διότι κα
ίως οι γάτοι ορέγονται τήν βαλεριάναν καΐ αί μέλισ-
σαι τ6 [/.ελισσόχορτον, οίίτω καί οί λαγωοΐ τόν κρό*ον.
Ο ρίζα τοΰ κρόκου είναι βολβώδης, ώς των κρομυδίων,
μεγάλαι ?υον με καρύδια. αυται είναι λευκαΐ έ'σωθεν, με
μίαν φλοιάν μελαγχρινν'ν, τά φύλλα αυτών φύονται ριΣ,'ώθεν
ΙΟ ΒΟΤΑΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

από πε*ντί εως ίέκα, καί είναι [λακρά μισόν πό?α καί ίπί'κει•
να, στενά, γρα[Ααώ<)ϊ), ϋποπράσινα ώς τοΰ ποάσου. εις τ->.ν
μέσην αυτών φύεται καυλό"ς τις χορτώδης σπ-ζ/ΐαμαιο;,
λεΐος, λεπτός εις τ/.ν κορυφήν τοΰ' όποίου κείνται, τα άνθνι
αυτοϋ ώρα"*, μεγάλα, (α 6 πέταλα κυανο/.ίτρινα, 5ι και
ολίγον γαλανά, παχέα σαρκώίϊ!, έληπτικά καί όξέα προς
τί,ν κορυφτ'ν. εις το (Λέοον των πετάλων φύονται τρεία
στα'γματα (ιτήμονες τό πάλαι λεγόμενοι), με Ινα και μό-
νον πιστύλον καϊ μ.ί την σπ« ραοθήκην πρΐ»ς τό κέντρον αυ«
των, τα όποϊα εχουσιν μίαν όσμ/.ν ευ^άρις-ον, -/ρώμα ώραΐον
χρυσοκίτρινον, καί γεϋσιν ΰπόπι<ραν και ναρκωτικ/.ν, αΰ,κ
τά μεταχειρίζονται εις την ίατρικ'/. κάί οίκονομίαν τα μέ
γιστα.
Δ ύ ν α μ ις. ναρκωτικός καΐ άίυναμωτικός.
Με τα ν ε ί ρ υι σι ς. εις πάθτ) σθίνΓ*ά, εις άαηνορ'ροίαν,
ιις κώληκας ττς μη'τρας (ι) κοί εις τά; όφΟα\αίας.
Δοσις. άπό μισόν #ράμι εως ενα με τό νερόν.
Σ/.μειωσις. είναι καί άγριος κρίκος, δστις άνθη πρός τόν
Μάρτιον (λίνα. τινές όνρμάΤουσι κρόκον και τόν κνηκον τθ3
κ/,όοκι (τύ άσφούρ τουρκιστί) πλΐ,ν είναι κατώτερος.

(0 Κώλτ.ξ τις ^τ.Γ?ας λεγεται ίν παθ}; τών γ^νx«ΐ>ν. ά;το τοι. ί^.
«Λν κυριεόινται. όπο'ταν κρνήηβη ει ποδες αυτών. ί ιιετά τά κχ-
Τίμηνια αύ ων. ό πο'νο: α.4'ος είναι δεινοτατο:, πΟΛλακις ερχεται αι
φνιδίως εις τας π-σχούσας ιυναιΛας. «στε δε/ ί.<τηί μιι τελειως, και
διά ν* ττροφβκαθΫ! τςϋτο *μ;'σως λάμνει 2* κλυστ/.ριον αα/ακτικΐν {«.^
ΙβιεΛμϊϊλ* κ.τ λ. ΐ5»»ι κ»1 *ρ5«ν άρκεΤί.ν **ί ίϊ^απεϋεται.
Κκ^ν;
<-.
ΠΡΟΣΠΡλΓΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΠΪ» ΙΑΤΡΙΚΟΙ! 11

/Κυίωνί'α Ελλτ.νιστί.
Κλωνιά» .... Νιοελληνκττί.
| πόρους κυίβνία . Λχτινιστί.
§ι46.
Ι Κ.ουϊγνασιέρ . . . Γαλλιστί.
Γ107.0 κοτόνιο . . Ιτα/.ιστί.
νΔϊβά άγατσί. . . Τουρκιστί.

Ι Κλάσις ία Εί/.οσκνίριον.
Ι Τ*;ις . 4 Τετραγύ«αιον.

Φυσικο) καΐ χυμικοί αυτής χσρζχττίρζς*


όρκ τό βχΐμ* αυτής ιθ6.

β Κυδωνιά εΐνοπ δένδρον ώραϊον κατ^γο'μενον από τϊ.»


ν?.<:ον Κεγ'τγ.ν, μάλιστα ά^ό την βίρ/αίαν αυτί.ς πόλιν Κυ-
οωνίαν, ίξ τ.ς έλαβί καΐ την κλΫ.σιν να λέγεται Κνίω-
νία. από τϊ.ν Κρηττν μετεφέρθη ίις δλα τα μερη τϋς Εύ-
ρώπης χα ι Ελλ άδος, ευρίσκεται και εις τϊ.ν Ασίαν ε£ς πλή-
δος, μάλισ-.α εις την Προϋσσαν τίς ΒΆνίας. την στμε-
(θν καλ.λ.ί ργείται εις δλην την Ελλάδα, και μαλιστα εις τ*
περιζόλια ιών Αθηνών, δπαυ άνθίΐ προς ιόν Απρίλιον ***
Μάιον μ/,να.
Το •/αμύδενδρον τοϋτο φυ-.όν τβ πρώτον ητον αγριον, δ»
στερον μι τ/.ν καλλιιργειαν εγεινεν ΐίμερον, καρποφόρον,
κα'ι ώραϊον εις ί&ωρίαν. 6 κορμός αυτν.ς είναι ολίγον στρε-
ττός, σκληρος, κλωνίφερος, υψηλός 'εως δεκα ττό-ίας. οι κλώ
νοι του είναι ανοικτοί, οι παλαιότεροι είναι μελαγνρινοί,
οι τρυφεροί είναι μακρείς με φυλλα μεγάλα, ποδίφερα,
ωοειδή, μαλακά, σώα, πράσινα, δπερθεν, και ΰπόλευκα κά-
κάτωθεν, καί άνώμαλα.
ία ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τά άνθη αυτών είναι μονάζοντα, έξερνόμενα από τάς


γωνίας των φύλλων, προς τό τέλος των κλώνων. Ο κά-
λυξ αυτών είναι λεπτος καΐ ολίγον όδοντωτός, τα πετα
λα τοϋ άνθους ενίοτε είναι λευκά, καΐ άλλοτε είναι £όδεα,
λευκορόδεα, ώραια, σαρκώδη, λεΐα και μαλακά.
Ό καρπός αυτών είναι όπωρι/.όν τι, οφαιροειδές, ώς
τό μηλον, άνώμαλον, κυδώνιον καλούμενον. αυτό καταρ
χάς ειιναι πράσινον, στυφόν, τρα^ϋ, καΐ μαλιαρόν, γεϋσιν
Ιχει ευώδη, ήδονικην καΐ ύπόςυνον. εσωθεν κείνται οί σπό
ροι αυτών καΐ είναι θλιμένοι, καί σαρκώδεις. τόσον οί
καρποί, δσον καΐ οί σπόροι μεταχειρίζονται εις την ίατρι-
κήν καΐ υϊκονομίαν.
Αύναμις τοϋ νυλοϋ τών κυδωνιων. στυπτική καΐ Ορε
κτικη. τών σπόρων εις μυ!;ώδη νυλόν, μαλακτικη.
Μ ετα χε ί ρη σις τοϋ εκχυλίσματος, εις τάς δεινάς δι
άρροια; καΐ λειεντερίας, προερχομενας από χυμους δρομείς,
ί) από την καϋσιν τοϋ έπιτελίου.
Δόσις. δσον άρκεί,
Σημείωσις. Πολλών ειδών κυδωνίαι είναι, αί όποϊαι με
τήν καλλι ε'ργειαν μεταβάλλονται. πρότερον .εις τάς Αθηνας
εϋρίσκοντο κυδώνια μεγαλώτατα. κατά το παρόν ομως έλ-
λειπουσιν. από τά καλά κυδώνια αί ευγενικαΐ γυναϊκες κα
τασκευάζουν με τήν ζάκχαριν γλύκυσμα ώραϊον, γλυ>.όν
χαΐ νόστιρ.ον είς την γεΰσιν, τό όποϊον μεταχειρίζονται -
εις τάς τιμίας καί Ελληνικάς αυτών επισκεψεις καΐ Ιορ-
τάς. οί Τουρκοι της Ασίας καΐ οί Ευρωπαίοι δεν συνηίΐί-
ζουσιν εις τάς έπισκεέψεις αυτών γλυκυσματα τοιαΰτα.
1*^
Κιασαμπχ'λο^ α^η. '/^
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΙΙΙί ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 13

ίΚισσάμπελος Ελληνιστί.
Κισσάνδιμον Νεοελληνιστή
Κισσάμπελους παριέρα Λατινιστί.
Βίγν σαουβάζοβατάρδ Γαλιστί.
Παρ'.ί'ρα βράβρι . - . ίταλισσί.
Γιαπάν μουσά άγατσί Τουρκιστί.

Κλάσις 22 Αιοοίηον.
Τά;ις . 8 Μοναδέλφιον..

Φυσικο"ί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες


Ορα το σχίμα αυτί; ς ΙΟ^.

6 Κισσίμπελος αυτη ώνομάσΟη οΰτω, $ιότι, ως ίπΐ ίο


Κλεινον, φύεται είς τας φράιτας των άμπελίων, κα( τόπους
τραφείς, πετρο^εις και άγεωργν,-ο^, τόσον της Λμερικνίς.
8σον τ.7,ς Ασίας και Ελλάδος, δπου άνθεί πρός τόν Μάϊον
μηνα, αΐ ρί^αι αυτΐς ειναι ^ον5ραΐ καΐ <7τρ=—ταΐ, ενίοτε, δ
κορμός των ειναι Ιγκεκλιμένος, ς-ρογγυλό:, κιτρινωπός, γράμ
μώσης, λείος, μελαγν/ρινός καΐ ό)ίγον στρεπτό:, ο'ι κλώ
νοι του είναι εγκεκλιμένοι, τα φύλλα αυτών ειναι άσπι-
δοειδί,, η καρίιόσχημα, εναλλάξ, ς-ρογγυλοειδή, σώα, γλαυ
κά, με ποδία μέτρι'α, ς-ρογγυλά, με νρώμα σκοτεινοπράσινον.
δ κάλυ; αυτών σύγκειται άπό τέσσαρα φύλλα, τά επίφυλλα
αυτών ειναι λογν/οειδή, αμβλεία, κοιλο'κυρτα, άνοικτά, μι
κρότερα τοϋ κάλυκος καΐ χρωματισμένα, τά άνθη αυτών εί
ναι κίτρινα και κείνται χωριστά, αυτα Ιξέρχονται βοτρυδόν,
ή θυρσοειδώς, ένίοτε είναι καΐ μέ μεγάλα άνθη και χειλωτχ
μέ τρεις πιστύλους. ό καρπός αυτών είναι μία βάκχη με ϊ-
ϊνα σπόρον. μεταχειρίζονται είς . τήν ίατρικήν μόνον αΐ ρί
14 ΒΟΤΑΚΙΚΠ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ζαι αυ:ή;, αί ό-οΐαι εχουσι ίιάφιρον νόνϊβον μελαν/ίιναί


Ιξωθεν, καΐ κιτρινωπαΐ εσω9«ν μέ ινας ξυλώδεις, αί 6-οίαι
χοττ.ίοται παρατταίνουσι «ύχΧβοί τινάς παράλληλους, ό•ϊρ.ν
3έν ίχθυ*ι, γεΐσιν δμως ϊ/ουτιν ύπο'-ικραν, καΐ γλυκυράν.
Δ ύ ν α [Λ ι ς. άδυναμωτικαί.
Μϊτα/ε ί ρ η σ ι ς- είς πόνους νεφρικους, άτθμα ίιγρόν,
δυσουρίαν, άρθρίτην, κιτρινάδαν (<ϊ9ενικ.?,ς διαθέσω;).
Δόσις είς σκόνην, από κόκκους Ια εω; 3ο, δράαια
είς νερόν βραττόν όράαια ιοο δια νχ γίν/ι κο'χλα.
σμα και να πέρνεται καί)' δλην τ/,ν ίμέραν.
Σημείωσις. Πολλών είδών Κιο-<ϊάμπελοι είναι, άλλαι μ»
άνθη κίτρινα και μικρά, καΐ άλλαι μί άνθη ε'ρυΟροκυανβ,
καΐ χειλωτά. ,

(Ι) Ασβρκ Ογρόν λι'γιται < συν«χής οτίνωσις τοϋ πνιύμονος τοδ οόβρώ-
ντου καί η ίϋσκολος αύτοϋ άναπνίτΐ. ίιγρόν λίγιται, ίιο'τι οί πάσχοντι:, βτί-
χοντ«ς ίχβάζοικτι καΐ φλιγαατα. τό ασβαα τούτο προίρχιται από ψύ/.ρκν-
•ιν «3 ΐΓν«ύ[Λ«ος, άπό πνιυ[Λατώίη πιοτά, χαΐ οκλτ,ρίς τροφάς, από φο'-
€ους λινούς καΐ λύπ*ί τις ψοχϊς. άπό αυτό άκολουίίϊ ό χρονιχός βηξ, ί
φβίαις, πολλάκις καΐ ό δάνατος. .
Κυ~-ο^ Αήδον σνη. 108,
ΠΡ02Ι1ΡΜ0Ώ1ΕΝΠ ΕΙΣ ΤΗΝ ίΑΤΠΚΙΙΛ 15

/Κύττος ΛΫ,δον ..... Ελληνιϊτί.


Κ,ουνοϋκλα . ϊ* Λεοελληνιττί.
«.ύστους Λν,ίον Λχτινιττί.
§. ι48. Κ,ΰς- δΐ κρέτ Γαλ)ισ;{.
Λ*^«νο ίτκλιττί.
\Αχό*έμ άγατοί Τουρκιστί.

/ΙΩάσις 12 Πολυχ'νδριδν.
(ϊα;ις . Ι Μονογύ-.αιον.

'Φυ-ικο\ -λσλ χυμικοΐ αυτοί χα:ακτ^ρ.ς.


δρ* τό σχήμα αυτο3 Ιο8.

Τοϋτο το πολΰζωον χαμό£.ν£ρον ξύεται είς πολλά μί*ρί|


τ/,ς Κύρώτης καΐ Ελλάδος και Αττικν,ς, {/.οίλιστα #β ιΐζ τήν
Κριίττν ν/,σον, προς τό ορός τϊ)ς Μτ;ς αυτή;, δ^ουάνθείπ^ός
ιόν Μάι'^ν μγ,να. Η ρίζα τοϋ κύστου τούτου Ειναι σκλ7,ροτά-
Τ», ξυλώδης, λ=υκ/! Εξωθεν, κοκκινωπν, έξωθεν, με πολλά
τρι/_ο:ιιϊ/, ρι,ίίι*. ε*κ ιών ριζών αυτοϋ εξερ/ονται πολλότα-
τοι ξυλώδεις βλαστοί, χονίροί σχεδέν "ω; Σ\α ίά<ιτυλεν, αυ
τοί Ειναι μελαγχρινοι, τραχείς, ο*ι?,ρτμένοι είς πολλοτάτω;
κοκκινωπού; κλώνους, οί τρυφερώτερυι ιών οποίων είναι μα-
λιαροί, φυλλίφεροι, με χρώμα λευκοπράσινον.
Τα φύλλα τών κλώνων τοϋ φυτοϋ τούτου είναι άντικείμί-
μενα, ώολογχοειδή, κυματο>$7), ολίγον μαλιαρά, τραχέχ, 3-
περΉν ν«υρώί.Λ και γυρισμένα πρός την βάσιν αυτών, μζ
χρώμα βαθυττράσινον. αυτά ειναι μακρα έ'να ίμισυ δάκτυλον,
καΐ πλατέα 8, ί () γραμμών, μέ μικρα ποίία. τα άνθϊ] αυ
τών εΤναι πορφυρα καΐ ώραία, ώς τά ρΌ'δα, αυτά φύονται είς
τας κορυφχς ιών τρυφερών κλώνων. 6 στέφανο; τοϋ άνθους
ϊ6 ΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

σύγκειται άπό πεντε πεταλα στρογγυλά με Ινα δνυχα κιτρι-


νωπόν, πλατέα καΐ μακρά ενα ο'άκτυλον. ό κάλυξ των αν
θέων αυτών ειναι διηρημένος είς πέντε ωοειδη' φυλλάρια, ό
ξέα, μαλταρά και γυρισμένα.
ό καρπός τοϋ φυτοϋ τούτου είναι μία θη'κη ώοειδης,
αμβλεία, μακρά πέντε γραμμών, σκληρά, μελανη, ανώμαλος
βιηρημένη ενίοτε είς πέντε μέρη, γέμοντ* άπό κοκκινωπούς
σπορους καΐ γωνιώδης. μεταχειρίζεται είς την ιατρικήν η ρη-
τίνη αυτοϋ και οί ανθισμένοι κλώνου του άπό τάς γυναί
κας πρός πηςιν των μεταξωτών κουκουλιων.
Δύναμις τοϋ κομμιος αυτοϋ, δυναμωτική καΐ αρω
ματικη.
Μ ε ταχε £ ρ. έςωθεν, είς άδυναμίαν τών άρθρων (ι), είς
χρονικούς ρευματισμούς και είς τήν Πανώλην δια μύρισμα.
Δό σι ς, δσον 6έλει τις.
Σημείωσις. οί κάτοικοι τών τόπων, δπου φύονται οί
κύστοι, κτυποϋσι το πρωί τούς κύστους με λουρί», εις τά ό-
πο'.κ κολλα τό ρητινώδες ύγρόν, το όποίον συνάζοντες το πω-
λοϋσιν είς τήν άγοράν είς ονομα λάδανον, η λεδέμι τουρκις-ί.
Εξηκοντα είδών κύστοι ευρίσκονται γεγραμμένοι είς τό
λεξικϊν της έγκυκλοπαιδίας τών Παρισίων. είς τήν ρίζαν
μερικών κύιτων φύεται ό ύπόκυστος, φυτόν παρασιτικόν, δ-
μοιον ώς τά άνθη της ροιάς (ροϊδια;) κόκκινος, και αυτός
μεταχειρίζεται είς τήν ίατρικη'ν.

(ΐ) λι'Όναυ.ία των 2ρθρων λέγεται όπο'ταν ό πάσχων βισκολως κ>νεί


τα ρέλη αύτοϋ, τοσον τοΰς ποδας, ίσον καί τάς χείρας, αϋτ» προέρ-
χεται άπό τοΰς υπερβολικους κοπους, άπό πεΐναν καί δίψαν, άπό άσθε
νειας δεινάς, άπό πάθ») τις ψυχις, καί άπό ίεινοΰς , ρευματισμούς, 4
αδυναμία α5τ>ι θεραπεύεται με τό λάδανον, διαλυμένον είς τό πνεύμα
«Λ οίνου, τριβο'μενον είς τά αδύνατα άρθρα.
Κω ν £.ιον κηΛ,ώ^ιε.'
ΪΪΡΟΣΗΡΜΟΣΜ ΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 17

Κώνειον κηλιδωτιτόν Ελληνιστί.


Μαγγοϋτα (και κεροινάκι Ατίιν.ώς) Νεοελληνις-ί,
Κώνιουμ μακουλάτουμ Αατινιστί.
(Γρανδ τσιχουέ Γαλλιστί.
Τσικοϋτα μαγιόρε Ιταλιστί.
Παλδφαν ότου Τουρκιστί.

/Κλάσις 5 Πεντάνδριον.
( Τάξις . ι Διγύναιον.

Φυσικοί κάι χυμίκοί αυτου χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αυτοϋ 109.

Τό κηλιδωτόν τοϋτο κώνειον, τό όποιον καΐ μεγάλον λέγε


ται, ειναι εκείνο τό περίφημον κώνειον των παλαιών, με τον
χυλόν τοϋ όποιου οί Αρεοπαγίται εφαρμάκευσαν τόν Σωκρά-
την, τόν σοφώτερον άνθρωπον τοϋ κόσμου είςτας Αθη'νας,
πρίν Χρι7°ϋ ετη 898, ό όποίος ζησας τότε ετη ηο, ίέν
έπαυσε όιδάσκων καΐ νου&ετών τούς άχρείους δοκισισόφους
σοφίάς των Αθηνών, οί όποίοι εως τότε εινον χαλινώσειν
τους λαούς είς την άμάθειαν και δισηδαιμονίαν αυτών και
άχρειότητα. Παρομοίως ώ; οί γραμματείς καΐ οί ΦαρισαΐΌι.
Τό κώνειον τοϋτο ειναι δυετες, φύεται είς διάφορα μέ-
ρνι της Ευρώπης καΐ Ασίας και μάλιστα είς τας λαμπράς
Αθηνας, πλησίον είς τόν ναόν τοϋ Θησέως, δπου άνθεί
πρός τόν Ιούνιον καΐ ίούλιον μηνα. τοιοϋτον κώνειον φύε
ται καΐ είς τήν Τρίπολιν της Αρκαδίας είς πλήθος, δπου
ό έκείσε τόπος βοωμα από αυτό.
Η ρίζα τοϋ κωνείου τούτου είναι σπηθαμιαία, κυ
λινδρικη, κιτρινωπη με τινα ριζίδΊα, οί κορμοί των »ι
ϊ8 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ναι ισιοι, κλωνώδεις, φυλλίφεροι, καί κυλινδρικοι, οί όποίοι


υψοϋνται εως πεντε πόδας, ολοι κηλιδωτοί άπό τινα μίγ
ματα έρυθρομελαγχρινά.. τα φύκλα αυτών είναι διπτερω-
τά και τριπτερωτά εις είδος πτέρης, εναλλάξ κείμενα
βαθέως κεκομμένα, κιτρινοπράσινα, μεγάλα, οδοντωτά καΐ
ολίγον λαμπυρά. αυτά όμοιάζουσι με τά φύλλα τοϋ χαι-
ρεφύλλου, του μαλάθρου καΐ καυκαλίδος, δια τοϋτο πολ
λάκις αί γυναίκες άπατηθείσαι και τά ζώα τρώγουσι καΐ
βλάπτονται.
Τα άνθη αυτών είναι λευκά, κείμενα είς τήν κορυ-
φήν των κλώνων και κορμών είς είδος σ/.ιαδίου, (ουμ-
πρέλας). ό καρπός των είναι βολβώδης, συγκείμενος άπό
δύω σπόρους αυλακωτούς.
Ολον τό χόρτον μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν, τό
όποίον έχει όσμήν άηδήν και βρωμεράν, και γεϋσιν πι-
κροτάτην καΐ φαρμακεράν.
Α ύ να μις, ναρκωτικη, άδυναμωτική καΐ εναντία τοϋ
όπίου. /
Μ εταχείρν; σι ς. εσωθεν, είς τούς σκίρραυς, είς χοι*-
ροπρη'σματα, είς χελώνια, είς πληγάς καρκινωμένας, είς
πρίσματα της προστράτας άδενος τοϋ άνδρικου αίδίου,
καΐ τών δρχεων, σθενικής διαθέσεως.
Δόσις της σκόνης τών φύλλων άπο 2, $ 3 κόκκ.
αυτή ή δόσις δύναται να αυξηνΘνί εως δράμια 2 τήν
ήμέραν. ό νωπός χυλός αυτοϋ δίδεται άπό κόκ. ενα εως 2θ
Πρέπει νά μήν ενώνεταϊ με τήν αίθουσαν μ« τήν ά-
γρίαν, καΐ καναπίαν τών κωνειων.
Σημείωσις. 5 είδών κώνειον ευρίσκεται Ι το κηλιδωτόν.
ι το μικρόν κώνειον. 3 ή μουτελέα. (\ αίθουσα ή μέ-
ουμ κ«1 5 ή ορεινή αιθουσα.
Λ^. 440.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗ εις τπν ιατρικην 19

Λεμονέα Ελληνιστί.
Λεϊμονέα Νεοελληνιστί.
Κίτρους μέδικα . . Λατινιστί.
§. ϊ 5ο \ . , _ .. ,
Λεμονιερ Γαλλιστι.
Λιμόνε ίταλιστί.
Αεϊμον άγατσΐ . . Τουρκιστί.

ίΚλάσις 18 πολυαδέλφια.
Τάξις . 3 Είχοσάνδριον-

Φυσικο'ι καί χυμικόϊ αυτής χαρακτήρες


6ρα το σχΐμα αυτης Ιο.

Η Αεϊμονέα είναι δένδρον πολύζωον, καΐ αειθαλές, πα-


ρασταΐνον ώραίαν θεωρίαν και μεγάλην εύχαρίστησιν μέ
τόν στολισι/ον, τόσον των ευωδεστάτων αυτης άνθεων,
δσον και τών πολλών αυτών ευώδων φόλλων καΐ λεϊμο-
νίων, τά όποία μένουσι διά πολυν καιρον επάνω ίίς τό δεν-
δρον αυτο, άπαντα κίτρινα, ίύώδη καΐ ώραία είς *ήν θεω-
ρίαν. Το δένδρον τοϋτο ελκει τό γένος του άπό τάς Ανα-
τολικάς ίνδίας, Ασσυρίαν καΐ Μνιδίαν. Αυτο μετά 20Ο
Ιτη ρ-ετεφυτεύθη είς τήν Ευρώπην, Ελλάδα καΐ πολίι 5-
στερον είς την ίσπανίαν, Πορτογαλλίαν, ' καΐ ίξαιρέτως
είς τάς ν/ίσους τοϋ Αιγαίου Πελάγους, Κρτίτην, Χιον,
καΐ Πόρον, δπου καλλιεργείται καλώς, αυτό άνθεί προς
τόν Απρίλιον μηνα και Μάϊον. καλλιεργουνται τά δεν
δρα ταϋτα και είς την σπάρτην της .Λακωνίας καΐ Μεσ-
σηνίαν.
Αί ρίζαι τοϋ δένδρου τούτου είναι χονδραΐ, κλωνώ-
δεις, εσωθεν κιτρινωπα; και εξωθεν λευκαί. ό κορμός των
20 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

είναι Ορθιος, λείος, σκληρός, κλωνίφερος, λευκος εσωΟεν


και σκληρός, οί κλώνοι αυτοϋ είναι ανοικτοί, πολλότα-
τοι καΐ φυλλίφεροι. τά φύλλα αυτών είναι άπλα, μα
κρουλα, όδοντωτά όλίγον προς τά άκρα, ώς επί το πλεί
στον, όξέα, ενίοτε καΐ άμβλεία ολίγον, τά ποδία αυτών
είναι μικρά, και σκληρά.
Οκάλυξ αυτών είναι διηρημένος είς πέντε, είναι πράσι
νος και μικρός, τά άνθη αυτών φύονται είς τά άκρα των
κλώνων, καΐ είναι λευκά και ώραία, αυτά εχουσι πέντε
πέταλα μακρουλά, η ελλειπτικά, σαρκώδη καΐ άνηκτά. τά
ς-άγματα αυτών ώς έπί τό πλείςΌν είναι είκοσι, καΐ οί πι-
στύλοι πολλοί, ό καρπός των ειναι βάκχη τις ωοειδης, $
μακρουλή, οξέα, μέ φλοιάν άνώμαλον. αυτίι ονομάζεται κοι-
νώς λεϊμόνιον, το όποίον είναι χωρισμένον έσωθεν είς εν
νέα κοιλότητας, πλη'ρεις άπό παρέγχυμα καΐ ύγρόν ό£υ,
Οιαφανες καΐ νόστιμον. είς παν κοίλωμα περιέχοντα, άπό
δύω σπόροι ώοειδεί; , ύςείς καΐ σκληροί, αυτά τά λεϊ-
μόνια είναι κατά πολλά χρπαζόμενα είς την ΐατρικην καΐ
οίκονομίαν. μεταχειρίζονται προσέτι είς την ΐατρικην αί
φλοιαΐ τών λεϊμονίων, τό άρωματικόν αυτών ελαιον, καΐ
τών φύλλων, καΐ ό ζωμός τών λεϊμονίων.
Δύναμις. τά λεϊμόνια είναι άδυναμωτικά, κεντρικά
καΐ δροσιστικά.
Μεταβεί ρ. ής λεϊμονάδα είς θέρμας καυστικάς, είς δί-
ψαν ύπερβολικήν, είί σκορποϋτον καΐ είς έμετόν πολύν.
Δόσι;. δσον άρκεί.
Σημείωσις. 1 5 είδών λεϊμονέαι ευρίσκονται. Ι είναι ή
άνω εΐρημένη. ι ή τρίφυλλος. 3 ή μονο'φυλλος. 4 ή της
Μαγαδασκάρ. 5 ή τών γαλλικων νησων, είναι λεϊμόνια με
γάλα, πατρολεϊμόνια καλούμενα, είναι καΐ νλυκολέμονα μι
κρά καΐ νόστιμα, καΐ άλλα μικρά, καΐ ευώδη περγαμότα
«αλούμενα κ. τ. λ.
• .

.
* -• . - . , ν •4
ϋϊίΛ! '

--

V.

^-Λείγήν Ιοτ'λαν.^ιν.Ο} σγη. 144.

' "ι -
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ »ι

^Αειχήν ισλανδικός. . . . Ελληνιστί.


] Βρύον καΐ μούσκληον. . . Νεοελληνιστί.
- 1 Αίκεν καΐ μούσκ,ΐουμ ίσλανδικους Αατινιστί.
ΐΛίκεν ίσλανδίκ Γαλλιστί.
| Μοσκο Ισλανδικο. . . . ίταλιστί.
ιΈ<τιέρ ότου, Τουρκιστί.

ίΚλάσις ιί± ^ρυπτογαμία,


(Τάξις . 3 Αειχιίν.

Φυσικοι κα\ χυμικοΐ αυτου χαρακτήρες^


Ορα τό σχήμα αυτοϋ II.

'Ο. Αειχην ουτος είναι φυτόν πολύζωον, τό όποίον ευρί


σκεται είς πληβος είς τά δρη της Ευρώπης και Ελλάδος
καΐ μάλιστα είς την νησον ίσλανδίαν φύεται έπάνω είς την
γην είς τόπους ξηρους, άγεωργητους, πετρώδης και τραχεΓς.
αί κλωνώδεις εκτάσεις είναι ολίγον δρθιαι, η" πλαγιασμέ-
6αι, ίιψηλαί δύω, η τρείς δακτύλους. αυτοί οί κλώνοι είναι
υμενώδεις, σκληροι, οταν είναι ξηροί, λείοι, είς την δπερθεν
Ιπιφάνειαν, με χρώμα., σκωτεινόν, ?| ερυθρομελαγχρινόν,
κοίλοι καΐ γυρισμένοι πρός τά άνω, κοιλόκυρτοι πρός τα
κάτο>, ενίοτε κατας-ιγμενοι με στίγματα τινά άλευροσπυρω-
τά. αυτοί οί κλώνοι είναι γραμμώδεις, σχισμένοι, η σχεδόν,
πτερωειδείς καΐ διχαλωτοί πρός την κορυφήν, αυτοΐ εχουσι
τινάς τρίχας μικράς, ώστε παρομοιάζουσι με τά κέρα-
τα τοϋ Ρη'νου ζώου, η Δαΐνου, ί έλάφου. αυτοί είναι ς-ρογ-
γυλοί, κοιλόκυρτοι, και έρυθρομελαγχρινοί.
Μεταχειρίζεται είς την ίατρικην δλον τό φυτόν, τό ό
ποίον δεν εχει όσμήν, γεϋσιν δμως εχει πικράν, ^υπτ>
α» ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κήν καί μυζώδη, αΰτ4 μεταχειρίζεται εις κόχλασμα μΑ


τό νερδν, $ γάλα.
Δύναμις. «υτΐ είναι θρεπτικόν μέν, πλ/ιν άδυνα μωτικόν.
Μεταχε ίρτη σις εις μαρασμΑν του σώματος, εις αί-
|ΐο'φθιϊιν, εις φΟίσιν πνευμονικήν (ι), καΐ εις βίχα χρονικόν.
Δ<5σις άπο δράμια 4 ει? νεΡον βραστόν, ίΓγάλα δρ,
ΐ5θ εως νά μεινν) δράμια 1οο δια νά γίν/μ κο'χλασμα.
ΣημειωσΙς. 1 56 είδών λειχήνες ευρίσκονται εις τήν γην
καΐ εις τα δένδρα τοϋ' κύσμου. 6 Ισλανδικός λεγόμενος λει-
νην είναι- ό καλλιώτερος. τοιουτοι λειχηνε ς φύονται καΐ ης
τα δένδρα, δρείς, πρίνους, πεύκους, έλάτους πέτρας κτλ. "δ
καταγραφή τών όποιων ευρίσκεται εις τάς έγκυκλωπαιδίας.

(ΐ) Φθίσις δέν είναι άλλο. παρά πρϋσμα τι, ί αποστημα τεΰ πνεΰμονος.
λίγεται φίίσις άπό του φίίνειν, τήξιν και ξηραίνειν τό σώμα τοϋ άνθρώπου.
λεγεται κα'ι φ$3η ελληνιστί, και φθινώ $ης νοσος, κοινώς δέ οχτηκα, ΐ κτη-
κιο'. φβίσις ίστίν ελκος του πνεύμονος, η θώρακος, η φάρυγγος, ώστε βΐχα
παρακολουβεΐν. και πυρετους βληχροί»ς καΐ συντήκεσθαι το σώμα. ίπποκρά
τ»ς άφορ.
Πολλών ειδών φθίσις ειιναι: τοϋ πν'ύμονος, τοϋ λάρυγγος, τοϋ τίπατος, των
νεύρων καΐ τών εντέρων κτλ. άφοϋ σπάση το άπο'στημα τοϋ πνεύμονος σχη
ματίζεται άμέσως ή πληγη αύτοϋ, εκ τις οποίας εξέρχεται συνεχως ύγρον
βρωμερον, λευκον, μέ ΰποκίτρινα φλεγματα, ενίοτε και μέ αίματα. τ, πληγή
βδτπ προερχεται άπο την περιπνευμονξαν, πλευρίτην, άποστημα και αίμο'-
πτυσιν, άπο ερωτα, λύπας και πίκρας. ο πάσχων έ'χει ενίοτε θερμην, ρίγοςΝ
καί βηχα ξηρον, η ύγρον. οί πο'δες του και αϊ χεϊρες του καίουσι, λέγει
2 γέρων Ιπποκράτης, ότι, ΐάν το φλεγμα τών φθισικων έπιτεθνϊ είς άναμε'-
νου; άνθρακας, καί βρωμα βαρε'ως, και εάν αι τρίχες αυτών πε'σωσι και τους
ελθη ή διάρροια, ταχέως άποθνήσκουσι. το φθινο'πωρον ειιναι κακον διά τςϋς
φθισικού;, το πάθος τοϋτο έχει τρεΐς βαθμούς. ιίς τον πρώτον και δεύτερον
βαθμον εάν δ'έν προφβασβ") 4 πάσχων άποΐνήσκει. ή χαρά και ή περιδιά-
βασις εις καβαρον άε'ρα καί το γάλα τις γαϊδάρας, νί τών νε'ων γυναικών
ωφελεί είς τοΰ$ φίιβικ$ύς τά μεγιστα.
Αευν-α1λΛ&/.ο3 στη. ΗΊ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 23

ΙΛευκάμπελος Ελληνιστί
Βρυωνία Αλβαμ. Λατινιστί
Βίγν Πλάν; Γαλληστι
Τσοΰκα σαλδάτικα ΐταλιστί

Κλάσις α 2 μονοοίκιον
ϊάξις 8 πολυαδέλφιον

Φυσικοί καΐ Χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα τό σχ•ψα αυτης 1 2.

Το ώραΐον τοΰτο φυτον είναι πολύζωον, φύεται εις διά-


φυρα {/.έρτι τοΰ κόσμου, μάλις-α εις τόπους τραχείς, ορεινους,
καΐ κ.οπρώδεις της Ελλάδος, οπου πολυπλασιάζεται περισσό-
τερον καΐ θρέφεται καλλιώτερον αυτό άνθεί πρός τόν μάΐον
μηνα. ή ρίζα του φυτοΰ τούτου είναι χοντρή αρκετά, σαρ
κώδες, κλωνώδης, λευκοκίτρινη, με πολύν χυλόν Ισωθεν,
αυτή εχει γεϋσιν δριμείαν καΐ χικραν και άνοστον.
Εκ των ριζών άναβλαστάνουσι βλαστοί τιινες χορτώδεις,
λεπτοί, εγκεκλιμένοι, γωνιώδεις, μαλιαροί, χωριστοί και
μακρείς Ιως 8 πόδας' τα φύλλα των βλαστών αυτδν είναι
εναλλάξ κειμενα, καρδιόσχημα, ποδίφηρα, χειροειδή εις
σχημα άτΐαλάμης τής χειρός, διηρημένα έως εις τήν μέσην εις
πέντε λοβοϋς γωνιώδεις, αυτά ειναι τραχέα εις τήν άφήν
διά τάςτραχέας αυτών. τρίχας.
Προς τήν βάσιν εκάστου φύλλου εξέρχεται άπό ενας γύρος -
άπλους, τρυφερός, με τόν όποϊον πιάνεται και στερεώνεται.
εις τά πλησίον αυτης φυτά' ό κάλυξ τών ανθέων αυτης διαι
ρείται εις πέντε όδόντας• τά «τάγματα τών ανθέων αδτών
κείνται όμοϋ αρρενα και θηλυ πολλότατα τών άριβμόν.
24 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ "

ό στέφανος των ανθέων είναι μικρός καΐ διαιρείται βαθέως


ει{ πέντε φυλλάρια λευκά με τινας γραμμάς πρασίνοιυς
εξερχόμενα εις είδος φακέλλων ά/τά τάς γωνίας τών
φύλλων. τα ποδία τών ώραίων άνδέων αυτών είναι μακρά
ό καρπός αυτών είναι βάκχη τις στρογγυλή, χοντρή ίσον με
άστράγαλον, πρώτον είναι λ«.υκοπράσινη, επειτα όπόταν γί
νεται ώριμος έχει ν/ρώμα μελανόν.
Μεταχειρίζονται εις τα ίατρικά αι ρίζαι τις βρυων&ς
μόναι, η εις κόχλασμα, ό χυλος τών όποίων είναι δριμύ
τατος, ό όποιος πληγώνει τό δέρμα το.5 άνθρωπου.
Δύναμις τών ριζών, είναι ε'ρνθιιττικαΐ, άδυναμωτικαι, δρα-
οτικοκαθαρτικαΐ, διουρητικαΐ, άνθελμεντικαί, καϊ ό χυ
λός γίνεται ώς βυζικάντε.
Μεταχ- έσωδεν, εις πάθη της μανίας, εις μιρικας ίιδρο-
πικίας, εις πάθη χρονικά, δπου χρειάζονται έρεθις-ικά, έξω
θεν εις πρη'σματα οίδηματώδη (ι) και εις Αούπιον.
Δόσις τις ξηρας σκόνης τών ριζών άπό Ιν δράμι εως
3 πολλάκις της ημέρας εις α4 ωρ»ς•
Σημειωσις. Είναι καΐ ή διοοίχια βρυωνία, της οποίας
τά άρρενα άνθη τώρα ευρίσκονται ειις Ινα κορμόν, καΐ
καΐ άλλοτί εις άλλον, αί ένέργειαι δμως είναι αι ίδίαι.

(1) Το οίοΎιμα είναι πρίσμα τι χλωρών και μαλακον, χωρίς πο'νονς, 6λι-
βο'μενον βλίβεταί, καΐ φνλοίττει ίιά τινα καιρον το βλίψιμον τοϋ δακτύλου.
ώς επί το πλείστον κυριεύεται ΐ οψις τοϋ προσώπου, το εξωθεν των χει
ρών χαί τών ποίων, αΰτο ειιναι παρο'μοιον σχεδόν με ττιν άνασάρκαν κα'ι
λοιπάς ΰίροπικίας.
Αυτό προερχεται άπο' τινα λυμφατικά υγρά, εισουο'μευα είς τό κελλικόν
ύφασμα του κάτωβεν δερματος τοϋ άνδρώπου, καί άπο ττιν άτακτον κιι-
χλωφορίαν τον αίματος.
Λίί» •ινωνις τ• Η3.

' ι
Ι1Ρ0ΣΗΡΜ0ΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ. α5

/Λιβανωτΐς έςΈφανωμένη. . Ελληνιστί.


Ι Δενιϊρολίβανον Νεοελληνιστί.
-ο ]Ροσμαρίνους όφφιτσινάλις. Αατινιστί.
|Ροσμαρίν Γαλλιστί.
ΙΡοσμαρίνο κορονάτο . . . ίταλιστί.
\Πιπεργιέ ότοϋ Τουρκιστί.

(Κλάσις ι Διάνδριον.
(Τάξις Ι Μοιογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτΐς ΐ3.

Τό δενδρολίβανον τοϋτο είς την Ελλάδα είναι χαμά-


δενδρον πολύζωον και αειθαλές, αυτό κατάγεται άπό την
Ασίαν καΐ μάλιστα άπό τό Λιβάνιον δρος της Συρίας.
δπου τό πάλαι οί στέλεχοι αύτοϋ ησαν είς πληθος, των
οποίων οί κορμοι σώζονται ακόμη μέχρι τη; ση'μερον
είς εκείνα τα μέρη, δθεν ένομίζετο, έ'τι ηρχετο τό λι
βάνιον είς τήν Ελλάδα. Πολλά φυτά είναι εκείνα, τα ό .
ποία δίδουσι τό λιβάνιον, λιβανωτός λέγεται και τό 5ά-
κρυον, ητοι ή ευώδης ρητίνη τοϋ θυμιάματος. αυτό τό
δενδρολίβανον λέγεται παρά Νικάνδρω Αιβανωτίς καγχρυ-
φόρος, $ Κ,αγχρυόεσσα. Δύω εΐ$η δενδρολίβανον είναι
ό καρπός τοϋ ενός είναι στρογγυλός, οστις και κάγχρυα
λέγεται, τό δε άλλο πλατερόν.
Τό κοινόν δενδρολίβανον της Ελλάδος υψοϋται εως
8 πόδας. οί κορμοί του είναι κλωνίφεροι καΐ φυλλίφε-
ροι, οί κλώνοι των είναι πολλότατοι, συνεσταλμένοι, ενίο
τε καΐ ανοικτοί, τά φύλλα αυτών είναι λεπτά, σαρκώ
2$. ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δη, ελλειπτικά, λευκοπράσινα, και αειθαλή", μακρά Ιως


ίνα δάκτυλον, τα άνθη αυτών κείνται βοτριδόν εις τούς
κλώνους, η εις είδος θύρσου, αυτά είναι λευκοπο'ρφυρα, μικρά
και ωραία με δύω μόνον στάγμα.τα και Ινα πιστύλον-.
Ολον τό φυτόν εχει ώραίαν θεωρίαν, δια τοϋτο τό καλ-
λιεργοϋσιν εις δλους σχεδόν τούς κήπους και περιβόλους
των Αθηνών, μάλιστα καΐ εις τούς οίκους τοϋ κόσμου.
αυτό εχει όσμήν ήδονικήν, κεντις-ικήν, ευώδη, εύχάρις-ον
καί δυνατόν, ώς τήί κάμφουρας. γεΰσιν εχει πικράν και
©ερμήν, έκ τών φύλλων καΐ ανθέων άλαμπικαρίζομεν τΑ
ευώδες αυτών νερόν, και τό άερώδες καΐ ευώδες ελαιον,
τα όποϊα μεταχειρίζονται εις την ίατρικήν και οίκονομίαν.
Δύναμις τοΰ φυτοΰ. δυναμωτικόν τών νεύρων καΐ
ίδονικόν.
Μεταχείρησις. Εσωθεν εις την δισπεψίαν, εις πάθη
νευρικά, άσθενικής διαθέσεως, εις υστερισμόν και εις ά-
δυναμίαν τοΰ στομάχου. εξωθεν τό ελαιον αυτοϋ τρίβε
ται εις τα πονεμένα μέλη, καΐ παραλελυμένα, εις ύδρο-
πικίας διαφόρου είδους.
Λ ό σ ι ς τών φύλλων από δράμι §ν εως δύω εις νε
ρόν βραστόν δράμια 5θ δια νά γίνη κόχλασμα.
Λίΐ?ον σ^ΐ -^:
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 27.

/Άίνον . Ελληνιστί.
Ι,Λινάριον . Νεοελληνιστί.
Ι Αίνουμ ούζιτάτουμ . . Λατινιστί.
§. »54 Ι Αΐν δ' ούσάζ, όκομμοϋν Γαλλιστί.
Ι Λίνο κομμοϋνε. . . . Ιταλιστί.
^Κετέν ότου Τουρκιστί.

Κλάσις 5 Πεντάνδριον.
Τάξις . 5, Πενταγύναιον.

Φυσικο\ χαΐ χυμικο\ αυτου χαρακτήρες^


δρα τό σχημα αυτοϋ 1 4..

'[ Το Αινάριον τοϋτο είναι 8ν φυτόν πολύτιμον, Ιξ αί


τίας της αυτοϋ ωφελείας, Ιπειδή και δεν είναι εθνος,
το όποίον άγνωεί την χρησιν και την ώφέλειαν αυτοϋ
τοϋ λιναριου, αυτό το φυτόν σπείρεται και φύεται εις την,
Ασίαν, Αφρικήν και Εύρώπην καΐ είς διάφορα άλλα με
ρη της Αμερικης και; ν^σων αυτών, μόνον είς την Ελ
λάδα δεν έμβηκε τόσον είς χρησιν, Ιξ αίτίας, φαίνε
ται, ότι ευρίσκεται πολύ βαμβάκιον. είς την Αίγυπτον,
καλλιεργείται με μεγάλην έπΐμέλειαν, από τούς στρα-
βοάραβας, δπου άνθεί προς τον Ιούλιον μηνα.
Αί ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτοο είναι λεπταΐ, άπλαΐ μέ
τινας λιπτάς ίνας. ό βλαστός αυτών είναι δρθιος, κυλιν
δρικός, φυλλίφερος και κλωνίφερος πρός τα άνω, αυτός
ύψοϋται εως ενα πόδα και ίίμισυ, η' δύω. οι κλώνοι αυ
τοϋ κείνται είς είδος κορύμβου, τα φύλλα των είναι έκ-
τεταμένα, γραμμώδη, λογχοειδή, λεπτά καΐ ςτενά, γλαυ
κά μέ χρώμα ύποπράσινον, μακρά ενα δάκτυλον. τά άν-.
»8 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

θτι αυτών κείνται εις την κορυφήν τών κλώνων και κορ
μών. τα πεταλα τών όποίων ειναι πέντε άνοικτοκυανα
καΐ ώραϊα.
Τα ποδία αυτών είναι λεπτά μέ £ν άνθος. τα φύλλα
τοΰ κάλυκος είναι ώοειοϋ καΐ ύπόλευκα. ό καρπος αυτών
είναι λεπτός ώς τοΰ σίτου, στιλπνοπράσινος και γλίσχρος.
τόσον οί σπόροι, οσον και ή εξωθεν φλοιά τδϋ λίνου με
ταχειρίζονται εις τήν ίατρικήν καΐ οίκονομίαν, τά όποϊα
είναι άναγκαιότατα εις τούς άνθρώπους.
Δύναμις τών καρπών. καθαρτικός, μαλακτικός κα)
(ΑΥ.ναγωγός.
Μεταχείρησις. εις τον νεφρίτην, δισυορίαν, βηχα,
λευκόρροιαν καΐ εσωτερικάς εσωχάοας. ,
Εξωθεν. ώς κατάπλατα εις τά ορίσματα τών μελών.
Δόσις τών σπόρων δρ. 8 εις νερυν βραστύν δράμια
200, ο\ά να γίν/ι κόχλασμα, έ'ως νά μεινη τό νίρσυ καΐ
ευθυς νά στραγγίζεται, διότι άλλέως πήζει και γίνεται
ώς πηκτη τοΰ σαλεπίου.
Σημειωσις. εις τόν παλο^ιόν καιρον έφυτρωνεν εις τήν
5λι$α λινον πορφυροϋν, βύσον καλουμενον, πολυτιμον είς
τόν κόσμον, κατά τόν περιηγητήν Παυσανίαν, την φλοιάν
τοΰ λίνου ν^θουσαι αί γυναϊκες κατασκευάζουσι κάλλιστα
υφάσματα και αναγκαία εις τούς άνθρώπους.
Τό ελαιον τοΰ λινρσπε'ρματος ειιναι άναγκαϊον ειις τά-
βαφάς τών ζωγράφων, ειις τήν λιθογραφίαν και τυπογρας
α3 Ειδων λίνοι ευρίσκονται, οί όποϊοι διαφέρουσι κα
τά τό δψος και καρπόν αυτών. Ι ό της Σιβαρίας. 2 4
άγριος. 3 ό λεπτόφυλλος. 4 ό σκωληκοειδή; κ. τ. λ•
7

Μ α νγ ο στ αν α σγη. 415"
ΤΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 2$

(Μχγγοστάνα Ελληνιστί.
Γαρτσίνια Μαγγοστάνα. . Λατινιστί.
β' -Τ*" /Μαγγοστάν κουλτιβέ. . . Γαλλιστί.
* \ Μαγγοστάνα κομμο.,:. . ίταλιστί.

( Κλάσις 1 1 <.' α;δεκάνδριι- .


(Τάξις . Ι ..Ιονο

Φυσικο'ι καΐ χυμιζοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτης 1 5.

Η Μαγγοστάνα αϋτη είναι £ν «ραΓον όενδρον καΐ πο-


λύζώον, τ6 όποίον φύεται είς τάς Μολούκους νη*σους των
ώ*8«Μων, εκείθεν έφέρθη είς την ίάβαν νησον, καλλιερ
γείται ακόμη είς την Χερσόνησον Μάλακκν, Σιάμ βασίλειον
και είς τάς Μανίλλας. αυτ6 το δένδρον ίιψοϋται μίτρίως
κα! είναι δμοι<- : υ'?Μ μηλέαν, τόσον ώραίαν καΐ το'-
σιν τετορνευι ν ζορυφην, &ςί είς την Βατα-
βίαν θεωρ:•../ ρμοδιώτερον πρός καλλοπι-
σμον των κηπι.' ι V ' ' <>
Τά φύλλα τ^ μεγάλα, αντικείμενα, ποδίφερα,
ωοειδη, στιγματι ι .., σώα, πάμπολλα, τραχέα, πρά
σινα προς την κάτωθεν επιφάνειαν, καΐ με χρωμα ελαιω
δες προς την άνωθεν. τά άνθη αυτών φύονται είς τάς
κορυφάς τών κλώνων και εχουσι ποδία μικρά κυλινδρι
κά καΐ άρκετά μεγάλα, με χρωμα βαθυκόκκινον, καΐ ά
νοίγονται παρομοίως με τά ρόδα τών κη-πων. ό καρπός
αυτών είναι βάκχαι τινές σφαιρικα!, με πολλά; κοιλότη
τας, καΐ είναι μεγάλαι ώς £ν ώραίον ρόδιον, $ νεράγγιον.
λε^ει κάποιος Βονζιος, δτι μακρόθεν το δένδρον τοϋτο
3ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

όμοιάζει με μίαν λεϊμονέαν. αυτό κάμει μίαν σκιάν πα-


χεΓαν, άναγκαίαν είς «"κείνα τα θερμότατα αυτών κλίμα
τα. τό ξυλον αυτοϋ είναι καλόν δχι μόνον διά την φω.
τίαν, άλλά σχιζόμενον έκοίδει ύγρόν τι κιτρινωπόν, ως
βάλσαμον, τό όποίον πήζει είς τόν αέρα.
Οί καρποι της Μαγγοστάνας καλλιεργουμενοι, είναι ευ
χάριστοι, καΐ ηδονικοί, δχι μόνον είς την γεϋσιν, άλλα
καΐ είς την όσμη'ν. λέγουσιν, δτι αυτοί εχουσι γεϋσιν
της σταφυλης, των φραγούλων καΐ κερασιων, νεραγγίων,
τά όποία έκπέμπουσι μίαν όσμήν ήδονικήν, άνάλογον μ!
την των φραγούλων και χαμοκερασίων.
Ο Ρούμφιος λέγει, δτι οί άσθενείς κάμουσι χρησιν ά
πό αυτό είς κάδε πάθος, και εις αυτούς είναι κακό;
οίωνός, όπόταν άποστρέφωνται αυτούς τού; καρπούς, ίι
δεν αίσθάνονται καλώς.
Δύναμις. Οι καρποι ουτοι είναι δυναμωτικοί καΐ η
δονικοί.
Μεταχείρησις. είς δλα σχεδόν τά άσθενικά πά
θη, καΐ είς την οίκιακη ν οίκονομίαν τών άνθρώπων. εί'«
θε νά εκομίζοντο τοιαϋτα ευλογημένα φυτά καΐ είς την
πτωχήν έλλάδα, δια τό καλόν τών Ελλη'νων.
Σημείωσις. Πολλών είδών Μαγγος-άναι ευρίσκονται, 4
άνω ειρημένη και ή γαρκίνια, γομαγότα κ.τ.λ.
Μανέοαγορα
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ 31

/Μανδραγορα Ελληνιστί.
«Μανδραγόρα. . . . , . Νεοελληνιστή.
. -„. Ατροπα Μανδραγορα . Λατινιστί.
/Μανδραγόρ Γαλλιστί.
\ Μανδράγορα Ιταλισηί.

(Κλάσις 5 Πεντάνδριον.
( Ταξις ι ΒΙονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυ τή ς χαρακτήρες •


δρα τό σχημα αυτης 1 6.

Ο Μανδράγορα είναι £ν άπό τά Ιπτά άρχαία, τερα-


τοποιά βότανα, τά όποϊα τότε εκβαζον έκ τις γης με
τινας ευχάς και τελετάς, τόσον εις την Κύπρον, δσον
και εις άλλας νήσους τοϋ Αιγαίου Πελάγους, και αυτά
είναι ή μανδραγορα, ή Παιωνία, ό μέλλας καΐ λευκός Ελέ-
βορος, δ ΐοκύαμος κτλ. τά όποϊα την ση'μερόν ουδέ άπό
ενα δέν πιστεύονται ώς τοιαϋτα. Δός μοι τούς μανδρα
γόρας ελεγεν ή ώραία Ραχιλ πρός τόν πατέρα της τον
Αάβαν, δτε εφευγεν άπό τήν Βαβυλώνα όμοΰ μέ τόν
άνδρα τη£ τόν θεϊον ίακώβ.
Αι ρίζαι της μανδραγόρας ειναι άδρακτοειδείς, σκλη-
ραί, μακραί, άπλαϊ, ενίοτε διηρημέναι εις δύω, η εις
τρείς μέ πολλά ριζίδια, αί όποϊαι όμοιάζουσιν ώς σκέλη
άνθρωπου. κορμόν δεν εχει ή μανδραγορα ειμή μόνον
φύλλα πολλά, μακρά, κυματώδη, τραχέα, ώολογχοειδή,
στιγματισμένα, σκοτειν.οπράσινα, γλαυκά, με τρίχας τΐ-
νας. Ικ τών φύλλων αναφύονται πολλότατα άνθη, πορ
φυρά, η λευκοπορφυρα, με μεγάλον ποδίον, είναι καΐ κυα
3α ΒΟΤΑΝίΚΠ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

να, δμοια μ» τα ευώδη ία του κτόπου, τά όποΐα άν-


θοΰσι προς τό φθινόπωρον. τό θέρος η μανδραγόρα ξη
ραίνεται και δεν φαίνεται. οί καρπκοί αυτής είναι βάκ-
φαι τινές, ύποκίτριναι, γέμουσαι από ύγρο'ν τι πικρον, μυ-
ξώδες και υττόλευκον, εκ των όποίων τρώγοντες οί παί
δες φαρμακευονται καΐ άποθνήσκουσι.
Δύναμις των ριζων. ναρκωτικαΐ, ς-υπτικαΐ, των πλη
γών και καθαρτικαί,
Μεταχείρησις. Εις πρησματα σκληρα καΐ πληγας
τών χελωνων, ειις τον συριγγαν (φύστουλαν) είς τινας
πόνους τών μελών, ώς κατάπλασμα, εις σκίρρους.
Σημείωσις. δύω είδών μανδραγόραι ευρίσκονται, και
αυταΙ φύονται εις την Σύραν ειις πλήθος. ή μεγάλη λε
γομένη καΐ ή μικρά, ή θηλν. με τάς ρίζας της μανδρα
γόρας πολλοι θεραπεύουσι πολλά πάθη, τά όποϊα φυλάτ-
τουσιν ώς μυστήριον. (ι)

(ά) Πέτρος τις Σπαρτιάτης, Τσεκούρης έπωνομα^όμενος άριστος εμπει


ρικος ιατρος καΐ χειρουργος, προ τινος καιροϋ εις τάς Αθάνας έθεράπευσε
πάθος τι ουσίατον μη μοϋ άπτου καλούμενον, φυο'μενον εις την μύτη
ένος άνθρωπου σημαντι-<οϋ. καΐ ένοχλουμένου προ πέντε χρο'νωνν τοϋ-
τον πολλοί μεγάλοι ιατροί τών Αθηνών καΐ Ναυπλίας έπεσκιύθησαν
καΐ οΰδεν εποίησαν.
Ο Σπαρτιάτης ούτος, όλίγην σκο'νην ίνος χο'ρτου, άγνωστου εις ημάς,
(φυστουλο'χορτον καλούμενον) ή ποσο'της Ιως πεντε κοκκους σίτου, προσ-
θεσας ιις την πληγήν, άπαξ μονον, ειις 15 ίμέ'ρας την έθεράπευσεν-
τίς θεραπειας ταύτης αυτοπτης γινομενος καΐ εγώ ειις Αθήνας, μαρτυρώ
τ»ιν άληθειαν. τοιαύτην πλπγήν έχει καΐ ό νΰν Πάππας της ί'ώμης, κα
θώς άκούομεν καΐ άλλοι πολλοί, ωστε εισέτι δεν εΰρέθ/) θεραπεια μέχρι της
σιίμερον.
ίδοϋ τά μυστηρια τίς φυσικής ιατρικης, τά όποια οί άνθρωποι δεν έ;εύ-
ρουσιν άκομτ), οίΐτε θελουσι τά μάθη ποτε' ολα," διο'τι ό Θεος . ε/.ρυψεν
αϋτα απο σοφών καΐ συνετών. τοϋτο ειδών και ό γέρων Ιπποκράτης ειπεν
Ά μεν τέχν« μακρά, ό δέ βίος βραχύς.
Μαβανοβν τγη. 1Γ]
ΠΡόΣΗΡΜΟΣΜΕίϊΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ 33

Μάραθρον ........ Ελληνιστί.


Μάλαθρον : . . . Νεοελληνιστή
Ι Ανετους φενίκουλουμ . . . Λατινιττί.
§. ι57 ΐΦινουΐλ κομμοϋν Γαλλιστί.
'φινόκιο ίταλιστί.
Ρεζιανέ ότοϋ Τουρκιστί.

(Κλάσις 5 Πεντάνδριον.
(Τάξις . α Διγυναιον.

Φυσικοί καΐ χυμιχοί αυτου χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αυτοϊ ΐη.

Τό Μάραθρον, το όποιον καΐ μάλαθρον λέγεται, πα


ράγεται τό όνομα αυτοϋ άπό τοϋ [Λάλα θρείν: ητοι βλέ
πει πολά καλά. ελεγον οί αρχαίοι, οτε δεν εβλεπον κα
λά, βρέχοντες τους όφθαλμούς αυτών με τό νερόν τοϋ
φυτοϋ τούτου Ιβλεπον καλλιώτερον. την σήμερον ομως
άντί τούτου, βρέχουσι τούς οφθαλμούς των οί πάσχοντες μέ
τό διϋλιμένον υδωρ τών πεντανεύρων, η των κλημάτων. Τό
μάραθρον είναι φυτόν ενιαύσιον Ινίοτε, και διετες, πολλάκις
πολυετές άγριον ον, φύεται είς την Εύρώπην είς πληθος,
και μάλιστα πρός τά μέρη της έν Ιταλία Φεράραν και Πόν
τε Αάκο Σγοϋρον, οπου καλλιεργείται με μεγάλην έπιμέλειαν
είς τους κη'πους αυτών καΐ πωλούνται α'ι χονδραΐ ρίζαι αυ
τών με τιμην, χρήσιμοι ουσαι πρός τροφήν τών άνθρώπων,
δια τήν ευώδη καΐ νο'στιμον αυτών γεϋσιν και όσμην αυτό
άνθεί πρός τόν ίούλιον μηνα. μάραθρον φύεται καΐ είς τάς
Αθηνας, είς τό Μαραθονη'σι,ον ομως τοϋ Γυθείου είς πληθος. οί
χορτώδεις κορμοίτου είναι πολύπλωκοι, λείοι, και πολλά υ
ψηλοί εως 3 η !\ πύδας. οί κλώνοι των ε£ναι λεπτοί, άνοικτοί.
*!©. Χ 3 χ .&
34 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τά φύλλα αυτών είναι ς-ενά, λεπτά, καΐ πτερωτά καΐ τριπτε-


ρωτά καΐ εναλλάξ κείμενα, είς τήν κορυφήν των κορμών καΐ
κλώνων κείνται τά πολλότατα αυτών άνθη, κείμενα είς είδος
κορύμβου, η σκιαοίου. τά πέταλα τών οποίων είναι μικρά,
κντρινωπά και ευώδη, οί καρποί αυτών είναι σπόροι τινες
λεπτοί, ως τοϋ σίτου, ευώδεις, αρωματικοί, νόστιμοι, θερ
μοί καΐ ύπόπικροι, εξ ών διϋλίζοντες, κρατοϋμεν το ευώδες
αυτών ελαιον καΐ νερόν. τόσον τό ε'λαιον, οσον καΐ τό διϋλι-
μένον αυτοϋ ίίδωρ μεταχειρίζεται είς την ίατρικών. δλον το
φυτον μεταχειρίζεται πολυ είς την οΐκιακήν οίκονομίαν.
Δύναμις. Δυναμωτικον καΐ διαλυτικόν.
Μεταχείρησις, εσωθεν. είς φλογιστικούς κώλι-
κας, εις άχωνευσίαν καΐ αδυναμίαν τοϋ στομάχου καΐ
τών εντέρων.
έξωθεν τό διϋλημένον αυτοϋ υόωρ είς τούς όακρυρρέον
τας οφθαλμούς.
Δόσις τών καρπών άπο κάκους 1 5 "ως 3ο είς σκάνην,
είς κόχλασμα άπό δράμια 2 εως 3 είς νερον βραστόν δράμια
ΙΟο καΐ νά πέρνεται εσωτερικώς είς ώρας ιί\.
Σημείωσις πολλών είδών μάραθρα ευρίσκονται, άλλα με
φύλλα λεπτά, καΐ άλλα μέ φύλλα πλατύτερα καΐ μέ £ίζας
χονδράς καΐ σαρκώσεις.

(1) Πολλάκις οί έφβαλροί τιϋ άνβρώπου κιντού[Λενοι καΐ ίριθιζο'μεν(Χ


άπο τάς κακοχυμίας τοϋ σώματος, άπο ιον ϊεινόν πονο'[ψατον, και απο την
τρίχαν τών βλεφάρων δακρύζουσιν καΐ πονωσιν. α'ι τρίχες αυται άφ' ου Λ.
6ωσι κατα την τέχνήν, παόουσι πλέον τα δάκρυα κα'ι οί πο'νοι, καθως πολ
λους «θεράπευσα άπο τοιουτον πάθος.
ΜίΛέα ρυυνη<ρέοος: στη. τ/8.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 35

'Μελέα μανηφερος Ελληνιστί.


Μέλιον τ,ής μάννας. . . . Νεοελληνιστί.
Ι Φοάξινους ροτόν τι φόλλιουμ Λατινιστί.
§. 1 58 Ι Φρέν άμάν Γαλλιστί.
Αλπερο δέλλα μάννα . . ίταλιστί.
ι Κουόρέτ άγάτσ Τουρκιστί

(Κλάσις α 3 Πολυγαμία.
Ι Τάξις 2 Μονοοίκιον.

Φυσικοί κάϊ χυμν/,οί αυτής χαρακτήρες


δρα το σχήμα αυτής 1 8.

Τοϋτο το ώραίον δένδρον είναι πολύζωον και φύεται


είς διάφορα μεσημβρινά μέρη της Ευρώπης, και μάλιστα
είς τάς επαρχίας της Ρώμης, της Καλαβρίας, Σικελίας
και είς τον τόπον των Λαύνων, (πούλια ΐταλιστί), καλ
λιεργείται και είς τους βοτανικούς κη'πους της Ευρώπης,
δπου άνθεΤ πρός τον Μαϊον μήνα.
Το δένδρφν τοϋτο υψοϋται ώς μία μηλέα το πολϋ
1 5 τάδας, υ) ι 8. αυτή εχει κλώνους πολλους καΐ γε
μάτους άπό φύλλα άντικείμενα, πτερωτά και ανώμαλα,
Ικαστον φύλλον πρώτιστον περιέχει από έννέα φυλλά-
ρια ωοειδή καΐ στρογγυλά, χωριστά, ποίίφερα, και ολί
γον όδοντά κύκλωθιν και άνω πρός τήν βάσιν αυτών.
τά φυλλάρια ταϋτα είναι μακρά ενα δάκτυλον, Ινίοτε καΐ
πλέον τι, πλατέα άπ6 8 εως 9 γραμμάς με χρωμα πρά-
σινον ζωηρόν προς τήν άνωθεν έπιφάνειαν. φαίνονται με-
ρικαΐ τρίχες λεπται προς τά ποδία αυτών.
Τά άνθη αυτών είναι πολλά και λευκά, ευωδέστατα
3
36 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

και ώραΐα κειμενα εις τήν κορυφήν των κλώνων εις ει


δος άσταχύων.
Εις την Καλαβρίαν, δπου είναι ή πατρίς τοϋ δένδρου
τούτου, λέγει ό κύριος Δουχαμέλ, ή μάννα ρέει ίζ αυ
τομάτου, άρχίζουσα άπο τήν μέσην τοϋ ίουλίου μηνός,
Ιν φ είναι ζέστη, φαίνεται να τρέχη άπό τόν κορμόν
και κλώνους £ν υγρόν καθαρώτατον και διαφανες, το
όποϊον μεταβάλλεται εις βώλους καθαρους, καΐ αυτή είναι ή
μάννα εις δάκρυον και εις κρυστάλλους, οί έκείσε κάτοι
κοι προς το τέλος τοϋ Ιουλίου μηνός σχίζουσιν άκόμη
τούς κορμους της μελέας πρός όρθάς δια να ευκολύνωσι
περισσότερα τήν εκροήν της μάννας, ή οποία έκρέει κα-
θόλην τήν ΐμέραν, και ευθύς πήζει εις χονδρους βώλους-
κάποτβ οί κάτοικοι της Καλαβρίας βάνουσιν εις τούς κορ
μους τοϋ δένδρου και κλώνους άχυρα εις κόμματα, έπι
των όποίων ή μάννα έκρέουσα μεταβάλλεται εις σχημα
ωραίων ς-αλακτη'των, οί κρύς-αλοι ούτοι της μάννας ειναι
οί πλέον καθαροί και ωφέλιμοι-
Μεταχειρίζεται εις τήν ιατρικήν ή μάννα αϋτη, ή ό
ποία ευπορεί άπό ϋλην ζακχαρώδη, μυξώδη, καΐ άπο
γεϋσΐν γλυκυράν μέν, πλην άνοστον καΐ άηδιί.
Δύ να μι ς. μαλακτική, καθαρτική καΐ άδυναμωτική-
Μ β τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. εις δισκοιλιότητα, καΐ εις έσωχά-
δας των εντέρων.
Δόσις άπό δράμια 8, έως ιί^ διαλυμένη εις βρα-
στόν νερον καΐ να πέρνεταί ευθυς τό δλον άπό τον πά
σχοντα νά πίνη επειτα καΐ χλιαρόν νερόν ζακχαρώδες,
$ άπλοϋν. ή μάννα ειναι καθαρτικόν ώφέλιμον εις τάς
γυναϊκας καΐ παιδάρια.
Σημειωσις. 9 είδών μελέαι της μάννας ευρίσκονται.
Μελισσανυσικ.Η νγ^. ί10
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 3;

/Μελίσσα φυσική Ελληνιστί.


ι Μελισσόχορτον Νεοελληνιστί.
ν Ι Μελισσα όφφιτσινάλις . . Αατιν.στί.
ΙΜελισσ κιδρονέλ Γαλλιστί.
' Μελίσσα κεδρονέλα. . . . ίταλιστί.
Ι Ογούλ υτοΰ Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 4 Διδυναμία.
{ Τάξις ι Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες*


δρα τό σχήμα αυτης ιγ).

Τό Μελισσόχορτον τοϋτο ειναι φυτόν πολύζωον, φύε


ται εις διάφορα κλίματα της νοτειου Ευρώπης, Ελλά
δος καΐ Τουρκίας, καΐ μάλιστα εις τα περιβόλια των
Αθηνών, πλησίον της Ακαδημίας του σοφοϋ Πλάτωνος
καΐ εις τούς κήπους της αυτης λαμπρας πόλεως, δπου
άνθεί προς τον ίαύνιον καΐ ίούλιον μηνα. Το μελισσό-
φυτον τοΰτο άγαπίί πολύ τούς σκιαρους καΐ υγρους τό
πους, λέγεται μελισσόχορτον, διότι αι φίλεργοι με'λισ-
σαι άγαποϋσι καταπολλά τό μελισσόχορτον, μέ τό ό
ποϊον οί μελισσουργοί προσκαλοϋσι καΐ συνάζουσιν αυτας
εις τας κυψέλας αυτών. πέντε ειδών μελισσόχορτον είναι
τό κοινόν Α καί τό Μολδοβάνικαν Β. Αι ρίζαι των φυ
τών τούτων ειναι λεπταΐ καΐ ινώδεις. οί βλαστοί των
ειναι λεπτοί, χορτώδεις, τετράγωνοι, κλωνίφεροι καΐ φυλ-
λίφεροι, υψηλοί έ'ως δύω πόδας. οί κλώνοι αυτών ειναι
λεπτοι καΐ ολίγον Ιγκεκλιμένοι. τα φύλλα των είναι ώο-
ίνοη, οδοντωτά, η' πρ'.ονκτα, πο$ίφ?ρα7 τινα αυτών ει
38 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ναι καΐ καρδιοσχημα, με ποδία μικρά, καΐ μ» χρώμα


λαμπροπράσινον. ό κάλυξ αυτών είναι σκληρό,-, ύμενώδ»ςΤ
επίπεδος, καΐ ολίγον ύπόλευκος. τα άνθη αυτών φύονται
ίκ τών γωνιών τών φύλλων εις είδος κορύμβου, $ άς-α-
χύων. τό επάνω χείλος τών άνθέων είναι εις ειδος άσπί-
όος, ?| περικεφαλαίας," διηρημένης. τά άνθη αυτά είναι
ποδίφερα, λευκά, η1 ολίγον πορφυρόχρωα, ένωμένα άνά
δύω η τρία προς την βάσιν αυτών.
Μεταχειρίζεται εις τήν ίατρικήν το χόρτον δλον και
τό ελαιον αυτοΰ τό άερώδες καΐ τό ευώδ?ς διϋλημένον
ΰδωρ, $ πνεϋμα, μελίσσα, καλούμενον εις τήν άγοράν.
Το μελισσόχορτον, όπόταν ειιναι χλωρόν εχει όσμήν ή-
δονικήν, ευώδη καΐ άρωματικήν, ητις κλίνει εις εκεινην
τών λε'ίμονίων, γεϋσιν εχει καυστικήν καί άρωματικήν
οί όποΐοι χαρακτηρες αποβάλλονται με τήν ζηρανσιν αυτοΰ.
Δ ύ να μι ς. δυναμωτική καί κεντιστική τών νεύρων.
Μίτα χ ε ίρησις. εσωθεν εις υστερισμόν, εις χλώ-
ρωυιν, κτύπημα της καρδίας (ι), πάθη νευρικχ, άσθε
νικής διαδέσεως.
Δόσις τών φύλλων από δράμια 3 εως ί\ ει; νερον
βραστόν δράμια 1 00 δια νά γίνη κο^λασμα.
Σημειωσις. 5. είδών μελισσόχορτον ευρίσκεται. Ι το
ειρημένον. 2 ή καλαμίνθη. 3 ή δρακοκέφαλος, ωραία.
4 ή της Μολδαβίας, η τουρκιας και 5 ή μελισσόφυλλος.

• (1) Το κτύπημα της καρδίας -γίνεται κάτωθεν τοΰ άριστερου βυζίου


τοΰ άνθρωπο1.). όπου κτυπα άδιακο'πως. τούτο προέρχετζι άπδ/τδ θερ-
ρ.δν τοΰ αίματος, άπο πολύποδας τις καρδίας (τήν εκθεσιν τών όποι
ων ίκθεΌ-αμεν είς τον πρωτον το'μον φύλλ. 92), άπο τον ΰδροκαρδίτην,
και άπίι διάφορα πάθη τϊς ψυχΐς. και μάλιστα άπο τον φο'βον κα.ΐ
Ουμον, άπο τα όποια πολλάκις συμβαίνει ή ατονία, το άνεύρισμα, τ».
?ύντριμμα της καρδίας και ό θάνατος.
Μήκων Όπνά^εοοί σγη. ΙΖίΧ.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΡΪ. 3$,

^Μτίκων ίιίτν^ίφβρος Ελληνιστί.


Παπαρούνα λευκή και υπνος ι . Νεοελληνιστί
Ι.Παπάβερ σομνίφερουμ Λατινιστί.
5- ι6° Παβοά πλάνς, σονίφερ Γαλλιστί
Παπάβερο σονίφερο ίταλιστί.
^Χασχάς ότοϋ Τουρκιστί.
ιΚλάσις 1 3 Πολυάνδριον.
( Τάξις Ι Μονογύναιον.

Φυσικοί καί χυμικοι αυτου χαρακτήρες.


Ορα τό σχήμα αυτοϋ α ο.
Η ώραία αυτη Παπαρούνα, λεγεται ελληνιστι μη'κων, κα'ι.
αυτοί ο'ι μηκωνες ειναι πολλών είδών, μη'κων λευκος, Α
καΐ μήκων κόκκινος Β, δς-ις Παπαρούνα κοινώς λέγεται, είναι
άλλαι παπαροϋναι μικραΐ, κόκκιναι, λευκαΐ καΐ κίτρινα.
ό λευκός μη'κων, ητοι ή λευκή παπαρούνα είναι φυτόν ένιαύ-
σιον κοΛ χορτώδες, τό όποίον φύεται άγριον είς τάς αμπέλους
καΐ άγεωργήτους τόπους, καλλιεργείται δμως καί είς τους
κ./,πους της Ελλάδος και Εύρώπης, και εξαιρέτως είς το
Ικόνιον της Ασίας, περιποιείται μεγάλως άπό τους εκεί κα
τοίκους. δύω είδών μήκωνες είναι: δηλ. λευκός και μέλας,
πλήν οί σπόροι αυτοϋ είναι μελανοί, καΐ δχι το ανθος.
Ο βλαστός τοϋ μή/ωνος είναι ξυλώδης ίιψοϋται ε'ως τρεις
πόόας, κάτωθεν είναι λείος, υπερθεν τραχύς, με τινας τρί
χας όριζοντίους. τά φύλλα του είναι άπλα περιτριγυρί-
ζοντα τόν καυλόν, είναι και Ιπιτρέχοντα, άμβλεία, λοβο-
ειδή και στιγματισμένα, δλον τό φυτόν είναι γλαυκόν καΐ.
άπο'λευκον. ό κάλυξ αυτών είναι λείος, τά πέταλα τοϋ άνθους
είναι μεγάλα, λευκά, η ολίγον κατεστιγμένα καΐ πλατέα. τό
π^στύλον των εΐναι άκτινωτόν, τα στάγματα τοϋ άνθους ε\?
4ο ' ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ναι πολλότατα καΐ μελαγχρινά, τό πις-ύλον ειναι ώς κομβίον


τι κωνικόν καΐ ώραΐον, κε ίμενον εις τό μεσον τοΰ άνθους, δ
καρπός του είναι θη'κη τις μεγάλη, σκληρά και ωραία, γέ-
μουσα άπό άναρίθμητους σπόρους μικρους, καταρχάς λε.»-
κούς, υστερον μελανούς. ό μτίκων δταν είναι /λωρος ευπο-
ρεί άπό υγρον τι γαλακτώδες και λιυκόν, δριμϋ, πικρόν καΐ
άηδέστατον, το όποΐον κρατοΰμεν με την τεχνην. οί κάτοι
κοι της Ασίας χαράττουσι τό θέρος τούς πιστύλους, τούς ό
ποίους, κουβούκλια όνομάζουσι κοινώς, έκ των όποιων ρέει ύ-
γρόν τι λευκόν, τοϋτο τό συνάζουσι, καΐ τό θέτουσιν εις τόν
αέρα διά τινας ημέρας, δπου μελανόνεται και πηζει εις μίαν
μάζαν μελανην, αυτή σκεπάζεται μέ φύλλα τοΰ ίδίου φυτοϋ,
και ουτω πωλείται εις την άγοράν, ονομαζομενη Οπιον, η Α-
φιόνιον κοινως, τό όποϊον παράγεται ε'κ τοΰ Οπός. δύω είδών
Οπιον είναι: δηλ. της Τουρκίας λεγόμενον, και των ίνδιών,
των όποίων ειναι μελανώτερος. μεταχειρίζεται τό Οπιον εις
την ίατρικήν, εις σκόνην, εις τροχίσκους, καΐ διαλυτόν εις τον.
οΐνον και εις τό πνευμα τοΰ οίνου κτλ.
Δ ύ ν αμ ι ς. ναρκωτικόν, ύπνοτικύν καΐ φαρμακερο'ν.
Μ ε τα χ ε ί ρ η σ ι ς. εις δεινην διάρροιαν και δυσεντερίαν,
προπινομένου τινός καθαρτικου, εις δλους τούς πόνους, εις
τήν άϋπνίαν, και φαρμάκευμα άπό τό άρσενικόν καΐ υδράρ•
γυρον, ειις δαγκάσματα των δφεων, μελισσών και σκορπιών,
ειις κτυπηματα κ.τ.λ.
Δόσ ι ς τοΰ Οπίου άπό μισόν κόκκον εως 2 με τό νερόν.
Σημειωσις. Εκ τοϋ όπίου κατασκευάζεται ή θυριακή και
τό λαύδανον ρευς-όν, κατά πολλά άναγκαΐον ειις τόν κόσμον.
Βάλλε οπιον Δράμ. 8. οινον καλόν λευκόν δράμια 15
Κρόκον καΟαρόν δρ. 3 και ας μεινη ειις τόν νίλιον ημέρας ο
καΐ μεταχειρίσου. αυτή ειναι ή ρετζέτα τοϋ σοφοϋΒρο.υνιατ.

ί;
ΜεΛεα χη. η Ι
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1\1

' Μηλέα Ελληνιστί.


Ι Μηλιά Νεοελληνιστή
^ ι6τ /Π(5μθθ[Λ [Λάλους . . . Λατινιστί.
ιΠομμιερ κομμουν. . Γαλλιστί.
Πόμο δομέστικο . . . Ιταλιστί.
Ελμά άγατσί Τουρκιστί,
| Κλάσι; 1 2 Εΐκοσάνδριον.
(Τάξις 4 Πενταγύναιον.

φυσικοί κ<χ\ χυμικο) αυτής χαρακτήρες.


Ορα τό σχήμα αυτής αϊ.
ή Μ^λέα είναι δένδρον ώραίον είς θεωρίαν, την όποίαν,
προξενει ^.έ τα διάφορα αυτής ωραΐα μήλα. αύ,τό τό δέν
δρον είναι πολύζωον, φύεται είς διάφορα ψυχρά μέρη,
τόσον της Ασίας, δσον καΐ της Ευρώπης και της Ελ
λάδος. αυτη τό πρώτον ητον άγρια, φυομένη είς τα βου
νά καΐ δάση, οπου καί μέχρι της σημερον είς πλήθος
έκεί φύεται. η μηλέα τανϋν καλιεργείται καΐ είς τούς
κηπους τών Αθηνων, δπου άνθεί πρός τον Απρίλιον μή-
να. ή μηλέα μέ την καλλιέργειαν και συνεχές κέντρω-
μα γίνεται ημεροτάτη, πολύκαρπος και μεγαλοκαρπος.
Η μηλέα εχει κορμόν χονδρόν μετρίως, είναι υψηλή
εως 1ο, ή και 2ο πόδας. τό σκληρόν αυτής ξύλον εί
ναι χρησιμον είς κατασκευην τραπεζων κ. λ., επειδή καΐ
στιλβώνεται πολλά καλά- οί κλώνοι αυτής είναι ανοι
κτοί, στρεπτοί, οριζόντιοι, και μελαγχρινοΙ, τά φύλλα
αυτών είναι ωοειδή, και όξέα, οδοντωτά είς είδος πρία-
νος, νεαρά δντα είναι μαλιαρά πρός την κάτωθεν έτη-
φανειαν καΐ μέ πολλά νευρα, τά Ιπίφυλλά των είναι γραμ-
μώδη. ό κάλυξ αυτών είναι διηρημένος είς πέντε μέρη,
4α ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τά άνθη των έςέρχονται εκ των κορμών καΐ κλώνων ό-


μοϋ άνά τρία, ή τέσσαρα είς είδος σκιαδίου μέ ποδίχ
χωριστά, μεγάλα καΐ κυλινδρικά, τα πέταλα αυτών ει
ναι πέντε καΐ λευκά, η ύπόλευκα, Ιςωθεν μέ νρώμα
ρόδεον, αυτά είναι σαρκώδη, ευώδη καΐ ώραία είς τήν
θεωρίαν. τά στάγματα αυτών είναι πολλά καΐ οί πιςτί-
λοι πέντε.
Ο καρπος της μηλέας είναι όπώραι: ήτοι οπωρικά,
μήλα καλούμενα. αυτά είναι σφαιροειδή μέ ύμφαλόν τι
νά πρός την κορυφη'ν. αυτά εΐναι πράσινα καταρχάς, πι
κρά, η δξυνα, με τον καιρόν αποβαίνουν γλυκά, ευώδη,
η ύπόξυνα καΐ νόστιμα. ή φλοιά τών μηλων είναι λε
πτη, λευκη, η κίτρινη, η και κοκκινη, πλην σκληρά, τό
εσωθεν παρέγχυμα είναι λευκόν, μέ χυλόν μυξώδη, και
νόστιμον, από τον όποίον κατασκευάζουσι τό μηλικόν λε-
γόμενον όξύ.
Μεταχειρίζονται τά μηλα είς τΐν οίκιακήν οίκονοκίαν.
μαλλον, παρά εις την ίατρικήν.
Δ ύ ν α μ ι ς. Θρεπτικά, και δροσιστικά.
Μετ αχε ί ρ η σ ι ς. Βρασμένα ώφόλοϋσιν είς την δί~,
ψαν τών άρρώστων. γίνονται και γλύ/.υσμα ώραίον.
Σημείωσις. Αναρίθμητος είναι ή γενεά τών μηλέων,
είναι μηλα ευώδη, τρυφερά, όξυνά, ύπόξυνα, πικρά, τρα
χέα, τελευταΐον είναι καΐ τό Γιγάντιον λεγομενον μη
λον, τό μέγεθος τοϋ όποίου είναι ίσον μέ μικρόν καΐ
στρογγυλόν πεπώνιον, τό όποίον λέγεται καΐ μηλον τοϋ
Αδάμ, πόμο δΐ Αδάμ, αυτό τό μήλον είναι νόστιμον,
πλην ώμόν δεν τρώγεται, αλλά μαγειρευμένον. τά καλ-
λιότερα μήλα γίνονται είς τό ίσκιούπι της Βουλγαρίας!
ί^κιο-ίΐ έλμασί καλούμενα Τουρκιστί.
- <•

>>
Χ ώοανγεβ,
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 43

/Μηλέα μ-/ι5ικτί. . . . Ελληνιστί.


Νεραγγία Νεοεληνιστί.
ε 162 Ι Κ-ί'ϊ'ρον άουράτιουμ . . Λατινιστί.
ι όρανγέρ Γαλλιστί.
Μελαράγγιο ... . . ίταλιστί.
ιΤουρούντσ άγατσί. . . Τουρκιστί.
(Κλάσις 1 8 Πολυαδέλφιον.
( Τάξις 3 Εικοσάνδριον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες


δρα το σχημα αυτίς 22.

ΤΗ Νεραγγία λέγεται ουτως από τό λατινικόν άουράν-


τιουμ, νίτοι χρυσοειδής, άπό . το χρυσοειδές χρώμα τών
καρπών αυτης. μηδική μηλέα λέγεται, όιότι ελκει τό
γένος της άπό την έν Ασία Μηδίαν, κειμένην προς άρκτον
της Περσίας, καθώς καΐ ή ροδακινέα λέγεται περσικόν μή
λον, διότι το πάλαι, φαίνεται δτι ε'φέρΘη άπό την
Περσίαν.
Η Νεραγγία είναι δένδρον πολύ'ζωον και αειθαλές, φυό-
μενον ε'ις τα μεσημβρινά μέρη, τόσον της Ευρώπης δσον
Χαΐ της Ελλάδος, δπου καλλιεργείται καλώς. είς την
Σπάρτην, της Λακωνίας φύονται πολλαι νεραγγίαι, μά
λιστα καΐ με γλυκείς καρπους, δπου άνθεί , πρ&ς τόν
Απρίλιον μηνα.
Ο κορμός τη-ς νεραγγίας είναι σκληρός, χονδρος, υψη
λός 1 5 εως 25 πόδας. αυτός είναι λείος, και κλωνίφίρος.
οί κλώνοι του είναι άνοικτοί, πολύκλωνοι μέ' τινα ς άκανθας,
άρματα καλούμενα, τά φύλλα αυτών είναι ώυλογχοειδί!,
οξέα, εναλλάξ κείμενα, όλίγον οδοντωτά, η πριονωτά, ρρις-£
44 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ

πρός τό ποδίον αυτών, τ* άνθη αυτών είναι ώραΐα καΐ


ευωδεστατα, σαρκώδη, με χρώμα λευκόν καΐ ράδεον. τά
πέταλα τών όποίων είναι πέντε, ελλειπτικά, ?| ώολογ-
χοειδη. ό κάλυξ αυτών είναι χωνοειδής, διηρημένος
είς πέντε, τά στάγματά των είναι πολλά, αΐ άνθέραι
τών οποίων είναι κίτρίναι, καΐ τό πιστύλον 2ν, είς την
βάσιν τοϋ όποίου κείται το περικάρπιον αυτοϋ, δπου φυ-
λάττεται ό σπερμογόνος σκώληξ.
Αυτό τό περικάρπιον μέ τον καιρόν ογκώνεται καΐ γί
νεται μεγάλον και στρογγυλόν, με χρώμα κίτρινον καΐ ώ-
ραίον, τό όποίον κοινώς ονομάζεται Αράγγιον καΐ Νεράγ-
γιον. αυτό εσωθεν είναι γέμον άπό παρέγχυμά τι λευ
κόν, μέ ζωμόν τινά διαφανη, όξυν και κεντιστικόν. αυ
τό ενίοτε είναι καΐ γλυκερόν, περιεχόμενον είς οκτώ, $
εννέα κοιλώματα, είς τά όποία ευρίσκονται οί σπόροι αυ
τών, οί όποίοι σπαρθέντες φύονται νέαι νεραγγίαι είς
τον κόσμον.
Μεταχειρίζονται είς την- ίατρικην και οίκονομίαν τά
ευωδέστατα αυτών άνθη καΐ οί καρποΐ αυτών, άπό τούς
όποίους θλίβοντες συνάζομεν πνευματώδες τι κ^ί ευώδες
ελαιον, άλαμπικαρίζοντες δε τά φύλλα και τά άνθη κρα -
τοϋμεν τό εύΰδες νερόν, άνθόνερον καλούμενον, επί τοϋ
όποίου επιπλέει τό ευώδες και άερώδες ελαιον της νάφΟας
καλούμενον. άπό τάς φλοιάς τών νεραγγίων αΐ γυναίκες
της Ελλάδος κατασκευάζουσι γλύκυσμά τι οίκονομικόν, διά
τάς επισκέψεις αυτών, καΐ μάλιστα είς την Κωνσταν
τινούπολη, οπου πηγάζει ή ευγένεια καί ^ πολιτική1.
Σημείωσις. Από τά μικρά νεράγγια κάμουσι ζακχα-
ρωτά ώραία και είς τό άγιον Ορος του Αθωνος κατα-
ρκευάζουσιν ώραία και ευώδη κομπολόγια οί εκεΐσε πατέρες.
Ι! -\ύ ζιι
ΠΡΟΣΗΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ £5

ΙΜηλεα πορτογαλλικη' Ελληνιστί,


Πορτογαλλεα καΐ Πορτοκαλλέα. Νεοελληνιστί•
Κίτρους άουράντιους Αατινιστί.
όραγγερ δούξ δι πορτουγάλ . Γαλλιστί.
Μελαράγγιο ο*ΐ παρτογάλλο. . Ιταλιστί.
Πορτοκάλ άγατσί Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 8 Πολυαδέλϊηα.
(Τάξις 3 Δεκάνδριον.

Φυσικοί κα\ χυμιχοϊ αυτής χαρακτήρες.


5ρα το σχήμα αυτής 23.

ή Πορτογαλλεα, ητις καΐ πορτοκαλλέα λέγεται, ειναι έν


δένδρον πολύζωον καΐ ώραιότατον, το όποϊον παρασταίνει ώ-
ραιοτάτην θεωρίαν καΐ ήδΌνικην εις τούς θεατάς αυτών, τό
σον με τά ευωδεστατα άνθη αυτης, οσον και (Λε τά κάλλις-α
κ«ά νός-ιμα πορτογάλλια, τά όποΐα φαίνονται κρεμάμενα εις
•'" 'Χ&ς κλώνους αυτών δια πολλους μήνας του ετους, ώς
χρυσά τινα [λήλα, δ*ιο καΐ χρυσο'μηλα παρά τινων ώνομάσθη- .
σαν. ή πορτογαλλεα 5έν ειιναι άλλο, παρά αυτή η Νεραγγία
πλην (λε καρπους γλυκείς και νοστιμους, ειναι πρός τουτοις
και νεραγγία με γλυκά, πλην 5έν εχουσι την αυτήν ήδονήν
- καΐ γλυκύτητα. τόσον ή νεραγγία, δσον καΐ ή πορτογαλλεα,
ελκαυσι τό γένος αυτών άπό την ίνίίαν καΐ Περσίαν, και μά
λιστα άπδ την Μηδίαν, άνωθεν της Περσίας χειμένην, της
ανατολης. εκείθεν εφέρθη ειις τά μεσημβρινά μέρη της Ευρώ
πης και μάλιστα ειις την Πορτογαλλίαν έκεί, δπου προ'τερον
ήτον ό λιμήν των Γάλλων. αυτη καλλιεργείται τανϋν είς
την Ελλάδα είς πλήθος και μάλιστα ειις τήν νήσον Χίον,
46 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Ναξον, Πόρον (Καλαυρέαν των παλαιων) και ειις τήν Σπάρ-


την, οπου άνθεί πρός τόν Απρίλιον μήνα.
Ο κορμός της πορταγαλλίας είναι σκληρός, λευκός, χον
δρός, κλωνίφερος, ό όποϊος υψοΰται έως δέκα, η είκοσι πό
δας. οί κλώνοι του ειναι πολλοί, άνοικτοί, σκληροί, φυλλί-
φεροι με τινας άκανθας όξέας. τα φύλλα αυτών είναι ώολογ-
χοειδή, όξεα, εναλλαξ κειμενα, κατεστιγμένα με τινας εξω-
χάς ρητινώδεις, διαφανείς, φαινομένας ώς πόροι αυτών όλί
γον όδοντωτάς.
Τα άνθη αυτών είναι οιάφορα καΐ πολλά, ώς-ε πολλάκις
«τυγχέεται μετά της νεραγγίας. αυτά είναι λευκά, •?) πορφυ-
ρόλευκ», σαρκώδη καΐ ωραιότατα με όσμήν ήδονικην και εύ-
ωδεστάτην, καΐ με γεϋσιν ύπόπικρον.
Οϊ καρποί της πορτογαλλίας είναι βάκχαι τινές σφαιροει-
δεΐς πράσιναι καταρχάς, υστερον λαμβάνουσι χρώμα χροσο-
κίτρινον και ώραϊον, ώς τοϋ κίτρου, και νεραγγίων, τά όποια
είναι τά ώραϊα πορτογάλλια της άγοράς. τόσον οί καρποί, 8-
σον και τά ευώδη αυτών άνθη μεταχειρίζονται ειις την ία-
τρικην καΐ οίκονομίαν τά μέγιστα.
Δ υ ν α μ ι ς τών καρπών. αυτοί είναι δροσιστικοί, όρεκτι
κοί καΐ νόστιμοι.
Μεταχ εί ρησις. ειις θέρμας καυσώδεις, ειις εμετόν
πολυν (ι), ειις λυποθυμίας καΐ ειις τροφην τών ανθρώπων.
Δ ό σ ι ς. άπό ολίγον ζωμόν άπλοΰν, ^ με την ζάκχαριν.
Σημείο,σις. Εις την νησον Χίον, ευρίσκονται πορτοκάλια
με χρώμα κόκκινον, ζωηρόν, ώραϊον καΐ με γεϋσιν ήδονικη'ν
(Ι) Εμετός είναι ή συνεχης έκκένωσις, ΐτις γίνεται δια τοϋ στοματος τοϋ
άνθρωπου, ΐτις καί ξερατόν κοινως λεγεται, και αύτο είναι πάθος δεινο'τα-
τον ειις τόν άνθρωπον, ως-ε πολλάκις προξενεί και τον θάνατον. ί εμετός
προέρχεται άπό την κοπρώδϊ) δλην, η μυξώδη, αι όποΐαι ευρίσκονται εις
τό στομα καί στομαχον τοϋ άνθρώπου, εκ τοϋ δποίου προερχεται ό λνξυγ'
γας, -ί αϋπνία, αι φωναί καί ό κώλικας αίτων,
Ι *

$
ΪΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 47

/Μολόχη στρογγυλόφυλλος. . . Ελληνιστί.


! Μολόχα (άμπελόχα Αττικώς) Νεοελληνιστί.
Μάλβα ροτοντιφόλλικ. . . . Λατινιστί.
Πετιτ μάουβέ Γαλλιστί.
Μάλβα κομοϋνε ίταλιστί.
\Εμπε κιουμέτσ. . , Τουρκιστί.

{Κλάσις 1 6 Μοναδέλφια.
(Τάξις 6 Πολυάνδριον.

Φυσικοί και χυμικοί αυττ^ς χαρακτήρες.


6ρα τό σχημα αυτΐς α4.

6 Μολόχα αυτη λέγεται στρογγυλόφυλλος, έ*ιότι τά


φύλλα αυν^ς είναι σχεδόν στρογγυλα, μόλον ότι έχει 5
λοβούς, . αυτη είναι σπανιωτέρα, παρα αί κοιναΐ άλλαι
μολόχαι. ά'πασαι αί μολόχαι είναι πολύζωαι, αί όποίαι
φύονται είς διάφορα μέρη τοϋ κόσμου, ή ρίζα της ς-ρογ-
γυλής μολόχης ειναι άδρακτοειδής, λευκή, σαρκώόης [Λέ
τινα ριζίδια λεπτά, Ινίοτε είναι και κλωνώδης. οί βλα
στοι αυτης είναι χορτώδεις καΐ πολλοί , πλαγιασμένοι,
κοκκινωποί, κλωνίφεροι καΐ φυλλίφεροι οί κλώνοι αυ
τών είναι μικροΐ, τά φύλλα των κείνται εναλλάξ με
μεγάλα ποδία χορτώ^η καΐ άδύνατα, τά φύλλα ταϋτα
φαίνονται ώς στρογγυλά, εχουσιν ομως άπό πέντε γω.
νίας αμβλείας, και 5 έως η λοβούς, αυτά είναι καρδιό-
σχημα μέ πολλά νεϋρα, τόσον ή άνωθεν επιφάνεια, δσον
καΐ ή κάτωθεν ειναι καθαροπράσίν/), η γλαυκη, τά φύλ-
λάριά των είναι όξέα καΐ μαλιαρά. 6 κάλυξ αυτών είναι
δινιρν)μένος είς διάφορα φυλλάρια λογχοειδή- και οξέα.
48 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τά άνθη της μολόχης ταύτης είναι άνοικτά, τ4 πε


ταλα αυτών είναι λευκά, καΐ προς την κορυφήν πορφυ
ρα, καΐ μακρύτερα τοϋ κάλυκος καΐ μαλιαρά προς την
βάσιν αυτών.
Τα άνθη της μολόχας άνθοΰσι πρός τον Ιούλιον και
2επτέμβριον μηνα. ή μολόχη αυτη φύεται εις τόπους κο-
πρώδεις, σκιαρους καΐ νοτειρους και μάλιστα εις τούς κή
πους του κόσμου μεταξϋ τών λαχάνων, δπου ποτιζομέ-
νη και καλλιεργουμενη τρέφεται καΐ γίνεται ημερωτέρα.
καΐ ζωηρά.
Μεταχειρίζονται τά φύλλα της μολόχης ταύτης εις
την ιατρικήν και οίκονομίαν τά μεγιστα, τά όττοια όσμήν
δίν εχουσιν. αυτά είναι άδιάλυτα εις τό νερόν, πλουτοΰ-
σιν δμως άπο μυξώδη ίίλην, καΐ κατά τόν Πλάνγκ μίαν
υλην ζωοφυτικην, και εν Ιλαιον άερώδες και μαλακτικόν.
Δ ύ V α μ ι ς τών φύλλων, μαλακτικά και κινητικά.
Μεταχείρησις. εσωθεν εις βήχα εις την στραγ-
γουοίαν, εις την δυσκοιλιότητα, ε£ς τάς φλεγμονάς, εις
πονεμένας αιμορροΐδας, εις φλογισμένους οφθαλμοί*ς, καΐ εις
άλλα μέρη τοϋ σώματος, ειις μασθαλγίαν καΐ πρίσματα τών
γυναικειων μασθών (ι), καΐ ειις κλυστιόρια προς μαλάκωσιν
τών κύπρων, και ειις τροφην τών α'νθρώπων και δίαιταν τών
άρρώς-ων.
Δ όσ ι ς. δσα άρκουσιν.
2ημειωσις. Τεσσαράκοντα εννέα είδών μολόχαι ευρίσκον
ται γεγραμμέναι άπο τους βοτανικούς.

(1) Μασθαλγία λέγεται ή φλο'γωσις τών γυναικειων μαστών. αίτη προερ


χεται άπο το πεπτ)κνωμενον γάλα τών γυναικών, άπο τίιν ψΰχ.ραν καΐ γα-
ράδας. το πάθος τοϋτο, άν ίέν προφθασΟϊί, δύναται νά [/.εταβλΐΟ^ εις άν
θρακα. είς σκίρρον, ειις καρκίνωμα καΐ εις γάγραιναν.
ψ. η*.

Χιυ&6Γ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΛΤΡΙΚ.ΗΝ $9

Μοσχοδορκάς Ελληνιστί.
Μόσχος Νεοελληνιστή
, Μόσχους μοσχίφερουμ . Λατινιστί.
^' * ν> ΐΜουσκ δι Τιβίτ . . . Γαλλιστί.

Ι Μουσκιο '. . . Ιταλιστί.


^Μύσκ • . • Τουρκιστί.

(Κλάσίς ι Μαστοφόρον ζώον.


( Τάξις 2 Πρόβατον.

Φυσικοί καΐ γυμιχο\ αυτής χαρακτήρες.


δρα τό σχήμα αυτής 25« .
Δύω ζώα είναι εκείνα, τά όποϊα δίδουσι τον καλόν μόσχον:
δηλ. ή μοσχοδορκάς Α και ή μοσχογαλή Β.
Η Μοσχοδορκάς είναι ζώον τετράπουν από τό γένος τών
αγρίων δορκάίων, καΐ όμοιάζει με (λίαν ήμέρην αίγα (γίδαν).
αυτή ζεί και τρέφεται εις τά δάση της μεσημβρινής Σιβηρίας
καΐ εις τους όρεινούς τόπους τοϋ Τιμπέτ βασιλειου. α>τή ζεί
άγρια και μεμονομένη και τρεφομενη άπό φυλλα δένδρων
και με βρύα.
Ο κεφαλή τής μοσχοδορκάδος ειναι όμοια μέ της κοινη;
αγρίας δορκάδος, ΐ αιγός, πλην είναι παχυτερα και στρογ
γυλοτέρα χωρίς κέρατα δμως. Ο άρσινική μοσχοδορκάς έχει
δύω όδόντας κρεμαμενους προς τά κάτω. τόσον αυτή δσον
καΐ ή θη'λυα είναι πεποικιλμέναι μί διάφορα σημεϊα και μίγ
ματα κιτρινωπα, μελανά καΐ λευκά.
Τοΰτο τό ζώον εΐναι δειλότατον, αγριον και ταχύπουν, κυ-
νήγείται παρά πάντων, ώστε δύναται μετά καιρόν να ίξα-
ληφθή ή γενεά αυτη. ή δορκάς αδτη: δηλ. ή άρρεν, £χει κά
τωθεν αυτής πλησίον του όμφαλοϋ μίαν κύστην κρεμαμένην,
ώς ενα αΰγόν της Ορνιθος ιις τήν όποίαν συνάζεται 'ιγρόν τι
Χ4Χ
5ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ευωδέστατον, Μόσχος καλούμενον. αυτό σύγκειται έκ μελα-»


νών κόκκων, όμοίως με αίμα, εχει όσμήν όξείαν, και γεϋσιν
σιν πικράν καΐ δρυμείαν. ή ευώδης αρχή τοϋ μόσχου είναν
άερώδης, μόλον τοϋτο, εξαρκεί είς πολλους χρόνους, Ιάν ήθε-
λεν έκτεθη είς άνοικτήν άτμοσφαίραν. ό μόσχος τοϋ Τιμπε-
τίου είναι ό κάλλιστος, πλην νοθεύεται πολλάκις.
Η μοσχογαλή είναι ζώον άγριον παρόμοιον με την άλώπεκα,
ή όποία δίδει τό Ζνβέτιον μόσχον (σχημα Β) τό μηκος της
γαλής ταύτης μόλις είναι δύω ημισυ πόδας. εχει ουράν μα
κράν, ζεί- είς την Αραβίαν, Μαλαβάρ Σ ιάμ βασίλειον καΐ είς
τάς Φιλιππίνας νήσους, οπου τρέφεται από οπωρικά, μικρά
ζώα, όψάρια, και ρίζας δένδρων, ά'πασαι αυταΐ αΐ γαλαΐ, ο
πισθεν μεταξύ της θύρας και τοϋ άφεδρώνος εχουσι μίαν κύ-
στην με στόμιον, δπου συνάζεται υλη τίς *ύώδης καΐ βουτυ-
ρώδης. αυτη ή υλη ειναι ό Ζιβέθιος μόσχος, αυτός τό πρώ
τον είναι λευκός, επειτα γίνεται ύποκίτρινος και μετά .ζθΛ-;χ
μαυρίζει. ή οσμή τοϋ μόσχου τούτου καταρχάς είναι δρυμυ-
τάτη, καΐ δυσυπόφορος, ωςί είς πολλούς προξενεί σκοτοϋραν
και κεφαλαλγίαν. τα ζώα ταΰτα τρέφονται είς τάς επαρχίας
της Ευρώπης, Αμσταρδάμ καΐ Ολλανδίαν, δπου τρεις της η
μέρας οί έκείσε κάτοικοι συνάζουσι τόν μόσχον αυτόν, τόν ξη-
ραίνουσι και τόν πωλοϋσιν είς την άγοράν με μεγάλην τιμήν.
Δ ύν α μις. Δυναμωτικώτατος τών νεύρων καΐ των λοι
πών μερών. αυξάνει τόν σφυγμόν, χωρίς νάπροξενή πυρετόν,
παύει τας ταραχας του εγκεφάλου καΐ τήν λυπωθυμίαν.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. είς θέρμας τυφοειδείς, ασθενικης δια
θέσεως, είς δηλίριον και φρενίτην είς λόξυγκα, και νευ
ρικά; θέρμας, είς βήχα σπασμωδικόν, είς δεινούς ύς-ερισμούς.
Δ ό σ ι ς άπό κόκκους 3, έ'ως 3ο. τρίς ί) τετράκις τής ή-
μέρας, διαλυμένον είς κανένα £ευστόν.
Μ <- τ',λ) κ- <λ ο υ Ο οα 7ν1 1 /2#.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 51

Μοσχοκαρυδέα Ελληνιστί.
Μοσχοκαρυδία Νεοελληνιστί.
Ι Μυρίστικα μοσχάτα. . . Αατινιστι'.
§. 1 66 Μουσκαδιέρ άρωματίκ. . Γαλλιστί,
Νότσε μοσκάτα. • » - • ίταλιστί
νΧινδιστάν τσεβιζί. . . . Τουρκιστί.

ίΚλάσις 32 Διοοίκια.
Τάξις 8 Μοναδέλφια.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτης 26.

Ο Μοσχοκαρυδέα είναι δίνδρον πολύζωον, φυόμενον


εις τάς Μουλούκους νήσους, Βάνδας καΐ Βορβώνας, δθεν
ερχονται τα μοσχοκάρυα εις ημάς. Ο κορμός της καρυ
διας ταύτης υψοϋται έ'ως 3ο πόδας, καΐ. είναι έν άπό
τά ώραΤα δένδρα του κόσμου, με την ώραιότητα των
κλώνων και φύλλων αυτοϋ, καΐ μάλιστα με τά πολλό-
τατα μοσχοκάρυά των. Ο κορμός αυτης είναι ϊσιος, με
πολλους λεπτους κλώνους, κυκλικώς διακείμενους, ανά δύω
φυομένους. αυτοι πολλάκις γίνονται οριζόντιοι καΐ μα-
κρεΐς με πολλά άλλα κλωνάοικ. τόσον οί κλώνοι, δσον
καΐ ό κορμός παριστάνουσ•. μίαν κορυφην τετορνευμένην
και ώραίαν.
Η φλοιά τοϋ κορμου είναι έρυθρομελαγχρινη, λεπτη καΐ
γε'μουσα εσωΟεν άπό υγρόν τι. Τά φύλλα αυτών είναι
εναλλαξ κειμενα, ποδίφερα, επιμήκη, σώα, λειότατα, ώ-
ραιοπράσινα ϋπερδεν, καΐ ύποπράσινα κάτωθεν με τινα
νευρίδια μακρυά καΐ παράλληλα.

5» 60ΤΑ.ΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τά άνθη αυτών βιναι μικρά, κιτρινωπά, ποδίφερα φυό-


μενα εκ τών γωνιών των φύλλων καΐ σχηματίζουσι μικρούς
και πολλους κορύμβους. τά πέταλα αυτών είναι είς εί
δος καμπάνας, είναι τρίφυλλα, τα στάγματα αυτών και
αΐ άνθέραι είναι από 6 εως Ιο όμοϋ, οί πιστύλοι εί
ναι δύω, τα άρρενα άνθη είναι μεγαλήτερα τών θη-
λύών. ΟΙ καρποί αυτών είναι μία βάκχη δρυποειδής, σχε
δον σφαιρική, η άσπιδοειδής, γλαυκή, έρυθροκιτρίνη, μα
κρά ?ως δύω ."μισυ δακτύλου;, τό περικάρπιίν του είναι
συνθεμένον άπό ούω μέρη, χωρισμένα άπό τήν έσωθεν
ίτις λέγεται μάλον, $ μήλον, και κοινώς μάκες, τουρκι
στί δέ πεσπασέ, εσωθεν αυτών είναι τό μοσχοκάρυον,
ίτοι αυτός ό καρπός. αυτό το περικάρπιον ανοίγεται είς
δύω μέρη σαρκώδη, χονδρά εω; 6 γραμμας μέ ύγρόν
τι στυπτικόν, τό εσωθεν αυτοϋ είναι τό μάκες.
ό καρπός των είναι τό μοσχοκάρυον χονδρόν, στρογ-
γυλόν, ϋ ώοειδες πεποΐκιλμένον μί πολλάς γραμμά;, δια
φόρου χρώματος. τό παρέγχυμα τοϋ όποίου είναι στε-
ρεόν, λευκόν, έλαιώδες, εύώδες, τό όποίον μεταχειρίζε
ται εί; την ΐατρικήν καΐ οίκιακήν οίκονομίαν, εκ τών
μοσχοκαρυδίων τούτων άλαμπικαρίζουσι τό ευώδες καΐ
στερεόν αυτών ελαιον.
Δ ύ ν α μ ι ς. Δυναμωτικά, καΐ κεντιστικά.
Μεταχείρησις. είς άδυναμίαν τοϋ στομάχου και
δλων τών σπλάγχνων, εί; την καρδιαλγίαν λεγομένην,
καΐ άδυναμίαν τών νεύρων.
Δό σ ι ς είς σκο'νην άπό κόκκους 5 εως 2ο πολλάκις.
2ημείωσις. Ευρίσκονται είς την άγοράν μερικά μοσχο-
κάρυα άγρια καΐ ψευδή, τά όποία είναι έπιμήκη, ϊ1 ω
οειδή, με ευωδίαν όλιγωτέραν.
Λ Ι
ΙϋαοαΟεισβα
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑ.ΤΡΙΚΗΝ 53

ΙΜοϋσα ή Παραδεισία. . . Ελληνιστί.


Αένδρον του Παραδείσου . Νεοελληνιστί.
Μοϋσα Παραδείσουμ . . . Λατινιστί.
Πισάγγ, και Παννανιερ . Γαλλισί.
Μοϋζα Παραδεισέα. . . . ίταλιστί.

(Κλάσις α 3 Πολυγαμία.
(Τάξις 3 Μοναδελφια.

φυσική και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.'


δρα τό σχήμα αυτίς αη.

Το μεγα7>απρεπες τοϋτο φυτόν συγγενεύει με τό πο-


λυάριθμον γένος των καλάμων, επειδή καΐ 6 κορμός του
δεν είναι ξυλώδης, άλλα μαλακός, όστις συνίσταται ίκ
πολλών πρασίνων και μεγάλων καλαμώδων φύλλων. Ο
πατρίς αυτοϋ τοϋ φυτοϋ είναι οί θερμοί τόποι της Α
φρικης καΐ τών Ινδιών, τόσον των άνατολικών, Οσον καΐ
των δυτικών,. Ο κορμος τοϋ φυτοϋ τούτου δεν είναι χον-
όρός, είναι ομως φυλλίφερος, υψοϋται τό πολυ εως 2ο
ποδας, τα φύλλα του ειναι εναλλάξ κείμενα, περιτρέχον-
τα τόν κορμόν ώς θηκη τις πρός τήν ρίζαν. τά φύλ
λα ταϋτα είναι μεγάλα, μακρά έπέκεινα τών δεκαπέντε
ποδών καΐ τεσσάρων τό πλάτος, αυτά κρέμονται άνω
θεν έως κάτω, και φαίνονται, τρόπον τινά ώς πανίον τι
ώραίον και επιμηκες, αυτά είναι παπυροειδή, λεπτά, μ!
νεϋρον μεγαλώτατον, άπό ά'νωθεν έως κάτω, εκ τοϋ όποίου
εξέρχονται άλλα άναρίθμητα νεϋρα άπό έν καΐ άλλο
μέρος, τά όποία ένώνουσι τό φυσικόν υφασμα τοϋ φυ
του και σχηματίζουσιν αυτό το μεγαλώτατον φύλλον*
54 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ

αυτά τά φυλλα είναι λεπτά, λεία, μαλακά, κυματώδη,


καΐ άδυνατα, τα νεαρά των φύλλων αυτών είναι όρθια,
ζωηρά και τρυφερά, τά δε γηραλαΐα καΐ άρχαίτερα. εΖ-
ναι μεγαλώτατα, σκληρότερα, καΐ έγκεκλιμένα πρός την
γην. Τόσον τά άνωθεν φύλλα, δσον καΐ τά κάτωθεν έ'-
χουσι χρώμα φωτεινοπράσινον καΐ ώραΐον.
Είς τήν κορυφί,ν τοϋ φυτοϋ τούτοι, φύεται βλαστός
τις, ώς καυλός, μακρυς, και εΰκαμπος, τοϋ όποίου ή
άκρα έχει διηνεκώς άνΟη κιτρινοκοκκινα, ν, και κίτρινα
αναμεμιγμένα άρρενα καΐ θηΤ,ΐ) είς πλήθος, άπαντα εις
είδος θύρσου, εκ των όποίων γίνονται οί καρποι αυτών,
ώς σϋκα μεγάλα καΐ ώραία, οί όποίοι κείνται βοτριδόν,
άπαντες μακρείς, πράσινοι, και ώραΐοι, ή γεϋσις τών
όποων είναι νόστιμος, ή φλοιά αυτών είναι κιτρίνη και
λεία, οί σπόροι των δμως ειναι μελανοί, βί καρποί αυ
τών τρώγοντα καΐ μαγειρευμένοι μβ κρέας κ. τ. λ.
έκ τοϋ ζωμού τών αυτών καρπών κατασκευάζουσι πο-
τόν τι πνευματώδες καΐ νόστιμον. ό κορμός αυτός ξη-
ρανθείς πίπτει, Ικ τών ίνών τοϋ όποιου νηθουσιν οί εκείσε
κάτοικοι νηματα ώραΐα ώς τοϋ κοινοϋ λιναρίου, καΐ πλέ-
κουσι διάφορα υφάσματα. εκ τών ριζών της Μούσας
ταύτης φύονται και άλλοι βλαστοι δμοιοι ώς οί πρώτοι.
Αυτή ή ωραία Μοϋσα φύεται την σημερον είς διάφο
ρα μέρη της Ευρώπης καί είς τούς βοτανικούς κη'πους
αυτών. πρό τινων χρόνων μετεκομίσθη και είς την Ελ
λάδα: δηλ. είς τας παλαιάς Πάτρας, Σπάρτην και Αθηνας.
Σημείωσις. λέγεται Μοϋσα παραδεισέα καΐ δένδρον τοϋ
παραδείσου, διότι καθώς λέγουσιν, ό Αδάμ μετά την πα-
ρακοην γυμνοΟείς έρραψε τά φύλλα ταύτης, καΐ τά ένεδύθη,
ώς φόρεμα, καΐ ερραψε φύλλα συκής καΐ ένεδύθη αυτώ.
Λ3 ι; ϋ ο. υΛον >%ό
Ί
ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 55

Μυρόξυλον Περουΐφερον. . Ελληνιστί.


Βαλσαμόξυλον τοϋ Περοϋ . Νεοελληνιστί.
^, 1 Μυροςυλον Περουΐφερο . . Λατινιστί.
ιΒάουμ δι Περοϋ Γαλλιστί.
1 Βάλσαμον δέλ Π3ροϋ, Κοβουρέιβα ίταλις-.'.
Πελεσέγκ άγατσί Τουρκιστί.

ίΚλάσις ΙΟ. Δεκάνδριον.


(Τάξις Ι. Μ.ονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


δρα τι, σχη|Λα αυτοϋ α8.

Το δένδρον τοϋτο είναι πολύ'ζωον, φυεται είς τό (5α-


σίλιιον τοϋ Περοϋ είς την Α,μερικήν, δθεν μας ερχεται τό
βάλσαμον αυτοϋ τοϋί Περοϋ λεγομένου, πρός τούτοις αυ
τό φύεται ακόμη καΐ είς τό Μεξικόν βασιλειον καΐ είς
άλλα μέρη της Αμερικης. Ο κορμός του φυτοϋ τούτου
γίνεται μεγάλος, ειναι κλωνίφερος, ί φλοιά τών οποίων
είναι λεί,/, σαρκώδης, και ρητινώδης. Τά φύλλα του
δένδρου τούτου είναι εναλλαξ κείμενα, πτερωτά, τα φύλ-
λάριά των είναι άντικείμενα, και δίστιχα, ποδίφερα, ώ-
ολογχοειδή, με την κορυφήν μεμακρυσμένην, και ΰλίγον
άμβλείαν, σώα, νευρώδη, καΐ λειότατα, τό νεϋρον τις κά
τωθεν επιφανείας τοϋ φύλλου ειναι μαλιαρόν και έςέ-
χει εκ του' φύλλου, προς τά εξω. Τό κοινόν ποδίον τών
φύλλων είναι στρογγυλόν, με τινας τρίχας μαλακας, τά
φύλλα ταϋτα είναι δυνατά, στιγματισμένα με στίγματα
γραμμώδη, καΐ είναι λαμπυρά, ρητινώδη, ώς τά φύλλα
της νεραγγίας, τά άνθη αυτών κείνται βοτριδόν, ατινα
56 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

έξερχονται εκ τών μασχαλών τών φύλλων, και ειναι


λεϊα, και μακρύτερα τών φύλλων, μέ ποδίον τι στρογ-
γυλόν, και μαλιαρόν. Τά άνθη ταΰτα κείνται διεσκορπί-
σμένα. ό κάλυξ αυτών είναι χωνοειδής, λευκοπράσινος
περιτριγυρισμένος ά:υό πέταλα καΐ άνθέρας λαυκάς, έξερ-
χομένας εξωθεν τοϋ στεφάνου αυτών. αυτός ό κάλυξ κρα
τεί κεράτιυν τι πράσινον, παριστάνων άνθος παράξενον,
καΐ χωριστόν με ενα μο'νον σπόρον. εις κάθε καιρόν ζβ-
στόν έκρέει υγρόν τι ρητινώδες, τό όποϊον ονομάζεται
εις την άγοραν βάλσαμον του Περοΰ. Είναι άλλος τρόπος,
μέ τόν όποϊον κατασκευάζουσι τό βάλσαμον τοϋ Περοΰ.
οί έκείσε κάτοικοι κόπτουσι λεπτομερώς τόν κορμόν, και
κλώνους, τους βράζουσιν εις λέβητας μεγάλους μέ νε-
ρόν κοινόν, τόσον, ώστε επιπλέει ειις την έπιφάνειαν τοΰ
νεροϋ ελαιον τι, ειις είδος βαλσαμου, τό όποϊον κοινώς ο
νομάζεται βάλσαμον μέλαν τοΰ Περοΰ, είναι δμως κα
τωτέρας ποιότητος και τιμης, τό όποϊον νοθεύεται μέ
άλλας ΰλας, καΐ φαίνεται ειις τά ημέτερα φαρμακοπω-
λεϊα, αυτό έχει όσμήν ήδονικήν καΐ βαλσαμικην, τό ό
ποΐον μεταχειρίζεται εις την ιατρικήν.
Τό καλόν βάλσαμον εχει πηξιν τοΰ μέλιτος, χρώμα.
μελανοκόκκινον, όσμην εϋχάριστον, ήδονικήν καΐ άρωμα-
τικην, γεϋσιν εχει θερμοαρωματικήν, τό όποιον ένώνεται
μέ κίτρινον τοΰ ώοΰ, μέ τό νερόν καΐ μέ την ζάκχαριν.
Δύναμις. Δυναμωτικόν, άρωματικόν και έρεθιστικώ-
τερον τοϋ Κουπαϊφέρου βαλσαμου.
Μεταχείρησις. ειις άσθμα, εις λευκόρροικν, οΊ-
σεντερίαν, ειις νευρικα πάθη, αμηνορροιας, άσθενικης δια
θέσεως.
Λ ό σ ι ς. άπό στάγατα 6 2ως 3ο πολλάκις της ημέρας•
ΜΙ
.; υ<.• 1 1 'γ\ * Ι
ΠΡ0ΣΗΡΜ02ΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ. 57

/Μυρσίνη . ι . . * . . Ελληνιστί.
Μύρτον καΐ Μουρτιά. . Νεοελληνιστί.
| Μύρτους κομμούνις . . Αατινιστί.
δ. 169 | Λε Μυρτ κομμοϋν. . . Γαλλιστί.
' Μορτέλλα καΐ μαρτελλίνα ίταλιστί.
^Μυρσΐν άγατσί. . . . Τουρκικτί.

(Κλάσις 12 Είκοσάνδριον.
(Τάξις Ι Μονογύναιον.

φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες,


δρα τό σχημα αυτΐς 29.

Ο Μυρσίνη λέγεται κοινώς Μουρτιά, προφέρουσι τινες ου.


Αατινικόν αντί τοϋ υ Ελληνικόν: 8 εστΐ τροϋπα άντΐ
τρύπα, είς τό όποιον καΐ βπιστηρίζονται οί Ευρωπαίοι,
«λήν άγνωοϋσι τό, Κυριε ελέησον. Η Μυρσίνη αυτη είναι
χαμόοενδρον τι πολύζωον καΐ αειθαλες, φυόμενον είς ολα.
τά θερμά κλίματα της Ασίας και Ευρώπης καΐ είς δλην
την νοτείαν Ελλάδα, καΐ μάλις-α είς την Τροιζηνίαν γην,
δπου ή βασίλισσα Αιθρα, παρατηρουσα τούς ερωτας
του ίππολίτου Ιτρύπα τά ώραία φυλλα της Μυρσίνης,
τά όποία και μέχρι της ση'μερον έκεί φαίνονται τρύπια.
Πολλών είδών Μυρσίναι ευρίσκονται είς τόν κόσμον: δηλ.
άλλαι με μεγάλα -, φύλλα, και άλλαι μέ φύλλα όξέα,
ίν τρίτον είδος έχει τα φύλλα του στιγματισμένα άπό
λευκόν καΐ πράσινον, άλλο είδος πάλιν εχει τά άνθη
του διπλά και τρίδιπλα. δλα αυτά τά ειδη είναι τοϋ
αυτου γένους, καΐ της αυτης κλάσεως.
Η κοινή Μυρσίνη υψοϋται άπο πέντε [εως δέκα πο'δας,
58 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

αυτή βχβι πολλους κλώνους, καΐ είναι ϊσιοι, λεπτοί, λυγις-οί,.


κοκκινωποί καΐ φυλλίφεροι. Τα φύλλα αυτών είναι αντικει
μενα, πλησιέστατα, λογχοειδή, όξεα, με μικρα ποδία,
πράσινα κατά τα δύω μέρη, λεϊα, άειθαλή καθόλον τον
χρόνον. Τα ανθη αυτών είναι λευκά, ευώδη, μοναχά, άν
τικείμενα με μεγάλα ποδία, κυλινδρικά έςερχύμενα Ικ
τών γωνιών των φύλλων. Ο κάλυξ αυτών είναι διηθη
μένος εις πέντε μέρη ωοειδή. Ο στέφανος τοϋ ανθους
σύγκειται άπό πέντε πέταλα κολλημένα εις τον κάλυκα.
Ο καρπός αυτών ειναι βάκχη τις μικρα, ώς ή βά>$-
χη της σταφυλης. αυτη ή βάκχη είναι πρώτον λευκή,
και πικροτάτη, υστερον γίνεται ζωηροπορφυρά μέ τιινα
όμφαλον πρός την κορυφήν, εκ τών όποίων κρατοϋσι μέ
την θλίψιν ρευστόν τι ευώδες καΐ ύπόπικρον. Από τά
φύλλα καΐ άνθη άλαμπικαρίζομεν το ευώδες αυτών ελαιον
της Μυρσίνης λεγόμενον. μέ τά φύλλα και κλάδους της
Μυρσίνης, οί λαοί στολίζουσι τούς ναους αυτών, τά θέα.-
τρα καΐ τάς οίκίας αυτών εις καιρόν πανηγύρεων, η κοι
νών εορτών, άγκαλά ή Μυρσίνη το πάλαι ητον άφιερω^
μίνη εις τήν ώραίαν Αφροδίτην, καΐ ούχ! εις τήν σο<
φήν Αθηνάν καΐ Απόλλωνα.
Δ ύ ν α μ ι ς τών φύλλων και τών καρπών αυτών. είναι
δυναμωτικά καΐ στυπτικά.
Μεταχε ί ρησ ις. εις κοιλιακάς ρεύσεις, ασθενικης
διαθέσεως, εις τήν διάρροιαν και δυσεντερίαν.
Δόσις τών φύλλων από. δράμια α εως 5 εις νερόν
βραστόν διά να γίνη κόχλασμα και νά πίνεται συνεχώς.
Τό ευώδες αυτών ελαιον στερεώνει τάς τρίχας τίς
κεφαλης και τάς μεγαλο'νει, ένταυτώ τάς κάμει και λαμ-
πυράς και ώραίας,
1

?
\1
- Ι). *
λ\ α > ο ν» ^ ^.αΓ) αν οα ™. Λ30.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΓϊΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 59

/Ναρδος στάχυ; Ελληνιστί.


Ι Λαβάνδα (καΐ λαρδοςάχυς). Νεοελληνιστή.
β ί Ααβάνδουλα σπϊκα .... Αατινισιί.
|Ααβάνδ φαμελε . . . . . Γαλλιστί.
| Λαβάνδα καΐ σπίγο δομέςΊκο ίταλιστί.
\Χοντσαμέ ότοϋ, Τουρκιστί.

ι'Κλάσις 1 4 Διδυ\/αμία.
( Τάξις ι Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες


δρα το σχήμα αυτής 3ο.

Ο Λαβάνδα είναι φυτόν πολύζωον, φυόμενον άγριον είς


τά βουνά της ίταλίας και Ισπανίας, καλλιεργείται και
είς τους κήπους της Ελλάδος, και μάλιστα τών Αθη
νών, οπου άνθεί προς τόν ίούνιον μήνα.
Ειναι δύω είδών Λαβάνδαι, ή μί* μ* μικρά φύλλα,
καΐ ή άλλη μ! πλατέα. Αυτή ή Λαβάνδα υψοϋται 'έως
δύω πόδας, ή ξυλώδης αυτής κορυφή είναι κοντή, διη-
ρημε'νη είς κλώνους πολλούς, ορθούς, άπλοΰς, τετραγώνους
πρός τόν κάτωθεν κορμόν, καΐ γυμνή σχεδόν προς τήν
κορυφών. Τά φύλλα τοϋ κορέοϋ της Λαβάνδας. ταύτης
είναι πολλά, άντικεψ-ενα, στενά, γραμμώδη, έγκεκλιμέ-
να καΐ λογχοειδή, σώα μέ χρωμα ώραΐον λευκοπράσινον
6 κάλυξ τών ανθέων είναι ωοειδής, ολίγον οδοντω
τός, ενωμένος με επίφυλλόν τι. Τά άνθη αυτών εΤναι πο-
δίφερα, κυανωπά, κείμενα είς είδος άσταχύων γυμνών και
διακεκομμένων προς τήν βάσιν. Ο στέφανος τοϋ άνθους
ειναι κάτω γυρισμένος, με τά σωληνοειδή άνθη αυτών
6ϋ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

μακρύτερα τρΰ κάλυκος, το στόμιον τοϋ οποίου ειναι μέ


δύω χειλη Ιχοντα πέντε λοβους ανωμάλους. Τα στάγ-
ματα αυτών είναι κεκλεισμένα μέσα εις τό άνθος, το
όποϊον μεταχειρίζεται εις τήν ΐατρικήν. . -•
Αυτά τα άνθη εχουσιν όσμήν ήδονικήν, άρωματικήν
καΐ κατά πολλά ευχάριστον, γεϋσιν εχουσιν Θερμοαρω-
ματικήν, και πικράν. Τα άνθη της μακρυφύλλου Λαβάν-
δας εχουσι τους χαρακτηρας αυτής δυνατωτέρους καΐ I-
νεργιτικωτέρρυς, τα όποΤα με τό άλαμπικάρισμα δίδου-
σιν έν ελαιον άερώδες καΐ ευώδες, μεμιγμένον με την
κάμφοραν, έκ τοΰ όποίου προέρχεται αυτή ή οσμή καΐ ή
γεϋσις περισσοτερα της λεπτοφύλλου Ααβάνδας.
Με τόν ίδιον τρο'πον διϋλίζω μεν και τό άπλοΰν και
τό σύνθετον αυτής ευώδες υδωρ, τόσον τό ευώδες αυτό
υδωρ, δσον καΐ τά άνθη καΐ φύλλα αυτής και ελαιον,
μίταχειρίζονται εις τήν ίατρικήν καΐ οίκιακήν οικονο-
μι'αν δια κάπνισμα και ράντισμα των οίκιών, φορεμά
των, και λουτρών. Τό καθαρόν ελαιον της Λαβάνδας λέγεται,
Νάδος Πις-ική.
Δ ύ ν α μ ι ς. δυναμωτική τοϋ νευρικου συστήματος.
Μεταχείρησις. εσωθεν εις παραλυσίαν τών μελών, εί$
άφωνίαν, εις ρευματισμούς χρονικους, άσθενικής διαθέσεως.
Δόσις. άπό μισόν δράμι έ'ως λ εις νερόν βραστόί»
δράμια 1Οθ διά να γίνη κόχλασμα.
Σημειωσις, η είδών Λαβάνδαΐ ειναι. Ι ή πλατύφυλ
λος. 2 ή στενόφυλλος. 3 ή οδοντωτη. 4 ί πολύφυλλος.
5 ή άβροτανοειδής. 6 ή άκανθωτή. η ή βασιλο'φυλλος.
ΐοίϊ αύτοϋ είδους εΐναι και ή Στοιχάς, ήτις^καΐ στεχάς
καλουμενη, τουρκιστί δε χαραπάσι ότοζί.
-*1

Ν α ο κισί υ ς; σ.γη . .0 </ .
ΪΪΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 61

Νάρκισσος Ελληνιστί.
Δακράκι Νεοελληνιστί.
« Ι7Ι ! Ναρκίσσους Λατινιστί.
~~3<ρχ.ίσ. ' Γαλλιστί.
Νάρκίσσο ....... ίταλιστί.
Ζοψτ.ούΐ Τουρκιστί,

(Κλάσις 6 Εςάνδριον.
{ Τάξις Ι Μονογύναιον.

Φυσικοί γ,αϊ χυμικοι αυτοί χαρακτήρες,


δρα το σχημα αυτοϋ 3ί.

Ο ωραίος οϋτος Νάρκισσος είναι φυτο'ν τι ενιαυσιον, άπό


το γενος τών ευωϊες-άτων και μεγάλων Κρίνων του άγροϋ: .?1-
τοι άπό τον Λείλιον και Αείριον. αυτός φύεται άγριος είς τα,
6ρη τις Ελλάδος, και είς τα Ιρείπια τών άρχαίων πόλεων.
καλλιεργείται καΐ είς τούς κήπους και γλάστρας τών οικιών,
πρός καλλωπισμόν αυτών, δπου άνθεί πρός τάς άργάς τοϋ
Φεβρουαρίου [«ινός. αΐ ρίζαι τοϋ Ναρκίσσου είναι βολβώοεις,
ως τοϋ κρίνου, συγκείμεναι από πολλάς σκελίδας, ώς τοϋ
σκόρδου, αΐ όποίαι μεταφυτεϋόρΐίναΊ εκδίδουσι νέους Ναρκίσ
σους. Α'ι ρίζαι αύται εξωθεν είναι μελαγχριναΐ, εσωθεν ό'[Λως
λευκαί, σαρκώδεις, με υγρόν τι μυξώδες.
Τα φύλλα τοϋ Ναρκίσσου είναι πολλά, Ιπιαήκη, ώς τοϋ
πράσου, αυτά είναι ελλειπτικά, όξέα, σαρκώδη λεΓα, στιλ
πνά, πράσινα, δμοια σχεδόν με του πολυρρίζου Ασφονδιίλου.
κορμόν δεν εχει, ειμί, καυλόν τινά χορτώδη, άδύνατον, αυ-
λακωτόν, πράσινον, γυμνόν, κενόν εσωδεν, και τριφε^όν με
φλοΐάν, λεπτοτάτην. άνωθεν πρός τήν κορυφήν αυτοϋ φύονται
6(1 ΒΟΤΑΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δύω, η τρία, η καΐ περισσότερα άνθη, σωληνοειδη, σώα, λευ


κά, $ ύπόλευκα, με στίγματα τινά κίτρινα, ί πορφυρά, είναι
και τινές Νάρκισσοι με άνθη πορφυρά, γ) κυανοπορφυρά, ώς
τοϋ Τακίνθου. τα άνθη τοϋ Ναρκίσσου ειναι ωραία, έχουσιν
όσμήν ευώδη, ήδονικήν καΐ ευχάριστον, διαιρουνται όμοϋ είς
Ιξ φυλλάρια ώολογχοειδή, και μαλακά. Τά ς-άγματα αυτών
είναι εξ, και το πιστύλον εν, ό κάλυξ αυτών είναι υμενώδης,
λεπτός και μονόφυλλος, ό καρπός του είναι μία θήκη, γέμου-
«α από σπόρους τινάς μελανούς. δλον τό φυτόν τοϋτο παρα-
σταίνει ώραίαν θεωρίαν, μάλις-α, όπόταν οί έρασταΐ των άν
θεών καλλιεργώσιν αυτούς τους Ναρκίσσους.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικην αΐ ρ*ίζαι των Ναρκίσσων.
Δύναμι. Μαλακτικαί, καΐ έμετικαί.
Μεταχβίρησις. ώς εμπλαστρον, η κατάπλασμα είς
καυσίματα τών μελών, εις πληγάς των νευρων, είς πολυκαι-
ρινους πο'νους τών άρθρων, είς τινά άποςτίματα καΐ κοψίμα
τα. γράφει 6 σοφός Γαληνός, οτί αί ρίζαι τοϋ Ναρκίσσου,
είναι ξηραντικαΐ, αίόποίαι θεραπεύουσι τάς μεγάλας πληγείς.
Σημ. 9 5$ων Νάρκισσοι ευρίσκονται. άλλοι με πολλότα-
τα φύλλα καΐ άνθη, ώς τον Κρίνον και τον Ασφόνδηλον,
άλλοι με φυλλα μακρά και στενά, και μέ άνθη όλιγώτερα,
άλλοι μέ εν άνθος καΐ μικρά φύλλα, άλλοι μέ δύω άνθη κσΐ
άλλοι μέ τρία καΐ μέ πλατέα φύλλλα. δλων αυτών δμως αΐ
ρίζαι είναι βολβώδεις.

(1) Καυσιματα ένταΟβα εννοουνται όσα μέρη καΐονται ύπο τοϊ ιιυρος ί
ζεματιζονται μέ βραστά νερά, όταν αυτά είναι ελαφρά, ττλησιάζονται άμε
σο»ς είς την φωτίτν, ί αχνίζονται μι γα'λα καΐ νερίιν χλιαρόν, άφοϋ όμως
γίνονται φυσκαλίίες αλείφονται με άλειφΐν, * πλακώνονται μέ τοιις βολ&ϋ{
»0 Ναρκίσσου*

ΝυχοπαυοΦ^ϋΓον
Τ Μ
ΗΡ02ΗΡΜ02ΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΐΓ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 65
ι
Νικοτιανόφυτον. .... Ελληνιστί.
Καπνόφυτον Νεοελληνιστί.
§. ι η% 1 Νικοτσιάνα λατιφόλιουμ Αατινιστί,
ι Ταβάκ δ' Α,σιΙ Γαλλιστί.
Ταμπακο ίταλιστί.
.Τουτουν γιαπραΐ .... Τουρκιστί.

{Κλάσις 5 Πεντάνδριον.
{Τάξις Ι Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτου χαρακτήρες


δρα τό σχημα αυτοϋ 32.

Τό φυτόν τοϋτο τοϋ κακοϋ Καπνοϋ είναι ένιαύσιον, ένίοτ»


και διετες. Φύεται είς την Ασίαν και μάλις-α εις την Δμε-
ρικήν, δθεν έφέρθη το πρωτον είς την Εύρώπην, κατά τό
Ι 56ο ετος, παρά τινος ίωάννου Νικότου καλουμένου, αυτό
το φυτόν ευρέθη καταρχάς είς [Λίαν νησον της Αμερικης Ταμ-
πάκον καλουμένην, εξ .7,ς και την κλησιν ελαβε, τώρα καλ
λιεργείται είς την Ασίαν και είς την Ελλάδα καλά, δθεν γί
νεται έμπόριον άρκετόν με τούς Τούρκους, οΐτινες πίνουσι
τον καπνόν κατά κόρως. ό κορμος τοϋ φυτοϋ τούτου είναι
ισιος, ορθιος, κλωνίφερος, φυλλίφερος, λείος, ξυλώδης, υψη-
λός άπό 5 εως 6 πόδας τό πολύ. Οί κλώνοι του είναι χορ-
τώδεις, τα <ρύλ>α των είναι εναλλάξ κείμενα, εξερχόμενα έκ
των γωνιών τών κλώνων, αυτά είναι μακρά εως ενα πόδα
καΐ πλατέα τό ημισυ, είναι λεία, ώολογχοειδή, λιπαρά, κι-
τρινωπράσινα. Τόσον έκ τών κορμών, δσον και έκ τών κλώ
νων αυτών φύονται τά ωραΐα άνθη τοϋ Καπνου, αυτά είναι
μεγάλα, σωληνοειδή, με πέντε εξοχάς άνοικτάς, αυτά κείν
64 δΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ται βοτριδόν, εχουσι χρώμα έρυθροϋν, $ ώραϊον κόκκινον, βί—


ναι λεπτά, τρυφερά καΐ μονοπέταλα.
Ο'ι καρποι των ανθέων είναι θήκαι τινές, σκληραΐ, γέρου—
σαι άπό άναριδμίτους λεπτους, καΐ μελαγχρινους κόκκους,
τούς όποίους σπείροντες οί κάτοικοι τούς μεταφυτεύουσιν εις;
τάς γαίας αυτών, και δταν αΐίξωνται καΐ άρχονται νά ξηραν-
βώσι, βυνάζουσι τα φύλλα αυτών καΐ τα όρμαθίάζουσιν εις
τίιν κλως^ιν και δταν ξηρανθώσΐ, τά βρέχουσιν όλίγον και τά
ς-ιβάζουσιν ίις σακκία, •?) δεσμούς, και ουτω τά πωλοΰσιν
εις τήν άγοράν μέ τιμην. αυτά τά φύλλα εχουσίν όσμήν κεν-
τιστικήν καΐ γεϋσιν πικράν και δριμείαν.
Α ύ ν α (λ ι ς. κεντιστική και τονική.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Εις κάπνισμα μέ το Καπνόλκιον (βέρ-
γαν) εις τήν πολυϋπνίαν. γίνεται κλυστ^ριον καθαρτικόν
είς μεγάλην δισκοιλεότητα, εξωθεν ώς κατάπλασμα εις
πρίσματα ψυχρά καΐ εις άνασάρκαν.
Αόσις των φύλλων άπό μισον δράμι εως 8ν εις νερόν
βραστόν δράμια 3οο διά νά γίννι κόχλασμα, καΐ νά γίν/]
κλυστήριον. εάν τις προσδέση περισσότερον καπνόν προξενεί
βλάβην εις τον πάσχοντα και θάνατον.
Σνιμειωσις. 9 είδών καπνόφυτον ειναι τής Ασίας μέ με
γάλα φύλ>α, και τής Αμερικής με μικρά. τά μικρά φύλλα
τοΰ καπνοΰ τιμώνται περισσότερον εις τήν Κωνς-αντινούπολ.
δπου πίνεται ό καπνός κατά κόρως και μέ ευγένειαν.
Με κάθε τρόπον ό καπνός βλάπτει τόν άνθρωπον, εις τον
πνεύμονα, εις τόν ς-όμαχον, εις τους οφθαλμους καΐ εις τόν
έγκεφαλον. δθεν δίν είναι καλόν νά τόν συνηθίσ/ι κανεις. άπό
τά ξηρά φύλλα τοΰ καπνοΰ καταστευάζουσι την λεπτήν σκί
νων αυτοϋ Ταμπάκον καλουμένην και τουρκιστί ΐμφιέ.
(00
νΐοίοανχη
ΠΡΟΣΗΡ ΜΟΣΜΕΚΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 05

ΙΝεκράνθη (κάλθη) Ελληνιστί.


Καλέν δουλα όφφιτσινάλις . . Λατινιστί.
Σοουσι όφοιτσινέλ Γαλλιστί.
Φιόρ δέ [λορτο Ιταλιστί.
Νερκίζ ότοΰ. Τουρκιστί.

ίΚλάσις 19 Συγγενέσιον.
(Τάξις 4 Πολυγαμία αναγκαία.

Φυσικο: χα\ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα τό β~χ?μα αυτης 1 35.

Το ώραϊον τοϋτο φυτόν είναι ένΐαύσιον, φύεται εις τους


κηπους καϊ λειμώνας της Ευρώπης και Ελλάόος, καλ
λιεργείται και εις τάς γλάστρας των οικιών καΐ κη'πους
των άνθρώπων προς καλλοπισμόν αυτώι και ωραιότητα,
δπου άνθεί πρός τόν ΐούνιον καΐ Ιούλιον μηνα. τοϋτο
το φυτόν ειναι άγριον, φύεται ί~, αυτομάτου άπό τους
σπόρους ςηρανθέντων άλλων δμοίων αυτών ανθέων, μέ
την καλλιέργειαν ομως καΐ περιποίησιν αποκαθίσταται
ή'μερον μέ μεγάλα, διπλά καΐ ώραΐα άνθη. Αι ρίζαι τοϋ
φυτοϋ τουτου είναι λεπταΐ- και ινώδεις. Ο κοριός των
είναι βλας-οι τιινες χορτώδεις, κλωνώδίις, μαλακοί, γλαυ
κοι, ορθιοι, ί κ«ΐ πλαγιασμένοι. ΐψοΰνται εως ενα πό
σα και επέκεινα. Οι χορτώδεις αυτών κλώνοι είναι συ
νεσταλμένοι, τα φύλλα των ειναι εναλλάξ κείμενα, επι
μήκη, έσκορπισμένα, ώολογχοειδη, μαλιαρά, επιτρέποντα
καί σχεδόν σώα.
Ο κάλυξ αυτών σύγκειται άπο πολλά φυλλάρια. λε-
πιοωτά ώολογχοειδή", τραχέα και γλαυκά. Τά άνθη αύ
66 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

των εξέρχονται εις τάς κορυφάς των κλώνων καΐ κορ.


μών με χρώμα χρυσοκίτρινον και ώραΐον $ υπωχρον. ε
νίοτε ευρίσκονται αυτά τά φυτά με άνθη βαθυκίτρινα,
η- έρυθροκίτρινα, άκόμη καΐ μέ χρώμα τοϋ λεϊμονίου!
Τά στάγμααα καί οί πιστύλοι αυτών είναι μεμιγμένοι
όμοϋ, δπου έκτελ'οϋσι την συγγένειαν αυτών. Οι σπόοοι
αυτών είναι άπαντες πεποιημένοι από τήν φόσιν εις εί-
5ος σκάφης κεκυρτωμένοι. δλον τό φυτόν βαστά πολύν
καιρόν χλωρόν και πράσινον. αυτό είναι κεκαλυμμένον μέ
μικρχς τινάς άδένας διαφανείς, ε'ξ ών ε'κρί'ει ύγρόν τι
μυξώδες με όσμήν βαρςϊαν.
Σημειωσις. Είναι και άλλη καλένδουλα άρβε'νσης κα•'
λονμενη, ή όποία και Καππουκίνα λέγεται. Αυτή καλ
λιεργείται ειις τούς βοτανικούς κήπους και εις τάς γλά
στρας των οίκιών, τά άνθη τών οποίων είναι κίτρινα καΐ
ωραϊα.
Αέγεται Νεκράνθη, άπό τό ίταλικόν φιόρ 5έ μόρτο.
άνθος νεκρών, διότι τό ώχρόν χρώμα είναι σημεΓον τών
νεκρών.
ι

κ,
Νυμφαία
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ. 67

' Νυμφαία λευκη'. Ελληνιστί.


Νυμφαία με ασπρα άνθη . Νεοελληνιστί.
Νυμφαία Αλβα όδοράταμ Αατινιστί.
§. ι74
Μενούφερ πλάνς . . . ' Γαλλιστί.
Νιμφαία πιάγκα Ταλιόνε ίταλιστί.
\ Νουφερ ότοϋ Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 3 Πολυάνδριον.
( Τάξις ι Μονογύναιον.

Φυσικοί χαί χυμικο"ί αυτής χαρακτήρες*


δρα το σχημα αυτής Ιθ4.

ίΐ ωραία αυτη Νυμφαία είναι φυτόν ενυδρον, πολύζωον


καΐ άειθαλές. αύτη φύεται μεσα είς τάς λίμνας, ποταμούς
καΐ βαλτώδε.ς τόπους, τόσον της Ελλάδος, δσον καΐ της Αι
γύπτου καΐ Ινδίας, καΐ μάλιστα περΐ τον Νείλον ποταμόν, εξ
ου και το γενικόν δνομα αυτης είναι Νειλούβιον: δ εστί Νει~
λούβιον φυτόν. Τοιαύτην Νυμφαίαν είδον πρό χρόνων τινών
καΐ εις την Μεσσίαν περιερχόμενος έκεί, εις' την λίμνην
τοϋ Αγίου Φλώρου καλουμένην, πλησίον της ποτε Αμφίας
πόλεως, των Μεσσηνίων, δπου άνθεΐ πρός τον Ιούνιον καΐ
Ιούλιον μηνα. Αί ρίζαι της λευκής ταύτης Νυμφαίας είναι
χονδραί, σαρκώδεις και μελαγν/ριναί. Οί βλαστοί των είναι
καυλοι τινές, χορτώδεις καΐ κομβώόεις. Τα φύλλα της Νυμ
φαίας ταύτης ειναι καρδιόσχημα, επιπλέοντα εις τό νερόν,
σφα, δύλοβα προς την βάσιν και ολίγον στρογγυλά. Τα άν
θη αυτών είναι λευκά ώς τοϋ Κρίνου πρώτον, επειτα άπο-
βαίνουσι κοκκινωπά, αυτά είναι άνοικτά, μεγάλα καΐ ωραιό
τατα, αυτά είναι ωοειδη, άμβλεία, εχουσι μίαν όσμήν ευω
68 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δεστάτην και ήδονικην . αυτά τα ώραια άνθη άνοίγουσιν, ώς


επι το πλείστον προς την Μεσημβρίαν: ητοι προς το μεσημέ--
ριον. Ο στέφανος του άνθους σύγκειται από πολλότατα πε
ταλα, όαοίως και τα στάγματά ίων είναι πλήθος καΐ ώραΐα
κίτρινα και εν μόνον πιστύλον είς είόος κομβίου, ώς της πα
παρούνας. Ο κάλυξ αυτών είναι διηρημένος είς τέσσαρα^ η
πέντε φύλλα. Ο καρπός των είναι μία θηκη άμβλιΐα διηρη-
μενη είς πολλας κοιλότητας, γέμουσα άπό πολλούς και λε
πτούς σπόρους, πλατείς, αηδείς είς την γεϋσιν καΐ μυξώδεις.
Μεταχειρίζονται είς τήν ΐατρικήν αΐ ρίζαι της Νυμφαίας
καΐ οί σπόροι είς καταπλάσματα.
Δ ύ ν α μ ι ς. Στυπτικαί.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. εσωθιν είς την δισεντερίαν, μηνο ρ-
ρανίαν, είς την άλωπεκίαν των παίδων, ίΐ ερυσίπελλα (ι)
πρσστιθεμέναι αί ρίζαι κοπανισμέναι.
κ. ν
Δ ό σ ι ς. Οσον άρκεί.
Σημείωσις. 8 είδών Νυμφαία είναι. Η πρώτη είναι ή ά
νω είοημίνη. 2 Ειναι η κιτρίνη με ώραΐα κίτρινα άνθη. 3
Ειναι ή κυανή ή ενυδρος. 4 & μ*κρα λευκη. 5 Είναι ό Αί
γυπτιακος Αότος με μεγάλα φύλλα καΐ άνθη. 6 Είναι ή
του Μαλαβάρ. η Η της Αμερικης. 8 είναι ή ευώδης.
, ——~— '
(ΐ) Το Ερυσίπελλας, όπερ καί ανεμοπύρωμα λέγεται, ειναι μία φλογω-
σις τις έπιδερμίδος τοϋ σώματος, ί όποία κυριεύει τό προσωπον, τας χει
ρας και τον λαιμόν ώς καί αυτά τα έντερα. Πολλών είδων έρυσίπελαι ειναι
ίηλ. φλεγμονώδης, οίδηματώδης κωί σκιρρώδης, αΐ όποϊαι όταν δέν πρ»-
φθάνωνται, «ρέρουσι το λεγο'μενον τό ίερον τιϋρ τοϋ Αγίου Αντωνίου.
.υλαγ-ιον στη. Α*.
τ
ν
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΙΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 69

/Ευλάγιον Ελληνιστί.
Αγιόξυλον Νεοελληνιστί.
Γουαίακουμ όφφιτσινάλις. . Λατινιστί.
$. »75
ΐΓαϋάκ όφφιτσινάλ .... Γαλλιστί.
!Γουα(κο καΐ Α?νιο Σάντο . ίταλιστί.
»Π;αμπέρ άγατσί.. Τουρκιστί,

(Κλάσις Ιο. Αεκάνδριον.


(τάξις ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί χαϊ χυμικοΐ αυτου χαρακτήρες»


Ορα τό σχημα αυτοΟ 1 35.

Ίοϋτο τό Αγιόξυλον είναι δένδρον πολύζωον, το όποίον


φύεται είς πλήθος εις τάς νησους τής Αμερικης είς τάς Αν-
τίλλας, ίαμάϊκαν και Σαν Δομένικον, δπου άνθεί προς τον
Απρίλιον μηνα. Αυτό τό δένδρον υψοϋται άρκετά. Ο κοογ
μός του είναι, σκληρός, στερεός και βαρύτερος των λοιπών
ξύλων, είναι ρητινώδδς με χρώμα κιτρινομελαγχρινόν, γεϋ»
σιν εχει πικράν, δριμείαν καί άρωματικην. Οι κλώνοί
του• είναι λείοι, κομβώδεις, με φύλλα αντικείμενα, και
μερικώς πτερωτά, συνθεμένα άπό πέντε, ϊ| εξ φυλλάρια
ελλειπτικά, σώα, πράσινα, άμβλεία, αντικείμενα, ς-ερεά,
μακρά σχεδόν Ινα, καΐ ημισυ δάκτυλον, και πλατέα ενίς,
Αυτά τά φυλλάρια έχουσι. νευρίδια τινά εξερχόμενα πρός
τά *έξω αυτών.
Τά άνθη τοϋ φυτοϋ τούτου εξέρχονται εκ τών γωνιών
τοϋ κορμοϋ η έκ τών κορυφών τών κλώνων είς είδος
σκιαδίων, η δεσμών, αυτά ενουσι χρώμα κυανοϋν και ώ•
ραίον, και ποδία μικρά ενα δάκτυλον, ειναι λεία, κυλιν>
ηο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δρικά, και ολίγον μαλίαρα, τά πέταλα των ανθέων εί


ναι πέντε τά στάγματα δέκα. ό κάλυξ αυτών είναι ά
νώμαλος, διηρημένος ?ως εις την μέσην εις πέντε μέρη.
Ό καρπός των είνζι μία "θήκη σαρκώδης, σχεδόν καρδιό-
σχημος, μεγάλη ίσα μέ ίνα δνυχα. με δύω γωνίας, ή
ύποία εχει χρώμα έρυθροκίτρινον, η τοϋ έρυθροϋ κηρίου,
περιέχουσα μόνον Ινα οπο'ρον σκληρόν εις σχημα έλα ίας.
Τό λγιόξυλον τοϋτο ερχεται άπό την Αμερικήν καί
είναι σκληρότατον ώς τό κάκκαλον, από τό όποιον κα
τα σκευάζουσιν τροχηλαίας, άξωνας και αλλ* δργανα. ή-
νομάσθη Αγιόξυλον, και Ξυλάγιον, ίταλιστί δε λένιο σάν-
το, διότι ωφελοϋσε τά μέγιστα εις τά γαλλικά πάθη.
Μεταχειρίζονται εις τήν ίατρικήν και οικονομίαν τό
ξύλον καί ή" ρητίνη. ή ρητίνη αδτη λέγεται γόμα γου'ι-
ακον. αυτη έκκρέει εκ του δένδρου, η βράζουσι τους κλώ
νους. μέ τό νερόν και συνάζουσι την ρητίνην αυτήν, ή δ
ποία δίόεται με την ζάκχαριν, η μέ κροκόν τοϋ αυγοΰ.
Δ υ ν α μις δυναμωτκή των λυμφατικών αγγειων, διου
ρητική και άντιγαλλική.
Μ εταχ είρη σι ς. εις πάθη γαλλικά (χ) εις ρευμα
τισμους χρονικους, εις πάθη τοϋ δέρματος, καΐ τών υ
μένων (μεμβράνων) καΐ τών δεσμών.
Δο'σις τοϋ ξύλοι» εις σκόνην χονδρην δράμια 8 εις
νερόν βραστόν δράμια αοο δια νά μεινη τό ημισυ.
Η ρητίνη αττό κοκ. ίο εως 2θ.

(Ι) Πκ6ϊι -γαλλικά είναι αι γαλλικαΐ φλυκταινα•., ά βουβώνεί, αί κρυ-


σταλίδες, ό -^αλλαος ορχι?, τά κονίϊίλλώΐΛκτα, αί -γονιρρειαι ίιγραι και
ξϊ;οαΐ, τα όποια οθείρ&υσι ττιν άνθρωπο'τητα.
^ ■
Ο υ ο 1Η<: αχανΐ;αιόί]7 <τγη. Ι 7-6.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ηΙ

/-όνονίς άκανθώδης Ελληνιστί.


ΐόνονίς σπινοζαμ, .?) ίρκίνα . Λατινιστί.
§. 176 {ΰουγράντ δέ καμπάγν . . Γαλλιστί.
Μνόνιδε βουλιμάκολι, και άρές-α πόβις. ίταλις-ί.
(Σαμπάν καράν. Τουρκιστί.

(Κλάσις ιη. Διαδέλφια.


ΙΤάξίς 4.. Διαδέλφια.

Φυσικοι κα\ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αυτη ς 1 36.

Η ακανθώδης αύτη όνονΐς, λέγεται ουτω, δώτι οί δνοι


τρώγουσιν αυτην πολύ. Αυτη είναι φυτόν πολύζωον, το όποίον
φύεται εις τόπους άγεωργητους καΐ τραχείς, είς τούς δρόμους
της Ευρώπης καΐ Ελλάδος, και μάλι ςχ τ7,ς Αργολίδος, δπου
ανθεί προς τόν ίούλιον μήνα^
Αί ρίζαι τοϋ φυτου τούτου είναι ξυλώδεις, κλωνώδεις, οί
βλαστοί κυτών είναι ισιοι, ενίοτε ειναι πλαγιασμένοι, εί
ναι ενιαύσιοι, στρογγυλοι, ξυλώδεις, κλωνίφεροι, φυλλίφεροι,
μαλιαροί, με πολλά κλωναράκια μικρά, τά όποία μέ την πο-
λυκαιρίαν ενίοτε γίνονται άκανθωτά, δια τοϋτο καΐ ακανθώ
δης λέγεται τό φυτον δλον. Τά φύλλα ταϋτα είναι εναλλαξ
κείμενα, ποδίφερα, Ιλλειπτικοσφηνοειδή, γραμμώδη, τραχέα
προς την βάσιν αυτών, σώα προς την κορυφην και πριονω-
τά, τά κάτωθεν φύλλα, ώς τό πολύ, είναι άπό τρία, τά έπί-
φυλλά των είναι μεγάλα, ώοειδη, επιτρέχοντα τον καυλόν,
όδοντωτά.
Τά άνθη αυτών έςέρχονται εκ των γωνιών των κλώνων
και φύλλωνκαι είναι μονοειδή, πο^ίφε^α, μέ χρώμα έρυθροϋν^
7* ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

η πορφυροΰν, Α είναι καΐ μέ ανθη κίτρινα Β πλήν αυτη είναι


,'η Νάτριξ καλουμενη όνονίς. Τά στίγματα των άνθέων αυ
τών είναι είς δύω δεσμούς δεδεμένα, διό κ,αΐ διαδελφιον
καλείται το φυτόν.
Ο κάλυξ των άνθέων είναι μαλιαρός, με οδόντας τινάς
γραμμολογχοε ιδείς, όξέας, άνοικτούς όπόταν οί καρπός των
γίνονται δριμοι, και αυτός δεν είναι άλλο, χαρά εν κεράτιον
μικρόν μακρύτερον του κάλυκος, είναι καΐ μαλιαρόν. Οί σπό
ροι αυτών είναι ανώμαλοι καΐ λεπτοί, μεταχειρίζονται εις
την ιατρικην αΐ ρίζαι αυτοϋ είς σκόνην, η είς κόχλασμα.
Δ ύ ν α μι ς. αδυναμωτικαΐ των λυμφατικών αγγείων.
Μ ετα χ ε ί ρ η σ ι ς. είς την κιτρινάδαν, εις πρησματα της
κάτω κοιλίας, είς τον επιδίδυμον, τών όρχεων, είς φθίσιν πνευ
μονικών, είς την ίσκουρίαν προερχομένην άπό πετρας, είς τάς-
Σαρκοκοίλας τών δρχεων.
Α ό σ ι ς. Είς σκόνην άπό δράμι μισόν εως διίω. δράμια
4 είς νερόν βραστον δρ. ιοο δια να γίνη κόχλασμα και νά
πέρνεται συνεχώς.
Σημείωσις. αο είδών όνόνιδες είναι. Ι ή άκανθωτη'. ι ή
νάτριξ. 3 ή αίγυπτιακη'. 4 ^ δενδρώδης. 5 η θαλασσινη. 6.
ή υψηλοτάτη, η ή άλωπέκουρος. 8 ή καλοκίνη. 9 ί στρογ-
γυλόφυλλος. κτλ.

(1) Ια-κουοία είναι ί ίί όλου παϋσις το5 ούρους. αύτη προέρχεται πολ-
. λάκις άπο «ιν βλάβην των νεφρων καί στρά-πισιν τοϋ οϋρους είς αυτά, απο
τϊιν αΐμορρα-ραν καΐ πέτραν, άπο ττ,ν παραλυσίαν ^τής| κύστεως, ένιοτε *α

άπο τά γαλλικά π^θπ.


.ναι
ώ-

των
ίτιον

/.
ι τις

,ίς τίί

'. α %
,ντί. 6
;τρογ-

ίτά, *™
;5η κ»1
Ο Ι αΧ ι ^ Α. αΛ ατ ο ν σγη . Ιοί
ΠΡΟΣΗΡχΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ηΖ

' Οξ«>ίς . Ελληνιστί.


Ι Ξυνολάπατον Νεοελληνιστί.
ΙΡούμεξ άτσετοζέλαμ , . . Λατινιστί.
, ] όσιέλ όρδινέ. Γαλλιστί.
Ατσετοζέλα ίταλι^ί.
^Κουζί κουλά* , Τουρκιστί.

(Κλάσις 6. Εξάνδριον.
( Τάξις 3. Τριγύνοαον.

Φυσικοί καί χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


. δρα τό σχήμα αυτής ιΖη.

Η όξαλίς είναι φυτον ένιαύσιον, $ αί ρίζαι αύτοϋ είναι πο-


λύζωοι. αυτό το φυτόν είναι άπό το γένος των άγρίων λα
πάδων, πλήν είναι όςυνόν, δια τοϋτο και όξαλις •τ,6 ξυνολάπα-
τον λέγεται. αί ρίζαι αυτής της όξαλίδος είναι χονδραΐ καΐ
κιτρινωπα,ί. φύεται αγρία είς τραχείς και άγιωργητους τό
πους, είς τα δρη καΐ λειμώνας της Ελλάδος. Εις την Εύρώ.-
πην καλλιεργειται εις τούς κηπους προς οίκιακήν οίκονομίαν
των κατοίκων, οί βλας-οί τοϋ φυτοϋ τούτου είναι χορτώδεις,
λεπτοί, υψηλοί έΊος ενα πόδα. αυτοί είνα'. κλωνίφίροι προς
τά άνω καΐ φυλλίφεροι πρός τα κάτω. τα φύλλα αυτών είναι
επιμηκη, λογχοειδή, όξέα, πλατέα με μεγάλα νεϋρα, κιτρι
νοπράσινα, άπαντα εναλλαξ κείμενα, τά έπάνωθεν είναι έπι-
τρέχοντα το καυλόν.
Τά άνθη αυτών κείνται εις την κορυφήν τών βλαστών καί
κλώνων βοτριδόν είς είδος κορύμβου, βλα λευκά, μικρά, η κι
τρινωπά, οί καρποί αυτών είναι σπόροι τινές πλατείς, ώς θή-
και περικυκλωμένοι με δμένα τινά λεπτη'ν.
74 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Μεταχειρίζεται εις τήν ίατρικήν-και οΐκονομίαν, ολον τό


φυτόν, τό όποίον εχει χρώμα ύπ-οπράσινον, % άνοικτοπράσι-
νον, γεϋιιν εχει όξείαν, ή'τοι δζυνον, δια τοϋτο και όξαλίς καΐ
ύςυνολάτ;ατον λέγεται. ή γεϋσις τοϋ χόρτου είναι μεν δξυνος
πλήν είναι νόστιμος και ΐδονικτί, όσμήν δεν εχει διόλου.
Δύναμις. είναι άδυναμωτικη, διουρητική, δροσιστική,
καΐ Θρεπτικη.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η α ι ς. Είς πάθη σθενικά, είς τάς χοιράδας
(χελώνια) των ανθρώπων, είς πληγάς σκορπουτικάς, είς θέρ-
μας καυσώδεις, χολερίκας (ί), συνεχείς, τρώγονται και βρα
σμένα τα φύλλα ταυτης με Χρέας, η ώμα, γίνονται και σα
λάτα μέ ελαιον και άλας.
Δόσις. τών ξηοών φύλλων δράμ. 8 είς νερόν βραστόν
δράμια Ιοο καΐ να πέρνεται συνεχως.
Σηαείωσις. έκ τοϋ χόρτου τούτου γίνεται τό άπόβρασμα
(έκστράτο) καΐ τό άλας αυτής, άλας της όξαλίδος καλού-
μενον, κατά πολλά ώφέλιμον είς τήν ίατρικήν.
3α είδών οξαλίδες ευρίσκονται, αί' όποίαι και ξυνολάπα-
τα λέγονται, διότι είναι καί άλλο*ίδος όξαλίδων, άπό τό εί
δος τών τρυφυλλίων καΐ είναι έως τριάτοντα δύω είδη αυτών.

(ΐ) λέγεται χολερικίι ή 6έρ[χ7ι αϊττ,, διοτι προερχεται άπό τίιν εξαψιν
της χρλΐς, άπό δριμύτητα τοϋ αίμα»ς καί κακοχυμίαν τοϋ σώματος, αυ
τη, δύναται να προξενιίση κακά αποτελεσματα καί μάλιστα τη κιτρινάδαν.
\*ί ν φ οι νι.Ι <τμ. Ιού
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 75

όξυφοίνιξ . Ελληνιστί.
Θαμαρίνθη Νεοελληνιστί.
Ταμαρίδους ινδικά. . . Αατινιστί.
§. 17» Ταμαρινιέρ Γαλλιστί.
Ταμαρίνδο... ...... ίταλιστί.
Αιμίρ χιντί Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 1 . Μοναδέλφιον.
Τάξις Ι. Τριάνδριον.

Φυσικοί κα\ χυμικοί αυτου χαρακτήρες


Ορα το σχημα αυτοϋ 1 38.

Λέγεται όξυφοίνιξ τό δένδρον τοϋτο; μόλον δτι δεν είναι


άπό τα γένος των φοινίκων (χουρμαδιών ). ΤοΟνο εϊναι δέν
δρον χωριστόν, καρποφόρον, ύψηλόν και πολύζωον, φυόμενον
είς την Ασίαν, ίνδίαν, Λφρικήν καΐ είς τάς νησους ίάβαν, καΐ
είς τάς Μουλούκους νησους, είς τήν βρασιλίαν γην, ^ιατηρεί-
ται καΐ είς τούς βοτανικους κηπους της Ευρώπης, καΐ μάλι
στα είς την Παυΐαν της ίταλίας. Ο κορμός τοϋ δένδρου τού
του είναι χονδρος, λείος, εσκεπασμένος από φλοιάν τινα έρυ-
θρομελαγχρινήν. Οί κλώνοι αυτοϋ είναι ανοικτοί, όμοίως και
τα κλωναράκια αυτών. αυτοί μετά την πτώσιν των προλα-
βουσών φύλλων μένουσιν εκεί κατεστιγμένοι. Τα φύλλα αυ
τών είναι πτερωτά καΐ εναλλάξ, τά φυλλάρια τών όποίων εί
ναι είς είδος πτέρης και αυτά είναι άπό δεκαπέντε ζεύγη 2ως
δέκα οκτώ, αντικείμενα, επιμήκη, αμβλεία, λεπτά, γλαυκά,
και κεκομμένα πρός τήν κορυφη'ν. τά μερικά ποδία αυτών
είναι εναλλάξ. Τά άνθη αυτών κείνται βοτριδόν είς είδος ς-α-
φυλής, μέ ποδία τινά μικρά. Τα πεταλα τών άνθέων είναι
7^ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τρία λευκοκίτρινα καΐ ώραΓα. τα ς-άγματά των είναι εις δύω


δεσμους, διό καΐ μοναδέλφιον. ό κάλυξ αυτών διαιρείται εις
τέσσαρα μέρη κιτρινωπά. οι καρποί τοϋ φυτοϋ τούτου είναι
κεράτιά τινά επιμηκη γέμοντα από παρέγχυμα τι μελαγ-
χρινόν, τό όποϊον μεταχειρίζεται ειις την ιατρικήν, όνομαζό-
μενον παρέγχυμα τοΰ όξυφοίνικος, ιταλιστί δε πόλπα δι Τα-
μαρίντι.
Τό καλόν παρέγχυμα τούτου πρέπει να ειιναι υγρόν, να εχν]
γευσιν όξυνην καΐ ευχάριστον, μ3 καλην όσμη'ν. τό όξυ τοΰ
φοίνικος εξέρχεται από την μίξιν του ταρταρικου όξέως, κι
τρικου, μηλικοϋ και τοϋ όξυταρταρικου της ποτάσσης, ένωμέ-
νον μέ μυξώδη τινά υλην καΐ ζακχαρώδ/;ν.
Αυτό δίδεται εις υλην, ειις κο'χλασμα, μόνον, η όμοϋ με
μάνναν η σηναμικήν, η κασσίαν κτλ.
Δόναμις. Καθαρτικόν, δυναμωτικόν και δροσιστικο'ν.
Μ ε ταχείρησις. Εις θέρμας γαστρικάς (ι) καυσώδεις,
φλογιστικάς, ειις κιτρινάδαν, δυσεντερίαν σθενικήν και δισ-
κοιλιότητα
Δο'σις άπό δράμια 1 6 εις υλην μο'νον άπό δράμια 5*4
εις νερόν βρασταν δράμια Ιοο.
Σημείώσις. Πολλά φυτά είναι ε'κείνα, τά όποϊα δίδουσι τό
Θαμαρίνθι, πλην δλ' αυτά διαφέρονσι κατά την ποιο'τητα.

(1) Τά αίτια τις γαστρικΐς λεγομένης Θέρ[/.ϊΐς είναι εις τ>;ν γαστέρα: ΐ-
τοι εις τον στο'ρ.αχον. Αυτη προξενείται άπο πολλής καΐ άχωνεύτους τροφας,
άπο την παϋσιν τις άδηλου διαπνοΐς, τοϋ στομάχου και των εντέοων.
Α&τΑ διναι οξεία καΐ χρονικτ). σβενικτι καΐ άτθενικτι, καλτι καΐ κακη και
σατρρώίας. Κυριεύει τους άνίρώπους τό 6έρος καΐ τό φθινο'πωρον, πολλαΜ!
(ΐεταβαίνιι ειις λοιμικήν καΐ σαπρώίν) 6έρ(λϊΐν.
ν'βεηραυον
ψ%
ΠΡ0ΣΗΡΜ02ΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 77
Ορείγανον. .. , Ελληνιστί.
Ρείγανι Νεοελληνιστί.
Ορείγανουμ βουλγάρα. . . . Λατινιστί.
§. *79 όρειγάν κομμουν , Γαλλιστί.
όρείγανο, ομαγγιοράνα κομμοϋνε Ίταλιστί.
Σατηρ ότοϋ Τουρκιστί.

| Κλάσις ι 5. Διδυναμία'
( Τάξις Ι . Μονογύναιον γυμνοσπέρμιον

Φυσικο"ί και χυμικοί αυτοΰ χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτοϋ 1 39.

Τό φυτόν τοϋτο λέγεται Ορείγανον, διότι φύεται είς τα δ-


ρη και βουνά τοϋ κόσμου, δ Ιστΐ, όρεινόν φυτόν. αυτό είναι
πολύζωον, φύεται είς πλήθος είς τό Καναδα της Αμερικης,
είς την Ευρώπην και Ελλάδα καΐ μάλιστα είς τό Μαραθονη'-
σιον τις Λακωνίας, δπου άνθεί προς τον ίούνιον καΐ Ίούλιον
μήνα. Η ρίζα τοϋ Ορειγάνου τούτου είναι έρπετώδ/ις καΐ
κλωνώδης. Οι βλαστοί του είναι τετράγωνοι, λεπτοί, χορ-
τώδεις, τραχείς, πορφυροΤ, καΐ πρός την κορυφήν όλίγον κλω-
νίφεροι, υψηλοί εως δύω πόδας, η1 τρείς τά φύλλα αυτών
ειναι ώολογχοειδή, σώα, αντικείμενα, ολίγον 'μαλιαρά,
με πολλα στίγματα λαμπυρά. Τά άνθη αυτών κείνται είς
τάς κορυφάς των βλαστών καΐ κλώνων είς είδος στρογγυλών
άσταχύων, έμπεπλεγμένα, δρθια, ωοειδη μ'ε πολλά άνθη.
Τά έπίφυλλα αυτών είναι ώοειδη, γλαυκά, πορφυρα, μεγαλύ
τερα του κάλυκος. Ο κάλυζ αυτών είναι σχεδόν όμοιος με
τά άνθη με τινας τρίχας πρός τό στόμιον αυτοϋ, είναι καΐ
λεπιόωτός. Ο ς-εφανος τοϋ άνθους είναι πορφυρους, μονόφυλ
η8 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

λος εΐ{ ειοος σωλήνος, η ειναι χειλωτός. τα ς-όμια αυτών εί


ναι δύω άνωθεν, και δύω κάτωθεν, ό καρπός των είναι σπό
ρος λεπτός καΐ λέγεται γυμνοσπέρμιον.
Μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν το χόρτον και το ευωδες
καΐ πυρόν ελαιον αυτοϋ. αυτό τό φυτόν εχει όσμγ-,ν άρωμα
τικήν χωριστήν, ευχάριστον, γεϋσιν δμως έχει κεντιστικην,
άρωματικην καΐ πικράν, περιέχει ελαιον τι άερώδες και εύώ-
5ες, τό όποίον κρατοϋμεν μέ τό άλαμπικάρισμα, τό όποίον
ώφελεί τα μέγιστα είς τους ρευματισμους, άσθενικης διαθέ
σεως και είς τά ψυχρα πρίσματα.
Δύναμις. Κεντιστική τών νεύρων και τονική.
Μ ε τ α χε ί ρ η σ ις. είς πάθη ασθενικά, είς χλώρωσιν, είς
καρδιαλγίαν, είς όδονταλγίαν (Ι) καΐ ρευματισμούς.
Δ ό σι ς τοϋ χόρτου εν δράμι είς νερόν βραστόν δράμ. 5ο
διά να πέρνεται πολλάκις. Τό ελαιον ενώνεται μέ άλλα ελαια,
$ πάχη καΐ τρίβεται είς τά πονεμένα μέλη•, από ενα κόμβον
θέτεται με τό βαμβάκι είς πονεμένα καΐ κούφια όδόντια καΐ
πολλάκις παύει ό πόνος αυτών.

(ΐ) Οί όδοντες πολλάκις σκάζουσι καί γψ.νο•<ονται άπό τό εξκθιν συ,άλτον


αυτών καΐ'σιίπονται, κεντούμενον τό νεϋρον αυτών άιιό τον άέρα καί τροφάς
πονεΐ δυνατά, ή όδονταλγία προέρχεται άπό σκορπουτικϊ,ν κακοχυ[Λίαν, άπό
σκληράς ΐ ψυχρας τροφάς καί Οερυ,άς, ΐ άπό τό συνεχές σκάλισμα αυτών
καί τρ!ψι[Αον [*« τά-ς σκο'νας καί άπό τά λεπτοκάρυα καί καρύδια.
Ο Ρΐ-οαβυ ^, ι Η*
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 79

(όρύζιον Ελληνιατί.
Ρύζι Νεοελληνιστί,
Ορυζα Σατίβα . . Λατινιστί.
ΙΡίζ. Γαλλιστί.
[Ρίζο Ίταλιστί.
Ιπεριντσ ότοϋ. . . . Τουρκιστί.

(Κλάσις 6. Εξάνδριον.
( Τάξις 2. Διγύναιον.

Φυσικοί καί χυμικοί αυτου χαρακτήρες


Ορα το σχημα αυτοϋ 1 4ο.

Τό όρύζιον είναι καλαμώδες φυτόν και Ινιαιίσιον, κκ-


ταγόμενον τό πρωτον άπό την Αίθιοπίαν, το όποίον την
ση'μερον σπείρεται καΐ καλλιεργείται είς την Αμερικης
Εύρώπην καΐ Ελλάδα καΐ μάλιστα είς την Αϊγυπτον,
οπου γίνεται είς πληθος και τό καλλιώτερον των λοι
πων μερών. Το φυτόν τοϋτο είναι δύω ειδών: δηλ. 0-
ρεινόν καΐ τελματώδες, ή'τοι βαλτώδες, τό όρεινόν όρύ-
ζιον σπεόεται είς τόπους όρεινούς, ξηρούς, δπου γίνεται
τό κάλλυτον όρύζιον, πλην σπάνιον. τό δε λοιπόν σπεί
ρεται εις τόπους πεδινούς, βαλτώδεις, η και νοτειρούς.
Οί κάτοικοι σπείροντες τό όρύζιον είς αυτούς τούς τό
πους τοός διαχωρίζουσιν είς άλωνας τετραγώνους, $ κυ
κλικούς, τούς περιτρινυρίζουσι με τάφρους καΐ χάνδα
κας, η αυλακας καλώς, έπειτα εμβάζουσι ποταμιδόν τό
νερόν είς αυτάς, τό όποίον μένει Ικεί έωσοϋ να αυξηθ^
ιαι να δώση τόν καρπόν, επειτα ξηραίνουσι τόν τόπον θερί
ζουν τας καλάμους, τά? άλωνίζουσι, κοπανίζουσι τους καρ
8ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

πους και ουτω τους συνάζουσι και τους πωλοϋσιν είς τήν άγοράν.
01 βλαστοι τοϋ όρυζίου είναι καυλοί τινες λεπτοί, ώς
τοϋ σίτου και της κριθής. αυτοί εχουσι' φύλλα στενός
και μακρά επιτρέχοντα τόν βλαστόν, αυτά κείνται εναλ
λάξ, οί βλαστοί αυτοί υψοϋνται οως 4 3 5 πόδας, προς
τά άνω διαιρουνται είς πολλούς λεπτούς κλώνους, είς ειδος
κορύμβου, η σκιαδίου, είς τήν κορυφήν τών όποίων σχη
ματίζονται τά άνθη αυτών πράσινα εκ τών όποιων γί
νονται οί σπόροι αυτών λευκοί και επιμηκεις. οί σπόοοι ου
τοι είναι κεκαλυμμένοι μ! φλοιαν τινά ύμενώδη μεν, πλην
σκληράν, εσωδεν της όποίας κείνται οί σπόροι αυτών λευ
κοί, σκληροί, αοσμοι καΐ άλευρώδεις, οί όποίοι μεταχει
ρίζονται είς τήν ίατρικήν καΐ οίκιακάς οίκονομίας τά μέγις-α.
Δύναμις. τό όρύζιον είναι θρεπτικόν τονικόν, στυ-
πτικόν καΐ άβλαβέστερον τών τροφών.
Μεταχείρησις εσωθεν είς φθίσιν του σώματος, είς
άτροφίαν, είς τάς διαρροιας και δισεντερίας, είς τροφήν
τών άνθρώπων και είς τήν δίαιταν τών αρρώστων καΐ
άναρρωμένων.
Δόσις. Οσον άρκεί.
Σημείωσις. Πολλών είδών όρύζιον ευρίσκεται. Τό της
Αίγύπτου καΐ Βενετίας είναι τό κάλλιστον. όρύζιον κο-
πανισμένον με γάλα νωπόν βρασμένον γίνεται τροφή δυ
ναμωτική καΐ θρεπτική τών παίόων.

(Ι) Λέγεται Ατροφία τοϋ σώ[χατο<, εν πάθος, κυριεϋον τον άνθροπον [ι* 5-
λον ότι αύτος τρώγει καϊ πίνει καί δεν παχαΐνει, οίίτε θρέφεται, άλλα ?ραγ-
γίζει. ή Ατροφία, ώς επί το πολΰ κυριευει τους παΐδας, καί γέροντας και σπα
νίως τους άνδρας, αυτή . συμβαΐνει ποΛλοίκις άπο τήν εαφρϊξιν τών ίο ένων
τοϋ [χεσεντερίου άπο τήν καχήν τροφήν και δίαιταν, άπο το χω[Λα, ίποϋ τρω-
γουσι τα παιδία, καί άπο τήν φθίσιν ή αΐμορραγίαν.
ο η; Γ13τν«
Πϊ, ΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 81

/όρχις μόριος μεγας. . . Ελληνιστί.


Ι Σαλεπόχορτον Νεοελληνιστή
ζ ι8ι Ι^ΡΧι5 ί^Ρ10• • ••'••• Αατινιστί.
] Ορχις βουφών. ..... Γαλλιστί.
Ι Ορχιδε μαγιόρε Ιταλιστί.
Σαλεπ ότου Τουρκιστί.
ν

ίΚλάσις 2ο Γυνάνδριον.
( Τάξις 2. Διάνδριον.

Φυσικοΐ καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


Ορα το σχημα αυτοϋ ί^Ι.

Τοϋτο τό ώραΐον Σαλεπόφυτον λέγεται όρχις (λόριος, διό-


τι αί δύω δεδεμέναί 'τοϋ μικραι >:γ'. στρογυλαΐ ρίζαιόμοιά-
ζουσΐ σχεδόν τους ορχιας των άνδρών. αυτό τό φυτον είναι
πολύζωον, φύεται εις διαφόρους βαλτώδεις καΐ υγρους τόπους,
φύεται εις πληθος και εις τά βουνά τις Θεσσαλίας καΐ Πε
λοποννήσου, τόσον εις τό Πίνδον δρος, δσον και εις τά Κρό-
νιά της Λακωνίας, καΐ περί τόν Ερασινόν ποταμόν τοϋ Αρ
γους, δπου άνθεί προς τό Μάϊον μηνα.
Αί ρίζαι τοϋ φυτοΰ τούτου σχηματίζουσι δύω βολβούς ω
οειδείς, αμβλείς, σώους, σαρκώδεις, λευκους εσωθεν καΐ εξω
θεν, έπι τών όποίων φύονται ινες τινές στρογγυλαι και
χονδραί. οί καυλοί αυτών είναι ορθιοι, κενοί έ'σωθεν, μακρείς
μίαν σπηθαμην καΐ παράνω, είναι ς-ρογγυλοί, ακλωνοι, γλαυ
κοί, φυλλίφεροι, τρυφεροί και λαμπυροί. Τά φύλλα τοϋ καυ
λου αυτοΰ ειναι στενά, εναλλαξ κειμενα, τά ριζώθεν είναι
λογχοειδή, μακρύτερα, καΐ πλατέα πέντε γραμμάς.
Τά άνθη σχηματίζουσιν ενα στάχυν άδύνατον, με όλίγα
8α ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

άνθη βαθυπορφυρα ωραία καΐ όξία, κοντίτερ* τοϋ' πιζτί*


λου, το χείλος του κάτωθεν πετάλου είναι διηρημένον εις τρία
καΐούχί εις τέσσαρα. Τό νέκταρ αυτών είναι άμβλύ, κρεμάμε-
νον. δλον τό φυτόν είναι αδύνατον, σχηματίζει δμως ώραίαν
θεωρίαν με τα άνθη αυτοϊί, τα όποϊα βαλθέντ» εις τό νερόν
διαρκοΰσι τινάς ημέρας ζωηρά.
Μεταχειρίζονται εις την ίατρικήν αΐ ρίζαι τοΰ φυτοΰ, αΐ
όποϊαι Σαλέπι καλουνται εις τήν άγοράν. αύταΐ έσμίήν ϊ-
χουσι χορτώδη και γεϋσιν μυξοίδη μέν, πλην νόστιμον, αί
όποΐαι κοπανισμέναι και βρασμέναι καλώς εις τό νερόν και
με'λι, η" ζάκχαριν πίνονται ρουφιστά ώσάν καφφέ.
Δύναμις των ριζών, μαλακτικαΐ και θρεπτικαί.
Μ ετανεΧρησΛς. Εις τον σπασμωδικόν βηχα και ξηρόν
ειις κατάρρουν τοϋ στηθους, ειις βρογχίτην (ΐ) ειις διάρροιαν
καΐ εις άτροφίαν τοϋ σώματος.
Δ ό σ ι ς. μισόν δράμι εις σκόνην λεπτην εις νερον βραστόν
δράμια 6ο με μέλι μεμιγμένον.
Σημειωσις. 63 είδών δρχιδες είναι καταγεγραμμένοι άπό
τους βοτανικούς. 1 όρχις δικέρατ^ς. 2 ό κρεατώδης. 3 ό
δίανθος. 4 ό κ?ρατώδης. 5 ό τριπέταλος. 6 ό βελοειδϊίς. η
ό γεννάδας. 8 ό δράκων. 9 ^ σουσάννα. 1 ο ό όφρύς. 1 1 ό
δίφυλλος σατη'ριον καλούμενον λευκόν. 12 ό κυματώδης. 1 3
ό βαλτώδης. 1 4 ό πυραμοειδής. 1 5 ό κυνο'σορχις. 1 6 ό μι
κρος τριόρχις. \η ό άρρεν. 1 8 όπλατύανθος. 19 ό στρα
τιώτης τοΰ Διοσκορίδου. αο ό μελαγχρινδς κτλ.

(1) Βρογχίτης λεγεται πάθος τι τοϋ )αι[ΐοϋ, το ίποΐον κυριεύει τους βρογ
χους τοϋ ιτνεΰμονος, βρογχος είναι ΐ τελειωσις τοϋ λα'ρυγγος και αρχή ν&
πνεύμονος. Ουτος προε'ρχεται άπο ρεύματα τοϋ 0-τήίους κ«ΐ ψΰχραν και γβλ»
>ικκ πάθη.
δ <'.: ! ο ί'ι (! Οη. Λ1/^
ΠΡ02ΗΡΜ0ΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 83

/Παιονία Ελληνιστί.
!Γλυκυσίδη Νεο ελληνιστί.
Παιονία όφφιτσινάλις . Αατινιστί.
Πιβοίνε μάλ έφεμέλλ . Γαλλΐστί.
Παιονία όφφιτσινάλε . Ιταλιστί.
\Σακαί ότοϋ Τουρκιοτί.

ΙΚλάσις 1 3. Πολυάνδριον.
Τάξις α. Διγύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


6ρα τό σχήμα αυτΐς \ί\%.

Η Παιονία είναι φυτον ώραΐον με1 τά ά'νθη αυτης. αυτ.}ι εί


ναι «ολύζωος, φύεται είς τά δαση της Ελβετίας, Ιταλίας
καΐ Ελλάδος, και μάλιστα εις τά Κρόνια δρη της Λακωνίας,
πλησίον της Καστάντσας χώρας, καλλιεργείται και είς τους
βατανικούς κήπους της Κωνσταντινουπόλεως πρός καλλωπι
σαν αυτών, οπου άνθεί πρός τόν Ίούλιον μήνα.
Αί ρίζαι της Παιανίας ταύτης είναι χονδραί, κυλινδρικαί
καΐ σωληνοειδείς, εξ ων βλαστάνουσι πολλοί βλαστοι, υψη
λοί εως ενα πόδα καΐ έπέκεινα. αυτοί είναι κλωνώδεις, πολ
λάκις κοκκινωποι, λείοι, γε γραμμενοι με πολλά φύλλα
διπτερωτά, διηρημένα είς φυλλάρια, η είς λοβούς τινάς
μακρείς ελλειπτικούς, .?| καΐ λογχοειδεΐς, ύπολεύκους προς
την κάτωθεν Ιπιφάνειαν, καΐ λεία κατά πολλά πρός την
άνωθεν έπιφάνειαν με χρώμα γλαυκοπράσινον, αυτά είναι
εναλλάξ κείμενα, χονδρά, σαρκώδη καΐ με μικρά ποδία. εί
ναι δμοια σχεδόν μέ τά φύλλα του μέλανος έλλεβο'ρου.
Τά «νθη της Παιονίας κείνται μονάζοντα είς τά ά--
6*
84 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κρα των βλαστών καΐ κλώνων αυτών, συνθεμενα άπο πίν-


τε πέταλα μεγάλα, τετορνευμένα πρός την κορυφήν, αυ
τά τά άνθ» ειναι ώραιότατα, ευώδη, με χρώμα βαθυ-
πορφυροϋν, η ζωηροκόκκινον, ώσάν τής ερυθρας παπα
ρούνας, καΐ λαμπυρά, στενά δμως ολίγον προς τήν βά-
σιν αυτών. τά πεταλα της Παιονίας μέ την καλλιέργειαν
γίνονται περισσότερα, διπλα καΐ τριπλα.
Ο κάλυξ αυτών είναι διηρημένος είς πέντε φύλλα α
νώμαλα, κοντότερα των άνθέων, είναι ορθια, λογχοειδή,
μαλιαρά. οί καρποι αυτών είναι δύω η" τρείς θηκαι ωο
ειδείς, δρθιαι, πρησμέναι, μαλιαραΐ, με εν κοίλωμα μόνον,
εσωθεν αυται είναι ζωηροκόκκιναι, οί σπόροι αυτών κα
ταρχάς είναι κόκκινοι, υστερον αποβαίνουν μελαγχρινοί.
Μεταχειρίζονται είς τήν ίατρικην αί ρίζαι καί οί σπο
ροι αυτών είς σκόνην, η κο'χλασμα.
Δύναμις. Αδυναμωνικοι και στυπτικοί.
Μεταχείρησις τών σπόρων, εις επιληψίαν κ*ι
σκώληκας τών παίδων.
— Τών ριζών είς σύρυγγα (φύστουλαν) τοϊ> άφεδρώνος
και των όφθαλμών.
2ημείωσις. 5 Είδών Παιονίαι ευρίσκονται. Ι είναι ί, εί-
ρημενη μακρόφυλλος 2 είναι με άνθη λευκά. 3 είναι η θήλυ
μ*, βλαστούς κοντούς. 4 ΐ ανώμαλος και 5 είναι ή λεπτόφυλ.
Πολλά φυτά του κόσμου ονομάζονται με ονόματα άρχαίων
θεοτητων, η Ηρώων, η σοφών ανθρώπων. Η Παιονία αδτη
είναι άφιερωμένη είς τον Παίονα Θεόν της ίατρικης, η Δσκλη-
πιά? είς τον Ασκληπιον, το Κενταύριον είς τον Χείρονα Κεν-
ταυρον, η ίπποκράτια είς τόν ίπποκράτην, καΐ ή Αινναία είς
τον Αινναίον κτλ.
11.2 ο να γ?;/.-•'(- θ ν.
ΗΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ. 85

'Πεντάφυλλον ορθον . . . Ελληπσσί.


Αγριοφράγουλον Νεοελληνιστί.
' Ποτεντίλλα ρέπτενς . . . Αατινιστί.
$.. ι83
Ι Ποτεντιλλ ραπτάντ, . . . Γαλλιστί.
Ποτεντίλλα κουϊνκουεφόλλια ίταλιστί.
^Γιαμπάν τσιλέκ Τουρκιστί.

ίΚλάσις 12. Είκοσάνδριον.


(Τάξις 5. Πενταγύναιον.

Φυσικοι καΐ χυμικοι αυτου χαρακτήρες


δρα το σχήμα αυτοϋ 1 43.
Τούτο τό μικρόν φυτόν είναι Ινιαύσιον, φύεται είς διά
φορα βαλτώδη μέρη της Ευρώπης καΐ Ελλάδος μάλις-α
περί τάς αυλακας, ρύακας και χαράνδρας και είς τους
δρόμους, δπου άνΟεί προς τον Ίούλιον και Αυγους-ον μηνα.
Αί ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτου είναι ίνώδεις, και ξυλώ
δεις, μέ παλλά ριζίδια. οί βλαστοί αυτών είναι έρπε-,
τώδεις, πράσινοι., κοκκινωποι, φυλλίφεροι, λεπτοί, πολ
λάκις είναι και δρθιοι, δια τοϋτο λεγεται δρθιον πεντά-
φυλλον, τα φύλϊα των βλας-ών τούτων είναι άπό 5 εως
7 ειναι ποδίφερα, δρθια^ πεντάλοβα, μέ τα φυλλάριά
των επιμήκη, άμβλυσφηνοειδη, είναι τριχώδη και οδοντω
τά είς είδος πρίονος, τα ποδία αυτών είναι μακρά, τά
ανθη αυτών φύονται είς τα άκρα των μικρών κλώνων,
$ εξερχονται έκ τών γωνιών τών φύλλων, $ επιφύλ-
λων, τά ποδία τών όποίων είναι μακρά, κυλινδρικά, είς
την κορυφην τών όποιων φύονται τά ώραία αυτών άνθη
καΐ αυτά είναι μονάζοντα είς κάθε ποδίον. τά άνθη αυ
τά είναι κίτρινα μ* χρώμα χρυσοειδες και ώραίον, Ινίο^
86 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τε είναι καΐ ύπο'λευκα, $ι και μελανοπορφυρά, τά πέτα


λα των όποίων είναι πέντε, άμβλεία, η στρογγυλοειδή,
η καρδιόσχημα, λεπτά, με πολλά ς-άγματα καΐ έ'να πι^
στύλον. ό κάλυξ τών άνθέων είναι μεγάλος μαλιαρος καΐ
ολίγον τραχυς, μέ φύλλα λογχοειδή και όξέα, οί καρ
ποί των εΐναι σπόροι τινές λεπτοί, μεταχειρίζονται είς.
την ίατρικήν, αΐ ρίζαν τοϋ φυτοϋ τούτου, όσμην δεν ε-
χουσι, γεϋσιν όμως εχουσι στυπτικήν, ή ίνεργιτική δύνα-
μις τοϋ φυτοϋ τούτου ευρίσκεται είς τάς φλοιάς των ριζών,
«V όποίαι μεταχειρίζονται είς κοχλασμα, η εις σκόνην.
Δ ύ ν α μ ι ς στυπτικαί .
Μ ε τ α χ 8 ί ρ η σ ι ς. είς τάς εκκενώσεις της κάτω κοι
λίας, είς τάς δυσεντερίας και διαρροίας.
Α ό σ ι ς τών φλοιών της ρίζης αυτών είς σκόνην πρό\-
σφατον άπό μισον δράμι εως £ν μί τό νερον πολάκις
της ημέρας.
Σημείωσις. 47 ε'^ων πεντάφυλλα ευρίσκονται: Ι ειναι
το ανω είρημένον. 2 τό καρποφο'ρον. 3 τό άργυροειδές.
4 τό συριακόν. 5 τό πολύφυλλον. 6 το σταχυοειδές. η
τό φραγολοειδές. 8 τό κοκκινοειδές. 9 το διχειλωτόν,
ΙΌ τό άνατολικόν. II τό κωνειοειδές. 1 2 τό μαλιαρόν.
1 3 τό κεκλιμένον. 1 4- τό έρυθροϋν. 1 5 τό μικρότατον.
1 6 τό χρυσοειδές. \η. τό τοϋ άστραχανίου. 1 8 τό έρπε,-
τώδες. 1ο τό τοϋ Καναδα και της Καρολίνας κτλ.
Από τό είδος τοϋ πενταφύλλοϋ είναι καΐ τό έπτάι
φυλλον, τό όποίον τορμεντίλα λέγεται ίταλιστί.
*Λί*•*'
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 87

Πεπονία Ελληνιστί.
Πεπονια Νεοελληνιστί.
. Κουκούμις μέλο. . . Λατινιστί.
*' * |Μελόν. - . . Γαλλιστί.
|Μελόνε και πεπόνε- . ίταλιστί..
^Καοϋν Τουρκιστί.

(Κλάσις 21. Μονοοίκιον.


(Τάξις 8. Διγύναιον.

Φυσικοΐ καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχήμα αυτη ς 1 44.

, § πεπονια είναι φυτον ένιαύσιον, καταγόμενον. άπό τά


ένδέτερα τη; Ασίας, και μάλιστα άπο τούς Καλμούκους, .
καΐ Ίνδίαν, καλλιεργείται κατά το. παρον είς δλην την
Ασίαν και Εύρώπην και Ελλάδα καΐ μάλιστα είς την
κοίλην θεσσαλίαν της Ελλάδος, οπου άνθεί πρός τον Ίού-
νιον μήνα. Η πεπονία είναι το ώφελιμ(δτερον καΐ ήδο-
κώτερον είδος άπο τα λοιπά είδη των κολοκύνθων, ίξ
αίτίας των γλυκών και ηδονικών πεπονιων.
Αί ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτου είναι λεπταΐ καΙ ίνώδεις.
Ο,Ι βλαστοί των είναι χο,ρτώδεις, άδύνατοι, έρπετώδεις
πλαγιασμένοι είς την γήν, τραχείς είς την άφήν, τά φύλ^•
λα των είναι εναλλάζ κείμενα, ποδίφερα, στρογγυλά, γ«-
νιώδη ολίγον, όδοντά, χλωμοπράσινα, γέμοντα άπο τρί-:
χας μικράς, αί όποία ι τά κατασταίνουσιν ώς τραχέα,
τά φύλλα της πεπονιας είναι μικρότερα τών συκών
(άγκουρίων) καΙ κολοκυνθίων.
Τά ίνθη κυτών εξέρχονται ε*κ τών άμασχαλών τών
88 ΒΟΤΑΝΙΚΉ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

φυλλων άρρενα και θήλεα. αυτά είναι μικρά {/.εν, πλην


είναι εις είδος καμπάνας, διηρημένης είς πέντε κατά τά
άκρα αυτης. αυτά είναι ώραία καΐ κίτρινα, ό κάλυξ αυ
των- ειναι διηρημένος είς πεντε τομάς.
Από τά θήλυα ά'νθη σχηματίζονται οί καρποΐ αυτών,
τά πεπόνια, τά όποΓα δεν είναι άλλο, παρά μϋλον με-
γάλον γέμον Ισωθεν άπ& γλυκυ παρέγχυμα καΐ πολλοΰς
σπόρους, οί καρποί ουτοι καταρχάς είναι ωοειδείς, νί ε
πιμηκεις, ολίγον μαλιαροί και πράσϊνοι. δταν ώριμάσ/ω-
σιν δμως γίνονται γλυκείς, κίτρινοι καΐ ώραίοι, ή φλοιά
τών όποίων είναι όλίγον τραχέα και σαρκώδης, ΙξωΟεν
κίτρινη, η" πρασινωπή, το υφασμα της είναι δυκτοειδες.
είναι πολλών είδών πεπόνια,, είναι πεπόνια γραμμώδη,
είναι στρογγυλά, επιμήκη, κρομυδοειδη, άλλα μικρά καΐ
μακρά και άλλα μεγάλαι χονδραίνουσι τά ποπόνια ταυ
τα καΐ γίνονται μεγάλα πολλάκις ίσον μ! δέκα όκάδες-
Τό εσωθεν παρέγχυμα τών πεπονίων είναι γλυκυ, ί-
δονικόν, ευώδες, νόστιμον, ζακχαρώδες και ολίγον μυξώ-
δες. τό χρώμα των είναι λευκόν, $ [ύπόλεοκον, ή καΐ κι-
τρινωπόν. ή οσμή των είναι ευώδης και ηδονικη, οί σπό-
' ροι αυτών είναι επιμήκεις, θλιμένοι καΐ πλατείς με φλοιάν
σκληράν. μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν, τά γλυκά πε
πόνια μεταχειρίζονται πρός τροφήν ανθρώπων.
Δυ ν α μ ι ς τών καρπών, δροσιστικοι καΐ θρεπτικοί
τών σπόρων διουρητικοί.
ΜεταχείρηοΊς. είς θέρμας καυστικάς, είς όισπε-
ψίαν, στραγγουρίαν καΐ βήχα.
Ζημείωσις. Πολλών είδών πεπόνια ευρίσκονται, «ί δια
φορά τών όποίων προέρχεται άπό την γην καΐ καλλιερ-
γειαν. πεπόνια είς τά ψυχρά κλίματα δεν γίνονται.
Λ*
-ί ο ;- ι >ι Ύ\ Ρ « ο α. κ η υ ^ ο
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΗΗΝ 8$

^Περσική μηλέα Ελληνιστί.


Ροδακηνέα Νεοελληνιστί.
βί- Ι Αμύγδαλους περσικα . . Λατινιστί.
Πεκέρ κομμοϋν .... Γαλλιστί.
Περσικο Ιταλιστί.
νΣεφταλή άγάτσ Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 2 Είκοσάνδριον.
(Τάξις ι Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες-


δρα τό σχημα αυτης Ι45.

Η Ροδακηνέα ειναι δένδρον πολύζωον, καταγόμενον


βέβαια άπό την Περσίαν, διό και περσικη μηλέα λέ
γεται. μηλα ώνόμαζον οί αρχαΐοι δλα τα όπωρικά, δηλ.
κυδώνια, άπίδια, λεϊμόνια, πορτογάλλια, κίτρια κτλ. καΐ
εκαστον αυτών ελάμβανε την Ιπωνυμίαν άπό την πατρί
δα αυτοϋ. λεγεται Ροδακηνέα, διότι τα άνθη αυτης είναι
ώς τα ρόδα Ιρυθρα. ό κοριός της ροδακηνέας ειναι σκλη
ρός, κλωνίφερος, όψοϋται εως δέκα πόδας καΐ έπέκεινα.
η φλοιά αυτοϋ είναι νπόλευκος, καΐ τών κλώνων είναι
πρασίνη, ενίοτε και κοκκινωπά, οί κλωνοι αυτοϋ είναι
άνοικτοί και φυλλίφεροι. τα φυλλα των είναι εναλλάξ κεί
μενα, άπλα, μακρά, λογχοειδή και όξέα, ολίγον οδοντω
τά, πράσινα, λεία, με μικρά ποδία. πρός την βάσιν αυ
των εχουσι δύω επίφυλλα όδοντωτά και γραμμώδη.
Τά άνθη αυτών είναι κοκκινωπά, ώς της άμυγδαλέας
έγκεκλιμένα μονάζοντα, τά όποΐα άνθοϋσι προς τήν πρώ-
την ά'νοιξιν, προτου νά φυτρώσωσι τά φύλλα αυτών. °
90 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κάλυξ αυτών είναι διηρημένος ϊΐς πεντ» μερη. οί καρποί


αυτών είναι ίρύπαι τινες ς-ρογγυλαΐ, η ωοειδείς, χονδρά!
ώς τα καρύδια, $ ώς τά μήλα. αυται είναι τά λεγα--.
μενα [$οδάκηνα, καΐ Περσικα μήλα ελληνιστί, αυτά τά
^οδάκηνα είναι παρεγχυματώδη, χυλώδη, με μίαν γεϋ-
σιν νοστιμωτάτην και ήδονικην, ή εξωθεν φλοιά είναι
λεπτη, ερυθρα, $ και κιτρινωπή, εσωθιν ευρίσκεται το
«μύγόαλον αυτοϋ, σκληρον, ξυλώδες, εντός τοϋ όποιοι»,
είναι 6 καρπος αυτοϋ, ό όποίος φυτευθεις φύεται άλλη
νέα Ροδακηνέα. ή Ροδακηνέα ταχέως αΰξηται, ταχέω,ς
και χάνεται, ζη τό πολλοί εως δάκα η δεκαπεντε χρό
νους, φύονται αί ροδακηνέαι αύται είς δλην την Εύρώ-
«ην και Ασίαν καΐ Ελλάδα, και μάλιστα είς τάς Α
θηνας, δπου πρό χρόνων έγίνοντο ροδάκηνα μεγάλα τρία.
η- τεσσαρα είς μίαν όκαν.
Δύναμις. Θρεπτικά καΐ δροσιστικά.
Μ ε τα χ ε ί ρ η σ ι ς. Είς την τράπεζαν ώς όπωρικά με.
τά το φαγητον, επειδή και δεν βλάπτουσι τελείως, ου
τε είς τους άρρωστους. είς τήν Κωνσταντινούπολη τά,
ροδάκηνα είναι είς μεγαλωτάτην ύπο'ληψιν.
Σημείωσις. Τεσσαράκοντα είδών και επέκεινα δενδρα,
τοϋ αυτοϋ γένους είναι γεγραμμενα είς τάς βίβλους ιών.,
βίτβνικώ,ν τοϋ κόσμου.
ϊ11ιτιγ•α.•νβν
'
,τ'μ . ΊΗί
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ £1

(Πτίγανον Ελληνιστί.
Δπηγανον Νεοελληνιστί. .
Ροϋτα γραβεολένς . . Αατινιστί.
ΐΛά Ρούε Γαλλιστί.
ι Ρούτα φέτιδα .... ίταλιστί.
\Σεδέφ ότοϋ Τουρκιητί

(Κλάσις 1ο, Δεκάδριον.


(Τάξις Ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


δρ« τό σχημα αυτοϋ 1 46.
Το Πήγανον τοϋτο είναι «ρυτόν πολύζωον, το (ίνομ* το ο
όποίου παράγεται άπό τό π'Λγω, πήγνυμι, αυτό κοινως
άπηγανος λεγεται άρσενικώς. τό φυτόν τουτο φύεται είς
πλήθος εις τήν Μαυριτανίαν, είς τήν Εύρώπην, καΐ είς
τούς κηπους τών άνθρώπων, δπου άνθεί προς τον Ιδάί
ον μηνα. οί βλαστοί τοϋ φυτοϋ τούτου είναι ξυλώδεις,
κλωνώδεις, καΐ φυλλίφεροι, υψοϋνται εως τρείς ποδας. οί
κλώνοι του είναϊ ανοικτοί, αδύνατος τα φύλλα αυτών
ε'ιναι εναλλάξ κείμενα, δυνατά, όιεσκορπισμένα, ποδίφε-
ρα, διπτερωτά με φυλλάρια τινά σαρκώδη, ελλειπτικο•*
λογχοειδή, άμβλεία μέ λοβούς τινας ωοειδείς.
Ο κάλυξ αυτών είναι διηρημένος δυνατά είς πέντε μέρη.
τα άνθη αυτών κείνται είς τά άκρα τών κλώνων καΐ βλας-ών,
μέ τινα έπίφυλλα στρογγυλά και όδοντωτά, τά πέταλα αυ
τών είναι πρασινοκίτρινα, η" χλωμά, κοιλόκυρτα. ό καρπός
των είναι θη'κη τις πεντάλοβος, τά στάγματά των είναι δέ
κα και 'ένα πις-ύλαν. Τό φυτόν τοϋτο είναι χλωμόν μέ χρώ
μα λευκοπράσινον, κατες-ιγμένον παντοϋ μέ σμικροτάτας ά~
93 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δένας ©λιμένας καΐ διαφανεΓς, εκ τών όποίων εκπέμπεται ο


σμή τις βαρεία, άηδης καΐ βρωμερά, γεϋσιν εχει αηδή, δρ•.-
μείαν και πικράν. τά φύλλα ειις την άκμήν της δριμύτητας
αυτών είναι ίυν.ατά, ώστε να φλογίσωσι τό δέρμα με τον
χυλόν αυτών, τά όποϊα περιέχουσιν ελαιον τι άερώδες,
δπερ κρατοΰμεν μΐ το άλαμπικάρισμα. μεταχειρίζεται ειις
την ίατρικήν ειις κόχλασμα, ειις νερόν βρας-όν, ί) εις τόν οίνον
και ειις επίθεμα.
Δύναμις. άδυναμωτικόν, έρεθις-ικόν καΐ άνθελμιντικόν.
Με τ αχεί ρη σι ς έσωθεν. ειις πάθη σθενικά, ειις σπα
σμούς, ειις σκώληκας και εις λύξιγγας (ι). εξωθεν. εις την
πληγην τών ουλών τοϋ στόματος, εις τήν γάγραιναν, τό κό -
χλασμα ειις οΐνον μελώδη, ωφελεί ειις την όζένα τών μυκτη'ρων
Δόσ ι ς τών φύλλων δύω δράμια ειις νερον βρας-όν δράμ.
100, δια να γίνη κόχλασμα.
Σημειωσις. Είναι καΐ άλλο είδος Πηγάνου άγρίου, Μώλυ
τό πάλαι καλούμενον, τό όποιον φύεται ειις πληθος, περί τόν
ναόν τοϋ Πανελληνίου Διός ειις τάς Αθήνας.

' (ι) Ο Αύξιγγας ειιναι (ν πάθος κατα πολλά ίεινον, έπειδη καΐ ια-
ρισσεύσας, 2χι ρ.ο'νον προξενεί άνησυχίαν εις τΌν άνθρωπον, άλλα καΐ τον θά-
νατςν. δ Αΰξιγγας ίέν είναι άλλο, παρά ενας άρεωμένος άέρας εξερχομενος
«β τον στο'μαχον το3 πάσχοντες.
V ί

Ι ί ϊ, Μ 3 «. Γ
ίβΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ φ

/πικρίς καΐ πικρίες. .... Ελληνιστί.


Ι Ραδίκια πικριλίδες ..... Νεοελληνιστί.
γ 187 /Ταράξακουμ λεοντόδοντουμ . Λατινιστί.
Πισενλίτ κουμμβϋν Γαλλιστί.
Δέντε λεόνε • . . ίταλιστί.
^Χινδιπά Γιαζίπ Τουρκιστί.

(Κλάσις 19 Συγγενέσιον.
(Τάξις Ι Πολυγαμία ίση.

Φυσικοί καί χυμικο* αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτης 1 47•

Η Πικρίς λέγεται ουτως άπό την μεγάλην πικράδα τοϋ


χυλοΰ των φύλλων και ριζών αυτης. εις την Πελοπόννησον
λέγεται ραδίκια ίταλικώς, την κλνίσιν λαβοϋσα άπό τάς ρί
ζας αυτης, αί όποϊαι ραδίτσε λεγονται ίταλικώς. εις τάς Α
θήνας δμως καΐ άλλαχοΰ πικρίς καί πικραλίδες καλουνται.
λέγεται καί λεοντόδοντον, διότι τα φύλλα αυτης είναι οδον
τωτά ώς οί οδόντες τών Λεόντων.
Τό φυτόν τοϋτο είναι πολύζωον, φύεται εις τοός δρόμους,
λειμώνας, ρόακας και άγεωργη'τους τόπους της Ελλάδος καΐ
Ευρώπης και άλλαχου, Οπου άνθεί άπό τον Απρίλιον εως τον
Ιούλιον. αί ρίζαι του φυτοϋ τουτου είναι άδρακτοειδείς, με-
λαναΐ, ίνώδει ς καί λεπταί. οί βλας-οί αυτών είναι χορτώδεις,
λεπτοί, στρογγυλοί, ορθιοι, γυμνοί, λείοι, κενοί εσωθεν, θραυ-
ς-οί, υψηλοί εως πέντε, η εξ δακτύλους, υψηλότεροι τών φύλ
λων αυτών. αυτοί οί βλαστοί περιέχουσι γάλα τι λευκότα-
τον, πλην δριμύ καΐ όξύ.
Τα φύλλα τών πικραλίδων τά εξερχόμενα εκ τών ριζώ ν
§4 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

είναι όόοντωτά, παρομοίως ως οδόντες τοϋ λέοντος. αυτά εί


ναι διακεκομμένα πολύ καΐ ζαρωμένα, εχουσι χρώμα τι πρά-
σινον μεν, πλην γλαυκόν καΐ χλωμόν. αυτά είναι μα
κρά εως 6 δακτύλους καΐ έπέκεινα, είναι καΐ τραχέα.
Τά άνθη αυτών φύονται εις τάς κορυφάς των βλα
στών χωρις-ά. Εκαστον άνθος είναι έρμαφρόδητον καΐ συγ-
γενέσιον: δηλ. πολλά άρρενα και θηλυ μέρη άναμεμιγμέ
να, το άνθος τοϋ φυτοϋ τούτου είναι μεγάλον καΐ ώ-
ραίον, χρώμα εχει χρυσοκίτρινον, τό όποίον πρός το ε
σπέρας περιστέλλεται καΐ κλείεται. Ο ς-έφανος τοϋ άν -
θους είναι κυκλικός με πολλότατα πέταλα κίτρινα. δ
κάλυξ αυτών είναι γλαυκός και χλωμός, με τά έξωθεν
λεπίδια των άναγυρισμένα. Ο καρπός των είναι μία βη'κη
γυμνη ς-ρογγυλή με πολλά κοιλώματα. Οί σπόροι αυ
της είναι ωοειδείς, αυλακωτοΐ, μελανοί, είς την κορυφήν
τοϋ άνθους τούτου μετά τό τέλος σχηματίζεται σφαι-
ρικόν τι μαλώδες πάππος καλούμενον, εξερχόμενον άπο
τους σπόρους τοϋ φυτοϋ, τό όποίον με τόν άέρα πετα
εις την άτμοσφαΐραν. μεταχειρίζονται είς την ίατρικην
αΐ ρίζαι, καΐ είς την οίκονομίαν τά φύλλα, τά όποία
όσμήν δεν ίχουσι, γεΰσιν ίμως εχουσι πικράν.
Α ύ ν α μ ι ς. αδυνήίμωτικόν.
Μεταχείρησις. είς τάς έμφράξεις της κάτω κοιλίας *
Δόσης τοϋ χυλοϋ από δράμια 1 6 εως 36 πολ
λάκις της τμ/ρας.
Σημείωσις. Τό γένος των πικραλίδων είναι πληθος,
η διαφορά αυτών γίνεται με την γην καΐ κλίμα τοΰ
-*>*

Μ α υ οο !Ι ! <) -> Τ'ν*


ΒΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ $5

Ίΐιπερύ6α(Λνον ριέλλαν. . . Ελληνιστί.


ι Μαυροπίπερον . Νεοελληνιστή
'πίπερ νίγρου{Λ Λατινιστί.
* ι88
Ι Ποϊβροερ άρωματίκ .... Γαλλιστί.
' Πέπε νέρο. • Ιταλιστί.
Καρά πιπέρ Τουρκιστί.

Κλάσις 2. Αιάνδριον.
Τάξις 3. Τριγύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες-,


δρα το σχημα αυτοϋ 1 48.

Το φυτόν τοϋτο του' μέλανος πιπερίου είναι χαμο'δε»-


δρον πολύζωον καΐ άειθαλες, το όποίον φυεται είς την
νησον Σουμάτραν και ίάβαν καΐ Μαλαβάρ, ήιατηρείτα
την σήμερον κα; είς τους ζεστούς βοτανικούς κήπους της
Βιέννης και Παρισίων, οπου ανθεί πρός το θέρος-
Α'ι ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτοι, είναι ΐνώόεις, και με-
λαγχριναι, Ικ των όποίων φύονται οί κοριοί αυτών [αι.
κροΐ, ς-ρεπτοί, σκληροί, κλωνίφεροι, κομβώδεις, διχοτο
μοι, καΐ σπογγώδεις, οί κλώνοι αυτών είναι πλαγιασμε-
νοι, κομβώδεις, φυλλίφεροι και γλαυκοί, τα φύλλα αυ
τών έξέρχονται εκ των κόμβων καΐ είναι εναλλαξ κεί
μενα, ωοειδη, όλίγον επιμήκη, γλαυκα, όξέα, με μικρά
ποδία. εκαστον φύλλον είναι σημειωμένον άπό επτά νευ
ρα χονδρά εξερχόμενα άπό την βάσιν τοϋ φύλλου, τά
οποία γυρίζουσι πάλιν προς την κορυφην τοϋ φύλλου.
Τά άνθη αυτών κείνται βοτριδόν, ί| κορυμβοειδώς,
λέγοντα *ίς οξύ. τα ποδία αυτών «ναι κυλινδρικά καΐ
$6 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

όλίγα, τά όποία φύονται όμοϋ έκ τοϋ ποδίου τοϋ φύλ


λου. Τά άνθη τοϋτα είναι πρασινοκίτρινα, η" λευκοπρά-
σινα, τά κάτωθεν άνθη είναι σχεδον άκαρπα, τά δε υ-
περθεν φέρουσι καρπόν. Οί καρποί αυτών είναι βαλβο-
ειδείς, μικροί, στρογγυλοί πρώτον, πρασινωποί, και δς-&-
ρον γίνονται κόκκινοι, καΐ τελευταίον γίνονται μελανοί.
Οί καρποί αυτοί είναι λεπτοί, ώς ή μικρή σταφίδα
της κορίνθου, οί όποίοι ευρίσκονται είς την άγοράν είς
πληθος. Η Ιξωθεν φλοιά είναι μελανη καΐ ζαρωμένη,
αυτοί βάλλονται είς τό νερον δια τινα καιρόν, επειτα
τρίβονται καΐ έςελθούσης της φλοιας αυτών, γίνονται
λευκοί, οί όποίοι λέγονται είς τήν άγοράν Πιπέρι λευ-
λόν, τοσον τό λευκόν Πιπέριον, δσον καΐ τό μέλλαν με
ταχειρίζονται είς τήν ίατρικήν και οίκον ομίαν τά μέγις-α.
Δύναμις. Δυναμωτικοί και κεντιστικοί.
Μεταχείρησις ενωθεν. Είς θέρμας διαλειπουσας,
λύξιγγα και άδυναμίαν τών σπλάγχνων. εξωθεν. εις χα--
μήλωμα τοϋ σταφυλίτου καΐ είς την φθειρίασιν.
Δόσις. κόκκους 2ο Ιως 3ο πολλά/ ις της 'όμέρας.
Εκ τούτου γίνεται καΐ τό Πιπερίνον λεγόμενον ίατρικόν.
Σημειωσις. η% είδών Πιπερόθαμνοι ευρίσκονται κα-
ταγεγραμένοι από τους βοτανικούς, γεννη'ματα τόσον τοϋ
παλαιου κόσμου, οσον και του νεωτέρου.
•;
ΙΙυτεοι Αμερικάνου
Τ **9-
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 97

.Πιπερόδενδρον Αμεραανόν. . 1. Ελληνιστί.


Πιπέοι Αμερικάνικον Νεοελληνιςν
Μύρτους πιμέντι • • Λατινιστί.
δ• 189 ^ποΐβρ δι ίαμάκα Γαλλιστί.
Πεπε 51 Γιαμάϊκα Ιταλιστί.
νΓενε Μπαχάρ Τουρκιστί.

[Κλάσις 1 2 Είκοσάνδριον.
( Τάξις 1 Μονογύναιον.

Φυσικοΐ και χυμιχόϊ αυτου χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αϋτοϋ ΐ4<)•

Τό ώοαϊον τοϋτο Πιπερόδενδρον ειιναι πολύζωον, φυεται εις


τάς άνατολικάς καΐ δυτικάς Ινδίας: δηλ. καΐ εις τήν Ανατο-
λήν καΐ ειις την Αμερικήν, εις την νέαν ίσπανίαν, εις τάς Δ.ν-
τίλλας νησους καΐ μάλιστα εις τήν ίαμά'ι'καν, δπου άνθεί
προς τούς τρείς μήνας τοϋ θέρους. αυτό τό φυτόν είναι δέν-
δρον μεγάλον, ομοίως με μίαν καρυδίαν, ό κορμός του υψοΰ-
ται εως αο πόδας, αυτός είναι ίσιος και κλωνίφερος, τα φύλ
λα του όμοιάζουσι με εκείνα της Ευγενικης Δάφνης τοϋ Απόλ
λωνος, τα όποια ειναι κατες-ιγμένα προς τήν ανωθεν Ιπιφά-
νειαν μέ £ν χρωμα ώραΐον, πράσινον και λαμπυρόν, έ'εναντίας
προς τήν κάτωθεν έπιφάνείαν μέ χρώμα άδυνατον καΐ πλυμ-
μένον. Τά φύλλα ταϋτα ειιναι ώολογχοειδή, μέ τιινα νεϋρα
πρασινοκίτρινα.
Τά άνθη αυτών εςερχονται πλαγίως πρός τήν κορυφήν
τών κλώνων εις είδος κορύμβου. Λυτά τά άνθη είναι μικρά,
ερυθρά, η καί λευκά καθώς καΐ της Μύρτου. Ο καρπος' αύτων
ευρίσκεται εντός του κάλυκος, δστις μεταβάλλεται άμεσω;
*=> Χ 7 Χ «*
98 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

εΐς μίαν βάκχην ς-ρογγυλήν, λείαν, τό παρεγχυμα της όμοιας


εχει μίαν γεϋσιν δριμείαν μεν, πλήν άρωματικη'ν. Οί πράσι-
σινοι καρποΐ τοϋ φυτοϋ τούτου συνάζονται εν καιρώ τω δέον-
τι, καΐ ίστάμενοι είς πέντε, .?ι ες ημέρας, άλλάζουσι τό χρώ^.
μα αυτών και γίνονται μελανοκοκκινοι.
Αί ξηραι λοιπόν αυτών βάκχαι εχουσιν όσμήν αρωματι
κήν, όμοίαν τών μοσχοκαρυδίων, της κανελλας, των γαρυ
φαλλων και τοϋ πιπέρεως, διά τοϋτο λέγονται πιπέρι γαρυ-
φυλλάτον, γεϋσιν πυράν καΐ στυπτικην. Τόσον είς την Αμε-
ρικην, 2σον και είς τάς ίνδίας Ιμβάζουσι τήν σκυνην τών
καρπών τούτων είς τάς σαλάτας, είς τά όψάρια καΐ κρέατα.
01 Μεξικανοι εμβάζουσιν ακόμη αυτήν είς την κικουλάταν,
δια νά της δώση μίαν γεϋσιν πλέον κεντιστικην, καΙ μάλις-α
ο'ι Αγγλοι θελουσι τους καρπούς τούτους δια καλλιωτέρους
τών λοιπών αρωμάτων.
Από τού καρπούς τούτους, με τό άλαμπικάρισμα κρατοϋ-
σιν οί φαρμακοποιοί ελαιόν τι άερώδες καΐ ευώδες, τό όποίον
μεταχειρίζεται είς την ίατρικην και οίκονομίαν.
Δ ύ ν α μ ι ς. Δυναμωτικόν τών νεύρων καΐ τοΰ στομάχου,
ενώνεται καΐ με άλλα ίατρικά.
Μ ε τ α χε ίρησι ς. Είς πάθη ασθενικά, οί καρποί βάλ
λονται είς διάφορα φαγητά.
Δ όσις. Μισόν δράμι τών καρπών είς νερόν βραστόν δρ.
100 διά νά γίνη κόχλασμα.
Σημείωσις. 8 είδών Πιπέρι Αμερικης είναι, τό όποιον
μύρτος Πιμέντι λέγεται, και κάψικον (Πιπερία). ι Πι-
μέντι ένιαύσιον α Καρποφόρον. 3 κερασοειδές. 4 Ρ μικράς
βάκχας. 5 χονδροπίπερον. 5 τό της Κίνας. η τό κονικόν
κάψικον. 8 είναι καΐ τό μακροπίπερον λεγόμενον της αγοράς.
ϊί ολυ γ αλ α Σ ε ν ατ αλ σνη. Ιο (Χ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 99

! Πολύγαλα του Σενεγάλ. . . Ελληνιστί.


Πικρόρριζα Νεοελληνιστή
Πολύγαλα Σενεγάλ. - . . . Αατινιστί.
Πολύγαλα Βιργινιέ Γαλλιστί.
Πολύγαλα Βιργινιάνα . . . ίταλιστί.
Σουδλαντσεσάδ ότοϋ. . . . Τουοκιστί.

(Κλάσις τη. Διαδέλφια.


(Τάξις ά. όκτάνδριον.

Φυσικοί καί χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


6ρα το σχημα αυτΐς 1 5ο.

Τό φυτόν τουτο είναι χαμόδενδρον, πολύζωον, τό όποιον


άνβεί καθ' δλον τόν χρόνον, λέγεται τοϋ Σενεγάλ, δτι τό
πρώτον εκείθεν έφέρθη. Την σήμερον αυτό τό φυτόν φύεται είς
τάς Ηνωμένας Επαρχίας της Αμερικης, καΐ κυρίως είς την
Πενσιλβανίαν, Μαρυλάνδιαν καΐ Βιργινίαν, οπου αΰξηται είς
πληθος και αυτή ή Πολύγαλα ειναι εκείνη, •>"τις δίδει είς την
ΐατρικην τάς ρίζας της, έγνωσμένας *ιπό τοϋ ονόματος
Σενεγάλ. ν '
Αί ρίζαι αύται είναι χονδραΐ ϊσον με κονδη^ιον τοϋ γρα
ψιματος, η και πλέον τι, περιστρεμμέναι είς διαφόρους τρό
πους, ξυλώδεις καΐ κομβώδεις.
ΟΙ βλαστοί τών ριζών αυτών ειναι δρθιοι, ενίοτε καΐ ερ.
πετώδεις, καΐ ολίγον κλωνώδεις, μαλιαροί και χορτώδεις,
υψηλοί εως έ'να πόδα. τα φύλλα αυτών είναι εναλλάξ κείμε
να, ωοειδη, λογχοειδή, γλαυκά, $ και πράσινα καΐ ςενά προς
την κορυφών. Ο κάλυξ αυτών είναι διηρημένος είς πέντε
φυλλα, τα δόω τών όποίων ειναι άνοικτά ώς πτέρυγες, καΐ
τά λοιπά χρωματισμένα.
ΐοο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ι /

Τά άνθη αυτων κείνται'είς ειδος στάχυος καΐ άδυνατα μ!


μικρά ποδία κείμενα άπαντα είς τα άκρα των μικρών κΛω
ναρίων. Ο κάλυξ αυτών εχ=ι χρώμα λευκοπράσινον, ό στέ*
φανος το1! άνθους είναι κατεστιγμένος μέ στίγματα κόκκινα.
τά έπίφυλλα αυτών ειναι μικρά καΐ λεπτά. ... .γ
Μεταχειρίζονται ης την ίατρικην αί ρίζαι αυτ?[ς, αί όποΤαι
είναι όλίγον χονδραΐ, ώς κονδη'λιον, κομβώδεις, εξωθεν κιτρι-
νωπαΐ και εσωθεν λευκαΐ, όσμήν δεν εχουσι, γεϋσιν δμως ε-
γουσι δριμείαν, θερμωκεντιστικήν, καΐ πικράν. τό ενεργη
τικόν αυτών μερος είναι διαλυτον είς τό νερόν, τό όποίον πα-
ρασταίνει φύσιν ρητινώδη. αί ρίζαι αυται δίδονται και είς
σκόνην, είς κόχλασμα είς τό ίίδωρ και οΐνον καλόν.
Δ ύ ν α μ ι ς. Αδυναμωτικαΐ, έμετικαΐ και κινητικαΐ των
υλών.
Μβταχείρησις εσωδεν. είς πάθη αρθριτικά, καΐ είς
φλογις-ικά τοϋ πνεύμονος, είς τόν Τύφον, είς την σδενικίν
Ιδροπικίαν καΐ είς δάγκασμα το2 όφεως Κροτάλου της Α.-
μερικης.
— Εξωθεν ώς γαργάρισμα είς την κυνάγχην τοϋ λαιμοϋ.
Δ 6 σ ι ς της σκόνης άπό κόκκους 12 έ'ως 3ο. μισόν δρ.
βίς νερον βραστόν δρ. ιοο καΐ νά πέρνεται είς ιί\ ώρ7ς.
Σημείωσις. &η είδών πολΰγαλα ευρίσκεται, ι ή κοινή πο-
λύγαλα της Ελλάδος. α ή ερυθρα. 3 ή άκανΟωτη. 4 ή πο-
λύανθος. 5 ή άπικρά. 6 ή σταυρωτή" κ. τ. λ.
ΪΙοα&ον ααρ«βιοι> τμ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΗΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ΙοΙ

/Πράσιον Ελληνιστί.
Σκυλόχορτον . Νεοελληνιστή
| Μαρροόβιουμ βουλγάρις. . Αατινιστί.
5. Ι91
Ι Μαρούβ πλάνσ Γαλλιστί.
Μαρρόβιο ίταλιστί.
^Φαρασιόν ΰτοϋ Τουρκιστί.

ΙΚλάσις ι4. Διδυναμία.


Τάξις ι. Γυμνοσπέρμιον.

Φυσικοί κα\ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


Ορα το σχημα αυτοϋ 15ΐ.

Τ6 Σκυλόχορτεν τοϋτο, Πράσιον τό ονομάζει ό Σοφός Διο-


σκορίδης, δια τοϋτο καΐ οί Γάλλοι ουτω τό καλοϋσιν. Οί Λα
τίνοι -τό'ελεγον Μαρρόβ:ον, όμοίως καΐ οί Ιταλοί, από τό
Μάρο τοϋ Διοσκορίδους, τό όποίον τανϋν Μαϊοράνα λέγεται,
καΐ Αμάρακον και Σάμψυχον επονομάζεται.
Τό Πράσιον λοιπόν τοϋτο είναι φυτόν πολύζωον, φυόμενον
είς τους κοπρώδεις και άγεωργητους τοπους καΐ είς τους δρό
μους της Ευρώπης καί Ελλάδος, οπου άνθεί πρός τον ίούνιον
και ίούλιον μ?,να.
Αί ρίζαι του φυτοϋ τούτου είναι χονδραΐ με τινα ριζίόια,
οί βλαστοι αυτών είναι πολλοι και άνοικτοΐ, χορτώδεις, λε
πτοί, υψοϋνται εως ενα και νίμισυ τοϋ ποδός, τετράγωνοι και
φυλλίφερο. Τα φύλλα των είναι ποδίφερα, στρογγυλά, κα-
τεστιγμένα, ερυθρά, και ύπόλευκα, μαλιαρα πρός την κάτω
θεν έπιφάνειαν, οδοντωτά είς είδος πρίονος, ώολογχοειδή, άν
τικείμενα. ό κάλυξ αυτών είναι είς είδος σωληνος, λείος με
δέκα οδόντας λεπτούς και τριχοειδείς, δλους διηρημίνους είς
δέκα μέρη ανοικτά.
102 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τά ανθη αυτών εξέρχονται εκ των γωνιών τών φύλλων


άρκετά, τό επάνω χείλος του άνθους είναι διηρημένον είς δύω
μέρη λεπτά καΐ ορθά. δλα τά άνθη είναι λευκά καΐ ώραία,
ωσάν της μελίσσης, τά όποια κείνται περι τον βλαστόν και
κλώνον είς είδος θυρσου, οί καρποί των είναι σπόροι τινες
λεπτοί.
δλον το χόρταν μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν, το όποιον
εχει όσμήν ευώδη μεν, πλην άηδη και γεϋσιν πικράν.
Δ ύ ν α μ ι ς. άδυναμωτικόν, άνθελμιντικόν, διουρητικόν,
και μηναγωγόν.
Μ ε τ α χ ε ί ρη σ ις. είς άσθμα, είς κιτρινάδαν,'χλώρωσιν,
ελμινθας καΐ άμηνορραγίαν, σθενικης διαθέσεως.
Δ «5 σι ς του χόρτου εσωτερικώς, άπό δράμια 3 έίς νερόν
βραστόν δρ. ιοο διά να γίνη κόχλασμα καΐ νά πέρνεται κα-
θόλην την ημέραν. Τό κόχλασμα αΰτοϋ γίνεται και κλυστη-
ριον, γίνεται τό χόρτον καΐ κατάπλασμα.
Το Πράσιον τοϋτο και λάμιον είς την Βϊεθώνην της
Πελοποννήσου είς μεγάλην ύπόληψιν τό εχουσι διά τά
καταμήνια τών γυναικών.
Σημείωσις. 6 είδών πράσιον είναι: ι πράσιον μεγάλον 2
με ερυθρα άνθη. 3 τό μικρόν. Ί\ μαλιαρόν. 5 τό πορ.
φυροϋν, και 6 τό κόκκινον.
Ι η Είδών Μαρούβιον είναι Ι μαρούβιον άλυσσον. :
του άστραχανίου. 3 Τό λεονουροειδές. 4 τ^ί Κρ-ητνις
τό λευκόν. 6 τό ίσπανικόν. η τό μεταξωτόν. 8 Τό ο
νατολικόν. 9 τό καρκινοειδές. Ιο τό κοινόν λευκόν. 1
τό ψευδές δίκταμον. 12 τό στακτοίιδες. ϊ3 τό μ-ελοενό

~"
*.
ΠρωεοίΗίη σγη. 10"1
Π ΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕ3ΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.Ι1Ν ιο3

/Πρωτάνθη και Παράλυσις. . . . Ελληνιστί.


!Ανθη της πρώτης ανοίξεως . . Νεοελληνιστή
ΠριμοΟλα βέρις Λατινιστί.
Πριμεβέρ όφφιτσινέλ Γαλλίστί.
Πριμούλα όφφιτσινάλε ϊταλιστί.

ίΚ-λάσις 5. Πεντάνδριον.
Τάξις Ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί; χάϊ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτης 1 52.

Το μικρον τοΰτο* φυτόν είναι πολύζωον, φύεται εις διά


φορα υγρά και υδατοίδη μέρη των ορέων, τόσον της Ευρώ
πης, δ<τον καΐ τί.ς έλλάδος, μάλις-α εις Πινδον τό δρος της
Θεσσαλίας, καΐ εις τα Κρανια της Λακωνίας καΐ περί την
χώραν Πέτρον καλουμένην, δπου άνθει τό πρώτον, κατά
τόν Φεβρουάριον καΐ Μάρτιον μήνα, προ τών άλλων αν
θέων, διο και Πρωτάνθη ταϋτα καλουνται. καλλιεργουν
ται προσέτι καΐ εις τας γλάς-ρας τών οίκιών προς καλ-
λωπισμόν αυτών. το φυτον τοϋτο ό σοφός Διοσκορίδης
Παράλυσιν τό ονομάζει. αι ρίζαι τών άνθέων τούτων
είναι λεπταΐ, ινώδεις καΐ ερπετώδεις. οί βλαστοί των δεν
ειναι «λλο, παρά καυλοί τινές λεπτοί, στρογγυλοί, κενοί
εσωθεν, λεϊοι, καΐ υψηλοί εως πέντε, ?) εξ δακτύλους.
Τα φύλλα αυτών είναι τραχέα, μακρά εως μισον πό-
οα και πλατέα τρεϊς δακτύλους. αυτά ειναι χλωμα, ί)
κιτρινωπά μέ τιινα νεϋρα, μαλιαρά και λευκοκίτρινα καί
όλίγον οδοντωτά. τα άνθη αυτών κείνται εις τάς κο-
Ρ'-ιφας τών βλαστών εις είδος κορύμβου, η" σκιαδίων, καΙ
Ιο4 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

αυτά είναι σωληνοειδη είς είδος καμπάνας, μονοπέταλα,


τρυφερά καΐ μικρά με χρωμα χρυσοειδές κίτρινον καί
ώραίον, τά όποία εχουσι μίαν όσμήν ευώδη καΐ ευχά-
ριστον, ώς τοϋ εροδίου και γναφαλίου. ό κάλυξ αυτών
είναι μακρυς, σωληνοειδής, μεμβρανώδης, διηρημένος είς
πέντε οδόντας, καΐ αυτοί είναι κιτρινοπράσινοι, τό πο-
δίον τών καλύκων ειναι μικρον, κυλινδρικόν και άδύνα
τον, τά στάγματα αυτών ειναι πέντε καί τό πις^ύλον ?να.
Αυτό τό φυτόν τό πάλαι ητον είς χρησιν άπό τους
τότε ίατρους, τώρα δμως, στολίζει τούς κήπους τοϋ κό
σμου και τά βουνά αυτοϋ.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν τά άνθη καΐ τά φύλλα,
Δ ύ ν α μ ι ς. Ναρκωτικά, καΐ δυναμωτικά.
Μεταχείρησις. είς τάς παραλυσίας τών χειρών καΐ
ποδών, είς πο'νους της κύστης, είς τρεμούλλαν τών με
λών, είς την άδυναμίαν της καρδίας καί κτύπημα αυτίίς.
Α ό σ ι ς. άπό δρ. 1ο.
Σημείωσις. Εΐκοσιτριών είδών πρωτάνθη είναι, τά ό->
ποία οί Γάλλοι καΐ ' ψωμόν τοϋ κόκκου λέγουσιν.
ΙΤεεΧεε. α σ^• ίϊ3.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ Εΐ5 ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ. 1θ5

/Πτελέα Ελληνιστί.
! Φτελια. . Νεοελληνιστί.
Ουλμους Καμπέστρις. . Αατινιστί.
Ορμε όρμέου. ..... Γαλλιστί.
όλμο Ιταλιστί.
\Καραγάτ<ι - . . Τουρκιητί

ίΚλάσις 5. Πεντάνδριον.
(Τάξις 2. Διγύναιον.

Φυσικοί και χυμικοι αυτής χαρακτήρες'.


δρα το σχημα αυτης 1 53.

Η Πτελέα ειναι δένδρον μεγάλον καΐ πολύζωον, φυ<5-


μενον εις έλα τά μέρη της Ασίας καί Ευρώπης, όμοίως
καΐ εις την Μακεδονίαν και Θράκην, δπου άνθεί προς
την ανοιξιν. Εις την Θεσσαλίαν ευρίσκονται πτελεαι παμ
πάλαιας χονδραΐ, καΐ υψηλαι 5ο καΐ 8ο πόδας. ζώσιν
αι πτελεαι έ'ως εκατον χρόνους και επέκεινα, αί ρίζαι
εΐν&ί χονδραί και μεγάλαι. Ο κορμός της Πτελέας εΐ-
ναί-;δρθιος, κλωνίφερος, κεκαλυμμενος με φλοιάν τραχείαν,
μελαγχρινην, $ κοκκινωπην, καΐ εσωθεν ύπδλευκον. τό
ξύλαν του είναι σκληρόν, δυνατον, μελαγχρινον, κλΐνον
εις έρυθροϋν- Οι κλώνοι του ειναι πολλοί, ανοικτοί καί
προς την κορυφην σχηματίζουσιν δλοι μίαν κεφαλην του-
φοτην.
Τά φύλλα αυτών είναι εναλλάξ κείμενα, ποδίφερα, ώ
οειδη, τραχέα, άνώμαλα, οδοντωτά πράσινα, ^ κιτρινο
πράσινα καΐ ολίγον υπόλευκα, γλαυκά, οξέα πρός την
κορ υφην, στρογγυλά καΐ άνώμ«λα προς την βάσιν αυτών'
Ιο6 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τά ποδία των είναι κυλινδρικά καΐ μικρά, τά άνθη των


κείνται βοτριδον κατά μηκος είς τους κλιόνους πλησίον
τών φύλλων. αυτά είναι σμικρότατα με χρώμα χορτώ-
δες και όλίγον κοκκινωπά, είς είδος καμπάνας, με πέν
τε τομάς μικράς. Αυτά εχουσι πεντε στάγματα μακρύ
τερα τών ανθέων. Οί καρποί των είναι θηκαι τινές υμε-
νώδεις, θλιμμέναι, γλαυκαΐ, ωοειδείς και μονόσπερμοι.
οί «πόροι ούτοι ώριμάζουσι πρός τον Ιούνιον μηνα.
Απο τους κλώνους της Πτελέας φύονται μερικαΐ φύ-
σκαι κεναΐ εσωθεν, ενίοτε γέμουσαέ άπο μυίας καΐ σκώληκας.
Μεταχειρίζονται είς την ϊατρικην αΐ φλοιαΐ τών τρυ
φερών κλώνων, αί όποΐαι όσμήν δεν εχουσι, γεϋσιν 4μως
εχουσι πικράν, ς^πτικην καΐ μυξώδη. Από τό ξύλον της
ΪΙτελέας κατασκευάζονταν κύλινδροι δυνατοΐ διά τάς ά
μάξας, τροχυλαίαι και άξωνες, σκαλμοΐ και ΰπομόχλια,
δ/ιά τά πλον«.
Αύναμις τών ριζών. Αδυναμωτικαι και στυπτικαί.
Μεταχείρσις. Είς πάθη τοϋ δέρματος, είς τάς
ύδροπικίας, είς άρθρίτην, σθενικης διαθέσεως,
Δόσις Από δράμι* ίο εις νερον βραστόν δράμια
ΐ5ο διά νά γίνη κόχλασμα και νά πέρνεται συνεχώς.
Σημείωσις. 5 είδών Πτελέαι είναΐ. ι ή άνω είρημέ-
νη. 2 της Αμερικης. 3 ή νίμερνι. 4 * πολυγαμία χα1
5 ή σεντουγκολάτα.
ε.οι<5; οοο£ν
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 οη

ίΠτερις αρρεν Ελληνιστί.


φΟέρι του βουνοϋ . . . Νεοελληνιστή
Πολυπόδιουμ φίλιξ μας . Λατινιστί.
Πολυπόδ φουγερμάλ . . Γαλλιστί.
Φελτσε μασκια .... ίταλιστί..

(Κλάσις α4• Κρυπτογαμία.


(Ταξις ι. Πτέρις.

Φυσικοΐ κα? χυμικοί αυτής χαρακτήρες."


δρα το σχημα αυτης 1 54•

Το φυτόν τοΰτο της άρρενος Πτε'ριδος είναι πολύζωον


και μικρόν, φύεται εις σκιαρους τόπους των ορέων, εις τους
άγεωργητους και σκληρους το'πους, τόσον τη"ς Ασίας, δσον
και της Ελλάδος καΐ της Ευρώπης, λέγεται πτέρις, διό"
τι όμοιάζει με τά πτερά των πτηνών, καΐ μάλιστα μΙ
τά πτερά, η πτέρυγας τοϋ Αετοϋ, δια τοϋτο και πτέ-
ρις άκουιλίνα ίταλιστί, πτέρις Αετίτις. ή Αετίτις πτέρις
«ναι ή ίδία η' άρρεν, ή όποία εχει ρίζας χονδράς, έρ-
πετώδεις, με φλοιάν μελαγχρινηΥ Αυτή ή πτέρις εχει
φυλλα άπλα, έπίπεδα πράσινα, λειϊα, διπτερωτά, τά όποϊα
όψοΰνται έ'ως δύω πόδας, εχουσι ποδία σκληρά, γεμά
τα καθόλον το μάκρος αυτών άπό λέπια τινά κοκκινω
πά, $ κιτρινωπά, ύμενώδη και άνώμαλα, τά φυλλάριά
των είναι έναλλάξ κείμενα, όριζόντια, λογχοειδη, οξέα,
τά της μέοτης μακρύτερα, τά κάτωθεν κοντά, τά υπερ-
Οεν σμικρινόμενα άνεπαισθήτως, τά όποια σχηματίζουσιν
«ς την κορυφήν μίαν μακράν μύτην λογχοειδή, η όξεϊαν'
««στον «υτών των φυλλαρίων είναι συνΟεμένον άπο λε
Λ ,
Ιό8 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

πτότατα πτερίδια, {Λόλις πρός τλν βάσιν φαινόμενα, αυ


τά είναι γρα[ψώδη, άμβλεία, πλατέα καΐ οδοντωτά προς
τά άκρα. οί δεσμοΐ των καρπών εΐναι νεφροειδεΐς, όίΛ-
φαλοειδείς, πολλότατοι, πλην άστατοι, κείμενοι εις δύω
τάξεις, η είς , δύω σειράς κατά [ΐηκος των πτεριδίων,
τών οποίων δεν κατέχουσι περισσότερον των δύω τρίτων
άπό την βάσιν αυτών πρός την κορυφών.
ΕΪναι διάφορα είδη αυτης της πτέριδος με μικρότε-.
ρα και στενώτερα φύλλα και λογχοειδή.
Ο καρπος της Πτέριδος μέ γυμνόν όφθαλμόν δεν φαί
νεται, δια τοϋτο καΐ κρυπτογαμία λέγεται. μόλον τοϋ-
το αυτός κείται κάτωθεν τών φυλλαρίων είς είδος σκό
νης λεπτης, οί όποίοι όριμαζόμενοι πίπτουσιν είς την γην,
με μικροσκόπιον δμως φαίνονται πολλά καλά.
Μεταχειρίζονται είς τήν ίατρικην αί ρίζαι αυτης είς
σκόνην η κόχλασμα.
Δύναμις. Ανθελμιντικαΐ καΐ άδυναμωτικαί.
Μεταχεί ρησις. Εις την Τενίαν και ελμινθας παν
τός είδους.
Δόσις. Είς σκόνην άπό κόκκους 2ο εως εν δράμι.
εις κόχλασμα άπό δράμια 2 εως 3 είς νερον βραστόν
δρόμια ιοο διά νά γίνη κόχλασμα.
Σημείωση. \ζη είδών Πτέρις ευρίσκονται, αί όποίαι
και πολυπόδια λέγονται.
Πη[»>
Τ ΜΆ-.
'
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 09

Πυξός Ελληνιστί.
Πυξάρι - . . Νεοελληνιστή
Πυξους σερμπερβίρινς . Λατινιστί.
§. ι95
Βοϊ άρβορέσενς .... Γαλλιστί.
Βοσολο κομμοϋνε . . . Ιταλιστί.
ΤσεμισΙρ άγατσί. . . . Τουρκιστί.

(Κλάσις αι. Μονοοίκιον.


(Τάξις 4. Τετράνδριον.

Φυσικόί κα'ι χυμικοΐ αυτου χαρακτήρες


δρ« τό σχημα αυτοϋ 1 55.

Ο Πυξός είναι φυτον χαμόδενδρον πολύζωον και άει


θαλές, φυόμενον είς τους τοαχείς τόπους καΐ πετρώδεις
των υψηλών ορέων, τόσον της Ευρώπης, οσον καΐ της
Ελλάδος, μάλιστα εις τον όλυμπον της Θεσσαλίας, φυ
τευεται και είς τους κήπους όιά ώραιότητα τών άει
θαλών φυλλων αυτου, οπου άνθεί προς την άνοιξιν. Οί
κορμοί του είναι σκληροί, Χ ως κόκκαλον, αυτοί είναι κλω-
νίφεροι, δρθιοι στρεπτοί, φυλλίφεροι, μέ μίαν φλοιάν
μελαγχρινήν, η υπόλευκον. αυτοί υψοϋνται το πολύ εως
1 5 πόοας . οί κλώνοι αυτών είναι πολλοι, συνεσταλμέ-
νοι, σκληροί, τά φυλλα των είναι ωοειδη, ποδίφερα,
άπλα, άντικείμενα, σώα, όλίγον όξέα είς είδος μύρτου.
αυτά είναι λεία, τραχέα, λαμπυρά, με χρώμα βαθυπρά-
σινον, σκληρά, και μακρά Ινα δάκτυλον. Οί δεσμοί τών
άνθέων είναι μικροΐ, και μέτριοι, τά στάγματα αυτών εί
ναι μικρά με ωοειδείς άνθέρας. Αυτά τά άνθη ειναι
ώχροκίτρινα και πλυμμένα. τά άρρενα άνθη εχουσι τόν
κάλυκα αυτών τρίφυλλον, με δύω πέταλα, τά θ/ίλυα
ι ίο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

άνθτι εχουσι τόν κάλυκα των τετράφυλλον {ίέ πε'ταλκ


τρία και τό πιστύλον είναι εις τρία. Ο Οτ'κη των έχει
τρία κοιλώματα {ά τρείς οδόντας. οΐ σττόροι των είναι
δύω. Μεταχειρίζεται εις τήν ιατρικήν καΐ οίκονομίαν τό
ζύλον καΐ τα φύλλα αυτοΰ ειις κο'χλασμα.
Δ ύ να μις. Ολίγον άδυναμωτικόν και άνθελ[ΐιντικον.
Μεσαχείρησις. Εις τάς άσκάριδας και λοιπους
?λ(ΐινθας.
Δ 6 σ Ι ς. Από δράαια (\ ϊως 8 τοϋ ξύλλου εις νερόν
βραστόν δράμια ιοο τά φύλλα του πέρνονται όλιγώτερα.
Σημειωσις άπό τό ουνατόν ξύλον τοΰ Πύξου οί άν
θρωποι κατασκευάζουσι διάφορα οργανα: κτένια δια τήν
κεφαλήν, κοχλιάρια διά φαγητόν, σκαλμους διά τα πλοιάρια
είναι χρ^σιμον τό ξύλον τοϋτο σχεδόν διά πολλα Ορ
γανα. Τεσσάρων είδών Πυξός ευρίσκεται.
('
αν ^αοοαρικου σνη ίύΟ.
ΪΪΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ III

/Ρηον βαρβαρικόν .... Ελληνισσί.


Ι Ραβέντι Νεοελληνιστί.
|ΡέΌυμ παλμάτουμ . . . Λατινιττί.
δ. 196 ΙΡαβάρβπ Γαλλιστί.
ΙΡαβάρβαρο ίταλιστί.
ι Ραβεν ότου Τουρκιστί.

ίΚλάσις 9. Εννεάνδριον.
(Τάξις. 3. Τριγύναιον.

ΦυσικόΊ κα\ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


6ρα το σχημα αυτοϋ 1 56.

Τό γνη'σιον Ρηον είναι φυτον πολύζωον άπό το γένος


των λαπάθων τοΰ κήπου καΐ των λειμώνων. Αυτί, φύε
ται φυσικως είς τα βόρεια μέρη της Κίνας, είς την με-
σαίαν Ασίαν, είς τό Τιμπέτ, είς τήν Μογγολίαν καΐ είς
τά μεσημβρινά μέρη της Σιβιρίας, καλλιεργείται τανΟν
καΐ είς την Γερμανίαν εις πληθος, φυτευεται καΐ είς τούς
χη*πους της Ευρώπης, οπου άνθεϊ προς τό θέρος. Ευρί
σκεται καΐ εις τινα Ορη της Ελλάδος, άγριον μεν, πλην
μεγαλόφυλλον.
Αί ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτου είναι χονδραΐ ίσον ώς
ρεπάνιον, πλήν είναι σκληραΐ, πολύκλωνοι, με τινας ίνας
χονδράς πυ*νάς και λεπτάς, εξωθεν με φλοιάν μελαγ-
χρινήν ?, δπωχρον. οί βλαστοί των είναι χορτώδεις, χε-
νοί εσωθεν, χλωμοπράσινοι, κλωνίφεροι και φυλλίφεροι.
αυτοί υψοϋντα* άπό 3 εως 5 πόδας.
Τα φύλλα των βλαστών τούτων είναι μεγάλα καΐ
πλατεα, με πολλά καΐ μεγάλλα νεϋρα, είναι κυματώδη
112 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κύκλωθεν, οδοντωτά, όλίγον, γωνιώδη, λεία, μ| χρ£,μα


ώχροπράσινον. αυτα είναι δμοια με τά φύλλα τών καλ
λιεργημενων και μεγάλων λαπάθων των ορεινών κη'πων
Ικ τών όποίων αΐ γυναΐκες τών έκεί κατοίκων κατα-
σκευάζουσι πλακοϋντας (πίτας).
Τά άνθη τοϋ φυτοϋ τούτου γνησίου δντος ειναι κοκ
κινα, τά όποΤα έξέρχονται εναλλάξ έκ τών βλαστών αυ
τών, καΐ αυτά εξέρχονται ανά δύω η" τρία θυρσοειδώς,
μικρά μεν, πλήν πολλά, είς τήν κορυφήν αυτών συς-έλ-
λονται, τά πέταλά των εννέα, είναι και μικρότατα.
Μεταχειρίζονται είς τήν ίατρικήν αί ρίζαι του φυτοϋ
τούτου είς σκόνην, είς πνεϋμα και είς τριχίσκους, αί ό-
ποίαι δεν ειναι αηδείς, πικραΐ ολίγον, με μίαν γευσιν
χο)ριστην. αί καλαΐ ρίζαι πρέπει νά είναι δυναταί, βα-
ρείαι μ& χρδμα κιτρινωπόν, τεθλασμέναι νχ παρασταί-
νωσι φλέβας Ιρυθροκιτρίνους ένωμένας με λευκάς, τό πο-
πολΰ κίτρινον Ρηοβάρβαρον, τό- άοσμον, σάπιον καί τό
σκληρότατον, δεν είναι καλόν.
Αί καλαΐ ρίζαι αυται μας ερχονται άπό τήν ' Κίναν
και άπό τήν Ρωσσίαν, τό όποίον ειναι καλλιώτερον, διό
τι εκείνοι έκλέγουσι τό καλλιώτερον έκεί, καΐ τό χεί
ρον τό ρίπτουσιν, $ τό καίουσιν. Ειναι πολλών είδών ρήον
βάρβαρον: δηλ. κυματώδες, στερεύν και άπαλαμοειδές.-
Δόνα μις. Καθαρτικαΐ, πικραΐ, καΐ άνθελμιντικαί.
Μ ε τ αχεί ρ η σ ι ς. Είς τάς άχωνευσίας, δπου χρειά
ζονται τά πικρά, είς τάς διαρροίας καΐ δυσεντερίας χρο-
νικάς, είς τόν ραχίτην, και σκώληκας τών παίδων.
Δ ό σ ι ς είς σκόνην. άπό κόκκους Ιο εως 3 δράμια
μέ τό νερόν.
Ρο 8 αλ.ν α ια. σ γη Ι^Γϊ.
ήΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ Ι13

^ΡοδαλθαΕα ι Ελληνιστί.
Δενδρομολόχα Νεοελληνιστί.
Αλθαία ρόζεα .... Αατινιστί.
^" Τ^ \ Ροζ τρενιδρ Γαλλιστί..
' Μάλβα ρόζεα ίταλιστί.
^Χετέμ Τουρκιστί.

(Κλάσις 1 6. Μοναδέλφια
(Τάξις 6. ΪΙολυάνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαράκτή ρες-


δρα το σχημα αυτης ΐΰ^•

6 Ροδαλθαία αυτη είναι φυτον διετές, άπό το γε


νος των δενδρομολόχων, λεγεται και Λα?ατέρα κοινώς.
αυτή φυεται αγρία εις τόπους τραχείς, πετρώδεις καΐ
ορεινούς της Ευρώπης και Ασίας. Καλλιεργείται και εις
τους κηπους της Ελλάδος διά την ώραιότητα τών αν
θεων αυτης, τά όποϊα όμοιάζουσι με τά ρ.γάλα και
ώραϊα ρόδα της Δαμασκου. Ο βλας-ός 'των είναι ορθιος,
ξυλώδης, χονδρος ώς το μεγάλον δάκτυλον, μαλιαρος, κλω-
νώδης πρός τά κάτω, φυλλίφερος( υψηλός 5, $ 6 πο
ίας. τά φύλλα του είναι ποδίφερα, καρδιόσχημα, με 5
ν__ η 6 γωνίας, είναι τραχέα με έπτά νεϋρα χονδρά καΐ
αΧΚχ μικρά μ! μεγάλον ποδίον καΐ μ'αλιαρόν, είναι
εναλλάξ κειμενα, καΐ λευκοπράσινα. τά υπερθεν φύλλα
είναι μικρότερα μεν, πλην διαιρουνται βαθέως εις τεσ
σαρας, η πέντε τομάς. εχουσι καΐ τό ποδίον αυτών μι-
κρότερον καΐ κυλινδρικόν. Τά άνθη των φύονται εκ τών
μασχαλών τών μικρών φύλλων, καΐ είναι χωριστά μ*
φ&χ 8 Χ-Θί
Ιΐ4 80ΪΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

μικρά ποδία, τριχωτά, πρωτον όρθα, υστερον έγκεκλι-


μένα. 8λα τα άνθη ειναι μεγάλα, καΐ άνοικτά, τά πέτα
λα των όποίων είναι πλατέα, με τήν καλλιέργειαν γίνον
ται διπλά, και τρίδιπλα και μι πολλότατα πέταλα4
άπαντα ωραία με χρώμα ώραϊον καΐ λευκορόδεον, ενίοτε εί
ναι καΐ κίτρινα καΐ κόκκινα αυτά τά άνθη, τά «τάγ
ματα των είναι πολλά, ό κάλυξ αυτών είναι σκληρός^
ςρογγυλός καΐ διηρημένος είς πέντε, ΐ όκτώ μέρη, 6
καρπός τ<»ν αυξάνει είς τον κάλυκα, εως τριάκοντα θη-
καί νεφροειδείς. 6 σπόρος των είναι μελανός και νε-
φροειδη'ς. μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν αί ρίζαΐ καΐ
τά άνθη αυτών είς κόχλασμα καΐ είς εκχύλισμα.
Αί ρΊζαι της Ροδαλθαίας ταύτης είναι άοσμοι, γέμου-
σαι άπό μίαν υλην μυξώδη, κατά τόν Πλάνκ αυταΐ πε-
ριέχουσι μίαν υλην φυτοζωτικήν.
Δύναμις. Μαλακτικαΐ, γλίσχραι και ολίγον άδυ-
ναμωτικαί.
Μεταχείρησις εσωθεν. είς πάθά στηθικά, είς την
βραγχνάδαν, είς τόν βηχα, είς την κυνάγχην τοϋ λαι
μοΰ και εί; την στραγγουρίαν. εξωθεν ως κατάπλασμα
είς πρίσματα φλογιστικά, και διά κλυστήριον είς τον
Τενισμον.
Δόσις των ριζών άπο δράμια 8 είς νερόν βράστον
δράμια 1 5ο διά νά βράσουν καλά και να πέρνεται συ
νεχώς.
2ημείωσις. έκ τούτου γίνεται «αΐ το εκχύλισμα της
Α,λθαίας. όπόταν ξηραίνωνται οί πρώτοι βλαστοί της Αλ-
θαίας ταύτη,ς φύονται ριζώθεν διηνεκώς άλλοι, &ςε „άν-
θοϋσιν άπαντες καθόλον τό θέρος άνθη ώραιότατα.
00 αι Αλ^οαΓ^ ^ /^

_^
ΪΪΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΠΝ. ιι5

' ΡοδαΙ αΐ άειθαλείς . . . . ....; Ελληνιστί.


Τριανταφυλλαΐ πάντα χλωραΐ . Νεοελληνιστή
ι, , α Ι Ρόζαι σέμπερ βίριδις ...... Λατινιστί
| Ροζ τουζιούρ φλορεσάνς . . . . ι Γαλλιστί.
' Ρόζαί σέμπρε βέριδι ...... Ιταλιστί.
Τσίν ματσΐν γκιουλί Τουρκιστί

ίΚλάσις ι % Είκοσάνδριον.
(Τάξις α Πολυγύναιον.

Φυσικο) καί χυμικόϊ αυτών χαρακτήρες*


δρα τό σχημα αυτών 1 58.

Τά ευλογημένα Ρόδα είναι σχεδόν γνωστά είς 3λον τον


κόσμον, διά τήν ώραιότητα των ωραίων αυτών ανθέων κα'
δια την ήδονικην και ευχάριστον αυτών ευωδίαν, και αυτά
τά Ρόδα όμοιάζουσι με τους καλούς τών ανθρώπων, επειδή
και λέγεται παροιμία, άπό άκάνθας έκβαίνουσι ρόδα, και ά
πα ρόδα πάλιν έκβαίνουσιν άκανθαι, ως οί διεστραμένοι υίοι
τών άνθρώπων. είναι μερικά άνθη φαινόμενα ώραία μεν είς
την θεωρίαν, πλην βρωμοϋσι τα μέγιστα, καΐ αότά όμοιάζου
σι μέ τινας υίβύς τών άνθρώπων μικρούς, η μεγάλους, η καΐ
σοφούς, οίτινες φαίνονται μεν τοίς άνθρώποις τοιουτοι, πλήν
εσωθεν γέμουσιν από κακούς διαλογισμούς, ώς οί κεκονιαμέ-
νοι τάφοι τών Φαρισσαίων. Τί ώφελει ό πλούτος, ή* ευγένεια
καΐ ή μάθησις είς τόν άνθρωπον, δταν λείπη 4 νοϋς καΐ ή"
άρετη; είναι τινά ρόδα ομοιάζοντα αυτών, κυνόροδα: ήτοι
σκυλόροδα καλούμενα, τά όποΓα δαγκάνουσιν ώς οί κϋνες:
νίτοι ώς οί κακοί σκύλοι του κόσμου.
Αί καλαΐ αύται Ροδαΐ, αΐ άειθαλείς, πατρίδα έχουσι την
1ΐ5 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Κίναν, δθεν έφέρθησαν τό πρώτον είς την Αγγλίαν, εκείθεν


ίσκορπίσθησαν καθόλην την Εύρώπην, πλήν δίν ευδοκιμοϋσι
τόσον είς ψυχρους τόπους, φυλάττονται δμως τόν χειμώνα είς
τάς γάστρας των οί/.ιών, δπου είναι ζε'στη. οί κορμοί αυ
τών είναι ξυλώίεις, ορθιοι, κοκκινωποί, άκανΟώτοί, φυλλίφε-
ροι υψοϋνται άπό ι εως 3 πόδας.
Τα φυλλα αυτών είναι άπό τρία Ιως πέντε, ρε τινα έπί-
φυλλα, πρός τά άκρα όδοντωτά, είς είδος πρίονος μί μικρούς
όδόντας. αυτά εχουσι χρώμα ώχρωπράσινον μέ διάφορα νεϋ-
βα, τά Ιπίφυλλα αυτών εϊναι Ιπιτρέχοντα. ό κάλυζ αυτών εί
ναι ύμενώδης Λιηρημένος είς πολλάς το'μάς μακράς. τά άνθη
των κείνται είς τάς κορυφας τών βλαστών και κλώνων, άπό
εν η δύω όμοϊι, τά πέταλα τών όποίων είναι μεγάλα, ς-ρογ-
\ γυλά χαΐ πολλά, μέ χρώμα ώραΐον ρόδεον καλούς ενον: ηται
λευκοκόκκινον. αυτό ειναι το πρώτον είδος. το δεύτερον είδος
είναι μέ άνθη κόκκινα μεν, πλην ώραία, τά πεταλα τοϋ όποίου
εΐναι κόκκινα, $ άμαυροκόκκινα και ουλώδη.
Τόσον τά λευκοκόκκινα ρόδα, δσον καΐ τά άμαυροκόκκινα
ευωδιάζουσι διαφόρως. φύονται ρόδα καθόλον τόν χρόνον,
ώστε καΐ τόν χειμώνα δίν λείπουσιν, δια τοϋτο ώνομάσΟη-
σαν και αειθαλείς Ροδαι. άναρίθμητον είναι τό γένος
τών ροδών, αί όποΐαι μετά την καλλιέργειαν και άλλα-
γιΑν τοϋ κλίματος γίνονται διαφορετικώτεραι. άπό τα ώ
ραία και ευώο'η άνθη τών ροδων κάμΛίουσι γλυκύσματα, ά-
λαμπικαρίζουσν τό ευώδες ροδόίαγμα και τό άερώδες αυ
τών ελαιον.
ίΛιοον Δαμάσκηνου στη 400.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΏΝ II 7

/Ροδή ή Δαρασκηνέα Ελληνιστί.


ι Τριανταφυλλι* της Δαμάσκοϋ . . Νεοελληνις-ί,
Ι Ρόζα Δζμασένα Λατιν^ί.
> ,ι39 ,ρόζε ^Α,ρ^ Γαλλιστί..

[Ρόζα δί Ολλάνδα ....... ίταλιστί.


\Σιάμ γκιουλΐ Τουρκιστί.

Ι,λβ. .ς 12. Εΐκοσάνδριον.


Τάξις 4. Πολυγύναιον.

φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες,


δρα τό σχήμα αυτής 1 59.
Ο Ροδή αυτη„ ήτις κοινώς τριανταφυλλιά λέγεται, ονο
μάζεται της Δαμασκου, διότι το πρώτον φαίνεται έκεΏεν,
ηλθεν είς την Εύρώπην και μάλις-α είς τήν Ελλάδα,
λέγεται κοινώς τριανταφυλλιά άπό τα εκατόν, $ πολλά^
αυτής πέταλα τών άνθέων, λατινιστί δε βλέγετο έκα-
τόμφυλλος. (τσεντιφόλιουμ). Ροδή λέγεται τό φυτόν και ρότ
δον τό άνθος αυτοϋ, τά περισσότερα ρόδα φύονται βίς την
Τύρναβον τις Θράκης. Η Ροδή αϋτη είναι άπό τό με-
γάλον είδος τοϋ γένους τών Δαμασκηνών,Ροδών,αίίποίαι ύ-
περβαίνουσιν δλας τάς λοιπάς Ροδάς κατά την άρωματικό-
τητα και ωραιότητα. 6 Ροδή αυτη είναι χαμόδενδρον, άκαν-
θωτόν, καθώς και αί λοιπαΐ Ροδαί. οί βλας-οί της υψοϋνται
3, $ 4 πόδας. αυτοί είναι λυγιστοί, κλωνίφεροι, άκανθωτοί,
με πληθος άγκυστροτών άκανθών.
Τά φύλλα αυτών εξέρχονται εναλλάξ, αυτά «ιναι ώολογ-
χοειδή, με πολλά νεϋρα, κύκλωθεν ολίγον οδοντωτά είς ειδος
πρίονος μέ χρώμα κιτρινοπράσινον. τά φύλλα αυτών είναι
τρίφυλλα, η1 πεντάφυλλα και άντ-.κείμενα, μί τινα έπίφυλλ*.
ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τότον οΐ βλαστοί, ίσον καΐ οι κλώνοι καΐ τά φύλλα έχουσιΛί.


άκάνθας άγκυλωτάς καΐ όξέας. τά άνθη της Ροδής ταιίτιος
είναι λευκά, % άργυρόφαια, ενίοτε καΐ ρόδεα καί ώραΓα, με
γάλα μέ πολλότατα πέταλα καΐ μεγάλα, ςτρογγυλά, πλατέα,
λεία, μέ διάμετρον] 4 δακτύλων, πάς βλαστός δίδει πολλά
κις εως δέκα ρόδα, τά όποία είναι τα ωραιότερα, πλην δεν.
ύποφέρουσι τους τραφείς χειμώνας τών αρκτικών τόπων, άλ-
λ' άγαπώσι ζέστην καΐ χώμα λιπαρόν, δπου άνθοϋσι προς
τον Μάϊον και ίούνιον μηνα.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικην και οίκονομίαν τά άνθη,
το ευώδες διϊλυμένον υδωρ, ροδόσταγμα καλούμενον, καΐ το,
άερώδες καΐ ευώδες αυτών ελαιον.
Δ ά ν α μ ι ς τών άνθέων. μαλακτικά καΐ κινητικά, του.
δδατος αυτών, τονικον καΐ κεντις-ικόν. ιοϋ ελαίου, τονικόν.
Μεταχείρησις τών φύλλων. είς διαρροίας, καΐ είς
έφθαλμίαν δεινήν.
Αόσ ι ς τών πετάλων μισόν δράμι εις νερόν βραστόνδρ.
5ο. τά πέταλα γίνονται γλύκυσμα οίκιακόν καί νόστιμον.
τό καλλιώτερον τών γλυκυσμάτων τούτων, τό όποιον και ρο-
δοζάκχαρις λέγεται, κατασκευάζεται είς την Κωνσταντινού
πολη καΐ είς την Χΐον.
Σημείώσις. 37 ειδών Ροδαΐ είναι Ι η άνω είρημένη. 2
ή βασιλικόροδος της Λαμασκοϋ. 3 ή κιτρινοροδη*. ί\ \ μαρ-
γαρορροδή*. 5 η βρυοροδη ή μεγάλη. 6 ή καρχιδονία. η τα
παρθενόροδον. 8 α'ι άειθαλείς ά καΐ β'. 9 '•δ στιλπνοροδ/ι'. ι Ο
ύ\ νανοροδη*. 1 1 ή λευκοκίτρινος. 12 ί ζαχαροειδη*ς. 1 3 4
σαρκόχροος. 14 * Ααμασκηνη ή λευκη. 1 5 ή πορφυρό ειδνί{.
ϊ 6 τό πολύφυλλον. 17 ή περιαλόκαυλος. 1 8 τό άνάρστον
πορφυρόροδον. 19 τό κίτρινον. 2ο τό πολύφυλλον κοκκινό-
ροδον. 2ϊ τό λευκόροδυν πολύφυλλον. 22 τό προβάτων. κτλ
- ° 3 9 9 Ογ^ " 'Ί Λ ε ρ ιο ν σγη . ί 0(/.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 119

ι Ροδοδάφνη καΐ Νηρ&Γον . . Ελληνιστί.


Πικροδάφνη Νεοελληνιςν
| Νέριον όλεάνδερ ..... Αατινι.στί.
5. 20ο \ Λαύροσε κομμοϋν Γαλλιστί.
Ι Δαυριόλα . . Ιταλιστί.
^Ζακούμ άγατσι Τουρχιστί.

ίΚλάσις 5. Πεντάνδριον.
Τάξις Ι. Μυνογύναιον.

Φυσικοί κά\ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


6ρα τό σχί^α αυτής 1 6ο.

ήροδοδάφνη αυτη λέγεται ουτω, διότι τά άνθη αυτής ό-


μοιάζουσι των ευωδεστάτων ρόδων τοϋ κη'που. αυτή κοινώς
λέγεται Πικροδάφνη, διότι είναι κατά ποΛλά πικρά, καΐ σχε
δόν φαρμακερά. Το πάλαι ελέγετο ΝηρείΌν, φυτόν τοϋ Νη-
ρέως τοϋ Θεοϋ των θεσσαλίων νυμφών. Τά φύλλα ταύτης ό-
μοιάζουσι κατά τό ^ρώμα με τά της Δάφνης τοϋ Απόλλω-
νος, πλην ταϋτα είναι μακρά και στενά, άυτη είναι χαμό-
κλαδον αειθαλες, φυόμενυν είς τόπους νοτειρούς, υγρούς και
ϋδατώόεις, καΐ περί τούς ποταμούς και ρύακας της Ευρώπης
καΐ Ελλάδος, καΐ μάλιστα περί τόν Κιφισόν ποταμόν των
Αθηνών, οπου άνθεί πρός τον ίούλιον και Αυ"γουστον μήνα,,
Οί κορμοί τοϋ φυτοϋ τούτου είναι δρθιοι, πολλοι, ξυλώδεις
καΐφυλλίφεροι, υψοϋνται εως 8 ν) Ιο πόόας. τά φύλλα αυ
τών είναι αντικείμενα, φυόμενα άπό τρία τρία εις κάθε κόμ-
€ον καΐ πλησίον άλλη'λων κείμενα, αυτά είναι ελλειπτικά,
βτενά καΐ μακρά εως πέντε δακτύλους, τά ποδία αυτών είναι
(Λίν μικρά, εχουσιν ομως νιϋρον κοινόν μεγάλον, λήγον Ζω '<.,
12ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ιις τήν κορυφήν. αυτά είναι αειθαλή και πάντοτε πράσινα^


λεϊα πρός την άνωθεν επιφάνειαν καΐ όλίγον τραχέα προς την
κάτωθίν. Εις τάς κορυφας των κορμών καΐ κλώνων φύονται.
τά ωραϊα αυτών άνθη εις είδος κορύμβου, άνοικτου, άπύ δυω
η τρία, ή και περισσότερα εις κάθε κ>ώνον. τά πέταλα αυ
τών είναι πέντε ώοειδή, ή ολίγον σφηνοειδή, λεϊα, τρυφερά
μι χρωμα ώραΐον λευκοκο'κκινον καΐ £όδεον, δμοιον σχεδόν
των ευωδεστατων ρόδων τοΰ κηπου, διά τοΰτο *αΐ £οδοδά-
- φνη λέγεται, τά όποϊα όσμήν δεν εχουσι, γεϋσιν όμως εχουσι
πικράν, δριμείαν καΐ κεντιστικήν. ΟΊ καρποί των είναι Θλτ
και τινές επιμήκεις, σκληραί, δίθυραι, μαλιαραΐ με καρπους
ξηρους και πλατείς.
Βίεταχειρίζονται εις την ίατρικην τά φύλλα και τά άνθη
αυτών, και δλον το φυτόν πρός ς-ολισμόν τών κηπων, δρόμων
και περιβολίων.
Δ υ ν α μ. Αδυναμωτική, φαρμακερά, και δρας-ικοκαθαρτική.
Μεταχείρησις εξωθεν. εις τάς ψώρας τών άνθρώ
πων (ι) καΐ λοιπών ζαηον καΐ εις φαγοΰραν του σώματος.
Δόσις τών χλωρών φύλλων δρα'μια 5ο εις νερόν βρα-
ς-ον, η γάλα και νά αλειφεται ό πάσχων εσπέρας καΐ πρωί
διά τινας ημέρας.
Σημειωσις. η είδών Ροδοδάφναι ευρίσκονται. 1 ή πικρά.
2 ή ευώδης, τά άνθϊι της όποίας ευωδιάζουσι κάλλιστα. 3 ή
της Ζελανδίας ή δενδρώδης. 4 "η άντιδυσεντερική. 5 ί στε
φανωμένη. 6 η μακρυγένειος. η η άπόκυμος.

(ΐ) Ψώρα είναι ίν πάθος δυστηνον του άνθοώπου και άνϊχιυχώτατ-ον. αύτη
είναι δυω ειδών: καλί και αγρία, ΐ όποία παρασταίνεται ίις τά δακτυλα,
εις τας χείρας καΐ ιϊς τα σκίλ» των ανθρώπων, ιτολλάκις κα'ι εις όλον τ4
σωμα. Τα αίτια τίς Ψώρας «Εναι ό μολυσρΛς τών υγρων, ΐ κακοχυ(/.!α( αί
κχκαΐ τροφαι, αι χονδραι και άλ(λυραΐ. είναι κα'ι κολλητικϊ).
/
4. -ι

ίο ι α στη ίνν.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ Ι»1

Ι Ροά καΐ Ροιά . • . . . Ελληνιστί.


ι Ροδιά Νεοελληνιστί.
Πούνικα γρανάτουμ • . Αατινιστί.
§. 201 Ι Γραναδιέρ κομμοϋν . . . Γαλλιστί.
Πόμο γρχνάτο Ιτα/.ιστί. -
^Νάρ άγατσί Τουρκιστί.

(Κλάσις 12. Είκοσάνδριον.


Τάξις 1. Μονογΰναιον.

Φυσικοί χσΛ χυμικοΐ αυτής χαρακτήρες


δρα το σχήμ* αυτής ι61.

. 6 Ροιά λεγεται κοινώς'Ροιδιά, ΐ 'Ροδιά, λέγεται και 'Ροά,


και είναι δένδρον πολύζωον μέν, πλην μικρόν ως χαμόκλα-
δον, τοϋ όποίου μόλις ϋψοϋνται οί κορμοί δέκα, ν) δεκαπέντε
πόδας, εκ των ριζών αυτοΰ εξέρχονται πολλοί βλας-οί, σκλη
ροί, στρεπτοί καΐ ολίγον δυνατοί, κλωνίφεροι με φλοιάν κοκ
κινωπών. αι Ροδιαί αυται τό πάλαι έφυοντο εις τν.ν Ασίαν
καΐ Αφρικήν, δθεν ώνομάσδη το πρώτον εις την Ευρώπην
Πούνικα άπά τους 'Ρωμάνους, κα6όν καιρόν αυτοί είχον
τούς εμφυλίους πολέμους, Εις τήν Ελλάδα ευρίσκονται
εις πλήθος καΐ μάλιστα ιις τάς λθήνας, δπου άνθοϋσι
•προς τον Μάιον μήνα. εις τά ψυχρά κλίματα αί 'Ροιαΐ δέν
καρποφοροϋσιν, εις τά θερμά όμως δίδουσι τούς καρπους αυ.-
' τών εις πλήθος καΐ μεγάλους. Οί κλώνοι των είναι άντικεί
μενοι, ανοικτοί, λεπτοί, κρεμάμενοι καί φυλλίφεροι. Τά φύλ
λα της Ροιάς είναι ποδίφεροι αντικείμενοι, ανά δύω, η τρία
εξερχόμενα, έλλειπτικά η λογχοειδή, μακρά εως 'ένα δάκτυ-
λον με νεΰρον τι κοινόν καί χονδρόν. αυτά ειιναι λεϊα, ό%ί<*ι
132 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

μέ χρώμα πράσινον κατα τάς δύω Ιπιφανειας κοκκινωπα, ί\..


ω είναι νεαρά, τα άνθη αυτών είναι μεγάλα, ώραιότατα μΐ
χρώμα οίνώίίς κόκκινον κάΐ ζωηρόν, φυόμενα άναμέσον των
τρυφερών φύλλων, αυτά τά άνθη πολλάκις είναι δίδυμα και
τρίδυμα, ενίοτε είναι μονάζοντα εις τά άκρα των κλωναρίων,
αυτά ειναι μακρουλά, με στέφανον κυματώδη, και διηρημένον.
εις πολλάς τομάς. τά πέταλά των είναι πέντε. ό κάλυξ αυ
τών είναι μεγάλος, τρυφερός, διηρημένος εις πέντε τομάς.
αυτός ?χει χρώμα κόκκινον. ό κάλυξ όμοΰ με τά άνθη αυτοΰ
όμοιάζουσι μέ τόν ϊπόκυς-ον τοϋ Κύ<του λη'δονος της Κρήτης.
ό καρπός τών άνθέων τούτων είναι τά κοινά ρόδια καλούμε
να, τά όποϊα είναι γεμάτα έσοχθεν άπό πλήθος σπόρων έρυ
θρών, τρυφερών, παρεγνυματώδων, εκας-ον τών όποιων, πβ-
ριτειλίττεται εις χωριών μεμβράναν όιαφανή. εσωθεν ευρί
σκεται ό σπόρος αυτών. δλα τα ρόδια ειναι σχεδόν σφαιροει-
δη, κόκκινα εξωθεν, τό πρώτον πράσινα, τό παρέγχυμα των
είναι γλυκύ, η ύπόξυνον μεν, πλήν ήδονικάν καΐ νόστιμον, τό
όποίον μεταχειρίζεται εις την ίατρικην και οίκονομίαν.
Δ ύ ν α μ ι ς τών καρπών. δροσιστικοί, τών άνθέων καΐ τών
φλοιών αυτών στυπτική.
Μ ε τ α γ ε ί ρη σ ι ς τοϋ χυλοίί καΐ του υποξύνου εκχυλί
σματος εις τάς ύπερβολικάς δίψας (ι) καΐ εις θέρμας.
Δόσις δσον άρκεί.
Σημειωσις. Πολλών είδών Ροιαι ευρίσκονται γλυκεΐαι, ξί>-
ναϊ, πικραΐ καΐ ύπόξοναι.

(1) 6 δίψχ χ ίι?τερβολικτι προ=ρχετικ άπο ττιν όλιγο'βτευσιν τ«.ι ΰγρδν


το» στοματος στομάχου καΐ το3 φάρυγγος. άπο την ζίοτην ττ," ρ.εγάλνιν καΐ
κακοχωνευσίαν καί άπο την κ*υοο'5τι θίραην. λέγει ό σοφος ίπτ.οίοχπι;, ο
διψωντες νύι»τοί κ*Ί πίνοντες νερον άποκοι.ΆωντΛι, ειν*( κ*κον σπιιειον.
Ρι> ό ο §Ι «: ν Ο ρ ο ν (Γ/τη Τ #%
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ Ι»3

ΙΡοδόδενδρον ....... Ελληνιστί.


Ροδόδενδρουμ χρυσάνθεουμ Λατινιστί.
Ροσάζ Γαλλιστί.
Ροδο'δενδρο αυρεο .... Ιταλιστί.

(Κλάσις ίο. Αεκάνδριον.


{Τάξις 1. Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


δρα τό σχίμα αυτοϋ 162.

Τό 'Ροδόδενδρον τοϋτο, τό όποϊον και χρυσόδενδρον λέγε


ται, είναι φυτόν τι μικράν, και ούχί δένδρον, φυόμενον εις τα
μέρη της Ανατολης. Φυεται τανϋν εις την Σιβηρίαν και εις την
Ταυρίαν, δπου άνθεί πρός τόν ΙούνΙον μηνα. οί βλαστοί του
είναι χονδροί ίσον με τον μεγάλον δάκτυλον, υψοΰνται εως
<ίνα καΐ ημισυ τοΰ ποδός. Τα φύλλα του φύονται εις τάς κο-
ρυφάς των βλαστών, και αυτά είναι ολίγα, εναλλάξ κειμενα,
ώολογχοειδή καΐ όξέα, λεϊα, χονδρά πρός την άνωθεν επιφά-
νειαν, τραχέα, προς την κάτωθεν, είναι χλωμά, η μελαγχρι-
νά, με πολλά νευρα καΐ με διάφορα χρώματα. τά άνθη αυ
τών κείνται εις τάς κορυφάς τών βλαστών, έξερχόμενα άπό
πέντε, ?, εξ όμοϋ, εις ειδος σκιαδίων με μεγάλα ποδία καϊ
στρογγυλά, τά πέταλα αυτών είναι χρυσοειδη και κίτρινα,
δια τοϋτο και χρυσάνθεον λέγεται τό $»υτόν, τά πέταλα ταυ
τα εΐναι πέντε κρεμάμενα ώοειδή* και τακτικά μέ χρώμα ώ-
ραϊον, κίτρινον και χρυσοειδές. αυτά είναι εις είδος καμπά
νας, τά στάγματά των ειναι δέκα ανώμαλα, λυγιστά, και το
πιστύλον εν μακρύτερον τών σταγμάτων. Οι καρποι αυτών
ιΐναι θηκαι τινές μέ πέντε κοιλώματα μαλιαρά. ό κάλυξ αΰ
1*4 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τών είναι διϊίρημένος βαθέως είς πέντε τομάς. οί σπόροι αυ


τών είναι μικροί, καΐ μελαγχρινοί, οί όποίοι δυσκόλως φυ
τρώνουν. Μεταχειρίζεται είςτηνΐατρικην το χόρτον δλον,
τό όποίον ξηρό.ν ον δεν εχει όσμήν φανεράν, εχει όμωςγεϋσιν
πικράν, τραχείαν, στυπτικήν, περιέχει άρκετην ποσότητα
ναρκωτικήν ένωμένην μΐ πικράν άρχήν, μεταχειρίζεται αυτό
τό φυτόν είς κόχλασμα.
Δ ύ ν α μ ι ς. άδυναμωτικόν καΐ κινητικόν των υγρών.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Είς τούς ρευματισμους (ι), είς την
τραχυτητα τών αρθρων, είς την ποδαλγίαν, είς τήνπαραλυ-
σίαν, σθενικής διαθέσεως.
Δ ο' σ ι ς. Από δράμια δύω εως 4 *'« νερόν βραστόν δρα
μια ιοο δια νά γίνη κόχλασμα καΐ νά πέρνεται συνεχώς
καθόλην τήν ίμέραν.
Σημείωσις. 1 3 είδών ροδόδενδρα ευρίσκονται. Ι τό ανω
είρημένον. ι τό μικρόν. 3 τό της Ρωσσίας. 4 τό της Καμ-
σάτσκας. 5 τό χνουδωτο'ν. 9 τό χαμόκυστον.

(ΐ) Ρευματισμός 5εν «νννεΐται άλλο τι, εϊμη στάσις τις καί άκινησία το3-
αιματος καί λοιπων υγρών είς το κελλικόν υφασμα τοϋ σώματος και λοιπών
[ιερών φλεβών και αρτηριών. Αυτός λεγεται ρευματισμος, ίιο'τι τρέχει <ϊ»
και έκεΐ ώς τα ρεύματα είς το σώμα τοϋ ανθρώπου,, αυτό κυριεύει τους πο
ίας, τάς χείρας κα'ι όλον το σώμα, προξενειται άπό τά πεπηχνομένα 6γρά
τοϋ σώματος άπό την παϋσιν τίς άδηλου διαπνοις, άπό τα κρυώματα κα
κακάς τροφός.

χιΜ
ν,ΛΜ.Λ Τ/ γ*
,*•

ΣακγαροκαΧα-ιχικ σνη /&3


• ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ϊ*5

Σακχαροκάλαμος ...... Ελληνιστί


Ζάχαρις Νεοελληνιστή.
[ Σάκχαρουμ όφφιτσινάλις . . . Αατινιστί.
5< 2θ3 \ Λά κοίνν άσούκρ Γαλλιστί.
^Τσούκερο Ιταλιστί.
Σεκέρ καμισΐ . • Τουρκιστί.

(Κλάσις 3. Τριάνδριον.
Ι Τάξις *. Διγύναιον.

Φυσικοί χοίί χυμικο* αυτής χαρακτήρες•


όρα αί» σχημα αυτίς 1 63.

Αδτό τό ευλογημένον φυτόν της Σακχαροκαλάμου, είναι


γεννημα των δύω ίνδιών: δηλ. κβΐ των Ανατολικών καΐ των
Δυτικών της Αμερικης, του Σαν Δομένικου, καΐ των Κανα
ρίων. Ιφόετο πότε, καθώς λέγουσι, καΐ εις την Αΐγυπτον και
Σικελίαν, αυτό άνθεί προς το θέρος.
Αυτό τό ώραϊον και χρησιμώτατον φυτόν ειιναι άπό το γέ
νος των καλάθων τοΰ κο'σμου. αί ρίζαι αυτοϋ ειιναι κυλινόρι-
καί, κομβώδεις, ϋπόλευκοι. οί βλαστοί των είναι καλάθια
τινά ώς τάς κοινάς καλάμους πολλότατα φυόμενα εκ τών
αυτών ριζών. οί βλας-οί αυτοί είναι καυλοί τιινες, κομβώδεις,
χονδροί δύω δακτύλους, κενοί εσωθεν, % σωληνοειδείς, φυλ-
λίφεροι, ενίοτε και κλωνίφεροι, χλωμοί, γέροντες άπό Σακ
χαρώδη και γλυκείαν υλην. αυτοι υψοΰνται εως 5 ή 6 πό
δας, η καΐ περισσότερον. οί κόμβοι αυτών: ητοι οί ρόζοι των
είναι κοκκινωποί. τα φύλλα αυτών είναι σκοτεινοπράσινα,
μακρά ώς τών λοιπών καλάμων, πλατέα ενα δάκτυλον, λειΐχ,
σπαΟοειδη, έγκεκλιμένα με χΡ"^* κιτρινωπόν, είς την κορυ
*4.6 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

φήν των βλαστών άναβλαστάνει εριώδες άνθος, ως φοϋντά


είς σχήμα στα'χυος άνοικτης, με πολλο'τατα άνθη ύπο'λευκα,
ί ϋπωχρα.
Οί βλαστοί της καλάμου ταυτης είναι γέμοντες άπό ζακ-
χαρώδη δλην, οί όποίοι θλιβόμενοι και βραζόμενοι είς τό νε-
ρόν έκδϊδουσι και άποβάλλουσι τόν ζακχαρώδη αυτών χυλόν,
τον όποίον βράζοντες είς λέβητας και καθαρίζοντες οί ανθρω
ποι τον συνάζουσι και τόν θέτουσιν είς άγγεία κωνικα, ΐ κι
βώτια, δπου πήζει δυνατά καΐ γίνεται η κοινη ζάκχαρις της
άγοράς. ή τρυγι'α, ήτις κατακάθηται είς τούς λέβητας με τάς
ακαθαρσίας και μένει πάντοτε ρευστη ώς άρεον μέλι, όνο*
νομάζεται εκχύλισμα (σιρόπιον), τό όποίον μεταχειρίζεται
είς τα ζαχαρωτά.
Η πρώτη Ζάκχαρις έφέρθη άπό τάς Κοτναρίας νήσους
δθεν μέχρι τοϋ νϋν εκεί κατασκευάζεται ή καλλιωτέρα,
Καναρία Ζάκχαρις ονομαζομενη, ή οποία μεταχειρίζεται είς
την ίατρικήν καΐ οΐκονομίαν τά μέγιστα.
Α ύ ν μ ι ς. Θρεπτική και καθαρτική.
Μεταχείρησις. Είς τόν βηχα και βλαγχνάδα, ε
νώνεται και με δλα τά ίατρικά.
Δοσις. δση άρκεί.
Σημείωσις. Με τήν Ζάκχαριν κατασκευάζουσι γλυκύ*
σματα διαφόρου είδους καΐ ποιότητος εκχυλίσματα καΐ
πνεύματα.

Λ1αγ.ι ο υ α να
ίΐΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙ3 ΤΗΝ ΐλΤΡΙΚΗΝ ία?

ίΣάμψυχον καΐ Λμάρακον . . Ελληνιστί.


Μαγγίοράνα Νεοελληνιστί.
όρείγινουμ Μαϊοράνα . - . Αατινιστί.
όρείγαν μαριολαΐν Γαλλιστί.
Μαγιοράνα ι . Ιταλιστί.
Μερτσάν γκιούς ...... Τουρκιστί

(Κλάσις ΐ4. Αδυναμία.


| Τάξις Ι. Γυμνοσπέρμια.

Φυσικοί καΐ χυμικοι αυτής χαρακτήρες*


Ορά το σχήμα αυτής 1 64.

Το ώραίον τοϋτο Σάμψυχον, ελέγετο το πάλάι καΐ Αμα*


ρακον, παρά του σοφοϋ Διοσκορίόου, τανϋν λέγεται Μαγγιο
ράνα, άπό τό Μάρον τοϋ Διοσκορίδου. αυτη ή Μαγγιράνα ει
ναι φυτόν ενιαύσιον ?ί διετές, ενίοτε γίνεται και πολυετές καΐ
πολύζωον, αυτή είναι άπο το γένος των όρειγάνων τοϋ βου
νου, φύεται άγρία είς τά δάση της Ευρώπης και Ε>λάδος, είς
την Παλαιστίνην Ιγίνετο είς πληθος, όμοίως και είς την Πορ-
τογαλλίαν, καλλιεργείται τανϋν και είς τους κηπους τών
Αθηνών είς πλήθος, δπου άνθεί πρός τον ίούλιον μήνα.
Οί βλας-οΐ τοϋ φυτοϋ τούτου είναι πολλοΐ, χορτώ^εις, κλω-
νίφεροι, και φυλλίφ*ροι, τετράκωχοι, ίιηρτημένοι είς πολλούς
κλώνους, πλαγιασμένους, υψηλους £ως *5 η Ιο δακτύλους,
οί κλώνοι αυτών είναι άνοικτοΐ καΐ άδύνατοι. τά φύλλα των
είναι άντικείμενα, ποδίφερα, ώοειδή, αμβλεία, μαλιαρα ολί
γον προς τά άκρα με τινα έπίφυλλα μικρότατα, το χρώμα
αυτών των φύλλων εΤναι ύποπράσινον καΐ ώραΐον.
Τα άνθη αυτών εξέρχονται εκ τώνγωνιών τών φύλλων,
128 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ι κείνται εις τας κορυφάς τών βλαστών καΐ κλώνων αυτών,


αυτά κείνται βοτριδόν είς είδος άςαχύων, η κορύμβου, είναι
στρογγυλά, στερεά, μαλώδη, καΐ μικρά, αυτά τά άνθη είναε
οπρφυρά, η κοκκινωπά, ό κάλυξ αυτών διαιρείται είς δύαί.
δλον τό χόρτον έχει όσμήν ηδονικών καΐ αρωματικήν,
γεϋσινεχειπικράν και θερμοαρωματική ^, γέμουσαν άπό ελαι
ον τι ευώδες και άερώδες, το όποίον κρατοϋμεν με τό άλαμ-
πικάρισμα. αυτό τό ελαιον διϊλυζόμενον διά τοϋ πυρός επι
πλέει είς την έπιφάνειαν τοϋ νεροϋ, τόσον τό ελαιον, δσον
και τό χόρτον μεταχειρίζεται είς την ιατρικών.
Δύναμις τοϋ χόρτου, δυναμωτικόν τοϋ νευρικου συςτί-
ματος καΐ πταρμις-ικόν.
Με τ α χ ε ί ρ η σι ς. Είς πάθη ασθενικά, της κεφαλης, τοϋ
στομάχου και τοϋ νευρικου συστήματος καΐ μάλιστα είς τά
ύστερινά πάθη τών τρυφερών γυναικών.
Δ ό σ ι ς τοϋ χόρτου άπό δράμι μισόν εως δύω είς νερόν
βραστόν δράμια Ι οο διά να γίνη κόχλασμα. τό ελαιον τόυ
χρησιμεύει τά μέγιστα διά ευωδίασμα και δια τρίψιμον τών
άδυνάτων καΐ παραλελυμένων μελών. Ικατόν δράμια τοϋ
χλωροϋ τούτου χόρτου άλαμπικαριζο'μενον δίδει σχεδόν δύω
δράμια ελαιον άρω[*ατικόν.

/
ΕεΑ-ι.να σγπ 10ό
ΪΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 120

'Σέλινα εδώδιμα .... Ελληνιστί.


Σε'λινα φαγώσιμα . , . . Νεοελληνιστί.
ς 2θ5 ] Απιου[Λ Παλούς-ρις . . . Λατινιστί.
ιΣελλ περσέλλ Γαλλιστί.
Σέλλερο ίταλιστί.
Κερεβίζ ότοΰ Τουρκιστί.

ΙΚλάμις 5. Πεντάδριον.
Τάξις 1. Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτών χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αυτώυ 1 65.
/
Τα Σελινα είναι φυτά γνωστά σχεδόν εις δλον τόν κόσμον,
αυτά είναι φυτά ενιαύσια, φυόμενα άΎρια εις τούς βαλτώδεις
και υγρους τόπους της Ασίας καΐ Ευρώπης, μάλιστα εις την
Αργολίδα και Κορινθίαν ευρίσκονται Σέλινα εις πλήθος, δπου
το πάλαι οί άθλιταΐ των Νεμειων αγώνων, καΐ ίσθμίων Ιςί-
φοντο από αυτά τά ώραϊα πράσιν Σελινα, λέγονται παλούς-ρις
λατινιστί, διότι, ώς έπί το πλείστον, άγαπώσι τούς υγρούς
τόπους και υδατώδεις. Τά Σελινα τό πρωτον ησαν «γρια,
διά τοϋτο κα'ί μέχρι τίίς σήμερον ευρίσκονται άγρια εις πολ
λά μέρη, με την καλλιέργειαν δμως γίνονται ήμερα, μιγάλα
καΐ νόστιμα εις φαγητόν.
Αΐ ρίζαι τών Σελίνων είναι χονδραί, άδρακτοειδείς μέ
πολλά ριζίδια. Αυται εχουσι την εξωθεν αυτών φλοιάν κιτρι
νωπήν, εσωθεν είναι λευκαΐ, εχουσι μίαν όσμην ευωδη, άρω-
ματιν.ήν καΐ ήδονικήν. Η γεϋσις των ειναι ύπόπικρος. Εκ τών
ριζών αυτών άναβλαστάνουσι πολλοί καυλοι χορτώδεις, άού-
τατοι, λεϊοι, κενοι εσωθεν, κλωνίφεροι καΐ φυλλίφεροι, όλι-
^Χ9 Χ'
ϊ3ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

γον συνεσταλμένοι. Τα φύλλα αυτών εξέρχονται εναλλάξ εκ


τών βλαστών καΐ κλώνων, αυτά είναι ποδίφερα, πτερωτά,
καΐ διπτερωτά είς είδος πτέριδος, τα μικρά φυλλάρια εξέρ
χονται άντικειμένως είς ζεύγη πολλά, τά όποία σύγχειντάι
άπό μικρά <ρυ)^λάρια τριών 5) τεσσάρων ζευγών, όμοιάζουσι με
τά φυλλάρια της Αγγελικης, ίμπεροτορίας, καΐ Ηρακλείου χορ
του. Τα άνθη αυτών κείνται είς τάς κορυφάς τών κλώνων
και βλας-ών, είς είδος σκιαδίων ανοικτών, εξερχόμενα άπαν
τα έκ τοϋ κοινου αυτών κέντρου. Αυτά είναι λεπτά μικρά μέ
πέντε πέταλα υπόλευκα, η λευκοκίτρινα. Οί καρποί των εί
ναι θηκαι τινές υμενώδεις, περιέχουσαι άπό δύω, η τρείς σπά
ρους θλιμμένους κα'. ελλειπτικούς.
Μεταχειρίζονται είς την ΐατρικην καΐ οίκονομίαν τά φύλ
λα καΐ οί σπόροι αυτών, ενίοτε και αί ρίζαι αυτών.
Ολον τό χόρτον είναι ζωηροπράσινον, έχει μίαν όσμην βα-
ρείαν μεν, πλήν άρωματικήν κα Ί γεϋσιν γλυκύπικρον, ευώδη
και θερμοα^ωματικην
Δύναμις τών φόλλων. δυναμωτικη και διουρητικη.
Μ ε τ α χ ε ί ρη σ ι ς. Είς τάς υδροπικίας, κώλικας καΐ δι-
σπεψίας.
Δ όσ ι ς τών σπόρων είς σκόνην άπό κόκκους 25 ε'ως ενα
δράμι είς κόχλασμα δίδονται περισσότεροι.
Σημείωσις. Ιο είδών Σέλινα ευρίσκονται. Ι Σέλινα θαλάσ
σια. 2 Αουστριακά. 3 τά τη; Σιβηρίας. 1\ τά όρεοσέλινα. 5
τά γλαυκοσέλινα. 6 τά ά'καυλα. η ή λεπτόφυλλος Αγγελικη.
8 τά τραχέα. ο, τ* το^ Κανναδά. Ιο τά της Ιταλίας. 1 1
τά μακρόφυλλα. 1 1 καΐ τά άκανθωτά.
•---.ί.
Ση νομική στη /#ν.
ΠΡΟΣΗΕΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 13ϊ

/Σέννα Κασσία . . Ελληνιστί.


Σηναμική .... Νεοελληνιστί.
Κασσια Σε'ννα . . Αατινιστί.
§. 2ο6
Σενν δι Ιταλΐ . . Γαλλιστί.
Σέννα ίταλιστί.
^Σηναμική .... Τουρκιστί.

ίΚλάσις ι οι Δεκάνδριον.
(Τάξις ι. Μονογύναιον.

φυσικοΐ κα\ χυμικοί αυτής χαρακτήρες*


'Ορα το σχήμα αυτής 1 66.

ίΐ Σήναμική είναι φυτον ένιαύσιον, καταγόμενον άπό τήν


Αΐγυπτον, και μάλιστα καθώς λέγει κάποιο; Φορσκουάλης^
είναι γέννημα τις Μέκας τις Εύδαίμονος Αραβίας, τά φύλλα
της οποίας μετακομίζουσιν οί εύποροι άπό το Κάίρον είς την
Εύρώπην και Τουρκίαν. σπείρεται τανϋν καΐ καλλιεργείται
είς πολλά θερμά μέρη της Ευρώπης: δηλαδή, είς τήν ί-
σπάνίαν, είς τήν Πούλιαν (τόπος των ποτέ Δαύνων) και μάλι
στα είς τήν Τοσκάναν και λοιπήν ίταλίαν, διο καΐ Σέννα της
Ιταλίας λέγεται.
Αυτη ή Σέννα σπείρεται κάθε χρόνον, και καλλιεργείται
καλώς είς τήν ίταλίαν και είναι όμοια με τήν Σηνναμικήν τής
Αίγυπτου, η της Αλεξανδρίας καλουμενης, σπείρεται ή Σην-
ναμική πάντοτε εις τον βοτανικόν κη'πον της Παυΐας καταρ
χάς είς τόπον ζεστον προς τον Μάρτιον μήνα, επειτα μεταφυ
τεύεται είς τόπον άνοικτόν, καΐ περιποείται. οί βλαστοι της
Σηνναμικής είναι χορτώδεις, ολίγον κλωνώδεις, λεπτοί, ύ-
ψοϋνται έ'ως ενα καΐ ή'μισυ τοϋ πο&ός. ,
9* '
1 32 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τά φύλλα αυτών είναι άπό δύω η τρία ζεύγη, σχεδόν ωο


ειδή, ποδίφερα, χωρίς άδένας. αυτά κείνται έναλλαξ, ί\
είναι αντικείμενα, 7ΐράσινα πρός τήν ίίπερθεν Ιπιφάνειαν καν
ολίγον γλαυκά πρός την κάτωθεν, και λεπτότατα, τριχωτά
προς την βάσιν αυτών είναι καΐάνώμαλα. Τα άνθη αυτων φύ
ονται βοτριδον είς τάς κορυφάς τών βλας-ών καΐ κλωναριών
καΐ Ικ τών γωνιών τών φύλλων, αυτά κρέμανται με ποδίχ
μακρά, αυτά τά άνθη είναι κιτρινωπά, τά πέταλα τών οποίων
είναι πέντε, ό κάλυξ αυτών διαιρείται είς πέντε φυλλάοια. ό
καρπός των είναι κεράτιόν τι ωοειδές και επιμηκες, θλιμμε-
νον, πεποιημένον είς είδος δρεπανου, η1 είναι ώς ήμικύκλιον.
01 καρποί αυτών είναι λεπτοί, οί όποίοι είναι θλιμμενοι ο
λίγον. Μεταχειρίζονται είς τήν ιατρικήν τά φύλλα της Σην-'
ναμικής, τά όποία εχουσι μίαν όσμήν ευχάριστον, γεϋσιν πι-
κράν, ολίγον δριμείαν και αηδή.
Δύναμις τών φύλλων. καθαρτικά και άδυναμωτικά.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σι ς. Είς τήν δισκοιλιότητα τών σω
μάτων.
Δ ό σ ι ς τών φύλλων είς σκόνην άπο μισον δράμι εως Ινα
πολλάκις της ημέρας. δύω δράμια και πλέον τι είς 5ο δρά
μια νερόν βραστόν διά νά γίνη κόχλασμα και νά πέρνεται
συνεχώς.
ενώνεται ή Σηνναμική με μάννα και γίνεται ποτόν κά-
θαρτικόν.
Σημείωσις. Δύω, η1 τριών είδών Σηνναμική είναι, ιΐ ενέρ
γειά των είναι ή ίδία. τά νεϋρα τών φύλλων προξενοϋσι πό
νους είς τήν κοιλίαν.
ι
Σησααιον σνπ νΟΎ.
ΠΡ02ΗΡΜ0ΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚΗΝ 133

/Σήσαμον Ελληνιστί.
Σουσάμι . . ^ . . . Νεοελληνιστί.
| Σέσαμουμ .... Αατιηστί.
§. 207
ι Σεσάμ δ' οριέντ . Γαλλιστί.
Σεσααο Ιταλιστί.
^Σιαρλαγάν ότοϋ . Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 4 Διδυναμίιχ.
( Τάξις 2 Αγγειοσπέρμιαν.

Φυσικοί και χυμικοί αυτου χαρακτήρες,


Ορα το σχημα αυτοϋ 167.

Τό Σησάμιον, τό όποίον είναι φυτόν κατά πολλά ώφέλι-


μον και άναγκαίυν εις την οίκονομίαν των ανθρώπων, είναι
Ινιαύσιον, αυτό ελκει τόγένος του από τά θερμά κλίματα
της Αίγύπτου καΐ τοϋ Μαλαβάρ, καλλιεργείται την σήμερον
καδόλην την Ασίαν, καΐ μάλιστα είς την Μακεδονίαν φύεται
είς πληθος, όμοίως καΐ είς την Θεσσαλίαν, οπου άνθεί προς
τον ΐούλιον μηνα. Οί βλαστοί του φυτοϋ τούτου είναι ορθιοι,
ς-ρογγυλοί, ολίγον μαλιαροί, κλωνίφεροι και φυλλίφεροι, σκλη
ροί μεν, πλην χοοτώδεις, μέ φλοιάν λείαν, λαμπυράν και υ-
πωχρον. οί βλαστοί ούτοι μόλις υψοϋνται άπό τρεις έ'ως τεσ
σαρας πόδας. Οι κλώνοι αυτών είναι αντικείμενοι, συνε7αλ-
μένοι, φυλλίφεροι, φυόμενοι άπό την μέσην και άνω τοϋ φυ
τοΰ, οί όποίοι με την καλλιέργειαν, αυξανόμενοι σχηματί-
ζουσι τό φυτόν αυτό ώραίον. τά φύλλα αυτών είναι αντικεί
μενα, ποδέφερα, μέ δύω έπίφυλλα κοντά, στενά και γραμ
μωση. αυτά τά φύλλα είναι ώολογχοειδη καΐ όξέα προς την
κορυφην, σώα, μέ νευρα δυνατά, αυτά έχουσι χρώμα λευκο
1 34 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κίτρινον , $ χλωμών, και είναι δυνατα και τραχεα, τό ποδίοχ


ζυτών προς την μέσην εχει άδένα τινα τριπυμένον με χρώίΑοε.
ύποκίτρινον. ό κάλυξ αυτών είναι άνοικτός και διηοηαένος
βις πεντε [Λέρη βαθέως. τά άνθη τοϋ φυτοϋ τούτου φύονταει
περί τόν βλας-όν καΐ κλώνους είς είϊος θύρσου η ς-άχυας, εξ
ερχόμενα άπαντα άπό τάς γωνίας: ήτοι μασχάλας τών φύΧ-
λων. αυτά είναι σωληνοειδη, η είς είδος καμπάνας με πέν
τε φύλλα, καΐ μ,ε τόν κάτωθεν λοβόν μεγαλη'τερον. τά άνθη
ταϋτα είναι λευκά καί ώραία, όμοιάζουσι με τά άνθη της Δι-
γιτάλης της πορφυρας, πλην είναι λευκά, τά στάγματα αυ
τών είναι λογχοειδή. τό περικάρπιον αυτών είναι μία θη'κν)
ίπιμη'κης, τετράκωχη, σκληρά καΐ διηρημένη είς τέτσαρα κοι
λώματα, εντός τών οποίων ευρίσκονται οί καρποί αυτών είς
πλίίθος τό λεγόμενον Σησάαιον, τό όποίον είναι ωοειδές με
φλοιάν λεπτήν, λευ*ήν και με παρέγχυμα ελαιώδες, τό όποίον
δίδει τό λεγόμενον στερεόν Σησαμόλαδον της αγοράς, τό ό
ποιον ε^ει γεϋσιν νόστιμον, γλυκυτέραν τοϋ κόινοϋ ελαίου
καΐ Ιλαφροτέραν, τό όποίον μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν
και οΐκρνομίαν τά μέγιστα.
Δ ύ ν α μ ι ς. Μαλακτικόν και θρεπτικόν.
Μεταχείρησις. Είς πόνους προερχομένους άπό υλας
ιείας και φαρμακεράς, εξωθεν είς φλεγμονάς καΐ είς τά
πρήσματα τών γυναικείων μασθών.
Α ό σ ι ς τών σπόρων. δράμια 3 είς νερόν βραστόν δρ. 6ο
δια νά γίνη κόχλασμα.
Σημείωσις. Τό φυτόν τοϋτο είναι τό άναγκαιότερον καΐ
ώφελιμώτερον σχεδόν πολλών άλλων φυτών καΐ μάλιστα εί;
τάς οίκονομίας, επειδη και τό ς-ερεόν αυτοϋ έλαιον είναι κάλ-
λιστον, γλυκύτατον, άοσμον, παχύ, καίει καλλιώτερον είς
τούς λύχνους, καΐ φωτα περισσότερον, τά φαγητά γίνονται
νοστιμώτερα και ελαφρότερα, εμπορεί νά καλλιεργηται είς
κάθε τόπον και είς κάθε χρόνον, εν φ τό έλαιόλαδον δεν γ..
γίνεται κατ' ετος. χρησιμεύει είς καταταακευήν σαπωνίοα,
καΐ άλλων τεχνών. Ιδού οικονομία είς τους άνθρώπους.
ν
Λΐλ,ΐβ&9ν β. σα ω ε ε ι ο α <τγη *1ΌΒ.
ΒΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 135

/Σίλφιον Μηίικόν . . • Ελληνιστί.


Βρωρκο[ψι Νεοελληνιστί.
„ Ι.Φέρουλα άσσαφέτιδα . Λατινιστί.
5• 2θ8 / . . ι - ι > τ. •ι-> '
Λασερ και ασσα φετιοα Γαλλιστι.
Ασσα φέτιδα ίταλιστί.
\Σαί'τάν ποκοϋ .... Τουρκιστί»

ιΚ.λάσις 5. Πεντάνδριον.
[ Τάξις 2. Διγύναιον.

Φυσικοί και χυμικοΥ αυτοί χαρακτήρες.


Ορα τό σχηΐλα αυτοϋ I68.

Το Σίλφιον είναι φυτόν πολύζωον, φυόρνον εις την Περ-


σίαν, (λάλι^α εις τάς επαρχίας του Χορασανίου και εις τήν
Ααάρ, καΐ εις δλην σχεδόν την Μηδίαν, εξ ης καΐ την κλή-
σιν ελαβεν. Η ρίζα τοϋ Σιλφίου ειναι χοντρη, ζωηρά, κυλιν-τ
δρική, άδρακτοειδής, έπι^κης, άπλϊί, ενίοτε διηρημένη εις
δύω, η εις τρία, είναι [Λεκανη εξωθεν και λευκή εσωθεν, πε
ριέχουσα ύγρον. πυλυ και βρωμερόν. οί βλαστοί των ειναι
καυλοί τιινες λεπτοί, κλωνίφερ^ι, ορθιοι, υψηλοί τριών ποίων.
Τα φύλλα του φύονται αμέσως άπο την ρίζαν, καΐ αυτά
ειναι [λελανά καΐ διπτερωτά, διηρημένα βαθέως εις τρία η1
εις πέντε, εις ειδος πρίονος. αυτά ειναι ωοειδή" καΐ επιτρέ-
χοντα τον καυλόν. τά ΰπερθεν φύλλα ειναι [ζικρά ώς έπίφυλ-
λα, οί κλώνοι αυτών είναι λεπτοί καΐ άνοικτοί. Τά άνθη τοΰ
φυτοϋ τούτου είναι λευκά, αυτά εξέρχονται εις τάς κορυφά;
τώνκλώνων εις είδος σκιαδίων, "ΐ κορύμβων, τά όποΐα. λέγον
ται Μάσεπτον. τά πέταλα αυτών είναι 5, τά ς-άγ^ατάτων
5 καΐ ενα πις-ύλον. οί καρποί των είναι θήχαι ™ες ^ατε«ι,
1 36 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

θλιμμέναι, ώοειδείς ώς τό Α. με φλοιάν σκληράν, εντός τις


όποίας κείται ό σπερμογόνος σκώληξ: ίτοι αυτός ό σπόρος,
ό όποϊος όμοιάζει με τους σπόρους τών σελίνιον, πλήν ειιναι
μελανοί.
Αί ρίζαι τοϋ Σιλφίου έλθοϋσαι εις ήλικίαν τεσσάρων ετών,
πλουτοΰσιν άπό ρευστόν τι γαλακτώδες και όξύ, τό όποιον
συνάζεται τό θίρος και ξτιρανθέν εις τόν τ'λίον πηζει, και αυ
τό τότε γίνεται κιτρ-.νωπόν, η κοκκινωπόν. Αυτό λέγεται
Γερμανιστί Στέρκους διαβολικους, τουρκιστί δε σαιτάν ποκοΰ,
τό όποιον εχει όσμην όςεΓαν και βρωμεράν, παρομοίως ώς
τοϋ δυνατου σκόρδου, γεϋσιν εχει κεντιστικην βρωαεράν
και πικράν.
Αυτό τό ίατρικόν μεταχειρίζεται εις τΐ.ν ίατρικήν μόνον»
τό όποϊον πρέπει να είναι μαλακόν εις μάζας κιτρινωπάς, •7ι
κοκκινωπάς με στίγματα τινά διαφόρου χρώματος. Αυτό με
ταχειρίζεται ειις σκόνας, $ εις τροχίσκους (πίλλλουλαι) ν) εις
εμπλαστρον έπιτιθέμενον.
Δ ύ ν α μ ι ς. Αδυναμωτικόν και άνθελμιντικόν.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Εις πάθη σπασμωδικά, σθ:νικης
διαθέσεως, εις σπασμωδικόν β/.χα, εις δισπεψίαν, ύς-ερισμόνν
άσθμα, κώλικα άερώδτ), τυμπανίτιδα (ι), σκώληκας, βου-
βώνας καΐ πληγάς.
Δ 6 σ ι ς. Εις σκόνν".ν άπό κόκκους 6 εως 2θ δια κλυστή-
ρια δρ. ι ειις νερόν άρκετόν.

(Ι) Τυαπανίτις λεγεται, 2ταν η κάτ« κοιλία τοϋ άνθρωπου ουσκο'νει το


σον πολύ άπό άέρα, ώστε κτυίτ.-.θείαα \ι.ϊ την χει: α ΐχεϊ άς τϋμπανον. αυ
τός προέρχεται άπο ί'Λ^ι., κεκλεισαένον είς τον στίμοαχον και έντερα, ί όποΓος
εμβαίνει έκεΐ [ΐ.ϊ τάς τροφάς ΐ γεννάται ά-.Ό διαφθαρμενας 3λας καΐ άου-
νααίαν τών σπλάγχνων.
Ι >;****.&> ν ι&ν τ ^
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ ΐ3?'

/Σκαμμωνέα Ελληνιστί.
ΙΚομβόλβουλαυς συριακος Λατινιστί
Σκαμμονέ Γαλλιστί.
Σκαμμονε'α Ιταλιστί.
Μαχμαυδιέ Τουρκιστί.

(Κλάσις 5. Πεντάνδριον.
(Τάξις 1. Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα ίο σχί^α αυτη ς 169.

Η Σκαμμωνέα είναι φυτόν πολύζωον, καταγόμενον άπό την


εν τή Ασία Συρία», καΐ μάλιστα άπό το Χαλέπιον αυτης, διό
και Συριακη ονομάζεται ή Σκαμμωνεα. τώρα δμως φυτεύεται
καΐ εις διάφορα άλλα μέρη τής Ασίας: δηλ. της Καππαδο
κίας και Αντιοχίας. Αι ρίζαι της Σκαμμωνέας ταύτης είναι
μακρυαι, κυλινδρικαΐ, η άδρακτοειδείς, παρεγχυματώδεις,
με τιψ ριζίδια μακρά, αυται αί ρίζαι ειναι γέμουσαι άπό
ΰγρόν τι γαλακτώδες καΐ δριμύτατον, τό όποΐον έκρέει, όπό
ταν αυταΐ «ί ρίζαι χαράττωνται καΐ κόπτονται" έκ τών κυ
λινδρικών αυτών ριζών φύονται βλας-οί τιινες χορτώδεις, επι
μηκεις, μαλακοί και άδύνατοι ως τχς Βρυωνίας, η ώς τοΰ"
σπαραγγίου χόρτου. οι κλώνοι -αυτών ειναι λεπτοι, λυγιστοί,
εξερχόμενοι εναλλάξ, τά φύλλα αυτών ειναι ποδίφερα, λογ -
χοειδή, μακρά, κιτρινοπράσινα, οξέα, μέ μεγάλα και στρογ
γυλά ποδία.
Τά ά'νθη της Σκαμμωνέας ταύτης κείντκι μονάζοντα εις
τάς κορυφάς τών κλώνων και βλαστων εις είδος κορύμ°ου'
«υτά ειναι μονοπέταλα, χωνοειδη, η εις ^δςς καμπάν«?ι
1 38 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

πτά, τρυφερα, μεγάλα, με χρώμα κίτρινον, η κιτρινωπόν, ο£


κάλυκες αυτών είναι χορτώδεις, αδύνατοι, συνεσταλμένοι
και λϊπιδωτοί, μέ χρώμα χλωμοπράσιναν. Τά στάγματα
αυτών είναι πέντε, καΐ το πιστύλον εν. οί καίποί αυτών ειναι
Θηκαι τινές δίθυραι, εντός τών όποιων ευρίσκεται ό σπόρος
αυτών μικρός καΐ ώοειδη'ς.
Μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν ό πεπυκνωμένος χυλός
τών ριζών. αυτος ό χυλός εκρέει εκ τών ριζών, τό θέρος, εν ώ
αυται χαράττονται, η σχίζονται άπό τούς έκεί κατοίκους.
αυτο< κατασκευάζουσι πλησίον της ρίζης αυτης βδθύνους τι-
νάς μικρούς, στρογγυλους μέσα είς την γην, η χώμα καΐ
έκρέων συνάζεται ό χυλός αυτός, ό όποιος είναι καθαρός, και
ξηρανθείς άπό τον ηλιον πωλείται είς την άγοράν, ύπο τοϋ
όνόματος Σκαμμώνιον τοϋ Χαλεπίου, τό όποίον είναι τό
πρώτον είδος καΐ τό καλλιώτελον, και τό άκριβώτερον,
Τό δεύτερον είδος γίνεται οίίτω: κόπτονται αΐ ρίζαι
είς λεπτά κομμάτια, βράζονται είς λέβητας μεγάλους με
νεοόν, . καΐ είς την Ιπιφάνειαν τοϋ αυτοϋ νεροϋ επιπλέει ό
ριτηνώδης αυτών χυλός, τόν όποίον συνάζοντες, τον ξηραί-
νουσι καΐ οϋτω τόν πωλοϋσιν εις την άγοράν, πλην αυτός
ό χυλός είναι πλέον μελαγχρινός καΐ άδύνατος, τόσον ό
πρώτος, δσον καΐ ό δεύτερος μεταχειρίζεται είς την ία-
τρικήν είς σκόνην η είς τροχίσκους, γίνεται καΐ τό. πο-
τόν του ροά λεγομένου.
Δ υ ν α μ ι ς. Δραστικοκαθαρτικόν.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Είς δυσκοιλιότητα.
Δ ό σ ι ς του χυλοϋ είς σκόνην άπό κόκκους ΙΟ έως
3ο μέ τό νερό,ν.
« κ ι /Αο κ ο ο μ μν ο ν
ΙΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ. 1 39

,Σκιλλοκρόμμυον Ελληνιστί.
Μποτσικα και άγριοκρομμύδα Ρίεοελληνιστί.
Σκουίλλα μαρίτεμα .... Λατινιστί
210
ιΣιλλ μαρίτιμ Γαλλιστί.
Ι Σκίλλα καΐ σκουίλλα . . . ίταλιστί.
(Δδά σουάν Τουρκιστί

(Κλάσις 6. Εζάνδριον.
(Τάξις Χ. Μονογύναιον.

Φυσικοί κα"ι χυμν/.ο\ αυτής χαρακτήρες*


δρα τό σχημα αυτης Ι^ο.

Τό σκιλλοκρόμμυον είναι εν είδος άπό τό γένος των όρνιθο-


γάλων, τό πλέον ώραίον καΐ πλέον χωριστόν διά το μάκρος
τοϋ στάχυος αυτοϋ, καΐ διά τα μεγάλα αυτοϋ καΐ ώραΐα άν
θη, καΐ δια τό μέγεθος της βολβώδους αυτοϋ ρίζης. ή ρίζα
αυτη της σκιλλοκρομμύδας• είναι ς-ροΥγυλη, $ ωοειδης, βολ-
βώδης, μεγάλη ίσον μέ κεφαλήν παιδαρίου, αυτη ειναι συν
θεμένη άπό πολλάς φλοιάς, καθώς και τα κοινά κρόμμυα, αΐ
όποίαί είναι λευκαΐ, η κοκκινωπαΐ, η γλαυκαΐ, παρεγ^υματώ-
δεις, γέμουσαι άπό χυλόν τινα μυξώδη, οριμύν και λευκόν.
τα φύλλα αυτοϋ φύονται ριζώθεν, καΐ είναι πολλά, μεγάλα,
επιμήκη εως ενός ποδός. Αυτά είναι ωοειδη, σδα, αμβλεία
πρός την κορυφήν, ενια ερπονται Ιπι της γης. Εκ τοϋ κέντρου
αυτών υψούται καυλός τις τρυφερός, στρογγυλός, κυλινδρικός,
χονδρός ενός δακτύλου μικροϋ, καΐ υψηλός τριών η τεσσάρων
ποδών και πλέον τι. Τό τρίτον μέρος τοϋ καυλοΰ αυτοϋ στο
λίζεται κατά τό μηκος άπό ενα ώραιότατον στάχυν^ πυκνόν
και κωνικόν, συνθεμένον άπό άπειρα άνθη λευκά, η1 πρασινω
» 'μ.1 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

πά, τα πεταλα τών όποίων είναι εξ ώοειδή, και έγκεκλιμε'-


να, αυτά είναι ύπόλευκα, άνοικτά, ή έλλειπτικά, τα ς-άγμα-
τα αυτών είναι Ιξ, και εν πιστύλον, οί καρποι των όποίων ει
ναι θήκαι τινες ωοειδείς, γλαυκαΐ, διηρημέναι εις τρία κοι
λώματα μέ τρία δαφράγματα, περιέχοντα πολλούς σπο'ρους
ολίγον στρογγυλούς, τό φυτον τοϋτο φύεται είς τα παραθα
λάσσια μέρη της Βαρβαρίας, του Πορτογάλλου, δια τοϋτο καΐ
θαλάσσιος Σκίλλα λεγεται, φύεται ακόμη καί είς τήν Νορ-
μανδίαν, είς τάς νησους τοϋ Αΐγέου Πελάγους ευρίσκεται είς
πλήθος. Μεταχειρίζονται είς τήν ίατρικήν αί ρίζαι τής Σκίλ-
λης, αί όποΐαι τρυφεραί ουσαι είναι γέμουσαι άπο υγρο'ν τι,
δριμύ, γλίσχρον καΐ μυξώδες. όσμήν δεν εχουσι, γεϋσιν όμως
έχουσΐ πικροτάτην, αηδή καΐ δριμείαν, δυνατήν πρός φλόγω-
σιντοϋ δέρματος. ή δριμεία αρχή είναι άερώδης καΐ κεντι-
στικη'.
Δ ύ να μ ι ς των φλοιών τής ρίζης αυτής είς μικράν δο'-
σιν είναι άδυναμωτικαΐ, ένεργητικαί, σμικρύνουσι τα κτυ-
πησματα τοϋ σφυγμου, κινοϋσι τό ούρος και δυναται νά προ-
ξενη*σωσι τήν αίματόρροιαν, νά φλογίσωσι και τον ς-όμαχον
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Είς μικράν δόσιν, είς ς-ηδικά πάθη,
είς τον τύφον καΐ είς τήν σθενικήν ύδροπικίαν, είς τον χρονι-
κόν βήχα κτλ.
Δόσις τών ξηρών φλοιών. Από ενα κόκκον εως δύω, δίς,
η τρΐς τής ημέρας. αί φλοιαΐ βρασθείσαι δυνατά και πλυ-
οθείσαι πολλάκις, άποβάλλουσι τήν φθοροποιάν αυτών όύνα-
μιν, και βρασθείσαι πάλιν γίνονται γλύκυσμα ώφελιμώτατον
με τί» μέλι ο μέ τήν ζάκχαριν, ή οόσις του όποιου να είναι
από ΐ>ν η* δύω δράμια εσπέρας καί πρωΐ. ,
Σημείωσις. 25 είδών Σκιλλοκρο'μμυα ευρίσκονται μέ διά-
φορον δύναμιν και ένέργειαν..
II

^Α^? • ""&?,

Σα.ιΑά>|. . σαλαακααΜίια α^η /7^


ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΪΛΤΡΙΚΗΝ ϊ^ϊ

Σμίλαξ . . ίίλληνιστί-
Σαπαρίνα Νεοελλτηνιστί.
ίμίλαξ σαλσαπαρίλλια . Λατινιστί.
§. 211 Σαλσαπαρειλλ Γαλλιστί.
Σαλσαπαρίλλια ϊταλιστί.
\Ασπέη μαγραπί . • . Τουρκιστί.

(Κλάσις ίί. Διοοίκιον.


(Τάξις 6. Εξάνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοΐ αυτής χαρακτήρες


δρα τό σχημα αυτης ι^1.

Η Σαλσαπαρίλλια είναι φυτόν πολύζωον. φυόμενον εις την


Αμερικήν και μάλι7α εί{ τυ Μεξικόν βασίλειον αυιης, εις το
Περοϋ", ειις την Βρασιλίαν καΐ εις τας έρίμους της Καρολίνας
επαρχίας. Η περισσοτερα φύεται εις Φίλιξ ξνησον τοϋ Περοϋ
βασιλειου, δθεν ερχεται ε>'ς ήμας ή πλειστη. Αι ρίζαι τοϋ
φυτοΰ τούτου, η να ειπώμεν καλλιώτερον οί κλώνοι τών ρι
ζών αυτών ειναι επιμηκεις, ώς της γλυκυρρίζης, χονδροί ώς
κονδη'λιον τις χηνος, λυγιστοι, αυλακωτοι κατα μηκος. ή ε
ξωθεν φλοια ειναι κοκκινομελαγχρινη, ολίγον άλευρώδης, εΐί-
δραυς-ος μέ τούς δακτύλους και ευκολοκοπάνιστος. Αυται αί
ρίζαι όσμήν δέν εχουσι, γεϋσιν δμως εχουσιν όλίγην ύπόπι-
κραν, άφίνουσαι εις τό ςόμα τοϋ ανθρώπου όλίγην μυξώοημέν
γεϋσιν, πλην ευχάρις-ον. Λιά την φαρμακευτικών μεταχειρησιν
ειναι καλα! εκείναι αί ρίζαι, αί όποϊα εξωθεν ειναι μελαγχρι-
ναι, εσωθεν να εχωσι μυελόν τιινα ευλύγιστον, ώστε να βα-
φωσι τό κόχλασμά των εις χρώμα κοκκινομελαγχρινόν.ι Αλ
πολυκαιριναι ρίζαι αυτών δεν είναι καλαι, εκ τών ριζών «υ
1 4* ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

των φυονται βλαστοί τινΐς αδύνατοι, τετράγωνοι, μέ άκαν


θα; διεσκορπισμένας, βελονοειδείς καΐ άγκυς-ρωτούς.
Τα φύλλα αυτών είναι επιμήκη δύω δακτύλων και πλέον
τι, αυτά είναι ώολογχοειδή, εκτεταμένα, προς την βάσιν
ποδίφερα. ή κάτωθεν αυτών επιφάνεια είναι ολίγον γλαυκή,
αυτά εχουν πεντε νεϋρα χονδρά καΐ άλλα μικρά πολλά.
Τα άνθη αυτών κείνται είς τάς κορυφάς των κλώνων καΐ
βλαστών είς ειδος κορύμβου, τά άρρενα είς άλλο φυτόν καΐ
τά θηλυα είς άλλο. Ο κάλυξ τών άρρενων άνθέων εχει εξ
φύλλα, χωρίς πέταλα. τά θηλυα εχουσι κάλυκα διηρημένον
είς εξ φύλλα, χωρις πέταλα. εχουσι τρία στάγματα, τρείς
θηκάς με δύω σπόρους.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν αί ρίζαι αυται, αί όποίαι
εΐναι μακραι, χονδραΐ ολίγον, λυγισταί, μελαγχριναι έξωθεν.
οσμήν δέν εχουσι, γεϋσιν έχουν ύπόπικραν, και ουχί άνιση,
αυται μεταχειρίζονται είς σκόνην, είς κόχλασμά, μέ όλίγην
γλυκύρριζαν ένωμέναι.
Δ ύ να μ ι ς. Αυταΐ είναι ολίγον άδυναμωτικαι και ένεργτϊ-
τικαΐ καΐ άντιγαλλικαί.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. Είς πάθη γαλλικά, είς ρευματισμους
εις τους όποίους ώφελοϋσι τά μέγιστα.
Δόσις τών ριζών άπο δράμι εν Εως δράμια τέσσαρα
με τήν ζάκχαριν. είς κόχλασμα δράμια 4 ^ως 8 είς νερον
βραστόν δράμια ιοο δια νά πέρνεται συνεχώς, τό όποιον
πρέπει νά είναι πρόσφατον καμωμένον.
ι
.ε$«γΜ V»• V *• ψ
ΙίΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 43

!Στραμόνιον Ελληνιστί.
Τάττουλα Νεοελληνιστί.
Στραμόνιουμ δάττουρα Αατινιστί-
Στραμόνιε κομμοϋν . . Γαλλιστί.
Στραμόηο ...... Ιταλιστί.
(Κλάσις 5. Πεντάνδριον.
(Τάξις ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμίκοι αυτου χαρακτήρες.


δρα τό ο-χήμα αυτοϋ 172.

Το φυτόν τοϋτο είναι ενιαύσιον καΐ χορτώδϊς, φυεται είς


την Αμερικήν και είς δλην την Εύρώπην και Ασίαν
Είς την Ελλάδα φύεται είς πλήθος μάλιστα είς τάς Α-
\θ>5νας πλησίον του ναοϋ τοϋ Θησέως, οπου άνθεί προς τον ί-
ούλιον και Αυγουστον ρίνα. Οί βλαστοΐ αυτου είναι γλαυ
κοί, ορθιοι, κυλινδρικοί, κλωνίφεροι, κενοΐ εσωθεν, ανοικτοΐ
χονδροί, σαρκώδεις, αυλακωτοΐ όλίγον και υψηλοί έ'ως 3 $ 4
πόδας. Οί κλώνοι αυτου είναι ανοικτοί, πράσινοι η γλαυκοί,
ολίγον θλιμμένοι καΐ στρεμένοι.
Τά φύλλα αυτών είναι μεγάλα, πλατέα, εναλλαξ κείμενα,
ποδίφερα, ωοειδή, γλαυκά προς τάς δύω επιφανείας, πράσινα,
μαλακα, γωνιώδη με λοβούς μεγάλους, πεποιημένους από
την φύσιν είς είδος οδόντων τοϋ λέοντος, $ μεγάλου πρίονος,
με μικρά ποδία.
Τά άνθη αυτών είναι μεγάλα, μονάζοντα, πλαγιασμένα,
εξερχόμενα άπότάςγωνίας'τών κλώνων, $ φύλλων. Αυτά εί
ναι λευκά, η ολίγον μελανά, πεποιημένα είς είδος σωλήνος,
η καμπάνας, μακρύτερα τοϋ κάλυκος. Ο κάλυξ αυτών είναι
μονοφυλλος, μακρύς, σωληνοειδής, πεντάγωνος. Τά στάγ
444 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ματά των είναι πέντε, σωληνοειδη. Τό περικάρπιον αυτών


εΐνα μία θη'κη ωοειδής, μεγάλη, ίση μί ώόν της ορνιθος, αυτή
είναι άκανθωτή κύκλοθεν, με άκανθας λεπτάς καΐ όξέας μεν
πλην άδυνάτους, αυτί) διαιρείται ειις τέσσαρα κοιλώματα, γέ-
μοντα άπό λεπτοτατους σπέρους μελανους καΐ νεφροειδεΐς,
όμοίους με τούς σπόρους τοΰ μελανθίου: ητοι κοινώς μαυρομυ-
ροδιας. Αυτοί οί σπόροι είναι φαρμακεροί, τρωγόμενοι με
τρίως προξενοϋσιν δπνον και σκοτισμόν, ο'ι όπερ τό μέτρον
προξενοϋσι θάνατον.
Μεταχειρίζονται εις την ιατρικήν τά φύλλα και ό πεπυ-
Χνομένος αυτών χυλός.
Δύναμις τών φύλλων. Αδυναμωτικά, ναρκωτικά και
φαρμακερά.
Μ ε τ α χε ί ρησ ι ς εσωθεν. εις την μανίαν, μελαγχολίαν,
(1) σπασμους καΐ έπιληψίαν.
£ξωθεν ειις φλογισμένος πληγάς και ειις τάς αιμορροΐδας.
Δ ό σ ι ς τοΰ χυ}οϋ από ενα κόκκον εως £ξ διαλελυμένου
"ίις τό νερόν.
Σημειωσις. Οπόταν φαρμακεύωνται οί άνθρωποι, η τά ζώα
με αυτό τό φυτόν, θεραπεύονται με τό δπιον και λαύδανον
έευστόν, τά όποϊα είναι άντιφάρμακα ειις αυτό. 1 ο είδών ς-ρα-
μόνια ευρίσκονται Ι Τό άνω ειρημένον. α τό άγριον. 3 τό ε-
ρυθροΰν. 4 τ0 τήϊ Αιγύπτου. 5 τό μαλιαρόν. 6 τό δενδρώ-
δες. η τό αίματοειδές.

(ί) II Μελαγχολία είναι πάθος ίυστηνον τοΰ άνθρωπου, προερχομένη απβ


τας πλημμύρας τϋς μελενης χολης. Οι μελαγχολικοί πάντοτε άγαποΰσι ττ.ν
ηαυχίαν καΐ μοναξίαν, άπο την μελαγχολίαν ερχονται αί εκφράζεις τις κά
τω κοινοί, ή υποχονδρία, τι μανία, το 5•.λχρι;ν καΐ ό θάνατος.
** € ρ υν μ ο^ β { ΛΛ α $ ο ν βι αχ,. ηΧ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 145

ί Στρύχνος μανιακός Ελληνιστί.


Εύθαλία, ή ώραία γυνη .... Νεολληνιστί.
ξ 21 3 ) Σόλανον και άτροπα βέλλα δόννα Λατινιστί.
Ι Μορελ φουριόζ " . » Γαλλιστί*
Βέλλα δόννα ίταλιστί.
Κιουζέλ άβράτ ότου Τουρκιστί.

(Κλάσις 5. Πεντάνδρισν.
(Τάξις Ι. Μονογύναιονί.

Φυσικοί καΐ χυμικο) αύτου χαρακτήρες.


όρα τό σχημα αυτοϋ ι^3.

Ο μανιακός ουτος Στρύχνος είναι φυτόν ένιαύσιον^ λέγεταΙ


καΐ Στρύχνγι καΐ Στρύχνον παρά τοϋ σοφοϋ Διοσκορίδου, καΐ
τρύχνος καί τρύχν/ι παρά Θεοκρίτω. αυτός λατινιστι βέλλ*
ίόννα μετωνομάσθη. διότι έ^ω καιρω οί Γάλλοι Ιλεηλάτουν
τα άνω μέρη της Γερμανίας, γυνη τις ώραία ενέβαλε ζωμόν
εκ τοϋ φυτοϋ τούτυυ εις τον οινον αυτής, και ποτίσασα τούς
Γάλλους, εφαρμάκευσε πολλους, πρός έκδίκησιν τις πατρίδος
άυτής, διό καΐ Βελλαδόννα μέχρι της σήμερον το φυτόν του
το λέγεται: 8 εστίν ώραία γυνή\
Αυτό τό φυτόν είναι διετές, ομοιάζει κατά πολλά μ« τάς
μιλζάνας κατά τά φύλλα και άνθη αυτοϋ, διά τοϋτο λέγεται
καΐ άγριομιλζάνα. Αυτό φύεται ά'γριον είς διάφορα μέρη της
Ευρώπης, καλλιεργείται καΐ είς τούς βοτανικούς κήπους αυ
τής πρός καλλωπισμόν αυτών. Οί χορτώδεις αυτοϋ βλαττοί
ειναι λείοι κλωνίφεροι και φυλλίφεροι. τά φύλλα αυτών είναι
ώολογχοειδή εως 6 δακτύλους τό μήκος καΐ πλατέα 3 μέ
χρώμκ κιτρινοπράσινον πρός την κάτωθεν έπιφάνειαν, με βα-
£8>.Χ 1ο Χ.
146 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

θυπράσινον πρός την άνω. Αυτά είναι όξέα, λεπτά, ίναλλάξ


κείμενα. Τά άνθη αυτών φύονται έκ των μασχαλών των φύλ
λων, αυτά είναι μεγάλα, χωνοειδή είς ειδος καμπάνας, υ,ο*
νοπέταλα μέ χρώμα ρυπαρόν καΐ ίοβαφές, η μελαγνρινόν.
6 κάλυξ αυτών είναι μονόφυλλος, διηρημένος είς πέντε.
οί καρποί των είναι βάκχαι τινες γέμουσαι άπό ύγρόν τι γλυ-
κερόν μεν, πλην φαρμακερόν. Αυται καταρχάς είναι πρασινω
πα! και στρογγυλα!, οταν ώριμάζουν δμως, φαίνονται στιλ-
πνομελαναι, ώς τά ώριμα κεράσια, πολλάκις τά παιδία άπα-
τηθε'ντα τρώγουσιν άπό αυτά καΐ ευθύς άποθνησκουσι, καθώς
φαρμακεύονται καΐ άπό τάς βάκχας της μανδραγόρας. βθεν
πρέπει εκαστος να φυλάττεται άπό αυτό το φυτόν, τό όποίον
ξηρανθέν μεταχειρίζεται είς την ίατρικηΥ
Δύναμις. Αδυναμωτικόν.
Μετα χεί ρησ ις. Είς σθενικάς θερμας, είς φλόγωσιν
τοϋ λάρυγγος και φάρυγγος, είςάποπληξίαν, μανίαν, ύδροπι-
κίαν καΐ άμαύρωσιν.
Δ 6 σ ι ς των φύλλων. είς σκόνην άπό ενα κόκκον εως 4 μ^
την ζάκχαριν.
Σημείωσις. β5 είδών Σόλανοι ευρίσκυνται: ητοι στρύχναι
τό γλυκύπικρον, τό μέλαν, τό φραγγοστάφυλον, η μανδρα
γορα κ.τ.λ.

(1) λμαύρωσις λεγεται ί τελεία σκο'τΥΚτις καΐ παντελης αβλεψία τοΰ αν


θρώπου. Τά αίτια τοϋ πάθους τούτου είναι αΐ χολαΐ, ΐ νέκρωσις τοϋ όπτι
κου νεύρου καΐ τά πάθη της ψυχΐς. Είναι αδύνατον νά ίατρευθίί αύτο το ττοί-
θος. Μέ τ6 έυ,ετικον ρο'νον ίύναται νά ώφελτ,θγί 6 πάσχων, πίνων σ"ίς, ΐ
τρΐ{ τοϋ ετους, ουχί 2[/.ως βεβαΐως, προ τις πράξεως τοϋ καταρράκτου των
οφθαλμών, ό ϊατρός άλείφει ολίγον τους όφθαλμούς με το χο'ρτον τοϋτο οι*
νά άνοιχθίί Λ κο'ρη τοϋ όφθαλ[«ί.
<£εί>γρ•£ νΛνΗ.υπϊ.ΗίΟΟ' ςτϊ\. 17ψ •
ΪΙΡ0ΣΗΡΜ0ΣΜΕ3ΝΙΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΛΤΡΙΚΗΝ ί4?

' Στρύχνος γλυκύπικρος . Ελληνιστί.


Γλυκύπικρον Νεοελληνιστί.
Ι Σόλανον δουλκαμάρα . . Λατινιστί.
5. *ι4 ,Μορέλ δού άμΙρ .... Γαλλιστί.
Αουλκαμάρα ίταλιστί.
Γιαμπάν γιασιμί .... Τουρκιστί.
(Κλάσις 5. Πεντάνδριον.
(Τάξις Ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί κα« χυμικοί αυτου χαρακτήρες


δρα το σχήμα αυτοϋ 1^4-

Ο Στρυφνος ούτος ό Γλυκύπικρος ειναι χαμόκλαδον τι πο-


λύζωον' άπό τό γένος των ίασημίνων, αυτίι φύεται κατά τούς
δροσερούς φραγμούς και σκιαρούς τόπους δλης τής Ευρώπης,
και μάλιστα περί τούς αυλακας και ρύακας τής Ελλάδος,
καλλιεργείτοι και είς τους κηπους αυτής προς καλλωπισμόν
αυτών, δπου άνθεί πρός τόν ίούλιον και Αυγουστον μήνα.
Οί βλαστοι τοϋ φυτοϋ τούτου είναι λυγιστοι, λείοι, κυλιν
δρικοί, έρπετώδεις, στρεπτοί, φυλλίφεροι καΐ μακρείς άπο
,πέντε έ'ως δέκα πόδας. τα φύλλα των είναι εναλλάξ κείμενα,
ποδίφερα, καρδιόσχτμα, η ώολογχοειδή, ληγοντα είς οξύ,
μακρά εως τρεις δακτύλους καί πλατέα δύω, μέ χρωμα ά-
νοικτοπράσινον *αΐ ώραΐον. τα έπίφυλλά των είναι αντικεΐ
μενα και μικρά. Τά άν6η αυτών έξέρνονται εναλλάξ έκ των
γωνιών τών φύλλων αυτών. Αυτά κείνται βοτριδον είς είδος
σταφυλής μέ ποδία χωριστά κρεμάμενα άπό τό κοινόν πο-
δίον αυτών. Αυτά τά άνθη είναι ώραία μέ χρώμα κυανοπορ-
φυροϋν καΐ λαμπυρόν, τά πέταλα τών όποίων είναι πέντε έλ.
1ο
1 48 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

λειπτικά, $ ώοειδή, τά στάγματά των ειναι πεντε μέ τάς άν»


θέρας αυτών χρυσοκιτρι'νας καΐ ωραίας, με ίνα μόνον πιστύ-
λον. Ο κάλυξ αυτών είναι μονόφυλλος, υμενώό\]ς, καΐ ό\?-
ρημένος είς πέντε τομάς αμβλείας. ό κάλυξ αυτός κρατεί
μίαν ώραίαν βάκχην, ώοειδή, με χρώμα κοκκινωπόν, ίι I-
ρυδρομελαγχρινόν. Αυταΐ αί βάκχαι περιέχουσιν ύγρόν τι πι-
κρώτατον, η γλυκύπικρον. Οί σπόροι αυτών είναι μικροί καΐ
ερυθρομελαγχρινοί, δλον το φυτον τουτο είναι ώραΐον, έν ώ
είναι πεποικιλμένον με τα ά'νθτ] αυτοϋ καΐ με τάς βα'κχας του,
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν οί βλαστοί αυτών εις
σκόνας καΐ είς κόχλασμα.
Δύναμις των βλαστών. ά&υναμωτικοί.
Μ εταχεί ρ η σι ς. είς τι'ιν άμηνορροίαν, είς την ν,ιτρι-
νάδαν, εις πάθη τοϋ δέρματος (ι), είς τους ερπετας και είς
τούς ρευματισμούς
Δόσις τών βλαστών. από δράμια 4 'ωί 8 είς νε-
όόν βρας-ον δράμια 1 5ο δια να μείν/) τό νίμισυ καΐ να
πίνεται είς ^4 ωρας.

(ΐ) Πάθη τοδ δέρματος είναι διάφορα: δηλαδη σπυρία, έξανβη'ματα,


φλογώσεις, ερπετες, έξοχάδες, κνησμοί φαγοϋραι καΐ άλλα τοιαύτα, τά
όποια προέρχονται είς τον άνθρωπον ά-π'ο κακους χυμοΰς τοϋ σώματος αυ
των, οι όποιοι αύξάνουσι μέ την κατά/ρησιν τών φαγητών καΐ πιοτων,
με την λύπην καί πίκραν, κα! με την ταραχην της ψυχης, καΐ με την
πλημύραν τις χολης, πολλάκις καΐ μέ τον μολυσμόν τών γαλλικών πα
θών. Είς όλα αυτά τά πάθη ωφελεί το πικρον τοϋτο φυτόν, Ινωμένον με
ίλλας πικρας ρίζας, πικραλίδων, σπαραγγίων, άρκείων καΐ άλΛων όμοίων
β,ύτών.
Σςυ^αί ΒεχΛ^υΙκο^ 9φ\.ί7ά>.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 49

'Στύραξ Βενζωϊκός . . Ελληνιστί.


Μοσχοθυμίαμα . . . Νεοελληνιστί'
ν Ι Στύραξ Βένζωϊν . . . Λατινιστί.
Βενιοιν . Γαλλιστί.
Βενζωΐνο. . . . . . . ΐταλιστί.
Μπουχουρί μεριγέμ . Τουρκιστί.

ίΚλάσις ι ο. Δεκάνδριον.
Τάξις ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτοί χαρακτήρες.


Ορα το σχημα αύτοϋ 175.
.. * ..
Το μεγάλον τοϋτο δένδρον τοϋΣτύρακος είναι δένόρον πα-
λύζωον, αυτό φύεται είς τό βασίλειον τοϋ Σιάμ των Ινδιών,
είς τάς νησους ίάβαν καΐ Σουμάτραν καΐ άλλαχου-.
Δια πολυν καιρον οί βοτανικοι ησαν είς άμφιβολίαν, ποίον
δένδρον εδιδε τό μοσχοθυμίαμα, τώρα είναι βεβαιωμένοι ο
τι, αυτό τό δένδρον δίδει αυτό τό ευωδέστατον μοσχοθυμία
μα, τό όποίον ομοιάζει κατά την όσμήν μέ τον Στύρακα της
άγορας. τό βένζωϊ δμως εχει μίαν ευωδίαν πλέον αρωματι
κών και ήδονικην.
Λέγεται, ότι 6 μέγας Αλέξανδρος, παιδίον ον, εβανε πο-
λ», μοσχοθυμίαμα είς τό θυμιατηριον των θεών αυτοϋ, οί Ιε
ρείς αυτών φειδόμενοι την δλην ταύτην, του ελεγον, όπόταν
Αλέξανδρε, κυριευσης τούς τόπους τοϋ θυμιάματος, τότε να
καίης περισσότερον, ό σοφός ηρως δεν άλησμόνησε τόν λόγον
των Ιερέων, άλλα κυριεύσας την ίνδίαν καΐ τάς νησους αυτών
επεμψε πλουσΐοπαρόχως τό θυμίαμα είς την Μακεδονίαν,
συμβουλεύων τούς ίερείς εκείνους να βάλλωσι πολυ θυμίαμα
1 5ο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

διότι έκυρίευσε πλέον του; τόπους τφν θυμιαμάτων και τω*


αρωμάτων.
Αυτό το δένδρον ίιψοϋται ώς μία Δρυς μεγάλη, τα φύλλα
του είναι επιμη'κη, όξέα, προς τήν κάτωθεν έπιφάνειαν
τριχωτά. Τα άνθη αυτών είναι κιτρινοκόκκινα, σφαιροειδή'
και ώραΐα κείμενα προς τα άκρα των κλώνων είς είδος στα
φυλης. ό καρπος αυτών είναι σφαιροειδής και μελαγχρινός
με φλοιάν σποδοειδή.
Τό ξύλον τοϋ δένδρου τούτου είναι είίχρηστον καΐ προς κα
τασκευην οίκιακών σκευών. Τό δένδρον τοϋτο οί έκείσε κά
τοικοι το σχίζουσι προς ορθάς και ίκ των τομών αυτών έκ-
ρέει ρευστόν τι, τό όποίον πηζει είς τήν άτμοσφαΐραν, καΐ
αυτό είς την άγοράν ονομάζεται βένζωϊ κ*ί μοσ/οθυμίαμα.
Τό μοσχοθυμίαμα, τό όποίον μας ερχεται άπό τας Ινδίας
είναι είς χονδρά κόμματα στερεά, ςηρά, θραυστά με τους
δακτύλους, συνθεμένα άπό μέρη λαμπυρά, μελαγχρινά, η κι
τρινωπά, δσον είναι λευκά περισσο'τερον, τόσον εχουσιν όςεα
μόρια, αυτη ή ριτη'νη περιέχει πολυ όξυβενζωϊκόν, ιό όποίον
κρατοϋμεν [ιέ τό καύσιμον είς τά χάρτινα χωνία, ε*£ ου γίνον
ται τά άνθη του μοσχοθυμιάματΟς. Τόσον τά άνθη, όσον καΐ
τό μοσχοθυμίαμα μεταχειρίζονται είς την ΐατρικήν και οΐκο-
νομίαν, τά όποια διαλύονται είς τό πνεϋμα του οινου.
Δύν.αμις. κεντιστικά καΐ δυναμωτικά.
Μεταχεί ρησις. είς θυμιαματων εκκλησιών καΐ οίκιών.
Σάμείωσις. Δύω είδών βένζωϊ είναι είς την άγοράν, εκείνα
με τά μεγάλα σπυρία λέγεται βένζωϊ άμυγδαλοειδές.
/
Ι, υ υ ο α.1 Ρευστός σνη ΙΊ 0.
ΠΡ0ΣΗΡΜ0ΣΜΕ3ΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚΗΝ ΐδΙ

'Στύραξ ρευστός Ελληνιστί.


, Αικουϊδάμβαρ ς-υρακίφλουα Λατινιστί.
- ρ / Αικουϊδάμβαρ δι Αμερίκ . Γαλλιστί.
1 Στοράτσε Αίκουϊδο . , . Ιταλιστί.
Καρά κιουνλούκ Τουρκιστί.

(Κλάσις 21. Μονοοίκιον.


(Τάξις η. Πολυάνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοι αυτου χαρακτήρες,


δρα το σχημα αυτοϋ 176.

Ο Στύραξ ουτος είναι δένδρον πολύζωον,. το όποίον, φύεται .


εις πλήθος εις τάς όνωμένας επαρχίας της Αμερικής, είς την
νέαν ίσπανίαν, είς ττ,ν Βιργινίαν και Μεξικόν Βασίλειον, οπου
άγαπα να τρέφεται είς τόπους νοτειρούς, υγρούς καΐ βαλτώ
δεις. αυτό τό ώραΐον δένόρον διατηρείται τανϋν είς τόν ώ
ραίον βοτανικόν κήπον τις Παυί'ας. Ο κορμός του δένδρου
τουτου ειναι χονδρός, κλωνίφερος δπερΟεν, ίςιος• και ορθιος,
προς τήν κορυφήν σχηματίζει μίαν πυραμίδα ώραίαν, αυτός
δψοϋται εως 4° πόδας και έπέκεινα, όμοιάζει σχεδόν με
μίαν ώραίαν πλάτανον. ΟΊ κλώνοι αυτοϋ είναι κυλινδρικοί,
γλαυκοί, κοκκινωποί, τρυφεροι οντες. Τα φύλλα αυτων είναι
εναλλάξ κείμενα, ποδίφερα, χειροειδή, ώς ή παλάμη της
χειρός, διηρημένα είς πέντε ενίοτε και είς επτά λοβούς Ιπιμη'-
κεις, όςείς , και άνοικτούς, άπλοϋς ολίγον, οδοντωτούς προς
τα ακρα. Αυτά τά φύλλα ειναι πλατέα σχεδόν ώς ί παλά
μη, πράσινα πρός τάς δύω επιφανείας, γλίσχρα εΥκαιρώ θέ
ρους , με τά εξωθεν νεϋρα τριχωτά με πολλάς τρίχας πρός
τάς γωνίας αυτών.
1 5* ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Τα άνθη φύονται πρός τάς άρχάς τής άνοίξεως, κείμενο*


βοτριδόν είς τα ποδία αυτών μικρότερα τών φύλλων. Τα μι-ι
κρά άρρενα άνθη κείνται κωνικώς τριγυρισμένα μέ τινα φυλ-
λάρια, χωρίς κάλυκα και πέταλα. τα θη'λυα κείνται κοουιΛ-
βοειδώς, υ) σφαιροειδώς, τριγυρισμένα μι πέντε, η |ξ φυλλά-
ρια. Ο κάλυξ αυτών είναι είς είδος χωνίου καΐ είναι δίανθον
χωρίς στέφανον του άνθους. οί καρποί αυτών είναι δύω θη»
και σφαιρικαί καί άκανθωταΐ με πολλούς σπόρους. Αυτδ τό
ίόραίον δένδρον, σ^ιζόμενον καΐ χαραττόμενον το θέρος εκδί
δει μίαν ριτη'νην ρευστήν με όσμήν ήδονικην, και ευώδη, ή
όποία έχει γεΰσιν δριμείαν και άρωματικήν, τό χρώμα της
Οποίας είναι μελαγχρινόν, και αυτη ή ριτηνη πηζει είς την
άτμοσφαίραν όλίγον καΐ ουτω πωλείται είς τήν άγεράν είς ο
νομα του Στύρακος ύγροϋ (λίκουϊδου). ίΐ ριτηνη αύτη έχει
όσμην ευώδη, ευχάρις-ον καί ήδονικην, αυτη διαλύεται είς
τό πνεύμα τοϋ οίνου, τόσον τό πνεΰμα αυτό, δσον καΐ ή ριτη'-
νη μεταχειρίζονται εις την ΐατρικήν είς σκόνην, 5) διαλυμε-
νην είς πνεύμα τοϋ οι νου.
Δύναμις τοϋ πνεύματος αυτης. Κεντιστικόν, δυνα-
μωτικόν καί έρεθιστικόν.
Μεταχείρησις εξωθεν. είς άσθενικάς παραλυσίας,
είς άδυναμίαν τών μελών; δηλ. χειρών καΐ ποδών, καί εις
άλλα πρη'σματα.
Δ ό σ ι ς. Οσον αρκεί.
Σημείωσις. 3 είδών Στύρακες είναι. Ι ό ρευστός Στυ-
ραξ. α ό βενζωϊκος. 3 ό κοινός, " όφφιτσινάλε καλουμενος,
ό όποίος φύεται είς την Ασίαν καΐ Μακεδονίαν, ή ριτήνη <τψ*
όποίου λέγεται καλαμιτάτ)ΐ,
ϋ καιιινομ.οοεα
τ 77
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 5$

Συκαμινομορέα Ελληνιστί.
Συκαμινέα μαύρη .... Νεοελληνιστί.
, Μόρους νίγρα Λατινιστί,
; (Μουριέρ νοάρ Γαλλιστί.
1 Μορόνε καΐ ζέλσο νέρο. . ίταλιστί.
ι^Καρά δουτ άγατσι . . . Τουρκιστί.

(Κλάσις αϊ. Μονοοίκιον.


| Τάξις 4. Τετράνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοΐ αυτής χαράκτή ρες-


Ορα τό σχήμα αυτής Ι 77.

6 Συκαμινομορέα (ι) και ή Συκάμινος είναι δένδρα με


γάλα καταγόμενα από τήν ΐίερσίαν, ταν'ϋν καλλιεργουνται
είς δλα τα μεσημβρινά μερη της Ευρώπης. Είς τήν Ελλάδα
φύονται είς πλήθος, μάλιστα είς τήν άρχαίαν Σπάρτην, οπου
άνθοϋσι πρ&ς τήν Απρίλιον και Μάϊον μήνα. λέγεται Συκα
μινομορέα τό δένδρον τοϋτο, διότι τά φύλλα αυτοϋ όμοιάζου-
σι με τά φύλλα της Συκής. οί δΐ καρποι ίμοιάζουσι τά συ
κάμινα των λοιπών συκαμινων. Μόρα λέγονται οί μελανοί
καρποί αυτής τής Συκαμινέας, από το Δωρικον, διότι εκεί
νοι τό μήλον, και μάλον μόρον ελεγον. Τό δένδρον τοϋτο υ-
ψοϋται Ιως 1 5, $ και 20 πόδας. Ο κορμός του είναι χονδρός,
σκληρός, στρεπτός. κλωνίφερος. Οί κλώνοι του ειναι εγκε~
κλιμένοι, πολλότατοι, έμπεπλεγμένοι, φυλλίφεροί, σκληροί,
τραχείς, με χρώμα μελαγχρινόν, τά φύλλα αυτών είναι καρ-
διόσχημα, ωοειδή, ποδίφερα, λοβοειδή, άνωμάλως οδοντωτά,
τραχέα μέ πολλάζ έσωχάς και εξωχάς, όξέα, πρός τάς κρρυ-

(ΐ) Η Σοκομορέα διαφέρει άπο την ϊ^καρ-ινομ-οριαν ζαί αύται «ιναι /


ι:ίών.
ϊ54 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

φας, ενίοτε είναι άλοβα, καΐ άλλοτε με πέντε λοβούς. Αυ


τά είναι δυνατώτερα, χονδρίτερα καΐ νευρωδές-ερα των λοι
πών Συκαμινων. Τα άρρενα αυτών άνθη, εχουσι κάλυκα διη,-
ρημένον βαθέως είς τέσσαρα μέρη, ό στέφανος του άνθους
αυτών ελλείπει, τα θηλυα άνθη εχουσι τον κάλυκα αυτών
οινιρημένον είς τέσσαρα φύλλα, χωρίς στέφανον του άνθους.,
ό λάλυξ αυτών είναι βάκχη τις, γέμουσα άπό πολλους καρ
πούς. Η βάκχη αύτη είναι ώοειδής, $ στρογγυλή, ?ι έπιμή-
κης. Εκαστος σπορος περικυκλοϋται άπό παρέγχυμα τι μυ-
ςώοες. Τό, πρώτον όξύτατον, μετά ταϋτα μεταβάλλεται εις
γλυκυρον καΐ γλευκώδες και μελαγχρινόν, $ πορφυρόχροον,
και ώραίον, μ! τό όποίον αΐ γυναίκες τών παλαιών εχριον
τάς παρειάς αυτών και τό πρόσωπον δια νάφαίνωνται ώοαϊαι.
Αί βάκχαι αύται, αΐ όποϊαι κοινώς μοϋρα καΐ μόρα λέγονται.
?χουσι γεϋσιν νόστιμον, ύπόξυνον, εκ τών όποίων κρατοϋμεν
τό εκχύλισμα αυτών. Τόσον οί καρποί, δσςν και τό εκχύλι
σμα μεταχειρίζονται]πρ6ς ώφέλειαν τών άνθρώπων.
Δ ύν α μ ι ς τών καρπών., δροσιστικοί.
Μ ε τ αχείρησις. είς τάς άφθας τών παίδων, (α) εις
την κυνάγχην είς την άφωνίαν και είς τόν βράγχνον.
Δ ό σ ι ς. Οσον φθάνει διά να κάμωσι γαργάρισμα πολλάκις.
Σημείωσις. 1 4 είδών Συκαμινέαι ευρίσκονται. Ι ή άνω
είρημένη. 2 ή λευκή Συκαμινέα. 3 ή ίταλική-. 4 ί κοκκίνη.
δταν οί Μεταξοσκώληκες τρώγωσι φύλλα της Συκομορέας,
τότε αυτοί δίδουσι τό καλλιώτερον μετάξι. η 5 συγγραφείς
?ως τώρα κατέγραψαν δί αυτά τά. ευλογημένα δένδρα του
κόσμου.

(2) Αί λφθαι ε'ναι [/.ερικαΐ ΙιποΧεοκκι φύσκαι είς τΐν γλώσσχν, νι »«?*-
νίσκον καί το στόρκ τών βρεφών.
ώ ίε αφωνία είναι ΐ ίλλειψις τις φωνΐί τοϋ άνθρώττου.
Σ υ κη
ΙΠΡΟΣΗΕΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚΗΝ 1 55

;Συκη ........ Ελληνιστί.


1 Συκιά Νεοελληνιστή
ϊφύκους κάοικα . . . Λατινιστί.
§.
. 210 <ΙΦυγουβρ
, . . . _
κομμουν ....
Γαλλιστι.
Ι φύκο ίταλιστί.
\ίντσίρ άγατσί .... Τουρκιστί.
ίΚλάσις 23. Πολυγαμία.
( Τάξις α. Διοοίκιον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες,


δρα το σχημα αυτης 1^8.

ή κοινη Συκή είναι δένδρον πολύζωον και γνωστον είς τον


κόσμον. Αυτί) φύεται είς δλα τα θερμά κλίματα της Δβίας
και Ευρώπης, καΐ μάλιστα είς την Ελλάδα εις την έπαρ-
χίαν της Μεσσηνίας φύονται συκαΐ είς πληθος, οπου άνθοϋν
πρός τον ϊούνιον μηνα. Ο κορέος της συκής είναι μετριως
χονδρός, υψοϋται έως 2ο, η α 5 πόδας. Αυτοί είναι κλωνί-
φεροι, πολλάκις ς-ρεπτοί και άδύνατοι. ή φλοιά αυτοϋ είναι
μελαγχρινή, τό ξύλον του είναι ύπο'λευκον, σπογγώδες μέ
γαλακτώδες όγρόν, το όποίον ευρίσκεται είς δλον τό δένδρον
της Συκης.
Οί κλώνοι της Συκης είναι πλαγιασμένοι, αδύνατοι,
τραχείς, φυλλίφεροι και πολλοί. Τα φύλλα αυτών κείνταί
εναλλάξ, είναι ποδίφερα, μεγάλα, χειροειδή, είς είδος πα
λάμης, διηρημένα είς τρεις, $ είς πέντε λοβούς αμβλείς, οί
τρείς των όποιων είναι μακρύτεροι καΐ οί λοιποί κοντοι. Αυ
τά τά φύλλα είναι πράσινα, όδοντωτά ολίγον, δυνατά, τρα-
χ έα είς τήν άφην με πολλάς τρίχας προς την κάτωθεν Ιπ,ι-
φάνεΐαν. Τά άνθη έξέρνονται εκ τών γωνιών τών φύλλων,
ν.αΐ αυτά δέν είναι άλλο, παρά περικάρπιόν τι είς ειδος βάκ*
1 56 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

χης, μέ πληθος σπάρων. Ανθη φανερά δέν φαίνονται, διότι,


αυτά ειναι κεκλεισμένα μέσα είς το ίδιον περικάρπιον. Τά
αρρενα άνθη είναι δλιγώτερα και κείνται είς τον όμφαλόν τοϋ
συκου, τά δε θηλυα είναι περισσότερα και γεμίζουσιν δλον,
,.αυτό τό περικάρπιον, αυτό καταρχάς είναι κεκλεισμένον,
Σκληρόν, λευλόν , υστερον αυξάνει καΐ γίνεται μεγάλον ίσον
με μηλον μικρον, τό όποίον λέγεται σϋκον. τά σϋκα ταϋτα
είναι διάφορα, άλλα μικρά καΐ άλλα,μεγάλα, άλλα λευκά και
αλλα κόκκινα, $ μελανά, η μελίχροα. έσωθεν είναι γέμοντα
άπό παρεγχυμα μελώδες, γλυκυ και ήδονικόν. Οί σπόροι
των σύκων είναι λεπτοί, στρογγτλοί και σκληροί, κάθε άνθος
θηλυκόν κάμνει ενα καρπόν, άπαντες ένωθέντες εσωτερικώς
καΐ κλεισθέντες άποτελοϋσι τό ώραΐον σϋκον τί,ς συκης.
Πολλλάκις τά άρρενα άνθη της συκης και τά θη'λυα κείν
ται &ίς την ίδίαν συκην, ενίοτε ομως τά άρρενα ευρίσκονται
είς μίαν συκην και τά θη'λυα είς άλλην, καΐ τότε οί άνθρω .
ποι πέροντες τούς καρπούς της αγρίας Συκης, όρινούς καλου
μένους, τούς κρεμώσιν είς τηνθη'λυαν Συκην, και τότε έκ του
των έγκαστρωθέντα τά θηλυα άνθη, γεννώσι τά ώραία σϋκα.
Δ υ ν α μ ι ς. Τά ευλογημένα αυτά σϋκα, είναι μεν γλυκά,
νόστιμα, και θρεπτικά, πλην είναι βαρέα, και *ακοχώνευτα.
Μεταχείρησις. εσωθεν είς τον βΐχα και βραγχνά-
ραν καΐ είς φαγητόν των άνθρώπων. εξωθεν είς πρη'σματα.
Σημείωσις. 29 είδών σϋκα ευρίσκονται, λευκά, μελανά,
κόκκινα, μελίχροα, μεγάλα, είναι καΐ εν είδος συκης, τό ό
ποίον δίδει τά σϋκα της προς τόν ίούνιον καΐ ίούλιον μηνα.
Τα σϋκα ταυτα οί άνθρωποι πολλάκις τά ξηραίνουσιν είς
τούς φουρνους, η τά γεμίζουσιν εσωθεν άπό άμύγδαλα. Είς
την Μεσσηνίαν γίνεται έμπόριον άξιόλογον των συκών. τά,,
«ϋκα της Σμύρνης και Μιττυλίνης είναι τά καλλιώτδρα.
Ευοιγζ Λ^λα] ψΦ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 5"7

Συρίγκα .) . , . Ελληνιστί.
Πασχαλιά Νεοελληνιστή
Ι Συρίγκα . Αατινιστί.
5• 219(Λίλαξ . Γαλλιστι.
' Λί'λιξ . . ϊταλιστί.
. Λαίλακΐ . Τουρκιητί
(Κλάσις α. Λιάνδριον.
{Τάξις 1. Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες^


6ρα το σχημα αυτης 179•
Το ώρα-'όν τοϋτο φυτον εΐ•. ι χαμόδενδρ^ν πολύζωον, τό
όποΐον Φυ. ;αι εις την Ασία καί εις την Ευρώπην. Πριν της
έπαναστάσεως τών έλλήν-Λν, οί Τοϋρ-'.οι της Τριπόλεως τοϋ
Μωρέως και άλλαχοΰ, έκαλλιεργοϋσαν μεγάλως αυτό το ώ-
ραϊον δένδρον, το όποϊον αί γυναϊκες αυτών ύπερηγάπουν τό
τε. αυτό το χαμόδενδρον δίδει εις φως τά ώραϊα καΐ ευώδη
αυτοϋ άνθη, την πρώτην άνοιξιν, καΐ μάλιστα προς τό άγιον
Πάσχα τών ^Χριστιανών, διό καΐ Πασχαλια, τά άνθη τοΰ
χ#μοδένδρου λέγονται. Αυτό άγαπα τόπους δροσερους και
κοπρώδεις. Οι κορμοί του είναι δύω, $ τρείς, η καΐ περισ
σότεροι, αϋτοι είναι ορθιοι, λεϊοι, κλωνίφεροι, αντικειμενοι,
ολίγον ςφεπτοι, υψοΰνται εως δέκα πο'ύας. Οι κλώνοι αυτών
είναι λεπτοί και μικροί, εξ αιτίας, δτι κατ' έτος κόπτονται
με τά άνθη και φθειρονται. Αυτοί είναι εγκεκλιμένοι, ένίοτε
συνεσταλμένοι, και φυλλίφεροι. Τα κάτωθεν φύλλα αυτών
είναι καρδιόσχημα, όξέα προς την κορυφην, αντικειμενα, πο-
δίφερα, πράσινα προς την άνωθεν Ιπιφάνειαν, και υπολευκκ
προς τήν κάτωθεν. τα ΰπερθεν φύλλα ειναι μικρ*> |λλε'πτ"
ί58 Β0ΤΑΝ1ΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κά, εναλλάξ κείμενα και είς είδος πτέριδος. τά άνθη αυτών


φύονται αντικρυ των φύλλων, τά όποία κείνται βοτριδαν είς
είδος σταφυλης.
Ο Πάνσοφος Θεός έστόλισε καταρχάς τον όρίζοντα μ*.ϊ
με παν είδος δένδρων καρπίμων τε καΐ άκαρπων, ων τό σπέρ
μα έν αυτοίς κατά γένος, ώστε να διατηρηθίί ή γενεά αυτών
αίωνίως. Τινές κάκις-οι τών άνθρώπων, εχθροί τοϋ Θεοϋ καΐ
της άνθρωπότητος, δυσαρεστούμενοι είς τά ποιήματα τοϋ
Θεοϋ, και ήδυνόμενοι εις τάς κακίας αυτών, κτυπουν, κόπτουν
και έςωρρίττουσι τά ευλογημένα ταϋτα δένδρα τοϋ κόσμου
καθώς ποτε οί Σπαρτιάται είς τάς Αθήνας και οί Αραβες είς
την Μεσσηνίαν. Τοιουτοι εχθροί τοϋ Θεοϋ ευρίσκονται και
την σήμερον, οί όποίοι κόπτουσι την νύκτα τά έλαιόδενδρα
καΐ τάς άμπέλους τών γειτόνων αυτών, τούς όποιους ή θεία
δίκη,καί οΕ νόμοι της δικαιοσύνης δέν θέλουν λείψειν νά τούς
παιδεύσωσιν.
Οί άνθρωποι πρέπει νά στολίσωσι την γην μέ κάθε είδος
φυτών, και ουχί νά χαλάσοισι τά εργα τών εναρετων άνδρών.
Είναι εντροπή μεγάλη είς τον άνθρωπον νά εχη γαίας καλάς,
η1 περίβολον καΐ κηπον, νΐ καΐ αυλην εύρύχωρον καΐ νά μην
φυτεύη δένδρα καΐ κλίματα εις αυτά διά νά στολίση την ί-
οιοκτησίαν του, νά χορταίνη ένταυτω και άπό τους καρπούς,
νά δίδη καΐ είς τόν πλησίον του, όπότε θέλει, άλλά νά κλέ
πτη τους καρπούς τών γειτόνων του, καΐ έως τά υστερα νά
ατιμάζεται, καθώς πολλοι τό παθαίνουσι.
>'
ε*;
5ζ'"ί ΜασΓΐνόΙίν5οον ι ™ ϋΟ*
ΊϊΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ. 1 59

'ΣχΤνος -. Ελληνιστί.
Μαστιχόδενδρον . . . Νεοελληνιστί.
Πιστάκια λεντίσκους Λατινιστί.
ξ. 220
ΙΠιστακιέρ λεντίσκ . Γαλλιστί.
Αλπερο δΐ μάστιτσε . ίταλιστί.
Σακίζ άγατσί .... Τουρκιστί.

(Κλάσις 22. Διοοίκιον.


(Τάξις 4; Τετράνδριον.

Φυσικοι καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρεζ


,δρα το σχημα αυτο» 1 8ο.

6 Σχίνος ουτος είναι δένδρον πολύζωον και άειθαλές, το


όποίον φύεται είς την Βαρβαρίαν, εις τήν ίταλίαν, είς τά με
σημβρινά μέρη της Γαλλίας και Ισπανίας, καΐ είς τάς νησους
τοϋ αρχιπελάγους, εξαιρέτως δε είς την νησον Χι'ον, δπου
καλλιεργείται με μεγάλην έπιμέλειαν. είναι μερικά χωρία
της Χίου μαστιχοχωρία καλούμενα, οί κάτοικοι των όποίων
καλλιεργοϋντε-ς τά μαστιχόδενδρα δέν επλ/ρωναν φορον και
δόσιμον είς την Τουρκικών Διοίκησιν, ειμή μόνον, δσον μα-
στίχιυν έσύναζον τό επωλοϋσαν είς την Κωνσταντινούπολιν,
επειδή και αυτό τό μαστίχι της Χίου είναι κατά πολλά ά-
*γαπητόν είς τάς γυναίκας των Οθωμανών, αί όποίαι άκατα
παύστως μασσοϋσιν αυτό ένωμένον με λευκόν κηρίον τνίς αγο
ράς. Ο κορμός του Σχίνου τούτου εχει όσμήν ευώδη, είναι
χονδρός, υψοϋται Ιως 1 5 πόδας, αυτός είναι ς-ρεπτός ολίγον,
και κλωνίφερος. Τό ξύλον του είναι σκληρόν, ή φλοιά του εί
ναι τραχέα, μελαγχρινή, ν.ατες-ιγμένη μέ σπυρία τινά σκλη
ρά. Οί κλώνοι αυτοϋ είναι άπειροι, στρεπτοί, περιπεπλεγμέ*
Ι6θ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

νοι, [Λ.5 φυλλα πολλά, τα όποια είναι γλαυκά, άντικείμενα;


ενίοτε εναλλάξ κείμενα, σκληρά, χλωμά κάτωθεν, άνωθεν
ίχουσι χρωμα βαθυπράσινον, είναι ποδίφερα, πτεροειδη,
λογχοειδή, ενίοτε άμβλεία, η όξέα με οκτώ φυλλάρια. Τά
άρρενα άνθη άνοίγουσι προς την άνοιξιν καΐ είναι μικρά, κεί
μενα είς είδος ς-αφυλης, έγκεκλιμένα, και κεκλεισμένα. Ο κά-'
λυξ αυτων είναι σμικρότατος, διηρημένος είς πέντε. Τά ς-άγ
ματά των εχουσι τάς άνθέρας αυτών πορφυρας καΐ διλόβους.
Τα θηλυα άνθη είναι δμοια κείμενα είς είδος σταφυλης. Ο
κάλυξ αυτών είναι πεντάφυλλος. Ο καρπός των είναι βάκχη>
τις κοκκίνη καταρχάς, μέ την ώρίμανσιν αποβαίνει μελαγχρι-
νή καί μαυροδερά, είναι φαγώσιμος. και γλυκυρά.
Κατά τάς θερινάς τροπάς τοϋ ηλίου, όποτε είναι ζές-η με
γάλη ς-άζει Ιξ αυτομάτου, η χάραττομένων τών κορμών τον
2χίνου τούτου, πολυ ριτηνώδες υγρόν ύπόλευκον, η ύποκίτρι-
νον^ καΐ συναζόμενον προς την ρίζαν του δένδρου είς βοθύ-
νους, έπιταυτοϋ πεποιημένους είς την γην, πηζει είς την άτ-
μοσφαϊραν και συναζόμενον άπο τους κατοίκους πωλείται είς
την άγοράν, Οπό του όνο'ματος μας-ίχη της Χίου, η της Ανα
τολης (του λεβάντε). αυτό το μαστίχι έχει όσμην ηδονι
κών καΐ γεϋσιν γλυκυράν καί νόστιμον.
Δ υ ν α μ ι ς. Ολίγον δυναμωτικη'.
Μετ αχε ί ρ. εσωθεν. Αΐ γυναίκες της Ασίας καΐ έλλάδος,
μασσώσιν αυτό τό μας-ίχιον, διά νά διασκεδάσωσι καΐ να κα-
Φαρίσωσι καΐ τούς οδόντας αυτών άπό τήν ρυπαρο'τητά των.
εξωθεν. ενώνεται με άλλας ριτηνας και γίνεται εμπλας-ρα.
Σημείωσις. Η μαστίχη Ιμβαίνει είς τάς βερνίκας τών ζω
γράφων, είναι άναγκαία είς την λίθογραφίαν καΐ είς διάφορα
άλλα πράγματα, Είναι καΐ άλλο είδος Σχίνου τοϋ Δτλαντί-
κοϋ ορους, και 3 τό Τερέβινθον καλοόμενον.
$*-;
Τεοεέινύδα (τνη ί$/
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ 16ΐ

/Τερεβινθεα .... Ελληνιστί.


ΙΤσικουδιά Νεοελληνιστί.
Πιςνχτσιατερεβίνθους Λατινιστί.
ΤερεβίνΟ Γαλλιστί.
Τερεβίντο Ιταλιστί.
^Τερεμεντίν άγάτσ . Τουρκιστί.
(Κλάσις ιι. Αιοοίκιον.
(Τάξις 4. Τετραδυναμία.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες*


Ορα το σχημα αυτης 18Ι.

Η Τερεβενθέα είναι δένδρον πολύζωον, φυόμενον είς τάς Ιν


δίας, είς την ίσπανίαν, είς τήν Αφρικήν, είς τήν ίταλίαν καΐ
είς τήν νησον Χίον, καΐ άλλαχου. αυτό είναι το δένδρον, τό
όποίον δίδει τη•» .«αλήν τερϊμεντίναν της Χίου, ίΐ της Κύπρου,
αυτό άνθεϊ προς την πρώτην ανοιξιν. ό κορμός του ειναι
χονδρός, κλωνίφερος καΐ υψηλός εως 1 5 πόδας, η φλοιοί
αυτοϋ είναι μελαγχρινή, λεία, ενίοτε κοκκινωπη'. οΐ κλώ
νοι αυτοϋ είναι μακρείς, εγκεκλιμένοι, στρεπτοί. τα φύλ
λα αυτών είναι εναλλάξ κείμενα, πτερωτά, συνθεμένα α
πό επτά, ενίοτε καΐ άπό εννέα φυλλάρια, ώολογ/οειόη,
αμβλεία, πράσινα, αντικείμενα,, λαμπυρά πρός την άνωθεν
επιφάνειαν καΐ ύπόλευκα πρός την κάτωθεν, με τινα νεϋ
ρα κιτρινωπά, κρεμάμενα άπό ποδία στρογγυλά καΐ θλι-
μένα. Αυτά τά φύλλα καΐ τά ποδία αυτών, άκόμη και
οί τρυφεροι αυτών βλαστοί, άποβαίνουσι προς τόν φθει-
νόπορον με χρώμα ζωηροκόκκινον.
Τά άνθη αυτών είναι σμικρότατα, εξερχόμενα βοτρι-
δόν άπό τάς μασχάλας τών φύλλων. Αυτά ειναι ίσια,
1 62 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

και διοοίκια, τα στάγματά των είναι πορφυρα, οί καρ


ποί αυτών είναι χονδροί ίσον μέ τά πίζια και ρεβίν-
θια, πράσινοι καταρχάς, υστερον γίνονται έρυδρομελαγχρί-
νοί, οί όποίοι καί τρώγονται άπό τούς ανθρώπους, αυται ε-
χουσι γεϋσιν γλυκυράν καΐ στυφήν, όσμήν της τεμενθίνης.
Αυτο το δένδρον κτυπιθέν, η σχισθεν κατά την φλοιάν
του εκπέμπει ριτηνώδες τι ρευστόν, το όποίον συναχθέν
ψηνεται ελαφρώς, στραγγίζεται προτοϋ να πη'ξη, καΐ ψυ-
χρανθέν γίνεται ώς μέλι ρευστον, η ήμίρόευστον, με χρώ
μα της λευκης πίσσης. Αυτη ή ριτηνη ονομάζεται είς
την άγοράν τερεμεντίνα της Χίου, η της Κύπρου. Αύ
τη τριφθείσα με τούς δακτύλους κολλα είς αυτούς ώς το
μέλι. ή οσμή άυτης είναι δρψεία, ώς τής ριτηνης της
Βενετίας, μεταχειρίζεται ή τερεμεντίνη είς την ίατρικήν
και οίκονομίαν, είς τροχίσκους, καί είς πνευμα τοϋ οίνου-
Δ ύ ν α μ ι ς. Ειναι βαλσαμική, καθαρτικη καΐ θρεπτικη'.
Μεταχείρησις έσωθεν. είς πληγάς του πνεύμονος
είς χρονικόν βηχα, είς άποστηματα εσωτερικά, εξωθεν είς
τά σπυρία και βουβώνας, και είς άλλα πάθη, είς εμ
πλαστρα καΐ κηρωτά, κτλ.
Η τερεμεντίνη γίνεται και βερνίκιον Ινωμένη με το πνευ
μα τοϋ οίνου και με μαστίχην.
Σημείωσις. Πολλά δένδρα είναι εκείνα, τά όποια §ί-
δουσι τερεμεντίναν: δηλ. ό πεϋκος, ό ελατος κτλ.
ΤΰΙ'Η ^ιοι/ να|ΐαι<)ου5 <ΓΥΠ. Ι8Ζ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 1 63

.Τεύκριον χαμαίδρυς . • Ελληνιστί.


Χαμαίδρυον . Νίο ελληνιστί.
Τεύκρουμ χαμαίδρυς . . Λατινιστί.
ξ. 223
ιΓερμανδρέ όφφιτσινάλ . Γαλκιστί.
ι Ερβα κουερτσιόλα . . . ίταλιστί.
^Κισά μαχμουδιέ . . . . Τουρκιστί

| Κλάσις ι [χ. Διδυναμία.


(Τάξις Ι. Γυμνοσπέρμιον»

Φυσικοί χοΐι χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτοϋ 182.

Το μικρον τοΰτο φυτόν είναι πολύζωον, φύεται ίις


διάφορα μέρη της Ευριδπης καΐ Ασίας καΐ μάλιστα εις
την Ελλάδα, οπου γίνεται εις πλήθος. Αυτό άνθεί προς
τον Ιούνιον καΐ ίούλιαν μηνα. Χαμαιδρυς λέγεται τό φυ
τόν τοΰτο, διοτι τα μικρά αύτοϋ φύλλα όμοιάζουσι κα_
τα πάντα μέ τά φύλλα της πολυκλωνου δρυός τών ο
ρέων. αυτό τό χαμαίδρυον λε'γεται κοινως της Πανα
γίας τό δάκρυον καΐ χόρτο ν τών εξωχάδων, αυτό αί
γυναίκες τό μεταχειρίζονται πολυ εις την χλώρωσιν αυτών_
Αί ρίζαι τοΰ χαμαιδρύου χόρτου είναι έρπετώδεις, με
πολλάς ίνας. οί βλαστοί των ειναι χορτώδεις, πλαγια
σμένοι, ενίοτε καΐ συνεσταλμένοι, κλωνίφεροι, στρογγυ
λοί, φυλλίφεροι καΐ μαλιαροί. Τα φύλλα αυτών είναι μα-
λιαρά, σφηνοειδη, η ωοειδη, άντιστραμμένως, κυματώ
δη καΐ διηρημένα ώς της δρυός, μικρά καΐ πρασινώ-
χροα, μέ ποδία μικρά.
Τά άνθη αυτών έξέρχονται ώς τό πολύ άνά τρία,
ιΐ
1 64 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τρία, πορφυρα, εξερχόμενα από τάς γωνίας τών κλώνων


άμφοτέρωθεν των {Λερών. Ο κάλυξ αυτών είναι μαλια-
ρός. Ολον το χόρτον μεταχειρίζεται είς τήν ίατρικήν,
τό όποίον εχει όσμήν άρωματικήν καΐ "ηδονικήν, γεϋσιν
εχει πικράν, θερμήν και άρωματικην.
Αυτό δίδεται είς κόχλασμα, σπανίως και είς σκόνην.
Δ ύ ν α μ ι ς. Δυναμωτικόν.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σι ς εσωτερικώς είς τί)ν χλώρωσιν, είς
τον άρθρίτην τόν χρονικον, είς θέρμας διαλειπουσας, είς
τάς εσωχάδας καΐ εξωχάδας και λοιπάς αιμορραγίας, (ι)
Δ 6 σι ς τοϋ χόρτου άπό δράμια δυω είς νερόν βραστόν
δράμια ΙΟο διά να γίντι κόχλασμα καΐ νά πέρνεται
πολλάκις της ήμέρας.
Σημείωσις. 3^ έίδών τεύκριον είναι. Ι το τεύκριον
μάρον. ϋ τό πόλιον. 3 τό Κρητικόν ... 4 τό χιλιό-
φυλλον. 5 τό μακρόφυλλον. 6 τό λαμπυρόν η τό γλαυ-
κόν 8 τό άνατολικόν. 9 το χαμαπύτης. 1ο τό άκανθωτόν.

(ΐ) Αέγονται αίμ.ορραγίαι αΐ συνεχει; ρεύσεις καί τρϊ'ξψιον τοϋ αίματος


άπο κανεν μερος τοϋ άνθρωπίνου σώματος, αυτό» προέρχονται «πό το τρύ
πημα και κο'ψιμον τών φλεβών καί άρτηριών τών ίντδς, ί τών έκτος άρ'τγΓ-
ριών καί φλεβών και τών λοιπών μελών.
Τδυκοϊον σκόοοιον σνη /ον
ΠΡΟΣΒΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ΐ(55

Τεύκριον Σκαρίιον .... Ελληνιστί.


ι Χαμαίδρυον σκόρδιον. . . Νεοελληνιστί.
Ι Τεύκριουμ Σκόρδιουμ . . Λατινιττί.
, | Γερμανδρέ άκουατίκ . . Γαλλιστί.
Σχόρδιο ίταλιστί.
Κισαντζίκ Μαχμουδνε . Τουρκιστί.

(Κλάσις 1 4•. Αιδυναμία. ν


(Τάξις ι. Γυμνοσπέρμιον.

Φυσικο'ι κοΐί γυμικο\ αυτου χαρακτήρες


δρα το σχημα αυτοϋ 1 83.

Τό Τεύκριον τοϋτο λέγεται Σκόρδιον, διότι τριβόμε-


νον [Λέ τάς χείρας, £κπέμπ&4 όσμη1/ τινα ώς τοϋ Σκόρ
δου. Λέγεται Τεύκριον, διότι είναι άφιερωμενον είς τον
Τεϋκρον τον υίόν τοϋ Τελεμώνρς τις Αίγίνης. αυτό τό
χορτώδες φυτόν είναι Ινιαύσιον, τό όποίον φύεται πλη
σίον των υγρων τόπων, βαλτώδων καΐ ρυάκων. της έλ-
λάδος καΐ λοιπής Ευρώπης, δπου ανθεί προς τόν Ιού-
λιον καΐ Αυγουστον μήνα. Αι ρίζαι τοϋ φυτοϋ τούτου
είναι ίνώδεις καΐ χονδραΐ, οί βλαστοί των είναι πλα-.
γιασμένοι, ολίγον κλωνώδεις, τετράγωνοι, αυλακωτοί, μα-
λιαροί και φυλλίφεροι. Τά φύλλα των είναι επιμήκη, ο
δοντωτά είς είϊος πρίονος, ελλειπτικά καΐ μακρά, ολί
γον μαλιαρά. Τά, άνθη των φύονταν. Ικ των μασχαλών-
ώς επί τό πλείστον εξέρχονται άπό τό εν μέρος και α
πό τό άλλο δίδυμα, αυτά είναι πορφυρά, ποδίοερα. Ο
κάλυς αυτών είναι μαλιαρός Αυτό τό χόρτον γνωρίζε
ται ευκόλως, άπό την δ'Λνατήν όσμήν τήν οποίαν ίκπέμ-
1 66 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κ» ί'ν φ τρίβεται με τας χείρας, ή όποία όμοιάζει μι


τήν όσμ>.ν τοΰ Σκόρίου, ί γεϋσις του είναι πίκρα καί
άρωματικνί.
Μεταχειρίζεται 5λον το χόρτον εις τήν ιατρικήν εις
κοχλασμα με νερον, ^ μ; τον οίνον. αυτό το χο'ρτον
ίαβαίνίι εις τό γλύκυσμα, το λεγόμενον Διασκόρδιον των
φαρμακοπώλων.
Δύναμις. Ανθελμιντικον καΐ έρεθιστικόν.
Μεταχείρησις εσωθεν. ιις τούς ελμινθας.
Εξωθεν εις τας πληγάς των μελών (ι) ώς επιθεματα.
Δο'σις. άπο δράμια $ύω εως τέσσαρα εις νερόν βρα-
στον, η οίνον καλον οΊά να γίντρ κόχλασμα.

(1) Αί πλτιγαι •ιναι ίιαφο'ρων ει$ών: 5ηλ. άπλαΐ. ρ'υπαραι, καρκινω-


ρεναι, πληγαί των έφθαλαών, των βλεφάρων. τις μύτης, τοϋ στοματος, τοΰ
ουρανίσκου, τών νεφρών, τίς κύστεως, των έστέων, τίιν σπλάγχνων καΐ των
-γαλλικών παθών, αί όποιαι άπασαι προε'ρχονται άπα έσωτερικάς καΐ έςωτε-
ρικάς φλογώσέις τοδ σώματος, άπο σπυρια σΊαφορο» εΓίους άπο δαγκάσ».α-
τα διαφορων ζωυφίων καί κοψιμάτων. αύταΐ είναι όξείαι, τ. χρονικα: ά-
*λαϊ, η σύνδιτοι, ίαται, τι ανίατοι, τι δισίατοι, ΐ καί θανατηφοροι
;
Ρου^; ϊο'.ικο^&νοο.ον <Γνη. 10-γ
ΗΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑ.ΤΡΙΚΗΝ 167

/Τοξικόδενδρον Ρους . . Ελληνιστί.


ΙΡούδιον καΐ Ρούδι . . Νεοελληνιστί.
Ρους τοξικίδνν^ίιν •. . Λατ>νιστί.
§• 224 (Ερπ άλ^ί"- π!& • * . . . Γαλιστί.

Σομά/.ο . .' ; . •ν '<"-- -ίτΛλιττί.

^ * 8$1?**-->
/Κλάσις 5. Πεντι
{ Τάςις 3. Τριγύναιον

Φυσικοί καΐ χυμικο) αυτου χαρακτήρες.


Ορα το σχημα αυτοϋ 1 84•

Ο Ροΰς ούτος λέγεται Τηξικόδενδρον, διότι το πάλαι


οί Ελληνες κατεσκεύαζον τόξα καΐ βέλη έκ των βλα
στών αυτοϋ τοϋ φυτοϋ, λέγεται τώρα άκόμη Ρούδι και
είναι χαμόδενδρον πολύζωον, φυόμενον άγριον εις την
Ευρώπην και Ασίαν, μάλις-α καΐ εις την Ελλάδα φύεται
εις πλήθος, δποο άνθεί προς τόν Ιουλιον και Αύ'γουστον
μηνα. Τριών είδών Ροϋς εΐναι: Τό Τοξικόδενδρον και τό
Ραδικάνς: ητοι τό ρίζώθεν μικρον καΐ τό κοτίνον. Το
καλλιώτερον Ρούδι ερχεται εις την Ελλάδα άπα την
Ασίαν, διότι εις εκείνα τα μέρη κόπτουσι κατ' ετος τούς
παλαιους βλαστους, καΐ φυόμενοι νέοι καΐ τρυφεροί χρη-
σιμεύουσι περισσότερον εις την βυρσωδεψικήν τέχνην.
Οί βλαστοί τοΰ Τοξικοΰ τυύτου ροός ειναι λεπτοί,
λυγιστοί, δυνατοί υψηλοί έ'ως 5 ΐι 6 πόδας, αυτοί ει
ναι κλωνίφεροι καΐ «ρυλλίφεροι, τα φυλλα αυτών είναι
εναλλάξ κειμενα μέ μεγάλα ποδία, τα φρλλάρια είναι
λογχοειδή, εις είδος πτέριδος, επιμηκη, με χρ«μ* «
1 68 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

νοικτοπράσινον, η χλωμόν, τά φυλλάρια αυτά είναι άν^


τικείμενα άπό 5 έ'ως 8 ζεύγη.
Τά άνθη αυτων κείνται βοτριδόν, η εις είδος κορύμ-
βου εξερχόμενα εκ των μασχαλών των φύλλων πολλο-
τατα τόν άρνθμόν, ά'παντα , λευκά, η όλίγον κιτρινωπά.
Οί καρποι αυτών*ε|ναι -'κόκκοι τινές ξηροί, και ραβίο-
τοί, μέ-^χρώμα ,κοκκινωπ^ν. Τά φύλλα του ροδς Σομά-
κου είναι επιαη'κτ^ του δέ Κοτινου λεγομένου είναι σχε
δόν στρογγυλά, αμβλεία με μεγάλα ποδία.
Μεταχειρίζονται τά φύλλα των χαμοκλαδων τούτων
είς τδν ίατρικήν καΐ εις την Βυρσο$εψικήν τέχνην, τά
φύλλα ταϋτα έχουν χυλόν τινα δριμυν, ώς-ε αυτός πολ
λάκις πληγώνει τό δέρμα τοϋ άνθρωπου.
Δύναμις των φύλλων, άδυναμωτικά καΐ φαρμακερά
Μβταχείρησις. εσωτερικώς, είς τάς ημιπληγίας,
(ι) είς θέρμας καταρρακτώδεις, είς τόν βρογχι'την καν
είς Θέρμας διαλειπουσας.
Δ ο' σ ι ς των φύλλων εις σ*ο'νην άπό εν« κόκκον, ?ως
δέκα τετράκις της ημέρας μέ τό νερο'ν.

(ΐ) ημιπληγία θελει να είπίί αποπληξία: ΐτοι παράλυσις τοϋ ήμίσε,ως


μέρους τοϋ σώματος, καί τοϋτο -γίνεται, όταν ΐ παραΛυσία συμβαίνει είς
το τμισυ μερος του σώματος, άπο άνωθεν ίως κατω, τ, προς τά δεξιά,
ϊ) προς τα αριστερά. Τά αϊτ:α τίς ημιπληγίας είναι ΐ αποπληξία .λ
παραλυσία, κα'ι αί θλίψεις των αυτών νεύρων, έκ τις όποίας δύναται
νά συνέβη τά τελεία παραλυσία, ή ατροφία τοϋ σώματος καί ό θάνατος,

Ι '=!4Λ'γ«ΚΙ< ΧΙΟ»,
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚ.ΗΝ 169

!Τραγάκανθον Ελληνιστί.
Ας-ράγαλους τραγάκανθα Αατινιστί.
Επίν δι βοοϋ Γαλλιστί.
Δραγάντε Ιταλιστί.
Κιτρέ ότου Τουρκιστί.

(Κλάσις τη. Διαδέλφια.


(Τάξις 4. Δεκάνδριον.

Φυσικοι και χυμιχοί αυτου χαρακτήρες.


όρα τό σχημα αυτοϋ 1 85.

Τό Τραγάκανθον τοϋτο ειναι άπό τό γένος τών Αστραγά


λων, καί λέγεται Αστράγαλον τραγάκανθον, διότι οί αίγό-
τραγοι τρώγουσι κατά πολλά αυτό τό φυτόν. Αυτό ειναι φυ-
τόν χαμόκλαδον και πολύζωον, φυόμενον είς τραχέα και
παραθαλάσσια μέρη της Γαλλίας, Αουστρίας, Σικελίας καΐ
Βαρβαρίας, και είς τήν Αχαΐαν της Πελοποννησου, δπου αν
θεί πρός τόν ίούλιον και Αυγουστον μηνα. Οί βλαστοι αυτοϋ'
τοϋ φυτοϋ είναι μελαγχρινοί, χονδροί εως ενα δάκτυλον, πλα
γιασμένοι, έρπετώδεις και διηρημένοι είς πλήθος μικρών
κλωναριων λεπτών καΐ ορθών, οί όποίοι σχηματίζουσιν ίν
σχήμα πολλά τακτικόν, ή διάμετρος τοϋ όποίου μόλις γί
νεται δύω ποδών. Οί κλώνοι αυτοί είναι τριχωτοί καθώς
καΐ οί βλαστοί των, ειναι σκληροί, μελαγχρινοί, καΐ γέ
ροντες άπό άκάνθας λεπτάς καΐ άδυνάτους, αί όποΐαι εί
ναι τά ίδια ποδία αυτών γυμνωμένα άπό τά φύλλα αυ
τών. Τά φύλλα αυτών είναι συνθεμένα άπό επτά, $ όκτώ
ζεύγη φυλλαρίων, στενών, ποδιφέρων, ελλειπτικών, ολίγον
όξέων, κυματώδων καΐ όλίγον ύπολεύκων $ χλωμών. τό κοι
ΐηο ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

νόν ποδίον αυτών λήγει είς μίαν μύτη ν όξείαν, κιτρινωπών


τα άνθη αυτών είναι σμικρά μέ χρώμα πορφυροϋν, καθαρόν,
η χλωμόν. Ο κάλυξ αυτών 2ίναι οδοντωτόί καΐ μικρός. Οι
καρποί των είναι κεράτια τινα, άνώμαλα, πρησμένα, ΒίΟν^οι,
μέ δύω κοιλώματα. οί σπόροι αυτών χείνται εσωθον εις δυω
σειράς.
Κατά τάς πλεον θερμάς ημέρας τοϋ θέρους, είς τήν Αχαΐ-
αν. εκεί, οπου είναι φυτευμένον το Τραγάκανθον, συνάζεται
Ινας ^υλος ύπό τών φλοιων των βλαστών καΐ κλώνων καί υ
πό τών αυτών μεγάλων ριί,ών τοϋ Τραγακάνθου, αΐ όποίαί
μετέπειτα σχισ9είσαι εξαυτομάτου έκπέμπουσιν αυτόν τόν
χυλόν είς είδος σκωλη'κων, ν) κρυστάλων χονδρών, $ λεπτών,
καθαρών και διαφανών, ό όποίος χυλος σκληρυνθείς είς τόν
άέρα πωλείται είς την άγοράν, υπό του ονόματος κόμμι τοϋ
Τραγακάνθου, τουρκιστί δέ κιτρΙ μετωνομαζόμενον, τό ό
ποίον εχει την ίδιότητα βαλθέν είς τό νερόν να πρήσκεται,
και να γίνη μυξωόέστερον τοϋ άραβικου κόμμιος, τό όποίον,
μεταχειρίζεται είς την ίατρικην καΐ οίκονομίαν τά μέγιστα.
Τό κο'μμι τοϋ Τραγακάνθου ευρίσκεται είς την άγοράν είς
κόμματα λεπτά, σκωληκοειδή, ύπόλευκα, άοσμα, χωρίς ο-
σμην φανεράν, τό όποίον μεταχειρίζεται είς σκόνην καΐ είς
μάζαν, με την ζάκχαριν.
Δ ύν α; μ ι ς. θρεπτικόν.
Μ ε τ'αχ ε ί ρ η σις. έσωθεν είς τήν βραγχνάδαν, είς τόν
βήχα τόν προερχόμενον άπό όξέας ίίλας, είς δυσεντερίας καί
«ς τήν στραγγουρίαν τών άνθρώπων.
Δ 6 σ ι ς. Οσον άρκεί.
Σημείωσις. Τό κόμμι τοϋτο χρησιμευει είς τά Σακχαρο-
πωλεία, είς τυπώματα τών πανίων, είναι καΐ άλλοι «τραγα
νοι χωρίς ποδιά.
4 Ι Γ 72
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ. 17*

/Τρίφυλλον μελίδωτον . . . Ελληνιστί.


Ι Μοσχοτριφύλλιον Νεοελληνιστί.
« Τριφύλιουμ μελίδωτον . . . Λατινιστί.
\Μελιλοτ όφφιτσινάλ . . . Γαλλισσί.
Μελίλοτο τριφύλλιο . . • ίταλιστί.
Ιτριφύλλ μυσκί ... . ' . Τουρκιστί

(Κλάσις τη. Διαδέλφιον.


(Τάξις 4• Δεκάνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτοΰ χαρακτήρες,


δρα το σ^ημα αυτοΰ 1 86.

Αυτό το ευωδέστατον τριφύλλιον είναι φυτόν διετες,


φυόμενον εις τους λειμώνας, πεδιάδας, φράκτας καΐ δρό
μους της Ευρώπης καΐ Ελλάδος, καΐ μάλιστα της Κο
ρινθίας, πλησίον τών ποτέ Κλεωνών πόλεως, εις τόπους
ορεινους και πετρώδεις της αυτης έπαρχίας, δπου άνθεί
πρός τον ίούνιον μηνα.
Οί βλαστοί του φυτοϋ τουτου ειναι χορτώδεις, φυλ-
λίφεροι, αυλακωτοί, λεπτοί και υψηλοί έως Ινα πόδα,
ενίοτε γίνονται μικρότεροι καΐ άλλοτε μεγαλητεροι. Τά
φύλλα αυτών είναι ομοια καθώς καΐ τών λοιπών τρι
φυλλιων: δηλ. κάθε φύλλον διηρημένον εις τρία φύλλα,
τά όποϊα φυλλάρια ειναι ώολογχοειδή, οδοντωτά, η πριο-
νωτά καΐ γλαυκά.
ι
Τά «νθη αυτών είναι εις είδος στάχυος η θύρσαυ,
κείμενα περί τον καυλύν αυτων, εξερχόμενα εκ τών μα
σχαλών τών φύλλων καΐ κλώνων. αυτά είναι ποδίφερα, δα-
σέα, μΐ πολλά «νθη, τά δποϊα είναι μικρά εγκεκλιμε'να προς
1-7» ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τα κάτω, τό χρωμα τών οποίων είναι χρυσοκίτρινον καί


ώραϊον. ό καλυξ αυτών είναι σωληνοειδής καΐ εις είδος καμ
πάνας, μαλιαρός. Οί καρποί των είναι κεράτιά τιινα, η θήκ*ι
πολλαι, γυμναΐ, κρεμάμεναι με δύο σπόρους γυμνούς, όξείς,
πεποιημένοι άπο την φύσιν εις είδος ώτός (αυτίου), αυτοί εί
ναι λογχοειδείς, λεπτοι και διηρημε'νοι. Το πιστύλον αυτών
βΐναι ίσιον.
Μεταχειρίζεται εις τήν ίατρικην δ\ον το χόρτον αϊ τά
άνθη αυτοΰ εις καταταπλάσματα. τα άνθη του τριφυλλίου
τούτου ξηρανθέντα άποκτοϋσι (λίαν όσμήν ευώδη, ήδονικήν
καΐ ευχάριστον. Αυτά εχουσι γεϋσιν δρι[;είαν, πικράν καί
μυξώδη, τα οποϊα περιέχαυσιν ελαιόν τι ευώδες καΐ άερώδες.
Δ υ ν α μ ι ς. Μαλακτικών καΐ ευώδες.
Μ ί τ α γ εί ρη σ ι ς. εξωθεν. εις κατάπλασματα, εις.πρη-
σματα φλογιστικά καΐ εις τούς μασθούς των γυναικειων
βυζίων.
Δόσις. δσον άρκεί δια νά γίνη κατάπλασμα, βραμένον
μΐ τό νερόν.
Σημείωσις. Οί αρχαίοι συνάζοντες τα άνθη τοΰ τριφυλ
λιου τούτου, τα εβανον εις τα προσκεφάλαια αυτών εις τά
όποϊα αυτοί έκοιμοϋντο, δια να προφυλαχθώσιν άπό κακάς
άποφοράς και μολυσμούς.
64 ειδών τριφύλλια ευρίσκονται. 1. το άνω ειρημένον. %
το Ελληνικόν τριφύλλιον. 3 το ινώδες τριφύλλιον. 4 ί *-"
ξαλίς τριφύλλιον. 5 το τετράφυλλον, τό όποΐον εΤνοει ποθητδν
εις πολλούς.
Τοκιν^Ο^ Λβ^»υοοι>ρ τη] /Ο Ί
ΤΙΡ0ΣΗΡΜ02ΜΕΝΗ ΕΙΕ ΤΗΝ ΙΛΤΡΙΚΗΝ 173

ΙΥάκινθος πορφυρους . . Ελληνιστί.


Υακίνθους βακίνιουμ . . Λατινιστί.
Ιαχίντ Γαλλιστί.
ίακίντ βατσίνια .... Ιταλιστί.
Ζαμπάκ τσιτσέη\ . . . Τουρκιστί.

(Κλάσις 6. Εξάνδριον.
Ι Τάξις ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί καΛί χυμικοί αυτου χαρακτήρες.

όρα τό σχημα αυτου 187.

"Ο ώραίος ουτος Υάκινθος ειναι φυτόν ενιαιίσιον, φυό-


μενον εις δλα τά μέρη της Ελλάδος καΐ μάλιστα είς
τάς παλαιάς Αμύκλας της Σπάρτης, δπου άνθεί προς
τάς αρχάς της ανοίξεως. Εις την Κωνς-αντινούπολιν πε
ριποιείται μεγάλως εις τάς περιβόλους καΐ γάστρας των
οίκιών προς καλλωπισμόν καΐ ώραιότητα αυτών. ήνο-
μάσθη Υάκινθος τό χορτώδες τούτο φυτόν, άπό τοΰ Υα
κίνθου υίοϋ τοΰ Απόλλωνος, ό όποΐος παίζων τότε ε'κτιί
πησε με τούς δίσκους τήν κεφαλην τοΰ υίοϋ αυτοϋ ω
ραίου Υακίνθου, καΐ τον έθανάτωσεν, οί μεταγενέστεροι
δεχθέλοντες νά ευχαριστησωσι τόν Απόλλωνα, αφιέρω
σαν αυτό τό ώραιον άνθος ειις τον θαυμαστόν Υάκινθον.
Εις τάς Αμύκλας, δπου ητον ό τάφος τοΰ Υακίνθου, ε-
γίνετο κατ' ετος πανηγυρις ειις δνομα τοΰ Υακίνθου, Ϋα-
κίνθια καλούμενα.
Τό φυτόν τοΰτο είναι ένιαύσιον, άπό τό γένος τών κρί
νων, η ναρκίσσων καΐ βολβών. Πολλών ειδών Υάκινθοι
εΐναι: δηλ. πορφυροί καΐ βαθυπορφυροί, ητοι τό μόρικον
174 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

άνθος. Ο Μελεαγρος πορφυρέα ίάκινδον καλεί. αυτοΐ οΣ


Υάκινθοι εχουσι χρωμα ούρανογάλαζον, ν) ουρανόχρωον, $
μελανοπορφυροϋν. 9ι μελανεκτκκινον.
Οί βολβοί τοϋ Υακίνθου είναι ώς τοϋ Ναρκίσσου, συν
θεμένοι άπό πολλάς φλοιάς, αυτοί είναι κωνοειδείς, επι
μηκεις, τά φύλλα των είναι μακρυά, ώς τοϋ πράτσαυ και
Ναρκίσσου, όξέα, ξηροειδή, λεία^ σαρκώδη, γραμμώδη καΐ
πράσινα.
Οί βλαστοί των είναι χορτώδεις, κυλινδρικοί, εγκε-
κλιμένοι, λεπτοί, υψοϋνται έως μισόν πόδα. τά ανθη του
κείνται βοτριδον καί εναλλάξ προς τόν καυλόν $ είς ει
δος σταχυων. αυτά είναι μονοπέταλα καΐ σωληνοειδή- διη-
ρημένα μο'νον είς εξ. αυτά είναι κυανά, $ ούρανογάλα-
ζα, ωραιότατα καΐ στιλπνά. Τά άνθη των Υακίνθων εί
ναι μικρά μεν, πλήν εχουσιν όσμήν ευώδη, ευχάριστον
καΐ ήδονικην, γεϋσιν εχουσι πικράν καΐ μυξώδη.
Μεταχειρίζονται οί βολβοί τών Υακίνθων είς την ΐα-
τρικήν εις κατάπλασμα, καΐ είς καλλωπισμόν τών κηπων
Δ ύ ν α μ ι ς των βολβών. διουρητικοί καΐ δροσιστικοί,
τών άνθέων στυπτικη'.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. είς μερικά πρη'σματα.
Σημείωσις. 1 4 εΐδών Υάκινθοι ευρίσκονται, ι υ.ε
άνθη κυανοπορφυρα. 2 μέ μελονοχόκκινα. 3 καΐ ά"λλο!
με άνθη λεπτά, ό όποίος καΐ ψωμί τοϋ κούκου λέγεται
καΐ βολβοί καΐ εν άλλο 4 με άνθη μεγάλα ώς του κρίνου
5 ό χλωμός. 6 άνατολικός. η ό κορυμβοειδης. 8 ό μου-
σχάρη λεγομενος. ο, ό πολύανθος. Ιο ό βοτριοειοης.
II δ πρασινόανθος. 1 2 ό μακρύς. 1 3 καΐ ό κοινός.

>
ν> *
Το /<&?
ΠΡΟΣΗΕΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙ2 ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 178

ίϊοσκίαμος μέλας Ελληνιστί.


Δυσκίαμος καΐ Δαιμοναριά . Νεοελληνιστί.
ϊοσκίαμους νίγερ Λατινιστί.
ίουσκιάμ και χανεβάν . . Γαλλιστί.
Γιουσκίαμο νέρα ΐταλιστί.
Μπάν ότου ......... Τουρκιστί.

(Κλάσις 5. Πεντάνδριον.
(Τάςίς Ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί και χυμικοΐ αυτου χαρακτήρες»


6ρα το σχιμα αυτοϋ 1 88.

ό μελανος ούτος ίοσκίαμος παράγετας άπο του υς, ύός,


(χοίρου), και κιάμου διότι είναι φυτον ά'σχημον ώς ό χοίρος.
λέγεται μελανός άτ,ό το χρωμα αυτοϋ- το ρυπαρόν καΐ *'-νιορ-
κτομένον, διότι φύεται ώς επί το πλείστον είς τούς τοίχους
των οίκιών, είς τους δρόμους και χα) άσματα, δπου ειναι τό
πος στακτώδ/ις και κοπρώίν,ς. είς τάς Αθηνα; φύεται ϊις
πλήθος, μάλις-α περι τόν λαμπρόν ναόν της Πολυούχου Α
θηνας, οπου άνθεί πρός τον ίούνιον και Ιούλιον μηνα.
όϊοσκίαμος είναι φυτόντι χορτώδες και διετές, διότι τον
πρώτον χρόνων είναι χόρτον μικρόν και αδύνατον, τον δεύτε
ρον γίνεται μεγάλον με καυλόν ξυλώδη, ό όποίος μόλις υψοϋ-
τ«ι ενα πόδα καΐ μισόν, πολλάκις και δύω πόδας. αυτοί οί
οί βλαστοί ειναι τραχείς, φυλλίφεροι και ανοικτοί, τα φύλ
λα αυτών ειναι εναλλάξ κείμενα, μεγάλα, μακρά, τραχέα,
πλατέα£ όδοντωτά, ?1 πριονωτά με μεγάλους οδόντας. τό
^ μεσαίον νεϋρον είναι μακρυ καΐ μεγάλον, αυτά τά φύλλα ϊ-
χουσι χρώμα λευκοπράσινον. Κατά τάς κορυφάς τών βλα
βών και κλώνων, εκ τών μασχαλών τών φύλλων φύονται τά
Ι?β ΉΟΤΑΤΠΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

άνθη αυτών, τβ όποία είναι μεγάλα χωνοειδή, ή' ει; είδος


καμπάνας μέ χρώμα λαθυροχροον, μέ τινα στάγματα κρινο-
χροα καΐ δυκτοειδή, τά πέταλα των ότοίων είναι πέντε με
χρώμα ίώδες η ύποκίτρινον.
Ο κάλυξ αυτών είναι τραχύς, σκληρός, πεποιημένος άπο
τήν φύσιν σωληνοειδής, καΐ είς είδος δακτυλίθρας των χει
ρών, γέμων από τρίχας τινάς δυνατάς, καΐ άπό σπόρους
σμικροτάτους, μελανούς, παρομοίους ώς τοϋ Σινάπιος.
Αυτοι Οι σπόροι είναι φύσι ελαστικοί, οί όποίοι βαλ-
θέντες είς άναμρένους ανθρακας σχίζονται, και άμέσως
πηδα ό σπόρος αυτός, καΐ οί άνθρωποι τότε λέγουσιν,
δτι σκώληκες εξέρχονται εξ αυτών, τό όποίον είναι ψευδές.
Μεταχειρίζονται είς τήν ιατρικήν τά φύλλα τοϋ Υσ-
σκιάμου καΐ οί σπόροι αΰτοϋ είς σκόνην, είς κατάπλα*
σμα καΐ είς εκχύλισμα. τά φύλλα τοϋ ίοσκιάμου εχου-
σιν όσμήν άηδεστάτην, τά όποία τριβόμενα, ε*κπέμπου-
σι όσμήν δμοίαν τοϋ καπνοχόρτου, αυτά περιέχουσι την
ναρκωτικήν αρχήν ένωμένην με μίαν μυξώδη υλην, είς
τούς σπόρους % ναρκωτική αρχή ευρίσκεται ενωμενη με τά
άερώδες αυτών ελαιον, τό όποίον κρατοϋμεν με το θλίψιμον.
Δύναμις. αδυναμωτικοί και ναρκωτικοι, εναντίον τοϋ
οπίου καί τοϋ ρευστου λαυδάνου.
Μεταχείρ. εσωθεν, είς την μανίαν, μελαγχολίαν, παρα-1
λυσίαν, έπιληψίαν, σπασμούς, και ύς-ερισμούς. εξωθεν είς πρη'-
σματα τώνάόένων, είς πόνους τών σκίρρων και εΐςτάς πληγάς.
Αόσις τοϋ άποβράσματος άπό ενα κόκκον εως μισόν
δράμι τήν ήμέραν. περισσότέρον φαρμακεύει τόν άνθρωπον.
Σημείωσις. Οκτώ είδών Ϋοσκίαμοι ευρίσκονται. Ι ό
μέλας. 2 ό λευκός. 3 ό χρυσοειδής. ό Αίγυπτιακός. 5 ό
λογχθεισ\5ς. 6 ό τηςΣιβερίας.
>;
Τλ£0 ΙΗ Ο V Χ κ νχ,ΐο )/ οτνη 1Η()
ΠΡΟΣΠΡΜΟΣΜΕΝΙΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 1 77

(Τπιρικόν τρύπιον Ελληνιστί.


Βαλσαριόχορτον . . . ; . Νεοελληνιστί.
ϊπέρικουμ περφολιάτου|Λ . Λατινιστί.
§• 2^9
ΙΜιλεπέρτουϊς Γαλλιστί.
ίπέρικο Πιλάλτρο Ιτοίλιστί.
Σαρί κανταριαν ...•.. Τουρκιστί.

ί Κλάσις 1 8. Πολυαδέλφιον.
Ι Τάξις 4• Πολυάνδριον.

Φυσικοί καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες-


Ορα τό σχημά αυτοϋ 189.

Τά Ύπερικόν τοϋτο είναι φυτόν πολύζωον, τό όποϊον φύε


ται εις τόπους άγεωργητους, ειις τάφρους των αγρών καΐ άμ-
πελίων, και περί τούς δρόμους και φράκτας τις Ευρώπης καΐ
ίλλάδος, δπου άνθεί πρός τον ίούλιον ρίνα. ή ρίζα τοϋ ϊ-
περικοΰ τούτου είναι ερπετώδϊ;ς (λε ίνας πολλάς. Οι βλαστοί
των ειναι δρθιοι, ίσιοι, στρογγυλοί, κλωνίφεροι και φυλλίφε-
ροι υψηλοί εως δύω πόδας. τα άνω φύλλα των ειναι ελλει
πτικά, ϋπιμ/κτ), ολίγον άμβλεία, νευρώδη, γλαυκώδη, κατε-
στιγμένα μέ στιγμάς λαμπυράς, Ισκορπισμένας εις πληθος,
και μελανας προς τά άκρα.
Τά άνθη αυτών κείνται βοτριδόν, $ ειις είδος άσταχύων,
λήγοντα εις είδος σταυρου, μέ τιινα φυλλάρια. Τά άνθη αυ
τά εχουσι χρώμα χρυσοειδές κίτρινον καΐ ώραιον. όκάλυξ.
αυτών ειναι διηρημένος βαθέως εις πέντε μέρη λογχοειδί και
όξέα. τά πέταλα των άνθέων εχουσι αερικά στίγ(λατα πορ
φυρα, και αυτά είναι στενά και γραμμωση. αί άνθέραι
αυτών εχουσι τινάς άδένας. τά στάγματά των είναι
χη% ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

πολλά καΐ ένωμένα είς πεντε δεσμους, η φακέλλους. αί


πιστύλοι αυτών είναι τρείς. οί καρποί των είναι 6-Τίκαι
τινές μέ τρία κοιλώματα, φυόμενα πρός τίιν βάσιν αυτών.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικών τα άνθη τοϋ ϊπε-
ρικοϋ τούτου είς κόχλασμα, ή είς πν&ϋυ.α τοϋ οΐνου, η
είς τό έλαιόλαδον. τά όποία άνθη εχουσιν όσμήν (3α-
ρείαν καΐ γεϋσιν δριμεΐαν και πικράν, άπ6 τά τρυφε
ρά άνθη τοϋ ίπερικοϋ δύναται νά ξιχωρισθΐί ρευστόν τι
Ιρυθρόν, και νά ένωθνί μέ τό πνεϋμα τοϋ οίνου, τά όποία
λεγονται κοινώς βάλσαμον τοϋ ίπερικοϋ.
Α ύ ν α υ. ΐ ς τών ανθέων. Ανθελμιντική καΐ στυπτικη.
Μεταχείρησις. Εσωθεν, είς τούς ελμινθας. Εξω
θεν το ελαιον τοϋ ίπερικοϋ καΐ τό πνεϋμα αυτοϋ ωφε
λεί είς τάς προσφάτους πλτιγάς τών [Λελών τοϋ ανθρώ
που, καθώς καΐ ρώνος μου πολλούς πάσχοντας έθεράπευσα.
Αόσις τών ανθέων. εσωθεν άπό μισόν δράμι είς νε-
ρον δράμια Ιοο διά νά γίνν» κο'χλασμα.
Σημείωσις. Πολλών είδών ίπερικά είναι. Ι τριών εί
δών είναι τό άνω είρημένον. ι το άσκριον καΐ είναι δύω
ειδών με μεγάλα φύλλα καΐ άνθι) ώραία. το 3 είνα»
το λεγόμενον ϊπερι κορδέ κτλ.
Γ.Γ<ΤίΛ>^ζο* τ/η 10 9
ΠΡΟΣΗΕΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚΗΝ 179

'ΐσσωπος Ελληνιστί.
Γσσωπον Νεοελληνιστή
- ο ! ϊσσώπους όφφιτσινάλις . Αατινιστί.
Ι Ϋσσόπ οιρφιτσινάλ . . . Γαλλιίτί.
Ϊ107ΓΟ ι Ιταλιστί.
^Σουφά ότου Τοορκιστί.

{Κλάσις 14. Διδυναμί*.


Ι Τάξις . Γυμνοσπέρμιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτοΰ χαρακτήρες.


Ορα τό σχημα αυτοϋ ι^ο.

Ο μικρός ούτος Υσσωπος είναι φυτόν πολύζωον, καΐ


φύεται φυσικός καΐ άγριος είς την Γαλλίαν, είς την Α-
σι'αν καΐ Ελλάδα, δπου άνθιί προς τον ίούλιον μήνα,
φύεται ΐσσωπος εις τό ΐμητειον δρος της Αττικές είς
πλήθος, όμοίως καΐ περί την Ακρόπολιν τών Αθηνών. νΐ
£ίζα αυτοϋ τοϋ φυτοϋ ειναι λεπτή, οί βλαστοί της εί
ναι ίσιοι καΐ δρθιοι, πολλότατοι, φυλλίφεροι καί κλωνίφε-
ροι κάτωθεν σχεδόν είναι ξυλώδεις, και υψηλοί Ινα πο
δα καΐ πλέον τι. τά φυλλα του είναι άντικείμενα, στε
να, λογχοειδή, γραμμώδη, όξέα, σώα, μακρά εως έ'να
οάκτυλον, άπαντα πράσινα με τινας τρίχας λεπτάς. ε
νίοτε είναι διόλου λεία. αυτά τά φύλλα θεωρούμενα απέναντι
τοϋ φωτός με μίαν φακην φαίνονται ελαφρως τρύπια.
Τά άνθη τοϋ Ϋσσώπου, ως επΐ τό πλείστον είναι
κυανά, ενίοτε κόκκινα, η λευκά, κατά την πολλαπλασία-
σινι αυτών, είς την οποίαν χρησιμεύει τά μέγις-α η καλ
λιέργεια κ«ι ό καλός τόπος. αυτά τά ανθη είναι σχε-
12*
ΐβο -ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δον έγκεκλιμένα -προς τό ϊδιον μέρος, κείμενα πάμπολ


λα όμοϋ και εξερχόμενα από τάς μασχάλας των άνω
θεν φύλλων είς τρόπον, ώστε, αυτά σχηματίζουσιν ενα
στάχυν [Λε φύλλα ορθά καΐ λέγοντα είς όξύ.
Εκτός των φύλλων αυτών των άνθέων είναι και με
ρικά επίβρυλλα όξέα καΐ στενά, τά όποΐα σοντροφεύουσιν
αυτά. οί κάλυκες αυτών είναι κεχαραγμένοι, πρασινω
ποί, πολλάκις βεβαμμένοι με χρώμα ίώδες καΐ ανοικ
τόν, πρός τήν άνωθεν έπιφανειαν και εξωθεν τοϋ σ»-
ληνος τών άνθέων, φύονται τέσσαρα κοιλώματα χωρις-ά,
δύω τών όποίων ,ε'ιναι υψηλότερα καΐ τά λοιπά χαμηλότερα.
Τά στάγματα τών ανθέων είναι χωριστά, και ορθια,
6 στέφανος τοϋ άνθους είναι χειλωτός, τ6 κάτωθεν χεί
λος διαιρείται είς τρία μέρη βαθέα. οί καρποί τοϋ φυ
του τούτου είναι σπόροι τινές λεπτοΐ και σκληροί.
Μεταχειρίζεται είς την ίατρικήν δλον το χόρτον είς
κόχλασμα, το όποιον γενικώς εχει όσμήν ηδονικήν και
εύχάριστον, Ινίοτε βαρείαν καΐ άρωματικην, γεασιν εχει
κεντιστικήν, ΰπόπικραν καΐ άρωματικην. αυτά τά φύλ
λα τοϋ φυτοΰ' περιέχουσιν όλίγην ριτήνην καΐ ελαιον ά-
ρωματικόν, το όποίον κρατοϋμεν με τό άλαμπικάρισμα.
το ελαιον καΐ η ριτγ(νη συγκροτοϋσι την ε'νεργητικήν αυ
του δύναμιν, ί όποία δύναται να ένωθίί ελευθέρως είς
τό πνευμα τοϋ οίνου.
Δόναμκ;. δυναμωτικός τοϋ λυμφατικοϋ συστήματος
άνθελμιντικός καΐ στυπτικός.
Μ εταχείρησις. εσωθεν, είς πάθη του πνεύμονος,
ασθενικης διαθέσεως, καΐ είς τους *έλμινθα,.
^Τ^ Δό*σις τοϋ χόρτου άπό εν δράμι είς 5ο δράμια νε-
^ βραστόν διά νά γίνη κόχλασμα.

γψ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 18ΐ

' Φιλύρα . . Ελληνιστί.


Φιλουρέα και φλαμούριον Νεοελληνιστί.
' Τίλια Ευρωπαία . . . Λατινιστί.
§. 23 1 ι Τίλου κομμοϋν .... Γαλλιστί.
Τίλιο ίταλιστί. .
ΐφλαμοίιρ άγατσί . . . Τουρκιστί.

( Κλάσις 1 3. Πολυάνδριον.
( Τάξις ι. Μονογύναιον.

φυσικοι καΐ χυμικοί αυτής χαρακτήρες»


δρα το σχημα αυτης 191.

Η ώραία αυτη Φιλύρα είναι δένδρον πολύζωον καΐ μεγά*


λον, φύεται είς τα ΰρη της Ευρώπης και Ελλάδος, καλλιερ
γείται καΐ είς τους κήποος καΐ δρόμους πρός καλλωπισμόν
αυτών καΐ ωραιότητα, δπου άνθεί πρός τον ίούνιον μηνα. Ο
κορμός τοϋ δένδρου τούτου γίνεται χονδρός, .αυτός είναι ίσιος
ορθιος κλωνίφερος καί φυλλίφερος, υψοϋται ϊως ΙΟ $ 2ο πό»
δας, ή φλοιά της Φιλύρας είναι χοντρή, λεία καΐ ομαλή εσω-
Οεν, σκληρά και τραχεα εξωθεν. οί κλώνοι της Φιλύρας είναι
λείοι, ανοικτοί, ενίοτε πλαγιασμένοι και φυλλίφε^οι. τα φύλ
λα αυτών είναι εναλλάξ κείμενα, ποδίφερα, καοδιόσχημα και
ολίγον στρογγυλά, όξέα, οδοντωτά είς είδος πρίονος και ολί
γον λοβοειδί, νευρώδη, λεία, έγκεκλιμμένα προς τ-/)ν βάσιν,
μαλιαρά- προς την κάτωθεν έπιφάνειαν, δθεν εξέρχονται τά
νεϋρα αυτών. τά ποϊία τών άνθέων εξέρχονται εκ των μα
σχαλών τών φύλλων, καΐ είναι μονάζοντα, η- είς είδος κο-
ρύμβου, η σκιαδίων ώραίων.
Είς αυτά τά ποδία τών ανθέων φύονται ίπίφυλλά τιν«
1 83 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

μακρά, Ομενώδη, χλωμά καΐ σώα. τά ανθί αϊτών εχουσιν


όσμην ευωδεστάτην, εύχάριστον και ήδονικν-.ν, το χρώμα "ών
όποίων είναι λευκοκίτρινον καΐ ώρϊίον. τά πέταλα τών ανί
δεων είναι πέντε άμβλεία, κοιλόκυρτα. Τά στάγματά των
είναι λεπτότατα. Ο κάλυξ αυτών εϊνζι μαλιαρός, βολβώδης,
προς τά άκρα διηρημένος είς πέντε μέρη βαθέως. ό καρπός
αυτών ειναι θήκαι τινές λείαι, τετράγωναι, η και οκτάγωνα».,,
άνώμαλαι, περιέχουσαι ενα μόνον σπόρον, και αυτόν σχεδόν
στρογγυλόν.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικήν μόνον τά άνθη είς κό-
χλασμα. διυλίζονται άκόμη τά ανθη αυτά και κρατοϋμεν
τό ευώδες αυτών διΰλιμένον υδωρ, χρησιμον είς την ΐατριι
κην και οίκονομίαν. Τόσον τά 'ώραία αυτών ανθη, δσον και
ιό ευώδες αυτών νερόν, ίχουσιν οσμήν ευχάριστον, καΐ ευώδη
Δ υ να μις τών ανθέων, δυναμωτικη, ίδροτικη και δια
φορετική.
Μ ετα χε ί ρη σ ι ς. Εις πάθη νευρικά, ασθενικης διαθέσεως,
εις τόν πλευρίτην (ι) και περιπνευμονίαν, είς τους ρευματι•*
σμους και, κατάρρουν τόν όξύν.
Λόσις τών ανθέων άπό δράμια 2 είς νερόν βραστό ν δρ*
ΐοο δια νά γίνη κόχλασμα ν.αι να πίνεται εσπέρας καΐ πρωί.

(1) 6 Πλευρίτις ειναι [Λί* φλο'γωσις της πλευρας (σακκούλαςΊ, ίτις κρατεί
τον πνεύμονα μέσα της, ΐ τών μυών, οί όπιϊοι σκεπάζουσι τά πλευρα και.
το στήβος, είς τόν πλευρίτην ό πάσχων δοκιμάζει μο'νον πο'νον καί σπανιω,
βϊχα.
Τά ίυμπτώμανα τοϋ πάίους τούτου καί τά αίτια ειναι καθώς και τής
Ηεριπνευμονΐας: ίπλ. τά ψυχρώματα, έν ώ είναι τις ίίρωμένος, ΐ πολυπο-
οία καί οίνοποσία, έκ τις πλευρϊτικος συμβαΐνει πολλάκις και ΐ πίριπνευ.•.
μονίκ, το άποστημα καί ό θάνατος.
****8ί?5»

1*θινι(
1 > '
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΙΙΝ. Ι 83

/Φοίνιξ δακτυλόΊρερος . . . Ελληνιστί.


. Φοινικία και Χουρμαδια, . Νεοελληνιστί.
| Φοίνιξ δακτυλίφερο . . . • . Αατινιστί.
§. 232 Ι Δαττιέρ κομμοϋν Γαλλιστί.
Δάττερο καΐ πάλμα . . . ίταλιστί.
νΧουρμά άγατσί Τουρκιστί.

ί Κλάσις 22. Διοοίκιον.


(Τάξις 3. Τριάνδριον-

φυσικοί καΐ χυμικοί αυτου χαρακτήρες.


δρα τό σχημα αυτοϋ 192.

6 Φοινικία είναι δένδρον γνως-ότατον άπό τον καιρόν σχε


δόν του Προφητου Μωϋσέως, καθόν καιρόν Ιστρατοπέδευσεν
είς Ελείμ, δπου ησαν οί έβδομη'κοντα ς-έλεχοι των Φοινίκων
ετη πρό Χριστοϋ ιδι1. Ο Φοίνιξ είναι δένδρον μεγάλον,
νονδρόν και υψηλόν εως τεσσαράκοντα ί και πεντηκοντα πό
δας. αυτός ό Φοίνιξ φύεται είς το ς Ινδίας, είς την ευδαίμο-
να Αραβίαν, είς την Αφρικην καΐ είς τήν Αμερικ-/,ν. ευοίσκον-
ται καΐ είς τά; Αθη'νας τινές Φοίνικες, φοινικια καλούμενοι,
πλήν άγριοι σ^είόν και άγριόκαρποι. ευρίσκονται ακόμη
καΐ είς την ίερουσαλήμ φοίνικες, όθεν οί παΐίες των Εβραίων
κόπτοντες κλάδους Φοινίκων έπροϋπάντησαν κα6οδόν.τον ίη-
σοϋν Χριστόν, λέγοντες, τό, ώσανά τω υ'ιώ Δαβίδ-
Ο κορμός τοϋ Φοίνικος είναι ισιος, γυμνός κάτωθεν,
καΐ κλωνίφερος υπερθεν. περι τον κορμόν αυτόν φαίνονται
πάντοτε κύκλοι τινές σχεδιασμένοι άπό τά πρότερον πεπτο-
κώτα φύλλα άυτοϋ, καΐ αυτοί οί -κύκλοι είνάι τραχείς και α
νώμαλοι, οί όποιοι μ« τόν καιρόν φθείρονται καΐ αφανίζονται,
Ϊ&4 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

και τότε ό. κορσές μένει λείος. ό κλωνοι τοϋ ωραίου τούτοι*


φοίνικος δέν είναι άλλο, παρα αυτά τά φύλλα αυτοϋ.
Τά φύλλα τοϋ Φοίνικος είναι μεγαλώτατα, μακρά εω,ς
δέκα πόδας καΐ έπέκεινα. Αυτά είναι πτερωτά, συνδεμένα
άπό δύω τάξεις φυλλαρίων, ώς επΐ τό πλείστον αυτά κείνταν
εναλλάξ, είναι ςενά, όςέα, βελοειδή, έγκεκλιμένα κατά τό
μάκρος πρός τά κάτω, κρεμάμενα έπειτα άπό κοινόν τι πο-
δίον καΐ μακρόν, θλιμμένα πρός τά άκρα μέχρι της κορυφής
Από τάς γωνίας των φύλλων εξέρχονται μερικά φύλλα είς
είδος σπάθης, πλαγίως των όποίων φύονται βλας-οί τινές εις
είδος σταφυλής γέμοντες άπό πολλότατα άνθη, αυτά τά άν
θη είναι η άρρενα, ?, θ.τήλν«. Τά άρρενα άνθη γνωρίζονται διό
τι είναι κεκλεισμένα είς μικρόν τινα κάλυκα διηρημένον είς
-τρία μέρη. τά πέταλα των αρρένων ειναι τρία κοιλόκυρτα
και τρία στάγματα μακρύτερα των πετάλων.
Τά θ^λυα άνθη εχουσι κάλυκα μικρότερον τών ανθέων. οί
καρποί τών οποίων είναι δρύπαι τινες ωοειδείς, η ολίγον κυ-
λινδρικαΐ, κεκαλυμμέναι εξωθεν άπό φλοιάν τινα λεΐαν, λε-
πτην περιέχουσαν εσωτερικώς παρέγχυμά τι γλυκύ καΐ κα
λόν είς φαγητόν. οί σπόροι τών καρτίών αυτών είναι μακρου
λοΐ, σκληροί καΐ ολίγον αυλακωτοί.
Μεταχειρίζονται οί ώριμοι καρποί της Χουρμαδιάς ταύτχ,ς
εί; την ίατρικήν καΐ οίκονομίαν, μάλιστα είς εκείνα τά μέρ.η,
δπου είναι θερμά κλίματα.
Αύναμις θρεπτικοί καΐ διουρητικοί.
Μβταχεί ρησις. Είς τροφί,ν τών ανθρώπων είς
βραγχνάδαν, είς άτροφίαν καΐ στραγγουρίαν.
Λ ό σ ι ς Οσοι άρκοϋσιν.
Σημείωσις. Πολλών είδών Φοίνικες είναι. Ι ό. άνω είρϊΗ
μένος. 2 ό οίνοφοίνιξ. 3 ό ριπιδόφυλλος. 4 ° &αιοφοίνιξ. 5
ό καρυοφοίνιξ. η ό άρεκο^οίνιξ. 8 ό δρακοφοίνιξ.
<!>οΟ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ >85

/ΦοΟ και νάρδος άγρια . . Ελληνιστί.


Βαλεριάνα Νεοελληνιστή.
(Βαλεριάνα όφφιτσινάλις . Λατινιστί.
| Βαλεριάνα Γαλλιστί.
' Βαλεριάνα σιλβέστρα . . ίταλιστί.
^Κετέ ότοϋ Τουρκιστί.

(Κλάσις 3. Τριάνδριον.
(Τάξις Ι. Μονογύναιον.

Φυσικοί καΐ χυμικο) αυτής χαρακτήρες.


Ορα τό σχημα αυτης 1()3.

Ο Βαλεριάνα α5τη λεγεται Νάρδος αγρία, και Φοϋ παρα


τοϋ σοφοϋ Διοσκορίδου καΐ λρεταίου. αυτή είναι φυτόν πο-
λύζωον καΐ χορτωδες, τό όποίον φυεται είς υγρούς λειμωνας ,
καΐ δρη της Ευρώπης καΐ Ελλάόος, και μάλιστα είς τα Κρα
νια ό'ρη της Λακωνίας, Μαλεβό καλούμενα, φύεται είς πλη-
' θος, 5που άνθεί πρός τόν ίούλιον κοι Αυγουστον μηνα. Αί ρί-
ζαι της Βαλεριάνης ταύτης είναι κυλινδρικαΐ με πολλά ριζίδια
ύπόλευκα. Οί βλαστοι αότών είναι ορθιοι σχεόόν, γυμνοι και
υψηλοί εως τεσσαρας $ πέντε πόδας. αυτοΐ είναι κυλινδρι
κοΐ, σωληνοειδείς, ολίγον μαλιαροι κλωνίφεροι και φυλλίφε-
ροι. Τα φύλλα αυτών είναι άντικείμενα, γλαυκά, ποδίφερα,
μεμακρυσμένα, λογχοαδη καΐ πτερωειδή, τά φυλλάρια των
όποίων είναι άντικείμενα εξερχόμενα είς ζεύγη πολλά, αυ
τά είναι ελλειπτικά, στενά, καΐ Ιπ.μηκη. τά κάτωθεν
φύλλα είναι μεγαλύτερα, βαθέως διηρημένα και οδοντω
τά, τό χρωμα αυτων είναι λευκόν καΐ ολίγον πρασινω
πόν. τό κοινόν ποδίον των φύλλων ειναι αύλακωτόν, τά
186 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

άνθη αυτών κείνται είς τάς κορυφάς των βλαστων κ.»,


κλώνων είς είδνς κορύμβων μικρών. αυτά τά άνθη είναι
λευκά, η κοκκινωπά καΐ ευώδη, είς την βάσιν αυτών των ,
μικρών κλωναρίωγ, φύονται μερικά έπίφυλλα αντικείμε
να και λαγχοειδη% Ο κάλυξ αυτών είναι ωοειδής, ολί
γον όδοντωτός. Ο στέφανος τοϋ άνθους είναι σωληνοει.;
δής, ίΐ χωνοε,ιδής, δκτιρημένος είς πέντε λοβούς ωοειδείς.
Τα στάγματά των είναι τρία καΐ τό πιστίλον εν. Οί σπό-
ραι αυτών είναι επιμήκεις καΐ κυλινδρικοί.
Μεταχειρίζονται είς την ΐατρικήν αί ρίζαι της Βα-•
λεριάνας, αί όποίαι εχουσιν όσμήν άηδες-άτην μεν, πλην-
κατά πο^λά άγαπητήν είς τούς γάτους. καθώς αί μέ
λισσα! άγαποϋσι τό μελισσόχορτον, καΐ οί λαγοοΐ τον.
κρόκον, ουτω καΐ οί γάτοι όρέγονται την Βαλεριάναν.
Οταν τις άπλώση ρίζας Βαλεριάνης $ τάς βράση,., τό
τε δλοι οί γάτοι προστρέχουσιν εκεί, δπου κυλίονται χαϊ
δεύονται καΐ παίζουσιν, μασσοϋσιν. και κατουροϋσιν αυτην
κάμνοντες δλας τάς περιστροφάς..
Λ ύ ν α μ ι ς τών ριζών, δυναμωτικαι τών νεύρων, ναρ-
κωτικαΐ καΐ άνθελμιντικαί.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. είς πάθη νευρικά και σπασμω
δικά, είς τάς θέρμας, είς τάς επιληψίας, ήμικρανίαν,
ύστερισμόν, σπασμούς, υποχονδρίας, σκώληκας, αίμόπτυ-
σιν και είς την άμαύρωσιν τών όφθαλμών.
Δόσις είς σκό^/ην άπο μισόν δράμι εως εν τρίς, η
τετράκις της ήμέρας. είς κο'χλασμα άπό δράμια 4 *ωί
8 είν νερόν βραστόν δράμια ΙΟο.
2ημείωσις. 6» ειδών βαλεριάναι ευρίσκονται. Ι ή χοκ-
ϊνη. 2 ή ενιαύσιος. 3 ή μακρύφυλλος. 4 ί μικρά. 5
1 Φοϋ τοϋ Λινναίου, 6 ή χονδρόρριζα. η ή κατσαρή. κ.τ.λ.
τυσαλι^ ~Άλ.κ£κ&ν•κτι ο-χη. ΪΟ^
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΗΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 187

!Φυσαλίς άλκεκέγκη . . Ελληνιστί.


ΦυσαλΙς άλκεκέγκη . . Λατινιστί.
Κοκουερ Γαλλιστί.
Αλκεκέγκη . . . . . . ίταλιστί.
Αλκέγκι Τουρκιστί.

ίΚλάσις 5, Πεντάνδριον.
(Τάξις ι, Μονογύναιον.

Φυσικοι και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτί,ς 1^4.

Το Αλεκεκέγκι είναι φυτόν πολύζωον άπό τό γένος


τών στρυφνων τοϋ κόσμου, λεγεται φυσαλίς, διότι ο καρ
πός του όμοιάζει με τάς φύσκας άλλων ομοίων αυτών
φυτών, εξ οδ και φυσκαλίς τινές το όνομάζουσιν. αυτό
τό φυτόν είναι μικρόν και χορτώδες, φύεται είς τάς
αμπέλους και σκιαρούς τόπους καΐ είς διάφορα μέρη της
Ασίας καΐ Ευρώπης, συναπαντ«ται πολλάκις καΐ είς την
Ελλάδα, τινές καλλιεργοϋσιν αυτό το φυτόν είς τους κη'-
'που; αυτών, μάλιστα είς την Γαλλίαν και Γερμανίαν,
οπου ανθεί προς τόν ίούλιον μηνα. Οί βλαστοί αυτοϋ
τοϋ φυτοϋ υψοϋνται εως δύω πόδας, εΤναι κλώνίφεροι,
καΐ φυλλίφεροι λείοι, τα φύλλα των εξέρχονται εναλλαξ,
αυτά είναι ποδίφερα, ωοειδη, σώα, στιγματισμένα, η
καΐ ολίγον κυματώδη πρός τά άκρα και δίδυμα.
Τά ' άνθη της Φυσαλίδος ταύτης είναι ώραία, ύπόλευ-
κα, ?) ολίγον κιτρινωπά, μονάζοντα, ποδίφερα και μικρά.
Τά στάγματά των είναι πέντε και εν πιστύλον. Ο κά-
λυξ αυτών μεταβάλλεται είς καρπον κενόν έ'σωΟεν καί
γ88 ΒΟΤΑΝΙΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

κικκινωπον εξωθεν, μεγάλον, ισον μέ μεγάλα κεράσια,..


τρίκωχα, κατά τό χρωμα όμοιάζουσι- το ώριμον κάψικον:
,ίτοι τήν κοκκινοπιπερων τοϋ κηπου. .
Μεταχειρίζονται είς τήν ίατρικήν αί βάκχαι αύτου, η
τοι αυται αί ώριμοι.- φύσκαι, είς κο'χλασμα, οί καρποί
αυτοί περιέχουσιν ύγρο'ν τι καθαρον, το όποίον ενειγεϋ-
σιν νόστιμον καΐ υπόξυνον, ή φλοιά των καρπών αυ
τών είναι πικρά και άχρηστος.
Δ.ύναμις τοϋ χυλοϋ καΐ τών βάκχεων, δροσις-ικό;,,
ίχουριτικός, ανώδυνος και ολίγον άδυναμωτικός.
Μ ε τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. είς άσθενικην ύδροπικίαν, είς δισου-
ρίαν, είς νεφρίτν,ν τον άσθενικδν καΐ είς τήν άμμον τών νε
φρων καΐ τής κύστ&ως,.
Δ ό σ ι ς τών. καρπών άπο δράμια τρία η τέσσαρα ε(ς
νερόν βραστόν δράμια ΙοΟ δια νά γίνν; κο'χλασμα.
Σημείωσις. 1 5 είδών φυσαλίδες ευρίσκονται: ητοι άλ-
κεγκοι. ι ή δενδρώδης. 2 ή τής Ινδίας. 3 ή της φιλαδελ-
φίας. 4 -ή μαλιαρτί. 5 ή κουβάκουα. 6 ί μικρά και 7. '
Αλκεκέγκη.

(ΐ) Νεφρίτης λεγεται ΐ φλόγωσις τωτ νεφρών τοϋ άνθρωπου, τα ίποΐα


ευρίσκονται όπισθεν αύτοϋ εί> τχν μέσην. οί πάσχοντες δοααάζουσιν ενα
πο'νον στερεΌν είς τά νεφρά αυτών, τό πά8ος τοϋτο προέρχεται άπο κρυι*-
ρατα, ολο άιω.ον κα'ι πέτραν τών νεφρών, άπο τάς κανθάρίϊας, άπο πι-
ρά κα'ι πνευματώδη ρευστά, άπο κτυπϊίματα καΐ γαλλικά πάβη.
Η φλο'γωσις τών νεφρών παροραθεϊσα θα^ατο'νει τον άνθρωπον, ενίοτε φε
ρει τον σκί^ρον, τΐν γάγραιναν καΐ τΐν σφακέλωσιν τών νεφρών, εί{ αύτο το
πάβο; ώφελεΐ καί το χοχλασμα τοϋ λινοσπέρριατος και τις [«λοχας.

Λ
4 «
"'"/

Χώϋδάνη- ίαλ^ανβ; σχη ί^Χ


^
Ϊ1Ρ02ΗΡΜ0ΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ 189

'Χαλβάνη . Ελληνιστί.
ΐΒουβών Γάλβανουμ . Λατινιστί*
§. 235 <Βοβών Γαλβενίφερα . Γαλιστί.
Ιτάλβανον ίταλιστί.
,Κασνί Τουρκιστί.

ίΚλάσις 5. Πεντάνδριον.
[ Τάξις 2. Διγύναιον.

Φυσικοι καί χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα ίο σχημα αυτής 1 9 5.

Η Χαλβάνη είναι φυτόν πολύζωον καΐ άειθαλες, φυό-


μενον είς τήν Αφρικην, είς τήν Περσίαν καΐ Τουρκίαν,
δπου άνθεί προς τον ίούλιον μήνα. οί βλαστοι τής Χαλ-
€άνης υψοϋνται άπύ 6 εως 8 πόδας. αυτοί είναι άδύ
νατοι, κλωνίφεροι και φυλλίφεροι, αυλακωτοί μέ φλοιάν
κιτρινωπήν, $ ύπόλευκον. τά φύλλα αυτών είναι άντι
κείμενα με μεγάλα καΐ χονδρά ποδία. αυτά είναι πτε
ρωτά και διπτερωτά, τά όποία όμοιάζουσι με τά φύλ
λα τών ήμέρων σελίνων καΐ κραμερίας, (Ιμπερατορίας)
Τα φύλλα αυτών είναι αντικείμενα, σφηνοειδή, δινιρημέ-
μένα πρός τά άκρα, καΐ είναι είς είδος όδόντων, τόσον
τά μεγάλα, όσον καΐ τά φυλλάριά των είναι πράσινα
καΐ Ιπιτρέχοντα τόν κλώνον και τον καυλόν. τά επί-
φυλλά των είναι Ομενώδη καΐ άντικείμενα, λτίγοντα είς
όςυ, καΐ αυτά φύονται κάτωθεν τών φύλλων.
Τά άνθ'/ι της Χαλβάνης κείνται προς τάς κορυφάς
τών βλαστών καΐ κλώνων αυτών εις είδος κορύμβου
σφαιρικου, και αυτά είναι κίτρινα και μικρά ώς τοϋ
Ϊ90 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

μαράθρου. αυτά βχουσι χοινόν τό ποδίον αυτών. τά ς-άγ»


ματά των είνα» πέντε και τό πιστύλον εν. όλον τό
φυτόν πλουτεί άπο γαλακτώδες τι ύγρόν, το όποίον
ενίοτε έκρέει εξ αυτομάτου άπό τους κόμβους των πα .
λαιών αυτών φυτών Οί κάτοικοι τών τόπων εκείνων έγ-
χαράττουσι καΐ σχίζουσι την φλοιάν της Χαλβάης άνω
θεν της ρίζης αυτης εως τρείς πόδας, η τεσσαρας καί
εκείθεν ρέει ό χυλός αυτος έν, άφθονία, ό όποίος πη*ζει
ευθύς είς την άτμοσφαίραν καΐ είς τον ηλιον, ό όποΤος
μεταχειρίζεται είς την ίατρικών.
Αυτός ό χυλός ξηρανθείς ονομάζεται Χαλβάνιον κόμ
μι, και Δατινιστΐ γόμα γάλβανουμ. τό κόμμι αυτό τό
καλλιώτερον ευρίσκεται είς κόμματα ολίγον σκληρά, ριέ
στίγματα τινά κιτρινωπά, η κοκκινωπά καΐ υπόλευκα, ε
νωμένα με σπόρους καΐ με φύλλα, αυτό έχει όσμήν δυ-
νατην και βρωμεράν, ητις πλησιάζει με εκείνην τοϋ σκόρ
δου, ή γεϋσις του είναι δριμεία καΐ πικρά, αυτό δώ-
ληθέν δίδει ελαιόν τι άερώδες. Μεταχειρίζεται είς την
ίατρικην είς τροχίσκους, η διαλυμένον είς τό νερόν, ί
πνεύμα τοϋ οινου.
Δύναμις. Δυναμωτικόν, άντισπασμωδικόν, μηναγω-
γόν καΐ διαλυτικόν.
Μεταχείρησις έσωθεν είς άσθμα δεινον είς πα
θη υστερικά, εξωθεν. είς σκληρά πρίσματα καΐ άποςτί-
ματα.
Αόσις. άπό κόκκους 2ο εως εν δράμι είς τροχίσκους.
^αικ^αβΌί γ°«γουίια στη. Ιϋό,
ΤΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ Ι91

ίΧαμαικέρχσος ...... Ελληνιστί.


Χαμοκέρασα Νεοελληνιστί.
Φραγάρι* Βέσκα .... Λατινιστί.
Φρασιέρ όϊ Βοις Γαλλιστι.
Φράγουλα ίταλιστί.
Τσιλέκ ότευ Τοορκιστί.

ίΚλάσις Ι2. Είκοσάνδριον.


(Τάξις 5. Πεντάνδριον.

Φυσικο'ί κα) χυμικοί αυτής χαρακτήρες


6ρα τό σχημα αυτης 196.

Η Χαμαικέρασος α8τη είναι φυτόν πολύζωον και μι


κρόν, τό όποίον φύεται είς τα βουνά της Ευρώπης και
Ελλάδος ευρίσκεται συνεχώς είς τάς φράκτας των άμ-
πελίων, κάτωθεν είς τά κατάσκια δένδρα, είς τους λει
μωνας, καλλιεργείται καΐ είς τούς κηπους τίς Ευρώπης
και κατά τό παρόν σπείρεται αυτό τό φυτόν και καλ
λιεργείται καΐ είς τά περιβόλια των Αθηναίων, δπου
ανθεί πρός τον Μαϊον καΐ ίούνιον μηνα.
Λέγεται Χαμαικέρασος καΐ Χαμαικερασία, διότι ό καρ
πός αυτης είναι μία βάκχη, ή οποία όμοιάζει με τά
κόκκινα κεράσια της κερασίας. αί ρίζαι αυτοϋ τοϋ' φυ
του είναι ινώδεις, έρπετώδεις και μακρυαί. έκ των αυ
τών ριζών άναβλαστάνουσι βλαστοί τινες μικρότατοι, ορ
θιοι κ«1 ίσιοι, άπλοί, υψοϋνται τρείς τ| τεσσαρας δακτύ
λους. Τα φύλλα αυτών εξέρχονται ριζώθεν καΐ είναι πολ
λά, με μεγάλλα ποδία, αυτά είναι τρίφυλλα: ητοι είναι
διτιρημένα είς τρία φυλλάρια, άμβλεία, έλλειπτικά, ό
192 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

δοντωτά είς είδος τακτικου πρίονος, μαλιαρά ολίγον. τά


3νθϊΐ αυτών φύονται εις τάς κορυφάς των βλαστών, κα'.
*}τά είναι δρθια, λευκά η ύπόλευκα, τα πεταλα των ο
ποίων είναι πέντέ, στρογγυλοειδή, κοντη'τερα τοϋ κάλυ
κος» Ο κάλυξ αυτών είναι διηρημένος εί; δέκα μέρη και
είναι υμενώδης καΐ σκληρός. Ο καρπος τοϋ φυτοϋ του
του είναι [/.ία βάκχη ωοειδης, κρεμαμένη άπό τό ποδίον
αύτοϋ καΐ αυτός ό καρπός είναι σαρκώδης, καΐ παρεγ-
χυματώδης, με χρώμα βαθυκόκκινον, γεμάτος άπό πολ
λούς σπόρους λεπτούς και λείους. .
Εκαστος βλαστός δίόει άπό τρία η1 τεσσάρας βάκχας
αί όποΐαι όνομάζονται χαμοκέρασα καΐ ΐταλις-1 Φράγου-
λα. αυται αί ώραίαι Φράγουλαι εχουσι μίαν γεϋσιν γλυ-
κείαν, νός-ιμον και ήδονικήν, και όσμήν ευώδη καϊ εύχάρις-ον.
Αυτά τά ώφελιμώτατα χαμοκερασα είς την Ευρώπην
τά εχουσιν είς μεγάλην ύπόληψιν, διά τοϋτο καΐ τα
καλλιεργοϋσιν μεγάλως είς τους κη*πους αυτών. αυτά τά
τρώγουσιν είς την τράπεζαν αυτών είς είδος οπωρικων,
επειδή καΐ αυτά είναι ελαφρά και νόστιμα.
,ΧεΛΛοονιοι; Πιαυνιον σγη ίύΊ
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ. ϊ<}3

'Χελιδόνιον γλαυκόν . ελληνιστί.


Χελιδονόχορτον μέγα Νεοελληνιστή
ι Χελιδόνιουμ Μάΐους . Λατινιστί.
δ. *37 Ι έκλαΐρ καΐ Χελιδονιέ Γαλλιστί,
' Ερβα τσελιδόνια . . . ίταλιστί.
Κ,αρλαγγίτσ ότοϋ . . Τουρκιστί.

ίΚλάσις 1 3. Πολυάνδριον.
(Τάξις ι. Μονογύναιον.

φυσικοι και χυμικοι αυτου χαρακτήρες,


δρα το σχημα αυτοϋ 1 97.

Τι, περίεργον τοϋτο φυτόν είναι πολύζωον, τό όποίον φύε


σαι είς τους δρόμους, φράκτας των άμπελίων, κ^πων, καΐ
είς τόπους δροσερους. καΐ υγρούς, πλησίον ρυάκων και πο^.
[Λων καΐ λειμώνων, τόσον της Ευρώπης, οσον καΐ της
Ελλάδος, όπου άνθεί προς τόν Μαϊον μηνα. Λέγεται Χε-;
λΐδονόχορτον, διότι ένόμιζον οί παλαιοί, δτι ή Χελι-
δών την άνοιξιν λαβοϋσα κίτρινων χυλόν του Χελιδο-
νίου τουτου φυταϋ χρίει τούς όχθαλμούς των νεοσσών
αυτη-ς και βλέπουσιν.
Αί ρίζαι του φυτοϋ τούτου είναι αδρακτοειδείς, καΐ
μακραί. Οί βλαστοι των είναι χορτώδεις, κλωνίφεροι καΐ
φυλλίφεροι, υψοϋνται έ'ως δύω πόδας. Οί κλώνοι των εί
ναι λεπτοΐ καΐ ανοικτοί. Τά φύλλα αυτών είναι πτε
ρωτά, λοβοεδή, με λοβούς στρογγυλούς, κατεστιγμένους
και εναλλάξ κείμενα. Ολον τό φυτόν είναι γλαυκόν.
Τά άνθη αυτών κείνται εις είδος σκιαδίων εξερχόμε
να άπό τήν γωνίαν τών φύλλων, καΐ αυτά είναι μο-
, .ίΕ-*"" ι λ V.,.»*
194 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

νάζοντα, τά πέταλα τών οποίων είναι τέσσαρα στρογ-


γυλά, με χρω [Λα ώραιότατον χρυσρειδες κίτρινον. Ο κά-
λυξ τών άνθέων είναι ολίγον μαλιαρός και δίφυλλος. Ο
καρπός αυτών ε?ναι κεράτια τινα μικρά καΐ δίθυρα, στε
νά καΐ ολίγον στρεπτά. οί σπόροι αυτών είναι μελανοί,
λαμπυροί με μίαν μυτην λευκών.
Ολον τό φυτόν αυτό περιέχει χυλόν τινα ώραίον κι
τρινον, το όποίον έκρέει, ευθύς άφοϋ κοπίί φυλλον τι, η
κλώνος αυτοϋ. το ρευστόν τοϋτο είναι οξύ καΐ δριμυ-
τατον, με όσμην άηδή και ναρκωτικήν, δλον το φυτόν
μεταχειρίζεται είς τήν ίατρικήν είς κόχλασμα.
Α ύ ν α μ ι ς. Ελαφροδυναμωτικόν και διουρητικόν.
Μεταχείρησις εσωθεν. είς πάθη του δέρματος,
είς καχεξίαν, είς την κιτρινάδαν και είς Ιρπετας.
— Εξωθεν. Ο χυλός αυτός τιθεται εις τους τύλους
τών ποδών, καΐ φακούς, ώφελεί έξωθεν και είς τούς £ρ-
πετας- προ τινων χρόνων μετεχειρίσθη με δφελος δ χυ
λός αυτοΰ είς τήν συράγγα (φύστουλαν καλουμένην). (ι)
Αόσις τοΰί χόρτου άπδ δράμια οκτώ είς νερόν βρα-
στόν δράμια Ιοο δια να γίνη κόχλασμα.
Σημείωσις. 5 είδών Χελιδόνιόν ευρίσκεται: Ι Χελι
δόνιον μέγα. 2 Χελιδόνιον μικρόν. 3 το γλαυκόν. 4 τ&
μηκοειδές. καΐ 5 το κυανόανθον.

(ΐ) Φιίστουλας λέγεται Σύριγξ ελληνιστί καί ουτος είναι μία πληγη πε-
•παλαιομένη, καί δισκολοθεράπευτος, έκ της οποίας τρέχει εν Ογρον ίιαφο'ροιι
είδους, ό Φύστουλας γίνεται είς την γωνίαν των όφβαλμών, είς τίιν μύτην,
είν τον άφεϊρώαν καί εί; άλλα μέρη τοϋ σώματος.
Είς την Σποίρτην φύεται χο'ρτον τι, Φυστουλο'χορτον καλοΰμινον, το όποίον
θεραπεύει τόν φ6στοι>λ«ν.
ι ,!
τ^γοτρια Α. Ι:κ.π£νιακοΐ)α-μα σνη, »//ϋ^.
ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ 1ΑΤΡΙΚΗΝ ^5

ί'ψυνότρια εμετική . . . Ελληνιστί.


Εμετικόχορτον Νεοελληνιστί.
Ψυχότρια εμετικα . . . Λ,ατινιστί.
Ψυχότρια Ιμετικ .... Γαλλιστί.
ίπεκακουάνα Ιταλιστί.
Αρκιζχέμ^ Τουρκιστί.

ίΚλάσις 5. Πεντάδριον.
(Τάξις Ι. Μονηγύναιον.

Φυσικοί και χυμικοί αυτής χαρακτήρες.


δρα το σχημα αυτης 198.

Αιάφορα φυτά είναι Ικείνα, τά όποΐα δίδουσιν είς τήν ία-


τρικήν τάς Ιμετικάς ρίζας. Ο σοφος Λινναΐος, θέλει δτι αυ
τη ή Ψυχότρια Α είναι ή ίππεκακουάνα της άγορας. ό κύ
ριος Μούτης θέλει δτι ή ίππεκακουάνα είναι ρίζαι φυτοϋ
τινός ομοίου των άγρίων ϊων τών βουνών, ό Περσόν πι
στεύει δτι είναι αί ρίζαι της εμετικης Κεφαλαίας ίπ-
π&κακουάνης. είναι ή Ιππεκακουάνα τά άνθη της όποίας
είναι σφαιρικά καΐ τά φύλλα ωοειδή. Βροτές τις θέλει,
δτι άπα το γένος τών καλλι,κόκων τών φυτών τοϋ
Σκέφερος ειναι ή ίππεκακουάνα, μόλον τοδτο αί ρίζα'
αυται αί αίμετικαΐ της Ψυχροτρίάς είναι κυλινδρικαΐ,
έμπεπηγμέναι.πρός όρθάς είς τήν γήν. Οί βλαστοί αυ
τών είναι χορτώόεις και άδύνατοι, τά φύλλα αυτών
είναι άντινείμενα, ωοειδη, η" λογχοειδή, λεία, σώα, μα
κρά δύω, ν| τρείς δακτύλους, και πλατέα ενα. Πρός την
βάσιν αυτών εχουσι τινά Ιπίφυλλα κοντά, όριζόντια καΐ
έγκεκλιμένα προς τά κάτω, Ια άνθη αυτώ> είναι υπό
196^ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

λευκά, μικρά, εξερχομενα Ικ των μασχαλών των φύλ-,.


λών, καΐ Ιπιφύλλων. Αυτά κείνται είς είδος κορύμβου
άνοικτοϋ, από τρία έως πεντε είς κάθε γενικόν ποδίον
*αΐ μακρυς ισον με τά φύλλα αυτών, μέ τινα έτίφυλλ»
μικρότατα. Ο κάλυξ αυτών είναι κοντός, διηρνίμένος προς
τήν κορυφήν είς εξ οδόντας δυνατους. ό στέφανος τοϋ
άνθους είναι σωληνοειδής, η χωνοειδής, κυλινδρικός, καΐ
διηρημένος είς πέντε μέρη λογχοειδή, μαλιαρά και ολίγον
γυρισμενα. Α'ι άνθέραι είναι δρθια; ό καρπός των ειναι
θη'κη τις ώοειδής, λεία, περιέχουσα δύω σπόρους Ιπιμηκεις.
Τά φυτά ταϋτα φύονται άγρια είς τά δρη καΐ δάση
της Αμερικης, και είς την νησον τοϋ Σάν Δομένικου.
Μεταχερίζονται είς την ίατρικήν α'ι ρίζαι της ΐππε-
κακουάνας, αΐ όποΤαι είναι τριών είδών. το πρώτον εί
δος εχουσι χρώμα μελαγχρινόν, τό άλλο ς-ακτερόν, καΐ
το τρίτον λευκόν. Αυταΐ α'ι ρίζαι μεταχειρίζονται είς
τήν ίατρικήν, αί όπαίαι είναι κυλινδρικαΐ, στρεπταί, πε
ρι εχουσι καΐ μυελόν σπογγώδη.
Δ υ ν α μι ς. άδυναμωτικαΐ, εμετικαί καΐ καθαρτικαί. είς
μικράν δόσιν είναι στυπτικαί, αί όποίαι γυρίζουσιν τήνάν-
τιπερισταλτικήν κίνησιν τών εντέρων και του ς-ομάχου, μα'-
λιστα όπόταν ενώνεται με τό δπιον, καΐ τότε γίνεται ή σκό
νη τοϋ Δόβερ.
Μ ε τ αχ εί ρ η σ ι ς. είς μικραν δόσιν είς τάς διαρροίας,
βηχα, αίμόπτυσιν, εμορραγίαν, και είς δλα τά φλογιστικά
πάθη. ε*ς μεγάλην δόσιν εμετικαί.
Δόσις. άπό ίνα κοκκον εως δύω τήν ήμέραν, ώς εαε-
τικόν άπό κόκκους 2 ο με τό νερόν.
Σημείωσις. 35 είδών Ψυχότριαι ευρίσκονται.
;
ι— 2
ΉΒ ' λ. ν. ' ί- -

* τΐο Ο Ο2Γ07>ν^
ΠΡΟΣΗΕΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΐΑΤΡΙΚΗΝ Ιί)?

ΙΨωμοκαρπία Ελληνιστί.
Αρτόκαρπους Λατινιστί.
ϊουκουϊερ Λάρβο δί πένν . Γαλλιστί,
Αρβορε 5ΐ πάνε ίταλιστί.
Εκμέκ άγατσί Τουρκιστί.

(Κλάσις 2ϊ. Γυνάνδριον.


(Τάξις τ. Μονάδριον.

φυσικοί καΐ χυμίκοί αυτοί) χαρακτήρες.


Ορα τό σχημα αυτοϋ 1 99.

ή Ψωμοκαρπία είναι δένδρον άξιολογώτατον δωρον τίς


φύσεως, και το πλέον άναγκαίον εις τόν. δυστυχή άν-
Ορωπον, μάλιστα είς ί'κεϊνα τά [Λερη της διακεκαυμένης
ζώτης, δπου δεν καλλιεργείται κανέν άλλο είδος γεννη
μάτων προς κατασκευήν ψωμίου.
Αυτό τό δένδρον φύεται είς ολας σχεδόν τάς νησους
των Ινδιων; δηλ. είς τό Κ,ορομανδελ, Μαλαβάρ καΐ Κεϊ-
λάν και είς τάς όταχαΐτας. Αυτό υψοϋται εως 6ο, η ηο
πόδας. τα φύλλα του είναι μακρύδοντα και μεγαλοίτατα 5'-
ως ι πόδας τό μήκος καΐ ημισυ τό πλάτος, είναι εναλλάξ
κειμενα, τα όποία μεταχειρίζονται οί νησιώται εκείνοι ώς
τρυβλία, τραπε'ζας καΐ χειρόμακτρα. Τά άνθη αυτών εξέρ
χονται εναλλάξ καΐ είναι κυλινδρικά, Ιπιμη'κη, συγκειμενα
πολλώτατα εις τό ίδιον ποδίον. αυτά διαρκοϋσι πολυν και"
ρόν. τά άρρενα άνθη είναι σπηθαμιαία, τά δέ θηΐυα λαμπρο-
μελανά, άπό τά όποία γίνεται ό καρπός, ό όποίος είναι μεγα-
λώτατος, ισος με μίην σφαΐραν, η μεγάλον κολοκύνθιον, ή
διάμετρος τοϋ όποίου είναι ενός ποδός. τό δίνδρον αυτό βα
Ι98 ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

στα άνθη διηνεκη και ώριμους καρπους ε'ως οκτώ μηνας: δηλ»,
από τόν Δεκέμβριον μηνα εως τον ίούλιον. Αυτός δταν ωρι
μάση, φαίνεται, υποκίτρινος. Κόπτεται όμως πρίν ώριμαση
καί τρώγεται πρόσφατος διηρημένος είς φέτας ς-ρογγυλάς και
κτυσαλισμένας είς τούς άνθρακας υ1 είς τους φούρνους, άπο
τόν όποίον κατασκευάζουσι καΐ ψωμίον κάλλιστον, ή ποιότης
τοϋ όποίου είναι ώς ίι κόρα τοϋ κοινοί ψωμίου, κατασκευα
σμένου από άλευρον και γεωμηλέα, ό δε εντελώς ώριμος καρ
πός άπαλύνεται ώς ζύμη καΐ γίνεται άχρηστος. αυτός εχεε
έ'σωθεν πολλούς μεγάλους σπόρους ώς άμύγδαλα.
Η Ψωμοκαρπία είναι ευφοροτάτη επειδη καΐ τρία δένδρα
τρέφουσι δαψιλώς ενα άνθρωπον δια 8 μηνα. έκτός τούτου .
τοϋ, καρπου οί νησιώται εκείνοι κοπανίζουσι την έσωτερικην
λεπτήν φλοιάν αυτοϋ-, και ετοιμάζουν τό λεγόμενον παπυροΰ-
φασμα, καΐ εξ αυτου τά υφάσματα των. εκ τοϋ ξύλου αυτοΰ ,
κατασκευάζουσι διάφορα οίκιακά σκεύη: δηλ. σκαμνία, τρυ-
βλία, υδρίας και τύμπανα. Οί Αγγλοι νεώστΐ έκοπίασαν έπι-
πόνως και έμεταφύτευσαν τό δένδρον τοϋτο είς τάς άνατολι-
κάς αυτών νήσους, δπου καΐ καλώς έπέδωκαν. είθε να εφερον
και είς την Ελλάδα αυτό τό ευλογημένον δένδρον, καϊ τότε
βέβαια οί αμελείς δέν ηθελον δουλεύση ποτέ.
η»( αοΛ' Β ασ ι η ικ β^
ο σνη 20^

*\
ΪΙΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚ.ΗΝ 199

/ήκιμον έβγα Ελληνιστί.


Βασιλικός μεγαλόφυλλος Νεοελληνιστί.
|ί2κιμουμ Βασίλικουμ . . Λατινιστί.
§. 24ο
ι Βασιλίκ κομμοϋν .... Γαλλιστί.
' Βασιλικο μαϊόρε .... ίταλιστί.
^Φεσλιεν ότοϋ Τουρκιστί.

ίΚλάσις ι4. Διδυναμία.


(Τάξις ι. Γυμνοσπέρμιον.

Φυσικο'ί τνύ χυμιχοί αυτοΰ χαρακτήρες


6ρα τό σχημα αυτοϋ 200.

Ο ευλογημένος ούτος Βασιλικός είναι φυτόν ένιαύσιον, ε


νίοτε γίνεται καί πολυετης μέ την προφύλαξιν. Λέγεται ύ-
κιμον, έκ τοϋ ώκέως φυόμενον, διότι μόλις σπείρεται εις την
ζέστην και ταχέως φυεται. Ο Βασιλικός ουτος ελκει τό γε
νος του άπό την ϊνδίαν και Περσΐαν, φύεται τανϋν παντού,
καλλιεργείται 8μως είς την Ελλάσά μεγάλως περιποιείται
δέ τα μέγιστα άπό τάς γυναΐκας και μάλιστα άπό τάς νεα
νιδας των Ελλήνων, αί όποΐαι τέρπονται μεγάλως νά φυτεύ-
ωσι και νά ποτίζωσι τους Βασιλικούς των. ελκει αυτάς προς
εαυτόν με την ΐδονικήν καΐ ευχάριστον ευωδίαν, την όποίαν
άδιακόπως άπτόμενος εκπέμπει σφαιρικώς.
Ο ρίζα τοϋ Βασιλικου τούτου είναι σκληρά, αυτη ά
ναδύει βλας-όν τινα ποδιαίον, η" και μεγαλη*τερον, κλω-
νίφερον καΐ φυλλίφερον, τετράγωνον, σκληρόν και ξυλώ
δη, οί κλώνοι αυτοϋ είναι άντικείμενοι, φύονται σταυ-
ροειδώς, αυτοΐ είναι άνοικτοι, ενίοτε και συνεσταλμένοι,
πολλότατοι, φυλλίφεροι, τετράγωνοι, πολλάκις αυτοϊ οί πολ
άΟΟ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

λοί κλώνοι φυόμενοι, σχηματίζουσι μίαν κορυιρήν σφαι


ρική ν τουφωτήν και ώραίαν. Οσον οί κλώνοι τοϋ Βα
σιλικού δένονται μέ κλωστήν κυκλικώς, άλλο τόσον αυ
τοί υψοντται. προς τα άνω καΐ μεγαλόνονται. Τα φύλ
λα τών βλαστών και τών κλώνων είναι ώντικίίμενα, πο-
δίφερα, ώοειδή', ή ώολογν/οειδή, ολίγον οδοντωτά, λεία,
επίπεδα καΐ ολίγον σαρκώδη, μέ χρώμα βαθυπράσινον
με μικρά τινά ποδία αυτών.
Τά άνθη του Βασιλικου είναι αντικείμενα, λευκά και
ώραία, ενίοτε είναι καΐ πορφυρα μέ μικρά ποδία, κεί
μενα άπαντα είς είδος άσταχύων μικρών. Εκαστος αυ
τών τών άσταχύων περιέχει άπ6 ες άνθη λευκά, η πορ
φυρά, ό κάλυξ αυτών ειναι τριχωτός. Το επάνω χείλος
τοϋ άνθους είναι στρογγυλόν και τό κάτωθεν διηρημένον
είς τέσσαρα. ό στέφανος τοϋ αΜθους είναι κάτω γυρισμέ
νος μέ τό εν χείλος διηρημένον είς τέσσαρα, καΐ τυ
επίλοιπον άδιον, χωριστον, τέλος πάντων έςωθεν αυτών
είναι ολίγον οδοντωτός, τό χείλος τοϋ άνθους αυτου ο
μοιάζει μέ στόμα τοϋ ζοίου, η του λέοντος. Τά στάγ-
αατά των εινχι τέσσαρα ορδια και εν πιστύλον. οί σπόροι
τοϋ Βασιλικου είναι λεπτοί, ς-ρογγυλο'ι, σκληροί και μελανοί.
Μεταχειρίζονται είς την ίατρικην τά φύλλα του Βασιλι
κου, τά όποία εχουσιν όσμήν άρωματικήν, νεϋσιν θερμήν, ά-
ρωματικήν καΐ κεντιστικην.
Με τ α χ ε ί ρ η σ ι ς. είς πάθη ασθενικά.
Δ ό σ ι ς. Από δράμια δυ'ω είς νερον βραστόν δράμια 100
Σημείωσις. 20 είδών Βασιλικοί ευρίσκονται.

Τ Ε Δ Ο 2.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
ΤΩΝ

ΣΪΝΔΡΟΜΗΤΩΝ.

£2 ΑΘΗΝΩΝ

δ Α. Μ. όθων Ο Βασιλευς χτίς Ελλάδος .... ίο


Βιτμερ άρχίατρός τοϋ Βασιλέως .....: Ι
Βενάρδος .'Ρέζερ άρχίατρος τοΰ Βασιλέως . . . ; Ι
Πέτρος Μαυρομιχάλης -, 2
Αναστάσιος Π. Μαυρομιχάλη ;...... Ι
Δημήτριος Π. Μαυρομιχάλη. •.:.<.. ι
Δανιήλ Λακεδαιμονίας άρχιερεύς ....:. ι
Νεόφυτος Φωκίδος άρχιερεύς .:•.:.; Ι
Αγαθάγγελος Λοκρίδος αρχιερείς ι
Γεράσιμος Παγώνης Πρωτοσύγγελος Μονεμβασίας . Ι
Ιωακειμ Ιερομ. Πυρρος 2θ
Νικηφόρος Παμπούκης σοφος διδάσκαλος . • / . Ι
Αστέριος Φιλίππου διδάσκαλος Θεσσαλονικέων • . Ι
Λ. Καλληφουρνας Δήμαρχος Αθηναίων .... Ι
Ν. Κωστης Ιατρός ...•..;.. Ι
Δημ. Φιλαμπολης λογοθετης Τριγλύας .... Ι
Δαμιανός Ιερομόναχος Βασιλειάδης Ι
Σοφιανός ιερευς Δημοδιδάσκαλος Λαγγαδίων ... Ι
Αγαμέμνων Ιατρός Ηλεϊος • Ι
Γ. ^Πιττακός φαρμακοποιός ιίς Πύργον ... Ι
Στεφανος ίερομ. Σκουρτης Αγιορίτης . . . , Ιτ' ; Ι
Θ. Δεσπορίδης φαρμακοποιός «ις Κωνσταντινδυίτολίν 2
Χατση Αδάμ Θετταλός. . . . ' ,. . ' ' . . . Ι
Νικόλαος Φορμάνος Αέσβιος . Ι
Χατσή Δημη'τριος Κωνσταντίνου Ιατρός . .
Ησαΐας Ίατρές έκ Βιλίων
Αλεξανδρος Ζωγράφος Σάπιος .»..,.
Σαράντος Δημητζανίτης. ........
Ιωσήφ Ζουμάχερ έκ Σικελίας. φαρμακοποιός . ,
Αναστάσιος Ξυγγας Κορίνθιος έκ Φαινεοϋ .
Χριστόπουλος Μυριανθούσιος Κύπριος .
Γεώργιος Παλαμάρης άρχιτέκτ. Τηνιος . . . .
(Δημήτριος Ζωγράφος Αακεδαίμων ......
Λημτίτριος Ζωγράφος εξ Αίγείρας Κορίνθιος . : .
Πανάγος Πρωτοπαπά έκ Σωποτοΰ
Αναγνώστης Οίκονομόπουλος. ίζ Αΐγείρας. . . .
Δ- Α. Στρατηγόπουλος. .."...;.
Δημητριος Σακελλαριάδης Χελιδωρεύς. . . .
Στυλιανός Πέρογλους Αέσβιος Φαρμακοποιός . . .
Θεόδωίος Λεβαδίτης Αθηναίος .....
Αντώνιος 'ΐω. Τζουρούφλης Μηκύνιος 'ΐατρός . . .
Γεώργ. Φρεούζης Ίατρος Εύβοεύς
Δ' Αλεξόπουλος Κρη'ς.
Γεώργ. ΠαπΑλεξόπουλος Ηλείος ......
Ανδρεας Γεωργιάδης Βιτολιώτης ......
,Δημήτρ. Χρυσόστομος Τριγλύας
τΊωάν. Τζιμπουρόπουλος Τριγλύας
Πέτρος Σεκούρης Ίατροχειρουργος Σπαρτιάτης . . χ
-Πέτρος Μελισσινός Ιατρός «ς Κύμην Ι
ΜΙίτρός ίατρός. Ι
Σταμάτιος Ιωάννου Χίος . . Ι . ;; . Ι
Κωνσταντιινος Ίωαννίστ.ς Σμυρναϊος . Ι
Ιωάν. Χ. Γιατζόπουλος εξ Αμφυςίο" . . , Ι
Γ. Δ. Μεντζελόπουλος φαρμακοποιος εις Πύλον 1
Απόστολος Παπα Γεωργίου Θετταλός /- . Ι
Ιωάνν. Α. Παπαπολυμέρου Θετταλός. . • . 1
Κωνσταντίνα Γεωργίου Πύρρου -. • . . 2
Περσεφόνη ζωγράφου Αάκαινα ; . ... Ι
Αγγελική ΔιομηΓρ. Πύρρου Ι
Γεωργιος Α. Μελισταγης τυπογράφος εις Σύραν 6
Αγγελος Αγγελίδης τυπογράφος εις Αθηνας . Ι

ΕΚ ΑΑΜΙΔΣ.
Θεώωρος ΧριστειοΝις υπατευς φαρμακοποιός . Ι
Χριστόπουλος Ζωγραφίδης Τυμφαΐος . . Ι
Κωνςαντ• Αναγνωστόπουλος ; . : Ι
Δη(λ^τρ. ΣπυριδωνίδΝις Ευρυτανεύς. ... Ι

ΕΚ ΘΕΤΤΑΔΟΜΑΓΝΗΣΙΑΣ.

Γεώργ. Παπαδ/ιριτρίου εξ Αγράφων. . , . Ι


Νικόλαος Βυζάντιος Κεσσαρεύς Ι
Νικόλαος 'Ραζής Μηλιεϋς Ιατρός. . . , . Ι
Ιωάν. Κροκάς Ικ Μακρυνίτσης Ι
Νικόλαος Ευσταθίου Αγιολαυρεντίτης. . Ι
Ζιίσιος Κωνσταντίνου Ίατροϋ Βενέρης. . . . Ι
Γεώργ. χρυσοχόος ίατρός Πίνδιος ζ
Δημήτρ. Ιατρός Σωτηριοκώστας και ζωγράφος . Ι
Ζτόσιος ωρολογας Καλλιο*ρόμιο? Ι
ΕΚ. ΣΑΜΟϊ

ό Σάμου Θεοδόσιος άρχιεριύς . ; Ι . ?


Π (χονή του τιμίου Σταυρου ......
Παρθένιος ιεροδιάκονος βιβλιοδέτης Σάπιος <
6 Χριστοδουλάκης Πανταζης Ιατρός. . . ,
ό Ανδρέας Πανες Ιατρός. ι . . * . .
Ο Παΰλος Κγας. » , . * ι . * .
Ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου Ιατρός. . .
•6 Παρκσκευας Σεβαστιάδης Ιατρός. . . «
Ο Χριστόδουλος. Δημητρίου Παρασκευά . . .
Δογίζος Γάλιας Ν. Καρλόβαση
Εύαγγελινος Ίωαννίϊη; Ιατρός
Αντώνιος Κοφαδάκης Τεμπλής . ... »
Αγγελής παπά Γεωργου άπ.ο Κοντέϊηα . , »
Χαραλάμπης Κύπριος. .
Αναγνώστης Ζωγράφος Ίατρος Πελοποννήσιος .

ΑΠΟ ΠΑΓΩΝ ΑΤΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ.

Μ. Καψάλης- . . ι
Γεώργιος Ίω.' Κ. . .
Βασίλειος Αγγελόπουλος.
Ίωάνντίς £'οΰο'σος.' . .
Αναγνώστης Κνίδας .
Αναγνώστης Σταμολίδης.
Διονύσιος ίερορ.. Εφέσιος.
*-

You might also like