You are on page 1of 18

Ο Μίλτον Φρίντμαν και το κραχ του 1929 στην Αμερική

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το οικονομικό κραχ της Αμερικής το 1929 με τους επενδυτές που πηδούσαν από τα παράθυρα, τις
περιουσίες που χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, τις ορδές των εξαθλιωμένων ανέργων και τις
ατέλειωτες ουρές των συσσιτίων για ένα πιάτο σούπα είναι λίγο-πολύ γνωστό. Ο Bernard Gazier
στο βιβλίο «Η κρίση του 1929» σημειώνει: «Η “Μεγάλη Ύφεση” ξεσπά κατά κάποιον τρόπο
επίσημα στις 24 Οκτωβρίου του 1929 με την απροσδόκητη κατάρρευση των αξιών στο
Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, μετά από ισχυρή άνοδό τους που ξεκίνησε το 1927,
επιταχύνθηκε δύο φορές και σημαδεύτηκε από δύο σταθεροποιήσεις, Ιούνιο-Ιούλιο του 1928 και
Απρίλιο-Ιούνιο του 1929». (σελ. 7).
Η τότε επικρατούσα κλασική οικονομική αντίληψη ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί
στις περιστάσεις αφήνοντας την ύφεση να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο Galbraith
στο βιβλίο του «Μια σφαιρική άποψη για την οικονομία» εξηγεί:
«Ένα μοναδικό και σημαντικό χαρακτηριστικό του κλασικού συστήματος ήταν η έλλειψη μιας
θεωρίας περί υφέσεων. Όμως, αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη γιατί […] το κλασικό
σύστημα από τη φύση του απέκλειε τα σχετικά αίτια». (σελ. 221).
Κατά τους κλασικούς της εποχής το σύστημα διασφάλιζε τις ισορροπίες μέσω της ίδιας της δομής
του. Οι ανάγκες των ανθρώπων για κατανάλωση θα εξισορροπούσαν τις δυνατότητες της
παραγωγής δημιουργώντας τις συνθήκες της πλήρους απασχόλησης. Οι μισθοί και οι τιμές των
προϊόντων ήταν αδύνατο να μη βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας, αφού αυτό απαιτούταν από
την ίδια τη λειτουργία του συστήματος: «Η ισορροπία προς την οποία η οικονομία προσαρμοζόταν
ήταν μια ισορροπία πλήρους απασχόλησης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγούσαν
αναπόφευκτα οι κινήσεις στα ημερομίσθια και στις τιμές». (σελ. 221).
Η ύφεση ερμηνευόταν ως αυστηρά παροδική δυσλειτουργία του συστήματος, που αναγκαστικά θα
ξεπερνιόταν από μόνη της, αφού είναι αδύνατο να υπάρξει έλλειψη αναγκών για κατανάλωση,
όπως και εργατικού δυναμικού για παραγωγή. Οι όποιες δυσλειτουργίες προέκυπταν ήταν
αδύνατο να ανατρέψουν αυτό το δεδομένο, που αναγκαστικά να επανέφερε την ομαλότητα: «Μια
ύφεση, είναι περισσότερο από προφανές, είναι μια περίοδος κατά την οποία τα αγαθά
συσσωρεύονται και περιμένουν αγοραστές. Οι εργάτες, στη συνέχεια, παραμένουν αδρανείς,
επειδή, όταν υπάρχουν πολλά αγαθά που η προσφορά τους είναι μεγαλύτερη από επαρκής και τα
αποθέματα μεγάλα, ποιος θέλει να παράγει περισσότερα;» (σελ. 221).
O Χέρμπερτ Χούβερ (Herbert Clark Hoover, 10 Αυγούστου 1874 – 20 Οκτωβρίου 1964) ήταν ο 31ος
πρόεδρος των ΗΠΑ (1929-1933).

Το ζήτημα τίθεται σαν κάτι νομοτελειακό, θα έλεγε κανείς σαν κάτι μαθηματικά επιβεβαιωμένο,
αφού τα συσσωρευμένα προϊόντα που αδρανοποιούσαν την παραγωγή ήταν αδύνατο να μην
καταναλωθούν εν τέλει βάζοντας ξανά σε κίνηση τη διαδικασία της παραγωγής: «Όλοι οι
αξιοσέβαστοι οικονομολόγοι ήξεραν ότι από την παραγωγή προέρχεται ανά πάσα στιγμή η ροή
της αγοραστικής δύναμης που από τη φύση της είναι επαρκής για να αγοράσει αυτό που
παράγεται. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ροή αυτή αναλίσκεται άμεσα σε αγαθά καταναλωτή ή
αργότερα, αν αποταμιευθεί, αναλίσκεται σε επενδύσεις σε εργοστασιακό κεφάλαιο και σε κεφάλαιο
κίνησης». (σελ. 221).
Το πράγμα ήταν τόσο δεδομένο που «μόνον οι αμαθείς και […] οι ανόητοι πίστευαν κάτι
διαφορετικό». (σελ. 221). Ο Galbraith είναι απολύτως σαφής: «δε θα μπορούσε να υπάρξει μια
θεραπεία για κάποια ύφεση, αν η θεωρία απέκλειε το ενδεχόμενο της ύφεσης. Οι γιατροί, ακόμη
και εκείνοι που έχουν το μεγαλύτερο κύρος, δεν έχουν να προτείνουν θεραπεία για μια ανύπαρκτη
ασθένεια». (σελ. 211-222).
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αντιδράσεις των κλασικών οικονομολόγων της εποχής μπορούν εύκολα
να προβλεφθούν: «Συνέπεια όλων των ανωτέρω, όταν εμφανίστηκε η Μεγάλη Ύφεση μετά το
χαρακτηριστικό κραχ του Οκτωβρίου του 1929, ήταν οι οικονομολόγοι της κλασικής παράδοσης,
που σημαίνει όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι, να μείνουν στην άκρη απαθείς. Αυτό που συνέβη ήταν
κάτι το αναμενόμενο. Δύο κορυφαίες φυσιογνωμίες της εποχής, ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, ο οποίος στο
μεταξύ εργαζόταν στο Χάρβαρντ, και ο Λάιονελ Ρόμπινς από την οικονομική σχολή του Λονδίνου,
είπαν χαρακτηριστικά ότι δεν έπρεπε να γίνει τίποτε. Η ύφεση έπρεπε να αφεθεί να διαγράψει την
πορεία της. Αυτό και μόνον ήταν αρκετό για να θεραπευθεί η κατάσταση. Η αιτία ήταν η
συσσώρευση κάποιου “σαρακιού” μέσα στο σύστημα. Το κακό που εμφανίστηκε ήταν αυτό που θα
απέβαλε το σαράκι και θα επανέφερε την οικονομία και πάλι στο δρόμο που θα την οδηγούσε στην
εξυγίανση. Η ανάκαμψη, υποστήριξε ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, ήταν κάτι που πάντα ερχόταν μόνο του.
Και πρόσθεσε: “Το πράγμα δεν τελειώνει εδώ. Η ανάλυσή μας μάς κάνει να πιστέψουμε ότι η
ανάκαμψη είναι υγιής μόνον όταν επέλθει μόνη της”». (σελ. 223).
Ο πρόεδρος Χούβερ ακολούθησε τις συνταγές των ειδικών: «Σε όλο το υπόλοιπο της προεδρικής
θητείας του Χέρμπερτ Χούβερ, έως το Μάρτιο του 1933, η οικονομική πολιτική των Ηνωμένων
Πολιτειών ακολούθησε το κλασικό σχέδιο. Η ανάκαμψη ήταν αναμενόμενη και την προέβλεπαν με
βεβαιότητα· τόση βεβαιότητα που το Χρηματιστήριο είχε την τάση να παρουσιάσει κάμψη μετά τις
επίσημες προβλέψεις. Μάλιστα ένας πρόεδρος της Ρεπουμπλικανικής Εθνικής Επιτροπής έφτασε
μέχρι του σημείου να διατυπώσει κατηγορία περί συνωμοσίας των Δημοκρατικών στη Γουόλ
Στριτ». (σελ. 223).
Το σίγουρο είναι ότι ο Χούβερ έμεινε στην ιστορία ως ο ανεπαρκής πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν
κατάφερε να κάνει τίποτε μπροστά στην ύφεση και που εύλογα ηττήθηκε στις εκλογές του 1932
από τον Ρούσβελτ, που ανέλαβε την προεδρία το 1933. Ο Bernard Gazier θα δώσει το στίγμα:
«Στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας στα χαμηλότερα από κάθε άλλη φορά επίπεδα και
ολοκληρωτική τραπεζική καταστροφή, όλα συμπίπτουν την άνοιξη του 1933. Μέσα σ’ αυτή τη
λαίλαπα ήταν φυσικό να κατηγορηθούν ως ανεπαρκείς οι πρωτοβουλίες του προέδρου Hoover. Το
μόνο πάντως αναμφισβήτητο γεγονός ήταν η αποτυχία τους». (σελ. 37).
Για τον Galbraith η αποτυχία του Χούβερ δεν είναι τίποτε άλλο από την αποτυχία των κλασικών
οικονομολόγων της εποχής, την άποψη των οποίων (όπως ήταν λογικό) υιοθέτησε: «Ο Χέρμπερτ
Χούβερ, ένα διασυρμένο πρόσωπο στην οικονομική Ιστορία, συμφωνούσε πλήρως με τις
παραδεδεγμένες ιδέες της εποχής του». (σελ. 223-224). Σε τελική ανάλυση ο Χούβερ δεν απέτυχε
μόνος του. Μαζί του ναυάγησε ολόκληρη η σχολή των κλασικών που επικρατούσε ως τότε.
Το βέβαιο είναι ότι η υπερθέρμανση της οικονομίας (εκτός του ότι οδηγεί σε ιλιγγιώδη αύξηση της
παραγωγής με τον κίνδυνο να μην απορροφηθεί από τους καταναλωτές επιφέροντας τη
συρρίκνωση που μπορεί να καταλήξει σε ύφεση σταματώντας τις παραγωγικές διαδικασίες)
συνοδεύεται κι από την αντίστοιχη υπέρ-δραστηριότητα του χρηματιστηριακού κόσμου. Ο Πωλ
Κλωντέλ διετέλεσε πρέσβης της Γαλλίας στην Ουάσινγκτον την περίοδο 1927-1933 κι ενημέρωνε
με επιστολές τον Υπουργό των Εξωτερικών της χώρας του Αριστίντ Μπριάν σχετικά με την
οικονομική κατάσταση στην Αμερική. Η διπλωματική αυτή αλληλογραφία, που έχει εκδοθεί ως
αυτοτελής τόμος με τον τίτλο «Η Κρίση στην Αμερική 1927-1932», καταδεικνύει τη
χρηματιστηριακή έξαρση της εποχής και τους κινδύνους που εγκυμονούσε για το σύστημα από το
1927.
Ο Θεόδωρος Ρούζβελτ (Theodore Roosevelt, 27 Οκτωβρίου 1858 – 6 Ιανουαρίου 1919) ήταν ο 26ος πρόεδρος των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ήταν γιος του μεγαλοτραπεζίτη Θεόδωρου Ρούζβελτ,
γόνου εύπορης οικογένειας της Νέας Υόρκης.

Ο Κλωντέλ φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο στις 4 Μαρτίου του 1927 γνωρίζοντας ότι βρίσκεται στη
χώρα με την πιο δυνατή οικονομία του πλανήτη. Ο Ζαν-Μαρί Τιβώ στον πρόλογο του βιβλίου
επισημαίνει για τον Κλωντέλ: «Ξαναβρίσκεται έτσι στην ήπειρο όπου είχε ξεκινήσει τη διπλωματική
του καριέρα, υπηρετώντας, από το 1893 έως το 1895, ως αναπληρωτής πρόξενος στη Νέα Υόρκη
και κατόπιν στη Βοστόνη». (σελ. 24).
Στην επιστολή που στέλνει στον Αριστίντ Μπριάν σχεδόν ένα χρόνο αργότερα (30 Μαΐου 1928)
εξηγεί τους λόγους που έκαναν την Αμερική να φτάσει στο απόγειο της οικονομικής ανάπτυξης :
«Τα κέρδη που αποκόμισε η Αμερική από τον πόλεμο» (τον πρώτο παγκόσμιο εννοείται) «η
ανώτερη ποιότητα των φυσικών πόρων της, η μεθοδική και εντατική εκμετάλλευσή τους σε
συνθήκες πτώχευσης ολόκληρου του κόσμου, τη στιγμή που γινόταν ο βασικός προμηθευτής του,
δημιούργησαν όπως είναι φυσικό μια ροή πλούτου προς αυτήν από όλη την υφήλιο και ειδικά από
την Ευρώπη. Η Αμερική εξόφλησε όλα τα χρέη της και πέρασε μάλιστα, σε ολοένα και μεγαλύτερη
έκταση, στη θέση του πιστωτή. Κατά το τελευταίο έτος» (το 1927 εννοείται) «τα νέα δάνεια που
παραχωρούσε σε διάφορες χώρες έφτασαν τα 1.648.000.000 δολάρια και οι τόκοι που αποκόμισε
από αυτές τις χορηγήσεις δανείων έφτασαν τα 514 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι το αμερικανικό
χαρτοφυλάκιο». (σελ. 44-45).
Η Αμερική εκμεταλλευόμενη τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και αναδεικνυόμενη σε πρώτη
παραγωγική δύναμη του κόσμου, καθώς η Ευρώπη είχε πλήρως αποδιοργανωθεί, αποτελούσε
την αδιαπραγμάτευτη οικονομική υπερδύναμη της εποχής. Με το κραχ του 1929 η Αμερική
πλήρωσε τα λάθη που υπονόμευαν την ανάπτυξή της σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να την
οδηγήσουν στην πλήρη κατάρρευση. Θα έλεγε κανείς ότι η Αμερική σε οικονομικό αναπτυξιακό
επίπεδο έτρεχε μόνη της (ουσιαστικός ανταγωνιστής δεν υπήρχε) και βγήκε δεύτερη.
Από την ίδια αυτή επιστολή (παρά το αναμφισβήτητο της πανίσχυρης οικονομικής εικόνας που
εισπράττει) ο Κλωντέλ αρχίζει να διαβλέπει ότι η φρενήρης αμερικανική ανάπτυξη δε βασίζεται σε
τόσο στέρεα θεμέλια. Παραθέτει κριτικές που δε φαίνονται αισιόδοξες και αντιτίθενται στην
αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα της εποχής για τη διαρκή και χωρίς όρια οικονομική μεγέθυνση: «Οι
κριτικές, που πολλαπλασιάστηκαν τους τελευταίους μήνες, προσθέτουν ωστόσο σε αυτήν την
εκθαμβωτική απαρίθμηση ορισμένες κηλίδες. Η σημαντικότερη αφορά την κατάσταση της
αγροτικής παραγωγής, η οποία, μετά την ώθηση που έλαβε από τον πόλεμο, περιέπεσε σε
μαρασμό, από τον οποίο δεν μπορεί να τη βγάλει η γενική βελτίωση όλων των συνθηκών. Έχω
αναφερθεί εκτενώς στις αιτίες αυτής της κατάστασης σε άλλες εκθέσεις. Δε θα μπορούσε να μην
προκαλεί ανησυχίες. Αν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα
πωλούνται ακριβότερα, το περιθώριο κέρδους των βιομηχάνων και των εργατών θα μειώνεται
αντιστοίχως, ή θα υπάρχει τότε μια γενική άνοδος των τιμών, γεγονός που θα έχει σοβαρές
επιπτώσεις στη γενική κατάσταση». (σελ. 47).
Και τα προβλήματα γενικεύονται : «Η κρίσιμη κατάσταση που υπάρχει στην αγροτική παραγωγή
παρουσιάζεται επίσης στην εμπορική ναυτιλία και στη βιομηχανία ναυτικών κατασκευών, την
οποία δεν καταφέρνει να αναζωογονήσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, παρά τις μεγάλες
επιδοτήσεις που της προσφέρει. Το πρόβλημα της ποτοαπαγόρευσης δεν έχει επιλυθεί και
φαίνεται δυσκολότερο από κάθε άλλη φορά να επιτευχθεί μια ικανοποιητική λύση». (σελ. 47).
Και συμπληρώνει: «Είναι απολύτως βέβαιο ότι η ποτοαπαγόρευση κοστίζει ακριβά. Στο Ντιτρόιτ
μόνο, η παράνομη βιομηχανία λαθρεμπορίου του αλκοόλ φτάνει σύμφωνα με εκτιμήσεις σε ένα
ποσό τουλάχιστον 215 εκατομμυρίων δολαρίων (σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα),
ενώ η βιομηχανία χημικών προϊόντων δε φτάνει παρά τα 90 εκατομμύρια δολάρια». (σελ. 48).
Ο Κλωντέλ διαπιστώνει ότι η παρακμή του πρωτογενούς τομέα της αγροτικής παραγωγής δεν
μπορεί παρά να επιδράσει αρνητικά σε όλο το σύστημα κλυδωνίζοντας τους μισθούς και τις τιμές
των αγαθών. Το αγκάθι της ποτοαπαγόρευσης τον βάζει επίσης σε ανησυχίες. Το σίγουρο είναι ότι
αυτό δε συμβαίνει για πρώτη φορά σ’ αυτή την επιστολή, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι έχει από καιρό
εντοπίσει το αγροτικό πρόβλημα («έχω αναφερθεί εκτενώς στις αιτίες αυτής της κατάστασης σε
άλλες εκθέσεις»), όπως και ότι οι φωνές που ασκούν κριτική για τις «κηλίδες» της οικονομίας
«πολλαπλασιάστηκαν τους τελευταίους μήνες».
Είναι πολλοί εδώ και αρκετό καιρό (από το 1927 ακόμη) που επισημαίνουν τα τρωτά της
ιλιγγιώδους ανάπτυξης και δείχνουν ανησυχία. Η επιστολή του Κλωντέλ συνεχίζει ως εξής:
«Η ματαιοδοξία, το πνεύμα του ανταγωνισμού που μαίνεται παντού σε βαθμό υπερβολής και
αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά των αθλητικών αγώνων, κυρίευσε και τον κόσμο της οικονομίας. Κάθε
επιχείρηση προσπαθεί κάθε χρόνο, χωρίς καμία σύνεση και ορθοφροσύνη, να αυξήσει τον κύκλο
πωλήσεών της και να υπερβεί τις δραστηριότητές της. Η βιομηχανία του advertisement προσέλαβε
έναν τόσο παρεισφρητικό χαρακτήρα που θυμίζει διάρρηξη και βιαιοπραγία». (σελ. 53).
Ο Κλωντέλ από τις 30 Μαΐου του 1928 κάνει λόγο για το ενδεχόμενο μιας κρίσης:
«Ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η General Motors, προσπαθούν σήμερα να αντιδράσουν,
αλλά το παράφρον πνεύμα ανταγωνισμού μαστίζει από την κορυφή μέχρι τη βάση την αμερικανική
οικονομική μηχανή. Είναι αδύνατο να μην προκαλέσει ανησυχίες.
Εδώ επίσης θα φτάσουμε στο σημείο κορεσμού». (σελ. 54-55).
Και οι ανησυχίες δεν τίθενται σε επίπεδο απλά θεωρητικό : «Φαίνεται ότι η αυτοκινητοβιομηχανία
πλησιάζει σε αυτό το σημείο, καθώς θα μπορούσε πραγματικά μια μέρα να απειληθεί με κρίση.
Πράγματι, οι κατασκευαστές δεν έρχονται σήμερα αντιμέτωποι μόνο με τον ανταγωνισμό των νέων
μηχανών. Το σημαντικότερο ζήτημα, το πλέον απειλητικό ζήτημα είναι ο ανταγωνισμός των
μεταχειρισμένων μηχανών. Ο πελάτης κοιτάζει πολύ λιγότερο την τιμή του καινούριου αυτοκινήτου
που αγοράζει και περισσότερο την τιμή του παλιού αυτοκινήτου που προσπαθεί να πουλήσει».
(σελ. 55).
Ο Κλωντέλ ήδη διαβλέπει τον κορεσμό της αγοράς που αδυνατεί να αφομοιώσει με ευκολία τα
παραγόμενα αγαθά. Η υπερπληθώρα των προϊόντων, όσο κι αν συνοδεύεται από την
καταναλωτική μανία του κοινού που αγοράζει αφειδώς παρά τις ανάγκες του και χωρίς να
περιμένει να χαλάσει κάτι για να το αντικαταστήσει, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει κάποια στιγμή
στην αδυναμία των πωλήσεων. Οι όλο και αυξανόμενοι στόχοι στις πωλήσεις των επιχειρήσεων
είναι αδύνατο να εκπληρώνονται εσαεί. Η στιγμή που οι δείκτες θα αρχίσουν να πέφτουν αρχίζει
κιόλας να είναι σε κάποιους ορατή.
Η έκθεση του Κλωντέλ θα συνεχίσει: «Μια άλλη παγκοσμίως διαδεδομένη μόδα είναι η πώληση με
instalments [δόσεις]. Δεν παρουσιάζει μειονεκτήματα και έχει μάλιστα πλεονεκτήματα υπό
κανονικές συνθήκες. Όμως, σε εποχή κρίσης, όταν όλοι κοιτούν να ρευστοποιήσουν, και όπου όλοι
οι πιστωτές από τη μια άκρη της σειράς έως την άλλη αναγκάζονται να στραφούν οι μεν εναντίον
των δε, θα μπορούσε να παρουσιάσει ανυπολόγιστους κινδύνους. Ένα άλλο πλεονέκτημά της
είναι ότι διευκολύνει τη σπατάλη, ότι μαθαίνει στον καταναλωτή να θυσιάζει το παρόν στο μέλλον
και το αναγκαίο στο περιττό». (σελ. 55).
Το πιο επικίνδυνο όμως είναι ο τρόπος που λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα:
«Τέλος, η χρηματοπιστωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει τροποποιηθεί ριζικά. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από την απομόνωση χάρη στις τεράστιες κεφαλαιακές τοποθετήσεις
τους και απέκτησαν δεσμούς αλληλεξάρτησης με ολόκληρο τον κόσμο.
Πολλές εξοικονομήσεις που χρησίμευαν ως κεφάλαιο κίνησης στη βιομηχανία και την εθνική
αγροτική παραγωγή εκπροσωπούνται σήμερα από τίτλους που σε καιρό κρίσης θα μπορούσε
δύσκολα να τους διαπραγματευτεί κανείς. Δεν εξετάζω εδώ το αντιστάθμισμα, αλλά είναι βέβαιο ότι
αν ξεσπούσε μια κρίση στην Αμερική, οι πωλήσεις τίτλων που θα προέκυπταν σε συνδυασμό με
την κερδοσκοπική ιδιοσυγκρασία που υπάρχει θα αποτελούσαν καταστροφή για ολόκληρο τον
κόσμο. […] Η κυριαρχία της Νέας Υόρκης στην κεφαλαιαγορά θα απελευθερώσει κατά πάσα
πιθανότητα στο μέλλον ορισμένες θύελλες». (σελ. 55-56).
Η εκρηκτική αυτή κατάσταση που δημιουργείται στην οικονομία περνά εντελώς απαρατήρητη από
το μέσο Αμερικάνο που ζώντας το όνειρο της απύθμενης κατανάλωσης και του εύκολου
πλουτισμού από τα χρηματιστηριακά πονταρίσματα έχει περάσει σε κατάσταση τέτοιας
πνευματικής νωθρότητας, που δεν αντιλαμβάνεται ακόμη και τα αυτονόητα. Το γεγονός αυτό για
τον Κλωντέλ επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς είναι αδύνατο μέσα σ’ αυτό το
κλίμα να ευοδωθεί οποιαδήποτε συμπεριφορά κινείται προς την κατεύθυνση της σύνεσης.
Ο Κλωντέλ επικαλείται τον Σίνκλερ Λιούις : «Ο κ. Σίνκλερ Λιούις απαθανάτισε τον τύπο του “μέσου

Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 ήταν μια κατάσταση διεθνούς οικονομικής ύφεσης που διήρκεσε από ένα
μέχρι δέκα χρόνια σε διάφορες χώρες του κόσμου.

Αμερικανού”, τον Μπάμπιτ, ο οποίος είναι ικανός στην ειδικότητά του, αλλά έχει πλήρη έλλειψη
παιδείας και γενικών ιδεών, είναι έτοιμος σε όλους τους τομείς όπου δεν διακυβεύονται τα υλικά
του συμφέροντα να αποδεχτεί οποιαδήποτε άποψη, οποιαδήποτε ιδέα βρει έτοιμη σε μια
εφημερίδα ή του ψιθυρίσει ένας δήθεν αρμόδιος φίλος». (σελ. 68).
Έχει ενδιαφέρον και η επίκληση του Κλωντέλ στο νευρολόγο Κολίν : «Σε ένα άρθρο με τίτλο
“Childish Americans”, ένας νευρολόγος, ο Δρ Τζόζεφ Κολίν, γράφει: “Έχουμε περισσότερα κολέγια
και πανεπιστήμια από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, είμαστε όμως οι πιο απαίδευτοι και οι πιο
απολίτιστοι… [Οι Αμερικανοί] αναθέτουν στους δημάρχους τους, τους νομοθέτες τους, τους ιερείς
και τις εφημερίδες τους να σκέφτονται αντί γι’ αυτούς”». (σελ.
68).
Ο Κλωντέλ συμπληρώνει : «Πράγματι, πόσο αβυσσαλέο είναι το χάσμα ανάμεσα στον μέσο
Αμερικανό και σε κάποιον που διαθέτει χρόνο για να σκέφτεται!» (σελ. 68).
Κι η πνευματική απαξία δεν μπορεί παρά να έχει και ηθικές προεκτάσεις: «Πέρα από αυτόν τον
πνευματικό λήθαργο, υπάρχει και ο ηθικός λήθαργος. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να φαίνεται
υπερβολική για μια χώρα όπου τόσος λόγος γίνεται περί ηθικής. Αλλά επειδή ακριβώς το
συγκεκριμένο πράγμα δεν υπάρχει, προσπαθούν να του προσφέρουν μια επίφαση
πραγματικότητας μιλώντας γι’ αυτό. Η ηθική, εδώ, αφορά τα πάντα και ως εκ τούτου είναι
ανύπαρκτη: λόγου χάρη, εν ονόματι της ηθικής ορισμένες Εκκλησίες διατάζουν τα μέλη τους να
μην ψηφίσουν τον κ. Σμιθ». (Πρόκειται για τον πολιτικό αντίπαλο του Χούβερ στις εκλογές του
1928). «Το μόνο που μετρά είναι οι ηθικές νίκες επί χάρτου. Δε θέλουν να αντικρύσουν την
πραγματικότητα, εθελοτυφλούν. Η ποτοαπαγόρευση είναι ασφαλώς το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτής της κατάστασης πνευμάτων. Σε ένα τουλάχιστον μέρος της χώρας, ο νόμος
παραβιάζεται ανοιχτά σε καθημερινό επίπεδο, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Σε όλη τη
χώρα, η ποτοαπαγόρευση δημιούργησε μια τεράστια υποκρισία και ανέπτυξε διαφθορά. […] Ποιος
νοιάζεται όμως! Φτάνει να υπάρχει ένας νόμος για την ποτοαπαγόρευση, ώστε να μπορεί η χώρα
να δηλώνει ενάρετη». (σελ. 68-69).
Θα λέγαμε ότι ο Κλωντέλ αποδομεί την αμερικανική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Ο πνευματικός
λήθαργος τίθεται ως αποτέλεσμα του άκρατου υλικού ευδαιμονισμού που θεοποιεί το χρήμα
καθιστώντας οτιδήποτε άλλο περιττό. Υπό αυτές τις συνθήκες, καμία προειδοποίηση δε θα
μπορούσε να αφυπνίσει τους Αμερικάνους. Το οικονομικό κραχ δεν αφορά μόνο την οικονομία,
αλλά καθρεφτίζει και την πνευματική κατάσταση της χώρας : «Η κυριαρχία του υλισμού είναι
απόλυτη και ο Κλάρενς Ντάροου, ο σπουδαίος ποινικολόγος, έχει γράψει σχετικά: “Είμαστε λαός
του λίπους. Σκεφτόμαστε μόνο το λίπος μας. Μιλάμε μόνο για το λίπος μας. Το μόνο που θέλουμε
από τον κόσμο είναι λίγο περισσότερο λίπος!”» (σελ. 69).
Ο Κλωντέλ μένει κατάπληκτος από τον τρόπο που λειτουργεί το χρηματιστήριο. Σε επιστολή που
στέλνει στις 4 Δεκεμβρίου του 1928 αναφέρει : «Από τις 10 Μαρτίου ως τις 12 Μαΐου, σύμφωνα με
τα στοιχεία που παρουσιάζει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο των New York Times, το οποίο
συνοψίζω εδώ, οι αριθμοί πώλησης μετοχών ανήλθαν σε 196.259.097, με μέση αύξηση 10,69
μονάδες για 50 αντιπροσωπευτικές αξίες. […] Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η αγορά αφυπνίστηκε, οι
πωλήσεις αυξάνονταν από βδομάδα σε βδομάδα, και η θριαμβευτική εκλογή του Χέρμπερτ
Χούβερ ενίσχυσε τη συνεχή επιτάχυνση των αγορών που έλαβε τελικώς ανεξέλεγκτες διαστάσεις,
θυμίζοντας πραγματικό ανεμοστρόβιλο». (σελ. 91).
Ο Κλωντέλ θα παραθέσει συγκεκριμένα στοιχεία : «Ο καθημερινός μέσος όρος αγορών ξεπέρασε
διαδοχικά τα 4 εκατομμύρια, τα 5 εκατομμύρια και τα 6 εκατομμύρια μετοχών. Η άνοδος για
ορισμένες αξίες, κυρίως το ραδιόφωνο, την αεροναυπηγική, τα μηχανήματα ελκυσμού, τα αγροτικά
μηχανήματα, έφτασε τις 62, τις 72, τις 82, τις 130 μονάδες (αυτό το τελευταίο ρεκόρ επιτεύχθηκε
από τη Radio Corporation of America). Πρόκειται στ’ αλήθεια για φουσκοθαλασσιά». (σελ. 91).
Η «Μεγάλη Ύφεση», όπως χαρακτηρίστηκε στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους αναλυτές προκλήθηκε μετά από το
χρηματιστηριακό κραχ, που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 1929. Το τέρμα της κρίσης στις ΗΠΑ ταυτίστηκε με το
έναυσμα της πολεμικής οικονομίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου γύρω στο 1939. «Θέλω δουλειά»

Το ότι ο κόσμος άρχισε να επενδύει μανιωδώς στο χρηματιστήριο, για τον Κλωντέλ δεν ήταν κάτι
που έγινε αυθόρμητα : «… δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτή η κίνηση ήταν απολύτως
αυθόρμητη, Αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται εδώ drive, δηλαδή μιας
συνδυασμένη παρόρμησης, που διαδίδεται από καμιά δεκαριά κερδοσκόπους, τους οποίους
αναφέρουν ονομαστικά οι New York Times, και εκ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι ο Κάτεν από
το Σικάγο, ο Ντιούραντ από τη Νέα Υόρκη και οι αδερφοί Φίσερ από το Ντιτρόιτ, που
συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων της General Motors.
“Όταν αυτοί οι άνθρωποι λέει η εφημερίδα, βρίσκονται πίσω από κάποια αξία, τότε αυτή κινείται,
προχωράει, θα λέγαμε ότι αισθάνεται την ανατριχίλα της ζωής, από τη μια άκρη ως την άλλη της
δομής της”». (σελ. 92-92).
Και ο Κλωντέλ στο ερώτημα ποιοι είναι οι λόγοι που επέφεραν αυτή την ασύστολη
χρηματιστηριακή κερδοσκοπία θα αναφερθεί και πάλι στα στοιχεία που παραθέτουν οι New York
Times : «“Η ανάπτυξη του τηλεγραφικού δικτύου του New York Stock Exchange [Χρηματιστήριο
Αξιών Νέας Υόρκης] και της εξωχρηματιστηριακής αγοράς που έχει φτάσει σε όλα τα μήκη και τα
πλάτη της χώρας και η οποία συμπλήρωσε το σύστημα των αυτόματων tickers με τα οποία είναι
εξοπλισμένα τα περισσότερα μεσιτικά γραφεία αξιών, επιτρέποντας να παρακολουθεί κανείς
εύκολα τις διακυμάνσεις της αγοράς”». (σελ. 93-94).
Αυτό που μένει είναι η εικόνα του ολοκληρωτικού τζόγου : «Εν ολίγοις, ισχύει για την αγορά αξιών
της Γουόλ Στριτ ό,τι ισχύει για τις ιπποδρομίες του Παρισιού : κάθε παίκτης μπορεί, από
οποιοδήποτε οινοπωλείο, να διαλέξει το άλογό του και να στοιχηματίσει σε αυτό. Αυτή τη στιγμή,
όλοι οι Αμερικανοί πολίτες κρατούν στα χέρια τους την ταινία του μικρού εργαλείου που λέγεται
ticker, την εγχάραξη του οποίου απεικονίζει το άρθρο που αναλύω. Αυτή η τεράστια μάζα
κερδοσκόπων δεν παίζει με βάση σταθμισμένες πιθανότητες, αλλά με βάση μια κίνηση που έχει
ως μοναδική αφετηρία και κίνητρο την επιθυμία για κέρδος. Με άλλα λόγια, κερδοσκοπεί
ασταμάτητα σε σχέση με τη δική της άνοδο. “Οι καλοί κριτές της αγοράς”, λέει ο συγγραφέας του
άρθρου, “εκτιμούν ότι στη σημερινή κίνηση υπάρχουν 10% ή 20% υγιείς τοποθετήσεις και 80% ή
90% κερδοσκοπικού χαρακτήρα”». (σελ. 94-95).
Το ζήτημα παίρνει δραματικές διαστάσεις : «Ασφαλώς, το χρήμα που χρησιμεύει στην κερδοφορία
από κάπου πρέπει να προέρχεται. Προέρχεται από τα ταμεία των τραπεζών, παρά την τωρινή
αύξηση κατά 10% του ημερήσιου επιτοκίου του χρήματος. Προέρχεται από τις αποταμιεύσεις, τις
οικονομίες, τον περιορισμό των δαπανών της καθημερινής ζωής. Ένας αγοραστής γαλλικού
βάμβακος μού έλεγε ότι σε όλο το Νότο οι καταγγελίες για την έλλειψη χρήματος έχουν γενικευτεί.
Από την άλλη, η αγορά των δημοσίων χρεογράφων, των ομολόγων, όλων των σίγουρων αξιών
έχει περιπέσει σε μαρασμό. “Γιατί να αρκεστείς σε αξιοθρήνητους τόκους αν μπορείς μέσα σε λίγες
μέρες να πλουτίσεις όπως αυτός ή εκείνος;” Δε γνωρίζω αν άλλος λαός προσέφερε ποτέ ένα τέτοιο
παράδειγμα συλλογικής φρενίτιδας, που διαμορφώνει ένα παράδοξο υπόβαθρο για τις
ευχαριστήριες προσευχές που προσφάτως απηύθυνε ο πρόεδρος προς τον ουρανό προκειμένου
να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την ευημερία και τις αρετές που απολαμβάνει η
Αμερική». (σελ.95).
Οι μεγαλοκερδοσκόποι κατάφεραν να ρίξουν όλα τα ψάρια μέσα στο δίχτυ. Η κερδοσκοπία
ανάγεται σε εθνικό άθλημα. Ο Κλωντέλ παραθέτει τις απόψεις του οικονομολόγου Βίτζιλ Τζόρνταν :
«Σε μια ομιλία που εκφώνησε ενώπιον του National Founders Association επέλεξε το εξής θέμα :
τι σημαίνει ευημερία; Η ευημερία, είπε, είναι μια διανοητική κατάσταση. “Το χρήμα ρέει προς τις
βιομηχανίες που φροντίζουν για τις νέες ανάγκες του πληθυσμού και τον προμηθεύουν με νέες
πολυτέλειες, αλλά οι βασικές βιομηχανίες της χώρας, η παραγωγή τροφίμων, καυσίμων και
υφασμάτων υποφέρουν από τη γενική ύφεση”». (σελ. 96).
Τα θεμέλια της καταστροφής έχουν ήδη τεθεί. Η οικονομία στρέφεται προς τη χρηματιστηριακή

Μίλτον Φρίντμαν

κερδοσκοπία δημιουργώντας φούσκες που βάζουν σε κίνδυνο τα χρήματα των ταμείων που έχουν
δοθεί ως δάνεια για να πονταριστούν, ενώ οι θεμελιώδεις παραγωγικοί τομείς της βιομηχανίας
βρίσκονται ήδη σε ύφεση. Το κραχ έρχεται με τρόπο σχεδόν νομοτελειακό και ο μέσος Αμερικανός
νιώθει ότι βρίσκεται στην κορυφή της ευημερίας.
Ο Κλωντέλ σχολιάζει : «Ενόσω η Γουόλ Στριτ αποστραγγίζει και εκμεταλλεύεται μανιωδώς, υπό το
κράτος μιας στείρας διέγερσης, όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του έθνους, βλέπουμε να
ανακοινώνεται θριαμβευτικά στις εφημερίδες ότι η αστυνομία έκλεισε αυτή ή εκείνη την ταβέρνα
όπου διάφοροι λάτρεις συγκινήσεων ζητούσαν από το ουίσκι ή τα χαρτιά την τονωτική περιπέτεια
που ο νόμος έχει αναθέσει αποκλειστικά στα ticker». (σελ. 95). Είναι φανερό ότι ο πνευματικός
λήθαργος είναι στοιχείο αναφαίρετο σε όλες τις μεγάλες καταστροφές.
Με την είσοδο του 1929 οι ρυθμοί γίνονται ακόμη εντονότεροι. Όλοι διακατέχονται από την
υπέρτατη αισιοδοξία ότι η ευημερία αυτή δε θα σταματήσει ποτέ. Τα πάντα κινούνται σε επίπεδα
ρεκόρ. Στις 18 Ιανουαρίου του 1929 ο Κλωντέλ ενημερώνει : «Η παραγωγή αυτοκινήτων, για τις
Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ήταν για το 1928 περίπου
4.600.000 κομμάτια, συγκριτικά με τα 4.500.000 κομμάτια, ρεκόρ που επιτεύχθηκε το 1926. Όλοι
οι παραγωγοί αυτοκινήτων είναι αισιόδοξοι για το 1929 και προβλέπεται μια παραγωγή περίπου 7
εκατομμυρίων κομματιών. Μένει να μάθουμε, όπως έχω επισημάνει σε ξεχωριστή επιστολή, αν θα
μπορέσει η αγορά να απορροφήσει μια τέτοια παραγωγή». (σελ. 103).

Ένας άνεργος άντρας στέκεται έξω από εγκαταλελειμμένο μαγαζί στο Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, ΗΠΑ.

Ακόμα και το κλείσιμο του πρώτου εξαμήνου του 1929 προκάλεσε νέα κύματα αισιοδοξίας –
κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την καταστροφή. Ο Κλωντέλ ενημερώνει στις 6 Αυγούστου του 1929 :
«Όσο δημοσιεύονται, καταμεσής του καλοκαιριού, οι στατιστικές για τα κέρδη των αμερικανικών
επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών του 1929, επιβεβαιώνεται η πεποίθηση ότι
η πρωτόγνωρη ευημερία που επιτεύχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 1928
διατηρείται χωρίς να είναι δυνατόν να προβλεφτεί σήμερα πότε θα αρχίσει να υποχωρεί. Αυτή η
πεποίθηση προκύπτει από την ανάγνωση των συμπερασμάτων που δημοσιοποίησε πρόσφατα το
υπουργείο Εμπορίου, αλλά και από τις μηνιαίες επιθεωρήσεις των σημαντικότερων τραπεζών».
(σελ. 144).

Όταν πια έφτασε ο Οκτώβριος του 1929 και το χρηματιστήριο κατέρρευσε όλοι προσπαθούσαν να
αποποιηθούν τις ευθύνες. Ο Κλωντέλ γράφει στις 6 Νοεμβρίου : «Ο ηγέτης των Δημοκρατικών, ο
κ. Ρόμπινσον, εκφώνησε στη Γερουσία μια ομιλία με την οποία επιχείρησε να επιρρίψει στο
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα την ευθύνη για την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Κατηγόρησε τους
κυρίους Κούλιτζ, Μέλον και Χούβερ (όταν ήταν μόνο υπουργός Εμπορίου) ότι ενθάρρυναν μια
κερδοσκοπία που έγινε ασυγκράτητη λόγω των εξαιρετικά αισιόδοξων ανακοινώσεων. Αυτή η
κατηγορία δεν είναι εντελώς αβάσιμη.
Είναι βέβαιο ότι εδώ και δύο χρόνια, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, αντηχεί σε όλη τη
χώρα ένας ύμνος προς την ευημερία, ο οποίος εκφέρεται με τέτοια ορμή και ομοθυμία που
κατάφερε να πείσει πολλούς ευκολόπιστους. Το Δημοκρατικό Κόμμα, που κατηγορείται τόσο συχνά
ότι έχει οδηγήσει τη χώρα σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις, χαίρεται ασφαλώς που μπορεί να
ανταποδίδει με το ίδιο νόμισμα τις επιθέσεις που δέχεται». (σελ. 175).
Όσο για τα αίτια της κατάρρευσης, ο Κλωντέλ σημειώνει : «Η βαθύτερη και πρωταρχική αιτία της
κρίσης ήταν αναμφίβολα η κερδοσκοπία που κυρίευσε τη χώρα και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον
κόσμο. Σε συνθήκες μιας πρωτόγνωρης ανόδου, οι αγορές διενεργούνταν από μια ολοένα και
μεγαλύτερη μάζα κερδοσκόπων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ισολογισμοί των εταιρειών, τα
κέρδη τους και οι μελλοντικές προοπτικές που πραγματικά έχουν. Με αυτό το ρυθμό, οι αξίες που
αποδίδουν 3% ή 4% πουλήθηκαν με επιτόκιο που αντιπροσωπεύει έως και είκοσι με εικοσιπέντε
φορές τα κέρδη τους. Προκειμένου να τις κρατήσουν οι αγοραστές πλήρωναν επιτόκια που
έφταναν έως και 20%». (σελ.176).
Για να συμπληρώσει : «Όλο το χρήμα του κόσμου συνέρρεε στη Γουόλ Στριτ για να τροφοδοτήσει
μια κερδοσκοπία που γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνη. Ενεπλάκη ολόκληρος ο αμερικανικός
πληθυσμός, από τον εκατομμυριούχο ως το λούστρο. Ήταν μοιραίο να επέλθει κάποια στιγμή μια
διόρθωση». (σελ.176).
Το μέγεθος όμως της καταστροφής ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις :
«Κανείς δεν περίμενε ωστόσο ότι η καταστροφή θα ήταν τόσο βίαιη. Αμέσως μόλις έκαναν την
εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια μιας ρευστοποίησης η οποία προκλήθηκε από την άνοδο του
προεξοφλητικού επιτοκίου στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο και από τον επαναπατρισμό του χρυσού
στην Ευρώπη, οι πωλήσεις από κερδοσκόπους που διενεργούσαν συναλλαγές με περιθώριο
επιταχύνθηκαν χωρίς τίποτα να μπορεί να τις σταματήσει». (σελ. 176).
Στην αρχή υπήρξαν προσπάθειες κατευνασμού και υποτίμησης της κρισιμότητας της κατάστασης:
«Η αρχική γνώμη της κυβέρνησης, των μελών του Federal Reserve, των μεγάλων τραπεζιτών,
των καπιταλιστών κ.α., ήταν ότι η κρίση αφορούσε επί της ουσίας το Χρηματιστήριο, ότι δεν είχε
καμία σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας, και ότι αντιθέτως οι πιστώσεις που
κατευθύνονταν προς τη Γουόλ Στριτ θα μπορούσαν τώρα να χρησιμοποιηθούν περισσότερο
επωφελώς από ορισμένες επιχειρήσεις που είχαν υποχρεωθεί, όπως οι εταιρείες σιδηροδρόμων,
να καθυστερήσουν σημαντικά έργα λόγω της ακρίβειας του χρήματος. Μια εφημερίδα επινόησε
μάλιστα για το κραχ του 1929 έναν μεγαλοφυή χαρακτηρισμό. Πρόκειται κατ’ αυτήν για ένα
prosperity crash, για μια κρίση ευημερίας, για ένα σύμπτωμα υγείας και πλούτου». (σελ. 177).
Ήταν οι εκτιμήσεις των κλασικών που ήθελαν να αφήσουν την κατάσταση να διορθωθεί από μόνη
της, ιδέα που ακολούθησε ο Χούβερ και έμεινε στην ιστορία ως ο πρόεδρος που δεν έκανε τίποτε
για την ύφεση. Το μέγεθος της καταστροφής μιλά από μόνο του : «… οι συνέπειες φαίνεται ότι θα
είναι πιο σοβαρές. Υπολογίζεται ότι πάνω από 25 δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν κατά τη
διάρκεια της κρίσης. Αυτό το μυθώδες ποσό αφορούσε βέβαια κέρδη στα χαρτιά. Είναι όμως
γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη, και κυρίως η πιστωτική δύναμη, της μεγάλης μάζας του
αμερικανικού πληθυσμού υπέστη σημαντική μείωση. Περισσότερο επλήγη η μεσαία τάξη, γιατί,
όπως πάντα, οι μικρότεροι έχασαν τις οικονομίες τους». (σελ. 178).
Η τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής εκμετάλλευσης αντικατέστησε τους χειρωνάκτες αγρότες στις καλλιέργειες
βαμβακιού στην κομητεία του Childress, στο Τέξας, 1938

Η συνέχεια είναι γνωστή. Το 1933 ανέλαβε την προεδρία της Αμερικής ο Ρούσβελτ υιοθετώντας
την πολιτική του Νιου Ντιλ. Αφού απομακρύνθηκε από τις θεωρίες της κλασικής οικονομίας που
ήθελαν την κρίση να ξεπεραστεί μόνη της, ο Ρούσβελτ πήρε δραστικά μέτρα και προώθησε την
αντίληψη της συμμετοχής του κράτους για το ξεπέρασμα της κρίσης κινούμενος στα πρότυπα της
κεϋνσιανής θεωρίας και εισάγοντας στην Αμερική το κράτος πρόνοιας. Με τη συμβολή του κράτους
και των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν από την παρέμβασή του και κυρίως με την
ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η Αμερική κατάφερε
σταδιακά να ορθοποδήσει.
Ο Galbraith αναφέρει σχετικά: «Με την έλευση του Φραγκλίνου Ρούσβελτ ήρθαν τελικά και οι
σημαντικές κινήσεις απομάκρυνσης από την κλασική ορθοδοξία, παρ’ όλο που δεν τις είχε
υποσχεθεί στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του το 1932. Η ύφεση είχε τρία ορατά
χαρακτηριστικά. Το πρώτο ήταν ο αμείλικτος αντιπληθωρισμός των τιμών, με συνέπεια τη
χρεοκοπία στη βιομηχανία και στη γεωργία. Το δεύτερο ήταν η ανεργία. Το τρίτο ήταν οι κακουχίες
που υφίσταντο, ιδιαίτερα, οι ευπαθείς ομάδες, δηλαδή οι ηλικιωμένοι, οι νέοι, οι άρρωστοι, οι
διαβιούντες σε άσχημες συνθήκες και οι άνεργοι. Η πρώτη ευρεία γραμμή της πολιτικής του
Ρούσβελτ επιχείρησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των τιμών. Η δεύτερη επιδίωξε να βοηθήσει
τους ανέργους προσφέροντάς τους δουλειά. Και η Τρίτη επιχείρησε να μετριάσει τις κακουχίες των
ευπαθών ομάδων. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της τελευταίας πολιτικής βρισκόταν ο σπόρος του
κράτους πρόνοιας, που είχε εμφανιστεί νωρίτερα στην Ευρώπη και τώρα όδευε στις Ηνωμένες
Πολιτείες». (σελ. 224).
Ο Μίλτον Φρίντμαν στο βιβλίο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» αναφερόμενος στη Μεγάλη
Ύφεση του 1929 δε φαίνεται να συμφωνεί με την πολιτική του Ρούσβελτ: «Η “πλήρης
απασχόληση” και η “οικονομική ανάπτυξη” έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες» (το βιβλίο
κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1962) «βασικές δικαιολογίες για την έκταση του κυβερνητικού
παρεμβατισμού στις οικονομικές υποθέσεις. Μια οικονομία της ελεύθερης ιδιωτικής επιχείρησης,
λέγεται, είναι ενδογενώς ασταθής. Αν αφεθεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα, θα παραγάγει
επαναλαμβανόμενους κύκλους ευημερίας και πτώχευσης. Η κυβέρνηση πρέπει επομένως να
παρεμβαίνει για να κρατάει τα πράγματα σε σταθερό επίπεδο». (σελ. 70).
Και θα συνεχίσει: «Τα επιχειρήματα αυτά ήταν ιδιαιτέρως ισχυρά κατά τη διάρκεια και την επαύριον
της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ’30, και αποτέλεσαν σημαντικό στοιχείο που οδήγησε στο
Νιου Ντιλ σε αυτή τη χώρα και σε παρόμοιες επεκτάσεις του κυβερνητικού παρεμβατισμού σε
άλλες. Πιο πρόσφατα, η “οικονομική ανάπτυξη” έγινε πιο δημοφιλής ως σύνθημα. […] Τα
επιχειρήματα αυτά είναι πέρα ως πέρα παραπλανητικά». (σελ. 70).
Ο υπέρμαχος της ελευθερίας (που πρωτίστως εξασφαλίζεται από την ελεύθερη αγορά) είναι
αδύνατο όχι μόνο να αποδεχτεί ένα Νιου Ντιλ ως λύση, αλλά και ότι τα αίτια της ύφεσης
οφείλονταν στο αχαλίνωτο της ελεύθερης αγοράς: «Γεγονός είναι ότι η Μεγάλη Ύφεση, όπως και οι
περισσότερες άλλες περίοδοι εκτεταμένης ανεργίας, προκλήθηκε από κυβερνητική κακοδιαχείριση,
κι όχι από κάποια ενδογενή αστάθεια της ιδιωτικής οικονομίας». (σελ. 70).
Το ότι ο Χούβερ δεν προχώρησε δραστικά σε κρατικές παρεμβάσεις ακολουθώντας τις επιταγές
της κλασικής οικονομίας, ώστε η κρίση να ξεπεραστεί από μόνη της, επίσης δε φαίνεται να
ικανοποιεί τον Φρίντμαν. Ο υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, όπου κάθε κρατική παρέμβαση
αποτελεί χτύπημα για την ελευθερία καταγγέλλει την «κρατική κακοδιαχείριση» τη στιγμή που το
κράτος δεν παρενέβη.
Και εξηγείται: «Μια κυβερνητικά θεσπισμένη υπηρεσία, το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα,
είχε αναλάβει την ευθύνη για τη νομισματική πολιτική. Το 1930 και το 1931, άσκησε αυτή τη
λειτουργία τόσο ανάρμοστα ώστε μετέτρεψε κάτι που διαφορετικά θα ήταν μια ήπια κρίση σε
καταστροφή πρώτου μεγέθους». (σελ. 70-71). Για να ολοκληρώσει:
«Έτσι και σήμερα, τα κυβερνητικά μέτρα αποτελούν τα μείζονα εμπόδια για την οικονομική
ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες». (σελ. 71).
Ο Bernard Gazier θα αναφερθεί στο έργο που έγραψαν ο Φρίντμαν μαζί με την Άννα Σβάρτζ : «το
εκτεταμένο 7ο κεφάλαιο (129 σελίδες) της Νομισματικής Ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, που
έγραψε» (ο Φρίντμαν εννοείται) «από κοινού με την Anna Schwartz (με τίτλο “Η μεγάλη
συρρίκνωση”), θεωρείται από την άλλη μεριά του Ατλαντικού κείμενο βασικό για την ερμηνεία της
κρίσης του 1929». (σελ. 87).
Ο Gazier θα γίνει αναλυτικότερος σχετικά με τις απόψεις Φρίντμαν-Σβάρτζ : «αν κάτι μετέτρεψε μια
απλή επιβράδυνση της οικονομίας σε παγκόσμια καταστροφή, αυτό ήταν η “απρόσφορη” πολιτική
της ηγεσίας του “Federal Reserve System”, των υπευθύνων δηλαδή για τα νομισματικά συστήματα
στις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή είχε συνέπεια να μην δέχονται ποτέ οι τράπεζες αποτελεσματική
συνδρομή, αλλά και αυτή που δέχονταν, να ελαχιστοποιείται στο μέτρο που επιδεινωνόταν η
κατάσταση. Η συρρίκνωση του νομισματικού όγκου στις ΗΠΑ ήταν πράγματι της τάξης του ενός
τρίτου, καταλήγοντας έτσι σε στραγγαλισμό όχι μόνο της τραπεζικής αλλά και κάθε επιχειρηματικής
δραστηριότητας». (σελ. 88).
Την άποψη αυτή θα την επαναλάβει ο Φρίντμαν και στο έργο «Καπιταλισμός και Ελευθερία»
κατηγορώντας το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα, τη δημιουργία του οποίου καταδικάζει
από θέση αρχής : «Με το τραπεζικό σύστημα που ίσχυε πριν από το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό,
μια τέτοια ακριβώς κατάσταση είχε οδηγήσει σε τραπεζικό πανικό και σε ενορχηστρωμένη
αναστολή της μετατρεψιμότητας των καταθέσεων σε νόμισμα – αναφέρομαι στο 1907. Αυτή η
αναστολή ήταν δραστική κίνηση και για λίγο έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ήταν όμως και
θεραπευτικό μέτρο. Συντόμευσε το φαύλο κύκλο προλαμβάνοντας τη μετάδοση της επιθυμίας,
εμποδίζοντας μερικές τράπεζες που κατέρρεαν να ασκήσουν πίεση σε άλλες τράπεζες και να
οδηγήσουν έτσι στην κατάρρευση τραπεζών που κατά τα λοιπά ήταν υγιείς. Σε λίγες βδομάδες ή
σε λίγους μήνες, όταν η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί, η αναστολή μπορούσε να αρθεί και να
ξαναρχίσει η ανάκαμψη χωρίς νομισματική συρρίκνωση». (σελ. 83).
Διαδήλωση ανέργων στο Τορόντο του Οντάριο, στον Καναδά

Με άλλα λόγια, ο Φρίντμαν προτείνει ότι σε περιόδους κρίσης και πανικού των καταθετών το
καλύτερο μέτρο είναι να τους απαγορευτεί να αποσύρουν από τις τράπεζες τα λεφτά τους, μέχρι
να αποκατασταθεί η τραπεζική σταθερότητα. Το κακό είναι (για τον Φρίντμαν πάντα) ότι, ενώ αυτή
η λύση είναι εξόχως αποτελεσματική, θεσπίστηκε το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα
προκειμένου να μη χρειάζεται να καταφεύγουν στο μέλλον οι τράπεζες σε αυτή την ενδεδειγμένη
λύση.
Είναι απολύτως σαφής: «…ένας από τους βασικούς λόγους για την ίδρυση του Ομοσπονδιακού
Αποθεματικού Συστήματος ήταν η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης. Του δόθηκε η εξουσία
να δημιουργεί περισσότερο ρευστό αν τυχόν προέκυπτε ευρεία ζήτηση για νόμισμα αντί για
καταθέσεις από μέρους του κοινού, και του δόθηκαν τα μέσα για να κάνει το ρευστό διαθέσιμο στις
τράπεζες με αντασφάλιση τα περιουσιακά στοιχεία της κάθε τράπεζας. Με αυτό τον τρόπο,
αναμενόταν ότι θα αποτρεπόταν κάθε απειλή πανικού, ότι δε θα υπήρχε ανάγκη για αναστολή της
μετατρεψιμότητας των καταθέσεων σε νόμισμα και ότι τα υφεσιακά αποτελέσματα των
νομισματικών κρίσεων θα μπορούσαν να αποφευχθούν πλήρως». (σελ. 83-84).
Και βέβαια, το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, όταν
έφτασε η κρίσιμη στιγμή: «Η πρώτη ανάγκη γι’ αυτές τις εξουσίες και άρα η πρώτη δοκιμή της
αποτελεσματικότητάς τους ήρθε το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1930, ως αποτέλεσμα της
επιδημίας κλεισιμάτων τραπεζών […]. Το Αποθεματικό Σύστημα απέτυχε παταγωδώς να
ανταποκριθεί. Έκανε ελάχιστα, ή τίποτα, για να παράσχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα,
θεωρώντας προφανώς ότι τα κλεισίματα τραπεζών δεν έχρηζαν ειδικής δράσης. Αξίζει να
τονίσουμε, ωστόσο, ότι η αποτυχία του Συστήματος ήταν θέμα βούλησης, όχι εξουσίας. Και σε
αυτή την περίπτωση, όπως και στις άλλες που ακολούθησαν, το Σύστημα είχε όλη την εξουσία να
παράσχει στις τράπεζες το ρευστό που ζητούσαν οι καταθέτες τους. Αν το είχε κάνει, τα κλεισίματα
τραπεζών θα είχαν περιοριστεί και η νομισματική πανωλεθρία θα είχε αποτραπεί». (σελ. 84).
Εξάλλου μέχρι τον Οκτώβριο του 1930 δεν υπήρχε κανένα ζήτημα στη ρευστότητα των τραπεζών:
«Πριν από τον Οκτώβριο του 1930, δεν υπήρχε καμία ένδειξη κρίσης ρευστότητας και καμιά
απώλεια εμπιστοσύνης στις τράπεζες. Από εκείνο το σημείο και μετά, η οικονομία χτυπήθηκε από
επαναλαμβανόμενες κρίσεις ρευστότητας. Ένα κύμα τραπεζικών καταρρεύσεων κόπαζε για λίγο
και ξανάρχιζε μετά, καθώς κάποιες δραματικές καταρρεύσεις ή άλλα γεγονότα προκαλούσαν ξανά
απώλεια της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και νέες επιδρομές στις τράπεζες». (σελ. 82).
Η τελική κατάρρευση ήταν εκκωφαντική: «Ο χαρακτήρας της ύφεσης άλλαξε δραματικά το
Νοέμβριο του 1930, όταν μια σειρά τραπεζικών καταρρεύσεων οδήγησε σε μαζικές επιδομές σε
τράπεζες, δηλαδή σε προσπάθειες καταθετών να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους σε νόμισμα. Η
επιδημία εξαπλώθηκε από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο, και κλιμακώθηκε με την κατάρρευση
της τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών (Bank of the United States) στις 11 Δεκεμβρίου 1930. Η
κατάρρευση αυτή ήταν καθοριστική όχι μόνο επειδή η τράπεζα ήταν μία από τις μεγαλύτερες στη
χώρα, με καταθέσεις άνω των 200 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά κι επειδή, μολονότι δεν ήταν
παρά μια συνηθισμένη εμπορική τράπεζα, το όνομά της είχε κάνει πολλούς στο εσωτερικό και
ακόμα περισσότερους στο εξωτερικό να τη θεωρούν κάτι σαν επίσημη τράπεζα της χώρας». (σελ.
82).
Ο Φρίντμαν θα κατηγορήσει το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα και για έναν άλλο λόγο:
«Εξαιτίας του δραματικού της χαρακτήρα, η κατάρρευση του χρηματιστηρίου τον Οκτώβριο του
1929, με την οποία τερματίστηκε η έξαρση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας του 1928 και του
1929, θεωρείται συχνά το ξεκίνημα όσο και η κυριότερη άμεση αιτία της Μεγάλης Ύφεσης. Τίποτα
από τα δύο δεν ευσταθεί. Η κορύφωση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας είχε σημειωθεί στα
μέσα του 1929, μερικούς μήνες πριν από το κραχ. Η κορύφωση είναι πολύ πιθανό ότι σημειώθηκε
τόσο νωρίς εν μέρει ως αποτέλεσμα των σχετικά αυστηρών συνθηκών που είχε επιβάλει το
Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα σε μια απόπειρα να χαλιναγωγήσει την “κερδοσκοπία”· με
αυτό τον έμμεσο τρόπο, το χρηματιστήριο ίσως να έπαιξε ρόλο στην πρόκληση της κρίσης».
(σελ.80-81).
Το ότι ο Φρίντμαν βάζει τη λέξη κερδοσκοπία σε εισαγωγικά (“κερδοσκοπία”) καταδεικνύει τις
αντιρρήσεις του σε σχέση με το γεγονός. Κερδοσκοπία για τον Φρίντμαν δεν υπήρξε, αλλά κι αν
υπήρξε δεν έπαιξε κανένα καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση του 1929. Το πρόβλημα ήταν και
πάλι το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα και «οι αυστηρές συνθήκες που είχε επιβάλει για να
χαλιναγωγήσει την “κερδοσκοπία”», που έφεραν την κορύφωση της χρηματιστηριακής
δραστηριότητας «νωρίς». Μόνο μ’ αυτό τον «έμμεσο» τρόπο το χρηματιστήριο «ίσως» να έπαιξε
ρόλο στην κρίση.
Το ότι ακόμη και ο Γάλλος πρέσβης διαβλέπει την αχαλίνωτη κερδοσκοπία κι εκφράζει τις
ανησυχίες του για την τελική κατάρρευση ενάμιση χρόνο πριν, το ότι υπήρξαν δεκάδες
δημοσιεύματα σε εφημερίδες της εποχής που όχι μόνο κατήγγελλαν την κερδοσκοπία αλλά
κατονόμαζαν και τους κερδοσκόπους για τον Φρίντμαν δεν έχει σημασία. Δε χρειάζεται καν να τα
διαψεύσει ή, έστω να δώσει μια απάντηση. Η αγνόηση όλων αυτών για την υποστήριξη της
ελεύθερης αγοράς που δεν έφερε καμία ευθύνη (μόνο το Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα
έφταιγε για όλα), δεν καταδεικνύει μόνο την ανιστορικότητα ή τη διάθεση της παράφρασης των
γεγονότων, αλλά και τη θρασύτητα της προπαγάνδας που δεν έχει ανάγκη να τεκμηριώσει τίποτε.
Σε τελική ανάλυση, κερδοσκοπία δεν υπήρξε επειδή έτσι λέει ο Φρίντμαν. Κι όχι μόνο δεν υπήρξε,
αλλά η ελεύθερη αγορά καταπιέστηκε (και πάλι) από «τις αυστηρές συνθήκες» του
Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος.
Προφανώς χρειαζόταν μεγαλύτερη «ελευθερία».
Δεν είναι η μοναδική φορά ο Φρίντμαν απαντά με θράσος. Όταν συνεργαζόταν με τον Πινοσέτ για
τη χάραξη της οικονομικής του πολιτικής στη Χιλή βρήκε «ανόητη» την ερώτηση του
δημοσιογράφου σχετικά με το κοινωνικό κόστος των μεθοδεύσεων του δικτάτορα. Ένα δείγμα
αυτής της συμπεριφοράς θα δώσει και ο Μπάκαν στο βιβλίο «The Corporation»: «Όταν ο
Φρίντμαν μού παραχώρησε τη συνέντευξη, η γραμματέας του με προειδοποίησε ότι θα σηκωνόταν
και θα έφευγε από την αίθουσα αν έβρισκε τις ερωτήσεις μου βαρετές». (σελ. 37). Οι βαρετές και
ανόητες ερωτήσεις εξοργίζουν τον Φρίντμαν και οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι δεόντως
προσεκτικοί. Ενδιαφέροντα είναι μόνο τα θέματα που ταιριάζουν με την ελεύθερη αγορά.
Ο Φρίντμαν δε θεωρεί σωστό να υπάρχουν μέτρα που να εμποδίζουν την κερδοσκοπία στο
χρηματιστήριο και προτιμά να απαγορεύονται οι αναλήψεις στους καταθέτες σε περιόδους κρίσης,
για να μην οδηγηθούμε σε εξάρσεις και κλεισίματα τραπεζών. Είναι προφανές ότι η ελευθερία του
καταθέτη να έχει πρόσβαση στα λεφτά του όποτε το επιθυμεί δεν είναι τόσο σοβαρή σε σχέση με
την ελευθερία του επενδυτή στην κερδοσκοπία. Εναλλακτικά μπορεί να δεχτεί έναν κρατικό
μηχανισμό που να προλαβαίνει τις κρίσεις γεμίζοντας με ρευστό τις τράπεζες όποτε υπάρχει
ανάγκη. Το ότι τα λεφτά που θα δοθούν στις τράπεζες εν τέλει θα επιβαρύνουν το φορολογούμενο
δε φαίνεται να τον απασχολεί. Τα λεφτά των φορολογουμένων έχουν μεγάλη σημασία μόνο αν
πρόκειται να καταγγείλει τις σπατάλες που γίνονται στην εκπαίδευση ή στην υγεία. Αν είναι να
καλυφθούν οι ζημιές από τους κερδοσκόπους έχουν μικρότερη σημασία. Προφανώς, μια τέτοια
ερώτηση θα ήταν «ανόητη».
Η ανάλυση του Φρίντμαν για το κραχ του 1929 δεν κάνει καμία αναφορά στην τελική αποτίμηση
των ζημιών που επέφερε η κατάρρευση. Δε θεωρεί σπουδαίο να γίνει μια εκτίμηση των χρημάτων
που χάθηκαν. (Προφανώς θα είναι κι αυτό ανόητο). Ο Κλωντέλ αναφέρεται σε ζημιά που ξεπερνά
τα 25 δισεκατομμύρια. Χαρακτηρίζει το ποσό «μυθώδες». (σελ. 78). Μπροστά σε αυτό το νούμερο
πόσα λεφτά θα πρότεινε ο Φρίντμαν στο Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα (που τόσο τον έχει
εκνευρίσει) να ρίξει ως ρευστό για να σώσει την Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, της οποίας το
σύνολο των καταθέσεων (όπως ο ίδιος γράφει) υπολογίζεται στα 200 εκατομμύρια; Και ποιος
τελικά θα πλήρωνε αυτή τη διαφορά για να σωθεί το σύστημα; Ανόητες ερωτήσεις. Ακόμη κι αν
δεχτούμε ότι η έγκαιρη παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος θα μείωνε τις
ζημιές κρατώντας το σύστημα σε λειτουργία, πόσο πολύ θα τις μείωνε σε σχέση με το «μυθώδες
ποσό» του Κλωντέλ; Ο Φρίντμαν δεν ασχολείται με τέτοια πράγματα.
Προφανώς δεν είναι αρκετά έξυπνα γι’ αυτόν.
Εξαθλιωμένη αμερικανική οικογένεια, 1936.

Το τελικό συμπέρασμα του Φρίντμαν δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων : «Η Μεγάλη


Ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο δεν ήταν ένδειξη της ενδογενούς αστάθειας του
συστήματος της ελεύθερης επιχείρησης, αλλά αποδεικνύει τουναντίον πόση ζημιά μπορούν να
προκαλέσουν τα λάθη λίγων ανθρώπων όταν αυτοί έχουν υπέρμετρη εξουσία επί του
νομισματικού συστήματος της χώρας». (σελ. 87).
Ο Ρενώ Φαμπρ προλογίζοντας το βιβλίο που κυκλοφόρησε με τις επιστολές του Κλωντέλ
διακρίνει τον εύλογο παραλληλισμό «που εδραιώνεται σήμερα ανάμεσα στις μεγάλες κρίσεις
του 1929 και του 2009 : υπό διάφορες μορφές, η συσχέτιση των δύο κρίσεων διατρέχει τη
σκέψη του κοινού και τροφοδοτεί το στοχασμό σχετικά με τον πρώτο κραδασμό του 21ου
αιώνα· οι εκθέσεις που συντάσσει ο Κλωντέλ για τη Μεγάλη Ύφεση του 1929 μας εισάγουν
χωρίς περιστροφές σε αυτόν τον παραλληλισμό. Όλα φαίνονται καινούργια, όλα κάτι
θυμίζουν…». (σελ. 7-8).
Η ύφεση του 2008 προέρχεται από την ίδια συνταγή της χρηματιστηριακής αποχαλίνωσης και
της ασύστολης κερδοσκοπίας. Η δίχως κανόνες απελευθέρωση της αγοράς οδήγησε στα ίδια
αποτελέσματα. Ο Φρίντμαν ήταν η έμμισθη φωνή της αντίδρασης που ήθελε την κατάργηση
του κοινωνικού κράτους και την επιστροφή στην άμετρη κερδοφορία ελαχίστων. Αυτοί που
(όπως ο Κλωντέλ το 1929) διέβλεψαν την κατάρρευση του «ακατάβλητου» συστήματος το
2008 έβγαλαν εκατομμύρια ποντάροντας εναντίον του. Το βιβλίο του Michael Lewis «Το
μεγάλο σορτάρισμα» είναι πλήρως κατατοπιστικό. Μόνο που αυτή τη φορά τα κράτη
διέσωσαν τις τράπεζες φορτώνοντας το λογαριασμό στους φορολογούμενους. Ο Φρίντμαν (αν
έβλεπε) θα ήταν ευχαριστημένος…

Milton Friedman : «Καπιταλισμός και Ελευθερία», εκδόσεις Παπαδόπουλος για


λογαριασμό της εφημερίδας ΗΜΕΡΗΣΙΑ Α. Ε., Αθήνα 2014.

Τζόελ Μπάκαν : «The Corporation, το παθολογικό κυνήγι των εταιρειών για κέρδος και
εξουσία», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007.
Bernard Gazier : «Η κρίση του 1929», εκδόσεις ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ, Αθήνα 1991.
John Kenneth Galbraith : «Μια Σφαιρική Άποψη για την Οικονομία», εκδόσεις
ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 2001.
Πωλ Κλωντέλ : «Η Κρίση, Αμερική 1927-1932», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, Αθήνα 2010.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE
%BC%CE%B9%CE%B1_%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE
%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%8D%CF%86%CE%B5%CF%83%CE%B7_1929

You might also like