You are on page 1of 7

Για το ρόλο της Ρωσίας στον πόλεμο της Υεμένης

Οκτώβριος 15, 2018 Σχολιάστε


Πόσες φορές έχει συναντήσει κανείς στο διαδίκτυο καταγγελίες για το ρόλο της Σαουδικής
Αραβίας και των ΗΠΑ στον πόλεμο της Υεμένης, συνοδευόμενες από φωτογραφίες με
λιμοκτονούντες ανθρώπους; Τόσες, όσες έχει αποκρυφτεί ο ρόλος της Ρωσίας σε αυτό τον
πόλεμο. Γιατί, ναι μεν οι ΗΠΑ συμμετέχουν τυπικά (λογιστική υποστήριξη) στη σουνιτική
πανστρατιά που το 2015 ξεσήκωσε το Ριάντ μετά την περιφερειακή απομόνωσή του το
2013 (λόγω της διάλυσης από ΗΠΑ-Ρωσία του τετραγώνου Α.Μουσουλμάνων-Ερντογάν-
Κατάρ-Σ.Αραβία που έτεινε να επιβάλει αντιδραστική, αλλά, πάντως, περιφερειακή και
χωρίς την άμεση ανάμειξη των δύο μεγάλων “λύση” κατ’αρχάς στο Συριακό…), όμως ήταν
η Ρωσία που, στις αρχές του 2015, με την αποχή της στο Σ.Α. του ΟΗΕ, επέτρεπε να
ληφθεί απόφαση που έδινε ιδιαίτερο ρόλο στο Ριάντ για την Υεμένη. Έκτοτε, δε, η Ρωσία,
δεν έχει χρησιμοποιήσει τη σημαντική θέση της στο Σ.Α. του ΟΗΕ για να επιβάλλει, έστω,
κατάπαυση του πυρός. Αντίθετα, χρησιμοποιεί για άλλη μια φορά, την παραδοσιακή, αλλά
καθόλου μελετημένη στην Ελλάδα πολύπλευρη τακτική της για να υπονομεύσει αντιπάλους

και να προωθήσει την ιμπεριαλιστική της παρουσία.


Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία έχουν πρόθεση να σταματήσει ο πόλεμος και η πείνα
στην Υεμένη. Όλοι έχουν τους λόγους τους (βλ.Κίνα, Σ.Αραβία, Ιράν). (πηγή)
Πρώτον, χρησιμοποιεί τις κινήσεις των αντιπάλων της, οι οποίοι έτσι εκτίθενται, και
αφήνουν τη Ρωσία να φαντάζει σε όλους τους εμπλεκόμενους ως η μόνη ουδέτερη –
ανιδιοτελής δύναμη. Η λογιστική υποστήριξη που με μηδενικό πολιτικό ή επικοινωνιακό
όφελος προσφέρουν οι ΗΠΑ στο Ριάντ είναι χαρακτηριστική κίνηση που εκμεταλλεύεται η
ρωσική επικοινωνιακή μηχανή.
Δεύτερον, αναπτύσσει επαφές με όλους τους εμπλεκόμενους, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που
χοντροκομμένα επιλέγουν στρατόπεδο και εκτίθενται, συνήθως σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τρίτον, διασπά έναν-έναν τους εμπλεκόμενους, αφού αξιοποιεί αντιθέσεις εντός του
καθενός από αυτούς, και αποκτά επαφές με όλες τις “συνιστώσες” του καθενός
εμπλεκομένου. Στην περίπτωση της Υεμένης, δίνει πραγματικό ρεσιτάλ: δεν διατηρούσε
μόνο αναγνώριση στους μεν (“αντιιρανικούς”) και πρεσβεία στην πρωτεύουσα που είχαν
καταλάβει οι δε (“ιρανόφιλους”), αλλά, στη διάσπαση του αντιιρανικού μετώπου, στο
αυτονομιστικό κίνημα του νότου (STC), όχι μόνο ενισχύει και άλλους εντός της περιοχής
δράσης του, το νότο, που θέλουν κι αυτοί… αυτονομία από τους αυτονομιστές, αλλά και
προσπαθεί να προκαλέσει διάσπαση όχι μόνο ανάμεσα σε στρατιωτική και πολιτική
πτέρυγα του STC, αλλά και εντός της πολιτικής πτέρυγας του STC.
Τέταρτον, δίνει την εντύπωση στους κάθε φορά κύριους στόχους της (εν προκειμένω, οι
περιφερειακές δυνάμεις Σ. Αραβία-Ιράν) ότι ενθαρρύνει την παρουσία και το ρόλο τους.
Όπως, όμως, και στην περίπτωση της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, η Υεμένη είναι και για το
Ριάντ και για την Τεχεράνη, πραγματικός βάλτος, που αποσπά δυσανάλογο πολιτικό
κεφάλαιο από τα όποια δυνητικά οφέλη.
Πέμπτον, όπως και στην περίπτωση του Αφγανιστάν, της Λιβύης, ακόμα και της..Ταϊβάν
(της Ελλάδας, άραγε, όχι;), αξιοποιεί πολιτικές προσωπικότητες στις οποίες είχε επενδύσει
δεκαετίες πριν, εν προκειμένω, επί Μπρέζνιεφ (όταν και παλινορθώθηκε η τσαρική
εξωτερική πολιτική που στον καιρό τους κατήγγειλαν οι Μαρξ-Ένγκελς), τις οποίες
προσπαθεί να “χώσει” μέσα στα κέντρα εξουσίας, τα οποία, αφού το καταφέρει, τα θέλει
ενιαία, οπότε και ελέγχει και αυτά, και παρουσιάζεται στη διεθνή κοινή γνώμη ως
υπέρμαχος της ακεραιότητας των χωρών, του διεθνούς δικαίου κλπ.
Έτσι, με την διαιώνιση και αυτής της κρίσης, παγιώνεται-συνηθίζεται-“νομιμοποιείται”-
επιδιώκεται όλο και περισσότερο η παρέμβασή της.
Το παρακάτω άρθρο συνοψίζει το ρόλο της Ρωσίας στην Υεμένη, και δη στη νότια Υεμένη,
με την πολύχρονη παρουσία της, καθώς και γενικότερα τις ρωσικές φιλοδοξίες στην
Ερυθρά Θάλασσα (από όπου – ας μην ξεχνάμε – περνά η σημαντική για την Κίνα εμπορική
οδός).
Αν μη τι άλλο, αποτελεί μεγάλη ειρωνεία για όσους καταγγέλλουν αποκλειστικά τις
Σ.Αραβία-ΗΠΑ για τον πόλεμο στην Υεμένη, το αναφερόμενο στο άρθρο γεγονός ότι η
Ρωσία έχει αναλάβει ως και να εκτυπώνει και να μεταφέρει στη χώρα με ασφάλεια τα
χαρτονομίσματα του “εκλεκτού” των δύο πρώτων..
***
Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Ρωσίας στη νότια Υεμένη
του Samuel Ramani
Στις 7 Σεπτέμβρη, ο ρώσος πρέσβης στην Υεμένη Βλαντίμιρ Ντεντούσκιν δήλωσε στους
δημοσιογράφους ότι η νότια Υεμένη αποτελεί μια σημαντική περιοχή της χώρας, η οποία
θα πρέπει δεόντως να εκπροσωπείται σε μια μελλοντική ειρηνική διευθέτηση. Τα σχόλια
του Ντεντούσκιν εκλήφθησαν θετικά από τα μέλη του Μεταβατικού Συμβουλίου του Νότου
(STC), ενός αποσχιστικού κινήματος που είχε αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις που
διεξάγονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο βαθμός της προσοχής που η Ρωσία αποδίδει στη
νότια Υεμένη αντανακλά γεωπολιτικούς στόχους της Μόσχας, παραδοσιακό ενδιαφέρον για
την περιοχή, καθώς και φιλοδοξίες για την επέκταση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή.
Η Ρωσία θεωρεί τη σταθερότητα στη νότια Υεμένη ως μια ουσιαστική προϋπόθεση για το
στόχο της να αναπτύξει μια σφαίρα επιρροής στην Ερυθρά Θάλασσα.
Η ρητορική έμφαση του Βλαντιμίρ Ντεντούσκιν στην εξαιρετική σημασία της νότιας
Υεμένης είναι αντιπροσωπευτική μιας γενικότερης τάσης στη διαχείριση από πλευράς
Ρωσίας της σύγκρουσης στην Υεμένη. Το Γενάρη του 2018, το ρωσικό Υπουργείο
εξωτερικών επισήμως εξέφρασε ενδιαφέρον για διαμεσολάβηση ανάμεσα στους
νοτιοϋεμενίτες αποσχιστές και τους υποστηρικτές του εξόριστου προέδρου της Υεμένης
Αμπντράμπου Μανσούρ Αλ Χάντι. Η ρωσική προσφορά για διαμεσολάβηση ήταν μια
άμεση απάντηση σε μια στρατιωτική επίθεση από φιλικές προς το Χάντι δυνάμεις εναντίον
της κατοχής του Άντεν, της έδρας της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Υεμένης,
από δυνάμεις του STC.
Από το Σεπτέμβρη του 2017, η ρωσική κυβέρνηση έχει επίσης συνάψει συμβόλαιο με την
κυβέρνηση Χάντι να τυπώνει και να μεταφέρει με ασφάλεια χαρτονομίσματα από τη Μόσχα
στο Άντεν. Αυτό το συμβόλαιο έχει βοηθήσει την κυβέρνηση της Υεμένης να καταβάλλει
μισθούς στο στρατιωτικό προσωπικό και τις δυνάμεις ασφαλείας της στη νότια Υεμένη, κάτι
που έχει αποτρέψει λιποταξίες προς τις πολιτοφυλακές των αποσχιστών και έχει συμβάλει
στην ελάφρυνση της κρίσης ρευστότητας στην καθημαγμένη από τον πόλεμο περιοχή.
Οι ρωσικές φιλοδοξίες στην Ερυθρά Θάλασσα είχαν διατυπωθεί δημοσίως για πρώτη
φορά το 2009, όταν ένας ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος της Ρωσίας εξέφρασε
ενδιαφέρον για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής βάσης κοντά στο στρατηγικής σημασίας
στενό Μπαμπ Αλ Μάνταμπ, που συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με τον Κόλπο του Άντεν. Η
κατασκευή αυτής της βάσης έχει κατά καιρούς βγει πολλές φορές στην επιφάνεια ως ένας
ρωσικός στρατηγικός στόχος στην Υεμένη. Ο πρώην αρχηγός του ρωσικού Πολεμικού
Ναυτικού Φέλιξ Γκρόμοφ, τον Αύγουστο του 2017, κάλεσε στη δημιουργία μιας ρωσικής
ναυτικής βάσης κοντά στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς του Κόλπου του Άντεν, ενώ το
Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Μόσχας περιέγραψε το νησί Σοκότρα ως την ιδανική
τοποθεσία για την κατασκευή μιας ρωσικής βάσης στην Υεμένη.
Το νησί Σοκότρα, η Σομαλιλάνδη, το Μπαμπ Αλ Μάνταμπ και το λιμάνι Βέρβερα
αποτελούν σημεία ελέγχου της Ερυθράς Θάλασσας
Δεδομένων αυτών των φιλοδοξιών, η υπόσχεση του πρώην προέδρου της Υεμένης Αλί
Αμπντουλάχ Α’ Σάλεχ τον Αύγουστο του 2016 να επιτρέψει στη Ρωσία να κατασκευάσει μια
ναυτική βάση στην Ερυθρά Θάλασσα, τού έδωσε πολλούς πόντους στη Μόσχα. Για να
δείξουν την εκτίμησή τους στην προσφορά του Σάλεχ, ρώσοι διπλωμάτες διευκόλυναν το
διάλογο ανάμεσα στο Σάλεχ και τη Σαουδική Αραβία καθ’όλη τη διάρκεια του 2017.
Μάλιστα, η Ρωσία έστειλε και μια ομάδα ιατρών για τη θεραπεία του Σάλεχ κατά τη
διάρκεια της ασθένειάς του τον Οκτώβρη του 2017. Η δέσμευση του Σάλεχ για κατασκευή
της βάσης εξηγεί, επίσης, μερικώς γιατί η Ρωσία διατηρούσε πρεσβεία στην κατειλημμένη
από τους Χούθι πρωτεύουσα Σανάα μέχρις ότου ο Σάλεχ πέθανε το Δεκέμβρη του 2017.
Καθώς η Ρωσία διατηρεί καλές σχέσεις με έναν μεγάλο αρθιμό νοτιοϋεμενίτικων
παρατάξεων – όπως το προσκείμενο στο STC Νότιο Κίνημα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα
Υεμένης – η Μόσχα παραμένει πεπεισμένη ότι μια από αυτές τις νοτιοϋεμενίτικες
παρατάξεις θα αναβιώσει την πρόταση του Σάλεχ για βάση. Η σημασία αυτής της
δυνητικής βάσης για τα ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα αυξάνεται, γιατί η Μόσχα θεωρεί
τη νότια Υεμένη ως πύλη για μια διευρυμένη επιρροή στο Κέρας της Αφρικής.
Το ρωσικό σχέδιο για επέκταση της επιρροής της στην ανατολική Αφρική συνίσταται στην
εγκαθίδρυση στρατιωτικών εγκαταστάσεων και την αύξηση διμερών εμπορικών σχέσεων
με χώρες της περιοχής. Για να αναδείξει το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για το Κέρας της
Αφρικής, στις 3 Σεπτέμβρη, ο ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ,
ανακοίνωσε την πρόθεση της Μόσχας να δημιουργήσει ένα διαμετακομιστικό κέντρο στην
Ερυθραία με σκοπό την αύξηση του όγκου του ρωσικού εμπορίου αγροτικών προϊόντων
και ορυκτών στη περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας. Η Ρωσία επίσης ερευνά τη δυνατότητα
δημιουργίας ναυτικής βάσης στη Σομαλιλάνδη, που θα αύξανε την πρόσβαση της Μόσχας
στο στρατηγικής σημασίας – και για την Αιθιοπία – λιμάνι της Βέρβερα. Με βάση αυτά τα
σχέδια, η Ρωσία εκτιμά ιδιαίτερα μια στρατιωτική βάση στη νότια Υεμένη, καθώς θα
συνέδεε αυτές τις εγκαταστάσεις με την Αραβική Χερσόνησο.
Τα δυνητικά στρατηγικά οφέλη από μια διευρυμένη επιρροή στη νότια Υεμένη εξηγούν τις
διπλωματικές προσπάθειες που καταβάλλει η Ρωσία. Η Μόσχα προσπαθεί να γεφυρώσει
το χάσμα ανάμεσα στην υποστήριξη της κυβέρνησης Χάντι σε ένα ενιαίο κράτος και τις
επιθυμίες των συνεταίρων της, όπως του γενικού γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος
Υεμένης, Αμπντουλραχμάν Α’ Σακάφ, και του πρώην πρωθυπουργού της Λαοκρατικής
Δημοκρατίας της Υεμένης, Χάινταρ Αμπου Μπακρ Αλ Αατάς, για διευρυμένη συμμετοχή
των νοτιοϋεμενιτών στη διαδικασία επίλυσης της σύγκρουσης (1).
Η Ρωσία παρουσιάζεται ως ένας αξιόπιστος διαμεσολαβητής σε αυτή τη διαμάχη, καθώς
διατηρεί στενές σχέσεις με αξιωματούχους της κυβέρνησης Χάντι αλλά και άτυπους
δεσμούς με αριστερόστροφους νοτιοϋεμενίτες πολιτικούς που είχαν δημιουργηθεί επί
Ψυχρού Πολέμου. Η Μόσχα ήταν σε θέση να αποκλιμακώσει εντάσεις ανάμεσα στην
κυβέρνηση Χάντι και τους νοτιοϋεμενίτες συνεταίρους της, υπογραμμίζοντας τις
προσπάθειές της να προσεγγίσει αξιωματούχους κοντά στο Σακάφ στη μεγαλύτερη
περιφέρεια της Υεμένης, τη Χάντραμαουτ (2) [σ. parapoda: οι οποίοι δεν ακολουθούν το
STC και τους στόχους του και δεν αποκλείεται να επιδιώξουν με τη σειρά τους αυτονομία
από μια αυτονομημένη νότια Υεμένη]. Καθώς οι υποστηρικτές της νοτιοϋεμενίτικης
αυτονομίας στη Χάντραμαουτ φοβούνται την εχθρότητα του STC προς το Σοσιαλιστικό
Κόμμα Υεμένης, η Ρωσία έχει ενθαρρύνει αυτούς τους αξιωματούχους να εργαστούν εντός
των επίσημων υεμενίτικων και πολυμερών θεσμών για να αυξήσουν τη διαπραγματευτική
τους ισχύ. Η πρόσφατη απόφαση των νοτιοϋεμενιτών εθνικιστών της Χάντραμαουτ να
απορρίψουν την ιδέα του STC για δημιουργία μιας “Νότιας Αραβίας” θεωρείται στη Μόσχα
ως απτή επιτυχία που προέκυψε από αυτές τις άτυπες επαφές.
Παρότι αυτή η ήττα δεν προκάλεσε την εγκατάλειψη από το STC των στρατιωτικών του
πολιτικών, η Ρωσία πιστεύει ότι μπορεί να διαχωρίσει τη στρατιωτική πτέρυγα του STC
από την πολιτική του. Αυτή η διάκριση θα επιστρέψει στη Μόσχα να ενισχύσει τα μέλη
εκείνα του STC τα οποία επιδιώκουν να αυξήσουν την περιφερειακή αυτονομία της νότιας
Υεμένης εντός της κυβέρνησης Χάντι και να αποκόψει τους σκληροπυρηνικούς
αποσχιστές, που θέλουν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη Νότια Υεμένη που θα
μπορούσε να αποκλείσει φιλορωσικές παρατάξεις από τους μοχλούς της εξουσίας. Για να
διευκολύνει αυτή τη διάσπαση, η Μόσχα έχει προσεγγίσει αξιωματούχους του STC που
έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για μια πολιτική διευθέτηση, όπως τον πρώτο αντιπρόεδρο
του Ανώτατου Συμβουλίου του κινήματος, Φουάντ Ρασίντ, και το Σεΐχ Χουσέιν Μπιν
Σουαΐμπ, τον πρόεδρο της Επιτροπής Σαρία του Νότου.
Η απόφαση αυτών των αξιωματούχων να αποδεχτούν τους όρους της απόφασης του Σ. Α.
του ΟΗΕ 2216 (σ.parapoda: του 2015, στο οποίο η Ρωσία απείχε, κλείνοντας το μάτι και
στο Ιράν, αφού δεν υπερψήφισε την καταδίκη των ιρανόφιλων Χούθι, και στη Σ.Αραβία,
αφού άναβε το πράσινο φως για την σουνιτική πανστρατιά του Ριάντ), που προβλέπει
διατήρηση της ενότητας της Υεμένης και θέτει τους όρους για δουλειά που θα
αποκηρύσσει την πολιτική βία, ερμηνεύτηκε στη Μόσχα ως μια μεγάλη νίκη για τη
διπλωματική της στρατηγική. Η Ρωσία πιστεύει ότι η αυξανόμενη σύμπτωση απόψεων
ανάμεσα στα μετριοπαθή μέλη του STC και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Υεμένης θα
απομονώσει τα πιο ακραία στοιχεία εντός του STC και θα οδηγήσει σε μια διευθέτηση της
διαπεριφερειακής σύγκρουσης ώστε να μην επαναληφθεί η διάσπαση της Υεμένης που
υπήρχε ως το 1990.
Η ενίσχυση από τη Ρωσία των μετριοπαθών εντός των νοτιοϋεμενίτικων εθνικιστικών
οργανώσεων και η υποστήριξη από πλευράς της της εδαφικής ακεραιότητας της Υεμένης
ενισχύει το κύρος της στην περιοχή, καθώς επιτρέπει στη Μόσχα να διατηρεί τις θέσεις της
στη νότια Υεμένη και ταυτόχρονα να διατηρεί καλές σχέσεις και με τη Σαουδική Αραβία και
με το Ιράν. Καθώς η Σαουδική Αραβία εξέφρασε σιωπηλά τη δυσαρέσκειά της για την
πρόθεση των ΗΑΕ να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του Χάντι και να στρέψουν το STC
ενάντια στο Ισλάχ (“Μεταρρύθμιση”, κόμμα προσκείμενο στο Χάντι και τους Αδελφούς
Μουσουλμάνους, που το Ριάντ, αλλού, υποτίθεται ότι “κυνηγάει”), οι προσπάθειες της
Μόσχας να ανακόψει τις στρατιωτικές τάσεις του STC θα ειδωθεί θετικά από το Ριάντ.

Στην περιοχή έντονη παρουσία έχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα


Αυτή η πολιτική θα μπορούσε να προκαλέσει ένταση με τα ΗΑΕ, που υποστηρίζουν τους
μαχητές του STC και βλέπουν μια εν δυνάμει ανεξάρτητη Νότια Υεμένη ως μια βάση για
τους δικούς τους σχεδιασμούς στο Κέρας της Αφρικής. Ωστόσο, η Ρωσία πιστεύει ότι τα
ΗΑΕ θα θεωρήσουν την αυξημένη νοτιοϋεμενίτικη εκπροσώπηση σε μια κυβέρνηση Χάντι
ως έναν αποδεκτό συμβιβασμό που διαφυλάσσει τα θεμελιώδη συμφέροντα του Άμπου
Ντάμπι. Οι προσπάθειες της Ρωσίας να μετασχηματίσουν το STC από έναν στρατιωτικό
σε έναν πολιτικό παράγοντα, λαμβάνουν υπόψη και τα συμφέροντα του Ιράν, καθώς οι
μαχητές του STC έχουν αμφισβητήσει την κατοχή των Χούθι στη σημαντική πόλη-λιμάνι
της Χουντέιντα. Καθώς η διατήρηση καλών σχέσεων τόσο με το Ριάντ όσο και με την
Τεχεράνη θα βοηθήσει τη Ρωσία να καταστεί ένας “αξιόπιστος διαμεσολαβητής” στις
συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής που εμπλέκουν και τις δυο μεγάλες δυνάμεις, μια
μεγαλύτερη παρέμβαση στη νότια Υεμένη ξεκάθαρα συνάδει με τη στρατηγική της Μόσχας
για την ευρύτερη περιοχή.
Παρότι οι προσπάθειες της Μόσχας να διευκολύνουν τη σταθεροποίηση της νότιας
Υεμένης δεν έχουν ξεπεράσει ακόμα το πλαίσιο των δηλώσεων και των πρωτοβουλιών για
άτυπη διαμεσολάβηση, το αυξανόμενο ενδιαφέρον του Κρεμλίνου για αυτή την περιοχή
είναι ξεκάθαρο. Αν η Ρωσία διευκολύνει το διάλογο στη νότια Υεμένη και ενθαρρύνει τον
ΟΗΕ να δώσει στην πολιτική πτέρυγα του STC μια θέση στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων, θα είναι σε θέση να καταστεί σημαντικός παράγοντας σε μια ακόμα
μεγάλη σύγκρουση της περιοχής.
Ο Samuel Ramani είναι υποψήφιος δρ.στο St.Antony Colleg, του Πανεπιστηίου της
Οξφόρδης, ειδικευόμενος στη σχέση της Ρωσίας με τη Μέση Ανατολή.
Μετάφραση από τα αγγλικά και τα αραβικά.
Σημειώσεις
(1)Συνέντευξη μέσω e-mail με το δημοσιογράφρο και πολιτικό αναλυτή από την Υεμένη,
Μάρεμπ Αλ Ουάρντ, 23 Σεπτέμβρη 2018.
(2)Στο ίδιο.

You might also like