You are on page 1of 1

Η βαθμολόγηση, ως μέτρηση του αποτελέσματος μίας διαδικασίας μάθησης προϋποθέτει

ότι είναι εφικτό να αντικατοπτριστεί ο βαθμός επίτευξης των στόχων και σκοπών του
μαθήματος, βάσει της τοποθέτησης του εκπαιδευόμενου σε μία από τις βαθμίδες μίας
βαθμολογικής κλίμακας. Κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς η
βαθμολόγηση δεν επανατροφοδοτεί με κάποιον τρόπο το μαθητή ούτε για τα
συγκεκριμένα επιτεύγματα του ούτε για τα σημεία στα οποία έχει περιθώρια βελτίωσης.
Επίσης, δεν υποδεικνύει με κάποιον τρόπο στο εκπαιδευτή τις ανάγκες των
εκπαιδευομένων που μπορεί να του διέφυγαν και τα σημεία στα οποία θα πρέπει ο ίδιος
να βελτιώσει τη δουλειά του.

Η ιδέα ότι η βαθμολογία αποτελεί από μόνη της επαρκές κίνητρο μάθησης και ότι χωρίς
αυτόν τον τρόπο δεν θα έχει κανείς λόγω πλέον να προσπαθεί για να βελτιωθεί, βασίζεται
σε σαθρά θεμέλια. Κατ’ αρχάς, ο βαθμός αποτελεί εξωτερικό κίνητρο μάθησης, το οποίο ως
γνώστόν δεν είναι αποτελεσματικό. Ακόμα και η εξωτερική αυτή κινητοποίηση, αφορά
μόνο εκείνους τους μαθητές που έχουν ήδη καλούς βαθμούς και αποκλείει εκείνους που
δεν τα καταφέρνουν, αυξάνοντας την πιθανότητα να ματαιωθούν και να παραιτηθούν.
Καλλιεργείται, επίσης, μέσω της βαθμολόγησης ένα κλίμα ανταγωνισμού που υποσκάπτει
το συναισθηματικό κλίμα της ομάδας. Ακόμα και εκείνοι που καταφέρνουν να πετύχουν
υψηλές βαθμολογίες, το πετυχαίνουν αυτό μέσα από αγχογόνες και όχι δημιουργικές
διαδικασίες. Τέλος, η κινητοποίηση μέσω της βαθμολογίας, οδηγεί σε έναν επιφανειακό
τρόπο προσέγγισης του γνωστικού αντικειμένου, σε αυτόν δηλαδή που θα οδηγήσει σε
έναν καλό βαθμό (να σκοράρει κανείς ψηλά σε ένα τεστ, να δώσει μία σωστή απάντηση)
και όχι σε αυτόν που θα προέλθει από την ικανοποίηση της αυξανόμενη εμβάθυνσης σε
αυτό και του βιώματος επιτυχίας μέσω της σταδιακής βελτίωσης των ικανοτήτων και
δεξιοτήτων του ατόμου, καθώς και από την ενθάρρυνση -λεκτική και μη- του εκπαιδευτή.

You might also like