You are on page 1of 89

ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑΣ
Σημειωθείς από ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική
Πρόλογος: ΑΛΕΪΔΑ ΓΚΕΒΑΡΑ
Εισαγωγή: ΣΙΝΤΙΟ ΒΙΤΙΕΡ
ΑΘΗΝΑ 2004
ΑΛΕΪΔΑ ΓΚΕΒΑΡΑ
Πρόλογος
ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ τις σημειώσεις αυτές για πρώτη φορά, δεν είχαν ακόμα τη μορφή βιβλίου και δε
γνώριζα το πρόσωπο που τις είχε γράψει. Ήμουν πολύ νεότερη τότε και ταυτίστηκα αμέσως με τον
άνθρωπο αυτό που διηγήθηκε τις περιπέτειες του με τόσο αυθόρμητο τρόπο. Βέβαια, καθώς συνέχιζα
την ανάγνωση, άρχισα να βλέπω πιο καθαρά ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος και χαιρόμουν πολύ που
ήμουν κόρη του.
Δεν έχω σκοπό να σας πω τίποτα απ' όσα θα ανακαλύψετε καθώς θα διαβάζετε, αλλά δεν αμφιβάλλω
για το ότι, όταν θα τελειώσετε το βιβλίο, θα θέλετε να απολαύσετε ξανά κάποια αποσπάσματα, είτε
λόγω της ομορφιάς που περιγράφουν είτε λόγω της έντασης των συναισθημάτων που μεταδίδουν.
Υπήρχαν στιγμές στις οποίες έπαιρνα κυριολεκτικά τη θέση του Γκρανάδο πάνω στη μοτοσικλέτα και
πιανόμουν από την πλάτη του πατέρα μου, ταξιδεύοντας μαζί του πάνω στα βουνά και γύρω από τις
λίμνες. Παραδέχομαι ότι σε κάποιες περιστάσεις τον άφηνα μόνο του, ιδιαίτερα τις στιγμές εκείνες
όπου γράφει τόσο παραστατικά για πράγματα για τα οποία εγώ δε θα μιλούσα. Όταν το κάνει,
πάντως, φανερώνει ακόμα μια φορά πόσο ειλικρινής και αντικομφορμιστής ήταν.
Για να πω την αλήθεια, όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο ερωτευόμουν το αγόρι που υπήρξε ο πατέρας
μου. Δεν ξέρω αν θα συμμεριστείτε αυτά τα συναισθήματα μου, όμως, καθώς προχωρούσε η
ανάγνωση, γνώριζα καλύτερα το νεαρό Ερνέστο: τον Ερνέοτο που έφυγε από την Αργεντινή με πόθο
για περιπέτεια και όνειρα για την πραγματοποίηση σπουδαίων πράξεων και το νεαρό άντρα που,
καθώς ανακάλυπτε την πραγματικότητα της ηπείρου μας, ωρίμαζε ως ανθρώπινο ον και εξελισσόταν
ως κοινωνικό ον.
Σιγά σιγά βλέπουμε πώς άλλαζαν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του. Αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη
επίγνωση του πόνου πολλών συνανθρώπων του και τον άφηνε να γίνει μέρος του εαυτού του.
Ο νεαρός που στην αρχή μάς κάνει να χαμογελάσουμε με τους παραλογισμούς και την τρέλα του
γίνεται μπροστά στα μάτια μας όλο και περισσότερο ευαίσθητος, καθώς μας μιλάει για τον περίπλοκο
κόσμο της Λατινικής Αμερικής, για τη φτώχεια των κατοίκων της και την εκμετάλλευση που
υφίστανται. Παρ' όλα αυτά, ποτέ δε χάνει την αίσθηση του χιούμορ, η οποία, αντίθετα, γίνεται πιο
λεπτή και διακριτική.
Ο πατέρας μου, «ese, el que fue» («αυτός που υπήρξα κάποτε», όπως λέει ο ίδιος), μας δείχνει μια
Λατινική Αμερική που λίγοι από εμάς γνωρίζουν, περιγράφοντας τα τοπία της με λόγια που
χρωματίζουν κάθε εικόνα και εξάπτουν τις αισθήσεις μας, έτσι ώστε και εμείς να μπορούμε να δούμε
όσα αντίκρισαν τα μάτια του.
Ο πεζός λόγος του είναι ζωντανός. Τα λόγια του μας επιτρέπουν να ακούσουμε ήχους που δεν έχουμε
ακούσει ποτέ ξανά, μεταδίδοντας μας τις εικόνες που έκαναν εντύπωση στο ρομαντικό εκείνο
άνθρωπο με την ομορφιά και την ωμότητα τους. Ωστόσο, διατηρεί πάντα την ευαισθησία του, ακόμα
και καθώς ο πόθος του για επανάσταση γίνεται πιο έντονος. Συνειδητοποιεί ότι αυτό που έχουν
ανάγκη οι φτωχοί δεν είναι τόσο οι επιστημονικές γνώσεις του ως γιατρού, αλλά μάλλον η δύναμη
του και η επιμονή του στην προσπάθεια να προκαλέσει την κοινωνική αλλαγή που θα τους έδινε τη
δυνατότητα να ζήσουν με την αξιοπρέπεια που τους είχαν στερήσει και ποδοπατήσει για αιώνες.
Ο νεαρός αυτός εραστής της περιπέτειας, με τη δίψα του για γνώση και την αγάπη του, μας δείχνει
πώς η πραγματικότητα, αν ερμηνευτεί σωστά, μπορεί να εμποτίσει ένα ανθρώπινο ον σε τέτοιο βαθμό
που να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του.
Διαβάστε αυτές τις σημειώσεις του που γράφτηκαν με τόση αγάπη, ευγλωττΐα και ειλικρίνεια, αυτές
τις σημειώσεις που, περισσότερο από καθετί άλλο, με κάνουν να νιώθω κοντά στον πατέρα μου.
Ελπίζω να τις απολαύσετε και να τον συνοδεύσετε στο ταξίδι του.
Αν έχετε ποτέ την ευκαιρία να ακολουθήσετε τα βήματα του στην πραγματικότητα, θα ανακαλύψετε
με λύπη ότι πολλά πράγματα παραμένουν απαράλλαχτα ή είναι ακόμα χειρότερα και αυτό είναι μια
πρόκληση για όσους από εμάς -όπως αυτός ο νεαρός που μετά από χρόνια θα γινόταν ο Τσε- είναι
ευαίσθητοι απέναντι στην πραγματικότητα, που είναι τόσο σκληρή με τους πιο δυστυχείς από εμάς,
για όσους από εμάς είναι αποφασισμένοι να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός πιο δίκαιου κόσμου.
Σας αφήνω τώρα με τον άνθρωπο που ήξερα, τον άνθρωπο που αγαπώ βαθιά για τη δύναμη και την
ευαισθησία που έδειξε με τον τρόπο που έζησε.
Απολαύστε την ανάγνωση!
Αλέιδα Γκεβάρα Μαρτς Ιούλιος 2003
ΑΛΕΪΔΑ ΜΑΡΤΣ
Πρόλογος στην Πρύτη Έκδοση
Το ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΌ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του Τσε Γκεβάρα, που αντι-γράφηκε από το Προσωπικά Αρχείο του
Τσε στην Αβάνα,* εξιστορεί τις δοκιμασίες, τις αντιξοότητες και τις περιπέτειες κατά τη διάρκεια του
ταξιδιού ενός νεαρού που θέλει να ανακαλύψει τη Λατινική Αμερική. Ο Ερνέστο άρχισε να γράφει το
ημερολόγιο αυτό όταν, το Δεκέμβριο του 1951, ξεκίνησε με το φίλο του Α\μπέρτο Γκρανάδο για το
ταξίδι τους, το οποίο περίμεναν από καιρό, από το Μπουένος Άι-ρες προς τις ακτές της Αργεντινής
στον Ατλαντικό, μέσα από τις πάμπες και τις Άνδεις προς τη Χιλή και από τη Χιλή βόρεια, στο
Περού και στην Κολομβία, με κατάληξη το Καράκας.
Αργότερα ο ίδιος ο Ερνέστο κατέγραψε ξανά τις εμπειρίες αυτές σε αφηγηματική μορφή,
προσφέροντας στον αναγνώστη μια βαθύτερη ματιά στη ζωή του Τσε, ιδιαίτερα
* Τώρα Κέντρο Μελετών Τσε Γκεβάρα στην Αβάνα της Κούβας.
σε ένα ελάχιστα γνωστό στάδιο της, και αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες της προσωπικότητας του, το
πολιτιστικό του υπόβαθρο και την αφηγηματική του ικανότητα - τη γέννηση ενός ύφους που
αναπτύσσεται στα μεταγενέστερα έργα του. Ο αναγνώστης γίνεται επίσης μάρτυρας της εκπληκτικής
αλλαγής που υφίσταται καθώς ανακαλύπτει τη Λατινική Αμερική, φτάνει στην καρδιά της και αποκτά
όλο και μεγαλύτερη συναίσθηση της λατινοαμερικάνικης ταυτότητας του, καταλήγοντας να γίνει
ένας πρόδρομος της σύγχρονης ιστορίας της Αμερικής.
Αλέιδα Μαρτς Προσωπικό Αρχείο τον Τσε Αβάνα, Κούβα, 1993
Βιογραψία τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΜΟΡΦΈΣ ΤΟΥ ΑΙΏΝΑ» συμφωνά με το περιοδικό Time, ο Ερνέστο Γκεβάρα δε λα
Σέρνα γεννήθηκε στο Ρο-σάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1928. Έκανε αρκετά ταξίδια στη
Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην ιατρική σχολή του Μπουένος Άιρες και
αμέ-σως μετά, συμπεριλαμβανομένου του ταξιδιού που έκανε το 1952 με τον Αλμπέρτο Γκρανάδο
πάνω στην αναξιόπιστη μοτοσικλέτα μάρκας Νόρτον 500 Ποδερόσα II,* ταξίδι το οποίο
περιγράφεται σε αυτό το ταξιδιωτικό ημερολόγιο.
Είχε ήδη αρχίσει να έχει ανάμιξη σε πολιτικές δραστηριότητες και ζούσε στη Γουατεμάλα όταν, το
1954, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γιάκοπο Άρμπενς ανατράπηκε με στρατιωτική
επιχείρηση οργανωμένη από τη ΣΙΑ. Ο Ερνέστο κατάφυγε στο Μεξικό, έχοντας αναπτύξει
ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις.
Σε συνέχεια μιας επαφής που είχε κάνει στη Γουατεμά
* Στα ελληνικά «Δυνατή II». Είναι το όνομα της μηχανής με την οποία ταξιδεύουν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου.
λα, ο Γκεβάρα αναζήτησε μια ομάδα εξόριστων Κουβανών επαναστατών στην Πόλη του Μεξικού.
Τον Ιούλιο του 1955 γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο και αμέσως προσχώρησε στους αντάρτες που
επιδίωκαν την ανατροπή του Κουβανού δικτάτορα Φουλχενσιο Μπατίστα. Οι Κουβανοί του έδωσαν
το, πολύ δημοφιλές στην Αργεντινή, προσωνύμιο «Τσε».*
Στις 26 Νοεμβρίου 1956 ο Γκεβάρα απέπλευσε για την Κούβα με τη θαλαμηγό Granma, ως ο γιατρός
της ομάδας ανταρτών που άρχιζε την ένοπλη επαναστατική πάλη πάνω στην οροσειρά Σιέρα
Μαέστρα της Κούβας. Μέσα σε μερικούς μήνες έγινε ο πρώτος διοικητής του Επαναστατικού
Στράτου, ωστόσο εξακολουθούσε να φροντίζει τραυματίες αντάρτες και αιχμαλώτους του στρατού
του Μπατίστα.
Το Σεπτέμβριο του 1958 ο Γκεβάρα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη στρατιωτική ήττα του Μπατίστα
όταν ο ίδιος και ο Καμίλο Σιενφουέγκος οδήγησαν ξεχωριστές φάλαγγες ανταρτών δυτικά της Σιέρα
Μαέστρα.
Από τη στιγμή που ο Μπατίστα εγκατέλειψε τη χώρα την 1η Ιανουαρίου 1959, ο Γκεβάρα έγινε ένας
από τους σημαντικότερους ηγέτες της νέας επαναστατικής κυβέρνησης, πρώτα ως επικεφαλής του
Τμήματος Βιομηχανίας του Εθνι-
* Λαϊκό επιφώνημα, πολύ συνηθισμένο στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη και στην Παραγουάη. Στο πέρασμα των χρόνων μεταβλήθηκε
σε ένα είδος κλητικής, μια οικεία παρεμβολή για να απευθύνεις το λόγο σε κάποιον ή για να τραβήξεις την προσοχή. Ο Ερνέστο Γκεβάρα
τη χρησιμοποιούσε τόσο συχνά, που οι φίλοι του του έβγαλαν αυτό το παρατσούκλι, το οποίο αργότερα έγινε το κανονικό του όνομα: Τσε
Γκεβάρα. (Σ.τ.Ε.)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ
κού Ιδρύματος Αγροτικής Μεταρρύθμισης και υστέρα ως πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας. Το
Φεβρουάριο του 1961 έγινε υπουργός Βιομηχανίας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος της πολιτικής
οργάνωσης η οποία το 1965 έγινε το Κομουνιστικό Κόμμα Κούβας.
Εκτός από αυτές τις αρμοδιότητες, ο Γκεβάρα εκπροσωπούσε την κουβανική επαναστατική
κυβέρνηση σε ολόκληρο τον κόσμο, ως επικεφαλής πολυάριθμων αντιπροσωπιών και μιλώντας στον
Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και σε άλλα διεθνή φόρουμ στην Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική
Αμερική και στις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ. Απέκτησε τη φήμη ενός παθιασμένου και
ευφράδους ομιλητή εξ ονόματος των λαών του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα στη συνδιάσκεψη του
Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Πούντα δελ Έστε της Ουρουγουάης, όπου κατήγγειλε τη
Συμμαχία για την Πρόοδο του Αμερικάνου προέδρου Κένεντι.
Όπως είχε σκοπό να κάνει απ' όταν προσχώρησε στο κουβανικό επαναστατικό κίνημα, ο Γκεβάρα
έφυγε από την Κούβα τον Απρίλιο του 1965, αρχικά για να ηγηθεί μιας αποστολής ανταρτών προς
υποστήριξη της επαναστατικής πάλης στο Κονγκό. Επέστρεψε μυστικά στην Κούβα το Δεκέμβριο
του 1965, για να προετοιμάσει μια άλλη δύναμη ανταρτών για τη Βολιβία. Όταν έφτασε στη Βολιβία
το Νοέμβριο του 1966, ο Γκεβάρα σχεδίαζε να προκαλέσει τη στρατιωτική δικτατορία της χώρας και
τελικά να υποκινήσει ένα επαναστατικό κίνημα που θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την ήπειρο της
Λατινικής Αμερικής. Τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από βολιβιανό αντεπαναστατικά
στρατεύματα, εκπαιδευμένα και διοικούμενα από Αμερικάνους, στις 8 Οκτο)βρίου 1967. Την
επόμενη μέρα τον δολοφόνησαν και έκρυψαν το σώμα του.
Η σορός του Τσε Γκεβάρα ανακαλύφθηκε τελικά το 1997 και επεστράφη στην Κούβα. Ανήγειραν
μνημείο στη Σάντα Κλάρα, στην κεντρική Κούβα, όπου είχε πετύχει μια μεγάλη στρατιωτική νίκη
κατά τη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου.
Σύντομος χρονολογικός πίνακας της ζωής του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
1928
Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννιέται στις 14 Ιουνίου στο Ροσάριο της Αργεντινής. Είναι το πρώτο παιδί της
μεσοαστικής οικογένειας του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια δε λα Σέρνα.
1932
Η οικογένεια Γκεβάρα μετακομίζει από το Μπουένος Άιρες στην Άλτα Γκράσια, μια λουτρόπολη
κοντά στην Κόρδοβα, εξαιτίας του χρόνιου άσθματος του Ερνέστο. Το άσθμα του τον εμποδίζει
επίσης να πηγαίνει τακτικά στο σχολείο μέχρι να γίνει εννιά χρονών.
1948
Αλλάζοντας την αρχική του απόφαση να σπουδάσει μηχανικός, ο Ερνέστο εγγράφεται στην ιατρική
σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ενώ ταυτόχρονα ασχολείται περιστασιακά με
διάφορες δουλειές, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας του σε μια κλινική αντιμετώπισης αλλεργιών.
1950
Ο Ερνέστο ξεκινάει για ένα ταξίδι 4.500 χιλιομέτρων στο Βορρά της Αργεντινής με μοτοποδήλατο.
1951-52
Τον Οκτώβριο του 1951 ο Ερνέστο και ο φίλος του Αλμπέρτο Γκρανάδο αποφασίζουν να ξεκινήσουν
με τη μοτοσικλέτα του Α\μπέρτο (Ποδερόσα II) για τη Βόρεια Λατινική Αμερική. Ο Γκρανάδο είναι
βιοχημικός με ειδίκευση στη λεπρολογία και οι μικρότεροι αδερφοί του ήταν σχολικοί φίλοι του
Ερνέστο. Φεύγουν από την Κόρδοβα το Δεκέμβριο και πηγαίνουν πρώτα να αποχαιρετήσουν την
οικογένεια του Ερνέστο στο Μπουένος Άιρες. Οι περιπέτειες που πέρασαν στο ταξίδι αυτό, τις οποίες
κατέγραψε ο Ερνέστο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και μετά από αυτό, αποτελούν αυτό το βιβλίο,
το οποίο εκδόθηκε αρχικά με τίτλο Notas de Viaje (Ταξιδιωτικές Σημειώσεις ή Ημερολόγια Μοτοσικλέτας).
1953
Ο Ερνέστο αποφοιτεί από την ιατρική και σχεδόν αμέσως ξεκινάει για άλλο ένα ταξίδι στη Λατινική
Αμερική, το οποίο περιλαμβάνει τη Βολιβία, το Περού, τον Ισημερινό, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα
και τη Γουατεμάλα, όπου γνωρίζει τον Αντόνιο (Νίκο) Λόπες, ένα νεαρό Κουβανό επανα-
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
στάτη. Στη Βολιβία γίνεται μάρτυρας της βολιβιανής επανάστασης. Ο απολογισμός των ταξιδιών
αυτών δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά με τίτλο Otra Vet (Ξανά στο Δρόμο).
1954
Οι πολιτικές αντιλήψεις του Ερνέστο γίνονται βαθιά ριζοσπαστικές όταν βλέπει στη Γουατεμάλα την
ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Γιάκοπο Άρμπενς από δυνάμεις που έχουν
την υποστήριξη των ΗΠΑ. Διαφεύγει στο Μεξικό, όπου έρχεται σε επαφή με την ομάδα των
εξόριστων Κουβανών επαναστατών. Στο Μεξικό παντρεύεται την Περουβιανή Χίλντα Γκαντέα, με
την οποία αποκτάει μια κόρη, τη Χιλντίτα.
1955
Όταν γνωρίζει τον Φιντέλ Κάστρο, συμφωνεί να προσχωρήσει στην ομάδα που οργανώνεται για να
διεξαγάγει ανταρτοπόλεμο κατά της δικτατορίας του Μπατίστα. Τώρα οι Κουβανοί τον αποκαλούν
«Τσε» -ένα παρατσούκλι κοινό για τους Αργεντινούς- και το Νοέμβριο του 1956 αποπλέει ως ο
γιατρός του στρατού με τη θαλαμηγό Granma.
1956-58
Ο Τσε σύντομα επιδεικνύει εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες και προάγεται στο βαθμό του
διοικητή τον Ιούλιο του 1957. Το Δεκέμβριο του 1958 οδηγεί τον Επαναστατικό Στρατό σε μια
αποφασιστική νίκη κατά των δυνάμεων του Μπατίστα στη Σάντα Κλάρα, στην κεντρική Κούβα.
1959
Το Φεβρουάριο ο Τσε ανακηρύσσεται Κουβανός πολίτης σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στην
απελευθέρωση του νησιού. Παντρεύεται την Αλέιδα Μαρτς, με την οποία αποκτάει τέσσερα παιδιά.
Τον Οκτώβριο διορίζεται επικεφαλής του Τμήματος Βιομηχανίας του Ιδρύματος Αγροτικής
Μεταρρύθμισης και το Νοέμβριο γίνεται πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Σε μια
χειρονομία περιφρόνησης για το χρήμα, υπογράφει τα νέα χαρτονομίσματα απλώς ως «Τσε».
1960
Ως εκπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Τσε πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι στη
Σοβιετική Ένωση, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Κίνα και στη
Βόρεια Κορέα, υπογράφοντας μερικές πολύ σημαντικές εμπορικές συμφωνίες.
1961
Ο Τσε διορίζεται επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος Υπουργείου Βιομηχανίας. Τον Αύγουστο ηγείται της
αντιπροσωπίας της Κούβας στη συνδιάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Πούντα
δελ Έστε της Ουρουγουάης, όπου καταγγέλλει τη Συμμαχία για την Πρόοδο του Αμερικανού
προέδρου Κένεντι.
ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
1962
Οι επαναστατικές οργανώσεις της Κούβας συνενώνονται και ο Τσε εκλέγεται στο Εθνικό
Διευθυντήριο. Ο Τσε επισκέπτεται για δεύτερη φορά τη Σοβιετική Ένωση.
1963
Ο Τσε ταξιδεύει στην Αλγερία, που μόλις έχει κερδίσει την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία υπό τη
διακυβέρνηση του Αχμέντ Μπεν Μπελά.
1964
Πριν αναχωρήσει για μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική, ο Τσε εκφωνεί λόγο στη Γενική Συνέλευση
του ΟΗΕ το Δεκέμβριο.
1965
Ο Τσε ηγείται μιας διεθνούς αποστολής στο Κονγκό για την υποστήριξη του απελευθερωτικού
κινήματος που είχε ιδρύσει ο Πατρίς Λουμούμπα. Απαντώντας στις εικασίες για το πού βρίσκεται ο
Τσε, ο Φιντέλ Κάστρο διαβάζει το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε προς την Κεντρική Επιτροπή
του νεοϊδρυθέντος Κομουνιστικού Κόμματος Κούβας. Το Δεκέμβριο ο Τσε επιστρέφει σιην Κούβα
για να προετοιμαστεί μυστικά για μια νέα αποστολή στη Βολιβία.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑΣ 1966
Το Νοέμβριο ο Τσε φτάνει μεταμφιεσμένος στη Βολιβία.
1967
Τον Απρίλιο δημοσιεύεται το «Μήνυμα προς τον Τρίτο Κόσμο» του Τσε, ο οποίος κάνει έκκληση για
τη δημιουργία «δυο, τριών, πολλών Βιετνάμ». Τον ίδιο μήνα, τμήμα της αντάρτικης ομάδας του
αποκόπτεται από την κυρία δύναμη. Στις 8 Οκτωβρίου οι δεκαεφτά αντάρτες που απομένουν πέφτουν
σε ενέδρα και ο Τσε τραυματίζεται και πιάνεται αιχμάλωτος. Την επόμενη μέρα δολοφονείται από
βολιβιανές δυνάμεις που ενεργούν με οδηγίες της Ουάσιγκτον. Η σορός του θάβεται σε έναν
ανώνυμο τάφο μαζί με τα σώματα μερικών άλλων ανταρτών. Η 8η Οκτωβρίου καθιερώνεται ως
Μέρα του Ηρωικού Αντάρτη στην Κούβα.
1997
Η σορός του Τσε εντοπίζεται τελικά στη Βολιβία και επιστρέφεται στην Κούβα, όπου τοποθετείται σε
μνημείο στη Σάντα Κλάρα.

Χάρτης των Ημερολογίων Μοτοσικλέτας


Δρομολόγιο των Ημερολογίων Μοτοσικλέτας
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
1951

Δεκέμβριος Από την Κόρδοβα στο Μπουέ-


νος Άιρες

1952

4 Ιανουαρίου Αναχώρηση από το Μπουένος


Άιρες
6 Ιανουαρίου Βίγια Χεσέγ
13 Ιανουαρίου Μιραμάρ
14 Ιανουαρίου Νεκοτσέα
16-21 Ιανουαρίου Μπαΐα Μπλάνκα
22 Ιανουαρίου Προς το Τσοέλε Τσοέλ
25 Ιανουαρίου Τσοέλε Τσοέλ
29 Ιανουαρίου Πιέδρα δελ Άγκιλα
31 Ιανουαρίου Σαν Μαρτίν των Άνδεων
8 Φεβρουαρίου Ναουέλ Ουαπΐ
11 Φεβρουαρίου Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε
ΧΙΛΗ
14 Φεβρουαρίου
18 Φεβρουαρίου
21 Φεβρουαρίου 27 Φεβρουαρίου
I Μαρτίου 7 Μαρτίου 8-10 Μαρτίου
II Μαρτίου 12 Μαρτίου 13-15 Μαρτίου 20 Μαρτίου
22 Μαρτίου
ΠΕΡΟΥ
24 Μαρτίου
25 Μαρτίου
26 Μαρτίου
27 Μαρτίου
28 Μαρτίου
30 Μαρτίου
31 Μαρτΐου-3 Απριλίου 4-5 Απριλίου
6-7 Απριλίου
Παίρνουν το Modesta Visloria για
την Πέουλα
Τεμούκο
Λαουτάρο
Αος Άνχελες
Σαντιάγο της Χιλής
Βαλπαραίσο
Εν πλω στο San Antonio
Αντοφαγκάστα
Μπακεδάνο
Τσουκικαμάτα
Ικίκε (και Τόκο, εταιρείες εξαγωγής νίτρου) Αρίκα
Τάκνα
Ταράτα
Πούνο
Εν πλω στη λίμνη Τιτικάκα
Χουλιάκα
Σικουάνι
Κούσκο
Μάτσου Πίτσου Κούσκο
11 Απριλίου Αμπανκάι
13 Απριλίου Ουανκαράμα
14 Απριλίου Ουάμπο
15 Απριλίου Ουανκαράμα
16-19 Απριλίου Ανταουάγλας
22-24 Απριλίου Από το Αγιακούτσο προς το
Ουανκάγιο
25-26 Απριλίου Λα Μερσέδ
27 Απριλίου Μεταξύ Οξαπάμπα και Σαν Ρα-
μόν
28 Απριλίου Σαν Ραμόν
30 Απριλίου Τάρμα
1-17 Μαΐου Λίμα
19 Μαΐου Σέρο δε Πάσκο
24 Μαΐου Πουκάλπα
25-31 Μαΐου Με το πλοίο La Cenepa κατα-
πλέουν τον Ρίο Ουκαγιάλι, πα-
ραπόταμο του Αμαζονίου
1-5 Ιουνίου Ικίτος
6-7 Ιουνίου Με το πλοίο El Cisne πλέουν
προς την αποικία λεπρών του
Σαν Πάμπλο
8-20 Ιουνίου Σαν Πάμπλο
21 Ιουνίου Εν πλω επί της σχεδίας Mambo-
Tango στον Αμαζόνιο
ΚΟΛΟΜΒΙΑ
23 Ιουνίου-1 Ιουλίου
2 Ιουλίου
2-10 Ιουλίου 12-13 Ιουλίου
Λετίσια
Αναχώρηση από τη Λετίσια αεροπορικώς Μπογκοτά Κούκουτά
ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ 14 Ιουλίου 16 Ιουλίου
17-26 Ιουλίου
Σαν Κριστόμπαλ
Μεταξύ του Μπαρκισιμέτο και
της Κορόνα
Καράκας, όπου ο Τσε και ο Αλμπέρτο χωρίζουν
ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
Τέλη Ιουλίου Μαϊάμι
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
Αύγουστος Ο Τσε επιστρέφει στην οικογέ-
νεια του στην Κόρδοβα
ΣΙΝΤΙΟ ΒΙΤΙΕΡ
Εισαγωγή
ΑΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ένας ήρωας στον αγώνα της Λατινικής Αμερικής για απελευθέρωση -από την εποχή του
Μπολίβαρ* μέχρι τη δική μας- ο οποίος γοήτευσε νέους ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική και
από ολόκληρο τον κόσμο, ο ήρωας αυτός είναι ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Και, μολονότι μετά το
θάνατο του έγινε ένας σύγχρονος μύθος, δεν έχει χάσει ακόμα τη νεανική ζωντάνια του. Το αντίθετο,
ο μύθος του τόνισε ακόμα περισσότερο τη νεανικότητά του, η οποία, μαζί με την τόλμη και την
αγνότητα του, φαίνεται ότι συνιστούν τη μυστική ουσία του χαρίσματος του.
Ένας τέτοιος χαρακτήρας, για να γίνει μύθος, σύμβολο τόσο πολλών απεγνωσμένων ελπίδων, πρέπει
να διαθέτει κάποια βαρύτητα, κάποια ιερότητα. Αυτό είναι καλό.
* Ο Σιμόν Μπολίβαρ ηγήθηκε αρκετών ένοπλων επαναστάσεων, βοηθώντας μεγάλο τμήμα της Λατινικής Αμερικής να αποκτήσει την
ανεξαρτησία του από την Ισπανία. Οραματιζόταν μια ομοσπονδία ισπανόφωνων νοτιοαμερικανικών κρατών.
Η ιστορική ουτοπία χρειάζεται πρόσωπα για να την ενσαρκώσουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε την
καθημερινή φύση των ανθρώπων αυτών, που υπήρξαν παιδιά, έφηβοι και νέοι προτού αποκτήσουν τις
ικανότητες εκείνες με τις οποίες μας καθοδηγούν. Δεν είναι ότι θέλω να θάψω την εξαιρετική τους
φύση στις κοινότοπες ή προσωπικές πλευρές της ζωής τους, αλλά ότι η γνώση αυτών των πρώτων,
διαμορφωτικών σταδίων μάς δείχνει την αφετηρία της μεταγενέστερης πορείας τους.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Τσε: η αφήγηση από τον ίδιο αυτού του πρώτου ταξιδιού
που έκανε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο προσφέρει σε όσους αισθάνονται νέοι μια άμεση και
χαρούμενη, σοβαρή και ταυτόχρονα σαρκαστική εικόνα του νεαρού άντρα, ώστε μπορούμε σχεδόν να
δούμε το χαμόγελο του και να ακούσουμε τη φωνή και την ασθματική ανάσα του. Είναι νέος, όπως
αυτοί, και γέμισε ολόκληρη τη ζωή του με νεανική ζωντάνια και ωρίμασε χωρίς να την αφήσει να
χαθεί.
Αυτή η έκδοση των Ημερολογίων Μοτοσικλέτας, των σημειώσεων που περιγράφουν ένα ταξίδι που
έκαναν χωρίς δισταγμό, πάνω στη θορυβώδη μοτοσικλέτα Ποδερόσα II (η οποία παρέδωσε το πνεύμα
στη μέση του ταξιδιού, αφού όμως πρώτα μετέδωσε στην περιπέτεια έναν εύθυμο παλμό, που
αισθανόμαστε κι εμείς), ελεύθεροι σαν τον άνεμο, με μόνο σκοπό να γνωρίσουν τον κόσμο, είναι
αφιερωμένη σε όσους ανθρώπους δε ζουν τα νιάτα τους απλώς ως μια σειρά γεγονότων, αλλά με όλη
την ψυχή και το πνεύμα τους.
Στις πρώτες σελίδες, ο νεαρός άντρας που θα γινόταν ένας από τους γνήσιους ήρωες του εικοστού
αιώνα μάς προειδοποιεί: «Αυτή δεν είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων». Η λέξη «ηρωικών»
ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες, γιατί δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτές τις σελίδες χωρίς να έχουμε
στο μυαλό μας το μέλλον του Τσε, μια εικόνα του πάνω στη Σιέρα Μαέστρα, μια εικόνα που έφτασε
στην τελειότητα στην Κεμπράδα δελ Γιούρο της Βολιβίας.*
Αν αυτή η νεανική περιπέτεια δεν ήταν το προοίμιο της διαμόρφωσης του επαναστάτη, οι σελίδες
αυτές θα ήταν διαφορετικές και θα τις διαβάζαμε με διαφορετικό τρόπο, αν και δεν μπορούμε να
φανταστούμε πώς. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως είναι του Τσε -μολονότι τις έγραψε πριν γίνει ο
Τσε- μας κάνει να πιστεύουμε ότι είχε ένα προαίσθημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να
διαβαστούν. Για παράδειγμα:
Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις «πέθανε» μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της
Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο
ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε
περισσότερο απ' ό,τι πίστευα.
* Το φαράγγι οτο οποίο η αντάρτικη ομάδα του Τσε έπεσε σε ενέδρα στις 8 Οκτωβρίου 1967 και ο ίδιος ο Τσε πιάστηκε όμηρος.
Δολοφονήθηκε την επόμενη μέρα.
Οι σελίδες αυτές είναι η μαρτυρία -το αρνητικό μιας φωτογραφίας, όπως το έθεσε επίσης- μιας
εμπειρίας που τον άλλαξε, μιας πρώτης «αναχώρησης» προς τον έξω κόσμο, η οποία, όπως η
τελευταία του αναχώρηση, ήταν δονκιχωτική όσο αφορά τον ημι-συνειδητό τρόπο που τη βίωσε και,
όπως για τον Δον Κιχοπη, είχε το ίδιο αποτέλεσμα στο πεδίο της συνείδησης του. Ήταν το «πνεύμα
ενός ονειροπόλου» που ξυπνάει.
Κατά βάση, και με την τέλεια λογική του απρόβλεπτου, το ταξίδι τους έχει προορισμό το Βορρά,
όπως και έγινε στην πραγματικότητα: το «αρνητικό μιας φωτογραφίας» της Βόρειας Αμερικής, το
οποίο αποτελούν η φτώχεια και τα αδιέξοδα της Νότιας Αμερικής, και την αληθινή γνώση του τι
σημαίνει για εμάς η Βόρεια Αμερική.
«Εκείνες τις στιγμές μάς διέφευγε το τεράστιο μέγεθος του εγχειρήματος μας. Βλέπαμε μόνο τη
σκόνη του δρόμου και εμάς τους δυο πάνω στη μοτοσικλέτα να καταβροχθίζουμε τα χιλιόμετρα στη
φυγή μας προς το Βορρά». Αυτή η «σκόνη του δρόμου» δεν ήταν άραγε, μολονότι ο Τσε δεν το
αντιλαμβανόταν, η ίδια σκόνη που ο Χοσέ Μαρτί* είδε όταν ταξίδεψε από την Γκουάιρα στο
Καράκας «με μια κοινή μικρή άμαξα»; Δεν ήταν η δονκιχωτική σκόνη μέσα από την οποία
εμφανίστηκαν τα φαντάσματα της αμερικα
* Χοσέ Μαρτί, Κουβανός εθνικός ήρωας και ποιητής, συγγραφέας, ρήτορας και δημοσιογράφος. Ο Μαρτί ίδρυσε το Επαναστατικό Κόμμα
Κούβας το 1892 για να πολεμήσει την ισπανική εξουσία και να αντιταχθεί στην νεο-αποικιο-κρατία των ΗΠΑ. Κήρυξε τον πόλεμο της
ανεξαρτησίας το 1895 και σκοτώθηκε στη μάχη.
νίκης λύτρωσης, «το φυσικό σύννεφο σκόνης που θα σηκωθεί όταν οι φοβερές αλυσίδες μας πέσουν
στο χώμα;»*
Ο Μαρτί όμως ήταν από το Βορρά και ο Τσε πήγαινε προς αυτόν, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στο
πεπρωμένο του, το οποίο βλέπουμε κι εμείς μέσα από τα ανέκδοτα και τις βινιέτες του.
Ο Καμ Μπακ,** ο μικρός σκύλος με το «ένστικτο του αεροπόρου», τον οποίο τόσο κωμικά μάς
παρουσιάζει ο Τσε να χοροπηδάει γύρω από τη μηχανή στο δρόμο από τη Βί-για Γκεσέλ προς το
Μιραμάρ, εμφανίζεται ξανά μετά από χρόνια στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα σαν ένα κουτάβι που
πρέπει να στραγγαλιστεί εξαιτίας των «υστερικών γαβγισμάτων» του κατά τη διάρκεια μιας
αποτυχημένης ενέδρας που στήθηκε με την ελπίδα να συλληφθεί ο [περιβόητος συνταγματάρχης του
Μπατίστα] Σάντσες Μοσκέρα. «Μ' έναν τελευταίο νευρικό σπασμό το κουτάβι έπαψε να κουνιέται.
Κειτόταν εκεί, φαρδύ πλατύ, με το κεφαλάκι του πάνω στα κλαδιά».*** Στο τέλος όμως αυτού του
συμβάντος από τα Επεισόδια του Επαναστατικού Πολέμου, ένας άλλος σκύλος εμφανίζεται στο
χωριουδάκι του Map Βέρδε:
* Χοσέ Μαρτί, Άπαντα, Αβάνα, εκδόσεις Editorial National de Cuba, 1963-73, τόμος 7, σ. 289-90.
** Το αγγλικό παρατσούκλι που έδωσε ο Ερνέστο στο μικρό σκύλο που πηγαίνει στην Τσιτσίνα, τη φιλενάδα του που κάνει διακοπές στο
Μιραμάρ. *** Από τα Επεισόδια τον Επαναστατικού Πολέμου του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, που αναμένεται από τις εκδόσεις Ocean Press το
2004. Επίσης στο βιβλίο Ο Αναγνώστης τον Τσε Γκεβάρα, Ocean Press, 2003, σ. 37.
Ο Φέλιξ τον χάιδεψε στο κεφάλι και ο σκύλος τον κοίταξε. Ο Φέλιξ ανταπέδωσε το βλέμμα και τότε εκείνος κι
εγώ ανταλλάξαμε μια ένοχη ματιά. Ξαφνικά έπεσε σιωπή. Νιώσαμε μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα καθώς το
μειλίχιο κι ωστόσο πονηρό βλέμμα του σκύλου φαινόταν να περιέχει μια υποψία μομφής. Εκεί, ενώπιον μας,
μολονότι μας παρατηρούσε με τα μάτια ενός άλ\ου σκύλου, βρισκόταν το δολοφονημένο κουτάβι.
Ο Καμ Μπακ ήταν αυτός που είχε επιστρέψει, δικαιολογώντας το όνομα του, θυμίζοντας μας όσα
είπε ο Εσέκιελ Μαρτίνες Εστράδα, ο άλλος μεγάλος Αργεντινός, για το ημερολόγιο εκστρατείας του
Χοσέ Μαρτί:
Αυτές οι συγκινήσεις, αυτά τα αισθήματα δεν μπορούν να περιγραφούν ή να εκφραστούν με τη γλώσσα
ποιητών και ζωγράφων, μουσικών και μυστικιστών πρέπει κανείς να τις... απορροφήσει χωρίς απόκριση, όπως
κάνουν τα ζώα με τα στοχαστικά και εκστασιασμένα μάτια τους.*
Μια σύγκριση των Επεισοδίων με τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας μάς δείχνει ότι, αν και είχαν περάσει
πάνω από δέκα χρόνια, το δεύτερο υπήρξε λογοτεχνικό πρότυπο για το πρώτο. Το διακρίνει η ίδια
μετριοπάθεια, η ίδια ειλικρίνεια, η ίδια φρεσκάδα, ακριβώς η ίδια σύλληψη των στιγμών η ο
* Εσέκιελ Μαρτίνες Εστράδα, 0 Επαναστάτης Μαρτί, Αβάνα, εκδόσεις Casa de las Americas, 1967, σ. 414.
ποία προσδίδει ενιαίο χαρακτήρα σε κάθε σύντομο κεφάλαιο· και, βέβαια, η ίδια αταραξία που
δέχεται τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα γεγονότα χωρίς έντονες εναλλαγές συναισθημάτων.
Αυτό που αναζητείται δεν είναι η λογοτεχνική ικανότητα, αλλά η πιστή απόδοση των εμπειριών και η
αφηγηματική αποτελεσματικότητα. Όταν επιτυγχάνονται και τα δύο, η ικανότητα ακολουθεί με τρόπο
φυσικό, παίρνοντας τη θέση που της αναλογεί, χωρίς να τυφλώνει ούτε να ενοχλεί, αλλά
συνεισφέροντας με το δικό της τρόπο. Εδώ, με εξαίρεση μερικές στιγμές αδεξιότητας ή δισταγμού, το
ύφος του Τσε έχει ήδη διαμορφωθεί. Τα χρόνια θα το εξευγένιζαν, όπως ο ίδιος εξευγένισε τη
βούληση του με την ευχαρίστηση ενός καλλιτέχνη, αν και όχι με αυτή ενός χειριστή του λόγου: μια
βουβή ντροπαλότητα τον ανάγκαζε να μη στέκεται πολύ στις λέξεις, αλλά να προχωρεί προς την
ποίηση της γυμνής εικόνας, την οποία το ανεπαίσθητο άγγιγμα του μετέτρεπε σε πραγματικότητα. Ο
κύκλος «Εγώ-αυτό μέσα μου» ανοίγει και κλείνει συνεχώς, αφήνοντας χώρο για ένα ύφος που
προτιμά να παραμένει αθέατο. Ο πεζός λόγος πάνω στη σελίδα ρίχνει φως, δεν επιμένει όμως
υπερβολικά στην ανεπαίσθητα επιφανειακή αφήγηση. Κυλάει ανάμεσα στην περιγραφή
συναισθημάτων (στα Επεισόδια, «ο αποφασισμένος δολοφόνος άφηνε πίσω του καμένες καλύβες,
θλίψη...») και αφηγήσεις, στις οποίες αναζητάει τον εαυτό του (στα Ημερολόγια, «Ο άνθρωπος, μέτρο
των πάντων, μιλάει εδώ με το δικό μου στόμα και διηγείται με το δικό μου λεξιλόγιο αυτό που είδαν
τα μάτια») και καμιά φορά φαίνεται σαν να μας κοιτάζει.
Ο ζωντανός πεζός λόγος του Τσε δίνει χρώμα στα αντικείμενα μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά του και
συχνά, αν το τοπίο το επιτρέπει, με μια προσωπική πινελιά:
Ο δρόμος φιδοσέρνεται ανάμεσα στα χαμηλά βουνά, που μόλις προδιαγράφουν την αρχή της μεγάλης
Κορδιλιέρας, και κατηφορίζει απότομα, για να καταλήξει στο χωριό, άχαρο και θλιβερό, μα
τριγυρισμένο από μεγαλοπρεπή βουνά σκεπασμένα με πυκνή βλάστηση.
Το επεισόδιο της απόπειρας να κλέψουν κρασί, και άλλα ανάλογα, αποτελούν υπέροχα δείγματα
επιδεξιότητας στην επιλογή λέξεων:
Το γεγονός ήταν ότι είχαμε μείνει απένταροι, όπως πάντα, να σκεφτόμαστε ποια από τα χαμόγελα
που είχαν υποδεχτεί τα μεθυσμένα μου καμώματα μπορεί να έκρυβαν το ειρωνικό «μα ποιον πας να
κοροϊδέψεις;»
Μια αίσθηση παράδοξου επιστρέφει. Στο κεφάλαιο «Παρακαμπτήριο εξερεύνηση»: «Η σκοτεινιά της
νύχτας έφερνε μαζί της μύριους ανησυχητικούς θορύβους και μια παράξενη αίσθηση κενού σε κάθε
βήμα που κάναμε μέσα στο σκοτάδι». Στα Επεισόδια: «Και τότε, την ώρα της ενέδρας, μια αλλόκοτη
σιγή επικράτησε για μια στιγμή. Όταν πήγε να μαζέψει τους νεκρούς μετά τους πρώτους
πυροβολισμούς, δεν ήταν κανένας στον αυτοκινητόδρομο...» Η εικόνα ξεχειλίζει από την αφθονία και
ταυτόχρονα τη σιωπή του ορατού κόσμου:
Η πελώρια φιγούρα ενός ελαφιού διέσχισε σαν οπτασία το ποταμάκι, και το προφίλ του, ασημί από το
φεγγαρόφωτο, χάθηκε στη λόχμη. Ο παλμός της φύσης μάς συγκίνησε βαθιά. (Ημερολόγια
Μοτοσικλέτας)
Η φωνή και η παρουσία του [του Φιντέλ] στο δάσος, που φωτιζόταν από τους φακούς, προσέλαβε
τόνους κίνησης και μπορούσες να δεις ότι ο ηγέτης μας άλλαζε τις ιδέες πολλών ανθρώπων.
(Επεισόδια)
Μολονότι γίνεται αναφορά στη φωνή και στον τόνο του Φιντέλ, η σκηνή μάς φαίνεται σιωπηλή, σαν
να την παρακολουθούμε από μακριά.
Σ' αυτές τις ταξιδιωτικές σημειώσεις, αρκετά επεισόδια που θυμίζουν τον Δον Κιχώτη ή τον Τσάρλι
Τσάπλιν -όπως η κλοπή του κρασιού που ήδη αναφέραμε, η νυχτερινή καταδίωξη των δυο νεαρών
αντρών «από ένα μαινόμενο σμάρι χορευτριών», η κατάταξη τους σ' ένα σώμα Χιλιανών
πυροσβεστών, το διασκεδαστικό επεισόδιο με τα πεπόνια και το ταξίδι τους πάνω στα κύματα και το
αίνιγμα της απίστευτης φωτογραφίας που τραβήχτηκε μέσα σε μια άθλια καλύβα σ' ένα λόφο κοντά
στο Καράκας- τυλίγονται από την ίδια σιωπή.
Οι τελευταίες στιγμές της Ποδερόσα περιγράφονται με τρόπο κινηματογραφικό κι εμείς μοιάζουμε να
παρακολουθούμε τα πάντα μέσα στη σιγή που επικρατεί σε μια αίθουσα κινηματογράφου:
Καθώς φρενάριζα σε μια κλειστή στροφή με μικρή ταχύτητα, το πίσω φρένο χάλασε εντελώς. Για
μερικά δευτερόλεπτα δεν έβλεπα τΐποτ' άλλο εκτός από τις θολές φιγούρες αγελάδων που μας
προσπερνούσαν ιλιγγιωδώς από όλες τις μεριές, ενώ η άτυχη Ποδερόσα ανέπτυσσε τρελή ταχύτητα
λόγω της μεγάλης κατηφόρας. Το μόνο που αγγίξαμε -θα 'λεγε κανείς από θαύμα- ήταν το πόδι της
τελευταίας αγελάδας· ύστερα φάνηκε από μακριά ένα ποτάμι, που θαρρείς ότι μας τραβούσε με
ακαταμάχητη δύναμη. Έριξα τη μοτοσικλέτα στο ανάχωμα που πλεύριζε το δρόμο. Αυτή μέσα σε ένα
δευτερόλεπτο σκαρφάλωσε δύο μέτρα και σφηνώθηκε ανάμεσα σε δύο πέτρες, αλλά εμείς
διασωθήκαμε χωρίς γρατσουνιά.
Αυτές οι νεανικές περιπέτειες -διαποτισμένες με εύθυμη διάθεση, χιούμορ και συχνά αυτοσαρκασμό-
αναζητούν μάλλον το πνεύμα του τοπίου παρά απλώς και μόνο τη φυσική θέα. Αυτό το «πνεύμα»
εκφράζει η ξαφνική εμφάνιση ενός ελαφιού: «Βαδίζαμε αργά από φόβο μήπως ταράξουμε τη γαλήνη
της εξοχής με την οποία τώρα επικοινωνούσαμε». Ο Τσε γράφει χωρίς το σαρκασμό που αφιερώνει
στο θέμα της θρησκείας: «Και οι δυο μας περιμέναμε την
Κυριακή [και το ψητό] μ' ένα είδος θρησκευτικού ενθουσιασμού». Έτσι, ενώ ήταν άθεοι, ήταν ικανοί
να νιώσουν τη μεταφορική παρουσία ενός «ασύλου» στη φύση, όπου ήταν σε στενή επαφή με το
«πνεύμα» της - αμέσως θυμίζοντας μας ανάλογες εικόνες από τον ελευθερόφρονα Μαρτί, όπως αυτή
από το έργο Απλοί Στίχοι: «Ο Ισπανός επίσκοπος αναζητάει / υποστήριξη για το ναό του. / Στις άγριες
κορυφές των βουνών / οι λεύκες είναι δικές μου».*
Στις 7 Μαρτίου 1952, στο Βαλπαραΐσο, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με την αδικία: θύμα της ήταν
μια ασθματική ηλικιωμένη γυναίκα, πελάτης ενός μικρού μαγαζιού με το όνομα «Τζοκόντα»:
Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιο της βρομούσε ιδρω-τίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις
πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από
καρδιακή ανεπάρκεια.
Αφού ολοκληρώνει μια εικόνα απόλυτης καταστροφής, την οποία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο η
εχθρική διάθεση της οικογένειας της άρρωστης γυναίκας, ο Τσε -που ένιωθε ανήμπορος ως γιατρός
και πλησίαζε στο ξύπνημα της συνείδησης που θα έδινε το έναυσμα στην άλλη, την οριστική κλίση
του- έγραψε αυτά τα αξέχαστα λόγια:,
7. Χοσέ Μαρτί, ό.π., τόμος 16, σ. 68.
Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το
αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των
ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση
παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του
μυστηρίου που μας περιβάλλει.
Ανίκανοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλο τρόπο, οι δυο τους αποφάσισαν να μπαρκάρουν σ'
ένα πλοίο που θα τους μετέφερε στην Αντοφαγκάστα της Χιλής. Εκείνη τη στιγμή, οι δυο φίλοι -ή
τουλάχιστον ο Τσε- δεν έβλεπαν τα πράγματα .τόσο καθαρά:
Εκεί [αγναντεύοντας τη θάλασσα, ακουμπισμένοι πλάι πλάι στην κουπαστή του San Antonio]
καταλάβαμε πως η κλίση μας, η πραγματική μας έφεση, ήταν να ταξιδεύουμε αιώνια στις στράτες και
στις θάλασσες του κόσμου, διά βίου περίεργοι, παρατηρώντας ό,τι μπορούσε να πέσει στο μάτι - να
οσφραινόμαστε κάθε γωνιά, αλλά πάντα διακριτικά, χωρίς να ριζώνουμε σε καμιά γη, χωρίς να
στεκόμαστε να μελετάμε το υπόβαθρο· μας αρκούσαν τα όρια της περιφέρειας.
Η θάλασσα ήταν πιο ελκυστική για τους ταξιδιώτες απ' ό,τι ο «δρόμος», γιατί, ενώ η στεριά απαιτεί
ακόμα και οι περαστικοί να ριζώσουν κάπου, η θάλασσα αντιπροσωπεύει την απόλυτη ελευθερία από
κάθε δεσμό. «Και να που νιώθω κιόλας να κυματίζουν οι βαθιές μου ρίζες γυμνές και ελεύθερες
και...» Ο στίχος που αποτελεί τον τίτλο του κεφαλαίου για την απελευθέρωση του από την Τσιτσίνα
τα λέει όλα. Όλα; Ο Τσε έκοψε άλλη μια ρίζα παρουσία της ηλικιωμένης ασθματικής Χιλιανής. Και
σύντομα το στήθος του θα σκιρτούσε ξανά, όταν θα έπιανε φιλία μ' ένα αντρόγυνο Χιλιανών
κομουνιστών εργατών που είχαν υποστεί διώξεις στο Μπακεδάνο.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτουριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή
εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου.
Σαν καλά τέκνα του Σαν Μαρτίν,* μοιράστηκαν τις κουβέρτες τους μαζί τους.
Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το,
άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος.
Η βαθιά αποξένωση και απτόητη μοναξιά που ακόμα τον περιέβαλλε είναι παράξενη. Δεν υπάρχει
τίποτα πιο μο
* Χοσέ δε Σαν Μαρτίν, Αργεντινός εθνικός ήρωας που έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην ανεξαρτητοποίηση της Αργεντινής, της Χιλής και του
Περού από την Ισπανία.
ναχικό από την περιπέτεια. Μέχρι να τον κυριεύσει η συμπόνια για τους σκλάβους στα κάτεργα και
το μαστιγωμένο παιδί, ο Δον Κιχώτης ήταν μόνος, περιστοιχισμένος από μοναξιά, από την παράνοια
του κόσμου γύρω του. Στο έργο του Στοχασμοί πάνα στον Δον Κιχώτη ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκα-σέτ
έγραφε, ως κεντρική σκέψη του: «Εγώ είμαι ο εαυτός μου και οι περιστάσεις [της ζωής] μου», κάτι
που συνήθως γίνεται κατανοητό ως το σύνολο ή η συμβίωση δυο παραγόντων. Μπορεί επίσης να
γίνει κατανοητό ως ένα δίλημμα στο οποίο το «εγώ» ή «ο εαυτός μου» εκφράζει τους δυο αυτούς
παράγοντες ως ξεχωριστούς, απομακρυσμένους, αν και στενά συνδεδεμένους. Το δίλημμα αυτό
εμφανίζεται στα απομνημονεύματα του Τσε για την πρώτη του «αναχώρηση», όταν λέει:
Παρόλο που οι σιλουέτες του άτυχου ζευγαριού χάνονταν στην απόσταση που μας χώριζε,
συνεχίζαμε να διακρίνουμε το προφίλ του άντρα -παράξενα αποφασισακό- και θυ-μόμασταν την
ειλικρινή του πρόσκληση: «Ελάτε, σύντροφοι, ελάτε να φάμε μαζί, κι εγώ αργόσχολος είμαι», με την
οποία μας έδειχνε κατά βάθος την περιφρόνηση του για τον παρασιτισμό που έβλεπε στη δίχως νόημα
περιπλάνηση μας.
Ποιος ένιωθε αυτή την κρυφή περιφρόνηση; Ο ταπεινός εργάτης ή ο Τσε; Ίσως κανείς τους. Ίσως η
συνάντηση «μέσα στη νύχτα της ερήμου», το γεγονός ότι μοιράοτηκαν το ματέ,* το τυρί, το ψωμί και
τις κουβέρτες τους προκάλεσε μια σπίθα που οδήγησε σε έναν επώδυνο αποχωρισμό.
Όπως και να 'χουν τα πράγματα, βρίσκονταν στην Τσου-κικαμάτα, με το ορυχείο και τον εργάτη από
το Νότο:
Η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο,
ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας από
την άλλη.
Γίνεται ένας σαφής υπαινιγμός και ένα βήμα προς μια ιδέα που θα αποκτούσε περιεχόμενο, το πιθανό
νόημα της, χρόνια αργότερα στην Κούβα:
...ίσως μια μέρα ένας μεταλλωρύχος να πάρει την αξίνα του με χαρά και να πάει πρόθυμα και
ενσυνείδητα να δηλητηριάσει τα πνευμόνια του. Λένε πως έτσι γίνεται εκεί από όπου προέρχεται η
κόκκινη φλόγα που φωτίζει τον κόσμο-έτσι λένε. Εγώ δεν το ξέρω.
Πράγματι, στην Κούβα το 1964 ο Τσε θα συνέδεε τις ιδέες αυτές με τα λόγια του ποιητή Λεόν Φελίπε
(δεν ξέ-
* Το όνομα της μικρής κολοκύθας στην οποία σερβίρεται το ομώνυμο ποτό, ιιολύ δημοφιλές στο νότιο τμήμα της Λατινικής Αμερικής.
Πρόκειται για τονωτικό αφέψημα που παράγεται από το βράσιμο αποξηραμένων φύλλων του φυτού Ilex paraguariensis του γένους Ίληξ.
ρω αν ο Τσε τα γνώριζε όταν έγραφε τις πιο πάνω γραμμές):
«Κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να σκάψει στο ρυθμό του ήλιου... κανείς δεν έκοψε ένα καλαμπόκι με
αγάπΐ] και με χάρη».
Παραθέτω τα λόγια αυτά επειδή σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε σ' αυτό το σπουδαίο, απελπισμένο
ποιητή να έρθει τώρα στην Κούβα- να δει πώς οι άνθρωποι, αφού πέρασαν απ' όλα τα στάδια της
καπιταλιστικής αλλοτρίωσης και αφού θεώρησαν τους εαυτούς τους υποζύγια ζεμένα στο ζυγό του
εκμεταλλευτή, βρήκαν ξανά το δρόμο τους και το ρόλο τους. Τώρα, στην Κούβα μας, η δουλειά
αποκτάει νέο νόημα και γίνεται με μια πρωτόγνωρη χαρά.*
Ωστόσο, το Μάρτιο του 1952, ο Τσε έγραφε απλώς «θα δούμε». Τα σκληρά μαθήματα συνεχίστηκαν
στο κεφάλαιο «Τσουκικαμάτα», που πήρε τον τίτλο του από την πόλη των μεταλλείων που έμοιαζε
με «σκηνικό συγχρόνου δράματος» και την οποία περιέγραψε νηφάλια με ίσες δόσεις
εντυπωσιασμού, στοχασμού και πραγματικών δεδομένων. Το πιο σπουδαίο μάθημα τους το «έδωσαν
τα νεκροταφεία των με-ταλλωρυχείων, στα οποία είναι θαμμένος ένας μικρός μόνο αριθμός από τους
αμέτρητους ανθρώπους που χάθηκαν α
* Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Έργα 1957-1967, Αβάνα, εκδόσεις Casa de las Americas, 1970, τόμος II, σ. 333.
πό τις κατολισθήσεις, το πυρίτιο και το απαίσιο κλίμα του βουνού».
Στη σημείωση της 22ης Μαρτίου 1952, ή κάποια στιγ-, μή αργότερα όταν επεξεργαζόταν τις
σημειώσεις του, ο Τσε κατέληγε: «Η μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να καταβά-λει η χώρα είναι να
απαλλαγεί από τον ενοχλητικό φίλο, τον Γιάνκη, εγχείρημα που είναι, για την ώρα τουλάχιστον,
ηράκλειο». Στο νου μας έρχεται το όνομα Σαλβαδόρ Αλιέ-ντε.
Με τη μοτοσικλέτα, με φορτηγά, με πλοία ή μ' ένα μικρό Φορντ, περνώντας τις νύχτες σε
αστυνομικούς σταθμούς, κάτω από τα αστέρια ή σε περιστασιακά καταλύματα, με τον Τσε να
παλεύει σχεδόν μόνιμα με το άσθμα του, οι δύο φίλοι διέσχισαν την Αργεντινή και τη Χιλή. Μπήκαν
στο Περού πεζοί. Οι Ινδιάνοι του Περού τούς έκαναν τεράστια ε-ντύπο)ση, όπως οι Ινδιάνοι του
Μεξικού είχαν εντυπωσιάσει τον Μαρτί:
Αυτή που μας βλέπει να περνάμε μέσα στα σοκάκια του χωριού είναι μια φυλή νικημένη: βλέμμα
πειθήνιο, δειλό και εντελούς αδιάφορο για τον έξω κόσμο. Μερικοί δίνουν την εντύπωση πως ζουν
μόνο επειδή η ζωή είναι μια συνήθεια από την οποία δεν μπορείς να απαλλαγείς.
Έρχονται στο βασίλειο της νικημένης πέτρας, το βασίλειο της Πατσαμάμα, της Μητέρας Γης, που
δέχεται τα «μασημένα φύλλα κόκας αντί για πέτρες» με τα «προβλήματα» που τα συνοδεύουν. Το
κέντρο ή ο ομφαλός του κόσμου, όπου η Μάμα-Όκγιο* άφησε να πέσει στη γη το χρυσό καρφί. Ο
τόπος που διάλεξε ο Βιρακότσα: το Κούσκο. Κι εκεί, κατά τη διάρκεια της μπαρόκ λιτανείας του
Κυρίου των Σεισμών, «ενός μελαψού Χριστού», βρίσκουν μια αιώνια υπενθύμιση του Βορρά, την
οποία μπορεί να δει κανείς μόνο από τη Νότια Αμερική, τη μοιραία και κραυγαλέα αντίθεση της:
Πάνω από το πλήθος των μικρόσωμων ιθαγενών που συγκεντρώνονται στο πέρασμα της πομπής
ξεπροβάλλει κάπου κάπου το ξανθό κεφάλι κάποιου Βορειοαμερικανού που με τη φωτογραφική
μηχανή και το σπορ πουκάμισο του μοιάζει με απεσταλμένο (και είναι στ' αλήθεια απεσταλμένος)
από άλλο κόσμο...
Ο καθεδρικός ναός του Κούσκο ξύπνησε την καλλιτεχνική φύση του Τσε, με παρατηρήσεις όπως
αυτή: «Ο χρυσός δεν έχει τη γλυκιά αξιοπρέπεια του ασημιού, που, γερνώντας, αποκτά μια καινούρια
γοητεία- έτσι η μητρόπολη μοιάζει στολισμένη σαν φτιασιδωμένη γριά». Απ' όλες τις εκκλησίες που
επισκέφτηκε, ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε η
* Η Μάμα-Όκγιο ήταν η σύζυγος και αδερφή του Μάνκο Κάπακ, του πρώτου αυτοκράτορα των Ίνκα. Σύμφωνα με το μύθο, νεννήθηκαν
ταυτόχρονα, αναδυόμενοι από τη λίμνη Τιτικάκα, συμβολίζοντας την ενότητα και την ισότητα των δυο φύλων. Ο Βιρακότσα ήταν ο θεός
που δημιούργησε τον κόσμο. Το Ταχουαντινσούγιο (τέσσερα τέταρτα) ήταν ο κόσμος των Ίνκα, κέντρο του οποίου ήταν το Κούσκο.
μοναχική, αξιολύπητη και «θλιβερή εικόνα των καμπαναριών της εκκλησίας του Μπελέν,
γκρεμισμένων από το σεισμό, πεσμένων σαν διαμελισμένα ζώα πάνω στη λοφοπλα-γιά». Αλλά η πιο
διεισδυτική κρίση του για το περουβιανό αποικιακό μπαρόκ βρίσκεται στις γραμμές της εντελώς
διαφορετικής περιγραφής του καθεδρικού ναού της Λίμα:
Εδώ [στη Λίμα] η τέχνη είναι στιλιζαρισμένη, διαθέτει θηλυκότητα, θα έλεγα. Οι πύργοι του
καθεδρικού ναου είναι ψηλοί και λεπτεπίλεπτοι, ίσως οι κομψότεροι ανάμεσα στους να-ου'ς των
ισπανικών αποικιών. Η μεγαλοπρέπεια των ξυλόγλυπτων του Κούσκο έχει αντικατασταθεί εδώ από
τον χρυσό. Οι νάρθηκες είναι φωτεινοί και ευάεροι, σε αντίθεση με τις σκοτεινές, αφιλόξενες σπηλιές
της πολιτείας των Ίνκα. Οι ζωγραφιές είναι πιο φωτεινές, πιο ανάλαφρες, και ανήκουν σε κατοπινές
σχολές από αυτή των μιγάδων ερημιτών, που ζωγράφιζαν τους αγίους με σκοτεινή και συγκρατημένη
οργή.
Η επίσκεψη τους στο Μάτσου Πίτσου στις 5 Απριλίου χρησίμευσε ως θέμα για ένα άρθρο
εφημερίδας, το οποίο ο Τσε δημοσίευσε στον Παναμά, στις 12 Δεκεμβρίου 1953, και το οποίο
αποτελεί μια προσεκτική συλλογή στοιχείων και ιστορικών πληροφοριών και χαρακτηρίζεται από μια
διδακτική διάθεση που απουσίαζε από τις προσωπικές σημειώσεις του.
Κάτι ανάλογο συνέβη σε ένα άρθρο με τίτλο «Μια Ματιά στις Όχθες του Γίγαντα των Ποταμών», το
οποίο επίσης δημοσιεύτηκε στον Παναμά στις 22 Νοεμβρίου 1953, αν και σε αυτό ο Τσε έδωσε
μεγαλύτερη έμφαση στην εμπειρία, περιγράφοντας το ταξίδι του στον Αμαζόνιο πάνω σε μια σχεδία.
Η σχεδία, την οποία με χιουμοριστική διάθεση βάφτισαν Mambo-Tango -για να μην τους
κατηγορήσουν ότι ήταν φανατικοί με το τελευταίο-, έδωσε τη δυνατότητα στον Τσε και στον
Αλμπέρτο, με πολύ κοπιαστική δουλειά και πολλούς κίνδυνους, να μάθουν για την πραγματικότητα
των Ινδιάνων του Αμαζονίου.
Από τα έρημα υψώματα με τους «αινιγματικούς πέτρινους όγκους» μέχρι την εξουθενωτική
εγκατάλειψη της οποίας έγιναν μάρτυρες στις όχθες του Αμαζονίου, ήταν σαν να ταξίδευαν σ' ένα
γενετικό χάρτη της αμερικανικής ηπείρου. Γιορτάζοντας τα εικοστά τέταρτα γενέθλια του στο λε-
προκομείο του Σαν Πάμπλο, ο Τσε μίλησε με ύφος που θύμιζε τον Μπολίβαρ και τον Μαρτί:
«Αποτελούμε μία και μόνη φυλή μιγάδων, που από το Μεξικό ως τα Στενά του Μαγγελάνου
παρουσιάζει σημαντικές εθνογραφικές ομοιότητες. Γι' αυτό, προσπαθοδντας να απαλλαγώ από το
βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου επαρχιωτισμού, πίνω για το Περού και την Ενωμένη Λατινική
Αμερική».
Δεν υπήρχε ίχνος επισημότητας σ' αυτά τα λόγια. Ο Τσε, προσποιούμενος ότι τα λόγια του ήταν απλή
ρητορεία, μίλησε με μια εμπιστοσύνη που τα έκανε να ακούγονται κάθε άλλο παρά συμβατικά:
«Δυνατά χειροκροτήματα ακολούθησαν τη ρητορική μου παρέμβαση». Έκανε το ίδιο σε ένα γράμμα
που έγραψε στη μητέρα του από την Μπογκοτά στις 6 Ιουλίου 1952 (το οποίο περιλαμβάνεται εδώ
για να ολοκληρωθεί η περιγραφή των εμπειριών του στην Κολομβία), όταν αναφέρθηκε για ακόμα
μια φορά στην «παναμερικανική ομιλία» του, που «ξεσήκωσε θύελλα χειροκροτημάτων από το
εκλεκτό και μάλλον μεθυσμένο ακροατήριο», και όταν σχολίασε, με στοργικό σαρκασμό, τα
ευχαριστήρια λόγια του Γκρανάδο: «Ο Αλμπέρτο, που θεωρεί τον εαυτό του φυσικό διάδοχο του
Περόν, έβγαλε ένα λόγο δημαγωγικό σε τέτοιο ύφος και τόνο, που όσοι μάς αποχαιρετούσαν λύθηκαν
από τα γέλια». Μίλησε όμως με εντελώς διαφορετικό τόνο για τους λεπρούς και τη ζωή τους,
χρησιμοποιώντας μετριοπάθεια σε μια -μάταιη- προσπάθεια να κρύψει τη θλίψη του. Ο Τσε έγραψε
για την αναχώρηση τους από το λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο:
Το βράδυ μια αντιπροσωπία ασθενών ήρθε να μας αποχαιρετήσει με μια καντάδα. Μας έπαιξαν
τοπική μουσική και τραγούδησε ένας τυφλός. Την ορχήστρα αποτελούσαν ένας φλαουτίστας, ένας
κιθαρίστας και ένας που έπαιζε ακορντεόν -του έλειπαν σχεδόν όλα τα δάχτυλα- και μια «υγιής»
ομάδα που βοηθούσε με ένα σαξόφωνο, μια κιθάρα και μερικά κρουστά. Ύστερα ήρθε η στιγμή των
λόγων τέσσερις ασθενείς, με τη σειρά τους, έβγαλαν κάποια λο-γύδρια όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ένας από αυτούς μαρμάρωσε, ανίκανος να συνεχίσει, και απελπισμένος φώναξε: «Τρία "ζήτω" για
τους γιατρούς!» Κατόπιν ο Αλμπέρτο τούς ευχαρίστησε για τη φιλοξενία...
Ο Τσε περιέγραψε λεπτομερώς τη σκηνή στο γράμμα προς τη μητέρα του («ένας ακορντεονίστας που
δεν είχε δάχτυλα στο δεξί του χέρι χρησιμοποιούσε μικρά ξυλάκια δεμένα στον καρπό του» και
«σχεδόν όλοι είχαν τερατώδη όψη εξαιτίας των νευρικών εκδηλώσεων της ασθένειας»),
προσπαθώντας ανεπιτυχώς να μην τη στενοχωρήσει πολύ, συγκρίνοντας τη σκηνή με. «σκηνή από
ταινία φρίκης»· αλλά η σπαρακτική ομορφιά του αποχαιρετισμού ήταν φανερή:
Οι ασθενείς έλυσαν τους κάβους και η βάρκα, με το ανθρώπινο φορτίο της, ξεμάκρυνε από την ακτή
υπό τον ήχο ενός λαϊκού σκοπού- το ασθενικό φως των φαναριών τους έδινε μια φασματική όψη στον
κόσμο.
Από τις σημειώσεις του για τις εμπειρίες τους με τους λεπρούς, στους οποίους πρόσφεραν σίγουρα
πολλά, όχι μόνο φροντίζοντας τους, αλλά και παίζοντας ποδόσφαιρο και μιλώντας μαζί τους με
πνεύμα απροκατάληπτης, αδερφικής ανθρωπιάς -εξηγώντας την απέραντη ευγνωμοσύνη των
λεπρών-, μπορούμε να αντιληφθούμε τις ρίζες του εκκολαπτόμενου επαναστάτη Τσε. Τονίζω αυτά τα
λόγια: «Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας πείσει ν' αφοσιωθούμε ολοκληρωτικά στη λέπρα,
είναι αυτή η αγάπη που μας έδειχναν οι ασθενείς που συναντήσαμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού».
Αδύνατο να φανταστεί εκείνη τη στιγμή πόσο σοβαρή και βαθιά θα ήταν αυτή η αφοσίωση στο
μέλλον και ότι η λέξη «λέπρα» θα αποκτούσε το νόημα όλης της ανθρώπινης δυστυχίας.
Έχοντας διαβάσει τις σημειώσεις αυτές, που είναι γεμάτες από τόσο πολλές αντιθέσεις και διδάγματα,
με τόσα κωμικά και τραγικά συμβάντα, όπως η ίδια η ζωή, κι έχοντας σχολιάσει -όχι εξαντλητικά,
αλλά μόνο ενδεικτικά-, κλείνω με την εύθυμη εικόνα του Τσε που φτάνει στο Καράκας, τυλιγμένος
με την ταξιδιωτική κουβέρτα του, κοιτάζοντας τριγύρω του το πανόραμα της Λατινικής Αμερικής,
«νανουρισμένος από το μουγκρητό της μηχανής του φορτηγού, απάγγελλα κάθε είδους στίχους».
Θα τελειώσω χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, γιατί το εξαιρετικό τελευταίο κεφάλαιο «Σημειώσεις στο
περιθώριο», με την τρομερή, απέριττη μεγαλοπρέπεια του, ούτε χρειάζεται ούτε ανέχεται κάποιο
σχόλιο. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι σίγουρος αν αυτή η ανεξιχνίαστη «αποκάλυψη» έπρεπε να
βρίσκεται στην αρχή ή στο τέλος αυτών των «ημερολογίων»· η αποκάλυψη που ο Τσε είδε
«χαραγμένη στο νυχτερινό ουρανό»· το ίδιο του το πεπρωμένο- περιμένοντας «το μεγάλο πνεύμα που
κυβερνά τα πάντα να κόψει μεμιάς την ανθρωπότητα σε δύο ανταγωνιστικά μέρη»· το μεγάλο μισό
που, σύμφωνα με την άποψη του Μαρτί για την Αμερική Μας, θα «καβαλήσει τον κόνδορα
σπέρνοντας το σπόρο της Νέας Αμερικής στα ρομαντικά έθνη της ηπείρου και στα θλιμμένα νησιά
της θάλασσας».* Είναι ένα αδυσώπητο κεφάλαιο που, σαν δραματική αστραπή, φωτίζει για εμάς τον
«ιερό χώρο» στα βάθη της ψυχής εκείνου που αποκαλούσε
* Χοσέ Μαρτί, 0 Αναγνώστης τον Χοσέ Μαρτί, Ocean Press, 1999, σ. 120.
τον εαυτό του «μικρό στρατιώτη του εικοστού αιώνα». Εκείνου που θέλουμε πάντα να ελπίζουμε ότι
θα ξαναβγεί «στο δρόμο», με την ασπίδα στο χέρι και νιώθοντας «τα πλευρά του Ροσινάντε»* κάτω
από τις φτέρνες του.
* 0 Αναγνώστης τον Τσε Γκεβάρα, σ. 384.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑΣ
Σημειώσεις από ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική

ΠΑ ΝΑ ΕΞΗΓΟΥΜΑΣΤΕ
ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΦΗΓΗΣΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΜΑ ΟΥΤΕ απλά και μόνο η διήγηση
κάποιου κυνικού προσώπου, όχι από πρόθεση τουλάχιστον. Είναι μια διήγηση που αφορά ένα
κομμάτι της ζωής δύο ανθρώπων που είχαν μια κοινή πορεία σε έναν καθορισμένο χρόνο, με τα ίδια
όνειρα και τις ίδιες προσδοκίες.
Ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί πολλά πράγματα μέσα σε εννιά μήνες, από υψηλά φιλοσοφικά
ζητήματα ως την ταπεινότερη επιθυμία για ένα πιάτο σούπα, σε απόλυτη αλληλεξάρτηση με το κενό
του στομαχιού του. Και, αν ταυτόχρονα έχει μέσα του κάποιο τυχοδιωκτισμό, μπορεί να ζήσει σε
αυτή τη χρονική περίοδο στιγμές που ίσως αποκτήσουν ενδιαφέρον γι' άλλα άτομα· από την
αμερόληπτη διήγηση αυτών των στιγμών θα προέκυπτε κάτι παρόμοιο με τούτες τις σημεια>οεις.
Έτσι λοιπόν το νόμισμα ρίχνεται στον αέρα, περιστρέφεται για ώρα γύρω από τον άξονα του και
πέφτει πότε «κορόνα» πότε «γράμματα». Ο άνθρωπος, μέτρο των πάντων, μιλάει εδώ με το δικό μου
στόμα και διηγείται με το δικό μου
Ο Ερνέστο Γκεβάρα και η Ποδερόοα Π, 1951.
«Και ξαφνικά, λες για να ζωντανέψουν τα όνειρα μας,
μας πέρασε από το μυαλό μια τολμηρή ιδέα: Κι αν πηγαίναμε σιο Βορρά της Λατινικής Αμερικής; "Στο Βορρά; Πώς;" "Με
την Ποδερόοα Βέβαια!"»
λεξιλόγιο αυτό που είδαν τα μάτια. Μπορεί να είδα δέκα φορές «κορόνα» και μόνο μία «γράμματα»,
ή το αντίστροφο· αυτό είναι πολύ πιθανό και καθόλου μειωτικό. Το στόμα μου περιγράφει αυτό που
του διηγήθηκαν τα μάτια. Μήπως η θέα μας δεν ήταν ποτέ πανοραμική μα συνήθως αποσπασματική,
ή άποψη μας όχι πάντα καλά τεκμηριωμένη και οι κρίσεις σχεδόν υπεραπλούστευτικές; Σύμφωνοι·
όμως αυτή είναι η ερμηνεία που έδωσε ένα πληκτρολόγιο συμφωνά με τις παρορμήσεις που έκαναν
τα πλήκτρα να χτυπούν, και αυτές οι παρορμήσεις έχουν πια χάσει οριστικά τη δύναμή τους.
Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος γι' αυτές. Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις
σημειώσεις «πέθανε» μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις
τακτοποιεί και τις «ξαναχτενίζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον.
Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ' ό,τι πί-σ[ευα.
Σε οποιοδήποτε βιβλίο φωτογραφικής τεχνικής μπορεί να δει κανείς την εικόνα ενός νυχτερινού
τοπίου που πάνω του λάμπει η πανσέληνος και όπου το επεξηγηματικό κείμενο ρίχνει άπλετο φως
στο μυστικό αυτού του σκότους. Ωστόσο η ευαισθησία της ματιάς μου δεν είναι γνωστή στον
αναγνώστη, μόλις που τη διαισθάνομαι εγώ, ώστε, ακόμα κι αν γίνουν επεμβάσεις στην επιφάνεια του
φιλμ, δεν είναι δυνατό να ξεκαθαρίσει η πραγματική στιγμή της εντύπωσης. Αυτό σημαίνει ότι, αν
περιγράφω μια νυχτερινή σκηνή, μπορείτε να την πιστέψετε ή να την απορρίψετε, δεν έχει σημασία,
γιατί, αν δε γνο)ρίζετε το φωτογραφημένο από τις σημειώσεις μου τοπίο, δύσκολα θα γνωρίσετε μια
αλήθεια διαφορετική από αυτή που σας διηγούμαι εδώ. Και τώρα σας αφήνω με τον εαυτό μου. Με
αυτόν που υπήρξα κάποτε...
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ
ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ. ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΔΟΒΑ ΜΕ ΤΗΝ
ευκαιρία των διακοπών της 17ης.* Πίναμε ζαχαρωμένο ματέ κάτω από την πέργκολα στο σπίτι του
Αλμπέρτο Γκρα-νάδο, σχολιάζαμε τις τελευταίες αναποδιές της «παλιοζωής» και ταυτόχρονα
καταπιανόμασταν με τη συντήρηση της Ποδερόσα II. Εκείνος παραπονιόταν που αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τη θέση του στο λεπροκομείο του Σαν Φρανσίσκο του Τσανιάρ και οίκτειρε την
κακοπληρωμένη του δουλειά στο ισπανικό νοσοκομείο. Και εγώ είχα αναγκαστεί να παρατήσω τη
θέση μου, αλλά, αντίθετα από αυτόν, ήμουν ευχαριστημένος. Βέβαια είχα τις ανησυχίες μου, που
οφείλονταν περισσότερο στο ονειροπόλο πνεύμα μου. Είχα μπουχτίσει με την ιατρική, τις εξετάσεις,
τα νοσοκομεία.
Με τους δρόμους της φαντασίας φτάναμε σε μακρινές
* Μέρα ορόσημο του περονισμού. Οι οπαδοί του Περόν οργάνωσαν απεργία που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από το λαό, με αποτέλεσμα
την απελευθέρωση του Περόν στις 17 Οκτωβρίου και την παραίτηση των εχθρών του.
χώρες, ταξιδεύαμε σε τροπικές θάλασσες, διασχίζαμε όλη την Ασία.
Και ξαφνικά, λες για να ζωντανέψουν τα όνειρα μας, μας πέρασε από το μυαλό μια τολμηρή ιδέα: κι
αν πηγαίναμε στο Βορρά της Λατινικής Αμερικής;
«Στο Βορρά; Πώς;»
«Με την Ποδερόσα βέβαια!»
Έτσι αποφασίστηκε το ταξίδι, που ακολούθησε σε κάθε του στιγμή τον αυτοσχεδιασμό, την αρχική
του γραμμή δηλαδή. Οι αδερφοί του Αλμπέρτο έσμιξαν στη συντροφιά και, πίνοντας πάντα ματέ,
αναλάβαμε την απαράβατη υποχρέωση να μην κάνει κανένας πίσω ώσπου να πραγματοποιηθούν οι
επιθυμίες μας. Τα υπόλοιπα ήταν μια μονότονη διαδικασία για να μας χορηγηθούν οι απαραίτητες
άδειες, εγκρίσεις, πιστοποιητικά, να ξεπεραστεί δηλαδή μια σειρά φραγμών που υψώνουν τα
σύγχρονα έθνη σε όποιον θέλει να ταξιδέψει. Για να μην εκτεθούμε, συμφωνήσαμε να αναγγείλουμε
μόνο ένα ταξίδι στη Χιλή.
Το κυριότερο χρέος μου ήταν να περάσω όσο περισσότερα μαθήματα γινόταν προτού φύγω, ενώ η
υποχρέωση του Αλμπέρτο ήταν να επισκευάσει τη μοτοσικλέτα, να την ετοιμάσει για το μεγάλο
ταξίδι και να μελετήσει τη διαδρομή.
Εκείνες τις στιγμές μάς διέφευγε το τεράστιο μέγεθος του εγχειρήματος μας. Βλέπαμε μόνο τη σκόνη
του δρόμου και εμάς τους δύο πάνω στη μοτοσικλέτα να καταβροχθίζουμε τα χιλιόμετρα στη φυγή
μας προς το Βορρά.

ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ


ταμορφώνονται στο άγγιγμα του, ακόμα και ο Καμ Μπακ κοιτάζει, με το περίεργο μουσούδι του
τεντωμένο, την ασημιά λουρίδα που απλώνεται και σαλεύει μπροστά στα μάτια του μύριες φορές το
λεπτό.
Ο Καμ Μπακ είναι ένα σύμβολο και ένας επιζών, σύμβολο των δεσμών που απαιτούν το γυρισμό μου
και επιζών από τις δικές του προσωπικές κακοτυχίες: δυο πτώσεις από τη μοτοσικλέτα, μία κλοτσιά
από άλογο, που τον «ξεκοίλιασε», και μια επίμονη διάρροια.
Είμαστε στη Βίγια Χεσέγ, στα βόρεια του Map δελ Πλά-τα, στο σπίτι ενός θείου μου που μας
φιλοξενεί, και κάνουμε τους υπολογισμούς μας για τα χίλια διακόσια χιλιόμετρα που έχουμε ήδη
διανύσει, τα πιο εύκολα, αλλά αρκετά για να εκτιμήσουμε σωστά ό,τι αφορά την απόσταση. Δεν ξέρω
αν θα τα καταφέρουμε, μα είναι φανερό πως θα μας στοιχίσει πολύ, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση
έχουμε. Ο Αλμπέρτο γελάει με τα σχέδια που είχε κάνει για το ταξίδι και τα είχε μελετήσει ως την
τελευταία λεπτομέρεια και σύμφωνα με τα οποία θα έπρεπε να ήμαστε στα μισά του ταξιδιού, ενώ
στην πραγματικότητα μόλις έχουμε αρχίσει.
Φεύγουμε από τη Χεσέγ με μια καλή προμήθεια από κονσέρβες με κρέας και λαχανικά, «πεσκέσια»
του θείου μου. Μας ζήτησε να του τηλεγραφήσουμε μόλις φτάσουμε στο Μπαριλότσε για να
αγοράσει λαχείο με αριθμό ίδιο μ' εκείνον του τηλεγραφήματος - πράγμα που μας φάνηκε κάπως
υπερβολικό. Και, σε όσους λένε πως η μοτοσικλέτα είναι ένα καλό πρόσχημα για να προπονείσαι στο
τρέξιμο, είμαστε αποφασισμένοι να τους αποδείξουμε το αντίθετο, αν και ένας ευνόητος φόβος μάς
το απαγορεύει και καταλήγουμε να μην πούμε λέξη για την εμπιστοσύνη που έχουμε στην επιτυχία
του ταξιδιού.
Σε όλο το μήκος της παραλιακής οδού ο Καμ Μπακ δείχνει συνεχώς το «ένστικτο του αεροπόρου»
που διαθέτει και τρώει καινούρια τούμπα. Η μοτοσικλέτα είναι τόσο φορτωμένη, που δυσκολεύεσαι
να την ελέγξεις· σε κάθε στροφή μετατοπίζεται το κέντρο βάρους και η παραμικρή έλλειψη
αυτοσυγκέντρωσης μας βγάζει από το δρόμο. Από ένα χασάπικο που βρήκαμε στο δρόμο μας
αγοράσαμε λίγο κρέας για ψήσιμο και γάλα για το σκύλο, αλλά αυτός ούτε που το δοκιμάζει· το ζώο
αρχίζει να με ανησυχεί και όχι τα χρήματα που αναγκάστηκα να βγάλω από το πορτοφόλι μου. Το
ψητό αποδείχτηκε πως ήταν από άλογο, το κρέας γλυκερό, δεν τρωγόταν. Απογοητευμένος, πετάω
ένα κομμάτι στο σκύλο, που ρίχνεται πάνω του και το καταβροχθίζει μονομιάς. Του πετάω έκπληκτος
δεύτερο κομμάτι και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τέλος η δίαιτα με το γάλα. Ανάμεσα στο σαματά
που κάνουν οι θαυμάστριες του Καμ Μπακ ανοίγω, εδώ στο Μιραμάρ, μια...

..ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΞΕΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ σημειώσεων να διηγηθώ τις
μέρες στο Μιραμάρ, όπου ο Καμ Μπακ βρήκε καινούρια εστία -εν μέρει χάρη στο ασυνήθιστο όνομα
του-, και το ταξίδι παρακωλύθηκε, έγινε αβέβαιο και όλα εξαρτήθηκαν από μερικές λέξεις που θα
μπορούσαν να σημαίνουν για μένα ένα ερωτικό ταίριασμα, ένα δεσμό.
Ο Αλμπέρτο προαισθάνθηκε τον κίνδυνο και ήδη έβλεπε τον εαυτό του μοναχό στους δρόμους της
Αμερικής, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Το ζήτημα αφορούσε εκείνη κι εμένα. Και, όταν έφυγα, θαρρώντας
τον εαυτό μου νικητή, για μια στιγμή αντήχησαν στα αφτιά μου οι στίχοι του Μιγκέλ Οτέρο Σίλβα:
Άκουγα να τσαλαβουτούν στη βάρκα Πόδια γυμνά
Και ψανταζόμουν πρόσωπα σβησμένα από την πείνα.
Η καρδιά μου έμεινε μετέωρη ανάμεσα σ' εκείνη και στη στράτα.
Δεν ξέρω ποια δύναμη με λευτέρωσε από τα μάτια της
Και ξέφυγα από την αγκαλιά της.
Και αυτή απόμεινε να καταχνιάζει με δάκρυα την αγωνία της Μέσα από τη βροχή και το τζάμι, μα ανψιπορη να
μου ψωνάξει: Περίμενε, έρχομαι μαζί σου. *
Εκ των υστέρων αμφέβαλλα αν ένα κομμάτι ξύλο έχει δικαίωμα να πει «νίκησα» όταν το ρεύμα το
ξεβράζει στην ακτή όπου ήθελε να φτάσει, αλλά αυτό έγινε μετά. Το μετά δεν ενδιαφέρει το παρόν.
Οι δυο προγραμματισμένες μέρες τεντώθηκαν σαν λάστιχο και έγιναν οχτώ και, με τη γλυκόπικρη
γεύση του αντίο που ανακατευόταν με τη χρόνια δυσοσμία της αναπνοής μου, ένιωθα να με παίρνουν
οριστικά οι άνεμοι της περιπέτειας, να με πηγαίνουν σε κόσμους που τους φανταζόμουν πιο
παράξενους απ' ό,τι θα αποκαλύπτονταν, σε καταστάσεις που τις υπέθετα πολύ πιο φυσιολογικές απ'
ό,τι θα προέκυπταν.
Θυμάμαι μια μέρα που η φίλη μου η θάλασσα αποφάσισε να μου συμπαρασταθεί και να με τραβήξει
από το λήθαργο στον οποίο είχα βυθιστεί. Η αμμουδιά ήταν έρημη και ένα ψυχρό αγέρι φυσούσε
κατά τη στεριά. Το κεφάλι μου έγερνε στην αγκαλιά που με κρατούσε σε αυτά τα μέρη. Το σύμπαν
αμφιταλαντευόταν ρυθμικά, ακολουθώντας τις παρορμήσεις της εσωτερικής μου φωνής- λικνιζόμουν
στο ρυθμό όλων τούτων που με τριγύριζαν. Ξαφνικά μια ριπή πιο
* Μνγκέλ Οτέρο Σίλβα, αριστερός Βενεζουελανός ποιητής και μυθιστοριογράφος, γεννημένος το 1908.
δυνατή μου έφερε κρυστάλλινη τη φωνή της θάλασσας. Σήκωσα απότομα το κεφάλι- δεν ήταν
τίποτα, άδικα ανησύχησα. Απόθεσα και πάλι τα όνειρα μου στη ζεστή αγκαλιά, μα ξανάκουσα την
προειδοποίηση της θάλασσας. Ο ενοχλητικός ρυθμός της σφυροκοπούσε το κάστρο μου και
απειλούσε τη μεγαλοπρεπή γαλήνη του.
Κρυώσαμε και γυρίσαμε πίσω, αποφεύγοντας αυτή την ενοχλητική παρουσία που δεν έλεγε να με
αφήσει ήσυχο. Σε ένα μικρό κομμάτι της ακτής, η θάλασσα λικνιζόταν αδιάφορη ακολουθώντας τον
αιώνιο νόμο της και από εκεί γεννιόταν αυτή η παρατήρηση που με τάραζε, αυτή η αγανακτισμένη
προειδοποίηση. Όμως ένας ερωτευμένος άντρας (ο Αλμπέρτο χρησιμοποιεί ένα πιο τολμηρό και
λιγότερο εκλεπτυσμένο επίθετο) δεν είναι σε θέση να ακούσει τέτοια καλέσματα της φύσης. Το
σύμπαν μου συνέχιζε να χτίζεται σε αστικές βάσεις μέσα στην τεράστια κοιλιά της Μπιούικ.
Η πρώτη εντολή του δεκάλογου του καλού ταξιδευτή λέει:
Ένα ταξίδι έχει δύο σκέλη. Το σημείο από το οποίο αρχίζει και το σημείο όπου τελειώνει. Αν η
πρόθεση σου είναι να συμπέσει το δεύτερο θεωρητικό σημείο με το πραγματικό, μη ζητάς
δικαιολογίες στα μέσα (από τη στιγμή που το ταξίδι είναι ένα υπαρκτό διάστημα που τελειώνει εκεί
όπου τελειώνει, υπάρχουν τόσα μέσα όσες και πιθανότητες να φτάσεις στο τέρμα, δηλαδή τα μέσα
είναι ατελείωτα).
Θυμόμουν τη σύσταση του Αλμπέρτο: «Πάρε το βραχιόλι για να σε παραδεχτώ».
Τα χέρια της χάνονταν μέσα στις χούφτες μου.
«Τσιτσίνα, εκείνο το βραχιόλι... αν με συνόδευε σε όλο το ταξίδι σαν οδηγός και ανάμνηση;»
Η καημενούλα! Εγώ ξέρω ότι δεν υπολογίζω το χρυσάφι, παρά το ότι θα μπορούσατε να σκεφτείτε το
αντίθετο- τα δάχτυλα της, καθώς κρατούσαν το βραχιόλι, έψαχναν να ψηλαφίσουν την αγάπη που με
είχε κάνει να το ζητήσω. Αυτό τουλάχιστον σκέφτηκα εγώ, ειλικρινά. Ο Αλμπέρτο λέει (με κάποια
πονηριά, θαρρώ) πως δεν υπάρχει ανάγκη να έχεις πολύ ευαίσθητα δάχτυλα για να εκτιμήσεις τα
είκοσι εννιά καράτια της αγάπης μου.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο φίλος τον.


«Το κυριότερο χρέος μου ήταν να περάσω όοο ιιερισσότερα μαθήματα γινόταν προτού φύγω, ενώ η υποχρέωση του
Αλμπέρτο ήταν να επισκευάσει τη μοτοσικλέτα, να την ετοιμάσει για το μεγάλο ταξίδι και να μελετήσει τη διαδρομή».

γιατρός φίλος του είχε μείνει πιστός στο δικό του κόμμα -το ριζοσπαστικό-, αλ\ά τώρα τον νιώθαμε
πιο απομακρυσμένο από εμάς απ' ό,τι ήταν άλλοτε. Ο ριζοσπαστισμός, που για μένα δεν είχε ποτέ
σημασία ως πολιτική θέση, έχανε τώρα το νόημα του ακόμα και για τον Αλμπέρτο, που κάποια εποχή
υπήρξε φίλος με μερικά από τα ηγετικά πρόσωπα αυτού του χώρου.
Όταν ανεβήκαμε στη μοτοσικλέτα για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς την Μπαΐα Μπλάνκα, αφού
ευχαριστήσαμε το ζευγάρι για τις τρεις μέρες καλοπέρασης που μας είχε προσφέρει, νιώθαμε πολύ
πιο ελεύθεροι. Μας περίμεναν φίλοι και εκεί πέρα, δικοί μου αυτή τη φορά, που θα μας πρόσφεραν
εγκάρδια και ειλικρινή φιλοξενία.
Μείναμε αρκετές μέρες σε εκείνη την παραθαλάσσια πόλη του Νότου, επισκευάζοντας τη μηχανή και
χαζεύοντας στους δρόμους. Ήταν οι τελευταίες ξένοιαστες μέρες από οικονομικής πλευράς.
Αργότερα θα έπρεπε να ακολουθήσουμε κατά γράμμα την αυστηρή δίαιτα με ψητό κρέας, ζυμαρικά
και ψωμί για ν' αντιμετωπίσουμε... την αναπαραδιά μας. Το ψωμί είχε μια γεύση προειδοποίησης: «Σε
λίγο θα σας στοιχίζω ακριβά, φίλοι μου». Και το καταβροχθίζαμε με περισσότερη όρεξη, γιατί
θέλαμε να αποταμιεύσουμε, όπως οι καμήλες, για να αντιμετωπίσουμε αυτά που μας περίμεναν.
Την παραμονή της αναχώρησης μας αρρώστησα από γρίπη με υψηλό πυρετό, γεγονός που μας
ανάγκασε να καθυστερήσουμε στην Μπαΐα Μπλάνκα μία μέρα ακόμα. Καταλήξαμε να ξεκινήσουμε
στις τρεις το απομεσήμερο, μες στο λιοπύρι. Η ζέστη χειροτέρεψε μόλις φτάσαμε στην αμμώδη
περιοχή του Μέντανος, όπου η μοτοσικλέτα με το κα-κομοιρασμένο βάρος ξέφευγε από τον έλεγχο
μας και ντε-ραπάριζε πολύ συχνά. Ο Αλμπέρτο έδινε πεισματική μάχη με την άμμο, από την οποία
βγήκε, όπως είπε, νικητής. Το μόνο σίγουρο είναι πως ξεκουραστήκαμε άνετα έξι φορές, καθισμένοι
στην άμμο, προτού μπορέσουμε να ξαναβγούμε στην άσφαλτο. Φυσικά, το γεγονός ότι τα
καταφέραμε είναι το κύριο επιχείρημα που ανεμίζει σαν παντιέρα ο σύντροφος μου για να αποδείξει
το θρίαμβο του επί του Μέντανος.
Μόλις βγήκαμε από εκεί, κάθισα εγώ στο τιμόνι της μηχανής και επιτάχυνα για να κερδίσουμε το
χαμένο χρόνο. Μια λεπτή άμμος σκέπαζε ένα μεγάλο μέρος της στροφής-εδώ πρέπει να κάνω μια
διακοπή στη διήγηση. Ήταν το πιο δυνατό πλήγμα που δεχτήκαμε σε όλο το ταξίδι. Ο Α\μπέρ-το
βγήκε σώος και αβλαβής, ενώ εγώ απόμεινα με το ένα πόδι αιχμαλωτισμένο κάτω από τον κύλινδρο,
που μου προκάλεσε έγκαυμα. Αυτό μου άφησε μια δυσάρεστη ανάμνηση για πολύ καιρό, μια και η
πληγή δεν έλεγε να επουλωθεί.
Πάνω από τα κεφάλια μας ξέσπασε μια φοβερή νεροποντή, που μας υποχρέωσε να γυρέψουμε
καταφύγιο σε μια αγροικία, αλλά αναγκαστήκαμε να κάνουμε τριακόσια μέτρα δρόμο μέσα σε πηχτή
λάσπη, με αποτέλεσμα να πέσουμε άλλες δυο φορές από τη μηχανή.
Η υποδοχή που μας επιφύλαξαν ήταν υπέροχη, αλλά ο απολογισμός από αυτές τις πρώτες διαδρομές
σε δρόμους δίχως άσφαλτο δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικός: εννιά πτώσεις σε μία μέρα. Ωστόσο,
ξαπλωμένοι στις αιώρες μας, που από εδώ και μετά θα ήταν τα πραγματικά κρεβάτια μας, με την
Ποδερόσα δίπλα μας, ατενίζαμε το μέλλον με χαρά και ανυπομονησία. Θαρρείς ότι ανασαίναμε πιο
ελεύθερα έναν αέρα πιο ανάλαφρο, που ερχόταν από πέρα, από την περιπέτεια. Χώρες μακρινές,
χειρονομίες ηρωικές, ωραίες γυναίκες χόρευαν στην εξημμένη φαντασία μας.
Και στο κουρασμένο μυαλό μου, που ο ύπνος δεν έλεγε ωστόσο να έρθει να το ξεκουράσει, δύο
πράσινα μάτια που αντιπροσώπευαν έναν κόσμο νεκρό πια περιγελούσαν την υποτιθέμενη
απελευθέρωση μου από αυτά, ενώνοντας την εικόνα στην οποία ανήκαν με το πέταγμα της φαντασίας
μου πάνω από τις θάλασσες και τις στεριές αυτού του κόσμου.

Ένας πράσινος εμετός. Έμεινα έτσι όλη μέρα, χωρίς να μπορέσω να καταπιώ μια μπουκιά, ως το
βράδυ που συνήλθα κάπως και ένιωσα ικανός ν' ανεβώ στη μοτοσικλέτα και να λαγοκοιμάμαι στην
πλάτη του Αλμπέρτο, που οδηγούσε για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο Τσοέλε Τσοέλ. Εκεί
πήγαμε και βρήκαμε το γιατρό Μπαρέρα, διευθυντή του μικρού περιφερειακού νοσοκομείου, που μας
φέρθηκε ευγενικά και μας παραχώρησε ένα δωμάτιο στο κτίριο για να κοιμηθούμε. Άρχισα να
παίρνω πενικιλίνη, που θα μου έριχνε τον πυρετό σε τέσσερις ώρες, αλλά κάθε φορά που λέγαμε να
ξεκινήσουμε ο γιατρός κουνούσε το κεφάλι του δηλώνοντας: «Για τη γρίπη, κρεβάτι». (Αφού
υπήρχαν αμφιβολίες για τη διάγνωση, επιλέχτηκε αυτή η λύση.) Έτσι περάσαμε κάμποσες μέρες
βασιλικά.
Ο Αλμπέρτο μού τράβηξε μια φωτογραφία, με τα ρούχα του νοσοκομείου και μια όψη φοβερή:
αδύνατος, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, με πελώρια μάτια και με μια αστεία γενειάδα που δε θα
συμμορφωνόταν για πολλούς μήνες. Κρίμα που δε βγήκε καλή η φωτογραφία, γιατί ήταν μια
μαρτυρία της αλλαγής του τρόπου ζωής μας, των καινούριων οριζόντων που αναζητούσαμε
ελευθερωμένοι από τα δεσμά του «πολιτισμού».
Ένα πρωί ο γιατρός δεν κούνησε το κεφάλι όπως συνήθιζε και αυτό ήταν αρκετό. Φύγαμε μία ώρα
αργότερα, με κατεύθυνση προς τα δυτικά, κατά τις λίμνες, που θα ήταν ο επόμενος σταθμός μας. Η
μοτοσικλέτα έτρεχε με φειδώ, λες και αντιδρούσε στο ζόρι που της επιβάλλαμε, ιδίως στο καλάθι, το
οποίο έπρεπε διαρκώς να επισκευάζουμε με συρ-ματόσκοινο, το αγαπημένο ανταλλακτικά του
Αλμπέρτο. Δεν ξέρω από που είχε πάρει μια φράση που την απέδιδε στον Οσκάρ Γκάλβες:* «Όπου
το συρματόσκοινο μπορεί να υποκαταστήσει έναν κοχλία, εγώ το προτιμώ, είναι πιο σίγουρο».
Τα παντελόνια και τα χέρια μας έφεραν ανεξίτηλα ίχνη του γεγονότος πως οι προτιμήσεις μας
ταίριαζαν απόλυτα με αυτές του Γκάλβες, σε ό,τι αφορούσε το συρματόσκοινο τουλάχιστον.
Είχε νυχτώσει πια και ψάχναμε να βρούμε κάποια κατοικημένη περιοχή - τα φώτα ήταν σπάνια και
δεν είναι ευχάριστο να περνάς τη νύχτα στο ύπαιθρο. Προχωρούσαμε αργά, με το φως του φαναριού,
όταν ξαφνικά ακούσαμε έναν παράξενο θόρυβο, που δεν μπορέσαμε να τον αναγνωρίσουμε.
Η φωτεινή δέσμη δεν ήταν αρκετή για να καθορίσουμε την αιτία αυτού του θορύβου, που τον είχαμε
αποδώσει, εσφαλμένα, στο σπάσιμο των ακτίνων κάποιας στεφάνης. Αναγκαστήκαμε να
σταματήσουμε σε αυτό το μέρος και ετοιμαστήκαμε να περάσουμε τη νύχτα όσο καλύτερα γινόταν.
Στήσαμε τη σκηνή μας και χωθήκαμε μέσα, πασχίζοντας να ξεχάσουμε την πείνα και τη δίψα μας
(δεν υπήρχε νερό εκεί κοντά, δεν είχαμε κρέας) με έναν υπνάκο που τον ευνοούσε η κούραση.
Ωστόσο το νυχτερινό αεράκι δεν άρ-
* Πρωταθλητής ράλι από την Αργεντινή.
γησε να μεταβληθεί σε δυνατό άνεμο, που ξεσήκωσε τη σκηνή και μας άφησε εκτεθειμένους στη
μανία της κακοκαιρίας και του κρύου, που όλο και δυνάμωνε. Αναγκαστήκαμε να δέσουμε τη
μοτοσικλέτα σε έναν τηλεγραφικό στύλο και στριμωχτήκαμε πίσω της, χρησιμοποιώντας τη σκηνή
σαν προκάλυμμα. Με τέτοιο αέρα δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ούτε τις αιώρες. Η νύχτα
δεν ήταν τόσο όμορφη, αλλά στο τέλος η νύστα μάς νίκησε, ήρθε ο ύπνος παρά το κρύο, τον αέρα και
τα υπόλοιπα, και ξυπνήσαμε το άλλο πρωί στις εννιά, με τον ήλιο ήδη ψηλά.
Με το φως της μέρας ανακαλύψαμε πως ο αναθεματισμένος θόρυβος οφειλόταν στο σπάσιμο του
πλαισίου, στο μπροστινό μέρος. Το πρόβλημα ήταν να το διορθώσουμε όσο καλύτερα γινόταν και να
φτάσουμε στο πρώτο κατοικημένο μέρος για να κολλήσουμε το σπασμένο σωλήνα. Το φιλαράκι μας
το συρματόσκοινο ανέλαβε να μας βγάλει προσωρινά από τη δύσκολη θέση. Αφού δέσαμε όλα μας
τα πράγματα, ξεκινήσαμε χωρίς να ξέρουμε πόσο απείχε το κοντινότερο χωριό. Η έκπληξη μας ήταν
μεγάλη όταν, στην κατηφοριά της δεύτερης στροφής, είδαμε ένα κατοικημένο σπίτι. Μας
καλοδέχτηκαν και μας έκαναν το τραπέζι με υπέροχο ψητό αρνάκι για να χορτάσουμε την πείνα μας.
Από κει διανύσαμε είκοσι χιλιόμετρα ως ένα μέρος που το έλεγαν Πιέδρα δε Άγκιλα, όπου βρήκαμε
ηλεκτροκόλληση, αλλά ήταν πια πολύ αργά και αποφασίσαμε να κοιμηθούμε στο σπίτι του
μηχανικού.
Το ταξίδι μας προς το Σαν Μαρτίν των Άνδεων συνεχίστηκε με κάποιες πτώσεις χωρίς ιδιαίτερη
σημασία για την ακεραιότητα της μοτοσικλέτας. Κοντεύαμε να φτάσουμε, οδηγούσα εγώ, όταν μας
δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσουμε άλλο ένα κομμάτι γης του Νότου, και αυτό χάρη σε μια
χαριτωμένη στροφή, σκεπασμένη με συντρίμμια, στις όχθες ενός γάργαρου, κελαρυστού ρυακιού.
Αυτή τη φορά το καλάθι της Ποδερόοα έπαθε σοβαρές ζημιές, που μας ανάγκασαν να
καθυστερήσουμε την πορεία μας, και, σαν να μην έφτανε αυτό, μας έτυχε αυτό που φοβόμασταν
περισσότερο: μας τρύπησε το πίσω λάστιχο. Για να το διορθώσουμε έπρεπε να ξεφορτώσουμε όλο
τον εξοπλισμό μας, που ήταν γερά δεμένος με «σίγουρο» συρματόσκοινο, και ύστερα να παλέψουμε
με το λάστιχο, που αντιστεκόταν προκλητικά στη δύναμη των αδύναμων μοχλών μας. Η αλλαγή του
λάστιχου (με τρόπο τεμπέλικο, πρέπει να παραδεχτώ) μας κόστισε δύο ώρες. Προχωρημένο
απομεσήμερο, σταματήσαμε σε μια αγροικία κατά μήκος του δρόμου, όπου οι ιδιοκτήτες της,
φιλόξενοι Γερμανοί, κατά μια παράξενη σύμπτωση είχαν φιλοξενήσει πριν από λίγο καιρό ένα θείο
μου, έναν περιπλανώμενο γερόλυκο, που τα κατορθώματα του αντέγραφα τώρα. Μας κάλεσαν να
ψαρέψουμε στο ποτάμι που περνούσε από το κτήμα. Ο Αλμπέρτο έριξε το καλάμι για πρώτη φορά
και, προτού καλοκαταλάβει τι συμβαίνει, ένα πράγμα με ιριδίζουσες ανταύγειες άρχισε να
σπαρταράει στο αγκίστρι του: μια πέστροφα! Εκλεκτό έδεσμα (και ιδίως ψητή στα κάρβουνα και με
τη δική μας πείνα)! Ενθουσιασμένος με την πρώτη του επιτυχία, ο Αλμπέρτο συνέχισε να ρίχνει και
να ξαναρίχνει το αγκίστρι του, ενώ εγώ ετοίμαζα το ψάρι, μα δεν έπιασε τίποτ' άλλο παρά τις δίωρες
επίμονες προσπάθειες του. Είχε σκοτεινιάσει πια και αναγκαστήκαμε να μείνουμε να κοιμηθούμε
εκεί, στην κουζίνα των εργατών του κτήματος.
Στις πέντε το πρωί άναψαν το πελώριο μαγκάλι, που βρίσκεται συνήθως στο κέντρο του δωματίου σε
αυτού του είδους τις κουζίνες- ο χώρος γέμισε καπνό και κόσμο που έπινε πικρό ματέ, ενώ κάποιος
πετούσε που και που πειράγματα για το δικό μας «κοριτσίστικο» ματέ, όπως ονομάζουν το
ζαχαρωμένο ματέ σε αυτά τα μέρη. Γενικά δεν είναι πολύ ομιλητικοί οι Αραουκανοί: μέλη μιας
ηττημένης φυλής, εξακολουθούν να τρέφουν μια δυσπιστία προς τον λευκό, ο οποίος, αφού τους
έφερε τόσες συμφορές, τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να τους εκμεταλλεύεται. Όταν τους ρωτούσαμε
για τον τόπο και για τη δουλειά τους, απαντούσαν με ένα ανασήκωμα του ώμου και ένα «δεν ξέρω» ή
«μπορεί», βάζοντας τέλος σε κάθε συζήτηση.
Εκεί στο κτήμα είχαμε την ευκαιρία να «πρηστούμε» από τα κεράσια. Φάγαμε τόσα που, όταν μας
πρότειναν να συνεχίσουμε με δαμάσκηνα, εγώ σήκωσα τα χέρια ψηλά και ξάπλωσα για να χωνέψω,
ενώ ο Αλμπέρτο έφαγε μερικά «για να μη φανεί αγενής». Σκαρφαλωμένοι στα δέντρα,
καταβροχθίζαμε τα φρούτα με τόση απληστία, λες και μας είχαν βάλει χρονόμετρο. Ένα από τα
παιδιά του αφεντικού κοίταζε με καχυποψία και περιέργεια τούτους τους «γιατρούς», που ήταν
ντυμένοι σαν αγύρτες και έδειχναν συμπτώματα ακατάσχετης πείνας, μα δεν είπε τίποτα και μας
άφησε να φάμε ως το σημείο -τόσο οξύμωρο σε σχέση με τον ιδεαλισμό μας- που να περπατάμε σιγά
σιγά για να μη σκοντάψει πουθενά η κοιλιά μας.
Αφού επισκευάσαμε μερικά μικροκουσούρια της μηχανής, συνεχίσαμε το ταξίδι μας για το Σαν
Μαρτίν, όπου φτάσαμε λίγο πριν σκοτεινιάσει.
Αυτοπροσωπογραφία, τον Ερνέστο Γκεβάρα, Αργεντινή, 1951.

κε πολύ εγκάρδια· μάλιστα μας επέτρεψε να μαγειρεύουμε στο φτωχικό καμαράκι του. Περάσαμε
πολύ καλά εκείνη την πρώτη νύχτα, σκεπασμένοι με άχυρα που αφθονούσαν στην καλύβα, κάτι το
απολύτως αναγκαίο σε αυτές τις περιοχές, όπου οι νύχτες είναι μάλλον κρύες.
Αγοράσαμε μοσχαρίσιο κρέας για ψητό και πήραμε το δρόμο για τις όχθες της λίμνης. Κάτω από τη
σκιά των πελώριων δέντρων, εκεί όπου η φύση αναχαίτιζε την προέλαση του πολιτισμού, κάναμε
σχέδια ο')στε να στήσουμε ένα εργαστήριο εκεί όταν θα επιστρέφαμε από την περιοδεία μας.
Σκεφτόμασταν μεγάλες τζαμαρίες με θέα τη λίμνη, ενώ ο χειμώνας θα άσπριζε το τοπίο και το
ελικόπτερο θα ήταν απαραίτητο για τις μετακινήσεις μας από το ένα μέρος στο άλλο, το ψάρεμα με
τη βάρκα, τις συνεχείς εκδρομές στα ανεξερεύνητα βουνά.
Αργότερα θα νιώθαμε την επιθυμία να σταματήσουμε και σε άλλα εκπληκτικά μέρη, μα μόνο το
δάσος του Αμαζονίου θα κατάφερνε να χτυπήσει τόσο δυνατά την πόρτα του... επιδημητικού εγώ
μας.
Τώρα ξέρω, και το δέχομαι σχεδόν μοιρολατρικά, πως ήταν γραφτό μου να ταξιδεύω, ή μάλλον
γραφτό μας, γιατί κι ο Α\μπέρτο ένιωθε όπως εγώ. Υπήρχαν ωστόσο στιγμές που σκεφτόμουν με
έντονη νοσταλγία τις υπέροχες περιοχές του Νότου μας. Ποιος ξέρει: μπορεί μια μέρα, κουρασμένος
από τις περιπλανήσεις μου, να επιστρέψω στην Αργεντινή και να εγκατασταθώ στις λίμνες των
Άνδεων, αν όχι μόνιμα, τουλάχιστον στην ανάπαυλα καθώς μετακινούμαι από τον έναν τρόπο
κατανόησης του κόσμου σ' έναν άλλο.
Μόλις σουρούπωσε, πήραμε το δρόμο του γυρισμού· φτάσαμε προχο)ρημένη νύχτα και βρήκαμε να
μας περιμένει η ευπρόσδεκτη έκπληξη ενός εξαιρετικού ψητού που το είχε φέρει ο δον Πέδρο Ολάτε,
ο νυχτοφύλακας. Για να το τιμήσουμε και εμείς, αφού αγοράσαμε κρασί για να βάλουμε το ρεφενέ
μας, πέσαμε πάνω του σαν λύκοι, έτσι γι' αλλαγή. Και, ενώ παινεύαμε την ποιότητα του κρέατος και
λέγαμε πως σε λίγο θα σταματούσαμε να τρώμε έτσι όπως ήμαστε συνηθισμένοι στην Αργεντινή, ο
δον Πέδρο μάς πληροφόρησε πως του είχαν προτείνει να ετοιμάσει την ψησταριά για τους
αυτοκινητιστές και τους ραλίστες που θα έπαιρναν μέρος σε μια κούρσα στο σιρκουί της περιοχής,
την επόμενη Κυριακή. Θα χρειαζόταν δυο βοηθούς και μας πρότεινε τη θέση.
«Να ξέρετε ότι δεν μπορώ να σας πληρώσω, όμως θα χορτάσετε τόσο κρέας, που θα σας φτάνει και
για το μέλλον».
Μας φάνηκε καλή ιδέα και δεχτήκαμε κατ' αρχάς την αποστολή του βοηθού, και, επιπλέον, του
«βασιλιά όλων των ψησταριών της Νότιας Αργεντινής».
Και οι δυο μας περιμέναμε την Κυριακή μ' ένα είδος θρησκευτικού ενθουσιασμού. Την Κυριακή
ξεκινήσαμε την αποστολή μας από τις έξι το πρωί, βοηθώντας να φορτωθεί το καμιόνι με τα ξύλα που
θα μεταφέρονταν στον τόπο της ψησταριάς, και δουλεύαμε χωρίς διακοπή ως τις έντεκα· τότε μας
δόθηκε το ελεύθερο και πέσαμε όλοι με τα μούτρα στα μπριζολάκια.
Τις εργασίες τις κατηύθυνε ένα περίεργο άτομο, στο οποίο έδινα με κάθε σεβασμό τον τίτλο
«σενιόρα», ώσπου ένας από τους παρευρισκομένους μου είπε:
«Νεαρέ, μην το παρακάνεις με τον δον Πεντόν, μπορεί να... παρεξηγηθεί».
«Και ποιος είναι ο δον Πεντόν;» ρώτησα, κάνοντας με τα δάχτυλα αυτή την ερωτηματική χειρονομία
που δείχνει κακή ανατροφή. Πάγωσα μόλις άκουσα ότι ο δον Πεντόν ήταν η «σενιόρα», αλλά για
λίγο.
Τα ψητά ήταν, ως συνήθως, πολυ περισσότερα από τον αριθμό των καλεσμένων κι έτσι είχαμε την
άνεση να φάμε κατά βούληση και να αποθηκεύσουμε σαν τις καμήλες.
Στη συνέχεια ακολουθήσαμε ένα προσεκτικά μελετημένο σχέδιο. Κάθε τόσο παρουσίαζα
συμπτώματα ενός μεθυσιού δικής μου επινόησης και κατηφόριζα μέχρι το γειτονικό ρυάκι
τρεκλίζοντας, μ' ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κρυμμένο μέσα στο δερμάτινο μπουφάν μου. Με
έπιασαν πέντε τέτοιες κρίσεις και σε κάθε διαδρομή ένα λίτρο κρασί κατέληγε πίσω από τις καλαμιές.
Μόλις τελείωσαν όλα και έφτασε η ώρα να ξαναφορτώσουμε τα πράγματα στο φορτηγό, πιστός στο
ρόλο μου, δούλεψα κατ' ανάγκην, τσακώθηκα με το δον Πεντόν, και στο τέλος ξάπλωσα φαρδύς
πλατύς στο χωράφι, ανίκανος να κάνω βήμα. Ο Αλμπέρτο, ως καλός φίλος, με δικαιολόγησε στο
αφεντικό και έμεινε δίπλα μου για συμπαράσταση, ενώ το φορτηγό έφευγε και πάλι. Όταν έπαψε να
ακούγεται ο θόρυβος της μηχανής, πεταχτήκαμε σαν πουλάρια αναζητώντας το κρασί που θα μας
εξασφάλιζε πριγκιπικά, «καλοποτισμένα» γεύματα για μερικές μέρες. Ο Αλμπέρτο έφτασε πρώτος
και ρίχτηκε στις καλαμιές. Όμως, όταν βγήκε, η έκφραση του θύμιζε μπουφόνο σε κωμική ταινία- δεν
υπήρχε ούτε μία μπουκάλα σε εκείνο το σημείο. Ή δεν είχα καταφέρει να ξεγελάσω κανέναν ή
μάλλον θα με είχαν δει όταν έχωνα κάτω από το πέτσινο μπουφάν μου το κρασί. Το γεγονός ήταν ότι
είχαμε μείνει απένταροι, όπως πάντα, να σκεφτόμαστε ποια από τα χαμόγελα που είχαν υποδεχτεί τα
μεθυσμένα μου καμώματα μπορεί να έκρυβαν το ειρωνικό «μα ποιον πας να κοροϊδέψεις;», αλλά δεν
καταλήξαμε πουθενά. Δε μας απόμενε λοιπόν παρά να μαζέψουμε το ψωμοτύρι που μας είχαν
φιλέψει και λίγο κρέας για το δείπνο και να ξεκινήσουμε με τα πόδια για το χωριό, χορτάτοι από φαί
και κρασί, αλλά με την ουρά στα σκέλια, όχι τόσο για το κρασί, όσο για το ρεζιλίκι, μα την πίστη
μου!
Το άλλο πρωί ξημέρωσε κρύο και βροχερό. Νομίζαμε πως δε θα γινόταν η κούρσα- περιμέναμε
λοιπόν να κόψει λίγο η βροχή, για να πάμε να στήσουμε μια ψησταριά στις όχθες της λίμνης, αλλά
ακούσαμε από τα μεγάφωνα ενός αυτοκινήτου πως ο αγώνας θα γινόταν. Έτσι, με την ιδιότητα των
«βοηθών ψήστη», παρακολουθήσαμε δωρεάν και πολύ άνετα έναν εθνικό αυτοκινητικό αγώνα που
παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον.
Σκεφτόμασταν κιόλας να... σηκώσουμε άγκυρα μια από εκείνες τις μέρες και συζητούσαμε ποιοι
δρόμοι θα ήταν οι πιο κατάλληλοι να ακολουθήσουμε, πίνοντας ματέ στην πόρτα της καλύβας μας.
Εκείνη την ώρα κατέφθασε ένα τζιπ με κάποιους φίλους του Αλμπέρτο από το μακρινό και μυθικό
Βίγια Κονσεπσιόν δελ Τίο, που τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Πήγαμε να
γιορτάσουμε το γεγονός όπως του άξιζε, γεμίζοντας την κοιλιά μας με αφρώδη υγρά, όπως
συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Συμφωνήσαμε να πάμε να τους βρούμε στο χωριό όπου δούλευαν, στο Χουνίν των Άνδεων.
Αφήσαμε λοιπόν τα πράγματα μας στην καλύβα του Εθνικού Δρυμού και φύγαμε με τη μοτοσικλέτα
πιο ελαφριά.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα κι ένας φίλος τον στο Μπουένος Άιρες ιης Αργεντινής, 1951.
Ύστερα από τόσες μέρες γλεντοκόπι, ξεκινήσαμε μετά από αγκαλιές και φιλιά από τους φίλους μας
για την Καρουέ, μια λίμνη της περιοχής. Ο δρόμος ήταν πολύ άσχημος και η δύστυχη μηχανή δεν
άντεχε· ήταν φορές που χρειάστηκε να τη βγάλω σηκωτή μέσα από την άμμο. Μας πήρε μιάμιση ώρα
για να κάνουμε τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα, αλλά κατόπιν τα πράγματα βελτιώθηκαν και καταφέραμε
να φτάσουμε χωρίς πολλά προβλήματα στην Καρουέ Τσίκο, μια λιμνούλα με πράσινα νερά,
τριγυρισμένη από βουνά με πλούσια βλάστηση, και αργότερα στην Καρουέ Γκράντε, πολύ πιο
εκτεταμένη, μα δυστυχώς απρόσιτη με τη μοτοσικλέτα, δεδομένου ότι υπάρχει μόνο ένας
καρόδρομος, που τον χρησιμοποιούν οι λαθρέμποροι της περιοχής για να περάσουν στη Χιλή.
Αφήσαμε τη μοτοσικλέτα στο σπιτάκι του δασοφύλακα -ο οποίος έλειπε- και περπατήσαμε ως την
κορυφή ενός λόφου που υψώνεται μπροστά στη λίμνη. Όμως πλησίαζε η ώρα του φαγητού και μέσα
στα σακίδια μας υπήρχε μόνο ένα κομμάτι τυρί και μια κονσέρβα. Μια πάπια πετούσε στα νερά της
λίμνης. Ο Αλμπέρτο υπολόγισε στα γρήγορα το χρόνο απουσίας του δασοφύλακα, την απόσταση του
πτηνού, την πιθανότητα προστίμου και διάφορα άλλα, και έριξε στα πεταχτά. Χτυπημένη από ένα
ισχυρό πλήγμα της τύχης (της δικής μας, όχι της δικής της), η πάπια έπεσε στα νερά της λίμνης.
Προέκυψε αμέσως το θέμα ποιος θα πήγαινε να την πιάσει. Έχασα εγώ και ρίχτηκα στο νερό. Είχα
την εντύπωση ότι παγωμένα καρφιά τρυπούσαν όλο μου το κορμί, τόσο που δεν μπορούσα να
κουνηθώ. Με την ευαισθησία στο κρύο που με χαρακτήριζε, αυτά τα σαράντα μέτρα που έπρεπε να
κολυμπήσω για να μαζέψω τη λεία του Αλμπέρτο και να γυρίσω πίσω ήταν για μένα μαρτυρικά.
Πάντο)ς η ψητή πάπια, με την πείνα που είχαμε, μας φάνηκε μια υπέροχη λιχουδιά.
Καρδαμωμένοι απά το φαγητό, αρχίσαμε την αναρρίχηση με μεγάλο ενθουσιασμό. Από την πρώτη
στιγμή μάς ακολούθησαν αλογόμυγες, που μας περικύκλωναν αδιάκοπα και μας τσιμπούσαν μόλις
έβρισκαν την ευκαιρία. Το ανέβασμα ήταν κοπιαστικό γιατί μας έλειπε η κατάλληλη εξάρτυση και η
πείρα, αλλά μετά από μερικές ώρες κούρασης φτάσαμε στην κορυφή και... οποία απογοήτευση! Θέα
πουθενά! Τα διπλανά βουνά έκρυβαν τα πάντα. Όπου και αν κοίταζες, υπήρχε ένα άλλο, ψηλότερο
βουνό που εμπόδιζε τη θέα.
Αφού παίξαμε για λίγο με το χιόνι που στεφάνωνε την κορυφή, αρχίσαμε την κατάβαση- έπρεπε να
βιαστούμε γιατί θα νύχτωνε.
Το πρώτο μέρος ήταν εύκολο, υστέρα όμως το ρυάκι που ακολουθούσαμε περπατώντας στην κοίτη
του έγινε χείμαρρος με λείες και γλιστερές πέτρες, που δυσκόλευαν το βάδισμα. Αναγκαστήκαμε να
χωθούμε ανάμεσα στα βούρλα, για να φτάσουμε τελικά στους καλαμιώνες. Η σκοτεινιά της νύχτας
έφερνε μαζί της μύριους ανησυχητικούς θορύβους και μια παράξενη αίσθηση κενού σε κάθε βήμα
που κάναμε μέσα στο σκοτάδι. Ο Αλμπέρτο έχασε τα γυαλιά του και το παντελόνι μου είχε γίνει
κουρέλια. Φτάσαμε στην πευκόφυτη ζώνη. Το κάθε βήμα μας έπρεπε να γίνεται με πολύ μεγάλη
προσοχή εκεί, γιατί το σκοτάδι ήταν πια απόλυτο και η έκτη μας αίσθηση τόσο ευαισθητοποιημένη,
που αντιλαμβανόμασταν την παρουσία αβύσσων κάθε μισό δευτερόλεπτο.
Έπειτα από ατελείωτες ώρες πατήσαμε το πόδι μας σε μια λασπερή γη και καταλάβαμε πως ανήκε
στο ρυάκι που χυνόταν στη λίμνη Καρουέ αμέσως μετά εξαφανίστηκαν απότομα τα δέντρα και
φτάσαμε στην πεδιάδα. Η πελώρια φιγούρα ενός ελαφιού διέσχισε σαν οπτασία το ποταμάκι, και το
προφίλ του, ασημί από το φεγγαρόφωτο, χάθηκε στη λόχμη. Ο παλμός της φύσης μάς συγκίνησε
βαθιά και βαδίζαμε αργά από φόβο μήπως ταράξουμε τη γαλήνη της εξοχής.
Ακολουθήσαμε τη ροή του νερού. Ήταν παγωμένο, αισθανόμασταν σαν να τρυπούσαν τα πέλματα
και τις κνήμες μας παγωμένα καρφιά - μια αίσθηση που μου είναι πάντα φοβερά δυσάρεστη.
Φτάσαμε στο απάγκιο της καλύβας του δασοφύλακα, του οποίου η φιλοξενία δεν περιορίστηκε στα
ζεστά ματέ. Μας έδωσε και τομάρια να πλαγιάσουμε ως το άλλο πρωί. Ήταν δώδεκα και μισή.
Πήραμε με το πάσο μας το δρόμο της επιστροφής κατά μήκος των λιμνών, που η ομορφιά τους δε
συγκρίνεται με αυτή της Καρουέ, και φτάσαμε στο Σαν Μαρτίν, όπου ο δον Πεντόν είπε να δώσουν
δέκα πέσος στον καθένα μας για την εργασία στην ψησταριά προτού κινήσουμε προς τα νότια.

ήλιο και τον αέρα. Τώρα πια ζητάμε στέγη και τροφή -τα έχουμε ανάγκη- σε οποιοδήποτε σπίτι με
κήπο συναντάμε στην άκρη του δρόμου. Πέσαμε κατά τύχη σε κάποιους Φον Πουτχάμερ, φίλους του
Χόρχε· ιδίως αυτός που είναι περο-νιστής και μόνιμα μεθυσμένος είναι ο πιο συμπαθητικός από τους
τρεις. Διέγνωσα έναν όγκο στην ινιακή χώρα, μάλλον υδατίδα. Θα πρέπει να περιμένουμε και θα
δούμε τι θα συμβεί. Σε δυο τρεις μέρες φεύγουμε για το Μπαριλότσε και σκοπεύουμε να ταξιδέψουμε
χωρίς βιασύνη. Αν το γράμμα σου μπορεί να φτάσει γυρω στις 10-12 Φεβρουαρίου, γράψε μου
ποστρεστάντ. Λοιπόν, γριούλα μου, το άλλο φύλλο είναι για την Τσιτσίνα. Φίλησε μου τους όλους
και γράψε μου αν ο γέρος μου είναι στο Νότο.
Πολλά φιλιά από το γιο σου, που σε αγαπάει.

τι παράξενο: κάποια στιγμή βαρεθήκαμε τις λίμνες, τα δάση και τα μοναχικά σπιτάκια με τον
περιποιημένο κήπο. Η επιπόλαιη ματιά στο τοπίο συλλαμβάνει μόνο την πληκτική ομοιομορφία,
χωρίς να καταφέρνει να μπει σε αυτό καθαυτό το πνεύμα του βουνού, για το οποίο χρειάζεται να
μείνεις αρκετές μέρες στον τόπο.
Τελικά φτάσαμε στο βόρειο άκρο της λίμνης Ναουέλ Ουαπί και κοιμηθήκαμε στην όχθη,
ευχαριστημένοι και χορτάτοι μετά το άφθονο ψητό κρέας που καταναλώσαμε. Παρ' όλα αυτά, όταν
ξαναβγήκαμε στο δρόμο, διαπιστώσαμε πως υπήρχε μια τρύπα στο πίσω λάστιχο και άρχισε η μάχη
με τη σαμπρέλα- κάθε φορά που την μπαλώναμε, καταλήγαμε να την τρυπάμε από την αντίθετη
πλευρά, με αποτέλεσμα να εξαντλήσουμε τα μπαλώματα και να αναγκαστούμε να διανυκτερεύσουμε
εκεί που ήμαστε. Ένας Αυστριακός άποικος, ο οποίος στα νιάτα του ήταν μοτοσικλετιστής, αφού
αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στην επιθυμία του να βοηθήσει συναδέλφους σε απόγνωση και στο φόβο
του αφεντικού, μας πρόσφερε φιλοξενία σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη. Με τα σπασμένα ισπανικά
του, μας πληροφόρησε ότι στην περιοχή κυκλοφορούσαν πούμα.
«Και είναι άγρια και αιμοβόρα! Ρίχνονται στον άνθρωπο χωρίς λόγο και έχουν και μια μεγάλη,
ξανθιά χαίτη!»
Μόλις πήγαμε να κλείσουμε την πόρτα, ανακαλύψαμε ιιως έκλεινε μόνο το κάτω μέρος, σαν να ήταν
χώρος για άλογα. Κρύψαμε το περίστροφο κάτω από το προσκέφαλο μου, για την περίπτωση που το
πούμα -η σκιά του έπεφτε κιόλας βαριά στη σκέψη μας- θα αποφάσιζε να μας επισκεφτεί απρόοπτα
μέσα στο μεσονύχτι.
Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν με ξύπνησε ο θόρυβος από νύχια που έξυναν την πόρτα. Ο Αλμπέρτο
δίπλα μου είχε χάσει τη μιλιά του- εγώ έσφιγγα το περίστροφο με τον κόκορα σηκωμένο, ενο') με
κάρφωναν δυο φωσφορίζοντα μάτια που είχαν ξεπροβάλει μέσα από τα δέντρα. Όρμησαν προς τα
εμπρός, με ένα σάλτο αιλουροειδούς, ενώ ο σκούρος όγκος του σώματος πέρασε πάνω από την
πόρτα. Ήταν κάτι που έγινε αυτομάτως, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ενέργησε χωρίς τα φρένα
της λογικής: ο κρότος αντήχησε στα τοιχώματα και έφτασε ως το παράθυρο με το αναμμένο φανάρι,
από όπου ακούγαμε απελπισμένες εκκλήσεις. Όταν καταλάβαμε τι είχε συμβεί, σωπάσαμε
τρομαγμένοι και σε λίγο ακούσαμε το στεντόρειο ξεφωνητό του αποίκου και τα υστερικά βογκητά
της γυναίκας του, που έσκυβε πάνω από το πτώμα του Μπόμπι, σκύλου αντιπαθητικού και ορ-γΐλου.
Ο Αλμπέρτο πήγε στην Ανγκοστουρα για να φτιάξει το λάστιχο, ενώ εγώ έπρεπε να περάσω τη νύχτα
στη μάντρα ώσπου να γυρίσει, αφου ήταν αδύνατο να ζητήσω φιλοξενία στο σπίτι όπου μας
θεωρούσαν δολοφόνους. Μου την πρόσφερε ωστόσο ένας εργάτης οδοποιίας, εκεί κοντά όπου είχαμε
αφήσει τη μηχανή, και πήγα να κοιμηθώ στην κουζίνα με ένα φίλο του. Γυρω στα μεσάνυχτα με
ξύπνησε ο θόρυβος της βροχής. Σηκώθηκα και πήγα να σκεπάσω τη μοτοσικλέτα με ένα μουσαμά,
αλλά, καθώς η αρνίσια προβιά που μου χρησίμευε για μαξιλάρι μου είχε προκαλέσει ενοχλήσεις,
αποφάσισα να κάνω μερικές εισπνοές με τη συσκευή· εκείνη τη στιγμή όμως ξύπνησε ο...
συγκάτοικος μου και, ακούγοντας εκείνο τον παράξενο ήχο, αναδεύτηκε, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Τον
φανταζόμουν τεντωμένο κάτω από τις κουβέρτες, με το μαχαίρι στη χούφτα σχεδόν, χωρίς να
ανασαίνει. Έχοντας την εμπειρία της προηγουμένης νύχτας, αποφάσισα να μην κουνηθώ. Φοβόμουν
μήπως φάω καμιά μαχαιριά- πού ξέρεις, μπορεί οι οφθαλμαπάτες να είναι μεταδοτική ασθένεια της
περιοχής...
Το σούρουπο της επομένης φτάσαμε στο Σαν Κάρλος του Μπαριλότσε και καταλύσαμε στο σταθμό
της χωροφυλακής, περιμένοντας να σαλπάρει η Modesto, Victoria για τα χιλιανά σύνορα.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα στο Μπουένος Άιρες ττ\ς Αργεντινής, 1951.

τικό σε τόπους μακρινούς, μακριά από το τωρινό μου δράμα. Με έζωσε μια έντονη ανησυχία, αλλά
δεν ήμουν ικανός ούτε και αυτή να τη νιώσω καλά καλά. Άρχισα να φοβάμαι για τον εαυτό μου και
έπιασα να γράφω ένα παραπονιάρικο γράμμα, μα δεν τα κατάφερνα, ήταν μάταιο να επιμένω.
Μέσα στο ημΐφως που μας τύλιγε πλανιούνταν φαντασμαγορικές φιγούρες, μα «εκείνη» δεν έλεγε να
εμφανιστεί. Μέχρι τότε πίστευα ότι την αγαπούσα, αλλά τώρα ανακάλυπτα την απουσία των
συναισθημάτων μου και μπορούσα να την ξανακατακτήσω μόνο με τη σκέψη. Έπρεπε να παλέψω γι'
αυτή, ήταν δική μου, δικ... Αποκοιμήθηκα.
Ένας αδύναμος ήλιος φώτιζε την καινούρια μέρα, τη μέρα της αναχώρησης μας, της αποκοπής μας
από το έδαφος της Αργεντινής. Δεν ήταν εύκολο να φορτώσουμε τη μοτοσικλέτα στο Modesta
Victoria, τα καταφέραμε όμως με την υπομονή μας. Το ίδιο δύσκολο θα ήταν και να την
ξεφορτώσουμε, χωρίς αμφιβολία. Όπως και να 'ναι, βρισκόμασταν ήδη στην όχθη της λίμνης με το
πομπώδες όνομα Πουέρτο Μπλεστ. Λίγα χιλιόμετρα δρόμος, τρία τέσσερα το πολύ, και ύστερα πάλι
νερό, αυτή τη φορά το βρόμικο πράσινο της λίμνης Φρίας, όπου ταξιδέψαμε για λίγο ώσπου να
φτάσουμε στο τελωνείο και μετά στο μεθοριακό σταθμό της Χιλής, στην άλλη πλευρά της
Κορδιλιέρας, της οποίας το ύψος σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος δεν ήταν τόσο μεγάλο. Από εκεί
βρεθήκαμε σε μια άλλη λίμνη, που την τροφοδοτούσαν τα νερά του Ρίο Τορναδόρ, ο οποίος πηγάζει
από το ομώνυμο, ανενεργό ηφαίστειο. Αυτή η λίμνη, η Εσμεράλδα, προσφέρει, σε αντίθεση με αυτές
της Αργεντινής, νερά σχεδόν χλιαρά, που κάνουν ευχάριστο το κολύμπι, κατάλληλα για τις ανάγκες
μας. Στην Κορδιλιέρα, σε ένα μέρος που ονομάζεται Κάσα Πάνγκε, υπάρχει ένα σημείο με
κατάλληλη θέα, από όπου μπορείς να απολαύσεις το εκπληκτικό πανόραμα της χιλιανής γης, κάτι σαν
σταυροδρόμι, ή έτσι τουλάχιστον το έβλεπα εγώ εκείνη τη στιγμή. Στεκόμουν και ατένιζα το μέλλον,
τη στενόμακρη λουρίδα της Χιλής και αυτό που θα έβλεπα μετά, διαβάζοντας ψιθυριστά, σχεδόν
απαγγέλλοντας, τα ονόματα των πόλεων και τις χιλιομετρικές αποστάσεις στην πρώτη ταμπέλα που
είχε βρεθεί μπροστά μου, με τους στίχους του ποιήματος του Μιγκέλ Οτέρο Σίλβα να στριφογυρίζουν
στο μυαλό μου.
τους. Μας μίλησαν για το μακρινό λεπροκομείο της Νήσου του Πάσχα, που φιλοξενούσε ένα μικρό
αριθμό ασθενών. Ωστόσο, όπως μας υπογράμμισαν, το νησί ήταν υπέροχο και ο επιστημονικός
εαυτός μας είχε αρχίσει να ταξιδεύει σε αυτό το θρυλικό τόπο.
Ο γιατρός προσφέρθηκε γενναιόδωρα να μας βοηθήσει, «μια και κάνετε ένα τόσο ενδιαφέρον ταξίδι»,
αλλά εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες που διασχίζαμε το Νότο της Χιλής είχαμε ακόμα γεμάτο το
στομάχι και ξεκούραστα πρόσωπα, και το μόνο που ζητήσαμε ήταν κάποιες συστάσεις για να
μπορέσουμε να συναντήσουμε τον πρόεδρο της Οργάνωσης Φίλων της Νήσου του Πάσχα, που ζούσε
στο Βαλπαραΐσο, όπου διέμεναν και αυτοί- φυσικά, δέχτηκε με ενθουσιασμό.
Το ταξίδι τέλειωσε στο Πετροουέ, όπου αποχαιρετήσαμε τους πάντες, αλλά προηγουμένως
αναγκαστήκαμε να ποζάρουμε για κάποιες Βραζιλιανές μουλάτες, που μας πρόσθεσαν στο άλμπουμ
τους με τις αναμνηστικές φωτογραφίες από τη Νότια Χιλή, και για ένα ζευγάρι φυσιοδίφες -ένας
Θεός ξέρει από ποια χώρα της Ευρώπης-, που σημείωσαν τις διευθύνσεις μας για να μας στείλουν τις
φωτογραφίες.
Σε εκείνο το χωριουδάκι συναντήσαμε έναν τύπο που έπρεπε να μεταφέρει μια καμιονέτα ως το
Οσόρνο, που ήταν ο στόχος μας, και μου πρότεινε να το κάνω εγώ. Ενώ ό Αλμπέρτο μού μάθαινε πώς
αλλάζουν ταχύτητες, εγώ καθόμουν στη θέση μου απαθής. Όπως σε ταινία κινουμένων σχεδίων
ξεκίνησα με πήδους και τραντάγματα πίσω από τον Αλμπέρτο, που οδηγούσε τη μοτοσικλέτα. Κάθε
στροφή ήταν ένα μαρτύριο: φρένο, αμπραγιάζ, πρώτη, δευτέρα, μα-μάαα! Ο δρόμος περνούσε μέσα
από ένα ειδυλλιακό τοπίο, κατά μήκος της λίμνης Οσόρνο, με το ομώνυμο ηφαίστειο να δεσπόζει σαν
φρουρός από ψηλά, αλλά εγώ δεν ήμουν σε θέση να εκτιμήσω τη θέα οδηγώντας σ' εκείνο τον
κακοτράχαλο δρόμο. Πάντως το μόνο σοβαρό ατύχημα το υπέστη ένα γουρουνάκι που βάλθηκε να
τρέχει μπροστά μας στη μέση μιας κατηφόρας, όταν δεν είχα ακόμα εξοικειωθεί με τα φρένα και το
αμπραγιάζ.
Φτάσαμε στο Οσόρνο, περιπλανηθήκαμε στους δρόμους του και φύγαμε κατευθυνόμενοι πάντα προς
Βορρά, διασχίζοντας τώρα τη γλυκύτατη ύπαιθρο της Χιλής, χωρισμένη σε αγροτεμάχια, όλη
καλλιεργημένη, αντίθετα με τον τόσο άγονο δικό μας Νότο. Ο κόσμος, πολύ συμπαθητικός, μας
δεχόταν με προσήνεια σε κάθε μέρος. Στο τέλος φτάσαμε στο λιμάνι Βαλντίβια μέρα Κυριακή.
Καθώς περιδιαβαίναμε στην πόλη, έτυχε να περάσουμε από τη σύνταξη της Correo de Valdivia, όπου
μας πήραν μια συνέντευξη. Η Βαλντίβια γιόρταζε τα τετρακόσια χρόνια της και της αφιερώσαμε το
ταξίδι μας, σε ένδειξη τιμής για τον μεγάλο «κον-κισταδόρ» που της είχε δώσει το όνομα του.* Εκεί
μας έβαλαν να γράψουμε ένα γράμμα στον Μολίνας Λούκο, το δήμαρχο του Βαλπαραΐ'σο, ώστε να
τον προετοιμάσουμε για το μεγάλο εγχείρημα της Νήσου του Πάσχα.
* Η πόλη πήρε το όνομα της από τον Ισπανό κατακτητή και κυβερνήτη της Χιλής Πέδρο δε Βαλντίβια. (Σ.τ.Ε.)
Στο λιμάνι, που ξεχείλιζε από εμπορεύματα -πολλά από αυτά άγνωστα σ' εμάς-, στην αγορά, όπου
επίσης πουλιού-νταν παράξενα φαγώσιμα, στα ξύλινα σπιτάκια των χιλιά-νικων χωριών και στα
εντελώς ιδιαίτερα ρούχα των γκουά-σος, των Χιλιανών χωρικών, ήταν φανερό κάτι το τελείως
διαφορετικό από τον αργεντίνικο τρόπο ζωής, κάτι που χαρακτήριζε τους γηγενείς κατοίκους της
αμερικανικής ηπείρου, αδιαπέραστο από τον εξωτισμό που κατέκλυζε τις πά-μπες μας, ίσως επειδή οι
Αγγλοσάξονες άποικοι στη Χιλή δεν είχαν ποτέ αναμειχθεί με τους ντόπιους. Έτσι διατηρείται η
απόλυτη καθαρότητα της αυτόχθονης φυλής, κάτι που έχει χαθεί εντελούς στη δική μας χώρα.
Βέβαια, παρά τις διαφορές στα έθιμα και στους ιδιωματισμούς, που μας ξεχωρίζουν από τον
ψηλόλιγνο αδερφό μας των Άνδεων, υπάρχει μια έκφραση κοινή, «πότισε τα». Με αυτή χαιρέτιζαν
την εμφάνιση των παντελονιών μου. Μου έφταναν ως τη μέση της κνήμης και δεν τα φορούσα για
μόδα, ήταν κληρονομιά ενός γενναιόδωρου μα πιο κοντού φίλου μου.
λάκκο του καμαρώνοντας για τα λεφτά που ξόδευε σε γυναίκες και προσκαλώντας μας να περάσουμε
μια νύχτα σε ένα «καμπαρέ», με δικά του έξοδα βέβαια. Αυτός ήταν ο λόγος που παρατείναμε τη
διαμονή μας στη χώρα του Πάμπλο Νερούδα, υστέρα από μια ζωηρή και εκτενή συζήτηση με πολλές
διαφωνίες. Μα, στο τέλος, ήταν η έλλειψη χρημάτων, όπως μας εκμυστηρεύτηκε, αυτή που μας
ανάγκασε να αναβάλουμε την επίσκεψη μας σε αυτό τον τόσο ενδιαφέροντα χώρο ψυχαγωγίας, αφού,
σε αντάλλαγμα, διαλέξαμε το φαΐ και τον ύπνο. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, με την κοιλιά άδεια,
πέσαμε με τα μούτρα στο γεμάτο τραπέζι. Ύστερα, μια και ξεσήκωναν το σπίτι, επειδή ο πατέρας του
έπαιρνε μετάθεση για το Σαντιάγο, και είχαν απομακρυνθεί σχεδόν όλα τα έπιπλα, κάναμε κατάληψη
στο κρεβάτι του οικοδεσπότη μας.
Ο Αλμπέρτο, μακάριος, αψηφούσε τον πρωινό ήλιο και εξακολουθούσε να κοιμάται βαριά, ενώ εγώ
άρχιζα να νεύνο-μαι αργά, πράγμα που για μας δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία, αφού η διαφορά
ανάμεσα στην αμφίεση μας της νύχτας και σ' αυτή της μέρας ήταν, στην πραγματικότητα, μόνο τα
παπούτσια.
Η εφημερίδα ήταν πλούσια και πολυσέλιδη -όχι όπο>ς οι φτωχές και καχεκτικές δικές μας-, αλλά
εμένα με ενδιέφερε μόνο μια τοπική είδηση:
ΔΥΟ ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΙ ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΛΕΠΡΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ ΜΕ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑ ΤΗ
ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ
Και πιο κάτω με μικρότερα γράμματα:
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ TEMOYKO ΚΑΙ ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΟΥΝ ΤΟ ΡΑΠΑ ΝΟΥΙ*
Να η σύνοψη της τόλμης μας! Εμείς, οι ειδικοί, οι άν-θρωποι-κλειδιά της λεπρολογίας στη Λατινική
Αμερική, με τρεις χιλιάδες ασθενείς στο ενεργητικό μας και τεράστια πείρα, γνώστες των πιο
σημαντικών κέντρων της ηπείρου και ερευνητές των συνθηκών υγιεινής, καταδεχόμασταν να
επισκεφτούμε το γραφικό και μελαγχολικό χωριουδάκι που μας φιλοξενούσε. Υποθέταμε πως θα
ήξεραν να εκτιμήσουν σε όλη του την έκταση το σεβασμό που τρέφαμε για το χωριό, αλλά δε
φανταζόμασταν πόσο. Σε λίγο όλη η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί γύρω από το άρθρο και όλα τα
άλλα νέα της εφημερίδας βούλιαξαν μέσα σε μια ολύμπια περιφρόνηση. Έτσι, μέσα·στο γενικό
θαυμασμό, αποχαιρετήσαμε αυτούς τους ανθρώπους, των οποίων δε θυμόμαστε ούτε το επίθετο.
Είχαμε ζητήσει την άδεια να αφήσουμε τη μοτοσικλέτα στο γκαράζ του κυρίου που έμενε εκεί κοντά-
όταν πήγαμε να την πάρουμε, ανακαλύψαμε ότι δεν ήμαστε πια δυο μάλλον συμπαθητικοί
περιπλανώμενοι με μια μοτοσικλέτα που τη σέρναμε με κόπο. Όχι- ήμαστε ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ και είχαμε
την ανάλογη μεταχείριση. Μας πήρε όλη τη μέρα να επιδιορ
* Η Νήσος του Πάσχα.
θοίσουμε τη μηχανή και κάθε τόσο μια μελαψή υπηρετριούλα μάς πλησίαζε με κάποιο φαγώσιμο.
Στις πέντε, υστέρα από ένα απολαυστικό απογευματινό τσάι που μας πρόσφερε ο νοικοκύρης του
σπιτιού, είπαμε αντίο στο Τεμού-κο με κατεύθυνση προς Βορρά.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο (μπροστά αριστερά), ο Ερνέστο Γκεβάρα (στο μέσο με το κασκέτο) και φίλοι τους με την
Ποδερόοα II το 1951, όταν ο Ερνέστο και ο Αλμπέρτο μόλις είχαν ξεκινήσει τψ περιπέτεια τους.
μάσιο, βαρελίσιο κρασί. Όπως πάντα, η χιλιάνικη φιλοξενία μάς είχε αφήσει μεταξύ Δον Χουάν και
Μεντόσα.*
Πράγματι, δεν κάναμε πολύ δρόμο- ύστερα από ογδόντα χιλιόμετρα σταματήσαμε και κοιμηθήκαμε
στο σπίτι ενός δασοφύλακα, που περίμενε κάποιο φιλοδώρημα. Επειδή όμως χρήματα δε βγήκαν από
την τσέΊτη μας, το άλλο πρωί δε μας πρόσφερε κολατσιό, και έτσι ξεκινήσαμε κακόκεφοι, με σκοπό
να σταματήσουμε κάπου, να ανάψουμε μια φωτιά και να φτιάξουμε ματέ, αφού κάνουμε πρώτα
μερικά χιλιόμετρα. Μετά από κάμποσο δρόμο, ψάχνοντας τα πέριξ ώστε να βρούμε κάποιο μέρος
κατάλληλο για να σταματήσουμε, η μοτοσικλέτα, εντελώς απροειδοποίητα, αναπήδησε στο πλάι και
μας τίναξε καταγής. Δεν πάθαμε τίποτα, ευτυχώς, μα, όταν πλησιάσαμε τη μηχανή και αρχίσαμε να
την «εξετάζουμε», ανακαλύψαμε ότι είχε σπάσει μία από τις βάσεις του πιρουνιού και, το πιο
σοβαρό, το κιβώτιο ταχυτήτων είχε γίνει κομμάτια. Ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε- δε μας απόμενε
παρά να περιμένουμε υπομονετικά ώσπου να φανεί κανένα φορτηγό που θα είχε χώρο να μας
μεταφέρει σε μια κατοικημένη περιοχή.
Πέρασε ένα αυτοκίνητο προς την αντίθετη κατεύθυνση και οι επιβάτες του κατέβηκαν να δουν τι είχε
συμβεί και να μας βοηθήσουν. Μάλιστα είπαν πως θα βοηθούσαν ευ
* «Μεταξύ Δον Χουάν και Μεντόσα»: αργεντίνικη έκφραση που σημαίνει «μι-σομεθυσμένος». Το Δον Χουάν και το Μεντόσα είναι οι δυο
πόλεις της Αργεντινής με τη μεγαλύτερη παραγωγή κρασιού. (Σ.τ.Ε.)
χαρίστως δυο επιστήμονες σαν εμάς σε ό,τι είχαμε ανάγκη.
«Ξέρετε, σας γνωρίσαμε από τη φωτογραφία της εφημερίδας», μου είπε ο ένας.
Όμως δεν είχαμε τίποτα να τους ζητήσουμε- μας χρειαζόταν ένα φορτηγό που να πήγαινε προς την
άλλη κατεύθυνση. Τους ευχαριστήσαμε και καθίσαμε κατάχαμα να πιούμε το ματέ μας. Λίγο
αργότερα ο ιδιοκτήτης ενός μικρού αγροκτήματος εκεί κοντά μάς κάλεσε στο σπίτι του, και στην
κουζίνα μάς ετοίμασαν δυο λίτρα. Εκεί γνωρίσαμε και το τσαράνγκο, ένα μουσικό όργανο φτιαγμένο
με τρεις τέσσερις σιδερένιες, χορδές, δυο περίπου μέτρα μακρύ, τεντωμένες ανάμεσα σε δύο άδειους
τενεκέδες, και όλα αυτά στερεωμένα σε έναν ξύλινο άξονα. Ο οργανοπαίκτης παίρνει ένα σιδερένιο
χερούλι και με αυτό χτυπάει τις χορδές, που βγάζουν έναν ήχο όπως αυτόν που ακούς από τις
παιδικές κιθάρες. Κατά το μεσημέρι πέρασε ένα φορτηγάκι και ο οδηγός του, ύστερα από χίλια
παρακάλια, δέχτηκε να μας μεταφέρει ως το πιο κοντινό χωριό, το Λαουτάρο.
Εκεί βρήκαμε να κοιμηθούμε στο καλύτερο συνεργείο της περιοχής και συναντήσαμε κάποιον που
προθυμοποιήθηκε να κάνει τη συγκόλληση στο αλουμίνιο· ήταν ο μικρός Λούνα, ένας κοντούλης,
που μας κάλεσε μια δυο φορές να φάμε στο σπίτι του. Ο χρόνος μας μοιράστηκε ανάμεσα στην
επισκευή της μοτοσικλέτας και στην αναζήτηση φαγητού στο σπίτι των τόσων περίεργων που
έρχονταν να μας δουν τις ώρες που δουλεύαμε. Παραδίπλα έμενε μια οικογένεια Γερμανών, ή
απόγονοι τους τουλάχιστον, που μας έκαναν ένα σωρό κομπλιμέντα, και έτσι καταλήξαμε να
κοιμηθούμε στο σπίτι τους.
Η μηχανή είχε επισκευαστεί κουτσά στραβά και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε την επομένη, γι' αυτό
αποφασίσαμε να το ρίξουμε έξω με κάποιους περιστασιακούς φίλους, που μας είχαν καλέσει να
πιούμε ένα ποτήρι. Το χιλιάνικο κρασί είναι υπέροχο και εγώ το κατέβαζα απίστευτα γρήγορα, με
αποτέλεσμα, καθώς πηγαίναμε στο χορό του χωρίου, να νιώθω ικανός για τα μεγαλύτερα
κατορθώματα.
Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ζεστή και οικεία. Ήπιαμε μέχρι που κάναμε κεφάλι. Ένας από τους
μηχανικούς του συνεργείου, ένας πολύ συμπαθητικός τύπος, μου ζήτησε να χορέψω με τη γυναίκα
του, γιατί αυτός είχε «ανακατέψει άσχημα τα κρασιά». Η γυναίκα, θερμή και ζωηρή, είχε πιει και
αυτή αρκετά. Με ακολούθησε υπάκουα όταν την έπιασα από το χέρι για να βγούμε έξω, αλλά ύστερα
κατάλαβε πως την κοίταζε ο άντρας της και είπε ότι ήθελε να μείνει μέσα. Εγώ όμως δεν ήμουν σε
θέση να λογικευτώ- έτσι αρχίσαμε ένα τραβολόγημα καταμεσής της σάλας, ώσπου κατάφερα να τη
φέρω κοντά σε μια πόρτα και, ενώ όλοι μάς κοίταζαν, πήγε να μου δώσει μια κλοτσιά. Καθώς εγώ
εξακολουθούσα να την τραβάω, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε κάτω φαρδιά πλατιά.
Τρέχοντας προς το χωριό, κυνηγημένοι από ένα μπουλούκι οργισμένους χορευτές, ο Αλμπέρτο
κλαιγόταν γιατί ο σύζυγος δε θα μας κερνούσε πια άλλο κρασί.
σκαρφάλωσε δυο μέτρα και σφηνώθηκε ανάμεσα σε δυο πέτρες, αλλά εμείς διασωθήκαμε χωρίς
γρατσουνιά.
Εφοδιασμένοι συνεχώς με τη συστατική επιστολή της εφημερίδας, βρήκαμε στέγη σε κάποιους
Γερμανούς, που μας φέρθηκαν πολύ εγκάρδια. Τη νύχτα με έπιασε κολικός. Δεν ήξερα τι να κάνω για
να υποχωρήσει. Ντρεπόμουν να αφήσω ένα τέτοιο αναμνηστικό στο δοχείο νυκτός, γι' αυτό πλησίασα
στο παράθυρο και εμπιστεύτηκα τον πόνο μου στο ύπαιθρο και στο σκοτάδι... Το άλλο πρωί στάθηκα
στο παράθυρο για να δω το αποτέλεσμα. Ανακάλυψα πως δύο μέτρα πιο κάτω υπήρχε μια μεγάλη
πλάκα όπου είχαν απλώσει ροδάκινα για να στεγνώσουν στον ήλιο- το όλο θέαμα ήταν εντυπωσιακό.
Το βάλαμε στα πόδια και από εκεί.
Αν και το επεισόδιο της πτώσης μας, το οποίο προανέφερα, αρχικά δε φάνηκε τόσο σοβαρό, τώρα
ήταν φανερό πως κάναμε λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης. Η μοτοσικλέτα έκανε ένα σωρό
παράξενα πράγματα κάθε φορά που πέφταμε σε κατηφόρα. Τελικά, φτάσαμε στην ανηφόρα του
Μαγιέκο, όπου υπάρχει μια σιδηροδρομική γέφυρα για την οποία οι Χιλιανοί υποστηρίζουν πως είναι
η πιο ψηλή της Λατινικής Αμερικής. Σε εκείνο το μέρος η μοτοσικλέτα έμεινε και μας έκανε να
χάσουμε μία ολόκληρη μέρα περιμένοντας μια σπλαχνική ψυχή, συνοδευόμενη από φορτηγό κατά
προτίμηση, που θα δεχόταν να μας κουβαλήσει ως την κορυφή. Κοιμηθήκαμε στο χωριό Κουγιπού-γι
(αφού πετύχαμε το στόχο μας) και ξαναφύγαμε αμέσως, περιμένοντας την καταστροφή που σίγουρα
θα ερχόταν.
Στην πρώτη απότομη κατηφόρα -από τις τόσες που αφθονούν σε αυτό το δρόμο- η Ποδερόοα
παρέδωσε το πνεύμα. Στη συνέχεια μας πήγαν με φορτηγό στο Λος Άνχελες, όπου την αφήσαμε στο
σταθμό της πυροσβεστικής και εμείς κοιμηθήκαμε στο σπίτι ενός αξιωματικού του χιλιανού στρατού,
που φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος από τον τρόπο που τον δέχτηκαν στη χώρα μας και
δεν έπαυε να μας κάνει φιλοφρονήσεις. Ήταν η τελευταία μέρα μας ως «τρακαδόρων μετά
μοτοσικλέτας». Το αύριο διαγραφόταν πιο δύσκολο- από εδώ και μετά θα ήμαστε «τρακαδόροι άνευ
μοτοσικλέτας».

του υπευθύνου του πυροσβεστικού στρατώνα - χαρακτηριστικών Χιλιανών γυναικών σε χάρη, οι


οποίες, είτε άσχημες είτε όμορφες, έχουν έναν αυθορμητισμό και μια φρεσκάδα που σε σκλαβοτνει
αμέσως. Όμως ξεφεύγω από το θέμα μου. Μας διέθεσαν ένα δωμάτιο, στο οποίο στήσαμε τις αιώρες
μας και πέσαμε σε βαρύ ύπνο, ως συνήθως, και έτσι δεν ακούσαμε τις σειρήνες. Οι εθελοντές της
βάρδιας δεν είχαν ενημερωθεί για την παρουσία μας. Έφυγαν λοιπόν με τις αντλίες και εμείς
συνεχίσαμε τον ύπνο μας μέχρι το άλλο πρωί, και μόνο τότε μάθαμε τι είχε γίνει. Τους υποσχεθήκαμε
πως θα ήμαστε μαζί τους στην επόμενη πυρκαγιά και αυτοί συμφώνησαν. Είχαμε κιόλας βρει ένα
φορτηγό να μεταφέρει εμάς και τη μοτοσικλέτα στο Σαντιάγο δύο μέρες αργότερα, σε καλή τιμή, υπό
την προϋπόθεση πως θα δίναμε ένα χέρι να φορτωθούν στο καμιόνι τα έπιπλα που θα κουβαλούσε.
Ήμαστε πολύ δημοφιλές δίδυμο και είχαμε πάντα κάτι να κουβεντιάσουμε με τους εθελοντές και τις
κόρες του υπευθύνου του στρατώνα, και έτσι οι δύο μέρες στο Λος Άνχε-λες... πέταξαν. Μπροστά
στα μάτια μου, που βάζουν σε τάξη και μεταβάλλουν τα περασμένα σε αναμνήσεις, κάθε φορά που
φέρνω στο νου μου αυτή την κωμόπολη περνούν οι φλόγες μιας πυρκαγιάς. Ήταν η τελευταία μέρα
της παραμονής μας με τους φίλους μας και, ύστερα από παρατεταμένες σπονδές, ενδεικτικές της
καλής ψυχολογικής κατάστασης στην οποία ήταν καθώς μας αποχωρίζονταν, χωθήκαμε κάτω από τις
κουβέρτες για να κοιμηθούμε, όταν ήχη-
σαν οι σειρήνες που καλούσαν τους εθελοντές της νυχτερινής βάρδιας να συγκεντρωθούν. Η αιώρα
έπεσε κάτω από τη φόρα του Αλμπέρτο να σηκωθεί. Πήραμε θέση, με όλη τη σοβαρότητα που
απαιτούσε η περίσταση, στο πυροσβεστικό όχημα που έφερε το όνομα «Χιλή-Ισπανία»* και βγήκε
σαν αστραπή χωρίς να τρομάξει κανέναν με το ουρλιαχτό της σειρήνας του- ήταν κάτι τόσο
συνηθισμένο, τίποτα το παράξενο.
Ένα σπίτι από ξύλο και αργιλόχωμα ταρακουνιόταν σε κάθε ρίψη νερού πάνω στο φλεγόμενο
σκελετό του, ενώ ο στυφός καπνός του ξύλου αψηφούσε τη στωική δουλειά των πυροσβεστών, που,
ανάμεσα σε γέλια και καλαμπούρια, προστάτευαν τα διπλανά σπίτια με ρίψεις νερού και άλλα μέσα.
Από τη μοναδική μεριά που δεν είχαν ακόμα αγγίξει οι φλόγες, ακουγόταν το κλαψούρισμα ενός
γάτου. Τρομοκρατημένος από τη φωτιά, περιοριζόταν στα νιαουρίσματα, χωρίς να τολμάει να βγει
από το μικρό πέρασμα που είχε απομείνει ελεύθερο. Ο Αλμπέρτο είδε τον κίνδυνο, τον υπολόγισε με
μια ματιά και κατόπιν ξεπέρασε με ένα πήδημα τα είκοσι εκατοστά φλόγες και παρέδωσε στους
νοικοκύρηδες τη ζωή που κινδύνευε. Ενώ δεχόταν ενθουσιώδη συγχαρητήρια για το κατόρθωμα του,
τα μάτια του έλαμπαν από ευχαρίστηση κάτω από το τεράστιο κράνος που του είχαν δανείσει.
Μα όλα έχουν ένα τέλος και τελικά αποχαιρετήσαμε και
* Σχεδόν όλες οι πυροσβεστικές μονάδες στη Χιλή έχουν μια αδελφή πόλη ή χώρα, στην περίπτωση αυτή την Ισπανία.
το Λος Άνχελες. Ο Μικρός Τσε* και ο Μεγάλος Τσε* (ο Αλμπέρτο και εγώ), πολύ σοβαροί και
συγκινημένοι, σφίγγαμε τα τελευταία φιλικά χέρια, ενώ το καμιόνι ξεκινούσε προς το Σαντιάγο,
κουβαλώντας στη δυνατή του ράχη το πτώμα της Ποδερόοα II.
Ήταν Κυριακή όταν φτάσαμε στην πρωτεύουσα. Το πρώτο που κάναμε ήταν να πάμε στο συνεργείο
της Όστιν -είχαμε ένα συστατικό γράμμα για το αφεντικό-, αλλά μας περίμενε μια δυσάρεστη
έκπληξη: ήταν κλειστό. Τελικά, καταφέραμε να πείσουμε το φύλακα να μας επιτρέψει να αφήσουμε
τη μοτοσικλέτα και ύστερα γυρίσαμε στη δουλειά για να πληρώσουμε ένα μέρος του ταξιδιού με τον
ιδρώτα του προσώπου μας.
Η μετακόμιση παρουσίασε διαφορετικές όψεις. Η πρώτη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα: δύο κιλά
σταφύλια που τα καταβροχθίσαμε απνευστί, βοηθούμενοι και από την απουσία των νοικοκυραίων. Η
δεύτερη, η άφιξη τους, σήμαινε πως η δουλειά έγινε πιο κοπιαστική. Η τρίτη ήταν η διαπίστωση του
Α\μπέρτο πως ο βοηθός του φορτηγατζή παρατήταν φιλότιμος: ο καημένος κέρδισε όλα τα
στοιχήματα που είχαμε βάλει μεταφέροντας μόνος του περισσότερα έπιπλα από ό,τι οι δυο μας και ο
νοικοκύρης μαζί (αυτός πια έκανε το κορόιδο αναιδέστατα).
Με ύφος κάθε άλλο παρά φιλικό -του το συγχωρήσαμε
* Μικρό Τσε αποκαλούν τον Αλμπέρτο, που ήταν κοντός, και Μεγάλο Τσε τον Ερνέστο, που ήταν πολύ ψηλότερος. (Σ.τ.Ε.)
επειδή ήταν Κυριακή- έφτασε ο πρόξενος, που τον είχαμε ξετρυπώσει στην τύχη από το οίκημα όπου
βρίσκονταν τα γραφεία του, και μας διέθεσε ένα μέρος να κοιμηθούμε στην εσωτερική αυλή. Αφού
μας έβγαλε έναν φιλιππικό για τις υποχρεώσεις μας ως πολιτών και κάτι τέτοια, έφτασε στο
αποκορύφωμα της γενναιοδωρίας του προσφέροντας μας διακόσια πέσος, που εμείς τα αρνηθήκαμε
με αξιοπρεπή ευθι-ξία. Αν μας τα είχε δώσει τρεις μήνες αργότερα, θα ήταν διαφορετικά, αλλά εκείνη
τη φορά τη γλίτωσε.
Το Σαντιάγο μοιάζει λίγο ως πολύ με την Κόρδοβα. Οι ρυθμοί πολύ γρήγοροι, το κυκλοφοριακό
εντονότερο, αλλά οι κατασκευές, οι δρόμοι, το κλίμα, ακόμα και τα πρόσωπα του κόσμου θυμίζουν
την πόλη μας. Δεν μπορέσαμε να το γνωρίσουμε καλά, επειδή μείναμε λίγες μέρες και είχαμε αρκετές
διαδικασίες να τακτοποιήσουμε προτού φύγουμε.
Ο Περουβιανός πρόξενος δε μας έδινε βίζα χωρίς συστατική επιστολή του Αργεντινού συναδέλφου
του, και αυτός αρνιόταν να μας εφοδιάσει με μία, γιατί έλεγε πως ήταν πολύ δύσκολο να φτάσουμε
με μοτοσικλέτα και πως θα έπρεπε να ζητήσουμε βοήθεια καθ' οδόν, περνώντας από την πρεσβεία (το
αγγελούδι δεν ήξερε πως η μοτοσικλέτα μάς είχε τελειώσει)· στο τέλος, μας έδωσαν τη βίζα για το
Περού, αφού πληροίσαμε πρώτα τετρακόσια χιλιανά πέσος, που για μας ήταν ένα γερό ποσό.
Εκείνες τις μέρες βρισκόταν στο Σαντιάγο η ομάδα υδατοσφαίρισης από τη Σουκία της Κόρδοβα·
ήμαστε φίλοι με πολλά από τα παιδιά. Πήγαμε να τους κάνουμε επίσκεψη αβροφροσύνης ενώ έδιναν
έναν αγώνα και στήσαμε στα γρήγορα ένα χιλιανό φαγοπότι του τύπου «φάε λίγο ψωμάκι, φάε λίγο
τυράκι, πιες λίγο κρασάκι», ώσπου στο τέλος σηκώνεσαι -αν τα καταφέρεις- καταπονώντας τους μυς
σου. Την επομένη βρεθήκαμε στο λόφο της Σάντα Λουσία, μια βραχώδη προεξοχή στο κέντρο της
πόλης με τη δική της ιστορία. Είχαμε επιδοθεί μετά μανίας στη φωτογράφιση της πόλης, όταν
εμφανίστηκε το καραβάνι των υδατοσφαιρι-στών, που το συνόδευαν μερικές καλλονές από τους
οπαδούς της ομάδας που τους φιλοξενούσε. Οι καημένοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Δεν ήξεραν αν
έπρεπε να μας συστήσουν «στις κομψές κυρίες της υψηλής χιλιανής κοινωνίας», όπως έκαναν τελικά,
ή να προσποιηθούν ότι δε μας γν(όριζαν (θυμηθείτε την ανορθόδοξη αμφίεση μας). Κατάφεραν να
ξεπεράσουν το λεπτό σημείο και φέρθηκαν πολύ φιλικά. Τόσο φιλικά όσο μπορούσαν να φερθούν
άνθρωποι που ανήκαν σε τόσο διαφορετικούς κόσμους, όπως εμείς και αυτοί σ' εκείνη τη
συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας μας.
Τελικά, έφτασε η μεγάλη μέρα κατά την οποία δύο δάκρυα κύλησαν συμβολικά στα μάγουλα του
Αλμπέρτο καθώς δίναμε το στερνό χαίρε στην Ποδερόσα, που έμεινε παρατημένη στην αποθήκη, ενώ
εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι προς το Βαλπαραΐσο, σ' ένα μαγευτικό ορεινό δρόμο -ό,τι πιο ωραίο
μπορεί να προσφέρει ο πολιτισμός σαν εναλλακτική λύση στα θαύματα της φύσης (διάβαζε «που δεν
τα έχει καταστρέψει το ανθρώπινο χέρι»)-, μέσα σε ένα φορτηγό που άντεχε το βάρος της παρουσίας
μας.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο προσπαθώντας να ανεβεί σης Άνδεις της Αργεντινής, κοντά στο Σαν Μαρτίν των Άνδεων.
Φωτογραφία τον Ερνέστο Γκεβάρα, Ιανουάριος 1952.
«Αφού παίξαμε για λίγο με το χιόνι που στεφάνωνε την κορυφή, αρχίσαμε την κατάβαση... Ο Αλμπέρτο έχασε τα γυαλιά
του και το παντελόνι μου είχε γίνει κουρέλια».

ίδιο ψωμί που μας φάνηκε τόσο ακριβό τούτη τη στιγμή θα ήταν πολύ φτηνό όταν θα
απομακρυνόμασταν προς το Βορρά- και συνεχίσαμε να κατηφορίζουμε το δρόμο. Ο Αλμπέρ-το ηταν
εμφανώς κατάκοπος, ενώ εγώ, χωρίς να δείχνω την κούραση μου, ένιωθα όπως αυτός. Όταν φτάσαμε
λοιπόν σε ένα γκαράζ φορτηγών, αιφνιδιάσαμε τον επιστάτη με μια σωστή παράσταση τραγωδίας:
του διηγηθήκαμε πολύ πα-ρασιατικά τα παθήματα μας σε όλο το δρόμο από το Σα-ντιάγο ως εκεί. Ο
γέροντας μας άφησε να κοιμηθούμε πάνω σε κάτι ξύλινες τάβλες συντροφιά με κάποια πολύ
ενοχλητικά παράσιτα. Τουλάχιστον είχαμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας. Το πήραμε απόφαση
να κοιμηθούμε όπως και να είχαν τα πράγματα. Φυσικά, το νέο της άφιξης μας έφτασε στα αφτιά
ενός συμπατριώτη που έμενε στο διπλανό πανδοχείο και ο οποίος έσπευσε να μας φωνάξει για να μας
γνωρίσει. Μια γνωριμία στη Χιλή σημαίνει πρόσκληση για φιλοξενία και κανένας από τους δύο δεν
είχε την πολυτέλεια να αρνηθεί τέτοιο μάννα εξ ουρανού. Ο συμπατριώτης μας φάνηκε βαθιά
επηρεασμένος από το πνεύμα της αδελφής γης και, συνεπώς, ο ενθουσιασμός μας ήταν μεγάλος.
Πήγαινε καιρός που δεν είχα φάει ψάρι, το κρασί ήταν καλό και ο οικοδεσπότης μας πολύ
συμπαθητικός. Φάγαμε καλά λοιπόν και αυτός μας κάλεσε στο σπίτι του για την επομένη.
Η «Τζοκόντα» άνοιξε νωρίς τις πόρτες της. Απολαύσαμε το ματέ μας, κουβεντιάζοντας με τον
ιδιοκτήτη, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το ταξίδι μας. Ύστερα ξεκινήσαμε για να γνωρίσουμε
την πόλη. Το Βαλπαραΐσο είναι πολύ γραφικό, χτισμένο στην άκρη της παραλίας και με θέα σ' ένα
μεγάλο κόλπο. Αναπτύχθηκε σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές των βουνών που καταλήγουν στη
θάλασσα. Η παράξενη αρχιτεκτονική των σπιτιών, με τις κλιμακωτές στέγες από λαμαρίνα που
αναπτύσσονται σε παράλληλες σειρές και επικοινωνούν μεταξύ τους με ανεμοδαρμένες σκάλες και
σκοινιά, έχει την ομορφιά μουσείου εκκεντρικοτήτων χάρη στην αντίθεση που δημιουργούν τα
διάφορα χρώματα των σπιτιών, που μπλέκονται με το σκούρο μπλε του λιμανιού. Ανηφορίζουμε τα
βρόμικα σκαλοπάτια με υπομονή, χώνουμε τη μύτη μας παντού, κουβεντιάζουμε με τους ζητιάνους
που αφθονούν ακούμε την καρδιά της πόλης, τα μιάσματα που μας ελκύουν. Τα ορθάνοιχτα
ρουθούνια μας αιχμαλωτίζουν την αθλιότητα με σαδιστικό ζήλο.
Μπήκαμε σε σκάφη στο μόλο για να δούμε αν θα σάλπαρε κανένα για τη Νήσο του Πάσχα, αλλά τα
νέα ήταν αποθαρρυντικά, δεδομένου ότι δε θα πήγαινε κανένα προς τα. εκεί για τουλάχιστον έξι
μήνες. Μαζέψαμε αόριστες πληροφορίες για τις αεροπορικές πτήσεις, που γίνονταν μία φορά το
μήνα.
Η Νήσος του Πάσχα! Η φαντασία σταματάει την πτήση της και αρχίζει να κάνει γύρους: «Εκεί κάτω
το να έχει μια γυναίκα αρραβωνιαστικό με λευκό δέρμα είναι τιμή». «Εκεί ούτε λόγος για δουλειά- οι
γυναίκες τα φροντίζουν όλα. Εσύ τρως, κοιμάσαι και καλοπερνάς». Τι θαυμαστός τόπος! Όλα
ιδανικά: κλίμα, γυναίκες, τροφή, δουλειά (ακόμα και μέσα στη γαλήνια ανυπαρξία της). Γιατί να μη
σταματήσουμε εκεί για κανένα χρόνο; Τι σημασία έχουν οι σπουδές, το χρήμα, η οικογένεια;... Από
έναν πάγκο, ένας τεράστιος αστακός μάς κλείνει το μάτι και πάνω από τα φύλλα μαρουλιού, που του
χρησιμεύουν για κρεβάτι, μας λέει με όλο του το είναι: «Είμαι από τη Νήσο του Πάσχα. Εκεί το
κλίμα είναι φανταστικό, φανταστικές και οι γυναίκες...»
Στην πόρτα της «Τζοκόντα» περιμένουμε υπομονετικά να μας δώσει ίχνη ζωής ο συμπατριώτης μας-
ο ιδιοκτήτης μάς κάλεσε να μπούμε μέσα για να μη μας χτυπάει ο ήλιος, και αμέσως μετά μας
πρόσφερε ένα από τα θεσπέσια πιάτα του, σούπα και τηγανητό ψάρι. Κανένα νέο από το
συμπατριώτη μας όσο καιρό μείναμε στο Βαλπαραΐ'σο, αλλά αντ' αυτού πιάσαμε φιλίες με τον
ταβερνιάρη. Ήταν παράξενος τύπος, ράθυμος και πολύ συμπονετικός απέναντι στη σάρα και τη μάρα
που πλησίαζε την πόρτα. Ταυτόχρονα, απαιτούσε από τους κανονικούς του πελάτες να πληρώνουν
χρυσάφι τις βρομιές που τους σέρβιρε στο μαγαζί του. Τις μέρες που μείναμε εκεί δεν πληρώσαμε
δεκάρα και μας περιποιήθηκε με το παραπάνω- σήμερα εσύ, αύριο εγώ... ήταν το σλόγκαν του - όχι
τόσο πρωτότυπο, αλλά σαφές, χωρίς αμφιβολία.
Προσπαθούσαμε να έρθουμε σε απευθείας επαφή με τους γιατρούς του Πετροουέ, αλλά αυτοί μόλις
γύριζαν από τις δραστηριότητες τους και, μην έχοντας καιρό για χάσιμο, δε μας παραχωρούσαν ούτε
μία τυπική συνάντηση- ωστόσο τους είχαμε εντοπίσει και εκείνο το απόγευμα χωριστήκαμε: ο
Αλμπέρτο τους ακολούθησε και εγώ πήγα να δω μια ασθματική γερόντισσα, πελάτισσα της
«Τζοκόντα». Τη λυ-πόσουν την καψερή, το δωμάτιο της βρομούσε ιδρωτΐλα, ποδαρίλα και σκόνη
από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε
και από καρδιακή ανεπάρκεια.
Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά
στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία
ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το
ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή. Το ζήτημα είναι πως
στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια
ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας,
μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος,
στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή
γι' αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν. Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των
οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του
προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση
συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί
γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει. Ως πότε θα
συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις;
Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν
λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα,
πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη· της
γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και α-ντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν
μείνει μερικές δρα-μαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω, με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της
γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών.
Ο Αλμπέρτο είχε εντοπίσει τους γιατρούς. Την άλλη μέρα στις εννιά πρέπει να βρισκόμαστε στο
νοσοκομείο. Στο μεταξύ, στο βρομερό δωμάτιο της «Τζοκόντα», που λειτουργεί σαν κουζίνα,
τραπεζαρία, πλυσταριό, παχνί και ουρητήριο για γάτες και σκύλους, έχει συγκεντρωθεί μια
εξαιρετικά ετερογενής παρέα. Ο ταβερνιάρης, με τη δική του φιλοσοφία περί ζωής, η δόνια
Καρολίνα, γριά, κουφή και εξυπηρετική, που με το τρίψιμο είχε κάνει το μπρίκι μας για το ματέ να
λάμπει σαν καινούριο, ένας ιθαγενής μεθυσμένος και διανοητικά καθυστερημένος, με όψη
εγκληματική, δύο ομοτράπεζοι σχετικά φυσιολογικοί, και το αστέρι της συγκέντρωσης, η δόνια
Ροσΐτα, μια γριά θεοπάλαβη. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ένα μακάβριο γεγονός, του οποίου
η Ροσίτα υπήρξε αυτόπτης μάρτυς. Φαίνεται πως ήταν η μόνη που είδε έναν άντρα με ένα τεράστιο
μαχαίρι να σκοτώνει τη δυστυχή γειτόνισσα της.
«Και φώναζε η γειτόνισσα σου, δόνια Ροσίτα;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς! Αν ούρλιαζε, λέει! Την έγδερνε ζωντανή! Και δεν ήταν μόνο αυτό·
υστέρα την κουβάλησε στην παραλία και την πέταξε στην ακροθαλασσιά για να την πάρει το νερό. Α,
τα ουρλιαχτά της σου ξέσκιζαν την καρδιά, κύριε μου. Που να βλέπατε!»
«Γιατί δεν ειδοποίησες την αστυνομία, δόνια Ροσίτα;»
«Να κάνει τι; Θυμάσαι όταν μαχαίρωσαν την ξαδέρφη σου; Ε, πήγα να το καταγγείλω στην
αστυνομία και μου είπαν πως είμαι τρελή, να σταματήσω τις παλαβομάρες γιατί θα με ξανάκλειναν
μέσα... Για σκέψου! Εγώ δεν ξαναλέω τίποτα σε αυτούς τους ανθρώπους».
Μετά από λίγο η συζήτηση γυρνάει στον «απεσταλμένο του Θεού», έναν τύπο που χρησιμοποιεί τις
ικανότητες που του χάρισε ο Θεός για να γιατρεύει την κουφαμάρα, τη βουβαμάρα, την παράλυση
και τα λοιπά, και ύστερα βγάζει το δίσκο. Φαίνεται πως η επιχείρηση δεν πάει άσχημα. Έχει
αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα, ο κόσμος τον πιστεύει, ενώ με αυτά που έβλεπε η δόνια Ροσίτα
γελούσαν όλοι του καλού καιρού.
Η υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι γιατροί δεν ήταν από τις πιο θερμές. Ωστόσο πετύχαμε το σκοπό
μας, αφού μας έδωσαν μια συστατική επιστολή για τον Μολίνας Λούκο, το δήμαρχο του
Βαλπαραίσο. Αφού μας αποχαιρέτησαν με κάθε δυνατή επισημότητα, πήγαμε στο δημαρχείο. Η
εμφάνισή μας έκανε κακή εντύπωση στον κλητήρα που μας υποδέχτηκε στην πόρτα, αλλά είχε πάρεν
εντολή να μας αφήσει να περάσουμε.
Ο γραμματέας μάς έδειξε ένα αντίγραφο της επιστολής που είχαν στείλει σε απάντηση της δικής μας,
στην οποία μας εξηγούσαν το αδύνατο της επιχείρησης, δεδομένου ότι είχε σαλπάρει το μοναδικό
πλοίο για τη Νήσο του Πάσχα και για ένα χρόνο δε θα υπήρχε άλλο. Αμέσως μετά μας οδήγησαν στο
πολυτελές σαλόνι του δόκτορα Μολίνας Λού-κο, ο οποίος μας δέχτηκε ιδιαίτερα εγκάρδια. Έδινε
πάντως την εντύπωση ότι θεωρου'σε τη σκηνή σαν θεατρική παράσταση και έλεγχε τον τόνο της
απαγγελίας του. Ενθουσιάστηκε μόνο όταν βάλθηκε να μιλάει για τη Νήσο του Πάσχα, την οποία
είχε αποσπάσει από τους Εγγλέζους, αποδεικνύοντας πως ανήκε στη Χιλή. Μας σύστησε να δώσουμε
προσοχή σε όσα συνέβαιναν και μας είπε πως την επόμενη χρονιά θα μας πήγαινε ο ίδιος. «Ακόμα
και αν δε βρίσκομαι εκεί, εξακολουθώ να είμαι ο πρόεδρος της Εταιρείας των Φίλων της Νήσου του
Πάσχα», μας είπε σαν μια πνιχτή ομολογία της επικείμενης εκλογικής ήττας του Γκονσάλες Βι-ντέλα.
Καθώς βγαίναμε, ο κλητήρας μάς σύστησε να πάρουμε μαζί μας το σκύλο και, όταν είδε το
εμβρόντητο ύφος μας, μας έδειξε ένα κουτάβι που είχε κάνει την ανάγκη του πάνω στο χαλί της
αίθουσας και δάγκωνε το πόδι μιας καρέκλας. Προφανώς, το σκυλί μάς είχε ακολουθήσει -το είχε
τραβήξει το αγύρτικο σουλουπι μας- και οι θυρωροί το είχαν θεωρήσει σαν άλλο ένα «αξεσουάρ» της
αλλόκοτης εμφάνισής μας. Το σίγουρο είναι πως, μόλις ξεκαθαρίστηκαν οι δεσμοί που το ένωναν
μαζί μας, το άτυχο ζώο το πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. Ωστόσο ήταν μια παρηγοριά να ξέρουμε ότι
υπήρχαν πλάσματα που η καλοπέραση τους εξαρτιόταν από το δικό μας ενδιαφέρον.
Ήμαστε αναγκασμένοι τώρα να αποφύγουμε την έρημο στα βόρεια της Χιλής ταξιδεύοντας διά
θαλάσσης· γι' αυτό απευθυνθήκαμε σε όλες τις εταιρείες ναυσιπλοΐας, ζητώντας να περάσουμε
ελεύθερα από τα λιμάνια του Βορρά. Σε μια από αυτές ο καπετάνιος μάς έταξε να μας πάρει αν
καταφέρναμε να εξασφαλίσουμε από το λιμεναρχείο την άδεια να πληρώσουμε το ταξίδι μας
δουλεύοντας. Όπως ήταν φυσικό, η απάντηση ήταν αρνητική και έτσι ξαναγυρίσαμε στο σημείο όπου
βρισκόμασταν αρχικά. Εκείνη τη στιγμή ο Αλμπέρτο πήρε μια ηρωική απόφαση, που μου την
ανακοίνωσε αμέσως: να μπαρκάρουμε λαθραία σε ένα καράβι και να κρυφτούμε στο αμπάρι.
Μα, για να το καταφέρουμε, έπρεπε να περιμένουμε να πέσει η νύχτα- έπρεπε να πείσουμε το ναύτη
καταστρώματος και να περιμένουμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα. Πήραμε τους σάκους μας -που
παραήταν μεγάλοι για το εγχείρημα- και, αφού αποχαιρετήσαμε με λύπη την παλιοπαρέα,
σκαρφαλώσαμε το κιγκλίδωμα του λιμανιού και, κόβοντας τις γέφυρες, ριχτήκαμε στην περιπέτεια
του θαλασσινού ταξιδιού.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο πάνω στο πλοίο Modesta Victoria, καθώς ταξιδεύει προς τη Χιλή. Φωτογραφία τον Ερνέστο
Γκεβάρα από τη λίμνη Ναονέλ Οναπί; Φεβρουάριος 1952.
«Ένας αδύναμος ήλιος φώτιζε την καινούρια μέρα, τη μέρα της αναχώρησης μας, της αποκοπής μας από το έδαφος της
Αργεντινής. Δεν ήταν εύκολο να φορτώσουμε τη μοτοσικλέτα στο Modesta Victoria, τα καταφέραμε όμως με την
υπομονή μας».

λευε με ατμό. Βγήκε ο ήλιος και εμείς εκεί, να περιμένουμε με τους σάκους στο μόλο. Οι ελπίδες μας
είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, όταν ξεπρόβαλε ο καπετάνιος και μαζί του ένας καινούριος διάδρομος
αποβίβασης, που επισκευάστηκε πρώτα. Υπήρχε πια μόνιμη σύνδεση του San Antonio με τη στεριά.
Εκείνη τη στιγμή, ορμηνεμένοι από το χειριστή, μπήκαμε στο πλοίο λες και ήταν το σπίτι μας,
τρυπώσαμε με τους σάκους μας στο τμήμα του πλοίου που προοριζόταν για τους αξιωματικούς και
κλειστήκαμε σε ένα αποχωρητήριο. Από εκεί και πέρα το μόνο που κάναμε ήταν να λέμε με πνιχτή
φωνή «Συγγνώμη, δεν επιτρέπεται», ή «Κατειλημμένο», τις πέντ' έξι φορές που πλησίασε κάποιος.
Ήταν πια μεσημέρι, είχαμε σαλπάρει πριν από λίγο και η χαρά μας είχε μετριαστεί αισθητά, γιατί το
αποχωρητήριο είχε βουλώσει εδώ και αρκετή ώρα και έβγαζε μια ανυπόφορη δυσοσμία· η δε ζέστη
ήταν αποπνικτική. Ως τη μία ο Α\μπέρτο είχε βγάλει ό,τι είχε και δεν είχε το στομάχι του. Στις πέντε
το απόγευμα, πεθαμένοι από την πείνα -και στ' ανοιχτά πια για τα καλά-, παρουσιαστήκαμε στον
καπετάνιο για να του κάνουμε γνωστό πως ήμαστε λαθρεπιβάτες. Αυτός μάλλον ξαφνιάστηκε που
μας ξαναείδε κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά, για να κάνει σκηνή μπροστά στους αξιωματικούς,
μας έμπηξε τις φωνές, αφού μας έκλεισε εμφανούς το μάτι. «Πιστεύετε ότι για να ταξιδέψετε αρκεί
να χωθείτε στο πρώτο πλοίο που βρίσκετε μπροστά σας; Δε σκεφτήκατε τις συνέπειες;» Η αλήθεια
ήταν πως δεν είχαμε σκεφτεί τίποτα.
Φώναξε το λοστρόμο και του είπε να μας δώσει δουλειά και κάτι να φάμε. Καταβροχθίσαμε τη
μερίδα μας με χαρά, αλλά, όταν πήρα είδηση πως η αγγαρεία που θα έκανα θα ήταν να καθαρίσω το...
γνωστό αποχωρητήριο, το φαΐ μου έπεσε βαρύ. Κατέβαινα βρίζοντας μέσα από τα δόντια μου,
ακολουθούμενος από το κοροϊδευτικό βλέμμα του Αλμπέρτο -αυτός θα καθάριζε πατάτες-, και
ομολογώ πως μπήκα στον πειρασμό να ξεχάσω αυτά που έχουν γραφτεί για τους κανόνες της
συντροφικότητας και να ζητήσω αλλαγή των καθηκόντων. Μα δεν υπάρχει δικαιοσύνη; Αυτός
πρόσθεσε μια γερή δόση σε όλη αυτή τη συγκεντρωμένη βρομιά κι εγώ θα έπρεπε τώρα να την
καθαρίσω!
Αφού κάναμε ευσυνείδητα το χρέος μας, ο καπετάνιος έστειλε να μας φωνάξουν, αυτή τη φορά για
να μας συστήσει να μην πούμε τίποτα για τη συνάντηση μας προτού μπούμε στο καράβι,
προσθέτοντας πως θα έβρισκε τρόπο ώστε να αποφύγουμε τους μπελάδες όταν θα φτάναμε στην
Αντοφαγκάστα, που ήταν ο προορισμός του πλοίου. Για να κοιμηθούμε, μας παραχώρησε την
καμπίνα ενός αξιωματικού που βρισκόταν σε άδεια και εκείνο το βράδυ μάς κάλεσε στην καμπίνα
του να παίξουμε κανάστα και να πιούμε κανένα ποτήρι παρέα. Ύστερα από έναν καλό ύπνο,
ξυπνήσαμε πεπεισμένοι ότι η παροιμία που λέει «καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω»
ήταν απόλυτα σωστή, και πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά, αποφασισμένοι να πληρώσουμε με τόκο
το κόστος του ταξιδιού μας. Παρ' όλα αυτά, γύρω στο μεσημέρι, είχαμε την εντύπωση πως μας
έβαζαν να δουλεύουμε πολύ εντατικά, και το απόγευμα είχαμε πια βεβαιωθεί πως ήμαστε δυο
κακομοίρηδες του χειρίστου είδους. Σκεφτόμασταν να κοιμηθούμε καλά και να δουλέψουμε λιγότερο
την επομένη, να πλύνουμε και τα λερά μας ρούχα, αλλά ο καπετάνιος μάς κάλεσε και πάλι να
παίξουμε χαρτιά κι έτσι πήγαν χαμένες οι καλές μας προθέσεις.
Ο λοστρόμος, ένας αντιπαθητικός τύπος, χρειάστηκε σχεδόν μια ώρα για να μας ξυπνήσει και να μας
ξαναστείλει να δουλέψουμε. Εμένα με πρόσταξε να καθαρίσω τα πατώματα με κηροζίνη - αγγαρεία
που δε θα τελείωνε ακόμα κι αν δούλευα όλη μέρα. Εκείνος ο κατεργάρης ο Αλμπέρτο, πάντα στην
κουζίνα, έτρωγε περισσότερο και καλύτερα, δίχως να σκοτίζεται για το τι έριχνε στο στομάχι του.
Τη νύχτα, ύστερα από εξουθενωτικές παρτίδες κανάστα, αγναντεύαμε την απέραντη θάλασσα με τις
πρασινόλευκες ανταύγειες, ακουμπισμένοι πλάι πλάι στην κουπαστή, μα μακριά ο ένας από τον
άλλο- ο καθένας πετούσε με το δικό του αεροπλάνο προς τη στρατόσφαιρα του ονείρου. Εκεί
καταλάβαμε πως η κλίση μας, η πραγματική μας έφεση, ήταν να ταξιδεύουμε αιώνια στις στράτες και
στις θάλασσες του κόσμου, διά βίου περίεργοι, παρατηρώντας ό,τι μπορούσε να πέσει στο μάτι- να
οσφραινόμαστε κάθε γωνιά, αλλά πάντα διακριτικά, χωρίς να ριζώνουμε σε καμιά γη, χωρίς να
στεκόμαστε να μελετάμε το υπόβαθρο· μας αρκούσαν τα όρια της περιφέρεια της. Και, ενώ η
συζήτηση μας περιστρεφόταν γύρω από όλα τα θέματα που τρέφονται από τα συναισθήματα που
εμπνέει η θάλασσα, άρχισαν να φέγγουν από μακριά, στα βορειοανατολικά, τα φώτα της Αντο-
φαγκάστα. Ήταν το τέλος της περιπέτειας μας ως λαθρε-πιβατών ή, τουλάχιστον, το τέλος αυτής της
περιπέτειας, μια και το πλοίο θα ξαναγύριζε στο Βαλπαραΐσο.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο (κέντρο) με δύο φύονς από την Κόρδοβα, στη Σάντα Λουσία τον Σανιιάγο της Χιλής.
Φωτογραφία τον Ερνέστο Γκεβάρα, Μάρτιος 1952.
«Την επομένη βρεθήκαμε ατο λόφο της Σάντα Λουσία, μια βραχώδη προεξοχή σιο κέντρο της πόλης με τη δική
της ιστορία. Είχαμε επιδοθεί μετά μανίας στη φωτογράφιση της πόλης, όταν εμφανίστηκε το καραβάνι των
υδατοσφαιριστών αιιό τη Σουκία...»

σειρά, αραδιασμένες η μία μετά την άλλη στη γαληνεμένη θάλασσα. Νιώθαμε καταντροπιασμένοι.
Αργότερα ο ναύτης μάς έλεγε: «Εγώ θα κατάφερνα να τον ξεγελάσω, παιδιά, μα είδε τις
πεπονόφλουδες και άρχισε κάτι βρισιές... Δεν άφησε ούτε τη μάνα του γιου του απέξω. Ο καπετάνιος
είναι παλιοχαρακτήρας, παιδιά». Και μετά (σαν να ντρεπόταν)... «Δεν έπρεπε δα να φάτε τόσα
πεπόνια, παλικάρια μου!»
Ένας από τους συνταξιδιώτες μας από το San Antonio συνόψισε όλη του τη φιλοσοφία σε αυτή την
κομψή φράση: «Κουμπάροι, σας την έφεραν σαν μα... Γιατί δεν παρατάτε τις μα... και να γυρίσετε
στον τόπο σας;» Πράγματι κάτι τέτοιο κάναμε: πήραμε τα μπογαλάκια μας και φύγαμε για την
Τσουκικαμάτα, όπου βρισκόταν το περίφημο ορυχείο χαλκού.
Όμως δεν αρκούσε μία μέρα. Μόνο μία μέρα χρειάστηκε για να ζητήσουμε από τις αρχές του
ορυχείου την άδεια να το επισκεφτούμε, και οι ναυτικοί, ενθουσιώδεις οπαδοί του Βάκχου, μας
αποχαιρέτησαν όπως μας άξιζε.
Ξαπλωμένοι στη λιγοστή σκιά που έριχναν οι στύλοι του ηλεκτρικού, στην αρχή του χωματόδρομου
που οδηγούσε στο ορυχείο, περάσαμε ένα μεγάλο μέρος της μέρας ανταλλάσσοντας κάθε τόσο μια
κραυγή περνώντας από τον ένα στύλο στον άλλο, ώσπου φάνηκε στην άκρη του μονοπατιού το
φορτηγάκι που θα μας πήγαινε ασθμαίνοντας το μισό δρόμο, ως το χωριό που το έλεγαν Μπακεδάνο.
Εκεί γίναμε φίλοι με ένα ζευγάρι Χιλιανών εργατών που ηταν κομουνιστές.* Στο φως ενός κεριού
που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπα-σμένα χαρακτηριστικά
του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του
λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρεις μήνες που πέρασε στη φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον
είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα,
για την ανώφελη περιπλάνηση του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν
μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτουριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η
ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμμένη κουβέρτα να
σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από
την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο
αδελφωμέ-νος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος...
Στις οχτώ το πρωί βρήκαμε ένα φορτηγό που θα μας πήγαινε ως το χωριό Τσουκικαμάτα, και έτσι
χωρίσαμε με το ζευγάρι, που θα πήγαινε στο μεταλλείο θείου στην Κορδι-λιέρα - έναν τόπο όπου το
κλίμα είναι από τα χειρότερα και
* Το Κομουνιστικό Κόμμα Χιλής τέθηκε εκτός νόμου και πολλά μέλη διώχτηκαν σε εφαρμογή του λεγόμενου Νόμου για την Προστασία
της Δημοκρατίας (1948-1958).
οι συνθήκες ζωής τόσο δύσκολες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρτα εργασίας ούτε ελέγχουν τα πολιτικά
σου φρονήματα. Το μόνο που μετράει είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο εργάτης πάει να
καταστρέψει τη ζωή του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα ψίχουλα που του επιτρέπουν να επιβιώσει.
Παρόλο που οι σιλουέτες του άτυχου ζευγαριού χάνονταν στην απόσταση που μας χώριζε,
συνεχίζαμε να διακρίνουμε το προφίλ του άντρα -παράξενα αποφασιστικό- και θυ-μόμασταν την
ειλικρινή του πρόσκληση: «Ελάτε, σύντροφοι, ελάτε να φάμε μαζί, κι εγώ αργόσχολος είμαι», με την
οποία μας έδειχνε κατά βάθος την περιφρόνηση του για τον παρασιτισμό που έβλεπε στη δίχως νόημα
περιπλάνηση μας.
Στ' αλήθεια, είναι κρίμα που πάρθηκαν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τέτοιων ανθρώπων. Αν
αφήσουμε κατά μέρος τον κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύει ή όχι για τον υγιή βίο ενός
συνόλου, το «σκουλήκι του κομουνισμού», που είχε επωαστεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια
φυσική επιθυμία για κάτι καλύτερο, μια διαμαρτυρία κατά της χρόνιας πείνας, που την εξέφραζε με
την αγάπη του προς αυτή την ξένη θεωρία, την ουσία της οποίας δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει,
μα που η απλή της μετάφραση στο «ψωμί για τον φτωχό» ήταν έννοια του χεριού του και επιπλέον
τον γέμιζε με ελπίδα.
Και να τα αφεντικά, ξανθοί και ικανοί διαχειριστές, που σε τόνο ενοχλημένο και αλαζονικό μάς είπαν
με τα σπασμένα ισπανικά τους: «Εδώ δεν είναι μέρος τουριστικό, θα σας δώσουμε έναν οδηγό που θα
σας δείξει τις εγκαταστάσεις μέσα σε μισή ώρα και υστέρα θα μας κάνετε τη χάρη να μη μας
ενοχλήσετε άλλο, γιατί έχουμε δουλειά». Η απεργία ήταν στα σκαριά. Και ο οδηγός, πιστός σκύλος
των Γιάνκηδων αφεντικών, μας είπε: «Τι ηλίθιοι αυτοί οι γκρίν-γκο! Χάνουν χιλιάδες πέσος τη μέρα
σε μια απεργία για να μη δώσουν λίγα ψιλά παραπάνω στο φτωχό εργάτη. Μα, όταν θα 'ρθει ο
στρατηγός μου στα πράγματα, ο Ιμπάνιες, όλα αυτά θα τελειώσουν».* Και ο επιστάτης-ποιητής:
«Αυτές εδώ είναι οι περίφημες λαξευμένες αναβαθμίδες που επιτρέπουν την πλήρη εξόρυξη των
κοιτασμάτων χαλκού. Πολλοί σαν κι εσάς με ρωτούν ένα σωρό τεχνικά πράγματα, αλλά είναι σπάνιο
να θέλουν να μάθουν πόσες ζωές κόστισαν δε θα ήξερα να σας απαντήσω. Πάντως σας ευχαριστώ για
την ερώτηση, κύριοι γιατροί».
Η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο,
ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας από
την άλλη. Μα, ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα ένας μεταλλωρύχος να πάρει την αξίνα του με χαρά και να
πάει πρόθυμα και ενσυνείδητα να δηλητηριάσει τα πνευμόνια του. Λένε πως έτσι γίνεται εκεί από
όπου προέρχεται η κόκκινη φλόγα που φωτίζει τον κόσμο- έτσι λένε. Εγώ δεν το ξέρω.
* Ο Κάρλος Ιμπάνιες δελ Κάμπο διαχέλεσε πρόεδρος της Χιλής από το 1952 ως το 1958. Ήταν ένας λαϊκιστής που υποσχόταν να
νομιμοποιήσει το Κομουνιστικό Κόμμα.

άψυχα μπράτσα των μηχανικών φτυαριών να κατασπαράξουν τα σωθικά τους με το συνηθισμένο


καρύκευμα από ανθρώπινες ζωές· τις ζωές των φτωχών, ξεχασμένων ηρώων αυτής της μάχης, που
πεθαίνουν άθλια πιασμένοι σε κάποια από τις χίλιες παγίδες τις οποίες στήνει η φύση για να
προστατεύσει τους θησαυρούς της, χωρίς άλλο ιδανικό πέρα από την εξασφάλιση του επιουσίου.
Η Τσουκικαμάτα αποτελείται κυρίως από ένα βουνό πλούσιο σε χαλκό, που ο τεράστιος όγκος του
είναι αυλακωμένος από αναβαθμίδες ύψους είκοσι μέτρων, από όπου το εξορυσσόμενο μετάλλευμα
μεταφέρεται εύκολα με βαγονέτα. Η διαμόρφωση της φλέβας είναι τέτοια, που η εξόρυξη γίνεται στο
ύπαιθρο, επιτρέποντας κατ' αυτό τον τρόπο τη βιομηχανική εκμετάλλευση του κοιτάσματος,
περιεκτικότητας ένα τοις εκατό σε χαλκό ανά τόνο μεταλλεύματος. Κάθε πρωί μεγάλες ποσότητες
δυναμίτη τινάζουν το βουνό και μεγάλα μηχανικά φτυάρια μαζεύουν το υλικό, που μεταφέρεται με το
τρενάκι ως τους μύλους που το κονιορτοποιούν. Αυτό γίνεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις, που
μεταβάλλουν το υλικό σε τεμάχια μεσαίων διαστάσεων. Κατόπιν, το λουτρό σε ένα διάλυμα θειώδους
οξέος αποσπά το χαλκό υπό μορφή θειικού άλατος, σχηματίζει και το χλωριούχο χαλκό, ο οποίος,
ερχόμενος σε επαφή με σιδηρούχο σκόνη, μεταβάλλεται σε χλωριούχο σίδηρο. Στη συνέχεια το υγρό
μεταφέρεται στο επονομαζόμενο «πράσινο σπίτι», όπου το διάλυμα του θειικού χαλκού περνάει σε
μεγάλα δοχεία και υποβάλλεται για μια βδομάδα σε τάση των τριάντα βολτ, που προκαλεί την
ηλεκτρόλυση του άλατος, ενώ ο χαλκός μένει προσκολλημένος σε λεπτές πλάκες από το ίδιο μέταλλο
που είχαν σχηματιστεί προηγουμένως σε άλλες δεξαμενές με πιο πλούσια διαλύματα. Ύστερα από
πέντ' έξι μέρες, η πλάκα είναι έτοιμη για λιώσιμο- το διάλυμα έχει χάσει οχτώ ως δέκα γραμμάρια
θειικού άλατος ανά λίτρο και έχει εμπλουτιστεί με την επαφή με καινούριες ποσότητες αλεσμένου
υλικού. Οι πλάκες που έχουν σχηματιστεί με αυτό τον τρόπο τοποθετούνται σε φούρνους, όπου για
δώδεκα ώρες γίνεται η τήξη στους δύο χιλιάδες βαθμούς Κελσίου και μετατρέπονται σε ράβδους
βάρους τριακοσίων πενήντα λιμπρών. Κάθε βράδυ κατηφορίζει στην Αντοφαγκάστα μια πομπή από
σαράντα πέντε βαγόνια, που το καθένα μεταφέρει πάνω από είκοσι τόνους χαλκό, το αποτέλεσμα του
μόχθου της μέρας.
Αυτή είναι εν συντομία και πολύ πρόχειρα εξηγημένη η διαδικασία της επεξεργασίας που συντηρεί
στην Τσουκι-καμάτα έναν πληθυσμό τριών περίπου χιλιάδων ψυχών. Όμως έτσι εξάγεται μόνο το
μετάλλευμα σε μορφή οξειδίου. Η Τσίλε Εξπλορέισιον Κόμπανι χτίζει μια άλλη μονάδα για την
εκμετάλλευση του μεταλλεύματος σε θειούχο μορφή. Η καινούρια μονάδα, η πιο μεγάλη του κόσμου
στο είδος της, έχει δύο τσιμινιέρες ύψους ενενήντα μέτρων και θα απορροφάει σχεδόν όλη την
παραγωγή των προσεχών ετών, ενώ η παλιά θα λειτουργεί περιορισμένα, επειδή τα κοιτάσματα του
μετάλλου σε μορφή οξειδίου εξαντλούνται. Για να καλυφθεί η δαπάνη του νέου χυτηρίου,
συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο στοκ ακατέργαστου υλικού, που η κατεργασία του θα αρχίσει από το
1954, έτος έναρξης της λειτουργίας του εργοστασίου.
Η Χιλή αντιπροσωπεύει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού και, σε αυτή την περίοδο της
αβεβαιότητας -που αυτό το υλικό έχει αποκτήσει ζωτική σημασία γιατί είναι αναντικατάστατο για
μερικά όπλα-, ξέσπασε στη χώρα μια οικονομικοπολιτική διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της
εθνικοποίησης των μεταλλείων, που συγκεντρώνουν μερικές οργανώσεις της Αριστεράς και των
Εθνικοφρόνων, και αυτών οι οποίοι, βασισμένοι στα ιδανικά της ελεύθερης επιχειρηματικής
δραστηριότητας, υποστηρίζουν ότι είναι προτιμότερο ένα καλά διοικούμενο ορυχείο (έστω και σε
ξένα χέρια) από την αβέβαιη κρατική διαχείριση. Είναι βέβαιο πως στο Κογκρέσο διατυπώθηκαν
σοβαρές κατηγορίες εναντίον εταιρειών που εκμεταλλεύονται τις παραχωρήσεις που γίνονται-
σύμπτωμα ενός κλίματος εθνικιστικών επιδιώξεων πάνω οτην παραγωγή. Όποιο και αν είναι το
αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης, καλό θα είναι να μην ξεχαστεί το μάθημα που μας έδωσαν τα
νεκροταφεία των μεταλλω-ρυχείων, στα οποία είναι θαμμένος ένας μικρός μόνο αριθμός από τους
αμέτρητους ανθρώπους που χάθηκαν από τις κατολισθήσεις, το πυρίτιο και το απαίσιο κλίμα του
βουνού.

Στο δρόμο από το Ταρατά προς το Πούνο, στο Περού. (Ο F.pveaio είναι τρίτος από αριστερά.) Φωτογραφία τον
Αλμπέρτο Γκρανάδο, 25 Μαρτίου 1952.
«Η εικόνα που δίναμε πίνοντας το παράξενο αφέψημα μας θα πρέπει να ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για τους
ιθαγενείς όσο ήταν και για εμάς τα ρούχα τους· βλέπεις, δεν πέρασε στιγμή που να μη μας πλησιάσουν για να
ρωτήσουν, με τα σπασμένα ισπανικά τους, γιατί βάζαμε νερό οε αυτό το περίεργο κατασκεύασμα».

ΑΓΟΝΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ
ΤίίΡΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΧΑΣΕΙ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ ΜΑΣ, ΤΟ ΪΓΑ
διεισδύσουμε με τα πόδια σε αυτή την έρημο γινόταν ακόμα δυσκολότερο. Κι όμως, εμείς πήραμε το
δρόμο χωρίς να λογαριάσουμε το παραμικρό, αφήνοντας πίσω μας την πύλη με την μπάρα που
δείχνει τα όρια της Τσουκικαμάτα. Το βήμα μας ήταν αθλητικό για όσο μπορούσαν να μας φτάσουν
τα βλέμματα των κατοίκων της πόλης, μα ύστερα η απύθμενη μοναξιά των φαλακρών Άνδεων, ο
ήλιος που έπεφτε σαν πυρωμένο μέταλλο στα κεφάλια μας, το κακομοι-ρασμένο βάρος των σακιδίων,
που τα είχαμε δέσει με το χειρότερο τρόπο, μας επανέφεραν στην πραγματικότητα. Το μέχρι ποίου
σημείου ήταν «ηρωική» η επιχείρηση μας, όπως το είχε διατυπώσει ένας χωροφύλακας, μας διέφευγε,
αλλά αρχίζαμε να υποπτευόμαστε, και πιστεύω πολύ σωστά, ότι η κατάλληλη λέξη μάλλον ήταν το
επίθετο «ηλίθια».
Αφού κάναμε πορεία δύο ωρών, περίπου δέκα χιλιόμετρα, σταματήσαμε κάτω από μια πινακίδα που
έδειχνε κι εγώ δεν ξέρω τι* το μόνο που μπορούσε μόλις και μετά βίας να μας προσφέρει ήταν
κάποια προστασία από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Μείναμε εκεί όλη τη μέρα, αλλάζοντας κάθε
τόσο θέση ώστε να πέφτει λίγος ίσκιος στα μάτια μας τουλάχιστον.
Το ένα λίτρο νερό που κουβαλούσαμε τελείωσε γρήγορα και, κατά το σούρουπο, με το λαρύγγι
στεγνό, πήραμε το δρόμο προς το σπιτάκι του φρουρού της πύλης, στα όρια της πόλης, εντελώς
εξουθενωμένοι.
Περάσαμε τη νύχτα εκεί, μέσα στο καμαράκι, όπου μια αρκετά ζωηρή φωτιά διατηρούσε μια
ευχάριστη θερμοκρασία παρά το κρύο που επικρατούσε έξω. Ο φρουρός, φιλόξενος, όπως φημίζονται
ότι είναι όλοι οι Χιλιανοί, μας πρόσφερε το δείπνο του, φτωχό μετά από νηστεία μιας ολόκληρης
μέρας, αλλά πάντα καλύτερο από το τίποτα.
Την αυγή πέρασε το φορτηγάκι μιας βιοτεχνίας καπνού, που θα μας έφερνε πιο κοντά στον
προορισμό μας- μα, ενώ αυτοί πήγαιναν στο λιμάνι Τοκοπίγια, εμείς θέλαμε να συνεχίσουμε προς τα
βόρεια, επιχειρώντας να φτάσουμε στο Ιλάβε. Έτσι μας άφησαν στη διασταύρωση των δύο δρόμων.
Αρχίσαμε να περπατάμε με την πρόθεση να φτάσουμε σε ένα σπίτι που ξέραμε ότι υπήρχε οχτώ
χιλιόμετρα από εκεί, αλλά ακριβώς στα μισά του δρόμου ήμαστε τόσο κουρασμένοι, που
αποφασίσαμε να σταματήσουμε και να πάρουμε έναν υπνάκο. Στερεώσαμε μια κουβέρτα ανάμεσα σε
έναν τηλεγραφικό στύλο και μια πέτρα και ξαπλώσαμε από κάτω- ήταν σωστό τούρκικο χαμάμ, όλο
το σώμα βουτηγμένο στον ιδρώτα και τα πόδια μας να ψήνονται στον ήλιο.
Μετά από δυο τρεις ώρες ύπνου, αφού είχαμε πια χάσει τουλάχιστον τρία λίτρα υγρά ο καθένας,
πέρασε, ευτυχώς, ένα μικρό Φορντ, που οι επιβάτες του, τρεις πολίτες τύφλα στο μεθύσι,
τραγουδούσαν κουέκα* με όλη τη δύναμη τους. Ήταν απεργοί του μεταλλωρυχείου Μανταλέ-να, που
γιόρταζαν προκαταβολικά το θρίαμβο του δίκαιου του λαού, εστιάζοντας στην ευχάριστη πλευρά του
ζητήματος. Οι τρεις μπεκρήδες πήγαιναν σε ένα σταθμό και μας άφησαν κάπου εκεί κοντά, όπου
συναντήσαμε μια ομάδα σιδηροδρομικών που έπαιζαν μπάλα- προπονούνταν για να αντιμετωπίσουν
την αντίπαλη ομάδα. Ο Αλμπέρτο έβγαλε από το σακίδιο του ένα ζευγάρι παπούτσια και άρχισε
αμέσως να δίνει μαθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: μας προσέλαβαν για τον αγώνα της
επόμενης Κυριακής με αμοιβή: φαί, στέγη και μεταφορά ως το Ικίκε.
Πέρασαν δύο μέρες, έφτασε η Κυριακή, που στέφθηκε με μια μεγάλη νίκη της ομάδας στην οποία
συμμετείχαμε. Ο Αλμπέρτο έψησε κάποια αρνιά τόσο θαυμάσια, που το θέμα συζήτησης
επικεντρώθηκε στη μαγειρική τέχνη της Αργεντινής. Σε αυτό το διήμερο της αναμονής,
επισκεφτήκαμε τις εγκαταστάσεις καθαρισμού του νίτρου, που είναι πάρα πολλές σε τούτη την
περιοχή της Χιλής.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, οι εκμεταλλευτές δεν καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια
για να αποσπάσουν από τη γη το φυσικό της πλούτο σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Αρκεί να
σπάσουν το επιφανειακό στρώ
* Χιλιάνικα λαϊκά τραγούδια.
μα του κοιτάσματος και να μεταφέρουν το μετάλλευμα σε μεγάλες δεξαμενές, όπου υποβάλλεται σε
μια όχι και τόσο περίπλοκη διαδικασία διαχωρισμού, με την οποία επιτυγχάνεται η εξαγωγή των
νιτρικών αλάτων, του νιτρώδους εστέρα και του ιωδίου, που περιέχονται στο μείγμα. Απ' ό,τι
φαίνεται, οι πρώτοι που εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο της χώρας ήταν οι Γερμανοί, αλλά αργότερα οι
εγκαταστάσεις απαλλοτριώθηκαν και τώρα ανήκουν κατά το μεγαλύτερο μέρος στους Εγγλέζους. Τα
δύο μεγαλύτερα ορυχεία από άποψη παραγωγής και αριθμού απασχολούμενων εργατών είχαν
απεργία εκείνες τις μέρες και έπεφταν προς τα νότια της διαδρομής μας, γι' αυτό αποφασίσαμε να μην
πάμε εκεί. Αντίθετα, επισκεφτήκαμε μια αρκετά μεγάλη μονάδα, τη Βικτόρια, η οποία έχει ένα
μονόλιθο στην είσοδο της, στο σημείο όπου σκοτώθηκε ο Έκτορ Σουπίτσι Σέντες, ο μεγάλος
Ουρουγουανός ραλί-στας, που τον ανέτρεψε ένας άλλος οδηγός καθώς έβγαινε από ένα σταθμό
ανεφοδιασμού.
Μια διαδοχική σειρά φορτηγών που διέσχιζαν την περιοχή μάς μετέφερε ως το Ικίκε, ζεστά
κουκουλωμένους σε ένα πάπλωμα από αλφάλφα - το φορτίο του τελευταίου φορτηγού. Φτάσαμε την
ώρα που ο ήλιος φανερωνόταν πίσω από την πλάτη μας και καθρεφτιζόταν σε μια πεντακάθαρη,
καταγάλανη θάλασσα. Η σκηνή είχε κάτι από τις Χίλιες και Μία Νύχτες. Το φορτηγό έμοιαζε με μαγικό
χαλί που πετούσε πάνω από τον γκρεμό που δέσποζε στο λιμάνι και, καθώς πάσχιζε να φρενάρει στην
κατηφόρα, βλέπαμε από το παρατηρητήριο μας να πλησιάζει το πλάτωμα της πόλης.
Στο Ικίκε δεν υπήρχε ούτε ένα πλοίο, ουτε αργεντίνικο ούτε άλλης εθνικότητας, και έτσι η παραμονή
μας στο λιμάνι αποδείχτηκε ανίόφελη. Αποφασίσαμε λοιπόν να σαλτάρουμε στο πρώτο καμιόνι που
έφευγε για το Αρίκα.

τους σε πλουσιότατα βασίλεια, μετατρέποντας τον ιδρώτα της κατάκτησης σε χρυσάφι.


Το εγχείρημα του Βαλντίβια αντιπροσωπεύει την ακοίμητη ανησυχία του ανθρώπου να αποκτήσει
έναν τόπο όπου να ασκήσει την απόλυτη εξουσία του, κάτι που λέγεται πως ακολούθησε και ο ίδιος ο
Καίσαρας, προτιμώντας να είναι ο πρώτος στο ταπεινό χωριό των Άλπεων από όπου περνούσαν παρά
να είναι δεύτερος στη Ρώμη. Το ίδιο επαναλαμβάνεται με λιγότερο στόμφο, δίχως όμως μικρότερη
αποτελεσματικότητα, στην εποποιία της κατάκτησης της Χιλής. Αν τη στιγμή που το χέρι του
αδάμαστου Αραουκανού Καουπολικάν* έκοβε το νήμα της ζωής του κονκισταδόρ, αν αυτή την
ύστατη στιγμή του δεν είχε διαποτιστεί από τη μανία του παγιδευμένου ζώου, είμαι σίγουρος πως,
επανεξετάζοντας ό,τι είχε ζήσει, ο Βαλντίβια θα έβρισκε μια πλήρη δικαιολογία του θανάτου του.
Ανήκε σε αυτό τον ξεχωριστό τύπο ανθρώπου που γεννούν κατά καιρούς οι φυλές και για τον οποίο
άνθρωπο η λαχτάρα για δίχως όρια εξουσία είναι τόσο έντονη, που κάνει να φαίνεται φυσικό ό,τι και
αν υποφέρει για να την αποκτήσει. Εκείνος έγινε ο απολυταρχικός κυβερνήτης ενός πολεμικού λαού.
Το Αρίκα είναι ένα συμπαθητικό λιμανάκι. Διατηρεί ακόμα την ανάμνηση της προηγουμένης χώρας
στην οποία ανήκε, του Περού, και έτσι αποτελεί ένα είδος σημείου συ
* Ηγέτης της αντίστασης των Αραουκανών εναντίον των Ισπανών κατακτητών. (Σ.Τ.Ε.)
νάντησης ανάμεσα στις δυο τόσο διαφορετικές, παρά τη γεωγραφική τους γειτνίαση και την κοινή
καταγωγή, χώρες.
Το ακρωτήριο, καμάρι της πόλης, ορθο3νει τον επιβλητικό όγκο του σε ύψος εκατό μέτρων,
κατακόρυφα πάνω από τη θάλασσα. Οι φοινικιές, η ζέστη και τα τροπικά φρούτα που πουλιούνται
στην αγορά δίνουν στο Αρΐκα μια παράξενη φυσιογνωμία χωριού της Καραϊβικής ή κάτι ανάλογου,
τελείως διαφορετική από τα άλλα κατοικημένα κέντρα λίγο νοτιότερα.
Ένας γιατρός, που μας έδειξε όλη την περιφρόνηση που μπορεί να νιώσει ένας βολεμένος και
οικονομικά φερέγγυος αστός για δυο κατεργάρηδες (έστω και με τίτλους σπουδών), μας επέτρεψε να
κοιμηθούμε στο νοσοκομείο της πόλης. Το πρωί φύγαμε νωρίς νωρίς από αυτό το αφιλόξενο μέρος
και κατευθυνθήκαμε ίσια προς τα σύνορα, για να περάσουμε στο Περού. Πρώτα θα αποχαιρετούσαμε
τον Ειρηνικό κάνοντας ένα τελευταίο μπάνιο (εφοδιασμένοι με σαπούνι και όλα τα σχετικά), κάτι που
ξύπνησε στον Αλμπέρτο μια κοιμισμένη επιθυμία: να φάει θαλασσινά. Άρχισε λοιπόν μια
υπομονετική αναζήτηση μυδιών και άλλων οστρακοειδών ανάμεσα στα φύκια της αμμουδιάς.
Φάγαμε κάτι γλοιώδες και αλμυρό, δεν ήταν όμως αρκετό να ξεγελάσει την πείνα μας ή να
ικανοποιήσει την επιθυμία του Αλμπέρτο -στην πραγματικότητα, δε θα ευχαριστούσε ούτε καν έναν
φυλακισμένο. Αυτό το γλοιώδες πράγμα ήταν μάλλον δυσάρεστο και, έτσι που το φάγαμε χωρίς
κανένα μπαχαρικό, ήταν ακόμα χειρότερο.
Αφού φάγαμε στο αστυνομικό τμήμα, ξεκινήσαμε τη συνηθισμένη μας ώρα με τα πόδια από την
ακρογιαλιά προς τα σύνορα. Μας μάζεψε όμως μια μικρή μαουνα και φτάσαμε άνετα στον
προορισμό μας. Εκεί βρήκαμε έναν τελωνειακό που είχε υπηρετήσει στα σύνορα με την Αργεντινή.
Γνο)ρίζοντας το πάθος μας για ματέ, μας έφερε ζεστό νερό, παξιμάδια και, κυρίως, ένα μέσο που θα
μας πήγαινε ως την Τάκνα. Με μια χειραψία και με μερικές πομπώδεις κοινοτοπίες για τους
Αργεντινούς στο Περού, με τις οποίες γίναμε εγκάρδια δεκτοί από τον επικεφαλής του αποσπάσματος
όταν φτάσαμε στα σύνορα, εγκαταλείψαμε οριστικά τη φιλόξενη γη της Χιλής.

σνκό σύστημα· τα ποσά κυμαίνονται από ευτελή μέχρι αυθεντικά παραδείγματα νόμιμης κλοπής. Οι
εργάτες που αρρωσταίνουν ή πέφτουν θύματα εργατικών ατυχημάτων στο ορυχείο της Τσουκικαμάτα
έχουν ιατρική περίθαλψη πληρώνοντας πέντε χιλιανά εσκουδος τη μέρα, ενώ οι αλλοδαποί ασθενείς
πληρώνουν τριακόσια ως πεντακόσια τη μέρα. Τα νοσοκομεία είναι φτωχά, υστερούν ως επί το
πλείστον σε φάρμακα και κτιριακή υποδομή. Είδαμε χειρουργεία κακοφωτισμένα και βρόμικα, και
μάλιστα όχι μόνο σε χωριουδάκια, αλλά και στο ίδιο το Βαλπαραΐ'σο. Ο εξοπλισμός είναι ανεπαρκής.
Τα αποχωρητήρια ακάθαρτα. Η εθνική συνείδηση περί υγείας σπανίζει. Στη Χιλή υπάρχει (αργότερα
το διαπίστωσα και σε όλη τη Λατινική Αμερική) η συνήθεια να μην πετούν το χαρτί υγείας στο
αποχωρητήριο, αλλά στο δάπεδο ή σε κουτιά τοποθετημένα γι' αυτό το σκοπό.
Η κοινωνική πρόνοια στη Χιλή είναι σε κατώτερο επίπεδο απ' ό,τι στην Αργεντινή. Εκτός από τα
πολύ χαμηλά ημερομίσθια που πληρώνουν στο Νότο, υπάρχει και ανεργία και οι Αρχές προσφέρουν
ελάχιστες εγγυήσεις στον εργαζόμενο (αν και είναι πολύ ανώτερες από τις προσφερόμενες στο Βορρά
της Νότιας Αμερικής), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κύματα μετανάστευσης Χιλιανών προς την
Αργεντινή, σε αναζήτηση της γης της επαγγελίας, την οποία ανέλαβε να υποδείξει στους κατοίκους
της δυτικής πλαγιάς των Άνδεων μια επιδέξια πολιτική προπαγάνδα. Στο Βορρά ο εργάτης
πληρώνεται καλύτερα στα ορυχεία χαλκού, νίτρου, θείου, χρυσού κ.λπ., αλλά και η ζωή είναι πολύ
ακριβότερη - σπανίζουν σε γενικές γραμμές κάποια είδη πρώτης ανάγκης και οι κλιματολογικές
συνθήκες είναι πιο σκληρές στα βουνά. Θυμάμαι το χαρακτηριστικό σήκωμα των ώμων με το οποίο
ένας εργοδηγός του ορυχείου της Τσου-κικαμάτα απάντησε στη σκέψη μου να δοθεί αποζημίωση
στις οικογένειες των δέκα και πλέον χιλιάδων μεταλλωρύχων που είναι θαμμένοι στο τοπικό
νεκροταφείο.
Το πολιτικό τοπίο είναι συγκεχυμένο (αυτό γράφτηκε πριν από τις εκλογές στις οποίες θριάμβευσε ο
Ιμπάνιες). Υπάρχουν τέσσερις μνηστήρες για την εξουσία, από τους οποίους ο Κάρλος Ιμπάνιες δελ
Κάμπο φαίνεται ο επικρατέστερος. Είναι απόστρατος αξιωματικός με δικτατορικές τάσεις και
πολιτικά οράματα όμοια με του Περόν, ενθουσιάζει και ποδηγετεί το λαό. Βασίζει τη δύναμή του στο
Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, με το οποίο ενώνονται και μικρότερες φράξιες. Τη δεύτερη θέση
κατέχει, κατά τη γνώμη μου, ο Πέδρο Ενρίκε Αλφόνσο, υποψήφιος της κυβέρνησης με διφορούμενη
πολιτική, φίλος, απ' ό,τι φαίνεται, των Αμερικανών και συνηθισμένος να φλερτάρει με όλα τα άλλα
κόμματα. Ο σημαιοφόρος της Δεξιάς είναι ο Αρτούρο Μα-τέ Λαραΐν, ισχυρή προσωπικότητα και
γαμπρός του μακαρίτη προέδρου Αλεσάντρι, ο οποίος υπολογίζει στην υποστήριξη όλων των
αντιδραστικών στρωμάτων του πληθυσμού. Τέλος, είναι ο Σαλβαδόρ Αλιέντε,* υποψήφιος του
* Το 1970 ο Αλιέντε εκλέχτηκε πρόεδρος της Χιλής. Το 1973, ένα πραξικόπημα που είχε την υποστήριξη των ΗΓΙΑ επέβαλε τη δικτατορία
του στρατηγού Αουγκούστο Πινοτσέτ, που διήρκεσε δεκαεφτά χρόνια.
Λαϊκού Μετώπου, που έχει την υποστήριξη των κομουνιστών, οι οποίοι έχασαν ήδη σαράντα
χιλιάδες ψήφους, που αντιστοιχούν στον αριθμό των ατόμων που απώλεσαν το δικαίωμα της ψήφου
επειδή προσχώρησαν σε αυτό το κόμμα.
Είναι πιθανό ο κύριος Ιμπάνιες να ακολουθήσει μια λατινοαμερικανική πολιτική και να στηρίζεται
στο μίσος εναντίον των ΗΠΑ για να αυξήσει τη δημοτικότητα του και να πετύχει την εθνικοποίηση
των ορυχείων χαλκού και άλλων μετάλλων (οι Αμερικανοί γνωρίζουν το μέγεθος των κοιτασμάτων
του Περού και είναι έτοιμοι να αρχίσουν την παραγωγή- αυτό είναι κάτι που με γεμίζει δυσπιστία ως
προς τη δυνατότητα εθνικοποίησης αυτών των μεταλλείων, τουλάχιστον σε σύντομο χρονικό
διάστημα), να επεκτείνει το σιδηροδρομικό δίκτυο κ.λπ. και να αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις
αργεντινοχιλιανές ανταλλαγές.
Ως χώρα η Χιλή προσφέρει οικονομικές δυνατότητες σε κάθε άτομο που έχει διάθεση να δουλέψει
και που δεν ανήκει στο προλεταριάτο, δηλαδή σε όποιον συνδυάζει κάποια καλλιέργεια ή τεχνική
ειδίκευση με την εργασία. Η γη της μπορεί εύκολα να εγγυηθεί μια επαρκή κτηνοτροφία (ιδίως στην
παραγωγή μαλλιού), δημητριακά στις περίπου αναγκαίες ποσότητες και μεταλλεύματα που μπορούν
να τη μετατρέψουν σε ισχυρή βιομηχανική χώρα, αφού διαθέτει μεταλλεία σιδήρου, χαλκού,
άνθρακα, λευκοσιδήρου, χρυσού, αργύρου, μαγγανίου, νίτρου. Η μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να
καταβάλει η χοόρα είναι για να απαλλαγεί από τον ενοχλητικό φίλο, τον Γιάνκη. Αυτό το εγχείρημα
είναι, για την ώρα τουλάχιστον, τιτάνιο, δεδομένων των μεγάλων κεφαλαίων που έχουν επενδύσει οι
Αμερικανοί και της ευκολίας με την οποία μπορούν να ασκήσουν οικονομική πίεση μόλις δουν ότι
απειλούνται τα συμφέροντα τους.

Άηοψη του Κονσκο από το ψρονριο Σασκαοναμάν. Τη ψωτογρατρία τράβηξε ο Αλμπέρτο ή ο Ερνέστο τον Απρίλιο
του 1952.
«...υπάρχει ένα Κούσκο που φαίνεται από ψηλά, αφήνοντας κατά μέρος το ερειπωμένο οχυρά: είναι αυτό με τις
σκεπές από χρωματιοαά κεραμίδια... κατηφορίζοντας μας φανερώνει μόνο τα σοκάκια του με ια
χαρακτηριστικά ρούχα των κατοίκων του και τα χρώματα του...»

* Η Χιλή προσάρτησε την πλούσια σε ορυκτά έρημο της Ατακάρνα στους λεγόμενους «Πολέμους του Νίτρου» του 1879-83.
ΓΑΡΑΤΑ, 0 ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΛΙΓΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗΣ,
που ορίζει το τέλος του χωρίου. Τα σακίδια μας είχαν γονατίσει λες και το βάρος τους είχε
εκατονταπλασιαστεί. Ο ήλιος μάς πυρπολούσε αλύπητα. Φορούσαμε, ως συνήθως, περισσότερα
ρούχα από όσα χρειάζονταν εκείνη την ώρα. Στη συνέχεια βέβαια θα υποφέραμε από το κρυο. Ο
δρόμος ανηφόριζε απότομα- υστέρα από λίγο φτάσαμε στο πυραμιδοειδές μνημείο που βλέπαμε από
το χωριό και το οποίο είχε χτιστεί στη μνήμη των πεσόντων του πολέμου εναντίον της Χιλής.* Εκεί
αποφασίσαμε να κάνουμε την πρώτη μας στάση και να δοκιμάσουμε την τυχη μας με τα καμιόνια που
περνούσαν. Βουνά γυμνά, δίχως καν θάμνους, ήταν το μόνο που έβλεπαν τα μάτια μας προς το μέρος
όπου τραβούσε ο δρόμος μας. Η γαλήνια Τάκνα μάς φαινόταν ακόμα μικρότερη από αυτή την
απόσταση, με τα χωμάτινα δρομάκια της και τις κόκκινες στέγες της. Το πρώτο όχημα μας
προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση: είχαμε κάνει κάποια δειλά νοήματα και, προς μεγάλη μας έκπληξη, ο
οδηγός φρενάρισε μπροστά μας. Ο Αλμπέρτο ανέλαβε να του εξηγήσει, με λόγια που τώρα μου
ακούγονταν πολύ οικεία, το σκοπό του ταξιδιού μας και να του ζητήσει να μας μεταφέρει. Ο
φορτηγατζής έγνεψε καταφατικά και μας υπέδειξε να ανεβούμε πίσω, συντροφιά με ένα τσούρμο
ιθαγενείς. Με τα σακίδια στην πλάτη και γεμάτοι ευγνωμοσύνη που «πιάσαμε την καλή»,
ετοιμαζόμασταν να σαλτάρουμε πίσω, όταν ο οδηγός γύρισε και μας φώναξε:
«Το ξέρετε, ε; Ως την Ταράτα πέντε σολ».
Ο Αλμπέρτο, έξω φρενών, τον ρώτησε γιατί δε μας το είπε νωρίτερα, όταν του ζητήσαμε δωρεάν
μεταφορά. Η δωρεάν μεταφορά ήταν κάτι που αυτός δεν καλοκαταλάβαινε, γι' αυτό ως την Ταράτα
πέντε σολ...
«Να δεις που έτσι θα είναι όλοι», είπε ο Αλμπέρτο, εκδηλώνοντας σε αυτή την απλή φράση όλη τη
λύσσα του απέναντι μου, επειδή εγώ είχα επιμείνει να απομακρυνθούμε πεζοί και να σταματήσουμε
το φορτηγό στο δρόμο αντί να περιμένουμε στην πόλη, όπως έλεγε εκείνος. Εκείνη η στιγμή ήταν
κρίσιμη: ή θα γυρίζαμε πίσω, που ήταν σαν να παραδεχόμασταν ότι ηττηθήκαμε, ή θα τραβούσαμε
μπροστά, κι ό,τι ήθελε ας γινόταν. Καταλήξαμε στο δεύτερο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Ο τρόπος
που ενεργήσαμε δεν ήταν ο ενδεδειγμένος- μας το απέδειξαν ο ήλιος, που σε λίγο θα έδυε, και η
παντελής απουσία κάθε ίχνους ζωής. Ωστόσο υποθέταμε πως σε τόσο μικρή απόσιαση από την πόλη
θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο σπίτι και με αυτή την ψευδαίσθηση εξακολουθήσαμε να περπατάμε.
Ήταν πια μαύρη νύχτα και ακόμα σπίτι δεν είχε φανεί· και, το χειρότερο, δεν είχαμε νερό για να
ετοιμάσουμε κάτι να φάμε ή λίγο ματέ για να πιούμε. Το κρύο δυνάμωνε, το κλίμα της ερήμου που
επικρατούσε στην περιοχή και η κούραση από την ανάβαση μας είχαν τεντώσει τα νεύρα. Ήμαστε
αποκαμωμένοι. Αποφασίσαμε να στρώσουμε τις κουβέρτες κατάχαμα και να κοιμηθούμε ως την
αυγή. Τις απλώσαμε στα τυφλά -η νύχτα θεοσκότεινη, αφέγγαρη- και σκεπαστήκαμε όσο καλύτερα
μπορούσαμε.
Μετά από πέντε λεπτά, ο Αλμπέρτο μού έλεγε πως είχε ξυλιάσει και εγώ του απαντούσα πως το
δύστυχο κορμί μου ήταν ακόμα πιο ξυλιασμένο από το δικό του. Μα, καθώς δεν κάναμε διαγωνισμό
ποιος θα πάγωνε γρηγορότερα, αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να ψάξουμε να
βρούμε μερικά ξυλαράκια για να ανάψουμε μια φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν θλιβερό, χωρίς αυτό να
μας εκπλήξει. Και οι δύο μαζί δεν καταφέραμε να βρούμε παρά μια χούφτα κλαράκια, με τα οποία
ανάψαμε μια αδύναμη φωτίτσα, που δεν μπορούσε να μας ζεστάνει ούτε τα ακροδάχτυλα. Η πείνα
γινόταν αισθητή, αλλά το κρύο ήταν χειρότερο: μας βασάνιζε τόσο, που δεν μπορούσαμε να μείνουμε
ξαπλωμένοι να κοιτάζουμε τη χόβολη. Αναγκαστήκαμε να τα μαζέψουμε και να συνεχίσουμε το
δρόμο μας μέσα στο σκοτάδι. Στην αρχή, για να ζεσταθούμε, προχωρούσαμε γοργά, αλλά σε λίγο
λαχανιάσαμε. Κάτω από το πέτσινο σακάκι αισθανόμουν τον ιδρώτα μου να κυλάει, αλλά τα πόδια
μου δεν τα ένιωθα, και ο αέρας που μας χτυπούσε καταπρόσωπο κυριολεκτικά ξύριζε. Δύο ώρες
αργότερα νιώθαμε μισοπεθαμένοι. Το ρολόι έδειχνε δωδεκάμισι. Σύμφωνα με έναν αισιόδοξο
υπολογισμό, έμεναν άλλες πέντε ώρες σκοτάδι. Νέα σύσκεψη και νέα προσπάθεια να κοιμηθούμε
μέσα στις κουβέρτες μας. Σε πέντε λεπτά, ξανά στο πόδι. Ήταν ακόμα κατασκότεινος ο ουρανός όταν
είδαμε από μακριά κάποιους προβολείς. Αυτός δεν ήταν λόγος για να ενθουσιαστούμε -οι
πιθανότητες να βρούμε μεταφορικό μέσο ήταν μηδαμινές-, αλλά τουλάχιστον ο δρόμος ήταν
φωτισμένος. Και έτσι έγινε: το φορτηγό πέρασε αδιάφορο στις υστερικές εκκλήσεις μας και η
φωτεινή του δέσμη μάς φανέρωσε μια έρημη έκταση χωρίς βλάστηση και κτίσματα. Ύστερα όλα
έγιναν ασαφή, το κάθε λεπτό κυλούσε πιο αργά από το προηγούμενο, και τα τελευταία διαρκούσαν
όσο ολόκληρη &>ρα. Δυο τρεις φορές το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου μάς έδινε μια αόριστη
ελπίδα, αλλά το αδιαπέραστο σκοτάδι δε μας άφηνε να δούμε τίποτα. Στο τέλος, τα σκυλιά
σταματούσαν ή συνειδητοποιούσαμε ότι βρίσκονταν σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτή
που νομίζαμε.
Στις έξι το πρωί, με το γκρίζο φως της αυγής, διακρίναμε δύο γειτονικά αγροκτήματα στην άκρη του
δρόμου. Τα τελευταία μέτρα τα διανύσαμε με βήμα ταχύ, σαν να μην κουβαλούσαμε τίποτα στην
πλάτη μας. Ποτέ δε μας είχε φανεί τόσο πρόσχαρη η υποδοχή ούτε το ψωμοτύρι τόσο νόστιμο ούτε
το ματέ τόσο τονωτικό. Γι' αυτούς τους απλοϊκούς ανθρώπους, μπροστά στους οποίους ο Αλμπέρτο
«ανέμισε» τον τίτλο του «δόκτορα», ήμαστε κάτι σαν ημίθεοι. Ερχόμασταν από την Αργεντινή, την
υπέροχη χώρα όπου ζούσε ο Περόν και η γυναίκα του, η Εβίτα, και όπου, κατά την άποψη τους, όλοι
οι φτωχοί έχουν τα ίδια με τους πλουσίους, δεν εκμεταλλεύονται τους ιθαγενείς ούτε τους φέρονται
σκληρά, όπως σε τούτα τα μέρη. Χρειάστηκε να απαντήσουμε σε χιλιάδες ερωτήσεις σχετικά με τον
τρόπο ζωής στην πατρίδα μας. Καθώς ήμαστε παγωμένοι ακόμα ως το μεδούλι, η φαντασία μας
μεταμόρφωσε την Αργεντινή σε μια σαγηνευτική οπτασία του παρελθόντος. Ακολουθούμενοι από τη
συγκρατημένη ευγένεια των τσόλο,* κατηφορίσαμε μέχρι την ξεραμένη κοίτη ενός ποταμού που
περνούσε από εκεί κοντά, απλώσαμε τις κουβέρτες μας και αποκοιμηθήκαμε ενώ μας χάιδευαν οι
ακτίνες του ήλιου, που ανέβαινε στον ουρανό.
Όταν μεσημέριασε, ξαναπήραμε το δρόμο, έχοντας ακμαίο ηθικό. Είχαμε ξεχάσει τις αναποδιές της
περασμένης νύχτας και ακολουθούσαμε τις συμβουλές του γερο-Βισκά-τσα.** Ο δρόμος ήταν
μακρύς, το δίχως άλλο, και σύντομα οι στάσεις άρχισαν να γίνονται όλο και συχνότερες. Στις πέντε
σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε και κοιτάζαμε α
* Όρος μεξικανικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται σε πολλές λατινοαμερικανικές χο>ρες και σημαίνει μιγάς ή εκπολιτισμένος Ινδιάνος.
** Ο «γερο-Βισκάτσα» είναι ο ήρωας των επικών ποιημάτων 0 Γκάοντσο Μαρτίν Φάρο και Η Επιστροφή τον Μαρτίν Φιέρο του Αργεντινού
ποιητή Χοσέ Ερνάντες (1834-1886). Ο Βισκάτσα είναι ένας γέρος που μοιράζει πρακτικές συμβουλές με μια αλάθητη απλότητα,
χαρακτηριστικό της λαϊκής σοφίας.
διάφορα ένα φορτηγό που πλησίαζε. Θα κουβαλούσε ανθρώπινο κοπάδι, ως συνήθως· φαίνεται πως
αυτή είναι η πιο κερδοφόρος δραστηριότητα στην περιοχή. Ξαφνικά, προς μεγάλη μας έκπληξη, το
φορτηγό σταματάει και βλέπουμε τον πολιτοφύλακα της Τάκνα να μας χαιρετάει ανοιχτόκαρδα και
να μας καλεί να ανεβούμε. Όπως καταλαβαίνετε, δε χρειάστηκε να μας επαναλάβει την πρόσκληση.
Οι Αί'μάρα* μάς κοιτάζουν με περιέργεια, αλλά δεν τολμούν να ρωτήσουν τίποτα. Ο Αλμπέρτο
πιάνει κουβέντα με έναν από αυτούς, που μιλάει μόλις και μετά βίας ισπανικά.
Το φορτηγό εξακολουθεί να σκαρφαλοτνει στα βουνά μέσα σε ένα τοπίο απόλυτης ερήμωσης- μόνο
κάποιοι πολύ κοντοί αγκαθωτοί θάμνοι δίνουν μια αόριστη νότα ζωής στο περιβάλλον. Ύστερα ο
αρρωστημένος θόρυβος της μηχανής σταματάει ξαφνικά και με ένα στεναγμό ανακούφισης
αρχίζουμε να τρέχουμε σε ίσιωμα. Την ίδια στιγμή μπαίνουμε στο χωριό Εστάκε και η θέα γίνεται
καταπληκτική. Τα μάτια μας, εκστατικά, μένουν για λίγο καρφωμένα στο τοπίο που απλώνεται
μπροστά μας και αμέσως μετά προσπαθούμε να ανακαλύψουμε το όνομα, το πώς και το γιατί του
κάθε πράγματος, αλλά οι Αϊμάρα μόλις που καταλαβαίνουν
* Ομάδα αυτοχθόνων που δεν έχει καθορισμένο γλωσσικό ιδίωμα. Ήταν μία από τις κυριότερες εθνικές ομάδες του αρχαίου Περού και
εξακολουθεί να έχει σημαντική παρουσία στο σύγχρονο Περού και στη Βολιβία. Η γλωσσική της αυτονομία έχασε έδαφος απέναντι στα
κέτσουα και ιδίως στα ισπανικά, ε-νο') παλαιότερα χρησιμοποιούνταν από την περιοχή του Αρίκα, στη Χιλή, ως τα βόρεια της λίμνης
Τιτικάκα, στο Περού.
και μας δίνουν κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες με τα μπερδεμένα ισπανικά τους, κάτι που κάνει
το περιβάλλον ακόμα πιο υποβλητικό. Βρισκόμαστε σε μια ονειρεμένη κοιλάδα όπου ο χρόνος
μοιάζει να έχει σταματήσει σε παλιά εποχή και που σήμερα προσφέρεται στη θέα μας, εμάς των
τυχερών θνητών του εικοστού αιώνα. Τα αρδευτικά κανάλια του βουνού -τα ίδια που κατασκεύασαν
οι Ίνκα προς όφελος των υπηκόων τους- κατηφορίζουν στην κοιλάδα, σχηματίζοντας χίλιους μικρούς
καταρράχτες οι οποίοι διασταυρώνονται μεταξύ τους σε μια γεμάτη ελιγμούς διαδρομή. Μπροστά
μας τα χαμηλά σύννεφα κρύβουν τις βουνοκορφές, αλλά από κάποια ξανοίγματα καταφέρνεις να δεις
το χιόνι που πέφτει στις ψηλότερες κορυφές, ασπρίζοντας τες σιγά σιγά. Οι διαφορετικές
καλλιέργειες, ομορφοσπαρ-μένες σε πεζούλες, ανοίγουν καινούρια κεφάλαια στις βοτανολογικές μας
γνώσεις: η οξαλίδα, ο σμίλακας, το χηνο-πόδι, οι καυτερές πιπεριές, το καλαμπόκι διαδέχονται το ένα
το άλλο αδιάκοπα. Οι άνθρωποι, ντυμένοι με τον ίδιο ιδιόρρυθμο τρόπο όπως αυτοί του φορτηγού,
βρίσκονται τώρα στο φυσικό τους χώρο. Φορούν μικρά μάλλινα πόντσο σε μουντά χρώματα, στενά
παντελόνια που φτάνουν ως τη μέση της γάμπας και σανδάλια με σόλα από κάνναβη ή από παλιά
λάστιχα αυτοκινήτου. Το άπληστο βλέμμα μας ρουφάει τα πάντα. Συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε προς
το βάθος της κοιλάδας, ώσπου μπαίνουμε στην Ταράτα - στο ιδίωμα των Αϊμάρα σημαίνει «κορυφή»,
σημείο συμβολής, το κατάλληλο όνομα για την κατάλληλη τοποθεσία, γιατί εκεί τελειώνει το μεγάλο
V που σχηματίζουν οι οροσειρές που το φρουρούν. Είναι ένα παμπάλαιο, ήσυχο χωριουδάκι, όπου η
ζ(οή κυλάει με τους αργούς ρυθμούς περασμένων αιώνων. Η εκκλησία αποικιακού ρυθμού είναι ένα
αρχαιολογικό κόσμημα, γιατί, εκτός του ότι είναι πολύ παλιά, δείχνει το πάντρεμα της εισαγόμενης
ευρωπαϊκής τέχνης με το πνεύμα των ιθαγενών αυτής της γης. Στα στενορύμια του χωριού, με το
τοπικό λιθόστρωτο της περιοχής των ιθαγενών και τις απότομες διαφορές επιπέδου, βλέπεις μιγάδες
με τα μωρά στην πλάτη... ένα σωρό γραφικές εικόνες που αποπνέουν μια αναδρομή σε καιρούς
αλλοτινούς, καιρούς προγενέστερους της ισπανικής κατάκτησης. Αλλά αυτή που έχουμε μπροστά μας
δεν είναι η ίδια περήφανη φυλή που ξεσηκωνόταν συνεχώς ενάντια στην εξουσία των Ίνκα και τους
ανάγκαζε να διατηρούν μόνιμα στρατό σε τούτα τα σύνορα-αυτή που μας βλέπει να περνάμε μέσα
στα σοκάκια του χωριού είναι μια φυλή νικημένη: βλέμμα πειθήνιο, δειλό και εντελώς αδιάφορο για
τον έξω κόσμο. Μερικοί δίνουν την εντύπωση πως ζουν μόνο επειδή η ζωή είναι μια συνήθεια από
την οποία δεν μπορείς να απαλλαγείς.
Ο πολιτοφύλακας μας πάει στο τμήμα, όπου μας προσφέρουν κατάλυμα, και μερικοί συνάδελφοι του
μας καλούν να τσιμπήσουμε κάτι μαζί τους. Περιδιαβαίνουμε όλο το χωριό και ύστερα πλαγιάζουμε
για καμιά ώρα, αφού πρέπει να φύγουμε στις τρεις το πρωί για το Πούνο με ένα φορτηγό που
μεταφέρει επιβάτες- για εμάς δωρεάν, χάρη era] μεσολάβηση των Αρχών.

Λεπτομέρεια της εκκλησίας τον Σάντο Ντομίνγκο, που χτίστηκε πάνω στα ερείηια του ναού τον Ήλιου. Τη
φωτογραφία τράβηξε ο Αλμπέρτο ή ο Ερνέστο τον Απρίλιο του 1952.
«Οι ναοί των ιθαγενών καταστράφηκαν συθέμελα ή οι τοίχοι τους χρησίμευσαν για τη διακόσμηση των εκκλησιών της νέας
θρησκείας: η μητρόπολη χτίστηκε πάνω στα ερείπια ενός μεγάλου ανακτόρου και πάνω στους τοίχους του ναου του Ήλιου
υψώθηκαν οι τοίχοι της εκκλησίας του Σάντο Ντομίνγκο, μάθημα και τιμωρία από τον αλαζονικό κατακτητή».
ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΓΗΣ ΠΑΤΣΑΜΑΜΑ
ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ, 01 ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗΣ
αστυνομίας είχαν αρχίσει να δείχνουν την αποτελεσματικότητα τους, τυλίγοντας μας σε μια γλυκιά
ζεστασιά, που μας συνέφερε. Όμως τα σκουντήματα των φρουρών της νυχτερινής βάρδιας μας
επανέφεραν στη θλιβερή πραγματικότητα: έπρεπε να αφήσουμε τη ζεστασιά μας και να πάρουμε το
φορτηγό που έφευγε για το Ιλάβε. Η νύχτα ήταν υπέροχη αλλά πολύ κρύα- μας έδωσαν θέσεις πάνω
σε κάτι σανίδια —ως προνόμιο-, κάτω από τα οποία στριμωχνόταν ένα δύσοσμο και ψειριασμένο
πλήθος, που ανέδιδε μια δυσάρεστη μεν, αλλά ζεστή μυρωδιά - από το οποίο θέλησαν να μας
ξεχωρίσουν. Όταν ξεκίνησε το όχημα, καταλάβαμε πόσο μεγάλη χάρη μάς έκαναν: η μυρωδιά δεν
ερχόταν ως εμάς και ήταν αμφίβολο αν κάποια ψείρα θα ήταν τόσο αθλητική ώστε να σκαρφαλώσει
για να βρει καταφύγιο πάνω μας. Πάντως το τίμημα ήταν το ανελέητο μαστίγωμα του αέρα· σε λίγα
λεπτά είχαμε παγώσει. Το φορτηγό συνέχιζε να ανηφορίζει, το κρυο όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Σε
κάθε τράνταγμα κινδυνεύαμε να πέσουμε με το κεφάλι μέσα στην καρότσα του φορτηγού, γι' αυτό,
θέλοντας να κρατηθούμε, ήμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε τα χέρια από την κουβέρτα, που, κακήν
κακώς, πρόσφερε ένα καταφύγιο. Κατά την αυγή, το όχημα σταμάτησε εξαιτίας των συνηθισμένων
προβλημάτων που παρουσιάζουν τα καρμπιρατέρ σε τέτοια υψόμετρα· βρισκόμασιαν κοντά στο πιο
ψηλό σημείο της διαδρομής, δηλαδή στα πέντε χιλιάδες μέτρα, και ο ήλιος είχε αρχίσει να σκάζει
μύτη σε κάποιες γωνιές του ουρανού. Μια όχι τόσο ξεκάθαρη λάμψη άρχιζε να διαλύει το απόλυτο
σκοτάδι που μας συνόδευε ως εκείνη τη στιγμή. Είναι παράξενη η ψυχολογική επίδραση του ήλιου:
ακόμα δεν είχε φανεί καλά καλά στον ορίζοντα και ήδη νιώθαμε αναζωογονημένοι, σκεπτόμενοι και
μόνο τη ζεστασιά που θα μας πρόσφερε.
Στις παρυφές του δρόμου φύτρωνε ένα είδος τεράστιου ξυλώδους μανιταριού, ημισφαιρικού
σχήματος -το μόνο φυτό της περιοχής-, με το οποίο ανάψαμε μια μικρή φοπιά ίσα ίσα για να
ζεστάνουμε νερό, που το προμηθευτήκαμε από μια χούφτα χιόνι. Η εικόνα που δίναμε πίνοντας το
παράξενο αφέψημα μας θα πρέπει να ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για τους ιθαγενείς όσο ήταν και για
εμάς τα ρούχα τους-βλέπεις, δεν πέρασε στιγμή που να μη μας πλησιάσουν για να ρωτήσουν, με τα
σπασμένα ισπανικά τους, γιατί βάζαμε νερό σε αυτό το περίεργο κατασκεύασμα. Το φορτηγό επέμενε
να μην παίρνει μπροστά· θα διανύαμε τρία χιλιόμετρα λοιπόν με τα πόδια μέσα στο χιόνι. Ήταν
εντυπωσιακό να βλέπεις τις σκληρόπετσες πατούσες των ιθαγενών να πατούν στο έδαφος σαν να μη
συνέβαινε τίποτα, ενώ εμείς νιώθαμε τα δάχτυλα μας μουδιασμένα από την παγωνιά, μέσα από τα
παπούτσια και τις μάλλινες κάλτσες. Περπατούσαμε στη σειρά με βήμα βαρύ και σταθερό, ο ένας
πίσω από τον άλλο, σαν τα λάμα.
Μόλις λύθηκε το πρόβλημα, το καμιόνι, με ανανεωμένη ορμή, πήρε μπρος- έτσι σε λίγο περάσαμε το
πιο ψηλό σημείο. Εκεί πάνω υπήρχε μια πυραμίδα από πέτρες διάφορων σχημάτων, με ένα σταυρό
στην κορυφή. Καθώς περνούσαμε από μπροστά, όλοι έφτυσαν και ένας δυο σταυρο-κοπήθηκαν.
Ρωτήσαμε παραξενεμένοι τη σημασία αυτού του εθίμου, αλλά μας απάντησε η απόλυτη σιωπή.
Ο ήλιος άρχιζε να μας ζεσταίνει λίγο και η θερμοκρασία γινόταν όλο και πιο ευχάριστη όσο
κατεβαίναμε, ακολουθώντας πάντα τη ροή ενός ποταμού. Τον είχαμε δει να γεννιέται στην κορυφή-
τώρα τα νερά του είχαν αυξηθεί σημαντικά. Χιονισμένα βουνά μάς πλαισίωναν και κοπάδια λάμα και
αλπάκα παρακολουθούσαν με αδιάφορη ματιά το πέρασμα του φορτηγού, ενώ μερικές
προβατοκάμηλοι, άγριες ακόμα, έτρεχαν για να αποφύγουν την ενοχλητική παρουσία μας.
Σε μία από τις πολλές στάσεις που κάναμε στο δρόμο μάς πλησίασε δειλά ένας ιθαγενής με το γιο
του. Ο τελευταίος μιλούσε καλά τα ισπανικά και άρχισε να μας ρωτάει για τη θαυμαστή χώρα «του
Περόν». Με τη φαντασία μας ακόμα πιο καρπερή λόγω του μεγαλειώδους θεάματος που βλέπαμε
μπροστά μας, ήταν εύκολο να ζωγραφίσουμε απίθανες καταστάσεις, να προσαρμόσουμε στα γούστα
μας τα κατορθώματα του «αρχηγού» και να κάνουμε τους ακροατές μας να νιώσουν δέος με τις
διηγήσεις μας για την παραδεισένια ομορφιά της χώρας μας. Ο πατέρας έβαλε το γιο να μας ζητήσει
ένα αντίτυπο του αργεντίνικου συντάγματος, με τη διακήρυξη που διασφάλιζε τα δικαιώματα των
ηλικιωμένων, πράγμα που του το υποσχεθήκαμε γεμάτοι ενθουσιασμό. Καθώς συνεχίζαμε το ταξίδι
μας, ο γέρος ιθαγενής έβγαλε από τις αποσκευές του ένα νοστιμότατο καλαμπόκι και μας το
πρόσφερε. Και εμείς, αμέσως, επιβεβαιώσαμε τις πεποιθήσεις μας μοιράζοντας το δημοκρατικά και
ακριβοδίκαια.
Προχωρημένο απομεσήμερο, με τον ουρανό συννεφιασμένο και βαρύ πάνω από τα κεφάλια μας,
διασχίζαμε ένα παράξενο μέρος όπου η διάβρωση είχε μετατρέψει τις πε-λο>ριες πέτρες στην άκρη
του δρόμου σε φεουδαρχικά κάστρα με δαιδαλώδεις πύργους, σε αλλόκοτα πρόσωπα, τρομακτικά,
ένα σωρό τέρατα που θαρρείς και φρουρούσαν τον τόπο, προστατεύοντας την ησυχία των μυθικών
ηρώων που, δίχως άλλο, τον κατοικούσαν. Το ψιλόβροχο που έπεφτε εδώ και λίγη ώρα άρχισε να
δυναμώνει και σε λίγο μεταβλήθηκε σε νεροποντή. Ο οδηγός του φορτηγού φώναξε τους «γιατρούς
από την Αργεντινή» και μας πέρασε στο «κουβούκλιο», δηλαδή στο μπροστινό μέρος του οχήματος -
το άκρον άωτον της άνεσης σε αυτά τα μέρη. Εκεί πιάσαμε φιλία με ένα δάσκαλο από το Πούνο που
τον είχε απολύσει η κυβέρνηση επειδή ήταν μέλος της APRA.* Ο άνθρωπος, που
* APRA (Alianza Popular Revolucionaria Americana): Λαϊκή Επαναστατική Αμκ-
είχε και αίμα αυτόχθονα στις φλέβες του, εκτός του ότι ήταν και απριστής -πράγμα που δε σήμαινε
τίποτα για εμάς-, ήξερε αμέτρητες ιστορίες για τα έθιμα και την κουλτούρα των ιθαγενών και μας
διασκέδασε με χίλια δυο ανέκδοτα και αναμνήσεις από τα χρόνια του ως δασκάλου. Ακολουθώντας
τη φωνή του αίματος, πήρε το μέρος των Αϊ-μάρα στην πολεμική που κρατάει χρόνια και παθιάζει
τους φοιτητές που μελετούν τους γηγενείς πολιτισμούς, ενάντια στους Κόγια,* που τους χαρακτήριζε
άνανδρους λαντίνος.** Ο δάσκαλος μας έδωσε την εξήγηση της παράξενης συμπεριφοράς των
συνταξιδιωτών μας: ο ιθαγενής αφήνει πάντα στην Πατσαμάμα, στη μάνα γη, όλους τους καημούς
και τους πόνους του στο ψηλότερο σημείο του βουνού πετώντας συμβολικά μια πέτρα. Από τις
πέτρες σχηματίζονται πυραμίδες σαν αυτή πού είδαμε. Όταν ήρθαν οι Ισπανοί κατακτητές στην
περιοχή, προσπάθησαν από την αρχή με όλες τους τις δυνάμεις να ξεριζώσουν αυτή την πίστη και να
απαλείψουν το έθιμο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι καλόγεροι αποφάσισαν να δεχτούν το
αναπόφευκτο και έ
ρικανική Συμμαχία. Μεταρρυθμιστικό κόμμα το οποίο ιδρύθηκε από τον Βί-κτορ Ραούλ Άγια δε λα Τόρε το 1924, σε αντιπαράθεση με το
κίνημα μαρξιστικής έμπνευσης του Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι. Την εποχή που ο Ερνέστο περνάει από το Περού, ο Άγια ήταν εξόριστος από
τη στρατιωτική δικτατορία. (Σ.τ.Ε.)
* Ισπανόφωνοι Λατινοαμερικάνοι, όρος που συχνά χρησιμοποιείται για τους ιθαγενείς που υιοθετούν τον ισπανικό τρόπο ζωής.
** Ιθαγενείς που κατοικούν στο χιλιανό Βορρά. Η γλώσσα τους έχει σχεδόν εξαφανιστεί. (Σ.τ.Ε.)
στησαν ένα σταυρό στην πυραμίδα. Αυτό έγινε πριν από τέσσερις αιώνες (το αναφέρει και ο
Γκαρθιλάσο δε λα Βέ-γκα)·* αν κρίνει κανείς δε από τον αριθμό των ιθαγενών που
σταυροκοπήθηκαν, δεν κέρδισαν και πολλούς οι κληρικοί. Η ανάπτυξη των μέσων μαζικής
μεταφοράς ο')θησε τους πιστούς να αντικαταστήσουν το ρίξιμο της πέτρας φτύνοντας μασημένο
φυλα κόκας. Έτσι ελευθερώνονται από τους καημούς, που παραμένουν στην Πατσαμάμα.
Η εμπνευσμένη φωνή του δασκάλου γινόταν παράξενα ηχηρή όταν μιλούσε για τους ιθαγενείς του,
για την ανυπότακτη φυλή των Αϊμάρα, που κάποτε κρατούσε σε επιφυλακή το στρατό των Ίνκα, και
χαμήλωνε όταν αναφερόταν στην τωρινή κατάσταση των ιθαγενών, που έχουν αποβλακωθεί από τους
«μπασταρδεμένους» συντρόφους τους -τους άσπονδους εχθρούς του-, τους μιγάδες, οι οποίοι
μεταφέρουν στους πρώτους όλη τη μνησικακία της νόθας ύπαρξης τους. Μιλούσε για την
αναγκαιότητα να δημιουργηθούν σχολεία για να βοηθούν το άτομο να προαχθεί πνευματικά εντός της
κοινωνίας στην οποία ανήκει και για να μεταβληθεί σε ωφέλιμη ύπαρξη- για την αναγκαιότητα να
αλλάξει όλο το υπάρχον σύστημα παιδείας, για τις λίγες ευκαιρίες ολοκληρωμένης μόρφωσης του
ατόμου - που το εκπαιδεύουν συμφωνά με τα κριτήρια του λευκού ανθρώπου και το αφήνουν γεμάτο
ντροπή και πικρία, άχρηστο για τους ομοίους του,
* Ο Ίνκα Γκαρθιλάσο, γιος μιας πριγκίπισσας των Ίνκα και ενός κονκισιαδόρ, ήταν ένας από τους χρονικογράφους της κατάκτησης.
τους ιθαγενείς, και με μεγάλα μειονεκτήματα στον αγώνα που κάνει μέσα σε μια κοινωνία λευκών
που είναι εχθρική προς αυτό και δε θέλει να τον δεχτεί στους κόλπους της. Η μοίρα αυτών των
άτυχων είναι να φυτοζωήσουν σε κάποιο σκοτεινό πόστο της γραφειοκρατίας και να πεθάνουν με την
ελπίδα πως κάποιος από τους γιους τους, από ένα θαύμα της «σταγόνας» που θα παραχωρήσουν οι
κατακτητές, που τώρα τους πίνουν το αίμα, θα καταφέρει να φτάσει στους ορίζοντες που αυτοί
ανέκαθεν ονειρεύονταν και που θα συνέχιζαν να τους ονειρεύονται όλη τους τη ζωή, ως τα στερνά
τους. Στις σπασμωδικές χειρονομίες του μάντευες την εξομολόγηση ενός ανθρώπου ταλανισμένου
από τα ίδια του τα πάθη και από τους ίδιους του τους πόθους, που τους απέδιδε στο υποθετικό
πρόσωπο του παραδείγματος του. Εξάλλου, δεν ήταν άραγε το τυπικό προϊόν μιας «παιδείας» που
πληγώνει αυτόν που τη δέχεται χαριστικά, λαχταρώντας μόνο να αποδείξει τη μαγική δύναμη αυτής
της «σταγόνας», έστω και αν προέρχεται από κάποια δύστυχη μιγάδα που πουλήθηκε σ' έναν τοπικό
αρχηγό ή από το βιασμό της ιθαγενούς υπηρέτριας από το μεθυσμένο Ισπανό κύριο της;
Η διαδρομή όμως τελείωνε και ο δάσκαλος έβαλε τελεία στην πολυλογία του. Ύστερα από μια
στροφή, διασχίσαμε τη γέφυρα του ποταμού που την αυγή ήταν μόνο ένα μικρό ρυάκι. Εκεί ήταν το
Ιλάβε.
Το Πισάκ, ένα χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Τη φωτογραφία τράβηξε ο Αλμπέρτο ή ο Ερνέστο τον Απρίλιο τον
1952.
«Ύστερα από δυο ατέλειωτες ώρες επίπονης αναρρίχησης φτάσαμε στην κορυφή του Πισάκ- αλλά, ακόμα κι
εκεί, είχε φτάσει πολύ πριν
από εμάς το σπαθί του Ισπανού πολεμιστή, που εξουδετέρωσε τους υπερασπιστές και κατέστρεψε τα αμυντικά
έργα και το ναό τους».
Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΗΑΙΟΥ
Η ΙΕΡΗ ΛΙΜΝΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ της, επειδή τα υψώματα γύρω
από το Πούνο την έκρυβαν από τα μάτια μας. Μια δυο μαούνες έπλεαν στα ήρεμα νερά της και
μερικές ψαρόβαρκες τραβούσαν στη σειρά προς τις εκβολές του ποταμού. Ο αέρας ήταν κρύος και ο
ουρανός, α-νταριασμένος, ταίριαζε, θαρρείς, με τη διάθεση μας. Βέβαια είχαμε φτάσει κατευθείαν
στο χωριό χωρίς να κάνουμε στάση στο Ιλάβε, είχαμε καταλύσει προσωρινά σε ένα στρατόπεδο με
πολύ καλό φαγητό, αλλά η τύχη μας φαινόταν να μας έχει εγκαταλείψει: ο επικεφαλής αξιωματικός
μάς έδειξε την πόρτα με πολύ ευγενικό τρόπο, λέγοντας μας πως το στρατόπεδο ήταν ένας σταθμός
στη μεθόριο και απαγορευόταν αυστηρά η παραμονή ξένων πολιτών.
Ωστόσο δε θέλαμε να φύγουμε χωρίς να γνωρίσουμε τη λίμνη. Πήγαμε στο μόλο μήπως βρούμε
κάποιο σκάφος να μας πάρει στ' ανοιχτά, ώστε να μπορέσουμε να τη θαυμάσουμε σε όλο της το
μεγαλείο. Καταφύγαμε σε ένα διερμηνέα για να επισημοποιήσουμε την επιχείρηση, επειδή όλοι οι
ψαράδες ήταν Αϊμάρα και δε γνώριζαν ισπανικά. Με το ταπεινό ποσό των πέντε σολ πετύχαμε να μας
πάρουν και τους δύο μαζί με τον πρόθυμο οδηγό μας, που μας πήρε στο κατόπι· είχαμε σκοπό να
κάνουμε και μπάνιο στα νερά της λίμνης, αλλά παραιτηθήκαμε από την ιδέα μόλις δοκιμάσαμε τη
θερμοκρασία με το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού (παρόλο που ο Αλμπέρτο είχε κάνει ολόκληρη
επίδειξη με θεαματικές κινήσεις, βγάζοντας μπότες και ρούχα, που τα ξαναφόρεσε άρον άρον).
Σαν σημαδάκια σπαρμένα στην απέραντη γκρίζα επιφάνεια αναδύονταν, πέρα μακριά, μια σειρά
νησάκια. Ο οδηγός μάς διηγήθηκε τη ζωή των ψαράδων που κατοικούσαν εκεί. Είναι ζήτημα αν
μερικοί από αυτούς έχουν δει λευκό στη ζωή τους. Ζουν δεμένοι άρρηκτα με τα πανάρχαια έθιμα
τους τρώγοντας τα ίδια πράγματα, ψαρεύοντας με τον ίδιο τρόπο όπως εδώ και πεντακόσια χρόνια,
και διατηρώντας ανέπαφα τα ρούχα, τα ήθη και τις παραδόσεις τους.
Όταν γυρίσαμε στο λιμάνι, πήγαμε κατευθείαν στα πλεούμενα που έκαναν τη διαδρομή ανάμεσα στο
Πούνο και σε ένα βολιβιανό λιμάνι, για να προμηθευτούμε φύλλα ματέ, που σχεδόν μας είχε
τελειώσει· αλλά στη μεσημβρινή ζώνη της Βολιβίας δε χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου, δεν υπήρχε
ούτε μισό κιλό, μόλις που το είχαν ακουστά. Περνώντας, παρατηρήσαμε ένα πλοίο σχεδιασμένο στην
Αγγλία και ναυπηγημένο εδώ. Η πολυτέλεια του ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τη γενική
φτώχεια της περιοχής.
Το πρόβλημα της στέγασης μας λύθηκε στο σταθμό της πολιτοφυλακής, όπου ένας συμπαθητικός
αξιωματικός μάς βόλεψε στο ιατρείο, σε ένα κρεβάτι και τους δυο, με ζεστά σκεπάσματα πάντως. Το
επόμενο πρωί, υστέρα από μια επίσκεψη στον αρκετά ενδιαφέροντα καθεδρικό ναό, βρήκαμε ένα
φορτηγό, για το Κούσκο αυτή τη φορά.
Είχαμε μια συστατική επιστολή από το γιατρό του Πού-νο για το δόκτορα Ερμόσα, πρώην
λεπρολόγο, που είχε εγκατασταθεί εκεί.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ, ΠΑΤΙ
ο οδηγός του φορτηγού μάς άφησε στη Χουλιάκα, όπου θα έπρεπε να πάρουμε ένα άλλο με
κατεύθυνση προς Βορρά. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, με συστάσεις από την πο-λιτοφυλακή του
Πούνο, και εκεί γνωρίσαμε έναν αρχιφύλακα τελείως σκνίπα που μας πήρε με καλό μάτι και μας
κάλεσε να πιούμε ένα ποτήρι. Εκείνος και ο συνταξιδιώτης μου παρήγγειλαν μπίρα και την
κατέβασαν μονορούφι, ενώ το δικό μου μπουκάλι έμενε γεμάτο στο τραπέζι. «Ε, εσύ, Αργεντινέ, δεν
πίνεις;»
«Όχι· ξέρεις, στα μέρη μου δεν το συνηθίζουμε να πίνουμε ξεροσφύρι. Μην το παρεξηγήσεις, αλλά
εκεί πίνουμε τρώγοντας ταυτόχρονα».
«Τσεεε», είπε με ένρινη φωνή, τονίζοντας το πατρωνυμικό μας πρόθεμα, «δεν το έλεγες αμέσως;»
Χτύπησε τα χέρια και ζήτησε σάντουιτς με τυρί, γεγονός το οποίο με ικανοποίησε. Μα ήταν τόση η
ευφορία του, που βάλθηκε να κομπάζει για τα κατορθοψατά του- ήταν, λέει, ο φόβος και ο τρόμος
της περιοχής για την ευστοχία του.
Και, όσο τα έλεγε αυτά, σημάδευε τον Αλμπέρτο με το περίστροφο και του έκανε την εξής πρόταση:
«Άκου, Τσε· πας και στέκεσαι στα είκοσι μέτρα μ' ένα τσιγάρο στο στόμα και, αν δε σ' το ανάψω με
την πρώτη, θα σου δώσω πενήντα σολ». Ο Αλμπέρτο, που δεν είναι παρα-δόπιοτος, δεν κούνησε από
την καρέκλα του. «Σου δίνω εκατό, Τσε». Κανένα σημάδι ενδιαφέροντος.
Όταν το ποσό έφτασε στα διακόσια σολ, τα μάτια του Αλμπέρτο σπιθοβόλησαν για μια στιγμή, αλλά
επικράτησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και δε σάλεψε. Τότε ο αρχιφύλακας έβγαλε το πηλήκιο
του και, σημαδεύοντας μέσα από έναν καθρέφτη, το πέταξε πίσω και πυροβόλησε. Το πηλήκιο έμεινε
απείραχτο, όχι όμως και ο τοίχος της ταβέρνας. Η ταβερνιάρισσα έγινε θηρίο και πήγε στο τμήμα να
διαμαρτυρηθεί.
Ύστερα από λίγο κατέφθασε ένας αξιωματικός για να εξετάσει την υπόθεση· ξεμονάχιασε τον
αρχιφύλακα σε μια γωνιά και του τα «έψαλε». Κατόπιν ξανάρθαν προς το μέρος μας και ο
αρχιφύλακας είπε στο φίλο μου, αφού του έκανε ένα σωρό νοήματα για να καταλάβει: «Για πες μου,
Αργεντινέ, έχεις κι άλλα βεγγαλικά σαν αυτό που έριξες;» Ο Α\μπέρτο «τσίμπησε» και είπε με το πιο
αθώο ύφος του κόσμου πως... του είχαν σωθεί. Ο αξιωματικός τον «κατσάδια-σε» που είχε ρίξει
πυροτεχνήματα σε δημόσιο χώρο και είπε της ταβερνιάρισσας να θεωρήσει λήξαν το συμβάν, πως
δεν είχε πυροβολήσει κανένας, πως δεν υπήρχε κανένα σημάδι στον τοίχο. Η γυναίκα πήγε να πει
στον αρχιφύλακα, που είχε στηθεί μπροστά στον τοίχο, να παραμερίσει, αλλά υστέρα το
ξανασκέφτηκε, μέτρησε τα υπέρ και τα κατά και κράτησε το στόμα της κλειστό. Τα 'βαλε μόνο με
τον Αλμπέρτο: «Αυτοί οι Αργεντινοί νομίζουν πως είναι αφεντάδες όλου του κόσμου». Μουρμούρισε
και κάποιες βρισιές· δεν τις κα-λοακουσαμε, καθώς σπεύσαμε να απομακρυνθούμε μάνι μά-νι, με τον
καημό ότι είχαμε αφήσει πίσω μας μισοτελειωμένα ο ένας την μπίρα και ο άλλος το σάντουιτς.
Στο επόμενο φορτηγό που πήραμε συναντήσαμε κάποιους από τη Λίμα. Προσπαθούσαν με κάθε
τρόπο να δείξουν την ανωτερότητα τους σε μια ομάδα ιθαγενών, οι οποίοι ωστόσο έμεναν ατάραχοι
στις προκλήσεις. Στην αρχή κοιτάζαμε από την άλλη μεριά και δε δίναμε σημασία, υστέρα από
μερικές ώρες όμως η μονοτονία του ταξιδιού σε αυτή την ατέλειωτη στέπα μάς ανάγκασε να πούμε
δυο λόγια με τους μοναδικούς λευκούς, που ήταν και οι μόνοι με τους οποίους μπορούσες να
συνομιλήσεις- οι ιθαγενείς μόλις που κατα-δέχονταν να απαντήσουν με μονοσύλλαβες λέξεις στις
ερωτήσεις των ξένων. Για να πούμε την αλήθεια, οι τύποι από τη Λίμα ήταν φυσιολογικά παιδιά.
Φέρονταν έτσι για να καταδείξουν τις διαφορές που τους χώριζαν από τους ιθαγενείς. Για αρκετή ώρα
μασουλούσαμε τα φύλλα κόκας που μας πρόσφεραν ευγενικά οι καινούριοι φίλοι μας. Με το
σούρουπο φτάσαμε σε ένα χωριό που το έλεγαν Αγιαβίρι και μείναμε σε ένα ξενοδοχείο που το
πλήρωσε ο επικεφαλής της πολιτοφυλακής. «Είναι αδιανόητο να κακοκοιμηθούν δύο γιατροί από την
Αργεντινή επειδή δεν έχουν χρήματα», ήταν η απάντηση στις δειλές μας διαμαρτυρίες μπροστά σε
αυτή την απροσδόκητη αβρότητα. Πάντως, παρά το άνετο και... ανέξοδο κρεβάτι, δεν καταφέραμε να
κλείσουμε μάτι όλη νύχτα- η κόκα που είχαμε καταπιεί μας εκδικιόταν για την ελαφρομυαλιά μας με
ναυτία, κολικούς και δυνατό πονοκέφαλο.
Το άλλο πρωί, πολύ νωρίς, συνεχίσαμε με το ίδιο φορτηγό προς το Σικουάνι, όπου φτάσαμε
περασμένο μεσημέρι, παγωμένοι από το κρύο, μουσκεμένοι από τη βροχή και πεθαμένοι της πείνας.
Δο')σαμε το «παρών» στην πολιτοφυλα-κή, ως συνήθως, όπου μας φρόντισαν, όπως πάντα. Στο
Σικουάνι κυλάει ένα θλιβερό ρυάκι που το ονομάζουν Βιλκα-νότα- θα ακολουθούσαμε για ένα
διάστημα την κοίτη των νερών του, ενός ωκεανού λάσπης.
Στο Σικουάνι βρεθήκαμε στην αγορά, όπου αρχίσαμε να χαζεύουμε την ποικιλία των πολύχρωμων
εμπορευμάτων πάνω στους πάγκους των μικροπωλητών, που διαλαλούσαν μονότονα την πραμάτεια
τους μέσα στον ασταμάτητο βόμβο του πλήθους, όταν προσέξαμε ότι ο κόσμος είχε στρέψει την
προσοχή του σε μια γωνιά του δρόμου. Κατευθυνθήκαμε προς τα κει.
Τριγυρισμένη από πυκνό, σιωπηλό πλήθος, προχωρούσε μια πομπή με επικεφαλής καμιά δωδεκάδα
παπάδες με χρωματιστά άμφια. Από πίσω ακολουθούσε μια σειρά μαυροντυμένων επισήμων, με
έκφραση ανάλογη της περίστασης, που σήκωναν ένα φέρετρο - όριο ανάμεσα στην επίσημη νεκρική
πομπή και στο απόλυτο χάος του όχλου που ακολουθούσε σε πλήρη αταξία. Η πομπή σταμάτησε και
από ένα μπαλκόνι εμφανίστηκε κάποιος από τους μαυροντυμένους, με ένα χαρτί στο χέρι: «Είναι
χρέος μας, τη στιγμή του αποχαιρετισμού προς το μεγάλο αυτό άνθρωπο που υπήρξε ο Δείνα...»
Η πομπή συνέχισε την πορεία της· ένα τετράγωνο πιο κάτω σταμάτησε και πάλι, και άλλο ένα ζοφερό
πρόσωπο ξεπρόβαλε από άλλο μπαλκόνι. «Ο Δείνα πέθανε, μα η ανάμνηση των καλών του πράξεων,
της αναμφισβήτητης τιμιότητας του...» Έτσι συνέχισε το ταξίδι ως την τελευταία του κατοικία ο
καημένος ο Δείνα, καταδιωκόμενος από το μίσος των συγχωριανών του, οι οποίοι τον ξεφορτώνονταν
με καταιγιστικές απαγγελίες σε κάθε γωνιά του δρόμου.
Πέρασε άλλη μια μέρα ταξιδιού παρόμοια με τις προηγούμενες και επιτέλους: ΤΟ ΚΟΥΣΚΟ!

Το φρούριο τον Ογιανταϊτάμηο. Φωτογραφίες τον Ερνέστο Γκεβάρα, Απρίλιος 1952.


«Ακολουθοητας την κοίτη του Βιλκανότα και αφού παρακάμψαμε
τοποθεσίες μικρής σημασίας, φτάσαμε στο Ογιανταϊτάμπο, το μεγάλο οχυρό που αντιστάθηκε σιο στρατό του
Ερνάντο Πιθάρο όταν ο Μάνκο Β' ξεσηκώθηκε ενάντια στους κατακτητές και ίδρυσε εκείνη τη μικρή
δυναστεία των Τεσσάρων Ίνκα».
ο ΟΜΦΑΛΌΣ
Η ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΆ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ
το Κούσκο είναι «υποβλητικό». Μια άπιαστη σκόνη από άλλες εποχές σκεπάζει τους δρόμους και
υψώνεται σαν αχνό σύννεφο μόλις την ταράξεις. Αλλά υπάρχουν δυο ή τρία Κούσκο ή μάλλον δύο ή
τρεις μορφές υποβολής σε αυτό: όταν η Μάμα-Όκγιο άφησε να πέσει στη γη το χρυσό καρφί και αυτό
χώθηκε ολότελα μέσα της, οι πρώτοι Ίνκα κατάλαβαν πως εκεί ήταν το μέρος που είχε επιλέξει ο
Βιρακό-τσα για να εγκατασταθούν μόνιμα οι αγαπημένοι γιοι του, οι οποίοι εγκατέλειψαν το
νομαδισμό για να φτάσουν σαν κατακτητές στη δική τους γη της επαγγελίας. Με τα ρου-θούνια
διεσταλμένα από τη φιλοδοξία για νέους ορίζοντες, είδαν να αναπτύσσεται η τρομερή αυτοκρατορία,
ενώ το βλέμμα διαπερνούσε το φράγμα των γύρω βουνών. Και οι νομάδες καταπιάστηκαν με την
επέκταση του Ταχουαντιν-σούγιο, οχυρώνοντας το κέντρο της κατάκτησης τους, τον ομφαλό του
κόσμου, το Κούσκο. Και έτσι ξεπήδησε, από αμυντική αναγκαιότητα, το επιβλητικό Σακσαουαμάν,
που δεσπόζει από τα υψώματα στην πόλη, προστατεύοντας τα παλάτια και τους ναούς από το μένος
των εχθρών της αυτοκρατορίας. Αυτό είναι το Κούσκο, που η ανάμνηση του αναδύεται θλιβερή από
το κατεστραμμένο -από τη βλακεία του αναλφάβητου Ισπανού κατακτητή- φρούριο, από τους
βεβηλωμένους και ρημαγμένους ναούς, από τα λεηλατημένα παλάτια, από την αποβλακωμένη ράτσα.
Αυτό είναι το Κούσκο που σε παροτρύνει να είσαι πολεμιστής και να υπερασπίζεσαι με το ρόπαλο
στο χέρι τη ζωή και την ελευθερία των Ίνκα.
Ωστόσο υπάρχει ένα Κούσκο που φαίνεται από ψηλά, αφήνοντας κατά μέρος το ερειπωμένο οχυρό:
είναι αυτό με τις σκεπές από χρωματιστά κεραμίδια, που η γλυκιά του ομοιομορφία διακόπτεται από
τον τρούλο μιας μπαρόκ εκκλησίας και που, κατηφορίζοντας, μας φανερώνει μόνο τα σοκάκια του με
τα χαρακτηριστικά ρούχα των κατοίκων του και τα χρώματα του σαν πίνακας· είναι αυτό που σε
προσκαλεί να γίνεις άθελα σου τουρίστας, να προσπερνάς επιπόλαια, να γεύεσαι την ομορφιά κάτω
από ένα χειμωνιάτικο, μολυβένιο ουρανό.
Υπάρχει όμως και ένα Κούσκο παλλόμενο, που δείχνει με τα μνημεία του την τρομερή αξία των
πολεμιστών που κατέκτησαν την περιοχή και το οποίο εκφράζεται στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες,
στις διακοσμήσεις των εκκλησιών και στα χαρακτηριστικά των λευκών αρχηγών, που, ακόμα και
σήμερα, μαρτυρούν την περηφάνια της κατάκτησης· είναι αυτό που σε καλεί να σφίξεις στο χέρι σου
το σπαθί και καβάλα στο γοργοπόδαρο φαρί να διαπεράσεις την απροστάτευτη σάρκα του γυμνού
όχλου, που το ανθρώπινο τείχος του σκορπίζει και εξαφανίζεται κάτω από τα πέταλα του ζώου.
Μπορείς να θαυμάσεις ξεχωριστά καθεμιά απ' αυτές τις όψεις του Κούσκο και στην καθεμιά
αφιερώσαμε κι εμείς ένα μέρος της διαμονής μας.
Η ΓΗ ΤΩΝ ΙΝΚΑ
ΤΟ ΚΟΥΣΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΥΝ
μάλλον έναν κίνδυνο παρά αμυντικό φράγμα για τους κατοίκους του- αυτούς που, για να αμυνθούν,
κατασκεύασαν τον πελώριο όγκο του Σακσαουαμάν. Αυτή τουλάχιστον είναι η πλέον διαδεδομένη
εκδοχή ανάμεσα στους λιγότερο απλοϊκούς ανθρώπους· εκδοχή με την οποία δε μου επιτράπηκε να
διαφωνήσω για προφανείς λόγους. Βέβαια αυτό το κάστρο θα μπορούσε να αποτελεί το αρχικό
κύτταρο της μεγάλης πόλης. Σε μια εποχή όπου άρχιζε να εγκαταλείπεται ο νομαδισμός, όταν οι
κάτοικοι ήταν απλώς μια φιλόδοξη φυλή και η προστασία της ενάντια στην αριθμητική υπεροχή του
εχθρού βασιζόταν στη συμπαγή άμυνα του εγκατεστημένου της κυττάρου, τα τείχη του Σακσαουαμάν
πρόσφεραν τον ιδεώδη τρόπο για την πραγμάτωση της, και αυτή η διπλή λειτουργία της πόλης-
οχυρού εξηγεί το γιατί μερικά κτίσματα, που δεν καταφέρνεις να κατανοήσεις τη σημασία τους, είχαν
ως σκοπό να αποκρούουν απλώς τις εχθρικές επιδρομές - χωρίς να υπολογίζουμε πως το Κούσκο
έμενε εξίσου απροστάτευτο σε όλα τα άλλα σημεία της περιφέρειάς του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η
διάταξη του είναι τέτοια, (όστε να δεσπόζει στις δύο βαθιές κοιλάδες που οδηγούν στην πόλη. Οι
επάλξεις των τειχών είναι έτσι φτιαγμένες, που σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης ο πολιορκού-μενος
να αμύνεται από τρεις μεριές ταυτόχρονα και, αν εξουδετερώνεται η άμυνα, ο επιτιθέμενος να
βρίσκεται μπροστά σε ένα δεύτερο τείχος της ίδιας μορφής και σε ένα τρίτο, κάτι που δίνει
μεγαλύτερη άνεση κινήσεων στους αμυνόμενους και τους επιτρέπει να επικεντρωθούν στην
αντεπίθεση. Όλα αυτά και το ύστερο μεγαλείο της πόλης σε οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι
εχθρικές επιθέσεις δεν κατάφεραν ποτέ να παραβιάσουν τα οχυρά που τα υπερασπίζονταν πολεμιστές
Κέτσουα- όμως, επειδή τα οχυρά είναι έκφραση ενός λαού μεγάλης επινοητικότητας και μαθηματικής
έμπνευσης, πιστεύω πως ανήκαν σε μια περίοδο του πολιτισμού τους πριν από τους Ίνκα, την εποχή
που δεν είχαν μάθει ακόμα να εκτιμούν τις ανέσεις της υλικής ζωής. Από αυτό το λιτό λαό δε θα
προέκυπτε ποτέ τέτοια λαμπρότητα, μα στη συνέχεια θα επιδείκνυαν ενδιαφέρουσες ικανότητες στην
αρχιτεκτονική και στις τέχνες. Οι συνεχείς πολεμικές επιτυχίες απομάκρυναν όλο και περισσότερο τα
εχθρικά φύλα από τα πέριξ του Κούσκο, και έτσι, βγαίνοντας από το σίγουρο καταφύγιο του οχυρού
-που ήταν πια μικρό για να χωρέσει μια αναπτυσσόμενη εθνότητα-, αυτή επεκτάθηκε στη γειτονική
κοιλάδα, στις όχθες του χειμάρρου, του οποίου τα νερά θα χρησιμοποιούσε. Συνειδητοποιώντας δε το
μεγαλείο της, έστρεψε το βλέμμα στο παρελθόν αναζητώντας μια εξήγηση της ανωτερότητας της·
και, για να δοξάσει τη μνήμη του θεού, που η παντοδυναμία του της είχε επιτρέψει να εξυψωθεί σε
κυρίαρχη φυλή, οικοδομήθηκαν ναοί και σχηματίστηκε ιερατείο. Χτίζοντας το μεγαλείο του λοιπόν
στην πέτρα πήρε μορφή το επιβλητικό Κούσκο που κατακτήθηκε από τους Ισπανούς.
Μα και στις μέρες μας ακόμα, όταν η κτηνώδης μανία του νικητή όχλου φαίνεται σε κάθε πράξη με
την οποία θέλει να καταστήσει αιώνια την κατάκτηση του και όταν η φυλή των Ίνκα έχει από καιρό
εξαφανιστεί ως κυρίαρχη δύναμη, οι λίθινοι αυτοί όγκοι δείχνουν τον αινιγματικό τους εξοπλισμό,
που έμεινε αλώβητος στο χρόνο. Όταν τα στρατεύματα των λευκών εισέβαλαν στην ηττημένη πόλη,
επιτέθηκαν με τυφλή μανία στους ναούς και ένωσαν τη λύσσα τους για τον χρυσό -στόλιζε τους
τοίχους, συμβολίζοντας το θεό Ήλιο- με τη σαδιστική ευχαρίστηση να αλλάξει αυτό το θλιμμένο
είδωλο ενός χαρούμενου λαού με το αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο σύμβολο ενός θλιμμένου λαού.
Οι ναοί των ιθαγενών καταστράφηκαν συθέμελα ή οι τοίχοι τους χρησίμευσαν για τη διακόσμηση
των εκκλησιών της νέας θρησκείας: η μητρόπολη χτίστηκε πάνω στα ερείπια ενός μεγάλου
ανακτόρου και πάνω στους τοίχους του ναού του Ήλιου υψώθηκαν οι τοίχοι της εκκλησίας του Σά-
ντο Ντομίνγκο, μάθημα και τιμωρία από τον αλαζονικό κατακτητή.
Ωστόσο η καρδιά της Λατινικής Αμερικής, που χτυπούσε δυνατά από αγανάκτηση, μεταβίβαζε κάθε
τόσο ένα νευρικό τρέμουλο στην ήρεμη πλαγιά των Άνδεων και αυτό το τρομακτικό ταρακούνημα
έφτανε ως την επιφάνεια της γης, με αποτέλεσμα να έχει σωριαστεί τρεις φορές· ο τρούλος του
περήφανου Σάντο Ντομίνγκο έχει γκρεμιστεί από το θρόνο του με έναν τριγμό σπασμένων κοκάλων,
το ίδιο και οι τοίχοι, που κατέρρευσαν από τις ρωγμές. Η βάση όμως στην οποία αναπαύεται ο
συμπαγής όγκος του ναού του Ήλιου δείχνει επιδεικτικά την γκρίζα πέτρα της. Η τρομερή
καταστροφή που χτύπησε τον κυρίαρχο της δε σάλεψε ούτε έναν από τους βράχους που την
αποτελούν.
Παρ' όλα αυτά η εκδίκηση του Κον* είναι ελάχιστη μπροστά στο μέγεθος της προσβολής. Οι γκρίζες
πέτρες κουράστηκαν να εκλιπαρούν τους θεούς να καταστρέψουν τη μισητή ορδή των κατακτητών
και τώρα δείχνουν όλη την εξάντληση του άψυχου υλικού τους, που χρησιμεύει μόνο για να προκαλεί
τα επιφωνήματα θαυμασμού κάποιου τουρίστα.
Τι θα μπορούσε να κάνει η υπομονετική δουλειά των ιθαγενών, που έχτισαν το ανάκτορο του Τνκα
Ρόκα λαξεύοντας μία μία τις πέτρες, μπροστά στο βίαιο έργο του λευκού κατακτητή, που γνωρίζει τη
χρήση της πλίνθου, τη θολωτή οροφή και το αψιδωτό τόξο;
Οι φοβισμένοι ιθαγενείς, που περίμεναν την τρομερή εκδίκηση των θεών τους, είδαν, αντί γι' αυτό, να
ορθώνεται ένα πλήθος εκκλησιών, που έπνιξε ακόμα και την ανάμνηση
* Ο Κον Τίκι ήταν αρχαίος θεός των Ίνκα. (Σ.τ.Ε.)
ενός περήφανου παρελθόντος. Τα έξι μέτρα των τοίχων του ανακτόρου του Ίνκα Ρόκα, που οι
κατακτητές το θεώρησαν χρήσιμο μόνο για θεμέλια των αποικιακών παλατιών, κλείνουν μέσα στην
τέλεια συναρμογή των πέτρινων όγκων τους το λυγμό του νικημένου πολεμιστή.
Κι όμως, η φυλή που δημιούργησε το Ογιαντάι* άφησε κάτι περισσότερο από τον οικισμό του Κουσκο
ως ανάμνηση του περασμένου μεγαλείου της. Κατά μήκος του ποταμού Βιλκανότα ή Ουρουμπάμπα,
σε μια απόσταση εκατό χιλιομέτρων, απλώνονται τα ίχνη του παρελθόντος των Ίνκα. Τα πιο
σημαντικά βρίσκονται πάντα πάνω σε βουνά, σχηματίζοντας έτσι απόρθητο οχυρό και εμποδίζοντας
την αιφνιδιαστική επίθεση του εχθρού.
Ύστερα από δυο ατελείωτες ώρες επίπονης αναρρίχησης φτάσαμε στην κορυφή του Πισάκ· αλλά,
ακόμα κι εκεί, είχε φτάσει πολύ πριν από εμάς το σπαθί του Ισπανού πολεμιστή, που εξουδετέρωσε
τους υπερασπιστές και κατέστρεψε τα αμυντικά έργα και το ναό τους. Μέσα από αυτές τις σκόρπιες,
χωρίς καμιά τάξη πέτρες, μαντεύεις το σχέδιο της αμυντικής κατασκευής, το μέρος όπου βρισκόταν ο
Ιντι-γουατάνα, εκεί όπου έπεφτε ο ήλιος το μεσημέρι και το μέρος όπου έμεναν οι ιερείς, μα είναι
τόσο λίγα αυτά που έχουν απομείνει!
Ακολουθώντας την κοίτη του Βιλκανότα και αφού παρα
* Επικό δράμα με ήρωα το στρατηγό των Ίνκα Ογιάντα, που εκτελέσιηκε επειδή ερωτεύτηκε μια πριγκίπισσα των Ίνκα. (Σ.τ.Ε.)
κάμψαμε τοποθεσίες μικρής σημασίας, φτάσαμε στο Ογια-νταϊτάμπο, το μεγάλο οχυρό που
αντιστάθηκε στο στρατό του Ερνάντο Πιθάρο όταν ο Μάνκο Β'* ξεσηκώθηκε ενάντια στους
κατακτητές και ίδρυσε εκείνη τη μικρή δυναστεία των Τεσσάρων Τνκα, που συνυπήρξαν με την
ισπανική κατοχή, ώσπου ο τελευταίος θηλυπρεπής εκπρόσωπος της εκτελέστηκε στην κεντρική
πλατεία του Κούσκο με εντολή του αντιβασιλεία Φρανθίσκο δε Τολέδο.
Ένας βραχώδης λόφος ύψους περίπου εκατό μέτρων ορθώνεται κατακόρυφα από τη μια πλευρά του
πόταμου Βιλ-κανότα και εκεί υψώνεται το φρούριο που η μόνη ευάλωτη πλευρά του, αυτή που
επικοινωνεί με τα γειτονικά βουνά μέσω στενών μονοπατιών, φυλαγόταν από κλιμακωτά αμυντικά
έργα που εμπόδιζαν την εύκολη πρόσβαση σε οποιονδήποτε επιτιθέμενο. Το κάτω μέρος του
κτίσματος προοριζόταν αποκλειστικά για την προστασία του φρουρίου, τα αμυντικά έργα
μοιράζονταν σε καμιά εικοσαριά διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα που προστατεύονταν εύκολα και απ'
όπου οι υπερασπιστές του οχυρού μπορούσαν να πλαγιοκοπήσουν τον επιτιθέμενο. Στο πάνω μέρος
βρίσκονταν οι κατοικίες των πολεμιστών και στην κορυφή του φρουρίου, σαν κορόνα, ο ναός, όπου
συγκεντρωνόταν προφανώς όλος ο πλούτος, όλα τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα, από τα ο
* Ο Μάνκο Β' ενθρονίστηκε από τον Ερνάντο Πιθάρο αφού συνέβαλε στην ανατροπή του Αταχουάλπα. Στη συνέχεια πολέμησε και ο ίδιος
τους Ισπανούς. Η πρώτη επανάσταση του καταπνίγηκε στο Ογιανταϊτάμπο το 1536.
ποία, φυσικά, δε μένει ούτε η ανάμνηση, αφού μέχρι και τα τεράστια αγκωνάρια με τα οποία είχε
χτιστεί ο ναός μετακινήθηκαν από τη θέση τους.
Στο δρόμο του γυρισμού, κοντά στο Σακσαουαμάν, Βρίσκεται ένα πλάτωμα με μερικές από τις πιο
χαρακτηριστικές κατασκευές των Τνκα, οι οποίες, κατά τον ξεναγό μας, προορίζονταν για το λουτρό
των Τνκα, πράγμα που μου φάνηκε λίγο παράξενο, δεδομένης της απόστασης που το χωρίζει από το
Κουσκο, εκτός και αν επρόκειτο για κάποια τελετουργία στην οποία επιδιδόταν αποκλειστικά ο
μονάρχης. Πάντως, αν παραδεχτούμε την εκδοχή του λουτρού, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι
αρχαίοι αυτοκράτορες ήταν πολύ πιο σκληρόπετσοι από τους απογόνους τους, αφού το νερό,
εξαιρετικό για πόσιμο, είναι κυριολεκτικά παγωμένο. Το μέρος, που πλαισιώνεται από τρεις
τραπεζοειδείς σηκούς (των οποίων η σημασία του σχήματος και της λειτουργίας παραμένει
σκοτεινή), ονομάζεται Ταμπομακάι και βρίσκεται στην είσοδο της Κοιλάδας των Τνκα.
Όμως το σημείο με τη μεγαλύτερη αρχαιολογική και τουριστική σημασία ανάμεσα σε όλα τα άλλα
της περιοχής είναι το Μάτσου Πίτσου. Στη γλώσσα των ιθαγενών σημαίνει «γέρικο βουνό»,
ονομασία που δεν πρέπει να συγχέεται με το χωριό που κρατούσε στα σωθικά του τους τελευταίους
εκπροσώπους ενός ελεύθερου λαού. Σύμφωνα με τον Μπίν-γκαμ, τον Αμερικανό αρχαιολόγο που
ανακάλυψε τα ερείπια, τούτο το μέρος ήταν κάτι παραπάνω από ένα καταφύγιο εναντίον των
εισβολέων ήταν το κέντρο όπου κατοικούσε η κυρίαρχη φυλή των Κέτσουα και ο ιερός τόπος της.
Αργότερα, την εποχή της ισπανικής κατοχής, μετατράπηκε σε καταφύγιο των ηττημένων φυλών. Εκ
πρώτης όψεως, υπάρχουν διάφορες ενδείξεις που φαίνεται να δικαιολογούν τον προαναφερόμενο
αρχαιολόγο: για παράδειγμα, οι πιο σημαντικές αμυντικές κατασκευές στο Ογιανταϊτάμπο βλέπουν
από την αντίθετη πλευρά του Μάτσου Πίτσου, παρόλο που η άλλη πλαγιά δεν είναι πολύ απόκρημνη,
ώστε να προστατεύει επαρκώς ενάντια σε μια επίθεση, θέλοντας ίσως να δώσει εσκεμμένα την
εντύπωση πως από αυτή την πλευρά οι υπερασπιστές είχαν τα νώτα τους καλυμμένα σε όποιον
υπολόγιζε μόνο στην απόκρημνη φύση της. Μια άλλη ένδειξη είναι η φροντίδα τους να κρατούν το
κατοικημένο κέντρο προφυλαγμένο από τα ξένα βλέμματα, ακόμα κι όταν η αντίσταση είχε συντριβεί
εντελώς και ο τελευταίος από τους Ίνκα είχε αιχμαλωτιστεί μακριά από την πόλη· εκεί ο Μπίνγκαμ
βρήκε σκελετούς αποκλειστικά γυναικείους και τους απέδωσε στις παρθένες του ναού του Ήλιου,
ενός θρησκευτικού τάγματος, του οποίου οι Ισπανοί δεν κατάφεραν να βρουν ούτε ένα μέλος. Σαν
κορόνα πάνω από την πόλη, όπως συνηθίζεται σε αυτού του είδους τα κτίσματα, στέκει ο ναός του
Ήλιου, με τον ξακουστό Ιντιχουατάνα λαξευμένο στο βράχο που χρησιμεύει για βάθρο, και μια σειρά
από προσεκτικά αραδιασμένες πέτρες εκεί δείχνει ότι πρόκειται για σημαντική τοποθεσία. Τρία
παράθυρα με το τραπεζοειδές σχήμα των κατασκευών των Κέτσουα βλέπουν προς τον ποταμό· είναι
τα τρία παράθυρα από όπου, σύμφωνα με τον Μπίνγκαμ, βγήκαν οι αδερφοί αίγιου,* πρόσωπα της
μυθολογίας των Ίνκα, για να δείξουν στην εκλεκτή φυλή το μονοπάτι για τη γη της επαγγελίας. Αυτός
ο ισχυρισμός έχει αντικρουστεί από μεγάλο αριθμό έγκριτων μελετητών και η λειτουργία του ναού
του Ήλιου αποτελεί πηγή συζητήσεων, μια και αυτός που τον ανακάλυψε, ο Μπίνγκαμ, υποστηρίζει
ότι είναι μια κατασκευή κυκλική, όμοια με το ναό του Κούσκο, τον αφιερωμένο στην ίδια θεότητα.
Όμως, ό,τι και να ισχύει, το σχήμα και το λάξευμα της πέτρας σε κάνουν να υποθέτεις πως πρόκειται
για μια σημαντική κατοικία και πιστεύεται πως κάτω από τον ογκόλιθο που χρησιμεύει ως βάση
βρίσκεται ο τάφος ενός ή περισσότερων Ίνκα.
Εδώ μπορείς να εκτιμήσεις εύκολα τη διαστρωμάτωση του λαού σε ποικίλες κοινωνικές τάξεις. Τα
άτομα συσπειρώνονταν σε ομάδες, κατά κατηγορία, σε διαφορετικά μέρη, και διατηρούσαν κάποια
ανεξαρτησία από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Είναι κρίμα που δεν ήξεραν άλλη στέγη πλην της
αχυρένιας, γιατί έτσι δεν απέμειναν δείγματα οροφής ούτε και στα πολυτελέστερα κτίσματα- αλλά
για τους αρχιτέκτονες, που αγνοούσαν το θόλο και το τόξο, ήταν τρομερά δύσκολο να λύσουν αυτό
το οικοδομικό πρόβλημα. Στα
* Πρόκειται για κοινωνική ομάδα του πολιτισμού των Ίνκα, τα μέλη της οποίας συνδέονταν με δεσμούς αίματος και θρησκευτικούς.
Αποτελούσε την πιο βασική δομή οργάνωσης της κοινωνίας. Ο θεσμός επιβιώνει ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Λατινικής
Αμερικής με τη μορφή παραδοσιακών κοινοτήτων. (Σ.τ.Ε.)
κτίσματα που προορίζονταν για τους πολεμιστές μάς έδειξαν εσοχές στους τοίχους, των οποίων οι
πέτρες είχαν μια σχισμή από κάθε πλευρά, αρκετά μεγάλη ώστε να χωράει ένα αντρικό μπράτσο. Απ'
ό,τι φαίνεται, το μέρος ήταν τόπος τιμωρίας· το θύμα υποχρεωνόταν να περάσει και τα δυο του
μπράτσα στα αντίστοιχα ανοίγματα και υστέρα το έσπρωχναν από πίσω ώσπου να του σπάσουν τα
οστά. Εγώ, που δεν πείστηκα αρχικά για την αποτελεσματικότητα αυτής της τιμωρίας, έβαλα τα χέρια
μου με τον ενδεδειγμένο τρόπο και ο Αλμπέρτο με έσπρωξε αργά. Η ελάχιστη πίεση προκάλεσε
ανυπόφορο πόνο και την αίσθηση πως, αν συνέχιζε να σπρώχνει το στέρνο μου, θα μου έσπαζε τις
αρθρώσεις.
Η πόλη αποκτά στα μάτια σου όλο της το επιβλητικό μεγαλείο όταν τη δεις από το Ουαγιάνα Γίίτσου
-«νέο βουνό»-, που έχει υψος γύρω στα διακόσια μέτρα. Αυτό το σημείο θα πρέπει να το
χρησιμοποιούσαν μάλλον σαν παρατηρητήριο παρά σαν κατοικία ή οχυρό, αφού τα κτίσματα που
βρίσκονταν εκεί πάνω είναι ασήμαντα. Το Μάτσου Πίτσου είναι απρόσιτο από τις δυο πλευρές του,
προστατεύεται από έναν γκρεμό περίπου τριακοσίων μέτρων και από μια κλεισούρα που επικοινωνεί
με το «νέο βουνό» με σχεδόν κάθετες πλευρές. Η πιο αδύναμη πλευρά προστατεύεται από μια
διαδοχή αναβαθμίδων, που καθιστούσαν δύσκολη την εκπόρθηση του από αυτό το σημείο, ενώ στην
πρόσοψη του, που είναι στραμμένη προς το Νότο, τόσο τα αμυντικά έργα όσο και η άγρια φύση του
βουνού σ' αυτό το τμήμα καθιστούν πολύ δυσχερές το πέρασμα. Επιπλέον, αν λάβει κανείς υπόψη
του πως ο Βιλκανότα κυλάει στα νοπα του βουνού, θα καταλάβει πόσο σοφά έπραξαν οι πρώτοι
κάτοικοι επιλέγοντας αυτή την τοποθεσία για να χτίσουν το φρούριο.
Στην πραγματικότητα, δεν έχει τόση σημασία ποια ήταν η πρωταρχική προέλευση της πόλης. Όποια
και να ήταν, μάλλον πρέπει να αφήσουμε αυτό το θέμα στους αρχαιολόγους· γιατί, σίγουρα, το πλέον
σημαντικό και αναμφισβήτητο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στην καθαρότερης μορφής έκφραση
του πιο ισχυρού ιθαγενούς πολιτισμού της Αμερικής, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τον πολιτισμό
των νικητών και είναι γεμάτος από απέραντους θησαυρούς· θησαυρούς που ξεπροβάλλουν μέσα από
τους νεκρούς από πλήξη τοίχους, από το θαυμαστό τοπίο που περιβάλλει το φρούριο και προσφέρει
το απαραίτητο φόντο, εμπνέοντος τους ονειροπόλους να περιπλανηθούν μέσα στα ερείπια του. Ο
Βορειοαμερικανός τουρίστας -περιορισμένος από το πρακτικό πνεύμα του- έχει τη δυνατότητα να
τοποθετήσει τους εκπροσώπους του εκφυλισμένου πια γένους, όσους μπορεί να συνάντησε στα
ταξίδια του, ανάμεσα σε αυτούς τους άλλοτε ζωντανούς τοίχους, αγνοώντας την ηθική απόσταση που
τους χωρίζει· αυτές είναι λεπτές έννοιες που μόνο το η-μι-ιθαγενές πνεύμα του Νοτιοαμερικανού
μπορεί να εκτιμήσει.
Το Μάτσου Πίτσου και το Οναγιάνα Πίτσου. Τη φωτογραφία τράβηξε ο Αλμπέρτο ή ο Ερνέστο στις 5 Απριλίου
1952.
«Το πλέον σημαντικό και αναμφισβήτητο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στην καθαρότερης μορφής έκφραση
του πιο ισχυρού ιθαγενούς πολιτισμού της Αμερικής, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τον πολιτισμό των
νικητών και είναι γεμάτος από απέραντους
θησαυρούς... Το θαυμαστό τοπίο που περιβάλλει το φρούριο προσφέρει το απαραίτητο φόντο, εμπνέοντος τους
ονειροπόλους να περιπλανηθούν μέσα στα ερείπια του».
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ
ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΘΑ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
η Μαρία Ανγκόλα, η περίφημη καμπάνα, μία από τις μεγαλύτερες του .κόσμου, που, κατά την
παράδοση, περιέχει στο κράμα της είκοσι εφτά κιλά χρυσού. Φαίνεται πως ήταν δωρεά μιας
αρχόντισσας, ονόματι Μαρία Ανγκούλο, αλλά το όνομα άλλαξε εξαιτίας ενός μικρού προβλήματος
ομοιοκαταληξίας με μια δημώδη λέξη.*
Το καμπαναριό της μητρόπολης, που γκρεμίστηκε στο σεισμό του 1950, ξαναχτίστηκε με δαπάνες
της κυβέρνησης του στρατηγού Φράνκο· έτσι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, δόθηκε διαταγή στην
μπάντα να ανακρούσει τον ισπανικό ύμνο. Μόλις αντήχησαν τα πρώτα ακόρντα, το κόκκινο
σκουφάκι του επισκόπου άρχισε να τρέμει, ενώ τα χέρια του κου-νιούνταν σαν της μαριονέτας.
«Σταματήστε, σταματήστε! Λάθος!» έλεγε, ενώ ακουγόταν η αγανακτισμένη φωνή κάποιου τύπου:
«Δύο ετών δουλειά γι' αυτό το αποτέλεσμα!» Η μπάντα, από καλή ή κακή πρόθεση -ποιος ξέρει-, είχε
αρχίσει να παιανίζει το δημοκρατικό ύμνο!
* Γιατί έκανε ομοιοκαταληξία με τη λέξη cub (οπίσθια στα ισπανικά).

Το απομεσήμερο βγαίνει από την κατοικία του, στη μητρόπολη, ο Κύριος των Σεισμών, που δεν είναι
άλλος από έ-να Χριστό μελαψό, τον οποίο περιφέρουν σε όλη την πόλη για να γίνει προσκύνημα
στους κυριότερους ναούς. Ένα πλήθος αργόσχολων συναγωνίζεται ποιος θα του πρωτοπετάξει
χούφτες λουλουδάκια από αυτά που φυτρώνουν άφθονα στις πλαγιές των βουνών και τα οποία οι
ντόπιοι τα λένε νιού-τσου. Το άλικο των λουλουδιών, το σκούρο μπρούντζινο χρώμα του Κυρίου των
Σεισμών και το ασημί του κουβουκλίου δίνουν στη λιτανεία μια όψη παγανιστικής γιορτής. Σε αυτή
προστίθενται τα πολύχρωμα ρούχα των ιθαγενών, οι οποίοι έχουν φορέσει τα καλύτερα παραδοσιακά
τους στολίδια για την περίσταση - ως έκφραση μιας κουλτούρας ή ενός τρόπου ζωής που συνεχίζει να
βασίζεται σε ιθαγενείς αξίες βαθιά ριζωμένες. Σε αντίθεση με αυτούς, υπάρχουν αρκετοί ιθαγενείς
που είναι ντυμένοι ευρωπαϊκά, κρατούν λάβαρα και βαδίζουν στην κεφαλή της πομπής. Τα
κουρασμένα και επιτηδευμένα πρόσωπα τους θυμίζουν την εικόνα αυτών που δεν υπάκουσαν στο
κάλεσμα του Μάνκο Β', υποκλίθηκαν στον Πιθάρο και έπνιξαν στην παρακμή του ηττημένου την
περηφάνια μιας ανεξάρτητης φυλής.
Πάνω από το πλήθος των μικρόσωμων ιθαγενών που συγκεντρώνονται στο πέρασμα της πομπής
ξεπροβάλλει κάπου κάπου το ξανθό κεφάλι κάποιου Βορειοαμερικανού που με τη φωτογραφική
μηχανή και το σπορ πουκάμισο του μοιάζει με απεσταλμένο (και είναι στ' αλήθεια απεσταλμένος)
από άλλο κόσμο σε τούτη την απόμακρη γωνιά των Τνκα.
ΤΑ ΞΔΑΦΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΗ
ΑΥΓΗ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΥΠΗΡΞΕ Η ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ
αυτοκρατορίας των Ίνκα διατήρησε για χρόνια την αίγλη της - απλώς εξαιτίας της δύναμης της
αδράνειας. Ήταν καινούριοι άνθρωποι αυτοί που επιδείκνυαν τα πλούτη της, κι όμως, αυτά ήταν τα
ίδια και για ένα χρονικό διάστημα όχι μόνο διατηρήθηκαν, αλλά και αυξήθηκαν λόγω της παραγωγής
των ορυχείων χρυσού και αργύρου που αφθονούσαν στην περιοχή· μόνο που τώρα το Κούσκο δεν
ήταν ο ομφαλός του κόσμου, αλλά ένα οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειας του, και οι θησαυροί
μετανάστευαν στην καινούρια μητρόπολη, πέρα από τη θάλασσα, για να τροφοδοτήσουν τη
λαμπρότητα μιας άλλης αυτοκρατορικής αυλής.
Οι ιθαγενείς δε δούλευαν στην ερημωμένη πια γη με τη ζέση του παλιού καιρού και οι κατακτητές
δεν έρχονταν για να μείνουν, να ριζώσουν, να κερδίσουν με μόχθο τον επιούσιο, αλλά για να
αποκτήσουν γρήγορα και εύκολα μια περιουσία ή με ηρωικά κατορθώματα ή μόνο με την αρπαγή.
Σιγά σιγά το Κούσκο άρχισε να φθίνει, να περνάει στο περιθώριο, χαμένο ανάμεσα στις οροσειρές,
ενώ η νέα του α

ντίπαλος, η Λίμα, καρπός των ποσοστών που έπαιρναν οι μεσάζοντες από τους θησαυρούς που
άλλαζαν μέρος, αναδυόταν στις ακτές του Ειρηνικού. Χωρίς να σημαδέψει κανένας κατακλυσμός τη
μεταβατική της περίοδο, η λαμπρή πρωτεύουσα των Ίνκα κατέληξε σε αυτό που είναι σήμερα: ένα
απομεινάρι περασμένων καιρών.
Πρόσφατα άρχισαν να υψώνονται μερικά σύγχρονα κτίρια, διαταράσσοντας την αρμονία του
αρχιτεκτονικού συνόλου. Ωστόσο όλα τα μνημεία της αποικιακής αίγλης διατηρούνται άθικτα.
Ο καθεδρικός ναός βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Η τυπική στιβαρότητα της εποχής τον κάνει να
μοιάζει περισσότερο με φρούριο παρά με ναό. Στο εσωτερικό του λάμπουν ψευδόχρυσες
διακοσμήσεις, χλομές ανταύγειες ενός κλέους που παρήλθε. Οι μεγάλοι πίνακες στους πλαϊνούς
τοίχους δε συγκρίνονται με τον πλούτο του κτίσματος, αλλά πάντως δε δείχνουν εκτός τόπου, ενώ
ένας Άγιος Χριστόφορος που βγαίνει από τα νερά έχει, κατά τη γνώμη μου, κάποια ποιότητα.
Ο σεισμός έδειξε και εδώ τη μανία του- οι κορνίζες είναι σπασμένες, οι μουσαμάδες έχουν σκισίματα
και εκδορές. Μια παράξενη εντύπωση σου προκαλούν οι επίχρυσες κορνίζες και οι επίχρυσες πόρτες
που πέφτουν από τους μεντε-σέδες τους, σαν να δείχνουν τα ίχνη της ηλικίας τους. Ο χρυσός δεν έχει
τη γλυκιά αξιοπρέπεια του ασημιού, που, γερνώντας, αποκτά μια καινούρια γοητεία· έτσι η
μητρόπολη μοιάζει στολισμένη σαν φτιασιδωμένη γριά.
Το σημείο που έχει πραγματικά καλλιτεχνική ποιότητα είναι το θεωρείο της χορωδίας, που είναι εξ
ολοκλήρου φτιαγμένο από ξύλο σκαλισμένο από τεχνίτες ιθαγενείς ή μιγάδες, που κατάφεραν να
συνταιριάξουν το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας με την αινιγματική ψυχή των κατοίκων των
Άνδεων, σκαλίζοντας στον κέδρο την αναπαράσταση των βίων των καθολικών αγίων.
Ένα από τα στολίδια του Κούσκο που αξίζει να το επισκεφτεί κάθε τουρίστας είναι ο άμβωνας της
βασιλικής του Σαν Μπλας, η οποία δεν έχει τίποτ' άλλο εκτός από αυτό, μα το οποίο είναι αρκετό για
να σταθείς αποθαυμάζοντας το εκλεπτυσμένο σκάλισμα του- όπως και στο θεωρείο του καθεδρικού
ναού, είναι εμφανής και εδώ η μέθεξη του πνεύματος δύο ανταγωνιστικών φυλών, που ωστόσο
αλ\ηλοσυ-μπληρο')θηκαν. Όλη η πόλη είναι μια απέραντη έκθεση: κατά πρώτον οι εκκλησίες, αλλά
και κάθε σπίτι, κάθε μπαλκόνι σε οποιοδήποτε δρόμο σού θυμίζει μια εποχή που ανήκει στο
παρελθόν.
Βέβαια δεν έχουν όλα την ίδια αξία. Αλλά τούτη τη στιγμή που βρίσκομαι τόσο μακριά και η όψη της
έχει ξεθωριάσει, δε θα μπορούσα να πω τι με εντυπωσίασε περισσότερο.
Ανάμεσα στο πλήθος των εκκλησιών που επισκέφτηκα, θυμάμαι τη θλιβερή εικόνα των καμπαναριών
της εκκλησίας του Μπελέν, γκρεμισμένων από το σεισμό, πεσμένων σαν διαμελισμένα ζώα πάνω στη
λοφοπλαγιά.
Στην πραγματικότητα, με μια προσεκτική ανάλυση, τα καλλιτεχνικά έργα που μπορούν να
ξεχωρίσουν είναι λίγα. Στο Κούσκο δε θαυμάζεις τούτο ή εκείνο το αριστούργημα· όλη η πόλη σού
δίνει την ήρεμη αλλά και μερικές φορές ανησυχητική αίσθηση ενός νεκρού, εδώ και καιρό,
πολιτισμού.
ΤΟ ΚΟΥΣΚΟ ΑΥΓΟ ΚΑΘΕΑΥΤΟ
ΑΝ" ΕΣΒΗΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΗΣ ΓΗΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΙΕΙ
το Κούσκο και στη θέση του έμενε ένα χωριουδάκι χωρίς ιστορία, θα είχε πάντα κάτι να μας πει.
Όπως όταν φτιάχνεις ένα κοκτέιλ, ανακατέψαμε τις εντυπώσεις όλες μαζί. Η ζωή μας αυτές τις
δεκαπέντε μέρες δεν έχασε τον αγυρτικο χαρακτήρα που διατήρησε σε όλο το ταξίδι. Η συστατική
επιστολή για το γιατρό Ερμόσα μάς χρησίμευσε πολύ, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν ο τύπος
του ανθρώπου που χρειάζεται τέτοιες συστάσεις για να φανεί φιλικός· του αρκούσε, σαν
επισκεπτήριο, το γεγονός ότι είχαμε δουλέψει με το δόκτορα Φερνάντες, έναν από τους εξέχοντες
λεπρο-λόγους της Λατινικής Αμερικής - σύσταση που ο Αλμπέρτο επέδειξε με τη συνηθισμένη του
αποτελεσματικότητα. Μια εκτεταμένη συζήτηση με το γιατρό μάς έδωσε μια γενική εικόνα της ζωής
στο Περού και την ευκαιρία να διασχίσουμε την Κοιλάδα των Τνκα με το αυτοκίνητο του. Ήταν πολύ
ευγενικός μαζί μας, μας προμήθευσε και το εισιτήριο του τρένου για το Μάτσου Πίτσου.
Το ταξίδι με τρένο σε αυτή την περιοχή σημαίνει ότι κι-

Ο καθεδρικός ναός της Μαρία Ανγκόλα. Τη φωτογραφία τράβηξε ο Ερνέστο ή ο Αλμπέρτο τον Απρίλιο τον 1952.
«Το καμπαναριά της μητρόπολης, που γκρεμίστηκε στο σεισμό του 1950, ξαναχτίστηκε με δαπάνες της
κυβέρνησης του στρατηγού Φράνκο· έτσι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, δόθηκε διαταγή στην μπάντα να
ανακρούσει τον ισιιανικό ύμνο... Η μπάντα, από καλή ή κακή πρόθεση -ποιος ξέρει-, είχε αρχίσει να παιανίζει
το δημοκρατικό ύμνο!»
νείσαι με δέκα ως είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, γιατί το τρένο έχει να αντιμετωπίσει πολλές απότομες
ανηφόρες και κατηφόρες. Εξάλλου, για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες της ανάβασης στην έξοδο της
πόλης, αναγκάστηκαν να φτιάξουν τη σιδηροδρομική γραμμή με τέτοιο τρόπο, που το τρένο
προχωράει μπροστά ως ένα σημείο, φτάνει στο τέλος της σιδηροτροχιάς και γυρίζει πίσω για να πάρει
μια διακλάδωση που ξεχωρίζει από την προηγούμενη γραμμή, αρχίζοντας μια καινούρια ανάβαση·
και αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές προτού φτάσουμε στην κορυφή και αρχίσει η κατάβαση
κατά μήκος ενός χειμάρρου που χύνεται στον Βιλ-κανότα. Σε αυτό το ταξίδι γνο>ρίσαμε δύο
Χιλιανούς τσαρλατάνους που πουλούσαν αρωματικά φυτά και προέλεγαν το μέλλον και οι οποίοι μας
φέρθηκαν πολύ φιλικά. Μας κάλεσαν μάλιστα να μοιραστούμε τα φαγώσιμα που είχαν μαζί τους,
αφού εμείς τους κεράσαμε ματέ. Στα ερείπια συναντήσαμε μια ομάδα που έπαιζε ποδόσφαιρο και σε
λίγο αποδεχτήκαμε την πρόσκληση να συμμετάσχουμε. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να λάμψω στη
θέση του τερματοφύλακα και αναγκάστηκα να ομολογήσω ταπεινά πως είχα παίξει σε μια ομάδα της
πρώτης κατηγορίας του Μπουένος Άιρες με τον Αλμπέρτο, ο οποίος διακρινόταν στο κέντρο του
γηπέδου, που οι ντόπιοι εδώ το λένε πάμπα. Με τη σχετικά εκπληκτική ικανότητα μας κερδίσαμε τη
συμπάθεια του προέδρου της ομάδας και διευθυντή του ξενοδοχείου, ο οποίος μας κάλεσε να
περάσουμε εκεί δύο μέρες, ώσπου να έρθει μια καινούρια φουρνιά Αμερικανών με ειδικό
δρομολόγιο.
Ο σενιόρ Σότο, εκτός του ότι ήταν εξαίρετος άνθρωπος, ήταν και καλλιεργημένος. Όταν εξαντλήσαμε
τα αθλητικά που μας πάθιαζαν, μπορέσαμε να μιλήσουμε και για την κουλτούρα των Ίνκα, της οποίας
ήταν βαθύς γνώστης.
Όταν έφτασε η στιγμή να φύγουμε, με μισή καρδιά είναι η αλήθεια, ήπιαμε τον τελευταίο υπέροχο
καφέ της συζύγου του ξενοδόχου και μετά πήραμε το τρενάκι που θα έφτανε στο Κουσκο υστέρα από
ταξίδι δώδεκα ωρών. Σε αυτά τα τρένα υπάρχει τρίτη θέση, που προορίζεται για τους ιθαγενείς της
περιοχής. Το βαγόνι τους είναι σαν αυτά που χρησιμοποιούν στην Αργεντινή για τη μεταφορά των
ζώων, μόνο που είναι πιο ευχάριστη η μυρωδιά της αγελαδινής κοπριάς από την ανθρώπινη εκδοχή
της, και η τρόπον τινά ζωώδης αντίληψη που έχουν οι ιθαγενείς για την αιδώ και για την υγιεινή είναι
αυτή που τους σπρώχνει να κάνουν την ανάγκη τους (χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας) στην άκρη
του βαγονιου· οι γυναίκες σκουπίζονται με τα μεσοφόρια, οι άντρες με τίποτα, και συνεχίζουν το
ταξίδι σαν να μη συμβαίνει το παραμικρό. Τα ρούχα των γυναικών που έχουν μωρά είναι
πασαλειμμένα παντού με περιττώματα, αη>ού τα χρησιμοποιούν για να σκουπίζουν τα παιδιά τους
κάθε φορά που κάνουν την ανάγκη τους. Φυσικά, οι τουρίσιες που ταξιδεύουν με τα άνετα
αυτοκίνητα τους έχουν απλώς μια αμυδρή ιδέα για τις συνθήκες διαβίωσης αυτών των ιθαγενών,
αποτέλεσμα μιας βιαστικής εικόνας που τη συνέλαβαν περνώντας με μεγάλη ταχύτητα δίπλα από το
σταματημένο τρένο μας. Το γεγονός ότι ο Μπίνγκαμ, ο Αμερικανός αρχαιολόγος που ανακάλυψε τα
ερείπια, εξέθεσε αργότερα τις γνώσεις του σε εκλαϊκευμένα άρθρα δίνει σε τούτο τον τόπο τεράστια
φήμη στις χοάρες του Βορρά, σε τέτοιο σημείο ώστε τον γνωρίζουν οι περισσότεροι Αμερικανοί που
έρχονται στο Περού (συνήθως πετούν κατευθείαν προς τη Λίμα, τριγυρίζουν λίγο στο Κούσκο,
επισκέπτονται τα ερείπια και επιστρέφουν στη χώρα τους χωρίς να δώσουν σημασία σε τί-ποτ' άλλο).
Το αρχαιολογικό μουσείο του Κούσκο είναι μάλλον φτωχό. Όταν οι Αρχές άνοιξαν τα μάτια τους,
ήταν πια πολύ αργά· το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου είχε πετάξει γι' άλλα μέρη. Οι κυνηγοί
θησαυρών, οι τουρίστες, οι ξένοι αρχαιολόγοι και, τέλος, οποιοσδήποτε με κάποιο ενδιαφέρον επί του
θέματος λεηλάτησαν συστηματικά την περιοχή και αυτά που μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα
μουσείο ήταν όσα βρίσκονταν εκεί, δηλαδή τα «σκάρτα». Ωστόσο, για δυο νέους σαν κι εμάς, χωρίς
βαθιά αρχαιολογική παιδεία, χωρίς γνώσεις εκτός από αυτά που είχαμε μάθει πρόσφατα για τον
πολιτισμό των Τνκα, υπήρχαν αρκετά πράγματα να δούμε, και αυτό κάναμε για μερικές μέρες. Ο
υπεύθυνος ήταν ένας μιγάς με πολλές γνώσεις και γεμάτος ενθουσιασμό για τη φυλή με την οποία τον
συνέδεαν δεσμοί αίματος. Μας μιλούσε για τα περασμένα μεγαλεία και για τη σημερινή φτώχεια, για
την επιτακτική ανάγκη να μορφωθεί ο ιθαγενής -πρώτο βήμα μιας ολοκληρωμένης αποκατάστασης-,
για την ανάγκη να βελτιωθεί γρήγορα το οικονομικό επίπεδο της οικογένειας -μοναδικός τρόπος να
καταπολεμηθεί η χαυνωτική επιρροή της κοκαΐνης και του αλκοόλ-, και, τέλος, να αναγνωριστούν
ευρέως οι Κέτσουα- αυτό δε να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η εθνότητα να νιώσει περηφάνια για
το παρελθόν της και να διατηρήσει την παράδοση της και όχι να ντρέπεται, βλέποντας το παρόν, να
αποτελεί μέρος της κοινότητας των ιθαγενών ή των μιγάδιον. Εκείνη την περίοδο συζητιόταν στον
ΟΗΕ το πρόβλημα της κοκαΐνης και εμείς αναφερθήκαμε στην πείρα μας με την ουσία αυτή και τα
αποτελέσματα της. Αυτός πρόσθεσε ότι του είχε συμβεί και εκείνου το ίδιο κι υστέρα ξέσπασε σε
αναθέματα εναντίον αυτών που, για να κερδίζουν συνεχώς, δηλητηριάζουν πλήθος κόσμου. Οι
εθνότητες Κολά και Κέτσουα ενωμένες αποτελούν την πλειονότητα στο Περού και τους μοναδικούς
καταναλωτές του προϊόντος. Τα χαρακτηριστικά «ημι-μιγά» του φύλακα και τα μάτια του, που
έλαμπαν από ενθουσιασμό και πίστη για το μέλλον, ήταν, θαρρείς, άλλο ένα κομμάτι του μουσείου,
μα ενός μουσείου ζωντανού, που έδειχνε μια φυλή να συνεχίζει να αγωνίζεται ακόμα για την
ταυτότητα της.
OYAMHO
ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΑΛΛΗ ΠΟΡΤΑ ΝΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΜΕ,
ακολουθήσαμε τη συμβουλή του Γκαρντέλ και «σηκώσαμε άγκυρα» για το Βορρά.* Το Αμπανκάι
ήταν ένας υποχρεωτικός σταθμός· από εκεί αναχίορούν τα φορτηγά που πηγαίνουν στο Ουανκαράμα,
προθάλαμο του λεπροκομείου του Ουά-μπο. Καμιά αλλαγή στην τακτική που χρησιμοποιούσαμε ως
τώρα για να βρούμε τροφή και στέγη (πολιτοφυλακή και νοσοκομεία), ούτε φυσικά και στο
μεταφορικό μέσο, μόνο που, για να εξασφαλίσουμε αυτό το τελευταίο, αναγκαστήκαμε να
περιμένουμε δύο μέρες στο χωριό, επειδή τα φορτηγά σπάνιζαν τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Περιπλανιόμασταν άσκοπα στο χωριουδάκι χωρίς να βρίσκουμε κάτι τόσο ενδιαφέρον που να μας
κάνει να ξεχνάμε την πείνα μας - τα γεύματα στο νοσοκομείο ήταν μάλλον ανεπαρκή. Ξαπλωμένοι σε
ένα λιβάδι, στις όχθες του χειμάρρου, κοιτάζαμε τον ουρανό, που άλλαζε αποχρώσεις στο λιόγερμα,
και αναπολούσα
* Αναφορά σε ένα τραγούδι του Γκαρντέλ, μεγάλης φωνής του αργεντίνικου τανγκό, ο οποίος ήταν επίσης συνθέτης και ηθοποιός.

με περασμένους έρωτες ή βλέπαμε τα σύννεφα να παίρνουν σχήμα φαγώσιμων.


Καθώς επιστρέφαμε στο τμήμα για να κοιμηθούμε, πήραμε λάθος δρόμο και χάσαμε εντελώς τον
προσανατολισμό μας. Αφού διασχίσαμε σπαρμένα χωράφια και φράχτες, καταλήξαμε στην αυλή ενός
σπιτιού. Είχαμε ήδη καβαλήσει το μαντρότοιχο, όταν είδαμε ένα σκύλο με τον αφέντη του, οι οποίοι,
στο φως της πανσελήνου, έμοιαζαν με φαντάσματα-αλλά αυτό που δεν είχαμε αντιληφθεί ήταν ότι οι
δικές μας φιγούρες, κόντρα στο φεγγαρόφωτο, φάνταζαν μάλλον απειλητικότερες. Πράγματι, το
ευγενικό μου «καλησπέρα» συνάντησε ένα ακατάληπτο κατεβατό, από το οποίο μου φάνηκε πως
ξεχώρισα μόνο τη λέξη «Βιρακότσα»,* και αμέσως μετά άνθρωπος και σκύλος αμπαρώθηκαν στο
σπίτι χωρίς να απαντήσουν στη συγνώμη μας. Ύστερα από αυτό, περάσαμε ήσυχα και ωραία από την
μπροστινή αυλόθυρα, που έβγαζε σε ένα μονοπάτι το οποίο φαινόταν μάλλον ο σωστός δρόμος.
Κάποια στιγμή που νιώσαμε ανία, πήγαμε στην εκκλησία για να δούμε από κοντά μια τοπική τελετή.
Ο καημένος ο παπάς πάσχιζε να φέρει σε πέρας το τρίωρο κήρυγμα, αλλά εκείνη τη στιγμή -έπειτα
από μιάμιση ώρα- είχε εξαντλήσει μια ολόκληρη σειρά από χωρία και περικοπές. Ο ιερέας κοίταζε
ικετευτικά το ποίμνιο, ενώ έδειχνε με χέρια σφιγμένα ένα οποιοδήποτε σημείο του ναού. «Κοιτάξτε,
κοι
* θεότητα των Ίνκα. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά από τους ιθαγενείς όταν αναφέρονται στους λευκούς.
τάξτε εκεί, ο Κύρνος έρχεται προς ημάς, ο Κύριος είναι μεθ' ημών και το πνεύμα Του μας φωτίζει».
Μετά από μια ανάπαυλα, ο παπάς εξαπέλυε άλλη μια «κορόνα» και, πάνω που έδειχνε πως θα
σώπαινε, αφού δεν ήξερε πια τι να πει, πετούσε με πολύ μελοδραματκό τρόπο άλλη μια παρόμοια
φράση. Την πέμπτη ή έκτη φορά που ανήγγειλε την παρουσία του καρτερικού Χριστού, μας έπιασε
τέτοιο γέλιο, που βγήκαμε τρέχοντας από την εκκλησία.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που προκάλεσε την κρίση άσθματος (αν και φαντάζομαι πως κάποιος
ευλογημένος θα το ξέρει), πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι, φτάνοντας στο Ουανκαράμα, μόλις και
μετά βίας κατάφερνα να σταθώ στα πόδια μου. Δεν είχα πια ούτε μια αμπούλα αδρεναλίνης- το
άσθμα θεριεύε. Στο τμήμα, χωμένος στην κουβέρτα του αστυνομικού που έκανε τη βάρδια του,
έβλεπα τη βροχή να πέφτει και κάπνιζα απανωτά τσιγάρα. Ο μαύρος καπνός τους με ανακούφιζε λίγο.
Κατά το χάραμα κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου γερμένος σε μια κολόνα, στο περιστύλιο του
τμήματος. Το πρωί είχα συνέλθει αρκετά και, χάρη στην αδρεναλίνη που βρήκε ο Αλμπέρτο και σε
κάμποσες ασπιρίνες, ένιωθα μια χαρά.
Πήγαμε στο διοικητή, που ήταν κάτι σαν κυβερνήτης του χωριού, και του ζητήσαμε δύο άλογα για να
πάμε ως το λε-προκομείο. Ο άνθρωπος μας φέρθηκε πολύ ευγενικά και μας υποσχέθηκε ότι σε πέντε
λεπτά θα είχαμε τα άλογα στο τμήμα. Όσο περιμέναμε, παρακολουθούσαμε τα γυμνάσια που έκανε
μια ετερογενής ομάδα νεαρών κάτω από την αυταρχική φωνή του στρατιώτη που μας είχε μιλήσει
τόσο ευγενικά την προηγούμενη μέρα. Πράγματι, μόλις μας είδε να πλησιάζουμε, μας χαιρέτησε με
βαθύ σεβασμό, ενώ συνέχιζε να δίνει διαταγές στον ίδιο τόνο σε αυτούς τους παλιάτσους που είχαν
πέσει στα χέρια του. Στο Περού μόνο ο ένας στους πέντε νεαρούς που βρίσκεται στην κατάλληλη
ηλικία κάνει στρατιοπικό. Οι υπόλοιποι όμως πρέπει να κάνουν μια σειρά από γυμνάσια κάθε
Κυριακή, και αυτά ήταν τα σημερινά θύματα του στρατιώτη. Κατ' ουσίαν, όλοι ήταν θύματα: οι
νεοσύλλεκτοι, θύματα του εκνευρισμού των εκπαιδευτών τους, και αυτοί θύματα της νωθρότητας των
μαθητών τους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν ισπανικά, κι έτσι, μην καταλαβαίνοντας
πότε έπρεπε να κλίνουν επί δεξιά και πότε επ' αριστερά, πότε να βαδίσουν και πότε να σταματήσουν,
εκτελούσαν με τόση απροθυμία τις διαταγές, που θα μπορούσαν να εξοργίσουν τον καθένα.
Έφτασαν τα άλογα και ο στρατιώτης μάς έδωσε έναν οδηγό που δε μιλούσε τίποτ' άλλο από κέτσουα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πήραμε ένα ορεινό μονοπάτι που ένα οποιοδήποτε άλογο δε θα μπορούσε να το
σκαρφαλώσει. Ο οδηγός προχωρούσε μπροστά, πεζός, και κρατούσε τα χαλινάρια στα πιο δύσκολα
περάσματα. Είχαμε διανύσει τα δύο τρίτα της διαδρομής, όταν φάνηκαν μπροστά μας μια γριά και
ένα αγόρι, που αρπάχτηκαν από τα γκέμια και άρχισαν να ψέλνουν ένα τροπάριο από το οποίο
ξεχωρίσαμε μόνο μία λέξη, που ακουγόταν σαν «άλογο». Στην αρχή νομίσαμε πως ήθελαν να μας
πουλήσουν καλάθια, γιατί η γριά κουβαλούσε αρκετά μαζί της. «Εγώ δε θέλει αγοράσει, δε θέλει»,
έλεγα και θα συνέχιζα να μιλάω με αυτό τον τρόπο αν ο Αλμπέρτο δε μου έδινε να καταλάβω πως οι
συνομιλητές μας ήταν Κέτσουα και όχι ξαδέρφια του Ταρζάν, του άρχοντα των πιθήκων. Τελικά, από
την αντίθετη πλευρά του μονοπατιού, φάνηκε ένας τύπος που μιλούσε ισπανικά, ο οποίος μας
εξήγησε ότι αυτοί οι ιθαγενείς ήταν οι ιδιοκτήτες των αλόγων και ότι, όταν περνούσαν έξω από το
σπίτι του διοικητή, αυτός τους τα κατέσχεσε για να τα δώσει σ' εμάς. Το αγόρι, που το άλογο του το
είχα εγώ, ήταν νεοσύλλεκτος και έκανε τριάντα χιλιόμετρα δρόμο για να εκπληρώσει τις
στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ενώ η δύσμοιρη γριά έμενε στην αντίθετη πλευρά από εκεί όπου
πηγαίναμε- έτσι, από ανθρωπισμό, ξεπεζέψα-με, τους επιστρέψαμε τα ζώα τους και κάναμε με τα
πόδια τα υπόλοιπα χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το λεπροκο-μείο, με τον οδηγό να πηγαίνει
μπροστά, φορτωμένος τον απαραίτητο σάκο μας. Δώσαμε στο παλικάρι ένα σολ για τον κόπο του και
αυτό φάνηκε ενθουσιασμένο- ούτε καν σκέφτηκε πόσο φτωχή ήταν η πληρωμή του.
Γίναμε δεκτοί από το διευθυντή της κλινικής, τον κύριο Μοντέχο, ο οποίος μας είπε πως δεν
μπορούσε να μας προσφέρει στέγη, αλλά θα φρόντιζε να μας τακτοποιήσει στο σπίτι ενός κτηματία
της περιοχής- και έτσι έγινε. Ο κτηματίας μάς παραχώρησε μια κάμαρα με δυο κρεβάτια και μας
πρόσφερε φαγητό, που το είχαμε ανάγκη. Το άλλο πρωί πήγαμε να επισκεφτούμε τους ασθενείς του
μικρού νοσοκομείου. Τα άτομα που έχουν την ευθύνη του δουλεύουν σιωπηλά και αποτελεσματικά,
αν και η δουλειά τους περνάει απαρατήρητη. Η κατάσταση γενικά είναι φοβερή. Σε ένα μικρό
συγκρότημα, τα δυο τρίτα του οποίου προορίζονται για τους ασθενείς, κυλάει η ζωή τριάντα ενός
καταδικασμένων που μένουν εκεί περιμένοντας το θάνατο τελείως παθητικά (αυτή τουλάχιστον ήταν
η εντύπωση μου). Οι συνθήκες υγιεινής είναι τραγικές- αυτό που δεν προξενεί καμιά εντύπωση στους
ορεσίβιους ιθαγενείς προκαλεί βαθιά κατάθλιψη σε όσους έρχονται από άλλο περιβάλλον, κάπως πιο
καλλιεργημένο. Βουλιάζει η καρδιά τους στη σκέψη πως θα περάσουν τη ζωή τους ανάμεσα σε
τέσσερις ασβεστωμένους τοίχους, τριγυρισμένοι από ανθρώπους που μιλούν άλλη γλώσσα και από
τέσσερις νοσοκόμους που τους βλέπουν μόνο ελάχιστα λεπτά τη μέρα.
Μπήκαμε σε μια κάμαρα με αχυρένια στέγη, καλαμωτή και χωματένιο δάπεδο. Βρήκαμε μέσα μια
λευκή κοπέλα που διάβαζε τον Εξάδελφο Μηαζίλιο του Κεϊρός. Πιάσαμε κουβέντα μαζί της. Σε λίγο η
κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς καθώς μας διηγιόταν το μαρτύριο της. Η δυστυχή καταγόταν από την
περιοχή του Αμαζονίου και είχε καταλήξει στο Κού-σκο, όπου είχαν διαγνώσει την ασθένεια της και
την είχαν καθησυχάσει λέγοντας πως θα την έστελναν σε ένα μέρος πολύ καλύτερο, για να
θεραπευτεί. Το νοσοκομείο του Κού-σκο, που δεν είναι και τίποτα το εξαιρετικό, παρέχει τέλος
πάντων ένα επίπεδο υπηρεσιών. Πιστεύω πως, στην περίπτωση της κοπέλας, ο όρος «γολγοθάς» ήταν
σωστός: το μόνο παραδεκτό σε τούτο το συγκρότημα είναι η φαρμακευτική αγωγή- τα υπόλοιπα
μπορεί να τα αντέξει μόνο ο μοιρολάτρης ιθαγενής των περουβιανών βουνών.
Η βλακεία των γειτόνων χειροτερεύει την απομόνωση των ασθενών και του προσωπικού. Μας
διηγήθηκαν ότι ο αρχίατρος, ένας χειρουργός, χρειάστηκε να κάνει κάποτε μια αρκετά σοβαρή
επέμβαση που δεν ήταν δυνατό να γίνει στο τραπέζι της κουζίνας και χωρίς τα αναγκαία χειρουργικά
εργαλεία- ζήτησε από το γειτονικό νοσοκομείο του Ανταου-άγλας να του παραχωρήσουν ένα χώρο,
έστω νεκροθάλα-μο, αλλά του αρνήθηκαν και η ασθενής πέθανε αβοήθητη.
Ο κύριος Μοντέχο μάς διηγήθηκε πως, όταν ιδρύθηκε τούτο το λεπρολογικό κέντρο, με πρωτοβουλία
του γιατρού Πέσκε, διακεκριμένου λεπρολόγου, αυτός είχε επιφορτιστεί από την αρχή να οργανώσει
όλα όσα είχαν σχέση με την καινούρια υπηρεσία. Όταν πήγε στο χωριό Ουανκα-ράμα, δεν του
επέτρεψαν να διανυκτερεύσει σε κανένα πανδοχείο· οι δυο τρεις φίλοι που είχε εκεί αρνήθηκαν να
τον δεχτούν και, επειδή ήταν έτοιμη να ξεσπάσει μια νεροποντή, αναγκάστηκε να καταφύγει σε ένα
χοιροστάσιο, όπου και πέρασε τη νύχτα. Η ασθενής την οποία ανέφερα πρωτύτερα υποχρεώθηκε να
φτάσει με τα πόδια ως το λεπρο-κομείο, επειδή κανένας δεν ήθελε να δώσει δύο άλογα, ένα γι' αυτή
και ένα για το συνοδό της - αυτό συνέβη χρόνια μετά την ίδρυση του λεπροκομείου.
Αφού μας δέχτηκαν με τη μέγιστη δυνατή προθυμία, μας πήγαν να δούμε το καινούριο νοσοκομείο,
που χτιζόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από το παλιό. Τα μάτια των νοσοκόμων, καθώς ζητούσαν τη
γνώμη μας, έλαμπαν από περηφάνια, σαν να το είχαν φτιάξει καδρόνι καδρόνι, με τον ιδρώτα του
προσώπου τους· μας φάνηκε σκληρό να κάνουμε κριτική, αλλά το καινούριο λεπροκομείο είχε τα ίδια
προβλήματα με το παλιό: λείπει ένα εργαστήριο, λείπει ο χειρουργικός εξοπλισμός και, επιπλέον,
βρίσκεται σε μια περιοχή που βρίθει κουνουπιών, σωστή μάστιγα για όποιον είναι υποχρεωμένος να
περνάει εκεί τη μέρα του. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να φιλοξενήσει διακόσιους πενήντα ασθενείς κι
ένα μόνιμο γιατρό, και έχει και κάποια πλεονεκτήματα από πλευράς υγιεινής, αλλά υστερεί ακόμα σε
πολλά.
Αφου παραμείναμε δυο μέρες σ' εκείνη την περιοχή, με το άσθμα μου να χειροτερεύει, αποφασίσαμε
να φύγουμε για να υποβληθώ σε μια καταλληλότερη θεραπεία.
Ο κτηματίας που μας είχε φιλοξενήσει μας διέθεσε δυο άλογα για την επιστροφή· μας συνόδευε
πάντα ένας λιγομίλη-τος οδηγός Κέτσουα που κουβαλούσε και τις αποσκευές μας, κατά διαταγή του
αφεντικού του. Συμφωνά με τη νοοτροπία των πλουσίων ανθρώπων της περιοχής, είναι απόλυτα
φυσικό ο υπηρέτης και να πηγαίνει με τα πόδια και να σηκώνει το φορτίο και γενικά να αντιμετωπίζει
όλες τις δυσκολίες ενός τέτοιου ταξιδιού. Περιμέναμε την πρώτη στροφή, για να μη μας βλέπουν πια
οι άλλοι, και πήραμε το σάκο από τον οδηγό μας· στο αινιγματικό του πρόσωπο δε φάνηκε καμιά
αντίδραση ώστε να καταλάβουμε αν εκτιμούσε ή όχι την κίνηση μας.
'Οταν επιστρέψαμε στο Ουανκαράμα, μείναμε και πάλι στο σταθμό της πολιτοφυλακής ώσπου να
βρούμε ένα φορτηγό που θα μας πήγαινε πάντα προς Βορρά, πράγμα που έγινε την επομένη. Ύστερα
από ένα κουραστικό ταξίδι μίας μέρας, φτάσαμε τελικά στο χωριό Ανταουάγλας, όπου μπήκα στο
νοσοκομείο για να συνέλθω και να ξεκουραστώ.
Ο καθεδρικός ναός τον Κούσκο. Τη φωτογραφία τράβηξε ο Αλμπέρτο ή ο Ερνέστο τον Απρίλιο τον 1952.
«Στο εσωτερικό του λάμπουν ψευδόχρυσες δια κοσμήσεις, χλομές ανταύγειες ενός κλέους ιιου παρήλθε... Ο
χρυσός δεν έχει τη γλυκιά αξιοπρέπεια του ασημιού, που, γερνώντας, αποκτά μια καινούρια γοητεία· έτσι η
μητρόπολη μοιάζει στολισμένη σαν φτιασιδωμένη γριά. Το σημείο που έχει πραγματικά καλλιτεχνική ποιότητα
είναι το θεωρείο της χορωδίας, που είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από ξύλο σκαλισμένο από τεχνίτες ιθαγενείς
ή μιγάδες, που κατάφεραν να συνταιριάξουν το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας με την αινιγματική ψυχή των
κατοίκων των Άνδεων».
ΠΕΡΑΣΑ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΗΜΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΙ ΕΤΣΙ
μπορέσαμε να εγκαταλείψουμε αυτό το καταφύγιο και να αφεθούμε στην ελεημοσύνη των μεγάλων
φίλων μας, αυτών της πολιτοφυλακής, που μας δέχτηκαν με τη συνηθισμένη τους καλή διάθεση. Τα
λεφτά μας ήταν πια τόσο λιγοστά, που σχεδόν δεν τολμούσαμε ούτε να φάμε, αλλά δε θέλαμε να
δουλέψουμε μέχρι να φτάσουμε στη Λίμα, επειδή είχαμε σοβαρές ελπίδες να βρούμε καλή δουλειά
επί πληρωμή, για να μπορέσουμε έτσι να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, αφού δε γινόταν λόγος να
γυρίσουμε πίσω.
Η πρώτη νύχτα της αναμονής πέρασε αρκετά καλά, επειδή ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας τύπος
κεφάτος, μας κάλεσε να φάμε· καταφέραμε μάλιστα να βάλουμε και κάτι στην άκρη για το άμεσο
μέλλον. Παρ' όλα αυτά, τις δύο επόμενες μέρες μάς ταλάνισαν η πείνα, που είχε γίνει η απαραίτητη
σύντροφος μας, και η πλήξη, γιατί δεν μπορούσαμε να απομακρυνθούμε πολύ από το σταθμό
ελέγχου, όπου σταματούσαν υποχρεωτικά οι φορτηγατζήδες για επιβεβαίωση πιστοποιητικών προτού
συνεχίσουν το ταξίδι τους.
ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣ ΒΟΡΡΑ
Στο τέλος της τρίτης μέρας, της πέμπτης συνολικά της παραμονής μας στο Ανταουάγλας, βρήκαμε
αυτό που ζητούσαμε, ένα φορτηγό που πήγαινε στο Αγιακουτσο. Πάνω στην ώρα, όπως αποδείχτηκε,
επειδή ο Αλμπέρτο είχε αντιδράσει βίαια εναντίον ενός άντρα της πολιτοφυλακής που είχε προσβάλει
μια ιθαγενή, η οποία είχε έρθει να φέρει φαγητό στον κρατούμενο σύζυγό της. Αυτή η αντίδραση του
είχε κριθεί τελείως απαράδεκτη από αυτούς που θεωρούσαν τους ιθαγενείς αντικείμενα, που τους
αξίζει απλώς να υπάρχουν. Μετά από αυτό, πέσαμε σε δυσμένεια.
Όταν έπεφτε ο ήλιος, βγαίναμε από το χωριό και από αυτή την αναγκαστική παρένθεση όπου είχαμε
μείνει μπλοκαρισμένοι γι' αρκετές μέρες. Τώρα το φορτηγό σκαρφάλωνε στα επιβλητικά βουνά που
εκτείνονταν βόρεια του χωρίου και η θερμοκρασία έπεφτε όλο και πιο πολύ. Σαν να μην έφτανε αυτό,
έπιασε και μια νεροποντή, τυπικό φαινόμενο αυτής της περιοχής, που μας μούσκεψε ως το κόκαλο-
αυτή τη φορά, έτσι όπως ταξιδεύαμε με ένα φορτηγό που κουβαλούσε δέκα μοσχάρια στη Λίμα, με
την υποχρέωση να τα προσέχουμε μαζί με το μικρό ιθαγενή που έκανε το βοηθό του φορτηγατζή, δεν
υπήρχε πιθανότητα να προστατευτούμε κάπου. Σταματήσαμε να κοιμηθούμε σε ένα χωριό που
λεγόταν Τσιντσέρος, και εμείς, που από το κρύο είχαμε ξεχάσει ότι τα λεφτά μας ήταν τσίμα τσίμα,
ξανοιχτήκαμε σε ένα χορταστικό δείπνο και μετά ζητήσαμε ένα κρεβάτι για δύο, ποτίζοντας την όλη
υπόθεση με άφθονα δάκρυα και στεναγμούς, που συγκίνησαν κάπως τον πανδοχέα: πέντε σολ
συνολικά. Ταξιδέψαμε ολημερίς χωρίς στάση, περνώντας από βαθιές χαράδρες στις πάμπες, όπως
λέγονται εδώ τα οροπέδια, στην κορυφή των οροσειροτν που διασχίζουμε αδιάκοπα στο Περού - μια
τοπογραφία που δε γνωρίζει σχεδόν καθόλου πεδιάδες, εκτός από τη δασώδη ζώνη του Αμαζονίου.
Το έργο μας γινόταν όλο και πιο δύσκολο όσο περνούσαν οι ώρες, επειδή τα ζώα, καθώς σιγά σιγά
είχε ελαχιστοποιηθεί το πριονίδι πάνω στο οποίο στέκονταν και, επιπλέον, είχαν κουραστεί να
βρίσκονται τόσες ώρες στην ίδια θέση, ταλαιπωρημένα και από όλα τα τρανιάγματα του φορτηγού,
έπεφταν συνέχεια και έπρεπε να τα σηκώνουμε οπωσδήποτε, διαφορετικά κινδύνευαν να ψοφήσουν
τσαλαπατημένα από τα άλλα.
Κάποια στιγμή ο Αλμπέρτο αντιλήφθηκε ότι το κέρατο ενός ζώου πλήγωσε το μάτι ενός άλλου και
ειδοποίησε το μικρό ιθαγενή, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν εκεί κοντά. Αυτός ανασήκωσε τους
ώμους του και είπε φιλοσοφημένα, ως γνήσιος εκπρόσωπος της φυλής του: «Σιγά μη χάσει τα σκατά
που του μένουν να δει!» και συνέχισε ατάραχος να δένει κόμπους σε ένα σκοινί, όπως έκανε πριν τον
διακόψουμε.
Φτάσαμε τελικά στο Αγιακουτσο, ξακουστό στην ιστορία της Αμερικής από την αποφασιστική μάχη
που κέρδισε ο Μπολίβαρ στις πεδιάδες που το περιβάλλουν. Εκεί διαπιστώσαμε σ' όλη της τη
μεγαλοπρέπεια την έλλειψη φωτισμού", από την οποία πάσχουν όλες οι ορεινές πόλεις του Περού: οι
ηλεκτρικές λάμπες ρίχνουν μια αχνή πορτοκαλιά λάμψη που ελάχιστα διακρίνεται μέσα στη νύχτα.
Ένας κύριος, που το χόμπι του ήταν να «μαζεύει» αλλοδαπούς φίλους, μας κάλεσε να κοιμηθούμε
στο σπίτι του, μας βρήκε φορτηγό που θα έφευγε την επομένη για το Βορρά, κι έτσι καταφέραμε να
επισκεφτούμε μόνο μερικές από τις τριάντα τρεις εκκλησίες που έχει το χωριό στη μικρή του
κατοικημένη ακτίνα. Αποχαιρετήσαμε τον καλό μας φίλο και... δρόμο για τη Λίμα.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο (δεύτερος από αριστερά) με τους αδερφούς Καμηαλάταε στην Πονκάλπα τον Περού.
Φωτογραφία τον Ερνέστο Γκεβάρα, Μάιος 1952.
«Το άλλο πρωί φύγαμε άρον άρον, προτού ξυπνήσει η ταβερνιάρισσα, γιατί δεν είχαμε να πληρώσουμε το λογαριασμό και
οι αδερφοί Κάμπα είχαν μείνει σχεδόν άφραγκοι για να επισκευάσουν το ημιαξόνιο».
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΤΑΝ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟ: ΤΡΩΓΑΜΕ
κάπου κάπου, όταν κάποια σπλαχνική ψυχή λυπόταν την κατάντια μας. Μα ποτέ δεν ήταν πολύ αυτό
που τρώγαμε και το έλλειμμα μεγάλωσε εκείνη τη νύχτα που μας ειδοποίησαν ότι δεν μπορούσαμε να
περάσουμε επειδή λίγο πιο μπροστά είχε συμβεί κατολίσθηση. Σταματήσαμε λοιπόν σε ένα
χωριουδάκι ονόματι Άνκο. Το άλλο πρωί ξεκινήσαμε πολύ νωρίς, αλλά λίγο πιο κάτω είχε γίνει κι
άλλη κατολίσθηση. Μείναμε σταματημένοι όλη μέρα, πεινασμένοι και περίεργοι, παρακολουθατντας
τις εργασίες που γίνονταν για να φύγουν από τη μέση οι πελώριες πέτρες που είχαν πέσει στο δρόμο.
Σε κάθε εργάτη αντιστοιχούσαν τουλάχιστον πέντε πολυπράγμονες προϊστάμενοι, που φώναζαν τη
γνώμη τους και εμπόδιζαν με κάθε τρόπο τη δουλειά των ειδικών στα εκρηκτικά, που δεν ήταν κι
αυτοί υποδείγματα εργατών.
Αγωνιστήκαμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας κάνοντας μπάνιο στο χείμαρρο που κυλούσε στη
χαράδρα, μα το νερό ήταν πολύ παγωμένο και δεν μπορέσαμε να μείνουμε
αρκετά· άλλωστε κανένας από τους δυο μας δεν άντεχε το κρύο. Στο τέλος, μετά τις συνηθισμένες
κλάψες, ένας κύριος μας χάρισε λίγο πλιγούρι και ένας άλλος μια καρδιά αγελάδας και πνευμόνι.
Έτσι στήσαμε κουζίνα με τον τένιζερη μιας νοικοκυράς, και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το δείπνο,
αλλά στα μισά του μαγειρέματος οι δυναμιτιστές ελευθέρωσαν το δρόμο και η ουρά των φορτηγών
ξεκίνησε· η κυρά μάς πήρε τον τέντζερη, αναγκαστήκαμε να φάμε το πλιγούρι ωμό και να φυλάξουμε
το κρέας, που δεν είχαμε προλάβει να το μαγειρέψουμε. Και, μέσα σε όλα αυτά, η κακοδαιμονία.
Ξέσπασε μια καταιγίδα που μετέτρεψε το πέρασμα σε επικίνδυνο τέλμα και το σκοτάδι της νύχτας
έπεφτε από πάνω μας. Πρώτα πέρασαν τα φορτηγά που είχαν μπει στο πέρασμα από την άλλη μεριά
της κατολίσθησης, ένα ένα κάθε φορά, ύστερα τα φορτηγά από τη δική μας πλευρά. Ήμαστε σχεδόν
στην αρχή μιας μεγάλης ουράς, όμως, εξαιτίας του δυνατού σπρωξίματος ενός τρακτέρ που βοηθούσε
να διασχίσουμε το δύσκολο πέρασμα, έσπασε το διαφορικό του πρώτου οχήματος της ουράς και
μείναμε ξανά μπλοκαρισμένοι. Στο τέλος, ένα τζιπ από αυτά με το βαρούλκο, που ερχόταν από την
αντίθετη μεριά, μετακίνησε το φορτηγό. Έτσι μπορέσαμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Το φορτηγό
μας έτρεχε όλη νύχτα και, ως συνήθως, περνούσαμε από λίγο πολύ προστατευμένες κοιλάδες στις
παγωμένες περουβιανές πάμπες, όπου μας χτυπούσαν ο παγωμένος αέρας και η βροχή. Τα δόντια μας
κροτάλιζαν ακατάπαυστα. Τεντώναμε τα πόδια μας με τη σειρά για να εμποδίσουμε τις κράμπες,
αφού μέναμε στην ίδια στάση. Η πείνα μας ήταν κάτι το αλλόκοτο, δεν τη νιώθαμε μόνο σε ένα
συγκεκριμένο σημείο, αλλά σε όλο το κορμί ταυτόχρονα, και μας γέμιζε νεύρα και κακοκεφιά.
Στο Ουανκάγιο, με το πρώτο φως της μέρας, διασχίσαμε τα δεκαπέντε τετράγωνα που μας χώριζαν
από το σημείο όπου μας είχε αφήσει το φορτηγό μέχρι το σταθμό της πο-λιτοφυλακής, όπου κάναμε
τη συνηθισμένη μας στάση. Αγοράσαμε λίγο ψωμί, ετοιμάσαμε ματέ και βγάλαμε την περίφημη πια
αγελαδινή καρδιά και το πνευμόνι, αλλά, μόλις τα βάλαμε πάνω στα κλαδιά που είχαμε ανάψει,
έφτασε ένα φορτηγό που πήγαινε στην Οξαπάμπα και μας πρόσφερε μεταφορά. Το ενδιαφέρον μας
γι' αυτό το μέρος οφειλόταν στο γεγονός ότι εκεί έμενε, ή πιστεύαμε πως έμενε, η μητέρα ενός
Αργεντινού φίλου μας και ελπίζαμε ότι θα χόρταινε την πείνα μας για λίγες μέρες και ίσως μας έδινε
και χρήματα. Έτσι φύγαμε από το Ουανκάγιο χωρίς να το δούμε, ωθούμενοι από την αγωνία για τα
άδεια στομάχια μας.
Το πρώτο μέρος της διαδρομής ήταν υπέροχο- διασχίσαμε μια σειρά από χωριά, και ύστερα, στις έξι
το απόγευμα, αρχίσαμε μια επικίνδυνη ανάβαση σε ένα χωματόδρομο που μόλις χωρούσε ένα όχημα.
Γι' αυτό το λόγο είχε συμφωνηθεί να περνούν τα φορτηγά μόνο προς μία κατεύθυνση μέρα παρά
μέρα, αλλά αυτή τη φορά, δεν ξέρω για ποιο λόγο, είχε γίνει μια εξαίρεση, και η διασταύρωση των
οχημάτων, με φωνές και ατελείωτες μανούβρες και τις εξωτερικές ρόδες του πίσω άξονα να γυρνούν
πάνω από τον γκρεμό, σίγουρα δεν ήταν ένα θέαμα πολύ καθησυχαστικό.
Ο Αλμπέρτο και εγώ, όρθιοι στην άκρη της καρότσας, ήμαστε έτοιμοι να πηδήξουμε σε περίπτωση
ατυχήματος, ενώ για τους ιθαγενείς συνταξιδιώτες μας δεν έτρεχε τίποτα. Αναμφίβολα οι φόβοι μας
είχαν κάποια βάση- δεν ήταν λίγοι οι σταυροί που ορθώνονταν στην άκρη του δρόμου για να
θυμίζουν την πτώση στον γκρεμό κάποιων συναδέλφων λιγότερο τυχερών από τους οδηγούς που
έκαναν τη διαδρομή. Κάθε φορτηγό δε που κατρακυλούσε εκεί κάτω έσερνε μαζί του ένα σεβαστό
ανθρώπινο φορτίο σε τούτη την άβυσσο των διακοσίων μέτρων, στο βάθος της οποίας κυλούσε ένας
χείμαρρος, όπου έσβηναν οι τελευταίες ελπίδες όποιου κατέληγε εκεί μέσα. Από ό,τι λένε σε αυτά τα
μέρη, σε όλα τα ατυχήματα αναφέρεται αριθμός νεκρών που αντιστοιχεί στο σύνολο των
μεταφερομένων η άβυσσος δεν άφησε ποτέ ούτε έναν τραυματία.
Αυτή τη φορά, ευτυχώς, δεν έγινε τίποτα και φτάσαμε τη νύχτα, κατά τις δέκα, σε ένα χωριουδάκι, το
Μερσέδ, που βρισκόταν σε χαμηλή, τροπική ζώνη και είχε όλα τα τυπικά γνωρίσματα των χωριών
της δασικής περιοχής. Μια πονετική ψυχή μάς πρόσφερε ένα κρεβάτι για τη νύχτα και άφθονο
φαγητό. Αυτό προέκυψε την τελευταία στιγμή, όταν ο τύπος ήρθε να δει αν βολευτήκαμε, και δεν
προφτάσαμε να κρύψουμε τα φλούδια των πορτοκαλιών που είχαμε κόψει από ένα δέντρο για να
ξεγελάσουμε την πείνα μας.
Στην πολιτοφυλακή αυτού του χωριού ανακαλύψαμε, με μεγάλη μας δυσαρέσκεια, πως σε τούτα τα
μέρη δεν ήταν απαραΐτητος ο τελωνειακός έλεγχος των φορτηγών. Έτσι δε θα μας ήταν εύκολο να
σταματήσουμε κάποιον που να δεχτεί να μας μεταφέρει, όπως είχαμε κάνει ως τώρα. Στο σταθμό της
πολιτοφυλακής γίναμε μάρτυρες μιας καταγγελίας ανθρωποκτονίας. Οι καταγγείλαντες ήταν ο γιος
του θύματος και ένας μαύρος με στομφώδες ύφος που έλεγε πως ήταν στενός φίλος του θύματος.
Μυστήριο κάλυπτε το γεγονός. Είχε συμβεί πριν από μερικές μέρες. Υπέθεταν ότι ο ένοχος ήταν ένας
ιθαγενής, του οποίου είχαν και μια φωτογραφία· ο αξιωματικός την έδειξε και σ' εμάς, λέγοντας:
«Κοιτάξτε, κύριοι γιατροί, κλασική φάτσα εγκληματία». Εμείς επιβεβαιώσαμε τη διαπίστωση του με
ενθουσιασμό, όταν όμως βγήκαμε από το σταθμό, ρώτησα τον Αλμπέρτο: «Ποιος ακριβώς είναι ο
δολοφόνος;» Σκεφτόταν και αυτός το ίδιο, δηλαδή πως περισσότερο ο μαύρος είχε όψη φονιά παρά ο
ιθαγενής.
Οι ώρες αναμονής για την «επίμαχη μεταφορά» δεν περνούσαν. Πιάσαμε φιλία με ένα μεσάζοντα που
έλεγε πως μπορούσε να την κανονίσει χωρίς να μας κοστίσει τίποτα. Πράγματι, μίλησε σε ένα
φορτηγατζή και αυτός μας ανέβασε στο φορτηγό του, αλλά ύστερα προέκυψε ότι μας είχε κάνει
σκόντο πέντε σολ το άτομο στα είκοσι που ζητούσαν - κανονικά και, όταν του είπαμε πως η
οικονομική μας δυνατότητα ήταν μηδενική -κάτι που απείχε μόλις λίγα σεντς από την
πραγματικότητα-, ο τύπος μάς υποσχέθηκε ότι θα χρεωνόταν αυτός τη δαπάνη και το έκανε.
Επιπλέον, μας πήγε στο σπίτι του να κοιμηθούμε μόλις φτάσαμε.
Ο δρόμος ήταν στενός, όχι βέβαια τόσο όσο ο προηγούμενος, και το τοπίο πολύ όμορφο,
τριγυρισμένο από βου-ναλάκια και φυτείες με τροπικά φρούτα, μπανάνες, παπά-για και διάφορα
άλλα. Ανηφορίζει και κατηφορίζει αδιάκοπα ώσπου να φτάσει στην Οξαπάμπα, σε υψόμετρο χιλίων
μέτρων, που ήταν το σημείο του προορισμού μας και το τέλος της διαδρομής.
Ως εκείνο το σημείο ταξιδεύαμε με το ίδιο φορτηγό με τον μαύρο που είχε κάνει την καταγγελία, και
ο οποίος, σε μια στάση του φορτηγού, μας κάλεσε να φάμε και μας έκανε μια σειρά διαλέξεων για
τον καφέ, την παπάγια και τους μαύρους σκλάβους - ένας από αυτούς ήταν ο παππούς του. Τα
διηγιόταν όλα αυτά ήρεμα και διέκρινες στο ύφος του κάποια ντροπή. Όπως και να 'χε, ο Αλμπέρτο
και εγώ αποφασίσαμε να τον απαλλάξουμε από το φόνο του φίλου του.
Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο -ψαρεύει με προσωπικό τον λεηροκομείον τον Σαν Πάμπλο. Φωτογραφία ιον Ερνέστο
Γκεβάρα, Ιούνιος 1952.
«Η Πέμπτη είναι μερα ανάπαυσης στην κοινότητα, γι' αυτό διακόψαμε τις επισκέψεις μας στο σανατόριο. Το
πρωί πήγαμε για ψάρεμα, αλλά οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Το απόγευμα ποδοσφαιρικός αγώνας, στον
οιιοίο τα κατάφερα κάπως καλύτερα».

ΔΙΑΦΕΥΣΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ
ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΣ ΛΥΠΗ ΑΝΑΚΑΛΥ1 ΑΜΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΟΤΙ 0
φίλος μας που έμενε στην Αργεντινή μάς είχε δώσει λάθος πληροφορία και η μητέρα του εδώ και
αρκετό καιρό δε ζούσε στην Οξαπάμπα- ζούσε όμως εκεί ένας κουνιάδος του, που του
«φορτωθήκαμε». Η υποδοχή ήταν πολύ εγκάρδια, μας έδωσαν να φάμε ό,τι θέλαμε, αλλά
διαισθανόσουν πως αυτό οφειλόταν απλώς και μόνο στην παραδοσιακή περουβιανή ευγένεια.
Αποφασίσαμε να κάνουμε ότι δεν το καταλάβαμε μια και δεν είχαμε δεκάρα, και η πείνα μας, που
κάπως είχε αναχαιτιστεί, μας έπεισε να τρώμε όλα μας τα γεύματα στο σπίτι αυτών που έγιναν φίλοι
μας με το ζόρι.
Περάσαμε έτσι μια υπέροχη μέρα: μπάνιο στο ποτάμι, ξενοιασιά, εύγευστα και άφθονα γεύματα,
καφές εξαίρετος. Κρίμα που όλα έχουν ένα τέλος· το βράδυ της δεύτερης μέρας ο μηχανικός -διότι
ήταν μηχανικός ο «οικοδεσπότης»-βρήκε τρόπο να μας ξαποστείλει, ο οποίος, εκτός από
αποτελεσματικός, ήταν και οικονομικός. Εμφανίστηκε ένας τύπος, επιθεωρητής του οδικού δικτύου,
που προσφέρθηκε να μας πάει κατευθείαν στη Λίμα. Εμάς μας εξυπηρετούσε απόλυτα, αφού δεν
είχαμε πια ελευθέρους ορίζοντες για ταξίδια- θέλαμε να φτάσουμε στην πρωτεύουσα για να
επιχειρήσουμε να βελτιώσουμε την τύχη μας, και έτσι καταπίαμε το δόλωμα με το αγκίστρι μαζί.
Εκείνο το βράδυ βολευτήκαμε στο πίσω μέρος μιας κα-μιονέτας. Αφου μας έπιασε μια δυνατή βροχή
που μας έκανε παπιά, στις δυο τα ξημερώματα μας κατέβασαν στο Σαν Ραμόν, που δεν ήταν ούτε στα
μισά της διαδρομής. Ο τύπος μάς είπε να τον περιμένουμε ώσπου να αλλάξει όχημα και, για να μην
υποψιαστούμε τίποτα, άφησε μαζί μας και τον συνοδό του. Αυτός, ύστερα από δέκα λεπτά, πήγε να
αγοράσει τσιγάρα και τα δύο σαΐνια από την Αργεντινή βρέθηκαν στις πέντε το πρωί να
συνειδητοποιούν την πικρή αλήθεια πως τους έπιασαν κορόιδα. Ελπίζω ο οδηγός να πάθει ό,τι του
αξίζει και, αν δεν είναι άλλο ένα ψέμα του, αφού θέλει να γίνει ταυρομάχος, να βρει το θάνατο
τρυπημένος από τα κέρατα των ταύρων του... (Βαθιά μέσα μου ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά,
όμως μας είχε φανεί τόσο καλός άνθρωπος, που τα «χάψαμε» όλα... ακόμα και το κόλπο της αλλαγής
του οχήματος).
Κόντευε να ξημερώσει πια όταν συναντήσαμε δύο μεθυσμένους, στους οποίους παίξαμε το περίφημο
νούμερο μας της επετείου. Η τεχνική είναι η ακόλουθη:
1. Προφέρεις δυνατά μια κοφτή φράση, για παράδειγμα: «Τσε, κουνήσου κι άσε τις σαχλαμάρες». Ο
υποψήφιος τσιμπάει αμέσως και σε ρωτάει από πού είσαι- και πιάνετε κουβέντα.
2. Αρχίζουμε να μιλάμε για τις δυσκολίες μας χωρίς όμως να το παρακάνουμε, με το βλέμμα χαμένο
μακριά.
3. Επεμβαίνω εγώ και ρωτάω πόσο του μηνός έχουμε σήμερα. Κάποιος μου απαντάει. Ο Αλμπέρτο
στενάζει και προσθέτει: «Μα κοίτα πώς τα 'φερε η τύχη... σαν σήμερα ένας χρόνος...» Ο υποψήφιος
ρωτάει: «Ένας χρόνος από τι;» και του απαντάω: «Από τότε που άρχισε το ταξίδι».
4. Ο Αλμπέρτο, πολύ πιο λυπημένος από μένα, αναστενάζει βαθιά και λέει: «Κρίμα που είμαστε σε
τέτοια κατάσταση, αλλιώς θα μπορούσαμε να το γιορτάσουμε (αυτό το λέει εμπιστευτικά σ' εμένα). Ο
υποψήφιος προτείνει αμέσως να πληρώσει και εμείς κάνουμε για λίγο τους δύσκολους, λέγοντας πως
δε θα μπορούσαμε να του το ξεπληρώσουμε και κάτι τέτοια, ώσπου δεχόμαστε.
5. Μετά το πρώτο ποτήρι, εγώ αρνούμαι να πιω μια γουλιά παραπάνω και ο Αλμπέρτο με «παίρνει
στο ψιλό». Αυτός που κερνάει επιμένει, εγώ αρνούμαι χωρίς να δώσω εξηγήσεις. Ο άνθρωπος
συνεχίζει να επιμένει και τότε εγώ, καταντροπιασμένος, του εξομολογούμαι ότι στην Αργεντινή
είμαστε συνηθισμένοι να τρώμε κάτι όταν πίνουμε, δεν το ρουφάμε «ξεροσφύρι». Σε αυτό το σημείο,
η ποσότητα του φαγητού εξαρτάται από τον τύπο του πελάτη- πάντως γενικά πρόκειται για μια πάγια
μέθοδο.
Έτσι κάναμε και στο Σαν Ραμόν και, όπως πάντα, καταφέραμε να συνοδεύσουμε τις τεράστιες
ποσότητες που ήπιαμε με λίγη στερεά τροφή. Το πρωί ξαπλώσαμε στην όχθη του ποταμού, ένα πολύ
ωραίο μέρος, το οποίο ωστόσο δεν ήμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε, γιατί κάθε αισθητική
λεπτομέρεια μετατρεπόταν σε παντός είδους φαγώσιμο. Εκεί κοντά, πίσω από ένα φράχτη,
ξεπρόβαλλαν οι προκλητικές στρογγυλάδες των πορτοκαλιών. Πέσαμε πάνω τους με λαχτάρα, αλλά
η επιχείρηση ήταν μάλλον αποτυχημένη, γιατί τη μια στιγμή νιώθαμε χορτάτοι από την ξινίλα, αλλά
υστέρα από λίγο το στομάχι μας το θέριζε η γνώριμη και φοβερή πείνα του.
Όντας πειναλέοι, αποφασίσαμε να αποθέσουμε στον κατάλληλο χώρο τη λιγοστή ντροπή που μας
είχε απομείνει και τραβήξαμε ίσια για το νοσοκομείο. Αυτή τη φορά ο Αλμπέρτο έδειξε μια παράξενη
δειλία κι έτσι αναγκάστηκα να τολμήσω μόνος μου τη διπλωματική αγόρευση που ακολούθησε:
«Γιατρέ» -ήταν εκεί ένας γιατρός-, «είμαι φοιτητής της ιατρικής και ο φίλος μου από εδώ είναι
βιοχημικός. Είμαστε Αργεντινοί και πεινάμε. Θέλουμε να φάμε». Αιφνιδιασμένος από μια τέτοια
κατά μέτωπο επίθεση, ο καημένος ο γιατρός δεν κατάφερε να κάνει τίποτ' άλλο από το να
παραγγείλει να μας δώσουν να φάμε στην ταβέρνα όπου έτρωγε εκείνος- υπήρξαμε ανελέητοι.
Φύγαμε χωρίς να τον ευχαριστήσουμε -ο Αλμπέρτο ντρεπόταν-, αρχίσαμε το κυνήγι φορτηγού και το
πετύχαμε. Πηγαίναμε κατευθείαν στη Λίμα τώρα, με όλη μας την άνεση στην καμπίνα του οδηγού, ο
οποίος μας κερνούσε και καφεδάκι που και πού.
Σκαρφαλώναμε το στενό, απότομο δρόμο που κρατούσε ζωντανό το φόβο μας, ενώ ο οδηγός μάς
διηγιόταν ζωηρά την ιστορία του κάθε σταυρού που φαινόταν στην άκρη του δρόμου, όταν ξαφνικά
έπεσε σε μια τεράστια λακκούβα στη μέση του δρόμου, που θα την έβλεπε ο καθένας. Άρχισε να μας
τριβελίζει ο φόβος πως ο τύπος δεν είχε καμιά σχέση με το τιμόνι, αλλά η στοιχειώδης λογική έλεγε
πως δεν μπορεί να ήταν έτσι, γιατί, αν δεν ήταν ικανός, θα ήταν «φυτεμένος» από καιρό. Ο
Αλμπέρτο, με πολλή διακριτικότητα και υπομονή, κατάφερε να του αποσπάσει την αλήθεια: ο
άνθρωπος είχε πάθει ένα ατύχημα από ανατροπή και από τότε είχε αδυνατίσει η όραση του, γι' αυτό
έπεφτε μέσα στις λακκούβες. Προσπαθήσαμε να του δώσουμε να καταλάβει πόσο επικίνδυνο ήταν
αυτό για τον ίδιο και για τους ανθρώπους που μετέφερε, να οδηγεί με αυτές τις συνθήκες, αλλά
εκείνος δεν έπαιρνε από λόγια- αυτή ήταν η δουλειά του, το αφεντικό τον πλήρωνε καλά και δεν τον
ρωτούσε πώς έφτανε στον προορισμό του, αρκεί να έφτανε. Εξάλλου το δίπλωμα του οδηγού του είχε
κοστίσει ακριβά, γιατί χρειάστηκε να «λαδώσει» τον αρμόδιο για να το πάρει.
Ο ιδιοκτήτης του φορτηγού ανέβηκε λίγο πιο κάτω και φάνηκε διατεθειμένος να μας πάει ως τη Λίμα,
αλλά εγώ έπρεπε να περάσο) στο πίσο) μέρος, έπρεπε να κρυφτώ όταν θα γινόταν έλεγχος γιατί
απαγορευόταν να μεταφέρουν επιβάτες φορτηγά με τόσο φορτίο. Ο ιδιοκτήτης αποδείχτηκε και αυτός
καλός άνθρωπος- κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την πρωτεύουσα μας πρόσφερε κάτι να φάμε.
Διασχίσαμε το Ορό-για, κέντρο μεταλλείων, που θα θέλαμε πολύ να το επισκεφτούμε, αλλά στάθηκε
αδύνατο γιατί περάσαμε πολύ βιαστικά. Βρίσκεται σε υψόμετρο τεσσάρων χιλιάδων μέτρων και,
όπου κι αν κοιτάζεις, βλέπεις παντού τη σκληρή ζωή των ορυχείων. Οι μεγάλες του τσιμινιέρες
ξερνούν ένα μαύρο καπνό που διαποτίζει τα πάντα με αιθάλη· τα πρόσωπα των μεταλλωρύχων που
τριγυρνούσαν στους δρόμους ήταν και αυτά σκεπασμένα μ' εκείνη την παμπάλαιη θλίψη του καπνού,
που τα ισοπεδώνει όλα μέσα σε μια γκρίζα μονοτονία· τέλειο συμπλήρωμα για το βαρύ ουρανό του
βουνού. Ήταν μέρα ακόμα όταν περάσαμε από το ψηλότερο σημείο της διαδρομής, στα 4.853 μέτρα
πάνω από τη θάλασσα. Παρότι έφεγγε ακόμα, το κρύο ήταν τσουχτερό. Τυλιγμένος με την
ταξιδιωτική κουβέρτα μου, αγνάντευα το πανόραμα που απλωνόταν από όλες τις μεριές και,
νανουρισμένος από το μουγκρητό της μηχανής του φορτηγού, απήγγελλα κάθε είδους στίχους.
Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε λίγο έξω από την πόλη και την άλλη μέρα μπήκαμε πρωί πρωί στη
Λίμα.
Οικογένεια Ινδιάνων Γιάγκονα με τον Αλμπέρτο Γκρανάδο (αυτός που κρατάει το παιδί) και το δόκτορα
Μηρεσιάνι (αριστερά), το διευθυντή του λεηροκομείον τον Σαν Πάμηλο. Φωτογραφία τον Ερνέστο Γκεβάρα,
Ιούνιος 1952.
«Την Κυριακή το πρωί πήγαμε να επισκεφτούμε μια φυλή Γιάγκουα, των ιθαγενών αυτών που φορούν ψάθινες χρωματιστές
φούστες... Ήταν πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που ζούσαν, ανάμεσα σε ένα σανίδωμα και μια καλύβα από φύλλα φοινικιάς,
όπου τη νύχτα βρίσκουν καταφύγιο από τα κουνούπια που επιτίθενται σε πυκνούς σχηματισμούς».

Ή ΠΟΛΗ ΓΩΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΩΝ


ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ
του ταξιδιού, χωρίς δεκάρα και χωρίς σοβαρές προοπτικές να βρούμε χρήματα σε σύντομο χρονικό
διάστημα, αλλά ευχαριστημένοι.
Η Λίμα είναι μια ωραία πόλη που έχει θάψει πια το αποικιακό παρελθόν της (αυτό είναι πιο προφανές
αφού δει κανείς το Κούσκο) κάτω από καινούριες οικοδομές. Δε δικαιολογεί τη φήμη της θαυμαστής
πόλης, αλλά οι κατοικημένες συνοικίες είναι φιλόξενες, με φαρδιές λεωφόρους, και τα παραθαλάσσια
θέρετρα ευχάριστα. Στο λιμάνι του Καγιάο φτάνεις μέσα από τις μεγάλες αρτηρίες της πόλης που
επιτρέπουν στους κατοίκους της Λίμα να πηγαίνουν εκεί σε λίγα λεπτά. Το λιμάνι δεν έχει τίποτα το
ιδιαίτερα ελκυστικό (η ίδια τυποποιημένη όψη όλων των υπερπόντιων λιμανιών), με εξαίρεση το
κάστρο, θέατρο τόσων πολεμικών πράξεων. Μένουμε άναυδοι μπροστά στα τεράστια τείχη του και
σκεφτόμαστε την επιχείρηση του λόρδου Κόχραν, που, επικεφαλής των Νοτιοαμερικανών ναυτών
του, επιτέθηκε και κατέλαβε το οχυρό - μια κίνηση α

πό τις πιο λαμπρές της εποποιίας για την απελευθέρωση.


Το τμήμα της Λίμα που αξίζει να περιγράψει κανείς είναι το κέντρο της πόλης και περιβάλλει τον
περίφημο καθεδρικό ναό, πολύ διαφορετικό από το βαρύ όγκο του ναού της μητρόπολης του Κούσκο,
όπου οι κατακτητές αποτύπωσαν με μνημειώδη χοντροκοπιά την αίσθηση του μεγαλείου τους. Εδώ η
τέχνη είναι στιλιζαρισμένη, διαθέτει θηλυκότητα, θα έλεγα. Οι πύργοι του καθεδρικού ναού είναι
ψηλοί και λεπτεπίλεπτοι, ίσως οι κομψότεροι ανάμεσα στους ναούς των ισπανικών αποικιών. Η
μεγαλοπρέπεια των ξυλόγλυπτων του Κούσκο έχει αντικατασταθεί εδώ από τον χρυσό. Οι νάρθηκες
είναι φωτεινοί και ευάεροι, σε αντίθεση με τις σκοτεινές, αφιλόξενες σπηλιές της πολιτείας των Τνκα.
Οι ζωγραφιές είναι πιο φωτεινές, πιο ανάλαφρες, και ανήκουν σε κατοπινές σχολές από αυτή των
μιγάδων ερημιτών, που ζωγράφιζαν τους αγίους με σκοτεινή και συγκρατημένη οργή. Το σύνολο των
προσόψεων και των ολόχρυσων βωμών δείχνει όλο το εύρος του στιλ τοουριγκέρα.* Ο μεγάλος
πλούτος επέτρεψε στους αριστοκράτες να αντισταθούν ως την τελευταία στιγμή στα απελευθερωτικά
στρατεύματα. Η Λίμα είναι η απεικόνιση ενός Περού που δε βγήκε από το φεουδαρχικό καθεστώς
της αποικίας· περιμένει ακόμα το αίμα μιας πραγματικής επαναστατικής χειραφέτησης.
Αλλά υπάρχει μια γωνιά της μεγαλοπρεπούς πόλης που
* Όρος που προέρχεται από την ομώνυμη οικογένεια των Ισπανών αρχιτεκτόνων. Ο όρος σημαίνει το στιλ μπαρόκ που είναι συνηθισμένο
στη Λατινική Αμερική.
μας άρεσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος· πήγαμε εκεί για να ξανανιώσουμε την αίσθηση
του Μάτσου Πίτσου: το αρχαιολογικό μουσείο, δημιούργημα ενός σοφού της καθαρόαιμης ντόπιας
φυλής, του δον Χούλιο Τέγιο, το οποίο περιέχει συλλογές πολύ μεγάλης αξίας. Εκεί γίνεται
αντιληπτή η σύνθεση ολόκληρων πολιτισμών.
Η Λίμα δεν παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την Κόρδοβα, αλλά έχει την όψη μιας αποικιακής
πόλης ή, μάλλον, μιας επαρχιακής πόλης. Πήγαμε στο προξενείο για να πάρουμε τα γράμματα που
μας περίμεναν και, αφού τα διαβάσαμε, πήγαμε να δούμε τι γινόταν μ' εκείνη τη συστατική επιστολή
μας για ένα γραφειοκράτη του Υπουργείου Εξωτερικών, που προφανώς δεν του γεμίσαμε το μάτι.
Είχαμε περιπλανηθεί από αστυνομικό τμήμα σε αστυνομικό τμήμα, ώσπου σε ένα μάς έδωσαν λίγο
ρύζι, και το απόγευμα πήγαμε να επισκεφτούμε το γιατρό Ούγο Πέσκε, αυθεντία της λεπρολογίας, ο
οποίος μας δέχτηκε με πραγματική ευγένεια για επικεφαλής μιας τόσο αξιοσέβαστης ιατρικής
μονάδας. Μας εξασφάλισε στέγη σε ένα νοσοκομείο λεπρών και μας κάλεσε να δειπνήσουμε στο
σπίτι του εκείνο το βράδυ. Αποδείχτηκε πολύ καλός συζητητής. Πήγαμε πολύ αργά για ύπνο.
Ξυπνήσαμε αργά και κολατσίσαμε. Ύστερα όμως μας είπαν πως δεν είχαν λάβει εντολή να μας
δώσουν και μεσημεριανό κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε να γνωρίσουμε το Καγιάο. Η διαδρομή ήταν
ολόκληρο ταξίδι, γιατί, λόγω της Πρωτομαγιάς, δε λειτουργούσαν οι συγκοινωνίες. Κάναμε λοιπόν
δεκατέσσερα χιλιόμετρα με τα πόδια. Το Καγιάο δεν έχει να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο. Δεν είχε ούτε
αργεντίνι-κα καράβια. Πήραμε το κακόμοιρο ύ«)ος μας και παρουσιαστήκαμε σε ένα αστυνομικό
τμήμα να ζητιανέψουμε λίγο φαγητό. Μετά ξαναπήραμε το δρόμο για τη Λίμα. Δει-πνήσαμε πάλι στο
σπίτι του δόκτορα Πέσκε, ο οποίος μας διηγήθηκε τις εμπειρίες του από τα διάφορα είδη της λέπρας.
Το πρωί πήγαμε στο αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό μουσείο. Περίφημο, αλλά δεν μπορέσαμε να
το γυρίσουμε όλο γιατί δεν είχαμε χρόνο.
Αφιερώσαμε το απόγευμα για να γνωρίσουμε το λεπρο-κομείο* που διηύθυνε ο δόκτωρ Μολίνα, που,
εκτός του ότι είναι καλός λεπρολόγος, φαίνεται πως είναι και εξαίρετος θωρακοχειρουργός. Ως
συνήθως, δειπνήσαμε στου γιατρού Πέσκε.
Όλο το πρωί του Σαββάτου το χάσαμε προσπαθώντας να αλλάξουμε πενήντα σουηδικές κορόνες,
πράγμα που το κατορθώσαμε ύστερα από πολύ κόπο. Το απόγευμα επισκεφτήκαμε το εργαστήριο,
που δεν έχει τίποτα το αξιοζήλευτο, αντίθετα μάλιστα. Διαθέτει όμως ένα αρχείο βιογραφικών
θαυμαστό για τη μεθοδικότητα οργάνωσης του, αλλά και για τον αριθμό των καρτελών του. Φυσικά,
το βράδυ δειπνήσαμε στου δόκτορα Πέσκε, που, όπως πάντα, μας γοήτευσε με τη συζήτηση του.
* Πρόκειται για το νοσοκομείο Γκία.
Η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα για εμάς: θα πηγαίναμε για πρώτη φορά να παρακολουθήσουμε μια
ταυρομαχία- επρόκειτο γι' αυτό που ονόμαζαν νοβιγιάδα, δηλαδή μια ταυρομαχία με ταύρους και
ταυρομάχους κατώτερου επιπέδου, αλλά η ανυπομονησία μας ήταν τόση, ώστε δεν μπορούσα να
συγκεντρωθώ στο βιβλίο του Τέγιο που διάβαζα το πρωί στη βιβλιοθήκη. Φτάσαμε ακριβώς στην
ώρα μας για την ταυρομαχία και, τη στιγμή που μπήκαμε, ένας νοβιγιέρο σκότωνε κιόλας έναν ταύρο,
αλλά με μια μέθοδο διαφορετική από τη συνηθισμένη, την ονομαζόμενη ντεσκαμπεγια-μιέντο.*
Αποτέλεσμα; Ο ταύρος χαροπάλευε τουλάχιστον για δέκα λεπτά, γερμένος στο ξύλινο φράγμα, ενώ ο
ταυρομάχος δεν κατάφερνε να τον αποτελειώσει και το κοινό έβριζε. Με τον τρίτο ταύρο η
συγκίνηση μεγάλωσε όταν το ζώο τίναξε θεαματικά τον ταυρομάχο στον αέρα, αλλά δεν έγινε τίποτ'
άλλο. Η φιέστα τελείωσε με το θάνατο του έκτου ζώου χωρίς βρισιές ούτε επευφημίες. Δε βλέπω που
είναι η τέχνη. Κουράγιο; Ναι, κατά μία έννοια. Επιδεξιότητα; Λίγη. Συγκίνηση; Σχετική.
Συνοψίζοντας, όλα εξαρτώνται από το τι έχει να κάνει κανείς την Κυριακή.
Γι' άλλη μια φορά αφιερώσαμε το πρωινό της Δευτέρας για να επισκεφτούμε το ανθρωπολογικό
μουσείο. Το βράδυ πήγαμε, όπως πάντα, στο σπίτι του γιατρού Πέσκε, όπου γνωρίσαμε έναν
καθηγητή της ψυχιατρικής, το δόκτορα Βα-λένσα, θαυμάσιο συζητητή, ο οποίος μας διηγήθηκε ανέκ
* Όταν ο ταύρος σκοτώνεται με ένα και μόνο χτύπημα του σπαθιού στον αυχένα.
δοτα από τον πόλεμο και πολλά άλλα. «Τις προάλλες πήγα στο σινεμά να δω μια ταινία του
Καντίνφλας.* Όλοι γελούσαν και εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Μα δεν ήμουν εγώ ο παράξενος, γιατί
και αυτοί που ήταν εκεί δεν καταλάβαιναν τίποτα. Τότε όμως με τι γελούσαν; Στην πραγματικότητα,
γελούσαν με το δικό τους τρόπο ύπαρξης, ο καθένας γελούσε με ένα μέρος του εαυτού του. Είμαστε
ένας νέος λαός, χωρίς παραδόσεις, χωρίς κουλτούρα - μόλις τώρα αρχίζουμε να τα ανακαλύπτουμε.
Γελούσαν λοιπόν με τα κουσούρια που δεν κατάφερε να αποβάλει ο νηπιακός ακόμα πολιτισμός
μας... Μήπως η Βόρεια Αμερική, με τους ουρανοξύστες της, τα αυτοκίνητα της, την ευημερία της,
πέτυχε να ξεπεράσει τη νεότητα της; Όχι- οι διαφορές αφορούν τον τύπο, όχι την ουσία- όλη η
Αμερική μοιάζει σε αυτό. Βλέποντας τον Καντίνφλας κατάλαβα τον Παναμερικανισμό!»
Η Τρίτη δεν είχε καμιά διαφορά από την προηγούμενη μέρα σε ό,τι είχε σχέση με τα μουσεία, μόνο
που το απόγευμα, στις τρεις, πήγαμε σε ένα ραντεβού με το γιατρό Πέ-σκε, ο οποίος δάνεισε ένα
λευκό κοστούμι στον Αλμπέρτο και σ' εμένα ένα σακάκι στο ίδιο χρώμα. Όλοι συμφώνησαν πως μας
πήγαιναν τέλεια. Η υπόλοιπη μέρα δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο.
Πέρασαν αρκετές μέρες και ήμαστε πια επί ποδός, αλλά χωρίς να ξέρουμε με βεβαιότητα πότε
ακριβώς θα φεύ
* Μεξικανός κωμικός της δεκαετίας του '50, ένας Λατινοαμερικάνος Τσάρλι Τσάπλιν.
γαμε. Αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει δυο μέρες νωρίτερα. Όμως το φορτηγό που θα μας έπαιρνε δεν
έλεγε να ξεκινήσει. Από διάφορες σκοπιές ο απολογισμός του ταξιδιού μας ήταν αρκετά θετικός:
γενικά είχαμε επισκεφτεί μουσεία και βιβλιοθήκες. Το μόνο που άξιζε πραγματικά τον κόπο είναι το
αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό μουσείο, δημιούργημα του δόκτορα Τέγιο. Όσο για τον
επιστημονικό τομέα, τη λέπρα δηλαδή, είχαμε γνωρίσει μόνο το γιατρό Πέσκε. Όλοι οι άλλοι είναι
απλώς μαθητευόμενοι και τους λείπουν αρκετά ακόμα ώσπου να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό.
Επειδή όμως στο Περού δεν υπάρχουν βιοχημικοί, τις εργαστηριακές εξετάσεις τις έκαναν
ειδικευμένοι γιατροί, και ο Αλμπέρτο μίλησε με μερικούς για να τους φέρει σ' επαφή με συναδέλφους
στο Μπουένος Άιρες. Με τους δύο τα πήγε καλά, αλλά με τον τρίτο... Ο Αλμπέρτο είχε συστηθεί σαν
δόκτωρ Γκρανάδο, ειδικός στη λέπρα και λοιπά, και οι άλλοι τον είχαν περάσει για γιατρό, αλλά σε
μια από τις συναντήσεις μας αυτός ο τρίτος τύπος μάς ξε-φούρνισε: «Όχι, εδώ δεν έχουμε
βιοχημικούς. Και, όπως απαγορεύεται στους γιατρούς να ανοίγουν φαρμακεία, δεν επιτρέπουμε και
εμείς στους φαρμακοποιούς να χώνουν τη μύτη τους σε ό,τι δε γνωρίζουν». Η απάντηση του
Αλμπέρτο προμηνυόταν βίαιη, γι' αυτό του έχωσα μια με το γόνατο και τον... ηρέμησα κάπως.
Πάντως ένα από αυτά που μας εντυπωσίασαν περισσότερο, παρά την απλότητα του, ήταν ο
αποχαιρετισμός των ασθενών. Μάζεψαν εκατό σολ και μας τα έδωσαν με έναγραμματάκι όλο
ευγνωμοσύνη. Μερικοί ήρθαν να μας χαιρετήσουν αυτοπροσώπως και δεν ήταν λίγοι αυτοί που
δάκρυσαν καθώς μας ευχαριστούσαν γι' αυτή τη λίγη ζωή που τους δώσαμε. Σφίγγαμε τα χέρια,
δεχόμασταν τα δωράκια τους, ενώ καθόμασταν ανάμεσα τους και παρακολουθούσαμε την
αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας πείσει ν'
αφοσιωθούμε ολοκληρωτικά στη λέπρα, είναι αυτή η αγάπη που μας έδειχναν οι ασθενείς που
συναντήσαμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Ως πόλη η Λίμα δε διατηρεί αυτό που υπόσχεται η μακρά της παράδοση ως τόπου διαμονής των
αντιβασιλέων. Όμως, αντ' αυτού, οι καλές της συνοικίες είναι ευχάριστες και άνετες, όπως και οι
καινούριοι της δρόμοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο κλοιός των αστυνομικών γύρω από την
πρεσβεία της Κολομβίας. Περισσότεροι από πενήντα αστυνομικοί, ένστολοι ή με πολιτικά, φυλούν
μόνιμα το απομονωμένο κτίριο.
Η πρώτη μέρα του ταξιδιού δεν παρουσίασε τίποτα το καινούριο- γνωρίζαμε ήδη το δρόμο ως την
Ορόγια και την υπόλοιπη διαδρομή τη διανύσαμε νύχτα, φτάνοντας με το πρώτο φως στο Σέρο δε
Πάσκο. Ταξιδεύαμε συντροφιά με τους αδερφούς Μπεσέρα, που τους φώναζαν Καμπαλάτσες1 και
χάριν συντομίας Κάμπα, συμπαθέστατοι και οι δύο, κυρίως ο μεγάλος. Το ταξίδι συνεχίστηκε όλη
μέρα, κατηφορίζαμε τώρα ανάμεσα σε ένα ευχάριστο τοπίο, και ο πονοκέφαλος και η γενική
αδιαθεσία που με ακολούθησε από το Τίκλιο, το υψηλότερο σημείο, σε 4.853 μέτρα υψόμετρο,
άρχισε να μου περνάει. Όταν περάσαμε το Ουάνουκο, λίγο πριν από το Τίνγκο Μαρία, μας έσπασε το
ημιαξόνιο της εμπρός αριστερής ρόδας, αλλά για καλή μας τύχη ο τροχός δεν έφυγε- έμεινε εξαιτίας
του λασπωτήρα κι έτσι αποφύγαμε την ανατροπή. Μείναμε εκεί τη νύχτα και εγώ θέλησα να κάνω
μια ένεση, αλλά για κακή μου τύχη η σύριγγα έσπασε.
Η επόμενη μέρα πέρασε ανιαρά και ενοχλητικά, αλλά κατά το βράδυ είχαμε μια θετική αναστροφή
του κλίματος, όταν ο Αλμπέρτο είχε την ιδέα να αναφέρει, σε τόνο μελαγχολικό, πως σαν σήμερα, 20
Μαΐου, συμπληρώνονταν έξι μήνες από την αναχώρηση μας, ένα πρόσχημα αρκετό για να
κυκλοφορήσουν ποτήρια με πίσκο.2
Στο τρίτο μπουκάλι, ο Αλμπέρτο σηκώθηκε τρεκλίζοντας, άφησε να του φύγει μια μαϊμουδίτσα που
κρατούσε αγκαλιά και εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Ο νεότερος Κάμπα άντεξε άλλη μισή
μπουκάλα και ύστερα σωριάστηκε εκεί όπου βρισκόταν.
Το άλλο πρωί φύγαμε άρον άρον, προτού ξυπνήσει η τα-βερνιάρισσα, γιατί δεν είχαμε να
πληρώσουμε το λογαριασμό και οι αδερφοί Κάμπα είχαν μείνει σχεδόν άφραγκοι για να
επισκευάσουν το ημιαξόνιο. Συνεχίσαμε το ταξίδι όλη μέρα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα οδόφραγμα
από αυτά που τοποθετεί ο στρατός για να εμποδίσει τη διέλευση όταν βρέχει.
Ξεκινήσαμε την άλλη μέρα- νέα στάση. Το καραβάνι ξαναπήρε το δρόμο με τη δύση του ήλιου και
σταματήσαμε αργότερα στο χωριό Νεσκουίγια.
Την επομένη, βλέποντας πως ο δρόμος ήταν μπλοκαρισμένος, πήγαμε στον επικεφαλής του στρατού,
αναζητώντας κάποιο φαγώσιμο. Ξαναφύγαμε τελικά το απόγευμα, κουβαλώντας μαζί μας έναν
τραυματία, χάρη στον οποίο θα μπορούσαμε να περάσουμε από τα μπλόκα. Πράγματι, λίγα
χιλιόμετρα πιο πέρα, ενώ τα άλλα μεταφορικά μέσα είχαν σταματήσει, εμείς συνεχίσαμε ελεύθερα ως
το Πουκάι-πα, όπου φτάσαμε με το σκοτάδι.
Ο μικρός Κάμπα μάς πλήρωσε το δείπνο και μετά, γι' αποχαιρετιστήρια, ήπιαμε τέσσερις μπουκάλες
κρασί, που τον έκανε πολύ συναισθηματικό και μας ορκίστηκε αιώνια αγάπη. Στη συνέχεια, μας
πλήρωσε τη διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο.
Το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν να φτάσουμε στο Ικίτος. Αρχίσαμε λοιπόν να αναζητάμε μια λύση. Ο
πρώτος μας στό-. χος ήταν ο δήμαρχος, κάποιος Κοέν, για τον οποίο μας είχαν πει ότι «ήταν Εβραίος
όταν επρόκειτο για χρήματα, μα καλός τύπος». Για το ότι ήταν σφιχτοχέρης δεν υπήρχε καμιά
αμφιβολία- η δυσκολία μας ήταν να καταλάβουμε αν επρόκειτο για καλό τύπο.
Το βέβαιο είναι πως μας ξεφορτώθηκε στέλνοντας μας στους πράκτορες των ταξιδιωτικών εταιρειών,
που, με τη σειρά τους, μας ξαπόστειλαν στον πλοίαρχο, ο οποίος μας δέχτηκε εγκάρδια και μας
υποσχέθηκε, ως υψίστη παραχώρηση, ταξίδι πρώτης θέσης με εισιτήρια τρίτης - που θα τα
πληρώναμε φυσικά. Δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Πήγαμε στο διοικητή της
φρουράς, ο οποίος είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για μας. Μετά πήγαμε στον υποδιοικητή, ο
οποίος, υστέρα από ένα φοβερό ερωτηματολόγιο που αποδείκνυε την ηλιθιότητα του, υποσχέθηκε να
μας βοηθήσει.
Το απόγευμα κάναμε μπάνιο στον ποταμό Ουκαγιάλι, που μοιάζει πολύ με τον Άνω Παρανά, και εκεί
1Η λέξη σημαίνει μαγαζί με μεταχειρισμένα είδη.
2Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται στην ομώνυμη περιοχή του Περού και μοιάζει πολύ με το αγουαρδιέντε. (Σ.τ.Ε.)
συναντήσαμε το υποδιοικητή, που μας ανακοίνωσε ότι είχε πετύχει αυτό το οποίο μας υποσχέθηκε: ο
καπετάνιος του καραβιού, κάνοντας του προσωπική χάρη, είχε δεχτεί να μας πάρει στην πρώτη θέση
με εισιτήριο τρίτης. Τρομερό!
Στο σημείο όπου κάναμε μπάνιο υπήρχαν δύο δείγματα ενός παράξενου είδους ψαριού που οι ντόπιοι
το λένε μπού-φεο και, συμφωνά με το θρύλο, τρώει άντρες, βιάζει γυναίκες και κάνει ένα σωρό
φοβερά πράγματα.
Φαίνεται πως πρόκειται για ένα είδος δελφινιού του γλυκού νερού, που το θηλυκό του έχει, εκτός από
άλλα παράξενα χαρακτηριστικά, ένα γεννητικό σύστημα παρόμοιο με αυτό της γυναίκας, και οι
ιθαγενείς το χρησιμοποιούσαν σαν υποκατάστατο, αλλά έπρεπε να σκοτώσουν το ζώο αμέσως μετά
τη συνουσία, επειδή προκαλούνταν μια σύσπαση στη γεννητική ζώνη που εμπόδιζε την έξοδο του
πέους.
Τη νύχτα αντιμετωπίσαμε τη συνεχώς οδυνηρή αποστολή να ζητήσουμε κατάλυμα από τους
συναδέλφους μας του νοσοκομείου. Φυσικά, η υποδοχή ήταν ψυχρή, αλλά η στω-ικότητά μας
κέρδισε, και πετύχαμε, στο τέλος, δυο κρεβάτια για να ξεκουράσουμε τα τσακισμένα μας κόκαλα.
ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΤΟΥ ΟΥΚΑΠΑΛΙ
ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΣΑΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΚΑΙ ΥΦΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΩΝ,
φτάσαμε στο πλοίο La Cenepa λίγο πριν από την αναχώρηση. Συνεπής στη συμφωνία του, ο
καπετάνιος μάς έβαλε στην πρώτη θέση και σε λίγο πιάσαμε γνωριμία με όλους τους επιβάτες της
προνομιούχας τάξης. Ύστερα από ένα προειδοποιητικό σφύριγμα, το σκάφος απομακρύνθηκε από το
μόλο. Έτσι άρχισε το δεύτερο μέρος του ταξιδιού, προς το Σαν Πάμπλο. Όταν χάθηκαν από τα μάτια
μας και τα τελευταία σπίτια του Πουκάγπα, ο κόσμος ξεκόλλησε από την κουπαστή και
συγκεντρώθηκε γύρω από τα τραπέζια του παιχνιδιού. Πλησιάσαμε και εμείς με κάποιο φόβο, αλλά ο
Αλμπέρτο, σε μια στιγμή έμπνευσης, κατάφερε να κερδίσει ενενήντα περουβιανά σολ σε ένα παιχνίδι
που το έλεγαν «είκοσι ένα». Αυτό το κέρδος προκάλεσε την αντιπάθεια των παικτών, δεδομένου ότι
είχε επιτευχθεί με κεφάλαιο ενός σολ.
Κατά την πρώτη μέρα του ταξιδιού δεν είχαμε πολλές ευκαιρίες να δημιουργήσουμε φιλικούς
δεσμούς με τους συνεπιβάτες μας. Μείναμε κάπως παράμερα, χωρίς να συμ

μετέχουμε στη γενική συζήτηση. Το φαγητό ήταν κακό και λίγο. Τη νύχτα, εξαιτίας της χαμηλής
στάθμης των νερών του ποταμού, το πλοίο δεν μπόρεσε να συνεχίσει τον πλου. Δεν είχε σχεδόν
καθόλου κουνούπια. Παρόλο που μας είπαν πως αυτό ήταν σπάνια εξαίρεση, συνηθισμένοι καθώς
ήμαστε σε κάθε είδους υπερβολή των ανθρώπων όταν πρόκειται να περιγράψουν κάποια δύσκολη
κατάσταση, δεν το πιστέψαμε.
Το άλλο πρωί σαλπάραμε νωρίς. Η μέρα πέρασε δίχως τίποτα το καινούριο, εκτός από τη γνωριμία
μας με μια κοπέλα μάλλον «εύκολη», που θα πίστεψε ότι είχαμε πολλά πέσος διαθέσιμα, παρά τις
κλάψες μας κάθε φορά που γινόταν λόγος για λεφτά. Το σούρουπο το πλοίο έδεσε στην όχθη για να
διανυκτερεύσουμε και τα κουνούπια μάς έδειξαν την απτή πραγματικότητα της ύπαρξης τους: σμήνη
ολόκληρα μας κατασπάραξαν όλη νύχτα. Ο Αλμπέρτο, με ένα τούλι στο κεφάλι και τυλιγμένος στο
σάκο του, κάπως κατάφερε να κοιμηθεί· εγώ άρχισα να νιώθω τα πρώτα συμπτώματα μιας
ασθματικής κρίσης και, έχοντας να αντιμετωπίσω και τα κουνούπια, δεν έκλεισα μάτι ως το πρωί.
Αυτή η νύχτα είναι λίγο αχνή στη μνήμη μου, αλλά θαρρώ ακόμα πως ψηλαφίζω το δέρμα των
γλουτών μου, που από τα αμέτρητα τσιμπήματα είχε γίνει σαν... παχύδερμου.
Πέρασα όλη την άλλη μέρα σε κατάσταση υπνηλίας, πότε πεσμένος σε μια γωνιά, πότε σε μια
δανεική αιώρα. Η κρίση άσθματος δεν έλεγε να υποχωρήσει, τόσο, που αναγκάστηκα να πάρω τη
δραστική απόφαση να προμηθευτώ ένα αντιασθματικό με την πεζή μέθοδο της αγοράς. Ηρέμησα
λίγο. Κοιτάζαμε με ύφος ονειροπόλο τις παρυφές του δάσους, που σε τραβούσε με τη μυστηριώδη
βλάστηση του. Το άσθμα και τα κουνούπια με εξουθένωναν, αλλά η έλξη που ασκούσε το παρθένο
δάσος σε ανθρώπους με τη δική μας προσωπικότητα ήταν τόσο ισχυρή, ώστε το σωματικό άλγος και
η επίθεση των δυνάμεων της φύσης δε με αποθάρρυναν, αντίθετα κέντριζαν περισσότερο τη θέληση
μου.
Οι μέρες κυλούσαν σε απόλυτη μονοτονία. Η μόνη ψυχαγωγία ήταν η χαρτοπαιξία και εμείς δεν
μπορούσαμε να επωφεληθούμε απόλυτα εξαιτίας της οικονομικής μας κατάστασης. Πέρασαν έτσι
δύο μέρες χωρίς να αλλάξει το παραμικρό. Αυτή η διαδρομή συνήθως διαρκεί τέσσερις μέρες, αλλά η
χαμηλή στάθμη του ποταμού μάς ανάγκασε να μένουμε ακίνητοι τη νύχτα και, εκτός του ότι
καθυστερούσε το ταξίδι, μας μετέβαλε σε εξιλαστήρια θύματα των κουνουπιών. Ακόμα κι αν το
φαγητό ήταν καλύτερο και τα κουνούπια λιγότερα στην πρώτη θέση, ποιος ξέρει αν κερδίσαμε τελικά
με τη συμφωνία που κάναμε. Οι απλοί ναύτες είναι προτιμότεροι από τους εκπροσώπους της μεσαίας
τάξης, που, πλούσιοι και μη, εξακολουθούν να είναι πολύ δεμένοι με την ανάμνηση αυτού που
υπήρξαν και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια να κοιτάξουν δύο ενδεείς ταξιδιώτες.
Είναι το ίδιο αμαθείς όσο και οι άλλοι, αλλά η όποια επιτυχία είχαν στη ζωή τούς έχει χτυπήσει στο
κεφάλι και οι απλές γνώμες που διατυπώνουν θεωρούνται εγγυημένες απλώς και μόνο γιατί είναι
αυτοί που τις εξέφρασαν. Το άσθμα μου επιδεινώθηκε, παρόλο που ακολουθούσα την κατάλληλη
δίαιτα.
Ένα φευγαλέο χάδι από τη μικρή πόρνη, που με λυπόταν για την κατάσταση μου, κέντρισε τις
κοιμισμένες αναμνήσεις της ζωής μου πριν από την περίοδο του τυχοδιωκτισμού. Τη νύχτα εκείνη,
που δε με έπαιρνε ο ύπνος από τα κουνούπια, σκεφτόμουν την Τσιτσίνα, όνειρο μακρινό τώρα πια,
ένα όνειρο πολύ ευχάριστο, που το τέλος του ταιριάζει με το χαρακτήρα μας και αφήνει στην
ανάμνηση περισσότερο μέλι παρά χολή. Της έστειλα ένα τρυφερό και αέρινο φιλί, να το πάρει σαν
από έναν παλιό φίλο που την ξέρει καλά και την καταλαβαίνει. Και η ανάμνηση πήρε το δρόμο του
Μαλαγκουένιο· μπορεί εκεί να μουρμούριζε τέτοια ώρα μία από τις περίεργες και σύνθετες φράσεις
της στον καινούριο της αρραβωνιαστικό. Ο απέραντος ουράνιος θόλος με τα μυριάδες αστέρια, που
τα μάτια μου τον αγκάλιαζαν, τρεμόπαιζε χαρούμενα, σαν να απαντούσε καταφατικά στην ερώτηση
που έβγαινε μέσα από τα πνευμόνια μου: αξίζουν τον κόπο όλ' αυτά;
Άλλες δύο μέρες· καμιά αλλαγή. Η συμβολή του Ουκα-γιάλι και του Μαρανιόν, από όπου ξεκινάει ο
πιο μεγάλος ποταμός του κόσμου, δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό: είναι απλώς δύο μάζες λασπερών
νερών που ενώνονται για να σχηματίσουν μία, σε μια έκταση λίγο πιο πλατιά και λίγο πιο βαθιά·
τίποτ' άλλο. Η αδρεναλίνη έχει τελειώσει πια και το άσθμα χειροτερεύει- τρώω μόλις μια χούφτα ρύζι
και πίνω λίγο ματέ. Την τελευταία μέρα ξεσπάει μια τρομερή καταιγίδα, που αναγκάζει το πλοίο να
σταματήσει - και αρχίζει η επιδρομή των κουνουπιών. Πέφτουν πάνω μας κατά σμήνη, λες και
θέλουν να μας εκδικηθούν επειδή σε λίγο θα ξεφύγουμε από την ακτίνα δράσης τους. Η νύχτα
φαίνεται ατελείωτη, χέρια χτυπούν στο τραπέζι, ακούγονται επιφωνήματα, με το χαρτοπαίγνιο που
λειτουργεί σαν ναρκοπικό και με φράσεις πεταμένες στην τύχη, έτσι για να συντηρηθεί κάποια
συζήτηση προκειμένου να περνάει η ώρα. Το πρωί, μέσα στον πυρετό της άφιξης, μένει κενή μια
αιώρα και ξαπλώνω. Νιώθω σαν να έχω ένα ελατήριο μέσα μου που με σπρώχνει πότε ψηλά, πότε
στο χάος... Μια δυνατή σπρωξιά του Αλμπέρτο με ξυπνάει: «Έι, κακομοιρούλη, φτάσαμε». Στο
μεταξύ το ποτάμι είχε πλατύνει και απέναντι μας φαινόταν μια πόλη με μερικά ψηλά κτίρια,
περιτριγυρισμένη από το τροπικό δάσος και το κοκκινόχωμα του εδάφους.
Φτάσαμε μέρα Κυριακή· δέσαμε νωρίς το πρωί στο μόλο του Ικίτος. Πήγαμε αμέσως να μιλήσουμε
στον υπεύθυνο της Υπηρεσίας Διεθνούς Συνεργασίας, αφού ο γιατρός Τσάβες Παστόρ, στον οποίο
μας είχαν συστήσει, δε βρισκόταν στο Ικίτος. Μας φέρθηκαν πολύ καλά, μας πρόσφεραν στέγη στο
τμήμα αντιμετώπισης του κίτρινου πυρετού και φαγητό στο νοσοκομείο. Το άσθμα εξακολουθούσε
να με βασανίζει και δεν κατάφερνα να βρω λύση για το θλιβερό αγκομαχητό μου- είχα φτάσει στο
σημείο να κάνω τέσσερις ενέσεις αδρεναλίνης τη μέρα.
Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως την υπόλοιπη μέρα, γιατί ξάπλωσα στο κρεβάτι και πήρα την
αδρεναλίνη μου.
Την άλλη μέρα αποφάσισα να ακολουθήσω μια δίαιτα πιο αυστηρή το πρωί και πιο ήπια το βράδυ,
παραλείποντας το ρύζι. Έτσι βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση. Το βράδυ πήγαμε να δούμε το
Στρόμηολι με την Τγκριντ Μπέρ-γκμαν, σε σκηνοθεσία Ροσελίνι. Μου φάνηκε κακή ταινία.
Η Τετάρτη ήταν για μας μια σημαντική μέρα: μας ανακοίνωσαν ότι την επομένη θα φεύγαμε, πράγμα
που μας γέμισε χαρά, γιατί το άσθμα μου με εμπόδιζε να μετακινηθώ και είχαμε περάσει τις μέρες
μας ξαπλωμένοι στα κρεβάτια.
Από το επόμενο πρωί ξεκίνησε η ψυχολογική προετοιμασία της αναχώρησης. Πέρασε όμως όλη η
μέρα και ήμαστε ακόμα αγκυροβολημένοι- η αναχώρηση είχε αναβληθεί για το απόγευμα της
επομένης.
Σίγουροι για την τεμπελιά των ιδιοκτητών, που μπορεί να έφευγαν με καθυστέρηση αλλά ποτέ
νωρίτερα, κοιμηθήκαμε ήσυχα και, ύστερα από μια βόλτα στην πόλη, πήγαμε στη βιβλιοθήκη, όπου
μας βρήκε ο βοηθός, ασθμαίνων κι ανήσυχος, επειδή το El Cisne θα σάλπαρε στις έντεκα και μισή το
πρωί και ήταν κιόλας έντεκα και πέντε. Μαζέψαμε βιαστικά τα πράγματα μας και, επειδή το άσθμα
δε μου είχε περάσει ακόμα, πήραμε ένα ταξί που ήθελε ένα σωρό λεφτά για να κάνει οχτώ τετράγωνα
του Ικίτος. Όταν φτάσαμε στο πλοίο, μας είπαν πως δε θα σάλπαρε πριν από τις τρεις, αλλά έπρεπε να
έχουμε μπει μέσα ως τη μία το αργότερο. Δεν τολμήσαμε να παρακούσουμε για να πάμε να φάμε στο
νοσοκομείο. Εξάλλου δε μας βόλευε, γιατί έτσι μπορέσαμε να «ξεχάσουμε» τη σύριγγα που μας είχαν
δανείσει. Δε φάγαμε καλά και πληρώσαμε και ακριβά έναν ιθαγενή που φορούσε μια παράξενη
φούστα από κοκκινωπή ψάθα, περιλαίμια από το ίδιο υλικό και ανήκε στη φυλή Γιά-γκουα. Τον
έλεγαν Μπενχαμίν, αλλά δε μιλούσε σχεδόν καθόλου ισπανικά. Είχε στην αριστερή ωμοπλάτη ένα
σημάδι από σφαίρα, λόγω πυροβολισμού εξ επαφής με δίκαννο για λόγους εκδίκησης, όπως μας είπε.
Το βράδυ έλαβε χώρα η επιστροφή των κουνουπιών, που διεκδικούσαν τις σχεδόν παρθένες σάρκες
μας. Η ψυχολογική μας κατάσταση τονώθηκε σημαντικά όταν μάθαμε πως από το Μανάους
μπορούσαμε μέσω του ποταμού να περάσουμε στη Βενεζουέλα. ■ " , ■■ '■■ ',,,·:. .■■·'.- ;
■'\ι:·^»;.ί·.ν',-.;:·',.-;';.ν.' γ ■■■ ' p:\ ·'.'..
Η μέρα κύλησε γαλήνια- κοιμηθήκαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε για να αναπληρώσουμε τον
ύπνο που χάσαμε από την επιδρομή των κουνουπιών. Τη νύχτα με ξύπνησαν κατά τη μία, πάνω που
με είχε πάρει ένας υπνάκος, για να μου πουν πως είχαμε φτάσει στο Σαν Πάμπλο. Αμέσως μετά
ειδοποίησαν τον αρχίατρο της κοινότητας, το δόκτορα Μπρεσιάνι, ο οποίος μας δέχτηκε θερμά και
μας παραχώρησε ένα δωμάτιο για τη νύχτα.
Ένας Ινδιάνος με τον Αλμπέρτο Γκρανάδο (αριστερά) και το δόκτορα Μηρεσιάνι. Φωτογραφία τον Ερνέστο
Γκεβάρα, Ιούνιος 1952.
«Τα παιδιά έχουν φουσκωμένες κοιλιές και είναι μάλλον σκελετωμένα, ενώ οι γέροι δεν παρουσιάζουν σημάδια
αβιταμίνωσης, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στους πιο πολιτισμένους κατοίκους
του τροπικού δάσους. Η βάση της διατροφής τους αποτελείται από γιούκα, μπανάνες, τον καρπό ενός είδους
φοινικιάς και το κρέας των ζώων που κυνηγούν με δίκαννα».

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΓΕΡΑ


Ικίτος
4 Ιουνίου 1952
ΟΙ ΠΛΑΠΕΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΕΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ. ΠΑ
να βρεις πρωτόγονες φυλές πρέπει να ακολουθήσεις τους παραπόταμους βαθιά στο εσωτερικό - και,
προς το παρόν τουλάχιστον, δε σκοπεύουμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι. Οι μεταδοτικές ασθένειες
έχουν εξαφανιστεί, αλλά, για καλό και για κακό, κάναμε εμβόλια κατά του τύφου και του κίτρινου
πυρετού και είμαστε καλά εφοδιασμένοι με τετρα-κυκλίνη και κινίνο.
Πολλές αρρώστιες προκαλούνται από ανωμαλίες του μεταβολισμού: το φαγητό στη ζούγκλα είναι
φτωχό, αλ\ά αρρωσταίνεις βαριά μόνο αν μείνεις χωρίς βιταμίνες για πάνω από μια βδομάδα· ακόμα
κι αν πηγαίναμε από τον ποταμό, αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που θα μέναμε χωρίς καλό
φαγητό. Δεν είμαστε ακόμα σίγουροι γι' αυτό και εξετάζουμε την πιθανότητα να πάμε με αεροπλάνο
στην Μπογκοτά ή τουλάχιστον στο Λεγκισάμο, αφού οι δρό
μοι είναι καλοί από εκεί και πέρα. Δεν είναι ότι μας φαίνεται επικίνδυνο το ταξίδι στον ποταμό, αλλά
μπορούμε να κάνουμε οικονομία, κάτι που μπορεί να αποδειχτεί σημαντικό για μένα αργότερα.
Μακριά από τα επιστημονικά κέντρα, το ταξίδι μας αποκτά το χαρακτήρα σημαντικού γεγονότος για
το προσωπικό των λεπροκομείων και μας δείχνουν το σεβασμό που ταιριάζει σε δυο επισκέπτες
ερευνητές. Μ' ενδιαφέρει στ' αλήθεια η λεπρολογία, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα ισχύει αυτό. Οι
ασθενείς του νοσοκομείου της Λίμα μάς αποχαιρέτησαν τόσο θερμά, που μας έδωσαν το κουράγιο να
συνεχίσουμε. Μας έδωσαν ένα φορητό μάτι γκαζιού και κατάφεραν να μαζέψουν εκατό σολ, που για
την οικονομική κατάσταση τους ισοδυναμούν με μια περιουσία. Κάποιοι ήταν βουρκωμένοι όταν μας
έλεγαν αντίο. Η εκτίμηση τους πήγαζε από το γεγονός ότι ποτέ δε φορούσαμε στολές ή γάντια, ότι
τους δίναμε το χέρι, όπως θα κάναμε με τον καθένα, όταν καθόμασταν μαζί τους, συζητώντας επί
παντός επιστητού, ότι παίζαμε ποδόσφαιρο μαζί τους. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ανώφελοι
παλικαρισμοί, αλλά η ψυχολογική ανάταση που προσφέρουμε σ' αυτούς τους δυστυχούς ανθρώπους
-αντιμετωπίζοντας τους σαν φυσιολογικά ανθρώπινα όντα κι όχι σαν ζώα, όπως έχουν συνηθίσει- έχει
ανυπολόγιστη αξία και ο κίνδυνος για μας είναι πολυ μικρός. Μέχρι σήμερα οι μόνοι που έχουν
μολυνθεί είναι ένας νοσοκόμος στην Ινδοκίνα που ζούσε με τους ασθενείς του κι ένας μοναχός με
υπερβάλλοντα ζήλο, για τον οποίο δεν μπορώ να εγγυηθώ.
ΤΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ TOY ΣΑΝ ΙΪΑΜΠΛΟ
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΚΥΡΙΑΚΗ, ΞΥΠΝΗΣΑΜΕ ΝΩΡΙΣ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ
να επιθεωρήσουμε όλη την κοινότητα, αλλά ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε ήταν η πλωτή οδός, κι
έτσι δεν μπορέσαμε να πάμε επειδή ήταν αργία. Πήγαμε και βρήκαμε τη διευθύνουσα, την αδελφή
Αλμπέρτα, μια αντρογυναίκα, και ύστερα πήραμε μέρος σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, στον οποίο
παίξαμε απαίσια. Το άσθμα μου είχε αρχίσει να υποχωρεί.
Τη Δευτέρα δώσαμε να μας πλύνουν τα ρούχα και το πρωί πήγαμε στο σανατόριο για να δούμε τις
εγκαταστάσεις. Υπάρχουν εξακόσιοι ασθενείς που ζουν στα σπιτάκια τους μέσα στο δάσος
ανεξάρτητοι- κάνουν αυτό που θέλουν, ασκούν ελεύθερα το επάγγελμα τους στη μικρή τους
κοινότητα, στην οποία έχουν επιβάλει τους δικούς τους κανόνες. Υπάρχει ένας τοπικός
αξιωματούχος, ένας δικαστής, ένας αστυνομικός κ.λπ. Τρέφουν μεγάλο σεβασμό για το γιατρό
Μπρεσιάνι και μπορεί να διαπιστώσει κανείς αμέσως ότι είναι ο συντονιστής της κοινότητας, μια
διαχωριστική και μια συνδετική παύλα ανάμεσα στις ομάδες που διαπληκτίζονται.

Την Τρίτη ξαναπήγαμε να επισκεφτούμε την κοινότητα. Συνοδεύσαμε το γιατρό Μπρεσιάνι, ο οποίος
εξέτασε νευρολογικά τους ασθενείς. Ετοίμαζε μια εμπεριστατωμένη μελέτη για τις νευρικές
εκδηλώσεις της λέπρας, βασισμένη σε τετρακόσιες περιπτώσεις. Μπορεί να προέκυπταν πολύ
σημαντικά συμπεράσματα αν παρακολουθούσε τη συχνότητα με την οποία προσβάλλεται το νευρικό
σύστημα των ασθενών από λέπρα σε αυτή την περιοχή. Σύμφωνα με τον Μπρεσιάνι, ο γιατρός
Σόουσα Λίμα είχε ήδη ενδιαφερθεί για την πρόωρη προσβολή του νευρμ<ού συστήματος στα παιδιά
της κοινότητας.
Επισκεφτήκαμε την «υγιή ζώνη» του σανατορίου, που περιλαμβάνει γύρω στα εβδομήντα άτομα.
Υπάρχει έλλειψη στοιχειωδών ανέσεων, αλλά, από ό,τι μας είπαν, μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου
όλα θα διορθωθούν. Λείπει ένα καλό μικροσκόπιο, ένα μικρονυστέρι κοπής δειγμάτων, ένας
ειδικευμένος τεχνίτης -αυτή τη δουλειά την κάνει η αδελφή Μαργαρίτα, πολύ συμπαθητική, αλλά όχι
και ειδική- και υπάρχει ανάγκη ενός χειρουργού. Περίεργη λεπτομέρεια: παρά τη διαταραχή του
νευρικού συστήματος, υπάρχουν λίγοι τυφλοί, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει ώστε να
αποδείξουμε πως το [...]3 έχει κάποια σχέση με αυτό, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των ασθενών δεν
3Τμήμα που λείπει από το αρχικό κείμενο.
έχει ακολουθήσει ποτέ τέτοια θεραπεία.
Ξαναγυρίσαμε την Τετάρτη και η μέρα πέρασε με επισκέψεις, ψάρεμα και μπάνιο. Το βράδυ παρτίδες
σκάκι και κουβεντούλα με το γιατρό Μπρεσιάνι. Ο οδοντίατρος Αλφά-ρο είναι ένας άνθρωπος πολύ
απλός και εγκάρδιος.
Η Πέμπτη είναι μέρα ανάπαυσης στην κοινότητα, γι' αυτό διακόψαμε τις επισκέψεις μας στο
σανατόριο. Το πρωί πήγαμε για ψάρεμα, αλλά οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Το απόγευμα
ποδοσφαιρικός αγώνας, στον οποίο τα κατάφερα κάπως καλύτερα.
Την Παρασκευή ξαναπήγα στο σανατόριο, αλλά ο Αλμπέρτο έμεινε να κάνει μικροβιολογικές
εξετάσεις μαζί με την αδελφή Μαργαρίτα. Ψάρεψα δυο ψάρια που τα λένε μότα4 και χάρισα το ένα
στο γιατρό Μοντόγια.
Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΑΝ ΓΚΕΒΑΡΑ
ΣΑΒΒΑΤΟ Ι»* ΙΟΥΝΙΟΥ 195^, ΕΓΩ, Ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΑ
τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου, παραμονές του μεταβατικού τετάρτου του αιώνα, ασημένιοι γάμοι με
τη ζωή, που, παρ' όλα αυτά, δε μου κακοφέρθηκε. Πρωί πρωί πήγα στο ποτάμι για να ξαναδοκιμάσω
την τύχη μου στο ψάρεμα, αλλά αυτό το άθλημα είναι σαν τη χαρτοπαιξία: όποιος αρχίζει
κερδισμένος τελειώνει χαμένος. Το απόγευμα παίξαμε ποδόσφαιρο και είχα καλύτερα αποτελέσματα
από τις προηγούμενες φορές στη συνηθισμένη μου θέση του τερματοφύλακα. Το βράδυ, μετά την
επίσκεψη στο σπίτι του γιατρού Μπρεσιάνι, που μας πρόσφερε ένα εξαιρετικό και πλούσιο δείπνο,
έκαναν γιορτή προς τιμή μας στην τραπεζαρία με το εθνικό ποτό, το πίσκο, για το οποίο ο Αλμπέρτο
έχει μια συγκεκριμένη πείρα σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Καθώς
το ποτό άρχισε να ενεργεί, ο επικεφαλής της κοινότητας έκανε μια πρόποση και εγώ, «φτιαγμένος»,
αυτοσχεδίασα λίγο ως πολύ τα ακόλουθα:

«Λοιπόν, είμαι υποχρεωμένος να ευχαριστήσω με κάτι παραπάνω από τα τετριμμένα το γιατρό


Μπρεσιάνι για την πρόποση του. Κάτω από τις αβέβαιες συνθήκες που ταξιδεύουμε, ο μόνος τρόπος
που μας μένει για να εκφράσουμε την αγάπη μας είναι ο λόγος και, επιστρατεύοντας το λόγο, θέλοο
να εκφράσω τις ευχαριστίες τις δικές μου και του συντρόφου μου στο ταξίδι σε όλο το προσωπικό της
κοινότητας, το οποίο, χωρίς να μας γνωρίζει, μας έδωσε αυτή την εξαίσια απόδειξη αγάπης, μας
έδωσε τη χαρά να γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλια μου, σαν να ήταν η γιορτή κάποιου από εσάς. Μα
είναι και κάτι περισσότερο: σε λίγες μέρες θα αφήσουμε τη γη του Περού και γι' αυτό με τούτα μου
τα λόγια εκφράζω την ευγνωμοσύνη μας σε όλο το λαό αυτής της χώρας, που μας φιλοξένησε και μας
περιποιήθηκε από τη στιγμή που πατήσαμε τα χώματα της.
»θα ήθελα να υπογραμμίσω και κάτι ακόμα: πιστεύουμε, και μάλιστα ύστερα από αυτό το ταξίδι
ακόμα πιο ακράδαντα, ότι η διαίρεση της Λατινικής Αμερικής σε διάφορα κράτη είναι εντελώς
πλαστή. Αποτελούμε μία και μόνη φυλή μιγάδων, που από το Μεξικό ως τα Στενά του Μαγγελάνου
παρουσιάζει σημαντικές εθνογραφικές ομοιότητες. Γι' αυτό, προσπαθώντας να απαλλαγώ από το
βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου επαρχιωτισμού, πίνω για το Περού και την Ενωμένη Λατινική
Αμερική».
Δυνατά χειροκροτήματα ακολούθησαν τη ρητορική μου παρέμβαση. Η γιορτή, που σε αυτά τα μέρη
σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή κατανάλωση αλκοόλ, συνεχίστηκε ως τις τρεις το πρωί, ώρα της
συνθηκολόγησης μας.
Την Κυριακή το πρωί πήγαμε να επισκεφτούμε μια φυλή Γιάγκουα, των ιθαγενο>ν αυτών που
φορούν ψάθινες χρωματιστές φούστες. Αφού περπατήσαμε μισή ώρα σε ένα μονοπάτι που διαψεύδει
όλες τις φήμες περί πυκνής αδιαπέραστης ζούγκλας, φτάσαμε στην κατοικία μιας οικογένειας. Ήταν
πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που ζούσαν, ανάμεσα σε ένα σανίδωμα και μια καλύβα από φύλλα
φοινικιάς, όπου τη νύχτα βρίσκουν καταφύγιο από τα κουνούπια που επιτίθενται σε πυκνούς
σχηματισμούς. Οι γυναίκες έχουν αντικαταστήσει την παραδοσιακή ενδυμασία με κοινά ρούχα, τα
οποία δε μας επιτρέπουν να θαυμάσουμε κάποια... ενδιαφέροντα μέρη του σώματος τους. Τα παιδιά
έχουν φουσκωμένες κοιλιές και είναι μάλλον σκελετωμένα, ενώ οι γέροι δεν παρουσιάζουν σημάδια

4Παχύ ποταμίσιο ψάρι με στίγματα και σφιχτή σάρκα, πολύ εύγευστο. (Σ.τ.Ε.)
αβιταμίνωσης, αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στους πιο πολιτισμένους κατοίκους του τροπικού
δάσους. Η βάση της διατροφής τους αποτελείται από γιουκα, μπανάνες, τον καρπό ενός είδους
φοινικιάς και το κρέας των ζώων που κυνηγούν με δίκαννα. Τα δόντια τους είναι γεμάτα τερηδόνα.
Μιλούν μια δική τους διάλεκτο, αλλά καταλαβαίνουν τα ισπανικά, μερικοί τουλάχιστον. Το
απόγευμα παίξαμε ποδόσφαιρο· βελτίωσα λίγο την απόδοση μου, αν και έφαγα ένα ηλίθιο γκολ! Τη
νύχτα με ξύπνησε ο Αλμπέρτο, που είχε πονόκοιλο· αργότερα ο πόνος εντοπίστηκε στο δεξιό μέρος
της κοιλιάς. Νύσταζα πολύ για να σκοτιστώ για ξένους πόνους, τον συμβούλεψα λοιπόν να κάνει
υπομονή, άλλαξα πλευρό και ξανακοιμήθηκα ως το άλλο πρωί.
Η Δευτέρα ήταν η μέρα διανομής φαρμάκων στο σανατόριο. Ο Αλμπέρτο, αφημένος στις φροντίδες
της αγαπημένης του αδελφής Μαργαρίτας, έπαιρνε πενικιλίνη κάθε τέσσερις ώρες με θρησκευτική
ευλάβεια. Ο γιατρός Μπρεσιάνι με είχε πληροφορήσει πως ερχόταν μια μαού-να με ένα φόρτωμα
ζώων, από την οποία θα μπορούσαμε να πάρουμε κάποια «κομμάτια» για να φτιάξουμε μια μικρή
βάρκα. Η ιδέα μάς ενθουσίασε και βαλθήκαμε να κάνουμε σχέδια για να πάμε ως το Μανάους και τα
λοιπά... Είχα μια φλεγμονή στο πόδι- έτσι εκείνο το απόγευμα δεν έπαιξα ποδόσφαιρο. Το περάσαμε
κουβεντιάζοντας με το γιατρό Μπρεσιάνι για χίλια πράγματα και πήγαμε αργά για ύπνο.
Την Τρίτη το πρωί -ο Αλμπέρτο ήταν πια καλά- πήγαμε στο σανατόριο, όπου ο γιατρός Μοντόγια
έκανε μια επέμβαση στην ωλένη ενός ασθενούς με εξαιρετικά αποτελέσματα, αν και η τεχνική είχε
πολλά περιθώρια βελτίωσης. Το απόγευμα πήγαμε για ψάρεμα σε μια λιμνοθάλασσα· δεν πιάσαμε
τίποτα. Στο γυρισμό, κατόπιν δικής μου επιμονής, φτάσαμε ως το σημείο διασταύρωσης με τον
Αμαζόνιο, πράγμα που μας πήρε δυο ώρες, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του γιατρού Μοντόγια, που δεν
ήθελε να χάσει τόσο χρόνο. Το βράδυ είχαμε γιορτή· μια οικογενειακή γιορτή, που είχε ως συνέπεια
μια σειρά τσακωμούς με το σενιόρ Λεσάμα Μπελτράν, έναν ανώριμο, εσωστρεφή και μάλλον λίγο
διεστραμμένο τυπο. Ο άνθρωπος ήταν μεθυσμένος και είχε θυμοόσει που δεν τον κάλεσαν στη
γιορτή. Άρχισε λοιπόν να βρίζει και να ουρλιάζει, ώσπου του μαύρισαν το μάτι. Το επεισόδιο μας
στενοχώρησε επειδή, ο δύστυχος, ανεξάρτητα από το ότι ήταν ομοφυλόφιλος και εξαιρετικά βαρετός,
εμάς μας είχε φερθεί καλά και μας είχε χαρίσει από δέκα σολ στον καθένα, κι έτσι το σύνολο έφτασε
στο ακόλουθο αποτέλεσμα: εγώ 479, ο Αλμπέρτο 163,50.
Την Τετάρτη έπιασε βροχή, που μας κράτησε σε απραξία. Εγώ πέρασα τη μέρα μου διαβάζοντας
Γκαρθία Λόρκα-το δειλινό είδαμε να μπαίνει η μαούνα στο λιμάνι.
Την Πέμπτη το πρωί, μέρα αργίας για το ιατρικό προσωπικό, πήγαμε με το γιατρό Μοντόγια στην
άλλη όχθη για να βρούμε κάτι φαγώσιμο και διαπλεύσαμε έναν παραπόταμο του Αμαζονίου, όπου
αγοράσαμε σε πολύ χαμηλές τιμές παπάγια, γιούκα, καλαμπόκι, ψάρια, ζαχαροκάλαμο. Ψαρέψαμε
και κάτι: ο γιατρός Μοντόγια ένα αρκετά μεγάλο ψάρι μότα και άλλο ένα μικρότερο εγώ. Στην
επιστροφή σηκώθηκε δυνατός αέρας που τάραζε τα νερά του πόταμου- ο βαρκάρης, ο Ροχέρ
Άλβαρες, σχεδόν «τα έκανε πάνω του» μόλις είδε τα κύματα να γεμίζουν τη βάρκα. Του ζήτησα να
με αφήσει στο τιμόνι, αλλά εκείνος αρνήθηκε και πιάσαμε στην όχθη περιμένοντας ώσπου να πέσει ο
αέρας. Φτάσαμε στην κοινότητα στις τρεις. Ψήσαμε τα ψάρια, που δεν έφτασαν να μας γεμίσουν
εντελώς το στομάχι. Ο Ροχέρ χάρισε από ένα πουκάμισο στον καθένα και σ' εμένα ένα παντελόνι,
πράγμα που μου τόνωσε το ηθικό. Η βάρκα μας ήταν σχεδόν έτοιμη, της έλειπαν μόνο τα κουπιά. Το
βράδυ μια αντιπροσωπία ασθενών ήρθε να μας αποχαιρετήσει με μια καντάδα. Μας έπαιξαν τοπική
μουσική και τραγούδησε ένας τυφλός. Την ορχήστρα αποτελούσαν ένας φλα-ουτίστας, ένας
κιθαρίστας και ένας που έπαιζε ακορντεόν -του έλειπαν σχεδόν όλα τα δάχτυλα- και μια «υγιής»
ομάδα που βοηθούσε με ένα σαξόφωνο, μια κιθάρα και μερικά κρουστά. Ύστερα ήρθε η στιγμή των
λόγων τέσσερις ασθενείς, με τη σειρά τους, έβγαλαν κάποια λογύδρια όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ένας από αυτούς μαρμάρωσε, ανίκανος να συνεχίσει, και απελπισμένος φώναξε: «Τρία "ζήτω" για
τους γιατρούς!» Κατόπιν ο Αλμπέρτο τους ευχαρίστησε για τη φιλοξενία και είπε ότι οι φυσικές
ομορφιές του Περού δεν ήταν τίποτα μπροστά στη συγκίνηση τούτης της στιγμής, που τον άγγιζε
τόσο βαθιά, ώστε δεν μπορούσε να μιλήσει. «Μπορώ μόνο», είπε υψώνοντας τα χέρια σαν τον
Περόν, «να πω ένα μεγάλο "ευχαριστώ" σε όλους σας».
Οι ασθενείς έλυσαν τους κάβους και η βάρκα, με το ανθρώπινο φορτίο της, ξεμάκρυνε από την ακτή
υπό τον ήχο ενός λαϊκού σκοπού- το ασθενικό φως των φαναριών τους έδινε μια φασματική όψη στον
κόσμο. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του γιατρού Μπρεσιάνι για να πιούμε κανένα ποτηράκι και να
πούμε δύο κουβέντες και μετά κοιμηθήκαμε.
Θα αναχωρούσαμε την Παρασκευή, γι' αυτό το πρωί κάναμε μια αποχαιρετιστήρια επίσκεψη στους
ασθενείς, βγάλαμε μερικές φωτογραφίες και γυρίσαμε με δύο υπέροχους ανανάδες, φίλεμα του
γιατρού Μοντόγια. Κάναμε ένα μπάνιο και φάγαμε και υστέρα, κατά τις τρεις, άρχισαν οι
αποχαιρετισμοί. Στις τρεισήμισι, η σχεδία, που την είχαμε βαφτίσει Mambo-Tango, απομακρυνόταν
από την όχθη ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού, με επιβάτες εμάς τους δυο. Για λίγη ώρα μάς
συνόδευσαν ο γιατρός Μπρεσιάνι, ο Αλφάρο και ο Τσάβες, ο οποίος έφτιαξε τη σχεδία.
Μας πήγαν ως τη μέση του ποταμού και από εκεί μας άφησαν να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο navw στη σχεδία Mambo-Tango, Ιούνιος 1952.
«Η βάρκα μας ήταν σχεδόν έτοιμη, της έλειπαν μόνο τα κουπιά. Το βράδυ μια αντιπροσωπία ασθενών ήρθε να
μας αποχαιρετήσει με μια καντάδα. Μας έπαιξαν τοπική μουσική και τραγούδησε ένας τυφλός. Την ορχήστρα
αποτελούσαν ένας φλαουτίστας, ένας κιθαρίστας και ένας που έπαιζε ακορντεόν -του έλειπαν σχεδόν όλα τα
δάχτυλα- και μια "υγιής" ομάδα που βοηθούσε με ένα σαξόφωνο, μια κιθάρα και μερικά κρουστά».
Η «ΚΟΝΤΙΚΙΤΑ»* ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ
ΔΥΟ ΓΡΙΑ ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
μου για ύπνο. Τα αψήφησα για λίγο, αλλά η νίκη μου ήταν μάταιη καθώς η φωνή του Αλμπέρτο με
έβγαλε από το γλυκό μου βύθισμα. Τα αδύναμα φώτα ενός χωρίου, που από τα χαρακτηριστικά του
που διακρίνονταν θα πρέπει να ήταν η Λετΐσια, τρεμόσβηναν στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Αμέσως άρχισε με ζήλο η επιχείρηση προσέγγισης της βάρκας στην όχθη και τότε συνέβη κάτι
καταστροφικό: το σαπιοκάρυδο δεν έλεγε να πλησιάσει την όχθη· επέμενε να συνεχίζει το δρόμο του
καταμεσής του ποταμού. Τραβούσαμε κουπί με όλη μας τη δύναμη και, όταν νομίζαμε πως τα είχαμε
καταφέρει, καταλαβαίναμε ότι κάναμε απλώς μια περιστροφή γύρω από τον άξονα μας και
ξαναβρισκόμασταν στο κέντρο. Βλέπαμε με αυξανόμενη απελπισία να ξεμακραίνουν τα φωτάκια,
ενώ εμείς,
* Kontiki ονομαζόταν η σχεδία με την οποία ο Θορ Χάιερνταλ έπλευσε το 1947 από τις δυτικές ακτές της Νότιας Αμερικής προς τα νησιά
που βρίσκονται ανατολικά της Ταϊτής. Πήρε το όνομα της από την αρχαία θεότητα των Ίνκα με το ίδιο όνομα. Εδώ ονομάζουν τη σχεδία
τους ειρωνικά Kontikita, δηλαδή η μικρή Kontiki. (Σ.τ.Ε.)

αποκαμωμένοι, αποφασίζαμε να κερδίσουμε τουλάχιστον τη μάχη των κουνουπιών και να


κοιμηθούμε ήσυχα ως την αυγή και τότε θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Οι προοπτικές μας δεν ήταν
οΐγουρα και πολύ ευχάριστες, μια και θα έπρεπε να συνεχίσουμε την κατάβαση του πόταμου ως το
Μανάους, που ήταν δέκα ημερών ταξίδι συμφωνά με όοα μας είχαν πει- εξαιτίας ενός ατυχήματος
που είχε συμβεί την προηγουμένη μέρα, δεν είχαμε πια αγκίστρια για ψάρεμα ούτε μεγάλη ποσότητα
φαγώσιμων και τώρα μας έλειπε η ασφάλεια που μας έδινε η βεβαιότητα ότι μπορούσαμε να
πλευρίσουμε στην όχθη όποτε είχαμε ανάγκη. Για να μην υπολογίσουμε το γεγονός ότι είχαμε μπει
στη Βραζιλία χωρίς τακτοποιημένα τα χαρτιά μας και χωρίς να ξέρουμε τη γλώσσα. Μα όλες αυτές οι
σκέψεις δε μας απασχόλησαν για πολύ, δεδομένου ότι σε λίγο κοιμόμασταν του καλού καιρού. Με
ξύπνησε ο ήλιος, που ανέτελλε, και βγήκα από την κουνουπιέρα για να ρίξω μια ματιά στη θέση μας.
Συνέβαινε ό,τι χειρότερο: η Kontikita είχε αράξει με το ανθρώπινο φορτίο της στη δεξιά όχθη, ήσυχα
ήσυχα, σε ένα είδος μικρής αποβάθρας, που πρέπει να ανήκε σε κάποιο σπίτι, εκεί γύρω μας.
Αποφάσισα να αναβάλω την επιθεώρηση γι' αργότερα, επειδή τα κουνούπια ήταν ακόμα σε ακτίνα
δράσης και τσιμπούσαν με την ψυχή τους. Ο Αλμπέρτο κοιμόταν βαθιά και αποφάσισα να τον
μιμηθώ. Με έπιασε μια υπνηλία που δε με άφηνε να ρίξω ούτε ματιά στο μέλλον - ένας βαρύς
λήθαργος. Δεν ήμουν ικανός να πάρω μια απόφαση· περιοριζόμουν στο να υπολογίζω πως, όσο
αρνητικό κι αν ήταν αυτό που μας περίμενε, δεν υπήρχε λόγος να το φαντάζομαι αβάσταχτο.
ΓΡΙΟΥΛΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Μπογκοτά, Κολομβία, 6 Ιουλίου 1952
ΓΡΙΟΥΛΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ,
Είμαι εδώ, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά και λίγο πιο αδέ-καρος, και ετοιμάζομαι να συνεχίσω το ταξίδι
στη Βενε-ζουέλα. Προπα από όλα, θα σου ευχηθώ χρόνια πολλά και ευτυχισμένα. Ελπίζω να τα
γιόρτασες με αγάπη, γέλιο και την οικογένεια. Ύστερα, με τη σειρά, θα σου διηγηθώ τις περιπέτειες
μου από τότε που άφησα το Ικίτος: η αναχώρηση μας έγινε λίγο ως πολύ στον καθορισμένο χρόνο,
περάσαμε δυο νύχτες με τη στοργική συντροφιά των κουνουπιών και την αυγή φτάσαμε στο
λεπροκομείο του Σαν Πά-μπλο, όπου μας πρόσφεραν κατάλυμα. Ο αρχίατρος, σπουδαίος τύπος, μας
συμπάθησε αμέσως, και εμείς συμπαθήσαμε όλη την κοινότητα, εκτός από τις αδελφές, που θέλουν
σώνει και καλά να μάθουν γιατί δεν πηγαίνουμε στη λειτουργία. Το αποτέλεσμα; Αφού έχουν αυτές
τη διαχείριση, κόβουν τις μερίδες από όποιον δεν πάει στη λειτουρ

γία (εμείς μείναμε χωρίς φαγητό, αλλά τα παιδιά μάς βοήθησαν, κάτι μας προμήθευαν κάθε μέρα). Σε
τούτο το μέρος, εκτός από αυτό το μικρό ψυχρό πόλεμο, η ζωή πέρασε πολύ ευχάριστα. Στις 14
οργάνωσαν μια γιορτή για τα γενέθλια μου με άφθονο πίσκο, ένα είδος τζιν που χτυπάει στο κεφάλι
και σε κάνει να τα βλέπεις όλα ρόδινα. Ο αρχίατρος μας έκανε πρόποση και εγώ, εμπνευσμένος από
την κρασοκατάνυξη, απάντησα με ένα λογύδριο πολύ «παναμερικανικό», που ξεσήκωσε θύελλα
χειροκροτημάτων από το εκλεκτό και μάλλον μεθυσμένο ακροατήριο. Μείναμε εκεί λίγο
περισσότερο από ό,τι υπολογίζαμε, αλλά τελικά συνεχίσαμε το ταξίδι μας για την Κολομβία. Την
παραμονή της αναχώρησης μας, τη νύχτα, μια ομάδα ασθενών ήρθε από το λεπροκομείο με ένα
μεγάλο κανό, μας έκαναν αποχαιρετιστήρια καντάδα στο μόλο και μας έβγαλαν λόγους πολύ
συγκινητικούς. Ο Αλμπέρτο, που θεωρεί τον εαυτό του φυσικό διάδοχο του Περόν, έβγαλε ένα λόγο
δημαγωγικό σε τέτοιο ύφος και τόνο, που όσοι μας αποχαιρετούσαν λύθηκαν από τα γέλια. Η
αλήθεια είναι πως τούτο ήταν το πιο ενδιαφέρον θέαμα από όσα είδαμε ως τώρα: Ένας
ακορντεονίστας που δεν είχε δάχτυλα στο δεξί του χέρι χρησιμοποιούσε μικρά ξυλάκια δεμένα στον
καρπό του, ο τραγουδιστής ήταν τυφλός κι σχεδόν όλοι είχαν τερατώδη όψη εξαιτίας των νευρικών
εκδηλώσεων της ασθένειας, πολύ κοινής στην περιοχή, και όλα αυτά κάτω από τα λαμπιόνια και τα
φανάρια που αντανακλώνταν στα νερά του ποταμού. Σωστή ταινία φρίκης. Το μέρος είναι
εκπληκτικό, τριγυρισμένο από δάση όπου κατοικούν φυλές ιθαγενών, που τις επισκεφτήκαμε φυσικά,
μόλις σε ένα μίλι απόσταση, με άφθονο ψάρι και κυνήγι, που μας επέτρεπε να χορτάσουμε την πείνα
μας μέχρις ενός σημείου, και απροσμέτρητο δυναμικό πλούτο, πράγμα που ξεσήκωσε τη φαντασία
μας και αποφασίσαμε να διασχίσουμε όλο το οροπέδιο του Μάτο Γκρόσο μέσω του ποταμού,
ξεκινώντας από την Παραγουάη για να φτάσουμε στον Αμαζόνιο, ασκώντας την ιατρική και όλα τα
υπόλοιπα- ένα όνειρο, όπως ονειρεύεσαι το σπίτι σου... μπορεί να είναι εφικτό... Το γεγονός είναι ότι
αισθανόμασταν λίγο εξερευνητές και κατηφορίσαμε τον ποταμό με μια πολυτελή σχεδία, φτιαγμένη
ειδικά για εμάς. Η πρώτη μέρα πήγε καλά, αλλά τη νύχτα, αντί να κάνουμε βάρδια, το ρίξαμε και οι
δυο στον ύπνο κάτω από μια κουνουπιέρα που μας είχαν χαρίσει και, όταν ξυπνήσαμε, ανακαλύψαμε
πως είχαμε προσαράξει στην όχθη.
Φάγαμε σαν πεινασμένα σκυλόψαρα. Η επόμενη μέρα πέρασε εύκολα και αποφασίσαμε να κάνουμε
βάρδια κάθε μία ώρα τη νύχτα για να αποφύγουμε τα δυσάρεστα περιστατικά, γιατί με τη δύση του
ήλιου το ρεύμα μάς έριξε στην όχθη και κάποια μισοβυθισμένα κλαδιά παραλίγο να
αναποδογυρίσουν τη βάρκα. Σε μια από τις βάρδιες μου έχασα ένα βαθμό: μια κότα, που
κουβαλούσαμε μαζί μας για να τη φάμε, έπεσε στο νερό και την παρέσυρε το ρεύμα, και εγώ, που
λίγο πριν, στο Σαν Πάμπλο, είχα διασχίσει τον ποταμό, δεν είχα τα κότσια να βουτήξω να την πιάσω,
πρώτα εξαιτίας των κροκοδείλων που έκαναν κάθε τόσο την εμφάνιση τους και υστέρα επειδή δεν
μπόρεσα να υπερνικήσω ποτέ το φόβο που μου προκαλεί το νερό τη νύχτα. Είμαι σίγουρος πως, αν
ήσουν εσύ, θα είχες πέσει να την πιάσεις, ακόμα και η Άννα Μαρία θα έκανε το ίδιο, γιατί εσείς δεν
έχετε φοβία με το σκοτάδι όπως εγώ. Σε ένα από τα παραγάδια είχε πιαστεί ένα τεράστιο ψάρι, που
είδαμε και πάθαμε να το τραβήξουμε πάνω. Συνεχίσαμε να κάνουμε βάρδιες ως το πρωί, οπότε
πλευρίσαμε στην όχθη, για να μπορέσουμε να χωθούμε και οι δυο κάτω από την κουνουπιέρα, γιατί
μερικά έντομα το παρακάνουν, μα την αλήθεια! Μετά από έναν καλό υπνάκο, ο Αλμπέρτο, που
προτιμάει το κοτόπουλο από το ψάρι, ανακάλυψε πως τα δυο παραγάδια είχαν εξαφανιστεί στη
διάρκεια της νύχτας, πράγμα που μεγάλωσε τον εκνευρισμό του, και, επειδή υπήρχε ένα σπίτι εκεί
κοντά, αποφασίσαμε να πάμε να ρωτήσουμε πόσο θέλαμε ακόμα για τη Λετίσια. Όταν ο νοικοκύρης
μάς είπε, σε άψογα πορτογαλικά, ότι θέλαμε εφτά ώρες προς τα πίσω και ότι βρισκόμασταν στη
Βραζιλία, άναψε ο καβγάς, ο ένας τα έριχνε στον άλλο πως είχε αποκοιμηθεί την ώρα της βάρδιας
του. Πήγε χαμένη όλη η μέρα. Χαρίσαμε στον ιδιοκτήτη το ψάρι και τον πελώριο ανανά που μας
είχαν προσφέρει οι άρρωστοι -θα ζύγιζε κοντά τέσσερα κιλά- και μείναμε στο σπίτι του, περιμένοντας
την επομένη για να ξανανεβουμε το ποτάμι μαζί του. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν αρκετά γρήγορο
αλλά και κοπιαστικό, γιατί αναγκαστήκαμε να κάνουμε κουπί εφτά ώρες στη σειρά και δεν ήμαστε
συνηθισμένοι για τόσο πολύ. Στη Λετίσια, στην αρχή μάς φέρθηκαν καλά, η αστυνομία μάς
πρόσφερε στέγη και τροφή, αλλά, όσο αφορά τα εισιτήρια, δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε
έκπτωση μεγαλύτερη από πενήντα τοις εκατό, πράγμα που σημαίνει πως βγάλαμε από το πουγκί μας
εκατόν τριάντα κολομβιανά πέ-σος και δεκαπέντε επιπλέον εξαιτίας του βάρους των αποσκευών,
συνολικά χίλια πεντακόσια δικά μας πέσος. Αυτό που έσωσε την κατάσταση ήταν το ότι μας
προσέλαβαν σαν προπονητές μιας ποδοσφαιρικής ομάδας όσο περιμέναμε το αεροπλάνο, που περνάει
κάθε δεκαπέντε μέρες. Στην αρχή σκεφτήκαμε να τους προπονήσουμε για να μη γίνουνε ρεζίλι, αλλά,
όταν είδαμε τα χάλια τους, αποφασίσαμε να παίξουμε και εμείς. Τι έγινε; Η πιο σκάρτη ομάδα μπήκε
στον τελικό του τοπικού πρωταθλήματος και έχασε στα πέναλτι. Ο Αλμπέρτο ήταν εμπνευσμένος, με
εκείνο το ύφος του που θυμίζει Πεντερνέρα5 και τις πάσες του και τα περάσματα του, και κέρδισε το
παρατσούκλι «Πεντερνερίτα». Εγώ απέκρουσα ένα πέναλτι που θα μείνει στην ιστορία της Λετίσια.
Η φιέστα θα ήταν πολύ διασκεδαστική αν, στο τέλος, δεν τύχαινε να παίξουν τον ύμνο της
Κολομβίας. Εγώ, που είχα σκύψει να σκουπίσω λίγο αίμα από το γόνατο μου, προκάλεσα τη βίαιη
αντίδραση του κομισάριου (ένας συνταγματάρχης ήταν), που με περιέλουσε με βρισιές· ετοιμαζόμουν
να του δώσω μια πληρωμένη απάντηση, αλλά θυμήθηκα το ταξίδι και όλα τα άλλα - έτσι κατάπια τα
λόγια μου και δεν έβγαζα μιλιά. Ύστερα από ένα ευχάριστο ταξίδι με το αεροπλάνο, όπου
ταρακουνηθήκαμε σαν το κοκτέιλ στο σέικερ, φτάσαμε στην Μπογκοτά. Κατά τη διάρκεια της
πτήσης, ο Αλμπέρτο διηγιόταν στους άλλους επιβάτες πόσο τρομερή ήταν η πτήση μας πάνω από τον
ωκεανό όταν πήγαμε σε ένα διεθνές συνέδριο λεπρολόγων στο Παρίσι και κινδυνεύσαμε να πέσουμε
στη θάλασσα, επειδή οι τρεις από τις τέσσερις μηχανές είχαν πάθει βλάβη, και κατέληξε: «Εγώ λέω
πως αυτά τα Ντάγκλας...» τόσο πειστικά, που άρχισα να φοβάμαι και εγώ στα σοβαρά για το ταξίδι
μου.
Νιώθουμε σαν να συμπληρώνουμε το δεύτερο γυρο του κόσμου. Η πρώτη μέρα μας στην Μπογκοτά
ήταν αρκετά καλή, καταφέραμε να φάμε στην Πανεπιστημιούπολη, αλλά δε βρήκαμε στέγη, γιατί
ήταν γεμάτη φοιτητές με υποτροφία για να παρακολουθήσουν τμήματα σπουδών που είχε οργανώσει
ο ΟΗΕ. Φυσικά, δεν ήταν ουτε ένας Αργεντινός. Μόνο στη μία τη νύχτα μάς έδωσαν μια θέση στο
νοσοκομείο -και, όταν λέμε θέση, εννοούμε μια πολυθρόνα-για να περάσουμε τη νύχτα. Δεν ήταν ότι
ήμαστε τόσο απένταροι που δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας κάτι άλλο, αλλά οι
ταξιδιώτες του δικού μας τύπου προτιμούν να πεθάνουν παρά να πληρώσουν την αστική πολυτέλεια
μιας πανσιόν. Ύστερα η υπηρεσία λεπροκομείων αποφάσισε να μας προσλάβει, αν και την πρώτη
μέρα μάς είχε αντιμετωπίσει με επιφύλαξη, εξαιτίας μιας συστατικής επιστολής που έβριθε εγκωμίων
από το Περού, η οποία όμως ήταν υπογεγραμμένη από το δόκτορα Πέσκε, που παίζει στην ίδια θέση
με τον Λουστεάου.6 Ο Αλμπέρτο τους έδειξε διάφορα πιστοποιητικά και οι τύποι δεν πρόλαβαν καλά
καλά να πάρουν ανάσα· τους επιτέθηκα και εγώ με τις γνώσεις μου για την αλλεργία και τους άφησα

5Αργεντινός ποδοσφαιριστής.
6Αργεντινός ποδοσφαιριστής.
με το στόμα ανοιχτό· αποτέλεσμα; Ένα συμβόλαιο και για τους δυο. Εγώ, φυσικά, σκεφτόμουν να μη
δεχτώ, αλλά ο Α\μπέρτο το ήθελε για προφανείς λόγους. Όμως μετά, εξαιτίας του στιλέτου του
Ρομπέρτο, που το έβγαλα στη μέση του δρόμου για να φτιάξω ένα σχέδιο στο χώμα, η αστυνομία μάς
κακομεταχειρίστηκε τόσο, ώστε αποφασίσαμε να φύγουμε το γρηγορότερο για τη Βενεζουέλα. Όταν
λοιπόν θα πάρετε αυτό το γράμμα, θα έχουμε φύγει. Αν θέλετε να δοκιμάσετε την τύχη σας, γράψτε
στο Κούκουτα, επαρχία του Σανταντέρ δελ Νόρτε, στην Κολομβία, ή κατευθείαν στην Μπογκοτά.
Αύριο θα πάω να δω τη Μιγιονάριος εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, στη μεριά των φτηνών
εισητηρίων, γιατί είναι πιο δύσκολο να κάνεις «τράκα» από τους συμπατριώτες σου παρά από
υπουργό. Σε τούτη τη χώρα τα ατομικά δικαιώματα καταπιέζονται περισσότερο από τις άλλες που
γνωρίσαμε ως τώρα: η αστυνομία περιπολεί στους δρόμους με το όπλο στον ώμο, ζητάει διαρκώς
διαβατήρια και δε λείπει ποτέ κάποιος που το διαβάζει από την ανάποδη· το κλίμα είναι τόσο
τεταμένο, που σε κάνει να φαντάζεσαι μια εξέγερση σεσύντομο χρόνο. Η ύπαιθρος βρίσκεται σε
ανοιχτή επανάσταση, την οποία ο στρατός δεν καταφέρνει να καταστείλει, οι συντηρητικοί
τσακώνονται μεταξύ τους και δε συμφωνούν κι η ανάμνηση της 9ης Απριλίου 19487 βαραίνει σαν
μολυβί σε όλες τις ψυχές. Με λίγα λόγια, ένα κλίμα καταθλιπτικό και, αν οι Κολομβιανοί προτιμούν
να το υπομένουν, αυτό είναι δική τους υπόθεση. Εμείς φεύγουμε με την πρώτη ευκαιρία. Φαίνεται
πως ο Αλμπέρτο έχει πολλές πιθανότητες να βρει μια θέση στο Καράκας. Ελπίζω πως κάποιος θα
γράψει δυο λόγια να μας πει πώς τα περνάτε και ότι δε θα τα μάθω όλα μέσω της Μπεατρίς (δεν της
γράφω γιατί είμαστε σε... δίαιτα, μας επιτρέπεται ένα γράμμα σε κάθε πόλη, γι' αυτό σου στέλνω και
ένα σημειωματάκι για τον Αλφρεντίτο Γκαμπέλο). Ένα φιλί από το γιο σου, που νιώθει την έλλειψη
σου ως τα νύχια των ποδιών. Αν του κολλήσει του γέρου να φύγει για τη Βενεζουέλα, η ζωή εκεί
είναι πιο ακριβή, αλλά πληρώνουν και πολύ καλύτερα, και σ' έναν οικονόμο (!) σαν το γέρο μου
ταιριάζει. Αλήθεια, αν ζήσει λίγο καιρό εδώ πάνω ενώ είναι ακόμα ερωτευμένος με τον μπαρμπα-
Σαμ... αλλά ας μην αφήνουμε τη φαντασία μας να καλπάζει. Ο μπαμπάς ξέρει τι εννοώ. Γεια σου.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο πάνα στη σχεδία Mambo-Tango, καταπλέοντας τον ποταμό
Αμαζόνιο, Ιούνιος 1952.
«Τραβούσαμε κουπί με όλη μας τη δύναμη και, όταν νομίζαμε πως τα είχαμε καταφέρει, καταλαβαίναμε ότι
κάναμε απλώς μια περιστροφή γύρω από τον άξονα μας και ξαναβρισκόμασταν στο κέντρο. Βλέπαμε με
αυξανόμενη απελπισία να ξεμακραίνουν τα φωτάκια, ενώ εμείς, αποκαμωμένοι, αποφασίζαμε να κερδίσουμε
τουλάχιστον τη μάχη των κουνουπιών και να κοιμηθούμε ήσυχα ως την αυγή».

ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΡΑΚΑΣ
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ, ΤΟ πασπάτεμα των διαβατηρίων και τα
καχύποπτα βλέμματα των αστυνομικών, ο αξιωματικός μάς έβαλε μια τεράστια σφραγίδα με την
ημερομηνία εξόδου: 14 Ιουλίου. Πήραμε λοιπόν με τα πόδια τη γέφυρα που χωρίζει και ενώνει τις
δυο χώρες. Ένας Βενεζουελανός στρατιώτης, με την ίδια αυταρχική αλαζονεία των Κολομβιανών
συναδέλφων του -χαρακτηριστική από ό,τι φαίνεται σε όλο το στρατιωτική σινάφι-έψαξε τις

7Το 1946 ο συντηρητικός Μαριάνο Οσπίνα Πέρες κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, αλλά η πάλη με τους φιλελευθέρους, που έλεγχαν μέρος
της χώρας, και με το Νομοθετικό Σώμα προκάλεσε τη σκληρή κυβερνητική καταστολή, ώσπου στις 9 Απριλίου 1948, ύστερα από τη
δολοφονία του αρχηγού της Φιλελεύθερης Αριστεράς, του Ελιέσερ Γκαϊτάν, ξέσπασε εξέγερση στην πρωτεύουσα που εξελίχθηκε σε
εμφύλιο πόλεμο.
αποσκευές μας και θεώρησε σκόπιμο να μας υποβάλει σε άλλο ένα ερωτηματολόγιο, για να μας
δείξει πως μιλούσαμε με την «εξουσία». Στο σταθμό του Σαν Αντόνιο της Τάτσιρα μας σταμάτησαν
για λίγο, αλλά αυτή τη φορά για μια διοικητική έγκριση, και υστέρα συνεχίσαμε το ταξίδι με το
φορτηγάκι που θα μας πήγαινε στο Σαν Κριστόμπαλ. Στα μισά του δρόμου, άλλος έλεγχος τελωνείου-
εκεί έψαξαν όλες μας τις αποσκευές και μας έκαναν και σωματική έρευνα. Το περίφημο μαχαίρι, που
είχε προκαλέσει τόσα προβλήματα στην Μπογκοτά, ξανάγινε το λάιτ μοτίφ μιας εκτεταμένης
συζήτησης, που την κάναμε με μια άνεση την ο

ποία είχαμε αναπτύξει μέσω των συναναστροφών μας με άτομα τόσο υψηλού πνευματικού επιπέδου.
Το περίστροφο τη γλίτωσε, γιατί το είχα μέσα σε μια τσέπη του δερμάτινου σακακιού μου, ανάμεσα
σε τόσο βρόμικα ρούχα, που εντυπωσίασαν ακόμα και τους τελωνειακούς. Το μαχαίρι, που το πήραμε
με χίλιους κόπους, μας έβαζε μόνιμα σε μπελάδες, γιατί αυτοί οι τελωνειακοί έλεγχοι διαδέχονταν ο
ένας τον άλλο ως το Καράκας και δεν μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι πως θα βρίσκαμε μυαλά
ανοιχτά στις απλούστατες δικαιολογίες που παρουσιάζαμε. Ο δρόμος που συνδέει τα δυο
παραμεθόρια χωριά είναι ασφαλτοστρωμένος άψογα, ιδίως από τη μεριά της Βενεζουέλας, και
θυμίζει πολυ την ορεινή ζώνη της Κόρδοβα. Γενικά, φαίνεται πως σε τούτη τη χώρα υπάρχει
μεγαλύτερη ευημερία από ό,τι στην Κολομβία.
Όταν φτάσαμε στο Σαν Κριστόμπαλ, κάναμε «μπρα ντε φερ» με τα αφεντικά της εταιρείας
μεταφορών θέλαμε να ταξιδέψουμε με τον πιο οικονομικό τρόπο. Για πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι
θριάμβευσε η δική τους θέση σχετικά με τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το να κάνεις με το
φορτηγάκι σε δυο μέρες μια διαδρομή που το λεωφορείο την κάνει σε τρεις. Πιεσμένοι από την
ανάγκη να βρούμε μια λύση για το μέλλον μας και μια κατάλληλη θεραπεία για το άσθμα μου,
αποφασίσαμε να βγάλουμε από το πουγκί μας τα είκοσι επιπλέον μπολίβαρ και να τα θυσιάσουμε στο
βωμό του Καράκας. Περιμένοντας να νυχτώσει, επισκεφτήκαμε τα περίχωρα και διαβάσαμε μερικά
πράγματα σχετικά με τη χώρα στην αρκετά καλή τοπική βιβλιοθήκη.
Στις έντεκα ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς Βορρά, αφήνοντας πίσω μας το τελευταίο ίχνος
ασφάλτου. Σε ένα κάθισμα για τρεις βολευτήκαμε τέσσερις, εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα για ύπνο.
Εξάλλου, ένα τρύπημα στο λάστιχο μας έκανε να χάσουμε μία ώρα και στο μεταξύ το άσθμα μου
εξακολουθούσε να με ταλαιπωρεί. Σιγά σιγά φτάσαμε στην κορυφή. Η βλάστηση όλο και αραίωνε,
αλλά στις κοιλάδες υπήρχαν οι ίδιες καλλιέργειες που είχαμε δει στην Κολομβία. Οι δρόμοι, σε άθλια
κατάσταση, προκαλούσαν συνεχείς φθορές στα λάστιχα. Τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού είχαμε
αρκετά τρυπήματα. Η αστυνομία είχε σταθμούς ελέγχου σε καθορισμένα σημεία, όπου έκαναν
εξονυχιστική έρευνα, και θα την είχαμε άσχημα αν δεν υπήρχε η συστατική επιστολή μιας
επιβάτισσας. Ο οδηγός έλεγε ότι ήταν δικές της όλες οι αποσκευές. Έτσι ξεμπερδεύαμε αμέσως. Οι
τιμές των φαγώσιμων είχαν ακριβύνει πολύ, από ένα μπο-λίβαρ κατ άτομο είχαν φτάσει πια στα
τριάμισι. Αποφασίσαμε να κάνουμε όσο το δυνατό μεγαλύτερη οικονομία, δηλαδή να μείνουμε
νηστικοί στη στάση του Πούντα δελ Άγκι-λα, αλλά ο οδηγός μάς λυπήθηκε και μας κέρασε ένα καλό
γεύμα. Το Πούντα δελ Άγκιλα βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο των βενεζουελανών Άνδεων, φτάνει τα
4.108 μέτρα. Πήρα τα δύο τελευταία χάπια που μου είχαν απομείνει κι έτσι πέρασα αρκετά καλά τη
νύχτα. Την αυγή ο αυτοκινητιστής σταμάτησε για να κοιμηθεί καμιά ώρα, γιατί οδηγούσε δύο μέρες
ασταμάτητα. Πιστεύαμε ότι θα φτάναμε εκείνο το βράδυ στο Καράκας, αλλά γι' άλλη μια φορά μάς
καθυστέρησαν τα τρυπήματα στα λάστιχα, για να μην πω για το δυναμό που δε λειτουργούσε και δε
φόρτωνε η μπαταρία. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να κάνουμε άλλη μια στάση για να το επισκευάσουμε.
Το κλίμα είχε γίνει πια τροπικό, με αμέτρητα επιθετικά κουνούπια και μπανάνες μέχρι εκεί όπου
έφτανε το μάτι. Στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής, που εγώ το πέρασα μισοκοιμισμένος, με μια
ήπια κρίση άσθματος, η άσφαλτος ήταν πολύ καλή και το τοπίο θα πρέπει να ήταν ωραίο (εμείς το
διασχίσαμε νυχτερινή ώρα). Ξημέρωνε όταν φτάσαμε στον προορισμό του ταξιδιού μας. Ένιωθα
πτώμα από την κούραση. Ρίχτηκα σε ένα κρεβάτι που μας στοίχισε μισό μπολίβαρ και κοιμήθηκα σαν
ξερός με τη βοήθεια μιας γερής ένεσης αδρεναλίνης που μου έκανε ο Αλμπέρτο.
ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
F ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΚΑΙ ΝΙΩΘΩ
καλύτερα, αν και κάθε τόσο πρέπει να καταφεύγω στο καινούριο μου απόκτημα, μια γαλλική
συσκευή για εισπνοές. Η απουσία του Αλμπέρτο γίνεται αντιληπτή με έναν τρόπο εκπληκτικό. Είναι
σαν να έμειναν ακάλυπτα τα νο5τα μου σε οποιαδήποτε επίθεση. Γυρίζω συνεχώς για να του πω να
παρατηρήσει τούτο ή εκείνο και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ την απουσία του.
Ναι, αλήθεια, δε θα είχα να παραπονεθώ για πολλά- μεγάλη φροντίδα, θαυμάσιο φαγητό, άφθονο, και
η ελπίδα της γρήγορης επιστροφής για να συνεχίσω τις σπουδές, να πάρω το πτυχίο, να
αποκατασταθώ επαγγελματικά. Κι όμως, η ιδέα πως θα χωρίσουμε οριστικά δε με αφήνει να χαρώ.
Πάνε τόσοι μήνες που βαδίζουμε μαζί στις καλές και στις κακές στιγμές και είναι και η συνήθεια να
ονειρευόμαστε τα ίδια πράγματα σε κοινές καταστάσεις που μας έδεσαν περισσότερο.
Με αυτές τις σκέψεις να στριφογυρίζουν διαρκώς στο μυαλό μου, απομακρύνομαι χωρίς να το
καταλάβω από το κέντρο του Καράκας. Τα αριστοκρατικά σπίτια όλο και αραιώνουν.
Το Καράκας εκτείνεται κατά μήκος μιας στενής κοιλάδας που το ζώνει και το περιορίζει, έτσι ώστε,
αν μετακινηθούμε έστω και λίγο, αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε τα βουνά που το περιβάλλουν και η
πόλη παραμένει στα πόδια μας, ενώ ανακαλύπτουμε μια νέα άποψη της πολύμορφης εικόνας του. Οι
μαύροι, τα ίδια υπέροχα δείγματα της αφρικανικής φυλής που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την
καθαρότητα τους, είδαν το πεδίο τους να κατακλύζεται από ένα καινούριο δείγμα σκλάβου: τον
Πορτογάλο. Και οι δυο αρχαίες φυλές ξεκίνησαν μια κοινή σκληρή ζωή, γεμάτη διαφωνίες και
δυστυχίες κάθε είδους. Η περιφρόνηση και η φτώχεια τους ενώνει στην καθημερινή ζωή, αλλά ο
διαφορετικός τρόπος να αντιμετωπίζουν τη ζωή τους χωρίζει ολότελα. Ο μαύρος, ράθυμος και
ονειροπόλος, ξοδεύει τα λιγοστά λεφτά του σ' επιπόλαια πράγματα ή στο πιοτό, ενώ ο Ευρωπαίος
έχει μια παράδοση στη δουλειά και στην αποταμίευση, που τον ακολούθησε σε αυτή τη μακρινή
γωνιά της Αμερικής και τον ωθεί να προοδεύσει, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του φιλοδοξίες.
Τα τσιμεντένια κτίσματα έχουν τώρα πια εξαφανιστεί εντελώς· μόνο τα σπίτια από ξυλο βασιλεύουν
στα υψώματα. Πλησιάζω σε ένα από αυτά: ένα δωμάτιο χωρισμένο στη μέση με ένα χαμηλό
διαχωριστικό· από τη μια μεριά είναι η κουζίνα με το τραπέζι, από την άλλη στοίβες ψάθες στο
δάπεδο υποκαθιστούν, προφανώς, τα κρεβάτια. Αρκετά σκελετιομένα γατιά και ένας ψωριασμένος
σκύλος παίζουν με τρία θεόγυμνα μαυράκια. Από το τζάκι βγαίνει ένας μαύρος καπνός που
πλημμυρίζει όλο το χώρο. Η μητέρα, μια μαύρη με σγουρά μαλλιά και πεσμένο στήθος, ετοιμάζει
φαγητό για μια κοπελίτσα γύρω στα δεκαπέντε, ντυμένη αυτή. Πιάνουμε κουβέντα στην πόρτα της
παράγκας και υστέρα από λίγο τους ζητώ να μου ποζάρουν για μια φωτογραφία, αλλά αρνούνται
κατηγορηματικά, εκτός αν τους δώσω αμέσως μία. Του κάκου προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι πρέπει
πρώτα να εμφανίσω το φιλμ- ή τους δίνω φωτογραφία ή δε γίνεται τίποτα. Τους υπόσχομαι να τους
τη φέρω σύντομα, αλλά δε θέλουν να ακούσουν ούτε λέξη. Ένα από τα πιτσιρίκια άνοιξε δρόμο για
να πάει να παίξει με τους φίλους του, ενώ εγώ συνεχίζω την κουβέντα με την οικογένεια. Καταλήγω
να στηθώ σαν φρουρός στην πόρτα, με τη μηχανή έτοιμη, απειλώντας όποιον έσκαζε μύτη. Παίξαμε
έτσι το κρυφτό για λίγο, ώσπου είδα το φευγάτο μαυράκι να πλησιάζει ήσυχα ήσυχα με ένα καινούριο
ποδήλατο. Οπλίζω και τραβάω, μα το αποτέλεσμα είναι τρομερό. Για να αποφύγει τη φωτογραφία ο
πιτσιρίκος σκύβει, πέφτει κάτω και βάζει στη στιγμή τα κλάματα. Μεμιάς ξεχνούν όλοι το φόβο της
μηχανής και σπεύδουν έξω να με βρίσουν. Απομακρύνομαι λίγο ανήσυχος, δεδομένου ότι εδώ είναι
όλοι άσοι στον πετροπόλεμο, ακολουθούμενος από τις βρισιές της ομάδας, ανάμεσα στις οποίες
ξεχωρίζω, σαν ύψιστη έκφραση περιφρόνησης: «Πορτογάλε!»
Στις άκρες του δρόμου υπάρχουν κοντέινερ που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη μεταφορά
αυτοκινήτων και τα οποία οι Πορτογάλοι έχουν μετατρέψει σε κατοικίες. Σε ένα από αυτά,
κατοικημένο από μαύρους, διακρίνω ένα αστραφτερό ψυγείο και από πολλά ακούγεται μουσική από
το ράδιο που οι κάτοχοι τους το έχουν στη διαπασών. Απαστράπτοντα αυτοκίνητα σταθμεύουν έξω
από την πόρτα άθλιων κατοικιών. Αεροπλάνα κάθε είδους περνούν σκορπίζοντας στον αέρα ήχους
και ασημιές ανταύγειες, και εκεί στα πόδια μου, το Καράκας, η πόλη της αιώνιας άνοιξης, βλέπει το
κέντρο του να απειλείται από τις κόκκινες λάμψεις των κεραμιδένιων σκεπών, που συγκλίνουν σε
αυτό το σημείο και μπλέκονται με τις επίπεδες σκεπές των μοντέρνων κτισμάτων, αλλά υπάρχει κάτι
άλλο που θα κάνει να επιβιώσει το πορτοκαλί χρώμα των αποικιακών κτιρίων, ακόμα και όταν θα
έχουν χαθεί από το χάρτη. Το πνεύμα της πόλης, αδιαπέραστο από τους μηχανισμούς του Βορρά,
είναι γερά γαντζωμένο στην οπισθοδρομική, ημιβουκολική κατάσταση του αποικιακού παρελθόντος
του.

«Αφού πήρα χο πτυχίο μου, άρχιοα να ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική... Με εξαίρεση την Αϊτή και τη
Δομινικανή Δημοκρατία, επισκέφτηκα -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλες τις άλλες χώρες της Λατινικής
Αμερικής. Έτσι όπως ταξίδευα, πρώτα ως φοιτητής και ύστερα ως γιατρός, άρχισα να έρχομαι σε στενή επαφή
με τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την αδυναμία να θεραπευτεί ένα παιδί από έλλειψη μέσων... Κι άρχισα
να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη
συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη, και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους».
(από το Παράρτημα: «Ενα ιιαιδίτου περιβάλλοντος μου», 1960)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΡΕΜΟΦΕΓΓΑΝ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ
χωρίου και η σιωπή και το κρύο εξαύλωναν το σκοτάδι. Ήταν -δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω- σαν να
εξαχνωνόταν κάθε στερεά ουσία στον αιθέρα που μας περιέβαλλε, στερώντας μας κάθε ατομικότητα
και αφομοιώνοντας μας μέσα σε τούτο το απέραντο σκότος. Δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο να
σκεπάζει ένα κομμάτι ουρανού και να μας δίνει κάποια προοπτική στο διάστημα. Σε λίγα μόλις
μέτρα, το πένθιμο φο>ς μιας λάμπας διέλυε τα γύρω σκοτάδια.
Το πρόσωπο του ανθρώπου χανόταν στη σκιά, μόνο η λάμψη των ματιών του διακρινόταν και η
ασπράδα των μπροστινών δοντιών του. Ωστόσο δε θα μπορούσα να πω αν ήταν το περιβάλλον ή η
προσωπικότητα του ατόμου που με προετοίμασαν να δεχτώ την αποκάλυψη, αλλά ξέρω ότι τα ίδια
επιχειρήματα τα είχαν εκφράσει και άλλες φορές διαφορετικοί άνθρωποι και δε με είχαν ποτέ
εντυπωσιάσει. Στην πραγματικότητα, ήταν ενδιαφέρων τύπος ο συνομιλητής μας. Φευγάτος, νέος
ακόμα, από μια χώρα της Ευρώπης για να γλιτώσει από το μαχαίρι του δόγματος, ήξερε τη γεύ
ση του φόβου (ένα από τα λίγα πράγματα που σε κάνουν να εκτιμάς τη ζωή) και ύστερα, περνώντας
από χώρα σε χώρα ανάμεσα σε χίλιες περιπέτειες, είχε καταλήξει να αποθέσει το σαρκίο του σε τούτο
τον ξεχασμένο τόπο και εδώ περίμενε τη στιγμή του μεγάλου γεγονότος.
Έπειτα από κοινοτοπίες, φράσεις τετριμμένες με τις οποίες ο καθένας εξήγησε τη θέση του, όταν η
συζήτηση πια τρεμόσβηνε και ήμαστε στο σημείο να χωρίσουμε, πέταξε έτσι, με το χαμόγελο
σκανταλιάρικου χαμινιού, που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ και έκανε να φαίνονται ακόμα εντονότερα τα
αραιά μπροστινά του δόντια:
«Το μέλλον ανήκει στο λαό, που, σιγά σιγά ή μια κι έξω, θα κατακτήσει την εξουσία εδώ και σε όλη
τη γη. Το κακό είναι ότι πρέπει να εκπολιτιστεί κι αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν, αλλά αφού θα έχει
πάρει την εξουσία. Θα εκπολιτιστεί μόνο μαθαίνοντας από τα λάθη του, που και σοβαρά θα είναι και
θα στοιχίσουν πολλές αθώες ζωές. Ή ίσως να μην υπάρχουν αθώοι, γιατί θα έχουν κάνει το τεράστιο
παρά φύσιν αμάρτημα να μην έχουν την ικανότητα της προσαρμογής. Όλοι αυτοί, όλοι οι
απροσάρμοστοι, εσείς κι εγώ, για παράδειγμα, θα πεθάνουν καταρώμενοι την εξουσία στη
δημιουργία της οποίας είχαν συμβάλει κι οι ίδιοι με την προσωπική τους θυσία, τεράστια μερικές
φορές. Η επανάσταση, με την απρόσωπη μορφή της, θα πάρει τη ζωή τους και θα χρησιμοποιήσει την
ανάμνηση που θ' απομείνει σαν παράδειγμα κι εργαλείο διδασκαλίας για τους νέους που θα έρθουν.
Το αμάρτημα μου είναι ακόμα πιο μεγάλο, γιατί εγώ, πιο ξύπνιος και με μεγαλύτερη πείρα -πες το
όπως θέλεις-, θα πεθάνω ξέροντας πο>ς η θυσία μου υπακούει μόνο σ' ένα πείσμα που συμβολίζει το
σάπιο πολιτισμό μας, ο οποίος συντρίβεται. Ξέρω επίσης, χωρίς αυτό ν' αλλάζει την πορεία της
ιστορίας ή την προσωπική σου άποψη για μένα, ότι εσύ" θα πεθάνεις με τη γροθιά κλειστή και τα
δόντια σφιγμένα, απεικονίζοντας τέλεια το μίσος και την πάλη, γιατί δεν είσαι ένα σύμβολο (κάτι
άψυχο που το παίρνεις για παράδειγμα), εσύ είσαι αυθεντικό μέρος της κοινωνίας που καταρρέει: το
πνεύμα του κοπαδιού μιλάει με το στόμα σου και υποκινεί με τις πράξεις σου. Είσαι τόσο χρήσιμος
όσο κι εγώ, αλλά αγνοείς πόσο χρήσιμη είναι η συνεισφορά σου στην κοινωνία που σε θυσιάζει».
Είδα τα δόντια του και την πονηρή γκριμάτσα με την οποία συνόδευε τα λόγια του, ένιωσα το
σφίξιμο του χεριού του και, σαν μουρμούρισμα μακρινό, τον τυπικό χαιρετισμό του αποχωρισμού. Η
νύχτα, που είχε χαθεί με τα λόγια του, ξαναγύρισε να με τυλίξει, έγινα ένα μαζί της· κι όμως, παρά τα
λόγια του, τώρα ήξερα... Ήξερα πως, τη στιγμή που το μεγάλο πνεύμα που κυβερνά τα πάντα θα
έκοβε μεμιάς την ανθρωπότητα σε δύο ανταγωνιστικά μέρη, εγώ θα είμαι με το λαό - και το ξέρω
επειδή το βλέπω χαραγμένο μέσα στη νύχτα, βλέπω πως εγώ, εκλεκτικός ανατόμος των διδασκαλιών
και ψυχαναλυτής των δογμάτων, ουρλιάζοντας σαν τρελός, θα ριχτο') στα οδοφράγματα ή στα
χαρακοψατα, θα βάψω το όπλο μου στο αίμα και έξαλλος από μανία θα σφάξω κάθε εχθρό που θα
βγει μπροστά μου. Και βλέπω τον εαυτό μου, καθώς μια απέραντη κούραση μετριάζει τον πρόσφατο
ενθουσιασμό μου, να πέφτει θυσιασμένος για την αληθινή επανάσταση, προφέροντας ένα
παραδειγματικό mea culpa. Νιώθω κιόλας να γεμίζουν τα ρουθούνια μου από τη στυφή οσμή του
μπαρουτιού και του αίματος, του θανάτου του εχθρού. Το κορμί μου συσπάται κιόλας πρόθυμο για τη
μάχη και ετοιμάζω την ύπαρξη μου σαν ιερό ναό, για να αντηχήσει μέσα του με νέα δύναμη και νέες
ελπίδες η ζωώδης κραυγή του θριαμβευτή προλετάριου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
Ένα παιδί του περιβάλλοντος μου
20 Αυγούστου 1960
Οχτώ χρόνια αφότου έγραψε τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ήταν σημαντικό στέλεχος
της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας. Μετά το ταξίδι του με τον Αλμπέρτο Γκρα-νάδο, ταξίδεψε ξανά
στη Λατινική Αμερική, έγινε μάρτυρας του πραξικοπήματος που υποστήριξε η ΣΙΑ στη Γουατεμάλα και
προσχώρησε στο κουβανικό επαναστατικό κίνημα, που τελικά κατέλαβε την εξουσία το 1959. Σ' αυτή την
ομιλία του σε Κουβανούς φοιτητές της ιατρικής και εργάτες, ο Τσε συλλογίζεται πάνω στη δική του εξέλιξη
από φοιτητή της ιατρικής σε πολιτικό ακτιβιστή.
ΟΛΟΙ ΣΧΕΔΌΝ ξέρετε ότι ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως γιατρός πριν από αρκετά χρόνια. Όταν
ξεκίνησα, όταν άρχισα να σπουδάζω ιατρική, οι περισσότερες από τις ιδέες που έχω σήμερα ως
επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών μου.
Ήθελα να πετύχω, όπως θέλουν όλοι. Το όνειρο μου ήταν να γίνω διάσημος ερευνητής. Το όνειρο
μου ήταν να δουλεύω ακούραστα για να πετύχω κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να τεθεί στην
υπηρεσία της ανθρωπότητας, αλλά, την ίδια στιγμή, θα αποτελούσε κι έναν προσωπικό θρίαμβο.
Ήμουν, όπως όλοι μας, ένα παιδί του περιβάλλοντος μου.
Μέσα από κάποιες ειδικές περιστάσεις, ίσως και εξαιτίας του χαρακτήρα μου επίσης, αφού πήρα το
πτυχίο μου, άρχισα να ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική και τη γνώρισα πολύ καλά. Με εξαίρεση την
Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία, επισκέφτηκα -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλες τις άλλες
χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έτσι όπως ταξίδευα, πρώτα ως φοιτητής και ύστερα ως γιατρός,
άρχισα να έρχομαι σε στενή επαφή με τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την αδυναμία να
θεραπευτεί ένα παιδί από έλλειψη μέσων, με το μούδιασμα που προκαλούν η πείνα και οι τιμωρίες,
ώσπου φτάνουμε σ' ένα σημείο που φαντάζει ασήμαντο γεγονός να χάνει ένας γονιός το παιδί του,
όπως συχνά συμβαίνει στις σκληρά δοκιμαζόμενες κοινωνικές τάξεις στην πατρίδα μας, τη Λατινική
Αμερική. Κι άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με
την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη, και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνους
τους ανθρώπους.
Εξακολούθησα όμως να είμαι, όπως όλοι μας εξακολουθούμε να είμαστε, ένα παιδί του
περιβάλλοντος μου και ήθελα να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους με τις προσωπικές μου
προσπάθειες. Είχα ήδη ταξιδέψει πολύ -βρισκόμουν τότε στη Γουατεμάλα, στη Γουατεμάλα του
[δημοκρατικά εκλεγμένου Γιάκομπο] Άρμπενς- και είχα αρχίσει να κρατάω κάποιες σημειώσεις για
τη συμπεριφορά ενός επαναστάτη γιατρού. Άρχισα να εξετάζω τι χρειαζόμουν για να γίνω ένας
επαναστάτης γιατρός.
Η επίθεση εξαπολύθηκε, ωστόσο: το πραξικόπημα [του 1954] οργανώθηκε από τη Γιουνάιτεντ
Φρουιτ Κόμπανι, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, τον [διευθυντή της ΣΙΑ] Φόστερ Ντάλες
-στην πραγματικότητα, ήταν όλοι τους ένα και το αυτό- και το ανδρείκελο Καστίγιο Άρμας [με τον
οποίο αντικατέστησαν τον Άρμπενς]. Η επίθεση ήταν πετυχημένη, δεδομένου ότι ο λαός δεν είχε
φτάσει ακόμα στο επίπεδο ωριμότητας που έχει σήμερα ο λαός της Κούβας. Και μια ωραία μέρα εγώ,
όπως πολλοί άλλοι, πήρα το δρόμο της εξορίας, ή πάντως το δρόμο της φυγής από τη Γουατεμάλα,
αφού δεν ήταν αυτή η πατρίδα μου.
Τότε συνειδητοποίησα κάτι βασικό: για να γίνω επαναστάτης γιατρός ή απλώς επαναστάτης, έπρεπε
πρώτα να υπάρξει επανάσταση. Η μεμονωμένη προσπάθεια, η προσωπική προσπάθεια, η καθαρότητα
των ιδανικών, η επιθυμία για θυσία μιας ολόκληρης ζωής στο πιο ευγενικό ιδανικό δε σημαίνουν
τίποτα αν αυτή η προσπάθεια γίνεται μεμονωμένα, απόμερα, σε μια γωνιά της Λατινικής Αμερικής,
απέναντι σε εχθρικές κυβερνήσεις και κοινωνικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την πρόοδο. Η
επανάσταση έχει ανάγκη αυτό που γίνεται στην Κούβα: την κινητοποίηση ενός ολόκληρου λαού, που
έχει μάθει να χρησιμοποιεί τα όπλα και να είναι ενωμένος στη μάχη, που ξέρει τι αξία έχει ένα όπλο
και τι αξία έχει η ενότητα του λαού.
Ερχόμαστε λοιπόν στην καρδιά του προβλήματος που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Έχουμε ήδη το
δικαίωμα και την υποχρέωση ακόμα να είμαστε, πρώτα απ' όλα, επαναστάτες γιατροί, δηλαδή άτομα
που θέτουν τις τεχνικές γνώσεις του επαγγέλματος τους στην υπηρεσία της επανάστασης και του
λαού. Επιστρέφουμε τώρα στα αρχικά ερωτήματα: Πώς δουλεύει κανείς αποτελεσματικά για την
κοινωνική ευημερία; Πώς συμβιβάζει κανείς την ατομική προσπάθεια με τις ανάγκες της κοινωνίας;
Πρέπει να ξαναφέρουμε στο νου μας πώς ήταν η ζωή του καθενός από εμάς, τι έκανε και τι πίστευε
καθένας από εμάς, ως γιατρός ή λειτουργός της δημόσιας υγείας από άλλη θέση, πριν από την
επανάσταση. Πρέπει να το κάνουμε με βαθύ κριτικό ενθουσιασμό. Θα συμπεράνουμε τότε ότι σχεδόν
όλα όσα πιστεύαμε και νιώθαμε εκείνη την παλιά εποχή πρέπει να παραμεριστούν και ότι ένας νέος
τύπος ανθρώπου πρέπει να δημιουργηθεί. Αν ο καθένας από εμάς γίνει ο αρχιτέκτονας αυτού του
νέου τύπου ανθρώπου για τον εαυτό του, τότε η δημιουργία αυτού του νέου τύπου ανθρο)-που -που
θα αντιπροσωπεύει τη νέα Κούβα- θα είναι πολύ ευκολότερη.
Είναι καλό για σας -τους παρόντες, τους κατοίκους της Αβάνας- να βάλετε καλά στο μυαλό σας αυτή
την ιδέα: ότι στην Κούβα γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως
στην πρωτεύουσα, αλλά μπορεί κανείς να τον δει σε κάθε άλλη γωνιά της χώρας. Όσοι από εσάς
πήγατε στη Σνέρα Μαέστρα στις 26 Ιουλίου θα είδατε κάτι πολύ σημαντικό... Θα είδατε παιδιά που
από το ανάστημα τους φαίνονται οχτώ ή εννιά χρονών, αλλά παρ' όλα αυτά είναι σχεδόν όλα
δεκατριών ή δεκατεσσάρων. Είναι τα γνήσια τέκνα της Σιέρα Μαέστρα, τα γνήσια παιδιά της πείνας
και της φτώχειας σε όλες τις μορφές της. Είναι τα πλάσματα του υποσιτισμού.
Στη μικρή μας Κούβα, με τα τέσσερα ή πέντε τηλεοπτικά κανάλια, με τους εκατοντάδες
ραδιοφωνικούς σταθμούς, με την πρόοδο ΐης σύγχρονης επιστήμης, όταν ένα βράδυ εκείνα τα παιδιά
έφτασαν στο σχολείο και είδαν για πρώτη φορά ηλεκτρικό φως, αναφώνησαν ότι τα αστέρια ήταν
πολύ χαμηλά εκείνη τη νύχτα. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία κάποιοι από εσάς θα είδατε, σπουδάζουν
τώρα στα σχολεία, από τις πρώτες τάξεις μέχρι την επαγγελματική κατάρτιση, μέχρι την πολύ
δύσκολη επιστήμη της επανάστασης.
Αυτό είναι το νέο είδος ανθρώπων που γεννιέται στην Κούβα. Γεννιούνται σε απομονωμένους
τόπους, σε απόμερες περιοχές της Σιέρα Μαέστρα και επίσης στις κολεκτίβες και στους χώρους
εργασίας.
Όλα αυτά συνδέονται στενά με το θέμα της σημερινής μας συζήτησης: την ενσωμάτωση στο
επαναστατικό κίνημα των γιατρών και των άλλων εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Γιατί το
καθήκον της επανάστασης -το καθήκον της μόρφωσης και διατροφής των παιδιών, το καθήκον της
εκπαίδευσης του στρατού, το καθήκον της διανομής της γης των παλιών απόντων γαιοκτημόνων σ'
εκείνους που έχυναν τον ιδρώτα τους κάθε μέρα στην ίδια γη χωρίς να δρέπουν τους καρπούς της-
είναι το σπουδαιότερο έργο κοινωνικής ιατρικής που έχει γίνει στην Κούβα.
Η μάχη κατά της αρρώστιας πρέπει να βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας ενός γέρου σώματος, όχι
μέσω της περίτεχνης εργασίας ενός γιατρού πάνω σ' έναν αδύναμο οργανισμό, αλλά δημιουργώντας
ένα γερό σώμα μέσω της δουλειάς ολόκληρου του συνόλου, ιδιαίτερα ολόκληρου του κοινωνικού
συνόλου.
Μια μέρα η ιατρική θα πρέπει να γίνει μια επιστήμη που θα προλαμβάνει τις ασθένειες, που θα
προσανατολίζει το κοινό προς τις ιατρικές υποχρεώσεις του και η οποία θα χρειάζεται να παρεμβαίνει
μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες για να πραγματοποιήσει μια χειρουργική επέμβαση ή να
αντιμετωπίσει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στη νέα κοινωνία που δημιουργούμε... Εκείνο που
απαιτείται γι' αυτό το οργανωτικό έργο, όπως και για όλα τα επαναστατικά έργα, είναι το άτομο. Η
επανάσταση δεν τυποποιεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τη συλλογική βούληση, τη συλλογική
πρωτοβουλία. Το αντίθετο, απελευθερώνει τις ατομικές ικανότητες των ανθρώπων.
Αυτό που πράγματι κάνει η επανάσταση είναι να κατευθύνει αυτή την ικανότητα. Αποστολή μας
σήμερα είναι να προσανατολίσουμε το δημιουργικό ταλέντο όλων των επαγγελματιών του τομέα της
υγείας προς το έργο της κοινωνικής ιατρικής.
Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, και όχι μόνο εδώ στην Κούβα. Αντίθετα με όσα λέγονται και
παρά τις ελπίδες κάποιων ανθρώπων, οι μορφές του καπιταλισμού που γνωρίσαμε, κάτω από τις
οποίες μεγαλώσαμε και υποφέραμε, νικιούνται σ' ολόκληρο τον κόσμο. Τα μονοπώλια νικιούνται. Η
σοσιαλιστική επιστήμη σημειώνει κάθε μέρα νέους, σημαντικούς θριάμβους. Έχουμε την περηφάνια
και το καθήκον να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία ενός κινήματος απελευθέρωσης στη Λατινική
Αμερική, το οποίο ξεκίνησε πριν από καιρό στις άλλες υποδουλωμένες ηπείρους της Αφρικής και της
Ασίας. Αυτή η βαθιά κοινωνική αλλαγή απαιτεί επίσης πολύ βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία των
ανθρώπων.
Ο ατομικισμός ως τέτοιος, ως η μεμονωμένη δράση ενός προσώπου στο κοινωνικό περιβάλλον,
πρέπει να εκλείψει στην Κούβα. Αύριο ο ατομικισμός θα πρέπει να είναι η σωστή χρησιμοποίηση
όλων των ατόμων προς όφελος της κοινότητας. Αλλά, αν και όλα αυτά, όλα όσα λέω, γίνονται
κατανοητά σήμερα, αν και όλοι είναι πρόθυμοι να σκεφτούν λίγο το παρόν, το παρελθόν και το πώς
θα πρέπει να είναι το μέλλον, η αλλαγή του τρόπου σκέψης απαιτεί βαθιές εσωτερικές αλλαγές και
συμβολή στην πραγματοποίηση βαθιών εξωτερικών αλλαγών, κυρίως κοινωνικών.
Αυτές οι εξωτερικές αλλαγές πραγματοποιούνται στην Κούβα καθημερινά. Ένας τρόπος να μάθετε γι'
αυτή την επανάσταση, να γνωρίζετε τις δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι, δυνάμεις που
ήταν λανθάνουσες για τόσο καιρό, είναι να επισκεφτείτε όλη την Κούβα, να επισκεφτείτε τις
κολεκτίβες και όλους τους χώρους δουλειάς που δημιουργούνται. Κι ένας τρόπος για να φτάσετε
στην καρδιά του ιατρικού ζητήματος είναι όχι μόνο να γνωρίσετε, όχι μόνο να επισκεφτείτε αυτά τα
μέρη, αλλά να γνωρίσετε και τους ανθρώπους που συνθέτουν αυτές τις κολεκτίβες και τα κέντρα
εργασίας. Πηγαίνετε εκεί και μάθετε τι αρρώστιες έχουν, από τι πάσχουν, από πόση φτώχεια
υπέφεραν σ' όλη τους τη ζωή, φτώχεια που κληρονόμησαν από αιώνες καταπίεσης και απόλυτης
υποταγής. Ο γιατρός, ο νοσοκόμος, θα φτάσουν τότε στην καρδιά της νέας δουλειάς τους, δηλαδή ως
άτομα μέσα στις μάζες, άτομα μέσα στην κοινότητα.
Ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο, μένοντας πάντα κοντά στον άρρωστο, γνωρίζοντας καλά την
ψυχολογία του, εκπροσωπώντας εκείνους που έρχονται κοντά στον πόνο και τον ανακουφίζουν, ο
γιατρός έχει πάντα πολύ σημαντικό έργο, ένα έργο μεγάλης ευθύνης στην κοινωνική ζωή.
Πριν από λίγο καιρό, λίγους μήνες, συνέβη εδώ στην Αβάνα μια ομάδα φοιτητών που μόλις είχαν
πάρει το πτυχίο της ιατρικής να μη θέλουν να πάνε στην ύπαιθρο και ζητούσαν επιπλέον πληρωμή για
να το κάνουν. Από την οπτική γωνία του παρελθόντος είναι περισσότερο από λογικό να συμβαίνει
αυτό- έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται και το καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι
σκέφτονταν οι άνθρωποι πριν από μερικά χρόνια. Για ακόμα μια φορά είναι ο μονομάχος στην
επανάσταση, ο μοναχικός πολεμιστης αυτός που θέλει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον,
καλύτερες συνθήκες, και να κερδίσει την αναγνώριση για αυτό που κάνει.
Τι θα συνέβαινε όμως αν δεν ήταν αυτά τα άτομα -οι οικογένειες των οποίων στην πλειονότητα τους
μπορούσαν να πληρώσουν για τις σπουδές τους- εκείνα που ολοκλήρωσαν τα μαθήματα τους και
αρχίζουν τώρα να ασκούν το επάγγελμα τους; Τι θα συνέβαινε αν στη θέση τους ήταν διακόσιοι
τριακόσιοι χωρικοί αυτοί που θα ξεπρόβαλλαν -σαν από θαύμα, ας πούμε- από τις αίθουσες
διαλέξεων του πανεπιστημίου;
Αυτό που απλώς θα συνέβαινε είναι ότι αυτοί οι χωρικοί θα έτρεχαν αμέσως και με μεγάλο
ενθουσιασμό να φροντίσουν τα αδέρφια τους. Θα ζητούσαν τις θέσεις με τη μεγαλύτερη ευθύνη και
την περισσότερη δουλειά, για να δείξουν ότι τα χρόνια σπουδών δε σπαταλήθηκαν άσκοπα. Αυτό θα
συμβεί σε έξι εφτά χρόνια, όταν οι νέοι φοιτητές, παιδιά της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, θα
πάρουν τα πτυχία τους.
Δεν πρέπει όμως να βλέπουμε το μέλλον μοιρολατρικά και να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε παιδιά
της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς και σε αντεπαναστάτες. Αυτό είναι απλουστευτικό, δεν είναι
αλήθεια, και τίποτα δε διαπαιδαγωγεί περισσότερο έναν έντιμο άνθρωπο από το να βιώσει την
επανάσταση.
Κανένας από εμάς, απ' όσους φτάσαμε πρώτοι με το Granma, εγκατασταθήκαμε στη Σιέρα Μαέστρα
και μάθαμε να σεβόμαστε τον αγρότη και τον εργάτη, ζώντας μαζί τους, κανένας από εμάς δεν ήταν
εργάτης ή αγρότης στο παρελθόν. Φυσικά, υπήρχαν εκείνοι που είχε χρειαστεί να δουλέψουν, που
είχαν γνωρίσει ορισμένες ανάγκες σαν παιδιά. Την πείνα όμως, την αληθινή πείνα, κανείς μας δεν την
είχε γνωρίσει και αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι θα πει πείνα, προσωρινά, τα δύο χρόνια πάνω στη Σιέρα
Μαέστρα. Και τότε πολλά πράγματα έγιναν ξεκάθαρα... Μάθαμε ότι η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει
εκατομμύρια φορές περισσότερο απ' όλη την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη γη. Το
μάθαμε εκεί εμείς, που δεν ήμαστε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς. Γιατί λοιπόν να
διαλαλήσουμε τώρα ότι είμαστε οι προνομιούχοι και ότι ο υπόλοιπος λαός της Κούβας δεν μπορεί κι
αυτός να μάθει; Ναι, μπορούν, να μάθουν. Σήμερα μάλιστα η επανάσταση απαιτεί να μάθουν, απαιτεί
να καταλάβουν καλά ότι η περηφάνια που πηγάζει από την εξυπηρέτηση του συνανθρώπου μας είναι
πολύ σημαντικότερη από ένα καλό εισόδημα· ότι η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων είναι μονιμότερη,
διαρκεί πολύ περισσότερο απ' όσο χρυσάφι μπορεί να συσσωρεύσει κάποιος. Κάθε γιατρός, στη
σφαίρα της δραστηριότητας του, μπορεί και πρέπει να συγκεντρώσει αυτό τον πολύτιμο θησαυρό, την
ευγνωμοσύνη των ανθρώπων.
Πρέπει τότε να αρχίσουμε να διαγράφουμε τις παλιές αντιλήψεις μας και να ερχόμαστε όλο και πιο
κοντά στο λαό με κριτικό πνεύμα. Όχι με τον τρόπο που τον πλησιάζαμε πριν, γιατί όλοι θα πείτε:
«Όχι, εγώ είμαι φίλος του λαού.
Μου αρέσει να μιλάω με εργάτες και αγρότες και τις Κυριακές πηγαίνω στο τάδε μέρος για να δω το
τάδε πράγμα». Όλοι το έκαναν αυτό. Αλλά το έκαναν υπό τύπον ελεημοσύνης και αυτό που πρέπει να
προωθήσουμε σήμερα είναι η αλληλεγγύη. Δεν πρέπει να πλησιάζουμε το λαό για να λέμε: «Να
'μαστε. Ερχόμαστε να σας ελεήσουμε με την παρουσία μας, να σας διδάξουμε την επιστήμη μας, να
καταδείξουμε τα λάθη σας, την έλλειψη λεπτότητας και στοιχειώδους γνώσης που σας διακρίνει».
Πρέπει να τον πλησιάζουμε με ερευνητικό ζήλο και ταπεινό πνεύμα, για να μαθαίνουμε από αυτή τη
μεγάλη πηγή σοφίας που είναι ο λαός.
Συχνά συνειδητοποιούμε πόσο λανθασμένες ήταν κάποιες αντιλήψεις μας, οι οποίες είχαν γίνει
κομμάτι του εαυτού μας και, αυτόματα, της συνείδησης μας. Κάθε τόσο έπρεπε να αλλάζουμε όλες
τις αντιλήψεις μας, όχι μόνο τις γενικές, κοινωνικές ή φιλοσοφικές αντιλήψεις, αλλά πότε πότε και τις
αντιλήψεις μας για την ιατρική. Θα δούμε ότι οι ασθένειες δε θεραπεύονται πάντα όπως θεραπεύεται
μια αρρώστια στο νοσοκομείο μιας μεγάλης πόλης. Θα δούμε ότι ο γιατρός πρέπει να είναι και
αγρότης, ότι πρέπει να μάθει να καλλιεργεί νέα τρόφιμα και, με το παράδειγμα του, να καλλιεργεί την
επιθυμία για κατανάλωση νέων τροφίμων, για διαφοροποίηση της διατροφικής δομής στην Κούβα
-τόσο μικρής και τόσο φτωχής σε μια αγροτική χώρα που είναι εν δυνάμει η πλουσιότερη στη γη. Θα
δούμε τότε ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να είμαστε και παιδαγωγοί, ότι θα πρέπει
επίσης να είμαστε και πολιτικοί- ότι το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε δεν είναι να προσφέρουμε
τη σοφία μας, αλλά να δείξουμε άτι είμαστε έτοιμοι να μάθουμε με το λαό, να φέρουμε σε πέρας
αυτή τη σπουδαία και όμορφη κοινή εμπειρία - να χτίσουμε μια νέα Κούβα.
Έχουμε ήδη κάνει πολλά βήματα και η απόσταση από την 1η Ιανουαρίου 1959 μέχρι σήμερα δεν
μπορεί να μετρηθεί με συμβατικό τρόπο. Πριν από καιρό οι άνθρωποι καταλάβαιναν ότι εδώ είχε
καταρρεύσει όχι μόνο ένας δικτάτορας, αλλά κι ένα σύστημα. Τώρα ο λαός πρέπει να μάθει ότι πάνω
στα ερείπια ενός γκρεμισμένου συστήματος πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο, το οποίο θα οδηγεί
στην απόλυτη ευτυχία του λαού.
...Πειστήκαμε οριστικά ότι υπάρχει ένας κοινός εχθρός. Ξέρουμε ότι όλοι κοιτάζουν πίσω τους για να
δουν μήπως τους ακούει κανείς, μήπως κρυφακούει κανείς από κάποια πρεσβεία και μεταδώσει όσα
ακούει, πριν πουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους κατά των μονοπωλίων, πριν πουν ξεκάθαρα: «Εχθρός μας
και εχθρός ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής είναι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της
Αμερικής, που στηρίζει τα μονοπώλια».
Αν όλοι ξέρουν ήδη ότι αυτός είναι ο εχθρός και αν έχουμε ως αφετηρία μας τη γνώση ότι όποιος
παλεύει εναντίον αυτού του εχθρού έχει κάτι κοινό με εμάς, τότε προχωρούμε παρακάτω. Ποιοι είναι
οι στόχοι μας εδώ στην
Κούβα; Τι θέλουμε; Θέλουμε την ευτυχία του λαού ή όχι; Παλεύουμε για την απόλυτη οικονομική
απελευθέρωση της Κούβας ή όχι; Δεν παλεύουμε για να είμαστε μια ελεύθερη χώρα ανάμεσα σε
ελεύθερες χώρες, χωρίς να ανήκουμε σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό, χωρίς να πρέπει να
συμβουλευόμαστε την πρεσβεία οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης για κάθε απόφαση που παίρνουμε
για εσωτερικά και διεθνή θέματα; Δε σκεφτόμαστε να ανακατανείμουμε τον πλούτο εκείνων που
έχουν πάρα πολλά για να δώσουμε σ' εκείνους που δεν έχουν τίποτα; Δε σκεφτόμαστε εδώ να
προσφέρουμε δημιουργικό έργο, μια δυναμική καθημερινή πηγή ευτυχίας; Αν ναι, τότε έχουμε ήδη
τους στόχους στους οποίους αναφερθήκαμε... Σε καιρούς μεγάλου κίνδυνου, σε καιρούς μεγάλης
έντασης και μεγάλης δημιουργίας, αυτό που έχει σημασία είναι ο μεγάλος εχθρός και οι μεγάλοι
στόχοι. Αν συμφωνούμε, αν όλοι μας ξέρουμε ήδη πού πηγαίνουμε, τότε, ό,τι κι αν συμβεί, πρέπει να
αρχίσουμε τη δουλειά μας.
Σας έλεγα ότι για να είναι κανείς επαναστάτης πρέπει να υπάρχει επανάσταση. Την έχουμε ήδη. Κι
ένας επαναστάτης πρέπει επίσης να γνωρίζει τους ανθρώπους με τους οποίους πρόκειται να δουλέψει.
Πιστεύω ότι δε γνωρίζουμε ακόμα καλά ο ένας τον άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο
μπροστά μας... [Ωστόσο] αν γνωρίζουμε τους στόχους, αν γνωρίζουμε τον εχθρό και αν γνωρίζουμε
προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να μάθουμε πόση
απόσταση πρέπει να διανύουμε κάθε μέρα και να το κάνουμε. Κανένας δεν μπορεί να πει πόση είναι
αυτή η απόσταση· η απόσταση αυτή είναι η προσωπική πορεία κάθε ανθρώπου- είναι αυτό που θα
κάνει κάθε μέρα, αυτό που θα κερδίζει από την προσωπική του εμπειρία και αυτό που θα δίνει από
τον εαυτό του ασκώντας το επάγγελμα του, αφοσιωμένος στην ευημερία του λαού.
Αν διαθέτουμε ήδη όλα τα στοιχεία για να βαδίσουμε προς το μέλλον, ας θυμηθούμε τη φράση του
Χοσέ Μαρτί, την οποία πρέπει να εφαρμόζουμε διαρκώς: «Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι να
το κάνεις». Ας βαδίσουμε λοιπόν προς το μέλλον της Κούβας.
Το πλήρες κείμενο αυτής της ομιλίας περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση του Che Guevara Reader, που εκδόθηκε από την Ocean Press το
2003.

You might also like