You are on page 1of 200

Ε. Π.

 ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ 

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 
Δεύτερη έκδοση 

Μέρος Αʹ: ΒΙΟΣΟΦΙΑ 

Μέρος Βʹ: ΜΙΚΡΕΣ ΤΟΜΕΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 

«Με τη δύναμη της βούλησης ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του. 
Με τη δύναμη της αγάπης ο άνθρωπος αλλάζει τους άλλους. 
Με τη δύναμη της σκέψης ο άνθρωπος αλλάζει τον κόσμο». 

Κομφούκιος 

Εκδόσεις «Δωδώνη» 
Αθήνα — Γιάννινα 1984 

   

Digitized by 10uk1s 
Περιεχόμενα 

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΣΤΗ Β' ΕΚΔΟΣΗ ............................................................................................................ 4 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ .................................................................................................................................... 5 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΣΟΦΙΑ ............................................................................................................. 7 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................................... 8 
ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ........................................................................................................................ 13 
Η ΜΑΘΗΣΗ .............................................................................................................................. 24 
Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ........................................................................................................................... 37 
Ο ΕΡΩΤΑΣ ................................................................................................................................ 45 
Ο ΓΑΜΟΣ ................................................................................................................................. 55 
Η ΦΙΛΙΑ .................................................................................................................................... 62 
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ....................................................................................................................... 70 
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ............................................................................................................................. 81 
Ι ............................................................................................................................................ 81 
II ........................................................................................................................................... 84 
ΤΑ ΓΕΡΑΤΕΙΑ ............................................................................................................................ 92 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ............................................................................................................................. 99 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ .............................................................................................................................. 106 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΚΡΕΣ ΤΟΜΕΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ...................................................... 108 

ΕΘΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ........................................................................................................ 109 
ΑΘΑΝΑΣΙΑ ............................................................................................................................. 112 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ............................................................................................ 114 
Η ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ ..................................................................................................... 117 
ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ............................................................................................... 120 
ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ....................................................................................................... 123 
ΑΚΡΙΒΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ ................................................................................................................. 125 
ΣΧΟΛΙΟ Σ' ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ .................................................................................................. 128 
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ................................................................................................................................. 131 
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΡΕΤΗ ........................................................................................................... 134 
ΔΥΣΒΑΤΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ................................................................................................................ 136 
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ..................................................................................................... 139 
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ........................................................................................................... 142 
ΑΜΟΥΣΟΣ ΒΙΟΣ ...................................................................................................................... 145 
Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ................................................................................................. 147 
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ .............................................................................................................................. 149 
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ............................................................................................ 152 
Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ........................................................................................................................... 155 
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ....................................................................................................... 158 
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ .......................................................................................................... 161 
Η ΠΕΙΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ...................................................................................................... 164 
Ο ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ............................................................................................. 167 
ΤΟ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΧΑΣΜΑ ................................................................................................... 170 
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ ...................................................................................................... 173 
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ............................................................................................................ 176 
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΡΕΤΗΣ ............................................................................................................. 179 

Digitized by 10uk1s 
ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ......................................................................................................... 182 
ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ .................................................................................................................... 185 
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ................................................................................................................. 188 
ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑΣ ............................................................................................. 191 
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ........................................................................................................ 194 
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ................................................................................................. 197 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ .................................................................................................. 200 

Digitized by 10uk1s 
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΣΤΗ Β' ΕΚΔΟΣΗ 

Εκδότης  και  συγγραφέας  είχαν  μιαν  ευχάριστη  έκπληξη.  Το  βιβλίο  τούτο 
εξαντλήθηκε μέσα σε τρεις μήνες. Πράγμα που δείχνει όχι τόσο την αξία του, όσο τη 
δίψα  του  μεγάλου  αναγνωστικού  μας  κοινού  να  διδαχτεί  από  τους  πρεσβύτερους, 
εκείνους που τους ωρίμασε ο μόχθος και ο πόνος της ζωής, πώς να αντιμετωπίζει τα 
καθημερινά προβλήματά της. 

Βιβλία  του  τύπου  της  «Πρακτικής  Φιλοσοφίας»  δεν  επιδέχονται  περισσότερη 


επεξεργασία  ή  βελτίωση.  Αλλά  και  πάλι  μέσα  στο  μικρό  χρονικό  διάστημα  που 
πέρασε από την πρώτη έκδοση, τούτο δεν θα ήταν δυνατόν. Απλώς δόθηκε η ευκαιρία 
να  διορθωθούν  στη  δεύτερη  έκδοση  μερικά  (ασήμαντα  ευτυχώς)  τυπογραφικά 
σφάλματα. 

Ε. Π. Π. 

Μάρτιος 1974 

Digitized by 10uk1s 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

Μια εξήγηση πρώτα ως προς τον τίτλο του βιβλίου. 

Οι Αρχαίοι (κατά την κλασική διάκριση του Αριστοτέλη) ξεχώριζαν το π π ο ι ε ί ν  από το 
π ρ ά τ τ ε ι ν . Ο μαραγκός εε π ο ί ε ι  την κλίνη, ο γλύπτης ε
ε π ο ί ε ι  την εικόνα κ.ο.κ. Αλλά 
ο πολίτης  π ρ ά τ τ ε ι  τα κοινά, ο Αλκιβιάδης έπραξε κακώς όταν παράσυρε τον Δήμο 
στη  Σικελική  εκστρατεία  κ.ο.κ.  Π ο ι ώ   λοιπόν  σημαίνει  κατασκευάζω  (γενικά),  ενώ 
π ρ ά τ τ ω  σημαίνει συμπεριφέρομαι, ενεργώ (γενικά).  Η θ ι κ ή  σημασία έχουν μόνο οι 
πράξεις: ένα ποίημα είναι χρήσιμο ή άχρηστο, ακριβό ή φτηνό, όμορφο ή άσκημο κτλ., 
μια  π ρ ά ξ ι ς  είναι φρόνιμη ή απερίσκεπτη, καλή ή κακή, ευγενική ή χυδαία κτλ. Για 
τούτο «πρακτική φιλοσοφία» και «πρακτικός λόγος» ονομάζεται η η η θ ι κ ή  φιλοσοφία, 
ο η
η θ ι κ ό ς  λόγος. 

Στην κοινή γλώσσα τη σημερινή (όχι μόνο τη δική μας) αλλάζει το νόημα. Π Πρακτικό 
(πρακτικό  μέσον,  πρακτική  μέθοδος,  πρακτικός  άνθρωπος  κτλ.)  σημαίνει  ό,τι 
στηρίζεται στα πράγματα, όχι σε αφηρημένες ιδέες, και έχει (ή περιμένομε να έχει) 
συγκεκριμένα  αποτελέσματα.  Αντίθετο:  το  καθαρά  θ ε ω ρ η τ ι κ ό   που  παρά  την 
εσωτερική αξία του είναι συχνά ανεφάρμοστο ή παραπλανητικό. 

Στον τίτλο μας το επίθετο π π ρ α κ τ ι κ ή  έχει κατά κύριο λόγο την παλαιά σημασία του. 
Την  η θ ι κ ή   συμπεριφορά  του  ανθρώπου  εξετάζει  το  βιβλίο  τούτο  με  πρίσμα 
φιλοσοφικό. Επειδή όμως δεν απλώνεται σε θεωρητικές αναλύσεις και θεμελιώσεις 
(αυτό το έχει ήδη κάνει ο συγγραφέας σε προηγούμενα έργα του: «Ηθική» 3η έκδοση 
1970  και  «Η  ηθική  συνείδηση  και  τα  προβλήματά  της»  2η  έκδοση  1970),  αλλά 
προσπαθεί  να  δώσει  συγκεκριμένες  κατευθύνσεις  και  νουθεσίες  για  την 
αντιμετώπιση των προβλημάτων τής ζωής, εξυπακούεται στο επίθετο του τίτλου και 
το  σημερινό  νόημά  του.  «Πρακτικά»  θα  μιλήσομε  στον  αναγνώστη  και  «πρακτικές» 
οδηγίες  θα  του  προσφέρομε  στηριγμένοι  στην  «πράξη»  του  βίου  και  σʹ  αυτήν 
αποβλέποντας. 

Ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου έχω να σημειώσω τα εξής. 

Το  Π ρ ώ τ ο   Μ έ ρ ο ς   περιλαμβάνει  μια  σειρά  δημόσιων  μαθημάτων  μου  στον 


Μορφωτικό  Σύλλογο  «Αθήναιον»  από  τον  Νοέμβριο  τον  1966  έως  τον  Απρίλιο  του 
1967.  Είχαν  μαγνητοφωνηθεί,  αλλά  επεξεργάστηκα  κατόπι  το  κείμενο,  για  να  του 
δώσω αρτιότερη, πυκνότερη μορφή, χωρίς και να μεταβάλω το ύφος του προφορικού 
λόγου, γιατί αυτός παρά τις ατέλειές του είναι πάντα πιο ζωντανός και καταληπτός 
από τον γραπτό. 

Στο ΔΔ ε ύ τ ε ρ ο   Μ έ ρ ο ς  αναδημοσιεύονται από την εφημερίδα των Αθηνών «Το Βήμα» 
(στήλη της Πέμπτης) επιφυλλίδες μου των ετών 1961—1967 που αναφέρονται, άμεσα 
ή  έμμεσα,  στα  κύρια  θέματα  τον  Πρώτου  Μέρους  και  μπορούν  να  χρησιμέψουν  ως 
διευκρινίσεις  ή  προεκτάσεις  τους.  Στο  τέλος  καθεμιάς  αναγράφεται  η  χρονολογία 
του φύλλου όπου δημοσιεύτηκε. 

Με  το  βιβλίο  μου  τούτο  (ας  μου  επιτραπεί  η  εξομολόγηση)  θέλησα  όχι  μόνο  να 

Digitized by 10uk1s 
προσφέρω τη μικρή μου συμβολή στην αγωγή του λαού μας, όπως κάνω εδώ και πάνω 
από  πενήντα  χρόνια,  αλλά  και  να  επικοινωνήσω  ακόμη  μια  φορά  με  το  ακροατήριο 
που  παρακολούθησε  με  προσοχή  και  αγάπη  τα  μαθήματά  μου  —  επειδή  οι 
περιστάσεις με ανάγκασαν να το στερηθώ. 

Ε. Π. Π. 

Digitized by 10uk1s 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 
ΒΙΟΣΟΦΙΑ 

Digitized by 10uk1s 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Ύστερʹ από την «επανάσταση της επιστήμης» η φιλοσοφία, επέζησε ως μεθοδολογία 
της αντικειμενικής γνώσης ή «καθαρή» συνείδηση του πνεύματος. 

—Αλλά έπαψε να είναι οδηγός του ανθρώπου στους δύσκολους δρόμους της ζωής. 

—Αποτέλεσμα:  το  απρόσωπο  των  φιλοσοφικών  αληθειών,  η  ανωνυμία  των 


φιλοσόφων. 

—Έλειψε από την παιδεία μας ο τύπος του «σοφού» των αρχαίων κοινωνιών. 

—Αντιδράσεις  των  χρόνων  μας:  ανάγκη  και  προσδοκία  μιας  επώνυμης  φιλοσοφικής 
διδαχής του «ορθώς πράττειν». 

—Ο προσωπικός τόνος της χαρακτηρίζει, δεν μειώνει τη σημασία και την προσφορά 
της. 

—Πολύτιμες  είναι  και  οι  υποκειμενικές  βεβαιότητες  για  όσους  χρειάζονται  βοήθεια 
στη ζωή. 

«Με τον αγώνα που κάναμε οι φιλόσοφοι, για να μη μας αχρηστέψει η επιστήμη, κερδίσαμε 
τη φιλοσοφία, αλλά χάσαμε τον φιλόσοφο». Τούτο το παράπονο, αυτοκριτική και μεταμέλεια 
μαζί,  έρχεται  συχνά  στα  χείλη  των  θεωρητικών  στοχαστών  μας.  Η  «επανάσταση  της 
επιστήμης»,  στις  αρχές  του  17ου  αιώνα  (Descartes,  Bacon,  Galilei),  έφερε  σε  δύσκολη  θέση 
την  «καθαρή»  φιλοσοφική  θεωρία  (speculatio)  που  είχε  το  Μεσαίωνα  υποδουλωθεί  στον 
Αριστοτέλη  και  στο  θρησκευτικό  δόγμα.  Υποχώρησε  ξαφνικά  το  έδαφος  κάτω  από  τα  πόδια 
της, και έμεινε μετέωρη στο κενό. Ένα νέο πνεύμα έκανε τότε ορμητικά την εισβολή του στην 
ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο ορθός λόγος με τα δύο πρόσωπά του, τον μαθηματικό 
λογισμό και την εμπειρία, και σε λίγο η παραδοσιακή φιλοσοφία, η φιλοσοφία της «σχολής» 
(scolastica),  έπεσε  σε  ανυποληψία.  Το  ένα  πίσω  από  το  άλλο  τα  οχυρά  της  κατέρρευσαν— 
έως  ότου  με  την  «κριτική  φιλοσοφία»  (Immanuel  Kant)  έγινε  η  πρώτη  αποτελεσματική 
απόπειρα  διαλλαγής  των  αντιπάλων,  του  θριαμβευτή  και  του  πανικόβλητου,  με  την 
επιμελημένη  χάραξη  των  συνοριακών  γραμμών  της  περιοχής  του  καθενός.  Στην  επιστήμη 
κατακυρώθηκε  ολόκληρος  ο  χώρος  των  φαινομένων,  των  γεγονότων  που  επιδέχονται 
εμπειρική διερεύνηση, και στη φιλοσοφία, επειδή δεν έμεινε χωράφι για να πάρει, δόθηκε ο 
κλήρος του Λεβί—η κριτική ανάλυση των όρων και ο προσδιορισμός των ορίων του οργάνου 
του  πνεύματος,  του  «Λόγου».  Έγινε  δηλαδή  η  μεθοδολογία  της  επιστήμης  και  (για  τους  πιο 
θαρραλέους  και  αισιόδοξους  πιστούς  της)  η  συνείδηση  του  πνεύματος.  Αν  κατορθώθηκε  με 
αυτό τον τρόπο η συμφιλίωση επιστήμης και φιλοσοφίας, τούτο οφείλεται στο αποφασιστικό 
για την τύχη της φιλοσοφίας γεγονός ότι και οι δύο συμφώνησαν από πριν να αναζητούν και 
να  τιμούν  την  απρόσωπη  αλήθεια.  Εκείνην  που  προσδιορίζεται  και  ελέγχεται  με  κριτήρια 
παραδεκτά  απ'  όλους,  αντικειμενικά  —  με  το  νόημα  ότι  δεν  επηρεάζονται  από  την  οπτική 
γωνία  (την  αντίληψη  και  την  εκτίμηση,  την  πείρα  και  την  αξιολόγηση)  εκείνων  που  τα 
μεταχειρίζονται,  αλλά  έχουν  κύρος  καθολικών  και  αναγκαίων  αρχών∙  και  δεσμεύουν  κάθε 
έλλογο  ον,  που  η  φύση  και  η  παιδεία  του  έχει  δώσει  την  ικανότητα  να  τις  εννοεί  και  να  τις 
αναγνωρίζει. 

Digitized by 10uk1s 
Έτσι (καθώς και με τις εξελίξεις που είχε κατόπιν ο φιλοσοφικός στοχασμός, καθοδηγούμενος 
πότε  άμεσα  και  πότε  έμμεσα,  θετικά  ή  αρνητικά,  από  τον  «κριτικισμό»)  αποκαταστάθηκε 
βέβαια στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων η φιλοσοφία, αλλά οι φιλόσοφοι άρχισαν 
να πέφτουν, ολοένα περισσότερο, στην ανωνυμία. Όπως το διαρκώς ογκούμενο πλήθος των 
επιστημονικών  ανακαλύψεων  έχει  σήμερα  ανεξαρτοποιηθεί  από  το  έργο  και  την 
προσωπικότητα των ερευνητών που τις έφεραν στο φως και έχει γίνει, μέσα  στο corpus της 
επιστήμης,  «κτήμα  κοινό»  όσων  μπορούν  να  τις  προσεγγίσουν  και  να  τις  αξιοποιήσουν 
θεωρητικά ή πρακτικά, έτσι και της φιλοσοφίας του καιρού μας (του διαλεκτικού υλισμού, της 
φαινομενολογίας,  του  λογικού  θετικισμού,  της  γλωσσοανάλυσης)  οι  «αλήθειες» 
παρουσιάζονται χωρίς όνομα, σαν άσχετες προς την προσωπικότητα του φιλοσόφου που τις 
έχει  συλλάβει  και  διατυπώσει.  Στο  πρώτο  επίπεδο  του  ενδιαφέροντος,  τόσο  της  επιστήμης 
όσο και της φιλοσοφίας, έχει πια τοποθετηθεί και δεσπόζει το αντικείμενο (τα πράγματα και 
οι σχέσεις τους, οι καταστάσεις και τα γεγονότα με τους νόμους που εξηγούν την υφή και την 
αλληλουχία τους)∙ το υποκείμενο (η προσωπική προοπτική, η επώνυμη «θέση») αγωνίζεται ν' 
απαλείψει  τον  εαυτό  του  από  τη  διαδικασία  έως  τα  ακρότατα  όρια  του  δυνατού—με  την 
πεποίθηση  ότι  κάθε  παρέμβασή  του  αλλοιώνει  το  αποτέλεσμα  και  δίνει  στον  κριτικό  το 
δικαίωμα  και  τα  επιχειρήματα  να  αμφισβητήσει  το  κύρος  του∙  και  αυτήν  ακόμη  τη 
χρησιμότητά του. 

Ώρες—ώρες  όμως  αισθάνεται  ο  φιλόσοφος  την  ανάγκη  να  κάνει  τον  απολογισμό  και  να 
ισοζυγίσει τους λογαριασμούς του: Τι κέρδισε αλλά και τι έχασε (ορθότερα: τι κινδυνεύει να 
χάσει) απ' αυτή την τροπή που επήρε της φιλοσοφίας η μεγάλη υπόθεση στους χρόνους μας; 
Ότι εξερεύνησε, με το φως της κριτικής μεθόδου, τους χώρους του πνεύματος (τον οπλισμό 
και τη λειτουργία του νοείν, τις μορφές και τους  νόμους του∙ τα ελατήρια  και τους  στόχους 
τού  πράττειν,  τις  κλίμακες  και  τα  μέτρα  των  αξιών  του∙  κ'  εκείνης  της  άλλης  αίσθησης  και 
ευφροσύνης που προσφέρει η ομορφιά, η φυσική και τεχνική, τους τρόπους και τη σημασία) 
και  πλούτισε  με  πολύτιμα  ευρήματα  την  παιδεία  μας,  είναι  βέβαιο.  Και  το  κέρδος  που 
πραγματοποίησε με αυτές τις επίπονες κατακτήσεις, μεγάλο. Παράλληλα όμως άφησε, με το 
δρόμο που ακολούθησε, ανεκμετάλλευτο ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο: τον θησαυρό της γνώσης 
που  αποκομίζει  από  την  πείρα  της  ζωής  ο  εκλεκτός  και  σπάνιος,  ο  αληθινά  φωτισμένος 
άνθρωπος,  και  που  είναι  (όχι  αναλύσεις,  διευκρινίσεις  και  συστηματοποιήσεις  ανώνυμες 
αλλά)  προσφορά  μιας  ορισμένης,  επώνυμης  προσωπικότητας  —  απαύγασμα  μιας  σκέψης, 
ενός  αισθήματος  και  μιας  βούλησης  ατομικής  —  που  στάθηκε  αντιμέτωπη  προς  τα  μεγάλα 
προβλήματα της ζωής, πάλεψε μαζί τους και τώρα μπορεί (έχει τη δύναμη και το δικαίωμα) 
να  γίνει  οδηγός  για  τους  συνανθρώπους.  Και  η  ζημία  αυτή  είναι,  χωρίς  αμφιβολία,  πολύ 
μεγάλη. 

Η  σύγκριση  της  παιδείας  μας  (κατά  την  πλατιά  σημασία  της  λέξης)  με  την  παιδεία  άλλων 
ιστορικών  περιόδων  και  κύκλων  πολιτισμού  θα  διαφωτίσει  αυτή  την  αντιδιαστολή.  Στους 
αρχαίους χρόνους και λαούς (ακόμη και σήμερα στις κοινωνίες που εξακολουθούν να μένουν 
σε  πρωτόγονη  κατάσταση  και  να  εξελίσσονται  πολύ  αργά)  ο  ηλικιωμένος  και  γνωστικός 
άνθρωπος,  είτε  είχε  ορισμένο  αξίωμα  και  έργο  μέσα  στην  ομάδα  (ήταν  δηλαδή  αρχηγός, 
ιερέας, μάντης, μάγος κτλ.) είτε όχι, ήταν ένα πρόσωπο σεβαστό και επιβλητικό (μ' ευλάβεια 
τον  έβλεπαν  οι  άλλοι,  αλλά  και  με  δέος),  και  στις  δύσκολες  περιστάσεις  της  ζωής  όλοι  σ' 
αυτόν  κατέφευγαν  για  να  τον  συμβουλευτούν—με  την  πεποίθηση  ότι  έμπειρος, 
«διαβασμένος»,  φωτισμένος  (από  θεϊκό  φως)  καθώς  ήταν,  εκείνος  μόνο  μπορούσε  να  τους 
οδηγήσει  πώς  να  υπερνικήσουν  τις  δυσκολίες  και  να  βρουν  το  σωστό  δρόμο,  το  δρόμο  της 
(ατομικής  και  συλλογικής)  σωτηρίας.  Ήταν  ο  σοφός∙  έξοχο  προϊόν  της  φυλής,  άτομο 
προνομιούχο,  της  θεϊκής  εύνοιας  σκεύος  εκλεκτό,  ικανό  —σε  ώρες  ανάγκης—  να  επωμιστεί 
όλες  τις  ευθύνες:  να  γίνει  δάσκαλος,  γιατρός,  προφήτης,  στρατηγός,  νομοθέτης,  και  με  το 
λόγο,  το  παράδειγμα  και  τις  πρωτοβουλίες  του,  να  βγάλει  άτομα  και  πολιτείες  από  το 
αδιέξοδο, όπου σπρώχνει τους θνητούς το πάθος και η απρονοησία, η αμάθεια και η μωρία. 

Digitized by 10uk1s 
Η αρχαία ελληνική ιστορία μάς έχει διασώσει και ονόματα τέτοιων ηγετών και σωτήρων∙ δεν 
είναι μόνο οι «επτά σοφοί» του θρύλου αλλά και πρόσωπα ιστορικά όπως ο Λυκούργος και ο 
Σόλων,  ο  Επιμενίδης  και  ο  Ιπποκράτης,  ο  Πυθαγόρας  και  ο  Ηράκλειτος,  ο  Σωκράτης  και  ο 
Αρχύτας. Εάν μάλιστα καλοεξετάσομε, ο τύπος αυτός του «σοφού» είναι πάντοτε παρών σε 
όλες  τις  περιόδους  και  τις  σχολές  της  αρχαίας  ελληνικής  φιλοσοφίας:  από  τους  Ίωνες 
«φυσιολόγους» και τους σοφιστές, έως τους σωκρατικούς (Πλάτωνα και Αριστοτέλη) και τους 
Στωικούς.  Οι  Έλληνες  στοχαστές  (αν  εξαιρέσομε  τους  δασκάλους  του  «φθίνοντος 
ελληνισμού»,  λ.χ.  τους  γνωσιολόγους  της  Νέας  Ακαδημίας)  δεν  έγιναν  ποτέ,  σαν  τους 
φιλοσόφους  των  χρόνων  μας,  «καθαροί»  θεωρητικοί  του  σπουδαστηρίου∙  έμειναν 
ολοζώντανες προσωπικότητες και έκαναν, μέσα στις πολιτείες όπου ζούσαν, πάντοτε αισθητή 
την παρουσία τους με τον επώνυμο οδηγητικό λόγο και την υπεύθυνη κοινωνική δράση τους. 
Για  τούτο  όχι  μόνο  οι  σύγχρονοί  τους,  αλλά  και  οι  μεταγενέστεροι  έμαθαν  να  προστρέχουν 
στη  σοφία  τους,  για  να  δροσίζουν  βέβαια  το  πνεύμα  τους,  προπάντων  όμως  για  να  ζητούν 
βοήθεια στον αγώνα της ζωής. 

Αξιοσημείωτα,  για  την  αλληλουχία  των  σκέψεων  που  γίνονται  εδώ,  είναι  τα  εξής  δύο 
γεγονότα  που  δείχνουν  πόσο  η  ριζική  τοποθέτηση  της  νεώτερης  ευρωπαϊκής  φιλοσοφίας 
(κατά τον χαρακτηρισμό του Edmund Husserl: Philosophie als strenge Wissenschaft) πέρ' από 
την  περιοχή  της  θετικής  προσφοράς  στον  απρόσωπο  χώρο  της  κριτικής  ανάλυσης  δεν 
ικανοποιεί ούτε το κοινό που την τιμά ούτε τους ίδιους τους φιλοσόφους που τη διακονούν: 

α.  Ο  αναγνώστης  ή  ο  ακροατής  των  φιλοσοφικών  μαθημάτων,  όταν  κλείνει  το  βιβλίο  ή 
εγκαταλείπει την αίθουσα της ομιλίας, έχει το αίσθημα ενός κενού, συχνά πολύ ενοχλητικού, 
κάτι σαν τη διάψευση μιας έντονης προσδοκίας. Τα όσα διάβασε ή άκουσε πέρασαν από το 
νου  του,  διόγκωσαν  το  πλήθος  των  «πληροφοριών»  του,  ικανοποίησαν  έως  ένα  βαθμό  την 
περιέργειά του, αλλά δεν τον βοηθούν να πορευθεί με μεγαλύτερη από πριν σιγουριά στους 
δύσκολους δρόμους της ζωής, ούτε να αντιμετωπίσει με περισσότερο θάρρος τα προβλήματά 
της  —τα  «καθημερινά»,  αλλά  όχι  για  τούτο  ασήμαντα.  Από  τον  αληθινό  φιλόσοφο  πιστεύει 
ότι  έχει  το  δικαίωμα  να  περιμένει  αυτή  τη  βοήθεια  και  επειδή  δεν  του  προσφέρεται 
δυσανασχετεί.  Έχει  την  εντύπωση  ότι  οι  επίπονες  αναλύσεις  και  διευκρινίσεις  της  κριτικής 
φιλοσοφίας,  χρησιμότατες  ασφαλώς,  θα  έπρεπε  να  είναι  ένα  είδος  ξεκαθαρίσματος  του 
εδάφους,  για  να  θεμελιωθεί  το  οικοδόμημα  που  προορίζεται  να  στεγάσει  το  πνεύμα  και  να 
προστατέψει από τις καταιγίδες τον άνθρωπο τον ταλαιπωρούμενο μέσα στο στίβο της ζωής. 
Αρχή  δηλαδή  και  προοίμιο  του  έργου,  όχι  κύριο  σώμα,  ο  σκοπός  και  το  τέρμα  του.  Όταν 
λοιπόν οι φιλοσοφούντες δεν προχωρούν πέρ' απ' αυτή την εισαγωγή και δηλώνουν ότι εδώ 
τελειώνει  η  επιχείρηση,  ο  «μαθητής»  δοκιμάζει  τη  δυσάρεστη  έκπληξη  εκείνου  που  ανοίγει 
με  λαχτάρα  ένα  πολυσέλιδο  βιβλίο  και  σε  λίγο  ανακαλύπτει  ότι  ολόκληρο  είναι  ο  πρόλογος 
μόνο  μιας  συγγραφής  που  αναγγέλλεται,  αλλά  δεν  προσφέρεται.  («Μήπως  εμπαίζεται  με 
αυτό τον τρόπο η αδαημοσύνη, η αφέλεια, η αγνότητά του;»). 

β. Ότι μια τέτοια προσδοκία είναι νόμιμη, το ομολογούν έμμεσα πολλοί από τους κορυφαίους 
φιλοσόφους  των  αρχαίων  και  των  νέων  χρόνων,  αφού  ούτε  αυτοί  νομίζουν  ότι  το  καθαρά 
αναλυτικό και κριτικό έργο αποτελεί ολόκληρη (και μόνη) την προσφορά τους, και για τούτο 
παράλληλα προς τα «αυστηρά» φιλοσοφικά συγγράμματά τους επιχειρούν να μεταδώσουν το 
φως  του  στοχασμού  και  της  πείρας  τους  απάνω  στα  μεγάλα  θέματα  της  ζωής  με  τη  μορφή 
«ελεύθερων»  πονημάτων:  δοκιμίων,  παρέργων,  επιστολών,  απομνημονευμάτων  κλπ.  όπου 
προς  τον  άνθρωπο  της  βιοπάλης  μιλεί  όχι  ένας  άσαρκος  νους,  αλλά  πάλι  ένας  άνθρωπος 
ζωντανός,  με  όνομα  και  ιστορία.  Από  τις  «Επιστολές»  του  Πλάτωνα,  τα  «Εις  εαυτόν»  του 
Μάρκου  Αυρηλίου  και  τις  «Confessiones»  του  Αυγουστίνου  έως  τα  περίφημα  δοκίμια  του 
Bacon,  του  Hume  και  του  Kant∙  από  τις  «Σκέψεις»  του  Pascal  έως  τα  «Πάρεργα  και 
Παραλειπόμενα» του Schopenhauer — η φιλοσοφική γραμματεία έχει να επιδείξει θαυμάσιες 

Digitized by 10uk1s 
για το περιεχόμενο και τη μορφή τους σελίδες, αποκαλυπτικές ενός ύφους ζωής προσωπικής, 
άξιας να γίνει οδηγός και πρότυπο, παραμυθία και ελπίδα μας.— Άλλωστε η μεγάλη επιτυχία 
του υπαρξισμού στους χρόνους μας οφείλεται ασφαλώς και στο γεγονός ότι είναι μια έντονη 
διαμαρτυρία  απέναντι  στη  φιλοσοφία  της  αφηρημένης  και  απρόσωπης  σκέψης  και  ότι 
αναγνωρίζει  στον  κοινό  θνητό  το  δικαίωμα  να  χειραγωγηθεί  από  τους  γνήσιους  ανθρώπους 
του  πνεύματος  στην  απελπισμένη  του  προσπάθεια  να  πλησιάσει  το  σκοτεινό  μυστήριο  της 
ύπαρξης  και  να  φορτωθεί  το  ασήκωτο  βάρος  της  ελευθερίας  του.  Κατά  τούτο  η  φιλοσοφία 
του Kierkegaard και του Nietzsche, του Heidegger και του Sartre, του Jaspers και του G. Marcel 
έχει  κάτι  το  αρχέγονο  και  το  πηγαίο,  που  την  κάνει  ελκυστική∙  είναι  ανάλυση  και  μαζί 
οδηγητική, κριτική που αποκορυφώνεται στη διδαχή. 

Οι αντιρρήσεις των πιστών της «φιλοσοφίας ως καθαρής επιστήμης» για τη γνησιότητα και τη 
νομιμότητα  του  «φιλοσοφείν»  με  αυτό  τον  τρόπο  είναι  πολλές.  Υπογραμμίζω  τις 
σοβαρότερες: 

1. Προσφέρει —λέγουν— δογματικούς αφορισμούς που δεν αντέχουν στον κριτικό έλεγχο, 
«αλήθειες» αναπόδεικτες που οφείλουν τη λάμψη τους όχι στην αντικειμενική τους αξία 
αλλά στο κύρος ή στο γόητρο του προσώπου που τις διατυπώνει. 
2. Διδαχή  αυτού  του  είδους  δεν  έχει,  δεν  μπορεί  να  έχει  γενική  απήχηση∙  «πείθει»  μόνο 
εκείνους (τους κατ' ανάγκη λίγους) που από την ιδιοσυγκρασία και από τις περιστάσεις 
της ζωής τους είναι κατά κάποιο τρόπο ψυχικά προετοιμασμένοι να τη δεχτούν. 
3. Ως είδος λόγου το φιλοσοφείν του τύπου τούτου ανήκει πιο πολύ στη λογοτεχνία∙ είναι 
«ξεχείλισμα  ψυχής»  όπως  η  ποίηση,  έκφραση  και  διέξοδος  εμπειριών  υποκειμενικών, 
που  βέβαια  συγκινεί  το  αναγνωστικό  κοινό,  αλλά  με  τον  τρόπο  που  η  Τέχνη  και  όχι  η 
Επιστήμη αδράχνει τον ευαίσθητο άνθρωπο. 

Οι παρατηρήσεις αυτές είναι, έως ένα βαθμό, ορθές. Αλλά χαρακτηρίζουν, δεν ανατρέπουν το 
είδος  της  πνευματικής  προσφοράς  που  συζητούμε.  Ο  στοχαστής  που  δεν  περιορίζεται  στην 
αυστηρά  κριτική  διερεύνηση  του  αντικειμένου  του  (και  για  τον  φιλόσοφο  το  αντικείμενο 
τούτο  είναι  ο  συνειδησιακός  κόσμος)  αλλά  προχωρεί  παραπέρα  και  —σαν  τον  παλαιό 
πολεμιστή,  τον  έμπειρο  από  τις  μάχες  της  ζωής  και  προικισμένο  με  το  δώρο  να  εννοεί  την 
τακτική  αυτού  του  δεινού  πολέμου,  επομένως  και  να  προβλέπει,  έως  ένα  σημείο,  τις 
διακυμάνσεις,  καθώς  και  την  έκβασή  του—  επιχειρεί  να  βοηθήσει  τον  συνάνθρωπο  με  τις 
γνώσεις  που  αποθησαύρισε  στους  προσωπικούς  αγώνες  του,  το  ξέρει  ότι  δεν  μπορεί  να 
αποδείξει με αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα τις «αλήθειες» του. Τις προσφέρει τέτοιες που 
είναι:  κατακτημένες  όχι  με  συλλογισμούς,  αλλά  με  αίμα.  Αυτό  το  γνωρίζει  επίσης  κ'  εκείνος 
που τις υποδέχεται. Όπως όμως γνωρίζει και ότι το αίμα τούτο είναι βαρύτιμο, αίμα σοφού, 
προνομιούχου  ανθρώπου,  και  για  τούτο  προσέχει  και  τιμά  ό,τι  κατακτήθηκε  με  τόσο  βαρύ 
αντάλλαγμα.... Χωρίς αμφιβολία, δεν αισθάνονται με τον ίδιο τρόπο (και πολύ λιγότερο: δεν 
την  κάνουν  πράξη  στη  ζωή  τους)  τη  φιλοσοφική  διδαχή  όλα  τα  έλλογα  όντα  στα  οποία 
απευθύνεται.  Όπως  δεν  είναι  η  ίδια  ενιαία,  αλλά  πολύμορφη  (ας  αναλογιστούμε  πόσο 
αταίριαστες  μεταξύ  τους  παραλλαγές  είναι  π.χ.  η  παραμυθία  των  Στωικών  ή  ο  χριστιανικός 
λόγος  του  Pascal  από  το  ένα  μέρος,  και  το  αισιόδοξο  μήνυμα  της  παγκόσμιας  ειρήνης  του 
Kant  ή  το  ηρωικό  ευαγγέλιο  του  «Σταυρωμένου  Διόνυσου»  από  το  άλλο),  έτσι  ποικίλες  και 
ανισοδύναμες  είναι  και  οι  απηχήσεις  της.  Άλλος  κεραυνοβολείται  από  τις  αποκαλύψεις  της 
και  δαμάζεται,  άλλος  πάλι  μένει  ψυχρός  και  αδιάφορος  απέναντί  τους.  Τούτο  όμως  κατά  τι 
ελαττώνει  τη  σημασία  της;  Όπως  οι  σπόροι,  έτσι  και  τα  εδάφη  που  θα  τους  δεχτούν,  δεν 
έχουν την ίδια σύσταση. Άλλο θα τους θρέψει και θα δώσουν καρπό, και άλλο με τις πέτρες 
του θα τους πνίξει. Στον άνεμο και στα έντομα εμπιστεύεται η Φύση τη γύρη των λουλουδιών 
να την ταξιδέψουν. Έτσι, αναρίθμητοι (δυνητικοί) φορείς της ζωής πάνε χαμένοι∙ πάντα όμως 
επιζούν  αρκετοί,  και  το  πρόγραμμα  πραγματοποιείται.  Έπειτα,  δεν  είναι  ο  αριθμός  των 

Digitized by 10uk1s 
«σωζόμενων» που κρίνει τη χρησιμότητα της επικουρίας∙ και ένας να ωφεληθεί, έχει κερδίσει 
τη δικαίωσή της... 

Όσο για την υπαγωγή της διδακτικής (φιλοσοφικής) γραμματείας στο γένος της λογοτεχνίας, 
το θέμα έχει μεγάλην έκταση και δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί εδώ διεξοδικά. Κατά κανόνα, 
τα  είδη  του  λόγου  (με  τις  «μεταφυτεύσεις»  στοιχείων  από  το  ένα  στο  άλλο,  και  τις 
επικαλύψεις που έχουν επιχειρηθεί και επιτύχει, ιδίως στους χρόνους μας) δεν είναι αυστηρά 
περιχαρακωμένα,  και  μόνο  εξωτερικοί  χαρακτήρες  μορφής  χρησιμοποιούνται  συνήθως  από 
τους λογίους ως διαφοριστικά γνωρίσματα. Έτσι πολλές αμφισβητήσεις διατυπώνονται συχνά 
για  τις  νόμιμες  ή  όχι  διακρίσεις  τους.  Το  από  τη  φύση  του  πολύμορφο  δοκίμιο  ανήκει  στα 
αντιλεγόμενα, γιατί περιέχει και θεωρητικό στοχασμό και ποιητική φαντασία. Τούτο όμως δεν 
αναιρεί τη διδακτική του αξία. Ούτε το φιλοσοφικό βάρος του. Όταν διστάζομε να ονομάσομε 
«φιλοσοφικά» ορισμένα υψηλού επιπέδου ποιήματα και μυθιστορήματα, γιατί θ' αρνηθούμε 
αυτή  τη  σημασιολόγηση  (και  αξιολόγηση)  στα  εκλεκτής  ποιότητας  λογοτεχνικά  κείμενα  των 
φιλοσόφων; Στο τέλος‐τέλος, «βοήθεια» ζητεί και παίρνει ο άνθρωπος από οποιοδήποτε άξιο 
πνευματικό έργο∙ αν είναι λογοτέχνημα ή καθαυτό φιλοσοφική συγγραφή —αυτό ενδιαφέρει 
όχι τον τυπικό αναγνώστη, αλλά τον γραμματολόγο. 

Το συμπέρασμά μου θα είναι το εξής: 

Εκτός  από  την  «κριτική»  φιλοσοφία  της  απρόσωπης  βεβαιότητας  που  απέναντι  στα  κοινά 
προβλήματα  του  βίου  τηρεί  μιαν  αυστηρή  «εποχή»,  για  να  μη  διασκελίσει  τα  όριά  της, 
υπάρχει  (ως  υποχρέωση  του  σοφού,  και  ως  αξίωση  του  μεγάλου  κοινού  που  περιμένει  απ' 
αυτόν  να  φωτιστεί)  και  η  «πρακτική»  η  «διδακτική»  φιλοσοφία  —εκείνη  που  έρχεται  να 
βοηθήσει  τον  άνθρωπο  στην  ώρα  της  μεγάλης  ανάγκης  με  τις  «αλήθειες»  που  έχει 
θησαυρίσει από μια προσωπική πείρα ζωής. Τέτοιες στιγμές (αμηχανίας, κατάθλιψης, φόβου, 
απελπισίας κτλ.) ούτε εκείνος που τις προσφέρει, ούτε ο άλλος που τις δέχεται εξετάζει αν οι 
«αλήθειες»  αυτές  ως  λογικές  προτάσεις  στηρίζονται  σε  αναμφισβήτητες  αποδείξεις. 
Απλούστατα  ο  πρώτος  τις  δίνει  και  ο  άλλος  τις  παίρνει  για  ό,τι  είναι:  ως  υποκειμενικές 
βεβαιότητες  που  πιθανόν  να  είναι  χρήσιμες  σ'  αυτούς  που  κινδυνεύουν  (αν  μείνουν 
αχειραγώγητοι)  να  μη  γνωρίσουν  το  πραγματικά  πρόσωπο  της  ζωής  και  να  πέσουν  θύματα 
των φαντασιώσεων τους. Όταν πνίγεται στο πέλαγος ένας άνθρωπος, εμείς από την αδύνατη 
ίσως σχεδία μας θα του ρίξομε το σκοινί που κρατούμε —το μόνο που έχομε, κι' ας μην είναι 
απόλυτα εγγυημένη η στερεότητά του... Θα επιχειρήσομε να τον σώσομε όπως‐όπως... 

Αυτό κάνει, ορθότερα: προσπαθεί να κάνει, η «πρακτική» ή η «διδακτική φιλοσοφία». Και αν 
της αρνηθούν το δικαίωμα να ονομάζεται «φιλοσοφία», δεν θα επιμείνει στη διεκδίκηση του 
αμφισβητούμενου  τίτλου.  Θα  τον  ανταλλάξει  μ'  έναν  άλλο  που  έρχεται  από  μια  πολύ 
αρχαιότερην ευγένεια —θα ονομαστεί βιοσοφία. 

Οι αξιώσεις της μελέτης που ακολουθεί είναι περιορισμένες. Θα εξετάσει μερικά μόνο από τα 
θέματα του ανθρώπινου βίου, τα σπουδαιότερα κατά τη γνώμη του συγγραφέα. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 

Η σχέση τον καθενός μας με το σώμα «του» μοναδική και ανεπανάληπτη. 

—Δεν  «έχω»  το  σώμα  μου  όπως  ένα  οποιοδήποτε  αντικείμενο∙  το  σώμα  μου  «είμαι» 
εγώ. 

—Αιτίες της σύγχυσης. 

—Η  δυαδική  δομή  της  ανθρώπινης  υπόστασης  (σώμα‐ψυχή)  υπόθεση  που  γίνεται 
σταθμός στην ιστορία τον πνεύματος, αλλά και σοβαρή εμπλοκή για τη σκέψη και τα 
αισθήματά μας. 

—Πιθανά κίνητρα που εξηγούν την επιμονή στον αυτοδιχασμό. 

—Το πρόβλημα της προσωπικής μας ταυτότητας. 

—Ερχόμαστε στον κόσμο πριν από τη γέννησή μας, θα μείνομε στον κόσμο και μετά 
τον θάνατό μας. 

—Πρακτικοί κανόνες για τον φρόνιμο άνθρωπο: 

«Σέβου το σώμα σου, τίμα το σώμα σου». 

«Η  μηχανή  θα  σε  παραμορφώσει  και  θα  σε  φθείρει∙  μην  παραδίνεσαι  στους 
πειρασμούς της». 

«Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου». 

—Η υγεία δεν είναι, «γίνεται» αγαθό∙ η αρρώστια δεν είναι, «γίνεται» κακό. 

Ο άνθρωπος ως ενσύνειδο ον (ως «εγώ») έχει μιαν εντελώς ιδιαίτερη, μοναδική στο είδος της 
σχέση με το σώμα του. Δεν λέγω με το ανθρώπινο σώμα, αλλά με το σώμα του∙ ο καθένας με 
το δικό του, και αποκλειστικά με το δικό του, σώμα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο η γλώσσα 
μας διατυπώνει τα πράγματα όταν μιλούμε για τα μέλη και τα όργανα του σώματός μας, τη 
σύσταση, τις λειτουργίες και τα παθήματά του, μας παραπλανά και νομίζομε ότι μπορούμε να 
αναφέρομε  και  ν'  αντιμετωπίζομε  το  σώμα  μας  απαράλλαχτα  όπως  και  ένα  οποιοδήποτε 
άλλο  αντικείμενο  του  κόσμου.  Λέγομε  λ.χ.  «έχω  δύο  μάτια»,  «περιποιούμαι  τα  αυτιά  μου», 
«με ενοχλεί το στομάχι μου», «δεν έχω εμπιστοσύνη στα πόδια μου», όπως λέγομε «έχω δύο 
ειδών ματογυάλια», «περιποιούμαι τα λουλούδια του περιβολιού μου», «με ενοχλεί το σκυλί 
του γείτονα», «δεν  έχω  εμπιστοσύνη  στον υπάλληλό μου» — και φανταζόμαστε ότι και  στη 
μια  και  στην  άλλη  περίπτωση  (στην  πρώτη  όταν  μιλούμε  για  όργανα  και  μέλη  του  σώματός 
μας, στη δεύτερη όταν ο λόγος είναι για πράγματα και πρόσωπα του εξωτερικού, ως προς το 
σώμα  μας,  κόσμου)  λογικά  και  συντακτικά  η  κατάσταση  είναι  η  ίδια.  Ότι  υπάρχει  δηλαδή 
πάντοτε «απέναντί μας» ένα αντι‐κείμενο και η συνείδησή μας «αναφέρεται» σ' αυτό για να 
του  αποδώσει  κάποιο  κατηγόρημα  (να  το  χαρακτηρίσει,  να  το  διακρίνει  από  τα  άλλα,  να  το 
συνδέσει με μιαν εντύπωση, διάθεση ή επιθυμία μας κ.ο.κ. ). Αυτό όμως είναι λάθος. Δεν έχω 

Digitized by 10uk1s 
«δύο  μάτια»  όπως  έχω  «δύο  ειδών  ματογυάλια».  Δεν  περιποιούμαι  «τα  αυτιά  μου»  όπως 
περιποιούμαι «τα λουλούδια του περιβολιού μου»∙ δεν με ενοχλεί το «στομάχι μου» όπως με 
ενοχλεί  «το  σκυλί  του  γείτονα»∙  και  εμπιστεύομαι  ή  δεν  εμπιστεύομαι  «τα  πόδια»  μου  όχι 
όπως  εμπιστεύομαι  ή  δεν  εμπιστεύομαι  «τον  υπάλληλό  μου».  Τούτο  συμβαίνει  όχι  επειδή 
στα  κατηγορήματα  (praedicata)  «έχω»,  «περιποιούμαι»,  «ενοχλεί»  «(δεν)  εμπιστεύομαι» 
δίνω  άλλο  νόημα  (κυριολεκτικό  ή  μεταφορικό)  όταν  διατυπώνω  τις  προτάσεις  της  πρώτης 
σειράς  και  άλλο  όταν  μεταχειρίζομαι  τις  ίδιες  λέξεις  στις  προτάσεις  της  δεύτερης  (επειδή 
δηλαδή αλλιώς «περιποιείται» κανείς τα αυτιά του και αλλιώς τα λουλούδια∙ με άλλο τρόπο 
«ενοχλείται» από το στομάχι του και με άλλο τρόπο από το σκυλί του γείτονα∙ άλλου είδους 
«εμπιστοσύνη» είναι εκείνη που δεν έχω στα πόδια μου και άλλου είδους εκείνη που δεν μου 
εμπνέει  πια  ο  υπάλληλός  μου).  Αλλά  επειδή  (και  τούτο  ακριβώς  είναι  το  καίριο  σημείο  του 
ζητήματος)  άλλη,  εντελώς  άλλη  είναι  η  τοποθέτησή  μου  (ως  αισθανόμενου, 
συναισθανόμενου, κρίνοντος, επιθυμούντος «εγώ» — με μια λέξη: ως «συνείδησης) απέναντι 
στα  «μάτια  μου»,  στα  «αυτιά  μου»,  στο  «στομάχι  μου»,  στα  «πόδια  μου»,  από  κείνην  που 
παίρνω  με  τη  σκέψη  και  το  λόγο  (ως  «συνείδηση»)  απέναντι  στα  «ματογυάλια  που 
μεταχειρίζομαι», στα «λουλούδια του περιβολιού», στο «σκυλί του γείτονα», στον «υπάλληλο 
του γραφείου». Και είναι άλλη για τον απλούστατο λόγο ότι τα «μάτια μου», τα «αυτιά μου», 
το  «στομάχι  μου»,  τα  «πόδια  μου»  είμαι  εγώ  ο  ίδιος,  ενώ  τα  άλλα  πράγματα  και  πρόσωπα 
που  ονομάζω  δεν  είμαι  εγώ∙  αυτά  υπάρχουν  και  γίνονται  αντιληπτά,  νοητά,  επιθυμητά  κτλ. 
σαν κάτι άλλο από μένα. 

Εκείνο  που  μας  παρασύρει  στη  σύγχυση  των  δύο  διαφορετικών  καταστάσεων  είναι  εδώ 
πρώτα  βέβαια  η  κτητική  αντωνυμία  «μου»  (και  τα  μάτια  είναι  μάτια  «μου»,  και  τα 
ματογυάλια  ματογυάλια  «μου»,  όπως  και  τα  άλλα  ζεύγη:  τα  αυτιά  «μου»  και  τα  λουλούδια 
«μου»,  το  στομάχι  «μου»  και  το  σκυλί  «μου»,  τα  πόδια  «μου»  και  ο  υπάλληλός  «μου»)  και 
έπειτα  η  δομή  της  πρότασης  που  είναι  και  στις  δύο  σειρές  η  ίδια:  από  το  ένα  μέρος  ένα 
ουσιαστικό, και από το άλλο ένα κατηγόρημα που του αποδίνεται. Έτσι δουλεύει (ή έμαθε να 
δουλεύει) το μυαλό μας και εκφράζεται (ή έμαθε να εκφράζεται) η γλώσσα μας. Και αφού το 
ίδιο λογικό και φραστικό σχήμα επαναλαμβάνεται σε όλες τις προτάσεις μας και πάντοτε στο 
ουσιαστικό  που  ονομάζεται  υπάρχει  ο  ίδιος  χαρακτηρισμός  («μου»),  είναι  φυσικό  να 
νομίζομε ότι δεν μεταβάλλεται καθόλου η σκηνή όταν περνούμε από τη μια κατάσταση στην 
άλλη. Ότι επομένως μπορούμε να θεωρούμε και το σώμα μας (ο καθένας το δικό του σώμα) 
όπως όλα τα αντικείμενα (πρόσωπα και πράγματα) του κόσμου. Τούτο όμως είναι λάθος. Εάν 
ονομάσομε  το  ενσύνειδο  ον  εγώ  και  δεχτούμε  ότι  κάθε  ενέργημα  (actus)  αυτού  του  εγώ 
(αίσθηση, αντίληψη, κρίση, λογισμός, ανάμνηση, αλλά και ταραχή, φόβος, χαρά, θλίψη, τάση, 
ορμή, επιθυμία) είναι πάντοτε και κατά βάση ένα «αναφέρεσθαι προς κάτι άλλο από το εγώ» 
(=η  Intentionalität  του  Edmund  Husserl  και  των  φαινομενολόγων),  η  εικόνα  που  μας 
παρουσιάζεται είναι η εξής: ενώ όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα του κόσμου ανήκουν στη 
σφαίρα αυτού του «κάτι», το σώμα μας (για τον καθένα το δικό του)  βρίσκεται στην  εδώθε 
όχθη,  στη  γραμμή  του  «εγώ»,  αφού  και  με  το  σώμα  μας  τελείται  το  «αναφέρεσθαι  [προς]» 
όλων των συνειδησιακών ενεργημάτων. Ενσύνειδα όντα ασώματα δεν υπάρχουν∙ τουλάχιστο 
δεν  γνωρίσαμε  ως  τώρα  κανένα.  Όλα  χωρίς  καμιάν  εξαίρεση  είναι  σωματωμένα,  και 
αισθάνονται, αντιλαμβάνονται, στοχάζονται, συγκινούνται, υποφέρουν κτλ. με τα όργανα του 
σώματος που δένονται και ελέγχονται και συμπράττουν το ένα με το άλλο και όλα μαζί με το 
σύνολο. Εάν φθαρεί ένα όργανο ή αποκοπεί, και το σώμα δεν κατορθώσει να το αναπληρώσει 
και  να  αποκαταστήσει  τη  συνοχή  και  την  τάξη  που  διαταράχτηκε  από  το  ατύχημα,  τα 
συνειδησιακά ενεργήματα χαλαρώνουν ή και αναστέλλονται, με αποτέλεσμα το εγώ να χάνει 
ένα μέρος ή και ολόκληρη τη δραστηριότητά του. Κακώς λοιπόν διατυπώνω την πραγματική 
κατάσταση όταν λέγω «έχω τούτο εδώ το σώμα»∙ πρέπει να ειπώ «είμαι τούτο εδώ το σώμα». 
(Κατά  την  ίδια  αρχή:  «είμαι  τα  μάτια  μου»,  «είμαι  τα  αυτιά  μου»,  «είμαι  το  στομάχι  μου», 
«είμαι τα πόδια μου» κ.ο.κ. ). Γιατί «εγώ» είμαι ό,τι είμαι μέσα σε τούτο εδώ το σώμα και με 
τούτο  εδώ  το  σώμα∙  χωρίς  αυτό  εδώ  το  σώμα  ή  έξω  απ'  αυτό  εδώ  το  σώμα  είναι  εντελώς 

Digitized by 10uk1s 
αδύνατο να είμαι ό,τι είμαι. Τα μέλη μου λοιπόν και τα όργανά μου, τα κόκκαλα και οι μυώνες 
μου, οι αδένες και τα νεύρα μου δεν είναι σαν τα οποιαδήποτε αντικείμενα του κόσμου, που 
μπορούν άριστα να μεταβληθούν ή να αφανιστούν χωρίς να πάθω τίποτα, αλλά είμαι εγώ, και 
αν λείψουν ή πάψουν να λειτουργούν όπως λειτουργούν, εγώ δεν θα είμαι πλέον εγώ. 

Το συμπέρασμα μας είναι λοιπόν το εξής: 

Με κανένα αντικείμενο του κόσμου δεν έχει ο άνθρωπος τη σχέση που έχει με το σώμα του∙ ο 
καθένας με το δικό του σώμα. Η σχέση αυτή είναι εντελώς ιδιαίτερη, μοναδική στο είδος της. 
Εάν δεν το καταλαβαίνομε αυτό (και επομένως δεν το εκτιμούμε κατά τη σημασία του), αιτία 
είναι  το  γεγονός  ότι  συνηθίζομε  να  μιλούμε  για  το  σώμα  μας  (τα  μέλη  και  τα  όργανά  του) 
όπως  και  για  όλα  τα  άλλα  πράγματα  και  πρόσωπα  του  κόσμου.  Λ.χ.  λέμε  «έχω  δύο  χέρια»∙ 
αλλά  η  έκφραση  είναι  ανακριβής.  Γιατί  «έχω  δύο  χέρια»  σημαίνει:  έχω  εγώ  δύο  πράγματα 
χωριστά  από  τον  εαυτό  μου,  τα  χέρια  —όπως  έχω  δύο  τσέπες  στο  παλτό  μου,  ή  δύο 
διπλώματα  ευρεσιτεχνίας στο συρτάρι του γραφείου μου. Τα χέρια μου όμως δεν  είναι σαν 
τις τσέπες ή σαν τα διπλώματά μου, χωριστά, «έξω» από μένα. Τα χέρια μου είμαι εγώ, και αν 
μου αφαιρεθούν τα χέρια, δεν είμαι πλέον το ίδιο εγώ όπως πριν, και αυτά δεν είναι πλέον τα 
χέρια μου. Τα χέρια μου είναι ένα μ' εμένα, και εγώ είμαι αυτός που είμαι δια των χεριών μου 
και μαζί με τα χέρια μου. Τέτοια σχέση δεν είχα ποτέ ούτε θα έχω με τις τσέπες του παλτού 
μου  και  με  τα  διπλώματα  του  γραφείου  μου.  Τι  πρέπει  λοιπόν  να  κάνομε;  να  αλλάξομε  τη 
γλώσσα που μιλούμε; Φυσικά όχι∙ να ξέρομε όμως ότι όταν μιλούμε για το σώμα μας με τον 
τρόπο που συνηθίζομε, μεταχειριζόμαστε εκφράσεις μεταφορικές που αληθεύουν μόνο κατ' 
αναλογίαν. Τέτοια λ.χ. είναι η έκφραση: «κινούμαι με τα πόδια μου», γιατί τα πόδια μου δεν 
είναι σαν το ποδήλατο που το καβαλικεύω και μετακινούμαι∙ τα πόδια μου είμαι εγώ, και εγώ 
είμαι τα πόδια μου. Του είδους τούτου η μεταφορική διατύπωση είναι φανερή σε προτάσεις 
όπως: «σε πρόδωσαν τα μάτια σου». Τα μάτια σου δεν είναι ένας σύντροφος που σε πρόδωσε 
ή  ένα  είδος  μάσκας  που  δεν  μπόρεσε  να  σε  κρύψει∙  τα  μάτια  σου  είσαι  εσύ,  επομένως,  αν 
θέλομε  να  κυριολεκτήσομε,  πρέπει  να  πούμε:  «μόνος  σου,  καθώς  με  κοίταξες,  αποκάλυψες 
τον  εαυτό  σου,  αυτοπροδόθηκες».  Και  τούτο  ακριβώς  εννοούμε  όταν  (μεταφορικά) 
αποδίνομε την προδοσία στα μάτια του φίλου και όχι στον ίδιο. 

*** 

Μια μικρή παρέκβαση εδώ. Ότι το σώμα μας είμαστε εμείς (ότι  «μόνο το σώμα τούτο είμαι 
εγώ, και μόνο εγώ είμαι το σώμα τούτο») δεν χρειάζεται απόδειξη για όποιον μπορεί, χωρίς 
προσχηματισμένες  ιδέες  της  κοινής,  ακόμη  και  της  υποτιθέμενης  επιστημονικής  αγοράς,  να 
συλλάβει με άμεσην εμπειρία την ενότητά του, να νιώσει την ψυχή μέσα στο σώμα του και το 
σώμα  μέσα  στην  ψυχή  του.  Εάν  όμως  χρειαστούν  τεκμήρια,  ασφαλώς  δεν  πρόκειται  να 
λείψουν.  Ιδού  μερικά.  Η  απουσία  ενός  οργάνου  που  αχρηστεύθηκε  από  αρρώστια,  ή  ενός 
μέλους  που  το  χάσαμε  από  ακρωτηριασμό,  μεταβάλλει  άλλοτε  ελαφρότερα  και  άλλοτε 
βαρύτερα  μαζί  με  το  σωματικό  και  το  ψυχικό  μας  καθεστώς,  ανάλογα  με  την  έκταση  και  το 
βάθος  της  διαταραχής  που  προκαλεί  στη  λειτουργία  του  οργανισμού.  Η  «ψυχή»  όμως 
εξακολουθεί  να  είναι  τόσο  «ένα»  με  το  σώμα  της,  ώστε  —όπως  ξέρομε—  οι  ανάπηροι 
αισθάνονται  επί  μακρό  χρόνο  πόνους  στα  όργανα  ή  στα  άκρα  που  τους  λείπουν,  έως  ότου 
εγκατασταθεί  και  αρχίσει  να  λειτουργεί  η  συνείδηση  ενός  «νέου»  σώματος,  χωρίς  π.χ.  ένα 
νεφρό  ή  χωρίς  πόδια.  Εξάλλου,  βαθύτατες  ψυχικές  αναστατώσεις  που  φτάνουν  έως  τη 
δίπλωση  της  προσωπικότητας  οφείλονται,  καθώς  έχει  πιστοποιήσει  η  ψυχοπαθολογική 
έρευνα,  σε  ανεπανόρθωτες  βλάβες  της  λειτουργίας  των  σπλάχνων  και  του  νευρικού 
συστήματος∙ τότε η διάσπαση της σωματικής γίνεται και σκίσιμο της ψυχικής υπόστασης. Εάν 
μερικές  ζημίες  του  οργανισμού  αφήνουν  αναλλοίωτο  (ή  σχεδόν  αναλλοίωτο)  το  ψυχικό 
καθεστώς,  τούτο  γίνεται  ή  επειδή  είναι  πολύ  επιπόλαιες  και  ασήμαντες,  ή  επειδή  με  τις 

Digitized by 10uk1s 
εφεδρικές  δυνάμεις  που  επιστρατεύει  αμέσως  το  σώμα,  τις  επανορθώνει  και  ξαναβρίσκει 
πολύ  γρήγορα  την  «τάξη»  του.  Ας  αναφέρομε  ακόμη  και  ένα  γεγονός  που  το  έχουν  από 
παλαιούς  χρόνους  τονίσει  οι  χαρακτηρολόγοι  και  οι  φυσιογνωμιστές:  το  σώμα  μας  με  το 
χτίσιμο και τις κινήσεις του, τους μορφασμούς, τις χειρονομίες και το περπάτημα, με το ύφος 
και τον «αέρα» του, είναι πιστή  εικόνα του εσώτερου εαυτού  μας∙ όχι απλώς τον εκφράζει, 
αλλά  τον  πραγματοποιεί  μέσα  στο  πλαίσιο,  στις  διαστάσεις  και  στους  νόμους  του  φυσικού 
κόσμου∙ είναι το υλικό του πρόσωπο, η προέκταση και το αποτελείωμά του. 

Όσο  για  την  άλλη  όψη  της  σωματοψυχικής  ενότητας,  το  φαινόμενο  είναι  αναμφισβήτητο. 
Όλοι  από  άμεσην  αντίληψη  γνωρίζομε  ότι  της  ψυχής  ο  κάματος,  η  πλήξη,  η  απόγνωση,  ο 
μαρασμός  μπορούν  να  κάμψουν  την  αντοχή  του  πιο  ακμαίου  σώματος  και  να  το 
εξουθενώσουν.  Το  γεγονός  είναι  βέβαιο,  αλλά  δεν  το  διατυπώνομε  σωστά.  Δεν  φέρνει  το 
σωματικό  ναυάγιο  η  ψυχική  κατάρρευση,  αλλά  ψυχή  και  σώμα  γκρεμίζονται  μαζί,  αφού  το 
ένα  στέκεται  και  πέφτει  μέσα  στο  άλλο  και  δια  του  άλλου.  Το  χτύπημα  γίνεται  ταυτόχρονα 
αισθητό  και  από  τα  δύο,  με  σύστοιχα,  στην  κλίμακα  και  στο  επίπεδο  του  καθενός,  τα 
αποτελέσματά του. 

*** 

Από τότε που ο άνθρωπος πίστεψε ότι είναι διφυής και δισυπόστατος, «σώμα» και «ψυχή», 
αρχίζει ένα εντελώς νέο κεφάλαιο της πνευματικής του ιστορίας. Η τομή υπήρξε βαθιά και το 
χάσμα ανάμεσα στο προγενέστερο και σε τούτο το στάδιο της πορείας του αγεφύρωτο. Πότε 
ακριβώς  και  πώς  έγινε  αυτή  η  μετατροπή,  δεν  είναι  εύκολο  να  προσδιορίσομε∙  άλλωστε  το 
θέμα βρίσκεται έξω από τα όρια και τους σκοπούς της μελέτης μας. Πάντως με αυτήν έγινε 
μια  πρώτου  μεγέθους  ιδεολογική  mutation  του  ανθρώπινου  γένους,  που  άλλαξε  ριζικά  τον 
πολιτισμό  και  τη  μοίρα  του.  Έως  τώρα,  παρά  τις  απελπισμένες  προσπάθειες  των  προφητών 
και  των  φιλοσόφων  του,  ο  άνθρωπος  δεν  κατόρθωσε  να  δώσει  μια  λογικά  παραδεκτήν 
εξήγηση της δυαδικής δομής που θεσμοθέτησε προνομιακά για τον εαυτό του μέσα στο ζωικό 
βασίλειο.  Πώς  γίνεται  να  έχουν  συνδεθεί  δύο  τόσο  ανόμοια  και  αταίριαστα  στοιχεία, 
προορισμένα το ένα να βασανίζει το άλλο, σε μια συζυγίαν εφήμερη που λήγει με τον βέβαιο 
θάνατο του ενός και την αβέβαιη επιβίωση του άλλου; Και πώς ακόμη είναι εύλογη μια τόσο 
άνιση  και  άδικη  κατανομή  των  προσόντων  και  των  αδυναμιών  στους  δύο  ακούσιους 
συνεταίρους  που  υποχρεώνονται  να  συνοδοιπορήσουν  μέσα  σε  παγίδες  που  στήνει  ο  ένας 
για  τον  άλλο;  Τα  προβλήματα  που  θέτει  η  συνύπαρξη  δύο  τέτοιων  άσπονδων  αντιπάλων, 
υπήρξαν ανέκαθεν σκοτεινά και περίπλοκα∙ εντούτοις από την  ώρα  που  θαμποχάραξε μέσα 
στην  ανθρώπινη  κεφαλή  αυτή  η  ιδέα,  δεν  μπορούμε  ν'  απαλλαγούμε  από  τη  μαγεία  της. 
Ακόμη  και  όσες  φορές  δοκιμάζομε  ν'  απαγγιστρωθούμε  από  το  σχήμα  του  διχασμού,  η 
γλώσσα  δεν  μας  παρακολουθεί.  Πάλι  μιλούμε  για  «ψυχικό  κόσμο»  και  «σωματικήν 
υπόσταση», ενώ αποφασίσαμε να μην ξεχωρίσομε πια «σώμα» και «ψυχή». 

Αυτή η εμπλοκή ανοίγει το δρόμο στην υποψία ότι κάποια βαθύτερα, και ισχυρότερα από τα 
λογικά,  κίνητρα  έπαιξαν  και  παίζουν  αποφασιστικό  ρόλο  αν  όχι  στη  γένεση,  ασφαλώς  όμως 
στην  επιμονή  της  ιδέας  του  διχασμού,  στο  στερεό  ρίζωμά  της  μέσα  στο  πνεύμα  της 
ανθρωπότητας. Όταν δεν κατορθώνομε να δαμάσομε τα βάναυσα πάθη μας (την οκνηρία, τη 
λαιμαργία,  τη  φιληδονία,  τη  βιαιότητα,  την  κακεντρέχεια),  επειδή  δεν  έχομε  όχι  τη  δύναμη, 
αλλά την άσπιλην ειλικρίνεια να τα υποτάξομε, βρίσκομε βολική την υπόθεση ότι η δύστυχη 
ψυχή μας νικήθηκε από τον πειρασμό, τον απόρθητα οχυρωμένο μέσα στο από τη φύση του 
πονηρό  σώμα.  Με  αυτό  τον  τρόπο  μεταθέτομε  την  ευθύνη  από  την  απερισκεψία,  την 
αβουλία,  την  ακολασία  μας  σ'  έναν  εξ  ορισμού  υπαίτιο  κάθε  ηθικού  εκτροχιασμού  και 
νομίζομε  ότι  γλυτώνομε  από  τα  συναισθήματα  ενοχής  (τύψεις  και  μεταμέλειες)  που  μας 
βασανίζουν.  Οι  ψυχολογικές  έρευνες  του  καιρού  μας  έδειξαν  πόσο  εφευρετικός  είναι  ο 

Digitized by 10uk1s 
άνθρωπος  όταν  από  δικά  του  λάθη  (που  τον  συμφέρει  να  μη  τα  παραδέχεται,  για  να  μην 
αναλάβει την υποχρέωση ότι δεν θα τα επαναλάβει) περιέρχεται σε αδιέξοδο∙ είναι έτοιμος 
να ενοχοποιήσει και τα ιερώτερά του πρόσωπα, εάν ελπίζει ότι από το ανοσιούργημα τούτο 
θα  σωθεί.  Ο  ένοχος  πρέπει,  φυσικά,  να  είναι  πάντοτε  ένας  «άλλος»∙  έτσι  γίνεται  και  το 
«σώμα»  μου  ένας  άλλος,  χωριστός  από  την  «ψυχή»  μου,  και  φορτώνεται  όλα  μου  τα 
ανομήματα.  Επειδή  όμως  και  πάλι  δεν  εξαλείφονται  οι  τύψεις  και  οι  μεταμέλειες,  τα 
συναισθήματα  της  ενοχής,  καθώς  μένουν  ανεξιλέωτα,  μεταμορφώνονται  σε  τάσεις 
αυτοκολασμού.  Ενώ  δηλαδή  χωρίσαμε  το  «σώμα»  από  την  «ψυχή»  μας,  για  να  μη  πέφτει 
απάνω μας ο ρύπος του, επομένως θα έπρεπε να βλέπομε τον εαυτό μας μόνο σαν «ψυχή», 
εμείς ταυτιζόμαστε και με το «σώμα», τον ένοχο, και αυτή η αναδίπλωσή μας —«θύμα» και 
συνάμα «θύτης»— γέννησε και τρέφει το άγχος της αμαρτίας, που έδωσε στον άνθρωπο (με 
αποκλειστικότητα μέσα στο ζωικό βασίλειο) δύο προνόμια: την παραφροσύνη και την ποίηση. 

*** 

Θα  ανησυχήσει  ίσως  ο  αναγνώστης  με  την  τροπή  που  παίρνει  η  διερεύνησή  μας.  «Εάν»  θα 
ειπεί «εγώ είμαι το σώμα μου, και ούτε εγώ μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτό ούτε αυτό χωρίς 
εμένα,  τι  θα  απογίνω  όταν  με  τον  θάνατο  διαλυθεί  και  επιστρέψει  ολόκληρο  στο  φυσικό 
σύμπαν όπου ανήκουν τα στοιχεία του»; Δεν είναι όμως μόνη αυτή η απορία που γεννιέται 
από  τη  σαφή  και  κατηγορηματική  παραδοχή  της  σωματοψυχικής  μας  ενότητας.  Κοντά  της 
προβάλλει  και  μια  δεύτερη,  ίσως  όχι  τόσο  δραματική  όσο  η  πρώτη,  αλλά  από  καθαρά 
θεωρητικήν  άποψη  πολύ  πιο  στενόχωρη.  Η  εξής:  Το  σώμα  μου,  από  τότε  που  σαρκώθηκα 
μέσα στον κόλπο της μητέρας μου έως τώρα που ηλικιώθηκα και αισθάνομαι ότι άρχισε πια 
με μεγάλα βήματα η καθοδική πορεία προς το αναπόφευκτο τέρμα, δεν υπήρξε ποτέ ένα και 
το  ίδιο,  παρά  πέρασε  από  πολλές  φάσεις  (του  εμβρύου,  του  βρέφους,  του  νήπιου,  του 
παιδιού,  του  έφηβου,  του  νέου,  του  ώριμου  κτλ.  )  και  κάθε  φορά  παρουσίασε  τόσο  βαθιές 
διαφορές,  ανατομικές  και  λειτουργικές,  από  την  προηγούμενη  κατάστασή  του,  ώστε,  εάν 
θέλω να κυριολεκτήσω, πρέπει να παραδεχτώ ότι έως τώρα δεν είχα ένα σώμα, αλλά πολλά∙ 
και  θα  έχω  περισσότερα  εάν  αξιωθώ  να  φτάσω  σε  προχωρημένα  γεράματα.  Πώς  όμως 
πιστεύω ότι έμεινα και μένω ο ίδιος διαμέσου αυτών των διαφορών και σε πείσμα τους; Εάν 
η ενότητά μου με το σώμα μου είναι τόσο απόλυτη όσο την έδειξε η ανάλυσή μας, θα έπρεπε 
μαζί με το σώμα μου να έχει γίνει κάθε τόσο και άλλο το εγώ μου, επομένως η υπόστασή μου 
να έχει προ πολλού χάσει την ταυτότητά της. Γίνεται να μένω ο ίδιος με τον εαυτό μου, όταν 
το  alter  ego,  το  σώμα  μου,  αλλοιώνεται  σε  τέτοιο  βαθμό  από  τη  μια  φάση  της  ζωής  στην 
άλλη; 

Το  πρόβλημα  της  προσωπικής  μας  ταυτότητας  περιπλέκεται  ακόμη  περισσότερο  εάν 
συλλογιστούμε ότι κάθε ζωντανό ον γεννιέται προτού έρθει στον κόσμο. Τούτο δεν σημαίνει 
ότι έχει συλληφθεί από τον γεννήτορά του πριν ιδεί το φως∙ αλλά ότι έχει αρχίσει να υπάρχει 
πολύ  πριν  απ'  αυτή  τη  φυσιολογική  διαδικασία.  Εάν  θελήσω,  με  τη  φαντασία,  να 
ακολουθήσω  την  κληρονομική  γραμμή  που  πηγαίνει  πίσω,  προς  τα  βάθη  του  παρελθόντος, 
για να προσδιορίσω εκείνο το μακρινό σημείο του χρόνου από το οποίο άρχισα βιολογικά να 
«υπάρχω»,  θα  βεβαιωθώ  ότι  είναι  αδύνατο  να  το  ανακαλύψω.  Γιατί  οι  φορείς  της  ζωής,  τα 
κύτταρα τα γενεσιακά (άλλα με αρσενικό χαρακτηριστικό και άλλα με θηλυκό) που έπρεπε να 
συναντηθούν  υπό  ορισμένες  συνθήκες,  για  να  θεμελιώσουν  τη  σωματική  μου  υπόσταση, 
έχουν  μιαν  ιστορία  που  ανατρέχει  πιο  πέρα  από  τον  πατέρα  και  τη  μητέρα  μου,  πέρα  από 
τους  άμεσους  και  πλάγιους  προγόνους  μου.  Αυτά  τα  απειροελάχιστα  σωματίδια,  τα 
φορτισμένα  με  τη  δύναμη  της  ζωής,  έχουν  ξεκινήσει  από  πολύ  μακριά∙  από  τους  αδένες 
προγενέστερων όντων, τούτων πάλι τα προϊόντα από όργανα πιο προγενέστερων, και ακόμη 
πιο  προγενέστερων...  Άκρη  σ'  αυτή  τη  σειρά  δεν  θα  βρούμε,  εκτός  εάν  θελήσομε  να  τη 
διακόψομε στο ζευγάρι των Πρωτοπλάστων. Η Γενετική διδάσκει ότι οι φορείς της ζωής, που 

Digitized by 10uk1s 
ταξιδεύουν  στο  χρόνο  όπως  τα  κύματα  στον  ωκεανό,  κουβαλούν  τους  «χαρακτήρες»  του 
είδους  (φορτίο  που  δεν  μένει  αναλλοίωτο)  επί  γενεές  γενεών  έως  τη  στιγμή  που  το 
παραδίνουν  στους  γεννήτορές  μας.  Θεωρητικά,  όταν  αναζητούμε  μέσα  στον  λαβύρινθο  του 
βιολογικού παρελθόντος την προέλευση του «σώματός» μας, δεν επιτρέπεται να τερματίσομε 
στην  πρώτη  ανθρώπινη  οικογένεια.  Πρέπει  να  κατηφορίσαμε  την  κλίμακα  των  ζωντανών 
όντων,  να  πισωδρομήσομε  προς  τις  ατελέστερες  μορφές  της  ζωής,  έως  τις  εντελώς 
στοιχειώδεις.  Ίσως  μάλιστα,  εξερευνώντας  το  γενεαλογικό  μας  δέντρο,  υποχρεωθούμε  να 
εγκαταλείψομε τούτον το μικρό πλανήτη και να πάμε σε άλλους κόσμους, από όπου σοβαροί 
επιστήμονες  του  καιρού  μας  πιστεύουν  ότι  θα  ξεκίνησαν  τα  πρώτα  σπέρματα  που  με  τη 
συναίρεση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων τους γέννησαν τα σώματα από τα οποία ξεπήδησε 
κάποτε (όπως από ένα εύφλεκτο υλικό το φως) αυτό που ονομάζομε ζωή. Έτσι —χωρίς να το 
πολυκαταλάβομε— μεταφερόμαστε σε πλανήτες και ήλιους και γαλαξίες, από τους οποίους 
μας  χωρίζουν  αποστάσεις  μετρούμενες  με  εκατομμύρια  και  δισεκατομμύρια «ετών  φωτός». 
Σε  χώρους  δηλαδή  και  χρόνους  που  κανείς  νους  και  καμιά  φαντασία  δεν  μπορεί  να  τους 
συλλάβει.  Αφού  όμως  απλώσαμε  (υποχρεωθήκαμε  από  τη  «λογική  των  φαινομένων»  να 
απλώσομε)  σε  τέτοιαν  έκταση  τις  ρίζες  του  σώματός  μας,  πώς  μπορούμε  τώρα  να  το 
περιμαζέψομε,  να  το  βάλομε  μέσα  σ'  ένα  χωρικό  και  χρονικό  περίγραμμα  και  να  ειπούμε: 
«Να! αυτή ακριβώς είναι η σωματική μας υπόσταση∙ εδώ αρχίζει και εκεί τελειώνει»; Έπειτα, 
μ' ένα τέτοιο απέραντο, ακαθόριστο και ασύλληπτο «σώμα» τι είδος «εγώ» θα επιχειρήσομε 
να ταυτίσομε; Αν είναι και τούτο σαν εκείνο, διάχυτο στο σύμπαν ολόκληρο, ταιριάζει να το 
θεωρούμε  συνείδηση  —  κάτι  δηλαδή  που  υποθέτει  πριν  απ'  όλα  συγκέντρωση  και  τάξη, 
άξονα και πειθαρχία, ενότητα και οργάνωση; 

Το πρόβλημα: αν συμμετέχομε ή πόσο συμμετέχομε στον θάνατο με τη διάλυση του σώματός 
μας στον τάφο, είναι, όπως εξηγώ σ' ένα άλλο δοκίμιό μου και σ' αυτό ακόμη το βιβλίο μου, 
παρακάτω (και για τούτο δεν θα το εξετάσω εδώ), ένα πρόβλημα ανοιχτό, που φοβούμαι ότι 
δεν  πρόκειται  να  κλείσει  ποτέ  για  το  ανθρώπινο  μυαλό,  το  παραδομένο  εξίσου  στην 
αμφιβολία και στην ελπίδα. Όχι λιγότερο ανοιχτό μένει επίσης για τη φιλοσοφικήν έρευνα και 
το  πρόβλημα  της  προσωπικής  μας  ταυτότητας.  Πώς,  με  τις  αλλεπάλληλες  μεταβολές  και  τη 
διάχυση του σώματός του μέσα στο «πέλαγος του είναι», σχημάτισε ο άνθρωπος και διατηρεί 
την  πεποίθηση  ότι  αποτελεί  κάποιο  «εγώ»,  που  μένει  ένα  με  τον  εαυτό  του,  ίδιο  και 
απαράλλαχτο  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  ζωής  —είναι  σχεδόν  ανεξήγητο.  Ή  —για  να 
ακριβολογήσομε—  δεν  επιδέχεται  μιαν  εξαντλητική  και  αναντίρρητη  εξήγηση.  Η  Ψυχολογία 
υποστηρίζει ότι το αίσθημα (μάλλον παρά την αντίληψη) της προσωπικής μας ταυτότητας το 
οφείλομε  από  το  ένα  μέρος  στο  γεγονός  ότι  οι  μεταβολές  στο  σώμα  μας  ούτε  ριζικές  είναι 
ούτε απότομες, για να σπάσει η συνέχεια των διαδοχικών του καταστάσεων, και από το άλλο 
στην ικανότητά μας να διατηρούμε με τη μνήμη το παρελθόν κοντά στο παρόν και μέσα στο 
παρόν,  σε  έκταση  και  σε  βαθμό  που  επιτρέπει  να  διατηρούν  οι  εμπειρίες  μας  τον  ίδιο 
χαρακτηριστικό  δείκτη,  ένα  κοινό  παρονομαστή:  το  ένα  και  μόνο  «πρόσωπό»  μας.  Η 
Γνωσιολογία πάλι (με την πρόοδο που έκανε οδηγημένη από την «υπερβατολογική Κριτική» 
του Im. Kant) κατατάσσει και την προσωπική ταυτότητα στις έννοιες που από το πλήθος και 
την  ποικιλία  των  εμπειρικών  δεδομένων  τις  σχηματίζει  ο  νους  επιθέτοντας  την  κατηγορική 
του  σφραγίδα∙  εδώ  την  ενότητα  και  μαζί  την  ταυτότητα.  Δύσκολα  καταλαβαίνει  αυτή  την 
εξήγηση  ο  αμύητος.  Θα  τον  διευκολύνομε  ίσως  αν  του  ειπούμε  ότι  σύμφωνα  με  το  σχήμα 
τούτο  (που  έχει  σήμερα  τους  βαρύτερους  φιλοσοφικούς  τίτλους),  δεν  είμαι,  αλλά  γίνομαι 
ένας  όταν  στοχάζομαι  και  χαρακτηρίζω  τα  πολλά  και  ποικίλα  βιώματα  της  σωματοψυχικής 
μου ύπαρξης ως ενέργειες και διαθέσεις ενός και του ίδιου υποκειμένου, εκείνου που, για να 
το ξεχωρίσω  από τα άλλα, αποφασίζω  και συνηθίζω να το ονομάζω  εγώ. Είναι λοιπόν και  η 
προσωπική  μου  ταυτότητα,  σε  τελευταίαν  ανάλυση,  ένα  λογικό  πλάσμα,  θεωρητική 
κατασκευή,  προϊόν  κατηγορικής  διεργασίας  ορισμένων  εμπειρικών  δεδομένων  από  το 
πνεύμα.  Μια  τρίτη  εξήγηση  τονίζει  τον  κοινωνικό  παράγοντα  στη  διαδικασία  του 
σχηματισμού της παράστασης και του συναισθήματος του ατομικού «εγώ». Ο κοινωνικός βίος 

Digitized by 10uk1s 
—λέγει— με τους όρους και τις απαιτήσεις του επιβάλλει στον καθένα μας (από πολύ νωρίς), 
όπως με τις υλικές διαστάσεις του κατέχει πάντα μια δική του θέση μέσα στον φυσικό χώρο, 
έτσι  και  να  αισθάνεται  και  να  λογαριάζει  ένα  (και  τον  ίδιο)  τον  εαυτό  του  μέσα  στην 
κοινότητα των ομοίων του∙ η διαφοροποίηση των ατόμων και η «ταυτότητά» τους (εγγύηση 
των υποχρεώσεων και των ευθυνών του καθενός απέναντι στο σύνολο) είναι προϋπόθεση και 
προϊόν της κοινωνικής οργάνωσης και ευστάθειας. 

Τελειωτική,  όπως  είπα,  δεν  μπορεί  να  θεωρηθεί  καμιά  λύση  του  προβλήματος.  Τις 
περισσότερες  πιθανότητες  συγκεντρώνει  ίσως  εκείνη  που  θα  μπορέσει  να  συνθέσει  και  τις 
τρεις υποθέσεις που ανάφερα: την ψυχολογική, τη γνωσιολογική και την κοινωνιολογική, σε 
ενιαίο  ερμηνευτικό  σχήμα.  Για  μια  τέτοιαν  απόπειρα  δεν  νομίζω  ότι  θα  μπορούσε  να  έχει 
σοβαρές αντιρρήσεις ο αμερόληπτος παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων. Όλοι έχομε 
περάσει  από  πολλούς  και  διάφορους  «εαυτούς»  έως  ότου  φτάσαμε  σ'  εκείνον  που 
ενσαρκώνομε σήμερα (θα διατηρηθεί άραγε κι αυτός; και έως πότε;) και που πιστεύομε  ότι 
«αυτός» υπήρξε ανέκαθεν και όχι άλλος. (Ο L. Pirandello θα πρόσθετε την αιτιολογία που έχει 
κάποιαν αλήθεια αλλά εκφράζεται με υπερβολή: επειδή από ευαισθησίαν ηθική πρέπει, και 
από  λόγους  σκοπιμότητας  συμφέρει  αυτό  και  μόνο  το  πρόσωπο  να  δείχνομε  και  στους 
άλλους και στον ίδιο τον εαυτό μας). Ακόμη και οι πιο ευνοημένοι από τους θεούς της τάξης 
και  της  αρμονίας  «χαρακτήρες»,  οι  πιο  αυστηρά  συγκροτημένοι  και  πειθαρχημένοι  (από  τη 
φυσική  τους  δομή  αλλά  και  από  επίπονη  αυτοδιαπαιδαγώγηση),  παρουσιάζουν  κατά  την 
τριβή  τους  με  αντίξοες  περιστάσεις  χάσματα  και  αντιφάσεις  που  είναι  δυσάρεστα 
υποπροϊόντα  ή  ευτυχείς  επιβιώσεις  (κληρονομικών  ή  επίκτητων)  ιδιοτήτων  και  έξεων  από 
προγενέστερα  στάδια  ή  παλαιότερες  περιπέτειες  της  ζωής.  Αν  τούτο,  από  μιαν  άποψη, 
αποτελεί  αδυναμίαν  επικίνδυνη  για  την  εσωτερική  ευστάθεια  του  ανθρώπου,  από  άλλην 
άποψη είναι, χωρίς αμφιβολία, ένδειξη πλούτου ψυχικού που επιτρέπει στην καλλιέργεια του 
πνεύματος και στην κοινωνική δραστηριότητά μας να αναπτυχθούν προς πολλές και ποικίλες 
κατευθύνσεις.  Το  φαινόμενο  δεν  θα  το  αποδώσομε  βέβαια  αποκλειστικά  και  μόνο  στις 
μεταβολές που παθαίνει το σώμα μας κινούμενο (φυλογενετικά και οντογενετικά) απάνω στη 
μακρά  και  ανώμαλη  τροχιά  της  ζωής,  αφού  ξέρομε  τι  βαθειάν  επίδραση  έχει  απάνω  μας  το 
ουδέποτε αναλλοίωτο φυσικό και κοινωνικό «περιέχον» της ύπαρξής μας∙ η ρευστότητα όμως 
του σώματος παραμένει μια από τις πρώτες αιτίες. 

*** 

Πριν περάσω στο πρακτικό μέρος του μαθήματος, θεωρώ απαραίτητο να κάνω δύο χρήσιμες 
διευκρινίσεις. 

α. Η συνύφανση και το αλληλέγγυο, με μια λέξη η ενότητα του εαυτού μου με το σώμα μου, 
που  υποστηρίζεται  σ'  αυτές  εδώ  τις  σελίδες,  δεν  αποκλείει  την  αντιμέτωπη  θέση  των  δύο 
όρων  στη  σχέση  της  γνώσης  και  της  πράξης,  όπου  προϋπόθεση  είναι  το  δυνατόν  του 
διαχωρισμού του ενός από τον άλλο. Μπορώ, με άλλους λόγους, όταν πάρω ορισμένα μέτρα, 
να περιεργαστώ τα μέλη ή τα όργανα του σώματός μου ή να ενεργήσω απάνω τους σα να μην 
είναι  δικά  μου  αλλά  ξένα.  Να  βάλω  λ.χ.  αντίκρυ  μου  την  παλάμη  του  χεριού  μου  και  να 
μελετήσω  τις  γραμμές  της,  ή,  με  μιαν  ένεση  να  αναισθητοποιήσω  το  πόδι  μου  και  να  κάνω 
απάνω  του  μια  τομή  με  χειρουργικό  μαχαίρι∙  να  ιδώ  τα  μάτια  μου  στον  καθρέφτη  ή  να 
ξεκολλήσω το καμένο μέρος της επιδερμίδας μου κ.ο.κ. Αλλά και πάλι ο τρόπος με τον οποίο 
σχετίζομαι  τότε  προς  το  σώμα  μου  είναι  μοναδικός  στο  είδος  του,  γιατί  σ'  αυτές  τις 
περιπτώσεις το σώμα μου παρουσιάζει μιαν ιδιότητα που δεν την έχει κανένα άλλο πράγμα 
του κόσμου: είναι και δεν είναι αντι‐κείμενο (για την αντίληψη, το συναίσθημα, την επιθυμία 
μου),  δεν  περνάει  ολόκληρο  στην  περιοχή  των  αντικειμένων,  ούτε  και  ό,τι  απ'  αυτό 
εξαντικειμενικεύεται  μπορεί  να  μείνει  σ'  αυτή  την  κατάσταση  επί  απεριόριστο  χρόνο. 

Digitized by 10uk1s 
Εξακολουθεί  να  ανήκει  και  στο  εγώ  μου  που  το  παρατηρεί  ή  ενεργεί  (με  την  πράξη)  απάνω 
του∙ και αν, σε μια στιγμή, αποσπάται απ' αυτό με μιαν επέμβαση στις λειτουργίες του (με τη 
νάρκωση π.χ.), πρέπει να ξαναενωθεί μαζί του — διαφορετικά παύει να είναι σώμα μου και 
γίνεται  κάτι  εντελώς  διαφορετικό  από  τη  φύση  του.  Το  φαινόμενο  τούτο  το  διατυπώνει, 
νομίζω,  σωστά  η  γλώσσα  μας  όταν  λέμε:  «ζωγράφισα  το  πρόσωπό  μου  σα  να  ήταν  ξένο», 
«καυτηρίασα  το  δέρμα  μου  σα  να  ήταν  δέρμα  ενός  άλλου».  «Σα  να»  (abs  ob,  comme  si,  as 
if...)  όχι  «όπως».  Τα  δύο  περιστατικά  είναι  ομόλογα  μόνο  καταχρηστικά,  κατά  προσέγγιση, 
δεν συνανήκουν στην ίδια τάξη φαινομένων. 

β. Την οικειότητα που έχω με το δικό μου δεν μπορώ να την έχω με κανενός άλλου το σώμα∙ ο 
άλλος  έχει  αυτή  την  οικειότητα  πάλι  με  το  δικό  του  μόνο,  ποτέ  με  το  σώμα  ένας  τρίτου.  Ο 
καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο κλεισμένος μέσα στη δική του σωματικήν υπόσταση, όπως 
σ'  ένα  χώρο  που  ανήκει  αποκλειστικά  και  μόνο  σ'  αυτόν.  Τα  αισθήματα,  οι  συγκινήσεις,  οι 
επιθυμίες που ενεργούνται απάνω στο σώμα και με το σώμα μου, εγώ μόνο ξέρω τι ποιόν, τι 
ένταση, ποιο χρώμα και ποιο τόνο έχουν —και κανένας άλλος. Ακόμη και ο πόνος μου είναι 
τόσο δικός μου, ώστε δεν μπορεί να τον καταλάβει και να τον εκτιμήσει ένας άλλος, όπως και 
εγώ δεν μπορώ να καταλάβω και να εκτιμήσω του άλλου τον πόνο. Όταν είναι ανάγκη να τον 
ανακοινώσω, αγωνίζομαι να τον περιγράψω και να τον χαρακτηρίσω με παραλληλισμούς και 
μεταφορές  («όχι  οξύς,  αλλά  αμβλύς∙  όχι  εντοπισμένος,  αλλά  διάχυτος∙  όχι  μόνιμος,  αλλά 
περιοδικός∙ όχι γεμάτος, αλλά αδειανός» κ.ο.κ.), και πάλι μόνο ενμέρει και κατά προσέγγιση 
γίνομαι αντιληπτός ακόμη και από τον πιο ενήμερο, τον πιο καλοπροαίρετο συνάνθρωπό μου. 
Γιατί, για να καταλάβω τη σωματοψυχική κατάσταση του άλλου, τη μεταφέρω «απάνω μου» 
και επομένως, για να συνεννοηθώ μαζί του εντελώς, πρέπει να μεταχειριζόμαστε και οι δύο 
—στα αισθήματα, στις συγκινήσεις, στις επιθυμίες— ακριβώς την ίδια «γλώσσα», όχι μόνο τις 
ίδιες  «λέξεις»  αλλά  και  την  ίδια  «γραμματική»,  το  ίδιο  «συντακτικό».  Πράγμα  σχεδόν 
αδύνατο.  Τούτο  όμως  δεν  σημαίνει  ότι  είμαστε  καταδικασμένοι,  σαν  τους  απομονωμένους 
στα κελλιά της ειρκτής, να μην επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλο, να είναι για μας ο άλλος 
σκοτεινός  και  ακατανόητος,  όπως  ένα  κείμενο  γραμμένο  με  κώδηκα  που  δεν  έχει 
αποκρυπτογραφηθεί. Γιατί ευτυχώς η «φύσις» των ανθρώπων είναι κοινή, και όσοι ανήκουν 
στον  ίδιο  πολιτισμό  και  στο  ίδιο  κοινωνικό  στρώμα  έχουν  και  κοινή  «παιδεία»∙  επομένως 
μπορούν και συνεννοούνται. Σημαίνει μόνο ότι τον άλλο τον καταλαβαίνομε με την εμβίωση 
ή  τη  συμπάθεια∙  δηλαδή  (χωρίς  διαστοχασμό)  βάζομε  τον  εαυτό  μας  στη  θέση  του  (να 
αισθανθεί, να σκεφτεί, να συγκινηθεί, να επιθυμήσει) και εκείνον στη θέση τη δική μας, και 
τότε ζούμε μέσα μας, «παίζομε με το δικό μας όργανο», τις διαθέσεις και τις ενέργειές του και 
τις εννοούμε — πάντοτε όμως μέσα σε ορισμένα περιθώρια, κατά προσέγγιση, ποτέ εντελώς. 
(Εξού  και  οι  αμφιβολίες,  οι  παρεξηγήσεις,  οι  απογοητεύσεις  και  τα  παρόμοια,  στις  σχέσεις 
μας με τους συνανθρώπους). Ωστόσο φαίνεται ότι, σε ορισμένες περιστάσεις, η επικοινωνία 
με  τον  άλλο  μπορεί  να  προχωρήσει  σε  βαθμόν  εκπληκτικό∙  τόσο  βαθιά  κάποτε  μας 
«καταλαβαίνει» η μητέρα με τη στοργή της, ο φίλος με την αγάπη του, ο εχθρός με το μίσος 
του. 

*** 

Από τις παραπάνω παρατηρήσεις και διασαφήσεις συνάγονται μερικοί πολύ χρήσιμοι για τη 
ζωή,  πρακτικοί  κανόνες  που  χρέος  αλλά  και  συμφέρον  έχει  ο  φρόνιμος  άνθρωπος  να  τους 
προσέξει. 

Θα  τους  διατυπώσω  αφού  προτάξω  ένα  μικρό  προοίμιο  που  αν  δίνει  την  εντύπωση 
παραδοξολογίας, τούτο οφείλεται μόνο στη διατύπωση και όχι στο νόημά του. 

Το  σώμα  μάς  έφτιαξε.  Τα  χέρια  έκαναν  το  νου  μας  να  ξυπνήσει  και  τη  σκέψη  μας  να 

Digitized by 10uk1s 
οργανωθεί.  Αν  τώρα  ο  νους  προστάζει  και  τα  χέρια  εκτελούν,  στην  αρχή  δεν  ήταν  έτσι  τα 
πράγματα∙ τα χέρια πρόσταζαν και ο νους εκτελούσε. Αυτά γύμνασαν, οδήγησαν, φώτισαν τη 
σκέψη μας. Αυτά μας δίδαξαν τις πρώτες μεθόδους: πώς να συγκρατούμε, να χωρίζομε και να 
ενώνομε,  δηλαδή  να  παρατηρούμε,  να  κρίνομε  και  να  συλλογιζόμαστε.  Και  τα  πόδια  μάς 
εκίνησαν,  μας  έβγαλαν  από  την  κατάσταση  του  φυτού.  Μας  μετατόπισαν  στο  χώρο  και  μας 
απελευθέρωσαν από τις «ρίζες». Κ' έτσι μας έδωσαν την πρώτη αίσθηση της ελευθερίας. Και 
το  κεφάλι;  Αυτό  μας  σήκωσε  ψηλά.  Το  σήκωμα  προς  τα  απάνω,  η  όρθωση,  έκανε  τον 
άνθρωπο  άνθρωπο.  Από  την  ώρα  που  ο  μακρινός  πρόγονος  κατόρθωσε  να  σηκωθεί  και  να 
σταθεί  στα  δυο  του  πόδια  με  το  κεφάλι  ψηλά,  είδε  τον  ουρανό  και  μέσα  του  ένιωσε  την 
πρώτη  του  αγωνία.  Αν  τα  χέρια  μάς  δίδαξαν  πώς  να  σκεπτόμαστε,  αν  τα  πόδια  μας 
ελευθέρωσαν, το κεφάλι μας έδωσε τη μεταφυσικήν ανησυχία και ανάταση. 

1.  «Σέβου  το  σώμα  σου,  τίμα  το  σώμα  σου»  θα  είναι  η  πρώτη  παραίνεση.  Αν  το  σώμα  μας 
είμαστε εμείς, και όχι ένας άλλος που τον έχομε φορτωθεί όπως ο σαλίγκαρος το καυκί του, 
αν εδώ δεν υπάρχουν δύο: το όχημα και ο ηνίοχος, αλλά το ίδιο το όχημα είναι ο ηνίοχος και 
ο ίδιος ηνίοχος είναι το όχημα, τότε όποιος σέβεται και τιμά το σώμα του σέβεται και τιμά τον 
εαυτό του, και όποιος δεν σέβεται ούτε τιμά το σώμα του δεν σέβεται ούτε τιμά τον  εαυτό 
του. Σ' αυτή την αλήθεια απάνω μπορεί να οικοδομήσει κανείς όχι μόνο μιαν Υγιεινή αλλά και 
μιαν Ηθική. Διδάξετε τους νέους να σέβονται το σώμα τους και θα γίνουν ευπρεπείς∙ δεν θα 
επιτρέψουν  στην  οκνηρία  και  στην  ακρασία  να  ασχημήνει  το  κορμί  τους.  Διδάξετέ  τους  να 
τιμούν το σώμα τους και θα γίνουν εγκρατείς∙ δεν θα παραδίνονται στις βάναυσες ηδονές ή 
στις  χρείες  των  άλλων.  Γιατί  και  στην  πρώτη  και  στη  δεύτερη  περίπτωση  το  σώμα 
εξευτελίζεται, γίνεται όργανο ταπεινό και ντροπιάζεται. 

Το ότι πολύ συχνά δεν σεβόμαστε ούτε τιμούμε το σώμα μας φαίνεται καθαρά στο γεγονός 
ότι (από πανουργία και κακό γούστο, ή από κουφότητα και ματαιοδοξία) το μασκαρεύομε με 
τα  φορέματα  και  το  προστυχεύομε  με  τον  στολισμό  του.  Υπάρχουν  τρόποι  ντυσίματος  και 
καλλωπισμού  που  αναδείχνουν  τις  αρετές  του  σώματος,  και  άλλοι  που  τις  διασύρουν.  Οι 
πρώτοι  εκφράζουν  τη  φυσικότητα  και  την  ειλικρίνεια,  τη  ζωντάνια  και  την  αισιοδοξία  της 
σωματικής  ακμής,  οι  δεύτεροι  προβάλλουν  τη  ρώμη  και  την  ομορφιά  με  το  ψεύδος  της 
νοθείας,  σαν  μια  απατηλή  προθήκη  μαγαζιού  φτήνειας.  Το  αποτέλεσμα  είναι  και  εδώ  ότι 
πρώτος  γελιέται  εκείνος  που  πάει  να  γελάσει  τους  άλλους...  Στην  αμφίεση  και  στη 
διακόσμηση  εγκωμιάζομε  συνήθως  την  «κομψότητα»,  και  με  αυτήν  εννοούμε  μια 
καλλιεργημένη  καλαισθησία,  μια  λεπτότητα  περίτεχνη,  «μη‐φυσική».  Το  περίτεχνο  και  μη  ‐ 
φυσικό δεν είναι βέβαια πάντοτε και αντι‐φυσικό, ούτε παραποίηση, ψεύτισμα του φυσικού, 
γιατί  μπορεί  να  είναι  συμπλήρωση,  επέκταση,  ανάδειξή  του.  Επομένως  διόλου  δεν 
αποκλείεται  να  έχει  κομψότητα  μια  ευπρεπής  αμφίεση,  ή  ένας  σεμνός  στολισμός.  Για  την 
αποφυγή  όμως  παρεξηγήσεων  θα  συμβούλευα  στον  φρόνιμο  όχι  την  κομψότητα  αλλά  τη 
χάρη.  Η  χάρη  επιβάλλεται  με  τη  φυσικότητα  και  την  ειλικρίνεια,  την  άνεση  που  τη 
χαρακτηρίζει.  Χαριτωμένος  αξίζει  να  ονομάζεται  εκείνος  που  παρουσιάζει  στο  ντύσιμο,  στις 
κινήσεις, στους τρόπους του μια τελειότητα με μεγάλην άνεση. Ακριβώς επειδή η τελειότητα 
αυτή είναι τόσο άνετη, δίνει στους άλλους την εντύπωση της ευκολίας, έως ότου δοκιμάσουν 
και εκείνοι να τη μιμηθούν, οπότε καταλαβαίνουν πόσο δύσκολη είναι, γιατί όταν του λείπει 
το τάλαντο (και εδώ το χάρισμα είναι απαραίτητο), με την προσπάθεια που κάνει κανείς για 
να τη φτάσει, τη χάνει. Αν έχει έναν εχθρό η χάρη, αυτός είναι η προσπάθεια. 

2. «Η μηχανή με την εισβολή της στη ζωή σου θα παραμορφώσει, θα φθείρει το σώμα σου∙ 
μην  παραδίνεσαι  στους  πειρασμούς  της».  Η  εκπληκτική  πρόοδος  της  τεχνολογίας  στους 
χρόνους μας έχει επιβάλει την τυραννία του εργαλείου. Τα πρώτα εργαλεία που κατασκεύασε 
ο άνθρωπος, για να αλλάξει το φυσικό περιβάλλον και να το προσαρμόσει στις ανάγκες του, 
ήταν  προεκτάσεις  και  συμπληρώσεις  των  αισθητήριων  οργάνων  και  των  άκρων  του,  των 

Digitized by 10uk1s 
χεριών  και  των  ποδιών  του.  Έπρεπε  να  καλύψει  αποστάσεις,  να  κάμψει  αντιστάσεις,  να 
επιτύχει δυσανάλογα προς τις φυσικές δυνάμεις του αποτελέσματα, να ασφαλιστεί από την 
πείνα, το ψύχος, το σκοτάδι, την αρρώστια, τους εχθρούς — και για τούτο επινόησε ολοένα 
πιο περίπλοκες, πιο σίγουρες, πιο αποδοτικές μηχανές. Αλλά οι υπηρέτες αυτοί, με τον καιρό, 
απομακρύνθηκαν από τα ανθρώπινα σχήματα, ξεπέρασαν και τις άμεσες ανθρώπινες χρείες, 
και αντί να υπακούουν στη θέλησή μας, πάνε να επιβάλουν το δικό τους νόμο στον τράχηλό 
μας.  Το  σώμα  μας  φθείρεται  πρόωρα  από  τα  προϊόντα  τους  (τις  τροφές  και  τα  ποτά  που 
παρασκευάζουν), τα όργανά μας ατροφούν, τα άκρα μας αχρηστεύονται από τις «ευκολίες» 
που προσφέρουν (στην πληροφοριοδότηση, στη μετακίνηση, στους λογαριασμούς μας). Κάτω 
από  την  τυραννία  τους  ο  άνθρωπος,  αν  δεν  εξολοθρευτεί,  κινδυνεύει  να  πάθει  σωματικές 
αναπηρίες  και  αλλοιώσεις  σε  κλίμακα  που  δεν  γνώρισε  ως  τώρα  η  ιστορία  του  είδους,  με 
αναπόφευκτη  συνέπεια  να  στερηθεί,  μαζί  με  τη  χαρά  της  ζωής,  και  αυτήν  ακόμη  την 
προσωπικότητά του. —Πώς να αντιδράσομε στον κίνδυνο; Μη μπαίνοντας απερίσκεπτα (σαν 
τα άμυαλα παιδιά) στον ζυγό της μηχανής∙ μη αναγνωρίζοντας σ' αυτήν το δικαίωμα να μας 
υποδουλώσει.  Τα  εργαλεία  έγιναν  για  να  καλυτερεύουν  τη  ζωή,  να  ελευθερώνουν  τον 
άνθρωπο από τις ανάγκες που τον πιέζουν∙ όταν δεν τους δίνομε τη θέση που τους ταιριάζει, 
παρά  τους  επιτρέπομε,  χάρη  στις  ανέσεις  που  μας  προσφέρουν,  να  μας  θυσιάζουν,  έχομε 
ηττηθεί  —όχι  απ'  αυτά  αλλά  από  την  απερισκεψία  μας.  Θα  ήταν  μωρός  εκείνος  που  θ' 
αποφάσιζε  να  συστήσει  την  επάνοδο  στη  δήθεν  παραδεισιακήν  απλότητα  των  πρωτογενών 
κοινωνιών (ακόμη και αν ήταν τούτο κατορθωτό, που δεν είναι)∙ το τίμημα στην πρόοδο άξιζε 
να  πληρωθεί,  και  το  πληρώσαμε.  Δεν  συμβουλεύω  λοιπόν  αυτό,  αλλά  τούτο  μόνο:  (με  τον 
τρόπο που θα οργανώσομε τη ζωή μας: το επάγγελμα, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία μας) 
τα  όργανα  της  ελευθερίας  να  μη  γίνουν  όπλα  καταδούλωσης.  Πολλές  φορές  η  επιτυχία  δεν 
εξαρτάται  από  μας,  άλλοτε  πάλι  υπερβαίνει  τις  δυνάμεις  μας.  Ο  καθένας  όμως  είναι 
υπεύθυνος για τις καταστάσεις που μπορεί να ελέγξει, και επειδή ελέγχομε, ευτυχώς, πολλές 
ακόμη, η ολιγωρία θα μας καταλογιστεί. Γιατί, όπως εξηγήσαμε, δεν γίνεται να παραδοθεί το 
«σώμα» χωρίς να προδοθεί η ψυχή, ή να παραδοθεί η «ψυχή» χωρίς να προδοθεί το «σώμα». 

3. «Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου (προλαβαίνοντας, όσο είναι δυνατόν, 
και στην ανάγκη επανορθώνοντας τη φθορά του)∙ αλλά γνώριζε ότι η υγεία δεν είναι πάντοτε 
αγαθό, γίνεται αγαθό∙ και η αρρώστια δεν είναι πάντοτε κακό, γίνεται κακό». Η υγεία γίνεται 
αγαθό μόνο για κείνον που μπορεί να τη χαρεί και να την αξιοποιήσει∙ και η αρρώστια γίνεται 
κακό  μόνο  για  κείνον  που  κρύβεται  πίσω  της  για  ν'  αποφύγει  ευθύνες,  ή  βιάζεται  να  τη 
θεωρήσει  οριστική  καταστροφή  και  παραιτείται  από  τη  σωτηρία.  Ν'  αγρυπνούμε  για  να 
διατηρεί το σώμα μας την ακμή και την ισορροπία του∙ όχι και να τρέμομε για την υγεία μας, 
τόσο  που  η  περιφρούρησή  της  να  γίνει  η  αποκλειστική  έγνοια  της  ζωής  μας∙  μια  τόσο 
υπερβολική  προσήλωση  είναι  ήδη  αρρώστια,  ή  τουλάχιστον  η  αρχή  της  αρρώστιας.  Ο  υγιής 
δεν έχει λόγο να απασχολείται διαρκώς με την κατάσταση του σώματός του, ούτε βρίσκεται 
πάντοτε  σε  συναγερμό,  για  να  προφτάσει  τάχα  το  ατύχημα  που  πρόκειται  να  του  συμβεί∙ 
μοιάζει  με  τον  καπετάνιο  που  δεν  έχει  κολλήσει  στο  τιμόνι,  αλλά  τριγυρνά  στο  πλοίο 
ξένοιαστος,  γιατί  ξέρει  ότι  κάθε  άντρας  του  πληρώματος,  από  το  ναυτόπαιδο  έως  τον 
υποπλοίαρχο,  βρίσκεται  στη  θέση  του  και  κάνει  τη  δουλειά  του∙  θα  τον  φωνάξουν  όταν 
χρειαστεί, και τότε θα τρέξει να προλάβει το κακό. 

Δεν  μας  λείπει  μόνο  η  αγωγή  της  υγείας,  μας  λείπει  και  η  αγωγή  της  αρρώστιας.  Με  την 
πρώτη εισβολή του εχθρού μάς πιάνει πανικός, και έτσι οι ίδιοι ετοιμάζομε τον όλεθρό μας∙ ή 
αρχίζομε  να  βρίσκομε  την  ήττα  μας  συμφέρουσα,  και  την  προεξοφλούμε  για  να  μη  χάσομε 
τίποτα από τα πιθανά κέρδη της. Του φρόνιμου ανθρώπου η στάση είναι και στην περίπτωση 
αυτή  εντελώς  διαφορετική.  Όχι  μόνο  συμφιλιώνεται  με  την  κακή  κατάσταση  της  υγείας  του 
(εάν παρ' όλες τις προσπάθειές του δεν διορθώνεται παρά επιμένει, ή και χειροτερεύει), όχι 
μόνο  υποφέρει  μ'  εγκαρτέρηση  και  αξιοπρέπεια  τα  δεινά  της  αρρώστιας  του,  αλλά  γίνεται 
ικανός και να επωφεληθεί από την αναπηρία του∙ ωφελείται ο ίδιος απ' αυτήν με τον αγώνα 

Digitized by 10uk1s 
ν'  αποκτήσει  ένα  αγαθό  πολυτιμότερο  από  την  υγεία,  ωφελεί  και  τους  άλλους  με  την  πιο 
εντατική χρησιμοποίηση των δυνάμεων που ακόμα διαθέτει. Όπως η καλή υγεία μπορεί τους 
απερίσκεπτους  να  τους  ζημιώσει  γινόμενη  εμπόδιο  στην  ανάπτυξη  των  προσόντων  τους, 
επειδή  τους  ενθαρρύνει  να  σπαταλούν  αλόγιστα  τα  φυσικά  τους  κεφάλαια,  έτσι  και  η 
αρρώστια  μπορεί,  σε  όσους  ξέρουν  να  συντάξουν  με  γενναιοφροσύνη  τη  ζωή  τους 
μεθοδεύοντας  τις  σωματικές  τους  αδυναμίες  με  υπομονή  και  προνοητικότητα,  να  γίνει  όχι 
τροχοπέδη  αλλά  συνεργάτης.  Εμπόδισε  τον  van  Gogh  η  σχιζοφρένεια,  τον  Ντοστογέφσκη  η 
επιληψία,  τον  Beethoven  η  βαρηκοΐα,  τον  Spinosa  η  φυματίωση  —  να  προσφέρουν  στην 
παιδεία  μας  τον  πλούτο  του  πνεύματός  τους;  Δεν  μεγαλούργησαν  από  την  αρρώστια  τους 
(όπως  κακώς  υποθέτουν  εκείνοι  που  θεωρούν  τη  μεγαλοφυΐα  αδελφή  της  αρρώστιας)∙ 
μεγαλούργησαν παρά την αρρώστια τους, συντροφεμένοι από την αρρώστια τους. 

Δεν είναι λοιπόν (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) αγαθό η υγεία, ούτε είναι (πάντοτε 
και με οποιουσδήποτε όρους) κακό η αρρώστια. Γίνεται και η μία και η άλλη το ένα ή το άλλο 
κατά τον τρόπο και από τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή του, κατά τον 
τρόπο  και  από  τον  τρόπο  που  τις  τοποθετεί  μέσα  στο  πρόγραμμα  των  επιδιώξεων,  στον 
κώδηκα  των  σκοπών  του.  Τόσο  πιο  σίγουρα  ιππεύει  το  δίτροχό  του  και  τόσο  πιο  γρήγορα 
τρέχει ο ποδηλάτης, όσο βλέπει πιο μακριά μπροστά του∙ μόλις προσηλώσει το βλέμμα  του 
κοντά και κοιτάξει τα πόδια του, χάνει την ισορροπία και πέφτει. Όταν αναφτερώνει τον νου 
μας ένα πρόγραμμα μακράς πνοής, έχομε λ.χ. αφιερωθεί στη διακονία μιας υψηλής ιδέας και 
επιστρατέψει όλες τις δυνάμεις μας για τη νίκη της, η υγεία παίρνει νόημα και αξία, ως μέσον 
για το σκοπό που έχομε θέσει — και η αρρώστια, αν μας τύχει ένας τέτοιος κλήρος, περνάει 
στο  δεύτερο  επίπεδο.  Δεν  εξαλείφεται  βέβαια∙  απλώς  τη  λησμονούμε.  Και  κάποτε 
προχωρούμε πιο πέρα: την ευλογούμε που περιόρισε τις άλλες μας δραστηριότητες και μας 
επέτρεψε να αφοσιωθούμε σε ό,τι καλύτερο μπορούμε να προσφέρομε με τις δυνάμεις που 
μας  απομένουν.  Αντίθετα,  όταν  δεν  υπάρχει  ο  μακρινός  στόχος,  η  υγεία  δεν  χρησιμεύει 
ουσιαστικά  σε  τίποτα,  και  η  αρρώστια  (όχι  η  βαρειά,  αλλά  και  ένας  ασήμαντος  ακόμη 
πονόδοντος)  εξελίσσεται  κάποτε  σε  τραγωδία.  —«Εδάμασε»  λέμε  σ'  αυτές  τις  περιπτώσεις 
«τη  σάρκα  μας  το  πνεύμα»∙  τούτο  όμως  το  σχήμα  λόγου  είναι  απατηλό,  με  τον  δυϊσμό  που 
παρεισάγει. Καλύτερα να λέμε: η αρρώστια δεν κατάφερε να σπάσει την ενότητα της ψυχής 
με  το  σώμα  μας,  αλλά  ίσα  ‐  ίσα  έκανε  πιο  συμπαγή,  αρμονικότερο  —  δημιουργικότερο  — 
ευτυχέστερο,  τον  εαυτό  μας  την  ώρα  ακριβώς  που  διέτρεξε  τον  μέγιστο  κίνδυνο  —  να 
διαλυθεί. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΜΑΘΗΣΗ 

—Η μάθηση 

α. δραστηριοποίηση των δυνάμεων της προσαρμογής στο (φυσικό και ιστορικό) 
περιβάλλον, 

β.  μέσον  αποτελεσματικής  αλλαγής  του  περιβάλλοντος  με  σκοπό  την 


ικανοποίηση των αναγκών και των βλέψεών μας. 

— Έννοια και στοιχεία της παιδείας. 

—  Η  παιδεία  κληροδοτούμενο  από  γενεά  σε  γενεά  κεφάλαιο  πνευματικών  αγαθών 


που  σχηματίζεται  μέσα  στην  ιστορία  και  από  την  ιστορία  με  τον  ατομικό  και  τον 
συλλογικό μόχθο του ανθρώπου. 

— Πλάθεται από μας, αλλά και μας πλάθει 

— Παραδείγματα: 

α. Οι νόμοι της γλώσσας, 

β. Ο κώδηκας των αισθητικών και των ηθικών αποτιμήσεων. 

— Πώς μεταβάλλεται το ιστορικό περιβάλλον. 

— Η παιδεία τροφός αλλά και δυνάστης του πνεύματος. 

—  Η  ετερόφωτη,  ετερόνομη  και  ανεύθυνη  μορφή  της  μάθησης  περιοχή  της 


απρόσωπης πολυωνυμίας: «κοινοί λόγοι», «κοινές ιδέες», «κοινά μέτρα». 

— Αλγεινή η ανάταξη του πνεύματος. 

— Υποθήκες για μιαν αγωγή προς αυτόφωτη, αυτόνομη και υπεύθυνη μάθηση: 

α. Άμεση αντίληψη των πραγμάτων. 

β. Λογική επεξεργασία των δεδομένων. 

γ. Αυστηρός έλεγχος των αποφάνσεων. 

—  Συγγένεια  ετερόφωτης  μάθησης  και  δογματισμού,  αυτόφωτης  μάθησης  και 


κριτικού στοχασμού. 

— Δογματικός μονόλογος και φανατισμός∙ διάλογος και κριτική περίσκεψη. 

Digitized by 10uk1s 
Ένας  σοφός  της  Ανατολής  λέγεται  ότι  διατύπωσε  το  απόφθεγμα:  «Έως  τα  δεκαπέντε  μου 
χρόνια έπαιξα, έως τα εικοσιπέντε μου αγάπησα, έως τα τριανταπέντε μου πολέμησα, έως τα 
πενήντα  μου  κέρδισα,  τώρα  αρχίζω  να  μαθαίνω».  Μόνο  αν  δώσομε  στο  «μαθαίνω»  μιαν 
ειδική  σημασία:  «θεωρώ  από  ψηλά  τα  εγκόσμια»,  «εισδύω  βαθύτερα  στα  προβλήματα  του 
κόσμου και της ζωής», με μια λέξη: «φιλοσοφώ», μπορούμε —νομίζω— να εξηγήσομε γιατί 
μέσα  στο  ρητό  τούτο  η  μάθηση  τοποθετείται  στις  τελευταίες  δεκάδες  του  βίου.  Εάν  όμως 
θέλομε  να  κυριολεκτήσομε  και  να  δώσομε  στον  όρο  το  ουσιαστικό  και  γενικό  νόημά  του, 
πρέπει  να  παραδεχτούμε  ότι  ο  άνθρωπος  «μαθαίνει»  από  την  πρώτη  έως  την  τελευταία 
στιγμή της ζωής του. Όσο είναι πραγματικά ζωντανός μαθαίνει, και όταν πάψει να μαθαίνει, 
είναι ήδη νεκρός, και ας μην έχει ακόμη ταφεί... Τούτο θα φανεί καθαρά από την ανάλυση της 
έννοιας «μάθηση». 

Με τη μάθηση (που είναι φαινόμενο καθολικό μέσα στο σύμπαν της ζωής) κάθε ζωντανό ον 
επιδιώκει και πραγματοποιεί δύο σκοπούς: 

α.  Δραστηριοποιεί  και  κατευθύνει  τις  δυνάμεις  του  για  να  προσαρμοστεί,  όσο  γίνεται 
καλύτερα, στο φυσικό και (αν είναι άνθρωπος) στο ιστορικό περιβάλλον. 

β. Αποκτά την ικανότητα και τα μέσα να αλλάξει τούτο το περιβάλλον, να το τροποποιήσει, να 
το πλουτίσει, να το αναμορφώσει, για να επιτύχει την ικανοποίηση των αναγκών και (αν είναι 
άνθρωπος) των φιλοδοξιών του. 

Κατά  βάθος  οι  δύο  αυτές  διαδικασίες  είναι  αλληλένδετες  και  αλληλέγγυες,  η  μια 
συμπληρώνει και εξασφαλίζει την άλλη. Για τούτο μπορούμε να τις συμπλέξομε μέσα σ' ένα 
και  τον  ίδιο  ορισμό.  «Έμαθα»  στη  γενικότητά  του  σημαίνει  ότι  προσπάθησα  και  πέτυχα  να 
προσαρμοστώ  στους  όρους  του  φυσικού  και  του  ιστορικού  κόσμου  τόσο  καλά,  ώστε  τον 
έκανα να προσαρμοστεί  κ' εκείνος στις βλέψεις μου. Κατ' αυτό τον τρόπο δεν υποτάσσομαι 
μόνο στις απαιτήσεις (τους νόμους) του, αλλά και αποτυπώνω απάνω του τη σφραγίδα μου, 
τον υποχρεώνω να με υπηρετήσει. Της μάθησης έργο είναι και το ένα και το άλλο. Και επειδή 
ζωή θα πει ένταξη αλλά και κυριαρχία στο «περιβάλλον», το φυσικό και το ιστορικό (για τον 
άνθρωπο),  κάθε  ζωντανό  ον  μαθαίνει  για  να  ζήσει,  και  ζει  εάν  και  όσο  μαθαίνει.  Αφού 
μάλιστα  (για  ν'  αφήσομε  κατά  μέρος  τα  άλλα  ζώα  και  να  περιοριστούμε  σ'  αυτό  που  εδώ 
βρίσκεται στο κέντρο του οπτικού μας πεδίου) ο άνθρωπος, όπως εξήγησα στο προηγούμενο 
μάθημα,  «γεννιέται»  πολύ  πριν  έρθει  στον  κόσμο  με  τη  σύλληψη  και  την  κύηση  μέσα  στον 
κόλπο της μητέρας του, πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχει αρχίσει να μαθαίνει από ένα πολύ 
μακρινό,  χαμένο  στο  βάθος  του  χρόνου,  στάδιο  της  ιστορίας  του.  Της  βιολογικής,  και  της 
πνευματικής.  Οι  γεννήτορές  του  βρίσκονται  πολύ  πίσω  στο  παρελθόν.  Αυτοί  άρχισαν  να 
«μαθαίνουν»  για  δικό  τους  και  για  δικό  μας  λογαριασμό.  Ένα  πλήθος  από  τρόπους 
συμπεριφοράς,  που  σήμερα  αποτελούν  τη  φυσική  μας  αγωγή  με  τη  μορφή  διαθέσεων, 
τάσεων, ανακλαστικών, ορμών, ενστίκτων κτλ. κατακτήθηκε με τη λειτουργία των δυνάμεων 
της  προσαρμογής  στο  περιβάλλον  και  της  μεταβολής  του  περιβάλλοντος  και  πέρασε  από 
γενεά  σε  γενεά,  έως  ότου  έφτασε  σ'  εμάς  εμπλουτισμένο  από  τα  θησαυρίσματα  του  κάθε 
σταδίου  αυτής  της  μακράς  και  επίπονης  πορείας  διά  μέσου  των  προπατόρων  μας.  Και  η 
«μάθηση» αυτή θα συνεχιστεί∙ τα έως τώρα προϊόντα της θα μεταδοθούν στους απογόνους 
μας και από τούτους, μαζί και με τις δικές τους προσκτήσεις, στις άλλες παραπέρα γενεές. 

Το  φαινόμενο  είναι  ακόμη  πιο  εντυπωσιακό  στον  παράλληλο  προς  αυτή  την  εξέλιξη  δρόμο, 
της πνευματικής ιστορίας του ανθρώπου, όπου η λέξη μάθηση χρησιμοποιείται από την κοινή 
γλώσσα με το στενώτερο αλλά και σαφέστερο νόημά της. Εκτός από τη Φύση υπάρχει και ένα 
άλλο  περιβάλλον,  στο  οποίο  υποχρεώνεται  να  προσαρμοστεί  και  το  οποίο  προσπαθεί  να 
μετασχηματίσει  ο  άνθρωπος,  για  να  ικανοποιήσει  τις  ανάγκες  και  τις  βλέψεις  του,  όχι  τις 

Digitized by 10uk1s 
φυσικές  αυτή  τη  φορά  αλλά  τις  πνευματικές:  η  Ιστορία.  Το  ανθρώπινο  ον  είναι  διδιάστατο: 
κατά  τη  μία  διάστασή  του  έχει  (με  την  αναπνοή,  τη  θρέψη,  την  κίνηση  κτλ.)  ενυφανθεί  στις 
διαδικασίες του φυσικού σύμπαντος∙ κατά την άλλη εντάσσεται στο δίχτυ των σχέσεων που 
το  ονομάζομε  Ιστορία  και  που  αποτελεί  ένα  καθεστώς  με  δικά  του  σύμβολα  και  δικούς  του 
νόμους. Μάθηση είναι κατά κύριο λόγο η προσαρμογή στους όρους τούτου του καθεστώτος 
(του πνευματικού σύμπαντος, σε αντιδιαστολή προς το πρώτο, το φυσικό) και ο επηρεασμός 
του, με τις επιφερόμενες από τον καθένα μας μεταβολές στο σύστημά του, προς το σκοπό να 
ευοδωθούν  και  να  εκπληρωθούν  οι  πνευματικές  (σε  αντιδιαστολή  προς  τις  πρώτες,  τις 
φυσικές) απαιτήσεις και φιλοδοξίες μας. Ως ζωντανός οργανισμός ο άνθρωπος προστατεύεται 
και τρέφεται, συντηρείται και ανανεώνεται ενόσω και καθόσον κατορθώνει να βρίσκεται  σε 
παραγωγική  συνάφεια,  αμοιβαιότητα  και  συνεργασία,  με  το  φυσικό  περιβάλλον.  Ως 
πνευματικό  ον  εξασφαλίζει  τις  ίδιες  προνομίες,  δηλαδή  «προστατεύεται»  πάλι  και 
«τρέφεται», «συντηρείται» και «ανανεώνεται», ενόσω και καθόσον, με την αφομοιωτική και 
τη  δημιουργική  του  ικανότητα,  βρίσκεται  σε  αδιάσπαστη  αλληλουχία  με  το  ιστορικό 
περιβάλλον  και  αποτελεί  μια  παραγωγική  μονάδα  του.  Τόσο  το  πρώτο  όσο  και  το  δεύτερο 
επίτευγμα  είναι  προορισμός  και  έργο  της  μάθησης.  (Με  την  προϋπόθεση  πάντοτε  ότι  με  τη 
μάθηση  θα  εννοούμε  όχι  μόνο  την  απόκτηση  και  αποταμίευση  των  γνώσεων,  αλλά  και  την 
εφαρμογή  και  αξιοποίησή  τους  στην  πράξη).  Ας  σημειωθεί  ακόμη  ότι  όπως,  άμα  κοπεί  ο 
δεσμός  του  οργανισμού  μας  με  το  φυσικό  περιβάλλον  (επειδή  τα  όργανά  μας  από  την 
ανεπάρκειά  τους,  την  κάκωση  ή  τη  φθορά  που  έχουν  πάθει,  δεν  είναι  πλέον  ικανά  για  την 
παραγωγική προσαρμογή), σταματάει η φυσική μας ζωή και πεθαίνομε — έτσι και όταν κοπεί 
ο δεσμός του πνεύματός μας με το ιστορικό περιβάλλον, μας έρχεται ένας άλλος θάνατος, ο 
κοινωνικός. Τούτο λ.χ. συμβαίνει κατά την παραφροσύνη ή τη γεροντική άνοια, οπότε κάποια 
άλλα πάλι όργανά μας, τα νοητικά, τα συγκινησιακά, τα εφεσιακά, κτλ., επειδή έχουν βαθιά 
αλλοιωθεί  ή  εντελώς  αναλωθεί,  δεν  μπορούν  πλέον  να  διατηρήσουν  τις  αρμονικές  σχέσεις 
του πνεύματός μας με τον ιστορικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις η ζωή σβήνει, ή λήγει, 
μαζί με τη μάθηση. 

*** 

Cultura (Kultur) ονομάζεται στη διεθνή γλώσσα, ως εξαντικειμενικευμένο πνεύμα (objektiver 
Geist), το ιστορικό περιβάλλον. Στην ελληνική μεταφράζαμε τον όρο με τη λέξη «πολιτισμός» 
(πλάσμα των αρχών του 19ου αιώνα)∙ θα προτιμούσα όμως στη θέση της την αρχαία ελληνική 
παιδεία  (που  καταχρηστικά  τη  μεταχειριζόμαστε  σήμερα  για  να  δηλώσομε  αυτό  που 
κυριολεκτικά  πρέπει  να  ονομάζεται  εκπαίδευση—instruction).  Την  παιδεία  αποτελούν  τα 
δοκιμασμένα  και  κατακυρωμένα  από  το  χρόνο  προϊόντα  της  πνευματικής  παραγωγής  του 
ανθρώπου ως όντος κατ' εξοχήν κοινωνικού. Συγκεκριμένα: 

1. Η γλώσσα και οι κανόνες της σκέψης 
2. Ο μύθος και οι τύποι της λατρείας 
3. Τα έθιμα του οικογενειακού βίου 
4. Οι πολιτικοί θεσμοί και το δίκαιο 
5. Οι μέθοδοι της εργασίας και της συναλλαγής 
6. Οι καλαισθητικές και οι ηθικές αποτιμήσεις 
7. Οι τρόποι της κοινωνικής συμπεριφοράς. 

(Επισημαίνω τα κυριότερα στοιχεία. Η σειρά δεν είναι ένδειξη αξιολογικής προτεραιότητας). 
Με το νόημα τούτο η παιδεία είναι  ένα κεφάλαιο  από πνευματικά αγαθά που σχηματίζεται 
σιγά ‐ σιγά μέσα στην ιστορία και από την ιστορία ενός λαού (ή μιας οικογένειας λαών) και 
καθώς περνάει από γενεά σε γενεά μεγαλώνει σαν τη χιονόσφαιρα, ή συμπιέζεται και φθίνει. 
Στις  εποχές  της  πνευματικής  στειρότητας  το  κεφάλαιο  τούτο,  μένοντας  ανεκμετάλλευτο, 

Digitized by 10uk1s 
φθείρεται,  λιγοστεύει,  χάνει  ένα  μικρό  ή  μεγάλο  μέρος  της  αξίας  του.  Όταν  πάλι  μπαίνουν 
στον  ιστορικό  στίβο  γενεές  με  πνεύμα  γενναίο  και  δημιουργικό,  που  όχι  μόνο  «παίρνουν» 
από την παιδεία του λαού τους, αλλά και της «δίνουν» με τη φαντασία, την ευαισθησία, την 
οξύνοια,  την  πρωτοβουλία  τους,  το  κεφάλαιο  πολλαπλασιάζεται,  επενδύεται  σε  αξίες 
υψηλότερου  επιπέδου,  και  τότε  είναι  τυχερώτερες  οι  επερχόμενες  γενεές,  γιατί  θα  ζήσουν 
μέσα σ' ένα ευνοϊκότερο για την προκοπή τους πνευματικό περιβάλλον, στους κόλπους μιας 
παιδείας  πλουσιότερης,  βαθύτερης,  λεπτότερης.  Είναι  λοιπόν  αγαθή  τύχη  και  δώρο  ακριβό 
για ένα λαό, για μια γενεά, ή για ένα άτομο να διατρέξει την τροχιά της ζωής του μέσα στον 
κύκλο  ενός  μεγάλου  πολιτισμού,  και  δύστηνος  εκείνος  που  ο  χώρος  και  ο  χρόνος  του  τον 
ανάγκασαν να γίνει τρόφιμος μιας παιδείας αποτελματωμένης, φτωχής και ανάπηρης. Όπως 
ένας οργανισμός αρρωσταίνει ή φυτοζωεί όταν δεν βρίσκει στο φυσικό περιβάλλον τις ουσίες 
που  χρειάζεται  για  να  συντηρηθεί  και  να  ευδοκιμήσει,  έτσι  και  λιμοκτονούν  ηθικά  οι 
άνθρωποι  που  δεν  βρίσκουν  μέσα  στην  παιδεία  του  τόπου  και  του  καιρού  των  τα  στοιχεία 
που θα θρέψουν το πνεύμα τους, για να δυναμώσει και ν' ακτινοβολήσει. Ακόμη και εκλεκτά 
άτομα  δεν  μπορούν  κατά  το  μέγεθός  τους  να  λάμψουν  στο  θολό  στερέωμα  μιας 
μισοσβησμένης  παιδείας.  Έχει  και  σ'  αυτή  την  περίπτωση  εφαρμογή  η  παρατήρηση  του 
Θεμιστοκλή:  ούτε  ο  Σίφνιος  στην  Αθήνα  ούτε  αυτός  στη  Σίφνο  θ'  αξιωνόταν  να  τελέσει  τα 
έργα που τον εδόξασαν. 

*** 

Ας  κοιτάξομε  από  πιο  κοντά  δύο  από  τα  στοιχεία  που  αναφέραμε:  τη  «γλώσσα»  και  τις 
«αποτιμήσεις»  (τα  ξεχωρίζομε  από  τ'  άλλα  απλώς  ως  παραδείγματα)  για  να  βεβαιωθούμε 
πόσο  στενή  και  άμεση  είναι  η  εξάρτηση  του  πνεύματός  μας,  επομένως  και  της  ιστορικής 
μοίρας μας, από τον κώδηκα της παιδείας μέσα στην οποία έχομε ανατραφεί. 

Η γλώσσα δεν είναι μόνο εκφραστικό όργανο του εσωτερικού μας κόσμου και γέφυρα για την 
επικοινωνία με τους συνανθρώπους (πιο σίγουρη και πιο ευρύχωρη από κάθε άλλη) αλλά και 
μέθοδος διαστοχασμού, προοπτική για την αντίληψη και τη σημασιολόγηση των πραγμάτων. 
Ο «λόγος», δίσημη λέξη στην αρχαία Ελληνική, δηλώνει και τα δύο: και τη διαρθρωμένη φωνή 
(τη  λαλιά)  και  το  νόημα  (τη  σκέψη)  που  εκφράζεται  με  τους  φθόγγους.  Γιατί  και  τα  δύο 
πηγαίνουν πάντα μαζί. Το απλούστατο φώνημα «α», που λες πως βγαίνει μόνο του με μιαν 
ανακλαστική  λειτουργία  του  λάρυγγα,  εκφράζει  κάποια  ψυχική  διάθεση  και  (λανθάνουσα 
πολλές  φορές)  μιαν  ειδοποίηση  ή  παραγγελία  (έκπληξη  λ.χ.  ή  φόβο,  αποτροπή  ή  απειλή). 
Ακόμη και το ψέλλισμα του βρέφους ή το παραλήρημα του τρελού δεν είναι χωρίς σημασία∙ 
κάτι  θέλουν  να  πουν,  έστω  και  αν  εμείς  δεν  το  καταλαβαίνομε.  Μπορεί  βέβαια  να  γίνει 
διάκριση  ανάμεσα  στην  ενδιάθετη  σκέψη  και  στη  γλωσσική  διατύπωση  που  την  περιέχει∙ 
αλλά μόνο ως λογική αφαίρεση. Στην πραγματικότητα και τα δύο είναι αχώριστα ενωμένα. 

Δεν υπάρχει η γλώσσα∙ υπάρχουν οι γλώσσες. Κάθε διαμορφωμένη και παγιωμένη παιδεία, 
όπως  έχει  το  χώρο  και  το  χρόνο  της,  έχει  και  τη  δική  της  γλώσσα∙  αυτή  χαρακτηρίζει  και 
θεμελιώνει  τη  φυσιογνωμία  της.  Θεωρούμενη  κατά  τη  σύστασή  της,  η  γλώσσα  είναι  ένα 
(έπειτ' από μακράν εξέλιξη) συγκροτημένο και κατοχυρωμένο καθεστώς που έχει τη δική του 
τάξη  και  οργάνωση:  σύνταγμα  και  νόμους  που  δεν  συγχωρείται  η  παράβασή  τους. 
Επιτρέπονται  πρωτοβουλίες  φραστικών  χειρισμών  στον  στυλίστα,  ελευθερίες  λεκτικών 
κατασκευών στον ποιητή — αλλά η δομή της γλώσσας, η γραμματική και το συντακτικό της, 
διέπεται  από  κανόνες  αμετακίνητους,  αρχές  που  όποιος  αποπειραθεί  να  τις  βιάσει, 
καταδικάζεται να πέσει όχι μόνο στην ασυνεννοησία, αλλά και στην α‐νοησία. Για να εννοήσω 
τα  λεγόμενα  πρέπει  να  ξέρω  όχι  μόνο  τι  σημαίνει  η  κάθε  λέξη  που  ακούω  (αυτό  δεν  είναι 
πολύ δύσκολο, όταν μαθαίνει κανείς μια ξένη γλώσσα, αφού υπάρχει η βοήθεια του λεξικού) 
αλλά κυρίως τις αλλοιώσεις που παθαίνει από τη συναρμολόγησή της με τις άλλες μέσα στη 

Digitized by 10uk1s 
φράση. Δηλαδή πρέπει να ζει μέσα μου (ή να έχω αφομοιώσει με τη μάθηση) το νομοθετικό 
(γραμματικό και συντακτικό) καθεστώς της γλώσσας που μεταχειρίζεται ο συνομιλητής μου. 
Για  τούτο,  όταν  περνούμε  από  μια  γλώσσα  σε  άλλη,  αισθανόμαστε  ανυπέρβλητες  κάποτε 
εκφραστικές  δυσκολίες  και  εύκολα  γινόμαστε  θύματα  παρανοήσεων∙  πρέπει  όχι  μόνο  να 
μιλήσομε,  αλλά  και  να  σκεφτούμε  διαφορετικά.  Και  αυτό  δεν  είναι  πάντοτε  δυνατόν.  Δεν 
κατασκευάζομε  εμείς  τη  γλώσσα  μας∙  όταν  ερχόμαστε  στον  κόσμο,  τη  βρίσκομε  έτοιμη, 
διαμορφωμένη, αυστηρή στην πειθαρχία της∙ και «μπαίνομε» μέσα της, «μπαίνει» κ' εκείνη 
μέσα  μας.  Έτσι  αισθανόμαστε,  κρίνομε,  συλλογιζόμαστε,  συγκινούμαστε,  επιθυμούμε  μέσα 
από  τα  σχήματα  και  τους  κανόνες  της,  με  τα  σχήματα  και  τους  κανόνες  της.  Το  πνεύμα  μας 
πλάθεται κατ' εικόνα και ομοίωσή της. 

Αυτό  εμείς  οι  Ευρωπαίοι  το  αντιλαμβανόμαστε  όχι  όταν  ταξιδεύομε  μέσα  στον  γεωγραφικό 
χώρο του πολιτισμού μας, γιατί παρά τη μετακίνησή μας εξακολουθούμε να μένομε μέσα στο 
ίδιο γλωσσικό σύμπαν (η γαλλική και η γερμανική, η αγγλική και η ρωσική, η τουρκική και η 
περσική, όπως και η ελληνική, ανήκουν στην ίδια οικογένεια, είναι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, 
έχουν επομένως την ίδια κατά βάση δομή, τον ίδιο λογικό σκελετό), αλλά όταν δοκιμάζομε να 
συνεννοηθούμε  με  άγριες  φυλές  της  ζούγκλας  που  ζουν  απομονωμένες  στα  βάθη  άλλων 
ηπείρων και έχουν μιαν εντελώς διαφορετική παιδεία, άρα και «συμβολική», από τη δική μας. 
Είναι  αδύνατον,  μας  λέγουν  οι  εξερευνητές  που  έχουν  μελετήσει  τις  γλώσσες  των  φυλών 
αυτών (όπως π.χ. ο Αμερικανός Benjamin Lee Whorf τη γλώσσα των Ερυθρόδερμων Hopi) να 
αποδώσει κανείς με κάποιαν ακρίβεια τα νοήματά τους σε μιαν ευρωπαϊκή γλώσσα, γιατί η 
δική  τους  έχει  άλλη  δομή,  άλλους  εννοιολογικούς  και  φραστικούς  νόμους∙  με  τους  οποίους 
εμείς  δεν  μπορούμε  ούτε  να  μιλήσομε  ούτε  και  να  σκεφτούμε.  Οι  άνθρωποι  εκείνοι  έχουν 
διαπλαστεί και ζουν μέσα σε άλλο γλωσσικό και διανοητικό σύμπαν, διαφορετικό από το δικό 
μας, και όπως εμείς δεν μπορούμε να τους καταλάβομε, έτσι και κείνοι δεν μπορούν να μας 
καταλάβουν (από τη στιγμή — φυσικά — που θα προχωρήσομε πέρ' από τα «πρόχειρα» και 
«καθημερινά»  σε  παραστάσεις  και  ιδέες  «βαθύτερες»  της  ατομικής  και  της  συλλογικής 
συνείδησης).  Και  τούτο  γιατί  η  γλώσσα  τους  καθρεφτίζει  (και  προϋποθέτει  στον  ακροατή) 
άλλον εννοιολογικό θησαυρό, άλλο γνωσιολογικό σύστημα, άλλη κλίμακα κατατάξεων — μιαν 
οπτική  γωνία  που  δεν  είναι  η  δική  μας.  Αν  γεννούσαν  και  οι  Ερυθρόδερμοι  της  Αμερικής, 
όπως εμείς οι Ινδοευρωπαίοι, ένα δικό τους Αριστοτέλη ή Newton ή Einstein, θα είχαν ίσως 
δημιουργήσει μια πολύ διαφορετική από τη δική μας Λογική και Φυσική, άλλα Μαθηματικά, 
άλλη Γεωμετρία (Lee Whorf). 

*** 

Ιστορική κατάκτηση του ανθρώπου είναι και ένα άλλο πνευματικό κεφάλαιο που η μία γενεά 
το  κληρονομεί  από  την  προηγούμενη,  το  μεταχειρίζεται  και  το  περνάει  στις  επόμενες:  οι 
αισθητικές και ηθικές έννοιες, το ωραίο και το άσχημο, το ευπρεπές και το απρεπές, το δίκαιο 
και το άδικο, το αγαθό και το κακό, το όσιο και το ανόσιο, και τα όμοιά τους. Οι αποτιμήσεις 
αυτές  γίνονται  με  μέτρα  και  κλίμακες  που  έχουν  από  χρόνους  μακρούς  καθιερωθεί  από  τη 
συλλογική  συνείδηση  και  έγιναν  αξιώματα,  αρχές  πάγιες  μέσα  στον  κύκλο  του  ίδιου 
πολιτισμού,  της  ίδιας  παιδείας.  Όπως  μας  τρέφει  η  μητέρα  μας  με  το  γάλα  της  έως  ότου 
σχηματισθεί και στερεωθεί το σώμα μας, έτσι και το πνεύμα μας τρέφεται και πλάθεται με τις 
αξίες  αυτές  και  τα  αιτήματά  τους.  Η  κοινωνία  με  τα  όργανά  της:  την  εκπαίδευση,  την 
εκκλησία, τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση, τον τύπο φροντίζει για τη συντήρηση, την κατοχύρωση 
και τη μετάδοση της παιδείας που περιέχει αυτό το θησαυρό, από ηλικία σε ηλικία και από 
γενεά  σε  γενεά,  γιατί  αποτελεί  το  θεμέλιο  και  την  εγγύηση  της  συλλογικής  ζωής.  Των 
αισθητικών και των ηθικών εννοιών οι πρώτες καταβολές βρίσκονται πολύ μακριά, στα βάθη 
του ιστορικού χρόνου. Ό,τι στοχάστηκαν και ονειρεύτηκαν, ό,τι ευχήθηκαν και λαχτάρησαν οι 
πρόγονοί μας, ό,τι τους έκανε να πονέσουν και να χαρούν, οι αγωνίες, τα φτερουγίσματα της 

Digitized by 10uk1s 
ψυχής  τους  είναι  κατατεθειμένα  στο  πλούσιο  κεφάλαιο  των  αξιών.  Όταν  ερχόμαστε  στον 
κόσμο, το βρισκομε μπροστά μας, το κάνομε δικό μας όσο και όπως μπορούμε, και φεύγοντας 
το αφήνομε άραγε αναλλοίωτο; Οι πλείστοι, ο μέγιστος αριθμός των κοινών θνητών, αφήνουν 
πραγματικά  το  θησαυρόν  ανέπαφο.  Δεν  έλειψαν  όμως  ούτε  θα  λείψουν  και  οι  εκλεκτοί,  οι 
δημιουργικοί  άνθρωποι  που  δεν  τους  αρκεί  να  πάρουν  απλώς  το  έτοιμο  και  να  το  δώσουν 
παρακάτω,  αλλά  αυξάνουν  το  κεφάλαιο  με  τη  δική  τους  πνοή  και  πρωτοβουλία,  το 
πλουτίζουν, το ξεκαθαρίζουν, το συστηματοποιούν, τυπώνοντας απάνω στους τίτλους του τη 
δική  τους  προσωπική  σφραγίδα,  και  τότε  το  στέλνουν  παραπέρα  —  με  τα  παιδιά,  τους 
φίλους,  τους  συντρόφους,  τους  μαθητές  τους.—  Έτσι  αναπτύσσεται  και  δοξάζεται  ένας 
πολιτισμός. Με τον ίδιο όμως τρόπο μπορεί να πάθει φθορά και κατάπτωση∙ γιατί υπάρχουν 
και  τέτοιες  κάμψεις  στην  ιστορία  του  πνεύματος.  Ευτυχώς  (όπως  τουλάχιστον  πιστεύομε  οι 
αισιόδοξοι) δεν είναι ανεπανόρθωτες∙ όταν παρατηρούμε τις εξελίξεις σε μεγάλα διαστήματα 
χρόνου, βλέπομε ότι πάλι η γραμμή ανηφορίζει, μόνο που η κίνηση είναι τόσο αργή, ώστε δεν 
αντιλαμβανόμαστε την αλλαγή. 

*** 

Ας  επιστρέψομε  στον  ορισμό  της  μάθησης  που  έδωσα  στην  αρχή  του  μαθήματος∙  θα  τον 
καταλάβομε  τώρα  καλύτερα.  Η  μάθηση,  είπαμε,  έχει  σκοπό  να  μας  προσαρμόσει  προς  το 
(φυσικό  και  ιστορικό)  περιβάλλον,  καθώς  και  να  μεταβάλει  αυτό  το  περιβάλλον,  για  να 
ικανοποιηθούν  οι  ανάγκες  και  οι  βλέψεις  μας.  Απλή  προσαρμογή  στο  περιβάλλον  σημαίνει 
ότι τον εαυτό μας έχομε μεταβάλει για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους όρους του και 
να  εναρμονιστεί  με  τις  απαιτήσεις  του.  Όταν  λ.χ.  πέφτει  η  θερμοκρασία  στο  χώρο  όπου  ζω, 
προσαρμόζομαι θα πει ότι ο ίδιος μαθαίνω πώς να κρατήσω σταθερή την απαραίτητη για την 
υγεία μου θερμοκρασία του σώματός μου με το να ντύνομαι βαρύτερα, δηλαδή υψώνοντας 
ανάμεσα στη Φύση και στο σώμα μου ένα προστατευτικό φραγμό. Το φυσικό περιβάλλον έξω 
έχει μείνει το ίδιο, εγώ μόνο έχω αλλάξει απέναντί του με τα φορέματα που έβαλα, και έτσι 
αυτό το περιβάλλον δεν αποτελεί πια κίνδυνο για τη ζωή μου. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει 
και  με  την  προσαρμογή  στο  ιστορικό  περιβάλλον.  Απέναντι  στα  αγαθά  της  παιδείας  ο 
άνθρωπος με τη μάθηση προσαρμόζεται αλλάζοντας το πνεύμα του, κατά τις απαιτήσεις τους, 
δηλαδή  διορθώνοντας  τις  αντιλήψεις  του,  πλουτίζοντας  τη  μνήμη  του,  διευκρινίζοντας  και 
συστηματοποιώντας  τις  έννοιές  του,  εφαρμόζοντας  ορισμένα  μέτρα  στις  αισθητικές  και 
ηθικές αποτιμήσεις του, ορισμένους κανόνες στη γλώσσα του κ.ο.κ. Με το έργο τούτο αυτός 
μεταβάλλεται∙ το ιστορικό περιβάλλον μένει αναλλοίωτο. Εκτός όμως απ' αυτήν υπάρχει και 
μια  άλλη  μάθηση:  εκείνη  που  κάνει  τον  άνθρωπο  ικανό  να  μεταβάλει  το  φυσικό  και  το 
ιστορικό περιβάλλον για να το υποτάξει στις δικές του χρείες και επιδιώξεις. Τότε όχι εμείς, 
αλλά  ο  κόσμος  που  μας  περιβάλλει  αλλάζει  κατά  τον  ένα  ή  τον  άλλο  τρόπο,  σ'  αυτήν  ή  σ' 
εκείνη την έκταση, με τη δική μας ενέργεια και παρέμβαση. 

Το  φυσικό  περιβάλλον  μεταβάλλεται,  για  ν'  ανταποκριθεί  στις  ανθρώπινες  ανάγκες  και 
βλέψεις,  με  τη  γνώση  των  νόμων  που  διέπουν  τις  διάφορες  φυσικές  διαδικασίες  και  την 
ανάπτυξη  της  τεχνικής  που  εμπνέεται  απ'  αυτή  τη  γνώση  και  την  αξιοποιεί.  Έτσι  λ.χ.  ένας 
ευφυής και φιλόπονος λαός, το Ισραήλ, κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να μεταβάλει τη γη 
των πατέρων του από έρημο σε περιβόλι. Βαθειές μεταβολές επέρχονται, με την ανθρώπινη 
επέμβαση, και στο ιστορικό περιβάλλον. Με τη νομοθεσία λ.χ. του Λυκούργου στη Σπάρτη και 
του Σόλωνα στη Αθήνα, κατά τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, άλλαξε η οικονομική και η 
πολιτική ζωή της σπαρτιατικής και της αθηναϊκής κοινωνίας, άλλαξαν τα ήθη και ο τρόπος της 
αγωγής των νέων και ένα καινούργιο ρεύμα ιδεών, νέες αντιλήψεις δικαιοσύνης και αγωγής, 
νέοι,  κανόνες  κοινωνικής  συμπεριφοράς  μπήκαν  στην  ιστορία  της  ελληνικής  παιδείας.  Ας 
αναλογιστούμε  ακόμη  πόσο  οι  αρχηγοί  των  μεγάλων  θρησκειών  με  το  κήρυγμά  τους  έχουν 
τροποποιήσει  (πλουτίσει,  ξεκαθαρίσει,  λεπτύνει)  τις  μεταφυσικές  έννοιες  και  τις  ηθικές 

Digitized by 10uk1s 
αποτιμήσεις μας. Νέα μέτρα, νέες κλίμακες για την ιεράρχηση των αγαθών, νέες αντιλήψεις 
για  την  κυβέρνηση  του  κόσμου  και  τον  προορισμό  του  ανθρώπου  έχουν  εισαγάγει  στην 
παιδεία  μας.  Είναι  έπειτ'  από  το  κήρυγμα  του  Αποστόλου  Παύλου  και  τη  διδασκαλία  των 
μεγάλων  Πατέρων  της  Εκκλησίας  ο  ιδεολογικός  και  ο  ηθικός  κόσμος  του  ανθρώπου  ο  ίδιος 
όπως  ήταν  πριν;  —Στην  περιοχή  των  Καλών  Τεχνών  το  φαινόμενο  επαναλαμβάνεται.  Κάθε 
μεγάλο  καλλιτεχνικό  έργο  νομοθετεί  και  ιδρύει  στην  ιστορία  της  παιδείας  ένα  καινούργιο 
καθεστώς.  Ύστερ'  από  τον  Rembrandt  η  ευρωπαϊκή  ζωγραφική  έχει  αλλάξει  οπτική  γωνία. 
Ύστερ'  από  τον  Bach  έχει  αλλάξει  το  ύφος  της  μουσικής.  Άλλη  ήταν  η  χρωματική  και  η 
πλαστική  ευαισθησία  μας  πριν  από  τον  Rembrandt,  και  άλλη  έπειτα.  Άλλη  ήταν  η  αρμονική 
και η ρυθμική ευαισθησία μας πριν από τον Bach, και άλλη έπειτα. Με τη φαντασία, την πνοή, 
την  επαναστατικήν  ορμή  τους  οι  μεγάλοι  δημιουργοί  και  όσοι  ακολουθούν  το  δρόμο  που 
εκείνοι  ανοίγουν,  εγκαινιάζουν  ένα  νέο  κάθε  τόσο  κεφάλαιο  της  πνευματικής  ιστορίας  του 
ανθρώπου. 

Με τη μάθηση λοιπόν, κατά την πλατύτερη έννοιά της, όπως μπορούμε να μετατρέψομε την 
έρημο  σε  περιβόλι,  έτσι  γινόμαστε  ικανοί  να  αλλάξομε  και  το  ρεύμα  της  ιστορίας,  να 
εγκαινιάσομε μιαν άλλη αντίληψη των πραγμάτων, μιαν άλλη ευαισθησία, άλλα ηθικά μέτρα, 
άλλες κοσμολογικές ιδέες. Τότε η μάθηση φτάνει στο πλήρωμά της. Όταν είναι μεταβολή όχι 
μόνο του εαυτού μας στη σχέση του με τον φυσικό και ιστορικό κόσμο, αλλά και του φυσικού 
και ιστορικού κόσμου στη σχέση του μ' εμάς. 

*** 

Τροφό αλλά και δυνάστη του πνεύματος μπορούμε (με όλη την ευλάβεια που αισθανόμαστε 
απέναντί της) να ονομάσομε την παιδεία. Κεφάλαιο ανεκτίμητο ο ιστορικός αυτός θησαυρός 
είναι  και  ζυγός,  ένα  κλουβί  μέσα  στο  οποίο  κλείνεται  το  πνεύμα  μας  από  την  ώρα  που 
ερχόμαστε στον κόσμο και αρχίζει, με την πρωτοβουλία και την επαγρύπνηση της κοινωνίας, 
η  εκπαίδευσή  μας.  Με  τους  νόμους  της  γλώσσας  και  τα  εννοιολογικά  σχήματα,  με  τους 
τύπους της ευαισθησίας και της συμπεριφοράς, με την κλίμακα των αξιών και τις ιεραρχήσεις 
της, με τους κάθε λογής «κανόνες», τα «παραγγέλματα», τους «θεσμούς» που διαμορφώνουν 
το  συνειδησιακό  μας  καθεστώς,  χτίζεται  ένα  καλά  περιχαρακωμένο  φρούριο,  από  το  οποίο 
δύσκολα  μπορούμε  να  βγούμε.  Και  κάποτε  ζούμε  όλη  τη  ζωή  μας  χωρίς  να  αποκτήσομε 
επίγνωση  της  αιχμαλωσίας  μας.  Νομίζομε  τόσο  φυσικό  και  αυτονόητο  να  κυκλοφορούμε 
μέσα σ' αυτόν και μόνο τον κλειστό χώρο, όπου αισθανόμαστε ασφάλεια και άνεση, ώστε δεν 
θέτομε  καν  το  πρόβλημα  του  περιορισμού  μας.  «Άλλοι»  έχουν  σκεφθεί  για  μας,  «άλλοι» 
έχουν μιλήσει για μας, «άλλοι» έχουν αντιληφθεί τα πράγματα του κόσμου και αποτιμήσει τα 
αγαθά  της  ζωής  για  μας,  «άλλοι»  έχουν  διαμορφώσει  και  ευαισθητοποιήσει  το  «καλό» 
γούστο για μας — τόσο καθαρά και οριστικά, τόσο βολικά, ώστε δεν μας περνάει από το νου 
ότι τούτο το υψηλό οικοδόμημα είναι μια ειρκτή, όπου έχομε φυλακιστεί. Ο χώρος αυτός έχει 
εύστοχα  αποκληθεί:  περιοχή  της  αόριστης  αντωνυμίας  on  (Jean  ‐  Paul  Sartre):  «on»  sent, 
«on»  pense,  «on»  dit,  «on»  estime,  «on»  se  comporte,  «on»  fait  κ.τ.λ.  Έτσι  «γίνεται»,  έτσι 
«λέγεται», έτσι «αποτιμάται». Τούτο το τρίτο ενικό πρόσωπο του παθητικού ρήματος δηλώνει 
στη  γλώσσα  μας  μια  τέτοια  πολυπροσωπία  που  καταντά  ανωνυμία.  Με  αυτό  ονομάζεται  ο 
απροσδιόριστος  και  απροσμέτρητος  αριθμός  των  ομοίων  μας  που  έχει  καθιερώσει  και 
κωδικοποιήσει τους «κοινούς» τύπους και τα «κοινά» μέτρα∙ αυτά που μας κυβερνούν. Κάθε 
φορά που κάποιος από μας παίρνει την παράτολμη απόφαση να κάνει τη μικρή ή τη μεγάλη 
του  ανταρσία,  ξεσηκώνονται  οι  κήνσορες  των  παραδόσεων  (οι  φρουροί  του  κοινωνικού 
σώματος)  και  κραυγάζουν:  «Δεν  γίνεται  αυτό».  —  «Μα  γιατί  δεν  γίνεται;»—  —«Γιατί  έτσι 
σκέπτονται  όλοι,  έτσι  μιλούν  όλοι,  έτσι  μετρούν  όλοι.  Είναι  δυνατόν  να  αποτελέσετε  σεις 
εξαίρεση; Η εκτροπή δεν είναι ανεκτή». 

Digitized by 10uk1s 
Πώς  μπαίνει  και  φυλακίζεται  μέσα  στον  κλειστό  χώρο  της  απρόσωπης  πολυωνυμίας  ο 
νεοφερμένος  στον  κόσμο  άνθρωπος,  το  έχει  πει  από  καιρό  απλά  και  σωστά  ο  Αριστοτέλης: 
μπαίνει  με  τη  μίμηση.  Αυτή  είναι  η  πρώτη  μορφή  της  μάθησης∙  όσα  πρωτομαθαίνομε  τα 
μαθαίνομε  με  τη  μίμηση:  «Το  γαρ  μιμείσθαι  σύμφυτον  τοις  ανθρώποις  εκ  παίδων  εστί.  Και 
τούτω  διαφέρουσι  των  άλλων  ζώων  ότι  μιμητικώτατόν  εστι  και  τας  μαθήσεις  ποιείται  δια 
μιμήσεως τας πρώτας» (Περί ποιητικής IV, 1448 b, 2 — 4). Ας σημειωθεί όμως ότι η «μίμηση» 
έχει μεγάλο πλάτος. Δεν είναι μόνο ο πιθηκισμός, η μηχανική επανάληψη ενός μορφασμού, 
μιας χειρονομίας, μιας σειράς φθόγγων κτλ. αλλά γενικά η αποτύπωση αυτού που βλέπομε, η 
χωρίς  αντίσταση  παραδοχή  αυτού  που  ακούμε,  η  απομνημόνευση  και  εκτέλεση  των 
σωματικών και των διανοητικών χειρισμών (opérations) που μας έχουν εντυπωσιάσει για την 
ευκολία  και  την  αποτελεσματικότητά  τους  κ.ο.κ.  Τούτο,  το  πρώτο  και  κατώτερο  στάδιο  της 
μάθησης,  θα το ονομάσομε ετερόφωτη, ετερόνομη, ανεύθυνη μάθηση. Είναι η μάθηση που 
παίρνει  το  φως  από  αλλού,  το  νόμο  της  από  αλλού,  και  δεν  σηκώνει  η  ίδια  το  βάρος  της 
ευθύνης.  Όσα,  στο  στάδιο  τούτο,  αισθανόμαστε,  σκεπτόμαστε,  εγκρίνομε,  αποδοκιμάζομε, 
λέγομε  και  πράττομε  άλλοι  τα  έχουν  αντιληφθεί,  κρίνει  και  καθιερώσει∙  εμείς  τα  βρήκαμε 
έτοιμα  και  χωρίς  ούτε  να  τα  συζητήσομε  ούτε  να  τα  βασανίσομε,  τα  ντυνόμαστε  όπως  ένα 
φόρεμα, ή καλύτερα τα κολλούμε απάνω μας σαν το δέρμα μας που δεν το αποβάλλομε. Στην 
ετερόφωτη  μάθηση  έχουν  την  ρίζα  τους  οι  προλήψεις,  οι  δεισιδαιμονίες,  οι  τριμμένες 
αλήθειες, και επειδή οι έξεις αυτές έχουν περάσει πια μέσα στη νόηση και στο θυμικό μας, 
όταν καμιά φορά συλλάβομε τον εαυτό μας να δυσπιστεί ή να λοξοδρομεί, του καταλογίζομε 
βαρύ λάθος και έχομε αίσθημα ενοχής. Δεν δεχόμαστε ότι είναι δικαίωμά μας η ελευθερία να 
βγούμε έξω από το μεγάλο ποτάμι της «παράδοσης» που όλους μας έχει πάρει μαζί του και 
μας  κυλάει  με  τα  νερά  του.  Όπως,  όταν  ακούσομε  το  συνομιλητή  μας  να  κατασκευάζει  μια 
φράση  παραβαίνοντας  τους  συντακτικούς  νόμους  της  γλώσσας  ή  τη  σημασιολογία  του 
λεξικού της, τον επιτιμούμε με την παρατήρηση: «Όχι! αυτό δεν λέγεται», επειδή έχομε την 
εντύπωση ότι ανατρέπει κάτι αμετακίνητο, έτσι και όταν πιάσομε τον εαυτό μας να βιάζει τον 
κώδικα  των  «κοινών  τόπων»,  έχομε  αίσθημα  ενοχής  και  εξεγειρόμαστε  σα  να  επιχειρούμε 
κάτι ανεπίτρεπτο. 

Αγκύλωση  του  πνεύματος  είπαν  το  φαινόμενο  τούτο  (Ludwig  Wittgenstein)∙  και  αγκύλωση 
παράδοξη, αφού όποιος την έχει δεν καταλαβαίνει το πάθημά του, αλλά νομίζει ίσα ‐ ίσα (και 
ειρωνεύεται) τους άλλους που θέλουν να απαλλαγούν απ' αυτό ότι είναι άνθρωποι originaux 
—  με  τη  διπλή  σημασία  της  λέξης:  καινοτόμοι  και  ανισόρροποι...  Η  μεταφορά  είναι  λίγο 
σκληρή,  αλλά  και  επιτυχημένη.  Μας  βοηθά  να  εννοήσουμε  πώς  με  την  ετερόφωτη  μάθηση 
χάνει  το  πνεύμα  την  ευκινησία  και  την  ελαστικότητά  του  και  καθώς  συμπιέζεται  μέσα  σε 
στερεότυπα  σχήματα  παραμορφώνεται  χωρίς  να  έχει  τη  συνείδηση  ότι  τούτο  αποτελεί  μιαν 
από χρόνους μακρούς και ερήμην αυτού καλλιεργημένη και παγιωμένην εκτροπή. Έτσι ακόμη 
μπορούμε  να  εξηγήσομε  γιατί  οι  άνθρωποι  οι  σπάνιοι  και  εκλεκτοί,  οι  μεγάλοι  πρωτοπόροι 
(για  τους  οποίους  αυτοπαρηγορούμενοι  λέγομε  ότι  «ήρθαν  πολύ  γρηγορώτερα  από  την 
εποχή τους»), όταν επιχειρήσουν να κάνουν ανάταξη στο πνεύμα μας, να ξαναφέρουν δηλαδή 
τα  αγκυλωμένα  μέλη  μας  στην  αρχική  τους  κατάσταση,  μας  προκαλούν  πόνους  και 
θεωρούνται  επικίνδυνοι  κακοποιοί...  «ὁ  προστιθεὶς  γνῶσιν  προσθήσει  ἄλγημα»  λέγει  ο 
Εκκλησιαστής της Παλαιάς Διαθήκης (Α', 18). Όποιος έρχεται να μας προσθέσει γνώση, θα μας 
προσθέσει  πόνο.  —Η  μάθηση  που  σκοπεύει  και  υπόσχεται  να  δώσει  την  ελευθερία  στο 
πνεύμα μας, να το αποδεσμεύσει από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, τις έτοιμες αλήθειες 
και  αξιοθεσίες,  ποτέ  δεν  είναι  ευχάριστη.  Και  γίνεται  δεκτή  (όταν  και  όσο  γίνεται  δεκτή)  με 
έκπληξη και αμηχανία, φόβο και οδύνη. Απέναντί της έχει ο ανύποπτος άνθρωπος το αίσθημα 
ότι  εγκαταλείπεται  και  υποχρεώνεται  να  κολυμπήσει  μόνος  σε  βαθιά  νερά.  Έως  την  ώρα 
εκείνη είχε το σωσίβιο που τον διευκόλυνε να στέκεται στην επιφάνεια άνετα και σίγουρα: τη 
γλώσσα που μιλούν «όλοι», τα ήθη που έχουν «όλοι», τα μέτρα που μεταχειρίζονται «όλοι». 
Τώρα  του  το  απέσπασαν  και  είναι  αναγκασμένος  να  κινήσει  τα  μέλη  του,  που  ήσαν  δεμένα 
και  από  την  αδράνεια  ναρκωμένα,  και  να  κολυμπήσει  με  τις  δικές  του  δυνάμεις  και  με  την 

Digitized by 10uk1s 
ευθύνη των δικών του αντιλήψεων, της δικής του ευαισθησίας, της δικής του αρετής. Πώς να 
μη τον πιάσει τρόμος, αγωνία, απόγνωση; 

*** 

Η ριζική ανακαίνιση της παιδείας, η χάραξη νέων δρόμων μακριά από τους χιλιοπατημένους, 
η  επαναστατική  πρωτοτυπία  (στη  γλώσσα:  αντικατάσταση  της  φυσικής  γλώσσας  με  τη 
συμβολική  των  μαθηματικών∙  στην  ηθική:  «αγαπάτε  τους  εχθρούς  υμών....»∙  στην  τέχνη: 
ζωγραφική με τις σκιές, πλαστική με τα κενά, μουσική με τα διάφωνα κ.ο.κ.) είναι γεγονότα 
μεγάλης  κλίμακας  στην  ιστορία  του  πνεύματος.  Και  γίνονται  δυνατά  με  την  απόσειση  του 
ζυγού της ετερόφωτης μάθησης, με τον τραχύ αγώνα να ξαναϊδούμε για πρώτη πάλι φορά τον 
κόσμο γύρω μας και μέσα μας τον εαυτό μας. Δηλαδή με την τροπή προς τη μάθηση που θα 
ονομάσομε  αυτόφωτη,  αυτόνομη,  υπεύθυνη.  Ας  δηλώσω  όμως  αμέσως  ότι  η  μάθηση  αυτή 
είναι  τέρμα  ιδεατό,  όριο προς  το  οποίο μπορούμε  να  τείνομε,  όχι  όμως  και  να  το  φτάσομε. 
Κάθε προσέγγιση μας πείθει ότι βρισκόμαστε πολύ περισσότερο μακριά του απ' όσο νομίζαμε 
πριν.  (Και  αυτό  ίσως  να  είναι  η  καλύτερη  απόδειξη  ότι  είμαστε  στο  σωστό  δρόμο). 
Οπωσδήποτε  σκόπιμο  θεωρώ  να  αποδείξω  πώς  πρέπει  να  μεθοδεύσομε  τη  λειτουργία  των 
συνειδησιακών  μας  δυνάμεων  για  να  κατορθώσομε  να  αποσπαστούμε  (όπως  εκφράζεται 
σήμερα η αστροναυτική) από το πεδίο έλξης της ετερόφωτης και να μπούμε στο πεδίο έλξης 
της  αυτόφωτης  μάθησης.  Περιορίζομαι  στον  γνωστικό  τομέα  της  πνευματικής  ζωής∙  ο 
αναγνώστης  θα  συμπληρώσει  μόνος  του  τις  οδηγίες  που  θα  τον  βοηθήσουν  να  κινηθεί 
ελεύθερα  στους  άλλους∙  Από  τους  πολλούς  θα  υπογραμμίσω  τρεις,  τους  σπουδαιότερους, 
κατά τη γνώμη μου, κανόνες: 

1. Άμεση αντίληψη των πραγμάτων. 
2. Λογική επεξεργασία των δεδομένων. 
3. Αυστηρός έλεγχος των αποφάνσεων. 

Άμεση  αντίληψη  των  πραγμάτων.  Όταν  μας  μεταφέρουν  ένα  «γεγονός»  όπως  ένας  άλλος  ή 
πολλοί άλλοι το έχουν παρατηρήσει και απομνημονεύσει, εμείς απλώς το πληροφορούμαστε, 
δεν το «μαθαίνομε». Για να το μάθομε, πρέπει να το αντιληφθούμε με τα δικά μας μάτια και 
αυτιά,  με  δική  μας  ευθύνη.  Και  αν  ανήκει  σε  μακρινό  χώρο  ή  χρόνο,  και  επομένως  δεν 
μπορούμε  να  το  κάνομε  αντικείμενο  της  δικής  μας  εμπειρίας,  άλλο  δεν  μας  μένει  παρά  να 
μεταχειριστούμε τη μέθοδο που εφαρμόζουν οι ιστορικοί για να εξακριβώνουν την ιστορική 
αλήθεια:  ανατρέχομε  στις  πηγές,  διασταυρώνομε  τις  μαρτυρίες  και  βαθμολογούμε  την 
αξιοπιστία  τους.  Ποιοι  ισχυρίζονται  ότι  είχαν  άμεση,  προσωπικήν  αντίληψη  του  πράγματος; 
Μήπως  και  αυτοί  επήραν  την  είδηση  από  άλλους  και  τη  δέχτηκαν  αβασάνιστα;  Τι  δείγματα 
έχουν δώσει της παρατηρητικότητας, της σοβαρότητας, του σεβασμού προς την αλήθεια, σε 
άλλες  περιπτώσεις;  Ο  Ηρόδοτος  (που  με  όλη  την  αφέλειά  του  δεν  στερείται  από  πνεύμα 
κριτικό)  προσπαθεί,  όπως  έχουν  παρατηρήσει  οι  σχολιαστές  του,  να  προειδοποιεί  με 
διάφορους  φραστικούς  τρόπους  τον  αναγνώστη  του  πότε  ένα  γεγονός  το  εγγυάται  ο  ίδιος, 
γιατί  το  έχει  εξακριβώσει  ή  αντιληφθεί  μόνος  του,  και  πότε  μεταφέρει  κάτι  «λεγόμενον», 
φημολογούμενο,  ή  «παραδιδόμενον»,  θρυλούμενο.  Με  την  αυστηρή  μεθοδολογική  του 
ευσυνειδησία ο Θουκυδίδης προχωρεί περισσότερο: αναλύει και ελέγχει τα «λεγόμενα» για 
να διαχωρίσει το βράχο της αλήθειας από τις προσχώσεις της πλάνης. Δεν φτάνει — λέγει στο 
περίφημο προοίμιο της ιστορίας του (Α 20 ‐22) — να βεβαιωθούμε ότι αυτός που μας έδωσε 
την είδηση είδε ή άκουσε το γεγονός που αναφέρει1, αλλά πρέπει να εξετάσομε αν ήταν και 
                                                            
1
  «...αταλαίπωρος  τοις  πολλοίς  η  ζήτησις  της  αληθείας  και  επί  τα  έτοιμα  μάλλον  τρέπονται» 
Θουκυδίδης. 

Digitized by 10uk1s 
ικανός  να  ιδεί  και  να  ακούσει  με  ακρίβεια,  αν  ήταν  ακόμη  διατεθειμένος  να  ιδεί  και  να 
ακούσει  με  προσοχή  και  αντικειμενικότητα,  αν  είχε  επίσης  τη  βούληση  να  μας  μεταφέρει 
αυτό  που  είδε  ή  άκουσε  με  την  πρόθεση  να  μας  δώσει  μια  σωστή  πληροφορία,  ή  τον 
παρόρμησαν σ' αυτή την πράξη άλλα ελατήρια, και ποια. —Με την ίδια μέθοδο εργάζεται και 
ο ανακριτής, όταν κατά τη διερεύνηση των συνθηκών ενός εγκλήματος προσπαθεί να στηρίξει 
στερεά την κατηγορία που βεβαιώθηκε ότι πρέπει να απαγγείλει κατά των ενόχων. 

Ένα  πρόχειρο  παράδειγμα.  Στο  βίο  του  Θεμιστοκλή  (κεφ.  13)  ο  Πλούταρχος  αναφέρει  ένα 
απροσδόκητο  περιστατικό  ανθρωποθυσίας  στους  κλασικούς  ελληνικούς  χρόνους.  Ο 
Θεμιστοκλής  —  λέγει  —  πριν  από  τη  ναυμαχία  της  Σαλαμίνας  θυσίασε  τρεις  ωραίους  και 
λαμπροφορεμένους νέους, Πέρσες αριστοκράτες, που είχαν συλληφθεί με δόλο αιχμάλωτοι, 
γιατί ο μάντης Ευφραντίδης, την ώρα που έκανε τις θυσίες για να ευοδωθεί ο αγώνας, είδε να 
βγαίνει από τη φωτιά μια μεγάλη φλόγα και «ταυτόχρονα άκουσε κάποιο φτάρνισμα από τα 
δεξιά». Αυτός πρότεινε τότε να θυσιαστούν οι αιχμάλωτοι στον «ωμηστή Διόνυσο» και επειδή 
τα  πληρώματα  φώναζαν  να  γίνει  το  θέλημα  του  θεού,  ο  Θεμιστοκλής  υποχώρησε  και 
παράδωσε  τους  νέους  στη  σφαγή.  —Είναι  άραγε  η  είδηση  αυτή  αληθινή;  Έχομε  στα  πρώτα 
χρόνια  του  5ου  αιώνα  π.Χ.  ανθρωποθυσίες  στην  Ελλάδα;  Παλαιότερα  βεβαίως  υπήρχαν  ας 
θυμηθούμε τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα. Αλλά στους χρόνους τους κλασικούς; Ιδού 
το  πρόβλημα  που  έχει  να  λύσει  ο  ιστορικός.  Και  για  να  το  λύσει,  αρχίζει  τον  συστηματικό 
έλεγχο  των  μαρτυριών.  Εκείνο  που  τον  κάνει  να  αμφιβάλλει  είναι  ότι  ούτε  ο  Ηρόδοτος,  ο 
ιστορικός  των  Μηδικών  πολέμων,  ούτε  ο  σαλαμινομάχος  Αισχύλος  στους  «Πέρσες»  του 
αναφέρει  ή  κάνει  υπαινιγμό  σ'  ένα  τέτοιο  περιστατικό.  Ο  μόνος  που  το  μνημονεύει  είναι  ο 
Πλούταρχος,  και  επειδή  ο  Πλούταρχος  είναι  ένας  σοβαρός  συγγραφέας,  έχομε  την  τάση  να 
πιστέψομε την πληροφορία του. Συλλογιζόμαστε όμως ότι ο Πλούταρχος χρονολογικά απέχει 
από  τα  γεγονότα  που  περιγράφει  όσο  πάνω  κάτω  απέχομε  μεις  από  την  άλωση  της  Πόλης 
(έζησε  από  το  46  έως  το  125  μετά  Χριστόν).  Επομένως  δεν  μπορεί  να  είναι  και  ο  ίδιος 
σίγουρος για όσα γράφει. Βέβαια μας αναφέρει την πηγή του: είναι ο Λέσβιος Φανίας. Αλλά 
ούτε αυτός είναι σύγχρονος των Μηδικών πολέμων. Περιπατητικός φιλόσοφος, μαθητής του 
Αριστοτέλη,  ο  Φανίας  ζει  και  γράφει  στα  τέλη  του  4ου  αιώνα  π.Χ.  δηλαδή  150  χρόνια 
τουλάχιστον  ύστερα από  τη ναυμαχία  της Σαλαμίνας. Θα διερωτηθεί  ίσως  κανείς: μα πώς ο 
Πλούταρχος  που  είχε  διαβάσει  και  Αισχύλο  και  Ηρόδοτο,  έδωσε  πίστη  σε  μιαν  αβέβαιη 
πληροφορία  ενός  φιλοσόφου  τρίτης  κατηγορίας;  Η  απάντηση  δεν  είναι  δύσκολη:  ο 
Πλούταρχος  ήταν  σοφός  άνθρωπος  με  υψηλό  ήθος,  αλλά  ήτανε  και  ιερεύς,  ανήκε  σε 
ορισμένη θρησκευτική παράδοση, πίστευε και τηρούσε το τυπικό της λατρείας με ευλάβεια. 
Όπως  είναι  γνωστό,  συλλέγει  με  επιμέλεια  και  αναφέρει  στα  βιβλία  του  με  ευχαρίστηση 
οιωνούς,  μαντείες,  επεμβάσεις  του  Θείου  στις  ανθρώπινες  υποθέσεις  κτλ.  κτλ.  Ίσως  λοιπόν 
παρασυρμένος  απ'  αυτόν  το  ζήλο  του  να  μη  θέλησε  ή  να  μη  μπόρεσε  να  βασανίσει 
περισσότερο τα πράγματα∙ του έφτανε το «γεγονός» ότι η έκβαση της ναυμαχίας «δικαίωσε» 
τη  βαρειά «θυσία» στον πανίσχυρο θεό Διόνυσο. Συμπέρασμα: Ας βάλομε καλύτερα μερικά 
ερωτηματικά  σ'  αυτή  την  ιστορική  πληροφορία,  κι  ας  μη  βιαστούμε  να  τη  θεωρήσομε  τόσο 
σίγουρη,  όπως  κάνουν  μερικοί  σύγχρονοί  μας  ιστορικοί  που  της  έδωσαν  κιόλας  θέση  μέσα 
στα εγχειρίδιά τους. 

*** 

Λογική  επεξεργασία  των  δεδομένων.  «Μαθαίνω»  σημαίνει  όχι  μόνο  συλλέγω  εξακριβωμένα 
γεγονότα,  αλλά  και  τα  κατανοώ.  Και  κατανοεί  εκείνος  που  δεν  δέχεται  απλώς  τα  δεδομένα 
που  του  προσφέρονται,  και  όπως  του  προσφέρονται,  αλλά  και  τα  επεξεργάζεται  με  το  νου 
του. Δηλαδή τα συσχετίζει, τα κατατάσσει, τα αναλύει, τα συνθέτει — με την προσεχτική και 
εύστοχη χρησιμοποίηση των κατηγορικών σχημάτων που έχει στη διάθεσή του το πνεύμα τού 
καλλιεργημένου ανθρώπου. Τέτοια λ.χ. σχήματα είναι η σειρά του χρόνου (παρόν, παρελθόν, 

Digitized by 10uk1s 
μέλλον),  η  τάξη  του  λόγου  (λογικώς  πρότερον,  λογικώς  ύστερον,  σχέση  προκειμένων  και 
συμπεράσματος), ο ειρμός της αιτίας  και του αποτελέσματος  κ.ο.κ. Ας  σταθούμε για λίγο σ' 
αυτή  την  τελευταία  περίπτωση:  επεξεργασία  των  δεδομένων  κατά  την  κατηγορία  της 
αιτιότητας.  Δεν  είναι  καθόλου  εύκολος  ο  προσδιορισμός  της  πραγματικής  αιτίας  ενός 
συμβάντος. Π.χ. του πρώτου παγκόσμιου πολέμου του αιώνα μας (1914—1918) = ποιά άραγε 
να υπήρξε η αιτία; Η δολοφονία του Διαδόχου της Αυστρίας στο Σεράγεβο; Μια συνωμοσία, 
ένας φόνος μπορεί να έχει ως «αποτέλεσμα» έναρξη ενός τρομαχτικού πολέμου που στέλνει 
στον  τάφο  εκατομμύρια  ανθρώπων  και  προκαλεί  τεράστιες  οικονομικές  καταστροφές;  Όταν 
προβάλλουν οι απορίες αυτές, το πρόβλημα της αιτίας των ιστορικών γεγονότων παρουσιάζει 
αμέσως τις ανησυχητικές διαστάσεις του. Είναι άραγε το συγκεκριμένο συμβάν Α εκείνο που 
εξαπολύει τον καταρράκτη μιας ολόκληρης σειράς πολλαπλών γεγονότων, η «αιτία» τους; Ή 
μήπως  και  αυτό  είναι  απλός  κρίκος  σε  μια  μακράν  αλυσίδα  που  ξετυλίγεται  προς  τα  πίσω 
χρονικά και αιτιολογικά; Κάτι σαν την τελευταία σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει; 
Μήπως  πρέπει  να  εξερευνήσομε  καλά  το  βάθος  του  ποτηριού  για  ν'  ανακαλύψομε 
ουσιαστικότερα  «προηγούμενα»,  και  ιδίως  για  να  καταλάβομε  πώς  συσσωρεύονται  το  ένα 
πίσω από το άλλο τα γεγονότα που ενεργούν αθροιστικά και προκαλούν αίφνης την έκρηξη; 
Όλα βέβαια μαζί δικαιούνται να θεωρηθούν «αιτία» του τελικού αποτελέσματος. Βρίσκονται 
όμως  όλα  στο  ίδιο  επίπεδο  σπουδαιότητας;  Έχουν  όλα  στον  ίδιο  βαθμό  την  ιδιότητα  που 
ονομάζομε ιστορικήν «αποτελεσματικότητα»; 

Με  τέτοιες  αναλύσεις  ο  κριτικός  νους  οδηγείται  σε  μια  πολύ  χρήσιμη  διάκριση  (που  έχει 
εισαγάγει  η  μαθηματική  σκέψη)  ανάμεσα  στις  αναγκαίες  και  στις  επαρκείς  συνθήκες. 
Αναγκαία,  για  το  παράδειγμά  μας,  είναι  εκείνη  η  συνθήκη  (condition)  που  οπωσδήποτε 
πρέπει  να  υπάρξει,  για  να  εκραγεί  ένας  πόλεμος  των  διαστάσεων  του  πρώτου  παγκόσμιου 
(των ετών 1914‐1918). Εάν λ.χ. δεν είχε υπάρξει ένας οξύς οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ 
Γερμανίας και Γαλλίας (καθώς και της Αγγλίας) ο πόλεμος δεν θα είχε κηρυχτεί. Αυτός όμως ο 
όρος  είναι  μόνο  αναγκαίος,  όχι  και  επαρκής.  Γιατί  επί  χρόνια  πολλά  υπήρχε  ο  οικονομικός 
ανταγωνισμός  των  μεγάλων  ευρωπαϊκών  δυνάμεων,  και  όμως  η  πολεμική  σύρραξη  έγινε  το 
1914.  Πρέπει  λοιπόν  να  υποθέσομε  ότι  εκτός  από  την  αναγκαία  πρέπει  να  υπάρξει  και  μια 
άλλη συνθήκη, για να φτάσει στο πλήρωμά της η αιτία που θα επιφέρει το αποτέλεσμα. Είναι 
άραγε  τέτοια  συνθήκη  η  δολοφονία  του  Αυστριακού  Διαδόχου  στο  Σεράγεβο;  Νέα  ανάλυση 
των δεδομένων χρειάζεται, για να βρεθεί η ορθή απάντηση στο ερώτημα τούτο. Πιθανόν να 
φανεί στο τέλος της έρευνας ότι η δολοφονία δεν επηρέασε με το βάρος της την πλάστιγγα 
της ιστορίας, παρά ήταν μόνο πρόσχημα και αφορμή, ο σπινθήρας που χρειάστηκε η φωτιά 
για ν' ανάψει. Αν δεν γινόταν, πάλι θα επακολουθούσε ο πόλεμος από μιαν άλλη αφορμή ‐ 
πρόσχημα —. Με αυτόν περίπου τον τρόπο επεξεργάζεται λογικά τα δεδομένα ενός θέματος 
εκείνος που θέλει να τα εννοήσει. Προσπαθεί όχι απλώς να τα πληροφορηθεί, αλλά και να τα 
«μάθει». 

Αυστηρός έλεγχος των αποφάνσεων. Κατά βάθος το στάδιο τούτο αποτελεί μέρος της λογικής 
επεξεργασίας  των  δεδομένων,  την  τελευταία  φάση  της.  Σκόπιμο  όμως  είναι  να  διαχωριστεί, 
για  να  εξαρθεί  η  σημασία  του.  Τα  πορίσματα  των  εξακριβώσεων,  των  αναλύσεων,  των 
συσχετισμών  μας  πρέπει  χωρίς  αναβολή  και  με  άκραν  επιμέλεια  να  τα  υποβάλλομε  σε 
αυστηρόν  έλεγχο,  να  τα  «επαληθεύομε»,  για  να  προσδιορίζομε  το  βαθμό  βεβαιότητας  του 
ευρήματος  που  έπεσε  στα  χέρια  μας.  Το  πώς  θα  τα  ελέγξομε,  εξαρτάται  από  το  θέμα  που 
εξετάζομε και από τα μέσα που διαθέτομε. Κάθε έρευνα κατά τη φύση της έχει και τη δική της 
βάσανο.  Τότε  μόνο  η  μάθηση  διασφαλίζεται  απέναντι  στη  σύγχυση  και  στην  πλάνη,  όταν 
ολοκληρώνεται  με  την  επαλήθευση  του  περιεχομένου  της.  Με  αυτήν  προσπαθούμε  να 
προσδιορίσομε τον συντελεστή κύρους των προτάσεων με τις οποίες διατυπώνεται η τελική 
κρίση  μας.  Η  κλίμακα  των  διαβαθμίσεων,  όπως  έδειξε  η  νεώτερη  Λογική  στο  κεφάλαιο  των 
«τρόπων» της (modale Logik), είναι μεγάλη. Το βέβαιο, αν καλοεξετάσομε τα πράγματα, είναι 
μόνο μια περίπτωση, το όριο του πιθανού. Τα πορίσματα των ερευνών μας είναι περισσότερο 

Digitized by 10uk1s 
ή λιγότερο πιθανά (σειρά των θετικών συντελεστών) και οι υποθέσεις που αντιφάσκουν προς 
αυτά,  λιγότερο  ή  περισσότερο  απίθανες.  Το  «ενδέχεται»  εκφράζει  το  βαθμό  βεβαιότητας, 
στην  πρώτη  περίπτωση∙  το  «αποκλείεται»  το  βαθμόν  αβεβαιότητας  στη  δεύτερη.  Όταν  λ.χ. 
διαρκώς  αυξάνονται  οι  ενδείξεις  (του  λογισμού  και  του  πειράματος)  για  την  ύπαρξη 
μεγαλύτερου  πλήθους  στοιχειωδών  σωματίων  ‐  κυμάνσεων  μέσα  στον  βασικό  πυρήνα  της 
ύλης  ‐  ενέργειας,  αποφαινόμαστε:  «ενδέχεται  να  ανακαλυφθούν  νέα  στοιχεία  του 
μικρόκοσμου στο προσεχές μέλλον». Αντίθετα, εάν αυξάνονται οι αντενδείξεις στο κεφάλαιο 
τούτο  της  έρευνας,  η  πρότασή  μας  θα  διατυπωθεί:  «αποκλείεται  να  υπάρχουν  νέα  στοιχεία 
του μικρόκοσμου, διαφορετικά από εκείνα που ανακαλύφθηκαν». Το «δεν αποκλείεται» είναι 
μια τρίτη τιμή∙ μας απομακρύνει από το πλην (—), αλλά δεν μας επαναφέρει στο συν (+). Π.χ. 
«δεν αποκλείεται η ύπαρξη ζωής και σε άλλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος». 

Βέβαια  ούτε  συνηθισμένο  ούτε  απαραίτητο  είναι  να  κάνει  ο  άνθρωπος  αυτό  τον  επίπονο 
δρόμο,  από  την  αφετηρία  έως  το  τέρμα,  για  κάθε  αλήθεια  που  τοποθετεί  μέσα  στις 
πνευματικές αποσκευές του. Τις περισσότερες, τις πλείστες φορές στηρίζεται στην αξιοπιστία, 
ανατρέχει στην αυθεντία ενός άλλου και κλείνει το ζήτημα. Πιστεύει ότι αυτός ο άλλος (που 
το  βάρος  των  τίτλων  του  εγγυάται  το  κύρος  της  γνώμης  του)  έχει  εξακριβώσει  και 
επεξεργαστεί τα δεδομένα του ζητήματος, και επομένως μπορεί ήσυχος να δεχτεί τη δική του 
απόφανση.  Νόμιμος  είναι  ο  τρόπος  αυτός  του  πλουτισμού  των  γνώσεών  μας,  και 
αναπόφευκτος,  γιατί  ούτε  το  χρόνο  ούτε  τις  δυνάμεις  έχει  ο  άνθρωπος  όλα  να  τα  εξερευνά 
και  να  τα  βασανίζει.  Επομένως  είναι  αναγκασμένος  να  στηρίζεται  στην  αξιοπιστία  και  να 
καταφεύγει  στην  αυθεντία  ενός  άλλου,  έως  ότου  από  τα  ίδια  τα  πράγματα  κλονιστεί  η 
εμπιστοσύνη του, οπότε ορθώνεται μπροστά του η απορία με τις συνοδούς της: την αμηχανία 
και  τη  δυσφορία.  Μοιάζει  τότε  μ'  εκείνον  που  βρίσκεται  στη  μιαν  όχθη  ενός  τρικυμισμένου 
ποταμού  που  πρέπει  να  τον  διαβεί,  και  ξαφνικά  βλέπει  να  γκρεμίζονται  οι  γέφυρες  και  δεν 
μπορεί  να  περάσει  στην  άλλη  όχθη.  (Το  απορείν  της  αρχαίας  Ελληνικής  κυριολεκτικά 
σημαίνει: δεν έχω πόρον, πέρασμα). Ευτυχώς που η ζωή μάς δίνει κάποτε αυτή την ευλογία∙ 
μας τινάζει από το λήθαργο της ανύποπτης βεβαιότητας. Με αποτέλεσμα να έχομε το φοβερά 
δυσάρεστο  αίσθημα  του  ανθρώπου  που  έως  τότε  κοιμότανε  βαθιά  και  αίφνης  κάποιος  του 
αφαιρεί το μαλακό στρώμα όπου αναπαύεται. Ξυπνάει έντρομος και προσπαθεί να εξηγήσει 
πώς βρέθηκε σ' αυτή τη δύσκολη θέση... Την ώρα εκείνη βλέπει πια καθαρά ότι μια είναι η 
σωτηρία:  να  εγκαταλείψει τις αλήθειες, τις οπισθογραφημένες από άλλους, και να  βάλει τα 
πράγματα από την αρχή στη θέση τους. Να στηριχτεί δηλαδή στην προσωπική του εμπειρία 
και κρίση, στη δική του ανάλυση και βάσανο, κ' έτσι να φτάσει σε λύσεις για τις οποίες αυτός 
και μόνο θα φέρει αμέριστη την ευθύνη. 

*** 

Υπάρχει  μια  συγγένεια  εκλεκτική  μεταξύ  αφ'  ενός  της  ετερόφωτης  μάθησης  και  του 
δογματισμού,  και  αφ'  έτερου  της  αυτόφωτης  μάθησης  και  του  κριτικού  στοχασμού.  Όσοι 
δέχονται  ανέλεγκτα  τις  έτοιμες  αλήθειες  των  άλλων  και  βολεύονται  μέσα  σ'  αυτές,  γίνονται 
δογματικοί:  «έτσι  είναι  τα  πράγματα»,  «δεν  μπορούν  παρά  να  είναι  έτσι»,  «πρέπει  να  είναι 
έτσι».  Αντίθετα  η  κριτική  σκέψη  τρέφεται  από  την  αυτόφωτη  μάθηση  και  την  τρέφει:  «θα 
βεβαιωθώ άμα πεισθώ μόνος μου», «δείξε μου τους τίτλους της αλήθειας που πρεσβεύεις», 
«πρώτος θα ομολογήσω την πλάνη μου, εάν την ανακαλύψω». Πρόκειται για δύο στο έπακρο 
διαφορετικές  όχι  μόνο  θεωρητικές  αλλά  προπάντων  ηθικές  στάσεις  (τρόπους  σκέψης  και 
συμπεριφοράς).  Γι'  αυτό,  τόσο  τα  χαρακτηρολογικά  όσο  και  τα  ηθικά  γνωρίσματα  των  δύο 
τύπων  είναι  εντελώς  αντίθετα.  Ο  δογματικός  είναι  απερίσκεπτος,  πείσμων,  αδιάλλακτος, 
φανατικός.  Δεν  σε  αφήνει  να  αντιμιλήσεις,  δεν  επιτρέπει  διαφωνίες.  Αποφαίνεται  με 
αποφθέγματα  και  εντυπωσιακές  φράσεις.  Επειδή  δεν  αισθάνεται  την  παραμικρή  αμφιβολία 
για  όσα  υποστηρίζει,  ο  ίδιος  γίνεται  θύμα  της  βεβαιότητας  και  της  ακαμψίας  του.  Είναι 

Digitized by 10uk1s 
μισαλλόδοξος  και  επιθετικός.  Απορρίπτει  προκαταβολικά  κάθε  αντίθετη  άποψη  ως  ανάξια 
λόγου ή γελοία∙ και αν τύχει η άποψη αυτή να έχει αιχμές που τις φοβάται, μαίνεται και τη 
χαρακτηρίζει εγκληματική, ολέθρια για την ανθρωπότητα. 

Ο  άνθρωπος  του  κριτικού  στοχασμού  βρίσκεται  στον  άλλο  πόλο.  Αυτός  προσέχει,  εξετάζει, 
ζυγίζει,  ελέγχει  κάθε  γνώμη  που  παρουσιάζεται  με  την  αξίωση  ότι  είναι  ορθή.  Και  δεν 
αποφαίνεται  οριστικά  παρά  μόνο  εάν  πεισθεί  ότι  ικανοποιεί  τους  όρους  της  αλήθειας.  Στη 
δική του άποψη δεν αναγνωρίζει περισσότερα από των άλλων τα προνόμια. Για να βεβαιωθεί 
μάλιστα  ότι  η  θέση  του  είναι  πραγματικά  ισχυρότερη,  όχι  μόνο  μ'  ευχαρίστηση  ακούει  τον 
αντιφρονούντα, αλλά και τον αναζητεί για να «διαλεχθεί» μαζί του. Ο δογματικός μονολογεί∙ 
ο  κριτικός  αγαπά  και  καλλιεργεί  τη  συζήτηση.  Τη  θέλει  όχι  τόσο  για  να  διαφωτίσει  τους 
άλλους, όσο για να διαφωτισθεί ο ίδιος. Ξέρει ότι μόνο με αυτό τον τρόπο φαίνεται καθαρή η 
αλήθεια, όπως ο χρυσός  με τη φωτιά. (Η μεταφορά είναι του  Πέρση ευγενή Αρτάβανου και 
αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, VII 10). Διαλεγόμενος ο κριτικός αγωνίζεται όχι να επιβάλει τη 
γνώμη  του,  αλλά  να  ζυγίσει  την  αξία  της.  Οι  δογματικοί  και  όταν  δέχονται  να  συζητήσουν, 
παραποιούν τον διάλογο∙ δεν μετακινούνται από τη θέση τους, έστω και αν τους αποδείξεις 
ότι πατούν σε σαθρό έδαφος. Μοιάζουν μ' εκείνους που έρχονται να σε συμβουλευθούν, όχι 
για να πάρουν τη δική σου γνώμη, αλλά για ν' ακούσουν από τα χείλη σου αυτήν που έχουν 
ήδη  σχηματίσει...  Αυταρχισμός  και  ιδεοληψία,  μισαλλοδοξία  και  φανατισμός  προσιδιάζουν 
στον  δογματικό  και  ετερόφωτο,  όχι  στον  άνθρωπο  του  κριτικού  στοχασμού  και  της 
αυτόφωτης μάθησης. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ 

Ως  πλήρωση  του  ελεύθερου  χρόνου  η  ψυχαγωγία  νόμιμο  δικαίωμα  και  δείκτης 
πολιτισμού.  —Έννοιες  του  χρόνου:  ο  χρόνος—  σύμμαχος,  ο  χρόνος‐εχθρός  του 
ανθρώπου,  ο  μονότονος  χρόνος  της  πλήξης.  —  Η  ανία.  —  Η  νόθη  ψυχαγωγία 
άδειασμα και ερήμωση της ψυχής.— Οι αρνητικοί τρόποι της (τα χαρτιά, το πιοτό, το 
όργιο)  απόπειρες  φυγής  από  τον  αποσαθρωνόμενο  εαυτό  μας.—  Το  ηθικό  ζήτημα: 
έξεις και ευθύνη. —Η γνήσια  ψυχαγωγία συντηρεί και ανανεώνει τη  δύναμη και  τη 
χαρά της ζωής.— Οι θετικοί τρόποι της: σπορ, ταξίδια, απολαύσεις της Τέχνης.— Η 
καταθλιπτική  μοναξιά  του  ασυντρόφευτου  ανθρώπου  στις  πόλεις‐λεβιάθαν  του 
αιώνα μας. — Το πρόβλημα του «ελεύθερου χρόνου∙ πώς θα λυθεί; 

Η ψυχαγωγία έχει τη θέση της, θέση γενικά παραδεκτή, νόμιμη μέσα στη ζωή μας. Αφού του 
θνητού η μοίρα είναι να βρέχει κάθε του έργο με τον ιδρώτα του προσώπου του, και επειδή 
αυτός  ακριβώς  ο  κλήρος  του  έλαχε  (είτε  ως  τίμημα  ακριβό  της  ελευθερίας  του,  είτε  ως 
αναπόφευκτη  συνέπεια  της  δυσαναλογίας  που  υπάρχει  ανάμεσα  στις  επιδιώξεις  και  στις 
δυνάμεις  του),  δικαίωμά  του  θεώρησε  ο  άνθρωπος  να  κλέβει  χρόνο  από  τη  σκληρή  θητεία 
του βιοπορισμού και να τον αφιερώνει στη διασκέδαση, για να ελαφρώνει κάπως το φορτίο 
της ζωής και να ξεχνάει, για λίγο έστω, τα δεινά της. Το δικαίωμα τούτο το έχει αναγνωρίσει, 
με τους άγραφους και τους γραφτούς νόμους της, η κοινωνία. Όσο και να ψάξομε σε τόπους 
άγριους  και  σε  χρόνους  αρχαίους,  δεν  θα  βρούμε  κοινότητα  ανθρώπων  που  δεν  έχει 
παραδεχτεί και θεσμοθετήσει την ομαδική διασκέδαση, τις παρενθέσεις της ξεκούρασης και 
της  χαράς  μέσα  στο  αφόρητα  κάποτε  μονότονο  κείμενο  του  ατομικού  και  του  συλλογικού 
βίου.  Όλες  οι  κοινωνίες,  από  τις  πιο  πρωτογενείς  έως  τις  πιο  εξελιγμένες,  επινοούν  και 
καθιερώνουν,  σε  συνάρτηση  με  τις  θρησκευτικές  τελετές  και  τις  πολιτικές  συγκεντρώσεις, 
ευκαιρίες  για  να  ξεσπάει  ανεμπόδιστα  και  να  ικανοποιείται  η  ανάγκη  του  πλήθους  για 
ψυχαγωγία.  Τρία  θέματα  δεσπόζουν  πάντοτε  στα  διαφέροντα  της  μάζας  και  στις  φροντίδες 
των  αρχηγών  τους:  ο  χορτασμός,  ο  πόλεμος,  και  η  διασκέδαση.  Απόκλιση  από  τη  γραμμή 
αυτή δεν θα βρει κανείς ούτε στους οικονομικά και πνευματικά πιο ανεπτυγμένους λαούς των 
χρόνων  μας∙  μόνο  που,  στη  δική  τους  περίπτωση,  το  πρόγραμμα  πλουτίζεται  και 
διαφοροποιείται για να περιλάβει το κάθε κεφάλαιο πολλές υποδιαιρέσεις. 

Αν  όχι  ο  βεβαιότερος,  ασφαλώς  όμως  ο  παραστατικότερος  δείκτης  πολιτισμού  μιας 


κοινότητας ανθρώπων είναι ο τρόπος της ψυχαγωγίας της. Λαοί με ένστικτα ανημέρωτα και 
χαμηλό επίπεδο μόρφωσης διασκεδάζουν βάναυσα∙ αντίθετα όσοι ημέρωσαν τα ήθη τους και 
καλλιέργησαν το πνεύμα τους αγαπούν ευγενείς μορφές και λεπτά μέσα ψυχαγωγίας. Ο ίδιος 
κανόνας  ισχύει  και  για  τον  χαρακτηρισμό  των  ατόμων:  «πες  μου  πώς  διασκεδάζεις  να  σου 
ειπώ ποιος είσαι». Ο αβρός στους τρόπους και πνευματικά προικισμένος άνθρωπος είναι και 
στην  ψυχαγωγία  του  εκλεκτικός  και  διακριτικός∙  ο  βάρβαρος  και  άξεστος  αγαπάει  τις 
διασκεδάσεις που τον αποκτηνώνουν. 

*** 

Οπωσδήποτε  και  αν  την  ορίσομε,  η  ψυχαγωγία  κατά  κύριο  λόγο  είναι  μια  διάθεση  και  μια 
ενέργεια, μια απασχόληση με την οποία γεμίζει κανείς και περνάει ευχάριστα τον ελεύθερο 
χρόνο του. Θα την καταλάβομε λοιπόν και θα την εκτιμήσομε καλύτερα, εάν ρίξομε μια ματιά 
στο  πρόβλημα  χρόνος.  Όπως  έχω  αναλύσει  σε  μιαν  άλλη  μου  μελέτη,  δεν  υπάρχει  μόνο  ο 
χρόνος που τον μετρούν τα όργανα της Φυσικής, το ρολόι και τα διάφορα υποκατάστατά του. 

Digitized by 10uk1s 
Αλλά  και  ένας  άλλος  που  δεν  έχει  τη  σταθερή  ροή  και  την  ομοιογένεια  του  φυσικού,  γιατί 
ταυτίζεται με την ίδια μας την ύπαρξη και παρουσιάζει στην υφή του τα δικά της «πλήρη» και 
«κενά»,  τις  δικές  της  «εντάσεις»  και  «υφέσεις»,  τις  ανωμαλίες  και  τις  αρρυθμίες  της.  Αυτός 
είναι  η  προσωπική  μας  διάρκεια  που  γεμίζει  ή  αδειάζει,  δυναμώνει  ή  χαλαρώνεται, 
πλουτίζεται  ή  φτωχαίνει  κατά  τις  διακυμάνσεις  και  από  τα  περιστατικά  της  ζωής  μας.  Και 
ανάλογα  με  τον  ρυθμό  και  το  περιεχόμενό  της  άλλοτε  τρέχει  γρήγορα  και  άλλοτε  πηγαίνει 
αργά,  άλλοτε  είναι  ομαλός  στην  πορεία  του  και  άλλοτε  στέκεται  απότομα  ή  προχωρεί  με 
πηδήματα. Με άλλους λόγους είναι ανομοιογενής, ανισομερής και ανισοταχύς, πολύμορφος, 
πολύρρυθμος  και  πολυκύμαντος—  σαν  την  ίδια  μας  την  εσωτερική  ζωή  την  ανήσυχη  και 
βασανισμένη,  την  ακατανόητη.  Για  να  τον  ξεχωρίσομε  από  τον  πρώτο,  τον  «φυσικό»  χρόνο, 
θα  τον  ονομάσομε  «υπαρξιακό»,  ή  —  αν  ενοχλεί  ο  όρος,  επειδή  γίνεται  μεγάλη  κατάχρησή 
του σήμερα — «προσωπικό». 

Αντίθετα προς τον ουδέτερο χρόνο της Φυσικής (πλαίσιο μαθηματικό ή γεωμετρική διάσταση 
του  σύμπαντος  των  φυσικών  αντικειμένων),  ο  υπαρξιακός  ή  προσωπικός  μπορεί  να  είναι 
φίλος, σύμμαχος του ανθρώπου, αλλά και εχθρός, αντίπαλός του∙ έρχεται δηλαδή κοντά μας 
ή τα βάζει μαζί μας, «μεροληπτεί»... Είναι φίλος όταν η ζωή μας είναι γεμάτη από έντονη και 
γόνιμη απασχόληση, από δραστηριότητες που συμφωνούν με το πρόγραμμα των επιδιώξεών 
μας  και  δίνουν  νόημα  στην  ύπαρξή  μας.  Εχθρός  όταν  τα  γεγονότα  έρχονται  καταπάνω  μας 
παράκαιρα  και  παράλογα,  διαψεύδουν  τις  προθέσεις  και  ανατρέπουν  τα  σχέδιά  μας.  Στην 
πρώτη περίπτωση, ακόμη και εάν οι δυσκολίες που έχομε να υπερπηδήσομε είναι μεγάλες, ο 
αγώνας  τρέφει  τις  δυνάμεις  μας  και  μας  δίνει  το  αίσθημα  μιας  πληρότητας  που  μας 
στερεώνει. Στη δεύτερη, εάν οι συνεχείς απογοητεύσεις κάμψουν την αντίστασή μας και μας 
πείσουν  ότι  κάθε  προσπάθεια  ν'  αλλάξομε  την  κοίτη  της  ζωής  μας  είναι  από  πριν 
καταδικασμένη σε αποτυχία, ο χρόνος εργάζεται εναντίον μας, κάνει ολοένα πιο επικίνδυνη 
την τριβή, βαθύτερες τις πληγές, ανεπανόρθωτη τη φθορά.—Νοητή είναι και μια τρίτη μορφή 
υπαρξιακού  ή  προσωπικού  χρόνου:  ο  σταματημένος  και  άχρωμος,  ο  αδρανής  και  παγερός 
χρόνος της πλήξης και της μονοτονίας που περιγράφεται με συνταρακτικήν ακρίβεια μέσα σ' 
ένα ολιγόστιχο ποίημα του Καβάφη: 

«Τη μια μονότονην ημέρα 
άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. 
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα. 
Θα ξαναγίνουν πάλι, 
οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουν και μας αφήνουν. 
Μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα. 
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει, 
είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα, 
και καταντά το αύριο σαν αύριο πια να μη μοιάζει». 

Τέτοιες  ώρες  έχομε  το  αίσθημα  ότι  δεν  υπάρχομε,  ότι  βρισκόμαστε  μετέωροι  στο  κενό,  ότι 
ενώ  οι  άλλοι  τριγύρω  μας  τρέχουν,  μάχονται,  χαίρουν,  λυπούνται,  απολαβαίνουν, 
υποφέρουν—εμείς  μένομε  έξω  από  το  φαντασμαγορικό  παιχνίδι  της  ζωής,  κανείς  δεν  μας 
προσέχει ούτε μας λογαριάζει, μας έχει εγκαταλείψει και αυτός ακόμη ο εαυτός μας. Ο κοινός 
παρονομαστής στις καταστάσεις αυτού του είδους (που δεν είναι τόσο σπάνιες όσο νομίζομε, 
ούτε απαντούν σε ορισμένα μόνο κλίματα πολιτισμού ή κοινωνικά στρώματα) είναι η πλήξη 
που  την  προκαλεί  και  τη  συντηρεί  η  ρυθμική  επανάληψη  των  ίδιων  γεγονότων,  η 
στερεοτυπία, η ρουτίνα∙ η ευμάρεια, αν τυχόν υπάρχει, ακόμη και η υγεία (επειδή και οι δύο 
μαζί επιτρέπουν την ευωχία), δεν τις ελαφρώνει, όπως θα περίμενε ίσως κανείς∙ απεναντίας 
τις κάνει αφόρητες, γιατί τα θύματα βεβαιώνονται με αυτό τον τρόπο ότι ούτε τα λεγόμενα 
πρώτα αγαθά της ζωής μπορούν να βοηθήσουν, και πέφτουν σε απόγνωση. 

Digitized by 10uk1s 
Με  τη  γνωστή  του  ψυχολογική  οξυδέρκεια  ο  Sören  Kierkegaard  χαρακτηρίζει  την  ανία 
επιγραμματικά  μέσα  σε  μια  σελίδα  του  Ημερολογίου  του:  «Η  ανία»  γράφει,  «αυτή  η  χωρίς 
περιεχόμενο  αιωνιότητα  [διάρκεια  κενή,  ψεύτισμα  της  αιωνιότητας],  αυτή  η  χωρίς  χαρά 
μακαριότητα [ευτυχία χωρίς χαρά είναι ένα απλό φλούδι, από μέσα λείπει η ψίχα, η ουσία∙ 
είναι λοιπόν απατηλή], αυτό το επιφανειακό βάθος [βάθος ‐ mirage, γιατί εδώ υπάρχει μόνο 
επιφάνεια χωρίς τρίτη διάσταση], αυτός ο κόρος του πεινασμένου [ο κόρος ως υπερπλήρωση 
είναι η αντίθεση της πείνας∙ πώς λοιπόν ο στερημένος θα έχει χορτάσει και θα εξακολουθεί 
να  πεινάει;  ιδού  ο  παραλογισμός  του  φαινομένου],  η  ανία  είναι  η  αρνητική  ενότητα  μέσα 
στην  οποία  καταργούνται  οι  αντιφάσεις».  Οι  αντιφάσεις,  κατά  τη  φιλοσοφία  του  Δανού 
στοχαστή, είναι το προνόμιο και ο σταυρός της προσωπικής ύπαρξης. Χωρίς τη μετάβαση από 
τη θέση στην άρνηση, και απ' αυτήν πάλι στη θέση∙ χωρίς τη διαλεκτική πρόκληση και απειλή 
του  συν  από  το  πλην,  και  του  πλην  από  το  συν,  φτάνομε  βέβαια  σε  μιαν  ενότητα,  αλλά  η 
ενότητα  αυτή  ως  άρνηση  της  αντίθεσης,  δεν  είναι  πια  ζωή  παρά  ένα  ψεύδος  όπου 
βυθιζόμαστε  και  γελιόμαστε  ότι  εξακολουθούμε  να  υπάρχομε,  ενώ  έχομε  πάψει  να  ζούμε. 
Έτσι εξηγείται γιατί η ανία είναι η πιο βαρειά ψυχική αρρώστια∙ από ανία μπορεί να πεθάνει 
κανείς, από τρέλλα όχι. 

*** 

Επέμεινα τόσο πολύ στην εχθρική μορφή του υπαρξιακού χρόνου (και η τρίτη περίπτωση που 
ανέφερα ανήκει κι αυτή στο χρόνο ‐ εχθρό του ανθρώπου, είναι μάλιστα η χειρότερη, όπως 
χειρότερος  είναι  ο  εχθρός  που  μας  περιφρονεί  από  κείνον  που  μάχεται  εναντίον  μας)  γιατί 
αυτή γεννάει και εξηγεί τη νοθεία της ψυχαγωγίας, τους αρνητικούς τρόπους της: τα χαρτιά, 
το πιοτό, το όργιο. Καλύτερα ν' αρχίσομε από τούτους, για να καταλάβομε και να εκτιμήσομε 
τους άλλους, τους γνήσιους και θετικούς. 

Η νόθη ψυχαγωγία είναι απόπειρα φυγής, επιθυμία απόδρασης από τον κλοιό μιας ζωής που 
μόνο πληγές μας δίνει και απογοητεύσεις ή που μας έγινε αφόρητη από το αθεράπευτο κενό 
της.  Απόπειρα  φυγής,  όχι  φυγή∙  επιθυμία  απόδρασης,  όχι  απόδραση.  Γιατί  σε  λίγο 
ξαναγυρίζομε  στην  αρένα  βαρύτερα  πληγωμένοι,  βρισκόμαστε  και  πάλι  στο  πηγάδι  μας  με 
μεγαλύτερο  άγχος—η  απελευθέρωση  ήταν  ψεύδος,  τραγική  αυταπάτη.  Πίσω  λοιπόν  από  τη 
νόθη  ψυχαγωγία  υπάρχει  πανικός  και  μωρία∙  όταν  μαυρίσει  από  την  απελπισία  ή  ρημάξει 
μέσα στην ανία η ψυχή μας, μας πιάνει τρόμος, και τρέχομε να αναπληρώσομε αυτό που μας 
λείπει με μια συγκίνηση (ας είναι και αγωνία), με μια διέγερση (ας είναι και αλλοτρίωση του 
προσώπου μας), με μιαν εξαντλητική ηδονή (ας φέρνει και την αποκτήνωση)—με κάτι τέλος 
πάντων που έστω και προσωρινά θα δώσει άλλη τροπή στη ζωή μας. Εκείνο που μας τρομάζει 
περισσότερο είναι  η  ερημιά της  ψυχής, το εσωτερικό άδειασμα.  Και ριχνόμαστε σ'  εκείνους 
τους  τρόπους  της  ψυχαγωγίας  που  ελπίζομε  ότι  θα  μας  βοηθήσουν  να  ξεφύγομε—  από  τι; 
Ολοφάνερα από τον «εαυτό μας». Αυτός μας έχει γίνει ανυπόφορος και, επειδή μας πονεί ή 
μας αηδιάζει η παρουσία του, επιχειρούμε να αποδράσομε «σκοτώνοντας» το χρόνο που μας 
πολεμάει ή έχει περιφρονήσει την ψυχή μας. Κάθε ευκαιρία φυγής είναι τότε ευπρόσδεκτη, 
ακόμη κι αν υπονομεύει την υγεία ή μας ντροπιάζει. Και όταν μας παρουσιαστεί (η κοινωνία 
έχει  και  για  τούτο  προνοήσει  με  τις  λέσχες,  τα  καπηλειά,  τα  καταγώγια)  τρέχομε  να 
επωφεληθούμε. Αστόχαστα, αφού στο τέρμα του δρόμου μάς περιμένει ήσυχος ο εχθρός που 
θέλομε να του ξεφύγομε... 

Από τους αρνητικούς τρόπους της ψυχαγωγίας ονόμασα: τα χαρτιά, το πιοτό και το όργιο, όχι 
γιατί  είναι  οι  μόνοι,  αλλά  γιατί  είναι  οι  πιο  διαδομένοι  στις  κοινωνίες  μας.  Και  οι  τρεις 
παγιδεύουν τον ανύποπτο άνθρωπο, επειδή αφετηρίαν έχουν μερικές ομαλές και πολύ κοινές 
μορφές συμπεριφοράς που ανταποκρίνονται σ' ένα ένστικτο ή σε μιαν οργανική ανάγκη και 
για τούτο είναι κοινωνικά παραδεκτές. Το αλκοόλ λ.χ. τονώνει και δίνει ευθυμία∙ η ηδονή του 

Digitized by 10uk1s 
sex είναι μέσα στο πρόγραμμα της διαιώνισης του είδους∙ και στη χαρτοπαιξία συνεργάζονται 
πολλά  θεμιτά  κίνητρα,  από  την  πρόκληση  της  «τύχης»  και  την  επίδειξη  υπεροχής  έως  την 
επιθυμία  του  εύκολου  κέρδους.  Πώς  λοιπόν  να  αποκρούσει  κανείς  αυτές  τις  «αθώες» 
απολαύσεις  εάν  δεν  θέλει  να  δώσει  την  εντύπωση  του  σεμνότυφου  ή  του  αγροίκου 
ανθρώπου; Έτσι παραδίνεται σιγά ‐ σιγά στον καταχθόνιο μηχανισμό της έξης. — Και όσο οι 
διασκεδάσεις  του  είδους  τούτου  μένουν  μέσα  σε  κάποια  όρια  και  τηρούν  τους  κανόνες  της 
ευπρέπειας, δεν αποτελούν ούτε ψυχολογικό ούτε ηθικό πρόβλημα. Όταν όμως υπερβαίνουν 
κάθε μέτρο και καταδυναστεύουν τους θιασώτες τους, τότε γίνεται πολύ εύλογη η υπόθεση 
ότι  είναι  συμπτώματα  μιας  βαθειάς  ψυχικής  ανωμαλίας  που  χρειάζεται  ειδικήν  εξήγηση.— 
Έδωσα ήδη τη δική μου. Και θα την τεκμηριώσω όχι με αναλύσεις δάνειες από επιστημονικές 
πραγματείες, αλλά με τη  μαρτυρία  ενός μεγάλου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής. Ο Πιέρ, 
γράφει για τον ήρωα του μυθιστορήματός του «Πόλεμος και Ειρήνη» ο Λέων Τολστόι, «είχε 
ακούσει να λέγουν ότι οι στρατιώτες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, κάτω από τα πυρά 
του  εχθρού,  σοφίζονται  τρόπους  να  έχουν  απασχόληση,  για  να  ξεχνούν  πιο  εύκολα  τον 
κίνδυνο  και  είναι  οι  πιο  πρόθυμοι  για  όσες  δουλειές  τους  αναθέτει  ο  λοχαγός,  γιατί  πρέπει 
κάτι να κάνουν, να ξεχάσουν που βρίσκονται. Και οι άνθρωποι έτσι συνήθως αισθάνονται και 
ενεργούν  —  όπως  οι  στρατιώτες  στην  πρώτη  γραμμή  του  πυρός.  Κοιτάζουν  πώς  να 
διασκεδάσουν το φόβο της ζωής, να ξεχάσουν τον κίνδυνο της ζωής, άλλος με τις φιλοδοξίες 
του, άλλος με το χαρτοπαίγνιο, άλλος με τις γυναίκες, άλλος με τα άλογα, άλλος με το χορό, 
άλλος με το κρασί». 

Πριν  εγκαταλείψομε  τη  νόθη  ψυχαγωγία,  δεν  είναι  —νομίζω—  άσκοπο  να  αναφέρομε  μια 
πρόληψη, αρκετά διαδομένη, ακόμη και σε φωτισμένους κύκλους της κοινωνίας μας, ως προς 
το  ηθικό  βάρος  των  παρεκτροπών  που  προκαλούν  οι  τρόποι  της.  Εκείνους  που  έχουν 
παραδοθεί στα χαρτιά, στο πιοτό, στα όργια και παρά τη φευγαλέα μεταμέλεια των στιγμών 
της  νηφαλιότητας  δεν  έχουν  τη  δύναμη  να  αντιδράσουν  και  να  σωθούν  από  τον  ολοσχερή 
καταποντισμό,  πολλοί  τους  θεωρούν  θύματα  του  πάθους  αξιολύπητα  και  στην  κακή  έξη 
αποδίνουν  την  κατάρρευσή  τους.  Θα  ήσαν  ακόμη  έτοιμοι  να  τους  ειπούν  ακαταλόγιστους 
«στην κατάσταση που έφτασαν», και άξιους πιο πολύ να τους συμπονεί κανείς παρά να τους 
επικρίνει. 

Δεν  θα  συμφωνήσω  με  αυτή  την  αντίληψη.  Οι  άνθρωποι  αγαπούν  να  αρνούνται  ή  να 
μεταθέτουν τις ευθύνες τους στη ράχη των άλλων. Και όταν αυτοί οι «άλλοι» δεν υπάρχουν, 
τότε  οι  ευθύνες  φορτώνονται  στο  μηχανικό  μέρος  της  υπόστασής  μας,  σ'  εκείνο  που 
υποτίθεται ότι δεν ελέγχεται, ή ελάχιστα ελέγχεται από τη βούλησή μας. Στον γιατρό λ.χ. που 
μας  συμβουλεύει  να  σταματήσομε  αμέσως  το  κάπνισμα,  γιατί  κινδυνεύομε  να  πάθομε 
καρδιακό  έμφραγμα,  απαντούμε:  «Αδύνατο,  δοκίμασα  αλλά  δεν  το  κατόρθωσα∙  έχω  γίνει 
δούλος  μιας  έξης  και  τώρα  πια  δεν  μπορώ  να  την  αποβάλω».  Με  την  ίδια  λογική 
ελεεινολογούμε  αλλά  δεν  καταδικάζομε  τον  χαρτοπαίκτη,  τον  μέθυσο,  τον  ακόλαστο∙  τους 
έχει παρασύρει, λέμε, ο αδυσώπητος τροχός της έξης και τώρα πια είναι έρμαια του πάθους 
των.—  Εάν  είναι  ή  δεν  είναι  πλέον  ικανοί,  εκείνοι  που  τους  καταδυναστεύει  η  αμαρτία,  να 
λυτρωθούν—  ας  αφήσομε  τους  ψυχολόγους  και  τους  γιατρούς  ν'  αποφανθούν.  Η  ηθική 
πλευρά του ζητήματος (και γι' αυτήν πρόκειται εδώ) είναι άλλη. Μετατοπίζοντας την ευθύνη 
από τη βούλησή μου στον μηχανισμό της έξης δεν απαλλάσσομαι από την ενοχή. Ο άνθρωπος 
είναι υπεύθυνος και για όσα πράττει και για όσα παραλείπει να πράξει. Είναι λοιπόν και για 
τις έξεις του υπεύθυνος. Πρώτα γιατί τις άφησε να δημιουργηθούν∙ αυτό δεν έγινε απότομα 
και οριστικά. Δεύτερο, γιατί τους επέτρεψε να τον υποτάξουν. Και τρίτο, αφού η έξη μόνο από 
μιαν  όμοιά  της  μπορεί  να  ξεριζωθεί,  γιατί  δεν  προσπάθησε  με  ειλικρίνεια  και  επιμονή  να 
αποκτήσει  ένα  νέο,  «ιερό»,  πάθος  που  να  εξουδετερώσει  το  παλαιό,  το  «ανόσιο»,  που  τον 
εξευτελίζει.  Κακώς  εξηγούμε  (και  ως  ένα  σημείο  δικαιολογούμε)  την  τραγωδία  —όπως  με 
ευφημισμό  την  ονομάζομε—  των  ναυαγών  της  ζωής  επικαλούμενοι  την  ατυχία  τους,  την 
«κακή ώρα» του πρώτου παραστρατήματος∙ που «έκρινε» τάχα τελεσίδικα τη μοίρα τους. Δεν 

Digitized by 10uk1s 
πρέπει να παραβλέπομε το γεγονός ότι, αν η σύμπτωση, η συνδρομή όρων δυσμενών, έγινε η 
αφετηρία  της  εκτροπής,  τα  «από  κει  και  πέρα»,  δηλαδή  η  καταστροφή,  υπήρξε  δικό  τους 
έργο, αποτέλεσμα της αδράνειας και της απερισκεψίας, της αβελτηρίας τους. Επομένως δεν 
τους αξίζει το στεφάνι του μάρτυρα. 

*** 

Αντίθετα προς τη νόθη η γνήσια ψυχαγωγία ως ανάγκη γεννιέται από τη δύναμη και τη χαρά 
της  ζωής,  και  εκείνο  που  προσφέρει  είναι  να  συντηρεί  και  να  ανανεώνει  τη  δύναμη  και  τη 
χαρά της ζωής. Αυτήν ακριβώς που φθείρει και αφανίζει η νόθη. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται 
αποδείξεις  για  να  βεβαιωθεί  κανείς  ότι  άλλο  πράγμα  είναι  να  ρίχνεσαι  στο  ξεφάντωμα  από 
αμηχανία και άγχος, για να «διασκεδάσεις» την κατάθλιψη και την ανία που σε ρημάζει, και 
άλλο  (εντελώς  άλλο  και  στις  προθέσεις  και  στα  αποτελέσματα)  να  διασκεδάζεις  από 
περίσσεια  δυνάμεων  και  ευφρόσυνη  διάθεση,  για  να  κρατείς  υψηλά  την  εσωτερική  σου 
θερμοκρασία και να απολαβαίνεις την ακμή του σώματος και τη χαρά της ψυχής. Στην πρώτη 
περίπτωση,  όπως  είπαμε,  η  ψυχαγωγία  είναι  απόπειρα  φυγής,  αναζήτηση  σωτηρίας  από  το 
αδιέξοδο,  που  αντί  να  δώσει  ανακούφιση  από  το  άλγος  και  την  πλήξη,  κάνει  τη  ζωή  πιο 
δύσκολη, ζοφερή και αρρωστημένη. Στη δεύτερη, είναι ακτινοβολία και θρίαμβος σωματικής 
και  ψυχικής  ευφορίας,  άξια  επιβράβευση  εκείνων  που  ευδοκιμούν  στο  σκληρόν  αγώνα  της 
ζωής  με  την  περίσκεψη,  το  θάρρος,  το  τάλαντό  τους  —και  για  τούτο  προσφέρει  ό,τι 
υπόσχεται: δύναμη και χαρά μεγαλύτερη. Εάν βρίσκεσαι σε συμφωνία με τον εαυτό σου (τις 
διαθέσεις,  τις  ικανότητες,  τα  όνειρά  σου)∙  εάν  με  τους  συνανθρώπους  ζεις  αρμονικά 
προσπαθώντας  με  καλή  προαίρεση  να  γεφυρώνεις  τα  χάσματα  και  ν'  αποφεύγεις  την  τριβή 
στις σχέσεις σου μαζί τους∙ εάν εργάζεσαι έντιμα και δημιουργικά και είσαι ικανοποιημένος 
από  την  αναγνώριση  των  αποδόσεών  σου∙  εάν  στην  αισθηματική  σου  ζωή  αξιώθηκες  να 
γνωρίσεις  την  τρυφερότητα  και  τη  στοργή∙  εάν  προπάντων  έχεις  πεισθεί  ότι  ο  δρόμος  του 
βίου δεν είναι ποτέ ομαλός και γίνεται βατός μόνο από κείνους που μπορούν να δέχονται τις 
αποτυχίες με χαμόγελο και τους πόνους με εγκαρτέρηση — τότε θα είσαι πάντα δυνατός και 
χαρούμενος, και αυτή τη δύναμη και τη χαρά σου θα την ξαναβρίσκεις πολλαπλάσια όταν θα 
διαθέτεις τον ελεύθερο χρόνο σου σε σύστοιχες προς το ψυχικό κλίμα και το πνευματικό σου 
επίπεδο  τρόπους  ψυχαγωγίας.  Ούτε  καταπονημένος  και  ταπεινωμένος,  ούτε  αηδιασμένος 
από  τον  εαυτό  σου  θα  βγαίνεις  από  τους  τόπους  των  διασκεδάσεων  —  με  την  πικρή  γεύση 
που  δίνει  ο  ανώφελος  κάματος,  η  αποστροφή  και  η  μεταμέλεια.  Ο  Spinoza  έχει  λαμπρά 
αποδείξει  στα  θεωρήματα  της  δικής  του  Γεωμετρίας  δύο  ταυτότητες  που  επαληθεύονται 
διαρκώς  από  την  καθημερινή  πείρα:  Ένταση  της  ζωής,  ευφορία  ψυχική  ίσον  δύναμη,  ίσον 
χαρά.  Χαλάρωση  της  ζωής,  ψυχική  αφορία  ίσον  αδυναμία  ίσον  θλίψη.  Η  θέση  της  νόθης 
ψυχαγωγίας  είναι  στο  κεφάλαιο  της  δεύτερης  ταυτότητας∙  της  γνήσιας,  στο  κεφάλαιο  της 
πρώτης.  Ποιας  η  δωρεά  είναι  η  ευ‐θυμία  των  Αρχαίων,  περιττεύει  —νομίζω—  και  να  το 
υπαινιχθούμε. 

Πολλοί είναι της γνήσιας  ψυχαγωγίας  οι τρόποι. Ενδεικτικά αναφέρω τις κύριες κατηγορίες: 


α.  Παιχνίδια  της  κίνησης,  της  δεξιότητας,  της  άμιλλας.  Εδώ  ανήκουν  όλες  οι  ποικιλίες  του 
σπορ, όχι όμως και τα απάνθρωπα αγωνίσματα του «ρεκόρ» ή αθλοπαιδιές που θυμίζουν τις 
αγριότητες  των  Ρωμαίων  μονομάχων  και  έχουν  καταντήσει  εμπορικές  επιχειρήσεις.  β. 
Περιηγήσεις που δροσίζουν τις αισθήσεις αλλά αρωματίζουν και το πνεύμα. Είναι οι εκδρομές 
που ξαναφέρνουν τους δεσμώτες του τεχνικού πολιτισμού στην απλότητα και στην αγνότητα 
της Φύσης, και τα μακρινά ταξίδια που μας δίνουν την ευκαιρία να θαυμάσομε τις ομορφιές 
του  κόσμου  και  να  αισθανθούμε  κοντά  μας  όλους  τους  ανθρώπους  της  οικουμένης,  γ. 
Απολαύσεις  της  Τέχνης  —μουσική,  χορός,  θέατρο,  βιβλίο.  Που  προϋποθέτουν  όμως  στον 
δέκτη  ειδικήν  ευαισθησία  και  καλλιέργεια  διανοητική.  Ασφαλώς  η  Τέχνη  έχει  πολύ  υψηλή 
θέση μέσα στην κοινωνική και στην πνευματική ζωή του ανθρώπου, και σκοπός της δεν είναι 

Digitized by 10uk1s 
να μας διασκεδάζει. (Υπάρχουν άλλωστε μορφές και έργα της που για να κατανοηθούν και να 
αγαπηθούν  απαιτούν  μακράν  εκπαίδευση  και  επίμονη  προσπάθεια,  επομένως  κουράζουν 
αντί  να  ξεκουράζουν).  Αλλά  επειδή,  όπως  συνηθίζω  να  λέγω,  η  Τέχνη  είναι  όχι  μόνο  τροφή 
του πνεύματος, αλλά και τρυφή της ψυχής, μπορεί να μας προσφέρει και τη χαρά της γνήσιας 
ψυχαγωγίας, στην ευγενέστερη μάλιστα ποιότητά της. 

Υπογράμμισα  ήδη  ότι  λαοί  και  πολιτισμοί  χαρακτηρίζονται  ακόμη  και  από  τους  τρόπους 
ψυχαγωγίας  που  έχουν  επινοήσει.  και  καθιερώσει  στους  χώρους  της  ατομικής  και  της 
συλλογικής ζωής. Πολύ ορθά λοιπόν ιστορικοί και ανθρωπολόγοι μελετούν τις διασκεδάσεις 
και τις παιδιές τους. Δεν είναι λ.χ. άσχετο προς τον χαρακτήρα των αρχαίων Ελλήνων και προς 
τον τύπο του πολιτισμού που δημιούργησαν, το γεγονός ότι από τους ομηρικούς χρόνους έως 
το  δείλι  της  ιστορικής  τους  ζωής  είχαν  θεσμοθετήσει  μαζί  με  τα  αθλητικά  και  ποιητικά 
αγωνίσματα, και στις πανηγύρεις τους επευφημούσαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τους νικητές 
των αγώνων του στίβου και του θεάτρου. Εξίσου χαρακτηριστικός για τον αρχαίο ελληνικό βίο 
και  πολιτισμό  είναι  ο  θεσμός  του  «συμποσίου»  που  κατάκτησε  την  αθανασία  μέσα  στην 
ποιητική  φιλοσοφία  του  Πλάτωνα.  Ήταν  και  αυτός  ένας  τυπικά  ελληνικός  τρόπος  γνήσιας 
ψυχαγωγίας:  Ύστερ'  από  τις  κοπιαστικές  ή  τις  οχληρές  για  τον  «ελεύθερο»  άνθρωπο  της 
εποχής  ασχολίες  της  ημέρας,  ένας  όμιλος  φίλων  συγκεντρώνεται  το  βράδυ  γύρω  από  το 
τραπέζι  ενός  φιλόξενου  οικοδεσπότη  με  μιαν  οποιαδήποτε  αφορμή  (όπως  μέσα  στο 
πλατωνικό «Συμπόσιο» είναι η νίκη του Αγάθωνα στον δραματικό αγώνα) και με τόνο άλλοτε 
σοβαρό  και  άλλοτε  εύθυμο  συζητεί  «φλέγοντα»  θέματα  της  αισθηματικής,  της  ηθικής  ή  της 
πολιτικής  ζωής.  Ο  «διάλογος»  με  την  ανταλλαγή  των  σκέψεων,  τους  διαξιφισμούς  και  τα 
φαιδρολογήματά  του  δημιουργεί  την  «καλή  συντροφιά»,  όπου  καθένας  από  τους 
συνδαιτημόνες αναζητώντας και βρίσκοντας τον «άλλο» που θα τον συμπληρώσει—όχι όπως 
ο  συνεταίρος  στο  επάγγελμα  ή  το  άλλο  φύλο  στον  έρωτα,  αλλά  όπως  ο  ομοεθνής,  ο 
ομόγλωσσος,  ο  ομόσπουδος,  ο  φίλος,  που  νιώθει  κι  αυτός  την  ίδια  ανάγκη:  να  βγει  από  τη 
μοναξιά του και να επικοινωνήσει μ' εκείνον που θα τον προσέξει και θα τον καταλάβει—δεν 
είναι πια μόνος, απεναντίας έχει το αίσθημα ότι απλώθηκε και ενώθηκε με τους ομοίους του. 
Αποτέλεσμα:  δυναμώνει  μέσα  του  ο  τόνος  της  ζωής,  υψώνεται  η  ψυχική  του  θερμοκρασία, 
ευγενίζεται η ύπαρξή του. 

Είναι  άραγε  ανεξήγητη  η  βαθειά  διαφορά  που  υπάρχει  ανάμεσα  στο  ελληνικό  και  στο 
ρωμαϊκό συμπόσιο; Όπως τη θέση του ελληνικού μαρμάρου και της λιτής γραμμής επήρε στη 
Ρώμη το τούβλο και ο όγκος, έτσι  και  το συμπόσιο έχασε την  ευγενή  ευθυμία του και έγινε 
όργιο  ακρασίας.  Τα  οικοδομήματα  μέσα  στον  ρωμαϊκό  γεωγραφικό  και  ιστορικό  χώρο 
απόκτησαν μέγεθος, αλλά τα υλικά φτήνηναν και το ποιόν της κατασκευής έπεσε. Παράλληλα 
το ανθρώπινο μέτρο, και μαζί η ανθρώπινη ευπρέπεια, έπαψαν να είναι ο κανόνας μέσα στη 
χλιδή και στη διαφθορά των αρχοντικών μεγάρων. Και έτσι η λάμψη του στοχασμού και του 
αστεϊσμού η λεπτότητα δεν εβρήκαν στη Ρώμη έδαφος πρόσφορο για να μεταφυτευτούν και 
να ευδοκιμήσουν. Ψυχαγωγία έγινε η πολυφαγία, η πολυποσία, η ακολασία. 

*** 

Όσοι  έχουν  γνωρίσει  την  καθημερινή  ζωή  του  μέσου  ανθρώπου  στις  πόλεις  ‐  λεβιάθαν  του 
όλβου  και  των  μηχανών,  που  διαρκώς  πολλαπλασιάζονται  στον  παλαιό  και  ιδίως  στον  νέο 
Κόσμο, ξέρουν πόσο τραγική είναι εκεί η μοναξιά και η πλήξη του ασυντρόφευτου ανθρώπου∙ 
πόσο δέρνει την αποστεγνωμένη από τον κάματο και τη ρουτίνα ψυχή η ερημιά∙ πώς ακόμα 
και οι πιο ευνοημένοι από την ευμάρεια θνητοί αγωνίζονται να γεμίσουν το χρόνο της αργίας 
τους,  για  να  επιβιώσουν  και  ν'  αρχίσουν  την  επόμενη  μέρα  την  ίδια  καταθλιπτική  και 
μονότονη ζωή. Γνώρισα, στα ταξίδια μου, τον ασυντρόφευτο, τον ψυχικά έρημο άνθρωπο (τον 
είδα  στα  ξενοδοχεία  διαβατικό  επισκέπτη,  τον  είδα  και  στις  λεγόμενες  οικογενειακές 

Digitized by 10uk1s 
συγκεντρώσεις)  και  τρόμαξα.  Εμείς  οι  μεσογειακοί  δεν  ξέρομε  ακόμη  το  άγχος  της  μοναξιάς 
και  δεν  μπορούμε  να  καταλάβομε  το  δράμα  της:  έπειτ'  από  την  καταπονητική  δουλειά  του 
εργοστάσιου  ή  του  γραφείου  η  ψυχαγωγία  αναζητείται  απελπισμένα  στα  τυχερά  παιχνίδια 
που  εκνευρίζουν,  στα  άσεμνα  θεάματα  που  διαφθείρουν  ή  στο  πιοτό  που  αποκτηνώνει.  Οι 
σπιτικές  συγκεντρώσεις,  όταν  κάποτε  το  βράδυ  συναντάται  η  σκορπισμένη  οικογένεια  και 
καλούνται  να  «διασκεδάσουν»  μαζί  της  γείτονες  ή  φίλοι,  παρουσιάζουν  μια  διαφορετική 
βέβαια εικόνα, αλλά και εκεί σπάνια η ατμόσφαιρα είναι ζεστή και χαρούμενη. Το ποτήρι στο 
χέρι,  ο  καθένας  ανανεώνει  ακατάπαυτα  το  διεγερτικό  στην  αρχή,  αποκοιμιστικό  κατόπι 
περιεχόμενό  του.  Όταν  οι  δίσκοι  με  τους  ζαλιστικούς  ρυθμούς  γίνουν  ανυπόφοροι,  το  φως 
χαμηλώνει  και  οι  δαιτυμόνες,  χωμένοι  σε  μαλακά  μαξιλάρια,  καρφώνουν  το  βλέμμα  στις 
σπασμικές προβολές της τηλεόρασης. Η ώρα περνάει έτσι μέσα σε πλήρη απομόνωση —γιατί 
με το πιοτό και την προσήλωση στη μικρή φωτισμένη οθόνη η μοναξιά γίνεται οριστική— έως 
ότου  η  μέθη  και  η  κούραση  των  ματιών  φέρουν  τον  ύπνο...  Σε  τέτοια  κοινωνικά  κλίματα  ο 
άνθρωπος  μπορεί  πραγματικά  να  είναι  φοβερά,  απελπιστικά  μόνος.  Ο  «άλλος»  υπάρχει  γι' 
αυτόν  σαν  υλική  υπόσταση  που  διεκδικεί  ένα  μέρος  του  φυσικού  χώρου,  ή  σαν  οικονομική 
μονάδα ανταγωνιστική, που έχει να «λογαριαστεί» μαζί της. Η ψυχική επικοινωνία είναι πολύ 
δύσκολη, οι γέφυρες που ενώνουν λιγοστές και αβέβαιες, ο δεσμός με τον συνάνθρωπο (στην 
αγορά,  στο  θέατρο,  στην  πολιτική  ομάδα,  ακόμη  και  στον  έρωτα)  χαλαρός  και  τελικά 
περιττός. 

Ευτυχώς  οι  μεσογειακοί  λαοί,  κληρονόμοι  αρχαίων  πολιτισμών,  από  φύση  και  έξη 
ανοιχτόκαρδοι,  αγαπούν  ένα  τόπο  κ'  ένα  τρόπο  καθημερινής  ψυχαγωγίας  που  οι  αυστηροί 
ηθολόγοι συνήθως τον επικρίνουν, είναι όμως πολύτιμος για την ατομική και την κοινωνική 
υγεία: το «καφενείο». Ας μη γελάσει κοροϊδευτικά ο αναγνώστης: για το «καφενείο» μας δεν 
έχει  ακόμη  γραφτεί  το  εγκώμιο  που  του  αξίζει.  Όταν  καταφεύγεις  εκεί  τη  βραδινή  ώρα  που 
μπορείς  να  διαθέσεις  ελεύθερα,  κάθεσαι  σ'  ένα  τραπεζάκι  μ'  ένα  φτηνό  και  αθώο  ποτό 
μπροστά  σου  και  κουβεντιάζεις  με  τον  διπλανό  σου  χωρίς  καλά  ‐  καλά  να  τον  γνωρίζεις, 
ανταλλάσσοντας μαζί του ειδήσεις, παρατηρήσεις, σκέψεις, ακόμη κ' ένα χωρατό που χαρίζει 
το ευεργετικό γέλιο της ξενοιασιάς —δεν είσαι πια μόνος. Αισθάνεσαι κοντά σου μια ζεστήν 
ανθρώπινη  παρουσία∙  στο  διπλανό  κάθισμα  υπάρχει  επιτέλους  ένας  άνθρωπος,  που  δεν 
ξέρεις το όνομά του, αλλά είναι κι αυτός σαν εσένα, πολεμιστής της ζωής, εύκαιρος τώρα να 
συνεννοηθεί, να αστειευθεί, να ξεκουραστεί μαζί σου (σαν γνώριμος από καιρό, συγγενής ή 
φίλος) έστω και αν ύστερ' από λίγο θα χωριστείτε, για να μη συναντηθείτε πια ποτέ. 

Μικρή ευτυχία είναι τούτο; 

Υπολογίζεται  ότι  η  καλπάζουσα  τεχνική  πρόοδος  με  τη  βοήθεια  της  «κυβερνητικής»  δεν  θ' 
αργήσει  να  επιτρέψει  στις  ευημερούσες  χώρες  την  καθιέρωση  των  40  ωρών  εργασίας  την 
εβδομάδα  (με  δυο  ολόκληρες  ημέρες  ανάπαυσης),  και  σε  λίγο  των  32  ωρών  (με  τρεις 
ολόκληρες  ημέρες  ανάπαυσης)  για  όλους  ανεξαίρετα  τους  εργαζόμενους.  Αντί  όμως  να 
εορτάσουν  το  γεγονός,  οι  κοινωνιολόγοι  μας  τρέμουν  για  τις  συνέπειες  που  μπορεί  να  έχει, 
στην  ατομική  και  στη  συλλογική  ζωή,  ένας  τόσο  μακρός  χρόνος  αργίας.  Πώς  θα  τον 
χρησιμοποιήσει άραγε ο άνθρωπος του μέλλοντος; Τι θα κάνει; Θα κοιμάται περισσότερο; θα 
γυμνάζεται περισσότερο; θα διασκεδάζει περισσότερο; Και πώς θα διασκεδάζει; Θα πίνει και 
θα χαρτοπαίζει, θα χορεύει και θα ακολασταίνει τις μακρές ώρες του Σαββάτου; Ή θα τρέχει 
ξέφρενος με το αυτοκίνητό του σε δάση και βουνά, δήθεν για περίπατο, αλλά πραγματικά για 
να γυρίσει στο σπίτι του τσακισμένος από την κούραση και να βρει αμέσως τον ύπνο που θα 
έχει αρχίσει  να του γίνεται δύσκολος; Τότε όμως μήπως θα είναι συμφερώτερο, και για  τον 
ίδιο και για τον πολιτισμό της χώρας του, να μη μένει καθόλου αργός παρά να εργάζεται και 
τις  έξι  μέρες  της  εβδομάδας  αναπαυόμενος  μόνο  την  έβδομη  κατά  το  παράδειγμα  του 
Υψίστου; 

Digitized by 10uk1s 
Τη λύση, κατά τη γνώμη μου, θα δώσει στο πρόβλημα μόνο η μεγαλύτερη μόρφωση του λαού 
σε  συνδυασμό  με  τη  δικαιότερη  οργάνωση  της  κοινωνίας.  Εάν  μορφωθεί  αληθινά  ο 
άνθρωπος, θα φωτισθεί το πνεύμα και θα λεπτυνθεί η ευαισθησία του, και έτσι θα αποκτήσει 
μέτρα αυστηρότερα για να κρίνει και τους άλλους και τον εαυτό του∙ και εάν οργανωθεί με 
δικαιοσύνη η κοινωνία όπου ζει, θα σεβαστεί και θα τιμήσει και τους άλλους και τον εαυτό 
του. Τότε δεν θα έχομε λόγο ν' ανησυχήσομε για το πώς θα διαθέσει το χρόνο της αργίας του, 
όσο μακρός κι αν είναι∙ ας τον αφήσομε ελεύθερο και εκείνος  ασφαλώς θα τον καλύψει με 
ευχαρίστηση  και  σωφροσύνη.  Εάν  όμως  μείνει  άξεστος  και  αγροίκος,  εκτεθειμένος  στην 
πλεονεξία  και  στην  περιφρόνηση  εκείνων  που  θα  τον  κυβερνούν  με  τους  ψυχρούς 
ηλεκτρονικούς εγκεφάλους των, η μακρά ανάπαυση, με τις ευκαιρίες που θα του προσφέρει, 
θα  τον  εκβαρβαρώσει,  και  θα  γίνει  δυστυχέστερος  βυθίζοντας  μαζί  του  στην  εξαθλίωση  και 
όλους τους άλλους. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΕΡΩΤΑΣ 

Θανάσιμο σφάλμα η ταύτιση του έρωτα με το sex.—Η «επιθυμία» (sex) ορμή που όσο 
ικανοποιείται  τυφλά  τόσο  γίνεται  πιο  βασανιστική.—  Μετατρέπεται  σε  έρωτα  όταν 
ημερεύει  και  εξευγενίζεται  με  την  αγάπη.—  Αντιδιαστολή  των  δύο  εννοιών:  α.  Η 
επιθυμία  κεντρομόλος,  ο  έρωτας  φυγόκεντρος,  β.  Στην  επιθυμία  ο  άνθρωπος 
ληστεύεται  από  τη  λεία  του∙  στον  έρωτα  όσο  προσφέρεται  τόσο  γίνεται 
πλουσιότερος, γ. Ο έρωτας υψώνει τη ζωή, η επιθυμία απολήγει στη βαναυσότητα, δ. 
Η  επιθυμία  υφαίνει  σχέσεις  απρόσωπες  (εξισώνει  «προς  τα  κάτω»),  ο  έρωτας 
προσωπικές (διαφοροποιεί «προς τα άνω»), ε. Η επιθυμία δεσμός «κατά συμβεβηκός», 
ο  έρωτας  ουσιαστική  ολοκλήρωση  της  ύπαρξης.—  Η  επιθυμία  αναγκαία  αλλά  όχι 
επαρκής  συνθήκη  για  τον  έρωτα∙  αυτός  την  περιέχει  αλλά  και  την  υπερβαίνει.— 
Δυστυχέστερος  από  τον  ανέραστο  ο  ερωτικά  ψευδολοκληρωμένος  άνθρωπος.— 
Αποφασιστικής  σημασίας  οι  πρώτες  εμπειρίες.—  Τρεις  στοιχειώδεις  υποθήκες 
ερωτικής αγωγής. 

Ο έρωτας αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του ανθρώπου, μεγάλο 
και σε έκταση και σε σημασία. Εντούτοις πολλοί από μας που υποτίθεται ότι ανήκομε στους 
σοβαρούς  και  φωτισμένους  κύκλους  της  κοινωνίας  μας  δυσκολευόμαστε  να  μιλήσομε  γι' 
αυτόν  με  άνεση,  και  όταν  ακούμε  να  θίγεται  το  θέμα  τούτο  ελεύθερα  από  άλλους  (ιδίως 
μπροστά σε νέους), αισθανόμαστε αμηχανία, και κάποτε δυσφορία. Το περίεργο είναι ότι δεν 
τηρούμε την ίδια στάση και απέναντι στη Λογοτεχνία που ανέκαθεν έχει δώσει στις σελίδες 
της την πρώτη και κύρια θέση στον έρωτα∙ απεναντίας διαβάζομε, και παρακολουθούμε στο 
θέατρο,  με  απληστία  τα  έργα  που  πρισματικά  αναλύουν  το  ερωτικό  φάσμα.  Είναι  άραγε  η 
σιωπή  μας  τεκμήριο  αμάθειας  και  υποκρισίας;  Αγνοούμε  τη  βαθειά  σημασία  του  έρωτα,  ή 
προσποιούμαστε  ότι  δεν  μας  απασχολεί  το  πρόβλημα,  επειδή  φοβούμαστε  ότι  μιλώντας 
ελεύθερα γι' αυτό διατρέχομε τον κίνδυνο να τεθεί σε αμφιβολία η αρετή μας; Μήπως πάλι η 
συστολή  μας  οφείλεται  στην  επίγνωση  ότι  το  ερωτικό  είναι  θέμα  που  έχει  στενώτατη 
συνάρτηση με την καθαρά προσωπική μας ζωή, με την ευαισθησία και την κλίμακα των αξιών 
μας,  επομένως  η  ανοιχτή  συζήτησή  του  ισοδυναμεί  με  μιαν  ανοίκεια  εισβολή  σε  χώρους 
απόλυτα  ιδιωτικούς;  —Το  πράγμα  γίνεται  ακόμη  πιο  παράδοξο  όταν  αναλογιστούμε  ότι  σε 
όλες τις αρχαίες θρησκείες το ερωτικό στοιχείο είναι παρόν, και στο δόγμα και στη λατρεία∙ 
ότι  μέσα  στον  κανόνα  μιας  θρησκείας  τόσο  υψηλού  ηθικού  επιπέδου,  σαν  τη  δική  μας, 
υπάρχει  ένα  κείμενο  σαφώς  ερωτικό  (το  «Άσμα  ασμάτων»)∙  και  ότι  ακόμη  μεγάλοι 
συγγραφείς (όχι μόνο ποιητές) και Πατέρες της Εκκλησίας έγραψαν για τον έρωτα με έξαρση 
και  ευλάβεια.  Έχομε  άραγε  εμείς  οι  μεταγενέστεροι  μείνει  τόσο  πίσω,  στο  κεφάλαιο  τούτο, 
από άλλες περιόδους της ιστορίας που με περηφάνεια τις χαρακτηρίζομε υποδεέστερες από 
τη δική μας; 

Οι  λόγοι  που  εξηγούν  το  φαινόμενο  είναι  κατά  τη  γνώμη  μου  δύο.  Ο  πρώτος  ότι  μια 
παρανόηση  του  Χριστιανισμού  από  φανατικούς  ζηλωτές  επέτρεψε  να  διαδοθεί  και  να 
ευδοκιμήσει  επί  αιώνες  μακρούς  ένας  βλοσσυρός  και  αδιάλλακτος  ασκητισμός  που 
αποκορύφωμα της αρετής θεώρησε την ολοκληρωτικήν απάρνηση κάθε χαράς της ζωής που 
έχει  σχέση με τον «χοϊκό» άνθρωπο. Και ο δεύτερος ότι όλοι, λίγο ως πολύ, έχομε πέσει σε 
ένα θανάσιμο σφάλμα: ταυτίζομε τον έρωτα με το sex, και επειδή η ευπρέπεια απαγορεύει να 
αποκαλύπτεται  ό,τι  έχει  συμβατικά  καθοριστεί  να  γίνεται  παραδεκτό  αλλά  μόνο  με  τον  όρο 
της αυστηρής εχεμύθειας, αποφεύγομε με την ίδια αιδημοσύνη να αναφέρομε δημοσία τόσο 
τις ερωτικές όσο και τις σεξουαλικές εμπειρίες μας. —Εδώ έχει, νομίζω, τη θέση της και μια 

Digitized by 10uk1s 
διευκρίνιση  πολύ  σημαντική  για  την  ορθή  κατανόηση  των  σκέψεων  που  θα  ακολουθήσουν. 
Λέγεται  ότι  μια  από  τις  μεγαλύτερες  επιστημονικές  κατακτήσεις  του  αιώνα  μας  είναι  η 
ψυχαναλυτική θεωρία που έδωσε στο ερωτικό στοιχείο της ζωής τη θέση που του ανήκει. Η 
θεωρία  αυτή  έχει  συνδεθεί  με  το  όνομα  του  Sigmund  Freud  που  δοξάστηκε  (όπως  και 
διασύρθηκε)  όσο  ίσως  κανένας  άλλος  στους  χρόνους  μας.  Πραγματικά,  λίγοι  σοφοί 
επηρέασαν  την  εποχή  τους  τόσο  βαθιά,  και  τόσο  ευεργετικά  —θα  έλεγα  πρόθυμα—  όσο  ο 
Freud...  Τούτο  είναι  αναμφισβήτητο∙  με  τον  εξής  όμως  περιορισμό:  Ο  Βιεννέζος  ψυχίατρος 
έσκισε το προπέτασμα, έσπασε τη σιωπή και μίλησε ανενδοίαστα για την ερωτική ζωή, τους 
νόμους και τις νόσους της, τους μετασχηματισμούς και τις παρεκτροπές της, κ' έτσι έφερε στο 
φως άπειρα σκοτεινά σημεία της κρυφής μας ζωής με τα οποία, χωρίς να το ξέρομε και χωρίς 
να το θέλομε, γράφεται η προσωπική του καθενός μας μοίρα. Βοήθησε όμως (και αυτός, και 
περισσότερο ακόμη, όπως γίνεται συνήθως, οι «απόστολοι» του ευαγγελίου του) σε μέγιστο 
βαθμό να δημιουργηθεί και να διαδοθεί η σύγχυση του έρωτα με το sex, που συσκότισε τα 
πράγματα,  έδεσε  πιο  σφιχτά  τον  κόμπο  του  προβλήματος  και  (συνέπεια  αναπόφευκτη) 
δυνάμωσε τις ανασχέσεις της σεμνοτυφίας αντί να τις εξαλείψει. 

Πρώτη λοιπόν φροντίδα όσων θα θελήσουν να πλησιάσουν το θέμα χωρίς προσχηματισμένες 
ιδέες  (έστω  και  αν  αυτές  έχουν  ευγενή  καταγωγή,  όπως  οι  επιστημονικές)  είναι  να 
ξεκαθαρίσουν με σαφήνεια το καίριο τούτο σημείο: είναι ή δεν είναι το ίδιο πράγμα ο έρωτας 
και το sex; αν δεν είναι, ποια η μεταξύ τους διαφορά; 

*** 

Έχω ήδη δώσει την απάντησή μου στο ερώτημα τούτο∙ αλλά θα τη διατυπώσω αναλυτικά και 
θα την τεκμηριώσω. Ας δηλώσω πρώτα ότι, επειδή στις ξένες γλώσσες η έννοια του sex έχει 
μεγαλύτερο  βάθος  από  το  περιεχόμενο  του  «φύλου»  και  δεν  υπάρχει  στην  ελληνική  ο 
ακριβής αντίστοιχος όρος, θα το ονομάζω επιθυμία και θα εννοώ με τη λέξη όχι την επιθυμία 
γενικά, αλλά ένα ορισμένο είδος της: τη σαρκικήν όρεξη. 

Τι  χαρακτηρίζει  την  επιθυμία;  Ο  ίλιγγος  των  αισθήσεων,  η  αναταραχή  των  νευρικών 
μηχανισμών,  ένα  ρίγος  και  μια  ζάλη,  με  μια  λέξη:  ένας  οργανικός  συναγερμός.  Η  επιθυμία 
είναι ένα είδος κραυγής της Φύσης, που ακούγεται μέσα μας έντονα από τις πρώτες κιόλας 
φάσεις της ζωής και δεν αφήνει ήσυχο τον άνθρωπο όσο είναι ζωντανός, ανεξάρτητα από την 
ηλικία  του.  Είναι  λάθος  να  νομίζομε  ότι  αυτή  η  σχεδόν  οδυνηρή  λαχτάρα  γίνεται  αισθητή 
μόνο σε ορισμένη περίοδο της ζωής, στην ήβη ή στο μεσουράνημα της ακμής του σώματος. 
Τότε αποσαφηνίζεται και διοχετεύεται οριστικά ή όχι στην προδιαγραμμένη κοίτη της. Αλλά 
δεν  λείπει  ποτέ,  και  πολλές  φορές  εκδηλώνεται  τόσο  πλάγια  ή  συγκαλυμμένα,  που  δεν 
υποπτεύεται  κανείς  την  παρουσία  της.  Άλλωστε  ο  οργανικός  αυτός  αναπαλμός  που 
προορίζεται  να  υπηρετήσει  μια  τόσο  σημαντική  σκοπιμότητα  βιολογική:  τη  διαιώνιση  του 
είδους, δεν θα μπορούσε να είναι ζωτικό θέμα μόνον ορισμένου χρόνου μέσα στη διάρκεια 
της  ζωής  των  έμβιων  όντων∙  απλώνεται  και  δυναστεύει  ολόκληρη  την  ύπαρξή  τους.  Είναι 
ταυτόσημος με τη φλόγα της ζωής∙ μόνο όταν πάει να σβήσει η ζωή, παύει να γίνεται κι αυτός 
αισθητός. 

Και  τι  χαρακτηρίζει  τον  σωματικό  καημό  και  πόθο,  την  ακαταγώνιστη  ανάγκη  του  ζωντανού 
όντος να σμίξει με το άλλο φύλο και  να συνεργαστεί μαζί του για να πραγματοποιηθεί,  στο 
μέρος που του έχει οριστεί, το πρόγραμμα της ζωής; 

Ολοφάνερα: η διαρκής αναζήτηση, μια ορμή αδάμαστη που ποτέ δεν ικανοποιείται οριστικά, 
γιατί  ακατάπαυτα  ανανεώνεται  από  μέσα  της,  μια  δίψα  βασανιστική  που  δεν  ξέρει  τον 
κορεσμό, επειδή η ικανοποίηση τη διεγείρει περισσότερο. Τούτο ακριβώς το ανικανοποίητο, 

Digitized by 10uk1s 
το  αλγεινό  και  ακατανόητο,  είναι  το  χαρακτηριστικό  γνώρισμα  της  επιθυμίας  ως  όρεξης 
σαρκικής,  αν  την  απογυμνώσομε  από  κάθε  πρόσθετο,  παρείσακτο  στοιχείο.  Ως  διάθεση  και 
τάση με καθαρά βιολογικόν εκθέτη είναι μια διαρκής θήρα του «αντικειμένου» που η κατοχή 
του υπόσχεται να δώσει έντονη ηδονή. Όσο όμως ικανοποιείται, τόσο γίνεται πιο μαρτυρική. 
Γιατί με την ικανοποίησή της ανοίγει μέσα στον οργανισμό ένα κενό που ζητεί την πλήρωσή 
του,  η  πλήρωση  ανοίγει  νέο  κενό  που  κι  αυτό  απαιτεί  να  πληρωθεί  κ.ο.κ.  χωρίς  να  κλείνει 
ποτέ  αυτή  η  σειρά  με  τα  κενά  και  τα  πλήρη  της  —  παρά  μόνο  προσωρινά,  με  την  έλλειψη 
ευκαιρίας ή τον κάματο. 

Στο  φαινόμενο  τούτο  ο  Sören  Kierkegaard  έχει  δώσει  ένα  πολύ  παραστατικό  χαρακτηρισμό. 
Είναι —λέγει— μια ενέργεια και ένα πάθος έξω από κάθε διαλεκτική∙ εκείνος που ενεργεί και 
πάσχει έτσι ζει, κατά κάποιο τρόπο, δίπλα από τον εαυτό του, όχι μέσα στον εαυτό του. Γιατί 
αυτή  η  φορά  προς  το  στόχο  και  το  φτάσιμο  του  στόχου,  αντί  να  του  δώσει  ευφροσύνη  και 
ησυχία εσωτερική, τον διεγείρει ακόμη περισσότερο, δημιουργεί μέσα του μεγαλύτερο κενό 
και  τον  βασανίζει.  Εδώ  η  πλήρωση  βρίσκεται  έξω  από  την  ίδια  τη  δραστηριότητα∙  όσο  την 
πλησιάζεις,  τόσο  εκείνη  απομακρύνεται.  Αποτέλεσμα:  η  απελπισία.  —  Σύμβολο  εξαίσιο  του 
μαρτυρίου  τούτου  ο  Δανός  φιλόσοφος  θεωρεί  τον  Δον  Ζουάν,  όπως  τον  παρουσιάζει  στην 
ομώνυμη  όπερά  του  ο  Mozart.  Είναι  ο  άνθρωπος  που  τρέχει  ξέφρενος  προς  τις  σαρκικές 
ηδονές  και  κάθε  φορά  που  του  δίνεται  η  ευκαιρία  (ή  που  δημιουργεί  την  ευκαιρία)  να  τις 
γευτεί,  τις  χαίρεται  αδίστακτα  και  με  όλες  του  τις  δυνάμεις,  έτσι  όμως  αντί  να  ησυχάσει, 
μεγαλώνει  ακόμη  περισσότερο  μέσα  του  η  επιθυμία  που  τον  σπρώχνει  να  αναζητήσει  νέαν 
ικανοποίηση, με την ελπίδα ότι αυτή θα είναι πια η οριστική, ενώ απ' αυτό το δρόμο τελική 
λύτρωση  δεν  υπάρχει.  Έτσι  μπαίνει  σ'  ένα  λαβύρινθο  που  δεν  έχει  διέξοδο∙  κάθε  φορά  που 
νομίζει ότι έφτασε  στην  άκρη του, βρίσκεται πάλι  στην αρχή — η απόλαυση που δοκιμάζει, 
δεν τον γεμίζει παρά τον αδειάζει περισσότερο. Γι' αυτό και βυθίζεται ολοένα βαθύτερα στην 
απελπισία. Είναι ο πιο αξιολύπητος μάρτυρας του αυτοβασανισμού. 

Οι  παρακάτω  στίχοι  ενός  νέου  ποιητή2  περιγράφουν  με  αρκετήν  ακρίβεια  το  σεξουαλικό 
μαρτύριο: 

«Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα 
να σωθούν από τον εαυτό τους, 
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια 
δέρμα, γδαρθήκανε 
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, 
αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή∙ 
σα ναυαγοί που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, 
θαρρούν πως βλέπουν φώτα 
κάπου μακριά. 

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους 
σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα 
ξεβρασμένα στην όχθη 
ενός καινούργιου μάταιου πρωινού». 

Αφημένη στην αγριότητά της η επιθυμία αυτήν περίπου την τραγική εικόνα παρουσιάζει: της 
λυσσαλέας πάλης δύο θηρίων που το ένα ορμάει να κατασπαράξει το άλλο, για ν' απομείνουν 

                                                            
2
 Τάσου Λειβαδίτη 

Digitized by 10uk1s 
στο  τέλος  δυο  άδειοι  σκελετοί.  Πραγματικά  όσοι  την  έχουν  αναλύσει  εξαντλητικά 
(μυθιστοριογράφοι, περισσότερο παρά ψυχολόγοι) υποστηρίζουν ότι συχνά συνοδεύεται από 
κακότητα και μίσος. Είναι ένα πάθος τυφλό που κάνει τον άνθρωπο να αναζητεί και συνάμα 
να  αποστρέφεται  το  «αντικείμενο»  που  πρόκειται  να  το  ικανοποιήσει,  γιατί  η  ηδονή  που 
προσφέρει  η  πλήρωσή  του  είναι  ανάμεικτη  με  άλγος.  Και  ενώ  εκείνη  διαβαίνει  γρήγορα, 
τούτο μένει. 

*** 

Έως  τώρα  δεν  βρήκαμε  ακόμη  (ούτε  θα  ήταν  δυνατόν  να  βρούμε)  τον  έρωτα.  Για  να  τον 
συναντήσομε,  πρέπει  να  εγκαταλείψομε  τους  άγριους  χώρους  του  ζώου  και  να 
μεταφερθούμε στα ήμερα δώματα του ανθρώπου. Η μετάβαση από την επιθυμία στον έρωτα 
γίνεται (για να μεταχειριστώ μιαν αλληγορία που μ' έχει εξαίρετα βοηθήσει στη διευκρίνιση 
πολλών εννοιών) με ένα είδος ενοφθαλμισμού: μπολιάζεται το άγριο δέντρο, η φυσική ορμή, 
μ' ένα ήμερο κλαδί, προϊόν μακράς και επίπονης καλλιέργειας, δηλαδή με την τρυφερότητα, 
τη  στοργή,  την  εμπιστοσύνη,  το  θαυμασμό  (και  τα  τρία  θα  τα  έλεγα  με  μια  λέξη:  «αγάπη», 
ευτυχής  που  υπάρχει  στην  εθνική  μου  γλώσσα  χωριστή  ονομασία  γι'  αυτή  την 
συναισθηματικήν  ομάδα),  και  αν  το  μπόλι  πιάσει,  (δυστυχώς  πιάνει  πολύ  σπάνια), 
αναπτύσσεται ένα νέο φυτό που δίνει θαυμάσια λουλούδια: ο έρωτας. Του άγριου δέντρου οι 
χυμοί από δω και πέρα τρέφουν αυτό το «άλλο», που είναι βέβαια συγγενές προς το βασικό 
(δεν μπορεί κανείς να μπολιάσει πορτοκαλιά για να κάνει ελιά∙ μόνο η άγρια ελιά δίνει με το 
μπόλιασμα. την ήμερη με τον θρυλικό καρπό της), αλλά συνάμα και διαφορετικό — από την 
επιθυμία  γεννιέται  ο  έρωτας.  Η  αλληγορία  αυτή  είναι  χρήσιμη  και  για  ένα  πρόσθετο  ακόμη 
λόγο:  δείχνει  ότι  αυτό  που  ονομάζουν  μερικοί  (κακώς)  «πλατωνικόν  έρωτα»,  δηλαδή  ο 
έρωτας χωρίς επιθυμία, είναι κάτι αφύσικο, νοσηρό και παράλογο. Γιατί μπόλιασμα δεν είναι∙ 
πρέπει  να  υπάρχει  το  άγριο  δέντρο  από  κάτω  (η  επιθυμία)  για  ν'  αρπαχτεί  και  να  πιάσει 
απάνω του το ήμερο κλαδί (ο έρωτας). 

Πρέπει  λοιπόν  (για  να  μιλήσω  χωρίς  μεταφορές)  να  προστεθεί  στη  φυσικήν  ορμή  κάτι  το 
καθαρά  και  πολύ  ανθρώπινο:  αγάπη,  να  παρέμβει  στον  οργανικό  αναπαλμό  μια  ευγενής 
ευαισθησία, μια βαθειά συγκίνηση, μια υψηλή ροπή (=έξαρση), για να γίνει η μετατροπή της 
επιθυμίας  σε  έρωτα.  (Υποσχέθηκα  να  μη  μεταχειριστώ  εικονικές  εκφράσεις,  και  όμως  είπα 
την ευαισθησία «ευγενή», τη συγκίνηση «βαθειά», τη ροπή «υψηλή»∙ φαίνεται ότι δεν είναι 
δυνατόν η γλώσσα να ονομάσει απευθείας αυτή την  άλλη ποιότητα που έχουν οι διαθέσεις 
και  οι  τάσεις  όταν  δεν  ανήκουν  στην  κατηγορία  των  κοινών  σωματοψυχικών  παρορμήσεων 
και αντιδράσεων). Και πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι η έλξη μας από το πρόσωπο που 
«αγαπούμε» δεν βρίσκεται στο επίπεδο της απλής επιθυμίας παρά είναι γνήσια ερωτική; Από 
τα κριτήρια που έχει δώσει η ανάλυση και η πείρα, θα απαριθμήσω τα σπουδαιότερα κατά τη 
γνώμη μου. Απορρέουν από τα ειδικά γνωρίσματα των δύο καταστάσεων. 

α.  Η  επιθυμία  είναι  κεντρομόλος∙  ο  έρωτας  φυγόκεντρος.  Για  τη  φυσικήν  ορμή  ο  «άλλος» 
είναι «αντικείμενο» που υπάρχει και λογαριάζεται μόνο ως μέσον για την ικανοποίηση μιας 
«δικής μου» ανάγκης. Ο άνθρωπος που επιθυμεί είναι γεμάτος από την επιθυμία του∙ αυτή 
μόνο  τον  ενδιαφέρει  και  τον  απασχολεί,  αυτή  δεσπόζει  στις  σχέσεις  του  με  τους  άλλους.  Ο 
ορίζοντας  της  ψυχής  του  είναι  κλειστός.  —Στον  έρωτα  η  ροπή  αντιστρέφεται,  η  κίνηση 
διευθύνεται προς έναν αυθύπαρκτο «άλλο» που καλεί το «εγώ» να στραφεί προς αυτόν και 
να  ενωθεί  μαζί  του.  Το  πρόσωπο  που  αγαπώ  ερωτικά  υπάρχει  απέναντί  μου  όχι  απλώς  ως 
ισάξιο, αλλά ως περισσότερο άξιο από μένα. Καθώς έλκομαι απ' αυτό, θεωρώ ευτυχία μου το 
προνόμιο ότι μπορώ να του δοθώ ολόκληρος. 

β.  Στον  έρωτα  όσο  περισσότερο  δίνεται  κανείς,  τόσο  πλουσιότερος  επιστρέφει  στον  εαυτό 

Digitized by 10uk1s 
του.  Με  την  επιθυμία,  όπως  είδαμε,  συμβαίνει  το  αντίθετο:  όσο  παίρνεις  από  τον  «άλλο», 
τόσο  χάνεις  τον  εαυτό  σου,  αδειάζεις  και  φτωχαίνεις.  Όποιος  αρπάζει  σα  λάφυρο  το 
«αντικείμενο»  της  επιθυμίας  του  και  το  νέμεται  με  βουλιμία,  ληστεύεται  από  την  ίδια  την 
ηδονή  του  και  ενώ  όλο  «παίρνει»,  το  έχει  του  διαρκώς  λιγοστεύει.  Αντίθετα  εκείνος  που 
προσφέρεται  ερωτικά,  αισθάνεται  ότι  πολλαπλασιάζεται  και  περισσεύει  το  έχει  του.  Το 
παράδοξο τούτο είναι της ερωτικής μαγείας το έργο. Δίνεσαι, θυσιάζεσαι για τον «άλλο», και 
όμως  γίνεσαι  πιο  μεστός  και  πιο  δυνατός.  Το  κέντρο  βάρους  της  ύπαρξής  σου  έχει 
μετακινηθεί,  μετατεθεί  έξω  από  σένα,  και  όμως  —επειδή  εδώ  λειτουργεί  ένας  άλλος  νόμος 
και όχι ο φυσικός— τώρα είσαι πιο στερεός και πιο σίγουρος. 

γ.  Η  ερωτική  σχέση,  όταν  ιδρυθεί  και  ευδοκιμήσει,  είναι  και  για  τους  δύο  όρους  της 
ευφρόσυνη  και  δημιουργική,  γόνιμη  σε  έργα  που  τιμούν  τον  άνθρωπο.  Χαρίζει  ευτυχία  και 
αυτοπεποίθηση, παρορμά σε δράση θετική, φωτίζει τη ζωή μ' ένα εσωτερικό φως. Αντίθετα η 
επιθυμία, όταν μένει χωρίς έλεγχο, όρεξη άπληστη και τυφλή, κατεβάζει χαμηλά το επίπεδο 
των  απαιτήσεων,  εμπνέει  μικρόχαρες  σκέψεις,  οδηγεί  στη  βαναυσότητα,  στην  πνευματική 
στειρότητα,  στην  ηθική  αναπηρία.  Γίνεται  ο  φαύλος  κύκλος  μιας  διαλεκτικής  που  όταν  μας 
παρασύρει ο τροχός της, ζούμε — όπως ακούσαμε τον Kierkegaard να λέγει — δίπλα από τον 
εαυτό  μας,  όχι  μέσα  στον  εαυτό  μας.  Ούτε  πλήρωση  λοιπόν  πραγματική  μπορούμε  να 
περιμένομε από την άνευ όρων παράδοσή μας στην επιθυμία, ούτε ευτυχία. 

δ.  Η  επιθυμία  δημιουργεί  σχέσεις  απρόσωπες,  ενώνει  όλους  μέσα  στην  ανωνυμία  (μας 
εξισώνει  προς  τα  «κάτω»).  Αντίθετα  ο  έρωτας  είναι  σχέση  που  συνάπτεται  μόνο  μεταξύ 
ορισμένων,  επώνυμων  προσώπων  (μας  διαφοροποιεί  προς  τα  «άνω»).  Άλλο  σωματοψυχική 
οργανική υπόσταση, και άλλο ύπαρξη προσωπική. Η πρώτη είναι μια φυσική έννοια, μονάδα 
μέσα  σε  πλήθος  ομοειδών  όντων∙  η  δεύτερη  είναι  έννοια  ηθική,  άτομο  με  πνευματικές 
ανάγκες και αξιώσεις, με δική του ιστορία, ιδιόρρυθμο και ανεπανάληπτο. Πρόσωπο δεν είναι 
«ο  οποιοσδήποτε»,  αλλά  «κάποιος»,  μορφή  ορισμένη  από  την  τροχιά  της  προσωπικής  ζωής 
και  σφραγισμένη  από  το  πεπρωμένο  της,  συνείδηση  ηθική,  πνευματική  φυσιογνωμία  με  τη 
δική της τοποθέτηση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Αντίθετα λοιπόν προς την 
επιθυμία που δεν «εκλέγει» τον εταίρο, ο έρωτας απαιτεί τη θερμή και αμοιβαία προσήλωση 
επώνυμων, «εκλεκτών» όντων που υψώθηκαν έως τη στάθμη της προσωπικής ύπαρξης χάρη 
στο ηθικό τους ποιόν. 

ε.  Οι  σχέσεις  που  συνάπτονται  με  την  επιθυμία  είναι  «κατά  συμβεβηκός»  —  τμηματικές, 
προσωρινές,  τυχαίες∙  και  για  τούτο,  όταν  ο  δεύτερος  όρος  αλλάζει  (άλλο  «αντικείμενο» 
παίρνει τη θέση του προηγούμενου), η κατάσταση δεν μεταβάλλεται ριζικά, εξακολουθεί να 
είναι όπως και πριν (η τυχόν διαφορά περιορίζεται στον βαθμό της ικανοποίησης). Αντίθετα ο 
ερωτικός είναι δεσμός «αναγκαίος» — ολικός, διαρκής και ουσιαστικός, επειδή ανάμεσα στα 
πρόσωπα που ενώνει υπάρχει ένα είδος «προκαταστημένης αρμονίας»: αμοιβαία κατανόηση 
και  εκτίμηση,  παραδοχή  κοινών  μέτρων,  αναγνώριση  κοινής  κλίμακας  αξιών,  συνεργασία  σ' 
ένα  κοινό  πρόγραμμα  ζωής.  Ο  ένας  αισθάνεται,  σκέπτεται,  θέλει  δια  του  άλλου,  σα  να 
υπάρχει  μια  ευαισθησία,  μια  συνείδηση,  μια  βούληση  μοιρασμένη  σε  δύο  πρόσωπα,  σα  να 
είναι το ένα πρόσωπο συνέχεια και συμπλήρωση του άλλου. Μόνο στον έρωτα μιλούμε για 
«ολοκλήρωση» της προσωπικής ύπαρξης. 

Και τις πέντε αυτές αντιθέσεις τις έχει με τους κορυφαίους εκπροσώπους της αναγνωρίσει η 
πνευματική  μας  παράδοση.  Αναφέρω  ενδεικτικά  τα  εγκώμια  που  γίνονται  στον  έρωτα  από 
τους  δαιτυμόνες  του  Πλατωνικού  «Συμποσίου».  Άλλοτε  —λέγει  ο  ποιητής  του  «Πλούτου» 
(Συμπόσ.  189c  κ.π.)—  οι  άνθρωποι  δεν  είχαν  τη  σημερινή  τους  μορφή,  παρά  ήσαν 
ολοστρόγγυλοι,  σαν  δύο  σώματα  κολλημένα  πρόσωπο  με  πρόσωπο,  το  κεφάλι  σφαιρικό, 
τέσσερα τα χέρια και τα πόδια τέσσερα. Ήσαν όντα φοβερά∙ έκαναν επιδρομές στον Όλυμπο 

Digitized by 10uk1s 
και  απειλούσαν  τους  θεούς.  Κ'  εκείνοι  τότε  άρχισαν  να  σκέπτονται  πώς  να  απαλλαγούν  απ' 
αυτά  τα  επικίνδυνα  πλάσματα.  Επιτέλους  βρήκαν  τη  λύση:  έκοψαν  το  σώμα  τους  στα  δύο, 
κατακόρυφα,  και  το  κάθε  κομμάτι  έγινε  ανεξάρτητο.  Από  την  ώρα  εκείνη  χρονολογείται  η 
ερωτική  αγωνία.  Δεν  μπορούν  πια  οι  άνθρωποι  να  σκαρφαλώσουν  στον  ουρανό,  αλλά  δεν 
μπορούν και να ζήσουν έτσι ανάπηροι στη γη. Μόνη σωτηρία είναι να βρει ο καθένας το άλλο 
του μισό κομμάτι και να ενωθεί μαζί του. Ψάχνει λοιπόν να το συναντήσει και όταν αξιωθεί 
να το ανακαλύψει (λίγοι το κατορθώνουν), σμίγει μαζί του, ξαναγίνεται ολόκληρος και είναι 
ευτυχής.  Όσο  δεν  το  βρίσκει,  υποφέρει—γιατί  είναι  κομματιασμένος,  λειψός.  Έρωτας  είναι 
ακριβώς αυτός ο καημός για συμπλήρωση, η λαχτάρα της ολοκλήρωσης.—Όταν έρχεται και η 
σειρά  του  να  εγκωμιάσει  τον  έρωτα,  ο  Σωκράτης  δίνει  με  το  στόμα  της  μάντισσας  Διοτίμας 
δύο έξοχους χαρακτηρισμούς του (207a—209e). Ο έρωτας —λέγει— είναι «τόκος εν καλώ». 
Τα ζωντανά όντα χρειάζονται ένα ταίρι νέο, ακμαίο, όμορφο για να σμίξουν μαζί του και να 
γεννήσουν. Όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο «εγκύμονες» και θέλομε να λευτερωθούμε, να 
βγάλομε  από  πάνω  μας  το  πολύτιμο  φορτίο  που  μας  βαραίνει∙  αναζητούμε  λοιπόν  το 
«ωραίο» ον που θα μας βοηθήσει να «γεννήσομε». Γιατί εκτός από τη σωματική υπάρχει και 
η ψυχική κύηση. Σε όσους εγκυμονούν ψυχικά η θέα και προσπέλαση μιας άσκημης, φτωχής 
και  δειλής  ψυχής  ενεργεί  ανασχετικά,  και  επειδή  εμποδίζονται  έτσι  να  λευτερωθούν, 
υποφέρουν.  Όταν  όμως  αυτοί  συναντήσουν  ένα  ωραίο  και  πλούσιο,  δροσερό  και  γενναίο 
πνεύμα, οιστρηλατούνται από τον έρωτα, γεννούν και λυτρώνονται: δημιουργούν σπουδαία 
έργα,  «αγάλματα»  αλήθειας,  ομορφιάς  και  αρετής.  Ο  έρωτας  λοιπόν  είναι  εκείνος  που 
κρατάει  τον  άνθρωπο  σε  εγρήγορση  και  ετοιμότητα,  αυτός  γίνεται  πηγή  ανεξάντλητη 
πνευματικής  δημιουργίας.  Αλλά  γιατί  η  ερωτική  λαχτάρα  να  υπάρχει  σε  όλα  τα  έμβια  όντα 
(στον  άνθρωπο  με  μεγαλύτερην  ένταση  και  διάρκεια)  και  να  μη  τα  αφήνει  να  ησυχάσουν; 
Επειδή  ο  έρωτας  —λέγει  πάλι  ο  Σωκράτης—  είναι  «πόθος  αθανασίας»  (δεύτερος  ορισμός). 
Δεν  καταλύεται με άλλο τρόπο ο θάνατος παρά μόνο με τη δημιουργία νέων όντων που θα 
συνεχίσουν  και  θα  ανανεώσουν  τη  ζωή.  Όταν  μάλιστα  τα  παιδιά  που  γεννιώνται  από  την 
ερωτική ένωση είναι όχι θνητά, αλλά τα ευγενή προϊόντα του πνεύματος, τότε με τον έρωτα ο 
άνθρωπος κερδίζει την αληθινή αθανασία. 

Ολοκλήρωση,  πλήρωση  και  λύτρωση,  πόθος  και  κατάκτηση  της  αθανασίας  —  πώς  θα 
μπορούσε  να  χαρακτηριστεί  καλύτερα  ο  οίστρος  ο  ερωτικός,  η  αφομοίωση  και  συνάμα  η 
υπέρβαση της επιθυμίας;— Μεταφυσική ποίηση του «ιδεαλισμού», ή νοσηρό παροξυσμό του 
«ρομαντισμού»  συνηθίζουν  ν'  αποκαλούν  οι  δύσπιστοι  τους  ύμνους  προς  τον  έρωτα  (ενός 
Πλάτωνα ή ενός Hölderlin, ενός Dante ή ενός Shelley). Το γεγονός όμως ότι κανένα άλλο θέμα 
της  ζωής  δεν  προσφέρεται  στη  λυρική  φαντασία  ούτε  έχει  γίνει  σύμβολο  φιλοσοφικό  σε 
τέτοιαν  έκταση  όπως  ο  έρωτας,  δείχνει  ότι  επάξια  το  αγαθό  τούτο  έχει  τοποθετηθεί  τόσο 
ψηλά από τα εκλεκτότερα πνεύματα της ιστορίας. 

*** 

Το συμπέρασμα από την ανάλυσή μας είναι —πιστεύω— ότι κακώς ταυτίζεται η επιθυμία με 
τον  έρωτα.  Ο  έρωτας  αρχίζει  από  την  επιθυμία,  αλλά  δεν  στέκεται  σ'  αυτήν,  πηγαίνει  πιο 
πέρα∙ ορθότερα: παραπάνω. Από το ζευγάρωμα που είναι μια φυσιολογική ανάγκη (στην ωμή 
γλώσσα του ο βιολόγος θα την έλεγε υπόθεση αδένων), ο άνθρωπος με την καλαισθησία του, 
με  τις  ηθικές  του  αξιώσεις,  με  τη  λάμψη  του  πνεύματός  του,  με  τη  δημιουργική  του  ορμή 
προχωρεί σε κάτι «άλλο» (τον έρωτα) που στηρίζεται βέβαια στην αρχική βάση αλλά και την 
υπερβαίνει. Τούτου του «άλλου» τα συστατικά στοιχεία είναι πολλά και το φάσμα πλούσιο σε 
αποχρώσεις,  κάποτε  τόσο  λεπτές  που  δύσκολα  διακρίνονται.  Να  περιληφθούν  μέσα  σ'  έναν 
ορισμό όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον έρωτα και να συνοψιστεί σ' ένα τύπο το πλήθος 
των παραλλαγών του είναι αδύνατο. Όπως ο καθένας πιστεύει στο Θεό με τον εντελώς δικό 
του τρόπο, τον μοναδικό και ανεπανάληπτο (συναντιόμαστε βέβαια στον ίδιο τόπο λατρείας, 

Digitized by 10uk1s 
αλλ' απέναντι στο Θεό είναι ο καθένας μόνος), έτσι το ερωτικό βίωμα, η ερωτική λαχτάρα, η 
ερωτική ευτυχία είναι θέματα ζωής αποκλειστικά προσωπικά. Η επιθυμία μάς εξομοιώνει∙ ο 
έρωτας  μας  διαφοροποιεί.  —  Η  επιθυμία  είναι  για  τον  έρωτα  (για  να  μεταχειριστούμε  τη 
γλώσσα  του  μαθηματικού)  αναγκαία  αλλά  όχι  και  επαρκής  συνθήκη∙  υπάρχει  χωρίς  τον 
έρωτα,  ο  έρωτας  όμως  δεν  υπάρχει  χωρίς  αυτήν  (παρά  μόνο  σε  νοσηρές  σωματοψυχικές 
καταστάσεις). Η ασύμμετρη αυτή σχέση προκαλεί συχνά συγχύσεις και περιπλοκές. Συμβαίνει 
λ.χ. η απόπειρα πνευματικού εναρμονισμού απάνω και πέρα από τη σεξουαλικήν ομιλία  να 
γίνει (από τον ένα ή και από τους δύο συντρόφους) με σοβαρές προθέσεις, και η προσπάθεια 
αυτή να γνωρίσει για ένα βραχύ χρονικό διάστημα κάποιαν επιτυχία, επειδή στην αφετηρία 
της κοινής πορείας υπήρξε μια ακαριαία ανάφλεξη, μια έλξη αμοιβαία σωματική και ψυχική 
που εντυπωσίασε και τα δύο μέλη του ζευγαριού. Αίφνης όμως οι συνοδοιπόροι (ο ένας ή και 
οι δύο) ανακαλύπτουν ότι πίσω από τη φαινομενικήν αρμονία υπάρχει στο βάθος (στο χώρο 
της  πνευματικής  ζωής)  ένα  ρήγμα  που  δεν  αφήνει  να  πλεχτεί  και  να  στερεωθεί  ο  ερωτικός 
δεσμός.  Από  την  ώρα  εκείνη  ο  διχασμός  γίνεται  αναπόφευκτος.  Μπορεί  ωστόσο  ή  να 
συνεχιστεί η συμβίωση, εάν ο ένας σύντροφος ορέγεται ακόμη τον άλλο, θα μένουν όμως και 
οι  δύο  μέσα  στο  σκοτεινό  χώρο  της  επιθυμίας,  ανίκανοι  να  τον  υπερβούν  για  να  χαρούν  το 
φως του έρωτα, οπότε διατρέχουν τον κίνδυνο να ρημάξει η ζωή τους από τον κάματο και τον 
κόρο∙  ή  να  ξαναπάρει  ο  καθένας  τον  πικρό  δρόμο  της  μοναξιάς  βαριά  πληγωμένος  από  την 
απογοήτευση∙ το ωραίο όνειρο έχει διαλυθεί. 

Είναι  μεγάλη  δυστυχία  για  τον  άνθρωπο  να  μη  γευτεί  στη  ζωή  του  το  μεγάλο  αγαθό  του 
έρωτα∙  ακόμη  μεγαλύτερη  να  πιστέψει  ότι  αξιώθηκε  να  το  αποκτήσει  και  να  διαψευστεί.  Η 
ψυχοπαθολογία  έχει  μελετήσει  τις  διαταραχές  της  υγείας  και  του  χαρακτήρα,  που 
προέρχονται από την ελλειπτική ή ανώμαλη λειτουργία του sex. Η φροϋδική ανάλυση υπήρξε 
στο  κεφάλαιο  τούτο  αποκαλυπτική∙  έδειξε  ότι  από  τους  αναχαιτισμούς,  τις  μεταμορφώσεις 
και  τις  παροχετεύσεις  της  σεξουαλικής  ορμής  προκαλούνται  μεγάλοι  κλυδωνισμοί  στην 
ψυχοσωματική υπόσταση του πολιτισμένου ανθρώπου. Αφού λοιπόν η επιθυμία, που μπορεί 
και  απρόσωπα  να  ικανοποιηθεί,  είναι  ικανή  να  πλήξει  σοβαρά  (και  κάποτε  ανεπανόρθωτα) 
την ισορροπία ενός οργανισμού, όταν εμποδίζεται,  απωθείται ή  παίρνει  στην εκδήλωσή της 
δρόμο  στραβό,  εύκολα  φαντάζεται  κανείς  πόσο  βαθύς  μπορεί  να  είναι  ο  κλονισμός  που 
φέρνει σ' έναν ευαίσθητο άνθρωπο η ερωτική στέρηση ή απογοήτευση. Ο πληγωμένος φτάνει 
κάποτε έως την απάρνηση της ζωής, τον εκούσιο θάνατο∙ ή έως την ψυχική συρρίκνωση, τον 
πνευματικό  μαρασμό.  Σε  χειρότερη  θέση  από  τον  ανέραστο  και  τον  ανολοκλήρωτο  είναι  ο 
ψευδολοκληρωμένος ή ο κακολοκληρωμένος άνθρωπος∙ εκείνος που είχε πιστέψει ότι βρήκε 
την  ερωτική  πλήρωση  και  ξαφνικά  ανακάλυψε  έντρομος,  μέσα  του  ή  στα  αισθήματα  του 
αγαπημένου  προσώπου,  ότι  η  ευτυχία  αυτή  ήταν  μια  φαντασίωση  που  θύμα  της  έπεσε 
πρώτος  αυτός  παρασύροντας  στην  πλάνη  και  τον  σύντροφό  του.  Η  τραγική  διάψευση  των 
ελπίδων  μπορεί  να  έχει  συνέπεια  όχι  μόνο  τη  φυσική  κατάρρευση  αλλά  και  το  ηθικό 
γκρέμισμα. Την ώρα εκείνη ο άνθρωπος που δυστύχησε έχει το πικρό αίσθημα ότι η ύπαρξή 
του  έχασε  την  αξία  της,  ότι  και  αυτός  και  η  ζωή  του  και  ο  κόσμος  (των  πραγμάτων  και  των 
ιδεών) δεν έχει πια κανένα νόημα. 

*** 

Πώς θα διαφωτίσομε και τι θα συμβουλέψομε έναν άνθρωπο (νέο στην ηλικία∙ γιατί όχι και 
ώριμο;) για ν' αναζητήσει στο σωστό δρόμο και να γνωρίσει τον αληθινό έρωτα; Ένα μεγάλο 
λάθος που κάνομε στην αγωγή των νέων μας είναι ότι αποφεύγομε να θίξομε το θέμα τούτο 
όταν τους χειραγωγούμε στο δύσκολο δρόμο της ζωής. Η αναλυτική ψυχολογία έχει εξηγήσει 
το  λόγο.  Ισχυριζόμαστε  ότι  μας  συνέχει  κάποια  αιδημοσύνη  και  δεν  προχωρούμε  πέρ'  από 
μερικές  αόριστες  κοινοτοπίες.  Αυτή  όμως  η  «ντροπή»  δείχνει  ότι  στο  βάθος  υπάρχει  ένα 
συναίσθημα ενοχής. Ντρεπόμαστε να μιλήσομε για την επιθυμία και τον έρωτα, επειδή εμείς 

Digitized by 10uk1s 
οι ίδιοι δεν έχομε ξεκαθαρίσει το πρόβλημα μέσα μας ή συναισθανόμαστε ότι δεν επήραμε τη 
σωστή θέση απέναντί του. Και επειδή δεν έχομε λύσει τα δικά μας δεσμά, δεν επιθυμούμε ή 
δεν τολμούμε να βοηθήσομε τους άλλους να λευτερωθούν. 

Στις υποθήκες που θ' ακολουθήσουν θα προτάξω ως προοίμιο μιαν εισαγωγική παρατήρηση: 
Πολύ  μεγάλη  σημασία  για  τη  διαμόρφωση  των  διαθέσεων  και  της  συμπεριφοράς  του 
ανθρώπου  στο  κεφάλαιο  της  ερωτικής  ζωής,  και  γενικότερα  για  τη  συγκρότηση  της 
προσωπικότητάς του, έχουν οι πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες, το πώς γεύτηκε στα χρόνια της 
νεότητάς  του  την  ηδονή  του  φύλου.  Εάν  μερικοί  μιλούν  για  την  επιθυμία  και  τον  έρωτα 
επιπόλαια  ή  με  σαρκασμό,  σα  να  είναι  δευτερεύουσες  ή  ευτελείς  υποθέσεις  της  ζωής∙  εάν 
ακόμη  μερικοί  αισθάνονται  απέναντι  στην  επιθυμία  και  στον  έρωτα  αποστροφή  ή  φόβο, 
αηδίαν ή αβεβαιότητα, τούτο κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στο γεγονός ότι και οι πρώτοι και 
οι  δεύτεροι  δεν  ευτύχησαν  να  έχουν  καλές  σεξουαλικές  και  αισθηματικές  εμπειρίες  στα 
πρώτα, τα κρίσιμα χρόνια της ζωής. Με τις πρώτες εμπειρίες, και σε τούτο και σε πολλά άλλα 
θέματα,  τοποθετούνται  για  τον  χαρακτήρα  και  την  πνευματική  υφή  του  ανθρώπου  οι 
σιδηροτροχιές απάνω στις οποίες θα κινηθεί, όπως το τραίνο στις γραμμές του. Είναι μεγάλη 
ευλογία  για  τον  νέο  άνθρωπο  να  έχει  με  καλούς  οιωνούς  μυηθεί  στα  αινίγματα  και  στις 
συγκινήσεις  του  sex∙  θα  σταθεί  γερά  απάνω  στα  δυο  του  πόδια,  θα  αποκτήσει 
αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, και θ' ανθέξει στις θύελλες της ζωής. Αλλίμονο σ' εκείνον που 
έχει γευτεί πρόστυχα την ηδονή της σάρκας στα πρώτα βήματά του, ή στο πρώτο του ερωτικό 
αναφτέρωμα  συνάντησε  την  αδιαφορία  ή  γνώρισε  την  απογοήτευση∙  στραβώνει  ο  δρόμος 
του και δύσκολα, πολύ δύσκολα θα ξαναβρεί τη σωστή γραμμή. Δεν είναι σπάνιοι (ακόμη και 
στους  κύκλους  των  μορφωμένων,  τίμιων,  με  πλούσια  κοινωνική  δράση  ανθρώπων)  εκείνοι 
που,  όταν  συζητούμε  μαζί  τους  για  τον  έρωτα,  μας  αιφνιδιάζουν  με  τον  τρόπο  που  τον 
αντιμετωπίζουν  ή  τον  προσπερνούν  με  ελαφρότητα  και  ειρωνεία,  ή  μιλούν  γι'  αυτόν  με 
κυνισμό  και  απρέπεια.  Απορούμε  πώς  άνθρωποι  σοβαροί  τηρούν  απέναντι  σ'  ένα  τόσο 
σοβαρό θέμα μια τόσο παιδαριώδη στάση. Η απορία μας θα διαλυθεί ίσως άμα σκεφτούμε 
ότι η συμπεριφορά σε τέτοιες περιπτώσεις προσδιορίζεται όχι από κρίσεις και συλλογισμούς 
ή  από  τη  μάθηση  που  περνάει  μόνο  από  το  μυαλό  χωρίς  να  'γγίζει  την  καρδιά,  αλλά  από 
εμπειρίες και παθήματα των νεανικών χρόνων. Κακότυχοι άνθρωποι... Την ώρα που πήγαινε 
ν' ανθίσει  η  ψυχή τους, που δοκίμαζαν να μυηθούν στα μυστήρια και  να χαρούν το θαύμα, 
δεν  αξιώθηκαν  να  βρουν  τον  σύντροφο  τον  πρόθυμο  να  τους  παρασταθεί,  τον  άξιο  ν' 
αγωνιστεί μαζί τους τον ωραίο αγώνα —και έμειναν στη μέση του δρόμου ή παραστράτισαν. 
Όσο περνούν τα χρόνια η στέρηση θα γίνεται πιο πικρή, ο εκτροχιασμός πιο επικίνδυνος (στα 
νιάτα  η  απόκλιση  μπορεί  να  είναι  μικρή,  όσο  όμως  προχωρεί  η  ηλικία,  τόσο  η  γωνία  της 
γίνεται συνήθως μεγαλύτερη)— και ξαφνιάζεται κανείς να βλέπει ανθρώπους, που πέρασαν 
με ευπρέπεια τη ζωή τους, να έχουν γεράματα όχι ειρηνικά, ούτε ανεπαίσχυντα. 

Θα έδινα λοιπόν στους νέους για τον ορθό ερωτικό προσανατολισμό τους τις εξής συμβουλές: 

α. Μην ταυτίζετε τον έρωτα με την επιθυμία∙ η επιθυμία είναι απαίτηση της ζωτικότητάς σας, 
η ικανοποίησή της θα  σας ανακουφίσει∙ ο έρωτας αποκαλύπτεται στο πνεύμα, με αυτόν θα 
ολοκληρωθεί η ύπαρξή σας. 

Πρέπει από νωρίς να προσπαθήσομε να καταλάβουν οι νέοι αυτή τη βαρυσήμαντη διάκριση, 
φωτίζοντας το νου, λεπτύνοντας την ευαισθησία, τονώνοντας τη βούλησή τους. Την ώρα που 
θάρθει  το  παιδί  μας  να  μας  εκμυστηρευτεί  το  πρώτο  ερωτικό  του  σκίρτημα,  ας  του  πούμε 
ήρεμα  και  σοβαρά:  «Μήπως  γελιέσαι,  παιδί  μου;  Είσαι  πολύ  μικρός  ακόμη  για  ένα  τόσο 
μεγάλο  γεγονός.  Αυτό  που  αισθάνεσαι  ίσως  να  είναι  μόνο  η  επιθυμία,  η  ορμή  του  sex,  ο 
πρώτος  παλμός  της  παραγωγικής  ζωής.  Το  ένστικτα  είναι  ισχυρό  και  πανούργο∙  βρίσκεσαι 
ακόμη  στα  δίχτυα  του.  Ο  έρωτας  είναι  κάτι  άλλο,  πολύ  πιο  βαθύ  και  δύσκολο:  κατάφαση 

Digitized by 10uk1s 
αλλά  και  υπέρβαση  της  επιθυμίας,  πόθος  και  πλήρωση  ολόκληρης  της  ύπαρξης,  που 
προϋποθέτει  πνευματικήν  ωριμότητα.  Μη  βιάζεσαι  λοιπόν  ν'  αποφασίσεις.  Περίμενε! 
Περίμενε  νάρθει  η  ευλογία  του  έρωτα.  Ίσως  δεν  θ'  αργήσει,  εάν  προετοιμαστείς  για  την 
υποδοχή του... Πρώτη μας λοιπόν συμβουλή πρέπει να είναι: 

προσμονή, όχι βιασύνη. Γιατί όχι βιασύνη; Γιατί την ώρα εκείνη της ροδοδάκτυλης αυγής μια 
κακή  τοποθέτηση  της  αγάπης  μας  μπορεί  να  μας  πολώσει  προς  τα  κάτω,  να  μεταθέσει  το 
κέντρο του ηθικού μας βάρους χαμηλά και να μείνομε εκεί — να μαδήσουν τα φτερά μας και 
να  μην  πετάξομε  πια  ψηλά.  Στο  βιαστικό  και  ορμητικό  μας  παιδί  θα  πούμε  με  καλοσύνη: 
«Ένας προνοητικός στρατηγός δεν ρίχνει διαμιάς όλες τις εφεδρείες του στη μάχη, ακόμη και 
όταν  κινδυνεύει  να  πάθει  ρήγμα  στο  μέτωπο  του  πολέμου,  γιατί  φοβάται  το  χειρότερο. 
Φυλάει τις εφεδρείες του, για να τις χρησιμοποιήσει όπου και όταν πρέπει. Κάτι απερίγραπτα 
λεπτό  και  πολύτιμο  υπάρχει  μέσα  σου.  Φύλαξέ  το!  Μη  ρίξεις  αμέσως  αυτή  την  τελευταία 
εφεδρεία στη μάχη, με την πρώτη κιόλας κρούση προς το άλλο φύλο (που πολύ φυσικό είναι 
να  γίνει  στο  επίπεδο  της  επιθυμίας).  Όταν  σου  χρειαστεί,  δεν  θα  την  έχεις  και  θα 
κατατροπωθείς».  Προσμονή  και  ετοιμότητα  να  συμβουλεύομε  στους  νέους∙  και  να  τους 
γυμνάζομε  οι  ίδιοι  να  την  απαιτούν  από  τον  εαυτό  τους.  Εάν  περιμένουν  τον  έρωτα  με 
καρτερία και αισιοδοξία, εκείνος θαρθεί γρηγορώτερα, επειδή στο μεταξύ θα έχουν όλο τον 
καιρό  να  ετοιμάσουν  τον  εαυτό  τους  για  να  τον  αναγνωρίσουν  και  να  τον  δεχτούν—  γιατί 
αλλίμονο! έρχεται ξαφνικά αυτό το θεϊκό δώρο στον άνθρωπο, αλλά επειδή δεν είναι έτοιμος 
να το αναγνωρίσει και να το δεχτεί, το αφήνει να φύγει μέσ' από τα χέρια του και το χάνει. 

β. Μην προσπαθήσετε ν' αποσπάσετε την αγάπη με μέσα ανέντιμα από το πρόσωπο που σας 
έχει γοητέψει∙ ο έρωτας δεν εκβιάζεται∙ γίνου άξιός του, για να σου δοθεί. 

Ας διδάξομε τους νέους ότι ο έρωτας είναι μια σχέση απόλυτης αμοιβαιότητας∙ συνδέει δύο 
πρόσωπα  που  το  καθένα  έχει  ελεύθερα  εκλέξει  το  άλλο,  και  είναι  πάντοτε  πρόθυμο  να 
χαρίζεται  στο  άλλο,  χωρίς  ποτέ  να  συλλογίζεται  ή  να  υπολογίζει  την  αμοιβή,  γιατί  έχει  τη 
συνείδηση ότι οσαδήποτε κι αν δώσει, προσφέρει λιγότερα απ' όσα παίρνει. Σ' αυτή τη σχέση 
η ανταπόκριση και η συμφωνία είναι τόσο αυθόρμητη, πλήρης και ανεπιφύλακτη, ώστε δίνει 
την  εντύπωση  ότι  από  πριν  έχει  γίνει  (αζήτητη,  αυτονόητη)  η  υπερκάλυψη  των  αμοιβαίων 
παραχωρήσεων.  Εάν  η  ανταπόκριση  δεν  υπάρχει,  στη  διάθεση  και  στην  πράξη  και  των  δύο 
προσώπων,  δεν  μπορεί  να  γίνει  λόγος  για  έρωτα.  Και  είναι  όχι  μόνο  ανεπίτρεπτο,  αλλά  και 
μάταιο να την επιδιώξει κανείς με την πονηρία ή τη βία∙ γιατί αυτά είναι όπλα του εγωισμού, 
και ο εγωισμός φυγαδεύει τον έρωτα... Όταν αντιληφθούμε ότι παρά την προσφορά μας δεν 
συναντούμε  ειλικρινή  και  αμέριστη  ανταπόκριση  στο  σκεύος  της  εκλογής  μας,  τούτο  είναι 
σημάδι φανερό ότι δεν βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, δεν χτυπάμε την πόρτα που θ' ανοίξει. 
Όσο  γρηγορώτερα  το  καταλάβομε,  τόσο  καλύτερα  θα  είναι  και  για  τον  άλλο  και  για  μας. 
Περισώζομε μαζί με την ψυχική ησυχία μας και την προσωπική μας αξιοπρέπεια. Είναι λάθος 
να νομίζομε ότι εάν επιμείνομε, πιέσομε, κάνομε πιο συστηματικά την «πολιορκία» μας, θα 
κατακτήσομε το είδωλό μας. Η τακτική αυτή ίσως να είναι αποτελεσματική στο επίπεδο της 
επιθυμίας, όχι και στο επίπεδο του έρωτα. Εκεί οι δελεαστικές προτάσεις, ο πειρασμός και η 
αδυναμία  μπορούν  να  κάμψουν  την  αντίσταση∙  εδώ  όσο  περισσότερο  κρούομε  την  κλειστή 
πόρτα,  τόσο  λιγοστεύουν  οι  πιθανότητες  ν'  ανοίξει...  Πολύ  λιγότερο  μπορεί  να  γίνει  στον 
έρωτα  συναλλαγή  και  συμβιβασμός,  όπως  π.χ.  σε  ορισμένες,  δυστυχώς  όχι  σπάνιες  στην 
κοινωνία μας, περιπτώσεις γάμου. Είναι άτοπο και να διανοηθείς να κάνεις στο πρόσωπο που 
αρνιέται  ή  διστάζει,  την  πρόταση:  «Ας  δοκιμάσομε!  Μπορεί  η  συμβίωση  να  αποδειχτεί 
αρμονική,  ακόμη  και  να  ξυπνήσει  τον  έρωτα...».  Τούτο  είναι  βλασφημία,  και  προσβολή.  Το 
μόνο που σου επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή, είναι να σκεφτείς: «Μήπως δεν ανοίχτηκα 
ακόμη ολόκληρος στο αγαπημένο πρόσωπο και δεν με ξέρει; Μήπως δεν έδωκα και σ' εκείνο 
την ευκαιρία να ανοιχτεί ολόκληρο σ' εμένα και δεν το ξέρω; Και έτσι εξηγείται η απουσία της 

Digitized by 10uk1s 
ανταπόκρισης  που  με  κάνει  να  υποφέρω;  Ας  προσπαθήσω  να  αποκαλυφτώ  ολόκληρος, 
καθαρός και διάφανος, και όταν με γνωρίσει, πιθανόν να γίνει η προσέγγιση που θα αλλάξει 
και τη δική μου ζωή και τη δική του». Εάν όμως, με όλη την προσπάθειά σου, δεν φτάσεις σε 
αίσιο αποτέλεσμα, τότε η εντιμότητα αλλά και το συμφέρον σου επιβάλλουν να αναγνωρίσεις 
την πλάνη σου και να απομακρυνθείς. 

γ.  Όταν  κατακτήσετε  το  μεγάλο  αγαθό  του  έρωτa,  μην  αναπαυθείτε  στις  δάφνες  σας∙  είναι 
δυσκολώτερο  ακόμη  να  το  διατηρήσετε∙  για  να  κρατηθείτε  στο  ύψος  της  δωρεάς  που  σας 
έγινε, θα αγωνισθείτε ανανεώνοντας διαρκώς τους τίτλους των διεκδικήσεών σας. 

Ο έρωτας μοιάζει με την ελευθερία σε τούτο: ότι είναι ένα προνόμιο που πρέπει διαρκώς ν' 
αποδείχνεις  —στην  πράξη—  ότι  το  αξίζεις.  Δεν  μπορείς  να  πεις:  «ο  νόμος  ή  η  κοινωνία 
αναγνωρίζει  την  ελευθερία  μου,  επομένως  είμαι  ελεύθερος».  Την  ελευθερία  του  είναι 
υποχρεωμένος  ο  άνθρωπος  να  την  κατακτά  κάθε  μέρα,  κάθε  ώρα,  κάθε  στιγμή  όχι  μόνο 
διεκδικώντας με πάθος το δικαίωμα τούτο, αλλά πείθοντας με τα έργα του ότι του ανήκει. Το 
ίδιο  συμβαίνει  και  στον  έρωτα.  Και  συ  και  το  αγαπημένο  πρόσωπο  πρέπει  διαρκώς  να 
κατακτάτε αυτό το μέγα αγαθό της ζωής με τον μόνο τρόπο που του ταιριάζει: γινόμενοι άξιοί 
του.  Ο  ερωτικός  είναι  δεσμός  αβρός,  εύθραυστος∙  η  ηθική  έκπτωση  (όχι  η  σωματική 
αναπηρία), η πνευματική νοθεία (όχι των φρενών η νόσος) του ενός από τα δύο μέλη, ακόμη 
και  η  απλή  υποψία  της  μιας  ή  της  άλλης  προδοσίας,  αρκεί  για  να  τον  σπάσει.  Για  να 
διατηρηθεί  στερεός,  έχει  ανάγκη  από  διαρκώς  μεγαλύτερα  κεφάλαια  τρυφερότητας  και 
στοργής,  εμπιστοσύνης  και  εκτίμησης,  αφοσίωσης  και  θαυμασμού,  που  να  τα  καταθέτουν 
χωρίς  φειδώ  και  τα  δύο  μέρη.  Εκείνο  από  τα  δύο  που  θα  υστερήσει,  από  κομπασμό  ή 
ολιγωρία,  στην  αδιάκοπη  προσφορά,  δεν  έχει  διόλου  να  ωφεληθεί  εάν  επικαλεστεί 
«κεκτημένα δικαιώματα». Γιατί ο αληθινός έρωτας είναι ένα αέναο παρόν, όχι παρελθόντος 
αναμνήσεις.  Υπάρχει  μόνο  ως  μια  διαρκώς  ανανεωνόμενη  κατάκτηση.  Και  κερδίζεται  με  τις 
θυσίες που απαιτεί μια νίκη ακριβή. Έτσι δίνεται στον άνθρωπο κάθε είδος ευτυχίας. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΓΑΜΟΣ 

Ο γάμος, θεσμός πανάρχαιος, έχει ιδρυθεί για να ικανοποιήσει ζωτικές ανάγκες του 
συλλογικού  βίου.  —  Είναι  επομένως  πλάσμα  κοινωνικό  και  συμμεταβάλλεται  όταν 
αλλάζει  η  οικονομική  υποδομή,  η  πολιτική  μορφή  και  το  πνευματικό  κλίμα  της 
κοινωνίας. — Αιτίες που τον επέβαλαν: ο φόβος μήπως από την αυθαίρετη εκδήλωση 
του  σεξουαλικού  ενστίκτου  διαλυθεί  η  ομάδα,  και  η  φροντίδα  να  προστατευθεί  το 
φυσιολογικό προϊόν της ένωσης των δύο φύλων: το παιδί.— Παράλληλος και ο ηθικός 
σκοπός:  να  εξασφαλιστεί  και  για  τα  δύο  μέλη  η  «συντροφιά»  στις  καλές  και  στις 
κακές  ώρες  της  ζωής.  —  Η  ορμή  της  διαιώνισης  του  είδους  γίνεται  στον  άνθρωπο 
πόθος  επιβίωσης  του  ατόμου.  —  Διάκριση  των  δύο  εννοιών.  —Τον  γάμο  νοθεύει  η 
συναλλαγή  και ο εγωισμός. —Προβλήματα από τη σύμπλεξη φυσικών αναγκών και 
κοινωνικών βλέψεων. —Προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει ο γάμος. 

Με την έννοια του γάμου αφήνομε το βιολογικό επίπεδο (της επιθυμίας) και την περιοχή των 
πνευματικών αξιώσεων (τον έρωτα ως ολοκλήρωση της προσωπικής ύπαρξης) και περνούμε 
στη σφαίρα της συλλογικής ζωής, αυτήν που ονομάζομε χώρο κοινωνικό. Εδώ οι σχέσεις των 
δύο  φύλων,  όταν  βρίσκονται  στην  ηλικία  της  παραγωγικής  για  τη  διαιώνιση  του  είδους 
ωριμότητας (και κατ' επέκταση πέρ' από το καθαυτό στάδιο της γονιμότητας), δεν είναι πλέον 
ιδιωτική  τους  υπόθεση,  αλλά  θέμα  που  ενδιαφέρει  την  κοινότητα  και  ρυθμίζεται  από  τη 
βούλησή της. Από την άποψη αυτή ο ειδικός δεσμός του ανδρός με τη γυναίκα παίρνει άλλη 
σημασία και παρουσιάζει νέα προβλήματα που χρήσιμο είναι να τα εξετάσομε χωριστά. 

Το  διαφοριστικό  γνώρισμα  της  έννοιας  του  γάμου,  στη  σύγκρισή  της  με  τις  έννοιες  της 
επιθυμίας  και  του  έρωτα,  είναι  ότι  ο  γάμος  αποτελεί  θεσμό  κατ'  εξοχήν  κοινωνικό.  Είναι 
δηλαδή πλάσμα του συλλογικού βίου υποκείμενο στο έθος και στο νόμο. Τους θεσμούς τους 
ιδρύει  και  τους  συντάσσει  η  κοινότητα,  ως  οργανωμένος  όμιλος  συμβιούντων  σε  ορισμένο 
χώρο  και  χρόνο  ανθρώπων  της  ίδιας  (περίπου)  καταγωγής  και  παιδείας∙  και  για  να 
εξασφαλίσει  την  ομαλή  λειτουργία  τους,  επειδή  της  είναι  απαραίτητοι  για  την  ικανοποίηση 
ζωτικών  αναγκών,  τους  προστατεύει  με  αυστηρές  κυρώσεις  εναντίον  εκείνων  που  τους 
υπονομεύουν με την πράξη ή το λόγο. (Κύρωση δεν είναι μόνο η νομοθετημένη ποινή, π.χ. η 
αποβολή από το κοινωνικό σώμα, αλλά και η κακή «υπόληψη» που έχουν όσοι σκανδαλίζουν 
την κοινή συνείδηση με τη συμπεριφορά τους). 

Τρία στοιχεία αξίζουν να εξαρθούν ιδιαίτερα μέσα στην έννοια του γάμου: 

1.  Όπως  και  οι  άλλες  κοινωνικές  μορφές  ζωής  (με  υψηλό  συντελεστή  σημασίας)  ο  γάμος 
παρουσιάζει  από  το  ένα  μέρος  μιαν  ελαστικότητα  που  επιτρέπει  κάποιαν  άνεση  κινήσεων 
μέσα  στον  κλοιό  του  και  χρησιμεύει  ως  ασφαλιστική  δικλείδα  για  να  μη  διαρραγεί  (από 
μεγάλην  εσωτερική  πίεση),  και  από  το  άλλο  μέρος  μιαν  ανυποχώρητη  ακαμψία  (non‐
tolérance) απέναντι  σε πράξεις που (σε  καίρια  σημεία) υπερβαίνουν τα όρια και αποτελούν 
ρήγματα επικίνδυνα, ικανά να ματαιώσουν τον προορισμό του. Ανέκαθεν κάποιες ελευθερίες 
(ας  θυμηθούμε  εδώ  τη  δημόσιαν  αναγνώριση  της  «εταίρας»  στην  Αθήνα  της  περίκλειας 
εποχής,  και  της  «maitresse  légitime»  στη  Γαλλία  των  τελευταίων  Λουδοβίκων)  θεωρούνται 
από  το  έθος  και  το  νόμο  επιτρεπτές  ή  συγγνωστές.  Πάντοτε  όμως  υπάρχουν  τα  αυστηρά 
χαραγμένα  (πάλι  από  το  έθος  και  το  νόμο)  σύνορα  που  όταν  παραβιαστούν  ο  δεσμός 
διαλύεται ή τα αποτελέσματά του κηρύσσονται άκυρα. (Παραδείγματα: στην αρχαία Σπάρτη 
οι «παρθενίαι», δηλαδή τα παιδιά Λακαινών με ξένους συζύγους, ήσαν κατά κανόνα νόθα, όχι 

Digitized by 10uk1s 
νόμιμα, και στη νεώτερη Ευρώπη απόγονοι από «γάμους μοργανατικούς» των βασιλέων δεν 
κληρονομούν το θρόνο). Στην πρώτη περίπτωση, η αταξία δεν θέτει σε κίνδυνο το σκοπό του 
γάμου  και  γίνεται  ανεκτή∙  στη  δεύτερη,  αυτός  ακριβώς  ο  σκοπός  θίγεται,  και  για  τούτο  η 
εκτροπή καταδικάζεται. 

2. Πλάσμα καθώς είναι του συλλογικού βίου, προορισμένο 
να  ανταποκριθεί  σε  ζωτικές  ανάγκες  του,  ο  θεσμός  του  γάμου  παρακολουθεί  τους 
μετασχηματισμούς  και  τις  εξελίξεις  της  κοινωνίας.  Όταν  η  οικονομική  υποδομή,  η  πολιτική 
μορφή,  το  πνευματικό  κλίμα  της  αλλάζει,  συμπαρασύρεται  σ'  αυτή  τη  ροή,  μαζί  με  τους 
άλλους θεσμούς, και ο θεσμός του γάμου. Η ιστορία γνώρισε ως τώρα πολλούς και ποικίλους 
τύπους  γαμήλιων  σχέσεων  με  αντίστοιχο  για  κάθε  τύπο  καθορισμό  των  βαθμών  της 
συγγένειας  (αρχικά  σε  συνάρτηση  με  τη  θέση  της  μητέρας  μέσα  στην  οικογένεια,  αργότερα 
του  πατέρα).  Η  ανθρωπότητα  πέρασε  από  πολλές  παραλλαγές  τύπων  κοινογαμικών  και 
πολυγαμικών  (που  άλλοτε  περιορίζουν  την  εκλογή  του  συζύγου  μέσα  στο  πλαίσιο  του 
«γένους»  και  άλλοτε  την  επιτρέπουν  ή  την  επιβάλλουν  έξω  απ'  αυτό)  έως  ότου  φτάσει  στη 
(χαλαρή  ή  αυστηρή)  μονογαμία.  Πολλούς  από  τους  τύπους  τούτους  τους  συναντούμε  και 
σήμερα  ακόμη  σε  λαούς  πρωτόγονους  της  Αφρικής,  της  Αμερικής,  της  Αυστραλίας.  Όσο  η 
διήθηση  των  ιδεών  και  των  ηθών  της  «πολιτισμένης»  λευκής  φυλής  γίνεται  σε  μεγαλύτερη 
έκταση  και  με  εντονότερο  ρυθμό  σ'  εκείνες  τις  αποτελματωμένες  ή  αργοκίνητες  κοινωνίες, 
τόσο  ρευστοποιούνται  και  εκεί  οι  παλαιοί  τύποι  των  γαμήλιων  σχέσεων  και  απλώνονται  οι 
νέοι. 

3.  Ο  γάμος  είναι  θεσμός  πανάρχαιος∙  αδύνατο  να  προσδιορίσομε  χρονολογικά  την  πρώτη 
σύστασή  του.  Οσοδήποτε  πίσω  κι  αν  ανατρέξομε,  στην  τροχιά  του  ιστορικού  χρόνου,  θα 
βρούμε  καθιερωμένο  ήδη  εθιμικά  κάποιο  τρόπο  που  ρυθμίζει  τις  σεξουαλικές  σχέσεις  των 
μελών της κοινότητας — σε συνάρτηση πάντοτε με τους μύθους και το τυπικό της λατρείας. 
(Στις  αρχέγονες  κοινωνίες  η  θρησκεία  κλείνει  μέσα  στους  κόλπους  της  όλες  τις  λειτουργίες 
του  συλλογικού  βίου:  την  εκπαίδευση,  τη  δικαιοσύνη,  τη  διοίκηση,  την  πρόνοια  κτλ.  Έπειτ' 
από  μακράν  εξέλιξη  γίνεται  η  διαφοροποίηση:  από  το  αρχικό  νεφέλωμα  αποσπάται  και 
ανεξαρτοποιούμενη —έως ένα βαθμό— αποκτά η κάθε λειτουργία τους ειδικούς σκοπούς και 
τα ειδικά μέσα της). Δύο φαίνεται πως υπήρξαν οι λόγοι που έκαναν την ανθρώπινη κοινωνία 
να βάλει τάξη στις σχέσεις αντρών και γυναικών και να τις θέσει υπό έλεγχο. Πρώτα ο φόβος 
μήπως από την αχαλίνωτη και αυθαίρετη εκδήλωση της σεξουαλικής ορμής χάσει τη συνοχή 
της  και  διαλυθεί  (όπως  διασπώνται  και  κερματίζονται  οι  αγέλες  πολλών  ζώων  κατά  τις 
περιόδους  της  οχείας).  Και  έπειτα  η  φροντίδα  να  ζήσει  και  να  ανατραφεί  το  φυσιολογικό 
προϊόν της ένωσης των δύο φύλων: το παιδί. Ακόμη και σε πολύ πρωτόγονες κοινότητες που 
δεν  έχουν  αποσαφηνίσει  τη  διαδικασία  με  την  οποία  έρχεται  ο  νέος  άνθρωπος  στον  κόσμο 
και  πιστεύουν  ότι  το  παιδί  είναι  έργο  μόνο  της  μητέρας,  δώρο  προγόνων  ή  θεών, 
λαμβάνονται μέτρα για να εξασφαλιστεί στους απογόνους καθαρό το αίμα της φυλής και να 
γίνει, με την αγωγή, η μύηση και ένταξη του νέου πλάσματος στην οικονομική και πνευματική 
ζωή  της.  Όσες  φορές,  από  απερισκεψία  ή  ολιγωρία,  αφέθηκαν  ανέλεγκτες  οι  σεξουαλικές 
σχέσεις  και  αφρόντιστα  τα  προϊόντα  τους,  παρουσιάστηκε  τόσον  άμεσος  και  σοβαρός  ο 
κίνδυνος  της  κοινωνικής  αποσάθρωσης,  ώστε  έγινε  συνείδηση  στους  λαούς  η  επιτακτική 
ανάγκη πριν από κάθε άλλο μέτρο ασφάλειας να εξυγιαίνεται και να θεμελιώνεται στερεά το 
βασικό κοινωνικό κύτταρο: το «γένος» παλαιότερα, έπειτα η «οικογένεια», γιατί μέσα σ' αυτό 
και απ' αυτό μπορούν να ευοδωθούν και οι δύο σκοποί: η πειθάρχηση του ενστίκτου, ώστε να 
μη διαταράσσεται η ειρηνική συμβίωση των μελών της κοινότητας, και η διατήρηση καθαρού 
και  ακμαίου  του  αίματος  και  του  πνεύματός  της  με  τη  γέννηση  και  την  αγωγή  γερών  και 
πιστών στην «παράδοση» παιδιών. 

*** 

Digitized by 10uk1s 
Αυτήν  ακριβώς  τη  σκοπιμότητα  βλέπουν  και  σήμερα  στον  θεσμό  του  γάμου  όλοι  οι 
πολιτισμένοι  λαοί:  τον  περιορισμό  των  εκδηλώσεων  του  ενστίκτου  στο  πλαίσιο  της 
νομιμότητας,  για  να  μη  διαταράσσεται  η  ησυχία  ούτε  να  προσβάλλεται  η  αξιοπρέπεια  των 
μελών του κοινωνικού σώματος, την κατοχύρωση  της γνησιότητας των απογόνων στα ζεύγη 
που  θα  νομιμοποιήσουν  την  ένωσή  τους,  και  τη  διασφάλιση  της  υγείας  και  της  ανατροφής 
των παιδιών που θα δώσει αυτή η ένωση. Χαρακτηριστικό από την άποψη που εξετάζομε το 
θέμα είναι μάλιστα το γεγονός ότι ο Codex Juris Canonici της Δυτικής Εκκλησίας, πιστός στο 
θετικό  πνεύμα  του  αρχαίου  Ρωμαϊκού  Δικαίου,  πρώτον  από  τους  σκοπούς  του  γάμου 
τοποθετεί  τη  γέννηση  και  την  αγωγή  επιγόνων  και  δεύτερο  την  ικανοποίηση  της  επιθυμίας 
μέσα  στα  θεμιτά  όρια.  Η  procreatio  atque  educatio  παιδιών,  η  φυσική  και  η  πνευματική 
διαδοχή, αποτελεί για τον εκκλησιαστικό νομοθέτη τον κύριο  στόχο και για τούτο είναι  έως 
σήμερα άτεγκτος στην άρνησή του όταν του ζητείται από τα ζεύγη που ατύχησαν η διάλυση 
του γάμου∙ δεύτερο γάμο επιτρέπει μόνο εάν ο θάνατος αφανίσει τον ένα από τους συζύγους. 
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση αποκλειστική του φροντίδα είναι το παιδί∙ μόνον εάν η 
θεία βουλή του στερήσει τον πατέρα ή τη μητέρα, δέχεται να του δώσει έναν άλλο προστάτη. 
Διαφορετικήν  αντίληψη,  και  στο  σημείο  τούτο  και  γενικότερα  ως  προς  τον  προορισμό  του 
γάμου,  φαίνεται  να  έχει  η  Ανατολική  Εκκλησία.  Στους  Πανδέκτες  του  Ιουστινιανού  ο 
Μοδεστίνος  δίνει  τον  ορισμό:  «Γάμος  εστί  ανδρός  και  γυναικός  συνάφεια  και  συγκλήρωσις 
του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Εδώ το παιδί δεν μνημονεύεται 
παρά  μόνο  τονίζεται  το  άρρηκτο  του  δεσμού,  η  μοναδικότητά  του—αφού  είναι  εγγυημένος 
από το θείο και το ανθρώπινο δίκαιο. Η ανταύγεια του πνεύματος της Καινής Διαθήκης είναι 
στον  ορισμό  τούτον  αισθητή:  Όποιος  παντρεύεται  θα  εγκαταλείψει  τον  πατέρα  του  και  τη 
μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του «εις σάρκα μίαν» — «το μυστήριον τούτο μέγα 
εστί»  (Απ.  Παύλος).  Ας  προσέξομε  στο  κείμενο  των  Πανδεκτών  τις  λέξεις  «συνάφεια  και 
συγκλήρωσις»  (consortium).  Σημαίνουν  ότι  από  τη  στιγμή  που  η  Εκκλησία  ευλόγησε  την 
ένωσή  τους,  ένα  «κλήρο»,  ένα  πεπρωμένο  έχουν  και  οι  δύο  σύζυγοι∙  ο  δεσμός  τους  έχει 
συναφθεί με το ανθρώπινο, αλλά έχει αγιαστεί με το θείο δίκαιο. 

Mε αυτό τον χαρακτηρισμό εισάγεται στην έννοια του γάμου μια απόχρωση που διατηρεί τη 
σημασία  της  και  έξω  από  την  αλληλουχία  των  θρησκευτικών  ιδεών.  Η  θεμιτή  πλήρωση  της 
επιθυμίας, η απόκτηση καλών απογόνων είναι βέβαια του γάμου οι σκοποί. Κοντά σ' αυτούς 
όμως υπάρχει κ' ένας τρίτος που και όταν δεν λέγεται, γίνεται αισθητός και αποτελεί κίνητρο, 
όχι από τα δευτερώτερα, σε όσους δίνουν αυτό τον τύπο στις σχέσεις τους. Ο άνθρωπος δεν 
επλάστηκε  να  ζήσει  μόνος  (της  Γραφής  ο  λόγος  είναι  σοφός)∙  χρειάζεται  σύντροφο,  για  να 
μπορέσει  να  σηκώσει,  χωρίς  να  καμφθεί,  το  βάρος  της  ζωής,  τους  μόχθους  και  τις  ευθύνες, 
τους  φόβους  και  τις  ελπίδες,  τις  χαρές  και  τις  λύπες  της.  Ας  παρατηρήσομε  τις  κοινωνικές 
έξεις μας∙ τις ώρες της χαράς και της λύπης το έθος έχει προνοήσει να τις ζούμε με πολλούς 
μαζί,  όχι  μόνοι.  Δεχόμαστε  τους  φίλους  στο  πένθος  μας,  όπως  στις  εορτές  μας∙  και  τρέχομε 
όταν υποφέρουν οι γείτονες, όπως και όταν διασκεδάζουν. Η χαρά, εάν τη δοκιμάζομε μαζί με 
άλλους, ακτινοβολεί στο πρόσωπό τους και έρχεται πάλι σ' εμάς με δύναμη πολλαπλάσια∙ και 
η  λύπη,  καθώς  μοιράζεται  σε  πολλούς,  αδυνατίζει  για  όλους.  Είναι  συντριπτική  η  μεγάλη 
λύπη, όπως ασήκωτη θα ήταν και η μεγάλη χαρά, εάν δεν έχει κανείς τις ευκαιρίες να τη ζήσει 
μαζί  με  άλλους.  Τίποτα  δεν  είναι  πιο  σκληρό,  πιο  ανυπόφορο  για  τον  άνθρωπο  από  τη 
μοναξιά.  Ο  γάμος  εξασφαλίζει  και  για  τα  δύο  μέλη  τη  βέβαιη  και  μόνιμη,  την  πρόθυμη  και 
αφειδώλευτη συντροφιά — και στις εύκολες και στις δύσκολες ώρες της ζωής, και στις νίκες 
και  στις  ήττες  που  ζήσαμε  ή  που  μας  περιμένουν.  Κάτω  από  τον  ίδιο  ζυγό  δύο  άνθρωποι 
αποφασίζουν να  ενώσουν τις δυνάμεις τους και να  αγωνιστούν  για  να αντιμετωπίσουν μαζί 
με  άλλους  και  ένα  μικρό  στο  ανάστημα  αλλά  ύπουλο  εχθρό:  την  καθημερινότητα  με  τις 
ευτελείς  ανάγκες  και  την  κουραστική  στερεοτυπία  της.  Ένας  «κλήρος»  έχει  και  στους  δύο 
λάχει  σε  τούτη  τη  ζωή,  ένα  πεπρωμένο  τούς  έχει  γραφτεί,  επομένως  ένας  θα  είναι  και  ο 
δρόμος  τους  και  θα  πορευτούν  μαζί,  χέρι  με  χέρι,  έως  εκεί  που  θα  τους  βγάλει.  Όσοι 
ευτύχησαν στο γάμο τους γνωρίζουν πόσο και απ' αυτή την άποψη υπήρξαν προνομιούχοι. 

Digitized by 10uk1s 
*** 

Στον άνθρωπο η ορμή της διαιώνισης του είδους γίνεται πόθος επιβίωσης του προσώπου. Οι 
δύο  έννοιες  μπορούν  και  πρέπει,  νομίζω,  να  διακριθούν  με  όλο  που  το  βάθρο  τους  είναι 
κοινό. Προς την ένωση με το άλλο φύλο κινεί τα ζωντανά όντα ένα ένστικτο∙ τον άνθρωπο μια 
ορμή.  (Η  Φύση  τον  έχει  προικίσει  με  πολύ  ισχυρότερο  όπλο  από  τους  αυτοδύναμους 
μηχανισμούς του ενστίκτου, το ανεπτυγμένο μυαλό∙ πολλά λοιπόν από τα ένστικτα των άλλων 
ζώων  σ'  αυτόν  έχουν  αντικατασταθεί  από  ορμές,  δηλαδή  από  έμφυτες  τάσεις  που  με  τη 
μάθηση  βρίσκουν  τον  τρόπο  να  ικανοποιηθούν).  Η  ορμή  της  διαιώνισης  εργάζεται  για 
λογαριασμό «άλλου», του προγράμματος της ζωής, που δεν το ξέρει∙ της λείπει η συνείδηση 
του  σκοπού.  Ο  πόθος  της  επιβίωσης  είναι  βούληση  (εδώ  εννοείται  αμέσως  ένα  «εγώ»,  το 
βουλόμενο  «εγώ»),  δηλαδή  εμπρόθετη  τάση  που  οδηγείται  από  την  πρόληψη  (anticipation) 
του  στόχου  της,  επομένως  ξέρει  τι  ζητεί,  και  αυτό  το  επιδιώκει  συνειδητά.  Η  διαφορά  είναι 
φανερή.  Όποιος  υπακούοντας  στην  ορμή  της  διαιώνισης  του  είδους  επιθυμεί  το  άλλο  φύλο 
δεν σκέπτεται την επιβίωση, ούτε την έχει στις προθέσεις του. Κάποτε μάλιστα, εάν από την 
ένωση  που  πέτυχε  υπάρξει  καρπός,  δυσανασχετεί,  τρομάζει  για  τις  συνέπειες  και  από  την 
αμηχανία του μπορεί να φτάσει έως μια πράξη απεχθή: την εμβρυοκτονία ή τη βρεφοκτονία. 
Άλλη είναι η διάθεση και η συμπεριφορά μας όταν κατεχόμαστε από τον πόθο της επιβίωσης∙ 
δεν  υπηρετούμε  τότε  (ακούσια)  το  είδος,  αλλά  προσπαθούμε  (εκούσια)  να  σώσομε  κατά 
κάποιο τρόπο την προσωπική μας υπόσταση από τον αφανισμό που φοβούμαστε ότι θα μας 
βρει με τον θάνατο. Θέλομε να συνεχιστεί το είναι μας, να διατηρηθεί πιο πολύ και πέρα από 
μας κάτι από τον εαυτό μας∙ όχι απλώς τα φυσικά χαρακτηριστικά μας (είναι πολύ επιπόλαιη 
μια τέτοια φιλοδοξία) αλλά ό,τι καλύτερο έχομε αποθησαυρίσει, είτε το κληρονομήσαμε, είτε 
το κατακτήσαμε με τον κόπο και την αξιοσύνη μας. Να μη τελειώσομε με τον θάνατο, αλλά να 
εξακολουθήσομε να υπάρχομε μέσα σε «άλλους», τους απογόνους, είναι ο πόθος μας. Και σ' 
αυτούς τους «άλλους» θέλομε πολλές φορεί να ιδούμε και να χαρούμε όχι μόνο τη συνέχισή 
μας,  αλλά  και  την  πραγμάτωση  ενός  «εαυτού»  που  δεν  προλάβαμε  ή  δεν  μπορέσαμε  δεν 
σταθήκαμε τυχεροί ή ικανοί να τον αποτελειώσομε εμείς. 

Εξ ου και η μεγάλη απογοήτευση των έγγαμων ανθρώπων όταν δεν έρχεται στον κόσμο ένα 
παιδί  από  την  ένωσή  τους∙  ή  ήρθε,  αλλά  δεν  είναι  εκείνο  που  ονειρεύτηκαν,  εξαιτίας  μιας 
δικής τους αναπηρίας  ή  από άτυχη  σύμπτωση.  Έχουν το πικρό αίσθημα ότι αδικήθηκαν, ότι 
δεν έγινε ο προορισμός τους. Συχωρέστε λοιπόν τους γονείς ακόμα και στην περίπτωση που 
πέφτουν σ' ένα βαρύ λάθος: να θέλουν (και να επιμένουν) τα παιδιά τους να εκτελέσουν το 
δικό τους πρόγραμμα ζωής, όχι εκείνο που αυτά έχουν συλλάβει και σχεδιάσει. Έως αυτή την 
υπερβολή  μπορεί  να  φτάσει  ο  πόθος  της  επιβίωσης:  «Θέλω  να  με  συνεχίσεις∙  αλλά  πώς; 
Σαρκώνοντας τον καλύτερο εαυτό μου, όχι αυτόν που εγώ ο ίδιος θα ήθελα να μην υπάρξει. 
Να τον απαλείψω δεν μπορώ, τουλάχιστο να μη τον ξαναϊδώ σ' εσένα». Έτσι εξηγείται γιατί οι 
μητέρες  ή  οι  πατέρες  έχουν  κάποτε  παράλογες  απαιτήσεις  από  τα  παιδιά  τους:  να 
σπουδάσουν  όχι  για  να  υψώσουν  το  πνεύμα  τους,  παρά  για  ν'  αποκτήσουν  μ'  ένα  καλό 
εισόδημα  την  υψηλότερη  κοινωνική  θέση  που  έλειψε  στους  ίδιους∙  να  ακουστούν,  να 
τιμηθούν,  να  δοξαστούν.  Η  ασυνεννοησία  μεταξύ  γονέων  και  παιδιών  στο  κεφάλαιο  τούτο 
κάποτε οδηγεί σε δραματικές ρήξεις μέσα στην οικογένεια. Φαίνεται ότι χρειάζεται όχι μόνο 
μεγαλύτερη  νοημοσύνη  και  ενημέρωση,  αλλά  και  η  διάθεση  μιας  αυτοθυσίας  για  να 
παραδεχτούμε  («υποχώρηση»  τη  λένε  οι  περισσότεροι  αυτή  τη  στάση)  ότι  το  παιδί  που 
γεννήσαμε  ήρθε  στον  κόσμο  όχι  γιατί  μας  το  ζήτησε,  αλλά  γιατί  εμείς  το  θελήσαμε∙  ότι 
επομένως  έχει  τα  δικαιώματά  του.  Δικαιούται  να  γίνει  πρόσωπο  αυθυπόστατο,  με  τις  δικές 
του ιδέες, τα δικά του όνειρα, τη δική του βούληση. Πραγματικά είναι δύσκολο να πεισθούν 
οι γονείς να παραιτηθούν από μιαν αξίωση που δεν θέλουν να ομολογήσουν ότι, εκτός από τα 
τυχόν  ευγενή  της  κίνητρα,  κύρια  ρίζα  της  έχει  τον  εγωισμό:  η  μητέρα  θέλει  μέσα  από  το 
κορίτσι  της  να  αγαπηθεί,  να  ευτυχήσει  στον  έρωτα,  στο  γάμο,  στις  ανέσεις  του  βίου∙  ο 
πατέρας  θέλει  μέσα  από  το  γιο  του  να  διακριθεί,  να  τιμηθεί,  να  αποκτήσει  δόξα,  δύναμη, 

Digitized by 10uk1s 
πλούτο.  Τόσο  δυνατός  είναι  στο  βάθος  της  ψυχής  ο  πόθος  της  επιβίωσης  (η  δίψα  της 
αθανασίας, όπως τη χαρακτήρισε ο Πλάτων). 

*** 

Οι  άνθρωποι  είναι  ικανοί  και  να  κατασκευάζουν  και  να  παραχαράττουν  νομίσματα.  (Ως 
«ειδότες», θα έλεγε ο Σωκράτης, αυτοί μόνοι μέσα στο φυσικό κόσμο μπορούν να είναι και 
«αγαθοί»  και  «κακοί»).  Ίδρυσαν  τον  θεσμό  του  γάμου  αλλά  και  τον  νοθεύουν∙  κοινωνικό 
φαινόμενο  είναι  και  το  πρώτο  και  το  δεύτερο...  Το  ότι  συνηθίζομε  να  λέμε  τον  γάμο 
«αποκατάσταση», και όχι μόνο στη γλώσσα μας (αν και λέγεται περισσότερο για τη γυναίκα 
παρά  για  τον  άντρα,  εντούτοις  ταιριάζει  και  στους  δύο),  δεν  είναι  τυχαίο∙  η  λέξη  σημαίνει 
μιαν  οικονομική  αλλά  και  μια  γενικότερα  κοινωνικήν  εύνοια,  επειδή  για  πολλούς  ο  γάμος 
είναι  πράξη  επωφελής∙  αποτελεί  όχι  μόνο  μιαν  οικονομική  διασφάλιση  (ιδίως  του 
ασθενέστερου φύλου), αλλά και μια κοινωνική προώθηση (πότε του ενός και πότε του άλλου 
συντρόφου).  Εάν  θέλομε  να  μιλήσομε  με  ωμήν  ειλικρίνεια,  δεν  πρέπει  —  νομίζω  —  να 
αποσιωπήσομε  το  γεγονός  ότι  στις  κοινωνίες  μας  πολύ  συχνά  ο  γάμος  γίνεται  πραγματικά 
θέμα  συναλλαγής  ανάμεσα  στα  πρόσωπα  που  αποφασίζουν  να  ενωθούν  σύμφωνα  με  το 
νόμο, αλλά και ανάμεσα στις οικογένειές τους, που βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν με αυτό 
τον  τρόπο  μιαν  επικερδή  επιχείρηση.  Για  να  επιτύχει  η  συναλλαγή  (που  αναμφισβήτητα 
ευτελίζει  και  το  ένα  μέλος  και  το  άλλο  του  επίδοξου  ζευγαριού,  και  δημιουργεί  από  πριν 
ανυπέρβλητες κάποτε δυσκολίες στην αρμονική συμβίωση των συζύγων) θεμιτό θεωρείται να 
χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα της πανουργίας∙ ο ένας κοιτάζει πώς να «παρασύρει» και να 
«γελάσει»  τον  άλλο.  Γιατί  τα  κίνητρα  σε  τέτοιες  περιπτώσεις  δεν  είναι  αγνά∙  ο  άντρας 
προσπαθεί μ' ένα «καλό» γάμο να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα και να ευδοκιμήσει 
επαγγελματικά  μπαίνοντας  σ'  ένα  «καλύτερο»  κοινωνικό  κύκλο∙  η  γυναίκα  επιδιώκει  να 
ελευθερωθεί  από  το  «κλουβί»  της,  το  πατρικό  σπίτι,  και  να  αποκτήσει  οικονομικήν 
ανεξαρτησία και κοινωνική προβολή. 

Πότε θα λείψει αυτή η συναλλαγή που νοθεύει, κατεβάζει σε χαμηλό επίπεδο το θεσμό του 
γάμου; Πότε ο ανταγωνισμός και η πονηρία θα αντικατασταθούν από την ειλικρινή πρόθεση 
και συνεννόηση δύο ανθρώπων που άλλο δεν θα επιδιώκουν παρά μόνο να ενώσουν την τύχη 
και  τις  δυνάμεις  τους  για  να  σηκώσουν  με  τέσσερις  ώμους  το  φορτίο  του  βίου;  Ολοφάνερα 
όταν το κάθε μέλος θα έχει αποκτήσει την αυτοτέλειά του, την υλική (με το επάγγελμα) και 
την  ηθική  (με  τη  μόρφωση).  Και  θα  θεωρείται  αναξιοπρέπεια  να  παζαρεύει  ο  άντρας  «από 
θέσιν  ισχύος»,  και  να  σοφίζεται  η  γυναίκα  «έξυπνους»  τρόπους  για  να  τον  παρασύρει  στην 
παγίδα.  Τότε  θα  αλλάξουν  οι  όροι  και  το  ύφος  του  παιχνιδιού∙  θα  πηγαίνομε  προς  το  γάμο 
ελεύθεροι από συμφέροντα και προκαταλήψεις, για να συνάψομε τίμια και με ειλικρίνεια μια 
συμφωνία καλών εταίρων. Οι δύο σύντροφοι θα δίνουν τα χέρια λέγοντας: «Ένα έργο κοινό 
μας  περιμένει:  ν'  αγαπηθούμε,  να  γεννήσομε  παιδιά,  να  τ'  αναθρέψομε,  να  ζήσομε 
συντροφεμένοι∙ ας ενωθούμε για να το εκτελέσομε καλά». 

Έχω  την  εντύπωση  ότι  στους  χρόνους  της  δικής  μας  γενεάς  ο  θεσμός  του  γάμου  άρχισε  να 
εξελίσσεται προς μορφές υγιέστερες και εντιμότερες από άλλοτε. Τούτο, κατά τη γνώμη μου, 
οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτα η συναναστροφή, η προσέγγιση των δύο φύλων έγινε με τη 
μεταβολή των ηθών πιο εύκολη σήμερα, και αυτή η ελευθερία στις σχέσεις δίνει όχι μόνο την 
ευκαιρία στα δύο φύλα να γνωρίσουν το ένα το άλλο καλύτερα, αλλά και τη δυνατότητα να 
καταλυθούν,  με  λιγότερο  επώδυνο  και  κοινωνικά  επιζήμιο  τρόπο,  ορισμένα  ταμπού  που 
έκαναν  άλλοτε  υποκριτική,  βασανιστική  την  ερωτική  ζωή  των  νέων.  Έπειτα,  τείνει  να 
γενικευτεί η εκπαίδευση και η επαγγελματική απασχόληση των γυναικών, με αποτέλεσμα την 
πνευματική  και  οικονομική  τους  απελευθέρωση  από  την  πατρική  οικογένεια.  Η  «προίκα» 
(κατάλοιπο από την περίοδο της «δουλείας» του αδύνατου φύλου στο ισχυρό), όπου δεν έχει 

Digitized by 10uk1s 
καταργηθεί και ως έννοια, μεταμορφώνεται: το κορίτσι έχει την «προίκα» στην αξιοσύνη, στο 
μυαλό,  στην  επαγγελματική  της  απόδοση.  Έτσι  οι  νέοι  εθίζονται  σήμερα  από  τις  νέες 
συνθήκες της κοινωνικής ζωής να πηγαίνουν προς το γάμο με άλλες προθέσεις∙ ούτε τυφλοί 
είναι  από  την  επιθυμία  ούτε  πιέζονται  από  την  οικονομική  στενοχώρια  να  μπαίνουν  με 
εμπορικές  συμφωνίες  στο  ζυγό  του  γάμου.  Μπορούν  με  περισσότερη  νηφαλιότητα  να 
διαλέξουν  το  σύντροφο  της  ζωής  τους,  και  να  παίρνουν  με  γενναιότητα  τη  δική  τους 
απόφαση, χωρίς να περιμένουν την εκλογή ή την έγκριση των γονέων. — Βέβαια, όπως κάθε 
σημαντική αλλαγή, έτσι και αυτή γίνεται με μεγάλην αναταραχή στο κοινωνικό σώμα και με 
πολλά  στην  αρχή  λάθη.  Τώρα  που  έπεσαν  τα  δεσμά,  η  πρώτη  αντίδραση  των  νέων  είναι  να 
πηγαίνουν  πιο  εύκολα  και  πιο  γρήγορα  από  άλλοτε  στο  γάμο∙  αλλά  και  προς  το  διαζύγιο... 
Όταν όμως περάσει το πρώτο κύμα, μπορούμε — νομίζω — να ελπίζομε ότι θα προχωρήσομε 
σε μορφές γάμου πιο ειλικρινείς και τίμιες από κείνες που γνωρίσαμε εμείς οι παλαιότεροι. 
Θα  σταματήσει  επιτέλους  η  υποκρισία  που  είναι  ίσως  ανεκτή  για  λόγους  κοινωνικής 
ευσχημοσύνης παντού αλλού, όχι όμως και στο άδυτο της οικογένειας. Πιστεύω ότι πρέπει να 
χαιρετήσομε,  ακόμη  και  να  ενθαρρύνομε  αυτή  την  εξέλιξη.  Με  τον  καιρό  θαρθεί  το 
καταστάλαγμα∙ όπως συμβαίνει σε κάθε καινοτομία, θα γίνουν αντιληπτά τα λάθη, και οι νέοι 
θα  αναγνωρίσουν  ότι  θεμέλιο  και  εγγύηση  του  γάμου  είναι  η  αμφίπλευρη  κατανόηση, 
εμπιστοσύνη και εκτίμηση των συζύγων. 

*** 

Αν  εχώρισα  τα  θέματα:  επιθυμία  —  έρωτας  —  γάμος,  το  έκαμα  όχι  μόνο  γιατί  έπρεπε  για 
λόγους μεθόδου να σπάσομε μιαν αλληλουχία και με τη σειρά να πραγματευθούμε πρώτα το 
ένα,  ύστερα  το  άλλο,  και  το  τρίτο  στο  τέλος,  αλλά  γιατί  —όπως  εξήγησα—  ο  χωρισμός 
δικαιολογείται  από  τα  ίδια  τα  πράγματα.  Εκείνος  που  επιδιώκει  την  ικανοποίηση  της 
επιθυμίας  (του  sex)  και  απολαβαίνει  την  ηδονή  της,  είναι  όργανο  του  «είδους»∙  λαχταράει, 
αγωνίζεται,  χαίρεται  κτλ.  σαν  πλάσμα  φυσικό.  Αυτός  που  συνάπτει  τη  γαμήλια  σχέση  και 
υποτάσσεται στους όρους που θέτει ο θεσμός του γάμου, ενεργεί και πάσχει σαν κοινωνικό 
ον∙  ως  μέλος  του  κοινωνικού  σώματος  καλείται  να  εκτελέσει  σκοπούς  της  οργανωμένης 
συλλογικής ζωής. Ο έρωτας είναι μια άλλη, τρίτη υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου∙ σχέση 
μεταξύ  προσώπων  με  πνευματικές  αξιώσεις,  που  σ'  αυτή  την  προσέγγιση  επιζητούν  την 
ολοκλήρωση της ύπαρξής τους. 

Ο  χωρισμός  όμως  των  εννοιών  δεν  σημαίνει  ότι  είναι  αδύνατον  οι  τρεις  καταστάσεις  να 
βρεθούν  ενωμένες  στη  ζωή  ενός  προσώπου.  Κάποτε  συμβαίνει  τούτο  πραγματικά∙  και  τότε 
έχομε  μια  θαυμαστή  τελειότητα,  μια  μοναδική  στο  είδος της  ευτυχία, αληθινήν  ευλογία για 
τον άνθρωπο. Το γεγονός όμως ότι την ένωση των τριών τη θεωρούμε τελειότητα, ευτυχία και 
ευλογία, είναι απόδειξη ότι πρόκειται για εξαίρεση, και όχι —αλλίμονο!— για κανόνα. Χωρίς 
τη συμμετοχή της επιθυμίας η ερωτική σχέση δεν είναι πλήρης. Χωρίς την ερωτική έξαρση και 
ευφροσύνη το συμβόλαιο «γάμος» μπορεί βέβαια να διατηρήσει την κοινωνική σημασία του, 
αλλά  χάνει  πολύ  από  το  ηθικό  του  μέγεθος.  Και  τα  τρία  μαζί  συνυφασμένα  αποτελούν  ένα 
σπάνιο αλλά κορυφαίο, αναντικατάστατο αγαθό. 

Όταν συναντώνται ανάγκες φυσικές με κοινωνικές επιταγές και με πνευματικές αξιώσεις, τα 
πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα. Τούτο συμβαίνει στην ένωση των δύο φύλων (τουλάχιστο 
μέσα στις προχωρημένες στον πολιτισμό κοινωνίες). Η «Φύση» απαιτεί την ικανοποίηση της 
ορμής στην οποία έχει εμπιστευθεί τη διαιώνιση του είδους. Η «κοινωνία» θέτει υπό έλεγχο 
την  άσκηση  αυτού  του  φυσικού  δικαιώματος  για  να  διατηρήσει  την  τάξη  και  τη  συνοχή  της 
και για να προστατέψει τον καρπό των γαμήλιων σχέσεων, το παιδί. Ο «άνθρωπος» πάλι δεν 
είναι μόνο έμβιο ον, μήτε απλή μονάδα μέσα στο κοινωνικό πλήθος∙ είναι και πρόσωπο που 
έχει  πνευματικές  (όπως  συνηθίσαμε  να  τις  λέγομε)  αξιώσεις.  Από  τη  σύμπλεξη  τούτων  των 

Digitized by 10uk1s 
τριών  δυσκολοταίριαστων  όρων  (που  ο  καθένας  τους  αντιπροσωπεύει  μιαν  άλλη  διάσταση 
μέσα στο ανθρώπινο είναι) αναπόφευκτα δημιουργούνται ρήξεις, και κάποτε τραγωδίες. 

Τη λύση, όταν τα προβλήματα έχουν πλέον δημιουργηθεί, θα τη βρει (εάν τη βρει) ο καθένας 
μόνος. Για την πρόληψή τους όμως (κατά το μέτρο που και αυτή είναι δυνατή) χρήσιμη ίσως 
θα  είναι  η  ακόλουθη  υπόμνηση,  με  όλο  που  δίνει  την  εντύπωση  ενός  αφόρητου  τόπου 
κοινού: 

Δεν είναι όλοι (όλοι οι άντρες, αλλά και όλες οι γυναίκες) από ιδιοσυγκρασία και από της ζωής 
τους τις συνθήκες καμωμένοι για την πειθαρχία του γάμου. Αφού λοιπόν σήμερα η κοινωνική 
πίεση  απάνω  στους  άγαμους  έχει  σχεδόν  εκλείψει,  η  αρετή  και  το  συμφέρον  σου 
υπαγορεύουν  να  συνάψεις  το  συμβόλαιο  τούτο  με  μεγάλη  περίσκεψη,  και  μόνο  εάν  είσαι 
ώριμος  και  αποφασισμένος  να  τηρήσεις  τους  όρους  του.  Τα  κριτήρια  της  εκλογής  του 
συντρόφου  αναζήτησέ  τα  στη  γνώση  της  κοινωνικής  σκοπιμότητας  του  θεσμού  και  στην 
επίγνωση των ιδιορρυθμιών του χαρακτήρα σου. 

Η πείρα έχει διδάξει ότι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει ο γάμος είναι: 

α.  Η  ελεύθερη  και  σταθερή  θέληση  και  των  δύο  συζύγων  να  ενώσουν  τις  δυνάμεις  και  τις 
ευθύνες τους για να αποκτήσουν κοινή στέγη, στοργή και απογόνους. 

β. Η ειλικρινής διάθεσή τους να συμβιώσουν ως όντα ισότιμα που θα τα δένει η κατανόηση 
και η εμπιστοσύνη. 

γ.  Η  άγρυπνη  προθυμία  σε  αμοιβαίες  παραχωρήσεις,  που  τα  όριά  τους  θα  τα  χαράζει  όχι  ο 
εγωισμός και η ματαιοδοξία, αλλά η ευγένεια και η καλοσύνη. 

Ακολούθησε τα μαθήματα της πείρας. 

Του  γάμου  έπαθλο  είναι  το  «παιδί».  Πριν  το  διεκδικήσεις,  άφησε  το  δεσμό  που  ίδρυσες  να 
δοκιμαστεί  από  το  χρόνο,  και  από  τις  αναπόφευκτες  δυσχέρειες  της  κοινής  ζωής.  Γιατί  αν  ο 
δεσμός κοπεί, το «παιδί» θα είναι το πρώτο θύμα της κακοτυχίας και της μωρίας των γονέων. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΦΙΛΙΑ 

Η  φιλία  θησαυρός  του  ώριμου  και  άξιου  ανθρώπου.  —  Συνδέει  όσους  ξέρουν  να 
εκτιμήσουν  και  να  εμπιστευθούν  τον  άνθρωπο  σαν  άνθρωπο.  —  Η  φιλία  κατά  τον 
Αριστοτέλη:  «εύνοια  εν  αντιπεπονθόσιν»∙  τα  φιλητά:  το  «χρήσιμον»,  το  «ηδύ»,  το 
«αγαθόν»∙ οι φίλοι: «οι δια το χρήσιμον φιλούντες», «οι διʹ ηδονήν φιλούντες», «η των 
αγαθών  φιλία»∙  «τελεία»  η  φιλία  του  τρίτου  είδους.—  Ένδεια  και  επίγνωση  ένδειας 
—  ίδε  ο  άνθρωπος.—  Τριπλή  η  ένδεια:  φυσική,  ηθική,  μεταφυσική.  —  Ο  φίλος 
παραστάτης στον αγώνα να αντιμετωπίσομε την τριπλή ένδεια χωρίς να προδώσομε 
την αρετή μας. — Φιλία και έρωτας. — Είναι φιλία η σχέση αγαπητού δασκάλου και 
πιστού μαθητή; — Τη φιλία διαλύουν η ιδιοτέλεια, ο φθόνος, η αντιζηλία. — Μεγάλος 
εχθρός της: η καχυποψία. 

Η  φιλία,  δώρο  ακριβό  και  ευτύχημα  σπάνιο,  έχει  πανάρχαιους  τίτλους  ευγένειας.  Την 
εχάρηκαν άνθρωποι εκλεκτοί, σε όλα τα γεωγραφικά και τα ιστορικά πλάτη της οικουμένης, 
και την εγκωμίασαν ποιητές, σοφοί, πολιτικοί με τον τρόπο του ο καθένας, αλλά όλοι με την 
ίδια συγκίνηση. Άλλωστε, εκτός από την καταγωγή της λέξης (που είναι κατευθείαν παράγωγο 
του κύριου για την «αγάπη» ρήματος: φιλείν, amare), και μόνο το γεγονός ότι για να τονίσομε 
την  εκτίμηση  και  την  εμπιστοσύνη  μας  προς  τα  πιο  οικεία  μας  πρόσωπα  (το  γονιό,  τον 
αδελφό,  την  ερωμένη,  τη  σύζυγο)  δηλώνομε  ότι  τους  θεωρούμε  «φίλους»,  μαρτυρεί  πόσο 
ψηλά η κοινή συνείδηση τοποθετεί τη φιλία. 

Τα  χαρακτηριστικά  που  βεβαιώνουν  τη  γνησιότητα  και  τη  σημασία  αυτής  της  έννοιας, 
υπογραμμίζονται στους ακόλουθους («ρητορικούς» έστω) ορισμούς: 

1. Η φιλία είναι θησαυρός του ώριμου και άξιου ανθρώπου, και προσφέρεται σ' έναν επίσης 
ώριμο  και  άξιο  άνθρωπο.  (Καταχρηστικά  ονομάζουν  οι  ανώριμοι  και  οι  πνευματικά 
υποδεέστεροι φίλους τους ομοίους των∙ αυτοί μπορούν να είναι σύντροφοι του παιχνιδιού ή 
συνέταιροι  στις  επιχειρήσεις,  συμπολίτες,  συνάδελφοι,  συνταξιώτες,  συμπότες,  συνωμότες 
κτλ. — όχι «φίλοι»). 

2.  Με  φιλία  συνδέονται  όσοι  ξέρουν  να  εκτιμήσουν  και  να  εμπιστευθούν  τον  άνθρωπο  σαν 
άνθρωπο.  (Στον  φίλο  δεν  βλέπομε  ούτε  λογαριάζομε  εκείνον  που  έχει  αυτήν  ή  εκείνη  τη 
σωματική  ή  διανοητικήν  ικανότητα,  αυτήν  ή  εκείνη  την  κοινωνική  θέση  ή  την  πολιτική 
δύναμη, προσόντα δηλαδή που κάνουν ένα γνώριμο ωφέλιμο ή ευχάριστο σ' εμάς ή εμάς σ' 
αυτόν∙  βλέπομε  και  λογαριάζομε  την  ηθική  ποιότητα  που  είναι  τόσο  περιληπτική  και 
δυσκολοπερίγραπτη,  αλλά  και  τόσο  σαφής  για  την  άμεση  εμπειρία  μας,  ώστε  αρκεί  να  την 
ονομάσομε «ανθρωπιά» για να δηλώσομε τι εννοούμε). 

Θα  μπορούσα  να  τεκμηριώσω  τους  ορισμούς  αυτούς  με  γεγονότα  ή  να  τους  στηρίξω  σε 
μαρτυρίες κατά πάντα αξιόπιστων προσώπων. Προτιμώ όμως ως εγγυητή τους να δώσω ένα 
κορυφαίο φιλόσοφο που (στο θέμα τούτο όπως και σε πλείστα άλλα) έχει αδιαφιλονείκητα τα 
πνευματικά και τα ιστορικά πρεσβεία. 

*** 

Τα  έντεκα  πρώτα  κεφάλαια  του  όγδοου  βιβλίου  (Θ)  της  Νικομάχειας  «Ηθικής»  του  τα  έχει 
αφιερώσει  ο  Αριστοτέλης  στην  ανάλυση  του  θέματος∙  μέσα  στην  παγκόσμια  γραμματεία 

Digitized by 10uk1s 
δύσκολα — νομίζω — μπορεί να βρει κανείς ένα τόσο λαμπρό δοκίμιο «περί φιλίας». Αξίζει 
να συνοψίσω εδώ τις κύριες σκέψεις του. 

Η  φιλία,  λέγει  ο  Σταγειρίτης,  είναι  «αναγκαιότατον».  Πρώτα  στους  νέους  «προς  το 
αναμάρτητον»∙  ο  φίλος  είναι  ο  παραστάτης  που  θα  ενθαρρύνει  και  θα  βοηθήσει  τον  νέο 
άνθρωπο να μη κάνει σφάλματα (ανοησίες, αστοχίες, απρέπειες), ο οδηγός στο σωστό δρόμο, 
ο  επίκουρος  στις  κακοτοπιές  της  ζωής.  Έπειτα  στους  πολύ  ηλικιωμένους∙  αυτοί  χρειάζονται 
την  παραμυθία,  την  περίθαλψη,  τη  φροντίδα  του  φίλου,  επειδή  είναι  πολύ  φυσικό  να  μη 
μπορούν  να  αντιμετωπίζουν  τις  ανάγκες  τους  από  σωματικήν  ανεπάρκεια  ή  πνευματικήν 
αδυναμία. Τέλος σ' εκείνους που βρίσκονται στην ακμή της ηλικίας τους ο φίλος είναι βοηθός 
«προς τας καλάς πράξεις», σύμβουλος και συνεργάτης στα «καλά» έργα (1155a 12—14). Το 
γιατί έχομε τόσην ανάγκη του φίλου, σε όλες τις φάσεις της ζωής, είναι φανερό: Όταν πάνε 
δύο ‐ δύο οι άνθρωποι  («συν τε δύω  ερχομένω», όπως λέει  ένας ομηρικός  στίχος), γίνονται 
ικανοί  και  καλύτερα  να  αντιλαμβάνονται  και  να  κρίνουν,  και  πράξεις  να  κάνουν 
δυσκολώτερες και τελειότερες (15—16). Η φιλία είναι πολυτιμότερη και από τη δικαιοσύνη. 
Αυτή  συγκρατεί  στενά  ενωμένες  και  συμπαγείς  τις  πόλεις,  και  οι  νομοθέτες  γι'  αυτήν 
νοιάζονται  πιο  πολύ  παρά  για  τη  δικαιοσύνη  (24—25).  Όταν  είμαστε  φίλοι  με  τους 
συμπολίτες  μας,  δεν  χρειαζόμαστε  τη  δικαιοσύνη  κανόνα  στις  πράξεις  μας∙  σαν  φίλοι,  θα 
συμπεριφερόμαστε  πάντοτε  με  τον  καλύτερο  τρόπο.  Ενώ  και  αυτοί  οι  δίκαιοι  έχουν  ανάγκη 
φίλων∙ μόνη η δικαιοσύνη δεν τους φτάνει (26—27). Η μια λοιπόν μπορεί να υπάρξει (και να 
αρκέσει) χωρίς την άλλη. Αλλά ποια από τις δυο; Η φιλία, όχι η δικαιοσύνη. 

Τι είναι η φιλία; «Εύνοια», φυσικά — λέγει ο Αριστοτέλης∙ να έχεις δηλαδή καλές διαθέσεις 
απέναντι  σ'  έναν  άνθρωπο,  να  αισθάνεσαι  στοργή  γι'  αυτόν,  να  επιζητείς  τη  συντροφιά  του 
και  να  θέλεις  την  ευτυχία  του.  Αλλά  «εύνοια  εν  αντιπεπονθόσιν»  (1155b  33—34):  να  είσαι 
εύνους προς κάποιον και αυτός εύνους προς εσένα∙ να υπάρχει ανταπόκριση, αμοιβαιότητα 
στα αισθήματά σας, να τον αγαπάς και να τον τιμάς κ' εκείνος επίσης να σε αγαπά και να σε 
τιμά. Γι' αυτό, όσο τρυφερές κι αν είναι οι σχέσεις μας με τα άψυχα, δεν λέγονται φιλία (27—
28).  Όταν  αγαπούμε  ένα  άψυχο  πράγμα  (ένα  λουλούδι,  ένα  κομψοτέχνημα,  μια  γωνιά  του 
σπιτιού μας) αυτό που αισθανόμαστε δεν είναι φιλία∙ «ου γαρ εστιν αντιφίλησις». Εκείνο δεν 
μας  αγαπά,  εμείς  μόνο  το  αγαπούμε.  (Με  το  νόημα  τούτο  θα  μπορούσε  ίσως  να  υπάρξει 
φιλία  του  ανθρώπου  με  τα  ζώα,  αφού  όσοι  τα  αγαπούν  πιστεύουν  ότι  και  εκείνα  τους 
ανταποδίνουν την τρυφερότητα με τη συμπάθεια, την αφοσίωση, τις θωπείες τους). 

Τις καλές σχέσεις μας προς τους συνανθρώπους μπορούμε να τις κατατάξομε σε κατηγορίες 
αντίστοιχες προς τα είδη των «φιλητών» (των αξιαγάπητων) πραγμάτων. Τρία είναι, κατά τον 
Αριστοτέλη, τα φιλητά: το «αγαθόν», το «ηδύ» και το «χρήσιμον». Κάτι τι το λογαριάζομε, το 
χαιρόμαστε  και  το  επιθυμούμε,  επειδή  είναι  ή  αγαθό,  ή  ευχάριστο,  ή  χρήσιμο.  Το  χρήσιμο 
αντιπροσωπεύει μιαν υποδεέστερη, υποτακτικήν αξία, γιατί είναι απλώς μέσον να επιτύχομε 
κάτι  άλλο.  (Instrumental  λέγονται  στη  σύγχρονη  φιλοσοφική  γλώσσα  οι  αξίες  του  είδους 
τούτου). Το ηδύ είναι επίσης δευτέρου επιπέδου φιλητόν. Χρήσιμο και ηδύ δεν μπορούν ποτέ 
ν'  αποτελέσουν  επιδιώξεις  αυτάξιες∙  μόνο  το  αγαθόν  έχει  αξία  αυτό  καθαυτό  και  είναι 
επιθυμητό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε σκοπιμότητα, αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό 
του.—Με  την  ίδια  βάση  μπορούμε  να  διακρίνομε  και  τρία  είδη  φιλικών  σχέσεων:  «δια  το 
χρήσιμον»,  «δι'  ηδονήν»,  «δια  το  αγαθόν».  Στην  πρώτη  περίπτωση  συνδεόμαστε  μ'  έναν 
άνθρωπο  επειδή  ο  ένας  μας  είναι  στον  άλλο  χρήσιμος  (για  τις  υποθέσεις,  τις  ανάγκες,  τη 
σταδιοδρομία,  τις  πολιτικές  φιλοδοξίες  μας  κτλ.).  Στη  δεύτερη,  διατηρούμε  στενές  σχέσεις 
μαζί  του,  επειδή  μας  προξενεί  ευχαρίστηση  (είναι  διασκεδαστικός,  έξυπνος  συνομιλητής, 
δεξιός  συμπαίκτης  κτλ.).  Και  στις  δύο  περιπτώσεις  «αγαπούμε»  τον  άλλο  κ'  εκείνος  μας 
«αγαπά» όχι για την ανθρώπινη ποιότητά μας, επειδή δηλαδή είμαι εγώ αυτός που είμαι και 
είναι εκείνος αυτός που είναι (κατά το σώμα και την ψυχή, το ήθος, το πνεύμα), αλλά επειδή 

Digitized by 10uk1s 
κάτι  άλλο  περιμένομε  απ'  αυτόν  και  αυτός  από  μας,  ένα  κέρδος  (υλικό  ή  ηθικό)  ή  μιαν 
απόλαυση (την τέρψη της ευχάριστης αναστροφής). «Οι μεν ουν δια το χρήσιμον φιλούντες 
αλλήλους ου καθ' εαυτούς φιλούσιν, αλλ' η γίνεταί τι αυτοίς παρ' αλλήλων αγαθόν. Ομοίως 
δε και οι δι' ηδονήν. Ου γαρ τω ποιους τινας είναι αγαπώσι τους ευτραπέλους αλλ' ότι ηδείς 
αυτοίς...» (1156a 10—14). Και τα δύο είδη των σχέσεων τούτων είναι, κατά τον Αριστοτέλη, 
φιλίες «κατά συμβεβηκός» (17), τυχαίες και εφήμερες, όχι ουσιαστικές και μόνιμες. Ο λόγος 
φανερός: το χρήσιμο υπόκειται στη μεταβολή∙ ό,τι είναι χρήσιμο για μένα σήμερα και σ' αυτή 
την περίσταση δεν θα είναι πλέον αύριο όταν αλλάξουν οι συνθήκες της ζωής μου. Το ίδιο και 
η ηδονή∙ περνούν τα χρόνια, ωριμάζω, σοβαρεύομαι, δεν με διασκεδάζουν πλέον τα αστεία, 
τα τραγούδια, οι χοροί κτλ. και τότε ο «δι' ηδονήν φίλος» δεν μου προσφέρει πια εκείνο που 
έβρισκα άλλοτε στην αναστροφή μαζί του. Για τούτο οι φιλίες που συνάπτονται με αυτές τις 
διαθέσεις είναι ευδιάλυτες (19‐21). 

Του τρίτου είδους ο φιλικός δεσμός, λέγει ο Έλληνας φιλόσοφος, είναι η τέλεια, η ουσιαστική 
και ακατάλυτη φιλία: «Τελεία δ' εστίν η των αγαθών φιλία και κατ' αρετήν ομοίων. Ούτοι τα 
αγαθά  ομοίως  βούλονται  αλλήλοις  η  αγαθοί  [=  κατά  το  μέτρο,  ενόσω  και  καθόσον  είναι 
αγαθοί], αγαθοί δε εισιν καθ' αυτούς [= σαν άνθρωποι που αξίζουν, όχι για κάτι άλλο, παρά 
γιατί είναι αυτοί που είναι, δηλαδή «αγαθοί»]». (1156b 7—9). Τον κάνω συντροφιά, τον τιμώ, 
τον αγαπώ, με κάνει συντροφιά, με τιμά, με αγαπά, όχι επειδή περιμένω απ' αυτόν ή εκείνος 
περιμένει από μένα ωφέλεια (με όλο που βέβαια και μπορώ και θα τον ωφελήσω, όπως και 
εκείνος  επίσης,  και  μπορεί  και  θα  με  ωφελήσει),  ούτε  επειδή  μου  είναι  ευχάριστος  και  του 
είμαι  ευχάριστος  (με  όλο  που  πραγματικά  αισθανόμαστε  ευχαρίστηση  ο  ένας  κοντά  στον 
άλλο),  αλλά  επειδή  όντας  ο  καθένας  μας  αυτός  που  είναι  μοιάζομε  ο  ένας  στον  άλλο  —  η 
ομοιότητά  μας  βρίσκεται  στην  ανθρώπινη  αξία  μας,  στο  υψηλό  ποιόν  της  ανθρωπιάς  μας. 
Αυτή την έννοια έχουν μέσα στο αριστοτελικό κείμενο οι φράσεις «η αγαθοί»—«κατ' αρετήν 
όμοιοι».  Αρετή  δεν  είναι  στα  ελληνικά  χείλη  μια  ορισμένη  κατά  το  περιεχόμενό  της  ηθική 
ιδιότητα, σύμφωνα με τη σημερινή μας αντίληψη, αλλά γενικά και περιληπτικά το ποιόν (ή το 
ήθος)  του  ανθρώπου,  εδώ  του  ανθρώπου,  ως  ανθρώπου,  όντος  που  έχει  την  αξία  του  στον 
ίδιο τον εαυτό του, και από τον ίδιο τον εαυτό του. Η τέλεια λοιπόν φιλία είναι συνάντηση και 
δεσμός δύο προσώπων απάνω στον ίδιο ηθικό άξονα, στην ίδια αξιολογική κλίμακα. Θεμέλιο 
και εγγύηση της αγάπης τους είναι η «αρετή», και επειδή η αρετή είναι «κτήμα ες αεί» του 
ανθρώπου, ούτε αλλοτριώνεται ούτε φθείρεται, οι φιλίες που δημιουργούνται απάνω σ' αυτή 
τη βάση είναι σταθερές και μόνιμες, αδιάλυτες: «Διαμένει ουν η τούτων φιλία έως αν αγαθοί 
ώσιν, η δ' αρετή μόνιμον» (11—12). 

Μια  διευκρίνηση  είναι  στο  σημείο  τούτο  απαραίτητη.  Ωφέλεια  και  τέρψη  —  καθώς 
σημειώσαμε  ήδη  —  προσφέρει  ο  αγαθός  φίλος  στον  όμοιό  του  (13—16),  δεν  είναι  όμως 
αυτός  ο  λόγος  που  έφερε  τον  ένα  κοντά  στον  άλλο  και  τους  κρατεί  ενωμένους.  Τούτο 
συμβαίνει  μόνο  στις  σχέσεις  των  φαύλων:  αυτοί  γίνονται  φίλοι  για  το  «χρήσιμον»  και  την 
«ηδονήν»,  επειδή  σ'  αυτά  ακριβώς,  στη  χρησιμοθηρία  και  στην  ηδονολατρεία,  μοιάζουν∙  οι 
αγαθοί όμως είναι φίλοι επειδή ταιριάζουν στο ανθρώπινο ποιόν, στην αρετή, στο ότι δηλαδή 
είναι αγαθοί (1157a 16‐20, 1157b 2‐4). Γι' αυτό η φιλία των αγαθών είναι τέλεια∙ περιέχει τις 
άλλες  δύο  υποδεέστερες  μορφές  του  φιλικού  δεσμού,  τη  φιλία  «δια  το  χρήσιμον»  και  τη 
φιλία  «δι'  ηδονήν»,  αλλά  και  τις  υπερβαίνει,  πηγαίνει  πολύ  υψηλότερα  απ'  αυτές,  αφού  η 
αγάπη  και  η  χαρά  του  αγαθού  φίλου  προς  τον  αγαθό  φίλο  είναι  εμπιστοσύνη  και  εκτίμηση 
στην  κοινή  «αρετή».  Και  επειδή  ο  θησαυρός  αυτός  δεν  είναι  μέγεθος  μεταβλητό,  όπως  η 
ωφέλεια  και  η  τέρψη,  αλλά  άφθαρτος  και  αναπαλλοτρίωτος,  οι  φιλίες  των  «αγαθών» 
ανθρώπων  είναι  αρραγείς,  ενώ  «τας  των  φαύλων  συνηθείας  ολίγος  χρόνος  διέλυσε» 
(Δημοσθένης).  Θα  ήταν  άτοπο  ή  και  προσβολή  να  θέσει  κανείς  στον  «αγαθό»  το  ερώτημα: 
γιατί  έχει  τόσο  στενά  συνδεθεί  μ'  έναν  όμοιό  του,  που  αποβλέπει  ή  τι  σκοπό  έχει  αυτός  ο 
δεσμός; Εάν απαιτήσομε απάντηση, θα μας αποκριθεί: «ὁ ἀγαθὸς φίλος γινόμενος ἀγαθὸν 
γίνεται  ᾧ  φίλος.  ἑκάτερος  οὖν  φιλεῖ  τε  τὸ  αὑτῷ  ἀγαθόν,  καὶ  τὸ  ἴσον  ἀνταποδίδωσι  τῇ 

Digitized by 10uk1s 
βουλήσει  καὶ  τῷ  ἡδεῖ·  λέγεται  γὰρ  φιλότης  ἡ  ἰσότης»  (1157b  33—36).  Με  άλλους  λόγους: 
Τον  τιμώ  και  τον  αγαπώ  σαν  αυτάξιο  αγαθό∙  το  ίδιο  κι  αυτός,  με  τιμά  και  με  αγαπά  σαν 
αυτάξιο αγαθό. Ο άνθρωπος, μοναδικό στο είδος του ηθικό ον, είναι αγαθό ανεκτίμητο που 
δεν  ανταλλάσσεται  με  κανένα  άλλο,  για  έναν  άνθρωπο  πάλι  που  ξέρει  να  το  ιδεί  και  να  το 
χαρεί  στον  άλλο,  όπως  το  βλέπει  και  το  χαίρεται  μέσα  στον  εαυτό  του.  Το  «ίσον»  λοιπόν 
ανταποδίδω στο φίλο μου, και εκείνος σ' εμένα∙ φιλότης λέγεται αυτή ακριβώς η ισότης. 

*** 

Αυτά λέγει ο Αριστοτέλης. Θα συνεχίσω την ανάλυση του θέματος, με δική μου από 'δώ και 
πέρα ευθύνη. 

Ο άνθρωπος είναι ένα περίεργο ον∙ ενδεής από τη φύση του δεν συνθηκολογεί με τη μοίρα 
του,  αλλά  αγωνίζεται  να  υπερνικήσει  με  κάθε  τρόπο  την  ελλειπτικότητά  του∙  και  εντούτοις, 
οσαδήποτε  και  αν  αποκτήσει,  μένει  πάντοτε  αθεράπευτα  ενδεής.  Η  ένδειά  του  είναι  πρώτα 
φυσική∙ του λείπουν οι φυσικές ικανότητες. Για να επιτύχει όσα χρειάζεται, όσα επιθυμεί και 
όσα  ονειρεύεται,  ποτέ  δεν  είναι  επαρκείς  οι  σωματικές  του  δυνάμεις.  Και  για  τούτο 
πρόγραμμα της ζωής του έχει ανέκαθεν κάνει τον αγώνα να συμπληρώσει ή να αναπληρώσει 
αυτές  τις  δυνάμεις.  Εάν  κοιτάξομε  με  αυτή  την  οπτική  γωνία  την  ιστορία  του,  θα 
βεβαιωθούμε ότι η ακοίμητη ορμή του ανθρώπου να αναπτύξει τεχνικό πολιτισμό έχει τη ρίζα 
της  στην  ανάγκη  που  αισθάνεται  να  εξαλείψει  την  ένδειά  του,  και  στην  απογοήτευσή  του 
όταν βλέπει ότι ύστερ' από κάθε μεγάλη του κατάκτηση (και εξαιτίας της) έχει γίνει ακόμα πιο 
ενδεής. Τα εργαλεία, οι μηχανές, οι μέθοδοι που επινοεί αυτό το σκοπό έχουν και σ' αυτό το 
αποτέλεσμα  φτάνουν.  Πρέπει  να  του  αναγνωρίσομε  ότι  κατάφερε  έως  τώρα  να  επιτύχει 
παραπολλά πράγματα. Και τις σωματικές του ελλείψεις αναπλήρωσε σε μεγάλο βαθμό με τις 
κατακτήσεις της Τεχνικής και νέες δυνάμεις απόκτησε με το «μυαλό», που δεν μπορούσε να 
τις υποψιαστεί πριν τις ανακαλύψει. Δεν του χάρισε ο Θεός φτερά, όπως έδωσε στα πουλιά 
και στα έντομα που πετούν, και όμως κατόρθωσε να πετάει και να διασχίζει τις αποστάσεις με 
ιλιγγιώδη  ταχύτητα,  ακόμη  και  να  βγαίνει  έξω  από  τη  γήινη  ατμόσφαιρα  και  με  τα 
διαστημόπλοιά  του  να  πλησιάζει  τ'  αστέρια.  Δεν  του  χάρισε  ο  Θεός  μεγάλη,  μυϊκή  δύναμη, 
όπως  έδωσε  σε  άλλα  ζώα,  και  όμως  κατάφερε  να  ελευθερώσει  τις  τεράστιες  ενέργειες,  τις 
δεσμευμένες  στα  απειροελάχιστα  μόρια  της  ύλης,  κ'  έτσι  ξεπέρασε  στη  δύναμη  τα  πιο 
ρωμαλέα  ζώα  του  κόσμου.  Παρά  ταύτα,  όχι  μόνο δεν  εξάλειψε  τη  φυσική  του  ένδεια,  αλλά 
την έκανε ακόμη μεγαλύτερη∙ κάθε νίκη του ανοίγει το δρόμο σε νέες περιπέτειες. Εκεί που 
νομίζει  ότι  φτάνει  στην  άκρη,  γρήγορα  ανακαλύπτει  ότι  βρίσκεται  ακόμα  στην  αρχή.  Και 
αισθάνεται πιο βαθιά και πιο πικρά τις ελλείψεις του. 

Μια  δεύτερη  ένδεια  του  ανθρώπου  είναι  η  ηθική:  ποτέ  δεν  είναι  επαρκής  για  να  κάνει  το 
καλό — στους άλλους και προπάντων  στον εαυτό του, για να διαμορφώσει τη ζωή του έτσι 
όπως το απαιτεί η ηθική του συνείδηση. Όχι μόνο ο αμαρτωλός είναι απέναντι στον πειρασμό 
ανίσχυρος  και  για  τούτο,  ακόμη  και  όταν  με  ειλικρίνεια  επιθυμεί  την  ηθική  του  ανόρθωση, 
εξακολουθεί να καταρρέει, επειδή τον «προδίνουν» (όπως εκμυστηρεύεται) οι δυνάμεις του∙ 
αλλά  και  ο  άνθρωπος  της  αρετής  μένει  διαρκώς  πίσω  από  τις  προθέσεις  του.  Οσοδήποτε 
ηρωικές και αν είναι οι πράξεις του, δεν πιστεύει ότι έκανε το καλό όπως εκείνος το θέλησε 
και το φαντάσθηκε∙ έχει το αίσθημα ότι πάντοτε υπολείπεται, ότι δεν φτάνει στο τέρμα των 
ηθικών του επιδιώξεων. Ουδέποτε λέγει: «φτάνει∙ έκανα το καλό που ήθελα και τώρα. μπορώ 
να είμαι ικανοποιημένος και ήσυχος». Απεναντίας όσο προοδεύει στα έργα του καλού, τόσο 
βεβαιώνεται  ότι  όχι  μόνο  δεν  γεμίζει  το  χάσμα  που  χωρίζει  τις  πραγματοποιήσεις  από  την 
προαίρεση και τους οραματισμούς του, αλλά ακόμη περισσότερο το χάσμα τούτο απλώνεται 
και βαθαίνει. 

Digitized by 10uk1s 
Υπάρχει  και  μια  τρίτη  ένδεια  οδυνηρότερη  από  τις  άλλες  δύο∙  θα  την  έλεγα  μεταφυσική. 
Απέναντι  στο  Σύμπαν  που  αντικρίζει  με  δέος,  δεν  είναι  ο  άνθρωπος  στερεός  και  πλήρης, 
αυτάρκης∙  απεναντίας  αισθάνεται  βαθιά  τη  μικρότητα,  τη  μηδαμινότητά  του,  και  γι'  αυτό 
ζητεί  επικουρίαν  από  τον  Ουρανό.  Είναι  αδύνατος  και  ασταθής,  αβέβαιος  και  αμήχανος, 
«ανεπαρκής» να διαλύσει το μυστήριο που πολιορκεί από παντού την ύπαρξή του, και για να 
δαμάσει  το  φόβο  του,  ικετεύει  την  ανεξιχνίαστη  Πηγή  του  Παντός  να  του  δώσει  χείρα 
βοηθείας.  Πρόκειται  για  ένα  άγχος  μεταφυσικό  που  αποτελεί  το  ψυχικό  φόντο  της 
θρησκευτικής πίστης, τόσο στους μεγάλους θρησκευτικούς αρχηγούς όσο και στους απλούς, 
στους  ευσεβείς  ανθρώπους  του  λαού.  Αγωνία  παράδοξη∙  από  το  ένα  μέρος  ταπείνωση  και 
συντριβή  του  αδύνατου,  και  από  το  άλλο  έξαρση  και  περηφάνεια  του  προνομιούχου  που 
πιστεύει ότι δεν είναι πλασμένος για να ζήσει και να περάσει σαν τα σκουλήκια της γης. Όσο 
μάλιστα με αυτό το αναφτέρωμα πλουτίζεται και μεστώνει η ψυχή, τόσο μεγαλύτερη και πιο 
βασανιστική γίνεται η εξάρτηση και η ένδειά της. 

Ένδεια  (τριπλή:  φυσική,  ηθική,  μεταφυσική)  και  επίγνωση  ένδειας  —  ίδε  ο  άνθρωπος!  Και 
άλλα  πλάσματα  μέσα  στον  κόσμο  (όλα  τα  ζωντανά)  είναι,  κατά  τον  ένα  ή  τον  άλλο  τρόπο, 
ενδεή∙  αλλά  δεν  αξιώθηκαν  ούτε  θα  αξιωθούν  να  φτάσουν  στο  επίπεδο  του  ανθρώπου, 
επειδή  ούτε  είχαν  ούτε  θα  έχουν  ποτέ  επίγνωση  της  ενδείας  τους.  Μόνο  ο  άνθρωπος 
αισθάνεται και υποφέρει από την ελλειπτικότητά του. Όσο μάλιστα έχει βαθύτερην επίγνωση 
(των  τριών  μορφών)  της  ενδείας  του,  τόσο  γίνεται  περισσότερο  άνθρωπος.  Ο  Αριστοτέλης 
έδωκε και σ' αυτή την αλήθεια κλασική διατύπωση: «Εκείνος» λέγει «που από αυτάρκεια δεν 
είναι ενδεής κανενός πράγματος είναι ή θηρίο ή θεός». (Πολιτικά Ι 2, 1253a 28—30). Το θηρίο 
δεν  το  στενοχωρεί  η  ένδειά  του∙  δεν  την  ξέρει  ούτε  τη  λογαριάζει,  επειδή  ικανοποιεί  τις 
ορέξεις  του  χωρίς  ανυπέρβλητες  δυσκολίες.  Και  ο  Θεός  στο  άλλο  άκρο  είναι  εντελώς 
αυτάρκης, δεν έχει καμιάν απολύτως έλλειψη ή ατέλεια. Ο άνθρωπος βρίσκεται ανάμεσα στις 
δύο αυτές οριακές καταστάσεις. Τούτο είναι η τραγωδία και το μεγαλείο του. Έκπτωση  από 
την «ανθρωποσύνη» του μπορεί να γίνει είτε προς το ένα άκρο, είτε προς το άλλο. Όταν με 
την ασυνειδησία, την επιπολαιότητα, την κουφότητά του πιστεύει ότι δεν του λείπει τίποτα, 
μετατοπίζεται προς τη θέση του θηρίου∙ όταν μέσα στη μωρία, την οίηση και την υπεροψία 
του διατείνεται σοβαρά ότι έχει υπερνικήσει ή αναπληρώσει όλες τις μορφές της ενδείας του, 
δεν  περνάει  —  αλλίμονο!  —  το  σύνορο  προς  το  Θεό,  αλλά  τη  θύρα  του  φρενοκομείου... 
Άλλοτε θεωρούσαν αυτή την εκτροπή σατανισμό∙ σήμερα την ονομάζομε τρέλλα. 

*** 

Για ν' αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια τις τρεις μορφές της ένδειας που χαρακτηρίζουν τη μοίρα 
του,  ο  άνθρωπος  έχει  ανάγκη  από  συμπαράσταση.  Αυτή  η  συμπαράσταση,  όταν  με  πνεύμα 
αμοιβαιότητας και αισθήματα αγάπης προσφέρεται και γίνεται δεκτή από άξιους ανθρώπους, 
είναι  το  έργο  και  η  δόξα  της  αληθινής  φιλίας.  Τούτο  το  νόημα  έχει  για  τον  άνθρωπο  του 
καιρού  μας  η  «φιλία  του  αγαθού  με  τον  αγαθό  για  το  αγαθό»,  η  τέλεια  φιλία  κατά  τον 
Αριστοτέλη. Φίλος είναι ο παραστάτης και σύμμαχός μας στον τραχύ αγώνα να «υπάρξομε» 
μέσα  στο  στενό  κλοιό  που  ορίζεται  από  την  τριπλή  μας  ένδεια,  να  σηκώσομε  το  βάρος  της 
ανθρωποσύνης μας χωρίς να συντριβούμε ή να ευτελιστούμε — και με την ελπίδα ότι, και αν 
ακόμη  στην  αναμέτρησή  μας  με  την  ανθρώπινη  νομοτέλεια  ηττηθούμε,  δεν  θα  έχομε 
προδώσει την αρετή μας. Εκείνος που δεν ευτύχησε να γνωρίσει μια τέτοια συμπαράσταση ή 
δεν έστερξε (από αλαζονεία ή αστοργία) να τη ζητήσει ή να τη δώσει, ο «άφιλος», δεν είναι — 
όπως  θα  ήθελε  να  θεωρηθεί  —  υπεράνθρωπος,  αλλά  απάνθρωπος.  Έχει  βγει  έξω  από  την 
εύκρατη ζώνη του ανθρώπινου. Δεν αξιώθηκε ή περιφρόνησε μιαν ευλογία που θα στερέωνε 
τα βήματά του στη ζωή, και αργά ή γρήγορα θα κληθεί να πληρώσει ακριβά την κακοτυχία ή 
την υπεροψία του. 

Digitized by 10uk1s 
Στο ίδιο συμπέρασμα μπορούμε να φτάσομε και από άλλο δρόμο. Όταν σε μια βαρυσήμαντη 
καμπή  του  βίου  μελετούμε  ή  επιχειρούμε  κάτι  πολύ  σοβαρό  και  επικίνδυνο,  έχομε  ανάγκη 
από ένα καλόγνωμο σύμβουλο και αυστηρό κριτή, για να συζητήσομε μαζί του ελεύθερα και 
χωρίς  περιστροφές  το  πρόβλημά  μας.  Μας  πιέζει  η  ευθύνη  που  έχομε  αναλάβει,  μας 
στενοχωρεί  η  σκέψη  ότι  πάμε  να  σηκώσομε  ένα  βάρος  που  δεν  είναι  δυνατόν  να  το 
βαστάξουν  οι  ώμοι  μας  και  αναζητούμε,  αν  όχι  ένα  ακόμη  ζευγάρι  ώμους  έτοιμους  να 
φορτωθούν κ' εκείνοι μαζί μας κ' έτσι να μοιραστεί το φορτίο, τουλάχιστον ένα χέρι σίγουρο 
και  ένα  μάτι  καθαρό  που  θα  μας  ενθαρρύνει  ή  θα  μας  αποτρέψει  αν  κρίνει  ότι  δεν 
βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, ότι δεν έχομε εκτιμήσει ορθά τις δυσχέρειες και τις δυνάμεις 
μας, δεν αναλογιστήκαμε τις αναπόφευκτες συνέπειες ούτε τη σχέση των προθέσεών μας με 
τα αιτήματα της ηθικής μας συνείδησης. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο σύμβουλος και κριτής; 
Δεν θα του δώσω ακόμα το όνομα που του ταιριάζει. Υπάρχει ένας ψυχρός υπολογιστής και 
ένας πολύ ευαίσθητος ζυγός που μπορεί να μετρήσει εκείνη τη στιγμή τα αισθήματα και τις 
επιθυμίες μας, να ελέγξει τις προθέσεις και τις μεθόδους μας, να εκτιμήσει τις αποφάσεις που 
πρόκειται  να  πάρομε  ή  αρχίσαμε  κιόλας  να  τις  εκτελούμε.  Είναι  ο  «καλύτερος»,  ο 
νηφαλιότερος  και  κριτικότερος,  ο  γενναιότερος  και  εντιμότερος  εαυτός  μας.  Όσο  και  αν  τον 
έχομε  πολλές  φορές  παρακούσει  και  περιφρονήσει,  εγκαταλείψει  και  ντροπιάσει,  αυτός 
στέκεται «πίσω» μας και περιμένει την ώρα που θα τον χρειαστούμε, για να μας ζυγίσει και 
να  μας  πει:  «Ναι,  είσαι  σωστός  στο  βάρος»  —  «Όχι,  είσαι  λιποβαρής».  «Βρίσκεσαι  στην 
αλήθεια,  εμπρός»  —  «Αυτό  που  πας  να  κάνεις  είναι  κίβδηλο,  μην  προχωρήσεις»  κ.ο.κ. 
Υποθέσετε  τώρα  ότι  αυτός  ο  οξυδερκής  σύμβουλος  και  αμείλικτος  κριτής,  που  μας  αγαπά 
επειδή μας τιμά και μας τιμά επειδή μας αγαπά, και που ο καθένας μας τον έχει ή εύχεται να 
τον έχει μέσα του, επήρε κατά καλή μας τύχη ορατή μορφή, και σαρκώθηκε σ' ένα πρόσωπο 
που  είναι  πάντα  στη  διάθεσή  μας  έτοιμο  και  ικανό  κρατώντας  μας  από  το  χέρι  να  μας 
οδηγήσει  στον  ανηφορικό  δρόμο  της  αρετής  (με  το  πιο  πλατύ  νόημά  της).  Μπορεί  το 
πρόσωπο τούτο να είναι άλλος εκτός από τον φίλο; 

Για  να  φανεί  (κατ'  αντιδιαστολή)  η  αξία  της  φιλίας,  δεν  θα  διστάσω  να  επικαλεστώ  ένα 
φαινομενικά παράδοξο γεγονός. Έχει παρατηρηθεί ότι στις κρίσιμες στιγμές της ζωής πολλοί, 
όταν  τους  λείπει  ο  φίλος,  καταφεύγουν  στην  κρίση  του  εχθρού.  Διαισθάνονται  ότι  όπως  η 
αγάπη έτσι και το μίσος μπορεί να ιδεί καθαρά μέσα μας και να μας ζυγίσει με σκληρότητα, 
αλλά  και  ακρίβεια.  (Μόνο  το  αδιάφορο  μάτι  δεν  βλέπει  τίποτα).  Για  τούτο  ανέχονται  (κάτι 
περισσότερο:  επιζητούν)  αυτό  το  μαρτύριο—  ν'  ακούσουν  από  τα  χείλη  του  εχθρού  τον 
αυστηρό  λόγο  που  χρειάζονται  για  να  ορθοποδήσουν.  Δεν  θέλουν  να  ζυγιστούν  σε  μια 
ζυγαριά  που  μπορεί  να  τους  γελάσει,  γιατί  ξέρουν  ότι  την  ώρα  εκείνη  από  την  κρίση  που 
περιμένουν  θα  κριθεί  η  τύχη  τους.  Είναι  η  ώρα  (όπως  θα  έλεγε  στη  γλώσσα  του  ο  ποιητής 
Καβάφης) του «μεγάλου ναι» ή του «μεγάλου όχι». Τότε χρειαζόμαστε τον φίλο — και στην 
έλλειψη του φίλου τον εχθρό... 

*** 

Ο  Byron  είπε  τη  φιλία  «έρωτα  χωρίς  φτερά»3.  Τον  ίδιο  παραλληλισμό  έκανε  και  ένας  άλλος 
άνθρωπος των Γραμμάτων με την εξής διάκριση: «Για να γίνει έρωτας η φιλία χρειάζεται ό,τι 
και  η  ηθικότητα  για  να  γίνει  θρησκεία  —  το  πυρ  του  πάθους»4.  Νομίζω  ότι  και  οι  δύο 
επιχειρούν  να  συσχετίσουν  ψυχικές  διαθέσεις  και  τρόπους  συμπεριφοράς  που  δεν 
                                                            
3
 «Friendship is love without his wings». 

4
 «To become love friendshiep needs what morality needs to become religion — the fire of emotion» 
Richard Gernett (1905). 

Digitized by 10uk1s 
συναντώνται στο ίδιο επίπεδο της ζωής ούτε έχουν μέτρα κοινά∙ ο μαθηματικός θα τις έλεγε 
σχήματα  ασύμπτωτα  και  ασύμμετρα  μεγέθη.  Το  ορθό  λοιπόν  είναι  να  διαχωρίζονται  με 
σαφήνεια. Δεν αποκλείεται βέβαια, όταν επέλθει μια ριζική μεταβολή σ' έναν από τους όρους 
της  ή  και  στους  δύο  μαζί,  εξωτερική  (των  συνθηκών  του  βίου)  ή  εσωτερική  (του  ψυχικού 
κλίματος),  η  ερωτική  σχέση  να  μετατραπεί  σε  άλλου  είδους  δεσμό.  Αυτός  όμως,  αυστηρά 
κρινόμενος,  θα  αποδειχτεί  ότι  δεν  είναι  αυθεντική  φιλία  αλλά  ξεθωριασμένος  έρωτας: 
συμπάθεια και εμπιστοσύνη εκεί που πριν υπήρχε η φλόγα της αγάπης. 

Τι  είναι  άραγε  η  έλξη  και  η  οικειότητα,  η  εγκάρδια  και  θερμή,  που  αισθάνονται  αμοιβαία  ο 
πιστός  μαθητής  και  ο  αγαπημένος  δάσκαλος;  Κλασικά  πρότυπα:  ο  στενός  κύκλος  του 
Σωκράτη,  του  Ιησού,  του  Gandhi.—  Αναμφισβήτητα  φιλία  υψηλού  βαθμού.  Και  αν 
διατυπωθεί  η  αντίρρηση  ότι  δεν  υπάρχει  εδώ  το  «αντιπεπονθός»  της  δωρεάς  που  —
ακολουθώντας τον Αριστοτέλη— το θεωρήσαμε προϋπόθεση και εγγύηση της γνήσιας φιλίας, 
δεν θα δυσκολευτώ ν' απαντήσω ότι δεν προσφέρει μόνο ο δάσκαλος στο μαθητή, αλλά και ο 
μαθητής  στο  δάσκαλο.  (Περισσότερα  ή  λιγότερα  από  το  ένα  ή  από  το  άλλο  μέρος  δεν 
κλονίζουν την ισορροπία, γιατί εδώ ισοσταθμίζονται ποιότητες και όχι ποσότητες). Ο ώριμος 
προσφέρει  στον  νέο  τη  σοφία,  τη  στοργή,  την  προστασία  του∙  ο  νέος  στον  ώριμο  την 
αφοσίωση, την πίστη, το θαυμασμό του. Εκείνο προπάντων που χαίρεται και καμαρώνει στο 
μαθητή ο δάσκαλος, είναι η δροσιά και η αγνότητα, η λαχτάρα για τελειότητα, η παρθενική 
ορμή της νεανικής  ψυχής  προς το «αγαθόν», όπως θα  έλεγε ο  Πλάτων. Τίποτα δεν  συγκινεί 
και δεν εμπνέει τον  πρεσβύτη τόσο όσο η ευγένεια και ο ενθουσιασμός, η  παρρησία  και το 
θάρρος  του  νέου,  η  αδιαλλαξία  του  απέναντι  στο  ψεύδος,  η  περιφρόνησή  του  προς  τους 
συμβιβασμούς  της  δειλίας.  Ο  δάσκαλος  ξυπνά  στο  μαθητή  την  έφεση  προς  την  αρετή,  ο 
μαθητής  δίνει  στο  δάσκαλο  τη  χαρά  και  την  αισιοδοξία  της  ακμής.  Με  την  ακτινοβολία  της 
νεότητας απάνω του ο δάσκαλος ανανεώνεται. Μικρό αντίδωρο είναι τούτο; 

Όπως οι τελειότεροι οργανισμοί είναι πιο ευπρόσβλητοι από τη νόσο∙ όπως τα ευγενή ποτά 
αλλοιώνονται  αμέσως  με  την  παραμικρότερη  πρόσμειξη  ακάθαρτων  ουσιών—  έτσι  και  η 
φιλία  είναι  εξαιρετικά  ευαίσθητη∙  δεν  αντέχει  στη  νόθευση.  Και  διαλύεται  πολύ  εύκολα∙ 
περισσότερο  και  από  τον  έρωτα  που  κάποτε  κατορθώνει  να  επιζήσει  έπειτ'  από  μεγάλους 
κλυδωνισμούς. Ό,τι την αποσυνθέτει είναι η ιδιοτέλεια, ο φθόνος, η αντιζηλία —τα παράγωγα 
δηλαδή του εγωισμού. Αρκεί μια σταγόνα από το δηλητήριο τούτο για να πέσει η εκτίμηση, 
να  λείψει  η  εμπιστοσύνη,  να  σβήσει  η  αγάπη  των  φίλων.  Η  φιλία  είναι  ένας  δεσμός  χωρίς 
ελαστικότητα∙  δεν  λυγίζει,  σπάζει.  Και  τότε  (ακόμη  και  όταν  δεν  είσαι  συ  ο  φταίχτης) 
κυριεύεσαι  από  τέτοιο  συναίσθημα  ενοχής  και  οδύνης,  που  αισθάνεσαι  ακατανίκητη  την 
ανάγκη  να  απομακρυνθείς  από  τον  τόπο  της  καταστροφής  και  να  μην  ξαναϊδείς  ποτέ  το 
πρόσωπο που σου τη θυμίζει. 

Μεγάλος εχθρός της φιλίας είναι η καχυποψία∙ δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Τούτο εξηγεί 
πολλές  περιπτώσεις  δυσφιλίας  ή  αφιλίας.  «Οι  γυναίκες  όπως  οι  ηγεμόνες  βρίσκουν  λίγους 
πραγματικούς  φίλους»  (στις  τάξεις  του  φύλου  τους,  θα  πρόσθετα)  έγραψε  ένας  λόγιος  του 
18ου  αιώνα5.  Οι  ηγεμόνες  είναι  κατά  κανόνα  καχύποπτοι,  από  φόβο∙  φοβούνται  τη 
συνωμοσία και υποπτεύονται όλους όσοι τους πλησιάζουν γι' αυτό και δεν γίνονται φίλοι με 
τους υπηκόους των. Το ίδιο παθαίνουν και οι γυναίκες∙ εμποδίζει ή διαλύει τις φιλίες τους ο 
φόβος και η υποψία ότι θα υπερκεραστούν από αντίζηλες στον αγώνα τους να κερδίσουν το 
θαυμασμό  και  την  αγάπη  εκείνων  που  επιθυμούν.  Με  τον  ίδιο  λόγο  εξηγούνται  και  οι 
δυσχέρειες  που  έχουν  να  υπερνικήσουν  οι  μεταξύ  ομοτέχνων  φιλίες  για  να  διατηρηθούν. 
Δύσκολα βρίσκει τον φίλο ο δικηγόρος σ' έναν άλλο δικηγόρο, ο γιατρός σ' έναν άλλο γιατρό, 
                                                            
5
 «Women like princes find few real friends». G. Lyttelton. 

Digitized by 10uk1s 
ο καλλιτέχνης σ' έναν άλλο καλλιτέχνη κ.ο.κ. γιατί τις σχέσεις τους τις δηλητηριάζει ο φόβος 
και η υποψία του ανταγωνισμού. 

Στη φιλία πρέπει να πηγαίνομε με ανέφελη καρδιά∙ τότε τη χαιρόμαστε. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ 

Έργο  και  επάγγελμα:  διάκριση  των  δύο  εννοιών.—  Το  επάγγελμα  υπερβαίνει  την 
ψυχαγωγικήν  απασχόληση  και  τον  βιοπορισμό  με  τους  σκοπούς  που  θέτει  και  τις 
ικανοποιήσεις  που  προσφέρει.  —  Είναι  συνάρτηση  της  κοινωνικότητας,  και  η 
κοινωνικότητα  μια  ειδική  ανθρώπινη  διάσταση.—  «Εργάζονται»  τα  ζώα;  —Είναι 
«κοινωνία» η συμβιωτική ομάδα των ζώων; —Το επάγγελμα φτειάχνει τον άνθρωπο∙ 
τυπώνει  τη  σφραγίδα  του  στο  «εξωτερικό»  και  στο  «εσωτερικό»  των  πιστών  του.— 
Γνώρισμα και αρετή του επαγγελματία η επίγνωση της γενικότερης σημασίας και η 
αγάπη  του  έργου  του.  —Κακοί  οιωνοί,  η  αποσύνδεση  από  το  επάγγελμα  και  η 
αλλοτρίωση  της  παραγωγικής  δραστηριότητας  προαγγέλλουν  την  ηθική 
κατάρρευση  του  εργαζόμενου  ανθρώπου.—  Η  έννοια  του  δούλου,  κατά  τον 
Αριστοτέλη.—  Μορφές  δουλείας  στις  σύγχρονες  τεχνολογικά  προχωρημένες 
κοινωνίες.— Ο εκφυλισμός του επαγγέλματος σε ανελεύθερο βιοπορισμό φθορά του 
ατόμου και κοινωνικός κίνδυνος. —Περιοχές όπου μπορεί να αναζητηθεί η λύση του 
προβλήματος: οικονομία και αγωγή. 

Στην κοινή γλώσσα ρωτούμε: «Τι επάγγελμα έχεις;» και παίρνομε την απάντηση: «αυτό είναι 
το έργο μου» ή «δεν έχω δουλειά, είμαι άεργος». Οι δύο όμως έννοιες επάγγελμα και έργο 
δεν ταυτίζονται, δεν καλύπτει εντελώς η μία την άλλη και πρέπει να τις ξεκαθαρίσομε για να 
διευκολυνθούμε στις παρατηρήσεις που θα ακολουθήσουν. —Μια από τις λέξεις που έχουν 
πολλά  και  ποικίλα  νοήματα,  όχι  πάντοτε  συμβιβαζόμενα  το  ένα  με  το  άλλο,  είναι  σε  όλες 
σχεδόν  τις  γλώσσες  η  λέξη  έργο.  Εάν  λ.χ.  σκεφθούμε  τι  λέγεται  έργο  στη  φυσική,  στην 
ψυχολογία  ή  στην  οικονομική  επιστήμη,  θα  πεισθούμε  πόσο  μεγάλο  είναι  το  πλάτος  αυτής 
της  έννοιας  και  πόσες  σημασιολογικές  παραλλαγές  της  υπάρχουν.  Ας  περιοριστούμε  στις 
σχέσεις της προς το επάγγελμα, και ας αναζητήσομε τα κοινά και τα μη κοινά γνωρίσματα που 
έχει η μία έννοια με την άλλη. 

Όταν ενδιαφέρομαι να συλλέγω γραμματόσημα και διαθέτω τον ελεύθερο χρόνο μου, ακόμα 
και  χρόνο  που  συνήθως  τον  μεταχειρίζομαι  για  βιοπορισμό,  για  να  προμηθεύομαι  και  να 
τακτοποιώ  τα  αντικείμενα  που  συλλέγω,  ή  για  να  επικοινωνώ  με  άλλους  συλλέκτες  και  ν' 
ανταλλάσσω μαζί τους γραμματόσημα∙ ή όταν τις Κυριακές παίρνω τα σύνεργά μου, πηγαίνω 
στην παραλία και ψαρεύω, ταλαιπωρούμενος το καλοκαίρι από τον ήλιο και το χειμώνα από 
το  κρύο,  κάνω  έργο;  Βεβαίως.  Κάνω  και  επάγγελμα;  Όχι.  Έργο  κάνω,  γιατί  αυτές  τις  ώρες  η 
δραστηριότητά  μου  ξεκινάει  από  μια  πρόθεση,  έχω  προγραμματίσει  μιαν  ενέργεια, 
αποβλέπω σ' ένα αποτέλεσμα και προσπαθώ με τα μέσα που διαθέτω να το επιτύχω — έστω 
και για να ευχαριστήσω απλώς τον εαυτό μου, να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο μου κ.ο.κ. Όλα 
αυτά  τα  στοιχεία  (της  οργανωμένης  προσπάθειας,  της  προγραμματισμένης  ενέργειας  που 
μεταχειρίζεται  ορισμένα  μέσα  για  να  φτάσει  σε  ορισμένο  αποτέλεσμα,  της  πρόθεσης  να 
διαθέσει  κανείς  μυικές  δυνάμεις,  φαντασία,  χρόνο,  για  να  επιτύχει  αυτό  που  επιδιώκει  κτλ. 
κτλ.) υπάρχουν και στο επάγγελμα. Αλλά κοντά σ' αυτά υπάρχουν και μερικά άλλα που δεν τα 
περιέχει  η  έννοια  του  έργου.  Γι'  αυτό  λέγομε  για  κάποιον  μανιώδη,  έστω,  συλλέκτη 
γραμματοσήμων:  «Αυτός  είναι  ερασιτέχνης,  δεν  είναι  επαγγελματίας».  Πρώτο,  επειδή  στην 
περίπτωση του ερασιτεχνισμού σα να μην παίρνει κανείς το πράγμα τόσο σοβαρά σε όλη την 
έκτασή του, σα να διασκεδάζει με αυτό που κάνει, ενώ στο επάγγελμα όλα γίνονται σοβαρά, 
ακόμη  και  όταν  η  απασχόλησή  μας  είναι  ελαφριά.  Δεύτερο,  επειδή  στην  περίπτωση  του 
ερασιτεχνισμού δεν αποζεί κανείς από τον κόπο του, ενώ από το επάγγελμα ζει, περιμένει να 
ζήσει. Τρίτο, επειδή στον ερασιτεχνισμό ο άνθρωπος ξέρει ότι και αν ακόμη αυτό που κάνει 

Digitized by 10uk1s 
λείψει  είτε  από  τη  δική  του  ζωή  είτε  από  τη  ζωή  του  κοινωνικού  συνόλου,  η  ζημιά  δεν  θα 
είναι  πολύ  μεγάλη  ούτε  γι'  αυτόν,  ούτε  για  την  κοινωνία∙  στο  επάγγελμα  όμως  έχει  τη 
συνείδηση  ότι  έχει  ταχθεί  σε  ορισμένη  θέση  και  τη  θέση  αυτή,  αν  την  εγκαταλείψει,  θα 
ζημιώσει και τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο που περιμένει την προσφορά του. 

*** 

Εργάζονται  τα  ζώα;  Εάν  βέβαια  κάθε  οργανωμένη  δραστηριότητα  που  ξεκινάει  από  μια 
πρόθεση  και  φτάνει  σε  κάποιο  αποτέλεσμα  μεταχειριζόμενη  ορισμένα  μέσα  για  να  το 
επιτύχει (επειδή το αποτέλεσμα αυτό ικανοποιεί μιαν ανάγκη) είναι εργασία, πρέπει, φυσικά, 
να παραδεχτούμε ότι και τα ζώα εργάζονται. Λέγεται συνήθως ότι εκείνο που ξεχωρίζει το ζώο 
από τον άνθρωπο στην περίπτωση της εργασίας, είναι ότι του λείπει το εργαλείο, ότι δεν έχει 
φτάσει  το  ζώο  στην  αντίληψη  της  σημασίας  του  εργαλείου,  ούτε  έχει  την  ικανότητα  να 
κατασκευάζει  εργαλεία  ικανά  να  επεκτείνουν  και  να  πολλαπλασιάσουν  την  απόδοση  των 
φυσικών του δυνάμεων. Τούτο όμως νομίζω ότι ισχύει με πολλούς περιορισμούς. Υπάρχουν 
ζώα που μπορούν να κατασκευάσουν ένα είδος εργαλείου για να ικανοποιούν ταχύτερα και 
καλύτερα  τις  ανάγκες  τους.  Βέβαια  τα  εργαλεία  αυτού  του  είδους  είναι  ατελέστατα,  δεν 
υπόκεινται σε εξέλιξη, τουλάχιστο γοργή και φανερή, και δεν μπορούν να συγκριθούν με τις 
μεγάλες  επινοήσεις  του  ανθρώπου.  Οπωσδήποτε  όμως  το  εργαλείο,  στην  πλατύτερη  έννοια 
του όρου, δεν λείπει από τα ζώα. Όταν λ.χ. ο κάστορας ή το χελιδόνι κατασκευάζει τη φωλιά 
του,  με  τρόπο  μάλιστα  αριστοτεχνικό,  μεταποιώντας  διάφορα  φυσικά  υλικά  (το  κλαράκι,  το 
χώμα,  την  πέτρα  κτλ.)  και  χρησιμοποιώντας  τα  όργανά  του  για  να  τα  συναρμολογήσει  έτσι 
ώστε  να  επιτύχει  αυτό  που  επιδιώκει:  να  φτειάξει  μια  φωλιά  για  να  προστατέψει  τα  μικρά 
του, να στεγαστεί και το ίδιο το ζώο κτλ., μπορούμε να πούμε ότι το εργαλείο δεν του είναι 
άγνωστο. Σε πειράματα που έγιναν από διαπρεπείς ζωοψυχολόγους με ζώα που μορφολογικά 
δεν  βρίσκονται  μακριά  από  το  επίπεδο  του  ανθρώπου,  τα  λεγόμενα  ανθρωποειδή,  έχομε 
βεβαιωθεί ότι μερικά απ' αυτά (ο χιμπατζής λ.χ. είναι ένα από τα εξυπνότερα) μπορούν, όταν 
πεινούν,  να  μεταχειριστούν  ένα  μακρύ  καλάμι  ή  να  μετακινήσουν  ένα  κασόνι,  να  πατήσουν 
απάνω  και  να  πηδήσουν  για  να  ρίξουν  κάτω  ή  ν'  αρπάξουν  ένα  τσαμπί  μπανάνες  που  είναι 
κρεμασμένες ψηλά και που δεν μπορούν με απλό πήδημα να τις φτάσουν. Μπορούν ακόμη 
και δυο καλάμια μαζί να τα συναρμολογήσουν, έτσι ώστε να φτειάξουν ένα πιο μακρύ και μ' 
αυτό να επιτύχουν το σκοπό τους. (Αναφέρομαι εδώ στα περίφημα πειράματα του W. Köhler 
που έγιναν εδώ και 50 χρόνια στο Βερολίνο). Άλλο τώρα αν το ίδιο ζώο ύστερ' από λίγο δεν 
θυμάται  πια  τι  είχε  κάνει,  ξεχνάει  το  εργαλείο  που  μεταχειρίστηκε  και  ξαναρχίζει  από  την 
αρχή να ψάχνει για να βρει τρόπο και μέσα να αδράξει τις μπανάνες. Το εργαλείο πάντως, το 
χοντροκαμωμένο έστω και το άβολο, δεν του είναι εντελώς άγνωστο. 

Δεν  είναι  επίσης  σωστό  να  λέγομε  ότι  τα  ζώα  δεν  «εργάζονται»  επειδή  τάχα  δεν  ξέρουν  να 
κάνουν «κατανομή» της εργασίας, σαν τον άνθρωπο. (Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Emile 
Durkheim  οι  κοινωνιολόγοι  θεωρούν  την  division  du  travail  προϋπόθεση  και  κανόνα  του 
κοινωνικού  βίου).  Εάν  μελετήσομε  μια  κυψέλη  μελισσών  ή  μια  μερμηγκοφωλιά,  θα  ιδούμε 
ότι  εκεί  το  κοινό  έργο  κατανέμεται  με  θαυμαστή  περίσκεψη  και  τάξη.  Άλλες  μέλισσες 
μαζεύουν και κουβαλούν την ύλη από την οποία θα γίνει το μέλι∙ άλλες είναι οι φύλακες της 
κυψέλης, εκείνοι που την προστατεύουν από επιδρομές «ληστών»∙ άλλες έχουν αναλάβει την 
καθαριότητα της κυψέλης∙ άλλες φροντίζουν να ξεχωρίσουν και να αναθρέψουν την τάξη των 
ηγεμόνων, τις μέλλουσες βασίλισσες κ.ο.κ. Πραγματικά, ο τρόπος της ζωής μερικών εντόμων, 
ζωής ομαδικής, έχει καταπλήξει τους φυσιοδίφες με την οργάνωσή της — που βασίζεται στην 
κατανομή του κοινού έργου σε πολλούς φορείς. 

Ώστε ούτε το εργαλείο, ούτε η διαίρεση της εργασίας είναι τα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν το 
ζωώδες από το ανθρώπινο έργο. Που βρίσκεται λοιπόν η διαφορά; Κατά τη γνώμη μου, στο 

Digitized by 10uk1s 
εξής  σημείο:  Το  έργο  του  ζώου  δεν  γίνεται  ποτέ  επάγγελμα∙  μόνο  το  έργο  του  ανθρώπου 
γίνεται επάγγελμα. Όσο και αν στην κυψέλη και στην μερμηγκοφωλιά υπάρχει κατανεμημένη 
εργασία και ειδίκευση ορισμένων ατόμων (ή ομάδων) σε ορισμένους τύπους εργασίας, ούτε 
η μέλισσα ούτε το μερμήγκι μπορούν ν' αποκτήσουν συνείδηση, επίγνωση της σημασίας του 
έργου που εκτελούν, για την κοινότητά τους. Δεν είναι σε θέση να ιδούν και να εκτιμήσουν τη 
δραστηριότητά  τους  όπως  τη  βλέπει  και  την  εκτιμά  ο  άνθρωπος.  Το  επάγγελμα  είναι 
συνάρτηση  της  κοινωνικότητας  και  η  κοινωνικότητα  μια  ειδική  ανθρώπινη  διάσταση. 
Κοινωνία  δεν  υπάρχει  στο  ζωικό  βασίλειο∙  μόνο  με  το  ανθρώπινο  γένος  εμφανίζεται  και 
ευδοκιμεί  η  συλλογική  ζωή  που  ονομάζομε  κοινωνία.  Προϋπόθεση  και  απόρροια  της 
κοινωνικότητας είναι το επάγγελμα. Όπου δεν υπάρχει η κοινωνική διάσταση, εκεί μπορούν 
να υπάρχουν έργα όλων των ειδών, όχι όμως επάγγελμα. 

*** 

Ομαδική ζωή παρατηρείται σε πολλές κατηγορίες ζώων. Σε ορισμένες περιστάσεις της ζωής, 
όταν  οι  βασικές  ανάγκες  της  θρέψης,  της  άμυνας  και  του  πολλαπλασιασμού  τα  απαιτούν, 
ακόμη  και  τα  πιο  άγρια  ή  ατελή  ζώα  εγκαταλείπουν  τη  μόνωση  και  το  ένα  άτομο  ζητάει  τη 
συντροφιά  του  άλλου.  Υπάρχουν  επίσης  μορφές  ομαδικής  ζωής  σταθερώτερες,  μονιμότερες 
απ'  αυτή  την  απλή  συμβίωση  που  γίνεται  σε  ορισμένες  εποχές  και  από  ορισμένους, 
διαβατικούς  λόγους  και  διαλύεται  όταν  οι  λόγοι  αυτοί  λείψουν.  Το  κοπάδι  λ.χ.  ή  το  σμήνος 
είναι ένα συλλογικό σώμα, τα άτομα που το απαρτίζουν ζουν ομαδικά. Υπάρχει τέλος και μια 
πιο οργανωμένη ακόμη μορφή συλλογικής ζωής, αυτή λ.χ. που παρουσιάζει η κυψέλη και η 
μερμηγκοφωλιά.  Γιατί  λοιπόν  δεν  δεχόμαστε  την  ύπαρξη  κοινωνίας  στα  ζώα;  Βεβαίως 
εικονικά  ή  μεταφορικά  μερικοί  φυσιοδίφες  αγαπούν  να  μεταχειρίζονται  τον  όρο:  la  société 
des  abeilles,  la  société  des  fourmis.  Δεν  ακριβολογούν  όμως.  Vie  collective  μπορούμε  να 
ονομάσομε  τη  συμβίωση  αυτού  του  είδους,  όχι  όμως  société∙  η  κοινωνικότητα  είναι  μια 
υπαρξιακή  διάσταση  που  προσιδιάζει  μόνο  στον  άνθρωπο.  Η  κοινωνία  των  ανθρώπων 
διακρίνεται  από  τη  συμβιωτική  ομάδα  των  ζώων  κατά  τα  εξής  γνωρίσματα:  α.  Τα  ζώα 
συναντώνται  και  ζουν  μαζί  (είτε  κατά  περιπτώσεις  είτε  μόνιμα)  όταν  πρόκειται  να 
ικανοποιήσουν πολύ καλύτερα μέσα στην ομάδα παρά ολομόναχα τις τρεις βασικές ανάγκες 
της  ζωής:  τη  θρέψη,  την  άμυνα  και  τον  πολλαπλασιασμό.  Τα  τρία  πανίσχυρα  βιολογικά 
κίνητρα  σ'  αυτό  το  επίπεδο  είναι  η  πείνα,  ο  φόβος,  η  ορμή  της  αναπαραγωγής.  Για  να 
εξασφαλίσουν  την  τροφή  τους,  να  υπερασπιστούν  τον  εαυτό  τους  και  τα  μικρά  τους  και  να 
αναπαραχθούν, τα ζώα συγκροτούν συμβιωτικές ομάδες. Υπάρχουν μάλιστα κατηγορίες ζώων 
που όταν ικανοποιήσουν αυτές τις βασικές ανάγκες, όλες μαζί ή τη μια χωριστά από την άλλη, 
όπως  μαζεύονται  έτσι  και  σκορπίζουν,  βυθίζονται  και  πάλι  στη  μοναξιά  τους  —  επειδή 
συντελέσθηκε ο προορισμός της συμβίωσης και αυτός ο τρόπος ζωής δεν τους χρειάζεται πια. 
β.  Στις  συμβιωτικές  ομάδες  των  ζώων  το  άτομο  απορροφάται  και  εξαφανίζεται  μέσα  στο 
πλήθος.  Υπάρχει  μόνο  ως  μέλος  της  ομάδας.  Για  την  ασφαλέστερη  και  αποτελεσματικότερη 
ικανοποίηση των βασικών αναγκών της ζωής μέσα στην ομάδα και δια της ομάδας το άτομο 
προσφέρει  ένα  πολύ  ακριβό  τίμημα:  θυσιάζει  την  ατομικότητά  του.  Από  τη  στιγμή  που 
εντάσσεται  μέσα  στην  ομάδα,  έχει  εξαφανιστεί  ως  άτομο.  Το  είδος  είναι  που  κερδίζει  απ' 
αυτή  την  ένταξη,  όχι  το  άτομο  σαν  άτομο.  Παραδείγματα:  Αυτό  το  σοφό  ζώο  της  ομαδικής 
συμβίωσης  που  λέγεται  μέλισσα,  όταν  απομακρυνθεί  από  την  κυψέλη  και  απομονωθεί, 
γίνεται το μωρότερο και ανικανότερο απ' όλα∙ δεν θυμάται τίποτε, δεν μπορεί να πράξει, δεν 
πράττει  ό,τι  άλλοτε  έκανε  με  τόσο  θαυμαστή  τάξη  και  δεξιότητα.  Θαρρείς  ότι,  μόλις 
αποσπάστηκε από το σύνολο, έχασε τη μνήμη και την κρίση του∙ μέσα στο σύνολο τα έδωκε 
όλα,  και  τώρα  φεύγοντας  δεν  παίρνει  μαζί  του  τίποτα.  Ας  αναλογιστούμε  τους  ωραίους 
σχηματισμούς  που  κάνουν  τα  πουλιά  πετώντας,  όταν  αποδημούν  ή  όταν  τριγυρνούν  ψηλά 
στον  αέρα.  Όλα  μαζί  κινούνται  με  θαυμαστή  τάξη  —  σαν  ένα  ρυθμικά  παλλόμενο  έλασμα. 
Όταν  όμως  βγάλομε  ένα  πουλί  από  το  σμήνος  και  το  αφήσομε  να  πετάξει  μόνο  του,  δεν 
θυμάται,  δεν  μπορεί,  δεν  ξέρει  πια  τίποτα.  Υπάρχει  βέβαια  μέσα  στην  αγέλη  και  μέσα  στο 

Digitized by 10uk1s 
σμήνος  συνοχή  των  ατόμων,  στενός  δεσμός  και  συντονισμός  ενεργειών,  όπως  υπάρχει 
αμοιβαιότητα  και  αλληλεγγύη  μέσα  στην  ανθρώπινη  κοινωνία.  Αλλά  ενώ  το  άτομο—  μέλος 
μιας ανθρώπινης κοινωνίας μπορεί να απομονωθεί ύστερα από μακρά ζωή μέσα στην ομάδα, 
είτε  από  αρρώστια  ή  ποινή,  είτε  με  την  αποδημία,  χωρίς  να  αποβάλει  τίποτα  από  όσα  είχε 
αποκτήσει  μέσα  στο  κοινωνικό  σώμα  (προσφέροντας  και  δεχόμενο),  το  ζώο,  όταν 
αποσπασθεί  από  τα  όμοιά  του,  δεν  διατηρεί  τη  γνώση  του.  Στις  ανθρώπινες  κοινωνίες 
προσφέρεται  το  άτομο  στο  σύνολο,  αλλά  αυτή  η  προσφορά  αξιοποιείται  και  για  το  ίδιο  το 
άτομο:  επιστρέφει  σ'  αυτό  και  μάλιστα  πολλαπλάσια.  Τούτο  δεν  γίνεται  στις  συμβιωτικές 
ομάδες  των  ζώων.  Θαρρεί  κανείς  ότι  στις  αγέλες  και  στα  σμήνη  η  συλλογική  ζωή  δεν  έχει 
φορέα  τα  άτομα  αλλά  το  είδος.  Από  την  προσφορά  του  καθενός  δεν  ωφελείται  το  άτομο, 
αλλά  το  είδος.  Μόνος  ο  άνθρωπος  μέσα  στο  ζωικό  βασίλειο  που  κατοικεί  τον  πλανήτη  μας 
(δεν ξέρομε τι γίνεται σε άλλους πλανήτες) έχει την ικανότητα και το προνόμιο να σχηματίζει 
κοινωνίες,  δηλ.  ομάδες  όπου  η  συλλογική  δραστηριότητα  δίνει  προϊόντα  που 
αποθησαυρίζονται  και  γίνονται  κτήμα  του  κάθε  ατόμου.  Η  ομάδα  εδώ  υπάρχει  δια  των 
ατόμων,  τα  άτομα  πραγματοποιούν  τον  εαυτό  τους  δια  της  ομάδας.  Αυτή  όμως  η 
αμοιβαιότητα δεν ζημιώνει ούτε τα άτομα, ούτε την ομάδα, απεναντίας ωφελεί και τους δύο 
όρους.  Υπάρχει  λοιπόν  μια  ιδιορρυθμία,  λεπτή  βέβαια  αλλά  πολύ  σημαντική,  που  χωρίζει 
ριζικά τις συμβιωτικές ομάδες των ζώων από τις κοινωνίες των ανθρώπων. 

Από  την  έως  τώρα  ανάλυσή  μας  το  συμπέρασμα  είναι,  νομίζω,  το  εξής:  Έργο  οργανωμένο 
ακόμη  και  με  εργαλεία,  ακόμη  και  με  κατανομή  της  κοινής  απασχόλησης  σε  φορείς,  ακόμη 
και  με  εμπρόθετη  (όχι  μόνο  ενστιγματικήν)  επιδίωξη  του  αποτελέσματος,  παρατηρείται  και 
στα ζώα. Επάγγελμα όμως τα ζώα δεν έχουν, γιατί το επάγγελμα γεννιέται και ασκείται εκεί 
όπου η συμβίωση δεν υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τους βασικούς βιολογικούς σκοπούς, 
ούτε  παύει  να  έχει  νόημα,  όταν  ικανοποιηθούν  οι  αντίστοιχες  ανάγκες  —δηλαδή  μόνο  στις 
κοινωνίες  των  ανθρώπων.  Ο  άνθρωπος  ακόμη  και  όταν  έχει  ικανοποιήσει  την  ανάγκη  της 
τροφής,  την  ανάγκη  της  άμυνας  και  την  ανάγκη  της  αναπαραγωγής,  εργάζεται.  Ακόμη  και 
όταν  έχει  αποταμιεύσει  αγαθά  που  του  εξασφαλίζουν  για  έτη  μακρά  την  πλήρωση  των 
επιθυμιών του, πάλι εργάζεται. 

*** 

Ο άνθρωπος μπαίνει στο επάγγελμα όπως σε μια σφαίρα από την οποία δεν πρόκειται πια να 
βγει,  όσο  μακρά  ζωή  και  αν  ζήσει∙  και  το  επάγγελμα  μπαίνει  μέσα  στον  άνθρωπο,  τον 
κυριεύει, και αυτή η υπόταξη διαρκεί όσο περίπου και η ζωή του. (Θα μιλήσομε αργότερα για 
τις εκτροπές απ' αυτό τον κανόνα, που παρατηρούνται στις εξελιγμένες κοινωνίες των χρόνων 
μας,  και  για  τις  βαρειές  συνέπειες  που  έχουν).  Το  επάγγελμα  σχηματίζει  τον  άνθρωπο,  τον 
φτειάχνει. Δεν θα  είναι υπερβολή εάν ειπούμε ότι  το επάγγελμα διαμορφώνει όχι μόνο την 
εξωτερική  εμφάνιση  του  ανθρώπου,  αλλά  και  τον  (σωματικό  και  διανοητικό)  τύπο  του,  τη 
«δομή» του. Ο τρόπος που βλέπει, μιλεί χειρονομεί, περπατεί, διασκεδάζει  κτλ. είναι βαθιά 
επηρεασμένος από το επάγγελμα που ασκεί. Στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στους μορφασμούς, 
στη γλώσσα κτλ. είναι αποτυπωμένη η επαγγελματική μας απασχόληση— και σήμερα ακόμη 
όπου,  στους  άνδρες  τουλάχιστον,  ο  συρμός  έχει  επιβάλει  μιαν  αφόρητη  μονοτονία  στο 
κεφάλαιο της εξωτερικής περιβολής και των τρόπων της συμπεριφοράς. Από το ντύσιμο, την 
κουβέντα  και  το  φέρσιμο  μπορείτε  χωρίς  μεγάλη  δυσκολία  να  μαντέψετε  ποια  είναι  η 
επαγγελματική απασχόληση του συνομιλητή σας. Ο στρατηγός, και όταν ακόμη δεν φορεί τη 
στολή  του,  σας  δηλώνει  με  τον  τρόπο  που  στέκεται  ή  περπατεί  ότι  είναι  στρατιωτικός.  Ο 
γιατρός, ο καθηγητής, ο ναυτικός, ο κληρικός, ο τεχνίτης τείνουν εξαιτίας του επαγγέλματός 
τους προς ορισμένο τύπο με ειδικά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση και στην έκφρασή τους. Γι' 
αυτό, εάν καμιά φορά μας συστήσουν κάποιον που τον βλέπομε σχολαστικό στους τρόπους, 
άκαμπτο  στις  κινήσεις  του,  ντυμένο  πολύ  διακριτικά  και  μας  ειπούν  ότι  είναι  λ.χ. 

Digitized by 10uk1s 
επαγγελματίας αθλητής, ξαφνιαζόμαστε. Κάτι το ασυμβίβαστο, το αντιφατικό αισθανόμαστε 
ότι  υπάρχει  ανάμεσα  στη  μορφή  και  στο  επάγγελμά  του.  Η  καθημερινή  πείρα  δεν  μας  έχει 
συνηθίσει  σε  τέτοια  απρόοπτα...  Περιττό  να  προσθέσω  ότι  το  επάγγελμα  φτειάχνει  και  τον 
εσωτερικό μας κόσμο, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε, κρίνομε, αποτιμούμε 
τα  πράγματα.  Και  όταν  καμιά  φορά  λέγομε:  «έτσι  θα  μπορούσε  να  μιλήσει  μονάχα  ένας 
γιατρός»,  δεν  αδικούμε  τον  γιατρό,  αλλά  αναγνωρίζομε  στον  τρόπο  της  σκέψης  του 
ανθρώπου  που  μας  μιλεί  μιαν  ορισμένη  επαγγελματική  νοοτροπία.  Αποτυπώνει  λοιπόν  το 
επάγγελμα  απάνω  μας  τη  σφραγίδα  του.  Τα  ασυμβίβαστα  ή  τα  διάφωνα  παρουσιάζονται 
σχεδόν  κατά  κανόνα  μόνο  στις  περιπτώσεις  όπου  ο  άνθρωπος  δεν  έχει  μπει  καλά  στο 
επάγγελμά του ή το επάγγελμα δεν έχει καλά εγκατασταθεί μέσα του. Δυστυχώς δεν διαλέγει 
κανείς  πάντοτε το  επάγγελμα που θα  ασκήσει  σύμφωνα με τις  κλίσεις ή τις  ικανότητες του. 
Συχνά,  συχνότατα  διάφοροι  λόγοι  (παρορμήσεις,  πιέσεις,  φαντασιώσεις)  μας  υποχρεώνουν 
να ασκήσομε ένα επάγγελμα που δεν  μας ταιριάζει. Αν  συμβεί  όμως να  ευνοηθεί κανείς με 
την ελευθερία της εκλογής, τότε βλέπομε πόσο καλά του πάει  το επάγγελμα που ασκεί, και 
πόσο καλά ταιριάζει κι αυτός στο επάγγελμα που διάλεξε. 

Αξίζει  να  σημειωθεί  ιδιαίτερα  ότι  στον  αληθινό  επαγγελματία  υπάρχει  (συνειδητή  και  όχι 
σπάνια  ασύνειδη)  η  πεποίθηση  ότι  πέρα  από  τον  απλό  βιοπορισμό,  πέρα  και  από  την 
κοινωνική  θέση  που  εξασφαλίζει  το  επάγγελμα,  κάποιος  γενικότερος  κοινωνικός  σκοπός 
εξυπηρετείται με αυτό. Με την επαγγελματική του δραστηριότητα το άτομο γίνεται οργανικό 
μέλος  της  κοινωνίας  και  εργάζεται  για  την  ευστάθεια  και  την  πρόοδό  της.  Ο  γιατρός,  ο 
δικηγόρος,  ο  μηχανικός,  ο  πλοίαρχος  δίνονται  στο  επάγγελμά  τους  ακόμη  και  όταν  δεν  το 
χρειάζονται για βιοπορισμό ή κοινωνική προβολή, γιατί αισθάνονται (συνειδητά ή ασύνειδα) 
ότι  δεν  είναι  μόνο  ο  χρόνος  της  ζωής  τους  που  θα  αδειάσει,  ούτε  μόνο  η  κοινωνική  τους 
υπόσταση  που  θα  γίνει  ανάπηρη  αν  το  εγκαταλείψουν,  αλλά  ότι  κάτι  μέσα  στο  κοινωνικό 
σώμα  θα  πάει  άσχημα,  εάν  δεν  κάνουν  όπως  εκείνοι  ξέρουν  και  μπορούν  τη  δουλειά  τους. 
Όπως  είναι  γνωστό,  στις  κοινωνίες  του  μεσαίωνα  οι  περίφημες  «συντεχνίες»  ήσαν  καλά 
οργανωμένες  και  ακολουθούσαν  ένα  αυστηρό  τυπικό.  Κατά  το  επάγγελμα  χωρίζονταν  οι 
άνθρωποι  σε  στεγανά  διαμερίσματα:  γεωργοί,  έμποροι,  τεχνίτες,  στρατιώτες,  γιατροί, 
δικαστές,  δάσκαλοι,  παπάδες  κτλ.  Κάθε  επαγγελματικός  όμιλος  αποτελούσε  έναν  κλειστό 
κόσμο  που  είχε  την  ιεραρχία,  τους  κανονισμούς,  τον  κώδηκα  της  δεοντολογίας,  τα 
δικαιώματα  και  τα  προνόμια,  το  ντύσιμο,  τον  προστάτη  άγιό  του.  Τους  βαθμούς  έπρεπε  να 
τους  αναγνωρίσει  η  συντεχνία,  το  ίδιο  και  τους  όρους  της  εργασίας,  τις  αμοιβές  και  τις 
διακρίσεις. Και σήμερα όμως που το καθεστώς αυτό έπαψε να υπάρχει (όχι εντελώς∙ γιατί και 
στους  χρόνους  μας  οι  επαγγελματικοί  σύλλογοι  και  τα  συνδικάτα  εξακολουθούν  να 
συνασπίζουν  τους  ομότεχνους  στη  διεκδίκηση  των  επαγγελματικών  συμφερόντων  τους)  η 
επαγγελματική  πειθαρχία,  η  επαγγελματική  δεοντολογία,  η  επαγγελματική  «υπερηφάνεια», 
με ένα λόγο: η επίγνωση της κοινωνικής σημασίας που έχει η άσκηση του επαγγέλματος, είναι 
φαινόμενα  που  επιβεβαιούν  ότι  ο  πραγματικός  επαγγελματίας,  εκείνος  που  είναι  ψυχικά 
εναρμονισμένος  με  την  επαγγελματική  του  απασχόληση,  έχει  (συνειδητά  ή  ασύνειδα)  την 
πεποίθηση  ότι  προσφέρει  μιαν  αναντικατάστατη  υπηρεσία  στο  κοινωνικό  σύνολο,  και  όταν 
εγκαταλείψει τη θέση του, πάψει να ασκεί το επάγγελμά του, κάτι μέσα στον μηχανισμό της 
κοινωνίας  θα  διαταραχτεί.  Όσοι  ανώτεροι  υπάλληλοι  κράτους  ή  επιχειρήσεων 
καταλαμβάνονται από το όριο της ηλικίας και αποχωρούν από τις διπλωματικές, δικαστικές, 
διοικητικές, τραπεζιτικές, εκπαιδευτικές, κλπ. θέσεις τους, φεύγουν όχι μόνο με την πικρία ότι 
έτσι  μπαίνουν  στο  περιθώριο  της  ζωής  (γι'  αυτό,  άλλωστε,  πεθαίνουν  γρήγορα  οι 
συνταξιούχοι), αλλά και με το φόβο (τον ειλικρινή πολλές φορές, παρά τις αμφιβολίες και τις 
ειρωνείες  των  «περιλιπομένων»  συναδέλφων  τους)  ότι  αυτό  που  πιστεύουν  πως  έχουν 
δημιουργήσει  κατά  τη  μακρά  τους  υπηρεσία,  όταν  απομακρυνθούν  αυτοί,  θα  μείνει 
απροστάτευτο  και  θα  καταστραφεί.  Αυτή  ακριβώς  η  «συνείδηση»  χαρακτηρίζει  τον  γνήσιο 
«επαγγελματία» και κατά κύριο λόγο τον ξεχωρίζει από τον ερασιτέχνη. 

Digitized by 10uk1s 
Θα  συμπληρώσω  την  ανάλυσή  μου  με  ένα  ανέκδοτο.  Κάποτε  ένας  ταξιδιώτης,  από  μακρινή 
χώρα,  διασχίζοντας  μια  πόλη  είδε  να  χτίζεται  στο  κέντρο  της  ένα  μεγάλο  κτήριο,  αλλά  δεν 
μπορούσε  από  το  σχήμα  του  να  καταλάβει  τι  είδους  οικοδόμημα  επρόκειτο  να  ανεγερθεί. 
Ρωτάει λοιπόν κάποιον που δούλευε στο γιαπί: «Τι χτίζετε, βρε παιδιά»; «Δεν ξέρω» απαντά 
εκείνος∙ «εγώ κουβαλάω πηλό». Παρακάτω βλέπει άλλον που σκάλιζε ένα μάρμαρο με πολλή 
προσοχή.  Αυτός  θα  ξέρει,  λέει,  ας  τον  ρωτήσω.  Και  εκείνος  όμως  του  απαντά:  «Κοίταξε  τι 
ωραίο γίνεται τούτο το μάρμαρο που σκαλίζω: αυτή είναι η δική μου δουλειά∙ παραπέρα δεν 
ξέρω».  Τέλος  σταμάτησε  κάποιον  που  ανεβοκατέβαινε  βιαστικός  τις  σκαλωσιές:  «Σε 
παρακαλώ,  κύριε,  πείτε  μου  τι  χτίζεται  εδώ»;  «Δεν  βλέπετε;»  είπεν  εκείνος∙  «χτίζομε  μια 
Μητρόπολη»!  Μέσα  στο  ανέκδοτο  διαχωρίζονται  λαμπρά  οι  τρεις  τύποι  της  ανθρώπινης 
εργασίας. Ο πρώτος που με το πηλοφόρι κουβαλάει λάσπη, δουλεύει για το μεροκάματο και 
δεν  ενδιαφέρεται  για  τίποτ'  άλλο.  Βρίσκεται  λοιπόν,  από  μιαν  άποψη,  κοντά  στο  ζώο∙  η 
εργασία του αποβλέπει σ' ένα στενά βιολογικό σκοπό∙ δεν έχει πλησιάσει ακόμη τα σύνορα 
του πραγματικά κοινωνικού επαγγέλματος. Ο δεύτερος είναι ο καλλιτέχνης που ενδιαφέρεται 
πρώτα και κύρια (κάποτε αποκλειστικά) για τη μορφή, για την τελειότητα ενός τμήματος του 
έργου∙  είναι  ο  άνθρωπος  της  «καλής»  λεπτομέρειας.  Αυτός  από  επαγγελματικήν  άποψη 
βρίσκεται ασφαλώς σε υψηλότερο επίπεδο από τον πρώτο, αφού, και αν ακόμη του πει μια 
μέρα ο εργοδότης: «Ξέρεις; το μεροκάματο θα λιγοστέψει πολύ, γιατί δεν τα βγάζομε πέρα∙ 
λοιπόν αν συμφωνείς μείνε, αν όχι φύγε», θα απαντήσει: «Δεν πειράζει, εγώ θα τελειώσω το 
μάρμαρό μου∙ θέλω αυτή η ωραία φόρμα να στολίσει το οικοδόμημα, να τη χαίρονται όσοι 
θα  έρχονται  μεθαύριο».  Αυτός  λοιπόν  αγαπάει  τη  δουλειά  του,  θυσιάζεται  για  τη  δουλειά 
του∙  άρα  ξεπέρασε  τον  απλό  βιοπορισμό.  Δεν  έχει  όμως  ακόμη  μαζί  με  την  αντίληψη  του 
συνόλου  και  επίγνωση  της  επαγγελματικής  συμβολής  του  σ'  ένα  πλατύτερης  κοινωνικής 
σημασίας έργο. Αυτή την επίγνωση φαίνεται να την έχει μόνο ο τρίτος. 

Ο  αληθινός  επαγγελματίας  δεν  είναι  εκείνος  που  δουλεύει  για  το  μεροκάματο  ή  για  την 
προαγωγή  και  τη  σύνταξη,  ούτε  εκείνος  που  βασανίζεται  στη  δουλειά  του  για  την  τιμή  των 
όπλων —όπως λέμε— ή για την προσωπική του ικανοποίηση, αλλά αυτός που ξέρει ότι με το 
έργο  του  συνεισφέρει  στην  υγεία,  στην  ευστάθεια,  στην  πρόοδο  του  κοινωνικού  συνόλου. 
Ούτε η επιδίωξη του κέρδους ούτε η όρεξη της δουλειάς ως δουλειάς λείπουν από τον γνήσιο 
επαγγελματία.  Δεν  αρκούν  όμως  για  να  του  δώσομε  τον  πλήρη  χαρακτηρισμό  που  τον 
προσδιορίζει. Χρειάζεται να προστεθεί στην έννοια και ένα άλλο γνώρισμα: η επίγνωση ότι με 
αυτό  που  κάνει,  με  τη  γνώση,  τη  δεξιότητα,  το  μόχθο  του,  τελεσιουργείται  ένα  έργο 
κοινωνικής  σημασίας.  Γι'  αυτό  θα  έλεγα,  συνοψίζοντας  όλα  όσα  προηγήθηκαν,  ότι  στο 
επάγγελμα και διά του επαγγέλματος το άτομο πραγματοποιεί την κοινωνική του αποστολή, 
και  αντίστροφα:  στα  επαγγέλματα  και  δια  των  επαγγελμάτων  η  κοινωνία  εξατομικεύει  το 
έργο της, το κατανέμει στα μέλη της. 

*** 

Πριν  ακόμη  στις  αρχέγονες  κοινωνίες  αρχίσει  η  διαδικασία  που  ονομάζομε  «κατανομή  της 
εργασίας»,  κάθε  ομάδα  (οικογένεια,  γένος  κτλ.)  έκανε  με  σύμπραξη  των  μελών  της  όλες  τις 
απαιτούμενες  για  την  ικανοποίηση  των  κοινών  αναγκών  πράξεις,  χωρίς  να  εξειδικεύεται  το 
άτομο σε ορισμένο έργο (ή τμήμα του). (Σε πολλές αγροτικές οικογένειες της υπαίθρου ακόμη 
και  σήμερα  όλοι  ασχολούνται  με  όλα  και  όλοι  είναι  συνυπεύθυνοι  για  όλα).  Όταν  υπό  την 
πίεση νέων αναγκών (λ. χ. η καλύτερη και ταχύτερη επεξεργασία των υλικών απαιτεί ειδικές 
δεξιότητες,  ώστε  το  προϊόν  να  γίνει  τελειότερο,  αφθονώτερο  και  φθηνότερο)  επιβάλλεται  η 
κατανομή  της  εργασίας,  καθένας  πλέον  μέσα  στην  ομάδα  αναλαμβάνει  να  κάνει  ορισμένα 
μόνο  έργα.  Η  ομάδα  όμως  δεν  περιορίζεται  στην  παραγωγή  προϊόντων  που  επαρκούν  να 
ικανοποιήσουν τις δικές της μόνο ανάγκες, αλλά παράγει περισσότερα, για να τα ανταλλάξει 
με  χρήσιμα  προϊόντα  της  εργασίας  άλλων  ομάδων,  καλύτερης  ποιότητας  ή  τύπου 

Digitized by 10uk1s 
διαφορετικού από κείνα που θα μπορούσε να παραγάγει η ίδια, γενικώς συμφερώτερα. Αυτή 
η  εξειδίκευση  κάνει  τον  άνθρωπο  ικανό  να  εκτελεί  ένα  έργο  τελειότερα,  γοργότερα, 
οικονομικότερα, αλλά και ανίκανο να αντιμετωπίσει μόνος όλες τις ανάγκες του. Έτσι αποκτά 
στενώτερη  συνάφεια  με  τον  «άλλο»,  αφού  αυτός  ο  «άλλος»  θα  του  προσφέρει  όσα  ο  ίδιος 
δεν μπορεί να παραγάγει, και δημιουργείται μια καινούργια κοινωνία, όπου ο καθένας ξέρει 
και ασκεί μόνο το δικό του επάγγελμα. Ταυτόχρονα όμως δένεται και με το επάγγελμά του, 
αφού τούτο του εξασφαλίζει όχι μόνο τον βιοπορισμό, αλλά και την κοινωνική υπόληψη∙ οι 
άλλοι τον λογαριάζουν και τον τιμούν, γιατί προσφέρει ορισμένο έργο στο κοινωνικό σώμα. Η 
επαγγελματική λοιπόν απασχόληση είναι όχι μόνο εγγύηση για τη συντήρησή του, αλλά και η 
κοινωνική  του  δικαίωση.  «Αυτός  είναι  ο  σιδεράς  μας,  ο  άλλος  ο  τσοπάνος  μας,  εκείνος  ο 
υφαντής μας, τούτος ο παπουτσής μας, κ.ο.κ.» Ο καθένας συνδέεται πλέον με ορισμένο είδος 
εργασίας,  ενώ  η  αρχέγονη  κοινωνία  δεν  ξέρει  τις  διαφοροποιήσεις  που  οδηγούν  στη 
δημιουργία των επαγγελματικών τάξεων. 

Έως  εδώ  τα  πράγματα  βαδίζουν  ομαλά.  Αλλά  με  τον  καιρό  η  οικονομική  εξέλιξη  και  οι 
κοινωνικές  ζυμώσεις  δημιουργούν  νέους  τύπους  και  νόμους  εργασίας.  Μια  κατηγορία 
ανθρώπων αποσυνδέεται από οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο και προορίζεται να προσφέρει 
ό,τι κατά τις περιστάσεις ζητείται απ' αυτήν. Συνήθως τις ευτελέστερες δουλειές: «χέρια» για 
όλες  τις  χρείες,  αλλά  και  σε  χαμηλό  επίπεδο.  Έτσι  εμφανίζεται  ο  τύπος  του  εργαζόμενου 
δούλου. Ο καλύτερος τότε δεν είναι πλέον εκείνος που έμαθε να εκτελεί ένα και μόνο έργο, 
αλλά  όποιος  κάνει  όλων  των  ειδών  τις  δουλειές  (για  να  μη  μένει  ποτέ  αχρησιμοποίητος), 
φυσικά τις δευτερώτερες, τις πιο χονδροειδείς. Θα νομιστεί ίσως ότι το φαινόμενο τούτο είναι 
επάνοδος  στις  αρχέγονες  μορφές  της  παραγωγής∙  αλλά  παρουσιάζει  μια  πολύ  σημαντική 
διαφορά.  Στις  πρωτόγονες  κοινωνίες  έκαναν  όλοι  όλα,  και  τα  μικρά  και  ταπεινά,  και  τα 
μεγάλα  και  σοβαρά.  Τώρα  όμως  τα  μεγάλα  και  σοβαρά  τα  κρατεί  για  λογαριασμό  του  ο 
ενήμερος  και  ο  άξιος∙  τα  άλλα,  τα  ευτελή  και  μικρά,  κυρίως  τα  κοπιαστικά,  αναθέτονται  σε 
ορισμένη (κατώτερη) κοινωνική τάξη. Έτσι φτάνομε στον τύπο του δούλου. 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του δούλου είναι η (οικονομική και ψυχολογική) αποσύνδεσή του 
από  ορισμένη  μορφή  εργασίας  και  η  χρησιμοποίησή  του  όχι  μόνο  σε  πολλά  αλλά  και  σε 
ευτελή  έργα  —  με  συνέπεια  την  αδιαφορία  προς  το  ποιόν  και  το  αποτέλεσμα  της 
παραγωγικής του δραστηριότητας, καθώς και προς την κοινωνική σημασία της. Έτσι ο δούλος 
ξεπέφτει  στη  θέση  του  οργάνου,  της  μηχανής.  (Και  για  να  μείνει  μονίμως  εκεί,  ο  εργοδότης 
τον κρατεί σε χαμηλό κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο.) Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε 
ότι ο δούλος είναι η πρώτη μορφή της μηχανής στην τεχνολογική εξέλιξη των κοινωνιών. Αυτό 
το  είδε  σωστά  και  το  διατύπωσε  επιγραμματικά  ο  Αριστοτέλης:  «Κτήμά  τι  έμψυχον»  ο 
δούλος∙  «και  ώσπερ  όργανον  προ  οργάνων  πας  υπηρέτης»  (Πολιτικά  Α  4,  1253b  33—34). 
Αποτελεί  δηλαδή  ιδιοκτησία  του  κυρίου  του,  μολονότι  δεν  είναι  άψυχο  αντικείμενο,  αλλά 
έμψυχο  ον.  Ως  κτήμα  δεν  διαθέτει  τον  εαυτό  του∙  ο  κύριός  του  τον  χρησιμοποιεί  κατά  τις 
ανάγκες  του.  Ο  δούλος  γνέθει,  ο  δούλος  υφαίνει,  ο  δούλος  οργώνει  το  χωράφι,  ο  δούλος 
κατασκευάζει με τον τροχό αγγεία κτλ. κτλ. Έχει όργανα στα χέρια του, αλλά δουλεύει μ' αυτά 
(όχι  ελεύθερα,  με  πρωτοβουλίες  δικές  του)  σαν  όργανο  κι  αυτός,  υποταγμένο  στη  βούληση 
του κυρίου του. Είναι εργαλείον προ εργαλείου, αφού κατευθύνεται από άλλον και δουλεύει 
σύμφωνα με τις επιθυμίες και για το συμφέρον αυτού του άλλου. «Ει γαρ ηδύνατο έκαστον 
των οργάνων κελευσθέν ή προαισθανόμενον αποτελείν το αυτού έργον... ουδέν αν έδει ούτε 
τοις  αρχιτέκτοσιν  υπηρετών  ούτε  τοις  δεσπόταις  δούλων».  (Εάν  μπορούσε  κάθε  όργανο, 
μόλις  το  διατάξομε  ή  από  δικό  του  προαίσθημα,  να  κάνει  τη  δουλειά  του,  τότε  ούτε  οι 
μαστόροι θα είχαν ανάγκη από υπηρέτες, ούτε οι κύριοι από δούλους) (1253b 34— 1254a 1). 
Αν χρειάζεται ο ένας υπηρέτες και ο άλλος δούλους, είναι γιατί τα όργανα που μεταχειρίζεται 
και  ο  ένας  και  ο  άλλος  δεν  «έχουν  μυαλό»,  δεν  μπορούν  μόνα  τους  να  ενεργήσουν  ή  να 
εκτελέσουν  την  εντολή  μας.  Χρειάζεται  λοιπόν  κάποιος  που  θα  κατευθύνει  αυτά  τα  όργανα 
προς  το  επιδιωκόμενο  έργο,  χωρίς  όμως  πρωτοβουλία,  αλλά  σύμφωνα  με  τις  παραγγελίες 

Digitized by 10uk1s 
που έχει πάρει. Αυτός είναι ο δούλος. 

Από  τις  παρατηρήσεις  του  Αριστοτέλη  θα  μπορούσαμε  πολύ  εύλογα,  νομίζω,  να 
συμπεράνομε ότι ο Σταγειρίτης έχει  πιο προχωρημένες, πιο «φιλελεύθερες»  ιδέες στο θέμα 
της  δουλείας  από  το  δάσκαλό  του,  τον  Πλάτωνα.  Αριστοκρατικός  και  συντηρητικός  από 
ανατροφή  και  πεποιθήσεις,  ο  Πλάτων  έβρισκε  —όπως  ξέρομε—  φυσική  και  αυτονόητη  τη 
διάκριση  των  ανθρώπων  σε  ελεύθερους  και  δούλους.  Όχι  μόνο  γιατί  η  δομή  της  κοινωνίας 
χρειάζεται  τη  δουλεία,  αλλά  και  επειδή  από  την  ίδια  τη  φύση  τους,  την  κατώτερη 
διανοητικότητα και τα ηθικά τους ελαττώματα, ορισμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να 
είναι δούλοι. Αντίθετα ο Αριστοτέλης (χωρίς φυσικά να έχει ελευθερωθεί από τις κοινωνικές 
προλήψεις  της  εποχής  του)  δίνει  την  εντύπωση  ότι  έχει  τη  γνώμη  πως,  αν  μπορούσαμε  να 
έχομε  μια  τεχνολογική  μορφή  παραγωγής,  όπου  τα  όργανα  θα  λειτουργούσαν  έτσι  ώστε  να 
μη χρειάζεται να μεσολαβεί ένα δεύτερο, έμψυχο αυτή τη φορά, όργανο για να εκτελούνται 
οι εντολές μας (για τον αρχαίο σοφό αυτό θα ήταν ασφαλώς μια χίμαιρα, για μας όμως δεν 
είναι∙  ο  αυτοματισμός,  οι  ηλεκτρονικοί  υπολογιστές  και  τα  άλλα  μηχανήματα,  που  έχει 
επινοήσει ο άνθρωπος της εποχής μας, μπορούν πια να εργαστούν με αυτό τον τρόπο) τότε η 
δουλεία ως περιττή θα έπαυε να υπάρχει. «Ο γαρ δούλος», γράφει σε μιαν άλλη σελίδα του 
(Ηθικά  Νικομ.  Θ  13  1161  b  4‐5),  «έμψυχον  όργανον,  το  δε  όργανον  άψυχος  δούλος». 
Κλασικός  ορισμός∙  ο  δούλος  είναι  έμψυχο  όργανο,  ενώ  η  μηχανή  άψυχος  δούλος.  Αν 
κατορθώσομε  λοιπόν  να  κάνομε  τη  μηχανή  όχι  έμψυχη,  αλλά  νοήμονα  (και  είναι  νοήμων  η 
μηχανή η σημερινή) τότε εξετέλεσε τον ιστορικό του προορισμό ο θεσμός της δουλείας, και ο 
Αριστοτέλης ίσως θα συμφωνούσε να καταλυθεί. 

*** 

Δεν  είναι  —νομίζω—  περιττή  αυτή  η  σύντομη  ανάλυση  της  έννοιας  του  δούλου,  γιατί  ο 
θεσμός  της  δουλείας,  που  και  στο  παρελθόν  δημιούργησε  και  τώρα  δημιουργεί  για  τις 
ανθρώπινες κοινωνίες σοβαρότατα προβλήματα, δεν φαίνεται να έχει καταργηθεί∙ έχει απλώς 
αλλάξει  μορφή.  Τα  «έμψυχα  όργανα»  εξακολουθούν  να  υπάρχουν  ακόμη  και  στις  πιο 
προηγμένες  κοινωνίες  των  χρόνων  μας,  με  το  κύριο  γνώρισμα  του  δούλου:  ότι  έχουν 
αποσυνδεθεί  από  ορισμένο  επάγγελμα,  εκτελούν  ευτελείς  δουλειές  («μηχανικές»), 
αμείβονται  ανάλογα  και  μπορούν  να  χρησιμοποιούνται  για  κάθε  χρεία.  Η  οικονομία  και  η 
τεχνολογία των χρόνων μας όχι μόνο ανέχεται αυτό το καθεστώς, αλλά και το απαιτεί, όσο και 
αν η κοινωνία μας (τουλάχιστο τα φωτισμένα στρώματά της) καταλαβαίνει ότι κατ' αυτό τον 
τρόπο,  όταν  αποσυνδέομε  τον  άνθρωπο  από  ορισμένη  ποιοτικά  εργασία  για  την  οποία 
αισθάνεται χαρά, φιλοτιμία, υπερηφάνεια, και τον κάνομε όργανο έμψυχο για όλες τις χρείες, 
δεν  εξευτελίζομε  μόνο  τον  άνθρωπο  (αυτό  επιτέλους  είναι  ένα  ηθικό  ζήτημα),  αλλά  και 
προκαλούμε βαθύτατες κοινωνικές κρίσεις, μεγάλα και επικίνδυνα κοινωνικά ρήγματα. 

Έχει  παρατηρηθεί  ότι  όσο  προχωρεί  καλπάζοντας  η  τεχνολογική  ανάπτυξη,  τόσο  ο  τεχνίτης 
που δενότανε με τη δουλειά του, την έκανε από την αρχή ως το τέλος με όρεξη, τη χαιρότανε 
(μπορούσε  να  εργαστεί  και  λίγη  ώρα  παραπάνω,  δεν  λογάριαζε  το  χρόνο,  γιατί  έπρεπε  να 
τελειώσει), εξαφανίζεται, και στη θέση του μπαίνει ένας άλλος τύπος εργαζόμενου ανθρώπου 
που  έχει  με  το  έργο  μιαν  εντελώς  διαφορετική  σχέση:  δεν  τον  ενδιαφέρει  το  έργο  ως  έργο, 
γιατί  ξέρει  ότι  σήμερα  απασχολείται  σ'  αυτό,  αλλ'  αν  η  επιχείρηση  δεν  ευδοκιμήσει,  ή  αν  ο 
εργοδότης ανακαλύψει ότι μπορεί να κάνει το ίδιο έργο με φτηνότερα χέρια, θα απολυθεί και 
θα  αναγκαστεί  να  δουλέψει  σε  άλλο  εργοστάσιο,  όπου  θα  του  ζητηθεί  ίσως  άλλου  είδους 
δουλειά.  Έτσι  γίνεται  η  αποσύνδεση  που  έχει  ως  συνέπεια  ο  εργαζόμενος  να  μην  αποκτά 
επαγγελματική  συνείδηση,  με  το  νόημα  που  δώσαμε  στον  όρο  στην  αρχή  του  κεφαλαίου, 
αφού  βλέπει  ότι  δεν  είναι  απαραίτητος  σε  ορισμένο  τύπο  έργου,  ούτε  μπορεί  να  έχει 
κοινωνικήν  αναγνώριση,  ηθική  καταξίωση  η  δουλειά  του.  Αποκλειστική  του  πια  επιδίωξη 

Digitized by 10uk1s 
γίνεται το μεροκάματο∙ ένα μεροκάματο μάλιστα που προσδιορίζεται από διάφορους άλλους 
όρους  της  αγοράς  εργασίας,  όχι  από  την  ποιότητα,  ούτε  από  την  κοινωνική  σημασία  της 
δουλειάς του. Στο πλαίσιο τούτο δημιουργείται μια  παράδοξη σχέση του  εργαζόμενου προς 
την οικονομία, του πολίτη προς το κράτος. Το φαινόμενο το ονόμασε (κατά τον Fichte και τον 
Hegel) ο Marx με μια πάρα πολύ εύστοχη λέξη: αλλοτρίωση (Entfremdung). «Αλλοτριώνεται», 
αποξενώνεται ο άνθρωπος από το έργο του. Το έργο και ο άνθρωπος δεν δένονται πια μαζί 
μέσα  σ'  ένα  κλοιό  οικειότητας.  Έχουν  ξεκολλήσει∙  συγχρόνως  όμως  ξεκολλάει  και  ψυχικά  ο 
άνθρωπος από την κοινωνία. Η εργασία που άλλοτε ήταν υπόθεση ζωής, χαρά ζωής, γίνεται 
προϊόν που διατιμάται όπως όλα τα άλλα προϊόντα, σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και 
της ζήτησης. Τώρα δεν χρειαζόμαστε αυτή τη δουλειά — την πληρώνομε φτηνά∙ αύριο θα τη 
χρειαζόμαστε —  θα την  πληρώσομε  ακριβά. Όπως διαμορφώνεται  η τιμή λ.χ. των λεμονιών 
στην αγορά: έπεσε χαλάζι και χάλασαν, ακριβαίνουν τα λεμόνια∙ ευνοήθηκαν οι λεμονιές από 
τον  καιρό,  παραγωγή  μεγαλύτερη,  φτηναίνουν  τα  λεμόνια...  Έτσι  γίνεται  αλλότριος  ο 
άνθρωπος  προς  το  επάγγελμά  του,  αλλότριος  ο  εργαζόμενος  προς  την  εργασία  του,  και 
επειδή η εργασία και το επάγγελμα είναι διαστάσεις της ατομικής και της συλλογικής ζωής, 
αποκολλιέται  ο  άνθρωπος  από  την  κοινωνία.  Και  αρχίζει  να  εμφανίζεται  και  να  πληθαίνει 
ένας  τύπος  εργαζόμενου  ανθρώπου  που  δεν  ανήκει  ψυχικά  ούτε  στο  επάγγελμά  του,  ούτε 
στην οικογένειά του, ούτε στην πατρίδα του. Ένα ον χωρίς αγάπη, χωρίς δεσμούς, χωρίς ρίζες. 
Εύκολα μαντεύει κανείς τι τεράστια και περίπλοκα προβλήματα δημιουργούνται απ' αυτή την 
κατάσταση, ψυχολογικά και ηθικά. Από την ώρα που η εργασία χάνει τον βαθύτερο κοινωνικό 
προορισμό  της  και  γίνεται  εμπόρευμα,  ο  εργοδότης  θεωρεί  δικαίωμά  του  να  προσπαθεί  να 
την αγοράσει όσο γίνεται φτηνότερα. Μέσα στους υπολογισμούς του ο επιχειρηματίας λέγει: 
τόσα  για  πρώτες  όλες,  τόσα  για  εγκαταστάσεις  κτλ.  και  τόσα  για  να  αγοράσω  εργασία.  Όλα 
μπαίνουν πια στην ίδια μοίρα: το υλικό, το εργαλείο και ο άνθρωπος... 

Mε την εξέλιξη λοιπόν προς νέες μορφές παραγωγικής εργασίας, φοβούμαι ότι όχι μόνο δεν 
καταλύσαμε  τον  αρχαίο  θεσμό  τής  δουλείας,  αλλά  ιδρύσαμε  νέες  μορφές  του  μέσα  στην 
«προχωρημένη»  και  εξαιτίας  της  «προχωρημένης»  οικονομίας  μας.  Μορφές  που  είναι  πολύ 
επικίνδυνες  για  την  ηθική  υγεία  της  κοινωνίας.  Κατά  τους  διορατικότερους  οικονομολόγους 
και κοινωνιολόγους μας, οι βαθειές οικονομικοπολιτικές κρίσεις της εποχής μας μιαν από τις 
κύριες αιτίες τους έχουν τούτο ακριβώς το γεγονός. 

*** 

Με την κερδοσκοπία από το ένα μέρος (αγοράζω την εργασία όσο μπορώ πιο φτηνά), με την 
εκμετάλλευση  της  ένδειας  από  το  άλλο  μέρος  (γίνομαι  ανοικτίρμων  απέναντι  στον 
εργαζόμενο: του ζητώ τόσες ώρες μόχθου, τον πληρώνω όσο η αγορά ορίζει και, εάν δεν τον 
χρειάζομαι  πια,  τον  απολύω  και  τον  στέλνω  στο  ταμείο  ανεργίας)  εκφυλίζεται  η  ιερή  και 
οργανικά  δεμένη  με  την  κοινωνική  μας  υπόσταση  βιοποριστική  απασχόληση  που  λέγεται 
επάγγελμα,  και  τον  εκφυλισμό  της  τον  ακολουθεί  αναπότρεπτα  η  ηθική  κατάρρευση  του 
ατόμου και της κοινωνίας. Το «έμψυχον όργανον» δεν αγαπάει, δεν πονάει τη δουλειά που 
κάνει∙ δεν ενδιαφέρεται να στερεωθεί και να ευδοκιμήσει η επιχείρηση που του εξασφαλίζει 
τη  ζωή∙  δεν  χαίρεται  το  έργο  που  εκτελεί∙  αισθάνεται  ότι  ο  εργοδότης  τον  εκμεταλλεύεται∙ 
ξέρει  ότι,  όταν  θα  πάψει  να  τον  χρειάζεται,  θα  τον  απολύσει∙  κοιτάζει  πώς  να  εργάζεται 
λιγότερο  και  να  αμείβεται  περισσότερο,  πώς  να  κάνει  ευκολώτερη,  άρα  προστυχότερη 
δουλειά. Και τότε αρχίζει μια συναισθηματικά αρνητική, εχθρική σχέση μεταξύ εργοδότη και 
εργαζόμενου,  που  μεταφέρεται  (επειδή  ο  εργοδότης  ταυτίζεται  με  την  οικονομικά  ισχυρή 
κοινωνική τάξη και σύμμαχός του θεωρείται η πολιτική ηγεσία) από το ένα επίπεδο στο άλλο, 
με  συνέπεια  από  τα  «έμψυχα  όργανα»  να  δημιουργούνται  εχθροί  της  κοινωνίας,  αντίπαλοι 
του κράτους, άνθρωποι που όχι μόνο δεν πονούν τον τόπο τους, αλλά εύχονται να γίνει μια 
αναστάτωση  (ανατροπή,  στάση,  πόλεμος)  για  να  αρπάξουν  με  τη  βία  εκείνο  που  πιστεύουν 

Digitized by 10uk1s 
ότι τους ανήκει, αλλά το έχουν στερηθεί από την απληστία των «κυρίων» τους. 

Πώς  θα  βγει  η  σημερινή  (εξελιγμένη,  καθώς  τη  λέμε,  οικονομικά  και  τεχνολογικά)  κοινωνία 
από  το  αδιέξοδο,  όπου  την  οδηγούν  τα  προβλήματα  που  συζητούμε;  —  Οι  συνετώτεροι 
πολιτικοί του καιρού μας τονίζουν ότι μια λύση μόνο υπάρχει, όσο και αν οι μεθοδεύσεις, οι 
δρόμοι  προς  αυτήν  είναι  πολλοί:  Να  ξανασυνδεθεί  ψυχικά  ο  εργαζόμενος  άνθρωπος  με  το 
έργο του, να το αγαπήσει και πάλι, να τιμηθεί κοινωνικά για την αφοσίωσή του σ' αυτό. Και 
ως  πρώτο  βήμα  προς  αυτή  την  κατεύθυνση  θεωρούν  τη  συμμετοχή  των  εργαζομένων  στις 
ευθύνες και στα κέρδη των επιχειρήσεων που τους απασχολούν, με τον άγρυπνο έλεγχο ενός 
Κράτους  Δικαίου,  που  θέλει  και  ξέρει  και  μπορεί  να  επιβάλει  την  ισονομία  —  όχι  τη 
«φιλανθρωπία» που πληγώνει, αλλά τη «δικαιοσύνη» που καταξιώνει τον άνθρωπο. 

Του  προβλήματος  η  λύση  θα  αναζητηθεί,  κατά  την  ταπεινή  μου  γνώμη,  σε  δύο  επίπεδα. 
Πρώτα στο επίπεδο της αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας, και έπειτα στο επίπεδο 
της υποκειμενικής ψυχολογικής πραγματικότητας. Το πρώτο είναι ο στίβος ο κοινωνικός και ο 
πολιτικός.  Η  ίδια  η  οικονομία  θα  επιβάλει  στην  πολιτική  ηγεσία  μορφές  εργασίας  πολύ  πιο 
ανθρώπινες  από  όσες  έχουν  δημιουργηθεί  έως  τώρα.  Άλλωστε,  εάν  παρακολουθήσομε  την 
εργατική  νομοθεσία  των  περισσότερων  κρατών  του  κόσμου,  όπως  έχει  διαμορφωθεί  μέσα 
στα  τελευταία  50  χρόνια,  θα  ιδούμε  μια  σταθερή  τάση  προς  την  κοινωνική  προστασία  της 
εργασίας: ασφάλιση του εργαζόμενου, πρόνοια για την υγεία του, φροντίδα για τα γερατειά 
του κ.ο.κ. Παράλληλα γίνεται από τους εργοδότες και τα όργανα του κράτους προσπάθεια να 
διαπαιδαγωγηθεί  ο  εργαζόμενος  άνθρωπος,  να  του  προσφέρεται  τακτικά  ψυχαγωγία,  να 
εξασφαλίζεται η εβδομαδιαία του ανάπαυση και να του δίνονται ευκαιρίες να χρησιμοποιεί 
θετικά, με ευπρέπεια, τον ελεύθερο χρόνο του. Επίσης: να  συνδεθεί με τη μοίρα της χώρας 
του  και  με  το  γενικότερο  καλό  της  ανθρωπότητας∙  να  διδαχτεί  και  να  παραδεχτεί  ότι  η 
«μηχανή», που τον «παραμερίζει», μπορεί κι αυτή να βοηθήσει να συντελεσθεί με γοργότερο 
ρυθμό η πρόοδος του κόσμου, η μεγαλύτερη εξανθρώπιση του ανθρώπου. Εάν ο εργαζόμενος 
δεν  αποκτήσει  αυτή  τη  «συνείδηση»,  δεν  έχομε  κάνει  τίποτε.  Όσοι  κερδίζουν  από  το  μόχθο 
του  είτε  κεφαλαιούχοι  είναι  (άτομα,  εταιρίες,  τραστ  κτλ.)  είτε  κράτη  (στις  σοσιαλιστικές 
πολιτείες  το  κράτος  είναι  ο  εργοδότης)  πρέπει  να  καταλάβουν  και  να  αναγνωρίσουν  ότι 
μονιμότερα  κέρδη  είναι  μόνο  εκείνα  που  πραγματοποιούνται  με  πιο  ανθρώπινο  τρόπο 
εργασίας. Το να «διατηρήσει» κανείς κάτι, έλεγαν οι Αρχαίοι, είναι δυσκολώτερο από το να το 
«αποκτήσει». Εύκολα πληθαίνουν τα κέρδη, αλλά κάποτε εξανεμίζονται όλα διαμιάς. 

Στο  επίπεδο  της  υποκειμενικής  ψυχολογικής  πραγματικότητας  εκείνο  που  θα  μας  επιβληθεί 
είναι να αξιοποιήσομε καλύτερα τον παράγοντα: αγωγή. Να στραφούμε προς την οικογένεια, 
το  σχολείο,  τα  όργανα  της  πολιτείας  που  διαπαιδαγωγούν  τον  άνθρωπο  (τη  δικαιοσύνη,  τη 
διοίκηση,  την  εκκλησία  κτλ.)  και  να  αξιώσομε  να  διαφωτίσουν  τους  νέους  τι  θα  πει 
επάγγελμα,  ποιο  είναι  το  ηθικό  νόημα  και  ο  κοινωνικός  προορισμός  του.  —  Στο  κεφάλαιο 
αυτό πιστεύω ότι και ο καθένας μας μπορεί (με τις περιορισμένες, έστω, δυνάμεις του και στο 
στενό κύκλο των σχέσεών του) να βοηθήσει. Ιδίως όσοι από μας είναι γονείς. Όταν το μικρό 
παιδί  που  έκθαμβο  βλέπει  να  λάμπουν  τα  γαλόνια  και  τα  παράσημα  στη  στολή  των 
αξιωματικών  ή  παρακολουθεί  με  θαυμασμό  τον  πλούσιο  γείτονα  που  έχει  το  ωραίο  και 
ακριβό αυτοκίνητο, μας λέγει: «Θα γίνω στρατηγός, μητέρα». «Θα γίνω βιομήχανος, πατέρα». 
—  θα  πρέπει  να  του  απαντούμε:  «Να  γίνεις,  παιδί  μου.  Όλα  τα  επαγγέλματα  είναι  ανοιχτά 
μπροστά σου, αφού ζούμε σε μια κοινωνία που δεν προκαθορίζει τη θέση του κάθε μέλους 
της  ανάλογα  με  την  οικογενειακή  του  προέλευση.  Δεν  έχει  όμως  σημασία  το  τι  θα  γίνεις. 
Σημασία έχει αυτό που θα γίνεις να το αποκτήσεις με την ικανότητα και την αρετή σου. Και να 
το  αγαπάς,  να  το  τιμάς,  να  σου  γεμίζει  τη  ζωή,  να  το  χαίρεσαι  με  αυτή  την  εσωτερική  χαρά 
που δίνει η σωστή σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία. Εάν το επάγγελμα που θα κάνεις, 
ικανοποιεί μόνο τη ματαιοδοξία σου ή υπηρετεί μόνο το στενό υλικό συμφέρον σου, θα είσαι 

Digitized by 10uk1s 
ένας άνθρωπος αποτυχημένος και δυστυχής». Και να του εξηγήσομε ότι υπάρχουν άνθρωποι 
δυστυχείς  με  πολλά  παράσημα  και  ευτυχείς  χωρίς  παράσημα∙  ότι  υπάρχουν  άνθρωποι 
αποτυχημένοι μέσα στα πλούτη και επιτυχημένοι χωρίς πλούτη. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Ι.  Η  «πόλις»,  ο  «πολίτης»,  η  «πολιτική»  στους  κλασικούς  ελληνικούς  χρόνους.—  Οι 


κύριοι  τύποι  της  «πολιτείας»:  μοναρχία,  ολιγαρχία,  δημοκρατία∙  υγιείς  και  νοσηρές 
μορφές  τους.  —  Ελληνικό  πολιτικό  ήθος:  ενεργός  συμμετοχή  των  μελών  της 
κοινότητας  στη  συλλογική  ζωή.—  Ελεύθερη  «πόλις»  και  ελεύθερος  στοχασμός 
(«φιλοσοφία»),  δίκαιη  «πόλις»  και  δίκαιος  άνθρωπος  —  το  ένα  προϋπόθεση  και 
εγγύηση  του  άλλου.—  Νέα  προοπτική  με  τους  νέους  χρόνους,  νέα  συνθήματα:  «η 
πολιτική είναι δύναμη» (Μαchiavelli), «η γνώση είναι δύναμη» (Bacon). 

II.  Η  πολιτική  δράση  χρέος  ηθικό  που  απορρέει  από  την  αλληλεγγύη  και  το 
συνυπεύθυνο των ατόμων μέσα στο κοινωνικό σύνολο.— Η θέση των «εκλεκτών» όχι 
έξω  αλλά  μέσα  στο  λαό  τους  (Πλάτων,  Nietzsche,  Ντοστογέφσκη).  —  Κάθε 
πνευματικό  έργο  τείνει  να  απλωθεί  και  να  αξιοποιηθεί  κοινωνικά.  —  Η  πολιτική 
τέχνη  «υφαντική»  (Πλάτων):  συνταιριάζει  τα  νήματα  των  κοινωνικών  και  των 
ατομικών  αναγκών,  συμφερόντων,  βλέψεων,  για  να  συντεθεί  ένα  αρμονικό  ύφασμα 
συλλογικής ζωής.— Ο  γνήσιος πολιτικός βρίσκει στην πολιτική δραστηριότητα (όχι 
την  ικανοποίηση  της  ματαιοδοξίας  αλλά)  το  νόημα  και  την  πλήρωση  της  ύπαρξής 
του. 

Ι 

Πολιτική είναι μια από τις πασίγνωστες λέξεις που εκληροδότησε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος 
στην  ιστορία  των  ιδεών.  Έχει  πλέον  περάσει  στις  γλώσσες  όλων  των  πολιτισμένων  λαών 
αναλλοίωτη:  Politique,  Politics,  Politica,  Politik  κ.ο.κ.  (Στην  ίδια  κατηγορία  ανήκουν  και  οι 
λέξεις:  φιλοσοφία,  δημοκρατία,  τραγωδία  κτλ.).  Όπως  όμως  συμβαίνει  και  σε  πολλές  άλλες 
περιπτώσεις,  επήραμε  από  την  αρχαία  γλώσσα  μόνο  τη  λέξη,  όχι  και  το  περιεχόμενο  που 
έδινε σ' αυτήν η ελληνική θεωρία και πράξη. Χρειάζεται λοιπόν μια μικρή αναδρομή ιστορική 
για να εξηγήσομε το νόημά της. Ολοφάνερα η «πολιτική» κατάγεται από τον «πολίτη» και ο 
«πολίτης»  από  την  «πόλη».  Η  αρχική  πηγή  είναι  η  πόλις.  Πόλις  για  την  αρχαία  ελληνική 
συνείδηση  δεν  εσήμαινε  τον  «συνοικισμό»  (human  settlement),  δηλαδή  ένα  άθροισμα 
σπιτιών,  καταστημάτων,  κήπων,  δρόμων  κτλ.  Η  μέσα  σε  ορισμένο  χώρο  συγκέντρωση 
συμβιούντων  ανθρώπων  με  τις  εγκαταστάσεις  τους  δεν  έκανε  την  «πόλη».  Την  «πόλη»  την 
έκανε  η  οργανωμένη  κοινωνική  ζωή  των  κατοίκων  της,  η  θρησκευτική,  πολιτική  και 
οικονομική  συνοχή  και  συνεργασία  των  μελών  της.  Η  πόλη  επομένως  στην  Αρχαία  Ελλάδα 
εσήμαινε  αυτό  που  σήμερα  ονομάζομε  κράτος  ή  πολιτεία.  Πρώτο  και  κύριο  χαρακτηριστικό 
της:  το  κοινό  κέντρο  λατρείας,  οι  δικοί  της  θεοί.  Κάθε  ελληνική  πόλη  είχε  τους  θεούς  της. 
Ακόμη  και  όταν  οι  λατρευόμενοι  σε  διάφορες  πόλεις  θεοί  έφεραν  το  ίδιο  κύριο  όνομα  — 
Ζευς, Απόλλων, Αθηνά, Αφροδίτη κτλ. — πάλι ο καθένας είχε τη δική του «φυσιογνωμία», την 
ιστορία,  τον  τύπο,  τον  συμβολισμό  του.  (Τάξη  και  σύστημα  προσπάθησαν  να  βάλουν  στο 
μωσαϊκό  αυτό  ο  Όμηρος  και  ο  Ησίοδος∙  αλλά  και  πάλι  η  «θρησκεία  του  Ολύμπου»,  όπως 
λέγεται, δεν απλώθηκε στα λαϊκά στρώματα). Η κοινή λατρεία με τα ιερά της είχε πολλαπλό 
κοινωνικό  σκοπό:  έφερε  σε  τακτικήν  επαφή  τα  μέλη  της  κοινότητας  όχι  μόνο  για  τις 
θρησκευτικές, αλλά και για τις οικονομικές και «κοσμικές» (συνοικέσια, διασκέδαση, αγώνες 
κτλ.) ανάγκες τους. Το «πανηγύρι» από την αρχαιότητα έως σήμερα αυτό τον προορισμό έχει 
στην Ελλάδα. Η πόλωση του είδους τούτου προς το κοινό θρησκευτικό κέντρο έφερε με τον 
καιρό και την πολιτική οργάνωση της κοινότητας. Το «γένος», το αρχικό κύτταρο, σπάζει και 
αρχίζει να δημιουργείται ο τύπος της μικρής πολιτείας (αστερισμός στην αρχή πολλών, άλλοτε 
χαλαρώτερα  και  άλλοτε  σφιχτότερα,  συναρμολογημένων  «γενών»  ή  ευρύτερων  οικισμών, 

Digitized by 10uk1s 
των  «δήμων»)  που  διοικείται  από  μια  κληρονομική  ή  αιρετήν  ηγεσία  (πρόσωπο  ή  όμιλο) 
σύμφωνα  με  άγραφους  ή  γραμμένους  «νόμους».  Σας  μίλησα,  φυσικά  πολύ  σύντομα,  για  τη 
γένεση της αρχαίας ελληνικής «πόλης», επειδή — όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις — η 
ελληνική  ιστορία  μάς  δίνει  και  εδώ  ένα  λαμπρό  «πρότυπο»  (modèle,  στη  γλώσσα  των 
σύγχρονων  Μαθηματικών)  για  να  καταλάβομε  τον  τρόπο  που  διαμορφώνεται  μια  πολιτεία. 
Όσα  γνωρίζομε  έως  τώρα  για  τη  γένεση  των  κρατών  (παλαιών  και  νέων)  είναι  παραλλαγές 
αυτού του τυπικού σχήματος. 

Ο Πλάτων μας έμαθε ότι τρεις είναι οι κύριες μορφές του πολιτεύματος: 1. Ένας ο ηγέτης — 
μοναρχία.  2.  Λίγοι  οι  ηγέτες  (ένας  ολιγάριθμος  όμιλος  πολιτών  ας  πούμε:  οι  γέροντες,  οι 
αρχηγοί διάφορων ισχυρών οίκων, ακόμη και πρόσωπα που τιμά ιδιαίτερα η κοινότητα για τη 
γενναιότητα,  τη  σοφία,  τον  πλούτο  τους  κτλ.)  —  ολιγαρχία.  Και  3.  Όταν  όλες  οι  εξουσίες 
απορρέουν από το λαό, το δήμο, που τις αναθέτει με εντολή (κλήρο, ψήφο κτλ.) σε ορισμένα 
μέλη  της  κοινότητας  —  δημοκρατία.  Ο  Πλάτων  ακόμη  μας  έμαθε  ότι  τα  τρία  αυτά 
πολιτεύματα  έχουν  την  υγεία  και  τις  νόσους  τους.  Άλλοτε  είναι  υγιή  και  λειτουργούν  καλά∙ 
άλλοτε  αρρωσταίνουν,  φθείρονται  και  εκφυλίζονται.  Έτσι  υπάρχει:  Μια  υγιής  μοναρχία:  η 
βασιλεία.  Και  μια  αρρωστημένη:  η  τυραννίς.  Μια  υγιής  ολιγαρχία:  η  αρχή  των  αρίστων, 
αριστοκρατία. Και μια αρρωστημένη: η αρχή των προνομιούχων, τιμοκρατία. Τέλος μια υγιής 
αρχή  του  λαού  ολόκληρου,  η  δημοκρατία  Και  μια  αρρωστημένη,  η  οχλοκρaτίa.  Δεν  έχει 
σημασία,  λέγουν  οι  αρχαίοι  θεωρητικοί,  τι  μορφή  πολιτεύματος  θα  διαλέξομε,  γιατί  τούτο 
εξαρτάται  από  τη  συνδρομή  πολλών  παραγόντων:  από  την  παράδοση  ενός  λαού,  από  το 
χαρακτήρα και τον τρόπο της ζωής του, από την οικονομία του, από τις σχέσεις του προς τους 
άλλους  λαούς,  από  την  ιστορική  «ώρα»  κτλ.  κτλ.  Εκείνο  που  έχει  σημασία  είναι  ότι  όποια 
μορφή από τις τρεις κι αν διαλέξομε, πρέπει να προσπαθούμε να είναι υγιές όχι αρρωστημένο 
το πολίτευμά μας. Να μην αφήνομε να εκφυλίζεται η βασιλεία σε τυραννίδα, η αριστοκρατία 
σε  τιμοκρατία,  η  δημοκρατία  σε  οχλοκρατία.  Και  ο  καλύτερος  τρόπος  για  να  το  επιτύχομε 
είναι  οι  νόμοι  που  δεσμεύουν  όλα  τα  μέλη  της  κοινότητας.  Ακόμα  και  η  βούληση  ενός 
μονάρχη  την  ώρα  που  γράφεται  και  εξαγγέλλεται  («αυτό  κι  αυτό  ορίζω  να  γίνει»)  αποτελεί 
δέσμευση για τον ίδιον, γιατί ξεπέφτει από την υψηλή του θέση όταν, χωρίς να μεσολαβήσει 
τίποτα, έρχεται μιαν ωραία μέρα και παίρνει το λόγο του πίσω απροσχημάτιστα: sic volo sic 
jubeo∙  μεταβάλλεται  από  ηγεμόνας  σε  τύραννο.  Ο  νόμος  ως  δηλωμένη  βούληση  του  λαού 
(σύμφωνη  με  τις  αρχές,  τις  βλέψεις  και  τα  συμφέροντά  του)  είναι  το  κρηπίδωμα  της 
δημοκρατίας∙ αυτή στέκεται και πέφτει μαζί του. Στο νόμο στηρίζεται και η αρχή των αρίστων, 
η υγιής ολιγαρχία∙ κανείς από τους άρχοντες δεν επιτρέπεται να μπαίνει πάνω από το νόμο∙ 
αυτοί ίσα‐ίσα πρέπει να δίνουν το παράδειγμα της πειθαρχίας. 

*** 

Πολιτική  είναι  η  τέχνη  του  άρχειν  αλλά  και  του  άρχεσθαι,  γενικά  η  τέχνη  πώς  να  μετέχει 
κανείς αποτελεσματικά  στα κοινά, στο  δημόσιο βίο  της χώρας του, είτε σαν άρχων  είτε σαν 
αρχόμενος,  αφού  οι  ευθύνες  όπως  και  τα  έργα  μοιράζονται  (με  τρόπο  ανάλογο  προς  τη 
μορφή  της  πολιτείας):  στους  διοικούντες  και  στους  διοικούμενους.  Η  κάθε  τάξη  έχει  τα 
καθήκοντα και τα δικαιώματά της, συνυφασμένα με τις βλέψεις και τα συμφέροντα τα δικά 
της,  αλλά  και  με  τις  βλέψεις  και  τα  συμφέροντα  της  κοινότητας  (πάλι  με  τρόπο  που  κάθε 
φορά προσδιορίζεται από τον τύπο του πολιτεύματος). Στους αρχαίους χρόνους  θεωρία της 
Πολιτικής (τέχνης) έχομε μόνο στην Ελλάδα. Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τον Θαλή και 
τον  Πυθαγόρα  έως  τον  Πλάτωνα  και  τον  Αριστοτέλη,  ασχολήθηκαν  με  τα  προβλήματα  του 
δημόσιου  βίου,  και  μάλιστα  όχι  μόνο  θεωρητικά.  Αυτό  δεν  είναι  τυχαίο.  Για  να  αναπτυχθεί 
πολιτική  θεωρία  έπρεπε  να  υπάρχει  πολιτική  πράξη,  ενδιαφέρον  ζωηρό  και  ενεργητική 
συμμετοχή  των  μελών  της  κοινότητας  στη  συλλογική  ζωή.  Και  αυτή  μόνο  στις  αρχαίες 
ελληνικές «πόλεις», που είχαν λίγο ως πολύ ελεύθερο πολιτικό βίο, υπήρχε. Αυτός άλλωστε 

Digitized by 10uk1s 
είναι και ο κύριος λόγος που η φιλοσοφία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Όσοι δεν αγαπούν 
τα μονομερή σχήματα και τις θεωρίες του «μονόδρομου» (και σε μένα δεν αρέσουν) δέχονται 
ότι υπάρχει  διαλεκτική αμοιβαιότητα  στις  σχέσεις  ελεύθερου πολιτικού βίου και ελεύθερου 
θεωρητικού  στοχασμού,  πολιτικής  και  φιλοσοφίας,  όπως  και  οι  δύο  διαμορφώθηκαν  στον 
αρχαίο ελληνικό κόσμο: το ένα στοιχείο καθορίζει το άλλο και καθορίζεται απ' αυτό. Δημόσια 
ζωή  και  φιλοσοφία  γεννήθηκαν  η  μία  από  την  άλλη,  επηρέασαν  βαθιά  η  μία  την  άλλη, 
αναπτύχθηκαν  η  μία  σε  στενή  συνάρτηση  με  την  άλλη.  Το  κύκλωμα  στις  σχέσεις  τους  είναι 
συνεχές.  Ούτε  από  τους  λαούς  της  Μεσοποταμίας  ούτε  από  τους  αρχαίους  Αιγυπτίους  και 
Πέρσες  έλειψαν οι μεγαλοφυίες, τα  προνομιούχα πνεύματα.  Εάν δεν απόκτησαν  φιλοσοφία 
(και  πολιτική  θεωρία,  της  ελληνικής  φιλοσοφίας  μέρος  αναπόσπαστο),  τούτο  οφείλεται  στο 
γεγονός  ότι  τα  κράτη  εκείνα  δεν  είχαν  ποτέ  ανεπτυγμένη  δημόσια  ζωή  με  ενεργητική 
συμμετοχή  του  λαού  στη  διακυβέρνηση  της  χώρας.  Οι  δημοκρατούμενες  ελληνικές  πόλεις 
έδωσαν  αξία  στο  «λόγο»  και  στην  «πειθώ»,  στον  «έλεγχο»  και  στα  «επιχειρήματα»,  αφού 
αυτό απαιτούσε η δομή, το ήθος του πολιτεύματός τους∙ και έτσι δημιούργησαν τις ιστορικές 
προϋποθέσεις  για  να  ριζώσει  στο  έδαφός  τους  και  να  ανθήσει  η  φιλοσοφία  (ο  ελεύθερος 
κριτικός  στοχασμός).  Αλλά  και  η  φιλοσοφία  ανταπέδωσε  γενναιόδωρα  τη  χάρη:  με  τις 
θεωρητικές  κατασκευές  και  τις  κριτικές  αναλύσεις  της  φώτισε  και  κατεύθυνε  την  πολιτική 
πράξη∙  έδωσε  στερεά  θεμέλια  και  υψηλοφροσύνη  στην  κύρια  πολιτική  λειτουργία:  τη 
νομοθεσία — φιλόσοφοι έγιναν νομοθέτες και κυβερνήτες ελληνικών πόλεων (π.χ. ο Αρχύτας 
στην Μεγάλη Ελλάδα) ή σύμβουλοι ηγεμόνων (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.). 

Χαρακτηριστικό  της  αρχαίας  ελληνικής  φιλοσοφικής  σκέψης  είναι  ότι  δεν  μπορούσε  να 
φαντασθεί  τον  άνθρωπο  απομονωμένο  από  την  πολιτικά  οργανωμένη  κοινότητα,  ούτε  να 
δεχτεί  ότι  η  κοινότητα  αυτή  έχει  ζωήν  αυθύπαρκτη  χωριστήν  από  τη  ζωή  (τις  βλέψεις,  τις 
ιδέες,  τη  δράση)  των  μελών  της.  Για  την  αντίληψη  των  Αρχαίων  το  ένα  στοιχείο  υπάρχει, 
ουσιώνεται και καταξιώνεται μέσα στο άλλο και δια του άλλου. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί 
τον  εαυτό  του  όχι  έξω  αλλά  μέσα  στην  πολιτεία  και  δια  της  πολιτείας.  Και  η  πολιτεία  είναι 
γνήσια  και  πλήρης  κατά  το  νόημα  και  το  κύρος  της  όταν  ταυτίζεται  με  τον  κάθε  πολίτη 
χωριστά  και  με  όλους  μαζί,  όταν  ζει  και  ευδοκιμεί  από  την  εργασία,  την  πρωτοβουλία,  την 
αρετή τους. 

Έτσι  εξηγείται  και  η  τοποθέτηση  του  ζητήματος  «έννοια  της  δικαιοσύνης»  από  τον  Σωκράτη 
της πλατωνικής «Πολιτείας»: ας ψάξομε πρώτα να βρούμε ποια είναι η δίκαιη πολιτεία, και 
όταν  την  ανακαλύψομε  θα  έχομε  κιόλας  βρει  ποιος  είναι  ο  δίκαιος  άνθρωπος.  Το  ένα  είναι 
προϋπόθεση  και  συνάρτηση  του  άλλου.  Η  δίκαιη  πολιτεία  έργο  και  καμάρι  δίκαιων 
ανθρώπων,  και  ο  δίκαιος  άνθρωπος  γέννημα  και  δόξα  της  δίκαιης  πολιτείας.  Δίκαιος 
άνθρωπος μέσα σε άδικη πολιτεία, και άδικη πολιτεία από δίκαιους ανθρώπους είναι για την 
ελληνική αντίληψη πράγματα ασυμβίβαστα, ακατανόητα. Και αν γίνονται αυτά τα πράγματα 
(και γίνονται) τούτο είναι έξω από τον χώρο του θεμιτού, παρά τους νόμους του «λόγου». Σε 
όλες τις μεγάλες στιγμές της η πολιτική θεωρία και πράξη των Αρχαίων αυτή τη χρυσή βάση 
είχε:  πώς  ο  πολίτης  και  η  πόλη  να  προκόψουν  στην  «ευδαιμονία»  και  στην  «αρετή» 
(Λυκούργος κατά Πλούταρχο)∙ πώς ο ένας δια του άλλου θα γίνει τέλειος, «δίκαιος» (Πλάτων). 
Στους νέους χρόνους το σκηνικό αλλάζει εντελώς∙ χαρακτηριστικό προανάκρουσμα το πρώτο 
βιβλίο  ευρωπαϊκής  πολιτικής  φιλοσοφίας:  Ο  «Ηγεμόνας»  του  Nicolo  Machiavelli,  16ος 
αιώνας. Φαντάζεστε ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας Πυθαγόρας ή Δημόκριτος, ένας Πλάτων ή 
Αριστοτέλης να συλλάβει και να γράψει ένα βιβλίο που εγκωμιάζει τη δύναμη, τη δύναμη για 
τη  δύναμη;  Και  αυτός  ο  Θουκυδίδης,  ο  ρεαλιστής,  με  το  στόμα  των  μεγάλων  ηγετών  που 
παρουσιάζει υποστηρίζει ότι όχι η δύναμη ως δύναμη, αλλά η λάμψη της πολιτείας, το γόητρο 
στους  σύγχρονους  και  η  φήμη  στους  μεταγενέστερους,  είναι  ο  σκοπός  και  το  έπαθλο  των 
σκληρών  αγώνων.  Οι  νέοι  χρόνοι  αρχίζουν  με  άλλο  εντελώς  μοτίβο.  Ο  «Ηγεμόνας» 
ενσαρκώνει  τον  ιδεώδη  πολιτικό,  και  για  τον  «Ηγεμόνα»,  όπως  λέει  ο  πλαστουργός  του,  ο 
Machiavelli, το κίνητρο, το πρόγραμμα και ο σκοπός είναι η δύναμη. Κάνομε πολιτική για να 

Digitized by 10uk1s 
αποκτήσομε  δύναμη, για  να αποσπάσομε από τους άλλους δύναμη, για να  διαθέτομε  εμείς 
μόνο  (ή  εμείς  περισσότερο  από  κάθε  άλλον)  δύναμη.  Εκατό  χρόνια  αργότερα  ένα  δεύτερο 
σύνθημα  θα  συμπληρώσει και θα ολοκληρώσει το  πρώτο:  και της γνώσης  προορισμός είναι 
να  δώσει  δύναμη  σ'  εκείνον  που  την  κατέχει:  «knowledge  is  power»,  Francis  Bacon.  Έτσι  η 
«δύναμη»  γίνεται  το  νέο  είδωλο.  Ο  αρχαίος  έλεγε:  της  πολιτικής  σκοπός  ο  τέλειος  (ο 
ευδαίμων  και δίκαιος) άνθρωπος, της  επιστήμης  σκοπός ο τέλειος (ο  ευδαίμων  και δίκαιος) 
άνθρωπος, και ο άνθρωπος πραγματοποιείται μέσα στην κοινωνική του διέκταση, και με την 
κοινωνική  του  διέκταση,  μέσα  στην  πολιτεία  και  με  την  πολιτεία.  Τώρα  η  πολιτική  είναι  ο 
δρόμος (ατόμων και κρατών) προς τη δύναμη. Κατά τον Machiavelli δεν υπάρχει θεμιτό και μη 
θεμιτό μέσον για την πολιτική και τον πολιτικό εφόσον τούτο οδηγεί ασφαλώς στη δύναμη. 
Και ο Bacon στο «Novum Organon» (στην Καινή Διαθήκη της επιστήμης∙ Παλαιά Διαθήκη της 
ο μεσαιωνικός «Αριστοτέλης») είναι εξίσου σαφής και τολμηρός: γνώση είναι ό,τι μας δίνει τη 
δύναμη να νικήσομε στον αγώνα μας με τη Φύση∙ η θεωρητική κατάκτηση που δεν βοηθεί σ' 
αυτή  τη  νίκη,  δεν  επιτελεί  το  σκοπό  της  γνώσης.  Όταν  με  τέτοια  εμβλήματα  αρχίζει  ένας 
πολιτισμός,  δεν  είναι  καθόλου  παράξενο  πώς  έφτασε  εκεί  που  τον  βλέπομε  σήμερα.  Η 
Machtpolitik,  η  πολιτική  της  δύναμης,  εφαρμόζεται  πια  απροσχημάτιστα  όχι  μόνο  από 
κείνους  που  τη  διακηρύττουν  χωρίς  συστολή,  αλλά  και  από  όσους  καμώνονται  ότι  την 
αποδοκιμάζουν,  επειδή  τάχα  τα  ελατήριά  τους  είναι  ευγενή.  Από  δω  και  πέρα  πια  όχι  οι 
ηθικές  εκτροπές,  αλλά  τα  λάθη  λογαριάζονται  στους  πολιτικούς  ηγέτες∙  το  «ευτυχές» 
αποτέλεσμα δικαιώνει τις μεγαλύτερες αυθαιρεσίες. Και ο πόλεμος, θα πει ένας θεωρητικός 
της στρατιωτικής τέχνης του περασμένου αιώνα (Klausewitz), είναι μια μορφή της πολιτικής: 
πολιτική με άλλα μέσα, αλλά με τον ίδιο σκοπό: απόκτηση δύναμης, αύξηση της δύναμης που 
διαθέτομε, απόσπαση δύναμης από τους άλλους. 

Στα  επόμενα  θα  προσπαθήσω  να  αποδείξω  ότι  αυτό  δεν  είναι,  δεν  μπορεί  να  είναι  το 
πρόσωπο της πολιτικής αλλά το προσωπείο της. Η δίψα για δύναμη ή για πλούτη, ακόμη και 
για  γόητρο  και  δόξα  δεν  κάνει  τον  πολιτικό.  Κάτι  άλλο  είναι,  πρέπει  να  είναι  το  κίνητρο,  το 
πρόγραμμα, το περιεχόμενο της, ζωής του. 

II 

Για  να  συλλάβομε  ορθά  το  νόημα  της  πολιτικής,  νομίζω  ότι  πρέπει  να  ξεκινήσομε  από  την 
έννοια  της  κοινωνικής  αλληλεγγύης,  από  το  συνυπεύθυνο  των  ατόμων  μέσα  στο  κοινωνικό 
σύνολο.  Το  ανθρώπινο  ον  δεν  επλάστηκε  να  ζήσει  μόνο∙  από  την  αυγή  της  ιστορίας  του  το 
βρίσκομε  ενταγμένο  μέσα  σε  μια  λίγο  ως  πολύ  οργανωμένη  ομάδα,  με  της  οποίας  τα  μέλη 
είναι συνυπεύθυνο και αλληλέγγυο. Η απόσπαση από την ομάδα ανέκαθεν θεωρήθηκε από 
τον  άνθρωπο  βαρειά  στέρηση,  ατυχία,  ποινή.  Να  γίνει  αποσυνάγωγος,  να  υποχρεωθεί  να 
εγκαταλείψει  την  κοινότητα  μέσα  στην  οποία  ζούσε,  τη  θρησκευτική,  την  οικονομική,  την 
πολιτική,  ήταν  συμφορά,  κατάρα.  Αντίθετα,  όσο  πιο  αρμονικά  είναι  δεμένο  με  την  ομάδα, 
όσο  πιο  ειρηνικά  ζει  με  τους  ομοίους  του,  όσο  αναγνωρίζεται  οργανικό  μέλος  του  συνόλου 
και τιμάται απ' αυτό, τόσο αισθάνεται πιο σίγουρος, τόσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη έχει στον 
εαυτό  του,  και  στη  ζωή  γενικότερα.  Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  οι  αριστοκρατικότεροι  από 
όσους  στοχάστηκαν  απάνω  στα  ανθρώπινα  πράγματα,  δεν  ήθελαν  τους  εκλεκτούς,  τους 
«ήρωες»  τους  απομονωμένους  και  ερημικούς,  αποκομμένους  από  την  κοινωνία.  Αυτό, 
νομίζω, δεν θα το περιμέναμε απ' αυτούς, αφού οι περισσότεροι αηδιάζουν ή περιφρονούν 
το  πλήθος  και  την  κοινή  ζωή.  Εντούτοις  κανένας  από  τους  αριστοκρατικούς  στοχαστές,  από 
όσους  τουλάχιστο  διακρίθηκαν  στην  ιστορία  του  πνεύματος,  δεν  κάνει  εξαίρεση  στο  σημείο 
τούτο.  Όλοι  απαιτούν  από  το  «προνομιούχο»  άτομο,  αφού  διαμορφωθεί  και  ωριμάσει  στη 
μοναξιά, να επιστρέψει στην ομάδα, να αξιοποιήσει εκεί τις ικανότητες και τα χαρίσματά του, 
να προσφέρει τη βοήθειά του για να υψώσει τους συνανθρώπους του. Ας αναλογιστούμε την 
περίφημη  εικόνα  του  σπηλαίου  στην  «Πολιτεία»  του  Πλάτωνα:  Εμείς  οι  κοινοί  θνητοί 

Digitized by 10uk1s 
μοιάζομε  με  δεσμώτες  στα  βάθη  ενός  σκοτεινού  σπηλαίου.  Και  καθόμαστε  έτσι  ώστε  να 
έχομε στραμμένη τη ράχη μας προς την είσοδο του σπηλαίου και να βλέπομε μόνο το φόντο, 
το σκοτεινό βάθος του. Έξω από το σπήλαιο περνούν διάφορα όντα, πρόσωπα ή πράγματα∙ 
εμείς  όμως  δεν  τα  βλέπομε  όπως  είναι  στην  πραγματικότητα,  γιατί  δεν  μπορούμε  να 
γυρίσομε  πίσω  το  κεφάλι  μας,  αφού  είμαστε  αλυσοδεμένοι  στη  θέση  μας,  παρά  βλέπομε 
μόνο τους ίσκιους των απάνω στο φόντο του σπηλαίου. Και επειδή όλη μας τη ζωή κ' εμείς 
και οι πρόγονοί μας την περνούμε σ' αυτή τη θέση, θεωρούμε φυσική την αιχμαλωσία μας και 
νομίζομε ότι αυτοί οι ίσκιοι είναι τα όντως όντα, η αληθινή πραγματικότητα. Οι «φιλόσοφοι», 
τα εκλεκτά άτομα — λέγει ο Πλάτων — πρέπει μεθοδικά και επίμονα να διαπαιδαγωγηθούν 
έτσι  ώστε  να  στρέψουν  σιγά  σιγά  το  κεφάλι  τους  προς  την  είσοδο  του  σπηλαίου,  για  να 
καταλάβουν  ότι  αυτά  που  έβλεπαν  ως  τώρα  είναι  μόνο  ίσκιοι,  είδωλα  απατηλά  τον  όντων 
όπως  είναι  στην  πραγματικότητα,  «έξω  από  το  σπήλαιο».  Έπειτα  να  καταφέρουν  να 
απελευθερωθούν  από  τις  αλυσίδες  τους  και  έρποντας  να  βγουν  έξω  και  να  αντικρίσουν 
επιτέλους το θαύμα του αληθινού κόσμου. Τι θα περίμενε ένας αναγνώστης που ξέρει ότι ο 
Πλάτων ήταν φύση αριστοκρατική, να πει ύστερ' απ' αυτή την αλληγορία; Το πιθανότερο ότι 
αυτοί  οι  εκλεκτοί  και  προνομιούχοι  που  αξιώθηκαν  να  βγουν  στο  φως  και  να  ιδούν  την 
καθαρή  αλήθεια,  μένουν  πλέον  έξω  από  το  σπήλαιο  ελεύθεροι  και  δεν  δέχονται  να 
επιστρέψουν  στην  αιχμαλωσία.  Ο  φιλόσοφός  μας  όμως  σκέπτεται  διαφορετικά.  Εύλογο, 
λέγει,  είναι  τα  εκλεκτά  πνεύματα  που  τώρα  για  πρώτη  φορά  ατενίζουν  την  άσπιλη  αλήθεια 
και ευφραίνονται από το όραμά της, να μη θέλουν να γυρίσουν πίσω, κοντά σ' εκείνους τους 
δύστυχους δεσμώτες, τα  θύματα των  φαντασιώσεων  και της πλάνης. Αλλά  εμείς οι οικιστές 
τής δίκαιης πόλης θα τους υποχρεώσομε να εκτελέσουν τούτο το βαρύ χρέος. Θα τους πούμε: 
Δεν είναι θεμιτό να μείνετε έξω, μακριά από τους συνανθρώπους σας∙ θα γυρίσετε πίσω και 
θα προσπαθήσετε να διδάξετε και τους άλλους πολίτες να καταλάβουν ότι βλέπουν σκιές, και 
ότι  πρέπει  να  επιχειρήσουν  αυτή  την  «περιαγωγή  της  ψυχής»  που  είναι  η  αληθινή  παιδεία. 
Δηλαδή  να  στρέψουν  την  κεφαλή  τους  και  ν'  ατενίσουν  μέσα  στο  φως  την  ουσία  των 
πραγμάτων  όχι  τα  φαινόμενα  πια,  παρά  τα  όντως  όντα.  Ιδού  λοιπόν  η  αποστολή  των 
εκλεκτών: να διδάξουν, να οδηγήσουν, να σώσουν τους συνανθρώπους των. 

Και  ο  Nietzsche  το  ίδιο  απαιτεί  από  τον  «προφήτη»  του.  Στο  πρώτο  βιβλίο  τού 
«Ζαρατούστρα»  εξηγεί  πώς  αυτό  το  προνομιούχο  άτομο  γνωρίζει  πρώτα  την  απόλυτη 
μοναξιά.  Τον  ανεβάζει  σ'  ένα  υψηλό  βουνό  για  ν'  απομονωθεί,  και  εκεί  στη  σιωπή  και  στην 
περισυλλογή  να  στοχαστεί,  να  καθαρθεί,  να  ωριμάσει.  Τότε  πλέον  του  δείχνει  το  δρόμο της 
επιστροφής.  Ο  Ζαρατούστρας  γυρίζει  πίσω  στον  κάμπο,  από  τη  μοναξιά  προς  τον  όχλο.  Και 
όταν  ένας  διαβάτης  που  τον  βλέπει,  ξαφνιάζεται  και  τον  ρωτάει:  «Που  πας,  Ζαρατούστρα; 
γιατί  άφησες  τη  θεία  μοναξιά  σου  και  κατεβαίνεις  πάλι  στον  κόσμο;»  εκείνος  απαντά: 
«Αγαπώ τους ανθρώπους». Εκεί ψηλά ξύπνησε μέσα του η αγάπη και τώρα επιστρέφει στους 
ανθρώπους, να τους προσφέρει τη βοήθειά του — για να ιδούν κ' εκείνοι την αλήθεια και να 
σωθούν. 

Και  ένα  τρίτο  παράδειγμα  από  τους  χώρους  της  χριστιανοσύνης.  Στους  «Αδελφούς 
Καραμαζώφ» του Ντοστογέφσκη ο νεαρός Αλιόσα, ο τρίτος από τους αδελφούς, το αγνό και 
πιστό  καλογεροπαίδι,  εξομολογιέται  στον  πάτερ‐Ζώσιμο,  τον  στάρετς  του  μοναστηριού: 
Θέλω,  του  λέγει,  να  μείνω  κοντά  σας∙  η  κοινωνία  είναι  κολασμένη,  δεν  μπορώ  να  την 
υποφέρω. Αφήστε με να ζήσω σ' ένα κελλί, μοναχός. Όχι, Αλιόσα, του αποκρίνεται ο Ζώσιμος∙ 
πρέπει να μείνεις στον κόσμο σε χρειάζονται οι αδελφοί σου. — Και αδελφοί του Αλιόσα δεν 
είναι  μονάχα  ο  Ιβάν  και  ο  Δημήτρης  Καραμαζώφ∙  είναι  όλοι  οι  Ιβάν  και  οι  Δημήτρηδες  από 
τους οποίους είναι γεμάτη η διεφθαρμένη μας κοινωνία.— Ώστε και οι αριστοκρατικότεροι, οι 
ασκητικότεροι στοχαστές δεν αποκόβουν το προνομιούχο άτομο από το πλήθος. Απεναντίας 
το  διδάσκουν  ότι  όσο  υψηλότερα  βλέπει  τον  εαυτό  του  από  τους  άλλους,  τόσο  βαθύτερα 
πρέπει να αισθάνεται την ευθύνη και την υποχρέωση να βοηθήσει τους συνανθρώπους του 
να βρουν το δρόμο της αρετής. 

Digitized by 10uk1s 
*** 

Ας συνδυάσομε με το αίτημα τούτο και ένα γεγονός. Κανένα πνευματικό έργο δεν μπορεί να 
το  χαρεί  με  πληρότητα  ο  άνθρωπος  μόνος.  Η  πνευματική  παραγωγή,  και  ως  συνειδησιακή 
ακόμη  διαδικασία,  ολοκληρώνεται  με  τη  δημοσιοποίηση  των  προϊόντων  της.  Όταν  ένας 
ερευνητής  που  έχει  από  χρόνια  κλειστεί  μέσα  στο  εργαστήριό  του,  βυθισμένος  στους 
μαθηματικούς τύπους του, σκυμμένος απάνω στις συσκευές του, για να εξακριβώσει τη σχέση 
που  υπάρχει  σε  μια  σειρά  φαινομένων  ή  να  διατυπώσει  με  σύμβολα  την  αλληλουχία 
ορισμένων  φυσικών  νόμων,  φτάσει  επιτέλους  σε  αίσιο  αποτέλεσμα  —  δεν  μπορεί  να 
κρατηθεί και να μη βγει έξω να φωνάξει συγκινημένος το «εύρηκα» του αρχαίου συναδέλφου 
του. Χρειάζεται τη δημοσιοποίηση της αλήθειας που ανακάλυψε. Η ανακοίνωση φαίνεται ότι 
είναι  όχι  μόνο  μια  ψυχική  ανάγκη,  αλλά  και  μια  βαθύτερη  απαίτηση  του  πνεύματος∙  σα  να 
μην ολοκληρώνεται ένα επιστημονικό έργο εάν δεν γίνει κτήμα κοινό. Άλλωστε, μόνο όταν με 
την  ανακοίνωση  τεθεί  υπό  τον  έλεγχο  των  άλλων  και  αναγνωριστεί  το  βάρος  του, 
επισημοποιείται και κατακυρώνεται. Μια «αλήθεια» που δεν επιδείχνει τους τίτλους της, για 
να  υποστεί  τη  βάσανο,  είναι  ελλιπής  και  επισφαλής.—Κάτι.  ανάλογο  συμβαίνει  και  στην 
περιοχή των  καλών Τεχνών. Ποιος ζωγράφος ή γλύπτης ή μουσικός ή χορογράφος κλείνεται 
στους  τέσσερις  τοίχους  του  δωματίου  του  και  κρατεί  αποκλειστικά  για  τον  εαυτό  του  τα 
προϊόντα της ευαισθησίας και της φαντασίας του; Κανείς δεν αξιώνεται να χαρεί ολόκληρη τη 
χαρά  της  δημιουργίας  εάν  δεν  τη  μοιραστεί  με  τους  «άλλους».  Η  έκθεση  του  πλαστικού,  η 
εκτέλεση  του  μουσικού,  η  παράσταση  του  θεατρικού  έργου  αποτελούν  ουσιαστικό, 
αναπόσπαστο  μέρος  της  ίδιας  της  δημιουργικής  πράξης  που  το  γέννησε.  Η  καλλιτεχνική 
εργασία  δεν  ολοκληρώνεται  εάν  δεν  δημοσιοποιηθεί.  Δεν  είναι  απλώς  η  φιλοδοξία  να 
ακουστεί, να δρέψει εγκώμια, που κάνει τον καλλιτέχνη να δείχνει στο κοινό τη δουλειά του∙ 
είναι λειψή, ανάπηρη η χαρά της δημιουργίας όταν δεν χαίρονται και άλλοι το δημιούργημα. 
Με  τα  μάτια  των  άλλων,  τη  συγκίνηση  των  άλλων,  την  ευφροσύνη  των  άλλων  βλέπει, 
αισθάνεται,  χαίρεται  ο  δημιουργός  πολλαπλάσια  το  έργο  του.—  Εάν  τέλος  προσέξομε  το 
πνευματικό λειτούργημα που ονομάζομε ηθική πράξη, θα βεβαιωθούμε ότι εκεί κατ' εξοχήν η 
παρουσία του «άλλου» είναι προϋπόθεση για τη σύλληψη και την εκτέλεσή της. Αδύνατο να 
ασκήσει κανείς την αρετή μόνος, κατάμονος. Ακόμη και του ερημίτη Ροβινσώνα η αρετή έχει 
ανάγκη από έμψυχα (ή υποτιθέμενα έμψυχα) όντα για να ουσιωθεί και ν' αποκτήσει νόημα. 

Κάθε λοιπόν πνευματικό έργο τείνει από τη φύση του να διεκταθεί κοινωνικά, να υπερβεί τον 
κλειστό  χώρο  της  ατομικότητας  και  να  απλωθεί  σ'  ένα  (μικρό  ή  μεγάλο)  «κοινό».  Όσο  το 
άνοιγμα τούτο γίνεται μεγαλύτερο, τόσο το καλύτερο για το έργο και για το δημιουργό του. Η 
ικανοποίηση λ.χ. του επιστήμονα είναι να διατυπώσει τα ευρήματά του σε μια γλώσσα (όπως 
η μαθηματική) που θα τα κάνει γνωστά και άξια να εκτιμηθούν από όλη τη διεθνή κοινωνία 
των ομοτέχνων του. Και ο καλλιτέχνης αισθάνεται την ανάγκη να βγει από τη μικρή του χώρα 
και να ταξιδέψει στον κόσμο, για να παρουσιάσει το έργο του και να χαρεί την απήχηση και 
την  ακτινοβολία  του  σε  όσο  γίνεται  μεγαλύτερη  κλίμακα.  Όχι  από  ματαιοδοξία∙  ή  όχι  μόνο 
από ματαιοδοξία, παρά από τον πόθο να μοιραστεί το μόχθο, την αγωνία, την ευθύνη, αλλά 
και  τη  χαρά  της  δημιουργίας  με  τους  συνανθρώπους  του  —  τους  κοντινούς  και  τους 
μακρινούς, τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους. Με το άπλωμα τούτο ο πνευματικός 
άνθρωπος έχει το αίσθημα ότι πέφτουν τα σύνορα του στενού εγώ, τα τείχη της προσωπικής 
περατότητας,  και  «ένας»  αυτός  ταυτίζεται  με  το  «πλήθος»  των  ομοίων.—  Εάν  θέλομε  να 
εισδύσομε  στο  βαθύτερο  νόημα  της  πολιτικής  πράξης,  πρέπει  —νομίζω—  να  αναχωρήσομε 
απ'  αυτή  την  έννοια  της  αλληλεγγύης  και  του  συνυπεύθυνου,  όπως  προβάλλεται  μέσ'  από 
κάθε πνευματική δημιουργία. 

Μιαν  από  τις  κύριες  αρετές  του  ανθρώπου  οι  αρχαίοι  Έλληνες  θεωρούσαν  το  ζωηρό 
ενδιαφέρον του για το δημόσιο βίο και την προθυμία του να μετέχει σ' αυτόν ενεργητικά, να 

Digitized by 10uk1s 
«πράττη  τα  κοινά».  Όποιος  αδιαφορούσε  και  παραμελούσε  το  χρέος  τούτο  (από  οκνηρία, 
συμφέρον,  ανικανότητα,  ή  από  κουφότητα  και  περιφρόνηση  προς  το  «πλήθος»)  ήταν  γι' 
αυτούς άτιμος, στερημένος τιμής. Εξάλλου δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι είναι δυνατόν 
να  ολιγωρήσει  ο  πολίτης  και  να  μη  νοιαστεί  για  την  τύχη  της  «πόλης»  —  αφού,  όπως  λέγει 
ωραιότατα ο Σόλων, όπου και όσο να κρυφτεί ή να ασφαλιστεί κανείς, το «δημόσιον κακόν» 
θα πηδήσει τον τοίχο, θα σπάσει την πόρτα του και θα τον βρει6... Ο Πλάτων, για να τονίσει 
την  αρνητική  πλευρά  της  πολιτικής  δραστηριότητας,  λέγει  (εκφράζοντας  και  την  προσωπική 
του  πικρία)  ότι  τόσες  είναι  οι  απογοητεύσεις  των  πολιτικών  ανδρών  και  σκληροί  οι  αγώνες 
τους,  τόσο  βαρής  ο  μόχθος  τους  και  οι  κίνδυνοι  που  διατρέχουν,  ώστε  κανένας,  όσο  κι  αν 
είναι  ευγενής  και  αλτρουιστής,  δεν  θα  δεχόταν  ποτέ  ν'  αναμιχθεί  στην  πολιτική,  εάν  δεν 
έβλεπε ότι τον κυβερνούν οι κακοί. Με τη δική του αποχή ο στίβος μένει ελεύθερος για τους 
ανίκανους,  τους  συμφεροντολόγους,  τους  δημοκόπους  που  προωθούνται  στις  υψηλές 
κυβερνητικές  θέσεις,  με  αποτέλεσμα  αυτοί  πλέον  να  κρίνουν  την  τύχη  του,  καθώς  και  την 
τύχη  του  κράτους.  Αυτή  όμως  είναι  η  αρνητική  πλευρά  του  φαινομένου.  Η  θετική  είναι:  η 
συνείδηση του προικισμένου με βαθύ αίσθημα ευθύνης ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά ότι 
κανείς  σ'  αυτό  τον  κόσμο  δεν  μπορεί  να  σωθεί  μόνος.  Βοηθώντας  τους  άλλους  να  σωθούν, 
βοηθείς  τον  εαυτό  σου.  Βάση  αδαμάντινη  της  πολιτικής  θεωρίας  και  πράξης  είναι,  κατά  τη 
γνώμη μου, αυτή ακριβώς η αλληλεγγύη και το συνυπεύθυνο των ανθρώπων. 

*** 

Πάλι από τον Πλάτωνα θα δανειστώ μερικές χαρακτηριστικές εικόνες για να διασαφήσω την 
έννοια  της  πολιτικής.  Στον  «Πολιτικό»  του  (κείμενο  πολύ  λιγότερο  από  τα  άλλα  έργα  του 
αρχαίου φιλοσόφου γνωστό, και κουραστικό στο διάβασμα, γιατί περιέχει πολλές και λεπτές 
εννοιολογικές  διακρίσεις)  ο  Σωκράτης  του  διαλόγου  (279  d  κ.π.)  επιχειρεί  πρώτα  να 
συσχετίσει  την  πολιτική  τέχνη  με  την  ποιμενική  (όπως  συνήθιζαν  να  κάνουν  τους  χρόνους 
εκείνους  οι  θεωρητικοί  της).  Πολιτικός  μπορεί  να  θεωρηθεί  εκείνος  που  ποιμαίνει  το  λαό∙ 
όπως  το  κοπάδι  έχει  ανάγκη  από  το  βοσκό,  έτσι  και  η  ανθρώπινη  αγέλη  χρειάζεται  τον 
πολιτικό για να τη φροντίζει. Σαν το βοσκό κι αυτός έχει την άγρυπνη έγνοια, την επιμέλεια 
για όλες τις χρείες της κοινότητας: τη στέγη, την τροφή, την υγεία, την προστασία από τους 
εχθρούς, το ζευγάρωμα, τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών κ.ο.κ. Με τη βασική όμως 
και βαρυσήμαντη διαφορά ότι ο βοσκός ποιμαίνει τα πρόβατα για το δικό του το συμφέρον, 
όχι για το συμφέρον των ίδιων των προβάτων (τα προστατεύει από το χειμώνα, τα πηγαίνει 
εκεί όπου υπάρχει άφθονη χλόη για να παχήνουν,  να κάνουν πλούσιο μαλλί, προνοεί για ν' 
αποκτήσουν  γερά  παιδιά  κτλ.  κτλ.  για  να  φάει  ή  να  πουλήσει  το  κρέας  τους,  να 
χρησιμοποιήσει ή να εμπορευτεί τα προϊόντα τους, το γάλα και το μαλλί τους κτλ. κτλ.) ενώ ο 
πολιτικός... Μπορεί να έχει τις ίδιες βλέψεις και ο πολιτικός; Αλλίμονο, μπορεί∙ αλλά τότε δεν 
θα  είναι  ο  σωστός,  ο  αληθινός  πολιτικός.  Δεν  μιλούμε  για  τους  κοινούς  πολιτικούς,  αυτούς 
που μπαίνουν στην πολιτική για κερδοσκοπία και διακρίσεις. Αλλά για κείνους που ασκούν το 
λειτούργημα  τούτο  με  ευγενείς  προθέσεις,  με  επίγνωση  του  σκοπού  και  συναίσθηση 
ευθύνης.  Ο  πολιτικός  τούτου  του  σπάνιου  είδους  δεν  μοιάζει  με  το  βοσκό  —  εκτός  εάν 
φαντασθούμε ένα βοσκό περίεργο που σ' όλη τη ζωή του δεν έχει άλλο πρόγραμμα παρά πώς 
να υπηρετεί τα πρόβατά του και να κοιτάζει το δικό τους το συμφέρον, όχι το δικό του... 

Για να μη γίνεται λοιπόν η σύγχυση, ο Πλάτων μεταχειρίζεται μια δεύτερη, λαμπρή και σοφή 
                                                            
6
 «... δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ' εκάστω 
αύλειοι δ' έτ' έχειν ουκ εθέλουσι θύραι∙ 
υψηλόν δ' υπέρ έρκος υπέρθορεν, εύρε δε πάντως 
ει γε τις φεύγων εν μυχώ ή θαλάμω» (Ν. Bachius, 93‐94). 

Digitized by 10uk1s 
εικόνα.  Παραλληλίζει  τον  πολιτικό  με  τον  υφαντή  (279b  κ.π.).  Όπως,  λέει,  ο  άξιος  υφαντής 
ξέρει να ταιριάσει τα νήματα, το ένα με το άλλο, τα χρώματα το ένα με το άλλο, και όλα να τα 
συναρμολογήσει  τόσο  καλά  ώστε  να  βγει  στο  τέλος  ένα  ύφασμα,  που  δεν  είναι  τυχαίο 
ανακάτωμα,  αλλά  μια  οργανωμένη  κατασκευή  προσαρμοσμένη  στο  σκοπό  για  τον  οποίο 
προορίζεται,  έτσι  και  ο  πολιτικός  έχει  να  υφάνει  το  κοινωνικό  υλικό  (τάσεις,  φιλοδοξίες, 
συμφέροντα,  αδυναμίες  κτλ.)  για  να  κατασκευάσει  μιαν  ισορροπημένη  και  ευσταθή 
συλλογική  ζωή.  Έργο  του  δηλαδή  είναι  (όπως  θα  λέγαμε  στη  σημερινή  μας  γλώσσα)  να 
εναρμονίσει  τα  ατομικά  συμφέροντα  μεταξύ  τους  και  με  το  συμφέρον  του  συνόλου  και  να 
ικανοποιήσει τις ατομικές ανάγκες σε συνάρτηση με τα διατιθέμενα από το σύνολο μέσα. Η 
κοινωνία  έχει  από  τη  φύση  της  την  ετερογένεια.  Αποτελείται  από  πολλούς  και  ποικίλους 
ανθρώπους,  με  αντιτιθέμενες  πολλές  φορές  βλέψεις  και  με  διαφορετικά,  συγκρουόμενα 
συμφέροντα.  Από  τις  διαφορές  και  τις  συγκρούσεις  αυτές  προκαλείται  τριβή  και  η  τριβή 
φέρνει την αναταραχή, την αρρυθμία που φθείρει το κοινωνικό σώμα. Τούτο γίνεται όταν το 
κάθε  άτομο  ή  ο  κάθε  όμιλος  μέσα  στο  σύνολο  αυθαιρετεί,  κάνει  εκείνο  που  του  αρέσει, 
εκείνο που τον συμφέρει χωρίς να λογαριάζει τις ανάγκες και το συμφέρον των άλλων και του 
συνόλου. Λοιπόν ο άξιος πολιτικός πρέπει να είναι ένας στοχαστικός, με αγάπη προικισμένος, 
οξυδερκής και επιδέξιος  «υφαντής» που θα πάρει  στα χέρια του τα «νήματα» τα πολλά και 
ποικίλα  και  θα  τα  υφάνει  έτσι  ώστε  το  κοινωνικό  σώμα  να  έχει  στερεότητα  και  ευρυθμία, 
υγεία και εσωτερικήν αρμονία — χωρίς πουθενά να γίνεται τριβή που φέρνει τη φθορά. 

Νομίζω  ότι  έτσι  αρχίζομε  πλέον  να  εισδύομε  στο  βαθύτερο  περιεχόμενο  της  έννοιας  του 
πολιτικού.  Όταν  οι  άνθρωποι  συνεταιρίζονται  (με  μια  ρητή  ή  άρρητη  συμφωνία), 
αποφασισμένοι να ζήσουν μαζί, γιατί έτσι μπορούν να ικανοποιούν αποτελεσματικότερα τις 
ανάγκες τους και να προκόβουν, πρέπει να παραδεχτούν ότι αρμονική συμβίωση δεν μπορεί 
να  υπάρξει  παρά  μόνο  με  τον  περιορισμό  των  ελευθεριών  του  κάθε  ατόμου  κατά  το 
συμφέρον  του  συνόλου.  Από  την  ώρα  που  γίνεται  συμβίωση  αρχίζουν  οι  περιορισμοί.  Εδώ 
συνυπάρχετε  με  άλλους  για  λίγα  λεπτά  της  ώρας  μέσα  στο  λεωφορείο  για  μια  μικρή 
διαδρομή,  και  αναγκάζεστε  να  δεχθείτε  τον  περιορισμό  των  ελευθεριών  σας,  αφού  η 
παρουσία των άλλων κοντά σας επιβάλλει να περιορίσετε τις ανέσεις σας, τις κινήσεις σας, τη 
διάθεσή  σας  (να  καπνίσετε,  να  συζητήσετε,  να  τραγουδήσετε  κτλ.).  Φαντασθείτε  τώρα  ένα 
πλήθος  ανθρώπων  που  πρέπει  να  ζήσουν  μαζί  και  να  εργαστούν,  για  να  στεγαστούν,  να 
τραφούν,  να  αμυνθούν,  να  αποκτήσουν  απογόνους,  να  διασκεδάσουν  κτλ.  κτλ.  Τι 
περιορισμούς των ελευθεριών τους πρέπει να δεχτούν οι άνθρωποι αυτοί, για να είναι ήσυχη 
και αρμονική η συμβίωσή τους... 

Περιορισμούς βέβαια. Αλλά έως ποιο σημείο είναι λογικό να δεχτεί κανείς να περιορίσει τις 
ελευθερίες του; Η έκταση και τα όρια διαγράφονται κάθε φορά από τα ίδια τα πράγματα. Στις 
«φρόνιμες» κοινότητες ο καθένας περιορίζει μόνος την ελευθερία των κινήσεών του, για να 
μπορούν να ασκήσουν και οι άλλοι τη δική τους ελευθερία. Γι' αυτό επιτρέπει στον εαυτό του 
τόσες  μόνο  ελευθερίες  όσες  δεν  πρόκειται  να  καταλύσουν  τις  αντίστοιχες  ελευθερίες  των 
άλλων.—  Αυτό  λέγεται  πολύ  εύκολα,  αλλά  γίνεται  δύσκολα...  Να  δεχτεί  ο  καθένας  να 
δεσμεύεται όσο απαιτείται για να αναπτύξουν και οι άλλοι (τα άλλα μέλη της κοινότητας) τη 
δική  τους  ελευθερία  έως  τον  ίδιο  πάλι  βαθμό,  και  με  τελικό  μέτρο  και  όριο  πάντοτε:  το 
συμφέρον (το υλικό και το ηθικό) του συνόλου — αυτό πραγματικά είναι το μεγάλο μυστικό 
της αρμονικής συμβίωσης με τους συνανθρώπους μέσα σε μιαν «έντιμη» κοινωνία, αλλά και 
το  μεγάλο  πρόβλημα  που  έχει  ν'  αντιμετωπίσει  ο  πολιτικός  ως  συλλογική  έκφραση  των 
λειτουργιών  της  πολιτείας,  δηλαδή  ως  νομοθέτης,  ως  κυβερνήτης,  ως  δικαστής.  Για  να  το 
λύσει  (ορθότερα:  για  να  το  λύνει  σωστά  κάθε  φορά  που  θα  τίθεται  από  τις  εξελίξεις  και  τις 
διακυμάνσεις  της  ζωής  της  κοινότητας)  πρέπει  να  είναι  —όπως  εύστοχα  παρατήρησε  ο 
Πλάτων—  ένας  λαμπρός  «υφαντής»:  να  κατέχει  την  τέχνη  της  συναρμογής  των  διάφορων 
κοινωνικών  «νημάτων»,  έτσι  ώστε  το  τελικό  αποτέλεσμα  να  είναι  ένα  στερεό,  λείο  και 
σίγουρο «ύφασμα» — μια πολιτεία «ευνομούμενη», πειθαρχημένη, «δίκαιη». 

Digitized by 10uk1s 
Ας σημειωθεί όμως ότι, όταν λέγομε: ο καθένας έχει το δικαίωμα να διεκδικεί την ατομική του 
ελευθερία,  να  την  αφήνει  να  αναπτύσσεται  έως  το  σημείο  που  να  μην  καταπατεί  την 
ελευθερία  του  άλλου,  και  έτσι  ώστε  η  άσκηση  του  δικαιώματος  της  ελευθερίας  όλων  των 
μελών της κοινότητας να μην αντιστρατεύεται, αλλ' απεναντίας να ασφαλίζει και να προωθεί 
τα συμφέροντα του συνόλου, εξαγγέλλομε ένα αφηρημένο αξίωμα, διατυπώνομε μια γενικήν 
αρχή.  Η  εφαρμογή  εξαρτάται  από  τις  συγκεκριμένες  περιστάσεις.  Γι'  αυτό  και  πρέπει  να 
υπάρχουν  μερικές  λειτουργίες,  κάποιοι  θεσμοί  μέσα  στην  πολιτεία  που  να  καθορίζουν  με 
κύρος  τον  τρόπο  της  ορθής  ερμηνείας  και  εφαρμογής  αυτής  της  αρχής  στις  συγκεκριμένες 
περιπτώσεις  της  καθημερινής  ζωής.  Οι  λειτουργίες  και  οι  θεσμοί  αυτοί  είναι  —τι  άλλο;—  η 
πολιτική εξουσία υπό τις διάφορες μορφές της. Πολιτικήν εξουσία ασκεί και εκείνος που έχει 
ταχθεί  στο  διάκι  του  σκάφους  της  πολιτείας  και  κυβερνά∙  και  εκείνος  που  έχει  αναλάβει  τη 
διαχείριση των οικονομικών πόρων για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της∙ και εκείνος 
που  φροντίζει  για  την  εσωτερική  και  εξωτερικήν  ασφάλεια  της  χώρας∙  και  εκείνος  που 
απονέμει  τη  δικαιοσύνη∙  και  εκείνος  που  εποπτεύει  στην  εκπαίδευση  των  νέων  κ.ο.κ.  Όλοι 
μέσα σε μιαν ευνομούμενη πολιτεία συνεργάζονται αρμονικά με βάση αναγνωρισμένους από 
το  σύνολο  κανόνες  (το  «σύνταγμα»)  για  να  συναρμολογούν  τα  διάφορα  «νήματα»  και  να 
«υφαίνουν»  έναν  αρμονικό  συλλογικό  βίο,  όπου  η  ελευθερία  των  πολιτών  είναι  σεβαστή 
μέσα στα όρια που χαράσσονται από το κοινό συμφέρον. Ο σκοπός είναι να αποφεύγεται με 
κάθε τρόπο η τριβή και η φθορά. Επειδή δε, εάν οι κοινωνικές δυνάμεις αφεθούν αδέσμευτες 
και  ανενόχλητοι  οι  ισχυροί  και  οι  επιτήδειοι  στην  επιδίωξη  των  συμφερόντων  τους,  οι 
συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και βέβαιη η φθορά του κοινωνικού σώματος, γι' αυτό όσοι 
ασκούν  την  πολιτική  εξουσία  περιβάλλονται  με  την  απαραίτητη  για  την  άσκηση  του  λεπτού 
και  δύσκολου  έργου  τους  δύναμη.  Κράτος  σημαίνει  εξουσία∙  και  εξουσία  θα  πει  δύναμη. 
Είναι, νομίζω, αυτονόητο ότι η πολιτική εξουσία με τις διάφορες μορφές της, για να εκτελέσει 
απρόσκοπτα και αποτελεσματικά το «υφαντικό» (κατά την ωραία εικόνα του Πλάτωνα) έργο 
της, χρειάζεται τη δύναμη. Οι ανθρώπινοι εγωισμοί, οι ανθρώπινες φιλοδοξίες, τα ανθρώπινα 
πάθη, τα ανθρώπινα συμφέροντα δεν υποτάσσονται εύκολα ούτε δέχονται χωρίς αντίσταση 
να  εναρμονιστούν  και  μεταξύ  τους  και  με  το  γενικό  συμφέρον∙  πρέπει  λοιπόν  όποιος  ασκεί 
την πολιτική εξουσία να μπορεί να επιβληθεί. Η δύναμη είναι αναφαίρετη από την εξουσία — 
ως  μέσον  όμως  (όχι  ως  σκοπός).  Καθ'  εαυτήν  δεν  μπορεί  να  δικαιωθεί∙  η  δύναμη  δεν 
δικαιώνει τη δύναμη. Δύναμη ναι, αλλά προς ποιο σκοπό; για ποιο αποτέλεσμα; Από αυτό το 
σκοπό  και  απ'  αυτό  το  αποτέλεσμα  παίρνει  το  νόημα  και  την  αξία  της.  Η  δύναμη  που 
επιδιώκει  μόνο  τον  εαυτό  της  (τη  διατήρηση  ή  την  αύξησή  της)  στα  χέρια  της  πολιτικής 
εξουσίας,  ως  πάθος  δηλαδή  υπεροχής  ωρισμένων  φιλόδοξων  ανθρώπων,  γίνεται  τροχός 
επικίνδυνος που στο τέλος πατεί και συνθλίβει εκείνον που τον μεταχειρίζεται εναντίον των 
άλλων. 

*** 

Συμπέρασμα:  η  πολιτική  είναι  μέρος  της  ηθικής  ενέργειας  του  ανθρώπου.  Αυτό  βέβαια 
ακούγεται πολύ δυσάρεστα σε μιαν εποχή σαν τη σημερινή όπου η πολιτική ασκείται με τον 
τρόπο που ξέρομε όλοι, μέσα σ' έναν ίλιγγο πλεονεξίας και σ' ένα πυρετό ματαιοδοξίας. Στους 
χρόνους μας η πολιτική, σε όλες δυστυχώς τις χώρες, από το ένα μέρος καπηλεύεται τις ιδέες 
και από το άλλο πρακτορεύει τα συμφέροντα. Όταν λοιπόν ακούγεται η φράση: «η πολιτική 
είναι  μέρος  της  ηθικής»,  και  μάλιστα  της  ηθικής  που  ακτινοβολεί  σ'  ολόκληρο  το  κοινωνικό 
σώμα,  επομένως  της  παιδείας  (κάθε  πνευματική  ενέργεια  με  την  κοινωνική  της  διέκταση 
γίνεται  παιδεία,  στο  πιο  πλατύ  νόημα  του  όρου)  παραξενευόμαστε.  Γιατί  γνωρίσαμε  και 
γνωρίζομε τις παραποιήσεις της πολιτικής, τα προσωπεία της, όχι την αυθεντική πολιτική, το 
αληθινό πρόσωπό της. Κατά βάθος όμως η πολιτική είναι πρόθεση και πράξη παιδευτική. Ο 
πολιτικός «παιδεύει» τους ανθρώπους, την κοινότητα, το λαό του∙ τους καθοδηγεί στο σωστό 
δρόμο της συλλογικής ζωής, για  να  επιτύχουν την  ευτυχία και την αρετή, σαν άτομα και  σα 
σύνολο. 

Digitized by 10uk1s 
Οι  αρχαίοι  λαοί  τιμούσαν  με  βαθύ  σεβασμό  τους  μεγάλους  πολιτικούς  άνδρες  τους.  Πρώτα 
τους νομοθέτες και έπειτα τους κυβερνήτες. Παράδειγμα από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο μια 
μορφή που βρίσκεται στο μεταίχμιο του θρύλου και της ιστορίας: ο Λυκούργος της Σπάρτης, 
και ένα ιστορικό πρόσωπο: ο Σόλων των Αθηνών. «Θείους» τους έλεγαν και τους πίστευαν οι 
πατριώτες  τους,  γιατί  με  την  οικονομική  και  διοικητική  οργάνωση  της  πολιτείας,  με  τον 
αναδασμό  των  κτημάτων  και  τη  ρύθμιση  των  χρεών,  με  τον  καθορισμό  του  τύπου  και  των 
ορίων της κάθε εξουσίας, που νομοθέτησαν, έβαλαν τις βάσεις της ευημερίας και της αγωγής 
του  λαού  των.  Εκείνοι  τους  οποίους  οι  λαοί  ανέκαθεν  εστιγμάτισαν  (ακόμα  και  αν 
εξαναγκάστηκαν με τη βία, όσο ήσαν ζωντανοί, να τους υπακούουν και να τους επευφημούν), 
ήσαν  οι  τύραννοι,  οι  αυτόκλητοι  άρχοντες  που  κυβέρνησαν  δεσποτικά  για  να  κορέσουν  την 
άσβεστη δίψα τους για δύναμη ή να ικανοποιήσουν ένα ακατανίκητο πάθος πλεονεξίας. Και 
μόνο το γεγονός, ότι οι τύραννοι όχι μόνο δεν ευνοούν αλλά και καταδιώκουν κάθε εκλεκτό, 
σοφό, ενάρετο και υψηλόφρονα άνθρωπο, από φθόνο και από φόβο ανατροπής, δείχνει την 
ηθική  τους  ποιότητα.  Ο  Ηρόδοτος  και  ο  Αριστοτέλης  μας  έχουν  διασώσει  ένα  πολύ 
χαρακτηριστικό  ανέκδοτο  που  δείχνει  τη  μισανθρωπία  των  τυράννων:  Ο  Περίανδρος, 
τύραννος της Κορίνθου, φοβισμένος που άκουγε ότι παντού οι τύραννοι έχουν κακό τέλος — 
δεν  εκθρονίζονται  απλώς  αλλά  δολοφονούνται  —  έστειλε  στον  τύραννο  της  Σάμου 
Πολυκράτη,  που  βασίλευε  ανενόχλητος  χρόνους  μακρούς,  ανθρώπους  δικούς  του  να  τον 
ρωτήσουν  το  μυστικό:  τι  έκανε  και  γέροντας  κυβερνά  ήσυχος;  «Δεν  θέλησε  να  μας  πει 
τίποτα», είπαν στον Περίανδρο οι απεσταλμένοι του, όταν γύρισαν. «Ακόμη και την τελευταία 
μέρα που μας πήρε μαζί του περίπατο στους αγρούς, παρά τις πιέσεις μας βάδιζε σιωπηλός 
και  δεν  έβγαζε  λέξη  από  το  στόμα  του.  Τι  παράξενος  άνθρωπος!  Μήπως  δεν  είναι  πια  στα 
καλά  του;»  «Πώς  σας  έδωσε  αυτή  την  εντύπωση;»  ρώτησε  ο  Περίανδρος.  «Να!»  είπαν 
εκείνοι.  «Κρατούσε  στα  χέρια  του  ένα  ραβδί  και  όποιο  στάχυ  έβλεπε  ζωντανό,  ακμαίο, 
όμορφο  να  εξέχει  πάνω  από  τα  άλλα,  τούδινε  μια  με  το  ραβδί  του  και  το  'σπαζε». 
«Κατάλαβα»  λέει  ο  Περίανδρος.  «Το  μυστικό  που  δεν  σας  είπε  με  το  στόμα  μού  το 
αποκαλύπτει  με  αυτή  την  πράξη  του.  Μόνον  όταν  αποκεφαλίζω  όσους  ξεχωρίζουν  από  το 
πλήθος  των  υπηκόων  μου  για  την  ευφυΐα  τους,  για  την  αρετή  τους,  για  το  θάρρος  και  τη 
ζωντάνια  τους,  μπορώ  να  είμαι  ήσυχος  στο  θρόνο  μου».  —  Να  που  φτάνει  η  δίψα  της 
δύναμης, η πλεονεξία, όταν γίνεται σκοπός της πολιτικής. 

Δεν είναι άραγε η φιλοδοξία (τουλάχιστο και η φιλοδοξία), η επιθυμία των διακρίσεων, των 
ζητωκραυγών,  της  υστεροφημίας  εκείνη  που  σπρώχνει  τους  ικανούς  ανθρώπους  να  μπουν 
στο  στίβο  της  πολιτικής;  Η  αλήθεια  είναι  ότι  η  πολιτική  δράση  συνοδεύεται  από  τόσους 
μόχθους,  τόσες  ταλαιπωρίες,  τόσα  ηθικά  μαρτύρια  (ο  πολιτικός  θυσιάζει  τις  χαρές  της  ζωής 
για να ακούει, τις πιο πολλές φορές, αποδοκιμασίες και βρισιές) ώστε πρέπει να είναι άγιος 
κανείς για να αντέχει σ' αυτό το είδος της ζωής χωρίς κανένα άλλο αντάλλαγμα. Κάτι λοιπόν 
θα υπάρχει ικανό να κινεί τους πολιτικούς και να τους αποζημιώνει. Πραγματικά το κίνητρο 
τούτο  υπάρχει  και  είναι  ανθρώπινο,  πάρα  πολύ  ανθρώπινο:  επομένως  συγγνωστό.  Υπό  τον 
δρο  όμως  να  μην  είναι  το  πρώτο  και  κύριο,  ακόμα  λιγότερο:  το  μόνο  που  παρορμά  τον 
άνθρωπο  προς  την  πολιτική  δράση.  Θα  το  έλεγα  όχι  ματαιοδοξία,  αλλά  ευδοκίμηση  (με  την 
ετυμολογική  σημασία  της  λέξης).  Δηλαδή  χαρά  και  υπερηφάνεια  από  την  αναγνώριση  μιας 
σημαντικής  και  επίπονης  προσφοράς.  Ο  ποιητής  Καβάφης  επισημαίνει  αυτή  την  εσωτερική 
ανάγκη, τον καημό των αγωνιστών του δημόσιου βίου, όταν εκφράζει τη συμπάθειά του προς 
τον πικραμένο εξόριστο πολιτικό που περιφρονεί την ευμάρεια της εξορίας και νοσταλγεί: 

«τον έπαινο του δήμου και των Σοφιστών, 
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε∙ 
την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους». 

(Η σατραπεία) 

Digitized by 10uk1s 
Όταν  μιλούμε  για  την  πολιτική  και  τον  πολιτικό,  πρέπει  να  κοιτάζομε  το  θέμα  από  υψηλή 
σκοπιά. Να στοχαζόμαστε όχι τον κοινό άνθρωπο που κάνει πολιτική, όπως θα μπορούσε να 
κάνει οποιοδήποτε βιοποριστικό ή ερασιτεχνικό έργο, αλλά κείνον που βρίσκει στην πολιτική 
δράση το νόημα και το πλήρωμα της ζωής του, που ενσαρκώνει λοιπόν την ιδέα του πολιτικού 
ανδρός.  Ο  τύπος  αυτός  μας  είναι  γνωστός  από  τη  μεγάλη  ουμανιστική  παράδοση  του 
πολιτισμού  μας,  τον  έχει  κάνει  προσιτό  στη  σκέψη  και  στο  αίσθημά  μας  η  αρχαία  ελληνική 
παιδεία.  Ας  κλείσομε  λοιπόν  το  κεφάλαιο  τούτο  με  μιαν  ωραία  σελίδα  του  Πλουτάρχου 
αφιερωμένη  στον  Λυκούργο,  που  δείχνει  ανάγλυφη  την  προσωπικότητα  του  αυθεντικού 
πολιτικού ως παιδαγωγού (με την πλατειά σημασία της λέξης), ως ανθρώπου που χειραγωγεί 
τα άτομα και την πόλη προς την ευτυχία και την αρετή. Και προσφέρει τη ζωή και το θάνατό 
του ακόμη, για να θεμελιώσει το έργο του. «Όταν πια οι σπουδαιότεροι από τους νόμους του 
στερεώθηκαν  με  τη  συνήθεια  και  είχε  αρκετά  αναπτυχθεί  η  πολιτεία  και  ήταν  σε  θέση  να 
διατηρείται και να σώζεται μόνη της, όπως λέει ο Πλάτων (στον «Τίμαιο») ότι ο θεός χάρηκε 
που  δημιουργήθηκε  ο  κόσμος  και  μπήκε  σε  κίνηση  για  πρώτη  φορά,  έτσι  γεμάτος  κι  ο 
Λυκούργος από θαυμασμό και ευχαρίστηση για την ομορφιά και το μέγεθος της νομοθεσίας 
του,  που  άρχισε  να  εφαρμόζεται  και  να  παίρνει  κανονικά  το  δρόμο  της,  επιθύμησε  —  όσο 
είναι  δυνατόν  να  προνοήσει  ο  άνθρωπος  —  να  την  αφήσει  αθάνατη  και  αμετάβλητη  στο 
μέλλον. Μάζεψε λοιπόν όλους σε εκκλησία και τους είπε ότι καλά είναι όσα έγιναν και αρκετά 
για να γνωρίσει η πόλη την ευτυχία και την αρετή. Το κυριότερο όμως και το πιο μεγάλο δεν 
μπορεί να τους το αποκαλύψει πριν ζητήσει με χρησμό τη γνώμη του θεού. Πρέπει λοιπόν να 
τηρήσουν  σταθερά  τους  νόμους  που  έθεσε  και  να  μη  τους  αλλάξουν  ούτε  να  τους 
μετακινήσουν, έως ότου ο ίδιος γυρίσει από τους Δελφούς. Όταν επιστρέψει, θα κάνει ό,τι πει 
ο  θεός.  Όλοι  συμφώνησαν  και  τον  ενθάρρυναν  να  πάει  στο  μαντείο.  Και  αφού  έβαλε  τους 
βασιλείς και τους γερουσιαστές και έπειτα τους άλλους πολίτες να ορκιστούν ότι θα μείνουν 
σταθεροί και θα εφαρμόζουν το νομοθετημένο πολίτευμα έως ότου επιστρέψει, ο Λυκούργος 
έφυγε για τους Δελφούς. Σαν έφτασε στο μαντείο και έκανε θυσίες στο θεό (Απόλλωνα), τον 
ρώτησε αν οι νόμοι του είναι καλοί και αρκετοί για  την ευτυχία  και την αρετή της πόλης. Ο 
θεός αποκρίθηκε ότι και καλά τέθηκαν οι νόμοι και η πόλη θα δοξαστεί αν τηρεί το πολίτευμά 
του. Ο Λυκούργος έγραψε το χρησμό και τον έστειλε στη Σπάρτη. Ύστερα έκανε νέες θυσίες 
στο  θεό,  αποχαιρέτησε  τους  φίλους  και  τον  γιο  του  και  αποφάσισε  να  μην  απαλλάξει  τους 
συμπολίτες του από τον όρκο και εκεί με τη θέληση του να τερματίσει τη ζωή του, μια και είχε 
φτάσει στην ηλικία (85 χρονών κατά την παράδοση) που είναι κατάλληλη για ν' αποφασίζουν 
οι άνθρωποι, ακόμη κ' εκείνοι που φαίνονται ότι αρκετά ευτύχησαν, αν πρέπει να συνεχίσουν 
ακόμη  ή  να  πάψουν  να  ζουν.  Και  πέθανε  από  ασιτία,  με  την  πεποίθηση  ότι  των  πολιτικών 
ανδρών ούτε ο θάνατος πρέπει να είναι πολιτικά άσκοπος ούτε το τέλος της ζωής παθητικό, 
αλλά  να  γίνεται  σαν  πράξη  αρετής.  Και  για  τον  εαυτό  του,  αφού  έφερε  ως  την  άκρη  έργο 
ωραιότατο, ο θάνατος έπρεπε να είναι αληθινά τελείωση της ευτυχίας και στους συμπολίτες 
του (έπρεπε) να αφήσει το θάνατό του φύλακα των καλών και αγαθών που τους πρόσφερε, 
αφού  είχαν  ορκιστεί  να  εφαρμόζουν  το  πολίτευμά  του  έως  ότου  εκείνος  επιστρέψει»  (Βίος 
Λυκούργου, 29). 

Αυτός είναι ο αγνός και ολοκληρωμένος πολιτικός∙ ζει και πεθαίνει για το έργο του. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΑ ΓΕΡΑΤΕΙΑ 

Τα  γερατειά  απόληξη  και  στεφάνωμα  του  μακρού  βίου.—  Χαρακτηριστικά  της 
μεγάλης  ωριμότητας.—  Όταν  ζητούμε  από  τα  γερατειά  χάρες  και  δικαιώματα  που 
δεν  μπορούν  να  παραχωρήσουν,  κάνομε  προβληματική  την  υγεία  και  την 
αξιοπρέπειά  μας.—  Ο  λόγος  του  Κέφαλου  στην  εισαγωγή  της  πλατωνικής 
«Πολιτείας»:  Τα  γερατειά  μέστωμα  της  ζωής,  αποθησαυρισμένη  πείρα, 
καταλάγιασμα και ειρήνευση της ψυχής.— Από την επίπονη δράση στην ήρεμη θέαση 
από  υψηλή  σκοπιά.—  Η  ώρα  της  θεώρησης  των  σκληρών  αγώνων  της  ζωής.—  Η 
σοφία  των  γερόντων.—  Οι  νέοι  προορισμένοι  να  κατακτούν,  οι  γέροντες  να 
συντηρούν.— Ευλογία το γαλήνιο δειλινό μιας μεγάλης τρικυμισμένης ημέρας. 

Ο μόνος ορισμός που μπορούμε να δώσομε στα γερατειά είναι: πολύ προχωρημένη ηλικία ή 
ακόμη  πληρέστερη  ωριμότητα.  Το  σύνορο,  το  πότε  αρχίζει  η  γεροντική  ηλικία  δεν  είναι 
εύκολο  να  προσδιοριστεί.  Πρώτα‐πρώτα  η  γραμμή  αυτή  ποικίλλει  κατά  εποχές,  κλίματα, 
λαούς, αλλά και κατά ατομικές περιπτώσεις. Δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς με σαφήνεια 
πότε  μπαίνει  σ'  αυτή  την  περίοδο  ο  άνθρωπος.  Ο  καθένας,  εάν  αξιωθεί  να  ζήσει  πολλά 
χρόνια, περνάει αυτό το στάδιο της ζωής με το δικό του ρυθμό και στο δικό του χρόνο. Άλλοτε 
η ώρα αυτή έρχεται πολύ νωρίς, άλλοτε πολύ αργά. Υπάρχουν άνθρωποι που παραωριμάζουν 
νωρίτερα από όσο δείχνει η φυσιολογική τους ηλικία. Όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. 
Άλλοτε  πάλι,  όπως  κάποτε  παρατείνεται  η  παιδική  και  η  εφηβική  φάση  της  ζωής,  έτσι 
παρατείνεται  και  το  στάδιο  της  ωριμότητας  και  έτσι,  σε  πολύ  προχωρημένα  χρόνια, 
εξακολουθεί ο άνθρωπος να μην παρουσιάζει τα σημάδια των γερατειών. Αυτά τουλάχιστο τα 
σημάδια είναι σαφή: χαλάρωση των σωματικών δυνάμεων, κάμψη της πνευματικής αντοχής, 
ηρέμηση  του  οργανισμού,  ένταση  των  δυνάμεων  της  αδράνειας.  Τα  εξωτερικά 
χαρακτηριστικά άλλοτε παρακολουθούν και άλλοτε δεν συμβαδίζουν με αυτό το αδυνάτισμα. 
Αξιοσημείωτο  επίσης  είναι  ότι  η  διανοητική  κατάσταση  δεν  παρουσιάζει  συνήθως  ύφεση∙ 
απεναντίας έχομε, αν όχι σημαντική πρόοδο, ωρισμένως όμως συντήρηση των πνευματικών 
δυνάμεων αξιοθαύμαστη και κάποτε όξυνση της κριτικής ικανότητας σε πολύ προχωρημένην 
ηλικία. 

Δεν  μπαίνουν  όλοι  στο  «περιθώριο»  (όπως  φαίνεται  να  είναι  το  γήρας)  με  την  ίδια  ψυχική 
διάθεση.  Άλλοι  μπαίνουν  με  καημό  και  απελπισία,  και  τότε  κάνουν  τη  ζωή  τους  πάρα  πολύ 
δύσκολη. Άλλοι με καρτερία και ευγνωμοσύνη, γιατί αξιώθηκαν να ζήσουν ένα μακρό και υγιή 
βίο.  Η  ζωή  ήταν  και  είναι  για  τον  άνθρωπο,  όπως  το  είπε  στον  ωραίο  στίχο  του  ο  Σολωμός, 
«μέγα αγαθό και πρώτο». Άλλωστε ό,τι ισχύει για την αρρώστια, ισχύει και για τα γεράματα: 
το  γήρας  δεν  είναι  καθεαυτό  καλό  ή  κακό∙  γίνεται  καλό  ή  κακό  από  τον  τρόπο  που  θα  το 
αντιμετωπίσει  κανείς.  Ο  λαός  μας  αγαπά  να  λέει  ότι  κάθε  ηλικία  έχει  τις  χαρές  της.  Δεν 
ζητούμε  όμως  τις  χαρές  της  ζωής  ανάλογα  με  την  ηλικία  μας,  και  εκεί  γίνονται  τα  λάθη,  με 
αποτέλεσμα τις απογοητεύσεις και τις ταπεινώσεις. Ζητούμε σ' αυτή την ηλικία χαρές που δεν 
της  ανήκουν,  δικαιώματα  που  δεν  μπορεί  να  παραχωρήσει,  και  γι'  αυτό  περιπλέκομε  τα 
πράγματα και κάνομε κάποτε προβληματική και την υγεία και την αξιοπρέπειά μας. 

Την  καλύτερη  εισαγωγή  στο  θέμα  αποτελούν  —  νομίζω  —  δύο  σελίδες  από  την  «Πολιτεία» 
του  Πλάτωνα.  Αφηγητής  στο  κείμενο  είναι  ο  ίδιος  ο  Σωκράτης,  ο  «πλατωνικός»  Σωκράτης. 
Εκείνος διηγείται  πώς με μια καλή συντροφιά κατέβηκε στον Πειραιά την  ημέρα της  εορτής 
των  Βενδιδείων  (πρόκειται  για  τη  λατρεία  μιας  θρακικής  θεότητας  που  την  είχαν  εισαγάγει 
στον Πειραιά Θράκες πάροικοι) και αφού είδαν την πομπή ξεκίνησαν να ανηφορίσουν προς 

Digitized by 10uk1s 
τας  Αθήνας∙  φυσικά  πεζοί.  Στο  δρόμο  έστειλε  και  τους  φώναξε  με  το  δούλο  του  ο 
Πολέμαρχος, ο αδελφός του ρήτορα Λυσία. Και οι δύο ήσαν παιδιά του ρήτορα Κέφαλου που 
είχε  εγκατασταθεί  στον Πειραιά  κατά  προτροπή του φίλου του Περικλή και είχεν αποκτήσει 
μεγάλη  περιουσία.  «Σωκράτη»  του  είπε  ο  Πολέμαρχος  όταν  τους  πλησίασε,  «μείνετε,  σας 
παρακαλώ,  απόψε  μαζί  μας∙  η  εορτή  δεν  ετελείωσε,  θα  γίνει  και  λαμπαδηδρομία.  Έτσι  θα 
έχομε  την  ευκαιρία  να  πάμε  στο  σπίτι  και  να  κουβεντιάσομε  λίγο.  Σε  βλέπομε  τόσο  σπάνια 
τώρα τελευταία...» Ο Σωκράτης δέχεται και πηγαίνουν όλοι μαζί στο σπίτι του Πολέμαρχου. 
Μπήκαν,  λέει,  στην  αυλή  και  είδαν  τον  πατέρα  του  τον  Κέφαλο,  πρεσβύτη  προχωρημένης 
ηλικίας,  να  κάθεται  στεφανωμένος  «επί  δίφρου»  (δηλαδή  σ'  ένα  σκαμνί  χωρίς  στηρίγματα 
ούτε  για  τη  ράχη  ούτε  για  τα  χέρια)  απάνω  σε  προσκέφαλο∙  ο  γέροντας  είχε  κάνει  την  ώρα 
εκείνη θυσίες στους εφέστιους θεούς. Μόλις είδε το Σωκράτη, χάρηκε ο Κέφαλος και, ύστερ' 
από τις τυπικές φιλοφρονήσεις, αρχίζει μια χαριτωμένη συζήτηση μαζί του. Είναι το προοίμιο 
του  πρώτου  βιβλίου  της  «Πολιτείας».  Σ'  αυτήν  ακριβώς  τη  συζήτηση  έρχεται  το  θέμα  των 
γερατειών  με  μια  μισοαστεία‐μισοσοβαρή  ερώτηση  του  Σωκράτη  (που  τότε  δεν  ήταν 
ηλικιωμένος). 

Σωκράτης: «Και τώρα θα μου έκανες μεγάλη ευχαρίστηση (Κέφαλε) να μου μάθεις, αφού δα 
βρίσκεσαι σ' αυτό το σημείο της ηλικίας, που κατώφλι του γήρατος το ονομάζουν οι ποιηταί 
(Όμηρος), αν είναι δύσκολη αυτή η περίοδος της ζωής — ή πώς εσύ την κηρύττεις;» 

Κέφαλος:  «Εγώ  θα  σου  πω  την  πάσαν  αλήθεια,  Σωκράτη,  πώς  μου  φαίνεται  αυτό  που  με 
ρωτάς∙ γιατί πολλές φορές τυχαίνει και μαζευόμαστε πολλοί που έχομε την ίδια ηλικία, καθώς 
που το λέγει και η παλαιά παροιμία, όμοιος τον όμοιο. Οι περισσότεροι λοιπόν από μας δεν 
κάνουν άλλο παρά να θρηνολογούν, γιατί θυμούνται και λαχταρούν τις ηδονές της νεότητας, 
για τον έρωτα, τα συμπόσια και τις διασκεδάσεις και τα άλλα τα ανάλογα, και αγανακτούν, σα 
να έχουν στερηθεί μεγάλα και σπουδαία πράγματα και σα να ήταν τότε αληθινά ευτυχισμένη 
η  ζωή  τους,  ενώ  τώρα  ούτε  ζωή  αξίζει  να  την  ονομάζει  κανείς∙  μερικοί  μάλιστα  ακόμα 
οδύρονται  και  για  τους  εξευτελισμούς  και  τις  προσβολές  που  δοκιμάζουν  τα  γερατειά  από 
μέρος των δικών τους και πάνω σ' όλ'  αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμο των γερατειών για  όσα 
κακά τούς είναι η αιτία. 

Εμένα  όμως,  Σωκράτη,  μου  φαίνεται  πως  δεν  είναι  αυτή  η  αληθινή  αιτία  που  κατηγορούν, 
γιατί  αν  πραγματικώς  ήταν  αυτό  το  αίτιο,  θα  είχε  και  για  μένα  βέβαια  τα  ίδια  κακά 
αποτελέσματα  και  για  όλους  τους  άλλους  που  έφτασαν  σ'  αυτή  την  ηλικία∙  και  όμως  έχω 
συναντήσει  ως  τώρα  ανθρώπους  που  σκέπτονται  διαφορετικά  και  άλλους  και  μάλιστα  τον 
ποιητή το Σοφοκλή. Ήμουν παρών κάποτε που τον ρωτούσε κάποιος, αν ήταν ακόμα ικανός ν' 
απολαβαίνει τις ερωτικές ηδονές: «Δάγκασε τη γλώσσα σου, άνθρωπε, του αποκρίθηκε∙ με τη 
μεγαλύτερή  μου  ευχαρίστηση  γλύτωσα  απ'  αυτό  το  πράγμα,  σα  να  λευτερώθηκα  από 
τύραννο λυσσασμένο και άγριο». Και τότε λοιπόν έκρινα πως είχε δίκιο να μιλήσει κατ' αυτό 
τον  τρόπο  και  τώρα  με  την  ηλικία  δεν  άλλαξα  γνώμη∙  γιατί  πραγματικώς  με  τα  γερατειά 
έρχεται  μια  τέλεια  ειρήνη  και  απολύτρωση  από  τα  τέτοια  τουλάχιστο∙  αφού  οι  επιθυμίες 
χάσουν την έντασή τους και χαλαρωθούν, είναι πραγματικώς, καθώς το είπε κι ο Σοφοκλής, 
σα να γλυτώνομε από ένα πλήθος τύραννους λυσσασμένους. Αλλά για όλα αυτά και για τους 
εξευτελισμούς  ακόμη,  που  παραπονιούνται  οι  γέροντες,  αφορμή,  Σωκράτη,  δεν  είναι  τα 
γερατειά,  αλλά  ο  χαρακτήρας  των  ανθρώπων∙  αν  έχουν  χαρακτήρα  μετρημένο  και  εύκολο, 
δεν  τους  είναι  και  τα  γερατειά  πάρα  πολύ  ανυπόφορα∙  ειδεμή,  για  τους  άλλους,  και  τα 
γερατειά και τα νειάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα»... 

Σωκράτης:  «Εγώ,  Κέφαλε,  στοχάζομαι  πως  οι  περισσότεροι,  όταν  σ'  ακούουν  να  μιλείς  κατ' 
αυτό τον τρόπο, δεν παραδέχονται τα επιχειρήματά σου κ' έχουν την ιδέα πως αν υποφέρεις 
με τόση ευκολία τα γερατειά, αυτό το χρωστάς όχι τόσο στο χαρακτήρα, αλλά και στη μεγάλη 

Digitized by 10uk1s 
περιουσία που έχεις∙ γιατί ο πλούτος, ισχυρίζονται, δίνει πολλές ανακουφίσεις». 

Κέφαλος:  «Πραγματικώς,  δεν  το  παραδέχονται∙  κ'  έχουν,  δε  σου  λέγω,  κάποιο  δίκιο  στις 
αντιρρήσεις  τους,  όχι  όμως  κι  όσο  φαντάζονται.  Κ'  εδώ  εφαρμόζεται  ο  λόγος  που  είπε  ο 
Θεμιστοκλής σ' εκείνον το Σερίφιο, που τον πείραζε και του έλεγε πως τη δόξα του τη χρωστά 
όχι  στην  αξία  του,  αλλά  στην  πατρίδα  που  είχε.  «Και  βέβαια,  του  απάντησε  ο  Θεμιστοκλής, 
ούτε εγώ θα γενόμουν ονομαστός, αν ήμουν Σερίφιος, μα ούτε συ αν ήσουν Αθηναίος». Τον 
ίδιο λοιπόν λόγο θα μπορούσε να πει κανείς και στους ανθρώπους που δεν είναι πλούσιοι και 
με δυσκολία υποφέρουν τα γερατειά: ότι δηλαδή, αν η φτώχεια δεν μπορεί να κάμει βέβαια 
πολύ υποφερτά τα γερατειά σ' έναν άνθρωπο μετρημένο και φρόνιμο, ούτε όπως πάλι ένας 
άνθρωπος, που δεν είναι τέτοιος, θα μπορούσε, μ' όλα τα πλούτη που θα ήθελε αποκτήσει, 
να παρασκευάσει για τον εαυτό του υποφερτά γερατειά»... 

Σωκράτης: «Τόσο μόνο πες μου ακόμα∙ ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το πιο μεγάλο αγαθό 
που έχεις απολαύσει από τη μεγάλη σου περιουσία;» 

Κέφαλος:  «Εκείνο  που  ίσως  και  να  μη  μου  πιστέψουν  οι  περισσότεροι,  αν  το  ακούσουν. 
Γνώριζε όμως, Σωκράτη, πως όταν κανείς βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής του, τον πιάνει 
ένας φόβος και μια συλλογή για τα πράγματα, που ούτε τάβαζε πριν στο νου του∙ γιατί όλα 
εκείνα  που  διηγούνται  για  τον  Άδη  και  για  τις  τιμωρίες  που  περιμένουν  εκεί  κάτω  όσους 
έκαμαν  αδικίες  σ'  αυτό  τον  κόσμο,  ενώ  ως  τώρα  τα  περίπαιζε,  τότε  δα  αρχίζουν  και 
ανησυχούν  την  ψυχή  του,  μήπως  τάχα  είναι  αληθινά∙  και  είτε  ένεκα  από  την  αδυναμία  της 
γεροντικής  ηλικίας,  είτε  γιατί  βρίσκεται  ίσως  κοντύτερα  σ'  εκείνα,  τα  βλέπει  κάπως  τώρα 
καθαρότερα. Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχή του και αρχίζει να εξετάζει και ν' 
αναθεωρεί  τις  πράξεις  του  μήπως  έκαμε  καμιά  αδικία∙  κ'  εκείνος  που  βρίσκει  στη  ζωή  του 
πολλά αδικήματα, ο φόβος τον κάνει και μέσα στον ύπνο του να πηδά επάνω, σαν τα παιδιά, 
και  να  ζει  πάντα  σε  απελπισία.  Ενώ  όσοι  δεν  έχουν  στη  συνείδησή  τους  το  βάρος  καμιάς 
αδικίας, τους παραστέκει πάντα μια ελπίδα γλυκειά και «αγαθή τροφός του γήρατος», καθώς 
λέει και ο Πίνδαρος∙ γιατί πραγματικώς με πολλή χάρη το είπ' εκείνος, Σωκράτη, πως όποιος 
περάσει τη ζωή του μ' ευσέβεια και δικαιοσύνη, 

γλυκειά η ελπίδα τον ακλουθά 
συντρόφισσα στα γερατειά του, 
που θεραπεύει την καρδιά 
και κυβερνάει τα λογικά 
τού ανθρώπου του αστάτου, 

όπως πολύ θαυμάσια το λέει. Ως προς αυτό λοιπόν θεωρώ εγώ πως έχουν τα πλούτη μεγάλη 
αξία, όχι για κάθε άνθρωπο βέβαια, αλλά για τον μετρημένο και φρόνιμο. Συντείνουν δηλαδή 
κατά μέγα μέρος να μην εξαναγκαστεί κανείς, έστω και χωρίς να το θέλει, να εξαπατήσει και 
να  γελάσει  τον  άλλο  και  να  μην  αναχωρήσει  για  τον  άλλο  κόσμο  φοβισμένος,  αν  τύχει  και 
χρωστά  ή  θυσίες  σε  κανένα  θεό,  ή  χρήματα  σε  άνθρωπο∙  είναι  βέβαια  και  για  πολλά  άλλα 
ωφέλιμα τα χρήματα∙ αλλά εγώ, αν τα ζυγίσω ένα προς ένα, θα έκρινα πως αυτή είναι όχι η 
μικρότερη  ωφέλεια  του  πλούτου  για  έναν  άνθρωπο  που  έχει  νου»  (328e  ‐  331a,  μετάφρ.  Ι. 
Γρυπάρη). 

Το κείμενο είναι τόσο σαφές, ώστε δεν χρειάζονται σχόλια. Τρεις μόνο μικρές παρατηρήσεις 
θα κάνω: 

«Σα να ήταν τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή τους». — «L' optimisme du passé» ονομάζουν οι 
ψυχολόγοι  το  φαινόμενο.  Όταν  ανατρέχομε  με  τη  μνήμη  στα  πρώτα  μας  χρόνια, 

Digitized by 10uk1s 
ωραιοποιούμε  το  παρελθόν.  Αφαιρούμε  τα  αγκάθια  και  βλέπομε  μόνο  τα  ωραία  κόκκινα 
τριαντάφυλλα. Σκηνή από ένα ξένο θεατρικό έργο: Ένας ηλικιωμένος θείος βρίσκει μια μέρα 
την ανηψιά του, που είναι μόλις 17‐18 χρονών, σε απόγνωση. Το κορίτσι κλαίει και οδύρεται. 
«Τι  έχεις,  κόρη  μου;»  ρωτάει  συγκινημένος  ο  θείος.  «Είμαι  πάρα  πολύ  δυστυχισμένη». 
«Δυστυχισμένη;»  απορεί  ο  θείος.  «Είναι  δυνατόν  ένας  άνθρωπος  στην  ηλικία  σου  να  είναι 
δυστυχισμένος;»  Η  απάντηση  έχει  σημασία.  «Μόνο  εσείς  οι  ηλικιωμένοι»  λέει  το  κορίτσι 
«νομίζετε ευτυχείς τους νέους∙ εκείνοι είναι πολύ δυστυχισμένοι»... 

«Γλύτωσα  από  τύραννο  λυσσασμένο  και  άγριο».  Βάλετε  μέσα  στην  κατηγορία  των  άγριων 
«τυράννων» όχι μόνο τις ερωτικές επιθυμίες, αλλά και όλες τις σφοδρές ορμές και τάσεις, τα 
βίαια πάθη που κινούν τον νέο άνθρωπο στον αγώνα της ζωής και θα καταλάβετε πόση είναι 
η ειρήνη και η ησυχία που χαρίζουν τα γερατειά. 

«Είναι και για πολλά άλλα ωφέλιμα τα χρήματα...» Για τους αρχαίους φιλοσόφους (και νομίζω 
για  όλους  τους  σοβαρούς  ανθρώπους)  ο  πλούτος,  «η  μέτρια  ουσία»,  όπως  έλεγαν,  είναι 
απαραίτητη για να μη ντροπιάζεται ο άνθρωπος. Να μην εξευτελίζεται ζητώντας βοήθεια την 
ώρα της ανάγκης∙ να μην παρακαλεί εκείνους που δεν τον εκτιμούν ή δεν τους εκτιμά∙ να μην 
αναγκάζεται  να  κάνει  παραχωρήσεις  ταπεινωτικές  στη  δουλειά  του,  στις  κοινωνικές  σχέσεις 
του,  στην  ιδεολογία  του.  Η  ευπορία  είναι  ακόμη  πιο  χρήσιμη  στα  γερατειά∙  τότε  που  ο 
άνθρωπος,  από  αδυναμία  ν'  αντιμετωπίσει  ο  ίδιος  τις  ανάγκες  του,  υποχρεώνεται  να  ζητεί 
διαρκώς  τη  βοήθεια  των  άλλων  —  και  να  γίνεται  κάποτε  βάρος  ακόμη  και  στους  πολύ 
οικείους του. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο πλούτος τον εξασφαλίζει. Όση περιουσία κι αν 
έχεις,  μπορείς  με  τον  δύστροπο  και  κακό  χαρακτήρα  σου  να  κάνεις  αβίωτη  και  τη  δική  σου 
ζωή και τη ζωή των άλλων. 

*** 

Παράθεσα  τη  συζήτηση  Κέφαλου  ‐  Σωκράτη  από  το  πρώτο  βιβλίο  της  «Πολιτείας»  του 
Πλάτωνα, γιατί νομίζω ότι μέσα σ' αυτές τις ωραίες σελίδες μπορούμε να βρούμε τα βασικά 
στοιχεία  που  δίνει  η  ανάλυση  της  έννοιας  των  γερατειών.  Τα  γερατειά  είναι:  μέστωμα  της 
ζωής∙  αποθησαυρισμένη  πείρα∙  καταλάγιασμα  και  ειρήνευση  της  ψυχής.  Όχι  λοιπόν  μόνο 
αδυναμία,  αλλά  και  δύναμη  —  όταν  τα  κοιτάξει  κανείς  από  ορισμένην  άποψη.  Δύναμη  που 
δεν  την  έχουν  άλλες  φάσεις  της  ζωής.  Στα  νιάτα,  ακόμη  και  στην  ακμή  της  ηλικίας  του,  ο 
άνθρωπος  δεν  μπορεί  να  ηρεμήσει∙  δεν  είναι  μόνο  οι  φυσιολογικές  ανάγκες  που  δεν  τον 
αφήνουν  ήσυχο,  αλλά  και  τόσοι  άλλοι  περισπασμοί  της  ζωής:  υποχρεώσεις  προς  την 
οικογένεια,  προς  την  κοινωνία,  αγώνας  για  τον  βιοπορισμό,  τη  σταδιοδρόμηση  στο 
επάγγελμα,  μέριμνα  για  τα  δύσκολα  χρόνια  που  έρχονται  κτλ.  κτλ.  Όλο  αυτό  το  σκηνικό 
μεταβάλλεται την ώρα που ο ηλικιωμένος άνθρωπος αναθέτει στους νεώτερους τα βάρη και 
τις  ευθύνες,  επειδή  δεν  μπορεί  πια  να  τις  σηκώσει,  και  αποσύρεται.  Μοιάζει  τότε  με  τον 
κατάκοπο ναυτικό που ένιωσε τις δυνάμεις του να πέφτουν και παραδίνει σε άλλους πρώτα 
τα κουπιά, ύστερα το τιμόνι, κάθεται σε μιαν άκρη της βάρκας, για να συνεχίσει το ταξίδι ως 
την  ώρα  που  τούτο  είναι  γραμμένο  να  τελειώσει,  και  «χαζεύει»  ήσυχος,  ατάραχος, 
ειρηνεμένος.  Η  κύρια  διασκέδασή  του  είναι  να  θυμάται  τα  περασμένα.  —  Θα  φανεί  τούτο 
παράδοξο,  γιατί  πιστεύομε  ότι  η  μνήμη  που  είναι  η  σπουδαιότερη  λειτουργία  του  ψυχικού 
βίου  (αφού  αυτή  θεμελιώνει  την  ταυτότητα  του  προσωπικού  μας  εγώ),  στα  γεράματα 
αδυνατίζει. Η αλήθεια όμως είναι ότι η μνήμη των γερόντων είναι αδύνατη για τα πρόσφατα 
γεγονότα,  αλλά  ισχυρή,  πολύ  ισχυρή  για  τα  παλαιά.  Οι  γέροντες  λοιπόν  ζουν  με  τις 
αναμνήσεις  τους.  Και  όταν  αναθυμούνται  ημέρες  ευτυχισμένες,  ξαναζούν  τις  χαρές  της 
περασμένης τους ζωής. Ακόμη και τα θλιβερά γεγονότα (με εξαίρεση τις οδυνηρές εμπειρίες 
της «ντροπής») με τον καιρό έχουν χάσει την πικρή τους γεύση, και τώρα είναι υποφερτά. 

Digitized by 10uk1s 
Το δεύτερο στοιχείο που υπογραμμίσαμε είναι το θησαύρισμα της πείρας.  Όλοι οι λαοί του 
κόσμου, τους γέροντες τούς ετίμησαν και σ' αυτούς εμπιστεύθηκαν τη διακυβέρνησή τους. Η 
«γερουσία»  («Senatus»)  αποτελεί  το  κύριο  νομοθετικό  και  συμβουλευτικό  όργανο  της 
πολιτείας. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι «πρέσβεις» έχουν δανειστεί τον τίτλο τους από τους 
«πρεσβύτες».  Οι  γεροντότεροι  στέλνονται  ως  αντιπρόσωποι  για  να  διαπραγματευθούν 
δύσκολα ζητήματα με σύμμαχους και εχθρούς. Και για να μεσολαβούν μεταξύ ανθρώπων και 
θεών πάλι οι «πρεσβύτεροι» (οι ιερείς) ορίζονται. Ακόμη και η λέξη «τα πρεσβεία» έφτασε να 
σημαίνει την προτεραιότητα της τιμής, την κορυφή της ιεραρχίας. Ανέκαθεν δηλαδή η ηθική 
αξία των ανθρώπων προσδιορίζεται κατά κάποιο τρόπο σε συνάρτηση με την ηλικία τους. Όχι 
γιατί  η  ηλικία  αυτή  καθ'  εαυτήν  προσθέτει  στο  πνεύμα,  αλλά  γιατί  με  τη  μακρά  ζωή  ο 
άνθρωπος  αποθησαυρίζει  πολύτιμη  πείρα  που  τον  βοηθεί  να  βλέπει  τα  πράγματα  οξύτερα 
και ψυχραιμότερα. Για τούτο στις δύσκολες περιστάσεις και τα άτομα και οι οικογένειες και οι 
κοινότητες  στους  πρεσβύτες  καταφεύγουν  για  συμβουλή  και  καθοδήγηση.  Στην  πολύ 
προχωρημένη ηλικία ο άνθρωπος δεν έχει μόνο αποκτήσει πλούσια πείρα∙ είναι και σε θέση 
να  την  εκτιμήσει.  Πολλά  πράγματα  ξέρομε  από  τα  νιάτα  μας,  τότε  όμως  μπορούμε  να  τα 
λογαριάσομε σωστά, να τους δώσομε το συντελεστή που τους ταιριάζει. 

Μόνο σαν θαύμα είδαν ανέκαθεν οι άνθρωποι τη σοφία να παρουσιάζεται στους πολύ νέους. 
Την  περιμένουν  μόνο  στο  μέστωμα,  στην  προχωρημένη  ηλικία,  τότε  που  κατασταλάζει  ο 
άνθρωπος. Είναι όμως μόνον η πείρα που κάνει  σοφώτερο τον γέροντα; Νομίζω ότι μαζί με 
την  πείρα  πρέπει  να  συνυπολογίσομε  εδώ  και  την  αποδέσμευσή  του  από  τις  βιωτικές 
μέριμνες, τους επαγγελματικούς ανταγωνισμούς, τις ακοίμητες φιλοδοξίες που ταλαιπωρούν 
τις  άλλες  ηλικίες.  Αυτή  η  αποδέσμευση  ενεργεί  λυτρωτικά  και  δίνει  στον  άνθρωπο  μιαν 
εσωτερική ευστάθεια που δεν την έχει σε άλλα χρόνια της ζωής του. Είναι ήρεμος, ατάραχος, 
ακλόνητος.  Κ'  έτσι  μπορεί  να  παρατηρεί  «εν  ψυχρώ»  πρόσωπα  και  πράγματα  τριγύρω  του, 
ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς φαντασιώσεις και αυταπάτες. Γιατί βλέπει τώρα τον 
αγώνα της ζωής από απόσταση σαν «θεατής» όχι σαν «συμπαίκτης». Είναι μεγάλο προνόμιο 
να  μπορείς  να  μη  μπλέκεσαι  στα  γεγονότα  με  προσωπικό  ενδιαφέρον,  αλλά  να  στέκεσαι 
παράμερα και να τα θεάσαι. Αυτό άλλωστε είναι το φιλοσοφείν:∙ να θεωρεί κανείς πρόσωπα 
και  πράγματα  «από  μακριά»,  γιατί  τότε  βλέπει  καθαρά  και  μπορεί  να  «εννοήσει»  τι 
πραγματικώς συμβαίνει. Δεν τον χρειάζεται πια η ζωή της δράσης τον γέροντα∙ το κύμα τον 
έχει,  κατά  κάποιο  τρόπο,  ρίξει  έξω  στην  ακρογιαλιά.  Εάν  όμως  αυτό  από  ένα  μέρος  τον 
αχρηστεύει, από το άλλο του δίνει μια θέση προνομιακή: δεν είναι πια στο πέλαγος και τώρα 
μπορεί  από  την  ήσυχη  ακτή  να  παρατηρεί  εκείνους  που  θαλασσοδέρνονται  και  να 
«καταλαβαίνει» τα βάσανά τους. 

Η  καρτερία  και  η  διαλλακτικότητα,  η  επιείκεια  και  η  κατανόηση  που  δείχνουν  οι  γέροντες 
(όταν  τη  δείχνουν)  οφείλονται  σ'  αυτό  ακριβώς  το  μεγάλο  τους  προνόμιο,  ότι  βλέπουν  της 
ζωής τα προβλήματα από μακριά. Αν αισθανόμαστε πολλές φορές την ανάγκη να καταφύγομε 
στη  βοήθειά  τους  και  δεν  εμπιστευόμαστε  τον  πατέρα  μας  αλλά  τον  παππού  μας,  όχι  τη 
μητέρα μας αλλά τη γιαγιά μας, είναι επειδή από ένστικτο καταλαβαίνομε ότι η μητέρα και ο 
πατέρας βρίσκονται ακόμα μέσα στη ζωή, έχουν τα δικά τους προβλήματα να λύσουν και δεν 
μπορούν  να  εννοήσουν  τα  δικά  μας.  Όσο  πιο  κοντά  είναι  στα  νιάτα  οι  άνθρωποι  τόσο 
περισσότερο χρειάζονται τη βοήθεια των άλλων, των ώριμων, για να καταλάβουν τον εαυτό 
τους.  Η  απόσταση  κάνει  τους  γέροντες  αντικειμενικότερους,  και  γι'  αυτό  επιεικέστερους, 
διαλλακτικότερους.  Εάν  είναι  περισσότερο  υποχωρητικοί  και  συγχωρούν  τις  αδυναμίες  των 
νέων, τούτο δεν οφείλεται στη δήθεν  υπερβολική τους συναισθηματικότητα  (δεν  είναι τόσο 
συναισθηματικοί  οι  γέροντες,  όσο  νομίζομε∙  μαζί  με  τις  άλλες  κάμψεις,  παθαίνει  χαλάρωση 
και  το  θυμικό  στην  πολύ  προχωρημένη  ηλικία),  αλλά  στο  γεγονός  ότι  μπορούν,  καθώς 
βλέπουν από μακριά, να  έχουν μια βαθύτερη  κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων.  Από 
την άλλη όχθη είναι διαφορετική η προοπτική — η ζωή έχει άλλα σχήματα, άλλο χρώμα, άλλη 
τάξη.  Όταν  βλέπεις  από  πολύ  μακριά,  μπορεί  να  χάνεις  τις  λεπτομέρειες,  αλλά  έχεις  μιαν 

Digitized by 10uk1s 
αδρότερη  στις  κύριες  γραμμές,  επομένως  καθαρότερη  εικόνα.  —  Συχνά  χρησιμοποιούμε 
παραμυθητικούς  λόγους  προς  τα  παιδιά  που  δυσανασχετούν  ή  και  οδύρονται  όταν 
συναντούν  κάποια  δυσκολία  ή  υποχρεώνονται  να  δεχτούν  μια  στέρηση:  «Ου!  όταν  θα  έχεις 
μεγαλώσει,  όλα  αυτά  θα  'ναι  ξεχασμένα».  Ή  αλλιώς:  «Τώρα,  παιδί  μου,  το  βλέπεις  βουνό∙ 
όταν προχωρήσεις στην ηλικία, θα καταλάβεις ότι αυτό είναι μια λεπτομέρεια που θα χαθεί 
μαζί με τις άλλες». Ή ακόμη: «Τώρα είσαι μέσα στο πέλαγος και νομίζεις ότι αυτό το κυματάκι 
είναι  ικανό  να  σε  βουλιάξει.  Κάνε  υπομονή  και  θα  ιδείς  νάρχονται  άλλα  κι  άλλα,  πολύ 
μεγαλύτερα, και τότε θα καταλάβεις πόσο ασήμαντο είναι τούτο το σημερινό». Αυτή ακριβώς 
είναι η οπτική γωνία των γερόντων. Ξέρουν πώς απολήγουν στο τέλος τα πράγματα και πώς 
από  απειρία  ή  ανυπομονησία  δίνομε  συνήθως  μεγάλο  συντελεστή  σημασίας  σε  εντελώς 
ασήμαντα γεγονότα. Σοφία των γερατειών, πολύ χρήσιμη για τους νέους ανθρώπους. 

*** 

Λέγεται  συνήθως  ότι  τα  νιάτα  είναι  επαναστατικά,  αγαπούν  τις  μεγάλες  καινοτομίες, 
απαιτούν ριζικές λύσεις, δεν δέχονται συμβιβασμούς∙ και αυτό πραγματικά είναι η χάρη και η 
δόξα  τους.  Λέγεται  ακόμη  ότι  τα  γεράματα  είναι  κατά  κανόνα  συντηρητικά,  ηλικία  των 
συμβιβασμών, των compromis∙ ότι τα χρόνια εκείνα ο άνθρωπος και στις εχθρότητες και στις 
συμπάθειές του είναι μαλακός∙ ότι δεν προσέχει τις πολύ λεπτές αποχρώσεις, βλέπει μονάχα 
τα βασικά χρώματα∙ δεν μετακινείται προς νέες καταστάσεις, άγνωστες, αδοκίμαστες ακόμη 
κ.ο.κ.  Και  τούτο  είναι  αληθινό,  έως  ένα  σημείο  τουλάχιστο.  Μπορούμε  μάλιστα  με  αυτά  τα 
μέτρα  να  προσδιορίζομε  τα  γεράματα  της  μικρής  ηλικίας  και  τα  νιάτα  της  μεγάλης  ηλικίας. 
Γιατί  υπάρχουν  και  νέοι  συντηρητικοί,  συμβιβαστικοί,  υποχωρητικοί,  που  δεν  αγαπούν  ό,τι 
πρόκειται  να  τους  βγάλει  έξω  από  τα  καθιερωμένα.  Όπως  αντίθετα  υπάρχουν  και  γέροντες 
ριζοσπαστικοί,  που  νεάζουν  στις  σκέψεις  και  στα  αισθήματα,  που  ενθουσιάζονται  για  τις 
επαναστατικές  καινοτομίες  κτλ.  Τα  δύο  λοιπόν  στρατόπεδα  υπάρχουν  και  μακάρι  να 
διαχωρίζονται  ανάλογα  με  την  ηλικία  των  σταυροφόρων  τους.  Γιατί  χρειάζονται  και  τα  δύο∙ 
είναι  απαραίτητα  για  την  υγεία  του  κοινωνικού  σώματος.  Αλλίμονο  στις  κοινωνίες  που 
αποτελούνται  μόνο  από  «νέους»  (στα  νεύρα  και  στις  ιδέες)  ανθρώπους  που  διαρκώς 
καλπάζουν ορμητικά προς τα εμπρός. Και αλλίμονο πάλι στις κοινωνίες που είναι καμωμένες 
μόνο  από  «γέροντες»  (στα  μυαλά  και  στα  χέρια)  που  τρέμουν  κάθε  μεταβολή  και  την 
καταριώνται. Ευλογημένες είναι κείνες που έχουν και τις δυο κατηγορίες πολιτών∙ η ιστορία 
χρειάζεται  και  τα  δυο  ρεύματα.  Την  ιστορία  (των  ιδεών,  του  πολιτισμού)  τη  γράφουν  και  οι 
δύο  παρατάξεις:  και  οι  προοδευτικοί  και  οι  συντηρητικοί,  οι  «νέοι»  αλλά  και  οι  «γέροι».  Οι 
«νέοι»  οδεύουν  με  ορμή  προς  καινούργιες  κατακτήσεις∙  οι  «γέροι»  συντηρούν  τα 
κατακτημένα,  για  να  μείνουν,  να  αποτελέσουν  την  «παράδοση».  Η  συνεχής  αλλαγή,  η 
ακατάπαυτη ροή γίνεται στο τέλος καταλυτική∙ σαν τον Κρόνο ο επαναστάτης τρώει τα ίδια τα 
παιδιά  του∙  όταν  ο  καινοτόμος  σπεύδει  να  μεταβάλει  τις  ίδιες  τις  καινοτομίες  του,  δεν  θα 
αφήσει τίποτα να ριζώσει. Έτσι δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ιστορική ζωή. Χρειάζεται 
και  ο  συντηρητής∙  αυτός  που  θα  αποθηκέψει,  θα  ξεκαθαρίσει  και  θα  βάλει  σε  τάξη  τα 
αποκτημένα. Μόνο λοιπόν από τη διαλεκτική των δύο λειτουργιών μπορεί να γεννηθεί γόνιμη 
ιστορική  ζωή∙  ανανέωση  των  παλαιωμένων  θησαυρών  από  το  ένα  μέρος,  και  από  το  άλλο 
καταξίωση των νέων που έρχονται να μπουν στη θέση εκείνων. Να ανανεώνεις είναι ανάγκη, 
απόλυτη ανάγκη∙ αυτό  είναι το ωραίο  έργο της  νεότητας. Αλλά  εξίσου μεγάλη ανάγκη είναι 
όσα  με  την  ανανέωση  έχεις  κερδίσει,  να  τα  σταθεροποιείς,  να  τα  τακτοποιείς  και  να  τα 
παραδίνεις στις επόμενες γενεές∙ της προχωρημένης ηλικίας, αυτό είναι το μέγα χρέος. Κρίμα 
στον νέο που δεν υπήρξε καινοτόμος, καταλύτης των φθαρμένων από την πολυχρησία τύπων∙ 
και ντροπή στο γέρο που εξακολουθεί να αρνιέται τα παραδομένα. Κάθε ηλικία έχει το δικό 
της  ρόλο  να  παίξει,  και  αστοχεί  όταν  παίρνει  το  ρόλο  της  άλλης.  Αξιοπαρατήρητο  μάλιστα 
είναι  τούτο:  ότι  όσο  πιο  επαναστάτης  είναι  κανείς  στα  νιάτα  του,  τόσο  καταλαβαίνει  στα 
γεράματά  του  την  αξία  του  αποκτημένου.  Και  όσο  συντηρητικός  είναι  στα  νιάτα  του,  τόσο 
λιγότερο εκτιμά την παράδοση στα γεράματά του. 

Digitized by 10uk1s 
Έπειτα  λοιπόν  από  την  επίμονη  δράση  των  πρώτων  ηλικιών,  τα  γεράματα,  απόληξη  και 
στεφάνωμα  του  βίου,  είναι  η  αναπαυτική  θεώρηση  των  σκληρών  αγώνων  της  ζωής.  Ύστερα 
από την επαναστατική ορμή της νεότητας, τα γεράματα είναι η συντήρηση και η καταξίωση 
των  αποκτημένων.  Μετά  τον  άγριο  πόλεμο  των  παθών,  έρχεται  με  τα  γεράματα  η  ώρα  της 
ειρήνης. Αναπαυτική, ήρεμη και γλυκειά σαν το γαλήνιο δειλινό μιας μεγάλης, τρικυμισμένης 
ημέρας.  Άνοιξα  το  κεφάλαιο  με  μιαν  ωραία  σελίδα  του  Πλάτωνα∙  θα  το  κλείσω  με  τους 
στίχους ενός Βρετανού ποιητή των αρχών του 18ου αιώνα, του Alexander Pope. 

Του γέροντα η ευχή: 

«May I govern my passions with absolute sway, 
And grow wiser and better, as strength wears away, 
without gout or stone, by gentle decay». 

Ελληνική απόδοση (με μια μικρήν αλλαγή): 

«Ας είναι να κυβερνώ τα πάθη μου με απόλυτη κυριαρχία, 
σοφώτερος και καλύτερος όσο οι δυνάμεις θα λιγοστεύουν, 
και δίχως αρρώστιες να γνωρίσω μιαν αβρή παρακμή». 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ 

Γεγονός  αναγκαίο  ο  θάνατος  είναι  το  κύριο  και  καίριο  θέμα  της  δογματικής  των 
θρησκειών. 

— Η μεγάλη απορία: ο ύπνος δίδυμος αδελφός του θανάτου; 

— Λύσεις του μύθου. 

— Τα τεκμήρια της μετά τον θάνατο ύπαρξης της ψυχής. 

—Οι δυσχέρειες. 

—Η  αθανασία  νόμιμη  προσδοκία  του  ανθρώπου,  αίτημα  της  ηθικής  συνείδησης 
(Immanuel Kant). 

— Η πρακτική άποψη του ζητήματος: τρεις χαρακτηριστικές εικόνες. 

— Ο πανικός μπροστά στο θάνατο ευτελίζει τον αγώνα της ζωής. 

— Η παραδοχή του θανάτου μεγάλη νίκη τον ανθρώπου. 

Για όλα τα όντα που αξιώθηκαν να γνωρίσουν τη ζωή, ο θάνατος είναι ένα γεγονός αναγκαίο. 
Γίνεται  να  μη  γεννηθεί  κανείς∙  αφού  όμως  γεννηθεί,  δεν  γίνεται  να  μην  πεθάνει.  Με  την 
προοπτική  μάλιστα  του  βιολόγου  τα  δύο  φαινόμενα  συνδέονται  αναπόσπαστα:  ο  θάνατος 
είναι  η  σκιά  της  ζωής,  αρχίζομε  να  πεθαίνομε  (με  αλλεπάλληλους  μετασχηματισμούς  που 
υπακούουν στον αμείλικτο νόμο της «εντροπίας») από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ενώ όμως 
ο θάνατος είναι για όλα ανεξαίρετα τα ζωντανά όντα ένα αναπόδραστο γεγονός, ο άνθρωπος 
δεν  θέλει,  δεν  μπορεί  να  τον  παραδεχτεί  και  επιχειρεί  να  συμφιλιωθεί  μαζί  του  με  τις 
ερμηνείες που του δίνει. Απόδειξη ότι σε όλες τις θρησκείες που γνώρισε ωστώρα ο κόσμος, ο 
θάνατος  αποτελεί  ένα  από  τα  κύρια,  αν  όχι  το  κύριο  θέμα.  Θα  φανεί  ίσως  παράξενο: 
θρησκεία  χωρίς  θεούς  υπήρξε  (παράδειγμα:  ο  πρωτογενής  βουδισμός),  όχι  όμως  και 
θρησκεία που δεν «σημασιολόγησε» το θάνατο. 

Θα  μπορούσε  να  κατατάξει  κανείς  τις  μεγάλες  θρησκείες,  της  ανθρωπότητας  σ'  ένα 
διάγραμμα  καθορίζοντας  τη  θέση  τους  ανάλογα  με  τον  τρόπο  που  «σημασιολογούν»  το 
γεγονός του θανάτου. Ιδού λ.χ. μια κατάταξη που είμαι έτοιμος να προτείνω ως πολύ λογική 
και εξίσου χρήσιμη. Στο ένα άκρο βρίσκονται οι θρησκείες που τιμούν πάνω απ' όλα τα αγαθά 
τη ζωή και απαξιώνουν την οποιαδήποτε μεταθανάτια ύπαρξη. Μόνο ο εγκόσμιος βίος έχει γι' 
αυτές οντολογική και αξιολογική πληρότητα∙ ο θάνατος φέρνει τη στέρηση, τον υποβιβασμό 
και  την  εξαθλίωση.  Αντιπροσωπευτικός  τύπος  της  κατηγορίας  αυτής  είναι  η  «ολυμπιακή» 
θρησκεία  της  ελληνικής  αριστοκρατίας  των  γεωμετρικών  χρόνων.  Στον  Όμηρο  μόνο  αυτή 
«εδώ» η ζωή είναι αληθινή και αξιοβίωτη∙ μετά το θάνατο ο άνθρωπος έχει μια σκιώδη και 
ασήμαντη ύπαρξη. «Θα προτιμούσα» λέγει ο Αχιλλέας «να ήμουνα δούλος άκληρου αφέντη 
σ' αυτό τον κόσμο παρά ηγεμόνας όλων των νεκρών στον Άδη». (Οδύσ. λ 488—491). Οι νεκροί 
στον  κάτω  κόσμο,  στο  βασίλειο  του  Πλούτωνα,  είναι  ίσκιοι  αξιολύπητοι  και  τριγυρνούν 
οδυρόμενοι  για  τις  απολαύσεις  που  έχουν  στερηθεί.  —Στο  άλλο  άκρο  τοποθετούνται  οι 
θρησκείες  που  καταφρονούν  τη  ζωή  και  κηρύττουν  ότι  ο  θάνατος  είναι  η  λύτρωση  από  την 

Digitized by 10uk1s 
ατομική ουσίωση (individuatio), την «εγκοσμίωση», που είναι εξορία και πτώση στην απεχθή 
περιοχή της πλάνης και του πόνου. Ο θάνατος καταλύει αυτή την εφήμερη αθλιότητα και μας 
βυθίζει πάλι μέσα στο αιώνιο και αδιαφοροποίητο «παν». Όσο νωρίτερα λοιπόν έρχεται, τόσο 
το  καλύτερο.  Και  για  τούτο  ο  φρόνιμος  δεν  περιμένει  το  φυσικό  τέλος,  αλλά  αρχίζει  τη 
νέκρωση τού σώματος ξεριζώνοντας την «ορμή της ζωής» με την άσκηση που είναι ένα είδος 
πρόγευσης  του  θανάτου,  θάνατος  πριν  από  το  θάνατο.  Σ'  αυτή  την  κατηγορία  ανήκουν  οι 
μεγάλες θρησκείες της Ανατολής, ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός. Πρόκειται για μια πανάρχαιη 
πίστη  που  έχει  εκφραστεί  με  πολλούς  τρόπους.  Η  κεντρική  της  ιδέα  ταξίδεψε,  φαίνεται, 
διαμέσου της Μικρας Ασίας, πέρασε στη Θράκη και διαδόθηκε στην Ελλάδα με τον ορφισμό 
και τη διονυσιακή λατρεία. Συνυφασμένο μαζί της είναι το δόγμα της «διαδοχικής σειράς των 
εγκόσμιων  υποστάσεων».  Κατά  το  δόγμα  τούτο  ο  θάνατος  αποτελεί  μετάβαση  σε  νέαν 
ενσάρκωση  της  ψυχής  πυύ  με  αλλεπάλληλες  «γεννήσεις»  άλλοτε  προσεγγίζει  και  άλλοτε 
απομακρύνεται  από  την  τελική  λύση,  την  εξαΰλωση  και  θέωση.—  Ανάμεσα  στα  δύο  αυτά 
άκρα και με διάφορες αποχρώσεις μπορούν να πάρουν τη θέση τους στο διάγραμμα οι άλλες 
μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητας. Ο Χριστιανισμός λ.χ. ενώ δεν απαξιώνει την εγκόσμια 
ζωή,  θεωρεί  το  θάνατο  είσοδο  σε  μιαν  υπέρτερη  υπαρξιακή  σφαίρα,  στην  περιοχή  της 
αιωνιότητας. Για το χριστιανικό δόγμα η ψυχή είναι αθάνατη, και έρχεται στον κόσμο για να 
δοκιμαστεί  η  ηθική  της  ποιότητα.  Όταν  με  το  θάνατο  λευτερωθεί  από  τα  δεσμά  της  ύλης, 
μεταβαίνει  στους  ουρανούς,  όπου  θα  ζήσει  με  άλλο  τρόπο,  εντελώς  διαφορετικό  από  τον 
«γήινο».  Μια  «είσοδος»  υπάρχει  για  κάθε  προσωπικό  ον:  η  «γέννηση»,  και  μια  έξοδος:  «ο 
θάνατος», που οδηγεί σε μια ζωή «αλλού» και «αλλιώς» — στην αληθινή και ατελεύτητη. 

*** 

«Τις  δε  οίδεν»  λέγει  ένα  απόσπασμα  του  Ευριπίδη  (που  το  παραθέτει  μέσα  στον  «Γοργία» 
(492e) του ο  Πλάτων) «ει  το ζην μεν εστι κατθανείν, το δε κατθανείν ζην»; Ποιος ξέρει αν η 
ζωή  είναι  θάνατος  και  ο  θάνατος  ζωή;  Στους  δύο  τούτους  στίχους  διατυπώνεται  με  όλη  την 
αγωνία της μια απορία που έχει πολύ βασανίσει το ανθρώπινο γένος. Τι είναι άραγε αυτό που 
νομίζομε «ύπαρξη» και το άλλο που φοβούμαστε ότι είναι «ανυπαρξία»; Ζωή είναι το πρώτο 
και  θάνατος  το  δεύτερο;  ή  μήπως  έχομε  αντιστρέψει  τα  πράγματα  και  το  πρώτο  είναι 
θάνατος, το δεύτερο ζωή; Γιατί άραγε ανέκαθεν ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να πεισθεί ότι όλα 
τελειώνουν με το θάνατο; Τι λόγους έχει να περιμένει μια συνέχεια της ζωής ύστερ' από τον 
τάφο; Το φαινόμενο που θα του έδωσε αυτή την ιδέα πιστεύεται ότι είναι ο ύπνος. Στον ύπνο 
χάνει  τη  συνειδητότητα,  και  την  ξαναβρίσκει  με  την  εγρήγορση.  Ακριβέστερα:  στον  ύπνο  ή 
χάνει εντελώς τη συνειδητότητα (όταν κοιμάται χωρίς να ονειρεύεται), ή περνάει σ' ένα άλλο 
είδος  συνειδητότητας,  στη  συνειδητότητα  του  ονείρου.  Αυτή  η  διακοπή  της  συνέχειας  και 
έπειτα  η  επιστροφή  στην  αρχική  κατάσταση  έκανε  τον  άνθρωπο  να  συνδέσει  τα  δύο 
γεγονότα:  τον  ύπνο  και  το  θάνατο.  (Δίδυμα  αδέλφια  τούς  ονομάζει  η  μυθολογία).  Και  να 
πιστέψει  ότι,  όπως  ο  ύπνος  είναι  ένα  είδος  θανάτου,  έτσι  και  ο  θάνατος  είναι  ένα  είδος 
ύπνου. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση εξακολουθούμε να «υπάρχομε», αλλά με 
μιαν άλλη μορφή «συνειδητότητας». Τα όνειρα ποτέ δεν παραδέχτηκε ο άνθρωπος ότι είναι 
κατασκευές  αυθαίρετες  της  φαντασίας,  εικόνες  απατηλές,  άσχετες  με  την  πραγματικότητα. 
Απεναντίας  τα  θεώρησε  «αληθινά»,  με  το  νόημα  ότι  παρουσιάζουν  μιαν  οντική  σφαίρα 
παράλληλη  και  σύστοιχη  προς  την  «καθημερινή».  Όπως  λοιπόν  κλείνομε  τα  μάτια  μας  και 
κοιμόμαστε,  δηλαδή  περνούμε  από  την  «κοινή»  στη  συνειδητότητα  του  ονείρου,  έτσι  θα 
γίνεται και στο θάνατο: κλείνομε τα μάτια μας και περνούμε από την «κοινή» συνειδητότητα 
σε  μιαν  άλλη,  που  δεν  την  ξέρομε.  Και  αφού  μετά  τον  ύπνο  επιστρέφομε  στον  εαυτό  μας 
(«ξυπνούμε»),  γιατί  να  μη  συμβαίνει  το  ίδιο  και  ύστερ'  από  το  θάνατο;  Μόνο  που  δεν  θα 
ξαναγυρίζομε  στο  «φυσικό»  πεδίο,  αλλά  σ'  ένα  άλλο,  υπερφυσικό  ή  μεταφυσικό.  Εφόσον 
κατά  τη  διάρκεια  της  ζωής  υπάρχουν  αλλεπάλληλες  περίοδοι  θανάτου  (ύπνου),  δεν 
αποκλείεται  και  κατά  τη  διάρκεια  του  θανάτου  να  υπάρχουν  αλλεπάλληλες  περίοδοι  ζωής 
(επιβίωσης). 

Digitized by 10uk1s 
Για την υπόθεση αυτή είχε και τις αποδείξεις του ο αρχέγονος άνθρωπος. Και πρωτ' απ' όλα 
το γεγονός ότι στα όνειρα έβλεπε τους νεκρούς συγγενείς και φίλους του και κουβέντιαζε μαζί 
τους. Αφού τους «συναντούσε» και «συναλλασσόταν» μ' αυτούς, θα έπρεπε να υπάρχουν, όχι 
όμως  με  τον  τρόπο  που  υπάρχουν  οι  ζωντανοί,  αλλά  έτσι  ώστε  να  είναι  προσιτοί  σε  άλλου 
είδους  αισθητήρια.  Όταν  τα  φυσικά  αισθητήρια  στον  ύπνο  αδρανούν,  θα  αρχίζουν  να 
λειτουργούν εκείνα τα άλλα που «βλέπουν» τους νεκρούς. Ίσως μάλιστα από τα οράματα που 
είχε στον ύπνο (κάποτε και κατά την εγρήγορση: «φαντάσματα», «αερικά», «ξωθιές» κτλ.) να 
οδηγήθηκε ο άνθρωπος στην παραδοχή ότι εκτός από το υλικό σώμα υπάρχει μια (από άλλην 
ουσία καμωμένη) ψυχή που κατά τον ύπνο ή μετά το θάνατο πλανιέται εδώ κ' εκεί και γίνεται 
ορατή (όχι με τις κοινές, αλλά με κάποιες άλλες αισθήσεις) στα όνειρα ή σε ξεχωριστές ώρες 
της «ξυπνής» ζωής. Πάντως έτσι φαίνεται ότι γεννήθηκε η ιδέα της «αποδημίας» της ψυχής: η 
ψυχή αφήνει το σώμα και ταξιδεύει. Άλλοτε φεύγει προσωρινά και επανέρχεται στη βάση της 
—  αυτό  γίνεται  στον  ύπνο∙  άλλοτε  πάλι  αποδημεί  για  ένα  μακρό  χρονικό  διάστημα  και 
μετατοπίζεται  σε  άλλα  υπαρξιακά  επίπεδα  (στον  ουρανό,  σε  ορισμένα  αστέρια,  στον  κάτω 
κόσμο, στον Άδη κ.ά.) — αυτό γίνεται με το θάνατο. Για τα παραπέρα οι γνώμες, όπως είπα, 
διχάζονται,  γιατί  και  οι  πιθανές  εκδοχές  είναι  δύο:  είτε  μπαίνει  σε  νέο  σώμα  η  ψυχή  και  ή 
επανέρχεται σε τούτο τον κόσμο ή πηγαίνει σε κάποιον άλλο∙ είτε φεύγει μια για πάντα για να 
μην επιστρέψει ποτέ πια στη σωματικότητα, για να υποστεί δηλαδή μια πλήρη μετουσίωση. 

*** 

Στην  παραδοχή  της  μετά  το  θάνατο  επιβίωσης  της  ψυχής  παρουσιάζεται  μια  σοβαρή 
δυσκολία:  Κατά  τον  ύπνο  αποδημεί  έστω  η  ψυχή,  αλλά  η  βάση  της  διατηρείται,  το  σώμα 
εξακολουθεί να υπάρχει ανέπαφο και την περιμένει να γυρίσει, οπότε ενώνεται πάλι μαζί της, 
έτοιμο να την υπηρετήσει και να την εκφράσει με τα όργανα και τις λειτουργίες του. Με το 
θάνατο όμως το όχημα τούτο δεν παραμένει ούτε περιμένει, αλλά αποσυντίθεται, διαλύεται. 
Μήπως λοιπόν δεν είναι τα ίδια, αλλά απεναντίας εντελώς διαφορετικά τα δύο γεγονότα: ο 
ύπνος  και  ο  θάνατος,  και  ο  συλλογισμός  της  αναλογίας  που  κάνομε  στηριζόμενοι  στην 
ομοιότητά τους είναι λογικά ανεπίτρεπτος; —Ο άνθρωπος όμως δεν εγκαταλείπει εύκολα την 
πίστη του και έχει ήδη αντιμετωπίσει αυτή την αντίρρηση. Ενδεικτικά αναφέρω την απάντηση 
των  λεγόμενων  «θεοσοφικών»  σχολών  (που  αντλούν  τις  θεωρίες  τους  από  αρχαία  ινδικά 
φιλοσοφικά κείμενα, σε συνδυασμό με έννοιες της χριστιανικής θρησκείας και της σύγχρονης 
επιστήμης).  Η  αποδημία  της  ψυχής  —λέγουν—  είναι  στον  ύπνο  προσωρινή,  γιατί  δεν  έχει 
διακοπεί οριστικά το ρεύμα, η χορδή της ζωής∙ γίνεται μόνο μια βραχύχρονη αναστολή αυτής 
της διαδικασίας και για τούτο, κατά τη διάρκειά της, μένει το σώμα αναλλοίωτο. Όταν όμως 
το ζωοποιό ρεύμα διακοπεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, το σώμα αρχίζει να διαλύεται στα 
συστατικά  του  στοιχεία  για  να  μετασχηματισθεί,  να  πάρει  άλλην  ή  άλλες  μορφές.  Τότε  η 
συνειδητότητα  μεταλλάζει∙  η  ψυχή  απελευθερώνεται  (δεν  αφανίζεται,  γιατί  τίποτα  δεν 
χάνεται στον κόσμο) και βρίσκει άλλον τρόπο να «υπάρξει» και πάλι στο φυσικό πεδίο. Εάν ο 
θάνατος ήταν μόνο νέκρωση, αφανισμός, θα έπρεπε το φαινόμενο τούτο να είναι γενικό σε 
ολόκληρο το σύμπαν, όχι μόνο στην ανθρώπινη περιοχή του. Παντού ο θάνατος θα έπρεπε να 
καταβροχθίζει τη ζωή, και τότε ο πλανήτης μας θα έμοιαζε με ένα απέραντο νεκροταφείο. Δεν 
συμβαίνει  όμως  αυτό∙  αντίθετα  βλέπομε  ότι,  μόλις  αρχίσει  η  αποσύνθεση  ενός  φυσικού 
πλάσματος, την ίδια στιγμή αρχίζει και η ανασύνθεση των συστατικών στοιχείων του σε άλλη 
μορφή. Μόλις από το δέντρο πέσει στο έδαφος ένα νεκρό φύλλο, αρχίζει να διαλύεται, αλλά 
ταυτόχρονα  αρχίζουν  να  αναδιοργανώνονται  τα  στοιχεία  του  σε  άλλες  φυσικές  μορφές.  Ο 
θάνατος λοιπόν δεν είναι εξαφάνιση του όντος, αλλά μετασχηματισμός, νέα «γένεση». 

Η λύση όμως αυτή περιπλέκει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα της αθανασίας, τουλάχιστον 
ως  προς  την  ειδική  περίπτωση  του  ανθρώπου.  Οπωσδήποτε  και  αν  φαντασθούμε  την 
αποσύνθεση  και  την  ανασύνθεση,  το  κύκλωμα  θανάτου  και  ζωής,  εκείνο  που  με  αυτή  τη 

Digitized by 10uk1s 
διαδικασία  αναπόδραστα  καταδικάζεται  να  χαθεί,  είναι  η  προσωπική  μας  υπόσταση,  η 
συνείδηση με τον ατομικό δείκτη της, το εγώ με τις ικανότητες, τις αδυναμίες, τα αισθήματα, 
τις  ιδέες,  τις  εμπειρίες,  με  ολόκληρο  τέλος  τον  ψυχικό  κόσμο  που  διαμορφώθηκε  κατά  τη 
διάρκεια της τελευταίας  φάσης της  ύπαρξής του.  Για τους οπαδούς των πολλών εξόδων και 
εισόδων  στην  εγκόσμια  ύπαρξη,  των  διαδοχικών  προσεγγίσεων  προς  την  τελική  λύτρωση,  η 
δυσκολία  αυτή  ίσως  να  μη  λογαριάζεται.  (Θα  ζητήσουν  μόνο  τη  διατήρηση  μιας 
υποσυνείδητης «μνήμης» που θα αποταμιεύει και θα μεταβιβάζει τα θετικά και τα αρνητικά 
θησαυρίσματα  από  το  ένα  στάδιο  στο  άλλο).  Για  τον  Χριστιανισμό  όμως  που  δίνει  κεντρική 
σημασία στην επώνυμη, τη μια και ανεπανάληπτη προσωπικότητα, το πρόβλημα με αυτή την 
τροπή  γίνεται  ακόμη  πιο  στενόχωρο.  Κληρονόμος  του  αρχαίου  ελληνικού  ουμανισμού  η 
χριστιανική σκέψη δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι η ατομική υπόσταση, όπως εκφράζεται με το 
«εγώ», είναι ένα εφήμερο προϊόν της δημιουργίας προορισμένο να εκλείψει, απλό πέρασμα 
από  μια  μορφή  συνείδησης  σε  άλλη.  Με  την  οξυδέρκεια  που  τον  χαρακτήριζε  ένιωσε  τη 
δυσκολία  ο  Απόστολος  Παύλος  και  έδωσε  την  απάντηση:  απάντηση  γενναία  και 
απερίφραστη,  σύμφωνη  με  το  βαθύ  νόημα  του  Χριστιανισμού  (Α'  Κορινθ.  ιε  12—40).  Του 
Χριστού  η  ανάσταση,  είπε,  υποδηλώνει  πώς  θα  πραγματοποιηθεί  και  η  δική  μας  επιβίωση 
μετά  το  θάνατο.  Μαζί  με  την  ψυχή  θα  αναστηθεί  και  το  σώμα  μας∙  θα  είναι  όμως  ένα 
διαφορετικό  σώμα  (όχι  «χοϊκόν»  αλλά  «επουράνιον»)  μη  ορατό  με  τα  κοινά  μάτια,  δεν  θα 
έχει  την  ίδια  υφή  με  το  εγκόσμιο,  αλλά  πάντως  θα  είναι  του  καθενός  το  δικό  του.  Έτσι  δεν 
πρόκειται να χαθεί η ατομικότητά μας στον άλλο κόσμο∙ ούτε η συνείδηση και η ευθύνη μας. 
Όπως  έγινε  με  τον  Χριστό  που  αναστήθηκε  από  τον  τάφο  με  το  σώμα  του  (και  «ώφθη  ταις 
γυναιξί», κατά το Ευαγγέλιο), έτσι κ' εμείς με τα σώματά μας, ο καθένας με το δικό του, θα 
εμφανιστούμε μπροστά στο Θεό κατά την οριστική κρίση, για να δώσομε λόγο των πράξεών 
μας.  —Τις  τυχόν  αντιρρήσεις  απέναντι  στο  δόγμα  της  αθανασίας  τις  αποκρούει  από  πριν  ο 
Παύλος. Πιστεύεις —ρωτάει τον αμφιβάλλοντα— ότι ο Χριστός απέθανε και ανέστη; Από τη 
στιγμή  που  το  πιστεύεις  αυτό,  οφείλεις  να  προσδοκάς  και  τη  δική  σου  ανάσταση  μετά  το 
θάνατο. Το ένα γεγονός είναι υποτύπωση και εγγύηση του άλλου. 

*** 

Με το στόμα του Immanuel Kant και εκείνων που κατά το υπόδειγμά του ακολουθούν, στην 
προσπέλαση  του  θέματος,  αυστηρά  κριτική  μέθοδο,  η  φιλοσοφία  πιστεύω  ότι  είπε  την 
τελευταία της λέξη απάνω στο πρόβλημα της αθανασίας. Απόδειξε με αμάχητα επιχειρήματα 
ότι  η  ύπαρξη  της  ψυχής  και  η  μετά  το  θάνατο  τύχη  της  δεν  μπορούν  ποτέ  να  γίνουν 
αντικείμενα  «γνώσης»,  γιατί  δεν  υπάρχουν  σ'  αυτή  την  περίπτωση  εμπειρικά  δεδομένα,  για 
να  τα  επεξεργαστεί  ο  νους  με  τον  λογικό  οπλισμό  του  και  να  σχηματίσει  επιστημονικά 
έγκυρες έννοιες. Στην περιοχή του επιστητού απάντηση επιδέχονται τα ζητήματα που τίθενται 
έτσι  όπως  απαιτεί  ο  θεωρητικός  Λόγος,  δηλαδή  είναι  προσιτά  με  τα  μέσα  που  διαθέτει  ο 
νους, και η κρίση απάνω σ' αυτά υπόκειται στον έλεγχο με τον οποίο θεμελιώνει τις αλήθειες 
της  η  επιστήμη  των  «γεγονότων».  Εφόσον  δεν  τηρούνται  αυτές  οι  προϋποθέσεις  (όπως 
συμβαίνει όταν πρόκειται για την «ψυχή» που εξ ορισμού είναι κάτι κείμενο πέρα και από την 
αίσθηση και από την εμπειρικά διακαθοριζόμενη νόηση) ούτε διαπιστώσεις μπορεί να κάνει 
ούτε αποδείξεις να δώσει ο φιλόσοφος, που να συνηγορούν για την α και να ανατρέπουν την 
β εκδοχή. Ωστόσο ο Kant, που ήταν όχι μόνο βαθύς στοχαστής αλλά και άνθρωπος με υψηλό 
ήθος,  προχώρησε  λίγο  παραπέρα  απ'  αυτή  την  ουδέτερη  στάση  (τη  στάση  της  κριτικής 
«εποχής»).  Το  θεωρητικό  πνεύμα  —λέγει—  δεν  «γνωρίζει»  τίποτα  για  τη  μετά  θάνατο  τύχη 
του  ανθρώπου∙  η  ηθική  όμως  συνείδηση  θέτει  την  αθανασία  της  ψυχής  ως  αίτημα  βασικό 
(postulatum). Χωρίς αυτήν ο βίος του ανθρώπου είναι ηθικά απαράδεκτος — μια παράλογη 
και αποκρουστική τραγωδία. Τούτο μόνο μπορεί να πει ο Λόγος απάνω στο επίμαχο ζήτημα: 
«Πρέπει» να έχει ο άνθρωπος άφθαρτη ψυχή, για να υπάρξει μετά θάνατον η δυνατότητα να 
τιμηθεί  ο  ενάρετος  και  να  δώσει  λόγο  των  πράξεών  του  ο  κακός.  Να  δικαιωθεί  δηλαδή  ο 
ηθικός  βίος  όχι  μονό  «από  μέσα»,  από  τις  δικές  του  αρχές,  αλλά  και  «απ'  έξω»,  από  ένα 

Digitized by 10uk1s 
δίκαιο  Θεό.  Είναι  λοιπόν  η  ιδέα  της  αθανασίας  μια  νόμιμη  προσδοκία,  ελπίδα  θεμιτή  του 
ηθικού ανθρώπου. 

Έως  το  σημείο  τούτο  της  πορείας  μάς  συνοδεύει  η  κριτική  φιλοσοφία  —έως  αυτό  θα 
συντροφέψω κ' εγώ τον αναγνώστη μου, γιατί τίποτα δεν μπορώ να του ειπώ περισσότερο με 
βεβαιότητα  —κ'  εκεί  μας  εγκαταλείπει  μόνους  να  αντιμετωπίσομε  το  πρόβλημα  της 
αθανασίας, όπως μόνοι, όταν έρθει η ώρα μας, θα αντιμετωπίσομε και το θάνατο. Τη στιγμή 
του θανάτου οι σχέσεις διαλύονται και ο άνθρωπος (με όση συνειδητότητα του μένει ακόμη) 
στέκει εντελώς μόνος απέναντι στο μέγα γεγονός. Όλες τις άλλες μπορεί να συντροφευτεί, να 
βοηθηθεί,  να  διαφωτισθεί,  να  παρηγορήσει  και  να  παρηγορηθεί∙  εκείνην  όμως  τη  στιγμή 
κόβονται  όλοι  οι  δρόμοι,  γκρεμίζονται  όλα  τα  γεφύρια  και  απομένει  ενώπιος  ενωπίω  με  το 
σκοτεινό  μυστήριο.  Έτσι  μόνος  και  αβοήθητος  (από  σοφούς  και  επιστήμονες,  φυσικούς  και 
μεταφυσικούς,  ψυχολόγους  και  παραψυχολόγους)  και  με  απόλυτα  προσωπική  του  ευθύνη 
πρέπει να δώσει  στο πρόβλημα της  αθανασίας τη λύση που  ανταποκρίνεται στην ιδεολογία 
και στις ηθικές του αρχές, στις πνευματικές του παραμέτρους. 

*** 

Τόσα για τη θεωρητικήν όψη του ζητήματος. Εκτός όμως απ' αυτήν υπάρχει και η πρακτική. 
Πρακτικά  δύο  είναι  οι  πιο  χαρακτηριστικές  θέσεις  που  ανέκαθεν  παίρνουν  οι  άνθρωποι 
απέναντι  στο  αναπότρεπτο  γεγονός  του  θανάτου∙  θα  τις  παρουσιάσω  με  εικόνες,  για  να 
γίνουν περισσότερο καταληπτές. 

Εικόνα πρώτη. Μέσα στο κελλί της φυλακής ένας θανατοποινίτης ξέρει (ή πιστεύει ότι ξέρει —
στο βάθος είναι το ίδιο) ότι μόνο αυτή τη νύχτα πρόκειται ακόμη να ζήσει. Την αυγή θα τον 
στήσουν μπροστά στο απόσπασμα και θα τον εκτελέσουν. Γνωρίζει ότι η καταδίκη του είναι 
αμετάκλητη  και  επειδή  βεβαιώθηκε  (καλώς  ή  κακώς,  αδιάφορο)  ότι  αυτή  θα  είναι  η 
τελευταία νύχτα της ζωής του, περιμένει την αυγή με αγωνία. Για να καλύψει την ταραχή του 
(να την εξαλείψει δεν μπορεί) στοχάζεται: «Τόσες ώρες μου μένουν ακόμη να ζήσω, και αφού 
μου  δόθηκε  η  άδεια  να  ζητήσω  απόψε  ό,τι  επιθυμώ,  ας  ζήσω  το  λίγο  χρόνο  που  μου 
υπολείπεται όσο γίνεται πιο πλούσια και πιο έντονα: τρώγοντας, πίνοντας, ακολασταίνοντας. 
Την αυγή η μικρή και ασήμαντη ιστορία της ζωής μου παίρνει τέλος∙ αφανισμός ολοσχερής. 
Επομένως  δεν  έχει  νόημα  να  στερηθώ  καμιάν  απόλαυση,  μια  και  μου  παρουσιάζεται  η 
ευκαιρία  να  χαρώ  ό,τι  προλάβω».  Και  αυτό  πραγματικά  γίνεται.  Θέαμα  ανατριχιαστικό  (και 
ωστόσο  πολύ  συνηθισμένο,  αν  αναλογιστούμε  τι  σημαίνει,  η  αλληγορία  μας):  ένας 
μελλοθάνατος να ξεφαντώνει απάνω στον τάφο που θα τον δεχτεί ύστερ' από λίγες ώρες... 

Εικόνα  δεύτερη.  Σκηνικό  το  ίδιο:  κελλί  της  φυλακής  πάλι  κ'  ένας  άνθρωπος  εγκάθειρκτος. 
Αυτός όμως εδώ ξέρει (ή πιστεύει ότι ξέρει) ότι την αυγή θα ελευθερωθεί από τα δεσμά του, 
ότι η αυριανή μέρα θα τον βρει έξω από τούτο τον τάφο όπου τον έχουν ρίξει ζωντανό. Δεν 
θυμάται άλλη κατάσταση πριν από την παρούσα∙ αφότου γεννήθηκε ζει τη ζωή του δεσμώτη. 
Έχει όμως πεισθεί ότι σε λίγες ώρες όλα θα αλλάξουν. Κάθεται λοιπόν ήσυχος, και αδιάφορος 
προς ό,τι γίνεται γύρω του, και περιμένει. Άλλο δεν κάνει όλη την νύχτα παρά να συλλογίζεται 
και να προσδοκά τη λύτρωση της αυγής. Δεν καταπιάνεται με κανένα έργο, δεν ασχολείται με 
το παραμικρό στα σοβαρά. Τα πάντα μέσα στο χώρο και στο χρόνο του είναι γι' αυτόν χωρίς 
καμιά  σημασία∙  σε  τίποτα  δεν  βρίσκει  ευχαρίστηση.  Έτσι  λοιπόν  άθυμος  και  αδρανής  που 
είναι, άλλο δεν σκέπτεται παρά πώς να περάσουν γρήγορα οι ώρες έως ότου ξημερώσει. Δεν 
έχει καταλάβει ότι με την αναμονή μιας ανάστασης πεθαίνει μύριες φορές... 

Δεν φαντάζομαι ότι μπορεί να ζηλέψει κανείς τη μοίρα μήτε του πρώτου μήτε του δεύτερου 
«δεσμώτη»  της  αλληγορίας  μου.  (Ως  προς  την  εικόνα  της  φυλακής,  είμαι  έτοιμος  να 

Digitized by 10uk1s 
παραδεχτώ  ότι  καμιά  ιδέα  δεν  δυσκόλεψε  τη  ζωή  του  ανθρώπου  τόσο  όσο  εκείνη  που 
παρομοίασε  το  «σώμα»  του  με  «σήμα»,  δηλαδή  τάφο  της  ψυχής  του).  Είναι  και  οι  δύο 
αξιολύπητοι.  Ο  πρώτος  με  όλο  που  παραδίνεται  άπληστος  στις  ηδονές,  ζει  μέσα  στο  άγχος 
που γεννιέται από το ψυχικό άδειασμα. Ας νομίζει ότι βιάζεται για να χαρεί το «χρόνο» του∙ 
αντίθετα όσο τρέχει για να τον προφτάσει, τόσο εκείνος φεύγει και δεν του προσφέρεται. Και 
χαροκοπάει  από  απελπισία.  Το  ίδιο  δυστυχής  είναι  και  ο  δεύτερος  δεσμώτης,  αφού  με  την 
προσδοκία ενός μέλλοντος που δεν το γνωρίζει, θυσιάζει το παρόν που είναι στη διάθεσή του. 
Αυτό κάνουν συνήθως άνθρωποι που έχουν χάσει το θάρρος και την εμπιστοσύνη στον εαυτό 
τους,  όχι  τόσο  από  την  αποτυχία,  όσο  από  το  φόβο  της  αποτυχίας.  Αυταπατώνται  με  την 
ελπίδα  ότι,  αν  δεν  συνθηκολογήσουν  με  την  αθλιότητα  του  κόσμου,  θα  απολαύσουν  σε 
ολόκληρο τα αγαθά του ουρανού. 

Η  δική  μου  θέση  είναι  διαφορετική∙  βρίσκεται  σε  άλλο  εντελώς  επίπεδο.  Η  ζωή  ενός 
ανθρώπου  που  αξιώθηκε  να  φτάσει  σε  πολύ  προχωρημένη  ηλικία,  μοιάζει  με  μιαν  ημέρα 
φορτωμένη  από  πολλά  και  ποικίλα  γεγονότα:  ανησυχίες,  ευθύνες,  στενοχώριες∙  αλλά  και 
επιτυχίες,  ικανοποιήσεις,  ενθουσιασμούς.  Το  πρωί  ξύπνησε  ακμαίος  και  αισιόδοξος.  Και 
έπιασε δουλειά∙ ο μόχθος ο καθημερινός της βιοπάλης: δυσκολίες, εμπόδια, προστριβές∙ και 
της καρδιάς οι περιπλοκές: ατυχίες των φίλων, πένθη οικογενειακά, η πίκρα μιας ανέλπιστης 
αποτυχίας. Κοντά στα δυσάρεστα, και τα ευχάριστα: ένας επαγγεματικός άθλος, η συγκίνηση 
από μια πράξη καλοσύνης, ο τρυφερός λόγος της αγαπημένης γυναίκας, το γλυκό χαμόγελο 
του  παιδιού.  —Έπειτα  ήρθε  το  βράδυ:  κατά  καλή  τύχη  ένα  θέαμα  καλλιτεχνικό  δόνησε  τις 
αισθήσεις και δρόσισε το πνεύμα του, αλλ' ακολούθησε μια φιλική συγκέντρωση πολύ ανιαρή 
που  θόλωσε  την  ατμόσφαιρα.  —Αργά,  περασμένα  μεσάνυχτα,  ο  κάματος  έχει  πια  απλωθεί 
στο  σώμα  και  στην  ψυχή.  Αισθάνεται  την  ακατανίκητη  ανάγκη  να  οριζοντιωθεί  και  να 
ησυχάσει. Την ώρα  που πλαγιάζει: «Δύσκολη» λέγει «η μέρα  η σημερινή∙ κουραστική, αλλά 
και πλούσια σε εμπειρίες, γεμάτη∙ δοξάζω το Θεό που αξιώθηκα να τη φέρω ως την άκρη. Ας 
έρθει τώρα ο ύπνος να με αναπάψει∙ περισσότερα να βαστάξω δεν μπορώ». Και πριν κλείσει 
καλά  ‐  καλά  τα  μάτια,  τον  υποδέχεται  φίλο  πιστό,  καλόγνωμο  και  γενναιόδωρο,  και  του 
παραδίνεται με ευγνωμοσύνη. 

Έτσι έρχεται και ο θάνατος στον άνθρωπο που ευτύχησε να ζήσει πυκνή από γεγονότα ζωή και 
φεύγει  πλήρης  ημερών.  Την  ύστατη  ώρα  κάνει  τον  απολογισμό  του  με  σωστή  κρίση. 
«Πολέμησα»  λέγει  «και  κουράστηκα,  μια  νίκησα  μια  νικήθηκα,  χάρηκα  πικράθηκα.  Αυτός 
είναι  ο  κλήρος  του  ανθρώπου.  Άλλοτε  τρίβει  τα  χέρια  ευχαριστημένος:  δεν  ξέρομε  την 
ευτυχία μας, ποτέ δεν είναι κανείς τόσο δυστυχής  όσο νομίζει. Και άλλοτε αναστενάζει:  δεν 
ξέρομε  τη  δυστυχία  μας,  ποτέ  δεν  είναι  κανείς  τόσο  ευτυχής  όσο  νομίζει7.  Οπωσδήποτε 
έζησα,  και  αυτό  δεν  είναι  καθόλου  μικρό  πράγμα».  —  Η  έγνοια  του,  η  τελευταία,  προτού 
αποδώσει  και  τη  συνείδηση,  μπορεί  ακόμη  να  είναι  εκείνη  που  αναφέρει  ο  Κέφαλος  στο 
Σωκράτη  της  πλατωνικής  «Πολιτείας»:  Μήπως  αδίκησα  κανένα,  και  δεν  πρόλαβα  να 
επανορθώσω το λάθος μου; Δεν έχω πια τον καιρό να του δώσω μιαν εξήγηση. Ας του ζητήσω 
νοερά  να  με  συχωρέσει,  όπως  τούτη  την  ώρα  συχωρνώ  κ'  εγώ  όσους  θεληματικά  ή  άθελά 
τους με αδίκησαν». Και ο θάνατος έρχεται να τον αναπάψει και να σχεδιάσει ένα χαμόγελο 
ευγνωμοσύνης  στα  χείλη  του.  Όσο  για  τα  «παραπέρα»,  όπως  είπε  και  ο  Σωκράτης  της 
«Απολογίας» στους δικαστές του, κανείς δεν ξέρει ποιος παίρνει τον καλύτερο δρόμο: εκείνος 
που μένει σε τούτο τον κόσμο, ή αυτός που φεύγει; Ας γίνει λοιπόν ό,τι θέλει και ό,τι ξέρει 
μόνος ο Θεός... 

Έτσι, νομίζω, πρέπει ο φιλοσοφημένος, ο στοχαστικός άνθρωπος να καλωσορίζει το θάνατο. 
                                                            
7
 Marcel Proust 

Digitized by 10uk1s 
Χωρίς εξαλλοσύνη μήτε απελπισία. 

Και προπάντων χωρίς πανικό και οιμωγές. Άλλο το δέος μπροστά στο μυστήριο του θανάτου, 
και άλλο ο φόβος του θανάτου. Εκείνο υπογραμμίζει, αυτός προσβάλλει τη σοβαρότητά μας. 
Ο φρόνιμος άνθρωπος δεν τρέμει το θάνατο, ο σοφός έχει προετοιμαστεί και τον περιμένει. 
Και  οι  δύο  τον  υποδέχονται  με  επίγνωση  της  αναγκαιότητάς  του,  αφού  θνητοί  γεννήθηκαν, 
και  με  ευγνωμοσύνη,  αφού  αξιώθηκαν  να  πιουν  ολόκληρο  το  ποτήρι  της  ζωής  και 
αισθάνονται  ότι  είναι  ώριμοι  πια  για  το  αναπόδραστο  τέλος.  Για  τους  αρχαίους  Χίους 
αναφέρεται  ότι  είχαν  καθιερωμένη  κάθε  χρόνο  θρησκευτικήν  εορτή  όπου  μαζεύονταν  οι 
γέροντες,  έκαναν  θυσίες  στους  θεούς  και  αφού  αποχαιρετούσαν  τους  συγγενείς  και  τους 
φίλους,  αυτοκτονούσαν.  Έτσι  ο  θάνατος  έπαιρνε  επίσημα  τη  θέση  του  μέσα  στη  ζωή  της 
κοινότητας, σα θεσμός σεβαστός. —Για το σημερινό αίσθημά μας μια τέτοια αποχώρηση από 
τη ζωή είναι απαράδεκτη∙ ο συνετός περιμένει να «αποδοθεί» όταν σημάνει η ώρα του. 

Η τελευταία μου παρατήρηση θα είναι για τη στάση μας απέναντι στο θάνατο των άλλων. Ας 
σημειωθεί  πρώτα  ότι,  όταν  θρηνούμε  ένα  αγαπημένο  μας  πρόσωπο  που  έφυγε  από  τον 
κόσμο, δεν είναι μονοσήμαντος ο θρήνος μας. Κατά ένα μεγάλο μέρος δεν κλαίμε αυτόν που 
χάνεται, αλλά τον ίδιο τον εαυτό μας που προορίζεται να τον ακολουθήσει, αργά ή γρήγορα. 
Ένα  κομμάτι  από  μας  τους  ίδιους  παίρνει  μαζί  του  εκείνος  που  πεθαίνει,  και  αφού 
ακρωτηριαζόμαστε  βογκούμε.  Δεν  λείπει  λοιπόν  ο  εγωισμός  από  τα  δάκρυα  που  χύνομε 
απάνω  στους  τάφους  των  νεκρών  μας.—  Έπειτα  αξίζει  να  αναλογιστούμε  ότι  ανέκαθεν  οι 
φρόνιμοι  άνθρωποι  επιτίμησαν  όσους  δεν  σηκώνουν  με  αξιοπρέπεια  το  πένθος  τους∙  ο 
οδυρμός  που  ξεπερνάει  τα  όρια  της  ευσχημοσύνης,  καταδικάστηκε  πάντοτε  από  την  κοινή 
συνείδηση.  Ο  σοβαρός  είναι,  πρέπει  να  είναι  και  στη  θλίψη  του  συγκρατημένος.  Ο 
Πλούταρχος (μέσα στον έξοχο παραμυθητικό του «Εις την γυναίκα την αυτού» για το θάνατο 
της μικρής τους κόρης) έχει, νομίζω, δώσει την  πιο σοφή παραίνεση σε όσους έχει πλήξει ο 
θάνατος των αγαπημένων τους: Να λησμονούμε τους νεκρούς μας για να σβήσομε τη θλίψη 
μας, είναι αχαριστία∙ να πέφτομε στην απόγνωση, επειδή τους χάσαμε, είναι βλασφημία. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Στον  αναγνώστη  που  είχε  την  υπομονή  να  φτάσει  έως  αυτήν  εδώ  τη  σελίδα,  οφείλω  μια 
τελευταίαν εξήγηση. 

Όσα διάβασε δεν έχουν την αξίωση ότι είναι βαθυστόχαστα ή πρωτότυπα. Πολλά απ' αυτά, 
ίσως  τα  πλείστα,  είναι  κοινοί  τόποι  και  απλώς  μόνο,  καθώς  τα  εκθέτω,  τα  ανασύρω  στην 
επιφάνεια  της  συνείδησης.  Πραγματικά  σκοπός  μου  ήταν  όχι  η  προσφορά  νέων  γνώσεων, 
αλλά η βοήθεια να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης μου μερικά πράγματα που τα ήξερε ή τα 
είχε  σκεφτεί, αλλά δεν είχε ως τώρα την ευκαιρία  ή την αντοχή να τα στοχαστεί  σε όλη την 
έκταση και το βάθος τους. 

Ούτε σαφής και άρρηκτη είναι η αλληλουχία των ιδεών που προσπάθησα να αναπτύξω, ούτε 
εκατό  τοις  εκατό  σίγουρη  η  αλήθειά  τους.  Και  χάσματα  υπάρχουν  στην  έκθεσή  μου  και 
πολλές αμφιβολίες θα προκαλέσουν τα συμπεράσματά μου. Έχω επίγνωση  και του ενός και 
του  άλλου.  Αυτοί  όμως  οι  ενδοιασμοί  δεν  με  εμπόδισαν  να  δημοσιεύσω  τη  σειρά  των 
μαθημάτων  μου  του  1966‐67,  επειδή  έκανα  τη  σκέψη  ότι,  όταν  ένας  άνθρωπος  μάς  ζητεί 
βοήθεια  σε  ώρα  μεγάλης  ανάγκης,  δεν  έχομε  το  δικαίωμα  να  του  αρνηθούμε  τη 
συμπαράστασή  μας  από  φόβο  μήπως  οι  νουθεσίες  που  θα  του  δώσομε  ούτε  πλήρεις  είναι 
ούτε αναμφισβήτητες. 

Θα διατυπωθεί ίσως η αντίρρηση: Σ' αυτά τα μαθήματα πιο πολλές είναι οι απορίες που θα 
γεννηθούν  παρά  οι  λύσεις  που  προσφέρονται.  —Το  παραδέχομαι.  Ας  μη  λησμονούμε  όμως 
ότι μόνο εκείνοι που δεν έχουν γευτεί τον καρπό της γνώσης όσο και όπως πρέπει, πιστεύουν 
ότι  για  όλα  τα  προβλήματα  υπάρχουν  λύσεις.  Αντίθετα,  όσοι  έχουν  χωνέψει  αυτή  τη 
δύσπεπτη τροφή γνωρίζουν ότι δεν λύνονται όλα τα προβλήματα. Και ιδίως τα βιοτικά, που η 
περιπτωσιολογία τους είναι ανεξάντλητη. Αυτό δεν επιτρέπεται να μας αποθαρρύνει. Πρέπει 
να διερευνούμε και να προσεγγίζομε, όσο και όπως είναι δυνατόν, τις πιθανές λύσεις. Χρέος 
μας είναι να παρακολουθούμε τα ζητήματά μας, μαζί μ' εκείνον που μας ρωτά, έως εκεί όπου 
ο  δρόμος  είναι  και  για  τους  δύο  μας  βατός.  Από  κεί  και  πέρα;  —  Ε!  από  κει  και  πέρα,  ας 
αφήσομε  το  συνοδοιπόρο  μας  μόνο  και  ας  του  ευχηθούμε  (όπως  λέει  σε  παρόμοιες 
περιστάσεις ο λαός μας): «Ο Θεός μαζί σου!». Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του και ας 
σηκώσει το σταυρό του. 

Σε  τι  μπορεί  να  ωφελήσει  τον  άνθρωπο  η  διδαχή  απάνω  στα  προβλήματα  του  βίου;  Δίνει, 
νομίζω, περισσότερο θάρρος, μεγαλύτερη κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων και ακόμη 
(όπως  θέλω  να  πιστεύω)  αισιοδοξία,  επειδή  παύει  ο  «παθός»  να  υποθέτει  ότι  είναι  ο 
μοναδικός  αδικημένος  σ'  αυτή  τη  ζωή∙  βλέπει  ότι  πλήθος  αμέτρητο  έχει  ίδια  μ'  αυτόν 
προβλήματα,  περνάει  από  δυσκολίες  ίδιες  με  τις  δικές  του.  Έτσι  ανοίγει  ο  πνευματικός  του 
ορίζων, δυναμώνει η ψυχή του και (όπως όταν πολεμούμε, μαζί με πολλούς, τον ίδιο εχθρό) 
γίνεται  γενναιότερος.  «Δεν  είμαι  εξαίρεση»  λέει∙  «βρίσκομαι  μέσα  στον  κανόνα.  Πρέπει 
λοιπόν να παλέψω με θάρρος και να μη μου λείψει η αισιοδοξία». 

Όσα είπα στα μαθήματά μου λέγονται εύκολα, αλλά πράττονται δύσκολα. Μακάρι να ήσαν τα 
πράγματα  τόσο  απλά  όσο  διατυπώνονται  με  λόγια.  Τι  θα  συμπεράνομε  όμως  απ'  αυτό;  Να 
μην  τα  λέμε;  Εγώ  νομίζω  ότι  πρέπει  να  λέμε  το  σωστό  λόγο  και  να  τον  ξαναλέμε.  Όταν 
βρεθούμε  σε  στενόχωρη  θέση,  τότε  τα  όσα  μας  συμβούλεψαν  άλλοι  και  όσα  εμείς 
συμβουλέψαμε  άλλους  θα  αρχίσουν  να  δουλεύουν  μέσα  μας  και  να  μετατρέπονται  σε 
παρορμήσεις,  ακόμη  και  σε  πράξεις,  χωρίς  να  ζητούν  πάλι  τη  συγκατάθεσή  μας.  Σα  να  έχει 
μυστικά προετοιμαστεί το έδαφος της ψυχής και δεν χρειάζεται πλέον παρά μια μικρή ώθηση 
για να ξυπνήσει η αποκοιμημένη ενέργεια και να εκδηλωθεί — βρίσκεται ήδη ο άνθρωπος σε 

Digitized by 10uk1s 
«ετοιμότητα  δράσεως»,  όπως  λέγουν  οι  στρατιωτικοί,  και  το  αποτέλεσμα  έρχεται  ταχύτερα 
και ευκολώτερα απ' όσο το περιμένομε. 

Με  αυτά  δεν  θέλω  καθόλου  να  αμφισβητήσω  τη  μεγάλη  αλήθεια  ότι  όσα  μαθαίνει  ο 
άνθρωπος από προσωπικήν εμπειρία δεν τα διδάσκεται από τις νουθεσίες του άλλου. Εάν δεν 
σπάσεις  το  κεφάλι  σου  στον  τοίχο,  δεν  μαθαίνεις.  Για  τούτο  πρέπει  να  ευλογούμε  τα  λάθη 
μας∙  είναι  το  σπάσιμο  του  κεφαλιού  μας.  Αρκεί  μονάχα  να  βαστάξει  το  κεφάλι,  να  μη 
διαλυθεί, για να σκεφτεί έπειτα το λάθος. Σ' αυτό ακριβώς ωφελεί η διδαχή. 

Ας  μην  απελπιζόμαστε,  ακόμη  και  όταν  από  το  κακό  πηγαίνομε  στο  χειρότερο,  γιατί  τίποτα 
δεν αποκλείει να σωθούμε την τελευταία στιγμή. Ποιος μας λέει ότι δεν είναι δυνατόν και τη 
δωδέκατη ώρα να βρεθεί η λύση; Νικιέται πάντοτε εκείνος που έχει παραιτηθεί πριν από το 
τέλος  του  αγώνα.  Όποιος  επιμένει,  μπορεί  βέβαια  να  νικηθεί,  δεν  αποκλείεται  όμως  και  να 
νικήσει Και εν πάση περιπτώσει ποτέ δεν θριαμβεύει αυτός που ξεκινάει για την εκστρατεία 
με το φόβο ότι θα κατατροπωθεί. 

Στον  άνθρωπο  έχει  δοθεί  το  προνόμιο  (που  είναι  και  μαρτύριο)  να  συνειδητοποιεί  τα 
προβλήματά του. Για τούτο και μπορεί, εάν το θελήσει και το επιδιώξει, να προγραμματίσει 
τη ζωή του. Ένα από τα κύρια γνωρίσματά του είναι ότι στο «ζην» προσπαθεί και κατορθώνει 
να  δώσει  κατεύθυνση,  οργάνωση,  πρόγραμμα∙  ζωώδες  είναι  το  ζην  «εκ  του  αυτομάτου», 
«εική και ως έτυχε», χωρίς στόχους, τάξη και μεθόδευση. Όποιος λοιπόν δίνει αυτό τον τύπο 
στη ζωή του ξεπέφτει από το ανθρώπινο στο υπανθρώπινο επίπεδο. Άνθρωπος σημαίνει θέση 
σκοπών, δόσιμο νοήματος στη ζωή, προγραμματισμός. Ελαστικός βέβαια, γιατί (σαν τον άξιο 
στρατηγό  που  δεν  ξεκινάει  ποτέ  μ'  ένα  οριστικό  επιτελικό  σχέδιο,  για  να  το  εκτελέσει 
οπωσδήποτε και αναλλοίωτο, όποια κι αν είναι η πορεία των επιχειρήσεων, αλλά φροντίζει σε 
κάθε  βήμα  του  να  προσαρμόζει  το  σχέδιο  στην  κάθε  τόσο  δημιουργούμενη  κατάσταση)  ο 
φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος και ικανός να αναθεωρεί το πρόγραμμά του, για 
να  αντιμετωπίζει  αλλά  και  να  προλαβαίνει  τις  περιστάσεις.  Πάντοτε  όμως  με  «γραμμή 
πλεύσεως», χάρτη και πυξίδα ταξιδεύει ο καλός ναυτικός, όχι όπου και όπως τον πηγαίνει ο 
άνεμος. 

Να ζει κανείς σαν άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος άθλος. Που απαιτεί φαντασία, ανδρεία και 
μαστοριά.  Η  φαντασία  και  έως  ένα  βαθμό  η  ανδρεία  είναι  δώρα  φυσικά.  Η  μαστοριά  όμως 
αποκτάται με ιδρώτα. Υπάρχει —πρέπει να το παραδεχτούμε— μια ars vivendi, μια τέχνη του 
ζην, τέχνη να κυβερνάς μέσ' από συμπληγάδες και μέσα σε καταιγίδες τον εαυτό σου. Και η 
τέχνη αυτή (όπως κάθε τέχνη) δεν είναι μόνο μάθηση, αλλά και (προπάντων και) άσκηση. Ας 
μάθομε  λοιπόν  και  ας  γυμναστούμε  να  οργανώσομε  με  περίσκεψη  και  να  διοικήσομε  με 
πειθαρχία τη ζωή μας. 

Ακόμη  και  αν  αυτή  η  μάζα  από  κόκκαλα  και  σάρκες,  το  σώμα  μας,  είναι  ένα  απλό  προϊόν 
συμπτώσεων, αποτέλεσμα συνδρομής τυχαίων όρων∙ ακόμη και αν έγινε για ν' αστράψει μια 
στιγμή  μονάχα  αυτό  που  λέμε  συνείδηση,  και  έπειτα  να  διαλυθεί  και  μαζί  του  να  σβήσει  η 
ψυχή∙  ακόμη  και  αν  δεν  υπάρχει  στον  κόσμο  σχέδιο  και  προορισμός,  παρά  τα  πάντα  είναι 
εφήμερες διαδικασίες, χωρίς σημασία, που ο χρόνος αμείλικτος τις αφανίζει —πάλι αξίζει, σ' 
αυτή την απειροελάχιστη διάρκεια της «εγρήγορσης» που λέγεται ζωή συνειδητή, να δώσομε 
με  το  μόχθο  και  με  την  αρετή  μας  ευγένεια  και  ομορφιά.  Ανώτερο  έπαθλο  δεν  μπορεί  να 
διεκδικήσει ο άνθρωπος. 

Digitized by 10uk1s 
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 
ΜΙΚΡΕΣ ΤΟΜΕΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 

Digitized by 10uk1s 
ΕΘΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 

Υπάρχουν  δύο  τρόποι  να  μυήσει  κανείς  τους  νέους  στα  θέματα  της  πολιτικής  ζωής  και  να 
διαμορφώσει την πολιτική σκέψη και συμπεριφορά τους: ο δογματικός του μονολόγου και ο 
κριτικός  του  διαλόγου.  Τον  πρώτο  τον  μεταχειρίζονται  ανέκαθεν  τα  ανελεύθερα  ή 
ψευδελεύθερα  καθεστώτα∙  ο  δεύτερος  ταιριάζει  στη  δημοκρατία.  Μια  μικρή  ανάλυση  θα 
δείξει του καθενός τα φωτεινά σημεία και τις σκιές. 

Ο  εθισμός  είναι  πανάρχαια  μέθοδος  αγωγής.  Στηρίζεται  σε  μια  διαδικασία  —θα  έλεγε 
κανείς—  περισσότερο  φυσιολογική  παρά  ψυχολογική,  δηλαδή  στον  τρόπο  λειτουργίας  των 
υποφλοιωδών  χώρων  του  εγκεφάλου,  και  μπορεί  να  έχει  περιορισμένης  σημασίας  αλλά 
θετικά και βέβαια αποτελέσματα. Με τον εθισμό «ντρεσάρονται» τα ζώα, τα μικρά παιδιά, τα 
άτομα  και  οι  ομάδες  στις  πρωτόγονες,  γενικά  στις  καθυστερημένες  κοινωνίες.  Τους 
μηχανισμούς  που  αποτελούν  τη  βάση  και  τις  προϋποθέσεις  αυτής  της  μεθόδου,  τους  έχει 
μελετήσει και πειραματικά εξακριβώσει ο Ρώσος φυσιολόγος Παύλωφ και η σχολή του. Είναι 
τα λεγόμενα στην επιστημονική γλώσσα: «εξαρτημένα ανακλαστικά» (reflexes conditionnés). 
Όταν  με  την  έμμονη  και  τυπική  επανάληψη  ορισμένης  συμπεριφοράς  συνηθίσομε  έναν 
οργανισμό να αποκρίνεται (με τους αδένες, τους  μυώνες, το νευρικό δίκτυο, τα «προϊόντα» 
του  εγκεφάλου  του:  παραστάσεις,  συγκινήσεις,  ορμές)  σε  διδόμενο  ερέθισμα  με  την  ίδια 
πάντοτε, σταθερή και ομοιόμορφη αντίδραση, δημιουργείται μεταξύ του ερεθίσματος και της 
αντίδρασης  ένας  τόσο  στενός  και  άρρηκτος  δεσμός,  ώστε  αρκεί  και  ένα  μέρος  ή  μια 
παραλλαγή, ή και η μνημονική εικόνα του ερεθίσματος, να προκαλέσει πλήρη την αντίδραση 
εντελώς  αυτόματα  —  ούτε  κρίση  παρεμβαίνει  εδώ,  ούτε  συναισθηματικός  διακαθορισμός, 
ούτε  βούληση.  Η  «συμπεριφορά»,  από  την  απλούστερη  (έκκριση  αδένων)  έως  την 
πολυπλοκώτερη (αστερισμός ιδεών), πραγματοποιείται μόνη της με την αναγκαστικότητα και 
την οριστικότητα που δίνει στην παραγωγή της μια καλοδουλεμένη μηχανή. 

Δεν  χρειάζεται  πολλές  διευκρινίσεις,  για  να  καταλάβει  κανείς  ότι  με  αυτή  τη  μέθοδο 
εργάζονται και φέρνουν τα αποτελέσματά τους όλοι οι τύποι της προπαγάνδας. Υποβάλλουν 
(με  έμμεση  ή  άμεση  πίεση)  τις  συνειδήσεις  σε  μια  διεργασία  ανάλογη  μ'  εκείνη  που 
περιγράψαμε:  λέγουν  και  ξαναλέγουν  σε  όλους  τους  τόνους  και  με  την  ίδια  πάντοτε 
ομοιομορφία  ορισμένα,  απλά  και  αδρά  διατυπωμένα  πράγματα  (όσο  πιο  χοντροκομμένα 
είναι,  τόσο  χαράζονται  πιο  σίγουρα  και  πιο  βαθιά),  υποχρεώνουν  και  τους  ακροατές,  μόλις 
πάρουν την εντολή, να τα ειπούν και να τα ξαναειπούν, τα ίδια και απαράλλαχτα, σύντομα και 
χτυπητά, σα συνθήματα συνωμοτών ή κραυγές πανικού — και τότε στενεύει σε τέτοιο βαθμό 
ο πνευματικός ορίζων, γενικότερα ο ψυχικός χώρος των «πειραματόζωων», τυποποιείται και 
αποκρυσταλλώνεται  τόσο  στερεά  το  σύστημα  των  αντιδράσεων,  η  «συμπεριφορά»  τους, 
ώστε στο τέλος μεταβάλλονται σε μια πειθήνια αγέλη ανώνυμων όντων που μπορεί κανείς να 
την κυβερνά μ' ένα νεύμα του μονάχα. Ιδού ο τρόπος με τον οποίο «διαπαιδαγωγούν» τους 
υπηκόους των, από τα τρυφερά τους κιόλας χρόνια (στο σχολείο, στο αθλητικό γήπεδο, στους 
επαγγελματικούς συλλόγους, στους ομίλους ψυχαγωγίας — με ρητορικούς λόγους, φυλλάδια 
και  εφημερίδες,  σημαίες  και  εμβλήματα  κάθε  λογής)  τα  καθεστώτα  τα  μονολιθικά  που 
τοποθετούν πολύ χαμηλά στην αξιολογική τους κλίμακα τον άνθρωπο και την ανθρωπιά, και 
υψηλότερα από κάθε άλλο αγαθό: τη δύναμη και το μεγαλείο του κράτους, που κατά βάθος 
σημαίνει τη φιλαρχία και την πλεονεξία του ηγεμόνα και του θιάσου των κολάκων του. Εδώ 
καταντά  ο  δογματισμός  του  πολιτικού  μονολόγου  ως  μεθόδου  αγωγής  των  νέων:  στον 
εξανδραποδισμό του συνόλου. Γιατί, όπως έχει αποδείξει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του, και 
ο ίδιος ο τύραννος είναι ανδράποδο — ευτελής δούλος των παθών του... 

Αλλάξετε τα μαθηματικά σημεία στη φόρμουλα που παρουσιάσαμε, βάλετε στη θέση του συν 
το  πλην,  και  του  πλην  το  συν,  και  θα  έχετε  τον  τύπο  της  αντίθετης  μεθόδου.  Που  την 

Digitized by 10uk1s 
ονομάσαμε  κριτική  μέθοδο  του  πολιτικού  διαλόγου.  Όχι  πια  δουλικός  εθισμός  με  τον 
μηχανισμό  των  χαλκευόμενων  ανακλαστικών,  αλλά  ελεύθερη  εκλογή  συνειδητών 
τοποθετήσεων  υποκείμενων  στην  αναθεώρηση.  Όχι  παθητική  στάση  άβουλου  υπηκόου 
απέναντι  σε  αναντίλεκτα  δήθεν  κηρύγματα,  αλλά  στάση  υπερήφανη  ελεύθερου  πολίτη  που 
θεωρεί ευγένεια και εγγύηση της ελευθερίας του το δικαίωμα του ελέγχου. Όχι υποταγή με 
τη  βία,  αλλά  συνεργασία  με  την  πειθώ.  Όχι  σκοτισμός  της  ψυχής  με  την  προπαγάνδα,  αλλά 
φωτισμός του πνεύματος με τη διδαχή. Και διδαχή όχι με κούφια λόγια, αλλά με την πράξη 
και το παράδειγμα. —Είναι, φαντάζομαι, αυτονόητο ότι άλλος τρόπος πολιτικής αγωγής των 
νέων  μέσα  σ'  ένα  γνήσιο  δημοκρατικό  καθεστώς  δεν  υπάρχει  από  τη  μέθοδο  του  πολιτικού 
διαλόγου.  Δεν  εννοείται  δημοκρατία  με  μονόλογο,  όπως  δεν  εννοείται  και  δημοκρατία  με 
μονοκομματισμό.  Το  ένα  και  μόνο  κόμμα  αποκλείει  το  διάλογο,  την  ελευθερία  των 
συζητήσεων,  την  εκλογή  των  πολιτικών  τοποθετήσεων,  την  άμιλλα  και  τον  ευγενή 
ανταγωνισμό — και θέτει τις συνειδήσεις (αν και όταν ξυπνήσουν από το λήθαργο, όπου τις 
ρίχνουν τα ναρκωτικά της προπαγάνδας) μπροστά στο αποτρόπαιο δίλημμα: ή μέσα στο νόμο 
και δούλοι, ή έξω από το νόμο και προδότες. Η δημοκρατία στέκεται και πέφτει μαζί με τον 
ελεύθερο διάλογο και των πολιτών μεταξύ τους και των πολιτικών συλλόγων (των κομμάτων) 
μέσα  και  έξω  από  τις  συνελεύσεις  (τα  κοινοβούλια  ή  τα  συνέδρια).  Όταν  ο  «πατριωτισμός» 
και  η  «ορθοφροσύνη»  μονοπωλούνται  από  μια  και  μόνη  πολιτική  παράταξη  και  κάθε 
αντιγνωμία εκθλίβεται με τη βία (ή με «τεχνάσματα» που η υποκρισία τους τα κάνει ηθικώς 
χειρότερα από τον ωμό εξαναγκασμό), τότε δημοκρατική ελευθερία δεν υπάρχει, αλλά μόνο 
τυραννία και εξανδραποδισμός. 

Από  το  σημείο  τούτο  έως  το  συμπέρασμά  μας  η  απόσταση  είναι  πλέον  μικρή.  Από  πολλούς 
και συχνά γίνεται στη χώρα μας η παρατήρηση ότι οι νέοι μας σήμερα δεν ενδιαφέρονται (ή 
ενδιαφέρονται πολύ χαλαρά) για την πολιτική και το φαινόμενο τούτο είναι κακός οιωνός για 
το μέλλον της δημοκρατίας μας. Πώς θα ξυπνήσομε το ενδιαφέρον τους; Πώς θα τους δώσομε 
να  καταλάβουν  ότι  δεν  είναι  δυνατόν  να  στερεωθεί  και  να  ευδοκιμήσει  το  ελεύθερο 
δημοκρατικό πολίτευμα στη χώρα μας, όταν οι νέοι άνθρωποι δεν ετοιμάζονται πνευματικά 
από  νωρίς,  για  να  ασκήσουν  τα  πολιτικά  τους  καθήκοντα  την  ώρα  που  θα  διαδεχτούν  στο 
στίβο  την  απερχόμενη  γενεά;  —  Η  απάντηση  στα  ερωτήματα  αυτά  είναι  μία:  Να  τους 
διαπαιδαγωγήσομε  από  τα  τρυφερά  τους  χρόνια.  Να  θεωρήσομε  σοβαρά  και  με  θάρρος 
μέρος της γενικής παιδείας τους την πολιτική αγωγή. 

Μα  ποιος  το  αμφισβητεί  αυτό;  θα  πείτε∙  γιατί  δοκιμάζετε  ν'  ανοίξετε  πόρτες  ανοιχτές;  — 
Απλούστατα,  γιατί  δεν  είναι  καθόλου  ανοιχτές,  όπως  λέγεται.  Γίνεται  πραγματικά  πολιτική 
διαπαιδαγώγηση  στους  νέους  μας:  στις  επαγγελματικές  σχολές  και  στα  τεχνικά  εργαστήρια, 
στις  ανώτερες  γυμνασιακές  τάξεις  και  στα  φοιτητικά  θρανία;  Και  γίνεται  με  τη  μορφή  του 
διαλόγου που μόνη ταιριάζει στην αληθινή δημοκρατία; Συζητούν οι νέοι μας μεταξύ τους και 
με τους δασκάλους των τα πολιτικά μας πράγματα; Και εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους; 
Πηγαίνουν  ποτέ  οι  πολιτικοί  μας  άνδρες  προς  τους  νέους  και  διαλέγονται  μαζί  τους  απάνω 
στο  πρόγραμμα  και  στις  επιδιώξεις  του  κόμματος  που  εκπροσωπούν;  Υπάρχουν  πολιτικοί 
σύλλογοι  των  νέων;  Όχι  όμιλοι  φωνασκών  και  εγκαθέτων,  αλλά  σωματεία  πολιτικού 
φρονηματισμού και πολιτικών επιδιώξεων; Καλλιεργεί με ειλικρίνεια, με θάρρος, με συνέπεια 
η πολιτεία μας την  πολιτική αγωγή των νέων  κατά  το δημοκρατικό  σύστημα  του ελεύθερου 
διαλόγου;  Και  προστατεύουν  αυτό  το  θεσμό  τα  όργανά  της:  οι  εκπαιδευτικές,  οι  δικαστικές 
και οι αστυνομικές Αρχές; 

Νομίζω όχι. Και οι συνέπειες της τακτικής που ακολουθούμε, φοβούμαι ότι δεν θ' αργήσουν 
να φανούν. Φάνηκαν κιόλας αρκετά καθαρά, για όσους μπορούν να τις ιδούν. Η πολιτική μας 
ζωή  αρχίζει  να  αντικρίζει  ένα  φοβερό  αδιέξοδο:  αποστεωμένα  σχήματα,  επαγγελματισμός, 
συναλλαγή. Νέες δυνάμεις δεν μπαίνουν στο στίβο, πίσω τους άλλες δεν ετοιμάζονται να τις 

Digitized by 10uk1s 
διαδεχτούν. Τα νιάτα μας αδιαφορούν — τυραννιούνται για τον επιούσιο ή διασκεδάζουν. Η 
μεταξική Δικτατορία είχε αγελοποιήσει τους ομηλίκους των∙ έπειτα η Αντίσταση τους γέλασε∙ 
και  στο  τέλος  η  άφρων  Δεξιά  τους  τσάκισε.  Συνετίσθηκαν  λοιπόν  και  περιφρονούν  την 
πολιτική... Έχετε τη γνώμη ότι μπορούμε να είμαστε ήσυχοι και ευχαριστημένοι απ' αυτό το 
λήθαργο;  Σκεφτήκατε  ποτέ  ότι,  αν  κάποτε  οι  αδιάφοροι  σήμερα  ξυπνήσουν  και  ζεσταθούν, 
αδιαπαιδαγώγητοι  καθώς  είναι  και  ανίδεοι,  αναίσθητοι  στις  λεπτομέρειες  και  στις 
αποχρώσεις,  δεν  θα  πάνε  στο  εκλογικό  τμήμα  για  να  ψηφίσουν  με  ζήλο,  αλλά  θα 
ταμπουρωθούν στο πεζοδρόμιο για να πολεμήσουν με πάθος; 

2 Μαρτίου 1961 

Digitized by 10uk1s 
ΑΘΑΝΑΣΙΑ 

Τη  συμπαγή  περατότητα  του  υπάρχειν,  αυτήν  που  οριστικά  και  ανεπανόρθωτα 
επισφραγίζεται  με  το  θάνατο,  να  τη  φαντασθεί  μπορεί,  αλλά  όχι  και  να  την  υποφέρει  ο 
άνθρωπος. Του είναι (οργανικά, θα έλεγε κανείς) αδύνατο να παραδεχτεί ότι ολόκληρο αυτό 
το  μοναδικό  και  ασύγκριτο  «μέγεθος»,  η  προσωπική  ύπαρξη,  που  με  την  αυτοσυνείδηση 
γίνεται «κέντρο» του κόσμου, είναι μια φευγαλέα στιγμή μέσα στη ροή του χρόνου, ένα απλό 
και χωρίς σημασία επεισόδιο, μια μικρή παρένθεση με αρχή και τέλος — και έπειτα (όπως και 
πριν από την εμφάνισή της) τίποτα. Αυτό ακριβώς το «τίποτα» ως σύνορο και περίγραμμα του 
υπάρχειν είναι για τον άνθρωπο ο μεγάλος τρόμος, ό,τι η σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφία (με 
τον Sören Kierkegaard και τον Martin Heidegger) ονομάζει αγωνίαν ή άγχος. Γενικά ο κλειστός 
χώρος,  όσο  και  αν  ξέρομε  ότι  είναι  επαρκής  για  τις  ανάγκες  της  αναπνοής  επί  πολύ  μακρό 
χρονικό  διάστημα,  μας  δίνει  ενστιγματικά  τον  πανικό.  Έχομε  «με  τη  φαντασία»  το  αίσθημα 
του  πνιγμού  και  της  ασφυξίας.  Δεν  είμαι  βέβαιος,  αλλά  ασφαλώς  ο  G.  G.  Jung  μέσα  στα 
«αρχέτυπα» (πλέγματα και σύμβολα) του συλλογικού ασυνειδήτου θα περιλαμβάνει και την 
«ειρκτή» ή τα «τείχη». Τουλάχιστο στα όνειρα η εικόνα του εγκλεισμού έρχεται εξίσου συχνά 
(αλλά  με  περισσότερο  τρόμο)  από  την  εικόνα  του  «λαβυρίνθου»  (του  αδιεξόδου).  Όταν 
πραγματικά  ή  υποθετικά  υψώνονται  τριγύρω  μας  «μεγάλα  κ'  υψηλά  τείχη»  (Καβάφης)  και 
έχομε  τη  βεβαιότητα  (δικαιολογημένα  ή  αδικαιολόγητα  —  αδιάφορο)  ότι  άνοιγμα  δεν 
υπάρχει  πουθενά,  μας  πιάνει  αβάσταχτη  αγωνία,  που  μπορεί  να  μας  οδηγήσει  έως  την 
παραφροσύνη. 

Από  τέτοιες  εμπειρίες  πηγάζει  ένας  πανάρχαιος  και  αξερίζωτος  πόθος  του  ανθρώπου,  η 
λαχτάρα  και  η  προσδοκία  της  αθανασίας.  Που  πριν  γίνει  ιδέα  των  φιλοσόφων  και  δόγμα 
πίστης, υπήρξε για τον απλό όπως και για τον στοχαζόμενο άνθρωπο ανάγκη ζωής. Πρέπει να 
μην τελειώνει με το θάνατο η προσωπική ύπαρξη, για να έχει νόημα η ζωή. Διαφορετικά και 
όλων μαζί ο ιδρώτας και ο πόνος, οι αγώνες και οι θυσίες, οι περηφάνειες και οι μεταμέλειες 
είναι  μια  «μοχθηρά»  (κατά  την  αριστοτελική  έκφραση)  και  μωρά  μαζί  τραγωδία.  Χρειάζεται 
να  υπάρχει,  να  πιστεύομε  ότι  υπάρχει  «ein  Loch  zu  etwas»  (εικόνα  που  μεταχειρίζεται  ο 
Nietzsche  σ'  ένα  γράμμα  προς  τον  φίλο  του  Erwin  Rohde),  δηλαδή  «μια  τρύπα  που  οδηγεί 
προς  κάτι  τι»,  ότι  επομένως  η  ειρκτή  της  προσωπικής  ύπαρξης  δεν  είναι  συμπαγής  και 
οριστικά κλειστή από παντού, για να μπορούμε να ζήσομε τη ζωή μας — όχι σαν όντα τυφλά 
και ανελεύθερα, που τα κυβερνά το ένστικτο, αλλά σαν συνειδήσεις που τους έλαχε το βαρύ 
προνόμιο να στοχάζονται. Χωρίς αυτή την πίστη πώς να στερεωθεί κανείς στα πόδια του και 
να  πολεμήσει;  —  Ο  σύγχρονος  μηδενισμός  έχει  κατασκευάσει  και  υψώσει  το  έμβλημα  του 
«τραγικού  ηρωισμού»,  εκείνου  που  προστάζει  να  μάχεται  κανείς  παληκαρίσια  για  μιαν 
«υπόθεση χαμένη». Αυτή όμως η γενναία απελπισία ή η καρτερική αποφασιστικότητα «vis à 
vis du rien» (εδώ έχει τη θέση του το «Wohlan, noch einmal!» του Nietzsche, ο «Οδυσσέας» 
του Καζαντζάκη και ο «Σίσυφος» του Albert Camus) πόσους και ποιους ανθρώπους μπορεί να 
εμπνεύσει  χωρίς  να  τους  συντρίψει  ή  να  τους  γελοιοποιήσει;  Τι  ζωτικό  και  ηθικό  ανάστημα 
πρέπει να έχει κανείς για να «υποστεί» την έννοια του Heidegger ότι το είναι «εγγράφεται» 
μέσα  στο  τίποτα,  ή  τον ορισμό  του  Jean  —  Paul  Sartre:  «L'  homme  est  une  passion  inutile», 
χωρίς να καταρρεύσει; 

Υποστηρίζεται ότι η πίστη στην αθανασία δεν ανήκει στα αρχικά κεφάλαια του ανθρώπου∙ ότι 
υπήρξαν  πρωτογενείς  κοινωνίες  που  φοβούνταν  την  υποτιθέμενη  λιγόχρονη  συνέχιση  της 
προσωπικής ύπαρξης πέρα από τον τάφο, νόμιζαν τον νεκρό πικραμένο, κακοποιό πνεύμα και 
για  να  γλυτώσουν  από  την  οργή  του,  προσπαθούσαν  με  δεσμά  ή  ακρωτηριασμούς  να  τον 
κάνουν  ακίνδυνο.  Πιθανόν.  Οπωσδήποτε  η  μετάβαση  από  την  αγριότητα  στον  πολιτισμό 
γίνεται την ώρα που εγκαινιάζεται μια άλλη αντίληψη και τακτική απέναντι στο γεγονός του 
θανάτου. Στην αρχή οι δοξασίες είναι χονδροειδώς αφελείς. Η προσωπική ύπαρξη ταυτίζεται 

Digitized by 10uk1s 
με τον ορατό φορέα της, το σώμα, και η συντήρηση μετά το θάνατο, η σωτηρία του σώματος 
από  την  ολοσχερή  φθορά  είναι  η  μεγάλη  έγνοια.  Άμα  διαλυθούν  τα  λείψανά  του,  ο 
αφανισμός θεωρείται αναπόφευκτος... Ακόμη και όταν ο άνθρωπος παραιτήθηκε απ' αυτή τη 
μάταιη  φροντίδα,  δεν  έπαψε  να  πιστεύει  στη  μαγικήν  αποτελεσματικότητα  της  υλικής 
«εικόνας» και με όλα τα μέσα, με όλους τους τρόπους πολλαπλασίαζε τα ομοιώματά της, για 
να  μείνει  πάντα  ένα  ορατό  ίχνος,  απ'  όπου  να  κρατηθεί  και  να  σωθεί  η  μετά  το  θάνατο 
αόρατη  ύπαρξή  του.  Η  αντίληψη  αυτή  συνεχίζεται  με  διάφορες  παραλλαγές  μέσα  σε 
μεταγενέστερες,  λεπτότερες  και  σοβαρότερες  δοξασίες  έως  το  χριστιανικό  δόγμα  της 
ανάστασης  των  νεκρών  την  ώρα  της  «κρίσεως».  —  Η  ιστορία  του  θέματος  είναι  μακρά  και 
περίπλοκη. Ελάχιστες μόνο κατακτήσεις της μπορούν εδώ να μνημονευτούν. 

Από τις μαγικές περνούμε στις μεταφυσικές θεωρήσεις με μια βαθιά και υπερήφανη ιδέα που 
τη  συναντούμε  σε  μια  μεγάλη  θρησκευτικοφιλοσοφική  παράδοση,  αυτήν  που  πηγαίνει  από 
την  ινδική  σκέψη  έως  τον  Πλάτωνα.  Είναι  η  πίστη  στην  αιωνιότητα  της  ύπαρξης  πέρα  από 
τους απατηλούς περιορισμούς του χώρου και του χρόνου και τις φαινομενικές διακοπές της. 
Με αυτή την προοπτική ο θάνατος είναι ένα απλό πέρασμα από μια μορφή ζωής σε άλλη και 
κανένα  ρόλο  δεν  παίζει  η  προσήλωση  του  είναι  σε  μιαν  ατομική  υπόσταση,  γιατί  τούτο  το 
εφήμερο  γεγονός  έχει  σημασία  μόνο  μέσα  σ'  ένα  πρόγραμμα  αλλεπάλληλων 
μεταμορφώσεων,  για  το  οποίο  ο  μικρός  νους  του  ανθρώπου  δεν  μπορεί  να  ξέρει  ούτε  από 
που άρχισε, ούτε που θα τελειώσει. Ο Πλάτων έδωσε σ' αυτή την υψηλόφρονα θεώρηση μιαν 
εξαιρετικά  υποβλητική  τροπή.  Πόθος  αθανασίας,  έφεση  και  επιδίωξη  αιωνιότητας  είναι  για 
τον Έλληνα σοφό η ουσία και η δικαίωση της ζωής, η βαθειά και αξερίζωτη ορμή που σε όλη 
την  κλίμακα  των  έμβιων  όντων  εξωτερικεύεται  με  τον  έρωτα.  Να  υψώνεται  πάνω  από  τη 
φθορά  με  την  κατάκτηση  της  διάρκειας  είναι  το  νόημα  και  η  αξία  του  υπάρχειν.  Γι'  αυτό 
γεννάει  το  ζώο,  γι'  αυτό  δημιουργεί  το  πνεύμα.  Σκοπός  και  αποτέλεσμα:  να  ξεπεραστεί  ο 
θάνατος, να διατηρηθεί η ύπαρξη σ' αυτό που είναι από τη φύση της — αιωνιότητα. Όποιος 
στέκεται στα «φαινόμενα» δεν βλέπει από τούτο το βαθύ και ατελεύτητο ποτάμι του αιώνιου 
είναι  παρά  την  καταχνιά  που  το  σκεπάζει,  και  όπου  σχηματίζονται  φευγαλέα  σχήματα, 
απατηλά. Μόνο μια άλλη όραση μπορεί να μας αποκαλύψει πίσω από τις διαιρέσεις και τους 
περιορισμούς, τις διακοπές και τις παύσεις του γίνεσθαι τη συμπαγή και ακατάλυτην ενότητα 
του είναι. Η ψυχή, όταν βυθίζεται στον εαυτό της, οραματίζεται αυτή την αλήθεια... 

Ένας  Έλληνας  πάλι  σοφός  έχει  επισημάνει  το  τρίτο  νόημα  της  αθανασίας,  εκείνο  που  σε 
αντιδιαστολή προς τα δύο προηγούμενα (το μαγικό και το μεταφυσικό) θα το έλεγα ηθικό: Οι 
άνθρωποι  που  φεύγουν  από  τούτο  τον  κόσμο  δεν  χάνονται,  όταν  εξακολουθούμε  να  τους 
τιμούμε  και  να  τους  αγαπούμε.  Συνεισφέρομε  λοιπόν  και  μεις  κατά  κάποιο  τρόπο  στην 
ατελεύτητη επιβίωση, στη διάρκειά τους, με την προσπάθειά μας να γίνεται πάντα αισθητή, 
ζωντανή γύρω μας η παρουσία τους. Ο Πλούταρχος έχει διατυπώσει αυτή την ωραία σκέψη 
στον  παραμυθητικό  που  έγραψε  προς  τη  γυναίκα  του  σαν  έχασαν  το  αγαπημένο  τους 
κοριτσάκι,  την  Τιμοξένα.  Οι  άνθρωποι,  της  λέγει,  τείνουν  από  την  πρόσκαιρη  φύση  τους  να 
φεύγουν «το δυσχεραινόμενον», να αποφεύγουν εκείνο που τους στενοχωρεί. Και για τούτο 
επιδιώκουν  και  καταφέρνουν  να  παραμερίζουν  την  οδύνη  για  το  θάνατο  των  αγαπημένων 
τους  με  τη  λήθη.  Δεν  σου  το  συμβουλεύω,  λέγει  στη  γυναίκα  του  ο  χαροκαμένος  πατέρας, 
γιατί  «φοβούμαι  μήπως  μαζί  με  τη  θλίψη  απαλείψομε  μέσα  μας  και  τη  γλυκειάν  ανάμνηση 
του κοριτσιού μας» — κι αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψομε ούτε να το παραδεχτούμε... 
Με το ίδιο αίσθημα αποφαίνεται και ένας νέος ποιητής ότι πραγματικά πεθαίνουν μόνον όσοι 
λησμονούνται. Πολύτιμο το μάθημα για τους πικραμένους. Ας είναι ευλογημένη η θλίψη μας, 
αφού  με  τη  συμπαράστασή  της  μπορεί  η  μνήμη  να  κρατεί  ζωντανούς  κοντά  μας  τους 
αγαπημένους μας νεκρούς. 

11 Μαΐου 1961 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ 

Το  φόρεμα  (ανθρώπινη  επινόηση  και  φροντίδα)  ως  προστασία  και  στολισμός  αποτελειώνει 
και επισφραγίζει το «πρόσωπό» μας, το συμπληρώνει και το παρουσιάζει. Το πώς ντύνομε το 
σώμα μας (από την κεφαλή έως τα πόδια), με τι υλικά και με ποιο τρόπο, δεν είναι καθόλου 
ασήμαντο  ή  τυχαίο  γεγονός  για  την  υπόστασή  μας,  τη  «δημόσια»  και  την  «ιδιωτική». 
Αποτελεί μέρος του εαυτού μας, την προβολή του προς τα έξω, και εκφράζει την προσωπική 
μας  υφή:  το  πώς  θέλομε  να  μας  βλέπουν  —  οι  άλλοι  και  τα  δικά  μας  μάτια.  Γδύνετε  έναν 
άνθρωπο (στο ιατρείο, στο στρατόπεδο, στη φυλακή) και χάνει αμέσως την αυτοπεποίθηση, 
τη δύναμη, το γόητρό του. Έχει την εντύπωση ότι του αφαιρέσατε και κρατάτε στα χέρια σας 
όχι απλώς το περίβλημα, αλλά ένα μεγάλο μέρος από την ουσία του. Ότι τον ακρωτηριάσατε. 
Φαντάζεστε ότι μπορεί να επιβληθεί, να έχει συνείδηση του εαυτού του «πλήρη», να ασκήσει 
την εξουσία ή την αποστολή του ένας αξιωματικός χωρίς στολή, ένας παπάς δίχως ράσο, ένας 
δικαστής  ντυμένος  όπως  ο  κατηγορούμενος;  Ο  Carlyle,  θαρρώ,  προτείνει  κάπου  να  κάνομε 
ένα  μικρό  «νοερό  πείραμα»,  για  να  βεβαιωθούμε  πόσο  αξίζουν  οι  μεγάλοι  τιτλούχοι  της 
κοινωνίας, εκείνοι που η σύμβαση και ο εθισμός τούς έχει υψώσει σε θέσεις μεγαλοσύνης και 
ισχύος: υποθέσετε —λέει— ότι σε μια soirée de gala της Όπερας πέφτουν και εξαφανίζονται 
τα  ρούχα  όλων  των  θεατών∙  μπορείτε  πια  να  ξεχωρίσετε  το  βασιλέα  από  τον  ταξιθέτη,  τη 
στρατηγίνα  από  τη  σιδερώτρια  της  σκηνής;...  Μαζί  με  το  φόρεμα  πάει  και  ο  κοινωνικός 
διαφορισμός∙ αποτέλεσμα: η πλήρης εξομοίωση, το αριθμητικό πλήθος. 

Στις  αρχαίες  κοινωνίες,  στους  λαούς  τους  πρωτόγονους  όχι  μόνο  το  επίσημο  φόρεμα  (του 
φύλαρχου, του ιερέα, του μάντη κτλ.), αλλά και το καθημερινό λογαριάζεται πολύ. Πιστεύεται 
ότι είναι μέρος του ανθρώπου που το φορεί, συνέχεια, απόληξή του∙ ότι μετέχει στην ουσία 
του,  έχει  εμποτισθεί  απ'  αυτήν,  όπως  οι  τρίχες  του  σώματος  ή  τα  νύχια,  Και  γι'  αυτό,  εάν 
κατορθώσει κανείς να προμηθευτεί έστω και ένα κομματάκι από το ρούχο του εχθρού ή του 
αγαπημένου  του,  μπορεί  να  τον  κάνει  (με  τη  δύναμη  της  μαγείας)  υποχείριό  του.  Ο 
πρωτόγονος (και με τη νοοτροπία του σκέπτονται και ενεργούν πάρα πολλοί, ακόμη και μέσα 
στις  πιο  εξελιγμένες  κοινωνίες)  φοβάται  και  «φυλάει»  τα  ρούχα  του.  Όπως  και  την 
απεικόνιση,  το  είδωλό  του.  Περιέχουν,  κατά  κάποιο  τρόπο,  την  υπόστασή  του,  και  όταν  τα 
παραδίνει,  ή  του  τα  αρπάζουν,  πιστεύει  ότι  έχει  εκχωρήσει  ένα  μέρος  του  εαυτού  του  στη 
διάκριση του άλλου και βρίσκεται πια κάτω από τον έλεγχό του. 

Όχι λοιπόν δεν κάνει, αλλά ίσα ‐ ίσα το ράσο κάνει τον παπά. Όταν αλλάζετε το φόρεμά σας, 
αισθάνεστε  διαφορετικός.  Βάζετε  τα  γιορτινά  σας  και  αμέσως  διάθεση  και  συμπεριφορά 
γίνεται  πανηγυρική∙  ντύνεστε  στο  χακί,  και  ένας  άλλος  τύπος  ανθρώπου  σχηματίζεται  μέσα 
σας: ο στρατιώτης∙ τα μαύρα ρούχα δεν ταιριάζουν απλώς, συνθέτουν το πένθος σας∙ για να 
νιώσετε την εξοχή, το βουνό, τη θάλασσα, πρέπει να πετάξετε το συνηθισμένο και να βάλετε 
το  εκδρομικό  σας  κοστούμι.  Με  την  ίδια  αμφίεση  δεν  μπορείτε  να  ζήσετε  διαφορετικές 
καταστάσεις ζωής. Στην ανάγκη, μεταβάλλετε μια λεπτομέρεια (ανασηκώνετε το καπέλλο ή τα 
μανίκια  σας,  πετάτε  το  σακάκι  ή  ξεκουμπώνετε  το  πουκάμισό  σας)  και  βρίσκετε  την 
αντιστοιχία του εσωτερικού με το εξωτερικό σας. 

Πόσο  η  εξωτερική  εμφάνιση  (φόρεμα  προπάντων  αλλά  και  κόμμωση,  στάση,  περπάτημα) 
είναι  συνάρτηση  της  εσωτερικής  μας  δομής,  φαίνεται  από  το  γεγονός  ότι  και  μόνο  από  τον 
τρόπο που ντύνεται ένας άνθρωπος μπορεί να μαντέψει κανείς το επάγγελμα, την κοινωνική 
θέση, την παιδεία του, αλλά και πολλές πτυχές του χαρακτήρα του: το βάθος της ψυχής του, 
τις βλέψεις και τις επιδιώξεις του, τις  διαστάσεις του αισθηματικού του  κόσμου, το τι θέλει 
και  μπορεί  να  πάρει  και  να  δώσει  στη  ζωή,  το  πόσο  εμπιστεύεται  τον  εαυτό  του  και  τους 
άλλους  ανθρώπους,  αν  λογαριάζει  ή  όχι  τα  μέτρα  και  τις  συνήθειες  του  συλλογικού  βίου. 
Άλλοτε  (π.χ.  στους  μεσαιωνικούς  χρόνους  της  Ευρώπης)  υπήρχε  μεγάλη  ελευθερία  στο 

Digitized by 10uk1s 
ντύσιμο, και ο καθένας έδειχνε, μαζί με το γούστο, και τη φαντασία του στη μορφή και στα 
χρώματα των φορεμάτων του. (Κάτι που τώρα θεωρείται μόνο προνόμιο των γυναικών). Αλλά 
και σήμερα που το φόρεμα έχει σε μεγάλη κλίμακα διεθνοποιηθεί και τυποποιηθεί, υπάρχουν 
μεγάλα  περιθώρια  για  την  πρωτοβουλία  μας.  Και  ένα  οξύ  βλέμμα  μπορεί  από  την  αμφίεση 
και  μόνο  να  ξεχωρίσει  τον  φιλάρεσκο  από  τον  αδιάφορο∙  τον  ματαιόδοξο  από  τον  ταπεινό∙ 
τον  επιτηδευμένο  και  περίπλοκο  από  τον  αφελή  και  απλό∙  εκείνον  που  ζητεί  να  πάρει  από 
τους άλλους σημασία, απ' αυτόν που γνωρίζει ότι την έχει∙ τον ασταθή και αβέβαιο από τον 
ήσυχο  και  σίγουρο∙  τον  άνθρωπο  με  θολό  και  βάναυσο  από  τον  άνθρωπο  με  λεπτό  και 
καθαρό  αισθηματικό  κόσμο∙  τον  επιτήδειο,  αλλά  και  επικίνδυνο  από  τον  αδέξιο  και  αγαθό∙ 
τον  ονειροπόλο  από  τον  πρακτικό∙  τον  άνθρωπο  της  άμεσης  και  γρήγορης  εντύπωσης  από 
κείνον που ξέρει και προτιμά να περιμένει∙ αυτόν που δεν εννοεί να παραιτηθεί και επιμένει 
στις χαρές της ζωής, απ' αυτόν που αποφάσισε ή προσποιείται ότι θέλει να συνθηκολογήσει 
με τον κάματο, τις απογοητεύσεις ή την ευπρέπεια, και ούτω καθεξής. 

Ακόμα  και  όταν  συμβεί  μια  βαθιά  και  απότομη  μεταβολή  στη  δημόσια  ή  στην  ίδιωτική  ζωή 
ενός  ανθρώπου,  μια  περιπλοκή  απροσδόκητη,  μια  κρίση  (όταν  κλείσει  π.χ.  μια  πόρτα  και 
σκοτεινιάσει, ή ανοίξει ένα παράθυρο και φωτισθεί, ευωδιάσει ο αισθηματικός του κόσμος), 
η  αλλαγή  θα  σημειωθεί  και  στην  αμφίεσή  του:  το  φόρεμα  βαραίνει  ή  ελαφρώνει, 
εγκαταλείπεται  ή  γίνεται  αντικείμενο  ιδιαίτερης  φροντίδας,  προσαρμόζεται  στη  νέα 
κατάσταση  ή  ετοιμάζεται  να  την  απεικονίσει.  Τις  πιο  πολλές  φορές  οι  μεταπτώσεις  αυτές 
γίνονται  χωρίς  να  τις  επιδιώξουν  εμπρόθετα  ή  και  να  τις  προσέξουν  οι  φορείς  τους.  Η 
παρόρμηση  έρχεται  μόνη  της,  από  «μέσα»,  και  το  αποτέλεσμα  γίνεται  αντιληπτό  άμα 
οριστικοποιηθεί. 

Μια  τελευταία  παρατήρηση:  την  προσδιοριστική,  την  περιοριστική  δύναμη  του  φορέματος 
την  αισθανόμαστε  όταν  ανταλλάσσομε  το  αληθινό  μ'  ένα  ψεύτικο  —  που  μας  κρύβει.  Π.χ. 
στην  αποκριάτικη  αμφίεση.  Τότε  έχομε  το  αίσθημα  ότι  αποδεσμευτήκαμε,  αποβάλαμε  ένα 
μέρος  του  εαυτού  μας,  εκείνο  που  έχομε  συνθέσει  για  να  το  θεωρούν  οι  άλλοι  (και  μεις  οι 
ίδιοι) πρόσωπό μας, και μπορούμε πια να παίζομε ένα ρόλο — αυτόν που δεν έχομε καθόλου 
ή  συχνά  το  θάρρος  ή  την  ευκαιρία  να  υποδυθούμε  στην  καθημερινή  ζωή.  Εάν  μας 
αποσπάσουν  την  ψεύτικη  περιβολή,  ξαναγυρίζομε  στην  τάξη  και  στη  νηφαλιότητα  —  η 
παρένθεση έχει κλείσει... 

Το  θέμα  έχει  μεγάλη  έκταση  και  πολλές  απόψεις.  Όσοι  ενδιαφέρονται  να  το  μελετήσουν 
συστηματικά  μπορούν  να  συμβουλευτούν  ένα  αξιόλογο  βιβλίο,  την  «Psychology  of  clothes» 
του  Flugel  που  έχει  εκδοθεί  στο  Λονδίνο  (για  τρίτη  φορά  το  1950).  Συνοπτικά  και  με 
διαφωτιστικά  παραδείγματα  το  πραγματεύθηκε  ο  ψυχολόγος  καθηγητής  της  Sorbonne  J. 
Stoetzel  στο  μάθημά  του  της  4ης  Μαΐου  1961.  (Περίληψη  με  τον  τίτλο:  «Το  φόρεμα  και  το 
πρόσωπο» δημοσιεύεται στο τεύχος της 19ης Μαΐου του περιοδικού Bulletin de Psychologie 
που  εκδίδεται  στο  Παρίσι  από  τον  Έλληνα  ψυχολόγο  κ.  Δημήτρη  Βουτσινά).  Το  φόρεμα, 
παρατηρεί  ο  J.  Stoetzel,  αποτελεί  στοιχείο  απαραίτητο  τόσο  της  φυσικής  όσο  και  της 
κοινωνικής «συνείδησης του εγώ» (αυτοσυνείδησης). Το σώμα καθαυτό είναι κάτι ατελείωτο, 
λειψό, ατελές χωρίς το φόρεμα που το ντύνει. «Η γυμνότητα γίνεται αισθητή ως απουσία, ως 
αληθινή στέρηση». «Οι ιδιότητες του φορέματος υποκατασταίνονται στις σωματικές ιδιότητες 
κ'  έτσι  μπαίνουν  μέσα  στη  συνείδηση  του  εγώ.  Το  φαρδύ  παλτό  δίνει  όχι  μόνο  στο  θεατή, 
αλλά και στο ίδιο το υποκείμενο μιαν εντύπωση εύρους του προσώπου του». Εξάλλου, είναι 
ολοφάνερο  το  τι  οφείλει  στο  φόρεμα  η  συνείδηση  του  κοινωνικού  ρόλου.  «Μας  φτάνει  να 
κοιτάξομε  τον  εαυτό  μας,  να  τον  αισθανθούμε  μέσα  στα  φορέματά  μας,  για  να  ξέρομε  τι 
είμαστε: αστοί μέσα στο πανωφόρι, εργάτες κάτω από το σκούφο, αγρότες απάνω στα χοντρά 
παπούτσια... Επειδή φορώ ορισμένη στολή, οι άλλοι με μεταχειρίζονται κατά τη θέση μου και 
έτσι  αποκτώ  κοινωνική  συνείδηση  του  εαυτού  μου  με  αυτή  τη  συμπεριφορά  των  άλλων 

Digitized by 10uk1s 
απέναντί μου, συμπεριφορά που προκαλεί το ντύσιμό μου». 

Και  από  την  άποψη  λοιπόν  του  φορέματος  προβάλλει  για  τον  ψυχολόγο  η  αιώνια  απορία: 
Στον άνθρωπο χωρίζεται το πρόσωπο από το προσωπείο; πού τελειώνει το πρώτο και αρχίζει 
το δεύτερο; 

29 Ιουνίου 1961. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ 

Μερικές  ψυχολογικές  και  κοινωνιολογικές  παρατηρήσεις  για  τη  σημασία  του  φορέματος  τις 
έκλεισα (βλ. σελ. 209) με την απορία: στον άνθρωπο πού να τελειώνει άραγε το πρόσωπο και 
ν'  αρχίζει  το  προσωπείο;  —  Στο  δύσκολο  τούτο  ερώτημα  θα  προσπαθήσω  να  δώσω  μιαν 
απάντηση. 

Ον  προικισμένο  με  ψυχικό  κόσμο,  ο  άνθρωπος  ζει  σε  δυο  διαστάσεις,  την  «εσωτερική»  και 
την «εξωτερική». Με τον «εαυτό» του και με τους «άλλους», τους συνανθρώπους του. Έτσι η 
ύπαρξή  του  μοιράζεται  κατά  κάποιο  τρόπο.  Από  το  ένα  μέρος  είναι  στραμμένη  προς  τα 
«μέσα» (αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει για τον «εαυτό» του και από τον «εαυτό» του)∙ από το 
άλλο στρέφεται προς τα έξω (αισθάνεται, σκέπτεται, θέλει μαζί με τους «άλλους» και για τους 
«άλλους»).  Έχει  λοιπόν  δύο  τρόπους  ή  μορφές  ύπαρξης:  μιαν  ατομική  («ιδιωτική»)  και  μια 
κοινωνική  («δημόσια»).  Ανήκει  ταυτόχρονα  σε  δύο  περιοχές:  στον  «εαυτό»  του  και  στην 
«ομάδα» μέσα στην οποία έχει ενταχθεί — με τη γλώσσα που μιλεί, με τα ήθη που τηρεί, με 
το  επάγγελμα  που  ασκεί,  με  τις  αισθηματικές,  φιλικές,  πολιτικές  σχέσεις  που  δημιουργεί 
κ.ο.κ. 

Από τον «εαυτό» μας δεν μας χωρίζει τίποτα∙ και θα έπρεπε να συνεννοούμαστε απευθείας 
και άριστα μαζί του. Αν δεν συμβαίνει τούτο (και πραγματικά δεν συμβαίνει, τουλάχιστο στον 
μέγιστο  αριθμό  των  περιπτώσεων),  η  αιτία  είναι  ότι  αφ'  ενός  ο  ψυχικός  μας  κόσμος  έχει 
βάθος  απροσμέτρητο  και  στρώματα  σκοτεινά,  ανεξιχνίαστα,  αφ'  ετέρου  δεν  συνηθίζομε  ν' 
αυτοσυγκεντρωνόμαστε  και  να  εξερευνούμε  τους  μυστικούς  χώρους  του  είναι  μας,  να 
μιλούμε με τον εαυτό μας και να τον «γνωρίζομε». Με τους «άλλους», τους συνανθρώπους, 
άμεση επικοινωνία δεν υπάρχει. Για να τους καταλάβομε και να μας καταλάβουν, πρέπει και 
μεις και κείνοι να «φανερωθούμε». Δηλαδή να εξωτερικέψομε συμβολικά (με το μορφασμό, 
τη χειρονομία, το λόγο κ.τ.λ.) αυτό που αισθανόμαστε, σκεπτόμαστε ή θέλομε — αυτό, με μια 
λέξη, που ζούμε μέσα μας. Η έκφραση είναι η γέφυρα προς τους άλλους, και των άλλων προς 
εμάς.  Σ'  αυτήν  απάνω  και  με  αυτήν  συναντιόμαστε  με  τον  συνάνθρωπο∙  του  ανοίγομε  τον 
εσωτερικό  μας  κόσμο  και  αυτός  μας  ανοίγει  τον  δικό  του∙  του  προσφερόμαστε  και  μας 
προσφέρεται∙ τον εννοούμε και μας εννοεί. 

Εδώ όμως αρχίζει να δημιουργείται το πρόβλημα. Από την ώρα που κανείς δεν μπορεί να μπει 
μέσα  μας,  να  ιδεί  και  να  ακούσει  τι  γίνεται  στην  ψυχή  μας,  αλλά  κατ'  ανάγκη  στέκεται  σ' 
εκείνο που εμείς του δείχνομε (με την έκφραση) — ο άνθρωπος γίνεται ένα μεγάλο αίνιγμα. 
Ό,τι φανερώνει (με τις αλλοιώσεις της φωνής, τις λέξεις και τις αποχρώσεις τους, τη στάση και 
τις κινήσεις κ.ο.κ.) μπορεί να είναι αληθινή απεικόνιση των πραγματικών βιωμάτων του, αλλά 
και ψεύτικη, απατηλή κατασκευή, προσποίηση και υποκρισία. Αυτό που βγάζομε προς τα έξω 
και  «φανερώνομε»  δεν  είναι  πάντοτε  και  κατά  κανόνα  γνήσια  και  ακριβής  έκφραση  του 
ενδόμυχου  είναι  μας,  αλλά  πολύ  συχνά  προθήκη,  βιτρίνα,  όπου  εκθέτομε  σε  κοινή  θέα 
σκέψεις  που  δεν  κάνομε,  αισθήματα  που  δεν  νιώθομε,  θελήματα  που  δεν  έχομε.  Τότε  δεν 
δείχνομε στους άλλους το πρόσωπό μας, αλλά το προσωπείο μας. 

Στη χρήση του προσωπείου μπορούμε να διακρίνομε τρεις κύριες περιπτώσεις: τη σύμβαση, 
το ψεύδος και τη νοθεία. Κοινότερη και αθωότερη είναι η πρώτη. Τίτλοι, επάγγελμα και θέση 
μέσα  στο  κοινωνικό  σύνολο  επιβάλλουν  στο  άτομο  μια  προσαρμογή  που  φτάνει  έως  το 
σημείο να γίνεται ό,τι προσδοκούν οι άλλοι απ' αυτό, ή ό,τι θέλει να βλέπουν απάνω του οι 
άλλοι.  Το  «περιβάλλον»  δεν  ενεργεί  μόνον  ισοπεδωτικά  (ενσταλάζει  με  την  ιστορία,  την 
παράδοση  και  τον  εθισμό  ομοιόμορφες  πεποιθήσεις,  αισθήματα,  βλέψεις,  όπως  και 
στερεότυπους τρόπους συμπεριφοράς), αλλά και με τις ειδικές κατά περιοχή απαιτήσεις του 
«επιθέτει»  απάνω  στα  άτομα  (σα  σφραγίδες)  ορισμένες  «μορφές  ζωής»  που  από  το 

Digitized by 10uk1s 
εξωτερικό εισχωρούν σιγά ‐ σιγά στο εσωτερικό τους, τα εμποτίζουν (σαν ισχυρά οξέα) και τα 
φτιάχνουν  κατ'  εικόνα  και  ομοίωση  του  αντίστοιχου  προτύπου:  «ο  κύριος  καθηγητής»,  «ο 
κύριος  σύμβουλος»,  «ο  κύριος  δικαστής»,  «ο  κύριος  πρεσβευτής»,  «ο  κύριος  επιτελάρχης» 
κ.ο.κ.  Λίγο  ως  πολύ  (όπως  πολύ  ορθά  παρατηρεί  και  σημειώνει  ο  C.G.  Jung  στον 
χαρακτηρισμό της «persona») όλοι οι άνθρωποι υφίστανται την υποβολή των ανώνυμων και 
απρόσωπων  δυνάμεων του ειδικού περιβάλλοντος και της κοινής γνώμης, και χρειάζεται  να 
έχει  ασυνήθιστες  ψυχικές  δυνάμεις  εκείνος  που  θα  μπορέσει  μέσα  στην  κοίτη  του  μεγάλου 
ποταμού να διατηρήσει (στις ιδέες και στα αισθήματα, στη συμπεριφορά και στη γενικότερη 
τοποθέτηση απέναντι στα προβλήματα της ζωής) μιαν ιδιορρυθμία, τον προσωπικό του τόνο. 

Ψεύδος  και  νοθεία  στην  έκφραση  δεν  είναι  το  ίδιο  πράγμα.  Μολονότι  και  η  μία  και  η  άλλη 
εκτροπή  παρατηρείται  όχι  μόνο  στη  συγκινησιακή,  αλλά  και  στη  νοητική  και  στη  βουλητική 
σφαίρα  του  ψυχικού  είναι,  ευκολώτερη  γίνεται  η  διαστολή  στις  συναισθηματικές 
παρορμήσεις. Άλλα είναι τα αναληθή, τα ψεύτικα συναισθήματα και άλλα τα νόθα. Όταν λ.χ. 
σκόπιμα παίρνω την εξωτερική πρόσοψη της λύπης, για ν' αποκρύψω τα αληθινά εσωτερικά 
γεγονότα του ψυχικού μου κόσμου, υποκρίνομαι, και η έκφρασή μου είναι ένα ψεύδος, που 
μπορεί να μου προσφέρει πολλές υπηρεσίες: να προσθέσει στην υπόληψή μου, ή στην τσέπη 
μου. Ούτε λυπούμαι ούτε θέλω να λυπηθώ∙ προσποιούμαι τον λυπημένο, για να επιτύχω σ' 
αυτήν  ή  σ'  εκείνη  την  επιδίωξή  μου.  —Στην  περίπτωση  του  νόθου  συναισθήματος  η 
κατάσταση  είναι  διαφορετική.  Εδώ  είμαι  τίμιος  στις  προθέσεις  μου  και  προσπαθώ  με 
ειλικρίνεια να λυπηθώ για ένα περιστατικό (για το ατύχημα π.χ. ενός συναδέλφου μου), αλλά 
δεν  το  κατορθώνω∙  το  «εσωτερικό»  μου,  το  βάθος  της  ψυχής  μου  δεν  παρακολουθεί  (είτε 
γιατί άλλα, συνειδητά ή ασύνειδα, ελατήρια εμποδίζουν, είτε γιατί η φιλαλληλία ως αληθινό 
βίωμα είναι μέσα στον ψυχικό μου κόσμο μια φτωχή και ασήμαντη φλέβα). Ντύνομαι λοιπόν 
εξωτερικά τη λύπη, επειδή ντρέπομαι, φοβούμαι να προδοθώ, αλλά όλη η συμπεριφορά μου 
είναι  απλούστατα  μια  ηθοποιία.  Και  στις  δύο  λοιπόν  περιπτώσεις  (του  ψεύδους  και  της 
νοθείας)  φορώ  μια  μάσκα,  παρουσιάζομαι  εξωτερικά  διαφορετικός  από  κείνον  που  είμαι 
εσωτερικά. Αλλά στο ψεύδος έχω στην ψυχή μου ένα γεγονός που με την πλαστή έκφραση το 
κρύβω, ενώ στη νοθεία μέσα μου υπάρχει κενό∙ η εξωτερική συμπεριφορά είναι μια φόρμα 
αδειανή.  (Όσους  ενδιαφέρονται  να  μελετήσουν  το  φαινόμενο  τούς  παραπέμπω  στη  μελέτη 
του  ψυχολόγου  του  Μονάχου  Phil.  Lersch:  «Ψυχική  γνησιότης  και  ψυχική  νοθεία»  που 
δημοσιεύτηκε  ελληνικά  στο  «Αρχείον  Εφηρμοσμένης  Ψυχολογίας»  Αθηνών,  τεύχος 
Οκτωβρίου ‐ Δεκεμβρίου 1960. Εκεί θα βρουν και τη σχετική βιβλιογραφία). 

Με  τη  μικρή  αυτή  ανάλυση  καταλαβαίνομε,  νομίζω,  καλύτερα  τι  είναι  στην  υπόσταση  του 
ανθρώπου  το  πρόσωπο,  και  τι  το  προσωπείο.  Όπου  η  φανέρωση  (έκφραση,  λόγος,  ζωή) 
αναβλύζει από τον μέσα μας κόσμο με αλήθεια και γνησιότητα, αυθόρμητα και ειλικρινά, με 
ακρίβεια  και  συνέπεια,  εκεί  είμαστε  και  για  τους  άλλους  αυτοί  που  είμαστε  για  τον  εαυτό 
μας, καθαροί και ακέραιοι∙ επομένως αυτό που δείχνομε προς τα έξω είναι το πρόσωπό μας. 
Όπου  όμως  καμιά  αντιστοιχία  δεν  υπάρχει  μεταξύ  της  εξωτερικής  μας  επιφάνειας  και  του 
εσωτερικού  μας  είναι,  αλλά  η  φανέρωσή  μας  είναι  μια  κατασκευή  που  έγινε  για  να  κρύψει 
στους άλλους ό,τι είμαστε για τον εαυτό μας ή για να σκεπάζει το μέσα μας κενό, εκεί αυτό 
που  δείχνομε  δεν  είναι  το  πρόσωπο  αλλά  το  προσωπείο  μας.  —Κατά  βάθος  συμβατικός, 
ψεύτικος  και  νόθος  είναι  ο  άνθρωπος  που  πάσχει  από  ψυχική  πενία,  από  έλλειψη 
δημιουργικότητας, από δειλία ή οκνηρία, από αδυναμία (με μια λέξη) να προχωρήσει έως τις 
πηγές  της  αληθινής  ζωής  και  εκεί  μέσα  να  καθαρίσει  και  ν'  ανανεώσει  τον  εαυτό  του.  Ο 
Nietzsche  διατύπωσε  επιγραμματικά  αυτή  τη  μεγάλη  αλήθεια.  «Όσο  μεγαλύτερη»  γράφει 
«είναι  η  ουσία  της  πραγματικότητας  και  η  δημιουργική  δύναμη  του  ανθρώπου,  τόσο 
περισσότερο  αναπηδάει  από  τα  μέσα  προς  τα  έξω  η  φυσιογνωμία  του∙  όταν  είναι  μικρή  η 
δημιουργική  δύναμη,  η  προσωπικότητα  διαπλάσσεται  από  τα  έξω  προς  τα  μέσα  και 
διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της παράδοσης, του ειδώλου του παρελθόντος, της 
κοινωνίας και της κοινής γνώμης». 

Digitized by 10uk1s 
Ο  άνθρωπος  είναι  απ'  όλα  τα  ζώα  το  εφευρετικότερο  και  το  ικανότερο  να  ψευτίζει  και  τα 
πράγματα  γύρω  του  και  τον  ίδιο  τον  εαυτό  του.  Για  τούτο  η  αλήθεια  έγινε  ανέκαθεν  ο 
μεγάλος καημός, το ιδανικό και η αρετή του. Από τα πρώτα βήματα της ζωής το ψεύδος μας 
πολιορκεί  και  προσπαθεί  να  μας  υποτάξει.  Αδύνατοι  καθώς  είμαστε  στην  αρχή,  πριν 
γνωρίσομε το αληθινό μας πρόσωπο, κατασκευάζομε σιγά ‐ σιγά το προσωπείο μας — για να 
αμυνόμαστε  με  τις  περισσότερες  ελπίδες  και  να  κάνομε  τις  επιθέσεις  μας  με  τις  λιγότερες 
απώλειες.  Όσο  δυναμώνομε  και  πλουτίζομε  τον  εσωτερικό  μας  κόσμο,  όσο  γινόμαστε 
στερεώτεροι,  τόσο  η  «ηθοποιία»  μάς  στενοχωρεί  και  μας  ντροπιάζει  και  αναζητούμε  στην 
αλήθεια  την  ελευθερία  μας,  το  φανέρωμα  και  την  πραγμάτωση  του  γνήσιου  εαυτού  μας.  Η 
αναζήτηση  αυτή  είναι  ένας  θανάσιμος,  τραχύς  και  επικίνδυνος  αγώνας,  όπου  ελάχιστοι 
νικούν και σώζονται. Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς ούτε οι άλλοι, ούτε οι ίδιοι να γνωρίσουν 
το αληθινό πρόσωπό τους. 

6 Ιουλίου 1961. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ 

Η  σκηνή  στο  λεωφορείο,  μια  πρωινή  ώρα,  όταν  το  όχημα  πηγαίνει  προς  το  τέρμα  της 
διαδρομής με λιγοστούς  επιβάτες. Κοντά στον  εισπράκτορα  κάθεται μια  εύσωμη, μεσόκοπη 
γυναίκα  συνοφρυωμένη,  που  αδημονεί  να  μιλήσει.  Η  συζήτηση  με  τον  παρακαθήμενο  δεν 
αργεί ν' αρχίσει. Η γυναίκα διηγείται ζωηρά, και έτσι ώστε να ακούγεται απ' όλους, πώς την 
προηγούμενη  βραδιά  την  «έκλεψε»  ένας  οδηγός  ταξί.  Την  ώρα  που  αποβιβαζότανε,  του 
έδωσε  ένα  χαρτονόμισμα  των  πενήντα  δραχμών  για  να  κρατήσει  την  αμοιβή  του  κ'  εκείνος 
της  επέστρεψε  δύο  κέρματα  των  είκοσι  για  ρέστα.  Τα  κοίταξε  στα  σκοτεινά,  και  ήσαν  ίδια. 
Στην αφή, στο βάρος όμοια. Σήμερα όμως το πρωί ανακάλυψε ότι μόνο το ένα ήταν γνήσιο. 
Και  εξαγριώθηκε.  Θα  πάει  στην  αστυνομία  κλπ.  κλπ.  Ο  παρακαθήμενος  ακούει  απαθής  τη 
δραματική αφήγηση της κυρίας, φαίνεται απορροφημένος από τις δικές του έγνοιες και δεν 
δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός. 

—Η  ζημιά  είναι  μικρή,  της  λέει.  Πάλι  καλά  που  το  άλλο  εικοσάδραχμο  είναι  γνήσιο.  Θα 
μπορούσε να ήταν κι αυτό ψεύτικο. Ο σοφέρ έδειξε ασφαλώς κάποιαν ευγένεια... 

Η γυναίκα εξάπτεται περισσότερο. 

—Είκοσι δραχμές ζημιά τη θεωρείτε ασήμαντη; Εμείς είμαστε επαρχιώτες και ζούμε από ένα 
μικρό  κατάστημα  ψιλικών.  Λιανική  πούληση.  Το  κέρδος  μας  κάθε  φορά  είναι  μια  ‐  δυο 
δεκάρες. Δεν είμαστε βέβαια άνθρωποι της ανάγκης και ξοδεύομε πολλά για το κέφι μας. Να 
χάσω όμως είκοσι δραχμές, και με αυτό τον τρόπο, δεν το υποφέρω. 

Το επιχείρημα συγκίνησε ένα τρίτον επιβάτη, και η συζήτηση γενικεύεται. 

—Τι θα πει: το ποσό είναι μικρό; Είκοσι δραχμές είναι είκοσι δραχμές. Δεν τα βρίσκει κανείς 
τα χρήματα στο δρόμο. Να πάτε στην Αστυνομία, να πιάσει τον κακοποιό. 

Εδώ παρεμβαίνει ο εισπράκτωρ: 

—Γιατί να πάρετε στο λαιμό σας τον άνθρωπο; Μπορεί να μη φταίει. Κάποιος άλλος επιβάτης 
θα του έδωσε το ψεύτικο εικοσάδραχμο και θα το πήρε χωρίς να το καταλάβει. Με την ίδια 
απροσεξία το έδωσε και σε σας. Αυτός δεν έχει Τράπεζα να «κόβει» νομίσματα... 

Ένας τέταρτος μπαίνει στη συζήτηση: 

—Εγώ  σου  λέω  ότι  ο  σοφέρ  αργότερα  ανακάλυψε  πως  το  νόμισμα  που  του  έδωσαν  ήταν 
πλαστό. Τι ήθελες όμως να κάμει; Να το κρατήσει ο ίδιος, και να χάσει το μισό μεροκάματο; 
Τόσα στόματα περίμεναν στο σπίτι... 

Αυτή όμως η τολμηρή υπεράσπιση εξοργίζει έναν πιο απομακρυσμένο επιβάτη. 

—Τι  κουβέντες  είναι  αυτές;  φώναξε.  Η  απάτη  είναι  απάτη  και  η  κλεψιά  κλεψιά.  Πρέπει  οι 
κακοποιοί να τιμωρούνται, γιατί αλλιώς πάει, θα διαλυθεί η κοινωνία. 

Την ώρα εκείνη η περιέργεια ενός σιωπηλού έως τότε κυρίου έδωσε απροσδόκητη τροπή στο 
επεισόδιο. 

—Μπορώ να ιδώ, ρώτησε, το κίβδηλο εικοσάδραχμο: Το έχετε μαζί σας; 

Digitized by 10uk1s 
Η γυναίκα το έβγαλε από το πορτοφόλι της και το έδειξε. 

—Αγγλικό σελίνι είναι, παρατήρησε με εμβρίθεια ο εισπράκτωρ. Κάνει 4 δραχμές. Η ζημιά σας 
λοιπόν περιορίζεται σε 16. Δώστε τόπο στο κακό. Κρατήσετε το νόμισμα για σουβενίρ... 

—Όχι, δεν είναι αγγλικό, διόρθωσε ένας άλλος επιβάτης που, όταν άκουσε να γίνεται λόγος 
για ξένο νόμισμα, σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε και μελέτησε το κέρμα. Είναι φράγκο 
μιας  νοτιοαμερικάνικης  πολιτείας.  Εγώ,  επειδή  μαζεύω  ξένα  νομίσματα  (λέγει  στην  κυρία), 
σας δίνω είκοσι δραχμές και το παίρνω, αν μου το δίνετε. 

Η γυναίκα πήρε τις είκοσι «γνήσιες» δραχμές χαρούμενη και ο συλλέκτης έβαλε στην τσέπη 
του το νόμισμα. 

—Είναι παλαιό και αρκετά σπάνιο, μου είπε καθώς διασταυρωθήκαμε στην έξοδο. Κάνει πολύ 
περισσότερα από είκοσι δραχμές... 

Οι αναγνώστες αυτής της στήλης δεν είναι συνηθισμένοι να διαβάζουν εδώ ανέκδοτα, και θα 
παραξενευτούν. Πρόθεσή μου όμως είναι όχι να τους ψυχαγωγήσω μ' ένα διήγημα, αλλά να 
τους  κάνω  να  προσέξουν  ένα  φαινόμενο  που  έχει  δώσει  αφορμή  σε  πολλές  και 
βαθυστόχαστες  ψυχολογικές  και  κοινωνιολογικές  παρατηρήσεις.  Η  σκηνή  που  ιστόρησα 
(εγγυώμαι  ότι  πρόκειται  για  πραγματικό  περιστατικό)  κάνει  το  πρόβλημά  μας  συγκεκριμένο 
και  ξεκάθαρο:  Το  πώς  κρίνομε  και  το  κριτήριο  που  μεταχειριζόμαστε  όταν  αποτιμούμε  μια 
διάθεση ή μια πράξη των συνανθρώπων μας, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο (ανάλογα 
με την ιδιοσυγκρασία, την ανατροφή και εκπαίδευση, τις επαγγελματικές ανάγκες και βλέψεις 
μας  κ.ο.κ.)  έχομε  τοποθετηθεί  απέναντι  στη  ζωή  και  στα  αγαθά  της.  Οχτώ  άνθρωποι  που 
«συναντώνται»  για  λίγη  ώρα  εντελώς  τυχαία,  κρίνουν  ένα  και  το  ίδιο  γεγονός  με  οχτώ 
διαφορετικά πρίσματα. Ο «παθών» υποφέρει από τη ζημιά αλλά και από την προσβολή που 
έπαθε.  Οι  άλλοι  βλέπουν  το  πάθημα  από  τη  δική  του  ο  καθένας  «θέση».  Ένας  αδιαφορεί, 
άλλος  υπερθεματίζει,  ο  τρίτος  και  ο  τέταρτος  δικαιολογούν  τον  υποτιθέμενο  ένοχο,  ενώ  οι 
τρεις τελευταίοι παίρνουν άλλους δρόμους: το νόμο διαλαλεί ο πρώτος, την περιέργειά του 
ζητεί να ικανοποιήσει ο δεύτερος, και ο τελευταίος (πρακτικότερος απ' όλους) το συμφέρον 
του. Ανάλογα περιστατικά θα έχει να αφηγηθεί ο καθένας πολλά, από το άμεσο και έμμεσο 
περιβάλλον  του.  Στις  ηθικές  κρίσεις  δεν  συμφωνούν  όλοι.  Ακόμη  και  εκείνοι  που  ζουν  μέσα 
στο ίδιο ιστορικό κλίμα και είναι ενυφασμένοι στην ίδια κοινωνία. Άλλος είναι αυστηρότερος 
και  άλλος  επιεικέστερος  στις  καταδίκες  του∙  άλλος  (ειλικρινά  ή  υποκριτικά)  αναφέρεται  σε 
γενικούς  κανόνες  και  άλλος  προσαρμόζει  την  ετυμηγορία  του  στα  συγκεκριμένα  γεγονότα, 
κρίνει «κατά περίπτωση»∙ άλλος «βάζει» περισσότερο και άλλος λιγότερο τον εαυτό του (τις 
ανάγκες και τα συμφέροντά του) στο θέμα που εξετάζει κ.ο.κ. Αυτά για τον τρόπο της κρίσης. 
Ως προς τα μέτρα, η κλίμακα των ποικιλιών είναι εξίσου μεγάλη και πλούσια σε αποχρώσεις. 

Τι  θα  συμπεράνομε  από  το  ασύμπτωτο  τούτο;  —  Το  ζήτημα  έχει  πολύ  μεγάλη  έκταση  και 
φυσικά  δεν  είναι  εδώ  ο  κατάλληλος  τόπος  ούτε  για  μια  συνοπτική  έκθεση  των  λύσεων  που 
έχουν  κατά  καιρούς  προταθεί.  Ας  περιοριστούμε  λοιπόν  σε  μερικές  πολύ  γενικές  και  αδρές 
γραμμές. 

Και τούτο το πρόβλημα (όπως πολλά άλλα) με δύο μεθόδους μπορεί κανείς να το πλησιάσει 
και να επιχειρήσει να το λύσει. Η πρώτη είναι εύκολη: είτε να διακηρύξομε απλοϊκά ότι ένα 
μόνο  ηθικό  μέτρο  υπάρχει  (το  δικό  μας)  και  κάθε  εκτροπή  απ'  αυτό  σημαίνει  πλάνην  ή 
διαστροφή, είτε από απογοήτευση να πέσομε στο άλλο άκρο, να παραδεχτούμε δηλαδή ότι 
στις  αξιολογήσεις  μας  το  «ορθό»  είναι  απλή  φαντασίωση  ή  προσδοκία  και  όλες  οι  κρίσεις 
εξίσου αυθαίρετες. Η δεύτερη μέθοδος είναι δύσκολη, ακριβώς επειδή απαιτεί περισσότερη 

Digitized by 10uk1s 
περίσκεψη  και  μετριοπάθεια.  Την  ακολουθούν  όσοι  βλέπουν  στον  άνθρωπο  όχι  μόνο  την 
περατότητα  αλλά  και  την  απεραντοσύνη.  Με  τη  μία  του  ιδιότητα  εγκλωβίζεται  μέσα  στη 
σχετικότητα∙ με την άλλη έχει τη λαχτάρα και τη γεύση του απολύτου. Δέσμιο καθώς είναι στο 
χώρο και στο χρόνο, το ιστορικό και κοινωνικό τούτο ζώο είναι φυσικό να έχει παραδοθεί στη 
σχετικότητα (των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων, των προθέσεων). Τούτο όμως δεν σημαίνει 
ότι  απέναντί  του  έχει  κλείσει  για  πάντα  η  θύρα  του  απολύτου.  Στην  περίπτωση  του 
ανθρώπου,  το  σχετικό  δεν  είναι  η  αντίθεση,  αλλά  ένα  μέρος  του  απολύτου,  όπως  και  το 
εφήμερο είναι όχι άρνηση, αλλά διαβατική πραγμάτωση του αιωνίου. 

Εάν  με  αυτή  την  προοπτική  κοιτάξομε  το  θέμα  μας,  εάν  δηλαδή  θεωρήσομε  το  απόλυτο 
(νόημα,  μέτρο,  αξία)  όχι  υπέρβαση,  αλλά  σύνοψη  και  συμπερίληψη,  ολοκλήρωση  των 
σχετικών  αποτιμήσεων  που  επιχειρεί  το  πνεύμα  μας  —  ομολογώ  ότι  δέν  είναι  καθόλου 
εύκολη  αυτή  η  τοποθέτηση,  γιατί  ο  κοινός  άνθρωπος  αισθάνεται  και  σκέπτεται 
«διαζευκτικά», όχι «συζευκτικά» — τότε θα δώσομε στο πρόβλημα που εξετάζομε μια λύση 
που  μπορεί  ίσως  να  φαίνεται  παράδοξη,  έχει  όμως  αναμφισβήτητα  βάθος  και  μεγαλοσύνη. 
Θα  ειπούμε  λ.χ.  περιορίζοντας  τη  συζήτηση  στο  συγκεκριμένο  μας  παράδειγμα  (τη  διένεξη 
του  λεωφορείου)  ότι  όλες  οι  κρίσεις  που  διατυπώθηκαν  περιέχουν  αλήθεια,  αλλά  δεν 
αποτελούν όλη την αλήθεια. Καθεμιά τους παρουσιάζει την άποψη που δίνει ένα γεγονός από 
ορισμένη  θέση.  Είναι  επομένως  σχετική.  Όχι  όμως  και  αυθαίρετη,  αφού  εκφράζει  μια 
στάθμιση των πραγμάτων δυνατή και εύλογη. Κατά την αντίληψη αυτή, προσεγγίσεις (άλλοτε 
περισσότερο  και  άλλοτε  λιγότερο  ευτυχείς)  προς  το  απόλυτο  είναι  οι  σχετικές  αποτιμήσεις 
μας. Άλλη το πλησιάζει πιο πολύ και άλλη πιο λίγο∙ όλες όμως έχουν κάτι από το κύρος του, 
και  γι'  αυτό  πείθουν.  Στην  περιοχή  της  αυθαιρεσίας  (της  πλάνης  ή  της  απάτης)  ξεπέφτουν, 
όταν  η  καθεμιά  διεκδικεί  για  τον  εαυτό  της  ολόκληρο  το  χώρο  της  εμπιστοσύνης  μας.  Το 
«μέρος» πρέπει να διατυπώνεται και να γίνεται δεκτό ως «μέρος»∙ τότε είναι αλήθεια. Όταν 
εμφανίζεται και χειρονομεί ως «όλον», γίνεται ψεύδος. 

13 Ιουλίου 1961. 

Digitized by 10uk1s 
ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ 

Τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μορφήν επιδημίας (με τις ανοδικές και τις καθοδικές φάσεις 
της  καμπύλης  της)  η  τάση  όλα  να  τα  βλέπομε  γύρω  μας  μαύρα  και  να  δηλώνομε 
κατηγορηματικά  και  ανεπιφύλακτα  ότι  το  παν  έχει  για  τον  ταλαίπωρο  άνθρωπο  χαθεί, 
οριστικά  και  ανεπανόρθωτα.  Έγινε,  λέμε,  από  απρονοησία  έρμαιο  των  ίδιων  των  επιτυχιών 
του  και  τον  περιμένει,  πολύ  σύντομα,  ο  όλεθρος  που  τον  ετοίμασε  με  τα  ίδια  του  τα  χέρια. 
Κοιτάξετε  γύρω  σας  με  προσοχή  —  μας  προτρέπουν  οι  προφήτες  της  απελπισίας  — 
αναλύσετε τα γεγονότα και τα γινόμενα και θα αντιληφθείτε με τι γοργό ρυθμό συντελείται η 
αποσύνθεση. Η μηχανή μάς έχει υποδουλώσει — είτε ως όργανο παραγωγής τυποποιημένων 
αγαθών  σε  μεγάλες  ποσότητες,  είτε  ως  μέσον  που  παρέχει  ευκολίες  ζωής,  άνεση  και 
ψυχαγωγία. Και η «πρόοδος» ως πρόληψη ή καταστολή των νόσων επέτρεψε να πυκνωθεί ο 
πληθυσμός  της  γης  και  να  φτάσει  τα  3  δισεκατομμύρια.  Οι  επιπτώσεις  των  δύο  τούτων 
ασυγκράτητων  πια  «εξελίξεων»  απάνω  στη  διαμόρφωση  της  εξωτερικής  και  της  εσωτερικής 
μας ζωής, της ατομικής και της συλλογικής, γίνονται ολοένα πιο φανερές και πιο ολέθριες: Οι 
ηλεκτρονικές μηχανές και η αυτοματοποίηση της λειτουργίας τους αχρηστεύουν τους εργάτες 
και  τους  μεταβάλλουν  σε  μάζα  πληρωνόμενων  ανέργων  που  δεν  θα  ξέρουν  αύριο  πώς  να 
γεμίσουν  τον  «ελεύθερο»  χρόνο  τους.  Η  οικονομική  δύναμη  συγκεντρώνεται  όλο  και 
περισσότερο σε λίγα πρόσωπα μέσα σε κάθε χώρα και σε λίγες χώρες μέσα στην οικουμένη∙ 
αυτή κατ' ανάγκη θα εξαγοράσει όλους τους φορείς της εξουσίας, της κοινής γνώμης και της 
παιδείας  και  θα  μπορεί,  τυποποιώντας  αισθήματα  και  σκέψεις,  να  κυβερνά  τα  πλήθη 
ανενόχλητα και χωρίς έλεγχο. Πώς να ανθέξει σ' αυτή την πίεση της «ιστορίας» η δημοκρατία, 
ευαίσθητο  λουλούδι  που  μπορεί  να  ευδοκιμεί  μόνο  σε  κλίματα  ευγενή,  ειρήνης  και 
ανθρωπισμού; Η ταχύτητα στις μετακινήσεις και στις επικοινωνίες (αεροπλάνο και πύραυλοι, 
ραδιόφωνο  και  τηλεόραση)  έκανε  τις  ηπείρους  συνοικίες  μιας  μικρής  πόλης  και  το 
διαπλανητικό  διάστημα  βατή  λεωφόρο∙  αναπόφευκτο  είναι,  ύστερ'  απ'  αυτή,  τη  σύνθλιψη 
του  σύμπαντος,  να  μη  μένει  πια  χώρος  για  τις  μεταφυσικές  ανησυχίες  του  ανθρώπου.  Η 
θρησκευτική πίστη, ολοένα εκτοπίζεται και αφήνει έρημες τις ψυχές. Πώς να περιμένει κανείς 
το  θαύμα,  όταν  το  μυστήριο  διαλύεται;  Της  απιστίας  ο  αντίχτυπος  γίνεται  ήδη  αισθητός  σε 
όλες  τις  περιοχές  του  πνεύματος.  Η  φιλοσοφία  κατατρίβεται  σε  μεθοδολογικές  και 
γλωσσολογικές διερευνήσεις που σταματούν στο κατώφλι, δεν μπαίνουν στο εσωτερικό των 
μεγάλων  προβλημάτων.  Η  επιστήμη  εγκατέλειψε  τον  καθιερωμένο  από  ένδοξη  παράδοση 
συμβολισμό της (έννοιες, όρους, μέτρα) και αναζητεί με μια σκοτεινή και περίπλοκη, ερμητική 
γλώσσα  τον  τύπο  και  το  λογισμό  που  μπορούν  να  χωρέσουν  τη  δύστροπη  και  φευγαλέα 
αλήθεια.  Και  με  την  τέχνη  αρρωσταίνει  όλο  και  περισσότερο  η  ευαισθησία  μας:  εκεί  όπου 
άλλοτε θρόνιαζε ένα λαμπρό κάλλος και θέρμαινε τις ψυχές, τώρα μορφάζει και χειρονομεί η 
ασυναρτησία, το παράλογο, ο σατανισμός... Τι άλλα συμπτώματα περιμένομε να ιδούμε, για 
να  πιστέψομε  ότι  «νικητής  ηττημένος»  ο  άνθρωπος  πηγαίνει  προς  μιαν  αναπόφευκτη 
εκβαρβάρωση και σωτηρία δεν υπάρχει; 

Όταν ακούω ή διαβάζω τους προφήτες της μαύρης απελπισίας (και πολλοί απ' αυτούς είναι 
χωρίς  αμφιβολία  εύγλωττοι  και  πειστικοί,  τεχνίτες  του  λόγου  και  συχνά  βαθυστόχαστοι 
άνθρωποι)  έχω  την  εντύπωση  ότι  κάτι  μέσα  στα  λόγια  τους  δεν  λέγεται  όπως  είναι  ή  δεν 
λέγεται  ολόκληρο.  Η  απόγνωση  είναι  σχεδόν  κατά  κανόνα  είτε  προθήκη  που  κρύβει  τον 
ανομολόγητο πόθο της καταστροφής μιας καταθλιπτικής στέγης, είτε σχήμα προορισμένο να 
δικαιολογήσει την παραίτηση από τον αγώνα του καλού. Στην πρώτη περίπτωση, αν ήθελαν ή 
μπορούσαν  να  μιλήσουν  με  ειλικρίνεια,  θα  έλεγαν:  θέλομε  να  καταρρεύσει  το  οικοδόμημα 
και περιμένομε να γίνουν ακόμη πιο μεγάλα τα ρήγματα που παρουσιάζει∙ αν σπεύδομε να 
προεξοφλήσομε το γκρέμισμα, είναι γιατί πρέπει να γίνει. Στη δεύτερη περίπτωση η θεωρία 
τους μπορεί πάλι να παραφραστεί ως εξής: δεν έχω πια τη δύναμη, τον καιρό ή τη διάθεση να 
παλέψω,  οι  απογοητεύσεις  με  κούρασαν∙  ευτυχώς  βλέπω  ότι  ο  ασθενής  έχει  ανέκκλητα 

Digitized by 10uk1s 
καταδικαστεί και δεν μπορεί να γίνει τίποτα... Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις δεν πρόκειται 
για ζήτημα που μπορεί να διευθετηθεί με λογικά επιχειρήματα, αλλά για φαινόμενο που έχει 
την  ψυχολογική  του  εξήγηση.  Η  πικρή  και  αδυσώπητη  απαισιοδοξία  που  γύρω  της  βλέπει 
μόνο  σκιές  και  πουθενά  φως,  ή  είναι  έφεση  χαλασμού,  που  στέκει  στην  άρνηση,  ή  — 
αποθάρρυνση και ευθυνοφοβία. Ένας «μύθος» λοιπόν με υπόκρουση χιλιαστική («έρχεται το 
τέλος του κόσμου») ή που έχει επίχρισμα την εγκαρτέρηση και κύριο υλικό τον κάματο και την 
αδιαφορία («το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, ας μη ματαιοπονούμε»). 

Δεν  ισχυρίζομαι  ότι  δεν  υπάρχουν  στην  εποχή  μας  τα  στοιχεία  της  φθοράς  που  ενεργούν 
αποσυνθετικά. Ούτε υποστηρίζω ότι η αντίθετη άποψη, ο «μύθος» της απλοϊκής αισιοδοξίας 
που  πιστεύει  σε  μιαν  ευθύγραμμη  και  απρόσκοπτη  πρόοδο,  είναι  θεωρητικά,  ή  ηθικά, 
ισχυρότερη. Κάθε άλλο. Η φθορά υπάρχει, η διάβρωση γίνεται. Και ασφαλώς είναι μωρός ή 
ανέντιμος  όποιος  περιχαρακωμένος  στην  ευμάρειά  του  όλα  τα  εξηγεί  και  τα  δικαιολογεί  με 
την  ανάγκη  ή  τις  θυσίες  της  «προόδου».  Το  κήρυγμα  όμως  της  απελπισίας  μόνο  να 
υπονομεύσει  μπορεί,  όχι  να  οικοδομήσει.  Σκορπάει  την  ηττοπάθεια,  αναχαιτίζει  τις  καλές 
προθέσεις, μεγαλώνει τη σύγχυση. Κ' εκείνος που βγαίνει κερδισμένος στο τέλος δεν είναι ο 
άνθρωπος, αλλά ο δαίμονας του κακού. Όποιος πιστεύει στο καλό, το βοηθάει να νικήσει. Και 
όποιος παντού βλέπει τη δυστυχία και τη διαστροφή, τον εκφυλισμό και το ψεύδος, γίνεται — 
και  χωρίς  να  το  θέλει  —  σύμμαχός  τους.  Αυτή  είναι  η  αιώνια  αλήθεια  του  αρχαίου 
μανιχαϊσμού.  Έπειτα,  ακόμη  και  αν  περισσότερες  πιθανότητες  υπάρχουν  ο  κόσμος  μας  να 
εξολοθρευτεί και λιγότερες να σωθεί, τι έχομε να κερδίσομε στοιχηματίζοντας ότι θα συμβεί 
το πρώτο; Ιδού μια μορφή του «στοιχήματος του Pascal» που έχει όχι μόνο θεωρητική αλλά 
και  ηθικήν  αξία.  —  Ας  μη  γελιόμαστε:  όποιος  τιμά  και  αγαπά  τον  άνθρωπο  (μέσα  στους 
άλλους και μέσα στον εαυτό του) ποτέ δεν απελπίζεται. Ξέρει από πείρα ότι μέσα σ' αυτό το 
τρομερό ζώο υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας που αντιστέκεται θριαμβευτικά στη φθορά της 
ιστορίας.  Υπό  τον  όρο  όλοι,  και  οι  μεγάλοι  και  οι  μικροί,  σε  οποιοδήποτε  σημείο  της 
φάλαγγας κι αν βρισκόμαστε, να αναδεχτούμε τις ευθύνες μας. Στο βάθος για τούτο και μόνο 
πρόκειται: θα νίψομε τα χέρια μας σαν τον Πιλάτο, ή με το σταυρό στον ώμο θα τραβήξομε 
μπροστά σα να πηγαίνομε σε πανηγύρι; 

Μια από τις βολικές αδυναμίες του ανθρώπου είναι να αποδίνει σε εξωτερικά αίτια και αυτές 
ακόμα  τις  μεταβολές  που  έρχονται  από  μέσα  του.  Όταν  αλλάζει  ξαφνικά  και  απότομα  τη 
στάση  του  απέναντι  στη  ζωή  και  στον  κόσμο,  και  η  αλλαγή  αυτή  αντικατοπτρίζεται  στη 
σφαίρα  του  πνεύματος  με  τη  μορφή  μιας  περισσότερο  ή  λιγότερο  εκτεταμένης  και 
αποφασιστικής  «μεταξίωσης  των  αξιών»,  αντί  να  κοιτάξει  πρώτα  μέσα  του  να  βρει  τι  έχει 
μετακινηθεί κ' έγινε ο σεισμός, αναζητεί «έξω», στο βουβό βασίλειο των υλικών στοιχείων, ή 
στην  απρόσωπη  μάζα  του  συλλογικού  βίου,  τις  «δυνάμεις»  που  μπορούν  να  θεωρηθούν 
υπαίτιες, άρα και υπεύθυνες για την ανατροπή. Βέβαια είναι πολύ μικρός, για να είναι κύριος 
της  μοίρας  του.  Εντούτοις  πάρα  πολλά  —περισσότερα  απ'  όσα  ο  ίδιος  φαντάζεται— 
εξαρτώνται απ' αυτόν. Συχνά τα «πράγματα» αποκτούν μικρό ή μεγάλο βάρος ανάλογα με την 
προσοχή που τους χαρίζει, και όχι σπάνια τα «γεγονότα» έχουν το μέγεθος που τους δίνει η 
εκτίμησή του. Την ευθύνη λοιπόν, όπως και να κάνει, δεν μπορεί να την αποσείσει από τους 
ώμους  του.  Είναι  τουλάχιστο  συνυπεύθυνος  για  ό,τι  γίνεται  από  κείνο  που  είναι,  αφού 
επεμβαίνει  στο  πεπρωμένο  του  όχι  μόνο  με  τις  πράξεις  αλλά  και  με  τις  παραλείψεις  του. 
Ακόμη  και  ό,τι  αποφασίζεται  ερήμην  του  ανθρώπου  (από  τη  «Φύση»  ή  από  την  «Ιστορία») 
πραγματοποιείται με τη συγκατάθεση ή με την έλλειψη της αντίστασής του, με την παρουσία 
ή με την απουσία του, επομένως κατά κάποιο τρόπο μαζί του. 

Αυτό σημαίνει ότι από όλα μπορούμε να γλυτώσομε, όχι όμως και από το βάρος της ευθύνης. 

12 Οκτωβρίου 1961. 

Digitized by 10uk1s 
ΑΚΡΙΒΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ 

Προσέξετε  και  τούτο  τον  ορισμό  του  ανθρώπου:  «Ο  άνθρωπος  είναι  ένα  προβληματιζόμενο 
ον».  Που  θα  πει  ότι  αυτός  μόνο  ανάμεσα  στ'  άλλα  ζωντανά  πλάσματα  του  κόσμου  έχει  το 
προνόμιο  να  σπαράζεται  από  προβλήματα.  Όσο  ξυπνά  και  ωριμάζει  μέσα  του  η  συνείδηση, 
τόσο δυσχεραίνεται η ζωή του από περιπλοκές εσωτερικές που τον φέρνουν σε αδιέξοδο. Μια 
από  τις  πολλές  είναι  και  το  πρόβλημα  της  πνευματικής  του  ελευθερίας.  Μπορεί  τάχα  και 
πρέπει  ο  άνθρωπος  να  είναι  πνευματικά  ελεύθερος,  όταν  ο  ίδιος  για  να  διασφαλίσει  τα 
στοιχειώδη  αγαθά  της  ζωής  κατασκευάζει  και  αναδέχεται  τόσους  περιορισμούς;  Από  τη 
στιγμή που αναγκάζεται να ζήσει μαζί με τους ομοίους του και για να προστατευθεί καλύτερα 
μετατρέπει  (με  τη  θέλησή  του  ή  όχι)  τη  συμβιωτική  ομάδα  σε  κοινότητα  δικαίου,  δηλαδή 
περνάει  από  ένα  φυσικό  σε  ένα  πολιτικό  καθεστώς,  τα  δεσμά  του  έχουν  κιόλας  χαλκευτεί. 
Οφείλει να σκέπτεται, να αισθάνεται και να πράττει σύμφωνα με ρητούς ή άγραφους νόμους 
που  εγκαίρως  διηθούνται  μέσα  του  με  τον  εθισμό  και  την  παιδεία  (ακόμη  και  με  τον 
εκφοβισμό)  υπό τη μορφή «καθιερωμένων» ιδεών και εντολών. Να βγει απ' αυτό τον κλοιό 
δεν  είναι  καθόλου  εύκολο.  Και  μόνο  να  το  επιχειρήσει,  κινδυνεύει.  Όχι  μόνο  να  δεχτεί 
σκληρές κυρώσεις από την οργανωμένη κοινότητα, που δεν ανέχεται τις ανταρσίες, αλλά και 
να ελεγχθεί από την ίδια τη συνείδησή του: έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει μιαν ελευθερία 
που μπορεί να γίνει σοβαρή απειλή για την ενότητα και την ησυχία της πολιτικής κοινότητας, 
μέσα  στην  οποία  και  αυτός  και  οι  δικοί  του  απολαβαίνουν  ανενόχλητοι  τα  αγαθά  της  ζωής; 
Αλλά  πάλι  πώς  να  δεσμεύσει  το  πνεύμα  του,  πώς  να  μη  του  επιτρέψει  να  διαλαλήσει  μιαν 
αλήθεια, επειδή και μόνο η αλήθεια αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα δόγματα 
και  μέτρα;  Έως  ποιο  σημείο  είναι  ανεκτή  η  δουλεία  στην  ομάδα,  δηλαδή  η  παραδοχή  της 
«σκοπιμότητας»,  του  «κοινού»  συμφέροντος;  Επιτρέπεται  να  θυσιάζεται  σ'  αυτή  τη 
σκοπιμότητα το τιμιώτερον: η αλήθεια; 

Ο στρατηγός προστάζεται από το νόμο του πολέμου να στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα 
το στρατιώτη που αρνιέται να χύσει το αίμα του συνανθρώπου του. Ο δικαστής προστάζεται 
από το ισχύον Δίκαιο να  φυλακίσει ως δολοφόνο το γιατρό που βοήθησε  ένα σπαραζόμενο 
από τους πόνους ετοιμοθάνατο να πεθάνει. Ο κυβερνήτης της πολιτείας προστάζεται από το 
κοινό έθος να διώξει από τα εργαστήρια του κράτους το σοφό που θεωρεί τα ευρήματά του 
επικίνδυνα για την ανθρωπότητα και δεν τα αποκαλύπτει. — Θα υπακούσουν; Εάν δεν είναι 
βέβαιοι  ότι  η  πράξη  τους  έχει  αναμφισβήτητη  ηθικήν  αξία,  εάν  δεν  μπορούν  αδίσταχτα  να 
καταδικάσουν μέσα τους την εκτροπή που κρίνουν, πώς θα φιμώσουν τη συνείδησή τους και 
θα  γίνουν  όργανα  εκτελεστικά  ενός  νόμου,  που  δέχονται  τη  σκοπιμότητά  του,  αλλά  δεν 
αναγνωρίζουν το απόλυτο κύρος του; Βέβαια η πατρίδα κινδυνεύει, εάν ο κάθε οπλίτης την 
ώρα  της  μάχης  εγκαταλείψει  τις  γραμμές  του,  επειδή  η  πίστη  του  δεν  του  επιτρέπει  να 
σκοτώσει.  Και  η  κοινωνική  ευταξία  κινδυνεύει  ομοίως,  εάν  κλονιστεί  το  «καθεστώς»  με 
πρωτοβουλίες,  σαν  εκείνη  του  γιατρού  που  συντέμνει  τη  διάρκεια  μιας  ζωής,  ή  του  σοφού 
που αποσιωπά και δεν  εμπιστεύεται στις αρχές του κράτους τα συνταραχτικά προϊόντα των 
ερευνών του. Πώς να καταδικάσει όμως κανείς έναν ένοχο όταν τα ελατήριά του είναι τόσο 
αγνά και οι ιδέες του τόσο ευγενέστερες από τα φρονήματα και τις σκοπιμότητες των κριτών 
του; Αλλά και πώς να τον αθωώσει, αφού έχει ορκιστεί υποταγή στη βούληση της πατρίδας 
και πίστη στους νόμους της; Είναι δυνατόν να διαλλάξει τα αδιάλλακτα, να συμβιβάσει  δύο 
αντίθετα καθήκοντα; 

Όπως  είναι  γνωστό,  ένας  μεγάλος  φιλόσοφος  του  18ου  αιώνα,  ο  Immanuel  Kant,  έχει 
προτείνει  μια  συμβιβαστική  λύση.  Ξεχωρίζει  τη  δημόσια  χρήση  του  λογικού  μας  από  την 
ιδιωτική.  Δημόσια  χρήση  είναι  «εκείνη  που  κάνει  ο  καθένας  ως  συγγραφέας  μπροστά  σε 
ολόκληρο το κοινό του κόσμου των αναγνωστών». Ιδιωτική χρήση «εκείνη που επιτρέπεται να 
κάνει  κανείς  του  λογικού  του  σε  κάποια  κρατική  θέση  ή  σε  κάποιο  λειτούργημα  που  του 

Digitized by 10uk1s 
έχουν  εμπιστευθεί».  Ελεύθερη,  λέγει,  μέσα  στο  κράτος  που  κυβερνιέται  από  ένα 
διαφωτισμένο και φρόνιμο Μονάρχη, μπορεί και πρέπει να είναι η πρώτη, η δημόσια χρήση 
του  λογικού  μας.  Τότε  μόνο  προοδεύει  ο  κόσμος.  Η  δεύτερη  χρήση,  η  ιδιωτική,  νόμιμο  και 
σκόπιμο είναι να μπαίνει σε περιορισμούς, γιατί διαφορετικά η κρατική μηχανή και μαζί της η 
πολιτεία  θα  διαλυθεί.  «Κατά  την  άποψη  αυτή»  γράφει  (στο  περίφημο  δοκίμιό  του:  Τι  είναι 
Διαφωτισμός)  «αν  ένας  αξιωματικός,  που  πήρε  από  τον  ανώτερό  του  τη  διαταγή  να  κάνει 
κάτι, θελήσει απάνω στην υπηρεσία να κάνει φωναχτά λεπτεπίλεπτους συλλογισμούς για τη 
σκοπιμότητα ή τη χρησιμότητα αυτής της διαταγής, τούτο θα ήταν πολύ επιζήμιο∙ οφείλει να 
υπακούσει.  Δεν  μπορεί  όμως  δικαιολογημένα  να  του  απαγορευτεί  ως  συγγραφέας  να  κάνει 
παρατηρήσεις  για  τα  λάθη  στις  πολεμικές  επιχειρήσεις  και  τις  παρατηρήσεις  αυτές  να  τις 
θέσει υπό την κρίση του αναγνωστικού κοινού. Ο πολίτης δεν μπορεί να αρνηθεί να πληρώσει 
τους φόρους που του έχουν επιβληθεί∙ μπορεί μάλιστα και να τιμωρηθεί μια βίαιη επίκριση 
των υποχρεώσεων τούτων, όταν ζητείται η εκπλήρωσή τους, ως σκάνδαλο (που θα μπορούσε 
να  προκαλέσει  γενικές  αντιδράσεις).  Παρά  ταύτα,  ο  ίδιος  δεν  παραβαίνει  το  καθήκον  ενός 
πολίτη όταν ως συγγραφέας εκφράζει δημόσια τις σκέψεις του για το ανάρμοστο ή το άδικο 
τέτοιων επιβαρύνσεων. Το ίδιο και ένας κληρικός δεσμεύεται να κηρύττει προς τους μαθητές 
και προς τους ενορίτες του σύμφωνα με το δόγμα της εκκλησίας που υπηρετεί, γιατί με αυτό 
τον όρο έγινε δεκτός. Ως συγγραφέας όμως έχει πλήρη ελευθερία, ακόμη και την αποστολή, 
να ανακοινώσει στο αναγνωστικό κοινό όλες τις πρακτικά δοκιμασμένες και καλοπροαίρετες 
σκέψεις  του  για  τα  λάθη  που  υπάρχουν  στο  δόγμα  εκείνο,  μαζί  με  προτάσεις  για  μια 
καλύτερη  οργάνωση  της  θρησκευτικής  και  εκκλησιαστικής  ζωής.  Κανένα  βάρος  δεν  θα 
μπορούσε να έχει στη συνείδησή του για τούτο». 

Από  τα  παραδείγματα  και  τις  αναλύσεις  του  φαίνεται  πόσο  ο  Kant  βλέπει  το  ζήτημα 
περιορισμένα και με την προοπτική της εποχής του (ορθότερα: της πρωτοπορίας της εποχής 
του).  Την  ελευθερία  του  συγγραφέα  διεκδικεί,  και  για  τίμημα  προσφέρει  την  υποταγή  του 
υπαλλήλου.  Το  πρόβλημα  όμως  έχει  πολύ  μεγαλύτερες  διαστάσεις,  όταν  το  δράμα  που 
παίζεται  μέσα  στη  συνείδηση  φτάσει  στο  αδιέξοδο  και  άλλη  λύση  δεν  υπάρχει  παρά  το 
έγκλημα  ή  η  επιορκία.  Καλά  θα  ήταν  —  αλλά  δεν  γίνεται∙  η  συνείδηση  να  χωρίζεται  σε 
περιοχές  και  στην  καθεμιά  να  αναγνωρίζεται  όχι  απλώς  μια  δυνατή,  αλλά  μια  νόμιμη 
αυθυπαρξία.  Να  μπορεί  δηλαδή  ο  στρατηγός,  ο  δικαστής,  ο  κυβερνήτης  των  δικών  μας 
παραδειγμάτων  να  ειπεί:  ως  «δημόσιος  λειτουργός»  είμαι  υποχρεωμένος  να  τιμωρήσω  τον 
ένοχο,  και  θα  το  κάνω∙  ως  «διανοούμενος  άνθρωπος»  όμως  αποδοκιμάζω  την  πράξη  και 
καθήκον  μου  θεωρώ  να  υποβάλω  μιαν  αναφορά  ή  να  δημοσιεύσω  μια  διατριβή,  για  να 
αποδείξω  ότι  η  καταδίκη  αυτή  είναι  απαράδεχτη  και  πρέπει  με  μια  μεταρρύθμιση  του 
«ισχύοντος»  δικαίου  ή  του  «κρατούντος»  έθους  να  μην  επαναληφθεί  στο  μέλλον...  Εάν 
ανατάμει κανείς αυτή τη «φρόνιμη» συμπεριφορά, θα βρει ότι στο βάθος της υπάρχει όχι η 
εντιμότητα  του  υπαλλήλου  που  θέλει  να  μείνει  πιστός  στον  όρκο  του,  αλλά  η  δειλία.  Όταν 
αναγνωρίζεις  ότι  μια  πράξη  είναι  ηθικά  απαράδεχτη,  έχεις  την  υποχρέωση  όχι  απλώς  να 
εκθέσεις και θεωρητικά να θεμελιώσεις τη γνώμη σου (αυτό μπορεί να το κάνει ο φιλόσοφος 
ή  ο  δάσκαλος  του  Δικαίου,  όχι  ο  «στρατηγός»,  ο  «δικαστής»,  ο  «κυβερνήτης»),  αλλά  να 
ενεργήσεις με όλες σου τις δυνάμεις (ακόμη και με θυσία αξιωμάτων, συμφερόντων, της ίδιας 
της ζωής σου) να μην αποφασιστεί και να μην εκτελεστεί. Δικαιολογημένα λοιπόν δίνεις την 
εντύπωση ότι διχοτομείς  τη βούλησή  σου, όχι επειδή ειλικρινά  επιθυμείς το κακό που έχεις 
διαπράξει με το ένα χέρι να το επανορθώσεις με το άλλο, αλλά επειδή σου λείπει το θάρρος 
να προχωρήσεις στο σωστό δρόμο και να φτάσεις έως την άκρη του: να διακηρύξεις δηλαδή 
αμέσως ότι ο κρινόμενος δεν είναι ένοχος, και στην ανάγκη να καθίσεις στο εδώλιο μαζί του! 

Το επιμύθιο εύκολα το μαντεύει ο αναγνώστης: η αρετή δεν είναι καθόλου φτηνή αρχοντιά — 
αγοράζεται με το αίμα μας. 

Digitized by 10uk1s 
2 Νοεμβρίου 1961. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΧΟΛΙΟ Σ' ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 

Το δράμα του Βέλγου συγγραφέα Ζοζέ‐Αντρέ Λακούρ «Τα νέα παιδιά» (ο γαλλικός του τίτλος 
λέγει  «Η  τάξη  των  τελειοφοίτων»)  που  τόσο  αριστοτεχνικά  το  ερμηνεύει  με  το  θίασό  του 
αυτές τις ημέρες ο Κάρολος Κουν, θέτει ένα πρόβλημα. Κάτι περισσότερο: προτείνει λύση σ' 
ένα πρόβλημα που έχει πολλές φορές απασχολήσει και τον δικό μας και τον ξένο Τύπο, στο 
πρόβλημα του εκτραχηλισμού της σημερινής νεολαίας. Το φαινόμενο είναι σχεδόν παγκόσμιο 
και  συχνά  ‐  πυκνά  παρουσιάζεται  στις  στήλες  των  εφημερίδων  με  διάφορες  εικόνες  και 
ερμηνείες.  Οι  περισσότερες  εκφράζουν  την  οργή  και  την  αγανάκτηση  των  «σοβαρών» 
ανθρώπων  της  κοινωνίας  για  τον  κατήφορο  που  έχουν  πάρει  σήμερα  τα  νιάτα:  φέρνονται 
εξωφρενικά,  δεν  σέβονται  κανένα,  επιτρέπουν  στον  εαυτό  τους  ελευθερίες  που  έχουν  τη 
σφραγίδα  μιας  πολύ  πρώιμης  και  αποκρουστικής  διαφθοράς  κ.ο.κ.  Πώς  έφτασαν  σε  τέτοιο 
βαθμό αυθάδειας και αναισχυντίας οι νέοι της εποχής μας, σε όλες τις «πολιτισμένες» χώρες 
του παλαιού και του νέου κόσμου; γιατί να μη λειτουργούν μέσα τους οι ηθικές αντιστάσεις, 
να  μην  αναχαιτίζει  η  αγωγή  τα  ένστικτά  τους;  που  οφείλεται  άραγε  αυτή  η  εκτροπή  που 
αγγίζει κάποτε τα όρια της διαστροφής και της εγκληματικότητας; 

Η απάντηση του Βέλγου δραματουργού στα ερωτήματά μας είναι πολύ απλή: Αιτία, λέγει, του 
φαινομένου  είναι  κατά  βάθος  η  αλγεινή  απογοήτευση  των  νέων  ανθρώπων  από  την 
κατάρρευση των ειδώλων τους, επομένως ο ξεπεσμός των γονέων τους που για τα παιδιά δεν 
είναι  απλώς  αυτοί  που  τα  έφεραν  στον  κόσμο  και  προνοούν  για  τις  ανάγκες  τους,  αλλά 
στηρίγματα  ζωής:  εικόνες  λατρείας,  το  καμάρι  και  η  περηφάνεια  τους.  Κάποτε  οι  νέοι 
ανακαλύπτουν  (και  όταν  δεν  είναι  οι  ίδιοι  ικανοί  για  την  ανακάλυψη,  θα  φροντίσουν  οι 
συνάδελφοί τους να τους προσφέρουν αυτή την εκδούλευση από επιπολαιότητα ή κακία) ότι 
τα  λαμπρά  εκείνα  πρότυπα  δεν  στέκονται  στα  υψηλά  βάθρα,  όπου  τα  έχει  τοποθετήσει  η 
εμπιστοσύνη  και  η  αγάπη  τους,  αλλά  έχουν  τη  λάμψη  μόνο  απέξω,  ενώ  μέσα  τους  υπάρχει 
διαφθορά, ψεύδος και υποκρισία. Και τότε ο μικρός ηθικός τους κόσμος εξαρθρώνεται, χάνει 
τους  άξονές  του,  το  ελαφρό  οικοδόμημα  γκρεμίζεται.  Από  την  απογοήτευση  πέφτουν  στον 
κυνισμό,  στην  αναίδεια,  ή  στην  απελπισία  που  μπορεί  να  τους  οδηγήσει  έως  το  θάνατο.  — 
Εκεί φτάνει ο ένας από τους τρεις ήρωες του έργου, όταν ακούει από το φίλο του και έπειτα ο 
ίδιος εξακριβώνει ότι ο  στρατηγός πατέρας του,  παρά τη  φλύαρη μεγαλαυχία του, όχι μόνο 
δεν  είχε  διακριθεί  στον  πόλεμο,  αλλά  ήταν  ένας  δειλός  που  εγκατέλειψε  στρατιώτες  και 
συντρόφους  και  κοίταξε  μονάχα  πώς  να  σωθεί.  Ο  δεύτερος,  γιος  καθηγητή  γυμνασίου, 
πληγώνεται κάθε φορά πιο βαθιά που βλέπει τους συμμαθητές του να διακωμωδούν με τις 
φάρσες  τους  τον  αφελή  πατέρα  του∙  όταν  πια  μαθαίνει  ότι  και  η  μητέρα  του  με  τις  ένοχες 
σχέσεις της εξευτελίζει τον άντρα της, πηγαίνει να σκοτωθεί, αντί όμως να πνιγεί στο ποτάμι, 
όπως  λογάριαζε,  πνίγεται  στην  ακολασία.  Ο  τρίτος  έχει  γονείς  ένα  αγαπημένο  ζευγάρι  και 
βρίσκεται  με  τον  πατέρα  του  (ένα  νέο,  φίλαθλο,  καλόκαρδο  άντρα)  σε  φιλικές,  τρυφερές 
σχέσεις.  Αίφνης  ανακαλύπτει  ότι  και  το  δικό  του  είδωλο  είναι  ικανό  για  πρόστυχες  πράξεις∙ 
τότε  γίνεται  κυνικός  και  χύνει  το  δηλητήριό  του  που  θα  φαρμακώσει  τον  φιλότιμο  γιο  του 
ψευτοπαληκαρά  στρατηγού.  Είναι  από  τους  τρεις  ο  μόνος  που  θα  διαπλεύσει  τη  δεινή 
δοκιμασία χωρίς να ναυαγήσει∙ απεναντίας θα κατορθώσει να «χωνέψει» την πικρή πείρα της 
μικρής ζωής του και θα συμφιλιωθεί πάλι με τον ταπεινωμένο πατέρα του... 

Ίσως  μερικοί  βρουν  πολύ  απλή,  μονόχορδη  και  εύκολη,  τη  λύση  που  δίνει  στο  πρόβλημα  ο 
Ζοζέ ‐ Αντρέ Λακούρ μέσα στο «L' année du bac». Φαινόμενα σαν αυτό που συζητούμε έχουν 
πολλές  και  βαθιές  αιτίες  κοινωνικές,  ψυχολογικές,  ακόμη  και  βιολογικές,  περιπλεγμένες  σ' 
ένα πυκνό δίχτυ με ποικίλα μεγέθη, και για να εξηγηθεί πρέπει πάντοτε να εντοπίζει κανείς το 
πρόβλημα,  να  το  βλέπει  μέσα  στις  συντεταγμένες  που  παρουσιάζει  η  κάθε  γεωγραφική  και 
εθνική, ακόμη και η κάθε ατομική περίπτωση. Οπωσδήποτε όμως οφείλομε ν' αναγνωρίσομε 
ότι  ο  Βέλγος  δραματουργός  αγγίζει  με  το  έργο  του  ένα  πραγματικά  νευραλγικό  σημείο  του 

Digitized by 10uk1s 
θέματος:  την  ευθύνη  των  μεγάλων  στις  εκτροπές  των  μικρών,  και  από  την  άποψη  αυτή  η 
εικόνα του έχει πολύ ενδιαφέρον, δραματικό, και ηθικό ταυτόχρονα. Εάν μάλιστα απλώσομε 
και βαθύνομε την έννοια του ειδώλου περισσότερο από κείνον, περιλάβομε δηλαδή μέσα της 
όχι μόνο τους γονείς (κατά προτίμηση τον πατέρα που υποσυνείδητα και συνειδητά αποτελεί 
για  το  παιδί  τον  «κανόνα»,  την  ηγετική  μορφή,  την  ενσάρκωση,  των  έγκυρων  αξιών),  αλλά 
ολόκληρη  τη  γενεά  των  ενηλίκων,  αυτούς  που  ως  σύνολο  αντιπροσωπεύουν  το  οικονομικό, 
πολιτικό και πνευματικό «παρόν» της κοινωνίας και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της, 
τότε  η  υπόθεση  του  θεατρικού  συγγραφέα  μας  πλησιάζει  με  πολύ  μεγάλη  προσέγγιση  την 
ορθή λύση του προβλήματος. Για τον εκτροχιασμό της νέας γενεάς αιτία είναι κατά ένα πολύ 
μεγάλο ποσοστό η ηθική έκπτωση της παλαιότερης, της δικής μας γενεάς∙ αυτή είναι ίσως η 
οδυνηρή  αλλά  και  αναμφισβήτητη  αλήθεια.  Μας  ενοχλεί  όταν  την  ακούμε,  μας  εξοργίζει  — 
ακριβώς  επειδή  η  αλήθεια  μάς  πληγώνει.  Τα  παιδιά  μας  είναι  τέτοια  που  είναι,  γιατί  εμείς 
είμαστε  αυτοί  που  είμαστε.  Γέννημα  και  θρέμμα  μας,  αποτελούν  συνέχειά  μας,  εικόνα  και 
ομοίωσή μας — έως την ώρα που θα σταθούν στα δικά τους πόδια και θα αποκτήσουν (εάν 
και  όσο  αποκτήσουν)  την  αυθυπαρξία  τους.  Αλλά  και  τότε  κάτι  από  μας  έχει  περάσει  και 
κατακαθίσει  μέσα  τους:  γιατί  τον  εαυτό  του  τον  φτιάχνει  ο  νέος  είτε  μαζί  μας  είτε  εναντίον 
μας, πάντως με τη σύμπραξη ή την αντίπραξή του προς τους ηλικιωμένους. 

Αμείλικτοι στην αυστηρότητά μας, όταν κρίνομε τα σημερινά νιάτα, δεν αναλογιζόμαστε πόσο 
υπεύθυνοι  είμαστε  για  τα  σφάλματά  της.  Όχι  πάντοτε  ο  καθένας  μας  χωριστά  (γιατί 
εξακολουθούν  ευτυχώς  να  υπάρχουν  στην  κοινωνία  μας  πολλές  οικογένειες  που  δεν 
παρουσιάζουν τη  θλιβερή αποσύνθεση των προτύπων του Λακούρ), αλλά οπωσδήποτε όλοι 
μαζί. Η γενεά που ωρίμασε στα δίσεχτα χρόνια του τελευταίου πολέμου, η γενεά η δική μας, 
περνάει  (αυτό  όλοι  το  λέγουν  και  το  αναγνωρίζουν)  μια  βαθιά  ηθική  κρίση.  Το  ψεύδος,  η 
υποκρισία  και  η  διαφθορά  την  έχουν  διαβρώσει.  Εκακούργησε  στους  πολέμους  (και 
κακουργεί ακόμη) όσο καμιά άλλη∙ προσκύνησε (και προσκυνεί ακόμη) το ταπεινό συμφέρον 
με  πρωτοφανή  αναισχυντία∙  και  για  την  αγνότητα  των  ηθών  της  όχι  μόνο  δεν 
υπερηφανεύεται,  αλλά  και  ντρέπεται  να  μιλήσει  η  ίδια.  Παράλληλα,  επιμένει  να  παίζει  τον 
ήρωα και να κηρύττει στους νέους με στόμφο την πίστη, την ευπρέπεια, την αρετή. Έχει την 
αφέλεια να νομίζει ότι, καθαρός καθώς είναι στην καρδιά ο νέος, θα συγκινηθεί από τα λόγια 
της και θα θεωρήσει ιερές και απαρασάλευτες τις υποθήκες της. Το παιδί όμως είναι πολύ πιο 
έξυπνο  απ'  ό,τι  το  φανταζόμαστε.  Στην  αρχή  υπακούει  από  σεβασμό  και  από  το  θαυμασμό 
που μας έχει, μας βλέπει όχι όπως είμαστε, αλλά όπως εκείνο μας έχει σχηματίσει μέσα στην 
αγάπη  και  στην  προσδοκία  του.  Έπειτα  σιγά  ‐  σιγά  ή  ξαφνικά  ανακαλύπτει  ότι  αυτό  που 
δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο μας. Ότι την αρετή τη ζητούμε από τους 
άλλους, όχι από τον εαυτό μας∙ τον αυτοσεβασμό τον διδάσκομε, δεν τον ασκούμε∙ υμνούμε 
την  αλήθεια,  αλλά  νόμος  μας  είναι  το  ψεύδος.  Πώς  μπορεί  πλέον  να  πιστεύει  στις  «αξίες» 
που εμείς τις προδίνομε; Δικές του δεν έχει ακόμη νομοθετήσει∙ έχει αποδεχτεί τις δικές μας 
—  πώς  θα  το  κατηγορήσομε  ότι  τις  περιφρονεί,  όταν  εμείς  οι  «ώριμοι»,  οι  «στερεοί»,  οι 
«σοβαροί» δεν τις σεβόμαστε; 

Ο  νέος  έχει  ανάγκη  από  είδωλα,  και  είδωλά  του  είμαστε  μεις,  οι  γονείς,  οι  δάσκαλοι,  οι 
κυβερνήτες, οι λόγιοι που τους ακούει και τους διαβάζει. Όταν τα είδωλά του γκρεμιστούν και 
διαλυθούν  μέσα  στην  ανυποληψία,  κάτι  βαθύ  και  μεγάλο  μέσα  του  καταρρέει.  Και  επειδή 
πολύ λίγο γνωρίζει ακόμη τον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη μπορεί να εξηγήσει τις αδυναμίες 
και  τα  λάθη  του,  ο  κλονισμός  που  του  δίνει  η  οδυνηρή  διάψευση,  η  απογοήτευση  και  η 
αηδία,  τον  συντρίβει.  Υπάρχουν  βέβαια  οι  συνεσταλμένοι  και  οι  άτολμοι  νέοι∙  αυτοί 
μηρυκάζουν  κρυφά  την  πίκρα  τους  και  μένουν  στην  τροχιά  που  τους  έβαλαν.  Πολλοί  όμως 
μέσα στην παραζάλη χάνουν τον έλεγχο και αφήνονται στον κατήφορο. Ευτυχώς που μερικοί 
κατορθώνουν  και  υπερνικούν,  με  θυσίες  έστω,  την  κρίση∙  είναι  εκείνοι  που  (όπως  ο  τρίτος 
ήρωας  του  έργου)  θα  μπορέσουν  να  ξανατοποθετήσουν  πρόσωπα  και  πράγματα,  όχι  όπως 
τους  έμαθαν  να  τα  βάζουν  ή  όπως  η  προσδοκία  τους  τα  ήθελε,  αλλά  σύμφωνα  με  τις 

Digitized by 10uk1s 
πραγματικές  τους  διαστάσεις.  Τότε  και  ο  άνθρωπος  εξηγείται  με  τις  σκιές  του  και  η  αρετή 
σώζεται με ανέπαφη την ομορφιά της. — Δύσκολα φτάνουν σ' αυτή τη λύση οι νέοι, εάν δεν 
καθοδηγηθούν  με  αγάπη  και  γνώση  από  τους  μεγαλύτερους.  Μέσα  στο  δράμα  του  Λακούρ 
βοηθούν  τον  τρίτο  νέο  να  βρει  το  σωστό  δρόμο  η  μητέρα  με  την  τρυφερότητα  και  την 
εγκαρτέρησή  της,  και  ο  πατέρας  με  την  ταπεινοσύνη  και  την  εγκαρδιότητά  του.  Λαμπρά 
μάθημα  σε  όσους  ανατρέφουν  παιδιά∙  δεν  ωφελεί  να  παίζομε  μπροστά  τους  θέατρο,  γιατί 
τίποτα δεν αποστρέφονται περισσότερο από την υποκρισία — την αλήθεια ζητούν από μας, 
για να την τιμήσουν. 

4 Ιανουαρίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
ΟΙ ΡΙΖΕΣ 

Προς  τον  άνθρωπο  που  ζει  και  πεθαίνει,  δέχεται  και  προσφέρει,  ριζωμένος  στερεά  σ'  ένα 
ορισμένο  γεωγραφικά  και  ιστορικά  χώρο,  προϊόν  και  μαζί  φορέας  ορισμένου  υλικού  και 
πνευματικού  πολιτισμού,  ανοιχτός  προς  τα  ρεύματα  των  ιδεών  της  εποχής  του  αλλά  και 
προσηλωμένος στη δική του παράδοση, αντιδιαστέλλονται σαν αντίθετες και ακραίες μορφές 
δύο τύποι: ο μετανάστης από το ένα μέρος και ο τσιγγάνος από το άλλο. Όπως όλοι οι γνήσια 
αντίθετοι όροι, έχουν και αυτοί μεταξύ τους ένα κοινό γνώρισμα: τους λείπουν οι ρίζες. Ενώ 
όμως  ο  πρώτος  αποκόβεται  από  τις  δικές  του  και  αποκτά  με  τον  καιρό  άλλες 
(«μεταμορφωνόμενος»),  ο  δεύτερος  δεν  ριζώνει  πουθενά  (και  μένει  αναλλοίωτος).  Ας  τους 
εξετάσομε από κοντά∙ παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. 

Όταν  δυσμενείς  οικονομικοί  όροι  ζωής  (πενία  του  εδάφους,  λιμός,  αεργία  κλπ.)  ή  δεινά 
πολιτικά ή προσδοκία καλύτερης τύχης αναγκάζουν τον άνθρωπο να εγκαταλείψει το πάτριο 
έδαφος  και  ν'  αναζητήσει  σε  άλλο,  μακρινό  και  ξένο,  στέγη,  εργασία,  χώρο  ζωής,  η 
μετακίνηση  αυτή,  εάν  φυσικά  καταλήξει  σε  οριστική  εγκατάσταση,  δημιουργεί  σοβαρά 
προβλήματα. Γιατί ο καθένας μας δεν  είναι μόνο ο  «εαυτός» του, αλλά και ένας ολόκληρος 
κόσμος μέσα στον οποίο βρίσκεται συνυφασμένος ψυχικά: γλώσσα, πίστη, ιδέες, ήθη — ό,τι 
τέλος  πάντων  αποτελεί  το  πνευματικό  σύμπαν  μιας  γεωγραφικά  και  ιστορικά 
προσδιορισμένης  εθνικής  κοινότητας,  μέσα  στην  οποία  γεννήθηκε,  ανατράφηκε  και 
διαμορφώθηκε.  Αυτά  όλα  ο  μετανάστης  δεν  μπορεί  να  τ'  αφήσει  πίσω  του,  όπως 
εγκαταλείπει  το  αδειανό  ντουλάπι  και  τα  τρυπημένα  ρούχα  του,  ούτε  είναι  δυνατόν  να  τα 
πετάξει από πάνω του και να μπει στη νέα του «υπόσταση» γυμνός και αθώος, όπως βγήκε 
από τα χέρια του Θεού ο πρωτόπλαστος. Γιατί έχουν ζυμωθεί, έχουν γίνει ένα με τον εαυτό 
του και, καθώς αναγκάζεται να ζήσει μακριά απ' αυτό τον κόσμο, έχει το πικρό αίσθημα ότι 
ξεριζώθηκε  και  ρίχτηκε  έξω  από  το  μόνο  φυσικό  στοιχείο  όπου  μπορεί  να  ζει  και  να  είναι 
αυτός που είναι. 

Γι' αυτό οι πρώτες αντιδράσεις του, όταν βρεθεί μακριά από την πατρίδα, είναι να την κλείσει 
μέσα  στην  καρδιά  του  και  σε  όλες  τις  δύσκολες  ώρες  της  ζωής  να  ζητεί  στήριγμα  και 
παρηγοριά στις αναμνήσεις του, κι ας έριξε πέτρα πίσω του τότε που την απαρνήθηκε, κι ας 
καταράστηκε  τη  φτώχεια  και  την  κακομοιριά  της.  Εξωτερικά  όλο  και  περισσότερο 
προσαρμόζεται  στον  τόπο  που  διάλεξε  και  πέτυχε  να  εγκατασταθεί∙  εσωτερικά  όμως 
εξακολουθεί να ανήκει στον δικό του: συνδέεται με ομοεθνείς και γιορτάζει μαζί τους, χτίζει 
εκκλησίες για να θρησκεύεται στην πίστη του, ανοίγει σχολεία για να διδάξει στα παιδιά του 
τη  γλώσσα  των  πατέρων  του,  τηρεί  με  ευλάβεια  τα  οικογενειακά  του  έθιμα  κτλ.  Σα  να  τον 
κατέχει ο φόβος ότι, αν και «νοερά» αποκοπεί από τις εθνικές του ρίζες, θα αφανιστεί. 

Αυτά  όμως  συμβαίνουν  στην  πρώτη  ή  στη  δεύτερη  γενιά.  Έπειτα  (εάν  βέβαια  ο  γύρω 
οικονομικός  και  πολιτιστικός  χώρος  προσφέρει  πολλές  ευκαιρίες  και  ευκολίες  για 
αφομοίωση) τα πράγματα αλλάζουν, και με γοργό μάλιστα ρυθμό. Μαζί με την ξένη γυναίκα 
που  μπαίνει  στο  σπίτι  ως  σύζυγος  και  μητέρα,  εισβάλλει  στην  οικογένεια  του  μετανάστη  ο 
«πολιτισμός», το «πνεύμα», το «ήθος» της νέας χώρας: με το σχολείο, με την εφημερίδα, με 
τα  θεάματα  και  με  όλα  τα  άλλα  μέσα  τους.  Τότε  έρχεται  αδυσώπητη  η  αλλοτρίωση.  Αν  τα 
παιδιά  μιλούσαν  ακόμη  τη  γλώσσα  των  πατέρων  και  λάτρευαν  το  Θεό  κατά  τη  δική  τους 
πίστη∙  αν  στις  εορτές  του  σπιτιού  τραγουδούσαν  ακόμη  όλοι  μαζί  τα  εθνικά  τραγούδια  και 
χόρευαν τους εθνικούς χορούς — τα εγγόνια τα έχουν τώρα όλα λησμονήσει. Αφομοιώθηκαν 
εντελώς,  και  θυμούνται  ίσως  (με  αδιαφορία  και  κάποτε  με  περιφρόνηση)  τη  μακρινή 
καταγωγή  τους,  αλλά  η  συνεννόηση  με  τους «γέρους»  έχει  γίνει  δύσκολη,  το  χάσμα  μεταξύ 
τους  βαθύ,  η  επικοινωνία  αδύνατη.  Γιατί  ο  δεσμός  με  την  αρχική  κοιτίδα  πάει,  κόπηκε.  Το 
δέντρο  έχασε  τις  παλιές,  απόκτησε  καινούργιες  ρίζες.  Και  μαζί  μ'  αυτές  γέμισε  από  νέο 

Digitized by 10uk1s 
φύλλωμα που κατ' ανάγκη θα θρέψει και θα δώσει άλλους, διαφορετικούς καρπούς. 

Αντίθετος  ανθρωπολογικός  τύπος,  αντίποδας  του  μετανάστη,  είναι  ο  τσιγγάνος.  (Ας  πάρομε 
τον  όρο  με  την  πιο  πλατιά  και  γενική  σημασία  του,  ως  σύμβολο  και  όχι  ως  ειδικό  όνομα 
ορισμένης φυλής ή εθνίας). Αυτός μετακινείται μέσα σ' έναν ή περισσότερους γεωγραφικούς 
και πολιτιστικούς χώρους αλλά δεν αφομοιώνεται, δεν ριζώνει πουθενά. Συντηρείται από τις 
δικές του φυσικές και πνευματικές πηγές∙ διατηρεί επίμονα τον αρχέγονο χαρακτήρα του και 
μένει  σχεδόν  πάντα  αναλλοίωτος.  Σκληρός  βιολογικά  και  ψυχικά  πυρήνας  μιας  ιστορικά 
καθυστερημένης  εθνίας,  είναι  σαν  ξένο  σώμα  μέσα  στη  λαϊκή  κοινότητα  που  τον  δέχεται  ή 
τον  ανέχεται  (διαβατικό  και  πλάνητα)  στον  κόλπο  της.  Δεν  έχει  επιμιξία  μαζί  της,  δεν 
καταλαβαίνει  ούτε  εκτιμά  τις  κατακτήσεις  και  τις  προόδους  της,  δεν  συμμετέχει  στα  δεινά 
της∙  ζει  στο  περιθώριο  του  κοινωνικού  βίου  της,  μακριά  από  την  καθαυτό  δημιουργική 
οικονομική  και  πνευματική  της  δραστηριότητα.  Αυτός  έχει  κάποια  δικά  του  πανάρχαια 
αποθέματα  (γλώσσα,  λατρεία,  ήθη)  και  τρέφεται  απ'  αυτά.  Εξωτερικά  προσαρμόζεται  στο 
περιβάλλον  που  προσωρινά  το  κάνει  δικό  του,  τόσο  μόνο  όσο  είναι  απαραίτητο  για  τη 
διαβίωσή  του∙  εσωτερικά  όμως  μένει  ξένος  προς  αυτό  και  τέτοιος  που  είναι,  από  αδράνεια 
και αδιαφορία προς τα αγαθά των άλλων. 

Ανάμεσα  στο  μετανάστη  και  στον  τσιγγάνο  υπάρχει  κοντά  στις  άλλες  και  μια  ακόμη  βαθιά 
διαφορά: ο μετανάστης είναι πολιτισμογόνο στοιχείο (δίνει νέο αίμα στην κοινότητα που τον 
εγκολπώνεται  και  συμπράττει  στην  πρόοδό  της),  ο  τσιγγάνος  είναι,  αντίθετα,  μάζα  αδρανής 
και  στείρα∙  δεν  βοηθεί  τους  άλλους,  αλλά  και  ο  ίδιος  δεν  εξελίσσεται,  μένει  στάσιμος,  έχει 
απολιθωθεί. Οι δίχως ρίζες νομάδες που εξακολουθούν να φυτοζωούν απάνω στην επιφάνεια 
του  σημερινού  «πολιτισμένου»  τμήματος  της  οικουμένης  (επιβιώσεις  παλαιότερων  φάσεων 
του πολιτισμού) τίποτα πια δεν προσφέρουν στην ιστορία του ανθρώπου. Έδωσαν ό,τι είχαν 
να  δώσουν,  και  τώρα  εξακολουθούν  να  υπάρχουν  —  όπως  μερικά  αχρηστευμένα  από  την 
αλλαγή  των  όρων  της  ζωής  όργανα  παραμένουν  ακόμη  μέσα  στο  σώμα  μας.  Είναι  λοιπόν 
πιθανόν  ότι  με  τον  καιρό  θα  εξαφανιστούν  (τα  πιο  ισχυρά  στοιχεία  θα  ενσωματωθούν  στον 
κοινό  κορμό).  Αντίθετα  ο  τύπος  του  μετανάστη  φαίνεται  από  τις  ενδείξεις  που  έχομε  ότι 
ολοένα  πολλαπλασιάζεται  στον  πλανήτη  μας.  Από  τις  μικρές  χώρες  που  έχουν 
περιορισμένους  φυσικούς  πόρους  ή  συχνά  αναταράζονται  από  εξωτερικές  επιδρομές  και 
εσωτερικές ρήξεις, κύματα μεταναστών μετακινούνται προς ισχυρές οικονομικά και σταθερές 
πολιτικά  επικράτειες  και  ζητούν  εκεί  ησυχότερη  ζωή  ή  καλύτερη  τύχη.  Σαν  τα  ξεριζωμένα 
δέντρα,  τους  παίρνει  ο  άνεμος  και  τους  πάει  σε  άλλα  εδάφη,  όπου  με  μόχθους  και  πόνους 
πολλούς  προσπαθούν  να  κάνουν  νέες  ρίζες,  να  χωθούν  και  να  στερεωθούν.  Όταν  το 
επιτύχουν,  θα  έχουν  χάσει  τον  αρχικό  εαυτό  τους  και  θα  έχουν  γίνει  «άλλοι».  Θα  έχουν 
διακόψει  τη  δική  τους  και  θα  συνεχίσουν  ή  θα  δημιουργήσουν  την  ιστορία  άλλων 
συγκροτημάτων που σιγά ‐ σιγά θα πάψουν να είναι μωσαϊκό φυλών και πνευμάτων και θα 
αποκτήσουν  (με  το  ανακάτωμα)  φυσική  και  ψυχικήν  ομοιογένεια.  Μεγάλες  επικράτειες  (με 
κολοσσιαία  οικονομική  και  πολιτική  δύναμη)  έχουν  ήδη  σχηματισθεί  και  ίσως  μεγαλύτερες 
ακόμη  θα  δημιουργηθούν  στο  μέλλον  από  τις  πυκνές  μάζες  των  ανθρώπων  που 
εγκαταλείποντας το πάτριο έδαφος δεν έπαψαν ούτε θα πάψουν να αναζητούν καινούργιους 
χώρους κοινωνικούς και πνευματικούς για να ζήσουν καλύτερα. 

Πολλοί βλέπουν σ' αυτόν το μετασχηματισμό των μικρών εθνικών μονάδων σε μεγάλους και 
χωρίς  εθνικό  χαρακτήρα  αστερισμούς  πρόοδο  προς  νέες  μορφές  του  ανθρώπινου 
πεπρωμένου  και  με  ενθουσιασμό  δέχονται  κάθε  μέτρο  που  οδηγεί  στη  «συγχώνευση». 
Εντούτοις  καλό  είναι  να  μη  παραγνωρίζεται  και  το  γεγονός  ότι  πολλά  και  μεγάλα  πέτυχε 
ωστώρα  με  την  πολυμορφία  του  ο  άνθρωπος  και  ότι  μονόχορδα  είναι  κατά  κανόνα  τα 
ατελέστερα όργανα... 

Digitized by 10uk1s 
Ας φτάσομε τώρα και στο συμπέρασμα. Όταν στον άνθρωπο δίνομε τον ορισμό ότι είναι «ζώο 
ιστορικό», με το νόημα ότι βρίσκεται πάντα μέσα σ' ένα λαό που ριζωμένος σε ορισμένο χώρο 
ζει και γράφει τη δική του ιστορία, λησμονούμε δύο πράγματα: πρώτα ότι αυτή την ιδιότητα 
δεν  την  έχει  ανέκαθεν,  αλλά  την  απόκτησε  ο  άνθρωπος  σε  ορισμένη  φάση  της  εξέλιξης  του 
είδους του. Και δεύτερο ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου λείπει εντελώς ο δεσμός με το χώρο 
και  με  ορισμένο  ιστορικό  κλίμα,  ή  όπου  ο  αρχικός  δεσμός  σπάζει  και  στη  θέση  του 
δημιουργείται  με  τον  καιρό  ένας  άλλος.  Επειδή  σήμερα  ζούμε  μέσα  σε  λαούς  που  καθένας 
τους έχει τη δική του φυσιογνωμία, τον δικό του πολιτισμό, τη δική του ιστορία, νομίζομε ότι 
το καθεστώς αυτό υπάρχει ανέκαθεν και θα διατηρηθεί αιωνίως, ως σύμφωνο με τη «φύση» 
του ανθρώπου. Η παρατήρηση όμως δείχνει ότι, αντίθετα προς ό,τι υποθέτει ο κοινός νους, το 
σημερινό  σύστημα  ζωής  του  πολιτισμένου  ανθρώπου  είναι  μια  κατάκτηση  ιστορική  σχετικά 
πρόσφατη  που  κανείς  δεν  μπορεί  να  προβλέψει  εάν  και  πόσο  θα  διατηρηθεί.  Τόσο 
αναλλοίωτη,  όσο  κολακευόμαστε  να  πιστεύομε  ή  όσο  με  απελπισία  παραδεχόμαστε,  δεν 
φαίνεται να είναι η «φύση» του ανθρώπου. 

25 Ιανουαρίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΡΕΤΗ 

Το  πρόβλημα  είναι  πανάρχαιο∙  έχει  τεθεί  από  τότε  που  οι  περιστάσεις  ανάγκασαν  τους 
στοχαστικούς ανθρώπους να σκεφθούν απάνω στις περιπλοκές του βίου: Γιατί τόσο συχνά και 
τόσο αναπότρεπτα υποχρεώνεται το καλό, για να πραγματοποιηθεί, να δέχεται την ανάμειξη 
του  κακού;  Το  καλό  ως  πράξη  (και  όχι  ως  έφεση  απλώς)  δεν  είναι  μόνο  μια  ορισμένη 
πρόθεση, αλλά και ένα ορισμένο αποτέλεσμα. «Ευεργετώ» τον συνάνθρωπό μου σημαίνει όχι 
μόνο ότι θέλω να τον βοηθήσω, αλλά και ότι πραγματικά τον βοηθώ, κάνω δηλαδή πράξη την 
πρόθεσή μου, την μετατρέπω σε έργο. Τότε η ηθική μου ενέργεια είναι πλήρης, και βέβαιη η 
αρετή μου. Ενώ όμως η πρόθεση μού ανήκει, η πραγματοποίησή της δεν εξαρτάται μόνο από 
μένα  (από  την  κρίση,  τη  φαντασία,  τη  βούλησή  μου  κλπ.),  αλλά  και  από  πλήθος  όρους 
εξωτερικούς, που δεν τους ελέγχω. Οι όροι αυτοί είναι πολλοί και ποικίλοι∙ έχουν σχέση με τις 
διαθέσεις  ή  τη  συμπεριφορά  των  ανθρώπων  (συγγενών,  φίλων,  ομότεχνων,  ομοεθνών  κλπ.) 
που  μαζί  τους  ζω  μέσα  στην  ίδια  —  οικονομική,  πολιτική,  θρησκευτική  κλπ.  —  «κοινότητα» 
και με τη  φύση ή τη νομοτέλεια των πραγμάτων. Η πράξη μου είναι δυνατή  μόνο μέσα στο 
πλαίσιο αυτών των όρων, και πρέπει οπωσδήποτε να συνταχθεί μαζί τους για να εκτελεστεί. 
Διαφορετικά  καταδικάζεται  να  μείνει  απλό  «σχέδιο»,  χωρίς  ουσιαστική  σημασία.  Για  να 
παρασταθώ  λ.χ.  στον  συνάνθρωπο  που  περνάει  μια  μεγάλη  οικονομική  δυσκολία  και 
κινδυνεύει  να  καταποντισθεί,  αν  δεν  του  δώσω  χείρα  βοηθείας,  πρέπει  να  προσφέρω  τα 
χρήματα ή τις εγγυήσεις που απαιτούν οι πιστωτές του. Και για να τα προσφέρω, ακόμη και 
αν  συμβαίνει  να  τα  έχω,  θα  χρειαστεί  να  κάνω  διάφορες  παραχωρήσεις,  από  τις  οποίες 
μερικές  είναι  ενδεχόμενο  να  μην  έχουν  καθαρή  ηθική  ποιότητα:  ν'  αποκρύψω  π.χ.  από  τον 
συνεταίρο μου το ακριβές ποσό των αποταμιεύσεών μου, ή να καθυστερήσω την εκπλήρωση 
κάποιων  άλλων  υποχρεώσεών  μου,  ή  να  φέρω  σε  κίνδυνο  κλονισμού,  με  απρόβλεπτες 
συνέπειες, μιαν επιχείρηση που δεν είναι μόνο δική μου κ.ο.κ. Γιατί; — Μα γιατί δεν γίνεται 
αλλιώς∙  οι  αντιδράσεις  των  ανθρώπων  του  περιβάλλοντός  μου και  η  φύση  (οι  «νόμοι»)  των 
πραγμάτων  επιβάλλουν  αυτή  τη  συνθηκολόγηση.  Να  λοιπόν  που  το  «καλό»,  για  να 
εκτελεστεί,  επιζητεί  ή  ανέχεται  την  παρουσία,  κάποτε  και  αυτήν  ακόμη  τη  συνεργασία,  του 
«κακού». 

Ας σημειωθεί ότι το παράδειγμα που ανάφερα αποτελεί μιαν από τις πιο ελαφρές και απλές 
περιπτώσεις.  Υπάρχουν  άλλες  πιο  περίπλοκες  και  πιο  σοβαρές,  που  φέρνουν  σε  δεινή  θέση 
την ηθικά ευαίσθητη και αδιάλλακτη συνείδηση. Φαντασθείτε ένα πολιτικό άνδρα που, για να 
κρατηθεί  στην  αρχή,  μια  κρίσιμη  ώρα  της  ιστορίας  του  τόπου  του,  ώστε  να  μπορέσει  να 
εκτελέσει  το  πρόγραμμα  της  «εθνικής  σωτηρίας»  που  θα  βγάλει  την  πατρίδα  από  το 
αδιέξοδο,  αναγκάζεται  να  ενδώσει  στον  εκβιασμό  μερικών  πανίσχυρων  οπαδών  του  και  να 
τους  παραχωρήσει  ωφελήματα  παράνομα.  Ή  τον  ερευνητή  που  βρίσκεται  στο  δρόμο 
μεγάλων, συνταρακτικών ανακαλύψεων και, επειδή τα πειράματά του προϋποθέτουν βαριές 
και πολυδάπανες εγκαταστάσεις, αναγκάζεται να μισθώσει την εργασία του παρά τον κίνδυνο 
που διατρέχει να ιδεί αύριο αυτόν, που από τώρα τα αγοράζει, να μεταχειριστεί τα ευρήματά 
του για ύποπτους σκοπούς. Ή τον συγγραφέα που αποστρέφεται, αλλ' αναγκάζεται να δεχτεί 
τη  διαφημιστική  τυμπανοκρουσία  των  εκδοτών  του,  επειδή  διαφορετικά  κανείς  δεν  θα 
αναλάβει  την  έκδοση  των  βιβλίων  του  και  τότε  το  έργο  του  θα  μείνει  άγνωστο,  χωρίς 
γενικότερη  ακτινοβολία,  με  αποτέλεσμα  να  χαθεί  ένας  χρήσιμος  για  την  ανθρωπότητα 
μόχθος.  —  Και  στα  τρία  παραδείγματα  το  καλό  μια  μόνη  δυνατότητα  έχει  να 
πραγματοποιηθεί: να ζητήσει ή να ανεχθεί την ανάμειξη του κακού. Να περιφρονήσομε ή να 
παρακάμψομε  αυτή  την  ανεπιθύμητη  συνεργασία  δεν  γίνεται.  (Υποτίθεται  ότι  πριν  την 
αποδεχτεί, η αυστηρή στα μέτρα της ηθική συνείδηση έχει δοκιμάσει όλα τα άλλα μέσα και 
τότε μόνο υποχωρεί, όταν φτάσει σε αληθινό αδιέξοδο). Ν' αλλάξομε τη φύση, τους νόμους 
των  πραγμάτων,  ή  την  ψυχή  του  διεφθαρμένου  ανθρώπου  είναι  αδύνατον.  Επομένως  ή  θα 
πάμε  μαζί  τους,  και  τότε  το  καλό  που  επιθυμούμε  θα  πραγματοποιηθεί,  ή  θα  ταχθούμε 

Digitized by 10uk1s 
εναντίον  τους,  και  τότε  η  αγαθή  μας  προαίρεση  θα  μείνει  αγνή  και  ευγενής  πρόθεση,  αλλά 
χωρίς κανένα θετικό, ουσιαστικό αποτέλεσμα. 

Όταν με αυτό τον αμείλικτο τρόπο τεθεί το ζήτημα, τι θα κάνω, τι πρέπει να κάνω; Να ειπώ 
ότι,  επειδή  κατ'  ανάγκη  παρεμβαίνει  το  κακό  σ'  εκείνο  που  έχω  την  ηθική  προαίρεση  να 
πράξω,  αποσύρομαι  και  εγκαταλείπω  τον  τόπο,  την  επιστήμη,  το  έργο  μου  στην  τύχη  τους 
(που,  αλλίμονο,  γνωρίζω  ποια  θα  είναι,  αν  δεν  ενεργήσω  όπως  τα  πράγματα  απαιτούν  να 
ενεργήσω); — ή θα κλείσω τα μάτια, για να μη βλέπω εκείνο που ηθικά αποδοκιμάζω, και θα 
προχωρήσω  στο  σκοπό  μου  ανεχόμενος  ή  και  μεταχειριζόμενος  ακόμη  μέσα  που  ξέρω  πως 
δεν  είναι  καθαρά;  Το  δίλημμα  είναι  δεινό  και  η  λύση  του  καθόλου  εύκολη.  Θα  υπάρξουν 
βέβαια οι φανατικά ηθικοί άνθρωποι που θα σταθούν αμετακίνητοι στην πρώτη από τις δύο 
θέσεις.  Αμφιβάλλω  όμως  εάν  μια  πιο  φωτισμένη  και  πιο  γενναία  ηθική  συνείδηση  θα  τους 
παρακολουθήσει  στην  πεισματική  αποχή  τους.  Έτσι  καθώς  είναι  ολόκληρη  δοσμένη, 
στρατευμένη  στου  καλού  τα  έργα,  δεν  θα  διστάσει  να  πράξει  αυτό  που  της  υπαγορεύει 
επιτακτικά  η  εσωτερική  φωνή  του  χρέους,  έστω  και  αν  ο  δρόμος  που  θα  περάσει,  για  να 
φτάσει στο αποτέλεσμα, της είναι αηδής και οδυνηρός. Θα πει: το καλό, όπως όλα τα σπάνια 
πράγματα, κοστίζει ακριβά — θα πληρώσω... 

Πώς  θα  υπερασπιστεί  τον  εαυτό  της,  όταν  τη  δικάσομε;  Δεν  είναι,  νομίζω,  δύσκολο  να 
φαντασθούμε την απολογία της. 

—Ο άνθρωπος (θα πει) είναι ένα ατελές ον που αναπνέει, αισθάνεται και κινείται μέσα σ' ένα 
επίσης  ατελή  κόσμο  προσώπων  και  πραγμάτων.  Ούτε  εμείς  οι  ίδιοι,  ούτε  η  κοινωνία  γύρω 
μας ως ψυχολογικό, οικονομικό, πολιτικό κτλ. καθεστώς είναι καμωμένα όπως θα τα ήθελε ο 
νους,  το  αίσθημα,  ο  πόθος  μας.  Και  όμως  μέσα  σ'  αυτόν  ακριβώς  τον  κόσμο,  που  δεν 
υπακούει στις αξιώσεις μας, που δεν υπόκειται στον έλεγχό μας, θα ζήσομε και θα γράψομε 
τη μικρή ή μεγάλην ιστορία μας. Κατ' ανάγκην, όχι όπως επιθυμούμε, αλλά όπως μπορούμε. 
Να επιχειρούμε λοιπόν τα αδύνατα, είναι τουλάχιστο ματαιοπονία. Ευθύνες θα μας ζητηθούν 
μόνο εάν δεν εξαντλήσομε όλα τα περιθώρια που μας έχουν δοθεί, για να μείνομε καθαροί 
στην  ψυχή  και  στα  χέρια.  Αλλά  ευθύνες  επίσης  θα  μας  ζητηθούν  και  εάν  από  φόβο,  μήπως 
μείνομε πίσω απέναντι στον υψηλό κανόνα που έχομε θέσει, αποσυρθούμε άπρακτοι από το 
στίβο.  Ας  καταλάβομε  καλά  ότι  δεν  είναι  σε  τούτο  τον  κόσμο  τα  πράγματα  μοιρασμένα  με 
παχιά γραμμή διαχωριστική: από δω το «αγαθό», από κει το «κακό», αλλά οι δρόμοι τους τις 
περισσότερες  φορές  διασταυρώνονται.  Όπως  λοιπόν  και  να  κάνομε,  θα  πατήσομε  και  τους 
δυο.  Ν'  αλλάξομε  αυτή  την  κατάσταση  δεν  μπορούμε.  Εκείνο  που  μας  μένει  είναι:  να 
ζυγίσομε,  να  ιεραρχήσομε,  να  προτιμήσομε  το  καλύτερο  από  το  χειρότερο.  Από  το  τι  θα 
βάλομε πρώτο και τι δεύτερο, ποιο θα θεωρήσομε περισσότερο και ποιο λιγότερο επιτρεπτό, 
επιθυμητό, νόμιμο, θα κριθεί και θα βαθμολογηθεί η ηθική μας ποιότητα. Καθώς και από το 
πώς θα πράξομε εκείνο που φάνηκε στο ζύγισμα βαρύτερο, ώστε κοντά στο μεγάλο κέρδος να 
προκύψουν οι κατά το δυνατόν μικρότερες ζημιές, δηλαδή μαζί με τη νίκη να δώσομε και να 
δεχτούμε  όσο  γίνεται  λιγότερες  και  αλαφρότερες  πληγές.  Το  απόλυτο  για  μας,  πλάσματα 
ατελή,  δεν  υπάρχει.  Όταν  το  απαιτούμε  ως  κριτήριο,  καταδικάζομε  τον  εαυτό  μας  στην 
αδράνεια  ή  στην  υποκρισία.  Ας  κοιτάξομε,  την  ώρα  των  τελικών  λογαριασμών,  να  φτάσομε 
στο θρόνο του Κριτή με χέρια ροζιασμένα από τον τίμιο μόχθο. Και αν έχουν λίγους λεκέδες, 
ας μη ντραπούμε να τα δείξομε. Χέρια που δουλεύουν δεν μπορούν να είναι εντελώς καθαρά. 

29 Μαρτίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
ΔΥΣΒΑΤΟΙ ΔΡΟΜΟΙ 

Θα συνεχίσω τη διερεύνηση του προβλήματος που έθεσα στο προηγούμενο κείμενό μου, και 
ελπίζω  ότι  με  τη  βαθύτερη  ανάλυση  του  θέματος  θα  παραμεριστούν  ενδεχόμενες 
παρανοήσεις των απόψεων που διατύπωσα. — Μια ηθική ενέργεια (μια πράξη δηλαδή που 
γίνεται  με  γνώση  και  θέληση  του  «καλού»),  όταν  έχει  ολοκληρωθεί,  αποτελείται  από  τρία 
στοιχεία:  πρόθεση,  τρόπο  ενέργειας,  αποτέλεσμα.  Και  ανάλογα  με  την  ποιότητα  αυτών  των 
συστατικών της κρίνεται και βαθμολογείται. Τι είχες στο νου σου και θέλησες να πράξεις; πώς 
προσπάθησες  να  το  επιτύχεις  αυτό  που  σκέφθηκες  ή  επιθύμησες;  και  τι  αποτέλεσμα 
πραγματοποιήθηκε με ό,τι έκαμες; — Αυτά τα τρία στοιχεία έχει να εξετάσει και να βάλει στη 
ζυγαριά εκείνος που θα σε κρίνει (ο φίλος, ο εχθρός, το δικαστήριο, η ίδια σου η συνείδηση). 
Η ηθικά τέλεια πράξη είναι και στις τρεις φάσεις της καθαρή και πλήρης: η πρόθεση αγνή, ο 
τρόπος ενέργειας άψογος, το αποτέλεσμα αίσιο. Ατελείς (ηθικά πάντοτε) και αμφίβολες είναι 
οι πράξεις οι «λιποβαρείς» σε ένα, σε δύο ή και στα τρία συστατικά στοιχεία τους. Όταν και τα 
τρία  αποδοκιμάζονται,  έχομε  την  πλήρη  αντίθεση  προς  την  «καλή»,  δηλαδή  την  «κακή» 
πράξη: πρόθεση δόλια, τρόπος ενέργειας απαράδεκτος, αποτέλεσμα επιζήμιο. Ανάμεσα στις 
δύο  αυτές  ακραίες  περιπτώσεις  υπάρχουν  οι  μεσαίες,  που  σύμφωνα  με  το  λογαριασμό  δεν 
μπορούν  να  είναι  ούτε  περισσότερες  ούτε  λιγότερες  από  6,  οι  εξής.  (Στον  πίνακα  που 
ακολουθεί ονομάζω συμβατικά το «σωστό» στοιχείο θετικό, το αντίθετό του αρνητικό). 

1. Πρόθεση θετική. Τρόπος ενέργειας θετικός. Αποτέλεσμα αρνητικό. 
2. Πρόθεση θετική. Τρόπος αρνητικός. Αποτέλεσμα θετικό. 
3. Πρόθεση θετική. Τρόπος αρνητικός. Αποτέλεσμα αρνητικό. 
4. Πρόθεση αρνητική. Τρόπος θετικός. Αποτέλεσμα θετικό. 
5. Πρόθεση αρνητική. Τρόπος θετικός. Αποτέλεσμα αρνητικό. 
6. Πρόθεση αρνητική. Τρόπος αρνητικός. Αποτέλεσμα θετικό. 

Εάν σκεφθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα απάνω σ' αυτό τον πίνακα, θα βεβαιωθούμε 
ότι  στη  ζωή  παρουσιάζονται  και  οι  έξι  περιπτώσεις.  Φυσικά  με  διάφορες  κάθε  φορά 
διαβαθμίσεις «θετικότητας» ή «αρνητικότητας», πράγμα που πολλαπλασιάζει τις παραλλαγές 
απεριόριστα. — Αν όμως υπάρχουν όλα αυτά τα ενδεχόμενα, δεν είναι και όλα εξίσου συχνά 
και συνηθισμένα. Συγκρίνετε λ.χ. το 1 προς το 6, και θα βεβαιωθείτε ότι, ενώ το 1 συμβαίνει 
πολύ  συχνά,  το  6  είναι  σπάνιο.  Πολλές  φορές,  δηλαδή,  ενώ  έχω  την  καλή  πρόθεση  να 
βοηθήσω  ένα  συνάνθρωπό  μου  που  αναξιοπαθεί  και  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  ενεργώ  είναι 
ηθικά  ανεπίληπτος,  το  αποτέλεσμα  είναι  αρνητικό:  ή  δεν  κατορθώνω  πραγματικά  να  τον 
σώσω,  ή  τον  γλυτώνω  από  μια  δύσκολη  περιπέτεια,  αλλά  η  βοήθεια  που  του  προσφέρω 
χειροτερεύει  την  κατάστασή  του:  τον  κάνει  λιγότερο  προνοητικό  και  η  αναμελιά  του  τον 
φέρνει  γρήγορα  στο  ναυάγιο.  Αντίθετα,  συμβαίνει  πολύ  σπάνια  (χωρίς  όμως  και  ν' 
αποκλείεται) να καταδιώξω με κακούργες προθέσεις και τρόπους εγκληματικούς έναν αθώο 
άνθρωπο, και αυτή η ενέργειά μου να του βγει σε καλό — η υπόθεση δηλαδή να φτάσει στο 
δικαστήριο,  εκεί να διαλυθεί η  συκοφαντία μου  και η  πανηγυρική αθώωση του  θύματος να 
του ανοίξει νέους, απρόβλεπτους έως τότε δρόμους επιτυχίας. 

Η περίπτωση για την οποία μίλησα στο προηγούμενο κείμενό μου, έχει στον πίνακα τη θέση 
2:  θετική  η  πρόθεσή  μου,  αλλά  ανέχομαι,  για  να  επιτύχω  την  εκτέλεσή  της,  τρόπους 
αρνητικούς: την παρουσία ή τη συνδρομή του «κακού». Η παραλλαγή 3 του πίνακα είναι μια 
ακόμη ασθενέστερη θέση∙ εδώ δεν υπάρχει ούτε καν η ευτυχής απόληξη, για να παρηγορήσει 
τη  συνείδηση  που  «καταδέχτηκε»  να  φανεί  ελαστική  στους  τρόπους  της  ενέργειας,  για  να 
φτάσει  στην  πραγμάτωση  των  καλών  προθέσεών  της.  —  Προτού  όμως  χαρακτηρίσομε  την 
περίπτωση που μας απασχολεί, ας σταθούμε λίγο στις παραλλαγές της δεύτερης τριάδας του 
πίνακά μας: 4, 5 και 6. Και οι τρεις είναι χωρίς αμφιβολία ηθικά απαράδεκτες και κολάσιμες 

Digitized by 10uk1s 
πράξεις,  παρά  το  γεγονός  ότι  στην  περίπτωση  5  ο  τρόπος  της  ενέργειας  είναι  νόμιμος  και 
παραδεκτός, και στην περίπτωση 4 όχι μόνο ο τρόπος αλλά και το αποτέλεσμα είναι θετικό. 
Κέντρο του βάρους παντού όπου πρόκειται να κριθούν και να καταλογιστούν ηθικές ευθύνες, 
είναι  η  πρόθεση,  δηλαδή  το  κίνητρο  και  ο  σκοπός  της  ενέργειας.  Όταν  η  πρόθεση  δεν  είναι 
καθαρή, αλλά δόλια και ιδιοτελής, ούτε η νομιμότητα του τρόπου με τον οποίο εκτελείται η 
πράξη  τη  σώζει,  ούτε  ακόμη  και  το  καλό  (για  τον  συνάνθρωπο  ή  για  το  κοινωνικό  σύνολο) 
αποτέλεσμα  μπορεί  να  αντισταθμίσει  την  κακότητα  των  ελατηρίων  της.  Από  την  πρόθεση 
κρίνεται και βαθμολογείται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, η ηθική αξία μιας ενέργειας, από το 
ποιόν της βούλησης που την ένιωσε σαν χρέος και την έκανε στόχο της. Γιατί η πρόθεση είναι 
εκείνο  που  μας  ανήκει  εξολοκλήρου  και  εκφράζει  αυθεντικότερα  από  κάθε  άλλο  τον 
εσωτερικό  κόσμο,  το  βάθος  της  ψυχής  μας.  Ο  τρόπος  με  τον  οποίο  προσπαθούμε  να 
πραγματοποιήσομε την απόφασή μας, και πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα των ενεργειών 
μας, δεν εξαρτάται μόνο από μας, αλλά και από πλήθος παράγοντες που δεν τους ελέγχομε, 
και επομένως ούτε η θετική εισφορά τους επιτρέπεται να εγγραφεί ολόκληρη στο ενεργητικό 
μας,  ούτε  το  αρνητικό  έργο  τους  είναι  δίκαιο  να  καταλογιστεί  εντελώς  εις  βάρος  μας.  Εκεί, 
μαζί ή και χωρίς εμάς, ενεργούν πολλοί όροι (προσωπικοί και απρόσωποι) και για τούτο τόσο 
η επιτυχία όσο και  η αποτυχία δεν  είναι αποκλειστικά και μόνο έργο δικό μας. Ήθελα να σ' 
ευεργετήσω και είτε από αδεξιότητα είτε από τη συγκυρία αντίξοων περιστάσεων σ' έβλαψα∙ 
μπορώ  να  σε  αντικρίσω  με  θάρρος  και  να  ζητήσω  την  επιείκειά  σου.  —  Επιδίωξα  να  σ' 
εξοντώσω,  αλλά  μεταχειρίστηκα  τρόπους  που  «καθ'  εαυτούς»  δεν  αποδοκιμάζονται  από  τη 
συνείδηση  του  αγαθού  ανθρώπου∙  ακόμη  και  αν  (πάλι  από  την  ανικανότητά  μου  ή  από 
σύμπτωση) σου έκανα καλό αντί κακού, δεν μπορώ να σηκώσω τα μάτια μου να σε κοιτάξω 
και να ζητήσω συχώρεση. Η κακή πρόθεση με τίποτα δεν εξιλεώνεται. 

Η  καλή  έχει  τα  ελαφρυντικά  της.  Κάτι  περισσότερο:  διατηρεί  το  ηθικό  ποιόν  της,  ακόμη  και 
όταν,  από  περίσσεια  πόθου  για  το  αγαθό  και  με  την  ακατανίκητη  ορμή  να  το 
πραγματοποιήσει, αναγκάζεται να ανεχθεί στο έργο της την ανεπιθύμητη παρουσία (κάποτε 
και τη συνδρομή) όρων αρνητικών. 

Αυτή  τη  θέση  υποστήριξα  στο  προηγούμενο  κείμενό  μου  και  έδειξα  με  παραδείγματα  το 
νόημά  της.  Ο  κόσμος  μας  (η  κοινωνία  μας)  είναι  ατελής,  όχι  τέλειος.  Και  η  αρετή  μας  είναι 
αρετή ανθρώπων, όχι αγγέλων. Σ' αυτό τον κόσμο έχομε με την ψυχοσωματική μας υπόσταση 
ταχθεί να υπάρξομε. Και με αυτή την αρετή έχομε κληθεί να θητεύσομε και να αγωνιστούμε. 
Θα ήταν πολύ ωραίο να φτάνομε πάντα σε αίσια αποτελέσματα με τρόπους άσπιλους, που να 
λαμποκοπούν  από  αγνότητα  και  ευγένεια  όπως  οι  προθέσεις  μας.  Κάποτε  συμβαίνει  και 
τούτο. Αλλά είναι τόσο σπάνιο, ώστε μας δίνει την έκπληξη και την ευφροσύνη μιας εύνοιας 
που δεν την αξίζομε, ενός θαύματος που δεν το περιμένομε. Εξαίρεση λοιπόν είναι∙ και άλλος 
ο  κανόνας∙  αυτός  που  τον  επισημάναμε:  Ο  δρόμος  από  το  καλό  και  προς  το  καλό  περνάει 
κάποτε  από  τη  δύσοσμη  λεωφόρο  του  «πονηρού»  —  της  κερδοσκοπίας,  της  ματαιοδοξίας, 
της ακρασίας, και για να διαβείς θα τον πατήσεις. Αλλιώς, ένας τρόπος υπάρχει να κρατηθείς 
καθαρός:  να  κλειστείς  μέσα  στον  γυάλινο  πύργο  της  στειρότητας  και  της  αδιαλλαξίας.  Ο 
νόμος των εγκόσμιων, των θνητών ανθρώπων προστάζει: «Να υποταχθείς στην ανάγκη για να 
δώσεις στην ελευθερία σου τη νίκη». Δεν κρέμονται όλα από τη θέλησή σου∙ δεν υπακούουν 
όλα  στις  ιδέες  σου∙  όλα  δεν  υπόκεινται  στον  έλεγχό  σου.  Όχι  λοιπόν  μόνο  όσα  θέλεις  και 
εγκρίνεις, αλλά και όσα δεν θέλεις ούτε εγκρίνεις, θα πράξεις, για να φτάσεις εκεί που πρέπει. 
Είναι τούτο συνθηκολόγηση με το κακό; Όχι! Είναι τακτική για να το υπερφαλαγγίσεις με τη 
σύμπραξή  του.  Σκέψου  ότι  το  απόλυτο  αγαθό  (στις  προθέσεις,  στους  τρόπους,  στα 
αποτελέσματα)  είναι  μόνο  του  Θεού  προνόμιο,  όχι  δικό  σου.  Εσύ  μέρος  του  βραβείου  θα 
διεκδικήσεις, όχι το βραβείο ολόκληρο. Ένα μόνο δεν θα σου συχωρεθεί ποτέ: να ψευτίσεις 
τις προθέσεις σου. Όσο για τους τρόπους που θα μεταχειριστείς για να τις πραγματοποιήσεις, 
αν είναι η καρδιά σου καθαρή και υψηλοί οι στόχοι που σκοπεύεις, θα κριθείς με επιείκεια. 
Πότε όμως; 

Digitized by 10uk1s 
α. Όταν έχεις εξαντλήσει όλα τα περιθώρια και τώρα, εάν δεν προχωρήσεις, η παραίτησή σου 
θα ισοδυναμεί με επαίσχυντη προδοσία. 

β. Όταν δέχεσαι ένα μικρό κακό για να επιτύχεις ένα ασύγκριτα πιο μεγάλο καλό — και έχεις 
βεβαιωθεί ότι στο μέτρημα είναι σωστός ο πήχυς σου. 

γ. Όταν από τη λύση που δίνεις δεν πρόκειται να ωφεληθείς ή να τιμηθείς εσύ, αλλά το έργο, 
το πνεύμα, η ιστορία του Ανθρώπου. (Ο θρήσκος άνθρωπος λέει εδώ: το έργο του Θεού). 

Τότε το κακό που θα ανεχθείς δεν θα καταστρέψει την αρμονία (μέσα κ' έξω από τον εαυτό 
σου), αλλά σαν την dissonnance που σπάζει μια εύκολη και χαλαρή, για να εισαγάγει και να 
επιβάλει μια δύσκολη και αυστηρότερα αρμονική φράση, θα λύσει κι αυτό για μια στιγμή την 
ηθική αρμονία που υπάρχει σ' ένα χαμηλό επίπεδο της ζωής, για να αποκαταστήσει μιαν άλλη 
σπουδαιότερη σε επίπεδο πιο υψηλό. 

—Με  τη  θεωρία  που  υποστηρίζετε  (θα  ρωτήσει  ίσως  ο  αμετάπειστος  αναγνώστης)  δεν 
φοβάστε ότι ανοίγετε επικίνδυνα την πόρτα και αφήνετε αφρούρητο το κάστρο της αρετής; 

—Σωστά  καταλάβατε  το  θέμα.  Ανοίγω  πραγματικά  την  πόρτα.  Προσέξετε  όμως,  έχω  ήδη 
εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι έναν άγρυπνο και ισχυρό νοικοκύρη. Δώσετε εμπιστοσύνη στην 
υψηλοφροσύνη και στο θάρρος του. 

—Μα  νομίζετε  ότι  ένα  τέτοιο  μάθημα  θα  μπορούσε  να  έχει  θέση  μέσα  σ'  ένα  Εγχειρίδιο 
Ηθικής για τον μέσο άνθρωπο; 

—Ίσως  όχι∙  το  αναγνωρίζω.  Παραδεχθείτε  όμως  και  σεις  ότι  εκτός  από  την  «κοινή»  υπάρχει 
και μια άλλη Ηθική. Αυτήν θα τη βρείτε όχι στα βιβλία των δασκάλων, αλλά στις τραγωδίες 
των ποιητών. 

5 Απριλίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ 

Πολλές,  πάρα  πολλές  περιπλοκές  της  καθημερινής  ζωής,  αλλά  και  πολύ  σοβαρότερα 
θεωρητικά προβλήματα δημιουργούνται από τη σπουδή ή την αμέλειά μας. Εκείνην που μας 
κάνει  να  μη  προσπαθούμε  να  καταλαβαίνομε  σωστά  τις  φράσεις  που  ακούμε  ή  διαβάζομε. 
Ακόμη και να ξεκαθαρίζομε με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια τις λέξεις που εμείς οι ίδιοι 
μεταχειριζόμαστε  για  να  μεταδώσομε  στους  άλλους  τις  σκέψεις  μας.  Πάμπολλες  όχι  μόνο 
πρακτικές  ή  συναισθηματικές,  αλλά  και  καθαρά  επιστημονικές  ή  υψηλά  φιλοσοφικές 
διενέξεις  θα  είχαν  αποφευχθεί,  αν  όλοι  δείχναμε  προθυμία  και  προσοχή  —  να  εννοούμε 
σωστά ο ένας τον άλλο. «Η ανθρώπινη πλάνη σε όλη την κλίμακά της» παρατηρεί ένας ξένος 
συγγραφέας  «κατά  κύριο  λόγο  οφείλεται  στο  γεγονός  ότι  δεν  ανακοινώνομε  σωστά  ο  ένας 
στον άλλο το τι έχομε μέσα στο νου μας». Και σ' ένα δεύτερο ακόμα γεγονός — θα πρόσθετα 
εγώ  —  ότι  δεν  προσπαθούμε,  πριν  αποκριθούμε  ή  πάρομε  θέση  σ'  ένα  ζήτημα,  να 
καταλάβομε πώς ακριβώς το εννοεί ο συνομιλητής μας. Είναι λάθος να νομίζομε ότι πάντοτε 
οι  ίδιες  λέξεις  μέσα  σε  οποιαδήποτε  φράση  έχουν  ένα  και  μόνο  νόημα,  αυτό  που 
«υποθέτομε»  την  ώρα  που  τις  ακούμε  ή  τις  διαβάζομε.  Απεναντίας  πολλά  και  ποικίλα 
νοήματα  μπορούν  να  εκφραστούν  με  τα  ίδια  λεκτικά  σύμβολα  και  τους  ίδιους  φραστικούς 
τρόπους. Για τούτο άλλωστε η γλώσσα είναι ικανή να κρύβει τη σκέψη και τα αισθήματά μας, 
καθώς και να κινείται ελεύθερα μέσα σ' ένα πολύ ευρύχωρο πεδίο, από το παραδοξολόγημα 
έως  το  λογοπαίγνιο,  και  μάλιστα  με  τόση  δεξιοτεχνία  ώστε  να  μη  μπορεί  κανείς  εύκολα  να 
καταλάβει πότε οι προθέσεις μας είναι σοβαρές και πότε αστειευόμαστε. 

Μερικά  παραδείγματα  θα  διασαφήσουν  το  πράγμα.  Ακούτε  ή  διαβάζετε  κάποιον  που  λέγει 
ότι  κατά  τη  γνώμη  του  δείνα  σοφού  «η  γενοκτονία  είναι  έθιμο  βαρβαρικό».  Εάν  δεν 
ανατρέξετε στο ίδιο το κείμενο που περιέχει το απόφθεγμα τούτο και δεν εντάξετε τη φράση 
μέσα  στην  αλληλουχία  του  λόγου,  όπου  εξαρχής  έχει  τη  θέση  της,  είναι  αδύνατο  να 
καταλάβετε τι ακριβώς είχε στο νου του εκείνος που την έγραψε. Μπορεί λ.χ. το νόημά της να 
είναι καθαρά περιγραφικό, να αποτελεί δηλαδή μιαν ιστορική ή εθνολογική διαπίστωση που 
γίνεται από έναν ερευνητή, ο οποίος βλέπει τη γενοκτονία σαν ένα αντικειμενικά υφιστάμενο, 
«πραγματικό» φαινόμενο, προσδιορίζει τους κοινωνικούς όρους που αποτελούν το ιστορικό 
πλαίσιό της και συνοψίζει τα πορίσματα της έρευνάς του με τη φράση ότι «οι βάρβαροι λαοί 
συνηθίζουν να εξοντώνουν σύρριζα τους εχθρούς των με την ομαδική σφαγή ή στείρωση των 
φυλετικών  φορέων».  Μπορεί  όμως  το  απόφθεγμα  να  έχει  νόημα  όχι  περιγραφικό,  αλλά 
αξιολογικό  («συγκινησιακό»,  το  ονομάζουν  άλλοι),  να  σημαίνει  δηλαδή  αποδοκιμασία, 
απόκρουση,  καταδίκη  μιας  πράξης  που  εξεγείρει  την  ηθική  μας  συνείδηση  και  γι'  αυτό 
αισθανόμαστε την ανάγκη να τη στιγματίσομε με αποτροπιασμό: «η γενοκτονία είναι πράξη 
που μόνο σε βάρβαρους λαούς ταιριάζει, όχι σε πολιτισμένους». Στην πρώτη περίπτωση (όταν 
περιγράφομε) δεν μετέχομε συναισθηματικά στο γεγονός ούτε το μετρούμε με τα ηθικά μας 
μέτρα∙  απλώς  πιστοποιούμε  την  ύπαρξή  του  και  το  χαρακτηρίζομε.  Στη  δεύτερη  αλλάζει 
εντελώς η στάση μας απέναντί του: το κρίνομε, το λογαριάζομε, το αποτιμούμε. Γι' αυτό και η 
πρότασή μας, σ' αυτή την τελευταία περίπτωση, κρύβει μέσα της ή είναι έτοιμη να δώσει μια 
συμβουλή, ένα παράγγελμα ηθικό: «Αποφεύγετε τη γενοκτονία∙ είναι πράξη βάρβαρη». 

Δεύτερο  παράδειγμα.  Όταν  αγγλικά  στρατεύματα,  σ'  έναν  από  τους  «πολέμους  του  οπίου», 
κατέλαβαν  το  Πεκίνο  και  λεηλάτησαν  το  περίφημο  Θερινό  Παλάτι  του,  η  ιστορία  λέγει  ότι, 
κατά μια παράδοξη σύμπτωση, τη δήωση διηύθυνε ένας αξιωματικός, απόγονος του λόρδου 
Έλγιν εκείνου που ξεκόλλησε τα γλυπτά του Παρθενώνα και τα μετέφερε στο Λονδίνο. Τους 
κινέζικους  θησαυρούς  του  ο  νεώτερος  Ελγίνος  τους  χάρισε  στο  Βρετανικό  Μουσείο  με  την 
παραγγελία στην προθήκη που θα τους περιέχει να μπει η επιγραφή: «They came home» — 
«Γύρισαν στο σπίτι τους». (Αυτό μου το διηγήθηκαν στο Πεκίνο∙ δεν μπορώ να βεβαιώσω την 
αλήθεια του). Τι ήθελε άραγε να πει με το λακωνικό απόφθεγμά του ο Βρετανός ευπατρίδης; 

Digitized by 10uk1s 
Η πρώτη εντύπωση είναι πως μιλεί αλαζονικά και διαλαλεί ότι το «δικαίωμα κυριότητος» επί 
όλων  των  θησαυρών  της  οικουμένης  μια  μόνο  επικράτεια  στον  κόσμο  το  έχει:  η  Βρετανική 
Αυτοκρατορία, και αργά ή γρήγορα οι «εξόριστοι θησαυροί επαναπατρίζονται». Εξίσου καλά 
όμως θα μπορούσε να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό η επιγραφή. Να εκφράζει λ.χ. την 
κρίση (που θα ήταν δυνατόν να διατυπωθεί και ως παραίνεση) ότι «η φυσική και νόμιμη θέση 
των καλλιτεχνημάτων που έχουν ιστορική αξία είναι όχι στις ιδιωτικές συλλογές, παρά σ' ένα 
εθνικό  μουσείο».  —  Αλλά  και  με  αυτή  την  ερμηνεία  πάλι  δεν  εξαντλείται  το  νοηματικό 
περιεχόμενο της επιγραφής. Δεν αποκλείεται καθόλου σε μια στιγμή θυμοσοφικής ευφορίας 
ή  «κρίσεως  συνειδήσεως»  ο  ευγενής  κοντοτιέρος  να  σκέφθηκε  πόσο  ματαιοδοξούν  και 
ματαιοπονούν σε τούτο τον κόσμο οι άπληστοι άνθρωποι, και να δίνει με τη φράση του μια 
πικρήν  υποθήκη:  στο  τέλος  «και  οι  λαμπρότεροι  θησαυροί  καταλήγουν  στα  οστεοφυλάκια 
που τα ονομάζομε μουσεία»... 

Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι εξίσου πιθανές, και γι' αυτό δεν επιτρέπεται να σπεύδομε, όταν 
διαβάζομε  ή  ακούμε  τη  «γνώμη»  του  άλλου,  να  βγάλομε  τα  συμπεράσματά  μας  προτού 
εξερευνήσομε προσεχτικά το νόημά της. Ο λόγος, όταν είναι αποσπασματικός, δεν ταυτίζεται 
εντελώς  με  την  έκφραση.  Κατά  τον  προφορικό  λόγο  έρχεται,  επικουρική  για  την  ορθή 
σύλληψη  του  νοήματος,  η  κίνηση  —  η  χειρονομία,  ο  μορφασμός  —  καθώς  και  ο  τόνος,  η 
απόχρωση  της  φωνής,  ακόμη  και  το  βλέμμα.  Στα  γραπτά  όμως  δεν  υπάρχουν  αυτά  τα 
πολύτιμα βοηθητικά στοιχεία. Για τούτο εδώ κυρίως δημιουργούνται οι περισσότερες και οι 
σοβαρότερες παρανοήσεις. Ίσως και αυτό ακόμη να εννοούσε με το περίφημό του «τι έστι;» ο 
αρχαίος Σωκράτης. Ο Αριστοτέλης, πιστός στην πλατωνική διδαχή και παράδοση, βλέπει την 
ιστορική  σημασία  του  Αθηναίου  σοφού  στην  επιμονή  του  να  απαιτεί  τον  ακριβή  και  πλήρη 
καθορισμό  του  βάθους  των  εννοιών,  δηλαδή  τον  «ορισμό»  τους.  Έτσι  κατόρθωνε  να 
ξεσκεπάζει τα παραπειστικά τεχνάσματα των Σοφιστών και να βάζει τη συζήτηση στο σωστό 
δρόμο. Το σωκρατικό όμως «τι έστι» μπορεί να έχει και μιαν άλλη σημασία — να ρωτάει, πριν 
από  κάθε  φιλοσοφικήν  εξερεύνηση  ορισμένου  προβλήματος:  «τι  έχεις,  κύριε,  μέσα  στο  νου 
σου,  τι  εννοείς  όταν  λες  ή  όταν  γράφεις  τη  λέξη  ανδρεία,  δικαιοσύνη,  αλήθεια,  τέχνη  κτλ.»; 
Πριν  εξετάσομε  πώς  βρίσκεται  και  πώς  ελέγχεται  π.χ.  η  «αλήθεια»,  ας  κοιτάξομε  τούτο: 
συμφωνούμε στη χρήση της λέξης «αλήθεια;» Λέγοντας «αλήθεια» εννοούμε και οι δύο μας 
ακριβώς  το  ίδιο  πράγμα;  Γιατί,  αν  στο  τέλος  δεν  συνεννοηθούμε,  είναι  πιθανόν  η  διαφωνία 
μας  να  οφείλεται  όχι  στη  διαφορετική  μας  αντίληψη  για  τη  φύση  και  τα  κριτήρια  της 
αλήθειας, αλλά στη διαφορετική χρήση που κάνει ο καθένας μας της λέξης «αλήθεια». Άλλο 
πράγμα έχω εγώ στο νου μου, όταν τα χείλη μου προφέρουν ή το χέρι μου γράφει «αλήθεια», 
και άλλο εσύ. 

Θα κλείσω το άρθρο μου με μια παρατήρηση που χρειάζεται πλατύτερη ανάπτυξη για να γίνει 
αντιληπτή  η  σημασία  της:  Και  μόνο  με  τη  θέση  που  κατέχουν  οι  λέξεις  μέσα  στην  πρόταση, 
παίρνουν άλλοτε τούτο και άλλοτε εκείνο το νόημα, ενώ συνήθως νομίζομε ότι η μετατόπιση 
είναι  απλώς  ζήτημα  ύφους.  Ως  παράδειγμα  θα  αναφέρω  εδώ  ένα  διασκεδαστικό  ανέκδοτο. 
Μανιώδεις  καπνιστές  δυο  καλόγεροι,  δεν  μπορούσαν  να  πετάξουν  από  το  χέρι  τους  το 
τσιγάρο ακόμη και κατά την ώρα της κατά μόνας προσευχής μέσα στο κελλί τους. Μια μέρα, 
τυραννισμένοι από τις τύψεις, αποφασίζουν να ρωτήσουν τον ηγούμενο αν είναι πραγματικά 
θανάσιμο το αμάρτημά τους. Πηγαίνει ο πρώτος και τον ρωτά: 

—Την ώρα που προσευχόμαστε επιτρέπεται, γέροντα, να καπνίζομε; 

—Για όνομα του Θεού! (απάντησε ο ηγούμενος) βέβαια δεν επιτρέπεται. 

Γύρισε  στον  συνάδελφό  του  ο  καλόγερος  και  συντριμμένος  του  μετέφερε  την  απάντηση.  Ό 
δεύτερος όμως δεν απελπίστηκε και πηγαίνει στον ηγούμενο. 

Digitized by 10uk1s 
—Την ώρα που καπνίζομε (τον ρωτάει) επιτρέπεται, γέροντα, να προσευχόμαστε; 

—Μα βέβαια επιτρέπεται, παιδί μου! (απάντησε ο ηγούμενος). 

Λογικά  δεν  ταυτίζονται  οι  δύο  ερωτήσεις  και  γι'  αυτό  δεν  πέφτει  σε  αντίφαση  ο  ηγούμενος 
που  την  πρώτη  φορά  απαντά  «όχι»  και  τη  δεύτερη  «ναι».  Φραστικά  όμως  φαίνονται  ίδιες, 
επειδή περιέχουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, αλλά σε άλλη σειρά. Και όμως η απλή μετατόπιση 
των όρων έχει αλλάξει εντελώς το νόημα. — Κάτι ξέρουν από το παιχνίδι τούτο οι ρήτορες και 
οι  ευφυολόγοι.  Όταν  μελετήσομε  και  μεις  τον  μηχανισμό  του,  θα  κατορθώνομε  ν' 
αποφεύγομε,  τόσο  στην  πρακτική  ζωή  όσο  και  στις  θεωρητικές  εργασίες  μας,  πολλές  και 
επικίνδυνες παγίδες, αυτές που στήνει στους βιαστικούς και στους απρόσεχτους η γλώσσα. 

18 Οκτωβρίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 

Υπάρχουν  δύο  τρόποι  να  αντιμετωπίζει  ο  άνθρωπος  τους  κλυδωνισμούς  της  ιστορίας.  Θα 
μπορούσε κανείς να ονομάσει τον ένα μωρό και τον άλλο συνετό. Αλλά είναι προτιμότερο να 
τους  δώσομε  τους  ουδέτερους  χαρακτηρισμούς  που  αγαπάει  η  επιστημονική  γλώσσα:  σε 
«ανώριμους»  ανθρώπους  ταιριάζει  ο  ένας,  σε  «ώριμους»  ο  άλλος.  Η  διαφορά  φαίνεται 
καθαρά  στις  κρίσιμες  περιστάσεις,  τότε  που  γίνεται  μια  ξαφνική  αναταραχή  στη  ροή  των 
γεγονότων  και  μια  βαρειά  από  συνέπειες,  δυσοίωνη  απειλή  γεμίζει  τον  αέρα:  «ο  πόλεμος 
κηρύσσεται από στιγμή σε στιγμή», «η σύρραξη είναι αναπότρεπτη», «η συμφορά έρχεται με 
μεγάλα  βήματα»  κ.ο.κ.  Την  ώρα  εκείνη  οι  αντιδράσεις  των  ατόμων  και  των  λαών 
διαφοροποιούνται. Οι ανώριμοι, επειδή έως τότε ησύχαζαν ανύποπτοι, και αδιάφοροι για το 
τι γινότανε τριγύρω τους, σαστίζουν από το απροσδόκητο και τους πιάνει πανικός. Μέσα στη 
σύγχυση και στην αμηχανία τους, ή αδρανούν σαν κεραυνοβολημένοι ή ενεργούν τρελά, με 
συνέπεια  οι  πράξεις  τους  να  φέρνουν  αποτέλεσμα  αντίθετο  από  κείνο  που  θέλουν.  Των 
άλλων,  των  ώριμων,  η  συμπεριφορά  είναι  εντελώς  διαφορετική.  Αυτοί,  οξυδερκείς  και 
προνοητικοί,  δεν  «υφίστανται»  ψυχικά  απροετοίμαστοι  τα  γεγονότα  και  γι'  αυτό  ο 
αντίχτυπος, που προκαλούν οι περιπλοκές, μένει έως ένα σημείο κάτω από τον έλεγχό τους. 
Μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να μη καταρρεύσουν, ή (πράγμα που είναι το ίδιο, 
αλλά από την άλλη όψη του) να μη πέσουν, από αλλοφροσύνη, σε πυρετώδη και απερίσκεπτη 
δραστηριότητα —σαν εκείνη που χαρακτηρίζει τους έμφοβους ήρωες των μαχών: «φυγή πρός 
τα εμπρός»... Το ίδιο διαμετρικά αντίθετες είναι οι στάσεις των δύο κατηγοριών, αν τύχει και 
ο  κίνδυνος  αποτραπεί,  δηλ.  περάσουν  από  πάνω  τα  μαύρα  σύννεφα,  χωρίς  να  φέρουν 
κατακλυσμό.  Οι  «ανώριμοι»  γρήγορα  λησμονούν  τις  κρίσιμες  στιγμές  που  έζησαν, 
ξαναγυρίζουν στη δουλειά τους και πέφτουν πάλι στη γνώριμή τους μακαριότητα. Σα να μην 
έχει  συμβεί  τίποτα,  ούτε  να  πρόκειται  να  συμβεί  τίποτα  στο  μέλλον.  Οι  «ώριμοι»  όμως  δεν 
μπορούν πια να ησυχάσουν κάτι γνωρίζουν και κάτι οσμίζονται αυτοί στον αέρα, που οι άλλοι 
δεν  το  υποπτεύονται∙  η  κρίση  που  λίγο  έλειψε  να  φέρει  το  σεισμό,  τους  έχει  κάνει 
σοφώτερους, πιο διορατικούς, πιο ανήσυχους από πριν — και αισθάνονται την ανάγκη, τώρα 
που η άμεση απειλή παραμερίστηκε, κάτι να πράξουν, κάτι να σκεφτούν και ν' αποφασίσουν, 
για ν' αποτρέψουν την επανάληψη της δεινής περιπέτειας, ή τουλάχιστο να την κάνουν όσο 
γίνεται πιο ανώδυνη. 

Τα πρόσφατα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν γύρω από την Κούβα και που λίγο έλειψε να 
οδηγήσουν σε καταστροφική σύγκρουση τους δύο Ισχυρούς της Γης, τις Ηνωμένες Πολιτείες 
και  τη  Σοβιετική  Ένωση,  είναι  το  καλύτερο  παράδειγμα  για  τη  διάκριση  που  προτείνω.  Πώς 
«αντέδρασαν»  στην κρίση άτομα και λαοί; Πώς «αντιδρούν» ακόμη και τώρα, που φαίνεται 
ότι  πέρασε  η  θύελλα;  Για  να  απαντήσομε,  ας  μην  πάμε  μακριά∙  ας  κοιτάξομε  τι  έγινε  στο 
άμεσο  περιβάλλον  μας.  Οι  «ανώριμοι»  τα  έχασαν  κ'  έτρεξαν  στο  Χρηματιστήριο  να 
μετατρέψουν  τις  οικονομίες  τους  σε  χρυσό  ή  γέμισαν  την  αποθήκη  τους  με  τρόφιμα. 
(Λησμόνησαν,  οι  αφελείς,  ότι  η  ιστορία  ποτέ  δεν  επαναλαμβάνεται∙  στον  προσεχή  πόλεμο 
ούτε  οι  λίρες  ούτε  οι  κονσέρβες  πρόκειται  πάλι  να  μας  σώσουν...).  Μόλις  όμως  ήρθαν  οι 
καθησυχαστικές ειδήσεις, διαμιάς τα ξέχασαν όλα και ξαναγύρισαν στις «δουλίτσες» και στις 
«διασκεδασούλες»  τους,  ήσυχοι  και  ευτυχείς...  Όταν  τις  προάλλες  προσπαθούσα  να  πείσω 
ένα γνώριμό μου ότι αυτή η αμεριμνησία του είναι καθαρή αφροσύνη, γιατί αν αποσοβήθηκε 
τώρα  ο  πόλεμος,  οι  αιτίες  που  μπορούν  από  τη  μια  στιγμή  στην  άλλη  να  προκαλέσουν  την 
ανάφλεξη,  εξακολουθούν  να  υπάρχουν,  θυμήθηκε  τι  του  έλεγε  ένας  Άγγλος  βιομήχανος  τις 
παραμονές του τελευταίου πολέμου και μου επανέλαβε τα λόγια του: 

—Πληρώνομε  καλά  τους  διπλωμάτες  μας  για  να  αποτρέψουν  τον  πόλεμο,  και  τους 
στρατηγούς μας για να τον κάνουν καλά, αν γίνει αναπόφευκτος. Η δική μας δουλειά είναι η 
επιχείρηση... 

Digitized by 10uk1s 
Ασφαλώς την εποχή εκείνη ο φλεγματικός Βρετανός σκεπτότανε με έννοιες και σχήματα του 
1914 και δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι οι flying ‐ bombs δεν θα τον άφηναν να εργάζεται 
ανενόχλητος στο γραφείο του. Όταν ήρθε η ώρα να το μάθει, υποθέτω ότι δεν θα ξαναείπε το 
λακωνικό  απόφθεγμά  του.  Κατά  τον  ίδιο  τρόπο,  εξακολουθούν  και  σήμερα  ακόμη  πολλοί, 
ύστερ' από τα θερμοπυρηνικά όπλα και τους πυραύλους του διαστήματος, να καταστρώνουν 
τους  συλλογισμούς  των.  Νομίζω  ότι  είναι  ανάγκη,  επείγουσα  ανάγκη,  να  τους  βγάλομε  απ' 
αυτή την πλάνη. Και για το δικό τους το συμφέρον και για το συμφέρον όλου του κόσμου. Η 
«κρίση»  της  Κούβας  πέρασε  ίσως,  ή  κοντεύει  να  περάσει,  ο  κίνδυνος  όμως  μ'  έναν  ατομικό 
πόλεμο  να  εξαλειφθεί  από  το  πρόσωπο  της  γης  το  γένος  των  ανθρώπων,  μαζί  με  τους 
ανεκτίμητους  θησαυρούς  που  έχουν  αποκτήσει  οι  πιο  προχωρημένοι  στον  πνευματικό 
πολιτισμό λαοί, εξακολουθεί να υπάρχει. Γιατί ολοένα πυκνώνουν και εντείνονται οι φοβερές 
αντινομίες  που  υπονομεύουν  την  κοινωνική  ευστάθεια,  επομένως  και  την  ειρήνη,  στο 
μεγαλύτερο,  στο  μέγιστο  τμήμα  της  οικουμένης.  Εκεί  βρίσκεται  η  ρίζα  του  κακού∙  και  όσο 
αυτή η ρίζα εξακολουθεί να υπάρχει και να θεριεύει, δεν θα αξιωθούν τα προβλήματά μας να 
βρουν λύση, αλλά θα ζούμε από μέρα σε μέρα με προσωρινές «διευθετήσεις» που μόνο την 
αναβολή  θα  φέρουν,  όχι  τη  ματαίωση  του  ολέθρου.  —  Ποιες  είναι  αυτές  οι  αντινομίες;  Ας 
έχομε τουλάχιστο την ειλικρίνεια και το θάρρος να τις διατυπώσομε, εάν δεν αποφασίζομε να 
εργαστούμε για να τις υπερνικήσομε. Όλες να απαριθμηθούν είναι αδύνατο∙ μερικές μόνο θα 
επισημάνω, τις κυριότερες. 

1.  Η  οικουμένη  είναι  άνισα  μοιρασμένη  σε  πλούσιους  και  φτωχούς  λαούς.  Οι  πρώτοι  είναι 
λίγοι, οι δεύτεροι πολλοί. Με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και πραγματοποιούν τα κέρδη 
τους  οι  πλούσιοι,  γίνονται  ολοένα  πλουσιότεροι.  Με  αποτέλεσμα  όμως  να  γίνονται  και  οι 
φτωχοί  ολοένα  φτωχότεροι.  Έτσι  άλλοι  μέσα  στον  κόσμο  πνίγονται  στα  πλούτη  τους,  και 
άλλοι  πεθαίνουν  από  πείνα.  Και  όμως,  εάν  αυτοί  οι  πειναλέοι  δεν  επιζήσουν  και  δεν 
αποκτήσουν τα μέσα να προμηθεύονται τα αγαθά που παράγουν οι πρώτοι με αφθονία, αλλά 
δεν  μπορούν  και  να  τα  καταναλώσουν,  και  οι  πλούσιοι  θα  χρεωκοπήσουν  —  εκτός  αν 
μετατρέψουν τα χρήματά τους σε όπλα για τον αλληλοσκοτωμό. 

2. Με το φόβο και την απειλή ούτε να ζήσουν ούτε να προκόψουν είναι δυνατόν οι άνθρωποι. 
Και ως άτομα και ως λαοί. Εφόσον οι ισχυροί επιμένουν να κρατούν και να εκμεταλλεύονται 
τη  «θέσιν  ισχύος»  όχι  μόνο  απέναντι  στους  ανίσχυρους,  αλλά  και  απέναντι  στους  ομοίους 
των,  νομίζοντας  δικαίωμά  τους  (επειδή  αυτό  τάχα  είναι  το  θέλημα  του  «Θεού»  ή  της 
«Ιστορίας»,  ή  επειδή  αυτοί  τάχα  μόνο  είναι  από  τη  φύση  τους  άνθρωποι  «πρώτης 
ποιότητος») να κυβερνήσουν μονοκρατορικά τον κόσμο, δεν τους μένει τίποτ' άλλο παρά να 
προκαλέσουν  ή  να  δεχτούν  την  πολεμική  αναμέτρηση.  Αλλά  σήμερα  οι  πόλεμοι  άλλαξαν 
δρόμο:  καταστρέφουν  εξίσου  νικητές  και  ηττημένους.  Ύστερ'  από  δύο  «νικηφόρους» 
πολέμους  η  Βρετανική  Αυτοκρατορία  διαλύθηκε  και  τώρα  εκλιπαρεί  τον  ηττημένο  αντίπαλο 
να την πάρει σύντροφο στην εταιρία του... 

3. Όπως ο πλούτος και η δύναμη, έτσι και η παιδεία είναι άνισα και άδικα μοιρασμένη στον 
κόσμο.  Οι  πλούσιες  και  ισχυρές  χώρες  εκπαιδεύουν  σε  μεγάλη  κλίμακα  τους  λαούς  των  και 
κρατούν  ζηλότυπα  τις  πνευματικές  κατακτήσεις  τους∙  οι  φτωχές  και  αδύνατες  είναι 
βυθισμένες  στην  αγραμματοσύνη,  στις  προλήψεις,  στις  δεισιδαιμονίες,  που  κάνουν  ακόμη 
δυσκολώτερη  τη  ζωή  τους.  Η  αμάθεια  όμως  εκβαρβαρώνει  τους  ανθρώπους  και  κάνει  να 
λειτουργούν βίαια και τυφλά τα χαμηλά, τα θηριώδη ένστικτά τους. Εάν ξεσηκωθούν οι μάζες 
των πειναλέων θηρίων για να βρουν να χορτάσουν, πώς θα μπορέσουν οι «διαβασμένοι» και 
«λεπταίσθητοι» να προστατέψουν απ' αυτούς τα θησαυροφυλάκια και τις βιβλιοθήκες τους; 

Είναι ανάγκη να προχωρήσομε στην απαρίθμηση; Και μόνο αυτές οι τρεις μεγάλες αντινομίες 
αρκούν  να  οδηγήσουν  τον  κόσμο  στη  σύρραξη  και  στον  αφανισμό.  —  Όταν  τελείωσε  ο 

Digitized by 10uk1s 
δεύτερος πόλεμος του αιώνα μας, οι Τρεις Μεγάλοι από την παράταξη των νικητών, είτε γιατί 
συνέλαβαν  το  «ιστορικό  μήνυμα»  της  στιγμής,  είτε  γιατί  βρέθηκαν  σε  μια  «κρίση 
συνειδήσεως»,  διακήρυξαν  ότι  από  την  ώρα  εκείνη  και  πέρα  ένα  πια  θα  είναι  και  κοινό  το 
πρόγραμμα  τους:  να  απαλείψουν  από  τον  κόσμο  την  πείνα,  το  φόβο  και  την  αμάθεια... 
Δυστυχώς  δεν  το  έκαναν.  Η  πείνα  γίνεται  ολοένα  μεγαλύτερη  σε  πάρα  πολλά, 
πυκνοκατοικημένα  τμήματα  της  γης.  Ο  φόβος  πιο  βασανιστικός.  Η  αμάθεια  παχυλότερη.  Τι 
περιμένουν  από  την  εξάπλωση  της  αθλιότητας;  Αν  ελπίζουν  από  ένα  καινούργιο  πόλεμο  να 
τους  δώσει  τη  λύση  των  προβλημάτων,  γελιούνται.  Οι  πόλεμοι  δεν  λύνουν,  περιπλέκουν 
ακόμη περισσότερο τα προβλήματα. Άλλωστε — τώρα που πλήθυναν τα μέσα του ολέθρου, 
φάνηκε πως έχει και το κακό την καλή πλευρά του: σ' ένα καινούργιο πόλεμο δεν πρόκειται 
πια να γλυτώσει κανείς... 

8 Νοεμβρίου 1962 

Digitized by 10uk1s 
ΑΜΟΥΣΟΣ ΒΙΟΣ 

Τι  ζητούμε  από  κάθε  σωστόν  άνθρωπο,  και  προπάντων  από  τους  λεγόμενους  πνευματικούς 
ανθρώπους  «με  αξιώσεις»  και  «με  αυξημένες  ευθύνες»;  Συνέπεια  στη  σκέψη  και  στη  ζωή 
τους. Και τι λείπει συνήθως από κείνους που φιλοδοξούν να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο 
στην κοινωνία, στα γράμματα, στην επιστήμη, στην πολιτική; Συνέπεια στους λόγους και στις 
πράξεις τους. 

Αυτή  ακριβώς  η  αρμονική  συστοιχία  λόγων  και  έργων  αποτελεί  ένα  ουσιαστικά  ανθρώπινο, 
ηθικό μέγεθος, και το θεμέλιο, την εγγύηση της εντιμότητας Ο ασυνεπής είναι κατά κανόνα 
ένα  ανελεύθερο  ον,  έρμαιο  των  περιστάσεων,  παίγνιο  των  ταπεινών  σκοπιμοτήτων,  προϊόν 
των  συμφεροντολογικών  υπολογισμών,  που  παίζει  βάναυσα  με  το  πιο  σοβαρό  πράγμα  της 
ζωής: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πώς να του έχεις  εμπιστοσύνη, ή  εκτίμηση;  Ο ίδιος  ούτε 
εμπιστεύεται ούτε σέβεται τον εαυτό του. «Άλλος» χτες, «άλλος» σήμερα. Και την ίδια  ώρα 
που  διατυπώνει  τις  αρχές  του,  που  προγραμματίζεται,  διαβεβαιώνει  ή  υπόσχεται  ότι  θα 
τηρήσει αυτήν ή εκείνη τη στάση, έχει ήδη μετακινηθεί από τη θέση του με την ελαφρότητα 
που  διαλαλεί  την  πίστη  του  ή  δίνει  το  λόγο  του.  Δεν  έχει  άλλωστε  την  ευπρέπεια  ή  τη 
φρόνηση  να  ομολογήσει  την  εκτροπή  του  (γιατί  μια  ομολογία  είναι  ήδη  δέσμευση  για  το 
μέλλον), ούτε το θάρρος (που είναι ίσως κυνισμός, αλλά επιτέλους και τόλμη) να παραδεχτεί 
τις  αντιφάσεις  του  —«είπα  ξείπα».  Αλλά  προσπαθεί  με  σοφιστείες  να  δικαιολογήσει  τα 
αδικαιολόγητα,  να  αποδείξει  ότι  δήθεν  ζωντανός  είναι  μόνο  ο  εξαιρετικά  ευλύγιστος,  ο 
διαρκώς αναπροσαρμοζόμενος άνθρωπος, και γίνεται καταγέλαστος, γιατί όλοι γνωρίζομε ότι 
άλλο πράγμα είναι η βιολογική προσαρμογή, και άλλο ο καιροσκοπισμός που δεν σταματάει 
ούτε μπροστά στην προδοσία. 

Για  τον  ασυνεπή  άνθρωπο  το  ελαφρότερο  και  το  πιο  φτηνό  πράγμα  του  κόσμου  είναι  τα 
λόγια. Δεν τα φειδωλεύεται καθόλου. Και του αρέσουν τα παχιά λόγια, οι υψηλές φόρμουλες, 
τα συνθήματα που βροντούν. Δεν καταλαβαίνει ότι για τον ολόκληρο και συμπαγή άνθρωπο 
οι  λέξεις  έχουν  βάρος,  φοβερό  κάποτε  και  ασήκωτο  βάρος.  Και  όταν  διατυπώνουν  ιδέες, 
αρχές,  προγράμματα∙  όταν  συντάσσονται  για  να  εκφράσουν  κανόνες,  υποθήκες, 
παραγγέλματα∙ όταν αξιολογούν καταστάσεις, προθέσεις, ενέργειες — καίνε. Κ' εκείνον που 
τις  ακούει  κ'  εκείνον  που  τις  λέει.  Γιατί  καθεμιά  είναι  και  μια  συναλλαγματική  που  περιέχει 
την αξίωση και την προσδοκία να πληρωθεί κάποτε. Αργά ή γρήγορα θα έρθει αυτή η ώρα. Η 
ώρα  της  πληρωμής  στο  ακέραιο:  με  την  πράξη.  Ο  ασυνεπής  όμως  εκδίδει  επιταγές  χωρίς 
αντίκρισμα.  Και  γι'  αυτό  την  ώρα  που  καλείται  να  εξοφλήσει,  τινάζεται  στον  αέρα  — 
χρεωκοπεί και εξευτελίζεται. Η ελαφρότητα δεν είναι ικανή να συγκαλύψει τη δολιότητά του. 
Και θεωρείται οριστικά και ανέκκλητα αναξιόχρεος. Κανείς δεν του κάνει πια πίστωση, δεν τον 
εμπιστεύεται. Ούτε παίρνει στα σοβαρά, ακόμα και τη δυστυχία του. 

Ασυνέπεια  θα  πει  κατά  βάθος  ασυναρτησία,  έλλειψη  ειρμού,  τάξης  στην  ύπαρξή  μας.  Και 
αδιαφορία, κάτι περισσότερο: αναισθησία απέναντι σε μια λογική και ηθική μαζί αντίφαση: 
«υποστήριξα ή πιστεύω τούτο, αλλά έπραξα ή είμαι έτοιμος να επιδοκιμάσω το ανάποδο». — 
Το επιχείρημα που φέρνουν οι άνθρωποι του είδους τούτου στην απολογία τους, είναι ότι οι 
περιστάσεις  αλλάζουν,  όχι  αυτοί∙  αν  επομένως  ενεργούν  άλλοτε  έτσι  και  άλλοτε  αλλιώς,  ή 
όταν  κάνουν  τα  αντίθετα  από  κείνα  που  έχουν  πει  ή  γράψει,  τούτο  οφείλεται  όχι  στην 
αστάθειά  τους,  αλλά  στην  αλλαγή  της  σκηνοθεσίας  που  επιβάλλει  μια  φυσική  και 
αναπόφευκτη  ανανέωση  του  ρόλου...  Αλλά  και  μόνο  η  εικόνα,  η  μεταφορά  που 
μεταχειρίζονται  σ'  αυτό  το  επιχείρημα,  είναι  αρκετή  για  να  το  αντιστρέψει  εις  βάρος  τους. 
Ακριβώς:  το  θανάσιμο  λάθος  τους  είναι  ότι  ζουν  σαν  θεατρίνοι∙  ένας  άλλος  γράφει  για 
λογαριασμό τους το μέρος που έχουν να παίξουν, δεν είναι ποτέ οι ίδιοι ούτε στα λόγια ούτε 
στα έργα τους, οι «περιστάσεις» κρατούν και τραβούν το κορδόνι που τους δίνει πότε τη μια 

Digitized by 10uk1s 
και  πότε  την  άλλη  κίνηση,  όπως  στις  μαριονέτες...  Τι  είδους  όμως  ανθρωπιά  μπορεί  να 
υπάρξει  μέσα  σ'  αυτή  την  ασπόνδυλη  υπόσταση,  σ'  αυτό  το  πλάσμα  από  χαρτόνι,  που  έχει 
καταντήσει ένα διαρκώς εναλλασσόμενο (κατά τις «περιστάσεις») προσωπείο; 

Οι τύποι που ανήκουν στη συνομοταξία που συζητούμε, είναι συνήθως ακαταγώνιστοι όταν 
χαλκεύουν εμβριθείς έννοιες υψηλής στάθμης, ή όταν τοξεύουν τους άλλους με τα βέλη της 
σοφής πάντοτε κριτικής τους. Κάποτε  η υπομονή των ακροατών εξαντλείται και η αβρότητα 
ανταποδίδεται:  «Δάσκαλε  που  δίδασκες...».  Αλλά  τότε  οι  «δάσκαλοι  που  δεν  κρατούν  το 
νόμο»  ξέρουν  να  δικαιολογηθούν  με  πολύ  κομψό  τρόπο.  Θυμίζουν  εκείνο  που  λέγεται  ότι 
απάντησε ο Schopenhauer σε κάποιον που τον ρώτησε πώς αυτός, ο απαισιόδοξος σοφός που 
εγκωμιάζει  την  αυτοκτονία,  δεν  εγκαταλείπει  εκούσια  τούτη  την  αφόρητη  ζωή.  Όταν  ζητάτε 
από κάποιον —είπε ο φιλόσοφος— να σας δείξει το δρόμο που θ' ακολουθήσετε, δεν έχετε, 
φυσικά, την αξίωση να σας συνοδέψει... Το σόφισμα είναι φανερό. Ζητούμε να συνοδέψει όχι 
εμάς ο δάσκαλος, αλλά τον εαυτό του, και να μη στέλνει αλλού τον εαυτό του «με τα λόγια», 
και αλλού τον ίδιο τον εαυτό του πάλι «με τα έργα», γιατί το φέρσιμο τούτο είναι όχι απλώς 
ανώμαλο, αλλά και ανέντιμο. 

Όσοι στενοχωρούνται από τη σταθερότητα και βρίσκουν επιζήμια την ακαμψία υπολογίζουν 
συνήθως  σε  δύο  πράγματα:  Πρώτα  ότι  συνήθως  είναι  πολύ  περιορισμένη  η  μνήμη  των 
ανθρώπων: «Όντως το υποστήριξα και το 'γραψα άλλοτε∙ αλλά ποιος το θυμάται πια τώρα;». 
Και δεύτερο ότι όταν σε χρειάζονται οι φίλοι, είναι έτοιμοι να σου συχωρέσουν τα πάντα. — 
Δεν  έχουν  άδικο.  Υπάρχει  όμως  και  ένα  τρίτο  που  φρόνιμα  θα  κάνουν  να  το  βάλουν  μέσα 
στους λογαριασμούς των: Όλους μπορείς να τους γελάσεις και να τους προσεταιριστείς, αλλά 
τον  εαυτό  σου;  Είναι  δυνατόν  να  τον  αποφεύγεις  πάντοτε,  να  μη  καθήσεις  ποτέ  «ενώπιος 
ενωπίω» μαζί του και να δεχτείς να απαντήσεις στην ανάκρισή του; Τι θα του πεις όταν σου 
θυμίσει  τις  «υψηλές  αρχές»,  τα  «ωραία  λόγια»,  τα  «εύγλωττα  κηρύγματά»  σου  άλλοτε; 
Αυτός, φευ, δεν λησμονεί, ούτε χρειάζεται τα πλούτη, την ομορφιά ή την πολιτική μας δύναμη 
για να συνθηκολογήσει μαζί μας... 

Αγαπούμε  τους  «λόγους»  όταν  βλέπομε  εκείνους  που  τους  λέγουν  να  τους  κάνουν  «έργα». 
Και μπορούμε να τους μισήσομε στο στόμα εκείνων που τους προδίδουν με τις πράξεις τους. 
Αυτό  το  έχει  γράψει  σε  μια  θαυμάσια  σελίδα  του  ο  Πλάτων.  Βάζει  τον  Αθηναίο  στρατηγό 
Λάχη  να  λέει  στον  συνάδελφο  και  φίλο  του  Νικία:  «Θα  μπορούσα,  αλήθεια,  να  δώσω  την 
εντύπωση πως είμαι φίλος των λόγων και πάλι πως μισώ τους λόγους. Γιατί να, όταν ακούω 
έναν άνθρωπο να διαλέγεται για την αρετή, ή για κάποιαν άλλη σοφία, που να είναι αληθινός 
άνθρωπος και αντάξιος των λόγων που λέγει, αισθάνομαι εξαιρετική χαρά. Γιατί την ίδια ώρα 
βλέπω και εκείνον  που μιλά και εκείνα που λέγει,  να είναι ταιριαστά το ένα με το άλλο και 
αρμονισμένα. Και μου φαίνεται ο τέτοιος άνθρωπος μουσικός στην εντέλεια∙ έχει επιτύχει την 
πιο όμορφη αρμονία, όχι στη λύρα ή  σε όργανα παιδιάς, αλλά ζει στ' αλήθεια, στη ζωή του 
την αρμονία ανάμεσα στα λόγια του και στα έργα του, εντελώς με τον δωρικό τρόπο, όχι τον 
ιωνικό,  νομίζω,  ουδέ  τον  φρυγικό,  ή  τον  λυδικό,  αλλά  εκείνον  που  είναι  η  μόνη  ελληνική 
αρμονία. Ο τέτοιος λοιπόν άνθρωπος με κάνει να χαίρω, όταν μιλά, και να δίνω στον καθένα 
την εντύπωση ότι είμαι φίλος των λόγων∙ τόσο πρόθυμα δέχομαι όσα λέει∙ όποιος όμως κάνει 
τα αντίθετα απ' αυτόν με ενοχλεί, κι όσο φαίνεται πως μιλά καλύτερα, τόσο περισσότερο, και 
με κάνει να φαίνομαι μισόλογος» (Λαχ. 188 c ‐ e. Μετάφρ. Β. Τατάκη). 

14 Φεβρουαρίου 1963 

Digitized by 10uk1s 
Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ 

Η  ΔΗΜΟΣΙΑ  συζήτηση  που  οργανώθηκε  από  την  Ελληνική  Εταιρία  Ευγονικής  και  έγινε  την 
περασμένη  εβδομάδα  στην  αίθουσα  της  Αρχαιολογικής  Εταιρίας,  με  πρόεδρο  τον  Καθηγητή 
του Πανεπιστημίου κ. Νικόλαο Λούρο, έδωσε την ευκαιρία να ακουστούν μερικές φωτισμένες 
και  πολύ  χρήσιμες  γνώμες  απάνω  στο  σοβαρό  και  πάντοτε  επίκαιρο  θέμα  της  σεξουαλικής 
αγωγής των νέων. 

Το πρόβλημα του sex έγινε στον αιώνα μας καίριο και οξύ, όχι μόνο γιατί η βαθιά μεταβολή 
των  ηθών  στις  λεγόμενες  εξελιγμένες  κοινωνίες  χαλάρωσε  τους  κάθε  λογής  χαλινούς  στις 
σχέσεις  των  δύο  φύλων,  με  συνέπεια  να  δημιουργηθούν  άπειρα  ζητήματα  που  άλλοτε  δεν 
υπήρχαν  σε  τέτοια  έκταση  και  σε  τέτοιαν  ένταση,  αλλά  και  γιατί  η  ψυχολογία  και  η 
λογοτεχνία του «βάθους» που αναπτύχθηκαν με γοργό ρυθμό κατά τις πρώτες δεκαετίες του 
αιώνα  μας,  έδειξαν  την  τεράστια  σημασία  του  ερωτικού  στοιχείου  για  τη  διαμόρφωση  της 
προσωπικότητας του ανθρώπου, και γενικότερα για την τροπή του ανθρώπινου πεπρωμένου. 
Τώρα δεν «αισθανόμαστε» μόνο, αλλά και «γνωρίζομε», διαφωτισμένοι από την επιστήμη και 
την τέχνη, ότι η σεξουαλική ορμή έχει την ακαταγώνιστη δύναμη των φυσικών στοιχείων, και 
όπως,  όταν  βρει  το  σωστό  δρόμο  μένοντας  κάτω  από  τον  έλεγχο  του  ανθρώπου  και 
συμπράττοντας με τις πνευματικές του δυνάμεις γίνεται στήριγμα και χαρά της ζωής, έτσι και 
όταν  αρρωστήσει  και  αποδιοργανωθεί,  τυρρανιστεί  και  ξεπέσει,  μπορεί  να  ρημάξει  μιαν 
ανθρώπινη  ύπαρξη  και  να  ξεκληρίσει  μιαν  ολόκληρη  κοινωνία.  Αυτή  τη  δεινήν  αλήθεια  δεν 
είναι οι χρόνοι μας οι πρώτοι που την ανακάλυψαν αλλά είναι ασφαλώς εκείνοι που είχαν το 
θάρρος  και  την  ειλικρίνεια  να  τη  διαλαλήσουν.  Άλλοι  λαοί  και  πολιτισμοί,  παλαιότεροι  ή 
λιγότερο «προχωρημένοι» από το δικό μας, είχαν κατορθώσει να δώσουν, με τα λατρευτικά 
τους θέσμια και το φιλοσοφικό συμβολισμό τους, στα προβλήματα της ερωτικής ζωής απλές 
και  προπάντων  πρακτικές  λύσεις.  Ο  δικός  μας  πολιτισμός  με  μερικές  θολές  και  βιαστικά 
διατυπωμένες ιδέες του και η κοινωνία μας με την υποκρισία της έμπλεξαν τα πράγματα. Και 
επειδή η «αντίδραση» σ' ένα κακό, θέλοντας και μη, παρασύρεται από τη «δράση» στον τόνο 
και  στο  επίπεδο  που  διαλέγει  για  τον  αγώνα,  έγινε  τούτο  το  περίεργο:  Και  εκείνοι  που 
ορθώθηκαν  με  της  επιστήμης  τις  αναλύσεις  και  της  τέχνης  την  παρρησία  (φροϋδική 
ψυχολογία και υπερρεαλιστική ποίηση) να επισημάνουν τον φαρισαϊσμό και να διαλύσουν τις 
προλήψεις  σε  μια  περιοχή  της  ατομικής  και  της  συλλογικής  ζωής,  όπου  ούτε  είναι  δυνατόν 
ούτε  επιτρέπεται  να  παίζει  κανείς  «εν  ου  παικτοίς»  —  κατέβασαν  το  θέμα  χαμηλά,  στο 
επίπεδο της ψυχοπαθολογίας και της ιατροδικαστικής, και έτσι έδωσαν στο ζήτημα μια τροπή 
που αντί να ευκολύνει, δυσκόλεψε τη λύση του. 

Οπωσδήποτε,  σήμερα  έχομε  γίνει  σοφώτεροι  και  προπάντων  πιο  ελεύθεροι.  Μπορούμε 
επομένως  να  μιλήσομε  πιο  καθαρά  και  υπεύθυνα  από  άλλοτε  για  το  πρόβλημα  τούτο.  —Τι 
έχομε άραγε να πούμε; Κατά τη γνώμη μου, μερικές πολύ λιτές αλλά βαρυσήμαντες αλήθειες, 
που  ασφαλώς  θα  βοηθήσουν  κάθε  στοχαστικόν  άνθρωπο  να  βρει  το  σωστό  δρόμο.  Τις 
παραθέτω εδώ συνοπτικά: 

Πρόβλημα  του  sex  υπάρχει  όχι  μόνο  στην  εφηβική  (όπως  συνήθως  υποστηρίζεται)  αλλά  σε 
όλες τις ηλικίες. Και δεν λύνεται οριστικά με το γάμο. Κάποτε μάλιστα περιπλέκεται με αυτόν. 
Η εξήγηση είναι απλή: Πρόκειται για μιαν ορμή από τις σημαντικότερες για την εκτέλεση του 
προγράμματος της Ζωής∙ η Φύση της έχει αναθέσει τον πρώτο σκοπό της: τη διαιώνιση του 
είδους.  Δεν  δέχεται  λοιπόν  να  την  περιορίσει  σε  ορισμένην  ηλικία.  Όσο  είναι  ζωντανός  ο 
οργανισμός, θα βασανίζεται απ' αυτήν. Γιατί έως την τελευταία του πνοή το ζωντανό πλάσμα 
βρίσκεται στην υπηρεσία της Ζωής και υπακούει στους ορισμούς της. 

Όταν έχει να κάνει κανείς με τέτοια πανίσχυρη δύναμη, το πρώτο που του επιβάλλεται είναι: 

Digitized by 10uk1s 
να  τη  σεβαστεί.  Δεν  μπορείς  ούτε  να  αγνοήσεις  ούτε  να  περιφρονήσεις  το  σεισμό,  τον 
κεραυνό, το θάνατο. Θα τον σεβαστείς. Και με περίσκεψη θα προσπαθήσεις να βρεις πώς θα 
τα  βγάλεις  πέρα  μαζί  του.  Ένας  σοφός  (ο  Francis  Bacon)  έδωσε  την  καλύτερη  συμβουλή  σ' 
εκείνους που θέλουν να δαμάσουν τη Φύση: natura non vincitur nisi parendo. Θα τη νικήσεις 
υποτασσόμενος  στους  νόμους  της,  μαθαίνοντας  και  εφαρμόζοντας  τους  νόμους  της.  Και 
απέναντι στη σεξουαλική ορμή έτσι πρέπει να φερθείς. 

Τι  έχει  «νομοθετήσει»  εδώ  η  Φύση;  —Στον  άνθρωπο  (είτε  από  γενναιοδωρία,  είτε  από 
απρονοησία) έδωσε λιγότερα ένστικτα και περισσότερες ορμές, και επέτρεψε η φλοίωση του 
εγκεφάλου του να προχωρήσει πολύ περισσότερο από όσο τούτο γίνεται σε κάθε άλλο είδος 
ζώων, έτσι ώστε να αναπτύσσονται και να ισχυροποιούνται σε μεγάλο βαθμό οι πνευματικές 
λειτουργίες του. Με τον μηχανισμό του ενστίκτου έχει προνοήσει (πολύ περισσότερο) για τα 
άλλα  ζώα,  αλλά  και  τα  έχει  δεσμεύσει.  Στον  άνθρωπο  άφησε  ελευθερία  (επομένως  και 
ευθύνη) να διευθύνει τις ορμές του, μέσα —φυσικά— σε κάποια όρια. 

Έτσι έδειξε η ίδια τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσομε τη σεξουαλική ορμή. Εάν 
τα «βάλομε» μαζί της στο φυσιολογικό πεδίο, στην περιοχή των ενδοκρινών αδένων και των 
υποφλοιωδών κέντρων, είμαστε εκ των προτέρων νικημένοι. (Αυτό γίνεται στον ύπνο). Μόνον 
όταν μεταφέρομε τον αγώνα στην περιοχή του πνεύματος, μπορούμε να επιτύχομε ώστε να 
σεβαστεί  και  εκείνη  την  προσωπικότητά  μας  και  να  δεχτεί  τον  έλεγχό  μας  για  να  μη  μας 
εξευτελίζει. Αυτό σημαίνει ότι μόνο πνευματικά καταξιωμένη η ορμή του sex μπαίνει ειρηνικά 
μέσα  στη  ζωή  του  ανθρώπου  και  εναρμονίζεται  με  την  αξιοπρέπειά  του.  Μια  τέτοια 
καταξίωση  είναι  ο  έρωτας  που  υψώνει  και  εξευγενίζει  την  ψυχή,  η  συστράτευση  των  δύο 
φύλων για την ανατροφή των παιδιών που έφερε στον κόσμο η ένωσή τους, η σύμπραξή τους 
στο στίβο ευγενών αγώνων για την προκοπή του ανθρώπου κ.ο.κ. 

Ανέξοδα  όμως  καμιά  νίκη  του  πνεύματος  δεν  γίνεται.  Απεναντίας  πληρώνεται  με  αιματηρές 
θυσίες.  Το  ίδιο  συμβαίνει  και  στην  περίπτωση  της  πάλης  μας  με  τη  σεξουαλική  ορμή.  Αυτό 
πρέπει να το δεχτούμε, και να παραδεχτούμε όλες τις συνέπειές του. Η ορμή του sex δεν είναι 
η μόνη που επιβάλλεται να πειθαρχηθεί, με περίσκεψη αλλά και με αποφασιστικότητα. Μια 
άλλη λ.χ. είναι η ορμή της αυτοκατάφασης ή της επιθετικότητας, που κ' εκείνη έχει τη θέση 
της  μέσα  στο  πρόγραμμα  της  Ζωής.  Ο  άνθρωπος  άρχισε  να  ευνομείται  και  να  ζει  ασφαλής 
μέσα  στις  κοινωνικές  ομάδες,  να  δημιουργεί  πολιτισμό  και  να  εξευγενίζεται,  από  τότε  που 
έμαθε να πειθαρχεί αυτές τις χρησιμότατες αλλά και τόσο επικίνδυνες ορμές. Ο «πόνος» του, 
όταν  πληγώνεται  στην  πάλη  που  κάνει  μαζί  τους,  είναι  το  τίμημα  (το  ακριβό  βέβαια,  αλλά 
αναπόφευκτο  τίμημα)  που  πλήρωσε  και  που  υποχρεώνεται  να  πληρώνει  διαρκώς  για  τον 
εξανθρωπισμό του. Δεν θέλει να πληρώσει; Ελεύθερος. Αλλά τότε — θα γυρίσει πίσω, προς το 
θηρίο, προς τη ζούγκλα. 

Από τα παραπάνω βγαίνει το παράδοξο συμπέρασμα: ότι η καλύτερη σεξουαλική αγωγή για 
τους νέους, είναι η αγωγή που δεν είναι σεξουαλική. Η αγωγή, χωρίς κανένα επίθετο μαζί της. 
Δηλαδή  η  καλλιέργεια,  η  τόνωση,  η  ύψωση  του  πνεύματος.  Το  sex  πειθαρχείται  όταν  ο 
άνθρωπος  οπλισμένος  αποδύεται  σε  πνευματικούς  αγώνες,  για  να  κάνει  «περισσότερο 
άνθρωπο»  και  τον  εαυτό  του  και  τους  άλλους.  Εάν  αφήσομε  την  εσωτερική  μας  ζωή  και 
ρημάξει,  εάν  μείνομε  χωρίς  πρόγραμμα,  χωρίς  επιδιώξεις,  χωρίς  δραστηριότητα  —  τότε 
μπαίνουν μέσα στο κενό που σχηματίζεται τα «φυσικά» στοιχεία, οι ορμές (η σεξουαλική, η 
μαχητική,  η  εγωιστική  κλπ.)  οι  αφηνιασμένες  και  κάνουν  θραύση  —  αρρωσταίνουν, 
διαστρέφουν, εξευτελίζουν τον αυτοηττημένο άνθρωπο. 

28 Μαρτίου 1963. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ 

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην 
πράξη,  τι  ριζικές  αλλαγές  έχει  υποστεί  η  έννοια  της  νόσου  στους  χρόνους  μας  και  με  τι 
διαφορετική  προοπτική  βλέπουν  σήμερα  οι  κορυφαίοι  γιατροί  (και  στα  επιστημονικά 
συγγράμματα  και  στο  ιατρείο  τους)  τον  άρρωστο.  Θαρείς  ότι  γυρίζουν  και  πάλι  σε  παλαιές 
αντιλήψεις  που  άλλοτε  τις  περιφρονούσαν  ή  νόμιζαν  ότι  ανήκουν  στο  προεπιστημονικό 
στάδιο του επαγγέλματός τους και θέση έχουν μόνο στην ιστορία. Η επιστροφή άρχισε με την 
αναβίωση  των  ιπποκράτειων  ιδεών,  που  με  τόσην  οξυδέρκεια  και  φρόνηση  ήξεραν  να  τις 
εφαρμόζουν στην πράξη της θεραπείας οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί: Ας δείχνει εξωτερικά ότι 
ορισμένο  μόνο  σημείο  του  οργανισμού  «πάσχει»,  ότι  μόνο  τούτο  ή  εκείνο  το  όργανο,  μόνο 
αυτή  ή  εκείνη  η  λειτουργία  έχει  παθολογικά  αλλοιωθεί  και  πηγαίνει  άσχημα  —  με  τη  νόσο, 
την  οποιαδήποτε  νόσο,  ολόκληρο  το  σώμα  αρρωσταίνει,  και  σαν  ακέραιο  πλάσμα,  με 
αδιάσπαστην  ενότητα  και  αλληλουχία  των  στοιχείων  του,  πρέπει  να  ερευνηθεί  και  να 
βοηθηθεί  για  να  ξαναβρεί  την  κλονισμένη  του  ισορροπία,  την  υγεία  του.  Και  παραπέρα 
ακόμη:  όλοι  σήμερα  συμβουλεύουν,  το  άρρωστο  σώμα  (όπως  άλλωστε  και  το  γερό)  να  το 
κοιτάζομε και να το χειριζόμαστε πλαισιωμένο από το περιβάλλον του, οργανικά δεμένο μαζί 
του. Επομένως, για να το ξαναφέρομε στην κατάσταση της υγείας, να  προσπαθήσομε να  το 
ξαναβάλομε  στις  σωστές  σχέσεις  προς  τον  φυσικό  κόσμο  που  το  κλείνει  μέσα  του  σαν 
μητρικός κόλπος: το τρέφει, το προστατεύει, το διαμορφώνει να γίνει εκείνο που είναι κ.ο.κ. 

Έπειτα  ήρθε  η  Ψυχολογία  (όχι  η  κλασική,  του  περασμένου  αιώνα,  αλλά  η  Ψυχολογία  των 
χρόνων  μας,  αυτή  που  εξερευνά  τα  βάθη  του  ψυχικού  κόσμου  και  μελετά  τους  κρυφούς 
μηχανισμούς του), στάθηκε κοντά στο γιατρό και τον χειραγώγησε να «καταλάβει» βαθύτερα 
τις  νόσους  των  αρρώστων  του,  καθώς  και  να  τους  «βοηθήσει»  πιο  αποτελεσματικά  από 
άλλοτε  —  τότε  που  τα  μόνα  όπλα  του  ήσαν  τα  φάρμακα,  η  δίαιτα  και  οι  χειρουργικές 
επεμβάσεις.  Αυτή η τελευταία μεταβολή έφερε αναστάτωση στη σύγχρονη Ιατρική. Εδώ  και 
πενήντα  χρόνια  παρόμοιες  σκέψεις  θα  χαρακτηρίζονταν  απερίφραστα  φαιδρός 
«κομπογιανιτισμός».  Σήμερα  από  όλες  τις  έδρες  της  επιστημονικής  Ιατρικής  εξαγγέλλεται 
σοβαρά και με πεποίθηση η αρχή ότι ο καλός γιατρός, για να κάνει όπως πρέπει τη δουλειά 
του, πρέπει να είναι και καλός ψυχολόγος. Να μπορεί να μπαίνει στην ψυχή των αρρώστων 
του και να καταλαβαίνει τι γίνεται εκεί, στα σκοτεινά, πίσω από κάποιες απατηλές επιφάσεις. 
Είναι χαμένος ο γιατρός που στέκεται στα εξωτερικά συμπτώματα της νόσου και προσπαθεί 
απλώς  με  την  κατάταξή  της  σε  ορισμένη  «κατηγορία»  να  δώσει  την  αιτιολογία  της  και  να 
χαράξει  τη  θεραπευτική  του  αγωγή.  Έναν  άρρωστον  έχει  να  γιάνει,  όχι  μια  αρρώστια.  Και  ο 
άρρωστος  δεν  είναι  αφηρημένη  οντότητα,  έννοια  γένους,  αλλά  ένα  επώνυμο  άτομο  με  την 
εντελώς  δική  του  μοίρα,  με  την  προσωπική  του  ιστορία.  Αυτήν  πρέπει  να  εξερευνήσει  και 
μέσα σ' αυτήν να τοποθετήσει και να εξηγήσει τα περιστατικά της νόσου, το χαρακτήρα και τη 
διαδρομή της. 

Από την ώρα όμως που αφήνομε τα τυπικά γνωρίσματα μιας κατηγορίας και μπαίνομε στην 
περιοχή γεγονότων που έχουν ορισμένο και προσωπικό πάντοτε συντελεστή, αλλάζει εντελώς 
η οπτική μας γωνία. Η αρρώστια, η οποιαδήποτε αρρώστια — ακόμη και εκείνη που φαίνεται 
εντελώς άσχετη προς την ευαισθησία και τους άλλους μηχανισμούς του νευρικού συστήματος 
—  εγγράφεται  μέσα  σ'  ένα  ψυχικό  φόντο  και  παίρνει,  με  την  εγγραφή  της  αυτή,  ένα  νόημα 
και μια σημασία που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τη φαντασθεί. Εδώ ακριβώς έγκειται η 
επανάσταση  που  έγινε  στη  σύγχρονη  Διαγνωστική  και  Θεραπευτική  με  την  εισβολή  της 
Ψυχολογίας  του  Βάθους.  Σε  κάθε  παθολογικό  δεδομένο  δεν  υπάρχει  μόνο  μια  «σωματική» 
διαταραχή, αλλά και η ψυχική της «απήχηση» ή «πρόκληση». Πρέπει λοιπόν και τα δύο μαζί 
(στα  μάτια  μας  χωρίζονται,  στην  πραγματικότητα  όμως  αποτελούν  ένα  ενιαίο  και  συμπαγές 
factum) να εξετασθούν, και το ένα να εξηγηθεί και να διαλυθεί δια του άλλου. Η αρρώστια, 

Digitized by 10uk1s 
φυσικά,  είναι  αρρώστια,  φθορά  ή  ανωμαλία  του  τάδε  ιστού  ή  της  δείνα  λειτουργίας∙  αλλά 
πώς τη δέχεται ο άρρωστος; τι θέση ή τι ρόλο της δίνει μέσα στη ζωή του; γιατί καταφεύγει ή 
επιμένει  σ'  αυτήν;  ή  γιατί  την  παραμελεί  και  τη  λησμονεί  υπό  άλλους  όρους;  πώς  άλλοτε 
προηγείται  και  άλλοτε  ακολουθεί  ορισμένες  καταστάσεις  ψυχικές,  δυσκολίες,  προσδοκίες, 
σκοπιμότητες; γιατί ο ένας άρρωστος την ίδια και χειρότερη κάποτε νόσο τη συμφιλιώνει με 
την  εργασία,  τα  ενδιαφέροντα,  το  οικογενειακό  ή  το  επαγγελματικό  του  καθεστώς,  ενώ  ο 
άλλος  την  αποστρέφεται,  την  αποκρούει,  την  κρύβει  ή  την  παραμορφώνει,  και  η  στάση  του 
αυτή χειροτερεύει την κατάστασή του, αναχαιτίζει τη θεραπεία ή οδηγεί σε αδιέξοδο, ακόμη 
και στο ανεπανόρθωτο; — αυτά είναι τα καθαυτό ψυχολογικά προβλήματα που έχει να λύσει 
ο  γιατρός,  για  να  βοηθήσει  τον  ασθενή  του.  Ένα  μεγάλο  μέρος  των  πιο  «οργανικών» 
νοσημάτων σήμερα πια έχομε πεισθεί ότι οφείλεται σε μια ψυχική δυσαρμονία, κάποτε τόσο 
βαθιά κρυμμένη,  που και  αυτός ακόμη ο άρρωστος δεν  έχει  συνείδησή της∙  ή αν δεν έχουν 
εκεί την πρώτη αιτία τους, επιδεινώνονται από την ψυχική περιπλοκή και δεν θεραπεύονται 
πριν  ο  πάσχων  αναγνωρίσει  και  αχρηστέψει  την  πηγή  των  πόνων  του,  ή  πριν  ο  γιατρός 
κατορθώσει να παραμερίσει τα ψυχικά εμπόδια με μιαν ανάταξη ολόκληρης κάποτε της ζωής, 
της  προσωπικότητας  του  αρρώστου.  Η  αρρώστια  είναι  πάντοτε  αρρώστια  μας,  κάτι  δηλαδή 
δικό  μας,  που  το  πάθαμε  επειδή  είμαστε  αυτοί  που  είμαστε,  ή  που  το  χρειαζόμαστε  για  να 
βεβαιώσομε εκείνο που επιθυμούμε να είμαστε. Έτσι, χωρίς να το θέλομε ή να το επιδιώκομε 
συνειδητά, μόνοι μας πλέκομε γύρω από τη νόσο μας ένα δίχτυ πυκνό από κόμπους, που αν 
δεν λυθούν — με τη βοήθεια του διορατικού γιατρού — θεραπεία δεν έρχεται. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι τέτοιον θέλουν το γιατρό οι ασθενείς σήμερα. Έχω υπόψη μου μιαν 
έρευνα  που  έγινε  το  1959  στη  Γαλλία,  με  μέθοδο  επιστημονική.  Υπήρχαν  σ'  ένα  δελτίο 
τυπωμένες 10 ιδιότητες (θετικά γνωρίσματα) που κατά γενικήν εκτίμηση πρέπει να έχει ένας 
καλός γιατρός. Ο ερωτώμενος έπρεπε να διαλέξει και να υπογραμμίσει τρεις, τις κυριότερες 
και πιο απαραίτητες. Ιδού πρώτα οι ιδιότητες που περιείχε το ερωτηματολόγιο: 

1. Επαγγελματική συνείδηση 
2. Ακρίβεια στη διάγνωση 
3. Αφοσίωση στο καθήκον 
4. Σιγουριά στις αποφάσεις 
5. Επιστημονική ενημερότητα 
6. Ειλικρίνεια 
7. Προθυμία ν' αφιερώσει το χρόνο του στους ασθενείς 
8. Ανιδιοτέλεια 
9. Εγκαρδιότητα 
10. Αυθεντία. 

Στον  πίνακα,  όπως  θα  παρατηρήσει  ο  αναγνώστης,  υπάρχουν,  εκτός  από  τις  καθαρά 
επαγγελματικές, αρετές που αναφέρονται στις σχέσεις (στις προσωπικές σχέσεις) του γιατρού 
με  τον  άρρωστο  (π.χ.  η  6,  7,  9,  10),  καθώς  και  καθαυτό  ηθικές  (1,  3,  8).  Η  έρευνα  έγινε  σε 
μεγάλο αριθμό προσώπων (από κάθε κοινωνική τάξη και από κάθε μορφωτικό επίπεδο), και 
το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ιδιότητες που υπογραμμίστηκαν από τους περισσότερους ανήκουν 
στις δύο τελευταίες κατηγορίες. Βέβαια θεραπευτή θέλει το γιατρό ο άρρωστος, αλλά εκείνο 
που  προπάντων  ζητεί  απ'  αυτόν  είναι  φροντίδα,  ειλικρίνεια  και  ιδίως  κατανόηση. 
Ψυχοθεραπευτή  τον  χρειάζεται,  οξυδερκή  και  αποφασιστικό  βοηθό  στην  προσπάθειά  του 
εσωτερικά και εξωτερικά να νικήσει τη νόσο του. 

Με  αυτό  το  πρίσμα  έρχεται  πάλι  στο  προσκήνιο  σήμερα  ο  «οικογενειακός  γιατρός»  του 
παλαιού  καλού  καιρού.  Εκείνος  που  μας  γνωρίζει  από  τα  τρυφερά  μας  χρόνια,  κ'  εμάς  και 
τους γονείς και τ' αδέλφια μας, μας έχει παρασταθεί σε αρρώστιες και δυσκολίες κάθε λογής, 

Digitized by 10uk1s 
ξέρει τις αντιδράσεις μας, μαντεύει τις αντιστάσεις μας, και μπορεί να μας μιλήσει τη γλώσσα 
που καταλαβαίνομε. Γι' αυτόν δεν είμαστε ένας αύξων άριθμός στον κατάλογο του ιατρείου, 
αλλά οικείος, και μπορούμε πάντοτε να προσφεύγομε στη βοήθειά του με την πεποίθηση ότι 
θα μας πει, με στοργή, αλλά και αυστηρότητα, τον καθαρό, το σωστό του λόγο. —Το ότι στις 
κρίσιμες  ώρες  μας  νοσταλγούμε  αυτόν,  τον  σπάνιο  πια  σήμερα,  τύπο  του  γιατρού  (τον 
εξαφάνισαν  οι  ειδικότητες  και  τα  εργαστήρια)  δείχνει  πόσο  βαθιά  αρχίζουν  ν'  αλλάζουν  οι 
απαιτήσεις του Κοινού από όσους ασκούν την ευγενή και σωστική τέχνη του Ασκληπιού. 

18 Ιουλίου 1963 

Digitized by 10uk1s 
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ 

«Ο  άλλος  παίρνει  από  σένα  όχι  αυτό  που  του  δίνεις,  αλλά  «αυτό  που  μπορεί  να  πάρει».  — 
Παράξενη  φαίνεται  στο  πρώτο  της  αντίκρισμα  αυτή  η  αλήθεια,  άμα  την  καλοσκεφτεί  όμως 
κανείς πείθεται ότι έτσι είναι τα πράγματα στις διανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρόκειται βέβαια 
μέσα  σε  τούτο  το  «πάρε  ‐  δώσε»  για  ανταλλαγή  υλικών  αγαθών,  αλλά  για  το  διάλογο  που 
συνθέτει  τον  κοινωνικό  βίο.  Δηλαδή  για  την  επικοινωνία  «με  τον  άλλο»,  που  γίνεται  με  το 
αίσθημα και την προαίρεση, με τη σκέψη και το λόγο, με την προσδοκία και την πράξη μέσα 
στο στίβο της συλλογικής ζωής. 

Γιατί «συνεννοούμαστε» τόσο λίγο και τόσο δύσκολα με τον συνάνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν 
να μη μας «καταλαβαίνει» και να μη τον «καταλαβαίνομε», ακόμη και όταν του ανοίγομε την 
καρδιά  μας  και  του  μιλούμε  τόσο  καθαρά;  Κάποτε  συμβαίνει  να  βρίσκεται  κοινωνικά  πολύ 
κοντά  μας∙  να  έχομε  μεγαλώσει  και  ανατραφεί  μέσα  στην  ίδια  οικογένεια∙  να  έχομε 
εκπαιδευτεί από τους ίδιους δασκάλους∙ να εργαζόμαστε επαγγελματικά στον ίδιο χώρο∙ να 
μοιραζόμαστε  σχεδόν  καθημερινώς  τις  ίδιες  ώρες  και  τους  ίδιους  τρόπους  ψυχαγωγίας∙  να 
έχομε δεθεί στις ίδιες ευθύνες και χαρές με το γάμο, την πατρότητα, την αφοσίωση προς την 
ίδια πατρίδα, την πίστη στον ίδιο Θεό — και όμως έρχεται ώρα που με κατάπληξη, με οδύνη, 
με  τρόμο  ανακαλύπτομε  ότι  δεν  μιλούμε  την  ίδια  γλώσσα,  άλλα  λέμε  μεις  και  άλλα  αυτός 
εννοεί, ότι όσο και αν του προσφέρομε εκείνο που έχομε μέσα μας αυτός δεν το παίρνει, ή το 
παίρνει τόσο στραβά, ώστε μας αδικεί, μας πληγώνει ή μας εξευτελίζει. Το χειρότερο είναι ότι 
μπορεί να μη το κάνει αυτό από κακή πρόθεση ή από βλακεία∙ ότι όντως είναι ειλικρινής και 
έξυπνος. Και όμως η συνεννόηση μαζί του είναι δύσκολη, κάποτε και αδύνατη. 

Το δυσάρεστο τούτο φαινόμενο θα το εξηγήσομε, άμα σκεφτούμε ότι τότε και τόσο εννοούμε 
τον  άλλο  άνθρωπο  (τον  πιο  κοντινό,  όπως  και  τον  πιο  μακρινό),  όταν  και  όσο  τον 
«σχηματίζομε» μέσα μας με τα υλικά και τον τρόπο που μας είναι οικεία από την προσωπική 
μας υφή και εμπειρία. Το ίδιο κ' εκείνος πρέπει να μας «φτιάξει» μέσα του, να μας «πλάσει» 
από  τα  στοιχεία  και  με  τη  δομή  που  ξέρει  καλά,  και  που  δεν  μπορεί  να  είναι  άλλα  από  τα 
στοιχεία  και  τη  δομή  τη  δική  του.  Το  «εξ  οικείων  τα  αλλότρια»  του  αρχαίου  αποφθέγματος 
αυτό θέλει να πει. Κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει το δικό της βάθος. Η κοινωνική αγωγή, για να 
κάνει  δυνατή  και  κατά  το  μέτρο  που  κάνει  δυνατή  την  ομαδική  συμβίωση,  προσπαθεί  και 
κατορθώνει  να  δημιουργήσει  απάνω  σ'  αυτό  τον  πυρήνα  μιαν  επιφάνεια,  μια  κρούστα  από 
«κοινούς» τρόπους συμπεριφοράς (η λέξη παρμένη στην πιο πλατειά και περιεκτικήν έννοιά 
της).  Αυτή  είναι  η  γέφυρα  που  μας  ενώνει  με  τους  συνανθρώπους  (με  όσους  συνυπάρχομε 
μέσα στον ίδιο φυσικό και κοινωνικό χώρο). Αλλά η επικοινωνία από τούτο το δρόμο δεν πάει 
πολύ βαθιά∙ όταν οι περιστάσεις της ζωής μας αναγκάσουν να πλησιάσομε τον άλλο άνθρωπο 
περισσότερο,  μπαίνει  αμέσως  στη  μέση  το  πρόβλημα  της  παραμέτρου  και  των 
συντεταγμένων... Αν δεν έχομε τη δική του ωριμότητα, τη δική του παιδεία, το δικό του ύφος 
ζωής, τη δική του ψυχική σύσταση, αν δεν συμπίπτουν ή δεν συγκλίνουν οι διαθέσεις και οι 
επιδιώξεις  μας,  οι  «γωνίες»  του  χαρακτήρα  και  τα  «μέτρα»  των  αξιολογήσεών  μας,  ούτε  να 
προσπελάσομε  τον  άλλο  μπορούμε,  ούτε  και  κείνος  μπορεί  να  μας  προσπελάσει,  και  ας 
χρησιμοποιούμε το ίδιο γεφύρι για την επικοινωνία μας. 

Πόσο  αληθινό  είναι  αυτό,  θα  βεβαιωθούμε  από  την  ακόλουθη  παρατήρηση:  Με  τον  καιρό, 
όπως  απομακρυνόμαστε  από  μερικούς  συντρόφους,  με  τους  οποίους  είχαμε  στενά, 
στενότατα  συνδεθεί,  έτσι  ερχόμαστε  κοντά,  πάρα  πολύ  κοντά  σε  άλλους  που  πριν  ποτέ  δεν 
είχαμε  φαντασθεί  ότι  θα  μπορούσαμε  να  τους  συναναστραφούμε,  να  τους  πιστέψομε,  να 
τους  αγαπήσομε.  «Ήτανε  λάθος  μου»  ή  «ήτανε  λάθος  του»,  λέμε  για  να  δώσομε  μιαν 
εξήγηση. Αλλά δεν πρόκειται για λάθος, ούτε φταίει εντελώς η «σύμπτωση» που δεν έδωσε 
τάχα ευκαιρίες καλύτερης γνωριμίας. Αλλού βρίσκεται η αιτία: ο ένας δεν είχε ακόμη φτάσει 

Digitized by 10uk1s 
στο επίπεδο και στα μέτρα του άλλου (από ανωριμότητα, έλλειψη καλλιέργειας κτλ., κτλ.). Γι' 
αυτό  τόσον  καιρό  δεν  μπορούσαν  να  «συναντηθούν»  και  να  γίνει  «διάφανος»  ο  ένας  στον 
άλλο.  Φυσικά,  για  να  κατορθωθεί  η  συνάντηση  και  ο  δεσμός,  κάτι,  και  μάλιστα  κάτι 
ουσιαστικό, θα είχαν ανέκαθεν κοινό και οι δύο. Αλλά τούτο δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει και 
αναπτυχθεί  (στον  ένα  ή  στον  άλλο,  ή  και  στους  δύο  μαζί),  ως  το  βαθμό  που  επιτρέπει  τη 
βαθύτερη συνεννόηση. Όταν η φόρτιση έφτασε στο σημείο της «επάρκειας» (αυτό πρέπει να 
γίνει και στους δύο όρους, όχι μόνο στον ένα), άστραψε ο ηλεκτρικός σπινθήρας και εγένετο 
φως... 

Ας  γυρίσομε  τώρα  στο  αρχικό  μας  θέμα.  Όταν  ο  συνάνθρωπος  που  έρχεται  να  τον 
συμβουλέψομε,  να  τον  διδάξομε  ή  να  τον  βοηθήσομε  σε  μιαν  ώρα  ανάγκης,  παραπονιέται 
λέγοντας: «Δεν μου έδωσες ό,τι σου ζητούσα» και φεύγει αποκαρδιωμένος, ένα από τα δύο 
συμβαίνει: Ή δεν μπορέσαμε ν' αντιληφθούμε τι του λείπει και  του δώσαμε  εκείνο που δεν 
ζητούσε.  Ή  πραγματικά  του  προσφέραμε  το  σωστό,  αλλά  αυτός  επήρε  μόνο  εκείνο  που 
μπορούσε να πάρει, και τούτο ήτανε λίγο ή τίποτα. Δεν τον καταλάβαμε δηλαδή, ή δεν μας 
κατάλαβε — κ' έτσι με όλη την προσπάθειά μας στάθηκε αδύνατο ο ένας να συναντηθεί με 
τον άλλο.  Μήπως άραγε  σε τέτοιες  περιπτώσεις δεν φταίει η  «πάστα» μας,  αλλά η έλλειψη 
«καλής θέλησης» από το ένα μέρος ή από το άλλο, ή και από τα δύο; Αναμφισβήτητα η καλή 
θέληση είναι προϋπόθεση βασική∙ αν δεν θέλω να βοηθήσω, ή δεν θέλεις να βοηθηθείς, πώς 
θα  πραγματοποιηθεί  η  επαφή  μας;  Το  πράγμα  είναι  φανερό  σε  ορισμένες  περιπλοκές. 
Πηγαίνομε λ.χ. να συμβουλευτούμε για μια δύσκολη προσωπική μας υπόθεση έναν άνθρωπο 
που εκτιμούμε για την ευθυκρισία και τη φρόνησή του, αλλά δεν είμαστε αποφασισμένοι να 
ακούσομε  τη  δική  του  γνώμη,  γιατί  στο  βάθος  εκείνο  που  επιθυμούμε  (κι  ας  μη  το 
ομολογούμε ούτε καν στον εαυτό μας) είναι να μας δώσει τη γνώμη που θέλομε. Εμείς έχομε 
ήδη  πάρει  την  απόφασή  μας  και  πηγαίνομε  με  την  ελπίδα  να  την  ιδούμε  επιβεβαιωνόμενη 
από  τον  άλλο...  για  να  μοιραστούμε  μαζί  του  ή  να  φορτώσομε  σ'  εκείνον  ολόκληρη  την 
ευθύνη,  αν  τύχει  και  πέσομε  έξω.  Συνένοχο  τον  θέλομε  το  σύμβουλό  μας,  όχι  οδηγό! 
Χρειάζεται λοιπόν απαραίτητα να θέλω να με καταλάβεις και να μου προσφέρεις τη βοήθειά 
σου.  Αλλά  η  θέληση  η  καλή  είναι  εδώ  «αναγκαία»  (όπως  τη  λέγουν  οι  μαθηματικοί),  όχι 
«επαρκής» συνθήκη. Μόνο με τη θέληση, δεν φτάνομε στη συνάντηση. Πρέπει και να μπορώ 
να  πάρω  από  σένα  αυτό  που  ζητώ  και  προθυμοποιείσαι  να  μου  δώσεις.  Σε  τελευταίαν 
ανάλυση, παίρνω ό,τι είμαι σε θέση να πάρω, όχι εκείνο που εσύ προσφέρεις. 

Υποθέσετε  τώρα  ότι  εκείνο  που  μου  προσφέρεται  στο  διάλογο  δεν  είναι  ένας  απλός 
άνθρωπος  ή  ένα  μικρό  κεφάλαιο  εσωτερικής  ζωής,  αλλά  ένας  μεγάλος  νους,  η  βαθειά  και 
σύνθετη  ψυχή  ενός  génie,  το  όνειρο  μιας  ανήσυχης,  άπληστης  φαντασίας,  το  πρόγραμμα 
δράσης  μιας  θέλησης  ηρωικής  και  ακατάβλητης,  το  πάθος  της  δημιουργίας  ενός  ευγενούς 
πνεύματος,  ο  οραματισμός  ενός  προφήτη,  η  αγωνία  ενός  πιστού  —  και  ακόμα  πιο 
αφηρημένα: μια υψηλή ιδέα, ένας βαθύς πόνος, μια αγιοσύνη, μια αρετή, μια αγάπη που δεν 
ανέχεται  περιορισμούς  και  μόνο  με  το  απόλυτο  συμβιβάζεται.  Τι  θα  πάρω  απ'  αυτό  τον 
εξαίσιο θησαυρό, αν τύχει και βρεθεί στο δρόμο μου; Ασφαλώς τόσο μόνο όσο μπορούν να 
σηκώσουν  οι  ώμοι  μου  χωρίς  να  πέσουν,  να  πιάσουν  τα  χέρια  μου  χωρίς  να  καούν,  να 
χωρέσει  η  ψυχή  μου  χωρίς  να  σπάσει...  Και  επειδή  τα  μέτρα  των  περισσοτέρων  μας  είναι 
μικρά,  πολύ  μικρά  για  τέτοια  μεγέθη,  ή  τίποτα  δεν  παίρνομε  και  προσπερνούμε,  ή  —  το 
χειρότερο — κατεβάζομε, ακρωτηριάζομε, ευτελίζομε το Υψηλό και το Μεγάλο σύμφωνα με 
τις  ασήμαντες  διαστάσεις  μας  και  η  μικροψυχία  μας  μετατρέπεται  σε  εχθρότητα  προς  ό,τι 
ξεπερνά  τη  δική  μας  κλίμακα.  Δεν  μπορούμε  να  αγνοήσομε  αυτό  που  μας  υπερβαίνει  και, 
επειδή μας πιέζει, το βρίζομε, το σαρκάζομε, το μισούμε... 

«Δεν  μπορείτε»  είπε  ένας  σοφός  της  μακρινής  Ανατολής  «να  μιλήσετε  για  ωκεανό  σ'  ένα 
βάτραχο του πηγαδιού (το πλάσμα μιας στενότατης σφαίρας). 

Digitized by 10uk1s 
Δεν μπορείτε να μιλήσετε για πάγο σ' ένα έντομο του καλοκαιριού (το πλάσμα μιας εποχής). 

Δεν μπορείτε να μιλήσετε για το Τάο [θεϊκό πνεύμα] σ' ένα δασκαλάκι∙ ο ορίζοντάς του είναι 
πολύ περιορισμένος». 

16 Απριλίου 1964. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ 

Η  «αδράνεια»  δεν  είναι  μόνο  φυσικός,  αλλά  και  ψυχολογικός  νόμος.  Κάθε  «σώμα»,  λέγει  η 
Φυσική,  μένει  στη  θέση  που  βρίσκεται  έως  ότου  μια  κάποια  δύναμη  το  αναγκάσει  να 
μετακινηθεί.  Και  τότε  όμως,  μόλις  πάψει  να  ενεργεί  αυτή  η  δύναμη,  ή  εξουδετερωθεί  από 
μιαν άλλη, σταματάει και μένει πάλι ασάλευτο. Το ίδιο συμβαίνει και στον ψυχικό μας κόσμο. 
Τείνομε  να  μένομε  «ακίνητοι»  στις  θέσεις  που  βρισκόμαστε  —  στους  τρόπους  της 
συμπεριφοράς που συνηθίσαμε, στις αντιλήψεις που έχομε σχηματίσει, στις πεποιθήσεις που 
αποκρυσταλλώσαμε, στα «όνειρα» που κάνομε, στους σκοπούς που επιδιώκομε, στην «ιδέα» 
που έχομε για τον εαυτό μας και για τους άλλους κ.ο.κ. Και πολύ δύσκολα μετατοπιζόμαστε 
απ'  αυτές  τις  θέσεις.  Πρέπει  να  ενεργήσουν  απάνω  μας  ισχυρές  δυνάμεις  για  ν'  αλλάξομε 
ψυχική  τοποθέτηση.  Αυτές,  ή  από  μέσα  μας  «δουλεύουν»,  ή  απ'  έξω  έρχονται  (από  την 
«κοινωνία  των  συνανθρώπων»)  και  μας  βρίσκουν.  Οι  εξωτερικές  ενεργούν  όχι  μόνο  απάνω 
μας,  αλλά  και  απάνω  σε  όλους  τους  ομοίους  μας  που  ζουν  μέσα  στον  ίδιο  (τοπικά  και 
χρονικά) κοινωνικό κόσμο. Αν άλλους από μας κατορθώνουν να «μετατοπίζουν» και άλλους 
τους  αφήνουν  ακίνητους,  ριζωμένους  στα  σχήματα  της  ζωής,  που  έχουν  γίνει  «δεύτερη 
φύση» τους (καθώς λέμε), αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ όλοι ανεξαίρετα υποταζόμαστε στο νόμο 
της  ψυχολογικής  αδράνειας,  καθένας  μας  τον  υφίσταται  σε  διαφορετικό  βαθμό.  Άλλος 
περισσότερο  και  άλλος  λιγότερο.  Ανάλογα  με  την  ψυχική  του  «υφή».  Αυτή  ορίζει  την 
ανταπόκριση που  θα  βρουν μέσα του  οι παρορμήσεις,  ή οι επηρεασμοί που θα δεχτεί,  ή οι 
νέες σκέψεις, συγκινήσεις, εφέσεις που θα γεννηθούν μέσα στην ψυχή του και θα αρχίσουν 
τη διάβρωση του εσωτερικού του «καθεστώτος» για να επιφέρουν την ανατροπή του. 

Όλα αυτά μπορούμε να τα συνοψίσομε με μιαν απλή φράση: ο άνθρωπος είναι αιχμάλωτος 
των  έξεών  του.  Και  έξη  θα  ονομάσομε  σ'  αυτή  την  περίπτωση  κάθε  παγιοποιημένο  τρόπο 
συμπεριφοράς  —εξωτερικής  ή  εσωτερικής.  Η  έξη  είναι  ασφαλώς  ένα  πολύτιμο  προϊόν  του 
ψυχοφυσιολογικού  μηχανισμού.  Με  την  ομοιόμορφη  επανάληψη  μια  συμπεριφορά 
αυτοματοποιείται∙ γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, μόνη της, χωρίς ν' απασχολείται με αυτήν το 
ψυχικό κέντρο. Έτσι το κέντρο τούτο απελευθερώνεται από πολύ φορτίο και μπορεί να ασκεί 
τη  δραστηριότητά  του  εκεί  μόνο  όπου  η  παρέμβασή  του  είναι  απαραίτητη,  δηλαδή  στις 
αποφασιστικές  στιγμές  της  ζωής.  Υποθέσετε  ότι  δεν  είχαμε  προικιστεί  με  την  ικανότητα  να 
κάνομε μηχανικά πολλές και ποικίλες «πράξεις», αλλά κάθε φορά έπρεπε να συλλογιζόμαστε 
και  να  σχεδιάζομε  και  ν'  αποφασίζομε  τι  θα  κάνομε  ή  πώς  θα  το  κάνομε  —  το  ψυχικό  μας 
κέντρο θα ήταν αδύνατο να σηκώσει τόσο φορτίο και κατ' ανάγκη η ζωή μας θα στένευε και 
θα  φτώχαινε  σε  απίστευτο  βαθμό.  Μπορείτε  να  φαντασθείτε  ότι  ένα  τόσο  περιορισμένης 
δραστηριότητας ον θα ήταν ικανό να δημιουργήσει ένα πολυσύνθετο πολιτισμό σαν το δικό 
μας  και  να  ζει  τη  δική  μας  πολύτροπη  ζωή;  Αυτό  έγινε  και  γίνεται  δυνατόν,  επειδή  άπειρα 
πράγματα μπορούμε να τα κάνομε μηχανικά, χωρίς να τα «περνούμε από το νου μας». 

Έξεις  διαμορφώνονται  όχι  μόνο  σε  ό,τι  πράττομε,  αλλά  και  σε  ό,τι  σκεπτόμαστε, 
συναισθανόμαστε  ή  επιθυμούμε.  Αυτές  είναι  οι  πιο  σημαντικές  —  και  οι  πιο  επικίνδυνες. 
Γιατί πρέπει αμέσως κιόλας να σημειωθεί ότι όσο χρήσιμος είναι για την οικονομία της ζωής ο 
αυτοματισμός  αυτού  του  είδους,  τόσο  και  επιζήμιος  μπορεί  να  γίνει  στον  άνθρωπο.  Τον 
δεσμεύει  και  τον  κάνει  σκλάβο  σε  σχήματα  που  με  τον  καιρό  στερεοποιούνται,  αποκτούν 
φοβερή δυσκαμψία και τόσο μεγάλη περιοριστική δύναμη, ώστε δεν μπορεί να λυτρωθεί απ' 
αυτά. Και αν επιτέλους πρόκειται για κοινές πράξεις της καθημερινής ζωής (του εθίμου, της 
ετικέτας,  του  πρωτοκόλλου  κ.ο.κ.)  εκείνο  που  κινδυνεύει  να  πάθει  όποιος  τηρεί  τα 
καθιερωμένα  με  την  τυπική  ακρίβεια  της  «αστόχαστης»  μηχανής,  είναι  να  γίνει  το  πολύ 
αντικείμενο  περιέργειας  ή  κοροϊδίας.  Αντίθετα,  ολέθριες  γίνονται  οι  έξεις  στην  περιοχή  των 
ιδεών. Εδώ έχει τη θέση του το μεγάλο και σκοτεινό κεφάλαιο των προλήψεων, που αρχίζει 
από  τις  δεισιδαιμονίες  και  τελειώνει  στις  «ιδεολογίες»  όλων  των  αποχρώσεων.  Όχι  μόνο 

Digitized by 10uk1s 
κοινοί, αλλά και σπουδαίοι άνθρωποι αιχμαλωτίζονται μέσα σ' αυτά τα ανελαστικά σχήματα 
και δεν μπορούν πια ν' απαλλαγούν από την επιβολή τους. Γίνονται με τον καιρό ανίκανοι να 
αντιλαμβάνονται,  να  κρίνουν,  να  συγκινούνται,  να  επιθυμούν  έξω  απ'  αυτά.  Ο  νόμος  της 
ψυχολογικής  αδράνειας  τους  έχει  καθηλώσει.  Και  για  να  δικαιολογήσουν  την  υποδούλωσή 
τους,  επικαλούνται  εκ  των  υστέρων  τη  ζωτική  χρησιμότητα,  ή  την  αναπότρεπτη  ανάγκη,  να 
έχει κανείς μια καλή «στέγη», όπου μπορεί να είναι ήσυχος και ασφαλής. Δεν ομολογούν ότι 
η έξοδος απαιτεί φαντασία, τόλμη, αποφασιστικότητα, κόπους, ανάληψη ευθυνών, αποδοχή 
θυσιών  κτλ.  κτλ.  Δεν  παραδέχονται  ότι  μένουν  όπου  βρίσκονται,  επειδή  απλώς  εκεί 
«βολεύονται»∙  η  στέγη  τους  αποφέρει.  Ή  ότι  πιστεύουν  όσα  πιστεύουν,  γιατί  έτσι 
απολαμβάνουν ανενόχλητοι τα αγαθά μιας οκνηρής ζωής∙ οι πρωτοβουλίες κοστίζουν ακριβά. 
—  Οι  καινοτόμοι  τους  εξοργίζουν.  Τους  φοβούνται.  Τους  προκαλούν  συναισθήματα  ενοχής, 
τύψεις. Επειδή σκέπτονται ή πράττουν αυτό που εκείνοι δεν έχουν τη διάθεση ή τη δύναμη να 
σκεφτούν  ή  να  πράξουν.  Επειδή  πανε  να  υπερνικήσουν  την  αδράνεια  που  αυτούς  τους  έχει 
εξουθενώσει. 

«Μη  κινείς  τα  καλώς  κείμενα»  είναι  το  έμβλημα  των  θυμάτων  της  ψυχολογικής  αδράνειας. 
Στη βάση του υπάρχει ένας συλλογισμός ατελής, και κατά τη μορφή και κατά το περιεχόμενο. 
«Τα  καθιερωμένα  έχουν  καλά  καθιερωθεί.  Εάν  τα  μετακινήσεις,  θα  τα  χαλάσεις.  Δέξου  τα 
λοιπόν και ησύχασε». Έτσι, φυσικά, δεν μπορεί να πάει ποτέ μπροστά ο κόσμος. Και η ιστορία 
δεν θα είναι πια πορεία προς νέες μορφές ζωής, αλλά σημειωτόν, ακινησία σε σχήματα που 
τα έχει κάνει αυτονόητα η συνήθεια. Ό,τι κείται, δεν κείται πάντοτε καλώς. Ίσως σε άλλο τόπο 
και χρόνο, σε άλλους όρους ιστορικούς, να είχε το νόημα, την αξία, τη σκοπιμότητά του. Εδώ 
και  σήμερα,  πάλι  μπορεί  να  το  έχει.  Αλλά  τούτο  δεν  είναι  βέβαιο  από  το  γεγονός  και  μόνο 
ότι... κείται. Επομένως, πρώτα πρέπει να απελευθερωθεί κανείς με τη σκέψη από την επιβολή 
του, για να διερευνήσει το νόημα, να ελέγξει την αξία, να ζυγίσει τη σκοπιμότητά του. Και αν 
βεβαιωθεί  ότι  η  κίνηση  της  ιστορίας  άδειασε  το  σχήμα  τούτο  από  κάθε  ουσιαστικό 
περιεχόμενο, μπορεί και οφείλει με την πράξη να το εγκαταλείψει, για να αναζητήσει άλλο. 

Παραλλαγή του ίδιου εμβλήματος (πολύ πιο παραπειστική όμως, γιατί διατυπώνεται με μια 
σοβαροφανή  φιλοσοφική  αφαίρεση)  είναι  η  συμβουλή:  «Μην  αγωνίζεσαι  αδίκως∙  ο  χρόνος 
θα λύσει το ζήτημα». Κάθε φορά που οξύνεται ένα πρόβλημα και καλεί να το προσπελάσομε 
αποφασιστικά  και  να  επιδιώξομε  (με  επιμονή,  με  μόχθο,  με  θυσίες)  μια  ριζική  λύση  του,  η 
αδράνεια  φοράει  το  προσωπείο  της  φρόνησης  και  μας  αποτρέπει:  «Προς  τι  τόσο  πάθος, 
τέτοια πάλη, τόση ανυπομονησία;  Το  ζήτημα θα το λύσει ο χρόνος!». Τι πράγμα είναι όμως 
αυτός  ο  «χρόνος»  που  θα  δώσει  τη  λύση;  Όταν  λέμε,  με  μια  γραφική  προσωποποίηση:  «ο 
χρόνος  γιατρεύει  τις  πληγές,  αμβλύνει  τα  μίση,  φέρνει  τη  λήθη  της  ντροπής  κτλ.  κτλ.»,  η 
φράση μας έχει νόημα. Οι συναισθηματικές περιπλοκές με τον καιρό χάνουν την έντασή τους, 
όταν  δεν  έχουν  φτάσει  σε  μεγάλο  ψυχικό  βάθος  (οπότε  δυναμώνουν,  αντί  να  εξασθενούν), 
και η χάλαση φέρνει πάλι τη γαλήνη στην τρικυμισμένη συνείδηση του ανθρώπου. Πώς είναι 
δυνατόν  όμως  το  πέρασμα  του  χρόνου,  απλώς  ως  αόριστη  διάρκεια  και  με  αυτή  μόνο  την 
ιδιότητά  του,  να  λύσει  ένα  ζήτημα  —πολιτικό,  οικονομικό,  εκπαιδευτικό  κτλ.—  ερήμην  του 
ανθρώπου  ή  των  ανθρώπων  που  θα  το  πιάσουν  στα  χέρια  τους  και  θα  το  βγάλουν  έως  την 
άκρη;  Όχι  μόνο  ως  φυσικό,  αλλά  και  ως  ιστορικό  μέγεθος  ο  χρόνος  είναι  ο  τρόπος  με  τον 
οποίο  ενεργούν  (όταν  και  όσο  ενεργούν)  οι  δρώσες  δυνάμεις.  Άμα  σταυρώσομε  τα  χέρια, 
μπορεί ο «χρόνος» να λύσει ένα πρόβλημα που μας αφορά; Πολλές φορές βέβαια συμβαίνει 
να αλλάζουν σιγά ‐ σιγά ή απότομα οι αντικειμενικοί όροι χωρίς την παρέμβασή μας, και ένα 
ζήτημα που είχε αναστατώσει τη ζωή μας, να χάνει αίφνης την οξύτητά του και να μπαίνει στο 
περιθώριο. Αλλά και τότε δεν είναι ο χρόνος (ως ποσόν που εκφράζει διάρκεια) που έδωσε το 
αποτέλεσμα.  Τούτο  το  έφεραν  με  την  ενέργειά  τους,  τη  φανερή  ή  την  κρυφή,  ορισμένες 
δρώσες δυνάμεις (προσωπικές αλλά και απρόσωπες) που δεν τις είχαμε προβλέψει για να τις 
αντιμετωπίσομε.  Σε  τελευταίαν  ανάλυση,  εμείς  με  τη  δραστηριότητα  ή  την  αδράνειά  μας 
δίνομε στον παράγοντα χρόνος το θετικό ή το αρνητικό νόημά του. Κάθε λοιπόν απόπειρα να 

Digitized by 10uk1s 
αναθέτομε  στο  πλάσμα  χρόνος  το  δύσκολο  έργο  που  πρέπει  εμείς  να  αναλάβομε  για  να 
λύσομε  τα  προβλήματά  μας,  είναι  κατά  βάθος  φυγή  από  την  ευθύνη.  Και  πρόσχημα  για  να 
δικαιολογήσομε την απραξία μας. 

14 Μαρτίου 1964. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 

Έγινε κοινός τόπος στα αποφθέγματά μας να μιλούμε με περιφρόνηση για τη μνήμη. Βαστάζο 
του πνεύματος την αποκαλούμε, που μεταφέρει στις αποθήκες της ψυχής όσα αποθησαυρίζει 
η πείρα, τα συντηρεί όπως ‐ όπως και τα ξανακουβαλάει πάλι «απάνω» άμα τα χρειαστεί το 
«αφεντικό»:  ο  νους...  Δουλειά  μηχανική,  χειρωνακτική,  βάναυση,  συγκρινόμενη  προς  τις 
άλλες «δημιουργικές» λειτουργίες του συνειδησιακού βίου: τη φαντασία, και προπάντων την 
κρίση. 

Αυτή την τελευταία την τοποθετούμε  συνήθως στην κορυφή της ιεραρχίας. «Πνεύμα θα  πει 


πρώτα κρίση, δεύτερο κρίση και τρίτο πάλι κρίση» — αποφαίνονται δογματικά οι λεγόμενοι 
ειδήμονες.  «Τι  να  την  κανείς  τη  μνήμη;  Ο  άνθρωπος  ‐  λεξικό  δεν  αξίζει  τίποτα.  Πώς  τα  έχει 
μαζεμένα  στο  κεφάλι  του  τόσα  πράγματα,  τι  έχει  να  κερδίσει;  Η  ζωή  δεν  επαναλαμβάνεται, 
για  ν'  ανασύρεις  από  το  παραφορτωμένο  συρτάρι  μια  συνταγή  έτοιμη,  και  μ'  αυτήν  ν' 
αντιμετωπίσεις  αποτελεσματικά  την  κατάσταση.  Κάθε  τόσο  βρίσκεσαι  μπροστά  σε  νέα 
δεδομένα  που  μεταβάλλουν  εντελώς  την  υφή  του  προβλήματος.  Και  εκείνο  που  σου 
χρειάζεται  είναι  φαντασία  για  να  κατασκευάσεις  νέους  συνδυασμούς,  και  κρίση  για  να 
ανακαλύψεις και να θεμελιώσεις τη λύση». — Δεν σταματούν μάλιστα έως εδώ οι πρακτικοί 
ψυχολόγοι  μας.  Προχωρούν  και  σε  διδακτικές  παραινέσεις  και  οδηγίες:  Μη  φορτώνετε, 
λέγουν,  τη  μνήμη  των  παιδιών  με  πράγματα  που  αργά  ή  γρήγορα  θα  τα  ξεχάσουν.  Η 
«μάθηση» στο σχολείο εξακολουθεί να γίνεται όπως τότε που δεν είχε ακόμη ανακαλυφτεί η 
Τυπογραφία  και  δεν  υπήρχαν  εγκυκλοπαιδείες.  Σήμερα  η  αποθήκη  του  πνεύματος  είναι  το 
βιβλίο. Εκεί βρίσκει ο νους ό,τι του χρειάζεται. Γιατί λοιπόν να ταλαιπωρούμε το μυαλουδάκι 
των  παιδιών  μας  με  την  απομνημόνευση;  Ας  αφήσομε  δροσερή  και  ελεύθερη  πάντοτε  την 
ψυχή του να φαντάζεται και να κρίνει. Είναι σπατάλη ασυχώρετη να φθείρομε το χρόνο και 
τις  δυνάμεις  του  με  δουλειές  βάναυσες  που  μπορεί  να  τις  κάνει  ένας  συντηρητής  ‐  μηχανή, 
όπως το εγκυκλοπαιδικό λεξικό... 

Στις αποτιμήσεις και στις συστάσεις αυτές υπάρχει τόση αλήθεια όση και πλάνη. Η φρόνηση 
λοιπόν συμβουλεύει το ξεκαθάρισμα. Ας αρχίσομε από μερικές πολύ γενικές παρατηρήσεις. 

Όπως  μοίρασε  τον  αδιαίρετο  φυσικό  χώρο  σε  οικόπεδα  και  έκοψε  τα  πυκνά  δάση  με 
μονοπάτια, έτσι και στην περιοχή του ψυχικού κόσμου ο άνθρωπος, για να βάλει «τάξη» και 
να βρει την «ευκολία» του, ξεχώρισε δυνάμεις ή λειτουργίες λίγο ως πολύ αυθύπαρκτες. Και 
είπε,  χαράζοντας  αδρές  γραμμές  με  χρωματικά  μολύβια  απάνω  στο  χάρτη  της  ψυχής:  εδώ 
είναι τα διαμέρισμα της «γνώσης», εκεί της «συγκίνησης» και παραπέρα της «επιθυμίας». Το 
καθένα  έχει  και  τις  επαρχίες  του.  Στο  διαμέρισμα  της  γνώσης,  αλλού  βρίσκεται  η  μνήμη, 
αλλού  η  φαντασία∙  αλλού  η  αντίληψη,  αλλού  η  κρίση.  Και  ούτω  καθεξής.  Έτσι  εκείνος  που 
πρωτοβλέπει  το  διάγραμμα  σχηματίζει  την  εντύπωση  ότι  της  ψυχής  οι  δυνάμεις  ή  οι 
λειτουργίες  υπάρχουν  και  δρουν  σαν  αυθυπόστατες  εξουσίες,  που  η  καθεμιά  τους  έχει  τη 
δική της «σφαίρα επιρροής», το δικό της καθεστώς, την πολιτική και τη σημαία τη δική της... 
Αλλίμονο!  το  σχήμα  τούτο  (που  οι  ιστορικές  του  ρίζες  πηγαίνουν  πολύ  μακριά,  έως  τον 
πλατωνικό  «δίφρο  της  ψυχής»  και  ακόμα  παραπέρα)  δεν  είναι  απλώς  ανακριβές,  αλλά 
παραπειστικό.  Στην  πραγματικότητα  ο  ψυχικός  βίος  είναι  ενιαίος  και  αδιαίρετος,  μια  ροή  ή 
ένα ύφασμα, όπου «αισθάνεσθαι» και «νοείν», «φαντάζεσθαι» και «συγκινείσθαι», «κρίνειν» 
και «επιθυμείν» συνυπάρχουν κάθε στιγμή σαν αποχρώσεις του ίδιου βασικού τόνου, που η 
μια  κλείνει  μέσα  της  την  άλλη,  και  μεταβαίνει  προς  την  άλλη,  αρχίζει  ή  αποτελειώνεται  δια 
της άλλης. 

Και επειδή για τη μνήμη μιλούμε, ας αφήσομε τις άλλες λειτουργίες και ας επιχειρήσομε να 
δείξομε με απλά παραδείγματα πόσο  το ψυχικό ύφασμα περιέχει από τη μια του άκρη  έως 

Digitized by 10uk1s 
την άλλη το νήμα της μνήμης, στημόνι του φανερό ή κρυφό. «Βλέπομε» κατά κανόνα εκείνα 
που  «μάθαμε  να  βλέπομε».  «Ακούμε»  αυτά  που  «ασκηθήκαμε  ν'  ακούμε».  «Γευόμαστε»  ή 
«μυρίζομε»  ό,τι  «συνηθίσαμε»  να  δεχόμαστε  και  να  σημασιολογούμε  με  τη  γεύση  ή  με  την 
όσφρηση,  κτλ.  Αίσθηση  αμιγής  δεν  υπάρχει  παρά  σα  μια  οριακή  κατάσταση.  Πάντοτε 
παρεμβαίνει  η  μνήμη  με  τα  θησαυρίσματά  της  και  ουσιώνει  την  εντύπωση.  Με  την  ίδια 
διαδικασία φτάνομε σ' εκείνο που ονομάζομε «παρατηρώ» ή «καταλαβαίνω». Το αντικείμενο 
είναι  πάντοτε  «ντυμένο»  για  την  παρατήρησή  μας∙  ντυμένο  με  μνημονικές  εικόνες  που 
ανασύρονται  από  τα  βάθη  της  συνείδησης  με  τη  δική  τους  κίνηση  και  εμπλουτίζουν  την 
εντύπωση  για  να  την  κάνουν  αυτή  που  είναι.  Χωρίς  τη  συνδρομή  (την  αυτόματη  και 
αναπόφευκτη) της μνήμης, το τριαντάφυλλο δεν έχει το «χρώμα που έχει για τα μάτια μας», η 
μπάλα δεν έχει το «βάρος που έχει για τα χέρια μας», το ποτό δεν έχει τη μυρωδιά ή τη γεύση 
«που  έχει  για  τη  μύτη  και  για  τη  γλώσσα  μας».  Πώς  θα  «καταλαβαίναμε»  τι  σημαίνει  το 
χαμόγελο  που  σχεδιάζεται  απάνω  στο  αγαπημένο  πρόσωπο  ή  η  χειρονομία  που  μας 
απευθύνει  ο  προϊστάμενος  του  γραφείου,  αν  δεν  ερχότανε  αμέσως  οδηγός  μας  η  μνήμη  να 
μας διδάξει πώς να εξηγήσομε το πρώτο και να αντιδράσομε στη δεύτερη: Χωρίς τη μεγάλη 
δεξαμενή της μνήμης πώς θα μπορούσε να δροσιστεί η φαντασία και να οργώσει η κρίση; 

Όταν εδώ και σαράντα τόσα χρόνια έκανε τα πειράματά του με τους περίφημους χιμπατζήδες 
του ζωολογικού κήπου του Βερολίνου ο καθηγητής W. Köhler, ξαφνιάστηκε από το ανέλπιστο 
γεγονός  ότι  οι  φαιδρές  αστοχίες  των  ανθρωποειδών  στη  λύση  απλών  «προβλημάτων» 
οφείλονταν όχι στην αδυναμία της κρίσης, αλλά στη φτώχεια της μνήμης τους. Ορθότερα: σε 
μιαν  αναπηρία  διανοητική  που  την  προκαλούσε  η  μνημονική  τους  ανεπάρκεια.  Δεν 
μπορούσαν να «συγκρατήσουν» μιαν επίπονη κατάκτησή τους, ούτε να «ενεργοποιήσουν τη 
θύμησή της», για ν' αντιμετωπίσουν σωστά μια νέα παραλλαγή του προβλήματος. Με άλλους 
λόγους: ο νερόμυλος σα μηχανισμός δούλευε καλά, αλλά νερό στο αυλάκι δεν χωρούσε πολύ 
για να τον κινήσει. (Η κριτική που έγινε στα πορίσματα του Köhler, έδειξε ότι τα ζώα έχουν όχι 
φτωχότερη  ή  ισχνότερη,  αλλά  άλλου  είδους,  διαφορετική  μνήμη  από  τον  άνθρωπο.  Η 
διόρθωση όμως αυτή δεν αλλάζει τη θέση μας. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη το κακό 
αποτέλεσμα  έρχεται  από  μιαν  ιδιορρυθμία  όχι  τόσο  της  κρίσης,  όσο  της  μνήμης).  —  Γιατί 
όμως  να  πάμε  μακριά  από  τον  ανθρώπινο  κόσμο  για  να  τεκμηριώσομε  την  αλήθεια  μας; 
Άπειρα περιστατικά της καθημερινής ζωής μας βεβαιώνουν ότι σιγουριά στο βίο, ευστάθεια 
και  θάρρος  μόνο  η  πείρα  μπορεί  και  δίνει.  Και  πείρα  είναι  η  γεμάτη  από  ωφέλιμο  φορτίο 
μνήμη.  Πολλοί  ναυάγησαν  όχι  γιατί  δεν  «έκοβε»  το  μυαλό  τους,  ούτε  επειδή  τους  έλειψε  η 
καλή  πρόθεση,  αλλά  γιατί  οι  αποθήκες  της  μνήμης  τους,  την  ώρα  του  μεγάλου  λιμού, 
βρέθηκαν αδειανές. 

Εκείνο που χαρακτηρίζει — περισσότερο ίσως από κάθε άλλο γνώρισμα — τον άνθρωπο είναι 
ότι ξέρει και είναι ικανός ν' αποταμιεύει και να συντηρεί τη χαρά και τον πόνο του, την ηδονή 
και την οδύνη του. Χάρη σ' αυτό το προνόμιο, όπως μπορεί να συντρίβεται από τη δυστυχία, 
έτσι μπορεί να γεύεται την ευτυχία, όχι σα μια στιγμιαία, διαβατική και εφήμερη απόλαυση, 
αλλά  σα  μια  μόνιμη,  βέβαιη  και  ατελείωτη  ευλογία.  Μόνο  με  τη  μνήμη  η  ντροπή  και  η 
μεταμέλεια  παίρνουν  ανθρώπινο  νόημα  και  ηθική  διάσταση  —  γίνονται  δηλαδή  τύψη.  Έτσι 
και  με  τη  μνήμη  πάλι  οι  μεγάλες  χαρές  της  ζωής  σώζονται  από  του  χρόνου  τη  φθορά  και 
φτάνουν  στο  πλήρωμά  τους  —  γίνονται  δηλαδή  λύτρωση.  Το  ζώο,  το  παιδί,  ο  ηλίθιος  πολύ 
λίγο  (και  πολύ  λίγα)  θυμούνται∙  γι'  αυτό  είναι  τόσο  φτωχή  και  μονοδιάστατη  η  ζωή  τους.  Ο 
άνθρωπος  ο  στοχαστικός  και  ευαίσθητος,  ο  ώριμος  και  καλλιεργημένος  θυμάται  πολύ  (και 
πάρα  πολλά)∙  όλα  τα  κουβαλάει  μέσα  του  και  τα  χαϊδεύει,  με  στοργή  και  με  καρτερία,  και 
τρέφεται απ' αυτά. Το ζώο (και όσοι βρίσκονται πλησιέστερα προς αυτό) γνωρίζει τη φυσική 
ηδονή, το φυσικό πόνο, που είναι βιώματα φευγαλέα — ακριβώς γιατί λησμονεί αμέσως. Ο 
άνθρωπος αξιώθηκε να γνωρίσει την ηθική χαρά και την ηθική οδύνη —επειδή δεν λησμονεί. 
Μαρτύριο λοιπόν είναι η μνήμη, αλλά και χάρισμα. Ας φειδωλεύεται η ζωή τα αγαθά της∙ ας 
διαψεύδει  τις  υποσχέσεις  της∙  ας  βάζει  σε  δοκιμασία  την  υπομονή,  τη  φιλοτιμία,  την 

Digitized by 10uk1s 
εντιμότητά μας — τα λιγοστά που μας χαρίζει μπορούμε να τα πολλαπλασιάσομε, όταν σαν 
τιμαλφή  τα  αποθησαυρίζομε  στη  μνήμη  μας  και  τα  αναπολούμε  στις  δύσκολες  ώρες  της 
μοναξιάς και της ερημίας. 

11 Ιουνίου 1964. 

Digitized by 10uk1s 
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ 

Τη  μνήμη  εγκωμιάσαμε,  του  πνεύματος  το  «βαστάζο»,  στο  προηγούμενο  άρθρο.  Αλλά  ποια 
μνήμη;  —  Αυτό  μένει  να  διευκρινίσομε,  για  να  ολοκληρώσομε  του  θέματος  την  εξέταση. 
Υπάρχει από το ένα μέρος η μνήμη της επιφάνειας, και από το άλλο η μνήμη του βάθους. Η 
πρώτη  αποθηκεύει  ό,τι  της  προσφέρεται  χωρίς  διάκριση,  χωρίς  κατάταξη,  χωρίς  συσχέτιση, 
με  του  εσωτερικού  κόσμου  τους  αρμούς∙  αποδελτίωση  λεξικογραφική,  υπόγειο  μουσείου, 
σωρός. Η άλλη είναι εκλεκτική, δύσκολη, στοχαστική. Κρατάει με επιμονή, με προσήλωση, με 
πάθος, μόνον ό,τι είναι άξιο και σοβαρό, ό,τι έχει ουσία ζωής. Αυτό που μπορεί και πρέπει να 
διηθηθεί μέσ' από τους πόρους της  ψυχής για να  φτάσει  έως τις βαθειές ρίζες της, να γίνει 
ένα  με  μας,  μοίρα,  πεπρωμένο  μας.  Η  μνήμη  της  επιφάνειας  περιμαζεύει.  Η  μνήμη  του 
βάθους αποθησαυρίζει. Ό,τι συντηρεί η πρώτη μπορεί να μην είναι άχρηστο, αλλά η αξία του 
δεν είναι σύμμετρη με τον όγκο του. Αντίθετα: όσο βαρύ είναι της δεύτερης το φορτίο, τόσο 
είναι και ωφέλιμο. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ο ίδιος ίσως μηχανισμός δουλεύει. 
Αλλά  πόσο  διαφορετικό  το  αποτέλεσμα.  Εκεί  τα  «προϊόντα»  είναι  απλές  εικόνες, 
μονοδιάστατες, που αποτυπώνονται, θαρρείς, απάνω σε μια λεπτή ταινία ατελείωτη, μακριά, 
αλλά  χωρίς  πάχος.  Εδώ  η  κίνηση  έχει  φορά  κατακόρυφη.  Όσα  αξιώνονται  να  μείνουν 
μπαίνουν βαθιά και εμποτίζουν ολόκληρη την υπόστασή μας, γίνονται πείρα ζωής. Βιώματα, 
όχι εικόνες. 

Δεν χρειάζεται, νομίζω, δήλωση ρητή, για να εννοήσει ο αναγνώστης της στήλης ότι η μνήμη 
που  εγκωμιάσαμε  στο  προηγούμενο  άρθρο,  είναι  η  μνήμη  του  βάθους,  όχι  η  μνήμη  της 
επιφάνειας. Εκείνη που κατασταλάζει μέσα μας και ουσιώνει την προσωπικότητά μας με τους 
θησαυρούς της∙ όχι αυτή που σωριάζει όπου τύχει τα μαζέματά της και δεν αφήνει το πνεύμα 
να  κινείται  ελεύθερα  στους  δρόμους  του.  Όταν  η  σύγχρονη  Διδακτική  κάνει  έκκληση  στο 
φωτισμένο δάσκαλο να μην κακομαθαίνει ούτε να καταπονεί το πνεύμα των παιδιών με την 
«απομνημόνευση»  πραγμάτων  (λέξεων,  κανόνων,  χρονολογιών,  τύπων  κ.ο.κ.),  παρά  να  τα 
οδηγεί  πώς  να  χρησιμοποιούν  σωστά  και  γρήγορα  τα  έντυπα  μέσα  (λεξικά,  εγχειρίδια, 
εγκυκλοπαιδείες, χάρτες κ.τ.λ.) για να βρίσκουν ό,τι τους χρειάζεται, τη μνήμη της επιφάνειας 
καταδικάζει,  όχι  τη  μνήμη  του  βάθους.  Η  ζωή  έχει  σήμερα  μεγάλες  απαιτήσεις  από  τον 
άνθρωπο.  Του  ζητεί  να  γνωρίζει  πολλά,  παραπολλά.  Αν  όμως  τον  υποχρεώσομε  όλα  να  τα 
συντηρήσει  με τη μνήμη, θα  αχρηστέψομε αυτό το λεπτό και  πολύτιμο όργανο που λέγεται 
νους. Γιατί παραφορτωμένος ο νους δεν μπορεί να κινηθεί ελεύθερα. Και ο συνεχής κάματος 
θα φθείρει τις δυνάμεις του και θα τον οδηγήσει στην αναπηρία. Έχει άλλωστε σημειωθεί ότι 
η  ίδια  η  Φύση  αντιδρά  στο  παραφόρτωμα  της  επιφανειακής  μνήμης:  αμύνεται  με  τη  λήθη. 
Πέρ'  από  ένα  ορισμένο  σημείο  ο  φορτισμένος  ζυγός  ανατρέπεται  μόνος  του  και  πετάει  τα 
βάρη.  Ευτυχώς  που  ο  άνθρωπος  (ο  πολιτισμένος  περισσότερο  από  τον  πρωτόγονο)  έχει  την 
ικανότητα να λησμονεί — παρατηρεί ένας ψυχολόγος. Θα είχε συνθλιβεί το πνεύμα του από 
όσα το αναγκάζομε να σηκώσει. Γι' αυτό και μόνο του αυτό το πεισματάρικο και έξυπνο ζώο, 
όταν  κάνομε  κατάχρηση  της  αντοχής  του,  τινάζει  από  πάνω  του  τους  σάκκους  που  του 
φορτώσαμε και ελευθερώνεται... 

Το πιο πρόχειρο γνώρισμα που μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως τη μνήμη της επιφάνειας από τη 
μνήμη  του  βάθους  είναι  τούτο:  ό,τι  περιμαζεύομε  με  την  πρώτη  είναι  «ξένο»∙  ό,τι 
αποταμιεύομε με τη δεύτερη γίνεται «δικό» μας. Υπάρχει στην ανάμνηση ένας τόνος που μας 
κάνει  αμέσως  να  αισθανόμαστε  ότι  εδώ  δεν  έχομε  μιαν  απλή  μνημονική  παράσταση,  αλλά 
ένα  βίωμα  προσωπικό.  Μας  έχουν  αφηγηθεί  ή  έχομε  διαβάσει  γεγονότα  συνταραχτικά  που 
χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη μας και συχνά τα αναπολούμε ζωηρά. Υπό ομαλές συνθήκες δεν 
κάνομε ποτέ λάθος ως προς την ψυχική τους ποιότητα: μας τα είπαν ή τα διαβάσαμε∙ δεν τα 
ζήσαμε,  άλλοι  τα  έζησαν  εμείς  με  τη  φαντασία  μας  τα  έχομε  οικειωθεί,  δεν  είναι  δική  μας 
εμπειρία. Οι προσωπικές αναμνήσεις έχουν άλλο χαρακτήρα. Ακόμη και στην περίπτωση που 

Digitized by 10uk1s 
έχουν  ταφεί  στα  σκοτεινά  βάθη  της  ψυχής,  που  έχουν  σκεπαστεί  από  μεγάλες  προσχώσεις 
άλλων συμβάντων, μια «οικειότητα» τις ξεχωρίζει από τις κοινές μνημονικές εικόνες. Μόλις η 
πρόθεσή μας, ή μια τυχαία σύμπτωση τα ανασύρει στην επιφάνεια, τις αισθανόμαστε «δικές 
μας». Όχι, αυτά τα «γεγονότα» δεν τα διαβάσαμε σε βιβλίο, δεν μας τα είπαν άλλοι∙ εμείς τα 
ζήσαμε, είναι δική μας περιπέτεια, δική μας συγκίνηση, καημός δικός μας. — Πώς το νιώθομε 
αυτό;  Ανάσκητοι  καθώς  είμαστε  οι  περισσότεροι  στην  ανίχνευση  του  ψυχικού  κόσμου,  δεν 
μπορούμε  να  προσδιορίσομε  πώς  διακρίνομε  τις  απλές  μνημονικές  παραστάσεις  από  τις 
αναμνήσεις, τις «εικόνες» από τα βιώματα. Όμως κανείς δεν γελιέται (εκτός εάν βρίσκεται σε 
ανώμαλη ψυχική κατάσταση — όπως λ.χ. συμβαίνει στον ταραγμένο ύπνο, στον πυρετό ή στη 
μέθη): οι πρώτες είναι κάτι «αλλότριο» μέσα στο ψυχικό μας σύμπαν, ενώ τα δεύτερα είναι 
δικά  μας,  πολύ  δικά  μας  —  μας  εγγίζουν  αλλιώτικα,  μας  συγκινούν  διαφορετικά,  μας 
ερεθίζουν, μας πληγώνουν... 

Η  διάκριση  αυτή  αποτελεί  το  κλειδί  για  μιαν  άλλη  πολύ  χρήσιμη  και  διαφωτιστική  για  την 
ανάλυσή  μας.  Να  μοχθούμε  (είτε  στο  σχολείο  με  την  παραίνεση  και  την  επιβράβευση  του 
δασκάλου, είτε μόνοι μας, όταν με την ωριμότητα παίρνομε στα χέρια μας τη μόρφωσή μας) 
για  να  φορτώνομε  το  κεφάλι  μας  με  μάθηση»  που  πρόκειται  να  μείνει  στην  επιφάνεια  της 
ψυχής, και ποτέ να μην εισδύσει μέσα μας και να γίνει ένα με τον εαυτό μας — δεν ωφελεί. 
Σήμερα  αφθονούν  τα  λεξικά  και  οι  κώδηκες  κάθε  λογής,  οι  δίσκοι  του  γραμμοφώνου,  οι 
κινηματογραφικές  ταινίες,  οι  μικρογραφίες  του  μαγνητοφώνου  —  όπου  αποταμιεύεται  η 
μάθηση  αυτού  του  είδους  πολύ  πιο  σίγουρα  από  όσο  μπορεί  να  γίνει  στο  μυαλό  του  πιο 
προικισμένου  διανοητικά  ανθρώπου.  Ας  διδαχτούμε  πώς  να  μεταχειριζόμαστε  αυτά  τα 
έξυπνα εργαλεία για να κάνομε γρήγορα και σωστά τη δουλειά μας. Μιαν άλλη μνήμη αξίζει 
και  πρέπει  να  καλλιεργήσομε  στα  παιδιά  μας  από  νωρίς,  και  στον  ίδιο  τον  εαυτό  μας 
εγκαίρως.  Εκείνη  που  συνεργάζεται  στενά,  βήμα  προς  βήμα,  μεθοδικά  με  όλες  τις  άλλες 
πνευματικές δυνάμεις και ξέρει να ξεδιαλέγει μέσα στο σωρό το σημαντικό από το ασήμαντο, 
το συμπτωματικό από το τυπικό, το κύριο από το δευτερεύον, τον νόμο από τη λεπτομέρεια, 
την  ψίχα  της  ζωής  από  το  φλούδι  της  —  και  πετάει  τα  περιττά  και  τα  τυχαία,  για  να 
αφομοιώσει τα λίγα και σπουδαία. Αυτά που θα γίνουν (πρέπει να γίνουν, αξίζουν να γίνουν) 
ένα με τον βαθύτερο εαυτό μας, αίμα στο αίμα μας, κόκκαλο στα κόκκαλά μας... 

Ανησυχούν  όσοι  κοιτάζουν  επιπόλαια  τη  ροή  της  ανθρώπινης  ιστορίας,  όταν  βλέπουν  τις 
κατακτήσεις  της  μηχανής  στον  αιώνα  μας.  Τα  μηχανήματα  που  «αποστηθίζουν»,  που 
«λογαριάζουν»,  που  «συνδυάζουν»,  τους  τρομάζουν.  Τι  θα  γίνομε  —  λένε  πανικόβλητοι  — 
όταν  τόσο  περίπλοκα  πράγματα  που  κάνει  με  κόπο  το  πνεύμα  μας,  θα  τα  εκτελεί  με 
θαυμαστήν ακρίβεια και ταχύτητα ο «μηχανικός εγκέφαλος»; Τώρα στοιχίζει ακόμη πολύ και 
λίγοι τον μεταχειρίζονται. Άμα γενικευτεί η χρήση του, γιατί θα σκοτωνόμαστε να μαθαίνομε 
όσα  αγωνίζεται  να  στοιβάσει  μέσα  στο  φτωχό  μυαλό  μας  το  σχολείο;  —  Το  ερώτημα  είναι 
φαιδρό  και  απλοϊκός  ο  φόβος.  Όσο  με  την  τυπογραφία,  που  πολλαπλασίασε  και  έκανε 
πάμφθηνο  το  βιβλίο,  αχρηστεύθηκε  η  προσωπική  επίμονη  και  επίπονη  παιδευτική  εργασία, 
άλλο  τόσο  και  ο  μηχανικός  εγκέφαλος  θα  αχρηστέψει  τον  φυσικό.  Ένας  νους  πιο  σοφός  θα 
δημιουργηθεί  στο  μέλλον,  που  θα  ξέρει  να  κατασκευάζει  το  «έξυπνο»  μηχάνημα  και  να  το 
μεταχειρίζεται  στις  δουλειές  του.  Όσα  σήμερα  φαίνονται  ακόμη  μεγάλα,  δύσκολα, 
κουραστικά, θα γίνουν μικρά, εύκολα, άνετα — και απελευθερωμένος από τους περιορισμούς 
των  ο  άνθρωπος  θα  γίνει  ικανός  για  νέες  πιο  μεγάλες,  πιο  δύσκολες  και  πιο  απαιτητικές 
επιχειρήσεις.  Η  πνευματική  τροφή  θα  αλλάξει  ποιότητα,  επομένως  και  ποσότητα.  Θα 
συμπυκνωθεί,  θα  λεπτυνθεί,  θα  αιθεροποιηθεί.  Δεν  θα  είναι  ανάγκη  να  φορτώνει  κανείς  το 
κεφάλι του με πολλά και άχρηστα βάρη. Λίγα θα είναι τα θησαυρίσματα, αλλά πολύ ευγενή. 
Και θα ποτίζεται από το χυμό τους το πνεύμα έως τις τελευταίες ίνες του χωρίς να εξαντλείται 
με  βάναυσες  απασχολήσεις.  Μια  μνήμη  πάλι  θα  κάνει  κ'  εδώ  το  θαύμα  της.  Που  θα  είναι 
όμως διαφορετική από κείνη που συνήθως ασκούμε. Μνήμη του βάθους, όχι της επιφάνειας. 

Digitized by 10uk1s 
18 Ιουνίου 1964. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΠΕΙΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ 

Ο  άνθρωπος  που  «έφτασε»,  στερεώθηκε  καλά  στα  πόδια  του,  αποκαταστάθηκε,  είναι  ένας 
κοινωνικός  τύπος  με  τη  δική  του  ψυχολογία.  Καθώς  και  με  τη  «φιλοσοφία»  του:  τη  θεωρία 
της  ζωής,  την  ηθική,  την  πολιτική  του.  Είναι  ένας  δρομέας  του  βιοτικού  στίβου,  που  έτρεξε, 
όσο μπόρεσε να τρέξει, διαγωνίστηκε, διαγκωνίστηκε με τους άλλους, τους ομότεχνους, τους 
έσπρωξε,  τον  έσπρωξαν,  τους  τσαλαπάτησε,  τον  τσαλαπάτησαν,  έσκυψε,  βασανίστηκε, 
ίδρωσε, μηχανεύτηκε πολλά, αλλά τα κατάφερε, σε άλλα έπεσε έξω — και επιτέλους έφτασε 
στο  τέρμα.  Έκοψε  το  σκοινί  και  πήρε  το  έπαθλο:  την  περιουσία,  την  υψηλή  θέση,  τα 
παράσημα, την αναγνώριση που «εξαργυρώνεται» με κάθε λογής διακρίσεις και τίτλους. Όσο 
διαρκούσε το επίπονο αγώνισμα, είχε  πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τη  βιοπάλη, για τη 
δικαιοσύνη,  για  τις  προκαταλήψεις,  για  την  πολιτική  συναλλαγή,  την  κοινωνική  υποκρισία, 
τους ψεύτικους τύπους της λατρείας κτλ. Όλες τις «καθιερωμένες» ή τις «τρέχουσες» αξίες τις 
θεωρούσε  πονηρές  επινοήσεις  του  ομαδικού  πνεύματος,  που  άλλη  σκοπιμότητα  δεν  έχουν 
παρά  να  πνίγουν  την  πρωτοβουλία,  να  αποθαρρύνουν,  να  αναχαιτίζουν.  Και  τις  κορόιδευε. 
Τώρα  έγινε  «άλλος»  άνθρωπος.  Έφτασε,  δεν  τρέχει  πια.  Και  βλέπει  τα  πράγματα  με  άλλη 
προοπτική,  αξιολογεί  τις  βλέψεις  με  άλλα  μέτρα.  Την  προοπτική  και  τα  μέτρα  εκείνου  που 
μόνη του σκέψη και έγνοια είναι πώς να εξασφαλίσει τα αποκτημένα: αγωνίστηκε σκληρά για 
να επιτύχει∙ τώρα έχει το δικαίωμα να απολαύσει τα αγαθά που του ανήκουν. 

Και επειδή η βέβαιη  κατοχύρωσή του  είναι μία: να μη σαλέψει  τίποτα από τη θέση του, να 


μείνουν  τα  πράγματα  εκεί  που  βρίσκονται,  γίνεται  εχθρός  αμείλικτος  κάθε  μεταβολής, 
φανατικός υπερασπιστής του status quo. «Δεν χρειαζόμαστε» λέει «τίποτα∙ δεν βλέπετε; όλα 
πάνε καλά!» — επειδή αυτός δεν χρειάζεται πια τίποτα και τα έχει, δόξα νάχει ο Θεός, όλα. 
Ξέχασε πόσο αυστηρά έκρινε άλλοτε το αποπνιχτικό και άδικο «καθεστώς», τα οργανωμένα 
συμφέροντα, το ψεύδος της πολιτικής, το φαρισαϊσμό των λειτουργών της θρησκείας. Τώρα 
όλα είναι καλά και άγια και δεν επιτρέπεται κανείς να τα θίξει. Όποιος, έστω και με κάποιον 
υπαινιγμό,  εκφράζει  αμφιβολίες  και  τολμά  να  υποδείξει  μιαν  ανανέωση,  μιαν  αλλαγή,  μιαν 
εξυγίανση  σε  θέματα  και  τομείς  της  κοινωνικής  ζωής,  που  ολοφάνερα  υποφέρουν,  είναι 
επικίνδυνος  επαναστάτης,  καταλύτης  ανόσιος,  εχθρός  της  κοινωνίας.  «Υγιείς»  αρχές  είναι 
τώρα μόνο εκείνες που παραγγέλλουν το σεβασμό προς την παράδοση, το «μη κίνει τα καλώς 
κείμενα»,  το  «έτσι  τα  βρήκαμε  από  τους  πατέρες  μας,  έτσι  να  τα  παραδώσομε  στα  παιδιά 
μας»,  το  «ένας  είναι  ο  δρόμος  ο  σίγουρος:  ο  πολυπατημένος!»  Αυτός  ο  άλλοτε  ανήσυχος, 
βιαστικός,  απαιτητικός  έχει  γίνει  τώρα  ένας  αγαθός,  στρογγυλός  «αστός»,  που  τίποτα  δεν 
αποστρέφεται  περισσότερο  από  το  να  ονομάζονται  μπροστά  του  οι  ασχημίες,  οι  αδικίες,  τα 
πένθη της ζωής. «Για όνομα του Θεού! δεν έχετε να πείτε τίποτα το εύθυμο και το ελαφρό; Τι 
μανία είναι αυτή να βλέπετε παντού σκιές!». —Είναι ο «χορτάτος», που έχει οριζοντιωθεί και 
δεν ανέχεται να ενοχλήσει κανείς την πέψη του.— 

Η  ψυχαναλυτική  έρευνα  προχώρησε  στους  χρόνους  μας  πολύ  πιο  πέρα  από  τον  Freud  και 
τους  πρώτους  μαθητές  του.  Ανακάλυψε  ότι  εκτός  από  το  «πλέγμα  του  αποτυχημένου»  (του 
raté) υπάρχει και το «πλέγμα του επιτυχημένου», του φτασμένου υψηλά ανθρώπου, νοσηρή 
κι  αυτή  ανωμαλία  και  ψυχική  διαστροφή,  που  κάποτε  κάνει  πολύ  δυστυχή  εκείνον  που  την 
έχει.  Δεν  φθονεί,  δεν  μισεί,  δεν  πάσχει  μόνο  ο  αποτυχημένος∙  φθονεί,  μισεί,  πάσχει  και  ο 
επιτυχημένος.  Όταν,  φυσικά,  όπως  και  ο  πρώτος,  πληγώνει  την  ψυχή  του  το  αίσθημα  της 
ενοχής.  (Είναι  η  θεωρία  του  σημερινού  καθηγητή  της  Ψυχιατρικής  στο  Πανεπιστήμιο  του 
Παρισιού  Η.  Baruk).  Θα  περίμενε  κανείς  να  είναι  ένας  ψυχικά  ησυχασμένος  άνθρωπος, 
ευχαριστημένος από τον εαυτό του, αναπαυμένος  στις δάφνες  του. Εντούτοις πολλές, πάρα 
πολλές  φορές  συμβαίνει  το  αντίθετο.  Είναι  γεμάτος  φόβους,  υποψίες,  κακεντρέχειες. 
Φοβάται  ότι  θα  «εκθρονιστεί»,  θα  ληστευθεί,  θα  στερηθεί  τα  αγαθά  του  (τα  πλούτη,  τις 
θέσεις, τις «καδένες» των τιμητικών διακρίσεων κτλ.) και υποπτεύεται όλους, και όσους τον 

Digitized by 10uk1s 
πλησιάζουν  και  όσους  δεν  τον  πλησιάζουν,  ότι  σκάβουν  το  λάκκο  του.  Η  παρουσία  ενός 
«δεύτερου», στον τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας ή της κοινωνικής του ζωής, δεν 
τον  ενοχλεί  απλώς,  τον  τρομάζει.  Σαν  το  σκύλο  που  τραγανίζει  το  μεγάλο  κόκκαλο  που  του 
έλαχε, και ταυτόχρονα τρίζει αγριεμένος τα δόντια, για να μην πλησιάσει στη λεία του κανείς, 
έτσι κι αυτός είναι ικανός να εξοντώσει (ηθικά, όχι φυσικά∙ γιατί η δολοφονία κολάζεται, ενώ 
η  συκοφαντία  γίνεται  ακίνδυνα)  όποιον  υποψιαστεί  ότι  μπορεί  να  του  αφαιρέσει  έστω  και 
ένα μικρό μέρος από τα δικά του αγαθά. Δεν του αρκεί να έχει αυτός∙ θέλει και να μην έχουν 
οι άλλοι. Τότε ικανοποιείται. 

Πόσο διαφορετικός απ' αυτόν τον «χορτάτο» είναι ο αντίποδάς του, εκείνος που τόσον ωραία 
ονομάζεται από το Ευαγγέλιο: «ο πεινών και διψών την δικαιοσυνην». Δώστε στην έννοια της 
ευαγγελικής  «δικαιοσύνης»  το  πλάτος  που  αξίζει  και  μπορεί  να  πάρει,  πείτε  την  αρετή  και 
αλήθεια  και  αγάπη,  ομορφιά,  υγεία  και  χαρά  της  ζωής,  ό,τι  κάνει  τον  άνθρωπο  και  τον 
υψώνει  πάνω  από  το  κτήνος,  ό,τι  θεμελιώνει  και  δίνει  νόημα  στην  ύπαρξή  μας,  από  την 
έφεση  να  βλέπομε  και  να  αισθανόμαστε  την  ευτυχία  μας  στην  ευτυχία  του  συνανθρώπου, 
έως την αξίωση το εφήμερο να το υποτάζομε στο αιώνιο — και τότε θα έχετε το βάθος που 
υπάρχει σ' αυτή την «πείνα» και τη «δίψα» που μακαρίζει ο Χριστός. Οι άνθρωποι τούτου του 
σπάνιου τύπου δεν «φτάνουν» ποτέ στο τέρμα του δρόμου, ούτε στρογγυλοκάθονται απάνω 
σε  ό,τι  έχουν  αποκτήσει,  γιατί  αυτή  η  ένθεη  «πείνα»  και  «δίψα»  δεν  γνωρίζει  τον  κορεσμό, 
ούτε  καταδέχεται  ποτέ  να  πει  το  «φτάνει».  Άκρη  η  «δικαιοσύνη»,  με  το  νόημα  που  της 
δώσαμε, δεν έχει, για να τη φτάσει κανείς. Όσο την «τρως» και την «πίνεις», τόσο μεγαλώνει 
η πείνα και η δίψα σου, τόσο σου φαίνεται πως δεν την άγγιξαν ακόμη τα χείλη σου — όπως 
συμβαίνει  στον  αληθινό  έρωτα.  Όποιος  αξιώθηκε  να  «πεινά»  και  να  «διψά»  την  τελειότητα 
(ας δώσομε για ευκολία αυτό το συλλογικό όνομα στο περιεχόμενο της δικαιοσύνης, όπως το 
αναλύσαμε παραπάνω) θα πεινά και θα διψά πάντοτε, και ποτέ δεν θα χορτάσει. Έχουν τόσα 
πράγματα να γίνουν μέσα στην ατομική και στη συλλογική ζωή του ανθρώπου για ν' ανοίξει ο 
στενός χώρος του καλού, να πάνε πιο βαθιά οι ρίζες του, να ανέβει πιο ψηλά το βλαστάρι του 
— που όσα και να κατορθώσεις με το μόχθο και τις θυσίες σου, πιο πολλά γίνονται με τη νίκη 
σου εκείνα που σου μένουν να επιθυμήσεις, απ' όσα πέτυχες. Η «έλλειψη» θα είναι από δω 
και πέρα η μοίρα σου, όχι η «πλησμονή» — όπως και στον έρωτα... 

Πώς  να  αισθανθεί  μέσα  του,  πώς  να  καταλάβει  και  να  εκτιμήσει  αυτό  τον  τύπο  του 
ονειροπόλου, του απόστολου και προφήτη, του αιώνιου «επαναστάτη», αυτό το σπάνιο είδος 
των «πεινώντων και διψώντων την δικαιοσύνην» — ο χορτάτος από τα πρόσκαιρα αγαθά που 
στοίβασε  στις  αποθήκες  του;  Τούτος  έφτασε  στην  άκρη  (όταν  σκοπεύεις  τόσο  χαμηλά,  δεν 
είναι  δύσκολο  να  επιτύχεις  κάποτε  το  στόχο)  και  άλλο  δεν  έχει  στο  νου  του  παρά  πώς  να 
διαφυλάξει  τις  κατακτήσεις  του∙  εκείνος  είναι  πάντα  στη  μέση  του  δρόμου,  εραστής 
παθιασμένος του νέου, του «καλύτερου», του «ωραιότερου», του «θειότερου», αιώνιος  και 
πανευτυχής  ακτήμων!..  Ο  πρώτος  υποπτεύεται  όλους  τους  άλλους,  γιατί  φοβάται  μήπως 
χάσει  εκείνα  που  «έχει»∙  ο  δεύτερος  μόνο  να  ωφεληθεί  μπορεί  από  όσους  θα  ταχθούν  στο 
πλάι του για να τρέξουν μαζί του, και για τούτο τους προσκαλεί, τους ικετεύει ναρθούν κοντά 
του,  να  «αρπάξουν»  την  αγάπη,  τα  οράματα,  τους  ενθουσιασμούς  του  και  να  τους  κάνουν 
δικούς των. — Πώς να συνεννοηθούν, να επικοινωνήσουν και να συμφωνήσουν οι δύο τύποι; 
Πιστεύει ο χορτάτος τον πεινασμένο; Και καταλαβαίνει ο αιώνια πεινασμένος την ευδαιμονία 
του χορτάτου; Αυτός με τίποτα δεν ανταλλάσσει τη δική του ευτυχία — να πεινά και να διψά 
τη δικαιοσύνη και ποτέ να μη τη χορταίνει. 

Τους εραστές της τελειότητας ο κόσμος τους καταδικάζει, γιατί διαρκώς αναταράζουν τα νερά 
και δεν εννοούν να ησυχάσουν. Ξέρει όμως και τι τους οφείλει. Γι' αυτό τους βασανίζει όταν 
ζουν, αλλ' άμα πεθάνουν, τους δοξάζει. 

Digitized by 10uk1s 
9 Ιουλίου 1964 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 

Τίποτα  δεν  κουράζει,  δεν  απογοητεύει,  δεν  μαραζώνει  τον  άνθρωπο  (των  εξελιγμένων 
κοινωνιών, σαν τη δική μας) όσο η διάσταση και η δυσαρμονία ανάμεσα στις ικανότητες, στα 
αισθήματα και στις ιδέες του από το ένα μέρος, και στο επάγγελμα που ασκεί για βιοπορισμό 
ή στο ρόλο που παίζει μέσα στον κοινωνικό βίο από το άλλο μέρος. Εάν δώσομε σ' αυτή την 
πρόταση  τη  θετική  της  διατύπωση,  θα  έχομε  μιαν  άλλη  όψη  της  αλήθειας.  Όταν  ένας 
άνθρωπος, στην επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, εργάζεται σύμφωνα με τις δυνάμεις, 
τις  διαθέσεις  και  τις  βλέψεις  του,  όταν  επομένως  ό,τι  λέγει  και  ό,τι  πράττει  βρίσκεται  σε 
αρμονία με τον εσώτερο εαυτό του και με τους (μικρούς ή μεγάλους) σκοπούς που έχει τάξει 
στη ζωή του, αυτός και στον κάματο αντέχει και στη φθορά: δεν αρρωσταίνει, δεν λυγίζει, δεν 
γερνάει — είναι πάντοτε ακμαίος, εύθυμος, νέος. 

Για  να  βεβαιώσομε  αυτή  τη  γνώμη,  δεν  χρειάζονται  μεγάλες  αναλύσεις.  Αρκεί  η  απλή 
παρατήρηση των περιπτώσεων που μας προσφέρονται κάθε μέρα στο άμεσο περιβάλλον μας, 
για να μας πείσει. Ποιοι άνθρωποι απ' αυτούς που μας τριγυρίζουν, είναι πιο δραστήριοι, πιο 
αισιόδοξοι, πιο ζωντανοί; — Εκείνοι που βρήκαν το δρόμο τους. Δηλαδή εκείνοι που πέτυχαν 
να  δώσουν  σ'  αυτό  το  μέρος  της  ύπαρξης  που  καλύπτεται  από  την  κοινωνική  ζωή  (και  στον 
άντρα — τώρα τελευταία και στη γυναίκα — το επάγγελμα κατέχει το μεγαλύτερο χώρο αυτής 
της  περιοχής)  περιεχόμενο  σύμφωνο  με  τον  εσωτερικό  τους  κόσμο:  με  τις  επιθυμίες,  τις 
προσδοκίες, τις φιλοδοξίες τους. Τους βλέπεις να τσακίζονται στη δουλειά όλη την ημέρα, να 
περιορίζουν στο ελάχιστο τον ύπνο, την ανάπαυση, την ψυχαγωγία τους, και όμως ποτέ να μη 
δυσανασχετούν,  να  μη  καταπονούνται,  να  μην  αποθαρρύνονται  από  τα  εμπόδια  ή  να 
απελπίζονται από τις μικροαποτυχίες, αλλά να έχουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη, τη χαρά 
και την πίστη στην καρδιά, έτοιμοι, κάθε φορά που δυσκολεύεται η πορεία τους από κάποιαν 
ατυχία,  να  ξαναρχίζουν  το  έργο  τους  με  κέφι,  με  ενθουσιασμό,  με  αυτοπεποίθηση.  Απορείς 
που βρίσκουν οι άνθρωποι αυτοί τα αποθέματα της δραστηριότητας, και ιδίως τα κεφάλαια 
της  αισιοδοξίας,  που  ξοδεύονται  χωρίς  να  λιγοστεύουν.  Και  θαυμάζεις  την  ευθυμία,  τη 
φρεσκάδα,  τα  νιάτα  τους  —  ακόμη  και  σε  προχωρημένη  ηλικία.  Το  μυστικό  τους  (χάρισμα 
ακριβό  και  αναντικατάστατο)  είναι  η  εσωτερική  τους  αρμονία:  λέγουν  και  πράττουν  εκείνα 
που  έχουν  μέσα  στην  ψυχή  τους,  μικρό  ή  μεγάλο,  αδιάφορο.  Δεν  φορούν  μάσκα,  δεν 
υποκρίνονται, δεν πιστεύουν άλλα απ' αυτά που λέγουν, ούτε κάνουν εκείνα που μέσα τους 
αποστρέφονται ή αντιπαθούν. Μαραγκοί είναι; Την αγαπούν την τέχνη τους και την ασκούν 
με όρεξη. Παπάδες είναι; Πιστεύουν στο λειτούργημά τους και το υπηρετούν με ευχαρίστηση. 
Γιατροί  είναι;  Τους  εμπνέει  η  εργασία  τους,  την  προσέχουν,  τη  χαίρονται.  Πολιτικοί  είναι; 
Βρίσκονται στην παράταξη που μάχεται για τα ίδια ιδανικά, μιλούν την ίδια γλώσσα με τους 
συμπολεμιστές  τους,  και  για  τούτο  είναι  πάντα  έτοιμοι  για  κόπους  και  θυσίες.  Πώς  να 
λυγίσουν, πώς να φθαρούν, πώς να γεράσουν τέτοιοι άνθρωποι; 

Κοιτάξετε  έπειτα  τους  άλλους,  τους  δυσαρμονικούς,  εκείνους  που  κουβαλούν  μέσα  τους  τη 
διάσταση, την αντίφαση, την ασυναρτησία. Για αλλού ξεκίνησαν, και αλλού βρέθηκαν. Καλώς 
ή κακώς πίστεψαν ότι ήσαν καμωμένοι για κάτι άλλο, ότι είχαν τις ικανότητες που χρειάζονται 
για  να  κερδίσουν  χρήματα,  ν'  αποκτήσουν  υπόληψη,  να  διακριθούν  στην  τέχνη,  στην 
επιστήμη,  στην  πολιτική,  αλλά  ο  δρόμος  που  πήραν  (αιτία  η  ολιγωρία,  η  ανάγκη  ή  και  η 
σύμπτωση) τους απομάκρυνε από τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Και τώρα, υποχρεωμένοι 
να βγάλουν το ψωμί τους ή να κρατήσουν μια δαπανηρή θέση κοινωνική που δεν μπορούν να 
την εγκαταλείψουν, αναγκάζονται να ασκούν ένα επάγγελμα που τους ενοχλεί, ή να παίζουν 
ένα  ρόλο  που  δεν  τους  πάει,  ή  να  διακηρύττουν  πράγματα  που  δεν  τα  πιστεύουν.  Αυτή  η 
δυσαρμονία  έχει  σαν  αποτέλεσμα  να  χάνουν  τα  αντιστύλιά  τους,  τον  άξονα  της  υπόστασής 
τους,  και  να  γίνονται  μεμψίμοιροι,  βαρύθυμοι,  κακεντρεχείς.  Αρρωσταίνουν.  Και 
αρρωσταίνουν  όχι  μόνο  ψυχικά,  αλλά  και  σωματικά.  (Πολύ  συχνά  λησμονούμε  ότι  τα  δύο 

Digitized by 10uk1s 
αυτά  στοιχεία  πάνε  μαζί).  Και  γι'  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό,  με  καρδιά  κλειστή, 
σκοτεινή, δίχως χαρά, δίχως καλοσύνη (και αυτά πάνε μαζί). Θέλγητρα δεν έχει γι' αυτούς η 
ζωή,  κουράζονται  εύκολα,  γερνάνε  γρήγορα.  Γιατί  μέσα  τους  δεν  υπάρχει  δύναμη,  φως, 
αρμονία. Αλλά διχασμός, τύψεις, ερημία. 

Ανέκαθεν θεωρήθηκε αρχή αναμφισβήτητη ότι όχι η βαρειά, η δύσκολη, η αδιάκοπη, αλλά η 
εργασία η ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα, με τη φιλοτιμία, με τις πραγματικές ικανότητες και 
επιδιώξεις του ανθρώπου τον φθείρει και τον εξευτελίζει. Για τούτο και επιβάλλεται ως ποινή. 
Τιμωρείσαι  να  κάνεις  εκείνο  που  δεν  σου  ταιριάζει,  που  δεν  μπορείς  να  θέλεις,  που  δεν  το 
ανέχεσαι. Από την ώρα που αναγκάζεσαι να υποστείς αυτή τη δεινή κατάσταση, έχεις χάσει 
μαζί με την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Και για να εξακολουθήσεις ακόμη να δέχεσαι να 
ζεις,  ένας  τρόπος  υπάρχει:  να  αναιρέσεις  σιγά  ‐  σιγά  την  ανθρωπιά  σου  και  να  γίνεις 
υποζύγιο. Αυτή είναι η έννοια του δούλου. Ο δούλος δεν εργάζεται — δουλεύει∙ γι' αυτό ό,τι 
κάνει  δεν  είναι  έργο,  είναι  δουλειά,  επειδή  δεν  το  εκλέγει  ελεύθερα,  ούτε  το  πράττει  με 
ευχαρίστηση,  αλλά  αναγκάζεται  να  το  εκτελεί  με  όλο  που  είναι  ασυμβίβαστο  προς  τον 
εσωτερικό  του  κόσμο  —έως  τη  στιγμή  που  θα  έχει  ψυχικά  εξουθενωθεί,  θα  έχει  χάσει  την 
αίσθηση και την υπερηφάνεια των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων 
του,  και  δεν  θα  υποφέρει  πια  απ'  αυτό  τον  εξευτελισμό.  Αλλά  τότε  δεν  θα  ξεχωρίζει  πλέον 
από το ζώο. — Υπάρχουν «δουλειές» που δεν είναι καταπονητικές ή επαίσχυντες∙ που κάποτε 
μάλιστα φαίνονται «απ' έξω» λαμπρές και αξιοζήλευτες. Να «κοσμείς» λ.χ. με το παράστημα 
και την εορταστική σου εμφάνιση το παλάτι ενός ισχυρού, ή να διασκεδάζεις με το «πνεύμα» 
σου τους συνδαιτημόνες του. Να έχεις (χάρη στις παραχωρήσεις, στην υποτακτικότητα, στους 
συμβιβασμούς που καταδέχτηκες να κανείς) περιβληθεί υψηλά αξιώματα που εξασφαλίζουν 
στον κάτοχο τους τιμές και πλούτη. Αν όλα αυτά τα αισθάνεσαι σαν ξένα και αντίθετα προς 
τον βαθύτερο εαυτό σου, ασυμβίβαστα προς ό,τι θα μπορούσες και θα έπρεπε να επιδιώξεις 
και να επιτύχεις στη ζωή, είσαι ένας δυστυχής, ένας τραγικός άνθρωπος, καταδικασμένος να 
λυγίσεις κάτω από το βάρος του εικονικού θριάμβου σου. 

Η νεώτερη  Ψυχολογία πρόσεξε  ιδιαίτερα τις  βαθειές αλλοιώσεις που προκαλεί στην  ψυχική 


και στη σωματική κατάσταση του ανθρώπου η δυσαρμονία που γεννιέται στον αισθηματικό 
του  κόσμο,  στους  χώρους  της  ερωτικής  ζωής.  Οι  αναλύσεις  της  υπήρξαν  πραγματικά 
αποκαλυπτικές∙  άνοιξαν  δρόμους  απροσδόκητους  για  την  ανίχνευση  του  λαβύρινθου  της 
ανθρώπινης  ψυχής.  Γρήγορα  όμως  έγινε  αντιληπτό  ότι  ο  άνθρωπος  έχει  και  μια  κοινωνική 
διάσταση  που  πρέπει  να  εξερευνηθεί.  (Ιστορικά  η  πρόοδος  αυτή  πραγματοποιήθηκε  με  το 
πέρασμα  από  τον  Freud  στον  Adler).  Ζει  μέσα  στην  κοινωνία,  για  την  κοινωνία  και  από  την 
κοινωνία. Και με τις σχέσεις αυτές υφαίνεται ο οικονομικός και ο πολιτικός ιστός που τυλίγει 
όλους  μας.  Εδώ  έχει  τη  θέση  του  σαν  παράγων  (που  προσδιορίζει  και  προσδιορίζεται)  το 
επάγγελμα,  κατά  τη  γενικότερη  έννοιά  του.  Το  τι  πράττομε,  όχι  μόνο  για  να  ποριστούμε  τα 
μέσα της ζωής αλλά και για να «γεμίσομε» κατά κάποιο τρόπο αυτή τη ζωή, έχει πολύ μεγάλη 
σημασία.  Σημασίαν  αποφασιστική  για  τη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητας  και  της  μοίρας 
μας.  Άλλοτε  ταυτιζόμαστε  εσωτερικά  με  την  κοινωνική  διάσταση  της  ύπαρξής  μας,  και  τότε 
πορευόμαστε  ομαλά∙  άλλοτε  πάλι  δεν  κατορθώνομε  να  βρούμε  ή  να  αποκαταστήσομε  την 
αρμονία ανάμεσα στο τι λέγομε και πράττομε, και στο τι γίνεται ή πάει να γίνει μέσα μας, και 
τότε καταστρέφεται μαζί με την ψυχική και η σωματική μας επάρκεια και αντοχή — μια τριβή 
προκαλείται  επικίνδυνη  και  ανυπόφορη  και  σιγά  ‐  σιγά  ρημάζομε,  αρρωσταίνομε, 
δυστυχούμε. Γινόμαστε μίζεροι, βάναυσοι, μισαλλόδοξοι, κακοί. Έχομε χάσει μαζί με τη χαρά 
της  ζωής  και  την  αγάπη  προς  τον  συνάνθρωπο.  Όλοι  μας  φταίνε,  επειδή  είμαστε  βαθιά 
δυσαρεστημένοι  με  τον  εαυτό  μας.  Πικραμένοι,  απογοητευμένοι,  κουρασμένοι,  επειδή  δεν 
μπορούμε  να  υπερνικήσομε  την  αντίφαση  που  μας  φθείρει,  τα  βάζομε  με  τους  άλλους 
(προπάντων  με  όσους  έχουν  πραγματοποιήσει  στη  ζωή  τους  εκείνο  που  εμείς  δεν 
κατορθώσαμε)  με  μιαν  επιθετικότητα,  με  μια  κακεντρέχεια,  με  ένα  μίσος  που  μένουν 
ανεξήγητα  για  τον  κοινό  παρατηρητή.  Κατά  βάθος,  αντιπαθούμε  τους  άλλους  —  επειδή 

Digitized by 10uk1s 
αντιπαθούμε  τον  εαυτό  μας.  Μας  έχει  γίνει  ανυπόφορος  (με  τη  δειλία,  τις  προδοσίες,  την 
υποκρισία του), και για τούτο δεν υποφέρομε κανένα. Όταν μάλιστα τους βλέπομε ακμαίους, 
αισιόδοξους, ευτυχείς, η δυστυχία μας πολλαπλασιάζεται. Καθώς και η κακότητά μας. 

1 Οκτωβρίου 1964 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΧΑΣΜΑ 

Για να παρακολουθήσει ο άλλος τη σκέψη σου και να συλλάβει το σωστό νόημά της, όταν την 
εκφράζεις προφορικά ή γραπτά, δεν αρκεί να μιλεί την ίδια γλώσσα μαζί σου, αλλά πρέπει και 
να θέλει και να μπορεί να σε καταλάβει. Αυτή την αλήθεια τη λησμονούμε πολύ συχνά και για 
τούτο οι σχέσεις μας με τους συμπατριώτες, τους ομότεχνους, τους φίλους, τους συντρόφους 
της  ζωής  μας,  δυσκολεύονται  πολύ  περισσότερο  από  όσο  είναι  από  την  ίδια  τη  φύση  των 
πραγμάτων  δύσκολες.  Οι  άνθρωποι  δεν  μιλούν,  ούτε  ακούνε,  πάντοτε  με  την  πρόθεση  να 
επικοινωνήσουν με τον όμοιό τους και να συνεννοηθούν μαζί του. 

Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο 
προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο 
σκοπό.  Αλλά  οι  σκοποί  είναι  πολλοί,  και  όχι  ένας  μόνο:  η  συνεννόηση.  Έρχεται  λ.χ.  ένας 
γνώριμός  σου  στον  κύκλο  που  σε  περιστοιχίζει,  σε  ακούει  να  αναπτύσσεις  τη  γνώμη  σου 
απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει — και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. Όταν 
όμως  αρχίζει  κι  αυτός  να  μιλεί  για  το  ίδιο  ζήτημα,  ξαφνιάζεσαι∙  άκουσε,  μα  δεν  κατάλαβε 
τίποτα απ' όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να  διατυπώσει ή να 
προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο 
σκοπός  του:  να  προβάλει  τον  εαυτό  του,  να  εκθέσει  εσένα  ή  άλλον  ομοϊδεάτη  σου,  να 
στρέψει  προς  άλλη  κατεύθυνση  τη  συζήτηση,  γιατί  άλλα  είναι  τα  δικά  του  ενδιαφέροντα  ή 
γιατί  κάτι  άλλο  επιδιώκει  που  αργότερα  θα  φανεί  κ.ο.κ.  Το  ίδιο  πλήθος  και  η  ίδια  ποικιλία 
ελατηρίων  μπορεί  να  υπάρχει  και  σε  σένα  που  μιλείς∙  δίνεις  την  εντύπωση  ότι  είσαι 
αποκλειστικά  προσηλωμένος  στη  λογικήν  ακολουθία  ή  στην  πραγματική  θεμελίωση  των 
ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να 
επικρίνεις,  να  ειρωνευτείς,  να  αποσπάσεις  μιαν  επιδοκιμασία  που  σκέπτεσαι  κατόπι  να  την 
εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ. 

Δεν είναι λοιπόν καθόλου απλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, 
είτε  ο  διάλογος  αυτός  γίνεται  με  τη  συζήτηση  είτε  αναπτύσσεται σιωπηρά,  με  το  διάβασμα 
λ.χ.  ενός  άρθρου  ή  ενός  βιβλίου.  Στην  τελευταία  περίπτωση  το  φαινόμενο  είναι  ακόμη  πιο 
περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας∙ δεν είναι «φτερωτή», 
όπως ο προφορικός λόγος, που όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον 
έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και 
μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις... Κάνετε 
μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας 
ηλικίας, της ίδιας πάνω ‐ κάτω παιδείας. Δώσετέ τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα 
κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει 
επικαιρότητα  ή  άμεση  σχέση  με  ζωτικά  διαφέροντα  του  ερωτώμενου,  θα  δείτε  με  μεγάλην 
έκπληξη πόσο οι ερμηνείες που δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για 
τον  απλούστατο  λόγο  ότι  η  ψυχική  τοποθέτηση  του  καθενός  απέναντι  στο  κείμενο  που 
διάβασε υπήρξε διαφορετική. Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από 
τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών που ανοίγεται μπροστά τους, για να 
συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τους, έτσι όπως ο συγγραφέας του κειμένου 
τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο 
γραπτό  τις  δικές  τους  υποθέσεις,  προσδοκίες  ή  υποψίες  —τις  δικές  τους  συμπάθειες  ή 
αντιπάθειες—  τις  δικές  τους  αντιλήψεις  ή  αντιγνωμίες.  Αλλοίμονο  δε  αν  το  όνομα  του 
συγγραφέα  είναι  «συναισθηματικά  χρωματισμένο»  μέσα  στη  συνείδησή  τους∙  τότε  οι 
αποκλίσεις  είναι  απίθανα  μεγάλες.  Απορεί  κανείς,  όταν  ακούει  τις  υποστηριζόμενες 
ερμηνείες,  πώς  είναι  δυνατόν  το  ίδιο  πράγμα  να  είναι  και  άσπρο  και  μαύρο  για  την 
πνευματική όραση υγιών ανθρώπων... 

Digitized by 10uk1s 
Για  να  καταλάβεις  κάτι  που  λέγεται  ή  γράφεται  από  κάποιον  άλλο,  απαιτούνται  λοιπόν 
πολλές  προϋποθέσεις.  Πρώτα  πρέπει  όχι  μόνο  να  θέλεις  ή  μόνο  να  μπορείς  —  αλλά 
ταυτόχρονα  και  να  θέλεις  και  να  μπορείς  να  καταλάβεις  αυτό  που  ακούς  ή  διαβάζεις.  Γιατί 
είναι  δυνατόν  να  θέλεις,  αλλά  να  μη  μπορείς∙  όπως  είναι  δυνατόν  να  μπορείς,  αλλά  να  μη 
θέλεις  να  εννοήσεις.  Και  τότε  φυσικά  δεν  «καταλαβαίνεις».  Θέλω  σημαίνει  εδώ  ότι 
εμφορούμαι  από  την  καθαρή  πρόθεση  να  εισδύσω  στα  λεγόμενα  ή  γραφόμενα  και  να 
συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι 
κατά  τη  δική  μου  διάθεση.  Και  μπορώ  σημαίνει  ότι  έχω  (από  μάθηση  και  ιδιοφυία)  την 
ικανότητα  να  κινούμαι  με  κάποιαν  άνεση  μέσα  στον  κόσμο  των  εννοιών  και  των  συμβόλων 
του  ανθρώπου  που  τον  ακούω  ή  τον  διαβάζω.  Και  έτσι  κατορθώνω  να  τον  προσεγγίσω 
πνευματικά  από  πολύ  κοντά,  και  να  κάνω  τις  ιδέες  του  ιδέες  μου,  τα  επιχειρήματά  του 
επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — 
και πριν απ' όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου. Σ' αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο 
κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς την ίδια εθνική γλώσσα 
(π.χ. ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ' έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό 
είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε 
τον  ομόγλωσσο,  αλλά  στις  πολύ  κοινές  σχέσεις  της  ζωής,  μέσα  σ'  αυτό  που  ονομάζομε 
«καθημερινότητα». Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια και αρχίζει να μπαίνει 
παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, 
ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο «νόημα», ότι συχνά ‐ συχνότατα τα «ίδια 
λέμε»  και  «άλλα  καταλαβαίνομε».  Με  αποτέλεσμα  η  απόσταση  που  μας  χωρίζει  από  τους 
ομοίους  μας  να  γίνεται  κάποτε  πολύ  μεγάλη,  αγεφύρωτη.  Κουβεντιάζομε,  αλλά  δεν 
συνεννοούμαστε... 

Πώς  συμβαίνει  αυτό;  Η  πλήρης  εξήγηση  θα  μας  τραβούσε  πολύ  μακριά.  Θα  περιοριστώ  σε 
μια  πρόχειρη,  αλλά  επαρκή.  Οι  «λέξεις»  οποιασδήποτε  γλώσσας  δεν  έχουν  ούτε  μόνιμο 
νοηματικό  περιεχόμενο,  ούτε  σταθερό  λογικό  περίγραμμα.  Αλλά  είναι  κάτι  ρευστό  και 
κυμαινόμενο  που  αποκτά  κάποιαν  ευστάθεια  μόνο  όταν  καθηλωθεί  με  την  πειθαρχία  που 
συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά 
τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. 
Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν 
τις  μεταχειρίζεται  ένας  ψυχολόγος  ή  ένας  κοινωνιολόγος.  —  Έπειτα  οι  λέξεις  ως  φορείς 
εννοιών  φορτίζονται  διανοητικά  και  συναισθηματικά  μέσα  στον  ψυχικό  κόσμο  του  καθενός 
ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαρακτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις 
ηχούν  μέσα  μας  διαφορετικά  επειδή  πέφτουν  και  χτυπούν  απάνω  σε  διαφορετικό  μέταλλο. 
Άλλα λ.χ. πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα 
εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση  ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό 
και  συναισθηματικό  κόσμο.  Θα  έλεγα  με  μιαν  αλληγορία:  άλλους  αρμονικούς  διεγείρουν 
μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι 
από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και 
τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κτλ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. 
Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μιαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη 
Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του. 

Τα συμπεράσματα απ' αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος 
του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: 
Είναι  δύσκολη,  πολύ  δύσκολη  η  επαρκής,  και  ίσως  αδύνατη,  εντελώς  αδύνατη  η  πλήρης 
συνεννόηση με τους ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο 
σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική 
τάξη,  στο  ίδιο  μορφωτικό  επίπεδο.  Ο  καθένας  έχει  το  δικό  του  μέταλλο  ψυχής,  το  δικό  του 
διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται 
τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαίνουν εντελώς ο ένας τον άλλο. 

Digitized by 10uk1s 
Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με 
ακρίβεια  απόλυτη  —  πράγμα  πολύ,  πάρα  πολύ  σπάνιο  —  τότε  η  μεταξύ  τους  συνεννόηση 
μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των 
κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο 
ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς... 

7 Ιανουαρίου 1965 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ 

Προκόβει άραγε ο άνθρωπος σε τούτο τον κόσμο, ή παρ' όλα τα «αγαθά» του πολιτισμού που 
συσσωρεύει  με  το  μόχθο  των  εκλεκτών  αντιπροσώπων  του,  παρ'  όλη  την  πνευματική 
καλλιέργεια και την ηθική αγωγή που δίνει στα παιδιά του από τα τρυφερά τους χρόνια, παρ' 
όλο το θρησκευτικό έλεγχο, το φόβο του Θεού που ανέκαθεν αισθάνεται, και τον άλλο έλεγχο 
που  έχει  αναθέσει  στους  κανόνες  του  Δικαίου,  το  φόβο  της  Εξουσίας,  είναι  και  θα  είναι  ο 
ίδιος  και  απαράλλαχτος,  όπως  ήταν  στην  αυγή  της  ιστορίας  του  —βίαιος,  άπληστος  και 
ακόλαστος,  αρπαχτικός,  μοχθηρός  και  χυδαίος,  ψεύτης,  υποκριτής  και  αναίσχυντος—  θηρίο 
ανήμερο  που  το  έχει  κάνει  πιο  επικίνδυνο  και  πιο  βάναυσο  η  δύναμη  του  «λογικού»  του; 
Συχνά ‐ πυκνά έρχεται στη σκέψη και στις συζητήσεις μας το πρόβλημα τούτο. Ιδίως κατά τις 
ώρες και τις περιστάσεις όπου μια οδυνηρή απογοήτευση κλονίζει μέσα μας την «πίστη στον 
άνθρωπο» και πληγώνει βαθιά την ανθρώπινή μας «αξιοπρέπεια». Θα επιχειρήσω να δώσω 
εδώ  μιαν  απάντηση  στην  απορία.  Και  δηλώνω  από  τώρα  ότι  θα  υποστηρίξω  τη  θεωρία  της 
προόδου. Όχι μόνο της διανοητικής ή της τεχνικής, αλλά και της ηθικής. 

—Άσχημη ώρα διαλέξατε, θα παρατηρήσει ο φρόνιμος αναγνώστης του κειμένου, να πείτε τη 
γνώμη σας απάνω στο νευραλγικό τούτο θέμα. Ο πόλεμος μαίνεται στο Βιετνάμ, οι Νέγκροι 
ξεσηκώθηκαν  στην  Καλλιφόρνια  και  τουφεκίζονται  σα  σκυλιά,  ο  κόσμος  έχει  μοιραστεί  σε 
πλούσιους που δεν ξέρουν τι να κάνουν τα όσα έχουν θησαυρίσει, και σε φτωχούς που τους 
δέρνει  η  πείνα  και  η  αμάθεια,  στις  μεγαλουπόλεις  αποσύνθεση  των  ηθών  και  εγκλήματα 
ανήκουστα, στα χωριά δεισιδαιμονία, πανουργία, θηριωδία — και σεις θα υποστηρίξετε ότι ο 
άνθρωπος προοδεύει σε τούτο τον πλανήτη, ότι έχει γίνει ή μπορεί να γίνει «καλύτερος»; 

Μάλιστα,  θα  το  υποστηρίξω.  Και  θα  προσπαθήσω  να  θεμελιώσω  τη  γνώμη  μου  σε  μερικά 
«δεδομένα» που νομίζω ότι δύσκολα μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει. 

Αρχίζω με μια παρατήρηση, ψυχολογικής υφής, που αξίζει να την προσέξομε. Η άρνηση της 
προόδου  (της  ηθικής,  επαναλαμβάνω∙  γιατί  την  διανοητική  και  την  τεχνική  κανείς  δεν  την 
αρνιέται) έχει συνήθως όχι αντικειμενικά στηρίγματα, αλλά κίνητρα υποκειμενικά. Δύο τύποι 
ανθρώπων  τη  διαλαλούν:  οι  πρώτοι  με  απόγνωση,  οι  δεύτεροι  με  αυταρέσκεια.  Με 
απόγνωση:  όσοι  διαψεύσθηκαν  οικτρά  στις  εκτιμήσεις  ή  στις  προσδοκίες  τους  από  την 
ανεντιμότητα  εκείνων  όπου  είχαν  αποθέσει  τις  ελπίδες  τους,  και  τώρα  γενικεύουν  το 
φαινόμενο, ανάγονται — όπως λέμε — από την περίπτωση σ' ένα υποθετικό κανόνα, για να 
δώσουν διέξοδο στη θλίψη και στην οργή τους. Με αυταρέσκεια: όσοι νομίζουν ότι μπορούν, 
αν όχι να δικαιώσουν, τουλάχιστο να εξηγήσουν τον κυνισμό και την κακουργία τους θέτοντας 
ως  αξίωμα  (αυτονόητο,  που  δεν  χρειάζεται  απόδειξη)  την  πρόταση  ότι  ο  άνθρωπος  δεν 
αλλάζει∙  τέτοιος  (σαν  αυτούς  δηλαδή)  ήταν  ανέκαθεν  και  θα  παραμείνει  εσαεί.  Οι  πρώτοι, 
άμα  μεταβληθεί  η  κατάσταση,  ξαναβρίσκουν  την  αισιοδοξία  τους.  Εκτός  εάν  η  πάντοτε 
ευπρόσδεκτη  (από  τον  ελαττωμένης  ζωτικότητας  άνθρωπο)  οκνηρία  ή  μια  εγγενής 
πνευματική ανεπάρκεια τους πείσει ότι ο σκεπτικισμός είναι βολικότερος, και εγκατασταθούν 
σ'  αυτόν  για  να  ησυχάσουν  από  ενοχλητικές  πρωτοβουλίες  και  ευθύνες.  Οι  δεύτεροι  είναι 
νοσογόνες  εστίες,  ολέθριες  για  την  ηθική  υγεία  της  κοινωνίας∙  με  το  αυθαίρετο  θεωρητικό 
τους κατασκεύασμα μολύνουν την ατμόσφαιρα: «Δε βαριέσαι, όλοι είμαστε ίδιοι, όχι σήμερα 
μονάχα,  αλλ'  ανέκαθεν  τι  νόημα  έχει  να  πας  κόντρα  στο  ρεύμα;  ο  άνθρωπος  είναι  και  θα 
μείνει βόρβορος»... 

Προχωρώ στα κύρια επιχειρήματά μου. 

Την εντύπωση ενός ηθικά «αμετάβλητου» όντος έχει μόνο εκείνος που βλέπει την ιστορία με 
την  οπτική  γωνία  των  κοντόφθαλμων  ανθρώπων:  οπτικό  πεδίο  περιορισμένο∙  ορίζοντας 

Digitized by 10uk1s 
στενός∙ προσκόλληση στη λεπτομέρεια του «εδώ» και του «τώρα». Μια όραση όμως πλατειά, 
ικανή  για  εκτεταμένες  σε  χώρο  και  μακρινές  στο  χρόνο  θεωρήσεις,  βοηθεί  να  σχηματίσομε 
μιαν εντελώς διαφορετικήν εικόνα. Ανοίξετε τους διαβήτες σας και αγκαλιάστε με το βλέμμα 
του πνεύματος τμήματα μεγάλα του πλανήτη και ολόκληρες χιλιετίες της ιστορίας του — τότε, 
άμα κάνετε σωστά τις συγκρίσεις και τους παραλληλισμούς σας, θα βεβαιωθείτε ότι η ηθική 
ευαισθησία, η ηθική συνείδηση, η ηθική βούληση του ανθρώπου, με το αδιάκοπο και επίπονο 
όργωμα της παιδείας (ο όρος παρμένος στην πιο πλατειά σημασία του) μεταβάλλεται προς το 
καλύτερο: οξύνεται, βαθαίνει, διαφοροποιείται, λεπτύνεται. Δεν έκρινε σαν εμάς ηθικά, δεν 
είχε τα δικά μας ηθικά μέτρα, δεν είχε τις τύψεις μας, τις εξάρσεις μας, το άγχος μας το ηθικό 
ο άνθρωπος της νεολιθικής εποχής ή ο βαβυλώνιος της βασιλείας του Χαμουραπί, ακόμη και 
ένας  Αθηναίος  του  ε'  προχριστιανικού  αιώνα,  ή  ένας  ιππότης  του  Καρλομάγνου.  Κάτι  έχει 
«αλλάξει» στο μεταξύ. Και έχει αλλάξει προς το καλύτερο — οσαδήποτε «περιστατικά» από 
τη  σύγχρονη  κοινωνική  πραγματικότητα  κι  αν  επισημαίνετε,  που  αντιστρατεύονται  σ'  αυτή 
την  αντίληψη.  Έριξε  τη  μπόμπα  στη  Χιροσίμα,  αλλά  μπήκε  στην  κλινική,  ράκος  ψυχικό,  ο 
αεροπόρος  που  «διατάχθηκε»  να  την  εκσφενδονίσει.  Μυριάδες  συνειδήσεων,  απ'  όλα  τα 
γεωγραφικά πλάτη του κόσμου, εξεγείρονται σήμερα για την άνιση μεταχείριση των Νέγκρων. 
Δεν υπάρχει άνθρωπος στην υφήλιο που να μη ντρέπεται για τους «φούρνους» του Χίτλερ. Η 
υπόθεση  Ντρέιφους  ανατάραξε,  εδώ  και  λίγα  χρόνια,  τη  Γαλλία.  Ώρες  ‐  ώρες  πιάνει  σαν 
υστερία τους πνευματικούς ανθρώπους η απαίτηση: fiat justitia et — pereat mundus... 

—Αυτά «λέγονται», θα παρατηρήσει ο αντιφρονών∙ τι «πράττεται» όμως; 

Η  απάντηση  είναι  απλή:  Και  «πράττονται»  πολλά,  πάρα  πολλά  από  εκείνα  που  άλλοτε  ούτε 
καν «λέγονταν». Αλλά τι θα θέλατε;  Μέσα στα (συγκριτικά)  ελάχιστα χρόνια του «ιστορικού 
βίου» του ο άνθρωπος να έχει εξημερωθεί, τελειωθεί, θεωθεί; Συλλογίζεστε πόσο βραχύ είναι 
το  διάστημα  που  μας  χωρίζει  από  την  αγριότητα;  Αυτό  που  ονομάζομε  «πολιτισμό» 
αντιπροσωπεύει ένα λεπτό φλούδι απάνω στο θηριώδη κορμό της ανθρωπότητας. Ιδού στην 
τύχη μερικοί αριθμοί: Ο πολιτισμός μας με την ελληνοχριστιανική του μορφή, δεν έχει ηλικία 
μεγαλύτερη από 2.000 χρόνια. Προσθέσετε ακόμα 1.000 χρόνια για να πάμε στην εποχή των 
πρώτων  ιστορικών  μνημείων  εδώ  στην  Ελλάδα.  Οι  αρχαιότερες  πυραμίδες  χτίστηκαν  πριν 
5.000 χρόνια από σήμερα. Πιο πίσω από τα 4.000 π.Χ. (δηλαδή 6.000 χρόνια από σήμερα) δεν 
έχομε κανένα γνωστό σημαντικό πολιτισμό. Ο άνθρωπος όμως υπάρχει απάνω στη γη εδώ και 
μυριάδες χρόνια. Με τη σημερινή μορφή του (homo sapiens) τουλάχιστο 40.000 χρόνια. Με 
τη  μορφή  του  ανθρώπου  του  Neandertal  τουλάχιστον  90.000  χρόνια.  Με  τη  μορφή  του 
ανθρώπου της παλαιολιθικής εποχής 400 ‐ 500 χιλιάδες χρόνια. — Τι περιμένομε λοιπόν; Ένα 
θηρίο  που  έχει  πίσω  του  ζωή  (υφή,  τάσεις,  έξεις)  500.000  ετών,  να  φτάσει  στην  ηθική 
τελείωση,  δηλαδή  στον  εξανθρωπισμό  μέσα  στα  6.000  χρόνια  της  ιστορίας  του  πολιτισμού; 
Για  να  υποτάξομε  μιαν  ασήμαντη  συνήθεια,  την  έξη  καπνίσματος,  αγωνιζόμαστε  (και  συχνά 
χωρίς επιτυχία) οχτώ και δέκα χρόνια, δηλαδή το 1/5 ή το 1/6 του μέσου όρου της ζωής μας. 
Είναι λοιπόν δυνατόν να μεταβάλομε ριζικά τον ηθικό μας κόσμο μέσα σε τόσο (συγκριτικά) 
ασήμαντο χρονικό διάστημα όσο είναι η ιστορική ηλικία του  «πολιτισμένου» ανθρώπου;  Τη 
μεταβολή προς το καλύτερο υποστηρίζομε, όχι την «αρτίωση» κιόλας. 

—Μα το «κακό» ολοένα πληθαίνει στην κοινωνία: η βία, το ψεύδος, το μίσος, η προστυχιά. 
Που και πώς θα βρει τόπο το «καλό» να σωθεί και να προκόψει; 

Και  τούτο  ακόμη  είναι  ζήτημα  προοπτικής.  Εάν  περιορίσετε  το  βλέμμα  σας  απάνω  στον 
ιστορικό  χάρτη  σ'  ένα  πολύ  μικρό  τμήμα  του,  δεν  είναι  δυνατόν  να  ανακαλύψετε  και  να 
παρακολουθήσετε  εκείνη  τη  χρυσή  και  ζωντανή  φλεβίτσα  που  υπάρχει,  κάτω  από  την 
επιφάνεια των γεγονότων, και κάνει σιγά ‐ σιγά το έργο της, όπως ο χυμός μέσα στο δέντρο. 
Ακόμη και όταν διευρύνετε το οπτικό σας πεδίο (όχι όμως αρκετά), πάλι νομίζετε ότι την έχει 

Digitized by 10uk1s 
καταπιεί η μαύρη άμμος του «κακού». Αίφνης όμως (την ώρα που τα μέτρα σας έχουν πάρει 
το  ανάλογο  μέγεθος)  τη  βλέπετε  να  αναβλύζει,  δύναμη  ακατάλυτη  και  γονιμοποιός  που 
μεταμορφώνει τον άνθρωπο και δίνει άλλη τροπή στο πεπρωμένο του. Όσοι διερευνούν τους 
ποταμούς, πρέπει να περάσουν από τα κόσκινά τους τόνους λάσπης, για να συλλέξουν λίγες 
ουγγιές  από  καθαρό  χρυσάφι...  Δεν  γίνεται  αλλιώς:  λίγο  «καλό»  προϋποθέτει,  αλλά  και 
αντισταθμίζει  μεγάλη  ποσότητα  «κακού».  Το  τι  θα  αναζητήσεις  και  θα  βάλεις  στη  ζυγαριά 
σου,  εξαρτάται  από  την  πνευματική  σου  τοποθέτηση  και  την  ηθική  σου  ποιότητα:  ο  καλός 
βρίσκει το καλό, επειδή το βλέπει και το θέλει∙ ο κακός όχι. 

19 Αυγούστου 1965. 

Digitized by 10uk1s 
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ 

Όσοι, κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι ή υψώνοντας τη φωνή με οργή, αρνούνται την ηθική 
πρόοδο  του  ανθρώπου  κατά  τους  μακρούς  αιώνες  της  ιστορικής  του  διαδρομής,  μιλούν 
συνήθως  με  αδιαφορία,  ή  και  με  περιφρόνηση,  για  την  αξία  της  «υλικής»  προόδου,  των 
κατακτήσεων  δηλαδή  της  επιστήμης  και  της  τεχνικής,  που  άλλαξαν  στους  χρόνους  μας  τη 
μορφή του κόσμου. 

—Καμιά  επιρροή,  λέγουν,  δεν  έχουν  αυτά  τα  πολυθρύλητα  θαύματα  απάνω  στον  ηθικό  βίο 
του  ανθρώπου,  στο  χαρακτήρα,  στην  προσωπικότητά  του.  Άλλη  η  μια  τροχιά,  άλλη  η  άλλη∙ 
δεν πηγαίνουν παράλληλα. Ή 

—Καμιάν ουσιαστική αξία, λέγουν, δεν έχουν οι τεχνικές τελειοποιήσεις των μέσων της ζωής, 
για τις οποίες υπερηφανεύεται ο πολιτισμός μας. Ευτυχέστερος ήταν ο άνθρωπος που ζούσε 
χωρίς τις σημερινές ανέσεις, σε κοινωνίες απλούστερες, «πρωτόγονες». Ή 

—Όχι  μόνο  δεν  καλυτέρεψε,  αλλά  χειροτέρεψε  τον  άνθρωπο  η  πρόοδος  της  επιστήμης  και 
της τεχνικής. Πολλαπλασίασε και έκανε πιο raffinée τη δύναμη της κακουργίας του... 

Θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι και οι τρεις αυτές υποθέσεις είναι αστήριχτες∙ βρίσκονται 
σε ασυμφωνία με εξώφθαλμα γεγονότα. 

Πρώτον, είναι πλάνη να νομίζομε ότι η ευημερία δεν επηρεάζει πρός το καλύτερο το ήθος των 
ανθρώπων.  Προσοχή:  δεν  λέγω  η  ευμάρεια,  ο  πλούτος,  η  πολυτέλεια∙  λέγω  η  ευημερία, 
δηλαδή  η  επάρκεια  των  υλικών  μέσων  της  ζωής,  που  επιτρέπει  τις  απαραίτητες  για  ένα 
πολιτισμένο  άνθρωπο  ανέσεις.  Τα  παραδείγματα  αφθονούν,  από  παρατηρήσεις  απάνω  και 
στην  ατομική  και  στη  συλλογική  ζωή.  Η  πενία,  ως  συνώνυμο  της  πείνας,  της  αρρώστιας  και 
της  αμάθειας,  είναι  ο  χειρότερος  σύμβουλος  του  ανθρώπου  και  η  μεγαλύτερη  μάστιγα  των 
κοινωνιών. Άτομα ή λαοί που λιμοκτονούν, δεκατίζονται από αρρώστιες και είναι βυθισμένοι 
στην  αμάθεια,  έχουν  το  βούρκο  και  τη  δυστυχία  μέσα  στην  ψυχή  τους.  Φθονούν, 
απεχθάνονται,  μισούν  όχι  μόνον  όσους  γεύονται  άνετα  τα  αγαθά  της  ζωής,  αλλά  και  τους 
ομοίους  των.  Η  εξαθλίωση  διηθείται  έως  τους  εσώτερους  πόρους  της  ψυχής  τους  και  τους 
εξαχρειώνει.  Αρετές  όπως  η  αγάπη  της  ελευθερίας,  η  αυτοκυριαρχία,  η  αξιοπρέπεια  δεν 
μπορούν  να  ριζώσουν  σε  έδαφος  ψυχικό,  που  το  έχουν  αποψιλώσει  οδυνηρές  υλικές 
στερήσεις.  Σκλάβους,  ακρατείς,  ευτελείς  κάνει  τους  ανθρώπους  η  αγιάτρευτη  φτώχεια.  —
Αντίθετα η ευημερία, ως συνώνυμο της ευπορίας στα υλικά μέσα της ζωής, της υγείας και της 
μόρφωσης, επιδρά ευεργετικά απάνω στο χαρακτήρα των ατόμων και των λαών. Τους κάνει 
φιλελεύθερους,  ευπρεπείς,  γενναιόψυχους.  Τους  δίνει  τη  χαρά  της  ζωής  που  κάνει  τον 
άνθρωπο να χαίρεται την ανθρωπιά του. Να υπερηφανεύεται γι' αυτήν. Να την τιμά, και στο 
δικό του πρόσωπο και στο πρόσωπο των ομοίων του. «Ευστάθεια» (με όλες τις σημασίες της 
λέξης)  δεν  έχουν  ούτε  τα  άτομα  ούτε  οι  κοινωνίες  που  μαστίζονται  από  την  εξαθλίωση.  Και 
είναι εχθρός του ανθρώπου εκείνος (ο σοφός ή ο πολιτικός) που θεωρεί άσχετες μεταξύ τους 
την  ευημερία  με  την  ευτυχία,  την  ευτυχία  με  την  αρετή.  Χαρά  και  καλοσύνη  (όσο  και  αν 
επιχειρούμε  να  αντισταθμίσομε  τις  στερήσεις  του  παρόντος  με  προσδοκίες  του  μέλλοντος) 
δεν  μπορεί  να  έχει  ο  άνθρωπος  ή  ο  λαός  ο  εξαθλιωμένος  από  τα  δεινά  της  πείνας,  της 
αρρώστιας  και  της  αμάθειας.  Χορτάσετέ  τον,  γιατρέψετέ  τον,  μορφώσετέ  τον  και  θα 
δημιουργήσετε  τις  προϋποθέσεις  για  ν'  αστράψει  μέσα  του  το  φως  της  αλήθειας,  της 
ομορφιάς και της αρετής — με μια λέξη: της ανθρωπιάς. 

Δεύτερον,  είναι  πλάνη  να  υποθέτομε  ότι  οι  εκπληκτικές  κατακτήσεις  της  επιστήμης  και  της 
τεχνικής, για τις οποίες δικαιολογημένα υπερηφανεύεται ο πολιτισμός μας, δεν έχουν καμιάν 

Digitized by 10uk1s 
ουσιαστικήν  αξία,  επειδή  τάχα  δεν  έκαναν  «ευτυχέστερο»  τον  άνθρωπο  —  άρα  δεν 
αποτελούν  «πρόοδο».  «Αχ!  τι  ωραία  που  ζούσαν  άλλοτε  οι  άνθρωποι  στις  πρωτόγονες 
κοινωνίες  τους,  χωρίς  το  τηλέφωνο,  το  ραδιόφωνο,  το  αυτοκίνητο,  το  αεροπλάνο»...  Δεν 
πρέπει,  νομίζω,  να  παίρνομε  στα  σοβαρά  αυτό  τον  ψευτορομαντισμό  της  υποκριτικής 
νοσταλγίας του παρελθόντος. Πρώτα ‐ πρώτα γιατί δογματίζει «εκ του ασφαλούς» και «με το 
αζημίωτο»:  δεν  εγνώρισα  ακόμη  κανένα  οπαδό  του  δόγματος  να  διακόψει  το  ηλεκτρικό 
ρεύμα στο σπίτι του για να ζήσει ευτυχέστερος. Και έπειτα, γιατί είναι τουλάχιστο γελοίο να 
υποστηρίζει  κανείς  ότι  ζούσαν  «καλύτερα»  οι  άνθρωποι  τότε  που  οι  γιατροί  καίγανε  με 
πυρωμένο  σίδερο  τις  μολυσμένες  πληγές  (χωρίς  φυσικά,  να  μεταχειρίζονται  αναισθητικά  ή 
αναλγικά φάρμακα) ή που πέθαιναν τα μωρά κατά εκατομμύρια από εντερίτιδα... ή τότε που 
σοφοί  και  υψηλής  ευαισθησίας  άνθρωποι  καταδέχονταν  να  θεωρούν  τη  δουλεία 
αναπόφευκτη, επειδή έπρεπε να μένουν ώρες και δυνάμεις σ' αυτούς και στους οικείους των 
ελεύθερες  για  να  διαβάζουν  και  να  ψυχαγωγούνται...  ή  τότε  που  η  ανάγνωση  και  η  γραφή 
ήταν  προνόμιο  των  ολίγων  και  των  «ισχυρών»  και  ο  μεγάλος  αριθμός  έπρεπε  να  πιστεύει 
μοίρα  του  αδυσώπητη  να  μένει  εσαεί  βυθισμένος  στην  άγνοια,  στη  δεισιδαιμονία  και  στο 
σκότος.  Έχομε  άραγε  όλοι  συνειδητοποιήσει  τις  τεράστιες  προόδους  που  έχει 
πραγματοποιήσει  στα  μέσα  και  στον  τρόπο  της  ζωής  μας  αυτός  ο  πολιτισμός  που  τον 
αποκαλούμε  με  περιφρόνηση  «απλώς  τεχνικό»;  Ιδού  μια  λεπτομέρεια  διατυπωμένη  με 
αριθμούς  που  αξίζει  να  τη  σκεφτούμε  πολύ:  Στο  Λίβερπουλ  (της  Μεγ.  Βρετανίας)  ο  μέσος 
όρος ζωής των κατοίκων το 1846 ήταν το 26ο έτος της ηλικίας∙ στο Μπόστον (των Ηνωμένων 
Πολιτειών) ο μέσος όρος ήταν πέρσι το 66,7 της ηλικίας. Και δεν είναι μόνο η διάρκεια που 
μεγάλωσε∙ έγινε και το ποιόν της ζωής διαφορετικό. Σήμερα ο άνθρωπος των προχωρημένων 
στον πολιτισμό χωρών έχει άπειρες ευκαιρίες να «εντείνει» και να «υψώσει» (να ευγενίσει με 
τα  αγαθά  της  παιδείας)  τη  ζωή  του.  Να  την  εκτιμήσει  και  να  τη  χαρεί.  Ότι  ζει  «καλύτερα», 
«ανετώτερα», «τελειότερα», «ανθρωπινότερα», δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι άραγε και 
ευτυχέστερος;  Η  απάντηση  εξαρτάται  από  το  τι  ονομάζετε  «ευτυχία».  Θα  αναγνωρίσετε 
πάντως  ότι  όταν  πεθαίνει  κανείς  πολύ  νέος,  αφού  έχει  ζήσει  μια  περιορισμένη,  κουτή  και 
τυραννισμένη ζωή — δεν προλαβαίνει τουλάχιστο να ευτυχήσει... 

Τρίτο  και  τελευταίο,  είναι  πλάνη  να  υποστηρίζομε  ότι  η  επιστημονική  και  τεχνική  πρόοδος 
των τελευταίων τριών αιώνων όχι μόνο δεν καλυτέρεψε, αλλά χειροτέρεψε τον άνθρωπο. Το 
επιχείρημα  (που  με  τόσην  ελαφρότητα  επαναλαμβάνεται  ακόμη  και  από  σοβαρούς 
συζητητές)  ότι  οι  πιο  προοδευμένοι  στην  επιστήμη  και  στα  γράμματα  λαοί  φάνηκαν 
οικτρότεροι  και  πιο  αδίσταχτοι,  απάνω  στον  πυρετό  του  τελευταίου  πολέμου,  δεν  έχει 
αποδειχτικήν  αξία  αναμφισβήτητη,  άμα  το  αναλύσει  κανείς  περισσότερο.  Υπενθυμίζω  τη 
διάκριση, που κάνουν οι Μαθηματικοί, μεταξύ αναγκαίων και επαρκών συνθηκών, γιατί αυτή 
θα  μας  δώσει  το  λογικό  σχήμα  να  βάλομε  τα  πράγματα  στη  θέση  τους.  Να  υπάρχουν  σε 
μεγάλη ποσότητα υδρατμοί στην ατμόσφαιρα, είναι μια αναγκαία προϋπόθεση της βροχής — 
όχι  όμως  και  επαρκής,  γιατί  αυτή  και  μόνη  (χωρίς  π.χ.  μιαν  ορισμένη  πτώση  της 
θερμοκρασίας) δεν φέρνει τη βροχή. Αυτό συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση. Κανείς δεν 
θα ισχυριστεί ότι φτάνει μια διδακτορική διατριβή στη Χημεία ή ένα νόμπελ της Φυσικής για 
να  γίνει  και  ηθικά  ανώτερος  ένας  άνθρωπος∙  όταν  όμως  φωτίζεται  ο  νους  του  με  τη 
διερεύνηση  των  νόμων  του  σύμπαντος  και  από  τούτο  το  φωτισμό  υψώνεται  το  πνευματικό 
του  βλέμμα  έως  τη  θεώρηση  κάποιων  ανώτερων  αληθειών,  δημιουργούνται  οι  αναγκαίες 
συνθήκες  για  να  αναπτυχθούν  μέσα  στην  ψυχή  του  τα  σπέρματα  του  καλού  (εάν  είναι 
ζωντανά) και έτσι να γίνει πιο άνθρωπος. 

Χωρίς  αυτό  τον  τελευταίο  όρο  (την  επαρκή  συνθήκη  του  μαθηματικού)  ο  επιστήμονας  ή  ο 
τεχνικός  μας  θα  καταντήσει  ένας  τερατώδης  νους  τόσο  προσηλωμένος  στις  άτεγκτες 
γενικεύσεις του, ώστε να  είναι ικανός  για τις μεγαλύτερες  θηριωδίες.  Και τούτο επειδή έχει 
μείνει  στη  μέση  του  δρόμου:  στάθηκε  στις  γνώσεις∙  δεν  προχώρησε  έως  τη  γνώση.  Έως 
δηλαδή εκείνη την ολοκλήρωση του πνεύματος που δεν ξεχωρίζει πια με στεγανά τοιχώματα 

Digitized by 10uk1s 
από δω την «αλήθεια», από κει την «ομορφιά» και παραπέρα την «αρετή», αλλά αισθάνεται, 
κρίνει και τιμά, σα μιαν ακατάλυτη ενότητα, την αρετή μέσα στην ομορφιά  της αλήθειας. Η 
σωστή  λοιπόν  τοποθέτηση  του  ζητήματός  μας  είναι  να  πούμε  ότι  η  πρόοδος  της  επιστήμης 
και  της  τεχνικής  μπορεί  να  καλυτερέψει  τον  άνθρωπο  (όπως  ασφαλώς  μπορεί  και  να  τον 
χειροτερέψει  —  σαν  τον  διαρρήκτη  που  έχει  αποκτήσει  τελειοποιημένα  εργαλεία)  αφού 
δημιουργεί  τις  προϋποθέσεις  για  την  πνευματική  του  απογείωση.  Αρκεί  να  συνεχίσει  την 
πτήση του και. να πάει πολύ ψηλά... Ας το πάρομε μια για πάντα απόφαση∙ αφού μπήκαμε 
στο δρόμο των επιστημονικών και τεχνικών κατακτήσεων, δεν γίνεται πια να γυρίσομε πίσω. 
Αλλά  ούτε  ωφελεί.  Απάρνηση  της  προόδου  σ'  αυτό  τον  τομέα  σημαίνει  επάνοδο  στη 
βαρβαρότητα.  Ευτυχέστερη  και  ηθικότερη  θα  γίνει  η  ανθρωπότητα  όχι  δεσμεύοντας  αλλά 
αφήνοντας  πιο  ελεύθερο  ακόμη  το  πνεύμα.  Η  σωτηρία  μας  είναι  όχι  λιγότερη,  αλλά 
περισσότερη, πλατύτερη και βαθύτερη μάθηση. 

26 Αυγούστου 1965 

Digitized by 10uk1s 
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΡΕΤΗΣ 

Η βαθειά αναταραχή που περνάει τούτο τον καιρό η χώρα μας και που είναι, σε τελευταίαν 
ανάλυση, κρίση ηθική ολόκληρου του κοινωνικού μας οργανισμού ξαναφέρνει στο νου κάθε 
στοχαστικού ανθρώπου τις έννοιες της Πολιτικής (τέχνης) και του Πολιτικού (ανδρός) και τον 
παρακινεί να τις διερευνήσει. Ποιος είναι ο σκοπός (το «τέλος», όπως θα έλεγαν οι Αρχαίοι), 
δηλαδή ο «λόγος υπάρξεως» της Πολιτικής, το ουσιαστικό νόημά της; Και τι πρόγραμμα ζωής 
εκφράζει με τις προθέσεις και τις πράξεις του ο Πολιτικός, ο αυθεντικός, ο άξιος του ονόματός 
του Πολιτικός; 

Επειδή, είναι αχάριστο και ανώφελο έργο να λέει κανείς πολλές φορές τα ίδια πράγματα με 
άλλα  λόγια,  ας  μου  επιτραπεί,  ως  απάντηση  στα  παραπάνω  ερωτήματα,  να  παραθέσω  δύο 
περικοπές από παλαιότερες μελέτες μου: 

«Της παιδαγωγίας μορφή είναι ως πνευματικό λειτούργημα η Πολιτική. Ανήκει επομένως στη 
σφαίρα της Ηθικής. Προσωπείο του Πολιτικού είναι ο διψασμένος για δύναμη, ή εκείνος που 
παλεύει (με όπλα και πονηριά) για οικονομικά συμφέροντα. Κατά το αληθινό πρόσωπό της η 
έννοια  αυτή  συμπίπτει  με  την  έννοια  του  παιδαγωγού,  του  νομοθέτη  και  του  ηγέτη  των 
μαζών. Η δύναμη είναι το μέσον και όχι ο σκοπός του πολιτικού. Και έργο του να σώζει από τη 
φθορά  τις  συλλογικές  ανθρώπινες  δυνάμεις  και  να  κάνει  ευρύχωρα  τα  περιθώρια,  όπου 
ελεύθερα  από  μωρούς  ή  δόλιους  περιορισμούς  μπορούν  τα  άτομα  να  πραγματοποιούν  την 
ηθική τους προσωπικότητα» («Η ηθική συνείδηση και τα προβλήματά της», β' έκδ. Γαλαξία, 
1970, σελ. 162‐163). 

«Σε καιρούς σαν τους δικούς μας, όπου τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική των 
κρατών,  μεγάλων  και  μικρών,  ασκείται  με  τρόπο  που  δύσκολα  (ακόμη  και  στα  μάτια  των 
αμύητων και των αφελών) κρύβει κάτω από το προσωπείο κάποιων ωχρών ιδεών το όργιο της 
πλεονεξίας που τη διευθύνει, είναι ίσως σκάνδαλο να υποστηρίξει κανείς ότι η Πολιτική είναι 
λειτούργημα  πνευματικό  και  σαν  τέτοιο  έχει  παιδευτικό  χαρακτήρα  και  ποιότητα  ηθική.  Θα 
χρειαζότανε μια μακρά ιστορικήν επισκόπηση, για να εξηγηθεί πώς αυτή η λειτουργία που σε 
άλλους  λαούς  και  πολιτισμούς  έχει  τόνον  ιερό  («θείοι»  ήσαν  άλλοτε  για  το  αίσθημα  των 
ανθρώπων  οι  «ηγεμόνες»  και  οι  «νομοθέτες»)  έφτασε  μέσα  στον  νεοευρωπαϊκό  πολιτισμό, 
τον  σχεδόν  οικουμενικό  σήμερα,  στο  τωρινό  της  κατάντημα...  Αν  όμως  σήμερα  η  Πολιτική 
καπηλεύεται  τις  ιδέες  και  πρακτορεύει  τα  συμφέροντα,  αυτό  δεν  σημαίνει  ότι  τέτοια  ήταν 
ανέκαθεν ή ότι τέτοια είναι κατ' ανάγκην από το εσώτερο νόημά της... Το νόημα της πολιτικής 
λειτουργίας  θα  το  γνωρίσομε  όταν  μελετήσομε  όχι  τους  πολιτικούς  από  διάθεση 
τυχοδιωκτική  ή  επάγγελμα,  αλλά  όσους  με  άκραν  επίγνωση  και  ευθύνη  βλέπουν  στο 
υπούργημα  τούτο  τη  μεγάλη  υπόθεση,  το  χρέος  και  τη  μοίρα  της  ζωής  τους.  Τα  πρότυπα 
ευτυχώς  δεν  λείπουν...  Ας  προσέξομε  λ.χ.  μια  μορφή  στο  μεταίχμιο  του  θρύλου  και  της 
ιστορίας,  όπως  τον  Λυκούργο∙  ένα  πρόσωπο  εντελώς  ιστορικό:  τον  Σόλωνα∙  έπειτα  τον 
πολιτικό τον μυθολογημένο από έναν ιστορικό σαν τον Θουκυδίδη: τον Περικλή του ιστορικού 
κειμένου  του,  ακόμη  και  τον  φιλόσοφο  ‐  πολιτικό  της  Πλατωνικής  Πολιτείας  και  των 
Πλατωνικών  Νόμων...  Ο  Πολιτικός  ως  νομοθέτης  και  κυβερνήτης  παιδεύει  τους  ανθρώπους 
και είναι κατά κύριο λόγο διδάσκαλος της αρετής. Τούτο το βαθύτερο νόημα έχει η πολιτική 
ηγεσία.  Η  δύναμη  που  περιβάλλεται  είναι  μέσον  και  όχι  σκοπός,  όπως  γίνεται  στα  πολιτικά 
ανώριμο  ή  εκφυλισμένο  καθεστώς  του  στυγνού  δεσποτισμού.  Και  αν  μέλημά  της  έχει  να 
ισορροπεί με κάποιο τρόπο τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και πάθη που φέρνουν σε ρήξη τα 
μέλη του κοινωνικού σώματος μεταξύ τους ή το σώμα τούτο προς άλλα όμοιά του, το κάνει 
για να ελευθερώσει την ατομική καθώς και τη συλλογική βούληση από την πίεση των κοινών 
αναγκών και να τη στρέψει προς την έφεση και την επιδίωξη μιας ανώτερης, πιο ανθρώπινης 
μορφής ζωής. Να σώσει τις ανθρώπινες δυνάμεις από την τριβή που φέρνει η αρρυθμία των 

Digitized by 10uk1s 
κοινωνικών  σχέσεων∙  να  αποτρέψει  τη  φθορά  που  προκαλεί  η  αυθαιρεσία,  η  πλεονεξία,  η 
ακολασία,  και  να  προαγάγει  τους  θεσμούς  που  ανατάσσουν  και  ανατείνουν  τις  ατομικές 
συνειδήσεις∙  να  επεκτείνει  τα  περιθώρια  όπου  ελεύθερα  από  περιορισμούς  θα  μπορούν  τα 
άτομα να πραγματώσουν την προσωπικότητά τους χωρίς να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της 
προσωπικότητας  των  άλλων  ή  να  ανακόπτουν  την  προκοπή  του  συνόλου  —  είναι  το 
πρόγραμμά της. Πρόγραμμα κατά κύριο λόγο παιδευτικό με μακρά προοπτική που αφετηρίαν 
έχει το παρόν αλλ' αποβλέπει στο μέλλον. Η αγωγή των νέων, στους ώριμους η πειθώ και ο 
εθισμός,  ακόμη  και  ο  πειθαναγκασμός  εκείνων  που  δυστροπούν  είναι  το  πρόγραμμά  της. 
Πρόγραμμα  που  απαιτεί  μόχθο,  θυσίες  και  κινδύνους.  Άγρυπνος  πάντα,  σταθερός  και 
αποφασιστικός,  ο  πολιτικός  θα  το  κάνει  υπόθεση  της  ζωής  του...  Δεν  είναι  η  μέθη  της 
δύναμης ούτε η πλεονεξία ή ο πυρετός της υπεροχής που μπορεί να στηρίξει ή να δικαιώσει 
ένα  τόσο  υπεράνθρωπο  αγώνα...  Ένα  ξεχείλισμα  ψυχής  είναι  κ'  εδώ  η  πρώτη  αιτία  και  η 
τελευταία δικαίωση. Ένας βαθύς, φλογερός πόθος να δοθείς για να βοηθήσεις, να φωτίσεις, 
να  σώσεις...  Ποιος  θα  αρνηθεί  την  ηθική  ποιότητα  αυτής  της  προαίρεσης  και  αυτής  της 
δράσης;» (Ηθική, γ' εκδ. 1970, Ίκαρος, σελ. 441 ‐ 442). 

*** 

Κατά  βάθος  αυτή  η  έννοια  της  Πολιτικής  και  του  Πολιτικού  είναι  ελληνική.  Προσχεδιάζεται 
από  τους  Έλληνες  στοχαστές  της  Ιωνίας  και  της  Μεγάλης  Ελλάδας,  συλλαμβάνεται  καθαρά 
από  τον  Σωκράτη  και  διατυπώνεται  με  τρόπον  απαράμιλλο  από  τον  Πλάτωνα  και  τον 
Αριστοτέλη.  «Το  παρασκευάζειν  όπως  ως  βέλτισται  έσονται  των  πολιτών  αι  ψυχαί,  και 
διαμάχεσθαι  λέγοντα  τα  βέλτιστα,  είτε  ηδίω  είτε  αηδέστερα  έσται  τοις  ακούουσιν»  (Γοργ. 
503a) είναι κατά τον Πλάτωνα του πολιτικού (ρήτορα) το έργο. Αυτό ακριβώς επιδιώκει, λέγει 
και ο Αριστοτέλης, ο κατ' αλήθειαν πολιτικός: «βούλεται γαρ τους πολίτας αγαθούς ποιείν και 
των  νόμων  υπηκόους∙  παράδειγμα  δε  τούτων  έχομεν  τους  Κρητών  και  Λακεδαιμονίων 
νομοθέτας  και  ει  τινες  έτεροι  τοιούτοι  γεγένηνται»  (Ηθ.  Νικομάχ.  Α  13).  Στον  Πλατωνικό 
μάλιστα  «Γοργία»  έχομε  μια  θαυμάσια  (γεμάτη  δύναμη  και  χιούμορ)  επίθεση  του  Σωκράτη 
κατά  του  Καλλικλή  που  έχει  ήδη  μπει  στην  πολιτική  με  μεγάλες  φιλοδοξίες  και  άλλη  τόση 
ελαφρότητα.  «Και  τώρα,  λαμπρέ  μου  άνθρωπε»  του  λέει  σε  μια  στιγμή  ο  Σωκράτης  του 
διαλόγου  «μια  που  εσύ  άρχισες  κιόλας  να  πολιτεύεσαι  και  μένα  με  προσκαλείς  και  με 
κατακρίνεις  που  δεν  ανακατεύομαι  στην  πολιτική,  κάθησε  να  το  εξετάσομε  μαζί.  Για  να 
ιδούμε: έκανε τάχα ο Καλλικλής ως τώρα κανένα πολίτη καλύτερο; Υπάρχει κανείς, ή ξένος, ή 
πολίτης  Αθηναίος,  ή  δούλος,  ή  ελεύθερος,  που  ενώ  πρωτήτερα  ήτανε  πονηρός,  άδικος, 
ακόλαστος και άμυαλος, έγινε εξ αιτίας του Καλλικλή καλός και αγαθός; Πες μου, Καλλικλή, 
αν  τύχει  και  σου  κάνει  κανείς  την  εξέταση,  τι  θα  αποκριθείς;  Ποιος  άνθρωπος,  θα  πεις,  ότι 
έγινε  καλύτερος  με  τη  δική  σου  συναναστροφή;  Διστάζεις  ν'  απαντήσεις  αν  υπάρχει  κανένα 
τέτοιο  έργο  δικό  σου  από  τον  καιρό  που  ιδιώτευες,  πριν  επιχειρήσεις  να  πολιτευθείς;  — 
Επαίρεσαι για τη νίκη σου, Σωκράτη (λέει ο Καλλικλής). — Όχι (συνεχίζει ο Σωκράτης). Δεν σε 
ερωτώ για να δείξω πως σε νίκησα, αλλά γιατί πραγματικά θέλω να μάθω: κατά ποιον τρόπο 
νομίζεις ότι πρέπει να ασκείται η πολιτική στον τόπο μας. Τώρα που μπήκες στην πολιτική θα 
φροντίζεις πώς θα γίνομε εμείς οι πολίτες όσο το δυνατόν καλύτεροι, ή για τίποτ' άλλο;» (515 
a ‐ c). 

Η αναδρομή στις σκέψεις και στα κείμενα που παραθέτω θα παραδεχθείτε — νομίζω — ότι 
δεν  έχει  σήμερα  απλώς  φιλολογική  σημασία.  Μέσα  στον  εμπαιγμό  και  στην  καταισχύνη 
αυτών  των  δεινών  για  το  έθνος  μας  ημερών  αισθάνεται  κανείς  την  ανάγκη  να  θέσει  στους 
πολιτικούς  μας  άνδρες  το  ερώτημα:  Έτσι  καθώς  πολιτεύεστε,  γίνεστε  πραγματικά  παιδευταί 
του  λαού,  διδάσκαλοι  αρετής;  Με  το  παράδειγμά  σας  τι  περιμένετε  τάχα;  Θα  γίνουν 
καλύτεροι ή χειρότεροι οι πολίτες αυτού του τόπου; Τι τους έχετε διδάξει, όχι με όσα λέγετε 
αλλά με όσα πράττετε; Την υπερηφάνεια του ελεύθερου δημοκρατικού πολίτη; Την ευλάβεια 

Digitized by 10uk1s 
προς  τις  ηθικές  αρχές  και  τους  νόμους  της  πολιτείας;  Τη  συνέπεια  προς  όσα  διακηρύσσετε; 
Την  αφιλοκέρδεια  και  τη  σωφροσύνη;  Τη  νυχτερινή  ώρα  που  μόνοι  με  τον  εαυτό  σας  θα 
κάνετε τον απολογισμό του «έργου της ημέρας», αν τύχει και ακουστεί μέσα σας η φωνή του 
αιωνόβιου και αδιάκοπα ενοχλητικού «Σωκράτη»: 

—Ποιος πολίτης αυτής της χώρας, ή ξένος, έγινε καλύτερος από ό,τι ήταν πριν με το δικό σου 
παράδειγμα; 

Τι θα απαντήσετε; Μήπως ότι η Πολιτική δεν έχει καμιά σχέση με την Ηθική; 

23 Σεπτεμβρίου 1965 

Digitized by 10uk1s 
ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Το  θέμα  που  συζητείται  ζωηρά  αυτές  τις  ημέρες  στους  λογοτεχνικούς  κύκλους  και  από  τις 
στήλες των εφημερίδων, είναι η στάση των «πνευματικών» ανθρώπων απέναντι στη βαθειά 
πολιτική  κρίση  που  περνάει,  εδώ  και  τρεις  μήνες,  ο  τόπος  μας.  Πρέπει  ή  δεν  πρέπει  οι 
άνθρωποι  της  έρευνας  και  των  γραμμάτων  να  παίρνουν  ενεργό  μέρος  στους  πολιτικούς 
αγώνες  και  να  διαφωτίζουν  την  κοινή  γνώμη  της  πατρίδας  τους,  με  το  λόγο  και  την  πράξη, 
όταν η ζωή της Πολιτείας με τις περιπλοκές της φτάνει στο αδιέξοδο και ο λαός χρειάζεται τη 
βοήθεια  των  ηγετών  του  για  να  βρει  τη  σωστή  λύση;  Μήπως  η  αυστηρή  προσήλωση  στο 
υψηλό  νόημα  της  πνευματικής  λειτουργίας  επιβάλλει  στους  ανθρώπους  που  διακονούν  την 
επιστήμη  και  την  τέχνη,  να  μένουν  μακριά  από  το  σάλο  του  πολιτικού  στίβου  και  έτσι  να 
διαφυλάττουν  άσπιλη  την  απαραίτητη  για  την  καθαρότητα  του  δημιουργικού  έργου  γαλήνη 
και  ελευθερία  τους;  Συμβιβάζεται  η  δέσμευση  του  επιστήμονα  και  του  καλλιτέχνη  στα 
δόγματα  μιας  πολιτικής  ιδεολογίας,  το  οποιοδήποτε  engagement  (με  την  έννοια  που  δίνει 
στον όρο η υπαρξιακή φιλοσοφία των ημερών μας), ακόμη και το φαινομενικά πιο ανώδυνο, 
με το ήθος του πνευματικού λειτουργήματος; 

Από το άλλο μέρος πάλι, πώς είναι όχι μόνο θεμιτό αλλά και απλώς δυνατόν να ζει ο πιστός 
της  επιστήμης  και  της  τέχνης  σε  πλήρη  απομόνωση  από  τους  συνανθρώπους,  προς  τους 
οποίους απευθύνεται με το έργο του, και να μη μετέχει στις περιπέτειες του συλλογικού βίου; 
Όταν το κοινωνικό σκάφος κλυδωνίζεται και η Πολιτεία κινδυνεύει να καταποντισθεί από την 
απερισκεψία  και  την  αδεξιότητα,  ή  από  την  εμπάθεια  και  την  κακουργία  των  πολιτικών 
ανδρών  της,  δεν  διατρέχει  κι  αυτός,  όπως  όλοι  οι  συνταξιδιώτες,  τον  έσχατο  κίνδυνο;  Είναι 
επιτρεπτό, ή και απλώς ανεκτό, να κάθεται αυτός με σταυρωμένα χέρια, όταν μαίνεται γύρω 
του η θύελλα; Πώς μπορεί ηθικά να θεμελιωθεί το δικαίωμά του να ενοχλεί τους άλλους με 
τις ανάγκες του, να μένει όμως ανενόχλητος από τις δικές τους ανάγκες; — Ιδού οι δύο όψεις 
του προβλήματος. 

Πριν  κόψομε  την  κλωστή  με  την  απάντησή  μας,  έχω  τη  γνώμη  ότι  πρέπει  ν'  αναθεωρήσομε 
την έννοια του «πνευματικού» ανθρώπου και ν' αποφασίσομε να μεταχειριζόμαστε αυτό τον 
όρο με άκρα περίσκεψη και πολλούς, πάρα πολλούς περιορισμούς. Τι θα πει άνθρωπος του 
«πνεύματος»; Η λέξη (όπως γνωρίζουν οι ειδικοί) έχει μακράν ιστορία, με το νόημα όμως που 
πήρε, η ιστορία αυτή αρχίζει από τους ελληνιστικούς χρόνους και θυμίζει Απόστολο Παύλο, 
Πατερικά κείμενα, Ταλμούδ και Αποκρυφιστές. Σήμερα δεν είναι εξίσου καλόδεχτη σε όλες τις 
μεγάλες  ευρωπαϊκές  γλώσσες.  Λ.χ.  στο  esprit  και  στον  homme  spirituel  οι  δόκιμοι  Γάλλοι 
συγγραφείς  δίνουν  τη  σημασία  της  αστραφτερής  και  κομψής  εξυπνάδας,  όχι  της  εξέχουσας 
θέσης στους χώρους των γραμμάτων ή της επιστήμης. Και spiritualisme (ακόμη περισσότερο 
spiritisme)  σημαίνει  μιαν  ειδική  θεωρία  φιλοσοφική  (παραψυχολογική,  στη  δεύτερη 
περίπτωση) που δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι θα περίμενε κανείς από τη δική μας χρήση της 
λέξης  «πνευματικός»  άνθρωπος.  Τροπή  στην  εξέλιξη  του  νοήματος  του  όρου  έδωσε  ο 
Γερμανικός  Ιδεαλισμός  (Fichte,  Schelling,  Hegel)∙  αυτός  τον  επέβαλε  και  στις  άλλες 
ευρωπαϊκές  γλώσσες.  Από  τότε  π.χ.  τον  μεταχειρίζονται  (με  πολλή  δυσφορία,  γιατί  δεν 
χωνεύεται καθόλου στη γλώσσα τους) οι Άγγλοι: philosophy of mind. Στα ελληνικά, υποθέτω, 
θα  πέρασε  από  τη  Γερμανική,  με  τους  γερμανοσπουδασμένους  επιστήμονές  μας:  geistige 
Werte—πνευματικές  άξιες,  geistiger  Mensch  —  πνευματικός  άνθρωπος  κ.ο.κ.  Οπωσδήποτε 
απλώθηκε  με  ταχύτητα  επιδημίας,  και  σήμερα  όποιος  μεταχειρίζεται  πολύ  χαρτί  για  να 
γράφει  στίχους,  διηγήματα,  δοκίμια,  διατριβές  και  άρθρα  κάθε  λογής,  υποτίθεται  ότι 
καλλιεργεί  το  «πνεύμα»  και  ανήκει  στον  κύκλο  των  «πνευματικών»  ανθρώπων.  Μπορούμε, 
ασφαλώς,  να  μιλούμε  για  την  υψηλή  «πνευματικότητα»,  όπως  και  για  το  ανώτερο  «ήθος» 
ενός  λογίου  ή  καλλιτέχνη,  όταν  ξεπερνάει  τα  κοινά  μέτρα  και  κατά  τις  «θεωρήσεις»  ή  τις 
«αξιολογήσεις»  του  κινείται  σε  ανοιχτούς  ορίζοντες,  σε  υψηλά  επίπεδα.  Φρονιμότερο  όμως 

Digitized by 10uk1s 
είναι να ονομάζομε με ταπεινοσύνη και τον εαυτό μας και τους άλλους απλώς ανθρώπους της 
επιστήμης, των γραμμάτων και της τέχνης, χωρίς το επίθετο «πνευματικός»  και άλλα ηχηρά 
παρόμοια... 

Ύστερ'  απ'  αυτή  την  παρέκβαση  ας  ξαναγυρίσομε  στο  θέμα  μας.  Υποστηρίζω  ανεπιφύλαχτα 
ότι τα συνθήματα «η επιστήμη για την επιστήμη», «η τέχνη για την τέχνη» κλπ. είχαν κάποιο 
βαθύτερο  λόγο  να  διατυπωθούν  με  τόσην  αδιαλλαξία  (όταν  και  όποτε  εξαγγέλθηκαν),  γιατί 
έπρεπε να μη νομιμοποιηθεί η δουλεία της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής εργασίας σε 
αλλότριες  και  ύποπτες  «σκοπιμότητες»  και  «βλέψεις».  Μόνον  όμως  άνθρωποι  ιδιόρρυθμοι 
και εκκεντρικοί τα ερμήνεψαν κατά λέξη και τα έκαναν προσχήματα για να δικαιολογήσουν τη 
φιλαυτία και τη δειλία τους. Η άκρα προς την αλήθεια ευλάβεια είναι αρετή του ερευνητή, ο 
«επιστημονισμός»  όμως  (με  το  νόημα  της  αποκλειστικότητας  και  της  αυτάρκειας  του 
θεωρητικού  Λόγου)  αποτελεί  εκτροπή∙  ομοίως  η  καλαισθησία  χαρακτηρίζει  τον  γνήσιο 
καλλιτέχνη,  ο  «αισθητισμός»  όμως  (ως  απόλυτη  θρησκεία  του  κάλλους)  οδηγεί  στη 
διαστροφή  και  στη  νοσηρότητα.  Δεν  είναι  η  επιστήμη  σκοπός  και  δικαίωση  της  επιστήμης, 
ούτε  η  τέχνη  σκοπός  και  δικαίωση  της  τέχνης∙  και  της  μιας  και  της  άλλης,  όπως  και  κάθε 
δραστηριότητας  σημαντικής,  ατομικής  και  συλλογικής,  σκοπός  και  δικαίωση  είναι  ο 
άνθρωπος  —  το  αποτελείωμα,  η  ευτυχία,  ο  ευγενισμός  του.  Αυτόν  εκφράζει  και  γι'  αυτόν 
εργάζεται  ο  επιστήμονας∙  αυτόν  συγκινεί  και  γι'  αυτόν  δημιουργεί  ο  καλλιτέχνης.  Το 
αφηρημένο  σχήμα  του  «αληθούς»,  όπως  και  η  καθαρή  τάχα  ιδέα  του  «ωραίου»,  μπορεί  να 
γίνει έννοια της φιλοσοφίας, όχι όμως και νόημα ζωής — σταυρός θυσίας. Για να ευτυχήσει 
και  να  τιμηθεί  ο  άνθρωπος,  (στο  πρόσωπο  το  δικό  σου,  ή  στο  πρόσωπο  του  συνανθρώπου 
σου)  δέχεσαι  και  αξίζει  να  πεθάνεις  —  ποτέ  για  την  αυτοδυναμία  ή  την  αυταξιότητα  ενός 
θεωρητικού τύπου ή μιας καλλιτεχνικής μορφής. 

Κοντά  σ'  αυτή  τη  θέση  υποστηρίζω,  εξίσου  ανεπιφύλαχτα,  και  μιαν  άλλη.  Ο  υγιής  και 
ολόκληρος άνθρωπος (όχι φυσιολογικά, αλλά ηθικά υγιής και ολόκληρος) δεν είναι α‐πολιτικό 
ον, με το νόημα ότι μπορεί να μένει αδιάφορος και ασυγκίνητος μέσα στις ταλαντώσεις και 
στις  περιπέτειες  της  πολιτικά  οργανωμένης  εθνικοκοινωνικής  ομάδας,  μέσα  στην  οποία  ζει, 
μοχθεί  και  «λογαριάζεται».  Φύσει  «πολιτικόν  ζώον»,  όπως  σωστά  τον  χαρακτήρισε  ο 
Αριστοτέλης,  δεν  είναι  απλώς  «αγκυροβολημένος»,  αλλά  οργανικά  δεμένος  στην  πολιτεία 
που  τον  κλείνει  μέσα  στους  κόλπους  της:  θέλοντας  και  μη  μετέχει  στο  πεπρωμένο  της.  Του 
ατομικού είναι ο συλλογικός βίος επέκταση, και ολοκλήρωμα. Ακέραιος (ψυχικά) δεν μπορείς 
να  είσαι,  όταν  έχεις  αποκοπεί  από  το  κοινωνικό  σώμα  και  συσπειρώνεσαι  στον  εαυτό  σου. 
Ακόμη και αν το επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό έργο σου είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει σε 
μια  τέτοιαν  απομόνωση  (πράγμα  αμφίβολο),  ο  ίδιος  χάνεις  τη  ζωντάνια,  τη  γνησιότητα,  την 
αρτιότητά σου και γίνεσαι ένα λειψό και ισχνό «κλάσμα» ανθρώπου που σιγά‐σιγά χάνει το 
νόημα  της  ζωής  και  μηδενίζεται  —  εκτός  εάν  εξαϋλωθείς  με  την  άσκηση  και  με  τον 
αυταφανισμό θεωθείς σαν τον Βούδα του θρύλου... 

Από τούτες τις δύο προκείμενες θα συναγάγω το συμπέρασμα του συλλογισμού μου, που ήδη 
το  μαντεύει  ο  αναγνώστης  και  δεν  θα  χρειαστεί  να  μακρηγορήσω  για  να  το  αντιληφθεί. 
Κανένα  δικαίωμα  δεν  έχει  ο  επιστήμονας  ή  ο  καλλιτέχνης  να  συνθλίψει  μέσα  του  τον 
άνθρωπο  και  να  τον  ακρωτηριάσει  νεκρώνοντας  την  ορμή  προς  τον  δημόσιο  βίο  και  μη 
ενδιαφερόμενος  για  τίποτε  άλλο  παρά  για  το  «τεχνίον»  του  (σαρκασμός  του  Πλάτωνα).  Και 
την  υποχρέωση  και  την  ανάγκη  έχει  να  παίρνει  μέρος  στη  ζωή  της  πολιτείας  και  να 
παραστέκεται  στους  συμπολίτες  του  με  τη  συμβουλή  και  το  παράδειγμά  του.  Δεν  του  ζητεί 
κανείς (ούτε του επιτρέπεται) να εκδηλώνεται με φανατισμούς, βιαιότητες και ακοσμίες∙ άλλη 
είναι  η  δική  του  θέση  στον  κοινό  αγώνα  και  άλλος  ο  ρόλος  που  έχει  να  παίξει.  Να  σταθεί 
υψηλά,  ναι∙  και  να  μην  παρασυρθεί  από  πάθη  ταπεινά,  ασφαλώς.  Όχι  όμως  και  να  μείνει 
ακατάδεχτος  και  «ουδέτερος»,  au  dessus  de  la  mêlée,  την  κρίσιμη  ώρα  που  οι  απλοί 

Digitized by 10uk1s 
άνθρωποι,  αμήχανοι  και  ταραγμένοι,  έχουν  τα  μάτια  στυλωμένα  απάνω  στους  ταγούς  και 
περιμένουν  βοήθεια.  Το  δημιουργικό  έργο  δεν  υποφέρει,  ούτε  νοθεύεται  από  τη 
συμπαράσταση  αυτού  του  είδους.  Απεναντίας  «ζεσταίνεται»  από  τη  ζωντανή  ανθρώπινη 
παρουσία  και  γίνεται  ουσιαστικότερο,  γνησιότερο  (όπου,  βέβαια,  υπάρχει  φλέβα 
δημιουργική και αληθινή έμπνευση). Κανείς δεν λέει στον επιστήμονα και στον καλλιτέχνη να 
προδώσει  την  αποστολή  του  μισθώνοντας  την  πέννα  ή  το  χρωστήρα  του  σ'  εκείνους  που 
χρειάζονται την ιδιοφυία του για να επιτύχουν στις πολιτικές  «επιχειρήσεις» τους. Μόνο τις 
ιδέες  (που  πιστεύει)  του  ζητούμε  να  υποστηρίξει  —  αναλογιζόμενος  δύο  αδαμάντινες 
αλήθειες:  πρώτα  ότι  όποιος  έχει  πολιτογραφηθεί  στων  «ιδεών  την  πόλη»  (κατά  την  ωραία 
εικόνα του Καβάφη) έχει βαρειές απέναντι στους συνανθρώπους του ευθύνες. Και έπειτα ότι 
ο άνθρωπος υπέχει ευθύνη όχι μόνο για όσα πράττει, αλλά και για όσα παραλείπει να πράξει. 

14 Οκτωβρίου 1965 

Digitized by 10uk1s 
ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ 

Έχει  παρατηρηθεί  ότι  οι  πέρα  από  τα  κοινά  μέτρα  δημιουργικοί  άνθρωποι  στον  τομέα  του 
πνεύματος έχουν σιδερένιαν αντοχή και μπορούν να εργάζονται σκληρά χωρίς να καταρρέουν 
από  εξάντληση.  Υπάρχουν  περιπτώσεις  όπου  η  παραγωγική  τους  ικανότητα,  και  ποσοτικά 
μόνο  θεωρούμενη,  ως  όγκος  καθημερινής  εργασίας  σχεδόν  χειρωνακτικής,  προκαλεί 
κατάπληξη. Βάλετε στη σειρά τους τόμους που έχει γράψει ένας Balzac ή ένας Dickens, τους 
πίνακες  που  έχει  ζωγραφίσει  ένας  Rubens  ή  ένας  Velasquez,  τις  μουσικές  συνθέσεις  ενός 
Beethoven  ή  ενός  Wagner  —  και  θα  απορήσετε:  πότε  πρόλαβαν  και  έβγαλαν  πέρα  τόση 
δουλειά; Ανεξάρτητα από την ποιότητα, αυτή καθαυτή η ποσότητα της παραγωγής έχει κάτι 
το  υπεράνθρωπο  —  ξεπερνά  κατά  πολύ  τις  κοινές  ανθρώπινες  δυνάμεις.  Φυσικά  υπάρχουν 
και  οι  «δύσκολοι»,  οι  δημιουργοί  των  αριθμητικά  περιορισμένων  έργων,  εκείνοι  που  δεν 
έχουν  συχνές  ή  μεγάλες  περιόδους  ευφορίας  πνευματικής  ή  που  λεπτολογούν  σε  τέτοιο 
βαθμό τη δουλειά τους, ώστε ελάχιστα έργα παράγουν ή λίγα αφήνουν με τον ανοικτίρμονα 
έλεγχό  τους  να  επιζήσουν.  Είναι  όμως  βεβαιωμένο  γεγονός  ότι  και  αυτοί  ακόμη  έχουν 
καταπληκτικήν  αντοχή  στη  δουλειά.  Οι  οκνηροί  και  ανέμελοι  είναι  στην  ιστορία  του 
πνεύματος  σπάνιοι∙  ο  μεγάλος  αριθμός  αποτελείται  από  ακαταπόνητους  δουλευτάδες. 
Πλανώνται  όσοι  νομίζουν  ότι  το  πνευματικό  δημιούργημα  έρχεται  στον  κόσμο  με  μιαν 
αναπνοή — πανέτοιμο, ολοστρόγγυλο, κατακάθαρο. Η κύηση είναι και εδώ μακροχρόνια και 
ο  τοκετός  γεμάτος  ωδίνες.  «Μόνο  τον  πρώτο  στίχο  μας  χαρίζουν  οι  θεοί»  παρατηρεί  πολύ 
σωστά ο Paul Valéry∙ «τους άλλους τους κερδίζομε με τον ιδρώτα μας»... 

Αλλ'  ας  επιστρέψομε  στο  αρχικό  μας  θέμα:  στη  σιδερένια  αντοχή  των  πνευματικών 
δημιουργών,  στην  ακάματη  εργατικότητά  τους.  Που  θα  την  αποδώσομε;  —  Ασφαλώς  στη 
γερή, στην πολύ γερή σωματική τους  κατασκευή.  Οι περισσότεροι έχουν καλής, πολύ καλής 
ποιότητας  (βιολογικής)  κύτταρα.  Είναι  στερεά  χτισμένοι  και  συνήθως  μακρόβιοι.  Βέβαια 
υπάρχουν και σ' αυτό τον κανόνα εξαιρέσεις: ας θυμηθούμε λ.χ. τον Pascal, τον Spinoza, τον 
Mozart, που είχαν κακήν υγεία και πέθαναν νέοι. Όπως υπάρχει και η περίπτωση εκείνων που 
καταδικάζονται  να  περάσουν  μακρά  ζωή  στο  κρεβάτι,  όπως  ο  Proust  και  ο  Bergson.  Οι 
περισσότεροι πάντως έχουν από τη Φύση προικοδοτηθεί με λαμπρούς οργανισμούς και ζουν 
γεροί  έως  τα  βαθιά  τους  γεράματα.  Χτυπητά  παραδείγματα:  ο  Kant,  ο  Goethe,  ο  Τολστόι. 
Τούτο  δεν  είναι  μικρό  προνόμιο.  Ας  νομίζεται  «ελαφρότερη»  και  λιγότερο  δαπανηρή  σε 
μυικές  δυνάμεις  η  πνευματική  εργασία,  από  τις  άλλες.  Είναι  βαρειά,  και  επειδή  κρατεί  σε 
διαρκή  διέγερση  το  νευρικό  σύστημα  (τα  κύτταρά  του,  όπως  ξέρομε,  δεν  ανανεώνονται  και 
μόνο ο ύπνος τα ανακουφίζει), καταπονεί τον οργανισμό περισσότερο από πολλές άλλες που 
τις  θεωρούμε  εξαντλητικές.  Μόνο  λοιπόν  ένα  γερά  χτισμένο  σώμα  μπορεί  ν'  ανθέξει  στην 
πνευματική  δουλειά. Σώμα μάλιστα που πρέπει να το προσέχει ο δημιουργός σαν κόρη του 
ματιού του. (Ένα άλογο μονάχα έχομε σε τούτη τη ζωή να καβαλικέψομε: το σώμα μας — λέει 
κάπου  ο  Καζαντζάκης).  Όταν  το  αφήσει  έκθετο  στους  κινδύνους  και  στη  φθορά  μιας 
ανώμαλης ζωής, θα πληρώσει ακριβά τη μωρία του — όχι μόνο με την ποσότητα, αλλά και με 
την  ποιότητα  της  παραγωγής  του.  Πέρασε  ευτυχώς  ο  συρμός  των  poètes  maudits  ή  των 
ζωγράφων  και  των  μουσικών  «bohèmes»,  που  περίμεναν  από  την  εκτροπή  και  την  οκνηρία 
την  εξέγερση  της  φαντασίας  και  της  ευαισθησίας  την  όξυνση.  Σήμερα  και  η  Τέχνη  ζητεί  και 
δέχεται την ευλογία του τίμιου ιδρώτα. 

Ας  μην  υπερβάλομε  όμως  τη  σημασία  του  σωματικού  στοιχείου.  Η  μεγάλη  αντοχή  του 
πνευματικού  δημιουργού  γεννιέται  και  συντηρείται,  κατά  κύριο  λόγο,  από  την  ψυχή  του.  Η 
φλογερή αγάπη προς το έργο του και η πίστη η αδιάσειστη στον προορισμό αυτού του έργου 
είναι οι μεγάλες πηγές της δύναμής του. Αυτές δεν τον αφήνουν (και στην περίπτωση ακόμη 
της κλονισμένης υγείας) να λυγίσει. Ο  άνθρωπος που αγαπάει και πιστεύει  αυτό που κάνει, 
ζει όρθιος με την ψυχή του. Αυτή τον διατηρεί ακμαίο, νέο, δροσερό. Και επειδή την αγάπη 

Digitized by 10uk1s 
και  την  πίστη  τη  βρίσκει  μόνο  εκείνος  που  με  ορισμένη  πνευματική  τοποθέτηση  δίνει 
περιεχόμενο,  πρόγραμμα,  νόημα  στη  ζωή  του,  και  δικαίωση  του  μόχθου  του  θεωρεί  την 
εκτέλεση  αυτού  του  προγράμματος  (την  «πλήρωση  του  νοήματος»  της  ζωής),  η  πνευματική 
τοποθέτηση  είναι,  σε  τελευταίαν  ανάλυση,  το  στοιχείο  που  τροφοδοτεί  την  αντοχή  του 
δημιουργού  (απέναντι  στη  φθορά  που  φέρνει  ο  κάματος,  αλλά  και  απέναντι  στους 
κλυδωνισμούς  της  ζωής,  στο  φυσικό  και  στον  ηθικό  «πόνο»).  Ο  κοινός  άνθρωπος  που  δεν 
είναι  κατά  τον  ίδιο  τρόπο  τοποθετημένος,  εύκολα  εξαντλείται  και  καταρρέει  όταν  χτυπηθεί 
από ένα ανεπάντεχο δεινό ή όταν η υπέρμετρη δουλειά αρχίσει να φθείρει την υγεία του. Ο 
πνευματικά τοποθετημένος δημιουργός δεν γκρεμίζεται εύκολα ούτε από τη νόσο, ούτε από 
τα γερατειά,  ούτε από τις απογοητεύσεις  και τα πένθη, τα ατυχήματα της ζωής,  και όπως ο 
πολυάσχολος και προκομμένος άνθρωπος δεν «ευκαιρεί», καθώς λέμε, ν' αρρωστήσει, έτσι κι 
αυτός, με την προσήλωσή του στο νόημα που έχει δώσει  στη ζωή του, δεν  «ευκαιρεί» ούτε 
τον κόπο να αισθανθεί ούτε τη φθορά — και φτάνει στο τέρμα του βίου σαν τον αθλητή που 
πέφτει επιτέλους για να αναπαυθεί στη χαρά της νίκης. 

Θα τεκμηριώσω την εξήγησή μου με την περίπτωση του Λέοντα Τολστόι — επειδή συμβαίνει 
να  έχω  αυτό  τον  καιρό  στα  χέρια  μου  την  ογκώδη  βιογραφία  του,  φιλοτεχνημένη  από  τον 
Γάλλο ακαδημαϊκό Henri Troyat (Παρίσι, 1965). Τον Φεβρουάριο του 1895 ο μεγάλος Ρώσος 
συγγραφέας  έχασε  το  μικρότερο  από  τα  9  παιδιά  του,  τον  αγαπημένο  του  Βάνιτσκα,  ένα 
εξαιρετικά  προικισμένο από τη Φύση  και χαριτωμένο αγοράκι επτά  ετών, που πέθανε μέσα 
σε λίγες μέρες από σκαρλατίνα. Δεν ήταν το πρώτο παιδί που έχανε (είχε αποκτήσει 13), αλλά 
τούτου  ο  θάνατος  τον  έθλιψε  βαθιά  και  βύθισε  τη  γυναίκα  του,  τη  Σόνια  (που  λάτρευε  το 
στερνογέννητό  της),  σε  απόγνωση.  Μέσα  στα  67  του  χρόνια  ο  Τολστόι  ήταν  ζωηρός  και 
ακμαίος∙ την ημέρα της κηδείας του Βάνιτσκα είχε κιόλας γεράσει. Κυρτωμένος, ρυτιδωμένος, 
τα γένεια γκρίζα, τα μάτια σβησμένα, έδινε την εντύπωση ανθρώπου κεραυνωμένου από το 
απροσδόκητο  χτύπημα  της  μοίρας.  Η  γυναίκα  του  δεν  μπορούσε  να  συνέλθει  από  το  βαρύ 
πένθος∙  και  για  μια  στιγμή  κινδύνεψε  από  τη  νευρασθένεια  να  χάσει  ανεπανόρθωτα  την 
υγεία της. Αυτός όμως αναστηλώθηκε γρήγορα. Την άλλη μέρα κιόλας «ενώ η Σόνια τριγύριζε 
από  δωμάτιο  σε  δωμάτιο  σαν  τρελή,  χάιδευε  τα  παιχνίδια,  τα  ρουχαλάκια  του  χαμένου 
παιδιού, ζητούσε το φάντασμά του πίσω από τις πόρτες, εκείνος έγραφε στο Ημερολόγιό του: 
Θάψαμε  τον  Βάνιτσκα.  Τρομερό  —  όχι,  όχι  τρομερό,  αλλά  μεγάλο  πνευματικό  γεγονός.  Σ' 
ευχαριστώ,  Θεέ  μου,  σ'  ευχαριστώ.  —  Και  λίγες  μέρες  αργότερα:  Ο  θάνατος  του  Βάνιτσκα 
υπήρξε για μένα όπως και ο θάματος του Νικόλα (του μεγάλου αδελφού του που είχε πεθάνει 
στη Γαλλία πριν από 35 χρόνια) — όχι, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό — η αποκάλυψη του Θεού, 
της  έλξης  του  Θεού.  Όχι  μόνο  λοιπόν  δεν  θα  μπορούσα  να  ειπώ  για  τούτο  το  γεγονός  ότι 
υπήρξε  θλιβερό,  οδυνηρό,  αλλά,  χωρίς  αποσιώπηση,  λέω  ότι  υπήρξε,  αν  όχι  ευτυχές,  όρος 
αταίριαστος — τουλάχιστο πράξη οίκτου, καμωμένη από το Θεό, για να μας αποκαλύψει το 
ψεύδος της ζωής, να μας πλησιάσει προς Αυτόν. Η Σόνια δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει με 
αυτό τον τρόπο. Γι' αυτήν, το άλγος το σχεδόν φυσικό του σπαραγμού κρύβει την πνευματική 
αξία του γεγονότος. — Και στη θεία του, την Αλεξανδρίνη Τολστόι, διευκρίνιζε τη σκέψη του 
με  τα  λόγια:  Αυτή  η  απώλεια  μού  είναι  πολύ  οδυνηρή,  αλλά  την  αισθάνομαι  εντελώς 
διαφορετικά από τη Σόνια, επειδή είχα — επειδή έχω — μιαν άλλη πνευματική ζωή» (Henri 
Troyat, σελ. 615). 

Εξιδανίκευση  του  πάθους  (sublimation);  μετεωρισμός,  ενός  πολύπειρου  στα  δράματα  της 
ζωής συγγραφέα, απάνω από την κοινή αίσθηση των ανθρώπινων συμβάντων, εγκαρτέρηση 
του  θρησκευτικού  ανθρώπου  απέναντι  στο  αναπόδραστο  γεγονός  του  θανάτου;  Πολλές 
διατυπώσεις μπορούν να δοθούν στην περίπτωση. Κατά βάθος πρόκειται για την πανίσχυρη 
ψυχική  αντοχή  ενός  εκλεκτού  ανθρώπου  που  σύμφωνα  με  την  πνευματική  του  τοποθέτηση 
ξέρει  να  δίνει  στα  γεγονότα  μια  δική  του  σημασία  και  να  τα  δαμάζει.  Ότι  ο  Τολστόι 
«ξεπέρασε» το χτύπημα της μοίρας όχι απλώς με λόγια, αλλά στην πραγματικότητα — έχομε 
μιαν  αρκετά  διασκεδαστική  απόδειξη.  Ένα  μήνα  μετά  το  θάνατο  του  Βάνιτσκα  έπαιρνε  το 

Digitized by 10uk1s 
πρώτο  του  μάθημα:  πώς  ν'  ανεβαίνει  στο  ποδήλατο...  Ο  «Μοσχοβίτικος  σύλλογος  των 
ερασιτεχνών  του  ποδηλάτου»  του  χάρισε  ένα  πρωτόγονο  τροχοφόρο  του  είδους  και  η 
ποδηλασία  δεν  άργησε  να  γίνει  το  αγαπημένο  του  σπορ.  Λίγους  μήνες  αργότερα  τον 
επισκέφθηκε  στη  Γιασνάια  ‐  Πολιάνα  ο  Αντώνης  Τσέχωφ  και  βρήκε  το  γέρο  συγγραφέα  σε 
θαυμάσια υγεία και διάθεση. Η ψυχική του ρώμη, ανανεωμένη από το πνευματικό φως, είχε 
θριαμβεύσει. 

21 Οκτωβρίου 1965 

Digitized by 10uk1s 
Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 

Είμαστε στην εποχή — έγραφε στις αρχές του αιώνα μας ο Nietzsche — όπου ο λογικός νους 
δεσπόζει και καταδυναστεύει τον άνθρωπο∙ πότε θ' αποκτήσει και πάλι τα δικαιώματά της η 
ορμή  της  ζωής;  Όταν,  με  αναρίθμητες  παραλλαγές,  διατύπωνε  τη  σκέψη  αυτή  ο 
«σταυρωμένος Διόνυσος», είχεν υπ' όψη του τον στυγνό και στεγνό ρασιοναλισμό του 19ου 
αιώνα που άρχισε με μιαν ηχηρή συγχορδία, τη φιλοσοφία του Hegel, για να καταλήξει στους 
χαμηλούς  αλλά  επίμονους  τόνους  ενός  ναρκισσευόμενου  και  σαρκαστικού  scientisme:  όλα 
μπορούσε και έπρεπε να τα εξακριβώσει, να τα εξηγήσει και να τα προβλέψει η «επιστήμη» 
— και μόνο η «επιστήμη». Όσα έμεναν έξω από τα δίχτυά της (τις έννοιες, τους τύπους, τους 
νόμους  της)  ήσαν  φαντασιώσεις,  προλήψεις  ή  δεισιδαιμονίες.  Κάθε  «αλήθεια»  είχε  την 
υποχρέωση να κατακυρώσει τους τίτλους της στο τραπέζι του πειραματικού εργαστηρίου, ή 
να περάσει από τον έλεγχο του μαθηματικού λογισμού∙ αλλιώς ήταν όχι απλώς κίβδηλη και 
άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη — κακή δίαιτα για το πνεύμα. 

Οι  αντιλήψεις  αυτές  εξέφραζαν  ή  είχαν  διαμορφώσει  (στις  κοινωνικές  διαδικασίες  τα  αίτια 
και  τα  αιτιατά  αλλάζουν  συχνά  και  αμοιβαία  τους  ρόλους  των)  ένα  τύπο  ευρωπαίου 
μικροαστού,  ευχάριστου  αλλά  κοντόθωρου,  νοικοκύρη  αλλά  στενοκέφαλου,  που  αγαπούσε 
την  τακτική  και  εξασφαλισμένη  ζωή,  και  μετρούσε  την  «καθωσπρεποσύνη»  με  συμβατικά, 
εξωτερικά  μέτρα.  Όλα  έπρεπε  να  είναι  «λογικά»,  «καλοζυγισμένα»,  «μέσα  στα  όρια».  Και 
γεωμετρικά  «κομμένα»,  ξεκάθαρα:  εδώ  το  σωστό,  εκεί  το  στραβό  —  χωρίς  διακυμάνσεις, 
αποχρώσεις και αβεβαιότητες. Και η καθημερινή ζωή έμοιαζε με χοντροκαμωμένο, αλλά γερό 
ρολόι:  τα  πάντα  στην  ώρα  τους  και  σύμφωνα  με  τον  «κώδηκα»  —  από  τον  οικογενειακό 
δεσμό έως τη φιλία, από το επάγγελμα έως την ψυχαγωγία, από τον έρωτα έως τη λατρεία... 
Εκεί  γύρω  από  το  1900  ‐  1910  η  καρικατούρα  αυτού  του  τύπου  (ο  Spiessbürger,  όπως  τον 
έλεγαν  οι  Γερμανοί)  είχε  γίνει  πασίγνωστη  από  τα  γελοιογραφικά  περιοδικά  και  τους 
ευθυμογράφους της εποχής. 

Η  Ψυχολογία  σήμερα  (οδηγημένη  από  τις  «αναλυτικές»  εργασίες  του  Freud  και  της  σχολής 
του) ρίχνει το φως της ακόμη και σε κοινωνικά φαινόμενα αυτού του είδους. Όταν βλέπομε 
έναν άνθρωπο να εκλογικεύει τη συμπεριφορά του έως το σημείο να προσπαθεί (και συχνά 
να  καταφέρνει)  να  σκέπτεται  και  να  ενεργεί  σύμφωνα  με  φόρμουλες  που  δίνουν  την 
εντύπωση  αναμφισβήτητων  και  αλύγιστων  κανόνων,  να  είμαστε  βέβαιοι  ότι  το  προσωπείο 
αυτό έγινε για να κρύψει κάτι που έχει απωθηθεί στα βάθη της ψυχής του (από λόγους που 
ποικίλλουν  κατά  περίπτωση,  αλλά  ανάγονται  σε  μια  γενική  αρχή)  και  εκεί  υπονομεύει  την 
ησυχία,  την  ευστάθεια,  την  υγεία  του.  Δεν  είναι  φυσικό  στον  άνθρωπο  να  συμπεριφέρεται 
σαν  αριθμητική  μηχανή,  σαν  ηλεκτρονικός  εγκέφαλος,  και  όλα  να  τα  μετατρέπει  σε 
συλλογισμούς ή λογαριασμούς — είτε αίσθήματα είναι είτε όνειρα, καημοί ή προσδοκίες. Οι 
τύποι επινοούνται όταν η ουσία της ζωής είναι τόσο ορμητική που δεν υποτάσσεται, ή τόσο 
καυτή  που  μας  καίει.  Και  προβάλλονται  επιδεικτικά,  για  να  μην  ακούγεται  ο  πάταγος  της 
τρικυμίας που μαίνεται μέσα μας. 

Στην  αποκάλυψη  αυτής  της  αλήθειας  η  μεγαλοφυΐα  του  Τολστόι  πρόλαβε  τα  ψυχαναλυτικά 
πορίσματα  του  Freud.  Ας  θυμηθούμε  μιαν  εξαίρετη  σελίδα  του  από  τον  «Πόλεμο  και  την 
Ειρήνη»  όπου  εξηγεί  την  περίεργη  κατάσταση  του  Αντρέα  Μπολκόνσκη  τις  ώρες  που  οι 
εμπειρίες  και  οι  αξιώσεις  της  ζωής  εισβάλλουν  πάλι  μέσα  στην  ψυχή  του  και  την 
αναστατώνουν:  «Τις  στιγμές  εκείνες,  εάν  έμπαινε  κανένας  στο  δωμάτιό  του,  δειχνόταν 
εξαιρετικά  ξηρός,  αυστηρός,  οξύς,  δυσάρεστος  και  λογικός.  Εάν  π.χ.  η  αδελφή  του  Μαρία 
ερχόταν αθώα να του πει: 

—Αγαπητέ μου, δεν μπορούμε να βγάλομε σήμερα περίπατο τον Νικόλα [το μικρό του γιο]∙ 

Digitized by 10uk1s 
κάνει πολύ κρύο — εάν έκανε ζέστη, της απαντούσε απότομα: —Θα μπορούσε να βγει με το 
πουκάμισο,  αφού  όμως  κάνει  κρύο,  δεν  έχετε  παρά  να  του  φορέσετε  ρούχα  ζεστά,  που 
υπάρχουν ακριβώς γι' αυτό το λόγο. Ιδού τι πρέπει να συμπεράνομε λογικά από το γεγονός 
ότι κάνει κρύο, όχι να αφήσομε ένα παιδί μέσα στο σπίτι όταν έχει ανάγκη από αέρα». 

Και  ο  Τολστόη  παρατηρεί:  «Φαινόταν  ότι  ήθελε,  με  αυτή  την  υπερβολή  της  λογικής,  να 
εκδικηθεί  κάποιον  για  όλην  αυτή  την  παράλογη  και  μυστικήν  εργασία  που  γινότανε  μέσα 
του» (γαλλ. μετάφρ. Η. Mongault, 1945, τόμ. Α', σελ. 471 ‐ 472). 

Είναι πολύ τολμηρό (και παρακινδυνευμένο) να δοκιμάσει κανείς να εξηγήσει μιαν ιστορική 
κατάσταση με έννοιες ψυχολογικές. Και ως μεταφορά όμως να ληφθεί  η  ερμηνεία μου, δεν 
θα  τη  θεωρήσει  κανείς  —  πιστεύω  —  ανάξια  λόγου.  Θα  τη  διατυπώσω  λοιπόν,  και  μάλιστα 
σύντομα και απλά: Ο ξηρός και αυστηρός ορθολογισμός και επιστημονισμός των τελευταίων 
δεκαετιών του περασμένου αιώνα ήταν αποτέλεσμα (και αντικατοπτρισμός) μιας απώθησης 
που  είχε  προετοιμαστεί  από  πολύ  παλαιότερους  χρόνους.  (Ο  οξυδερκής  ιστορικός  του 
ευρωπαϊκού πνεύματος θα μπορούσε να παρακολουθήσει τα ίχνη της έως τις αρχές του 17ου 
αιώνα). Την απώθηση από τον λογικό νου υπέστη το δυσήνιο στοιχείο της ζωής, το αίσθημα, 
η ορμή και το πάθος, η φλέβα η διονυσιακή, αυτή που όταν συμπιέζεται (πέρ' από ορισμένο, 
επιτρεπτό  όριο)  ή  σπάζει  τα  τεχνητά  σχήματα  και  γκρεμίζει  τα  πάντα,  ή  παροχετεύεται  σε 
πλάγιες διεξόδους, «εξιδανικεύσεις»  και υποπροϊόντα: ποιητικούς καημούς και διαστροφές. 
Επειδή όμως ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη περίπτωση αναγνωρίζεται και καταξιώνεται 
σαν οργανικό μέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, εξακολουθεί ν' αποτελεί μια «κακή συνείδηση» 
και  να  βασανίζει  την  ατομική  και  συλλογική  ζωή  με  το  άγχος  της  ενοχής.  Που  συνήθως 
κρύβεται πίσω από μια πολύ στιλπνή (και γι' αυτό ύποπτη) επιφάνεια: την αδιαφορία και την 
αυτάρκεια. Εκεί είχεν οδηγήσει τον άνθρωπο του περασμένου αιώνα η raison raisonnante του 
αδιάλλακτου επιστημονισμού, που καταπόδι την παρακολουθούσε — σαν αναπόσπαστη σκιά 
της  —  η  μελαγχολία  του  φθίνοντος  «ρομαντισμού»  στην  περιοχή  της  Τέχνης.  Αντίβαρο  και 
μαζί αναζήτηση μιας εξιλέωσης... 

Αυτή  τη  βαρειάν  αρρώστια  του  αιώνα  τους  τη  διέγνωσαν  και  την  επισήμαναν,  με  την 
απαράμιλλη  ευαισθησία  και  γενναιότητά  τους,  τρεις  κορυφαίοι  συγγραφείς  του  καιρού 
εκείνου,  μεγάλες  διάνοιες  και  μαρτυρικοί  άνθρωποι  (τόσο  ανόμοιοι,  αλλά  και  τόσο  στενοί 
συγγενείς): ο Kierkegaard, ο Ντοστογιέφσκη και ο Nietzsche. Μέσα σε άλλο πνευματικό κλίμα 
ο  καθένας  και  από  άλλο  δρόμο  έφτασαν  στην  ίδια  διαπίστωση:  ότι  ο  λογικός  νους  (και  ο 
φλύαρος  λυρισμός),  καθώς  μένει  στην  επίφαση  των  πραγμάτων,  δεν  μπορεί  ν'  αδράξει  το 
τραγικό βάθος της ύπαρξης, και το μόνο που κατορθώνει είναι να ρηχαίνει και να νοθεύει τη 
ζωή, να την καταδικάζει στο ψεύδος και στην υποκρισία. — Από τότε αρχίζουν σιγά ‐ σιγά ν' 
απελευθερώνονται  μέσα  στην  ψυχή  του  Ευρωπαίου  οι  απωθημένες  δυνάμεις  και  να 
διεκδικούν  αποφασιστικά  τα  δικαιώματά  τους.  Ακολουθεί  μία  συνεχής  και  μακρά  σειρά 
πνευματικών  «επαναστάσεων».  Στη  φιλοσοφία:  η  κριτική  της  επιστήμης,  ο  intuitionisme,  η 
φαινομενολογία,  ο  υπαρξισμός.  Στην  τέχνη  οι  εικονοκλαστικές  σχολές:  ο  impressionisme,  ο 
expressionisme,  ο  dadaïsme,  ο  surrealisme.  Που  άνοιξαν  το  δρόμο  να  εισβάλει  το  «παρά 
λόγον»  και  το  «παρά  δόξαν»  σε  όλες  τις  περιοχές  του  πνεύματος:  από  τη  φιλοσοφία  και  τη 
φυσική έως την ποίηση και το θέατρο. Όπως όλες οι επαναστάσεις, ήσαν και αυτές στην αρχή 
αρνήσεις∙  έπρεπε  πρώτα  να  κατεδαφιστεί  το  παλαιό  οικοδόμημα.  Έπειτα  όμως,  όλο  και  πιο 
τολμηρά,  όλο  και  θετικότερα,  προσπάθησαν  να  αποκαλύψουν  ένα  καινούργιο  κόσμο  ιδεών 
και συγκινήσεων, τοποθετήσεων και καταστάσεων, σημασιών και αξιών, — με τη φιλοδοξία 
να ανακαινίσουν την ατομική και συλλογική ζωή, να αναφτερώσουν τον άνθρωπο και να τον 
κατευθύνουν  προς  νέους  στόχους.  (Αν  η  γελοιογραφία  και  το  χιούμορ,  ένοχα  ή  αθώα, 
προσπαθούν  να  κάνουν  σύμβολο  των  νέων  τάσεων  τον  «οργισμένο  νέο»  της  εποχής  μας, 
τούτο  δεν  πρέπει  να  μας  ενοχλεί.  Και  σήμερα,  όπως  παλαιότερα  με  τον  τύπο  του 

Digitized by 10uk1s 
Spiessbürger,  οι  ευθυμογράφοι  με  τις  υπερβολές  τους  υπογράμμισαν  σωστά  ένα  τυπικό 
φαινόμενο). 

Βέβαια,  οι  μεγάλες  μεταβολές  στην  ιστορία  δεν  πραγματοποιούνται  τόσο  εύκολα  και  απλά 
όσο ιχνογραφούνται σε πρόχειρα σκίτσα, σαν αυτό εδώ. Η διαδικασία τους είναι περίπλοκη, 
και  όχι  πάντοτε  σαφής.  Άλλοτε  προηγούνται  και  οργώνουν  το  έδαφος  και  άλλοτε 
συμβαδίζουν  και  συμπράττουν  με  τις  φανερές  φάλαγγες  της  πορείας,  δυνάμεις  αφανείς 
(οικονομικές  μεταλλαγές,  πολιτικές  πρωτοβουλίες,  ακόμη  και  συμπτώσεις  ή  θανάσιμα  λάθη 
τακτικής κ.ο.κ.) που μόνο αφού συντελεσθεί ο κοινωνικός και πνευματικός μετασχηματισμός, 
αποκαλύπτονται. Εξάλλου δεν μπορεί ποτέ να σταθμιστεί με ακρίβεια ο γενεσιουργός ρόλος 
της  δημιουργικής  προσωπικότητας  μέσα  στις  πολύμορφες  κοινωνικές  ζυμώσεις  που 
προωθούν  ή  καθυστερούν  την  ιστορική  μεταβολή∙  η  μεγαλοφυία  άλλοτε  προπορεύεται  και 
ανοίγει το δρόμο, άλλοτε ακολουθεί και τον στερεώνει. Ας μη φαντασθούμε λοιπόν ότι από 
το  παλαιό  προς  το  νέο  καθεστώς  η  μετάβαση  έγινε  μόλις  χτύπησαν  απάνω  στο  βράχο  το 
μαγικό ραβδί τους μερικά προνομιούχα πνεύματα... Πάντως βέβαιο (κατά την υπόθεσή μας) 
είναι το γεγονός ότι το πνευματικό πρόσωπο της Ευρώπης άλλαξε βαθιά στους χρόνους μας 
με την απελευθέρωση των απωθημένων από την κυριαρχία της raison raisonnante δυνάμεων 
της  ζωής  —  των  στοιχείων  που  (καθώς  εμάθαμε  από  τη  σύγχρονη  φιλοσοφία  να  λέμε) 
αποτελούν την άλλη, την υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου. 

27 Οκτωβρίου 1966 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΛΟΓΙΑΣ 

Αν  θελήσει  ν'  απαριθμήσει  κανείς  τα  είδη  της  ψευδολογίας  (ανάλογα  με  τις  προθέσεις  του 
ενόχου)  φοβούμαι  ότι  δεν  θα  φτάσει  στην  άκρη  του  πλήθους.  Από  την  άποψη  αυτή 
τουλάχιστον  είναι  ορθό  το  λεγόμενο:  «Η  αλήθεια  είναι  μία,  τα  ψεύδη  πολλά»...  Πρόκειται 
ασφαλώς  για  ένα  φαινόμενο  του  ψυχικού  (αλλά  και  του  κοινωνικού)  βίου  πολύμορφο,  που 
έχει  από  πανάρχαιους  χρόνους  απασχολήσει  δικαστές  και  παιδαγωγούς,  ψυχολόγους  και 
ηθολόγους. «Γιατί λέει ο άνθρωπος ψέματα; ποια ελατήρια τον κινούν, και τι επιδιώκει όταν 
ψεύδεται;».  Ας  επισημάνομε  μερικές  χαρακτηριστικές  ποικιλίες  της  ψευδολογίας,  για  να 
φανεί πόσο μεγάλο είναι το φάσμα της (ο όρος με το νόημα που του δίνει η Φυσική). 

Στο  πρώτο  γένος  υπάγονται  τα  είδη  του  ψεύδους  που  πίσω  τους  υπάρχουν  διαθέσεις  και 
τάσεις ιδιοτέλειας. Στην κεφαλή η ψευδολογία του συμφέροντος, του άμεσου ή του έμμεσου, 
του  υλικού  κατά  κύριο  λόγο,  που  αρχίζει  από  το  ευτελές  κέρδος  και  φτάνει  έως  τη 
μεγαλόσχημη καρριέρα. Και περιλαμβάνει όλες τις παραλλαγές: από τη σιωπηλήν απόκρυψη 
των  ασύμφορων  στοιχείων  έως  την  κατάφωρη  και  προκλητική  διαστροφή  των  πραγματικών 
γεγονότων.  Ο  καθ'  έξιν  συμφεροντολόγος  ψεύτης  δεν  ξέρει  τη  ντροπή∙  όταν  αποκαλυφτεί, 
χαμογελάει με κυνισμό προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στον τραχύ αγώνα της ζωής, όπου ο 
τίμιος  και  ειλικρινής  κατά  κανόνα  υποσκελίζεται  από  τους  επιτήδειους,  κάθε  μέσον  είναι 
θεμιτό. Άλλωστε, οι εύπιστοι θα την πάθουν οπωσδήποτε∙ αν δεν τους γελάσει αυτός, θα τους 
γελάσουν άλλοι. Επιτέλους: «εγώ κοιτάζω να πουλήσω∙ εσύ πρόσεξε πριν αγοράσεις...» Παρά 
το γεγονός ότι ο ψεύτης του συμφέροντος στιγματίζεται ανέκαθεν, από τον άμβωνα και την 
έδρα  του  δασκάλου,  στην  κοινωνία  της  οικονομικής  και  της  πολιτικής  συναλλαγής  το  είδος 
τούτο ευδοκιμεί. Οι πολύπειροι και της μιας και της άλλης αγοράς τιμούν ίσως τον φιλαλήθη, 
αλλά  δεν  τον  εμπιστεύονται  —  δεν  γίνεται  «δουλειά»  με  ανθρώπους  που  έχουν  την 
αθεράπευτη αδυναμία να λένε «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»... 

Έπειτα  έρχεται  στη  σειρά  η  ψευδολογία  της  άμυνας.  Όταν  κινδυνεύει  (πραγματικά  ή 
υποθετικά), ο αδύνατος άνθρωπος καταφεύγει στο ψέμα για να σωθεί. Αποκρύπτει την ενοχή 
του,  ενοχοποιεί  άλλους,  μεταθέτει  τις  ευθύνες,  προσποιείται  άγνοια  των  πραγμάτων, 
σκηνοθετεί ένα άλλοθι κτλ., επειδή από δειλία ή στην αμηχανία του δεν βρίσκει άλλο τρόπο ν' 
αποφύγει  μια  τιμωρία  ή  μια  ζημιά  αναπόφευκτη,  συνέπειες  κολάσιμων  πράξεων  ή 
παραλείψεών  του,  εμπρόθετων  ή  και  τυχαίων.  Το  ψέμα  αυτού  του  είδους  γίνεται  όπλο 
προστασίας και καταφύγιο σ' εκείνους που δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρύσουν κατά μέτωπο 
έναν ισχυρό αντίπαλο ή μια δυσχερή  κατάσταση  και να τα  «βγάλουν πέρα»  μαζί τους, στην 
ανάγκη  με  τίμημα  ακριβό,  αλλά  χωρίς  αναξιοπρέπεια.  Το  χρησιμοποιούν  στην  υπεράσπισή 
τους  τα  παιδιά,  οι  σωματικά  ή  πνευματικά  αδύνατοι,  οι  ευθυνόφοβοι  και  οι  δειλοί.  Ίσως 
μπορεί  κανείς  να  το  συχωρέσει  ή  τουλάχιστο  να  το  κρίνει  με  επιείκεια»  όταν  ο  αμυνόμενος 
προσπαθεί με αυτό ν' αποφύγει την ασύμμετρη σκληρότητα ενός αδίσταχτου τιμητή. Όλοι οι 
άνθρωποι δεν έχουν γεννηθεί ήρωες ή μάρτυρες... 

Τρίτη  θα  ονόμαζα  την  ψευδολογία  της  κακότητας.  Εδώ  βρισκόμαστε  στο  σκοτεινό  χώρο  της 
συκοφαντίας.  Ο  ψευδολόγος  από  κακότητα  δεν  χρειάζεται  την  αποσιώπηση  ή  την 
παραποίηση  της  αλήθειας  για  να  επιτύχει  ένα  ορισμένο  προσωπικό  ωφέλημα  ή  για  να 
αμυνθεί  απέναντι  ισχυρότερων  αντιπάλων.  Ψεύδεται  για  να  κακουργήσει∙  για  να  ζημιώσει 
έναν άνθρωπο που συμβαίνει να ευημερεί, για να υποσκάψει τη θέση ενός συναδέλφου, για 
να  σπιλώσει  την  υπόληψη  ενός  προσώπου  που  έχει  κερδίσει  τη  γενικήν  εκτίμηση,  για  να 
σπείρει ζιζάνια μεταξύ φίλων, να διεγείρει εχθρότητες, ν' αναστατώσει «σπίτια», να γκρεμίσει 
«καθεστώτα»..  Και  όλα  αυτά  από  διάθεση  σατανική:  κακεντρέχεια,  φθόνο,  μανία 
καταστροφής. Στο βάθος αυτού του εωσφορισμού υπάρχει μια άφατη δυστυχία — οδυνηρή 
αίσθηση  ανικανότητας,  ανεπάρκειας,  νικημού.  Έτσι  αντιδρούν  οι  (πραγματικά  ή  υποθετικά) 

Digitized by 10uk1s 
ηττημένοι,  οι  ratés,  όσοι  έθρεψαν  φιλοδοξίες  μεγαλύτερες  από  τις  δυνάμεις  τους  και 
εγκατέλειψαν τον αγώνα ντροπιασμένοι. Εκδικούνται εκείνους που ευτύχησαν να ιδούν τους 
καρπούς της αρετής και του μόχθου των. Και είναι τόσο μεγάλο κάποτε το μίσος τους, ώστε 
δεν διστάζουν να συκοφαντήσουν ακόμη και όταν κινδυνεύουν να καταρρεύσουν μαζί με τα 
θύματά τους. «Αφού δεν επέτυχα κ' εγώ, ας καταστραφούμε μαζί — έτσι θα εξισωθούμε»... 

Στο δεύτερο γένος ανήκουν τα είδη της ανιδιοτελούς ψευδολογίας. Πρώτο και γνωστότερο το 
ψέμα της ματαιοδοξίας. Ο ματαιόδοξος θέλει οπωσδήποτε ν' αποσπάσει το θαυμασμό μας» 
και  επειδή  τα  πραγματικά  του  κατορθώματα  είναι  ανύπαρκτα  ή  λίγα  και  ασήμαντα,  επινοεί 
άλλα, συνταραχτικά, για να μας εντυπωσιάσει. Που φυσικά είναι ψεύτικα από την αρχή έως 
το  τέλος,  ή  τουλάχιστο  κατά  το  μέγιστο  μέρος  τους.  (Πειστικότεροι  γίνονται  εκείνοι  που  σε 
τέτοιες περιστάσεις ξέρουν να υφαίνουν το πλαστό με κάποια υποτυπώδη έστω νήματα του 
γνήσιου). Λαμπρός αφηγητής, ο ψευδολόγος από ματαιοδοξία ξέρει να ιστορεί περίεργα και 
ασυνήθιστων  διαστάσεων  «γεγονότα»,  καθώς  και  να  τα  τοποθετεί  με  μεγάλην  ευκολία  στο 
χώρο  και  στο  χρόνο,  για  να  γίνουν  πιστευτά.  Το  παράδοξο  είναι  ότι  μερικά  δείγματα  του 
είδους ικανοποιούνται με την προβολή όχι δικών τους, αλλά ξένων «θριάμβων» — που αυτοί 
όμως μόνο είχαν το προνόμιο να τους παρακολουθήσουν ή να τους πληροφορηθούν πρώτοι. 
Επιτέλους είναι και αυτό κάτι∙ αφού δεν μπορείς να είσαι ο στρατηλάτης, γίνεσαι ο ιστορικός 
του πολέμου... 

Ακολουθεί στον κατάλογο η ψευδολογία της ψυχαγωγίας, εκείνη που θέλει και επιδιώκει να 
τέρψει,  να  διασκεδάσει,  να  συγκινήσει  το  ακροατήριο  με  τη  φαντασία  της.  Ο  ματαιόδοξος 
ψεύτης  δεν  είναι  κακός  ούτε  επικίνδυνος∙  τα  ψέματά  του  είναι  ανώδυνα∙  είτε  τα  πιστέψεις 
είτε  όχι,  δεν  πρόκειται  να  ζημιωθείς.  Αυτός  εδώ  που  ψευδολογεί  για  να  σ'  «ευχαριστήσει», 
βρίσκεται  ένα  σκαλί  παραπάνω:  ευεργετεί  (θέλει  να  ευεργετήσει)  με  τα  φαντασιοκοπήματά 
του μια συντροφιά μικρήν ή μεγάλη (παρούσαν ή απούσαν, αφού μπορεί με το γράψιμο να 
επικοινωνήσει κανείς άριστα και μ' ένα αόρατο κοινό) που διψάει ν' ακούσει ή να διαβάσει 
κάτι «ενδιαφέρον» για να τραφεί ψυχικά, ή και για να διαλύσει την πλήξη της. Για να επιτύχει 
τούτο το «ωφέλιμο» αποτέλεσμα, ο φαντασιοκόπος μεταχειρίζεται (συνειδητά ή ασυνείδητα, 
επιδέξια  ή  αδέξια)  όλα  τα  τεχνάσματα  της  μυθιστορηματικής  ή  της  δραματικής  Τέχνης: 
απλοποιεί  και  στυλιζάρει  τα  «συμβάντα»,  συμπληρώνει  τα  κενά  της  πορείας,  στρογγυλεύει 
τους  χαρακτήρες,  μοιράζει  τους  τόνους  άλλοτε  για  να  υπογραμμίσει  και  άλλοτε  για  να 
παραμερίσει  ορισμένες  λεπτομέρειες  και  τελικά  κατασκευάζει  μιαν  «εικόνα»  πλαστική  που 
εντυπωσιάζει όσους τη βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας. Μην αναζητήσετε την «αλήθεια» 
σε τέτοια κατασκευάσματα, γιατί θα ματαιοπονήσετε. Αυτή κάποτε κακοποιείται εκεί δεινά. 
Αλλά χωρίς κακή πρόθεση — απλώς για διασκέδαση... 

Το  τελευταίο  (στη  συνοπτική  μου  απαρίθμηση)  είδος  ψευδολογίας,  το  αθωότερο,  το 
ευπρεπέστερο  και  ευλαβέστερο  απ'  όλα  είναι  η  pia  fraus  που  τιμήθηκε  από  πολλούς  και 
αυστηρούς  ηθολόγους,  και  απ'  αυτόν  τον  Πλάτωνα:  ν'  αποσιωπάς  την  αλήθεια,  να 
καταφεύγεις  ακόμα  και  στο  ψέμα,  για  να  παρηγορήσεις,  να  γλυκάνεις  τον  πόνο,  να  σώσεις 
από την απόγνωση έναν άνθρωπο. «Δικαιοσύνη» μάς λέγει στο πρώτο βιβλίο της «Πολιτείας» 
του  ο  αρχαίος  φιλόσοφος,  δεν  είναι  να  «αποδίδεις  τα  ανήκοντα»  σε  κάποιον  με 
οποιουσδήποτε όρους. Γιατί αν υποθέσομε ότι ένας φίλος σου έχει εμπιστευθεί για φύλαξη 
τα όπλα του και σου τα ζητεί την ώρα που θέλει ν' αυτοκτονήσει —ε ίναι άραγε «δίκαιο» να 
του  τα  επιστρέψεις  αμέσως;  Έτσι  συμβαίνει  κάποτε  και  με  την  «αλήθεια»∙  μπορεί  να 
σκοτώσει  τον  άνθρωπο  που  θα  την  ακούσει,  ή  να  διαλύσει  ένα  στράτευμα  και  να 
καταστρέψει  μια  πατρίδα.  Όταν  βρίσκεσαι  στο  δίλημμα  τούτο,  τι  θα  κανείς;  Θα  φωνάξεις: 
dicat  veritas  et  pereat  mundus!  και  θα  αποκαλύψεις  την  αλήθεια;  Ή  θα  πεις  ακόμη  κ'  ένα 
ψέμα (ένα άγιο ψέμα) που μπορεί ίσως να φέρει την ανέλπιστη σωτηρία, ή τουλάχιστο δεν θα 
προκαλέσει  τον  βέβαιο  όλεθρο;  Το  πρώτο  δεν  είναι  μόνο  ανόητο  αλλά  και  απάνθρωπο∙  το 

Digitized by 10uk1s 
δεύτερο αποτελεί μια βαρειά θυσία για τον ευαίσθητο και έντιμο άνθρωπο. Θυσία όμως που 
την  αναδέχεται  για  να  μη  γίνει  —  ακούσιο  έστω  —  όργανο  του  κακού  και  πλήξει  τον 
συνάνθρωπο από άκρα, αλλά και συνάμα τυφλήν, ευσυνειδησία. 

Ο  κατάλογός  μας  δεν  είναι  πλήρης∙  ούτε  προσφέρεται  με  αυτή  την  αξίωση.  Άλλωστε  είναι 
τόσες οι παραλλαγές της ψευδολογίας (οι καθαρές και οι ανάμεικτες) και τόσο περίπλοκη στις 
διαθέσεις  και  στις  τάσεις  της  η  ψυχή  του  ανθρώπου,  ώστε  ματαιοπονεί  όποιος  θα 
προσπαθήσει να γεμίσει τα κενά του καταλόγου για να φτάσει στην πληρότητά του. Μόνο ο 
αμύητος  πιστεύει  ότι  είναι  «σαφείς»  οι  πράξεις  του  ανθρώπου,  επειδή,  όταν  συντελεσθούν 
και  ολοκληρωθούν,  εύκολα  μπορούν  να  αναλυθούν  και  να  σημασιολογηθούν.  Όπως  ο 
κοινωνιολόγος  και  ο  ιστορικός,  έτσι  και  ο  ψυχολόγος  έμαθε  πλέον  να  μιλεί  για  faits 
surdéterminés  ή  ή  polydéterminés,  για  γεγονότα  δηλαδή  που  οφείλονται  σε  πολλαπλούς 
προσδιοριστικούς  «λόγους»  (αίτια,  κίνητρα,  προθέσεις  κτλ.)  που  δεν  είναι  απαραίτητο  να 
ανήκουν στην ίδια κατηγορία ή να χαρακτηρίζονται με το ίδιο σημείο, το συν και το πλην. Όσο 
λιγότερο  επιχειρούμε  να  εξηγήσομε  με  απλά  και  λογικά  σχήματα  τις  ανθρώπινες  πράξεις, 
τόσο  περισσότερο  μπορούμε  να  τις  «καταλάβομε».  Αλλά  ποτέ  δεν  εξαντλείται  με  την 
«κατανόησή»  μας  η  σημασία  τους  —  γιατί  πάντα  περιέχουν  κάτι  περισσότερο  απ'  όσα 
υποθέτομε, ή κάτι λιγότερο από κείνα που αποδίνομε σ' αυτές. Τούτο ακριβώς συμβαίνει και 
με  την  ψευδολογία.  Σε  ασύγκριτα  μεγαλύτερο  βαθμό  από  την  «αληθολογία».  Γιατί,  όπως 
είπαμε και στην αρχή, το ψέμα είναι απείρως περισσότερο πολύμορφο από την αλήθεια. 

24 Νοεμβρίου 1966 

Digitized by 10uk1s 
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ 

Ο  θάνατος  του  Αμερικανού  φυσικού  Οπενχάιμερ,  του  μεγάλου  επιστήμονα,  που 


πρωτοστάτησε στην κατασκευή του φοβερώτερου όπλου απ' όσα γνώρισε ως τώρα η ιστορία, 
της  ατομικής  βόμβας,  αλλά  και  του  υψηλόφρονα  ανθρώπου,  που  αισθάνθηκε  βαθιά  στην 
ψυχή του τον ηθικό αντίχτυπο αυτής της αποτρόπαιης εφεύρεσης, έφερε και πάλι στο πρώτο 
επίπεδο του στοχασμού και της ευαισθησίας μας το οξύ πρόβλημα της ευθύνης των σοφών 
στη διακυβέρνηση της οικουμένης. Δεν είναι μόνο οι κυνικοί «θεωρητικοί» που πάσχουν από 
ηθικήν  αναλγησία,  ούτε  οι  υψηλής  στάθμης  και  πανύψηλου  εισοδήματος  «επιστήμονες  ‐ 
τεχνικοί»,  όσοι  προσφέρουν  (χωρίς  φειδώ  και  χωρίς  αιδώ)  τη  φαιά  ουσία  των  εγκεφάλων 
τους  στα  μυστικά  εργαστήρια  των  επιτελείων,  που  ισχυρίζονται  ότι  αυτοί  σαν  «ερευνητές» 
ό,τι  έχουν  να  πράξουν  είναι  «να  κάνουν  όσο  καλύτερα  μπορούν  τη  δουλειά  τους»  —  την 
ευθύνη  για  την  καλή  ή  κακή  χρήση  των  επινοήσεών  τους  έχουν  άλλοι:  οι  πολιτικοί  και  οι 
στρατιωτικοί. Ακόμη και άνθρωποι που δεν σχετίζονται, ούτε απευθείας ούτε πλάγια, με τις 
μηχανές  του  πολέμου,  διστάζουν  να  αποφανθούν  απάνω  στο  κρίσιμο  τούτο  θέμα  με 
σαφήνεια.  Προτιμούν  τις  επιφυλάξεις  και  τους  επαμφοτερισμούς:  «ναι  μεν...  αλλά  πάλι  ...» 
και  όταν  πιεσθούν  να  διατυπώσουν  επιτέλους  τη  γνώμη  τους  χωρίς  διφορούμενα, 
δογματίζουν  μ'  ένα  γενικό  αφορισμό:  «η  επιστήμη  είναι  ανεύθυνη»!  Τι  σημαίνει  όμως  το 
απόφθεγμα τούτο που, επειδή είναι πολύ βολικό, περνάει εύκολα από στόμα σε στόμα; Λέει 
τίποτα; Και τι ακριβώς λέει; Αξίζει, νομίζω, να επιχειρήσομε μια σύντομη ανάλυσή του. Από 
πολλά  συνθήματα,  που  παραχαράττουν  την  αλήθεια,  υποφέρει  ο  αιώνας  μας∙  ας 
προσπαθούμε λοιπόν να μη γίνονται περισσότερα, από την απροσεξία και την ακρισία μας. 

Παρατήρηση πρώτη: η «επιστήμη» δεν ήταν ανέκαθεν αυτή που είναι σήμερα, όχι ως ποσόν 
και  ποιόν  προϊόντων  (αυτό  δα  είναι  αυτονόητο),  αλλά  ως  προοπτική  και  πρόθεση,  ως 
πρόγραμμα και έργο εκείνων που τη διακονούν. Σε άλλους ιστορικούς χρόνους και σε άλλους 
πολιτισμούς  ήταν  πολύ  διαφορετική  από  τη  δική  μας.  Βέβαια  μιλούμε  για  «απαρχές»  της 
Αστρονομίας  στους  αρχαίους  Βαβυλωνίους,  ή  για  «θεμελίωση»  των  παραστατικών 
Μαθηματικών  από  τους  αρχαίους  Αιγυπτίους  (για  να  περιορίσομε  το  βλέμμα  μας  στο  χώρο 
των  μεσογειακών  πολιτισμών).  Εντούτοις  η  Αστρολογία  των  πρώτων  και  η  Γεωμετρία  των 
δεύτερων  ήσαν  διερευνήσεις  ή  μαθήσεις,  που  επήγαζαν  από  μιαν  άλλη  διάθεση  ψυχής  και 
επιδίωκαν έναν άλλο σκοπό — όχι τη διάθεση και το σκοπό των δικών μας αστροφυσικών και 
μαθηματικών. Τι προσπαθούσαν να «μάθουν» οι ιερείς της Βαβυλώνας, όταν από τις υψηλές 
ταράτσες  των  ναών  τους  «μελετούσαν»  στο  στερέωμα  τους  σχηματισμούς  των  αστέρων;  Το 
πεπρωμένο των ανθρώπων, τη μοίρα τους, το τι τους έχουν «γράψει» στο ουράνιο κατάστιχό 
τους  οι  θεοί...  Οι  Αιγύπτιοι  γεωμέτρες  ήσαν  ακόμα  πιο  πρακτικοί  άνθρωποι:  σε  μια  γη,  που 
την  πλημμύριζε  το  ποτάμι  σβήνοντας  τα  πάντα,  έπρεπε  τα  χωράφια  να  είναι  με  ακρίβεια 
μετρημένα,  για  να  τα  ξέρει  ο  μεγαλοϊδιοκτήτης,  να  τα  ξέρει  και  ο  φοροϋπάλληλος  του 
Φαραώ—«γραφείς»  λοιπόν  ήσαν  και  αυτοί,  που  έγραφαν  όμως  με  φιγούρες,  όχι  με  τα 
γραπτά σύμβολα των άλλων. Οι ιστορικοί που επιμένουν για κάθε πνευματική κατάκτηση ν' 
αναζητούν  την  «πανάρχαιη»  πηγή  της,  έκαναν  και  στους  πρώτους  και  στους  δεύτερους  την 
τιμή  να  τους  ονομάσουν  «προπάτορες»  του  Νεύτωνα  και  του  Καρτεσίου∙  καλή  βέβαια  η 
προαίρεση,  αλλά  μεγάλο  το  λάθος  τους:  στέκονται  στις  εξωτερικές  ομοιότητες  και  δεν 
προσέχουν  τις  βαθειές  εσωτερικές  διαφορές  των  δύο  αντιλήψεων  ή  μορφών  διανοητικής 
δραστηριότητας. Το πνευματικό έργο αποκτά το χαρακτήρα και τη σημασία του όχι από την 
αφετηρία, τα πρώτα ίχνη στον ιστορικό στίβο, αλλά από την τελική κατεύθυνση, το τέρμα του. 
Από τους αστρολόγους της Μεσοποταμίας έως τους δικούς μας αστροφυσικούς, και από τους 
Αιγυπτίους  γεωμέτρες  έως  τους  τοπολόγους  του  καιρού  μας  (όταν  κοιτάξομε  την  κάθε  τάξη 
ως  ειδική  «προοπτική»  και  «μέθοδο  εργασίας»)  δεν  υπάρχει  συνέχεια,  αλλά  χάσμα  βαθύ∙ 
όποιος το πηδάει, πρέπει να ξέρει ότι πέφτει στο σφάλμα που η Λογική το λέει «μετάβασιν εις 
άλλο γένος». 

Digitized by 10uk1s 
Μήπως όμως όχι του Ευφράτη και του Νείλου, αλλά της Ιωνίας και της Αττικής οι σοφοί (από 
τον  Θαλή  και  τον  Πυθαγόρα,  έως  τον  Ζήνωνα  και  τον  Αριστοτέλη)  είναι  οι  ιστορικοί 
γεννήτορες  των  επιστημόνων  του  καιρού  μας,  που  μας  δίδαξαν  πώς  να  κατασκευάζομε 
διαστημικά  οχήματα  και  να  κάνουν  οι  επιβάτες  τους  περίπατο  στο  στερέωμα;  Όσοι 
υποστηρίζουν  αυτή  τη  γενεαλογική  σειρά  λησμονούν  ότι  οι  «φυσιολόγοι»  της  Ιωνίας  και  οι 
«φιλόσοφοι»  που  ακτινοβόλησαν  από  την  Αττική,  ούτε  επιδίωξαν  ούτε  καταδέχθηκαν  να 
κάνουν τίποτ' άλλο με τον ερευνητικό στοχασμό τους από το «θεωρείν». Η τεχνική εφαρμογή 
των  γνώσεων,  η  παρέμβαση  στις  φυσικές  διαδικασίες,  η  μεταβολή,  η  συμπλήρωση  ή  η 
διόρθωση  του  κοσμικού  γίγνεσθαι  ήσαν  έργα  ξένα  προς  τις  θεωρήσεις  τους.  Τριών  λογιών 
άνθρωποι  (έλεγε  ένας  πυθαγόρειος  για  να  εξηγήσει  το  φιλοσοφείν  ως  μορφή  ζωής) 
πηγαίνουν στους αγώνες της Ολυμπίας: οι αθλητές για να τιμηθούν, οι εμπορευόμενοι για να 
κερδίσουν  και  οι  φιλοθεάμονες  για  να  χαρούν  το  πανηγύρι.  Με  τούτους  τους  τελευταίους 
μοιάζουν  οι  φιλόσοφοι:  αγαπούν  να  «θεώνται»  τα  συμβαίνοντα  στον  κόσμο.  Η  ιδέα  αυτή 
περνάει  μέσ'  απ'  όλη  την  ελληνική  αρχαιότητα  αταλάντευτη∙  το  ιδεώδες  για  τον  άνθρωπο, 
λέει στην έξοδο των κλασικών χρόνων ο Αριστοτέλης, είναι ο «θεωρητικός βίος». Αν σ' αυτό 
τον κανόνα ο Σωκράτης φαίνεται ν' αποτελεί την εξαίρεση, είναι γιατί ζητούσε τη φιλοσοφία 
όχι  να  αξιοποιήσει  τις  γνώσεις  με  κατασκευές,  αλλά  να  γίνει  οδηγός  του  ηθικού  βίου,  να 
εξυγιάνει ηθικά την ατομική και τη συλλογική ζωή. Θα ήταν —νομίζετε— δυνατόν να δώσουν 
οι  κλασικοί  ελληνικοί  χρόνοι  ένα  τύπο  ανθρώπου  σαν  τον  Leonardo  Da  Vinci:  ζωγράφο, 
ποιητή,  φυσιοδίφη,  ανατόμο,  κατασκευαστή  πτητικών  μηχανών,  υδραυλικών  και 
οχυρωματικών έργων; Μόνο στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια αρχίζουν να αποτολμώνται 
οι  «εφαρμογές»  και  να  εξαργυρώνονται  πρακτικά  οι  θεωρητικές  αναλύσεις.  Τότε 
πρωτοφανερώνονται σοφοί ενός νέου, άγνωστου έως τότε στυλ, σαν τον Αρχιμήδη π.χ., που 
ανακαλύπτει το δόλο του χρυσικού και καίει με τα κάτοπτρά του τα πλοία των αντιπάλων από 
μακριά. 

Αυτού  του  νέου  ύφους  (και  ήθους)  που  επρόκειτο  να  αλλάξει  την  τροχιά  της  ιστορίας  του 
ανθρώπου,  τα  συνθήματα  τα  εσάλπισε  ο  ευρωπαϊκός  17ος  αιώνας  με  το  στόμα  ενός 
παράδοξου  ανθρώπου  (κράματος  μεγαλοφυΐας  και  ελαττωμάτων):  του  Francis  Bacon,  που 
ευαγγελίστηκε, στη θέση της παλαιάς διαθήκης (του Αριστοτέλη), τη νέα διαθήκη, το novum 
organum  της  λογικής  και  της  μεθοδολογίας  των  επιστημών,  διακηρύττοντας  το  αξίωμα: 
knowledge  is  power  —η  γνώση  είναι  δύναμη.  Όχι  θεωρητική  χαρά  και  πνευματική 
ικανοποίηση,  αλλά  ισχύς  και  εξουσία.  Απάνω  σε  τι;  Μα  στη  Φύση,  στον  υλικό  κόσμο  (ο 
Grotius  θα  πει  λίγο  αργότερα:  και  στον  κόσμο  της  κοινωνίας,  τον  ιστορικό).  Να  νικήσομε  τη 
Φύση, να την υποτάξομε στους σκοπούς μας, αυτό είναι από δω κ' εμπρός το πρόγραμμα της 
νέας  επιστήμης.  Και  πώς  θα  το  πραγματοποιήσομε;  Ανακαλύπτοντας  τα  μυστικά  της  και 
ακολουθώντας  τους  δικούς  της  τρόπους  ενέργειας,  τους  «νόμους»  της:  Natura  non  vincitur 
nici parendo. Θα την υπακούσομε για να την εξουσιάσομε. Να την υποχρεώσομε να δουλεύει 
για  λογαριασμό  δικό  μας...  Με  αυτό  το  πνεύμα  και  αυτή  τη  στρατηγική  έφτασε  η  επιστήμη 
ΜΑΣ  στα  θαύματα  της  σημερινής  Τεχνικής,  που  έγιναν  πηγή  κολοσσιαίας  δύναμης  (υλικής 
ευημερίας  και  πολιτικής  ισχύος)  σε  όσες  χώρες  είναι  σε  θέση  να  την  αποκτούν  χάρη  στο 
ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτουν. 

Και  εδώ  ακριβώς  τίθεται  το  πελώριο  ζήτημα:  «είναι,  μπορεί  να  είναι,  δέχεται  να  είναι  η 
επιστήμη ανεύθυνη για τις συνέπειες των κατορθωμάτων της»; 

Παρατήρηση  δεύτερη:  η  ευθύνη  είναι  σταυρός  και  προνόμιο  μόνο  προσωπικών  όντων.  Σαν 
αφηρημένη  ενέργεια  (απασχόληση,  πρόγραμμα,  μέθοδος)  η  «επιστήμη»  ούτε  έχει  ούτε  δεν 
έχει ευθύνη. Ευθύνη έχουν, δεν μπορούν παρά να έχουν, θέλοντας και μη έχουν τα πρόσωπα 
που  κάνουν  επιστήμη,  οι  επιστήμονες.  Ακριβώς  γιατί  κάνουν  (συνειδητά,  εμπρόθετα, 
εκούσια) επιστήμη του νέου τύπου, του «ευρωπαϊκού», που όπως είπαμε δεν αρκείται στην 

Digitized by 10uk1s 
απλή  θεώρηση  της  πορείας  των  φαινομένων  του  κόσμου,  αλλά  αγωνίζεται  ν'  αποσπάσει  τα 
«μυστικά» αυτής της πορείας και με ειδική παρέμβαση να της αλλάξει την κατεύθυνση και το 
ρυθμό, για ν' αντλήσει δύναμη. Όποιος ζητάει και παίρνει δύναμη, είτε την κρατάει ο ίδιος, 
είτε  την  παραχωρεί  σε  άλλους  (βιομήχανους,  στρατηγούς,  πολιτικούς  κτλ.)  είναι  υπεύθυνος 
για ό,τι πρόκειται να γίνει με αυτή τη δύναμη. Ξέρει, οφείλει να ξέρει ότι θα χρησιμοποιηθεί∙ 
μπορεί ακόμα και πρέπει να προεικάζει τους τρόπους και τα αποτελέσματα της χρήσης της. 
Δεν  είναι  από  «καθαρή  αγάπη  προς  την  πρόοδο  της  έρευνας»,  από  «ένθεο  ζήλο  για  την 
εύρεση  της  αλήθειας»  που  οι  μεγάλοι  οικονομικοί  οργανισμοί,  τα  επιτελεία  και  οι 
κυβερνήσεις  ξοδεύουν  αμύθητα  ποσά  για  εγκαταστάσεις  και  εξοπλισμό  επιστημονικών 
εργαστηρίων,  για  μισθούς  προσωπικού,  για  έπαθλα  και  διακρίσεις  προς  όσους  προωθούν 
αποτελεσματικά  και  πρωτότυπα  τις  διάφορες  εξερευνήσεις.  Δύναμη  διψούν  ν'  αποκτήσουν. 
Όχι, φυσικά, για να τη χαρούν σαν καλλιτέχνες της ζωής, αλλά για να την εκμεταλλευθούν και 
με  αυτήν  να  επιτύχουν  τους  σκοπούς  των.  Ποιοι  είναι  αυτοί  οι  σκοποί;  Και  ποιοί  θα 
ωφεληθούν  από  την  πραγματοποίησή  τους;  Έχουν  ή  δεν  έχουν  την  υποχρέωση  να  τους 
πληροφορηθούν  οι  επιστήμονες  που  συσσωρεύουν  τη  δύναμη  και  την  προσφέρουν  στους 
χρηματοδότες  τους;  Στο  στυγνό  τούτο  ερώτημα  συμπυκνώνεται  ολόκληρο  το  πρόβλημα.  Θα 
ειπούν: 

—Δεν  μας  ενδιαφέρουν  τα  παραπέρα.  Αν  αυτό  που  εμείς  με  κόπο  μαζέψαμε  σπαταληθεί 
κακώς,  η  ευθύνη  είναι  εκείνων  που  θα  το  χρησιμοποιήσουν...  Εμείς  ευθυνόμαστε  έως  εκεί 
που τελειώνει το έργο το δικό μας. 

Λάθος! Άκρη δεν έχει κανενός η ευθύνη, εφόσον έγινε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η αιτία ν' 
αρχίσει να ξετυλίγεται μια σειρά πράξεων. Τον βαρύνει η τελευταία όσο και η πρώτη. 

Και το χειρότερο, σε τέτοιες περιπτώσεις: είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο για ό,τι επράξαμε αλλά 
και  για  ό,τι  κάποτε  (προπάντων  για  ό,τι)  παραλείψαμε  να  πράξομε.  Στα  ηθικά  όντα,  όπως 
είναι ο άνθρωπος, σωτηρία από την ευθύνη δεν υπάρχει. 

2 Μαρτίου 1967. 

Digitized by 10uk1s 
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ 

Ότι  οι  νέοι  που  σπουδάζουν  ιατρική  στα  πανεπιστήμιά  μας  δεν  μαθαίνουν  ψυχολογία 
(ψυχολογία γενική, και ιδίως του αρρώστου, όχι τα ψυχικά νοσήματα) το γνωρίζω. Εκείνο που 
δεν γνωρίζω  είναι αν υπάρχει ένα καλό εγχειρίδιο, περιεκτικό και σύντομο, με ακρίβεια  και 
σαφήνεια  γραμμένο,  που  μπορεί  να  τους  το  δώσει  κανείς  να  το  μελετήσουν,  για  να 
φωτισθούν απάνω στον τρόπο που πρέπει να μεταχειρίζονται όταν θα πλησιάζουν μεθαύριο 
τους αρρώστους των και θα προσπαθούν να τους γιατρέψουν. Ο άρρωστος δεν είναι απλώς 
και  μόνο  ένας  οργανισμός  που  έχασε  την  ευστάθειά  του  και  κινδυνεύει  να  πέσει  και  να 
διαλυθεί∙  είναι  (προπάντων  είναι)  ένας  άνθρωπος  που  υποφέρει  ψυχικά,  και  κοιτάζει  να 
πιαστεί από παντού (ιδίως από το γιατρό) για να σωθεί. Χρειάζεται λοιπόν βοήθεια όχι μόνο 
σωματική αλλά και ψυχική. Δυστυχώς κανείς δεν διδάσκει στο πανεπιστήμιο τους μέλλοντες 
γιατρούς έστω και μια στοιχειώδη ψυχολογία του αρρώστου, για να μπορούν να προσφέρουν 
αυτή  τη  βοήθεια.  Τους  στέλνομε  στο  επάγγελμα  αδιαφώτιστους  εντελώς  απάνω  στα 
ψυχολογικά προβλήματα που έχουν ν' αντιμετωπίσουν, επειδή ίσως έχομε την αντίληψη ότι ο 
καλύτερος  δάσκαλος  είναι  κ'  εδώ  η  πείρα  και  δεν  θ'  αργήσουν  να  χειραγωγηθούν  από  την 
πράξη.  Δεν  είμαι  καθόλου  βέβαιος  αν  πραγματικά  γίνεται  αυτό∙  οπωσδήποτε,  έως  ότου  τον 
διδάξει  η  πείρα,  ο  νέος  γιατρός  έχει  όλο  τον  καιρό  να  κάνει,  με  τα  ψυχολογικά  του 
αστοχήματα,  πολλές  ζημιές  στους  αρρώστους  του,  κάποτε  και  ανεπανόρθωτες...  Οι  μεγάλες 
βιομηχανίες  για  το  εργατικό  τους  προσωπικό  και  οι  εμπορικοί  οίκοι  για  την  επαφή  με  τους 
πελάτες τους κατάλαβαν ότι τους χρειάζεται μια ειδική κατηγορία υπαλλήλων που γνωρίζουν 
από  «διαπροσωπικές  σχέσεις»  (όπως  λέγεται  αυτός  ο  κλάδος  της  εφαρμοσμένης 
ψυχολογίας), για να εξομαλύνουν τις διαφορές και να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις με 
τον επωφελέστερο για την επιχείρηση τρόπο. Ψυχολογία διδάσκομε σήμερα στον «ιδιαίτερο 
γραμματέα»  μας,  ακόμη  και  στις  πωλήτριες  των  καταστημάτων,  αφού  έχουν  να  κάνουν  με 
κάθε λογής «ανθρώπους» και πρέπει να ξέρουν πώς να τους φερθούν. Επιτρέπεται λοιπόν ν' 
αφήσομε αβοήθητο το γιατρό που πλησιάζει τον άνθρωπο σε πολύ δύσκολες, κάποτε μάλιστα 
και  κρίσιμες  ώρες  της  ζωής  του;  Ένας  «σωστός  λόγος»  μπορεί  τότε  να  φέρει  θετικότερο 
αποτέλεσμα  από  το  καλύτερο  φάρμακο,  όπως  μπορεί  να  επιδεινώσει  την  κατάσταση  ένας 
αδέξιος  ψυχολογικός  χειρισμός,  όχι  από  κακή  θέληση  αλλά  από  αμάθεια  του  γιατρού. 
Παλαιότερα  οι  οικογενειακοί  γιατροί,  που  ήξεραν  ίσως  λιγότερη  ιατρική  από  τους 
σημερινούς,  αλλά σαν έμπειροι  στα θέματα της ζωής παραστέκονταν στους  αρρώστους των 
πιο  πολύ  με  τη  βιοσοφία  και  λιγότερο  με  τη  φαρμακολογία  τους,  πρόσφεραν  ανεκτίμητες 
υπηρεσίες  στην  κοινωνία.  Σήμερα  με  την  εξειδίκευση  και  τα  μηχανήματα  ο  γιατρός  μένει 
συνήθως μακριά και από τον οργανισμό σα σύνολο και από τον άρρωστο σαν άνθρωπο. Έτσι 
δεν  είναι  ανεξήγητο  το  πώς,  όχι  πολύ  σπάνια  όσο  φανταζόμαστε,  με  τη  μοντέρνα  ιατρική 
θεραπεύεται το νόσημα αλλά ο άνθρωπος πεθαίνει... 

Εκείνος  που  θα  γράψει  ένα  εγχειρίδιο  ψυχολογίας  του  αρρώστου,  πρέπει  ευθύς  από  τις 
πρώτες σελίδες να κατατοπίσει τον αναγνώστη του σε μερικές γενικές αρχές που έχουν θέση 
αξιωμάτων.  Να  του  πει  ότι  ο  άρρωστος,  ο  οποιοσδήποτε  άρρωστος  ανεξάρτητα  από  την 
ηλικία  και  το  φύλο,  τη  μόρφωση  και  την  κοινωνική  του  θέση,  έχει  τρία  χαρακτηριστικά 
γνωρίσματα: 1. Φοβάται, κι ας μη το λέει. 2. Είναι καχύποπτος απέναντι στο γιατρό (ή όσους 
του  «κάνουν»  το  γιατρό).  3.  Δυσφορεί  γιατί  εξαιτίας  του  παθήματός  του  βρίσκεται  σε 
εξάρτηση από άλλους, έστω και αν επιζητεί τη βοήθειά τους. Και τα τρία απορρέουν από το 
αίσθημα  ανασφάλειας  που  φέρνει  η  νόσος.  —Πώς  αντιδρά  σ'  αυτές  τις  διαθέσεις  ο 
άρρωστος;  (Όπως  το  ελατήριο  που,  όταν  το  διπλώσομε,  μόνο  του  πάει  να  ξετυλιχτεί  για  να 
βρει  την  αρχική  του  κατάσταση,  έτσι  και  ο  ψυχικός  μας  μηχανισμός  έχει  την  τάση  ν' 
αντισταθμίζει  τις  κάμψεις  που  παθαίνει,  για  να  επιστρέψει  στην  ισορροπία).  Απέναντι  στο 
φόβο  αντιδρά  με  την  προσποίηση  της  παληκαριάς,  για  να  βεβαιώσει  τους  άλλους  (και 
διαμέσου αυτών τον ίδιον τον εαυτό του) ότι δεν είναι καθόλου δειλός. Για να το αποδείξει 

Digitized by 10uk1s 
μάλιστα,  είναι  ικανός  να  κάνει  παράτολμες  πράξεις:  να  υποφέρει  τον  πόνο  χωρίς  καμιά 
σύσπαση  του  προσώπου,  ή  να  μη  δεχτεί  αναισθητικά  φάρμακα  σε  μια  τοπική  χειρουργική 
επέμβαση. Κατά βάθος η «παληκαριά» αυτή είναι σαν το είδος της πολεμικής ανδρείας που 
οι Γάλλοι το ονομάζουν: fuite en avant, φυγή προς τα εμπρός! Στην καχυποψία ο άρρωστος 
αντιδρά  συνήθως  με  μιαν  υπερβολή  εμπιστοσύνης  που  την  εκφράζει  επιδεικτικά:  «Δεν 
αμφιβάλλω  καθόλου  ότι  η  διάγνωσή  σας  είναι  εκατό  τοις  εκατό  σωστή,  ότι  μου  λέτε 
ολόκληρη την αλήθεια κ.τ.λ., κ.τ.λ.». Στο μεταξύ όμως ασκεί άγρυπνο έλεγχο  σε ό,τι λέγεται 
και  πράττεται  γύρω  του,  κατασκοπεύει  τους  πάντας  και  σοφίζεται  μύριους  τρόπους  για  να 
ανακαλύψει  ό,τι  είναι  απόλυτα  βέβαιος  ότι  του  κρύβουν.  —Η  αντιστάθμιση  της  τρίτης 
στέρησης έχει περισσότερο ακόμη ψυχολογικό ενδιαφέρον. Την εξάρτηση από τους άλλους, 
που είναι οπωσδήποτε μια μορφή δουλείας, ο άνθρωπος την αποστρέφεται, ακόμη και όταν 
του κάνει βολική τη ζωή (ξεκούραστη, ξένοιαστη, ανεύθυνη). Ο άρρωστος υποχρεώνεται από 
το  πάθημά  του  να  ζητήσει  τη  βοήθεια  των  άλλων,  να  υποταχθεί  στη  θέλησή  τους,  να 
παραδοθεί  στους  «ορισμούς»  του  γιατρού.  Για  ό,τι  έτσι  χάνει  θα  πάρει  την  revanche 
τυραννώντας τους οικείους, τους νοσοκόμους, τους γιατρούς με τους γόους, τις διαμαρτυρίες, 
τα  καπρίτσια  του.  Θα  κοιτάξει  να  τους  δεσμεύσει  προπάντων  ηθικά:  «εγώ  παραδόθηκα  σε 
σας∙ εσείς τώρα έχετε την ευθύνη για ό,τι θα μου συμβεί»... 

Το  κύριο  μέρος  του  εγχειριδίου  ψυχολογίας  του  αρρώστου  πρέπει,  φυσικά,  να  περιέχει  τη 
χαρακτηρολογία του, την ανάλυση των παραλλαγών, την περιγραφή των τύπων. Η αρρώστια 
(όπως  από  άλλην  άποψη  η  εκδρομή,  η  χαρτοπαιξία,  ο  γάμος  κ.ο.κ.)  δίνει  την  ευκαιρία  να 
γνωρίζομε  το  χαρακτήρα  των  συνανθρώπων  μας  και  ν'  αποκαλύπτομε  πτυχές  της 
προσωπικότητάς  τους  που  πριν  δεν  θα  μπορούσαμε  να  τις  υποψιαστούμε.  Μια  λεπτομερής 
επισκόπηση  του πεδίου θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Θα περιοριστώ λοιπόν  να επισημάνω 
μερικούς  μόνο  από  τους  κυριότερους  τύπους  αρρώστων.  Πρώτος  στη  σειρά  έρχεται  ο 
πανικόβλητος. Είν' εκείνος που με το παραμικρό σύμπτωμα τα χάνει και έντρομος... το βάζει 
στα  πόδια  αναζητώντας  τους  σοβαρότερους  γιατρούς,  τα  καλύτερα  νοσοκομεία,  τα 
τελειότερα  εργαστήρια,  για  να  σωθεί.  Πουθενά  δεν  σταματάει  να  πάρει  αναπνοή∙  δεν  έχει 
υπομονή  να  ιδεί  τα  αποτελέσματα  της  θεραπείας  που  έχει  αρχίσει∙  κάθε  μέρα  «αισθάνεται 
χειρότερα»,  είναι  βέβαιος  ότι  «το  κακό  μεγαλώνει»,  ότι  έτσι  καθώς  πάει  «το  μοιραίο  δεν  θ' 
αργήσει»  και  τρέχει  να  προλάβει.  Υποδιαίρεση  της  ίδιας  κατηγορίας  είναι  ο  άρρωστος  που 
έχει  τη  φοβία  ορισμένης  νόσου.  Είναι  ο  ιδεοληπτικός  που  έχει  συμπυκνώσει  ολόκληρη  την 
παθολογία σε μια και μόνην αρρώστια, αυτήν που φοβάται («ας μη γελιόμαστε∙ όλες οι άλλες 
θεραπεύονται σήμερα∙ μόνο αυτή η καταραμένη υπολείπεται...»). Και τρέμει ότι θα τον βρει 
το  «κακό»,  ότι  το  έχει  ήδη  μέσα  του  αλλά  δεν  φαίνεται.  —Ο  άλλος  πόλος  μέσα  στο  ίδιο 
ζευγάρι είναι ο σίγουρος για την αδιάσειστη υγεία του, που επειδή πιστεύει ότι δεν πρόκειται 
να  πάθει  τίποτα,  δεν  αισθάνεται  (κάνει  πώς  δεν  αισθάνεται)  τα  προμηνύματα,  και  αυτά 
ακόμη  τα  έκδηλα  συμπτώματα  της  αρρώστιας,  και  τα  παραμερίζει  με  το:  «δεν  βαριέσαι∙ 
επικίνδυνα γίνονται μόνον όταν τους δίνεις σημασία...». Έως ότου, φυσικά, αναγκαστεί να τα 
προσέξει  και  να  συμβουλευτεί  γιατρό∙  κάποτε  όμως  πολύ  αργά  για  αποτελεσματική 
θεραπεία. 

Ένα  δεύτερο  ζευγάρι,  με  αρκετά  μεγάλο  συντελεστή  συχνότητας,  αποτελείται  από  τον 
τερατωδώς  αμαθή  άρρωστο,  στο  ένα  μέρος,  και  τον  δήθεν  πολυμαθή,  στο  άλλο.  Ο  ένας 
αγνοεί τόσο στοιχειώδη πράγματα που φέρνει σε απόγνωση το γιατρό∙ δεν είναι σε θέση να 
εξηγήσει τις υποκειμενικές εμπειρίες του για να βοηθήσει στη διάγνωση, να προσηλώσει την 
ευαισθησία  του  σε  ορισμένους  στόχους,  να  δώσει  με  ακρίβεια  μια  περιγραφή  κτλ.  ούτε 
καταλαβαίνει  τη  σοβαρότητα  της  κατάστασής  του,  πολύ  λιγότερο  τη  μέθοδο  που  πρέπει  ν' 
ακολουθήσει η θεραπευτική αγωγή. Αντίθετα ο δεύτερος είναι ο άρρωστος ο sophisticated... 
Ο πολύξερος. Που έχει όμως αντλήσει τις γνώσεις του από εκλαϊκευμένα βιβλία της ιατρικής, 
κατά  προτίμηση  από  τις  εγκυκλοπαιδείες.  Εντρυφά  στις  σελίδες  τους  και  παπαγαλίζει  τους 
επιστημονικούς  όρους,  χωρίς  να  τους  καταλαβαίνει.  Όταν  αρρωστήσει,  ανοίγει  τα  σοφά 

Digitized by 10uk1s 
βοηθήματά του και ενημερώνεται — στα συμπτώματα και στη διαδρομή της κάθε νόσου που 
διαβάζει,  αναγνωρίζει  αμέσως  τη  δική  του.  Και  όταν  αντικρίζει  το  γιατρό,  είναι  πάνοπλος∙ 
παρακολουθεί την εξέτασή του με συγκατάβαση και με το χαμόγελο του ενήμερου ελέγχει τα 
λεγόμενά  του.  Το  χειρότερο  είναι  ότι  παρά  τις...  πλούσιες  γνώσεις  του  (ή  μάλλον  εξαιτίας 
τους) δεν μπορεί να βοηθήσει το γιατρό στη διάγνωση της νόσου. Και συχνά τον βγάζει από 
το  σωστό  δρόμο,  γιατί  δεν  αναφέρει  απλώς  τα  «δεδομένα»,  αλλά  δίνει  και  την  «ερμηνεία» 
τους... 

Ακόμη  ένα  τρίτο  ζευγάρι  θ'  αναφέρω  αφήνοντας  σε  άλλους,  ειδικότερους  από  μένα,  τη 
φροντίδα  να  συμπληρώσουν  τον  πίνακα.  Ο  φτωχοπρόδρομος  από  το  ένα  μέρος,  ο 
ματαιόδοξος από το άλλο. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, υπάρχει ένας φτωχοπροδρομισμός, 
όπως και μια ματαιοδοξία της αρρώστιας. Στην πρώτη περίπτωση η αρρώστια μας χρειάζεται 
για  να  προκαλούμε  το  ενδιαφέρον,  την  έγνοια,  τη  συμπόνια  των  οικείων,  των  συναδέλφων, 
του  «κοινού»  γενικότερα,  και  την  εξαργυρώνομε  (προσπαθούμε  να  την  εξαργυρώσομε)  με 
διάφορους τρόπους. Μας βγάζει από την αφάνεια, μας φέρνει στο κέντρο, κάνει τους άλλους 
να  παραβλέπουν  τα  ελαττώματα,  την  ασημαντότητα,  την  αδράνειά  μας,  και  για  τούτο  όχι 
μόνο  δεν  προσπαθούμε  να  απαλλαγούμε  απ'  αυτήν,  αλλά  τη  συντηρούμε  για  να  μας 
συντηρεί:  «Κοιτάξετέ  μας  τι  δυστυχισμένοι  που  είμαστε!  Δεν  έχετε  καρδιά;»...  Στη  δεύτερη 
κατηγορία,  των  «ματαιόδοξων»,  ανήκουν  εκείνοι  που  δεν  καταδέχονται  να  έχουν 
δευτερώτερες  αρρώστιες.  Όταν  τους  πείτε  ότι  το  πάθημά  τους  είναι  ελαφρό  και  ασήμαντο, 
ανάξιο  λόγου,  σας  κάνουν  εχθρό.  Αυτοί  είναι  καμωμένοι  μόνο  για  σοβαρές  και  βαρειές 
αρρώστιες.  Και  τις  διαλαλούν  με  τυμπανοκρουσία,  για  να...  υψωθούν  στην  εκτίμησή  μας, 
επειδή  ξέρουν,  από  διαίσθηση  και  πείρα,  ότι  στα  ανθρώπινα,  πράγματα  επιβάλλεται  το 
μέγεθος. Ακόμη και το μέγεθος της νόσου. 

9 Μαρτίου 1967. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ 

Γεννήθηκε  το  1900  στον  Πειραιά.  Σπούδασε  στα  Πανεπιστήμια  Αθηνών,  Βερολίνου, 
Τυβίγγης  και  Παρισίων.  Είναι  διδάκτωρ  της  Φιλοσοφίας,  του  γερμανικού 
Πανεπιστημίου  της  Τυβίγγης.  Και  «τιμής  ένεκεν»  διδάκτωρ  του  Δικαίου,  του 
σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέα. 

Η  συμβολή  του  στη  λειτουργία  και  στην  ανακαίνιση  της  Ελληνικής  Παιδείας  είναι 
πασίγνωστη. 

Υπηρετεί  την  Εκπαίδευση  από  το  1920,  και  ως  εκπαιδευτικός  πέρασε  όλες  τις 
βαθμίδες  της  ιεραρχίας,  έως  ότου  (μετά  την  απελευθέρωση  της  Χώρας)  διορίστηκε 
Γενικός Διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) Γενικός Γραμματεύς στο Υπουργείο 
της Παιδείας. 

Δίδαξε  επί  20  χρόνια  Φιλοσοφία,  Ψυχολογία  και  Παιδαγωγικά  στον  μορφωτικό 
Σύλλογο «Αθήναιον». 

Σήμερα  είναι  Αντιπρόεδρος  του  «Αθηναϊκού  Τεχνολογικού  Ομίλου»  και  Βουλευτής 


Επικρατείας στην πρώτη Δημοκρατική Βουλή. 

Με  τη  διεύθυνσή  του  δημοσιεύτηκαν  15  τόμοι  του  Περιοδικού  «Παιδεία»  (1946‐1961) 
και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαροπούλου (1954‐1958). 

Το  συγγραφικό  του  έργο  περιλαμβάνει  δεκάδες  βιβλίων,  όχι  μόνο  στην  ελληνική, 
αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. 

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά 
και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Απέθανε το 1982. Εργασίες τού Ε. Π. 
Παπανούτσου έχουν δημοσιευθεί σε πολλά επιστημονικά περιοδικά της Ευρώπης και 
της Αμερικής.  

Digitized by 10uk1s 

You might also like