Professional Documents
Culture Documents
1
Καθηγητής
2
Λέκτορας
3
Υποψήφιος Διδάκτωρ
4
Υποψήφιος Διδάκτωρ
Εικόνα 1 Η υδρολογική λεκάνη των Δαρδανελλίων .
Οι μηχανισμοί εξαναγκασμού της κυκλοφορίας των υδάτων εξαρτώνται από την ποσότητα
των υδάτων και άλλους υδρολογικούς παράγοντες, όπως η ένταση των ανέμων, θερμικές
ροές, ροές αλατότητας και ανοδική κίνηση λόγω των εκροών των ποταμών. Η μορφολογία
του Βόρειου Αιγαίου με τα πολλά νησιά, τη διαμόρφωση των ακτών, τις χερσονήσους και
τις βαθιές λεκάνες καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κυκλοφορία και την ανταλλαγή υδάτων
μεταξύ αβαθών και βαθέων περιοχών. Οι παράκτιες περιοχές του Βόρειου Αιγαίου
επιπλέον παρουσιάζουν υψηλή μόλυνση λόγω της έντονης ανθρώπινης δραστηριότητας,
οπότε η ακριβής γνώση της κυκλοφορίας των υδάτων της περιοχής σε συνδυασμό με τον
ποιοτικό προσδιορισμό των υδάτων που εισρέουν στο Βόρειο Αιγαίο αποτελούν τους
πλέον καθοριστικούς παράγοντες για την εξέλιξη της περιβαλλοντικής κατάστασης της
περιοχής.
Εικόνα 1 Δορυφορική απεικόνιση Βορείου Αιγαίου όπου φαίνεται και η πορεία των υδάτων από τα
Δαρδανέλια
Η γενική κυκλοφορία των υδάτων στο Βόρειο Αιγαίο είναι κυκλωνική. Κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού, ισχυροί ψυχροί και ξηροί βόρειοι άνεμοι πνέουν στο Αιγαίο. Αυτή η
κατάσταση των ανέμων οδηγεί σε ανοδική κίνηση των υδάτων κατά μήκος της δυτικής
ακτής της Τουρκίας και των δυτικών ακτών των ελληνικών νησιών στο Βόρειο Αιγαίο, τα
οποία έχουν κατεύθυνση από τη θάλασσα της Λεβαντίνης και είναι χαμηλής
περιεκτικότητας σε θρεπτικά.
Η εκροή των υδάτων της Μαύρης Θάλασσας από τα Στενά των Δαρδανελίων, μέσω των
στενών του Βοσπόρου και της Θάλασσας του Μαρμαρά που εκτιμήθηκε σε περίπου 9500
m3/s, με διακύμανση μεταξύ της χειμερινής (μικρότερη εκροή) και της θερινής περιόδου
(μεγαλύτερη εκροή) σχηματίζει ένα επιφανειακό στρώμα υδάτων χαμηλής αλατότητας με
πάχος περίπου 40 m. [2]
Τα νερά της Μαύρης Θάλασσας έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία κατά 4oC περίπου, από
αυτά του Βορείου Αιγαίου με αποτέλεσμα να εμφανίζονται εκτεταμένες περιοχές με νερά
χαμηλότερης θερμοκρασίας τόσο στη λεκάνη του Άθους όσο και γύρω από τα νησιά της
περιοχής (Λήμνο και Ίμβρο) με την χαμηλότερη θερμοκρασία να εμφανίζεται στο στόμιο
των Δαρδανελίων. Η χαμηλότερη θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων που
προέρχονται από τα Δαρδανέλια αποτελεί ένδειξη για την κυκλοφορία των υδάτων αυτών
και επιτρέπει την παρακολούθηση τους.
Στη διάρκεια των θερμών περιόδων, υπό την επίδραση των ετησίων βόρειων μελτεμιών,
ένα μεγάλο μέρος από τα νερά της Μαύρης Θάλασσας έξω από τα στενά των
Δαρδανελίων ρέουν προς νοτιοδυτικά προς τις ανατολικές ακτές της Ελλάδος και ο
πυρήνας τους εμφανίζεται νότια από τη Λήμνο. Ένα σημαντικό τμήμα ρέει βόρεια από τη
Λήμνο ενώ ποσότητες υδάτων έχουν ανιχνευθεί μέχρι και στο πλατό των Κυκλάδων.
Στη διάρκεια του χειμώνα τα νερά της Μαύρης Θάλασσας ρέουν προς τα δυτικά κυρίως
κατά μήκος των βορείων ακτών της Λήμνου, όπου διακλαδίζεται σε ένα τμήμα προς Βορά
(κύριο) και ένα προς Νοτιοδυτικά (περιστασιακά). [3]
Οι κυριότερες από αυτές είναι η λεκάνη των Βορείων Σποράδων (1470 m βάθος) στα
Δυτικά, η λεκάνη του Άθους (1149 m βάθος), η λεκάνη της Λήμνου (1590 m βάθος) και η
ρηχότερη λεκάνη του Σάρου (1061 m βάθος) στο Ανατολικό τμήμα.
Ένα στηθαίο βάθους 500 m χωρίζει την λεκάνη του Άθους από αυτή της Λήμνου. Ένα
ρηχό στηθαίο στα 350 m βάθος χωρίζει τις λεκάνες του Βορείου Αιγαίου από την λεκάνη
Βόρεια της Σκύρου (Κεντρικό Αιγαίο) που έχει βάθος 800 m. Το πλατό των Κυκλάδων με
μέσο βάθος 200 m και ορισμένα στηθαία που δεν ξεπερνούν τα 350 m βάθος χωρίζουν το
Κεντρικό από το Νότιο Αιγαίο καθιστώντας την κυκλοφορία αλλά κυρίως την ανταλλαγή και
την ανανέωση των υδάτων μεταξύ των δύο τμημάτων εξαιρετικά δύσκολη και πρακτικά
αδύνατη για μεγαλύτερα βάθη. [4]
Το Βόρειο Αιγαίο δέχεται τις εκροές γλυκού νερού από ποταμούς κατά μήκος τόσο των
Ελληνικών όσο και των Τουρκικών ακτογραμμών. Οι κυριότεροι από τους Ελληνικούς
ποταμούς που εκρέουν στο Βόρειο Αιγαίο είναι ο Έβρος, ο Νέστος, ο Στρυμόνας, ο Αξιός,
3
ο Αλιάκμονας και ο Πηνειός, με μια μέση ετήσια παροχή 18, 42 km yr , η οποία εμφανίζει
μέγιστες τιμές από Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο και περιλαμβάνει ροές που οφείλονται σε
διάφορες πηγές γλυκού νερού και το λιώσιμο των χιονιών.
Οι κυριότεροι ποταμοί που ρέουν στην Τουρκία και εκβάλλουν στο Βόρειο Αιγαίο είναι οι
Karamenderes, Bakircay, Gediz Nehri και Kucukmenderes οι οποίοι συνεισφέρουν
3
περίπου 0, 75 km yr και οι περισσότεροι εμφανίζουν χαρακτηριστικά χειμάρρων με
μέγιστες απορροές μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου.
Η συνολική ποσότητα υδάτων που εισρέουν στο Βόρειο Αιγαίο από τους παραπάνω
ποταμούς, αλλά και από άλλους μικρότερους ή χειμμάρους (Λουδίας, Γαλλικός) όπως και
3
τυχόν αστικά λύματα δεν ξεπερνούν τα 20 km yr , ποσότητα σημαντικά μικρότερη από τα
3
300 km
yr που είναι η συνολική καθαρή εισροή μέσω των Δαρδανελίων.
Παρά την μικρή σχετικά ποσότητα των υδάτων των ποταμών, σε σχέση με την συνολικά
εισρέουσα ποσότητα υδάτων στο Βόρειο Αιγαίο κυρίως από τα Δαρδανέλια, η ποιότητα και
η σύστασή τους είναι σημαντικές για την περιβαλλοντική κατάσταση και την εξέλιξή της στη
συνέχεια.
Η μελέτη κατέλήξε στην παράθεση των συγκριτικών στοιχείων των παραμέτρων που
χαρακτηρίζουν την ποιότητα των υδάτων όλων των κύριων ποταμών της Θράκης και της
Μακεδονίας (Έβρος, Νέστος, Στρυμόνας, Αξιός, Λουδίας, Αλιάκμονας και Πηνειός). Από
τους ποταμούς αυτούς οι Έβρος, Νέστος και Στρυμόνας πηγάζουν από τη Βουλγαρία, ο
Αξιός από τη FYROM ενώ ο Αλιάκμονας, ο Λουδίας και ο Πηνειός είναι εξ ολοκλήρου
ελληνικοί ποταμοί.
Από την μελέτη των συγκριτικών αποτελεσμάτων προκύπτει ότι οι ποταμοί που πηγάζουν
από την Βουλγαρία έχουν το υψηλότερο pH (pH = 8,6 οι Έβρος και Στρυμόνας, pH = 8,3 ο
Νέστος), ο Έβρος έχει και την υψηλότερη μέση θερμοκρασία (18,4 οC και 19,9 οC
αντίστοιχα στα δύο σημεία δειγματοληψίας) όπως και υψηλότερο BOD 5 (7,8 και 6,1 ppm
αντίστοιχα) μεταξύ όλων των ποταμών μελετήθηκαν με εξαίρεση τον Λουδία στον οποίο η
μέση τιμή BOD5 είναι 7,5 ενώ σε όλους τους άλλους ποταμούς οι μέσες τιμές δεν
υπερβαίνουν το 5,5. Τέλος ο Έβρος παρουσιάζει την υψηλότερη μέση τιμή σε χλωριούχα
Σε ότι αφορά τις συγκεντρώσεις ολικών φωσφορικών, την υψηλότερη μέση συγκέντρωση
έχει ο Αξιός στο ύψος των Ευζώνων (σημείο εισόδου στο ελληνικό έδαφος) με μέση
(
συγκέντρωση 0,577
mg
)
L και έπεται ο Έβρος με μέση συγκέντρωση (
0, 267 mg )
L η
οποία αυξάνεται καθώς κινούμαστε νότια κατά μήκος του ποταμού. Οι υψηλές
συγκεντρώσεις φωσφορικών σε συνδυασμό με το υψηλό BOD5 του Έβρου υποδηλώνουν
ότι ο ποταμός αυτός όπως και ο Αξιός είναι αποδέκτες αστικών αποβλήτων, κάτι που
υποδηλώνεται και από τις υψηλές τιμές συγκέντρωσης καφεΐνης που μετρήθηκαν σε όλους
σχεδόν τους υπό εξέταση ποταμούς αφού τα τελευταία χρόνια η παρουσία καφεΐνης σε
υδατικά συστήματα αποτελεί ένα συντηρητικό δείκτη ρύπανσης των συστημάτων αυτών
από αστικά λύματα. Συγκεκριμένα για τον Έβρο υπάρχουν πληροφορίες ότι δέχεται
ανεπεξέργαστα τα αστικά απόβλητα της Αδριανουπόλεως.
Το Βόρειο Αιγαίο δέχεται κάθε χρόνο μέσα από τα Δαρδανέλια και τον Βόσπορο έναν όγκο
νερού της τάξεως των 1255 km 3, το οποίο αντιπροσωπεύει το 3,6% του όγκου του. Η
ποιότητα των νερών που εκρέει από τα Δαρδανέλια δεν είναι καλή, επειδή είναι κυρίως
επιφανειακά νερά, που προέρχονται από τη Μαύρη Θάλασσα, στην οποία εκρέουν αρκετοί
ποταμοί, που μεταφέρουν απόβλητα από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και Ρωσία.
Πράγματι η Μαύρη Θάλασσα δέχεται κάθε χρόνο νερά και ρύπους από τους ποταμούς
Δνείπερο, Δούναβη κλπ. Επίσης, δέχεται τα απόνερα από μια σημαντική περιοχή της
ανατολικής Ρωσίας κυρίως μέσου του ποταμού Δον. Η Βόρεια Μ. Ασία επίσης εκρέει στη
Μαύρη Θάλασσα μέσω μιας σειράς ποταμών. Είναι γνωστό ότι η κάποτε οικολογικά
πεντακάθαρη Μαύρη Θάλασσα (που έχει μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερο όγκο από το
Βόρειο Αιγαίο) έχει δεχθεί σοβαρή ρύπανση από τα νερά αυτών των ποταμών, της
βιομηχανικής και αγροτικής δραστηριότητας κατά μήκος των ακτών και έχει
υποβαθμισθεί σημαντικά η αλιευτική παραγωγή. Λόγω των αιτιών αυτών, ως γνωστόν
έχει εμφανιστεί οικολογική καταστροφή στη Μαύρη Θάλασσα με έντονο το φαινόμενο του
ευτροφισμού.
Η Μαύρη Θάλασσα αποτελεί ένα ξεχωριστό υδάτινο περιβάλλον που εμφανίζει βιοχημικά
χαρακτηριστικά οξυγονομένων, ημιοξυγονομένων και ανοξικών υδάτων στη διάρκεια του
έτους. Καθώς η ποτάμια εκροή συνεισφέρει σημαντικά στην προτογενή παραγωγή στις
παράκτιες περιοχές, η κύρια πηγή θρεπτικών για τα επιφανειακά ύδατα μακρυά από τις
ακτές, είναι η εισροή από το επίπεδο δημιουργίας των θρεπτικών (nutricline) κυρίως κατά
την χειμερινή περίοδο όπου λαμβάνει χώρα ισχυρή ανάμιξη λόγω διαφοράς θερμοκρασίας.
Όταν η εποχιακή στρωμάτωση των επιφανειακών υδάτων δεν επιτρέπει την κατακόρυφη
ανάμιξη, η πρωτογενής παραγωγή προφανώς διατηρείται από την αναδημιουργία
θρεπτικών στην ευφωτική (euphotic) ζώνη – λαμβάνει χώρα η φωτοσύνθεση -. Γενικά η
πρωτογενής παραγωγή παρουσιάζει ένα κύριο μέγιστο την άνοιξη με ένα δευτερεύον
μέγιστο το φθινόπωρο ενώ έχουν αναφερθεί και μικρότερης διάρκειας εξάρσεις στη
διάρκεια του καλοκαιριού.
Κάθε χρόνο η συνολική ρύπανση που παράγεται από επίγειες, ατμοσφαιρικές και
ναυτιλιακές δραστηριότητες εκτιμάται σε περίπου 20.000kg για κάθε km3 νερού της
Μαύρης Θάλασσας. Στο μεταξύ η μόλυνση από πετρελαιοειδή εκτιμάται σε περισσότερους
από 100.000tn τον χρόνο, χωρίς να λαμβάνονται οι παράνομες απορρίψεις έρματος των
δεξαμενόπλοιων (tankers) οι οποίες είναι κοινό μυστικό ότι συμβαίνουν στη Μαύρη
Θάλασσα. Το συνολικό αυτό ποσό των ρύπων ξεπερνά κατά πολύ την απορροφητική
ικανότητα του οικοσυστήματος της Μαύρης Θάλασσας με αποτέλεσμα οι ρύποι αυτοί να
αποτελούν σημαντικότατη απειλή για την περιβαλλοντική ποιότητα και κατάσταση της
περιοχής.
Ένας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας της κατάστασης της Μαύρης Θάλασσας είναι η
κατακόρυφη σύσταση των υδάτων της που καθιστούν το συγκεκριμένο οικοσύστημα πολύ
πιο εύθραυστο από αντίστοιχα άλλων παρόμοιων συστημάτων. Το ανώτερο στρώμα που
εκτείνεται μέχρι τα 90 – 100 m και περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την
υποστήριξη της ζωής. Το κατώτερο στρώμα που εκτείνεται από τα 90 – 100 μέχρι τα 2000
– 2200 m είναι πλήρως ανοξικό και περιέχει κυρίως Υδρόθειο ( H 2 S ) . Το ανώτερο στρώμα
αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τα θρεπτικά που εισρέουν από το Δούναβη και από τις
ναυτιλιακές δραστηριότητες. Οι συνολικές εισροές στη Μαύρη Θάλασσα ανέρχονται σε
647.000 tn 50.500 tn
yr άζωτο και yr φωσφόρο. Τα θρεπτικά αυτά συστατικά έχουν
προέλευση κατά 50% από γεωργικές δραστηριότητες, 25% από βιομηχανικές και 25% από
αστικές πηγές. [6]
Λόγω της μορφολογίας της Μαύρης Θάλασσας, η οποία είναι μια ημίκλειστη θάλασσα που
επικοινωνεί με την Αζοφική Θάλασσα στα Βόρεια και με το Αιγαίο στα Νοτιοδυτικά μέσα
από στενά ανοίγματα, η ανανέωση των υδάτων της είναι εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί
σχεδόν 200 χρόνια για την πλήρη ανανέωσή τους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι μεγάλες ποσότητες υδάτων που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, των
Βαλκανίων αλλά και της Ευρώπης καταλήγουν στο Βόρειο Αιγαίο και αναμιγνύονται με τα
νερά της Μεσογείου. Ως συνέπεια αυτού οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα της Μεσογείου,
όλων των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην Ανατολική κυρίως
Ευρώπη, φιλτράρονται μέσα στα νερά του Βορείου Αιγαίου. Η πλήρης κατανόηση της
λειτουργίας του οικοσυστήματος του Βορείου Αιγαίου καθίσταται επομένως πολύ
σημαντική.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι συνολικά η ποιότητα των υδάτων που εισρέουν
στο Βόρειο Αιγαίο τόσο από τους ποταμούς όσο και από τα Δαρδανέλια είναι εξαιρετικά
επιβαρημένη. Οι εισροές αυτές αποτελούν την κύρια πηγή εισόδου στο Βόρειο Αιγαίο
μετάλλων, ιχνοστοιχείων, διαλυμένων ή διακριτών σωματιδίων αλλά κυρίως οργανικών
ουσιών και θρεπτικών. Έτσι ύδατα μικρής αλατότητας και υψηλής περιεκτικότητας σε
μέταλλα (όπως τα νερά της Μαύρης Θάλασσας) αναμιγνύονται με τα πιο αλμυρά και με
μικρότερη περιεκτικότητα σε μέταλλα, νερά της θάλασσας της Λεβαντίνης. Η ανάμιξη αυτή
λαμβάνει χώρα κυρίως στα επιφανειακά στρώματα της θάλασσας και ελέγχεται από τις
υδρολογικές συνθήκες ενισχύοντας την ανάμιξη των μετάλλων σε σχέση με την αλατότητα.
Στα βαθύτερα στρώματα, η καθοδική μεταφορική κίνηση, η επαναιώρηση ιζημάτων ή
διαγενετικές διεργασίες φαίνεται ότι είναι υπεύθυνες για τις παρατηρούμενες αυξήσεις στις
συγκεντρώσεις των μετάλλων, ενώ τα τελευταία χρόνια δεν παρατηρείται δημιουργία νέων
υδάτων σε μεγάλα βάθη και στον πυθμένα, λόγω κυρίως των ήπιων χειμώνων αλλά
αντίθετα σχηματίστηκε ενδιάμεσο νερό.
Εκτιμούμε ότι ο πληθυσμός ο οποίος ζει στην υδρολογική λεκάνη του Αιγαίου είναι περίπου
180.000.000 άνθρωποι. Δισεκατομμύρια ευρώ έχουν επενδυθεί στο Βόρειο Αιγαίο, τόσο
στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία, για δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με τον
τουρισμό, κυρίως καλοκαιρινό, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας των νερών του. Είναι
συνεπώς σημαντικό να ερευνηθεί η μακροπρόθεσμη συσσώρευση των ρύπων
(διαλυμένων, αιωρουμένων και ιζημάτων) στο Βόρειο Αιγαίο. Παρά το γεγονός ότι το
Βόρειο Αιγαίο είναι προς το παρόν ολιγοτροφική θάλασσα, δεν είναι ξεκάθαρο τι θα γίνει
στο μέλλον, λόγω των συνεχιζόμενων μεγάλων ποσοτήτων των θρεπτικών αλάτων που
εισρέουν σε αυτό.
Το ισοζύγιο εισροής – εκροής των υδάτων στο Βόρειο Αιγαίο το οποίο είναι θετικό για τις
εισροές γλυκών νερών τόσο από ποταμούς όσο κυρίως από τα Δαρδανέλια, σε
συνδυασμό με την δυσκολία ανανέωσης των υδάτων, οδηγούν σε αύξηση του
ευτροφισμού και την μετατροπή του Βορείου Αιγαίου από ολιγοτροφική θάλασσα σε μια
ευτροφική, ψυχρή και εξαιρετικά επιβαρημένη από πλευράς ρύπων θάλασσα. Η ακριβής
γνώση της κυκλοφορίας των υδάτων, της ποιοτικής και ποσοτικής σύστασης τους και των
βιολογικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στις συγκεκριμένες συνθήκες, πιστεύουμε
ότι χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, ώστε να προφυλαχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο
η σημερινή ικανοποιητική κατάσταση ή και να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Sofianos, S., Johns, W., Lascaratos, A., Murray, S., Olson, D. and Theocharis, A.,
(2002), Draft Report of the Aegean Sea Workshop, Rhodes, Greece, 2002
2. Unluata, U., Oguz, T., Latif, M.A. and Ozsoy, E., (1990), “On the physical
oceanography of the turkish straits, In: The Physical Oceanography of Sea Straits”, Editor:
Pratt, J., NATO-ASI series, Kluwer Academic, pp. 25-60
3. Karageorgis, A.P., Kaberi, H.G., Tenberg, A., Zervakis, V., Hall, P.O.J., Anagnostou,
Ch.L., (2003), “Comparison of particulate matter distribution, in relation to hydrography, in
the mesotrophic Skagerrak and the oligotrophic northeastern Aegean Sea”, Continental
Shelf Research, 23, pp. 1787 – 1809
4. Lykousis, V., Chronis, G., Tselepides, A., Price, N.B., Theocharis, A., Siokou-
Frangou, I. Van Wambeke, F., Danovaro R., Stavrakakis S., Duineveld G., Georgopoulos
D., Ignatiades L., Souvermezoglou A., Voutsinou-Taliadouri F., (2002), “Major outputs on
the recent multidisciplinary biogeochemical researches undertaken in the Aegean Sea”,
Journal of Marine Systems, 33-34, pp. 313-334
5. ΑΠΘ, Εργαστήριο Γεωργικών Φαρμάκων (Επ. Υπ. Παπαδοπούλου – Μουρκίδου
Ευθυμία, Καθ. ΑΠΘ), (2002), Τελική Έκθεση Αποτελεσμάτων “Πρόγραμμα Ελέγχου
Ποιότητας Επιφανειακών Υδάτων στη Μακεδονία – Θράκη”, Θεσσαλονίκη, Ελλάς, 2002
6. Gunes, S., (2004), “Management of the Black Sea marine environment the nature
of international cooperation”, MWWD 2004, 3 rd International Conference on Marine Waste
Water Disposal and Marine Enviroment, Catania, Italy, 2004