You are on page 1of 91

4 V

?:· y 19392? ^ ■**

TO ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΘΝΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ

.„#£ k$
A*~ , Τ ' JS
'

- v>
\νί»‘ - Λ»
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ- ’t/ο ■
*'·% \
" ./ V
■/
ΤΩΝ - ^
k

ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ - l^C

ΕΙΚΟΣΙ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ .* ·}

Μ· VO*
ΜΕΤ’ ΕΠΕ^ΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ • .-«!*
,-#*1
ΥΠΟ
ώ »>«
I. Ν. Σ Β Ο Ρ Ω Ν Ο Τ Μ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΟΤ ΕΘΝΙΚΟΙ" ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ 1

•to
f
itow
?
V
■ *V
>
V ■
4

■J&
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
/

ΜΠΕΚ ΚΑΙ ΜΠΑΡΤ


1903

Κβ£*& .
f

Ο ·&ηοανρός τών Άντικν&ήρων

σεων, ύφ’άς αύται άνεκαλύφθησαν. ’Αληθώς νώς γνωστών τύπων τών αρχαία»' θεών ή ηραίων.
τό πρώτον ήδη μέγα πλήθος αρχαιοτήτων, φορ- Τίς ό νεαρός οΰτος άνήρ, ήρως ή θεός; Τί επι­
τίον τεράστιον, οΐον συνήθως δεν δωρεΐται ήμΐν δεικνύει τοϊς θεαταΐς τήν χεΐρα υψών ; Πόθεν
ούδ’ ή πλουσιότατη τών άνασκαφών, άνεκαλύ- έρχεται; Τίς, πάντως δόκιμος, καλλιτέχνης έποίη-
φθη έν τή θαλάσση, έξ άγνωστου πόλεως προερ- σεν αυτόν; Τίς καί πότε ήρπασε τό άγαλμα;
χόμενον καί προς άγνο'ιστου χώρας λιμένα Πού έκομίζετο; Τίς εΐς έκαστος τών συντρό­
κατευθυνόμενον. Ούτω δέ οί αρχαιολόγοι φων αυτού, μικρών ή μεγάλων, χαλκών ή μαρ­
άγνοοϋντες την προέλευσιν εύρέθη μεν προ τών μάρινων, καλώς διατηρδυμένων ή οικτρώς
μνημείων τούτων εντελώς έστερημένοι δλων παραμεμορφωμέναιν; ’Ιδού βροχή ερωτημάτων,
έκείνων τών [ακρών καί μεγάλων εϊδήσεο»' άτινα μάτην οί αρχαιολόγοι έθετον έαυτοΐς t
καί (ΐέσιον, άτι να έπικουρούσιν ήμΐν προς επι­ καί δ ι’ ών άνά παν βήμα μάτην έβασάνιζεν
στημονικήν άναγνώρισιν καί έκτίμησιν πασών αυτούς τό κοινόν, ού δικαίως έξήφθη είς τό .
τών αρχαιοτήτων τών έξ άνασκαφής οίασδή- ύπατον σημείον ή περιεργία.
ποτε γνωστής πόλεως ή ίεροΰ προερχόμενο»'. Τότε δέ ήμεΐς έφηρμόσαμεν τό έξής σύστημα
ΙΤρός οδηγίαν ημών ούδέν εΐχομεν άρχαΐον κεί­ έρεύνης.
μενον συγγραφέως ή επιγραφής καί ούδεμίαν Έσκέφθημεν ότι αδύνατον είναι τηλικοΰτον
τών ειδήσεων έκείνων, αϊτινες έξ έκάστης άνασκα­ πλήθος άγαλμάτων νά μή άφήκεν ίχνη έν ταϊς
φής άναπηδώσι διαλευκαίνουσαι τά ευρήματα. άρχαίαις πηγαΐς, έξ ών γνωρίζομεν, ποίαι αρ­
Ούδόλα)ς λοιπόν παράδοξον, ότι οί αρχαιο­ χαιότητες ύπήρχον έν έκάστη τών πόλεων τής
λόγοι ούδέν άλλο εϊχον νά προτείνωσιν ή εικα­ Ελλάδος, ήτοι έν τοϊς κειμέλ'οις καί μνημείοις,
σίας, τάς μέν μάλλον τών δέ άστηρίκτους. οία π. χ. τό κείμενον τού Παυσανίου καί οί
Έ κ τής αδυναμίας ταύτης τών αρχαιολό­ τής ρωμαϊκής έποχής νομισματικοί ελληνικοί
γων ωφελούμενοι διάφοροι έρασιτέχναι άνεμί- τύποι οί άντιγράφοντες κατά τό μάλλον ή
χθΐ]σαν είς τό ζήτημα, ούδέν άλλο έφόδιον ήττον πιστώς τά έκάστην τών Έλληνίδων
φέροντες ώς επί τό πολύ ή τήν άχαλίνωτον πόλεων κοσμούντα αγάλματα.
αυτών φαντασίαν, ούτω δέ μετ’ ού πολύ παρέ- ’Αφού λοιποί' έμελετήσαμεν μετά μεγίστης
στημεν προ αληθούς Βαβυλωνίας γνωμών ! προσοχής καί έπιστάσεως όσα πλείονα ήδυ-
Τήν σύγχυσιν έπέτεινεν επί μάλλον ό άδάμας νήθημεν τών Άντικυθηραϊκών άγαλμάτων,
τών άνακαλυφθέντων αρχαίων, τό ώραΐον καί ΐν ’ άναγνωρίσωμεν τίνας θεούς ή ήρωας άπει-
πλήρες χαλκούν άγαλμα, όπερ παρέστη προ τών κονίζουσι, προέβημεν είς συστηματικήν παρα­
έρευνητών καί περίεργο»’ έν όλη αυτού τή αν­ βολήν αύτών προς τά υπό τών ρηθεισών πηγών
δρική καλλονή καί έν στάσει μηδεμίαν ομοιό­ άναφερόμενα έν μιά έκάστη τών Έλληνίδων
τητα παρουσιαζούση προς οίονδήποτε τών κοι- πόλεων άγάλματα. Μετά μακράν, επίπονον καί
έντελώς άκαρπον μελέτην, άπό πόλεως είς πόλιν
C. W aldstein, Recently discovered Greek masterpieces: The
Monthly Review, London 1901 (oiyj. 1902 ώς έτυποιΟη έκ βαίνοντες, έφθάσαμεν εΐς τήν πόλιν τού “Αρ­
παραδρομής ϊΐς τό τέλος τής προηγοιιμένης σελίδος), Μ» 8 , γους, μίαν τών διασημοτέρων εστιών τής άρ-
May, ρ. 110—125.- Τον αντοΰ, Determining a sculptor: The
illustrated I.ondon News, June (5. 1903. χαίας καλλιτεχνίας- εκεί δέ συνέβη ήμΐν όλως
S. Reinach, Les fnuilles sous - marines de Cerigotto: La τό έναντίον!
Chronique des Arts (Supplement de la Gazette des beaux
Έσχηματίσαμεν λοιπόν τότε τήν γνώμην, ότι
Arts). I'aris 1901. 2 Mars p. 38—70 et 9 Mars p. 76—77.
E. Gardner, The bronze statue from Cerigotto·. Journal of έξ “Αργους έλήφΰησαν τά άρχαΐα ταύτα, καί
Hell. Studies vol. XXIII (1903) p. 152—156 pi. VIII, IX, τήν γνώμην ημών ταύτην έν ταΐς έφημερίσιν
Τά τοΰ R. Richardson έν τφ Independent (New York, 1901)
γνωρίζω μόνον έκ τής πβριλήή'εως τοΰ American Journ, of ύπερασπίζοντες προείπομεν, ότι δυνατόν προϊ-
Archacol. 1901, μ / 339. ούσης τής άνελκύσεως νά έ'λθωσιν έξ Άντικυ-

— 17

β
i
"-•~rv
■ i

Ό ΰησαυρος τών Άντικυϋήρων

θηρων και διάφορά αλλα αγάλματα


γνωστά εκ των αρχαίων πηγών ώς
εν Αργεί υπάρχοντά. Και ιδού ταΰτα
το εν μετά το έτερον ανελκυόμενα
μετά τινας ημέρας η εβδομάδας καί
κομιζόμενα είς ’Αθήνας! Τότε λοιπόν
πλέον ή γνώμη ημών, ότι εξ Άργους
ηρπάγησαν τα αρχαία ταΰτα, μετε-
βλήθη έν ήμϊν είς επιστημονικήν
πεποίθησιν άκράδαντον.
Νϋν δ ’ έξετάζοντες τόν θησαυρόν
τούτον έν τφ συνόλω αύτοΰ θέλο-
μεν έφαρμόσει το εξής σύστημα :
Περιγράφομεν πρώτον έν προς έν
πάντα ανεξαιρέτως τα ευρήματα, ζη-
τοϋντες συγχρόνως κατά το δυνατόν
νά αναγνωρίσω μεν τό όνομα, την
εποχήν καί τέχνην ενός έκάστου, καί
παραθέτοντες τάς πηγάς τάς μαρτυ-
ροΰσας τήν Άργείαν αύτοΰ προέ-
λευσιν. Κατόπιν δέ, έν τέλει, συγκεν-
τροΰντες είς έν τά έκ τής μελέτης ενός
έκάστου έξαγόμενα συμπεράσματα,
θέλομεν έξετάσει καί τό ζήτημα τής
έποχής τοΰ ναυαγίου καί τής πιθα­
νής τοΰ πλοίου κατευθύνσεως.

Γ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ TQN ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΝΤΑΝ

a ) Τά χαλκά άγάλματα καί άγαλμάτια.

1 . Π ε ρ ς ε υ ς . Τό έπί τών πινάκων


I καί II άπεικονισθέν θαυμάσιον
άγαλμα, μεγέθους κατά τι μείξονος
τοΰ φυσικοΰ (ΰψ. 1,1)4), είναι τό μόνον
σχεδόν ακέραιον έξαχθέν έκ τοΰ βυ­
θού τών ’Αντικυθήρων. Άνειλκύσθη
δ ’ έκ τοΰ βάθους τών 35 όργνιών
(δηλ. μέτρων 63,70) είς τρία μεγάλα
μέρη, —ών τό μεν πρώτον άπετελεΐτο
υπό παντός σχεδόν τοΰ άνω τής κοι­
λίας μέρους, τά δέ δύο έτερα έκ τών
δύο κάτω τής όσφύος μερών τοΰ
σώματος—καί είς πολλά άλλα μικρό-
ΕΙκώ ν 2.

18 —
Ό θι/σαυρός τών 'Αντικυθήρων

τέρα τεμάχια τοΰ μέσου μέρους τοΰ σώματος τού κ. Andre γενομένη συγκόλλησις δύναται νά
Ταΰτα πάντα προσαρμόζουσιν άλλήλοις ακρι­ χαρακτηρισθή ώς έπιτυχής, μόνον δέ ώς προς
βώς, ώς το πλεΐστον κατά τήν άνέλκυσιν άποχω- τήν συμπλήρωσήν τών υπέρ τό ύπογάστριον
ρισϋέντα άλλήλων, ελάχιστα δέ καί επουσιώδη μερόιν, τών γόμφων καί κυρίως ώς προς τήν
σχεδόν είναι τά μη άνευρεθέντα μέρη. Τήν θέσι,ν τού δεξιού ποδός δύναται νά ύπάρξη
θέσιν καί έκτασιν των έλλειπόντων δεικνύουσι αμφιβολία τις. Αληθώς ό μέγας δάκτυλος τού
κάλλιον πάσης άλλης περιγραφής πρώτον μεν ή ποδός τούτου, ό μή πατόιν νΰν έντελόις επί
ενταύθα κατ’άνέκδοτον φωτογραφίαν δημοσι­ τού έδάφους τοΰ βάθρου, δεικνύει ασφαλώς
ευόμενη ύπ’ άριθ. 2 είκών, ήτις παριστφ έκ τοΰ ότι άλλοτε ό πούς ούτος έφέρετο κατά τι μάλ­
αριστερού τό άγαλμα ώς συνετέθη ύπό τού Έ λ - λον προς τά όπίσω καί δή πλησιέστερόν τι τού
ληνος γλύπτου κ. Καλούδη, πριν ή ύποβληθή εις αριστερού ποδός.
τον χημικόν καθαρισμόν δεύτερον δέ ή εν τή Άντιθέτως προς πάντα σχεδόν τά λοιπά
Άρχαιολογική Έφη/ιερίόι, 1902 σελ. 147, δημο- χάλκινα αγάλματα τών ’Αντικυθήρων, τό παρόν
σιευθεΐσα είκών, ήτις παριστμ αύτύ έκ τώΐ' έφερεν έλάχιστα θαλάσσια προσφύματα (ίδέ
έμπροσθεν ώς μετά τον καθαρισμόν συνετέθη τήν φωτογραφίαν, έξ ής έλήφθη προ τοΰ καθα­
υπό τού κ. Andr6" τρίτον δέ φωτογραφία, ρισμού ή είκών 2, έν παραβολή προς τήν κατο)-
δυστυχώς είσέτι άνέκδοτος, διατηρούμενη έν τφ τέραι παρεντιθεμένην ένταύθα εικόνα τήν δει-
Έθνικψ Μουσείφ παρά τφ έφοροι κ. Β. Στάη, κνύουσαν πόις είχε προ τού καθαρισμού ή
ήτις παριστφ τό άγαλμα έκ τών όπισθεν καί ώς κεφαλή ετέρου χαλκού αγάλματος), ήτο δ ’ ίσως
είχε μετά τον χημικόν καθαρισμόν καί την προ δυνατόν νά περιορίση τις τον καθαρισμόν είς
τής συγκολλήσεως σύνθεσιν υπό τού Andre.| άπλουστέραν άφαίρεσιν τών φθοράν δυναμέ-
Ώ ς βλέπει τις, τά μη άνευρεθέγτα μικρά νων έν τφ μέλλοντι νά έπενέγκωσιν αλάτων,
τεμάχια είναι έκ τών υπό τό στήθος, άνω τοΰ χωρίς νά προσφυγή είς τά ισχυρά χημικά μέσα,
υπογαστρίου καί περί τήν όσφύν μερών, πλήν ών έγένετο χρήσις καί άτινα έ'σχον ώς αποτέλε­
μικρού τεμαχίου τής αριστερός βάσεως τοΰ σμα έν μέρει μέν τήν βλάβην τής έπιφανείας
τραχήλου, ετέρου τού άνω προσθίου μέρους τού αγάλματος, ήτις προ τού καθαρισμού διε-
τού δεξιού μηρού καί τρίτου τοΰ κάτω μέρους τΐ]ρεΐτο αρκούντως ‘, έν συνόλφ δέ τήν κατα­
τής άριστερας κνήμης. Επομένως ή συγκόλλη- στροφήν τής ώραίας αρχαίας πράσινης κατιώ-
σις τών υπαρχόντων μερών ήτο εύκολος καί σεως (patina). Οί νΰν έν χρήσει, έκ μακράς
ασφαλής. Λυστυχώς όμως ό Γάλλος καλλιτέχνης πείρας, τρόποι καθαρισμού τών χαλκών νομι­
άντικαταστήσας τά έλλείποντα τεμάχια δΓ ύλης σμάτων πολλά ήδύναντο νά διδάξωσι προς
καθ’ όλα όμοχρόου τή τού αγάλματος, δεν έδή- μείζονα σωτηρίαν τού αγάλματος, όπερ μετά
λωσε διά τίνος οίουδήποτε τρόπου, ώς άλλως τήν έφαρμογήν τό)ν χημικών μέσων προσεκτή-
ήτο λίαν ευχερές, τάς συμπληρώσεις αυτού. σατο απεχθές μέλαν χρόιμα.Τό νΰν πρασινωπόν
Οΰτω νΰν ό οφθαλμός αδυνατεί παντελώς νά πως χρώμα τού αγάλματος οφείλεται είς ευφυό
διακρίνη άνευ τής βοήθειας τότν φωτογραφ ιό)ν, τινα έπίχρισιν καί έν μέρει άναζωπύρησιν υπό
τίνα τά πρόσθετα ταύτα μέρη. τού Andr6 τών μετά τον χημικόν καισαρισμόν
Έ ν τφ συνόλφ αυτής έξεταζομένη ή υπό1 άπομεινάντων λειψάνων τής αρχαίας ώραίας
κατιώσεως.
1 Ή σαιρεστέρα άπεικόνισις τον αγάλματος έν τβμαχίοις Ά λλ’ έν τφ συνόλφ) δύναται τις νά είπη,
είναι ή ev Monthly Kevicw (London) 1901, ΝΤ° 8 May, plate έ'χων ύπ’ όψει τήν άτέλειαν τόιν έν Έ λλάδι
1 καί V.
1 Τήν εικόνα τούτην σαφεστέοαν Ιδέ καί έν τή Illuxtration
(Pari.) 1902, Ν» 3112, σελ. 31G. 1 Ίδ έ Έ φ η |ΐ. ’Λρχ. 1902 σελ. 100.

— 19 —
Ό Ίλησανρός τών Άντικυϋ·ήρο>ν

μέσοη', δτι ό συντελεσΟε'ις καθαρισμός τούτου, ρων καί μυώνων τής δεξιάς χειρός καί τού
μάλιστα δέ τών λοιπών έξ Άντικυθήριον χάλ­ βραχίονος, άλλά καί έκ τής προς τά όπισθεν,
κινων αγαλμάτων, παρουσιάζει πλείονα πλεο­ χάριν τής ισορροπίας, μικράς κλίσεως τού όλου
νεκτήματα ή έλατου ματα. σώματος τού άγάλματος (πίναξ II), ήτις έγέ-
Ώ ς βλέπει τις, τό άγαλμα τούτο, πάντως τό νετο άφορμή νά νομισθή, υπό τινων τών φρο-
κάλλιστον πάντων τών μέχρι ημών περισωθέν- νούντιον δτι τό κρατούμενον άντικείμενον ήτο
των αρχαίων χαλκών άγαλμάτο)ν, είκονίζει νεα­ λίαν έλαφρόν, δτι κακώς ό Andre έστησε τό
ρόν άνδρα, ηλικίας 25 περίπου ετών (ούχί δέ, ώς άγαλμα. Τό πέλμα όμιος τού άριστερού ποδός
κατά κόρον έγράφη, έφηβον), ιστάμενον άφελώς, σαφέστατα διδάσκει, δτι τό άγαλμα εύρίσκεται
άνευ τίνος έπιδείξεως ή θεατρικής έμφάσεως. νύν ακριβώς έν τή άρχαίφ αύτού στάσει.
Βαίνει δέ στερρώς έπ'ι τού αριστερού ποδός, Τό σχήμα τού άντικειμένου, ή τού μέρους
φέρων τον δεξιόν κατά τι προς τά όπισθεν καί αυτού, άφ’ ού έκράτει αυτό ό νεαρός άνήρ, ήτο
έπ’ άκρων τών δακτύλων ελαφρώς πατούντα. περίπου στρογγυλόν, ώς σαφώς διδάσκει ή θέσις
Την δεξιάν χεΐρα προτείνει καί ύψοί μέχρι τών δακτύλων τής χειρός, ών ό μέν άντίχειρ,
σχεδόν τής γραμμής τού μετώπου, ούχί δέ ό παράμεσος καί ό μικρός συγκρατούσιν αύτό
«μικρόν τι υπέρ την κεφαλήν», ώς έγράφη έπί υποκείμενοι γαμψώς καί ύποβαστάζοντες αύτό
τή βάσει τής φωτογραφίας τού πίνακος I, ήτις άσφαλώς, άνευ άνάγκης τεχνικής τίνος προσκολ-
κατ’ άναπόδραστον ανάγκην, ένεκα τής νύν έν λήσεως, οί δέ λοιποί δύο έπιτεθειμένοι είς τό
στενή καί άκαταλλήλφ αιθούση προσωρινής άνώτερον μέρος δάκτυλοι φέρουσιν είς τά άκρα
ίδρύσεως τού αγάλματος, ληφθεϊσα έκ τού αυτών άνά ένα στρογγύλον σχεδόν κόμβον μετάλ­
πλησίον καί έξ έπιπέδου ούχί ίσοίπ|)θΰς τώ έπι- λου, δι’ών ό καλλιτέχνης προσεκόλλησε τό ιδιαι­
πέδο) τού βάθρου, δεικνύει άπατηλώς την χεΐρα τέρως χυθέν άντικείμενον,δπερ ώς έκ τού βάρους
μικρόν τι υπέρ την κεφαλήν ύψουμένην (πρβλ. αύτού ήδύνατο νά άποσπασθή προς τά κάτω
την εικόνα 2 καί τάς λοιπάς προ τής συγκολλή- έκ τών δύο τούτων ύπερκειμένων δακτύλων.
σεως ληφθείσας εικόνας καί φο)τογραφίας). Ή αριστερά χειρ κατέρχεται ήρέμα παραλ,-
Ή χειρ αυτή δέν τείνεται προ τού προσώ­ λήλως τφ σώματι, έκράτει δέ άνευ τίνος προσ­
που τού αγάλματος ή πλησίον αύτού, άλλ’ απο­ πάθειας άντικείμενον άπο?νεσθέν, σχήματος δέ—
μακρύνεται αυτού πολ,ύ προς τά δεξιά, έκτος τής ώς πειραματικώς άπεδείχθη καί σαφέστατα δει­
γραμμής τών οφθαλμών, άφίνουσα τφ είκονιζο- κνύει τό σχήμα τού μεταξύ τών δακτύλων καί
μένιυ έντελώς έλευθέραν την θέαν τούτο δέ τής παλάμης κενού,—λεπίδος ξίφους, γυμνού ή
σαφέστατα καταδεικνύει ότι τό άντικείμενον, έν κολεφ, πλάτους δέ 0,37 καί πάχους 0,9, ού ή
δπερ ό νεαρός άνήρ έκράτει έν τή χειρί, δέν λαβή πόντιος ήτο έστραμμένη προς τά κάτω,
προετείνετο προς προσφοράν άλλα προς διαρκή έκτος τής χειρός, ένφ ή κάτω άκρα έφέρετο
καί ήρεμον έπίδειξιν καί εις τρόπον ώστε νά μη προς τάνω (πρβλ. τήν οΰτω πως κρατούσαν τό
καλύπτη άπό τού θεατού τού άντικειμένου τού­ ξίφος χεΐρα τού Περσέως, έν Άρχ.Έφημ. 1889
του τό πρόσωπον τού έπιδεικνύοντος, δστις μετ’ σελ. 97). Στυλίσκος δέ, προσηρμοσμένος καί νύν
άτενούς, άλλ’ ήρέμου προσοχής βλέπει προς τό είς τον μικρόν δάκτυλον τής χειρός ταύτης τού
πρόσωπον τού θεωμένου τό άντικείμενον, ό)σεί άγάλματος, έχρησίμευε προς άσφαλή καθήλωσιν
ψυχολογών έπ’ αυτού την έντύπιοσιν, ήν προ­ καί στερέωσιν τής λεπίδος ή τού κολεού έν τή
ξενεί τό έπιδεικνυόμενον (ίδέ πίνακα I). χειρί. Οίουδήποτε άλλου σχήματος άντικείμενον,
"Οτι δέ τό άντικείμενον τούτο ήτό τι σχε- π.χ., ράβδος στρογγύλη κηρυκείου, στλεγγίς ή τι
τικώς βαρύ πράγμα, έξάγεται όχι μόνον έκ τής τοιούτον, ή αδυνατεί έντελώς νά εισχώρηση είς
έπιμελούς μελέτης τού σχηματισμού τών νεύ­ τδ κενόν τής χειρός, ή εισερχόμενον άφίνει άνω

20 —
Ό θησαυρός τών Άντιχυΰ'ήρων

καί κάτω μέγα κενόν, δπερ σαφέστατα και νωμεν περί τής καλλιτεχνικής αξίας έργου τινός,
έκτος πάσης αμφιβολίας διδάσκει, δτι αδύνα­ δέν έχομεν ανάγκην νά γνωρίζωμεν, τίνα καί
τον νά είχε τοιοΰτον σχήμα τό άντικείμενον, τί δρώντα παριστφ, άλλ’ δτι αρκεί αύτοΐς προς
δπερ περιέβαλλεν ή χειρ αυτή, ή σχηματίζουσα τοΰτο ή μελέτη τών λεπτομερειών τής τέχνης
σαφέστατα περίβλημα λεπίδος ξίφους. αύτοΰ, ύποστηρίζουσι πράγμα είς έμέ εντελώς
Οι οφθαλμοί τοΰ αγάλματος είναι κατε- άκατανόητον. Δέν δύναμαι αληθώς νά έννοήσω,
σκευασμένοι έξ ύαλιόδους ξένης λευκής Όλης, πώς.δυνάμεθα νά κρίνωμεν τό μέγεθος τής
την κόρην καστανόχρουν έχοντες νϋν μετά τον' δεξιότητος καί επιτυχίας τοΰ καλλιτέχνου, χωρίς
χημικόν καθαρισμόν, πρότερον δέ, καθ’ δσον νά γνωρίζωμεν τί ακριβώς έσκόπει νά είκονίση.
ενθυμούμαι, κυανίζουσάν πως. Πρόσθετοι επί­ Πλεΐσται προυτάθησαν μέχρι τοΰδε γνώμαι ί
σης άλλ’ έκ μετάλλου είναι καί αί θηλαί των περί τοΰ τίνα παριστρ τό άγαλμα. Οί παρα-
μαστών. στάντες κατά την άνέλκυσιν αύτοΰ έκάλεσάν
Τό δλον δέ τής έκφράσεως τής κεφαλής, αύτό αμέσως « ’Απόλλωνα ή Έρμήν» (ιδε σελ
σμικρόν τι προς τα δεξιά κλινούσης, καί τής 4). Ό δ ’ έν ΓΙειραιει πρώτος είσορμήσας εις
στάσεως τοΰ σώματος αποπνέει άφατόν τι, αφε­ τό κόμισαν τό άγαλμα πλοΐον εγχώριος αρχαιο­
λές, ζωηρόν καί άνεπίδεικτον θέλγητρον ρωμα­ λόγος έγραψε χαρακτηρίζων αύτό ώς «ασφα­
λέας, αΰτάρκους καί μάλλον ή κατ’ άνθρωπον λώς Έρμήν», την δέ γνώμην ταύτην συνεμερί-
καλλονής, πάντως ήρωός τίνος, άνευ έμφάσεως σθησαν εύθύς οί πλεϊστοι τών έν Έ λλάδι καί
ίσταμένου καί ζωηρώς μετ’ άκρας εύγενείας τών έξω αύτής αρχαιολόγων, παραλληλίσαντες
άτενίζοντος προς τον θεώμενον τό ν π ’ αύτοΰ μάλιστα αύτό προς τον Έ ρμήν τοΰ Πραξιτέ-
έπιδεικνυύμενον πράγμα, δπερ ώς αίφνης εις λους καί είς τά πέρατα τής γής δημώδη κατα-
μέσον παρελθών παρουσιάζει ήρεμα, ώσεί άνα- στήσαντες την ονομασίαν ταύτην.
μένων νά ίδη την έντύπωσιν, ήν πρόκειται τοΰτο Ή έπί τής πρώτης έντυπώσεως, άνεπαρκοΰς ή
νά προξενηση τφ θεατή. καί έπ’ούδεμιάς μελέτης ή καί εσφαλμένων προϋ­
Ή καλλιτεχνική έπεξεργασία τοΰ σώματος ποθέσεων ώς προς τά έν ταΐς χερσί τοΰ αγάλ­
καί Ιδίως τών άκρων αύτοΰ είναί τι θαυμάσιον ματος άντικείμενα στηριχθεισα ονομασία αϋτη
την τελειότητα, πάντως δέ αριστούργημά τι τοσοΰτον έπεκράτησε πανταχού, ώστ’ έδέησεν
τοΰ τελειοτάτου καί μάλλον πεπειραμένου τών έπί έτος καί πλέον, ήδη άπό τοΰ ’Ιανουάριου τοΰ
εργαστηρίων τής εν χαλκοί άγαλματοποιίας, 1901 ζ νά παλαίσω δημοσίφ κατά τής γνώμης
οΐον π. χ. παρεδόθη ήμΐν τό τοΰ Λυσίππου. Ή ταύτης, μέχρις οΰ κατορθώσω νά έγκαταλειφθή
δ ’ έντύπωσις ήν προξενεί τό κάλλος αύτοΰ εις αΰτη καί λησμονηθή υπό πάντων. Διαρκούσης
πάντα τό πρώτον θεώμενον τό άγαλμα, έντύπω- τής πάλης οί αντίπαλοί μου εφθασαν μέχρι τοΰ
σις ήν ούδ’ έπ’ έλάχιστον άποδίδουσι καί αί τε­ νά έξαγγείλωσι διά τών έφημερίδων, δτι άνε-
λειότατοι τών μέχρι τοΰδε φωτογραφιών, είναι κάλυψαν έν τοΐς Άντικυθηραϊκοΐς λειψάνοις
τοιαύτη, ώστε ούδεμία δύναται νά ύπάρξη αμφι­ αύτότό κηρύκειοντοΰ «Έρμοΰ» ! Δέν μοι ήτο
βολία, δτι πρόκειται περί έργου πρωτοτύπου δμως δύσκολον νά καταδείξω αμέσως, δτι τό
ενός τών αρίστων καλλιτεχνών τών χρόνων «κηρύκειον» έκεϊνο τοΰ χαλκόν αγάλματος
’Αλεξάνδρου τοΰ Μεγάλ,ου. "Ινα δμως άσφαλέ- ούδέν έτερον ήτο ή είς τών ξύλινων ήλων τοΰ
στερον κριθή καί βαθμολνογηθή ή καλλιτεχνική πλιοίου, ών άπειράριθμοι έκομίσθησαν έξ ’Αντι­
αύτοΰ άξια καί θέσις, είναι, φρονώ, άπαραιτή- κυθήρων είς ’Αθήνας, ήλος φέρων ίχνη χαλκού
τως άναγκαίον νά γνωρίζωμεν, τίνα καί έν τίνι
’ Ί8 έ τό έν τφ "Αστει τής 31 ’Ιανουάριου 1901 άρθρον
δράσει ήθέλησε νά παραστήση ό καλλιτέχνης.
μου «Τό χαλκοϋν άγαλμα, άγαλμα Περαέως κρατοΰντος
Οί κατά κόρον έπαναλαμβάνοντες δτι, 'ένα κρί- κεφαλήν Μεδούοης».

21
t
\

Ό θησαυρός τών ’Αντικυθήρων

έκ τυχαίας προσκολλήσεως προς έτερα χαλκά ρωτός κα'ι δύο μέτρα υπέρ τό έδαφος μετέωρος,
αντικείμενα έν αΰτφ τφ βυθφ τής θαλάσσης. ΐνα κατορθοΐ νά βλέπη αυτόν, ώς έδει, ό έπι-
Έ ν τφ μεταξύ άλλοι αρχαιολόγοι, "Ελληνες δεικνύων ή προσφέρων αύτφ ταϋτα. Τίνα τέλος
κα'ι ξένοι, προέτειναν διαφόρους άλλας ονομα­ σχέσιν δύναται νά έχη προς πάντα τά προτα-
σίας. Ούτως έκάλεσαν αυτό Πάριν τό μήλον τή θέντα ονόματα τό ξίφος, όπερ ασφαλώς έκράτει
Αφροδίτη προσφέροντα(Σκουλούδης, Β. Στάης, έν τή αριστερά τό άγαλμα; ή ποιον όμοιου
Θ. Φιλαδελφεύς)· αθλητήν φιάλην ή στέφανον τύπου ή όμοιας στάσεως άρχαΐον μνημεϊον
ύψοΰντα έν τή δεξιρ (Bourchian)· αθλητήν μή­ ήδυνήθη τις νά άναφέρη προς ύποστήριξιν μιάς
λον κρατούντα ώς άθλον άγώνος, ή και Άριστό- οίαςδήποτε τών άνωτέρω γνωμών; Ούδέν, διότι
νικον τόν Καρύστιον τον Αλεξάνδρου αφαιρι- και ούδέν τοιοΰτον υπάρχει.
ατήν, περί οΰ παρεδόθη (’Αθηναίου Α', 34 α) Ή μεΐς όμως έγνωρίζομεν κα'ι γνωρίζομεν,
ότι «’Αθηναίοι πολίτην έποιήσαντο διά την ότι υπάρχει είς και μόνος αρχαίος τύπος πι-
τέχνην κα'ι ανδριάντα άνέστησαν» (Watzinger?)· στώς αντιγράφων τό έξ ’Αντικυθήρων άγαλμα.
άγαλμα επιτύμβιου συνοδευόμενον υπό κυνός, Πολυάριθμα δηλαδή νομίσματα τοΰ Άργους,
άπολεσθέντος νΰν, προς όν ί)ά έδείκνυεν έκ δακτυλιόλιθοι κα'ι άγγειογραφίαι είκονίζουσι
των άνωθεν σφαίραν ή διπυρίτην άρτον (une τόν ’Αργείον ηρώα Περσέα ακριβώς υπό τόν
galette) ή πτηνόν τι (Th. Reinach)· έφηβον τύπον τοΰ έξ ’Αντικυθήρων αγάλματος. Συμ-
ύψοΰντα σφαίραν (Π.Καββαδίας)· θύτην (sacri- φωνοΰσι δ’ούτω πιστώς προς άλλη λα και είναι
ficateur: Sal. Reinach)· νεαρόν νικητήν άθλητήν τόσφ πολυάριθμα τά μνημεία ταΰτα, ώστε
λαμβάνοντα νΰν μόλις στέφανον έκ των χειρών ούδεμία δύναται νά ύπάρξη αμφιβολία, ότι άντι-
Νίκης προσερχομένης, άλλ’ άπολεσθείσης (Η. γράφουσιν, είτε πιστώς είτε και έξ αύτοΰ έμ-
Lechat)· άθλητήν συλλαμβάνοντα σφαίραν μό­ πνεόμενα, έν και τό αύτό χαλκοΰν άγαλμα,
λις προς αυτόν ριφθεΐσαν(«ίη the act of catshing περίφημον πάντως, οίον βεβαίως θά ήτο και
a ball that has been thrown to him»: E. Gardner). τό τούς πάντας αύθωρε'ι νΰν γοητεΰον άγαλμα
Τέλος δ ’ έκάλεσέ τις τό άγαλμα......... Άποξυό- τών ’Αντικυθήρων.
μενον ρεμβάζοντα ! Τών μνημείων τούτων
Ά λλ’ οΰδεμία των γνωμών τούτων δύναται παρεντίθενται (έν μεγεθύν-
ν ’ άντιστή ούδ’ έπ’ έλάχιστον εις την πραγμα­ σει τό πλεΐστον) τινά έν-
τικήν έξέτασιν, πέποιθα δ ’ότι ούδ εις τών ξένων ταΰθα έκλεγόμενα έκ πολλών
αρχαιολόγων θά ύπεστήριζε τοιαύτας γνώμας, όμοιων:
άν έμελέτα αυτό τό πρωτότυπον και δεν έβα- α) Δακτυλιόλιθος(Είκ.3)
σίζετο έπ'ι μόνων τών παραμορφουσών τό νΰν έν τφ Μουσείφ τής Φλω-
ΕΙκώ ν 3· , , , _
άγαλμα ατελών, μέχρι τοΰδε, φωτογραφιών και ρεντιας , αντίγραφων πιστώς
τών έσφαλμένων πληροφοριών, αΐτινες έδόθη- τό ήμέτερον άγαλμα ώς προς την θέσιν τών
σαν ώς προς τό σχήμα τοΰ αντικειμένου, όπερ ποδών, την κλίσιν τής κεφαλής κτλ., μετά μόνης1
τό άγαλμα έκράτει έν τή αριστερά. Ά λλω ς δε
1 S.Reinach, Pierres gravees, pi. 56 , 34 s (Gori 11, 3 4 , 3 —Wicar
έπ'ι τίνος, έρωτώ, μνημείου ό Πάρις ή τις άλλος t. II pi. 14 S.). Ώ ς προς τόν τρόπον καθ’ δν δράτ-
προσφέρει τι ούτως υψών την χειρα; τίς σφαι- τεται ό ηρως τής κεφαλής παράβαλε και τόν
ώραΐον άνάγλυφον δακτυλιόλιθον (Εΐκ. 4) τοΰ
ροβόλος ή σφαιρολήπτης ακίνητε! κα'ι αδρανεί
Μουσείου τοΰ Βερολίνου (Furtwangler, Beschrei-
Ά ύτω τελείως; τίς σφαίρα άθλητοΰ ούτω σμι- bung der geschn. Steine im Antiquarium N° ΙΣ083),
κ ρά; ή ποιον μήλον τόσον μέγα; Ά ν δε ό προς δέ εκείνον τοΰ Ermitage τής Πετρουπόλεως, Ε1χών 4
τόν έν Furtwangler, Die Antiken Gemmen pi. I.VIII,
ήρως ήμών έπεδείκνυε διπυρίτην ή τι άλλο εις 1 , καί τήν καθ’ δλα δμοίαν τοιχογραφίαν έν ταΐς Notizie
κύνα, ό κύων ούτος έδει πάντως νά είναι πτε­ degli scavi 1897 , Ρ· 36, S·

— 22 —
Ό θησαυρός τών Αντικυθήρων·

τής διαφοράς δτι ελλείψει έπαρχους χώρου έπι άντιγραφέως δακτυλιογλύφου είναι ή κυνή,
τοΰ δακτυλιόλιθου ή την κεφαλήν τής Μεδού- τό ίμάτιον καί ή συνήθως παρακειμένη άσπίς·
σης φέρουσα χειρ είκονίσθη άναγκαίως εις τροποποίησιν δ ’ άσήμαντον
μικρότερον ΰψος. Ή αριστερά φέρει την άρπην όλως παρουσιάζει και ή άρι-
έπίσης τήν λαβήν έχουσαν προς τά κάτο), άλλ’ στερά χείρ.
Τνα έπι τοΰ σμικροΰ δα­ δ') Δακτυλιόλιθος (Είκ. 7) τοΰ
κτυλιόλιθου κατασταθή Μουσείου τήςΝεαπόλεως1 (μετά
σαφέστερα, είκονίσθη τής νεωτέρας έπιγραφής AIOCK),
βαίνουσα έμπροσθεν και είκονίζων τον αυτόν τύπον τοΰ
ούχί, ώς έπι τοΰ αγάλμα­ Περσέως, άλλ’άνευ κυνής, κατο-
τος, όπισθεν τοΰ πήχεως πτρικώς δέ άνεστραμμένον.
τής χειρός. Τό δέ περί ε') Νόμισμα άνέκδοτον "Αργους (Είκ. <Χ) έν
τήν άριστεράν χεΐρα ίμά- τφ Νομισμ. Μουσείφ των ’Αθηνών. Ό αυτός
ΕΙχώ ν 5·
τιον καί ή επί τοΰ έδά- τύπος, επίσης κατοπτρικώς ανεστραμμένος καί
φους κατακειμένη άσπίς είναι, ώς θέλομεν ϊδει, μετά τής διαφοράς ότι,
συνήθεις προσθήκαι πάντων σχεδόν των άντι- κατ’ έθος συνηθέστα-
γραφέων τοΰ αγάλματος, οϊτινες δεν θέλουσι τον τοΐς σφαγιδογλύ-
νά φαίνωνται άπλοι τεχνοκλόποι (plagiaires) φοις τών νομισμάτων,
δουλικώς άντιγράφοντες τον άρχαϊον τύπον. προς πλήρωσιν τοΰ έν­
β') Νόμισμα (Είκ. 5) “Αργους1 αύτοκρατο- θεν καί ένθεν τοΰ τύπου
ρικών χρόνων. Ό αυτός τύπος, έχων έπίσης τήν κενού πεδίου ή μέν τήν
φέρουσαν τήν κεφαλήν της Μεδούσης δεξιάν δρπην φέρουσα δεξιά
Ε ίκ ώ ν 8.
χεΐρα εις μικρότερον ΰψος τής τοΰ αγάλματος, (δηλαδή πράγματι ή
δχι όμως τόσον έλλείψει χώρου, όσον ένεκα τής άριστερά) άπομακρύνεται τής παραλλήλου τφ
συνήθους ανάγκης (περί ής ίδέ κατωτέρω) τής σώματι θέσεως, δεξιά δέ προσηρτήθη τφ τύπφ
υπό τοΰ σφραγιδογλύ- ίμάτιον τοΰήρωος πληρούν τό κενόν τοΰ πεδίου.
φου παρενθέσεως, μεταξύ ς') Νόμισμα (Είκ.
τής χειρός καί τής κεφα­ 9) Καραλλίας τής έν
λής τοΰ ήρωος,τών γραμ­ Κιλικίμ τή Τραχείμ *,
μάτων ΡΓ τής περιθεού- είκονίζον Περσέα έ-
σης τον τύπον επιγρα­ χοντα τήν δεξιάν άκρι-
φής Α -Ρ Γ - 6 ΙΩ Ν . βώς εις τό αυτό ΰψος,
γ') Δακτυλιόλιθος (Είκ. είς ό καί τό έξ’Αντικυ­
6) δημοσιευθείς τό πρώ­ θήρων άγαλμα. Δια­
τον ύπό τοΰ Maffei112 έκ φέρει δέ μόνον, έκ τής
ΕΙχών 6.
τής συλλογής τοΰ καρ­ συνήθους περί τάς άντιγραφάς άμελείας τών
διναλίου Otthoboni, πιστώς δέ άντιγράφων τό 1 Gargiulo, Recneil des monuments du Music National. Naples
έξ Αντικυθήρων άγαλμα ώς προς τό ΰψος 1867 vol. Ill pi. 6 .— ΙΙρβλ. Reinach, Pierres gravies p. 166,
note 1.—M. MUntz, Pricurseurs, p. 192.—"Ετερον ομοιον ίδέ
τής δεξιάς χειρός, τήν θέσιν των ποδών, τήν παρά Furtwiinglcr, Beschreibung, Ν» 4248, και (κατενώπιον
κλίσιν τής κεφαλής κτλ. Προσθήκαι όμως τοΰ δροις) Ν» 4239.—"Ομοιον ακριβώς τόπον, άλλα πρός τάρι-
στερά έστραμμένον, Ιδέ επί έτερον δακτυλιολίΰου παρά Gra- *
velle II pi. 71=Reinach 1. c. planchc 80.
1 Έ ν τφ Cabinet des mddailles τών Παρκτίων και άλλαχοΰ. 2 E. Babelon, Inventaire do la collection Waddington No 4722
1 Gcmme antichc flguratc, Tom. IV, tab. 2 5 . —British Mus. Catal., Lycaonia, Isauria and Cilicia p. 47, 3.

— 23 —
'Ο θησαυρός τών 'Αντικυθήρων

σφραγιδογλύφων τής εποχής, εις ήν ανήκει τό θέσις τών ποδών, ή τοΰ όλου σώματος κα!
νόμισμα (χρόνοι Όρβιανής κα! Μαξίμου 222- τό ύψος τής δεξιάς χειρός. Μόνον δ’ ελλείψει
238 μ. X.), ώς προς την θέσιν των ποδών. χώρου (ό λίθος έξικνείται
Σπουδαιότατον είναι τό δτι ό σφραγιδογλύφος μέχρι τής ασαφώς έπ! τής
χαράξας πρώτον την επιγραφήν τοΰ νομίσμα­ είκόνος φαινομένης εσωτερι­
τος, τό δε πρώτον αύτής Λ θέσας εξ αβλεψίας κής γραμμής) ό καλλιτέχνης
εις τον χώρον ένθα έδει νά χαράξη κατόπιν την έκαμψεν ολίγον τι προς τά
κεφαλήν τής Μεδοΰσης, άφήκε κατ' άνάγκην έσω τήν φέρουσαν τήν κεφα­
κενήν τήν χεΐρα, λήν τής Μεδούσης χεΐρα, διά
ήτις οϋτω παρου­ δε τήν δρέπανο μάχαιραν, ΐνα
ΕΙκών ία.
σιάζει ανοικτούς είναι ορατή και σαφής, ήναγ-
τους δακτύλους, κάσθη νά μεταβάλη ολίγον τι τήν θέσιν τής
ούς βλέπομεν ού­ κρατούσης αυτήν άριστεράς.
τως άκριβώς έν ή διαθέ­ θ') Δακτυλιόλιθος (Είκ. 12) τοΰ Μουσείου
σει και τούς τήν κεφαλήν τής Φλωρεντίας ‘, αντιγράφων, έπίσης κατενώ­
τής Μεδούσης άπολέσαν- πιον, πιθανώς τό αύτό έξ’Αντικυθήρων άγαλμα,
τας δακτύλους τοΰ αγάλ­ μετά τής σπουδαίας όμως κα! χαρακτηριστικής
ματος των ’Αντικυθήρων. διαφοράς ότι ένεκα τής δι’ ένα οίονδήποτε λό­
ζ') ’Αγγειογραφία (Είκ. γον προσθήκης, εις τά δεξιά τοΰ τύπου, άγαλ-
ΙΟ )1. Τύπος οίος περί­ ματίου έπ! βάσεως κα! τής συνεπεία τής προσ­
που ό τοΰ νομίσματος τής θήκης ταύτης παντελούς έλλείψεως χώρου προς
Καραλλίας ώς προς τό άπεικόνισιν τής δεξιάς τοΰ ήρωος έν τή συνή-
ύψος τής χειρός και τήν θει αύτής θέσει ό καλλιτέχνης έπενόησε τήν
θέσιν τών ποδών, άλλα άλλως προς τήν καλλιτεχνίαν άντιβαίνουσαν
μετά τής κεφαλής τής τροποποίησήν, καθ’ήν ό ήρως ύψοΧ τήν δεξιάν
Είκών ίο.
Μεδούσης έν τή δεξιφ όπισθεν τής κεφαλής αυτού, άφίνων νά κατο-
κα! μετά τίνος σμικράς παραλλαγής ώς προς πτρίζηται ή έν αυτή κεφαλή τής Μεδούσης έν
τον τρόπον καθ’ δν κρατεί έν τή αριστερά τήν τή παρά τούς πόδας αυτού κείμενη άσπίδι,
δρέπανομάχαιραν. Ό plagiaire ούτος άγγειο- έν ή ό ήρως άκινδύνως — κατά τον γνωστόν
γράφος, θέλων νά καλύψη μύθον—φαίνεται βλέπων τήν κεφαλήν ταύτην.
τήν έκ τοΰ αρχαίου πρωτο­ Ώ ς βλέπει τις, πάντα τά παρατεθέντα μνη­
τύπου ύπεξαίρεσιν τοΰ τύ­ μεία, έξαιρέσει τοΰ σπουδαίαν τροποποίησιν
που, έκόσμησε τον ηρώα ύποστάντος τελευταίου αντιγράφου, είκονί-
διά πτερωτής κυνής, όπι­ ζουσι τον ’Αργείον ηρώα ούχ! φοβούμενον νά
σθεν τής κεφαλής ήρτημέ- άτενίση αυτός τήν κεφαλήν τής Μεδούσης, τού­
νης, διά πτερωτών πεδίλων του δ ’ένεκα άποστρέφοντα τήν κεφαλήν—ώς έν
και χλαμύδος. τή σειρά τών μνημείων περ! ών κατωτέρω—
η') Δακτυλιόλιθος (Είκ.
ΕΙκών
11) τοΰ Μουσείου τοΰ Βε­ 1 F urtw angler, Die antiken Gemmen, Taf. 42, 4.—Gori, II,
34, 5=Reinach, Pierres gravies pi. 56.—Έτερον δμοιον δακτυ­
ρολίνου 12*34.Άντίγραφον τοΰ Περσέως τών ’Αντι­ λιόλιθον έν Βερολίνο) ΐδέ παρά Furtwangler, Beschr. n° 3102,
κυθήρων κατενώπιον. Πιστώς αποδίδεται ή πρβλ. καί Ν° 4238.—"Ετερον δμοιον τήν παράστασιν, άλλ’άνευ
τοΰ άγαλματίου ίδέ παρά Reinach 1. c. pi. 127 ( ~ Orleans I,
1 Α εθνής Έ φημ. Νομισμ. Ά ρχ. Τόμ. ζ"' α. 154. 94 — Gaedechen, άρθρον Gorgo έν Ersch und Gruber p.
2 Furtwangler, Beschreibung n° 2470. 4170; Zenoni, Camei t. I p. 112).

— 24 —
Ό ΰηαανρδς τών Άντικν#ήρ(»ν

ουδέ κατάπληξη» έπιζητοΰλτα ν<χ προξενήση νοις πάνυ όψίμοις είσήχθη ή λατρεία τοΰ ΙΙερ-
δι ’ αυτής τοΐς έχθροΐς αύτοΰ, άλλα φιλίως καί σέως είς τήν Καραλλίαν καί τινας τών παρα-
ήρέμιχ έπιδεικνύοντα αυτήν συμφώνως τή μόλ'φ κειμένων πόλεων τής Κιλικίας, Αυκαονίας καί
τφ "Αργεί ίδιαζούση παραδόσει εκείνη, καθ ’ ήν Ίσαυρίας.
ή Μέδουσα δεν ήτο φρικαλέα τις την όψιν καί Τή βοηθείφ πάντων τών μνημείων τούτων
άπολιθοΰσα τούς δεωμένους αυτήν, άλλ’ωραιό­ καί τών ανωτέρω έν σελ. 20 έκτεθέντιον τεχνι­
τατη κόρη, ής τυχαίως δολοφονηθείσης έφερεν ό κών πραγματικών παρατηρήσεων ώς προς τδ
Ιίερσεύς την κεφαλήν είς "Αργος προς Ρπίδειξιν σχήμα καί τήν θέσιν τών έν ταίς χερσί τοΰ
τοΰ γοητευτικοί* αυτής κάλλους *. Την στιγμήν αγάλματος τών ’Αντικυθήρων αντικειμένων,
ταυτην τού μύθου δέον ν*ϊ έχη έν τή διανοία συμπληρώ τοΰτο ό>ς δεικνύουσιν αί ένταΰθα
αύτοΰ ό θέλων νά έννοήση την στάσιν καί παρατιθέμεναι δύο εικόνες (άρ. 13 καί 14), αί
έκφρασιν τοΰ Άντικυθηραϊκοΰ αγάλματος, ήτις τσιγκογραφικώς ληφθείσαι έκ φωτογραφιών
είναι, κατ’εμέ, ή τοΰ προς φίλους άξιόν τι θαυ- τοΰ άγάλματος, έφ’ ών προσετέθησαν προχεί-
μασμοΰ έπιδεικνυοντος λάφυρον, όπερ μακρό- ρως διά χρίσματος ή κεφαλή της Μεδούσης
θεν «ές ίπίδειξιν- έκόμισε. καί ή άρπη
Την πατρίδα τοΰ τόπου τούτου έν γένει, Ώ ς πρδς δε τδν τεχνικόν τρόπον, καί)’ ον ό
ιδίως δέ την πόλιν έν ή ήτο ίδρυμένον άρχικώς ήρως παρίστατο συγκρατών έν τή δεξιά τήν
τδ πρότυπον άγαλμα, άφ’ ου έπήγασαν πάντα ιδιαιτέρως χυθεΐσαν κεφαλήν τής Μεδούσης,
τά ανωτέρω μνημονευθέντα αντίγραφα, δει- παρατηρώ οτι ό καλλιτέχνης πρδς ασφαλή έν-
κνυουσι σαφώς τά πολύτιμα νομίσματα τών σφήνωσιν τής ιδιαιτέρως χυθείσης κεφαλής έν
Άργείων, άτινα είναι καί τά μόνα ' έν όλη τή τή χειρί τοΰ ήρωος άπέφυγε τδν μόνον έν
άρχαίφ νομισματική παρουσιάζοντα τον τύπον έργοις τής γραφικής ή άγάλμασι μαρμαρί-
τούτον. Τδ τής Καραλλίας οΰδέν άλλο είναι ή νοις, εν οίς έκ τοΰ αυτού λίθου συγχρόνοκ
άτσιγραφή τοΰ ’Αργείου τύπου πηγάζουσα έξ έποιήθησαν ήνωμέναι ή κεφαλή καί ή χειρ,
αυτών τών μνημείων τοΰ "Αργους, έξ ού έν χρό-12 δυνατόν τρόπον έκεΐνον, καθ ’ όν θεατρικώς
φοβερός ό ήρως τείνει ζωηρώς υψών τήν χεΐρα
1 ΙΙαυίτανίου 2, 21, <»: Τοΰ δέ έν τ[| άγορφ τ[) Άργείων
καί συσφίγγων τήν κόμην τής κεφαλής, ώς αν
οΙκοδομήματος: οΰ μακράν χώμα γης εστιν έν δέ αύτφ κει- αΰτη ήτο ζώσα καί έφοβεΐτο μήπως διαφύγη !
<τΰαι τήν Μεδούσης λέγουσι τής Γοργόνος κεφαλήν. Άπόντος
ΙΙαρέστησε δέ αυτόν, πολύ καλλιτεχνικώτε-
δέ τοΰ μύθον τάδε άλλα εις «ΰτην έστιν είρημένα, Φόρκου
μεν θυγατέρα είναι, τελευτήσαντος δέ οί τοΰ πατρός βασι- ρον, ήρεμα έμπλέξαντα τούς δακτύλους είς τδν
λεΰειν τών περί τήν λίμνην τήνΤριτωνίδα οίκοόντο>ν, καί επί κρώβυλον τής κόμης τής κεφαλής καί έκ τών
θήραν τε έξιέναι καί ες τάς μάχας ήγεΐσΟαι τοΐς Λίβυσι, καί
δή καί τότε άντικαΟημένην στρατφ προς τήν Περσέιος δΰ-
κάτω έγείροντα ταύτην πρδς τά ανιο ήσύχως,
ναμιν, επεαΟαι γάρ καί τφ ΙΙερσεΐ λογάδας έκ Πελοπόννη­ πρδς τούτο δέ μόνον καταβάλλοντα έλαφράν, όις
σου. δολοφονηθηναι νόκτωρ, καί τον 1Ιεροεα το κάλλος ετι
κ α ί i n i ν εκ ρ φ & ανμάζοντα, οϋτω τη ν κεφ α λή ν ά ηοτεμό ντα
αρμόζει τοιούτφ ρωμαλέψ ήροη, προσπάθειαν,
α ντή ς αγειν τοΐς 'Έ λλησιν ές επ ίό ειξιν» . σχεδόν ανεπαίσθητο ν τφ θεατή. "Ινα δέ. συγ-
2 Ό Imhoof - Hlumer, Kleinasiatisclic Mttnzun, lid. II (11102) κρατή αύτί|ν ασφαλώς, αρκεί αύτφ ή έν τφ
S. 417, απαριΟμών τάς πόλεις, αϊτινες παρουσιάζουοι τον |ΐετά
όψιομενης χειρός τόπον τοΰ ΙΙεροέίος, παραθέτει πλήν τών
κρωβύλα) τής μαλακής κόμης ευχερής γάμ-
μνημονευθέντων νομισμάτων τοΰ νΛργοι»ς καί τής Καραλλίας ψωσις τοΰ άντίχειρος καί τών δύο δεξιών1
ετερα toft Ίκονίου καί της Ταροοΰ. Αλλ’ ό μέν τόπος τοΰ
Ίκονίου ανήκει εις έτερον εντελώς διαφόρου τόπου άγαλμα,
περί οΰ κατωτέρω, ο δέ τής Ταροοΰ (Journal of H ell. Stu­ 1 2ημειΰ> οτι έπιμελεστέρα οομπλήρμκης θέλει παροικιιόηει
dies vol. XVIII, p. 177 μΐ. XIII), παριστών τον Περσέα cpe- τήν μέν «ρπην πληοιέστερόν πω; ιρερομένιμ· πρός τήν χεΐρα
ροντα εν τή ΰφωμένη χειρί εΐδωλον Απόλλωνος, ονδεμίαν του ήρυιος, τον ί»έ. σταυρόν τού ξίφους μάλλον παραλλήλως
οχέαιν έχει προς τό ήμετερον ζήτημα. Οΰτω μόνον εν νΑργει τφ άνοίγμ«τι τής παλάμης τής χειρός. ’Επίσης ή κεφαλή τής
άπαντά ό αντιγράφων τον τύπον τοΰ αγάλματος ημών τόπος ! Μεδοΰοης έδει νά είναι κατά τι πλαγιοιτερον έοτραμμένη.

— 25 —
4

ι
'Ο θησαυρός των ’Αντικυθήρων

δακτύλων, ένφ διά των λοιπών δύο ελαφρώς τούτο ήτο εντεθειμένον, πληρέστατα συνε-
μόνον πιέζει τον κρώβυλον, ώσεί έφοβεϊτο μή­ φώνησαν έμο'ι ού μόνον ό κάλλιον και άνε-
τώτερον παντός άλλου επί μακρόν με-
λετήσας τεχνικώς τό άγαλμα, πριν ή
συγκολλήση αυτό, Γάλλος καλλιτέχνης
Αηάτέ1, άλλα κα'ι πάντες οί λοιποί καλ-
λιτέχναι, οιτινες έτυχε νά μελετήσωσιν
έν ’Αθήναις αυτό τούτο τό άγαλμα,
έξ ών μνημονεύω ιδιαιτέρως τήν έπ'ι
πολλούς μήνας έν τοις Μουσείοις τών
’Αθηνών έργασθεϊσαν διάσημον Δανίδα
άγαλματοποιόν χαλκών έργων Anne
Marie Nielsen, ανεπιφύλακτος συμφω-
νήσασαν έμοί.
Αί δέ κατά τής γνώμης μου ταύτης
αντιρρήσεις τινών άνήκουσιν είτε εις
άγνοούντας τά μνημεία, άτινα άπηρίθ-
μησα ανωτέρω, είτε εις μη εύτυχήσαν-
τας νά μελετήσωσιν αυτοί ούτοι τό
άγαλμα. Καί οί μέν καί οί δέ ούδέν μέχρι
τούδε άλλο επιχείρημα ήδυνήθησαν νά
μοι άντιτάξωσιν ή τό τού Γάλλου αρ­
χαιολόγου Lechat ή καθ ’ δν «I’hypothese
cle Μ. Svoronos, qui songe a un Pers0e
montrant la tete de Meduse, ne serait a
examiner que s’il s’agissait de la main
gauche; car au moment ou Pers6e
vient d’accomplir son exploit, c’est de la
main gauche, n6cessairement, qu’il doit
exhiber la tete couple, sa main droite
tenant la harpe». Ά λλ’, ώς βλέπει τις, ό
κριτικός ούτος καί οί τά αύτά έπανα-
λαμβάνοντες έλησμόνουν, φαίνεται, εν­
τελώς τό πλήθος τών αρχαίων μνη­
μείων, έν οίς ό Περσεύς κρατεί έν τή
δεξιά τήν κεφαλήν τής Μεδούσης, φαί-
1 Ί δ έ καί τό «Άσηι> τής 5 Ξεπτ. 1902, έν φ ό
Andre έξειρράσΟη ως εξής : «Κατ’ έμήν γνώμην τό
ΕΙκών ΐ3· άγαλμα παριστςί τόν Περσέα, κρατούντα έν τή αρι­
στερή άρπην, έν δέ τή δεξιρ τήν κεφαλήν τής
πως καταστρέψη την κόμμωσιν τής ώραίας Μεδούσης. Πολλοί φρονοΰσιν δτι είναι ό Ε ρμής καί άλλοι
ό ΓΙάρις. Ά λλ’ έκ τής στάσεως τοΰ αγάλματος «αί τών γιν ο ­
κεφαλής. Ώ ς προς την τεχνικήν ταύτην άντίλη- μένω ν δοκιμαστικώ ν αναπαραστάσεων γενικεύεται ήδη ή
ψιν και προς τό εν τη αριστερά τοϋ ήρωος πεποίύησις, δτι πρόκειται περί Περσέως». Τήν αυτήν γνώμην
αύτοϋ Ιδέ καί έν τή Illustration 1902 σελ. 316.
χειρ! άντικείμενον και τον τρόπον καθ’ δν - Revue des Etudes Grecques 1901 p. 417.

— 26 —
Ό θησαυρός τών Αντικυθήρω ν

νεται δε ότι ούτοι εϊχον έν τή μνήμη αυτών τούτον μνημόνευα) ένταΰθα, ΐνα διά τής παρα-
μόνον τούς τραγικώς θεατρικούς τύπους τοΰ θέσεως ετέρου νομίσματος τοΰ”Αργους(Εΐκ.18),
Περσέως τοΰ Benvenuto Cellini έν
τή 1.oggia de’ Lanzi τής Φλωρεντίας
και τοΰ Κανόβα έν τφ Βατικανφ.
Ό Περσεύς έν τή πατρίδι αυτού
“Αργεί, ένθα είχεν ήρφον 1 καί κατ’
εξοχήν έλατρεύετο, είναι προφανές
οτι θά είχε καί πολλά αγάλματα
διαφόρων άλλων τόπων επίσης περί­
φημων, τούτο δ ’έπικυροΰσι λαμπρώς
τά έκ τής Ρωμαϊκής αύτοκρατορικής
εποχής νομίσματα τοΰ “Αργους, τά
ώς γνωστόν άντιγράφοντα τά έν τή
πόλει ίδρυμένα καλλιτεχνήματα. 'Έν
τοιοΰΐον,άναγνωρισθέν ήδη ώς άντί-
γραφον πάντως περιηήμου τίνος χαλ­
κού έργου τής Ε ' π. X. έκατονταετη-
ρίδος12, είναι τό έπί τοΰ ενταύθα
άπεικονιζομένου (Είκ.1 ό) νομίσματος
τών Άργείων καί έπί δύο έτέραιν
σπανίωλ' νομισμάτων τής Κορίνθου
(Είκ. 1G)3 και τοΰ Ίκονίου (Εΐκ. 17)λ
Καί τά τρία ταΰτα, έν καί τδ αύτό
μέχρι τών ελάχιστων λεπτομερειών
άντιγράφοντα χαλκόΰν άγαλμα, παρι-
στώσι τον Αργείον ήρωα έγείροντα
μέν έν τή δεξιά, ώς τό άγαλμα τών
Αντικυθήρων, την κεφαλήν τής Με-
δούσης, έχοντα δέ καί την άρπην έν
τή αριστερά, διαφέροντα δ ’όμως ριζι-
κώς αυτού ώς παριστώντα τον ήρο>α
συμφωνωςτφ άρχαιοτέρο) μύθ ω άπο-
οτρέψοντα την κεφαλήν αυτού, ινα
άποφύγη την θέαν τής καί αύτόν
δυναμένης νά άπολιθώση τρομεράς
κεφαλής τής Μεδούσης. Τον τύπον

1 Παυσανίου 2, 18, 1. Εΐκών i 4.


- Imhoof- Blumcr and Ρ. Gardner, Num. Comm,
on Pausania* p. 85. — Furtw&ngler, MoMenverke S. 886. — τό αύτό ακριβώς άγαλμα είκονίζοντοςι, καί
Imhoof - Hlumer, Klcinasiati-chc· Milnzcn IW. II S. 417.
3 ΔιεΒν.Έψ.Νομ.’Αρχ. τόμ. Τ ' (1908) σελ. 11, άρ. 24. Πίν. 1,12.
* Imhoof - Blumcr, KJeinasiatische MUnzen Bd. II S. 417 1 Τόν αύτόν τύπον Αντέγραψαν κατόπιν διάιροροι τεχνο-
n° 5 Taf. XV. — Scstini, I/et. nuni. V 50.— Babelon, Invent. κλόποι άγγειογράφοι, ένδύσαντες δι’ ίματίων, πτερωτής κυνής
Waddington no 4767. κα’ι πτερωτών πέδιλων (ΔιεΟν. Έφ. Νομ. Άρχ. έ· ά.). ι
27
Ό ΰ η σ α ν ρ ο ς τώ ν Ά ν τ ικ ν ϋ ή ρ ω ν

όμως έχοντος πολύ χαμηλότερον την δεξιάν' των άσημων, ύποστηριζόντων διά ποικίλων επι­
χεΐρα, μόνον ενεκα τής κατ’ ανάγκην μεταξύ τής χειρημάτων τών μέν ότι είναι έργον Πραξιτέ-
κεφαλής και τής δεξιάς χειρός παρενθέσεως λειον, τών δέ Μυροινειον, έτερονν Σκοπάδειον,
τού γράμματος 6 τής
επιγραφής Α Ρ Γ - 6 -
ΙΩ Ν , ϊνα έρμηνεύσω
σαφέστερον τό συμ-
βαΐνον και εν τισι
των νομισμάτων των
άντιγραφόντων τον
τύπον τού έξ ’Αντι­
κυθήρων αγάλματος.
ΕΙκών Είν.ο>ν 19. ΚΙκιδν 2ο.
Έτερα πάλιν νο­
μίσματα τού Αργους (Είκ. 1!) - 20) παρουσιά- άλλων ΙΊολυκλύτειον και άλλων Αυσίππειον.
ζουσι τρίτον τύπον αγάλματος ΙΤερσέως, μόνον Εις δέ μάλιστα δέν έδίστασε νά κηρύξη αυτό
ή μετ’ ’Αθήνας, επίσης ύψοΰντα την κεφαλήν οδς ασφαλώς Άλκαμένειον. Ουδόλως δέ αμφι­
τής Μεδούσης εν τή χειρί, άλλα στηρίζοντα βάλλω ότι εντός ολίγου ό κατάλογος ούτος τών
τεχνιτών θά αύξηθή κατά δεκάδα ονομάτων
καί ότι εύλογοφανή επιχειρήματα θά εύρωσι
πάντοτε οί σοφοί διά παν νέον προτεινόμενον
όνομα καλλιτέχνου.
Ά ν καί τυγχάνω επιμελής αναγνώστης τού
είδους τούτου τών κατακλυσάντων την νεωτά-
την αρχαιολογίαν μελετών, προς δέ καί θαυ­
Ε Ικ ο )ν ι<5. Ε1ν.ό>ν ί? .
μαστής κατά τά άλλα τών τά τοιαΰτα συγ-
τούτην επί άσπίδος τεθειμένης επι βωμού. Τού γραφόντιον αρχαιολόγων, οφείλω δ’ όμως νά
τύπου δέ τούτου αντίγραφα εύρίσκονται και ομολογήσω ειλικρινώς καί άπεριφράστως έν
επί τινων δακτυλιόλιθων *. Ούτως είναι άναμφι- τή πρώτη ταύτη εύκαιρίφ, ήν μοι παρέχει ή
σβήτητον ότι εν "Αργεί υπήρχε σειρά όλη διά­ παρούσα συγγραφή, ότι δέν είμαι θερμός λά-
σημων αγαλμάτων τού τρις τών τοιούτων θεωριών, μικρόν δέ ύπολαμ-
Περσέως. βάνο), ένεκα πολλών λόγων, τό γε νΰν έχον, τό έξ
Ύ πολείπεταινΰν ή μΐν αυτών προκΰπτον επιστημονικόν κέρδος, συ μμε­
ή έξέτασις τής τεχνο­ ριζόμενος μάλιστα πληρέστατα γνώμην φίλου
τροπίας τού αγάλματος καθηγητοΰ τής αρχαιολογίας έν τφ Έθνικφ
των Αντικυθήρων. Ώ ς ήμών Πανεπιστημίω, καθ’ ήν «ή λυμαινομένη
προς τούτο πρέπει νά καί τήν φιλολογίαν ύπερκριτική πολλφ μείζονα
σημειώσω ότι, άν και δεινά απεργάζεται έν τή ιστορία τής αρχαίας
μόλις παρήλθον δύο τέχνης, πυργοΰσα εικασίας επί εικασιών καί
έτη από τής άνακαλύψεως αύτοΰ, ελάχιστος δέ επί ασταθών καί σαλευομένων θεμελίων έποι-
χρόνος από τής συγκολλήσεως, έν τούτοις έχο- κοδομούσα κρίσεις περί τού ΐδιάζοντος χαρα-
|ΐεν ήδη σειράν διατριβών αρχαιολόγων, οίιχί κτήρος έκάστου τών αρχαίων τεχνιτών» *.
1 Ν. Πολίτοί' Τά Πραξιτέλεια ανάγλυφα τής Μαντινειυς:
1 S. Rcinach, I’iorres gravecs p. 16(5, pi. 134, 30 κτλ. Έ π ετη ρ ις τονΈ&νίΜοϋ Π ανεπιστημΐον.Ά ίΗ \\αι 1303, σελ. 54.

— 28
Ό ΰηααυρος τΰπ· Άντιχυ\Ίήρο)ν

'Οπωσδήποτε, άν μοι ήτο επιβεβλημένου νά ένθεσιν «τών πτερών τής κεφαλής τοΰ Έρμοΰ»,
έκφράσω καί εγώ γενικήν τινα γνιομην ώς προς έχει τήν αυτήν άξίαν ήν καί ή δεύτερα αυτού
τήν τεχνοτροπίαν καί χρονολογίαν τοϋ έργου αρχαιολογική άνακάλυψις τοΰ «κηρυκείου τον
τούτου, στηριζομένην προς δσα έτυχε νά αί- Έρ/ιοΰ >·, καί ή τρίτη καθ’ ήν έπί τεσσάρων
σδάνωμαι μάλλον ί| βασίμως νά γνωρίζω έκ μερών τοΰ αύτοΰ αγάλματος άπαντώσι «σφρα­
της μελέτης τών περισωδέντων μνημείων και γίδες μετ’ επιγραφών μεγίστης σπουδαιότητος
μάλιστα τών ασφαλέστερου δυναμένων τεχνο- διά τούς αρχαιολόγους» ‘. Περί τής δευτέρας
τροπικώς νά βαθμολογηδώσιν αρχαίων νομι­ άνακαλύψεως έγραψα άναντέρω (σελ. 21) τά
σμάτων, ί)ά έκλινον υπέρ μόνης της προς την δέοντα. Περί δέ τής τρίτης παρατηρώ ότι δεν
άρχήθεν έμήν συμπεσούσης γνώμης τοΰ κ. πρόκειται περί σφραγίδων καί μάλιστα ένεπι-
IS. Reinach, δεωροΰντος τήν τεχνοτροπίαν τοΰ γράφων(!), άλλά περί βυσμάτων (tasseli, rapie-
έργου ώς «incontestablement tres voisin a celui cements), δΓ ών έπιδιωρδώδησαν βλάβαι τής
•de L v s ip p e » άν καί δεν αγνοώ ότι άλλος άρ- χύσεως τή ενθέσει καί έπισφυρηλατήσει πεπυ-
χαιο?ωγος τής αυτής αξίας, 6 κ. Waldstein, ρακτω μενών στρογγύλων πετάλων λ'ομισμα-
έγραψεν άντιδέτως «I can see no trace of this in τομόρφων ή ίσως καί νομισμάτων. Τοιαΰτα
the work 3. Άφήνων δε έμαυτδν πληρέστερον στρογγυλά βύσματα ά>ς καί απειράριθμα άλλα
νά παρασυρδώ υπό τοΰ καταγοητεύσαντός με φοειδή ή τετράγωνα μικρά καί μεγάλα όρών-
αγάλματος, επιθυμώ νά τρέφω τήν ώραίαν πλά­ ται καί έπί πάντων σχεδόν τών λοιπών χαλκών
νην, ότι είναι έν έκ τών φημιζόμενων εκείνων αγαλμάτων τών Άντικυδήρων καί έπ’ αυτού
δισχιλίων, άτινα έξήλδον τών χειρών τοΰ περί­ τοΰ Περσέως, είναι δέ τό πράγμα γνωστότατοι'
φημου τής Άργειοσικυωνίας σχολής καλλιτέ­ τοίς αρχαιολόγο ις.
χνου Λυσίππου. 2. Ε Ι Κ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ν Δ Ι Ί Α Σ (ΛεΙΝΙΟΥ;). Ή έπί
Έ ν πάση περιπτώσει τό έργον είναι άξιον τών πινάκων III καί IV άπεικονισθεΐσα θαυμα-
ύπό τεχνοτροπικήν καί τεχνικήν έποψιν μακράς σία κεφαλή είναι εκείνη, ήν, ώς εί'δομεν (σελ. δ),
καί ιδιαιτέρας όλως μελέτΐ|ς, δυνάμενον νά άνείλκυσαν οί δύται άμα τή ένάρξει τών εργα­
χρησιμεύση ώς αφετηρία βάσιμων παρατηρή­ σιών εις τό παρ’ αυτών ακριβώς σημειονΟέν
σεων γενικωτέρας σπουδαιότητος, περί ών ου μέρος τοΰ βυθού, όπόθεν άπέσπασαν τήν
τοΰ παρόντος. Ενταύθα έπιτραπήτω μοι μόνον τυχαίως ύπ ’ αυτών άνακαλυφθεΐσαν δεξιάν’
νά σημειώσω ότι αί κατά τον καθαρισμόν έμφα- χεΐρα τήν έπί τοΰ αύτοΰ πίνακας IV άπεικονι-
νισΟεΐσαι επί τής κεφαλής τρεις κανονικού σθεΐσαν. Ά λ λ ’ επειδή, ότε ή κεφαλή αυτή
σχήματος και εις κανονικήν άπ’ άλλήλων άπό- άνειλκύσδη, έτυχεν ένεκα τών έπ’ αύτής θαλασ-
στασιν ΰπαί είναι έκ τών συνηδέστατα επί τοΰ σίων προσφυμάτων νά όμοιάζη μεγάλως ώς
κρανίου τών χαλκών άγαλμάτοτν εύριπκυ μενών, δεικνύει ή ενταύθα παρεντιθεμένη είκών 21,
γεννηδεισών δε έκ τών ράβδων τών συγ- κατά φιοτογραιρίαν ληφθεΐσαν άμα τή ανελκύ­
κρατουσών κατά τήν χύσιν τον εσωτερικοί' σει— προς τήν έξ ’Ολυμπίας πασίγνωστου κε-
πυρήνα τοΰ αγάλματος μετά τής μήτρας \ φαλήν πυγμάχου, προς δέ έπειδή συγχρόνως
Ή περί αυτών δέ άνακάλυψις τοΰ χημικού (ΐδέ σελ. 3) τή κεφαλή άνειλκύσδη έν Άντικυ-
Ό δωνος Ρουσοπούλου, ότι έχρησίμευον προς δήροις καί ή έπί τοΰ πίνακος V ύπ ’ άρ. 4 άπει-
κονιζομένη χαλκή χειρ πυγμάχου, ένομίσδη
1 Έ ν τη Chroniquc des Art», 1901, 2 Mars.
2 Monthly Review, 1901 j>. 110. κατ’ άρχάς ότι καί ή κεφαλή αΰτη άνήκει είς
2 Τελευταίος περί αύτο>ν εγραψεν ό Bctmdorf, Cber die άγαλμα πυγμάχου. Ώ ς τοιαύτη λοιπόν περιε-
OroKsbronzcn des Musco nazionalc in NcapeJ: Jahrceheftc dee
Ocet. Arcb. Inst. Bd. IV, S. 177. Πρβλ. και A. Lewin, Ober
die Technik an antiken Rronzcn; Jahrbnch Bd. XVI, Beiblatt 16. 1 Chemifichc Zeitschrift Bd. II, S. 204.

— 29 —
Ο θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

γράφη έν τη προς τάς διαφόρους Ακαδημίας αγάλματος. Σημειωτέον δέ δτι καί οί πόδες
καί αρχαιολογικά περιοδικά τοΰ κόσμου έγκυ- οΰτοι άνειλκύσθησαν άποσπασθέντες έκ τοΰ
κλίφ ανακοινώσει τοΰ γενικού εφόρου τών άρ- αΰτοΰ άκριβώς σημείου τοΰ πυθ μένος, κατά
χαιοτήτων Π. Καββαδία και έν τοΐς από ταΰ- τήν δευτέραν, έφορεύοντος τοΰ κ. Βυζαντη-
της άπορρέουσι δημοσιεύμασι. νοΰ, άνέλκυσιν (ίδέ σελ. 3)· 3ον χειρ αριστερά
Μετά τον καθαρισμόν όμως ή κεφαλή άπώ- άπό τοΰ καρποΰ σφζομένη, πεπληρωμένη δ.’ εν­
λεσε παν ίχνος αθλητισμού καί έφάνη — ώς τός μελαίνης μάζης πηλοΰ χρησιμοποιηθεί-
όρθότερον αμέσως τότε έχαρακτηρίσθη — ώς σης διά τό πρόπλασμα τοΰ άγάλματος, ήτις χη-
κεφαλή «ιριλοσόφου τίνος σοβαρωτάτου καί μικώς άναλυθεΐσα εύρέθη περιέχουσα 32,68 °/σ
σκεπτικωτάτου». πυριτικοΰ οξέος καί 43,87 °/0 σιδηρομιγοΰς οξει­
Ό τ ε δέ μετά τον καθαρισμόν πασών τών δίου τοΰ άργιλλίου, ένώ τό έπί τοΰ προπλάσμα-
τος λεπτόν νΰν σχετικώς έπίστρωμα εύρέθη
περιέχον 49,2 % κασσιτέρου καί 40,2 °/0 χαλ-
κοΰ. Σημειωτέον δέ δτι τό θαλάσσιον ύδωρ καί
ή Ιλύς, έν ή φαίνεται δτι μόνη ή χειρ αυτή τοΰ
άγάλματος είχεν εισχωρήσει, έπέδρασαν οΰτω
σφοδρώς έπ’ αυτής, ώστε νΰν εύρίσκεται είς ψα-
θυράν κατάστασιν μετουσιωθεΐσα σχεδόν εντε­
λώς, είς τρόπον ώστε ή έκ μεταλλοκράματος
έπί τής χειρός στιβάς οΰδέν χαρακτηριστικόν
τής μεταλλικής συνεκτικότητος παρουσιάζει καί
ευκόλως δύναταί τις νά θεωρήση ταΰτην ώς
στιβάδα έκ πηλοΰ συγκροτουμένηνι. 40ν έκ
τής διαθέσεως τών δακτύλων τής άριστεράς
ταΰτης χειρός καί τοΰ μεταξύ αυτών κενοΰ άρι-
δήλως έξάγεται δτι έκράτέι ποτέ σκήπτρον.
Πράγματι δέ μεταξύ τών ’Αντικυθηραϊκών
λειψάνων άνεκάλυψα τεμάχιον τοΰ άνω μέρους
σκήπτρου, άποτελούμενον έκ ράβδου ξύλι­
νης άπολεσάσης μέν νΰν τό χαλκοΰν έπέν-
δυμα, άλλά διατηροΰσης καθ’ δλην τήν έπι-
χαλκών αρχαιοτήτων έπεχείρησα, συναντιλή- φάνειαν τί|ν έκ τοΰ χαλκοΰ κατίωσιν. Ή
πτορας έχων διακεκριμένους φίλους μου καλ- ράβδος αΰτη (Είκ. 22) φέρει έν τώ κέντρω
λιτέχνας καί γλύπτας, λεπτό μερεστάτην καί τοΰ άνω αυτής μέρους στυλίσκον προς προσαρ­
τεχνικήν αυτών μελέτην επί τη έλπίδι συσχετί- μογήν βεβαίως τής πάντως έκ πολυτιμότερου
σεώς τινων έξ αυτών, εΰρον δτι τη κεφαλή μετάλλου κεφαλής τοΰ σκήπτρου. ’Ακριβώς δέ1
ταυτη άνήκουσι: 1ον ό έν τφ αύτω ακριβώς
σημείφ τοΰ βυθοΰ ανακαλυφθείς δεξιός βρα- 1 Α. Δαμβέργη Εξαγόμενα χημικών εξετάσεων αρχαιοτή­
χίων (πίναξ IV), οΰ έλλείπει μόνον μέρος τοΰ των τινων έξ ’Αντικυθήρων: «Αρμονία» 1901, σελ. 182. Πρός
ταϋτα πρβλ. τά περί τής αυτής χειρός υπό τοΰ ετέρου χημι­
άντίχειρος (ή φάλαγξ τοΰ όνυχος καί τό ήμισυ κού 'Ρουσοπούλου δημοσιευθέντα (Chemische Zeitschr. ε. ά. S-
τής ύπ’ αυτήν φάλαγγος)· 2ον ζεΰγος σαν- 204, Anm. 4) : «Diese Hand hatte eine dilnne, schwarze, aus-
Knpferoxyd bostehende Oberflache, darunter eine dicke Schicbt
δαλοφόρων ποδών μετά μέρους τών κνημών von grauen Chloridcn, sodann Oxydul und ganz im Inneren
καί έπ3 αυτών λειψάνων τοΰ ίματίου τοΰ einen rein metallischen Kern (siehe Analyse III und IV).

— 30 —
Ό θ ι/σ α ν ρ ο ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

εις τό μέρος τοϋ σκήπτρου qiniverai μοι δ τι γραφήθη) άπετελέσθη, τών εν τφ μεταξύ
προσαρμόζει μικρός τις σπόνδυλος έκ τεμαχίου μερών ΐχνογραφικώς συμπληρωθέντων - - τό
ξύλου (πΰΗου) επιμελέστατα τετορνευμένου, έπΐ τοΰ πίνακος IV κατά τι μεΐζον τοΰ φυσικού
στίλβοντος καί όψιν έλεφαντόδοντος εχοντος. μεγέθους άγαλμα, οΰ τά μέλανα μέρη είναι τά
Ό σπονδυλίσκος ουτος εις μέν τό κέντρον σο/ζόμενα *. Μόνον δέ τοΰ άνω μέρους τοΰ
είναι διάτρητος δι’ όπής, έν f) στυλίσκος χρησι-
μεύων προς εσωτερικήν προσαρμο­ 1 Τής κεφαλής, ής οί σωζόμενοι οφθαλμοί είναι ένθετοι
γήν αύτοΰ εις τήν κορυφήν τής έξ ιίαλιόδους τινός ϋλης, τό σηιξόμενον ίίι|ιος είναι 0,29.
Τής δεξιάς χειρός τό όλον μήκος 0,89. Ά π ό τής μασχάλης δέ
ράβδου τού σκήπτρου, εις δέ τά μέχρι τοϋ άγκώνος 0,80. Ά π ό τοΰ άγκώνος μέχρι τοΰ καρποΰ
πλάγια φέρει έτέραν οπήν, έν ή πάν­ 0,30. Ά π ό τοΰ καρπού μέχρι τής βάσεως τοϋ μέσου δακτύλου
τως καθηλουτο το έκ πολυτίμου τίνος 0,10. Μέσον πάχος τού μετάλλου κατά τήν τομήν τής μασχά­
λης 0,08.— Ή χειρ αίίτη είχε χυθή ιδιαιτέρως, προσηρμόσΟη
μετάλλου κόσμημα τοΰ σκήπτρου, οΰ δέ είς τό άγαλμα κατά τό μέσον τής μασχάλης δι’ οδοντώ­
άκριβώς ό σπονδυλίσκος φαίνεται οτι. ματος σχήματος έπάλξεως τείχους. Καθ’ ίίλην τήν επιφάνειαν
ή χειρ αυτή φέρει πλειστα σμικρά καί μεγάλα τετράγωνα
έχρησίμευεν ΐνα πληροί τήν κάτω
βύσματα.
όττήν καί φέρη στερρ(ΐ)ς τον στυ­ Ή αριστερά χειρ είναι σψα, παρ’ όλην τήν ψαθυράν αυτής
λίσκον, δι’ οΰ τό κόσμημα ήτο έν κατάσταση’, περί ής εΐπομεν, πλήν σμικρών τινων τεμαχίων
τών άκρων δακτύλων, άποτριβέντων κατά τήν άνέλκυσιν.
μέρει καθηλωμένου επί τοΰ σκήπτρου. Τοΰ δεξιόν ποδός μετά τοϋ μικρού μέρους τής κνήμης καί
Τέλος μεταξύ των είσέτι μή ύπο- τοϋ επ’ αυτής σπουδαίου λειψάνου τοΰ ίματίου τό σφζόμενον
βληθέντων είς χημικόν καθαρισμόν ίίψος είναι άπό τοϋ πέλματος 0,31, μετά δέ τοϋ ΰπ’ αυτόν
μολυβδίνου όγκου (μή δηλωίΙέντος έν τή εϊκόνι) τής ενσφηνώ-
χαλκών τεμαχίων των ’Αντικυθήρων σεως είς τό βάθρον ύψους 0,35. Περιφέρεια τοΰ καττύματος
εύρον, πλήν ασήμαντων τινών μι­ 0,73. Περιφέρεια τής κνήμης άνω τοϋ αστραγάλου 0,2(>.
Ά ψ ίς τοΰ ποδός 0,21. Μέσον πάχος τοΰ μετάλλου 0,05. — Ό
κρών τεμαχίων, τρία μεγάλα μέρη πούς φέρει σάνδαλον, έχον τριπλά τά ΰπ’ αυτό καττύματα,
άνήκοντα πιθανώς,—ώς έκ τής έργα- είναι δέ σώος, πλήν τής άπολεσϋείσης περόνης τοΰ βανδάλου.
σίας, τοΰ πάχους καί τών λεπτών 'Ρωγμή δέ νεωτέρα άρχομένη άπό τής έξω πλευράς τοΰ μεγά­
λου δακτύλου φθάνει μέχρι τοϋ άστραγάλου. Έ π ί τοΰ δεξιοϋ
αυτών χαρακτηριστικών δύναταί τις άστραγάλου υπάρχει άρχαΐον τετράγωνον βύσμα μεγέθους
εΰλόγως νά υπόθεση — είς τό αυτό 0,01/0,013, έτερον δέ μεγαλύτεροι·, τετράγωνον παραλληλό­
γραμμον βύσ|ΐα μεγέθους 0,022,0,012 υπάρχει όπισθεν τοϋ
άγαλμα. Είναι δέ. ταΰτα πρώτον μέν
ποδός, ανωτέρω τής πτέρνης. Τέλος τρία έτερα μικρότερα
ολόκληρος ή ύπεράνω τοΰ άριστεροΰ βύσματα άπαντώσιν είς διάφορα άλλα μέρη τής επιφάνειας
ώμου έρριμμένη άκρα τοΰ ίματίου, τοϋ ποδός.
Τοϋ αριστερόν ποδ ό ς (οΰ ελλείπει ό μέσος δάκτυλος καί ή
άρχομένη άπό τοΰ προς τά κάτω περόνη τοϋ σανδάλου) καί τών μετ’ αύτοΰ, μεγάλου μέρους
τελείως σφζομένου άκρου αύτοΰ καί τής κνήμης καί σμικροΰ λειψάνου τοϋ ίματίου, τό οριζόμενοι·
βαίνουσα μέχρι τής προς τήν ράχιν ύψος είναι 0,37, μετά δέ τού Οπό τό σάνδαλον μολυβδίνου
όγκου τής είς τό βάϋρον ένσφηνώοεως (επίσης μή δηλωθέν-
τοΰ αγάλματος πρώτης καμπής τής τος έν τή είκόνι) ύψος 0,41. Ή περιφέρεια δέ τοϋ καττύματος
άριστεράς οόμοπλάτης· δεύτερον δέ είναι 0,74 */2, ώς πλειότερον όντος βεβλαμ μενού τοϋ δεξιού
ποδός καί ένεκα τής συνήθους κατά μέγεθος διαφοράς τών
ολόκληρος σχεδόν ή έτέρα άκρα τοΰ ανθρωπίνων ποδών. Ά ψ ίς τοϋ ποδός 0,21. Καί έπί τοΰ ποδός
ίματίου, ή άπό της άριστεράς χειρός τούτου ΰπάρχουσι πλειστα αρχαία βύσματα, ήτοι έπί μέν
άρχομένη, καμπυλουμένη καί καταπίπτουσα τής δεξιάς αύτοΰ πλευράς, άνω τής πτέρνης, τετράγωνον
0,025,0,012, έπί δέ τής άριστεράς πλευράς α) «ΐιοειδές έπί
προς τά έξω τής χειρός μέχρι σχεδόν μικρόν τι τοϋ άστραγάλου 0,03. β) έτερον ωοειδές άνω τοΰ άστραγά­
υπό τό γόνυ' τρίτον δέ τεμάχιον τής υπό τό λου 0,025, γ) τετράγωνον παραλληλόγραμμον κάτο) τοΰ άστρα­
γάλου 0,018/0,02 καί δ) έτερον έπί τής κνήμης 0,023,0,011.
στήθος έκ τών κάτα) προς τήν άριστεράν χειρα Τοΰ δέ έπί τοΰ αριστερόν ω μόν τεμαχίου τοϋ ιμ α τϊο ν μή­
άναδιπλιόσεως τοΰ ίματίου. κος 0,41 και πλάτος 0,17.
Έ κ τών λειψάνων τούτων καταλλήλως ιμωτο- Τής μεγάλης πτυχής τοΰ ίμ α τίο ν τή ς άριστεράς χειρός μή­
κος 0,78, πλάτος μέγιστον 0,10, τής δέ μικράς πτυχής τής
γραφηθέντων (πλήν τοΰ τελευταίου, δπερ ίχνο- άναδιπλιόσεω ς μήκος 0.25.

— 31
Ό ΰησαυρυς τών Άντικνΐϊήριον

σκήπτρου ή υπαρξις δέν έδηλ,ώθη έπί τής είκό- ή άφελής καί άτημέλητος, είναι έκείνη, ήν, φαί­
νος, ώς άνακαλυφθέντος πολύν χρόνον μετά νεται, άπό τής έν τοΐς χρόνοις τών Επιγόνων
την συναρμογήν και έκτύπωσιν αυτής '. άναμίξεως αυτών είς τά ελληνικά πράγματα
'Ως βλέπει τις, ελλείπει μόνον ό κορμός του είσήγαγον οί 'Ρωμαίοι καί ής κάλλιστον δείγμα
αγάλματος, άλλα και τούτον είόον έν τφ βυθφ παρέχει ή φυσικωτάτη κεφαλή τού ευθύς κατό-
οί δύται, κατά την ανωτέρω (σελ. 2) παρατε-
θεΐσαν μαρτυρίαν αυτών, καθ’ ήν τήν δεξιάν
χεΐρα εΟρανσαν» έν τφ πυθ μένι άπό αγάλμα­
τος σφου «στερεώς έσφηνωμένου είς βραχώ­
δες μέρος, αγάλματος ού το εσωτερικόν κενόν
είνε πεπληραηιένον άμμοι» καί χαλίκων, άποτε-
λοίίντων στερεωτάτην μάζαν . Δυστυχώς, ώς ΕΙκών 23· ΕΙκών 24.
έκ τού όλου τής ιστορίας τής άνελκύσεως φαί­
νεται, οί. δύται μετετόπισαν τάς έρευνας ιχύτών πιν κυριεύσαντος τήν Ελλάδα Φλαμινίνου, ή
στρέψαντες ευθύς κατόπιν την προσοχήν αυτών έπί τού σπανιωτάτου καί έν Έλλάδι κοπέντος
είς τον παρακείμενον μέγαν συμπαγή σωρόν στατήρος τού Νομισματικού Μουσείου τών
τών αρχαιοτήτων.’Ας έλπίσωμεν όμως ότι νέαι ’Αθηνών άπαντώσα (Είκ. 24).
συστηματικώτεραι έρευναι θά φέρωσι και τού­ Ό τε ύπεστήριζον έν ταΐς πολιτικαις εφημέ­
τον είς τό φώς. ριοι τών ’Αθηνών τήν γνώμην, ότι αί Άντι-
Τό δ ’ ούτως άποτελεσθέν άγαλμα, τεχνικώς κυθηραΐκαί αρχαιότητες έλήφθησαν έξ “Αργους,
εξεταζόμενου, φαίνεται κάλλιστον πρωτότυπον λέγων προς τοΐς άλλοις ότι μόνοι οί τύποι, τών
έργον τού τέλους τού I’' π. X. αίώνος.Ώς προς νομισμάτων τής πόλεως ταύτης καί μόναι αί
την χρονολογίαν δέ τατίτην συμφωνούσι πάντες περί αυτής πηγαί δύνανται νά σχετισθώσι προς
ανεξαιρέτως οί περί τής κεφαλής γράψαντες τούς τόπους τών έξ ’Αντικυθήρων αγαλμά­
άρχαιολόγοι. Ή δέ ζωή καί πραγματικότης των, συνάδελφοί τινες τών άντιλεγόντων προέ-
(realisme), ήν αποπνέει ή κεφαλή, εΐναί τι άλη- βαλόν μοι ό>ς λυδίαν τινά λίθον τής γνώμης
θώς άξιον θαυμασμού. ΓΙαραβαλών δέ πάσας μου τήν άπαίτησιν τού ν’ άνεύρω τού άγάλ-
τάς όμοιας φΰσεως γνωστάς μοι είκονιστικάς ματος τούτου τών ’Αντικυθήρων έπί μέν τών
κεφαλάς οΰδεμίαν άλλην εύρίσκο) παρουσιά- νομισμάτων τού “Αργους αντίγραφον, έν δέ
ζουσαν τά αυτά προτερήματα, ζαιήν καί πραγ­ ταΐς έγγράφιοις πηγαΐς μνείαν τινά αύτού. Μετά
ματικότητα, μάλλον τής θαυμασίας εκείνης κε- έπισταμένην μελέτην έγραφα τότε1 τά εξής
φαλής τού τυράννου Νάβιδος (207 - 192 π. X.) περίπου, άτινα καί νΰν επαναλαμβάνω.
επί τού μοναδικού τετραδράχμου αυτού (Είκ.23) Έ ν πρώτοις μεταξύ τών έπί τής ροιμάίκής
τού πιθανώς κοπέντος έν “Αργεί κατά τά έτη αύτοκρατορικής έποχής κοπέντων έν "Αργεί
197-195 π. X., δτε ό τύραννος ούτος κατείχε νομισμάτων, τών άντιγραφόντων τά κάλλιστα
τήν πόλιν ταΰτην.Ή δέ κόμμωσις τής κεφαλής, καί διασημότατα τών έν τή πόλει καλλιτεχνη­
μάτων, υπάρχει νόμισμα πιστότατα, φρονώ,
1 'Ένεκα τών μεγάλ,ιον δυσκολιών, ας παρουσιάζει ή προς
εν σχέδιον φωτογράφησις διαφόρων άπεσπασμένων άλλήλιον
άντιγράφον τό έξ ’Αντικυθήρων άγαλμα· τού
τεμαχίων, ό δεξιός πούς δέν έτέθη εις τήν ακριβώς προσή- νομίσματος τούτου δημοσιεύω ενταύθα ιχνο­
κουσαν θέσιν, διά τοΰτο δέ και τό Ιχνογράφημα τής προχεί­ γράφημα πιστόν τού καλλιτέχνου κ. Λέκα, έν
ρου ημών συμπληρώσεως,τό κατ’ ανάγκην παρακολουθούν τάς
γραμμάς τών φωτογραφικώς συντεθέντων τεμαχίων, παριστρ.
τόν πόδα τούτον καί τό ί>π’ αυτόν μέρος τού σώματος είς 1 Ί δ έ τό έν "Αατει 1901 άρθρον μου «Δεινίας ύ Αργείος »,
άλλην θέσιν εκείνης, ήτις μάλλον ήρμοζε καί καθ’ ήν ό πούς άνατυπωθέν καί έν rjj Διεθνεΐ Έφημ. τής Νομισμ. Άρχαιολ-
έδει νιι είναι μάλλον προς τά εμπρός έστραμμένος. 1903, σελ. 165-172.

— 32
Ό δι/σαυρός τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

μεγεθύνσει διά τδ σαφέστερον (Είκ. 25), καί ιμάτιον περιβεβλημένοι διάφοροι ποιηταί*
έτέραν φωτοτυπικήν μεγέθυνσιν διά τό πιστότε- φιλόσοφοι, ιστορικοί κλπ., έξ ών μνημονεύω
ρον (Είκ. 2(ί).Ό πρώτος περιγράφας τό νόμισμα τόν "Ομηρον 11καί τόν Πυθαγόραν 234.
Πρόκειται άρα περί τύπου αγάλματος τοιού-
του τινός, καί δη διασήμου Αργείου άνδρός,
ποιητοΰ, ρήτορος ή ιστορικού, είκονιζομένου
έν στάσει όρθίμ ήρέμφ, προτείνοντος ρητορι-
κώς την δεξιάν καί αφηγούμενου τι, όις άλλος
τις Ηρόδοτος, προς τούς συ μπατρ ιώτας αυτού.
Αλλά τίς οΰτος;
Έ νφ τό δωρικόν ’Άργος ούδένα έχει νά επί­
δειξη μέγαν ποιητήν ή ρήτορα, κέκτηται δ’δμως
πλεΐστους φιλοσόφους, κυρίως δε ιστορικούς,
ών οί πλείονες έγραφαν «Άργολικά», ώς π. χ.
οί[ Άναξικράτης, Αγίας, Δερκύλος, Σωκράτης,
Λυκέας, Διονύσιος κτλ. Τών τελευταίων τούτων
διασημότατος έγένετο 6 Δινίας ή Δεινίας ό
Αργείος ιστορικός, φίλος τού Άράτου.
Ούτος ήτο περίφημος ένεκα πολλών λόγων,
έκέκτητο δε πάσας τάς άρετάς έκείνας; ών
ένεκα βλέπομεν τάς αρχαίας ελληνικός πόλεις
δι’ άνδριάντων τιμώσας τούς τοιούτους πολί-
τας αυτών.
τούτο Ρ. Gardner ’, άπατηθείς υπό τού σκή­
Συνέγραφε δηλαδή υπό τόν τίτλον «Ά ργο­
πτρου, όπερ έξέλαβεν ώς θύρσον Διονυσιακόν—
λικά» έκτενέστατον καί περίφημον βιβλίον εις
άν κιχ! ούδέν τών γνωστών κοσμη μάτων τοΰ
πολλάς (τουλάχιστον εννέα) συντάξεις διαιρού-
θυρσου παρουσιάζω — ένόμισεν ότι ό τύπος
μενον καί δίς έν τη άρχαιότητι έκδοθέν. Ή τ ο
είκονίζει τόν Διόνυσον. Άλλα καί οΰτω σπεύ­
δέ διηρημένον τό βιβλίον τούτο είς δύο μεγάλα
δει νά παρατηρήση
μέρη, έν οίς έκτενώς έξετίθεντο ή. μυθολογία
όρθώς ο σοφός άνήρ,
καί ή πολιτική ιστορία τών Ά ργείων *. Έ κ τών
ότι «This representa­
περισωθέντων μέχρις ημών άποσπασμάτων τού
tion of Dionysos is of
συγγράμματος τούτου * φαίνεται ότι ό Δεινίας,
a very unusual type»,
την πατρίδα αυτού έξυμνών, άνέφερεν, ότι
ήδύνατο δε μάλιστα νά
είπη άφόβως ότι τοι- 1 Έ π ί του πασίγνωστου αναγλύφου τής αποδεώσεως αυτοί):
Overbeck, Gcsch. dor Gr. Plastik, 3 εκδ. Bd. II p. 405* προς δέ
οϋτος τύπος Διονύσου
επί τών Όμηρείο»ν* νομισμάτων τής Σμύρνης: Β. Μ. Cat.
είναι εντελώς άγνω­ Ionia, pi. XXV, 7. 15, 1C κτλ.
στος. Έ γώ τουλάχι­ 2 Β. Μ . Cat., Ionia pi. X X X V II, 14, κτλ.— Bernoulli, Griesch.
(conographie, Bd. I, Mtinztafel I, 21. Ίδ έ και τον τραγικόν
στον ούδένα τοιοΰτον γνωρίζω. Αληθώς δε ποιητήν τής γνωστής Πομπηΐανής τοιχογραφίας: Gargiulo,
πρόκειται περί ενός τών γνωστών εκείνων Kecucil du Musce National. Naples 4«me id. vol. Ill pi. 80.
3 Πλουτάρ. νΑρατος 29,11.— ΆγαΟαρχ. άποσπ. 4.— Σχόλια
τύπων, ύφ’ οΰς είκονίζονται σκηπτροφόροι καί
είς Άπολλ. Ροδ. 2,789* είς ΙΙινδάρου Όλυμπ. 7,49, Νεμ.
3,104* είς Θεοκρ. 14,48* εις Σοφοκλ. Ήλέκτρ. 281* είς Εύριπ.
1 Imhoof-Blumcr and Percy Gardner, Numismatic Commen­ Όρέστ. 861.
tary on Pausaitias p. JO, pi. K, XI.VI. 4 Mlillcr, 1'ragnC hist. Grace. Ill 211— 227.
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

«Γαίης μέν πάσης τό Πελασγικόν "Αργος άμει- θανασίμως τούς τυράννους μισούντες Άργεΐοι,
νον», πάντων δε τών άνθρώπων «άμείνονες οι αμέσως ή έτη τινά μετά την τφ 229 π. X. υπό
Άργεΐοι», δπερ βεβαίως μεγάλως θά έκολά- τού Άράτου κατάλυσιν τού τελευταίου τών Ά ρ ­
κευε τους αείποτε περ'ι τών πρωτείων άγωνι- γείων τυράννου, Άριστομάχου τού δευτέρου, καί
σθέντας συμπατριόττας αύτοΰ. την τελείαν κατίσχυσιν τής δημοκρατίας, τού
Τό σύγγραμμα τούτο ήτο, ώς ειπομεν, περί- Άράτου καί τών φίλων αύτού δημοκρατικών,
φημον, ούχ'ι δέ μόνον οί αρχαίοι άναφέρουσι οΐος ό Δεινίας, έτίμησαν τον Δεινίαν διά χαλ­
δύο έκδόσεις αύτού, άλλά καί όμιλοΰσι περί τού κού άνδριάντος, ίδρυθέντος έν τή άγορά αυτών.
Δεινίου (π. χ. ό Άγαθαρχίδης καί οί σχολιασταί Ούτω τό "Αργος ού μόνον έτίμα τον έξυ-
τού Πινδάρου) ώς περί αρχηγού τών «περί τον μνήσαντα αυτό ιστορικόν, άκραιφνή δημοκρα­
Δεινίαν». Καί περί τού λεκτικού δέ τού Δεινίου τικόν καί τυραννοκτόνον μάλιστα πολίτην αύ­
όμιλούσιν οί αρχαίοι, π. χ. ό Ήρφδιανός J. τού, άλλά καί αύτόν τον τότε πανίσχυρον καί
Ά λλ’ υπήρχε καί τις πολύ σπουδαιότερος φίλτατον τώ Ά ργει Άρατον έκολάκευε καί είς
λόγος, ϊνα οί Άργεΐοι τιμήσωσι τον Δεινίαν εύγνωμοσύνην προέτρεπε διά τής άνιδρύσεως
δ ι’ άνδριάντος. τού άγάλματος τού Αργείου έκείνου, δστις έτι-
Ό Δεινίας, φίλος πατρικός τού Άράτου, είναι μώρησε θανάτφ τον φονέα τού πατρός τού
πάντως ό μετά τού ετέρου, επίσης Αργείου, Άράτου.
Άριστοτέλους τού διαλεκτικού, φίλου επίσης τού Ά ν δέ νύν δεχθώμεν, δτι ό Δεινίας εύρί-
πατρός Άράτου, φονεύσας έν μέση αγορά τήζ σκετο έν τή άκμή τής ηλικίας, ήτοι δτι ήτο τρια-
Σικυώνος Άβαντίδαν τον τύραννον τών Σικυ- κοντούτης, δτε έν έτει 264 π. X. έφόνευσε τον
ωνίων, όστις συνείθιζε νά παρακολουθή τάς έν Άβαντίδαν, τότε έν έτει 229 π. X., δτε περίπου
τή άγορφ τήζ Σικυώνος διαλέξεις αυτών51. θά ίδρύθη ό άνδριάς αύτού, θά ήτο 59 έτών,
Ό Άβαντίδας ούτος, άφού έν έτει 264 π. X. ή δέ ηλικία αύτη συμφωνεί πληρέστατα προς
έφόνευσε Κλεινίαν τον πατέρα τού Άράτου, την τού έξ Αντικυθήρων άγάλματος, δπερ φαί­
έζήτει νά φονεύση καί αυτόν τον έπταέτη τότε νεται άνδρός άγοντος τό 60όν περίπου έτος.
όντα Ά ρατον, δστις μόλις έσώθη καταφυγών Πόσον δέ συμφωνεί ή χρονολογία αύτη τής
είς ’Άργος, εστίαν ανέκαθεν ασφαλή πάντων περί τά τέλη τού τρίτου π. X. αίώνος ίδρύσεως
τών δημοκρατικών καί τών έχθρών τών τυράν­ τού άγάλματος τού Δεινίου προς την τεχνοτρο­
νων. Μετά δέ τον υπό τού Δεινίου φόνον τού πίαν τής έξ Αντικυθήρων κεφαλής, ήτις κατά
Άβαντίδου, ό ’Άρατος άνδρωθείς έν Ά ργει, την πάγκοινον ομολογίαν τών άρχαιολόγων
ένθ’ άνετράφη έν μίσει άσπόνδφ κατά τών τυ­ είναι έργον τού τέλους τού Γ ' π. X. αίώνος,
ράννων, κατέλυσεν, έξ "Αργους όρμώ μένος, ου θεωρώ περιττόν νά έξάρω, ώς έπίσης καί τό
μόνον τούς λοιπούς Σικυωνίους τυράννους, κατά πόσον άρμόζει ή αύστηρά καί θυμοειδής
αλλά καί τούς έν "Αργεί έξαπίνης ίσχύσαντας έκφρασις τής κεφαλής ταύτης προς τον χαρα­
τοιούτους. Μάλιστα τον έν έτει 235 ή 234 π. X. κτήρα τού τυραννοκτόνου Δεινίου.
φόνον παρά τάς Μυκήνας Αριστίππου τού τυ­ Τίθεται δεύτερον καί τό έρώτημα, άν τού
ράννου τών Άργείων διηγείτο έν τή ρηθείση πάντως άξιου μνείας άγάλματος τούτου εύρηται
συγγραφή αυτός ό Δεινίας3. μνεία τις έν ταΐς πηγαΐς, έξ ών γνωρίζομεν τά
Είναι λοιπόν δλως λογικόν καί προς αυτά τά έν Ά ργει καλλιτεχνήματα.
πράγματα σύμφωνον τό νά σκεφθώμεν δτι οί123 Ό Παυσανίας έν τή περιγραφή τών έν Α ρ ­
γεί άγαλμάτων μνημονεύει ρητώς πέντε έν δλφ
1 Περ'ι μον. λέξ. μ- 8 έκδ. Dindorf.
τοιούτων χαλκών. Τά τέσσαρα πρώτα ήσαν:
2 Πλουτάρχου "Αρατος, κεφ. 8, καί Mtiller, F. Η. Gr. ε. ά.
3 Πλούταρχος αύτόθι. α') Άγαλμα τού Νεμείου Διός, τέχνη Λυσίπ-

— 34 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

που (2, 20, 3)· β*) άγαλμα ορθόν ’Απόλλω­ Μοί έπήλθε λοιπόν, όλως άφ’ έαυτής, ή
νος Δειραδιώτου (αυτόθι)· γ') άγαλμα Ε κ ά ­ δευτέρα σκέψις ότι έν τφ χωρίφ τούτφ τοΰ
της, εργον τού Ναυκύδους (2, 22, 8)· δ') Παυσανίου παρεισήλθε τό συνηθέστατον τών
άγαλμα όμοιας Εκάτης, άλλ’ εργον τοΰ Πο­ παλαιογραφικών σφαλμάτων, τεθέντος έν αρχή
λυκλείτου (αυτόθι). Α άντί Δ καί μεταβληθέντος οΰτως ύπό τίνος

Πέμπτον δέ και τελευταΐον ό Παυσανίας, τών άρχαίων άντιγραφέων, άγνοοΰντος τά κατά


περιγραφών ήδη τά εν τή άγορφ τοΰ "Αργους, τόν Δινίαν ή Δεινίαν τον ’Αργείον — άτινα ό
αναφέρει απλώς, ότι «καί Αΐνείου ένταΰθα Παυσανίας ώς πασίγνωστα έν "Αργεί θά πα-
χαλκούς άνδριάς έστι» (2, 21, 2). ρέλιπε κατά τήν συνήθειαν αύτοΰ — καί ύπο-
Ό Αινείας ούτος παραμένει μέχρι τοΰδε θέσαντος ότι πρόκειται περί τοΰ πασιγνώστου t
άνδριάς όλως μυστηριώδης διά τους άρχαιολό- Τρωαδίτου Αίνείου, ουδόλως δέ σκεφθέντος ότι
γους σχολιαστάς τοΰ Παυσανίου. Πάντες οΰτοι ούδείς μΰθος δικαιολογεί τήν έν τή άγορρ τοΰ
έθεώρησαν αυτόν ώς παριστώντα τον περίφη- "Αργους παρουσίαν τοΰ ξένου τούτου καί
μον Τρωαδίτην ήρωα, δεν ήδυνήθησαν όμως έχθροΰ τοΐς Άργείοις ήρωος. Οΰτως ό άντι-
μέχρι τοΰδε ν ’ άνεύρωσιν οίανδήποτε παράδο- γραφεύς τό Δινίας, Δινείας ή Δεινίας (καί αί ·
σιν, λόγον ή μΰθον, δικαιολογούντο την έν τρεις γραφαί άπαντώσι) θ ά άντέγραψεν έσφαλ-
Άργει, καί μάλιστα έν μέση τή αγορά αΰτοΰ, μένως ή έξ υπερβολικού ζήλου διώρθωσεν εις
ΐδρυσιν αγάλματος τοΰ ήρωος τούτου, τοΰ Αίνίας ή Αινείας. ’Οπωσδήποτε άξιον σημειώ-
οποίου μάλιστα οί Άργεΐοι έκαυχώντο ότι σεως είναι τό ότι ή αύτή άκριβώς εσφαλμένη
κατέστρεψαν εκ θεμελίο)ν τήν πατρίδα. Οΰτως, άντικατάστασις τοΰ ονόματος τοΰ ήμετέρου
ϊνα μόνον τάς νεωτάτας έρευνας μνημονεύσω, Δεινίου διά τοΰ Αίνείου έγένετο καί ΰπ’ άλλων
ό τελευταίος ασχοληθείς περί των εις Αι­ άρχαίων άντιγραφέων κωδίκων άλλων άρχαίων
νείαν τον Τρωαδίτην άναφερομένων μύθων συγγραφέων'.
Γερμανός Worner 1 παρατηρεί ότι ούδένα μΰ- 3. Χ ειρ πυκτου (Κ ρευγα ;). Πίναξ V, 4.
θον γνωρίζομεν δικαιολογούντο τήν έν "Αργεί Άρίστης διατηρήσεως χειρ αριστερά χαλκού
ΰπαρξιν άνδριάντος τοΰ Αίνείου, οί δέ τελευ­ αγάλματος πύκτου, φυσικοΰ μεγέθους, άνατε-
ταίοι έκδόται καί σχολιασταί τοΰ Παυσανίου ταμένην προφανώς έχοντος αύτήν. Περιβάλλε­
Hitzig καί Blurrmer (τόμ. Α ’, σελ. 583) άπέ- ται δέ ύπό ιμάντων λεπτών πεπλεγμένων σταυ-
κρουσαν, δικαίως, ώς όλως άπίθανον τήν άρ- ροειδώς, δεδεμένων ύπό τό κοΐλον τής χειρός
χαιοτέραν ύπόθεσιν τοΰ Siebelis, ότι τό έν "Αρ­ καί άπολειπόντων κατ’ άσυνήθη τρόπον γυ­
γεί άγαλμα τοΰ Αίνείου δυνατόν νά σχετίζηται μνούς τούς τεταμένους δακτύλους. Σωζόμενον
προς τήν έν Τρωάδι μονομαχίαν αύτοΰ μετά αύτής μήκος 0,82. ’Από δέ τής μασχάλης εις
τοΰ ’Αργείου Διομήδους. Μυστήριον λοιπόν τόν άγκώνα κάτωθεν μέν 0,29, άνωθεν δέ 0,22.
πλανάται μέχρι τοΰδε επί τοΰ χωρίου τούτου ’Από τοΰ άγκώνος εις τόν καρπόν κάτωθεν μέν
τοΰ Παυσανίου. 0,33, άνωθεν δέ 0,30. Πάχος τών παρειών έπί
Ά λλ’ ή έν μέση αγορά τ°ύ "Αργους θέσις τής τομής 0,004-0,01, τοΰ μετάλλου παχυνομέ-
τοΰ άνδριάντος ένέβαλέ μοι. τήν σκέψιν ότι νου έφ’ όσον βαίνει προς τό άκρον τής χειρός.
ίσως ό Αινείας ούτος δεν ήτο ό Τρωαδίτης, Βύσμα ούδέν παρουσιάζει, ατε καλώς χυθεΐσα.
άλλ’ ομώνυμός τις πολιτικός ή των γραμμάτων Εργασία πιθανώς τοΰ Γ ’ αίώνος π. X.
άνήρ, συμπολίτης τών Άργείων. Ή σχετική Ό τ ε τό πρώτον άνεκαλύφθη ή χειρ αΰτη,
ερευνά μου όμως εις ούδέν κατέληξε, διότι ούδείς ένομίσθη έσφαλμένως, ώς είπομεν (σελ. 29), ότι
Αινείας ’Αργείος είναι γνωστός μέχρις ημών.
1 Ί δ έ Valcken. ad Schol. Thcocr. α. ίΚΜ.—MtiLler, Fragm,
1 Έν Roschcr*s Mythol. Ι,υχ, σ. 109. hist. Grace, f . u. 5.

35 —
r0 ϋ η α α υ ρ ο ς τώ ν Ά ν τ ικ ν ϋ ή ρ ίο ν

άνήκεν εις το προηγούμενον εικονικόν άγαλμα. παρούσης χειρός πύκτου, διότι ή περιγραφή
Ή δε κατόπιν έξέτασις κατέδειξέ μοι δτι αΰτη τής περιέργου περιδέσεως αύτής διά τών ιμάν­
δεν δύναται νά σχετισθή προς ούδέν τών λοι­ των συμφωνεί πληρέστατα προς πάντα δσα
πών έξ ’Αντικυθήρων χαλκών λειψάνων. διακρίνομεν έπί τής σφζομένης χειρός. Τό
Ό Παυσανίας (2,20,1) έν τή περιγραφή τών γεγονός δέ δτι ή μέν χειρ αΰτη φαίνεται δτι
έν τή πόλει τοΰ ’Άργους, παρά τό επιφανέστα­ ήτο άλλοτε άνατεταμένη, οί δέ δάκτυλοι αύτής
το ν ιερόν ’Απόλλωνος τοΰ Λυκίου, μνημονεύει διατελοΰσι, κατά μοναδικήν ίσως έξαίρεσιν τών
εικονικόν ανδριάντα «Κρεύγα, άνόρυς πύκτου», γνωστών αγαλμάτων πυκτών, τεταμένοι καί έν
περί ού κατωτέρω,έν τοΐς Άρκαδικοις δε (8,40,Η) άδρανείρ, ούχί δέ, ώς συνήθως, συνεσφιγμένοι
διηγείται τά έξης, άφορμήν λαμβάνων έκ τοΰ προς καταπύκτευσιν ή άμυναν, συμφιονεΐ προς
έν Φιγαλεία άνδριάντος Άρραχίωνος τοΰ παγ- άγαλμα πύκτου είκονιζομένου, ώς πιθανώς θά
κρατιαστοΰ, δν καί νεκρόν άνηγόρευσαν νικητήν είκονίσθη προς άνάμνησιν τών περιστάσεων
οί Ή λ εϊο ι: - Έοικός δέ και Άργείους οίδα επί τής πάλης ό Κρεύγας έν Άργει, ήτοι άνα-
Κρεύγα ποιήσαντας Έπιδαμνίω πύκτη· και γάρ τεταμένας έχων έν αργίρ τάς χεΐρας καί
Ά ργεΐοι τεθνεώτι έδοσαν τφ Κρεύγα τών Νε- άνυπόπτως άναμένων τό κατά τά συντεθέντα
μείων τον στέφανον, δτι ό προς αυτόν μαχό- πλήγμα τοΰ δολίου αντιπάλου.
μενος Δαμόξενος Συρακόσιος παρέβη τά ώμο- Τέλος ή περίστασις δτι ούδέν άλλο άγαλμα
λογημένα σφίσιν ές άλλήλους. Έφέξειν μεν γάρ πύκτου μνημονεύεται έν Ά ργει κρατύνει έπί
έμελλεν εσπέρα πυκτεύουσιν αύτοΐς, συνέθεντο μάλλον τήν ύπόθεσίν μου δτι ή χειρ αΰτη είναι
δέ ές έπήκοον άνά μέρος τον ετερον ύποσχεΐν ίσως ή τοΰ Κρεύγα.
αυτών τφ έτερο) πληγήν. Τοΐς δέ πυκτεύουσιν 4. Χ ε ι ρ α ν δ ρ ι κ ή δ ε ξ ι ά μετά τοΰ καρποΰ
ούκ ήν πα> τηνικαΰτα ίμάς οξύς έπ'ι τφ καρπφ καί μέρους τοΰ πήχεως, προσαρμοζομένη πι­
τής χειρός έκατέρας, αλλά ταΐς μειλίχαις έτι θανώς προς ισομεγέθη βραχίονα μετά μέρους
έπύκτευον, υπό τό κοΐλον- δέοντες τής χειρός, τοΰ πήχεως (Πίναξ V, 1). ’Έχει τεταμένον
ΐνα οί δάκτυλοί σφισιν απολείπονται γυμνοί· σχήμα καί τούς δακτύλους ώσεί αγάλματος
αί δέ έκ βοέας ωμής ιμάντες λεπτοί τρόπον άνδρός ρητορικώς χειρονομοΰντος.
τινά άρχαΐον πεπλεγμένοι δι’ άλλήλο)ν ήσαν αί Τό μέγεθος αύτής είναι μεΐζόντιτοΰ φυσικού.
μειλίχαι. Τότε ούν ό μέν την πληγήν άφήκεν ές Μήκος από τής μασχάλης εις τον αγκώνα 0,30,
τοΰ Δαμοξένου τήν κεφαλήν ό δέ άνασχεΐν τήν άπό δέ τοΰ άγκώνος εις τον καρπόν 0,31 (;),
χεϊρα ό Δαμόξενος έκέλευσε τον Κρεύγαν, άνα- άπό δέ τοΰ καρποΰ μέχρι τής βάσεως τοΰ μέ­
σχόντος δέ παίει τοΐς δακτύλοις όρθοΐς υπό τήν σου δακτύλου 0,09.
πλευράν, υπό δέ ακμής τε τών ονύχων καί βίας Μόνη ή χειρ έκαθαρίσθη χημικώς ώς τά
τής πληγής τήν χεϊρα ές ταλέντος καθείς καί λοιπά χαλκά, διά τοΰτο δέ καί είναι νΰν μελα­
έπιλαβόμενος τών σπλάγχνων ές τό έκτος έλκων νός χρώματος. Ό βραχίων δ’ δμως μετά τοΰ πή­
άπέρρηξε. Καί ό μέν τήν ψυχήν αύτίκα ό Κρεύ- χεως είναι έκεΐνος, δν έκαθάρισεν άνευ χημικών
γας άφίησιν, οί δέ Ά ργεΐοι τον Δαμόξενον άτε μέσων 6 τεχνίτης τοΰ Μουσείου τής Νεαπό-
τά συγκείμενα ύπερβάντα καί αντί μιας κεχρη- λεως Καρατενοΰτος (σελ. 15), διό καί διατηρεί
μένον πολλαΐς ές τον αντίπαλον ταΐς πληγαΐς τό πρασινωπόν χρώμα τής αρχαίας καταόσεως.
έξελαύνουσι. Τ φ Κρεύγα δέ τήν νίκην τεθνεώτι 5. Χ ειρ δεξιά ανδρική ομοια μετά του
έ'δοσαν καί έποιήσαντο εικόνα έν Ά ργει, ή καί ΒΡΑΧΙΟΝΟΣ (Πίναξ V, 2), άρτια, αλλά διερρωγυΐα
ές έμέ έκειτο έν τοΰ ’Απόλλωνος τοΰ Λυκίου». καθ ’ δλον τό μήκος τοΰ βραχίονος καί πήχεως,
Ώ ς αμέσως βλέπει πας τις, τό χωρίον τοΰτο άπολέσασα δέ καί τεμάχιον τοΰ άγκώνος. Καί
τοΰ περιηγητοΰ φαίνεται ώς εί έγράφη προ τής αΰτη φαίνεται άνήκουσα εις άγαλμα ρητορικώς

— 36
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

έχον αυτήν τεταμένην ώς και τούς δακτύλοτκ, λεΐται έξ ενός μόνου, άλλα παχυτάτου καττύμα­
ών ό παράμεσος και μέσος συστέλλονται μάλ­ τος, στενούμένου προς τά εμπρός. Σφζόμενον
λον τών τής προηγούμενης χειρός. ύψος άπό τού πέλματος 0,16. Μήκος άπό τής
Τδ μέγεθος αυτής είναι επίσης μεΐζον τοϋ πτέρνης μέχρι τού άκρου τοϋ μεγάλου δακτύ­
φυσικού. Μήκος άπό τής μασχάλης μέχρι τοϋ λου 0,34. Ά ψ ίς τοϋ ποδός 0,20. Κάτω τοϋ
πήχεως 0,25, άπδ τοϋ άγκώνος μέχρι τού καρ­ πέλματος τού ποδός σφζεται, ώς καί έπί πάν­
πού 0,32, άπό τού καρπού μέχρι τής βάσεως των των λοιπών έξ Αντικυθήρων χαλκών
τοϋ μέσου δακτύλου 0,09, Ό λον μήκος 0,82. ποδών, μέγας όγκος μολύβδου (ύψους 0,11),
Έ π ί τής επιφάνειας δέ αυτής άπαντώσι πλεΐστα δ ι’ ου τό άγαλμα έσφηνοϋτο καί προσεκολ-
σμικρά βύσματα τετραγώνου σχήματος. λάτο είς τό βάθρον. Αυτός δέ ό πούς είναι
6 . Β ρΑΧΙΩΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΗΧΕΩΣ πλήρης μολύβδου. J
(Πίναξ V, 3) επίσης ανδρικός, μεγέθους κατά τι 9. Π ους δεξιός (Πίναξ V, 8) όμοιος, φυσι­
μείζονος τού τής προηγουμένης χειρός, επομέ­ κού μεγέθους, μεθ’ όμοιου τφ προηγουμένφ
νως μή άνήκων είς τό αύτό άγαλμα, οις ήθελε σανδαλίου και μολυβδίνου όγκου προς ένσφή-
τις νομίσει έκ πρώτης όψεως. Δύο δάκτυλοι νωσιν, σφζό μένος δέ άπό τοϋ αμέσως υπέρ τούς
(δείκτης καί μέσος;) άπεσπασμένοι εύρεθέντες άστραγάλους μέρους, καί διερρωγώς άπό τής
άνήκουσιν ίσως είς την άπολεσθεΐσαν χεΐρα πτέρνης, κάτωθεν τού δεξιού άστραγάλου. Τό
τού αυτού αγάλματος. Μήκος άπό τού προς την πέλμα τοϋ σανδαλίου άποτελειται έκ τριών
μασχάλην σφζομένου άκρου τού βραχίονος μέ­ επαλλήλων λεπτών καττυμάτων. "Υψος σφζό­
χρι τού εσωτερικού άκρου τοϋ πήχεως 0,23, μενον άπό τοϋ πέλματος 0,14. Ά ψ ίς 0,23. Μή­
άπό δέ τού άγκώνος μέχρι τού καρπού 0,32. κος άπό τής πτέρνης μέχρι τού άκρου τού μεγά­
Ό λον σφζόμενον μήκος 0,63. , λου δακτύίαιυ 0,34.
7 . Χ ειρ αριστερά γυναικεία (Πίναξ V, 5) ΙΟ. Π ους ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ (Πίναξ V, 10) φυσι- J
μετά μέρους τοϋ πήχεως, άνήκουσα είς άγαλμα κοΰ μεγέθους, μετά τού πλείστου τής κνήμης,
φυσικού μεγέθους. Ό παράμεσος αύτής δάκτυ­ έφ’ής λείψανα τοϋ ίματίου, φέρων δέ όμοια σαν­
λος φέρει δακτύλιον μετά σφενδόνης άσημου, δάλια. 'Η διατήρησις αυτού είναι τελεία υπό
σχήματος δέ φοειδοϋς. πάσαν έ'ποψιν, ή δέ τεχνοτροπία έργου θαυμά­
Εργασία χρόνων ρωμαϊκών, ώς φαίνεται. σιου τών άρχών ίσως τού Γ ' αίώνος π. X. Έ άν
Έκ τής θέσεως τών δακτύλων καί τού σχή­ ποτέ δ ’ άνελκυσθή ολόκληρον τό άγαλμα, είς ό
ματος τού κοίλου τής χειρός κρίνοντες δυνά- άνήκει ό πούς ούτος, τό ’Εθνικόν ημών μου-
μεθα νά υποθ έσω μεν ότι ή χειρ αΰτη ήτο προ­ σεΐον θά έχη τότε πρωτότυπον έργον ενός τών
τεταμένη, φιάλην ή τι άλλο στρογγυλού σχή­ μεγίστων καλλιτεχνών τής άρχαιότητος!
ματος άντικείμενον άνέχουσα, καθηλωμένου δέ "Υψος σφζόμενον άπό τού πέλματος 0,40.
έν αυτή, ώς φαίνεται έξ οπής μεγάλης ορατής Ά ψ ίς 0,1!). Μήκος άπό τής πτέρνης μέχρι τού
νϋν είς τό μέσον τού κοίλου της χειρός. Μήκος άκρου τοϋ μεγάλου δακτύλου 0,32.
τοϋ όλου 0,32. Άπό τού καρπού μέχρι τής βά­ 1 1 . Π ους δεξιός (Πίναξ V, 11) μείζων
σεως τού μέσου δακτύλου 0,20. Μήκος τού μέ­ τού φυσικού μεγέθους, μετά μέρους τής κνήμης,
σου δακτύλου 0,10. έν χειμερινφ κοίλοι ύποδήματι δερματίνφ, κα-
8 . ΙΙ ους αεξιος (ΓΙίναξ V, !)) φυσικού με­ λύπτοντι όλον τον πόδα άπό τοϋ σφζομένου
γέθους, σωζόμενος άπό τοϋ μικρόν τι υπέρ τούς ύψους τής κνήμης, άφήνοντι δέ γυμνούς μόνον
άστραγάλους μέρους τής κνήμης, μετά σανδα­ δύο τών δακτύλων (μέσον καί μέγαν).
λιού σχήματος ήμιυποδήματος δ ι’ ιμάντων Συνέθεσα αυτόν έκ δύο διαφόρων τεμαχίων
περιδεδεμένου. Τό πέλμα τοϋ σανδαλιού άποτε- (νϋν διαφόρου, χρώματος ώς έκ τού διαφό-

37
Ό θ η α α ν ρ ο ς τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

ρου είδους των καθαρισμών, εις οΰς ύπεβλήθη- 14. Ξίφος αγαλματος (Πίναξ V, 6) έν κο-
σαν) άκριβώς άρμοζόντων προς άλληλα, άλλα λεφ, έλαφρώς κυρτού μενον κα'ι σφζόμενον ολό­
και έν τή άρχαιότητι άποσπασθέντων ποτέ άλ- κληρον είς τρία τεμάχια. Μήκος αυτού 0,83. Ό
λήλων και πάλιν κατόπιν προσαρμοσθέντων. κολεός κοσμείται δι* ανθεμίων δηλωθέντων διά
'Υπό τό τεμάχιον τοϋ άκρου ποδός εύρίσκεται στιγμών. Τρεις δέ κόμβοι μετάλλου, είς τό άνω
ό μέγας όγκος τοϋ μόλυβδου τής εις τό βάθρον μέρος τοΰ κολεού σφζόμενοι, έχρησίμευόν
ένσφηνώσεως. Σφζόμενον ύψος 0,29. Περιφέ­ ποτέ προς συγκόλλησιν τών μετάλλινων ιμάν­
ρεια κνήμης εις τό κατώτατον αυτής μέρος 0,29. των τοΰ ξίφους.
Μήκος από τής πτέρνης μέχρι τοΰ άκρου τοΰ 15. Ξίφος ομοιον (Πίναξ V, 7), άλλ’έλλι-
δακτύλου 0,34. 'Αψίς 0,29. πές από τοΰ μέσου καί κάτω. Παρά τό στόμιον
\ 12. Π Ο Υ Σ Α Ρ ΙΣ Τ Ε Ρ Ο Σ Γ Υ Μ Ν Ο Σ (Πίναξ V, υπάρχει εκατέρωθεν κόσμημα φυλλ,οειδές δη-
12), φυσικού μεγέθους, σφζό μένος από τοΰ λωθέν διά στιγμών. Σφζόμενον μήκος 0,42.
ύψους των αστραγάλων. Ύ π ’ αυτόν όγκος μό­
λυβδου προς ένσφήνωσιν είς τό βάθρον. Τό Πάντα τά προηγούμενα είναι λείψανα χαλκών
εσωτερικόν τοΰ ποδός τούτου είναι πεπληρω- αγαλμάτων φυσικού ή καί μείζονος μεγέθους.
μένον μολύβδφ, ου έν τφ κέντρφ υπάρχει με­ Είς άγαλμα δέ χαλκοΰν ήμίσεος περίπου τοΰ φυ­
γάλη τετράγωνος οπή βάθους 0,045 προς εισα­ σικού μεγέθους ανήκει τό επόμενον λείψανον.
γωγήν μετάλλινης ράβδου χρησιμευσάσης προς
συγκόλλησιν τοΰ ποδός εις τό άγαλμα, άφ’ ου 1 6 . Αύρα χαλκη (Πίναξ IX, 5), ύψους 0,28,
άπεσπάσθη βιαίως ποτέ έν άρχαίοις χρόνοις. πλάτους κατά τό άνω αυτής μέρος 0,14, πάχους
Μήκος από τής πτέρνης μέχρι τοΰ άκρου τοΰ 0,015. Τό κύριον σώμα αυτής, κοΐλον είς τά
μεγάλου δακτύλου 0,29. Περιφέρεια τοΰ ποδός έντός, είναι κατεσκευασμένον έκ δύο λεπτών
0,64. Ά ψ ίς 0,19. Κάτω τοΰ αριστερού αστρα­ έλασμάτων, πολλάς παρουσιαζόντων νΰν όπάς
γάλου υπάρχει μέγα στρογγύλον βύσμα διαμέ­ ένεκα φθοράς, προς δέ έπί τής έσωτερικής έπιφα-
τρου 0,03, προς ό έχρησιμοποιήθη στρογγύλον νείας άρχαϊον βύσμα στρογγύλον άπαράλλακτον
πέταλον μετάλλου, ίσως χαλκού τίνος νομίσμα­ προς σφραγίδα νομίσματος, αλλά μή τοιαύτην.
τος πυρακτωθέντος, ού ήθελέ τις νομίσει ότι Ή το ή λύρα αύτη έπτάχορδος, ώς δηλοΰ-
σφζονται λείψανα τής έπιγραφής.
13. Π ους αριστερός κορης (Πίναξ V, 13)
ή παιδός δεκαπενταέτους, σφζόμενος μεν ολό­
κληρος, άλλ’ είς τέσσαρα τεμάχια (ών δύο μόνον
έφωτογραφήθησαν), και άπεσπασμένη έπίσης
ή κνήμη αυτού, σφζομένη από τοΰγόνατος μόνον
κατά τό έμπροσθεν αυτής μέρος, λίαν δ ’έλλιπής
κατά τό όπισθεν, ου σώζεται μόνον μέγα τεμά­
χιον, άπεσπασμένον καί τούτο. Ή κνήμη είκο-
νίσθη έπ'ι τοΰ πίνακος έκ τοΰ πλαγίου κα'ι ούχ'ι
ώς ό ποΰς έκ των έμπροσθεν. Έ κ τούτου δέ
Είκών .’ 7 ~ 27α·
ή φαινομένη προς άλληλα ασυμφωνία τών τε­
μαχίων τούτων. Μήκος τοΰ ποδός 0,23. "Υψος σιν αί σφζόμεναι προσαρμογαί τών χορδών.
τοΰ σφζομένου μέρους τής κνήμης 0,27. Έ πί δέ τοΰ έσωτερικοΰ αυτής κέρατος είναι
Πάντα τά τεμάχια τοΰ ποδός τούτου άπομέ- πλαστικώς δεδηλωμένοι οι ιμάντες, δι’ών άνηρ-
νουσιν ακάθαρτα, ώς εύρέθησαν. τάτο από τοΰ σώματος τοΰ φέροντος, ένφ τό

— 38 —
'Ο θ η σ α υ ρ ό ς τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

έξωτερικόν κεράς κοσμείται υπό κεφαλής Μαρ- ζει τά μέγιστα κυρίως προς τό έξ ’Ηπείρου
σύου (Είκών 27—27α) άρίστης καί λεπτότατης άρίστης διατηρήσεως χαλκοΰν αγαλμάτων τής
τεχνοτροπίας των άρχών τοϋ Γ ' αίώνος π. X. περίφημου συλλογής τοϋ κ. Κ. Καραπάνου,
’Επειδή δέ ή μόνη γνωστή, έμοί τουλάχι­ δπερ λεπτομερώς καί καλώς περιέγραψεν ό κ. Η.
στον, λύρα ή υπό όμοιας παραστάσεως Μαρ- Lechatι. Προς τόν τύπον τούτον ταυτίζεται τό
σύου προσφυώς κοσμούμενη καί δή κατά τό ήμέτερον εντελώς, διαφέρον μόνον ώς προς τήν
αυτό μέρος τοΰ αύτοϋ κέρατος, είναι εκείνη, ήν θέσιν τών χειρών. "Αν καί ή διατήρησις αύτοϋ
φέρει ό περίφημος κιθαρφδός ’Απόλλων τοϋ είναι πάνυ κολοβή, ή δέ κατάστασις τοΰ σωζο-
Βατικανού ', δν πολλοί άνάγουσιν εις τον Σκό- μένου μέρους δλως ψαθυρά, — ού ένεκα δεν
παν, εικάζω δτι καί ή λύρα ημών άνήκέ ποτέ είς υπεβλήθη είς δν καί τά λοιπά χαλκά χημικόν
τοιοϋτόν τι άγαλμα ’Απόλλωνος κιθαρφδοϋ. καθαρισμόν καί διατηρεί έν μέρει τήν πρόσθετον
Έ ν σχέσει δέ προς τήν γνώμην μου, ότι τά άρχαωθεν χλωράν κατίωσιν —, όμως διακρίνει
Άντικυθηρα'ϊκά αγάλματα προέρχονται έξ "Άρ­ τις σαφώς τήν θαυμασίαν τελειότητα τής τε­
γους, προσθέτω ότι ακριβώς τοιούτου τύπου χνοτροπίας αύτοΰ, τήν αυστηρόν, άπλήν καί
άγαλμα ’Απόλλωνος ύπηρχεν έ ν ’Άργει, συχνό­ χαρίεσσαν αρμονίαν τοϋ δλου καί τήν άπαρά-
τατα καί επί μακρόν, προ­ μιλλον άληθώς καί έν άπολύτφ ήρε μ ίφ εύγέ-
φανώς ένεκα τοΰ κάλλους νειαν τής παραστάσεως, ών πάντων ένεκα δύ-
αύτοϋ, είκονιζόμενον επί ναταί τις νά εί'πη δτι τό έργον τούτο είναι τό
των νομισμάτων της πό- κατά τέχνην άρ ιστόν πάντων τών Άντικυθη-
λεως ταύτης (Είκών 28) ράίκών, σφοδρά λυπούμενος μόνον διά την
τών άπό Ούήρου μέχρι κακήν αύτοΰ διατήρησιν.
Πλαυτί?νλης κοπέντωνλ Έ ν τή προς τά κάτω, παραλλήλως τφ σώ-
Συμπεραίνω επομένως δη ματι, φερομένη δεξιφ έκράτει προφανώς, ώς
πιθανώς ή λύρα ημών ανή­ δηλοΐ ή διάθεσις τών δακτύλων, κλάδον τινά,
κει εις πάνυ άρχαΐον, μέσου μεγέθους άντίγρα- φιάλην δέ ίσως ή πτηνόν τι έν τφ της μικρόν
φον τού ’Αργείου τούτου αγάλματος, ού τόν προτεταμένης αριστερός κοίλφ, έν φ φαίνεται
τύπον έν μεγάλω σχήματι διέσωσεν ήμΐν ό περί­ νΰν ή όπή τής καθηλώσεως.
φημος κιθαρωδός ’Απόλλων τοΰ Βατικανοΰ. Τίνας παριστώσιν αί τοΰ τύπου τούτου μορ-
φαί, αί Καρυάτιδες ή κόραι τοΰ Ηρακλείου
Πλουσιώτερος ήτο ό άμητός είς άγαλμάτια τής ’Ιταλίας καλούμεναι, παραμένει είσέτι άγνω­
μικρότερου μεγέθους, άνελκυσθέντων τεσσά­ στον. Αύτό τό αγαλμάτων τής συλλογής τοΰ κ.
ρων, πάνυ άξιολύγων, τών εξής: Καραπάνου, καίτοι φέρει περιστεράν έν τή αρι­
στερής δυσκόλως δύναταί τις νά χαρακτηρίση
17. Κ ό ρη (Χ λ ω ρ ις ;). Μέγα αγαλμάτων κό­ ώς Άφροδίτην, διότι, ώς όρθώς παρετήρη-
ρης ύψους αρχικού 0,50 περίπου, λίαν κολο­ σεν ήδη ό περιγράψας αύτό κ. Η. Lechat, τό I
βόν διασωθέν (Πίναξ VI, 1—2), τοϋ γνωστού νεαρώτατον τής ηλικίας αύτοΰ καί ό παρθενι- /
οόραωτάτου τύπου τών μαρμάρινων Καρυατι­ κός σχηματισμός τοϋ στήθους άρμόζουσι μάλ-ί
δών τού Έρεχθείου, τών έν τφ μουσείο) τής λον προς σεμνήν παρθένον, οϊα ή ’Άρτεμις, ή ! |
Νεαπόλεως χάλκινων κορών τού Ηρακλείου πρός θεάν τοΰ έρωτος, οΐα ή Αφροδίτη. I
τής ’Ιταλίας κλπ. Ως προς xijv στάσιν όμοιά- Τό μόνον δέ, δπερ δύναταί τις βασίμως νά
Ισχυρισθή, είναι δτι πάσαι σχεδόν αί καρυατι-1
1 Dcnkm. α. Kunst I. 141°. — Clarac 496, 967 υλλ.
2 Imhoof-Jilumer and Ρ. Gardner, Num. Comment, on Pau-
sanias, p. 35 PI. I, X X I I — XXIV. 1 Bull, de Corr. Hell. 1891, 461 κε.

39 —
Ό ΰ η σ α ν ρ ο ς τώ ν Ά ν τ ικ υ ϋ ή ρ ω ν

δόμορφοι παρθενικαί μορφα'ι αΰται, αί μακρό- αγαλμάτων προς τήν Χλώριν τών πολυαρίθ­
θεν όμοιάζουσαι ότέ μέν προς τήν αυστηρότητα μων τοΰ ’Άργους νομισμάτων, ών πάντων
των δωρικών ότέ δέ προς τό λιγυρόν των Ιωνικών έκμαγεΐα εΰρηνται νΰν συγκεκεντρωμένα έν τφ
κιόνων, άνήκουσιν εις θνητάς παρθένους ή καί Νομισματικφ μουσείφ τών ’Αθηνών, βλέπει
θεότητας δευτέρας τάξεως, ύπηρετικώς έχοΰσας ότι άμφότεραι αί μορφαί είναι αί αύταί μέχρι
προς μείζονας θεότητας τοΰ ελλη νικού Όλυμπου. τών ελάχιστων, παρουσιάζουσαι τό αυτό ένδυμα
'Ως προς τό ήμέτερον δέ σημειώ, έν σχέσει μετά τοΰ αύτοΰ άποπτύγματος \ τήν δεξιάν
προς τήν γνώμην μου καθ’ήν τά Άντικυθη- ομοίως προς τά κάτω φερομένην, τήν δέ αριστε­
ραϊκά αρχαία προέρχονται εξ ’ Αργους, ότι έν ρών ομοίως ήρεμα προτεινομένην καί άνέχου-
τή πόλει ταύτη γνωρίζομεν μίαν και μόνην σάν τι ώς φιάλην. Προς δέ βλέπει, έφ’όσον έπι-
τοιαύτην μορφήν, άλλα τοΰ αΰτοΰ μέχρι των τρέπει τοΰτο ή σμικρότης τοΰ τύπου, ότι καί ή
ελάχιστων τύπου. κόμμωσις είναι τοΰ αύτοΰ μετά κρωβύλου όπι­
Ό Παυσανίας δηλαδή αναφέρει έν Ά ργει σθεν τύπου.
ναόν Λητούς καί έν αΰτφ άγαλμα τής θεάς Ταΰτα πάντα έπιτρέπουσι, νομίζω, ήμΐν νά
ταύτης ποιηθέν υπό Πραξιτέλους, προσθέτου έκφράσωμεν τήν ύπόθεσιν, ότι τό αγαλμάτων
τών ’Αντικυθήρων είναι σύγχρονόν τι άντί-
γραφον τής έν Ά ργει Πραξιτελείου είκόνος
τής Χλώριδος. Είναι αληθές ότι ό τύπος τοΰ
άγαλματίου φαίνεται έκ πριοτης όψεως ούχί
Πραξ ιτέλειος, άλλ’ άνήκων εις τά άριστα πρω­
τότυπα τοΰ Ε ’ αίώνος π. X., αλλά ή μέν έπεξερ-
γασία είναι πολλφ νεωτέρα τοΰ Ε ' αίώνος, τίς
δέ βέβαιοι ημάς ότι ό Πραξιτέλης δέν έδανεί-
σθη διά τήν δευτερεύουσαν ταύτην μορφήν, τήν
Ε Ικ ώ ν 29. Εϊκ ώ ν 3°·
θέσιν άπλοΰ κιονομόρφου υποστηρίγματος
ότι «τήν δέ εικόνα παρά τή θεφ τής παρθένου έχουσαν ένα τών θαυμάσιων εκείνων τύπων
Χλώριν όνομάζουσι»Τοΰ συμπλέγματος τού­ τών υπό τών περιφήμων διδασκάλων αύτοΰ
του διέσωσαν ήμΐν ευτυχώς αντίγραφα νομί­ έν άμέσως προγενεστέρα έποχή έπινοηθέντων;
σματα τών Άργείων πλεΐστα3, είκονίζοντα αυτό 'Οπωσδήποτε έχων ύπ’ όψιν τήν μεγίστην
είτε έν τφ ναφ (Είκ. 29), είτε καί έκτος αύτοΰ σπουδαιότητα τοΰ θαυμάσιου τούτου ευρήμα­
(Είκών 30). Ώ ς βλέπει τις, ή Χλώρις είκονίζε- τος τών Αντικυθήρων, πρόσθες δέ καί τήν
ται παρά τή Λητοί φέρουσα ώς Καρυάτίς τις όλως ψαθυράν αύτοΰ κατάστασιν, ής ένεκα
τήν αριστερών χείρα τοΰ αγάλματος τής θεάς. φθείρεται έπί μάλλον καθ’ έκάστην, άνέθηκα
Ό μετά προσοχής παραβάλλων τό ήμέτερον21 εις τον πλήρη μέλλοντος νεαρόν αρχαιολόγον
1 2, 21, 9, ένθα έν συνεχείς καί τά εξής: Νιόβης μεν
κ. Α. Κεραμόπουλλον, βοηθόν μου έν τφ Μου­
θυγατέρα εΤναν λέγοντες, Μελίβοιαν δέ καλεΐσθαι τό έξ αρχής' σείφ, τήν λεπτομερή αύτοΰ περιγραφήν, ήν καί
άπολλυμένων δέ υπό ’Απόλλωνος καί Άρτέμιδος τών Άμφίο- παραθέτω ένταΰθα έν υποσημειώσει3.
νος παίδων περιγενέσθαι μόνην τών αδελφών ταύτην καί
Άμύκλαν, περιγενέσθαι δέ ευζαμένους τή Λητοί. Μελίβοιαν
δέ ουτω δή τι παραυτίκα τε χλωράν τό δεΐμα έποίησε καί ές 1 Εκείνο όπερ έπί τής ένταΰθα μεγεθυνθείσης φωτοτυπι­
τό λοιπόν τοΰ βίου παρέμεινεν, ιός καί τό όνομα έπί τφ κής είκόνος τοΰ νομίσματος φαίνεται ώς ζώνη, προέρχεται
συμβάντι αντί Μελιβοίας αυτή γενέσθαι Χλώριν. Τούτους απλώς έκ τής προσπάθειας πρός σαφή δήλωσιν τών μαστών
δή φασιν Άργεΐοι τό έ| αρχής οίκοδομήσαι τή Λητοί τον τής σμικράς μορφής.
ναόν >. 2 «Άγαλμάτιον γυναικεϊον, χαλκοΰν, ένδεδυμένον, όρθιον,
2 \Imhooi—Blumcr and Ρ. Gardner έ. ά. μ. 37—38 pi. Κ, σωζόμενον από τοΰ λαιμοϋ μέχρι τοΰ κάτω άκρου τής έσθή-
XXXVI—XXXVIII, καί ρ. 159, pi. Ι·Ί·\ XXIV. τος. Ύφος τούτου 0,40 [αρχικόν 0.50 περίπου]. Μέρος τής

— 40 —
'() θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

1 8 . Α ιιολλον (Πίναξ VIIJ, 2) ‘.’Αγαλμάτων πατοΰντος άρχαϊκώς πως έπ’ άμφοτέροιν τών
νεανίου (Οψους 0,53 1',) μετά βραχείας, πάνυ ποδών, προτείνοντος δέ μικρόν τι την δεξιάν*
επιμελα)ς είργασμένης καί υπό λεπτού διαδή­ ής έλλείπουαιν οί δάκτυλοι πάντες σχεδόν έξ
ματος αυγκρατουμένης κόμης, ιπταμένου καί ολοκλήρου, και άνοίγοντος τήν παλάμην τής

κεφαλής καί οί πόδες ίπώύ ηαιιν άπε.σπιισμένοι.Ό δεξιός μετά μέχρις ου είναι καί τό μήκος τών χειριδών, ιός δεικνύουοιν αί
τοΟ έπικαλύπτοντος αυτόν μέρους τής έσθήτος άπεσπάσθη έπί τού πίνακας VI δύο φωτοτυπικοί όψεις. ’Επί τού χιτώνος
νεοκττί. προσαρμόζεται δέ ακριβώς εις τό προσήκον μέρος περιβέβλητάι τό άγαλμάτιον βαρύν, έρεοΰν βεβαίως, πέπλον,
(έν τφ πίνακι ήμών δεν απεικονίζεται). Δεξιά ελλείπει τό μέ­ κλειστόν καί!’ έκάτερα καί πεπορπημένον (πόρπη ή περόνη
ρος από τής μηριαίας χώρας μέχρι τοΰ ποδός.Επίσης ελλείπει δέν φαίνεται) κατά τούς ώμους, επικειμένου τού οπισθίου μέ­
μέγα μέρος τοΰ δείκτου τής δεξιάς χειρός καί πάντες οί ρους έπί τού προσθίου. Ά ν είναι έζωσμένον, δέν φαίνεται,
δάκτυλοι τής άριστεράς, ών σώζεται μόνη ή βιί.σις τών διότι τό άπόπτυγμα τοΰ πέπλου έφαπλοϋται εμπρός μέν καί
φαλάγγι»»·. όπίσω |ΐέχρι κάτω τής όσφύος τόσον, ώστε νά καθιοτφ «ύτήν
Τής κεφαλής, ήτις έβλεπεν εΰΟΰ πρός τά πρόσι», ίσώΟη αφανή, κατά τά πλάγια δέ έτι μάλλον, μέχρι τού μέσου τώι·
μόνον τό καλυπτόμενοι· υπό τών τριχών μέρος σχεδόν όλον. μηρών έκ τής άποστενώσεως όμως τών πτυχών τού πέπλου
ώσεί ήν κεχωρισμένως άπό τοΰ προσώπου είργασμένον, περί κατά τήν όσφύν εξάγεται, ότι είναι έζωσμένον. Έ π ί τού στή­
ο ί φαίνεται, ίΐτι μαρτυρεί ή όι|ιις τών τής θραύσεως κρη­ θους, όπερ άρχαϊκώς ΰπερμαζφ καί έχει τούς μαστούς άγαν
μνών, ιίποτελουμένων έκ δύο έπικεκολλημένων πλακών, ίσως μεμακρυσμένους άπ’ άλλήλων, τό άπόπτυγμα δεικνύει άνω τήν
δε καί μικρός ήλος ολίγον πρός τά αριστερά τής χωρίστρας συνήθη βραχείαν έκπίπτουσαν κατά τό μέσον πτυχήν, άπλοΰ-
διά τής κόμης διήκων καί τά έπικεκολλημένα ελάσματα τών ται είτα άπτυχον κάτι» αύτής ιός καί όπίσω κατά τό αντί­
σιιναπτομένων δύο κυρίων μερών τής κεφαλής, τοΰ τριχωτού στοιχον μέρος καί μόνον κατά τά πλάγια σχηματίζεται, ιός
καί τού άτριχου, σννηλών. Ή κόμμωσις σχηματίζει χωρί­ καί τό λοιπόν μέρος τοΰ πέπλου, είς κατακορύφους εΰρείας
στραν άπό τοΰ μέσου τοΰ |ΐετιόπου μέχρις όπίσω κατά τό αύλακώδεις πτυχάς άνευ διαμέσων κυμάνσευιν. Όπίσω ή ερ­
ΐνίον, ένθα ή κόμη συλλέγεται εις ένα όγκον. Κα θ’ έκάτερα γασία είναι πως άδροτέρα.
τά μέρη άπό τής χωρίστρας άναχωροΰσι διεκτενισμένοι βό­ Τό κάτω μέρος τού πέπλ,οτ' έχύθη καθ’ αυτό, συνεκολλήθη
στρυχοι ώσεί βεβρεγμένοι, όιηυθετημένοι κατά πλατέα κύματα δ1 έπειτα μετά τοΰ άποπτύγματος. Χυτικά αμαρτήματα -τής
καί έξειργασμένοι ιίδρομεροις κατά τρόπον πολλφ νεώτερον έπιδερμίδος τού έργου διορθοϋνται διά βυσμάτων (tasseli)
τοΰ Ε ' αίώνος. Κατά τό πρόσθιον μέρος τοΰ κρανίου περι- συνήθιος τετραγιόνων, ύφ’ ά κρύπτονται πολλάκις αί κορυφαί
θεϊται ή κόμη ΰπό διαδήματος ταινιοειδούς, διαιρούμενου διά διαμπερών ήλιον, ών αί ακίδες φαίνονται ενίοτε έντός τής κοι­
καθέτων γραμμών απλών είς,μετόπας, κοσμουμένας έν τφ λότητας τού αγάλματος (μία κατά τό πρόσθιον μέρος τού
μέσιρ διά κύκλου (πρβλ. Jahri-shuftc 1901, σ. 184, είκ. 201, δεξιού ώμου καί έτέρα μεταξύ τών μαστών. Πρβλ. τόν ήλοι·
ένθα ρόδαξ άντί κύκλου). Τό οπίσθιον μέρος τού διαδήματος τής κεφαλής καί I.echat έν Β. C. II. 1891, σ. 471 έξ.). Διορθώ­
ελλείπει μετά τοΰ τραχηλικού τμήματος τής κεφαλής, έβαινεν ματα τετράγι»να διακρίνονται καί αλλαχού, ώς 1 έπί τής τρίτης
όμως υποκάτω τοΰ κατά τόν τράχηλον όγκου τής κόμης, ιός πτυχής τοΰ άποπτύγματος εμπρός κατά τόν καρπόν τής δε­
δεικνύει ή κατεύθυνσις αύτοϋ κατά τό σφζόμενον μέρος. ξιάς χειρός (άπέπεσε τό βύσμα), 1 κατά τό αύτό περίπου ύψος
’Επάλληλον διάταξιν τιον συγκεκολλημένων ελασμάτων δει­ έπί τής εΰρείας έπιφανείας τοΰ άποπτύγματος έν δεξιφ, 1 έπί
κνύει το άγαλμάτιον καί κατιι τό μέσον ύφος τοΰ λαιμού. Ή τού αριστερού μαστού, 1 έν δεξιφ αύτοΰ όρθογώνιον, έτερον
άπόδραυσις τής κεφαλής απ’ αύτοΰ έπήλίΐε πρός τά όπίσω παρ’ αυτό δεξιά καί 2 έπί τοΰ αριστερού βραχίονος μάλλον
όλίγφ υψηλότεροι· τοΰ σημείου τής συγκολλήσει»;, ένθα άκρι- τετράγωνα, όπισθεν δέ 1 έπί τού άποπτύγματος άρχομένου έν
βιίις τό άπλοΰν χαλκοϋι· έλασμα, τό άποτελοΰν τόν τράχηλον, άριστερφ κατά τόν άριστερόν βραχίονα, 1 κατά τήν αριστε­
ήν λεπτόν, μικρόν παρέχον άιτίστασιν. ρόν ώμοπλάτην καί 1 μέγα κατά τήν όσφύν.
Τών ποδών ό μέν άριστεράς ιός κεκουφισμένος προέχει τής Ούδεμία προσπάθεια καταβάλλεται πρός ύποδήλωσιν τού
έσθήτος καλυπτούσης τόν ταρσόν, καί φέρει σανδάλιον μετά ύπο τήν έσθήτα σώματος πλήν τοΰ στήθους. Α ί χείρες άντι-
ζυγώ ν υπέρ τούς δακτιίλους, κατασκευασδέντοιν χωριστά καί θέτιος πρός τήν λοιπήν κατά τό στήθος καί τήν πτόχιοσιν αρ­
πρυσαφΟέντων καί ήλοις (είς μετά τετραγιόνου τομής είναι χαϊκήν αιίστηρότητα είναι λίαν ευπλαστοι. Καί ή μέν δεξιά
εμφανέστατος έπί τοΰ παραμέσοιι δακτύλου). Τοΰ δεξιού πο- καταπίπτει συγκλείουσα άβιάστως τούς δακτύλους, ιός εϊ έκρά-
δός| όστις βαίνει κατιι την κατιικύρυφον τοΰ κέντρου τοΰ βά­ τει οίνοχύην, (μία όπή έν τή παλάμη καί δύο κατά τόν άντί-
ρους καί βαστάζει τό σώμα, προέχουσι τής έσθήτος μόνον οί χειρα είναι ή λείψανα προοηλώσεως ή φθορά). Ή αριστερά
τρεΤς πρώτοι δάκτυλοι έν μέρει. Χανδιίλιον δέν διακρίνεται. κάμπτεται κατά τόν αγκώνα όριζοντίως πρός τά πρόσω καί
Τό άγαλμάτιον είνε περιβεβλημένον πρώτον ιωνικόν χιτώνα έχουσα άναπεπταμένον τό θέναρ έκράτει πιθανώς φιάλην ίν
ή χιτωνίσκον χειριδωτόν, όοτις, καταλείπων γυμνόν τόν λαιμόν διαθέσει σπενδούσης ή οίνοχόου (πρβλ. Έθν. μουσ. αΐθ. άναθ.
καί τι τού άνω μέρους τού στήθους, φαίνεται ενταύθα τε καί άναγλ. 1986—.Koscher, Lux. έν λ. Herns σ. 2558, Είκ. 4. Έφημ.
κατιι τούς βραχίονας. Αί πτυχαί αύτοΰ είναι κυματοειδείς καί Άρχ. 1889 πίν. 2. Fnrtwfinglcr, Beschr. tier Berl. Vascnsamml.
οτενιιί καθώς λεπτού λινού υφάσματος οίλου (crepe), δχθοιβος 2706, 9141. Monument! ineil. 1, π. 52. Beschrcibung rlcr anlik.
(bnrdure) δέ έκ διαφόρου κράματος— ίσως ιΐργυρούχου-αμαυ­ Sculpturen, Berlin 1891, N° 814). Τρήμα διαμπερές υπάρχει
ρού χρώματος, έμπαιστικώς ένηρμοσμένος, περιθέει έμπρο­ έν τφ μέσιμ τοΰ θέναρος προερχόμενον έκ τής πάλαι συνη-
σθεν τό ΰπό τόν λαιμόν (ΐέρος καί την συρραφήν, τήν κατά λώσεως τής φιάλης».
τόν όελτοειδή κατερχομένην μέχρι τού ιιέσου τού βραχίονος, 1 Ίδέ καί Έφημ. Άρχαιολ. 1902, πίν. 14 καί 1(ΙΛλ

— 4.1
I)
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τω ν Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

χειρός, ώς αν έκράτει έν αυτή φιάλην—νΰν έλ- Ή έπεξεργασία τού άγαλματίου τούτου,


λείπουσαν—, έξ ής έσπενδε κλίνων αυτήν προς όπερ είναι τό άρχαιότερον πάντων τών Άντι-
την γην. Τής προς τά κάτω φερομένης άριστε- κυθηρα'ικών, είναι τελειοτάτη, ούδέν βύσμα
ράς οί δάκτυλοι, πάντες σώοι, είναι τοιουτοτρό­ παρουσιάζουσα, ή δέ τεχνοτροπία αυτού άνήκει
πως συνεσταλμένοι, ώστε πάντες μέν όμοΰ, συν άσφαλώς είς τά μέσα τού Ε ' αίώνος π. X., κα­
στυλίσκφ έφηρμοσμένφ έν τη παλάμη, άφήνου- λώς δ ’ άνεγνωρίσθη αυτή — πάντων τών αρ­
σιν έν μέσφ αυτών μέγαν αυλόν, ό δέ μέσος χαιολόγων έν τούτφ συμφωνούντων — ώς ή
δάκτυλος έξέχων τών λοιπών σχηματίζει μετά Πολυκλείτου τού ’Αργείου, ου σαφώς βλέ-
τής ράχεως αυτών έτερον έλάσσονα αυλόν. πομεν έν τφ παρόντι έργφ τό τετραγωνικώς
Ώ ς δέ διδάσκουσιν ή μας σπάνιά τινα άγάλ- ισχυρόν, ήρεμον, άσφαλές καί μαθηματικώς
ματα 1 καί νομισματικοί τύποι1234 την αυτήν διά- άκριβές. Πάντως δέ εί μή έξ αυτών τών χει-
θεσιν τών δακτύλων παρουσιάζοντες, διά μέν ρών τού Πολυκλείτου, όμως έκ τού έργαστη-
τοϋ μείζονος αυλού διήρχετο τόξον, τφ στυ­ ρίου αυτού θά έξήλθεν ό νέος ούτος μαργαρί­
λίσκφ καθηλωμένου έν τη χειρί, διά δέ τού της τού Εθνικού ημών μουσείου!
έλάσσονος βέλος. Επειδή δέ ταΰτα είκονίζου- 1 9 . Δ ι ο μ ή δ η ς (Πίναξ VII) ι. ’Αγαλμάτων
σιν ’Απόλλωνος, συμπεραίνομεν ότι καί τό ύψους 0,43, είκονίζον άνδρα άγένειον, προτεί-
ήμέτερον άγαλμάτιον παριστφ τον αυτόν νεαρόν νοντα τον δεξιόν πόδα, ου είναι κατά τό ήμισυ
θεόν, τοσούτο) μάλλον καθ’ όσον προς τούτο έφθαρ μένος ό μέγας δάκτυλος, καί βαίνοντα
συμφωνεί κάλλιστα καί παν τό λοιπόν τού ήρεμα άλλα μετά σθένους καί προφυλάξεως.Τού
άγαλματίου παράστημα λ Οί οφθαλμοί, οί μα­ άριστερού ποδός έλλείπει τό άκρον μετά πάντων
στοί καί τά χείλη μετά τών όδόντων, νύν άπο- τών δακτύλων. Τήν κεφαλήν, περί ήν διάδημα,
λεσθέντα, ήσαν πρόσθετα, ίσως έξ αργύρου ώς στρέφει ό άνήρ μικρόν τι προς άριστερά άπει-
τά τού γνωστού χάλκινου άγαλματίου τού μετά λητικώς βλέπων τήν δεξιάν, ής έλλείπει ό άντί-
κριού Έ ρμού \ Τό μετά τήν άπώλειαν τών χειρ καί ή φάλαγξ τού όνυχος τού μικρού δα­
χειλέων καί όδόντων άπομεΐναν κενόν είναι κτύλου, έχει μικρόν προτεταμένην, ώς άν έκράτει
τόσον μέγα, ώστε έξάγομεν ότι τό στόμα τού έν αυτή ξίφος γυμνόν έτοιμος προς μάχην προς
θεού είκονίζετο κατά τό ήμισυ άνεφγμένον, όπερ τούτο δέ συμφωνεί καί ή Οέσις τών δακτύλων
άναμιμνήσκει ημάς ότι μνημονεύεται καί τι τής δεξιάς, έφ’ όσον σφζονται.Έν τη κεκαμμένη
άγαλμα ’Απόλλωνος κεχψότος *· Προς τούτοις άριστερά, ής έλλείπουσιν όλοι οί δάκτυλοι
άποκεκρουσμένη είναι νΰν ή άκρα τής ρινός, καί περί ήν ελίσσεται ή άπό τού άριστε­
έφθαρμένη δέ ή έπιδερμίς τού άριστερού πο- ρού ώμου ήρτημένη χλαμύς, έκράτει άντικεί-
δός. Κατά δέ τά λοιπά ή διατήρησις τού άγαλ­ μενόν τι, όπερ ήτο κεκλιμένου έπί τού πήχεως
ματίου είναι άρίστη. καί διά τού βάρους έπίεζε καί παρεμέριζε τό
έπί τού βραχίονος μέρος τής χλαμύδος.
1 Beschreibung der antiken Scnlpturcn, Berlin 1891, N° 51.—
Overbeck,Kunstmythologie Bd. Ill (Apollon) p. 229.— S. Reinach, Ούτω τό όλον τού τύπου συμφωνεί μέχρι
Repertoire dc lastatuairc II p. 104,2.— Ίδέ καί τόνΠάριντοΰ έν τών έλαχίστων προς τον κοινότατον τών τύπων
Μονάχφ μουσείου: Brunn, Description de la Glyptotheque N° 66.
2 Overbeck έ. a. Mttnztafel I, 24, καί III, 9, 44.
τού ’Αργείου ήρωος Διομήδους, φέροντος έν
3 Πβλ. τό έκ Βονωνίας χαλκοϋν άγαλμάτιον τοΰ Νομισμ. μέν τή άριστερά τό τρωικόν Παλλάδιου—όπερ
μουσείου τών Παρισίων: Babelon - Blanchet, Catalogue des κατόπιν άνέθηκεν έν Ά ρ γ ε ι2—, έν δέ τή προ­
bronzes antiques de la Biblioth. Nationale (Paris 1895), 98 Ant,
expl. 111,2,158, καίτό έκ τοΰ Κουρίου τής Κΰπρου χαλκοΰν άγαλ­ τεταμένη δεξιφ ξίφος γυμνόν, ετοίμου όντος προς
μάτιον ’Απόλλωνος άπεικονισθέν παρά Cesnola, Cyprus, p. 345. άμυναν κατά τών έχθρών, διά μέσου τών οποίων
4 Jahrbuch des Archaeol. Inst. 1887, p. 133 Taf. 9.
4 Πολέμων, παρά Κλήμεντι τφ Άλεξαν.. ΙΙροτρεπτικός, ' Ίδέ καί Έφημ. Άρχ. 1902. πίνακας 15 καί 16, Β \
σελ. 117. 2 Imhoof-Blumer and Ρ. Gardner, Num. Comm, on Pans. p.40.

— 42 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

υποτίθεται δτι μετά προφυλάξεως βαίνει. ΙΙρβλ. τοΰ αγάλματος. ’Επίσης αδυνατών (ό)ς πάντες
τό έν τή Γλυπτοθήκη τοΰ Μονάχοι) πασίγνω- σχεδόν ανεξαιρέτως οί τής έποχής ταύτ»Ίς
nrov άγαλμα τοΰ Λιομήδους. τά πολλά αύτοΰ σφραγιδογλύφοι τών νομισμάτων) νά παρα-
στήσΐ] τήν μικράν προς αριστερά κλίσιν τής
κεφαλής τοΰ ήρωος παρέστησεν αυτήν εντελώς
προς άριστερά έστραμμένην.
• ·
Klxmv 3*· ΕΙκώ ν 3,2 . Είκιθν 3.1 ■
20. Έ ρ μ η ξ α ι ς κ ο β ο λ ο ϊ : (ΓΙίναξ VIII, 1)
’Αγαλμάτων έπί βάσεως κυλινδρικής λίθου
ομοιότυπα και τούς ενταύθα (Εικόνες 31, 32, 33) λακωνικού2 βαθέως έρυθροΰ, ένεσφηνωμένους
άπεικονιζομένους τρεις δακτυλιόλιθους τοΰ έν έχον τούς πόδας έν τφ βάθρψ διά χαλκών
Βερολίνφ μουσείου εμβόλων μολύβδφ προσκεκολλη μενών. "Υψος
Α( κόραι τών οφθαλμών τοΰ άγαλματίου, αύτοΰ 0,25, τής βάσεως δέ 0,0!) 1 .,,ής διάμετρος
έλλείπουσαι νΰν, ήσαν ένθετοι ώς καί τά έπίσης 0,14 1 2. Ή βάσις προς άσφαλεστέραν μεταφο­
άπολεσθέντα αιδοία. ΤΙ επί τοΰ κρανίου ράν έχει είς τά πλάγια δύο τετραγώνους αποφύ­
κατά τδ δεξιόν μέρος όπή ήτο άλλοτε βεβυ- σεις. Ελλείπει ό δεξιός βραχίων άπό τοΰ ώμου
σμένΐ) καί οφείλεται εϊς τόν τρόπον καθ ’ όν σχεδόν ολόκληρος, πρός δέ αί φάλαγγες τών
έχύθη τό αγαλμάτων (ΐδέ ανωτέρω σελ. 29). ονύχων τής αριστερός χειρός καί οί ένθετοί
Καθ ’ δλην δέ την επιφάνειαν αύτοΰ όρώνται ποτέ μαστοί τοΰ άγαλματίου τούτου, ου καί ή
πλείστα στρογγυλά, μάλιστα δέ τετράγωνα έπιδερμίς ύπέστη μεγάλην βλάβην. Ούχ ήττον
βύσματα σμικρά. Ή διατήρησις τής έπιφανείας δμως διακρίνει τις καί νΰν δτι έχύθη μετ’ άκρας
τοΰ δλου άγαλματίου είναι λίαν κακή, μή έπιμελείας, ούδέν βύσμα παρουσιάζον, καί έν
έπιτρέπουσα ασφαλή κρίσιν περί τής έποχής γένει δτι «it was plainly a little masterpiece»3.
εις ήν άνήκει, αλλ’ ήτις αδύνατον νά είναι νεω- Είκονίζει δέ έφηβον νεανίαν ίστάμενον στερ-
τέρα τής έποχής τών Διαδόχιυν. ρώς έπ’ άμφοτέρων τών ποδών, ων ζωηρώς
Έ ν τή πατρίδι αύτοΰ Διομήδης ό ’Αργείος προτάσσει τόν δεξιόν, κλίνων συγχρόνως τούς
εΐχεν, όις ήτο επόμενον, πολλά αγάλματα. Τοΰτο ώμους πρός τά όπίσω. Τόν αριστερόν βραχίονα
δ ιδάσκουσιν ή μάς έναρ- κάμπτει είς γωνίαν άμβλεΐαν, ό>ς δέ φαίνεται
γώς τά νομίσματα2.Ό τ ι έκ της θέ.σεως τών λειψάνων τής χειρός, έκρά-
δέ τό αγαλμάτων ημών τει έν αύτή μέγα τι καί βαρύ άντικείμενον έρει-
άντι γράφε ι έν τών αγαλ­ δόμενον έπί τοΰ πήχεως Τής δεξιάς δέ χειρός
μάτων τούτων, διδά- έλλειπούσης, είναι διίσκολον ν ’άναγνωρίση τις
σκουσι σαφώς τά έκ τής ασφαλώς τόν τόπον τής δλης στάσεως, ούχ ήττον
αύτοκρατορικής έποχής δμως φρονώ δτι ό κ. Bosanquet4 έμαντέυσε τό
νομίσματα τής πόλεως, αληθές έ,νθυμηθείς τόν δισκοβόλον Ναυκΰδους
έφ’ώνείκονίζεται άγαλ­ τοΰ ’Αργείου, τοΰ έπισημοτάτου τών μαθητών
μα Αιομήδους άπαράλ- τοΰ μεγάλου Πολυκλείτου. Τά τόν περίφημον
λακτον (Είκών 34), μετά μόνης τής μικρός άνά τόν ελληνικόν κόσμον Δισκοβόλον ή ορθό­
διαφοράς ότι. προς πλήρωσιν τοΰ εκατέρωθεν τερου είπείν 'Ερμήν δισκοβόλον τοΰ ’Αργείου
τοΰ νομισματικού τύπου κενού ό σφραγιδο-
γλύφος έξέτεινε κατά τι μάλλον τάς χείρας
1 Ί Μ καί Έφΐ)|ΐ. ‘Λρχ. 1902, «ίν. 17.
1 FurtwSnglcr, llc*chr. tier geschn. Steine N° 1.148, 2409, - Ό μοιου λίθου τεμάχια «παντώσιν ί·σπαρμένα έν νΑργΕΐ,
8241, κλπ. κλπ. ΤίρυνΟ ι καί άλλαχοϋ τής Άργολίίίος.
2 Imhoof-Blumcr an<J P. Gardner f. ά. μ. 89 40 pi. K, 3 lin»anquct εν τ(Ι> Jour, of Hell. St. vol. X X I (1901) μ. 35.
Χ Μ Π — Xl.V. * ΑύτόΟι.

— 43 —
*0 θησαυρός τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

Ναυκύδους άντιγράφοντα άρχαΐα νομίσματα, Ο ΕΞ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑΝ ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ


οΐα π. χ. τά τής Φιλιππουπόλεως (Είκών 35), ΤΠΟ ΠΕΡΙΚΛΕΟΤΣ ΡΕΔΙΑΔΟΤ
μάλιστα δε τά τής Άμάστρεως του Πόντου
α ) Περιγραφή τον όργάνον.
Μεταξύ των έκ τού βυθού τής θαλάσσης
τών ’Αντικυθήρων έξαχθεισών αρχαιοτήτων
συγκαταλέγεται περιεργότατον άλλ’ άγνωστου
σκοπού καί χρήσεως δργανον, τό όποιον, καίπερ
σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν κατεστραμμένον έκ
τής μακροχρονίου έν τφ βυθφ έν επαφή μετά
Είκώ ν 35· ΕΙκ ώ ν 3®·
τού θαλασσίου ύδατος και υπό πίεσιν πολλών
(Είκών 36)1, ής τά νομίσματα πιστώς άντιγρά- ατμοσφαιρών διαμονής, έν τούτοις ένέκρυπτε
<ροντα τά περιφημότερα των αγαλμάτων τοΰ άρ- σύστημα μηχανικής κινήσεως θαυμάσιον. Περί
χαίου κόσμου, όμοιάζουσι μέχρι των ελάχιστων τής πολύπλοκου ταύτης κινήσεως τής διά τού
προς τον τύπον τοΰ έξ ’Αντικυθήρων άγαλματίου. έν λόγφ οργάνου έπιτυγχανομένης ούδαμού
υπάρχει καί ή ελάχιστη πληροφορία οπωσδή­
β') Διάφορα χαλκά Αντικείμενα.
ποτε, ήθελε δέ τούτο άποκαλύψει πολύτιμον
21. Α στρολάβος (Πίναξ X και IX 6). Ίο αληθώς καί όλως άγνωστον σύστημα μηχανι­
περιεργότατον πάντων των Άντικυθηραϊκών κόν, αν δέν έξήγετο έκ τής θαλάσσης έντελώς
ευρημάτων είναι μηχάνημά τι χαλκοΰν λίαν σχεδόν κατεστραμμένον. Λιότι άτυχώς ή επή­
πολύπλοκον καί πρωτοφανές, περ'ι ού σμικρόν ρεια τού θαλασσίου ύδατος έσχημάτισεν οστρα­
μετά την άνακάλυψιν έτόλμησα νά γράψω κώδεις επικολλήσεις δαπάνη τής μεταλλικής ύλης,
την εικασίαν δτι είναι είδος τι αστρολάβου. Μή έξ ής τό δργανον κατεσκεύασται, καί επομένως
έχων είδικάς γνώσεις, ΐνα σαφώς περιγράψω δυσχερέστατα αποσπώ μένας καί μετά κινδύνου
αυτό, άποβλέπων δέ και εις την μεγάλην αύτοϋ παραμορφώσεως τού οργάνου, πανταχού δέ
σπουδαιότητα, παρεκάλεσα τον προς τούτο άρ- έξ ολοκλήρου μετεβλήθη ή σύστασις τού μετάλ­
μοδιώτατον έν Έλλάδι κ. Περικλή 'Ρεδιάδην λου υπό τάς άνω έπηρείας ούτως ώστε νά
— ανθυποπλοίαρχον τοΰ Β. Ναυτικού και καθη­ θραύηται καί είς την έλαχίστην βίαν, ήν ήδύ-
γητήν τής Γεωδαισίας κα'ι Υδρογραφίας έν νατο νά έπενέγκη ή χειρ τού καθαριστοΰ έπ’ αυ­
τή Βασιλ. Ναυτική Σχολή, γνωστόν και παρά τού· ένιαχού πάλιν επί τοσούτον είναι διαβεβρω-
τοΐς άρχαιολόγοις ένεκα τής σπουδαίας αυτού μένον τό μέταλλον, ώστε ν ’ άπολέση καί αύτήν
μελέτης περί τής έν Σαλαμΐνι ναυμαχίας—,ΐνα ακόμη την αρχικήν μορφήν, ήν έ'δωκεν αύτφ ό
μελετήση κα'ι περιγράψη αυτό. Χάριτας δέ πλεί- κατασκευαστής· τέλος δ’αί πολλαπλαΐ έν πινακίσι
στας ομολογώ αύτφ προθύμως πράξαντι τούτο καί έν εΐδει οδηγιών προς χρήσιν, ως θέλομεν
καί παρασχόντι μοι τό ακόλουθον άρθρον 12. ΐδει, τού οργάνου έπιγραφαί, αϊτινες συνώδευον
αυτό, είναι σήμερον συμπεπιλημέναι έν άμόρφφ
1 Habich, Hermes Discobolos auf Miinzen; Διεθν. Έφημ. κατά τό πλεΐστον μάζη.
της Νομ. Άρχ. τόμ. Β ' (1898) <τελ. 137 κ. έξ.— Ίδέ καί Schlos- Τό εύρημα τών ’Αντικυθήρων άποτελούσι
ser: Num. Zeitschr. Bd. X X III, S. 13. 35 Taf. 35.— Imhoof-Blu-
mer: Zeitschr. f. Num. Bd. XX. p. 269. Taf. X. 2. — British Mus.
νύν τρία κυρίως τεμάχια καί εΐς μικρός τρο­
Cat. Pontus p. 87,21 PI. XX. 7.— Mionnet, II 393,34. χός, χαρακτηριζόμενα έν τφ πίνακι X διά τών
2 Τφ αύτφ κ. 'Ρεδιάδη οφείλω πλείατας πολυτίμους πλη­ γραμμάτων A, Β, C, D, ούτως ώστε έκαστον
ροφορίας περί τής άνελκύσεως των Άντικυθηραϊκών, πεντάκις
μεταβάντι εις ’Αντικύθηρα επί τής «Μυκάλης», ής έπέβαινεν
τών γραμμάτων τούτων νά παριστά άμφο-
<ός αξιωματικός, και παρακολουθήσαντι τά κατά την άνελκυσιν. τέρας τάς όψεις έκάστου τεμαχίου (1 -2 ). Τά

4 4 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ‘Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

τεμάχια ταύτα παρέχονται έν τφ πίνακι ύπό μορφής τού σχ. 2 , δι’ ής παρείχετο είς τόν άξονα
σμίκρονοιν 1 τούτοι' περιστροφική κίνησις, μεταδιδόμενη
Το τεμάχιον Α άποτελούσι δύο ορθογώνιοι πιθανώς είς τόν μέγαν τροχόν τής 1 δψεως.
(0μ, 135 X 0μ, 1(10 περίπου) μεταλλικά! πλάκες Τέλος έπ! τού τροχού και παρά τήν προσθήκην
ώσει δύο χιλιοστών πάχους, προς άλλήλας ήλω- φαίνεται έτερος κάθετος έπ’ αύτοΰ διπλούς στυ­
μέναι ούτως, ώστε ν ’ «ποτελώσι μ(αν ένιαίαν λίσκος ύψους ώσε! 3 έκατ., όρίζων οίονε! σκο­
πλάκα, τών Ιχνών τών ενωτικών ήλων διαφαι- πευτικήν γραμμήν παρά τήν προσθήκην ταύτην.
νομένων ενιαχού. ΈπΙ τής μιας δψεως ( 1 ) Τού αύτοΰ τεμαχίου Α ή 2 δψις παρέχει
της οΰτω σχηματιζομένης πλακός περιφέρε­ τά πλειότερα ϊχνη τού πολυπλοκωτάτου μηχα­
ται περί κάθετον έπ! τής πλακός και έν τφ νήματος έπ! τής έτέρας τών δΰο πλακών, αιτι-
μέση) αυτής πόλον α μέγας οδοντωτός τροχός
διαμέτρου 0μ, 131 μετά τεσσάρων άνισοπλα-
τών άκτίνων προς όρθάς. Διακρίνονταί που
καί που ίχνη τής ξύλινης πυξίδος, έν ή ήτο έντε-
θειμένον τό δργανον, ώς επίσης καί τις σχαστη-
ρία β τηρούσα τον τροχόν παράλληλον τφ
έπιπέδφ τής πλακός κατά τήν περιφοράν αύτοΰ·
φαίνεται δέ δτι πλείονες τοιαΰται σχαστηρίαι
ένυπήρχον. ΈπΙ πλέον εις γ προς τά δεξιά και νες άποτελοΰσι τό τεμάχιον Α. Ή δψις αύτη
άνω εΰρηται ώσει ή πλήμνη ετέρου μικρού (σχ. 3) αποκαλύπτει κύκλον διαμέτρου περί­
οδοντωτού τροχού καταστραφέντος κα! άλλη- που 0μ, 104 περ! πόλον ε, τού όποιου ή οδον­
λουχουμένου μετά τού μεγάλου, ή, δπερ κα! τωτή περιφέρεια φέρει έπ’ αυτής δακτύλιον
πιθανώτερον, ή κεφαλή τού πόλου μικρού έπίσης οδοντωτόν, ομόκεντρον τφ κύκλψ κα!
τροχού έπ! τής έτέρας δψεως (2 ) όμοταγώς έπικεκολλημένον αύτφ κατά τι μικροτέρας ή
τούτη) φαινομένου. Έ κ τών οστρακωδών έπι- αυτός διαμέτρου.Ό οδοντωτός ούτος δακτύλιος
κολλήσεων, αΐτινες ώς έπ! τό πλεΐστον όμοιο- φέρει όρθογωνικάς δύο έτέρας μικράς έξο-
γενώς καλΰπτουσι τήν δι)>ιν ταΰτην άναπτυ- χάς ζ. Τό ήμισυ σχεδόν τού κύκλου τούτου
χθεΐσαι έλευθέρως, συνάγεται δτι ή δψις αύτη μετά τών οδοντωτών περιφερειών έλλείπει, άπο-
τού οργάνου διετέλει. έν ελευθέριά επαφή μετά σπασθέν μετ’ άλλου τεμαχίου μή εύρεθέντος.
τού θαλασσίου ΰδατος, δπερ διέβρωσε τό Έ π! τού κύκλου τούτου εύρίσκεται έπι πλέον
μεταλλικόν λεπτόν επικάλυμμα τής πυξίδος. είς μικρός οδοντωτός τροχίσκος η διαμέτρου
Τέλος είς τό αριστερόν μέρος τής δψεως ταύτης ώσει 0 μ,028, συγκροτούμενος διά τίνος σχα-
κα! περί τό μέσον αυτής έγείρεται προσθήκη στηρίας τηρούμενης είς τήν θέσιν διά τής
τις, ήτις όρωμένη έκ τού έφηλίδος θ, ένφ είς γ διακρίνεται μικρός τροχί­
πλαγίου φαίνεται έχουσα τήν σκος, ού ή κεφαλή τού πόλου φαίνεται έπ! τής
μορφήν περίπου τού σχ. 1 , δψεως 1 είς γ. Ό τροχίσκος η φέρει εντομήν
ένφ παρ’ αυτήν ΐσταται είς τετραγωνικήν ι, ήλληλουχεϊτο δ ’ούτος μεθ’ ετέ­
στυλίσκος· σκοπός ρου τροχίσκου κεκαλυμμένου και ευρισκομένου
τής προσθήκης ταύ- περί τό κέντρον ε τού κύκλου μετά τών οδοντω­
ϊ *. . <Εΐ*. 3»). Σ χ . 3 <Εΐ*. 38) τηςφαίνεταιδτιεΐναι, τών περιφερειών και υπέρ αυτόν. Έ π ι τής
δπως ύποβαστάζη κυλινδρικόν άξονα διαμέτρου δψεως ταύτης και είς κ διακρίνεται σύμβολόν τι
3 έκατ. περίπου, φέροντα έν τφ μέσφ έγκάθι- προέχον τής μορφής ΡΙ, δπερ κατά πάσαν
σιν, έντός τής δποίας ένεκάθητο κλείς τις τής πιθανότητα άνήκεν είς τήν εσωτερικήν δψιν

— -45 —
Ό θησαυρός τών Άντιχν&ήρων

τής έτέρας πλακός τοϋ αύτοΰ τεμαχίου, ένφ 1 Έ ά ν την δ(ιοπτείαν ή διόπτραν
προς το μέσον τής όψεως ταΰτης και προς τά δέκα ΰπολ(ογίζειν;). . . .. ·
υπό δέ την . . . .
κάτω εύρίσκονται λείψανα επιγραφής. Τέλος
α .......
δρωμένου πλαγίως τοΰ τεμαχίου τούτου φαίνε­ 5 ε ..... .
ται οτι ύπδ τον κύκλον εύρίσκονται έπ'ι τοΰ (στίχοι 6 -1 1 όλοσχερώς έφΰαρμένοι)
αύτοΰ πόλου ε τοΰ κύκλου δύο τροχίσκοι δια­ . όάλ....
μέτρων περίπου 0 μ, 025 καί 0μ, 020, έξ ών ό είς προέχον[το]ς
ήλληλουχεΐτο μβθ’ ενός οδοντωτού τροχού περί [περιφερειών . . . .
15 τος τό δέ . . .
πόλον τον λ ύπό τον κύκλον μετά των οδον­
τής Ά φ ρ . . .
τωτών περιφερειών ευρισκόμενον καί μή φαινο­ του . ... Σ
μένου έν τφ σχήματι,ό δ ’ έτερος ίσως ήλληλου­ [μοιρο]γνθ)μ<>[νιον], (όταν) ύ[πει]σ[δυομένας ΐδης τάς τοΰ}
χεΐτο μεθ’ ετέρου τροχίσκου, ού ό πόλος μόλις ήλιου άκτΐν[ας εξ ώ (;) Jv ήλιον. . .
διακρίνεται είς μ. Είς ν τέλος διακρίνεται ίχνος 20 ............. υ α ρ ..................τό δ έ . απο
ενός ενωτικού τών δύο πλακών ήλου. ................................................μεν
Τό τεμάχιον Β παρουσιάζει ομοίως δύο
................ δε . ον
αξιοσημείωτους όψεις. Έ π ί τής l'ns όψεως, 24 ................μένα
ήν παρέχομεν επίσης καί έν πίνακι IX (6) είς
Έ π ί τής 2 όψεως τοΰ αύτοΰ τεμαχίου φαί­
τό πραγματικόν μέγεθος, φαίνονται ασαφή
νονται πλείονες ομόκεντροι βαθέως κεχαρα-
λίαν τμήματα επιγραφής έκ τής οπίσθιας
γμένοι καί κατά 0μ,006 άλλήλων διεστηκότες
όψεως, επομένως αντίστροφος, άτινα μετά κό­
κύκλοι, οιτινες πιθανώς έχρησίμευον ώς ίθυν-
που άναγνωσθέντα ύπό τοΰ κυρίου Σβορώνου
τηρίαι, έφ’ ών έβάδιζεν άκίς τις ευρισκόμενη
τη βοήθεια έν τισι τοΰ κ. A. Wilhelm έχουσιν
είς τό έτερον τών περάτων διχαλωτού πολυ­
ώς εξής έν εύθείφ άντιγραφη:
συνθέτου δείκτου δ, κινητού περί άξονά τινα
1 ΕΑΝΤΗΝΔ . . . . β έκκέντρως προς τον άξονα α τών ομοκέν­
ΔΕΚΑΥΠΟΛ . . . τρων κύκλων διατεταγμένοι' καί δι’ οδοντω­
Υ Τ Τ Ο Δ Ε ................
A ...................... τών τροχίσκοιν έφωδιασμένον, 0μ,028 δέ διαμέ­
δ Ε .............. τρου. Ύπό τον άξονα α διακρίνονται ώσεί ίχνη
ετέρου όδοντωτοΰ τροχίσκου έκ τοΰ πλαγίου
■C
δρωμένου τοΰ τεμαχίου.
Τό τεμάχιον C έπί μεν τής 1 όψεως φέρει
10 ίχνη έπιγραφής κατ’ εύθεΐαν άναγινωσκομένης,
έξ ής ό κ. Σβορώνος διέκρινε μόλις τά γράμματα
. Ο Α Λ ...................
ΤΤΡΟΕΧΟΝ . . Σ . . . . . ......... ................................. Π Ο .
φΕΡΕΙΩ Ν ............... ...........................................ΙΚΟΜΑ
15 Τ Ο Σ Τ Ο Δ Ε . . . . ...............................ΙΝΩΝ (λευκόν)
Τ Η Σ Α Φ Ρ ............... (μία λευκή γραμμή)
Τ Ο Υ ____Σ . . . .
............... .....................ΞΩ . . . ΤΑΝ
Γ Ν Ω Μ Ο .................. Υ. . . Σ .........................................
..........................................·ί . ΟΠ
Η Λ ΙΟ Υ Α Κ Τ ΙΝ ............ Ν Η Λ ΙΟ Ν ............
2 0 .............Υ Α Ρ .......................... - Τ Ο Δ Ε . Α Π Ο ------ ήτις έπιγραφή είναι τμήμα πλειόνων επι­
................................................................ Μ Ε Ν . . γραφών, έπί δέ τής 2 όψεως ένα προέχοντα

. . Δ Ε . ΟΝ . . . 1 Ώ ς πρός τάς συμπληρώσεις Ιδέ την έν σελ. 50 σημείω-


2 4 " ................ΜΕΝΑ . . . σιν 1 τοΰ κ. Σβορώνου.

46 -
'O {h ja a v g b c τώ ν Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

κύκλον λλ, ου τό κέντρον εύρίσκεται εις κ, τέ- τότε άπ’ εύθείας καί όμοταγώς φαίνονται τά
μνοντα έτέραν προέχουσαν καμπύλην μμ κατά γράμματα τοΰ πρός τό μέσον τής όψεως 2
τό σχ. 4. Πλησίον τοΰ κέντρου τοΰ προέχον- τοΰ τεμαχίου Α τμήματος επιγραφής, διακρί-
τος κΰκλου άναγινώσκεται έν Τ, φαίνεται δέ νονται δέ κάί τινα αποτυπώματα έκ τής 2 όψεως
κινούμενη καί βαίνουσα από τοΰ σημείου τοΰ τεμαχίου C. Τέλος έπειδή ή έπί τής 1
α, ευρισκομένου είς όψεως τοΰ τεμαχίου Β έπιγραφή άναγινώ-
άπόστασίντινα άπό σκεται άντεστραμμένη, φανεροί' δτι ή όψις 2
τοΰ κέντρου κ, ώσεί τοΰ τεμαχίου Β ύπερέκειτο ούτως, ώστε μεταξύ
γραφίς τις. Ά πό τοΰ τεμαχίου τούτου Β καί τών λοιπών δύο
τοΰ πόλου α τής Α καί C έμεσολάβει ή έπιγραφή, ήτις πιθα­ t
γραφίδοςταύτηςώς νόν νά μη ήτο μία αλλά πλείονες. "Οτι δέ τό
άπό κέντρου ήτο τεμάχιον τοΰτο Β άνήκεν είς τό αύτό δργανον,
έντός τοΰ προέχον- φαίνεται καί έκ τής ταυτότητος κατά τε την
Σχ. 4 (Ε Ιχ . 4°)
τος κύκλου έκκέν- κατασκευήν καί την διάμετρον τών αξόνων β
τρως προς αυτόν εγγεγραμμένος μικρός κύκλος (τεμ. Β, όψις 2α) καί τής έν τφ σχήματι 2 παρι-
w άπεσπασμένος ήδη, ού ίχνος μόνοι1άμυδρόν σταμένης κλειδός, ήτις μετέδιδεν είς τον έπί τής
αλλά χαρακτηριστικόν διαφαίνεται. προσθήκης (σχ. 1) άξονα την κίνησιν. Καί
Τέλος οδοντωτός τροχίσκος D ώσεί 0μ,022 άλλη τέλος παρατήρησις έπικυροΐ δτι αί έπι-
διαμέτρου φαίνεται συμπληρών τό όλον. γραφαί άφεώρων είς τό δργανον έπ’ αύ­
τών άναγινώσκεται ή λέξις «[περιφερειών»,
β') Παρατηρήσεις ηερϊ τοΰ όργάνου.
ήτις βεβαίως αρμόζει νά άποδοθή είς τάς έπί
Παρατηρητέον ν ΰ ν : τής 2 δψεως τοΰ τεμαχίου Β συγκεντρικάς περι­
Α ) Ό τ ι τό δργανον έφέρετο έντός ξύλινης φέρειας, άς ίθυντηρίας ώνομάσαμεν, ώς έπίσης
πυξίδος, άκριβώς ώς σήμερον φέρονται επί καί ή λέξις «προέχον[τος] », ήτις χαρακτηρίζει
τών πλοίων τά προς χρήση' αύτών ναυτικά τον έπί τής 2 δψεως τοΰ τεμαχίου C κύκλον,
όργανα, καί ότι ήτο τοΰτο έφωδιασμένον δν καί ημείς προέχοντα ώνομάσαμεν, διότι πρά­
δ ι’ οδηγιών χρήσεως. Ό τ ι δέ αί όδηγίαι αύται γματι είναι τοιοΰτος έκ κατασκευής.
άφεώρων είς τό έν λόγφ δργανον, καίτοι έκ τοΰ Β ) Ό έπί τής 2 δψεως τοΰ τεμαχίου Β
γεγονότος μόνον δτι αί έΐ' έπιγραφαΐς επί άξων β είναι, ώς εί'πομεν ήδη, τών αύτών δια­
πινακίδων όδηγίαι εύρέθησαν επί τοΰ αυτού στάσεων ώς ή έν τή προσθήκη είσαγομένη
άκριβώς εις δ καί τό δργανον σημείου συμ- κλείς (σχ. 1). Έντεΰθεν τό ένδόσιμον δτι πρό­
πεπιλημέναι καί άρρήκτως μετ’ αύτοΰ συν- κειται περί τοΰ αύτοΰ άξονος θραυσθέντος κατά
δεδεμέναι τεκμαίρεται, έπί πλέον άποδείκνυται τό ναυάγιον καί δτι κατά τήν χρήσιν τοΰ όργά­
έναργώς έκ τής εικαζόμενης δέσεως, ήν τά νου τό τεμάχιον τοΰτο Β διετίθετο καθέτως
τεμάχια είχον προς άλλη λα ευρισκόμενα έν πρός τήν έπιφάνειαν τών πλακών τοΰ τεμαχίου
τφ βυθφ, ένθα μεταξύ τών τεμαχίων τούτων Α Α, οΰτιος ώστε ό άξων τής προσθήκης μετέδιδε
καί C άφ’ ενός καί Β άφ* ετέρου ήσαν αι έπι- τήν ήν έκ τοΰ άξονος β τής 2 δψεως τόΰ τεμα­
γραφαί, ώς έξάγεται έκ τών έξής συλλογισμών. χίου Β έλάμβανε κίνησιν.
Επειδή ή έπί τής 1 όψεως τοΰ τεμαχίου C Γ ') Ή άναγινωσκομένη έν ταΐς έπιγραφαΐς
σχεδόν κατεστραμμένη επιγραφή άναγινώσκε- λέξις [μοιρη]γνωμό[νιον] παρέχει τό ένδόσι­
ται άπ’ ευθείας, φανερόν δτι ή 2 όψις τοΰ μον δτι τό δργανον ήτο έφωδιασμένον διά
αύτοΰ τεμαχίου C εύρίσκετο έν έπαφή μετά μοιρογνωμονίου.
τής 2 όψεως τοΰ τεμαχίου Α, έφ’ ού ομοίως Δ ') Αί έπιγραφαί κατά τόν κ. Σβορώνον

— 47
ί "
4 ;

Ό ϋν)οανρί>ς τώ ν Ά ν τιχυ Φ ή ρ ο ο ν

δυνατόν νά χρονολογηθώσι και μέχρι των χρό­ r7') Έ κ τοΰ ότι ό μέγας τροχός τής 1 δψεως
νων τοΰ Μαξίμου και Γορδιανοϋ (235-244 τοΰ τεμαχίου Α . δεν είναι πλήρης άλλ’ άκτι*·
μ. X.), ήτοι την τρίτην μ. X. εκατονταετηρίδα. νωτός δύναταί τις νά υπόθεση ότι τοΰτο έγέ-
"Οσον άφορφ όμως εις τό σΰμβολον FI, δπερ νετο προς έπίτευξιν μείζονος έλαφρότητος τοΰ
·'··ί άναγινώσκεται επί τοΰ τεμαχίου Α έπίτής 2 οργάνου, άφοΰ άλλως τε φαίνεται έν τη κατα­
ί! όψεως εις κ, είναι άξιοπαρατήρητόν ότι τοΰτο σκευή πάντων τών μερών τοΰ οργάνου προσπά­
δεν είναι Η τέλειον, όπερ αύτοτε?άΰς έξεταζόμε- θεια τοιαύτη τοΰ κατασκευαστοΰ.
νον ήδύνατο νά έκληφθή ώς παριστών τό ζφδιον
γ') ΓενιχαΙ σκέψεις έπΐ τον προορισμού
τοΰ Ζυγοΰ καθ’ ήν είχον ο ί αρχαίοι συνήθειαν, χαϊ τής χρήσεως τον όργάνον.
ώς επίσης και οί Π έ ρ σ α ι ν ά παριστώσι κα'ι
διά γραμμάτων τά ζφδια ώς πληροφορού- Καί άν ακόμη παραδεχθώμεν ότι τό δργα­
μεθα υπό Τεΰκρου τοΰ Βαβυλωνίου καί έξ νον εκείνο δεν άνήκεν εις τό πλοΐον χρησιμεΰον
είκοσαέδρου, ού ό κ. Franz Boll121 παρέχει άπει- εις τον πλοΰν, άλλ’ ότι άπετέλει μέρος τής συλ­
κόνισιν, άλλ’ ουδέ αραβικόν γράμμα είναι λογής τών αρχαιοτήτων, ήν μετέφερε τό ναυα-
τοΰτο. Ύποθέτομεν λοιπόν ότι πρόκειται περί γήσαν πλοΐον ακόμη καί κατά χρόνους πολύ
συμβόλου ή μονογραφήματος τοΰ κατασκευα- τής Γ ' μ. X. έκατονταετηρίδος μεταγενεστέρους,
στοΰ, τόσο> μάλλον, δσφ τό σΰμβολον τοΰτο οπωσδήποτε παρατηρητέον ότι πρόςτό έν’Αντι-
κατά τήν ήμετέραν άντίληψιν εΰρίσκεται επί τής κυθήροις εύρεθέν δργανον παρόμοιον ούδέν
εσωτερικής επιφάνειας τής μιας των πλακών, διεφύλαξαν ήμΐν αί περιγραφαί· άλλ’ ουδέ τήν
αϊτινες άποτελοΰσι τό τεμάχιον Α, τής εύρισκο- έλαχίστην νύξιν ότι ύπήρξεν είς τήν άρχαιό-
μένης έν επαφή μετά τής εσωτερικής έπίσης τητα τόσω πολυσύνθετον δργανον ήδυνήθημεν
επιφάνειας τής έτέρας των πλακών τούτων, νά άνεύρωμεν. Διά τοΰτο, καίτοι ώς έκ τής μεγί­
ούτως ώστε, άν δεν έθραύετο τυχαίως ή μία στης φθοράς, ήν τοΰτο έχει, ύποστή, δέν δύνα­
1; τών πλακών εκείνων κατά τό σημεΐον τοΰτο, θά ταί τις νά μόρφωση ιδέαν άσφαλή περί τοΰ
V παρέμενε κεκρυμμένον τό σΰμβολον. "Οσον τρόπου τής λειτουργίας τοΰ οργάνου τούτου, έν
αφορά τέλος εις τό γράμμα Τ, τό ευρισκόμενον τούτοις πρέπει νά χαρακτηρισθή ώς μεγίστης
παρά τό κέντρον τοΰ προέχοντος κύκλου τής άξίας εύρημα- διότι είναι τόσφ λεπτής κατα­
2 όψεως τοΰ τεμαχίου C, ύποθέτομεν ότι καί σκευής καί έν σχέσει προς τάς διαστάσεις αύτοΰ,
τοΰτο ήτο τεθειμένον συνθηματικώς, όπως διευ- καί άνεξαρτήτως αυτών, παρέχει ιδέαν τόσον
κολύνη τήν λύσιν καί άρμοσιν τοΰ οργάνου. πολύπλοκου κινήσεως, ώστε ούδέν τών είς τήν
Ε ') Τό μέταλλον τής κατασκευής τοΰ οργά­ άρχαιότητα άναφερομένων γνωστών μηχανη­
νου είναι χαλκός καί πιθανώτατα μόνον αυτός μάτων καί πόρρωθεν νά παραβληθή προς αύτό
είτε καθαρός είτε ακόμη έν κράματι μετά δύναται. Τά υπό Άριστοτέλους καί "Ηρωνος
κασσιτέρου, οΐον άνέκαΐίεν έξεμεταλλεύοντο τοΰ Άλεξανδρέως έν τε τοίς Αΰτοματικοϊς καί
έκ τών ορυχείων τής Cornwallis Φοίνικες καί Πνευματικούς αύτοΰ άναφερόμενα, τά υπό
Ρωμαίοι· τοιαΰτα δ ’ ήσαν τά κράματα ορει­ ’Αθηναίου τοΰ μηχανικού καί λοιπά 1 άκόμη
χάλκου τής άρχαιότητος καί έκ τοιούτου ορει­ καί πολεμικά δργανα γνωστά σήμερον Βίτω-
χάλκου κατεσκευάζοντο τά όμοιας φύσεως εργα­ νος, ’Απολλοδώρου κλπ., ώς έπίσης καί τά υπό
λεία, ούδαμοΰ δέ φαίνεται ίχνος σιδήρου, πολλφ τοΰ Βιτρουβίου άναφερόμενα, ουδέ τήν έλαχί­
δ ’ όλιγώτερον χάλυβος. στην παρουσιάζουσιν ομοιότητα προς τό δρ­
γανον τών ’Αντικυθήρων, δντα έν σχέσει προς
1 .Chardin, Voyages, tom. V. p. 84. αύτό κατασκευής βαναυσοτάτης, άφοΰ άντί
2 Sphaera, Neue griech. Tcxtc u. Untersuch. zur Gesch. d.
Stembilder (1902) p. 470. 1 Veteres mathemat. Har. 1693.

— 48
'4

Ό ΰ'η σα υρός τώ ν Ά ν τ ικ υ ϋ -ή ρ ω ν

τών λεπτότατων οδοντωτών τροχών τών θαυ- πον αρμόζει νά φέρωνται, καί φέρονται άκόμη
μασίως άλληλουχουμένων τής Άντικυθηραϊ- καί σήμερον, τά ναυτικά όργανα ένδον, παρέχει
κής άρχαιότητος, τά μάλλον πολύπλοκα οδοντώ­ τό ένδόσιμον ότι ήτο όργανον χρήσιμον είς τό
ματα, δτινα ήδυνήθημεν ν ’ άνεύρωμεν, είναι τά πλοΐον. Ναυτικόν όργανον όμως διετηρήίίη
έν σχ. 5 παριστώμενα παρ’ Ή ρω νι τώ Άλεξαν- ήμΐν γνωστόν έκ τής άρχαιότητος μόνον δρο-
δρεΐ στοιχειωδέστατα τοιαΰτα. Καθ’ ημάς μόμετρόν τι προς μέτρησιν τών διανυομένων
λοιπόν πρόκειται περί άγνωστου μηχανήματος, διαστημάτων κατά ξηράν καί θάλασσαν παρά
περί ού ούδ’ ή ελάχιστη υποψία, δτι κατά την Βιτρουβίον ημείς τουλάχιστον δεν γνωρίζομεν
αρχαιότητα υπήρξε προ τής άνελκΰσεώς του έτερον ναυτικόν όργανον ι. Ά λλ ’ έκτος τού ότι
έξ ’Αντικυθήρων, ήδύνατο νά γεννηθή, καίτοι τό δρομόμετρον τούτο θά ήτο πολύ μικράς
ευκόλως έκ πρώτης χρήσεως ένδον ένεκα τής κατασκευής αύτού, ώς
όψεως άγεται τις είς άλλως τε θεωρεί αυτό καί ό Galiani, άφ’ ετέ­
τό συμπέρασμα, ότι τό ρου ήτο βαναυσότατον έν συγκρίσει προς τό
όργανον τούτο άναφέ- Άντικυθηραϊκόν όργανον καί κατ’ ανάγκην με­
Σχ.
5 (Etc. .)
4
ρεται είς χρόνους πολύ γίστων έν σχέσει προς αυτό διαστάσεων, άφού
μεταγενεστέρους· διότι άναφέρονται έν τφ δρομομέτρφ έκείνφ τροχοί
πράγματι, καίτοί ούδαμοΰ ένδεικνύει καί τό διαμέτρου 4 ποδών. "Ωστε άναμφιβόλως δεν
έλάχιστον ίχνος ελατηρίου, έν τούτοις παρέχει πρόκειται περί τού οργάνου εκείνου.
πλείστην ομοιότητα προς σύστημα οδοντωτών Ά φ ’ ετέρου αί έπιγραφαί άναγνωσθεΐσαι
τροχών άπλοΰ συγχρόνου ώρολογίου, ήθέλομεν υπό τού κ. Σβορώνου παρέχουσιν έκ τών
δ ’ άδιστάκτως σχετίσει τούτο προς μεταγενέστε­ λέξεων τής Άφρ]οδίτης, [μοιρο]γνωμό[νιον],
ρον ώρολόγιον καί άναδράμει είς την ιστορίαν ήλιον ακτίνα, ήλιον, το ένδόσιμον ότι πρόκειται
τών ναυτικών χρονομέτρων τού Harrison, αν περί οργάνου άστρονομικοΰ. Ευτυχώς όμως έκ
ό κ. Σβορώνος δεν έπληροφόρει ημάς, ότι αί τών αστρονομικών οργάνων τών αρχαίων τά
συνοδεύουσαι τό όργανον έπιγραφαί προς οδη­ πλεΐστα μέν είσι γνωστά, όσα δέ δεν διασφζονται
γίαν τού χειριστού κατέρχονται τό πολύ είς τούς είμή είς άτελεΐς σημειώσεις, παρέχουσιν έπαρ-
χρόνους τής Γ ' μ. X. έκατονταετηρίδος, οπότε κές ένδόσιμον όπως μορφωθή ή πεποίθησις, ότι
ούτε τά χαλυβικά ελατήρια, ούτε οί ρυθμισταί ταύτα πάντα ήσαν άπλούστατα κυρίως σκιοθη-
καί αί διαφυγαί, άπαραίτητα διά την ομαλήν ρικά όργανα άνευ ούδενός μηχανισμού, ών ή τε
καί μακράν οπωσδήποτε κίνησιν ενός χρονο­ ακρίβεια καί χρησιμότης ένέκειτο έν τή τελειό-
μέτρου, ύπήρχον ακόμη, όπως στηριχθή ή ριψο­ τητι τής κατασκευής τών σχημάτων καί τών δια­
κίνδυνος ιδέα, ότι πρόκειται περί αυτοκινήτου στάσεων αυτών έπί πάσι δέ πάντα ανεξαιρέτως
ώρολογίου, καί άναδράμη τις ούτως είς την έστερούντο οδοντωμάτων μέχρις αυτών τών με­
ιστορίαν τής έξελίξεως τών σημερινών ωρολο­ γάλων υδραυλικών ωρολογίων αναφορικών τε
γίων καί χρονομέτρων. καί κοινών, ών έπαρκεΐς εικόνας ερμηνευτικός
Έπιχειροΰντες όμως νά μελετήσωμεν τό παρέχει ό P6rault12.
όργανον τούτο παρατηροΰμεν, ότι ΰπάρχουσι Οί γνώμονες, οί παραλλακτικοί κανόνες καί
δεδομένα τινά έπιτρέποντα νά περιορίσωμεν τό άστρολάβον όργανον τού Πτολεμαίου (Α1-
αίσθητώς τον ορίζοντα τών παρατηρήσεων mageste), ώς καί ή λοιπή χορεία τών παρά
καί έν τή έρεύνη ήμών νά στραφώ μεν προς
ώρισμένην διεύθυνσιν. Πράγματι τό όργανον 1 Del architettura llbri died di M. Vitruvio Polioni, trad,
c com. dai March. B. Galiani, 1864, lib. X, cap. IX.
τούτο εύρεθεν έν ναυαγίφ καί μάλιστα συνε-
2 I,es dix Iivres d'architecture de Vitruve, par P£rault> see.
σκευασμένον έντός ξυλίνης πυξίδος καθ’ όν τρό­ έά. pi. LV II.

— 49 —
7
Ό ϋ η σ α ν ρ ό ς τώ ν Ά ν τ ικ ν & ή ρ ω ν

Βιτρουβίω Αναφερομένων οργάνων ούδέ την Αφού ούτοι, εξαιρούμενου τού υψομετρικού χα-
έλαχίστην έχουσι συγγένειαν προς τό δργανον ρακτήρος αύτών, δεν Απετέλουν είμή γραφικήν
των ’Αντικυθήρων, δντα απλά, άπλοΰστατα, κατασκευήν τού τριγώνου τής θέσεως κατά πο­
ουδόλως κατά την κατασκευήν πολυσύνθετα, λύπλοκον τρόπον. Καί περί τούτου βεβαιούμεθα
έστερημένα δε παντάπασιν οδοντωτών τροχών. ού μόνον έκ τών περιγραφών, Αλλά καί έξ αυτών
Τό μόνον άστρονομικόν δργανον, όπερ φαί­ τών σφζομένων οργάνων έν τε Γαλλίφ καί
νεται πως πολύπλοκον, καίπερ έστερημένον Αλλαχού, ώς έπίσης καί έν τφ μουσείφ τής
παντός οδοντωτού τροχού, είναι ό αστρολάβος. Γεωγρ. καί Ίστορ. Εταιρείας τής Λισαβώνος,
’Αλλά καί τούτου ή περιγραφή, ή κατασκευή έν φ καί τών έλλειπόντων οργάνων υπάρχει
καί αΰτή ή έξέλιξις είναι τελείως γνωστή. Είτε Αναπαράστασις. Ά φ ’ ετέρου είναι γνωστόν δτι
υπό τού Άλεξανδρέως Ίωάννου τού Φιλοπό- τό πολύπλοκον τής χρήσεως τών τοιούτων
νου 1 περιγράφεται οΰτος, είτε υπό τού Aboul- Αστρολάβων έδικαιολόγει τήν συνύπαρξιν οδη­
Hhassan12καί τού Joan, de Roias3 πολλούς αιώ­ γιών έν πινακίσιν, αύταί δέ, δπερ καί άξιοπα-
νας κατόπιν, είνε εΐς καί ό αυτός αστρολάβος, εν ρατήρητον, αί Αναγνωσθεΐσαι λέξεις εύρίσκον-
ταΐς γενικαΐς γραμμαΐς αύτού τελείως γνωστός ται Ακριβώς έν τφ κειμένω τής περί Αστρολά­
καί ίσως μέχρις ελάχιστων λεπτομερειών4. βου πραγματείας Ίωάννου τού Φιλοπόνου, ώς
Ά φ ’ ής δ ’ εποχής τό πρώτον έφηρμόσθη- παρετήρησεν ό κ. Σβορώνος λ Ά φ ’ ετέρου ή
σαν υπό ’Απολλώνιου τού Περγαίου ή Ίππαρ­ λέξις [μοιρο]γνωμό[νιον] φαίνεται Ακριβώς έν-
χου αί στερεογραφικαί προβολαί εν τφ αστρο­ δεικνύουσα δτι τό δργανον ήτο έφωδιασμένον
λάβο» προς έπίλυσιν τού τριγώνου τής θέσεως
ή Αστρονομικού άλλως τριγώνου, μέχρις δτου 1 Ό κ. Σβορώνος σημείο Oral ήμΐν τάς εξής αναλογίας καί
δυνατός συμπτώσεις τών ?.ειψάνων της επιγραφής τοΰ οργά­
περιήλθεν εις χεΐρας τών ’Αράβων, Ισπανών
νου πρός τό τοϋ Φιλοπόνου κείμενον « Π ερί τής τοΰ αστρο­
καί Πορτογάλων, μέχρις δτου ό είσαχθείς έν τή λάβον χρήσεω ς κα ι κατασκευής και των εν α ντφ καταγε-
Αστρονομία υπολογισμός καί ιδίως αί έργασίαι γραμμένων» (Rhein. Mus. Β. II, 1839): « Ή άρχή τής επιγραφής
(δτι δέ πρόκειται περί άρχής δηλοΰται υπό τοΰ άνοι κενού)
τών Purbach 56 καί Regiomontanus κατέστη­ Έ ά ν τήν δ ... (στίχ. 1) ομοιάζει πρός τάς άρχάς πολλών τών
σαν αυτόν άπλούστατον μόνον υψομετρικόν έρ- περί τής χρήσεως κεφαλαίων τοϋ Φιλοπόνου, άρχομένων διά
τών εΐ καί εάν, π. χ. σελ. 136 καί 144 : εί μεν ο ί ν σε?.. 169:
γαλεΐον, ό Αστρολάβος ύπήρξεν εΐς καί ό αυτός,
εΐ δ’ έρωτας· σελ. 147 : ν π ό χ ειτα ι ούν, ζητεΐν ήμας. σε?.. 139:
πάντοτε έφωδιασμένος διά τής διόπτρας, τών εάν τε ήμερινή εϊη ή διοπτεία, έάν τε νυκτερινή· σελ 156:
τυμπάνων καί τής Αράχνης. Τούτο εκτός τού δτι εάν μέν έξω τοϋ Ισημερινού· σελ. 158: εί βοΰλει γινώακειν
κτλ.». Στίχ. 2: δέκα νπολ. . . πρβλ. Φιλοπόνου σελ. 135 : έν
υποστηρίζεται υπό τών S6dillot, Tannery, Wolf τοΐς τριμηριαιοις είς δέκα— , τά δώδεκα ζώδια— , επτά καί
κτλ., ευκόλως άλλως τε καί έκ τής συγκριτικής δέκα — καί σελ» 149 : είς τά δώδεκα. Στίχ. 14 [ π ε ρ ιφ ε ­
ρειών, πρβλ. Φιλοπόνου σελ. 146: ή έπανεστηκυΐα περιφέρεια
μελέτης φαίνεται» Οΰδαμού έν τούτοις επί τών τ φ έπ ιπ έδ φ . Σελ. 147 : ή είρημένη περιφέρεια. Στίχ. 16
Αστρολάβων υπάρχει έλάχιστον ίχνος οδοντώ­ Τ ή ς Ά φ ρ . . . πρβλ. Φι?.οπόνου σελ. 170: (δ άοτήρ) ή ’Α φ ρο ­
ματος, ούδέ καν έχρειάζετο τοιούτο, πολλφ δε δίτη· σελ. 171: ε π ί τοΰ "Αρεως κα ί τής 'Αφροδίτης. Στίχ.
18: [μοιρο]γνωμό[νιον], πρβλ. Φιλοπόνου, σε?.. 130: έ φ ’ ών
όλιγώτερον πολλαπλών οδοντωτών τροχών, τό τή ς διόπτρας π ίπ τ ε ι μοιρογνωμόνιον. Σελ. 137 : κα·9·' ήν
έπ εσ ε τό μοιρογνωμόνιον. Σελ. 140: έν τώ ν μοιρογνωμο­
1 Rhein. Mus. fttr Philol. Band I I 1839. νίων έν τω μοιρογνώμονι. Έπίσης έν σελ. 142,143,145, 147,
a Memoires pres, a l’Acad. dcs Inscriptions, ser. I. vol. I p. 1. 148 κτλ. Στίχ. 19: ["Οταν ΐδης ΐιπεισδυομένας τάς τοϋ;]
* Joannis de Roias, Comment, in astrolabium. Lutetiae M D LII. ήλιον άκτΐν[ας έ ξ ώ]ν ή λιο ν . . . πρβλ. Φιλοπόνου. Σε?.. 158 :
4 Περί τών αστρολάβων έχομεν σωρείαν πραγματειών. "Οταν ιδης τή ν τον ήλιον ακτίνα υπεισδνομένην έντός τής
Εκτός Ίωάννου τοϋ Φιλοπόνου έγραψαν επ’ αυτών Νικηφό­ άνω θεν δ π ή ς τοΰ κανονίον. Σελ. 136: ή άκτις είσβαλοΰσα
ρος ό Γρήγορος, Γεώργιος Χρυσοκόκης, Kobel, Hermann, διά τοΰ πρός τ φ ήλίω τής διόπτρας τριπνμα τος. — έπεν-
Stoffler, Ritter, Klavius κλπ., ϋπάρχουσι δέ υπέρ τάς 20 ϋ'είας γινομένης τω ήλίω τής διόπτρας, τοΰ ήλιου ή άκτίς.
άνέκδοτοι άραβικαί, περσικαί κλπ. πραγματεΐαι εΐς τάς δια­ — α ί ακτίνες τοΰ ήλιου προσβάλλωοιν. — ύ π ό τοΰ ήλιον
φόρους βιβλιοθήκας. χαταλάμπεσ& αι. — διοπτενόμενος δ ήλιος. — τά πρός τόν
6 Wolf, Gesch. d. Astron. p. 86. ήλιον νεΰον κτλ. Σελ. 160: Στή& ι π ρ ό ς τόν ήλιον, κτλ. κτ?..*.

— 50 —
Ό ih ja a v g o g τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

διά μοιρογνωμονίου, δπερ ήτο απαραίτητον έπί σχηματίσωμεν, ύποθέτομεν ότι ταΰτα είχον σκο­
τοϋ άστρολάβου και εϋρηται ώς ούσιωδεστάτη πόν, όπως άπό τοΰ λαμβανομένου ύψους τοϋ
λέξις παρά Φιλοπόνω. άστέρος προσδιορίζηται πιθανώς διά δεικτών
Έ κ τούτων επεται δτι, τών επιγραφών αΐτι- παρ’ αυτών λαμβανόντων τήν κίνησιν ή ώρα,
νες άπετέλ,ουν μέρος τοΰ οργάνου αναγόμενων ίσως δέ καί τό γεωγραφικόν πλάτος τοΰ τόπου,
εις τήν Γ ' μ. X. εκατονταετηρίδα, τδ δργανον καθ’ δν έγένετο ή παρατήρησις ’, προσδιο­
έπρεπε νά είναι αστρονομικόν και δτι ήτο ρισμός άλλως τε αρχαιότατα γνωστός διά τοΰ
έφωδιασμένον διά μοιρογνωμονίου και κατά μεσημβρινοΰ ύψους τοΰ ήλιου -’.Έχομεν δέ τήν
συμπερασμόν και διά διόπτρας. Πρόκειται λοι­ ιδέαν ότι καί τό άζιμούθ ακόμη τοΰ παρατη­
πόν πιθανώς περί οργάνου υψομετρικού, ου ρούμενου άστέρος έξήγετο, εξ ου έν σχέσει προς
ή ϊτυς κατεστράφη, άτε κείμενη έπί τής έξωτά- τήν χαρασσομένην ύπό τής τρόπιδος αύλακα
της τοΰ οργάνου περιφερείας, ώς πληροφορού­ έξετιμάτο ή γωνία τής πλεύσεως τοΰ πλοίου είς
μενα παρά Ίωάννου τοΰ Φιλοπόνου δτι συνέ- άντικατάστασιν τής άπαραιτήτου πυξίδος κατά
βαινε καί έπί τοΰ ύπ’ αύτοΰ περιγραφομένου τούς άρχαίους πλοΰς, ώς άλλως τε θέλομεν δεί­
ομοίως ύψομετρικοΰ οργάνου.’Επειδή δέ πάντα ξει προσεχώς έν ιδιαιτέρα ημών μελέτη. Ύπο-
τά όμοιας φύσεως όργανα, δ ι’ ών έλαμβάνετο θέτομεν δηλαδή ότι κατ’ άρχάς έλαμβάνετο τό
τό ύψος άπό τοΰ όρίζοντος άστέρος τινός, ώνό- ΰψος τοΰ άστέρος διά τοΰ οργάνου τούτου,
μαζον αστρολάβους, τής λέξεως ταύτης αποδι­ δπερ άστρόλαβον κατ’ έπέκτασιν όνομάζομεν,
δόμενης κυρίως είς τά όργανα, άτινα είχον την έρρυθμίζετο είτα τό δργανον άναλόγως τής
ικανότητα νά ύψομετρώσι τούς αστέρας ', καί έποχής τοΰ έτους, έξ ής έξαρτάται ή κλίσις τοΰ
ώς τοιαύτη αποδίδεται ή λέξις αϋτη ύπό Ίω άν­ άστέρος, καί τοΰ πλάτους τοΰ τόπου, ούτως
νου τοΰ Φιλοπόνου, Aboul Hhassan, Joannes ώστε έκ τών τριών στοιχείων, τοΰ πλάτους, τοΰ
de R oias3 κλπ. είς τούς ύπ’ αυτών περι- ύψους καί τής έποχής τοΰ έτους κατά τήν στι­
γραφομένους αστρολάβους, ώς επίσης καί είς γμήν τής παρατηρήσεως, τά οδοντώματα μετέ-
τό μεταγενέστερον άπλούστατον δργανον, σδ διδον τήν κίνησιν καί διέθετον είς τάς καταλ­
(όραίαν μορφήν παρέχει τό έν Άγγλίφ σωζό- λήλους θέσεις δείκτας τινάς άναλόγους ’ίσως
μενον καί τφ Drake δωρηθέν astrolabium· διά προς τούς τών σημερινών ώρολογίων, οΐτινες
τούτο είς τό δργανον τών ’Αντικυθήρων προσι­ παρεΐχον τον χρόνον κατά τήν στιγμήν καθ’ήν
διάζει, νομίζομεν, τό όνομα αστρολάβος. έγίνετο ή παρατήρησις μετά μείζονος προσεγ-
Κ αθ’ όσον όμως άφορρ είς τά δυσεξήγητα γίσεως ή ό κοινός άστρόλαβος καί τό άζι­
οδοντώματα, περί προσομοίων τοΐς όποίοις ού- μούθ ή άντιθέτως τό πλάτος. Ή δε συνύπαρ-
δεμία υπάρχει που νύξις, αλλά καί περί τής λει­ ξις τών οδηγιών τής χρήσεως τοΰ οργάνου
τουργίας τών όποιων ώς έκ τής φθοράς τοΰ δικαιολογείται ούτω προκειμένου περί όργά-1
οργάνου ούδεμίαν άσφαλή Ιδέαν δυνάμεθα νά
1 ΕΙνε άξιον παρατηρι'\σεως ότι, αν ύποτεθή τό όργανον
έζαρτώμενον κατά τήν χρήσιν άπό τής χειρός ώς ό κοινός
1 Ό Tannery ( Kecherclies sur l’histoire de l’astronomie άστρόλαβος, ούτως ώστε ή γραμμή τής άρτήσεως παράλληλος
ancienne, p. 7 1 ) Ισχυρίζεται ορθότατα ότι ή ονομασία αστρο­ οΰσα πρός τήν μείζονα τών διαστάσεων τοΰ οργάνου νά διέρ-
λάβον, ή σψζομένη έν η) Μεγάλη συντάξει (VI) τοΰ Πτολε­ χηται διά τοΰ κέντρου τοΰ βάρους «ύτοΰ, μία άκτίς τοΰ μεγά­
μαίου, δέν είνε αυθεντική καί ότι είς τό γνωστόν κρικωτόν λου τροχού τής 1 όψεως τοΰ τεμαχίου Α σχηματίζει μετά
όργανον δέον ν’ άποδοθή ή ονομασία μόνον όργανον, άφοΰ τοΰ όρίζοντος γωνίαν 37— 39 μοιρών, όσον δηλαδή είναι τό
άλλως τε έν τφ κειμένφ φέρεται ή λέξις αϋτη αστρολάβον πλάτος τών ελληνικών θαλασσών, είς ας έναυάγησε τό πλοΐον.
ως έπίθετον τών δύο μόνον έκ τών πολλών κρίκων τοΰ οργά­ Πιθανόν λοιπόν νά είχε χρησιμοποιηθή τελευταίως τό ΰργα-
νου. Συνηγοροΰντες υπέρ τής γνώμης ταύτης προσθέτομεν νον είς εθρεσιν τοΰ πλάτους τοΰ πλοίου, δπερ ίσως έδεικνύ-
ότι είς τούς υψομετρικούς μόνον κρίκους είχεν άποδοθή τό ετο διά δείκτου όμοταγώς τή άκτΐνι τοΰ τροχοΰ τεταγμένου.
έπίθετον τούτο. ΙΙρβλ. Revue de Philol. 1888 p. 61. * ΑΙγυπτίου Ερμηνεία τής τοΰ άστρολάβου χρήσεως:
■’ lllustris viri Ioann!* dc Roias Commentarium in astrolabium. Rhein. Mus. 1839. έ. ά. — Ilailly, Hist, de l’astr. vol. Ill p. 110.

— 51
Ό ϋ η π α ν ρ ο ς τώ ν Ά ν τ ικ υ ϋ ή ρ ω ν

νου ρυθμιζομένου κατά την χρήσιν, ώς επίσης σία άφίετο έλευθέρα προς έπίλυσιν τού αυτού
συνέβαινε καί είς τον κοινόν αστρολάβον, ένφ προβλήματος διαφοροτρόπως διά τών άστρο-
αί όδηγίαι αύται "θά παρεΐλκον έντελώς προ- λάβων, τών οποίων παρ’ Ά ραψιν ειδικοί μάλι­
κειμένου περί οργάνου αυτομάτως λειτουρ- στα ύπήρχον κατασκευασταί έχοντες τό ιδιαίτε­
γοΰντος δι’ ελατηρίου ή άλλως άφ’ εαυτού ώς ρον έπώνυμον astharlabi. Πιθανώς λοιπόν πρό­
τά σύγχρονα ωρολόγια. κειται περί μηχανικού άστρολάβου ή μάλλον
. Δηλ,αδή άντί τής έπιλύσεως τού αστρονομικού ώρολογίου καί ούχί περί αυτομάτως λειτουρ-
τριγώνου, τού καί άλλιος τριγώνου τής θέσεως γούντος, ώς τά σημερινά ώρολόγια, άλλά στη-
καλούμενου γραφικώς, ώς έγίνετο διά των στε- ριζομενού επί τής ύψομετρήσεως τών άστέρων.
ρεογραφικών προβολών των τυμπάνων καί τής 'Οπωσδήποτε ύφίσταται άπόλυτος άνάγκη
άράχνης τού κοινού αστρολάβου, ή άντί τής δι νά καθαρισθή τό δργανον, πράγμα δύσκολον
υπολογισμού, όστις σήμερον είναι έν χρήσει μετά μέν, ούχί δ’ όμως καί άδύνατον, πιθανόν δέ
τάς καταπληκτικάς εκτοτε προόδους τής αστρο­ τότε νά προκύψωσιν άλλαι ενδείξεις μεταβάλ-
νομίας, έπιλύσεως αυτού, διά τού οργάνου των λουσαι τάς σκέψεις ταύτας. Έ ν πάση περιπτώ-
"Αντικυθήρων έπελύετο τό τρίγωνον τούτο σει εκ τής σημερινής αύτού καταστάσεως τοιαύ-
μηχανικώς, παρεχόμενου τού αληθούς χρόνου ται είναι αί επί τή βάσει αύτού τούτου καί τών
τής στιγμής τής παρατηρήσεώς άντί τού μέσου άναγνωσθεισών επιγραφών, τών τοσούτον συμ-
τοιούτου τού παρεχόμενου είς πάσαν στιγμήν πιπτουσών προς φράσεις τών άρχαίων περι­
υπό των σημερινών ώρολογίων, ώς επίσης καί γραφών τής κατασκευής καί χρήσεως τών
τού πλάτους καί άζιμούθ, όπερ παρείχετο καί άστρολάβων, διαμορφούμεναι περί τού οργά­
είς τούς μεταγενεστέρους τών ελληνικών άρα- νου σκεψεις. Π ρε^ιαδης
βικούς άστρολάβους1 καί ήτο καθ’ ημάς μεγί­
στης σπουδαιότητος. 22. Κ λ ί ν η χ α λ κ η α μ φ ι κ ε φ α λ ο ς (Πίναξ
Ά λλω ς τε δεν έχομεν μόνον τον ελληνικόν IX, άρ. 1 - 4). Τρία τών τεσσάρων τούτων τεμα­
καί αραβικόν άστρόλαβον ούτως είπεΐν στερεο- χίων είναι τά άμα τή άνελκύσει θεωρηθέντα
τύπους, προς τάς διαστάσεις τών όποιων παρα­ υπό τινων ώς κοσμήματα (άκροστόλια) τού
δόξους πλησιάζουσιν αί διαστάσεις τού οργάνου ναυαγήσαντος πλοίου, ή καί ώς θρόνος πολυτε­
τών ’Αντικυθήρων, ώσανεί πάντα τά όργανα λούς άγάλματος. Ά λλ’ οί γράψαντες την έν τή
ταύτα ήσαν προωρισμένα νά πληρώσι τάς αύ- Άρχ.Έφημ. περιγραφήν τών Άντικυθηραϊκών
τάς συνθήκας 2. Έκτος τού άστρολάβου οργά­ άνεγνώρισαν όρθώς'(σελ. 168), ότι πρόκειται
νου τού 'Ιππάρχου 3 ή απλώς οργάνου παρέχει περί τεμαχίων άρχαίας κλίνης. Η μείς δ’ εύρο-
ό Συνέσιος, επίσκοπος Κυρήνης, έτερον άστρό­ μεν κατόπιν, ότι είς τά τρία ταύτα τεμάχια,
λαβον πολύ διάφορον τού υπό Ίωάννου τού έκ τών κεφαλών τής κλίνης όντα, άνήκει καί ή
Φιλοπόνου περιγραφομένου, άφού ούτος έβα- ύπ’ άριθ. 4 κεφαλή χηνός, προς δέ ότι είς την
σίζετο ούχί επί τών στερεογραφικών προβολών, αύτήν κλίνην άνήκουσι πλεΐστα άλλα χαλκά
άλλ’ επί κωνικής άναπτύξεως 4. 'Ώστε ή φαντα- τεμάχια τών Άντικυθηραϊκών, άποτελοϋντα τά
κάτω άκρα τών τεσσάρων αύτής ποδών, κάλλιστα
1 Sedillot, Mimoires pres, a l’Acad. des Inscr. sir. I. tom. I.
- Ό υπό toO Jommard τχ) Γαλλ. Βιβλιοθήκη άλλοτε προμη- σφζόμενα μετά πολλών τεμαχίων τών ξύλων
θευθεΐς αστρολάβος είχε διαστάσεις 7 | X 3 ·| δακτ. ή τών περιβαλλομένων ποτέ υπό τών χαλκών έλα-
0/«. 210 X 0.", 094.
* Κλαυδ. Πτολεμ. Μαθ. Συντ. par Iialma, annotee par De- σμάτων, προς δέ μέρη τινά τού μέσου τών ποδών,
lambrc. καί τό μέγιστον μέρος τών παραλληλογράμμων
4 Συνεσίου τοΰ Κυρηναίου προς Παιόνιον υπέρ τοΰ δώρου
χαλκών έλασμάτων τών περιθεόντων την στρώ-
άστρολαβίου λόγος (Patrologia Gr. Migne tom. L X V I p. 1578).
Πρβλ. Tannery ενθ’ άν. σε?.. 50. σιν αύτής. Τά διασωθέντα τεμάχια είναι ικανά

— 52 —
Ό ϋ η σ α ν ρ ο ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

ώστε νά δΰναται έξ αυτών ήσκη μένος τεχνίτης ρών κλίνης, πιθανώς τών οριζόμενων ώς άμφι-
νά συμπληρώση ολόκληρον την κλίνην, ώς έγέ- κόλίων παραπνξίνων '. Τό κάλλιστα πάντων σφ-
νετο εσχάτως δε’ όμοιας κλίνας έν τοΐς Μου- ζόμενον τεμάχιον 2 (μεγέθους ώς καί τά λοιπά
σείοις τοΰ Βερολίνου, Νεαπόλεως καί 'Ρώμης. 0,43) κοσμείται κατά τό κάτω αυτού άκρον
Όπόσα καί όποια είναι τά σψξόμενα τεμάχια, ύπό προτομής γυναικός, ίσως Άρτέμιδος 12, προς
δείκνυσι διά των μελανών μερών τό ενταύθα ήν, πιθανώς ώς κυνηγέτιδα, σχετίζονται καί αί
παρεντιθέμενον (Είκών 42) πρόχειρον προ­ κεφαλαί.τοΰ κυνός, τής άγριας χηνός καί τού
σχεδίασμα. λέοντος, α'ίτινες κοσμοΰσι τά λοιπά τρία όμοια
Ώ ς προς τά κυριώτερα των τεμαχίων παρα- τεμάχια τής αύτής κλίνης. Τά χαλκά αυτού μέρη
τηροΰμεν ότι τά επί τοΰ πίνακος IX, 1-4 άπει- ήσαν καθηλωμένα επί ξύλου, έφ’ ού ήτο έπε-
κονισθέντα είναι λείψανα τών τεσσάρων άνω στρωμένον πλέγμα λεπτοΰ χόρτου (θαλασσίων
άκρων κεφαλών κλίνης τοΰ είδους εκείνων, ας οι φυκών κατά τον Heldreich), ΐνα, ώς φαίνεται, τά
λεπτά χαλκά ελάσματα προσαρμόζωνταιάκριβέ-
στερον καί μή παραμορφώνται ύποχωροΰντα
εύχερώς εις πάσαν εξωτερικήν πίεσιν. Τό ύπό
τοΰ πλαισίου τού άκρου τούτου περιβαλλό-
μενον επίπεδον πεδίον συνίσταται, κατά χημι­
κήν τινα άνάλυσιν 3, «έκ μεταλλικού ύποστρώ-
ματος περιέχοντος 37 ,4 0 % κασσιτέρου καί
12,89 % χαλκού, έφ’ ού ύπάρχει σμαλτώδες
επίχρισμα (λευκόν έπί τού πίνακος IX φαινόμε-
νον) μετά κοιλοτήτων, έν αίς ύπήρχεν έμπεπα-
Είκ ώ ν 43· σμένος άργυροΰς έπίχρυσος διάκοσμος», ήτοι
άρχαΐοι έκάλουν άμφικεφάλους '. Έχρησίμευον δύο θαλλοί ελαίας ή μύρτου μετά καρπών, συν-
δέ προς συγκράτησιν καί περιορισμόν τών στρω­ αντώμενοι προς τό κέντρον καί πλαισιούμενοι
μάτων, στρωμνών, ύπαυχενίων προσκεφαλαίων ύπό κυματίου, άπαραλλάκτως όμοια κλίνη εύρε-
καί λοιπών έπιβλημάτων τής κλίνης. Δυο έξ θείση έν Boscoreale καί άποκειμένη νύν έν τφ
αυτών (άρ. 2 καί 4) ύπέστησαν ήδη χημικόν Μουσείφ τοΰ Βερολίνου4. Καί αί μύρτοι δυνα­
καθαρισμόν. Τά λοιπά δύο, ώς καί τινα τών τόν ίσως νά σχετισθώσι προς την Άρτέμιδα.
τεμαχίων τών ποδών, παραμένουσιν ακαθάρι­ Ούτω βεβαίως θά ήσαν κεκοσμημένα καί
στα, φέροντα πολλά θαλάσσια προσφύματα. τά λοιπά τρία πάρισα άκρα τής κλίνης ημών,
Ή κεφαλή τοΰ κυνός τοΰ ύπ’ άριθ. 1 τεμαχίου ής όμοιαι είναι ήδη γνωσταί εύρεθεΐσαι έν
καί ή τοΰ λέοντος τοΰ ύπ ’ άρ. 3 άπεσπάσθη- Π ομπηΐφ5, Boscoreale6, Ά γ κ ώ ν ι7, Κριμαίφ 8,
σαν κατά την άνέλκυσιν ή κατόπιν, προσαρμό­
1 Πολυδ. 8, 150 καί 10, 84.
ζονται δ ’ όμως άριστα, ώς καί ή ήμετέρα είκών * Πρβλ. Svoronos, Numismatique de Hie de Critc, PI.
δείκνυσι. Τοΰ ύπ’ άρ. 3 τεμάχιον σφζεται καί XXVI, 22.
τό κάτω άκρον, άνευ όμως τής κοσμούσης ποτέ 0 Άν. Δαμβέργη ’Εξαγόμενα χημικών τινων αναλύσεων :
Α ρ μ ο ν ία , 1901, σελ. 182.
αύτό νομισματομόρφου άναγλύφου μορφής. 4 Pernice·. Archaeol. Anzeiger 1900 p. 178.
Π ά π α τά λείψανα ταΰτα άποτελοΰνται έκ 5 Overbook, Pompcji 4, p. 427.— Mail, Pompeji in Leben und
Kunst p. 364, fig. 191, καί έν Pompei, its Life and Art. New
χαλκών ελασμάτων χυτών, καθηλωμένων Άλ­ York 1899 p. 361 fig. 180.
λοτε επί τοΰ ξυλίνου (πυξίνου) εσωτερικού με­ 0 Pernice έ. ά. ρ. 178 fig. 7.
’ Notizie degli scavi 1902 p, 445.
1 Πολυδ. 10, 34. Πρβλ. καί Θησαυρόν τοΰ Έρρ. Στε­ 8 Antiquitis de la Russie Mirldionale fg. 40 = Compte-reund
φάνου έν λ. 1880, p. 88 pi. IV, 10.— Petersen: R8m. Mlttheil. 1892 fig. VII, 1.
Ό θησαυρός τώ ν Ά ν τ ικ ν ϋ -ή ρ ω ν

Πριήνη 11 καί αλλαχού, διαφοροτρόπως μέχρι φωνεί εν ταΐς λεπτομερείαις τοϋ σχήματος καί
τοΰδε συμπληρωθεΐσαι, κατ’ άρχάς μάλιστα τήςδιακοσμήσεως πρόςτάς έκ Boscoreale, Νεα-
έσφαλμένως ώς τιμητικά διέδρια (δίφροι, bi- πόλεως καί Πριήνης, ώστε εύλόγως δύναταί τις
sellia)2. ’Αρ ιστός τρόπος συμπληρώσεως τών να είκάση, ότι πάσαι αύται είναι προϊόντα ενός
κλινών τούτων φαίνεται μοι ό κατ’ αύτάς προ­ καί τοϋ αυτού εργοστασίου, λειτουργοΰντος
τάξεις υπό τοϋ κ. W. Amelung περί τά τέλη τού 1ου αίώνος μ. X., ότε ή έκρηξις
Ή κλίνη τών ’Αντικυθήρων τόσον πολύ συμ­ τοϋ Βεσουβίου έκάλυψέ τινας έξ αυτών.

ΕΙκώ ν 43·

t
ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΙΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ( Π ΙΝ Α ΚΕΣ ΧΙ-Χ Χ ).

Καταπληκτικός αυτόχρημα είναι ό αριθμός τό μάρμαρον προς έμφώλευσιν έν αύτφ κλπ.,


τών άνελκυσθέντων μαρμάρινων αγαλμάτων, ώστε ό είσερχό μένος έν τή στοά ταύτη καταλαμ­
πληρούντων νϋν στοάν ολόκληρον τοϋ Ε θ ν ι­ βάνεται υπό βαθυτάτης λύπης καί νομίζει ότι
κού Μουσείου, εν fj τό εν σχεδόν επί τοϋ άλλου εύρίσκεται έν «Morgue» τινϊ αγαλμάτων. Τά
προσωρινώς άπεθηκεύθησαν (είκ. 43). Δυστυχώς πλείστα έξ αυτών τελείως διεβρώθησαν καί
τοιαΰτη είναι ή καταστροφή ήν ύπέστησαν υπό μόλις δύναταί τις νϋν νά μαντεύση τό αρχικόν
τής επί τόσους αιώνας έπιδράσεως τής θαλάσσης, αυτών γένος καί σχήμα. ”Αλλα πάλιν διέσωσαν
τών μαρμαροφάγων όατρέων ήτοι είδους μυών μέν τό περίγραμμα τών μελών, άλλ’ αί λεπτο-
θαλασσίων διατρυπώντων άπ’άκρου εις άκρον μέρειαι αυτών εντελώς διεβρώθησαν υπό τής
θαλάσσης καί τών έπ’ αυτών άναπτυχθέντων
1 Ransom, Reste griechischer Holzmobel in Berlin : Jahrbuch παχυτάτων όγκων θαλασσίων προσφυμάτων,
des K. D. Arch. Inst. Bd. XVII, p. 125.
1 R. Gargiulo, Recueil des monuments. 2e ed. vol. I pi. 72.— ών τά πλείστα άφηρέθησαν νϋν διά τής συν­
Bull. Comunale 1881 p. 214.—Overbeck καί Mau, Pompeji p. 426 τόμου όσον καί σκαιάς μεθόδου τής σμίλης καί
fig.227.—Neumann: Pauly-Wissowa, Rcal-Encycl. έ ν λ .Bisellium.
!l Das capitolinische «bisellium» : RSm. Mitchell. Bd. XVII,
σφύρας. Έ ν τούτοις ένίων αγαλμάτων μέλη
(1902) p. 269—276, fig. 3. τινά εΐσχωρήσαντα, άμα τφ καταποντισμφ, έν

— 54 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τω ν Ά ν τ ικ υ ϋ ή ρ ω ν

τή αμμφ ή τή ίλύϊ τοϋ πυθμένος και εκεί μέχρι τών ’Αντικυθήρων φωτογραφήσαντες, προσηρ-
της ήμέρας τής άνελκύσεως κρυφθέντα, διετη- μόσαμεν, κατά τό δυνατόν, έπί τού πίνακος
ρήθησαν εις βαθμόν αληθώς θαυμάσιον. Νο­ ημών εις τήν θέσιν τής έλλειπούσης κεφαλής
μίζει τις ότι μόλις έξήλθον τών χειρών τοϋ τού Άντικυθηραϊκοΰ Ήρακλέους, πρός σαφε-
γλύπτου! (ϊδέ πίνακος XVI, άρ. 5 - (ί). στέραν κατάδειξιν τής ταυτότητος τού μεγέθους
Πάντα δ’ άνε'ξαιρέτως είναι αγάλματα πα- άμφοτέρων τών αγαλμάτων.
ρίου μαρμάρου, περιφερή, υπερφυσικού, φυσι­ "Εχοντες δ ’ύπ’οψιντό παγκοσμίωςπερίφημον
κού, σπανίως δέ κα'ι κατά τι ήσσονος τού φυσι­ καί πασίγνωστον τού Φαρνεσείου Ήρακλέους,
κού μεγέθους. Ούδέν άγαλμάτιον ή άνάγλυφον θεωρού μεν περιττόν νά περιγράψωμεν τό δίδυ­
έν αύτοΐς, δυστυχώς δέ και ούδεμία επιγραφή μον αυτού Άντικυθηραϊκόν άγαλμα. Ό τό εν ί
είναι ορατή επί τίνος τών πολυαρίθμων πλίν­ ίδών δύναται νά εΐπη ότι είδε καί τό έτερον.
θων τών βάθρων. Μόνον ώς πρός τήν δεξιάν αυτού χεϊρα ση-
Αί στάσεις αυτών είναι τοιαϋται, ώστε ευθύς μειούμεθα ότι έλλείπει άπό τοϋ καρπού, επομέ­
έξ αρχής αποκλείεται πάσα σκέ/ψις, ότι αριθμός νως άγνωστον είναι, άν έκράτει τι έν αυτή.
τις αυτών δυνατόν ν ’ άπετέλει τον διάκοσμον Ά ν καί ό Φαρνέσειος Η ρακλής είναι γνω­
αετώματος ναού, συλλήβδην άπαχθέντος. Ά π ’ στός άπό τοϋ 1540, δτε άνεκαλύφθη έν Ρώμη
εναντίας δέ ευκόλως διακρίνει τις, ότι πολλά έν ταΐς θέρμαις τού Καρακάλλα, όπόθεν μετη-
μέν αύτών ήσαν μεμονωμένα αγάλματα, τινά δέ νέχθη έν έτει 1790 εις Νεάπολιν, άπειρα δέ
ότι άπετέλουν ποτέ συμπλέγματα ή καί παρα­ είναι καί τά περί αυτού γραφέντα *, οί αρ­
στάσεις παρίσους ήρόιων, άντιτεταγμένων ώς οί χαιολόγοι δέν κατώρθωσαν νά συμφωνήσωσι
«άνϋ-εστηκότες καί όχημα άντιτεταγμένων έχον- μέχρι τούδε ούτε περί τού τεχνίτου, ή τουλάχι­
τες» ομηρικοί ήρωες τοϋ έν Ή λιδι, παρά τό Ίπ - στον περί τής σχολής, είς ήν δέον νά άποδοθή
ποδάμιον, έργου Λυκίου τού Μύρωνος άνατε- τό πάντως περίφημον πρωτότυπον τοϋ τύπου,
θέντος υπό τών έν τώ Ίονίφ Άπολλοινιατών ον άντέγραψεν ό ποιήσας τον Φαρνέσειον Γλύ-
"Ενεκα τής μεγίστης καταστροφής, ήν πάντα κων καί άλλοι, ούτε περί τοϋ δν άρχικώς ήτο
τά αγάλματα ταύτα ύπέστησαν, ελάχιστος λόγος μεμονωμένον τό έργον ή μετ’ άλλου συμπεπλε-
δύναται νά γίνη περί τής καλλιτεχνικής άξίας γμένον, ούτε τέλος περί τού τίνα στιγμήν έκ
ένός έκάστου· τό μόνον δέ σχεδόν δπερ δύναταί τοϋ βίου τού ήρωος είκονίζει.
τις νά επιχείρηση είναι ή έρευνα περί τού τίνα Οί αρχαιότεροι τών αρχαιολόγων, παραδε­
καί έν οποία στάσει είκονίζει έκαστον. χόμενοι ώς ασφαλή τήν μαρτυρίαν τής έπι-
Εις τούτο δέ κυρίως θά ασχοληθώ μεν έν γραφής Λ ΥΣΙΠ Π Ο Υ ΕΡΓΟΝ, γεγραμμένης έπί
τοΐς έξής, έπιχειρούντες συγχρόνως, συμφώνως αρχαίου τίνος αντιγράφου τού τύπου τούτου
τή θεωρίμ ημών, να σχετίσω μεν αύτά, κατά τό άποκειμένου έν τώ Μουσείφ τής Φλωρεντίας 2
δυνατόν, προς τό "Αργος. καί άναφερομένης είς τον τό πρώτον πλάσανταI
23. Η ρακλής παρα την λγελαστόν ιιετραν, 1 νΙ6ε Winckelman, Gesch. d. Kunst des Alterth. p. 744— 746.
ό κοινώς λεγόμενος Φαρνέσειος (ΓΙίναξ XI, I ) 2. — Overbeck, PIastik:1, II, p. 681,691— 398 καί Schriftquellen n°
"Αγαλμα ακέφαλοι' μεγάλως υπό τής θαλάσ­ 2230.— Mitchell, A history of ancient sculpture, p.G61.— Murray,
A hist, of Greek sculpture, II p. 951.— Stephani, Der ausruhendc
σης φθαρέντος Ήρακλέους, κολοσσιαίου μεγέ­ Herakles, p. 159— 194.— Brunn, Geschichte d. Griech, KUnstler,
θους (μετρ. 2,50), δμοιον καθ ’ όλα προς τό τού I p. 549.— Weizsackcr, Bemerkungen zura Farnesischen Herakles :
Arch. Zeit. 1882 p.255— 264.— Kriedrichs-Woiters, Die Gipsab-
έν Νεαπόλει Φαρνεσείου Ήρακλέους, οΰ τής gttsNe, n° 1265.— Furtw&ngler: Roschcr’s Myth. Lex. έ. λ. He-
κεφαλής έκμαγείον, ταυτοχρόνως τφ άγάλματι raklcs p. 2172 — 2174, και Meisterwerke p. 485.— Collignon,
Hist, de la sculpture, II, 317— 425, και Mythologie figurSe de la
1 Παυσαν. V, 22, 2. Gr£co p.314.— K. Lange, das Motiv d. aufgcst. Fusses, p. 47, κτλ.
’ Πρβλ. Έφη|ΐ. ’Αρχαίο?.. 1902, Πίναξ παρίνΟετος Β. 1. * Ίδ έ εικόνα έν Muller. Denkm. d. a. ICuast. I, n° 151.

— 55
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν Ά ν τ ικ ν ϋ -ή ρ ω ν

τον τύπον, έφρόνουν δτι πρόκειται περ'ι έργου αιτίας». "Αλλως δε τίνα σχέσιν δύναται νά έχη
της άργειοσικυωνίας σχολής. Κατόπιν όμως προς τον μύθον τών Εσπερίδων, καθ’ δν έθρι-
πολλοί δόκιμοι αρχαιολόγοι έκήρυξαν την επι­ άμβευσεν δ ήρως, ή υπέρ παν άλλο χαρακτη-
γραφήν ταΰτην ώς «δλως άναμφιβόλως νέαν ρίζουσα τό άγαλμα τούτο μελαγχολία;
κιβδηλίαν», παρ’ δλας τάς διαμαρτυρίας άλλων Άπορριπτέα έπίσης είναι ή έτέρα θεωρία
έπίσης δοκίμων συναδέλφων αυτών. Πάλιν τών de Luynes ', Ο. Jahn (έ. ά.) κα! Weizsacker
δ ’ δλως έπ’ εσχάτων έπεκράτησεν ή αρχική (έ. ά), οΐτινες στηριζόμενοι επί τινων νομισμά­
γνώμη. Η μ είς δ3έξετάσαντες προ ολίγου τήν των κα! μιας τοιχογραφίας ρωμαϊκών χρόνων
επιγραφήν εν Φλωρεντίφ έπαναλαμβάνομεν ύπεστήριξαν δτι ό Φαρνέσειος Ηρακλής άπετέ-
άνεπιφυλάκτως τάς λέξεις τοΰ Furtwangler (έ. ά. λει άρχικώς σύμπλεγμα έν μαρμάρω ή γραφή
σελ. 2172), δτι «die Inschrift ist sicher echt»1. προς τον υπό έλάφου θηλαζόμενον παΐδα αυτού
Είς τήν μαρτυρίαν δε ταύτην τής έπιγραφής Τήλεφον.Ώς παρετήρησεν ήδη ό Wolters (έ. ά.),
προστιθεμένου τοΰ γεγονότος δτι ή αρχαιότατη τό ανωτέρω παρατεθέν άλεξάνδρειον τετρά-
αντιγραφή τοΰ Φαρνεσείου Ήρακλέους άπαντά δραχμον, δπερ ήγνόουν οί ρηθέντες αρχαιο­
επί νομίσματος (Είκ. 44) άλεξανδρείου τύπου2, λόγοι, άποδεικνύει δτι ό τύπος τού Φαρνε­
κοπέντος περ'ι το 300 π.Χ. εν *Αργεί ή Σικυώνι σείου Ήρακλέους έποιήθη ήδη κατά τον τέταρ­
(ιδε κατωτέρω), έδρμ τοΰ Λυσίππου, δυνάμεθα τον π. X. αιώνα ώς μεμονωμένον άγαλμα,
νά παραδεχθώ μεν δτι το πρωτότυπον έποιήθη επομένως δτι πολύ κατόπιν συμπεριελήφθη έν
υπό τοΰ περίφημου τούτου τεχνίτου. τοϊς ρωμαϊκών χρόνων νομισματικοΐς τύποις
'Ένεκα τών μήλων, άτινα φέρει έν τή όπι­ κα! τοιχογραφίαις ταΐς άναφερομέναις είς τήν
σθεν τοΰ σώματος έπ! τής όσφύος άναπαυομένη νηπιότητα τού Τηλέφου.
δεξιά ό έν Νεαπόλει Η ρακλής καί τινα άλλα Παραμένει επομένως ζήτημα άλυτον μέχρι
τών μαρμάρινων άντιγράφων, ήρμήνευσαν οί τούδε, τίνα στιγμήν τού βίου τού ήρωος ήθέ-
πλεΐστοι τών άρχαιοτέρων αρχαιολόγων τον λησε νά παραστήση μέγας καλλιτέχνης ποιών
τύπον τούτον τοΰ Ήρακλέους έν σχέσει προς τό άγαλμα τούτο, διό κα! πολλά! είκασίαι προε-
τον μύθον τών Εσπερίδων. ’Αλλά κα! νέα έκ τάθησαν και νΰν έτι προτείνονται, έπ! μόνης
ουμπληρώσεως προσθήκη άν δεν ήσαν τά μήλα τής χαρακτηριζούσης τό άγαλμα μελαγχολίας
ταΰτα, ώς πολλοί ύπεστήριξαν, ή τουλάχιστον, στηριζό μέναι, προς δέ κα! έπ! τής κοπώσεως,
ώς θέλει ό Furtwangler, «ασφαλώς προσθήκη ήν λέγουσιν δτι διακρίνουσιν είς τον τρόπον,
τών κατά τήν ρωμαϊκήν επιγραφήν άντιγρα- καθ’ δν στηρίζεται έπ! τού ροπάλου κα! κλίνει
φέων, οΐτινες τά μέγιστα ήγάπων παρά τφ τήν κεφαλήν αυτού προς τά κάτω. «Ό ήρως—
Ή ρακλεΐ τό σύμβολον τούτο», είναι αδύνατον λέγει συγκεντρών τάς γνώμας ταύτας ό κ. Wol­
νά παραδεχθή τις δτι τό πρωτότυπον έφερε τά ters (έ. ά.) — ΐσταται παρά τό τέρμα τών μό­
σύμβολα ταΰτα, διότι, ώς όρθώς παρετήρησεν χθων αυτού, ούχ! χαροπός έκ τής νίκης, αλλά
ήδη ό W eksacker (έ. ά.), «ποιος καλλιτέχνης θά κατάκοπος κα! κεκυρτωμένος υπό τού βάρους
έκρυπτε ποτέ όπισθεν τοΰ σώματος τό γνώρι­ τού έπιμόχθου βίου αυτού. Τό δλον τής έμφα-
σμα ακριβώς τής πλασάσης τό άγαλμα αυτού νίσεως αύτού, αί φλεγμαίνουσαι άρτηρίαι κα! οί
έξογκούμενοι μυώνες δηλούσι κόπον κα! μόχθον,
1 ”Ιδε καί Collignon έ. ά. σελ. 317. — Περί τής επιγραφής αύτα! δ ’ αί σκέψεις αύτού φέρονται προς τό
ταύτης ΐδε Stephan! ε. ά. 164, 20. — Η. Meyer, Gesch. d. bild.
Kiinste III, p. 59.— Diitschke Ant. Bildw. II, 36.— O. Jahn, Ar-
παρελθόν κα! ούχ! προς τό μέλλον». Παραλείπων
chaeol. Aufs., p. 162.— Overbeck έ. ά. II, 381, 460.— Michaelis: νά μνημονεύσω τάς κατά τής έξηγήσεως ταύτης
Arch., Zeit. 1880 p. 17,28.— Leipziger Berichte 1881 p. 77, 78.—
Hermes 22,153.— Lowy, Kiinstler - Inschrilten, 506.
* Numism. Chron. 1883 p. 9 PI. I, 5. 1 Nouv. Ann. de l’Inst. I p. 69.
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

έγερθείσας άντιρρήσεις, νομίζω δτι δύναμαι νά άρχής, ώς πρός την πέτραν τού ΦαρνεσείουΉρα-
προτείνω νέαν δλως και προς αρχαίας πηγάς κλέους,τοσούτιρ μάλλον δσον αΰτη είσάγεται καί
σύμφωνον ερμηνείαν τοΰ θαυμασίου τούτου ώς σύμβολον είς παραλλαγάς τινας τής παρα-
είς τελειότητα καί έκφρασιν άριστουργήματος. στάσεως, έν αΐς δεν υπάρχει πλέον ό τεχνικός
Τέσσαρά τινα χαρακτηρίζουσι, κατ’ εμέ, τό λόγος τής στηρίξεως τού σώματος τού ήρωος
άγαλμα τούτο. Πρώτον μεν ή παρ’ δλων παρα- επί τοΰ λίθου *, δπερ άποδεικνύει σαφέστατα τό
τηρηθεΐσα βαθεϊα μελαγχολία, ήν εκφράζει ή μυθολογικώς συναφές τοΰ λίθου πρός τον ήρωα.
φυσιογνωμία τοΰ ήρωος, ής πάρισοι είναι αί Έρωτάται λοιπόν νΰν, άν υπάρχει λίθος τις
έπιτυμβίδιοι παραστάσεις τών ληκύθων, των αργός έν τή μυθολογίρ, συνδεόμενος πρός τον
«pleureusesv, ή τής λυπαύμένης παρά νεκρικήν βίον τού Ήρακλέους, ώς έπίσης καί πρός τον ι
στήλην περίφημου ’Αθήνας τοΰ αναγλύφου της τού Θησέως, τού μόνου, νομίζω, ήρωος, ού έχο-
Άκροπόλεως, καί τινες τής επί τ ή ς ' Άγελά- μεν παράστασιν ομοίως τό ρόπαλον έπί όμοιας
στρυ πέτρας καθημένης καί επίσης άχνυμένης πέτρας στηρίζοντος, ήτοι τό γνωστόν άττικόν
(άχαίας) Δήμητρος λ Δεύτερον δέ τό κάτω προς άνάγλυφον τού Λούβρου2. Ώ ς πλεΐσται άρχαΐαι
την χθόνα έστραμμένον μετά προσοχής βλέμμα μαρτυρίαι καί μνημεία δεικνύουσιν, άτινα συνε-
αυτού Τρίτον δέ ή δήλωσις τής υπάτης καί κεντρώσαμεν πρό τίνος έν άλλη μελέτη ημώ ν3,
άπαραδειγματίστου άναπτύξεως καί ακμής τών ό λίθος οΰτος δ ι’ άμφοτέρους είναι ή ιερά τή
τεραστίων σωματικών δυνάμεων αυτού, καί άχοΰση Δήμητρι καί παρά την πύλην τού "ί^,δου
τέλος τέταρτον καί είπερ τι καί άλλο ή μεγάλη κείμενη περίφημος άργή, λεύκάς ή άγέλαστος
άργή πέτρα, παρ’ ή ΐσταται καί έφ’ ής στηρίζει πέτρα, άφ’ ής άμφότεροι οί ήρωες πλήρεις
τό φοβερόν ρόπαλον, νΰν έρεισμα αύτοΰ. μελαγχολίας καί ώς τό άγαλμα ημών αγέλαστοι
Έ φ ’ δσον γνωρίζω, ούδείς άπέδωκε βαθυτέ- άνεπαύθησαν έν άπαραλλάκτφ τή τού Φαρνε-
ραν τινά σημασίαν είς την μεγάλην πέτραν σείου στάσει πριν ή είς "Αδου κατέλθωσιν.
ταύτην καί άλλην ή τής υπό τεχνικών λόγων Πρόκειται άρα περί παραστάσεως Ή ρ α ­
ανάγκης προς στήριξιν τού σώματος τού ήρωος. κλέους είκονιζομένου καθ’ ήν στιγμήν έν δλη
Καί όμως ούδέποτ’ έν τή κλασσική έποχή τής τή άκμή τής σωματικής αύτοΰ ρώμης ευρισκό­
τέχνης συνεδέθησαν πρός τούς άπεικονιζομέ- μενος καί φθάσας πρό τοΰ χθονίου χάσματος
νους θεούς ή ήρωας τοιούτοι λίθοι ένεκα τεχνι­ τής πύλης τοΰ "Αδου στηρίζεται έπί τής παρά
κών μόνον λόγων καί άνευ συνδέσμου τίνος την πύλην Άγελάστου πέτρας καί άχνύμένος,
μυθολογικού. Παράδειγμα ό λίθος όμφαλός, ώς πάντες οί είς "Αδου κατερχόμενοι (Ό μηρου
έδρα τού ’Απόλλωνος καί τά υπό τον πόδα κ, 5), βυθίζει τό βλέμμα αυτού είς την οπήν τοΰ
διαφόρων θεών σύμβολο (ίδέ κατωτέρω). Δέον Πλουτωνείου, δι’ής κατερχόμενος είς τήν Ά γέ-
έπομένως τό αυτό νά ύποθέσωμεν, εύθύς έξ λαστον χώραν τών νεκρών μέλλει νά επιχείρηση

1 Διεθν. Έφημ. Νομ. Άρχ. τόμ. Δ', σελ. 294 κ.έξ. 1 ”Ιδε π. χ. τό ώραΐον έκ Δωρίδος χαλκοΰν άγαλμάτιον:
* Πβλ. τόν Wcizackcr (έ. ά.) παρατηροϋντα όρθώς δτι Die Monum. Grecs, 1880 φυλλ. 9 p. 1— 10, Πίναξ I = S. Keinach,
Statue zeigt den Heraklcs nicht sowohl ausruhend, als vielmehr Repertoire de la statuaire II, p. 209, 2.
in eincr Stellung, wie sie sich bei augenblicklichem Innehalten * Monum. dell' Inst. 4,22 B Reseller, Mythol. Lex. σελ. 2499.
auf der Wandcrung crgiebt, wenn der Blick durch eincn auf dem — FrShner, Inscr. gr. du Louvre n° 23, είκών. Τό ρόπαλον toil
Boden liegenden Gegenstand gcfcssclt, der Wanderer zu etni- ήρωος ήχο διά χρώματος δεδηλωμένον.
gcm Verweilen aufgefordert wird. Will man aber das Motiv 8 ΔιεΟν, Έφημ. τής Νομισμ. Άρχαιολ. τόμ. Δ ' (1901) σελ.
nur als cin in sich gekehrtes Nachdenken aufl'assen, so Uber- 237— 254 καί 484 είκ. 23— 25 καί πίν. ΙΖ '. Πρόσθες εις τά έκεΧ
sicht man, dass der Kopf zwar gcsenkt, das Auge jedoch geoff- παρατιθέμενα μνημεία καί τόν πρό όμοιας άχαίας Δήμητρος
net und auf einen bestimmten I'unkt am Boden gerichtet 1st, άναπαυόμενον έπί τής ’Αγέλαστου πέτρας Φαρνέσειον Ή ρα-
wic urn das dort Erblickte recht tief in sich aufzunehmen : der κλέα νομίσματος είκονισθέντος παρά Morclli, Thus. num. Imp.
Gcsichtsinn 1st der Aussenwelt geoffnet, nicht verschlossen. I I Tab. 91, 18 (Σάρδεων έπί Δομιτιανοΰ).

— 57 —
8
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

τον μέγιστον τών πόνων αύτοϋ, την αναγωγήν ένθα βυθίζεται τό βλέμμα τοϋ ήρωος, τοξοειδές
του φοβερού Κερβέρου. Χάριν δέ μόνον τής στόμιον σπηλαίου, οΐον τό τοϋ Πλουτωνείου
ισορροπίας τοϋ σώματος και ϊνα έχη μάλλον τής Έλευσϊνος1.
έλευθέραν την προς την χθόνα θέαν, φέρει την ’Αλλά καί τά αρχαιότερα μνημεία, έφ’ ών τό
δεξιάν όπισθεν τοΰ σώματος, ακριβώς ώς πας τις πρώτον εμφανίζεται ό τύπος τοΰ Φαρνεσείου
ήμών πράττει νΰν αύθορμήτως οσάκις σταθείς Ήρακλέους, ώς είχε προ τοϋ τελειοποιήσαν-
εις τδ χείλος βαθέος τίνος χάσματος γης βυθί­
ζει το βλέμμα εν αύτφ. 'Όταν δέ ό ήρως συντε-
λέση τον φοβερόν προκείμενον άθλον καί σφος
έπανέλθη εν θριάμβφ επί τής γης, ή έκφρασις
τής μορφής αύτοϋ θά γείνη τό αντίθετον τής
νΰν ήτοι χαροπή, ώς μαρτυρεί ή Βοιωτική
παράδοσις \ ή δέ Νίκη θέλει σπεύσει νά στέψη
αυτόν καθ’ ήν στιγμήν έξελθών τής πύλης
τοϋ Ά δ ο υ θέλει στηριχθή, νικητής νϋν, επί
τής Άγελάστου πέτρας, ώς μαρτυρεί τοιαύτη
τις σύγχρονος, αλλά χαροπή, τής τοϋ μελαγχο-
λικοϋ Φαρνεσείου τύπου παραλλαγή, άπαντώσα
επί νομίσματος κοπέντος έν Ήρακλεία τής
Βιθυνίας περί τό 305— 302 π. X. καί ή ταύτη
συγγενής παραλλαγή τοϋ τύπου, ήν παρουσιά­
ΕΙκώ ν 46·
ζει τό εκ Δωρίδος ώραϊον αγαλμάτων (σελ. 57
σημ. 1) 2. τος μόνον, ούχί δέ έφευρόντος2 αύτόν Λυσίπ­
Ή ώς νομίζω πάσαν τήν ψυχολογίαν καί που, λαμπρώς συμφωνοϋσι προς τήν ερμηνείαν
πάσας τάς λεπτομέρειας τής στάσεως τοϋ Φαρ­ ήμών. Οΰτω τό έν τφ Έθνικφ Μουσείφ ήμών
νεσείου Ήρακλέους εξηγούσα άπλουστάτη αϋτη εξ Ίθώμης άνάγλυφον (Είκ. 4 6 ) 3 είκονίζει
αύτόν στηρίζοντα τό ρόπαλον αύτοϋ επί τών
βαθμιδών μεγάλης πύλης καί ώς χθόνιον ήρωα
θυσίαν βοός καί κριού δεχόμενον. Επίσης
επί βράχου παραστάδος πύλης τής άκροπόλεως
τής Άκαρνανικής Άλυζίας είναι γεγλυμμένη ή
δευτέρα τών άρχαιοτέρων παραστάσεων τοϋ
ΕΙκώ ν 44· ΕΙκ ώ ν 45· Φαρνεσείου Ήρακλέους4. Πολύ δέ κατόπιν
έν πλαισίφ πύλης ώσαύτως ΐσταται Ηρακλής
ερμηνεία άποδείκνυται σύμφωνος προς τήν
μεταγενεστέρων χρόνων5, καί τέλος έπϊ μικράς
αλήθειαν υπό ’Αθηναϊκού τίνος νομίσματος
ναομόρφου χθονίας πύλης, ούχί δ’ έπί τής
(Είκ. 4 5 )3, είκονίζοντος παρά τήν Άγέλαστον
Άγελάστου πέτρας, στηρίζει τό ρόπαλον αύτοϋ
πέτραν τοϋ Φαρνεσείου, καί δή εις τό μέρος1
1 Ίδέ τήν εικόνα έν Διεθν. έιρημερ. τής νομισμ. αρχαιολο­
1 Παυσαν. 9, 34, 5: ’Ανωτέρω δέ έστιν Ηρακλής Χ άροψ γίας τόμ. Δ', σελ. 347.
έπίκλησιν· ενταύθα δέ οί Βοιωτοί λέγουσιν άναβήνσι τόν - Furtwangler έ. ά. σε?.. 2173.
Ήρακλέα άγοντα τοΰ "Αδου τόν κύνα. 8 Schiinc, Griech. Rel. 112.— Sybel, n° 320.— Kckule, n° 374.
8 Six : Numism. Chronicle 1885, p. 59 n° 52— 53.— Eckhel, A Heuzey, Lc mont Olympe et l’Acarnanle, pi. XI.
Num. vet. anecd. p. 37 Tab. Ill, 14. 5 Coll. Greau VIII, 347 = Reinach, Repertoire dc la statuairc
8 Imhoof and Gardner, Num. Comm, on Paus. pi. DL), XI. II σελ. 233,3.

— 58 —
Ο θ η σ α ν ρ ό ς τ ώ ν 'Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

ό Φαρνέσειος Ηρακλής τών έπί 'Ρωμαίων αίώνος π. X.', είκονίζοντος τον Φαρνέσειον φέ-
νομισμάτων τών Λακεδαιμονίων \ παρ’ οίς εν ροντα τον κλάδον τών μυστών, ίστάμενον δέ
Ταινάρψ εύρίσκετο «ναός εικασμένος σπηλαίφ», παρά τόν κιονίσκον τδν δηλοΰντα τά μεταξύ Γής
ήτοι ή οδός δι’ ής έλεγον δτι ό Ηρακλής άνή- καί "Αδου δρια ή τήν πύλην τοΰ "Αδου, καί
γαγε,ν εξ "Αδου τον κύνα12. δεχόμενον προς πόσιν έν υδροχόη τό ύδωρ τής
Αί πύλαι αΰται ένθυμίζουσιν αμέσως ήμΐν Λήθης παρά τοΰ ήδη έν τφ 'Αδη ευρισκομένου
ακριβώς τήν άρχαιοτάτην τών παραδόσεων ψυχοπομπού Έρμοΰ 2.
περί τής προς αναγωγήν τοϋ Κερβέρου κατα- Άξιοσημείωτον είναι δτι καί έπί τών τριών
βάσεως τοΰ Ήρακλέους εις 'Αδην, οΰ, ως προλυσιππείων μνημείων τούτων έλλείπει υπό
γνωστόν, τά βασίλεια έδήλου συνοπτικώς μόνη τό ρόπαλον ή Αγέλαστος πέτρα,προφανώς διότι
ή πύλη 3. Ή μαρτυρία αΰτη είναι οί περίφημοι ό τόπος τής σκηνής καί ό χθόνιος αυτής χαρα-
παρά τοΐς Όμηρισταΐς στίχοι τής Ίλιάδος (Ε, κτήρ δηλοΰνται έπαρκώς καί σαφώς υπό τής
39 5 -3 9 7 ): πύλης, τοΰ ψυχοπομπού Έρμοΰ καί τοΰ ΰδα-
τλή (VΆίδης έν τοΐσι πελώριος άκύν όϊστόν, τος τής Λήθης.
ευτέ μιν ωύτός άνήρ, υιός Διός αίγιόχοιο, Φαίνεται λοιπόν δτι ό Λύσιππος έν τούτω
έν πύλω εν νεκΰεσσι βαλών οδύνησιν εδιοκεν. κυρίως έτροποποίησε τόν άρχαΐον τύπον, δτι
πάνυ εύφυώς καί συμφώνως προς τάς τεχνικάς
Πολλοί τών άρχαίων γράφοντες έν Πύλω άνάγκας τής ποιήσεως περιφερών άγαλμάτων
συνέδεον τον μύθον τής είς 'Αδου καταβάσεως
άντικαταστήσας τήν πύλην τοΰ "Αδου διά τής
τοϋ 'Ηρακλέους προς τήν πόλιν Πΰλον τής
ταυτοσήμου ταύτη Αγέλαστου πέτρας, διά.δέ
Μεσσηνίας ή τής Ή λ ιδ ο ς 4*, άλλ’ άλλοι, ώς ό
τής παραστάσεως τής είς τό έπακρον άναπτύ-
πολύς Άρίσταρχος, όρθώς άνεγίνωσκον έν
ξεως τής σωματικής δυνάμεως τοϋ ήρωος δηλώ-
ηνλψ, δπερ ήρμήνευον ώς έτερον τύπον τοΰ
σας δτι πρόκειται νΰν περί τοΰ «χαλεπωτάτον»3
πύλη, ένπύλη δΐ]λαδή τοΰ "Αδου- τούτο δ ’ έγέ-
τών άθλων αύτοΰ, ου τόν τόπον καί τήν φύσιν
νετο, κατά τον Ευστάθιον, έν τή προς τον
έδήλωσε διά τών περιλύπων καί προς τήν
"Αδην μάχη τοΰ Ήρακλέους (Ίλ. Θ. 367)·
χθόνα έστραμμένων βλεμμάτων τοΰ ήρωος4.
εύτέ μιν εις Άίδαο πυλάρταο προύπεμψεν (ΕύρυσίΙεύς) Τόν οΰτω τελειοποιηθέντα υπό τοΰ Λυσίπ-
έξ έρέβευς άξοντα κιίνα στυγερού Άΐδαο.
1 Panofka, Zeus liasilcus. Είκών.
”Αρα ή πύ?\.η, προς ήν τόσον στενώς συνδέε­
* ’Ίδε τήν όμοίαν παράστασιν τοϋ έκ τοΰ Πλουτωνείου τής
ται ό τύπος τοϋ Φαρνεσείου Ήρακλέους επί έν Άΰήναις "Αγρας αναγλύφου (Άρχ. ’Εφημ. 1894, πίναξ 7,
τών δύο άρχαιοτάτων μνημείων, έφ/ών άπαντφ, καί Σβορώνος έν Διεβν.’Εφημ. νομισμ. Άρχ. Δ ’, σελ. 304 κέ.).
Πρβλ. επίσης καί τάς ταύτη συγγενέστατος παραστάσεις παρά
άναφέρεται προς τήν διά τής πύλης τοΰ "Αδου Mariette Pier. grav. I, 87, καί Gori, Mus. Klor. II, 36, 8, ένθα
κάθοδον αύτοΰ. Επίσης προς τήν αυτήν κάθο­ δμοιος κιονίσκος παρά τήν Άγέλαστον πέτραν.
:ι 'Ομήρου λ. 624.
δον σχετίζεται καί ή τρίτη τών έμοί γνωστών
1 Περιγραφών τό άγαλμα τοΰτο ό Λιβάνιος ('Ε κ φ ρ ά σ εις . 11
άρχαίων παραλλαγών τοΰ τύπου, ή άπαντώσα Petersen, Comm, de Libanio, II, 20) λέγει, πολύ όρΟότερον
έπί αγγείου έλευθέρας τεχνοτροπίας τοΰ Δ' πολλών τών νεωτέραιν αρχαιολόγων, δτι ’Α ν ά κ ειτα ι ονχ olov
εϊδεν ή Ν εμέα, άλλ* olov 'Ά ρ γ ο ς ά π ή λα υ νεν έ π ι αναιρέσει
το ν λέοντος (ή λεοντή τοΰ Νεμειου λέοντος, ήν φέρει τό
1 Imhoof -Blumcr and Ρ. Gardner» Num. Comm, on Paus. pi. άγαλμα, δεικνύει δτι έκ παραδρομής ίτεΟη λέοντος αντί κυνδς
N ,X=rl3.M . Catal., Peloponnesus pi. X X V I, 4. ή Κερβέρου), η κ εφ α λή νεύει π ρ ό ς yijv και δ ο κ ε ΐ μ ο ι οκο-
J Παυσαν. Ill, 25,4. π ε ϊν ε ϊ τ ι κ τείνειεν έτερον (τό σκοπούμενον τοΰτο ώς έν τή γή
* Prcller - Koberl, Griech. Mythol. S. 807 : Ja das Thor de$ ευρισκόμενον ούδέν έτερον δύναται νά είναι ή ό Κέρβερος).
Aides wurde btsweilen anstatt dee ganzen Palastes, also anstatt Τω ν χειρώ ν ή δεξιά τέτα τα ι κα ί σ υ γ κ έ κ α μ π τ α ι κ α τό π ιν
dor Unterwelt genannt. . . ε π ί ν ώ τ ο ν . . . έν ησυχία ς κ α ιρ φ χεΐρα ( δεξιάν) δέδω κεν
4 ”I6 e Παυσ. 11, 25, 3· — ’Λπολλοδ. % 7, Η. — Πινδάρου ά π ρ α κ το ν . . . . κ α ί π α ρ έχει τοΐς δρω σι μα& εΐν, οίος ‘Η ρ α ­
Όλυμ. 9, 81. κ λή ς κ α ί π ο νώ ν κ α ί.π α υ ό μ εν ο ς·.
Ό ύ η σ α υ ρ ό ς τω ν Ά ν τ ικ υ & ή ρ ω ν

που τύπον αδύνατον βεβαίως ήτο νά μή άντι- τών ρωμαϊκών χρόνων (Σ. Σεβήρου καί Καρα-
γράψωσιν ή άπομιμηθώσιν οί μεταγενέστεροι κάλλου) νομισμάτων τών Γερμηνών (Είκ. 47) ζ
γλύπται, σφραγιδογλύφοι και ζωγράφοι είσά- ώς καί υπό τών γραψάντων τήν γνωστήν ’ιτα­
γοντες αύτδν είς διαφόρους συνθέσεις. Καί λικήν τοιχογραφίαν τού Τηλέφου
μεμονωμένα μεν πιστά αντίγραφα αυτού τού Τίθενται νύν, έν σχέσει προς τήν θεωρίαν
αγάλματος ύπάρχουσιν, ώς γνωστόν, απειρά­ ήμών περί τής Άργείας προελεύσεως τών Άντι-
ριθμα, ιδίως έπ'ι νομισμάτων, από των περί τδ κυθηραϊκών, τά ζητήματα, άν ό μύθος περί τής
’ Αργος πόλεων, Σικυώνος και Κορίνθου, μέχρι καθόδου τού Ήρακλέους είς "Αδην καί άνα-
των εσχατιών τού έλληνικοΰ καί ρωμαϊκού παύσεως αυτού επί τής Άγελάστου πέτρας ήτο
κόσμου, ώς και έτερα απλώς άντιπαρατάσσοντα εγχώριος παρά τοΐς Άργείοις, προς δέ, άν ύπάρ-
αυτόν προς άλλας τυπικάς μορφάς, οίαι αί της χη μαρτυρία τις ότι τό πρωτότυπον τού Φαρνε­
Δήμητρος, τού Διονύσου, τών προς την αυτήν σείου Ήρακλέους ήτό ποτέ ίδρυμένον αυτόθι.
είς "Αδου κατάβασιν σχετιζομένων, ή ή τού Ώς προς τό δεύτερον έχομεν σαφές τεκμήριον
σπένδοντος τφ ήρωϊ ίερέως ή 'Ρωμαίου αύτο- τό Άλεξάνδρειον τετράδραχμον, έφ’ ού τό πρώ­
κράτορος. Έξ άλλου δ’ όμως τά προς την γην τον άπαντά ό Φαρνέσειος καί δή είς χρόνους
έστραμμένα βλέμματα καϊ ή μελαγχολική έκ- καθ’ ούς έζη ίσως εΐσέτι ό τήν άργειοσικυω-
φρασις τού προσώπου τούΦαρνεσείου περιώρι- νίαν σχολήν δοξάσας καί έν Άργει έργασθείς
ζον μεγάλως τον αριθμόν τών μορφών, μεθ’ ών Λύσιππος.Τό νόμισμα τούτο (Είκ. 44) ανήκει είς
ήδύνατο νά ένωθή κατά τέχνην και έννοιαν τήν πολυάριθμον έκείνην τάξιν, ήν ό τά νομί­
είς σύμπλεγμα.’Έδει δηλαδή άναγκαίως τό άντι- σματα τού ’Αλεξανδρείου τύπου λεπτομερώς
κείμενον, μεθ’ ου θά συνεδέετο τεχνικώς, νά μελετήσας C. Muller άπέδωκεν έπί τή βάσει τής
είναι μικρού μεν ύψους, ώστε νά ύποπίπτη είς προελεύσεως, τεχνοτροπίας καί τών συμβόλων
τά προς τήν χθόνα έστραμμένα βλέμματα τού αυτής, τή Σικυώνι3. Διά τούτο δέ ό πρώτος
ήρωος, τοιαύτης δε φύσεως, ώστε νά φαίνηται δημοσιεύσας αυτό Bunbury 4 εϊκασεν ότι έκόπη
ότι αυτό καί ούχί ή υπόγειος κατοικία τών έν τή πόλει ταύτη καί ότι ό Φαρνέσειος παριστρ
νεκρών κινεί αυτόν είς μελαγχολίαν. Προς τούτο τον έν τή άγορφ τής Σικυώνος, άγνωστου δέ
πάνυ εύφυώς έπενοήθη ό μύθος — ό άλλως τύπου, χάλκινον Ήρακλέα τού Λυσίππου5. Τήν
άμαρτύρητος, νομίζω, εν ταϊς πηγαΐς—, καθ’όν γνώμην ταύτην παρεδέχθησαν οί Wolters (έ.ά.
αυτός ό Ηρακλής, καί ούχί ό Ναύπλιος ή οί σελ. 451) καί Furtwangler (έ. ά. σελ. 2173).
βουκόλοι τού Κορύθου, συναντά τό είςτό όρος Παρατηρώ όμως ότι αυτός ό Muller (έ. ά. 224
έκτεθειμένον καί υπό έλάφου τρεφόμενον δυσ­ —225) έσημείωσεν ήδη ότι τινά τών νομισμά­
τυχές τέκνον αυτού, ήτοι τον Τήλεφον, ού ή θέα των τής έν λόγψ τάξεως τών Άλεξανδρείων
ή καί τήν δυστυχίαν τής μητρός Αυγής ανακα­ δυνατόν νά έκόπησαν έν "Αργεί. Τούτο δέ ύπο-
λούσα τφ ΉρακλεΙ, κινεί αυτόν είς λύπην, ένθυ-
1 Wiczay, Mus. Hcderv. Add. ad To. I. p. 7. — Sestini, Mus.
μούμενον ότι αυτός έγένετο αίτιος τών δει­ Hederv. II, 101.— Mionnet V, 363 — 544. — Streber, MUnch·
νών δυστυχή μάτων άμφοτέρωνΧ.Τοιουτοτρόπως Abhandl. I, 191. Taf. 3, 2.— Waddington: Rev. Num. 1852, 89
βλέπομεν παραλαμβανόμενον τον Λυσίππειον PI. IV. 6 .— Babelon, Invent. Waddington N° 804 καί 7035.
2 Pitture d'ErcoIano, I, Tav. 6 .— Millin, Gall. Myth. PI. 116,
τύπον υπό τού ποιήσαντος τήν επί τού μεγάλου 451.— Mus. Borbon. Tom. I X Tav. 5.; Tom. XIII, Tav. 38, 39.
βωμού τής Περγάμου μικράν ζφοφόρον τού — Guigniant, Relig. de l'Ant. pi. 183, 670.— Zahn, Die schonsten
Ornam. I, 18. Ill, 1 -3.— Stephani I. c. 172,1.— Weizsacker I. ά.
Τηλέφου 12, καί υπό τών πολλφ άδεξιωτέρων s Milller, Numism. d’AIexandre le Grand, p. 218— 225, N°
άντιγραφέων τών χαραξάντων τάς παραστάσεις 864— 898.
4 Num. Chron. 1883 p. 9. PI. I, 5.
1 ΊΤρβλ. Roscher's Myth. Lex. έ. λ. Auge. 5 Πανσ. I, 9, 8 : «νταυθα Η ρα κλής χαλκούς lo w Λύσιππος
2 Pontremoli-Collignon, Pergame, p. 94, fig. έποίησεν αύτόν Σικυώνιος.

60 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

στηρίζουσι συνεχή ευρήματα τοιούτων νομι­ 'Ως πρός δέ τό ζήτημα, δν ό μύθος τοΰ παρά
σμάτων γενόμενα κατόπιν εις διάφορα σημεία τό στόμιον τοΰ Άδου έπί πέτρας άναπαυομέ-
τής Άργολίδος \ προς δέ καί ή σκέψις δτι ό νου Άγελάστου 'Ηρακλέους ήτο έγχώριος καί
κατ’εξοχήν Αργείος και ούχί Σικυώνιος 'Ηρα­ έν φήμη παρά τοΐς Άργείοις, σημειώ τά εξής:
κλής ήδΰνατο πολύ ορθότερον νά χρησιμεύση Πύλαι "Αδου, πλουτώνεια σπήλαια καί χά­
ώς σύμβολον τοΰ "Αργους μάλλον ή τής Σικυ- σματα, επομένως καί πέτραι αγέλαστοι, άργαί
ώνος έπ'ι των Άλεξανδρείου τύπου νομισμά­ καί λευκάδες, ύπήρχον πανταχοΰ τοΰ Ελλη­
των, άφ’ού μάλιστα έχομεν ήδη τοιαϋτα δη- νικού κόσμου '. Έν Άργολίδι ό Παυσανίας
λοΰντα την Σικυώνα διά τοΰ ίδιάζοντος αύτή αναφέρει δύο τοιαΰτα, έν Τροιζήνι12* καί έν
συμβό?νθυ τής Χίμαιρας. Πρός τούτοις τό ότι τά Έρμιόνη Β, ώς καί τρίτον έν τη αείποτε τοΐς f
γράμματα API, ατινα φέρει τό μετά τοΰ Φαρ- Άργείοις άνηκούση Λέρνη 4. Ό τι δέ πρός τό
νεσείου Ήρακλέους τετράδραχμοι1, άπαντώσιν τελευταίου τούτο άκριβώς σχετίζεται ό Η ρα­
επί πολυάριθμων μικρότερων αργυρών νομι­ κλής τοΰ Φαρνεσείου τύπου, νομίζω ότι μαρτυ-
σμάτων τών Άργείων -, κοπέντων άκριβώς ροΰσι σαφέστατα τά εξής.
κατά τούς αυτούς χρόνους, καθ’ οΰς καί τό έν Έπί τών νομισμάτων τών Γερμηνών (Είκ.
λόγφ τετράδραχμον, καθιστρ πιθανωτάτην εί 47) ό έπί τής Άγελάστου πέτρας αναπαυόμε­
μη βεβαίαν την Άργείαν προέλευσιν αύτοΰ. νος Ηρακλής έχει προ αύτοΰ τον παΐδα Τήλε-
Ή οίκτρά κατάστασις, εις ήν περιήλθεν ήμΐν φον θηλαζόμενον ύπό έλάφου ύπό τούς πρό-
ό έξ ’Αντικυθήρων Ηρακλής, δεν επιτρέπει νά ποδας όρους υψηλού, έφ’ ού έπικάθηται αετός.
κρίνωμεν, αν είναι πρωτότυπον ή άντίγραφον. Ά ρ α ή Αγέλαστος πέτρα τοΰ Ήρακλέους τού­
Έχοντες όμως ύπ’ όψιν λείψανά τινα τής τε­ του έκειτο έπίσης εις τούς πρόποδας τοΰ αύτοΰ
χνοτροπίας αύτοΰ και τό ότι πάντα τά άναφε- όρους. Λοιπόν γνωρίζομεν ότι τό όρος, έφ’ ού
ρόμενα έργα τοΰ Λυσίππου fjoav χαλκά, ούδέν εκτεθείς έτράφη ό Τήλεφος, εκαλείτο Παρθέ­
δέ, ώς τό έξ ’Αντικυθήρων, μαρμάρινου, δυνά- νων, άνήκον έξ ήμισείας τοΐς Τεγεάταις καί
μεθα νά εικάσωμεν ότι πρόκειται περί ενός τών Άργείοις 56, «καθήκον έπ'ι την ’Α ρ γείαν άπό τής
πραιτων εκείνων πιστών αντιγράφων, ατινα Τεγεάτιδος » κατά Στράβωνα (Χρηστομ. 36).
άφηνον πρός παρηγοριάν τών ληστευομένων
1 Πρβλ. τήν άρχαιοτάχην περιγραφήν τή ς είσοδον τοΰ
πόλεων και έξακολούθησιν τής λατρείας οι τά "Αδου έν Ό μ η ρ ο υ κ. 515 έ ν # ’ ε α τ ι ν π έ τ ρ η κα ί ο), 11 ένθα
πρωτότυπα άφαιροΰντες φιλότεχνοι όσον και ή παρά τάς πύλας Χ ε ν χ ά ς π έ τ ρ α · «der Felsen der Verwesung
mit den bleichcnden Gcbeinen (λεύκ' όστέα) der Verstorbe-
αρπαγές 'Ρωμαίοι κατακτιέται τής Ελλάδος, nen» : Preller-Robert, Gr. Mytholog. p. 814.
διά τούτο δέ και παρήλθεν αυτό άμνημόνευ- 2 2, 31, 2 : Έ ν τούτφ δέ είσι τφ ναφ (’Αρτέμιδος τής Σω-

τον ό βεβαίως πλεΐστα άλλα άντίγραφα αύτοΰ τείρας) βωμοί θεών τών λεγομένων ύπό γην ά ρ χειν καί φασιν
έξ Ά ιδ ο υ Σεμέλην τε ύπό Διονύσου κομισθήναι τούτη, καί
πανταχοΰ τής Ελλάδος Ιδών Παυσανίας. Ό ώς Η ρ α κ λ ή ς άναγάγοι τόν κύνα τοΰ " 4 δου.
δέ έν 'Ρώμη τον Φαρνέσειον ποιήσας Γλύκων ° 2, 35, 10: Περιείργεται μέν δή πάντα (τά Πλουτώνεια)
θριγκοίς X i-θ-ων, έν δέ τφ τοΰ Κλυμένου καί γής χάσμα- διά
πκττώς επίσης θά αντέγραψε, πρός εμπορίαν ή τούτου δέ Η ρ α κ λ ή ς άνήγε τοΰ "Αδου τόν κύνα κατά τά λεγά­
καί κατά παραγγελίαν τινός, τό έν 'Ρώμη έξ μενα ύπό Έρμιονέων.— Ί δ έ καί Στράβωνος V III, 373.
"Αργους κομισθέν πρωτότυπον. * 2, 36, 7 : Π λησίον δέ αύτοΰ (τοΰ Χειμάρρου ποταμού τής
Λέρνης) περίβολός έστι Χ ί& ω ν , καί τόν Πλούτωνα άρπάσαντα,
ώς λέγεται, κόρην τήν Δήμητρος καταβήναι τούτη φ α σ ίνέςτή ν
1 Προσεχώς δημοσιευθήσεται ύπό τοΰ βοηθού μου κ. Α. ύπόγεων νομιζομένην αρχήν. — 2, 37, 5 : ΕΙδ ο ν δέ καί πηγήν
Κεραμοπούλου νέον εύρημα Άλεξανδρείων νομισμάτων τής Άμφ ιαρά ου καλουμένην καί τήν Άλκυονίαν λίμνην, δ ι’ ής
τάξεως ταύτης γενόμενον έν Έπιδαύρφ της Άργολίδος κατά φασιν Ά ρ γ εΐο ι Διόνυσον είς τόν "^ δ η ν έλθεϊν Σεμέλην άνά-
τάς τελευταίας άνασκαφάς τής Άρχαιολ. Εταιρείας. ξοντα, τήν δέ ταύτη κάθοδον δεΐξαί οί Π όλυμνον (ή Πρόσυ-
2 BM C. Peloponnesus, Argos N° 47— 50, 57— 60, 84— 85. μ ν ο ν : Κλήμ. Ά λεξ. Προτρ. 2, 34.— Ά ρνοβ. adv. g. 5, 29). Tfj
— Έφ ημ- Ά ρ χ . 1896, Εύρημα Μυκηνών: άρ. 23— 27, 56— 58 δέ Ά λκυ ονίρ πέρας τοΰ βάθους ούκ έστιν, κτλ.
(ΙνΟ-α τό χρονολογικόν μέρος είναι έσφαλμένον). 6 Bursian, Geographic von Griechenland II, 7, 39, 66 κ.έ. 217.

— 61
Ο θ η σ α υ ρ ό ς τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

Ό Παυσανίας μάλιστα τίθησιν άκριβέστερον τών προπόδων τοΰ ορούς πέτρας μορφή ν πάνυ
τόν τόπον τής έκθέσεως τοϋ Τηλέψου έπί τής θηλυπρεπή, φέρουσαν δμως υπέρ μέν τόν μα-
κατωφερείας τής όδοϋ τής από Τεγέας εις ’Άρ­ κρόν χιτώνα τήν λεοντήν, εν δέ τή χειρί αυτό
γος διά τοΰ Παρθενίου κατερχομένης είς Ύσιάς τό ρόπαλον τοΰ Ήρακλέους!
και την ίεράν τφ Ήρακλεϊ Λέρνην \ ένθα Τίς ή γυνή ή ό θηλυδρίας οΰτος ό ούτως
ακριβώς ευρό μεν τάς είς Άδου πΰλας των έσκευασμένος; Ούδεις άλλος, νομίζω, ή ό Διό­
Άργείων καί περίβολον λίθων Πλουτωνείων. νυσος ό τήν αυτήν τφ Ήρακλεϊ άκολουθήσας
Ό τι δε αί πΰλαι αΰται είναι έκεΐναι, δι’ ών οδόν, ϊνα κατέλθη είς ".Αδου, καί πρός τοΰτο
κατήλθεν ό Ηρακλής προς αναγωγήν τοϋ Κερ­ παρ’ αύτοΰ δανεισθείς λεοντήν καί ρόπαλον,
βέρου, μαρτυρεί ή παράδοσις δτι δι’ αυτών ΐνα ομοίως αύτφ σκευασθή !, ό Διόνυσος, οΰ
ακριβώς κατήλθεν είς Άδου ό Διόνυσος (Παυσ. άκριβώς έν τφ Πλουτωνείφ τούτφ τής Άργο­
έ. ά.), δστις μή γνωρίζων την οδόν έμαθε ταΰ- λίδος έτελοΰντο τά άγνωστα ήμΐν όργια εκείνα,
την, κατά την κοινήν καί πασίγνωστον εκ τών περί ών ό Παυσανίας (έ. ά.) προσθέτει δτι «τά δέ
Βατράχων τοΰ Άριστοφάνους παράδοσιν, παρ’ ές αυτήν Διονύσφ δρώμενα έν νυκτί κατά έτος
αύτοΰ τοΰ πρότερον την αυτήν οδόν άκολου- έκαστον ούχ δσιον ές άπαντας ήν μοι γράψαι».
θήσαντος Ήρακλέους. ’Ίσως έν τοΐς όργίοις τοΰτοις ένεφανίζετο 6
Υπάρχει δε καί έτέρα τις έτι περιεργοτέρα Διόνυσος φέρων, ώς έπί τοΰ Αργείου νομίσμα­
μαρτυρία κυροΰσα τό πράγμα. Νόμισμά τι δη­ τος, τά δπλα τοΰ Ήρακλέους2.
λαδή τών Άργείων (Είκ. 48)12, άνερμήνευτον Ταΰτα πάντα πείθουσι, νομίζω, δτι τό πρω­
τότυπον τοΰ Φαρνεσείου Ήρακλέους εύρίσκετο·
έν Άργει, συνδεόμενον στενώτατα πρός τήν
μυθολογίαν τής πόλεως. Είς έμέ τουλάχιστον
τοσαύτη έγεννήθη περί τούτου πεποίθησις έκ
τε τών άνω καί άλλων τινών νομισματικών
ένδείξεων, ώστε διαρκούσης τής άνελκύσεως
τών Άντικυθηραϊκών έτόλμησα νά έκφράσω
τήν εικασίαν, δτι θά άνελκυσθή άγαλμα τοιού-
του τύπου, ή δ’ εικασία αυτή έσχε τήν σπανίαν
τύχην νά έπαληθεύση μετάτινας ημέρας3.
μέχρι τοΰδε παρουσιάζον τύπον,είκονίζει σαφώς
Τό σπουδαιότερον δμως έν τή έρεύνη ημών
τό αυτό μετά τοΰ έπικαθημένου άετοΰ δρος,
περί τοΰ Φαρνεσείου Ήρακλέους είναι, νομίζω,
δπερ καί τό ρηθέν νόμισμα τών Γερμηνών,
δτι ή παρ’ αυτόν ανακάλυψης τής Άγελάστου
άλλ’ ό μέν Τήλεφος έλλείπει, αντί δέ τοΰ Ήρα­
πέτρας προώρισται νά άγάγη ασφαλώς είς έν-
κλέους εΰρίσκομεν άναπαυομένην επί τής πρό
τελώς νέαν αντίληψην καί ερμηνείαν πλείστων
1 V III, 48, 7 καί 54, 5— 7. Ε π ίσ η ς και ό Διόδωρος (4, 33)
άλλων αριστουργημάτων τής αρχαίας τέχνης.
λέγει δτι ή Αυγή έγέννησε κατά τό Παρθένιον δρος, δτε άπή.
γετο υπό τοΰ Ναυπλίου έκ Τεγέας είς Ναύπλιον. Ή οδός είναι
1 ’Ίδ ε τούς Βατράχους τοΰ Άριστοφάνους μετά τών υπο­
ή αυτή πρός τήν είς "Αργος έκ Τεγέας κατερχομένην μόνον
θέσεων καί σχολίων.
μέχρι τής Λέρνης (νΰν Μύλων). Έ κ εΐθεν συντομώτερον πε-
ραιοΰταί τις διά θαλάσσης είς Ναυπλιον άποφεύγων τήν ένεκα 2 Πιθανώτατον είναι δτι είς τήν κάθοδον διά τής αυτής

τών τελμάτων άβατον καί τά μάλιστα άποτρεπομένην άκτήν όδοΰ είς "^ δην οφείλεται ή έπί τίνος νομισματική παράταξις
τοΰ κόλπου. Ί δ ε καί τόν λεπτομερή χάρτην τοΰ κ. Α. Μ ηλια- τοΰ Φαρνεσείου τύπου τοΰ Ήρακλέους καί τύπου Διονύσου,.
ράκη, Γεωγραφία Άργολίδος (Ά θήναι, 1886), μετά τοΰ σχε­ Δυστυχώς τό νόμισμα τοΰτο είναι γνωστόν μοι μόνον έκ δη-
τικού κειμένου. μοσιεύσεως τοΰ ούχί πάντοτε αξιόπιστου Sestini (Mus. Descr.
2 'Im hoof- Blumer and Ρ. Gardner, Num. Coram. on Paus. PI. delle med. del fu Benkowitz p. 39. Tav. I, 39.
I, X I I I p. 34. " "Αστν τής 22 καί 25 Φεβρουαρίοτ> 1901.

— 62
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν Ά ν τ ιχ υ & ή ρ ιω ν

Περί τούτου νΰν μόνον νύξεις τινάς δυνάμεθα ό ρηθείς Lange. 10ν ό ύποδού μένος τά σάνδαλα
νά παράσχωμεν ενταύθα. αυτού (der Sandalenbinder), 2ον ό αναπαυό­
’Αληθώς βασανίζοντες την γνώμην ημών ότι μενος έφηβος (der ruhende Ephebe), 3ον Πο-
6 λίθος, έφ’ ού στηρίζεται ό Φαρνέσειος, εΐναι σειδών, δν ό Lange έκάλεσεν ’Ίσθμιον, καί 4ον
ή παρά την πύλην τού "Αδου ’Αγέλαστος πέ­ ή Μούσα Μελπομένη. Ό έν τώ μουσείφ τοΰ
τρα, έζητήσαμεν νά άνεύρωμεν αυτήν καί παρά Μονάχου Αλέξανδρος, δν ό Lange συνάπτει
τοί;ς τύπους των ως ό Ηρακλής ές "Αδου ώς πέμπτον καί τελευταΐον τύπον, άποκλείε-
κατελθόντων θεών ή ηρώων. Ή δ’ έρευνα ται νΰν τής έρεύνης ήμών, ώς στηρίζων τόν
ήμών έστέφθη, νομίζομεν, υπό μεγίστης επι­ πόδα έπί κράνους καί ούχί πέτρας.
t
τυχίας κυρούσης λαμπρώς την ρηθεΐσαν γνώ­ Λοιπόν ό πρώτος τών τύπων τούτων (Εΐκ.
μην ήμών. 49) είκονίζει τόν Έρμήν, ώς τρανώς άποδει-
'Ως γνωστόν, οί ές "Αδου κατελθόντες είναι κνύουσιν οί εκ τοΰ τέλους τοΰ 4ου καί τών άρ-
κυρίως τών μέν δεών ό Έρμης, ό καθ’ έκάστην
ημέραν και νύκτα τάς πύλας τοϋ "Αδου δ(ερ­
χόμενος ώς ψυχαγωγός και νεκροπομπός1, τών
δε ηρώων οί Θησεύς, Όρφεύς καί Όδυσσεύς.
Τούτων μόνος ό Θησεύς είχε ρόπαλον ώς ό
Ηρακλής, διά τούτο δε καί εΰρομεν ήδη αυτόν
στηριζόμενον επί τής ’Αγέλαστου πέτρας, έν
άπαραλλάκτφ στάσει τή τού Φαρνεσείου Ήρα- Ε Ικ ώ ν 49· Ε Ικ ώ ν 5°·
κλέους12. Διά δέ τούς λοιπούς, τούς τοιούτων
βάκτρων στερου μένους, έχρησιμοποιήθη ό τρό­ χών τοΰ 3ου αίώνος π. X. άργυροί στατήρες τών
πος τής έπί τής πέτρας στηρίξεως τού ετέρου Συβριτίων1 καί Λευκαδίων2, προς δέ καί άλλα
τών ποδών, ινα έπ’ αύτοϋ άναπαυθή τό προς τά μεταγενεστέρων χρόνων νομίσματα3, έφ’ ών
εμπρός κεκλιμένον σώμα. Περί τοϋ τρόπου τού­ πάντων ό τύπος ούτος, ότέ μέν διά τής μιας
του έχομεν λεπτομερή μελέτην τού Κ. Lange, Das χειρός λύων, ότέ δέ δι’ άμφοτέρων προοδένων
Motiv des aufgestutzten Fusses in der antiken τό έτερον τών σανδάλων τοΰ έπί πέτρας τεθει­
Kunst (Leipzig 18 79 ), όστις όμως, άγνοών ότι μένου ποδός, φέρει πάντοτε έν τη χειρί ώς χα­
ή άργή πέτρα, έφ’ ής στηρίζεται ό πούς τών έν ρακτηριστικόν τό κηρύκειον. Πρόκειται άρα,
λόγφ μορφών, είναι ή ’Αγέλαστος, δεν ήδυνήθη καθ’ ήμάς, περί τοΰ -ψυχοπομπού Έρμοϋ είτε
νά έρμηνεύση κατ’ άξίαν αύτάς, αν καί εξ άλ­ φθάσαντοςκεκμηκότος μετά μακράν οδοιπορίαν
λου πάνυ όρθιος άνέφερε την τελειοποίησιν τοϋ προ τής πύλης τοϋ "Αδου καί άποβάλλοντος τά
τρόπου τούτου είς τον Λύσιππον, ήτοι αυτόν πέδιλα, 'ίνα είσέλθη έντελώς γυμνός, ώς έδει4, ές
τον πρώτον, ώς εΐδομεν, είσαγαγόντα την Άγέ- "Αδου, είτε έξερχομενού αυτού, καί άναλαμβά-
λαστον πέτραν παρά τον τύπον τοϋ άναπαυο- νοντος τά πέδιλα έκεϊθεν ένθα άφήκεν αυτά, ώς
μένου Ήρακλέους. άπαραίτητα όντα καί πάλιν αύτφ προς τήν ου­
Τέσσαρες κυρίως είναι αί μορφαί τού τύπου ράνιον αύτοϋ πορείαν καί πτήσιν. Σημειωτέον
τούτου, άς διακρίνει έν τή σοφή αυτού μελέτη
1 Svoronos, Numismatiquc dc 1'tle de Crhtc, pi. X X X , 18.
1 Λουκιανού Θεών διάλογοι 24,1. 2 A. Ποστολάκα Κατάλογος τών νομισμάτων τών Ίο ν ίω ν
2 Ίδ έ άνωτ. σελ. 57 σημ. 2.— Πρός τούτοις εχομεν τόν αυτόν νήσων, Λεύκάς άρ. 579— 580.
■ Θησέα καί υπό τόν έτερον τύπον στηρίζοντα τόν πόδα έπί ’Αγέ­ * Β. Pick, D ie ant. Milnzcn Nord-Griechenlands III, Taf. X V I,
λαστου πέτρας κείμενης είς τό χείλος τοΰ βασιλείου τού Πλούτω- 23 (Νικόπολις) κα ί 25 (Μαρκιανόπολις άριΟμ. 1209).— Iinhoof -
νος : Ί δ ε τήν Αγγειογραφίαν έν Arch. Zeit. 1843, Taf. 11 = Ro- Blomer, Gricchischc Mflnzen, p. 59 Taf. V, 7 (Τραπεζοΰς).
echer Myth. Lex. Bd. I. p. 1810 fig. καί έν λ. Peirilhous σελ- 1786. 1 Λουκιανού Ν εκρικοί διάλογοι 10.

63 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

δ" δτι καί τό άσάνδαλον ήτο σημεΐον πένθους ένΛέρνη είσοδον ές "^δου χθονίας πηγής, ένθα
έπί νεκρώ1. Ακριβώς εύρομεν τήν Άγέλαστον πέτραν τοΰ
Ή δεύτερα μορφή (Είκ. 50), ό νεαρός Ανα­ Φαρνεσείου Ήρακλέους, παρ’ ήν επομένως γί­
παυόμενος, αν δεν είναι και οΰτος, ώς νομίσματα νεται καί ή συνομιλία αύτη τής Άμυμώνης
I' και τοιχογραφίαι δεικνύουσιν12, ελαφρά παραλ­ καί τοΰ Ποσειδώνος, στηρίζοντος τον πόδα έπί
ί·Γ« λαγή τΰπου όμοιου Έρμου ή Θησέως, Απλώς τής τον τόπον καί τον χθόνιον χαρακτήρα τής
Αναπαυομένου, πριν ή είσέλθη ές "Αδου, έπι σκηνής δηλούσης ’Αγέλαστου πέτρας τής Άρ-
τής Αγέλαστου πέτρας, ένθα έφθασε κατάκο­ γείας χώρας. Τούτο άλλως μαρτυρούσι καί άγ-
πος, δΰναται νά λογισθή ώς κοινός τις έπιτυμ- γειογραφίαι τινές1 τοΰ μύθου τής Άμυμώνης,
βίδιος τύπος είκονίζων ώς ήρωας τούς τάς πύ- είκονίζουσαι τήν Άγέλαστον πέτραν, έφ’ ής
λας τοΰ "ί^,δου έν νεαρά ηλικία διελθόντας βαίνει ό Ποσειδών υπό δρος καθ’ δλα δμοιον
ήτοι θανόντας θνητούς, ών θά έκόσμει τούς προς τό Άργολικόν δρος τών Ανωτέρω μνημο-
τάφους, Αναλόγως προς τά κοινού τύπου έπι- νευθέντων νομισμάτων τών Αργείον καί Γερ-
τυμβίδια Αγάλματα εκείνα των κοινώς λεγομέ­ μηνών (Είκ. 47 καί 48). "Ενεκα δέ τούτου
νων επιτύμβιων ’Απολλώνων και Έρμών. φρονώ δτι ό τύπος οΰτος τοΰ Ποσειδώνος δέν
i "Οτι δε καί ή τρίτη μορφή, ό Ποσειδών, είναι ό τοΰ Ίσθμιου, Αλλ’ ό τοΰ παρά τήν Λέρ-
νην έπιθαλασσίου ιερού Ποσειδώνος τοΰ Γενε-
σίου2, τοΰ ούτως ίσως κληθέντος ώς διά τοΰ
πλήγματος τής τριαίνης αυτού γεννήσαντος τήν
Άμυμώνην πηγήν. Διά τούτο εύρίσκομεν αυτόν
έπί τών αύτοκρατορικών νομισμάτων τών Αρ­
γείον (Αρ. 14281 τοΰ Μουσείου τής Βιέννης).
Έτι σαφεστέρα είναι ή παρουσία καί συμ­
βολική έννοια τής Άγελάστου πέτρας ύπό τον
πόδα τής τρίτης μορφής (Είκ. 58), ήτοι τής
Μελπομένης. Αληθώς τήν φύσιν τής κατ’
έξοχήν Αγελάστου Μούσης τής έπί θανάτω
Ε Ικ ώ ν 52· ΕΙκώ ν 53·
φδής (τραγωδίας) ούδέν άλλο σύμβολον ήδύ-
(Είκ. 51), δν έπ'ι Ανεπαρκών δεδομένων στηριζό- νατο προσφυέστερου νά δηλώση, οΰδ’ αυτή ή
μενος ό Lange έκάλεσεν ’Ίσθμιον, πατεϊ επίσης Αγέλαστος τραγική προσωπίς, ήν φέρει προς
έπ'ι τής ’Αγέλαστου πέτρας, Αρκεί νά Απόδειξη ειδικότερου χαρακτηρισμόν αυτής ώς θεατρι­
τό γεγονός δτι εύρίσκομεν αυτόν έπί τινων μνη­ κής Μούσης.
μείων (Είκ. 52) συνδεόμενον τοπικώς μετά τής Ά ν δέ νΰν στρέψωμεν τά βλέμματα ημών
i Άμυμώνης3, έπωνύμου νύμφης τής παρά τήν προς τον Όρφέα καί Όδυσσέα, θέλομεν εύρει
πλείστας παραστάσεις, έν αΐς ή παρουσία τής
* Ίδ έ Βίωνος Επ ιτά φ ιο ν Άδώνιδος, στίχ. 19. Άγελάστου πέτρας ύπό τον πόδα αυτών καί
2 Imhoof-Blumer, Griech. Miinzen, p. 87, Ν° 161 καί 162, Taf.
VI, 24 και 25, καί Kleinasiat. Miinzen ρ. 18, Taf. I, 14.— BMC.
προ τής πύλης τοΰ Άδου ούδεμίαν έπιδέχεται
Mysia p. 15, pi. III. 6 . (Άτταια). — Arch. Zeit. 1843, Taf. 11 Αμφιβολίαν. Άρκοϋμαι Αναφέρων ώς προς μέν
(αγγειογραφία).
8 Muller - Wieseler Denkm. d. a K I I 74». Πβλ. OveVbeck,
Kunstmythologie Bd. I l l p. 299.— Monum. IV pi. X IV , καί Bull. 1 Gerhard, Auserl. Vasenbilder, 11, 2— Elite I I I pi. 18.— I. K.
Napol. I I pi. 3, ένθα είκονίζεται καί ή είσοδος τοΰ χθονίου Κοφινιώτου Ισ το ρ ία τοΰ Άργους, πίν. 6 (9).
σπηλαίου, ένίοτε δέ καί ό ψυχοπομπός Έ ρ μ η ς (Overbeck έ. ά. 2 Παυσαν. 2, 38, 4: Έ σ τ ι δέ έκ Λέρνης καί έτέρα παρ’ αυ­
Atlas, Taf. X III, 10). — Ή ενταύθα εΐκών 52 έλήφθη παρά τήν οδός τήν θάλασσαν έπί χωρίον δ Γενέσιον όνομάζουσι·
Babclon, Guide au Cabinet des Midailles, p. 356, fig. 169. πρός θαλάσση δέ τοΰ Γενεσίου Ποσειδώνος Ιερόν έστιν ού μεγα.

— 64 —
'Ο θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν Ά ντικνϋ~ > ίρω ν

τον Όρφέα την άρχαίαν έκείνην τοιχογραφίαν αναφερόντων αυτόν προφανώς εις τούς όμη-
(Είκ. 55), ττ')ν είκονίζουσαν τό σπήλαιον τής ρικοΰς εκείνους στίχους (ω, 1— 14), καθ’ οΰς
πόλης τοΰ "^δου μετά τοΰ Κερβέρου θελγο- ό θεός ούτος έφερε τάς ψυχάς τών θανόν-
μένου υπό των ήχων τής λύρας τοΰ Όρφέως, των παρά την «λευκάδα πέτραν» τήν άμέσως
ήν ουτος στηρίξει επί τοΰ μηρού τοΰ επί τής προ τών δυτικών πυλών τοΰ Ήλιου, ήτοι τών
προ τής πόλης τοΰ "^δου ’Αγέλαστου πέτρας τοΰ "^.δου.
στηριξο μενού ποδός αύτοΰ λ Ώς προς δε τον Αύτόν δέ τον πρώτον, προ τής Σαπφοΰς,
Όδυσσέα αναφέρω μόνον τό ώραΐον εκείνο κρημνισθέντα άπό τής πέτρας τής Λευκάδος
άνάγλυφον (Είκ. 54), τό είκονίζον αΰτόν εις Κέφαλον *, έπώνυμον ήρωα τής γείτονος νήσου,
τό στόμιον τοΰ Άδου καί προ τής σκιάς ευρίσκω έπί άλλων μνημείων2* καθήμενον
τοΰ Τειρεσίου, πατοΰντα δέ επίσης τον έτε­ περίλυπον, πριν ή κρημνισθή, έπί τής αυτής
ρον πόδα επί όμοιας ’Αγέλαστου πέτραςλ πέτρας, έφ’ής βραδύτερον θέλομεν εΰρει καθή­
μενον ομοίως καί άναπαυόμενον έπί βραχύ, πριν
ή περίλυπος καταδυθή είς τον "Αδην διά τών
δυτικών πυλών τοΰ Ήλιου, έτερον περίφημον
τύπον άγάλματος χαλκοΰ, ήτοι τον τοΰ έν τφ
Μουσείφ τής Νεαπόλεως λυσιππείου Έρμοΰ8.
’Αλλά περί πάντων τούτων ρηθήσονται έκτενέ-
στερον τά δέοντα έν τοΐς οίκείοις τόποις τής
παρούσης συγγραφής.
2 4 . Α πόλλων, εργον Ατταλου του Α θη­
Είκώ ν 54. ΕΙκ ώ ν 55·
ναίου; (Πίναξ XI, 2 — 2 Ρ) 4. ’Άγαλμα γυμνόν,
Πλήν τούτων δμως απειράριθμοι είναι οί κολοσσιαίων διαστάσεων (σφζό μενον ύψος 2,25),
τύποι, οί δυνάμενοι νά έξηγηθώσι νΰν κατά λίαν έφθαρμένον τήν έπιφάνειαν, άκέφαλον,
νέον, πολλάκις δέ καί άνέλπιστον δλως τρόπον, άπολέσαν δέ καί τά λοιπά άκρα. Τούτων άνεΰ-
διά τής παρ’ αυτοΐς παρουσίας τής ’Αγέλαστου ρον έν τοΐς Άντικυθηραΐκοΐς λειψάνοις τον
πέτρας. Ώς χαρακτηριστικόν παράδειγμα άνα- δεξιόν πόδα μετά μέρους τής πλίνθου (Πίν.
φέρω τό άγαλμα τής άπό ύτβηλης πέτρας έξορ- XI, 2 Ρ) καί τον δεξιόν βραχίονα άνευ τής χει-
μώσης κόρης3, ήτις κατ’ έμέ ούδεμία άλλη είναι ρός (Πίν. XI, 2 α). Είς τό αυτό άγαλμα άνήκει,
ή ή Σαπφώ κρημνιζομένη άπό μιας των περι- μή άπεικονισθείς έπί τοΰ πίνακος ήμών, κορ­
φημοτέρων ’Αγέλαστων πετρών, ήτοι τής προ μός κίονος λίαν έφθαρμένος, ύψους 1,48, έφ’
τών πυλών τοΰ "^.δου λευκάόος πέτρας τοΰ ου σφζεται ό άγκών τής άλλοτ’ έπ’ αύτοΰ
Όμηρου, ήν οί Λευκάδιοι έθετον έν τή τά στηριζομένης άριστεράς χειρός τοΰ άγάλματος
μάλιστα «προς ζόφον» τής Ελλάδος κείμενη ήμών. Άμφότεροι οί βραχίονες ήσαν ένθετοι,
νήσο) αυτών. “Αξιόν δέ ιδιαιτέρας σημειώσεως ώς δηλοΰσιν αί έπί τοΰ κορμοΰ τοΰ σώματος
ένταΰθα είναι καί τό δτι ό τύπος τοΰ έπί τής
1 Στράβωνος 10, 452, 9: Ό μέν οΰν Μένανδρος πρώτην
’Αγέλαστου πέτρας πατοΰντος Έρμου τό πρώ­
άλέσΟαι λέγει τήν Χαπφό) (άπό της Λευχαδίας πέτρας), ot δέ
τον άπαντά έπί νομισμάτων τών Λευκαδίων, έτι άρχαιολογικώτεροι Κ έφ α λ ον.......
'·’ BM C. Peloponnesus, pi. X V II, 11— 20 (Ccphallcnia)— Π ο ­
1 Bottari, Sculture c pitturc sagre,Tab. L X 111.— Guigniau t-Creu- στολάκας έ. ά. η® 92!)— 936.— Babelon, Le Cabinet des Antiques
zcr, Religions de I'antiqniti, vol. IX. p. 276. pi. 172bis, no (>45a. a la iiibl. Nationalc, p. 9— 10, pi. I l l (Cdphalc figure d’appli-
2 Winckclmano, Monum. ined. 157— Clarac pi. 223. dp. 250 que en bronze).
(:=KciDach, Report. I p. 112).— Guignlaut-Creuzer I. a. n° 849. :l Antichita di Ercol. 6 tav. 29 — Baumeister, Ε1κό>ν 738 —
pi. 248. Koschcr Myth. Lex. 1 σελ. 2119.
8 Clarac pi. 546b, no 1246·* — Reinach I, a. p. 202. 4 Πρβλ. Έφ ημ. Άρχαιολ. έ.ά. σελ. 156, 1 . Π ίν. παρένβ. Α. 2.

— 65 —
9
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τω ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

τετράγωνοι όπαί, έν αίς είχόν ποτέ σιδήρω 25 - 26. Π εριλαος ο Α ργείος κλι Οθρυ-
γομψωθή. αδας ο Σ παρτιαίής ;(Πίναξ XII. 1—2) *. Δυο
'Η οίκτρά κατάστασις, εις ήν περιεσώθη ό άγάλματα εικονιστικά νέων άλληλομαχοΰντων,
κολοσσός ούτος, οΰδεμίαν επιτρέπει κρίσιν περί άτινα δμως δεν είκονίσθησαν έπί τοϋ πίνακος
τής τεχνοτροπίας κα'ι των χρόνων είς οΰς άνή- ημών είς τήν άρμόζουσαν πρός άλληλα στάσιν,
κει. 'Ως πρός την στάσιν δμως αύτοΰ σαφώς άλλ’ έφωτογραφήθησαν άφ’ ής όψεως ήτο
διακρίνομεν, δτι τό μέν βάρος τοϋ σώματος τοϋτο δυνατόν εκεί ένθα νϋν κατάκεινται, ήτοι
έστηρίζετο έπ'ι τοΰ δεξιοϋ ποδός, ή δέ δεξιά άπεσπασμένα είς δύο διαφόρους αίθουσας. Τό
χειρ προετάσσετο ως κρατοΰσά τι πρός τα κάτω, μέγεθος αυτών είναι κατά τι μικρότερου τοϋ
ένφ ό άγκών τής άριστεράς ήρείδετο απλώς φυσικοϋ. Είκονίζει δέ τό μέν ΰπ’ άρ. 26 άνδρα
έπ'ι τοϋ κίονος. γυμνόν (ύψους 1,58) μετά μεγίστης ορμής έπι-
Τά νομίσματα τοϋ ’Άργους παρουσιάζουσιν τιθέμενον (Πίν. XII, 2), τό δέ (άρ. 25) νεα­
άγαλμα ’Απόλλωνος έν άπαραλλάκτφ στάσει ρόν άνδρα (ύψους 1,04) αμυνόμενου πάση δυ­
(ΕΙκών 56). Τό άγαλμα δέ τούτο οί Imhoof- νάμει, άλλ’ ήδη ΰποκΰπτοντα (Πίν. XII, 1 α).
Blumer κα'ι Ρ. Gardner1 έσχέτισαν πρός τό Τοϋ επιτιθεμένου ελλείπει ό δεξιός βραχίων
χωρίον τοϋ Παυσανίου (2,19, 3): «Άργείοις δε σχεδόν ολόκληρος, πρός τοΰτοις δ’ό πήχυς τής
των έν τη πόλει τό έπιφανέστα- άριστεράς χειρός καί ή άριστερά κνήμη μετά
τόν εστιν ’Απόλλωνος ιερόν Α ν - τοϋ ποδός. Τό δέ τμήμα άπό τοϋ μέσου τοϋ
κ ίο ν τό μεν ουν άγαλμα τό έφ δεξιοϋ μηροϋ καί κάτω μετά τοϋ παρ’ αύτώ
ημών Ά ττάλον ποίημα ήν ’Α θ η ­ στηρίγματος τοϋ άγάλματος είναι είργασμένον
Επειδή δέ καί τό κο-
ναίου-». έξ ιδιαιτέρου τεμαχίου μαρμάρου. Δυστυχώς
λοσσιαίον μέγεθος τοϋ Άντι- πάντα τά σωζόμενα μέρη είναι λίαν έφθαρ-
κυθηραϊκοϋ αγάλματος αρμόζει μένα, μόλις δέ διακρίνονται υπό τά θαλάσσια
είς άγαλμα «έπιφανεστάτου ίεροϋ», ύποθέτο- προσφύματα τά άδρά χαρακτηριστικά τοϋ άρι­
μεν δτι δυνατόν νά έχωμεν προ ημών τά οίκτρά στερά καί πρός τά κάτω στρεφομένου, έξωργι-
λείψανα αύτοϋ τοΰ έργου τοϋ άγνωστου χρο­ σμένου δέ προσώπου αύτοϋ.
νολογίας τεχνίτου Άττάλου, δν γνωρίζομεν Είκονίζεται δέ ό έπιτιθέμενος ούτος έν όλη
μόνον εκ τοϋ παρατεθέντος χωρίου τοϋ Παυ­ τή έντάσει τών δυνάμεων αύτοϋ, καθ’ ήν στι­
σανίου, διότι είναι λίαν αμφίβολον, άν είς αυτόν γμήν ρίψας τό σώμα πρός τά εμπρός όρμητι-
άναφέρεται ή παρά τό θέατρου τοϋ Άργους κώς καταφέρει δεινόν πλήγμα, προφανώς τό
εύρεθεΐσα έν έτει 1810 υπό τοϋ Βελή-Πασσά τελευταίου, κατά τοϋ ήδη ύποπτησσοντος αντι­
προτομή μετά τής επιγραφής Άτταλος Άνδρα- πάλου αύτοϋ. Τά σκέλη έχει λίαν διαβεβηκότα,
γάθου ’Α θ η ν α ίο ς 2. τον δεξιόν πόδα μεθ’ ορμής προτάσσων, εγεί­
Τό ήμέτερον άγαλμα, άν πράγματι είναι τό ρει δέ τήν ποτέ δόρατι ώπλισμένην δεξιάν αύ­
έργον τοϋ Άττάλου, δεικνύει σαφώς δτι οΰτος τοϋ, ΐνα πλήξη μεθ’ ορμής, ένφ συγχρόνως τήν
άπεμιμήθη έν τοΐς κυρίοις τον κανόνα τοϋ προτεταμένην καί ποτέ διά τής άσπίδος ώπλι-
Πολυκλείτου ή δτι άντέγραψεν απλώς τό αρ­ σμένην άριστεράν κλίνει πρός τά πλάγια, ΐνα
χαιότερου άγαλμα τοϋ ίεροϋ, δπερ πιθανώς άφήση έλευθέραν τήν δίοδον είς τό κατά τήν
ήτο έργον αΰτοϋ τοϋ Πολυκλείτου. στιγμήν ταύτην καταφερόμενον δόρυ. Ώς πρός
τό όλον τής στάσεως παράβαλε ιδίως τό ώραϊον
1 Num. comm, on Pausanias pi. FF, 23. p. 25. 1) και 15!), 9.
5 Brunn, Or. Kllnstler 1 p. 558.— Lowy, Inschr. gr. Bildh. 43(i. · 1 Πρβλ. Έφΐ|μ. 'Αρχαίο?,, ϊ.ά. Πίν. παρ. A, 1 (σε?.. 156) κα'ι
.— C. Robert: Panly-Wissowa Real Encycl. έν λ. Attalos n° 2(i. ΓΙίν. Β, 2 (σελ. 157, 7).

— 66 —
Ό & >]σανρδς τώ ν Ά ν τ ι κ υ ϋ ή ρ ω ν

χαλκοΰν άγαλμάτιον Ήρακλέους τοΰ Νομι­ ΙΤρός τοΰτοις τά ώς χυδαίων σχεδόν χωρι­
σματικοί) Μουσείου τών Παρισίων'. κών στρατιωτών χαρακτηριστικά τοΰ προσώπου
Ό δέ αμυνόμενος,—τδ πρώτον τών άνελκυ- άμφοτέρων τών ΆντικυΟηραϊκών άγαλμάτων
σθέντων καί κατά την δεξιάν αυτοΰ πλευράν δηλοΰσι σαφέστατα ότι οί μαχόμενοι δέν είναι
άλώβητον, ώς ούδέν άλλο τών Άντικυθηραϊ- ιδανικοί τινες ήρωες μυθολογικού τίνος κύ­
κών σωζόμενον μαρμάρινον άγαλμα — είκο- κλου, άλλ’ ιστορικά πρόσωπα.
νίζεται ύποπτήσσων, κατάκοπος, ίσως δέ καί Ταΰτα πάντα έχων ύπ’ όψιν έν σχέσει προς
τραυματίας ήδη κατά τον άπολεσόέντα άρι- τήν θεωρίαν μου περί τής έξ "Αργους προε-
στερόν μηρόν2. ’Αποβλέπει δέ μετά τρόμου είς λεύσεως τών Άντικυθη ραϊκών, έταύτισα τό
τό καταφερόμενον ήδη ύπό τοΰ επικειμένου σύμπλεγμα τοΰτο τών δύο μαχητών προς τό
αντιπάλου θανατηφόροι' πλήγμα, καθ’ ού ζη­ ύπό τοΰ Παυσανίου μνημονευόμενον έν τή
τεί νά άμυνθή συγκεντρών πάσας τάς ύπολει- περιγραφή τοΰ έν "Αργεί θεάτρου, γράφοντος
πομένας δυνάμεις αυτοΰ είς τήν προτεταμένην (2, 20, 7): « Ε ν δε αντω (τφ θεάτρφ) και άλλα
καί τήν άσπίδα ύπερέχουσάν ποτέ αριστερόν. ϋε'ας άξια καί άνηρ φονεύων έστ,Ιν άνδρα,
Ή αριστερά αΰτη χειρ, πολύ μετά τήν άνέλκυ- Όϋρυάδαν τόν Σπαρτιάτην Περίλαος Α ρ γείος ό
σιν τοΰ αγάλματος άνευρεθεΐσα, έχει ύπό τον Άλκήνορος».
καρπόν μεγάλην καί βαΟείαν παραλληλόγραμ­ Είναι πασίγνωστον τό περί τό 546 π. X.
μον οπήν, έν ή προσηρμόζετο τό όχανον τής περίφημον ιστορικόν έπεισόδιον. είς ό άναφέ-
άσπίδος. Ή δέ κατά τήν προηγηθεΐσαν .πάλην ρεται ό Παυσανίας. Οί Λακεδαιμόνιοι καί
έξαντλήσασα τά όπλα αυτής δεξιά φέρεται νΰν Άργεΐοι επί μακρόν ήριζον περί τής κυριότη-
κατάκοπος καί σχεδόν αδρανής προς τό έδα­ τος τής Θυρέας, μοίρας τής Άργολίδος, ήν
φος, ώς ζητούσα εκεί άφ’ έαυτής, αλλά μάτην, άποσπάσαντες βία κατεΐχον οί Λακεδαιμόνιοι.
όπλον τι, χερμάδιον ίσως, προς άντεπίύεσιν. Έπί τέλους δέ, προς λήξιν τών μακρών αιμα­
Πρόκειται άρα περί συμπλέγματος παρι- τηρών αγώνων, άπεφάσισαν νά έκλέξωσιν έκα­
στώντος τό έσχατον καί κρίσιμο ν σημεϊον σφο­ στος άνά τριακοσίους λογάδας μαχητάς καί —
δρός μάχης μεταξύ δύο άντιπάλοιν. Τοιαύτας άποσυρομένων μακράν είς τάς πατρίδας των
παραστάσεις, καθ’ όλα όμοιας, παρουσιάζουσιν πάντων τών λοιπών στρατιωτών—νά δοθή ή
άπειρα παντοειδή καί πασίγνωστα αρχαία μνη­ άμφισβητουμένη χώρα όριστικώς είς έκείνους,
μεία, έφ’ ών συχνά επανέρχεται ή αύτή άδρα- ών οί στρατιώται ήθελον νικήσει. Συμβαλόν-
νοΰσα άοπλος δεξιά καί ό αυτός τρόμος καί ή τες λοιπόν έμάχοντο μέχρις οΰ πάντων τών
ικεσία, ήν έκφράζουσι τά χαρακτηριστικά τοΰ λοιπών φονευθέντων ύπελείφθησαν τρεις, δύο
προσώπου τοΰ ύποπτήσσοντα καί άμυνόμενον Άργεΐοι καί« Όθρυάδας Λακεδαιμονίων στρα-
είκονίζοντος αγάλματος ημών3. » τιώτης, όστις πολλούς άποκτείνας καί πολλά
»τετρο»μένος έκειτο μεταξύ τών άνηρημένων
1 Babelon, Cabinet des Antiques 25 — O. Rayet, Mon. 24.—
Reinach, Statuairc I I p. 202, 1. » Λακεδαιμονίων μόνος περιλειφθείς». Οί Ά ρ-
- Πρβ?»,. Clarac pi. 280, 2151 Reinach σελ. 141. — Bull, γεΐοι νομίσαντες, δικαίως, εαυτούς νικητάς,
de Corr. Hell. 1884 p. 178— Reinach II, Statuaire p. 190, 5.
fl Millin 1, 58 καί 61.— Nouvelles Annales 1838 pi. B.— Bull.
έδραμον είς Άργος, ϊνα άναγγείλωσι τήν νίκην.
Nap. Nouv, scr, IV pi. IV.— Tischbcin, Coll, of Engravings, tom. Ά λλ’ ό Όθρυάδας «έπιζήσας καί ήμικλάστοις
11 pi. 1.— R. Engelmann, Bildcr · Atlas zur Ilias, Taf. II, 3 δόρασιν ύπερειδό μένος τάς τών νεκρών απάν­
Ιλιαχύς πίναξ. *Ίδε τούς avoj τού ιερού της ‘Αφροδίτης* προς
δέ έν τη τελευταία γραμμή τον Εύρύπυλον και Νεοπτόλε­ των ασπίδας περιείλετο καί τρόπαιον στήσας
μον.— Clarac pi. 117 Ε (ζφοφόρος τής Μαγνησίας) pi. 21411 »*, έκ τοΰ ίδιου αίματος επέγραψε Δ ιι τροπαιούχω,
pi. 199, 247, pi. 8 5 4s n° 2211^,— Reinach, Statuaire II p. 199,
4 -5 .— Revue archtfol. 1897 II p. 23 9= K e in a ch I. a. p. 794, 2,
ή Λακεδαιμόνιοι κατ Άργείων, καί τοΰτο πρά-
κτλ. κτλ. ξας άπέθανεν». Σταθμίζουσαι τά γεγονότα αί
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν Ά ν τ ικ ν ϋ 'ή ρ ω ν

αντίπαλοι πόλεις διεφιλονίκουν έκαστη υπέρ Όθρυάδα, ώς καί ή στάσις αύτού ή σαφέ­
έαυτής την νίκην, μ,έχρις οΰ οί διαιτητα! Άμ- στατα δεικνύουσα ότι τό πρωτότυπον ήτο χαλ-
φικτύονες Απεφάνθησαν ότι εις τούς Λακεδαι­ κούν καί δή, ώς δεικνύει ή τεχνοτροπία αυτού,
μονίους ανήκει ή νίκη, χάρις εις την πράξιν τού έργον τοΰ Δ' αίώνος π. X., άντιγραφέν μόλις
Όθρυάδα. κατά τον Β' αιώνα π. X., καθ’ ήν εποχήν θά
'Ιστορικοί, ρήτορες καί ποιηταί, 'Έλληνες Αφηρέθη τό πρωτότυπον έκ τής έν τφ θεάτρφ
και Λατίνοι1, πλειστάκις εξύμνησαν τό {)αυμα­ θέσεως αυτού \
σιόν τοΰ Όθρυάδα κατόρθωμα, όστις ήδυνήθη, Ότε δ’άμα τή ένάρξει τών εργασιών τής Ανελ-
καίπερ ήττηθείς, μετά τής τελευταίας αυτού κύσεως ήλθεν είς φώς τό άγαλμα τοΰ Όθρυ­
πνοής τδ ύστατον αυτού αΐμα αντί μελάνης άδα, ό γενικός έφορος τών Αρχαιοτήτων Καββα-
μεταχειριζόμενος, νά Αναγράψη δι’ αυτού νίκην δίας έσπευσε νά υποστήριξή έν δωδεκάδι δημο-
υπέρ τής πατρίδος. σιεύσεων καί ομιλιών, ότι πρόκειται περί τύπου
Ά λλ’ οί Άργειοι ουδέποτε, ώς φαίνεται, νεανίου άποακοπονντος, ήτοι φέροντος τήν αρι­
ώμολόγησαν εαυτούς πράγματι ήττημένους, είς στερόν υπέρ τούς οφθαλμούς, ινα τι μακράν
άπόδειξιν δέ τού εναντίου έπραξαν τό εξής. και υψηλά κείμενον άτενίση μετά προσοχής.
ΜαΟόντες, τίς ό καταβαλών ’Αργείος στρατιώ­ Άπέκρουσα ευθύς τότε ώς εντελώς άβάσιμον
της κατά την μάχην τον Όθρυάδαν, έστησαν τήν γνώμην ταύτην, τήν μή δυναμένην νά στη-
έν μεταγενεστέρου; χρόνοις προς γενικήν θέαν ριχθή έπ’ ούδενός αρχαίου μνημείου έντοιαύτη
έν τφ θεάτρω αυτών σύμπλεγμα είκονίζον Πε- ύποπτήσσοντος στάσει είκονίζοντός ποτέ Απο-
ρίλαον τον ’Αργείον καταρρίπτοντα και θα- σκοπούντα. Ά ντ’ αυτής δέ προέτεινα τήν ανω­
νασίμως τραυματίζοντα τον Όθρυάδαν. Ούτως τέρω έκτεθεΐσαν γνώμην μου, πολλούς μήνας
εξηγείται νΰν, φρονώ, καί ή ολίγη φροντίς τοΰ πριν ή άνακαλυφθή ή τε αριστερά χειρ τοΰ Αμυ-
’Αργείου καλλιτέχνου νά έξιδανικεύση τά χα­ νομένου (Όθρυάδα) —ή διαψεύσασα τήν γνώ­
ρακτηριστικά τοΰ διά δόλου την νίκην τών μην τού Καββαδίου — καί τό άγαλμα τού επιτι­
Άργείων άφαρπάσαντος Όθρυάδα, όν είκονί- θεμένου (Περιλάου), ούτήν άνέλκυσιν προεμάν-
ζει μετά χυδαίας φυσιογνωμίας στρατιώτου χω­ τευσα ώς πιθανήν τέσσαρας μήνας πρότερον,
ρικού, οΐος ήτο ’ίσως καί πράγματι. Είς τούς ήτοι ευθύς ώς έσχη μάτισα τήν γνώμην ότι ό
Άργείους δ’ ίσως οφείλεται, έκ τού αυτού λό­ «άποσχοπεύων» τού Καββαδίου είναι ό Αμυνό­
γου πηγάσασα, καί ή παραλλαγή εκείνη τής μενος Όθρυάδας τού έν “Αργεί συμπλέγματος2.
παραδόσεως, καθ’ ήν ό Όθρυάδας ηύτοκτόνη- Έν τφ μεταξύ δέ ό Γάλλος Perdrizet Απο­
σεν έξ αισχύνης μετά τήν μάχην, έντρεπόμένος κρούουν τήν κατόπιν υπό τών ευρημάτων ούτως
δήθεν νά έπιστρέψη είς τήν πατρίδα αυτού, ένφ έπικυρωθεΐσαν γνώμην ήμών, επί μόνφ τφ λόγω
έπρεπέ τις νά άναμένη ότι θά συνέβαινε τό ότι ό Όθρυάδας δέν έφόρει καί τό κράνος αύτού,
εναντίον. 'Ότι δέ ό Παυσανίας τοΰ ιστορικού προέτεινε τήν καί τής τού Καββαδίου μάλλον
καλλιτεχνήματος είδεν άντίγραφον καί ούχί τό Αστήρικτον γνώμην, ότι πρόκειται περί παλαι-
πρωτότυπον—τό τίς οϊδεν υπό τίνος 'Ρωμαίου οτοΰ. Συγχρόνως όμως άλλοι, όρθότερον τουλά­
κυριάρχου άφαιρεθέν,— μαρτυρούσι τά πολλά χιστον ψυχολογούντες, ένόμισαν ότι πρόκειται
στηρίγματα τού προ ήμών άγάλματος τού περί ενός τοον Νιοβιδών, προφυλασσομένου
κατά τό δυνατόν Από τοον θανατηφόρων πλη-
1 Ή ροδότ. Α ', 82.— Στράβωνος 8,376.— Πλουτάρχ. Ίστορ.
παραλλ. 3 (Η β ικ ά έκδ. Βερν. τόμ. Β ' σελ. 356).— Λουκιανού
Χάρω ν 24 καί 'Ρητορ. παραγγ. 18.— Σουΐδας έν. λ. ΌΟρυά- 1 Σημειωτέου δ’ δτι τό άνω μέρος τοΰ κρανίου καί ή δεξιά
δας.— ’Ανθολογία V II, 7, 430, 431, 526, 741 καί X I, 141.— Σ τ ο ­ χειρ είναι εΐργασμένα έκ προσθέτων τεμαχίων μαρμάρου.
βαίου ΆνΟολόγ. 7,67.— Valer. Maxim. Ill, 2,4.— Ovid. Fast. 3 ”Ιδε τά έν τφ "Αστει άρθρα μου τής 28 καί 31 "Ιανουά­
2,665 κλ. ριου, 8 Φεβρουάριου καί 4 ’Απριλίου 1901.

68 - -
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

γμάτων τοϋ ’Απόλλωνος, ή περί τοϋ Λυκάονος κυσθέντα, τοϋ αύτοΰ δέ μεγέθους άμφότερα καί
ίκετεύοντος τον επικείμενον Άχιλλέα1. Τέλος άποτελοΰντά ποτέ προφανώς σύμπλεγμα δύο
έκ τών μή ίδόντων τό πρωτότυπον, άλλ’ έπ'ι τή μορφών άντιτεταγμέ-
βάσει φωτογραφιών κρινόντων τό άγαλμα τοϋ νων, παρόμοιον προς τό
Όθρυάδα, ό S. Reinach, οδηγόν έχων τάς γνωστόν ήδη έκ πολ­
έσφαλμένας πληροφορίας τοϋ Καββαδίου, έση- λών άλλων μνημείων1,
μείου12 δτι «Toute tentative d’explication doit κυρίως δέ έκ τής παρα-
tenir compte de ce fait que les muscles du στάσεως τής έν τφ Έ-
corps n’expriment (!) aucune tension et que le θνικφ Μουσείφ ημών
bras retombant n’ exclut pas moins l’id6e d’un (άριθ. λιθ. 2514) έκ Λυ-
effort. Si done e’est un guerrier, c’est un bless6, κίας μικράς σαρκοφάγου2, έξ ής έλήφθη καί
non un combattant», ένφ έξ άλλον ό Waldstein34 ή ένταϋθα παρατιθεμένη είκών 57.
άπαριθμών και άποκρούων πάσας τάς λοιπάς Ώς όρθώς άνεγνώρισεν ό τελευταίος έκδοτης
γνώμας έγραψεν, ώς εί αμυνόμενος υπέρ τής τής σαρκοφάγου ταύτης C. Robert, ή επ’ αύτής
έμής γνώμης, ήν ίσως ήγνόει, ότι «The action είκονιζομένη σκηνή τής άρπαγής τοϋ Παλλαδίου
is so clearly that of combined defence and είναι έκ τής γνωστής παραλλαγής τοϋ έκ τής
attack from below upwards towards an adver­ Μικράς Ίλιάδος μύθου, ήν διηγείται ό Κόνων3
sary who fights from above, that it would not ώςέξής: «Στέλλονται ούν έπί τή κλοπή τοϋ Παλ­
require the corroboration of the ancient monu­ λαδίου Διομήδης καί Όδυσσεύς, καί άναβαίνει
ments which I can adduce to show this. The έπί τό τείχος Διομήδης, έπιβάς τών ώμων
crouching youth held an upraised shield on Όδυσσέως, ό δέ ούκ άνελκύσας Όδυσσέα, καί-
his left arm, while the sword or spear, was τοι τάς χεΐρας όρέγοντα, ήει την έπί τό Παλ.-
evidently held in his downstretched right λάδιον, καί άφελόμενος αύτό προς Όδυσσέα
arm........» κτλ. έχων ύπέστρεφε. Καί διά τού πεδίου κατιόντων
2 7 -2 8 . Δ ι ο μ ή δ η ς κ α ι Ο δ υ ς ς ε υ ς (Πίν. πυνθανομένω έκαστα τφ Όδυσσεΐ Διομήδης,
XIII, 1 — 2 ) *. Ό Παυσανίας δεν λέγει τί παρί- τό δόλιον τάνδρός είδώς, ούχ όπερ έφησεν
στων τά «άλλα θέας άξια» αγάλματα, άτινα Έλενος Παλλάδιον λαβεΐν αυτόν, άλλ’ άντ’
είδεν έν τφ θεάτρφ τοϋ "Αργους παρά τό σύμ- έκείνου έτερον, αποκρίνεται. Κινηθέντος δέ τοϋ
π?^εγμα τοϋ Περιλάου και Όθρυάδα. Κρίνον- Παλλαδίου κατά τινα δαίμονα, γνούς Όδυσ­
τες όμως έκ τοϋ θέματος τοϋ τελευταίου τού­ σεύς αύτό εκείνο είναι καί κατόπιν γεγονώς
του δυνάμεθα νά είκάσωμεν ότι και έκεΐνα σπάται τό ξίφος, έκεΐνον μέν άνελεΐν βουλη-
ίσως άνεφέροντο επίσης εις ένδοξα κατορθώ­ θείς, αυτός δ’ Άχαιοΐς τό Παλλάδιον κομί-
ματα Άργείων άνδρών ή ηρώων. ζειν. Καί αύτοΰ μέλλοντος πληγήν έμβαλεΐν,
Εις τοιοϋτον λοιπόν κατόρθωμα τοϋ ’Αρ­ όρφ Διομήδης τήν αυγήν τοϋ ξίφους (ήν γάρ
γείου ήρωος Διομήδους, ύπερισχύοντος τοϋ
πανουργοτάτου τών Ελλήνων Όδυσσέως έν 1 Braun, Ztviilf Basrelicfs p. 12.— Ο. Jahn : Philologus I, 46.—

τφ περιφήμφ επεισοδίου τής άρπαγής τοϋ Παλ­ Annali 30, 228.— Ovcrbcck, Gall. 578 ff. Taf. 25.— Arch. Zeitung
1874, 11(>. — Bull. d. Inst. 1873, 240.— Bull. 1878, 12.— Roscher,
λαδίου, άναφέρονται, ώς νομίζω, δύο έτερα τών Myth. L e x . ev λ. Uiomcdcs p. 1024 κα ι Odysseus p. 665— 669.
Άντικυθηραϊκών άγαλμάτων, συγχρόνως άνελ- — Chavannes, de Palladit raptu. Dissert. Berl.— F. Bucherer, D ie
Diom cdcs-Sage. (Stutgart 1892) p. 44 — 50.
5 C. Robert, Die antiken Sarcophag - Reliefs, Bd. I I p. 147
1 I ’. Νικολαιδης: έν τφ Ά σ τε ι τής 24 Φεβρουάριου 1901. Taf. L (έτέραν άπεικόνισιν ΐδε και Ι ν Athen. Mitth. I I 1877
* Chron. dcs Arts 1901 I. ά. Taf. 10— 12, έξ ή ς έλήφΟη κα ί ή ήμετέρα είκών άρ. 57).
* The Monthly Review, Mai 1901, p. 123. 9 Διηγήαεις, 34'. (Μυθογράφοι εκδ. Westermann, αελ
4 Πρβλ. Έφημ. ‘Αρχ. έ. ά. Πίν. Ε, 4—5 (<ιελ. 158, 18—19). 138 κ. έξ.).
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

σελήνη), Όδυσσεύς δ 1 άναιρεϊν μέν άπέσχετο Έξ άλλον ό Διομήδης (Πίν. XIII, 1 ), ού


άντισπασαμένου κάκείνου ξίφος, δειλίαν (γρ. έλλείπουσιν αι κνήμαι από τών γονάτων (σφζ.
Διομήδης) δ’ όνειδίσας πλατεΐ τφ ξίφει ούκ ύψος 1,55), βαδίζει επίσης γοργώς κατά πόδας
έθέλοντα προΐέναι τύπτων τά νώτα ήλαυνεν, έξ τοΰ Όδυσσέως, πρός δν ατενίζει μετ’ οργής,
ου ή παροιμία «ή Διομήδειος ανάγκη» επί παν­ έγείρων άπειλητικώς έν τή δεξιμ γυμνόν τό
τός ακουσίου λεγομένη»'. ξίφος, ού διεσώθη μόνον ή λαβή, ένφ έν τή
Τά δυο Άντικυθηραϊκά αγάλματα άναφέρον- άριστερφ, άπολεσθείση νΰν, έκράτει τό περι-
ται, νομίζω, είς την στιγμήν, καθ’ήν άμφότεροι μάχητον Παλλάδιον. Ό Διομήδης ενταύθα δεν
διά τοϋ πεδίου κατιόντες, σπασάμενοι τά ξίφη παρίσταται γυμνός, ως συνήθως, άλλα φέρει
καί έν τή δεξιςό έχοντες, αντιτάσσονται άλλήλοις τήν χλαμύδα περί τον αριστερόν βραχίονα καί
έχθρικώς, τοΰ μέν Διομήδους ετοίμου δντος πρός τά κάτω τής όσφύος έλισσομένην. Ή θήκη δέ
έπίθεσιν καί έν οργή όνειδίζοντος τον δόλιον τοΰ ξίφους ήτο άνηρτημένη από τοΰ δεξιού
Όδυσσέα, φτινι επιτάσσει νά βαδίζη προ αύτοΰ, ώμου δι’ άορτήρος.
τοΰ δέ Όδυσσέως σκεπτομενού νϋν, δτε άνεκα- Άμφότερα τά αγάλματα ταΰτα φαίνονται
λύφθη ό δόλιος σκοπός αύτοΰ, νά αποφυγή τήν Αντίγραφα χαλκών έργων τοΰ Δ' αίώνος π. X.,
μάχην πρός τον ρωμαλεώτερον καί δικαίως διά τούτο δέ φέρουσι καί πολλά στηρίγματα,
έξωργισμένον αντίπαλον. ήτοι ό μέν Όδυσσεύς δύο μεταξύ τής δεξιάς
’Αληθώς ό μέν εκ τοΰ πίλου εύδιάγνωστος χειρός καί τοΰ σοίματος καί τρίτον μεταξύ τής
Όδυσσεύς (Πίν. XIII, 2 ) 12, έκ δυο ισομεγεθών δεξιάς κνήμης καί τοΰ πρός στήριξιν τοΰ όλου
τεμαχίων μαρμάρου εΐργασμένος (σφζ. ύψος άγάλματος χρησιμεύοντος κορμού δένδρου· ό
1,98), είκονίζεται— ως καί επί πολλών άλλων δέ Διομήδης έχει δύο επίσης πρός στήριξιν τοΰ
μνημείων είς τήν αυτήν αρπαγήν τοΰ Παλλα­ δεξιού βραχίονος, τίς οίδε δέ πόσα θά είχε
δίου ή καί είς άλλους μύθους άναφερομένων3 μεταξύ τών άπολεσθεισών κνημών.
— βαδίζων ζωηρώς πρός δ. καί στρέφων μετά Ή κατίσχυσις τοΰ Διομήδους έν τή άρπαγή
φυλακής τήν κεφαλήν πρός τά όπίσω, φέρων τοΰ Παλλαδίου ήτο θέμα τοσούτφ μάλλον
δέ έξωμίδα έζωσμένην καί χλαμύδα υπέρ ταύ- προσφιλές τοΐς ’Αρ­
την έρριμμένην καί έλισσομένην περί τον βρα­ γείο ις, όσον έλέγετο
χίονα τής άριστεράς, ήτις, νΰν έλλείπουσα, παρ’ αύτοΐς ότι τό
έ'φερέ ποτέ τον κολεόν τοΰ ξίφους, τον διά Παλλάδιον έκομίσθη
τελαμώνος από τοΰ δεξιού ώμου τοΰ ήρωος υπό τοΰ Διομήδους
άνηρτημένον, ένφ ή μέχρι τοΰ καρπού σφζο- είς’Άργοςζένθα μετά
μένη δεξιά θά έκράτει τό γυμνόν ξίφος προ τής άσπίδος τοΰ ή­
τοΰ προσώπου, παρέχουσα τφ Όδυσσεΐ όψιν ρωος έφυλάσσετο υπό
άνδρός άμυνο μενού, αλλά καί συγχρόνως σκε­ τών άπογόνων αύτοΰ
πτο μενού νά άποφύγτ) τήν πάλην, διά τούτο δέ έν τφ επί τής άκρο-
προπορευο μενού συμφώνοις τφ κελεύσματι τοΰ πόλεως Λαρίσης ναφ
δικαίως έξοργισθέντος καί δυσπιστοΰντος συνο­ Άθηνάς τής ’Οξυδερκούς, ον άνήγειρεν αυτός
δοιπόρου αύτοΰ. ό Διομήδης, διότι μαχομένφ ποτέ έν Ίλίφ
τήν άχλύν άφεΐλεν ή θεός άπό τών οφθαλμών2,
1 Ί δ έ 'Η σ ύχιον έν λ. Διομήδειος ανάγκη. — Ζηνόβιον έν λ.
— Welcker, Gr. Tra g. 145,948 καί Ep. Cycl. 2,242. — Εύσταθ.
822,23. — Πτολ. ΤΙφαιστ. 18 R. — Serv. Aen. 2,162. — Πρβλ. 1 Παυσαν. 2, 23,5.
Bucherer, e. ά. σελ. 46. ■ Καλλιμ. Ε ίς λουτρά Παλλ. 3 5 .— Σχόλια 1. — Spanheim
* Πρβλ. Έ φ ημ . Ά ρ χ . έ. ά. Πίν. παρ. Ε. 2. Call. p. 569. — Πλουτάρ. 'Ελλ. Ζητήμ. 48. καί Ποταμ. 18. —
3 Robert έ. ά. pi. X IX , 34, X X , 35). Ό μηρου, Ίλ. Ε, 127.— Παυσαν. 2,24,2.
ίσως δέ και διότι τή βοηθείρ αυτής όξνδερκώς ’Ίσως λοιπόν έχομεν προ ήμών έτερον
άντελήφθη, έν τή Λ>υκτί της αρπαγής τοΰ Παλ­ άγαλμα τοΰ Διομήδους καί δή έκεϊνο, δπερ ό
λαδίου, την λάμψιν τοΰ ξίφους τοΰ Όδυσσέως Παυσανίας (2,20,5) άναφέρει δτι ΐστατο έν τή
καί ούτως έσώθη. Τά τον ναόν τούτον τής επί άγορρ τ°ύ “Αργους πλησίον μέν τών επτά
τής Λαρίσης ’Αθήνας είκονίζοντα νομίσματα ηγεμόνων τών έπί Θήβας όμοΰ Πολυνείκει στρα-
τών Άργείων δεικνύουσιν έν αύτφ τό Π ώ - τευσάντων, μεταξύ δέ τών τάς Θήβας έκπορθη-
λάδιον (Είκών 58)'. σάντων έπιγόνων αύτών, ών εΐς καί ό Διομήδης.
29. Δ γ ο μ η λ η ς ; Τό έπί τοΰ πίνακος XIV, 4 "Αν τοΰτο είναι άληθές, τότε είναι πιθανόν
άπεικονισθέν άγαλμα ύπερφυσικοϋ μεγέθους νά ταυτίζωνται πρός τινας τών συντρόφων
άπετελέσαμεν συνθέσαντες φωτογραφικώς δύο τούτων τοΰ Διομήδους τινά τών επομένωνI
άλλήλας συμπληρούσας Άντικυθη ραϊκάς αρ­
χαιότητας. Τούτων ή μέν 2, ύψους 1,14, αποτελεί
τό άνω μέρος τοΰ σώματος μέχρι μέσου τών
μηρών, ή δέ, ΰψους 0,90, είναι τά κάτω άκρα τοΰ
αύϊοΰ σώματος από μέσου τών μηρών καί κάτω.
Τό δλον ύψος τοΰ αγάλματος ύπερέβαινεν άρχι-
κώς τά δύο μέτρα.
Καί τούτο τό άγαλμα διεσώθη εις οίκτράν
κατάστασιν, άπολέσαν προς τούτοις ολόκληρον
τον δεξιόν βραχίονα, τον δεξιόν μηρόν, την δε­
ξιάν κνήμην, μέχρις αστραγάλου καί την άρι-
στεράν χείρα. Ε ίκ ώ ν 59. Ε ίκ ώ ν 6ο.

Έφ’όσον δυνάμεθα νά διακρίνωμεν, βλέπο-


ηρωικών καί εις πολεμικός στάσεις είκονιζομέ-
μεν δτι είκονίζεται ρωμαλέος άνήρ, ζωηρώς
νων άγαλμάτων.
διαβεβηκότα έχων τά σκέλη, πρός άρ. βαδίζων,
30. Τ ο ξ ο τ η ς (Πίναξ XIV, 3) Κ “Αγαλμα
στρέφων την κεφαλήν πρός δεξιά, φέρων θώ­
φυσικού μεγέθους, άνευ χειρών καί ποδών, άν-
ρακα άνω τοΰ χιτώνος, ίσως δέ καί κράνος έπί
δρός έντελώς γυμνού (σωζόμενον ύψος 1,54),
τής κεφαλής. Ή στάσις αυτού καί παράστασις
είκονιζομένου δ’ ώς τοξότου καθ’ ήν στιγμήν
ενθυμίζει άμέσως την τοΰ Άριστοναύτου τοΰ
έπί τών ποδών στρεφόμενος άφίνει, ή μόλις
γνωστοΰ μεγάλου έπιτυμβίου άττικοΰ άνα-
άφήκε, βέλος, ού παρακολουθεί διά τών οφθαλ­
γλύφου τοΰ Εθνικού Μουσείου:i, άλλά πολύ
μών τήν πρός τόν σκοπόν πτήσιν. Άγαλμάτιον
πιστότερον ταυτίζεται πρός την βεβαίως έκ
’Απόλλωνος έν τφ Μουσείφ τοΰ Βερολίνου
περίφημου τίνος αγάλματος ληφθεΐσαν εικόνα
(Είκών 60)2 καί τινες έπί δακτυλιόλιθων καί
Διομήδους τοΰ ’Αργείου έπί σαρκοφάγου άνα-
νομισμάτων τύποι ’Απόλλωνος (Είκών 61— 62)
φερομένης εις την άνακάλυψιν τοΰ Άχιλλέως
καί “Ερωτος παρουσιάζουσιν άπαραλλάκτως
έν Σκύρφ (Είκών 5 9 )4.
τήν αύτήν στάσιν:ι.
1 Imhoof καί Gardner, έ. ά. p, 39 - 40 pi. Κ. Xl.II.
’ Άρχαιολ. Έ φ ημ. ε. ά πίν. παρ. Ζ, 1 (σελ. 1Γ>9, 20). Τ ό I Πρβλ. Άρχ. Έφημ. έ. ά. Πίν. παρ. Α. 4 σελ. 156, 2.
κάτω μέρος δέν μνημονεύεται οίίτε απεικονίζεται αύτόβι. 4 Overbook, Kunstmythologic, Apollon p. 219 fig. 14.—
9 Arndt-Amelung, Photographische Kinzclaufnahmen n“ 095. S. Rcinach, Statuaire II, 99, 8 . Πρβλ. και Clarac pi. 495, 964
— Keinach, Statuaire II, 184, 1. καί 645, 1467.
' Robert, Die anliken Sarcophag - Reliefs, Bd, II pi. X X , 39 II Imhoof-Blumer, Griech. MUnzen, p. 244 (748) n° 741 Taf.
(=Viscon ti, Masco Pio Clem. V. 1796 Taf. 17, έξ ο ί έλήφΰη X III, 3 — Babelon, Invcntaire de la coll. Waddington, pi. X V I I I
καί ή είκών ημών, ήν όμως ϊδε κάλλιον παρά Robert).— Millin, 12. (— ΕΙκόιν 61). — Streber, Num. nonn. Graeca pi, IV, 11.
Gall, mythol,, 1811 pi. 15— Overbeck, Bildwerke zum Theb. und ( = Είκώ ν 62). (Νομίσματα Συνάου Φρυγίας). — Furtwkngler,
Tr. Held., Taf. X IV , n° 6 . Beschr. dcr gcschn. Steine, n° 929 καί 7190.
Ό ΰ 'η σ α ν ρ ο ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

Εις τον τοξότην τοΰτον άνήκεν ίσως ώς χαίφ Κριτηρίω τοΰ "Αργους ζ δίκην καθ’ ήν
έρεισμα τό σχήμα φαρέτρας έχον στήριγμα ή μέν Ύπερμήστρα κατάκειται υπό τό βάθρον
αγάλματος, όπερ άπεικονίσαμεν επί τοΰ αύτοΰ τής σωσάσης αυτήν Άρτέμιδος τής Πειθοΰς,
πίνακος XIV ύπ’ άριθ. 6 . οί δέ κύριοι διάδικοι Δαναός κα'ι Αίγυπτος στη-
ρίζουσι τό άκρον των ποδών έπΙ βωμών ή λίθων,
όμοιων τοΐς έπι τοΰ’Αρείου Πάγου τών’Αθηνών
λίθοις τής Ύβρεως και Άναιδείας, «έφ ών έστά-
σιν δσοι δίκας ύπέχονσι καί οί διώκοντες» 2. Υπέρ
τής Ύπερμήστρας αγορεύει ό Λυγκεύς, παρι-
στάμενος τφ πατρί Αίγύπτφ, οΰ τό πένθος έπ'ι
τή άπωλείρ, τών λοιπών 49 υιών έκφράζει ή
όπισθεν αύτοΰ ίσταμένη βαρυπενθής- μορφή
Ε Ικ ώ ν 6ι . Ε Ιχ ώ ν 62.
ενός τών ακολούθων αύτοΰ. Περίεργον δ’είναι
31. Κ ΡΑΝ ΟΦ Ο ΡΟΣ α ν η ρ (Πίναξ XIV, 2) \ ότι οί όπισθεν τοΰ Δαναοΰ τρεις Άργεΐοι αύτοϋ
Φυσικοΰ μεγέθους άγαλμα άνδρός κρανοφό­ ακόλουθοι είκονίσθησαν υπό τρία τών διαση-
ρου και γενειήτου, σφζόμενον εν μέρει κατά τό μοτέρων σχημάτων τοΰ ’Αργείου έργαστηρίου,
αριστερόν μόνον μέρος τοΰ σώματος και μέχρι ήτοι ό μέν πρώτος ώς ό ανωτέρω ύπ’ άρ. 29
τοΰ άρ. μηροΰ, έφ’ ου, ώς και έπι τοΰ άρ. ώμου, Διομήδης, ό δέ δεύτερος ώς ή άμαζών τοΰ Πο­
σφζεται μέρος τής χλαμύδος αύτοϋ. Σφζόμενον λυκλείτου (όχι Φειδίου!) και ό τρίτος ώς ό
ύψος 1 , 43. Ή κεφαλή μετά τοΰ λαιμοΰ και Φαρνέσειος Ηρακλής τοΰ Λυσίππου.Ύποθέτω
μέρους τοΰ στέρνου είναι Ιδιαιτέρως έξειργα- λοιπόν ότι και τό Άντικυθηραϊκόν άγαλμα
σμένα και ώς σφήν εντεθειμένα εις τό σώμα είκονίζον ϊσως τον Αίγυπτον ή Δαναόν θά
τοΰ αγάλματος. Επίσης τό άνω μέρος τοΰ κρά­ άνήκεν εις σύμπλεγμα παρομοίας τής έπ'ι τοΰ
νους ήτο ειργασμένον έξ ιδιαιτέρου τεμαχίου. αγγείου παραστάσεως.
Ή στάσις τοΰ αγάλματος ήτο ήρεμος, ούχι 32. Δ ι ε ς τ η κ ω ς τ ο υ ς π ο δ α ς α ν η ρ ΓΥΜΝΟΣ
δέ, ώς ύπέθεσάν τινες, όμοια προς την τοΰ (Πίναξ XIV, I)3. "Αγαλμα φυσικοΰ μεγέθους
Μενελάου τοΰ γνωστοΰ συμπλέγματος τοΰ Pas- άνδρός γυμνοΰ καί ζωηρώς βαδίξοντος. Αί χεΐ-
quino. Τον αριστερόν πόδα φαίνεται ότι έστή- ρες άπό τών βραχιόνων και οί πόδες κάτω τών
ριζεν έπ'ι μικροΰ τίνος υψώματος, καθ’ όν χρό­ γονάτων έλλείπουσι (σφζόμενον ύψος 1,35).
νον έστρεφεν ήρέμα την κεφαλήν προς αρι­ Προφανώς πρόκειται περί ήρωϊκοΰ τίνος αγάλ­
στερά. Έν γένει δέ ή στάσις αύτοΰ ενθυμίζει ματος έν ζωηρά τινι δράσει είκονιζομένου.
μεγάλως τους δύο ομοίως άναπαυομένους κρα­ 33. Τ ο ξ ε υ ω ν (Πίναξ XIII, 4 -4“)4. "Αγαλμα
νοφόρους άνδρας τοΰ περίφημου μαρμάρι­ κατά τι μικρότερον τοΰ φυσικοΰ (σφζ. ύψος
νου κρατήρος των Μεδίκων (vase de Medicis) 1,24), άνδρός γυμνοΰ έν στάσει σκοπεύοντος
τοΰ Μουσείου τής Φλωρεντίας -, οΰ ή μέχρι διά τόξου προς τά άνω. Άμφότεραι αί χεΐρες
τοΰδε ανεξήγητος παραμένουσα παράστασις άπό τών καρπών καί οί πόδες μετά μέρους τών
άναφέρεται, κατ’έμήν ανέκδοτον ερμηνείαν, ετς κνημών έλλείπουσι. Τών ποδών ό άριστερός
την υπό τοΰ Δαναοΰ υπαγωγήν εις δίκην τής έστηρίζετο έπ'ι υψώματος τίνος. Τό άγαλμα
θυγατρός αύτοΰ Ύπερμήστρας έν τφ παναρ-1 ίσως παριστφ Ήρακλέα σκοπεύοντα διά τοΰ

1 Πρβλ. Έ φ ημ. Ά ρ χ . ε. ά. Π ιν.παρ. Ζ, 2, σελ. 158, 13. 1 Παυσαν. 2,19,6. 20,7. 21,1 καί 25,4.
■ Piranesi, Raccolta di vasi, tab. 54----Millin, Galler. myth. 1 Παυσαν. 1, 28, 5.
pi. 155, 572.— Creuzer-Guigniaut pi. 227, άρ. 768.— Friedrichs- 3 Πρβλ.. Άρχ. Έφημ. ε. ά. Πίν. παρένθ. Ζ, 3, σελ. 158, 15.
Wolters, Gipsabgiissc, no 2113. 4 ΙΙρβλ. Άρχ. Έφημ. ε. ά. Πίν. παρένθ. Γ, 3, σελ. 157, 8.

— 72 —
»
Ό ΰ η σ α υ ρ ύ ς τώ ν Αντικυθήρων
τόξου τάς ύπεράνω αύτοΰ ίπταμένας Στυμφα- παρατιθεμένην ύπ’ άρ. 63 είκόνα ’Αργείου
λίδας όρνεις '. Ή μή ηράκλειος άλλά λεπτο­ νομίσματος). Άλλά τά διδόμενα, άτινα έχο-
φυής φαινομένη διάπλασις τοΰ σώματος τοΰ μεν, είναι άνεπαρκή προς στήριξιν τής ύποθέ-
αγάλματος είναι ίσως αποτέλεσμα τής μεγά­ σεως ότι τό άγαλμα ημών είναι λείψανον τοΰ
λης διαβρώσεως, ήν ύπέστη καθ’ όλα αύτοΰ περιφήμου εκείνου συμπλέγματος.
τά μέρη υπό τής θαλάσσης. Σημειωτέον δέ ότι 3 5 . Ν έ ο ς π ρ ώ τ ο ν υ π η ν η τ η ς (Πίναξ XV,
ήδύνατό τις νά ύποθέση ότι πρόκειται περί 1 ) ι. Άγαλμα φυσικοΰ μεγέθους (ύψ. 1,85),
αγάλματος άνδρός ούχί τοξεύοντος, άλλ’ άνα- νέου άρτι γενειώντος, γυμνού, ίσταμένου επί
κρούοντος λύραν, ήν άνέχει υψηλά, ώς πολλά τοΰ άριστεροΰ ποδός, έχοντος υπέρ τον άριστε-
άγάλματα Α π ό λ λ ω ν ο ςΈ φ ’ όσον όμως δεν ρόν ώμον καί περί τον μικρόν προτεταμένον
είναι δυνατόν νά μελετηση τις ελευθέριος τά άριστερόν βραχίονα τήν χλαμύδα αύτοΰ. Ή
Άντικυθηραϊκά άγάλματα ταΰτα, μετακινών προς τά άριστερά κλίνουσα
και τοποθετών αύτά ώς βούλεται, ούδεμίαν κρί- κεφαλή αύτοΰ, άποσπασθεΐσα
σιν άσφαλή δύναται περί τούτου νά σχη ματίση. κατά τήν άνέλκυσιν, διατη­
3 4 . Β α δ ι ζ ω ν α ν η ρ (Πίνας XIII, 3)3, νέος ρείται — μόνη αύτη έξ όλου
καί αγένειος, εντελώς γυμνός, κλίνων τό σώμα τοΰ άγάλματος — έν καλή
προς τά εμπρός ώς άν μετά ρώμης ώθειτι. Ή σχετικώς καταστάσει2, τού-
πρώτη έπερχομένη εις τό πνεΰμα σκέψις, ότι λάχιστον κατά τά τρία τέ­
πρόκειται περί πυγμάχου ή παλαιστοϋ προτάσ- ταρτα αύτής, διότι μόνη αύτή
σοντος τάς χεΐρας, αποκλείεται ένεκα τοΰ περί είσεχώρησεν άμα τφ ναυαγίφ
τήν βάσιν τοΰ άριστεροΰ αύτοΰ πήχεως λειψά­ είς τόν πηλόν ή τήν άμμον
νου Εματίου.Τό άνω μέρος τοΰ κρανίου αύτοΰ ήτο τοΰ βυθού τής θαλάσσης.
πρόσθετον καί ελλείπει. Επίσης έλλείπουσιν ή Ή προς τά κάτω φερο-
δεξιά χειρ άπό τοΰ καρπού, ό άριστερός πήχυς μένη δεξιά έλλείπει άπό μέ­
μετά τής χειρός καί άμφότερα τά κάτω άκρα σου τοΰ βραχίονος- επίσης ό δεξιός πούς άπό
άπό τών γοΐ'άτων (σφζ. ύψος 1,25). Ύπό τήν μέσου τής κνήμης καί τό άριστερόν άκρον τής
δεξιάν χεΐρα ύπάρχουσι δύο στηρίγματα αύτής. άριστεράς χειρός. Ύπό δέ ταύτην τήν χεΐρα
Ή έν τφ άγάλματι τούτψ παρατηρουμένη εύρηται τό μαρμάρινον έρεισμα τοΰ άγάλματος,
προς τά εμπρός ισχυρά κίνησις καί έλξις, προς έφ’ ού έστηρίζετο ή άριστερά χειρ, ήπλοϋτο δέ
δέ μέγα τεμάχιον ρυμοΰ άμάξης καί τό ένδυμα τοΰ άγάλματος.
(Πίν.ΧΙΙΙ, 5) άνελκυσθέν συγ­ Τό νεαρόν καί αγνόν τής έκφράσεως τής κε­
χρόνως τφ άγάλματι, παρεκί- φαλής ταύτης ενθυμίζει τόν Ιππόλυτον, τό
Αησάν με νά υποθέσω ότι πρό­ όλον δέ τής στάσεως ταυτίζεται προς εκείνην
κειται περί ενός τών δύο πε­ άγαλμάτων τινών Έρμου (Είκ. 64)3 τοΰ τύπου
ρίφημων έκείνων Άργείων, τοΰ έξ Αίγιου Έρμου τοΰ Εθνικού Μουσείου4.
EUcov 6ι.
Κλεόβιος καί Βίτωνος, τών Ή έργασία δεικνύει ότι πρόκειται ίσως περί
άντί βοών ζευχθέντων είς τήν άμαξαν τής πρωτοτύπου έργου τοΰ Β' αίώνος π. X.123
ίερείας μητρός αυτών καί κομισάντων αύτήν
εγκαίρως είς τό Ήραιον (πρβλ. τήν ενταύθα 1 Πρβλ. Έ φ η μ . Ά ρ χ . Π ίν. παρ. Ε, 1— 2, σελ. 158, 16.
2 Ί δ ε μεγάλην εικόνα ταυτης έν Ά ρ χ .Έ φ η μ . ε. ά. Π ίν. Ε, 1
* Πρβλ. Ή ρακλέα τοξότην έν Souv. dc la Galeric Pourtalis καί μάλιστα έν τοϊς ΙΙανα&ηναίοις τόμ. Α ' σελ. 377.
pi. 45 n° 6 2 6 = S. Keinach, Slat. I I p. 206,8. Πρβλ. καί σελ. 428,5. 3 Clarac pi. 316, 1542 (Rcinach σελ. 160).
■ Πρβλ. Clarac - Keinach, 243, 918. και 251, 948 A.— Reinach * Ά ριΟ μ. 241: Ath. Mitth. 1878 pi. 5. Πρβλ. καί τόν έν Βε-
Statuairc, II, 92, 5 — 6 καί 99, 2— 3, κτλ. ρολίνψ έκ Μ ήλου Έ ρ μ ή ν Άντιφ άνους τοΰ Π αρίου (= R cin a ch ,
3 Πρβλ. Ά ρ χ . Έφ ημ. ε. ά. Π ίν. παρ. Γ. 4, (σελ. 157, 9). Stat. II, 149, 6 ).
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

36. (Πίναξ XV,


Α ναπαυόμ ενος Ε ρ μ η ς ; γων «τού ναού δέ έστιν έντός Ερμής ές λύρας
2 — 2 α) 1. ’Άγαλμα φυσικού μεγέθους (ύψ. 1,83), ποίησιν χελώνην ήρκώς». Είναι άληθές δτι τό
παρ ιστών νεανίαν γυμνόν, όρθιον, πατοΰντα άντίγραφον επί τών νομισμάτων τής Μαρκια-
επί τοΰ αριστερού ποδός, τον δεξιόν φέροντα νοπόλεως παρουσιάζει έν τή δεξιά κηρύκειον κα'ι
προς τά όπίσω, έρείδοντα δε τον δεξιόν πήχυν ούχί, ώς άνέμενέ τις, χελώνην, άλλ’ είναι πασί­
κα'ι αγκώνα έπι στήλης Έρμού τής τετραγώ­ γνωστου δτι συχνά οί σφραγιδογλύφοι άντήλ-
νου εργασίας έσφηνω μενού επί βάσεως τετρα­ λασσον τά έν ταΐς χερσ'ι τών θεών σύμβολα
γώνου. Τά βλέμματα είχε τό άγαλμα έστραμ- προς άλλα ευκρινέστερου φαινόμενα έπι τών
μένα, ώς φαίνεται, προς τό άντικείμενον, δπερ μικρών νομισμάτων. Όμοιος τύπος νομίσματος
έκράτει έν τή δεξιφ. τών Άργείων, ήτοι παρουσιάζων τον σπάνιον
Τό άγαλμα τούτο διέσωσεν ολόκληρον τό τρόπον τής στηρίξεως τής δεξιάς έπι στήλης 1
περίγραμμα αυτού, πλήν τών δύο χειρών έλλει- κλπ., έχει τό κηρύκειον έν τή άρ. τού Έρμού κα'ι
πουσών από τών καρπών. Ό έπι τού πίνακος δυσδιάκριτόν τι έν τή δεξιά, ίσως χελώνην, ήν
ήμών έλλείπων επίσης άρ. πήχυς διεσώθη εις άρας έκ τής γής, έκράτει έν τή δεξιά και ήτέ-
δύο τεμάχια άπεσπασμένα, άλλ’ ακριβώς προσ- νιζεν ό θεός μελετών τον τρόπον, καθ’ δν ήδύ-
αρμοζόμενα, ώς κατά την άνέλκυσιν θραυ- νατο νά μεταβάλη αυτήν είς λύραν.
σθέντα. Ή φθορά τής επιφάνειας αυτού είναι 37. Α π ό λ λ ω ν ; (Πίναξ XV, 3 )2. Άγαλμα
γενική και βαθεΐα. Μόνον ό δεξιός πούς διε- γυμνόν δρθιον. Έλλείπουσιν άμφότεροι οί βρα­
τηρήθη καλώς ώς μόνος είσχωρήσας είς την χίονες, ών ό δεξιός ήτο ένθετος, προς δέ άμφό-
ίλύν τού βυθού δτε κατεποντίσθη. τεροι οί πόδες, ό μέν δεξιός άπό τού γόνατος,
’Ά λ λ ο όμοιου ακριβώς τύπου άγαλμα;δεν ό δέ άριστερός άπό μέσου τοΰ μηρού καί κάτω.
γνωρίζω. Έν γένει δε είναι λίαν σπάνιος ό Πρόσθετον ήτο καί τό διασωθέν άνω μέρος
τρόπος τής στηρίξεοις τού άγκώνος τής δεξιάς τού κρανίου τής προς τά δεξιά κλινούσης κε­
άντί τής άριστεράς χειρός έπ'ι ερείσματος. Τά φαλής, ής ή κόμμωσις είναι άπαράλλακτος
αγάλματα τού γνωστού παρομοίου τύπου τών έκείνη διαφόρων άγαλμάτων τού Απόλλωνος3.
Φαύνων παρουσιάζουσιν άλλας σπουδαίας δια­ Σφζόμενον ύψος τοΰ άγάλματος 1 , 42.
φοράς. Προς τό άγαλμα ήμών μάλλον ομοιάζει 38. Ε ρμης ; (Πίναξ XV, 4— 4“) 1*4. Άγαλμα
τό παρά Clarac πίν. 662, άρ. 1536 άγαλμα φυσικού μεγέθους (ύψος 1, 90), νεανίου ίστα-
Έρμού. Ό τι δέ ύπήρχεν άγαλμα διάσημον μένου καί στηριζομένου έπ'ι τού δεξιού ποδός,
Έρμού τύπου άπαραλλάκτου προς τον τού εξ δστις έρείδεται έπ'ι κορμού στηρίζοντος τό
Αντικυθήρων παρόντος αγάλματος, δεικνύουσι άγαλμα. Ή προς τά δεξιά καί κάτω κλίνουσα
τά νομίσματα τής Μαρκιανοπόλεως τής Κάτω κεφαλή καί ό άριστερός ώμος μετά μέρους τού
Μοισίας, έφ’ ών άπαντά ακριβώς ό αυτός στήθους ήσαν είργασμένα έξ ιδιαιτέρου τεμα­
τύπος. Περ'ι τού τύπου τούτου πάνυ όρθώς ό χίου μαρμάρου. Πρόσθετος επίσης ήτο καί ό
Β. Pick παρετήρησεν δτι είναι πάντως άντίγρα- έλλείπων άριστερός βραχίων. Ελλείπει δέ καί ό
φον μαρμάρινου τίνος άγάλματος2. Ουδόλως δεξιός, άλλ’ ή χειρ αυτού διεσώθη άναπαυομένη
δέ παράδοξον νά ήτο αντίγραφου άγάλματος όπισθεν έπί τής όσφύος τοΰ άγάλματος τούτου,
τής Άργείας σχολής, ίσως δέ τό αυτό προς τό ού ή έπιφάνεια πάσα ύπέστη δεινήν καταστρο­
μόνον άγαλμα Έρμού, δπερ μνημονεύει έν φήν. Έπ'ι τού στήθους στερεώς προσκολληθέντα
Ά ργει ό Παυσανίας και δη (2,19,7) έν τή περι­
γραφή τού ναού τού Λυκίου ’Απόλλωνος, λέ- 1 Imhoof-Gardncr, Comm, on Paus. p. 37 pi. K. X X X III.
- Πβλ. Άρχ. Έφημ. Πίν. παρ. Δ. 2, σελ. 157, 5—6.
' Πρβλ. Ά ρχ. Έφημ. έ. ά. Πίν. παρ. Α', 3, σελ. 157, 4. :ι Overbeck, Kunstmythologie, Apollon. (Atlas).
2 D ie ant. Mtinzen Nord-Griechenlands, I. p. 193 pi, X V I, 22. 4 Πβλ. Άρχαιολ. Έφημ. ε. ά. Πίν. παρ. Ζ. 4, σελ. 158, 14.

— 74 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν Ά ν τ ι κ υ ϋ ή ρ ω ν

μένουσιν ακόμη λείψανα μιας των κεφαλών τής άπεικονίζουσι συχνά τά Άργεΐα νομίσματα '.
χαλκής κλίνης, περί ής ανωτέρω (άρ. 22 ).' 41. Θ ε ό ς κ α θ η μ ε ν ο ς (Πίναξ XVII, 3)123.
Ό τύπος τού άγάλματος τούτου είναι γνω­ Άγαλμα κατεστραμμένον έντελώς την επιφά­
στός ήδη έξ αγαλμάτων τού θεού Έρμου 1 νειαν, μεγέθους φυσικού (σφζ. ΰψος 1,55), θεού
(τοΰ τύπου εκείνου δν ενίοτε ταυ- τίνος, ίσως Διός, Ποσειδώνος ή Άσλκηπιοΰ,
τίζουσι προς τον Νάρκισσον ή γυμνού τάνω τής όσφύος, καθημένου επί βρά­
Άντίνοον), ών παραθέτομεν προς χου ή εδωλίου, την μέν άριστεράν ύψοΰντος
σύγκρισιν ενταύθα ένα έκ τοΰ ώς ποτέ έπί σκήπτρου στηριζομένην, την δέ
Μουσείου τής Νεαπόλεως (Εί- δεξιάν έχοντος έπί τοΰ δεξιού μηρού, έφ’ ού
κών 65) σφζονται λείψανα τοΰ ενδύματος. Άμφότερα
39. Α π ό λλω ν γιαρα τρ ίπ ο δ α τά κάτω άκρα έλλείπουσιν από τών μηρών καί
(Πίναξ XVI, 1 ) Άγαλμα, ού ή κάτω. Ό τρόπος, καθ’ δν είναι είργασμένον
έπιφάνεια σφζεται έν μέρει, μόνον τό όπισθεν μέρος τοΰ εδωλίου, δεικνύει δτι
κατά τό όπισθεν μέρος τού σώμα­ τό άγαλμα ήρείδετο είς τοίχον.
τος, ενώ τό πρόσθιον είναι έντε- 4 2 . Α γ α λ μ α α κ εφ αλ ο ν κ α θ η μ ε ν ο ν (Πίναξ
Ε Ικ ώ ν 6$.
λώς υπό τής θαλάσσης διαβεβρω- XVII, 1 ):ι, φυσικού μεγέθους (ύψους 1,40).
μένον. Παριστμ δέ ούχί, ώς ένόμισεν ό γενικός Πλήν τής κεφαλής έλλείπουσιν άμφότεροι οί
έφορος Καββαδίας, Άφροδίτην έξερχομένην πόδες άπό τών γονάτων καί ό αριστερός βρα-
τοΰ λουτρού και έπί υδρίας στηριζομένην, άλλ’ χίων. Ή δεξιά έφέρετο υπό την μασχάλην τής
απλώς ’Απόλλωνα έχοντα κόμην μακράν, στη- άριστεράς καί έκράτει, ώς φαίνεται, βραχύ τι
ρίζοντα δέ τόν άγκώνα τής άριστεράς έπ'ι τρί­ δργανον, νΰν άπολεσθέν, στηριζόμενον έπί τού
ποδος μετά φοειδοΰς επιθέματος4. Ό τύπος άρ. μηροΰ τοΰ άγάλματος. Τό δργανον τούτο
ούτος τοΰ ’Απόλλωνος είναι λίαν κοινός (σφζ. ήτο ίσως σφυρίον χαρακτηρίζον τό άγαλμα ώς
ΰψος 1,69). Ηφαίστου ή γλύπτου τινός. Σημειωτέο ν δ’ έν-
40. Α φ ροδίτη (Πίναξ XVI, 2)δ. Κορμός ταΰθα δτι ό Παυσανίας άναφέρων τό έν Ά ργει
ύψους 1,10 άγάλματος ’Αφροδίτης, ώς ήδη έπιφανέστατον τών ’Ασκληπιείων λέγει περί
παρετήρησεν είς τών εφόρων, τύπου δέ τοΰ τούτου (2, 23, 4) δτι «άγαλμα έφ’ ημών έχει
τής Κ νιδίαςΣφζει οπωσδήποτε την επιφά­ καθήμενον ’Ασκληπιόν λίθου λευκού, καί παρ’
νειαν αύτοΰ μόνον κατά τό οπίσθιον μέρος. Είς αύτόν έστηκεν Ύγίεια· κάθηνται δέ καί οί
τό αυτό άγαλμα άνήκει ίσως καί ή έξ ’Αντικυ­ ποιήσαντες τά αγάλματα, Ξενόφιλος καί Στρά-
θήρων μαρμάρινη υδρία (Πίν. XVI, 3), ή μάλ­ των». ’Ίσως λοιπόν τόν ένα τών δύο άγαλμα-
λον ή όμοια υδρία μετά σπουδαίου μέρους τοΰ τοποιών τούτων νά παριστρ τό παρόν άγαλμα,
έπ’αυτής καταπίπτοντος χιτώνος τής Ινουομένης ένφ είς τόν δεύτερον δυνατόν νά άναφέρηται
θεάς (Πίν. XVI, 4). Ά ν όμως ταΰτα δεν άνήκω- τό περιγραφόμενον κατωτέρω ύπ’ άρ. 44 συγ­
σιν είς τόν κορμόν, τότε χωρεί καί ή ύπόΰεσις χρόνως δέ άνελκυσθέν κάτω μέρος ετέρου
δτι ό κορμός ανήκει είς μίαν τών τριών γυμνών όμοιου καθημένου άγάλματος. Πρός αύτόν
Χαρίτων τοΰ γνωστού συμπλέγματος, δπερ όμως τόν ’Ασκληπιόν τοΰ συμπλέγματος τού­
του δυνατόν νά σχετίζηται ό προηγούμενος
άριθ μός ή ό ακόλουθος.
1 Clarac pi. 655, 1526 καί 665, 1514.
2 Rcinach, Statuaire II, 101, Γ>.
43. Α νω η μ ι ς υ Α σ κ λ η π ι ο ύ (Πίναξ XVII,
3 Πρβλ. Άςιχ. Έφ ημ. Πίν. παρ. Δ, 1, σελ. 158, 11.
* ΙΙρβλ. Clarac pi. 346, 925. 1 Imhoof - Gardner, Num. Comm, on Paus. p. 34 pi. I, XI.
* ΙΙρβλ. Άρχ. Έφ ημ. Γ, 1— 2, σελ. 158, 10— 10«. 2 ΓΙρβλ. Ά ρ χ . Έ φ ημ . Πίν. παρ. A, 5, σελ. 157, 3.
“ Clarac pi. 618, 1577. n Άρχ. Έφημ. ε. ά. σελ. 158, 15, μή άπεικονισ&έν.
Ό & η σ α ν ρ δ ς τ ω ν Ά ν τ ιχ ν & η ρ ω ν

2 ) ή Ποσειδώνος (;) καθημένου, τήν πρόσθετον 51. = Πίν. XVIII, 5. Κορμός άνδρός. Ύ ­
άλλ5έλλείπουσαν νΰν δεξιάν ύψοΰντος ίσως ΐνα ψος 0,95.
επί σκήπτρου ή τριαίνης στηρίξη αυτήν, τήν 52. = Πίν. XVIII, 6. Κορμός άνδρός. Ύ ­
κεφαλήν δέ στρέφοντος προς αριστερά. Τό εξ ψος 0 ,88 .
άλλου μεγάλου τεμαχίου είργασμένον κάτω 53. = Πίν. XVIII, 7.Ελεεινά λείψανα άγάλ­
μέρος τοΰ άγάλματος δεν άνειλκύσθη. "Υψος ματος έν ζωηρά, ορχηστική ίσως, κινήσει είκο-
τοΰ σωθέντος 0,84. νιζομένου, παρά στήριγμά τι έκ δένδρου. (Πβ?ν.
44. Κ ά τ ω η μ ι ς υ καθη μένου άγάλματος άν­ Reinach Stat. II, 398, 1). Ύψος 1,80.
δρός ένδεδυμένου (Πίναξ XVII, 6 ), μή προσ- 54. = Πίν. XVIII, 8 . Κορμός γυμνού γυναι­
αρμοζόμενον εις τον προηγούμενον άριθμόν.Ύ- κείου άγάλματος, ίσως Αφροδίτης ένδεδυμένης
ψος 0,44. Αί πτυχαί τοΰ ενδύματος είναι θαυμα- τά κάτω των γλουτών. Έπι τοΰ πίνακος είκο-
σίως είργασμέναι, φαίνεται δέ ότι πρόκειται νίσθη έκ των όπισθεν. Ύψος 0,73.
περ'ι προποτύπου έργου τοϋ τρίτου αϊ,ώνος π.Χ. 55. = Πίν. XVIII, 9. Κορμός άνδρός ίστα-
45. Κ άτω η μ ι ς υ ι ς τ λ μ ε ν ο υ (Π ίν. XVII, 5) μένου ύψοΰντος τήν άριστεράν ως εί έστηρί-
ένδεδυμένου άγάλματος, μετά μέρους τής πλίν­ ζετο έπ'ι δόρατος ή σκήπτρου. Έπι τοΰ πίνακος
θου. Τό έξ άλλου τεμαχίου μαρμάρου εΐργα- είναι ορατός έκ των όπισθεν. "Υψος 0,75.
μένον άνω ήμισυ δεν υπάρχει μεταξύ των άνελ- 56. = Π ίν .Χ ν ίΙ Ι , 10. Κορμός άνδρός ύψοΰν­
κυσθέντων. Σωζόμενον ύψος 0,70. τος τήν δεξιάν, τήν δ’ άριστεράν έχοντος προς
46. Κ άτω η μ ι ς υ γ υ μ ν ο υ άγάλματος άν- τά κάτω παραλλήλως τφ σώματι. Ύψος 0,95.
δρός (Πίναξ XVII, 4) καθημένου έπι ύ\|)ηλοΰ 57. = Πίν. XVIII, 1 1 . Κορμός ύψους 0,67.
βράχου ή εδωλίου. Σφζόμενον ύψος 0,95. Λίαν 58. = Πίν. XVIII, 12. Κορμός μετά τής
έφθαρμένον. Τά άκρα των ποδών έλλείπουσιν. κεφαλής άγάλματος φυσικού μεγέθους, σωζων
Παράβαλε τά καθήμενα γυμνά άγάλματα των άκρων τά μέν άνω μέχρι τοΰ μέσου των
παρά Clarac, Πίνακες 481, άρ. 959.— 704,c άρ. βραχιόνων, των δέ κάτω μέχρι των γονάτων.
1683 F. — 704D. 1683 Ε.— 726 Β, 1736 ° καί — Είκονίζει άνδρα γυμνόν κλίνοντα τήν κεφαλήν
727, 1747 Β καί τά ύπ’ άρ. 869 καί 871 επι­ άριστερά καί προς τά κάτω. Πβλ. Clarac, Πίν.
τύμβια άνάγλυφα τοΰ Έθνικοΰ Μουσείου. 494Β άρ. 966a (Απόλλων μετά τοΰ Υακίν­
47 - 5 8 . Ε φ θ α ρ μ ε ν α ο λ ο ς χ ε ρ ω ς λείψανα θου). — Reinach, Stat. II p. 94, 2 (Απόλ­
σωμάτων δώδεκα διαφόρων άγαλμάτων (Πί­ λων), 597, 3.
ναξ XVIII, 1-12) των πλείστων φυσικοΰ μεγέ­ 5 9 -9 1 . Τριάκοντα τρεις βραχίονες, πήχεις,
θους, ών αί στάσεις μαντεύονται μάλλον ή χεΐρες, μηροί, κνήμαι καί πόδες (Πίναξ XVI,
όρώνται, τά έξης- 5-6 καί XIX, 1-31) διαφόρων άγαλμάτων, φυ­
47. = Πίν. XVIII, 1. Άνήρ ώσε'ι προτάσσουνσικού μεγέθους των πλείστων. Μετά έπιμελή
τή άριστερά άσπίδα, έγείρων δέ δόρυ έν τή μελέτην δυνατόν νά προσαρμοσθώσι καί συμ-
δεξιά- Ύψος 1,35. πληρώσωσι πολλά των άνωτέρω περιγραφέν-
48. = Πίν. XVIII, 2. Κορμός ίσως γυναι- των μαρμάρινων άγαλμάτων.
κός δ ιεσταυρω μένους έχούσης ποτέ τούς πόδας. Ή διατήρησις των άπεικονισθέντων τούτων
Ύψος 1 ,2 2 . άκρων είναι ως έπι τό πλεΐστον κακή. Έξαίρε-
49. = Πίν. XVIII, 3. Άνήρ κεκλιμένην προς σιν άποτελοΰσί τινα, καί μάλιστα δύο, τά εις
τά κάτω έχων ποτέ τήν κεφαλήν. Ύψος 1,30. μέγα σχήμα άπεικονισθέντα έπι τοΰ πίνακος
50. = Πίν. XVIII, 4.Άνήρ έν στάσει άνδρός XVI, 5 - 6 , άτινα διατηρούνται τόσον λαμπρώς,
ύψρΰντος άσπίδα τή άριστερά, μαχο μένου δέ ώστε νομίζει τις ότι νΰν μόλις έξήλθον των
τή δεξιρ· Ύψος 1,30. χειρών τοΰ γλύπτου. Είναι δέ τό μέν (άρ. 59)

76 —
Ό ΰ η σ α ν ρ ό ς τω ν 'Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

πούς γυναικείος μετά πεδίλου, το δέ (άρ. GO) μάρινων άγαλμάτων καί πολλά στηρίγματα καί
χειρ δεξιά κρατούσα ποτέ σκήπτρον ή τι τοιού- πλίνθοι τών άγαλμάτων, ών έ'νιαι (Πίν. XIV
τον. Τά μεταξύ των δακτύλων λεπτότατα στη­ άρ. 5) είναι έντεθειμέναι είς περίεργα λεκανο­
ρίγματα αυτών διατηρούνται άνέπαφα. ειδή βάθρα, περί ών κατωτέρω. Τή βοηθέ ίρ πάν­
Τά λοιπά των άκρων τούτων είναι τά έξης: των τών λειψάνων τούτων ικανός γλύπτης, ήδύ-
Άρ. 61 = Πίν. XIX, 1 . Βραχίων πρόσθετός νατο, συνεργαζό μένος μετ’ άρχαιολόγου τινός,
ποτέ εις τό άγαλμα, εις δ άνηκεν. — 6 2 .= Πίν. νά συμπλήρωσή σπουδαίως πλεΐστα τών άγαλ-
άρ. 2 . Βραχίων και πήχυς. — 63-65. = Πίν. άρ.
3-5. Πήχυς καί βραχίων κεκαμμένος είς γω­
νίαν.— 66 . — Πίν. άρ. 6. Βραχίων μετά της
ωμοπλάτης. — 67. = Πίν. άρ. 7. Βραχίων καί
πήχυς κεκαμμένοι είς γωνίαν. — 68 . = Πίν. άρ.
8 . Βραχίων, πήχυς καί χειρ μετά λειψάνων των
δακτύλων. — 69. = Πίν. άρ. 9. Χειρ μετά τμή­
ματος τού πήχεως κρατούσα πτυχήν. — 70. =
Πίν. άρ. 10 . Χειρ δεξιά. — 7 1 .= Πίν. άρ. 1 1 .
Μέρος χειρός. — 72. = Πίν. άρ. 12. Άγκών
μετά πήχεως. — 73. = Πίν. άρ. 13. Χειρ μετά
τού καρπού, άλλ’ άνευ των δακτύλων. — 74. =
Πίν. άρ. 14. Χειρ αριστερά κρατούσα πτυχήν
ένδύματος. — 75. = Πίν. άρ. 15. Βραχίων καί
πήχυς.— 76. = Πίν. άρ. 16. Πήχυς μετά τής
χειρός, άνευ δμως των δακτύλων. — 77. = Πίν.
άρ.17. Κνήμη.— 7 8.= Πίν. άρ. 18. Μηρός μετά
τού γόνατος. — 79, = Πίν. άρ. 19.Όμοίως. —
80. = Πίν. άρ. 20 . Κνήμη. — 81. = Πίν. άρ·
2 1 . Κνήμη μετά τού ποδός. — 82. = Πίν. άρ.
22 . Κνήμη μετά μέρους τού ποδός. — 8 3 .=
Πίν. άρ. 23. Μέρος κνήμης μετά στηρίγμα­
τος.— 84. = Πίν. άρ. 24. Μέρος κνήμης καί Ε Ικ ώ ν 66.

ποδός. — 85. = Πίν. άρ. 25. Κνήμη μετά μέ­


ρους τού ποδός.— 86 . = Πίν. άρ. 26. Κνήμη.— μάτων. Οΰτω δέ άντί τής νΰν οίκτράς κατα-
87. = Πίν. άρ. 27. Τεμάχιον πρόσθετον ποδός στάσεως θά άπετελεΐτο περιεργοτάτη, μονα­
μετά σανδάλου. — 88 . = Πίν. άρ. 28. Πούς δική τήν δψιν καί έπιστημονικώς σπουδαιοτάτη
δεξιός μετά μέρους τής πλίνθου ορατός άνω­ αίθουσα Μουσείου.
θεν. — 89. = Πίν. άρ. 29. Πούς άριστερός, 9 2 -9 5 . Τέσσαρες ήρέμα βαδίζοντες ίπποι
άπό τών άστραγάλων, γυμνός. — 90. = Πίν. τού αυτού πάντες ήτοι ιρυσικοΰ μεγέθους (Πί-
άρ. 30. Δάκτυλοι άριστερού ποδός μετά μέ­ ναξ XX, 1-4) ή σφζόμενοι ώς εξής: 1 °?(92) Πίν.
ρους τής πλίνθου. — 91. = Πίν. άρ. 31. Δεξιός XX, 2. Κορμός μετά τής προσθέτου κεφαλής,
πούς, παιδός ίσως, κεκαμμένος, επί πλίνθου (ίδέ άμφότερα λίαν διαβεβρωμένα υπό τής θαλάσ-
σελ. 3, άρ. 6).
Πλήν τών άκρων τούτων υπάρχει σπου­ 1 Πβλ. Άρχ. Έφημ. Πίν. π«ρ. Β άρ. 3 σελ. Ι59> 21 και· Β
άρ. 4 °ελ. 159, 24 Πίν. παρ. Δ άρ. 3 σελ. 159, 23 *«> Δ άρ. 4
δαίος άριθμός τεμαχίων ενδυμάτων τών μαρ­ σελ. Ι59· 22·
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

σης. Των τεσσάρων ποδών καί τοΰ υπό την κοι­ Βενετίας1. ’Άξιον σημειώσεως θεωρώ ότι τά
λίαν στηρίγματος (κιονίσκου) σφζονται μόνον αί έπί τών τελαμώνων αυτών κοσμήματα καί δή
άρχα ί.—2ος(93) Πίν.ΧΧ,Ι.Όμοιοςκορμός,αλλά ό έπί τοΰ κεραυνοϋ άετός καί τό κράνος άπαν-
καλώς διατηρούμενος ως προς την ράχιν καί τώσιν υπό τό αυτό σχήμα μεταξύ τών κυρίων
τό περί τον τράχηλον μέρος, τό υπό πλατέος νομισματικών τύπων τοΰ Ά ργους1234, προς δέ
τελαμώνος περιθεόμενον, έφ’ ου είκονίζεται, εν οτι τό γράμμα <ό>— τό τεθέν είτε προς διά-
άναγλύφφ, άνω μέν τοΰ στήθους αετός μετ’ κρισιν τής κεφαλής, ήτις έδει νά έφαρμοσθή
αναπεπταμένων πτερύγων επί κεραυνοϋ, εκα­ έπί τοΰ κορμοΰ τούτου, είτε προς δήλωσιν
τέρωθεν δ’ αύτοϋ κατά σειράν, κράνος κοριν- τοΰ έκπέμποντος τά αντίγραφα ταΰτα έργα-
θιουργές μετά ίπποΰριδος, άσπίς φοειδής (γα­ στηρίου ή πόλεως — άπαντα υπό τό σχήμα
λατική;) καί πέλεκυς άμαζονικός(;). Ή επί τοΰ τοΰτο, ήτοι μετά τής έπί τής κορυφής αύτοΰ
πίνακος τφ κορμφ τοΰτω επιτεθειμένη κεφαλή καθέτου κεραίας, μόνον έν Άρχει, ένθα προσέ-
δυνατόν νά άνήκη καί εις ένα των λοιπών δυο λαβε τό μοναδικόν τοΰτο σχήμα, ώς συμβολι­
ίππων. Ή διατήρησις αυτής κατά τό δεξιόν μά­ κόν τοΰ ονόματος τής πόλεως μονο­
λιστα μέρος είναι καλή (Είκών 66 ). Έπί δέ τοΰ γράφημα, ένεκα τής συνήθειας ήν
κορμοΰ τοΰ ίππου, εις τό αφανές μέρος ένθα είχον ανέκαθεν οί ’Αργείοι νάκόπτω-
έπετίθετο ή πρόσθετος κεφαλή, καί δη ΰπεράνω σιν ύπεράνω τοΰ γράμματος Α, τύπου
τής οπής τής προσαρμογής, άναγινώσκεται έπί τής οπίσθιας όψεως τών νομισμάτων
μόνου τοΰ ίππου τούτου τό μέγα γράμμα ή αύτών, ένθεν δέ καί ένθεν τής κορυφής αύτοΰ,
μονογράφημα Λ.—3ος(94) Πίν. XX, 3. Όμοιας δύο μικρά έγκοιλα τετράγωνα, ών τό μεταξύ
διατηρήσεως κορμός, ού όμως ό περί τον τρά­ άνάγλυφον χώρισμα έθεωρήθη σύν τφ χρόνφ
χηλον τελαμών είναι φολιδωτός καί κοσμείται ώς μέρος τοΰ Α, άρκτικοΰ τοΰ ονόματος τής
μόνον κατά τό μέσον αύτοΰ υπό κεφαλής Με- πόλεως (Είκών 67):!.
δούσης.— 40ξ (95).Ό κορμός τοΰ τετάρτου ίππου 'Ως ήδη παρετηρήθη ήοί όμοιοι τοϊς Άντικυ-
κατεποντίσθη, ώς είπομεν έν σελ.7, έκφυγών τών θηραϊκοΐς ίπποι τοΰ Αγίου Μάρκου έκόσμουν
δεσμών κατά την άνέλκυσιν. Ά ντ’ αύτοΰ όμως ποτέ ρωμαϊκήν τινα θριαμβευτικήν πύλην. Λοι­
έχομεν την πλίνθον μετά τών άκρων τών δύο πόν νόμισμά τι τών Άργείων τών ρωμαϊκών
οπισθίων ποδών καί ολοκλήρου τής στήλης, έφ’ αύτοκρατορικών χρόνων άποκείμενον έν τφ
ής έστηρίζετο τό σώμα τοΰ ίππου (Πίν. XX, 4). Νομισματικφ Μουσείφ ’Αθηνών, είκονίζει τοι-
Ή στήλη αυτή έλικοειδώς ηύλακωμένη περιε- αύτην πύλην τοΰ ’Άργους κεκοσμημένην ακρι­
βάλλετο υπό φύλλων τής κλασσικής άκάνθης βώς υπό δύο ζευγών ίππων.
καί ελίκων φυτικών, διατηρείται δέ έν άρίστη ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
καταστάσει, ώς καί ουρά καί διάφοροι πόδες
τινών τών τεσσάρων τούτων ίππων, έπί τοΰ Πλήν τών ανωτέρω άνειλκύσθησαν καί διά­
αύτοΰ πίνακος όμοΰ άπεικονισθέντες. Εις τίνα φορα άλλα αντικείμενα, ήτοι σκεύη, κοσμή­
τών τεσσάρων ίππων άνήκεν ή πλίνθος αύτη ματα, αγγεία κτλ., άνήκοντα εις τό πλήρωμα
είναι άγνωστον. τοΰ πλοίου, τά εξής·
96. Ε ν ω ί ί ο ν χρυσοΰν (Είκών 68 ) άποτε-
Οί ίπποι ούτοι είναι προφανώς ρωμαϊκής έπο-
λούμενον εκ κομψοΰ Έρωτιδέως, λύραν άνα-
χής καλά αντίγραφα έργων χαλκών τής καλής
εποχής, ίσως τοΰ Λυσίππου, παρέχουσι δ’ ακρι­ 1 Zanetti, Sratue di S. Marco I. Taf. 43 - 46 .
βώς την αυτήν στάσιν, ήν καί οί άγνωστου 2 BMC. Peloponnesus pi. X X V II, 7 , 8 , 20 . — Mlonnet II, 234 ,
39 , 43 κτλ.
πρρελεύσεως τέσσαρες περίφημοι αρχαίοι ελλη­ 3 "Ιδ ε BM C. Peloponnesus pi. X X V I I 1-6 καί 38 .
νικοί χαλκοί ίπποι τοΰ 'Αγίου Μάρκου τής 4 Friederichs-Wolters, Gipsabgfisse n° 1698 .

— 78 —

J IM IU M W W W
Ό σ α υ ρ ά ς τω ν Ά ν η κ ν & ή ρ ω ν

κρούοντος καί υπό τον ήχον αυτής όρχου μενού 104-105.. Κεραμίδες στέγης (Άρχ.Έφ.
ή ύποπτέρως βαδίζοντος, ήρτημένου δέ έκ θυ­ έ. ά. Πίν. παρ. Θ') αρχαίων οικοδομημάτων,
ρεού περιέχοντος τρεις καλιάς έν πολλαί τον αριθμόν, ών δύο είναι έντελώς άκέ-
αίς ήσαν ποτέ πολύτιμοι λίθοι, ραιοι. Χούτων ή μέν (άρ. 104) είναι συνήθης
άπολεσθέντες νΰν, καί περιβαλ­ χαλνπτήρ μήκους 0,50, ή δέ (άρ. 105) στρωτηρ
λόμενοι υπό σειράς μαργαριτών. πλ. 0,57 καί μήκ. 0,66, έχων παρά μέν τά τέσ-
Δυστυχώς οί μαργαρΐται,οΰς ειδο- σαρα αύτοΰ άκρα άνά μίαν όπήν, έπι δέ τής
μεν έν λαμπρή διατηρήσει, κατε- έσωτερικής έπιφανείας στρογγυλήν ένεπίγρα-
στράφησαν σχεδόν εντελώς ένεκα φον σφραγίδα τοΰ κατασκευαστοΰ τής κεράμου
απρόσεκτου αυτών ένθέσεως εις ή τοΰ άρχιτέκτονος τοΰ οικοδομήματος, δ ούτος
οξέα υπό τοΰ καθαριστοΰ τών
Άντικυθη ρα'ΐκών.
Ή εργασία καί ό συρμός τοΰ
ενωτίου τούτου άνήκουσιν εις
Είκώ ν 68.
τούς πρώτους ρωμαϊκούς αύτο-
κρατορικούς χρόνους.
97. Σ φ ρ α γ ι ς μολυβδίνη (Είκών 69) τεχνο­
τροπίας τοΰ τρίτου μ. X. αίώνος καί έκ τών
τής τάξεως δέ τών κοινώς λεγο-
ί^ένων piombi mercantili. Ώς
. / ‘Λ επίσημον φέρει δελφινα νηχό-
μενον προς δεξιά, έχοντα δέ άνω
καί κάτω αύτοΰ επιγραφήν, ής
Είκώ ν 69. σφζεται μόνον τό κάτω μέρος,
ΓAC, προφανώς τό τέλος τοΰ
όνόματος τοΰ σφραγίσαντος έμπορου (π. χ.
Κραύγας, Μάγας, "Αργας ή Άργάς).
98. Τ ριπτηρ έξ έρυθροΰ λίθου σχήματος έσκεπεν. Δυστυχώς ή κατά τό π?»εΐστον καλώς
καί μεγέθους δακτύλου ανθρώπου, άριστα δέ σωζομένη επιγραφή τής σφραγϊδος, ής παρα­
διατηρούμενος (ϊδε σε?». 13). θέτω ενταύθα ισομεγέθη φωτογραφικήν εικόνα
9 9 -1 0 2 . Κ ώ ν ο ι ΜΟΛΥΒΔΟΥτέσσαρες (Άρχ. 70, είναι δυσνόητος καί δέν δύναται νά βοη-
Έφημ. έ. ά. Είκών 17 σελ. 170), ών οί τρεις θήση ή μάς πρός ανεύρεσιν τής προελεύσεως τής
μέν ύψους 0,17-0,21, ολκής οκάδων 4 1 -4 3 κεραμίδος. Όμοιων κα?»υπτήρων καί στρωτή­
έκαστος, ό δέ τέταρτος, μικρότερος καί κολοβός, ρων ύπάρχωσιν έν τοΐς Άντικυθηραΐκοΐς πολλά
ό?αής 7 '/ 2 οκάδων. Πάντες φέρουσι κάθετον τεμάχια, πλ,εϊστα δέ άλλα έρρίφθησαν καί πάλιν
όπήν διαμπερή. Tic ή χρήσις αυτών δέν γνωρί- υπό τών δυτών εις την θάλασσαν ώς άχρηστα.
ζομεν, πιθανόν όμως νά έχρησίμευον ώς σταθ- 106. Μηνοειδές σκεύος μαρμάρινον (Είκ.
μία, εϊτε και προς αυτομάτους συστολας τών 71) διαμέτρου 0,50. Έ φ’ δσον γνωρίζω, τό
ιστίων τοΰ π?νθίου. σκεύος τούτο είναι πρωτοφανές καί αγνώστου
103. Σ ω λ η ν μολυβδινος (Είκών 17 τής χρήσεως. ’Ίσως νά έχρησίμευεν επί τοΰ κατα-
Άρχ. Έφημ. έ. ά. σελ. 170) μήκους 0,62. "Ισως στρώματος τοΰ σαλευομένου πλ,οίου πρός
έχρησίμευεν έν τώ πλοίο) πρός διοχέτευσήν ή ασφαλή έναπόθεσιν καί στερέωσιν τίνος τών έν
άντλ,ησιν ύδάτων. διαρκεΐ καθημερινή χρήσει υδροφόρων άγγείων
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τω ν Ά ν τ ικ υ ϋ ·ή ρ ω ν

ή οίνοχοών, καθ’ α δεικνύει ή ενταύθα παρεν­ χαντήριον άπολέσαν την άγκυραν αυτού ή
τιθέμενη είκών 72. Χάρις εις τό ανοικτόν σχήμα ναυαγήσαν εν τή αυτή θέσει, έν ή καί τό άρ-
τού ύποθή ματος τούτου το άγγεΐον έναποτίθε- χαΐον πλοΐον.
108. Δύο μεγάλαι σφαΐραι μαρμάριναι
περιφέρειας ή μεν 1,60 ή δέ 0,80.
109. κέξ. Α γ γ ε ί α . Λίαν πολυάριθμα είναι τά
αγγεία, πάντα κοινά καί καθημερινής χρήσεως,
άτινα άνειλκύσθησαν έκ τού βυθού. Επειδή δέ
ταύτα έπαρκώς άπεικονίσθησαν καί περιεγρά-
φησαν έν τή Άρχαιολ,ίΕφημερίδι (έ.ά. σελ. 160
κέξ. Πίν. Η' καί Θ') υπό τού έκ τών συντα­
κτών τού άρθρου έκείνου Κ. Κουρουνιώτου,
άρκούμαι παραθέτων ένταΰθα έν υποσημειώσει11*8

1 1. Πήλινα αγγεία. ’Αποτελούνται ταύτα έκ μεγάλων αμφο­


ρέων έχόντων όξεΐαν βάσιν, οίνοχοών διαφόρων μεγεθών καί
σχημάτων, τρυβλίων καί αγγείων διαφόρων άλλων σχημάτων.
Ή τεχνική άπεργασία τούτων ώς καί τά σχήματα είναι τά χαρα­
κτηριστικά τών αγγείων τής Ελληνιστικής πρό πάντων περιό­
Ε Ικ ώ ν ?ϊ . δου, άτινα διετηρήθησαν μέχρι τού α' μ. X. αίώνος.
’Επί τών παρένθετων πινάκων Η, Θ, είκονίζονται τά διά­
φορα σχήματα τών εύρεθέντων πήλινων καί ύαλίνων αγγείων.
ται καί άφαιρεΐται άνευ φόβου προσκροΰσεως, Πίναξ Παρ. Η άρ. 1- 4 είκονίζονται αί τέσσαρες διάφοροι
κρατείται δε στερεώς καί άσαλεύτως εν αύτφ. μορφαί, ας εχουσιν οί μεγάλοι αμφορείς. Τά μεγέθη τούτων
είναι τών μέν μικρών τής υπ’ άριθ. 1 μορφής 0.55, τών δέ
107. Α γκυρα σιδηρά (Άρχ. Έφημ. ε. ά. μεγάλων 0.80 περίπου. Ό πηλός αυτών είναι ερυθρός λίαν
Είκών 18 σελ. 171) ύψους 1,55. Βεβαίως ή καλώς κατειργασμένος, είναι δέ τά τοιχώματα αύτών πρό πάν­
μικρά αύτη άγκυρα δεν ανήκει είς τό ναυαγή- των τής μορφής άριθ. 4 λίαν χονδρά περίπου 0.025. Τοιοΰτοι
αμφορείς εύρέθησαν έν σωρφ περί τούς εΐκοσιν, έχρησίμευον
δέ πιθανώτατα έν τφ πλοίω, δπως περιλαμβάνωσι διάφορα
έφόδια· έν ένί δέ τούτων εύρίσκοντο είσέτι πυρήνες έλαιών.
Έ πί τού άνω μέρους τής κοιλίας ενός άμφορέως τής μορ­
φής 3 είναι κεχαραγμένη δι’ οξέος εργαλείου ή [παραπλεύρως
πανομοιότυπος είς τά */, περίπου τού πραγματικού μεγέθους
τών γραμμάτων διδόμενη] επιγραφή Η ΙΑ
X Κ.

Έ πί ετέρου άμφορέως τής μορφής 1 εύρίσκεται ή [ομοίως


έν πανομοιοτύπφ διδόμενη] λατινική επιγραφή Ι_ΙVi .
Έ π ί τού αυτού πίνακος άριθ. δ - 9 είκονίζονται διάφορα
άγγεΐα, άτινα έχρησίμευον βεβαίως ώς δοχεία οίνου.
Τό σχήμα τών άριθ. 5-8 είναι έκτών χαρακτηριστικωτέρων
τής ’Αλεξανδρινής περιόδου. Πρός τόν άριθ. 5 εύρέθησαν έν
Fayoum μετ’ άντικειμένων τών χρόνων τών Πτολεμαίον.
Άλλ’ έ'τι χαρακτηριστικότερα είναι τά όμοια πρός τόν άριθ.
8 άγγεΐα. Έχουσι ταύτα συνήθως κιτρίνην άλοιφήν καί έπί
ταύτης διά καστανού γανώματος διάφορα κοσμήματα, πολλά
δέ τοιαΰτα άγγεΐα κέκτηται τό Εθνικόν Μουσεΐον ’Αθηνών.
Τό έπί τού πίνακος ήμών είκονιζόμενον άγγεΐον σφζει μόνον
έλάχιστα άλλά σαφή λείψανα τής άλοιφής.
ΕΙκών 72·
Τά άγγεΐα ταύτα άπαντώσι συνήθως άπό τού γ' μέχρι τού
α' π. X. αίώνος έν άρχαίοις τάφοις.
σαν μέγα άρχαϊον πλοΐον, ούδ’ είναι καν άρ- Πολλά λείψανα κίτρινης άλοιφής έχει καί ό άριθ. 5.
Τό μέγεθος τών ανωτέρω άγγείων είναι άπό 0.27-0.30, εύ­
χαία. 'Ως τό σχήμα καί ή κατασκευή αυτής ρέθησαν δέ περί τά τριάκοντα πέντε τοιαΰτα. Ό άριθ. 7 εχει
δεικνΰουσιν, ανήκει είς νεωτάτων χρόνων τρε- διπλάσιον περίπου μέγεθος.

— 80 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν ’Α ν τ ι κ υ θ ή ρ ω ν

ολόκληρον τήν περιγραφήν αύτοϋ, παρ’ δλην θωθή κα'ι στηριχθή ή ΰπ’ έμοΰ ευθύς έξ άρχής
την προφανή προσπάθειαν τοΰ συγγραφέας νά πολεμηθεΐσα γνώμη, ότι τό ναυάγιον έγένετο
παραστήση εκ παντός τρόπου όσον τό δυνατόν τον πρώτον π. X. αιώνα, ζήτημα περ'ι ού ρηθή-
άρχαιότερα τά αγγεία ταΰτα, ΐνα οΰτω κατορ- σονταί τινα έν τοϊς έξης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά τά ανωτέρω λεπτομερώς έκτεθέντα, Μήλου ή και έξ ’Αθηνών, άποκλείοντες όμως
θεοιρώ περιττόν νά προσθέσω τι προς έπίρρω- τό Άργος, άπετάθημεν πρός τόν έν τή περι-
σιν τής γνώμης ότι αί αρχαιότητες αδται προέρ­ στάσει ταΰτη άρμοδιώτατον νά άποφανθή περ'ι
χονται έξ "Αργους. Επειδή όμως τών αρχαιο­ τοΰ ζητήματος τής ναυτικώς πιθανωτέρας προε­
λόγων τινές έζήτησαν παραδόξως εκ μόνου λεύσεως τοΰ πλοίου, ήτοι αυτόν τόν πεπειρα-
τοΰ τόπου τοΰ ναυαγίου όρμώμενοι νά έξαγά- μένον κυβερνήτην τής «Μυκάλης» άντιπλοίαρ-
γωσιν υποθέσεις καί συμπεράσματα περί τοΰ χον τοΰ Β. Ναυτικού κ. Θ. Θεοχάρην, τόν κάλ-
τόπου τής προελεύσεως τοΰ ναυαγήσαντος λιστα γνωρίζοντα τήν Μεσόγειον καί τήν περί
πλοίου, λέγοντες ποτέ μέν ότι τοΰτο θά προήρ- τά ’Αντικύθηρα θάλασσαν, πολλάκις δ’ έπισκε-
χετο έκ 'Ρόδου ή Μικρδς ’Ασίας, ποτέ δέ εκ φθέντα τόν τόπον τοΰ ναυαγίου (ΐδε σελ. 7).*13

Ό άριθ. 10 παριστφ τεμάχιον σκύφου τ<Γ>ν λεγομένων Μεγα- ματος υπόλευκου κλίνοντος ολίγον πρός τό ροδόχρουν, κάλλι-
ρειχώ ν τό γάναηια αύτοΰ είναι κατά τόήμισυ μέλαν καί κατά στα κατειργασμένα. Τινά τούτων είναι λεπτότατα. Ή έπιφά-
τά έτερον ήμισυ ερυθρόν, έχει δ’ώς κόσμημα ζιόνην ροδάκων νεια αυτών είναι βεβαμμένη διά βαθέως έρυθροΰ χρώματος,
•καί άνθεμιοειδή σχήματα καλύπτοντα έν εΐδει φολίδων τά κάτω έχοντος ένιαχοΰ καστανόχρους κηλΐδας έκ σφάλματος ίσως
τής κοιλίας. Καί τών αγγείων τοΰ είδους τούτου ή χρονολογία κατά τήν έπίθεσιν καί τήν δπτησιν τής βαφής. Έ π ί τής εσω­
ορίζεται από τοΰ 3°ν π. X. αίώνος μέχρι τοΰ 2ου μ. X. τερικής επιφάνειας έχουσί τινα έξ αυτών περί τό κέντρον λε­
ΓΙίνα| Παρ. Θ άριθ. 11-12. Παρίστανται δυο πρόχοι βψους πτούς, πρό τής όπτήσεως χαραχθέντας κύκλους, καί στιγμάς,
0.28-0.31 έκ πηλού ώχρερύΟρου όμοιου περίπου πράς τόν τών τινα δέ καί άνθεμιοειδή σχήματα. Διάμετρ. άπό 0,16-0.41 καί
ανωτέρω μνημονευθεισών οίνοχοών. ύψος 0.47. Τά τρυβλία ταΰτα εχουσι μεγίστην ομοιότητα πρός
ΙΙίναξ Παρ. Θ άριθ. 13. Άγγεϊον έκ πηλοΰ τεφροΰ μέ μέλαν, τά λεγάμενα Σ ά μ ια ' αγγεία ή τά Άρρητινά άγγεϊα (lorra
κακής ποιότητος, κατά τό πλεϊστον έξαλειφθέν, γάνωμα. ’Ο λί­ sigillata), όμοια δέ τούτοις εύρέθησαν έν Μικρά Άσίφ πρό
γον κατωτέρω τοΰ χείλους υπήρχε περ'ι τον λαιμόν λεπτή περι­ πάντων καί άνήκουσιν εις τούς τελευταίους π. X. αιώνας.
φερική έξοχή, έσωτερικώς δέ φράσσεται ό λαιμός παρά τήν Ό μοιον τόν πηλόν καί τήν τέχνην είναι καί τό μικρόν
κοιλίαν διά διατρήτου καλυμματίου. Έ π ί τής κοιλίας παρά τήν κύπελλον άριθ. 24, παραπλήσιος δέ άλλ’ έκ πηλοΰ έρυθροτέ-
λαβήν υπάρχει καί μικρά προχόη μή διακρινομένη δυστυχώς ρου καί λεπτότερου είναι καί 6 δίωτος σκύφος άριθ. 25. Έ π ί
επί τής φωτογραφίας. τοΰ άνω μέρους τών λαβών τούτου παρά τό χείλος είναι έπι-
Ά ρι& . 14. ’Λλαβαστροειδές άγγεϊον. Είναι έξ ερυθρού πη­ κεκολλημένα δύο κισσοειδή φύλλα.
λοΰ κατεσκευασμένον καί δέν διακρίνεται αν είχε γάνωμα. ’Α ριΰ. 2 6 . Τρυβλίον έκ πηλοΰ κοινού καί χολ’δροΰ, χρώμα­
Έ πί τοΰ χείλους σχεδόν υπήρχε μικρά λαβή άποσπασθεϊσα. τος λίαν άκαθάρτου λευκοΰ. Ή έσωτερική έπιφάνεια είναι
Χυτρίδια όμοια πρός τόν άριθ. 16 ευρέθησαν πολλά, έν δέ έστιλβωμένη, έχρησίμευον δ’ ίσως τά τρυβλία ταΰτα διά τό
μόνον τοΰ σχήματος άριθ. 16. Ό πηλός αυτών είναι κιτρινω­ κατώτερον προσωπικόν τοΰ πλοίου.
πός μέτριας ποιότητος. ‘Ομοίως έκ κοινού πηλοΰ άλλ’ ερυθρού χρώματος είναι καί
Πίναξ Παρ. θ 2 άριθ. 17 λείπει ή λαβή καί ό λαιμός. Έ κ τό μόνωτον κύπελλον άριθ. 27.
τοΰ πηλοΰ όμοιου πρός άρ. 13. Έ χει αόλακώσεις κατά μήκος Ό λύχνος Πίναξ Παρ. Η άριθ. 28 είναι όπως καί οι άριθ.
τής κοιλίας. 13 καί 17 έκ πηλού τεφροΰ, έχει δέ έπί τής άνω έπιφανείας
Άρι&. 18. Λείπει τό στόμιον εόρέθησαν καί τρία έ’τερα μίαν μεγάλην κεντρικήν οπήν καί τρεις άλλος μικροτέρας
όμοια ύλλά μάλλον έλλιπή. Έ κ πηλοΰ ερυθρού ούχί τόσον περί ταύτην.
καλής ποιότητος. Καί τά άγγεϊα ταΰια είναι χαρακτηριστικά 2. Ύ ά ΐινα . Πολυτιμότερα τών πήλινων είναι τά εύρεθέντα
έν τοϊς τάφοις τών τριών τελευταίων π. X. αιώνων, έχρησί- ΰάλινα άγγεϊα, εΐνε δέ ταΰτα ποτήρια διαφόρων σχημάτων καί
μευον δ'ίσως ώς μυροδοχεία. Παραπλήσια είναι καί τά άγγεϊα μεγεθών. Έ π ί τοΰ πίνακος Η άπεικονίζονται τινά τούτων
τοδ σχήματος άριθ. 19. άριθ. 30-34.
Άριϋ·. 2 0 ■2 3 . Τρυβλία διαφόρων μεγεθών έκ πηλοΰ χρώ- Τό χρώμα τοΰ μαστοειδούς σκύφου άριθ. 33, όν κοσμεί άνά-
'Ο θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

Ό κ. Θεοχάρης εύηρεστήθη νά μοι πέμψη λε­ θαυμάσιου πίνακος τοϋ ζωγράφου τούτου τοΰ
πτομερή έγγραφον γνωμοδότησιν διά τοϋ πλη­ τοϋ είκονίζοντος τήν θήλειαν Ιπποκένταυρον,
ρέστατα συμφωνοϋντος αύτφ ανθυποπλοιάρχου λέγει τά εξής: «τής είκόνος ταύτης άντίγραφός
τοΰ Β. Ν. και συνεργάτου ή μών κ. Π. 'Ρεδιάδου, έστι νϋν Άθήνησι προς αυτήν εκείνην άκριβεΐ
γνωμοδότησιν, ής συμπέρασμα είναι οτι «το τή στάθμη μετενηνεγμένη· τό άρχέτυπον δ’αύτό
πλοΐον έξέπλευσεν έξ ’Άργους». Σύλλας 6 'Ρωμαίων στρατηγός έλέγετο μετά
Χάριν δέ των ναυτικών παραθέτω ενταύθα τών άλλων είς ’Ιταλίαν πεπομφέναι, εϊτα περί
μικρόν χάρτην των ’Αντικυθήρων, σχεδια- Μαλέαν, οΐμαι, κατάδυσης τής όλκάδος, άπολέ-
σθέντα έπιτοπίως υπό τοϋ ρηθέντος ανθυπο­
πλοιάρχου κ. 'Ρεδιάδου και δεικνΰοντα ακριβώς 8

τό μέρος τοϋ ναυαγίου (Είκ. 73). IT e p tv ti

Άλλα παρά τό κύριον ζήτημα τής προελεύ- C3


σεως τών Άντικυθηραϊκών πολύς λόγος έγέ- * 0*
νετο καί διάφοροι γνώμαι ύπεστηρίχθησαν Ν
περί τοΰ χρόνου καθ’ ον δυνατόν νά έγένετο
τό ναυάγιον, περί τοϋ έξαποστείλαντος τό φορ-
τίον καί τέλος περί τοϋ τόπου προς δν κατηυ-
θύνετο τό πλοΐον.
Ά ν καί τά ζητήματα ταϋτα έχουσι μάλ­
λον ιστορικήν ή αρχαιολογικήν σπουδαιότητα,
«ναγκαΐον θεωροϋμεν νά σημειώσωμεν ολίγα
τινά περί αυτών.
Ευθύς ώς ήγγέλθη καί έβεβαιώθη ή ευτυχής
άνακάλυψις τών Συμαίων δυτών, φιλάρχαιος τις
Αθηναίος, ό κ. Χρυσάφης, ένεθυμήθη καί έδη- . 1 N am - Μΐλιο ν =1852#

μοσίευσεν εν τινι έφημερίδι τών Αθηνών οτι Ε Ικ ώ ν 73·

ό Λουκιανός έντφ Ζεΰξιδι(κεφ.3) όμιλώνπερί


σθαι άπαντα καί τήν γραφήν, πλήν αλλά τήν γε
γλυπτός στέφανος έκ μεγάλων φύλλων, είναι ανοικτόν κυανοΰν. εικόνα τής είκόνος είδον, κτλ.»
Ό ρυθμός τοΰ κοσμή ματος καί ή καλή κατασκευή τοΰ άγγείου
τούτου δέν επιτρέπει νά καταβιβάσωμεν αυτό πέραν τών πρώ­ Επειδή λοιπόν τά Αντικύθηρα εύρίσκονται
των Ρωμαϊκών χρόνων. οπωσδήποτε «περί Μαλέαν» καί παρά τήν οδόν
Τό μέγα ποτήριον, ούτινος μόνον εν τεμάχιον ε’ικονίζεται
επί τοΰ πίνακος Η άριθ. 32, χαρακτηρίζεται διά τοΰ σχήματος
έξ Αθηνών είς ’Ιταλίαν, ό Χρυσάφης καί ό
τής λαβής αύτοΰ ώς έργον άναμφισβητήτως Ελληνικών χρό­ σπεύσας νά υίοθετήση τήν γνώμην αύτοΰ Καβ-
νων. Τό χρώμα τούτου είναι βαθύ πράσινον, εύρίσκομεν δέ τό βαδίας ένόμισαν οτι άνεκάλυψαν τήν τε προέ-
σχήμα αύτοΰ προ πάντων εις αργυρά κύπελλα τών Ε λλη­
νικών χρόνων. λευσιν τών αρχαιοτήτων τών Αντικυθήρων καί
Ά ρ ιϋ ·. 3 4 . Είκονίζει τεμάχιον φιάλης, ήτις είχε περί τήν τον χρόνον τοϋ ναυαγίου αυτών. Έκτοτε δέ ή
βάσιν άνάγλυπτα φύλλα έν εΐδει ακτινών καί υπό τό χείλος
κατά διαστήματα μικράς έπιμήκεις έξοχάς.
γνώμη αυτή έπεκράτησε πανταχοϋ διαδοθεΐσα
Οί μικροί πολύχρωμοι κύαθοι άριθ. 30-31 δέν είναι τοσοΰ- διά τών ανακοινώσεων τοϋ Καββαδία. Κυρίως
τον καλής κατασκευής, όπως τά λοιπά άγγεΐα. δέ προς ύποστήριξιν τής γνώμης ταύτης κατε-
Πλήν τών πήλινων καί ύαλίνων σκευών εύρέθησαν καί όλίγα
«φθαρμένα αργυρά ποτήρια κωνικού σχήματος καί μία αργυρά βλήθη καί ή έν τή Άρχ. Έφημερίδι τελευ­
οίνοχοΐσκη. Ώ ς καί τό έν Πίνακι Θ μεμονωμένως είκονισμέ- ταία προσπάθεια τής δσον τό δυνατόν άρχαιο-
νον αλαβάστρινου άμφορίδιον ΰψ. 0.13.
Χαλκών άγγείων μόνον μικρά τεμάχια καί όλίγαι λαβαί
τέρας χρονολογήσεως τών αντικειμένων τού
εύρέθησαν. ναυαγίου.

82 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν 'Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

Κατά τής γνώμης ταύτης ώς άβασίμου άντε- εύρισκεν ότι δέν ύπάρχει σχεδόν έν τοϊς Άντι-
τάχθην άλλοτε ', καί νΰν δ’ άποκρούω αύτί|ν κυθηραϊκοΐς τύπος άγγείου, δστις νά μή ήτο
ένεκα κυρίως των εξής λόγων. έν κοινή χρήσει κατά τούς τέσσαρας πρώτους
Έν πρώτοις εν τφ χωρίφ τοΰ Λουκιανού δέν αίώνας μ. X. Έπί τοΰ ζητήματος τούτου θά έπα-
άναφέρεται δτι μετά τής είκόνος ευρίσκοντο επί νέλθω έν ίδίφ παραρτήματι περί τών άγγείων
τοΰ πλοίου καί άγάλματα, τό δε «μετά τών τούτων καί ιδίως περί τών λίαν χαρακτηριστικών
άλλων» δι'ιναται νά έφαρμοσΟή εις άλλας εικό­ ύαλίνων. ’Αλλά καί ή λεπτομερεστάτη μελέτη
νας ζωγράφων ή καί οίαδήποτε άλλα λάφυρα τών γραμμάτων τής έπιγραφής τοΰ άστρολά-
εξ εκείνων άτινα προσεπόρισεν αύτφ ή έν έτει βου, κυρίως δ’ ή σύγκρισις αύτών προς τά
S3 π. X. άλωσις καί λεηλασία τών 'Αθηνών. ισομεγέθη έπί όμοιας ύλης καί δι’ όμοιου τρό­
Άλλ’ είναι τόσον φυσικόν τό νά άφήρεσε καί που χαραχθέντα γράμματα τών χαλκών ελλη­
άγάλματα, ώστε στενή τις ερμηνεία τοΰ ανω­ νικών νομισμάτων έδίδαξέ με ότι ό άστρόλα-
τέρω κειμένου τοΰ Λουκιανού, άποκλείουσα βος άνήκει κατά πάσαν πιθανότητα είς τούς
τά άγάλματα, θά ήτο βεβαίως τολμηρά αν μή χρόνους τοΰ Γορδιανοΰ Γ’ καί Μαξιμίνου λ
αδικαιολόγητος. Δέον όμως νά σημειωθή πρώ­ Επίσης είς τον Γ' αιώνα μ. X. άνήκει, κατά
τον μέν ότι ό άφαιρέσας τό αρχέτυπον τής είκό­ τήν γνώμην μου, καί ή νομισματόμορφος μολυ-
νος Σύλλας καί άντ’ αύτοΰ άντίγραφον άφή- βδίνη σφραγίς άρ. 97, ώς καί τινα άλλα τών
σας τοϊς Άΰηναίοις, δέν θά άφήρει βεβαίως άνελκυσθέντων, θεωρώ δ’ όμως περιττόν νά
τον έσμόν τών αντιγράφων αγαλμάτων, άτινα έπιμείνω έπί τοΰ χρονολογικού ζητήματος τού­
περιείχε τό έν Άντικυθήροις ναυαγήσαν πλοΐον, του ένεκα τής σχετικώς σμικράς αύτοΰ άρχαιο-
ΐνα άφήστ] τά πρωτότυπα εις τούς παρ’ αύτοΰ λογικής σημασίας.
ληστευΰέντας 'Έλληνας. ’Άλλως δέ καί τό δλον τοΰ ευρήματος δέν
Δεύτερον δέ πολλά τών άνελκυσθέντων άντι- αρμόζει είς φορτίον τής έποχής τών πρώτων
κειμένων άνήκουσι προφανώς είς χρόνους κατά 'Ρωμαίων κατακτητών, άλλά μάλλον είς οΰς
αιώνας όλους μεταγενεστέρους τής έποχής τοΰ χρόνους ημείς θέτομεν αύτό.
Σΰλλα. Είναι αληθές ότι ό συντάξας την έν τη ’Αληθώς έν αύτφ παρά τά χαλκά πρωτότυπα
Άρχ.Έφημερίδι περιγραφήν τών αγγείων νεα­ έργα τών καλών τής τέχνης χρόνων, οία ό Περ-
ρός αρχαιολόγος κ. Κ. Κουρουνιώτης προσπα­ σεύς, ό Δεινίας καί οί λοιποί χαλκοί σύντροφοι
θεί νά άποδείξη τό έναντίον, τουλάχιστον ώς αύτών, βλέπομεν μέγα πλήθος τυχαίων μαρμά­
προς τά άγγεΐα καί λοιπά μικροτεχνήματα, άλλ’ ρινων άγαλμάτων άντιγραφόντων πρωτότυπα
αυτός οΰτος αναγκάζεται ενιαχού νά όμολογήση χαλκά, ήτοι άντίγραφα άτινα βεβαίως ούδείς
(ίδε σελ. 81) ότι μεταξύ τούτων ύπάρχουσί τινα, τών πρώτων 'Ρωμαίων άρπάγων τών γλιχομέ-
ών ή χρονολογία ορίζεται «μέχρι τοΰ 2 ου μ.Χ. νων έκλεκτών ελληνικών άγαλμάτων, οίοι οί
αΐώνος». ’Αν δέ αντί νά ζητή προς στήριξιν Σύλλας, Ούέρρης, Δολαβέλλας, Σεκοΰνδος Κα-
τής γνώμης αύτοΰ παραδείγματα έξ Αίγύπτου ρίνας, Νέρων κλπ., θά ήρπαζον, άφ’ ού είχον*
ήρεύνα έν αύτφ τφ Έθνικφ Μουσείο) τών
’Αθηνών, θά εύρισκεν έν αύτφ κατατεθειμένα
* Τοιαΰτα π. χ. είναι τά μνημονευόμενα έν τοϊς Ιΐρακτ.
άγγεΐα απαράλλακτα προς τά Άντικυθηραϊκά, της Άρχαιολ. Έταιρ. έτ. 1897 σελ. 80. έκ τής άνασκαφής
προερχόμενα έκ τάφων τοΰ Γ' καί Δ' αΐώνος πέριξ τοΰ ναοΰ τής ’Άγρας.
a Χαρακτηριστική είναι ή σύγκρισις τών γραμμάτων τής
μ. X. Γενικώτερον δ’ ερευνών τό ζήτημα θά
έπιγραφής τοΰ αστρολάβου πρός τάς έπιγραφάς ’Αθηναϊκών
νομισμάτων τής έποχής ταύτης, εΰρεθέντων έσχάτως έν Έλευ-
* Ί δ ε τά άρθρα μου «Πότε καί υπό τίνος άφηρέθησαν τά σΐνι είς μέγα πλήθος. Ί δ ε ταΰτα δημοσιευΟησόμενα προσε­
αγάλματα τών ’Αντικυθήρων» i v “Aatct 3 καί 4 Μαρτίου 1901 χώς έν τφ πρώτφ τεύχει τής έμής ΔιεΟν. Έφημ. τής Νομισμ.
(άριθ. 3704-3705). Άρχαιολ. τοΰ 1904.
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τ ώ ν Ά ν τ ιχ ν & ή ρ ο ίν

εις την διάθεσιν αυτών τούς μεγάλους «θησαυ­ Όλως τουναντίον τό δλον τοΰ Άντικυθη-
ρούς πρωτοτύπων αριστουργημάτων πασών τών ραϊκοΰ θησαυρού δεικνύει ότι πρόκειται περί
Έλληνίδων πόλεων. Όλως τουναντίον τα εξ τίνος συλλήβδην άπαγοιγής πάντων τών έν πόλει
’Αντικυθήρων αντίγραφα ταΰτα είναι εξ έκεί- τινί άνακειμένων έργων, πρωτοτύπων καί μή,
νων, ατινα οί υπό τών ρωμαίων ληστευόμενοι καλών καί ευτελών, γενομένης δέ βασιλική τινι
"Ελληνες έθετον επί τής θέσεως τών άφαι- διαταγή διά μακράς εργασίας καί δή μετά τον
ρουμένων χαλκών πρωτοτύπων τούτο δε δει- Γ' μ. X. αιώνα. Άλλ’έν τή εποχή ταύτη τοιαύτη
κνύουσι και τά περίεργα λεκανοειδή βάθρα τις συλλήβδην άφαίρεσις τών καλλιτέχνημάτων
αυτών (Πίνας XIV, 5), τά ποιηθέντα προφανώς τών διαφόρων πόλεων είναι μόνη ή γενομένη
ΐνα έπι τών μετά την άφαίρεσιν τών χαλκών υπό Κωνσταντίνου τοΰ Μεγάλου, ότε κατά τά
πρωτοτύπων άπομεινάντων αρχαίων βάθρων έτη 328-333 μ.Χ. κτίζων την παμμεγέθη νέαν
έπιτεθώσιν ασφαλώς τά νέα αντίγραφα χωρίς αυτού πρωτεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, διέ­
νά παραμορφωθώσι τά βάθρα ταΰτα ταξε την συλλήβδην «από πασών τών πόλεων
’Απαράδεκτος επίσης και ουδέ κάν συζητή- ’Ανατολής καί Δύσεως καί θεμάτων» μετα­
σεως αξία φαίνεται μοι ή άλλη εκείνη γνώμη φοράν είς την κτιζομένην πρωτεύουσαν «από
τού Καββαδία, ότιτά Άνιικυθηραΐκά θά ήρπά- πάσης επαρχίας καί πόλειυς εΐ τι έργον ήν εύ-
γησαν πανταχόθεν υπό πειρατών καί θά συνε- κοσμίας καί ανδριάντων καί χαλκού καί μαρμά­
λέχθησαν έν Μήλο) ούση κατ’ αυτόν άποθήκη ρου 1I», οΰτω δέ συνήθροισε «πάντα τά χαλ-
τού διαμετακομιστικοΰ τών πειρατών εμπορίου κουργήματα καί τά ξόανα έκ διαφόρων πόλεων
τών άρπαζομένων άγαλμάτων(!), και δτι έκεΐθεν καί τόπων2». Βρίθουσιν οί Βυζαντινοί ιστορι­
θά έπεβιβάσθησαν ΐν’άποσταλώσιν είς 'Ρώμην. κοί καί χρονογράφοι λεπτομερειών3 περί τής
'Η άφαίρεσις και μετακόμισις τών αντικειμέ­ τεράστιας ταύτης μεταφοράς τών αγαλμάτων,
νων τούτων άπήτει μηνών ήσυχον εργασίαν, δι’ ών έπληρώθη ή νέα 'Ρώμη. Όπόσον δέ ή
ένφ οί πειρατα! εφευγον διαρκώς προ τών αρπαγή ήτο γενική, δηλούσιν αί λέξεις τού θείου
στόλων τής 'Ρόδου και 'Ρώμης κτλ. ώς θύελλα Ιερωνύμου «Omnes ilium peneurbes nudasse,
έπιπίπτοντες είς τάς πόλεις και ώς θύελλα επί­ ut suam Novam Romam exornaret».
σης ταχέως απερχόμενοι. "Οτι δέ καί τό έν Άντικυθήροις ναυαγήσαν
Ά λλ’ ουδέ εμπόρου ιδιώτου φόρτος φαίνε­ πλοΐον μετά φορτίου αγαλμάτων ήτο έν τών
ται ών ό Άντικυθηραϊκός θησαυρός. 2 Ούδεις συνεπεία τής διαταγής ταύτης τού Κωνσταντί­
βεβαίως ιδιώτης θά ήδύνατο τότε νά πορισθή νου πλεόντων πρός τήν Κωνσταντινούπολιν, μαρ­
έν τοϊς μ. X. χρόΑΌΐς καί δή άποσπών καί κατα- τυρεί εύτυχώς σαφέστατα περίεργόν τι καί μέχρι
βιβάζων έκ τών βάθρων αύτών τό μέγα πλήθος τούδε μή παρατηρηθέν γεγονός. Μεταξύ τών
τών χαλκών πρωτοτύπων έργων τού Δ' καί Γ' Άντικυθηραϊκών αρχαιοτήτων εύρέθησαν, ώς
π. X. αίώνος, ατινα περιέχει τό εύρημα. εϊδομεν (άρ. 104 — 105), πλεΐστοι καλυπτήρες
1 Περί τοΰ τρόπου τούτου τής έπι αρχαίων γυμνωθέντων
καί στρωτήρες στεγών αρχαίων οικοδομημάτων,
βάθρων έπιθέσεως αντιγράφων έγραψα εΐδικώτερον έν τω τό εύρημα δέ τούτο είς μεγάλην ένέβαλεν άπο-
"Αστει τής 17 Δεκεμβρίου 1902.
8 Τοιοΰτον (( άρτον εύρίακω μνημονευόμενου έντφ έξης λίαν I Θεοφάνους χρονολογία, έκδ. Βόννης.
άξιοσημειώτφ χωρίο) Φιλοστράτου, τά ές τον Τυανέα Απολ­ 8 Κωδινός, περί αγαλμάτων, στηλών καί θεαμάτων Κων­
λώνιου 5 20, 93 : Καταβάς δέ (ό ’Απολλώνιος) ές Πειραιά ναϋς σταντινουπόλεως σελ. 19, έκδ. Βόννης.
μεν τις ώρμει πρός ίστίοις οδσα καί ές ’Ιωνίαν αφή σου σα, ό II Εύσεβ. Βίος Κωνσταντ. 3, 54. ■
— Σωζόμεν. 2, 5. — Ζώσιμ.
δ’ έμπορος ου ξυνεχώρει έμβαίνειν, Ιδιόστολον γάρ αυτήν άγειν. 5, 24, 9. — Μαλαλάς 13,319. — Κωδινός σελ. 19, 20, 46, 52,
Έρομένου δέ τοΰ ’Απολλώνιου «τίς ό φόρτος;» «θεών» έφη 54,58, 64. — ’Ανώνυμος παρά Banduri, Imperium Orion tale,
«αγάλματα άπάγω ές ’Ιωνίαν, τά μεν χρυσοΰ καί λίθου, τά δέ έκδ. Παρισίων 1711. Τομ. 1. 4. A. Β. βιβλ. 3,41, Α καί 66.
έλέφαντοςκαί χρυσοΰ.» «Ίδρυσόμενος ή τί;» «άποδωσόμενος» ”Ιδε καί τά έν τή αυτή συλλογή σελ. 135-174 επιγράμματα.—
έφη «τοϊς βουλομένοις ίδρυεσθαι» κτλ. Πρβλ. καί Σ. Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολις 1, 53.

84 —
Ό θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ’Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

ρίαν πάντας τούς αρχαιολόγους άγνοούντας, εκείνη τοΰ Κωνσταντίνου, γνωρίζομεν δ’ όμως
τί νά υποθέσωσι περ'ι τοΰ κατ’ αυτούς 'Ρω­ τά ονόματα μεγάλου πλήθους πόλεων, ών τά
μαίου στρατηγού η έμπορου άγαλμάτων, τοΰ καλλιτεχνήματα έφθασαν είς Κωνσταντινούπο-
συν τοΐς πολύτιμο ις άγάλμασιν άπαγαγόντος τάς λιν. Οί χρονογράφοι (σελ. 84 σημ. 3), ή συλλογή
ευτελείς ταύτας κεραμίδας! Και όμως ή άφαί- τών επιγραμμάτων καί αί λοιπαί πηγαί άναφέ-
ρεσις αΰτη τών κεραμίδων στεγών τών ναών ρουσιν άπειρα καλλιτεχνήματα κομισθέντα τότε
είναι εν τών κυριωτάτων χαρακτηριστικών τής είς Κωνσταντινούπολιν έκ Ρώμης, Σικελίας,
αρπαγής Κωνσταντίνου τοΰ Μεγάλου, είς ήν Δωδώνης, Δελφών, Βοιωτίας, ’Αθηνών, Έλευ-
άπεδόθη καί ή πρόθεσις τής καταστροφής τών σΐνος, Κορίνθου, ’Ολυμπίας, Κρήτης, Δήλου,
ιερών τών εθνικών ούτως ό βιογράφος αύτοΰ Ρόδου, Σάμου, Χίου, Κύπρου, Κνίδου, Μύνδου,
Ευσέβιος διηγούμενος τά κατά την πράξιν Σμύρνης, ’Ιλίου, Εφέσου, Περγάμου, Κυζίκου,
ταύτην τοΰ Κωνσταντίνου, έν τφ κεφαλαίφ Νικομήδειας,'Ηλιουπόλεως, Καισαρείας, Τυά-
«Ειδωλίων καί ξοάνων πανταχοΰ κατάλυσις», νων, Τρά/,λεων, Σάρδεων, Σεβαστείας, Σατά-
γράφει χαίρων έπί τή συμφορφ ταΰτη τών λων, Χαλδείας, ’Αντιόχειας, Άτταλείας, Ίκονίου
είδωλολατρών Ελλήνων, ότι «’Ένθεν εικότως κάί πλείστων άλλων πόλεων, ούδεμιας έξαιρου-
έγνμνοντο μεν αντοϊς τών κατά πόλιν νεών τά μένης τών γνωστών ώς έχουσών ποτέ σπουδαία
προπύλαια, θυρών έρημα γινόμενα βασιλέως καλλιτεχνήματα, ούδεμιας πλίιν τον ’Ά ρ γο νς!
προστάγματι, ετέρων δ* ή έπί τοΐς όρόφοις Προς δε ένφ έχομεν έν Κωνσταντινουπόλει
ίτ έ γ η , τών κ α λ νη ΐή ο ω ν άόαιροιτμένων. κομισθέντα άπειρα αγάλματα ηρώων, αθλητών,,
Ά λ λ ω ν τά σεμνά τών ειδωλίων χαλκουργήματα σοφών καί ποιητών, ών καί έκ τών ονομάτων
κτλ. >:. Φυσικά δε οί βασιλέως προστάγματι μόνον ήδυνάμεθα νά μαντεύσωμεν τήν πατρίδα
άφαιρούμενοι καλυπτήρες τών άρχαίων ναών κφί προέλευσιν, ονδεν υπάρχει τοιοντον περ'ι ου
έφέροντο μετά τών άγαλμάτων είς Κωνσταν- νά ήδυνάμεθα, έστω και κατ’ εικασίαν, νά είπω-
τινούπολιν όχι μόνον ώς μαρτύριον τής έκτε- μεν δτι προέρχεται έξ Ά ρ γους,ούδεμία δηλαδή
λέσεως τοΰ βασιλικού προστάγματος, αλλά καί είκών ’Αργείου άθλητοϋ, ποιητοΰ ή ήρωος τοΐς
ώς δυνάμενοι νά χρησιμοποιηθώσιν είς τάς στέ- Άργείοις μόνοις ίδιάζοντος. Ταύτα δύναμαι νά
γας τής νΰν δι’ ετοίμων πανταχόθεν άποσπα- βεβαιώσω μετά επίπονον μελέτην καί έξάντλη-
σθέντων υλικών άνεγειρομένης πόλεως. σιν, νομίζω, πόσης σχετικής πηγής.
Λεν άναφέρονται όνομαστί αί πόλεις, προς άς Διατί λοιπόν, έρωτφ τις, ή απουσία αΰτη έκ
άπεστάλη ή διαταγή αΰτη τοΰ Κωνσταντίνου, Κωνσταντινουπόλεως μόνον τών έξ “Αργους
ότι δ’όμως μεταξύ αυτών ήτο τό “Αργος, είναι καλλιτεχνημάτων; Τί άπέγιναν ταύτα καί διατί
άπολύτως βέβαιον, άφοΰ ή μεν διαταγή άπε- ούδέν έξ αυτών εύρίσκομεν έν Κωνσταντινου-
στάλη «προς πάσαν τού Κράτους χώραν, επαρ­ πόλει παρά τήν καί προς τό “Αργος βεβαίως άπο-
χίαν, θέμα καί πόλιν ’Ανατολής τε καί Δύσεως», σταλεΐσαν διαταγήν τού Κωνσταντίνου; Άπάν-
τό δε ’Άργος όχι μόνον έβριθεν, εΐπερ τις καί τησιν είς τήν απορίαν ταύτην παρέχει ή θάλασσα
άλλη πόλις, άγαλμάτων, αλλά καί έλέγετο μη- τών ’Αντικυθήρων, ήτις κατέπιε τό κομίζον
τρόπολις τοΰ παλαιού Βυζαντίου ', κατέχουσα ταύτα είς Κωνσταντινούπολιν μέγα πλοΐον.
έργα παριστώντα θεούς καί ήρωας δυναμένους Τό ότι δέ τά ’Αντικύθηρα δεν κεΐνται έπί
προσφυώς νά κοσμήσωσι τήν νέαν μορφήν τής τής μεταξύ “Αργους καί Κωνσταντινουπόλεως
αποικίας αυτής Βυζαντίου. θαλασσίας οδού δεν είναι έπαρκές έπιχείρημα
Ά λλ’ εί καί δεν έχομεν σημαντικόν κατάλο­ κατά τής γνώμης ημών, αφού, ώς με διεβεβαίω-
γον τών πόλεων, προς άς άπεστάλη ή διαταγή1 σαν ναυτικοί άνδρες, πλοΐον πλέον μεταξύ “Αρ­
1 Αρχαίο).. Έφημ. 1889 αελ. 72. γους και Σουνίου καί άπολέσαν ένεκα σφοδρός
Ο θ η σ α υ ρ ό ς τώ ν ‘Α ν τ ικ υ θ ή ρ ω ν

τρικυμίας τά ιστία ή τό πηδάλιον δύναται νά σθοδρόμηση πάλιν πρδς την ‘Ανατολήν καί τέλος
έξοκείλη, υπό τοΰ βορρά ώθούμενον, ακριβώς νά ναυαγήση, ποΰ; είς τά Κύθηρα !
εις τό σημεΐον έκεΐνο των ’Αντικυθήρων ένθα ’Αλλά τά συμπεράσματα τής μελέτης ημών
έγένετο τό ναυάγιον (Ιδε τον γεωγραφικόν χάρ­ άς διαψεύση ή άς επικύρωση ή μέλλουσα τοΰ
την). Ή δύναμις τοΰ Ποσειδώνος ούδένα χαλι­ βυθοΰ έρευνα ή τών σοφών ή μελέτη. Τό γε
νόν αναγνωρίζει. Ούτως, ϊνα αναφέρω ναυά­ νΰν σπουδαίον καί επείγον είναι ή αντί πάσης
γιον γνωστόν τοΐς άρχαιολόγοις, τις ήδΰνατο νά θυσίας έπανάληψις τών εργασιών τής άνελκύ-
φαντασθή τό ύπ’ αυτής τής επισήμου έκθέσεως σεως, ΐν’ άνασυρθή ό μέγας αριθμός τών μεγά­
τοΰ ’Άγγλου πλοιάρχου τοΰ είς Κύθηρα ναυα- λων χαλκών αγαλμάτων, ό εν τφ βυθφ ευρι­
γήσαντος πλοίου, τοΰ άπάγοντος εξ ’Αθηνών σκόμενος, ώς ασφαλώς μαρτυροΰσι τά θαυμά­
είς την Δΰσιν τά περίφημα μάρμαρα τοΰ σια την εργασίαν καί διατήρησιν άκρα αύτών,
Έλγίνου \ μαρτυροΰμενον δμοιον γεγονός, δτι τά μέχρι τοΰδε άνελκυσθέντα -.
δηλαδή πλοΐον τό όποιον διέβη ήδη τό στε­ Πάσα νέα αναβολή τής έρεύνης τοΰ βυθοΰ
νόν τοΰ Μαλέα καί έ'φθασεν ουριοδρομούν την καί ή άπό τίνος παρατηρουμένη λήθη τοΰ πράγ­
νύκτα είς τό Ταίναρον άκρωτήριον, ευρίσκει ματος είναι πάνυ επιζήμιος τή επιστήμη καί τή
αίφνης αντίθετον σφοδρόν ανεψιόν δυτικόν, δόξη τοΰ Έθνικοΰ Μουσείου τής πατρίδος
άνεμον μεταβληθέντα την έπομένην πρωίαν ήμών, τοΰ νΰν τόσον άπροσδοκήτως πλουτι-
είς ΔΒΔ, άναγκάσαντα δε τό πλοΐον κατ’ άρ- σθέντος δι’ αντικειμένων άντιπροσωπευόντων
χάς μεν νά άπομακρυνθή πλαγιοποροΰν 40 λαμπρώς μίαν τών ένδοξοτάτων καλλιτεχνικών
δλα μίλια από τοΰ Ταινάρου, έπειτα δε νά οπι­ σχολών τής αρχαίας Ελλάδος.

1 Ταύτην έδημοσίευσεν έν τή γνωστή αύτοΰ μελέτη περί Κ. Τ. Frost, The Statues from Cerigotto: Journal of Hell.
τών Ελγίνειων μαρμάρων ό κ. Α. Μηλιαράκης. Ή αυτή έ'κθε- Studies vol. 1903 p 2 17 — 236 .
σις έδημοσιεύθη κατ’ άλλο άντίγραφον, έν τφ φύλλω τής 18 C. Waldstein, αυτόθι έν τοΐς Πρακτικοΐς τής Εταιρείας
Φεβρουάριου 1901, άριθ. 1323 τής έν Ζακύνθω έκδιδομένης σελ. X X X V I I I — X X X IX .
έφημερίδος «Έλπίδος». Είς σελ. 24. ’Αγγειογραφία (Είκ. 77) Περσέως έπιδεικνύον-
’ Ευτυχώς έδιδάχθην βασίμοις παρ’ άνδρών είδικών περί τος τήν κεφαλήν τής Μεδούσης.
τήν έξερεύνησιν τών θαλασσίων βυθών, μεθ’ ών έμελέτησα τό
ζήτημα τής άνελκύσεως, δτι τό έργον τοϋτο είναι πολύ ευχε­
ρέστερου ή δσον κοινώς νομίζεται, προς δέ δτι δεϊται δαπάνης
σχετικώς έλαχίστης. ’Αρκεί νά μή γίνη έκ νέου χρήσις τών
αυτών καταδυτικών στολών τών σπογγαλιέων, α'ίτινες είναι
έλαφραί καί κατάλληλοι μόνον προς ευχερή περιπλάνησιν έν
τφ βυθφ δι’ άνίχνευσιν σπόγγων, ούχί δέ καί πρός μακράν
έν αύτώ, καί μάλιστα εις μέγα βάθος, παραμονήν καί έργασίαν,
οΐα άπαιτεϊται έν Άντικυθήροις. Πρός τοιούτους σκοπούς
έχουσιν έφευρεθή πολύ τελειότεραι καταδυτικοί στολαί αντέ-
χουσαι έπί μακρόν είς μεγάλος πιέσεις έν τφ βυθφ, μάλιστα
δέ έκεΐναι, ών χρήσιν ποιείται τό ’Αγγλικόν Ναυαρχεΐον, αί
γνωσταί υπό τό δνομα «The Buchanan-Gordon patent deep
sea diving dress». (’Αριθ. 78 τοΰ καταλόγου τών Sicbc, Gor­
man and C°, Submarine Engineers to the Admiralty War Office
(London, Bridge Road).
Ώ ς άριστον δέ γνώστην καί δυνάμενον κάλλιον παντός
άλλου νά έκτελέση τήν άνέλκυσιν, συνιστώ τοΐς άρμοδίοις,
τόν κ. Λεωνίδα δήμαρχον Σπετσών καί άδελφόν τοΰ νΰν προέ­
δρου τής Βουλής, έπιστημονικώς ασχολούμενου πρός έξερεύ-
νησιν τών βυθών καί πολλά σπογγαλιευτικά πλοία κατέχοντα,
δστις, ώς προφορικώς καί έγγράφως μοι έδήλωσεν, έν πληρέ­
στατη γνώσει ών τοΰ βάθους, είς δ εύρίσκονται αί αρχαιότη­
τες, αναλαμβάνει αφιλοκερδώς νά άνελκύση ασφαλώς παν δ,τι
εύρίσκεται εν αΰτφ μέχρι βάθους δχι μόνον 35» ώς τά Άντι-
κυθηραϊκά, αλλά καί 45 όργυιών.

Π ΡΟ Σ Θ Η Κ Α Ι
Είς τήν βιβλιογραφίαν σελ. 17, σημ. προσθετέα τά εκτοτε Είς σελ. 64. Παραθέτω ένταΰθα εικόνα (Είκ. 74) τοΰ ύπ’ άρ.
δημοσιευθέντα: 14281 ’Αργείου νομίσματος τοΰ Μουσείου τής Βιέννης, πρός δέ
Α. Δ. Κεραμοπούλου, Αί έπωνυμίαι τών αγαλμάτων καί δύο άλλων τής αυτής πόλεως (Είκ. 75 καί 76), έν τφ Μουσείφ
ό Έ φ ηβος τών ’Αντικυθήρων κρινόμενος. Έ ν ’Αθηναις 1903, τών ’Αθηνών,δεικνυόντων ασφαλώς δτι όύπό τοΰ Lange κληθείς
σελ. 64. ‘Ίσϋ·μιος Ποσειδών, ήτο άγαλμα λατρείας έν ναφ τών ’Αργείων.
161 ΦΡΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ 162

δο; ύπερασπίζοντε;,' έν γένει μέν ’Αττικοί, ιδία σελ. 306-320, τοΟ Rusolt έν τ φ Handb.d.Kl.
δ’ ’Αθηναίοι 1. Alt. IV σελ.144 καί έξ. τοΟ Gilbert έν Jahrbttcher
Εϊνε γνωστόν, ότι έν τη ’Αθηναίων Πολιτεία, fur Philologie (1887 σελ. 23-28), Sauppe, de
ώ; έ—ι Κλεισθένους έδημιουργήθη αυτή, έκαστο; pbratriia Alticis (Gottingen. 1886-7 Ausgewahlte
■πολίτη; ώφειλε νά εχη τρεις πολιτικά; ΐδιότηΐα;, Scbriften) καί τοΟ F. R. Tarbell έν Papers of the
α' νά άνήκη εΐ; φυλήν, β ’ εΐ; δήμον καί γ ' εις American School of Classical Studies at Athens
φρατρίαν. Και περί μέν τών δύο πρώτων ή άρ- Τόμ. E \ 1892 σελ. 170-188).
χαιολογική επιστήμη κατέχει ώρισμένην καί συγ- ’Εκ τών ανωτέρω μ,νημονευθέντων καί έκ τή ;
κεκριμένην την γνώσιν *, περί δέ τή ; φρατρίας, ήμετέρα; επιγραφή; αφορμήν λαβόντε;, συνοψίζο-
μεθ’ ίλα τά περί αύτή; γραφέντα, ούδέν (ορι­ μεν τά κατά την φρατρίαν ώ δε: Ή λέξι; φ ρα­
σμένου έγίνωσκε μέ/ρι τοϋ 1883, πάντε; δέ έκ τρία (φατρία) δηλοϊ άδελφότητα, ήτοι κοινωνίαν
τών μαρτυριών τών αρχαίων συγγραφέων, άλλου αδελφικών, ή συγγενικών οικογενειών, προ; θερα­
άλλα πρεσβεύοντο; καί ένίοτε συγκεχυμένα; όλω; πείαν τοϋ συγγενικού ίεροϋ συνερχόμενων, ώ; συν-
εΐδήσει; παρέχοντο;, έγραψαν περί φρατρίας έπί ειθίζετο έν τοΐ; παναρχαίοι; χρόνοι; οτε έκαστη
εικασιών, ώ; έπί το πολύ, τά; θεωρίας αύτών ίδρύ- οικογένεια εϊχεν ίδιον ιερόν, βίτινο;, τοϋ πατρό;
ovTsc. 3 .: άποθνήσκοντο;, έπεμελοϋντο αί διάφοροι οΐκογέ-
Ή έν έτει 1883 έν Δεκελεία εύρεθεϊσα περίφη­ νειαι τών αδελφών τών άποτελούντων την ούτω
μο; φρατρική έπιγραφή, δημοσιευθεϊσα τά πρώτον κληθεϊσαν φρατρίαν 1.
μέν Οπό Στ. Κουμανούδη έν τή Αρχαιολογική Καί το μέν πρώτον αί φρατρίαι ήσαν έλάχισται,
Έφημερίδι (1883 σελ. 69 καί έφεξή;) καί είτα όσοι δηλαδή καί οί πρώτοι γενάρχαι, άλλα βρα-
ύπά τοϋ Kohler (έν τοΐ; Addend. τοϋ Β ’ μέρου; δύτερον ό νομοθέτη; έκανόνισεν ειδικώτερον τάν
τών ’Αττικών έπιγραφών άριΟ. 841δ), έπειτα δέ τρόπον καί τού; όρου; τή ; εί; την φρατρίαν έγ­
πλήρη;, ήτοι περιλαμδάνουσα καί το ύπο I. Παν- γραφή;· καί φράτριον δέ ίδρυμα ύπήρχεν έν Άθή-
ταζίδου ( Εφημ. Ά ρ χ. 1888 σελ. 1 -2 0 ) καί ναι;, έν ω συνήρχοντο αί φρατρίαι (Πολυδ. Γ ’52),
Lolling έν τώ ’Αρχαιολογική Δελτίιρ τοϋ 1888 έκαστη δέ φρατρία ούσα μία τών τριών διαιρέσεων
σελ. 139 έξ. το πρώτον δημοσιευθέν μέρ ο;, έκδο- έκαστη; τών τεσσάρων φυλών, είχε τάν ίδιον έάυ-
θεΐσα έν CIA. IV, έγένετο άφορμή νά γραφώσιν τή ; φ ρατρίαρχον (Δημοσθ. π. Εύδουλ. Ε ’ 7).
ίκαναί περί φρατρία; πραγματεΤαι ύπο άρχαιολό- Πασών δέ τών φρατριών προστάτη; ήτο ό Φ ρά-
γων, οϊαι τοϋ S/anlo έν τώ Rhein. Mus. 1883 τριος Ζευς καί ή Φρατρία Α θ ήνα (πρβ. Δημοσθ.
π. Μακάρτ. 1034,10) ώ ; έμφαίνεται τοϋτο καί
• Ούδέν ασυνήθες ό ν ο μ α άπαντά έ* τη επιγραφή, afiov παρατη-
έκ τοϋ φρατρικοϋ ψηφίσματο; τή ; Δεκελεία; καί
ρήοεως είνε όμως: ότι Σώστρατο; Σωσίππου έγενετο αργών Ιν έκ τή ; ήμετέρα; έπιγραφή;.
Ό).υμπ. 81, 2 (Α55/4 π Χ ρ .) έπίσης ότι τά ονόματα Μ γ η σ ι γ ί τ η ς
Ξενότιμος Κοπριεύς, Φιλόδημος Παιανιεύς, άπαντώβιν αλλαχού
ΓΙ. Κ α ς τ ρ ιω τ η ς
χαί δή ώ; ονόματα πετονιών in i τοΰ πεδίου των μνημονευθεισών
μαχών ( ίν Κόπρω Αΐγύπτω, Φοινίχη, 'Αλιεϋοιν, Αίγίνη, Μεγαροΐ * ’Εντεύθεν αυνάγομεν ότι οί ταΰτά ονόματα εν τη ήμετέρα έπι­
(C IA . I I . 944) πρός 6( : ότι μνημονεύεται χαΐ ό Μνησιχλείδης( C IA γραφή φέροντε; τυγχάνουσι συγγενείς πρός άλλήλους χαΐ Si) πατέρες,
1.432) ό Φίλων έχ φυλής Ίπποθωντίδος (αριθ. 447) Σώσιππος (άριΟ. οίοϊ χτλ., 4 δέ χατά μήχος της επιγραφής άναφεοόμενος Σώσιππος
447) χαί Ποσειδιππος (άριθ. 447). Σωαιπόλιδος εϊνε ό γραμματεΰς 4 άναγράψχς χαΐ έν τω ίερω Ιδρό»
4 Ίδΐ G. Gilbert. Handbuch der griechischen Slaalsalter- βας την έπιγραοήν.
thiimer, Leipzig 1881 σελ. 290-302 χαΐ 305-308. Κ α ί έν τω ΈΟνιχω Μουσείω iit’ άριθμ. 1071 άναγινώσχονται ε’πΐ
3 Gilbert ίνθ’ άνωτίρω αιλ. 303-304. αναγλύφου ίπιτυμόίου τά αυτά ονόματα : Σώσιππος χαΐ Σώστρατος.

Κ Ψ ΙΙΜ ΕΡ ΙΓ Λ Ρ Χ Λ ΙΟ Λ Ο Γ ίΚ ΙΙ ιοοι
11
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ
ΤΩ Ν

ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΩΝ ΚΕΡΑΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

“Οτε έδημοσίευον άνωτέρω σ. 1 έξ. το περί των Α \ Ό κ. Σβορώνος βέβαιοι δτι «ώς ε ί ό π ι -

Έλευσινιακών κεραμογραφιών άρθρον, προέβλεπον ν α κ ο γ ρ ά φ ο ς ή θ ε λ ε ν ά ό δ η γ ή σ η τ ο ν θ ε ώ μ ε ν ο ν

μέν βεβαίως δτι έμελλον νά εύρεθώσί τινες διαφω- δ τ ι π ε ρ ί α υ τ ο τ ε λ ο ύ ς κ α ί Α ν ε ξ α ρ τ ή τ ο υ σ κ η ν ή ς

νοΟντες προς έμέ, έπειδή καί άλλων έπισήμων π ρ ό κ ε ι τ α ι, ά π ε χ ώ ρ ισ ε τ α π έ ν τ ε τ α ϋ τ α π ρ ό σ ω π α

μνημείων τοΟ Έ λ ε υ σ ι ν ι α κ ο ΰ κ ύ κ λ ο υ οϊον της Α π ό τ ω ν κ ά τ ω κ α ί ά ν ω δ ι ά λ ε υ κ ή ς γ ρ α μ μ ή ς ‘,


Κυμαίας ύδρίας, τής πελίκης τοΟ Παντικαπαίου τ ο έ δ α φ ο ς ώ ς γ ν ω σ τ ό ν δ η λ ο ύ σ η ς , ά ρ χ ο μ έ ν η ς

καί τοΟ άγγείου τοΟ Pourtales, δεν εύρέθη είσέτι κ ά τ ω θ ι τ ω ν π ο δ ώ ν τ ή ς ε π ί τ ο ϋ θ ρ ό ν ο υ έ ν τ ή ά ν ω

έρμηνεία παρά πάντων αποδεκτή, καίτοι άπ'ο τής δ ε ξ ιά γ ω ν ί α τ ο ϋ π ίν α κ ο ς κ α θ η μ έ ν η ς θ ε ά ς κ α ί

δημοσιεύσεως αύτών παρήλθεν ήδη ή πλησιάζει β α ι ν ο ύ σ η ς σ υ ν ε χ ώ ς υ π ό τ ο υ ς π ό δ α ς τ ώ ν π έ ν τ ε

νά παρέλθη δλόκληρος πεντηκονταετία καί πλεΐ- μ ο ρ φ ώ ν τ ή ς ά ν ω ό μ ά δ ο ς μ έ χ ρ ι τ ο ϋ π ο δ ό ς τ ο ϋ

στοι έμελέτησαν αύτά. ’Αντιρρητικόν δ'μως άρθρον κ ίο ν ο ς , ά φ ’ ο υ π ά λ 'ιν ά π ο τ ό μ ω ς ά ν ε ρ χ ο μ έ ν η ε π ί

ούτω γεγραμμένον, ώς τδ ύπδ τοΟ κ. Ί. Ν. Σβο- τ η ν β ά σ ιν τ ο ϋ Α ε τ ώ μ α τ ο ς Α π ο χ ω ρ ί ζ ε ι ο ϋ τ ω τ ά

ρώνου δημοσιευθέν έν τή ύπ’ αύτοΟ έκδιδομένη π ρ ό σ ω π α τ α ϋ τ α Α π ό τ ώ ν ε τ έ ρ ω ν π έ ν τ ε y> (σελ.


Δ ιε θ ν ε ΐ Έ φ η μ ε ρ ί δ ι τ ή ς Ν ο μ ι σ μ α τ ι κ ή ς 'Α ρ χ α ι ο ­ 186) . Κατωτέρω δέ προσθέτει δ κ. Σβορώνος δτι
λ ο γ ί α ς Δ' (1901) σελ. 169 εξής, μοίήτο άπροσ- «ά ν τ ις ή θ ε λ ε ν Α π ο χ ω ρ ί σ ε ι κ α ί τ ά ς τ ρ ε ι ς σ κ η ν ά ς

δόκητον. ’Αλλά καί πάλιν, έπειδή βλέπω δτι δ κ. δ ι ά ψ α λ ί δ ο ς Α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ η ς κ α τ ά τ ή ν τ ο μ ή ν τ ά ς

Σβορώνος πλανηθείς έβεβαίωσε, καί μετά τίνος λ ε ύ κ ά ς γ ρ α μ μ ά ς ,δ ι ώ ν ό π ιν α κ ο γ ρ ά φ ο ς δ ι ε χ ώ -

στομφώδους αύθεντίας μάλιστα, γεγονότα μη άλη- ρ ισ ε ν α υ τ ά ς ο υ δ έ κ α τ ’ έ λ ά χ ι σ τ ο ν θ έ λ ε ι δ ι α σ π ά σ ε ι

θή; δυνάμενα νά πλανήσωσι καί άλλους, ένόμισα τ ή ν α υ τ ο τ έ λ ε ια ν κ α ί τ ό τ ο π ικ ώ ς κ α ί κ α λ λ ι τ ε χ ν ι -

έπάναγκες νά άνασκευάσω διά βραχέων τινάς των κ ώ ς π λ ή ρ ε ς » (σελ.


π α σ ώ ν τ ώ ν τ ρ ιώ ν σ κ η ν ώ ν

έν τω άρθρω έκείνω ισχυρισμών, έλπίζων δτι δ 187) . Ά λ λ ’ δμως ή εις δύο ή τρεις έπαλλήλους
αναγνώστης δ μέλλων νά κάμη χρησιν των έν σειράς, κεχωρισμένας διά γραμμής δηλούσης τό
αύτψ γεγραμμένων θά έχη την πρόνοιαν νά ύπο- έδαφος,διάταξις τών μορφών παραστάσεώς τίνος δέν
βάλη εις τον προσήκοντα έλεγχον καί εκείνα, ών εινέ τι νέον έν ταϊς έρυθρομόρφοις κεραμογραφίαις
ένόμισα περιττήν τήν άναίρεσιν. ούδέ χαρακτηριστικόν μόνον τοΟ ήμετέρου πίνα­
Ό κ. Σβορώνος πιστεύει δτι έν τή πρώτη κε- κος, διότι Οπάρχουσι και πολλαι άλλαι δμοιαι κε-
ραμογραφία (πίν. 1) δέν ύπάρχει μία μόνον ένιαία ραμογραφίαι, έν αΤς δ διά ψαλίδος χωρισμός τών
παράστασις, άλλά τρεις αλλεπάλληλοι α υ τ ο τ ε λ ε ί ς , έπαλλήλων όμάδων εινε εύχερέστατος, άλλ’ ούδέν
τ ο π ικ ώ ς κ α ι κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ έ ς π λ ή ρ ε ι ς (σελ. 187) ήττον αί παραστάσεις εινε ένιαιαι. ’ΑρκοΟσι τά
καί χ ρ ο ν ι κ ώ ς δ ι ά φ ο ρ ο ι (σελ. 187) ήτοι μία έν έπόμενα παραδείγματα, καίτοι δύνανται νά προσ-
τφ άετώματι, έ τ ε ρ ο , κατά το άνω μ έ ρ ο ς τοΟ πί- τεθώσι καί άλλα' Monum. dell’ Inst. VI tav. 38
νακος καί τρίτη ύποκάτω. Πιστεύει δέ Α δ ι σ τ ά - (Κενταυρομαχία). Monum. XII tav. 16 (αρπαγή
κ τ ω ς δτι θά πείση περί τούτου τον αναγνώστην * Δηλαδή τά πέντε πρόσωπα τής άνω σιιοας από τών εν τ§ κάτω
'σελ. 184) προβάλλων τρία κυρίως τεκμήρια. σειρά καί τών έν τω άετώματι.

Υ
165 ΕΠΕΕΗΓΗΜΑΤ1ΚΑ ΤΩΝ ΕΛΕΪ21ΝΙΛΚΩΝ ΚΕΡΑΜ0ΓΡΑΦ1ΩΝ 106

των Λευκιππίδων). Monum. IX lav. 50-51 (Δα- ς ') ή μ ικρά κ α μ π ύ λ η π α ρ ά τό έτερον άκρον τοΟ
ρεϊος). Monum. XI tav. 38-40 (φόνος των Νιο- όμφαλοΟ πρός το ύς πόδας τ ή ς κ ά τω κ α θη μ ένη ς
βιδών) Monum. VIII tav. 32-33 (ταφή τοΟ Πα­ θεάς φερομένη, ζ ) ή π α ρ ά τ ά ν ώ τα τοΟ δαδουχοΟ ν-
τρόκλου). Αύτόθι tav. 38 (Περσεύς καί ’Ανδρο­ το ς νεανίσκου ένοΟσα τό Οπό το ύ ς π ό δα ς τοΟ π α ι-
μέδα). Furlwiingler-Reichhold, Gr. Vaseninalerei δός καί Οπό τόν άριστερόν πό δα τοΟ πω γω νοφόρου
Lief. 1 πίν. 8 (αρπαγή των Λευκιππίδων). Αύτόθι τ ή ς άνω όμάδος έδαφος πρός τά Οπό τούς π ό δα ς
πίν. 10 (6 "Αιδης). Aichaol. Zeilung 1847 πίν. τ ή ς κερνοφόρου τ ή ς α ύ τ ή ς όμάδος καί η ’) ή π α ρ ά
Ill (Μήδεια). Ό Robert.Annali dell' Inst. 1882 τόν κίονα, ή τις κ α τ ’ έμ ή ν γ ν ώ μ η ν ούδέν ά λ λ ο δ ύ -
σελ. 274 παραθέτει καί άλλα παραδείγματα. Καί ν α τα ι νά σ η μ α ίνη ή δ τι κα ί αί έν τ φ ά ε τ ώ μ α τ ι
ήμεϊς δέ παρετηρήσαμεν ανωτέρω (σελ. 7-8) δτι μ ο ρ φ α ί, καίπερ διά τ ή ς ά ρ χ ιτε κ τ ο ν ικ ή ς κ α τα σ κ ευ ή ς
έπΐ ικανόν χρόνον οί αρχαίοι είχον συνήθειαν να τοΟ πίνα κος κ εχ ω ρ ισ μ έν α ι, νοούνται εύρισκόμεναι
άναπληρώσι καί έν τή κεραμογραφία καί έν τή έπ ί τοΟ αύτοΟ έδάφους πρός τ ά ς λ ο ιπ ά ς . Τ ά ς γ ρ α μ -
γλυπτική κατά τοιοΟτον τρόπον τήν προοπτικήν. μ ά ς τ α ύ τ α ς έμ νη μ ό νευσ α κα ί έξή γη σ α άνω τέρω
Καί αν λοιπόν ετι ήτό αληθές δτι αί έπάλληλοι σ ελ. 8 -9 , ό δέ κ . Σ βορώ νος έν μέν τ φ οίκείω
όμάδες τοΟ ήμετέρου πίνακος δύνανται νά /ωρι- τ ό π ψ , ή το ι έκεΐ ένθα έβεβαίου τόν διά ψ α λ ίδο ς
σθώσι διά ψαλίδος, οϋδαμώς θά άπεδεικνύετο δτι χ ω ρ ισ μ ό ν , ούδέν είπ ε π ερ ί α ύ τ ώ ν , μ ό λ ις δέ κ α τ ω ­
ή παράστασις αυτό0 δεν εινε ένιαία, άφοΟ.ύπάρ- τέ ρ ω ,έν θ α δυσ κ ό λω ς ή ο ύνα τό τ ις ν ά π ε ρ ιμ έ ν η ,έ μ ν η -
χουσι τοσαΟτα παραδείγματα βεβαιοΟντα το εναν­ μόνευσε μόνον δύο έξ α ύ τ ώ ν , ή το ι τ ή ν π ρ ώ τη ν
τίον, ένφ ό κ. Σβορώνος ούδέν παράδειγμα σύμφωνον (σ ελ . 189) καί τή ν τ ε λ ε υ τα ία ν (σ ελ . 184 Ο ποσημ.
πράς τήν γνώμην αύτοΟ παρέθεσεν. *Αν άληθώς έν 2 κα ί σ ελ . 186). Π άσας τά ς λ ο ιπ ά ς έν ω τικ ά ς
τφ ήμετέρω πίνακι έχωρίζοντο κατά τοιοΟτον τρό­ γ ρ α μ μ ά ς π α ρ ή λθεν έν σ ιγ ή , ένφ ώ φ ειλ ε, ν ο μ ίζω ,
πον άπ’ άλλήλων σκηναί διάφοροι κατά τόπον καί νά δ ια λ ά β η σ υ γ χ ρ ό ν ω ς π ε ρ ί π α σ ώ ν κ α ί έ ν τ ώ

χρόνον, τοΟτο θά άπετέλει έ ζ α ί ρ ε σ ι ν τοΟ κανόνος ο ικ ε ίο >τ ό π < ο , έξη γώ ν διά τί δέν δ έ χ ε τ α ι α ύ τά ς ώ ς
τής συνήθειας των άρχαίων τεχνιτών, άπαιτοΟνται έν ω τικ ά ς. Π α ρ α λ ε ιπ ο μ έ ν η ς ό μ ω ς τ ή ς τ ο ια ύ τ η ς έξε-
δέ άλλα τεκμήρια, ϊνα βεβαιωθή ή έξαίρεσις αύτη. τά σ εω ς τ ίθ ε τ α ι εκποδώ ν σ πουδα ιότα του τε κ μ ή ρ ιο ν ,
Αύτός καθ’ εαυτόν ο εις έπαλλήλους ομάδας χω­ οχλη ρ ό ν μέν ίσ ω ς διά τόν Ο ποστηρίζοντα τ ή ν διαί-
ρισμός ούδαμώς αποτελεί τοιοΟτον τεκμήριον. ρεσιν τ ή ς π α ρ α σ τά σ εω ς τοΟ ή μ ετέρ ο υ π ίν α κ ο ς,
A.LI' ονδ άΛηθές είτε δτι αί έπάΛΛηΛοι ομάδες ά λ λ ’ ά π α ρ α ίτη το ν διά τή ν έπ ισ τη μ ο ν ικ ή ν ε ρ μ η ­
των μορφών εϊνε κεχωρισμεναι ά π ’ ά Λ Λ ή . Ι ω ν , ώ ς νείαν αύτοΟ.
βέβαιοί ο κ. Σ βορώ νος, διότι έκτος τώ ν Οπό τούς Τάς δύο ειρημένας γραμ.μάς, άς μόνας ήξίωσε
π ό ο α ς τώ ν μ,ορφών λευκ ώ ν γ ρ α μ μ ώ ν Ο πάρχουσι μνείας, θεωρεί χ ω ρ ι σ τ ι κ ό ς , καί δη περί μέν τής
καί ά λ λ α ι δμοιαι γ ρ α μ μ α ί εις ΰψος φερόμεναι, α ι- όπισθεν καί ύποκάτω τής καθημένης θεάς τής κάτω
τιν ες ένοΰσι π ά σ α ς τ ά ς έπ α λ λ ή λ ο υ ς ο μ ά δ α ς τώ ν όμάδος ύπαρχούσης γραμμής πιστεύει δτι δι αύ­
μορφώ ν ύποδηλοΟσι δ ’ α ύ τ ά ς ώ ς έπ ί τοΟ αύτοΟ τής ό πινακογράφος « έ φ ρ ό ν τ ι σ ε ν ά χ ω ρ ί σ η έ ν τ ε -
έόάφους εϋρισκομένας. ΤοιαΟ ται γ ρ α μ μ α ί εινε α ) Λ ώ ς τ η ν Κ ό ρ η ν ά π ό τ ο ν (κάτωθι) ε δ ρ ά ν ο υ κ α ι
ή όπισθεν καί κάτω θεν τ ή ς έν τ ή κ ά τω ό μ ά δ ι κ α - ο ν τ ω δ η .Ι ώ σ η ή μ ΐ ν σ α φ ώ ς δ τ ι ό π α ρ α κ ε ί μ ε ν ο ς

θη μ ένη ς θεάς ένοΟσα το υπό τό έδρανον τ ή ς άνω κ α ί ο ν χ ί υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ς τ η Κ ό ρ η θ ρ ό ν ο ς ο υ τ ο ς ε ί ­

κ α θη μ ένη ς έδαφος προς το Οπό το ύ ς πόδας τ ή ς έτέ- ν α ι κ ε ν ό ς ε ι ς ίί .Ι Χ η ν θ ε ά ν ά ν ή κ ω ν κ α ί δ η π ρ ο ­

ρ α ς, C) ή π α ρ ά τον δεξιόν βρ αχίονα τ ή ς α ύ τ ή ς φ α ν ώ ς » (σελ. 189). Παρατηρη-


τ η ν Δ ή μ η τ ρ α

θεάς φερομένη άπό τώ ν ποδώ ν τ ή ς άνω Ο,εας πρός τέον όμως δ τι τό πλεΐστον μέρος τής γραμμής ταύ
τ ά κ ά τω , γ ) καί δ ') αί δύο κ ά τω θι τ ή ς έν τ ή κ ά τω της δέν κεϊται μεταξύ τής θεάς καί τοΟ εδράνου,
όμάδι κερνοφόρου ένοΟσαι τό Οπό τούς π όδα ς α ύ τ ή ς καί δέν δύναται νά δηλώση τοιοΟτον χωρισμόν*.
έδαφος πρός το Οπό τούς πόδας τώ ν π α ρ ισ τα μ έν ω ν
* ΣημιιωτΙον δ’ οτι ό Strube (οελ. 4 7 ), οοτις lx τών Οπό τοΰ χ.
άνδρικώ ν μορφώ ν, ε") ή άπό τώ ν ποδώ ν το Ο δ α -
Σδορώνου αυτόθι γραφομένων δύναται νά νομισΟ?, σύμφωνων «ρό{
δουχοΟντος νεανίσκου πρός τόν όμφαλόν φ ερομένη, αυτόν, αποδίδει τό ίν τω «γγείω PourlaliSs εδρχνον εϊς τ!|ν παρα-
'i!fl
467 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΚΩΝ ΚΕΡΑΜΟΓΡΑΦΙΩΝ 168
Επειτα ' έ π ρ ε π ε νά έζηγηθώσιν ώς χωριστικά», καί έ ντ ή κ ά τ ο ) σ κ η ν ή ». Τούτο όκ. Σβορώνος νομίζει

πασαι αί άλλαι ανωτέρω καταλεχθεΐσαι γραμμαί, ώς άπόδεικνύον άναμφισβητήτως δτι αί μικρότεραι


περί ών ο κ. Σβορώνος έσιώπησε, καθ’ ά καί ανω­ έκεΐναι μορφαί παριστώσι θνητούς, ένω αί άλλαι,
τέρω παρετηρήθη. Περί δέ της παρά τόν κίονα ήτοι αί δύο καθήμεναι γυναίκες καί ή έν τή άνω
γραμμής πιστεύει ότι « δ η λ ο ι ά κ ρ ι β ώ ς τ ο έ ν α ν - όμάδι δαδουχοΟσα, είνε Οεαί (σελ. 48ο, πρβλ. καί
*·. ·; τ ί ο ν (τής ένώσεως δηλαδή), ά π ο χ ω ρ ί ζ ο ν σ α τ ο π ι - σελ. 186 έντέλει). Τίς δμως ήούνατο νά πιστεύση
ν· κ ώ ς μ ε τ ά τ η ς γ ρ α μ μ ή ς τ ο ν α ε τ ώ μ α τ ο ς τ ά ς μ ο ρ - δτι το μετά τοσαύτης αύθεντίας βεβαιούμενον
φ ά ς τ η ς ά γ ω ό μ ά δ ο ς τ ο ν π ί ν α κ α ς ά π ' ε κ ε ίν ω ν γεγονός τοΟτο δ ε ν ε ί ν ε ά λ η θ έ ς ; Τουλάχιστον ό
τ ο ν α ε τ ώ » . Εις ταΟτα άντιπαρατηρώ δτι
μ α τ ο ς δαδούχων νεανίσκος, δν ό κ. Σβορώνος θεωρεί θνη­
τοιαύτη διαχωριστική γραμμή ήτο δλως περιττή, τόν καί μικρότερου 1, δχι μόνον μικρότερος δεν εινε,
άφοϋ αί έν τώ άετώματι μορφαί είνε ίκανώς άποκε- αλλά καί μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ς τ ή ς έν τή άνω όμάδι δα-
χωρισμέναι διά του θριγκώματος τοΟ πίνακος καί δουχούσης θεάς! Ο βουλόμενος δύναται νά κατα-
προσέτι διά τής υποκάτω τοΟ θριγκώματος ύπαρ- μετρήση. Καί τών άλλων δέ προσώπων το μέγε­
χούσης βαθείας έγχαράκτου αύ'λακος (ίδε άνωτ. θος ελάχιστα διαφέρει, πολύ άφιστάμενον τής με­
σελ. 5). Καί αν όμως ήθελεν ύποτεθή δτι έχρειά- γίστης δυσαναλογίας τοΟ μεγέθους τών έν τοϊς
ζετο καί τρίτον χώρισμα διά λευκής γραμμής, άναθηματικοΐς άναγλύφοις ικετών. Διά τούτο ού-
αύτη δεν θά ήτο άποτόμως άνυψωμένη πρός τα δείς διενοήθη νά συγκρίνη τον ήμέτερον πίνακα
άνω, άλλ’ όρι^οντία. Παραδοζότατον δέ εινε δτι δ πρός τά αναθηματικά ανάγλυφα, δέν έπρεπε δέ νά
κ. Σβορώνος καίτοι θεωρεί την παρά τον κίονα άπορή ό κ. Σβορώνος δτι άλλοι δέν παρετήρησαν
γραμμήν ώς διαχωριστικήν, δμως τον δι’ αύτής τά ανύπαρκτα2.
Ι;.1 · απο πασών των μορφών της ανω ομαοος αποχωρί­ Γ \ Τρίτον τεκμήριον « σ π ο ν δ α ι ό τ α τ ο ν δ ι ά τ τ / ν
i ζομενον κίονα θεωρεί ώς άνήκοντα εις την σκηνήν ε ρ μ η ν ε ία ν τ ο ν π ίν α κ ο ς κ α ι σ α φ έ σ τ α τ α κ α τ α δ ε ι-

τής άνω όμάδος! 1 Πώς δύναται νά έξηγηθή ή κ ν ύ ο ν δ τ ι π ε ρ ί τ ρ ιώ ν κ α ι χ ρ ο ν ικ ώ ς δ ι α φ ό ρ ω ν

τοιαύτη άντίφασις, άδηλον. σ κ η ν ώ ν π ρ ό κ ε ι τ α ι, ά π α ν τ α ε π ί τ ο ν π ίν α κ ο ς ,

Β \ Έτερον τεκμήριον, έξ ού κατά τον κ. Σβο- ΰ π δ ο ν δ ε ν ό ς κ α ί τ ο ύ τ ο π α ρ α δ ό ς ω ς , τ ώ ν έ ρ μ η -

ρώνον πρέπει νά άφορμηθή ή ερμηνεία τοΟ ήμετέ- ν ε υ τ ώ ν π α ρ α τ η ρ η θ έ ν (πώς γάρ ου ;). Ή αυτή
ρου πίνακος, εινε «πρ»γμ.α όπερ παραδόξως γ υ ν ή , δ η λ α δ ή ή κ ε ρ ν ο φ ό ρ ο ς , κ α ί ό αυτός ά ν ή ρ ,
j δεέφυγβ τήν προσοχήν πάντων τών ερμη­ ό ά κ ο λ ο υ θ ώ ν α υ τ ή , σ υ μ μ ε τ έ χ ο ν σ ι κ α ί τ ώ ν τ ρ ιώ ν
i νευτών », ήτοι αί τρεις προς άριστεράν μορφαί τής σ κ η ν ώ ν τ ο ν π ί ν α κ ο ς ! 'Α π λ ή ά λ λ α π ρ ο σ ε κ τ ικ ή

άνω όμάδος καί τής κάτω « ε ί κ ο ν ί ζ ο ν τ α ι ύ π δ τ ο ν έ ζ έ τ α σ ις τ ώ ν χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ώ ν τ ώ ν μ ο ρ φ ώ ν ν .α ί

π ι ν α κ ο γ ρ ά φ ο ν ε ι ς μ έ γ ε θ ο ς κατά πολί> σ μ ι κ ρ ό - τ ή ς π ε ρ ιβ ο λ ή ς α ύ ι ώ ν δ ύ ν α τ α ι ν ά π ε ίσ η ά μ έ σ ω ς ,

τ ε ρ ο ν τ ώ ν δ ύ ο θ ε α ι ν ώ ν τ ή ς ά ν ω ό μ ά δ ο ς κ α ί τ ή ς φ ρ ο ν ώ , τ ο ν ά π ρ ο κ α τ ά λ η π τ ο ν α ν α γ ν ώ σ τ η ν π ε ρ ί

τ ο ν ό ρ θ ο ν τ ή ς μ ε γ ί σ τ η ς σ π ο ν δ α ι ό τ η τ ο ς δ ι ά τή > ~
πλεόρω ς ίσταμένην Κόρην. Κενόν δέ ίδρανον οηλοΰν απούσαν θεάν χαί
ε ρ μ η ν ε ία ν τ ο ν π ί ν α κ ο ς π α ρ α τ η ρ ή σ ε ω ς τ α ύ τ η ς ».
τούτο δ/ι ώς άντιχείμενον λατρείας, άλλ' έν παραστάσει άπειχονιζούση
σκηνήν, έν^ παρίσταται έτέοα θεά, είνε πρωτάκουστον, καθ’ οσον γνω­ ΤοιαΟτα βέβαιοί ό κ. Σβορώνος (σελ. 487), άλλ’
ρίζω. ’ Εν τούτοις 6 κ. Σβορώνο; σελ. 187 κατά τόν αυτόν τρόπον δ α π ρ ο κ α τ ά λ η π τ ο ς α ν α γ ν ώ σ τ η ς εύκόλως δύναται
ίσ/υρίζεται δτι και δ ν ε α ν ίσ κ ο ς τής άνω όμάδος υπονοείται υπάρχων
καί έν τή κάτω δμάοι, « δ έ ν ά π ε ιχ ο ν ία θ η δ ε ν π ο ζο ϋ π ι ν α χ ο γ ρ ά - νά παρατηρήση δτι ή κερνοφόρος τής άνω όμάδος
φ ο υ έ ν τή χ ά ΐΐο σ χ η ν ή π ρ ο φ α ν ώ ς μ ό ν ο ν χ α ϊ μ ό ν ο ν δ ι ε λ λ ε ιψ ιν φορεϊ χιτώνα άχειρίδωτον καί στικτόν, ένω ή έτέρα
<ί χ ώ ρ ο υ , ί'ν ε χ α τ ο υ π ο λ λ ο ϋ τ ό π ο υ , ο ν χ α ζ έ λ α β ε ν έ ν α ύ τ φ ό ( ό μ φ α -
λ ό ς ) χ α ί οι (β ά χ χ ο ι), σ ύ μ β ο λ α ώ ν ή π α ρ ο υ σ ία ή ζ υ έ ν ζ α ΰ θ α , ώ ς
θ ά ί δ ω μ ε ν , π ο λ ύ μ & .Ι.Ιο ν α π α ρ α ί τ η τ ο ς ν.αϊ ο υ σ ιώ δ η ς ζής παρου­ 4 Σελ. 186 : « ύ π ό ά χ δ ρ ό ς δ α δ ο ύ χ ο υ θ ε η ζ ο ϋ , ώ ς ζό μ έ γ ε θ ο ς
:ι σ ία ς ζ ο ν ν ε α ν ίσ χ ο υ , δν ό γ ν ω ρ ίμ ω ν τ ιιν έ ν ν ο ια ν τ ή ς « α - α ύ ζ ο υ έν σ χ ί σ ε ι π ρ ό ς τ ά ζ ώ τ θ ε α ιν ώ ν roC π ί τ α χ ο ς ά π ο δ ε ιχ υ ύ ε ι» .
ρ α ό τά ό εω ς ε υ κ ό λ ω ς Α δ ύ ν α τ ο ν ά φ α ν τα ό θ Λ ώ ς ά κ ο - 2 Σιλ. 185 « Π ε ρ ίε ρ γ ο ν δέ μ ο ι φ α ί ν ε τ α ι δ ε ι ο ι ίρ μ η ν ε υ τ α ί ζοΰ
λ ο υ θ ο ν ν τ α τ φ ά ν δ ρ ί χ α ί έ ν τή χ α ζ ω σ χ η ν ή , έ ν ή π ε ρ ίπ ο υ π ί ν α κ ο ς η μ ώ ν δ έ ν π α ρ ε τ ή ρ η σ α ν δ ζ ι α ί π α ρ α σ τ ά σ ε ις ζοϋ π ίν α κ ο ς
α ζ α σ ε ι π α ρ ί σ ζ α ζ α ι χ α ί έ ν rij δίνω, π α ρ α λ ε ι φ θ έ ν ζ α δ ε μ ό ν ο ν ε ν ε χ α σ τ ε ν ώ ς σ υ γ γ ε ν ε ύ ο υ σ ι π ρ ό ς χά ρ η θ έ ν τ α ά ν α θ η μ α τ ιχ ά ά ν α γ .Ι ν φ α
) ζ ή ς φ α ν ε ρ ά ς έ λ λ ε ί ψ ε ω ς χ ώ ρ ο υ π ρ ό ς ά π ε ι χ ό ν ι ο ι ν α ύ τ ο ϋ » . (σελ. χ α ί ούγί πρός τ ά ς έ π ϊ τ ώ ν ά γ γ ε ί ω ν ε ίχ ά ν α ς ( ; ; ) , δ τ ι ε π ο μ έ ­
•ί 187)». Satis. ν ω ς π α ρ α λ λ η λ ι σ μ ο ύ ς ύ γ ιέ σ ιε ρ ο ν ή ζ ο ν ά ζ η τ ή α ω σ ιν έ π ϊ τ ώ ν α ν α ­
4 Πρβλ. σελ. 186: « Α ΰ ζ ό ς ό έ ν τ ή α π η ν ή ζ α ύ ιη χ ίω ν » . γ λ ύ φ ω ν μ ά λ λ ο ν ή έ π ϊ τ ώ ν Α γ γ ε ι ο γ ρ α φ ι ώ ν ».

ι;ί
169 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΑΕΤΣΙΑΚΩΝ ΚΕΡΑΜΟΓΡΛΦΙΩΝ 170
κερνοφορος φορεΐ χιτώνα χειριδωτόν καί άστικτον, π ει τοιοΟτον ισ χυρ ισ μ ό ν, διότι τοσοΟτον τ ο ύ λ ά χ ι-
προσέτι δέ ότι ο χιτών της πρώτης είνε βαρύς, στον είνε σαφές, ότι τό πρόσω πον τ ή ς έν τ ώ ά ε-
ένώ της έτέρας είνε λεπτός, ώστε νά ύποφαίνεται τ ώ μ α τ ι κερνοφόρου είνε ο ξύ , τώ ν δέ ά λ λ ω ν μ ά λ ­
τό σκέλος, τοΟ δέ κρασπέδου ή διακόσμησις δια- λον σ τρ ο γγύ λ ο ν, ή δέ ρίς εκείνης μέν κ ά θετο ς,
φορωτάτη'. Η δέ εν τώ άετώματι κερνοφόρος φέ­ τώ ν δέ ά λ λ ω ν ίκα νώ ς ά νά σ ιμ ος. Α ί δέ τ ρ ε ις π ω -
ρει ιμάτιον λευκόν, όχι έρυΟρόν ώς αΐ άλλαι, ή δέ γωνοφόροι μορφαί τοσοΟτον ά μ ε λ ώ ς κ α ί α ύ τ ο σ χ ε -
κόμη αύτής είνε διατεταγμένη εις βοστρύχους δίω ς είνε γ ε γ ρ α μ μ έ ν α ι, ώ σ τε μ ό λ ις δηλοΟ ται δ ι’
κατερχομένους μέχρι της ράχεως, ένώ τών άλλων α ύ τώ ν τό γενικόν σ χ ή μ α τ ή ς μορφ ής άνδρών π ω -
είνε άναδεδεμένη εις κόσσυμβον. Ή περί δμοιότη- γω νο φ ό ρ ω ν, π ερ ί δέ α το μ ικ ώ ν χα ρα κ τη ρ ισ τικώ ν·
τος λοιπόν της περί β ο , Ι ή ς τών τριών τούτων γυ­ ούδείς λό γο ς δύ να τα ι νά γ ίν η . Σ η μ ειω τέο ν δ’ ότι
ναικών Οιαβεβαίωσις τοΟ κ. Σβορώνου ούδαμώς τό πρόσω πον τοΟ έν τ ώ άετώ μ ατι πω γω νοφόρου
άποοεικνύεται άληθής.Τών δέ τριών άνδρών ή περι- είνε καί λία ν πα ρα μεμορφ ω μένον έκ μ ε τα γ εν ε σ τέ­
βολή δέν έχει μέν τινα διαφοράν προφανή, ά λλ’ ρων χ α ρ α γ μ ά τ ω ν *, εις άκρον δέ θα υ μ α σ τό ν είνε
ούοέ ήούνατο νά έχη, άφοΟ πάντες είνε άπλούστατα π ώ ς 6 κ. Σβορώ νος ό μ ε λ ε τ ή σ α ς καί έρμ,ηνεύσας
οι’ ένός μόνον ίματίου ένδεδυμένοι, προς τούς τρεις τόν ή μ έτερον π ίν α κ α έκ τοΟ π ρ ω το τύ π ο υ π ο ίν ή
δέ τούτους άνδρας ομοιότατα είνε ένδεδυμένος καί άπεικονισθή κ α ί έκδοθή ύ τ ’ έμοΟ (σ ε λ . 183) - δέν
ό πα"ϊς της άνω ομάδος. π α ρ ετή ρ η σ εν ό τι το ύτο υ το υ λ ά χ ισ το ν το Ο π ω γ ω -
Περί δέ της όμοιότητος τών χαρακτηρεστεχών νοοόρου τό πρόσω πον δέν δ ύ ν α τα ι νά π α ρ α β λ η θ ή
τών μ-ορφών, έξ ής κατά τόν κ. Σβορώνον σα­ π ρ ό ς τ ά τώ ν ά λ λ ω ν καθό σχεδόν κατεστραμμ,ένον.
φέστατα καί αμέσως (ίδε ανωτέρω) καταφαίνεται Μετά τής αύτής αυθεντίας ό κ. Σβορώνος βέ­
οτι τό αύτά άτομον ήτοι τήν Νιίνιον (σελ. 190) βαιοί ότι «ό ε π ό μ ε ν ο ς α ν τ ο ΐ ς » 3, ήτοι τή κερνο-
παριστώσιν αί εΐρημένάι τρεις γυναικεΐαι μορφαί, Ι^ριυ καί τώ πωγωνοφόρω άνδρί, ν ε α ν ί σ κ ο ς τής
ώσαύτως δέ καί αί τρεις πωγωνοφόροι μορφαί τον άνω όμάδος άπαντα « ά π α ρ α Λ , ί ά κ τ ω ς τ ή ν τ ε μ ο ρ ­
αύτάν άνδρα, τί άν εΐποι τις ; "Οχι μόνον έν τφ φ ή ν κ α ί τ ή ν ά ν α β ο .Ι ή ν π ρ ώ τ ο ν μ ε ν έ ν τ ή ά ε τ ώ -

ήμετέρω πίνακι, ού ή τέχνη δέν διακρίνεται έπί μ α τ ι ( κ α τ α κ ε ίμ ε ν ο ς ) ά ε ν τ ε ρ ο ν (ϊέ έ ν τ ή ά ν ω

άκριβεία καί έπιμελεία, άλλ’ έν ούδεμια αρχαία σ κ η ν ή τ ο ϋ κ ύ ρ ιο ν π ί ν α κ ο ς ( ά κ ο .Ι ο ν θ ώ ν τ ή κ ε ρ -

κεραμογραφία αί μορφαί φέρουσι σαφή άτομικά (σελ. 187). ’Αλλά πώς δύναται νά
ν ο φ ό ρ ω )ι>

χαρακτηριστικά, ώστε έή* αυτών νά βεβαιωθή ταυ- θεωρηθή ά π α ρ α . Ι . Ι ά κ τ ω ς όμοια ή όξυτάτη δίκην
τότης προσώπων. Τά χαρακτηριστικά τών μορ­ ^ύγχους πτηνοΟ ρίς τής έν τώ άετώματι μορφής
φών έτι καί τών άριστων κεραμογραφιών είνε γε­ έν άκρα άντιθέσει εύρισκομένη πρός τήν σιμ-ήν
νικά καί τυπικά, συχνότατα δμοιάζοντα πρός άλ- ^ΐνα τής έτέρας ; Σχετικώς όμοιοτέρα είνε ή κατά
ληλα, ώς κατά το αύτά σχήμα πεποιημένα. Πρό­ το δεξιόν άκρον τοΟ αετώματος κεφαλή, νομίζω
χειρον παράδειγμα παρέχει ή τεχνικώς πολύ ύπερ- δ’ ότι ό κ. Σβορώνος ώφειλε νά έξηγήση, διά τί
τέρα τού ήμετέρου πίνακος Κυμαία ύδρία, έν μόνον έν τή πρώτη μορφή άνευρίσκει τήν δμοιό-
η ύπάρχουσι πλείονα τοΟ ένός πρόσωπα, ών αμ­ τητα καί όχι έντή έτέρα τή σχετικώς όλιγώτερον
φισβητείται τό φΟλον. Καθ’ όσον δ’ ημείς τουλά­ άνομοία.
χιστον γνωρίζομεν, πρώτην ήδη φοράν εύρέθη άρ- Έ π ί τής αύτής όμοιότητος τών χ α ρ α κ τη ρ ισ τι­
χαιολόγος ίσχυριζόμενος σοβάρώς ότι άναγνωρίζει κών, οΰσης κατ’αύτόν πάνυ φανεράς (σελ. 188),
έν κεραμογραφία έκ τών χαρακτηριστικών την στηριζόμενος ισχυρίζεται ότι ή δαδουχοϋσα γυνή
προσωπογραφίαν (portrait) ώρισμένου προσώπου. τής άνω όμ.άδος είνε ή αυτή πρός τήν καθημένην
Σημειωτέον όμως ότι καί έν όλη αυτής τή άτελεία
* "Ιδε ανωτέρω σιλ. 3—4.
ή παράστασις τοΟ ήμετέρου πίνακος tier έπιτρέ-1 3 Κα ί οι έπαινο», οΟ; 6 κ. Σβορώνος αφειδώς (χαιπερ δικαίως άλ­
λως) απονεμε» εις την άπειχόνιιιν του χ. Gillieron, (σελ. ΟΟ χαΐ
1 Παραλείπω τόν όρμον, ον φέρει μόνον η πρώτη χερνοφόρο;,διότι ISO ) ποοΰποΟέτουτι βεβαίως αντιπαραβολήν προ; τό πρωτότυπον.
δύναται τι; νά ίσχυριοθ# ότι τη; διυτ^ρας ό βρα/uuv άποχούπτει τόν 3 Πράγματι δέν ί η ι τ α ι avre/fic ούτε έν τη άνω δάκοι ούτε έν τώ
λαιμόν αυτής. άετώματι.
4 71 Ε Π Ε Ξ Η Γ Η Μ Α Τ ΙΚ Α ΤΩ Ν Ε Λ Ε Υ Σ 1 Ν ΙΑ Κ Ω Ν ΚΕΡΑ Μ 0ΓΡΛ Φ 1Ω Ν 172

•θεάν τής κάτω, ήτοι ή Κόρη. Άλλ' δμως ή έπι- χονται τήν λατρείαν τών έγχωρίων δαιμόνων καί
στημονική ακρίβεια νομίζω δτι δέν έπέτρεπε νά ήρώων. Επειδή δέ τό γεγονός τοΟτο τής έγκαθι-
καταλίπη άμνημόνευτον δτι και ή ένδυμασία των δρύσεως τών θεών έν Έλευσινι έγενετο αφετηρία
-δύο τούτων μορφών και ή κόμμωσις εινε διαφορω- τής τελετής τών μυστηρίων, προσετέθησαν εις τήν
τάτη, ώστε ή ταυτότης μόνον έκ τής δήθεν πάνυ παράστασιν πολλά σύμβολα δηλοΟντα τήν τελε­
φανερας ούσης όμοιότητος των χαρακτηριστικών τήν ταύτην. Ή σκηνή λοιπόν εινε ενιαία, ήτοι
•έξάγεται. πρόσοδος, άλλ1 αυτή ώς έκ τών μετεχόντων αυ­
Ί οιαϋτα εινε τά τεκμήρια, δΓ ών ό κ. Σβορώ­ τής προσώπων άναμιμνήσκει καί το προγενέστερον
νος ήθέλησε νά. ύποστηρίξη την τρι^οτόμησιν τής γεγονός τής συναντήσεως Δήμητρος καί Κόρης
παραστάσεως τού ήμετέρου πίνακος. Όχι όλιγώ- καί το μεταγενέστερον τής τελετής τών μυστη­
τερον παράδοξα εινε και άλλα τών ύπ’ αύτοΟ γε- ρίων . Ό 'Ομηρικός ύμνος περιγράφει ταΟτα
γραμμένων. Μοΰ καταγινώσκει άντίφασιν, διότι ένώ δι 98 στίχων, εις ο ΰ : παραπέμπω, άλλ’ ό πίνα-
ερμηνεύω τήν παράστασιν ώς πρόσοδον, α.1'φνης 1 κογράφος μή δυνάμενος νά παραστήση πάντα
λέγω δτιείνε εύ'κολον νά συμπεράνωμεν δτι δ πίναξ ταΟτα έν άλληλουχία έξέλεξεν έκ τής δλης διη­
τταριστα τήν έν τφ Όμηρικώ εις Δήμητρα ΰμνω γήσεων μίαν σκηνήν, τήν τής προσόδου ’, καί
(στίχ. 384 έως 482) περιγραφομένην σκηνήν ήτοι κατώρθωσε διά τής συνθέσεως αύτής νά υπο­
τήν μετά τής Δήμητρος συνάντησιν τής έκ τοΟ δήλωσή έν συνόψει άπαντα τον μϋθον. Ίδοΰ ή
Άδου άνελθούσης Κόρης καί τήν κατόπιν ίδρυσιν σύμπτυξις, ήν εύρίσκει παράδοξον καί πρωτοφανή
τών μεγάλων μυστηρίων. Παρατηρεί δε δτι ταΟτα ό κ. Σβορώνος. Έπραξε δηλαδή ό πινακογράφος
δεν συμβιβάζονται προς τον 'Ομηρικόν ύμνον, 0σ- δ,τι οί ζωγράφοι οί έπιγειροΟντες νά άπεικονίσωσι
τις παριστα τάς θεάς μετά πόθου άμφαγαπα- δραματικήν τινα ΰπόθεσιν καί προς τοΰτο έκλέγον-
ζομένας άλλήλας μετά τήν συνάντησιν, ένώ έν τ|ρ τες έξ αύτής μίαν μόνον σκηνήν ύποδηλοΟντες δέ
πίνακι αί Οεαί παρίστανται καθήμεναι ήρεμα καί διά τής συνθέσεως τής σκηνής ταύτης τήν ύλην
•μακράν άλλήλων έν πλήρει προς άλλήλας άδιαφο- ύπόθεσιν2.
ρία (σελ. 174). ’Ισχυρίζεται δέ προσέτι δτι άτόπως Τήν αύτήν. μέθοδον άκολουθών ό κ. Σβορώνος
θεωρώ μέν τήν παράστασιν ώς ένιαίαν, « ούχ; ούδαμώς οκνεΐ νά μοι άποδώση άγνοιαν αύτοΟ του
ήττον δμως αναγνωρίζω αυτήν α) ώς πρόσοδον εις Δήμητρα ύμνου λέγων δτι δεχόμενος τον έν
Λατρείας, β ) ώς συνάντησα· Δήμητρος καί Κό­ τή άνω όμάδι παΐδα ώς τον Δημοφώντα άγνοώ δτι
ρης·, γ) ώς ίδρυσιν τών μεγάΛων μυστηρίων, ό) οδτος κατά τήν εις Ελευσίνα άφιξιν τής Δήμητρος
ώς έγκαθίδρυσιν τών θεών έν ' ΕΛευσινι καί τέ- «καί κατά τήν έγκαθίδρνσιν τής Λατρείας αύ­
Λος ε) ώς εορτήν τών μεγάΛων μυστηρίων, τονθ ’ τής έν ΈΛενσϊνι ήτο νεογνον (στιχ. 141) νπδ
•δπερ νομίζει δτι άποτεΛεϊ άρκετά παράδοζον καί τον κόΛπον φερόμενον νέον θάΛΛος (στίχ. 186),
πρωτοφανή κατά σύμπτυζιν ερμηνείαν σκηνής
ενιαίας » (σελ. 175). ΤαΟτα βεβαίως θά ήσαν • Tijv πρόσοδον ταύτην περιγράφει δ 'Ομηρικό; ύμνος μόνον διά
τριών στίχων (438—440):
άτοπώτατα, άν ήσαν άληθή, άλλ’ 6 αναγνώστης,
νομίζω, άναγινώσκων τά ανωτέρω (σελ. 37-38) τήσιν δ’ έγγύβεν ήλθ' Εκάτη λιπαροκρήδεμνος
πολλά δ' άρ- άμφαγάπησε κόρην Δημήτερος άγνήν
ύπ’ έμοΰ γεγραμμένα εύκόλως δύναται νά ίδη δτι εκ του οΐ ποόπολος και όπάων επλετ’ άνασσα.
ούδεμία άντίφασις υπάρχει ού'τε προς τον 'Ομηρι­
Ό πινακογράφος προσθέσας πλήν τής 'Εκάτης και άλλα πρόσωπα
κόν ύμνον ούτε προς τό ένιαΤον τής παραστάσεως. κατέστησε τήν σκηνήν παραστατικωτέραν.
Έν τώ πίνακι παρίστανται αί Οεαί μόλις προ μι­ 2 Τοιούτόν τι επραξε καί ό καλλιτέχνης τών γνωστών έκ Μαντι-
κρού έγκαθιδρυμέναι έν Έλευσινι, άρα κατόπιν νείας αναγλύφων τών άποδιδομένων τώ Πραξιτέλει. Έ ν τω άνα-
γλύφιρ δηλαδή, τω παριστώντι τόν μουσικόν αγώνα τού ’Απόλλω­
τής συναντήσεως καί τής έπακολουθησάσης αύτήν νος πρδς τόν Μαρσύαν, ό Μαρσύας είκονίζεται είσέτι αυλών, αλλά
συγκινητικής σκηνής, ήδη δέ έγκαθιδρυμέναι δέ- πλησίον ίσταται έ Σκύβης κρατών τήν μάχαιραν, δΓ ης εςέδαρεν
αυτόν επειτα 'Ο τεχνίτης λοιπόν παρέστησεν ούτως όλόκληοον τόν
1 ’ Αλλά πώς α ϊ φ ν ι κ , άφοΰ εκτίθενται προηγουμένως οί λόγοι, περί τοϋ Μαρσύου μϋβον, καίτοι απεικόνισε μόνον μίαν σκηνήν εξ
i f ών έξάγεται τό συμπε'ρααμα τοΰτο ; α ύτοΰ.
173 Ε Π Ε Ε Η Γ Η Μ Λ Τ ΙΚ Α ΤΩ Ν Ε Λ Ε Τ Σ 1 Ν ΙΑ Κ Ω Ν Κ Ε Ρ Λ Μ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΩ Ν 174

δ ίίε ρ ή Δ η μ ή τ η ρδ ε χ θ ε ΐσ α έ ν τώ θ ν ώ δ ε ι κ ό λ π ω πρός γεγονός τελούμενον έν πλησιεστάτη προς αύ-


α ύ τ ϊ 7C (στ ίχ. 231) ε τ ρ ε φ ε ν toe ν ή π ι ο ν «, ένώ έν τούς γειτονεία, έπειτα δέ καί αί Ανωτέρω καταλε-
τω ήυ,ετέρω πίναχι ή μορφή παριστά έ φ η β ο ν σ χ ε ­ χθείσαι έκτενεΐς κεραμογραφίαι παρέχουσιν ικανά
δ ό ν ν ε α ν ί σ κ ο ν ( σελ. 177 έξ.).Έλησμόνησεν δμως παραδείγματα θεών καί άλλων ιδανικών προσώπων
b χ. Σβορώνος δτι κατά τον εις Δήμητρα ύμνον παρισταμένων κατά τά άκρα τής παραστάσεως.
μεταξύ τής εις ’Ελευσίνα άφίξεως τής Δήμητρος άλλά μή μετεχόντων αμέσως τής άπεικονιζομένης
καί τής ανόδου τής Κόρης καί τής έν Έλευσΐνι πράξεως. Πρβλ. τήν είρημένην παράστασιν τής
έγκαταστάσεως αύτής, ήν παριστα ο ήμέτερος πί- Μήδειας, τήν τοΟ Δαρείου, τήν έν Monutn. ΧΙΓ
ναξ, συνετελέσθη ή οικοδομή τοΟ ναοΟ ( Ύμν. εις άρπαγήν τών Λευκιππίδων, τόν τάφον τοϋ Πατρό­
Δήμ. στίχ. 295 έξ.), άπεστάλη ή Ίρις ύπό τοϋ κλου καί τήν άπολύτρωσιν τής ’Ανδρομέδας. Τό
Διός ττρος τήν έν τώ ήδη άνφκοδομημένφ ναώ κα- πράγμα εινε συνηθέστατον, ώστε άπορον είνε πώς
θημένην Δήμητρα (στίχ. 319) καί ακολούθως ήγνοήθη.
άνήλΟεν έκ τοΟ "Αδου ή Κόρη. Ό τι δέ τό χρονι­ Εύ'κολον θά ήτο νά έλεγχθώσιν δμοίως και
κόν τοΟτο διάστημα δέν ύποτίθεται μικρόν, μαρ­ άλλα τών ύπό τοϋ κ. Σβορώνου γεγραμμένωνr
τυρεί πάλιν αύτός ο ποιητής τοΟ ύμνου λέγων δτι άλλά καί τά παρόντα νομίζω πλέον ή έπαρκή *.
ή Δημήτηρ έποίησεν έπι τής γής α ί ν ό τ α τ ο ν ε ν ι α υ ­
τόν (στίχ. 305), καί μόλις μετά τήν άνοδον τής
Κόρης έπέτρεψε νά άναδώση ή γή νέαν βλάστησιν Ανδρεας Ν. Σκιάς
(στ. 471), ήν δηλοΟσιν έπί τοϋ ήμετέρου πίνακος
τά έγκατεσπαρμένα άνθη . Εννοείται δτι έν τω
* ΤΗσαν ήδη έτοιμα πρός εκτύπωσιν τά ανωτέρω, ore εδημοσιεύθη-
μεταξύ καί ό Δημοφών άνεπτΰχΟη οπωσδήποτε, νέον ογκώδες τεύχος τού περιοδικοί» του χ. Σβορώνου, έν <5 διά μα­
ώστε ήδύνατο ώς παιδίον νά μετάσχη τής προς κρών διαλαμβάνει περί re του ήμετέρου πίνακος και αλλοιν πολ­
λών. Περί τών έν τώ τεύχει τούτω γεγραμμένων περιττόν εινε νά
τάς θεάς λατρείας. Γνωστόν δ’ άλλως εινε δτι έν βηθώσι πολλά, άλλά βραχείαί τινες παρατηρήσεις φαίνονται απα­
τοίς τοιούτοις ούτε οί κεραμογράφοι ούτε οί ποιη- ραίτητοι.
ταί είνε πολύ ακριβείς. Πρόχειρον παράδειγμα εινε ’Αδίκως βπώπτευσα ανωτέρω (σελ. 170) οτι δ χ. Σβορώνος είχε
λησμονήσει οτι τό πρόσωπ ον του έν τώ άετώματι πωγωνοφόρου εινε
ή έν Arch. Zeitung 1847 πίν. Ill παράστασις λίαν έφθαρμένον δι' βστέρων χαραγμάτων. Έ κ του νέου τεύχους άπο-
τοϋ μύθου τής Μήδειας, έν ·ρ τά τέκνα αύτής, δειχνυεται οτι γινώσχει τούτο καλώς, απεικονίζει δέ καί αυτό τό πρό-
σωπον τής είρημένης μορφής μετά τών επ'αυτού χαραγμάτων (σελ.
ν καίτοι βεβαίως δέν ήσαν έφηβοι σχεδόν νεανί­ 268 είχ. 6 ). Ή άπειχόνισις αυτή θά εινε αληθώς χρήσιμος διά τους
σ κ ο ι , όμως παρίστανται εις τήν αύτήν άναλογίαν, άναγνώστας.ΡΟτε εγώ εγραφον τά ανωτέρω, δέν προσεδόχων δτι δχ*
ώς έν τφ ήμετέρω πίνακι. μόνον τό ολως αυτοσχέδιον της τέχνης άλλ* ουδ* αυτή ή παρούσα
χατάστασις τής είρημένης μορφής δεν θά έχώλυον τον χ. Σβορώνον
Έν σελ. 178 έξ. πάλιν άπορων πώς νομίζω τάς νά έζαγάγη αυθεντικά συμπεράσματα περί τής ταυτότητος τής μορφής
κατά τάς γωνίας τοΟ άετώματος νεανικάς μορφάς ταύτης έχ τών χαραχτηριστιχών αυτής.
Τό έν σελ. 256 γεγραμμένον δτι μ ό ν ο ς εγώ π α ρ α δ ό ξ ω ς δ ε ν θ έΛ ω
ώς τοπικούς τινας δαίμονας κατά τήν γνωστήν ν ά δ ε χ θ ώ τήν γνώμην του χ. V. F ritz e δτι έν τω ήμετέρω πίνακι
συνήθειαν των έν τοίς άετώμασι συνταγμάτων, παρίσταται δρχησις, δέν εινε άληθές, διότι καί προ έμου 6 Ruben-
sohn (M ilth . X X I I I σελ. 294) έξέλαβε τήν παράστασιν ώς Prozes-
έρωτα «κατά τίνα τρόπον δύναται ή συνήθεια των
sion, ήτοι πρόσοδον.
εν τοίς άετώμασι συνταγμάτων νά είσαγάγη εις Ωσαύτως δέν εινε άληθές δτι έν Πραχτιχοίς τής *Αρχ. Έ τα ιο .
ώρισμε'νην ένιαίαν μυθολογικήν παράστασιν προ ■ 1897 σελ. 75 έγραψα Π α ν α γ ί α Π ε ζ ρ η ή , ώς pefiaiot ό κ. Σβορώνος
σελ. 241 δποσημ. 4, διότι ύπ’ εμοΟ έγράφη δχι Πεζριζή άλλά «τ οϋ
σωπα ούδόλως προς αυτήν σχετιί,όμενα ». Ά λλ’ Π ε ζ ρ Ι ε η ν . Επομένως ή παρατήρησις: (γ ρ . /7ετρωτή) χτλ. εινε.
δμως οι έπιχώριοι δ α ί μ ο ν ε ς ούδαμώς είνε άσχετοι άτοπος.
Ε Ρ Ε Τ Ρ ΙΚ Ο Ι Α Μ Φ Ο ΡΕΙΣ T O T ΕΚΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ
ψ'
(Π ίν . 9 -1 2 ).

Τά δύο (άρ. 2 καί 3) των ένταΰθα δημοσιευο- σειρά φυλλοειδών κοσμημάτων καί ολίγον κατω­
■μένων τριών αγγείων εύρέθησαν έν ταϊς άνασκα- τέρω πλέγμα έκ διπλών άνθεμίων καί σπειρών,
φαϊς, άς ο κ. Κουρουνιώτης έπεχείρησε κατά τό έπί δέ τής οπίσθιας σειρά πτηνών ποός το αύτό
1898 εν τή Έρετρική νεκροπόλει (Έθν. Μουσ. μέρος έστραμμένων.
12075,12076), τό τρίτον άνεκαλύφθη έν τώ αύτψ Κ ο ιΛ ία . Έπί ταύτης παρίσταται ό γάμος τού
τόπω τό 1889 καίεισήλΟεν εις τό Μουσεϊον εν έτος Διός καί τής Ήρας. Έπί άρματος τεθρίππου οί
μετά ταΟτα ίάρ. 1004· πρβλ. Δελτίον 1890 σ. δύο σύζυγοι, ό Ζεύς κρατών τά ηνία καί παρ’
■50,1). αύτον ή Ήρα κεκαλυμμένη διά πέπλου. Οί ίπ­
Ό κύριος Κουρουνιώτης μοι έπέτρεψε φιλοφρό- ποι εΐνε άνά δύο έζευγμένοι καί οί μέν πρός τό
νως νά δημοσιεύσω την σειράν ταύτην τών άγ- βάθο.ς ύψούσι τήν κεφαλήν , ένω οί δύο άλλοι
γείων έν τη Άρχ. Εφημερίδι. Παρακαλώ τούτον εχουσι ταύτην πρός τά κάτω κεκλιμένην. ’Όπι­
νά δεχθή τάς Οερμάς μου ευχαριστίας έπί τούτψ. σθεν του οχήματος άκολουθούσιν δ Διόνυσος κισ-
’Ιδού έν πρώτοις ή περιγραφή τών άγγείων τού­ σώ έστεμμένος καί μετ’ αύτόν γυνή άναμφιβό-
των κατά χρονολογικήν σειράν τεταγμένων. λως, ή Αφροδίτη. ΙΙαρά τά οπίσθια τών ίππων
1. — Άρ. 1004. Μέγας άμφορεύς εχων κωνι­ αύλητρίς, καί μετ’ αυτήν τρεις γυναίκες έπί τής
κόν πόδα, ύψηλόν λαιμόν καί πώμα. Ό ώμος τού αύτής γραμμής, πιθανώτατα αί Ώραι. Προ τής
αγγείου εΐνε κεκυρτωμένος, ή κοιλία ωοειδής, αί κεφαλής τών ίππων ή “Αρτεμις φέρουσα τάς δάδας
διπλαΐ λαβαί εΐνε τοποθετημέναι έπί τού κυρτώ­ τοΟ 'Υμεναίου. Μικρά Σειρήν ίπταται εις ένδειξιν
ματος τού ώμου. Τψ. άπό τής βάσεως μέχρι τοΟ καλού οΐωνοΟ.
καλύυ.αατος 0,90. Κατωτέρω τής κυρίας ταύτης σκηνής εύρίσκε-
Κ ά ΐ υ μ μ α . Δύο ζώναι κοσμημάτων ών ή μεν ται σειρά βοών έχόντων τήν αύτήν διεύθυνσιν.
σύγκειται έξ ακτινοειδών άκανθων ή δέ έκ πλέγ­ Τό ο π ί σ θ ι ο ν τής κοιλίας κοσμεί Σειρήν έχουσα τάς
ματος καλύκων καί άνΟών λωτού. πτέρυγας άναπεπταμένας· εκατέρωθεν ταύτης πρός
<’ Λ α ι μ ό ς . Έπί τοΟ άκροτάτου χείλους ζητοειδές τό κατώτερον άκρον τής έπιφανείας ίσταται φύλ—
κόσμημα. Κατωτέρω σειρά πτηνών προς τό αύτο λον κισσού δρθιον έπί τοΟ μίσχου του. Τδ κατώ-
•μέρος έστραμμενων. τατον τής κοιλίας κοσμείται ύπό άκτίνων περι-
Τήν κυρίαν εικόνα τού λαιμοΟ άποτελεΐ σκηνή βαλλουσών κύκλω ταύτην.
έκ τής «κρίσεως τού Πάριδος».Τών τριών θεαινών, Ό π ο ν ά κοσμείται μόνον κατά τό πρόσθιον μέ­
ών ή πρώτη φέρει έν χερσί σκήπτρον καί στέφανον, ρος ύπό δύο ζωνών ζώων' α'] μεταξύ δύο λεόντων
αί δέ δύο μετ’αυτήν στεφάνους, ηγείται κηρυκειο­ έχόντων τάς κεφαλάς κατ’ άντίθετον διεύθυνσιν
φόρος Ερμής γενειών.’Όρθιος προς ταύτας άτενί- έστραμμένας δύο Σειρήνες άντωποί εκατέρωθεν
ζων Γσταται προ αυτών ό Πάρις γενειών ώσαύτως φύλλου κισσού- β") πλέγμα μεταξύ δύο άντωπών
καί έγων προ αΰτοΰ το δόρυ. Έπί τού όπισΟίου κάπρων. Φύλλον κισσού ορθιον ώς ανωτέρω.
τοΟ λαιμού δύο άντωποί λέοντες. Ερυθρόν χρώμα χρησιμεύει προς δήλωσιν τών
Ώ μ ο ς . Έπί τού μεταξύ τών δύο λαβών δια­ οφθαλμών τών γυναικών, μερών τινων τής έσθή-
στήματος ύπάρχει έπί τής έμπροσθίας πλευράς τος, τού σώματος τών ζώων, καί λεπτομερειών
X I *
XXX
*
4

You might also like