You are on page 1of 36

ΓΑΛΛΙΑ: ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ ΑΛΛΑ

ΧΩΡΙΣ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ


01/12/2018 · by kseeath · in Διεθνή. ·

Του Marc Lassalle από το redflagonline, σε μετάφραση Κ.Μαρ. για το Avantgarde


Βρισκόμαστε στο μέσο ενός ακόμα ισχυρού κοινωνικού κινήματος της Γαλλίας. Αυτή τη φορά στρέφεται κατά
του αντιδημοφιλούς προέδρου Εμμανουήλ Μακρόν και του οικολογικού του φόρου στα προϊόντα πετρελαίου, τα
οποία έχουν δει την τιμή τους να αυξάνεται 16% τους τελευταίους οκτώ μήνες [1].
Στις 17 Νοεμβρίου, στήθηκαν περισσότερα από 2.000 οδοφράγματα και κινητοποιήθηκαν πάνω από 280.000
άνθρωποι. Μια εβδομάδα αργότερα, η δράση επαναλήφθηκε με αποκλεισμούς και διαδηλώσεις στο Παρίσι και σε
πολλές πόλεις με τη συμμετοχή περίπου 100.000 ατόμων. Σημαντικές αναταραχές συνέβησαν στα Ηλύσια Πεδία.
Τα κίτρινα γιλέκα, που πήραν το όνομά τους από τα γιλέκα υψηλής ορατότητας, που πρέπει να φέρουν στα
αυτοκίνητά τους, έχουν εκμεταλλευτεί τη διαδεδομένη δυσαρέσκεια για τις αυξήσεις σε φόρους και τιμές, οι
οποίες έχουν πλήξει ιδιαίτερα τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα. Μέχρι στιγμής το κίνημα έχει αποδειχθεί
ιδιαίτερα ανθεκτικό, με το 70-80% της κοινής γνώμης να το υποστηρίζει, παρά τη βία και την αυξανόμενη
επιρροή της ακροδεξιάς Μαρί Λεπέν.
Οργανωμένο μέσω διαδικτυακών καναλιών ενημέρωσης και κοινωνικών μέσων, το εύρος του κινήματος δεν
έπληξε μόνο την κυβέρνηση Μακρόν αλλά και τα περισσότερα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα. Παρά τις
κατευναστικές του δηλώσεις, ο πρόεδρος ξεκαθάρισε στο πολιτικό του προσωπικό την απόλυτη άρνησή του να
υποχωρήσει στους διαδηλωτές. Επιμένει ότι ο φόρος καυσίμων δεν θα παρθεί πίσω.
Ο Μακρόν έχει ήδη αντιμετωπίσει ένα κύμα διαμαρτυριών στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, όταν οι
συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις κινητοποιήθηκαν ενάντια στην κυβερνητική επίθεση στην προστασία της
απασχόλησης που ενσωματώνεται στον Κώδικα Εργασίας [Code du travail]. Το κίνημα αυτό, με την
αριστερόστροφη συνδικαλιστική ομοσπονδία CGT στην πρώτη γραμμή, καταδίκασε τον Μακρόν ως «τον
πρόεδρο των πλουσίων», σε μια προσπάθεια αντίστασης της οργανωμένης εργατικής τάξης και των συμμάχων της
στην καταστροφή των εργατικών κεκτημένων που αφορούσαν την ασφάλεια των θέσεων εργασίας και τις
κοινωνικές παροχές που ωφελούν ολόκληρο τον πληθυσμό.
Αλλά αν και τα κίτρινα γιλέκα που διαδηλώνουν στα οδοφράγματα καταγγέλλουν επίσης τον Μακρόν ως έναν
απροσάρμοστο πρόεδρο, αντιπροσωπεύουν έναν εντελώς διαφορετικό σχηματισμό κοινωνικών δυνάμεων,
αποτελούμενο κυρίως από αγροτικές και προαστιακές μεσαίες τάξεις των οποίων τα εισοδήματα πλήττονται από
την αύξηση των φόρων, καθώς και εργαζομένων που αναγκάζονται να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να
πάνε στη δουλειά τους, αφενός λόγω των αυξανόμενων ενοικίων μέσα στις πόλεις και αφετέρου λόγω περικοπών
στα προαστιακά συστήματα μεταφορών.
Αυτό κάνει τα κίτρινα γιλέκα ένα πραγματικά λαϊκό, δηλαδή διαταξικό κίνημα, με μια όντως μαζική βάση. Αλλά
αυτό εξηγεί επίσης την αδιαφορία του ή την άμεση εχθρότητα του προς το οργανωμένο εργατικό και αριστερό
κίνημα, που παρά την επίσημη απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων, έχει αποδειχτεί γόνιμο έδαφος για
τους Συντηρητικούς Δημοκράτες (LR) και την Εθνική Συνάθροιση-RN (έτσι λέγεται πλέον το Εθνικό Μέτωπο
της Μαρίν Λεπέν). Και τα δύο αυτά κόμματα έχουν κεφαλαιοποιήσει το κίνημα, πράγμα που φαίνεται ήδη στις
δημοσκοπήσεις για τις προσεχείς ευρωεκλογές.
Ωστόσο, το γεγονός ότι τα δεξιά αστικά κόμματα, η άκρα δεξιά ακόμη και φασιστικές ομάδες έχουν εμπλακεί στο
κίνημα σεβόμενοι συμβολικά το «μη πολιτικό» καθεστώς, δεν εξηγείται μόνο από το μικροαστικό κοινωνικό
περιβάλλον. Αποτελεί επίσης συνέπεια της αποτυχίας των οργανώσεων και των ηγετών της εργατικής τάξης να
απαντήσουν στην πρόκληση και να τσακίσουν την επίθεση του Μακρόν όταν είχαν την πρωτοβουλία, μετά τη
σοβαρή εκλογική ήττα για το Εθνικό Μέτωπο και τους Ρεπουμπλικάνους.
Ο πιο δημοφιλής αριστερός ηγέτης, Ζαν-Λυκ Μελανσόν, αρνήθηκε ουσιαστικά να συμμετάσχει στην αντίσταση,
με την εμμονή του στους εκλογικούς αντιπάλους του πολιτικού του Κινήματος Ανυπότακτη Γαλλία.
Η πολιτική αυτού του «κινήματος», το οποίο είναι κάτι περισσότερο από μια εκλογική σύμπραξη για την
προώθηση των φιλοδοξιών του ηγέτη του, έχει εκφυλιστεί σε έναν άθλιο ρεπουμπλικανικό πατριωτισμό που
παίζει με τα αντιμονοπωλιακά και αντιγερμανικά αισθήματα για να ενισχύσει το οικονομικό εθνικιστικό του
πρόγραμμα. Οι μετριοπαθείς συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η Force Ouvriere και η CFDT, λιγότερο ή
περισσότερο ανοιχτά, έχουν σαμποτάρει τον αγώνα ενάντια στον Μακρόν, λειτουργώντας ως συμβουλάτορες στο
κυβερνητικό σχέδιο κατεδάφισης του Κώδικα Εργασίας.
Ωστόσο η CGT, επικεφαλής του αγώνα γενικά και των μαχητικών σιδηροδρομικών εργαζομένων ειδικότερα,
περιόρισε την αντίσταση σε μια σειρά προγραμματισμένων απεργιών μιας ημέρας, με σκοπό να σαμποτάρει την
ορμητικότητα και τη γενίκευση της αντίστασης που θα αποσπούσε το κίνημα από μια καθώς πρέπει
διαπραγμάτευση μεταξύ των συνδικάτων και του Μακρόν σε μια άμεση πολιτική σύγκρουση με ολόκληρο το
καθεστώς.
Αυτές οι αποτυχίες δεν σήμαιναν μόνο ότι η κυβέρνηση ανέκτησε το χαμένο έδαφος, αλλά ακόμα χειρότερα, η
εργατική τάξη άφησε την πρωτοβουλία σε εκείνους που επιδίωκαν να συσπειρώσουν τους ανοργάνωτους ή
πολιτικά καθυστερημένους εργάτες, καθώς επίσης και τις κατώτερες μικροαστικές τάξεις, σε ένα διαφορετικό
πρόγραμμα αντιμετώπισης της κατά τα άλλα πραγματικής αίσθησης της κρίσης.
***

Υπάρχει ένας τεράστιος και δικαιολογημένος θυμός μεταξύ του «λαού» για τα κυβερνητικά αντικοινωνικά
χτυπήματα, τις αυξανόμενες τιμές και τις απατηλές υποσχέσεις. Υπάρχει επίσης η συνολική αλαζονεία ενός
προεδρικού στυλ που παριστάνει τον παντοκράτορα. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως κινητήριο μοχλό για μια
εθνική, και μάλιστα ευρωπαϊκή, ανανέωση, βαπτίζοντας έτσι τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που
επιχειρεί να επιβάλει η επιχειρηματική και πολιτική ελίτ της Γαλλίας εδώ και δεκαετίες.
Οι φορολογικές αυξήσεις στα καύσιμα έχουν πάει παράλληλα με το φόρο giveaways στους πλούσιους. Όλα αυτά
υποτίθεται θα ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα, ενώ οι αντιμεταρρυθμίσεις του εργατικού κώδικα θα
επιτρέψουν στους Γάλλους εργοδότες να αναπαράγουν την χαμηλή μισθολογική και ανασφάλιστη εργασία της
«gig οικονομίας» και έτσι να μειώσουν το κολλημένο στο 9% ποσοστό ανεργίας. Δεν είναι περίεργο ότι είναι
στιγματισμένος στα δεξιά και στα αριστερά ως πρόεδρος των πλουσίων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοφιλία
του έχει γκρεμιστεί στις δημοσκοπήσεις σε περίπου 20%.
Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων είναι σαφώς έκφραση αυτού του διαδεδομένου θυμού και απογοήτευσης, μιας
δυσαρέσκειας που είναι πάρα πολύ κατανοητή. Ωστόσο, αυτό δεν απαντά στο ζήτημα του πολιτικού χαρακτήρα
αυτού του κινήματος ή της κατεύθυνσης που είναι πιθανό να πάρει.

***
Όπως και πολλά άλλα κινήματα σήμερα, στην Ευρώπη και πέρα απ’ αυτήν, δεν είναι μόνο ένα κίνημα ενάντια
στην κυρίαρχη κυβέρνηση, αλλά επίσης και εναντίον της «πολιτικής τάξης», της «ελίτ». Σηματοδοτεί την απώλεια
της κοινωνικής και πολιτικής πρωτοβουλίας από την εργατική τάξη. Μ’ αυτό δεν αρνούμαστε την παρουσία
μεγάλου αριθμού εργαζομένων, ιδιαίτερα χαμηλόμισθων, που αναγκάζονται να ζουν μακριά από τις πόλεις όπου
εργάζονται, στα μπλόκα και τις διαδηλώσεις. Πολλές αναφορές υποδεικνύουν ότι οι περισσότεροι συμμετέχουν
ενεργά για πρώτη φορά σε μαχητικές ενέργειες άμεσης δράσης.
Αλλά το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας και κατεύθυνσης δεν είναι κοινωνιολογικό ζήτημα. Είναι θέμα των
κοινωνικών στόχων του κινήματος, της σχέσης του με το κίνημα της εργατικής τάξης και της συνείδησής του.
Επαινώντας κανείς το κίνημα ως «αυθόρμητο» δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Το παλιό σύνθημα της γαλλικής
αριστεράς, «‘tout ce qui bouge c’est rouge» (ότι κινείται είναι κόκκινο) είναι λάθος. Η δεξιά μπορεί να κινηθεί
τόσο καλά όσο και η αριστερά.
Ενώ το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δεν κυριαρχείται (ακόμα) από τις κυρίαρχες αστικές ή ακροδεξιές δυνάμεις,
ωστόσο αυτές έχουν μια πολύ σαφή επιρροή πάνω του. Στην πρώτη περίοδο, οι πιο εμφανείς δυνάμεις στο κίνημα
ήταν οι Ρεπουμπλικανοί και το RN της Λεπέν. Το RN έχει ενεργήσει με συγκαλυμμένο τρόπο, αλλά τα στελέχη
του παρεμβαίνουν σαφώς σε εθνικό και τοπικό επίπεδο στο κίνημα και η Μαρίν Λεπέν έχει εκδηλώσει στην
υποστήριξή της σ’ αυτό, ενθαρρύνοντας τους υποστηρικτές της να συμμετάσχουν στην απαγορευμένη διαδήλωση
στα Ηλύσια Πεδία στις 24 Νοέμβρη. Σε κάποιο βαθμό, το κίνημα μοιάζει με παρόμοιες διαμαρτυρίες κατά τη
γέννηση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία ή του δεξιού λαϊκιστικού κινήματος Poujadist στη
Γαλλία στη δεκαετία του 1950.
Τα βασικά αιτήματα κατά της φορολογίας απορρέουν σαφώς από το οπλοστάσιο των μικροαστικών και
λαϊκιστικών κινημάτων. Τα συνθήματα των εργατικού κινήματος ενάντια στους έμμεσους φόρους κατανάλωσης
όπως ο ΦΠΑ, και για μια προοδευτική φορολόγηση του πλούτου και των επιχειρηματικών κερδών, προσφέρει την
πραγματική απάντηση στο πώς το κράτος πρέπει να αυξήσει τα αναγκαία εισοδήματα, αλλά η αποκλειστική
εστίαση στη μείωση των τιμών και της φορολογίας καθιστά ευκολότερη τη συγκέντρωση διαφορετικών, και
μάλιστα ανταγωνιστικών, τάξεων μαζί, δεδομένου ότι κάθε «πολίτης» φαίνεται να επωφελείται από αυτό.
Είναι σαφές ότι το κίνημα δεν είναι φασιστικό, αλλά κυριαρχείται από έναν δεξιό λαϊκισμό. Το γεγονός ότι ένα
τμήμα αυτού θέτει επίσης κοινωνικά ζητήματα και απαιτεί υψηλότερους μισθούς δεν το αντικρούει. Οι δεξιοί
λαϊκιστές ή ακόμη οι ημιφασιστικές οργανώσεις είναι απόλυτα σε θέση να τα υιοθετήσουν.
Ταυτόχρονα, υπήρξαν σποραδικές περιπτώσεις ρατσισμού και ομοφοβίας στα μπλόκα στους δρόμους. Μια
γυναίκα που φορούσε ένα hijab χτυπήθηκε. Ένα φορτηγό που μετέφερε μετανάστες μπλοκαρίστηκε και οι
επιβάτες του απειλήθηκαν με βία προτού παραδοθούν στην αστυνομία. Τέτοιες εμφανώς αντιδραστικές πρακτικές,
έστω και αν δεν είναι ευρέως διαδεδομένες, καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας γενικής συνείδησης ότι το κίνημα
αφορά μόνο τους «λευκούς, γάλλους, πολίτες», και όχι τον ενεργό πληθυσμό στο σύνολό του –
συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, των μουσουλμάνων, των αράβων και των προαστίων.
Η «αυθόρμητη» τάση προς τα δεξιά αποκαλύφθηκε πλήρως στο Παρίσι στις 24 Νοεμβρίου. Αυτή η διαδήλωση
των 10.000, περίπου το 10% του συνόλου της χώρας, συγκρούστηκε με την αστυνομία στα Ηλύσια Πεδία. Τις
οδομαχίες πυροδότησαν κυρίως φασιστικές και ημιφασιστικές συμμορίες στα δεξιά του RN. Ενώ οι περισσότεροι
από τους διαδηλωτές πιθανόν δεν ήταν οι ίδιοι φασίστες, ωστόσο ήταν σαφώς διατεθειμένοι να δεχτούν την
πρωτοκαθεδρία τους εκείνη την ημέρα. Το κίνημα και οι βασικές δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτό δεν έχουν
καλέσει σε μια σαφή ρήξη με τα φασιστικά στοιχεία όπως οι Les Identitaires, πόσο μάλλον προσπάθησαν να τα
εκδιώξουν. Αντιθέτως, κάνουν τα στραβά μάτια στη σημασία της συμμετοχής τους ή ακόμα αρνούνται τον
αντιδραστικό χαρακτήρα τους.

***
Κανείς δεν εκπλήσσεται που το RN και η Μαριν Λεπέν συνεργάζονται με τέτοιες δυνάμεις ή ότι οι
Ρεπουμπλικανοί και ο Σαρκοζί συνδέονται με τους μικροαστούς που είναι εξοργισμένοι. Ωστόσο, ο Μελανσόν και
η μη συμβατική γαλλική του στολή προειδοποιούν επίσης σκόπιμα για την επιρροή και τον κίνδυνο της άκρας
δεξιάς. Αυτός είναι ο λόγος που ο «αριστερός λαϊκισμός» και ο «αριστερός πατριωτισμός» οδηγούν σε μια
ακατανόητη προσαρμογή στον πραγματικό πατριωτισμό μίας από τις παλαιότερες αποικιοκρατικές και
ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις του κόσμου και στον ρατσισμό της αντιδραστικής μικροαστικής τάξης.
Η υποτίμηση αυτών των επιρροών και ο λαϊκιστικός χαρακτήρας του κινήματος, και συνεπώς όλοι οι κίνδυνοι που
το συνοδεύουν, δυστυχώς δεν περιορίζεται στους αριστερούς λαϊκιστές. Η τροτσκιστική Lutte Ouvrière έχει
επίσης προσαρμοστεί στο κίνημα χωρίς καμία κριτική. Το NPA και ο εκπρόσωπός του Olivier Besancenot,
χαρακτήρισε ανεπιφύλακτα το κίνημα ως «…μια κοινωνική εξέγερση ενάντια στο κόστος ζωής».
Όμως, αντιμέτωπος με μια αδιαμφισβήτητα αντεργατική στάση που είναι λανθάνουσα στο κίνημα των κίτρινων
γιλέκων, ο Besancenot (Μπεζανζενό) δεν αναγνωρίζει την ανάγκη στο εργατικό κίνημα να επανακτήσει την
πρωτοβουλία και να συσπειρωθεί ΄γύρω από ένα ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς, του Κομμουνιστικού Κόμματος,
του κινήματος της Γενιάς του Benoit Hamon’s, κλπ, επισημαίνοντας την ανάγκη για δράση εναντίον του
φορολογικού συστήματος, το οποίο όχι μόνο δεν παίρνει χρήματα από τους πλουσιότερους, αλλά ευνοεί τα
υψηλότερα εισοδήματα όπως η γιγαντιαία πετρελαϊκή εταιρεία Total, η οποία καταγράφει καθαρά κέρδη 9 δισ. €
από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών».
Οι γάλλοι εργάτες δεν χρειάζεται να πάρουν την άδεια από τα κίτρινα γιλέκα για να ξεκινήσουν ένα μαζικό κίνημα
εναντίον του Μακρόν, με βάση τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες του κόσμου και ένα οικονομικό σύστημα
που πραγματικά ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαζών. Να αναζωογονήσουν την πρωτοβουλία, στις εργατικές,
τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την πολιτική κρίση – όχι όμως με την προσαρμογή στις μικροαστικές
δυνάμεις, τη λαϊκιστική τους ιδεολογία με τις αντίστοιχες μεθόδους τους πάλης.
Η εργατική τάξη πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι είναι μια κοινωνική δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά τον Μακρόν συσπειρώνοντας τις μάζες, συμπεριλαμβανομένων των φτωχών και κατώτερων
τμημάτων των μικροαστικών και των μεσαίων στρωμάτων, συνδυάζοντας τον αγώνα ενάντια στις αυξανόμενες
τιμές με τον αγώνα εναντίον των κυβερνητικών επιθέσεων κατά της εργατικής τάξης και των φτωχών.
Ένα τέτοιο κίνημα θα μπορούσε να μετατρέψει χιλιάδες «κίτρινα γιλέκα» σε «κόκκινα γιλέκα». Ωστόσο, αυτό θα
είναι αδύνατο για το κίνημα ως σύνολο. Πρέπει να σπάσει κατά μήκος των ταξικών γραμμών, όχι μόνο κοινωνικά
αλλά και πολιτικά. Δεν πρέπει να υπάρξει καμία συνεργασία με τις φασιστικές ή ρατσιστικές δυνάμεις όπως οι
Les Identitaires ή το RN, ούτε με τους αστούς Ρεπουμπλικάνους. Μια σαφής ρήξη μαζί τους αποτελεί προϋπόθεση
για οποιαδήποτε συνεργασία με τα κίτρινα γιλέκα.
Ως εκ τούτου, η έκκληση της CGT για μια ημέρα δράσης του κινήματος των εργατών εναντίον της κυβέρνησης
Μακρόν θα πρέπει να υποστηριχθεί από ολόκληρο το εργατικό κίνημα και την αριστερά.
Η προσφυγή στην εν λόγω κινητοποίηση πρέπει να απευθύνεται εξίσου σε όλους εκείνους τους εργαζόμενους που
κινητοποιήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, όλους τους αποκλεισμούς που επιθυμούν να πολεμήσουν μαζί με την
εργατική τάξη. Αλλά αυτό δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις αποτυχημένες στρατηγικές του παρελθόντος που
έχουν προκαλέσει την αποδυνάμωση και την αποσύνθεση που άνοιξε την πόρτα στις δυνάμεις της απελπισίας.
Αντί για μια μονοήμερη κινητοποίηση χωρίς προοπτική και κανένα έλεγχο από το κίνημα, οι επαναστάτες πρέπει
να παλέψουν μέσα στη CGT, τη SUD και τα άλλα συνδικάτα, μέσα στον ρεφορμισμό και στην άκρα αριστερά,
την ενότητα στη δράση όλων των εργατικών οργανώσεων γύρω από ένα πρόγραμμα αιτημάτων αντιμετώπισης
των άμεσων αναγκών της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών:

o Να καταργηθούν όλα τα μέτρα λιτότητας, ιδιωτικοποίησης και αντεργατικών μέτρων που θέσπισαν οι

κυβερνήσεις Σαρκοζί, Ολάντ και Μακρόν

o Ελάχιστος μισθός 1800€ το μήνα

o Απορρίψτε τον ΦΠΑ και τους φόρους στη λαϊκή κατανάλωση. Να αυξηθεί η φορολογία στον πλούτο και

τις εταιρείες

o Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση των βιομηχανιών ενέργειας και μεταφορών υπό τον έλεγχο των

εργαζομένων

o Πρόγραμμα για κοινωνικά χρήσιμα έργα στον τομέα των δημόσιων μεταφορών και υποδομών, για την

κοινωνική στέγαση και για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών αναγκών υπό τον έλεγχο των

εργαζομένων, με βαριά φορολόγηση των πλουσίων.


Σημειώσεις
1. Σύμφωνα με τη γαλλική ένωση βιομηχανιών πετρελαίου, η τιμή των 95 (SP95 – E10) και του καυσίμου

ντίζελ ανά λίτρο αυξήθηκε κατά +14% και +22% αντίστοιχα μεταξύ Οκτωβρίου 2017 και Οκτωβρίου

2018. Ωστόσο, τα δύο τρίτα αυτής της αύξησης οφείλεται στην αύξηση των παγκόσμιων τιμών του

πετρελαίου· μόνο το ένα τρίτο της αύξησης των τιμών προέρχεται από αύξηση φόρου. Η αύξηση του

φόρου είναι 7,6 σεντ ανά λίτρο για ντίζελ και 3,9 σεντς για τη βενζίνη το 2018. Η επόμενη αύξηση κατά

6,5 σεντς για ντίζελ και 2,9 σεντς για βενζίνη προγραμματίζεται την 1η Ιανουαρίου 2019. (σ.τ.μ. πηγή)

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ “ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ”


02/12/2018 · by kseeath · in Ανάλυση,Αναδημοσίευση,Γνώμη,Διεθνή. ·

Leon Kokotas
Σε προηγούμενο ποστ είχα γράψει τα παρακάτω απαντώντας σε μια τάση μέσα στην αριστερά που μπορεί να
«αλληθωρίζει» ακόμη και προς την ακροδεξιά εκτροπή, θεωρώντας ότι ακόμη και αυτή, μπορεί να είναι μια
αντινεοφιλελεύθερη απάντηση: «Ούτε με τον Μακρόν, ούτε με τα «κίτρινα γιλέκα». Ούτε με το νεοφιλελεύθερο
γαλλικό κράτος εκτάκτου ανάγκης, ούτε με την αναβίωση του γαλλικού αυτοκρατορικού αισθήματος που θα
ψάχνει το δικό του «ζωτικό χώρο».
Αυτό που έγραφα δηλαδή είναι ότι η αριστερά οφείλει να δράσει ως ο «Τρίτος Πόλος», με τα δικά της μπλοκ και
τα δικά της συνθήματα, ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό, κόντρα στην ακροδεξιά πολιτική προοπτική. Το
καθήκον της θα ήταν να συγκρουστεί με την «Πάνω Πλατεία», να τη διαλύσει, να σπάσει την ακροδεξιά
ηγεμονία, απαγορεύοντας στην πράξη, τη φυσική παρουσία και το δημόσιο λόγο στην ακροδεξιά. Όλα τα άλλα
έρχονται δεύτερα.
Βρισκόμαστε δυστυχώς σήμερα στη δυσάρεστη κατάσταση που ορισμένοι από εμάς θα έβλεπαν τη «Βανδέα» και
θα την χαρακτήριζαν ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα, ίσως από αυτά που θα έπρεπε ιδεοτυπικά να στηρίζουμε και να
συμμετέχουμε κιόλας, για να μην τα χαρίσουμε στην αντίδραση. Το βασικό πρόβλημα αυτού του συλλογισμού,
δεν είναι ο χαρακτηρισμός του κινήματος της Βανδέας ως λαϊκό κίνημα, διότι ήταν τέτοιο, αλλά η πλήρης
αδυναμία συγκριτικής αποτίμησης της πολιτικής του δυναμικής, η πλήρης αδυναμία ένταξης αυτού του κινήματος
και των αιτημάτων του στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής, στη μεγάλη αφήγηση, τη Γαλλική Επανάσταση. Αν το
δει κάποιος (το κίνημα της Βανδέας) με τον τρόπο που βλέπουν ορισμένοι σήμερα τα «κίτρινα γιλέκα» -που
συνηθίζουν να ορίζουν την τάξη και κατά συνέπεια τον ταξικό αγώνα με βάση οικονομικά αιτήματα διαχωρισμένα
από αυτό που είναι η τάξη ως πολιτική και ιστορική προοπτική- θα έλεγε ότι η άρνηση της στράτευσης και η
αποφυγή της φορολογίας -που ήταν τα αιτήματα των αγροτών- ήταν δίκαια αιτήματα.
Η ουσία είναι ότι η Βανδέα ήταν ένα γνήσιο αντεπαναστατικό κίνημα και μάλιστα για τους ιστορικούς αποτελεί
τον ιδεότυπο αυτών των κινημάτων. Το κίνημα ξέσπασε μόλις ψηφίστηκε ο νόμος που αφαιρούσε την ιθαγένεια
από τους Γάλλους που δεν ορκίζονταν πίστη στο νέο καθεστώς, τη Republique. Στην υπόλοιπη Γαλλία, το 90%
των ιερέων είχαν ορκιστεί πίστη στο νέο καθεστώς, ενώ στη Βανδέα ήταν κάτω από 50% και αυτοί που δεν είχαν
ορκιστεί πίστη, ήταν αναγκασμένοι να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Το κίνημα λοιπόν ήταν κληρικαλιστικό και
οργανώθηκε γύρω από τον κλήρο για την αποτροπή της εξαφάνισης της ελίτ εκείνης που ήταν η ραχοκοκαλιά της
παλιάς τάξης πραγμάτων που εξαφανιζόταν μαζί με την ελίτ που την εκπροσωπούσε. Τα δε αιτήματα ήταν
αντιδραστικά, αν συλλογιστούμε το γενικό πλαίσιο. Η επανάσταση είχε επικρατήσει κυρίως στις μεγάλες πόλεις
και ήταν περικυκλωμένη από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς . Όσο ρομαντικά δίκαιο και να φαίνεται ότι ο
αγρότης έπρεπε να καλλιεργήσει τη γη του για να μην πεινάει, η δημοκρατία για να υπερασπίσει τον εαυτό της και
να κάνει το σχέδιο της, διεθνές σχέδιο, έπρεπε να διαθέτει πόρους και στρατό. Η «τάξη» το 1793 στη Βανδέα, δεν
βρισκόταν στα δίκαια αιτήματα των αγροτών -που ήταν ιστορικά άδικα- αλλά στον Τρόμο που τους επιβλήθηκε, η
«τάξη» βρισκόταν στη «μεγάλη εικόνα», στην προοπτική της προόδου και της ανθρώπινης χειραφέτησης που
άνοιξε με τη Γαλλική Επανάσταση.
Με τα παραπάνω δεν επιχειρώ καμία καρικατούρα σύγκρισης (γιατί τέτοια θα ήταν) των δυο κινημάτων,
της Βανδέας από τη μια και των «κίτρινων γιλέκων» από την άλλη. Τοποθετούμαι πάνω στη μεθοδολογική
ματιά μιας ορισμένης μερίδας συντρόφων, που είναι εξαιρετικά προβληματική.

Το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» δεν ήταν αυθόρμητο. Το κίνημα έχει τη «γεωγραφία» του και το πολιτικό
προσωπικό που το έστησε και δρα ως πρωτοπορία του. Το κίνημα ξεκίνησε από την επαρχία, από τη βαθιά
Γαλλία, του Ζωρζ Μπωβέ, του Πιέρ Πουζάντ, τη Γαλλία των πληττόμενων μικρο-νοικοκυραίων, επαγγελματιών
και αγροτών. Όποιος θέλει να διαπιστώσει τι πιστεύει αυτή η βαθιά Γαλλία δεν είναι ανάγκη να διαβάσει ένα
φορτηγό βιβλία, ας κοιτάξει πως ψήφισαν. Το κίνημα αυτό χτίστηκε πάνω στην απογοήτευση αυτών των
στρωμάτων, πάνω στο θυμό τους, αλλά καμία απογοήτευση, καμία ματαίωση δεν είναι πολιτικά αδιαμεσολάβητες
και αυτό το πικρό μάθημα το λάβαμε από την περίπτωση του ναζισμού. Τα δίκτυα ιεραρχίας και πολιτικής
πατρωνίας της βαθιάς Γαλλίας, τα Καθολικά συνδικάτα κλπ της συντηρητικής Γαλλίας, έστησαν αυτό το κίνημα
και ηγεμόνευσαν επί αυτού.
Τα αιτήματα του και ο αντινεοφιλεύθερος χαρακτήρας του, δεν πρέπει να ξενίζουν κανέναν από αυτούς που έχουν
μελετήσει το φαινόμενο της ακροδεξιάς και της συντηρητικής επανάστασης. Όλα αυτά που λένε, από τη
φορολογία, την τραπεζοκρατία, την άμεση δημοκρατία, την ανυποληψία απέναντι στο κεντρικό κράτος που δεν
τους υπολογίζει και την επιστροφή στον κοινοτισμό ως απάντηση στις ελίτ του κέντρου, μας τα έχουν ξαναπεί
όλοι οι μεγάλοι αντεπαναστάτες, από την εποχή του Ντε Μαιστρ και του Μπερκ. Αυτό ήταν μέρος του
περιεχομένου του αμερικάνικου ποπουλισμού του 19ου αιώνα που καλούσε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να
εξολοθρεύσει τους γηγενείς στο όνομα του αγροτικού ρομαντισμού, τα συνθήματα της εξεγερμένης Ομοσπονδίας
στον αμερικανικό εμφύλιο. Αυτά είναι ο δημόσιος λόγος των αμερικανικών στις μεσοδυτικές πολιτείες που
έκαναν την alt-right κυβέρνηση. Αυτή είναι η ιστορία της γαλλικής ακροδεξιάς πριν την έλευση του ναζισμού και
αυτός ήταν ο γερμανικός αντιμοντέρνος ρομαντισμός που εξέθρεψε τον αντισημιτισμό, τον 19ο αιώνα. Ο
ναζισμός και ο μουσολινικός φασισμός είναι από μόνα τους πολιτικά διαμεσολαβημένα και εκπροσωπημένα
κινήματα του θυμού και της απογοήτευσης των πληττόμενων, των υποτελών, από την πατρίδα και τον
μισαλλόδοξο ρατσισμό.
Ο Domenico Losurdo, κάνοντας κριτική στο φιλελευθερισμό, με έμαθε μαζί με τον «πήχη» να θέτω το ερώτημα
«από ποιον και για ποιον». Αυτό τελικά πρέπει να εξετάζει ένας αριστερός κοιτώντας τον 19ο αιώνα αυτών των
κινημάτων, είναι η στάση τους απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση, η στάση τους απέναντι στη δουλοκτησία, η
στάση τους απέναντι στην οργανωμένη εργατική τάξη και στο ζήτημα των Εβραίων. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο
Πόλεμο προσθέτονται επιπλέον ζητήματα που καθορίζουν νέα διαιρετική τομή και είναι οι αφηγήσεις της
πατρίδας και του κομμουνισμού.
Η βαθιά Γαλλία που δημιούργησε και εξέθρεψε αυτό το κίνημα είναι βαθιά συντηρητική, ξενόφοβη, αντι-
ισλαμική, νοσταλγός της αυτοκρατορίας και έχει άποψη για το κοινωνικό κράτος. Όπως έχει δηλώσει
παντοιοτρόπως μέσω των εκπροσώπων της -ακόμη και των «κινηματικών»- την ενδιαφέρει, όχι το μέγεθος της
φορολογίας, αλλά η κατεύθυνση. Την ενδιαφέρει ποιος ακριβώς ωφελείται από τη φορολογία, αν σε τελική
ανάλυση τα λεφτά τους πάνε στους Γάλλους ή στους «αραπάδες». Αν τελικά τα λεφτά τους πάνε για ένα καθαρά
γαλλικό σχέδιο με διεθνή προοπτική ή αν τα νέμονται οι «λιμάρηδες» εντός της ΕΕ. Αν τελικά τα λεφτά τους πάνε
στον προορισμό της Μεγάλης Γαλλίας, απέναντι στη Μεγάλη Γερμανία. Η βαθιά Γαλλία πιστεύει στις αξίες που
εκπροσωπεί ο Στρατάρχης Πεταίν, πράγμα που το παραδέχτηκε στην πράξη ο ίδιος ο Μακρόν.
Πολλοί επίσης από αυτούς που πιστεύουν ότι τα «κίτρινα γιλέκα» είναι ένα αυθόρμητο αντινεοφιλελεύθερο
κίνημα, αρνούνται να δουν την «μεγάλη εικόνα». Η «μεγάλη εικόνα» είναι το θέριεμα της ακροδεξιάς στην
Ευρώπη και η μάχη των ευρωεκλογών. Το κίνημα αυτό οικοδομήθηκε στη λογική της «από τα κάτω» έναρξης
της προεκλογικής εκστρατείας της ακροδεξιάς στη Γαλλία. Δεν είναι κάτι άλλο από την επικαιροποίηση του
ακροδεξιού ειδώλου. Ο βαθύς, αγνός, αδιαμεσολάβητος και περιούσιος λαός εν μέσω ενός ηρωικού εθνικού
αγώνα, είτε αυτός είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος, είτε της Αλγερίας, είτε ενάντια στο Μακρόν, που έχει από καιρό
προδώσει αυτό που είναι ιδεοτυπικά για την ακροδεξιά το «γαλλικό συμφέρον» στο όνομα μιας απρόσωπης
παγκοσμιοποίησης και μιας ανάλγητης κεντρικής γραφειοκρατίας.

Το τι κίνημα τελικά ήταν αυτό που κάποια στιγμή έφτασε και στο Παρίσι, το κατάλαβαν διάφοροι επί του πεδίου.
Οι δυο μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, η CFDT και η CGT, αρχικά στράφηκαν με δηλώσεις αν όχι εναντίον
του, τουλάχιστον υποψιασμένες ότι είναι από τα κινήματα που «μπορούν να βγάλουν δόντια». Ο Μελανσόν πάλι,
αν είναι ακριβείς οι πληροφορίες μου, έσπευσε να το προσεγγίσει. Τα προάστια επίσης που έχουν «λυμένο το
ζωνάρι για καυγά» με την αστυνομία και το κεντρικό κράτος δεν κινήθηκαν «αυθορμήτως» να ενωθούν με το
επίσης «αυθόρμητο κίνημα» των «κίτρινων γιλέκων». Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν προσπάθειες από διάφορες
οργανώσεις της αριστεράς και από διάφορα συνδικάτα -και στα προάστια- να κατέβει ο κόσμος στις
κινητοποιήσεις. «Όλα τα λεφτά», είναι ένα βίντεο από το χθεσινό Παρίσι, με το παγωμένο και αμήχανο βλέμμα
των συνδικαλιστών της CGT -λες και πλησίαζαν ένα άγνωστο ή εχθρικό στρατόπεδο- καθώς φτάνουν με πορεία
και τους υποδέχονται με αλαλαγμούς ενθουσιασμού, οι ακτιβιστές των «κίτρινων γιλέκων». Είναι χαρακτηριστικό
ότι η ακροδεξιά είχε εκδιωχθεί από τις διαδηλώσεις και τις Πλατείες του 2016. Τώρα μπορείς να δεις μαζί με την
«τρικολόρ», να ανεμίζουν οι σημαίες της «επαναστατημένης Βάνδέας» ή οι σημαίες των Βουρβώνων με τους
κρίνους. Η ακροδεξιά ένιωσε ότι το κίνημα σαν το σπίτι της. Αντισημιτικά συνθήματα, εκκλήσεις προς την
αστυνομία να χτυπήσει αντί του κινήματος τους «αραπάδες», συμπλήρωναν μια ατμόσφαιρα «δυσφορίας».
Νομίζω ότι η κρίσιμη καμπή του κινήματος ήταν το Παρίσι. Το Παρίσι δεν είναι η γαλλική επαρχία. Στο Παρίσι
έχει δύναμη όλη η γκάμα της «πολιτισμικής αριστεράς». Τα κίτρινα γιλέκα πλαισιώθηκαν από τα λεγόμενα
«κόκκινα γιλέκα» και κάπου εκεί γίνεται κομμάτια όλη η ακροδεξιά προσδοκία της φιέστας. Τα επεισόδια που
συνοδεύτηκαν με τον βανδαλισμό εθνικών μνημείων, ήταν στο επίπεδο του συμβολικού η δεύτερη μεγάλη ζημιά
για την εικόνα της ακροδεξιάς.
Το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι καμία «μπλανκιστικού τύπου» ακροδεξιά οργάνωση, να φαντάζεται επαναστάσεις
και πραξικοπήματα. Είναι η δεξιά πτέρυγα του Γκωλισμού, ένα κόμμα του έθνους και της τάξης. Η Λεπέν θέλει
να επιβάλλει το πρόγραμμα της μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου και όλη αυτή η περιπέτεια, μάλλον είχε
σχεδιαστεί αρχικά σαν τη Μεγάλη Πορεία των Γκωλιστών που έθεσε τέρμα στο Γαλλικό Μάη. Η κρίση όμως
είναι κοινωνικοπολιτικός επιταχυντής και τα πράγματα ξέφυγαν από τον αρχικό τους σχεδιασμό. Η Λεπέν λοιπόν
κατά το αναμενόμενο αποσύρθηκε και είναι ένα ερώτημα βέβαια, αν το κίνημα αυτό θα συνεχίσει τη
σταδιοδρομία του στην επαρχία, εκεί από όπου ξεκίνησε.
Υπάρχει λοιπόν ένα -φυγόπονο θα το χαρακτήριζα και προσκολλημένο στο παρελθόν της ήττας- τμήμα της
αριστεράς που ζει ακόμη με τη φαντασίωση του Ιησού του Ναυή που συνοδευόμενος από το πλήθος, σαλπίζει και
ρίχνει τα τείχη της Ιεριχούς. Κάνει δυο φορές λάθος και πέφτει και σε αντίφαση γιατί από την άλλη καθαγιάζει
την «Σορελικού τύπου» βία και μάλιστα μια βία οργανωμένη από μια μειοψηφία της άλλης πλευράς. Όποιος είναι
με τον πόλεμο, καταρχάς φτιάχνει το δικό του στρατό και δε περιμένει από τον στρατό του εχθρού, να λύσει τα
δικά του ζητήματα, ζητήματα που η ιστορία έχει δείξει ότι λύνονται στο επίπεδο του πολιτικού και όχι του
κοινωνικού.
Κυρίως όμως οφείλει θα έλεγα να βάλει σε μια τάξη την ιστορία του, να αρχίσει να διακρίνει με ευκρίνεια τα
στρατόπεδα και τις σημαίες. Το κίνημα “Occupy” ή το κίνημα “Black lives matter” στήθηκαν από ανθρώπους του
δικού μας στρατοπέδου με την ευρεία έννοια. Το κίνημα του Πολυτεχνείου που επικαλούνται διάφοροι ήταν η
κραυγή ελευθερίας του ΕΑΜικού μπλοκ, που έβαζε μπροστά 8 χρόνια μετά μια δεύτερη εκδοχή των Ιουλιανών.
Το ΕΑΜ εκτός από την εθνική σημαία είχε και την κόκκινη με το σφυροδρέπανο.
Πρέπει κάποια στιγμή να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την σημασία που έχει η σημαία, άλλο η σημαία των
επαναστατών της Βανδέας, άλλο των Καρλιστών της Ναβάρα και άλλο η Κόκκινη με το Σφυροδρέπανο.

Επιστολή του Jean-Claude Michéa για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων

Επιστολή υποστήριξης του κινήματος των κίτρινων


γιλέκων από τον γάλλο φιλόσοφο Jean Claude Michéa,
τα οποίο θεωρεί ως αυθεντικό λαϊκό κίνημα που ξεκινά
αυθόρμητα από τα κάτω ενάντια στις φιλελεύθερες
πολιτικές των τελευταίων σαράντα ετών. Παρά την
μυωπική εχθρική στάση αριστερών διανοουμένων,
οικολόγων, ελευθεριακών και των μαντρόσκυλων της
ενημέρωσης, και παρά την κυνική αποφασιστικότητα
της κυβέρνησης, αυτό το κίνημα, προειδοποιεί ο
Michéa , είναι μόνο η αρχή.

Αγαπητοί φίλοι

Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκο» (ένα καλό παράδειγμα, λαϊκής


δημιουργικότητας στην οποία αναφερόμουνα στα Μυστήρια της
αριστεράς) είναι, κατά μία έννοια, το ακριβώς αντίθετο του
κινήματος «Nuit debout» [*].

Το κίνημα αυτό, με απλά λόγια, ήταν η πρώτη προσπάθεια


εκτόνωσης – με την ενθάρρυνση ενός μεγάλου μέρους του αστικού
Τύπου και του «10%» (δηλαδή, όσοι είναι βουλευτές, ή πρόκειται να
γίνουν, η τεχνική, πολιτική και «πνευματική» ηγεσία του σύγχρονου
καπιταλισμού) - της ριζοσπαστικής κριτικής του συστήματος,
συγκεντρώνοντας όλη την πολιτική προσοχή πάνω στη μοναδική
εξουσία (αν και αποφασιστικής σημασίας) που αντιπροσωπεύει
η Wall Street και το φημισμένο 1%».

Μία εξέγερση επομένως εκείνων των κινητικότατων και


υπερειδικευμένων αστών (αν και ένα μικρό μέρος των νέων μεσαίων
τάξεων αρχίζει να γνωρίζει, εδώ και εκεί, κάποια «ανασφάλεια»), οι
οποίες αποτελούν, από την εποχή Μιτεράν, το βασικό φυτώριο της
αριστερής άρχουσας τάξης και της φιλελεύθερης ακροαριστερής (και
ειδικά των πιο πιο ανοιχτά αντεπαναστατικών και αντιλαϊκών
τμημάτων της: Regards, Politis, NP“A”, Université Paris VIII, κλπ).

Ενώ,εδώ, αντίθετα, είναι εκείνοι που έρχονται από τα κάτω που


επαναστατούν (όπως αναλύθηκε από τονΚριστόφ Γκιγί - μεταξύ
άλλων, ο οποίος όλως περιέργως απουσιάζει, μέχρι σήμερα, από όλες
τις εκπομπές λόγου της τηλεόρασης , προς όφελος, μεταξύ άλλων
κωμικών, του ρεφορμιστή υποκεϋνσιανιστή (sous-
keynésien) Μπεζανσενό, οι οποίοι έχουν μια τόσο υψηλή
επαναστατική συνείδηση, ώστε να αρνιούνται ότι πρέπει ακόμα να
επιλέγουν μεταξύ εκμεταλλευτών της αριστεράς και εκμεταλλευτών
της δεξιάς (εξάλλου έτσι ξεκίνησαν οι Ποδέμος το 2011, πριν οι
διάφοροι Κλεμεντίν Οτέ και Μπενουά Αμόν καταφέρουν να θάψουν
αυτό το πολλά υποσχόμενο κίνημα απομακρύνοντάς το σταδιακά
από τη λαϊκή του βάση).

Όσο για το επιχείρημα των «οικολόγων» του σαλονιού- αυτοί που


προετοιμάζουν την «ενεργειακή μετάβαση», που συνίσταται βασικά ,
όπως έδειξε ο Γκιγιόμ Πιτρόν στο βιβλίο του Ο πόλεμος των σπάνιων
μετάλλων: η κρυμμένη όψη της ενεργειακής και ψηφιακής
μετάβασης (La guerre des métaux rares: La face cachée de la
transition énergétique et numérique}, στη μετεγκατάσταση της
«ρύπανσης των Δυτικών χωρών στις χώρες του Νότου - ένα
επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το αυθόρμητο αυτό κίνημα
καθοδηγείται από εκείνους που έχουν την» «ιδεολογία του
αυτοκινήτου» και «τους τύπους που καπνίζουν και κινούνται με
ντίζελ», είναι τόσο παράλογο όσο και απεχθές και αισχρό : είναι
σαφές, ότι η πλειονότητα από τα κίτρινα γιλέκα δεν βρίσκει καμία
ευχαρίστηση να είναι υποχρεωμένη να παίρνει κάθε μέρα το
αυτοκίνητο για να πάει να δουλέψει 50 χιλιόμετρα από το σπίτι, να
πηγαίνει για τα καθημερινά ψώνια στο μοναδικό εμπορικό κέντρο
στην περιοχή της που στην ύπαιθρο, συνήθως, βρίσκεται 20
χιλιόμετρα μακριά, ή να πρέπει να επισκεφθεί το μοναδικό γιατρό
που δεν έχει ακόμη συνταξιοδοτηθεί και του οποίου το ιατρείο
βρίσκεται 10 χλμ. από το σπίτι του. (Παίρνω αυτά τα παραδείγματα
από την εμπειρία μου στην Λαντ!

Έχω και ένα γείτονα που ζει με 600 € το μήνα και πρέπει να
υπολογίζει μέχρι ποια ημέρα του μήνα μπορεί ακόμα να πάει στο
μανάβικο στο Μοντ-ντε- Μαρσάν, χωρίς να μείνει στη μέση στο
δρόμο από ντίζελ - το καύσιμο των φτωχών - που μπορούν ακόμα να
αγοράσουν).

Βάζω στοίχημα όμως, ότι είναι οι πρώτοι που κατάλαβαν ότι το


πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στην συστηματική
εφαρμογή, εδώ και 40 χρόνια από διαδοχικές κυβερνήσεις της δεξιάς
και της αριστεράς, του Φιλελεύθερου προγράμματος που έχει
σταδιακά μετατρέψει το χωριό τους ή τη συνοικία του σε μια έρημο,
χωρίς κανένα κέντρο εφοδιασμού για τις βασικές ανάγκες, και όπου
η πιο κοντινή επιχείρηση που μπορεί να προσφέρει ακόμα κάποια
κακοπληρωμένη θέση εργασίας, απέχει δεκάδες χιλιόμετρα μακριά
(αν υπάρχουν «προγράμματα για την περιφέρεια»- και αυτό είναι
καλό - δεν υπήρξε προφανώς ποτέ κάτι τέτοιο για αυτά τα χωριά και
τις κωμοπόλεις - όπου ζει το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού
πληθυσμού – τα οποία επίσημα είναι καταδικασμένα να
εξαφανιστούν από την «αίσθηση της ιστορίας» και την «ευρωπαϊκή
οικοδόμηση» !).
Φυσικά, δεν είναι το αυτοκίνητο ως τέτοιο - ως «σημάδι» μιας δήθεν
ένταξή τους στον κόσμο της κατανάλωσης (δεν είναι ούτε Λυονέζοι,
ούτε Παριζιάνοι!) – που τα κίτρινα γιλέκα υπερασπίζονται σήμερα.
Είναι πολύ απλά, ότι το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο ντίζελ από
δεύτερο χέρι (το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να τους
το πάρει επινοώντας συνεχώς νέα «τεχνικά πρότυπα ποιότητας»)
είναι η τελευταία ευκαιρία τους για να επιβιώσουν, δηλαδή να έχουν
ένα σπίτι, μια δουλειά και να ταΐσουν τους ίδιους και τις οικογένειές
τους στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο ωφελεί όλο και
περισσότερο τους νικητές της παγκοσμιοποίησης.

Και να πούμε ότι πρόκειται βασικά για αυτή την «αριστερά της
κηροζίνης» - αυτή που ταξιδεύει από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο για
να μεταφέρει στα πανεπιστήμια τον κόσμου (και όλα τα «Φεστιβάλ
των Καννών») τα όμορφα λόγια περί «οικολογίας» και
«εθελοντισμού», που τολμά να τους δίνει μαθήματα! Και είμαι
σίγουρος, πως όσοι δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο, από τις φτωχικές
πολυκατοικίες των μητροπόλεων, δεν θα έχουν ποτέ ούτε ένα
εκατοστό από την αξιοπρέπεια που μπορείτε να βρείτε ακόμα στις
φτωχικές αγροικίες (και πάλι, από την εμπειρία μου στη Λαντ !).

Για το μόνο που αναρωτιέμαι είναι πόσο μακριά μπορεί να φτάσει


ένα τέτοιο επαναστατικό κίνημα (ένα κίνημα που δεν είναι ξένο, ως
προς τη γέννησή του, το ενωτικό του πρόγραμμα και τον τρόπο
ανάπτυξης του, από τη μεγάλη εξέγερση του Mιντί ( révolte du Midi)
το 1907, στις θλιβερές πολιτικές συνθήκες όπως οι σημερινές.

Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε μπροστά μας μια κυβέρνηση
θατσερική της αριστεράς (ο βασικός σύμβουλος του Μακρόν είναι ο
Μάθιου Λάινε - ένας επιχειρηματίας του Σίτι του Λονδίνου, που
επιμελήθηκε την εισαγωγή του έργου της στρίγκλας Μάργκαρετ
Θάτσερ που μεταφράστηκε στα γαλλικά), δηλαδή μια κυβέρνηση
κυνική και άφοβη, έτοιμη πάντα- και αυτή είναι η βασική διαφορά
της με όλους τους προκατόχους της - να προχωρήσει στις
μεγαλύτερες πινοσετικές ακρότητες (όπως η Μάτζι με τους Ουαλούς
ανθρακωρύχους ή τις απεργίες πείνας των Ιρλανδών του ΙRA)
προκειμένου να επιβάλει τη δικιά της «κοινωνία της ανάπτυξης» και
την αντιδημοκρατική εξουσία των δικαστών, που τώρα θριαμβεύει,
που είναι το φυσικό επακόλουθο. Και φυσικά, χωρίς να φοβάται
τίποτα, σε αυτό το επίπεδο, από τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης.

Πρέπει να θυμόμαστε, ότι ήδη έχουμε τρεις νεκρούς και εκατοντάδες


τραυματίες, μερικοί από αυτούς σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Αν δεν
με απατά η μνήμη μου, θα πρέπει να πάμε πίσω στο Μάη του 68, για
να συναντήσουμε ένα ανθρώπινο κόστος που να συγκρίνετε με αυτό
των σημερινών λαϊκών κινητοποιήσεων , τουλάχιστον στις μεγάλες
πόλεις.

Αλλά, η κάλυψη αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος από τα μέσα


ενημέρωσης, θεωρείται επαρκής τουλάχιστον μέχρι σήμερα για ένα
δράμα αυτού του μεγέθους; Και τι θα είχαν να πουν τα
μαντρόσκυλα του France Info αν γι αυτόν τον (προσωρινό)
απολογισμό ευθυνόταν, για παράδειγμα, ο Βλαδίμηρος Πούτιν ή ο
Ντόναλντ Τραμπ;

Και τέλος, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, κυρίως,δεν θα


πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κερδίσει
κι άλλο έδαφος (ή διατηρήσει, όπως τώρα, την υποστήριξη της
συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού), το Κράτος Benalla-
Μακρόν δεν θα διστάσει ούτε στιγμή να κατεβάσει στους δρόμους το
δικο του Μαύρο Μπλοκ και όλους τους δικούς τους «Antifa» (όπως οι
πασίγνωστες «Ερυθρές Ταξιαρχίες» των παλαιών ημερών) για να το
δυσφημίσουν, με οποιοδήποτε μέσο, ή να το προσανατολίσουν προς
ένα αυτοκαταστροφικό πολιτικό αδιέξοδο, (έχουμε ήδη δει, για
παράδειγμα, με ποιο τρόπο το κράτος του Μακρόν μέσα σε σύντομο
χρονικό διάστημα κατάφερε να στερήσει την εμπειρία του κινήματος
των ακτιβιστών των ZAD ( zone à defender,Ζώνη προς
υπεράσπιση)της Νότρ-Νταμ-ντε-Λάντες, από την αρχική λαϊκή
υποστήριξή .

Αλλά ακόμα και αν αυτό το γενναίο κίνημα υποχρεωνόταν


προσωρινά να διακόψει τις κινητοποιήσεις, από τη δράση του
Κόμματος ΜΜΕ και Χρήματος (PMA =Parti des Medias et de l'argent),
στη χειρότερη περίπτωση, αυτό θα σημαίνει ότι ήταν μόνο μια
πρόβα τζενεράλε και η αρχή ενός παρατεταμένου αγώνα.

Επειδή η οργή που έρχεται από τα κάτω (υποστηρίζεται, οφείλω


να πω και πάλι, από το 75% του πληθυσμού - και ως εκ τούτου είναι
λογικό στοχοποιείται από το 95% των μαντρόσκυλων των μέσων
ενημέρωσης) δεν θα υποχωρήσει, μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι
έχουν βαρεθεί και δεν θέλουν να έχουν πια καμία σχέση. Ο λαός
σίγουρα κινείται! Και αν δεν εκλεγεί ένας άλλος (σύμφωνα με την
επιθυμία του Ερικ Φασέν, ου ιδιαίτερα δραστήριου παράγοντα
επιρροής του γνωστού γαλλοαμερικανικού ιδρύματος- French
American Foundation), δεν είναι έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι του.
Πράγμα που οι Βερσαλλίες της αριστεράς και της δεξιάς (για να
χρησιμοποιήσουν τα λόγια των προγραμμένων της Κομούνας που
διέφυγαν στο Λονδίνο) το θεωρούν σίγουρο!

Με μεγάλη φιλία,

[* ]Το κίνημα Nuit debout (Ξάγρυπνοι όλοι τη νύχτα) είναι ένα


κοινωνικό κίνημα των Γάλλων πολιτών που ξεκίνησε στις 31
Μαρτίου 2016, με διαμαρτυρίες κατά της προτεινόμενης εργατικής
μεταρρύθμισης της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, γνωστής ως Loi
Travail, ή του νόμου El Khomri . Έχει παρομοιαστεί με το
αμερικανικό κίνημα Occupy Wall Street και τους ισπανούς
Αγανακτισμένους (indignados)

ΠΗΓΗ
: https://lesamisdebartleby.wordpress.com/2018/11/22/jean-
claude-michea-une-lettre-a-propos-du-mouvement-des-gilets-
jaunes%E2%80%89/amp/?__twitter_impression=true

Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης

Τ α Κίτρινα Γιλέκα αποτελούν την κραυγή μιας Γαλλίας που νιώθει (και είναι)

εγκαταλειμμένη. Μιας Γαλλίας που κυβερνιέται από έναν πρόεδρο ο οποίος είναι (και το
φωνάζει) το χρυσό παιδί της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας και του μπλοκ της
παγκοσμιοποίησης, και ενσαρκώνει την πιο βαθιά περιφρόνηση των ελίτ προς τις λαϊκές
μάζες. Μιας Γαλλίας, όχι αυτής των φωτεινών βουλεβάρτων του Παρισιού αλλά
πληβειακής, που συνεχώς σπρώχνεται στο περιθώριο και ξεχνιέται στο σκοτάδι των
προαστίων και της περιφέρειας. Αυτή η κραυγή προστίθεται στα προηγούμενα κοινωνικά
κινήματα που ξεσπούν κατά κύματα, για να υποχωρήσουν και να ξανασχηματιστούν με
νέα μορφή – από την εξέγερση των προαστίων του 2005 στις μεγάλες απεργίες και
διαδηλώσεις της επόμενης περιόδου, κι από τοκίνημα Nuit Debout πριν δυόμιση χρόνια
στα Κίτρινα Γιλέκα τώρα.
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η παραδοσιακή Δεξιά συμπιέζεται, η λεπενική Ακροδεξιά
μετασχηματίζεται, από τα ερείπια της υπό εξαφάνιση παραδοσιακής Αριστεράς
αναδύεται η Ανυπότακτη Γαλλία, οι «σοσιαλιστές» σχεδόν εξαϋλώνονται και πολλοί από
αυτούς στελεχώνουν το νέο σωσίβιο που φτιάχτηκε με επικεφαλής τον Μακρόν, γενικά
το τοπίο αλλάζει – για να μην αλλάξει η ουσία της ασκούμενης πολιτικής. Αλλά η βαθιά
δυσαρέσκεια που διαπερνά τη λαϊκή πλειοψηφία παραμένει, άλλοτε σιωπηρή κι άλλοτε
ηχηρή. Οι συνθήκες αλλάζουν, το ίδιο και οι μορφές διαμαρτυρίας, όμως τα ξεσπάσματα
επιστρέφουν, αυξάνοντας τους φόβους των ελίτ και την αστάθεια του πολιτικού
συστήματος. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η αντιμετώπιση των διαμαρτυρόμενων από τους
εκάστοτε κυβερνώντες: παλιότερα «χούλιγκαν», έπειτα «ανεύθυνοι», μετά
«αιθεροβάμονες», τώρα «λαϊκιστές και ακροδεξιοί».
Η επιχείρηση αποδόμησης και συκοφάντησης του τωρινού κύματος διαμαρτυρίας δεν
έχει επιτυχία. Όπως επεσήμαινε και το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, «η λαϊκή
πλειοψηφία υποστηρίζει τα Κίτρινα Γιλέκα», παρά τον οχετό παραπληροφόρησης που
αδειάζουν πάνω τους οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης – με τα πλέον… πεφωτισμένα
και προοδευτικά ΜΜΕ στην πρώτη γραμμή αυτής της «αντιλαϊκίστικης» καμπάνιας.
Δημοσιεύουμε σήμερα μια κατατοπιστική ανάλυση του Ζακ Σαπίρ για το κίνημα που έχει
αναστατώσει τη Γαλλία, και τις σκέψεις του για το πώς αυτό μπορεί να έχει συνέχεια.
Επίσης, σε ξεχωριστό πλαίσιο δημοσιεύουμε ορισμένα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος σε
επόμενο άρθρο του για να καταδείξει το βαθμό αποδοχής του κινήματος στην γαλλική
κοινωνία και τον κίνδυνο που εκπροσωπεί για την κυβέρνηση Μακρόν.

ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ


ΛΑΪΚΩΝ ΜΑΖΩΝ
του Ζακ Σαπίρ*

Η 17η Νοεμβρίου των Κίτρινων Γιλέκων ολοκληρώθηκε σημειώνοντας μαζική επιτυχία,


με πάνω από 2.000 σημεία αποκλεισμού τελικά, ενώ οι διοργανωτές είχαν ανακοινώσει
1.500 αρχικά. Οι αριθμοί συμμετοχής που δίνει το Υπουργείο Εσωτερικών φαίνεται να
είναι κατά πολύ κατώτεροι των πραγματικών. Δυστυχώς, αυτή η επιτυχία σημαδεύτηκε
από το πένθος για το θάνατο μιας διαδηλώτριας και από πολλούς τραυματισμούς – που
στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλονται σε οδηγούς οι οποίοι προσπάθησαν να
σπάσουν τα μπλόκα**. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιτυχία αποτελεί μια πρόκληση για
τα πολιτικά κινήματα και τα συνδικάτα. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία (το κόμμα LAREM
του Μακρόν) και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι της εκφράζονται με απέχθεια για αυτό το
κίνημα, αξίζει να αναρωτηθούμε για τη σημασία του και την πιθανή συνέχειά του.

Στα συνθήματα εκφράζεται μίσος για τους εκπροσώπους της


μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας, κι αυτό δείχνει ευκρινώς που
βρίσκεται το ρήγμα – το οποίο, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε
κάποιους, είναι ταξικό.
Ημέρα οργής

Το κίνημα πυροδοτήθηκε από την ανακοίνωση για αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Αλλά μέσα από αυτό διοχετεύεται μια πολύ πιο βαθιά οργή, με πολύ πιο σύνθετες αιτίες.
Το ζήτημα της τιμής των καυσίμων αφορά αυτό που αποκαλούμε «περιορισμένη
κατανάλωση» των νοικοκυριών των λαϊκών τάξεων. Όμως μια απλή αύξηση της τιμής
των καυσίμων δεν θα είχε προκαλέσει τέτοια οργή, αν δεν ερχόταν να προστεθεί σε
πολλαπλές αυξήσεις, αλλά και σε μια φορολογική πίεση για την οποία οι λαϊκές τάξεις
έχουν την εντύπωση ότι πληρώνουν πολύ περισσότερο απ’ όσο τους αναλογεί. Στη βάση
αυτής της οργής βρίσκονται οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν εδώ κι
ένα χρόνο από την κυβέρνηση –μεταξύ των οποίων η κατάργηση του Φόρου
Περιουσίας– καθώς και τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί από τις προηγούμενες
κυβερνήσεις (ας θυμηθούμε εδώ τα 44 δισεκατομμύρια της «Φορολογικής Πίστωσης για
την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» που δόθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις με
αντάλλαγμα τη δημιουργία μερικών θέσεων απασχόλησης). Το κυρίαρχο εν προκειμένω
είναι η αίσθηση φορολογικής αδικίας.

Ας προσθέσουμε σ’ αυτό τα επιεικώς απαράδεκτα λόγια ενός Προέδρου της Δημοκρατίας


που, αποδεδειγμένα, δεν διαθέτει την παραμικρή ενσυναίσθηση για τις λαϊκές μάζες.
Ενός Προέδρου που γοητεύεται από τους start-upers (αυτούς που λανσάρουν
«καινοτόμες επιχειρήσεις») και από τον πλούτο – οι υπόλοιποι, για να χρησιμοποιήσουμε
τα λόγια του, είναι «το τίποτα»… Είναι γνωστοί αυτού του είδους οι προσβλητικοί όροι
που εδώ και χρόνια ξεστομίζει για τις λαϊκές τάξεις. Και δεν έχουν ξεχαστεί από αυτούς
τους οποίους αφορούσαν. Λένε ότι οι Γάλλοι έχουν κοντή μνήμη. Τώρα αυτοί
αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.

Όλα αυτά συνέπηξαν μια εξέγερση που σκαρφαλώνει από τα βάθη της περιφερειακής
Γαλλίας, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του γεωγράφου Κριστόφ Γκιγί. Το μίσος
προς τους εκπροσώπους της μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας δείχνει ευκρινώς που
βρίσκεται το ρήγμα. Κι αυτό το ρήγμα, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, είναι
ταξικό. Τα πολιτικά συνθήματα που ακούσαμε δεν οφείλονται στη συμμετοχή αριστερών
αγωνιστών αλλά, κυρίως, στο γεγονός ότι αυτές οι λαϊκές τάξεις ταυτοποιούν αυθόρμητα
την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο ως εχθρούς τους.

Ενώ μιλούσε στην ολομέλεια της γαλλικής βουλής, ο Ζαν-Ιγκ Ρατενόν (βουλευτής της
Ανυπότακτης Γαλλίας από τη Ρεϊνιόν) έβγαλε ξαφνικά ένα κίτρινο γιλέκο, καταγγέλλοντας
την «αποικιακού τύπου καταστολή των κινητοποιήσεων από τη γαλλική κυβέρνηση». Η
κυβέρνηση Μακρόν επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας στη γαλλική αποικία – χωρίς
αποτέλεσμα, αφού τα μπλόκα πολλαπλασιάστηκαν. Ο πρόεδρος της βουλής διέκοψε τη
συνεδρίαση, καθώς το κίτρινο γιλέκο θεωρήθηκε «προσβολή του Σώματος»…

Η αυτοοργάνωση, τα προηγούμενά της, τα όρια της και το


μέλλον της

Πρόκειται για μια εξέγερση κατά βάση ανοργάνωτη ή, για να είμαστε ακριβέστεροι,
αυτοοργανωμένη. Ξεκίνησε από άτομα και πήρε έκταση στα κοινωνικά δίκτυα. Για
πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη εμπειρία συμμετοχής
σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης,
είναι τεράστιας σπουδαιότητας. Διότι, μαθαίνοντας να συντονίζονται και να συνομιλούν
μεταξύ τους, τα άτομα παύουν να είναι μεμονωμένοι άνθρωποι. Αποκτούν συνείδηση της
δύναμής τους. Γι’ αυτό και αυτό το κίνημα, όσο ετερόκλητο κι αν είναι στην ιδεολογία
του, όσο διαφορετικοί κι αν είναι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό, αποτελεί στα θεμέλιά του
ένα προοδευτικό κοινωνικό κίνημα. Επειδή κάθε κοινωνική εμπειρία που βγάζει τα
άτομα από την απομόνωσή τους έχει σήμερα έναν προοδευτικό χαρακτήρα.

Έβγαζε μάτι η αγωνία ορισμένων κομμάτων, αλλά και ορισμένων συνδικάτων, μπροστά
σε αυτή την εκδήλωση. Από την άλλη, η συμμετοχή ηγετικών στελεχών της
Ανυπότακτης Γαλλίας δείχνει πολύ καλά πώς αυτή κατανόησε την ουσία αυτού που
συμβαίνει. Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι κι άλλα κόμματα υποστήριξαν, είτε με
επιφύλαξη είτε πιο ανοιχτά, αυτήν την εκδήλωση. Επαναλαμβάνοντας μια φράση του
εκλεκτού φίλου Μπρουνό Αμάμπλ, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν θα δούμε να
συγκροτείται σε αυτή τη βάση ένα «αντιαστικό μπλοκ», ικανό να ορθωθεί απέναντι στο
«αστικό μπλοκ» που σήμερα κρατά τα ηνία.

Διότι αυτό που δίνει δύναμη στα Κίτρινα Γιλέκα αποτελεί, ταυτόχρονα, και την αδυναμία
τους. Εάν στόχος είναι η κινητοποίηση να διαρκέσει και να αντέξει την αδιαλλαξία της
κυβέρνησης, είναι προφανές ότι πρέπει να αποκτήσει μια μορφή δομής. Σε μια τέτοια
περίπτωση, όμως, και τα μέσα πίεσης της κυβέρνησης θα αυξηθούν ανάλογα. Θυμόμαστε
πώς ο Ζορζ Κλεμανσό, τότε υπουργός Εσωτερικών, χειραγώγησε τον Μαρσελέν Αλμπέρ,
ηγέτη της εξέγερσης του Μιντί το 1907 – από την οποία μας έμεινε το τραγούδι «Δόξα
στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού», οι στρατιώτες του οποίου συναδελφώθηκαν με τους
διαδηλωτές. Άρα τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν κάθε συμφέρον να επιλέξουν μια δομή
τύπου επιτροπών δράσης, με περιφερειακό και εθνικό συντονισμό, η οποία, πέρα από την
προετοιμασία μιας μέρας διαδηλώσεων, θα επιτρέπει τον δημοκρατικό έλεγχο.

Πέρα από τον πάντα παρόντα κίνδυνο χειραγώγησης, η κινητοποίηση οφείλει να θέσει
στον εαυτό της τα ζητήματα της διεύρυνσης του κινήματος, αλλά και των μορφών που θα
έχει και των στόχων που θα θέσει. Η επιμονή στα μπλόκα και σε διαδηλώσεις, που
συνεχίστηκαν την Κυριακή 18 Νοεμβρίου, όπως και η επέκταση σε υπερπόντια εδάφη,
όλα δείχνουν ότι πιθανά βρισκόμαστε στις παραμονές κάτι πολύ μεγαλύτερου από μια
απλή διαμαρτυρία ενάντια σε φόρους.

Η ανυπαρξία των συνδικάτων και οι δυνατότητες αυτής


της κινητοποίησης

Πρέπει ωστόσο να επανέλθουμε στην ανυπαρξία των συνδικάτων και στη συνέπειά της:
την απουσία θεσμικών εκπροσώπων των Κίτρινων Γιλέκων. Πολλές αιτίες εξηγούν
αυτήν την ανυπαρξία, και μία μόνο από αυτές είναι η γραφειοκρατικοποίηση των
μεγάλων συνομοσπονδιών. Όταν όμως μία κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να εξαφανίσει
τα συνδικάτα ως κοινωνικές δυνάμεις, το τελευταίο που δικαιούται είναι να «λυπάται»
για την απουσία θεσμικών εκπροσώπων στο κίνημα της 17ης Νοεμβρίου – εκπροσώπων
με τους οποίους θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διαπραγματευθεί.

Για πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη
εμπειρία συμμετοχής σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η
εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, είναι τεράστιας
σπουδαιότητας.
Τον Μάη του 1968 ήταν τα συνδικάτα, και πρώτη η CGT, που εργάστηκαν για τον
συμβιβασμό –τις συμφωνίες της Γκρενέλ– ώστε να υπάρξει μια μη επαναστατική
διέξοδος του κινήματος. Αυτές οι συμφωνίες ήταν αρκούντως παραδειγματικές ώστε η
λέξη «Γκρενέλ» να χρησιμοποιείται σήμερα κατά το δοκούν από τους πάντες. Αυτό θα
είναι δύσκολο να επαναληφθεί, εκτός κι αν επιτευχθεί το καπέλωμα της κινητοποίησης.
Άρα η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέου τύπου κίνημα, ένα κίνημα
διεκδικητικό που είναι άμεσος φορέας της κοινωνικής αμφισβήτησης. Εκτός κι αν το
ικανοποιήσει πολύ σύντομα, κάτι που δύσκολα διαφαίνεται ως πιθανότητα, η κυβέρνηση
βρίσκεται μπροστά σε δύο πιθανούς υφάλους:
Ο πρώτος είναι αυτή η κινητοποίηση να συνεχίσει να δυναμώνει μέχρι του σημείου να
πετυχαίνει, εδώ κι εκεί, μια συναδέλφωση με τις δυνάμεις καταστολής. Αυτό είναι, για
την κυβέρνηση, το χειρότερο σενάριο. Παρ’ όλο που σήμερα αυτό είναι ένα ενδεχόμενο
πολύ απίθανο, θα σημάνει το μετασχηματισμό αυτής της κινητοποίησης σε ένα ντε φάκτο
εξεγερσιακό κίνημα .

Ο δεύτερος, και πιθανότερος ύφαλος, είναι αυτή η κινητοποίηση τελικά να φυλλορροήσει


ελλείψει συγκεκριμένων προοπτικών και μιας αδυναμίας να συνδεθεί με άλλους τομείς
του πληθυσμού. Αλλά ακόμη κι αν αυτό το κίνημα υποχωρήσει, δεν θα πρόκειται παρά
για μια φαινομενική υποχώρηση. Η οργή, αυτή τη φορά και η πικρία, θα είναι πάντα
παρούσες, περιμένοντας μια αφορμή για να ξαναβγουν στην επιφάνεια – και μια ευκαιρία
(ιδίως εκλογική) για να εκφραστούν. Οπότε, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να
αντιμετωπίσει είτε έναν τεράστιο κίνδυνο βραχυπρόθεσμα, είτε έναν εξίσου τεράστιο
κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Το σίγουρο είναι πως ό,τι και να κάνει, από τον κίνδυνο δεν θα
απαλλαγεί.

Τέλος, για να ικανοποιήσουμε και τους εραστές της ιστορίας, ιδού η πρώτη στροφή και
το ρεφρέν του λαϊκού τραγουδιού «Δόξα στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού»:

Δίκαιη ήταν η οργή σας


καθήκον ύψιστο η άρνησή σας
Για χάρη των ισχυρών δεν πρέπει
να σκοτώνουμε τους γονιούς μας
Στρατιώτες, καθάρια η συνείδησή σας:
οι Γάλλοι δεν αλληλοσκοτωνόμαστε
Αρνηθήκατε να βάψετε στο αίμα μας
τις ξιφολόγχες σας, άριστα πράξατε

Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς


γενναίοι στρατιώτες του 17ου
Γεια σας γενναία φανταράκια μας
που σας θαυμάζουμε και σας αγαπάμε
Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς
και στην υπέροχη στάση σας
Αν μας πυροβολούσατε
θα σκοτώνατε τη Δημοκρατία

Ο «σοσιαλιστικής» καταγωγής Κριστόφ Καστανέρ, υπουργός Εσωτερικών του Μακρόν,


ανακοίνωσε ότι το περασμένο Σάββατο, στη δεύτερη μέρα πανεθνικής κινητοποίησης των
Κίτρινων Γιλέκων, συμμετείχαν… ακριβώς 106.301 διαδηλωτές – θέλοντας έτσι να δώσει
μια ψευδή εικόνα ταχείας αποδυνάμωσης του κινήματος διαμαρτυρίας. Στη φωτογραφία,
λιμενεργάτες από το Καλέ συμμετέχουν στον αποκλεισμό του αυτοκινητόδρομου A16.

Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην


πολιτική κρίση

Δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν την επίδραση της οργής των Κίτρινων
Γιλέκων, αλλά και την πολιτική σύγχυση που επικρατεί στα μυαλά μεγάλου μέρους των
Γάλλων. Αυτή η σύγχυση είναι σήμερα το μοναδικό πράγμα που επιτρέπει στην εξουσία,
και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να συνεχίσουν να επιπλέουν και να διατηρούν μια
βιτρίνα νομιμοποίησης. Αλλά τίποτα δεν βεβαιώνει ότι αυτό θα κρατήσει για πολύ. Αυτό
που αρχικά εκλήφθηκε ως «μερική διεκδίκηση» είναι στα πρόθυρα μετασχηματισμού σε
μια πραγματική και πολιτική κρίση. Μέσω του ζητήματος της αγοραστικής δύναμης,
σταδιακά ενώνει διαφορετικές κατηγορίες Γάλλων. Και μέσω του συμβολικού ριζώματός
του στα εδάφη των περιφερειών, αντιπροσωπεύει την οργή των ξεχασμένων. Από την
άλλη, είναι μια κρίση της οποίας ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ακόμη σχετικά βραδύς. Είναι
όμως ήδη σαφές ότι αυτή η κινητοποίηση δεν θα είναι παρά ένα στάδιο στο ξεδίπλωμα
της πολιτικής κρίσης.

Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στις δημοσκοπήσεις είναι η λαϊκή στήριξη που
απολαμβάνουν τα Κίτρινα Γιλέκα, παρά τις συστηματικές καμπάνιες μίσους των ΜΜΕ
εναντίον τους. Ακόμη και η πιο αμφιλεγόμενη μορφή αγώνα, τα μπλόκα στους
αυτοκινητόδρομους, συγκεντρώνει 66% συμπάθειας και μόλις 22% αντίθεσης. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα υψηλότερα ποσοστά συμπάθειας σημειώνονται μεταξύ των
υποστηρικτών των πιο αντικυβερνητικών δυνάμεων: 88% όσον αφορά τους υποστηρικτές
της Εθνικής Συσπείρωσης (Λεπέν) και 83% της Ανυπότακτης Γαλλίας (Μελανσόν).
Επίσης, η συμπάθεια εκφράζεται κυρίως από τη Γαλλία των «περιφερειών» κι όχι των
μεγάλων πόλεων. Αλλά ακόμη και στις τελευταίες το ποσοστό συμπάθειας προσεγγίζει
το 60%. Υπάρχει λοιπόν μια εγκάρσια διάσταση σε αυτό το κίνημα, που ναι μεν εκκινεί
από την «περιφερειακή» Γαλλία αλλά φαίνεται να πετυχαίνει να μην μείνει
στρατοπεδευμένο εκεί.

Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το ποσοστό συμπάθειας είναι υψηλότερο στις
γυναίκες παρά στους άντρες. Αυτό μοιάζει καταρχήν παράδοξο για ένα κίνημα που
πυροδοτήθηκε από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Από την άλλη, είναι ένα κίνημα
που αντιστοιχεί σε ξεσηκωμό των φτωχών – άρα είναι λογικό που αγγίζει περισσότερο
τις γυναίκες. Με τον ίδιο τρόπο, παρατηρούμε ότι οι νέοι 25-34 ετών αποτελούν τον
βασικό όγκο των μαχητών του κινήματος. Οι δημοσκοπήσεις δηλαδή δίνουν την εικόνα
ενός λαϊκού κινήματος, που βρίσκει τις ρίζες του κυρίως σε μια Γαλλία που εργάζεται
αλλά νιώθει όλο και πιο περιθωριοποιημένη. Όμως το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του
κινήματος είναι ότι κατάφερε να διευρύνει την αρχική βάση εμπιστοσύνης προς αυτό. Κι
αυτό είναι που ανησυχεί περισσότερο την κυβέρνηση.

* Ο Ζακ Σαπίρ είναι οικονομολόγος, διευθυντής σπουδών της Ανώτατης Σχολής


Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού και επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Μεθόδων
Εκβιομηχάνισης. Το παρόν άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 19/11/2018 στον δικτυακό τόπο
«Οι Κρίσεις» (www.les-crises.fr). Εκεί δημοσιεύθηκε στις 24/11/2018 και το άρθρο του
«Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην πολιτική κρίση», αποσπάσματα και
στοιχεία του οποίου παρατίθενται εδώ στο ομώνυμο πλαίσιο. Οι λεζάντες των
φωτογραφιών είναι της Σύνταξης.

** Το περασμένο Σάββατο, δεύτερη ημέρα πανεθνικής κινητοποίησης, σημειώθηκαν


σοβαρά επεισόδια όταν η αστυνομία, στο Παρίσι και αλλού, προσπάθησε να διαλύσει τις
διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι συνολικά έχουν
τραυματιστεί 620 διαδηλωτές, εκ των οποίων 17 σοβαρά, και 136 αστυνομικοί, εκ των
οποίων 3 σοβαρά. Συνελήφθησαν 130 διαδηλωτές (42 στο Παρίσι). Οι περισσότεροι
κατηγορούνται για «αντίσταση κατά της αρχής» και «ρίψη επικίνδυνων αντικειμένων κατά
των δυνάμεων της τάξεως».
Σχόλια

Η Λ ΕΠΕΝ ΖΗΤΑ ΝΟΜΟ ΚΑ Ι


ΤΑ ΞΗ ΚΑΙ Α ΠΟΧ ΩΡ ΗΣΗ Τ ΩΝ
ΚΙΤΡ ΙΝΩΝ Γ ΙΛ ΕΚΩΝ
02/12/2018

Ούτε μια εβδομάδα δεν κράτησε η προσπάθεια της νεοφασιστικής παράταξης της
Μαρίν Λεπέν να εκμεταλλευτεί πολιτικά την αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση στη Γαλλία.

Καθώς το κίνημα ριζοσπαστικοποιείται μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με τις


δυνάμεις καταστολή του Μακρόν και συνδέεται όλο και περισσότερο με εργατικές
αλλά και αντιρατσιστικές οργανώσεις, η Λεπέν με μήνυμά της στο twitter επέστρεψε
στην παραδοσιακή γραμμή του νόμου και της τάξης.

Στο μήνυμά της κάλεσε τα κίτρινα γιλέκα να αποχωρήσουν από τις περιοχές των
επεισοδίων προκειμένου να αφήσουν τις δυνάμεις της αστυνομίας να αντιμετωπίσουν
τους “ταραξίες”.

View image on Twitter

Yiorgos Vassalos@YiorgosVa
Και κάπου εδώ τελειώνει η προσπάθεια της Λεπέν να αξιοποιήσει τα κίτρινα
γιλέκα: στην αρχή επιχείρησε να τα διχάσει "γαλλικός λαός ενάντια
στ'αποβράσματα". Στη συνέχεια τα κάλεσε να εκκενώσουν το Παρίσι
φρικαρισμένη από την "εξεγερσιακή κατάσταση" στην οποία έχει περιέλθει.

34

03:10 - 2 Dec 2018

51 people are talking about this

Twitter Ads information and privacy

Όπως εξηγεί και ο ερευνητής Γιώργος Βασσάλος, στόχος της Λεπέν ήταν να διχάσει
το εξεγερτικό κίνημα παρουσιάζοντας τα κίτρινα γιλέκα σαν μια δύναμη που
διαφοροποιείται από τις καθημερινές πλέον συγκρούσεις με την αστυνομία.

Σε άλλο μήνυμά της απέδωσε τα επεισόδια στην άκρα αριστερά κατηγορώντας


μάλιστα τον πρόεδρο Μακρόν ότι δεν κατονομάζει τους “ταραξίες” με την πολιτική
τους ταυτότητα.

Marine Le Pen

✔@MLP_officiel

« #Macron ne parle que des casseurs, dont chacun sait qu’ils sont d’extrême
gauche. Ce sont les mêmes qui ont semé la dévastation lors du 1er Mai. »
@France3tv

954

13:13 - 2 Dec 2018

Twitter Ads information and privacy


660 people are talking about this

Twitter Ads information and privacy

Αν και η Λεπέν δεν έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να προσεταιριστεί τμήματα


των κίτρινων γιλέκων, η έκταση που λαμβάνουν οι κινητοποιήσεις την αναγκάζει να
αποκαλύψει σταδιακά το πραγματικό της πρόσωπο και μαζί την ουσιαστική ταύτισή
της με το πολιτικό κατεστημένο που εκπροσωπεί ο Μακρόν.

Α.Χ

Η μάχη για την ηγεμονία στα «κίτρινα γιλέκα»


Posted: December 1, 2018 / in: Διεθνη, Πρωτοσελιδο / Comments Off on Η μάχη για την ηγεμονία στα
«κίτρινα γιλέκα»

Βαγγέλης Μόσχος
Γράμμα από Γαλλία
Το αυθόρμητο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» που ξέσπασε τις τελευταίες
εβδομάδες στη Γαλλία, μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδα της χώρας, ιδιαίτερα
αφού μετά την επαρχία, έκανε την μαζική εμφάνιση του στους
παριζιάνικους δρόμους. Οι εικόνες τις ογκώδους διαδήλωσης και των
οδοφραγμάτων στη στολισμένη λεωφόρο Ελυζέ, με τραυματισμούς μέχρι
και ακρωτηριασμούς διαδηλωτών, θύματα της θηριώδους αστυνομικής
βίας, συγκλόνισαν. Το κατεστημένο και η πλειοψηφία των συστημικών
μίντια δεν τις χώνεψαν όμως ποτέ και έτσι έτρεξαν συλλήβδην να
ονοματίσουν το κίνημα ως «ακροδεξιό», για να απαξιώσουν τις κοινωνικές
διεκδικήσεις του. Κατά πόσο όμως ισχύει αυτός ο χαρακτηρισμός;

Είναι γεγονός ότι οι ακροδεξιές απόψεις και πρακτικές έχουν κάνει


εξαρχής αισθητή την παρουσία τους στο κίνημα των «γιλέκων». Και αν
αυτό δεν εμφανίζεται στις τρικολόρ που αποτελούν το βασικό σύμβολο
κάθε κινητοποίησης, σίγουρα φαίνεται στα επεισόδια ρατσιστικού και
σεξιστικού προπηλακισμού που βιώσαν μαύροι και ομοφυλόφιλοι οδηγοί
που περνούσαν από τα μπλόκα των «κιτρίνων». Είναι όμως εντυπωσιακό
το πως περιστατικά στα οποία πρωταγωνίστησαν τα «γιλέκα» και
βρίσκονται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, έχουν θαφτεί από τα MME:
Από την κοινή πλεύση με την πορεία κατά της βίας των γυναικών στο
Μονπελιέ, στο τραγούδι του αφρικανικής καταγωγής Κοπ Τζόνσον που
εκφράζει την στήριξη των μαύρων Γάλλων στο κοινωνικό κίνημα, έως τον
αποκλεισμό αυτόκλητου ακροδεξιού αντιπροσώπου των «γιλέκων» από την
τοπική επιτροπή της Τουλούζ. Αυτές οι αντίρροπες τάσεις δείχνουν
ταυτόχρονα τη διάσταση που έχει πάρει το κίνημα στη γαλλική επαρχία.

Είναι επίσης δεδομένη η υποστήριξη της Λεπέν στα «γιλέκα», η οποία όμως
δεν εξελίσσεται σε οργανωμένη παρέμβαση. Η ίδια ταυτόχρονα δηλώνει ότι
το κίνημα θα είναι «πιο δυνατό, όσο είναι ανεξάρτητο» φανερώνοντας τον
πραγματικό της φόβο: Την ενοποίηση και ηγεμόνευσή του από το εργατικό
κίνημα. Αυτή έμενε να κριθεί στη διαδήλωση της 1 ης Δεκέμβρη, όπου καλεί η
CGT μαζί με τα «γιλέκα» αλλά και φοιτητές και μετανάστες. Στους δρόμους
και όχι στα σαλόνια θα κριθεί -και δυνάμει θα ηττηθεί – η επιρροή των
αντιδραστικών ρευμάτων.
α «γιλέκα» έχουν το χρώμα της έκρηξης που έρχεται
Posted: December 4, 2018 / in: Διεθνη, Πρωτοσελιδο / Comments Off on Τα «γιλέκα» έχουν το χρώμα
της έκρηξης που έρχεται

Βαγγέλης Μόσχος
Η 1η Δεκέμβρη ήταν σίγουρα μια μέρα που θα καταγραφεί στην ιστορία
της πόλης που προμήνυε πάντοτε τα παγκόσμια επαναστατικά
ξεσπάσματα. Ο κατακλυσμός των δρόμων του Παρισίου από διαδηλώτριες
και διαδηλωτές, με κίτρινα, κόκκινα ή και χωρίς γιλέκα, οι κραυγές
διεκδίκησης που ενώθηκαν κάτω από το σύνθημα «Μακρόν, παραιτήσου»,
που πνίγηκαν κάτω από τα χημικά, τις χειροβομβίδες και τις αύρες, έχουν
τουλάχιστον διαταράξει την κανονικότητα του χριστουγεννιάτικου
στολισμού της πόλης. Έχουν όμως καταφέρει και κάτι πολύ ανώτερο: την
εκδήλωση της συσσωρευμένης οργής μιας κοινωνίας που χρόνια βράζει
κάτω από τη συνεχή επιδείνωση της ζωής της. Ένα μόνο σημάδι για αυτά
που προμηνύονται, στους καιρούς που το μάτι του κυκλώνα της κρίσης έχει
αρχίσει να περνάει από την ευρωπαϊκή περιφέρεια του νότου στο κέντρο
της ηπείρου.
Από το πρωί χιλιάδες «κίτρινα γιλέκα» προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα
Ηλύσια Πεδία, χώρο της συγκέντρωσης του προηγούμενου Σαββάτου, τον
οποίο η αστυνομία προσπάθησε να περιορίσει με δρακόντεια μέτρα
φύλαξης και ταυτοποίησης όποιου εισέρχεται. Έτσι θα μπορούσε μετέπειτα
να στηρίξει την κυβερνητική στρατηγική που θέλει να χωρίσει τους
διαδηλωτές σε «ειρηνικά γιλέκα» και «μπαχαλάκηδες» των Ηλυσίων. Την
ίδια ώρα συγκεντρώσεις λαμβάνουν χώρο σε πολλές περιοχές του Παρισίου.
Στο σταθμό του Σαν Λαζάρ, σιδηροδρομικοί, σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι,
η πρωτοβουλία για τον δολοφονημένο από την αστυνομία Ανταμά
Τραορέ, αλλά και «γιλέκα» συνενώνονται μαζί σε μια ταξική συγκέντρωση
που θα επιχειρήσει να συναντήσει τους υπόλοιπους διαδηλωτές,
εκφράζοντας την αναγκαία σύμπλευση και ριζοσπαστικοποίησης του
κινήματος σε εργατική κατεύθυνση. Στη Σορβόννη, άλλοι φοιτητικοί
σύλλογοι πραγματοποιούν συγκέντρωση ενάντια στην αύξηση των
διδάκτρων για τους φοιτητές εκτός της ΕΕ. Στην Νασιόν η πλατφόρμα
«Ρόζα Παρκς» που συντονίζει ενώσεις μεταναστών χωρίς χαρτιά και άλλες
συλλογικότητες θα πραγματοποιήσει και αυτή μαζική συγκέντρωση και
πορεία. Ένα μωσαϊκό λαού κάτω από ένα κοινό κάδρο: όλοι και όλες
βρίσκονται τσακισμένοι σήμερα από τις πολιτικές της κυβέρνησης Μακρόν,
από την πρωτοφανή επιθετικότητα του γαλλικού κεφαλαίου, ενάντια, αυτή
τη φορά, στους ίδιους του τους υπηκόους.
Η «κάθοδος των γιλέκων», πορεία ριζοσπαστικοποίησης τους
Τον τόνο δίνουν τα γιλέκα, κατά βάση λόγω της μαζικότητας και
μαχητικότητας της συγκέντρωσης που πραγματοποιούν, η οποία γρήγορα
καταλήγει σε βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους του Παρισίου, σε
οδοφράγματα και βανδαλισμούς τόσο συμβόλων του μεγάλου πλούτου
αλλά και τυφλών στόχων, πολλές φορές δημόσιων υπηρεσιών. Πολλοί
μίλησαν για γεγονότα πρωτοφανή εντός των τελευταίων 10 ετών στην
ταραχώδη Γαλλική πρωτεύουσα, ενώ άλλοι για την μεγαλύτερη αστυνομική
παρουσία σε αυτήν από τον Μάη του ’68. Στο μίγμα τους, παρότι κοινωνικά
ετερόκλητο, δεσπόζουν κάποιες βασικές συνιστώσες: γιλέκα φορούν κυρίως
στρώματα που ανήκουν στην λευκή γαλλική εργατική τάξη, και μάλιστα την
χαμηλά αμειβόμενη και συμπληρώνονται από ανέργους,
αυτοαπασχολούμενους και μικρούς επιχειρηματίες.. Προέρχονται κυρίως
από την γαλλική επαρχία που είδε την αγοραστική της δύναμη να μειώνεται
δραματικά, ενώ το παριζιάνικο κεφάλαιο τους ζητάει να φάνε
«παντεσπάνι». Είναι αυτοί που οργανώθηκαν πρώτα στα μπλόκα των
μεγάλων λεωφόρων, απέναντι στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου,
πραγματοποιώντας μια «κάθοδο» προς την μητρόπολη του Παρισίου. Είναι
αυτή η διαδρομή που επηρέασε την ίδια την υπόσταση και τα αιτήματα του
αυθόρμητου κινήματος.

Μέσα σε αυτήν την διεργασία τα αιτήματα για την ακύρωση του μέτρου
της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, γρήγορα έδωσαν την κεντρική
τους θέση σε μια γενικότερη διεκδίκηση της αγοραστικής δύναμης, της
μείωσης του κόστους ζωής και των φόρων αλλά και της υπεράσπισης των
κοινωνικών παροχών. Μάλιστα, εντός των τελευταίων εβδομάδων όπου η
καρδιά των γιλέκων χτυπάει στο Παρίσι, τείνει να γίνει ηγεμονικό εντός του
κινήματος, ένα αμιγώς εργατικό αίτημα: αυτό της αύξησης του βασικού
μισθού (SMIC). Είναι αυτό το αίτημα που κάνει τους αστούς πολιτικούς
εκπροσώπους να μην μπορούν καν να ενσωματώσουν ένα κομμάτι των
γιλέκων, όπως και θα ήθελαν. Δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός Εντουάρντ
Φιλίπ που τάχθηκε κατηγορηματικά κατά της αύξησης του βασικού μισθού
γιατί κάτι τέτοιο «θα αντιτεθόταν στους νόμους της αγοράς», αλλά και η
ίδια η Λε Πεν, η οποία εδώ και μήνες ψαρεύει στα νερά της κοινωνικής
αγανάκτησης, αρνήθηκε την αύξηση και κάλεσε το κίνημα να περιοριστεί
στις διεκδικήσεις που αφορούν τις τιμές του πετρελαίου. Εδώ φαίνεται όχι
μόνο η τάση ριζοσπαστικοποίησης του αυθόρμητου κινήματος των
«γιλέκων» καθώς αυτό προσεγγίζει όλο και περισσότερο ευρείες κοινωνικές
διεκδικήσεις με δυνάμει εργατική ηγεμονία, αλλά και το πολιτικό τείχος που
στήνεται απέναντι στις ακροδεξιές, αντιδραστικές δυνάμεις, η οποίες δεν
μπορούν αντικειμενικά να βρουν πολιτικό χώρο. Έτσι, η εμφανής τους
παρουσία στις απαρχές του κινήματος των γιλέκων, όταν αυτό
περιοριζόταν στα ξεσπάσματα της επαρχίας και την αντίστοιχη
αιτηματολογία τους, τείνει να φθίνει γραμμικά στην πορεία προς την
μητρόπολη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τόσο υπαρκτές
αντιδραστικές τάσεις εντός του, όσο και ακόμη περισσότερο, οργανωμένοι
ακροδεξιοί πυρήνες, είναι ένα γεγονός που πρέπει να αγνοηθεί. Ο βασικός
υπαίτιος όμως για την περαιτέρω ενίσχυσή τους, είναι η κυρίαρχη αφήγηση
– αναπαραγόμενη από την πλειοψηφία των ΜΜΕ – που θέλει να
στιγματίσει τα «γιλέκα» ως συλλήβδην ακροδεξιά, δίνοντας πραγματικά
ζωτικό χώρο σε αυτήν εντός του κινήματος και ταυτόχρονα
μεγαλοποιώντας τον ρόλο που παίζει στην εξέλιξη των γεγονότων.

Η «Δημοκρατία» ως βασικός πυλώνας ταυτότητας των «γιλέκων»


Υπάρχει, παράλληλα μια άλλη συστάδα αιτημάτων των «γιλέκων», που
αφορούν ένα ζήτημα δυνάμει ριζοσπαστικότερο: αυτό της «Δημοκρατίας».
Τα αιτήματα που εξέφρασαν εκπρόσωποι των γιλέκων στις λίγες
συναντήσεις του με στελέχη της κυβέρνησης, ξεκινούσαν από την απαίτηση
αυτές οι συναντήσεις να μεταδίδονται δημόσια (αρνούμενοι να λάβουν
μέρος σε «κεκλισμένων των θυρών» συναντήσεις), ενώ έφταναν να
αμφισβητούν σημαντικές συνταγματικές διατάξεις, όπως ο θεσμός της
Γερουσίας, αλλά και η μισθολογική διαφορά του πολιτικού προσωπικού με
τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Πλάι σε αυτό το αίτημα «Δημοκρατίας»,
που επανεμφανίζεται στο γαλλικό «Νουί Ντεμπού» και στους Έλληνες
«αγανακτισμένους», εκφράζονται και οι τρόποι οργάνωσης και πολιτικής
αντιπροσώπευσης του κινήματος. Η πλειοψηφία των γιλέκων δηλώνει πως
δεν ταυτίζεται ή/και δεν εκφράζεται από καμιά εκπροσώπηση πολιτική ή
συνδικαλιστική, σε μια χώρα σαν την Γαλλία που διαθέτει πληθώρα
τέτοιων. Η άρνηση αυτή και η απογοήτευση από την παλιά φρουρά
εκπροσώπησης, εμφανίζει αυθόρμητες και μερικές μορφές οργάνωσης αλλά
και έκφρασης, με χαρακτηριστική την απουσία στις περισσότερες
περιπτώσεις οργανωμένων συλλογικών διαδικασιών πέρα από αυτές που
παρέχουν τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και την εθνική σημαία και την
«Μαρσεγιέζ» να αποτελούν τα βασικά σύμβολα διαδήλωσης. Η υπόσταση
αυτή αποτελεί συχνά εύφορο έδαφος για καιροσκοπικές αντιδραστικές
δυνάμεις, όμως παράλληλα συγκροτεί πρωτότυπους πειραματισμούς
δημοκρατικής οργάνωσης. Όπως καταγράφει ο ιστορικός Ζεράρντ
Νουαριέλ στην εφημερίδα Λε Μντ: «αυτό που συμβαίνει στο κίνημα των
Κίτρινων γιλέκων, είναι η ποικιλία των ταυτοτήτων τους, και κυρίαρχα ο
μεγάλος αριθμός των γυναικών που αναλαμβάνουν το ρόλο του
αντιπροσώπου του κινήματος, ρόλο που προηγουμένως περιοριζόταν
μονάχα στους άντρες. Η ευχέρεια με την οποία αυτές οι λαϊκές ηγέτιδες
εκφράζονται σήμερα μπροστά στις κάμερες είναι συνέπεια μιας διπλής
εκδημοκρατικοποίησης: της ανόδου του μορφωτικού επιπέδου και της
επίδρασης των οπτικοακουστικών μέσων επικοινωνίας σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα. Αυτή η δύναμη τους περιφρονείται πλήρως από τις ελίτ σήμερα.
Και είναι αυτό το γεγονός που ενισχύει το αίσθημα αγανάκτησης του λαού».

Ένας ακόμη αποτυχημένος Βοναπάρτης


Ο πρώτος που σέρνει το χορό της περιφρόνησης δεν είναι άλλος από τον
πρόεδρο της δημοκρατίας, Εμμανουέλ Μακρόν. Έχει πλέον όμως αποδειχθεί
– σε αντίθεση με την προβαλλόμενη εικόνα παντοδυναμίας του – ότι τα
θεμέλια της κοινωνικής συναίνεσης στη νεοφιλελεύθερη και αλαζονική
πολιτική του είναι σαθρά, όπως σαθρά είναι και τα πόδια του θρόνου στον
οποίο θέλει να καθίσει. Αυτός ο νέος Βοναπάρτης, δεν είναι αντίστοιχος του
Ναπολέοντα, αλλά του Λουδοβίκου ανιψιού του. Για αυτό το όνομα
Μακρόν έχει μετατραπεί σε πόλο συσπείρωσης των μαζών απέναντι στην
αντιλαϊκή πολιτική, όχι μόνο στο απόγειο του τωρινού κινήματος, αλλά και
στα κινήματα που προέκυψαν μετά την εκλογή του, αυτά της μάχης των
σιδηροδρομικών και του φοιτητικού κινήματος. Για αυτό η απήχηση του
προέδρου έχει φτάσει το ιστορικό δημοσκοπικό χαμηλό του 25%, την ώρα
που αυτή των «γιλέκων» αγγίζει το 80%. Για αυτό και είναι θέμα χρόνου η
φθορά και η κάθοδος της «Μακρονίας», όπως ονομάζεται σκωπτικά η
εξουσία του «προέδρου των πλουσίων» (σημ: Ο πρόεδρος της 5ης Γαλλ.
Δημοκρατίας μπορεί μονάχα να παραιτηθεί, καθώς το σύνταγμα δεν
προβλέπει διαδικασία μομφής). Το τι μέλλει γενέσθαι όμως έπειτα από
αυτήν, θα κριθεί και από την τροπή του κινήματος που συνταράσσει αυτή
τη στιγμή την χώρα.
Εκφράζει η Αριστερά την κοινωνική οργή;
Είναι εμφανές ότι αν η ηχηρότερη μορφή κοινωνικής έκφρασης, ακόμη και
αν ανήκει στο αυθόρμητο κίνημα, δηλώνει αδυναμία έως και άρνηση να
εκπροσωπηθεί από την Αριστερά, την δύναμη που παραδοσιακά την
εξέφραζε, κάτι πάει πρωτίστως λάθος με την τελευταία. Δεν μπορεί βέβαια
να παραβλέπεται ο ρόλος των γνήσια αριστερών και προοδευτικών
δυνάμεων όπως το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (NPA), και των
κομμουνιστικών δυνάμεων εντός του, το καλωσόρισμα που απεύθυναν
εξαρχής στην κοινωνική ανάταση και η συμβολή τους στην συνένωση της
με το εργατικό κίνημα και στην κατάκτηση μιας συνολικής εργατικής
ηγεμονίας και ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού προγράμματος. Είναι
όμως σαφές ότι οι παραδοσιακές μορφές του συνδικαλιστικού κινήματος, με
πρώτο το συνδικάτο της CGT, που διαθέτει μια μαζική και ριζοσπαστική
βάση στην εργατική τάξη, δεν μπορεί να συνεχίσει να γυρνάει την πλάτη
στην αγανάκτηση του λαού. Ενώ πολλά επιχειρησιακά σωματεία που
πρόσκεινται στη CGT, έχουν εκφράσει τη στήριξη τους στα κοινωνικά
αιτήματα, μέχρι και την έμπρακτη κάθοδο σε απεργία, η κεντρική ηγεσία
της, παρότι μετατοπισμένη από την αρχική γραμμή παντελούς απουσίας
της, περιορίζεται ακόμη σε ανακοινώσεις «καλέσματος προς τα γιλέκα» και
δεν προχωράει στο αναγκαίο: την οργάνωση μιας γενικής πολιτικής
απεργίας που θα συμπεριλάβει τα δίκαια κοινωνικά αιτήματα και θα τα
θέσει υπό εργατική ηγεμονία. Αμφίδρομη θα είναι λοιπόν η σχέση του πόσο
ψηλά θα θέσει το μπόϊ της η κοινωνία και του αναστήματος της αριστεράς
να ηγηθεί αυτής της ανάτασης. Μόνο μέσα τελικά από αυτές τις μαζικές
κινηματικές διεργασίες θα μπορέσει η ίδια η ευρωπαϊκή αριστερά, ιστορικά
χτυπημένη, να αναγεννηθεί και να εκφράσει τα κινήματα του 21 ουαιώνα
που σείουν πλέον όλα τα πλάτη της γηραιάς ηπείρου. Ή απλά η απουσία
της θα αποτελέσει το ζωτικό χώρο για μια άνευ προηγουμένου ακροδεξιά
επέλαση στο πολιτικό σκηνικό, εκμεταλλευόμενη κάθε αγανάκτηση του
λαού, μόνο για να την στρέψει τελικά ενάντια στον ίδιο.

Και το μέλλον… διαρκεί πολύ


Οι οιωνοί πάντως στο γαλλικό κίνημα είναι μέχρις στιγμής θετικοί: την
ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές χιλιάδες μαθητές καταλαμβάνουν τα
σχολεία, σε αλληλεγγύη με το κίνημα των γιλέκων, και καταστέλλονται
άγρια από την αστυνομία. Φαίνεται να ξεσπάει έτσι ένα νεολαιίστικο κύμα,
το οποίο αν εδραιωθεί, θα δώσει νέα ώθηση στο κίνημα. Η βάση των
μεγάλων συνδικάτων έχει πιέσει, αποτελεσματικά, τις ηγεσίες τους, ώστε να
συμπλεύσουν, τουλάχιστον διακηρυκτικά με το μεγάλο λαϊκό ποτάμι. Σε
πολλές από τις πόλεις της επαρχίας οι -ξεχωριστές- συγκεντρώσεις
«κόκκινων» (συνδικάτων) και «κίτρινων» γιλέκων ενώθηκαν σε κοινή
πορεία. Το κίνημα των φοιτητών και τις νεολαίας με τις δικές τους
διεκδικήσεις φαίνεται να κλιμακώνεται. Η συνεύρεση αυτών των ρευμάτων
σε ένα ευρύ εργατικό-λαϊκό μέτωπο θα μπορέσει να εκφράσει μια γνήσια
ανατρεπτική πολιτική, με εργατική ηγεμονία, απέναντι στον «Μακρόν και
τον κόσμο του». Θα βρει αναπόφευκτα μπροστά του την αναλγησία της
απολυταρχικής εξουσίας, που στις στιγμές της πολιορκίας της καταφεύγει
στις «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης», δείχνοντας ποιον θεωρεί τον
μεγαλύτερο «τρομοκράτη»: την κοινωνία, τον λαό και τις διεκδικήσεις του.
Από το κίτρινο της άρνησης μιας σαπισμένης κοινωνίας, της εφόδου στη
Βαστίλη του καπιταλισμού, στο κόκκινο μιας νέας απόπειρας κοινωνικής
χειραφέτησης στον 21ο αιώνα, τα γιλέκα έχουν το χρώμα της έκρηξης που
προμηνύεται καιρό, και πλέον βρίσκεται κοντά μας.
Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης

Τ α Κίτρινα Γιλέκα αποτελούν την κραυγή μιας Γαλλίας που νιώθει (και είναι)

εγκαταλειμμένη. Μιας Γαλλίας που κυβερνιέται από έναν πρόεδρο ο οποίος είναι (και το
φωνάζει) το χρυσό παιδί της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας και του μπλοκ της
παγκοσμιοποίησης, και ενσαρκώνει την πιο βαθιά περιφρόνηση των ελίτ προς τις λαϊκές
μάζες. Μιας Γαλλίας, όχι αυτής των φωτεινών βουλεβάρτων του Παρισιού αλλά
πληβειακής, που συνεχώς σπρώχνεται στο περιθώριο και ξεχνιέται στο σκοτάδι των
προαστίων και της περιφέρειας. Αυτή η κραυγή προστίθεται στα προηγούμενα κοινωνικά
κινήματα που ξεσπούν κατά κύματα, για να υποχωρήσουν και να ξανασχηματιστούν με
νέα μορφή – από την εξέγερση των προαστίων του 2005 στις μεγάλες απεργίες και
διαδηλώσεις της επόμενης περιόδου, κι από τοκίνημα Nuit Debout πριν δυόμιση χρόνια
στα Κίτρινα Γιλέκα τώρα.
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η παραδοσιακή Δεξιά συμπιέζεται, η λεπενική Ακροδεξιά
μετασχηματίζεται, από τα ερείπια της υπό εξαφάνιση παραδοσιακής Αριστεράς
αναδύεται η Ανυπότακτη Γαλλία, οι «σοσιαλιστές» σχεδόν εξαϋλώνονται και πολλοί από
αυτούς στελεχώνουν το νέο σωσίβιο που φτιάχτηκε με επικεφαλής τον Μακρόν, γενικά
το τοπίο αλλάζει – για να μην αλλάξει η ουσία της ασκούμενης πολιτικής. Αλλά η βαθιά
δυσαρέσκεια που διαπερνά τη λαϊκή πλειοψηφία παραμένει, άλλοτε σιωπηρή κι άλλοτε
ηχηρή. Οι συνθήκες αλλάζουν, το ίδιο και οι μορφές διαμαρτυρίας, όμως τα ξεσπάσματα
επιστρέφουν, αυξάνοντας τους φόβους των ελίτ και την αστάθεια του πολιτικού
συστήματος. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η αντιμετώπιση των διαμαρτυρόμενων από τους
εκάστοτε κυβερνώντες: παλιότερα «χούλιγκαν», έπειτα «ανεύθυνοι», μετά
«αιθεροβάμονες», τώρα «λαϊκιστές και ακροδεξιοί».

Η επιχείρηση αποδόμησης και συκοφάντησης του τωρινού κύματος διαμαρτυρίας δεν


έχει επιτυχία. Όπως επεσήμαινε και το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, «η λαϊκή
πλειοψηφία υποστηρίζει τα Κίτρινα Γιλέκα», παρά τον οχετό παραπληροφόρησης που
αδειάζουν πάνω τους οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης – με τα πλέον… πεφωτισμένα
και προοδευτικά ΜΜΕ στην πρώτη γραμμή αυτής της «αντιλαϊκίστικης» καμπάνιας.
Δημοσιεύουμε σήμερα μια κατατοπιστική ανάλυση του Ζακ Σαπίρ για το κίνημα που έχει
αναστατώσει τη Γαλλία, και τις σκέψεις του για το πώς αυτό μπορεί να έχει συνέχεια.
Επίσης, σε ξεχωριστό πλαίσιο δημοσιεύουμε ορισμένα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος σε
επόμενο άρθρο του για να καταδείξει το βαθμό αποδοχής του κινήματος στην γαλλική
κοινωνία και τον κίνδυνο που εκπροσωπεί για την κυβέρνηση Μακρόν.

ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ


ΛΑΪΚΩΝ ΜΑΖΩΝ
του Ζακ Σαπίρ*

Η 17η Νοεμβρίου των Κίτρινων Γιλέκων ολοκληρώθηκε σημειώνοντας μαζική επιτυχία,


με πάνω από 2.000 σημεία αποκλεισμού τελικά, ενώ οι διοργανωτές είχαν ανακοινώσει
1.500 αρχικά. Οι αριθμοί συμμετοχής που δίνει το Υπουργείο Εσωτερικών φαίνεται να
είναι κατά πολύ κατώτεροι των πραγματικών. Δυστυχώς, αυτή η επιτυχία σημαδεύτηκε
από το πένθος για το θάνατο μιας διαδηλώτριας και από πολλούς τραυματισμούς – που
στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλονται σε οδηγούς οι οποίοι προσπάθησαν να
σπάσουν τα μπλόκα**. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιτυχία αποτελεί μια πρόκληση για
τα πολιτικά κινήματα και τα συνδικάτα. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία (το κόμμα LAREM
του Μακρόν) και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι της εκφράζονται με απέχθεια για αυτό το
κίνημα, αξίζει να αναρωτηθούμε για τη σημασία του και την πιθανή συνέχειά του.

Στα συνθήματα εκφράζεται μίσος για τους εκπροσώπους της


μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας, κι αυτό δείχνει ευκρινώς που
βρίσκεται το ρήγμα – το οποίο, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε
κάποιους, είναι ταξικό.

Ημέρα οργής
Το κίνημα πυροδοτήθηκε από την ανακοίνωση για αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Αλλά μέσα από αυτό διοχετεύεται μια πολύ πιο βαθιά οργή, με πολύ πιο σύνθετες αιτίες.
Το ζήτημα της τιμής των καυσίμων αφορά αυτό που αποκαλούμε «περιορισμένη
κατανάλωση» των νοικοκυριών των λαϊκών τάξεων. Όμως μια απλή αύξηση της τιμής
των καυσίμων δεν θα είχε προκαλέσει τέτοια οργή, αν δεν ερχόταν να προστεθεί σε
πολλαπλές αυξήσεις, αλλά και σε μια φορολογική πίεση για την οποία οι λαϊκές τάξεις
έχουν την εντύπωση ότι πληρώνουν πολύ περισσότερο απ’ όσο τους αναλογεί. Στη βάση
αυτής της οργής βρίσκονται οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν εδώ κι
ένα χρόνο από την κυβέρνηση –μεταξύ των οποίων η κατάργηση του Φόρου
Περιουσίας– καθώς και τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί από τις προηγούμενες
κυβερνήσεις (ας θυμηθούμε εδώ τα 44 δισεκατομμύρια της «Φορολογικής Πίστωσης για
την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» που δόθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις με
αντάλλαγμα τη δημιουργία μερικών θέσεων απασχόλησης). Το κυρίαρχο εν προκειμένω
είναι η αίσθηση φορολογικής αδικίας.

Ας προσθέσουμε σ’ αυτό τα επιεικώς απαράδεκτα λόγια ενός Προέδρου της Δημοκρατίας


που, αποδεδειγμένα, δεν διαθέτει την παραμικρή ενσυναίσθηση για τις λαϊκές μάζες.
Ενός Προέδρου που γοητεύεται από τους start-upers (αυτούς που λανσάρουν
«καινοτόμες επιχειρήσεις») και από τον πλούτο – οι υπόλοιποι, για να χρησιμοποιήσουμε
τα λόγια του, είναι «το τίποτα»… Είναι γνωστοί αυτού του είδους οι προσβλητικοί όροι
που εδώ και χρόνια ξεστομίζει για τις λαϊκές τάξεις. Και δεν έχουν ξεχαστεί από αυτούς
τους οποίους αφορούσαν. Λένε ότι οι Γάλλοι έχουν κοντή μνήμη. Τώρα αυτοί
αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Όλα αυτά συνέπηξαν μια εξέγερση που σκαρφαλώνει από τα βάθη της περιφερειακής
Γαλλίας, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του γεωγράφου Κριστόφ Γκιγί. Το μίσος
προς τους εκπροσώπους της μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας δείχνει ευκρινώς που
βρίσκεται το ρήγμα. Κι αυτό το ρήγμα, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, είναι
ταξικό. Τα πολιτικά συνθήματα που ακούσαμε δεν οφείλονται στη συμμετοχή αριστερών
αγωνιστών αλλά, κυρίως, στο γεγονός ότι αυτές οι λαϊκές τάξεις ταυτοποιούν αυθόρμητα
την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο ως εχθρούς τους.

Ενώ μιλούσε στην ολομέλεια της γαλλικής βουλής, ο Ζαν-Ιγκ Ρατενόν (βουλευτής της
Ανυπότακτης Γαλλίας από τη Ρεϊνιόν) έβγαλε ξαφνικά ένα κίτρινο γιλέκο,
καταγγέλλοντας την «αποικιακού τύπου καταστολή των κινητοποιήσεων από τη γαλλική
κυβέρνηση». Η κυβέρνηση Μακρόν επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας στη γαλλική
αποικία – χωρίς αποτέλεσμα, αφού τα μπλόκα πολλαπλασιάστηκαν. Ο πρόεδρος της
βουλής διέκοψε τη συνεδρίαση, καθώς το κίτρινο γιλέκο θεωρήθηκε «προσβολή του
Σώματος»…

Η αυτοοργάνωση, τα προηγούμενά της, τα όρια της και το


μέλλον της

Πρόκειται για μια εξέγερση κατά βάση ανοργάνωτη ή, για να είμαστε ακριβέστεροι,
αυτοοργανωμένη. Ξεκίνησε από άτομα και πήρε έκταση στα κοινωνικά δίκτυα. Για
πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη εμπειρία συμμετοχής
σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης,
είναι τεράστιας σπουδαιότητας. Διότι, μαθαίνοντας να συντονίζονται και να συνομιλούν
μεταξύ τους, τα άτομα παύουν να είναι μεμονωμένοι άνθρωποι. Αποκτούν συνείδηση της
δύναμής τους. Γι’ αυτό και αυτό το κίνημα, όσο ετερόκλητο κι αν είναι στην ιδεολογία
του, όσο διαφορετικοί κι αν είναι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό, αποτελεί στα θεμέλιά του
ένα προοδευτικό κοινωνικό κίνημα. Επειδή κάθε κοινωνική εμπειρία που βγάζει τα
άτομα από την απομόνωσή τους έχει σήμερα έναν προοδευτικό χαρακτήρα.

Έβγαζε μάτι η αγωνία ορισμένων κομμάτων, αλλά και ορισμένων συνδικάτων, μπροστά
σε αυτή την εκδήλωση. Από την άλλη, η συμμετοχή ηγετικών στελεχών της
Ανυπότακτης Γαλλίας δείχνει πολύ καλά πώς αυτή κατανόησε την ουσία αυτού που
συμβαίνει. Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι κι άλλα κόμματα υποστήριξαν, είτε με
επιφύλαξη είτε πιο ανοιχτά, αυτήν την εκδήλωση. Επαναλαμβάνοντας μια φράση του
εκλεκτού φίλου Μπρουνό Αμάμπλ, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν θα δούμε να
συγκροτείται σε αυτή τη βάση ένα «αντιαστικό μπλοκ», ικανό να ορθωθεί απέναντι στο
«αστικό μπλοκ» που σήμερα κρατά τα ηνία.

Διότι αυτό που δίνει δύναμη στα Κίτρινα Γιλέκα αποτελεί, ταυτόχρονα, και την αδυναμία
τους. Εάν στόχος είναι η κινητοποίηση να διαρκέσει και να αντέξει την αδιαλλαξία της
κυβέρνησης, είναι προφανές ότι πρέπει να αποκτήσει μια μορφή δομής. Σε μια τέτοια
περίπτωση, όμως, και τα μέσα πίεσης της κυβέρνησης θα αυξηθούν ανάλογα. Θυμόμαστε
πώς ο Ζορζ Κλεμανσό, τότε υπουργός Εσωτερικών, χειραγώγησε τον Μαρσελέν Αλμπέρ,
ηγέτη της εξέγερσης του Μιντί το 1907 – από την οποία μας έμεινε το τραγούδι «Δόξα
στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού», οι στρατιώτες του οποίου συναδελφώθηκαν με τους
διαδηλωτές. Άρα τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν κάθε συμφέρον να επιλέξουν μια δομή
τύπου επιτροπών δράσης, με περιφερειακό και εθνικό συντονισμό, η οποία, πέρα από την
προετοιμασία μιας μέρας διαδηλώσεων, θα επιτρέπει τον δημοκρατικό έλεγχο.

Πέρα από τον πάντα παρόντα κίνδυνο χειραγώγησης, η κινητοποίηση οφείλει να θέσει
στον εαυτό της τα ζητήματα της διεύρυνσης του κινήματος, αλλά και των μορφών που θα
έχει και των στόχων που θα θέσει. Η επιμονή στα μπλόκα και σε διαδηλώσεις, που
συνεχίστηκαν την Κυριακή 18 Νοεμβρίου, όπως και η επέκταση σε υπερπόντια εδάφη,
όλα δείχνουν ότι πιθανά βρισκόμαστε στις παραμονές κάτι πολύ μεγαλύτερου από μια
απλή διαμαρτυρία ενάντια σε φόρους.

Η ανυπαρξία των συνδικάτων και οι δυνατότητες αυτής


της κινητοποίησης
Πρέπει ωστόσο να επανέλθουμε στην ανυπαρξία των συνδικάτων και στη συνέπειά της:
την απουσία θεσμικών εκπροσώπων των Κίτρινων Γιλέκων. Πολλές αιτίες εξηγούν
αυτήν την ανυπαρξία, και μία μόνο από αυτές είναι η γραφειοκρατικοποίηση των
μεγάλων συνομοσπονδιών. Όταν όμως μία κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να εξαφανίσει
τα συνδικάτα ως κοινωνικές δυνάμεις, το τελευταίο που δικαιούται είναι να «λυπάται»
για την απουσία θεσμικών εκπροσώπων στο κίνημα της 17ης Νοεμβρίου – εκπροσώπων
με τους οποίους θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διαπραγματευθεί.

Για πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη
εμπειρία συμμετοχής σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η
εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, είναι τεράστιας
σπουδαιότητας.
Τον Μάη του 1968 ήταν τα συνδικάτα, και πρώτη η CGT, που εργάστηκαν για τον
συμβιβασμό –τις συμφωνίες της Γκρενέλ– ώστε να υπάρξει μια μη επαναστατική
διέξοδος του κινήματος. Αυτές οι συμφωνίες ήταν αρκούντως παραδειγματικές ώστε η
λέξη «Γκρενέλ» να χρησιμοποιείται σήμερα κατά το δοκούν από τους πάντες. Αυτό θα
είναι δύσκολο να επαναληφθεί, εκτός κι αν επιτευχθεί το καπέλωμα της κινητοποίησης.
Άρα η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέου τύπου κίνημα, ένα κίνημα
διεκδικητικό που είναι άμεσος φορέας της κοινωνικής αμφισβήτησης. Εκτός κι αν το
ικανοποιήσει πολύ σύντομα, κάτι που δύσκολα διαφαίνεται ως πιθανότητα, η κυβέρνηση
βρίσκεται μπροστά σε δύο πιθανούς υφάλους:

Ο πρώτος είναι αυτή η κινητοποίηση να συνεχίσει να δυναμώνει μέχρι του σημείου να


πετυχαίνει, εδώ κι εκεί, μια συναδέλφωση με τις δυνάμεις καταστολής. Αυτό είναι, για
την κυβέρνηση, το χειρότερο σενάριο. Παρ’ όλο που σήμερα αυτό είναι ένα ενδεχόμενο
πολύ απίθανο, θα σημάνει το μετασχηματισμό αυτής της κινητοποίησης σε ένα ντε φάκτο
εξεγερσιακό κίνημα .

Ο δεύτερος, και πιθανότερος ύφαλος, είναι αυτή η κινητοποίηση τελικά να φυλλορροήσει


ελλείψει συγκεκριμένων προοπτικών και μιας αδυναμίας να συνδεθεί με άλλους τομείς
του πληθυσμού. Αλλά ακόμη κι αν αυτό το κίνημα υποχωρήσει, δεν θα πρόκειται παρά
για μια φαινομενική υποχώρηση. Η οργή, αυτή τη φορά και η πικρία, θα είναι πάντα
παρούσες, περιμένοντας μια αφορμή για να ξαναβγουν στην επιφάνεια – και μια ευκαιρία
(ιδίως εκλογική) για να εκφραστούν. Οπότε, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να
αντιμετωπίσει είτε έναν τεράστιο κίνδυνο βραχυπρόθεσμα, είτε έναν εξίσου τεράστιο
κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Το σίγουρο είναι πως ό,τι και να κάνει, από τον κίνδυνο δεν θα
απαλλαγεί.

Τέλος, για να ικανοποιήσουμε και τους εραστές της ιστορίας, ιδού η πρώτη στροφή και
το ρεφρέν του λαϊκού τραγουδιού «Δόξα στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού»:

Δίκαιη ήταν η οργή σας


καθήκον ύψιστο η άρνησή σας
Για χάρη των ισχυρών δεν πρέπει
να σκοτώνουμε τους γονιούς μας
Στρατιώτες, καθάρια η συνείδησή σας:
οι Γάλλοι δεν αλληλοσκοτωνόμαστε
Αρνηθήκατε να βάψετε στο αίμα μας
τις ξιφολόγχες σας, άριστα πράξατε

Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς


γενναίοι στρατιώτες του 17ου
Γεια σας γενναία φανταράκια μας
που σας θαυμάζουμε και σας αγαπάμε
Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς
και στην υπέροχη στάση σας
Αν μας πυροβολούσατε
θα σκοτώνατε τη Δημοκρατία

Ο «σοσιαλιστικής» καταγωγής Κριστόφ Καστανέρ, υπουργός Εσωτερικών του Μακρόν,


ανακοίνωσε ότι το περασμένο Σάββατο, στη δεύτερη μέρα πανεθνικής κινητοποίησης
των Κίτρινων Γιλέκων, συμμετείχαν… ακριβώς 106.301 διαδηλωτές – θέλοντας έτσι να
δώσει μια ψευδή εικόνα ταχείας αποδυνάμωσης του κινήματος διαμαρτυρίας. Στη
φωτογραφία, λιμενεργάτες από το Καλέ συμμετέχουν στον αποκλεισμό του
αυτοκινητόδρομου A16.

Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην


πολιτική κρίση
Δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν την επίδραση της οργής των Κίτρινων
Γιλέκων, αλλά και την πολιτική σύγχυση που επικρατεί στα μυαλά μεγάλου μέρους των
Γάλλων. Αυτή η σύγχυση είναι σήμερα το μοναδικό πράγμα που επιτρέπει στην εξουσία,
και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να συνεχίσουν να επιπλέουν και να διατηρούν μια
βιτρίνα νομιμοποίησης. Αλλά τίποτα δεν βεβαιώνει ότι αυτό θα κρατήσει για πολύ. Αυτό
που αρχικά εκλήφθηκε ως «μερική διεκδίκηση» είναι στα πρόθυρα μετασχηματισμού σε
μια πραγματική και πολιτική κρίση. Μέσω του ζητήματος της αγοραστικής δύναμης,
σταδιακά ενώνει διαφορετικές κατηγορίες Γάλλων. Και μέσω του συμβολικού ριζώματός
του στα εδάφη των περιφερειών, αντιπροσωπεύει την οργή των ξεχασμένων. Από την
άλλη, είναι μια κρίση της οποίας ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ακόμη σχετικά βραδύς. Είναι
όμως ήδη σαφές ότι αυτή η κινητοποίηση δεν θα είναι παρά ένα στάδιο στο ξεδίπλωμα
της πολιτικής κρίσης.
Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στις δημοσκοπήσεις είναι η λαϊκή στήριξη που
απολαμβάνουν τα Κίτρινα Γιλέκα, παρά τις συστηματικές καμπάνιες μίσους των ΜΜΕ
εναντίον τους. Ακόμη και η πιο αμφιλεγόμενη μορφή αγώνα, τα μπλόκα στους
αυτοκινητόδρομους, συγκεντρώνει 66% συμπάθειας και μόλις 22% αντίθεσης. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα υψηλότερα ποσοστά συμπάθειας σημειώνονται μεταξύ των
υποστηρικτών των πιο αντικυβερνητικών δυνάμεων: 88% όσον αφορά τους υποστηρικτές
της Εθνικής Συσπείρωσης (Λεπέν) και 83% της Ανυπότακτης Γαλλίας (Μελανσόν).
Επίσης, η συμπάθεια εκφράζεται κυρίως από τη Γαλλία των «περιφερειών» κι όχι των
μεγάλων πόλεων. Αλλά ακόμη και στις τελευταίες το ποσοστό συμπάθειας προσεγγίζει
το 60%. Υπάρχει λοιπόν μια εγκάρσια διάσταση σε αυτό το κίνημα, που ναι μεν εκκινεί
από την «περιφερειακή» Γαλλία αλλά φαίνεται να πετυχαίνει να μην μείνει
στρατοπεδευμένο εκεί.

Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το ποσοστό συμπάθειας είναι υψηλότερο στις
γυναίκες παρά στους άντρες. Αυτό μοιάζει καταρχήν παράδοξο για ένα κίνημα που
πυροδοτήθηκε από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Από την άλλη, είναι ένα κίνημα
που αντιστοιχεί σε ξεσηκωμό των φτωχών – άρα είναι λογικό που αγγίζει περισσότερο
τις γυναίκες. Με τον ίδιο τρόπο, παρατηρούμε ότι οι νέοι 25-34 ετών αποτελούν τον
βασικό όγκο των μαχητών του κινήματος. Οι δημοσκοπήσεις δηλαδή δίνουν την εικόνα
ενός λαϊκού κινήματος, που βρίσκει τις ρίζες του κυρίως σε μια Γαλλία που εργάζεται
αλλά νιώθει όλο και πιο περιθωριοποιημένη. Όμως το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του
κινήματος είναι ότι κατάφερε να διευρύνει την αρχική βάση εμπιστοσύνης προς αυτό. Κι
αυτό είναι που ανησυχεί περισσότερο την κυβέρνηση.

* Ο Ζακ Σαπίρ είναι οικονομολόγος, διευθυντής σπουδών της Ανώτατης Σχολής


Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού και επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Μεθόδων
Εκβιομηχάνισης. Το παρόν άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 19/11/2018 στον δικτυακό τόπο
«Οι Κρίσεις» (www.les-crises.fr). Εκεί δημοσιεύθηκε στις 24/11/2018 και το άρθρο του
«Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην πολιτική κρίση», αποσπάσματα και
στοιχεία του οποίου παρατίθενται εδώ στο ομώνυμο πλαίσιο. Οι λεζάντες των
φωτογραφιών είναι της Σύνταξης.

** Το περασμένο Σάββατο, δεύτερη ημέρα πανεθνικής κινητοποίησης, σημειώθηκαν


σοβαρά επεισόδια όταν η αστυνομία, στο Παρίσι και αλλού, προσπάθησε να διαλύσει τις
διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι συνολικά έχουν
τραυματιστεί 620 διαδηλωτές, εκ των οποίων 17 σοβαρά, και 136 αστυνομικοί, εκ των
οποίων 3 σοβαρά. Συνελήφθησαν 130 διαδηλωτές (42 στο Παρίσι). Οι περισσότεροι
κατηγορούνται για «αντίσταση κατά της αρχής» και «ρίψη επικίνδυνων αντικειμένων κατά
των δυνάμεων της τάξεως».

You might also like