You are on page 1of 3

Laura

Πριν το πρώτο πλάνο της «Laura», σε μαύρο φόντο ακόμα, ακούγεται η φωνή ενός
άγνωστου αφηγητή. Ο αόρατος παρατηρητής προσφέρεται να εξιστορήσει τα γεγονότα
γύρω από την άγρια δολοφονία της Laura Hunt. Επαναλαμβάνοντας ένα εύρημα που
εισήχθη στο μεταπολεμικό σινεμά με την «Rebecca» του Hitchcock (και την εναρκτήρια,
αιθέρια περιπλάνηση στο ερημωμένο Manderlay), για να ανοίξει λίγα χρόνια αργότερα
τους «Magnificent Ambersons» του Orson Welles, ο αφανής ακόμη ήρωας του Preminger
ισχυρίζεται πως είναι ο μόνος που πραγματικά γνώριζε την αινιγματική γυναίκα και μας
παραχωρεί το βλέμμα του στην πρώτη διερευνητική περιπλάνηση στο περιβάλλον του
κινηματογραφικού μύθου, προτού με τη σειρά του πάρει θέση στο κάδρο.

Εν πρώτοις, ένα τυπικό αστυνομικό θρίλερ: ένα πτώμα ανακαλύπτεται φρικτά


παραμορφωμένο έξω από την οικία της νεαρής, ευκατάστατης διαφημίστριας. Οι αρχές
εικάζουν πως ανήκει στην ίδια και αναθέτουν στον ντετέκτιβ Mark McPherson να
ανακρίνει τους υπόπτους: τον στενό φίλο της και επίδοξο εραστή που έχει ήδη συστηθεί
σε εμάς, την πλούσια θεία της, τον αρραβωνιαστικό της άτυχης κοπέλας και την πιστή
καμαριέρα της. Μία αλληλουχία ανακρίσεων και αποκαλύψεων, στα γνώριμα μονοπάτια
ενός τυπικού ΑwhodunitΑ, συμπληρώνουν το παζλ των μοιραίων γεγονότων. Στο
διαμέρισμα της Laura, κάτω από το επιβλητικό πορτρέτο της, ο Mark εξοικειώνεται με τα
προσωπικά αντικείμενα, τις συνήθειες και τον χαρακτήρα της. Υπό το πρόσχημα της
έρευνας, αναδύεται αργά αλλά ανεξέλεγκτα ένα φετιχιστικό πάθος, μία νεκροφιλική
αφοσίωση στο χαμένο αντικείμενο του πόθου. Βυθισμένος στα απομνημονεύματα και
την προσωπική της αλληλογραφία, ο Mark πρόκειται να συναντήσει ένα βράδυ την ίδια
την Laura Hunt. Ανατρεπτικό σενάριο ή και κάτι βαθύτερο;

Όταν το 1966 ο Luis Bunuel κινηματογραφούσε τα ανομολόγητα πάθη της Severine στην
"Ωραία της ημέρας", θεατές και κριτικοί έσπευδαν να ξεγυμνώσουν την μυστική δομή
μίας ταινίας που ισορροπούσε ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ήχοι από
αόρατα κουδουνάκια, νιαουρίσματα γατιών, εμβόλιμα πλάνα ταύρων και το ονειροπόλο
βλέμμα της Deneuve προτείνονταν ως πύλες στον μυστικό ονειρότοπο του Ισπανού
σουρεαλιστή. Δύο δεκαετίες πριν, ο Preminger έστηνε την δική του δομή ονείρου σε ένα
φαινομενικά παραδοσιακό film noir. Το μεγαλειώδες στην περίπτωση του Preminger
είναι πως συντονίζει με τέτοια μαεστρία τα δύο ερμηνευτικά επίπεδα του φιλμ, ώστε
οποιαδήποτε μεταστροφή στην οπτική του θεατή να απαιτεί την κυριολεκτική
μεταπήδηση από το επίπεδο της συνειδητής εμπειρίας σε εκείνο του υποσυνείδητου
βιώματος. Δίχως τον θρασύ σουρεαλιστικό μανδύα και χωρίς ηχητικά και οπτικά
δολώματα, ο Preminger παραδίδει μία αξιοπρεπή -αν όχι ευφάνταστη- ταινία μυστηρίου,
κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι σε όσους συγκρατούν στην άκρη του μυαλού τους, πως
το mise-en-scene και το μοντάζ αποτελούν την αληθινή ουσία του σινεμά, κάτω από το
δανεικό δέρμα μίας όποιας λογοτεχνικής εξιστόρησης.

Στην πρώτη σεκάνς του φιλμ, ο φερόμενος ως αφηγητής δέχεται την επίσκεψη του
αστυνομικού ντετέκτιβ. Ο Preminger φροντίζει να κλείσει την συνομιλία τους με ένα
κάδρο που αργότερα θα αποδειχθεί κομβικό στην ονειρική αποκωδικοποίηση του έργου.
Μπροστά από το φωτεινό παράθυρο, οι δύο χαρακτήρες στέκονται αντικριστά. Ο
συγγραφέας ζητά από τον αστυνομικό να του επιτρέψει να παρευρεθεί στις ανακρίσεις.
Ίσοι στο παράστημα και με όμοιες σιλουέτες, οι δύο άνδρες μοιάζουν στιγμιαία με τα
δύο πρόσωπα μίας αντανάκλασης, καθώς ο Preminger τους τοποθετεί σε ίσες αποστάσεις
μπροστά από το διάφανο κάδρο του παραθύρου (μία ευανάγνωστη αλληγορία της ίδιας
της κινηματογραφικής οθόνης;). Για τα επόμενα τρία τέταρτα, ο συγγραφέας πράγματι
θα ακολουθήσει την αστυνομική έρευνα. Θα συστήσει την ηρωίδα μέσα από τα
flashbacks των αναμνήσεών του και θα βρίσκεται παρών σε κάθε σεκάνς του φιλμ. Ο
θεατής θα απορροφηθεί στην υποκειμενική οπτική του. Ακριβώς στα μισά όμως, η
υπόσχεσή του να μας αποκαλύψει την αλήθεια αρχίζει να ξεθωριάσει. Έπειτα από το
πικρό του σχόλιο σχετικά με το πάθος του αστυνομικού για μία νεκρή γυναίκα, ο
αφηγητής αποχωρεί. Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ποτέ από εκείνον και το εναρκτήριο
voice-over του μένει ανολοκλήρωτο. Τώρα έχει έρθει η σειρά του δεύτερου αφηγητή.
Της αντανάκλασής.

Την ίδια νύχτα, ο Mark βυθίζεται στο αλκοόλ, ξαπλωμένος στον καναπέ κάτω από το
πορτρέτο της Laura. Η κάμερα τον πλησιάζει διστακτικά και με αντίστοιχη
διακριτικότητα απομακρύνεται σε ένα μέτριο close-up, την στιγμή που ζωντανή (;) η
Laura ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος. Μετά τις πρώτες εξηγήσεις, ο Mark
στέκεται μπροστά από το εμβληματικό πορτρέτο, κρύβοντάς το ολότελα, καθώς
απολαμβάνει ζωντανό το ερωτικό του αντικείμενο. Για τα τελευταία τρία τέταρτα του
φιλμ, θα προσπαθήσει να ξεμπλέξει ένα πρωτοφανές κουβάρι μυστικών- όπως ακριβώς ο
Laurence Olivier στο στοιχειωτικό «Bunny Lake Is Missing» και ο James Stewart στο
διάσημο «Anatomy Of A Murder», δύο από τις μετέπειτα δουλειές του Preminger. Αυτό
τουλάχιστον θα πρότεινε μία λογική, επιφανειακή ερμηνεία. Γιατί τώρα βρισκόμαστε ήδη
μέσα στο όνειρο του ήρωα. Όσα πρόκειται να ακολουθήσουν μοιάζουν με κάποια
απεγνωσμένη σεναριακή προσπάθεια να πρωτοτυπήσει μέσα από εξωπραγματικές
συμπτώσεις και απαράδεκτες συμβάσεις. Μία τέτοια απορριπτική αντιμετώπιση θα
παρέβλεπε ωστόσο τον κρυφό στόχο του σκηνοθέτη: να παραδώσει ένα ενδιαφέρον,
εύπεπτο -ακόμα και μέσα στην υπερβολή του- film noir, επιχειρώντας αθόρυβα μία
αριστοτεχνική φιλμική απεικόνιση των πιο σκοτεινών δυνάμεων της ανθρώπινης ψυχής.
Ο ήρωάς του χάνεται στον πόθο του για μία νεκρή γυναίκα και αναπλάθει την
πραγματικότητα στο μυαλό του- όχι μόνο στο χώρο των ονείρων του. Σε μία από τις
τελευταίες σκηνές, ο ντετέκτιβ διαλύει τη βάση ενός ρολογιού, με την ελπίδα να
εντοπίσει το κρυμμένο φονικό όπλο. Φυσικά δεν βρίσκει τίποτα. Λίγο αργότερα ανοίγει
το ίδιο έπιπλο (το οποίο τώρα εμφανίζεται άθικτο) και ανακαλύπτει μία κρυμμένη
καραμπίνα. Μία μικρή παραφωνία στην ροή της αφήγησης, ένα λάθος στην συρραφή
των σεκάνς, ή η πιο εμφανής απόδειξη ενός μυαλού που έχει ήδη αποτραβηχτεί στο
όνειρο και την φαντασίωση, αναζητώντας τον έρωτα που "συνεχίζεται πέρα από το
θάνατο", όπως ειρωνικά σχολιάζει η φωνή στο ραδιόφωνο, λίγο πριν τους τίτλους τέλους.

You might also like