You are on page 1of 2

Ossessione

Το 1993, o Federico Fellini αφήνει την τελευταία του πνοή στην πόλη που λάτρεψε και
αποθέωσε, το πληθωρικό, οπερετικό σκηνικό μιας συναρπαστικής «Γλυκιάς» ζωής, τη
Ρώμη. Μαζί με τον Ιταλό στοχαστή της σκονισμένης ιταλικής επαρχίας και της
ξεπεσμένης πρωτευουσιάνικης μπουρζουαζίας, κλείνει τον κύκλο του και ένα από τα πιο
παράτολμα κι αναρχικά σκηνοθετικά ρεύματα της έβδομης τέχνης, αυτό που μέχρι
σήμερα μνημονεύεται ως «ιταλικός νεορεαλισμός». Παρότι, όμως το γοητευτικά τραχύ
και θρησκευτικά συνεπές αυτό ρεύμα έγινε συνώνυμο της φελινικής σκηνοθετικής
παρακαταθήκης, η γέννησή του δεν οφείλεται στον δημιουργό του «8½ » και της «Dolce
Vita», αλλά σε έναν άλλο εξίσου μεγάλο του ιταλικού σινεμά, τον Luchino Visconti.

Γεννημένος στο Μιλάνο του 1906, ο Visconti υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας,
με ιδιαίτερους καλλιτεχνικούς δεσμούς. Μεγαλωμένος μέσα στο θέατρο και τη μουσική,
καλλιέργησε όλα εκείνα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά που μερικές δεκαετίες αργότερα
θα τον έκαναν να λάμψει στον χώρο της τέχνης- παραδόξως, όχι μονάχα της έβδομης. Σε
ηλικία 13 ετών δίνει το πρώτο του ρεσιτάλ βιολοντσέλου, ενώ ήδη έχει αρχίσει να
ασχολείται με τη κλασσική σύνθεση. Η εξοικείωσή του με τη μουσική θα τον ακολουθεί
μέχρι το τέλος και θα του χαρίσει στιγμές μεγάλης δόξας, λιγότερο γνωστές στο κοινό.
Πόσοι γνωρίζουν, άλλωστε, πως υπήρξε ο επί δεκαετίας σκηνοθέτης της Maria Callas; Ο
κινηματογράφος, όμως, θα γίνει το πρώτο έδαφος σποράς των παθών του. Στη σκιά του
ναζισμού και της φασιστικής Ιταλίας, τη εφιαλτικότερη περίοδο για τους ευρωπαίους
δημιουργούς, ο καλοαναθρεμμένος ευγενής θα μεταμορφωθεί σε έναν «κόκκινο
αριστοκράτη» -όπως τον είχαν χαρακτηρίσει- και θα στρέψει την κάμερά του στο
πρόσωπο της νοσηρής πραγματικότητας που τον περιβάλει.

Επηρεασμένος από την ρωσική πρωτοπορία του Αιζενσταϊν και από το γαλλικό σινεμά
της εποχής του, επιχειρεί να μιλήσει στη δική του κινηματογραφική διάλεκτο. Και
δημιουργεί αριστουργήματα: Το ερωτικό μελόδραμα εποχής, «Senso» (1954), το οποίο
ανοίγει με την όπερα του Verdi, «Trovatore», και αφηγείται τον πόθο μίας Ιταλίδας
ευγενούς του 19ου αιώνα για έναν Αυστριακό αξιωματικό, ο περιβόητος «Γατόπαρδος»
(1963) με τον Alain Delon, φόρος τιμής στην ασθμαίνουσα σικελιάνικη αριστοκρατία
και βέβαια το σκανδαλώδες «Ο Ρόκο και τα αδέρφια του» της ίδιας χρονιάς, θεωρούνται
η αφρόκρεμα της σκηνοθετικής του δημιουργίας. Δεν θα ήταν υπερβολή, ωστόσο, να
πούμε πως καμία από αυτές τις ταινίες δεν στάθηκε τόσο καθοριστική για τον ίδιο, αλλά
και για τον ιταλικό κινηματογράφο, όσο οι «Διαβολικοί Εραστές», του 1943.

Με πρωτότυπο τίτλο, «Ossessione», δηλαδή «εμμονή», η ταινία αυτή του Visconti


χρειάστηκε τον συντονισμό πολλών συγκυριών, μέχρι να φωτίσει το λευκό πανί. Έχοντας
βρει ήδη καταφύγιο στο Παρίσι, πλάι στο ιερό-τέρας του γαλλικού σινεμά, τον Jean
Renoir, και δουλεύοντας για την Coco Chanel, παραλαμβάνει από τα χέρια του μέντορά
του ένα χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές», του
James Cain. Έργο τολμηρό και δηκτικό, είχε επιβιώσει της λογοκριτικής φρενίτιδας της
εποχής και είχε φτάσει με τον ίδιο «παράνομο» τρόπο στα χέρια του Renoir. Ο Visconti
επιστρέφει στην Ιταλία, παλεύει και τελικά ξεγελά την δαιδαλώδη γραφειοκρατία και την
εξωφρενική καχυποψία των αρχών, αρχίζει τα γυρίσματα και γράφει ιστορία.

Στο «Ossessione» παρακολουθούμε τον σαρωτικό έρωτα του περιπλανώμενου Gino και
της Giovana, μίας ιδιοκτήτριας πανσιόν. Εκείνη ζει με τον χοντροκομμένο, μεσήλικα
σύζυγό της, βουτηγμένη στη μιζέρια και τον οίκτο για τη ζωή της. Εκείνος, ελεύθερος,
σαν άγριο ζώο, ανασαίνει μονάχα ταξιδεύοντας. Στο πρόσωπό της θα βρει έναν λόγο για
να μείνει για πάντα. Και αυτό θα τον κάνει να το βάλει στα πόδια. Στο πρόσωπό του θα
δει μία έξοδο κινδύνου. Και δεν θα τον αφήσει να την εγκαταλείψει Ο πόθος τους θα
σφραγιστεί με αίμα. Τότε όμως η αλήθεια θα έρθει στην επιφάνεια. Μέσα στο κλουβί θα
υπάρχουν τώρα δύο άγρια θηρία, έτοιμα να κατασπαράξουν το ένα το άλλο.

Οι «Διαβολικοί εραστές» είναι ένας θρήνος για τα ανθρώπινα πάθη. Είναι η παρατήρηση
μίας αναπότρεπτης αλυσιδωτής αντίδρασης, με αρχετυπικές, θα έλεγε κανείς, καταβολές,
παρμένες από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες: το πάθος γίνεται πέρασμα στο έγκλημα. Οι
Ερινύες σκορπούν τις εμμονές, ο έρωτας γίνεται αποστροφή και υποψία, η προδοσία
πέφτει σαν Θεϊκή τιμωρία και η εκδίκηση ξεπλένει το έγκλημα με περισσότερο αίμα.
Όμως, πέρα από μία ερωτική τραγωδία, το «Ossessione» είναι ακριβώς ό,τι έτρεμε το
φασιστικό κατεστημένο της εποχής: μία πολιτική καταγγελία του Visconti. Μία γενναία
απεικόνιση της παρακμής της Ιταλικής κοινωνίας, του διαμελισμού των αξιών και του
τέλους της αθωότητας. Οι εραστές πατάνε σε κινούμενοι άμμο, τη στιγμή που η χώρα
βουλιάζει στην ίδια ακριβώς θανάσιμη παγίδα. Η τόλμη του Visconti θα τον βάλει στο
στόχαστρο και θα τον οδηγήσει στη φυλακή. Θα έχει προλάβει όμως πρώτα να φτύσει το
κατεστημένο στα μούτρα.

Το 1943, λοιπόν, γεννήθηκε αυτό που σήμερα αποκαλείται «ιταλικός νεορεαλισμός»,


Μία εκδοχή θέλει τον Mario Seradei, αποκλειστικό μοντέρ του Visconti, να προσφωνεί
βλέποντας την ταινία: «αυτό που βλέπω, εγώ το ονομάζω νεορεαλιστικό!» Αλλοι
αποδίδουν τον όρο στον κριτικό κινηματογράφου, Antoni Pietrangeli. Όπως και να Αχει,
τις δεκαετίες που ακολούθησαν τόνοι μελάνι χύθηκαν για τον «ιταλικό, ανθρωπομορφικό
κινηματογράφο» και το «νεορεαλιστικό μανιφέστο αισθητικής» των «Διαβολικών
Εραστών». Το ταξίδι του Gino και της Giovana σηματοδότησε μία μοναδική
κινηματογραφική διαδρομή καταδικασμένη να ανήκει πια στο παρελθόν.

You might also like