You are on page 1of 15

Παν.

Αραμπατζής

Πικρός Ήλιος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2019
Ο ήλιος

(Και ο ήλιος να μας λούζει.


Με τις πικρές αλήθειες του)

Κι όταν αναρωτήθηκα.
Ένας.
Μάταιος τάφος.
Να είναι.
Τι;
Οι ουρανοί.
Ανοίξανε.
άγγελοι και δαίμονες, στοιχειά, φαντάσματα, προφήτες κι άγιοι.
Όλοι μου αποκριθήκαν:
“τόσο σκότος...άνθρωπε, ανείπωτο. Άρρητο ”.
Μα εγώ καλά το ξέρω.
Κάτι ηλιόλουστα.
Μοναχικά δωμάτια.
Χρόνια ξενοίκιαστα και ανίδωτα από ξένον.
Μικρά, ανάερα, καπνό και στάχτη αποπνικτικά, βρώμικα.
Ιερά. Σαν τέρατα. Λιμάρικα καπλάνια.
Γεμάτα ποιήματα.
Μυστικά και άγραφα.
Και μουσικές παράξενες.
Ως θρήνος γριάς και χήρας, από ούζο, ζαλισμένη και ανήμπορη.
Παρθένας σκύλας -στείρας- δάγκωμα.
Τραγούδι απόκοσμο.
Και σκοτεινές.
Αδιάφορες
Τα γάντια

Που μέσα τους κίτρινα χέρια.


Ηδονίζονται.
Με στυλ κολονοσκόπησης.
Νυχτερίδες, σκαραβαίοι.
Πληρώσανε τη βία.
Εκπληρώνοντας το όνειρο της ειρήνης.
Η τελευταία περιπτερού.
Του τελευταίου ακριτικού χωριού.
Μας εισαγάγει.
Στην ομοφυλοφιλία.
Σέρνοντας το βλέμμα προς το πέος.
Του στρατιώτη.
Στην επιστήμη του έρωτα και της απόγνωσης.
Θεωρητικά.
Τσιγαριλίκια.
Και άλλα συναφή.
Ρημάξαμε Κωστή.
Όμως τα χείλη ποτέ δε γαντζώνονται.
Οι Ερινύες μας αποκουτιάνανε.
Χωρίς ακοή πια.
Σταθήκαμε.
Με τα τελευταία σπίρτα.
Βγάλαμε τα γάντια μας.
Τα ανάψαμε.
Και καπνίσαμε παρέα.
Το εμβατήριο.
Του κυβερνοχώρου.
Σε κάτι δώματα, κίτρινα.
Θαρρείς νεκρών ποιητών.
Η σόμπα έσβησε.
Κι εμείς με δυο κεριά.
Αυτοπυρποληθήκαμε.
Άτυχοι ως πάντα.
Όμως.
Περάσαμε.
Στην αθανασία.
Johannes Gutenberg

Δεν νοιάζεται.
Από πότε ήρθε.
Μα πως ήρθε.
Λέμε μηδέν.
Η τομή της ιστορίας.
Μια υπέροχη ασυνέχεια.
Τι να ήταν τότε.
Χριστούγεννα, Πάσχα, ή Ψυχική Διαταραχή;
κι αυτοί.
Σιωπηλά αργοπεθαίνουν.
Αφήνοντας κενή την ιστορία μας.
Αφήνοντας μια κενή θέση πίσω μας.
Κι εμείς.
Σιωπηλοί κάθε στιγμή πεθαίνουμε.
Χαίρε Καίσαρα...
Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν.
Με την ελπίδα.
Της χρηστικής λυτρώσεως
Αποστασιοποίηση

κοιτούμε με μάτια κλειστά.


Χρωματισμούς στους χρωματιστούς ουρανούς.
Γράφουμε ιστορία.
Ποτέ δεν θα γίνουμε κομμάτι της.
Από σιχασιά.
Από ανία.
Από πένθος.
Για τα ανύποπτα μαθητούδια.
Τους συναδέλφους καθηγητές.
Τους αγνώστους ποιητές.
Δεν απομένει τίποτα νομίζω.
Τα σήριαλ.
Τα σόου.

Μέσα μας.
Δεν μπορούμε.
Μια προσευχή.
Ένα τραγούδι.

Οι γιατροί.
Το πόρισμα εξήγγειλαν.
Πόσα βιβλία να διαβαστούν;
και αλήθεια.
Ίσως..;
Χάρυ Πότερ.
Ίσως κάποια ερωτική τυραννία.
Στην τηλεόραση.

Και το ρεμπέτικο.
Και ο κάθε κανόνας
θα έπρεπε.
Να περάσει από την ευρωπαϊκή
Επιτροπή.
Παίξτε παιδιά μου. Παίξτε.
Με τα δίχτυα των ψαράδων.
Και με τα καλυμμαύκια των ιερωμένων.

Νομίζω πως ο.
Στόμφος μου αυτός.
Να λυγίσει σίδερα φυλακής.
Μάταιο.
Όλα αμάθεια μου βρωμάνε.
Ο καθείς το δρόμο που χαράζει.
Τη μάσκα που διαλέγει.
Την ορθότητα κάθε προσωπείου.

Βλέπεις και μας μας πολεμούν αισχρά.


Μα κάτι μεσημέρια.
Κρύα του χειμώνα.
Θα ξαναγράφονται όλα.
Από την αρχή.

Για ετούτο τραβώ προς την επίγνωση.


Αποστασιοποιούμαι
Παύσατε

κατά καιρούς.
Η σύντμηση.
Των τετελεσμένων.
Δεν βοηθά.
Κάποιες φωτιές.
Νεαροί έρωτες.
Υγρά μάτια.
Δεν ανιστορούν.
Την τελειότητα.
Της ανθρώπινης εξέλιξης.
Λένε φεύγουν.
Τα νιάτα.
Μαραζώνουν τα λιόδεντρα.
Σβήνουν τα χάη.
Η αρετή μας.
Άγνοια.
Της ουσιαστικής.
Περιφοράς.
Των συνοικιακών άδειων δρόμων.
Το αίμα.
Φωτίζει τη γη.
Και παραπέμπει.
Έχθρας
Γελώ

με τους κακόμοιρους εφήβους.


Που όταν.
Ψοφάνε από τις πρέζες.
Κλαίνε.
Εμπρός.
Στους ωραίους τάφους.
Τι τραγωδία.
Λεν οι γονείς τους κλπ.
Γελώ.
Με αυτούς.
Που δεν ξέρουν.
Πως να περιγράψουν.
Τον ωραίο θάνατο.
Πολύ όμως...
Γελάω στις κηδείες.
“Είναι γιορτή”.
Λέγω στους τεθλιμμένους.
Συγγενείς. Είναι ανακούφιση.
Κι εσύ...
Αν βρεθείς.
Στην μεμψίμοιρη.
Άθλια. Κηδεία του ποιητή.
Γέλα.
Η τουλάχιστο.
Κλάψε από τα γέλια.
Η απλά.
Σώπασε
Η νεκρή

έχω πολλές γυναίκες.


Που γνώρισα.
Στον κόσμο.
Περίεργες.
Η μάνα και η αδερφή.
Και η αγαπημένη.
Ο πρώτος έρωτας.
Και η τελευταία αμαρτία.
Όμως.
Γυναίκες.
Του δρόμου.
Δεν με κάνανε να πονέσω.
Και να χαρώ.
Περισσότερο.
Θα τις δεις.
Να κοινωνούν το παιδί το Πάσχα.
Και να γυροφέρνουν.
Στο αυτόφωρο.
Τα ξημερώματα.
Γυναίκες πικραμένες.
Που ίσως κι εγώ.
Να έχω πικράνει.
Μα γυναίκες.
Αληθινές.
Να περιμένουν τη νεκρανάσταση.
Αγνές και πονεμένες.
Σαν Παναγιές.
Οι άντρες οι πολλοί.
Τις φωνάζουνε πουτάνες.
Μα όποιος.
Αγάπησε κάποτε κάποια.
Καταλαβαίνει
Τέλειο Τίποτα

κι όταν ο σοφός.
Αναρωτήθηκε.
“από που πηγάζει, το θαύμα ετούτο;”
γέλασε ο κύριος.
Από το τίποτα.
Εγώ πηγάζω μέσα.
Από το τέλειο τίποτα.
Κι άνθισε ο έξω.
Κόσμος.
Και ύστερα.
Σώπασε
Το άλλο θέμα

δεν έχει απομείνει.


Κάτι αξιέπαινο.
Μίζερα ποιήματα.
Μίζερη μουσική.
Μίζερα θρίλερ.
Αναλογικά η πολιτική.
Μίζερη και αυτή.
Κατανοώ την ανάγκη.
Για έκφραση.
Μα εδώ.
Δεν έχει να κάνει.
Για χρήμα.
Και δεν μιλώ.
Για κάποια ρομπότ.
Μιλώ για τους ανθρώπους.
Και τις κοινωνίες τους.
Όλα ίδια εν γένη.
Μα υπάρχει.
Και κάτι ανώτερο.
Που η επιφάνεια.
Δεν αναγνωρίζει.
Μιλώ.
Για ανθρώπους σκεπτόμενους.
Όχι διαφορετικούς.
Μα τελικά ανώτερους.
Που η ζωή και οι κόσμοι.
Θα υποβαθμίσουν.
Με την λανθασμένη θέαση.
Της έννοιας.
Της ισότητας
Περάστε

ήμουν κι εγώ.
Παιδί ψηλό και λιγνό.
Σαν μια καρικατούρα.
Της παιδικότητας.
Αργότερα έφυγα.
Και πέθανα.
Όπως όλα τα παιδιά.
Και ο άνθρωπος.
Που μπαίνει μέσα τους.
Μεθυστικός και ανυπέρβλητος.
Σουλατσάρει σοβαρός ή αστείος.
Έρχεται σαν γήρας να προκάμει.
Τις λέξεις.
Που η νόστος του ψιθύρισε.
Έτσι ήσουν κι εσύ.
Στο όνειρό μου.
Μα ήρθε η σειρά σου.
Πέταξες τις παρωπίδες.
Ξεπερνώντας σαν ευνούχος ραψωδός.
Κάθε ανδρισμό και θηλυπρέπεια.

Δεν θα παίξετε.
Δεν θα δουλέψετε.
Δεν θα πεθάνετε.
Με λίγη θετικότητα.
Ακόμα και έμενα
Θα πιστεύατε.
Περάστε στην αίθουσα.
Να διδαχθείτε
κάτι ήταν κι αυτό

Παν. Αραμπατζής
23.01.2019

You might also like