You are on page 1of 119

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ-ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Μελέτη των Μεταναστεύσεων και των Δημογραφικών Μεταβολών στην


Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας μετά από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 1991

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΕΤΡΑΚΟΥ

ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΧΟΛΕΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος - Ευχαριστίες…………………………………………………………………… 3
Περίληψη………………………………………………………………………………………3
Εισαγωγή………………………………………………………………………………………4
Ορισμός Μετανάστευσης, Τύποι Μεταναστών και Συνέπειες της
Μετανάστευσης……………………………………………………………………..6

Μέρος I: Ιστορικό και Πολιτικό Πλαίσιο.


ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
1. Το πλαίσιο δημιουργίας της Γιουγκοσλαβίας………………………………………………7

2. Το νεοσύστατο κράτος και τα πρώτα προβλήματα……………………………………... …….8

3. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και Γιουγκοσλαβία…………………………………………..9

ΑΠΟ ΤΟΝ TITO ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

1. O Josip Boris Tito και η Γιουγκοσλαβία……………………………………………………10

2. Η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας……………………………………………..…………….11

3. Η ανάπτυξη αποσχιστικών τάσεων…………………………………………...….……………….12

4. Τι πρέπει να ισχύει, για να εφαρμοστεί η συναινετική δημοκρατία…………….……………14

5. Για ποιους λόγους δεν ευδοκίμησε το μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας στη
Γιουγκοσλαβία………………………………...………………………………………………………..15

Μέρος IΙ: Μεταναστεύσεις και Δημογραφικές Τάσεις ανά


Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Α. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ


1)Σερβία
Εθνική Σύνθεση του Πληθυσμού και οι Εθνοτικές Αλλαγές μετά από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο……………………………………………………………………………18
Ο Φυσικός Παράγοντας στις Εθνοδημογραφικές Διαδικασίες της Δημοκρατίας της
Σερβίας………………………………………………………………………………………22
Ο Μεταναστευτικός Παράγοντας στις Εθνοδημογραφικές Διαδικασίες της Δημοκρατίας της
Σερβίας…………………………………………………………………………………………24
2)Μαυροβούνιο ................................................................................................................29
3)Βοϊβοντίνα
Η εθνική δομή του πληθυσμού στην περίοδο μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο……40
Συνέπειες της Εθνικής Ομογενοποίησης του Πληθυσμού της Βοϊβοντίνα..............................45

1
4)Κοσσυφοπέδιο
Η περίοδος του κομμουνισμού……………………………………………………………………50
Οι παράγοντες της μείωσης της εθνοδημογραφικής δύναμης των Σέρβων και των
Μαυροβουνίων στο Σοσιαλιστικό Σύστημα……………………………………………………53
Αλβανική δημογραφική έκρηξη και οι επιπτώσεις της - Η ανθρώπινη βιολογία ως μέσο
εθνικιστικής και διασπαστικής ιδεολογίας…………………………………………………54
Β. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ
Μέγεθος και γεωγραφική θέση………………………………………………………………57
Αριθμητική κατανομή του πληθυσμού στην περιοχή της πρώην SR της Κροατίας μετά τον Β'
παγκόσμιο πόλεμο …………………………………………………………………………...58
Δημογραφικές Τάσεις και ο Αριθμός των Σέρβων……………………………………………61
Η εθνική πτυχή των μεταναστεύσεων που ξεπέρασε σε σημαντικότητα τους οικονομικούς
λόγους…………………………………………………………………………………………64
Γ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΣΝΙΑΣ
Η περίοδος μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο………………………………………65
Μεταναστεύσεις και Αλλαγές στην Εθνική Δομή…………………………………………68
Η Φυσική Αναπαραγωγή του Πληθυσμού και των Αλλαγών στην Εθνική
Διαστρωμάτωση………………………………………………………………………………………73
Τρόποι Αύξησης Πληθυσμού και Αλλαγών στην Εθνική Δομή…………………………..…75
Η Σύγχρονη Εθνική Δομή του Πληθυσμού………………………………………..…………….77
Δ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΔΑΣΚΑ (ΣΚΟΠΙΑ)
Οικονομικοί παράγοντες μετανάστευσης……………………………………………………..88
Αλλαγή της Εθνικής Σύνθεσης Λόγω της Μετανάστευσης……………………………….89
Η Απογραφή του 1991/1994 και τα Αποτελέσματά της……………………………………90
Οι Μουσουλμάνοι της Δημοκρατίας των Σκοπίων
Πληθυσμός……………………………………………………………………………………….91
Οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία………………………………………………………92
Εθνική Ταυτότητα ………………………………………………………………………………94
Ε. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ……………………………………………97
Ζ. ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΩΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΟΙ…………102

Συμπεράσματα………………………………………………………..……………107

Βιβλιογραφία…………………………………………………………………..114

2
Πρόλογος - Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την καθηγήτρια μου, κύρια Ηλέκτρα Πετράκου, η
οποία επέβλεπε την παρούσα εργασία και χωρίς την βοήθεια και κατανόηση της, όλη
η πορεία προς την ολοκλήρωση της θα ήταν δυσκολότερη και πιο αγχωτική. Επίσης,
θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές-τριες του Τμήματος Γεωγραφίας για
τις πολύτιμες γνώσεις που μου χάρισαν, και ελπίζω να μπορέσω να διακριθώ και να
τιμήσω το τμήμα που με οδήγησε στα μονοπάτια της Ανώτατης εκπαίδευσης.
Τέλος, ένα τεράστιο «ευχαριστώ!», οφείλω στην οικογένεια μου για την
οικονομική και ηθική υποστήριξη που μου παρέχει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και
στους ανθρώπους που είχα κοντά μου στη Μυτιλήνη και που με βοήθησαν σε ηθικό –
κυρίως επίπεδο.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σε αυτή την εργασία θα επιχειρηθεί να γίνει μια ανάλυση για τις μετακινήσεις
των πληθυσμών και τις δημογραφικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στην πρώην
Γιουγκοσλαβία (ΣΟΔΓ) μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο πρώτο μέρος θα δοθεί μια ιστορική περιγραφή για την χώρα
Γιουγκοσλαβία, το πως δημιουργήθηκε, για ποιον σκοπό διατηρήθηκε, ποιους
εξυπηρετούσε, ποια γεωγραφική έκταση κάλυπτε, ποιες εθνοτητες και λαοί την
αποτελούσαν κ.α. Έτσι θα μπορέσει να καταλάβει ο αναγνώστης το πλαίσιο μέσα στο
οποίο έλαβαν χώρα όλες αυτές οι μεταναστεύσεις και οι δημογραφικές μεταβολές.
Στην συνεχεία θα περάσουμε στην ανάλυση του θέματος, που είναι η μελέτη των
μεταναστευτικών και δημογραφικών μεταβολών στην Γιουγκοσλαβία μετά από το
1945 έως και το 1991.
Δυο τρόπους είχαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα : είτε με ανάλυση ανά
Σοσιαλιστική Δημοκρατία, που σημαίνει ότι θα περιγράφονταν οι μεταβολές που
έγιναν εντός των συνόρων της για όλες τις εθνότητες και λαούς που περιελάμβανε,
είτε με ανάλυση ένα έθνος, λαό, υπηκοότητα κ.α., που σημαίνει ότι θα μελετούσαμε
κάθε πληθυσμό ξεχωριστά για όλες τις δημοκρατίες.
Επιλέγει η πρώτη προσέγγιση, γιατί έτσι θα είχαμε την δυνατότητα να
κατανοήσουμε καλύτερα τις αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις των πληθυσμών
μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τον γεωγραφικό χώρο και τα χαρακτηριστικά του,
δυνατότητες που δεν μας τις έδινε η δεύτερη προσέγγιση. Όταν θα θεωρηθεί ότι
πρέπει να παρατεθούν στοιχεία που δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα, αλλά
βοηθάνε στην καλύτερη κατανόηση του, αυτά θα δίνονται κατά την διάρκεια της
ανάλυσης.
Τα στοιχεία που θα παρατεθούν προέρχονται κυρίως από στατιστικά δεδομένα
που ήταν τα αποτελέσματα των απογραφών που έγιναν στην ΣΟΔΓ μετά από το 1945
και μέχρι το 1991. Δεν θα επεκταθούμε στα στοιχεία μετά από το 1991 γιατί δεν είναι
αξιόπιστα αλλά και γιατί μετά από εκείνη την χρονιά, έπαψε να υφίσταται η ΣΟΔΓ.
Τέλος, θα παρατεθούν πίνακες, διαγράμματα και χάρτες που προέκυψαν από την
ανάλυση των δεδομένων των απογραφών.

3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο γιουγκοσλαβισμός ή «πανσλαβισμός», άκμασε κατά τη διάρκεια του 19ου


αιώνα ως αποτέλεσμα της ανόδου των εθνικιστικών φιλοσοφιών που ήρθαν ως
απάντηση στην παρακμή της παλιάς τάξης που είχε επιβληθεί από τις αυτοκρατορίες
των Οθωμανών και των Αψβούργων. Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας
που κατέρρεε, οι υποτελείς λαοί αναζήτησαν την ασφάλεια στο πρόσωπο του
εθνικισμού, επενδύοντας σε μια σταθερότητα που θα στηριζόταν σε μικρότερους
εθνικούς σχηματισμούς.
Η πρόθεση των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων να ενωθούν
πιστοποιήθηκε στη Διακήρυξη της Κέρκυρας του Ιουλίου του 1917. Έτσι το 1918
προέκυψε το Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων που εξ’ αρχής
ήταν ασταθές λόγω εσωτερικών αντιφάσεων.
Τα επόμενα χρόνια, η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία θα δοκιμάζονταν από τους
πολέμους. Φυγόκεντρες τάσεις άρχισαν να αναπτύσσονται αλλά το κοινό συμφέρον
ήταν αυτό που στο τέλος επικρατούσε και διατηρούνταν η ακεραιότητα της Ένωσης.
Οι κίνδυνοι από την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία, και κατόπιν την Ναζιστική
Γερμανία δεν εξαλείφθηκαν. Οι παραπάνω δυνάμεις συνεχώς υπονόμευαν την
ενότητα της χώρας, χρησιμοποιώντας συνήθως της εθνότητες των Κροατών,
Σλοβένων και Βοσνίων Μουσουλμάνων, και είτε τις προέτρεπαν να προβάλουν
πολιτικά προσχήματα και να δημιουργούν συνταγματικές κρίσεις, είτε τις υπέθαλπαν
ώστε να προσφύγουν ανοιχτά στην βία ενάντια στον Ορθόδοξο Χριστιανικό
πληθυσμό (Σέρβοι στην πλειοψηφία). Το αποκορύφωμα της εξωτερικής παρέμβασης
για την διάλυση της Ένωσης, ήταν κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής.
φρικαλεότητες πέρα από κάθε προηγούμενο διαπράχθηκαν μεταξύ των εθνοτήτων της
Ένωσης, με θύματα τους Ορθόδοξους πληθυσμούς. Στις εθνικές εκκαθαρίσεις
ενάντιων των Ορθόδοξων, πέρα από τους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους που
ήταν πολύ στενοί σύμμαχοι του Χίτλερ και σχημάτισαν μεραρχίες εθελοντών των
ταγμάτων SS, έλαβαν μέρος αυτή την φορά οι Αλβανοί, με πεδίο δράσης τους το
Κοσσυφοπέδιο.
Από τις στάχτες του πολέμου, και εν μέσω δύσκολων καταστάσεων,
διακρίθηκε ένα πρόσωπο που θα διαμόρφωνε για 35 χρόνια την πορεία της ένωσης –
ο Τίτο. Γεννημένος στην Βαρδάσκα (Σκόπια), ηγήθηκε ενός αποτελεσματικού
αντικατοχικού αγώνα, εμπνεόμενων από τις θεωρίες του Μποσελβικισμού. Η έλευση
των Κομουνιστών και η απελευθέρωση της χώρας οδήγησαν στην ίδρυση της
Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΣΟΔΓ) υπό την
ηγεσία του Τίτο, και αποτελούνταν από τις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της
Σλοβενίας, της Κροατίας, της Βοσνίας, της Σερβίας και της Βαρδάσκας (κατόπιν
Μακεδονία). Από αυτό το σημείο, δηλαδή μετά από το 1945, θα προσπαθήσουμε να
ιχνηλατήσουμε τις πληθυσμιακές μεταβολές που συντελέστηκαν στην χώρα
εστιάζοντας σε δυο παράγοντες, την μετανάστευση και τις δημογραφικές μεταβολές (
αριθμός γεννήσεων, γεωγραφική κατανομή πληθυσμών κ.α).
Ο πληθυσμός της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της
Γιουγκοσλαβίας ήταν εθνικά ετερογενής ως συνεπεία των διαφόρων ιστορικών,
οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών και πολιτισμικών παραγόντων. Η πρώην
Γιουγκοσλαβία ήταν ένα από τα λίγα κράτη στην Ευρώπη χωρίς «επίσημη κρατική
γλώσσα» και «επίσημο έθνος». Σύμφωνα με το πρώτο σύνταγμα της ΣΟΔΓ, οι
ακόλουθοι λαοί ζούσαν στην Γιουγκοσλαβία: Κροάτες, Μακεδόνες, Μαυροβούνιοι,
Μουσουλμάνοι, Σέρβοι, και Σλοβένοι - έπειτα υπήρχαν οι ακόλουθες εθνικές

4
μειονότητες: Αλβανοί, Ούγγροι, Ιταλοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σλοβάκοι, - έπειτα οι
εθνοτικές ομάδες των Βλάχων και των Τσιγγάνων, καθώς επίσης και άλλες πολίτες
ξένων υπηκοοτήτων όπως : Έλληνες, Πολωνοί, Ρώσοι, Τσέχοι, κ.λπ.
Με τις αποφάσεις και τους σχεδιασμούς της κομμουνιστικής κυβέρνησης, οι
Σκοπιανοί και οι Μαυροβούνιοι θα αποτελούσαν πλέον δυο ξεχωριστούς λαούς, ενώ
και οι Μουσουλμάνοι απέκτησαν αυτήν την ιδιότητα μετά από τη δεκαετία του 1960.
Συγχρόνως, ένας μεγάλος αριθμός των κατοίκων στην πρώην Γιουγκοσλαβίας
δηλώθηκε ως «Γιουγκοσλάβοι», η οποία δεν θεωρήθηκε μια εθνική κατηγορία αλλά
μια κατηγορία εθνικά αναποφάσιστων, στις απογραφές πληθυσμών μετά από τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων αποτελούνταν κυρίως
από Μουσουλμανικό πληθυσμό πριν από την απογραφή πληθυσμών του 1961. Στις
απογραφές που ακολούθησαν όμως, συνήθως οι Σέρβοι, και κατόπιν τα πρόσωπα από
τους μικτούς γάμους και μερικοί άλλοι, προσδιορίσθηκαν ως Γιουγκοσλάβοι.
Οι Σέρβοι ήταν ο πιο πολυάριθμος λαός στην Γιουγκοσλαβική γεωγραφική
περιοχή έχοντας την πιο μακροχρόνια κρατική οργάνωση, την μεγαλύτερη αυτόνομη
περιοχή και τις πιο σημαντικές φυσικές και οικονομικές δυνατότητες. Όταν
αναφερόμαστε σε φυσικές και οικονομικές δυνατότητες εννοούμε ότι, όσον αφορά τις
φυσικές, είχαν θετικούς δημογραφικούς δείκτες που προέβλεπαν μεγάλη φυσική
αύξηση στο μέλλον, και όσον αφορά τις οικονομικές, εννοούμε ότι είχαν υπό την
εποπτεία και διαχείριση τους μερικούς από τους ισχυρότερους οικονομικούς τομείς
της χώρας. Η πολιτιστική και πολιτισμική ανάπτυξη των Σέρβων από την εποχή του
μεσαίωνα μέχρι σήμερα, έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού
πολιτισμού και πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι δυνατότητες των
Σέρβικων πληθυσμών μειώθηκαν από τους συνεχείς πολέμους, τις διαδικασίες
εξισλαμισμού, Ουνιτισμού, Καθολικισμού, και από μια συνεχή αποδημία που
προκλήθηκε από τους πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους παράγοντες. Στο
πρόσφατο παρελθόν, οι δυνατότητες των πληθυσμών του Σέρβικου λαού μειώθηκαν
περαιτέρω όταν πιστοποιήθηκαν οι Σκοπιανοί, οι Μαυροβούνιοι, και οι
Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστοί λαοί, παρόλο που η φυλετική βάση ήταν όμοια.
Επίσης, οι Σέρβοι που αυτοπροσδιορίστηκαν ως Γιουγκοσλάβοι επείσθησαν από την
κομμουνιστική πολιτική του διεθνισμού και ταξινομήθηκαν ως εθνικά αναποφάσιστοι
σε όλες τις απογραφές πριν από την τελευταία απογραφή του 1991. Συγχρόνως, τα
πρόσφατα φαινόμενα της ανεπαρκούς φυσικής αναπαραγωγής και της αποδημίας στο
εξωτερικό για οικονομικούς λόγους είχαν δραστικές επιπτώσεις στις δυνατότητες των
συνολικών πληθυσμών του σέρβικου έθνους.
Για τον παραπάνω λόγο, οι Σέρβικοι πληθυσμοί θα μελετηθούν εκτενέστερα
σε αυτή την έρευνα, γιατί ήταν ουσιαστικά οι θιασώτες της Γιουγκοσλαβικής Ένωσης
και αυτοί που υπέστησαν τα περισσότερα δείνα εξαιτίας της εμμονής τους προς
διατήρηση της Ένωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα εξεταστούν και οι άλλοι λαοί
διεξοδικά. Η έρευνα θα γίνει ανά Σοσιαλιστική Δημοκρατία, και σε μερικές
περιπτώσεις θα διερευνηθούν εκτενέστερα κάποιες επαρχίες τους όπως το
Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο) και το Μαυροβούνιο. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, θα
δοθεί έμφαση στις μεταναστεύσεις και δημογραφικές μεταβολές των
Μουσουλμανικών πληθυσμών. Παράλληλα με την έρευνα για τις μεταναστευτικές
κινήσεις και τους δημογραφικούς παράγοντες που είναι και ο βασικός μας στόχος, θα
παρατίθενται και μερικά στοιχεία που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη στην
πληρέστερη κατανόηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο συντελέστηκαν όλες
αυτές οι διαδικασίες (στοιχεία πολιτικά, ιστορικά, πολιτισμικά, οικονομικά,
θρησκευτικά κ.α.).

5
ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΤΥΠΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Μετανάστευση είναι η μετακίνηση ατόμων ή πληθυσμών από ένα μέρος σε


ένα άλλο. Η μετακίνηση του πληθυσμού είναι προϋπόθεση για την καπιταλιστική
ανάπτυξη. Η μορφή της είναι πολλαπλή: από τον έναν οικονομικό κλάδο στον άλλον
και από τις φτωχές χώρες στις πλούσιες. Σήμερα, στο πλαίσιο της
παγκοσμιοποιημένη οικονομίας, η μετακίνηση πληθυσμών είναι εντονότερη απ΄ότι
στο παρελθόν. (Χλέτσος, 2003). Οι κατηγορίες των μεταναστών είναι οι εξής:
(Πετρακου, 2004)

• Εργάτες μετανάστες με συμβόλαιο ορισμένου χρόνου


• Εξειδικευμένοι ή με πολλά προσόντα μετανάστες
• Μετανάστες χωρίς χαρτιά ή παράνομοι μετανάστες
• Νόμιμοι μετανάστες
• Μετανάστες συνταξιούχοι
• Μετανάστες σπουδαστές
• Μετανάστες λόγω οικογενειακής επανένωσης
• Επαναπατριζόμενοι μετανάστες
• Επαναπατριζόμενοι αποικιοκράτες
• Μετανάστες με πολιτικά δικαιώματα.
• Επαναπατριζόμενοι ομογενείς

Ανάλογα με το αν η μετανάστευση είναι νόμιμη ή όχι, διακρίνουμε τους


μετανάστες σε νόμιμους και παράνομους. Οι παράνομοι μετανάστες είναι
«παράνομοι» είτε επειδή εισήλθαν παράνομα στην χώρα είτε επειδή εισήλθαν νόμιμα
αλλά δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν τη νόμιμη άδεια παραμονής σε αυτή την χώρα.
(Χλέτσος, 2003)
Όπως είναι φυσικό, η μετακίνηση του πληθυσμού επηρεάζει σημαντικά τόσο
την οικονομική ανάπτυξη της χώρας από την οποία οι μετανάστες μετακινούνται όσο
και εκείνης προς την οποία κατευθύνονται. (Χλέτσος, 2003)
Ο βαθμός μετακίνησης του πληθυσμού εξαρτάται από οικονομικούς,
κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς παράγοντες. Κάθε μεταναστευτική ροή
επηρεάζει σημαντικά τόσο την περιοχή (ή κλάδο ή χώρα) από την οποία ο πληθυσμός
φεύγει όσο και την περιοχή (ή κλάδο ή χώρα) προς την οποία ο πληθυσμός
μετακινείται. Οι επιδράσεις αυτές αφορούν τόσο το οικονομικό όσο και το κοινωνικό,
πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. (Χλέτσος, 2003)
Είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς τις συνέπειες της μετανάστευσης τόσο στη
χώρα προέλευσης όσο και στην χώρα υποδοχής. Στην περίπτωση υπερπληθυσμού η
μετακίνηση πληθυσμού επηρεάζει θετικά την οικονομική ανάπτυξη στο βαθμό που η
πληθυσμιακή πίεση περιορίζεται και η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί
καλύτερα στις ανάγκες που δημιουργούνται. Όταν όμως δεν υπάρχει πρόβλημα
υπερπληθυσμού, τότε η μείωση του πληθυσμού και μάλιστα του εργατικού
δυναμικού μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη. Επηρεάζει όμως
και το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. (Χλέτσος, 2003)

6
Μέρος I: Ιστορικό και Πολιτικό Πλαίσιο

ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Α. Το πλαίσιο δημιουργίας της Γιουγκοσλαβίας


Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, η Σερβία βρισκόταν
στη διαδικασία απορρόφησης εδαφών, τα οποία είχε αποκτήσει από τους Τούρκους
στα νότια Βαλκάνια, όπου διέμεναν μουσουλμάνοι. Ενώ μετά από τέσσερα έτη
πολέμου και εχθρικής κατοχής, προσάρτησε τον σύμμαχο της, το Μαυροβούνιο. Με
αποτέλεσμα να προκύψει μια ένωση που στους κόλπους της περιελάμβανε λαούς των
οποίων οι γλώσσες, οι θρησκείες και οι πολιτικοί θεσμοί διέφεραν από εκείνους των
Σέρβων.
Οι Σέρβοι, για ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα είχαν αγωνιστεί για την
ανεξαρτησία τους από τους Τούρκους, η οποία αναγνωρίστηκε τυπικά στη Συνθήκη
του Βερολίνου το 1878. Τα τελευταία νοτιοσλαβικά εδάφη τα ελευθέρωσαν από τους
Τούρκους κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Την περίοδο αυτή, άρχισε να
ανατέλλει το Όνειρο της Μεγάλης Σερβίας, στην πράξη ήθελαν την Βοσνία-
Ερζεγοβίνη και μια έξοδο στην Αδριατική, καθώς επίσης και τα σερβοκατοικημένα
εδάφη της Βοϊβοδίνας.
Η Σερβία ήταν ένα αρκετά ισχυρό κράτος με σημαντικούς ξένους συμμάχους,
αλλά οι στρατιωτικές καταστροφές του 1915 έπεισαν τους Σέρβους ηγέτες ότι δεν
μπορούσαν πλέον να αγνοούν τη γνώμη των Κροατών και των Σλοβένων εθνικιστών.
Γι’ αυτό και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η θέση της Σερβίας θα μπορούσε να
ισχυροποιηθεί εάν ένωναν τις δυνάμεις τους με τους Σλοβένους και τους Κροάτες, οι
οποίοι είχαν είδη ενωθεί μεταξύ τους για να αγωνιστούν για τα συμφέροντα τους
κάτω από το έμβλημα της Γιουγκοσλαβικής Εθνικής Επιτροπής.
Η Κροατία και η Σλοβενία, από την πλευρά τους, απολάμβαναν αυτονομία
μέσα στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, στόχος του όμως ήταν η
απόλυτη αυτονομία. Εντούτοις, η Γιουγκοσλαβική Εθνική Επιτροπή που δρούσε στο
εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, στόχευε σε μια
βελτίωση της υπάρχουσας θέσης τους και πιο συγκεκριμένα, επιθυμούσε τη
δημιουργία ενός κράτους στο οποίο Κροάτες και Σλοβένοι θα μπορούσαν να
συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι. Βέβαια η παραπάνω επιδίωξη, επηρεαζόταν εν
μέρει από την ανάγκη να αντισταθούν στις ιταλικές φιλοδοξίες για τον έλεγχο της
Αδριατικής.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τους Σλοβένους, ανήκαν ιστορικά στο
γερμανικό κρατικό σύστημα. Τα σύνορα τους με την Κροατία ήταν από τα
παλαιότερα στην Ευρώπη και αποτελούσαν τα νότια σύνορα του πρώτου Ράιχ, καθώς
και τα σύνορα της Αυστρίας με την Ουγγαρία. Η γλώσσα τους – αν και σλαβική –
ήταν εμφανώς διαφορετική από τα σερβοκροατικά, κάτι που λειτούργησε ως
πλεονέκτημα δεδομένου ότι τους επέτρεψε να διατηρήσουν την πολιτιστική τους
ταυτότητα και να επισφραγίσει την πολιτική τους αυτονομία. Εντούτοις στην
Αυστρία πριν το 1914, ο Σλοβένικος γλωσσικός εθνικισμός ήταν αντιμέτωπος όχι
μόνο με τους γερμανόφωνους του βορρά, αλλά και με τους Ιταλούς στο νότο και τη
δύση. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η συμμετοχή της
Σλοβενίας στη Γιουγκοσλαβία ήταν η πιο σίγουρη προστασία της ενάντια στις
επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας.

7
Όσον αφορά τους Κροάτες, οι εξωτερικές πιέσεις που δεχόντουσαν, τους είχε
καταστήσει ελκυστική και συμφέρουσα την ένωση τους με τους Σέρβους. Και οι
Κροάτες έβλεπαν τον εχθρό στο πρόσωπο της Ιταλίας, η οποία είχε ελπίσει ότι ένα
μεγάλο μέρος της Κροατικής Δαλματίας θα γινόταν δική της μετά τον πόλεμο, καθώς
και έμπρακτη προσάρτηση του κύριου Κροατικού λιμένα του Ριέκα, πρώην Φιούμε.
Υπήρξε επίσης ο φόβος ότι μια αποκατάσταση του Οίκου των Αψβούργων στην
Ουγγαρία, που επιδιώχθηκε δυο φορές, θα δημιουργούσε ουγγρικές αξιώσεις και θα
απειλούσε την ενότητα της Κροατίας.
Οι παραπάνω συγκρουόμενοι πολεμικοί στόχοι απεικονιζόταν και στις
πολιτικές καθώς επίσης και στις πολιτιστικές παραδόσεις, οι οποίες θα έπρεπε να
προσαρμοστούν στο νεοσύστατο κράτος. Το πρώτο πρόβλημα που ανέκυψε,
αφορούσε την πολιτική οργάνωση. Η μια διάσταση των διαφορετικών ιστορικών
βιωμάτων των Σέρβων αφενός και των Κροατών και των Σλοβένων αφετέρου,
σήμαινε ότι αυτοί οι λαοί είχαν εξελιχθεί πολιτικά ακολουθώντας διαφορετικά
πρότυπα. Οι Σέρβοι είχαν υιοθετήσει ένα ενωτικό και συγκεντρωτικό σύστημα, όμοιο
με εκείνο των Γάλλων. Οι Κροάτες ήταν επηρεασμένοι από την εθνοτική και
συνταγματική πολυπλοκότητα που πήγαζε από τις παραδόσεις της Αυστροουγγρικής
Αυτοκρατορίας και είχε περισσότερο ομοσπονδιακό χαρακτήρα.
Το δεύτερο πρόβλημα, ήταν εκείνο της θρησκείας. Οι διάφορες εθνότητες της
Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, έχοντας διαφορετικά ιστορικά βιώματα, είχαν
διαφορετικές επιρροές και ως συνέπεια, διαμόρφωσαν διαφορετικά την
θρησκευτικότητα τους. Η Βοσνία και η Βόρεια Σερβία ήταν τα κέντρα της
Οθωμανικής διοίκησης, και ως συνέπεια εκεί δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για
ενδυνάμωση των Μουσουλμανικών πληθυσμών. Η Κροατία και η Σλοβενία,
ουσιαστικά ήταν το σύνορο της Δύσης με την Ανατολή μιας και εκεί τελείωνε η
Δυτική επιρροή, που ασκούνταν μέσω του Καθολικισμού, και άρχιζε η Ορθόδοξη και
Μουσουλμανική κυριαρχία. Αυτά τα στοιχεία διαμόρφωσαν και επηρέασαν την
προσέγγιση των λαών με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την γένεση
της καχυποψίας και του θρησκευτικού μίσους.

Β. Το νεοσύστατο κράτος και τα πρώτα προβλήματα

Η Γιουγκοσλαβία, λοιπόν, ενοποιήθηκε ως συνέπεια της κατάρρευσης δυο


μεγάλων αυτοκρατοριών, της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής. Η δημιουργία
της ήταν το αποτέλεσμα αφενός των φιλοδοξιών των Κροατών και των Σλοβένων
αποσχιστών, που επιδίωκαν την ανεξαρτησία και την ασφάλεια των χωρών τους σε
μια νότια σλαβική ένωση και αφετέρου της φιλοδοξίας των Σέρβων να επιτύχουν μια
κυρίαρχη θέση στα δυτικά Βαλκάνια. (Λέσιτς 1996:45)
Στην αρχή της δεκαετίας του 1920, το γιουγκοσλαβικό κράτος ήταν στην
ουσία το κράτος της Μεγάλης Σερβίας. Γεγονός που αποδεικνύεται από την έμμεση
αναγνώριση των Βρετανών διπλωματών, οι οποίοι αναφερόταν στο νέο Βασίλειο ως
Σερβία. Την ισχύουσα κατάσταση ενίσχυε το Σύνταγμα του Vidovan του 1921, ένα
κείμενο που ικανοποίησε τους περισσότερους Σέρβους δεδομένου ότι μέσω αυτού
τέθηκε σε ισχύ μια αναπροσαρμογή του προπολεμικού κυβερνητικού μοντέλου της
Σερβίας κι επομένως αυτό σήμαινε το θρίαμβο της συγκεντρωτικής πολιτικής που
αντιπροσώπευε η Σερβία επί του αυστροουγγρικού πρότυπου των Κροατών και των
Σλοβένων. Επιπλέον, οι Σέρβοι αισθάνθηκαν ότι η υπέροχη τους είναι
δικαιολογημένη γιατί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απελευθερωτές του νότου
από τους ξένους κατακτητές και υποστήριζαν ότι μιας και υπέφεραν τα μεγαλύτερα

8
δεινά από όλους τους συμπατριώτες τους στον πόλεμο, άξιζαν να έχουν την κυρίαρχη
θέση στη μεταπολεμική περίοδο.
Η αυτονομία, λοιπόν, των πρόσφατα ενωμένων επαρχιών αποκλείστηκε από
την αρχή, καθώς οι Σέρβοι απέρριψαν το ομοσπονδιακό σύστημα. Άντ’ αυτού
επιδίωξαν να επιβάλουν μια ανομοιογενή πλειοψηφία, η οποία αποτελείτο από
σερβικά κόμματα και περιστασιακούς συμμάχους. Η συμμαχία αυτή είχε την
ικανότητα να επιβάλλει την άποψη της στα υπόλοιπα κόμματα που αντιπροσώπευαν
το μη-σερβικό τμήμα του πληθυσμού. (HABSBURG, 2005)
Το κόστος αυτής της ρύθμισης ήταν ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν
δέχτηκε ποτέ το Σύνταγμα και σύντομα προέκυψε ένας ανταγωνισμός μεταξύ των
Σέρβων και των Κροατών, ο οποίος παρέλυσε την πολιτική ζωή της χώρας για τα
επόμενα είκοσι έτη. Οι Κροάτες, που στην προπολεμική Ουγγαρία διέθεταν τη δική
τους συνέλευση και τους τοπικούς ηγέτες τους, δεν είχαν καμία πρόθεση να
παραδώσουν στην κεντρική κυβέρνηση την αυτονομία τους. Η κεντρική κυβέρνηση
βρέθηκε σε δύσκολη θέση δίχως τη λαϊκή αποδοχή, η αντίδραση της απέναντι σε
αυτή την κατάσταση, ήταν να γίνει πιο αυταρχική. Από την άλλη πλευρά, η νομική
αντίδραση σε αυτόν τον συγκεντρωτισμό γινόταν όλο και δυσκολότερη, καθώς η
κριτική θεωρούνταν προδοσία.( Κόροσιτς, 1988)
Οι διαδοχικές πολιτικές κρίσεις που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια του της
δεκαετίας του 1920 κατέληξαν στο κλείσιμο του Κοινοβουλίου, την κατάργηση των
πολιτικών κομμάτων και στην προσωπική δικτατορία του βασιλιά.
Οι εθνικές πολιτικές μάχες επηρεάστηκαν αρνητικά και από την μεγάλη
οικονομική κρίση στην περιοχή, η οποία οικονομία στηριζόταν κυρίως στα γεωργικά
προϊόντα και τις πρώτες ύλες.
Ήταν εμφανές από την αρχή ότι η Γιουγκοσλαβία είχε εύθραυστες βάσεις,
ενώ η βραχύβια επιβίωση της οφειλόταν κυρίως σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, οι
Σέρβοι ήταν σε θέση να βρουν σύμμαχους μεταξύ των μη κροατικών πληθυσμών.
Δεύτερον, για τους περισσότερους λαούς που συγκροτούσαν τη Γιουγκοσλαβική
Ένωση, δεν υπήρχε καμία προφανής εναλλακτική λύση πέρα από τη Γιουγκοσλαβία.
Τρίτον, ένα σημαντικό πλεονέκτημα ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε
κατά τη διάρκεια του 1920, από τα πρώην εδάφη των Οθωμανών και των
Αψβούργων. Αυτή η πολιτική κατάφερε να ικανοποιήσει τα αιτήματα των
στρατιωτών αγροτών του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου για τους οποίους η απόκτηση
γης ήταν ένα παλαιότερο Όνειρο. (Χόρβατ 1985: 45, Γκοίγκοβιτς 1996: 76, Αρβαμοβ
1988:109)

Γ. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και Γιουγκοσλαβία

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί


εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση που επικρατούσε στο εσωτερικό του γιουγκοσλαβικού
κράτους με σκοπό τον έλεγχο της περιοχής. Την περίοδο αυτή η Κροατία απέκτησε
επίσημα την ανεξαρτησία της με την άνοδο στην εξουσία της φασιστικής κυβέρνησης
του Pavelic ο οποίος είχε την Ιταλική βοήθεια. Οι Σέρβοι υπόκεινταν στον άμεσο
έλεγχο των Γερμανών, υπό την ανοχή της δοσίλογης κυβέρνησης του Milan Nedic.
Αυτό έπαψε να ισχύει μόνο όταν ο Κόκκινος Στρατός έφθασε στα ανατολικά σύνορα
της Γιουγκοσλαβίας τον Οκτώβριο του 1944.
Κατά την περίοδο της κατοχής οι Σέρβοι, θεωρούσαν περισσότερο
επικίνδυνους τους Κροάτες, τους Βόσνιους Μουσουλμάνους και τους Αλβανούς και
όχι τους Γερμανούς. Η παραπάνω εντύπωση στηριζόταν στις δραστηριότητες του

9
καθεστώτος του Pavilic στη γειτονική Κροατία, όπου γινόταν προσπάθειες να
αποβληθούν μαζικά οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα πολλές χιλιάδες Σέρβων να σταλούν
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να χάσουν τη ζωή τους. Οι πολιτικές αυτού του
είδους αναπόφευκτα δημιούργησαν αντί-κροατικά συναισθήματα μεταξύ των
Σέρβων. Μετά τον πόλεμο τα αισθήματα αυτά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν, ενώ
παράλληλα η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστώτος στηρίχθηκε εν μέρει στο μύθο
της κομμουνιστικής αντίστασης που δεν ήταν κατά βάση Σερβική.
Είναι γεγονός ότι η γιουγκοσλαβική αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο απεικόνιζε τις διαιρέσεις των λαών που συμμετείχαν στο γιουγκοσλαβικό
κράτος. Έτσι προέκυψαν δυο κινήματα αντίστασης, οι Cetniks υπό την ηγεσία του
Σέρβου στρατηγού Draza Mihailovic – ο οποίος κρατούσε χαμηλούς τόνους - και οι
κομμουνιστές παρτιζάνοι του Tito – ο οποίος ευνοούσε την ενεργό αντίσταση.

ΑΠΟ ΤΟΝ TITO ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

Α. O Josip Boris Tito και η Γιουγκοσλαβία


Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως είδαμε και
παραπάνω, ο Tito ευνοούσε την ενεργό αντίσταση και κέρδισε ένα μεγάλο μέρος του
μη-σερβικού πληθυσμού που ήλπιζε ότι η μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία δεν θα
εξουσιαζόταν από τους Σέρβους, όπως συνέβαινε στα προπολεμικά έτη. Ο Tito,
λοιπόν, όφειλε τη νίκη του στον εμφύλιο πόλεμο – κατά ένα μεγάλο μέρος – στην
επιτυχή άφιξη του Κόκκινου Στράτου που ελευθέρωσε το Βελιγράδι το Νοέμβριο του
1944, αλλά και στην ικανότητα του να αφουγκράζεται και να αξιοποιεί τις εθνικές
αναταραχές για να εξυπηρετεί τους προσωπικούς του στόχους και φιλοδοξίες. Η
επιτυχία του στο να διατηρήσει τη συνοχή του κράτους, ήταν η παροχή προστασίας
και ασφάλειας των γιουγκοσλαβικών λαών από τους παραδοσιακούς εχθρούς.
(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,04-09-1999))
Η πεμπτουσία του μεταπολεμικού Συντάγματος του 1945, ήταν ότι η Σερβία
θα έπρεπε να καταστεί σχετικά αδύναμη. Για αυτόν τον σκοπό, η Σερβία έπαψε να
ασκεί την εξουσία στη Βοσνία, η οποία πέρασε στην Κροατία. Επίσης η Σερβία
υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Μακεδονία ή αλλιώς την «Παλαιά Σερβία» και
έτσι εγκαταλείφθηκε η «πορεία προς τη Θεσσαλονίκη». Οι περιοχές Βοϊβοδίνας και
του Κοσόβου που μετατράπηκαν σε ημιαυτόνομες περιοχές αλλά παρέμειναν
συστατικά στοιχεία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας, εξυπηρετούσαν τον
σκοπό της μείωσης της εδαφικής ισχύος των Σέρβων. Εν τω μεταξύ, οι Σέρβοι
επανέκτησαν τον προπολεμικό έλεγχο τους στο στρατό και στη δημόσια διοίκηση, η
οποία άρχισε να υποχωρεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. (Σέκελι, 1990)
Η κεντρική κυβέρνηση της Σερβίας νομιμοποιήθηκε μέσω μιας μονολιθικής
κομμουνιστικής δικτατορίας, που βασιζόταν στο πρόσωπο του Tito και που
στηρίχθηκε από τον μαρξισμό-λενινισμό, αλλά και από μια εθνική μυθολογία που
στηρίχθηκε στα απομεινάρια της αντίστασης. Όπως και στο προπολεμικό κράτος, η
αντίσταση στο κομμουνιστικό καθεστώς καταστέλλονταν με μεγάλη βία. Το νέο
καθεστώς, λοιπόν, έδωσε δείγματα γραφής εξοντώνοντας αυτούς που θα μπορούσαν
να το αμφισβητήσουν.( Κόροσιτς 1988:102, Σέκελι 1990)
Η θέση του Tito στην Γιουγκοσλαβία ενισχύθηκε σημαντικά μετά από την
αποβολή της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform το 1948. Η αιτία αυτού του
σχίσματος, ήταν το ρήγμα που δημιουργήθηκε στην κομμουνιστική ομάδα από τη
φιλονικία του Στάλιν με τον Tito, με αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό του

10
γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού. Το αποτέλεσμα που προέκυψε ονομάστηκε
«αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός» και αποτελούσε μια Γιουγκοσλαβική παραλλαγή
του κομμουνισμού, στην οποία ο έλεγχος των οικονομικών μονάδων επρόκειτο να
μεταφερθεί από το κέντρο στην περιφέρεια (Petrović 1987:67). Συγχρόνως, ο Tito
χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ένωση ως εχθρό της Γιουγκοσλαβίας, προκείμενου να
συσπειρώσει τους Γιουγκοσλάβους γύρω του. Επίσης, η ρήξη ανάμεσα στη Μόσχα
και το Βελιγράδι μετέτρεψε τη Γιουγκοσλαβία σε πόλο έλξης για τις δυτικές
κυβερνήσεις, γιατί για τη Δύση η σταθεροποίηση της χώρας ως ανεξάρτητη οντότητα
ήταν ένας ανέξοδος τρόπος για να βελτιώσουν την άμυνα της Ιταλίας και να
ενισχύσουν τη στρατηγική θέση της δυτικής συμμαχίας στη Μεσόγειο. (Σέκελι, 1990)

Β. Η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας


Στη δεκαετία του 1960 με την αναγέννηση του «παλαιού» εθνικισμού και τις
ρίξεις μέσα στην κυβέρνηση του Tito, το ομοσπονδιακό κομματικό σύστημα, είχε
μετατραπεί σε φυγόκεντρη δύναμη. Η πολιτική μάχη δινόταν πλέον ανάμεσα στους
συγκεντρωτιστές και τους αποκεντρωτιστές. (Χόρβατ, 1985). Το καθεστώς
μεσολάβησε, επίσης, σε μια σύγκρουση οικονομικής πολιτικής που παρέπαιε
ανάμεσα στην ευρωστία και την ισχνότητα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τα
κολεκτιβιστικά προγράμματα και το πενταετές σχέδιο ανάπτυξης εγκαταλείφθηκαν
υπέρ μιας αποκεντρωτικής στρατηγικής, αλλά και η προσπάθεια του 1965 για την
εφαρμογή σημαντικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, απέδειξε γι ακόμη μια φορά τις
δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Γιουγκοσλαβία από τις εθνοτικές διαφορές. Οι
παραπάνω μεταρρυθμίσεις, που υποστηρίχθηκαν από τη δυτική χρηματοδότηση και
ιδιαίτερα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προοριζόταν να θέσουν τη
Γιουγκοσλαβία στο δρόμο του σοσιαλισμού της αγοράς.(Χόρβατ, 1985). Πιο
αναλυτικά, οι εισαγωγές επρόκειτο να απελευθερωθούν για να ανταγωνισθούν τις
εσωτερικές επιχειρήσεις ενώ το δηνάριο υποτιμήθηκε για να υποκινήσει τις εξαγωγές.
Πολλές σταθερές τιμές απελευθερώθηκαν και το ίδιο συνέβη στην τουριστική
βιομηχανία. Εντούτοις, οι συνέπειες ήταν εντελώς αντίθετες από τις επιδιωκόμενες,
το τελικό αποτέλεσμα ήταν αποσταθεροποιητικό, Η ανεργία και η αποδημία σε
συνδυασμό με τις υποψίες των κομματικών γραφειοκρατών – ότι οι διευθυντές των
βιομηχανιών θα αυτονομούνταν εκφοβίζοντας την κεντρική κυβέρνηση
αναγκάζοντας την στην απόσυρση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων – οδήγησε την
κυβέρνηση στην εφαρμογή «συναινετικών οικονομιών» .Αυτό οδήγησε στον
τεμαχισμό της βιομηχανίας σε χιλιάδες αυτόνομες μονάδες διαχείρισης, όπου η κάθε
μια είχε τη γραφειοκρατία της. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, ήταν το υψηλό
οικονομικό κόστος, επειδή αυτές οι μονάδες ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τη
διανομή παρά με τη δημιουργία πλούτου. Στην πράξη αυτό οδήγησε σε μια σταθερή
άνοδο του πληθωρισμού καθώς το κράτος ανταποκρίθηκε στις πιέσεις που ήταν
έμφυτες στη ανεπαρκή οικονομία του με την εκτύπωση περισσότερου χρήματος.
(Κόροσιτς, 1988).
Παράλληλα, η οικονομική ενίσχυση από τη Δύση, επέτρεψε σε μεμονωμένες
γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες να συνδυάσουν με την επίσημη γιουγκοσλαβική
πολιτική οικονομικοί ανάπτυξη με άλλες ανεπίσημες πολιτικές.
Οι οικονομικές αδυναμίες της εποχής του Tito επιδεινώθηκαν μετά το θάνατο
του. Ένα πολύ μικρό τμήμα του κεφαλαίου που δανείστηκε η Γιουγκοσλαβική
κυβέρνηση – τον Ιούλιο του 1983 για την εφαρμογή του «προγράμματος
μακροχρόνιας σταθεροποίησης» - χρησιμοποιήθηκε για έργα υποδομής. Ενώ το
μεγαλύτερο μέρος του δανείου απορροφήθηκε σε καταναλωτικά έξοδα. Από την

11
άλλη πλευρά, τα προβλήματα της χαμηλής παραγωγικότητας των απαρχαιωμένων
κεφαλαιακών εγκαταστάσεων, της μαύρης αγοράς και του χρέους είχαν αυξήσει τον
πληθωρισμό, που έχει ανέλθει σε 2.500 τοις εκατό – μέχρι το τέλος της δεκαετίας του
1980. (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, (04-09-1999)). Ένα επιπλέον πρόβλημα, ήταν η άνιση
οικονομική ανάπτυξη μεταξύ Βορρά και Νότου, καθώς η Σλοβενία και Κροατία
ευημερούσαν μέσω της βιομηχανίας και του τουρισμού, ενώ τα νότια κράτη, κυρίως
η Σερβία και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, βρισκόταν σε
μειονεκτική οικονομική θέση λόγω της αγροτικής οικονομίας που διέθεταν.
Αποτέλεσμα της οικονομικής ανισότητας που επικρατούσε, ήταν μια κατάσταση
οικονομικού εμφυλίου πόλεμου, καθώς προχώρησαν σε μποϋκοτάζ των σλοβένικων
αγαθών, διότι θεωρούσαν ότι η οικονομία τους υπέφερε από τις διακρίσεις υπέρ των
Σλοβένων και των Κροατών. (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. (04-09-1999))
Η εξωτερική και εσωτερική πολιτική του Tito, εξυπηρετούσε προσωπικά
συμφέροντα και έθετε βραχυπρόθεσμους στόχους. Η μη ευθυγράμμιση της στο
διπολικό περιβάλλον του Ψυχρού Πόλεμου, επέτρεψε στη Δυτική Ευρώπη να
μεταφέρει στη Γιουγκοσλαβία τα οφέλη της δυτικής ενίσχυσης χωρίς τις υποχρεώσεις
που απέρρεαν από την επίσημη συμμετοχή ενός κράτους σε μια στρατιωτική
συμμαχία. Στο εσωτερικό, ο μαρξισμός-λενινισμός – προσαρμοσμένος στις
γιουγκοσλαβικές ανάγκες – παρείχε μια υπερεθνική ιδεολογία την οποία μπορούσε να
επικαλεστεί για να νομιμοποιήσει το κράτος και να τη θέσει πάνω από τα τοπικιστικά
σύμβολα εθνικής ταυτότητας. Υπό τέτοιες συνθήκες απετράπη η δημόσια προβολή
των διαμαρτυριών και των παραπόνων που είχαν συνοδέψει την εμφύλια σύγκρουση
του δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου, καθώς επίσης η συνταγματική και οικονομική
κατάσταση ενθάρρυναν την αλλαγή σκηνικού. (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (04-09-1999))

Γ. Η ανάπτυξη αποσχιστικών τάσεων


Η Σερβία είχε χάσει σε ισχύ και εδάφη ήδη από το Σύνταγμα του 1945 και
κατά τη διάρκεια του 1960 έχασε επιπλέον έδαφος στην προσπάθεια που έγινε για
διοικητική αποκέντρωση. Με το Σύνταγμα του 1974 διαμελίστηκε, καθώς
χορηγήθηκε πλήρης αυτονομία στη Βοϊβοδίνα και το Κόσοβο, γεγονός που επέτρεψε
σε αυτές τις ομοσπονδιακές δημοκρατίες να συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία
λήψης αποφάσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο, χωρίς την διαμεσολάβηση της Σερβίας,
όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την αγανάκτηση των
Σέρβων για τους «Αλβανούς αποσχιστές» που κατηγορήθηκαν για τη σταθερή έξοδο
των Σέρβων από την περιοχή. Τότε ο Slobodan Milosevic, άρχισε να λαμβάνει μέτρα
για τον επανέλεγχο της περιοχής από τους Σέρβους.
Αυτή η σερβική αντεπίθεση που είχε αρχίσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας
του 1980 και έφθασε στο αποκορύφωμα της με τις προσπάθειες να
αποσταθεροποιηθεί η Κροατία, η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη, με την υποκίνηση των
ντόπιων Σέρβων σε αυτές τις δυο δημοκρατίες εναντίον των δημοκρατικά
εκλεγμένων μη-κομμουνιστικών κυβερνήσεων τους, είχαν ως αποτέλεσμα να
ενισχύσουν τα ήδη δυνατά αισθήματα πολλών μη-Σέρβων, ιδιαίτερα στη Σλοβενία
και την Κροατία, εναντίον της Γιουγκοσλαβίας.
Οι Σλοβένοι, που στο παρελθόν ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της
γιουγκοσλαβικής ένωσης, είχαν αρχίσει να την αμφισβητούν από του 1960. Μέχρι τη
δεκαετία του 1980, η αμφισβήτηση είχε δώσει τη θέση της στην απογοήτευση.
Αρχικά, το κύριο αίτιο που υποκίνησε την ιδέα της απόσχισης ήταν το πρόγραμμα
Jugoslovenstvo (Κόροσιτς, 1988) – που τέθηκε σε εφαρμογή από την κεντρική
κυβέρνηση το 1958 – που είχε ως στόχο την προσπάθεια συγχωνεύσεις των χωριστών

12
εθνοτικών πολιτισμών σε έναν ενιαίο γιουγκοσλαβικό πολιτισμό. Οι Σλοβένοι, όμως,
που είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την ταυτότητα τους, δεν επρόκειτο να
συμμετάσχουν σε κάτι που θεώρησαν ως αναγέννηση του εκσερβισμού. Το θέμα
ήρθε στην επιφάνεια εκ νέου τη δεκαετία του 1980, με τη μορφή ενός σχεδίου για ένα
παν-γιουγκοσλαβικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών, για θέματα όπως η ιστορία
και η λογοτεχνία. Η απόρριψη του σχεδίου οφειλόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στη
Σλοβένικη αντίθεση. (Κόροσιτς, 1988)
Το 1990 η Σλοβενία αντιλήφθηκε ότι είχε έρθει ο καιρός για την απόσχιση της
από την ομοσπονδία. Η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν πια αναγκαία για την εθνική
επιβίωση της Σλοβενίας, η οποία είχε πλέον άριστες σχέσεις με την Ιταλία και την
Αυστρία.
Η Κροατία, που και αυτή επιθυμούσε το 1918 την ένωση της με τη Σερβία για
να αντιμετωπίσει την επεκτατική πολιτική των Ιταλών και των Ούγγρων, έδειχνε να
είναι απογοητευμένη. Γιατί από τότε που η Κροατία ενώθηκε με τη Σερβία, είχε χάσει
την αυτονομία της, που απολάμβανε από το 1868 έως και το 1918. Η κροατική
αυτονομία δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από την περίπτωση της
Σλοβενίας, για το γεγονός ότι η Κροατία δεν ήταν γλωσσολογικά και γεωγραφικά
διαχωρισμένη από τη Σερβία κι επομένως η μορφή που θα λάμβανε ως ανεξάρτητο
κράτος ήταν λιγότερο σαφής. Από την άλλη πλευρά, οι προσπάθειες για την
αναγέννηση του εκσερβισμού ήταν μια πραγματικότητα, η γλωσσική συγγένεια που
κάποτε αποτέλεσε σημείο συνοχής, είχε μετατραπεί σε παράγοντα διαίρεσης. Η
επιθυμία για την ανεξαρτησία της Κροατίας, ξεκίνησε από την εποχή που η κεντρική
κυβέρνηση κατέστειλε το κροατικό εθνικό κίνημα, γνωστό ως η «κροατική Άνοιξη»
(Σέκελι, 1990). Στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές του 1990, ο πόθος των
Κροατών για ανεξαρτησία ανανεώθηκε και οδήγησε στη νίκη της «Δημοκρατικής
Ένωσης». Τα επόμενα βήματα της ανεξαρτησίας ήταν δυσκολότερα, από την
παρουσία των Σέρβων στην Κροατία, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην ιδέα της
ανεξαρτησίας. Η σύγκρουση που προέκυψε στο παραδοσιακό φρούριο του σερβικού
εθνικισμού στο Knin της νότιας Κροατίας, σηματοδότησε την κρίση που προκάλεσε
τον πόλεμο του 1991. (VAN DEN BERGHE, 2004)
Συμπερασματικά, οι άμεσες αιτίες της αποσυνθέσεις της Γιουγκοσλαβίας
έχουν αποδοθεί στους παρακάτω παράγοντες: α) στην οικονομική αδυναμία β) τη
διακοπή της απειλής ως συνέπεια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και την
αποκαθήλωση του κομμουνισμού ως ιδεολογία που ακολούθησε την πτώση της
ΕΣΣΔ γ) στην πολιτική πτώχευση του καθεστώτος που απαντώντας στη κριτική που
δέχτηκε κατά το 1980, κατηγόρησε τους αντιπάλους του ως εθνικιστές δίνοντας τους
μια κοινή ταυτότητα δ) στην απόφαση της κυβέρνησης του Βελιγραδίου, να κάνει
έκκληση στη σερβική διασπορά ως μέσο διατήρησης της ισχύος της και τέλος ε) η
απογοήτευση των κρατών-μελών της Γιουγκοσλαβικής ένωσης από την κεντρική
κυβέρνηση, γεγονός που τους οδηγούσε στο να τονίσουν τις διάφορες τους, όσο
μικρές και αν ήταν αυτές. (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (04-09-1999))

13
Δ. Τι πρέπει να ισχύει, για να εφαρμοστεί η συναινετική δημοκρατία.

Σε μια ένωση σαν τη Γιουγκοσλαβία, στην οποία συμμετείχαν εννέα


εθνοτικές κοινότητες (Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Σκοπιανοί, Τούρκοι, Ούγγροι,
Αλβανοί, Μαυροβούνιοι και Τσιγγάνοι) και υπήρχαν πέντε θρησκείες (Ορθόδοξοι,
Μουσουλμάνοι, Καθολικοί, Προτεστάντες και Λουθηρανοί), γεννιέται το ερώτημα,
αν ήταν εφικτό οι παραπάνω εθνοτικές κοινότητες να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητα
τους και να ζήσουν ειρηνικά και αρμονικά στα πλαίσια του ίδιου κράτους και της
ίδιας κοινωνίας. (HABSBURG, 2005)
Την απάντηση έρχεται να δώσει ο όρος συναινετική δημοκρατία, σύμφωνα
με τον Lijphart. (HABSBURG, 2005). Στα πλαίσια λοιπόν της συναινετικής
δημοκρατίας και υπό την εκπλήρωση μιας σειράς προϋποθέσεων, είναι εφικτή η
συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων υπό τη σκεπή ενός κράτους.
Στο σημείο αυτό θα δούμε ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, καθώς επίσης
και ποιες από αυτές τηρούνταν στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ένωσης, αλλά και
ποιες δεν τηρούνταν και οδήγησαν στην κατάρρευση. Ένας καθοριστικός παράγοντας
της συναίνεσης είναι ότι η πολιτισμική πολυμορφία πρέπει να παραμείνει σταθερή
και μπορεί να παραμείνει σταθερή αν πληρούνται τα παρακάτω (HABSBURG,
2005):
α) επικράτηση πολιτικής ισότητας, η κρατική ελίτ να είναι πολυεθνοτική,
αντιπροσωπευτική και ενωτική
β) επικράτηση οικονομικής ισότητας, να γνωρίζουν τα επιμέρους έθνη πως έχουν
κοινά οικονομικά οφέλη και πως αν διαλυθεί η Ένωση, τότε θα ζημιωθούν
οικονομικά
γ) επικράτηση κοινωνικής ισότητας, δηλαδή καταπολέμηση της ταξικής διαφοράς
δ) διατήρηση του εθνικού ζωτικού χώρου, δηλαδή ευδιάκριτα γεωγραφικά όρια
μεταξύ των εθνοτήτων
ε) οι εν λόγω ομάδες να είναι ισάριθμες
στ) οι εθνότητες να είναι ευδιάκριτες
ζ) οι εθνότητες να είναι αυτόχθονες

Οι καθαυτές προϋπόθεσης που πρέπει να πληρούνται για να ισχύσει το συναινετικό


μοντέλο είναι οι παρακάτω (Petrović, 1987:89):
1. Κάποιος βαθμός αμοιβαίας εδαφικής διείσδυσης των εθνών, που σημαίνει ότι όσο
περισσότεροι βρίσκονται μακριά από την πατρογονική γη, τόσο εξασθενούν οι
εθνοτικές τάσεις και όσοι περισσότεροι κατοικούν σε πολυεθνοτικές πόλεις, τόσο
δυσκολότεροι γίνεται η εδαφική διχοτόμηση. Κατά συνέπεια, όσο πιο χαοτικός είναι
ο εθνοτικός χάρτης, τόσο περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας έχει το συναινετικό
κράτος, διατηρώντας πάντα μια εθνοτική βάση προς αποφυγή της αφομοίωσης.
2. Αμοιβαία γενετική διείσδυση ανάμεσα στα έθνη, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός
της επιγαμίας τόσο ευκολότερα παραγκωνίζεται το θέμα της εθνοτικής ταυτότητας,
αλλά και πάλι χρειάζεται προσοχή γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος εξαφάνισης του
πολιτιστικού πλουραλισμού και επέρχεται η εθνοτική αφομοίωση.
3. Αμοιβαία λειτουργική διείσδυση των εθνών, όσο περισσότερους θεσμούς
μοιράζονται τα επιμέρους έθνη, τόσο δυσκολότερο γίνεται το ενδεχόμενο της
διάλυσης της κοινωνίας κατά έθνη. Πιο συγκεκριμένα, όσο πιο συγκεντρωτικό είναι
το κράτος, τόσο περισσότερα είναι τα κοινά μερίσματα και τόσο δυσκολότερη είναι η
διάσπαση. Ενώ όταν εμφανίζονται τα αιτήματα για μεγαλύτερη αποκέντρωση και
αυτονομία, τότε έχουμε τις πρώτες ενδείξεις της εθνοτικής διάσπασης.

14
Ε. Για ποιους λόγους δεν ευδοκίμησε το μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας
στη Γιουγκοσλαβία.
Το Βασίλειο των Σέρβων, των Σλοβένων και των Κροατών, που προέκυψε το
1918, ήταν η μόνη διέξοδος για τα παραπάνω κράτη, υπό τις συνθήκες που
επικρατούσαν την περίοδο εκείνη. Όπως είδαμε και πιο πάνω, αμέσως μετά τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Σερβία ήθελε να ισχυροποιηθεί, ενώ οι Κροάτες και οι
Σλοβένοι είχαν να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς κινδύνους από τους γείτονες τους. Οι
Σλοβένοι, είχαν να αντιμετωπίσουν από το βορρά τους Γερμανόφωνους και από νότο
και δύση τους Ιταλούς. Οι Κροάτες, και αυτοί από την πλευρά τους απειλούνταν από
τους Ιταλούς, ενώ παράλληλα υπήρχε και ο κίνδυνος αποκατάστασης της
αυτοκρατορίας των Αψβούργων στην Ουγγαρία. (Financial Times, 2 - 3
Σεπτεμβρίου1995)
Στους κόλπους της Γιουγκοσλαβικής Ένωσης, υπήρχαν εθνοτικές κοινότητες
με διαφορετική ιστορική και πολιτισμική πορεία, με διαφορετική θρησκεία (όπως
βλέπουμε στον πίνακα 2) και γλώσσα. Οι εθνοτικές ομάδες ήταν αυτόχθονες και
ευδιάκριτες, ενώ σε πολύ μικρό βαθμό υπήρχε αμοιβαία γενετική διείσδυση ανάμεσα
στα έθνη – κυρίως στα έθνη που οι θρησκείες τους δεν ήταν διαμετρικά αντίθετες π.χ
ορθόδοξοι-μουσουλμάνοι, στοιχεία θετικά ως προς την επικράτηση του συναινετικού
μοντέλου. (Petrović, 1987)
Η πολιτική ισότητα δεν υφίσταται μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,
όπου επικρατούσε η συγκεντρωτική πολιτική των Σέρβων και η υπεροχή τους έναντι
όλων των άλλων εθνοτικών ομάδων - σε επίπεδο διακυβέρνησης, αρνητική
προϋπόθεση για την επικράτηση της συναίνεσης. Βέβαια μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχε πολιτική ισότητα υπό την ηγεσία του Tito – θετική
προϋπόθεση για το συναινετικό μοντέλο, όσον αφορά πάντα την τυπική κρατική ελίτ
– η οποία εκπροσωπεί τα κρατίδια, ενώ προωθεί παράλληλα τα προσωπικά της
συμφέροντα – προκείμενου να διατηρηθούν οι ισορροπίες. Εφόσον η ουσιαστική
ελίτ, την οποία αποτελούν οι διανοούμενοι, έχει φιμωθεί είτε με εκτελέσεις είτε με
φυλακίσεις. Επίσης με την πολιτική του Titο, αρχίζει να λαμβάνει χώρα η
αποκεντρωτική πολιτική, στοιχείο αρνητικό προς το συναινετικό μοντέλο γιατί όσο
πιο συγκεντρωτικό είναι το κράτος, τόσο περισσότερα είναι τα κοινά μερίσματα και
τόσο δυσκολότερη είναι η διάσπαση. Ενώ όταν εμφανίζονται τα αιτήματα για
μεγαλύτερη αποκέντρωση και αυτονομία, τότε έχουμε τις πρώτες ενδείξεις της
εθνοτικής διάσπασης.
Στο επίπεδο της οικονομίας, η κατάσταση ήταν προβληματική, είχαμε τον
ανεπτυγμένο βορρά – Σλοβενία και Κροατία – ο οποίος ανθούσε μέσω της
βιομηχανίας και του τουρισμού και τον υποβαθμισμένο νότο – Σερβία και Π.Γ.Δ.Μ –
ο οποίος στηριζόταν στην αγροτική οικονομία. Επομένως, δεν επικρατούσε
οικονομική διείσδυση, δηλαδή ο φόβος ότι αν διαλυθεί η ένωση θα ζημιωθούν όλα τα
επιμέρους κρατίδια, γιατί ήδη υπήρχε άνιση παραγωγή πλούτου – αρνητικό στοιχείο
για το συναινετικό μοντέλο. (HABSBURG, 2005)
Επιπλέον, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα
κρατίδια επέλεξαν διαφορετικούς συμμάχους και δεν λειτούργησαν ενιαία. Έτσι
είχαμε τους Κροάτες με την πλευρά των Γερμανών και τους Σέρβους να αγωνίζονται
με την πλευρά των Άγγλων και των Γάλλων.
Φτάνοντας στη δεκαετία του 1980 και με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης,
έπεσε και ο τελευταίος εχθρός, που θα μπορούσε να κρατήσει ενωμένη τη
Γιουγκοσλαβία. Η Κροατία και η Σλοβενία, δεν απειλούνταν πλέον από τους
παραδοσιακούς τους εχθρούς, η Σοβιετική Ένωση είχε καταρρεύσει, άρα λοιπόν

15
έφτασε η ώρα της απόσχισης και της απόκτησης της πλήρης αυτονομίας για αυτά τα
κρατίδια. (HABSBURG, 2005)
Στη Γιουγκοσλαβία, δεν υπήρξε ποτέ ένα κοινό εθνοτικό αίσθημα, που θα
μπορούσε να συντελέσει στην κοινή κατασκευή του έθνους.
Είδαμε, λοιπόν, ποιες από τις προϋπόθεσης πληρούνταν και ποιες όχι, για την
εφαρμογή του συναινετικού μοντέλου. Φαίνεται πως όσες από τις προϋποθέσεις
πληρούνταν, δεν στάθηκαν αρκετά ισχυρές για να καλύψουν τις υπόλοιπες, για αυτό
και δεν μπόρεσε να λάβει χώρα το συναινετικό μοντέλο στη Γιουγκοσλαβία.
Εξάλλου, η συναίνεση είναι η καλύτερη δυνατή ρύθμιση, στις περιπτώσεις όπου οι
εναλλακτικές λύσεις είναι χειρότερες.

16
Μέρος IΙ: Μεταναστεύσεις και Δημογραφικές Τάσεις ανά
Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

17
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ

Εθνική Σύνθεση του Πληθυσμού και οι Εθνοτικές Αλλαγές μετά από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο
Μια ρεαλιστική εικόνα για την εθνική σύνθεση του πληθυσμού της
Γιουγκοσλαβίας και της Δημοκρατίας της Σερβίας μπορεί να αποκτηθεί μόνο
μελετώντας τις μεταπολεμικές απογραφές, δεδομένου ότι αυτές παρέχουν στοιχεία
που αφορούν την εθνική ταυτότητα των πληθυσμών, τα οποία συλλέχθηκαν σε
συνθήκες ελεύθερου εθνικού προσδιορισμού και με αντικειμενικά κριτήρια. Όταν
αναφέρουμε τον όρο «ρεαλιστική εικόνα» της εθνικής σύνθεσης, πρέπει να τονιστεί
ότι η εικόνα ή/και η σύνθεση, είναι κυρίως αποτέλεσμα της εθνικής πολιτικής της
μεταπολεμικής Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας.

18
Όσον αφορά την ταξινόμηση των εθνοτήτων, οι απογραφές μεταξύ 1961 και
1991 διέφεραν κάπως από τις απογραφές του 1948 και του 1953 αν και όλες οι
εθνικές ταυτότητες ήταν σύμφωνες σε γενικές γραμμές με αυτές. Δηλαδή, η
απογραφή του 1961 περιείχε μια λίγο πιο λεπτομερή εξήγηση του όρου –
«Μουσουλμάνος» και τόνισε τον εθνικό και όχι τον θρησκευτικό χαρακτήρα. (Σέκελι
, 1990). Απάντηση σε αυτήν την ερώτηση της απογραφής θα μπορούσε να δοθεί από
όλα τα άτομα Γιουγκοσλαβικής προέλευσης που δεν είχαν καμία θρησκεία, εάν
έκριναν ότι ανήκουν σε μια τέτοια εθνοτική ομάδα. Εντούτοις, στην απογραφή του
1948, η Μουσουλμανική κατηγορία έλαβε μια ειδική επεξεργασία : θεωρήθηκαν
Γιουγκοσλάβοι που θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως Σέρβοι-Μουσουλμάνοι,
Κροάτες-Μουσουλμάνοι, Σκοπιανοί-Μουσουλμάνοι και αναποφάσιστοι
Μουσουλμάνοι. (Σέκελι, 1990)
Η απογραφή του 1953 κατάργησε την κατηγορία «Μουσουλμάνων –
Γιουγκοσλάβων» και εισήγαγε την κατηγορία «Αναποφάσιστων Γιουγκοσλάβων»
(Σέκελι, 1990). Είναι προφανές ότι αυτή η τελευταία κατηγορία αποτελούνταν
συνήθως από Μουσουλμάνους-Γιουγκοσλάβους, ακριβώς όπως και στην απογραφή
του 1948. Αυτό είναι εμφανές, λόγο της δημογραφικής αύξησης της αναποφάσιστης
κατηγορίας Γιουγκοσλάβων κατά την περίοδο 1948-1953, αν και υπάρχει λόγος να
υποθέτουμε ότι το 1953, εκτός από Μουσουλμάνους, αυτή η κατηγορία περιέλαβε
και ορισμένες άλλες εθνοτικές ομάδες. Με άλλα λόγια, έως το 1961, οι
Γιουγκοσλάβοι αποτελούνταν συνήθως από τον Γιουγκοσλαβικό Μουσουλμανικό
πληθυσμό. Μετά από το 1961, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να παγιώνουν στην εθνική
τους βάση και να δημιουργούν, συσπειρωμένοι, ένα νέο έθνος (Σέκελι, 1990). Στον
κατάλογο απαντήσεων της απογραφής του 1961, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων
μπερδεύτηκε, προσπαθώντας να καταλάβει, εάν ανήκει σε αυτήν την νέα εθνοτική
κατηγορία που προσδιορίζονταν από τη θρησκεία και τον πολιτισμό της. Κατά
συνέπεια, σε σύγκριση με την απογραφή του 1953, η απογραφή του 1961 παρουσίασε
και απόλυτη και πραγματική πτώση στον αριθμό των Μουσουλμάνων στη
Γιουγκοσλαβία. Δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι ένα μέρος του Μουσουλμανικού
πληθυσμού μετανάστευσε στην Τουρκία λόγω των ευνοϊκών πολιτικών συγκυριών
που εμφανίσθηκαν με την Βαλκανική συμφωνία- την συμμαχία δηλαδή μεταξύ της
Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, και της Τουρκίας (28 Φεβρουαρίου του 1953, στην
Άγκυρα και την Σύμβαση, 8 Αυγούστου του 1954, του Bled). Εντούτοις, θεωρείται
ότι ο αντίκτυπος αυτού του πολιτικού παράγοντα είναι δευτερευούσης
σπουδαιότητας για την εθνοδημογραφική εξέλιξη. Επομένως, οι διαδικασίες για την
Μουσουλμανική εθνική ομογενοποίηση, πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας
συγκριτικά μικρής χρονικής περιόδου είκοσι ετών (1961-1981). Η κρίσιμη περίοδος
ήταν κατά την πρώτη δεκαετία (1961-1971), όταν αυξήθηκε ο αριθμός των
προσώπων που προσδιοριζόταν ως Μουσουλμάνοι, κατά 77,8%. Από το 1971, η
εθνοδημογραφική ανάπτυξη των Μουσουλμάνων απόκτησε την συνηθισμένη μορφή
της, που είναι εμφανής στους αριθμούς της περιόδου 1971-1981.
Σύμφωνα με τη μέθοδο ταξινόμησης που εφαρμόστηκε στις απογραφές του
1971,1981 και 1991, τα εθνικά κατασταλαγμένα άτομα εγγράφηκαν κατά αλφαβητική
σειρά: οι πρώτοι του κατάλογου ήταν οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας (οι Μουσουλμάνοι
εγγράφηκαν ως λαός), έπειτα οι εθνότητες (εθνικές μειονότητες) και οι άλλοι.
(Γκοίγκοβιτς, 1996)
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις δημιουργούνται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1) Πριν από το 1961, η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων αφορούσε κυρίως την
κατηγορία των Μουσουλμάνων - Γιουγκοσλάβων κατά την απογραφή του 1948 και

19
την κατηγορία των Αναποφάσιστων Γιουγκοσλάβων στην απογραφή του 1953.
(Σέκελι, 1990)
2) Μετά από το 1961, η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων σχεδόν έχασε την
προηγούμενη εθνική και πολιτισμική έννοιά της και απόκτησε την ταυτότητα ενός
μεταβαλλόμενου πληθυσμού. Στα αρχικά στάδια της ενωμένης Γιουγκοσλαβικής
εθνικής πολιτικής, υπήρχε μια πιθανότητα για αυτόν τον πληθυσμό να καταστεί
έθνος, αλλά έπειτα έχασε κάθε ευκαιρία να παγιωθεί με κάποια εθνοτική βάση.
(Σέκελι, 1990). Σε όλες τις απογραφές, από το 1961 ως το 1981, οι Γιουγκοσλάβοι
τοποθετήθηκαν στην «εθνικά αναποφάσιστη» κατηγορία. Σύμφωνα με την
ταξινόμηση που εφαρμόστηκε στις απογραφές του 1971 και του 1981, ο πληθυσμός
διαιρέθηκε σε δύο κύριες ομάδες: στους »εθνικά δηλωθέντες» και στους «εθνικά
αδήλωτους». Οι εθνικά αδήλωτοι υποδιαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες: 1) αδήλωτοι, 2)
δηλωμένοι ως «Γιουγκοσλάβοι» 3) δηλωμένοι υπό τον όρο ενός περιφερειακού
συνεταιρισμού π.χ. Αδήλωτος Σερβικής Δημοκρατίας Έτσι, κάποιος που ήταν
δηλωμένος ως «Γιουγκοσλάβος» δεν μπορούσε να καταλάβει ότι εκείνο δεν δήλωνε
την εθνικό ταυτότητα του, αλλά ότι είχε καθαρά πολιτική σημασία η δήλωση του.
(Σέκελι, 1990). Οι «Γιουγκοσλάβοι» στην απογραφή του 1991 ταξινομήθηκαν στην
κατηγορία των εθνικά δηλωμένων. Υπήρξε τότε μια επεξήγηση που έλεγε ότι η
ταξινόμηση των «Γιουγκοσλάβων» θα τοποθετούνταν μετά από την κατηγορία των
λαών, αλλά πριν από τις εθνότητες. Η εξήγηση δόθηκε χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες
και ερμηνεία του όρου «Γιουγκοσλάβος». (Radovanović 2001:156)
Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω, θα παρουσιάσουμε την εθνική σύνθεση
του πληθυσμού της Δημοκρατίας της Σερβίας χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα
από όλες τις απογραφές, από το 1948 δηλαδή έως το 1991, με την υπόθεση ότι τα
στοιχεία για το 1991 ήταν τα αρχικά δεδομένα και όχι τα τελικά, και ότι η απογραφή
δεν κάλυπτε τον Αλβανικό πληθυσμό του Κοσόβου και των Μετοχίων λόγω της μη
συμμετοχής στην απογραφή που διατάχθηκε από την «Αλβανική Εναλλακτική
Κίνηση». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο συνολικός αριθμός κατοίκων αυτής της περιοχής
και η εθνική σύνθεσή του υπολογίστηκαν με εκτιμήσεις που έγιναν στα Ιδρύματα
Στατιστικών Ερευνών της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. (Radovanovic, 2001)
Η πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού είναι χαρακτηριστική για όλο το
έδαφος της Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, το 82% του
συνολικού πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας ήταν μέλη των Γιουγκοσλαβικών Λαών,
το 12% είναι μέλη διαφόρων λαών των οποίων οι πατρίδες ήταν εκτός των συνόρων
της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, και το 6% ήταν ο εθνικά αδήλωτος πληθυσμός.
Η Δημοκρατία της Σερβίας, μέσα στην οποία το 1981 ζούσε το 36% του
συνολικού πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας, είναι η δημοκρατία με την λιγότερο
εθνικά ομοιογενή δομή και, έχει τα μεγαλύτερα ποσοστά εθνικών μειονοτήτων (που
οι εθνικές τους χώρες ήταν εκτός Γιουγκοσλαβίας) που συνυπάρχουν με τους Λαούς
της Γιουγκοσλαβίας (το 77% όλων των εθνικών μειονοτήτων της Γιουγκοσλαβίας). Η
εδαφική κατανομή του πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας ανά εθνότητες και οι
συγκεντρώσεις των διαφορετικών εθνοτήτων σε Δημοκρατίες, δείχνουν ότι συνήθως
τα μέλη αρκετών λαών συγκεντρώνονται στις πατρίδες - Δημοκρατίες τους. Τέτοιες
συγκεντρώσεις είναι συγκριτικά υψηλότερες στους Σλοβένους (97,7%) και τους
Σκοπιανούς (95,5%), ενώ οι συγκεντρώσεις των Μουσουλμάνων (81,5%), των
Κροατών (78%), των Σέρβων (75,9%) και των Μαυροβουνίων (69,2%) ποικίλλουν
από 81,5% σε 69,2%. Η συγκέντρωση των πιο πολυάριθμων εθνικών μειονοτήτων
και εθνικών ομάδων είναι υψηλότερη στις αυτόνομες περιοχές της Δημοκρατίας της
Σερβίας. Στην Βοϊβοντίνα ζει το 93,3% του συνολικού αριθμού όλων των Ούγγρων

20
που κατοικούν στη Γιουγκοσλαβία, το 86,6% του συνολικού αριθμού των Σλοβάκων,
το 86,1% του συνολικού αριθμού των Ρουμάνων, το 82,9% του συνολικού αριθμού
των Ρουθηνιανών, και το 91,4% του συνολικού αριθμού των Bunjevci και Sokci. Στο
Κόσοβο και τα Μετόχια ζει το 71% του συνολικού αριθμού όλων των Αλβανών που
ζουν στη Γιουγκοσλαβία, ενώ στο έδαφος της κεντρικής Σερβίας κατοικούσε 85%
του συνολικού αριθμού Βουλγάρων και το 80% του συνολικού αριθμού των Βλάχων.
Η πλειοψηφία των Τσιγγάνων (66%) ζει στην Σερβία, και από αυτούς το 34% ζει στο
έδαφος της κεντρικής Σερβίας, το 12% στην Βοϊβοντίνα και το 20% στο Κόσοβο και
τα Μετόχια.
Στη Δημοκρατία της Σερβίας, οι Σέρβοι αποτελούν την πλειοψηφία του
πληθυσμού. Σύμφωνα με τα αρχικά αποτελέσματα της απογραφής του 1991, το
ποσοστό τους ανέρχεται στο 65,6% του συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας. Οι
Αλβανοί είναι στη δεύτερη θέση με 17,2%, ακολουθούμενοι από τους Ούγγρους με
3,5%, τους Μουσουλμάνους με 2,4%, τους Μαυροβούνιους με 1,4% και τους
Κροάτες με 1,1%, ενώ ένα 3,2% του πληθυσμού της Σερβίας προσδιοριστικέ ως
Γιουγκοσλάβοι. (Sentić 1955: 17-26)
Το 1991, στο έδαφος της κεντρικής Σερβίας, το ποσοστό των Σέρβων ήταν
87,3%, των Μουσουλμάνων 3,0%, των Αλβανών 1,3%, των Μαυροβούνιων 1,3%,
και των Τσιγγάνων 1,2%, ενώ το 2,5% του πληθυσμού προσδιοριστικέ ως
Γιουγκοσλάβοι. Τα ποσοστά των άλλων ήταν λιγότερα από 1,0% για κάθε έναν από
αυτούς (Κροάτες, Σλοβένοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, κ.λπ.).
Στην αυτόνομη περιοχή της Βοϊβοντίνα, η πλειοψηφία αποτελούνταν από
Σέρβους (57,3%), κατόπιν από Ούγγρους (16,9%), Κροάτες (3,7%), Σλοβάκους
(3,2%), Μαυροβούνιους (2,2%), Ρουμάνους (1,9%), Τσιγγάνους (1,2%), και Bunjevci
(1,1%), ενώ το 8,4% του πληθυσμού προσδιοριστικέ ως Γιουγκοσλάβοι.
(Radovanović 2001:99)
Στην αυτόνομη περιοχή του Κοσόβου και των Μετοχίων οι Αλβανοί
αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού (82,2% από εκτιμήσεις του 1991), οι
Σέρβοι πήραν τη δεύτερη θέση με 10% και ακολουθούσαν έπειτα οι Μουσουλμάνοι
(2,9%), οι Τσιγγάνοι (2.2%) και οι Μαυροβούνιοι (1,0%). Τα μερίδια των Τούρκων
και των Κροατών ήταν κάτω από ένα τοις εκατό, ενώ το μερίδιο των Γιουγκοσλάβων
ήταν σχεδόν ασήμαντο (0,2%).
Τα αποτελέσματα όλων των μεταπολεμικών πληθυσμιακών απογραφών
(1948-1991) δείχνουν ότι ο πληθυσμός στη Δημοκρατία της Σερβίας αυξήθηκε κατά
49,9% σε εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, σημαντικές διαφορές στα ποσοστά αύξησης
παρατηρούνται στις μεγάλες εδαφικές οντότητες (Κεντρική Σερβία, Βοϊβοντίνα,
Κόσοβο και Μετόχια). Αυτές οι διαφορές στα ποσοστά αύξησης των πληθυσμών
προκλήθηκαν από την πτώση του ποσοστού των πληθυσμών από την Κεντρική
Σερβία και την Βοϊβοντίνα, και την αύξηση του ποσοστό των πληθυσμών από το
Κόσοβο και τα Μετόχια σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της Δημοκρατίας της
Σερβίας. Κατά συνέπεια, η κεντρική Σερβία, η μεγαλύτερη και πιο πυκνοκατοικημένη
περιφέρεια, είχε πάνω από το 60% του πληθυσμού της Σερβίας πριν από το 1991.
Κατά την περίοδο 1948-1971, ο πληθυσμός της συμμετείχε με 58% στην αύξηση των
συνολικών πληθυσμών της Δημοκρατίας της Σερβίας και με 42,6% κατά την περίοδο
1971-1991. Η Βοϊβοντίνα, που είχε 2,2 φορές περισσότερο πληθυσμό από το Κόσοβο
και τα Μετόχια το 1948, και περιελάμβανε το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού
της Σερβίας, συνεισφέροντας ένα ποσοστό της τάξεως του15% στην απόλυτη αύξηση
των πληθυσμών μεταξύ 1948 και 1971, ενώ είχε μόνο ένα 4,4% συμμετοχή κατά την

21
περίοδο 1971-1991. Αυτό σημαίνει ότι το 1991, η αριθμητική επικράτηση του
πληθυσμού της Βοϊβοντίνα (907.723 το 1948) έναντι του πληθυσμού του Κοσόβου
και των Μετοχίων, μειώθηκε σε μόνο 57.770 άτομα, αριθμός ο οποίος ήταν ελαφρώς
επάνω από την ετήσια φυσική αύξηση των πληθυσμών του Κοσόβου και των
Μετοχίων 1990.
Το ποσοστό του πληθυσμού του Κοσόβου και των Μετοχίων στον συνολικό
πληθυσμό της Δημοκρατία της Σερβίας το 1991 ήταν σχεδόν ίσο με αυτό της
Βοϊβοντίνα (Κόσοβο και Μετόχια 20,0%, Βοϊβοντίνα 20,6%). Το 53,0% της
συνολικής απόλυτης αύξησης των πληθυσμών της Δημοκρατίας της Σερβίας θα
μπορούσε να αποδοθεί στην αύξηση των πληθυσμών που διέμεναν στο Κόσοβο και
τα Μετόχια κατά το 1971-1991.
Ο Φυσικός Παράγοντας στις Εθνοδημογραφικές Διαδικασίες της Δημοκρατίας
της Σερβίας

Οι μεγάλες περιφερειακές διαφορές στην αύξηση των τοπικών πληθυσμών της


Δημοκρατίας της Σερβίας προέκυψαν, προ πάντως, από την φυσική αύξηση των
πληθυσμών. Στην Κεντρική Σερβία, κατά την περίοδο 1981-1990, σε σύγκριση με
την προηγούμενη δεκαετία, η φυσική αύξηση των πληθυσμών μειώθηκε στο μισό -
ελαττώθηκε από 330.671 άτομα σε μόνο 164.797. Στην Βοϊβοντίνα αυτή η αύξηση
ήταν πέντε φορές μικρότερη κατά την περίοδο 1981-1990 έναντι της περιόδου 1971-
1980, και, ενώ κατά την περίοδο 1971-1980 ήταν 69.885, την περίοδο 1981-1990
ήταν μόνο 13.697. Αντίθετη από αυτήν την τάση μείωσης στην φυσική αύξηση των
πληθυσμών της Κεντρικής Σερβίας και της Βοϊβοντίνα, ήταν η φυσική αύξηση του
πληθυσμού του Κοσόβου και των Μετοχίων κατά την μεταπολεμική περίοδο. Τα
φυσικά ποσοστά αύξησης σε αυτήν την περιοχή ήταν τα ακόλουθα: 29.1% το 1950,
29.3% το 1971, 24.1% το 1981 και 23.8% το 1990. Αυτές οι αριθμητικές τιμές είναι
παραπλανητικές όσον αφορά την πτώση στις απόλυτες τιμές των φυσικών ποσοστών
αύξησης. Η πραγματική κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Οι απόλυτοι αριθμοί
δείχνουν ότι η φυσική αύξηση των πληθυσμών του Κοσόβου και των Μετοχίων ήταν

394.124 κατά την περίοδο 1971-1980 και 429.157 κατά την περίοδο 1981-1990. Για

22
αυτόν τον λόγο αλλά και λόγω του γεγονότος ότι τα φυσικά ποσοστά αύξησης στην
Κεντρική Σερβία και την Βοϊβοντίνα μειώθηκαν, το μερίδιο της φυσικής αύξησης του
Κοσόβου και των Μετοχίων στην συνολική φυσική αύξηση του πληθυσμού της
Δημοκρατίας της Σερβίας αυξήθηκε από 49,6% στην περίοδο 1971-1980, σε 70,6%
στην περίοδο 1981-1990. (Radovanović 2001)
Όταν εξεταστεί η αύξηση του αριθμού των κατοίκων ανά περιφέρεια στην
Δημοκρατία της Σερβίας, φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ανώμαλη και χωρίς να
ακολουθεί κάποια ιδιαίτερη ισορροπία ανάμεσα στις περιφέρειες, κατά συνέπεια,
γίνεται σημαντικό να αναθεωρηθεί η αύξηση των διαφορετικών εθνοτήτων, δηλαδή
οι διαφορές στα ποσοστά των εθνοτήτων προς την συνολική απόλυτη αύξηση του
πληθυσμού της Δημοκρατίας.

Πίνακας 1: Απόλυτη Πληθυσμιακή Αύξηση ανά Εθνότητες στην


Δημοκρατία της Σερβίας στις περιόδους 1948-1971 και 1971-1991
(Statistical Yearbooks of Yugoslavia for 1983-1991 (Belgrade: SZS).)

Έτος 1948-1971 1971-1991

Πληθυσμός Ποσοστό Πληθυσμός Ποσοστό

Σύνολο 1,918,625 100.0 1,344,884 100.0

Σέρβοι 1,193,081 62.2 411,609 30.6

Μαυροβούνιοι 50,400 2.6 14,764 1.1

Κροάτες 15,049 0.8 -75,699 -5.6

Μουσουλμάνοι 137,015 7.1 83,028 6.2

Αλβανοί 452,750 23.6 701,900 52.2

Ούγγροι -3,387 -0.2 -84,939 -6.3

*) Για να φτάσουμε στο 100% στην κατηγορία σύνολο, προσθέσαμε και αυτούς που δήλωσαν ‘άγνοια’
και ‘άλλοι’.

Η ιδιαίτερη πτώση στα ποσοστά όλων των εθνοτήτων εκτός από των
Αλβανών στην απόλυτη αύξηση των πληθυσμών της Δημοκρατίας της Σερβίας
μπορεί να αποδοθεί κυρίως, στη σημαντική πτώση της φυσικής αύξησης των Σέρβων
και των Κροατών και την αρνητική φυσική αύξηση των Κροατών και των Ούγγρων,
η οποία ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή στην περίοδο 1981-1991. Τα ποσοστά των
εθνοτήτων στην συνολική απόλυτη αύξηση των πληθυσμών άλλαξαν. Οι Αλβανοί
που αποτελούσαν το 11,7% του συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας της Σερβίας
το 1971 έφτασαν στο 17,2% το 1991, ενώ κατά την περίοδο 1971-1991 συμμετείχαν
με περισσότερο από το μισό της απόλυτης αύξησης της Δημοκρατίας, ενώ οι Σέρβοι,
που αποτελούσαν περισσότερο από το 60% του συνολικού πληθυσμού της Σερβίας,
είχαν ένα ποσοστό της τάξης του 30,6% στην απόλυτη αύξηση της Δημοκρατίας κατά
την ίδια περίοδο. Παραδείγματος χάριν, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η φυσική

23
αύξηση των Αλβανών στο Κόσοβο και τα Μετόχια κατά 42.027 άτομα το 1990, ήταν
είκοσι φορές υψηλότερη από την φυσική αύξηση όλων των Σέρβων και των
Μαυροβουνίων στη δημοκρατία της Σερβίας, η οποία ήταν 2055 άτομα σε εκείνο το
έτος. Ήταν ακόμη και τρεις φορές υψηλότερη από την φυσική αύξηση του συνολικού
πληθυσμού της Βοϊβοντίνα κατά την περίοδο 1981-1990, η οποία ήταν 13.679 άτομα.
Η ανησυχητική πτώση στην αναπαραγωγικότητα των Σέρβων και των
Μαυροβουνίων στην Κεντρική Σερβία και την Βοϊβοντίνα επιβεβαιώνεται από το
γεγονός ότι το 1990, η φυσική αύξηση των πληθυσμών της Κεντρικής Σερβίας ήταν
μόνο 908 άτομα, στην Βοϊβοντίνα 1007 άτομα, και στο Κόσοβο και τα Μετόχια 2154
άτομα, το οποίο σημαίνει ότι η πολύ μικρή αλλά θετική φυσική αύξηση των Σέρβων
και των Μαυροβουνίων στη Δημοκρατία κατά 2055 άτομα προέκυψε κυρίως από τη
βιολογική αναπαραγωγικότητα τους στο Κόσοβο και τα Μετόχια! Πρέπει να
υπογραμμιστεί ιδιαίτερα, ότι η αύξηση των 908 ατόμων, συνέβη στον Σεβρό-
Μαυροβουνιακό πληθυσμό της κεντρικής Σερβίας, που αριθμεί 5.157.024 άτομα και
είναι ένα ποσοστό αύξησης της τάξης του 0.2%, ενώ στο Κόσοβο και τα Μετόχια, το
φυσικό ποσοστό αύξησης του ίδιου εθνοτικά πληθυσμού ήταν 10,0%, με αύξηση σε
απόλυτους αριθμούς, 2154 ατόμων, σε σύνολο 215.346 Σέρβων και Μαυροβουνίων.
Δεδομένου ότι η φυσική αύξηση των πληθυσμών είναι το κύριο συστατικό
της πληθυσμιακής αύξησης μιας περιοχής, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι, λόγω
της χαμηλής και μειωμένης γεννητικότητας, το φυσικό ποσοστό αύξησης των
Σερβικών, Μαυροβούνιων, ακόμη και των Μουσουλμανικών εθνοτήτων θα είναι
συνεχώς μειούμενο. Αφ' ετέρου, το ποσοστό της φυσικής αύξησης του ταχέως
αυξανόμενου Αλβανικού πληθυσμού θα εξελιχθεί σε έναν αποφασιστικό παράγοντα
για τον καθορισμό των ποσοστών των πληθυσμών του Κοσόβου και των Μετοχίων
σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της Δημοκρατίας της Σερβίας, και στην αλλαγή
της εθνικής δομής του πληθυσμού της Δημοκρατίας.
Ο Μεταναστευτικός Παράγοντας στις Εθνοδημογραφικές Διαδικασίες της
Δημοκρατίας της Σερβίας
Ο μεταναστευτικός παράγοντας, που προκαλεί αλλαγές στον συνολικό
πληθυσμό, την δημογραφική αύξηση ή μείωση, την εδαφική ανακατανομή, και την
εθνική δομή στα εθνικά ετερογενή τμήματα της Δημοκρατίας της Σερβίας, έχει μια
ιδιαίτερη σημασία και διαφέρει σε χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι συσχετίζεται πολύ
με τις κοινωνικό - οικονομικές, εθνικές και πολιτικές διαδικασίες.( Radovanovic,
2001)
Στην περίοδο 1961-1981, η Δημοκρατία της Σερβίας είχε μια θετική
ισορροπία μετανάστευσης 145.475 ατόμων, σε σχέση με όλες τις άλλες
Δημοκρατίες, εκτός της Σλοβενίας. Σε αυτήν την ισορροπία μετανάστευσης, η
Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατέλαβε την πρώτη θέση με 71,8% και ακολούθησε η Κροατία,
το Μαυροβούνιο, και τα Σκόπια. (Radovanovic, 2001)
Οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, και οι Σκοπιανοί είχαν θετικές ισορροπίες
μετανάστευσης, ενώ τα Σερβικά ποσοστά ήταν 129.418 άτομα ή 89,0%. Ο υψηλός
βαθμός σχετικής ομοιογένειας της εθνικής ταυτότητας στις μεταναστεύσεις μεταξύ
των Δημοκρατιών, είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτος στην ισορροπία της μετανάστευσης
με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην οποία οι Σέρβοι συμμετείχαν με ποσοστό 90,8%.
(Statistički bitten 206, Novi Sad, 1991) Αυτές οι μεταναστεύσεις ήταν σημαντικά
διαφορετικές στο χαρακτήρα και την ένταση σε σχέση με την συνολική
μετανάστευση καθώς επίσης και στα ποσοστά των μεμονωμένων εθνοτικών ομάδων.
Κατά συνέπεια, η κεντρική Σερβία είχε μια θετική ισορροπία 86.932 ατόμων με το
Κόσοβο και τα Μετόχια, ενώ με την Βοϊβοντίνα, είχε στις νότιες περιοχές της ένα

24
ποσοστό 86,2%. Αυτό σημαίνει ότι το Κόσοβο και τα Μετόχια είχαν μια αρνητική
ισορροπία μετανάστευσης- 71.834 ατόμων με την κεντρική Σερβία, στην οποία οι
Σέρβοι συμμετείχαν με 80,8%, οι Μαυροβούνιοι με 11,2%, και οι Μουσουλμάνοι με
2,7%, ενώ οι Κροάτες, οι Σκοπιανοί, οι Σλοβένοι, οι Ούγγροι, και «όλοι ο άλλοι»
είχαν επίσης αρνητικές ισορροπίες μετανάστευσης, ενώ μόνο οι Αλβανοί είχαν ένα
καθαρό κέρδος σε απόλυτο αριθμό 2503 ατόμων. Η Κεντρική Σερβία είχε επίσης ένα
κέρδος σε σχέση με την Βοϊβοντίνα, όπου οι Σέρβοι αποτελούσαν το 47,1% του
μεταναστευτικού πληθυσμού, οι Μαυροβούνιοι 10%, οι Κροάτες 4,1%, οι Σκοπιανοί
3,2%, οι Ούγγροι 3,8%, οι Σλοβένοι 0,3% και οι άλλοι 32,5%, ενώ μόνο οι Αλβανοί
είχαν μια καθαρή απώλεια της τάξεως του - 0,6%. (Radovanovic, 2001)
Η Βοϊβοντίνα είχε μια γενική καθαρή απώλεια στην ισορροπία της
μετανάστευσης -9873 ατόμων, λόγω της αρνητικής ισορροπίας - 15.098 ατόμων που
είχε με την κεντρική Σερβία, η οποία ήταν κάπως ανακουφισμένη από το κέρδος
(5225 άτομα) στη μετανάστευση με το Κόσοβο και τα Μετόχια. Τέλος, το Κόσοβο
και τα Μετόχια είχαν μια υψηλή καθαρή απώλεια - 77.059 ατόμων από την οποία τα
71.834 άτομα ή το 93,2% ήταν υπέρ της κεντρικής Σερβίας και μόνο 5225 άτομα ή το
6,8% ήταν υπέρ της Βοϊβοντίνα. Αυτή η νότια περιοχή είχε αρνητικές ισορροπίες
μετανάστευσης για όλες τις εθνότητες και τις ομάδες «όλοι η άλλοι» και «άγνωστοι»,
εκτός από τους Αλβανούς, των οποίων το συνολικό καθαρό κέρδος ήταν 2503 άτομα
με την Κεντρική Σερβία, και 504 με την Βοϊβοντίνα (Statistički bitten 206, Novi Sad,
1991). Oι Σέρβοι συμμετείχαν με -79,6%, οι Μαυροβούνιοι με -11,2%, οι
Μουσουλμάνοι με -2,9% κ.λπ. Οι αιτίες τέτοιων μαζικών μεταναστεύσεων και
εξόδων των Σέρβων και των Μαυροβουνίων είναι ευρέως γνωστές και σχετίζονται με
πολιτικές, κοινωνικές, πολεμικές, οικονομικές και φυλετικές αιτίες. Εντούτοις, πρέπει
να σημειώσουμε ότι η διαδικασία αποδημίας των μελών αυτών των δύο συγγενικών
λαών δεν έχει παύσει ακόμα και ότι το πρόγραμμα για την επιστροφή αυτών στο
Κόσοβο και τα Μετόχια κατά τα προηγούμενα έτη δεν απέδωσε τα επιθυμητά
αποτελέσματα.
Επίσης τονίζουμε ότι για τον υπολογισμό της ισορροπίας των
μεταναστεύσεων για τη Δημοκρατία της Σερβίας, η απογραφή του 1991 δεν λήφθηκε
υπόψη, δεδομένου ότι τα αρχικά δημοσιευμένα αποτελέσματα δεν περιείχαν
οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία για τις μεταναστεύσεις, λόγω της μαζικής Αλβανικής
αποχής στην απογραφή.
Η ισορροπία της μετανάστευσης της Κεντρικής Σερβίας διαφέρει ουσιαστικά
από τις συνολικές τιμές της Δημοκρατίας της Σερβίας. Η απόλυτη ισορροπία
μετανάστευσης στο κεντρικό μέρος της Δημοκρατίας είναι 178.735 (342.845 άτομα
που εισέρχονται, 164.110 που εξέρχονται). Οι δια-Δημοκρατικές μεταναστεύσεις
συμμετείχαν με 91.803 άτομα ή 51,4%, και οι ενδο - Δημοκρατικές (η ισορροπία της
μετανάστευσης με την Βοϊβοντίνα και το Κόσοβο & Μετόχια) συμμετείχαν με 86.932
άτομα ή 48,6%. Στην εθνοτική δομή, η ισορροπία της μετανάστευσης με την Βοσνία-
Ερζεγοβίνη είναι θετική για όλες τις εθνικές οντότητες εκτός των μουσουλμάνων, και
το μερίδιο των Σέρβων είναι 43.562 άτομα ή 88.9%. Η Κεντρική Σερβία έχει επίσης
ένα καθαρό κέρδος με την Κροατία 29.092 ατόμων, και από αυτό το νούμερο οι
Σέρβοι αντιπροσωπεύονται με 24.348 άτομα ή 83,7%, ενώ αρνητικές τιμές ισχύουν
για τους Μουσουλμάνους, τους Σλοβένους, και τους Αλβανούς. Η ισορροπία της
μετανάστευσης με τα Σκόπια είναι θετική αλλά μη υψηλή (6990 άτομα). Οι
Σκοπιανοί υπερισχύουν με 74,8% και οι Σέρβοι με 43,1%. Το άθροισμα των θετικών
σχετικών αριθμών υπερβαίνει το 100% λόγω της καθαρής απώλειας εκ μέρους των
Μουσουλμάνων με -2487 άτομα και των Αλβανών με -1305 άτομα. Κατ' αυτό τον
τρόπο, η Σλοβενία είναι η μόνη Δημοκρατία εις όφελος της οποίας, η Κεντρική

25
Σερβία έχει μια απώλεια -4982 καθαρής μετανάστευσης, οι Σέρβοι συμμετέχουν με -
3715 άτομα και οι Σλοβένοι με -1147. Μόνο οι Μαυροβούνιοι και οι Σκοπιανοί έχουν
θετικές ισορροπίες μετανάστευσης. Στη συνολική θετική ενδο-Δημοκρατική
ισορροπία μετανάστευσης 86.932 ατόμων, το Κόσοβο & Μετόχια συμμετέχουν με
71.834 άτομα ή 82,6% και η Βοϊβοντίνα με 15.098 ή 17,4%. Τέλος, θα αναφέρουμε
ότι στη γενική ισορροπία της μετανάστευσης στην Κεντρική Σερβία, οι Σέρβοι
συμμετέχουν με 130.975 ή 73,3%, οι Μαυροβούνιοι με 23.657 ή 13,2%, οι Σκοπιανοί
με 6523 ή 3,6%, οι Κροάτες με 2153 ή 1,2%, οι Ούγγροι με 625 ή 0,3%, και όλοι οι
άλλοι με 23.036 ή 12,9%, ενώ οι Μουσουλμάνοι έχουν μια καθαρή απώλεια- 3422, οι
Σλοβένοι -868, και οι Αλβανοί -3944 άτομα. (Radovanović 2001:14-26)
Η Βοϊβοντίνα έχει ένα συνολικό κέρδος μετανάστευσης 58.581 (181.238
άτομα που εισέρχονται, 122.657 που εξέρχονται). Με άλλα μέρη της Σερβίας, η
Βοϊβοντίνα έχει μια ισορροπία 68.454, της οποίας 5225 άτομα είναι με το Κόσοβο
και τα Μετόχια και μια αρνητική τιμή - 15.098 ατόμων με την κεντρική Σερβία. Στη
δια - Δημοκρατική ισορροπία της μετανάστευσης, η Βοϊβοντίνα έχει μια απώλεια -
2004 ατόμων με τη Σλοβενία ενώ, όλες οι εθνοτικές ομάδες έχουν αρνητικές
ισορροπίες, εκτός από τους Αλβανούς που είχαν + 7 άτομα. Στην ισορροπία της
μετανάστευσης με άλλες δημοκρατίες, οι Σέρβοι είναι η κυρίαρχη ομάδα με 67.944
άτομα, ενώ οι Ούγγροι έχουν τη μεγαλύτερη καθαρή απώλεια - 870 ατόμων. Στην
αρνητική ισορροπία με την Κεντρική Σερβία (-15.098), οι Σέρβοι έχουν το
υψηλότερο αρνητικό μερίδιο - 7117 ή -47,1%, και ακολουθούν οι Μαυροβούνιοι με -
1504 ή -10,0%, έπειτα οι Κροάτες με -616 ή -4,1%, οι Ούγγροι με -579 ή -3,8% και
οι Σκοπιανοί με -490 ή -3,2%. Η ομάδα «όλοι οι άλλοι και άγνωστοι» έχει μια υψηλή
καθαρή απώλεια -4909 ατόμων ή -32,5%, ενώ μόνο οι Αλβανοί έχουν μια θετική τιμή
με (96 άτομα). Η Βοϊβοντίνα έχει μια θετική ισορροπία 5225 ατόμων με το Κόσοβο
και τα Μετόχια και σε αυτήν, οι Σέρβοι αριθμούν 3301 άτομα ή το 63,2%, οι
Μαυροβούνιοι 573 ή 11%, οι Αλβανοί 504 ή 9,6%, οι Μουσουλμάνοι 240 ή 4,6%,
όλοι οι άλλοι 479 ή 9,2%, οι Κροάτες 94 ή 1,8%, και οι Σκοπιανοί 31 ή 0,6%,
Επομένως, μόνο οι Σλοβένοι έχουν μια αρνητική αξία -5 ατόμων σε αυτές τις
μεταναστεύσεις. (Radovanović 2001:126)
Η μελέτη της ισορροπίας της μετανάστευσης για το Κόσοβο και τα Μετόχια
θα περιοριστεί μόνο στην ανάλυση των μετακινήσεων με τις άλλες δημοκρατίες πλην
της Σερβίας, επειδή οι σχέσεις με την Κεντρική Σερβία και την Βοϊβοντίνα μπορούν
να συγκεντρωθούν από τις ανωτέρω εκτιμήσεις. Κατά συνέπεια, η ισορροπία της
μετανάστευσης με άλλες δημοκρατίες είναι αρνητική και ανέρχεται σε -14.782
άτομα. Τα Σκόπια έχουν το υψηλότερο μερίδιο με - 8179 άτομα ή -55,3%, έπειτα
έρχεται η Κροατία με -5114 άτομα ή -34,6%, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η
Σλοβενία έχουν επίσης αρνητικές ισορροπίες, και μόνο το Μαυροβούνιο έχει μια
θετική ισορροπία 852 ατόμων. Οι Αλβανοί είναι στην κορυφή του καταλόγου των
απωλειών με -6367 άτομα, τα οποία κινούνται εντονότερα προς τα Σκόπια (-4452),
έπειτα προς την Κροατία (-1301), και προς την Σλοβενία (-614). Η συνολική
ισορροπία της μετανάστευσης με το Μαυροβούνιο είναι θετική (852), αλλά έχει
προέλθει από τις δυσανάλογες μετακινήσεις των εθνοτικών ομάδων. Κατά συνέπεια,
στην καθαρή απώλεια της περιοχής με - 3119 άτομα, οι Μαυροβούνιοι επικρατούν με
-2056, οι Σέρβοι με -434, και «όλοι ο άλλοι» με -574. Οι απόλυτες απώλειες είναι
επίσης χαρακτηριστικές για τους Κροάτες, τους Σκοπιανούς, τους Σλοβένους, και
τους Ούγγρους. Αφ' ετέρου, το σχετικά υψηλό κέρδος υπέρ του Μαυροβουνίου
μπορεί να ερμηνευτεί με τις μετακινήσεις 2585 Μουσουλμάνων και 1386 Αλβανών
προς τα εκεί . Η καθαρή απώλεια με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη μοιράζεται σε όλες τις

26
εθνοτικές ομάδες εκτός από τους Αλβανούς, ενώ η καθαρή απώλεια με την Κροατία
(-5114) είναι χαρακτηριστική για όλες τις εθνότητες, ενώ το υψηλότερο ποσοστό
αποδίδεται στους Κροάτες με -1793 άτομα ή -35,1% και τους Αλβανούς με -1301 ή -
25.4%. Το Κόσοβο και τα Μετόχια έχουν μια σχετικά υψηλή απώλεια με τα Σκόπια,
που είναι -8179 άτομα και περιλαμβάνει όλες τις εθνοτικές ομάδες, αλλά οι Αλβανοί
υπερισχύουν με -4452 άτομα ή -54,4% και οι Σέρβοι με -1911 ή -23,4%. Τέλος, το
Κόσοβο και τα Μετόχια έχουν μια καθαρή απώλεια στην ισορροπία της
μετανάστευσης με τη Σλοβενία, - 1870 ατόμων. (Radovanović 2001) Η τάση
μετανάστευσης από αυτήν την νότια περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβίας προς τη
Σλοβενία είναι παρόμοια με αυτήν προς την Κροατία και τα Σκόπια, ενώ η καθαρή
απώλειά της με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι το αποτέλεσμα της καθαρής απώλειας
εκ μέρους όλων των εθνοτικών ομάδων, εκτός από τους Αλβανούς.
Βάσει των ανωτέρω στοιχείων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο
εθνικός παράγοντας βρίσκεται στο υπόβαθρο των ποικίλων συμπεριφορών
ορισμένων εθνοτικών ομάδων στην Δημοκρατία της Σερβίας. Συγχρόνως, αυτός ο
παράγοντας προκαλεί τις εθνικά ομοιογενείς μεταναστεύσεις στις συγκεκριμένες
πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες. Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο συστατικών
προκαλεί μια σημαντική διαφορά στην δημογραφική αύξηση των λαών και των
εθνικών μειονοτήτων, η οποία κατόπιν προκαλεί ιδιαίτερες αλλαγές στον
εθνογραφικό χάρτη της Σερβίας. Κατά συνέπεια, στην περίοδο μετά από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1960, η εθνική δομή της
Δημοκρατίας της Σερβίας άλλαξε τόσο πολύ ώστε τα ποσοστά των Σέρβων,
Μαυροβουνίων, Κροατών, και Ούγγρων στον συνολικό πληθυσμό να μειωθούν
δραματικά, ενώ αυτά των Αλβανών αυξήθηκαν με γρήγορους ρυθμούς. Το
αυξανόμενο ποσοστό των Μουσουλμάνων, που έχουν πλέον μια χαρακτηριστική
τάση προς μείωση της γεννητικότητας τους, οφείλεται κυρίως στην μακράς διαρκείας
μείωση στην αναπαραγωγικότητα των Σέρβων και των άλλων εθνοτήτων στην
κεντρική Σερβία και την Βοϊβοντίνα εκτός από Αλβανούς και τους Τσιγγάνους. Κατά
συνέπεια, οι Σερβικοί, Κροατικοί και Ουγγρικοί πληθυσμοί αντιμετώπισαν έναν

27
βιολογικό αποπληθυσμό στην Βοϊβοντίνα, ενώ ο Σερβικός πληθυσμός στην Κεντρική
Σερβία είναι στα πρόθυρα να αντιμετωπίσει το ίδιο φαινόμενο. Η μόνη εξαίρεση είναι
οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι του Κοσόβου και των Μετοχίων που διατηρούν
ακόμα το φυσικό ποσοστό αύξησης τους σε περίπου 10%, παρά τις μαζικές
μεταναστεύσεις και την έξοδο τους από εκεί.
Όσον αφορά τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των δημογραφικών διαδικασιών,
η εθνική δομή της Δημοκρατίας της Σερβίας θα εκτεθεί στην επικρατούσα τάση της
διαφορικής φυσικής αύξησης και των εθνικά ομοιογενών μεταναστευτικών ρευμάτων
στο εγγύς μέλλον. Τα ποσοστά των Αλβανών και των Μουσουλμάνων στην εθνική
δομή του συνολικού πληθυσμού της Σερβίας θα αυξηθούν. Οι εθνικά ομοιογενείς
μετακινήσεις σχετίζονται συνήθως με τις Σέρβικές και τις Κροατικές μεταναστεύσεις
προς τις πατρίδες και τις χώρες τους, ενώ η μεταναστευτική συμπεριφορά των
Μαυροβουνίων, των Σκοπιανών, και των Μουσουλμάνων θα εξαρτηθεί πολύ από την
πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Από αυτήν την πτυχή, οι εθνοδημογραφικές
διαδικασίες στη Σερβία προσφέρουν μια μάλλον θλιβερή εικόνα που δεν μπορεί να
αλλάξει σε περιστάσεις κρίσιμων πολιτικών, διεθνών, οικονομικών, και κοινωνικών
συνθηκών και σχέσεων (όπως αυτές δηλαδή που συμβαίνουν τώρα). Υπάρχουν
ενδείξεις ότι τα έτη 1988 και 1989 μπορούσε να υπάρξει μεγάλη δημογραφική
ανάπτυξη στον Σέρβικο πληθυσμό. (Radovanovic, 2001) Είναι πολύ δύσκολο να
εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των ψυχολογικών και κοινωνιολογικών επιδράσεων από τις
επιδράσεις των οικονομικών παραγόντων και του πολέμου, αλλά είναι γεγονός ότι η
αλληλεπίδρασή τους προκάλεσε την ραγδαία μείωση της πρόσφατης δημογραφικής
ιστορίας του Σέρβικου Έθνους.

28
ΣΕΡΒΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Στις απογραφές του 1948 και του 1953 η εθνική δομή του πληθυσμού του
Μαυροβουνίου παρουσιάστηκε ανά διοικητικές περιφέρειες, και στις απογραφές του
1961,1971,1981 και του 1991 ανά δήμους. Δεν είναι δυνατή καμία σύγκριση μεταξύ
των στοιχείων του 1948 και του 1953, με τα στοιχεία που δίνονται από τις πιο
πρόσφατες απογραφές, για δύο κύριους λόγους: τον εδαφικό προσδιορισμό και τους
κοινωνικοοικονομικούς, μαζί με τους πολιτικούς, παράγοντες. Τα εδάφη των
προηγούμενων περιοχών δεν συμπίπτουν με τα εδάφη των παρόντων δήμων. Το 1948
το Μαυροβούνιο διαιρέθηκε σε 13 περιφέρειες ενώ το 1953 σε 10 . Αργότερα, το

29
Μαυροβούνιο διαιρέθηκε σε 20 δήμους. Οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές
συνθήκες συνέχισαν να αλλάζουν και μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και
αυτές οι αλλαγές επηρέασαν τον εθνικό προσδιορισμό του πληθυσμού. Στις
απογραφές του 1948 και του 1953, μια μεγάλη πλειοψηφία Σέρβων που
προσηλυτίστηκαν στον Ισλαμισμό προσδιορίσθηκαν ως Μαυροβούνιοι, το 1961 ως
Μουσουλμάνοι που ανήκαν σε αυτόν τον θρησκευτικό - εθνικό συνεταιρισμό, και
στις απογραφές του 1971, 1981, και του 1991 ως Μουσουλμάνοι, που
προσδιορίζονταν ως ξεχωριστό έθνος.

Πίνακας 2: Εθνική δομή του Πληθυσμού του Μαυροβουνίου στις


απογραφές του 1948 και 1953 (Popisi stanovništva iz 1953., 1971. Belgrade:
SZS)

Έτος 1948 1953

Σύνολο 377,189 Ποσοστό (%) 419,873 Ποσοστό (%)

Μαυροβούνιοι 342,009 90.67 363,686 86.61

Σέρβοι 6,707 1.77 13,864 3.30

Κροάτες 6,801 1.80 9,814 2.33

Αναποφάσιστοι 387 0.10 - -


Μουσουλμάνοι

Αναποφάσιστοι - - 6,424 1.52


Γιουγκοσλάβοι

Αλβανοί 19,425 5.14 23,460 5.58

Άλλοι 1,860 0.52 2,625 0.66

Σύμφωνα με την απογραφή του 1948, τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα


της εθνικής δομής του πληθυσμού του Μαυροβουνίου είναι τα ακόλουθα: σε εννέα
περιοχές, το 90% του πληθυσμού ήταν οι Μαυροβούνιοι. Το υψηλότερο ποσοστό
των Σέρβων στον συνολικό πληθυσμό ήταν στην περιοχή Herceg Novi (18,59%) και
Kotor (6,05%). Το μέγιστο μερίδιο των Κροατών ήταν στην περιοχή Kotor (25,94%)
και στο Herceg Novi (8.39%). Ο υψηλότερος αριθμός της μειονότητας των Αλβανών
ήταν στην περιοχή Berane (28,84%), Podgorica (13,95%), και Andrijevica (7,87%)
(δεν υπήρχε καθόλου εθνική Αλβανική μειονότητα σε τέσσερις περιφέρειες: Bijelo
Polje, Durmitor, Herceg Novi και Kolasin). Ένας μικρός αριθμός του
Μουσουλμανικού πληθυσμού προσδιοριστικέ ως «Αναποφάσιστοι Μουσουλμάνοι»,
και υπήρξε ένας μικρός αριθμός (1860 άτομα) μελών άλλων λαών και εθνοτικών
ομάδων και αυτοί ήταν οι : Σλοβένοι 484, Γερμανοί 375, Ρώσοι 277, Ιταλοί 162,
Τσιγγάνοι 162, Σκοπιανοί 133, Τσέχοι 93, Ούγγροι 62, κ.λπ. (Savo : 1974:45)
Σύμφωνα με την απογραφή του 1953, τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα
της εθνικής δομής του πληθυσμού του Μαυροβουνίου είναι τα ακόλουθα: Σε επτά
περιοχές, πάνω από το 90% του πληθυσμού ήταν Μαυροβούνιοι. Το υψηλότερο

30
ποσοστό των Σέρβων ήταν στις περιοχές Boka Kotorska (23,40%) και Bar (3,08%). Ο
υψηλότερος αριθμός των Κροατών ήταν στις περιοχές Boka Kotorska (22,26%) και
Bar 10,1%. O υψηλότερος αριθμός των μελών της Αλβανικής μειονότητας ήταν στις
περιοχές Bar (31,16%), Podgorica (10,31%), και Berane (5,04%), ενώ το ποσοστό
των "Αναποφάσιστων Γιουγκοσλάβων" ήταν υψηλότερό στις περιοχές Pljevlja
(5,87%), Bijelo Polje (3,26%) και Berane (3,01%). Το υψηλότερο ποσοστό των
μελών άλλων εθνοτήτων και λαών εμφανίστηκε στις περιοχές Boka Kotorska
(1,99%), Niksić (1,10%). (Vuk Stefanović 1977:89)
Η σύγκριση των στοιχείων των απογραφών του 1948 και του 1953 ανά
περιφέρειες δεν είναι δυνατή λόγω της εδαφικής αναδιοργάνωσης του
Μαυροβουνίου, που πραγματοποιήθηκε στο μεσοδιάστημα των απογραφών. Όμως, οι
κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, και άλλες συνθήκες είναι οι ίδιες, και
είναι έτσι δυνατό να διευθυνθεί και να αναλυθεί η εθνική δομή του πληθυσμού για το
σύνολο του Μαυροβουνίου, με στοιχεία βασισμένα στις δυο αυτές απογραφές. Στην
περίοδο 1948 - 1953, ο πληθυσμός του Μαυροβουνίου αυξήθηκε κατά 11,31% και
αυτό κυρίως οφείλεται στο υψηλό ποσοστό φυσικής αύξησης των πληθυσμών, το
οποίο είχε την μεγαλύτερη μείωση κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου
Πολέμου. Ο αριθμός των Μαυροβουνίων αυξήθηκε κατά 6,33% και των Σέρβων
κατά 106,70%. Το χαμηλό ποσοστό της αύξησης για τους Μαυροβούνιους οφειλόταν
στο γεγονός ότι τα μέλη άλλων εθνοτήτων δεν προσδιορίσθηκαν ως Μαυροβούνιοι
αλλά ως Σέρβοι, Κροάτες, "Αναποφάσιστοι Γιουγκοσλάβοι", κ.α. Το ποσοστό των
Σέρβων αυξήθηκε κατά 106.70%, των Κροατών κατά 44,30%, και άλλων λαών και
εθνοτήτων κατά 41,12%. Ο απόλυτος αριθμός των μελών της Αλβανικής εθνικής
μειονότητας αυξήθηκε λόγω του υψηλού ρυθμού φυσικής αύξησης των πληθυσμών
τους, που είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της μειονότητας. Στην
περίοδο 1948 έως 1953, ο αριθμός της Αλβανικής εθνικής μειονότητας αυξήθηκε
κατά 20,77%. Στην περίοδο μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αριθμός
των μελών άλλων λαών στο Μαυροβούνιο αυξήθηκε σε σχέση με τον αριθμό των
Μαυροβουνίων. Αυτή η σχέση εκδηλώθηκε πλήρως στην διάρκεια των τελευταίων
τριάντα ετών.

Πίνακας 3: Εθνική δομή του Πληθυσμού του Μαυροβουνίου ανά


Δημοτικά Διαμερίσματα. Απογραφές των ετών 1961, 1971, 1981, 1991
(Statistical Yearbook of Yugoslavia 1991 (Belgrade SZS, 1991), Radovan et al
1991)

1961 1971 1981 1991

Δημοτικό Διαμέρισμα του Ulcinj

Σύνολο 16,213 18,955 21,576 24,482

Μαυροβούνιοι 5,600 34.54 3,442 18.15 3,346 15.50 3,028

Σέρβοι 91 0.56 223 1.17 241 1.11 421

Μουσουλμάνοι 19 0.11 687 3.62 710 3.29 1,124

Αλβανοί 10,390 64.08 13,706 72.30 15,663 72.59 17,652

31
Κροάτες 55 0.33 70 0.36 61 0.28 44 0.17

Γιουγκοσλάβοι 17 0.10 522 2.75 1,150 5.32 1,134 4.63

Άλλοι 41 0.28 305 1.65 405 1.91 1,079 4.44

Δημοτικό Διαμέρισμα του Bar

Σύνολο 24,587 27,580 32,535 37,331

Μαυροβούνιοι 21,844 88.87 17,769 64.42 20,899 64.23 18,989 50.86

Σέρβοι 387 1.61 1,208 4.37 1,263 3.88 3,597 9.63

Μουσουλμάνοι 10 0.04 2,701 9.79 2,242 6.89 5,178 13.87

Αλβανοί 1,919 7.80 4,273 15.49 4,109 12.62 4,672 12.51

Κροάτες 266 1.08 273 0.98 231 0.71 191 0.51

Γιουγκοσλάβοι 46 0.18 955 3,46 3,054 9.38 2,719 7.28

Άλλοι 115 0.42 401 1.49 737 2.29 1,985 5.34

Δημοτικό Διαμέρισμα του Budva

Σύνολο 4,974 6,106 8,632 11,710

Μαυροβούνιοι 4,267 88.27 3,953 64.73 6,022 69.76 7,318 62.49

Σέρβοι 285 5.89 1,469 24.05 899 10.41 2,631 22.46

Μουσουλμάνοι 19 0.39 30 0.49 70 0.81 176 1.50

Αλβανοί 10 0.20 26 0.42 37 0.42 74 0.63

Κροάτες 185 3.82 136 2.22 121 1.40 134 1.14

Γιουγκοσλάβοι 6 0.12 285 4.63 1,272 14.73 1,006 8.59

Άλλοι 62 1.31 207 3.46 211 2.47 371 3.19

Δημοτικό Διαμέρισμα του Tivat

Σύνολο 5,974 6,925 9,315 11,404

Μαυροβούνιοι 1,426 23.87 1,647 23.78 2,831 30.39 3,809 33.40

Σέρβοι 863 14.44 971 14.02 850 9.12 1,724 15.11

Μουσουλμάνοι 6 0.10 41 0.59 41 0.44 219 1.92

Αλβανοί 9 0.15 32 0.46 129 1.38 158 1.38

Κροάτες 3,423 57.29 3,375 48.73 2,876 30.87 2,663 23.35

32
Γιουγκοσλάβοι 75 1.25 634 9.15 2,384 25.59 2,346 20.57

Άλλοι 172 2.90 226 3.27 204 2.21 485 4.27

Δημοτικό Διαμέρισμα του Kotor

Σύνολο 16,642 18,917 20,455 22,437

Μαυροβούνιοι 10,806 64.93 10,134 53.57 11,205 54.77 12,364 55.10

Σέρβοι 1,788 10.74 3,362 17.77 1,703 8.32 3,166 14.11

Μουσουλμάνοι 12 0.07 98 0.51 72 0.35 203 0.90

Αλβανοί 39 0.23 70 0.37 59 0.28 60 0.26

Κροάτες 3,483 20.92 2,612 13.80 1,644 8.03 1,617 7.20

Γιουγκοσλάβοι 274 1.64 2,171 11.47 5,271 25.76 4,147 18.48

Άλλοι 240 1.47 470 2.51 501 2.49 880 3.95

Δημοτικό Διαμέρισμα του Herceg Novi

Σύνολο 15,157 18,368 23,258 27,589

Μαυροβούνιοι 8,849 58.38 8,581 46.71 9,877 42.46 11,223 40.67

Σέρβοι 4,261 28.11 5,216 28.39 3,844 46.52 8,528 30.91

Μουσουλμάνοι 31 0.20 82 0.44 152 0.65 332 1.20

Αλβανοί 67 0.44 83 0.45 83 0.35 103 0.37

Κροάτες 1,544 10.18 1,195 6.50 702 3.01 630 2.28

Γιουγκοσλάβοι 102 0.67 2,553 13.89 8,006 34.42 5,257 19.05

Άλλοι 303 2.02 658 3.62 594 2.59 1,516 5.52

Δημοτικό Διαμέρισμα της Podgorica

Σύνολο 72,219 98,796 132290 152288

Μαυροβούνιοι 58,507 81.01 73,110 74.00 101482 76.71 110124 72.31

Σέρβοι 2,306 3.19 5,175 5.23 4,060 3.06 11,572 7.59

Μουσουλμάνοι 421 0.58 3,626 3.67 5,948 4.49 7,891 5.18

Αλβανοί 9,250 12.80 12,156 12.30 12,122 9.16 12,951 8.50

Κροάτες 736 1.01 788 0.79 686 0.51 616 0.40

Τσιγγάνοι - - 243 0.24 1,011 0.76 - -

33
Γιουγκοσλάβοι 186 0.25 1,846 1.86 5,192 3.92 4,884 3.20

Τούρκοι 27 0.03 18 0.01 - - - -

Άλλοι 786 1.13 1,834 1.90 1,789 1.39 4,250 2.82

Παρακάτω θα αναφερθούν και αναλυθούν τα στατιστικά στοιχεία για τους


σημαντικότερους δήμους του Μαυροβούνιου:
Ο δήμος του Ulcinj βρίσκεται στο Νότιο-Ανατολικό σημείο του
Μαυροβουνιακού αιγιαλού προς την Αλβανία. Καλύπτει έκταση 255 τετραγωνικών
χιλιομέτρων και το 1991, 24.482 κάτοικοι ζούσαν στην περιοχή. Σε σχέση με το
μέγεθος του, ο δήμος ταξινομείται 18ος, ενώ βάσει του πληθυσμού του, 8ος στο
Μαυροβούνιο. Ο αριθμός των Μαυροβουνίων και των Σέρβων στον δήμο Ulcinj
μειώνεται εδώ και πολλά χρόνια. Οι Μαυροβούνιοι έχουν την εθνοτική επικράτηση
σε έξι (15,38%) οικισμούς ( στοιχεία του 1981), δηλαδή σε μόνο 10,60% ολόκληρου
του δημοτικού εδάφους. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν πλειοψηφία στο 2,80%
του δημοτικού εδάφους. Η Αλβανική εθνική μειονότητα επικρατεί σε 28 (71,79%)
οικισμούς που καλύπτουν το 75,70% του δημοτικού εδάφους. Στην περίοδο 1971-
1991, ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων αυξήθηκε από 522 σε 1134 ή κατά 117,24%. Τα
μέλη άλλων λαών και εθνοτικών ομάδων σε σχέση με τον συνολικό αριθμό του
πληθυσμού του δήμου, αυξήθηκαν κατά 275,95% στην περίοδο 1971-1991. (Rudić
2001)
Ο δήμος του Bar ταξινομείται 10ος σύμφωνα με το μέγεθος του, και 6ος βάσει
του πληθυσμού του στο Μαυροβούνιο. Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο
πληθυσμός στο δήμο αυξάνονταν συνεχώς λόγω της κατασκευής της σιδηροδρομικής
γραμμής Βελιγραδίου-Bar, της ανάπτυξης του λιμένα του Bar, του κτισίματος και της
αναδημιουργίας των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, και της ανάπτυξης του
τουρισμού. Το 1981, οι Μαυροβούνιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία στο 75,60% του
δημοτικού εδάφους, οι Κροάτες στο 15,00%, οι Μουσουλμάνοι στο 3,80%, οι
Γιουγκοσλάβοι στο 1,00% και δεν υπήρχε καμία εθνοτική επικράτηση στο 4,60% του
εδάφους. Ο δήμος του Bar αποτελείται από 83 οικισμούς. Οι Μαυροβούνιοι έχουν
την πλειοψηφία σε 65 οικισμούς (78,31%), οι Αλβανοί σε 8 (9,67%), οι
Μουσουλμάνοι σε 4 (4,81%), οι Γιουγκοσλάβοι σε 2 (2,40%), ενώ σε 4 (4,81%)
οικισμούς δεν υπάρχει καμία εθνοτική επικράτηση. Στην περίοδο 1971-1991 ο
πληθυσμός των Μαυροβουνίων και των Σέρβων μειώθηκε σε σχέση με τον συνολικό
πληθυσμό του δήμου και έπεσε κατά 8,30%. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός
αυξήθηκε κατά 91,78% στην ίδια περίοδο, το οποίο σημαίνει μια αύξηση από το
9,79% που ήταν, στο 13,87%. Η Αλβανική εθνική μειονότητα αυξήθηκε κατά 10,63%
στην ίδια περίοδο, αλλά σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό του δήμου μειώθηκε
από 15,49% το 1971 σε 12,51% σε 1991. (Rudić 2001:19) Κάθε παραθαλάσσια πόλη
με λιμάνι, καθώς επίσης και οι μεγάλες πόλεις, χάνουν την ομοιογενή εθνική δομή
τους λόγω της μετανάστευσης πληθυσμών διάφορων εθνοτήτων για αναζήτηση
εργασίας. Ο δήμος του Bar σήμερα έχει μια πολύ ετερογενή πληθυσμιακή δομή και ο
αριθμός των Μαυροβουνίων και των Σέρβων μειώνεται σε σχέση με τον συνολικό
πληθυσμό.
Ο δήμος της Budva καλύπτει μια έκταση 122 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Σύμφωνα με το μέγεθος του, ο δήμος ταξινομείται 9ος, και με βάση τον πληθυσμό
του, 14ος στο Μαυροβούνιο. Εξ αιτίας της ανάπτυξης του τουρισμού, ο πληθυσμός
αυξάνεται σταθερά σε αριθμό και το δημοτικό κέντρο γίνεται μια "πόλη

34
ξενοδοχείων". Οι Μαυροβούνιοι ζουν στο 95,10% του δημοτικού εδάφους, οι
Μουσουλμάνοι στο 2,50%, καμία εθνοτική επικράτηση στο 0,80% του εδάφους, και
1,60% του εδάφους είναι είτε ακατοίκητο είτε δεν υπάρχει διαθέσιμο κανένα ακριβές
στοιχείο. Από τους 33 οικισμούς του δήμου, οι Μαυροβούνιοι αποτελούν την
πλειοψηφία σε 28 (84,84%), οι Μουσουλμάνοι σε έναν (3,03%), ένας οικισμός
(3,03%) δεν έχει καμία εθνοτική πλειοψηφία, και δεν υπάρχει κανένα ακριβές
στοιχείο για τρεις (9,10%) οικισμούς. Ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων της
Budva προσδιοριστικέ ως ‘Γιουγκοσλάβοι’ (8,59%), το 1991. Τα μέλη άλλων λαών
και εθνοτικών ομάδων δεν είναι πολυάριθμα. (Rudić 2001)
Ο δήμος του Tivat, ταξινομείται 20ος σύμφωνα με το μέγεθος του, και το 15ος
βάσει του πληθυσμού του, στο Μαυροβούνιο. Καλύπτει έκταση 44 τετραγωνικών
χιλιομέτρων. Οι Μαυροβούνιοι αποτελούν την πλειοψηφία σε μόνο 8,70% του
εδάφους, οι Κροάτες στο 26.10%, ενώ κανένας λαός ή εθνοτική ομάδα δεν έχει την
επικράτηση στο 65,20% του εδάφους. Μόνο σε έναν οικισμό (8,33%) έχουν την
πλειοψηφία οι Μαυροβούνιοι και σε τρεις (25%) οι Κροάτες, ενώ δεν υπάρχει καμία
εθνοτική επικράτηση σε 8 (66,67%) οικισμούς. Ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων έχει
αυξηθεί σε σχέση με τον αριθμό των Κροατών, κάτι το οποίο ισχύει και για τον
Σερβικό πληθυσμό στις περιοχές όπου οι Κροάτες αποτελούν την πλειοψηφία.
Ο δήμος του Kotor καλύπτει μια έκταση 335 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Ταξινομείται 16ος βάσει του μεγέθους του και το 10ος βάσει του πληθυσμού του στο
Μαυροβούνιο. Εκτός από τον τουρισμό, το Kotor ανέπτυξε επίσης και άλλους
κλάδους της οικονομίας του και είναι ένα σημαντικό μεταναστευτικό κέντρο στον
κόλπο του Kotor. Οι Μαυροβούνιοι είναι η πλειοψηφία στο 89,90% του δημοτικού
εδάφους, 9,60% του εδάφους δεν έχει κάποια εθνοτική επικράτηση, ενώ το 0,50%
του εδάφους είναι ακατοίκητο. Οι Μαυροβούνιοι αποτελούν την πλειοψηφία του
πληθυσμού σε 36 (78,26%) οικισμούς, οι Γιουγκοσλάβοι σε δύο (4,34%), καμία
εθνοτική επικράτηση σε 7 (15,23%), ενώ δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για έναν
(2,17%) οικισμό. Στην περίοδο 1971-1991 ο δείκτης αύξησης για τους
Μαυροβούνιους και τους Σέρβους ήταν 115.07 (15.07%), για τους Μουσουλμάνους
207.14 (107,14%), για τους Γιουγκοσλάβους 191.00 (91%), ενώ οι πληθυσμοί άλλων
υπηκοοτήτων μειωνόταν (Κροάτες κατά 38,10%, Αλβανοί κατά 14,29%, άλλοι κατά
3.14%). Το Kotor είναι χαρακτηριστική περίπτωση περιοχής όπου σημαντικό μερίδιο
του πληθυσμού του χαρακτηριστικέ ως ‘Γιουγκοσλάβοι’ (18,48% επί του συνολικού
πληθυσμού). (Radovan et al, 2001)
Ο δήμος του Herceg Novi είναι 17ος σε μέγεθος (περιοχή 235 τετραγωνικών
χιλιομέτρων) και 7ος βάσει του πληθυσμού του στο Μαυροβούνιο. Λόγω της
ανάπτυξης του τουρισμού, ο πληθυσμός σε αυτόν τον δήμο αυξήθηκε μετά από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Μαυροβούνιοι αποτελούν την πλειοψηφία στο 37%
του εδάφους, και δεν υπάρχει καμία εθνική πλειοψηφία στο 63% του εδάφους.
Αποτελούν επίσης την εθνική πλειοψηφία σε 16 (59,26%) οικισμούς, ενώ δεν υπάρχει
καμία εθνική πλειοψηφία σε 11 (40,74%). Ο δήμος του Herceg Novi έχει μια
σημαντική γεωστρατηγική θέση. Οι Μαυροβούνιοι και οι Σέρβοι αποτελούν το
71,58% του πληθυσμού και οι Γιουγκοσλάβοι το 19,05%. Στην περίοδο 1971-1991, ο
αριθμός των Σέρβων και των Μαυροβουνίων αυξήθηκε κατά 43,15%, των Αλβανών
κατά 24,09%, των Μουσουλμάνων κατά 304,87%, των Γιουγκοσλάβων κατά
105,91%, και για τα μέλη άλλων λαών και εθνοτικών ομάδων, κατά 47,29%. Ο δήμος
και η πόλη του Herceg Novi είναι ενας θύλακας της Σερβικής εθνικής ταυτότητας σε
αυτό το μέρος του Μαυροβουνίου. (Rudić 2001:13)
Ο δήμος της Podgorica, ταξινομείται πρώτος βάσει του πληθυσμού του και
δεύτερος βάσει της περιοχής που καταλαμβάνει. Είναι το οικονομικό, πολιτικό, και το

35
πολιτιστικό κέντρο του Μαυροβουνίου και ο πληθυσμός αυξάνεται κατά ένα μεγάλο
μέρος λόγω της μετανάστευσης. Οι Μαυροβούνιοι και οι Σέρβοι αποτελούν το
79,90% του πληθυσμού, οι Αλβανοί το 8,50%, οι Μουσουλμάνοι το 5,18%, και τα
μέλη άλλων εθνικών μειονοτήτων και των εθνοτικών ομάδων, το 6,42%. Οι
Μαυροβούνιοι αποτελούν την πλειοψηφία στο 82,50% του δημοτικού εδάφους και σε
105 (73,45%) οικισμούς. Οι Αλβανοί έχουν την εθνική πλειοψηφία στο 15,70% του
εδάφους και σε 35 (24,47%) οικισμούς. Το ποσοστό άλλων εθνικών μειονοτήτων και
εθνοτικών ομάδων στον συνολικό πληθυσμό του δήμου δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο.
Ο δήμος του Plav βρίσκεται στις ορεινές περιοχές του ανατολικού
Μαυροβουνίου. Ταξινομείται 12ος βάσει του πληθυσμού αλλά και του μεγέθους του.
Οι Μαυροβούνιοι και οι Σέρβοι αποτελούν το 19,51% του πληθυσμού. Οι
Μαυροβούνιοι έχουν την εθνική πλειοψηφία στο 29,60% του δημοτικού εδάφους και
σε 6 (26,09%) οικισμούς. Στην περίοδο 1971-1991 ο δείκτης αύξησης για τους
Μαυροβούνιους και τους Σέρβους ήταν 65,56, το οποίο σημαίνει ότι μειώθηκαν σε
αριθμό κατά 34,44%. Οι Μουσουλμάνοι έχουν την εθνική πλειοψηφία στο 34% του
εδάφους και σε 12 (52,17%) οικισμούς. Στην περίοδο 1971-1991 ο αριθμός τους
αυξήθηκε κατά 19,34%. Ο αριθμός των Αλβανών αυξάνεται κατά 7,14% και έχουν
την πλειοψηφία στο 25,10% του εδάφους και σε τρεις (13,04%) οικισμούς. Τέλος,
είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η διαδικασία της ομογενοποίησης του
Αλβανικού και του Μουσουλμανικού πληθυσμού πραγματοποιείται με γοργούς
ρυθμούς και θα συνεχιστεί και στο μέλλον.
Τα εδάφη των ακόλουθων δήμων: Cetinje, Danilovgrad, Kolasin Mojkovac,
Nikšić, Plužine, Šavnik, και Žabljak έχουν μια υψηλή εθνική ομοιογένεια που
συγκροτείται από Μαυροβούνιακους και Σέρβικους πληθυσμούς και η περαιτέρω
ανάλυση της εθνικής δομής τους δεν είναι απαραίτητη. Αυτοί οι δήμοι βρίσκονται
στις ορεινές περιοχές του κεντρικού και δυτικού Μαυροβουνίου.
Τα ακόλουθα εθνοδημογραφικά χαρακτηριστικά μπορούν να εξαχθούν για
την εθνική δομή του πληθυσμού του Μαυροβουνίου ανά δήμους: όλοι οι παράκτιοι
δήμοι έχουν ετερογενή εθνική δομή εκτός από το Ulcinj, όπου η Αλβανική
μειονότητα έχει την εθνική ομοιογένεια. Ο πληθυσμός σε όλους τους παράκτιους
δήμους αυξάνεται λόγω της μετανάστευσης για εξεύρεση εργασίας, ιδιαίτερα στον
τουριστικό τομέα, και λόγω του υψηλού ποσοστού γεννήσεων στο Ulcinj. Οι δήμοι
που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό Μαυροβούνιο έχουν έναν υψηλό βαθμό
εθνικής ομοιογένειας Μαυροβουνίων (Cetinje 92,98%, Danilovgrad 89,91%, Kolasin
93,21%, Mojkovac 92,53%, Pluzine 91,82%, Savnik 93,66, και Zabljak 91,63%).
Υψηλός βαθμός εθνικής ομοιογένειας εντοπίζεται επίσης και για τον Μουσουλμανικό
πληθυσμό στους δήμους Rozaje (87,62%), Plav (58,09%), και σε μερικά τμήματα των
εδαφών των δήμων Bijelo Polje και Berane. Επίσης, η Αλβανική μειονότητα έχει
φθάσει σε έναν υψηλό βαθμό εθνικής ομοιογένειας (72,10%) στο Ulcinj και στα μέρη
των δήμων Podgorica, Plav, και Rozaje. (Rudić 2001: 24)

36
Πίνακας 4: Εθνική Δομή του Πληθυσμού του Μαυροβουνίου (Statistički bitten
206, Novi Sad, 1991)

Έτος 1961 1971 1981 1991

Πληθυσμός % Πληθυσμός % Πληθυσμός % Πληθυσμός %

Σύνολο 471894 529592 584310 615447

Μαυροβούνιοι 383978 81.36 355632 67.15 400488 68.54 380664 61.85

Σέρβοι 14,087 2.98 39,512 7.46 19,407 3.32 57,176 9.29

Μουσουλμάνοι 30,665 6.49 70,236 13.26 78,080 13.36 89,909 14.60

Αλβανοί 25,794 5.46 35,634 6.72 37,735 6.45 40,880 6.64

Κροάτες 10,664 2.25 9,192 1.73 6,904 1.18 6,249 1.00

Τσιγγάνοι - - 397 0.07 1,471 0.25 - -

Γιουγκοσλάβοι 1,559 0.33 10,930 2.06 33,146 5.67 25,854 4.20

Τούρκοι 2,392 0.50 397 0.07 - - - -

Άλλοι 2,755 0.63 7,662 1.48 7,079 1.23 14,715 2.42

Διάγραμμα 2: Πληθυσμοί των τριών πολυπληθέστερων εθνοτήτων στο


Μαυροβούνιο (Rudić, 2001)

37
Τα ακόλουθα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν παρατηρώντας τον πίνακα
4 και το διάγραμμα 2: το 1961 ένας μεγάλος αριθμός Μουσουλμάνων προσδιοριστικέ
ως «Μαυροβούνιος», κάτι το οποίο δεν συνέβη στις απογραφές του 1971,1981 και
1991. Το γεγονός ότι σε ένα έτος απογραφής υπήρξε μεταβολή στις σχετικές και
απόλυτες τιμές αύξησης των Σέρβων, καθώς και μείωση στους αριθμούς των
Μαυροβουνίων, δείχνει ότι τα ίδια άτομα προσδιορίζονταν μερικές φορές ως Σέρβοι,
και μερικές φορές ως Μαυροβούνιοι, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Στην περίοδο 1971-1991, τα ποσοστά αύξησης των πληθυσμών έδειξαν 10,80%
αύξηση για τους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους (Μαυροβούνιοι 7.03% και Σέρβοι
44.70%), που είναι μια μικρή αύξηση αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι συνέβη σε
περίοδο 20 ετών, 28% για τον Μουσουλμανικό πληθυσμό, η οποία είναι μια ιδιαίτερη
μεγάλη αύξηση σε σχέση με τους δείκτες αύξησης των Σέρβικων και Μαυροβουνίων
πληθυσμών, ενώ για την Αλβανική εθνική μειονότητα υπάρχει σταθερή αύξηση σε
απόλυτο αριθμό από το 1961. Τέλος, ο απόλυτος αριθμός των Κροατών μειώνεται
σταθερά από το 1961 και κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στον προσδιορισμό
μελών αυτής της εθνότητας ως «Γιουγκοσλάβοι» στις παράκτιες πόλεις, οι οποίοι
αυξήθηκαν εκεί κατά 136.54%!. Οι άλλες εθνικές μειονότητες και εθνοτικές ομάδες
αυξήθηκαν κατά 434% την περίοδο 1961-1991. (Spiro 1980, Radovan et al 1991)
Οι αλλαγές στην εθνική δομή του πληθυσμού του Μαυροβουνίου μετά από
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκλήθηκαν από ένα σύνολο
κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών και, ειδικότερα, πολιτικών παραγόντων. Η θέση
που υποστηρίχτηκε από τους ηγέτες της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας των
Κομμουνιστών σχετικά με τους Σέρβικους πληθυσμούς, ήταν το ότι οι Σέρβοι στο
Μαυροβούνιο πρέπει να δηλωθούν ως ξεχωριστός λαός: ο λαός του Μαυροβουνίου.
Επίσης, οι πολιτικοί ηγέτες της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας των Κομμουνιστών και
της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας έβλαψαν πολύ
σοβαρά το Σέρβικο έθνος, με την διαδικασία πιστοποίησης των Σέρβων και των
Μαυροβουνίων Μουσουλμανικής πίστης ως ξεχωριστό λαό: ο λαός των
Μουσουλμάνων. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο μειώθηκε ο αριθμός των
Σέρβων και των Μαυροβουνίων, στο Μαυροβούνιο. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε
ιδιαίτερα στο βόρειο, βορειοανατολικό, ανατολικό, και νότιο Μαυροβούνιο όπου η
θρησκευτική δομή του πληθυσμού είναι ετερογενής. Επίσης, στο ανατολικό και νότιο
Μαυροβούνιο υπάρχει μια πολυάριθμη Αλβανική μειονότητα που εκδηλώνει μια
δημογραφική έκρηξη. Ο αριθμός των Μαυροβουνίων και των Σέρβων στο
Μαυροβούνιο θα μειωθεί στο μέλλον, εάν οι δημογραφικές, κοινωνικοοικονομικές,
και πολιτικές διαδικασίες του παρελθόντος δεν αλλάξουν.

38
ΣΕΡΒΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΒΟΪΒΟΝΤΙΝΑ

Η πολύπλοκη εθνική δομή του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα είναι αποτέλεσμα


πολυάριθμων ιστορικών καταστάσεων. Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι εκείνοι που
συνέβησαν πριν περίπου τριακόσια έτη. Το αποτέλεσμα των μακράς διαρκείας
πολέμων που διεξήχθησαν στο τέλος του 17ου αιώνα και στην αρχή του 18ου ήταν
μια σχεδόν πλήρης εξάλειψη του πληθυσμού εκεί. Οι πρώτοι οικισμοί στο έδαφος της
Βοϊβοντίνα χτίστηκαν αυθόρμητα από τους αποίκους που προέρχονταν συνήθως από
τις νότιες περιοχές και διαμόρφωσαν έναν ισχυρό Σερβικό εθνικό πυρήνα που ήταν
κυρίαρχος καθ' όλη τη διάρκεια των ετών. Οι πιο πρόσφατες, είτε αυθόρμητες, είτε
προγραμματισμένες μεταναστεύσεις, εκδηλώθηκαν για οικονομικούς, πολιτικούς, και
κοινωνικούς λόγους, και ένα εθνικό μείγμα εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα των
διάφορων πολιτικών κυριαρχιών στο πέρας των αιώνων. Στους χρόνους της
Αυστριακής κυριαρχίας, οι Γερμανοί ευνοήθηκαν για πολιτικούς λόγους. Προς το
τέλος του τελευταίου αιώνα της, όταν ή Βοϊβοντίνα βρίσκονταν υπό την
αρμοδιότητα της Ουγγρικής διοίκησης ορισμένη από τον Μονάρχη της
Αυστροουγγαρίας, ο αριθμός των Ούγγρων αυξήθηκε γρήγορα. Μετά από τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, ανοίχτηκαν μεταναστευτικοί οδοί από το νότο, αυξάνοντας τον
αριθμό του Σλαβικού πληθυσμού.
Λόγω της ασφάλειας που προσέφερε η περιοχή, πληθυσμοί από όλα τα μέρη
της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας συγκεντρώθηκαν σε αυτές τις περιοχές, οι οποίες
ήταν είτε υπερπληθυσμιακές είτε καταστρεμμένες από τους συχνούς πολέμους. Οι

39
πρώην κατοικίες αυτών των αποίκων ήταν ορεινές περιοχές, οι οποίες, χωρίς να
λαμβάνονται υποψιν οι πολιτικοί στόχοι που εξυπηρετούνταν από αυτές τις
μεταναστεύσεις ώστε να χαρακτηριστούν κατάλληλα, χαρακτηρίσθηκαν ως
μεταναστεύσεις με κατεύθυνση από ορεινές σε πεδινές περιοχές.
Πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι υποκίνησαν την ανάγκη για γρήγορη
εγκατάσταση, καλλιέργεια, και έναρξη οικονομικών δραστηριοτήτων από τους
άποικους στα πρόσφατα κατελημένα εδάφη. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ακόμη
και οι δευτερεύουσες εθνικές ομάδες κινήθηκαν προς αυτές τις περιοχές, δεδομένου
ότι τα μέλη τους ήταν ιδιαίτερα επιδέξια σε μερικές τέχνες που απαιτούνταν σε αυτήν
την περιοχή.
Μόνο εννέα εθνότητες θα αναφερθούν στις αναλύσεις αυτής της περιοχής -
Σέρβοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Κροάτες, Σλοβάκοι, Ρουμάνοι, Μαυροβούνιοι,
Ρουθηνιανοί, και Σκοπιανοί - κάθε μια από αυτές τις εθνότητες αποτελεί και
αποτελούσε περισσότερο από το 1% του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα κατά τη διάρκεια
των περιόδων που θα αναλυθούν.

Η εθνική δομή του πληθυσμού στην περίοδο μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο

Αντιθέτως με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος


Πόλεμος δημιούργησε ένα πολύ ισχυρό δημογραφικό φαινόμενο. Η πρώτη και
σημαντικότερη αλλαγή ήταν η αποδημία σχεδόν του συνόλου του Γερμανικού
πληθυσμού. Είχαν 31.821 κατοίκους ή το 1,91% του συνολικού πληθυσμού σύμφωνα
με την πρώτη μεταπολεμική απογραφή, και 7243 μέλη ή 0,37% το 1971.Αμέσως μετά
από τον πόλεμο, τα μέρη όπου διέμεναν καταλήφθηκαν από 214.078 κατοίκους που
μεταφέρθηκαν στην Βοϊβοντίνα, με μια οργανωμένη μετανάστευση που είναι γνωστή
ως αποίκιση. Αυτό δεν αντιστάθμισε τα αποτελέσματα της αποδημίας και τα βάσανα
του πληθυσμού κατά την διάρκεια του πόλεμου. Οι περισσότεροι από τους αποίκους
προήλθαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία, και την Σερβία, που σημαίνει
ότι ο πληθυσμός που μεταφέρθηκε στην Βοϊβοντίνα ήταν συνήθως Σέρβικος (73,5%
Σέρβοι, 10,5% Μαυροβούνιοι, κ.λπ.). Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι το
επίσημο όνομα εκείνης της μετακίνησης ήταν «Εγκατάσταση των παλαιμάχων και
των οικογενειών τους στην Βοϊβοντίνα». Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Σέρβοι.
Κατά συνέπεια ο Σερβικός πληθυσμός της Βοϊβοντίνα αυξήθηκε σε αριθμό. Επίσης,
υπήρξαν πολλοί μετανάστες από το Μαυροβούνιο. Οι λιγότερες πολυάριθμες
μεταναστεύσεις ήταν αυτές από τα Σκόπια και τη Σλοβενία. Ακόμα, συνέβαλαν στην
εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα. Όλοι οι άποικοι
εγκαταστάθηκαν στις παλαιές Γερμανικές κατοικίες και έφεραν τεράστιες αλλαγές
στην εθνική δομή του πληθυσμού.
Το 1953, μετά από την αποίκιση, η εθνική δομή του πληθυσμού της
Βοϊβοντίνα συγκροτούνταν από δύο κυρίαρχες ομάδες. Οι Σέρβοι ήταν οι απόλυτοι
επικρατούντες ενώ οι Ούγγροι αριθμούσαν μόνο το ένα δεύτερο των Σέρβων, ενώ
λιγότερο πολυάριθμοι ήταν οι Κροάτες, οι Σλοβάκοι, οι Ρουμάνοι, οι Μαυροβούνιοι,
οι Ρουθηνιανοί, οι Σκοπιανοί, και οι άλλοι. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθούν
τα εξής: (Vladimir Djuric, Slobodan Curcic και Sasa Kicosev 2001)

1) Υπήρχαν 865.538 Σέρβοι το 1953, περίπου 65% περισσότερο απ' ό,τι το 1921.
Αυτό αύξησε το μερίδιό τους σε 50,9% του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα.
Αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία σε 26 δήμους και τη σχετική πλειοψηφία σε
έξι, δηλαδή, στα τρία τέταρτα των δήμων. Σε 237 οικισμούς ή το 52,4% των

40
οικισμών, οι Σέρβοι αποτελούσαν πάνω από το ένα δεύτερο του συνολικού
πληθυσμού, και σε πολλούς οικισμούς ήταν ο μοναδικός πληθυσμός.

2) Υπήρχαν 435.179 Ούγγροι, οι οποίοι αποτελούσαν το 25,6% ολόκληρου του


πληθυσμού της Βοϊβοντίνα. Συγκρινόμενος με αυτόν του 1921, ο αριθμός των
Ούγγρων αυξήθηκε κατά 65.139 άτομα και το ποσοστό τους κατά 1,2%. Ήταν ο
κυρίαρχος πληθυσμός στους ίδιους εννέα δήμους που ήταν και το 1921, αλλά το
ποσοστό τους μειώθηκε σε έξι δήμους.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο αριθμός των μελών αυτής της εθνοτικής
ομάδας αυξήθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι περίπου 7000 Γερμανοί
αυτοπροσδιορίστηκαν ως Ούγγροι.

3) Υπήρχαν 127.027 Κροάτες, που αποτελούσαν το 7,5% του πληθυσμού της


επαρχίας. Δεν είχαν την απόλυτη πλειοψηφία σε κανέναν δήμο, αλλά σε πολλούς
ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα. Αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία
σε 14 οικισμούς στο Srem και την δυτική Backa.
Δεν υπήρξε καμία σημαντική αλλαγή στις άλλες εθνότητες. Οι αριθμοί και τα
ποσοστά των Σλοβάκων και των Ρουθηνιανών αυξήθηκαν. Η αύξηση του αριθμού
των Ρουθηνιανών ήταν σημαντική, αλλά ήταν αποτέλεσμα της συγχώνευσής τους με
τους Ουκρανούς. Ο αριθμός και το μερίδιο των Ρουμάνων μειώθηκε. Η εθνική
κατάτμηση της περιοχής έγινε ακόμη μεγαλύτερη, ως αποτέλεσμα των
μεταπολεμικών μεταναστεύσεων, οι οποίες συνέβαλαν στην αύξηση του αριθμού
εκείνων που προσδιορίσθηκαν ως «άλλοι», δυσκολεύοντας την εθνική
ομογενοποίηση της περιοχής.
Οι ακόλουθες αλλαγές έγιναν σε σχέση με την αύξηση του συνολικού
πληθυσμού των επαρχιών, αλλά επίσης εμφανίστηκαν μερικές διαφορές βασισμένες
στις φυσικές και τεχνίτες μεταναστεύσεις του πληθυσμού. Η φυσική μετανάστευση
εξαρτήθηκε από πολλούς κοινωνικούς παράγοντες που καθόρισαν τους ρυθμούς των
γεννήσεων. Τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων δεν ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της
περιοχής και είχαν να εμφανιστούν από την περίοδο του μεσοπολέμου. Στις λιγότερο
πολυάριθμες εθνότητες ήταν κάτω του μέσου όρου της επαρχίας. Τα ποσοστά
θανάτων δεν διέφεραν πολύ, αλλά αυτό το φαινόμενο περισσότερο προβλήθηκε λόγω
των χαμηλότερων ποσοστών γεννήσεων και της γήρανσης του πληθυσμού. Η
αρνητική φυσική αύξηση των πληθυσμών ήταν χαρακτηριστική για τους Ρουμάνους
ακόμη και στην περίοδο 1957-1959. Το 1981, η πτώση έφθασε σε ποσοστό - 3.5%.
Οι Ούγγροι είχαν ένα αρνητικό φυσικό ποσοστό αύξησης των πληθυσμών τους -
2.8% στην περίοδο 1976-1981. (Vladimir Djuric, Slobodan Curcic και Sasa Kicosev
2001)

41
Εικόνα 2: Πληθυσμός ανά Ποσοστά στην Επαρχία της Βοϊβοντίνα το 1991 (Statistical
Calendar for 1991 (Belgrade. SZS, 1991)

Η διαδικασία της αναπαραγωγής στις διάφορες εθνότητες, επηρεάστηκε


διαφορετικά από τις μεταναστεύσεις. Δεν είχαν κανένα θετικό αποτέλεσμα στους μη-
Γιουγκοσλαβικούς λαούς που χωρίστηκαν από τις πατρίδες τους με τα κρατικά
σύνορα. Επιπλέον, η μετανάστευσή τους σε ξένες χώρες για οικονομικούς λόγους
ώθησε αυτούς τους λαούς να μετακινηθούν και μερικοί από τους κατέληξαν να
βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Συγχρόνως, το έδαφος ήταν ανοικτό για νέους
μετανάστες από τη Σερβία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο, και άλλες Δημοκρατίες.
Αυτές οι μαζικές μεταναστεύσεις διάρκεσαν λιγότερο από μια δεκαετία (από το 1958
ως το 1966) και ήταν πολύ εκλεκτικές. Έφερναν κυρίως Σερβικό πληθυσμό στην
Βοϊβοντίνα από την Σερβία, την Βοσνία και την Κροατία. Πολυπληθείς ομάδες
μεταναστών προήλθαν από το Μαυροβούνιο.
Οι αποδημίες ήταν επίσης χαρακτηριστικές για τον Κροατικό πληθυσμό και
είχαν κατεύθυνση προς την εθνική Δημοκρατία τους. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι
ικανοποιητικά για την ερμηνεία αυτών των αποδημιών που ήταν ίσες με τις
μεταναστεύσεις. Όλες αυτές οι αλλαγές οδήγησαν στην ομογενοποίηση του
πληθυσμού. Ο αριθμός των Σέρβων και των Μαυροβουνίων αυξανόταν συνεχώς, ενώ
ο αριθμός των άλλων υπηκοοτήτων ήταν συνεχώς μειούμενος. Σύμφωνα με τα
στοιχεία της απογραφής του 1991, ο αριθμός των δήμων στους οποίους οι Σέρβοι
αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία, αυξήθηκε σε 33, και ο αριθμός των δήμων
στους οποίους οι Ούγγροι αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία μειώθηκε.

42
Πίνακας 5: Πληθυσμοί στην Βοϊβοντίνα κατά Εθνοτική Πλειοψηφία
στην Απογραφή του 1991(Statistički bitten 206, Novi Sad, 1991)

Εθνότητα Απόλυτη Πλειοψηφία Σχετική Πλειοψηφία

Πληθυσμός Ποσοστό Πληθυσμός Ποσοστό


(σε χιλιάδες) (σε χιλιάδες)

Σέρβοι 293 63.2 19 4.1

Ούγγροι 80 17.2 6 1.3

Ρουμάνοι 18 3.9 2 0.4

Σλοβάκοι 13 2.8 3 0.6

Κροάτες 5 1.1 9 1.9

Ρουθενιανοί 3 0.6 - -

Μαυροβούνιοι 1 0.2 4 0.9

Bunjevci 1 0.2 3 0.6

Τσέχοι 1 0.2 - -

Γιουγκοσλάβοι - - 1 0.4

Σκοπιανοί - - 1 0.2

Άγνωστοι - - 1 0.2

Υπάρχουν επίσης άλλες εθνότητες, μερικές από τις οποίες είναι κυρίαρχες σε
μικρότερες περιοχές. Στην τελευταία απογραφή για την Βοϊβοντίνα είχαμε τα εξής
δεδομένα: Μουσουλμάνοι (6079 ή 0.3%), Σλοβένοι (2563 ή 0.1%), Γιουγκοσλάβοι
(168.859 ή 8.4%), Αλβανοί (2959 ή 0.2%), Τσιγγάνοι (24.895 ή 1.2%), Bunjevci
(21.552 ή 1.1%), Sokci (1866 ή 0.1%), και Ουκρανοί (2057 ή 0.1%). Σύμφωνα με
τους παραπάνω αριθμούς, οι Γιουγκοσλάβοι ήταν τρίτοι σε πληθυσμό στην
Βοϊβοντίνα.

43
Πίνακας 6: Αλλαγές στην Εθνοτική Δομή του Πληθυσμού της
Βοϊβοντίνα από το 1910 έως το 1991(Population census 1981, (Belgrade.
SZS. 1991)

Εθνοτική Δομή 1910 1921 1953 1971 1991

Σέρβοι Αριθμός 510,186 526,134 865,538 1,089,132 1,151,353


% 33.8 34.7 50.9 55.8 57.2

Ούγγροι Αριθμός 424,555 370,040 435,179 423,866 340,946


% 28.1 24.4 25.6 21.7 16.9

Γερμανοί Αριθμός 323,779 333,272 7,243


% 21.4 22.0 0.4

Κροάτες Αριθμός 34,089 122,684 127,027 138,561 74,226


% 2.3 8.1 7.5 7.1 3.7

Σλοβάκοι Αριθμός 56,689 58,273 71,153 72,795 63,941


% 3.8 3.8 4.2 3.7 3.2

Ρουμάνοι Αριθμός 75,223 65,197 57,218 52,987 38,832


% 5.0 4.3 3.4 2.7 1.9

Μαυροβούνιοι Αριθμός 30,516 36,416 44,721


% 1.8 1.9 2.2

Ρουθενιανοί Αριθμός 13,479 13,664 23,038 20,109 17,889


% 0.9 0.9 1.4 1.0 0.9

Σκοπιανοί Αριθμός 11,622 16,527 16,641


% 0.7 0.8 0.8

Άλλοι Αριθμός 72,804 25,182 78,254 94,897 263,970


% 4.8 1.7 4.6 4.9 13.1

Σύνολο Αριθμός 1,510,822 1,514,426 1,699,545 1,952,533 2,012,517


% 100.0 100.0 100.0 100.0 100.0

44
Εικόνα 3: Πληθυσμός ανά Ποσοστά στην Επαρχία της Βοϊβοντίνα το 1981
(Statistical Yearbook of Yugoslavia 1981 (Belgrade SZS, 1981))

Συνέπειες της Εθνικής Ομογενοποίησης του Πληθυσμού της Βοϊβοντίνα


Η εθνική δομή ενός πληθυσμού είναι μόνο ένα δημογραφικό φαινόμενο ή ένα
χαρακτηριστικό γνώρισμα του. Είναι όμως πολύ σημαντικότερο το πώς εκείνη η δομή
επηρεάζει τα άλλα δημογραφικά και γεωγραφικά φαινόμενα και τις διαφορετικές
πτυχές της ζωής των πληθυσμών. Τα παραπάνω εξαρτώνται από την ικανότητα να
προσαρμοστεί η ζωή των πληθυσμών στη συνύπαρξη.
Συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών εθνοτήτων
της Βοϊβοντίνα δεν έχουν μελετηθεί αρκετά. Η έρευνα βρίσκεται σε δύσκολη θέση
λόγω της έλλειψης στοιχείων όσον αφορά τις μετακινήσεις και τις δομές των
πληθυσμών σύμφωνα με την εθνική προέλευσή τους - μπορεί μόνο να γίνει έμμεσα
μέσω της έρευνας των ομοιογενών εθνικά περιβαλλόντων. Η έρευνα παρουσιάζει
πολλά ενδιαφέροντα φαινόμενα. Πρόκειται να εξετάσουμε τα εξής:
1) Αλλαγές στους αριθμούς

2) Αλλαγές στην φυσική αναπαραγωγή

3) Κινητικότητα και μεταναστεύσεις

4) Δημογραφικές σχέσεις με άλλες εθνοτικές ομάδες

5) Κατανομή

1) Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1991, υπήρχαν 122 οικισμοί στους
οποίους οι λιγότερο πολυάριθμες εθνότητες αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία
και 31 οικισμοί στους οποίους αποτέλεσαν την σχετική πλειοψηφία. Στο τελευταίο
μεσοδιάστημα των απογραφών, από τους 93 οικισμούς στους οποίους οι Ούγγροι
αποτελούσαν την απόλυτη ή την σχετική πλειοψηφία, ο πληθυσμός αυξήθηκε σε
μόνο τέσσερις (Šatrinci, δήμος του Irig, Novo Selo, Kanjiža, Tornjoš, δήμος του

45
Senta, Palić και δήμος Subotica). Μόνο σε έναν από αυτούς τους οικισμούς, το Novo
Selo, η αύξηση του πληθυσμού ακολουθήθηκε από την αύξηση των Ουγγρικών
πληθυσμών. Πέρα από αυτό το μικρό χωριό, οι Ούγγροι αύξησαν τους αριθμούς τους
σε μόνο ακόμα έναν οικισμό, τον Bajša, και αυτό προκάλεσε μια μείωση στον αριθμό
των Σλοβάκων. Είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι η πλειοψηφία των Ούγγρων
από την Bajsa είναι Σλοβάκικης προέλευσης. Ο αριθμός των κατοίκων δεν αυξήθηκε
σε κανέναν από τους Ρουμάνικους, Κροατικούς, και Τσέχικους οικισμούς, και αυτό
συνέβαινε και στο σύνολο των εθνοτήτων τους. Αύξηση των πληθυσμών
καταγράφηκε σε τρεις Σλοβάκικους οικισμούς. Σε ένα μόνο χωριό στο οποίο
κατοικούσαν Σκοπιανοί αυξήθηκε ο πληθυσμός, και το ίδιο συνέβη σε έναν οικισμό
με πληθυσμό Ρουθενιανών ( Kucura, δήμος του Vrbas). Ο πληθυσμός των
Μαυροβούνιων αυξήθηκε σε δυο οικισμούς.
2) Είναι εμφανές ότι οι περισσότερες από τις λιγότερο πολυάριθμες εθνότητες είχαν
μια δυσμενή δημογραφική ανάπτυξη. Το πρώτο σημάδι ήταν η πτώση στα ποσοστά
της φυσικής αύξησης των πληθυσμών, η οποία κατέληξε να είναι αρνητική. Η φυσική
αύξηση σε αυτά τα χωριά μειώνονταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών
δεκαετιών. Παραδείγματος χάριν, στην περίοδο 1961-1970, η φυσική αύξηση ήταν
αρνητική σε 71 οικισμούς ή στο 15,8% όλων των οικισμών της Βοϊβοντίνα. Αυτός ο
αριθμός περιελάμβανε 35 οικισμούς, στους οποίους, οι λιγότερο πολυάριθμες
εθνότητες αποτελούσαν την απόλυτη ή την σχετική εθνική πλειοψηφία. Αυτό ήταν
σχεδόν το ένα τέταρτο των οικισμών. Στην επόμενη δεκαετία, ο αριθμός τέτοιων
περιπτώσεων στην Βοϊβοντίνα αυξήθηκε σε 113 οικισμούς ή 25,1%. Στην περίοδο
1981-1990, η φυσική αύξηση των πληθυσμών ήταν αρνητική, ακόμη και στους 122
οικισμούς, στους οποίους οι λιγότερο πολυάριθμες εθνότητες επικρατούσαν, ενώ
ήταν θετική σε μόνο 25 οικισμούς.
Στους οικισμούς με κυρίαρχο πληθυσμό τους Ρουμάνους, η κατάσταση ήταν η
χειρότερη. Στην περίοδο 1961-1970, το 84,2% των οικισμών είχε αρνητική φυσική
αύξηση. Στην επόμενη δεκαετία κανένας από τους οικισμούς δεν είχε θετική φυσική
αναπαραγωγή του πληθυσμού. Στην περίοδο 1981-1990, η κατάσταση ήταν η ίδια σε
όλους τους οικισμούς με κυρίαρχους του Ρουθηνιανούς και Τσέχικους πληθυσμούς,
καθώς επίσης και στο 85,9% των οικισμών με κυρίαρχη την Ουγγρική εθνότητα, στο
85,7% των Κροατικών, στο 73,3% των Σλοβάκικων, και το 75% των οικισμών των
Bunjevci . Εντούτοις, θετική φυσική αύξηση πληθυσμών καταγράφηκε σε όλους τους
οικισμούς με Μαυροβούνιους και Σκοπιανούς πληθυσμούς. (Ćurčić, Slobodan, 1979)
Μια μείωση στην φυσική αναπαραγωγή του πληθυσμού, παράγει εκτεταμένες
συνέπειες. Οι σοβαρότερες είναι η γήρανση των πληθυσμών και η συνεπαγόμενη
μείωση της γονιμότητας, η οποία με την σειρά της μειώνει ακόμα περισσότερο τα
ποσοστά των γεννήσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τους μικρούς οικισμούς
όπου η εισροές νέων πληθυσμών είναι χαμηλή.
3) Έχουν παρατηρηθεί συγκεκριμένες τάσεις και συμπεριφορές στις μεταναστευτικές
κινήσεις της περιοχής. Στον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων, οι λιγότερο
πολυάριθμες εθνότητες είναι λιγότερο μετακινούμενες. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα
στους Σλοβάκους, τους Ρουμάνους, και τους Ρουθηνιανούς. Οι λόγοι για αυτό το
φαινόμενο δεν μπορούν να γενικευτούν εύκολα. Η γλώσσα και η πίστη τους γίνεται
εμπόδιο και, καθίσταται δύσκολο για αυτές τις εθνότητες να προσαρμόζονται σε ένα
νέο περιβάλλον. Αυτό ισχύει επίσης για άλλες εθνότητες όταν μεταναστεύουν σε
τέτοιους οικισμούς. Παρατηρήθηκε ότι οι Ρουμάνοι και οι Σλοβάκοι είναι
παραδοσιακά συνδεμένοι με τις εγγενείς θέσεις τους και τη γεωργία. Πέραν τούτου,
οι Ρουμάνοι είναι αδρανείς στις τοπικές αλλά πολύ κινητικοί στις εξωτερικές

46
μεταναστεύσεις. Τέτοιοι τρόποι εθνοτικής συμπεριφοράς παρατηρήθηκαν επίσης σε
μερικές Ουγγρικές περιοχές.
Η μεταναστευτική "απομόνωση" μερικών οικισμών αυτών των εθνοτήτων
προκαλεί ορισμένες αρνητικές συνέπειες. Η βασικότερη είναι οι αρνητικές
επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, όπως η αιμοφιλία, η σχιζοφρένια, η παιδική
θνησιμότητα, κ.λπ., φαινόμενα που εκδηλώνονται σε μικρά εθνικά περιβάλλοντα
λόγω των συγγενικών δεσμών αίματος. Εκτός από αυτό, εμποδίζει την επικοινωνία
και τους αποξενώνει από τις άλλες εθνότητες. Αυτή είναι και μια από τις αιτίες που
προκαλούν την απώλεια πληθυσμών.
4) Οι δεσμοί μεταξύ αυτών των εθνοτήτων έχουν διάφορες πτυχές. Εάν υφίστανται
στην πλειοψηφία του πληθυσμού, οι δυνατότητες για αυθόρμητη αφομοίωση είναι
μεγαλύτερες. Για μερικούς είναι μια φυσιολογική διαδικασία, όπως στην περίπτωση
των Ρουμάνων των οποίων οι αριθμοί μειώθηκαν. Δεν υπάρχει κανένας ιστορικός και
θρησκευτικός ανταγωνισμός μεταξύ των Ρουμάνων και των Σέρβων, και υπάρχει μια
μακροχρόνια παράδοση των δύο λαών να ζουν μαζί, και βάσει των ανωτέρω, η
διαδικασία της αφομοίωσης μπορεί να θεωρείται πιθανή. Τέτοιοι τύποι αφομοιώσεων
είναι επίσης καταγεγραμμένη για τις μικρές ομάδες των Σλοβάκων, των Κροατών,
και των Ρουθηνιανών στις περιοχές όπου είναι κυρίαρχος ο Ουγγρικός πληθυσμός.
Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι συχνά τα επώνυμα μερικών Ούγγρων είναι
χαρακτηριστικά Σλοβάκικα ή Ρουθηνιανικά. Η εθνική αφομοίωση δεν συνηθίζεται
μεταξύ των λαών όπου υπάρχει ανταγωνισμός γιατί δημιουργούνται δυσκολίες για
την από κοινού διαβίωσή τους. Δυστυχώς, αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν και στην
Βοϊβοντίνα και είναι συνήθως αποτέλεσμα των ιστορικών καταστάσεων, των
θρησκευτικών επιρροών, των διάφορων ψυχολογικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων
του πληθυσμού, κ.λπ.
Μερικές διαδικασίες αντίθετες προς την επικρατούσα διαδικασία
αφομοίωσης καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Δηλαδή, οι
διαδικασίες για να γίνουν οι Τσιγγάνοι εθνοτική ομάδα ολοκληρώθηκαν και οι
αριθμοί τους αυξάνονταν από την μια απογραφή στην άλλη. Εκτός από την υψηλή
φυσική αύξηση, ένας άλλος λόγος είναι ότι οι πληθυσμοί τους χρησιμοποιήθηκαν για
να κηρύσσονται ανά περιπτώσεις Ούγγροι, Ρουμάνοι, ή Σέρβοι, και πλέον,
αποκτώντας εθνική συνείδηση, επέστρεφαν στην πραγματική τους εθνότητα .
Η Βοϊβοντίνα παρουσιάζει μια παράδοση μακροχρόνιας ειρηνικής συμβίωσης.
Αυτό βοηθά τους πληθυσμούς να εξοικειωθούν μεταξύ τους και να γίνει η συνύπαρξη
τους πολύ ευκολότερη, ειδικά μεταξύ των συγγενικών, ή αυτών που δεν έχουν
ανταγωνισμούς, εθνοτήτων. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι γλωσσικές και οι
θρησκευτικές ομοιότητες. Η διαδικασία εξοικείωσης είναι επίσης γνωστή και για
μερικές ανόμοιες εθνότητες, αλλά υπάρχει πάντα ένας λανθάνων κίνδυνος και οι
καλές σχέσεις μπορούν να καταστραφούν. Αυτοί είναι μερικοί από τους γενικούς
κανόνες αφομοίωσης και συμβίωσης, που ισχύουν συνήθως σε ειρηνικές περιόδους.
Σε εμπόλεμη περίοδο, οι συμπεριφορές μεταξύ των εθνοτήτων αλλάζουν ραγδαία.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν συχνά τα αντίποινα εις βάρος του αθώου
πληθυσμού . Τα θύματα ήταν συνήθως Σέρβοι, Εβραίοι, και Τσιγγάνοι, ενώ οι θύτες
ήταν τις περισσότερες φορές οι γειτονικές σε αυτούς εθνότητες.

5) Η γεωγραφική κατανομή των αλλοδαπών λαών είναι πολύ σημαντική για το


κράτος. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, οι δημογραφικές αλλαγές στην περιοχή
έχουν προκαλέσει την εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού της Βοϊβοντίνα. Αυτό

47
είναι εμφανές στο αυξανόμενο ποσοστό των Γιουγκοσλαβικών λαών στον συνολικό
πληθυσμό.
Από πολιτική άποψη, η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η κατανομή των
Ούγγρων. Στους καιρούς της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, όταν κηρύχτηκαν ως
Ούγγροι πολυάριθμοι Κροατικοί και άλλοι πληθυσμοί, αυτή η εθνοτική ομάδα
έδειχνε να είναι πολύ ομοιογενής. Πλέον, η περιοχή στην οποία αυτή η εθνότητα
είναι κυρίαρχη καλύπτει την κεντρική και ανατολική ζώνη της Backa, και συνορεύει
με την Ουγγαρία σε μήκος 10 χιλιόμετρων. Στους δήμους Novi Knezevac και
Sombor, οι Ούγγροι είναι μειονότητα, ενώ στον δήμο Subotica αποτελούν μόνο τη
σχετική πλειοψηφία.
Στο Srem, κατά μήκος των συνόρων προς την Κροατία, δεν υπάρχει ούτε ένας
οικισμός στον οποίο οι Κροάτες να αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία. Στα σύνορα
με την Ρουμανία, υπάρχουν πέντε χωριά στα οποία είναι κυρίαρχος ο Ρουμανικός
πληθυσμός.
Βάσει αυτής της έρευνας μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η
Βοϊβοντίνα έχει μεγάλη σημασία για τη Σερβία. Η Σερβία ίδρυσε το πολιτιστικό,
εθνικό, οικονομικό, και διοικητικό κέντρο της στις εκβολές του ποταμού Sava στο
Δούναβη, λόγω της βιαίας μετανάστευσης του πληθυσμού της από το νότο. Τα
σύνορα κινούνταν περαιτέρω προς τον Βορρά και οι μεγάλοι ποταμοί δεν ενεργούσαν
πλέον ως σύνορα. Το Βελιγράδι, η πρωτεύουσα της Σερβίας, δεν ήταν πλέον η
περιφέρεια της χώρας. Η νέα γεωπολιτική θέση της Σερβίας με το κέντρο της γύρω
από τις καθοδικές ροές των ποταμών Sava, Τisza, και Morava, και των σημείων της
συμβολής τους με τον ποταμό Δούναβη, εξασφάλιζε στην Σερβία μια πολύ
σημαντική θέση για το μέλλον. Τα ανοικτά πεδινά μέρη όμως στα βόρεια και τα
βορειοανατολικά μέρη της Βοϊβοντίνα, καθιστούν δύσκολη την υπεράσπιση αυτής
της ζωτικής σημασίας περιοχή. Όταν εξεταστεί η σημασία της παραγωγής τροφίμων,
της ενεργειακής παραγωγής (βενζίνη, αέριο) και της βιομηχανίας των οικοδομικών
υλικών, βλέπουμε ότι η Βοϊβοντίνα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την
οικονομική ανάπτυξη της Σερβίας.

48
ΣΕΡΒΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ

Μετά την συνθηκολόγηση του Γιουγκοσλαβικού στρατού στον πόλεμο του


Απριλίου 1941, το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας χωρίστηκε σε τμήματα: Η Σερβία
περιήλθε υπό γερμανική κατοχή, και τα μεμονωμένα μέρη της διαιρέθηκαν και
μοιράσθηκαν μεταξύ των συμμάχων του τρίτου Ράιχ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Απριλίου, οι οπλισμένες εθνικές ομάδες των Αλβανών επιτέθηκαν στο στρατό,
τους άοπλους αποίκους και τους γηγενείς Σέρβους. Λόγω των ορυχείων Trepca, η
περιοχή Kosovska Mitrovica παρέμεινε υπό γερμανική κατοχή, ενώ τα ανατολικά
μέρη του Κοσόβου δόθηκαν στη Βουλγαρία, και στις 12 Αυγούστου του 1941, το
υπόλοιπο Κόσοβο μαζί με τα Σκόπια και μέρη του Μαυροβουνίου προσαρτήθηκαν
στη μεγάλη Αλβανία υπό ιταλική προστασία (προτεκτοράτο). Σχεδόν όλα τα σπίτια
των αποίκων τέθηκαν στις φλόγες μέσα σε μερικές μόνο ημέρες ενώ οι ιδιοκτήτες και
οι οικογένειές τους σκοτώθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν για το Μαυροβούνιο και
τη Σερβία. Η εξαναγκασμένη μετανάστευση έδιωξε περίπου 100.000 Σέρβους από το
Κόσοβο και τα Μετόχια. Από το 1941 ως το 1944, οι εθνικοί Αλβανοί που
εξυπηρετούν τις ιταλικές και τις γερμανικές αρχές κατοχής σκότωσαν περίπου 10.000
Σέρβους - οι χειρότερες κακουχίες έγιναν στους Σέρβοι του Pec και της Vitomirica
όπου οι σχηματισμοί Αλβανών εθελοντών έσπειραν τον τρόμο: Μεσαιωνικά
βασανιστήρια και δωδεκάδες λεηλατημένων εκκλησιών ήταν το αποτέλεσμα της
δράσης τους. Οι Αλβανοί χρησιμοποίησαν και διάφορες μορφές εκφοβισμού σε μια
προσπάθεια να οδηγηθούν μακριά οι υπόλοιποι Σέρβοι που είχαν απομείνει στο
Κόσοβο. Μετά από την κατάρρευση της Ιταλίας το 1943, το Κόσοβο και τα Μετόχια
περιήλθαν υπό γερμανική διακυβέρνηση, η οποία υποστήριξε την ιδεολογία της
Μεγάλης Αλβανίας που διακατείχε την εθνική τους ηγεσία, βοηθώντας στη

49
διαμόρφωση της Δεύτερης Αλβανικής Ένωσης στα τέλη του 1943. Το 21ο τμήμα των
SS, «Scanderbey», διαμορφώθηκε από Αλβανούς εθελοντές την άνοιξη του 1944. Το
Balli Kombelar, οργάνωση για την Μεγάλη Αλβανία, πήρε την ηγεσία των
βιαιοπραγιών προσπαθώντας να μετατρέψει σε εθνικά καθαρό το Κόσοβο,
προειδοποιώντας τον Σερβικό πληθυσμό να φύγει από Κόσοβο και τα Μετόχια
προτού να ήταν πάρα πολύ αργά. Το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα έλαβε χώρα
τους πρώτους μήνες του 1944.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία (1941-1945) ξέσπασε στο Κόσοβο
μεταξύ των Chetniks, που ήταν βασιλικές δυνάμεις, καθοδηγούμενες από τον
Στρατηγό Dragoljub Mihailovic, ο οποίος διεξήχθη κυρίως στα βόρεια μέρη του
Κοσόβου, και τις αντιστασιακές μονάδες του Κομμουνιστικού Κόμματος της
Γιουγκοσλαβίας (CPY) που καθοδηγούνταν από τον Josip Broz tito.

Η περίοδος του κομμουνισμού

Με την άφιξη των Σοβιετικών στρατευμάτων στη Γιουγκοσλαβία, οι


αντιστασιακές μονάδες, καλά οπλισμένες και με νέες στρατολογήσεις στις τάξεις
τους, ελευθέρωσαν το Κόσοβο και τα Μετόχια προς το τέλος του Φθινοπώρου του
1944, και θέσπισαν την κατοχή τους εκεί. Οι τοπικοί Αλβανοί κομμουνιστές
επιφορτίστηκαν με την οργάνωση της δύναμης, και χιλιάδες Αλβανοί συντάχθηκαν
και στάλθηκαν στο μέτωπο (δύο ανταρσίες ξέσπασαν στο Vrsac και στο Bar). Λίγες
εβδομάδες μετά από την καθιέρωση του κομμουνιστικού συστήματος, μια σημαντική
ένοπλη επανάσταση ξέσπασε μεταξύ των πρόσφατα κινητοποιημένων Αλβανικών
μονάδων που ήταν ανικανοποίητες με τη λύση του ότι το Κόσοβο θα παραμείνει μέσα
στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας. Για την καταστολή της Αλβανικής επανάστασης, τα
στρατεύματα έπρεπε να εισέλθουν από άλλες περιοχές, και τον Φεβρουάριο του 1945
ο στρατιωτικός νόμος επιβλήθηκε σε όλο το Κόσοβο και τα Μετόχια.
Με διάταγμα των νέων κομμουνιστικών αρχών (16 Μαρτίου του 1945), στους
Σέρβους και τους Μαυροβούνιους άποικους που απελάθηκαν κατά τη διάρκεια του
πολέμου, απαγορεύθηκε η επιστροφή στα εγκαταλειμμένα κτήματά τους αφού
θεωρήθηκαν θιασώτες της μεσοπολεμικής ηγεμονίστικης πολιτικής της «Μεγάλης
Σερβίας». Αφ' ετέρου, οι διεθνείς περιστάσεις και ιδιαίτερα οι στενοί δεσμοί με την
κομμουνιστική ηγεσία στην Αλβανία, οδήγησαν τον Τito να πάρει μια επιεική στάση
απέναντι στην Αλβανική μειονότητα: οι Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν στο Κόσοβο
από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν
απελάθηκαν, αντίθετα, τα σύνορα ήταν ανοικτά για νέους μετανάστες από την
Αλβανία έως το 1948. Ο ακριβής αριθμός των Αλβανών που εγκαταστάθηκαν στο
Κόσοβο κατά τη διάρκεια, και μετά από τον πόλεμο είναι ακόμα άγνωστος:
υπολογίζεται ότι εκτείνεται από 15.000 έως 300.000, αλλά οι πρώτοι αριθμοί μετά
από τον πόλεμο, ήταν 70.000-75.000. (Radovanović 2001:23) Συγκρινόμενος αυτός ο
αριθμός, με τους 100.000 Σέρβους που τους απαγορευτικέ να γυρίσουν πίσω μετά
από τον πόλεμο, ενώ είχαν δια βίας απελαθεί, δείχνει ότι η αποδοχή αυτής της
κατάστασης δημιούργησε μια σημαντική διαταραχή στην εθνική δομή του Κοσόβου
και των Μετοχίων.
Η ομαλοποίηση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με την Αλβανία το 1971
και η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, δασκάλων και σχολικών βιβλίων ενθάρρυναν την
Αλβανοποίηση του Κοσόβου και των Μετοχίων. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, οι
ηγέτες του Κοσόβου κατόρθωσαν να επιβάλουν την Αλβανική γλώσσα ως επίσημη
γλώσσα στην επαρχία και να επιβάλουν, μέσω των νομικών δυνατοτήτων που είχαν,
μια μεροληπτική στάση απέναντι στο Σερβικό πληθυσμό. Η έκταση της διάκρισης

50
ήταν εμφανέστερη όταν εφαρμόστηκε η αποκαλούμενη «αρχή της εθνικής
αντιπροσώπευσης»: Εγγραφές υπαλλήλων και προσλήψεις στα ανώτερα ιδρύματα
γίνονταν σύμφωνα με το μέγεθος του πληθυσμού. Παραδείγματος χάριν, σε πέντε
κενές θέσεις εργασίας μόνο ένας Σέρβος θα μπορούσε να προσληφθεί, ανεξάρτητα
από τα προσόντα του υποψηφίου και τις δυνατότητες του. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε
και στο πανεπιστήμιο: μόνο ένας από τους πέντε σπουδαστές θα μπορούσε να είναι
Σέρβος. Η απογραφή πληθυσμών του 1981 παρουσίασε δραστική πτώση στον
Σερβικό και Μαυροβούνιο πληθυσμό, αλλά και στον Τούρκικο, τον Τσιγγάνο και
στις εξισλαμισμένες Σλαβικές μειονότητες στο Κόσοβο και τα Μετόχια. Ενώ οι
Σέρβοι άφηναν τις πατρογονικές τους εστίες κινούμενοι προς τη Βόρεια Σερβία,
πολλά μέλη των μη-Σλαβικών μειονοτήτων πιέστηκαν να προσδιοριστούν ως
Αλβανοί. Μαζί με την αύξηση του αριθμού των μεταναστών από την Αλβανία, αυτό
αύξησε αισθητά τον συνολικό αριθμό των Αλβανών στην επαρχία και επομένως της
αντιπροσώπευσής τους στην τοπική διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό.
Η πλειοψηφία των Σέρβων (με εξαίρεση τους λιγοστούς υψηλόβαθμους
ανώτερους υπαλλήλους), υποβλήθηκαν σε διάφορες μορφές πίεσης, που κυμαίνονται
από τη στέρηση της απασχόλησης και των προαγωγών μεχρι απειλές και εκβιασμούς
- στα χωριά αυτό το φαινόμενο εκδηλώθηκε, όπως κατά τον τελευταίο αιώνα της
Οθωμανικής κατοχής, με τον σφετερισμό της ιδιοκτησίας, των φυσικών επιθέσεων,
του εμπρησμού στα σπίτια και τις συγκομιδές, της κλοπής του ζωικού κεφαλαίου,
των επιθέσεων και του βιασμού των γυναικών και των παιδιών, δολοφονίες κ.α. Η
τοπική διοίκηση έδωσε τα εδάφη που εγκαταλείφθηκαν από τους εκτοπισμένους
Σέρβους στους μετανάστες από την Αλβανία, και πολλά μέρη καταλήφθηκαν
παράνομα από τις γειτονικές Αλβανικές οικογένειες. Δεδομένου ότι όλη η διοικητική
δύναμη, από τον δικαστικό τομέα μέχρι και την αστυνομία, ήταν στα χέρια των
Αλβανών, περνούσαν ευκολότερα αποφάσεις υπέρ των συμπατριωτών τους, όποτε
έπρεπε να αποφασίσουν σχετικά με δια-εθνοτικές υποθέσεις.
Τα θιγόμενα Σερβικά στοιχεία δεν είχαν κανένα για να παραπονεθούν επειδή
η Δημοκρατία της Σερβίας δεν είχε δικαστική αρμοδιότητα μέσα στο Κόσοβο, και
όταν έγραφαν στους ομοσπονδιακούς οργανισμούς, οι εκκλήσεις τους παρέμειναν
αναπάντητες. Οι αξιωματούχοι της Σερβικής ορθόδοξης εκκλησίας ήταν, από το 1945
και μετά, οι πιο επίμονοι στην υποβολή των μηνύσεων στους υψηλότερους κρατικούς
οργανισμούς ξεπερνώντας τις φυσικές και ψυχολογικές πιέσεις που επιβάλλονταν
στους Σέρβους, που εκτείνονται από τη βεβήλωση των τάφων μέχρι και στο βιασμό
των καλογριών, αλλά οι αιτήσεις τους δεν άσκησαν καμία επίδραση.
Οι επιθέσεις κορυφώθηκαν με την προσπάθεια τους τον Μαρτίου του 1981 να
βάλουν φωτιά στο Πατριαρχείο του Pec, όταν έκαψαν ολοσχερώς τους κοιτώνες
διαβίωσης, μαζί με τα έπιπλα και τη βιβλιοθήκη. Οι εμπρηστές δεν ανακαλύφθηκαν
ποτέ και οι ερευνώντες αρχές κατέληξαν ότι η πυρκαγιά είχε ξεσπάσει λόγω μιας
διακοπής στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Οι ελάχιστοι από τους Σέρβους
κομμουνιστές ανώτερους υπαλλήλους που μίλησαν ενάντια στην προφανή
Αλβανοποίηση του Κοσόβου κατά τη διάρκεια της περιόδου του 1968-1981,
απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους με την κατηγορία ότι ήταν Ηγεμονιστές και
Σοβινιστές. Οι Σέρβοι που συνεργάστηκαν με την Αλβανική κομμουνιστική ηγεσία
στην Επαρχία, ανταμείφθηκαν με ψηλές θέσεις στους ομοσπονδιακούς οργανισμούς.
Η Αλβανοποίηση του Κοσόβου και των Μετοχίων υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα
από την ανεμπόδιστη επικοινωνία της επαρχίας με την Αλβανία, από όπου καθηγητές
ήρθαν στο πανεπιστήμιο της Πρίστινα την δεκαετία του 1970, διαδίδοντας την
μεγαλύτερη Αλβανική προπαγάνδα. Με την εισαγωγή εγχειριδίων από τα Τίρανα,
ολόκληρες γενεές νέων Αλβανών ανατράφηκαν με το πνεύμα της Μεγάλης Αλβανίας

51
και την έχθρα για τη Σερβία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι πολιτικοί ανώτεροι υπάλληλοι
και οι μελετητές από τα Τίρανα κινήθηκαν ελεύθερα στο Κόσοβο, διαδίδοντας
συναισθήματα και απαιτώντας την δημιουργία μιας Μεγάλης εθνικά ομοιογενής
Αλβανίας. Τα τεράστια ποσά των χρημάτων που διατέθηκαν από τη Γιουγκοσλαβική
ομοσπονδία για την οικονομική ανάπτυξη Κοσόβου (η Σερβία κατέβαλε το
μεγαλύτερο μερίδιο), ξοδεύτηκαν στην οικοδόμηση μεγάλων κρατικών ιδρυμάτων
για την τοπική γραφειοκρατία, όπου στην συνέχεια προσπάθησε να οργανώσει τα
εθνικά ιδρύματα όσο το δυνατόν γρηγορότερα: η Ακαδημία της Επιστήμης του
Κοσόβου, το Πανεπιστήμιο, ιδρύματα για την Αλβανική γλώσσα, την ιστορία και τη
λαογραφία, μουσεία, θέατρα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα και εκδοτικούς
οίκους. Παραδόξως, το Γιουγκοσλαβικό κράτος χρηματοδότησε από μόνο του τη
σχισματική αυτή κίνηση στο Κόσοβο και τα Μετόχια.
Διαβλέποντας ότι, με το θάνατο Josip Broz Τito (Μάιος 1980) το
Γιουγκοσλαβικό κράτος ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, οι Αλβανοί του
Κοσόβου οργάνωσαν τις μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις τον Μάρτιο και τον Απρίλιο
του 1981, με την ευλογία των αρχών της επαρχίας που δόξαζαν το καθεστώς του
Enver Hoxha και απαιτώντας να ανακηρυχθεί το Κόσοβο Δημοκρατία, δεδομένου
ότι, κατά το Γιουγκοσλαβικό σύνταγμα, μόνο οι Δημοκρατίες έχουν το δικαίωμα της
απόσχισης. Η καθιέρωση του Κοσόβου ως Δημοκρατία θα ήταν απλά μια μεταβατική
φάση προς την πλήρη ανεξαρτησία και έπειτα την ενοποίηση με την Αλβανία.
Η Αλβανική εθνική και πολιτική κυριαρχία στο Κόσοβο και τα Μετόχια
ενισχύθηκε από μια μεγάλη δημογραφική έκρηξη, καθώς ο αριθμός τους
τριπλασιάστηκε από περίπου 480.000 το 1948 σε 1.227.000 το 1981. (Radovan Pavić,
1989) Εν τω μεταξύ, από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και μετά, ο αριθμός των
Σέρβων στο Κόσοβο και τα Μετόχια μειώνονταν σταθερά. Σύμφωνα με τους
επίσημους αριθμούς, 92.197 Σέρβοι και 20.424 Μαυροβούνιοι (Σέρβοι από το
Μαυροβούνιο), κινήθηκαν προς τη Σερβία και άλλες περιοχές από το 1961 ως το
1980. Μετά από τη σχισματική επανάσταση των Αλβανών στο Κόσοβο και τα
Μετόχια την άνοιξη του 1981, άλλοι 38.000 Σέρβοι και Μαυροβούνιοι κινήθηκαν
έξω από εκεί υπό το βάρος των απειλών. Η αποδημία τους ακόμα δεν έχει
σταματήσει.
Τα τελευταία χρόνια οι Αλβανοί στο Κόσοβο και τα Μετόχια έχουν φθάσει σε
ένα υψηλό επίπεδο εθνικού, εδαφικού και πολιτιστικού απομονωτισμού, το οποίο
διαμορφώθηκε από πολυάριθμους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς,
δημογραφικούς, και αστικούς παράγοντες. Αν ληφθούν υπόψιν τα εξής:
α.)Η συγκέντρωση ενός αυξανόμενου αριθμού ανθρώπων σε μια μικρή
περιοχή, με αρκετά υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμών ακόμη και σε δυσπρόσιτες και
ορεινές περιοχές με λιγοστές φυσικές και ανθρωπογενείς δυνατότητες
(παραδείγματος χάριν οι περιοχές, Opolje, Drenica, Podrim, Prizrenski Podgor, Lab,
Urocevac, Nerodim και Kačanik).
β.)Η υψηλή ανεργία
γ.) Οι μεγάλες ομάδες πληθυσμών που είναι αυτοπεριθωριοποιημένες
δ.)Το απόλυτο χάος στις διαδικασίες αστικοποίησης των αγροτικών-αστικών
περιοχών
ε.)Την μεταναστευτική ακινησία, και τις παραδοσιακές μορφές των
οικονομικών μεταναστεύσεων, που δεν μειώνουν αλλά αυξάνουν την πληθυσμιακή
συγκέντρωση και εθνική ομογενοποίηση
και στ.)Ότι μεγάλα ποσά που κερδίζονται στο εξωτερικό, ξοδεύονται στο να
στηριχθεί η ευρεία αναπαραγωγικότητα στις πατρογονικές περιοχές, στην στέγαση,

52
που σε μερικά μέρη έχει την μορφή οχυρωμένων οικισμών που ανήκουν σε ισχυρές
οικογενειακές φατρίες, και σε αγορά γης
Συμπεραίνουμε ότι όλα αυτά μαζί προκαλούν την γρήγορη ζύμωση των
κοινωνικών και οικονομικών εντάσεων μέσα στην Αλβανική κοινωνική ομάδα. Προς
το παρόν, αυτές οι εντάσεις και δυσαναλογίες επιτυχώς ελέγχονται και
καταστέλλονται από την Αλβανική Σχισματική Εναλλακτική Κίνηση και
μετατρέπονται σε οργανωμένη εκλεκτική αντίσταση ενάντια στις κρατικές αρχές,
ελέγχοντας την δυσαρέσκεια και την ενέργεια των οπαδών της και τους
αποπροσανατολίζουν, κατευθύνοντας την προς την επίτευξη του κύριου πολιτικού
στόχου τους - την «Δημοκρατία του Κοσόβου».
Αυτή η πολύπτυχη γκετοποίηση εμβαθύνει τις εθνοψυχολογικές και
επικοινωνιακές εχθρότητες, όχι μόνο εναντίων του Σερβικού και Μαυροβουνιακού
πληθυσμού στους οικισμούς και τις ζώνες όπου υπάρχει άμεση διαεθνοτική επαφή,
αλλά και προς τους Σκοπιανούς, τους Μουσουλμάνους Νότιο-Σλαβικής προέλευσης
και τους άλλους λαούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ανεξαρτήτως από τις
προσωρινές και τις αμφισβητήσιμες πολιτικές συμμαχίες. Γενικά, ένα τέτοιο
εκρηκτικό κοινωνικοπολιτισμικό, εθνοκεντρικό, και δημογραφικό σύνδρομο
γκετοποίησης, υποβοηθούμενο από την υπανάπτυξη του πολιτικού και κοινωνικού
συστήματος της πρώην Σερβικής Ομοσπονδιακης Δημοκρατίας και από την
εξελισσόμενη πολιτική αυτονομία και απόκτηση πραγματικής κυριαρχίας (σύνταγμα
του 1974) που άνοιξαν την πόρτα για τη συμβίωση και την ομαδοποίηση των
εθνικιστικό-σχισματικών και πατριαρχικών χαρακτηριστικών ομάδων, έχει το
δημογραφικό, ψυχολογικό, οικονομικό, κοινωνιολογικό, και πολιτικό υπόβαθρο που
το κατευθύνει αποτελεσματικά προς την αποχώρηση από την ένωση.

Οι Παράγοντες της Μείωσης της Εθνοδημογραφικής Δύναμης των Σέρβων και


των Μαυροβουνίων στο Σοσιαλιστικό Σύστημα

Προς το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και σε όλες τις


προηγούμενες παραλλαγές και μορφές της Κομμουνιστικό-Σοσιαλιστικής
διακυβέρνησης, η Αλβανο-Σερβο-Μαυροβούνιακη κυβερνητική ομάδα έκανε μερικές
κρίσιμες κινήσεις, από την μια για τη δημογραφική αποδυνάμωση των Σέρβων και
των Μαυροβουνίων στο Κόσοβο και τα Μετόχια και από την άλλη για την προστασία
του έντονης Αλβανοποίησης της περιοχής. Οι κινήσεις ήταν οι ακόλουθες:
α.)Απαγόρευσαν στην πλειοψηφία των Σερβο-Μαυροβούνιων αποίκων, που
απελάθηκαν από το Κόσοβο και τα Μετόχια κατά τους χρόνους της διοίκησης της
περιοχής από την πολεμική αντιπροσωπεία (περίπου 14.000 οικογένειες) της
Μεγάλης Αλβανίας, να επιστρέψουν στο Κόσοβο και τα Μετόχια (M. Stojković
2001)
β.)Υποδέχτηκαν έναν σημαντικό αριθμό, αν και ακόμα παραμένει
ανεπίσημος, Αλβανών μεταναστών και τους εγκατέστησαν σε αυτήν την περιοχή
κατά τη διάρκεια του πολέμου και των μεταπολεμικών περιόδων, ειδικότερα μετά
από το 1948, και όχι μόνο τους δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά μερικοί από
αυτούς απόκτησαν και πολιτικό ρόλο δημιουργώντας ή εντασσόμενοι σε συντεχνίες
και κόμματα. (M. Stojković, 2001)
γ.)Υποστήριξαν και υπέθαλψαν τις ανοικτές διαδηλώσεις και σχισματικές
ενέργειες του 1966, 1968, και ειδικότερα του 1972-74, «προστατευόμενοι» από το
σύνταγμα του 1974, από το οποίο ένα δεύτερο Αλβανικό κράτος ιδρύονταν
ουσιαστικά μέσα στη σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας και την Πρώην
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (δηλαδή το Κόσοβο καταστάθηκε

53
πλέον ως ένα από τα «Συστατικά στοιχεία της Ομοσπονδίας»). Αυτός είναι ο λόγος
για τον οποίο, κατά την περίοδο 1961-1981, 112.631 Σέρβοι και Μαυροβούνιοι
αποδήμησαν από Κόσοβο και τα Μετόχια, και περίπου 25.158 άνθρωποι
μετανάστευσαν προς αυτήν την υπερπληθυσμιακή περιοχή, κυρίως Αλβανοί από τα
Σκόπια και από το νότιο μέρος της Κεντρικής Σερβίας, και Μουσουλμάνοι, κυρίως
από το Sanjak. (Radovan Pavić, 1989)
Ωστόσο, η πραγματική δημογραφική απώλεια του Σερβικού και
Μαυροβούνιου πληθυσμού ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον αναφερθέντα αριθμό
εκείνων που αποδήμησαν, δεδομένου ότι δεν είχαν κανένα μερίδιο στην
αναπαραγωγή εκείνης της περιόδου. Τότε μάλιστα, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι
είχαν παρά πολύ υψηλά ποσοστά γονιμότητας (φυσικό ποσοστό αύξησης μεταξύ
14.4% και 18.9%), και καταλαβαίνουμε ότι αν έμεναν εκεί οι 112.631 που
αποδήμησαν, οι Σέρβικοι πληθυσμοί σήμερα θα άγγιζαν τις 400.000 (M. Stojković,
2001). Σαν αποτέλεσμα, τα ανάλογα ποσοστά του Σερβο-Μαυροβουνιακού και του
Αλβανικού πληθυσμού, στην εθνική δομή του συνολικού πληθυσμού της περιοχής,
ήταν κατά πολύ αλλοιωμένα.

Αλβανική Δημογραφική Έκρηξη και οι Επιπτώσεις της - Η Ανθρώπινη Βιολογία


ως Μέσο Εθνικιστικής και Διασπαστικής Ιδεολογίας
Η δημογραφική έκρηξη, δηλαδή η υψηλή βιολογική αναπαραγωγικότητα του
Αλβανικού πληθυσμού του Κοσόβου και των Μετοχίων, η υψηλότερη της Ευρώπης
και μια από τις υψηλότερες στον κόσμο, αντιπροσωπεύει τον βιολογικό-δημογραφικό
παράγοντα που είχε την καθοριστική σημασία στην αύξηση της αριθμητικής
υπεροχής του Αλβανικού πληθυσμού εις βάρος του Σερβο-Μαυροβούνιου
πληθυσμού κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Εντούτοις, αυτό το
βιολογικό ή μάλλον βιοκοινωνικό φαινόμενο, έχει αποκτήσει τη σημασία ενός
καθοριστικού εθνοδημογραφικού παράγοντα επειδή συνέβη η μεγάλης διαρκείας
αποδημητική έξοδος των Σέρβων, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων
αιώνων, η οποία άλλαξε σημαντικά την εθνική δομή του Κοσόβου και των Μετοχίων,
ενισχυμένη και από το τελευταίο καταστροφικό Σερβο-Μαυροβουνιακό κύμα εξόδου
που εκδηλώθηκε από την αρχή της δεκαετίας του 1960 (κατά την περίοδο 1961-1981,
το 42,2% όλων των Σέρβων και 63,3% όλων των Μαυροβουνίων που ζούσαν στο
Κόσοβο και τα Μετόχια, μετανάστευσαν από αυτήν την περιοχή). Επομένως,
ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι το υψηλό επίπεδο Αλβανοποίησης
μιας μεγάλης μερίδας της περιοχής ρυθμίστηκε ιστορικά αρκετά νωρίτερα από την
παρούσα δυσαναλογία που φανερώνεται στις απόλυτες τιμές της βιολογικής
αναπαραγωγικότητας των δύο πληθυσμών. (Radovanović, 2001)
Μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1960 δεν είχε υπάρξει οποιαδήποτε
σημαντική διαφορά στα φυσικά ποσοστά αύξησης των Σέρβων και των Αλβανών,
αλλά με την επίδραση της βιολογικής αναπαραγωγικότητας, λαμβάνοντας υπόψιν και
τις αυξανόμενες διαφοροποιήσεις στις αριθμήσεις αυτών των πληθυσμών,
παρουσιάστηκε τότε μια εξαιρετικά επιταχυνόμενη δυσαναλογία στα ποσοστά των
εθνοτήτων. Και όταν στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκε μια χαρακτηριστική
δημογραφική έκρηξη του Αλβανικού πληθυσμού, χάρη στη διαδεδομένη υγειονομική
περίθαλψη (η αποκαλούμενη «ιατρική επανάσταση»), το υψηλό βιοτικό επίπεδο, την
αύξηση της απασχόλησης, την αστικοποίηση και την πολιτιστική πρόοδο, το ποσοστό
θνησιμότητας μειώθηκε σύντομα σε επίπεδα όχι μόνο χαμηλότερο της ενωμένης
Γιουγκοσλαβίας αλλά και του συνόλου της Ευρώπης. Περαιτέρω, το ποσοστό
γεννητικότητας, αν και με μειωτικές τάσεις, έχει παραμείνει υψηλό μέχρι και την
παρούσα ημέρα.

54
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι ο βιολογικός παράγοντας της
δημογραφικής αύξησης φαίνεται να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της περαιτέρω και
όλο περισσότερης γρήγορης αριθμητικής υπεροχής του Αλβανικού πληθυσμού σε
σχέση με τον Σερβο-Μαυροβούνιο πληθυσμό. Ο χαρακτήρας και ο όγκος αυτής της
διαδικασίας, που υποστηρίχθηκε από τους ηγέτες της κίνησης για την Μεγάλη
Αλβανία σε όλες τις σφαίρες της πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής, και
οικονομικής ζωής της περιοχής, ωφελήθηκε ιδιαίτερα από την αλληλεπίδραση και τη
συμβίωση των πατροπαράδοτων Αλβανικών κανόνων αναπαραγωγής με τις επιρροές
που ασκούσε η Μουσουλμανική ιεροσύνη και τους πολιτικούς, δηλαδή
εθνικιστικούς- αποσχιστικούς στόχους, της ανώτερης Αλβανικής ιδεολογικό-
πολιτικής τάξης.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εκρηκτικής εθνοδημογραφικής τάσης είναι βαθιές
και εκτεταμένες. Για να φανεί αυτό, θα χρησιμοποιήσουμε μόνο μερικούς από τους
δείκτες που σχετίζονται με τα κρίσιμα γεγονότα του 1990, κυρίως την υπηκοότητα
της μητέρας. Εκείνη την περίοδο, η συνολική φυσική αύξηση του πληθυσμού στη
Δημοκρατίας της Σερβίας ήταν μόνο 51.913 άτομα, από τα οποία οι Σέρβοι και οι
Μαυροβούνιοι αποτελούσαν μόνο το 4,0% ή 2055 άτομα, ενώ οι Αλβανοί ήταν το
84,4% ή 43.837 άτομα, και όλοι οι άλλοι ήταν 11,6% ή 6053 άτομα. Στην Κεντρική
Σερβία (το έδαφος χωρίς αυτόνομες περιοχές), η συνολική φυσική αύξηση ήταν 7280
άτομα, από τα οποία οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι περιελάμβαναν μόνο 908 άτομα
(12,5%!), οι Μουσουλμάνοι 2789 (38,3%), οι Αλβανοί, (οι Αλβανοί που ζουν στην
κεντρική Σερβία), 1829 (25,1%) και όλοι οι άλλοι 1754 (24,1%). (34) Έτσι, ακόμη
και στην κεντρική Σερβία, η φυσική αύξηση των Αλβανών είναι δύο φορές υψηλότερη
από τη φυσική αύξηση ολόκληρου του Σερβικού πληθυσμού σε αυτό το κεντρικό μέρος
της Δημοκρατίας. Στο Κόσοβο και τα Μετόχια, η συνολική φυσική αύξηση το ίδιο
έτος ήταν 46.961, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι ήταν 2154 άτομα ή 4,6%, οι
Αλβανοί 42.025 ή 89,5%, και όλες οι άλλες εθνότητες 2782 ή 5,9%, Κατά συνέπεια,
η φυσική αύξηση του Σερβο-Μαυροβούνιου πληθυσμού στο Κόσοβο και τα Μετόχια,
σε εθνικό πληθυσμό μόνο 215.346 ανθρώπων το 1991, ήταν 2,4 φορές υψηλότερη
από τη συνολική φυσική αύξηση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων στην κεντρική
Σερβία, αν και το 1991 ο πληθυσμός της κεντρικής Σερβίας αριθμούσε 5.157.024.
Αναλύοντας τους αριθμούς και τις αριθμητικές σχέσεις, φαίνεται ότι η φυσική
αύξηση των Αλβανών στο Κόσοβο και τα Μετόχια το 1990 ήταν 46,3 φορές
υψηλότερη σε σχέση με την φυσική αύξηση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων
στην κεντρική Σερβία. Όλα τα στοιχεία δείχνουν επιδείνωση της δημογραφικής
κατάστασης στους Σερβο - Μαυροβουνιακούς πληθυσμούς της Δημοκρατίας της
Σερβίας και αυτό αποδεικνύεται από τα εξής (M. V. Radovanović, 1989):
α) Στην δημογραφική αύξηση της Δημοκρατίας της Σερβίας, κατά τη διάρκεια της
τελευταίας δεκαετίας 1981-1991, οι Αλβανοί είχαν ένα μερίδιο της τάξεως του
80,3%, το οποίο σημαίνει ότι είχαν και την απόλυτη και την σχετική αναπαραγωγική
υπεροχή, όχι μόνο σε σχέση με τους Σερβο-Μαυροβουνιακούς και με τους μη-
Αλβανικούς πληθυσμούς του Κόσοβου και των Μετοχίων, αλλά και σε σχέση με το
σύνολο του μη-Αλβανικού πληθυσμού της Δημοκρατίας της Σερβίας. Δεδομένου ότι
έχουμε να κάνουμε με συνεχείς δημογραφικές διαδικασίες, και ότι κάθε μια από τις
προαναφερθείσες εθνότητες ενεργεί ως ένα κλειστό ομοιοστατικό σύστημα, δεν
είμαστε στην θέση να πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν οποιεσδήποτε ιδιαίτερες αλλαγές
στο εγγύς μέλλον.
β)Μετά από τη δεκαετία του 1950, η βιολογική αναπαραγωγικότητα, ως μια από τις
δημογραφικές διαδικασίες του Σερβικού πληθυσμού, παρουσίασε μια τάση μείωσης,

55
η οποία μετά από τη δεκαετία του 1970, και ειδικότερα μετά από τη δεκαετία του
1980 απόκτησε τα χαρακτηριστικά μιας δημογραφικής βύθισης. Η ασήμαντη
απόλυτη φυσική αύξηση των Σέρβων κατά 908 μωρά το 1990, δηλαδή για το σύνολο
της κεντρικής Σερβίας, είναι εμφανής σε μερικές Σερβικές πόλεις, και ενώ κάποτε η
‘επιδημία των γηρατειών’ ήταν περιορισμένη μόνο στην περιοχή της Ανατολικής
Σερβίας, είναι πλέον το γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημογραφικής
κατάστασης των Σερβικών πληθυσμών στην κεντρική Σερβία και την Βοϊβοντίνα.

56
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ (SRK)
Μέγεθος και γεωγραφική θέση

Η πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας, που αποσπάστηκε από τη


Γιουγκοσλαβία με μια βίαια, αντισυνταγματική και σχισματική πράξη στις 25 Ιουνίου
1991, καλύπτει μια έκταση 56.538 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το 1991, είχε
4.784.000 κατοίκους. Βάσει του μεγέθους του πληθυσμού της, κατείχε την δεύτερη
θέση στην πρώην Γιουγκοσλαβία μετά από την Σοσιαλιστική Δημοκρατία της
Σερβίας.
Στο έδαφος της πρώην SR της Κροατίας είναι τοποθετημένες δύο
Δημοκρατίες: η Δημοκρατία της Κροατίας (με πρωτεύουσα το Ζάγκρεμπ) και η
Δημοκρατία της Σερβικής Krajina (RSK σε συντομία, με πρωτεύουσα το Knin). Η
Δημοκρατία της Σερβικής Krajina αποτελείται από: την Σερβική περιοχή Krajina
(βορειοδυτική Δαλματία, ανατολικό Lika, Kordun, Banija, τα οποία είναι τα δυτικά
και νότια τμήματα της RSK), την Σερβική περιοχή της δυτικής Slavonija (μέσα και
βόρεια τμήματα της RSK), και την Σερβική περιοχή της ανατολικής Slavonija,

57
Baranja και δυτικού Srem (το ανατολικό τμήμα της RSK). Η RSK καλύπτει έδαφος
περίπου 14.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (περίπου 25% της συνολικής περιοχής της
πρώην SR της Κροατίας) και έχει περίπου 400.000 κατοίκους. Οι Σέρβοι εκεί
αποτελούν το 92% του πληθυσμού, ενώ οι Κροάτες και οι άλλοι το 8% (Marković
1972).
Το μεγαλύτερο μέρος της Δημοκρατίας της Σερβικής Krajina συνορεύει με
την Σερβική Δημοκρατία και την Μουσουλμανο-Κροατική Ομοσπονδία της Βοσνίας
και τη Σερβία. Ως εκ τούτου, η RSK και η Σερβική Δημοκρατία είναι στην
πραγματικότητα μια και ίδια φυσική οντότητα με την Banja Luka, τη μεγαλύτερη και
σημαντικότερη πόλη στα δυτικά Σερβικά εδάφη που επεκτείνονται από το Ravni
Kotari στην Bilogora και την Krndija και από τον ποταμό Kupa στον ποταμό Bosna
και το όρος Ozren. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της RSK προστατεύεται από
τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών (FORPRONU).
Εξετάζοντας τις φυσικές, πολιτιστικές, πολιτισμικές και τις εθνικές δομές της
Ευρώπης, η πρώην SR της Κροατίας, που κατοικείται κυρίως από
Ρωμαιοκαθολικούς, είναι η παραμεθόρια περιοχή προς τους Ορθόδοξους και
Μουσουλμανικούς πολιτιστικούς κύκλους.
Βάση της μορφολογίας της, η πρώην SR της Κροατίας ανήκει στην κατηγορία
των αποκαλούμενων χωρισμένων στα δυο χωρών. Το έδαφός της αποτελείται από την
πεδιάδα της Πανοννίας, ορθογώνια στη μορφή, και από τον εμφανώς επιμηκυμένο
Αδριατικό αιγιαλό. Η πρώτη επεκτείνεται μεταξύ των ποταμών Drava και Sava εκτός
από την Baranja, η οποία βρίσκεται βόρειος του ποταμού Drava. Επεκτείνεται σε
ΒΔ-ΝΑ κατεύθυνση και η εναέρια απόσταση της από το Ilok- Sutla είναι περίπου
315 χλμ. Καταλαμβάνει έκταση μεταξύ 75 και 90 τετραγωνικών χλμ . Αποτελείται
από τις περιοχές Hrvatsko Zagorje, Medjumurje, Moslavina, Slavonija και Δυτικού
Srem.
Το στενεμένο μέρος της Κροατίας, που τοποθετείται στην περιοχή όπου η
Βοσνία και η Σλοβενία βρίσκονται πλησιέστερα η μια προς στην άλλη (Velika
Kladusa - Duga Resa - Κροατο-Σλοβένικα σύνορα) έχει εύρος περίπου 47 χλμ
(εναέρια απόσταση ). Αυτός είναι ο αποκαλούμενος διάδρομος του Kordun και
Karlovac. Τα δύο τρίτα του διαδρόμου είναι τοποθετημένα στη Δημοκρατία της
Σέρβικης Krajina. Όλες οι γραμμές επικοινωνίας διέρχονται από μέσα του,
συνδέοντας την περιοχή Παννονία με τον αιγιαλό.

Αριθμητική Κατανομή του Πληθυσμού στην Περιοχή της Πρώην SR της


Κροατίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο αριθμός των Σέρβων στο έδαφος του SR της Κροατίας και στα Βαλκάνια
συνολικά επηρεάστηκε με τις πολυάριθμες βαναυσότητες που υπέστησαν στα
τελευταία 200 έτη (1804-1994). Τεράστιες απώλειες στους Σερβικούς πληθυσμούς
ήταν οι συνέπειες των πολέμων της απελευθέρωσης, των αμυντικών εξεγέρσεων, και
της γενοκτονίας. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου οι Σέρβοι
ανατολικά του ποταμού Drina (στη Σερβία και το Μαυροβούνιο) ήταν αυτοί που
υπέφεραν περισσότερο, ενώ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν οι Σέρβοι δυτικά
του Drina. Στον τελευταίο πόλεμο (1991-1994), ολόκληροι οι Σερβικοί πληθυσμοί
υπέφεραν. (Žerjavić 1989:89) Οι Σέρβοι δυτικά του ποταμού Drina (Κροατία)
πολέμησαν σε έναν αμυντικό πόλεμο για τα βασικά εθνικά δικαιώματά τους και οι
Σέρβοι ανατολικά του Drina υποβλήθηκαν σε σκληρές, άδικες και εγκληματικές
κυρώσεις από τη διεθνή κοινότητα. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αρσενική
αναπαραγωγικότητα, η βάση δηλαδή του Σέρβικου λαού, συντρίφθηκε στη Σερβία

58
και το Μαυροβούνιο (περισσότερο από το 50% των ικανών προς αναπαραγωγή
ατόμων χάθηκαν). Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κατοχικές δυνάμεις των
Ustashi και οι κατακτητές (Γερμανοί, Ιταλοί, Ούγγροι, Βούλγαροι, Αλβανοί),
συμμετείχαν στη γενοκτονία εις βάρος των Σέρβων. Υπολογίζεται ότι 2,5 έως 3
εκατομμύρια Σέρβοι σκοτώθηκαν μεταξύ του 1804 και του 1945. Στον κόσμο, μόνο
οι Σέρβοι έχουν υποβληθεί σε τόσο βάναυσες καταστροφές τρεις φορές μέσα στον
περασμένο αιώνα (1914-1918, 1941-1945, 1991-1994). (Statistical Calendar for 1991
(Belgrade. SZS, 1991))
Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σέρβοι από την πρώην SR της
Κροατίας, όπως και η πλειοψηφία των άλλων πληθυσμών στην πρώην
Γιουγκοσλαβία, έζησαν πολύ σκληρές καταστάσεις. Σχεδόν, δεν υπήρξε ούτε μια
Σερβική οικογένεια στο έδαφος της πρώην SR της Κροατίας χωρίς θύματα,
πληγωμένους, ακρωτηριασμένα μέλη και χαλασμένη ή κατεστραμμένη ιδιοκτησία.
Πολλά παιδιά έγιναν ορφανά πολέμου. Πολλά κτήρια ήταν χαλασμένα και
καταστρεμμένα, όπως εργοστάσια, πολιτιστικά κέντρα, σχολεία, νοσοκομεία, και
θρησκευτικά ιδρύματα.
Η μείωση στον αριθμό των Σέρβων στην SR της Κροατίας μετά από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν επίσης μια συνέπεια της προγραμματισμένης
επανεγκατάστασης του πληθυσμού («αποικισμοί») από τις φτωχές και λεηλατημένες
από τον πόλεμο περιοχές στην Βοϊβοντίνα, την Baranja, και την Slavonija. Εκείνη
την περίοδο, 14.709 οικογένειες από την Κροατία, κατά πλειοψηφία από τις περιοχές
Lika, Banija, Kordun και Δαλματία, μετακινήθηκαν προς την Βοϊβοντίνα.
Πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με μια απόφαση των ανώτατων κρατικών
αρχών της Κροατίας, οι Κροάτες (Καθολικοί) αποίκισαν τις περιοχές Baranja,
ανατολικής Slavonija και δυτικού Srem. Συγχρόνως, πραγματοποιήθηκε μια έντονη
Κροατικοποίηση του Bunjevci και του Sokci έτσι ώστε οι Κροάτες έγιναν πιο
πολυάριθμοι σε αυτές τις περιοχές.
Το 1945, η Baranja ελευθερώθηκε από τις Σερβικές μονάδες που
υπηρετούσαν στον Γιουγκοσλαβικό εθνικό στρατό. Για αρκετούς μήνες μετά από το
τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν μέρος της περιοχής Βοϊβοντίνα που
ανήκει στην Σερβία.
Εντούτοις, εφόσον οι Κροάτες και οι Σλοβένοι, που καθοδηγούνταν από τον
Josip Broz Tito, είχαν έναν κύριο ρόλο στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Γιουγκοσλαβίας και της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, αποφασίστηκε να
προσαρτηθεί η Baranja στην Κροατία. Κατόπιν, για πρώτη φορά στην ιστορία της
περιοχής, διοικούνταν από το Ζάγκρεμπ. Οι Σέρβοι ηγέτες και οι ανώτεροι κρατικοί
υπάλληλοι της εποχής, για ιδεολογικούς αλλά και για λόγους σταδιοδρομίας, ίσως
πιθανών και από αδυναμία γνώσεως των ιστορικών, πολιτικών και δημογραφικών
γεγονότων σχετικά με την Baranja, δεν αντέταξαν στην προσάρτησή της στην
Κροατία. Κατόπιν, κατά την διάρκεια των διαδικασιών αποίκισης της περιοχής με την
προγραμματισμένη εγκατάσταση των Κροατών, η Baranja απόκτησε την Κροατική
εθνική πλειοψηφία που έχει ως σήμερα. Επομένως, υπάρχουν πολλά στοιχεία που
αποδεικνύουν ότι η Baranja πρέπει να ενσωματωθεί πάλι είτε στην Βοϊβοντίνα είτε να
παραμείνει μέρος της Δημοκρατίας της Σερβικής Krajina. Υπάρχουν πολλοί ιστορικοί
λόγοι και λόγοι ανθρωπιστικής δικαιοσύνης που οι Σέρβοι από την δυτική Slavonija
και άλλα μέρη της Δημοκρατίας της Κροατίας πρέπει να επανεγκατασταθούν στην
Baranja.

59
Πίνακας 7: Αριθμός των Σέρβων και των Γιουγκοσλάβων στην πρώην
SR της Κροατίας στην μεταπολεμική περίοδο ( Statistical Yearbooks of
Yugoslavia for 1983-1991 (Belgrade: SZS))

Έτος Συνολικός Σέρβοι Γιουγκοσλάβοι


Πληθυσμός
Πληθυσμός Ποσοστό Πληθυσμός Ποσοστό

1948 3,779,858 543,795 14.4

1953 3,936,022 588,756 15.0 16,964 0.4

1961 4,159,696 624,991 15.0 15,560 0.4

1971 4,426,221 626,789 14.2 84,118 1.9

1981 4,601,469 531,502 11.6 379,057 8.2

1991 4,784,265 581,653 12.2 106,041 2.2

Τα στοιχεία στον πίνακα 7 δείχνουν ότι ο συνολικός πληθυσμός στην Κροατία


αυξήθηκε κατά 38 3% το 1991 απ'ό,τι το 1910, ενώ ο αριθμός των Σέρβων μειώθηκε
κατά 4,8% στην ίδια περίοδο. Ο συνολικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 0,5% το 1921
συγκρινόμενος με το 1910, και κατά 0,1% το 1948 συγκρινόμενος με το 1931. Οι
αριθμοί για τον Σερβικό πληθυσμό ήταν 0,8% και 14,5% αντίστοιχα
Ακόμα, το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης του πληθυσμού υπήρχε στους
Σέρβους την περίοδο 1971-1981. Σε αυτήν την περίοδο, ο συνολικός αριθμός των
κατοίκων της Κροατίας αυξήθηκε κατά 175.248 ανθρώπους ή κατά 4,0%. Ο αριθμός
των Κροατών μειώθηκε κατά 58.986 άτομα ή 1,7%, και ο αριθμός των Σέρβων κατά
95.287 ή 15,2%. (Lazo M. Kostić, 1980) Η πτώση στην αρίθμηση Σέρβων ήταν
αναλογικά 8,9 φορές μεγαλύτερη από αυτή των Κροατών. Κατόπιν τούτου, ο
Κροατικός πληθυσμός ήταν έξι φορές μεγαλύτερος από τον Σερβικό πληθυσμό. Η
φθίνουσα καμπύλη του αριθμού των Σέρβων σημειώθηκε κατά την περίοδο 1953 -
1981, ενώ στον αριθμό των Κροατών, κατά την περίοδο 1961-1981 - η μείωση όμως
Σέρβων ήταν κατά πολύ εντονότερη. Μια αύξηση στους αριθμούς παρατηρήθηκε
στην τελευταία δεκαετία ζωής της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας (1981-1991), και η
ένταση ήταν μεγαλύτερη στον Σερβικό πληθυσμό αρχικά και έπειτα στον Κροατικό.
Η αύξηση στους αριθμούς των Σέρβων και των Κροατών σε αυτή την δεκαετία
οφειλόταν πρώτιστος στις δηλώσεις εθνικότητας των αποκαλούμενων
«Γιουγκοσλάβων», ως Σέρβοι ή Κροάτες
Οι αλλαγές στον αριθμό των Γιουγκοσλάβων είναι πολύ ενδιαφέρουσες.
Αυτοί αυξήθηκαν απότομα σε αριθμό στη δεκαετία του 1960, και ήταν πιο

60
πολυάριθμοι στην απογραφή του 1981. Στην Κροατία υπήρξε μια ομάδα των
αποκαλούμενων «κρυμμένων Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι θεωρούσαν καλύτερο το να
δηλωθούν ως Γιουγκοσλάβοι, είτε από ανάγκη είτε από φόβο, δεδομένου το ότι ήταν
πολύ ασφαλέστερο και πιο άνετο για αυτόν να είναι Γιουγκοσλάβος (έως το 1991),
από το να είναι Σέρβος. Έχοντας κατά νου αυτό αλλά και το γεγονός ότι οι Σέρβοι
ήταν πολύ αγχωμένοι στο να κρατήσουν την Γιουγκοσλαβία ενωμένη, αλλά και ότι
πολλοί προήλθαν από μικτούς γάμους, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ένας μεγάλος
αριθμός των Γιουγκοσλάβων της Κροατίας (περίπου 66%) ήταν Σερβικής καταγωγής.
Όταν συνέβη το παραπάνω γεγονός, το έτος 1981, υπήρχαν 782.000 ή 17% Σέρβοι
στο συνολικό πληθυσμό της Κροατίας.
Μπορεί να διαπιστωθεί, ότι από τον συνολικό αριθμού των Σέρβων που ζουν
στο έδαφος της πρώην SR της Κροατίας, περίπου 15% ζουν στη βορειοδυτική
Δαλματία, περίπου 10% στην Lika και το Gorski Kotar, ένα τρίτο στην Slavonija,
Baranja και το δυτικό Srem, ένα πέμπτο στο Kordun και στην Banija, και ένα πέμπτο
σε άλλα μέρη της Κροατίας. Η χειρότερη κατάσταση είναι στην Lika και στο Gorski
Kotar. Μόνο ένας μικρός αριθμός Σέρβων ζει εκεί, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι
χαμηλή και τα ποσοστά γήρατος είναι τα μεγαλύτερα. Η δυναμικότητα του Σερβικού
πληθυσμού στο Kordun και την Banija είναι και εκεί μάλλον δυσμενής. Η ίδια
κατάσταση επικρατεί σε όλη την εθνική περιοχή των Σέρβων στην πρώην SR της
Κροατίας. Η μεγαλύτερη αύξηση στον αριθμό των Σέρβων λαμβάνει χώρα στα
αποκαλούμενα «άλλα μέρη της Κροατίας», δηλαδή στα μεγάλα αστικά κέντρα στα
οποία αγροτικοί Σέρβικοι πληθυσμοί μετανάστευσαν σε αναζήτηση μιας καλύτερης
ζωής. (Strahinja Kurdulija, 1994:99)
Δημογραφικές Τάσεις και ο Αριθμός των Σέρβων
Ο αριθμός Σέρβων στην πρώην SR της Κροατίας εξαρτάται από τη φυσική
αύξηση (αναπαραγωγή), τις μεταναστεύσεις (ισορροπία της μετανάστευσης), και τη
διαδικασία της αφομοίωσης. Αυτές οι δημογραφικές διεργασίες συσχετίζονται με τη
διαδικασία της γήρανσης πληθυσμών, των οικονομικών συνθηκών , του πολιτισμού,
των πολιτικών καταστάσεων και της ασφάλειας που νιώθουν οι πληθυσμοί. Για τους
Σέρβους της Κροατίας υπάρχουν τρεις πρόσθετοι παράγοντες: δολοφονίες για
εθνικούς και πολιτικούς λόγους, απελάσεις και εξαναγκαστική αφομοίωση.
Το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης στο μεγαλύτερο μέρος της εθνικής
περιοχής των Σέρβων στην Κροατία, είναι κάτω του μετρίου. Το 1981, ένα ποσοστό
66,8% των Σέρβων στην Κροατία ζούσαν στους δήμους στους οποίους το μέσο κατά
κεφαλήν εισόδημα ήταν κάτω από το μέσο της Κροατίας, και ένα ποσοστό 62,5% σε
όσους δήμους το επίπεδο αστικής ανάπτυξης ήταν κάτω του μέσου όρου. Το 1981,
34,9% του συνολικού αριθμού των Σέρβων στην Κροατία ήταν στις δύο χαμηλότερες
εισοδηματικά ομάδες πληθυσμού, και μόνο το 13,6% στις δύο υψηλότερες
εισοδηματικά ομάδες. Για το υπόλοιπο του πληθυσμού της Κροατίας, οι αντίστοιχοι
αριθμοί ήταν 14,7% και 30,9%. Το 1981, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Σέρβων
στην Κροατία ήταν 98.906 Δηνάρια ή 13,7% λιγότερο από το μέσο όρο της Κροατίας
και λιγότερο από το μέσο όρο των Κροατών της Κροατίας. Το ίδιο έτος, οι Σέρβοι της
Κροατίας είχαν το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ όλων των εθνικών
ομάδων στην χώρα. Το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της
εθνικής περιοχής των Σέρβων προέκυψε από τις κακές φυσικές συνθήκες και τις
ιστορικές περιστάσεις, και επίσης από τις συγκριτικά χαμηλές επενδύσεις για την
οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
(Jovan Ilic, 2001)

61
Η φυσική αύξηση των Σέρβων στην Κροατία ήταν 17.6% το 1950, 10.0%
κατά μέσο όρο στην περίοδο 1957-1960, 5.0% την περίοδο 1970-1974, και 2.5%
κατά την περίοδο 1980-1985. Οι αντίστοιχες τιμές για το μη-Σερβικό πληθυσμό στην
Κροατία ήταν 15.5%, 12.6%, 4.5%, και 2.9%. Για τους Κροάτες στην Κροατία το
φυσικό ποσοστό αύξησης ήταν 9.0% το 1961, 4.5% το 1971 και 3.1% το 1981. Με
αριθμούς, η φυσική αύξηση των Σέρβων στην Κροατία ήταν 9949 το 1950, 6699
(μέσος όρος) στην περίοδο 1957-1960, 3042 στην περίοδο 1970-1974, και 1264 στην
περίοδο 1980-1985. Τέσσερα έτη αργότερα (1989), τα ποσοστό φυσικής αύξησης
ήταν αρνητικά σε 20 από τους 24 δήμους της Κροατίας στην οποία οι Σέρβοι
αποτελούσαν συνήθως την πλειοψηφία. (Kočović, 1990)
Βάσει των ανωτέρω στοιχείων τα ακόλουθα συμπεράσματα μπορούν να
συναχθούν τα εξής συμπεράσματα:
α) Οι διαφορές στα φυσικά ποσοστά αύξησης του Σερβικού και μη-
Σερβικού/Κροατικού πληθυσμού στην Κροατία είναι ασήμαντες
β) Η φυσική αύξηση ολόκληρου του πληθυσμού στην Κροατία συνέχισε να
μειώνεται μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σήμερα, είναι πιθανών
αρνητικός, ειδικά μεταξύ των Σέρβων
γ) Οι βιολογικές απώλειες του πληθυσμού είναι ευρείες στην εθνική περιοχή
των Σέρβων.
Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διαδικασίες μεταναστεύσεων
από τα χωριά στις πόλεις και από αγροτικούς σε μη-αγροτικούς προορισμούς ήταν
μάλλον εντατικές στη Γιουγκοσλαβία. Η ένταση αυτών των διαδικασιών στην
Κροατία ήταν επάνω από το μέσο όρο δεδομένου ότι οι διαδικασίες της
εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης ήταν επίσης επάνω από τον Γιουγκοσλαβικό
μέσο όρο. Το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της Σερβικής
εθνικής περιοχής στην Κροατία έκανε τον πληθυσμό να μετακινηθεί στα μεγαλύτερα
αστικά και βιομηχανικά κέντρα της Κροατίας και άλλα μέρη της πρώην
Γιουγκοσλαβίας. Αυτό ήταν ο λόγος για τον οποίο ο αριθμός Σέρβων ήταν
υψηλότερος στην αποκαλούμενη ζώνη της διασποράς, δηλαδή στις κροατικές πόλεις.
Το μεγαλύτερο μέρος της εθνικής περιοχής των Σέρβων, υπόκειντο στην
διαδικασία της μηχανικής αποπληθυσμιοποίησης (μεταναστεύσεις). Αυτό σημαίνει
ότι ολόκληρη η εθνική περιοχή των Σέρβων στην πρώην SR της Κροατίας υπέστη μια
ευρεία αποψίλωση του πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού ήταν επίσης υψηλή.
Η δημογραφική κατάσταση του Σερβικού πληθυσμού στο έδαφος της πρώην SR της
Κροατίας ήταν δυσμενής. Είναι εμφανές από τα στατιστικά στοιχεία, ότι οι
μεταναστευτικές ροές του πληθυσμού στην πρώην Γιουγκοσλαβία επηρεάστηκαν
πολύ από εθνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Τα μέλη μερικών εθνοτήτων
κινήθηκαν συνήθως προς τις εγχώριες περιοχές ενισχύοντας την εκεί εθνική
ομοιογένεια. Παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό αριθμό των Κροατών που
κινήθηκαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη (146.045 σύμφωνα με τα στοιχεία του 1981),
το 89,1% πήγε στην Κροατία. Η ίδια μεταναστευτική διαδικασία ήταν
χαρακτηριστική και μεταξύ των Σέρβων. Από τους 266.625 Σέρβους που
μετακινήθηκαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το 77,1% πήγε στη Σερβία. (Statistical
Yearbooks of Yugoslavia for 1983-1991 (Belgrade: SZS)).Η ισορροπία της
μετανάστευσης των Σέρβων στην Κροατία και σε άλλες Γιουγκοσλαβικές
δημοκρατίες παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα. Ο αριθμός αυτών των
μεταναστών προήλθε από την κατηγορία «τόπος γέννησης» στις απογραφές
πληθυσμών.

62
Πίνακας 8: Ισορροπία της μετανάστευσης (Statistički bitten 206, Novi Sad,
1991.)

1948 1961 1971 1981

Σέρβοι μετανάστες προς την 28,919 61,687 84,917 77,351


Κροατία

Σέρβοι μετανάστες από την 127,233 144,988 145,855 137,539


Κροατία

Ισορροπία - 98,314 - 83,301 - 60,938 - 60,188

Εικόνα 4 : Αποδημητικές και Μεταναστευτικές ροές προς την Δημοκρατία της


Κροατίας

Ο πίνακας 8 δείχνει ότι η μεταναστευτική ισορροπία είναι εμφανώς αρνητική.


Κατά μέσο όρο, οι Σέρβοι που κινήθηκαν προς την Κροατία ήταν 2,2 φορές λιγότεροι
από αυτούς που κινήθηκαν εκτός αυτής Οι Σέρβοι που κινήθηκαν προς την Κροατία
προήλθαν κυρίως από Βοσνία-Ερζεγοβίνη (περίπου 60% σύμφωνα με την απογραφή

63
του 1981), και οι Σέρβοι που κινήθηκαν από την Κροατία πήγαιναν συνήθως στη
Σερβία (περίπου 88% του συνόλου), κυρίως στην Κεντρική Σερβία (51,6% στο
Βελιγράδι και τα περίχωρα) και την Βοϊβοντίνα (36,1%).
Η Εθνική Πτυχή των Μεταναστεύσεων που Ξεπέρασε σε Σημαντικότητα τους
Οικονομικούς Λόγους
Η εθνική πτυχή των μεταναστεύσεων ήταν και πραγματική και σημαντική.
Όσον αφορά τους Σέρβους της Κροατίας, οι τάσεις για μεταναστεύσεις εντάθηκαν
μετά από το 1990 όταν ξέσπασαν οι σοβινιστικοί εθνικισμοί και η Σερβοφοβία στην
Κροατία.
Η αφομοίωση του ορθόδοξου πληθυσμού, δηλ. μετατροπή των Σέρβων σε
Καθολικούς/Κροάτες στο έδαφος της πρώην SR της Κροατίας συνεχίζεται εδώ και
αιώνες. Ουσιαστικά άρχισε κατά τον 11ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός χωρίστηκε
στη Δυτική εκκλησία και την Ανατολική εκκλησία Η διαδικασία ήταν εντατικότερη
στην περιοχή της Αδριατικής, έπειτα στις περιοχές Lika, Gorski Kotar, Slavonija, και
στην Κροατική περιφέρεια όπου ομιλείται η διάλεκτος kajkavian. Ήταν λίγο πολύ
αυθόρμητη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και μόνιμα ενθαρρυμένη
από την Καθολική Εκκλησία και τους Κροάτες εθνικιστές και σοβινιστές. Εντούτοις,
στις περιόδους γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε η πιο σκληρή και ισχυρή αφομοίωση .
Σύμφωνα με μια εκτίμηση περίπου 240.000 Σέρβοι μετατράπηκαν σε Καθολικούς
κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Σε πιο πρόσφατη περίοδο
(1990-1994), σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης της Συνθήκης των Σεβρών στο
Βελιγράδι και των ιερέων της Σερβικής Ορθόδοξης εκκλησίας, χιλιάδες παιδιά
Σέρβων προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό.
Αυτή τη στιγμή, ο αριθμός Σέρβων σε μερικά μέρη της πρώην SR της
Κροατίας και μερικές Κροατικές πόλεις δεν είναι γνωστός. Είναι γνωστό ότι
μειώνονται σε αριθμό μετά από την απόσχιση της Κροατίας. Πολλοί Σέρβοι
σκοτώθηκαν και συσσωρεύτηκαν κατά χιλιάδες στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, και σε
άλλες χώρες. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου του γραφείου των στατιστικών της
Δημοκρατίας της Σερβίας στις 20 Σεπτεμβρίου 1999, 321.868 πρόσφυγες από την
Κροατία, την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και τη Σλοβενία καταγράφηκαν από τα κέντρα
υποδοχής προσφύγων στη Σερβία. Από αυτόν τον αριθμό, 186.911 ή το 58,1%
προήλθαν από την Κροατία. Ήταν Σέρβοι. Ο αριθμός προσφύγων, δηλαδή οι
εξορισμένοι, είναι πολύ μεγαλύτερος δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς βρήκαν
καταφύγιο στα σπίτια των συγγενών και των φίλων τους. Ο αριθμός των Σέρβων στο
έδαφος της πρώην SR της Κροατίας μειώθηκε περισσότερο από 50% κατά τη
διάρκεια μόνο ενάμιση έτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής για τα
εγκλήματα Πολέμου και τα εγκλήματα Γενοκτονίας της Ενωμένης και
Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και το Κέντρο Πληροφόρησης της Συνθήκης των
Σεβρών στο Βελιγράδι, περισσότεροι από 300.000 Σέρβοι εξορίστηκαν από τη
Δημοκρατία της Κροατίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν από το
γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Β. Β. Galli , 251.000 Σέρβοι εξορίστηκαν
από τη Δημοκρατία της Κροατίας. Υπάρχουν κάποιες πληροφορίες ότι μόνο το 20%
του συνολικού αριθμού των Σέρβων που είχαν ζήσει στο έδαφος της πρώην SR της
Κροατίας πριν από τον πόλεμο (πριν από το 1991 δηλαδή) παρέμεινε εκεί.
Το «αποτέλεσμα» της φυλετικής κάθαρσης εναντίων των Σέρβων μετά το
1991 ήταν πολύ πιο επιτυχημένο από αυτό που παρήγαγε το ανεξάρτητο κράτος των
Ustashi της Κροατίας κατά το 1941-1945.

64
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΣΝΙΑΣ

Η περίοδος μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο


Οι αλλαγές στην εθνοδημογραφική δομή του πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μπορούν να καθοριστούν
βάσει των έξι απογραφών κατά την περίοδο 1948-1991. Ο αυτοπροσδιορισμός βάσει
της εθνικής προέλευσης κάθε ατόμου ταξινομήθηκε ως «Λαός» και «Εθνική
Μειονότητα» στην πρώτη από αυτές τις απογραφές και ως «Λαός» και «Εθνικότητα»
στις τελευταίες. Τα πρόσωπα που πέθαιναν και δεν αυτοπροσδιορίζονταν εγγράφηκαν
επίσης. Δεν είναι δυνατό να συγκριθούν τα στοιχεία όσον αφορά την εθνική
προέλευση σε αυτές τις απογραφές δεδομένου ότι διαφορετικές μέθοδοι ταξινόμησης
εφαρμόστηκαν όσον αφορά τους μουσουλμάνους. Στην απογραφή του 1948,
καταχωρήθηκαν ως «Αναποφάσιστοι Μουσουλμάνοι», ενώ οι Μουσουλμάνοι που
αυτοπροσδιορίστικαν ως Σέρβοι, Κροάτες, ή άλλοι, εγγράφηκαν με τον ίδιο τρόπο.

65
Στην απογραφή του 1953, οι Μουσουλμάνοι εγγράφηκαν ως «Αναποφάσιστοι
Γιουγκοσλάβοι» όπως και μερικά πρόσωπα που δεν άνηκαν στην Μουσουλμανική
κοινότητα. Στην απογραφή του 1961, οι Μουσουλμάνοι αντιμετωπίστηκαν ως
«Εθνοτική Ομάδα», και στις απογραφές του 1971 έως 1991, ως ένας από τους έξι
συστατικούς Λαούς της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, έως το 1961, οι Μουσουλμάνοι
εγγράφονταν ουσιαστικά στη στήλη «Γιουγκοσλάβοι», και από τη δεκαετία του 1960
και έπειτα, το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον ήταν τέτοιο ώστε να επιτραπεί μια
στατιστική ενίσχυση της εθνικής ομογενειοποίησης των Μουσουλμάνων. Από τότε,
εκτός από την απογραφή του 1991, καμία ιδιαίτερη εθνική προέλευση δεν γίνονταν
κατανοητή υπό τον όρο «Γιουγκοσλάβοι» και τα πρόσωπα που δηλώθηκαν έτσι
τέθηκαν στην κατηγορία του εθνικά αναποφάσιστου. (Cvijić, Jovan, 1987) Όλα τα
παραπάνω αποδεικνύουν ότι οι απογραφές μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
προσφέρουν αρκετά περισσότερα στοιχεία όσον αφορά την εθνική δομή του
πληθυσμού, αλλά οι προαναφερθέντες περιορισμοί σε αυτές δείχνουν ότι είναι απλά
μια στατιστική άποψη που εξαρτάται πολύ από τη θέση και τις σχέσεις στην
κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη κάθε εθνικής κοινωνίας, και της διοικητικής και
κρατικής οργάνωσής της.
Ο πόλεμος του 1941-1945 ήταν κρίσιμος για τις αλλαγές στον πληθυσμό και
την γεωγραφική κατανομή του στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, που καταγράφηκαν στις
απογραφές από το 1931 έως το 1948. Κακουχίες κατά την διάρκεια του πόλεμου,
δυσμενείς όροι για τη βιολογική αναπαραγωγή, έντονες εσωτερικές μεταναστεύσεις,
αποδημίες, ιδιαίτερα πολυάριθμοι πρόσφυγες, και άλλοι παράγοντες καθόρισαν τη
δημογραφική ανάπτυξη της περιοχής στο μέσο του 20ό αιώνα. Είναι επίσης
απαραίτητο να επισημανθεί ότι και τα δύο συστατικά της αύξησης των πληθυσμών
(ποσοστό θνησιμότητας και μετανάστευση) άσκησαν διαφορετική επίδραση επάνω
στους λαούς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι ευρέως γνωστό ότι στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά τη διάρκεια του
Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σερβικός πληθυσμός είχε τις μεγαλύτερες
απώλειες σε άτομα και υλικό. Οι Σέρβοι, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι ήταν τα θύματα
της γενοκτονίας που επιτελέστηκε στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας κατά την
περίοδο 1941 και 1945. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν σε μάχες στις οποίες το
ποσοστό του Σερβικού πληθυσμού ήταν το μεγαλύτερο εκφρασμένο και σε
απόλυτους και σε σχετικούς αριθμούς.
Ο κατάλογος θυμάτων του πολέμου του 1941-1945, που καταρτίστηκε το
1964, φυλάσσεται στο Ομοσπονδιακού Γραφείου Στατιστικής στο Βελιγράδι.
Περιέχει τα ονόματα 179.173 ατόμων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο που ξέσπασε
στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη την περίοδο εκείνη. Αυτός ο κατάλογος δεν είναι πλήρης. Η
εθνική δομή, σε αυτόν τον κατακερματισμένο κατάλογο των πολεμικών θυμάτων,
επιβεβαιώνει το γνωστό γεγονός ότι ο Σερβικός πληθυσμός είχε τις μεγαλύτερες
απώλειες σε αυτήν την περιοχή. Τα θύματα πολέμου στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη,
σύμφωνα με το προαναφερθέν απόσπασμα από την απογραφή, ήταν 72,1% Σέρβοι
(129.114), 16,5% μουσουλμάνοι (29.539), 4,4% Κροάτες (7850) και 7,0% άλλων
υπηκοοτήτων. (Ekmečić, Milorad, 1974:56)
Οι μεταναστευτικές ροές που υπέφεραν οι Σέρβοι λόγω του πολέμου είχαν το
μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των ροών. Ήδη από το 1941, ο Σερβικός
πληθυσμός έπαιρνε τις προσφυγικές οδούς συνήθως προς τη Σερβία και το
Μαυροβούνιο. Αυτό ήταν ένα μέρος του σχεδίου των φασιστικών δυνάμεων της
Γερμανίας και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (NDH) για να απελάσει
260.000 Σέρβους έτσι ώστε ένας αντίστοιχος αριθμός Σλοβένων να μπορεί να
εγκαταστήσει εκεί. Έτσι, ήδη μέχρι το τέλος του 1941, οι Γερμανικές εκθέσεις από τα

66
Βαλκάνια δήλωσαν ότι 110.000 Σέρβοι πρόσφυγες από το NDH πήγαν στη Σερβία.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, 100.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά διέφυγαν από το NDH
στη Σερβία κατά την περίοδο Μάιου-Αύγουστου 1941. Σύμφωνα με μερικές
εκτιμήσεις ο αριθμός τους ποικίλλει μεταξύ 200.000 και 400.000 προσφύγων.
Μερικές εκτιμήσεις δηλώνουν ότι 137.000 Σέρβοι εξορίστηκαν από την Βοσνία-
Ερζεγοβίνη. Συγχρόνως, υπήρχε ένα οργανωμένο από τους Ustashi μεταναστευτικό
κύμα Κροατών και Μουσουλμάνων από τις περιοχές ΠΓΔΜ, Κόσοβο, Βοϊβοντίνα,
και Σερβία, με σκοπό την ενίσχυση του εθνικού στοιχείου τους στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη.
Ένας μικρός αριθμός των Σέρβων προσφύγων της περιόδου 1941 και 1945
επέστρεψε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου, αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι είχε
και τεράστιες πολεμικές απώλειες, ήταν μάλλον δυσμενής για την περαιτέρω
δημογραφική αύξηση του Σερβικού πληθυσμού σε αυτήν την περιοχή. Λαμβάνοντας
υπόψη και την προγραμματισμένη επανεγκατάσταση που λάμβανε χώρα συνήθως
στον Σερβικό πληθυσμό από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη από το 1945 ως το 1948, οι
ζημίες που γίνονται στην δημογραφική δυνατότητα των Σερβικών πληθυσμών σε
αυτήν την περιοχή είναι προφανείς. Παραδείγματος χάριν, το 98% των μεταναστών
προς την Βοϊβοντίνα ήταν Σέρβοι και μόνο το 2% Κροάτες και Μουσουλμάνοι. Αυτό
ενίσχυσε το Σερβικό εθνικό στοιχείο στη Βοϊβοντίνα (κεντρική και νότια Bačka,
Banat, κ.τ.λ.), αλλά αυτή η μεταναστευτική ροή αδυνάτισε τις δυναμικές του
Σέρβικου πληθυσμού της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης κατά 70.000 άτομα. Ύστερα από
την προγραμματισμένη εποίκιση, σύμφωνα με τους γνωστούς νόμους των
μεταναστεύσεων, οι αποδημίες συνεχίστηκαν στην ίδια κατεύθυνση παρακινούμενες
από το εκπαιδευτικό σύστημα, την ανάγκη για εργασία, και άλλους λόγους.
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μουσουλμανικός
πληθυσμός από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη υπέστη μια βάναυση και έντονη
επανεγκατάσταση . Συμμετείχαν σε μικρότερη κλίμακα στις ροές προσφύγων
(παραδείγματος χάριν, από το Bjelovar και μερικά μέρη της Slavonija), αλλά
συμμετείχαν πολύ στις εσωτερικές επανεγκαταστάσεις, ειδικά από τα χωριά στις
πόλεις. Στις πόλεις, ιδιαίτερα στο Σαράγιεβο, πήγε μια μερίδα του Μουσουλμανικού
πληθυσμού από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Κόσοβο τα Μετόχια , και την ΠΓΔΜ
κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κατά συνέπεια, εκτός από τις πολύ μικρές απώλειες
πολέμου, ο αρνητικός αντίκτυπος των μεταναστεύσεων επάνω στον αριθμό και η
δημογραφική αύξηση του Μουσουλμανικού πληθυσμού στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη
στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν σημαντικός. Επίσης, στην
προγραμματισμένη αποίκιση μετά από τον πόλεμο και την αγροτική μεταρρύθμιση,
μια μερίδα των προσφύγων (muhadzir) που είχαν φύγει στην Κροατία επέστρεψαν
στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη (στις περιοχές Mostar, Doboj, Tuzla, και Banja Luka),
επιστροφή η οποία αποδείχθηκε ευνοϊκή για την εθνική ανάπτυξη των
Μουσουλμάνων. (Milena Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2001)
Στη δεκαετία του 1950, η διαδικασία της εκβιομηχάνισης, της αστικοποίησης
και της αποαγροτοποίησης στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε έντονη και άλλαξε πολύ τα
συστατικά της δημογραφικής αύξησης (φυσικές μετακινήσεις και μεταναστεύσεις). Η
σύγχρονη δημογραφική βιβλιογραφία δίνει έμφαση στην έντονη διαφοροποίηση της
φυσικής αναπαραγωγής και της κινητικότητας του πληθυσμού σύμφωνα με τις
υπηκοότητες στη Γιουγκοσλαβία, με ιδιαίτερο αντίκτυπο επάνω στις δυναμικότητες
των συνολικών πληθυσμών και τη διανομή των λαών και των εθνικών μειονοτήτων.
Η παλαιότερη καταγεγραμμένη επιρροή των μεταναστεύσεων στις εθνότητες
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, είναι από την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, και είναι
παρόμοια σε μεθόδους και κατευθύνσεις με τις σημερινές. Συγχρόνως, με την έντονη

67
διαδικασία της δημογραφικής μετάβασης που άρχισε στη δεκαετία του 1950 λόγω
του βιομηχανικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, εμφανίστηκαν διαφορές στα
ποσοστά αλλαγών στην αναπαραγωγή κατά εθνότητες. Έτσι, η διαφοροποιημένη
δημογραφική αύξηση κατά εθνότητες της πιο πρόσφατης περιόδου, μαζί με τις
προαιώνιες παρόμοιες τάσεις και τις συνέπειες του πολέμου και των γενοκτονιών του
Δευτέρου Παγκόσμιου Πόλεμου στις ηλικιακές δομές που αποτελούν το
δημογραφικό πλαίσιο της αναπαραγωγής ενός πληθυσμού, προκάλεσαν τις
αξιοπρόσεχτες αλλαγές στον αριθμό και το ποσοστό μερικών λαών στο σύνολο του
πληθυσμού σε αυτήν την περιοχή μετά από τη δεκαετία του '60.
Μεταναστεύσεις και Αλλαγές στην Εθνική Δομή
Οι απογραφές μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δείχνουν μια αύξηση
στον αριθμό του απόδημου πληθυσμού στο σύνολο του πληθυσμού, δηλ. έντονη
περιφερειακή κινητικότητα του πληθυσμού στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στην περίοδο
1961-1981, το μερίδιο του απόδημου πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό ανέβηκε
από 27,7% σε 32,2%, συνεπεία των εκτεταμένων τοπικών και περιφερειακών
μεταναστευτικών οδών. Το 1981, εκείνοι που μετανάστευσαν μέσα στον ίδιο δήμο
ήταν το 44,1%, και εκείνοι που πήγαν σε άλλους δήμους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης
αποτελούσαν το 44,4% επί του συνολικού απόδημου πληθυσμού. Αυτές οι
μετακινήσεις μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υποκίνησαν ιδιαίτερες
εσωτερικές επανεγκαταστάσεις πληθυσμών. Αφ' ενός, το αποτέλεσμα αυτών των
επανεγκαταστάσεων ήταν η απώλεια του πληθυσμού των αγροτικών οικισμών και
των ορεινών περιοχών, ειδικά στις καρστικές περιοχές της δυτικής Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης που κατοικούνταν κυρίως από Σερβικούς πληθυσμούς. Αφ' ετέρου,
υπήρξε μια τάση του πληθυσμού για να συγκεντρωθεί στην κεντρική Βοσνία, το
αναπτυγμένο αστικό και βιομηχανικό μέρος της Δημοκρατίας, και στη βόρεια
επίπεδη περιοχή που ήταν κατάλληλη για όλα τα είδη δραστηριοτήτων και για
αύξηση του πληθυσμού. Αυτή η τάση βασίστηκε στις διαφορές που είχαν οι
προαναφερθείσες περιοχές σε φυσικούς όρους και τους πόρους, καθώς επίσης και
στην έννοια της οικονομικής και αστικής ανάπτυξης. Αυτό ήταν ο λόγος για τον
οποίο οι κατευθύνσεις των εσωτερικών μεταναστεύσεων άσκησαν εκλεκτικές
επιδράσεις επάνω στον συνολικό πληθυσμό.
Ο προαιώνιος μεταναστευτικός χαρακτήρας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είχε
την μέγιστη εκδήλωση του μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε όλες τις
μεταπολεμικές απογραφές, αυτή η Δημοκρατία, μαζί με το Μαυροβούνιο και την
ΠΓΔΜ, είχε μια αρνητική μεταναστευτική ισορροπία, δηλ. η αποδημία ξεπέρασε την
μετανάστευση. Συγχρόνως, οι μεταναστευτικές ροές από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι
μετατοπίσεις πληθυσμών μεταξύ των δημοκρατιών και οι αποδημίες στο εξωτερικό
που έγιναν εντονότερες, καθώς και η διαφοροποιούμενη φύση των μεταναστεύσεων
κατά οικονομικών, εθνικών, ηλικιακών δομών και σεξουαλικών χαρακτηριστικών
γνωρισμάτων, έδωσαν εντελώς νέα χαρακτηριστικά στην χώρα.
Με βάση την απογραφή και τα σημαντικά στατιστικά στοιχεία, η αύξηση του
συνολικού πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν 1.559.948 άτομα στην περίοδο
1948-1981. Στην ίδια περίοδο, η φυσική αύξηση ήταν 2.108.906 άτομα, και η
μεταναστευτική ισορροπία ήταν αρνητική κατά -548.958 άτομα. Αυτό δείχνει ότι
σχεδόν ένα πέμπτο της φυσικής αύξησης ήταν ίσο με την αποδημία σε αυτήν την
περίοδο. Η αρνητική μεταναστευτική ισορροπία αυξήθηκε σε απόλυτες τιμές πριν
από το 1971: το 1948-1953 ήταν -35.270, το 1953-1961 ήταν -164.130, το 1961-1971
ήταν -215.955 και το 1971-1981 ήταν -133.603 άτομα. Σύμφωνα με τις
μεταπολεμικές απογραφές, ο αριθμός των αποδήμων ήταν τρεις έως τέσσερις φορές

68
μεγαλύτερος από τον αριθμό μεταναστών μέσα στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από το
1948 ως το 1981, η είσοδος μεταναστών αυξήθηκε από 2.1% σε 3.4%, το ποσοστό
αποδημίας από 8.2% σε 14.2%, ενώ η ισορροπία μετανάστευσης ήταν αρνητική, -
3.92% μέχρι -4.13%. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981 υπήρξαν 141.330
μετανάστες στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη από άλλες Δημοκρατίες, ενώ ο αριθμός
αποδήμων σε άλλες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας ήταν 583.602 άτομα, το οποίο
δημιούργησε την αρνητική ισορροπία της μετανάστευσης, δηλαδή -442.272 ατόμων.
Αυτό δείχνει ότι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη μετατράπηκε κυρίως σε μια περιοχή εξαγωγής
μεταναστών στην περίοδο μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. (Milena
Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2001

Πίνακας 9: Ρυθμοί μετανάστευσης, αποδημίας και ισορροπίας της


μετανάστευσης κατά εθνικότητες στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη κατά το 1961-
1981(Statistical Calendar for 1991 (Belgrade. SZS, 1991))

Εθνότητα Ποσοστά Ποσοστά Αποδημίας Ισορροπία της


Μετανάστευσης μετανάστευσης

1961 1971 1981 1961 1971 1981 1961 1971 1981

Σύνολο 3.1 3.3 3.4 9.7 12.3 14.2 -3.19 -3.72 -4.13

Μαυροβούνιοι 59.7 53.0 51.6 45.2 58.9 53.9 1.32 -1.11 -1.05

Κροάτες 4.2 3.6 1.9 8.3 17.8 19.3 -1.98 -4.91 -5.95

Σκοπιανοί 59.9 61.8 52.1 51.9 111.2 98.8 1.15 -1.79 -1.59

Μουσουλμάνοι 0.6 1.4 1.6 0.6 1.3 1.8 1.00 1.03 -1.08

Σλοβένοι 53.6 53.1 53.5 75.8 137.2 125.9 -1.41 -2.58 -2.36

Σέρβοι 6.1 3.7 3.6 13.4 19.4 20.2 -3.64 -4.79 -5.51

Αλβανοί 67.4 60.9 63.7 31.3 113.0 90.1 1.81 -1.84 -1.41

Βούλγαροι 58.0 29.6 7.2 41.1 95.1 28.3 1.41 -3.21 -3.90

Ούγγροι 61.1 68.4 69.2 85.4 94.5 83.7 -1.33 -1.38 -1.20

Τσιγγάνοι 4.2 6.6 7.2 8.6 11.6 7.2 -2.20 -1.75 1.00

Ρουμάνοι 54.9 25.9 20.2 37.7 38.9 33.4 1.76 -1.46 1.65

Σλοβάκοι 42.6 50.8 40.3 73.9 60.2 36.8 -1.73 -1.18 1.09

Τούρκοι 21.5 52.4 66.4 56.1 124.3 106.8 -2.60 -2.37 -1.46

Γιουγκοσλάβοι 2.1 12.8 7.5 3.0 26.1 17.6 -1.43 -2.03 -2.34

69
Οι κατευθύνσεις των σύγχρονων μεταναστευτικών ροών μεταξύ της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης και των άλλων ομοσπονδιακών μονάδων, καθώς και η συμμετοχή του
πληθυσμού σε αυτές σύμφωνα με τις υπηκοότητες, διαφέρουν πολύ. Οι απογραφές
από το 1961 ως το 1981 παρουσίασαν έντονη περιφερειακή κινητικότητα του
Σερβικού και Κροατικού πληθυσμού σε σχέση με τον Μουσουλμανικό πληθυσμό της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Έτσι, μεταξύ των Σέρβων και των Κροατών υπήρξαν πέντε
φορές περισσότεροι μετανάστες που κινήθηκαν έξω από αυτήν την Δημοκρατία, από
αυτούς που μετανάστευσαν μέσα σε αυτή, και το ίδιο πράγμα ισχύει για τα πρόσωπα
που κηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι. Με τους Μουσουλμάνους, η αναλογία των
απόδημων με τους μετανάστες ήταν σχεδόν ίση, με εμφανή θετική ισορροπία
μετανάστευσης έως το 1981. Το 1961, η αναλογία μεταναστών - απόδημων ήταν:
Σέρβοι 51.590 : 188.106 - Κροάτες 30.036 : 59.724 - Μουσουλμάνοι 5622 : 5603. Το
1971, η αναλογία μεταναστών - απόδημων ήταν: Σέρβοι 52.345 : 250.849, Κροάτες
28.053 : 137.997 Μουσουλμάνοι 21.450 : 20.684. Οι διαφορές ήταν ακόμη
περισσότερο εμφανείς το 1981, όταν η αναλογία των μεταναστών - αποδήμων ήταν:
Σέρβοι 48.304 : 266.637 - Κροάτες 24.515 : 146.045 - Μουσουλμάνοι 26.895:
29.081. (Cvijić, Jovan, 1987)
Η Σερβία και η Κροατία ήταν οι συχνότεροι προορισμοί των απόδημων από
την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στην απογραφή του 1981 φαίνεται ότι, 538.602 άτομα
αποδήμησαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, από τα οποία 261.853 ή 48,6% πήγαν στη
Σερβία και 228.843 ή 42,5% στην Κροατία. Μόνο 33.530 ή 6,2% αποδήμησαν στη
Σλοβενία. Οι κατευθύνσεις των σύγχρονων και προηγούμενων αποδημητικών
ρευμάτων από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη διαφέρουν κατά εθνική προέλευση. Οι Σέρβοι
είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή και απόλυτα και σχετικά ποσοστά στις αποδημίες από
άλλες εθνικότητες σε αυτήν την Δημοκρατία.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, μεταξύ εκείνων που αποδήμησαν από
την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 266.625 ή 49,5% ήταν Σέρβοι και 146.045 ή 27,1%
Κροάτες. Οι Μουσουλμάνοι, ως ο πιο πολυάριθμος πληθυσμός της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης, συμμετείχαν στις αποδημίες από αυτήν την Δημοκρατία με μόνο 5,4%
(29.081 άτομα) κάτι που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνέβαλε στην έντονη
επέκταση των πληθυσμών τους μετά από τη δεκαετία του 1960. Εντούτοις, τα
πρόσωπα που αυτοπροσδιορίστικαν ως Γιουγκοσλάβοι αποτελούσαν το 10,8% του
συνολικού πληθυσμού απόδημων από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη (58.383 άτομα) και οι
προορισμοί τους ήταν η Κροατία (49,7%) και η Σερβία (42,1%). Από τους Σέρβους
που αποδήμησαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το 77,1% πήγε στη Σερβία (45,7% στη
Βοϊβοντίνα, 31,0% στην κεντρική Σερβία, και μόνο 0,4% στο Κόσοβο και τα
Μετόχια), ενώ το 17,6% πήγε στην Κροατία και το 4,3% στη Σλοβενία. Από τον
συνολικό αριθμό των Κροατών που μετανάστευσαν από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη,
89,1% πήγαν στην Κροατία, 7,4% στη Σερβία, 3,1% στη Σλοβενία, και ένας
ασήμαντος αριθμός σε άλλες δημοκρατίες. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι
κατευθύνσεις των μουσουλμανικών αποδημιών από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη
οδήγησαν κυρίως στην Κροατία (45,5%), τη Σλοβενία (27,9%), και τη Σερβία
(21,1%), και λιγότεροι πήγαν στο Μαυροβούνιο (2.8%) και την ΠΓΔΜ (2,7%).

70
Πίνακας 10: Αποδημία του Πληθυσμού από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Απογραφή του 1981 (Statistical Calendar for 1991 (Belgrade. SZS, 1991))

Μετανάστευση Πληθυσμιακή Αποδημία από την Βοσνία Ερζεγοβίνη


πληθυσμού
προς: Σύνολο Σέρβοι Κροάτες Μουσουλμ. Γιουγκοσλ. Άλλοι

Σύνολο 538,602 266,625 146,045 29,081 58,383 38,468

Δημοκρατία 261,853 205,542 10,870 6,144 24,608 14,689


της Σερβίας

Κεντρική 111,828 82.646 2,973 4,062 14,845 7.302


Σερβία

Βοϊβοντίνα 145,010 121,726 7,833 1,200 9,711 4,540

Κόσοβο και 5,015 1,168 64 882 52 2,849


Μετόχια

Κροατία 228,843 46,853 130,135 13,221 29,010 9,624

ΠΓΔΜ 4,896 874 174 787 213 2,848

Σλοβενία 33.530 11,368 4,456 8,114 3,108 6,484

Μαυροβούνιο 9,480 1,988 410 815 1,444 4,823

Ποσοστά επί της % ανά εθνότητα

Σύνολο 100.0 100.0 100.0 100.0 100.0 100.0

Δημοκρατία 48.6 77.1 7.4 21.1 42.1 38.2


της Σερβίας

Κεντρική 20.8 31.0 2.0 14.0 25.4 19.0


Σερβία

Βοϊβοντίνα 26.9 45.7 5.4 4.1 16.6 11.8

Κόσοβο και 0.9 04 0.0 3.0 0.1 7.4


Μετόχια

Κροατία 42.5 17.6 89.1 45.5 49.7 25.0

ΠΓΔΜ 0.9 0.3 0.1 2.7 0.4 7.4

Σλοβενία 6.2 4.3 3.1 27.9 5.3 16.9

Μαυροβούνιο 1.8 0.7 0.3 2.8 2.5 12.5

71
Ποσοστά επί της % ανά Δημοκρατία

Σύνολο 100.0 49.5 27.1 5.4 10.8 7.2

Δημοκρατία 100.0 78.5 4.2 2.3 9.4 5.6


της Σερβίας

Κεντρική 100.0 73.9 2.7 3.6 13.3 6.5


Σερβία

Βοϊβοντίνα 100.0 83.9 5.4 8.3 6.7 3.1

Κόσοβο και 100.0 23.3 1.3 17.6 1.0 56.8


Μετόχια

Κροατία 100.0 20.5 56.9 5.8 12.7 4.1

ΠΓΔΜ 100.0 17.9 3.6 16.1 4.3 58.1

Σλοβενία 100.0 33.9 13.3 24.2 9.3 19.3

Μαυροβούνιο 100.0 21.0 4.3 8.6 15.2 50.9

Εικόνα 4 : Αποδημητικές και Μεταναστευτικές ροές προς την Δημοκρατία της


Βοσνίας

72
Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι αποδημητικές τάσεις των
Σέρβων από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη είχαν κατεύθυνση προς τη Σερβία, ενώ των
Κροατών προς την Κροατία. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι Μουσουλμάνοι από
όλα τα Βαλκάνια έχουν μεταναστεύσει προς την Βοσνία. Στις τελευταίες δεκαετίες,
αυτό φανερώθηκε με την κατεύθυνση της νεολαίας από τους δήμους της νοτιοδυτικής
Σερβίας και του βορειοανατολικού Μαυροβουνίου (Novi Pazar, Sjenica, Tutin, Nova
Varos, Rozaje, Ivangrad) στο Σαράγιεβο και άλλες πόλεις της Βοσνίας για
εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους. Έχουν υπάρξει προφανώς ισχυρές τάσεις
προς το να δημιουργηθούν εθνικά ομοιογενείς περιοχές στη Γιουγκοσλαβία όπου οι
μεταναστεύσεις έχουν έναν βασικό ρόλο. Αυτό περιλαμβάνει επίσης παράγοντες
όπως η φυσική κινητικότητα του πληθυσμού από αυτές τις περιοχές όχι για
οικονομικούς ή δημογραφικούς λόγους άλλα για πολιτιστικούς, ψυχολογικούς, και
πολιτικούς λόγους. Η έντονη αποδημία του Σερβικού και Κροατικού πληθυσμού σε
σχέση με τον Μουσουλμανικό πληθυσμό και τη μετανάστευση των Μουσουλμάνων
προς την Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών
προκάλεσε, μαζί με τις διαφορές στη φυσική αύξηση του πληθυσμού και τις
συνέπειες των προηγούμενων δημογραφικών εξελίξεων, αλλαγές στην εθνική δομή
της περιοχής μετά από τη δεκαετία του 1960. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι η
ενίσχυση του Μουσουλμανικού πληθυσμού έναντι του Σερβικού και Κροατικού
πληθυσμού.
Ακόμα, οι γρήγορες αλλαγές στην εθνική δομή του πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης της δεκαετίας του 1960, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1961-1971, δεν
μπορούν να εξηγηθούν μόνο από τους δημογραφικούς όρους και παράγοντες. Είναι
απαραίτητο να καταδειχτεί ο εμφανής αντίκτυπος του πολιτικού κλίματος της
περιόδου, το οποίο επέτρεψε στους Μουσουλμάνους να αυτοπροσδιοριστούν ως
εθνοτική ομάδα, κάτι το οποίο είχαν σαν συνέπεια μια ξαφνική αύξηση στους
αριθμούς των Μουσουλμάνων στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά την περίοδο 1961-
1971.

Η Φυσική Αναπαραγωγή του Πληθυσμού και των Αλλαγών στην Εθνική


Διαστρωμάτωση

Οι αλλαγές στα φυσικά συστατικά που επηρεάζουν την αύξηση των


πληθυσμών (ποσοστά γεννήσεων, γονιμότητας, θνησιμότητας, φυσικής αύξησης
πληθυσμών) ήταν αργές στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη πριν από τη δεκαετία του '60. Στην
περίοδο 1951-1961, οι γεννήσεις ανά πληθυσμό 1000 ατόμων μειώθηκαν από 33,9
έως 32,8 ενώ οι θάνατοι ανά πληθυσμό 1000 ατόμων μειώθηκαν από 17,0 έως 8,9.
Στη δεκαετία του 1960, οι κεντρικές και οι βόρειες περιοχές της Βοσνίας, στις οποίες
το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η υψηλή συγκέντρωση Μουσουλμανικών πληθυσμών,
έχει ρυθμούς γεννήσεων 30% (οι περιφέρειες της Zenica και Birčane ακόμα και πάνω
του 40%). Τα μέρη της Ερζεγοβίνης που κατοικούνταν κυρίως από Σέρβικους
πληθυσμούς είχαν ρυθμούς γεννήσεων κάτω από 25.0%. Μετά από τη δεκαετία του
1960, η φυσική αναπαραγωγή στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη πήρε μια διαφορετική
μορφή, και στην περίοδο 1971-1989, τα ποσοστά γέννησης μειώθηκαν κάτω του
22.0%, σε 14.1%, και τα φυσικά ποσοστά αύξησης από 15.4% σε 8.1%. Η
εκτεταμένη αναπαραγωγή μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μειώθηκε σε
ένα σταθερό ποσοστό αναπαραγωγής στη δεκαετία του 1970 και μετά από αυτήν,
μειώθηκε στο επίπεδο ανεπαρκούς φυσικής αναπαραγωγής. Αυτό δεν εξασφαλίζει
την κανονική φυσική αναπαραγωγή του πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

73
Οι τάσεις στη φυσική αναπαραγωγή του πληθυσμού ήταν πάρα πολύ
διαφορετικές ανά εθνότητες. Η φυσική αναπαραγωγή άλλαξε γρηγορότερα μεταξύ
των Σέρβων και των Κροατών απ'ό,τι μεταξύ των Μουσουλμάνων. Αυτό
επιβεβαιώνεται από μερικούς δείκτες των φυσικών τάσεων του πληθυσμού ανά
εθνότητες. Το 1953, στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη το ποσοστό γέννησης του Κροατικού
πληθυσμού ήταν 34.9%, του Σερβικού πληθυσμού 36.9%, και του Μουσουλμανικού
πληθυσμού 45.8%. Το 1961, το ποσοστό γέννησης του Σερβικού πληθυσμού ήταν
26.6%, του Κροατικού 33.9%, και των Μουσουλμανικών πληθυσμών 40.6%. Έως το
1981, ο ρυθμός γεννητικότητας των Σέρβων μειώθηκε στο 14.8%, των Κροατών στο
15.8%, και των Μουσουλμάνων στο 21.0%. Στην περίοδο 1961-1981, οι αλλαγές στα
ποσοστά θνησιμότητας των Σέρβων ήταν ασήμαντες (7.2% - 7.1%), των Κροατών
(9.1% - 6.9%), και των Μουσουλμάνων (11.1% - 6.2%). Οι ανωτέρω αλλαγές στα
ποσοστά γέννησης και θνησιμότητας οδήγησαν σε αλλαγές στην φυσική αύξηση των
πληθυσμών των Σέρβων, Κροατών και Μουσουλμάνοι στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη μετά
από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. (45) Το 1961, το φυσικό ποσοστό αύξησης των
πληθυσμών ήταν: Σέρβοι 19.6%, Κροάτες 24.8%, και Μουσουλμάνοι 29.5%. Έως το
1981, η φυσική αύξηση των Σέρβων μειώθηκε σε μόνο 7.7%, των Κροατών σε 8.9%,
και των Μουσουλμάνων σε 14.8%. Οι ρυθμοί γεννητικότητας, θανάτων και φυσικής
αύξησης του πληθυσμού και οι αλλαγές ανά εθνότητα στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχουν
προκύψει από τις διαφορές στο επίπεδο και την τάση της φυσικής
αναπαραγωγικότητας και τη γήρανση στις τελευταίες δεκαετίες.

Πίνακας 11: Γεννήσεις, Θάνατοι και φυσικός ρυθμός αύξησης των Σέρβων,
Κροατών και Μουσουλμάνων στην Βοσνία κατά τα έτη 1961, 1971 και 1981

Σέρβοι Κροάτες Μουσουλμάνοι

Γεννήσεις ανά 1000 άτομα

1961 26.6 33.9 40.6

1971 17.6 21.4 25.2

1981 14.8 15.8 21.0

Θάνατοι ανά 1000 άτομα

1961 7.2 9.1 11.1

1971 6.3 6.7 6.6

1981 7.1 6.9 6.2

Φυσική Αύξηση ανά 1000 άτομα

1961 19.6 24.8 29.5

1971 11.3 14.7 18.6

1981 7.7 8.9 14.8

74
Οι ανωτέρω δείκτες και άλλες μετρήσεις της αναπαραγωγής του πληθυσμού
δηλώνουν την παρούσα διαφοροποίηση στη φυσική αναπαραγωγή λόγω των
διαφορετικών δημογραφικών, οικονομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, και
πολιτικών παραγόντων στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αυτό το δημογραφικό φαινόμενο
οδήγησε σε μια ταχεία ανάπτυξη της φυσικής αναπαραγωγής του Μουσουλμανικού
πληθυσμού σε σχέση με τον Σερβικό και Κροατικό πληθυσμό στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, το 1981, το 39,5% του
συνολικού πληθυσμού, που ήταν Μουσουλμάνοι, γέννησε το 47,9% των νεογέννητων
νηπίων (γεννημένα ζωντανά), το 32,0%, που ήταν Σέρβοι το 28,1% των νήπιων, και
το 18,4% που ήταν Κροάτες το 16,9% των νήπιων. (Statistical Calendar for 1991
(Belgrade. SZS, 1991)) Βάσει αυτού, μετά από τη δεκαετία του 1970 ο
Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν για πρώτη φορά μεγαλύτερος σε αριθμούς από τον
Σερβικό πληθυσμό, ενώ οι Σέρβοι παρέμειναν κυρίαρχοι στην εθνική δομή του
πληθυσμού βάσει άλλων στοιχείων, όπως οι αριθμοί οικισμών και η κατοχή εδαφών.

Τρόποι Αλλαγών στην Εθνική Δομή και Αύξησης Πληθυσμού

Οι ανωτέρω αλλαγές στην φυσική αναπαραγωγή και την κινητικότητα του


πληθυσμού και οι συνέπειες των προηγούμενων δημογραφικών εξελίξεων οδήγησαν
σε μια έντονη περιφερειακή και δημογραφική πόλωση στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη μετά
από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της
πόλωσης ήταν μια ξεχωριστή τάση του πληθυσμού να συγκεντρωθεί στην κεντρική
Βοσνία, το αναπτυγμένο βιομηχανικό και αστικό μέρος της δημοκρατίας, η πιο μικτή
περιοχή από την άποψη της εθνικότητας, με εμφανή την σχετική και την απόλυτη
πλειοψηφία του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Στην περίοδο 1948-1961, το μέσο
ποσοστό αύξησης των πληθυσμών στην κεντρική Βοσνία ήταν 20% - 40% και πάνω,
στην περίοδο 1961-1981 ήταν 20% έως 30%, και στην περίοδο 1981-1991 η αύξηση
πληθυσμών μειώθηκε κάτω από 20%. (Statistical Calendar for 1991 (Belgrade. SZS,
1991)) Εντούτοις, στο έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στο οποίο ο Σερβικός και
Κροατικός πληθυσμός είχε την απόλυτη ή την σχετική πλειοψηφία, τα ποσοστά
αύξησης των πληθυσμών ήταν κάτω από 10% ακόμη και στην περίοδο 1948-1961.
Μετά από τη δεκαετία του 1960, το μεγαλύτερη μέρος αυτής της περιοχής ήταν κάτω
από τη διαδικασία της κρίσιμης απώλειας πληθυσμών, με αρνητική φυσική αύξηση
και απώλειες πληθυσμών. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα με την περίπτωση των
αγροτικών οικισμών δεδομένου ότι τα κέντρα των δήμων και μερικές άλλες κεντρικές
περιοχές με οικισμούς, προσέλκυσαν τον πληθυσμό που ήρθε μέσω των εσωτερικών
μεταναστεύσεων.
Η περιφερειακή εθνοδημογραφική πόλωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορεί
να καθοριστεί βάσει του τύπου των αλλαγών στην καταμέτρηση των πληθυσμών σε
μερικές ενδιάμεσες περιόδους.
Έτσι, το πληθυσμιακό κέρδος που βασίζονταν στη θετική φυσική αύξηση και
η θετική μεταναστευτική ισορροπία ήταν χαρακτηριστικό 15 δήμων στην περίοδο
1971-1981. Εκείνοι ήταν οι δήμοι στην πόλη του Σεράγεβου, τα περιφερειακά κέντρα
(Mostar, Banja Luka, Zenica) και οι δήμοι κοντά σε αυτά. Συγχρόνως, εκείνες ήταν οι
πιο βιομηχανικά αναπτυγμένες περιοχές της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, και στην
πλειοψηφία αυτών οι Μουσουλμάνοι είχαν την εθνική επικράτηση. Το πληθυσμιακό
όφελος που βασίζονταν στη θετική φυσική αύξηση και την αρνητική μεταναστευτική
ισορροπία ήταν χαρακτηριστικό περίπου των μισών δήμων της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης.(Ilic, 2001:34) Εκείνα ήταν τα μέρη της κεντρικής, βόρειας και

75
βορειοδυτικής Βοσνίας που κατοικούνταν συνήθως από Μουσουλμανικό πληθυσμό
και είχε χαρακτηριστικό την νεανική ηλικιακή δομή και την υψηλή φυσική αύξηση
(Velika Kladuša, Cazin, Kotor Varoš, Zavidovići, Kalesija κ.α). Σε αυτή την ομάδα
άνηκαν και οι δήμοι που κατοικούνταν από Σέρβικη ή Κροατική πλειοψηφία, που
οφείλονταν στην θετική μεταναστευτική ισορροπία (Bihać, Prijedor, Doboj, Bijeljina,
Jajce).
Η απώλεια πληθυσμών που προκαλούνταν από την θετική φυσική αύξηση και
την αρνητική μεταναστευτική ισορροπία ήταν χαρακτηριστική των 33 δήμων της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην περίοδο 1971-1981. Αυτοί ήταν οι δήμοι των ορεινών
περιοχών της δυτικής Βοσνίας (Drvar, Bosansko Grahovo, Bosanski Petrovac, Livno,
Glamoč, Kupres, Šipovo, Duvno, Mrkonjić Grad) που κατοικούνταν από Σέρβικο ή
Κροατικό πληθυσμό - οι δήμοι της Ανατολικής Ερζεγοβίνης και μέρος της
ανατολικής Βοσνίας που κατοικούνταν συνήθως από Σερβικό πληθυσμό. Αυτές ήταν
οι βιομηχανικά υπανάπτυκτες περιοχές της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από τις οποίες ο
πληθυσμός μετανάστευσε λόγω της φτωχής οικονομικής ανάπτυξης.
Το πεδίο και η διανομή της απώλειας πληθυσμών σε αυτήν την περιοχή είναι
εμφανή στα στοιχεία που συλλέχθηκαν για την περίοδο 1948-1981, όταν σημειώθηκε
μείωση πληθυσμών σε 2407 (ή 40,8%) οικισμούς από το συνολικό αριθμό των 5888
οικισμών σε ολόκληρη την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Σε αυτήν την περίοδο, το μερίδιο των
υποπληθυσμιακών οικισμών στον συνολικό αριθμό των οικισμών ήταν χαμηλότερο
στην κεντρική Βοσνία (μέχρι 20,0%), όπου ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν
συγκεντρωμένος, και ήταν ο υψηλότερος στα μέρη της δυτικής Βοσνίας και της
ανατολικής Ερζεγοβίνης, όπου ο Σερβικός πληθυσμός ήταν συγκεντρωμένος (πάνω
από 60,0% των οικισμών). (Ilic, 2001)
Ο αριθμός και η κατανομή των υπερπληθυσμιακών οικισμών μπορούν να
φανούν στη σύγχρονη τάση της περιφερειακής και γεωγραφικής πόλωσης της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην περίοδο 1971-1981, υπήρξαν 2377 οικισμοί (40,4% του
συνολικού αριθμού) στις οποίες ο πληθυσμός αυξήθηκε. Το 1981, το 71.5% του
πληθυσμού συγκεντρώθηκε σε αυτούς τους οικισμούς. Με όρους γεωγραφικής
κατανομής, το μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού στους υπερπληθυσμιακούς
οικισμούς σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό ήταν στην κεντρική Βοσνία, στο
μέρος της Βοσνιακής Posavina, και στο μέρος της δυτικής Βοσνίας που κατοικούνταν
συνήθως από Μουσουλμανικό πληθυσμό. Στις περιοχές που κατοικούνταν συνήθως
από Σέρβικους και Κροατικούς πληθυσμούς, το ποσοστιαίο μερίδιο του πληθυσμού
των υπερπληθυσμιακών οικισμών σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό ήταν
χαμηλότερο λόγω της χαμηλής αναπαραγωγικότητας, της έντονης αποδημίας και του
αργού βιομηχανικού και κοινωνικού μετασχηματισμού.
Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ισχυρές αμοιβαίες σχέσεις υπήρχαν
μεταξύ της εθνοδημογραφικής και βιομηχανικής ανάπτυξης στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη
στο παρελθόν όπως επίσης και σήμερα. Οι περιοχές που χάνουν έντονα τον πληθυσμό
τους είναι οι υπανάπτυκτες. Οι απέραντες ορεινές περιοχές, που κατοικούνταν
συνήθως από Σέρβικους και Κροατικούς πληθυσμούς, δεν πήραν καθόλου
σημαντικές επενδύσεις μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η
εισοδηματική δύναμη τους μειώθηκε και είχαν απώλειες στον πληθυσμό τους. Αφ'
ετέρου, η κεντρική Βοσνία που κατοικούνταν κυρίως από Μουσουλμανικό πληθυσμό
ήταν αποδέκτης των μεγαλύτερων οικονομικών δυνατοτήτων. Η εθνική περιοχή των
Μουσουλμάνων στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη είχε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα όπως το
υψηλό επίπεδο βιομηχανικής και κοινωνικής ανάπτυξης το οποίο δεν είχε καμία
σχέση με αυτό της εθνικής περιοχής των Σέρβων και των Κροατών. Αυτός είναι ένας

76
από τους σημαντικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των δια-εθνικών διαφωνιών
και της μελλοντικής εθνικής οριοθέτησης που θα λάμβανε χώρα εκεί μετά το 1991.

Η Σύγχρονη Εθνική Δομή του Πληθυσμού

Από τα μέσα του 20 αιώνα, ένας ιδιαίτερος μετασχηματισμός των


δημογραφικών φαινομένων και των διαδικασιών συντελεστικέ βάσει των πολιτικών,
οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών στη Γιουγκοσλαβία,
προκαθορίζοντας τη δομή του πληθυσμού στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι δυνατότητες
πληθυσμών και η γεωγραφική διανομή τους θα καθοριστούν σύμφωνα με τα
ακόλουθα στοιχεία.
Από την απογραφή του 1948, υπήρχαν 2.565.277 άτομα στη Βοσνία-
Ερζεγοβίνη - σε μια περίοδο 17 ετών (1931-1948), η αύξηση στον πληθυσμό ήταν
μόνο 241.722 άτομα, ή 14.219 άτομα ετησίως. Αυτό ήταν μια πολύ πιο αργή αύξηση,
από αυτή που συντελεστικέ στην περίοδο 1921-1931, όταν ο πληθυσμός της περιοχής
αυξάνονταν με έναν ετήσιο μέσο όρο 43.312 ατόμων. Στην περίοδο 1931-1948, ο
Ορθόδοξος πληθυσμός αυξήθηκε μόνο κατά 39.594 ή κατά έναν μέσο όρο 2329
ατόμων ετησίως, ενώ η αύξηση κατά την περίοδο 1921-1931 ήταν 19.885 άτομα
ετησίως κατά μέσο όρο. Στην περίοδο 1931-1948, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός
αυξήθηκε κατά 172.885 άτομα ή με έναν μέσο όρο 10.119 ατόμων ετησίως, ο οποίος
ήταν ασήμαντα χαμηλότερος από τη μέση ετήσια αύξηση των Μουσουλμάνων κατά
την περίοδο 1921-1931 (12.983 άτομα). Στην ίδια περίοδο, ο Καθολικός πληθυσμός
αυξήθηκε σε αριθμό, με 33.022 άτομα ή κατά μέσο όρο 1942 ατόμων ετησίως, ενώ η
αύξηση κατά την περίοδο 1921-1931 ήταν 10.403 άτομα ετησίως κατά μέσον όρο.
Αυτά τα στοιχεία πρέπει να συγκριθούν με τη δυναμικότητα του συνολικού
πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1948: Ορθόδοξος πληθυσμός 1.067.728 ή
41,6%, Μουσουλμανικός πληθυσμός 890.094 ή 34,7%, και Καθολικός πληθυσμός
580.970 ή 22,6%. Αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Σερβικός πληθυσμός είχε τις
μεγαλύτερες απώλειες στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από
όλες τις άλλες εθνοτικές ομάδες, οι οποίες είχαν επιπτώσεις στην περαιτέρω
δημογραφική ανάπτυξή του. Οι Εβραίοι είχαν επίσης από τις μεγαλύτερες
ποσοστιαίες απώλειες και είχαν επιπτώσεις στη δημογραφική αύξησή τους.
Η απογραφή του 1948 σύλλεξε στοιχεία όσον αφορά το θρησκευτικό δόγμα
και την εθνική προέλευση. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία είναι εμφανές ότι παρόλο
που οι Σέρβοι είχαν τις μεγάλες απώλειες στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη
μεταπολεμική περίοδο, ήταν ακόμα η πιο πολυάριθμη εθνότητα στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη το 1948. Υπήρχαν τότε 1.136.116 Σέρβοι. Ανάμεσα τους ήταν 71.125
άτομα της Μουσουλμανικής θρησκείας που κηρύχτηκαν ως Σέρβοι βάσει της εθνικής
προέλευσης τους. Τότε, οι Σέρβοι ήταν το 44,4% του πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης. Στην απογραφή του 1948, υπήρχαν 788.403 Αναποφάσιστοι
Μουσουλμάνοι ή το 30,7% του συνολικού πληθυσμού. Ο αριθμός των Κροατών ήταν
614.123 άτομα ή το 23,9% του πληθυσμού, και μεταξύ τους ήταν 24.914 άτομα του
Μουσουλμανικού δόγματος που κηρύχτηκαν ως Κροάτες. Το 1948, σε σχέση με την
κατανομή των πληθυσμών ανά δημοκρατίες, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το
17,3% του συνολικού πληθυσμού των Σέρβων στη Γιουγκοσλαβία, το 16,2% του
συνολικού αριθμού των Κροατών, και 97,5% των Αναποφάσιστων Μουσουλμάνων
ζούσε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο μέγιστος αριθμός εκείνων των Μουσουλμάνων
που κηρύχτηκαν ως Σέρβοι, Κροάτες, ή άλλοι, επίσης ζούσε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη
και ο αριθμός τους ήταν 97.286 από το σύνολο των 227.203 ατόμων της
Μουσουλμανικής θρησκείας που αυτοανακηρύχθηκαν ως άλλης εθνικότητας. Πέραν

77
τούτου, 4338 Σλοβένοι, 3094 Μαυροβούνιοι, 675 Σκοπιανοί έζησαν στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη - η πιο πολυάριθμη μεταξύ των εθνικών μειονοτήτων ήταν οι
Ρουθενιανοί και οι Ουκρανοί (7883 άτομα). (Ilic, 2001)
Η διανομή του πληθυσμού σύμφωνα με τις περιφέρειες δεν άλλαξε σημαντικά
από τις προηγούμενες περιόδους εκτός από το σχετικό ποσοστό του Σέρβικου
πληθυσμού που μειώθηκε στις περιοχές όπου αυτός αποτελούσε την πλειοψηφία, και
το σχετικό ποσοστό του Μουσουλμανικού πληθυσμού που αυξήθηκε στις περιοχές
στις οποίες ήταν εθνικά κυρίαρχος, και ιδιαίτερα στις αστικές περιοχή. Αυτό ήταν η
συνέπεια των προαναφερθεισών απωλειών του Σερβικού πληθυσμού κατά την
εμπόλεμη περίοδο, των αποδημιών και μερικών εσωτερικών επανεγκαταστασεων του
Μουσουλμανικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα. Όπως και στις νεότερες
περιόδους, είναι ακόμα εμφανές ότι οι Σέρβοι αποτελούν την πλειοψηφία (51% του
πληθυσμού και άνω) σε μερικές απέραντες περιοχές. Αυτές ήταν οι περιοχές στη
δυτική και βορειοδυτική Βοσνία (εκτός από το Μουσουλμανικό περίκλειστο έδαφος
στο Cazin Krajina), στην ανατολική Ερζεγοβίνη, σε μερικές περιοχές της ανατολικής
και βορειοανατολικής Βοσνίας, και στην περιοχή του Σεράγεβου στην κεντρική
Βοσνία. Οι Κροάτες αποτελούσαν την πλειοψηφία στη δυτική Ερζεγοβίνη και σε
διάφορες περιοχές της κεντρικής και βόρειας Βοσνίας. Οι Αναποφάσιστοι
Μουσουλμάνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία σε μερικές περιοχές της κεντρικής και
βορειοανατολικής Βοσνίας (51% έως 70% εκτός από στην περιοχή Cazin). Σύμφωνα
με την απογραφή του 1948, το επίπεδο εθνικής ομοιογένειας των οικισμών και των
εδαφών των Μουσουλμάνων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν χαμηλότερο σε
σύγκριση με αυτό των Σέρβων και των Κροατών. Οι Μουσουλμάνοι αναμίχθηκαν με
Σέρβους σε μεγαλύτερη έκταση απ'ό,τι με Κροάτες.
Βάσει της θρησκείας, το 1948 ο Ορθόδοξος πληθυσμός είχε την απόλυτη ή
σχετική πλειοψηφία σε 31 περιοχές, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός σε 13 πόλεις και
20 περιοχές, και ο Καθολικός πληθυσμός σε 16 περιοχές της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
(Πίνακας 12)
Από την απογραφή του 1953, ο Σερβικός πληθυσμός ήταν κυρίαρχος στην
εθνική δομή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με 1.264.372 άτομα ή 44.4%. Ο δεύτερος
μεγαλύτερος σε αριθμό πληθυσμός ήταν οι Μουσουλμάνοι με τα 891.800 άτομα ή
31,3%, και υπήρχαν 654.229 Κροάτες ή 23,0%. Το 1953, Σέρβοι, Κροάτες και
Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 98,7% του συνολικού πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης. Επίσης, υπήρχαν 7336 Μαυροβούνιοι, 6300 Σλοβένοι, και 1884
Σκοπιανοί. Το 1948-1953, μια πολύ ταχεία ανάπτυξη των πληθυσμών παρατηρήθηκε
στους Τσιγγάνους και τους Αλβανούς. Αυτό προέκυψε από μια έντονη βιολογική
αναπαραγωγή και τον αυτοπροσδιορισμό τους με τους διαφορετικούς τρόπους μέχρι
τότε. Κατόπιν, ο αριθμός των Τσιγγάνων αυξήθηκε από 442 σε 2297, και των
Αλβανών από 755 σε 1578. Από την άποψη της συγκέντρωσης των Σέρβων, των
Κροατών, και των Μουσουλμάνων σε αυτήν την Δημοκρατία, καμία σημαντική
αλλαγή δεν εμφανίστηκε μετά από το 1948. (46) Το 1953, στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη
ζούσε το 17,9% του Σερβικού πληθυσμού, το 16,5% του Κροατικού πληθυσμού, και
το 89,3% του Μουσουλμανικού πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας (Πίνακας 12).
Στην απογραφή του 1961, οι Σέρβοι ήταν κυρίαρχοι στον συνολικό πληθυσμό
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με 1.406.057 κατοίκους ή 42.9%. Δεύτερη σε αριθμούς
πληθυσμιακή ομάδα ήταν οι Μουσουλμάνοι με 842.248 κατοίκους ή 25,7%, ενώ
υπήρχαν 711.665 Κροάτες ή 21,7%. Στην περίοδο 1953-1961, ο Σερβικός πληθυσμός
αυξήθηκε κατά 11,2%, ο Κροατικός κατά 8,8%, και ο Μουσουλμάνος μειώθηκε κατά
5,6%. (Jovan, 1987:56) Η πτώση σε απόλυτες τιμές και σε ποσοστιαίο μερίδιο του
Μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν η συνέπεια των αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο

78
αυτοπροσδιορίζονταν όπως επίσης, σε κάποιο βαθμό, λόγω των αποδημιών προς την
Τουρκία έπειτα από τη Βαλκανική συμφωνία του 1953-54. Το 1961, οι Σέρβοι, οι
Μουσουλμάνοι, και οι Κροάτες αποτελούσαν το 90,3% του πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης, το οποίο σημαίνει μια αύξηση στα ποσοστά των άλλων υπηκοοτήτων.
Σε αυτήν την Δημοκρατία τότε, υπήρχε το 18% του συνολικού Σερβικού πληθυσμού
της Γιουγκοσλαβίας, το 16,6% του Κροατικού, και το 86,6% του Μουσουλμανικού.
Τα μερίδια των άλλων υπηκοοτήτων αυξήθηκαν στον συνολικό πληθυσμό της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με εξαίρεση τους Σλοβένους. Ο αριθμός των Μαυροβουνίων
ανέβηκε από 7336 σε 12.828 άτομα. Ο αριθμός των Σκοπιανών αυξήθηκε από 1884
σε 2391 (26,9%), και ο αριθμός των Σλοβένων μειώθηκε από 6300 σε 5939 (5,7%). Η
αύξηση του αριθμού των Αλβανών ήταν εμφανής (από 1578 σε 3642 ανθρώπους -
130%), με τον ίδιο τρόπο που έγινε η πτώση των αριθμών των άλλων εθνικών
μειονοτήτων που επέστρεψαν στις χώρες τους μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο (Γερμανοί, Τσέχοι, Πολωνοί, κ.λπ.). (Πίνακας 12)
Από την απογραφή του 1971 φαίνεται ότι 3.746.111 κάτοικοι ζούσαν σε
αυτήν την Δημοκρατία, στην απογραφή του 1981 4.124.256 κάτοικοι και κατά την
απογραφή του 1991, 4.364.574 κάτοικοι. Η μέση ετήσια αύξηση του πληθυσμού ήταν
46.816 άτομα κατά την περίοδο 1961-1971, 37.815 κατά την περίοδο 1971-1981, και
μόνο 24.032 κατά την περίοδο 1981-1991.
Μετά από τη δεκαετία του 1960, οι ιδιαίτερες αλλαγές στη δυναμική
πληθυσμών κατά εθνότητα στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη εμφανίστηκαν ως συνεπεία των
προαναφερθεισών διαφορών στην κινητικότητα, τη φυσική αναπαραγωγή του
πληθυσμού και τους γενικούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους και συνθήκες, οι
οποίες κατέστησαν δυνατό για τους Μουσουλμάνους να κηρυχτούν ως τους χωριστός
λαός.
Για πρώτη φορά σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, το κύριο χαρακτηριστικό
γνώρισμα του Σερβικού λαού ήταν η αριθμητική μείωση των πληθυσμών του
χάνοντας έτσι την κορυφαία θέση που κατείχε στις δυνατότητες των συνολικών
πληθυσμών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην περίοδο 1961-1971, ο αριθμός των
Σέρβων σε αυτή την Δημοκρατία μειώθηκε από 1.406.057 σε 1.393.148 άτομα και
μέχρι το 1981 σε 1.320.644, που σημαίνει 85.413 άτομα σε 20 έτη. Στην απογραφή
του 1991 όπου καταγράφεται μια αύξηση του Σερβικού πληθυσμού, η οποία ήταν
συνέπεια του γεγονότος ότι πολλοί άνθρωποι δεν αυτοπροσδιορίστικαν ως
Γιουγκοσλάβοι μετά τις νέες πολιτικές περιστάσεις που δημιουργήθηκαν. Μετά από
τη δεκαετία του 1970, οι Σέρβοι ήταν δεύτεροι σε αριθμό στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη με
μερίδιο 37,2% το 1971, 32,0% το 1981, και 31,4% το 1991. (Jovan, 1987, Milena
Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2002) Σύμφωνα με τα πρώτα
αποτελέσματα της απογραφής του 1991, το 16,1% όλων των Σέρβων (σύνολο
8.526.872) της Γιουγκοσλαβίας έζησε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αυτός ο αριθμός των
Σέρβων καθώς και η τάσης μείωση που παρουσίασε είναι μια συνέπεια των
συνολικών απωλειών που υπέστη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, των
συνεχών αποδημιών, των μεταβολών στην αναπαραγωγικότητα και του γεγονότος ότι
ένας σημαντικός αριθμός των Σέρβων ανακηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι στις
τελευταίες δεκαετίες. (Πίνακας 12)
Η ανάπτυξη του Μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν μάλλον ταχεία. Το 1961,
η αρίθμηση του Μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν 842.248, το 1971 ανέβηκε σε
1.482.430, το 1981 σε 1.629.924 και το 1991 σε 1.905.829 άτομα. Αυτή ήταν μια
αύξηση 1.063.581 κατοίκων την περίοδο 1961-1991 ή 126%. Ο πληθυσμός
διπλασιάσθηκε μέσα σε 30 έτη. Η έντονη φυσική αναπαραγωγή και οι μικρές αλλαγές
σε αυτήν την διαδικασία, το χαμηλό επίπεδο κινητικότητας του πληθυσμού, η

79
σταθερή μετανάστευση του Μουσουλμανικού πληθυσμού από άλλα μέρη της
Γιουγκοσλαβίας και οι αλλαγές του τρόπου αυτοπροσδιορισμού τους, έβαλαν αυτόν
τον πληθυσμό στην κορυφαία θέση, όσον αφορά τις δυνατότητες των συνολικών
πληθυσμών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μετά από τη δεκαετία του 1970. Το 1971, οι
Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 39,6%, το 1981 το 39,5%, και το 1991 το 43,7% του
συνολικού πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Σύμφωνα με τα πρώτα
αποτελέσματα της απογραφής του 1991, από αυτούς που προσδιορίσθηκαν ως
Μουσουλμάνοι σε όλη την Γιουγκοσλαβία, το 83,5% ζούσε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
(Πίνακας 12).
Η αύξηση του Κροατικού πληθυσμού στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν πιο αργή
σε σύγκριση με τον Μουσουλμανικό πληθυσμό, κάτι το οποίο ήταν η συνέπεια των
χαμηλών επιπέδων φυσικής αναπαραγωγής και των έντονων αποδημιών στις
δεκαετίες που ακολούθησαν μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίοδο
1961-1971, ο Κροατικός πληθυσμός αυξήθηκε από 711.665 σε 772.491 άτομα και
έπειτα άρχισε να μειώνεται, έτσι ώστε το 1991 έγινε 755.895. Το ποσοστό του
Κροατικού πληθυσμού σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης ελαττώθηκε από 21,7% το 1961 σε 17,3% το 1991. Σύμφωνα με τα
πρώτα αποτελέσματα της απογραφής του 1991, το 16,4% όλων των Κροατών της
Γιουγκοσλαβίας ζούσε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. (Πίνακας 12)
Επομένως, το 1961-1991, τα συνολικά ποσοστά του Σερβικού, του
Κροατικού, και του Μουσουλμανικού πληθυσμού σε σχέση με τον συνολικό
πληθυσμό της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αυξήθηκαν από 90,3% σε 92,4%, αν και η
δυναμική πληθυσμών τους ήταν μάλλον διαφορετική. Εντούτοις, μόνο ο αριθμός των
Μαυροβουνίων αυξήθηκε μεταξύ των άλλων Γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Κατά συνέπεια, για τα πρώτα είκοσι έτη της περιόδου οι
αριθμοί τους αυξήθηκαν από 12.828 σε 14.114 άτομα, μερίδιο που είναι ίσο με το
0,3% του συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας. Συγχρόνως, ο αριθμός του
Σλοβένικου και του Σκοπιανικού πληθυσμού μειώθηκε. Οι Σλοβένοι μειώθηκαν από
5939 σε 2753 άτομα, και ο αριθμός των Σκοπιανών από 2391 σε 1892. Η
σημαντικότερη αλλαγή στις απόλυτες τιμές και το ποσοστό των άλλων πληθυσμών
ήταν εμφανής στην αύξηση των προσώπων που κηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι.
Αριθμούσαν 275.883 άτομα το 1961, 326.280 το 1981, και 239.847 το 1991. Αυτός
ήταν ίσος με το 8,4%, το 7,9%, και το 5,5% του συνολικού πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης. (Milena Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2002) Επίσης,
ο αριθμός των Τσιγγάνων αυξήθηκε. Το 1981 υπήρχαν 7251 και αποτελούσαν το
0,2% του συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις μεταπολεμικές
απογραφές, οι ταλαντώσεις στον αριθμό τους ήταν μια συνέπεια του τρόπου που
αυτοί δηλώθηκαν, του υψηλού επίπεδου φυσικής αναπαραγωγής τους και του
χαμηλού επίπεδου θνησιμότητας, καθώς επίσης και της έντονης φυσικής αύξησης. Ο
Αλβανικός πληθυσμός στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη αυξήθηκε από 3642 σε 4392 άτομα
(1961-1981) ή κατά 120,6 μονάδες (20,6%), η οποία ήταν μια αρκετά αργότερη
αύξηση σε σύγκριση με αυτή των Αλβανών στο Κόσοβο και τα Μετόχια. (Πίνακας
12)
Πίνακας 12: Πληθυσμός ανά Εθνικότητα στις απογραφές της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης
του 1948, 1953,1961, 1971, 1981, 1997 (Statistical Calendar for 1991 (Belgrade. SZS,
1991))

80
1948 1953 1961 1971 1981 1991

Σύνολο 2,565,277 2,847,790 3,277,948 3.746,111 4,124.008 4,394,574

Μαυροβούνιοι 3,094 7,336 12,828 13,021 14,114 ...*

Κροάτες 614,123 654,229 711,665 772,491 758,136 755,895

Σκοπιανοί 675 1,884 2,391 1,773 1,892 ...

Μουσουλμάνοι** 788,403 891,800 842,248 1,482,430 1,629,924 1,905,829

Σλοβένοι 4,338 6,300 5,939 4,053 2,753 ...

Σέρβοι 1,136,116 1,264,372 1,406,057 1,393,148 1,320,644 1,369,258

Γιουγκοσλάβοι - 275,883 43,796 326,280 239,845

Άλλοι 18,528 21,869 20,937 35,399 67,265 93.747

Ποσοστά επί της %

Σύνολο 100.0 100.0 100.0 100.0 100.0 100.0

Μαυροβούνιοι 0.1 0.3 0.4 0.3 40.3 ...

Κροάτες 23.9 23.0 21.7 20.6 18.4 17.3

Σκοπιανοί 0.0 0.1 0.1 0.0 0.0 ...

Μουσουλμάνοι 30.7 31.3 25.7 39.6 32.5 43.7

Σλοβένοι 0.2 0.2 0.2 0.1 0.1 ...

Σέρβοι 44.3 44.4 42.9 37.2 32.0 31.4

Γιουγκοσλάβοι - - 8.4 1.2 7.9 5.5

Άλλοι 0.8 0.7 0.6 1.0 1.8 2.1

*Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

**Σε παλαιότερες απογραφές αυτή η κατηγόρια ονομάζονταν με διαφορετικό τρόπο. Το


1948: Αναποφάσιστοι Μουσουλμάνοι, το 1953:Αναποφάσιστοι Γιουγκοσλάβοι, το
1961:Μουσουλμάνοι ως Εθνότητα, το 1971:Μουσουλμάνοι ως Λαός.

81
Μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι καμία ιδιαίτερη αλλαγή στην
περιφερειακή διανομή των εθνοτήτων δεν εμφανίστηκε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά
τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών σε σύγκριση με τις αρχικές περιόδους. Ο
Μουσουλμανικός πληθυσμός είχε την απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία σε 46 δήμους,
ή στο 42,2% του συνόλου το 1981 και σε 53 ή 48,6%, το 1991. Ο Σερβικός
πληθυσμός είχε την απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία σε 40 δήμους ή στο 36,7% του
συνόλου το 1981 και σε 36 ή 33,0%, το 1991. Ο Κροατικός πληθυσμός είχε την
απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία σε 23 δήμους ή στο 21,1% του συνόλου το 1981 και
σε 19 ή 17,4%, το 1991. Την απόλυτη πλειοψηφία (50% του πληθυσμού και άνω)
είχαν οι Μουσουλμάνοι σε 35 δήμους το 1981 και σε 37 το 1991 - οι Σέρβοι σε 32
δήμους και στα δύο έτη απογραφών - και οι Κροάτες σε 14 δήμους το 1981 και 13 το
1991. Στις αστικές περιοχές οι Μουσουλμάνοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία (50,0%
και άνω) σε 29 δήμους, οι Σέρβοι σε 23 και οι Κροάτες σε 9. Στις αγροτικές περιοχές,
οι Μουσουλμάνοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία σε 33 δήμους, οι Σέρβοι σε 32 και
οι Κροάτες σε 15. Αυτό επιβεβαιώνει ότι οι Μουσουλμάνοι εγκαταστάθηκαν κυρίως
σε πόλεις και ότι αυτό συμβαίνει σε όλη την ιστορία τους. (Milena Spasovski,
Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2002:67)
Οι δυνατότητες των πληθυσμών δεν υπολογίζονται μόνο βάσει της αρίθμησης
των κατοίκων αλλά σύμφωνα με τις οικογένειες, τους οικισμούς και την εδαφική
εξάπλωση. Στην απογραφή του 1981, οι Σέρβοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία
(50,0% και άνω) σε 2439 οικισμούς ή στο 41,4% των οικισμών της Δημοκρατίας. Σε
1795 ή στο 69,9% των οικισμών, η εθνική ομοιογένεια ήταν πολύ υψηλή (πάνω από
90,1% του πληθυσμού). Οι οικισμοί με 50,0% και άνω Σέρβικου πληθυσμού
κάλυπταν μια περιοχή 27,255.2 τετραγωνικών χιλιόμετρων, η οποία αποτελούσε το
53,3% του εδάφους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1981.
Εφ' όσον η ιδιωτική ιδιοκτησία του εδάφους υπολογιστεί, τα νοικοκυριά των
οποίων οι επικεφαλείς των οικογενειών προσδιορίσθηκαν ως Σέρβοι, κατείχαν το
51,4% του εδάφους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης βάσει της απογραφής του 1981. Το
ποσοστό των Σερβικών νοικοκυριών στην ιδιωτική ιδιοκτησία του εδάφους ήταν
υψηλότερο στην πλειοψηφία των οικισμών σε σχέση με το μερίδιο του Σερβικού
πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό. Πολυάριθμοι οικισμοί, στους οποίους οι
Σέρβοι δεν αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία, περιείχαν νοικοκυριά, στα οποία ο
επικεφαλής των οικογενειών ήταν Σέρβος, που είχαν την κυριαρχία στο περισσότερο
από το 50,0% της ιδιωτικής γης. Αυτό τονίζει το γεγονός ότι οι Σέρβοι, με τους
1.320.644 κατοίκους ή το 32,0% του συνολικού πληθυσμού και το 34,3% του
συνολικού αριθμού οικογενειών, έχουν την σημαντικότερη θέση στην εθνική δομή
της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σήμερα όπως ότι ήταν και κατά το παρελθόν.
Στη δεκαετία του 1970, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν ο επικεφαλής
στις δυνατότητες των συνολικών πληθυσμών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό
οφειλόταν στην χαμηλή κινητικότητά τους, την επικράτηση των ροών μετανάστευσης
πάνω στις ροές αποδημίας σε μια μακριά χρονική περίοδο, την αργή αποδοχή των
μεθόδων ελέγχου αναπαραγωγής, και σε ένα μακριάς διαρκείας πρότυπο
αναπαραγωγής του πληθυσμού που ακολουθήθηκε μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές περιστάσεις συνέβαλαν σε αυτήν την
κατάσταση δεδομένου ότι οι Μουσουλμάνοι απόκτησαν την ιδιότητα του «Λαού»
στη δεκαετία του 1960. Αυτό ενισχύθηκε και από την μεγάλη αύξηση του
Μουσουλμανικού πληθυσμού κατά 640.182 άτομα την περίοδο 1961-1971. Εξ’ αιτίας
αυτών των περιστάσεων, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός αποτέλεσε την αριθμητική
πλειοψηφία, με 1.629.924 άτομα ή το 39,5% του συνολικού πληθυσμού, στην

82
Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 1981. (Milena Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir
Stepic, 2002:78)
Το ίδιο έτος, οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία (50,0%
και άνω) σε 2179 οικισμούς ή στο 37,0% όλων των οικισμών της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης. Ένα πολύ υψηλό επίπεδο εθνικής ομοιογένειας (90,1% και άνω)
βρέθηκε σε 1264 οικισμούς ή το 58,0% όλων των εθνικά ομοιογενών
Μουσουλμανικών οικισμών το 1981. Το έδαφος στο οποίο οι Μουσουλμάνοι
αποτελούσαν την πλειοψηφία είναι πολύ μικρότερο από το έδαφος στο οποίο οι
Σέρβοι υπερίσχυαν, και το 1981 ήταν 13,197.6 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή το 25,8%
της συνολικής επιφάνειας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνη.
Από την απογραφή του 1981, οι οικογένειες οι των οποίων οι επικεφαλείς των
νοικοκυριών προσδιορίσθηκαν ως Μουσουλμάνοι ήταν κάτοχοι μόνο του 27,3% του
εδάφους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό σημαίνει ότι τα Μουσουλμανικά
νοικοκυριά, που το 1981 αποτελούσαν το 37,6% όλων των νοικοκυριών της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης, είχαν πολύ λιγότερη γη στην ιδιωτική ιδιοκτησία τους, από τα Σέρβικα
νοικοκυριά. Ο λόγος για αυτό το γεγονός ήταν ότι ο Μουσουλμανικός πληθυσμός
συγκεντρώθηκε στους αστικούς οικισμούς και στις πεδινές περιοχές που
χαρακτηρίζονταν από την υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Κροατικού πληθυσμού είναι η πολύ
χαμηλότερες δυνατότητες πληθυσμού έναντι του Μουσουλμανικού και του Σερβικού
πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Είναι σημαντικό να αναφερθεί η πολύ ισχυρή
κινητικότητα του πληθυσμού στο παρελθόν αλλά και σήμερα, έπειτα οι συχνότερες
αποδημίες από τις μεταναστεύσεις (εκτός από στην περίοδο της Αυστροουγγρικής
κατοχής) και η ανεπαρκής φυσική αναπαραγωγή των μεταγενέστερων περιόδων. Το
1981, ο Κροατικός πληθυσμός αριθμούσε 758.136 άτομα ή το 18,4% του συνολικού
πληθυσμού. Οι Κροάτες αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία (50,0% και άνω) σε
1016 οικισμούς ή 17,3% (Milena Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic,
2002). Η εθνική ομοιογένεια του Κροατικού πληθυσμού σε υψηλούς βαθμούς (90,1%
και άνω), καταγράφηκε στο 628 ή το 61,8% όλων των οικισμών. Ο τομέας που
περιείχε αυτούς τους οικισμούς κάλυπτε 8,494.8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και
συγκεκριμένα το 16,6% του εδάφους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το 1981, τα
νοικοκυριά στα οποία οι επικεφαλείς των οικογενειών προσδιορίσθηκαν ως Κροάτες,
αποτελούσαν το 17,3% όλων των νοικοκυριών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και
κατείχαν το 17,7% του συνολικού εδάφους.
Το 1981, το ποσοστό του Σέρβικου πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν 32,0%, ενώ οι Σερβικές οικογένειες ήταν κυρίαρχες στο
51,4% του εδάφους, και οι εθνικά ομοιογενείς Σέρβικοι οικισμοί αποτελούσαν το
41,4% όλων των οικισμών, καλύπτοντας το 53,3% του εδάφους. Το ποσοστό του
Μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν 39,5%, τα νοικοκυριά τους ήταν κυρίαρχα του
27,3% του εδάφους και οι εθνικά ομοιογενείς Μουσουλμανικοί οικισμοί
αποτελούσαν το 37,0% όλων των οικισμών, καλύπτοντας το 25,8% του συνολικού
εδάφους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Στην απογραφή του 1981 καταγράφηκε ότι 223 οικισμοί στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη δεν είχαν καμία απόλυτη πλειοψηφία είτε Σέρβων, είτε Κροατών είτε
Μουσουλμάνων (δηλαδή 50,0% και άνω). Αυτοί οι οικισμοί κάλυπταν μια έκταση
1656.6 τετραγωνικών χιλιόμετρων ή το 3,2% του συνολικού εδάφους. Είχαν
ανάμικτη εθνική δομή συνήθως μεταξύ των Μουσουλμανικών και Σέρβικων
πληθυσμών και λιγότερο μεταξύ των Μουσουλμανικών και Κροατικών πληθυσμών ή
άλλους. Σε μερικούς από αυτούς τους οικισμούς, η απόλυτη εθνική πλειοψηφία

83
αποτελούνταν από άτομα τα οποία προσδιορίσθηκαν ως Γιουγκοσλάβοι, ενώ οι
Μαυροβούνιοι αποτελούσαν εθνική πλειοψηφία σε έναν οικισμό.
Η γεωγραφική διανομή των Σέρβων, των Μουσουλμάνων και των Κροατών
στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη δείχνει ότι υπάρχουν ευρείες περιοχές στις οποίες κάθε
εθνότητα έχει την κυρίαρχη πλειοψηφία και περιοχές όπου αναμιγνύονται έντονα οι
εθνότητες, ειδικότερα οι Σέρβοι και οι Μουσουλμάνοι.
Σήμερα, καθώς και κατά το παρελθόν, ο Σερβικός πληθυσμός αποτελεί την
πλειοψηφία στην απέραντη περιοχή της δυτικής και βορειοδυτικής Βοσνίας. Αυτή
είναι η ορεινή Παννονική περιοχή που αποκόπτεται από τις κοιλάδες των ποταμών
Bosna, Vrbas, και Una που με τις περιφέρειες Lika, Kordun, και Banija
διαμορφώνουν την Σερβική εθνική περιοχή. Ο σχηματισμός της περιφέρειας άρχισε
με την εμφάνιση των στρατιωτικών συνόρων. Μια άλλη ευρύχωρη περιοχή που
κατοικείται από Σερβική πλειοψηφία είναι η ανατολική Ερζεγοβίνη. Στην ανατολική
και εν μέρει την κεντρική Βοσνία, ο Σερβικός πληθυσμός αναμιγνύεται αρκετά με τον
Μουσουλμανικό πληθυσμό αν και η πλειοψηφία των Σέρβων κατοικεί στη ζώνη των
δήμων του Σεράγεβου, δηλαδή στις περιοχές Pale, νέο Σεράγεβο, Stari Grad (παλαιά
πόλη), και στα δημοτικά εδάφη του Sokolac και Han Pijesak στο Šekovići. Οι Σέρβοι
αποτελούν την πλειοψηφία στα μέρη κοντά στον ποταμό Drina (Foča, Čajnice,
Rudo), και στην βόρειο-ανατολική Βοσνία (δήμοι του Bijeljina, Ugljevik, Polare, και
αλλοι).
Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός έχει την πλειοψηφία στην κεντρική Βοσνία
και αναμιγνύεται αρκετά με τον Σερβικό πληθυσμό στα ανατολικά και
βορειοανατολικά μέρη της κεντρικής Βοσνίας, και με τον Κροατικό πληθυσμό στα
δυτικά και νοτιοδυτικά μέρη της κεντρικής Βοσνίας. Μια άλλη ευρύχωρη περιοχή
που κατοικείται από Μουσουλμανικό πληθυσμό είναι ανατολική Βοσνία όπου
αναμιγνύονται αρκετά με τον Σερβικό πληθυσμό. Ένα πολύ υψηλό επίπεδο εθνικής
ομοιογένειας στον Μουσουλμανικό πληθυσμό παρατηρείται στη δυτική Βοσνία
(στους δήμους Velika Kladuša, Cazin, και σε τομείς των δήμων Bosanska Krupa και
Bihać). Αυτός είναι ένας Μουσουλμανικός θύλακας μέσα στον απέραντο Σέρβικο
τομέα της Βοσνιακής Krajina. Οι Μουσουλμάνοι, οι Σέρβοι, και οι Κροάτες
αναμιγνύονται αρκετά στη βόρεια Βοσνία (οι δήμοι Gradačac, Gračanica, Srebrenik,
Doboj, Tešanj, και αλλοι) όπως και στην κοιλάδα του ποταμού Neretva (οι δημοι του
Mostar και της Čapljina). Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Μουσουλμανικού
πληθυσμού είναι ο σημαντικά χαμηλότερος βαθμός εθνικής ομοιογένειάς σε
σύγκριση με τους Σερβικούς και Κροατικούς πληθυσμούς, καθώς επίσης και η
εδαφική μίξη των Μουσουλμάνων με τους Σέρβους. (Milorad, 1974)
Οι Κροάτες υπερισχύουν στη δυτική Ερζεγοβίνη, μιας και συνορεύει με την
Κροατική εθνική περιοχή στην κεντρική Δαλματία. Εδώ, ένα πολύ υψηλό επίπεδο
εθνικής ομοιογένειας παρατηρείται στον Κροατικό πληθυσμό. Στην κεντρική Βοσνία,
ο Κροατικός πληθυσμός αναμιγνύεται αρκετά με τον Μουσουλμανικό πληθυσμό
αποτελώντας εκεί την πλειοψηφία. Ακόμα μεγαλύτερη πυκνότητα του Κροατικού
πληθυσμού υπάρχει σε διάφορους δήμους της βόρειας Βοσνίας (η κοιλάδα ποταμών
Sava κοντά στο Samac), όπου ο Κροατικός πληθυσμός αναμιγνύεται με τον Σερβικό
πληθυσμό. Τέλος, υπάρχουν μικροί εδαφικοί θύλακες Κροατικού πληθυσμού μέσα
στην απέραντη περιοχή της δυτικής και βόρειας Βοσνίας, όπου επικρατεί ο Σερβικός
πληθυσμός.
Η εδαφική διανομή των προσώπων που προσδιορίζονται ως Γιουγκοσλάβοι
συσχετίζεται με τον βαθμό οικονομικής και αστικής ανάπτυξης ορισμένων
γεωγραφικών οντοτήτων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Σύμφωνα με την απογραφή του
1981, περισσότερο από ένα 20,0% του πληθυσμού καταμετρήθηκε ως

84
«Γιουγκοσλάβοι» στους δήμους του Κεντρικού Σαράγιεβου και της νέας πόλης του
Σεράγεβου. Οι δήμοι Banja Luka, Tuzla, και Νέα Πόλη του Σεράγεβο είχαν από
15,1% μέχρι 20% Γιουγκοσλάβους. Μερίδιο Γιουγκοσλαβικών πληθυσμών από
10,1% έως 15,0% βρέθηκε σε 12 δήμους, σε 8 από τους οποίους ο Σέρβικος
πληθυσμός αποτελούσε την πλειοψηφία (Trebinje, Mostar, Bosansko Grahovo, Drvar,
Bosanski Petrovac, Bihać, Bosanski Novi, Bosanska Dubica, Bosanska Gradiska,
Bosanski Brod, Zenica, Ilidza). Ποσοστά Γιουγκοσλάβων από 5,1% έως 10,0%
καταγράφηκαν σε 29 δήμους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1981. Στους
περισσότερους από αυτούς τους δήμους, που εντοπίζονταν κυρίως στη βόρεια
Βοσνία, ο Σερβικός πληθυσμός είχε την πλειοψηφία. Τα ανωτέρω στοιχεία
επιβεβαιώνουν την θέση, ότι το ποσοστό των Σέρβων στον αριθμό των
Γιουγκοσλάβων, είναι μεγαλύτερο από αυτό των άλλων υπηκοοτήτων. (Milena
Spasovski, Dragica Zivkovic και Milomir Stepic, 2002)
Οι αλλαγές που αναλύσαμε στην εθνική δομή του πληθυσμού της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης καταδεικνύουν την εξαιρετικά σύνθετη εθνοδημογραφική ανάπτυξή της
στο παρελθόν και σήμερα. Η εδαφική διανομή του Σερβικού, Μουσουλμανικού και
Κροατικού πληθυσμού σε αυτήν την περιοχή δείχνει ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο μίγμα
ανθρώπων με πολλαπλές συνδέσεις, που δημιουργήθηκαν σε αυτόν τον τόπο κατά τη
διάρκεια των αιώνων.
Ωστόσο, μέσα από αιώνες ζωής και ανάπτυξης, οι απέραντες περιοχές
απόκτησαν τις συγκεκριμένες εθνικές ταυτότητες των κυρίαρχων πληθυσμών, παρά
το γεγονός ότι διοικητικά σύνορα διαιρούσαν τις εθνικές περιοχές τους. Ένα τέτοιο
παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στο προαιώνιο διοικητικό τμήμα της Σερβικής εθνικής
περιοχής της Βοσνιακής Krajina, Lika, Kordun και Banija, μεταξύ της Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης και της Κροατίας, και στην Κροατική εθνική περιοχή της δυτικής
Ερζεγοβίνης και της κεντρικής Δαλματίας.
Μέσω των πρόσφατων διαδικασιών της εκβιομηχάνισης και της
αστικοποίησης, οι εθνικές συγχωνεύσεις και οι μίξεις των πληθυσμών είναι συχνές,
αλλά τα κυρίαρχα εθνικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, έχουν διατηρηθεί στις
περιοχές με υψηλό βαθμό εθνικής ομοιογένειας (δυτική και βορειοδυτική Βοσνία,
ανατολική και δυτική Ερζεγοβίνη, κ.λπ.). Σήμερα, η εθνική ταυτότητά των
πληθυσμών ενσωματώνεται στην πολιτική και περιφερειακή οργάνωση που έχουν
αποκτήσει μετά από τα γεγονότα που εκδηλώθηκαν με την αποσύνθεση του
Γιουγκοσλαβικού κράτους, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Με την αναγνώριση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως ανεξάρτητο κράτος από τη
διεθνή κοινότητα, οι Σερβικές και οι Κροατικές εθνικές περιοχές χωρίστηκαν από τα
εθνικά κέντρα τους - την Σερβία και την Κροατία, οι οποίες πυροδότησαν έναν δια-
εθνικό και θρησκευτικό πόλεμο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το να επιτευχθεί η
πολιτική και η εδαφική οργάνωση των Σέρβων, σήμαινε κυριολεκτικά την
υπεράσπιση της εθνικής περιοχής που τους αντιστοιχούσε, και αντιστοιχούσε σε
τουλάχιστον 53% του εδάφους Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Έπρεπε οι Σέρβοι να
αποτρέψουν τα σχέδια που προέβλεπαν ότι, οι Σερβικοί πληθυσμοί, από την κύρια
θέση που είχαν στον εθνοτικό χάρτη της νέας χώρας, θα μετατρέπονταν σε μια εθνική
μειονότητα της «Μεγάλης Κροατίας» ή της «Ισλαμικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης». Ήταν
για αυτούς μια ιστορική ανάγκη να προστατευθεί το Σερβικό εθνικό συμφέρον, που
προέβλεπε την ένωση όλων των Σέρβων σε ένα κράτος που είχε σχεδιαστεί από το
1918, και έπρεπε να πραγματοποιηθεί μετά από τους τρεις μεγάλους πολέμους που
έπληξαν αυτό το έθνος (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος
Πόλεμος), σε αυτόν τον αιώνα.

85
Έχοντας υπ όψιν τις μακράς διαρκείας ιστορικές τάσεις, δηλαδή, το Σερβικό
εθνικό συμφέρον που υπαγορεύει να επιτευχθεί μια ένωση όλων των Σέρβων και της
εθνικής περιοχής που διαμένουν στη Βαλκανική χερσόνησο, και τα δικαιώματα των
Κροατικών και Μουσουλμανικών πληθυσμών για να πραγματοποιήσουν τις ιστορικές
φιλοδοξίες που έχουν και να δημιουργήσουν τα εθνικά κράτη τους, λαμβάνοντας
υποψιών και τα σύγχρονα φρικτά πολεμικά γεγονότα, είναι προφανές ότι η εθνική
οριοθέτηση είναι ο μόνος τρόπος να σταματήσει η αιματοχυσία και να κατασταθεί
δυνατό για τους Σέρβους, τους Κροάτες, και τους Μουσουλμάνους, να συμβιώσουν
και να ζήσουν ειρηνικά σε αυτά τα εδάφη. Εάν η εθνική οριοθέτηση είχε, όπως
έπρεπε, πραγματοποιηθεί με ειρηνικό τρόπο, θα σημάνει ότι ο πολιτισμός έχει
καταφέρει να κάνει μια τεράστια πρόοδο. Δυστυχώς, τα θλιβερά αποτελέσματα του
πολέμου επάνω στις δημογραφικές τάσεις και σε άλλους τομείς που έχουν συνάφεια
με την μελλοντική ανάπτυξη αυτής την περιοχής, δεν μπορούν να γίνουν ακόμα
αντιληπτά.

86
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΔΑΣΚΑ (ΠΓΔΜ –
ΣΚΟΠΙΑ)

ΣΚΟΠΙΑ

Η Βαρδάσκα (ΠΓΔΜ) ήταν χαρακτηριστική περίπτωση μιας ετερογενούς


δίμορφης εθνικής δομής. Η δημογραφική ανάπτυξη των Σέρβων στην πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν μάλλον σταθερή καθ' όλη τη
διάρκεια αυτού του αιώνα. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σερβικός
πληθυσμός αυξήθηκε σε αριθμό εξ αιτίας της συγκριτικά υψηλής φυσικής αύξησης
και της θετικής μεταναστευτικής ισορροπίας. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου
Παγκόσμιου Πολέμου πολλοί Σέρβοι εξορίστηκαν ή σκοτώθηκαν. Μετά από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, απαγορευτικέ στους Σέρβους να επιστρέψουν και μια
μερίδα επέλεξε να δηλωθεί ως «Μακεδόνας» και «Γιουγκοσλάβος».
Γι' αυτόν τον λόγο, μόνο 29.721 Σέρβοι απαριθμήθηκαν στην απογραφή του
1948 και 44.159 το 1991. Αυτοί οι αριθμοί ήταν το 2,6% και το 2,2%, για τις
αντίστοιχες απογραφές (1948 και 1991), του συνολικού πληθυσμού τη Δημοκρατίας.
(Miodrag Zečević and Bogdan Lekić, 1991)
Το χαρακτηριστικό του Σερβικού πληθυσμού ήταν μια σχετική αύξηση πριν
από το 1961 και μια απόλυτη αύξηση πριν από το 1971, ενώ και οι δύο δείκτες είχαν
μειωτικές τάσεις στις πιο πρόσφατες περιόδους. Αυτό οφειλόταν στη συνεχή
διαδικασία αποδημίας, την πτώση στη φυσική αύξηση, και τον προσδιορισμό τους ως
«Γιουγκοσλάβοι».
Σαν περιοχή, η Μακεδονία ελευθερώθηκε από την μακροχρόνια κατοχή της
από την Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το
1912-13, και έπειτα διαιρέθηκε μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας
και της Σερβίας, με τις συνθήκες που υπογράφηκαν εκείνο τον καιρό.

87
Σύμφωνα με τον Max Sorre, μετά από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του
1913, ο συνολικός αριθμός των μεταναστών (Σλαβομακεδόνες, Τούρκοι, Βούλγαροι
και Έλληνες), έφθασε συνολικά τους 1.150.000 ανθρώπους. Η μετανάστευση δεν
ήταν μόνο από μια Βαλκανική χώρα σε κάποια άλλη, αλλά και στο εξωτερικό επίσης.
Η διαδικασία συνεχίστηκε και κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου,
και έφτασε στο αποκορύφωμά της μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την
ήττα των Κομμουνιστών στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας (1946-49). (Brunner,
George, 1996)
Μια νέα περίοδος μετανάστευσης εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1960, αφότου η Ενωμένη Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία έγινε
ανοικτότερη προς τις δυτικές χώρες. Μετά από τις Γιουγκοσλαβικές οικονομικές
μεταρρυθμίσεις το 1965, ο αριθμός των άνεργων ανθρώπων αυξήθηκε και έτσι αυτοί
οι άνθρωποι επιδίωξαν να βρουν απασχόληση στο εξωτερικό. Η οικονομική
αποδημία ήταν πολύ διαδεδομένη για πολλά έτη στην πρώην Γιουγκοσλαβική
Δημοκρατίας της Μακεδονίας και έτσι δεν μας προκαλεί έκπληξη, σε σχέση πάντα με
το μέγεθός της χώρας, ότι σε σύγκριση με άλλες πρώην Γιουγκοσλαβικές
Δημοκρατίες έχει το υψηλότερο ποσοστό αποδημίας (το ποσοστό της το 1981 ήταν
5,2% ενώ ο Γιουγκοσλαβικός μέσος όρος ήταν 3,9%). (Terzic, 1988). Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1970, εξ αιτίας των πιο περιοριστικών πολιτικών για την
αποδημία, η ένταση της διαδικασίας ελαττώθηκε και το προφίλ των μεταναστών
άλλαξε βαθμιαία. Μετά από αυτήν την περίοδο, τα πιο καταρτισμένα και υψηλής
μόρφωσης πρόσωπα μετακινήθηκαν έξω από την Δημοκρατία, και ήταν παρόμοια με
την σύγχρονη μετανάστευση «διαρροής εγκεφάλων». Η αποδημία ήταν παραδοσιακή
σε μερικές περιοχές, όπως την Bitola, Ohrid, Resen και Demir Hisar, των οποίων το
ποσοστό αποδημίας ανήλθε σε περισσότερο από 30%, το οποίο θεωρήθηκε τότε ένα
εξαιρετικά υψηλό ποσοστό εξόδου. Η δεύτερη ζώνη είναι στο δυτικό μέρος της
ΠΓΔΜ, όπου η μετανάστευση εξαρτάται κυρίως από δημογραφικούς παράγοντες,
μιας και οι περιοχές Tetovo, Gostivar, Debar, Kicevo και Struga έχουν υψηλούς
αριθμούς Αλβανικών πληθυσμών και χαρακτηρίζονται από ένα υψηλό ποσοστό
γεννητικότητας, αποδεχόμενοι την μετανάστευση ως λύση στο πρόβλημα της
απασχόλησης. Οι αριθμοί δείχνουν ότι τα άτομα που θεωρούσαν ότι είναι προσωρινά
στο εξωτερικό, έχουν μετατραπεί βαθμιαία σε μόνιμους μετανάστες - μια κατάσταση
που είναι η ίδια για όλες τις εθνικές ομάδες στη χώρα.

Οικονομικοί παράγοντες μετανάστευσης

Ίσως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του προηγούμενου πολιτικού συστήματος


ήταν η μπερδεμένη προσέγγιση προς την ανάπτυξη της υπαίθρου και της γεωργίας.
Αυτός ο παράγοντας, μαζί με τη μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια για τα μεγάλα
εργοστάσια που άνοιξαν στις μεγάλες πόλεις στην περίοδο της πρώην
Γιουγκοσλαβίας, έχει ενισχύσει την επανεγκατάσταση πολλών ανθρώπων, από τα
χωριά στις πόλεις. Αυτό το γεγονός κατέστησε την Δημοκρατία την υψηλότερη σε
ποσοστό αστικών κατοίκων στη Γιουγκοσλαβία (οι αρχικοί αριθμοί τριπλασιάσθηκαν
από το 1947 έως το 1981). Το 1981, ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν
στις πόλεις ανήλθε σε 1.020.000, ή στο 53,9% του συνολικού πληθυσμού (ο
Γιουγκοσλαβικός μέσος όρος ήταν 48%). Η υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμών ανά
οικισμούς το 1994, είναι η ακόλουθη: Σκόπια, 309.7, Τέτοβο 167.2, Struga 124.1,
Kumanovo 111.8, και Strumica 99.1. Εάν εξετάζουμε τις περιοχές των εθνικά-μικτών
πόλεων στην ΠΓΔΜ, σε συνάρτηση με τους αστικούς και αγροτικούς πληθυσμούς
τους, η εικόνα ήταν η ακόλουθη για το 1994:

88
Πίνακας 13: Ισορροπία Αγροτικού – Αστικού Πληθυσμού (Slatkon, 1999)

Σύνολο Αστικός Αγροτικός


Πληθυσμός Πληθυσμός
Gostivar 116.065 40.042 70.023
Struga 62.917 16.998 45.929
Tetovo 180.605 51.472 129.133
Skopje 563.102 448.229 114.873

Είναι ένα αρκετά ανησυχητικό γεγονός το ότι σε 1.083 τοπικές κοινότητες ο


αριθμός των κατοίκων μειώθηκε κατά 40,5%, δηλαδή από 473.657 κάτοικους το
1961 σε 281.322 το 1981. Στην ίδια περίοδο, 60 χωριά εγκαταλείφθηκαν εντελώς.
Αυτές οι 1.038 κοινότητες αποτελούν το 68,2% του εδάφους της ΠΓΔΜ. Τέτοιες
περιοχές μπορούν να χαρακτηριστούν ως ερημωμένες.(Bayer, 1999)
Μέχρι το 1981, το 64% των πόλεων και των χωριών στην ΠΓΔΜ είχαν
λιγότερους κατοίκους από όσους ζούσαν εκεί, δέκα έτη νωρίτερα. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει η εγκατάλειψη των ορεινών και παραμεθόριων περιοχών, για λόγους
που έχουν να κάνουν κατά ένα μεγάλο μέρος, με την στρατηγική σημασία τους και το
ρόλο τους στην υπεράσπιση της χώρας. Συνοψίζοντας, το 1994 οι Σλαβομακεδόνες
ήταν πολύ πιθανότερο να είναι αστικοί κάτοικοι από τους Αλβανούς - 887.772 έναντι
145.093. Στις αγροτικές εκτάσεις, οι αριθμοί ήταν πολύ πιο κοντά - 440.415
Σλαβομακεδόνες έναντι 296.894 Αλβανών. Ο αστικός πληθυσμός το 1948 αποτέλεσε
το 30,8% του συνολικού αριθμού των κατοίκων, ενώ το 1994 αυτός ο αριθμός είχε
διπλασιαστεί (60%). Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αλλαγές στην
πρωτεύουσα (Σκόπια), όπου μόνο το 9,6% των συνολικών κατοίκων της
Δημοκρατίας ζούσε εκεί το 1948 ενώ, το 1994, αυτό το ποσοστό είχε ανέλθει στο ένα
τέταρτο του συνόλου.
Ο αποπληθυσμός των αγροτικών περιοχών συνεχίζονταν δυναμικά,
δεδομένου ότι είναι ο νεώτερος πληθυσμός μετακινούνταν συνεχώς προς τις πόλεις.
Οι πιο πρόσφατες στατιστικές (2002), δείχνουν ότι 121 χωριά παραμένουν χωρίς
κατοίκους και ότι 366 περιοχές έχουν λιγότερους από 50 κατοίκους. Ένα παράδειγμα
είναι το χωριό Vitolishte που, το 1953, είχε 7.224 κατοίκους ενώ τώρα παραμένουν
μόνο 882, κυρίως ηλικιωμένοι. Τέτοιες διαδικασίες εκδηλώνονται μόνο στα χωριά
που κατοικούνται από τους Σλαβομακεδόνες.

Αλλαγή της Εθνικής Σύνθεσης Λόγω της Μετανάστευσης

Στην περίοδο του 1953 - 1961, κατά τη διάρκεια της Σοσιαλιστικής


Σλαβομακεδονίας, οι δυναμικές δημογραφικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν
απεικονίζονται και στην εθνική σύνθεση της χώρας. Υπήρχε μια μεγάλη αποδημία
του Τουρκικού πληθυσμού, συνήθως από το δυτικό μέρος της χώρας, προς στην
Τουρκία. Οι περιοχές που εγκαταλείφθηκαν από τους ανθρώπους Τουρκικής
καταγωγής σε αυτήν την περίοδο (περίπου 200.000 άνθρωποι που αποδήμησαν),
καταλήφθηκαν από ανθρώπους άλλων περιοχών, όπως το Κόσοβο, το Sandzak, το
Μαυροβούνιο, η Νότια Σερβία και η Βοσνία - Ερζεγοβίνη. (Slavenko Terzic, 1988)
Ο μεγαλύτερος αριθμός των νέων αποίκων ήταν Αλβανοί, των οποίων ο αριθμός
αυξήθηκε επιπλέον μετά από τα γεγονότα του Κοσόβου το 1981, όταν εκδηλώθηκε

89
μια σημαντική εισροή των ανθρώπων που είχαν κινηθεί εκτός της επαρχίας του
Κοσόβου. Η τότε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν είχε, όπως μερικές
άλλες δημοκρατίες (Σλοβενία), μια προκαθορισμένη μεταναστευτική πολιτική, και
έτσι ο αποικισμός δεν ήταν απαγορευμένος ή περιορισμένος από τις αρχές του τόπου.
Επομένως, ο αποικισμός έγινε με τρόπο μάλλον χαοτικό, και είχε ως συνέπεια την
δημιουργία κατοικημένων περιοχών που ούτε είχαν αστικό σχεδιασμό, ούτε
κατάφεραν να αστικοποιηθούν. Η αλλαγή στην εθνική σύνθεση της ΠΓΔΜ μπορεί να
εντοπιστεί, αν εξεταστούν οι αριθμοί από τις απογραφές πληθυσμών που
πραγματοποιούνταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία κάθε δέκα έτη.

Πίνακας 14: Εθνική Προέλευση των τριών μεγαλύτερων Εθνοτήτων της Χώρας
1953 1961 1971 1981 1991 1994 2002
Σκοπιανοί 66% 71% 69% 67% 65% 67% 64.18%
Αλβανοί 12% 13% 17% 20% 22% 23% 25,17%
Τούρκοι 16% 9% 7% 5% 4% 4% 3.85%

Η Απογραφή του 1991/1994 και τα Αποτελέσματά της

Η απογραφή στην ΠΓΔΜ επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του


1991, ως μέρος της στατιστικής καταγραφής που διεξάγονταν κάθε δέκα έτη. Αυτό το
έτος συνέπεσε με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και του αναγγελθέντος
δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία, το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το
Σεπτέμβριο. Μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας επικράτησε μεταξύ των πολιτικών που
δρούσαν τότε, και οδήγησαν τα δύο εθνικά Αλβανικά πολιτικά κόμματα που ήταν
κυρίαρχα σε αυτήν την περίοδο (PDP και το μικρότερο NDP), να απαιτήσουν το
μποϊκοτάρισμα της απογραφής, κυρίως επειδή αυτά τα κόμματα εξέφρασαν
αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα των αρχών στο να παρουσιάσουν σωστά τον
αριθμό των Αλβανών που ζούσαν στην χώρα. Αρχικά, το NDP απαίτησε το
μποϊκοτάρισμα, το οποίο έγινε σεβαστό από τις κοινότητες Debar, Gostivar, Kicevo,
Kumanovo, Ohrid, Skopje, Struga, Tetovo και Veles. Λόγω της επακόλουθης
ανικανότητας να ληφθούν ακριβείς αριθμοί, η στατιστική υπηρεσία των Σκοπίων
χρησιμοποίησε στατιστικές μεθόδους για να καθορίσει κατά προσέγγιση τον αριθμό
των Αλβανών που ζούσαν σε αυτές τις περιοχές. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα
αυτής της υπόθεσης κοινοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 1991 και είναι τα ακόλουθα:
Πίνακας 15: Προκαταρκτικά Αποτελέσματα της Απογραφής του 1991
Εθνότητα Πληθυσμός Ποσοστό (%)
Σκοπιανοί 1.328.185 65.3
Αλβανοί 441.987 21.7
Τούρκοι 77.080 3.8
Τσιγγάνοι 53.103 2.6
Βλάχοι 7.764 0.4
Σέρβοι 42.775 2.1
Μουσουλμάνοι 31.356 1.5
Βούλγαροι 1.370 0.06
Έλληνες 474 0.02
Αιγύπτιοι 3.307 0.2
Γιουγκοσλάβοι 15.703 0.8
Άλλοι 31.858 1.6
Σύνολο 2.033.964 100

90
Πριν από την δημοσίευση αυτών των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων, οι
Αλβανοί πολιτικοί άρχισαν μια εκστρατεία χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ,
υποστηρίζοντας ότι όχι μόνο αυτοί οι αριθμοί έχουν λανθασμένα υπολογιστεί, αλλά
και ότι οι Αλβανοί αποτελούν το 40% των κατοίκων των Σκοπίων. Αυτό σήμαινε ότι
είχαν από 700.000 έως 800.000 ανθρώπους (Poulton, 1997). Οι αντιπρόσωποι άλλων
εθνοτικών ομάδων απαίτησαν επίσης υψηλότερους αριθμούς: Σέρβοι 300.000,
Τούρκοι 200.000, Τσιγγάνοι 200.000, Έλληνες 250.000, και οι Βούλγαροι με τους
Βλάχους από 30.000 έκαστος. Όλοι αυτοί οι αριθμοί αν αθροίζονται μαζί θα
παρουσίαζαν έναν αριθμό μεγαλύτερο από τον επίσημο για τους κατοίκους των
Σκοπίων, χωρίς καν να έχουν αναφερθεί στους Σλαβομακεδόνες. Σαφώς, το πολιτικό
κίνητρο για αυτούς τους υπερβολικούς αριθμούς ήταν να επιτραπούν οι διαφορετικές
ομάδες να διεκδικήσουν καλύτερο μερίδιο στην πολιτική δύναμη και επιρροή.
Η Αλβανική αποχή από την απογραφή του 1991 οδήγησε την Ευρωπαϊκή
Ένωση να αρχίσει μια νέα απογραφή το 1994, εποπτευμένη από την διεθνή
κοινότητα. Δυστυχώς, η απογραφή του 1994 δεν έβαλε ένα τέλος στην πολιτική
εκμετάλλευση των αριθμών.

Πίνακας 16: Αποτελέσματα της Απογραφής του 1994 (Statistical Calendar for 1991)

Εθνότητα Πληθυσμός Ποσοστό (%)


Σκοπιανοί 1.288.330 66.5
Αλβανοί 442.914 22.9
Τούρκοι 77.252 4.0
Τσιγγάνοι 53.732 2.3
Βλάχοι 8.467 0.4
Σέρβοι 32.260 2.0
Μουσουλμάνοι 15.315 0.8
Βούλγαροι 1.547 0.1
Έλληνες 349 0.01
Αιγύπτιοι 3.169 0.2
Βόσνιοι 7.244 0.4
Γιουγκοσλάβοι 595 0.02
Άλλοι 8.703 0.4
Σύνολο 1.936.877 100

Η προσέγγιση ανά θρησκεία δείχνει ότι το 67% αυτοπροσδιορίστηκε ως


Χριστιανός Ορθόδοξος (ποσοστό που αποτελείται από το 94,8% των
Σλαβομακεδόνων και του συνόλου των Σέρβων και των Βλάχων), το 30%
αυτοπροσδιορίστηκε ως Μουσουλμάνος (ποσοστό που αποτελείται από το 98,2% των
Αλβανών, και του συνόλου των Τσιγγάνων και των Τούρκων, καθώς επίσης και ένα
μικρό ποσοστό Σλαβομακεδόνων), και το 3% αυτοπροσδιορίστηκε ως άλλου
θρησκεύματος (Καθολικοί κ.τ.λ.).(51)
Οι Μουσουλμάνοι της Δημοκρατίας των Σκοπίων
Οι Μουσουλμάνοι της ΠΓΔΜ ανήκουν σε πέντε εθνότητες. Αυτές είναι οι
Αλβανοί, οι Τούρκοι, οι Τσιγγάνοι, οι Μουσουλμάνοι Σκοπιανοί (επίσης γνωστοί και
ως Torbeshi, Πομάκοι ή Poturs), και οι Βόσνιοι. Οι Αλβανοί ζουν στις περιοχές του
δυτικού μέρους της ΠΓΔΜ, που συνορεύει με την Αλβανία. Ζουν επίσης στα
βορειοδυτικά, κοντά στην Γιουγκοσλαβική επαρχία του Κοσόβου, και στην

91
πρωτεύουσα Σκόπια (Παγκόσμιος Κατάλογος των Μειονοτήτων). Σε μερικές πόλεις,
όπως η Gostivar και το Tetovo κοντά στα Αλβανικά σύνορα, αποτελούν την
πλειοψηφία του πληθυσμού. Οι Τούρκοι ζουν επίσης στα δυτικά και βορειοδυτικά
μέρη της χώρας. (Poulton, 1997) Υπάρχει μια μεγάλη συγκέντρωση Τούρκων στα
Σκόπια, και στις πόλεις Debar, Gostivar και Strumitsa (Ilievski, 1988). Οι μεγάλες
κοινότητες των Τσιγγάνων στην ΠΓΔΜ είναι παρούσες στις πόλεις Chair, Tsentar,
Prilep, Debar, Vinica και επίσης στην πρωτεύουσα Σκόπια (Muhic Slatkon, 1999). Ως
επί το πλείστον, οι Σκοπιανοί Μουσουλμάνοι (Torbeshi) ζουν στο δυτικό μέρος της
χώρας (HRW, 1996:80). Οι Gorans, μια εθνοτική ομάδα που συνδέεται πολύ με
αυτούς -- ζουν στις περιοχές των υψιπέδων Shar Planina στην δυτική ΠΓΔΜ
(Poulton, 1997). Οι Βόσνιοι ζουν μεταξύ των Σκοπίων και του Veles στην κεντρική
ΠΓΔΜ (Illiden, 1999).

Πληθυσμός και Πολιτικό Περιβάλλον

Η τελευταία απογραφή πληθυσμών του 1994 καταγράφει 581.203


μουσουλμάνους στην ΠΓΔΜ σε έναν συνολικό πληθυσμό 1.935.034 ατόμων. Από
αυτούς, οι 441.104 είναι Αλβανοί (22,9% του συνολικού πληθυσμού), 78.019
Τούρκοι, 43.707 Τσιγγάνοι, 6.829 Βόσνιοι και 15.418 Μουσουλμάνοι Σκοπιανοί .
Πρέπει να σημειωθεί ότι η απογραφή κατέγραψε μόνο τους πολίτες και όχι τους
κατοίκους. Εντούτοις, πολλά μέλη μειονοτήτων έχουν αντιμετωπίσει τεράστια
πολιτικά και τεχνικά προβλήματα, για την απόκτηση της υπηκοότητας μετά από την
ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ. Είναι δύσκολο να δοθούν ανεξάρτητα στοιχεία όσον αφορά
τον πραγματικό αριθμό των Μουσουλμάνων στην ΠΓΔΜ. Οι ηγέτες των αντίστοιχων
εθνικών κοινοτήτων δίνουν τις ακόλουθες εκτιμήσεις: οι Αλβανοί αποτελούν το 40%
του πληθυσμού, οι Τούρκοι μεταξύ 170.000 και 200.000 ανθρώπων, και οι Βόσνιοι
περίπου 60.000-80.000 ανθρώπους (Slatkon, 1999). Τα ενεργά στελέχη των
Μουσουλμάνων αυτής της χώρας υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των θρησκευτικών
αδελφών τους είναι πολύ μεγαλύτερος, ειδικά όταν λαμβάνει κάποιος υπόψη ότι δεν
υπάρχει κανένα στοιχείο όσον αφορά μερικούς από αυτούς, π.χ. τους Gorans.
Κατά τη διάρκεια της Κομμουνιστικής περιόδου, το δόγμα του
«Γιουγκοσλαβισμού», βασίστηκε στην αρχή της jedinstvo ι bratstvo(«αδελφοσύνη
και ενότητα»), και αποτυπώθηκε και στα συντάγματα της ομοσπονδίας. Οι πολίτες
είχαν ίσα δικαιώματα και καθήκοντα ανεξάρτητα από το έθνος ή την θρησκεία τους.
Οι εθνικά διαφορετικοί πληθυσμοί ταξινομήθηκαν βάσει ενός συστήματος τριών
επιπέδων. Πρώτα ήταν οι «λαοί», που είχαν τις Δημοκρατίες τους μέσα στη
Γιουγκοσλαβία. Οι Σκοπιανοί άνηκαν σε αυτό το επίπεδο. Δεύτερες ήρθαν οι
«εθνότητες», που είχαν αδελφά κράτη έξω από τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας.
Τέτοιοι ήταν οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί και οι Τούρκοι. Τρίτες ταξινομήθηκαν οι
«εθνοτικές ομάδες», όπως οι Τσιγγάνοι -- η πλειοψηφία των οποίων είναι
Μουσουλμάνοι -- που είχαν την δική τους εθνική ταυτότητα, αλλά κανένα αδελφό
κράτος.
Οι Μουσουλμάνοι της ΠΓΔΜ ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της
Γιουγκοσλαβικής Μουσουλμανικής κοινότητας, που διευθύνονταν από το κέντρο
Reis-ul-Ulema στο Σεράγεβο. Η ισλαμική Κοινότητα στη Γιουγκοσλαβία διαιρέθηκε
σε τέσσερις διοικητικές περιοχές: η περιοχή του Σεράγεβου, η περιοχή της Πρίστινα,
η περιοχή των Σκοπίων και η περιοχή του Titograd. Οι τρεις κύριες ομάδες των
Ισλαμικών μειονοτήτων στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία ζούσαν στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και την ΠΓΔΜ. Στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, οι Μουσουλμάνοι
ανήλθαν σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους (Poulton, 1999), και το

92
1991, αυξήθηκαν σε 1.905.829 ανθρώπους (Statistical Calendar for 1991 (Belgrade.
SZS, 1991)). Στο Κόσοβο, οι Μουσουλμάνοι ήταν συνήθως Αλβανοί, και ανέρχονταν
σε τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ανθρώπους (Terzic, 1988), ενώ υπήρχαν περίπου
δέκα χιλιάδες Τούρκοι. Στην ΠΓΔΜ, υπήρχαν 279.871 Αλβανοί, 86.591 Τούρκοι και
39.513 Σκοπιανοί Μουσουλμάνοι (στοιχεία απογραφής του 1981). Επιπλέον,
υπήρχαν 89.932 μουσουλμάνοι (στοιχεία απογραφής του 1991) και 40.000 Αλβανοί
στο Μαυροβούνιο. Υπήρχαν επίσης αρκετές χιλιάδες Τσιγγάνων Μουσουλμάνων σε
όλη τη Γιουγκοσλαβία.
Οι Μουσουλμάνοι στη Γιουγκοσλαβία είχαν μεγαλύτερο επίπεδο ελευθερίας
από τους ομόθρησκους τους στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Μεταξύ του 1945-1948,
όλες οι θρησκείες στη Γιουγκοσλαβία αντιμετωπίζονταν σχεδόν παρόμοια με όλες τις
άλλες σοσιαλιστικές χώρες, σύμφωνα με το κομμουνιστικό σύνθημα «η θρησκεία
είναι το όπιο των λαών». Εντούτοις, μετά από την ρήξη του Στάλιν με τον Τίτο το
1948, η κατάσταση άλλαξε. Ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός προωθήθηκε, επειδή
μέσω της προώθησης μιας θρησκευτικής ταυτότητας, οι αρχές ήταν σε θέση να
ελέγξουν την ανάπτυξη των διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων στην
πολυπολιτισμική Γιουγκοσλαβία. (Poulton, 1997)
Υπήρχαν τουλάχιστον δύο ακόμα λόγοι για την ανεκτικότητα προς το Ισλάμ
στην Γιουγκοσλαβία. Αρχικά, υπήρχε ο εσωτερικός λόγος για την περίπτωση της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Η Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης δημιουργήθηκε για
τις τρεις κύριες ομάδες που ζούσαν εκεί -- τους Ορθόδοξους Σέρβους, τους
Καθολικούς Κροάτες και τους Μουσουλμάνους Σλάβους. Ιστορικά, έχουν αναμιχθεί
εθνικά σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτές οι τρεις εθνότητες, και η Σερβία και η Κροατία
υποστήριζαν ότι εκείνα τα εδάφη και οι άνθρωποι άνηκαν σε αυτούς. Στην δεκαετία
του 1970, η Μουσουλμανική εθνότητα - ως ευδιάκριτη Γιουγκοσλαβική εθνότητα -
δημιουργήθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Σερβικές και οι Κροατικές
αξιώσεις για τους Μουσουλμάνους Σλάβους της Γιουγκοσλαβίας (Poulton, 1997).
Δεύτερον, ο Ψυχρός Πόλεμος έβαλε τη Γιουγκοσλαβία σε μια ιδιαίτερη θέση μεταξύ
της ανατολής και της δύσης. Κατά συνέπεια, έψαξε για πολιτικό χώρο ανάμεσα στα
«ανεξάρτητα κράτη» πέρα το διπολικό σύστημα Ανατολής-Δύσης, και πολλά από
εκείνα τα κράτη ήταν Ισλαμικά . (Poulton, 1997)
Εντούτοις, μερικοί υποστηρίζουν οι Μουσουλμάνοι στην ΠΓΔΜ δεν είχαν
την δυνατότητα να εκδηλώσουν πλήρως την θρησκευτική ταυτότητά τους. Αυτό είναι
πιθανόν να συνέβη επειδή, με τη δημιουργία της ‘Μακεδονικής’ Ορθόδοξης
Εκκλησίας -που δεν υπήρχε πριν από τον σχηματισμό της Σοσιαλιστικής
Γιουγκοσλαβίας, και χωρίστηκε από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1967 - ο
Ορθόδοξος Πληθυσμός της ΠΓΔΜ άρχισε να απολαμβάνει ειδική αντιμετώπιση. Η
Ορθόδοξη θρησκεία χρησιμοποιήθηκε για να ενθαρρύνει μια ‘Μακεδονική’ εθνική
ταυτότητα και μια αφοσίωση προς την ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Εντούτοις, αυτό δεν
εφαρμόστηκε και για τους Μουσουλμάνους υπό το καθεστώς του Τίτο (Muhic
Slatkon, 1999).
Μετά από τον θάνατο του Τίτο το 1980 και την κατάρρευση της
Γιουγκοσλαβικής οικονομίας, η Γιουγκοσλαβική πολιτική άρχισε να γίνεται όλο και
περισσότεροι «εθνικοποιημένη». Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, το καθεστώς
του Προέδρου της Σερβίας Slobodan Milosevic, άλλαξε την εθνική και θρησκευτική
ισορροπία στην Σερβία. Ένας στόχος των αρχών ήταν η αυξανόμενη Αλβανική
Εθνικιστική δυσαρέσκεια, η οποία είχε τις ρίζες της στην δεκαετία του 1970. Οι
απαιτήσεις των Αλβανών για να δοθεί το καθεστώς της Δημοκρατίας στο Κόσοβο
καταστάθηκαν βίαια κατά τη διάρκεια των ταραχών του 1981 στην Πρίστινα. Κατά
συνέπεια, το 1989, το Σερβικό Κοινοβούλιο προχώρησε τόσο πολύ σε

93
μεταρρυθμίσεις, ώστε να ανακληθεί το αυτόνομο καθεστώς του Κοσόβου και της
Βοϊβοντίνα που χορηγήθηκαν από το σύνταγμα του 1974.
Στη δεκαετία του 1970-1980, οι αρχές της ΠΓΔΜ προώθησαν διάφορες
πρωτοβουλίες για να αποτρέψουν την Μουσουλμανική κοινότητα της ΠΓΔΜ να
«Αλβανοποιηθεί». Οι φόβοι προήλθαν από την άνοδο του Αλβανικού εθνικισμού στο
Κόσοβο και το γεγονός ότι οι Αλβανοί στην ΠΓΔΜ ήταν η μεγαλύτερη
Μουσουλμανική μειονότητα, και θα μπορούσε υποθετικά να ασκήσει πίεση στις
μικρότερες Μουσουλμανικές μειονότητες με όπλο το θρησκευτικό τους συναίσθημα.
Το 1970, ο Σύνδεσμος των Μουσουλμάνων της ΠΓΔΜ σχηματίστηκε με την ευλογία
των αρχών. Το 1981, ένας επιστημονικός κύκλος ιδρύθηκε στο Gostivar προκειμένου
να ερευνήσει τους Μουσουλμάνους της ΠΓΔΜ.
Μετά από τις πολιτικές αλλαγές του 1989 και την κήρυξη της ΠΓΔΜ το 1991
ως ανεξάρτητης δημοκρατίας, η Ισλαμική κοινότητα της ΠΓΔΜ διαχωρίστηκε από
την κεντρική κοινότητα, που έδρευε στο Σεράγεβο. Η θεσμική αποσύνθεση εμφάνισε
σοβαρά προβλήματα στην καταγραφή των νέων Ισλαμικών κοινοτήτων μέσα στην
ΠΓΔΜ.

Οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία

Η σταθερή μετανάστευση των Μουσουλμάνων προς την ενδοχώρα της


Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και αργότερα προς την Τουρκία) μέσω της ευρύτερης
Μακεδονίας, συνεχίστηκε σε όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι Βόσνιοι
Μουσουλμάνοι μετανάστευσαν μετά από την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης
από την αυτοκρατορία των Αψβούργων το 1908. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών
Πολέμων (1912-1913), καθώς επίσης και μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου
Πολέμου, όταν χωρίστηκε η ιστορική Μακεδονία μεταξύ της Βουλγαρίας, της
Σερβίας και της Ελλάδας, πολλοί Μουσουλμάνοι που ζούσαν στο έδαφός της έφυγαν
προς την Μικρά Ασία. Ένα άλλο κύμα μαζικής αποδημίας Μουσουλμάνων
παρατηρήθηκε το 1923-1924. Μια Ελληνο-Τουρκική Συνθήκη για την υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οδήγησε περίπου 390.00 Μουσουλμάνους - συνήθως
Τούρκους, αλλά και κάποιους Πομάκους- να φύγουν για την Τουρκία.
Μεταξύ 1953 και 1966, υπήρχε ένα μεγάλο κύμα αποδημίας των Τούρκων
από τη Γιουγκοσλαβία, προς στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις Γιουγκοσλαβικές πηγές,
περίπου 80.000 άνθρωποι μετανάστευσαν. Σύμφωνα με τις Τουρκικές πηγές, αυτοί
ήταν περίπου 150.000. Εντούτοις, πολλοί από τους δεν ήξεραν Τούρκικα και ήταν
είτε Αλβανοί Μουσουλμάνοι είτε Σλάβοι, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως Τούρκοι
προκειμένου να φύγουν από την χώρα (Poulton, 1997). Μερικοί μελετητές
υποστηρίζουν ότι οι Αλβανοί δεν παρουσιάστηκαν εθελοντικά ως «Τούρκοι», αλλά
αναγκάστηκαν να δηλωθούν έτσι από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο
ενδιαφέρονταν για την απέλαση όσο το δυνατόν περισσότερων Αλβανών σε
οποιαδήποτε άλλο μέρος, πλην της Αλβανία. Ο μόνος τρόπος για τους Αλβανούς να
πάρουν θεωρήσεις εξόδων, ήταν να δηλωθούν ως Τούρκοι. Καθ'οδόν προς την
Τουρκία, πολλοί από αυτούς τους Αλβανούς που προέρχονταν από το Κόσοβο και
περνούσαν από την ΠΓΔΜ, παρέμειναν τελικά στη χώρα αυτή. Όσον αφορά στους
Τούρκους, αυτή η αποδημία αποδίδεται γενικά στην δυσαρέσκειά τους σχετικά με
την εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας τους. Οι Τούρκοι ήταν πλούσιοι αστοί από τους
Οθωμανικούς χρόνους.
Η ανεξάρτητη ΠΓΔΜ (διεθνώς αναγνωρίστηκε το 1992), έχει δεχθεί
Μουσουλμανικούς πρόσφυγες από τους δυο πρόσφατους πολέμους στην πρώην
Γιουγκοσλαβία. Περίπου 30.000 βόσνιοι πρόσφυγες έφθασαν στην ΠΓΔΜ κατά τη

94
διάρκεια του πολέμου στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990,
και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των Σκοπίων και του Veles. Η πλειοψηφία από αυτούς
έχει ήδη επαναπατριστεί, εκτός από μερικά ορφανά, τα οποία ζουν ακόμα σε παιδικές
κατασκηνώσεις. Ένα άλλο κύμα μεταξύ 200.000 και 360.000 Αλβανών προσφύγων
από το Κοσόβου έφθασε το 1999 κατά την διάρκεια των μεγάλης κλίμακας
αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων που διεξήχθησαν από το καθεστώς του Σέρβου
Προέδρου Slobodan Milosevic, αλλά και από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Μετά
από το τέλος του πολέμου τον Ιούνιο του 1999, η πλειοψηφία των προσφύγων από το
Κόσοβο, που φιλοξενήθηκε στα στρατόπεδα της ΠΓΔΜ, επέστρεψε. Οι Τσιγγάνοι
πρόσφυγες έχουν μείνει πίσω, και έχουν αυξηθεί παρά πολύ από το τέλος του
πολέμου. Εντούτοις, αντιπροσωπεύουν μια πολύ μικρή αύξηση στον γενικό
πληθυσμό των Τσιγγάνων της ΠΓΔΜ (Muhic Slatkon, 1999).

Εθνική Ταυτότητα

Η τελευταία απογραφή πληθυσμών του 1994 δείχνει ότι υπάρχουν 581.293


Μουσουλμάνοι στην ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με τα διασταυρωμένα στοιχεία από την ίδια
απογραφή, υπάρχουν 425.218 Μουσουλμάνοι μεταξύ των Αλβανών (από το σύνολο
441.104 Αλβανών), 73.633 Μουσουλμάνοι μεταξύ των Τούρκων (από συνολικά
78.019 Τούρκους), 40.035 μεταξύ των Τσιγγάνων (από συνολικά 43.707
Τσιγγάνους), 15.110 μεταξύ των Σκοπιανών, γνωστοί επίσης και ως Torbeshi ή
Poturs. Οι υπόλοιποι είναι Βόσνιοι και Σέρβοι. Τα στοιχεία των Μουσουλμάνων
μεταξύ των εθνοτικών ομάδων λαμβάνονται, μέσω της εξαγωγής του ποσοστού τους
από τον αριθμό των Μουσουλμάνων στον συνολικό αριθμό των αντίστοιχων
εθνοτικών ομάδων, όπως αναφέρονται από τον Ilievski.
Όπως έχουμε ήδη πει, πολλά μέλη μειονοτήτων έχουν αντιμετωπίσει σοβαρά
πολιτικά και τεχνικά προβλήματα στην απόκτηση της υπηκοότητας. Αυτός είναι ο
πρώτος λόγος για τον οποίο σχεδόν όλες οι Μουσουλμανικές κοινότητες
υποστηρίζουν ότι έχουν έναν μεγαλύτερο αριθμό μελών στις ομάδες τους από αυτές
που είναι στην απογραφή. Εντούτοις, υπάρχει ένας άλλος λόγος επίσης. Πολλές
μειονότητες, ειδικά οι Τσιγγάνοι, απαιτούν δύο ταυτότητες ταυτόχρονα, ή
παράλληλα, τις οποίες δικαιολογούν με διαφορετικά επιχειρήματα. Οι Τσιγγάνοι
υποστηρίζουν πολλές φορές ότι είναι Τούρκοι, Αλβανοί ή Σκοπιανοί αντί για
Τσιγγάνοι, προκειμένου να αποφευχθεί το κοινωνικό στίγμα. Πολλοί άλλοι
Μουσουλμάνοι υποστηρίζουν ότι είναι Τούρκοι, λόγω της υψηλής κοινωνικής θέσης
που ένας τέτοιος ισχυρισμός τους δίνει. Αυτό ισχύει ακόμη και για μερικούς
εθνικιστές Αλβανόφωνους που προέρχονται από τις οικογένειες που ομιλούν
Τουρκικά στο σπίτι.
Οι Αλβανοί είναι αυτοί που με συνέπεια έχουν υποστηρίξει ότι ο απόλυτος
αριθμός τους είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αποτυπώνεται στην απογραφή.
Περίπου 150.000 άνθρωποι, κυρίως Αλβανοί, δεν εγγράφηκαν σε εκείνη την
απογραφή, δεδομένου ότι δεν ήταν ικανοί να καλύψουν τις απαιτήσεις για την
Σκοπιανή υπηκοότητα. Η πλειοψηφία των Αλβανών είναι μουσουλμάνοι. Εντούτοις,
υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις: μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί Αλβανοί ζουν σε μερικά
χωριά γύρω από τη λίμνη Οχρίδα και την πόλη Στρούγκα, και μερικοί
Ρωμαιοκαθολικοί ζουν στο Binach (περιοχή Vitina), γύρω από την πόλη των
Σκοπίων. Η μητέρα Τερέζα είναι το πιο γνωστό μέλος των Ρωμαιοκαθολικών του
Binach, αν και οι Τσιγγάνοι επίσης υποστηρίζουν ότι είναι μέλος της εθνότητας τους.
Οι Τούρκοι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στην ΠΓΔΜ.
Ακριβώς όπως στην περίπτωση των άλλων εθνοτικών ομάδων, οι ηγέτες της

95
Τουρκικής μειονότητας υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός τους είναι πολύ
υψηλότερος. Ο Erdogan Sarac, Γενικός Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος
των Τούρκων, υποστηρίζει ότι αριθμούν μεταξύ 170.000 και 200.000 ανθρώπων
Άλλοι τους υπολογίζουν περίπου σε 100.000 ανθρώπους. Με θρησκευτικούς όρους,
οι Τούρκοι είναι πιο ομοιογενείς στη Μουσουλμανική ταυτότητά τους από ότι οι
Αλβανοί. (Poulton, 1997)
Οι Τσιγγάνοι είναι μια εθνική μειονότητα, η οποία προέρχεται από την Ινδία
και μετανάστευσε στα Βαλκάνια από την Ασία πριν και κατά την διάρκεια της
Οθωμανική κατοχής. Η μεγάλη πλειοψηφία των Τσιγγάνων είναι Μουσουλμάνοι στο
θρήσκευμα - περίπου 91.6% (Brunner,1996:35). Υπάρχου και κάποιοι Ορθόδοξη
Χριστιανοί Τσιγγάνοι, καθώς επίσης και μερικοί Μάρτυρες του Ιεχωβά . Επίσης, και
οι ηγέτες των Τσιγγάνων υποστηρίζουν ότι η κοινότητά τους υπερβαίνει τον επίσημο
αριθμό. Οι ανεπίσημες εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των Τσιγγάνων στην
ΠΓΔΜ σε 200.000 ανθρώπους.
Οι Σκοπιανοί Μουσουλμάνοι (Torbeshi) αναγνωρίζονται επίσημα ως χωριστή
εθνοτική ομάδα από το κράτος, αντίθετα από τους εθνικούς αδελφούς τους
(Πομάκους), στη, Βουλγαρία και την Ελλάδα. Οι Torbeshi είναι Σλάβοι, μιλώντας
την Βουλγαροσλαβική διάλεκτο, οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ κατά τη
διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου.
Υπάρχουν επίσης μερικοί Βόσνιοι στην ΠΓΔΜ. Μερικοί από αυτούς ζουν
στα εδάφη της ΠΓΔΜ από τον 19ο αιώνα (Miodrag Zečević and Bogdan Lekić,
1991). Οι Μουσουλμανικές πηγές στο Sandzhak (Σερβία) υποστηρίζουν ότι πολλοί
από τους σημερινούς Torbeshi είναι πρώην Σερβόφωνοι μετανάστες από την Βοσνία-
Ερζεγοβίνη και το Sandzhak. Πολλοί από αυτούς πήγαν στην ΠΓΔΜ προκειμένου να
εκμεταλλευθούν την συμφωνία αποδημίας του 1950 με την Τουρκία, αλλά καθώς
μετακινούνταν προς την Τουρκία, αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην ΠΓΔΜ.
Υπήρχαν επίσης περίπου 30.000 πρόσφυγες πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του
1990 (IHF, ετήσια έκθεση, 1992), αλλά η πλειοψηφία τους έχει αποχωρήσει ήδη από
την ΠΓΔΜ. Η απογραφή του 1994 κατέγραψε 6.829 Βοσνίους.
Στην ΠΓΔΜ, υπάρχει επίσης μια μικρή ομάδα Σλάβων Μουσουλμάνων που
αποκαλούνται Gorans. Ο αριθμός τους είναι άγνωστος. Ζουν στην δυτική ΠΓΔΜ (και
επάνω από το Prizren στο Κόσοβο). Θέλουν να νομίζουν ότι είναι διαφορετικοί από
τους Torbeshi, αλλά μοιράζονται πολλά έθιμα. Η ταυτότητά τους είναι βασισμένη
στη θρησκεία τους και στις στενά συνδεδεμένες κοινότητές τους. Η γλώσσα τους
είναι Σλαβική -ένα μίγμα Σλαβομακεδονικών και Σερβοκροατικών περιλαμβάνοντας
επίσης και μερικές Αραβικές λέξεις.

96
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ

(Όλη η Ανάλυση προέκυψε από τον πίνακα 17 πηγή Πληθυσμιακές Απογραφές 1953 –
1991, Εθνογραφικό Ινστιτούτο Σλοβενίας)
Για την Σλοβενία, την βορειότερη Δημοκρατία της Πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι
καταστάσεις και οι συνθήκες που αντιμετώπισε σε σχέση με τις άλλες πρώην
Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες, ήταν πάρα πολύ ομαλότερες και ηπιότερες. Αυτή η
χώρα, ευτύχισε, αν και μέρος του Σλαβικού έθνους, συνορεύει με την Ιταλία και την
Αυστρία. Κατά συνέπεια, για αιώνες βρισκόταν άλλοτε υπό την κηδεμονία, άλλοτε
ως μέρος, και άλλοτε ως υποτελής χώρα στους Αυστριακούς ή τους Ιταλούς. Αυτό
είχε ως συνέπεια να μην γνωρίσει ποτέ την Οθωμανική Κατοχή που γνώρισαν όλα τα
άλλα Βαλκάνια. Η γλώσσα που ομιλείται είναι μια Σλαβική διάλεκτος, με αρκετές
επιρροές όμως από την Λατινική και Γερμανική γλώσσα, και η επικρατούσα
θρησκεία είναι η Ρωμαιοκαθολική.
Σε όλες τις μεταπολεμικές απογραφές, διαπιστώνουμε ότι αυτή η χώρα
παρουσίαζε μια αξιοζήλευτη για τα Γιουγκοσλαβικά δεδομένα, εθνική συνοχή. Στην
απογραφή του 1953, οι Σλοβένοι αποτελούσαν το 96,52% του συνολικού πληθυσμού,
και αριθμούσαν 1.415.448 κάτοικους. Η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα σε
αυτή την χώρα ήταν η Κροατική, αντιπροσωπεύοντας το 1,23% του συνολικού
πληθυσμού, δηλαδή 17.978 τρίτη σε ποσοστό εθνότητα ήταν η Σερβική, με το 0,77%
του συνολικού πληθυσμού. Η πληθυσμιακή δυναμική των Σέρβων στην Σλοβενία
χαρακτηρίζεται από την αύξηση των απόλυτων αριθμών και των σχετικών ποσοστών
τους σε όλες τις μεταπολεμικές απογραφές πληθυσμών. Διαπιστώνουμε από τα
παραπάνω στοιχεία ότι το 98,52% του συνολικού πληθυσμού αποτελούνταν από
αυτές τις τρεις εθνότητες. Αυτό μας βοηθάει γιατί θα είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε
ευκολότερα τις μεταβολές στους πληθυσμούς άλλων εθνοτήτων, που προήλθαν από
την μετανάστευση. Οι «άλλοι» λοιπόν σε αυτή την χώρα θα είναι σε ποσοστό το

97
1,48% του συνολικού πληθυσμού, δηλαδή λιγότεροι από 20.000 άνθρωποι. Αυτοί οι
‘άλλοι’ ήταν για παράδειγμα οι Ούγγροι (0.75%), οι Τσιγγάνοι (0,12%), οι
Μαυροβούνιοι (0,09%) κ.α.
Όπως ήδη έχουμε πει, λόγω των μικρών πληθυσμών των μειονοτικών
εθνοτήτων, μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι μεταβολές δεν προήλθαν όπως σε άλλες
περιπτώσεις Δημοκρατιών (Κόσοβο – Βοσνία κ.α) από αλλαγές στα ποσοστά
γεννητικότητας, αλλά από μετανάστευσης. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η
Σλοβενία ήταν η πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά, και από τις πιο ανεπτυγμένες
τουριστικά περιοχές της Πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αυτό συνέβη και γιατί η
γεωγραφική περιοχή της χώρας συνόρευε με την Ιταλία (μέλος της Ε.Ε), αλλά και
γιατί η χώρα είχε και μια βιομηχανική παράδοση. Μια χώρα με ευκαιρίες εργασίας σε
δύσκολους καιρούς, γίνεται μεταναστευτικός μαγνήτης, και έτσι συνέβη και στην
περίπτωση της Σλοβενίας.
Στην απογραφή του 1961, διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό των Σλοβένων
μειώθηκε σε 95,65% (μείωση 0,87%). Όμως, ο πληθυσμός τους παρά την μείωση του
ποσοστού του επί του συνολικού πληθυσμού, αυξήθηκε κατά 100.000 άτομα περίπου.
Ακόμα μειώθηκε και το ποσοστό των Ούγγρων στο 0,66% (0,09% ή 500 άτομα),
μείωση που οφείλετε στον επαναπατρισμό ορισμένων εξ΄αυτών στην μητέρα –
πατρίδα τους, την Ουγγαρία. Ο πληθυσμών των Κροατών αυξήθηκε κατά 2/3,
φθάνοντας στο 1,97% επί του συνολικού πληθυσμού (0,74%). Εδώ μπορούμε να
διακρίνουμε μια καθαρή μεταναστευτική ροή από την γειτονική Κροατία. Τέλος, ο
Σερβικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 0,09%, φθάνοντας στο 0,86% επί του συνολικού
πληθυσμού. Αυτή η αύξηση οφείλετε και στην μετανάστευση Σέρβων από την
γειτονική Κροατία προς την Σλοβενία, αλλά και από το γεγονός ότι αυξήθηκε η
φυσική αναπαραγωγικότητα τους. Οι άλλες εθνότητες της χώρας παρέμειναν σχεδόν
σταθερές και σε ποσοστά και σε αριθμούς. Ένα γεγονός όμως που μας προκαλεί
εντύπωση είναι το ότι οι Τσιγγάνοι από 0,12% που είχαν το 1953 (1663), έπεσαν στο
0,01% του συνολικού πληθυσμού, δηλαδή 158 άτομα. Αυτό συνέβη λόγω των
συμφωνιών για μετατόπιση Μουσουλμανικών πληθυσμών στην Τουρκία. Έτσι,
πολλοί Τσιγγάνοι πήραν την οδό της αποδημίας, κάτι που δεν σημαίνει όμως ότι
έφτασαν τελικά προς την Τουρκία, μιας και εγκαθίστονταν σε ενδιάμεσες χώρες (π.χ
ΠΓΔΜ) και έμεναν για πάντα εκεί. Αρκετοί όμως δηλώθηκαν και ως
‘Γιουγκοσλάβοι’, κατηγορία πληθυσμού που πρώτη φορά έμπαινε σε απογραφή του
κράτους. Οι Γιουγκοσλάβοι σε αυτή την απογραφή αποτελούσαν το 0,18% του
πληθυσμού (2784 άτομα).
Στην απογραφή του 1971, διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό των Σλοβένων επί
του συνολικού πληθυσμού (1.727.137 άτομα σε όλη την χώρα), μειώθηκε περαιτέρω,
στο 94,03% (μείωση 1,62%), αλλά παρουσίασαν μια φυσική αύξηση του πληθυσμού
κατά 100.000 άτομα. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι τα ποσοστά των άλλων
εθνοτήτων αυξήθηκαν περαιτέρω. Οι Ιταλοί που είχαν μεταναστεύσει προς την
Σλοβενία και καταμετρήθηκαν στην προηγούμενη απογραφή, έμειναν σταθεροί στον
αριθμό τους, παρουσιάζοντας όμως μια μείωση 0,02% στο ποσοστό τους επί του
συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ο αριθμός των Ούγγρων παρέμεινε σταθερός σε
αυτή την απογραφή, με μια αμελητέα μείωση 300 ατόμων. Οι Τσιγγάνοι σε αυτή την
απογραφή αύξησαν τον πληθυσμό τους. Από 0,01% το 1961, έφτασαν στο 0,06%, και
σε αυτή την αύξηση συντέλεσε το γεγονός ότι και αύξησαν τους φυσικούς τους
αριθμούς, και προσδιορίσθηκαν ως Τσιγγάνοι αντί για Γιουγκοσλάβοι, αλλά και γιατί
μερικοί από τους μετανάστες γύρισαν πίσω. Οι Αλβανοί μετανάστευσαν προς την
Σλοβενία σε συγκριτικά μεγάλους αριθμούς. Συγκεκριμένα, περίπου 1000 άτομα
μετανάστευσαν προς την χώρα από το 1953, αυξάνοντας τον αριθμό των Αλβανών σε

98
1281 (0,07%). Οι Κροάτες αύξησαν μέσα σε μια δεκαετία τον πληθυσμό τους σε
42.657 άτομα (2,47% ποσοστό ή 0,5% αύξηση). Η ροή μεταναστών από την
Κροατία, καθώς και η αύξηση της γεννητικότητας συντέλεσαν σε αυτή την αύξηση.
Οι Σέρβοι είχαν παρόμοια πορεία με τους Κροατικούς πληθυσμούς, αυξάνοντας το
ποσοστό τους σε 1,19% (0,86 στην προηγούμενη απογραφή), και τον πληθυσμό τους
κατά 7.000 άτομα περίπου. Εντοπίζουμε και μια μεταναστευτική ροή Σκοπιανών –
1000 άτομα από την απογραφή του 1953- αλλά και μια Μουσουλμανική ροή που
διπλασίασε το ποσοστό των Μουσουλμάνων από το 1953.
Στην απογραφή του 1981, ο πληθυσμός της χώρας έφτασε στα 1.891.864
άτομα, αύξηση περίπου 170.000 ατόμων. Οι Σλοβένοι αύξησαν τον πληθυσμό τους
κατά 90.000 άτομα, αλλά το ποσοστό τους έπεσε στο 90,52%. Αυτό σημαίνει ότι τα
80.000 άτομα που απομένουν από την συνολική αύξηση του πληθυσμού και ήρθαν
ως μετανάστες από άλλες χώρες αλλά και ήταν αποτέλεσμα της φυσικής αύξησης των
πληθυσμών. Αρχικά βλέπουμε ότι υπάρχει μια αντίστροφη ροή μετανάστευσης για
τους Ιταλούς, δηλαδή αυτοί που αποδήμησαν προς την Σλοβενία σε προηγούμενες
περιόδους, να επιστρέφουν πάλι πίσω στην χώρα τους (Ιταλία). Οι Αλβανοί, οι
Τσιγγάνοι και οι Μαυροβούνιοι αύξησαν τα ποσοστό τους σε 0,10% (από 0,07%),
0,08% (από 0,06%) και 0,17% (από 0,11%), αντίστοιχα. Η αύξηση στους Αλβανούς
και τους Μαυροβούνιους οφείλετε στις οικονομικές μεταναστεύσεις τους προς την
Σλοβενία. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Σκοπιανοί διπλασίασαν τα ποσοστά τους σε
αυτή την χώρα μεταναστεύοντας με γοργούς ρυθμούς (0,17% από 0,09%, φυσική
αύξηση κατά περίπου 1600 άτομα). Ακόμα εντονότερη ήταν όμως η μετανάστευση
Μουσουλμάνων, όπου η αύξηση τους ήταν πολύ υψηλή (πάνω από 10.000 άτομα σε
μια δεκαετία, αυξάνοντας το ποσοστό τους από 0,19% σε 0,71%). Οι Κροάτες
αυξήθηκαν κατά 12.000 άτομα περίπου (αύξηση ποσοστού από 2,47% σε 2,94%),
ενώ οι Σέρβοι διπλασιάσθηκαν μέσα σε μια δεκαετία, φτάνοντας τα 42.182 άτομα,
και αυξάνοντας το ποσοστό τους από 1,19% σε 2,23%. Η μεγάλη αύξηση των
Σερβικών πληθυσμών ήταν το αποτέλεσμα της οικονομικής μετανάστευσης προς την
Σλοβενία από άλλες δημοκρατίες, ειδικότερα δε από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Τέλος, στην τελείται απογραφή της Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας το 1991,
βλέπουμε μια αύξηση του συνολικού πληθυσμού κατά περίπου 70.000 άτομα. Οι
Σλοβένοι μείωσαν και άλλο το ποσοστό τους επί του συνολικού πληθυσμού σε
87,84%, και είχαν μια μικρή φυσική αύξηση 15.000 ατόμων. Οι Ιταλοί αύξησαν τον
αριθμό τους σε 3.064 άτομα, αριθμός ίδιος με αυτόν του 1971. Οι Αλβανοί συνέχισαν
την μετανάστευση τους προς την Σλοβενία και αυξήθηκαν σε 0,18% από 0,10% και
έφτασαν στα 3.629 άτομα. Οι Κροάτες έμειναν σε σταθερό αριθμό με μια αμελητέα
μείωση (1000 άτομα). Οι Σέρβοι αυξήθηκαν κατά 5.000 άτομα, αλλά το ποσοστό
τους έμεινε στο ίδιο επίπεδο 2,44% από 2,23%. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με την
επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε αυτήν την Δημοκρατία, τις δια-εθνικές
εντάσεις, την δυσπιστία και την ανοικτή εχθρότητα προς τους Σέρβους. Είναι επίσης
σημαντικό να προστεθεί το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός των Σέρβων της
Σλοβενίας αυτοπροσδιορίστικε ως «Γιουγκοσλάβοι». Οι «Γιουγκοσλάβοι»
μειώθηκαν στο μισό από αυτούς που υπήρχαν στην προηγούμενη δεκαετία, ρίχνοντας
το ποσοστό τους στο 0,63% από 1,39% το 1981. Οι Τσιγγάνοι και οι Μουσουλμάνοι
σχεδόν διπλασιάσθηκαν, φτάνοντας στα 2293 άτομα οι πρώτοι(από 1435), και 26.842
οι δεύτεροι (από 13.425 άτομα το 1981).
Από όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Σλοβενία
είναι ένα κράτος όπου καθαρά η επικρατούσα εθνότητα είναι οι Σλοβένοι. Η μείωση
των ποσοστών τους δεν σημαίνει ότι έγιναν λιγότεροι, μιας και σε κάθε απογραφή

99
συμμετείχαν στο 30-50% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού της χώρας. Όμως,
υπάρχουν παρά πολλές μικρότερες εθνότητες που όλες σχεδόν αύξησαν τους
πληθυσμούς τους λόγω των μεταναστεύσεων ομοεθνών τους προς αυτή την χώρα. Οι
μεγαλύτερες εθνότητες δεν ξεπερνούν το 3% η κάθε μια. Επομένως σε αυτή την χώρα
δεν υπήρχαν τα ερείσματα για στρατιωτικές επεμβάσεις και αλληλοσκοτωμούς, λόγω
των μικρών ποσοστών αλλοεθνών πληθυσμών, που αδυνατούσαν έτσι να προβάλουν
αξιώσεις για εδαφικά ή πολιτικά ανταλλάγματα. Σε σύγκριση με το Κοσσυφοπέδιο,
διαπιστώνουμε πόσο επικίνδυνοι είναι σήμερα η μετανάστευση πληθυσμών από
όμορες χώρες με επιθετικές συμπεριφορές (Αλβανία), και πόσο πολύ μπορεί να
υπονομευτεί η συνοχή ενός κράτους ακόμα και από οικονομικές μεταναστεύσεις. Η
Σλοβενία σήμερα είναι η μόνη χώρα της Πρώην Γιουγκοσλαβίας που ανήκει στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το οφείλει εν μέρει στην γεωγραφική της θέση, αλλά να
μην ξεχνάμε ότι αυτή η χώρα δεν αντιμετώπισε καθόλου τα δείνα ενός πολέμου (εκεί
έγιναν οι πρώτες αψιμαχίες για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και έληξαν με μόνο
50 νεκρούς και κέρδος την ανεξαρτησία της χώρας). Ο οικονομικός παράγοντας
πάντως είναι αυτός που καθόρισε το μοντέλο της μετανάστευσης προς αυτή την
χώρα, και συνέβαλε στην αύξηση των πληθυσμών των διαφόρων εθνοτήτων αυτής
της χώρας.

100
Πίνακας 17: Πληθυσμιακές Απογραφές από το 1953 έως και το 1991

101
ΟΙ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΟΙ

Άτομα που Προσδιορίσθηκαν ως Γιουγκοσλάβοι


Η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων ως εθνικά αναποφάσιστα άτομα, εισήχθη
για πρώτη φορά στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με την απογραφή πληθυσμών του 1953.
Αυτή η κατηγορία περιελάμβανε συνήθως τον Μουσουλμανικό πληθυσμό. Εντούτοις,
στη δεκαετία του 1960, ο αριθμός των προσώπων που κηρύσσονταν Γιουγκοσλάβοι
μειώθηκε απότομα, όταν πιστοποιήθηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστός λαός. Το
1961, η απογραφή κατέγραψε 317.124 Γιουγκοσλάβους και 273.077 καταγράφηκαν
στην απογραφή του 1971. Το 1971-1981, ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 1.219.045
(δείκτης αύξησης 446,4 PTS - 346,4%). Κατά συνέπεια, το ποσοστό αυτής της
κατηγορίας στον συνολικό πληθυσμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήταν πάρα πολύ
αυξανόμενο, από 1,7% το 1961 σε 5,4% το 1981.

102
Πίνακας 18: Αριθμός Ατόμων που Αυτοπροσδιορίστηκαν ως
Γιουγκοσλάβοι, στις Πληθυσμιακές Απογραφές 1961 έως 1991

Δημοκρατίες και Περιφέρειες 1961 1971 1981 1991

Βοσνία και Ερζεγοβίνη 275,883 43,796 326,316 239,845

Μαυροβούνιο 1,559 10,943 31,243 25,854

Κροατία 15,559 84,118 379,057 104,728

Σκόπια 1,260 3,652 14,225 -

Σλοβενία 2,784 6,744 26,263 12,237

Σερβία – Σύνολο Εδάφους 20,079 123,824 441,941 317,739

Κεντρική Σερβία 11,699 75,976 272,050 145,810

Βοϊβοντίνα 3,174 46,928 167,215 168,859

Κόσοβο και Μετόχια 5,206 920 2,676 3,070

Πρώην Γιουγκοσλαβία (Σύνολο) 317,124 273,077 1,219,045 -

Η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων αυξήθηκε γρηγορότερα στην Δημοκρατία


της Σερβίας-από 20.079 το 1961 σε 441.941 άτομα το 1981, και 317.739 άτομα το
1991. Αυτός ήταν ο υψηλότερος δείκτης αύξησης στη Γιουγκοσλαβία. Η αύξηση
ήταν ιδιαίτερη στην πολυεθνική Βοϊβοντίνα: από 3174 το 1961 σε 168.859 άτομα το
1991. Ο αριθμός τους στο Κόσοβο και τα Μετόχια ήταν ασήμαντος. Στην περίοδο
1961-1991, ελαττώθηκε από 5206 σε 3070. Στην κεντρική Σερβία αυξήθηκαν από
11.699 το 1961 σε 272.050 άτομα το 1981, κατόπιν ο αριθμός τους έπεσε σε 145.810
στην απογραφή του 1991(Cvijić, 2001).
Οι Γιουγκοσλάβοι κατέγραψαν μια υψηλή άνοδο στο ποσοστό τους επί του
συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας της Σερβίας - από 0,3% το 1961 σε 3,2% το
1991. Στην Βοϊβοντίνα, το ποσοστό τους ανήλθε γρήγορα από 0,2% σε 8,4%, στην
Κεντρική Σερβία από 0,2% σε 4,8%, ενώ στο Κόσοβο και τα Μετόχια ελαττώθηκε
από 0,5% σε 0,2% (Ekmečić, 1989).
Από τον συνολικό αριθμό των Γιουγκοσλάβων στην πρώην Γιουγκοσλαβία
(απογραφή του 1961), το 87,0% καταγράφηκε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το 6,7% στη
Σερβία, το 4,9% στην Κροατία, και είχαν ασήμαντες αριθμήσεις σε άλλες
Δημοκρατίες. Αποτελούσαν το 8,4% του πληθυσμού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, το
3,3% στο Μαυροβούνιο και κάτω από το 1,0% στις άλλες Δημοκρατίες. Τα ανωτέρω
στοιχεία και οι πιο πρόσφατες διακυμάνσεις στον αριθμό και τη διανομή των
Γιουγκοσλάβων επιβεβαιώνουν το γνωστό γεγονός ότι, πριν από τη δεκαετία του
1960, αυτή η κατηγορία αποτελούνταν συνήθως από Μουσουλμάνους και σε
μικρότερη έκταση από άλλες εθνότητες, καθώς επίσης και από πρόσωπα που
προέρχονται από μικτούς γάμους. Μετά από τη δεκαετία του '60, όταν
πιστοποιήθηκαν οι Μουσουλμάνοι ως χωριστός λαός, εμφανίστηκε μια απότομη

103
απόλυτη και σχετική μείωση στον αριθμό των Γιουγκοσλάβων στην Βοσνία-
Ερζεγοβίνη. Στην απογραφή του 1971, υπήρχαν μόνο 43.796 Γιουγκοσλάβοι σε
αυτήν την Δημοκρατία, έξι φορές λιγότεροι απ' ό,τι το 1961, όταν ο αριθμός τους
ήταν 275.883 άτομα. (Rudic, 2003) Κατά συνέπεια, το μερίδιο των Γιουγκοσλάβων
μειώθηκε από 8,4% (1961) σε μόνο 1,2% (1971) στον συνολικό πληθυσμό της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Ο διαφορετικός πλέον προσδιορισμός των Μουσουλμάνων συνέπεσε με την
υψηλή βιολογική αναπαραγωγή τους. Οι Μουσουλμάνοι αυξήθηκαν σε σχέση με
τους Σέρβους και τους Κροάτες στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τους Μαυροβούνιους στο
Μαυροβούνιο, και τους Σέρβους στη Σερβία. Οι ουσιαστικές αλλαγές εμφανίστηκαν
στη δομή της κατηγορίας των Γιουγκοσλάβων στις απογραφές πληθυσμών μετά από
τη δεκαετία του 1960. Το κύριο σώμα πληθυσμών σε αυτήν την κατηγορία
αποτελούνταν από Σέρβους. Αυτό ήταν σαφές από τη γεωγραφική κατανομή των
Γιουγκοσλάβων, στις τελευταίες τρεις απογραφές. Από όλους εκείνους που
κηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι το 1971, το 45,4% ζούσε στην Σερβία, το 30,8% στην
Κροατία, και μόνο το 16,0% στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Σε αυτές τις δημοκρατίες, οι
Σερβικοί πληθυσμοί ζούσαν για αιώνες στις εθνικές περιοχές τους, και είχαν τις
ισχυρές πληθυσμιακές δυνατότητες. Η κατηγορία των Γιουγκοσλάβων περιελάμβανε
επίσης και άλλους υπηκόους, όπως και πρόσωπα από τους μικτούς γάμους.
Όσον αφορά την δυναμική των πληθυσμών, στην περίοδο 1961-1971, η πιο
ταχεία ανάπτυξη του αριθμού των Γιουγκοσλάβων καταγράφηκε στην Βοϊβοντίνα
(1478.6 δείκτης PTS), το Μαυροβούνιο (709,9 PTS), την Κεντρική Σερβία (649,4
PTS), και την Κροατία (540,6 PTS), αλλά και μια μείωσή τους καταγράφηκε στα
Σκόπια. Το 1971, το μερίδιο των Γιουγκοσλάβων στον συνολικό πληθυσμό ποίκιλε
μεταξύ 2,4% στην Βοϊβοντίνα και 0,1% στο Κόσοβο και τα Μετόχια. Το ποσοστό
τους ήταν υψηλότερο στην Κροατία και την Βοϊβοντίνα (8,2%), και χαμηλότερο στο
Κόσοβο και τα Μετόχια (0.2%) το 1981 (Rudic, 2003).
Στην περίοδο 1971-1981, μια ισχυρή επέκταση των Μουσουλμάνων στην
Βοσνία-Ερζεγοβίνη συνοδεύθηκε από την αύξηση των αριθμών των Γιουγκοσλάβων
και ήταν γρηγορότερη από ότι στις άλλες Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες. Κατά
συνέπεια, ο αριθμός τους ανέβηκε από 43.796 το 1971 σε 326.316 άτομα το 1981
(745,1 PTS) ή από 1,2% στο 7,9% του συνολικού πληθυσμού. Η πτώση του αριθμού
των Σέρβων σε αυτήν την Δημοκρατία, είναι προφανές ότι συνδέεται με την δήλωση
των Σέρβων ως «Γιουγκοσλάβοι», γεγονός που αποτέλεσε έναν από τους
σημαντικότερους παράγοντες για την αποδυνάμωση των Σερβικών πληθυσμιακών
δυνατοτήτων και την μείωση του αριθμού τους στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Στην Κροατία, ο αριθμός των προσώπων που κηρύσσονται ως Γιουγκοσλάβοι
ανέβηκε από 84.118 έως 379.057 άτομα, δηλαδή από 1,9% επί του συνολικού
πληθυσμού το 1971 σε 8,2% το 1981 (Rudic, 2003). Αυτοί ήταν πρωτίστως οι Σέρβοι
που επηρεάσθηκαν από την εθνικιστική κίνηση των Κροατών στη δεκαετία του 1970
και οδηγήθηκαν στο να αρνηθούν προσωρινά την εθνική ταυτότητά τους, με το να
κηρυχτούν ως Γιουγκοσλάβοι.
Οι πιο πρόσφατες δια-εθνικές συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία
ώθησαν έναν μεγάλο αριθμό προσώπων που προσδιορίζονταν ως Γιουγκοσλάβοι, να
επιστρέψουν στην αρχική τους εθνική ταυτότητα. Πέρα των άλλων δημογραφικών
μεταβλητών, και το παραπάνω γεγονός προκάλεσε την πτώση στον αριθμό των
Γιουγκοσλάβων μεταξύ των τελευταίων δύο απογραφών (1981-1991) σε όλες τις
Δημοκρατίες. Η πτώση ήταν πιο αργή στο Μαυροβούνιο, την Σερβία, και την
Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ γρηγορότερη ήταν στην Κροατία και τη Σλοβενία. Στην
περίοδο 1981-1991, ήταν χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας της Σερβίας ότι ο αριθμός

104
των Γιουγκοσλάβων μειώθηκε στην κεντρική Σερβία αλλά ανέβηκε στην Βοϊβοντίνα
και το Κόσοβο. (Ekmečić, 1989)
Στην περίοδο 1961-1991, ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων στην Βοϊβοντίνα
ανέβηκε από 5174 σε 168.859 άτομα, στο Μαυροβούνιο από 1559 σε 25.854 άτομα,
στην κεντρική Σερβία από 11.699 σε 145.810 άτομα και στην Κροατία από 15.559 σε
104.728 άτομα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά Γιουγκοσλάβων επί του συνολικού
πληθυσμού καταγράφηκαν το 1991 στην Βοϊβοντίνα (8,34%), την Βοσνία-
Ερζεγοβίνη (5,5%), το Μαυροβούνιο (4,2%), την Σερβία (3,2%), την Κροατία (2.2%)
και την Σλοβενία (0,6%).

Πίνακας 19: Κατανομή των Γιουγκοσλάβων στην πρώην Γιουγκοσλαβία,


ανά Πληθυσμιακές Απογραφές, από το 1961 έως το 1991(Statistical
Calendar for 1991)

Δημοκρατίες και Ποσοστιαίο Μερίδιο των Γιουγκοσλάβων στον


Περιφέρειες Συνολικό Πληθυσμό

1961 1971 1981 1991

Βοσνία και Ερζεγοβίνη 8.4 1.2 7.9 5.5

Μαυροβούνιο 3.3 2.0 5.3 4.2

Κροατία 0.4 1.9 8.2 2.2

Σκόπια 0.1 0.2 0.7 -

Σλοβενία 0.1 0.4 1.4 0.6

Σερβία – Σύνολο 0.3 1.5 4.7 3.2


Εδάφους

Κεντρική Σερβία 0.2 1.4 4.8 2.5

Βοϊβοντίνα 0.2 2.4 8.2 8.4

Κόσοβο και Μετόχια 0.5 0.1 0.2 0.2

Πρώην Γιουγκοσλαβία 1.7 1.3 5.4 -


(Σύνολο)
Ένα από τα χαρακτηριστικά των ατόμων που κηρύσσονταν ως
Γιουγκοσλάβοι, ήταν το πολύ χαμηλό επίπεδο φυσικής αναπαραγωγής τους. Αυτό
ήταν μια συνέπεια του γεγονότος ότι προήλθαν από ομάδες πληθυσμών με ανεπαρκή
φυσική αναπαραγωγή, ότι συγκεντρώθηκαν συνήθως σε αστικές περιοχές και ότι
ήταν σε πιο υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Από την απογραφή του 1971, μια γυναίκα
που προσδιορίζεται ως Γιουγκοσλάβα και βρίσκεται σε ηλικία γονιμότητας, είχε 2,1
γεννήσεις, αριθμός που ήταν ο ίδιος με την γονιμότητα των γυναικών Σερβικής ή
Κροατικής καταγωγής, που είχαν επίσης 2,1 γεννήσεις κατά μέσον όρο.

105
Οι Γιουγκοσλάβοι αποτελούσαν μια ομάδα με υψηλή εδαφική κινητικότητα.
Γι' αυτό είχαν ένα σημαντικό μερίδιο στο μεταναστευτικό πληθυσμό της Δημοκρατία
της Σερβίας. Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμών του 1981, υπήρχαν 24.608
Γιουγκοσλάβοι από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη και 27.397 από την Κροατία που
μετακινήθηκαν προς τη Δημοκρατία της Σερβίας. Αποτελούσαν το 8,6% όλων των
μεταναστών σε αυτήν την Δημοκρατία. (Rudic, 2003)
Οι αλλαγές στους Εθνικούς Συνεταιρισμούς (Σέρβικος - Κροατικός -
Σλοβένικος κ.α), είχαν σημαντική σημασία στη διανομή των Γιουγκοσλάβων.
Σύμφωνα με τον Ρ. Petrovic, από την συνολική αύξηση κατά 949.947 άτομα που
κηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο 1971-
1981, οι 890.730 ή το 93,8% αυτών άλλαξε την εθνική δήλωσή τους. Όσον αφορά
την εθνική προέλευση τους, ο ίδιος συντάκτης δηλώνει ότι το 60,3% των
Γιουγκοσλάβων προήλθε από το Σερβικό έθνος. (Rudic, 2003)
Η αλλαγή του εθνικού προσδιορισμού των Σέρβων στην Βοϊβοντίνα ήταν
εμφανής στα στοιχεία της απογραφής πληθυσμών του 1991. Στην τελευταία
μεσοπερίοδο απογραφών, μια ήπια αύξηση καταγράφηκε στον αριθμό των
Γιουγκοσλάβων και μια σημαντικότερη αύξηση στον αριθμό Σέρβων της Βοϊβοντίνα,
η οποία δεν οφειλόταν στο φαινόμενο της δημογραφικής ανάπτυξης. Αφ' ενός, οι
Σέρβοι επέστρεψαν στην εθνική ταυτότητά τους και, αφ' ετέρου, τα μέλη άλλων
υπηκοοτήτων κηρύχτηκαν ως Γιουγκοσλάβοι. Στους οικισμούς με επικράτηση του
Σερβικού πληθυσμού, ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων μειώθηκε, ενώ σε μερικούς
οικισμούς, που είχαν νωρίτερα την πλειοψηφία οι Κροάτες ή κάποιοι άλλοι, ο
αριθμός των Γιουγκοσλάβων αυξήθηκε.

106
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Πολλά διδάγματα μπορούν να εξαχθούν από την «υπόθεση Γιουγκοσλαβία».
Πρώτα από όλα, αυτό το κράτος δεν προέκυψε από ένα έθνος. Πολλά έθνη
συγκροτήθηκαν υπό την σκεπή ενός κράτους για να προστατευθούν από εξωτερικές
απειλές. Συνεπώς, δεν υπήρχε αυτή τη μαγιά που θα έκανε όλα αυτά τα έθνη να
συνυπάρξουν, δεν υπήρχε το κοινό αίσθημα, οι κοινοί αγώνες και η κοινή ιστορία
που θα δημιουργούσαν μια ενιαία συνείδηση. Αντιθέτως, υπήρχε ένα ισχυρό
υπόβαθρο εντάσεων και τριβών, πριν ακόμα γίνει η ένωση των Νότιων Σλάβων.
Μπορεί αυτά τα έθνη να έχουν κοινή ρίζα, την Νοτιοσλαβική, αλλά οι ιστορικές
διαδρομές που το καθένα βάδισε, τα μετέτρεψαν να είναι ξένα μεταξύ τους.
Από την μια ήταν οι Ορθόδοξοι Σλάβοι, χρόνια υπό τον βαρύ Τούρκικο ζυγό
και τον σκοταδισμό που τον διακατείχε. Από την άλλη, τα «δυτικού τύπου
προτεκτοράτα», Σλοβενία και Κροατία, τα οποία μπόρεσαν να ζήσουν ελεύθερα και
να αναπτυχθούν σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον. Τέλος, οι συνεργάτες των Οθωμανών
κατακτητών και οι προσήλυτοι, Αλβανοί και Βόσνιοι, δεν είχαν καμία διάθεση
συνύπαρξης με τους Χριστιανούς Σλάβους και αναπολούσαν το Οθωμανικό
παρελθόν τους, τότε που ήταν άρχοντες σε εκείνα τα μέρη, και οι Χριστιανοί Σλάβοι
οι δούλοι τους, οι ραγιάδες.
Όλα τα παραπάνω προσπάθησαν να τα λησμονήσουν οι εμπνευστές της
Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Και όντως αυτό το
μέλλον θα μπορούσε να ήταν καλύτερο και με ομαλότερες εξελίξεις (αποφυγή του
εμφύλιου και των ταραχών), αν το μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας
λειτουργούσε, αλλά και κυριότερα, αν γίνονταν σαφής συνταγματικός διαχωρισμός
των εθνοτήτων, επιβάλλονταν αυστηρές μεταναστευτικές πολιτικές με γνώμονα το
συμφέρον κάθε έθνους και όχι μόνο του εκάστοτε ευνοούμενου, και επιβάλλονταν
σαφή γεωγραφικά όρια για κάθε έθνος.
Από την ανάλυση που έγινε στην παρούσα εργασία προκύπτει ότι τα
προβλήματα που προέκυψαν μετά το 1991 είχαν προέλευση τις μεταναστεύσεις
πληθυσμών από όμορες χώρες ή Δημοκρατίες. Οι μεγάλες μεταναστεύσεις Σέρβων
και Κροατών προς την Βοσνία κατά το 19ο και 20ο αιώνα, όπως επίσης και οι
Σέρβικες μεταναστεύσεις προς την Κροατία περιέπλεξαν τα πράγματα. Οι
μεταναστεύσεις είχαν δυο λόγους που εκδηλώνονταν : τον οικονομικό και τον
δημογραφικό. Άλλοτε, η οικονομική επιδείνωση ή η οικονομική ανάπτυξη μιας
περιοχής δημιουργούσαν μεταναστευτικές οδούς προς εξεύρεση μιας καλύτερης
τύχης, και άλλοτε η δημογραφική έκρηξη ή η δημογραφική πτώση μιας περιοχής
μετέβαλλαν τις ισορροπίες και δημιουργούσαν μεταναστεύσεις. Μερικές φορές,
πολιτικοί παράγοντες διαμόρφωναν την μετανάστευση των πληθυσμών, όπως η
έξοδος των Γερμανών πολιτών μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η
πρόσκληση Αλβανών προς στο Κοσσυφοπέδιο από την Αλβανία ή η μετανάστευση
Μουσουλμάνων προς την Τουρκία κατόπιν πολιτικής συμφωνίας. Πιο συγκεκριμένα:

ΣΕΡΒΙΑ

-Οι μεγάλες περιφερειακές διαφορές στην αύξηση των τοπικών πληθυσμών της
Δημοκρατίας της Σερβίας προέκυψαν, προ πάντως, από την φυσική αύξηση των
πληθυσμών.
-Όταν εξεταστεί η αύξηση του αριθμού των κατοίκων ανά περιφέρεια στην
Δημοκρατία της Σερβίας, φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ανώμαλη και χωρίς να
ακολουθεί κάποια ιδιαίτερη ισορροπία ανάμεσα στις περιφέρειες.

107
-Η ιδιαίτερη πτώση στα ποσοστά όλων των εθνοτήτων εκτός από των Αλβανών στην
απόλυτη αύξηση των πληθυσμών της Δημοκρατίας της Σερβίας μπορεί να αποδοθεί
κυρίως, στη σημαντική πτώση της φυσικής αύξησης των Σέρβων και των Κροατών
και την αρνητική φυσική αύξηση των Κροατών και των Ούγγρων, η οποία ήταν
ιδιαίτερα εντυπωσιακή στην περίοδο 1981-1991.
-Οι αιτίες των μαζικών μεταναστεύσεων και εξόδων των Σέρβων και των
Μαυροβουνίων σχετίζονται με πολιτικές, κοινωνικές, πολεμικές, οικονομικές και
φυλετικές αιτίες. Οι διακρίσεις και οι βιαιοπραγίες που υπέφεραν αυτοί οι λαοί,
καθώς και η επιθυμία τους να βρεθούν σε ένα ασφαλέστερο και πιο εθνικά ομοιογενή
περιβάλλον, τους οδήγησαν στην αποδημία.
-Η διαδικασία αποδημίας των μελών αυτών των δύο συγγενικών λαών δεν έχει
παύσει ακόμα και ότι το πρόγραμμα για την επιστροφή αυτών στο Κόσοβο και τα
Μετόχια κατά τα προηγούμενα έτη δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
-Ο εθνικός παράγοντας βρίσκεται στο υπόβαθρο των ποικίλων συμπεριφορών
ορισμένων εθνοτικών ομάδων στην Δημοκρατία της Σερβίας. Συγχρόνως, αυτός ο
παράγοντας προκαλεί τις εθνικά ομοιογενείς μεταναστεύσεις στις συγκεκριμένες
πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες.
-Στην περίοδο μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα στη δεκαετία
του 1960, η εθνική δομή της Δημοκρατίας της Σερβίας άλλαξε τόσο πολύ ώστε τα
ποσοστά των Σέρβων, Μαυροβουνίων, Κροατών, και Ούγγρων στον συνολικό
πληθυσμό να μειωθούν δραματικά, ενώ αυτά των Αλβανών αυξήθηκαν με γρήγορους
ρυθμούς.
-Ως αντίδραση σε αρκετές περιπτώσεις ενάντια στον «ηγεμονισμό» των Σέρβων,
αρκετές δημοκρατίες ωθούσαν σε μεγάλες μεταναστεύσεις («εξόδους») τους
Σέρβικους πληθυσμούς, κατευθύνοντας τους προς την Κεντρική Σερβία κυρίως.
-Οι μεταναστεύσεις προς το Μαυροβούνιο είχαν Πολιτικό – Εθνικό χαρακτήρα, αλλά
κυρίως ήταν μεταναστεύσεις προς εξεύρεση εργασίας, λόγω της ανεπτυγμένης
βιομηχανίας της περιοχής και του σύγχρονου τουριστικού τομέα.
-Οι μετανάστες προς το Μαυροβούνιο ήταν κυρίως Αλβανοί και Μουσουλμάνοι από
το Κόσοβο, τα Σκόπια και την Βοσνία. Αρκετά υψηλός ήταν και ο αριθμός των
επαναπατρισθέντων Μαυροβουνίων από την Σερβία και την Βοσνία.
-Το καθεστώς του Τίτο ενίσχυε την μετανάστευση από την Αλβανία, η οποία είχε
επικοινωνία μόνο με την Ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Κατά συνέπεια, η βιομηχανικά
υπανάπτυκτη και απομονωμένη Αλβανία διοχέτευε όλες τις εντάσεις που
δημιουργούνταν από την πληθυσμιακή έκρηξη που αντιμετώπιζε στους άμεσους
γείτονες της – Δημοκρατία της Σερβίας και Δημοκρατία των Σκοπίων.
-Προς το τέλος του τελευταίου αιώνα της Αυστροουγγαρίας, όταν ή Βοϊβοντίνα
βρίσκονταν υπό την αρμοδιότητα της Ουγγρικής διοίκησης ορισμένη από τον
Μονάρχη της Αυστροουγγαρίας, ο αριθμός των Ούγγρων αυξήθηκε γρήγορα.
- Στην Βοϊβοντίνα, πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι υποκίνησαν την ανάγκη για
γρήγορη εγκατάσταση, καλλιέργεια, και έναρξη οικονομικών δραστηριοτήτων από
τους Σλάβους άποικους στα πρόσφατα κατελημένα εδάφη από την Σερβία μετά από
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
-Χαρακτηριστικό του τέλους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η αποδημία
σχεδόν του συνόλου του Γερμανικού πληθυσμού, λόγω αντεκδικήσεων και εξορίας.
-Άποικοι, κυρίως βετεράνοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μεταφέρθηκαν με
τις οικογένειες τους στην Βοϊβοντίνα. Ήταν κυρίως Ορθόδοξοι Σλάβοι.
- Πολυπληθείς ομάδες μεταναστών προήλθαν από το Μαυροβούνιο για εξεύρεση
εργασίας στην Βοϊβοντίνα.

108
- Οι αποδημίες στην Βοϊβοντίνα ήταν χαρακτηριστικές για τον Κροατικό πληθυσμό
και είχαν κατεύθυνση προς την εθνική Δημοκρατία τους λόγω της επιθυμίας τους να
βρεθούν σε εθνικά ομοιογενή περιβάλλον.
-Στην Βοϊβοντίνα, οι λιγότερο πολυάριθμες εθνότητες είναι και οι λιγότερο
μετακινούμενες. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στους Σλοβάκους, τους Ρουμάνους, και
τους Ρουθηνιανούς. Αυτό συμβαίνει γιατί η γλώσσα και η πίστη τους γίνεται εμπόδιο
και, καθίσταται δύσκολο για αυτές τις εθνότητες να προσαρμόζονται σε ένα νέο
περιβάλλον.
- Η εθνική αφομοίωση δεν συνηθίζεται μεταξύ των λαών όπου υπάρχει ανταγωνισμός
γιατί δημιουργούνται δυσκολίες για την από κοινού διαβίωσή τους.
-Όταν εξεταστεί η σημασία της παραγωγής τροφίμων, της ενεργειακής παραγωγής
(βενζίνη, αέριο) και της βιομηχανίας των οικοδομικών υλικών, βλέπουμε ότι η
Βοϊβοντίνα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη της
Σερβίας και αυτό το γεγονός προκαλεί μεταναστεύσεις προς αυτή την περιοχή.
-Στο Κόσοβο, από το 1941 ως το 1944, οι εθνικοί Αλβανοί που εξυπηρετούν τις
ιταλικές και τις γερμανικές αρχές κατοχής σκότωσαν περίπου 10.000 Σέρβους και
οδήγησαν σε εξορία και αναγκαστικές μεταναστεύσεις 100.000 Σέρβους.
- Με διάταγμα των νέων κομμουνιστικών αρχών (16 Μαρτίου του 1945), στους
Σέρβους και τους Μαυροβούνιους άποικους που απελάθηκαν κατά τη διάρκεια του
πολέμου, απαγορεύθηκε η επιστροφή στα εγκαταλειμμένα κτήματά τους αφού
θεωρήθηκαν θιασώτες της μεσοπολεμικής ηγεμονίστικης πολιτικής της «Μεγάλης
Σερβίας».
- Οι Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν στο Κόσοβο από τους Ιταλούς και τους
Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν απελάθηκαν, αντίθετα, τα σύνορα ήταν
ανοικτά για νέους μετανάστες από την Αλβανία έως το 1948. Ο ακριβής αριθμός των
Αλβανών που εγκαταστάθηκαν στο Κόσοβο κατά τη διάρκεια, και μετά από τον
πόλεμο είναι ακόμα άγνωστος: υπολογίζεται ότι εκτείνεται από 15.000 έως 300.000,
αλλά οι πρώτοι αριθμοί μετά από τον πόλεμο, ήταν 70.000-75.000. (Radovanović
2001:23)

Κροατία

-Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου οι Σέρβοι ανατολικά του


ποταμού Drina (στη Σερβία και το Μαυροβούνιο) ήταν αυτοί που υπέφεραν
περισσότερο, ενώ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν οι Σέρβοι δυτικά του
Drina.
-Η μείωση στον αριθμό των Σέρβων στην SR της Κροατίας μετά από τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν επίσης μια συνέπεια της προγραμματισμένης
επανεγκατάστασης του πληθυσμού («αποικισμοί») από τις φτωχές και λεηλατημένες
από τον πόλεμο περιοχές στην Βοϊβοντίνα, την Baranja, και την Slavonija. Εκείνη
την περίοδο, 14.709 οικογένειες από την Κροατία, κατά πλειοψηφία από τις περιοχές
Lika, Banija, Kordun και Δαλματία, μετακινήθηκαν προς την Βοϊβοντίνα.
-Οι Κροάτες (Καθολικοί) αποίκισαν τις περιοχές Baranja, ανατολικής Slavonija και
δυτικού Srem. Συγχρόνως, πραγματοποιήθηκε μια έντονη Κροατικοποίηση του
Bunjevci και του Sokci έτσι ώστε οι Κροάτες έγιναν πιο πολυάριθμοι σε αυτές τις
περιοχές.
- Κατά την διάρκεια των διαδικασιών αποίκισης της περιοχής με την
προγραμματισμένη εγκατάσταση των Κροατών, η Baranja απόκτησε την Κροατική
εθνική πλειοψηφία που έχει ως σήμερα.

109
- Όσον αφορά τους Σέρβους της Κροατίας, οι τάσεις για μεταναστεύσεις εντάθηκαν
μετά από το 1990 όταν ξέσπασαν οι σοβινιστικοί εθνικισμοί και η Σερβοφοβία στην
Κροατία.
- Η αφομοίωση του ορθόδοξου πληθυσμού, δηλ. μετατροπή των Σέρβων σε
Καθολικούς/Κροάτες στο έδαφος της πρώην SR της Κροατίας συνεχίζεται εδώ και
αιώνες. Ουσιαστικά άρχισε κατά τον 11ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός χωρίστηκε
στη Δυτική εκκλησία και την Ανατολική εκκλησία .
- Σύμφωνα με μια εκτίμηση περίπου 240.000 Σέρβοι μετατράπηκαν σε Καθολικούς
κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου
-186.911 Σέρβοι αποδήμησαν από την Κροατία μετά από τα αιματηρά γεγονότα της
δεκαετίας του 1990. Οι λόγοι ήταν ο εκφοβισμός, η βία, οι λεηλασίες και οι
αντεκδικήσεις. Επιπλέον, μετά τον πόλεμο δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να
μπορέσουν οι Σέρβοι της Κροατίας να επανενταχθούν στους ρυθμούς αυτής της
χώρας.
-Κροάτες από όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία επαναπατρίστηκαν στην Κροατία. Η
εθνική πτυχή της μετανάστευσης ήταν η επικρατούσα και σε αυτή την Δημοκρατία.
-Μικροί αριθμοί Κροατών μετανάστευαν κάθε χρόνο προς την Σλοβενία για
εξεύρεση εργασίας.

Βοσνία

-Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σερβικός πληθυσμός είχε


τις μεγαλύτερες απώλειες σε άτομα και υλικό. Οι Σέρβοι, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι
ήταν τα θύματα της γενοκτονίας που επιτελέστηκε στο Ανεξάρτητο Κράτος της
Κροατίας κατά την περίοδο 1941 και 1945.
-Ήδη από το 1941, ο Σερβικός πληθυσμός έπαιρνε τις προσφυγικές οδούς συνήθως
προς τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Αυτό ήταν ένα μέρος του σχεδίου των
φασιστικών δυνάμεων της Γερμανίας και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας
(NDH) για να απελάσει 260.000 Σέρβους έτσι ώστε ένας αντίστοιχος αριθμός
Σλοβένων να μπορεί να εγκαταστήσει εκεί.
- Υπήρχε ένα οργανωμένο από τους Ustashi μεταναστευτικό κύμα Κροατών και
Μουσουλμάνων από τις περιοχές ΠΓΔΜ, Κόσοβο, Βοϊβοντίνα, και Σερβία, με σκοπό
την ενίσχυση του εθνικού στοιχείου τους στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
- Ένας μικρός αριθμός των Σέρβων προσφύγων της περιόδου 1941 και 1945
επέστρεψε στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου, αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι είχε
και τεράστιες πολεμικές απώλειες, ήταν μάλλον δυσμενής για την περαιτέρω
δημογραφική αύξηση του Σερβικού πληθυσμού σε αυτήν την περιοχή.
-Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μουσουλμανικός
πληθυσμός από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη υπέστη μια βάναυση και έντονη
επανεγκατάσταση . Συμμετείχαν σε μικρότερη κλίμακα στις ροές προσφύγων
(παραδείγματος χάριν, από το Bjelovar και μερικά μέρη της Slavonija), αλλά
συμμετείχαν πολύ στις εσωτερικές επανεγκαταστάσεις, ειδικά από τα χωριά στις
πόλεις.
- Στις πόλεις, ιδιαίτερα στο Σαράγιεβο, πήγε μια μερίδα του Μουσουλμανικού
πληθυσμού από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Κόσοβο τα Μετόχια , και την ΠΓΔΜ
κατά τη διάρκεια του πολέμου.
-Στην προγραμματισμένη αποίκιση μετά από τον πόλεμο και την αγροτική
μεταρρύθμιση, μια μερίδα των προσφύγων (muhadzir) που είχαν φύγει στην Κροατία
επέστρεψαν στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη (στις περιοχές Mostar, Doboj, Tuzla, και Banja

110
Luka), επιστροφή η οποία αποδείχθηκε ευνοϊκή για την εθνική ανάπτυξη των
Μουσουλμάνων.
- Ο προαιώνιος μεταναστευτικός χαρακτήρας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είχε την
μέγιστη εκδήλωση του μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε όλες τις
μεταπολεμικές απογραφές, αυτή η Δημοκρατία, μαζί με το Μαυροβούνιο και την
ΠΓΔΜ, είχε μια αρνητική μεταναστευτική ισορροπία, δηλ. η αποδημία ξεπέρασε την
μετανάστευση.
- Οι απογραφές από το 1961 ως το 1981 παρουσίασαν έντονη περιφερειακή
κινητικότητα του Σερβικού και Κροατικού πληθυσμού σε σχέση με τον
Μουσουλμανικό πληθυσμό της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
-Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι αποδημητικές τάσεις των Σέρβων
από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη είχαν κατεύθυνση προς τη Σερβία, ενώ των Κροατών
προς την Κροατία. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι Μουσουλμάνοι από όλα τα
Βαλκάνια έχουν μεταναστεύσει προς την Βοσνία.
- Στις τελευταίες δεκαετίες, αυτό φανερώθηκε με την κατεύθυνση της νεολαίας από
τους δήμους της νοτιοδυτικής Σερβίας και του βορειοανατολικού Μαυροβουνίου
(Novi Pazar, Sjenica, Tutin, Nova Varos, Rozaje, Ivangrad) στο Σαράγιεβο και άλλες
πόλεις της Βοσνίας για εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους.
-Ένα μέρος του Μουσουλμανικού πληθυσμού μετανάστευσε στην Τουρκία λόγω των
ευνοϊκών πολιτικών συγκυριών που εμφανίσθηκαν με την Βαλκανική συμφωνία- την
συμμαχία δηλαδή μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, και της Τουρκίας (28
Φεβρουαρίου του 1953, στην Άγκυρα και την Σύμβαση, 8 Αυγούστου του 1954, του
Bled).

ΠΓΔΜ

-Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου πολλοί Σέρβοι εξορίστηκαν ή


σκοτώθηκαν. Μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, απαγορευτικέ στους
Σέρβους να επιστρέψουν και μια μερίδα επέλεξε να δηλωθεί ως «Μακεδόνας» και
«Γιουγκοσλάβος».
- Η οικονομική αποδημία ήταν πολύ διαδεδομένη για πολλά έτη στην πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας και σε σύγκριση με άλλες πρώην
Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες έχει το υψηλότερο ποσοστό αποδημίας (το ποσοστό
της το 1981 ήταν 5,2% ενώ ο Γιουγκοσλαβικός μέσος όρος ήταν 3,9%).
- Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, εξ αιτίας των πιο περιοριστικών
πολιτικών για την αποδημία, η ένταση της διαδικασίας ελαττώθηκε και το προφίλ των
μεταναστών άλλαξε βαθμιαία.
- Μετά από αυτήν την περίοδο, τα πιο καταρτισμένα και υψηλής μόρφωσης πρόσωπα
μετακινήθηκαν έξω από την Δημοκρατία, και ήταν παρόμοια με την σύγχρονη
μετανάστευση «διαρροής εγκεφάλων».
- Υπάρχει μια ζώνη στο δυτικό μέρος της ΠΓΔΜ, όπου η μετανάστευση εξαρτάται
κυρίως από δημογραφικούς παράγοντες, μιας και οι περιοχές Tetovo, Gostivar,
Debar, Kicevo και Struga έχουν υψηλούς αριθμούς Αλβανικών πληθυσμών και
χαρακτηρίζονται από ένα υψηλό ποσοστό γεννητικότητας, αποδεχόμενοι την
μετανάστευση ως λύση στο πρόβλημα της απασχόλησης. Οι αριθμοί δείχνουν ότι τα
άτομα που θεωρούσαν ότι είναι προσωρινά στο εξωτερικό, έχουν μετατραπεί
βαθμιαία σε μόνιμους μετανάστες - μια κατάσταση που είναι η ίδια για όλες τις
εθνικές ομάδες στη χώρα.
- Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του προηγούμενου πολιτικού συστήματος ήταν η
μπερδεμένη προσέγγιση προς την ανάπτυξη της υπαίθρου και της γεωργίας. Αυτός ο

111
παράγοντας, μαζί με τη μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια για τα μεγάλα εργοστάσια
που άνοιξαν στις μεγάλες πόλεις στην περίοδο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έχει
ενισχύσει την επανεγκατάσταση πολλών ανθρώπων, από τα χωριά στις πόλεις.
- Ο αποπληθυσμός των αγροτικών περιοχών συνεχίζονταν δυναμικά, δεδομένου ότι
είναι ο νεώτερος πληθυσμός μετακινούνταν συνεχώς προς τις πόλεις.
- Υπήρχε μια μεγάλη αποδημία του Τουρκικού, αλλά και του Αλβανικού πληθυσμού,
συνήθως από το δυτικό μέρος της χώρας, προς στην Τουρκία. Οι περιοχές που
εγκαταλείφθηκαν από τους ανθρώπους Τουρκικής καταγωγής σε αυτήν την περίοδο
(περίπου 200.000 άνθρωποι που αποδήμησαν), καταλήφθηκαν από ανθρώπους άλλων
περιοχών, όπως το Κόσοβο, το Sandzak, το Μαυροβούνιο, η Νότια Σερβία και η
Βοσνία - Ερζεγοβίνη.
- Καθ'οδόν προς την Τουρκία, πολλοί από αυτούς τους Αλβανούς που προέρχονταν
από το Κόσοβο και περνούσαν από την ΠΓΔΜ, παρέμειναν τελικά στη χώρα αυτή.
Όσον αφορά στους Τούρκους, αυτή η αποδημία αποδίδεται γενικά στην δυσαρέσκειά
τους σχετικά με την εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας τους. Οι Τούρκοι ήταν πλούσιοι
αστοί από τους Οθωμανικούς χρόνους.
- Ο αποικισμός έγινε με τρόπο μάλλον χαοτικό, και είχε ως συνέπεια την δημιουργία
κατοικημένων περιοχών που ούτε είχαν αστικό σχεδιασμό, ούτε κατάφεραν να
αστικοποιηθούν.

Σλοβενία

-Η Σλοβενία είχε οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική που περιόριζε τις


μεταναστεύσεις και τους εποικισμούς.
-Ο παράγοντας της μετανάστευσης ήταν ο οικονομικός.
-Κροάτες, Μουσουλμάνοι και Σέρβοι κατευθύνονταν προς την Δημοκρατία για
εξεύρεση εργασίας.
-Ήταν η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά Δημοκρατία.
-Ήταν η πιο ομοιογενής πληθυσμιακά περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Από πολιτικούς, οικονομικούς ή θρησκευτικούς λόγους, μεταβάλλονταν η


δημογραφική σύνθεση μιας περιοχής. Για παράδειγμα, οι Αλβανοί και οι
Μουσουλμάνοι είχαν αυξημένη γεννητικότητα λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν
και οι Αλβανοί είχαν πολιτικό στόχο την κατάκτηση του Κοσσυφοπεδίου, γι 'αυτό
ενθάρρυναν και την πολυτεκνία. Η ερήμωση των ορεινών περιοχών αντιμετωπίστηκε
και σε αυτή την χώρα. Ακόμα, οι μεταναστευτικές ροές προς τις πόλεις επιδείνωναν
τους δημογραφικούς δείκτες μιας περιοχής.
Η Σλοβενία ήταν η μόνη δημοκρατία που είχε μια στοιχειώδη μεταναστευτική
πολιτική, εμπόδισε μαζικές μεταναστεύσεις ή τουλάχιστον τις περιόρισε, και μπόρεσε
να διατηρήσει μια αξιοζήλευτη εθνική ομοιογένεια. Τα αποτελέσματα και οι καρποί
αυτής της ομοιογενείας φάνηκαν όταν η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της
αναίμακτα. Βέβαια, και εκεί η μετανάστευση ήταν υψηλή, αλλά η αποτροπή
μεταναστεύσεων από όμορες χώρες την προφύλαξε. Θα πρέπει να γίνει παράδειγμα
και η Σερβία αλλά και η Σλοβενία στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, για να
διαπιστώσουν το πόσο επικίνδυνο είναι για ένα έθνος και για την κρατική του
υπόσταση η πρόσκληση μεταναστών από όμορες χώρες οι οποίες έχουν και
διαφορετικό θρήσκευμα αλλά και διαφορετική εθνοτική βάση.
Τα ιστορικά γεγονότα απέδειξαν ότι η ιδέα της Γιουγκοσλαβίας ήταν εξ’
αρχής μια ουτοπία. Οι Κροάτες οραματιστές του 1860 ονειρευόταν τη δημιουργία
μιας Γιουγκοσλαβίας, που θα απλωνόταν από τις Άλπεις μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα

112
και την Αδριατική, και θα συμπεριλάμβανε τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους
Σλοβένους και άλλους λαούς. Το μόνο στοιχείο που ενοποιούσε τους παραπάνω
λαούς ήταν το γεγονός ότι οι φιλόλογοι του 19ου αιώνα, προσδιόριζαν τις διάφορες
γλώσσες και διαλέκτους ως «νότια σλαβικά».
Η ιδέα της Γιουγκοσλαβίας, ίσως υλοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει τους
στόχους όλων όσων επιδίωκαν μια Μεγάλη Σερβία και επειδή – με εξαίρεση των
Κροατών – οι άλλοι λαοί της Γιουγκοσλαβίας του 1918 δεν είχαν αναπτύξει μια
ισχυρή εθνική συνείδηση. Τίθεται υπό αμφισβήτηση το αν η διάλυση της ένωσης
προέκυψε από την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των επιμέρους λαών ή από
επέμβαση εξωτερικών παραγόντων.
Όσο ουτοπική και αν ήταν η ιδέα της Γιουγκοσλαβίας, ίσως μπορούμε να
πούμε ότι υπό τις παρούσες συγκυρίες του 1918 αλλά και του 1945, δεν υπήρχε καμία
προφανής εναλλακτική λύση από αυτή της Γιουγκοσλαβικής ένωσης. Οι Κροάτες δεν
επιθυμούσαν την επανένωση τους με την Ουγγαρία και οι Σλοβένοι έπρεπε να
αντιμετωπίσουν τις Ιταλικές βλέψεις. Αλλά το 1990 η κύρια εξωτερική απειλή της
ανεξαρτησίας τους είχε εξαφανιστεί, και με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης
οι δυο πρώην Δημοκρατίες είχαν μια βιώσιμη οικονομική βάση, ανεξάρτητη από την
Γιουγκοσλαβική ένωση. Σε αυτά τα έθνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η «Ευρώπη των
Περιφερειών» παρείχαν την ελπίδα ενός λαμπρού μέλλοντος.
Ο Τίτο στα τριανταπέντε έτη εξουσίας του στη Γιουγκοσλαβία, με τη μορφή
του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει μια μόνιμη
σταθερότητα στη περιοχή και να εμπνεύσει μια κοινή πίστη που θα ξεπερνούσε τους
τοπικούς ανταγωνισμούς. Συμπεραίνουμε, ότι για να μπορέσει να διατηρηθεί μια
ένωση επιμέρους εθνών, απαιτείται και κοινή γλώσσα, και κοινή θρησκεία αλλά και
κοινό αίμα (φυλετική βάση). Αν όλα αυτά υπήρχαν στην περίπτωση της Ενωμένης
Γιουγκοσλαβίας, ίσως σήμερα θα μπορούσε να κυριαρχεί στην Ενωμένη Ευρώπη.

113
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Αρβαμοβ Ντράγκα «Δημογραφική Εξέλιξη στο Κόσοβο», Βελιγράδι : Zavod za
izdavanje udžbenika, 1988

2) PIERRE L. VAN DEN BERGHE, «Το Εθνοτικό Φαινόμενο» Θεσσαλονίκη:


Κυρομάνος. (2004)

3)HABSBURG OTTO VON, SEAMUS DUNN, T.G. FRASER, ALAN SHARP,


ANN LANE, W.V. WALLACE, ANTONY ALCOCK, RAYMOND REARSON,
ANDREW WILSON, KEN WARD, THOMAS W. HENNESEY, A. M.
GALLGHER, «Πόλεμος, Διπλωματία Και Εθνοτικές Συγκρούσεις Στην Ευρώπη Του
20ου Αιώνα», Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος (2005)

4) Cvijić Jovan, «Balkan Peninsula and South Slav Countries» (Belgrade: Zavod za
izdavanje udžbenika, 1966)

5) Γκοίγκοβιτς Ντρίγκα «Τραύμα Χωρίς Κάθαρση», Βελιγράδι: Obod-KC Budva ,


1996

6) ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. (04-09-1999), Αφιέρωμα: ‘Γιουγκοσλαβία’ Το


Πειραματόζωο Της Νέας Τάξης

7) Financial Times 2 - 3 Σεπτεμβρίου1995.

8) Κόροσιτς Μάριαν «Γιουγκοσλαβική Κρίση», Ζάγκρεμπ : Nolit, 1988.

9) Λέσιτς Βέσνα «Ο πόλεμος για τα Εθνικά Κράτη», Βελιγράδι : Prosveta-Obod,


1996
10) Ναξάκης Χάρης, Μιχάλης Χλέτσος «Μετανάστες και Μετανάστευση», 2003,
Εκδόσεις Πατάκη
11) Petrović, Ruža. «Ethnic Aspects of the Migrations in Yugoslavia Belgrade»:
Izdavački centar SSO Srbije, 1987.

12) Σέκελι Λάσλο «Γιουγκοσλαβία – Η δομή της Αποσύνθεσης», Βελιγράδι :


Grafički zavod, 1990

13) Στάμπολιτς Ιβάν «Ο δρόμος σε Αδιέξοδο», Βελιγράδι : Narodna knjiga, 1995

14)Χόρβατ Μπράνκο «Η Γιουγκοσλαβική Κοινωνία σε Κρίση», Ζάγκρεμπ :


Prosveta-Obod, 1985

Απογραφές

15) A Maguar korona orszagainak, 1910. Maguar Statisztikai Kozlemenyek, evi,


Nepszamlalasa, Budapest, 1912.

16) Definitivni rezultati popisa stanovništva 1921. Opšta državna statistika, Sarajevo,
1932.

114
17) Popisi stanovništva iz 1953., 1971. Belgrade: SZS.

18) Prvi rezultati popisa stanovništva... iz 1991. Statistički bitten 206, Novi Sad,
1991.

Σερβία

19) Narodne Stanovništvo 1834-1953 «Population of Serbia» (Belgrade: Zavod za


statistiku i evidenciju NRS, 1953) σελ.14

20) Radovanović Milovan, «Main Characteristics of Demographic Growth of Serbia»


(Belgrade: Književne novine, 1982), σελ l53.

21) Radovanovic Svetlana «Demographic Growth and Ethnodemographic Changes in


the Republic of Serbia», Βελιγράδι, 2001 (Belgrade: RZS SR Srbije, 1991).

22) Sentić Milica, “Population and Losses in Serbia” (Belgrade: Zavod za statistiku
NR Srbije, 1955), σελ. 17-26

Μαυροβούνιο

23) Bakić, Radovan et al. «Geography of Montenegro» Nikšić: Univerzitetska reč,


1991.

24) Brković, Savo. «The Formation and Development of the Montenegrin Nation»
Titograd: Grafički zavod, 1974.

25) Karadžić, Vuk Stefanović. «Montenegro and the Bay of Kotor Belgrade»: Vuk
Karadžić, 1977.

26) Kulišić, Spiro. «On the Ethnogenesis of the Montenegrins» Titograd: Pobjeda,
1980.

27) Rudic Vujadin «The Ethnic Structure of the Population in Montenegro»,


Βελιγράδι : SKZ, 2001

Βοϊβοντίνα

28) Ćurčić, Slobodan. «Population Counts in Vojvodina» Zbornik Instituta za


geografiju PMF, 9, Novi Sad, 1979.

29) Ćurčić, Slobodan. «Population Counts according to Nationality» Zbornik radova


PMF-Geografija, Novi Sad, 1973.

30) Djuric Vladimir, Slobodan Curcic και Sasa Kicosev «The Ethnic Structure of the
Population in Vojvodina», Βελιγράδι Izdavački centar SSO Srbije, 2001

115
Κόσοβο

31) Pavić Radovan, «The Essentials of the Political-Geographical Position»


Jugoslovenski geoprostor (Centar za marksizam Beogradskog univerziteta,1989)

32) Radovanović Milovan, «Geographical Area and Social-Historical Process»,


Βελιγράδι, (Marksistički centar CK SK Srbije) 1999

33) Radovanovic Milovan «Kosovo and Metohia - A Geographical and Ethnocultural


Entity in the Republic of Serbia», Βελιγράδι, (Marksistički centar CK SK Srbije)
2001

34) Stojković Μ., «Yugoslav Geo-Area as a Factor of the International Position of


Yugoslavia» , Βελιγράδι, (Posebna izdanja SAN) 1990

Κροατία

35) Population census 1981, I (Belgrade. SZS. 1991)

36) Statistical Yearbooks of Yugoslavia for 1983-1991 (Belgrade: SZS).

37) Statistical Yearbook of Yugoslavia 1981 (Belgrade SZS, 1981),

38) Statistical Calendar for 1991 (Belgrade. SZS, 1991)

39) Bogoljub Kočović, «Victims in the Second World War in Yugoslavia» (Sarajevo:
Svjetlost, 1990)

40) Žerjavić Vladimir, «Population Losses» (Zagreb: Jugoslovensko viktimološko


društvo, 1989)

41) Ilic Jovan, «The Serbs in the Former SR of Croatia», Βελιγράδι, (NIRO
Književne novine) 2001

42) Kostić Lazo M., «Disputable Territories of the Serbs and Croats» (Belgrade- AIZ
Dosije, 1990)

43) Kurdulija Strahinja, «Atlas of the Ustashi Genocide over the Serbs 1941-1945»
(Belgrade- Europublic-Istorijski institut SANU, 1994).

44) Marković Jovan, «Geographical Regions of the S.F.R.Y» (Belgrade. Zavod za


udžbenike i nastavna sredstva, 1972).

Βοσνία

45) Cvijić, Jovan. «Balkan Peninsula» Belgrade: NIRO Književne novine, (NIRO
Književne novine), 1987.

46) Cvijić, Jovan. «Anthropogeographical and Ethnographical Papers» Belgrade:


(NIRO Književne novine), 1987.

116
47) Dedijer, Jefto. «The Origin of the Population in Bosnia and Herzegovina»
Pregled, 7-8, Sarajevo, (Pregled) 1911.

48) Djurić, Vladimir. «Distribution of the Newly Colonised Population in Vojvodina»


Glasnik Etnografskog instituta SANU, III-IV, Belgrade, 1957.

49) Ekmečić, Milorad. «International and Intercontinental Migrations» Godišnjak


Društva istoričara Bosne i Hercegovine, 20, Sarajevo, 1974.

50) Spasovski Milena, Zivkovic Dragica και Stepic Milomir «The Ethnic Structure of
the Population in Bosnia and Herzegovina», Βελιγράδι, (NIRO Književne novine),
2002

Σκόπια

51) Ugovor o miru sa Bugarskom /Treaty of Neuilly/ Belgrade, 1927, pp. 20-22, 26-
28. The border between Bulgaria and the Kingdom of Serbs, Croats and Slovenes was
established by Clause 27.

52) CSCE (Commission on Security and Cooperation in Europe) (1992). Report on


the US Helsinki Commission Delegation to Hungary, Greece, Macedonia and
Croatia(Washington: CSCE).

53) Decision of the Constitutional Court of the Republic of Macedonia (1998). State
Gazette of the Republic of Macedonia, Vol. 64, December 31, 1998.

54) Brailsford, H. N (1971 (1906)). Macedonia: Its Races and Their Future, The
East European Collection (New York: Arno Press & the New York Times).

55) Brunner, George (1996). Nationality Problems and Minority Conflicts in


Eastern Europe (Guetersloh: Bertelsmann Foundation Publishers).

56) Fraenkel, Eran (1995). “Turning a Donkey into a Horse: Paradox and Conflict in
the Identity of Makedontsi Muslimani” in Balkan Forum, An International Journal of
Politics and Culture, Vol. 3 No. 4 (13), December 1995, pp. 153-163.

57) Ilievski, Petar (1998). “Tsrkovno-drzhavnite odnosi i megukonfesionalnata


koexistentsia vo Makedonia” [“Church-State Relations and Inter-Confessional
Coexistence in Macedonia,”] in Glasnik, Institut za natsionalna istoria [Institute for
National History], Vol. 42, No. 1.

58) Kanev, Krasimir (1998). “Legislation and Politics Towards the Ethnic and
Religious Minorities in Bulgaria” in Anna Krasteva, ed., Obstnosti i identichnosti v
Bulgariya [Communities and Identities in Bulgaria], (Sofia: Petekson).

59) Muhic, Ferhad (1999). Professor of Philosophy at the Faculty of Philosophy,


University of Sts. Cyril and Methodius, Skopje, CEDIME Interview on February 6,
1999 in Skopje.

117
60) Poulton, Hugh (1995). Who are the Macedonians? (London: Hurst &
Company).

61) Terzic Slavenko ,«The Serbs and the Macedonian Question», Βελιγράδι, 1988
(Hurst & Company).

62) Zečević Miodrag and Lekić Bogdan: «The State Boundaries and the Internal
Territorial Division of Yugoslavia» (Belgrade, 1991)

Σλοβενία

63) Πληθυσμιακές Απογραφές 1953 – 1991, Εθνογραφικό Ινστιτούτο Σλοβενίας

Γιουγκοσλάβοι

64) Cvijić Jovan, « The Balkan Peninsula and the South Slav Countries» (Belgrade:
Zavod za izdavanje udžbenika, 1966)

65) Ekmečić Milorad, « The Formation of Yugoslavia» (Belgrade: Prosveta, 1989)

66) Rudic Vujadin ,«The Yugoslav idea, the former Yugoslavia and its Social and
Geographical Features», Βελιγράδι, 2003 Kronos

http://condor.depaul.edu/~rrotenbe/aeer/aeer11_1/reineck.html

http://www.gov.yu

http://www.kosovo.com/default3.html

http://www.njegos.org/

http://www.serbianna.com/columns/savich/022.shtml

http://www.rastko.org.yu/kosovo/istorija/kosovo_migrations/index.html

http://emperors-clothes.com/articles/Johnstone/fic2.htm

118

You might also like