You are on page 1of 193

Τα

σκίτσα του εξωφύλλου και του Β' μέρους του βιβλίου είναι

προσφορά του Κώστα Μητρόπουλου.

Εδώ...γελάνε

© "ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ" Εκδοτικές Επιχειρήσεις Α. Ε.

Σόλωνος 86 Αθήνα Τηλ. 3646170 – 3613009

ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ

ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΙΘΟΠΟΥΛΟΣ

Εδώ... γελάνε

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ .................................................................................................. 9

Το ρουσφετάκι ............................................................................................................ 10

Περί Ηθικής ................................................................................................................ 21

Μια συγκινητική χειρονομία ...................................................................................... 29

Αμαρτίες γονέων ........................................................................................................ 36

Ο άνθρωπος - γκθθ! ................................................................................................... 46

Το σύνδρομο του Τούρλεν ......................................................................................... 55

Μια σκληρή δουλειά .................................................................................................. 62

Ένα συνηθισμένο σενάριο .......................................................................................... 68

Ποιος είναι ποιος ........................................................................................................ 75

Το κόλπο με την προσευχή ......................................................................................... 80

Μια αληθινή Οδύσσεια .............................................................................................. 86


Οι νύχτες του τρελού .................................................................................................. 94

Περί μενού... ............................................................................................................. 102

Το τέτοιο ................................................................................................................... 110

Ο συνονόματος ......................................................................................................... 114

Ένα τρομερό γεγονός ............................................................................................... 119

Ο νόμος του εμπορίου ............................................................................................. 125

Μικρές προσωπικές χάρες ....................................................................................... 129

«ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ» του Μίμη Τραϊφόρου................................................................. 138

Τα Παπανδρεϊκά...!................................................................................................... 139

Τα γεννητούρια του βουλευτή ................................................................................. 145

Πώς γεννήθηκαν... «Τα γαργάλατα» ........................................................................ 151

Ο μεγάλος Βεάκης .................................................................................................... 157

Στη μάντρα του Αττίκ ................................................................................................ 162

Οι «τζόρες» του Ορέστη Μακρή .............................................................................. 168

Ναζιστικός χαιρετισμός ............................................................................................ 174

Ξενάγηση στην περίφημη «μάντρα» ....................................................................... 179

Με βαριετέ στο Βόλο ............................................................................................... 186

Ο παλιόφιλος ο Νίκος ............................................................................................... 191

Βασιλικό μττανιστήρι ............................................................................................... 195

Προλογίζοντας

ΤΟΥ ΜΙΜΗ ΤΡΑΪΦΟΡΟΥ

Χρόνια και χρόνια υπηρετούσα με αφοσίωση κι αγάπη την άλλοτε περίλαμπρη και

τώρα... πολύπαθη Επιθεώρηση ! Με αποκαλούν «παππού» της. Γιατί στάθηκα, όπως

λένε, για δεκαετίες ολάκερες παραστάτης πρόθυμος και Σίμωνας Κυρηναίος αυτού του
είδους του μουσικού Θεάτρου, που τότε ήταν απαιτητικό και πολύ δύσκολο.

Αν και ξεκίνησα να υπηρετήσω την Επιθεώρηση γιομάτος αισιόδοξο κέφι, όμως

πολύ νωρίς κατάλαβα πως δεν έφτανα μόνος, για να ντύσω την πανέξυπνη αυτή

θεατροκυρά, με το προσωπικό μου χιούμορ -αν υπήρχε...-και με τη λατρευτική μου

αφοσίωση. Και κάλεσα συνυπηρέτες κάποιους πολυτάλαντους, που ήταν τα ιερά

θεατροτέρατα κείνης της εποχής, παντρέψαμε το χιούμορ μας και την αγάπη μας για

την Επιθεώρηση και της τα προσφέραμε αφειδώλευτα, για την προκοπή της και την

υπέρλαμπρη επιβίωση της.

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Με σύντροφο στη ζωή και στο Θέατρο, την αξέχαστη τραγουδίστρια της Νίκης,

Σοφία Βέμπο, πιασμένοι χέρι-χέρι, πορευτήκαμε και γνωρίσαμε επιτυχίες και

θριάμβους και δάφνες και τιμές και ό,τι άλλο μοναδικά μεγαλειώδες χρειάζεται να

αποκτήσει κανείς στη ζωή του, προκειμένου στο τέλος να πεθάνει στην ψάθα! Ναι! Δεν

το λέω αστεία. Φτωχιά και άστεγη πέθανε η μεγάλη Βέμπο. Κι από κοντά πάω κι ο...

μικρός εγώ!!!

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Τα τελευταία χρόνια φρόντισα να λάμψω δια της απουσίας μου από την ενεργό

θεατροσεναριοευθυμοστιχοχρονογραφική δράση για σοβαρούς λόγους υγείας... Δηλα-

δή, ξύλο να χτυπάμε, ο άνθρωπος ήμουν και είμαι μια χαρά. Τίγρης παρά τις σχεδόν

οκτώ δεκαετιούλες μου. Γι' αυτό μην πάει το μυαλό σας στο κακό. Όταν λέω «για

λόγους υγείας», εννοώ στην κυριολεξία «για προληπτικούς λόγους πνευματικής

υγείας». Να γιατί απουσίασα. Όχι γατί ήθελα να αποσυρθώ. Αλλά γιατί δεν ήθελα να...

συρθώ... Καταλάβατε τώρα που κολλάει το «για προληπτικούς λόγους πνευματικής

υγείας;»
Απλά προτίμησα, δηλαδή, να μην ξεπουλήσω την κάποια... εναπομείνασα διαύγεια

μου, όσο-όσο και να μη συναινέσω στο διασυρμό και τον δια πυράς θάνατο του

ελληνικού μουσικού θεάτρου.

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Απ' το σύντομο λήθαργο του αυτοεκτοπισμού μου στη γαλήνια και μακάρια

ανάγνωση της εφημερίδας μου, με ξύπνησε η γνωριμία μου με το Δήμο Λεβιθόπουλο,

ένα πραγματικά ζωηρό μυαλό, απ' τα διαυγέστερα του χώρου των... (α)γραμμάτων και

των... (κακο)τεχνών, (όπως λέει ο ίδιος).

Η γνωριμία μας ξεκίνησε από έναν τέτοιο τρικούβερτο καυγά, που τότε, μάλιστα,

μας πήρανε στο στόμα τους κι οι εφημερίδες.

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Ποιος να μου τόλεγε ότι γι' αυτόν τον... «ιδιόρρυθμο», «αυθάδη», «ασυλλόγιστο»

και «ασεβή» νέο, θα έγραφα λίγες μέρες μετά τον ιστορικό μας καυγά: «Είναι

ταλαντούχος, ο μοναδικός και έχει τη σφραγίδα της θείας δωρεάς. Σύντομα με την

εξαίσια πένα του θα κατακτήσει την πρώτη θέση στην ευθυμογραφία και το

χρονογράφημα, θα κατακτήσει, τις κορυφές των Έβερεστ εκείνων, της λογοτεχνίας μας,

όπου σήμερα κυματίζουν μόνο οι σημαίες του Μελά, του Νιρβάνα και του Ψαθά».

Αυτά και άλλα πολλά, θυμάμαι, έγραφα και δήλωνα στις εφημερίδες και τα

περιοδικά, τότε.

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Με αποκαλεί «δάσκαλο», ο Λεβιθόπουλος. Μα θαρρώ πως μου πέφτει βαρύς ο

τίτλος. Γιατί το συνεταιράκι μου τώρα πλέον -έτσι τον αποκαλώ εγώ- που αυτό τον

καιρό γράφουμε μαζί έξι βιβλία, δύο μιούζικαλ, μια επιθεώρηση, μια πρόζα και δύο

σενάρια, δεν ήταν ποτέ φτιαγμένος για μαθητής. Ξεκίνησε από δάσκαλος ο ίδιος!
Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Σ' αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, ο Λεβιθόπουλος κι εγώ είπαμε να...

συμπεθερέψουμε! Να παντρέψουμε, δηλαδή, τις εποχές μας κι απ' αυτή τη γόνιμη

επαφή να βγει κάτι της προκοπής.

Στις σελίδες που ακολουθούν, το «χθες» και το «σήμερα» της ευθυμογραφίας και

της σάτιρας, δίνουν ένα ραντεβού.

Ένα ραντεβού ίσως ιστορικό, γιατί θα αποδείξουν, πόσο επαγωγική μπορεί να

γίνεται η εναρμονισμένη κι ισορροπημένη συνύπαρξη μιας παλιάς φρουράς που

απέρχεται και των επερχομένων.

Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Το ρουσφετάκι

Ξαναπήγα. Αλλά, τίποτα κι αυτή τη φορά. Μου είπαν όμως να ξαναπάω και

ξαναπήγα. Κι όταν ξαναπήγα μου είπαν να ξαναπάω.

— Χαίρετε! Ξαναήλθα!

— Πάλι, εσείς, εδώ;

— Μου είχατε πει να ξαναέλθω σήμερα...

— Για περιμένετε έξω δύο λεπτά. Περίμενα στο διάδρομο δυόμισι ώρες. Αλλά,

τίποτα κι αυτή τη φορά.

— Να ξανέλθετε την άλλη Πέμπτη. Και ξαναπήγα.

— Πάλι, εσείς, εδώ;

— Πάλι.
— Θυμήστε μου, γιατί πράγμα πρόκειται;

— Για το διορισμό του αδελφού μου...

— Πώς λέγεται ο αδελφός σας;

— Αντύπας Μπέκουλας. Του Σπυρίδωνος.

— Περιμένετε έξω δύο λεπτά και θα σας καλέσω.

Αυτή τη φορά περίμενα ακριβώς δύο λεπτά με ώρα Γκρήνουίτς κι άλλες τρεις ώρες

παρά ένα τέταρτο, με ώρα Ελλάδας.

Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά.

— Να ξανέλθετε την άλλη Τετάρτη. Και ξαναπήγα.

Ντρέπομαι, το ομολογώ. Ράκος γίνομαι ο άνθρωπος, να συνωστίζομαι στους

διαδρόμους του τρίτου ορόφου του υπογείου Κοινωνικής Ισότητας και Χωροταξίας και

να εκλιπαρώ. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Είμαι πολό περήφανος. Δε μου πάει ο ρόλος του

ανθρώπου που αλωνίζει τους υπουργικούς διαδρόμους. Αλλά τι να κάνω; Ας όψεται ο

χαραμοφάης ο αδελφός μου, που πάτησε τα τριαν-ταδύο και τον ταΐζω εγώ, γιατί δεν

έχει μια δουλίτσα στα χέρια του.

10

— Μια δουλίτσα κι ας είναι ό,τι να ναι! Μια δουλίτσα...

— Πώς είπατε ότι λέγεται;

— Αντύπας Μπέκουλας. Του Σπυρίδωνος.

— Να ξαναέλθετε την άλλη Τρίτη. Και ξαναπήγα.

— Πώς είπατε ότι λέγεται;

Κάθε φορά που πέρναγα το κατώφλι του Υπουργείου Κοινωνικής Ισότητας και

Χωροταξίας, μου πλακωνότανε η καρδιά σε τέτοιο σημείο, που αν μου κάνανε

καρδιογράφημα εκείνη τη στιγμή, η ταινία θα έβγαινε ντοκυμαντέρ για την Αιθιοπία.

Δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Δεν είμαι γεννημένος να προσκυνάω και να
παρακαλάω. Αλλά τι να ‘κανα; Να βλέπω τον αδελφό μου σε μια ηλικία, που οι άλλοι

οι συνομήλικοι του παίρνουν σύνταξη και να τον ρωτάω:

— Τι θα γίνεις, μπούλη, όταν μεγαλώσεις;

Και ξαναπήγα. Γραφείο Υπουργού. Οι διάδρομοι έξω γεμάτοι. Κόσμος και κοσμάκης

που πάει κι έρχεται. Η γραμματέας του κυρίου Υπουργού μιλάει σε δύο τηλέφωνα

ταυτόχρονα. Χτυπάει κι ένα τρίτο τηλέφωνο και το σηκώνει κι εκείνο.

— Εντάξει, κύριε Φιρφιρίγκο. Το δάνειο εγκρίθηκε...

Τώρα μιλάει ταυτόχρονα και στα τρία τηλέφωνα.

— Μάλιστα, δεσποινίς Λουλού... Μισό λεπτό να σας συνδέσω με τον κύριο

υπουργό.

Πλησιάζω δειλά-δειλά. Γυρίζει προς τη μεριά μου.

— Ο κύριος;

— Για την υπόθεση του αδελφού μου που ξαναήλθα... Και μου είπατε...

— Εντάξει, κύριε. Ο αδελφός σας διορίζεται από μεθαύριο.

Μού ‘ρθε να λιποθυμήσω απ' τη συγκίνηση. Επιτέλους!

11

— Πού διορίζεται; ρώτησα, ενώ ήμουν έτοιμος να με πάρουν τα δάκρυα απ' τη χαρά.

— Δε μίλησα σε σας, κύριε. Στο τηλέφωνο το είπα... Στο τηλέφωνο:

— Ναι, μάλιστα, κύριε Πιπιλόπουλε, όπως το ακούσατε... Διορίζεται από μεθαύριο...

Χτυπάει κι ένα τέταρτο τηλέφωνο. Το σηκώνει.

— Εμπρός... Καλημέρα σας, κυρία Ντάνα... Σημειώνετε; Λοιπόν, ρίχνετε δύο αυγά

χτυπητά, ένα κουταλάκι του γλυκού αμμωνία, τα ανακατεύετε και ύστερα ρίχνετε

πενήντα γραμμάρια χυμό λεμονιού κι ένα κύπελο ζάχαρη άχνη και στη συνέχεια

τα πασπαλίζετε... μισό λεπτό.

Στο άλλο τηλέφωνο.


— Βεβαίως, κύριε Κοντέ, οι πιστώσεις εγκρίθηκαν... Στο άλλο τηλέφωνο.

— Θα γίνει σχετική δημοπρασία, κύριε Μακρή... Στο άλλο τηλέφωνο.

— Όχι, κύριε Κοντέ... δεν το είπα σε σας. Η Δημοπρασία που ενδιαφέρει εσάς, θα

ανακοινωθεί προσεχώς... Όχι, κύριε Μακρή, στον κύριο Κοντό το είπα. Άλλη

δημοπρασία αυτή...

Τη σκουντάω ευγενικά.

— Και μ' εμένα τι θα γίνει; ρωτάω.

— Να ξαναέλθετε την άλλη Δευτέρα... με κανελογαρίφαλο.

Άλλο και τούτο πάλι.

— Με τι να 'ρθω είπατε;

— Δεν το είπα σε σας, κύριε... Στο τηλέφωνο το είπα... Και ξαναπήγα.

— Πώς είπατε ότι λέγεται ο αδελφός σας;

— Αντύπας Μπέκουλας. Του Σπυρίδωνος. Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά.

Και ξαναπήγα.

— Πάλι, εσείς;

12

— Πάλι.

— Αδύνατον να σας δεχτεί ο κύριος Υπουργός.

— Μα σήμερα είναι Τρίτη.

— Και τι μ' αυτό;

— Δέχεται το κοινό.

— Σας είπαμε έχει σύσκεψη.

Η γραμματέας σηκώνει ένα τηλέφωνο που χτυπάει.

— Μάλιστα, δεσποινίς Ντιντή, σας συνδέω αμέσως με τον κ. Υπουργό.

Αχ, τι τραβάω γι' αυτόν τον αρχικοπρίτη τον αδελφό μου, τον Αντύπα. Του
Σπυρίδωνος. Πού ακούστηκε να ρίχνω εγώ τα μούτρα μου και να παρακαλάω και να

βγάζουν τα πόδια μου κιρσούς απ' την ορθοστασία στους διαδρόμους... Εγώ στους

διαδρόμους! Αλλά τι να κάνουμε; Τα 'χει αυτά η ζωή.

Όπως περίμενα στον ευρύχωρο προθάλαμο του υπουργικού γραφείου χάζευα τον

κόσμο, που μπαινόβγαινε. Μπαίνει ένας πολύ αεράτος. Αυτός θα πρέπει να έχει κάποιο

σημαντικό πόστο. Μίλαγε το πράμα μόνο του.

Πήρε ένα τηλέφωνο.

— Εμπρός, απ' το γραφείο του Υπουργού παίρνω... Δώστε μου τον πρόεδρο... Ναι...

Χαίρετε... Σας παίρνω για έναν υπάλληλο Αντρέα Χασμουρόπουλο. Επιθυμούμε

να προαχθεί. Καλώς... Ευχαριστώ...

Αυτά είπε κι έκλεισε. Κι έφυγε το ίδιο αεράτος. Κοίτα, ρε παιδάκι μου, πώς γίνονται

οι δουλειές. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Να, παρατηρώ έναν άλλον.

Σηκώνει το τηλέφωνο με τουπέ.

— Δώσε μου, παιδί μου, το διευθυντή σου. Γραφείο υπουργού εδώ... Ναι... κύριε

διευθυντά, θα επιθυμούσαμε την έγκριση εκείνου του δανείου που έχει ζητήσει

ένας Αρ-γύριος Καταχραστάκης... Καλά δεν υπάρχει τόση βιασύνη. Κι αύριο μέρα

είναι...

13

Κοίτα... Κοίτα πράματα. Να, μωρέ, πώς γίνονται οι δουλειές, στο άψε-σβήσε...

Όπως περίμενα και χάζευα μ' όλους αυτούς, βλέπω να ξεπροβάλει απ' τη συρόμενη

πόρτα του γραφείου του ο κύριος Υπουργός.

Ορμάω ακάθεκτος.

— Κύριε Υπουργέ...

Ο κ. Υπουργός μου χαμογελάει τόσο εγκάρδια που μούσφαξε την καρδιά.

— Κύριε Υπουργέ, να σας πω...


— Άλλη φορά... Άλλη φορά...

Ο Υπουργός προχώρησε, μπήκε σε μια άλλη πόρτα. Ακολούθησα κι εγώ.

— Ένα δευτερόλεπτο, κύριε Υπουργέ...

Έσπευσα να τον πλησιάσω, αλλά έκλεισε πίσω του την πόρτα απότομα. Τόσο

απότομα που σηκώθηκε όρθιο ολόκληρο το μέγαρο απ' το ουρλιαχτό μου.

— Τι πάθατε, κύριε;

Όπως έκλεισε την πόρτα μού 'πιασε μέσα το δάκτυλο, ακριβώς πάνω στο νύχι και με

τάραξε στον πόνο.

Πού να περίμενα το τι είχε να επακολουθήσει!

Την άλλη μέρα οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες έγραφαν με τεράστιους τίτλους:

«υπουργός ακρωτηρίασε πολίτη», «βάναυση επίθεση υπουργού ενάντια στο λαό»,

«μυστήρια εξαφάνιση του πτώματος». Μια εφημερίδα, μάλιστα, σ' ένα άρθρο της με

τον τίτλο «άθλιος τεμαχισμός» τελείωνε με την εξής φράση: «ακρωτηριασμένοι όλων

των χωρών ενωθείτε».

Κι άλλα πολλά.

14

Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά. Και ξαναπήγα.

* * *

— Πώς λέγεται ο αδελφός σας;

— Αντύπας Μπέκουλας. Του Σπυρίδωνος.

— Να ξαναέλθετε την Παρασκευή.

Μωρέ το 'βαλα πείσμα. Θα δω τον Υπουργό ο κόσμος να χαλάσει.

Στήνομαι και δεν το κουνάω με τίποτα.

Καθώς περιμένω, παρατηρώ τη γραμματέα που μιλάει με τα τρία, πότε τέσσερα και

πότε πέντε τηλέφωνα. Κι όλο τα μπερδεύει... «όχι δεν το είπα στον ένα, το είπα στον
άλλον, όχι αυτό είναι για τον κύριο Μακρή και το άλλο για τον κύριο Κοντό», καθένας

εδώ μέσα με το μακρύ του και το κοντό του κι εγώ με το μαράζι μου...

— Αχ, ρε Αντύπα του Σπυρίδωνος, πώς με κατάντησες! Και 6λέπεις εδώ μέσα και

κάτι βαρβάτους κυρίους όλο τουπέ που βουτάνε το τηλέφωνο και του δίνουν να

καταλαβαίνει.

— Γραφείον υπουργού εδώ. Να διοριστεί ο τάδε.

— Εδώ γραφείον υπουργού. Να διοριστεί ο δείνα.

— Να δανειοδοτηθεί ο άλφα.

— Να προαχθεί ο «ιξ».

Όλος ο κόσμος βολεύεται και μόνο ο Αντύπας Μπέ-κουλας του Σπυρίδωνος δε λέει

να βρει μια δουλίτσα να τον ξεφορτωθώ από την πλάτη μου.

Καθώς είμαι βυθισμένος μέσα σ' όλες τις σκέψεις, ανοίγει μια πόρτα.

— Έρχεται ο κ. Υπουργός, ακούω που λέει κάποιος.

Κι ορμάω. Με το που πάω κοντά στην πόρτα, εμφανίζεται ο κ. Υπουργός.

— Κύριε υπουργέ..

15

Δεν προλαβαίνω να πω άλλη κουβέντα και δυο πελώριοι γορίλες με βουτάνε και με

βγάζουν σηκωτό έξω στο διάδρομο.

Εγώ όμως ξαναμπήκα ύστερα από λίγο. Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά. Και ξαναπήγα.

* * *

Μόλις έφτασα στον πολύβουο διάδρομο που οδηγεί στο γραφείο του κ. Υπουργού,

ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα και βγαίνει ο Υπουργός φουριόζος και πίσω του τρέχοντας

ένα ασκέρι άνθρωποι, που κρατούσαν ένα χαρτοφύλακα ο καθένας τους.

Μπήκα μπροστά.

— Κύριε Υπουργέ, να σας πω...


Ο υπουργός χαμογέλασε και με προσπέρασε γρήγορα και όλο κείνο το ασκέρι, που

έτρεχε ξωπίσω του, έπεσε επάνω μου σαν σίφουνας και με τσαλαπάτησε.

Και ξαφνικά ο διάδρομος άδειασε.

— Τι συμβαίνει; ρώτησα μια καθαρίστρια που περνούσε κρατώντας δύο κουβάδες.

— Άλλαξε Υπουργός, μου είπε κι έφυγε κι αυτή βιαστική.

Προχώρησα αργά προς τις σκάλες.

Και ξαφνικά στη στροφή του διαδρόμου εμφανίζεται με αντίθετη κατεύθυνση, σε

μένα ένας κομψός κύριος πολύ φουριόζος και πίσω του τρέχοντας ένα ανθρώπινο

ασκέρι με χαρτοφύλακες. Λες και δε με είδε κανείς τους, με πήραν μπροσταριά, σαν

τυφώνας πέρασαν από πάνω μου και με τσαλάκωσαν.

— Τι τρέχει; ρώτησα έναν κλητήρα.

— Είναι ο νέος Υπουργός, μου είπε κι έτρεξε κι αυτός μέχρι που χάθηκε στο βάθος

του διαδρόμου.

Γύρισα στο γραφείο του Υπουργού.

16

Στον προθάλαμο γινόταν η ίδια φασαρία. Αυτοί που πήγαιναν, αυτοί που

ερχόντουσαν, τηλέφωνα, κακό, η ίδια βουή, μόνο που τώρα διέκρινες και ορισμένα νέα

πρόσωπα.

Και πάντα οι αεράτοι κύριοι που σήκωναν τα τηλέφωνα και...

— Να διορίσετε έναν Ευάγγελο Σπαρίκλα...

— Να προαχθεί ο Ισίδωρος Ντουβάρης.

Πω πω πω! Να βρε πώς γίνονται οι δουλειές. Στο τσά-κα-τσάκα...

— Παρακαλώ...

Κανείς δε μου έδινε σημασία...

— Σας παρακαλώ...
Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει κανείς.

— Σας παρακαλώ πολύ...

Μ' αυτή την αδιαφορία άρχισα να τσιμπιέμαι, για να δω μήπως δεν υπάρχω... Ούτε

που ασχολήθηκε μαζί μου κανείς.

Η νέα ιδιαιτέρα μιλούσε ταυτόχρονα με τρία τηλέφωνα.

— Αμέσως, δεσποινίς Ριρή, να σας συνδέσω με τον κ. Υπουργό.

— Εντάξει, κύριε Κοντέ.

— Βεβαίως, κύριε Μακρή.

— Όχι δεν το 'πα σε σας, στον άλλο το είπα...

Και τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά. Και

ξαναπήγα.

* **

17

Πώς λέγεται ο αδελφός σας;

— Αντύπας Μπέκουλας. Του Σπυρίδωνος.

— Να ξαναέλθετε την άλλη Πέμπτη. Καλά... Το 'χα μάθει πια αυτό το τροπάρι.

Στήθηκα πάλι στο διάδρομο και περίμενα να βγει ο ίδιος ο Υπουργός.

Κι ενώ χάζευα μ' όλο εκείνο το τρελό πηγαινέλα και το αλισβερίσι ξαφνικά, νάσου

βγαίνει από μια πόρτα ο Υπουργός.

— Κύριε Υπουργέ...

Ορμάω κατεπάνω του, αλλά πίσω του ερχόταν τρέχοντας το καταραμένο ασκέρι,

που πάλι με πήρε μπροσταριά. Αυτή τη φορά λίγο κόντεψε να με ισοπεδώσει.

Κι εντελώς απρόσμενα ερήμωσε ο τόπος.

— Τι έγινε; ξανάλλαξε ο Υπουργός; ρώτησα έναν κλητήρα που έτρεχε ξωπίσω κι

αυτός, καθυστερημένος από τους άλλους.


— Όχι! Γίνεται διυπουργική σύσκεψη.

— Α! Ευτυχώς κι ανησύχησα...

Προτίμησα να καθίσω εκεί στον προθάλαμο και να περιμένω μόνος μέχρις ότου θα

ξαναγύριζαν.

Τα τηλέφωνα χτυπούσαν και τα έξι μαζί. Αλλά η ιδιαιτέρα έλειπε κι αυτή. Δεν ξέρω

πώς μου 'ρθε και σήκωσα το ένα.

Με τις τόσες φορές που είχα βρεθεί εκεί, αισθανόμουν κι εγώ πια άνθρωπος του

ιδιαίτερου γραφείου.

— Εμπρός;... είπα

— Ιδιαίτερο γραφείο κύριου Υπουργού εκεί; ακούστηκε μια ανδρική φωνή απ' την

άλλη άκρη του σύρματος.

— Μάλιστα, γραφείο Υπουργού, είπα.

18

— Εδώ Διοικητής Τραπέζης Εμπορικής Υπολήψεως... Διαβιβάστε αρμοδίως ότι η

επιθυμία του κ. Υπουργού για διορισμό Χατζηκοπάνα, εξεπληρώθη αυθημερόν.

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Θόλωσα ο άνθρωπος. Όλα γύρω μου, στριφογύριζαν.

Πέρασαν ξαφνικά απ' το μυαλό μου όλοι εκείνοι οι αεράτοι κύριοι που έδεναν κι

έλυναν απ' το τηλέφωνο, «εδώ γραφείο Υπουργού». Θυμήθηκα όλα εκείνα τα «ξαναπε-

ράστε την άλλη Πέμπτη»... Ένιωσα περίεργα.

— Εντάξει; άκουσα που με ρωτούσε η φωνή απ' την άλλη άκρη του σύρματος.

Ένα παράξενο συναίσθημα με πλημμύρισε.

— Κύριε διοικητά... είπα.

— Ορίστε...

μου απάντησε. Κοίταξα γύρω μου με δέος. Δεν υπήρχε ψυχή.


— Ορίστε...

επανέλαβε η φωνή. Κόμπιασα. Ύστερα πήρα βαθιά ανάσα.

— Κύριε διοικητά, ο κύριος Υπουργός επιθυμεί και το διορισμό ενός Αντύπα

Μπέκουλα. Του Σπυρίδωνος.

— Του Σπυρίδωνος, είπατε;

— Μάλιστα του Σπυρίδωνος.

— Μεταβιβάστε στον εξοχώτατο ότι θα γίνει αυθημερόν. Οπωσδήποτε! Τίποτ' άλλο;

— Όχι... Προς το παρόν αυτά!

Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Από φόβο; Από χαρά;

Από τρόμο; Από ευτυχία; Ούτε κι εγώ δεν ξέρω.

19

Το μόνο που ξέρω είναι ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή στο γραφείο εισέβαλε όλο

εκείνο το ασκέρι με επικεφαλής τον Υπουργό.

Μπήκα μπροστά.

— Κύριε Υπουργέ! του φώναξα.

— Επιτέλους τι θέλετε; μου είπε. Μ' έλουζε κρύος ιδρώτας. Κόμπιασα.

— Θέλω μονάχα να σας ευχαριστήσω, κύριε Υπουργέ, για το διορισμό του αδελφού

μου... Του Αντύπα Μπέκου-λα. Του Σπυρίδωνος. Αυτά...

Ο Υπουργός χαμογέλασε μ' όλο το υπουργικό του τουπέ.

— Μα δεν είναι ανάγκη να μ' ευχαριστείς. Ό,τι έκανα το έκανα από ιερόν φιλικόν

χρέος!!!

Αυτά είπε και προχώρησε πάλι καμαρωτός. Και πίσω του όρμησε όλο εκείνο τ'

ασκέρι, που κι αυτή τη φορά με πήρε πάλι μπροσταριά και με τσαλαπάτησε. Αλλά

εντάξει αυτή τη φορά! Και δεν ξαναπήγα.

20
Περί Ηθικής

Ο φίλος μου ο Ερμόλαος, δεν ξέρω αν έχει τα μυαλά πάνω απ' το κεφάλι ή το κεφάλι

πάνω απ' τα μυαλά του, αλλά πάντως είναι γεγονός ότι συτό το παιδί έχει προβλήματα.

Καλό παιδί και μετρημένο, αλλά... ε, να... πώς να το κάνουμε, όπως κάθε άνθρωπος

έχει το χουνέρι του...

Ο Ερμόλαος είναι πολύ δύσκολος με τις γυναίκες.

Έχει βγάλει όχι μαλλί αλλά βελέντζες ολόκληρες, η γλώσσα μου, να του λέω να βρει

μια γυναικούλα να παντρευτεί, γιατί ο Ερμόλαος έχει αρχίσει πια να μπαγιατεύει...

Όμως μάταιος κόπος.

Ματαιότατος!

— Και ποια να πάρω; μου λέει και ξυνίζει τα μούτρα.

— Μωρέ στριμμένο γεροντοπαλίκαρο, εγώ θα σου πω ποια να πάρεις; Τόσα

εκατομμύρια θηλυκά κυκλοφορούν πάνω στον πλανήτη, πάρε ένα κι άστε στο

διάολο να πάψω να κολάζομαι!

Εγώ τα λέω, εγώ τα ακούω.

Ο Ερμόλαος είναι αγύριστο κεφάλι!

— Κι άμα δε μου βγει καλή;

— Τότε τη δίνεις πίσω και παίρνεις άλλη! Αμάν πια!

Λοιπόν, να μου το θυμηθείτε, αυτό το παιδί, έτσι θα πάει. Στο ράφι θα μείνει, εκεί,

μαγκούφης!

Θα τον φάνε οι μεγάλες ιδέες του περί ηθικής, που να τη βράσω για ηθική.

— Εγώ δε θέλω για γυναίκα μου, όποια-όποια...

21

— Κι εγώ σου είττα το αντίθετο; Πάρε μια που να είναι στα μέτρα σου και κοίταξε

κει να Βιαστείς να κάνεις οικογένεια, γιατί σε βλέπω κακομοίρη μου να


μαραζώνεις σε κάνα οίκο ευγηρείας!

Ό,τι κι αν του λέω, όσο κι αν σπάω το στομάχι μου, του Ερμόλαου απ' το ένα αυτί

μπαίνουν, απ' το άλλο βγαίνουν.

Προξενιά;

Μόνο τη μάνα μου δεν του έχω πάει ακόμα. Όλες τις άλλες γυναίκες, συναδέλφους,

συγγενείς, φίλες, γειτόνισσες, του τις κουβάλησα!

Αλλά αυτός εκεί! Η μία του ξινίζει, η άλλη του βρωμάει.

Κι όλο πού το φέρνει, πού το πάει, στην ηθική καταλήγει.

— Αυτή καπνίζει!

— Ε, καλά, ρε Ερμόλαε, και τι έχει να κάνει αυτό; Θα σ' απατάει με τον Παπαστράτο;

Αμάν αυτός ο άνθρωπος. Στο μεσαίωνα ζει!

Έχει κάτι αρχές, κάτι ιδέες περί ηθικής, που για να βρει γυναίκα όπως τη θέλει, να

μην καπνίζει, να μη βάφεται, να μην κουνιέται, να μη φλερτάρει, να μη... να μη... να

μη... κι άλλα πολλά «να μη», μόνο στο βρεφοκομείο πρέπει να ψάξει, αν και για κει,

έχω τις επιφυλάξεις μου...

— Γιατί σήμερα η γυναίκα, Ερμόλαε φίλε μου, γεννιέται γυναίκα... Πάει η εποχή των

μανάδων μας που ήταν κατοικίδια ζώα! Τώρα πια...

— Ε, γι' αυτό κι εγώ δεν παντρεύομαι!

— Μη σώσεις!

Αλλά όσο μουλαρώνει ο Ερμόλαος, άλλο τόσο πεισμώνω εγώ.

Θα σε παντρέψω, κακομοίρη μου, και θα πεις κι ένα τραγούδι!

22

Κανονίζω χωρίς να έχει ιδέα για τίποτα, ένα βράδυ να έλθει σπίτι μου, δήθεν για

φαγητό, φωνάζω και μια σιτεμένη δασκαλίτσα, καλοστεκούμενη μεγαλοκοττέλα, που

θα του πήγαινε κουτί. Και να το προξενιό εν εξελίξει...


Προξενήτρα έχω καταντήσει για τα μούτρα του, αλλά τι να κάνω; Φίλος είναι. Να τον

αφήσω μαγκούφη, το γρουσούζη; Όχι πέστε μου.

Σαραντατρία ο Ερμόλαος, τριανταέξι αυτή, θα ήταν ό,τι πεις. Λουκούμι.

Αρχίζω τους προλόγους, φτιάχνω ατμόσφαιρα...

— Σκληρό πράγμα η μοναξιά, να μην έχεις τον άνθρωπο σου...

Βάζω τις σάλτσες.

— Έξοχο παιδί ο Ερμόλαος!

— Ανεπανάληπτη κοπέλα η Φιορούλα!

Η Φιορούλα, αλληθωρίζει ελαφρώς απ' το δεξί μάτι. Της έρχεται λίγο διαγώνιο. Αλλά

δεν πειράζει. Αυτά θα κοιτάμε τώρα; Κι ο Ερμόλαος μήπως είναι για τα καλλιστεία;

Κάνω τα πάντα να τους μπουρδουκλώσω, ανταλλάσσουν κάτι χαμόγελα, ύστερα

κάτι κουβεντούλες, πιο ύστερα τηλέφωνο και διευθύνσεις, εγώ κάνω τάμα να πάω στην

Τήνο το δεκαπενταύγουστο κολυμπώντας ύπτια και τελικά...

— Ερμόλαε, να μη στα χρωστάω!

— Γιατί; Τι έκανα πάλι;

— Μα είναι πράματα αυτά που λες!

Α! Ο άνθρωπος είναι για ζουρλομανδύα! Κι όχι για παντρολογήματα!

Της βρήκε, ότι είχε πριν δεσμό με άλλον άντρα.

— Και τι ήθελες να 'χε ρε, 37 χρονών γυναίκα; Δεσμό με μπετονιέρα; Με άντρα θα

είχε!

23

Καλά. Μιλάμε ότι ο Ερμόλαος είναι φαινόμενο. Τέτοιο σκουριασμένο μυαλό,

αμφιβάλλω αν υπάρχει σ' ολόκληρη την Ελλάδα.

— Εγώ πάντως θα πάρω γυναίκα που να 'χω το κεφάλι μου ήσυχο .

— Βρε άντε παράτα με! Αρκετά μ' έπρηξες με τις παλαιόλιθικές αντιλήψεις σου. Και
τη θειά μου την Κασσάνδρα να παντρευτείς, που είναι % χρόνων κόρη, και πάλι

το κεφάλι σου ήσυχο δεν πρόκειται να το έχεις.

* * *

Ο Έρμόλαος, από 'δω με είχε, από 'κει με είχε τελικά με έπεισε ότι...

— Λάμπη, ξέρεις κάτι; -Τι;

— Στο περιβάλλον μας δεν υπάρχει η κατάλληλη γυναίκα.

— Ε, τότε πάρε άντρα!

— Κόψε τα αστεία! θέλω να πω ότι πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τη μέλλουσα

σύζυγο μου

— Δηλαδή, πού;

Ε, λοιπόν όχι! Αυτό δε θα το 'κανα για κανέναν. Τελικά όμως, μιας και μπήκα στο

χορό, είπα να χορέψω.

— θα το υποστώ κι αυτό το μαρτύριο! σκέφτηκα. Και ξεκινήσαμε.

Έξι ώρες με το αυτοκίνητο, άσφαλτο, μιάμιση ώρα χωματόδρομο και εικοσιπέντε

λεπτά με τα πόδια/γιατί αυτοκίνητο δεν πήγαινε.

Και τελικά, φτάσαμε.

Ή μάλλον, σκαρφαλώσαμε.

Μια σημαία μάς έλειπε, για να την μπήξουμε σε κείνη την κορφή, όπως κάνουνε οι

ορειβάτες κι ύστερα να ειδοποιήσουμε κάνα ελικόπτερο να 'ρθει να μας κατεβάσει από

'κει πάνω στα κατσάβραχα που είχαμε σκαλώσει.

24

— Τι μ' έφερες, μωρέ μουρλέ, εδώ πάνω σ' αυτές τις έρημες αετοράχες; Εμείς

ξεκινήσαμε για νύφη, όχι για κυνήγι αλεπούς!

Ο Ερμόλαος με καθυσήχασε.

— Μην είσαι ανυπόμονος. Τα ξέρω καλά εγώ αυτά τα μέρη. Από 'δω ξέρεις τι
πέρασμα είναι;

— Τι πέρασμα, μωρέ, πανάθεμά σε, ανώμαλε; Από 'δω ούτε τσακάλια δεν περνάνε.

Θα περάσουν γυναίκες;

Τέλος πάντων, ήξερα ότι η Ερμού και η Σταδίου είναι «πέρασμα». Αλλά και το

ύψωμα 517 γνωστό απ' το Ελληνοαλβανικό έπος, ούτε το φανταζόμουνα ότι είναι

«πέρασμα».

— Βρε Ερμόλαε, είσαι σίγουρος ότι ήρθαμε σωστά;

Ο Ερμόλαος, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ανακατευόμουνα με τα

παντρολογήματα του, μου αποκάλυψε το μεγαλοφυές σχέδιο του.

— Από εδώ περνάνε τα κοπάδια.

— Ποια κοπάδια;

— Με τα πρόβατα.

— Καλά, και προβατίνα πρόκειται να παντρευτείς, ρε Ερμόλαε;

— Ασφαλώς όχι.

— Ε, τότε;

— Οι προβατίνες δεν πάνε μόνες τους.

— Μη μου πεις ότι έχεις στο νου σου να πάρεις κανά τράγο;

Ο Ερμόλαος χαμογέλασε.

— Όχι βέβαια... Αλλά το άτομο που τα βόσκει...

— Το βοσκό;

25

— Τη βοσκοπούλα, ρε Λάμπη! Τη βοσκοπούλα! Αγνό, υγιεινό πράμα, ρε Λάμπη!

ξέσπασε ο Ερμόλαος.

Ε, αυτός πια είναι για τα σίδερα!

Α χα χου χα! Η κατάσταση του είναι πιο πολύ προχωρημένη απ' όσο νόμιζα. Αλλά
για σταθείτε! Μήπως έχει δίκιο;

Έχε γούστο...!

Ναι, τώρα που το καλοσκέφτομαι, μου φαίνεται λίγο παρατραβηγμένο, αλλά όχι και

απίθανο!

Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου κι ακούω κάτι κουδούνες. Από

μακριά φαίνεται ένα κοπάδι πρόβατα.

— Βλέπεις; Βλέπεις που σου 'λεγα; μου 'δειξε, πανηγυρίζοντας ο Ερμόλαος.

Ναι... Φοβάμαι ότι στην αρχή τον αδίκησα! Πράγματι είναι πέρασμα!

— Μια βοσκοπούλα!

Ναι τώρα τη διακρίνω κι εγώ καθαρά. Έρχεται με το κοπάδι της προς τη μεριά μας.

Πλησιάζουμε και μείς.

Ω! Είναι μια γεροδεμένη, ροδοκόκκινη κοπελιά, σαν τα κρύα τα νερά. Μόλις μας

βλέπει, γίνεται κατακόκκινη από ντροπή και κατεβάζει τα μάτια.

— Ώρα καλή σου, κοπέλα μου.

— Μπράβο, ρε Ερμόλαε. Είχες δίκιο βουνό! του ψιθύρισα με τρόπο.

Η γεροδεμένη βοσκοπούλα προσπέρασε...

— Ώρα καλή σας, ξένοι!

26

Εμείς προσπαθήσαμε να της πιάσουμε την κουβέντα. Αλλά εκείνη προχώρησε, χωρίς

να μας δίνει αφορμή για γνωριμίες.

— Βλέπεις ήθος! μου ψιθύρισε πανευτυχής ο Ερμόλαος.

— Βλέπω, βλέπω! Είπα έκπληκτος εγώ...

Η βοσκοπούλα προχωρούσε και μείς την πήραμε στο κατόπι...

— Μα γιατί δε στέκεσαι λίγο, κοπέλα μου; είπε λιγωμένος ο Ερμόλαος.

Το κορίτσι έγινε ακόμα πιο κόκκινο.


— Είδες αγνότης ρε; ψιθύρισε κρυφά ο φίλος μου.

— Βλέπω... βλέπω...

Η βοσκοπούλα προχωρούσε και μείς την ακολουθούσαμε, προσπαθώντας με

χίλιους δυο τρόπους να της πιάσουμε κουβέντα.

— Μα γιατί δε μας μιλάς, βρε κοπελιά; της είπα! Το κορίτσι έγινε σαν παπαρούνα!

Γύρισε το κεφάλι προς τη μεριά μας και χωρίς να σηκώσει καν τα μάτια να μας

κοιτάξει, μάς είπε:

— Τώρα δε γίνεται, γιατί έρχεται πίσω ο δικός μου, ο Μήτρος... Σαν νυχτώσει όμως,

να με περιμένετε στη μεγάλη ιτιά, πίσω απ' το ξωκλήσι... Οι τρεις μας θα τη

βρούμε καλά!!

Και προχώρησε...

Αμάν!

Ο Ερμόλαος μού 'μεινε στα χέρια και τι να τον έκανα σ' αυτή την ερημιά!

Ευτυχώς, δηλαδή, που λίγο πιο πέρα φάνηκε που ερχόταν ένας γεροδεμένος

τσοπάναρος.

27

Μάλιστα...

28

Μια συγκινητική χειρονομία

Ας πούμε ότι το Νίκο δεν τον λέγανε Νίκο, αλλά Αντρέα. Κι ας πούμε ότι και τη

γυναίκα του την Ξένια -από το Πολυξένη-, δεν τη λέγανε Ξένια -από το Πολυξένη- αλλά

τη λέγανε Νίκη, -από το Ελπινίκη-.

Αφού κάναμε αυτές τις αναγκαίες μικροαλλαγές ονομάτων, είμαστε πλέον σε θέση

να κάνουμε και τη διευκρίνιση:

«Η ιστορία μας είναι εντελώς φανταστική. Γι' αυτό οποιαδήποτε ομοιότητα


προσώπων και γεγονότων είναι τυχαία και οφείλεται σε απλή σύμπτωση».

Κι αν θέλετε το πιστεύετε. Διαφορετικά σκασίλα μας μεγάλη.

Μέχρις εδώ πάμε περίφημα.

Νομίζω ότι τώρα μπορούμε ν' αρχίσουμε.

Έχουμε, λοιπόν, και λέμε...

Ήταν ένα κίτρινο φθινόπωρο, με μουσταρδί αποχρώσεις. Απ' αυτά τα συνηθισμένα

φθινόπωρα, που εμπνέουν τους ποιητές τρίτης διαλογής να ψιχαλίσουν οχτασύλλαβα

πρωτοβρόχια, με την ελπίδα ότι κάποτε θα γίνουν ακαδημαϊκοί. Τα πρωτοβρόχια

έρχονται, αλλά οι ποιητές τρίτης διαλογής ποτέ δε γίνονται ακαδημαϊκοί...

Ο κύριος Αντρέας, που κανονικά τον λέγανε Νίκο, αλλά που εμείς όμως θα τον λέμε

Αντρέα, για ευνόητους λόγους του θα καταλάβετε παρακάτω, ξεφύσηξε.

— Ουφ!

Ύστερα ξερόβηξε.

— Χμ... χμ...

29

Πιο ύστερα αναστέναξε. -Αχ!

Και πιο ύστερα ξύστηκε.

Ήταν ένας Ανδρέας απ' αυτούς που κανονικά τους λένε Νίκους, αλλά άμα διηγείσαι

τις ιστορίες τους, τους αλλάζεις ονόματα και τους λες Αντρέες, για να μη γίνονται

δημοσίως ρεζίλι των σκυλιών και τα λοιπά «και οποιαδήποτε ομοιότητα προσώπων και

γεγονότων οφείλεται σε απλή σύμπτωση».

Το τελευταίο το ξανάπαμε. Λοιπόν...

Ο απογευματινός ουρανός των συνηθισμένων φθινοπώρων είναι, κατά κανόνα,

γκρι-μπλε με ασύμμετρες μαύρες συννεφένιες κηλίδες.

Γενικά, οι συννεφιασμένοι ουρανοί μού τη δίνουν, γιατί θυμίζουν κάτι από


ακτινογραφία θώρακος, πελο'^ριας κάμπιας.

Ο κύριος Ανδρέας κοίταξε το ρολόι του, έκανε δυο νευρικές βόλτες στο λίβινγκ ρουμ

και ξαναξεφύσηξε.

— Ξαναούφ!

Ύστερα χωρίς να ξανα-αναστενάξει, πήγε στο τηλέφωνο και σχημάτισε ένα πολύ σικ

επταψήφιο νούμερο απ' αυτά που αρχίζουν από ολίγον «68» μερικόν «67» και μιλάμε,

δηλαδή, από Φιλοθέη και πάνω.

Κατά τ' άλλα, έξω είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα φθινοπωρινό απόγευμα που

ψιλοβρέχει. Τώρα καταλαβαίνω, γιατί οι ποιητές τρίτης διαλογής δε γίνονται ποτέ

ακαδημαϊκοί. Ενώ οι τετάρτης διαλογής γίνονται και με το παραπάνω.

Ο κύριος Ανδρέας ψιθύρισε μια κακιά κουβέντα σε έγκλιση προστακτική,

ενεργητικής φωνής κι έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη. Σχημάτισε αμέσως στο καντράν

ένα άλλο νούμερο λιγότερο σικ, απ' αυτά που αρχίζουν από «82» κι είναι γεμάτη από

δαύτα ολόκληρη η Κυψέλη.

30

— Έλα, Τζένη, ο Νίκος είμαι. Δηλαδή ο Αντρέας είμαι,

που κανονικά με λένε Νίκο, αλλά έγινα Αντρέας λόγω της ιστορίας που είναι εντελώς

φανταστική και γι' αυτό κάθε ομοιότητα προσώπων κλπ. οφείλεται σε απλή σύμπτωση.

Η γυναίκα, απόρησε.

— Ποιος Αντρέας; Ποια ιστορία; Ποια σύμπτωση; Είναι παρατηρημένο ότι οι

γυναίκες, που το τηλέφωνο

τους αρχίζει από Ψυχικό και κάτω, απορούν με το παραμικρό.

Ο Αντρέας:

— Μήπως είναι σε σένα η Νίκη; Δηλαδή η γυναίκα μου η Ξένια από το Πολυξένη,
που δεν τη λένε Ξένια από το Πολυξένη, αλλά Νίκη από το Ελπινίκη;

Έχει βγει από το μεσημέρι κι ακόμα να γυρίσει... Τι; Δεν πέρασε; Κι έχεις να τη δεις

δυο μέρες; Πήρα όλες τις φίλες της και δεν τη βρήκα πουθενά. Ορίστε; Μήπως είναι

στη Ζούλα; Μα πήρα και τη Σούλα και μου είπε ότι ούτε εκεί πήγε η Νίκη. Τι; Ποια Νίκη;

Έξω το ψιλοβρόχι σταμάτησε. Έτσι γίνεται τα απογεύματα των συνηθισμένων

κίτρινων φθινοπώρων με μου-σταρδί αποχρώσεις. Τη μια στιγμή συννεφιάζει,

ψιχαλίζει, κι αμέσως μετά ο ουρανός ξανοίγει, γίνεται πεντακάθαρος. Τώρα

καταλαβαίνω, γιατί οι ποιητές τετάρτης διαλογής γίνονται ακαδημαϊκοί. Γιατί ξέρουν

να μη διαλέγουν λάθος εποχή.

Ο κύριος Αντρέας έριξε μια ματιά απ' το παράθυρο, προς τη μεριά του δρόμου.

Η Νίκη δε φαίνεται πουθενά.

Η ώρα πάει επτά κι αυτή λείπει απ' τις τρεις. Αλλά δε θα πάρει τα μούτρα της να

'ρθει; θα 'ρθει... Και τότε θα της δείξει. Μα πού στην οργή γυρίζει τόσες ώρες;

Ο κύριος Αντρέας κόβει βόλτες, νευρικά.

— Πού διάολο να 'ναι; Πού;

31

Στο κομμωτήριο τηλεφώνησε και του είπαν ότι δε φάνηκε απ' εκεί καθόλου. Στη

μοδίστρα; το ίδιο. Τις φίλες της τις πήρε όλες μια-μια και καμιά δεν ήξερε τίποτα!

Ξεφτίλα έγινε ο άνθρωπος!

— Άσε να 'ρθει και θα της δείξω εγώ!

Τώρα τελευταία σαν πολύ του κάνει κάτι τέτοια. Αλλά αυτά δεν τα σηκώνει αυτός.

Έννοια της... θα τη συγυρίσει.

Στα μαγαζιά να πήγε; Καλά και τόσες ώρες τι θα ψώνιζε; Λες να της συνέβει κανένα

κακό; Άντε καλέ! Σε καμιά Μπέτυ θα 'ναι και θα 'χουν στρώσει κάνα κουμ-καν που θα

πηγαίνουν τα καπέλα σύννεφο.


— Στη Μπέτυ! Πώς δεν το σκέφτηκα τόση ώρα!

Ο κύριος Αντρέας τρέχει στο τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό. Δεν έχει σημασία η

κοινωνική τάξη του αριθμού. Αυτά θα κοιτάμε τώρα;

— Μπέτυ...

— Έλα, Αντρέα μου...

— Μήπως είναι εκεί η γυναίκα μου;

* * *

Κι ας πούμε ότι ήταν ένας κύριος Αντρέας -που κανονικά μπορεί να τον λένε Νίκο,

Κώστα, Δημήτρη, Γιώργο ή όπως αλλιώς τον λένε-. Ένας κύριος Αντρέας απ' αυτούς που

περνάνε τα πρώτα «ήντα» με άριστα εκατό τρία κιλά, κρεμάνε κάτι κρεατοσακκούλες

που τους παίρνουν στο κατόπι το κοπρόσκυλα, ρίχνουν μπροστά κάτι παχάκια που

ξεκινάνε από προγούλια έξι νούμερο μέχρι σαμπρέλες για τρακτέρ και που για να

βρουν το φερμουάρ τους τάζουν πίτα στον Άγιο, -άσε που λόγω σαμπρέλας -μεταξύ

μας-με τη γυναίκα τους κάνουν έρωτα με νοήματα, με αλληλογραφία, μέχρι και με

λιγκουαφόν -πάντως μόνο νορμάλ δεν μπορούν να κάνουν- και σαν να μην έφταναν

όλα αυτά ροχαλίζουν και στο ξύπνιο τους, στον εύθυμο σκοπό που σφυρίζουν τα

32

κρεατάκια τους και πάσχουν κι από προστάτη. Και βροχικά. Κι είναι γενικώς να τους

σιχαίνεται κι η ίδια η αηδία.

Κι ας πούμε ότι ο κύριος Αντρέας έκλεισε το τηλέφωνο με θυμό.

— Ούτε στη Μπέτυ! φώναξε κι έγινε κατακόκκινος.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα κίτρινο φθινόπωρο για ποιητές τρίτης

διαλογής κι έναν κατακόκκινο κύριο Αντρέα εκατόν τριών κιλών, με προστάτη.

***

Κι ας πούμε ότι ήταν μια Νίκη από το Ελπινίκη -που κανονικά τη λέγανε Ξένια απ' το
Πολυξένη, ή Βαγγελιώ, ή Στέλλα, ή Μαρία, ή Φωφώ, Γωγώ, Ζωζώ, ή όπως αλλιώς αυτό

δεν έχει σημασία.

Κι ήταν μια Νίκη, από 'κείνες τις καλοζωισμένες, τις καλοσυντηρημένες

τριανταοχτάρες των σαρανταπέντε χρόνων, που άμα θέλουν βάζουν κάτω και

εικοσάρες, αλλά τελικά προτιμούν να βάζουν κάτω τους εικοσάρηδες. Και ζουν με την

ελπίδα μιας τραγικής χηρείας, απ' εκείνες τις χηρείες που αρχίζουν με μια απελπιστική

συμφόρηση του συζύγου και τελειώνουν σε μια λυτρωτική σύνταξη της συζύγου...

Κι ήτανε, ας πούμε, κι ένας εικοσιπεντάρης που τόνε λέγανε Λάκη, επειδή ήταν

γλυκανάλατος, αλλά εμείς θα τον λέμε Μιχαλάκη -από το Λάκη-.

Είναι παρατηρημένο από την τρίτη γεωλογική περίοδο και μετά, ότι οι

τριανταοχτάρες Νίκες, ηλικίας σαρανταπέντε χρόνων, τα φθινοπωρινά απογεύματα

θέλουν απαγγελίες από κάτι λιμοκοντόρους Λάκηδες, που μυρίζουν μυστήριες

κολώνιες με σήμα το βελανιδάκι και ποδαρίλα σκέτη, χωρίς σήμα.

Καθότι στις Νίκες, κατά κανόνα, τούς λείπει η ψυχική επαφή με τα 103 συζυγικά

κιλά, λόγω σαμπρέλας, γνωρίζουν τους Λάκηδες, οι οποίοι τα μασάνε απ' τις Νίκες και

πίσω τους τις λένε «θείτσες», τέλος πάντων, τα πράματα, κάπου μπερδεύονται, αλλά

όλοι περνάνε καλά και 'μεις καλύτερα.

33

***

Κι η Νίκη, δηλαδή, του το ξεκαθάρισε.

— Λάκη, διώχτη!..

— Ποια;

— Την άλλη. Ή εμένα ή αυτή.

Κι είχε απόλυτο δίκιο η Νίκη, γιατί όπως και να το κάνουμε, όχι αλλού τρώμε και

πίνουμε, κύριε Λάκη μας, από το Μιχαλάκη μας, κι αλλού πάμε και το δίνουμε -από το
δίνουμε- καθότι δεν πάει να κλέβουμε εμείς τα 103 κιλά μετά φόβου χοντρού και

απιστίας, και να χρυσή καδένα του Λάκη, και να χαρτζιλίκια του Λάκη, και να

Τίμπερλαντ του Λάκη, και να χρυσό ρολόι του Λάκη, μέχρι που τα 103 κιλά κάτι

ψυλλιαστήκανε κι αρχίσανε να καταχωνιάζουνε τα παραδάκια σε σημείο που είδαμε

και πάθαμε, ρε Λάκη μας, να μαζέψουμε, για να σου πάρουμε τη χρυσή ταυτότητα που

ζήτησες.

Κι ερχόμαστε να στη φέρουμε και σε πιάνουμε στα πράσα με το δεκαοχτάρι και

ντροπής πράματα. Ντάξει δε λέμε. Αυτή έχει τα δεκαοχτώ της χρόνια. Αλλά σκέτα. Ενώ

εμείς μπορεί να 'μαστε 38άρες (μέχρι σαρανταπέντε χρόνων το πολύ), αλλά έχουμε και

τον τρόπο να στ' ακουμπάμε" κάθε τρεις και λίγο!

— Ντροπή σου, Λάκη...

— Μα Νίκη, να σου εξηγήσω..

— Λάκη, δε θέλω ν' ακούσω τίποτα...

— Μα... Δεν το 'θελα.

— Λάκη, είσαι κάθαρμα και βρες άλλη για θύμα σου να της κάνεις τραβηχτικές.

— Η Νίκη έφυγε έξαλλη.

Ένα δάκρυ πιθανά να κύλησε στα μάγουλα της. Ίσως ήταν κι η ψιχάλα η φθινοπωρινή

που είχε ξαναρχίσει.

Λοιπόν, εκείνο το παιδί ο Τόλης, ο ηλεκτρολόγος καλέ, φαίνεται εξαιρετικός νέος και

τώρα τελευταία πολύ τη γυροφέρνει .

34

θα δούμε...

* * *

Τα 103 κιλά κάνουν νευρικές βόλτες στο λίβινγκ ρουμ. Οκτώ και τέταρτο.

— Άμα την πιάσω στα χέρια μου...


Ακούγεται το κλειδί στην πόρτα.

— Α νάτη...

Ναι αυτή είναι...

Η Νίκη μπαίνει γελαστή.

— Γεια σου, αγάπη μου.

— Πού ήσουν τόσες ώρες;

— Στα μαγαζιά.

— Και τι έκανες;

Η Νίκη κάτι θυμάται... Βγάζει από την τσέπη της ένα καλοτυλιγμένο κουτάκι και του

το δίνει. Έκπληξη.

Ω διάβολε, είναι μια ωραία χρυσή ταυτότητα! Τα εκατόν τρία κιλά συν ένας

προστάτης, κατασυγκινούνται.

Δακρύζουν κιόλας!

— Με συγχωρείς ... Δεν μπορούσα να το φανταστώ, αγάπη μου...!

Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα φθινοπωρινό απόγευμα που

ψιλοβρέχει και εκατόν τρία κιλά που συγκινούνται.

Τώρα καταλαβαίνω, γιατί οι ποιητές τρίτης διαλογής είναι μεγάλοι κερατάδες.

35

Αμαρτίες γονέων

— Ρίξε κάτι απάνω σου, γιατί, θα μου κρυώσεις. Το πρωί κάνει δροσιά κι η υγρασία

δεν παίζει! μου είπε η κυρα-Α-μαλία.

Κι ο Κυριάκος την πείραξε χασκογελώντας.

— 'Αστον τον άνθρωπο στην ησυχία του! Πάρτο χαμπάρι! Δεν είναι μωρό. Είναι

άντρας πια!

Η Αμαλία αρπάχτηκε.
Εσύ να κοιτάς το κλάδεμα σου και το πότισμα! Το παιδί, έτσι πρωί-πρωί στον κήπο

θα κρυώσει. Δεν είναι μαθημένο στη σκληρή ζωή σαν και του λόγου σου!

Το πρόσωπο της Αμαλίας πήρε την πιο γλυκιά έκφραση, καθώς με κοίταξε και είπε:

— Πάω να σου φέρω δυο μελάτα αυγά να σε ταΐσω... Όπως τότε, θυμάσαι;

Και, βέβαια, θυμόμουν.

Όσο καθόμουν στον κήπο της βίλας, δεν έκανα και τίποτα άλλο, παρά θυμόμουν.

Κάθε δέντρο, ο φοίνικας, η νερατζιά, τα δυο πεύκα, η μικρή καλύβα στο βάθος, όλα

είχαν μείνει άθικτα, όπως τότε που ήμουν παιδί.

Τα πάντα μού θύμιζαν. Τα όμορφα παιδικά μου χρόνια.

Κι ο Κυριάκος κι η κυρα-Αμαλία μπορεί να άσπρισαν και να 'ναι κι οι δυο τους γέροι

πια, αλλά οι ίδιοι έμειναν. Τόσα χρόνια στη δούλεψη μας, πιστοί κι αφοσιωμένοι. Η

κυρα-Αμαλία, η μαγείρισσα κι ο Κυριάκος ο κήπουρός, δυο μέτρα ντερέκι.

Αλλά κι εγώ μήπως άλλαξα γι' αυτούς; Μπρος στα μάτια τους δεν είμαι τριαντατριών

χρόνων αλλά ένα μωρό.

36

Όπως τότε που η κυρα-Αμαλία, ήταν η παραμάνα μου και με κυνηγούσε μ' ένα

κουτάλι απλωμένο κι ο Κυριάκος ο κηπουρός με μάθαινε να στήνω παγίδες στα πουλιά

και να μπολιάζω τα δέντρα.

Όλους κι όλα τα βρήκα όπως τ' άφησα.

Κι οι γονείς μου γέρασαν... Γέρασαν πια πολύ. Αλλά μένουν πάντα οι ίδιοι.

Ο πατέρας μου, ο πετυχημένος εύπορος έμπορος, πάντα γελαστός, με τ' αστεία του,

σπάνια να τον δεις να κατσουφιάσει αντίθετα από τη μητέρα μου, που όπως τότε, όπως

πάντα, λιγομίλητη, αυστηρή, μελαγχολική...

Τίποτα δεν άλλαξε.

Όταν ήρθα από την Αμερική όπου μένω μόνιμα, για λίγες μόνο μέρες στην πατρίδα,
όλους και όλα τα βρήκα όπως τ' άφησα.

Την πατρική έπαυλη, τον όμορφο κήπο της, τον πατέρα, τη μητέρα, τον Κυριάκο, την

κυρα-Αμαλία...

Αλλά είναι παρατηρημένο ότι οι λίγες μέρες περνούν πιο γρήγορα από τις πολλές

μέρες.

Έτσι έφτασε εκείνο το πρωί που στην πατρική έπαυλη επικρατούσε η ίδια

αναστάτωση, όπως την ημέρα που πρωτόφευγα για την Αμερική.

Καθώς κάνανε τις προετοιμασίες του ταξιδιού μου, τους έβλεπα όλους που κλαίγανε

και προσπαθούσαν να το κρύψουν, με κάθε τρόπο.

— Κύριε υφηγητά του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, να μην ξεχνάτε ότι στην

Ελλάδα έχετε και γονείς και θα πρέπει να βρίσκετε χρόνο να έρχεστε τακτικότερα,

μου είπε χαριτολογώντας ο πατέρας μου.

— Μετά σε θέλω ιδιαιτέρως! μου είπε κοφτά η μητέρα μου, ενώ προσπαθούσε

μάταια να κρύψει δυο δάκρυα.

37

— Και να μου καλοντύνεσαι εκεί στην Αμερική, είπε ξεσπώντας σε τσιριχτούς

λυγμούς η κυρα-Αμαλία που ήταν σαν δεύτερη μάνα μου.

— Στην ευχή του Θεού, παιδί μου.

Είπε δακρυσμένος ο «Βεληγκέκας» όπως τον φώναζα κοροϊδευτικά, όταν ήμουν

πιτσιρικάς, τον Κυριάκο, που ήταν σαν δεύτερος πατέρας μου.

Κι όλα ως εδώ υπέροχα και συγκινητικά και δακρύβρεχτα και νοσταλγικά κι απ' όλα.

Το δράμα μου, το μεγάλο δράμα μου, άρχιζε από κείνη ακριβώς τη στιγμή κι όσα

είπα μέχρι τώρα ήταν απλώς γιατί δεν έβρισκα άλλη αρχή, για να ξεκινήσω το διήγημα

μου.

Όταν βρέθηκα μόνος μου με τη μητέρα μου, είδα η μορφή της να παίρνει το αιώνιο
παγωμένο ύφος της... Έβγαλε από την τσέπη της ένα χρυσό μενταγιόν και μου το

φόρεσε.

— Αγησίλαε, είσαι άντρας πια! είπε.

— Το ξέρω, μητέρα.

— Εγώ γέρασα.

— Μα τι λέτε τώρα, μητέρα!

— Μπορεί την άλλη φορά που θα 'ρθεις να μην υπάρχω.

— Ξύλο να χτυπάμε, μητέρα!

Παρατήρησα το χέρι της που χτύπησε με τρόπο τρεις φορές σ' ένα κομοδίνο.

— Αγησίλαε...

— Ορίστε, μητέρα...

Θεέ μου, τι κεραυνός ήταν αυτός!

Μου είπε πως νόμιζε ότι ήταν πια καιρός να μου αποκαλύψει ένα φοβερό μυστικό,

το μεγάλο μυστικό της ζωής της, που ήθελε πριν πεθάνει να μου το πει οπωσδήποτε.

38

— Δεν ήθελα να φύγω απ' τη ζωή και να μην το ξέρεις! Να πάρω την αλήθεια μαζί

μου, είπε βουρκώνοντας.

Την κοιτούσα αποσβολωμένος.

Εγώ, λέει, δεν ήμουν παιδί τους. Ούτε του πατέρα μου ούτε της μάνας μου.

Αλλά; ρώτησα κομπιάζοντας.

— Σε βρήκαμε, καθώς γυρίζαμε μια νύχτα από ένα γλέντι, μέσα σ' ένα καλαθάκι, έξω

από την πόρτα της έπαυλης.

Αυτό ήταν κάτι το τρομερό!

— Και μετά;

— Ο πατέρας σου επέμενε να σε πάρουμε και να σε μεγαλώσουμε σαν δικό μας


παιδί, μιας κι εμείς δεν είχαμε παιδιά... Εγώ δεν έφερα αντίρρηση και...

— Και οι πραγματικοί γονείς μου;

— Ούτε τους ξέρουμε ούτε μάθαμε ποτέ γι' αυτούς! Αυτό ήταν κάτι το

συγκλονιστικό.

Κάτι προσπάθησα να πω.

Μα... μα τι σημασία έχει μητέρα... Για μένα εσείς είστε οι γονείς μου... εσείς που με

μεγαλώσατε...

Κείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε ο πατέρας μου, που δεν ήταν ο

πατέρας μου και πρώτα απευθύνθηκε στη μητέρα μου, που δεν ήταν μητέρα μου.

— Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτα, Ευριδίκη, κατάλαβα... Τα είπες όλα του

παιδιού... Το περίμενα! Γι' αυτό στάθηκα έξω και κρυφάκουσα...

Ύστερα γύρισε σε μένα και μου είπε.

39

— Τώρα πια, παιδί μου, ξέρεις τα πάντα. Αυτό ήταν το μεγάλο μας μυστικό! Και

κάποτε έπρεπε να το μάθεις.

Η μητέρα μου που δεν ήταν μητέρα μου βγήκε απ' το δωμάτιο, τρέχοντας

αλαφιασμένη.

Ο πατέρας μου που δεν ήταν πατέρας μου πήγε σβέλτα, κλείδωσε την πόρτα κι

ύστερα ήρθε δίπλα μου και μου είπε χαμηλόφωνα;

— Και τώρα, παιδί μου, άκου. Η πραγματική αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι... Αλλά

είναι άλλη!

Ω, θεέ μου!

Τι κεραυνός ήταν και πάλι ετούτος!

— Δη... δηλαδή;; ρώτησα κι ένιωσα να ζαλίζομαι.

Ο πατέρας μου, που τελικά ήταν πατέρας μου, άρχισε να μου εξηγεί.
— Δηλαδή, εσύ δεν είσαι γιος της μάνας σου, αλλά είσαι παιδί δικό μου. Εγώ είχα

μια ερωτική περιπέτεια με κάποια γυναίκα... Αυτή έμεινε έγκυος. Κι όταν σε

γέννησε, συνεννοηθήκαμε να σ' αφήσει έξω από την πόρτα της έπαυλης, κάποιο

βράδυ και τη συγκεκριμένη ώρα που θα γυρίζαμε από ένα γλέντι.

— Και... και μετά; ρώτησα κι έβλεπα όλα γύρω μου να στριφογυρίζουν.

— Σε μαζέψαμε απ' το δρόμο... Η μητέρα σου που δεν είναι μητέρα σου, δεν είχε

ιδέα για την προέλευση σου και δε σε ήθελε. Εγώ όμως επέμενα, μέχρι που

άλλαξε γνώμη και σε κρατήσαμε.

Αυτό ήταν πια κάτι το τρομερό.

Ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου.

— Πατέρα!

— Παιδί μου!

40

Μετά απ' όλα ετούτα βγήκα έξω στον κήπο να ξεζαλιστώ.

Περπατούσα μόνος και σκεφτόμουν... Τουλάχιστον έχω πατέρα.

Κείνη τη στιγμή ένιωσα ένα σκούντηγμα στην πλάτη. Ήταν η κυρα-Αμαλία, η

παραμάνα μου, όταν ήμουν μικρός.

— Τι έχεις κι είσαι έτσι βαρύς και κατσούφης, παιδάκι μου; με ρώτησε.

— Ώστε, λοιπόν, εσύ θα πρέπει να το 'ξερες κυρα-Αμαλία...

— Τι πράμα;

ρώτησε ταραγμένη.

— Ότι δεν είμαι παιδί τους, είπα εγώ.

Η κυρα-Αμαλία βαλάντωσε στο κλάμα...

— Ποιος στο είπε; ρώτησε

— Ο πατέρας... μού τα είπε όλα.


Η κυρα-Αμαλία όρμησε και με πήρε στην αγκαλιά της.

Ε, τότε αφού τα ξέρεις όλα, γιατί δεν αγκαλιάζεις την πραγματική σου μάνα; είπε

κλαίγοντας.

Θεέ μου!

Και τρίτος κεραυνός.

— Τι σημαίνει τούτο πάλι;

Η κυρα-Αμαλία, που τελικά ήταν η αληθινή μητέρα μου, μου εξήγησε με κάθε

λεπτομέρεια... Τα πάντα.

— Κι έτσι αφού σε πήρανε, ύστερα με προσέλαβε ο πατέρας σου στην υπηρεσία του

σαν παραμάνα σου, για να 'μαι πάντα κοντά σου!

41

— Μητέρα!

— Παιδί μου! Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά.

Τώρα εξηγείται η παθολογική στοργή, που μου έτρεφε αυτή η γυναίκα. Δηλαδή η

μάνα μου, η κυρα-Αμαλία.

Κάποια στιγμή η κυρα-Αμαλία, που ήταν η μητέρα μου, αναστέναξε και μου είπε:

— Παιδί μου... Δε θέλω να πεθάνω και να πάρω το μεγάλο μου μυστικό στον τάφο.

Τώρα πρέπει να στο πω για ν' αλαφρώσει η γέρικη πια ψυχούλα μου...

— Τι; Κι άλλο μυστικό; Αμάν, Θεέ μου. Αμάν!

Τέταρτος κεραυνός. Αυτή τη φορά με αστραπόβροντα μαζί.

— Δηλαδή... δηλαδή;

— Ο πατέρας σου δεν είναι πραγματικός πατέρας σου. δεν σε έκανα μ' αυτόν.

— Αλλά;

— Νέα ήμουν τότε, όμορφη αλλά φτωχιά και επιπόλαιη. Πήγαινα με τον πατέρα

σου, αλλά είχα κι άλλο φίλο. Όταν έμεινα έγκυος σ' εσένα, τι να 'κανα, είπα του
πατέρα σου που δεν είναι πατέρας σου, ότι είναι δικό του το παιδί. Κι έτσι μάζεψε

κι εσένα, μάζεψε κι εμένα... Από κει κι ύστερα τα ξέρεις!

Έχασα την ισορροπία μου.

Το ότι δε λιποθύμησα, σημαίνει το πόσο γερή κράση έχω.

Λίγο ακόμη και θα τρελαινόμουν.

— Και... τότε... ποιος είναι... ο πραγματικός μου πατέρας; κατάφερα να ρωτήσω

τρεμουλιαστά.

Η κυρα-Αμαλία, η μητέρα μου δηλαδή, πήρε βαθιά ανάσα και το ξεστόμισε!

— Ο Κυριάκος, ο κηπουρός!

— Θεέ μου! Πέμπτος κεραυνός.

42

Ένιωθα πια να χάνω τα λογικά μου. Έτρεξα παραπατώντας στο μικρό δωματιάκι του

κηπουρού. Μπήκα μέσα έξαλλος και βρήκα τον Κυριάκο, τον πατέρα μου δηλαδή, με

τα σώβρακα.

Έπεσα στην αγκαλιά του.

— Πατέρα!

— Παιδί μου!

Κλαίγαμε και γελούσαμε μαζί. Επιτέλους! Είχα και μητέρα και πατέρα! Καθήσαμε

στο χαμηλό ντιβανάκι του ο ένας αντίκρυ στον άλλο και κοιταζόμαστε με βουρκωμένα

μάτια.

— Παιδί μου... μου είπε κάποια στιγμή ο Κυριάκος, δηλαδή ο πατέρας μου.

— Ορίστε, μπαμπά; του είπα τρυφερά και υπάκουα.

— Είμαι πολύ γέρος κι άρρωστος... Θα ήταν αμαρτία να πεθάνω και να πάρω το

μυστικό μαζί μου, Ένα μεγάλο μυστικό που το ξέρω μόνο εγώ και κανείς άλλος...

— Κι άλλο μυστικό; Αμάν... δε θα το αντέξω.


Ο Κυριάκος που τελικά ούτε κι αυτός είναι ο πατέρας μου, μου έσφιξε το χέρι και

άρχισε να μου αποκαλύπτει...! Θεέ και Κύριε! Έκτος κεραυνός.

Όλο μου το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου.

— Δηλαδή; ρώτησα, προφέροντας τη λέξη «δηλαδή» σε έντεκα τακτικές δόσεις.

— Αυτό που άκουσες. Πρόσεχε μόνο μην το πεις πουθενά, γιατί άμα το μάθει η

Αμαλία η δύστυχη, σίγουρα θα πεθάνει.

Αυτό πια ήταν κάτι το απερίγραπτα φρικτό. Ούτε η κυρα-Αμαλία δεν ήταν η

πραγματική μητέρα μου!

Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, έμεινα πάλι πεντάρφανος στους πέντε δρόμους, δίχως

πατέρα και μάνα.

43

— Και... και... πώς... έγινε... δηλαδή; ρώτησα συγκεντρώνοντας τις λέξεις με πολύ

κόπο.

Ο Κυριάκος μού εξήγησε.

Εκείνη τη νύχτα που πιάσανε οι πόνοι τη μάνα σου που δεν είναι μάνα σου, πήγε

στο γιατρό του νησιού. Τότε ένας υπήρχε μόνο, που κι αυτός έλειπε, γιατί έκανε το μήνα

του μέλιτος μαζί με τη μαμή, που δυο μέρες πριν είχαν παντρευτεί.

— Και λοιπόν!

— Μονάχα μια κωφάλαλη ποντικομαμή υπήρχε!

— Και λοιπόν... και λοιπόν!

— Τι να πρωτοκάνει! Ταυτόχρονα την ίδια στιγμή μέσα σε μια μικρή καμαρούλα

ξεγέννησε τρεις γυναίκες. Γεννήθηκες εσύ, και άλλα δυο αγοράκια! Αυτή η

παναθεματισμένη σας μπέρδεψε. Κι έτσι η μια πήρε το παιδί της άλλης!

— Και συ πώς το ξέρεις ότι έγινε λάθος;

— Μου το 'πε η ποντικομαμή λίγο πριν πεθάνει. Ήθελε κάπου να αποκαλύψει το


μυστικό της, για να μην πάρει μαζί της το χάρος.

— Κι οι πραγματικοί μου γονείς;

Αυτή τη φορά έπεσα ξερός σαν δοκάρι.

Όλοι είπαν ότι θα πεθάνω...

Μέχρι και παπά φέρανε να με εξομολογήσει.

— Πάτερ!

— Τέκνον μου!

Αγκαλιαστήκαμε με τον παπα-Βαγγέλη, που με αγαπούσε απ' όταν ήμουν μωρό.

— Δε θέλω να πεθάνω και να πάρω αυτό το βαρύ μυστικό κοντά μου. Μόνο εσύ θα

το ξέρεις, πάτερ... Του είπα.

— Σ' ακούω, τέκνον μου...

44

Ο παπα-Βαγγέλης άκουγε τη φρικτή αυτή ιστορία μου με τρομερή προσήλωση.

Κάποια στιγμή τινάχτηκε όρθιος και φώναξε σπαραχτικά.

— Παιδί μου!

— Πατέρα! αναφώνησα εγώ. Τελικά ποιος θα το περίμενε!

Θεέ μου! Έβδομος κεραυνός. Και τι κεραυνός! Τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν ούτε

στα διηγήματα μου.

Τέλος πάντων βρήκα κι εγώ έναν πατέρα έστω και παπά.

Ο παπα-Βαγγέλης, μόλις συνήλθαμε από το φοβερό σοκ, μού πήρε το χέρι κι άρχισε

να μου λέει το φοβερότερο μυστικό της ζωής του.

Κατάλαβα τελικά ότι κάθε άνθρωπος κρύβει κι από ένα μεγάλο μυστικό. Το μυστικό

της ζωής του.

Αλλά αυτό πια ήταν κάτι το ασύλληπτα συνταρακτικό. Τέτοιο μυστικό δεν έχει

αντέξει πάλι ανθρώπου μυαλό.


Καταλαβαίνω την περιέργεια σας, όμως λυπάμαι ειλικρινά, γιατί δεσμεύτηκα με τον

όρκο να μην το πω ποτέ και πουθενά!

Πάντως αυτό που έχει σημασία τελικά, είναι ότι ούτε κι αυτός ήταν ο πατέρας μου,

αλλά...

Αλλά, σκεφθήκατε ποτέ, μήπως έχετε έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο αδελφό και δεν

το ξέρετε;

45

Ο άνθρωπος - γκθθ!

Ο πελαργός τον έφερε πάνω στους οχτώ μήνες. Ούτε το συνηθισμένο πρόωρο

«εφτά», ούτε το κανονικό κι απ' τη φύση προσταζόμενο «εννιά».

Οχταμηνίτικο.

Η μαμή μόλις το 'δε, κατσούφιασε και είπε:

— Λυπάμαι, αλλά...

Και, Βέβαια, λυπόταν. Γιατί μόνο που το έβλεπε κανείς, κείνο το νεόδμητο αμάρτημα

της φύσης, τον έπιανε ρίγος.

— Μη μου πεις;

— Ναι αμέ!

Αφήστε και τ' άλλο. Ένα κεφαλάκι πλακουτσό, μουτράκι με το σχήμα της... κοιλιάς

του «πελαργού» που το σπειρε κι ένα ζευγάρι αλλήθωρες, .ξεθωριασμένες χαντρίτσες

χρώματος «άχρουν», που μόνο ο αισιόδοξος προφήτης θα μπορούσε να προφητέψει

ότι έχουν προοπτικές να γίνουν κάποτε μάτια.

Γενική εικόνα: σαν «δεν πρέπει» ήταν τ' άμοιρο.

Οι οικείοι, κατάπιναν την ανησυχία τους που πήγαινε κάτω σαν ρετσινόλαδο.

— Να δεις που μεγαλώνοντας θα ‘χει κουσούρια, μουρμούριζαν.

Πάντως, αν γεννιόταν στην αρχαία Σπάρτη, ούτε καν θα του κάνανε την τιμή να το
πετάξουν στον Καιάδα. Θα προτιμούσαν να το ρίξουν φόλα στους Αθηναίους, μπας και

γλιτώσουν από δαύτους, βρε αδερφέ.

Αυτά φυσικά στη Λακεδαίμονα. Γιατί την σήμερον ημέρα, τα πράγματα είναι

αλλιώτικα. Κι αυτή η κοτσιλιά θεωρείται μέχρι και...

— Παίδαρος! Τριάμισι κιλά λεβέντης!

46

Πανηγύριζε ο δημιουργός πατέρας, ζυγίζοντας μαζί με το σπόρο του και το βαρύ

κρυφό μαράζι του. Έτσι δικαιολογείται το «τριάμισι».

Απ' την άλλη όμως:

— Μωρέ, μπας και βγήκε λειψό;

Αναρωτιόταν εσωτερικά του και του ερχόταν του ίδιου η επιθυμία να πέσει απ' την

κορυφή του Καιάδα.

— Έχει γούστο να είναι και λωλό!

Είχε το φόβο η καημένη η μητέρα και σταύρωνε τα χέρια της απελπισμένα,

ρίχνοντας ματιές απορίας μια στον «πελαργό» της και μια στον κανακάρη της.

Τα χρόνια και η εφορία όμως, δεν ξεχωρίζουν λωλούς από ιδιοφυείς κι έτσι σε

συνεπαίρνουν και σε πάνε στον αγύριστο.

Όχι παίζουμε;

Άρχισε λοιπόν να μεγαλώνει το «ον» εκείνο, που θύμιζε σφουγγαρόπανο ξεχασμένο

οχτώ μήνες στον επιλόχειο κουβά.

Το «ον» αυτό, πελώρια τσίμπλα σαν αηβασιλιάτικο μπαλόνι, μεγάλη, έκανε τα

πρώτα του βηματάκια πάνω στο δρόμο του χρόνου.

Του χρόνου του πανδαμάτορα.

Στράτα, στρατούλα, άντε στράτα, δώστου στρατούλα, έγινε ενός χρόνου.

Το βαφτίσανε και του δώσανε το όνομα του αγίου που το είχαν τάξει.
Και ετιμάτο πολύ αυτός ο άγιος -ας είναι μεγάλη η χάρη του, αν και ποτέ δεν

μπόρεσα να καταλάβω ποιος είναι- κάθε φορά που φώναζαν την τσίμπλα με το όνομα

του:

47

— Ρούπυ!

Αφήστε και το άλλο.

— Ποιο;

— Να, όταν κάποια στιγμή έπλεε στη μακάρια βρεφική του ευτυχία, μίλησε!

— Μη μου το λες! Είπε:

— Γκθθ!

Και η μάνα του η καημένη άφησε απ' τη χαρά της το φαγητό να καεί.

Και κείνος ο χαζομπαμπάς-δημιουργός, κέρασε όλα τα γραφεία του μεγάρου, γλυκά

του κουταλιού.

Το παιδί μίλησε!

Μετά άντε στράτα στρατούλα και πάλι στράτα, στρατούλα, κόντρα στρατούλα το

παιδί τσίμπλα πάτησε τα δύο.

Πάτησε και τα τρία.

Πάτησε και το «πιπί» του και γέμισε όλο το σπίτι. Χρόνων τεσσάρων.

— Να τα κατοστήσει.

— Γκθθ.

Έλεγε πια τις πρώτες λεξούλες, έστω και καθυστερημένα, μόνο που πριν και μετά

από κάθε λέξη έβαζε και τέσσερα «γκθθ», παραγεμισμένα με περιπαθή λυρισμό.

Τα πέντε χρόνια του το βρήκανε να περπατάει δειλά στα δύο κάτω άκρα του και να

λέει προτασούλες.

— Γκθθ, γκθθ μαμά γκθθ, νερό γκθθ, γκθθ.


Αφήστε που σε κάθε «γκθθ» αλληθώριζε τ' αριστερό του μάτι και έγερνε το κεφάλι

του δεξιά.

48

Κάθε προσπάθεια να του βάλουν το μυαλό σε λειτουργία, ναυαγούσε οικτρά, μέσα

στο πέλαγος της ματαιότητας των ματαιοτήτων τα πάντα...

— ... Ματαιότης! Θα στείλουμε το παιδί σε «ειδικό σχολείο».

Τάδε έφη μπαμπάς-χαζοδημιουργός και αντιστρόφως: δημιουργός-χαζομπαμπάς.

Ντύθηκε, λοιπόν, στράτα, στρατούλα, στα δοξασμένα χρώματα της ειδικής ποδιάς

του ειδικού σχολείου γκθθ, για ειδικά παιδάκια με ειδικούς ευκατάστατους γονείς,

στράτα-στρατούλα, γκθθ! Έλα ντε όμως που...

— Τζίφος!

Πώς διάολο τα έμπλεκε τα τρία γουρουνάκια με τους επτά νάνους, τη χιονάτη με τη

θεία Λένα, τον κακό λύκο με την κοκκινοαποτέτοια, ούτε ο Φρόυντ δε θα μπορούσε να

εξηγήσει.

... Εκ φύσεως, βλέπετε.

Κάποτε πάτησε και τα δέκα. Δώδεκα χρόνια, μάλιστα, ακριβώς μετά τη γέννηση του,

έγινε και δώδεκα χρόνων. Έφτασε και στα δεκατέσσερα. Στράτα, στρατούλα...

— Γκθθ, γκθθ, μαμά το σχολείο γκθθ, στα δασκάλα... γκθθ, είπε να μη βασανίζουμε

τα γκθθ ζώα, γιατί μάνα υπάρχει μόνο μία γκθθ, γκθθ.

Παρωδία.

Ακόμα και στα δεκαπέντε που το γράψανε σε ειδικό γυμνάσιο, ειδικά για

απόφοιτους ειδικών δημοτικών, με ειδικούς ευκατάστατους γονείς.

Ειδική στράτα-στρατούλα γκθθ, στο μακρύ δρόμο της ζωής, έβγαλε και το γυμνάσιο.

Μα...

— Μα τι γελάτε, μωρέ; Θέλετε να είστε στη θέση του; Και στράτα-στρατούλα.


49

Έφηβος πια, μια μέρα που έπαιζε στην αυλή του σπιτιού του, τούρθε ν' απαγγείλει

το «αρνάκι άσπρο και παχύ».

Ιδού το κουκούτσι της ιστορίας. Γιατί το περίεργο δεν είναι το ότι απάγγειλε ούτε το

ότι τάλεγε με το δικό του «εκ φύσεως» τρόπο.

Άσπρο σαν μάνα γκθθ.

Το καμάρι

Παχύ

Εβγήκε γκθθ, γκθθ Κι αρνάκι γίνηκε Η εξοχή Γκθθ!

Το περίεργο είναι ότι...

Ένας κύριος χρώματος γκρι, κολλαριστός, κύρους μιας λίμπρας και κάτι οκάδων, που

έτυχε να περνάει από κει και να τον ακούσει, κοντοστάθηκε. Έλαμψε ολάκερος.

— Μπράβο! Θαύμασε.

— Έξοχα! αναπήδησε.

— Αριστούργημα! βροντοφώναξε.

Σαν να τον πλησίασε, σαν κάτι να του είπε, σαν να κουβεντιάσανε, δεν ξέρω ακριβώς

τι έγινε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η τύχη χτυπάει και του κουφού την πόρτα. Κι όταν

μάλιστα η ματμαζέλ τύχη φοράει κολλάρο και τυλίγει τη προσωπικότητα της με

ντουμάνια πούρων «σάνεμαν μπραζίλ» τότε...

Τότε που λέτε, την άλλη μέρα, στα καλλιτεχνικά των εφημερίδων γραφόντουσαν

ατέλειωτα μακαρονοειδή σχόλια, για κάποιο, λέει, «παιδί θαύμα», για τον μεγαλύτερο

«σύγχρονο ποιητή». Και να δεις, που η φωτογραφία της τσίμπλας κοτσαριζότανε ακόμα

και πρωτοσέλιδα και με το που το κοίταγες, πανάθεμά το, λες κι ήταν έτοιμο ν'

αλληθωρίσει τ' αριστερό μάτι, να γύρει το κεφάλι δεξιά και να σου πει:

— Γκθθ!
50

Έγινε ντόρος μεγάλος. Πριν κιόλας αλέκτωρ λαλήσει τρεις, στους λογοτεχνικούς

κύκλους όλοι μιλάγανε με δέος για το παιδί θαύμα.

Η τσίμπλα κατρακύλαγε στη λήθη. Στη θέση της, εμφανιζόταν μια διάνοια.

Στα σαλόνια, κει που πίνουν τσάι σε ειδικά σερβίτσια γι' αυτούς που λένε

σαχλαμάρες, απάγγελναν τέχνη-θαύμα του παιδιού-θαύμα. Ακούστε: Άσπρο σαν μάνα

το καμάρι... χορτάρι παχύ εβγήκε

η εξοχή γκθθ!

Ηχητική θάλασσα απ' τα χειροκροτήματα. Σχόλια επί σχολίων. Συζητήσεις επί

συζητήσεων.

— Μα τι θέλει να εννοήσει;

— Βούλωστο και χειροκρότα. Για να τα λέει μια διάνοια, έτσι θα είναι.

Και σωστά! Δεν μπορεί έτσι, άντε-άντε, ο κάθε κοινός θνητός να μπαίνει στο πνεύμα

ενός ανθρώπου που δεν είναι άνθρωπος...

Είναι θαύμα.

Αίσθηση! Ξανά χειροκροτήματα.

— Μπράβο στον κορυφαίο μας!

Οι εφημερίδες γράφανε όλο και πιο πολλά, οι εκδοτικοί οίκοι θερμοπαρακαλούσαν

γονυπετείς, οι ειδικοί, λογοτέχνες, ακαδημαϊκοί, άνθρωποι των γραμμάτων και των

τεχνών μιλάγανε για...

— Το πρόσωπο του αιώνα! Και λέγανε:

— Τι ποίησις! Τέχνη...

— Ανώτερο σουρεαλιστικό!

— Υπερπήδημα του αισθητού και του πραγματικού.

— Υπερμεγέθης υπερρομαντισμός. (Μπούρδα)


51

Μ' όλα αυτά τα ξέφρενα μυστήρια, πείστηκε και το θαύμα ότι είναι άνθρωπος ως εκ

τούτου σαν άνθρωπος είναι και θαύμα.

Σπουδαίος!

Σπουδαίος πάει να πει, να απαγγέλει: Λαμπρό!

Περπατώ σαν φέγγεις. Σχολείο γκθθ Να πηγαίνω του θεού φεγγαράκια θαύματα

Γκθθ, γκθθ! Κι από κάτω να σείεται το στερέωμα από...

Από τι άλλο; Χειροκροτήματα!

Η μεγαλύτερη και η πιο άσκοπη σπατάλη ενέργειας στον κόσμο, έχει γίνει χτυπώντας

ηλίθια τις παλάμες για κάποιον σπουδαίο, αμφιβόλου σπουδαιότητας.

Τέλος πάντων. Στο θέμα.

— Γκθθ!

Αποθέωση. Σουξέ. Να βραβεία, να εκδόσεις, να κριτικές.

Όλοι μιλούν για την ποίηση ποτπουρί. Ξανά να βραβεία, πάλι να εκδόσεις, ακόμα κι

άλλες κριτικές.

Ωστόσο ήταν ολοφάνερο ότι για πολλούς είχε πάψει το... φεγγάρι το λαμπρό να

φέγγει για να περπατούν...

Κι έβλεπες στα φιλολογικά πατάρια να γίνεται πανζουρλισμός.

Το σώσε!

— Μα εκείνο το «γκθθ» τι σημαίνει;

— Κάτι πρέπει να συμβολίζει.

— Ίσως το ιδεατό.

— Μπα! Μάλλον το πραγματικό.

— Μπορεί και όλα.

52
— Είναι κάτι σαν ιντερμέτζο, θα έλεγα...

Το πράμα παίρνει σοβαρή τροπή. Η Ακαδημία συμπεριλαμβάνει το «γκθθ» στο

λεξικό της. Σημαίνει λέξη τα πάντα και πάει παντού και με όλα.

— Γκθθ.

Τα βιβλία μ' αυτήν την ιδιόμορφη μοντέρνα ποίηση, που την ονομάσανε και

«γκθιτική», σπάνε ρεκόρ πωλήσεων.

Πρώτη έκδοση.

Τρίτη έκδοση.

Έκτη έκδοση.

Πολλοστή...

Τα διαβάζουνε οι νοικοκυρές και σπαράζουν στο κλάμα. Τα μελετάνε οι

διανοούμενοι και χορεύουν καντρίλιες με τη σοφία και τη διανόηση, στο ρυθμό μιας

αργής, ξεκούρδιστης, επουράνιας ρομβίας.

Ούτε στράτα, ούτε στρατούλα.

Στην κορυφή της πυραμίδας τώρα πια.

Ο άνθρωπος αυτός, ο άνθρωπος του «γκθθ», κυκλοφορεί ακολουθούμενος από

μαθητές, θαυμάστριες, ενοχλητικούς δημοσιογράφους, περίεργους κι ένα τσούρμο

κόσμο.

Τρώει στα κεντρικά εστιατόρια. Κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Κόβει πρωινή βόλτα

στον Εθνικό Κήπο. Κάνει διαλέξεις. Συμμετέχει σε συνεστιάσεις, φοράει μπερέ, έχει

μούσι και βίτσια, δένει στο λαιμό φουλάρι, καπνίζει πίπα με καπνό «σαμ», εκτιμάει

μόνο τους κυρίους χρώματος γκρι και πάνω απ' όλα κι είναι το σύμβολο.

53

Όπου περάσει, όπου σταθεί, όλοι σηκώνονται και υποκλίνονται μπροστά του

ευλαβικά.
— Γκθθ, τα σέβη μας, γκθθ.

— Γκθθ, να 'στε καλά.

Το σύμβολο. Εθνικό πνευματικό κεφαλαίο.

Μάλιστα, του στήσανε και ανδριάντα. Αφήστε που τον κάνανε και γραμματόσημο

για να τον φτύνουν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα. Καθότι το φτύσιμο είναι

προφυλακτικό απ' το μάτιασμα.

Όταν σε φτύνουν χιλιάδες, σημαίνει φτάσιμο. Ή Πρωθυπουργός είσαι ή υπουργός

οικονομικών ή άνθρωπος ποτπουρί.

Περίεργος είναι αλήθεια ο κόσμος μας! Περίεργος, ευ-κολόπιστος και συνάμα

«γκθθ». Πολύ «γκθθ»!

54

Το σύνδρομο του Τούρλεν

Ο γιατρός με κοίταξε με το πιο περίλυπο και πονετικό ύφος του κόσμου. Ύστερα

ξεφύσηξε τόσο απελπισμένα, σε σημείο που ανησύχησα περισσότερο για το γιατρό

παρά για μένα.

— Αχ! Κύριε μου... μου είπε και κόμπιασε...

Σαν ευσυνείδητος ασθενής που ενδιαφέρομαι για την υγεία του γιατρού μου

ανησύχησα ακόμα περισσότερο και προσπάθησα να του δώσω κουράγιο.

Δεν ήθελα πολύ, για να καταλάβω ότι είχα γίνει αιτία, να τον φέρω σε πολύ δύσκολη

θέση τον άνθρωπο.

— Υπομονή... Μην κάνετε έτσι, γιατρέ μου... Κρατήστε την ψυχραιμία σας... Έτσι

είναι η ζωή.

Ο άνθρωπος φαινόταν να έχει χάσει τα λόγια του.

— Κύριε μου... το αυτό σας... το τέτοιο... Πρόσεξα ότι είχε χλωμιάσει.

Ίσως και τα χέρια του να τρέμανε κάπως ελαφρά.


— Γιατρέ μου, μήπως πρέπει να φωνάξω ένα γιατρό, τον ρώτησα.

Τον έβαλα να καθήσει σε μια πολυθρόνα και του μέτρησα τους σφυγμούς.

— Κανονικοί... ευτυχώς! παρατήρησα!

— Ευχαριστώ! μου είπε ο γιατρός.

— Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα!

Όταν συνήλθε κάπως απ' το αρχικό του σοκ, σαν κάτι προσπαθούσε να μου πει με

τρόπο, αλλά δεν τα κατάφερνε.

55

Ώσπου κάποια στιγμή τον βλέπω να παίρνει αποφασιστικά μια βαθιά ανάσα και να

με ρωτάει:

— Κύριε Βρασίδα, πόσων χρονών είστε;

— Σαράντα ένα και πάω στα σαράντα δύο.

— Σας γελάσανε! Πολύ αμφιβάλλω, μου λέει ο γιατρός.

— Για ποιο πράμα αμφιβάλλετε, γιατρέ... Για το ότι είμαι σαράντα ένα; Ορίστε το

λέει κι η ταυτότητα μου!

— Όχι! Αυτό το πιστεύω.

— Τότε γιατί αμφιβάλλετε;

— Για το ότι πάτε στα σαράντα δύο! Ορίστε, το λέει κι η ακτινογραφία!

— Δηλαδή; ρώτησα κι έγινα κατακίτρινος.

— Δηλαδή... είπε ο γιατρός και κούνησε το κεφάλι όλο απελπισία!

Έχει γούστο...

— Θέλετε να πείτε ότι...

— Ότι...

— Δηλαδή ζωή σε λόγου μας;

— «Μας» όχι «σας»... με διόρθωσε ο γιατρός. Ένιωσα μια ξαφνική ζάλη.


Μα πώς ήταν δυνατόν. Έτσι, απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Εγώ είμαι νέος άνθρωπος.

Νιώθω υγιής και θέλω να ζήσω. Να χορτάσω τη ζωή!

— Γιατρέ μου, είστε βέβαιος; ρώτησα κι όλα στριφογύριζαν.

— Όπως σας βλέπω και με βλέπετε...

— Και πότε... Δηλαδή... Εννοώ... Πότε θα...

Μ' έπιασε τρόμος ακόμα και να πω τη φοβερή λέξη.

— Πείτε μου, γιατρέ μου... Πότε;

— Σε πέντε... Μπορεί και σε εφτά...

— Χρόνια; ρώτησα ιδροκοπώντας από αγωνία.

56

— Καλέ τι χρόνια; Έτσι τόχουμε, εδώ πέρα! Όποτε θέλετε εσείς θα πεθάνετε; Όποτε

κρίνουμε εμείς...

— Δηλαδή, πέντε μήνες;

— Ε, όχι και μήνες.

— Τότε βδομάδες;

— Μέρες, κύριε Βρασίδα μου. Πέντε μέρες και πολύ σάς αφήνω...

— Καλοσύνη σας. Είστε πολύ γενναιόδωρος.

— Ε, ό,τι μπορούμε κάνουμε...

— Δε γίνεται καμιά παρατασούλα ακόμα;

Το πρόσωπο του γιατρού έγινε μονομιάς αυστηρό.

— Ούτε μέρα! Ειλικρινά εξάντλησα κάθε περιθώριο. Η περίπτωση σας, ξέρετε, είναι

απ' τις πλέον σοβαρές...

Κάθησε ο άνθρωπος και μου τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Είχα, λέει, μια

σπανιότατη αρρώστια, το σύνδρομο του Τούρλεν, -άκου πράματα- που μπορεί να συμ-

βεί -λέει- σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία μία φορά στα οκτώ δισεκατομμύρια.
.

— Μα εκείνο, γιατρέ μου, τρία είναι όλα-όλα τα δισεκατομμύρια που κατοικούν

στον πλανήτη μας.

— Δεν έχει σημασία. Έτσι αναφέρει η βιβλιογραφία. Πω-πω τι με βρήκε, τον

ανθρωπάκο, στα καλά καθούμενα! Πήγα για ένα τσεκάπ μην έχω καμιά

χοληστερινούλα της πλάκας, κάνα ζαχαράκι, καμιά καρδιακή ανεπαρκει-ούλα,

έτσι για να λέω κι εγώ ότι έχω κάτι και βγήκα πτώμα και με τόνο, με κοτζάμ

σύνδρομο του Τούρλεν, άκου εκεί πράματα -σύνδρομο του Τούρλεν!- που

τυχαίνει σ' ένα άτομο ανά έξι πλανήτες.

— Αχ!

— Δεν υπάρχει λόγος να αναστενάζετε... Όλοι εκεί θα πάτε... είπε ο γιατρός που μου

έδωσε κουράγιο και όσο μπορούσε ο άνθρωπος μού τόνωσε το ηθικό.

57

— Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αγωνιάτε, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους

ασθενείς με άλλες παθήσεις. Εσείς ξέρετε ότι θα πεθάνετε σίγουρα. Κι αυτό

κάπως διευκολύνει τη θέση σας!

— Ευχαριστώ, γιατρέ μου... Πολύ με εμψυχώνετε!

— Αλίμονο! Δουλειά μας είναι!

Κρίμα! Νέο παλικάρι να πάω έτσι... Τζάμπα και βερεσέ. Και μάλιστα απ' το σύνδρομο

του Τούρλεν. Άντε βρες άκρη τώρα! Ούτε στην εγκυκλοπαίδεια να μη βρίσκεις από τι

πεθαίνεις, βρε αδελφέ!

— Α! όλα κι όλα!

— Τι τρέχει, γιατρέ;

— Όσον αφορά το δράμα σας, το καταλαβαίνω... Εντάξει... Αλλά, όσον αφορά την

ασθένεια σας, δεν πρέπει να έχετε κανένα παράπονο. Έχετε την τιμή να είστε ο
πρώτος που θα πεθάνετε από το σύνδρομο του Τούρλεν!

— Ο πρώτος;

— Ακριβώς! Ο πρώτος άνθρωπος. Γιατί μέχρι στιγμής έχει προηγηθεί μόνο ένα

περιστατικό μ' ένα ποντίκι, επί του οποίου πρωτοπαρατηρήθηκε το φαινόμενο

από τον ίδιο το Δρ. Τούρλεν και πήρε και το σύνδρομο το όνομα του.

— Πρώτα ένα ποντίκι κι ύστερα εγώ; Ξεφτίλα δεν είναι, γιατρέ μου;

— Αντιθέτως, το βρίσκω πολύ πρωτότυπο και σικ.

— Δηλαδή σε λίγο θα με βγάλετε ότι είμαι και τυχερός...

— Δεν είπα τυχερός! Είπα πρωτοποριακός!

— Ναι... Τώρα που μου το λέτε σαν νάχετε δίκιο... αλλά...

— Τι αλλά;

Ντάξει, δε λέω... Αφού ήταν γραφτό μου, τι να 'κανα! Αλλά, βρε παιδί μου, πώς το

ξέρεις και παίρνεις όρκο ότι θα πάω στα θυμαράκια απ' αυτό το πράμα, δηλαδή το

σπανιότατο κι αν δεν ήταν εκείνο το άτιμο το ποντίκι, θα έλεγα το μοναδικό, σύνδρομο

του Τούρλεν; Πώς στην οργή μπορείς να κάνεις τη διάγνωση; Γίνεται; Δίκιο δεν έχω;

58

Ο γιατρός ξερόβηξε. Με κοίταξε αυστηρά και σαν να απορούσε με το θράσος μου να

τολμώ ν' αμφιβάλλω με τη γνωμάτευση του.

Μου είπε ότι δεν μπορεί να πέφτει έξω ένας ολόκληρος δόκτορ Τούρλεν!

— Καταλάβατε, κύριε Βρασίδα;

— Ναι... βεβαίως... δηλαδή σχεδόν. Όχι...

— Το πράμα είναι φανερό. Έχετε τα ίδια ακριβώς συμπτώματα.

— Με τον Τούρλεν;

— Όχι. Με το ποντίκι του Τούρλεν!

— Μα εγώ, αν μου επιτρέπετε, δεν είμαι ποντίκι.


— Σ' αυτό συμφωνώ κι εγώ!

— Άρα, λοιπόν, θα συμφωνείτε κι ότι άλλον οργανισμό είχε το ποντίκι του κυρίου

Τούρλεν κι άλλον εγώ!

— Δε σας καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε...

— Άκου, βρε άνθρωπε μου... Του εξήγησα.

Δηλαδή προσπάθησα να του εξηγήσω όσο μπορούσα ότι άλλο πράμα το ποντίκι κι

άλλο εγώ. Κι οποιαδήποτε ομοιότης -όπως λένε και τα έργα- οφείλεται σε απλή σύμ-

πτωση.

Αλλά ανένδοτος ο γιατρός. Έγινε πυρ και μανία.

— Τολμάτε να αμφισβητείτε έναν ολόκληρο Τούρλεν!

— Όχι, καλέ... Ένα τόσο δα ποντικάκι αμφισβήτησα ο φουκαράς!

— Ντροπή σας, μελλοθάνατος άνθρωπος, που σε πέντε...

Τι ήθελε να μου το θυμήσει αυτό!

— Ω, ναι, σε πέντε...

— Πέντε...

— Πέντε...

59

Το νούμερο αυτό αντηχούσε συνεχώς στ' αυτιά μου.

— Πέντε!

— Το πέντε...

Ένιωσα ένα απότομο σκούντημα και πετάχτηκα ολόρθος. Μόλις άνοιξα τα μάτια

μου, είδα θαμπά έναν κύριο.

— Φώναξε το πέντε! Είναι η σειρά σας να περάσετε στο γιατρό, μου είπε ο κύριος.

Άρχισα να φωνάζω. Να εκλιπαρώ.

— Περάστε... Ο γιατρός φώναξε το πέντε... επανέλαβε ο κύριος.


Δεν άργησα να συνέλθω και να δω ότι βρισκόμουν στην αίθουσα αναμονής του

Ι.Κ.Α., που είχα πάει απ' τα άγρια χαράματα να πιάσω σειρά, για να κάνω τσεκάπ. Κι

εκεί είχα αποκοιμηθεί. Κι είχα δει όλο κείνο το φρικτό όνειρο!

Δηλαδή... Ναι, τώρα πια είμαι σίγουρος ότι ήταν εφιάλτης! Ναι! Ούτε Τούρλεν

υπήρχε, ούτε ποντίκι, ούτε σύνδρομο. Τίποτα. Όλα ήταν της φαντασίας μου.

— Θα περάσει, επιτέλους, το πέντε; ακούστηκε μια άγρια φωνή.

— Αμέσως! φώναξα και μπήκα στο ιατρείο. Ο γιατρός με εξέτασε... Κι ύστερα...

Ύστερα με κοίταξε με το πιο περίλυπο και πονετικό ύφος του κόσμου. Ξεφύσηξε

τόσο απελπισμένα, που ανησύχησα περισσότερο για το γιατρό παρά για μένα.

— Αχ! κύριε μου! μου είπε και κόμπιασε.

— Ε... έχε γούστο! είπα ταραγμένα!

— Τι έχε γούστο! είπε ο γιατρός.

— Να έχω κανά σύνδρομο του Τούρλεν, είπα χωρίς να το καταλάβω.

Ο γιατρός με κοίταξε έκπληκτος.

— Και πού το ήξερες εσύ ότι έχεις το σύνδρομο του Τούρλεν;

60

— Τι θα πει πού το ξέρω; είπα εγώ.

Ο γιατρός με κοιτούσε σαν να ‘μουν κάτι το τρομερά αξιοπερίεργο.

Μα αυτό είναι σπανιότατη περίπτωση, που δεν την ξέρουν ούτε κι οι ίδιοι οι γιατροί,

γιατί εμφανίζεται μια φορά στα οκτώ δισεκατομμύρια... Και μέχρις στιγμής έχει πα-

ρατηρηθεί εκτός από σένα μόνο σε ένα κουνέλι.

— Ποντίκι, τον διόρθωσα!

— Ναι... Νομίζω ποντίκι, διόρθωσε ο γιατρός.

Μέχρι εκεί θυμάμαι, γιατί αμέσως λιποθύμησα.

61
Μια σκληρή δουλειά

Ας πούμε ότι έχω ένα γιο. Κι ας πούμε ότι τον λένε Βασιλάκη.

Ο Βασιλάκης, που λέτε, έχει φράντζα, καπνίζει τσιγάρα κινγκ σάιζ, σκαρώνει

γυναικοδουλειές, ξενυχτάει σε κάτι παμπ, μου ξεκοκαλίζει το μεροδούλι μου κι όπου

να ‘ναι παίρνει και το δίπλωμα του.

Όλα μέχρις εδώ καλά και άγια και καμαρώνω εγώ που έχω ένα γιο που τον λένε

Βασιλάκη και μου γυρίζει αλαναριό εδώ κι εκεί και επιστρέφει στο σπίτι τα ξημερώμα-

τα, κίτρινος, με μαύρους κύκλους στα μάτια κι έτσι μα το Θεό, μού ‘ρχεται να τον

περιλάβω καμιά ώρα στη φάπα να δει τον μπαμπά του αστροναύτη.

Που λέτε, λοιπόν, με το Βασιλάκη, τον κανακάρη μου, έχω γίνει έξαλλος.

Όχι με τα μπερμπαντέματά του και τα παλούκια που πηδάει... Αυτό είναι λίγο το

κακό. Εδώ που τα λέμε, εμείς στα χρόνια του Βασιλάκη, κάναμε χειρότερα...

Άλλο είναι το σαράκι που με τρώει κι όπως το τραβάει το σχοινί αυτό το παιδί, καμιά

ώρα θα πάω σκαστός σαν μπαλόνι αγιοβασιλιάτικο.

Τι λέτε ότι του σκάλωσε στο αγύριστο κεφάλι του;

Ε, λοιπόν, θα σας πω.

Προχθές εκεί που καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε σαν Χριστιανοί, ο Βασιλάκης

γυρίζει και μου λέει...

— Πατέρα, το πήρα απόφαση...

— Τι, παιδί μου; Θα κόψεις τη φράντζα;

— Όχι, ρε πατέρα...

— Ε, τότε; Θα σταματήσεις τους ντεντιμποϊσμούς και θα γίνεις άνθρωπος;

— Όχι, ρε πατέρα.

62

— Ε, τότε τι στο διάολο σού κατέβηκε στο μυαλό πάλι; Ο Βασιλάκης στην αρχή
κόμπιασε λιγάκι κι ύστερα τσουφ, μου το ξεφούρνισε.

— Πατέρα, θα γίνω επαγγελματίας συγγραφέας!

— Τι έκανε λέει;

— Αυτό που άκουσες! Θα συνεχίσω τη δουλειά τη δική σου!

Τι ήταν να τα ακούσω όλα αυτά; Μου σφηνώθηκε μια μελιτζάνα στο λαιμό,

γούρλωσα τα μάτια και λίγο έλειψε να αποχαιρετήσω το μάταιο τούτο κόσμο τόσο

άδοξα και ταπεινά.

Όταν τελικά συνήλθα και ξεφρακάρισα απ' τη μελιτζάνα, πήρα ένα χάπι για την

καρδιά, ένα χάπι για την πίεση, ένα χάπι για τα νεύρα, κάτι σταγόνες για το στομάχι και

πέρασα στην αντεπίθεση μ' όλους εκείνους τους κανόνες της σωστής

διαπαιδαγώγησης, που η μόρφωση μου και η κουλτούρα μου δε μου επιτρέπουν να

τους αποχωρίζουμε ποτέ!

— Τι είπες, ρε τσόγλανε; ρώτησα έξαλλος το Βασιλάκη, που είχε τεντώσει μακάρια

τις αρίδες του και φουμάριζε αγενέστατα μπροστά μου.

— Θα γίνω συγγραφέας, πατέρα. Αυτή θα είναι η κύρια απασχόληση μου... Θα

γράφω και θα ζω... Τέρμα, το πήρα απόφαση.

— Σοβαρολογείς, μωρέ;

— Πού βρίσκεις το κακό, ρε γέρο; Θα κάνω τη δουλειά που έκανε κι ο πατέρας μου

κι έτσι δε θα χαθεί και τ' όνομα... Θα συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση.

Αυτά είπε ο Βασιλάκης προσπαθώντας να με τουμπά-ρει. Αλλά εγώ έγινα ακόμα πιο

έξαλλος.

Καλά εγώ! Τράβηξα ό,τι τράβηξα, αλλά όχι να πάθει και το παιδί μου τα ίδια.

— Ακούς εκεί, το παιδί μου, συγγραφέας! Δεν το κάνω αγροφύλακα καλύτερα;

Εγώ, όταν μου κατέβηκε η φαεινή ιδέα να γίνω καλαμαράς, δεν είχα κάποιον που να

ξέρει και να με φρενάρει, να μ' εμποδίσει, να φωνάξει.


63

— Τι πας να κάνεις, παιδί μου. Θέλεις να καταδικαστείς σ' όλη σου τη ζωή;

Κι έτσι είναι! Συγγραφέας σού λέει ο άλλος. Μεγάλη δουλειά! Και δεν ξέρει τον πόνο

και το κρυφό μαράζι αυτού του φουκαρά, του βιοπαλαιστή του πνεύματος...

Προσπάθησα να καλμάρω.

— Παιδί μου, σοβαρολογείς; Δε βλέπεις εμένα, τον πατέρα σου, να

παραδειγματιστείς; θέλεις να καταντήσεις σαν κι εμένα;

Αγύριστο κεφάλι ο Βασιλάκης.

— Όχι, εγώ θα γίνω συγγραφέας! Εσύ που είσαι τόσα χρόνια τι παράπονο έχεις;

Δέ ρίχνω άδικο στο Βασιλάκη. Το παιδί δεν ξέρει τα παραμέσα. Πήρα το μελό μου.

— Άκου, παιδί μου, στον τόπο αυτό δεν μπορείς να ζήσεις από το συγγραφιλίκι.

Κακά τα ψέματα...

Του Βασιλάκη από το ένα αυτί μπαίνουν από το άλλο βγαίνουν...

Αχ, και να 'ξερε το παιδί! Και τι πέρασα, για να το μεγαλώσω, να το σπουδάσω με τις

ανέσεις του, χωρίς να του λείπει τίποτα και τώρα -ο θεός να το φωτίσει και ν' αλλάξει

γνώμη- θέλει να γίνει... Όχι πρέπει να το καταλάβει, ότι είναι φοβερό αυτό που έβαλε

στόχο. Σκέτη αυτοκτονία!

Ακούς εκεί, συγγραφέας. Ο γιος ο δικός μου. Δεν φτάνουν αυτά που πέρασα εγώ. Οι

πείνες -λόρδες να δουν τα μάτια σας- κι οι εξευτελισμοί, οι ταπεινώσεις! Αλλά να τα

περάσει και ο γιος μου! Α, όχι!!!

— 'Ακου, Βασιλάκη, παιδί μου...

Άρχισα να αποκαλύπτω όλη την αλήθεια στο παιδί.

Του είπα ότι κι εγώ ξεκίνησα με όνειρα και κάποιο ταλέντο. Κι ότι στο δρόμο

ξεθύμαναν τα όνειρα και μού ‘μεινε το ταλέντο και κάτι γραμμάτια.

64
Κι έγραφα κι όλο έγραφα και πούλαγα μουντζουρωμένες κόλες εδώ κι εκεί, για να

μπορέσω να τα φέρω βόλτα.

— Άκου, Βασιλάκη παιδί μου...

Όλα του τα είπα του παιδιού. Τα πάντα. Να μάθει την αλήθεια κι ας πέσω μπρος στα

μάτια ιου ... Ας ταπεινωθώ. Προτιμότερη η ταπείνωση από την καταδίκη του παιδιού

μου.

Του αποκάλυψα πως μου συμπεριφερόντουσαν οι εκδότες, πως στην Ελλάδα δεν

περνάει η αξιοκρατία, πως οι σκαπανείς του πνεύματος είναι κλωτσοσκούφια του κερα-

τά, και σε χειρότερη μοίρα απ' τους σκαπανείς του δήμου...

Του είπα πολλά. Πάρα πολλά.

— Άκουσε, Βασιλάκη, παιδί μου...

Του διηγήθηκα περιστατικά και περιστατικά που έζησα στη ζωή μου, στη

συγγραφική μου καριέρα δηλαδή.

Του είπα για έναν εκδότη που μ' έβαζε να του γράφω ανώνυμες ερωτικές επιστολές

σε νοσοκόμες κι εγώ αν μπορούσα, ας έκανα κι αλλιώς... Του είπα για έναν παραγωγό

που με διέταξε να γράφω διαφημιστικά στιχάκια για σκυ-λοτροφές.

Και τι δεν του είπα!

— Άκουσε, Βασιλάκη παιδί μου.

Του είπα για τον Παπαδιαμάντη που ήταν πάμφτωχος, για το Ροίδη που πέθανε στην

ψάθα, για τον Τίμο το Μωραϊτίνη που όσο ζούσε έλεγε το ψωμί-ψωμάκι κι όταν

πέθανε, του γράψανε στο τάφο του μια φράση που ο ίδιος είχε ζητήσει, να του

γράψουν...

«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΣΤΕΓΑΣΘΗΝ». Ναι και είναι αλήθεια ότι πρέπει να πεθάνει ο μεγάλος

Μωραϊτίνης, για να στεγαστεί κι αυτός.

65
— Άκουσε, Βασιλάκη παιδί μου.

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Η φωνή μου με κόπο έβγαινε από μέσα μου,

τρεμουλιαστή.

Αυτό που νιώθω είναι αβάσταχτο μαρτύριο.

Ε, λοιπόν θα του πω. Κι ας χάσω εντελώς την εκτίμηση και το θαυμασμό του ίδιου

μου του παιδιού. Αρκεί να το γλιτώσω.

— Βασιλάκη, δεν είναι μόνο τα κυκλώματα, ο φθόνος, η κακία και το κυνηγητό...

Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν το ξέρεις, παιδί μου...

Ο Βασιλάκης με κάρφωσε με τα μάτια του.

— Τι; ρώτησε.

Ξεροκατάπια. Έτριξα νευρικά τα δάχτυλα μου. Αναστέναξα. Ξερόβηξα. Άναψα

τσιγάρο. Ρούφηξα με μανία. Πήρα άλλο χάπι για την πίεση.

— Να παιδί μου..

Έσφιξα τη γροθιά μου, πήρα θάρρος κι άρχισα να του αποκαλύπτω το μεγάλο

μυστικό της ζωής μου.

Του φανέρωσα δηλαδή, ότι οι βασικοί μου πόροι, τα λεφτά που χρειάστηκαν, για να

ζήσουμε, και να μεγαλώσουμε το Βασιλάκη, δεν ήταν καθαρά από τη συγγραφή των

έργων μου. Του είπα ότι, δηλαδή...

— Δηλαδή; ρώτησε απορημένος ο Βασιλάκης.

— Παιδί μου, τα μυθιστορήματα μου, τα βιβλία μου, μπορεί να μου έδιναν βραβεία

και καλές κριτικές αλλά αυτά δεν τρώγονται...

Σηκώθηκα, ξεκλείδωσα το προσωπικό μου ντουλάπι και έβγαλα κάποιους πάκους

δακτυλογραφημένα χαρτιά.

66

— Ορίστε... Εδώ είναι έργα και έργα που ποτέ δεν τα αγόρασε κανείς. Κι ούτε καν
καταδέχτηκαν να τα διαβάσουν...

Καθώς τάλεγα όλα αυτά, μούρθε να βουρκώσω απ' το παράπονο. Έβγαλα και κάτι

άλλα χαρτομάνια από ένα άλλο ντουλάπι και τα αράδιασα μπροστά του.

— Ορίστε... Κι εδώ είναι κάτι άλλα έργα που απ' αυτά ζούσαμε και ζούμε. Απ' αυτά

τρώγαμε Βασιλάκη! Τά ‘γραφα και τα πουλούσα, αλλά ντρεπόμουνα να βάλω το

όνομα μου κι έβαζα ανύπαρκτα ξενικά ονόματα... Κρίστοφερ Μπλακ, Όλιβερ Χορς

και κολοκύθια τούμπανα. Απ' αυτά τα ανοσιουργήματα δεν πεθάναμε της

πείνας... Κατάλαβες τώρα;

Ο Βασιλάκης τα πήρε στα χέρια του, τα μάτια του έπεσαν τυχαία σε μια σελίδα,

διάβασε μερικές αράδες και... Και άλλαξε δέκα χρώματα...

— Θέλεις να πεις ότι εσύ έγραφες αυτά τα...

— Ναι! Τα κείμενα της ντροπής. Με πήρε το παράπονο.

— Άκουσε, Βασιλάκη παιδί μου...

Ο Βασιλάκης όμως αποφασιστικός, με διέκοψε.

— Ό,τι και να μου πεις, εγώ το πήρα απόφαση. Θα γίνω συγγραφέας.

Ε, λοιπόν τώρα τον ταράζεις στη φάπα το μασκαρά;

Αυτό, δηλαδή, και θα έκανα άμα είχα ένα γιο που τον λέγανε Βασιλάκη κι είχανε

πάρει τα μυαλά του αέρα να γίνει συγγραφέας.

Αλλά ευτυχώς δεν έχω γιο που να τον λένε Βασιλάκη κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο.

67

Ένα συνηθισμένο σενάριο

(Ιδέα ασύστολα κλεμμένη από σοβιετικό ανέκδοτο)

Φέιντ ιν.

Γενικό πλάνο του βαγονιού ενός τρένου.

Είναι η πρώτη θέση μιας συνηθισμένης υπερταχείας.


Ζουμ ιν στο κουπέ του βαγονιού, όπου κάθονται τρεις κύριοι, άγνωστοι μεταξύ τους.

Είναι τρεις συνηθισμένοι σοβαροί και αμίλητοι κύριοι.

Ο κ. Τρίκογλου που έχει βυθιστεί στην αθλητική εφημερίδα του.

Ο κ. Βερλίδης που λύνει μετά μανίας, σταυρόλεξα. Ο κ. Ραυτόπουλος που χαζεύει

δεξιά κι αριστερά. Κατ.

Αυτά για μία πρώτη γεύση και... Συνεργείο έτοιμο. Κλακέτα:

ένα. Πάμε!

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ; Με συγχωρείτε, κύριε... ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Ορίστε... Τι θέλετε;

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου οι δυο μας;

— Στοπ! Στοπ! Στοπ!

Ο σκηνοθέτης ωρύεται.

Είναι ένας συνηθισμένος ωρυόμενος σκηνοθέτης.

— Ξαναπάμε την ίδια σκηνή, θέλω περισσότερη φυσικότητα.

(Αυτά βαριέμαι στα κινηματογραφικά γυρίσματα).

68

Άντε πάλι τα ίδια.

Συνεργείο έτοιμο.

Κλακέτα: ένα.

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε, κύριε.

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Ορίστε... Τι θέλετε;

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου οι δυο μας;

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Τι να σας πω... Δε μου θυμίζετε κανέναν... Δε νομίζω ότι έχουμε

ξανασυναντηθεί... Ο κ. Βερλίδης, που είναι ένας συνηθισμένος κ. Βερλί-δης, σκύβει στο

σταυρόλεξο του, ίσως ενοχλημένος από τον περίεργο συνεπιβάτη του που του έκοψε

το συνειρμό.
— Πάει και στα σουτζουκάκια, με εννιά γράμματα.

Ο κ. Ραυτόπουλος που είναι ένας συνηθισμένος περίεργος κύριος, ξαναδιακόπτει με

διακριτικότητα το βλοσυρό συνεπιβάτη του.

Κατ.

Πλάνο αμερικαίν. Κλακέτα δύο, έτοιμοι... Πάμε!

— Μα έχω την εντύπωση ότι κάπου σας έχω ξαναδεί... Αλλά σπάω το κεφάλι μου

που...

— Ε, τι να σου πω, χριστιανέ μου! Μπορεί και να μοιάζω σε κάνα γνωστό σου κι αυτό

είναι όλο! Εγώ άμα είχαμε συναντηθεί, θα σε θυμόμουν...

Μικρή σιγή.

Ο κ. Βερλίδης σκύβει πάλι στο σταυρόλεξο του.

Ηχητικά εφέ: Σφύριγμα τρένου κλπ.

69

Κατ.

Ένα νέο γενικό πλάνο του βαγονιού.

Γκρο πλαν στο σκυλάκι μιας κυρίας.

Τράβελινγκ πίσω, η κάμερα δείχνει και την κυρία κλπ.

Ο κ. Ραυτόπουλος, που όπως είπαμε είναι ένας συνηθισμένος παράξενος τύπος,

στριφογυρίζει ανήσυχος στο κάθισμα του.

Εξερευνά με λοξές ματιές τον συνεπιβάτη του που είναι και πάλι βυθισμένος στο

σταυρόλεξο του.

— Το βάζουν οι Μογγόλοι όταν έχουν φαγούρα, πέντε γράμματα.

Οι σκηνές ακολουθούν η μία μετά την άλλη με κινηματογραφική ταχύτητα. Το τρένο

τρέχει. Κλακέτα τρία... Έτοιμοι. Πάμε!

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε και πάλι... Μήπως υπηρετούσατε φαντάρος στη


Φλώρινα πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια περίπου;

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Όχι, κύριε. Εγώ υπηρέτησα στο Ναυτικό.

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μα δεν μπορεί...

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Τι, δεν μπορεί κύριε; Να υπηρέτησα στο Ναυτικό!

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, αλλά λέω... Δεν μπορεί... Κάπου σας έχω ξαναδεί.

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Πολύ πιθανόν. Αν και απίθανον!

Ο τρίτος συνεπιβάτης, ο κ. Τρίκογλου παρακολουθεί τους άλλους δύο και κουνάει

το κεφάλι του.

Είναι ένα συνηθισμένο κούνημα κεφαλιού.

70

Ωστόσο ο κ. Ραυτόπουλος συνεχίζει την ανάκριση του στον αγανακτισμένο πια κ.

Βερλίδη που λίγο θέλει ακόμα, για να εκραγεί.

— Α! Το βρήκα! Μήπως σας είδα το 76 στο Ηράκλειο της Κρήτης;

— Το 76 ήμουν στην Αθήνα!

— Τότε... Το 77 με 78 μήπως είσαστε στην Πτολεμαίδα;

— Και το 77 με 78 ήμουν στην Αθήνα!

— Μα δεν μπορεί...

— Να ήμουν στην Αθήνα;

— Όχι άλλο λέω... Δεν μπορεί... Κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί!

— Ε, τι να σας πω τώρα, κύριε! Θυμηθείτε το και μου

— Μήπως έχουμε συναντηθεί στη Δράμα το 71; Τότε που, όπως θα θυμάστε...

— Δεν θυμάμαι τίποτα. Αφού το 71 ήμουν πάλι στην Αθήνα!

— Στην Αθήνα... Πώς δεν το σκέφτηκα. Ίσως σας έχω συναντήσει μέσα στα τρία

τελευταία χρόνια στην Αθήνα!

— Πολύ πιθανόν. Αν και απίθανον!


Κατ.

Η κάμερα δείχνει ένα πανοραμίκ του τοπίου απ' όπου περνάει το τρένο.

Είναι ένα συνηθισμένο πανοραμίκ ενός συνηθισμένου τοπίου.

Ένα γενικό πλάνο του βαγονιοΰ.

Πλάνο της κυρίας που κοιμάται αγκαλιά με το σκύλο της κλπ. Και...

Κλακέτα τέσσερα, έτοιμοι... Πάμε...

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Και να σας πω...

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Τι 'ναι πάλι;

71

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά έτσι... να μου φύγει η ιδέα,

ότι έχουμε ξανασυναντηθεί... Αν επιτρέπεται, τι δουλειά κάνετε;

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Τμηματάρχης άλφα στο υπουργείο Βιομηχανικής Ανασυγκροτήσεως.

Τίποτα άλλο;

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ε, να το! Αυτό είναι. Κι εγώ εκεί εργάζομαι. Παρμενίων

Ραυτόπουλος Τμηματάρχης βήτα, του υπουργείου Βιομηχανικής Ανασυγκροτήσεως!

Ο τρίτος επιβάτης, δηλαδή ο κ. Τρίκογλου, παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον

τη συζήτηση. Δείχνει να θέλει να μπει κι αυτός στην κουβέντα αλλά διστάζει.

— Στοπ! Στοπ! Στοπ!

Ο σκηνοθέτης ωρύεται πάλι!

— Εδώ ήθελα σφύριγμα τρένου!

Του ρίχνουν ένα σφύριγμα και του περνάει ο καημός.

Κατ.

Και...

Κλακέτα πέντε, έτοιμοι. Πάμε!

— Ώστε έτσι; Στο ίδιο υπουργείο, λοιπόν!


— Εμ! Τι σας έλεγα τόση ώρα! Κι έσπαγα το κεφάλι μου! Πού σας θυμάμαι... Πού

σας θυμάμαι...

— Ναι, νομίζω κάτι μου λέει τ' ονομά σας. Κι αν επιτρέπεται, σε ποιο τμήμα είσθε

τμηματάρχης;

— Στο τμήμα Εκμετάλλευσης Ορυκτού Πλούτου! Είμαι Τμηματάρχης.

— Μα στο Τμήμα αυτό Τμηματάρχης είμαι εγώ! Ιλαρίων Βερλίδης τμηματάρχης

άλφα!

— Μη μου πείτε! Βρε, κοίτα κάτι συμπτώσεις. Εγώ είμαι ο τμηματάρχης βήτα...

72

— Ραυτόπουλος... μάλιστα... Τώρα σας θυμάμαι... Μα... Μα τι στην οργή, εγώ δε

σας έχω δει ποτέ μου στην υπηρεσία σας...

— Είμαι ορυκτολόγος και... να ... γυρίζω... εδώ... εκεί... για υποθέσεις του

υπουργείου!

— Και τι κάνετε; Το γεωτρύπανο; Εσείς οι ορυκτολόγοι όλο κοπάνες είστε... Σας

έμαθα τόσα χρόνια! Ενώ εμείς πνιγόμαστε στο χαρτομάνι.

— Α! Τώρα μάλιστα! Σας πιστέψαμε! Από πότε έχετε να πατήσετε στο γραφείο;

Ασφαλώς από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε! Ζήσε Μάη μου... Μεταξύ

μας, δηλαδή, αλλά από κοπάνες κι εσείς δεν πάτε καθόλου πίσω...

Κατ.

Η κάμερα στον κ. Τρίκογλου που όσο ακούει τη συζήτηση τόσο φαίνεται να νιώθει

ότι κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.

Κατ.

Σκηνή 41 Στο βαγόνι.

Πλάνο της κυρίας που ταΐζει το σκυλάκι της, με γκρο πλαν από ένα φιλέτο.

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Για κοίτα, βρε, να είναι τα γραφεία μας δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια και
μεις να γνωριστούμε στο τρένο... Τι σου είναι το δημόσιο και τα εξωτερικά θέματα...

Δείτε και το διευθυντή μας. Ούτε κατ' όψη δεν τον έχω δει ποτέ. Αυτός κι αν είναι

αρχικοπανατζής!

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Χα χα... Εγώ τον είδα μια στιγμή εδώ και δύο χρόνια! Άμα τον δω δεν τον

γνωρίζω! Λένε πως είναι ένας ασχημομούτσουνος και κομπλεξάκιας...

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Α... Κι εγώ που δεν τον έχω δει ούτε μια φορά! Όσες φορές τον

ζήτησα στο γραφείο του, όλο μου λέγανε ότι είναι στον υπουργό... είναι στον

υπουργό... είναι στον υπουργό... Στο σημείο αυτό ο κ. Τρίκογλου, που μέχρι τώρα ά-

κουγε τα σημεία και τα τέρατα, παίρνει το λόγο έξαλλος.

73

— Σας παρακαλώ, κύριοι, νομίζω ότι με θίγετε! Για προσπαθήστε εσείς να βρείτε

καμιά φορά τον υπουργό στο γραφείο του... και τότε πείτε τις κακίες σας. Μήπως

νομίζετε ότι αυτός πατάει ποτέ του!

Οι δύο άλλοι τον κοιτάζουν απορημένοι.

— Κι εσείς πώς ξέρετε κύριε, τι κάνει ο δικός μας υπουργός;

Το λιπόβαρο ανθρωπάκι παίρνει ύφος και αυτοσυ-στήνεται:

— Δαμιανός Τρίκογλου, διευθυντής του Τμήματος Εκμετάλλευσης Ορυκτού

Πλούτου, του υπουργείου Βιομηχανικής Ανασυγκροτήσεως.

— Ω, μα κύριε διευθυντά! Κόκαλο οι άλλοι.

Μόνο κάτι ηχητικά εφέ από τη μηχανή του τρένου ακούγονται.

ΣΚΗΝΗ 42

— Έτοιμοι, πάμε...

ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ω, τι ευτυχής σύμπτωση, κύριε διευθυντά!

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Πω, πω... ε, βουνό με βουνό δε σμίγει, λοιπόν.

— Στοπ! Στοπ! Στοπ!


Ο σκηνοθέτης ξαναμπήγει τις φωνές.

— Θέλω περισσότερη άνεση και φυσικότητα. Γυρίζουμε απ' την αρχή την ίδια σκηνή.

Κλακέτα, έτοιμοι, πάμε! ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ω, τι ευτυχής σύμπτωση, κύριε διευθυντά!

ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Πω, πω... ε, βουνό με βουνό δε σμίγει, λοιπόν! Φέιντ άουτ.

74

Ποιος είναι ποιος

Καλή η ομορφιά. Και πρέπει να την προσέχει κανείς. Ιδίως όσοι και όσες δεν την

έχουν. Δηλαδή να περιποιούνται τον εαυτό τους και να μην τον εγκαταλείπουν στο

χρόνο που όλα θέλει να τα γερνά...

Αλλά εδώ το κακό έχει παραγίνει.

Υπάρχουν ένα σωρό τρόποι μαγικοί όχι απλώς, για να φροντίζει κανείς την όψη του,

τα κιλά του, την εν γένει εμφάνιση του, αλλά για να μεταμορφώνεται εντελώς και να

γίνεται άλλος άνθρωπος.

Δηλαδή... Γίνομαι πιο κατανοητός...

Είπαμε το μαύρο το μαλλί να το κάνει κάποια ξανθό... Κι έτσι όλες οι Ελληνίδες

νομίζουν ότι ξανθιές είναι ωραιότερες, με αποτέλεσμα λιγότερες καστανομάλλες και

μαυρομάλλες να κυκλοφορούν στην Ελλάδα απ' ότι στη Σκανδιναβία.

Τέλος πάντων... Μαλλί είναι αυτό. Βάφεται, ξεβάφεται ανάλογα με τα γούστα, τη

μόδα κτλ. Ε, άντε κι ένα λίφτινγκ είναι συγχωρητέο μετά τα δεύτερα «άντα». Αν κι εκεί

γίνεται κατάχρηση, γιατί υπάρχουν άτομα που έχουν κάνει τόσα λίφτινγκ που από το

τράβηγμα έχει ανέβει ο αφαλός τους στο μάτι...

Αλλά το κακό είναι άλλο...

Η πλήρης μεταμόρφωση! Δηλαδή αυτό που κάνουν ορισμένοι άνθρωποι, να

απαρνιούναι εντελώς την ίδια τους τη φάτσα και να την αλλάζουν και να γίνονται

αγνώριστοι.
Να, για παράδειγμα μια γνωστή μου.

Περπατούσα στο δρόμο αμέριμνος κι ακούω μια φωνή:

— Βασιλάκη... Βασιλάκη...

Κοιτάζω γύρω μου να δω ποιος με φωνάζει... Δε βλέπω κανένα γνωστό.

75

Λέω, άλλο Βασιλάκη θα φωνάζουν. Ξανά όμως η φωνή:

— Βασιλάκη... Βασιλάκη...

Γυρίζω πάλι και βλέπω μια άγνωστη γυναίκα να μου χαμογελά εγκάρδια και να μου

κάνει νόημα να σταματήσω.

— Μπα σε καλό σου, ρε Βασιλάκη, σταμάτα! Πέντε φορές σε φώναξα...

Έλα, Παναγία μου!

Ποια είναι αυτή η άγνωστη που με φωνάζει και μάλιστα με τόση οικειότητα!

Η άγνωστη γυναίκα μού χτύπησε την πλάτη.

— Γεια σου, ρε Βασιλάκη! Τι χαμπάρια; Στο σπίτι όλοι καλά!

Τα έχασα...

— Μια χαρά... Εσείς τι κάνετε, καλά;

— Τι εσείς, ρε Βασιλάκη, στον πληθυντικό το ρίξαμε τώρα;

Άρχισα να πιστεύω ότι πρόκειται για σύμπτωση και ότι με περνάει για κάποιον άλλον

Βασιλάκη/Ημουν σχεδόν βέβαιος περί αυτού, αλλά κράτησα τις επιφυλάξεις μου μην

κάνω καμιά γκάφα.

— Ξέρετε, κυρία μου, εγώ...

— Τι κυρία μου, ρε Βασιλάκη... Σε πείραξε η ζέστη! Δε με γνώρισες;

— Για να 'μαι ειλικρινής κάπου σας θυμάμαι... Κάτι μου λέει η φυσιογνωμία σας,

αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού ακριβώς σας γνωρίζω.

Η άγνωστη-γνωστή μου έσκασε στα γέλια.


— Η Ουρανία είμαι μωρέ!

— Η Ουρανία; Ποια Ουρανία;

— Η Μπραχαλοπούλου!

76

Ε, πρέπει να πρόκειται για διαβολική σύμπτωση...

— Ξέρετε, κυρία μου εγώ τυχαίνει να με λένε Βασιλάκη και να γνωρίζω μια Ουρανία

Μπραχαλοπούλου η οποία είναι και κουμπάρα μου αλλά είναι βέβαιο ότι

πρόκειται περί συνωνυμίας.

— Εγώ είμαι, ρε Βασιλάκη, η Ουρανία, η κουμπάρα σου...

Ε, εδώ πια πήγα να τρελαθώ!

— Αποκλείεται, κυρία μου, γιατί την κουμπάρα μου δυο μήνες μόνον έχω να τη δω

και τη γνωρίζω καλά...

— Μα αφού σου λέω εγώ είμαι, μωρέ...

— Κυρία μου, την κουμπάρα μου την Ουρανία, που σας λέω, τη γνωρίζω πολύ καλά

τη γυναίκα. Είναι και τέλος πάντων, κάτι χρόνια μεγαλύτερη σας... Έχει τις

ρυτιδούλες της, δηλαδή. Είναι σταφιδιασμένη πώς το λένε!

— Εγώ είμαι, ρε Βασιλάκη... Αλλά να, είπα να κάνω ένα λίφτινγκ... Μα τόσο πολύ

άλλαξα!

Έχε γούστο, να 'ναι αυτή...

— Και μ' ένα λίφτινγκ έγινες από παραγινομένος γιαρμάς, κοριτσόπουλο;

Αποκλείεται...

— Τώρα που είχα πάει έξω, Βασιλάκη μου, έκανα... δηλαδή... η αλήθεια είναι ότι

χρειάστηκαν δυο τρία τραβηγματάκια παραπάνω από ένα λίφτινγκ...

— Δηλαδή, επιμένεις ότι είσαι η Ουρανία, η κουμπάρα μου;

— Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.


— Μα η Ουρανία, η κουμπάρα μου, ήταν καστανομάλλα...

— Ε, τα 'βαψα, ρε Βασιλάκη. Χαράς το πράμα...

— Και τα μάτια; Τα μάτια της ήταν καστανά... Ενώ εσύ έχεις πράσινα μάτια!

— Σπουδαίο πράμα, ρε Βασιλάκη. Απλώς έχω βάλει κάτι ειδικούς φακούς επαφής

που αλλάζουν το χρώμα των ματιών... Δε μου πάνε τα πράσινα μάτια

περισσότερο;

77

Ε, τώρα τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι;

— Μα και τα άλλα χαρακτηριστικά...

— Ποια χαρακτηριστικά;

— Η μύτη... Εσύ είχες σουβλερή μύτη... Σαν κάνουλα ήτανε.

— Ε, καλά... Χαράς το πράμα... Έκανα μια πλαστικούλα εκεί πέρα και να 'μαι με την

καινούργια μύτη, που δεν είναι πια σαν κάνουλα.

— Και... και τα στήθη... Θυμάμαι... που... τέλος πάντων.

— Ε, Βασιλάκη μου, σήμερα τα πάντα γίνονται! Δεν το ξέρεις ότι υπάρχουνε ειδικοί

οίκοι, για να μικραίνουν ή να μεγαλώνουν το στήθος... 'Ο,τι θες γίνεται σήμερα,

Βασιλάκη μου!

— Και τα χείλη... Ήταν διαφορετικά... Και το σαγόνι...

— Ε, χαράς το πράμα, βρε Βασιλάκη... Τώρα πια υπάρχουνε τα κολαγόνα, έτσι τα

λένε, που διορθώνεται κάποια ατέλεια, αν υπάρχει.

— Έλα, Παναγία μου!

Τελικά να δείτε που αυτή η άγνωστη, η μάλλον η αγνώριστη, είναι η Ουρανία, η

κουμπάρα μου.

Δυο μήνες μοναχά είχα να τη δω κι αυτή είχε μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο.

Και τι δεν είχε κάνει! Και τι δεν είχε αλλάξει επάνω της.
— Μωρέ Ουρανία...

— Τι;

— Εσύ ξαναμπήκες στην κοιλιά της μάνας σου και ξαναβγήκες καινούργια!

Στο λαιμό σιδέρωμα, στο σαγόνι μετατόπιση, στη μύτη πλαστική, στα μάτια αλλαγή

χρώματος, μια ντουζίνα λίφτινγκ, δεν άφησε και τίποτα.

Κάτι βαθείς καθαρισμούς με ενυδατώσεις και αναπλάσεις κυττάρων (πήλινγκ), κάτι

αναστηλώσεις στήθους και τα λοιπά... κάτι αποτριχώσεις...

Τελικά, όντως, ήταν η Ουρανία, η κουμπάρα μου, που έχω να τη δω πριν δυο μήνες.

78

Για να την πιστέψω, μάλιστα, μου 'δειξε και την ταυτότητα της.

79

Το κόλπο με την προσευχή

Δε θυμάμαι πόσα χρόνια, ο αμαρτωλός, έχω να κάνω προσευχή. Σίγουρα όμως

πολλά. Πάρα πολλά. Ίσως τόσα χρόνια, όσα ακριβώς χρειάζονται, για να γίνει κανείς

από αγνό κι αφελές παιδί, ένας αδιάφορος και χοντρόπετσος μεγάλος.

Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, γονάτιζα πάνω στο κρεβάτι

μου, ένωνα τις παλάμες μου, τις έφερνα κάτω απ' το σαγόνι μου κι απαριθμούσα στον

Ύψιστο τα ταπεινά αιτήματα μου...

— Θεούλη μου, σε παρακαλώ να έχεις καλά τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τη μικρή

μας την μπεμπούλα κι εμένα...

Μόλις τέλειωνα με τα στερεότυπα και εξασφάλιζα τη μακροημέρευση των οικείων

μου, χαμογελούσα, έπαιρνα ένα ύφος πιο παρακλητικό, αλλά και ναζιάρικο μαζί, για

να γίνομαι πιο συμπαθής στις Ανώτερες Δυνάμεις και ζητούσα κάποιο ηλεκτρονικό

τρενάκι, κάποιο κουρδιστό αυτοκινητάκι ή ακόμα, με την ελπίδα να βρω το Θεό στα

μεγάλα κέφια του, κάποιο ποδήλατο σιέλ με ασημί ρίγες.


— Καλέ μου Θεούλη, Εσύ που αγαπάς τα παιδάκια και τους δίνεις ό,τι σού ζητούν,

κάνε τον μπαμπά μου να μου αγοράσει μια στολή καουμπόυ ή έστω κάνε το θείο

μου ή τη νονά μου να μου πάρει κείνη τη «μονόπολη», που από πέρυσι σου τη

ζητάω.

Και χαμογελούσα ακόμα πιο πολύ και σούφρωνα τα χείλη δήθεν με παράπονο, για

να καλοπιάσω το Μεγαλο-δύναμο.

Εκείνος όμως φαίνεται πως είχε τόσες άλλες θείες σκοτούρες, ώστε δεν προλάβαινε

να ικανοποιήσει τα δικά μου αιτήματα.

Γι' αυτό και ‘γω μετά είχα εφεύρει την εξής πονηριά: Το ένα βράδυ προσευχόμουν

στο Θεό και ζητούσα ποδήλατο. Το άλλο βράδυ προσευχόμουν στο Χριστούλη και

ζητούσα το κουρδιστό αυτοκινητάκι. Το άλλο βράδυ στην Παναγίτσα, για το τρενάκι.

80

Κι έτσι, ό,τι έπιανε. Πολλαπλασίαζα τις ελπίδες μου, ώσπου τελικά τα αποκτούσα

όλα και άρχιζα μετά να ζητάω άλλα κι άλλα κι άλλα... σε σημείο που οι Ανώτερες Δυ-

νάμεις εξαντλούσαν την υπομονή τους μ' όλη αυτή την απληστία μου και πρόσταζαν

τον πατέρα μου να με περιλάβει στο ξύλο και να με κάνει μαύρο.

— Θα τολμήσεις να ξαναγκρινιάξεις άλλη φορά, ρε τρίβολε; με ρωτούσε απειλητικός

ο πατέρας μου κι η τρομερή δερμάτινη ζώνη του ήταν έτοιμη να ξανασφυρίξει

απαίσια στον αέρα, καθώς θά πεφτε στα ψαχνά μου.

— Όχι, καλέ μου πατερούλη, ήμαρτον! κλαψούριζα εγώ.

Και το ίδιο βράδυ έλεγα στην προσευχή μου διάφορα αστεία απ' το σχολείο μου, για

να διώξω το θυμό του Με-γαλοδύναμου και να ξανακερδίσω την εύνοια του.

Στις προσευχές μου, ποτέ δεν παρέλειπα να «μπαλώνω» και κάποιες αμαρτίες που

έκανα, επικαλούμενος δικαιολογίες που πολλές φορές τις κατασκεύαζα από το με-

σημέρι, για να τις πω το βράδυ.


— Θεούλη μου, συγχώρεσε με, που έσκασα το τόπι του Μιχαλάκη, αλλά δεν έφταιγα

εγώ. Ο σατανάς έβαλε το Βασιλάκη να πει στον Αντωνάκη να μου δώσει εμένα το

σουγιαδάκι, που είχε ο Δημητράκης και να με παρασύρουν να σκάσω το τόπι του

Μιχαλάκη.

Κι ο καλός Θεούλης φαίνεται να με συγχωρούσε αμέσως, γιατί την άλλη μέρα

μούστελνε το Μιχαλάκη με καινούργιο τόπι.

Αλλά και για τις ζημιές που έκανα, πάντα έβαζα και το Θεούλη στο κόλπο...

— Καλέ μου Θεούλη, φύλαγε τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τη μικρή μας την

μπεμπούλα και συγχωρά με για πρώτη και τελευταία φορά για το τζάμι του κυρ-

Αργύρη. Εγώ έπαιζα με το πεταχτήρι και μόνη της τινάχτηκε η πέτρα κι έσπασε το

τζάμι. Βοήθησε, Θεούλη μου, τον κυρ-Αργύρη, που είναι γεράκος να αποκτήσει

ένα καινούριο τζάμι, για να μην κρυώνει το χειμώνα και να μη μάθει ότι εγώ

έκανα τη ζημιά!...

81

Σε κάτι τέτοια όμως ο Ύψιστος δε μου τη χάριζε πάντα. Την άλλη μέρα έστελνε τον,

κυρ-Αργύρη στον πατέρα μου, που πλήρωνε το τζάμι κι ύστερα μούριχνε το ξύλο της

χρονιάς μου.

* * *

Δε θυμάμαι πόσα χρόνια, ο αμαρτωλός, έχω να κάνω προσευχή. Σίγουρα όμως

πολλά. Πάρα πολλά. Ίσως τόσα χρόνια, όσα ακριβώς με χωρίζουν απ' τη μικρή μου τη

φίλη τη Λιλίκα, που προ ημερών έστησα αυτί και κρυφάκουσα όλα όσα είπε στην

προσευχούλα του το τετραπέρατο εξάχρονο τριβολάκι.

Πόσο όμορφα ένιωσα, όταν είπε και για μένα!

— Θεούλη μου, να μούχεις πάντα καλά τον θείο μου, το* Βρασίδα, που τον αγαπώ

τόσο πολύ.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια τρομερή σιγουριά και βεβαιότητα. Λες κι ο

Παντελεήμων άκουσε τη μικρή Λιλίκα κι άπλωσε αμέσως το χέρι του προστατευτικά

επάνω μου.

Μετά άκουσα τη Λιλίκα που ζήτησε κάτι παιχνιδάκια.

Τρομάρα μου, το χρυσό μου.

— Θεούλη μου, κάνε το θείο μου, το Βρασίδα, να μου αγοράσει κείνη την κουκλίτσα,

που διαφημίζει η τηλεόραση.

Ε, καλά, μετά, μάλιστα, κι απ' το προηγούμενο, που προσευχήθηκε για την υγεία

μου, τώρα ποιος μ' έπιανε!!!

Την άλλη μέρα, πρώτη μου δουλειά ήταν ν' αγοράσω την κούκλα της Λιλίκας.

Και το μεσημέρι...

— Λιλίκα μου, χθες το βράδυ είδα ένα περίεργο και πολύ όμορφο όνειρο. Ένας

ωραίος κάτασπρος άγγελος ήρθε και μου είπε να σου πάρω αυτή την κουκλίτσα.

82

Αυτά της είπα, καθώς της έδινα το καλοτυλιγμένο πακετάκι.

Η Λιλίκα με τύλιξε στα χέρια της και με φίλησε τρισευτυχισμένη.

Ένιωσα μια απέραντη χαρά, που απ' τη μια ικανοποιούσα την επιθυμία του παιδιού

κι απ' την άλλη συντελούσα σε κάτι πολύ σημαντικό: Τόνωνα την εμπιστοσύνη της

Λιλίκας προς τον Πανάγαθο.

Αλλά είναι πραγματική ευτυχία να φιλοξενούμαι στο σπίτι της Λιλίκας και μάλιστα

στο διπλανό δωμάτιο. Κι απ' την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της να φτάνει η γλυκιά

φωνούλα αυτού του τρυφερού πλάσματος τη στιγμή που προσεύχεται.

Δεν ξέρω, ίσως είναι αμαρτία, αλλά το ίδιο βράδυ ξαναέστησα αυτί και

κρυφάκουσα. Αν κι ευτυχώς δηλαδή, η Λιλίκα προσεύχεται τόσο δυνατά που και πάλι

δε θα χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να κρυφακούω.


— Καλέ μου θεούλη, δεν ξέρω πώς να σ' ευχαριστήσω που έχεις το θείο μου το

Βρασίδα καλά. Κάνε να πηγαίνουν οι δουλειές του υπέροχα και όλα να του τα

φέρνεις δεξιά, για να είναι πάντα ευτυχισμένος και να μπορέσει να μου αγοράσει

κι εκείνες τις κόκκινες μπότες που είδα με τη μαμά στη βιτρίνα του «Μπέιμπι

σοπ» στην οδό Μητροπόλεως 287, ακριβώς δίπλα απ' το πολυκατάστημα «Έβρυ

μπόντυ»...

Στο άκουσμα αυτών των νέων παρακλήσεων του αγνού παιδιού μού σκιστήκανε τα

μέσα μου.

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί δεν είχε ανοίξει ακόμα ο καταστηματάρχης κι εγώ έκοβα

βόλτες απέξω.

Και νάμαι πάλι στην αγκαλιά της τρισευτυχισμένης Λιλίκας, τρισευτυχισμένος κι

εγώ.

Κι όσες μέρες φιλοξενήθηκα στο σπίτι της, κάθε βράδυ άκουγα τις παρακλήσεις της

Λιλίκας προς τον Ύψιστο και το πρωί έτρεχα.

83

Μια τσάντα, η κούκλα που μιλάει, η κούκλα που γελάει, η κούκλα που ξύνεται, η

κούκλα που ανακλαδίζεται, ό,τι ήθελε το παιδί, ό,τι ήθελε το αγνό αυτό αγγελουδάκι.

Με τα πολλά, ένα μεσημέρι που η Λιλίκα έπαιζε στον κήπο, μου λέει ο πατέρας της

και η μητέρα της ό,τι έχει γίνει σκάνδαλο πια και την κακομαθαίνω τη μικρή με το να

μην της χαλάω χατήρι.

— Σ' έχει βρει λίγο μπόσικο και σου ζητάει ό,τι της κατέβει στο κεφάλι, μου λέει ο

πατέρας της.

— Απορώ με το θράσος της να σου ζητάει κάθε μέρα και άλλο πράγμα, μου λέει η

μητέρα της.

— Α! Όλα κι όλα ως εδώ και μη παρέκει. Την κατηγορείτε πολύ άδικα! Η Λιλίκα δε
μου ζήτησε ποτέ και τίποτα. Μόνος μου της τα παίρνω.

— Δε σου ζήτησε τίποτα; απόρησαν οι γονείς της.

— Απολύτως!

Και για να τους πείσω, μάλιστα, απεκάλυψα το μεγάλο μου μυστικό.

— Συμβαίνει κάτι πανέμορφο... Κάτι συγκλονιστικό. Που δεν το χωράει ο νους σας,

τους είπα.

— Δηλαδή; ρώτησαν κι οι δυο έκπληκτοι. Άρχισα να τους λέω τις λεπτομέρειες.

— Κάθε βράδυ, η Λιλίκα, στην προσευχούλα της...

— Α, το παλιοθήλυκο! με διέκοψε η μαμά της.

— Θα της μαδήσω το μαλλί τρίχα-τρίχα! συμπλήρωσε ο μπαμπάς της.

— Μα σταθείτε! Δεν ακούσατε τι θέλω να πω! Ο μπαμπάς της έγινε έξαλλος!

— Το κόλπο με την προσευχή... Άσε μη μας πεις τίποτα! Την έχουμε πατήσει με τον

ίδιο τρόπο κι εμείς κι όσοι συγγενείς περάσανε από δω μέσα.

— Το κόλπο με την προσευχή; ρώτησα έκπληκτος.

— Το κόλπο... Όπως τ' ακούς! Πρόκειται για μια καλοστημένη θεατρική παράσταση.

Τώρα πλέον άρχισα να καταλαβαίνω!

Έμεινα για λίγα λεπτά άναυδος.

84

— Ώστε λοιπόν...

Μόλις συνήλθα, ένιωσα να με εγκαταλείπει εκείνη η ασφάλεια και βεβαιότητα, λες

κι ο Πανάγαθος απέσυρε ξαφνικά το χέρι του, που είχε απλώσει προστατευτικά επάνω

μου.

Από τον κήπο ερχόντουσαν οι χαρούμενες φωνούλες της Λιλίκας που έπαιζε

πανευτυχής με τις αμέτρητες κούκλες της.

Θεέ και Κύριε...


85

Μια αληθινή Οδύσσεια

— Άντε και καλό χειμώνα!

— Ευχαριστούμε... Ευχαριστούμε, επίσης. Μπουλούκια-μπουλούκια επιστρέφει ο

κοσμάκης απ' τις διακοπές του.

— Καλό χειμώνα!

— Να 'οτε καλά και του χρόνου.

Κάποιες κρυόπλαστες ευχές δίνουν και παίρνουν. Και στη συνέχεια ατέλειωτη

φλυαρία για τις εντυπώσεις. Εντυπώσεις για καταγάλανες θάλασσες, μαγευτικά

ακρογιάλια, ρομαντικούς περιπάτους, ειδυλλιακά δειλινά και μπριζόλες στα κάρβουνα.

— Εσείς πώς τα περάσατε στις διακοπές σας;

Η ερώτηση βουίζει στ' αυτιά μου, με το που μπαίνω στο γραφείο μου.

Πώς τα πέρασα; Η καρδιά μου το ξέρει! Διακοπές ήταν αυτές ή Οδύσσεια;

Ευτυχώς, δηλαδή, που διέκοψα την άδεια μου και έτσι ξεκουράστηκα λιγάκι ο

άνθρωπος. Γιατί οι διακοπές -εγώ το λέω και το υπογράφω κι ας με πείτε παράλογο και

ιδιότροπο- για μερικούς βγαίνουν διακοπές και για τους πιο πολλούς δεν είναι τίποτα

άλλο παρά μια αδυσώπητη ταλαιπωρία.

— Άντε και καλό χειμώνα!

— Ευχαριστώ, επίσης... Και καλή σαρακοστή!

* * *

Τι διακοπές ήταν κι αυτές που έκανα φέτος! Αν αυτές, δηλαδή, λέγονται διακοπές,

η συμφορά πώς θα πρέπει να λέγεται;

Βέβαια, δε φταίει άλλος! Το ξερό μου το κεφάλι φταίει που άκουσα κείνον το μην

πω, τον Αντωνάκη, που 'χουμε στο γραφείο. Τον άκουσα και καλά τα 'παθα.

Με είχε φάει ο Αντωνάκης:


86

— Να πάρουμε τις γυναίκες μας και να πάμε στα νησιά με το σκάφος μου!

Δεν ήξερα ότι ο Αντωνάκης είχε και σκάφος.

— Κι από πότε, ρε Αντωνάκη, μοστράρεις και κότερο; τον ρώτησα.

— Έλα, καημένε, σπουδαία τα λάχανα! Του πεθερού μου, ήτανε το σκάφος και μου

το 'δωσε, είπε δήθεν με μετριοφροσύνη ο Αντωνάκης, αλλά καμάρωνε με ύφος

μεγαλοεφοπλιστή.

Μου 'φαγε, το λοιπόν, το κεφάλι ο Αντωνάκης με το σκάφος και το σκάφος, και το

σκάφος, από το Πάσχα είχε που μ' έψηνε, ε, μέχρι το καλοκαίρι πια με είχε πείσει.

Και πήραμε τις άδειες μας, λοιπόν, μαζί και νάμαστε έτοιμοι για τη μεγάλη μας

κρουαζιέρα. Έτοιμοι να οργώσουμε τις θάλασσες.

Α, ρε Αντωνάκη! Πανάθεμά σε θα στο φυλάω για όλη μου τη ζωή το χουνέρι, που

τράβηξα εξαιτίας σου.

Καθώς πηγαίναμε, λοιπόν, την πρώτη μέρα για να επιβιβαστούμε στο σκάφος...

— Αλήθεια, πώς το λένε το κότερο σου, Αντωνάκη;

— Τιτανικός.

— Τιτανικός; ρώτησα έκπληκτος.

— Ναι, γιατί παράξενο σού φαίνεται;

— Υπάρχει καμιά συγγένεια ή απλή συνωνυμία με το γνωστό υπερωκεάνειο;

— Συνωνυμία απλώς!

— Α! είπα κι εγώ!...

Τότε, λοιπόν, θυμήθηκα να τον ρωτήσω τον Αντωνάκη στα σοβαρά.

— Και καλά, μπορείς μόνος σου και το καταφέρνεις;

— Δηλαδή;
— Λέω, μπορείς και το οδηγείς μόνος σου ολόκληρο σκάφος.

87

— Ε, καλά τώρα. Για μένα είναι παιχνιδάκι. Καμάρωνε ο Αντωνάκης, καμάρωνε κι η

Αριστέα, η γυναίκα του, έτριβα τα χέρια μου εγώ για την ευκαιριάρα να πάει η

χάρη μου κρουαζιέρα με κότερο.

Και όλα μέχρις εδώ καλά.

Όταν όμως αντίκρισα το πλεούμενο, εκεί ήταν που τα χρειάστηκα.

— Ρε Αντωνάκη, αυτό είναι το σκάφος; Αυτό είναι σκάφη για μπουγάδα.

— Ναι! γιατί δε σου γεμίζει το μάτι;

— Και μ' αυτό θα πάμε κρουαζιέρα; Ούτε για γρι-γρι δεν κάνει...

— Πού ξέρεις εσύ, καημένε, από πλοία! είπε ο Αντωνάκης και ατένισε τον

«Τιτανικό» με δέος, λες κι έβλεπε μπροστά του κάνα ποντοπόρο πλεούμενο.

Άντε, λοιπόν, καλές διακοπές, καλή κρουαζιέρα, ο Άγιος Νικόλαος, βοήθεια μας,

κάναμε το σταυρό μας και «βίρα τις άγκυρες», τι άγκυρες, δηλαδή, μια αγκυρούλα σαν

αγκίστρι σε πετονιά ήτανε, «φουλ οι μηχανές» -χαρά στις μηχανές- ένα εργαλείο που

έκανε σαν μοτοσακό- και πρόσω ολοταχώς...

Λάδι ήταν η θάλασσα στο λιμάνι, όταν ξεκινήσαμε, πού να μου πάει το μυαλό για το

τι μας περίμενε μετά...

Γκρ... γκρ... γκρ... αγκομαχούσε το θαλάσσιο μοτοσακό και τρόμαζε τα καημένα τα

ψάρια και μας μούτζωνε ο Ποσειδώνας, αγανακτισμένος με το θράσος μας, που μπή-

καμε στο απέραντο υγρό βασίλειο του καβάλα σ' αυτήν την παρωδία σκάφους.

Ο Αντωνάκης πέταγε στα σύννεφα. Νόμιζε τον εαυτό του για ένα νέο Κουστώ, που

έτρωγε την αλμύρα με το κουτάλι της σούπας!

Και δώστου γκρ... γκρ, γκρ, αγκομαχούσε ο καημε-νούλης ο «Τιτανικός» και «Πρόσω

ολοταχώς» μέχρι που χάθηκε η στεριά από τα μάτια μας και τότε άρχισα να σκέφτομαι
το πόσο παράτολμα είχα φερθεί. Ημερολόγιο Καταστρώματος:

88

Τις πρώτες τρεις ώρες κάθομαι σκυφτός στην πρύμνη και σκέφτομαι πόσο γελοίος

είμαι, που έσπευσα να αγοράσω άσπρα ρούχα και ναυτικό καπέλο, για να φαντάζω στο

κότερο που δεν ήταν κότερο, αλλά ένας εξογκωμένος κουβάς με προπέλα.

Η Παναγία ας βάλει το χεράκι της, τουλάχιστον, μη μας φάνε τα ψάρια! Μ' αυτόν το

σκυλοπνίχτη!

Και γκρ, γκρ, γκρ...

Ανοιχτήκαμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο και γκρ... γκρ... γκρ... «πρόσω ολοταχώς»,

σίγουρα γελόγανε κι οι μαρίδες με το χάλι μας.

Πρώτο βράδυ.

Κοιμάμαι έχοντας από πάνω μου τα 110 κιλά της αγαπητής συζύγου μου, της

Ευριδίκης, με το θόρυβο της μηχανής λες και μαρσάρει καμικάζι στ' αυτί μου και το

ροχαλητό της Αριοτέας, της γυναίκας του Αντωνάκη.

Δηλαδή, μιλάμε για 500 και βάλε ντεσιμπέλ. Όχι ψέματα!

Η καμπίνα είναι μια τρύπα με δυο καθίσματα της κακιάς ώρας, που μόλις χωράμε

τσουβαλιασμένοι οι τρεις μας, σαν σαρδέλες.

Βλέπω στον ύπνο μου έναν φοβερό εφιάλτη. Ότι αγόρασα ένα γάιδαρο και με

τσίνισε και με κυνηγούσε ένα τρακτέρ... δε θυμάμαι ακριβώς. Πάντως, παράδοξα

πράματα.

Ξαφνικά, αισθάνομαι ένα τρομερό ταρακούνημα!

— Παναγιά μου, θα πέσαμε σε τυφώνα, λέω και τινάζομαι όρθιος. Και τελικά ήταν

η Ευρυδίκη που άλλαζε πλευρό ή καλύτερα θα έλεγα «βουνοπλαγιά», γιατί η

Ευρυδίκη είναι σαν τον Όλυμπο, όταν κάνει δίαιτα!

Και μέχρις εδώ όλα κακά στραβά κι ανάποδα, αλλά τουλάχιστον ακίνδυνα.
Η μόνη στεριά που βλέπαμε πια ήταν τ' αστέρια.

89

— Αμάν! Ακούω τη φωνή του Αντωνάκη.

Πετάγομαι, τρέχω.

— Τι συμβαίνει, καπετάνιε; τον ρωτάω.

— Φτου να πάρει η οργή.

— Τι είναι, μωρέ;

— Χάλασε η πυξίδα!

— Αμάν! λέω κι εγώ!

Βγαίνει μισοκοιμισμένη απ' το κιβώτιο, που ο Αντωνάκης επέμενε να το λέει

καμπίνα, η Ευρυδίκη. Μου λέει στ' αυτί:

— Θέλω...

— Αντωνάκη, υπάρχει τουαλέτα; ρωτάω εγώ.

— Όχι, δεν έχουμε. Το σκάφος είναι παλαιό μοντέλο και τότε δε βάζανε...

— Παλαιά, δηλαδή, δεν έκανε πιπί του ο κόσμος, ρε Αντωνάκη.

Η Ευρυδίκη με κοιτάζει και δαγκώνεται.

— Δεν κρατιέμαι! μου λέει.

— Ε, κι εγώ τι θες να σου κάνω; Πάρε το καπέλο του Αντωνάκη που το παίζει

καπετάνιος και κάνε τη δουλειά σου.

Τελικά, πώς βολεύτηκε το πράμα; Στη θάλασσα!

Εγώ κράταγα την Ευρυδίκη που είχε βγει η μισή εκτός σκάφους και... εντάξει. Αλλά

αν αυτό γινόταν κάθε φορά, θα μου πέφτανε τα νεφρά, γιατί πού να κρατάς ολόκληρη

Ευρυδίκη μη σου πέσει στη θάλασσα... Άστα... καλύτερα να μην τα θυμάμαι.

Μέσα στην όλη ταραχή μου έχω και τον Αντωνάκη, που μου δείχνει τον ουρανό και

μου λέει:
— Η μεγάλη άρκτος ποια είναι;

90

— Ρε, Αντωνάκη, με τον ουρανό χαζεύεις;

— Προσπαθώ να προσανατολιστώ.

— Αμάν. Και με τ' άστρα σαν τις τριήρεις του Αρταξέρξη, μωρέ;

— Και τι να κάνω;

— Ρώτα με τον ασύρματο το Λιμενικό, την πυροσβεστική, ξέρω εγώ, οποιονδήποτε!

— Δεν έχουμε ασύρματο! Έμεινα:

— Πώς; τι; ε; Πού; α;

Αχ, Αντωνάκη, που μου γλίτωσες και δε σ' έπνιξα, ένας Θεός ξέρει.

Και γκρ... γκρ... γκρ... ο «Τιτανικός» του Αντωνάκη, για να μην τα πολυλογώ, με το

πρώτο κυματάκι αρχίζει ένα ταρακούνημα, που μας κόλλησε η καρδιά στην πλάτη, τις

γυναίκες τις έπιασε ναυτία, στιγμές πανικού, υστερίας, ένας καρχαρίας μάς έλειπε, να

μας χλαπακιάσει εκεί πέρα να σταματήσουνε τα βάσανα μας. Αλλά πού τέτοια τύχη!

Και γκρ... γκρ... γκρ... ξαφνικά ακούγεται ένα γκουπ και γινόμαστε όλοι ένα κουβάρι.

Βρέθηκα να πατάω την κοιλιά της Αριστέας, η Ευρυδίκη να κάθεται πάνω στο κεφάλι

μου κι ο Αντωνάκης πάνω στην κοιλιά μου.

— Τι ήταν, ρε παιδιά; Σε νάρκη πέσαμε;

Ύφαλος! Μάλιστα, αγαπητοί μου. Ύφαλος! Φαντάζεστε τι επακολούθησε;

Η Ευρυδίκη άρχισε να τάζει σ' όλους τους Αγίους χρυσά, ασημένια...

— Κάνε και λίγο κράτη, ρε Ευρυδίκη. Τάξε και καμιά λαμπάδα, γιατί έτσι και βγούμε

από δω μέσα θα πουλήσουμε το σπίτι μας και πάλι δε θα μας φτάσει, για να

εκπληρώσεις τα τάματα!

Σ' όλο τον πανικό, προστέθηκαν οι έξαλλες φωνές του Αντωνάκη.

— Η μηχανή σταμάτησε! Δεν παίρνει μπροστά. Άγιε Νικόλα μου θαυματουργέ, τι


ήταν αυτό πάλι!

— Και τώρα τι θα κάνουμε; Άλλη τραγωδία.

91

Ανάψαμε ένα κλεφτοφάναρο και κράτα ο ένας από δω, βάστα ο άλλος από κει, μας

λυπήθηκε κι η Μεγαλόχαρη κι η μηχανή ύστερα από τρεις ώρες πάλεμα έκανε κάτι

δειλά γκρ... γκρ... γκρ... και πήρε μπροστά...

Γκρ... γκρ... γκρ...

— Πάμε πίσω, γυρίζουμε... είπα στον Αντωνάκη που με κοίταξε σαν βρεγμένη γάτα.

Τι να γυρίσουμε όμως; Εύκολο ήταν τώρα πια; Ο γυναικείος πληθυσμός, ούρλιαζε!

— Το σκάφος μπάζει νερά!

— Μπάζει νερά!

Εδώ ήταν που έπαθα αμόκ.

Αγκαλιαστήκαμε με την Ευρυδίκη, φιληθήκαμε, της ζήτησα συγγνώμη, αν τη

στεναχωρούσα πού και πού στη διάρκεια του έγγαμου βίου μας, κι αρχίσαμε να

ψάλλουμε το «Σώσον, κύριε, τον λαόν σου».

Ο Αντωνάκης φώναζε έξαλλος!

— Αριστέα, τις φωτοβολίδες που σου έδωσα να κρατάς όταν ξεκινήσαμε, πού τις

έβαλες;

Η Αριστέα σπάραξε.

— Τις ξέχασα στη σιφονιέρα!

Κι εμείς εκεί... «Σώσον, κύριε, τον λαόν σου». Κι όλο έμπαζε νερά το κονσερβοκούτι.

Κι είπε ο Αντωνάκης:

— Πρέπει να ρίξουμε στη θάλασσα το περιττό βάρος!

— Ποιο περιττό βάρος, ρε Αντωνάκη; Εδώ πάνω είμαστε εμείς κι εμείς. Εκτός κι αν

εννοείς κάποιον από μας!


Ο Αντωνάκης έσκυψε ένοχα το κεφάλι. Ω, Θεέ μου. Ώστε, λοιπόν, αυτό εννούσε!

92

— Ε, ας ρίξουμε την Αριστέα, που είναι κι η πιο βαριά, είπα εγώ!

Τσίριξε η Αριστέα.

— Βοήθεια! Εγώ ποτέ!

— Να ρίξουμε την Ευρυδίκη, είπε ο Αντωνάκης. Γιατί αυτή είναι η πιο χοντρή.

— Και γιατί δεν πέφτεις εσύ, που είσαι βαρυκόκαλος; Αρπαχτήκαμε όλοι μεταξύ μας

κι ο ένας έσπρωχνε τον άλλον να τον ρίξει στη θάλασσα. Σκηνές απερίγραπτα

τρομερές. Και τότε...

— Ξύπνα, ξύπνα! ακούω τη φωνή της Ευρυδίκης. Τινάχτηκα και είδα ότι είχα τυλιχτεί

με το σεντόνι.

— Τι συμβαίνει κι έχεις τόσο ανήσυχο ύπνο; με ρώτησε η Ευρυδίκη.

Έκανα μερικά λεπτά να συνέλθω. Ώστε όλα αυτά, λοιπόν, ήταν ένας τρομερός εφιάλ-

της;

— Τι ώρα είναι; είπα.

— Εξίμισι. Έλα... σύνελθε... Κάποιο κακό όνειρο ήτανε. Σε λίγο θάρθει κι ο Αντώνης

με την Αριστέα να μας πάρουν.

— Για τι πράγμα;

— Ξεχνάς; από σήμερα αρχίζει η άδεια σου και πάμε κρουαζιέρα με το σκάφος του

φίλου σου του Αντωνάκη.

— Ορίστε; Μωρέ εγώ δεν πάω πουθενά! Δεν το κουνάω χιλιοστό απ' το σπιτάκι μου.

Ούτε βήμα!

Αμέ τι; Για περιπέτειες είμαστε τώρα;

93

Οι νύχτες του τρελού


Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.

Οι συνάδελφοι, άλλοι μόνοι, άλλοι παρέες-παρέες έφευγαν γρήγορα πετώντας ένα

βιαστικό «καληνύχτα» κι έτρεχαν να προλάβουν, ανάλογα με τις κράσεις και τα γούστα

τους, μερικοί την μπαμπακάτη αγκάλη του Μορφέα κι άλλοι κάποιες ξελογιασμένες

στιγμές της νύχτας, απ' αυτές που προσφέρει εν αφθονία το μεταμεσονύχτιο κλεινόν

άστυ και στις οποίες, κατά κοινή ομολογία, οι δημοσιογράφοι, δείχνουν μεγίστη ροπή.

Τα μέχρι πριν λίγες στιγμές πολύβουα γραφεία της εφημερίδας «Ο Ειλικρινής λόγος»

άρχισαν ν' αδειάζουν και μια παράξενη, μυστήρια ησυχία απλωνόταν απ' άκρη σ' άκρη.

Λίγη μόλις ώρα νωρίτερα, τα γραφεία των συντακτών ήταν ένα απερίγραπτο

φρενοκομείο, όπου μέσα σ' όλη τη φωνή και την αντάρα οργίαζαν τα τηλέφωνα, οι

γραφομηχανές πετάγανε φωτιές, ο αρχισυντάκτης ωρυόταν, τα τηλέτυπα

πολυβολούσαν με αμέτρητες ριπές ντεσιμπέλ, πανδαιμόνιο, δημοσιογράφοι που

τρέχανε έξαλλοι πέρα-δώθε, φωνές, βιασύνη, κακό, μια εικόνα που όποιος μη

εφημερηδίσιος την έβλεπε, θα νόμιζε ότι σ' όλο αυτό το θεότρελο μελίσσι συμβαίνει

κάτι το απερίγραπτα ασυνήθιστο και συγκλονιστικό. Και όμως είναι η πιο καθημερινή

ρουτινιάρικη και συνηθισμένη εικόνα για τους δημοσιογράφους. Η μαγική ζωή της

εφημερίδας.

Πιο καθυστερημένος, έφυγε ένας παλαίμαχος αστυνομικός ρεπόρτερ.

— Καληνύχτα! Αντιλήφθηκα ότι τα γραφεία της εφημερίδας είχαν αδειάσει εντελώς

κι ήμουν ο μόνος που είχα απομείνει εκεί μέσα.

Μια απέραντη ησυχία είχε πια απλωθεί. Εκεί που πριν λίγη ώρα δε θα άκουγα

κανονιά, αν έπεφτε, τώρα άκουγα μονάχα τη γρήγορη ανάσα μου.

Στ' αυτιά μου ένιωθα ακόμα και κάτι απ' όλο εκείνο το βουητό.

94

Καθόμουν στο γραφείο μου, είχα στερεώσει το κεφάλι μου στα δυο μου χέρια, όπως
συνηθίζω πάντα, όταν θέλω να συγκεντρωθώ, για να γράψω κάτι πολύ σοβαρό. Το

μυαλό μου κάλπαζε χωρίς προορισμό.

Κάποια στιγμή σαν να ξύπνησα από βαθύ λήθαργο, γύρισα το κεφάλι μου πέρα-

δώθε κι αναζήτησα τους άλλους συναδέλφους μου, τη φασαρία, τον πανζουρλισμό των

γραφείων.

Κοίταξα το ρολόι μου.

Δύο παρά είκοσι.

Απ' το υπόγειο του παμπάλαιου κτιρίου έφθανε μια μονάχα πνοούλα απ' το

λυσσαλαίο μουγκρητό του ταχυπιεστηρίου.

Δεν ένιωθα καθόλου μα καθόλου την περιέργεια να πάρω να διαβάσω το καινούριο

φύλλο.

Εξάλλου, τι σημασία θα είχε τώρα πια.

Εγώ την είχα πάρει πλέον την απόφαση μου και τίποτα δε θα με σταματούσε.

Άναψα τσιγάρο.

Σίγουρα ο πόνος που ένιωθα στο κεφάλι οφειλόταν σε πονοκέφαλο και ο πόνος του

στομαχιού σε στομαχόπονο.

Έριξα μια εξερευνητική ματιά γύρω μου σαν να έβλεπα το χώρο ή για πρώτη ή για

τελευταία φορά.

Βέβαια, αποκλείεται να ήταν η πρώτη φορά. Αυτό το χώρο, τα εικοοιένα τελευταία

χρόνια τον έβλεπα καθημερινά.

Ήταν όμως η τελευταία! Ναι!

Το πήρα απόφαση. Ως εδώ.

95

Δε με σταματάει τίποτα, μα τίποτα.

Πέρασα γρήγορα μια άσπρη κόλλα στη γραφομηχανή, κι ευθύς η γραφομηχανή


κροτάλισε.

Ναι, ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι σκέτη τρέλα, αλλά θα το κάνω. Τίποτα δε θα μ'

εμποδίσει... Αρκετά ως εδώ.

Τα δάχτυλα μου πέφτανε στα πλήκτρα με το βάρος της οργής μου.

Ο αντίλαλος επαναλάμβανε στην άδεια αίθουσα των δημοσιογράφων το

κροτάλισμα της γραφομηχανής κι αυτό δεν ξέρω γιατί, με τρόμαξε.

Μόνο η στάχτη απ' το τσιγάρο, κρεμόταν απ' τα χείλη μου. Κι εγώ εκεί. Έγραφα μ'

όλη μου τη δύναμη, γρήγορα, γρήγορα, λες και κυνηγούσα απεγνωσμένα κάποια

μεγάλη έμπνευση που ίσως να ήταν το αριστούργημα της ζωής μου.

Νιώθω απέραντη αηδία. Κι αηδία. Κι άλλη αηδία. Τίποτα άλλο δε νιώθω αυτή τη

στιγμή εκτός από αηδία. Βαρέθηκα πια. Αμάν! Φτάνει!

Και γράφω... Κι όλο γράφω... γράφω...

Νιώθω απέραντη χαρά. Και χαρά. Κι άλλη χαρά. Τίποτ' άλλο δε νιώθω αυτή τη στιγμή

εκτός από χαρά.

Γιατί τόσα και τόσα χρόνια κλεισμένος σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους είναι η

πρώτη φορά που γράφω αυτό που αισθάνομαι. Γράφω την αλήθεια!

Σταματάω.

Παίρνω βαθιά ανάσα.

Παρατηρώ ότι τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά, αλλά προτιμώ να κάνω ότι δεν το είδα,

για να μην ανησυχήσω.

Πατάω τα πλήκτρα αργά αλλά με πολύ δύναμη, τόση που τρυπάει το χαρτί.

96

Γράφω τις τελευταίες τέσσερις λέξεις:

«Μετά τιμής Χαρίδημος Φαλτσαδέας» Αυτό είναι λοιπόν! Ιδού η λύτρωση μου.

Μού ‘ρχεται ν' αρχίσω να γελάω και να χορεύω μαζί. Θέλω να μπήξω τις φωνές και
να κλάψω. Μού ‘ρχεται, θέλω να τα κάνω όλα μαζί. Κοιτάω το ρολόι μου. Τέσσερις και

δέκα.

Βγάζω το φύλλο χαρτιού απ' τη γραφομηχανή. Αν είχα ένα-δύο παυσίπονα στο

συρτάρι μου, αυτή τη στιγμή θα μου ήταν πολύ χρήσιμα.

Ακούω βήματα στο μακρύ διάδρομο. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα;

Αισθάνομαι κάποια ταραχή, αλλά κάνω ότι δεν την αντιλήφθηκα, για να μην

τρομάξω.

Τα βήματα στο διάδρομο ακούγονται όλο και πιο κοντά μου. Πλησιάζουν. Τακ, τακ,

τακ...

Ποιος διάολος να ναι αυτή την ώρα;

Εμφανίζεται μια γριά καθαρίστρια με μπλε φόρμα. Κρατάει ένα κουβά.

Αισθάνομαι μια ανακούφιση, χωρίς να ξέρω γιατί πριν είχα τρομάξει και γιατί στη

θέα της καθαρίστριας νιώθω ανακούφιση.

— Καλημέρα σας, κύριε, μου λέει ξαφνιασμένη και με καλοπροσέχει σαν κάτι

αξιοπερίεργο.

Αυτή η γυναίκα, είναι σίγουρα ό,τι χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Κάποιος άγγελος μού

την έστειλε.

— Κυρία...

— Ορίστε;

Τη θερμοπαρακαλώ να καθίσει να της διαβάσω αυτό το κείμενο που έγραψα.

97

Μα στη γριά καθαρίστρια;

Ναι, στη γριά καθαρίστρια... Γιατί!...

Εξάλλου, φαίνεται συμπαθέστατη.

— Κυρία μου...
Της παίρνω τον κουβά, την καθίζω στο γραφείο μου και βηματίζω εμπρός της.

— Ακούστε, κυρία μου... Είστε ο μόνος άνθρωπος, που υπάρχει αυτή τη στιγμή, για

να μου' πει τη γνώμη του γι' αυτό που έγραψα...

— Μα εγώ η καημένη...

— Μη με διακόπτετε, κυρία μου... Δώστε προσοχή σ' ό,τι ακούσετε. Από τη γνώμη

σας μπορεί να εξαρτηθούν πολλά...

Η γυναίκα με κοιτάει τρομαγμένη.

Προσπαθώ να την καθησυχάσω.

Ακούγονται κι άλλα βήματα στο διάδρομο.

Μια άλλη καθαρίστρια, με σιέλ ρόμπα.

Η ξερακιανή και μάλλον φρικαλέα φιγούρα της με τρομάζει, αλλά κάνω πως δεν το

κατάλαβα, για να μη συγχυστώ.

Οι δυο γυναίκες ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες.

— Επιτρέπεται ν' ακούσω κι εγώ; μου λέει η δεύτερη καθαρίστρια, που κάθε άλλο

παρά συμπάθεια μού εμπνέει.

Αντίθετα από την άλλη που δείχνει καλοσυνάτο κι ανοιχτόκαρδο, γεμάτο φιλότιμο

άνθρωπο, αυτή φαίνεται γεμάτη κακία. Τα μικρά πονηρά μάτια της, τα ανύπαρκτα

χείλη της, συνθέτουν ένα χαμόγελο παγερό όσο κι ο φθόνος.

98

Αφήνει τον κουβά της παράμερα και κάθεται σ' ένα γραφείο.

Προσπαθώ να διώξω τα συναισθήματα, που μου δημιούργησε η απαίσια όψη αυτής

της γυναίκας και να έρθω στο θέμα μου που επείγει, που με πνίγει...

Εξάλλου, εγώ σ' αυτή που συμπάθησα θα διαβάσω το κείμενο μου. Την άλλη μπορώ

ούτε καν να την κοιτάζω.

Έκοψα δυο βόλτες μπροστά τους. Έφερα το χειρόγραφο μπροστά στα μάτια μου.
— Δεν πρόκειται για άρθρο, κυρίες μου.

— Αλλά; ρώτησαν κι οι δυο.

— Είναι η παραίτηση μου.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο που, αν έλεγαν φωναχτά μπροστά μου

«πέσαμε σε τρελό», δε θα ήταν τόσο φανερά ξεκάθαρη η εντύπωση τους για μένα, όσο

ήταν μ' αυτή τη ματιά που αντάλλαξαν. — Λοιπόν, κυρίες μου, αρχίζω... Άρχισα.

«Αξιότιμε, κύριε διευθυντά, της εφημερίδας «Ο Ειλικρινής Λόγος» για λόγους

αξιοπρέπειας και μόνον αναγκάζομαι να σας υποβάλω την παραίτηση μου. (Βλέπε, τα

βροντάω και φεύγω). Επειδή πιστεύω ότι... «κάλλιο αργά παρά ποτέ», αποφάσισα μετά

από εικοσιένα χρόνια δημοσιογραφίας να αλλάξω επάγγελμα (βλέπε σουβλατζής),

γιατί κατά τη μακρόχρονη θητεία μου στην εφημερίδα σας κατάλαβα ότι ο καλύτερος

τρόπος, για να υπηρετεί ένας δημοσιογράφος την αλήθεια, είναι να μη δημοσιογραφεί

ποτέ.

Κύριε Διευθυντά, (βλέπε συμφεροντάκια και φαταού-λα) της ανυπολήπτου και

μονίμως ψευδόμενης φυλλάδας «Ο Ειλικρινής Λόγος» (βλέπε ο ειλικρινής λεκές), η

μόνη αλήθεια που γράψαμε τα τελευταία εικοσιένα χρόνια, που είμαι θεράπων (βλέπε

θύμα) της δημοσιογραφίας και της τσέπης σας, είναι η στήλη με τα διημερεύοντα

φαρμακεία και βενζινάδικα.

Δε θα αναφερθώ λεπτομερώς στις χιλιάδες εκείνες φορές, που εξαπατήσαμε την

Κοινή Γνώμη, (βλέπε αφελή κοσμάκη), για να εξυπηρετήσουμε συμφέροντα και

99

φιλόδοξα σχέδια, τα οποία δεν απέχουν ουδόλως της μολυσματικό-τερης νόσου.

(Βλέπε χολέρα). Εν ολίγοις, είμεθα ξεφτίλες, κύριε διευθυντά, και απορώ ο κοσμάκης

που διαβάζει τη φυλλάδα σας καθημερινά, πώς δεν έδραξε τα σκουπόξυλα και να μας

στρώσει στο κυνήγι (βλέπε λιντσάρισμα).


Πολλές φορές πάλεψα με τις τύψεις μου και τις νίκησα. (Βλέπε αναισθησία). Τώρα

όμως νικήθηκα, κύριε διευθυντά, γι' αυτό κι είναι η πρώτη φορά που νιώθω νικητής.

Ελπίζω κάποτε να εκλείψουν άτομα σαν κι σας, (βλέπε μούτρα σου στον καθρέφτη),

για να πάει κάτι μπροστά σ' αυτό τον τόπο.

Κύριε διευθυντά, (βλέπε τα χάλια σου) πόσες και πόσες φορές δεν καλύψαμε

απάτες, νοθείες, κλεψιές, εγκλήματα (βλέπε και φρίττε) και πόσες φορές δεν

υποστηρίξαμε κουμάσια, που αντί να σταμπαριοτούν σαν δημόσιοι κίνδυνοι, εμείς τα

επιβάλαμε σαν δημόσια πρόσωπα και ύστερα μας έκαναν το δημόσιο βίο αβίωτο;

(βλέπε τις καταθέσεις σου στην Ελβετία).

Επειδή δεν αντέχω να συμμετέχω άλλο σ' αυτή τη στημένη συμπαιγνία, γι' αυτό

παίρνω το θάρρος σαν άντρας (βλέπε άντρας) και ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ!!! (Βλέπε φεύγω, ρε

μούτρο)».

Μετά τιμής Χαρίδημος Φαλτσαδέας

Αυτά!

— Λοιπόν, πώς το βρίσκετε, κυρίες μου, αυτό που σας διάβασα; Δεν είναι

αριστούργημα; Ακούω την κριτική σας...

Οι δύο γριές καθαρίστριες με τις σιέλ ρόμπες σηκώθηκαν, πήραν τους κουβάδες

τους και προχώρησαν προς την έξοδο...

— Έξοχο ήταν, είπε η μία... Και προσπαθούσε να κρύψει τα γέλια της.

Η άλλη, η αντιπαθητικιά, πήρε μια έκφραση όλο κακία.

100

— Αχ, κυρ-Χαρίδημε... Ως πού θα φτάσει τούτο το κακό με σένα. Δεκαπέντε χρόνια

πούχω εδώ μέσα, κάθε βράδυ το ίδιο τροπάρι. Δεν απόκαμες πια;

Άκουγα απ' το διάδρομο τα βήματα τους, που απομακρύνονταν και τα γέλια τους,

που τα επαναλάμβανε ο αντίλαλος κι ήτανε κάτι το φοβερό...


Κάθισα στο γραφείο και στήριξα το κεφάλι στα δυο μου χέρια.

Ήθελα να κλάψω, μα δεν μπορούσα.

Ήθελα να γελάσω, μα δεν μπορούσα.

Ήθελα να φωνάξω, μα δεν μπορούσα.

Ναι... Είχε δίκιο αυτή η γυναίκα. Ως πού θα πάει πια!

Εικοσιένα χρόνια κάθε βράδυ η ίδια δουλειά.

Ατέλειωτες «οι νύχτες του τρελού», όπως ακούω να κοροϊδεύουν οι συνάδελφοι και

τα λόγια τους αυτά με σφάζουν.

Ίσως αύριο το βράδυ, όμως, να 'ναι το τελευταίο...

101

Περί μενού...

Έχω την ευτυχία ν' ανήκω στους δυστυχισμένους εκείνους ανθρώπους που λέγονται

κοσμικοί.

Και για να δώσουμε τον ακριβή ορισμό: κοσμικοί ονομάζονται οι άνθρωποι που

συχνάζουν σε κοσμικά μέρη.

Τι είναι όμως κοσμικά μέρη;

Κανόνας: Κοσμικά είναι τα μέρη, όπου συχνάζουν κοσμικοί άνθρωποι.

Ένα απ' τα κοσμικά μέρη, όπου συχνάζουν κοσμικοί άνθρωποι είναι και τα κοσμικά

ρεστωράν.

Έχω τη δυστυχία ν' ανήκω στους ευτυχείς εκείνους ανθρώπους, που συχνάζουν σε

κοσμικά ρεστωράν.

Και για να σας κατατοπίσω πλήρως: Ένα κοσμικό ρεστωράν ξεχωρίζει από

οποιοδήποτε κοινό ρεστωράν από την εξής σημαντικότατη διαφορά: Ενώ το ένα είναι

κοσμικό, το άλλο δεν είναι!

Κι έχω την ευτυχία ν' ανήκω σ' εκείνους τους δυστυχείς, οι οποίοι νιώθουν ευτυχείς,
όταν δεν έχουν την ευτυχία να συνειδητοποιούν ότι είναι δυστυχείς να νιώθουν ευ-

τυχία, επειδή νομίζουν ότι ανήκουν στους ευτυχείς εκείνους ανθρώπους (που στην

πραγματικότητα είναι δυστυχείς) ευτυχώς ή δυστυχώς, οι οποίοι έχουν τη δυστυχία να

λέγονται κοσμικοί.

Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός...

Κι ας έλθουμε στο σασπένς της ιστορίας μας.

Πηγαίνω σ' ένα κοσμικό ρεστωράν.

Κάθομαι.

102

Έρχεται ο μαιτρ. Έρχεται ο κάπταιν.

— Καλησπέρα σας.

— Καλησπέρα σας.

Φεύγει ο μαιτρ. Έρχεται ο γκαρσόν. Φεύγει ο κάπταιν. Έρχεται ο βοηθός. Φεύγει ο

γκαρσόν. Έρχεται ο παραβοηθός. Φεύγει ο βοηθός. Ξανάρχεται ο μαιτρ. Φεύγει ο

παραβοηθός. Ξαναφεύγει ο μαιτρ.

Τελικά, όταν τελειώσουν οι μεγάλοι χαιρετισμοί και μούρχεται να φάω το

τραπεζομάντιλο, έρχεται το φαγητό. Φεύγω από τα ρούχα μου. Έρχεται η επιθυμία να

φωνάξω. Μου φεύγει η όρεξη. Έρχεται ο λογαριασμός. Φεύγουν ένα σωρό λεφτά.

Έρχεται η ώρα να φύγω κι εγώ... Και φεύγω...

Καημό τόχω να πάω μια φορά σ' ένα κοσμικό ρεστω-ράν και να φάω ο άνθρωπος

σαν άνθρωπος. Δηλαδή αυτό που ζητάει η όρεξη μου, βρε αδελφέ!

Διαβάζω το μενού κι ανάθεμα αν καταλαβαίνω τίποτα απ' όλα εκείνα τα

σαχλαμαροειδή, που αραδιάζουν.

Ξενικές λέξεις, περίεργες ονομασίες που σου δίνουν την εντύπωση ότι διαβάζεις

ξόρκια (μαύρης μαγείας).


Ό,τι παράξενο τούς κατέβει στο κεφάλι, το κοτσάρουν στον κατάλογο και

βαφτίζουνε τα φαγητά με τις πιο θεοπάλαβες ονομασίες, που για να φας τελικά αυτό

που θες, πρέπει να το ρίξεις στον κλήρο.

Και νάμαι πάλι στο κοσμικό ρεστωράν.

Κάθομαι.

Έρχεται ο μαιτρ. Έρχεται ο κάπταιν.

— Καλησπέρα σας.

— Καλησπέρα σας.

103

Φεύγει ο μαιτρ. Έρχεται ο γκαρσόν. Φεύγει ο κάπταιν. Έρχεται ο βοηθός. Και τα

λοιπά...

Διαβάζω στο μενού «στράουμπε» με κέτσαπ.

Από τα ελάχιστα γερμανικά μου, ξέρω ότι στράουμπε σημαίνει βίδα...

Διαβάζω παρακάτω «τσιλίντερ» με μανιτάρια.

Μα να πάρει η οργή «τσιλίντερ» στα γερμανικά πάει να πει κύλινδρος.

Μου σηκώνεται η τρίχα.

Κοιτάω πιο κάτω και τι λέτε ότι βλέπω;

Ε, λοιπόν, «χέμπελ» με μουστάρδα.

Τώρα τι κάνουμε, που «χέμπελ» σημαίνει μοχλός; Ρίχνω μια ματιά γύρω μου, μήπως

έκανα λάθος κι αντί σε ρεστωράν μπήκα σε βουλκανιζατέρ.

Μούρχεται να ρωτήσω:

— Ρε παιδιά, εδώ μέσα εκτός από τρακτέρ τρώνε και τίποτα άλλο;

Έρχεται ο γκαρσόν να πάρει την παραγγελία.

— Αποφασίσατε τι θα πάρετε; Τώρα, τι του λένε;

Με πιάνουν οι ζοχάδες μου.


— Φέρτε μου ένα μπουζί για πρώτο πιάτο και για δεύτερο μια μερίδα λεβιέδες

ταχυτήτων!

Ο άνθρωπος στέκεται και με παρακολουθεί μ' ανοιχτό το στόμα.

Εγώ τόσο πιο πολύ γίνομαι έξω φρενών...

104

— Τι στέκεστε και με κοιτάτε σαν χάνος, κύριε; Νομίζω ότι σας παράγγειλα...

— Μα τώρα σοβαρολογείτε;

— Και βέβαια σοβαρολογώ.

Ο γκαρσόν φεύγει κουνώντας το κεφάλι και σε λίγο έρχεται ο μαιτρ.

— Έχει κάποιο πρόβλημα ο κύριος; με ρωτάει με κείνη την πλαστή ευγένεια των

μαιτρ.

Του εξηγώ ότι δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα κι αυτό ακριβώς είναι το

πρόβλημα μου.

— Δηλαδή;

— Δηλαδή, ακριβώς επειδή δεν είχα πρόβλημα δεν ήρθα εδώ για ρεκτιφιέ, αλλά για

να φάω!

— Δηλαδή;

— Δηλαδή τι είναι, κύριε, το «στράουμπε» με κέτσαπ που γράφετε στον κατάλογο

σας;

— Μακαρονάδα είναι...

— Και γιατί δηλαδή δεν τη λέτε μακαρονάδα και σας κατέβηκε να τη λέτε «βίδες»

και μάλιστα στα γερμανικά; Για να πρέπει να πάω εγώ στο μαντείο των Δελφών,

για να μάθω;

— Μα ο σεφ του ρεστωράν μας, κύριε, έτσι το ονομάζει το φαγητό αυτό.

— Εγώ τι φταίω όμως... που διαβάζω βίδες, μοχλούς, κυλίνδρους... Άμα, κύριε,
ήθελα τέτοια δεν ήταν ανάγκη να έλθω εδώ. Έτρωγα την εργαλειοθήκη του

αυτοκινήτου μου. Καταλάβατε;

Λοιπόν, αυτό το πράμα, το οποίο συμβαίνει και διεθνώς, δεν μπορώ να το χωνέψω

με τίποτα.

Δεν πάει κάτω το άτιμο σάς λέω.

105

Μόλις ανοίξω το μενού, αρχίζει το μαρτύριο μου. Μούρχεται να πάω σε

χαρτορίχτρες, σε μάγισσες, σε καφε-τζούδες και να ρωτάω τι σημαίνει τόνα και τ' άλλο.

— Τι πάει να πει, κυρα-μάγισσά μου, τορέρο;

— Τορέρο πάει να πει στα ισπανιόλικα, ταυρομάχος.

— Και τερίμπλε τι σημαίνει;

— Πάλι στα ισπανιόλικα σημαίνει «φοβερός».

— Και αβεντούρα;

— Αυτό είναι ιταλιάνικο. Πάει να πει περιπέτεια.

— Και ντεφέν;

— Ντεφέν στα γαλλικά σημαίνει μακαρίτης.

— Ξύλο να χτυπάμε!... Και για νάχουμε καλό ρώτημα, στο μενού, τι σημαίνει ο

μακαρίτης γαλλιστί;

— Αρνάκι αυγολέμονο.

— Και για πες μου, κυρα-μάγιοσά μου, γιατί το αρνάκι αυγολέμονο δεν το γράφουν

αρνάκι αυγολέμονο αλλά ντεφέν;

Ό,τι παλαβομάρα τού κατέβει στο κεφάλι του καθενός την κοτσάρει με μια μπούρδα

ξενικό όνομα, για να τσιμπάνε καλύτερα τα ψώνια.

Γιατί τα ψώνια άμα βρεις τον τρόπο και τα εκμεταλ-λεύσαι, τύφλα να 'χουν όλα τα

χρυσωρυχεία του κόσμου.


Πιο εύκολα τους πουλάς φύκια για μεταξωτές κορδέλες παρά το αντίθετο.

Σπεσιαλιτέ της μπούρδας, λοιπόν, με εντυπωσιακά ονόματα, πάσης φύσεως

ονόματα, ονόματα λουλουδιών, σάλτσα γιασεμί, μάρκες αυτοκινήτων, παστίτσιο

σιτροέν, ονόματα ποδοσφαιριστών, κοκτέιλ Μαραντόνα, ονόματα πόλεων, πατάτες

αλά Μόντε Κάρλο, ονόματα ηθοποιών, μακαρονάδα Μέριλυν Μονρόε, ονόματα έργων

Τέχνης, μουστάρδα τζοκόντα, μαγιονέζα Μαργαρίτα Γκωτιέ και άντε να βρεις άκρη.

— Και τ' αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Άλλα θες, άλλα παραγγέλνεις, άλλα σε

σερβίρουνε, κι άλλα τρως.

106

— Τι θα πάρετε παρακαλώ;

— Μια μακαρονάδα.

— Τι μακαρονάδα προτιμάτε; Μακαρονάδα α λα Κονγκό, μακαρονάδα ντε Γκωλ,

μακαρονάδα βίβερε περικολοζαμέντε, μακαρόνια αλόνζ αφάντ ντε λα πατρί...

Ε, τώρα τι του λες, έτσι που με μπέρδεψε!

— Τι διαφορά έχουν τα μακαρόνια ντε Γκωλ με τα βίβερε περικολοζαμέντε, κύριε;

— Τεραστία! Τα πρώτα έχουν και Φρανκ Σινάτρα από πάνω, ενώ τα δεύτερα τα

πασπαλίζουμε με Σοφία Λώρεν...

— Τώρα με φώτισες!

— Τι είπατε;

— Α, τίποτα! Λέω μακαρόνια με Τζένη Καρέζη έχετε;

— Δυστυχώς μάς τελειώσανε... Ω, ρε τρέλα!

Δε φτάνει που σε σερβίρουνε μπούρδες φαγητά δήθεν για μεγάλες σπεσιαλιτέ, που

επινόησε ο σεφ, ο οποίος είναι ένας μάγειρας έκτης κατηγορίας με ειδικότητα

αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι, ντυμένος όμως σαν τον Σπιναλόνγκα με τη μεγάλη

στολή... Σε σερβίρουν κι ένα σωρό ανοησίες που τις τρως θες δε θες- σαν ένα
καθωσπρέπει κοσμικό ψώνιο που είσαι.

Πάντα έσπαγα το κεφάλι μου γιατί οι σεφ, οι μαιτρ κι όλοι αυτοί τέλος πάντων δε

βρίσκουν ένα ενιαίο λεξιλόγιο, για να ξέρουμε και μεις, επιτέλους, τι τρώμε! Αλλά η

απορία μου αυτή μού λύθηκε οριζοντίως και καθέτως, όταν βρέθηκα στη Γερμανία και

πήγα σ' ένα ρεστωράν πολυτελείας, το οποίο είχε ένας Έλληνας, μετανάστης στην Τζερ-

μάνια από πολλά χρόνια... Διαβάζω λοιπόν, που λέτε, τον κατάλογο-μενού, και τι να

δω:

Σαλάτες: Περικλής με πιπεριές. Όμηρος με πουρέ. Σωκράτης α λα Γκρέτσια με

ψιλοκομμένα κρεμμυδάκια. Αριστοφάνης με καρότα.

Φαγητά της ώρας: Δίας φιλέτο. Απόλλωνας στα κάρβουνα. Ερμής στη σούβλα και

δώστου άλλα παρόμοια.

107

Και επειδή ο συνέλλην είχε εξαντλήσει όλη τη μυθολογία και την αρχαία ιστορία στα

κάρβουνα και στη σούβλα είχε κι άλλα ελληνοπρεπή ονόματα, που μου κίνησαν την

περιέργεια.

Καγκάδι κοκκινιστό. Πετρομαγούλα α λά τούρλα. Μητσάρας φρικασέ, Ζηνοβία με

κολοκυθάκια... Δεν άντεξα, λοιπόν, και τον ρώτησα.

— Καλά, ρε χριστιανέ μου, τους αρχαίους θεούς, τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα...

Ιερό κι όσιο δεν άφησες που να μην το κάνεις φαγητό. Αλλά τα άλλα τι τα ήθελες;

— Τι να κάνουμε, πατριώτη; Το μαγαζί στην αρχή δούλευε και δε δούλευε... Μόλις

όμως βάφτισα τα φαγητά με φανταχτερά ονόματα, πλάκωσε όλη η Ελίτ και

φρακάραμε απ' τη δουλειά. Όσο το μοσχαρίσιο συκώτι το έγραφα

κάλμπσλεμπερ, δηλαδή όπως είναι στα γερμανικά, άνθρωπος δεν το πλησίαζε.

Όταν το βάφτισα, Παρθενών, δε μένει μερίδα! Ορμάνε και γλείφουνε και το

τηγάνι! Όσο το βοδινό το έλεγα ριντφλάις, δεν έκανα σεφτέ. Όταν το έβγαλα
Καγκάδι, για να τιμήσω και το χωριό μου, έγινε ανάρπαστο/

— Κι η Πετρομαγούλα τι είναι;

— Το χωριό της γυναίκας μου!

— Βρε τι φαγητό είναι, σε ρωτάω;

— Τρούχταν γερμανιστί... Δηλαδή γαλοπούλα.

— Κι η Ζηνοβία;

— Η Ζηνοβία είναι καμπλιάου, που λένε οι Γερμανοί. Μπακαλιάρος, δηλαδή.

— Και σένα πώς σου 'ρθε να τους λες τους μπακαλιάρους «Ζηνοβία».

— Η γυναίκα μου είναι η Ζηνοβία... Τώρα είναι μέσα στην κουζίνα...

— Κι ο Μητσάρας;

— Α! Καλή του ώρα! Είναι το κουμπαράκι μου στο χωριό.

— Και σαν φαγητό, τι είναι;

— Φρικασέ! Αλλά θα το αλλάξω το όνομα, γιατί τα τσουγκρίσαμε με τον κουμπάρο

για κάτι διαφορές στα χωράφια...

— Και πώς θα το λες, δηλαδή, τώρα το φρικασέ;

108

Αν βρεθείτε ποτέ στο καλύτερο ρεστωράν της Φραγκφούρτης που είναι Ελληνικό και

εκεί μαζεύονται όλοι οι Γερμανοί και καμαρώνουν, γιατί τρώνε ακριβοπληρωμένο

Παρθενώνα, και Δία, και Λυσία και όλο το αρχαίο μεγαλείο μας, που από ένδοξη

ιστορία έγινε τσελεμεντές, σας συνιστώ να φάτε Πολύδωρο φρικασέ.

Ο Πολύδωρος δηλαδή είμαι εγώ. Κι από τότε που έγινα κολλητός με τον ιδιοκτήτη

του ρεστωράν, με τίμηοε κάνοντας με φρικασέ. Κι έτσι μένω στην Ιστορία. Το όνομα

μου είναι πλάι στον Κολοκοτρώνη κεμπάμπ και στο Λόρδο Βύρωνα στιφάδο.

Και νιώθω πολύ ευτυχής γι' αυτό.

109
Το τέτοιο

Αν σας πω την περιπέτεια που πέρασα πριν μερικές μέρες, θα γουρλώσετε τα μάτια

σας και θα μείνετε μ' ανοιχτό το στόμα. Σ' όποιον τη διηγήθηκα αυτή την ανεπανάληπτη

περιπέτεια μου, έμεινε και με κοιτούσε άναυδος.

Είναι πράγματι κάτι το συγκλονιστικό, που μόνο σε ελάχιστους ανθρώπους στον

κόσμο μπορεί να συμβεί. Ίσως σ' έναν άνθρωπο κάθε εκατό ή και περισσότερα χρόνια.

Ακούστε... Ακούστε και βγείτε απ' τα ρούχα σας!

Ήρθε, που λέτε, πριν μερικές μέρες στο σπίτι μου η τέτοια. Μόλις την είδα, ομολογώ

ότι τα χρειάστηκα.

— Τι θες εσύ εδώ; τη ρώτησα έκπληκτος.

— Να, περνούσα να πάω στο αυτό, εδώ πιο κάτω και είπα να 'ρθω να σε δω! είπε

προσπαθώντας κάτι να δικαιολογήσει.

Έλα, Παναγία μου. θέλει να πιστέψω ότι η επίσκεψη της ήταν εντελώς τυχαία; Τόσο

αφελή με περνάει;

— Με το αυτό τι γίνεται; Εντάξει; τη ρώτησα κάνοντας τα πάντα να κρύψω την

τρεμούλα μου.

Ήξερα καλά ότι το τέτοιο την απασχολούσε πολύ περισσότερο απ' όσο έδειχνε.

Με κάρφωσε με τα μάτια της κι ύστερα κούνησε το κεφάλι.

— Δεν υπάρχει πια! μου είπε κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της.

— Δεν υπάρχει πια; ρώτησα έκπληκτος και μου σηκώθηκαν οι τρίχες.

Έσκυψε το κεφάλι. Σίγουρα ήθελε να ξεσπάσει σ' ατέλειωτους λυγμούς.

— Όχι, δεν υπάρχει πια! Το πήρε ο... πώς τον λένε... Τι ήταν να μου το πει!

Θεέ μου. Κείνη τη στιγμή ένιωσα να γεμίζω με εκδίκηση.

110

— Και τώρα τι θα γίνει χωρίς το τέτοιο; είπα. Και η αυτή που κατάλαβε την
αγανάκτηση μου, προσπάθησε να με καλμάρει με κείνα της τα γνωστά αυτά.

— Θα δούμε... Η κατάσταση ίσως βολευτεί με το άλλο;

— Ποιο άλλο;

— Εκείνο το αυτό που λέγαμε.

Ποιος να το περίμενε ότι θα 'ρχόντουσαν έτσι τα πράγματα!

Για πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκα σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Αντιμέτωπος με

τη συμφορά.

Καλά το αυτό... Το πήρε ο τέτοιος! Κομμάτια να γίνει.

Αλλά τι θα γινόταν με το άλλο το τέτοιο, αν το 'παιρνε ο αυτός;

Εδώ σας θέλω. Πείτε μου.

Θα κατέστρεφα τα πάντα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου για ένα πείσμα;

— Η απαυτή πού είναι τώρα; με ρώτησε έντρομη η τέτοια.

— Δε θα πήγαινε εκεί πέρα στο αυτό;

— Λες;

— Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Θεέ μου, πώς μπλέξαμε έτσι!

Οι υποψίες άρχισαν να με ζώνουν σαν φίδια.

Τα πράγματα είναι πλέον ξεκάθαρα.

Αν η άλλη πήγε σε κείνο το αυτό να πάρει τέτοιο κι ο πες τονε, ο απαυτός έχει

αυτώσει το άλλο με τα πώς τα λένε, για να μην καταλάβει τίποτα η τέτοια, τότε η θέση

μου είναι φοβερά δύσκολη.

Δίχως άλλο έπρεπε να πάρω μια γρήγορη απόφαση και να δώσω ένα τέλος σ' αυτή

την τραγική οδύσσεια, η οποία με άφηνε έκθετο σε πολυποίκιλους κινδύνους.

111

Το θέμα ήθελε πλέον λεπτούς χειρισμούς, γιατί είχε διαρρεύσει. Το ήξερε ήδη η

άλλη, η τέτοια κι ο δικός της, που τους το είχε πει ο αυτός με τον αποτέτοιον. Για κανένα
λόγο όμως δεν έπρεπε να το μάθει ο πώς τον λένε... Αν, ο μη γένοιτο, το μάθαινε, δίχως

άλλο θα τα αΰτωνε όλα! Και τότε θα καταστρεφόμαστε.

Φοβερό δίλημμα.

Όσο υπήρχε κι εκείνο το άλλο το αυτό, το τέτοιο δεν ήταν καθόλου μια εύκολη

υπόθεση.

— Λοιπόν; τη ρώτησα.

— Λοιπόν; με ρώτησε κι αυτή με τη σειρά της.

Οι ματιές μας συναντήθηκαν γεμάτες τρόμο κι αγωνία.

Έπρεπε να βρεθεί οπωσδήποτε το γρηγορότερο, κάποια εφικτή λύση.

Έσπαγα το κεφάλι μου, αλλά ένα τέτοιο θαρρείς ότι αύτωνε το κεφάλι μου και δεν

μπορούσα να αυτώσω μια απόφαση.

Κάποια στιγμή η αυτή τινάχτηκε από το κάθισμα και φώναξε:

— Το βρήκα!

Κρεμάστηκα απ' τα χείλη της.

— Δηλαδή, τι μπορούμε να κάνουμε τώρα πια; τη ρώτησα κομπιάζοντας.

— Θα παίξουμε το τελευταίο μας χαρτί, είπε αποφασιστικά η τέτοια, χτυπώντας

ταυτόχρονα τα χέρια της θριαμβευτικά.

— Δηλαδή; ρώτησα εγώ τρεμουλιαστά.

— Ξέχασες ότι κρατάμε τα άλλα τα αυτά;

— Το ξέρω... Ε και λοιπόν;

112

— Τι και λοιπόν! Αν τα απ' εκείνα τα αυτώσουμε στους δύο άλλους τους τέτοιους με

μία τέλος πάντων, αυτή, χωρίς να ξεαυτωθεί το άλλο το αυτό...

Το πρόσωπο μου έλαμψε μονομιάς. Αυτό το σχέδιο ήταν τόσο σατανικό, αλλά και

τόσο απλό. Απορώ πώς δεν το είχα σκεφτεί. Φαντάζομαι ότι ούτε και σας θα πήγαινε
ποτέ σ' αυτό ο νους σας.

Ήταν πράγματι ένα τρομερό σχέδιο.

Με μία απαυτή παραπάνω, γλιτώναμε το τέτοιο και οι άλλοι δεν είχαν πλέον το πώς

το λένε, για να αυτώσουν την αποτέτοια τους με κείνα τα πες τα, δηλαδή τα άλλα τα

τέτοια, που είχαν πλέον ξεαυτωθεί απ' τον έτσι και τον δικό της.

Και τελικά, για να μην τα πολυλογώ, έτσι κι έγινε! Είναι πλέον περιττό να σας

περιγράψω τι επακολούθησε.

Καταλαβαίνετε και μόνοι σας!

Κι όλα αυτά χάρη στο τέτοιο, της αυτής.

Αυτά...

(Σημ.: Η ιστορία που διαβάσατε είναι ένα απόσπασμα από την «Άννα Καρένινα»

του Λ. Τολστόι σε ελεύθερη διασκευή).

113

Ο συνονόματος

Ο Κλεόβουλος βρίσκεται στην ηλικία εκείνη που οι γιατροί δεν απαγορεύουν μόνο

τις καταχρήσεις, αλλά, καλού-κακού, κι αυτές τις «χρήσεις» ακόμα. Όμως παρά τις ια-

τρικές συμβουλές που συνιστούν «βίο μετρημένο και συντηρητικό», παρά τις συζυγικές

εντολές που, εδώ και μια εικοσαετία απαγορεύουν ρητά πάσα στραβοτιμονιά, παρά τη

θεόπνευστη εντολή που κελεύει το «ου μοιχεύσεις», ο Κλεόβουλος τις προάλλες είχε

ξεμωραθεί εντελώς. Εδώ και έντεκα ακριβώς μέρες, έχει γίνει τρελός και θεοπάλαβος.

Το κακό άρχισε την προπερασμένη βδομάδα, όταν ένα μεσημεράκι που είχε κατέβει

απ' το γραφείο για να τσιμπήσει κάτι στο πόδι, ο Κλεόβουλος, φαίνεται ότι τσιμπήθηκε

ο ίδιος κάπου αλλού...

Γύρισε, λοιπόν, τρέχοντας και μου εκμυστηρεύθηκε:

— Χαράλαμπε, σήμερα έφαγα το ωραιότερο φαγητό της ζωής μου.


— Φρικασέ; Τον ρώτησα.

— Τς! Όχι, είπε αυτός.

— Τας κεμπάμ; -Τς,τς!

— Πες μου, αν είναι τίποτα καλό να πεταχτώ να τσιμπήσω κι εγώ απ' το ίδιο.

— Αποκλείεται! Δεν είναι για τα δόντια όποιου κι όποιου, είπε ο Κλεόβουλος

περιφρονητικά.

Μετά την τελευταία αυτή δήλωση δεν του έδωσα σημασία, ενώ ο Κλεόβουλος

συνέχιζε πανηγυρίζοντας.

Έφαγα έναν άγγελο, Χαράλαμπε. Έναν άγγελο!

— Κυνήγι;

— Τι κυνήγι, μωρέ; Για μπεκάτσες τους πέρασες τους αγγέλους; Άγγελο, σου λέω

έφαγα!

Η αλήθεια είναι ότι ταλαιπωρήθηκα λίγο, μέχρι να μάθω τη σημασία των

μεταφορικών λόγων του φίλτατου θεοπάλαβου.

114

Η όλη υπόθεση ήταν ότι εκεί που κάθισε να φάει ο Κλεόβουλος, ένα φλογερό θηλυκό

χαμόγελο απ' το διπλανό τραπέζι, του έκοψε κάθε όρεξη για τα εδέσματα του μενού

και του άνοιξε ορέξεις για κάτι άλλα... εδέσματα, μαγειρευμένα με χάρη και γούστο απ'

την ίδια τη φύση!

Το λοιπόν, κάθησε στο τραπέζι της, γνωριστήκανε, τα είπανε, την κέρασε, τα

τσούξανε, ανταλλάξανε τηλέφωνα και τα συνηθισμένα... Αυτό ήταν όλο! Κι ο

Κλεόβουλος είχε γίνει πουλί πετούμενο απ' τον έρωτα, παρά τα... -άστα δεν τα λέω-

χρονάκια του!

— Χαράλαμπε, είμαι ερωτευμένος.

— Με τον άγγελο;
— Με την Κλεία.

— Κλεία τη λένε τη λεγόμενη;

— Ναι, Κλεία... Κλεία... Κλεία. Επαναλάμβανε τ' όνομα της κι άφηνε το απλανές του

βλέμμα να συναντιέται με το ταβάνι.

Ήταν φανερό ότι ο έρωτας τού την είχε δώσει κατα-κούτελα. Το δείχνανε, εξάλλου,

και τα συμπτώματα. Όποτε χτύπαγε το τηλέφωνο, ο Κλεόβουλος πεταγόταν σαν ε-

λατήριο να το σηκώσει. Και τις περισσότερες φορές που ήταν κάποιος πελάτης, ο

Κλεόβουλος με συντριβή καρδίας, έδινε το ακουστικό σε μένα. Όταν καμιά φορά ήταν

το «μέγα φλερτ», η Κλεία, ο Κλεόβουλος καθόταν με τις ώρες κι έλεγε πράγματα που

κάθε άλλο παρά σοβαρό άνθρωπο ηλικίας... -άστη δεν τη λέω- θυμίζανε.

— Χαράλαμπε, αγαπώ.

— Ποιον, τον άγγελο;

— Ναι, ναι, ναι τον άγγελο.

— Σωστό και φρόνιμο είναι να τα πηγαίνεις καλά Κλεόβουλε μου με τους αγγέλους,

γιατί ηλικιωμένος είσαι, δεν ξέρεις... Μπορεί να σου χρειαστούν αύριο...

Του έλεγα και κάνα τσουχτερό λογάκι μπας και τον συνεφέρω, μα κείνος τόσο πιο

πολύ χειροτέρευε την κατάσταση του. Κατά βάθος, όμως, τον λυπόμουν. Μάλιστα,

όταν η γνωριμία τους έκλεισε μια βδομάδα και βλεπόντου-σαν πια τακτικά κι η

115

λεγόμενη είχε φάει του φουκαρά του Κλεόβουλου το καταπέτασμα, από δωράκια,

δώρα, δωρά-ρες κι άλλα τέτοια, δεν άντεξα άλλο και του το είπα καθαρά και ξάστερα.

— Κλεόβουλε, είσαι ζώον.

— Γιατί;

— Γιατί στα τρώνε οι πιτσιρίκες.

— Δεν είναι «πιτσιρίκες», είναι ο έρωτας μου.


— Μπορείς να ερωτεύεσαι, χωρίς να αγοράζεις χρυσό ρολόι, καδένα και τόσα άλλα

που βαριέμαι να αραδιάζω.

— Μα δεν μπορώ να βλέπω τη γυναίκα, που με τραβάει, να στερείται...

— Τη γυναίκα σου στο σπίτι δεν τη βλέπεις, μωρέ;

— Εκείνη είναι η γυναίκα μου. Η Κλεία είναι η γυναικάρα μου.

— Κλεόβουλε, είσαι ζώον, επέμεινα εγώ.

Έτσι κάπως, κυλούσαν οι μέρες μέχρι που παρελθούσης και της δεκάτης, ο

Κλεόβουλος μού ανάγγειλε, μ' όση χαρά μπορεί να κατέχει έναν άνθρωπο ηλικίας... -

άστη δεν τη λέω- ότι είχε φτάσει, επιτέλους, η στιγμή, που ο Θεός του έρωτα βάζοντας

και τους δυο πάνω στη λουλουδοστο-λισμένη γόνδολα του, θα τους περιέφερε στα

μαγεμένα κανάλια της ερωτικής μεταρσίωσης.

— Χαράλαμπε, το καταλαβαίνεις! ρωτούσε ο Κλεόβουλος τρίβοντας τα χέρια του,

πανευτυχής και ξανανιωμένος.

— Ποιο, Δον Ζουάν μου;

— Απόψε το βράδυ με κάλεσε στο σπίτι της. Θα είμαστε, λέει, μόνοι, για ένα

«ντρινκ».

— Καιρός ήταν. Γιατί στο σπίτι, τουλάχιστον, είναι τσάμπα, ενώ στα κέντρα

πολυτελείας που σε γύρναγε είχει μαδηθεί πολυτελώς!

— Τα λεφτά σκέφτεσαι; Δεν περνάει απ' το μυαλό σου Χαράλαμπε, το τι έχει να γίνει

σήμερα το βράδυ;

— Ασφαλώς και περνάει. Και γι' αυτό ανησυχώ πάρα πολύ για την καρδιά σου,

φουκαρά μου!...

116

* * *

Ποτέ δεν περίμενα να δω τον Κλεόβουλο, όπως τον εί δα την άλλη μέρα το πρωί. Το
πρόσωπο του έδειχνε ότι μκ θλίψη, μια απογοήτευση, είχε περάσει από πάνω του, σα>

οδοστρωτήρας του δήμου και τον είχε κυριολεκτικά συν τρίψει. Τώρα έδειχνε τρομερά

ένας... αξιοπρεπής γέρος!

— Έπαθε τίποτα η Κλεία; τον ρώτησα.

Ο Κλεόβουλος με κοίταξε με σπαραξικάρδιο 6Aeppc και μου είπε:

— Παράτα με κι εσύ με δαύτον.

— Με δαύτον; Ποιον δαύτον; Εγώ για την Κλεία σού μι λώ.

— Άσε με ήσυχο, ρε Χαράλαμπε. Αρκετά τον πλήρωσα..

— Ποιον, μωρέ; ρώτησα μ' ανυπομονησία.

Ο Κλεόβουλος εξέτασε γύρω του, αν μας ακούει κα νείς, έσκυψε και με φωνή που

έβγαινε με κόπο απ' τα χείλΓ του, μου είπε:

— Χαραλαμπούκο μου, φίλε μου, αδελφέ μου...

— Τι συμβαίνει, βρε Κλεόβουλε;

— Η Κλεία...

— Τι σου έκανε;

— Δεν ήταν Κλεία...

— Και τι ήταν;

— Η Κλεία, αδελφέ Χαράλαμπε, πριν γίνει Κλεία, ήταν άν τρας!

— Εεεε;

— Ναι. Άντρας, φυσικά, μόνο στο ληξιαρχείο. Σ' όλα τ άλλα ήταν μια αρσενική Κλεία

μ' αλλιώτικες τάσεις...

— Καλά να πάθεις! Ήθελες μπερμπαντέματα με πιτσιρί κες στα... -ε, αυτή τη φορά

θα τα πω- στα εξήνταιτέντε χρόνια σου, γεροξεκούτη!

— Και το άλλο; Στο 'πα;

— Ποιο;
117

— Η Κλεία... είναι συνονόματος.

— Δηλαδή;

— Να, βρε παιδί μου. Πριν αλλάξει τις «πεποιθήσεις» της και γίνει Κλεία, λεγόταν

Κλεόβουλος!

— (!!!) Οποία εντροπή!

118

Ένα τρομερό γεγονός

Ο κύριος πρόεδρος ξερόβηξε.

— Είναι τρομερόν! είπε.

Ο κύριος αντιπρόεδρος αναστέναξε.

— Τρομερόν... τρομερόν! επανέλαβε.

Ο κύριος γενικός γραμματέας χασμουρήθηκε.

— Πολύ τρομερόν! συμφώνησε.

Κι οι κύριοι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι.

Ο κύριος πρόεδρος ξεκούμπωσε με τρόπο τη ζώνη του, που του καταπίεζε

παράφορα κάποιες αμάσητες μπουκιές, που αποτελούσαν τη χρόνια παχυσαρκία του.

— Ευρισκόμεθα εις λίαν δύσκολον θέσιν, είπε.

— Ο κύριος αντιπρόεδρος έβγαλε κρυφά τα παπούτσια του κάτω απ' το τραπέζι των

συνεδριάσεων και έτριβε τα πόδια του τόνα με τ' άλλο.

— Ευρισκόμεθα εις λίαν δύσκολον θέσιν! επανέλαβε.

Ο κύριος γενικός γραμματέας άπλωσε το χέρι του, πήρε από μια πιατέλα δυο

μαρέγκες πραλινέ και τις μπούκωσε στο στόμα του.

— ... Εις λίαν δυσάρεστον θέσιν! συμφώνησε.

Κι οι κύριοι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι.


Ο κύριος πρόεδρος ξαναξερόβηξε.

Ο κύριος αντιπρόεδρος ξαναναστέναξε.

Ο κύριος γενικός γραμματέας ξαναχασμουρήθηκε.

119

Στη βελούδινη αίθουσα συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου μπήκε

διακριτικά ένα σκανδαλιστικό εκρού συ-νολάκι Υβ Σελωράν.

Το συνολάκι έφερε μια πιατέλα με μαρέγκες πραλινέ.

Οι μαρέγκες πραλινέ αρέσουν σε όλα τα διοικητικά συμβούλια, ανεξαιρέτως.

Ο κύριος πρόεδρος ξεκούμπωσε και το φερμουάρ του. Είναι αδύνατον να είσαι

εκατόν οκτώ κιλά με κουμπωμένο φερμουάρ. Πρέπει να διαλέξεις ή το ένα ή το άλλο.

Ο κύριος αντιπρόεδρος χάιδεψε με πατρική στοργή τη φαλάκρα του κι ύστερα έξυσε

το σβέρκο του με ιδιαίτερη τρυφερότητα και φροντίδα. Οι·σβέρκοι των αντιπροέδρων

ξύνονται με ειδικό τρόπο.

Ο κύριος γενικός γραμματέας κουνούσε το πόδι του νευρικά. Αν τράβαγε για πολύ

ακόμα αυτή η συνεδρίαση, θα έχανε ένα πολύ ενδιαφέρον απόγευμα σε κάποιο μπι-

στρό πολυτελείας, απ' εκείνα που αρχίζουν από «Τζε» ή «ντάμπλιγιου» ανάλογα και

τελειώνουν σε μια γκαρσονιέρα κατά Πατριάρχου Ιωακείμ μεριά, -την ευλογία του

νάχου-με.

Στη βελούδινη αίθουσα συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου ξαναμπήκε

διακριτικά το χαριτωμένο εκρού συνολάκι Υβ Σελωράν.

Το συνολάκι έφερε μια νέα πιατέλα με μαρέγκες πραλινέ.

Ο κύριος πρόεδρος πρόσεξε το δαχτυλίδι με το μπριγιάν που φορούσε το εκρού

συνολάκι. Και θυμήθηκε πόσο όμορφα διασκέδασε τα εκατόν οχτώ του κιλά το βράδυ

εκείνο, που της το χάρισε.

Ο κύριος αντιπρόεδρος κοίταξε το χρυσό μπρασελέ, που φορούσε το εκρού


συνολάκι και ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα του ακόμα το ψάχνει.

Ο κύριος γενικός γραμματέας θυμήθηκε το εκρού συνολάκι χωρίς το εκρού συνολάκι

και ξεχασμένος ζωγράφισε στο βιβλίο των πρακτικών μια καρδούλα κι ένα βέλος.

120

— Κύριοι, είναι υπέροχες οι μαρέγκες πραλινέ, είπε μπουκωμένος ο κύριος

πρόεδρος.

— Υπέροχες... υπέροχες! συμφώνησε ο κύριος αντιπρόεδρος.

— Οι πιο ωραίες μαρέγκες πραλινέ! συμφώνησε ο κύριος γενικός γραμματέας.

Κι οι κύριοι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι..

— Έχουν βούτυρο πολύ και καμπάρι γι' αυτό είναι πεντανόστιμες, παρατήρησε ο

κύριος πρόεδρος, με ύφος ειδικού εκατόν οκτώ κιλών.

— Φτιάχνουν κάτι μαρέγκες στην Ελβετία που πριν τις βάλεις στο στόμα σου, έχουν

λιώσει! είπε ο κύριος αντιπρόεδρος.

— Εμένα η γυναίκα μου αγοράζει κάτι ωραίες από ένα εργαστήριο στο Χαλάνδρι.

Τόνισε ο κ. γενικός γραμματέας.

Κι οι κύριοι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι. Ο κύριος πρόεδρος εξέθεσε την

άποψη του ανεπιφύλακτα.

— Είναι οι πιο ωραίες μαρέγκες πραλινέ, που έχω φάει ποτέ...

— Κύριοι, συμφωνώ απόλυτα, αν και νομίζω ότι έχουν πολύ ζάχαρη! επιφυλάχτηκε

ο κ. αντιπρόεδρος.

— Νομίζω ότι η σαντιγύ τους είναι λίγο βαριά, είπε ο κ. γενικός γραμματέας.

— Κατά τη γνώμη μου και η ζάχαρη τους είναι κανονική. Συμπλήρωσε ο κ. πρόεδρος.

— θα έπρεπε να είχατε δοκιμάσει αυτές τις μαρέγκες πραλινέ, που έτρωγα εγώ στην

Ελβετία και τότε θα βλέπατε τι θα μου λέγατε! Δήλωσε ρητά ο κύριος

αντιπρόεδρος.
— Το τριμμένο φρούτο πάντως τις κάνει σκέτη τρέλα! Πανηγύρισε ο κύριος γενικός

γραμματέας.

Κι οι κύριοι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι.

— Το μεγαλύτερο ρόλο, κύριοι, τον παίζει η πραλίνα και ύστερα το αυγό που πρέπει

να είναι λίγο και πολύ καλά χτυπημένο! Είπε με στόμφο ο κ. πρόεδρος.

— Σ' αυτό συμφωνώ απολύτως! είπε ο κύριος αντιπρόεδρος.

121

— Στην επόμενη συνεδρίαση θα δώσω εντολή να μας φέρουν απ' αυτές τις μαρέγκες

που αγοράζει η γυναίκα μου. Δε θα θέλετε να σταματάτε να τρώτε! είπε ο κύριος

γενικός γραμματέας.

Το κουδούνι της εκρού ιδιαιτέρας ήχησε δύο φορές.

Η πόρτα άνοιξε διακριτικά και στη βελούδινη αίθουσα συνεδριάσεων του

Διοικητικού Συμβουλίου, εμφανίστηκε το χαριτωμένο συνολάκι Υβ Σελωράν.

— Μια πιατέλα μαρέγκες πραλινέ, ακόμα! διέταξε ο κ. πρόεδρος.

— Δύο πιατέλες! συμπλήρωσε ο κύριος αντιπρόεδρος.

— Ωραία ιδέα! συμφώνησε ο κύριος γενικός γραμματέας.

Κι οι σύμβουλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι.

* * *

Στο βεραμάν σαλόνι η κυρία προέδρου αναστέναξε:

— Είναι τρομερόν! είπε φανερά εκνευρισμένη, γιατί τόση ώρα δεν είχε σταυρώσει

ούτε ένα μπαλαντέρ για σεφτέ.

— Τρομερόν... Τρομερόν! συμφώνησε η κυρία αντιπροέδρου και κατέβασε μια

«τρίτη», βαλέ, ντάμα, ρήγα, σπαθί.

— Πολύ τρομερόν...! επανέλαβε η κυρία γενικού γραμματέως, καθώς τράβηξε ένα

εννέα καρό που δεν κόλλαγε στα φύλλα της.


Οι κυρίες των συμβούλων απλώς τράβηξαν φύλλα.

— Λέτε ν' αργήσουν για πολύ ακόμα; ρώτησε η κυρία προέδρου, καθώς

προσπαθούσε να ταιριάξει μια αδέσποτη ντάμα κούπα σε μια «τρίτη».

— Ελπίζω να μην το παρατραβήξουν, γιατί απόψε λέμε να πάμε ο' ένα σουαρέ

διπλωματικών κύκλων, είπε η κυρία αντιπροέδρου, καθώς κατέβαζε μια

«τέταρτη» από τρία μέχρι επτά καρό.

122

— Μα είναι άνω ποταμών αυτό που έγινε στο Ίδρυμα, με τα αλλοιωμένα φάρμακα!

είπε η κυρία γενικού γραμματέως και κόλλησε το επτά κούπα σε μια «τέταρτη»

της κυρίας προέδρου.

— Κρίμα! Κρίμα να χαθούν τόσοι άνθρωποι, είπε η κυρία προέδρου τη στιγμή που

τραβούσε έναν άσσο καρό.

— Να είστε βέβαιες ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, οι άντρες μας διερευνούν σε

βάθος την υπόθεση και θα εντοπίσουν τους υπεύθυνους, που θα τιμωρηθούν

παραδειγματικά! είπε η κυρία αντιπροέδρου, παίρνοντας ένα βαλέ και πετώντας

ένα οχτάρι μάλλον «σπαθί».

* * *

Κι ήταν ένα Ίδρυμα.

Απ' αυτά τα ευαγή μαγαζιά που περιθάλπουν ένα διοικητικό συμβούλιο με χοντρούς

σβέρκους και χρυσές καδένες και ξεπαστρεύουν κάτι ανήμπορα ανθρωπάκια, που είναι

να τα λυπάται κι η ίδια η δυστυχία.

Και ήτανε και κάτι προμήθειες φαρμάκων. Απ' αυτά τα φάρμακα που τελειώνουν σε

«εξ» και «ιξ» και μια κηδεία τρίτης κατηγορίας.

Και ήτανε και κάτι παράδες. Κι επειδή όπου βρομιά και κουνουπόμυγο, έτσι όπου

παράδες και σαΐνια, είπανε τα σαΐνια, κάτι παρτίδες χαλασμένα «εξ» και «ιξ» που δεν
κάνανε τώρα πια ούτε για ζιζανιοκτόνα, δεν τα πετάμε στο «ευαγές» να φάμε και μεις,

να φάει και το «δουσού» και νάχει να τρατάρει μπριγιάν και τέτοια, στα συνολάκια Υβ

Σελωράν, για άλλα πέντε τέρμενα; Κι έγινε η δουλειά, φάγανε τα σαΐνια, λαδωθήκανε

με ορυκτέλαιο οι μηχανές, για να ρολάρουν καλύτερα κι έγινε η «μηχανή»,

περιδρομιάσανε και οι χοντρόσβερκοι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, αν εξαιρέσεις, δηλαδή,

κάτι τροφίμους που τους καταγγέλθηκε η σύμβαση από τον Άγιο Πέτρο κι έγιναν

καοτανόχωμα για ζαρντινιέρες με μολόχες, άνευ σημασίας.

* * *

Ο κύριος πρόεδρος ξερόβηξε.

123

— Είναι τρομερόν! είπε.

Ο κύριος αντιπρόεδρος αναστέναξε.

— Τρομερόν... Τρομερόν... επανέλαβε.

Ο κύριος γενικός γραμματέας χασμουρήθηκε.

— Πολύ τρομερόν! συμφώνησε.

Και δεν προλάβαιναν να πηγαινοέρχονται στην τουαλέτα! Και το συνολάκι δεν

προλάβαινε να πηγαινοφέρνει τσάγια με λεμόνι.

Ο κύριος πρόεδρος τρέχοντας προς τα έξω με μισοκα-τεβασμένο παντελόνι, είπε:

— Κάτι είχαν οι μαρέγκες πραλινέ!

Ο κύριος αντιπρόεδρος τρέχοντας προς τα μέσα συμπλήρωσε:

— Μάλλον τ' αυγά ήταν χαλασμένα.

Ο κύριος γενικός γραμματεύς συμφώνησε:

— Μάλλον τα αυγά...

Και οι κύριοι σύμβουλοι έτρεχαν μέσα-έξω, κουνώντας απλώς το κεφάλι.

— Τελικώς, κύριοι! είπε με στόμφο ο κύριος πρόεδρος αλλά δεν πρόλαβε να


συνεχίσει και βγήκε πάλι τρέχοντας.

Την άλλη μέρα συνελήφθη ο ζαχαροπλάστης και τιμωρήθηκε παραδειγματικά.

124

Ο νόμος του εμπορίου

Αθήνα 31 Φεβρουαρίου 19 τόσα. Φίλε Βαγγέλη, γεια και χαρά.

Χάρηκα που είσαι καλά... Εγώ τραβιέμαι ακόμα με κείνο τον κολικό και τον

προστάτη. Τα άλλα τα νέα μου είναι όπως τα ξέρεις. Τσατίστηκα, μωρέ, που έμαθα ότι

κείνος ο Καραμπάχαλος μάς πήρε το πρώτο βραβείο μέσα από τα χέρια. Είχε μεγάλο

γλείψιμο φαίνεται ο τύπος. Και δεν του φαινότανε καθόλου!

Και σου το 'χα πει, ρε συ Βαγγέλη. Να λαδώσουμε κάνα Χριστιανό να πάρουμε το

βραβείο, για να ρεκλαμάρου-με τα βιβλία μπας και κονομήσουμε κάνα φράγκο, γιατί

άμα συνεχίσει το πράμα έτσι, από εκδότη με βλέπω να πουλάω κάστανα...

Βαγγέλη μου, είσαι συγγραφέας κι από εμπόριο έχεις μεσάνυχτα και γι' αυτό δεν

μπορείς να καταλάβεις ορισμένα απλά πραγματάκια. Το εμπόρευμα, για να πουληθεί,

θέλει ρεκλάμα, Βαγγέλη μου. Δεν πα να 'ναι καλή και χρυσή δουλειά, για να το πάρει ο

πελάτης θέλει σπρώξιμο.

Στο 'χω πει και στο ξαναλέω. Ο κοσμάκης δεν ξέρει τι θέλει. Ό,τι τον σερβίρουμε

εμείς, τρώει.

Άκου και μένα, ρε Βαγγέλη. Έχω εκδώσει βιβλία και βιβλία και την κατέχω την αγορά.

Τέλος πάντων. Ας έρθουμε στα κείμενα του τελευταίου βιβλίου, που μου έστειλες.

Τα διάβασα κι έχω να σου πω ότι τα βρήκα καλά.

Έχω όμως και τις αντιρρησούλες μου και θα στις πω φιλικά και χωρίς παρεξηγήσεις.

Πρώτο: Το ύφος, ρε Βαγγέλη! Το ύφος σου είναι πολύ λογοτεχνικό. Ο κοσμάκης δεν

ξέρει τι του γίνεται, Βαγγέλη μου.

Αμόρφωτος ο λαουτζίκος, Βαγγέλη! Ρίχνεις πατάτα στην αγορά και φρακάρεις στο
τάλιρο. Ρίχνεις Σαίξπηρ και υψηλή διανόηση και σε κυνηγάει το ΙΚΑ, να σε κλείσει μέσα.

Την σήμερον ημέρα δεν τραβάει το πολύ πνεύμα.

125

Μπούρδες, Βαγγέλη μου. Μπούρδες! Να κονομήσω εγώ να φας ψωμάκι κι εσύ.

Δεύτερο: Βάλε και λίγη διαστροφή μέσα, ρε άνθρωπε μου. Τη σήμερον ημέρα άμα

δεν έχει το πράμα και διαστροφή μέσα, θα βάλουμε λουκέτο, ρε Βαγγέλη. Δες οι

εκδόσεις «Μπρούμητα». Δεν προλαβαίνουν να πουλάνε και μεις πάμε με την

αγιαστούρα. Γι' αυτό κάνε τίποτα μικροαλλαγές. Εκεί που λες στο μυθιστόρημα σου ότι

ο «Αλέξης ερωτεύτηκε την αδελφή του φίλου του, Μάνου», κάντο «ο Αλέξης να τα

μπλέκει με τον ίδιο το φίλο του το Μάνο που ερωτεύτηκε την αδελφή του...».

Μπουρδούκλωσέ τα εκεί πέρα να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα...

Τρίτο: Σ' ένα άλλο σημείο, ρε Βαγγέλη, λες ότι το ζευγάρι πήγαινε στην

ακροθαλασσιά χεράκι-χεράκι κι απολάμβανε τη μαγευτική δύση του ήλιου και απ' τα

χείλη τους έσταζαν λόγια έρωτα, πάθους κι αγάπης.

Τι πράγματα είναι αυτά, ρε Βαγγέλη; Τι αρχιερατικά μνημόσυνα είναι τούτα;

Ποια ακροθαλασσιά και χεράκι-χεράκι... Βάλτους τους ανθρώπους πάνω σε μια

μηχανή δικύλινδρη να τρέχουν του σκοτωμού και να κάνουν και καμιά σούζα... Αμόλα

πίσω τους κι ένα εκατό να τους κυνηγάει, για να 'χει σασπένς η ιστορία!

Και τι λόγια αγάπης και κουραφέξαλα; Με τα μελό νομίζεις ότι θα πουλήσουμε, ρε

Βαγγέλη; Πέτα κανά τολμηρό φωνήεν.

Το κοινό είναι χαμηλό, Βαγγέλη μου. Τα γυρεύει κάτι τέτοια.

Και στο τέλος του μυθιστορήματος, δεν είναι ανάγκη να παντρεύονται. Ανακάτεψε

και δυο τρεις μοιχείες, ρε Βαγγέλη. Δε θα τα πληρώσεις εσύ απ' την τσέπη σου τα δι-

κηγορικά έξοδα.

Ο κοσμάκης τα θέλει τα μυστήρια μπερδέματα, καθότι χαμηλού επιπέδου ο


λαουτζίκος, Βαγγέλη μου.

Τι, δηλαδή, θα βγάζουμε πράμα για δέκα ανθρώπους;

126

Πρέπει να κατέβουμε στο επίπεδο του λαουτζίκου, Βαγγελάκη μου. Και να ρίξουμε

επιτυχίες να γίνει τζερτζελές.

Με συγχωρείς, Βαγγέλη μου, καλή χρυσή η πένα σου, είσαι σπουδαίος συγγραφέας,

αλλά και τι βγαίνει μ' αυτό; Θα γράψεις για δέκα ξεθυμασμένους διανοούμενους και

θα αφήνουμε τους χιλιάδες πελάτες; Αλίμονο!

Βαγγέλη μου, ξέρεις πόσο σε εκτιμάω και σε υπολή-πτομαι σαν φίλο και σαν

συγγραφέα.

Έλα όμως που το καλό πράμα δεν τραβάει πάντα. Βλέπεις και μόνος σου τι γίνεται.

Γι' αυτό σου λέω, ρε Βαγγέλη: άσε τις υψηλές σφαίρες του πνεύματος και πιάσε και

γράψε κάνα από κείνα τα μοντέρνα, που δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα, μπας και

κονομήσουμε...

Τώρα θα μου πεις και με το δίκιο σου, δηλαδή, ρε κύριε, εγώ είμαι συγγραφέας

αξιώσεων και γράφω έργα της προκοπής κι όχι αηδίες. Το ξέρω, Βαγγέλη μου. Το ξέρω.

Έλα όμως που ο κοσμάκης, ο λαουτζίκος δηλαδή, δεν ξέρει τι του γίνεται. Χαμηλό

επίπεδο, φίλε μου. Πάτος. Κι εμείς είμαστε επιχείρηση με έξοδα, μισθούς, ΙΚΑ, κέρατα,

και πρέπει να σταθούμε.

Τα βλέπεις και μόνος... Πόσα κομμάτια Τολστόι και Ντοστογιέφσκι πουλάμε το

χρόνο, ρε Βαγγέλη... Ούτε το ένα εικοστό από ό,τι πουλάμε, άμα γράψουμε τη ζωή κα-

νενός τερματοφύλακα. Τα βλέπεις και μόνος σου...

Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ και σε κουράζω άλλο, κοίτα σε κείνο το νέο

μυθιστόρημα σου κάνε τίποτα ψιλομερεμέτια. Ας πουλήσουμε εμείς και άσε τους κριτι-

κούς να μας περνάνε γενεές δεκατέσσερις. Δε θα μου πληρώσουν οι κριτικοί τα


γραμμάτια στο τέλος του μήνα, Βαγγέλη. Και στο κάτω-κάτω της γραφής όλο και κάτι

θ' αρπάξουν κι αυτοί, να γράφουνε καμιά καλή κουβέντα.

127

Και που 'σαι, Βαγγέλη... Παράτα τα ρομαντικά λαβ στόρι και τους μεγάλους έρωτες

και τους δυνατούς ήρωες και πέτα καμιά αδελφή και κάνα παλιόμουτρο μέσα στο

μυθιστόρημα...

Έτσι είναι ο νόμος του εμπορίου, ρε Βαγγέλη...

Α, ναι, τώρα το θυμήθηκα.

Κι εκεί που λες ότι η αγάπη στο τέλος θριαμβεύει και κάτι τέτοιες

αμπελοφιλοσοφίες... άλλαξε λιγάκι το παραμύθι... και πες ότι στο τέλος θριαμβεύει ο

δυνατός, Βαγγέλη, αυτός που έχει το χρήμα Βαγγέλη, αυτός που είναι αδίστακτος,

Βαγγέλη...

Περιμένω νέα σου. Σε χαιρετώ φιλικά Ο εκδότης σου Χαρίλαος Χατζηαρπακόλας.

* * *

ΛΟΝΔΙΝΟ 20 Μαρτίου 19 τόσα. Κύριε εκδότα,

Έλαβα γράμμα σας στοπ. Με λύπη διαπιστώνω ότι έχετε απόλυτο δίκιο για το κοινό

στοπ. Αδυνατώ συμμορφωθώ προς τα ζητούμενα στοπ. Αλλάζω επάγγελμα στοπ.

Επιστρέφοντας, ανοίγω τοστάδικο στοπ. Μένω για πάντα φτωχός αλλά τίμιος στοπ.

Βαγγέλης Πολυγραφόπουλος Πρώην συγγραφέας.

128

Μικρές προσωπικές χάρες

Τι. ήταν να το ξεστομίσω ο ανθρωπάκος; Τα μάτια όλων των συναδέλφων στο

γραφείο αστράψανε.

Τα μολύβια μονομιάς πέσανε απ' τα χέρια τους και με κοιτούσαν μ' ανοιχτό το

στόμα.
— Σοβαρολογείς τώρα; με ρώτησε έκπληκτος ο Χαρίλαος.

— Μα και, βέβαια, σοβαρολογώ, απάντησα εγώ απλά και φυσικά.

— Μα είναι δυνατόν; με ρώτησε ο Μπάμπης.

— Ασφαλώς και είναι δυνατόν! είπα κι εγώ. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν.

Σε λίγο, το συνταρακτικό νέο έτρεχε σε όλους τους διαδρόμους και τα γραφεία.

— Τα μάθατε; Ο Βησσαρίων φέτος, δε θα πάει διακοπές...

θεέ και Κύριε. Μα είναι δυνατόν; Κι όμως ήταν.

Ναι, εγώ, που ημιαργία να χουμε στο γραφείο παίρνω τα όρη και τα βουνά, εγώ που

τα Σαββατοκύριακα ξαμολιέμαι πότε σε πέλαγα και πότε σ' αετοράχες με κρύο και με

ζέστη, εγώ που δεν αφήνω την παραμικρή ευκαιρία να λακίξω από το κλεινόν άστυ και

μάλιστα για όσο πιο μακριά γίνεται, ναι, εγώ που διαθέτω δυο τροχόσπιτα, έξι αν-

τίσκηνα κι ένα σωρό σάτζαλα και μάντζαλα, που φτάνουν για δύο εκστρατείες του

Μεγαλέξαντρου μέχρι τα προάστια της Καλκούτας, ε, λοιπόν φέτος το μήνα της άδειας

μου είπα να τον περάσω στο σπιτάκι μου να ξεκουράσω το κοκαλάκι μου ο άνθρωπος.

Διακοπές σού λέει ο άλλος!

Ρωτήστε κι εμένα που τάχω φάει όλα με το κουταλάκι!

Λέμε «πάμε διακοπές». Και μας βγαίνει απ' την ταλαιπωρία η γλώσσα δυο πήχεις!

Εγώ όμως τ' αποφάοισα. Φέτος την άδεια μου θα την περάσω στο σπιτάκι μου, να

ξεκουραστώ. Τέτοιες διακοπές, σαν κι αυτές που πάνε οι περισσότεροι και τους βγαίνει

το λάδι, καλύτερα να μου λείπουν.

129

Έχω πάει τόσες φορές διακοπές κι είδα τα καλά τους. Στις αγροτικές φυλακές

περνάνε καλύτερα.

— Πουθενά, λοιπόν, βρε Βησσαρίωνα; με ρώτησε έκπληκτος ο Χαράλαμπος.

— Πουθενά! απάντησα εγώ.


— Εντελώς πουθενά; επέμεινε ο Χαράλαμπος. Ε, τώρα τι του λες....

Πάντως, είναι γεγονός, ότι φέτος που δε θα πάω διακοπές, θα κάνω τις ωραιότερες

διακοπές της ζωής μου! Να το δείτε!

Ούτε συνωστισμός στα φέρρυ-μπωτ, που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,

ούτε πατείς με πατώ σε στα νησιά με τους μπατιροτουρίστες, ούτε να ακουμπάω τα

μαλλιά της κεφαλής μου για μια καμαρούλα ένα επί κανένα, ούτε στήσε σκηνές,

ξέστησε σκηνές και να μου πέφτουν τα νεφρά...

Κάθομαι σπιτάκι μου κι έχω το κεφαλάκι μου ήσυχο!

Αμέ!

— Δηλαδή; Είσαι σίγουρος πως δε θα φύγεις από την πόλη; με ρώτησε ο διευθυντής

μου που με κάλεσε αμέσως, μόλις έφτασε στ' αυτιά του η μεγάλη είδηση.

— Ούτε σπιθαμή δε θα το κουνήσω, κύριε διευθυντά... τον διαβεβαίωσα.

Με κοίταξε με το γλυκύτερο του ύφος.

— Ξέρεις Βησσαρίωνα, σε εκτιμώ βαθύτατα.

— Αμοιβαίο είναι, κύριε διευθυντά.

— Θα ήθελα, λοιπόν, μια και το μήνα των αδειών δε θα πας πουθενά, να μου έκανες

μια μικρή προσωπική χάρη....

— Ό,τι θέλετε, κύριε διευθυντά...

Η μικρή προσωπική χάρη ήταν να φέρει στο σπίτι μου τη Ζιζέλ να τη φροντίζω, όσο

θα λείπει αυτός σε διακοπές.

130

— Η Ζιζέλ είναι ένα πολύ φρόνιμο σκυλάκι, Βησσαρίων, που δε θα σου

δημιουργήσει κανένα πρόβλημα.

Τι να 'κανα, διευθυντής ήταν αυτός, ξεροκατάπια, είπα «μεγάλη μου χαρά, για να

σας εξυπηρετήσω» και υποσχέθηκα να γίνω κηδεμόνας της σκυλίτσας του, για το
διάστημα, που θα έλειπε.

Δεν πρόλαβα όμως να γυρίσω στο γραφείο μου και με ειδοποίησαν ότι με ζητάει ο

υποδιευθυντής.

Έτρεξα στο γραφείο του.

— Στις εντολές σας.

Ο κύριος υποδιευθυντής με κοίταξε όσο πιο γλυκά γινόταν.

— Βησσαρίωνα, έμαθα ότι αυτό το μήνα δε θα πας πουθενά...

— Μάλιστα, κύριε υποδιεθυντά...

— Όπως θα ξέρεις, εγώ θα πάω με τη γυναίκα μου διακοπές...

— Μάλιστα, κύριε υποδιευθυντά...

— Κι ακόμα θα ξέρεις ότι πρόσφατα η γυναίκα μου γέννησε δίδυμα...

— Μάλιστα, κύριε υποδιευθυντά...

— Θα ήθελα, λοιπόν, μια και θα μείνεις εδώ, να μου κάνεις μια μικρή προσωπική

χάρη...

— Κατάλαβα, κύριε υποδιευθυντά... Θέλετε να αναλάβω τα μωρά...

— Όχι δα, βρε αδελφέ. Τον Οθέλο να φυλάς.

— Ποιος είναι ο Οθέλος;

— Το σκυλάκι μας. Ένα γλυκούτσικο ζωντανό, που θα το λατρέψεις. Μπορώ να στον

φέρω, λοιπόν, πριν φύγω;

Είπα το «ναι» με μαύρη καρδιά και γύρισα στο γραφείο μου.

Εκεί με περίμενε, άλλη έκπληξη.

131

Ο συνάδελφος, ο Αντωνάκης, με θερμοπαρακάλεσε να μου φέρει στο σπίτι τον

Καίσαρα, για να τον περιποιούμαι, όσο θα έλειπε στις διακοπές.

— Τι είναι ο Καίσαρας, ρε Αντωνάκη;


— Ο πιο ήσυχος γάτος του κόσμου είναι, Βησσαρίωνα μου, και θα σου χρωστάω

υποχρέωση για όλη μου τη ζωή άμα μου τον κρατήσεις τις μέρες που θα λείπω...

Ας πάει και το παλιάμπελο, που λέγαν οι παλιοί, χρεώθηκα και τον Καίσαρα, αλλά

κάπου είχα αρχίσει ν' ανησυχώ, γιατί ένα διαμερισματάκι τρεις πήχεις διαθέτω όλο-

όλο....

Αν το έκανα ζωολογικό κήπο, δε θα είχα πια πού να μείνω εγώ...

— Μην γκρινιάζεις, βρε αδελφέ, μου είπε η Δανάη του λογιστηρίου.

— Μα είναι να μην γκρινιάζω;

— Τι βάσανα θα σου προσθέσει ένα αθώο πουλάκι το καημενούλι; Το νεράκι θα του

αλλάζεις και θα του βάζεις και λίγη τροφή...

Τέλος πάντων. Δέχτηκα να μου φέρει κι η Δανάη του λογιστηρίου, το κλουβί με το

πουλάκι της. Αλλά φαίνεται ότι τα βάσανα μου δεν ήθελαν να τελειώσουν εδώ.

Ο Χαρίτος με παρακάλεσε να μου φέρει κάνα δυο γλαστρούλες, να τις ποτίζω κατά

την απουσία του. Η Μαργαρίτα μού έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της να πετάγομαι να

ποτίζω το φίκο της, ο Γεράσιμος μού ζήτησε να φιλοξενήσω το βίντεο, την τηλεόραση

του, το στερεοφωνικό του, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τους διαρρήκτες, όσο

θα έλειπε, ο Φανούρης μού εμπιστεύθηκε δυο παπαγαλάκια, ο Αριστος μού ζήτησε να

πηγαίνω σπίτι του να παίρνω τους λογαριασμούς και να τους εξοφλώ, η Αγλαία έπεσε

κλαίγοντας στα γόνατα μου, για να πάω στο ΤΕΒΕ να βγάλω τη σύνταξη της μάνας της,

για να μη χαλάσει η ίδια τις διακοπές της, κι ο Δημητρόπουλος με χιλιοσταύρωσε να

φιλοξενήσω τον Εδμόνδο....

— Τον Εδμόνδο;

— Ναι!

— Ποιος είναι αυτός;

132
— Το πιθηκάκι του μπατζανάκη μου. Ο Θεός να βάλει το χέρι του...

* * *

Το μεγάλο μου δράμα, άρχισα να το ζω λίγες μέρες μετά.

Ο κύριος διευθυντής ξεφόρτωσε από το αυτοκίνητο του ένα γαϊδουρόκορμο

σκύλαρο με κάτι δοντάρες σαν κρητικές μαχαίρες.

— Έλα Ζιζέλ... Πάμε Ζιζελάκι! φώναξε χαϊδευτικά ο κύριος διευθυντής στο

σκυλόμορφο τέρας.

— Α... αυτή είναι η σκυλίτσα σας; ρώτησα εγώ και μου είχε κοπεί η ανάσα στη θέα

του τέρατος, που μου έφτανε μέχρι τον ώμο.

Η Ζιζέλ γρύλλισε κι άρχισε να γαυγίζει άγρια... Κινήθηκε αργά κι επιθετικά εναντίον

μου, δείχνοντας μου τις απειλητικότατες δοντάρες της.

Ο κ. διευθυντής μού έδωσε το λουρί.

— Μη φοβάσαι... θα σε συνηθίσει σιγά-σιγά, είπε.

— Μπα δε νομίζω. Γιατί μέχρι να με συνηθίσει θα μ' έχει χωνέψει.

Η Ζιζέλ ή Ζιζελάκι, που ήταν αντίγραφο της Ομηρικής Σκύλλας, με κοιτούσε με μίσος,

σαν να έλεγε «έννοια σου και θα καλοπεράσουμε εμείς οι δύο».

Και μόλις έφυγε ο κύριος διευθυντής, ορμάει το τέρας, αρχίζει να τρέχει στο δρόμο,

αδύνατο να το συγκρατήσω εγώ απ' το λουρί, εκείνο με τράβαγε όπου ήθελε, με γύρισε

δυο φορές το οικοδομικό τετράγωνο τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, μέχρι που

έπεσα λαχανιασμένος κι η καρδιά μου είχε κολλήσει στην πλάτη μου.

Με τα χίλια ζόρια έμπασα το θηρίο στο σπίτι, το παρέσυρα στην τουαλέτα και το

κλείδωσα εκεί.

133

Έπεσα σε μια πολυθρόνα να συνέλθω κι άκουγα με τρόμο τα δυνατά χτυπήματα του

φοβερού σκυλιού στην πόρτα και τα απειλητικά γαυγίσματά του, που ήταν σαν να μου
έλεγε «μετά απ' αυτό που έκανες άμα σε πιάσω στα δόντια μου, θα δεις».

Νόμιζα ο άμοιρος ότι για κάμποση ώρα είχα απαλλαγεί απ' το φοβερό τετράποδο,

αλλά όταν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, τότε κατάλαβα ότι είχα ε-

ξαπατηθεί.

— Τώρα τι κάνουνε; αναρωτήθηκα. Δεν κρατιόμουν άλλο.

Κατέβηκα γρήγορα έξω και πήγα σ' ένα καφενείο εκατό μέτρα πιο πέρα απ' το σπίτι

μου.

Όταν γύριζα, βλέπω το Χαρίτο που ξεφόρτωνε από ένα φορτηγό κάτι πελώρια

δέντρα.

— Μη μου πεις ότι αυτές είναι οι κανα δυό γλαστρούλες; τον ρώτησα έκπληκτος.

— Έλα βρε αδελφέ, μην κάνεις έτσι... Βοήθησε με να τ' ανεβάσουμε...

* * *

Η διαβίωση κάτω από τέτοιες τρομερές συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από

αδύνατη.

Βρισκόμουν μες στο σπίτι μου και ένιωθα σαν να με είχαν ρίξει ανυπεράσπιστο στη

ρωμαϊκή αρένα με τα άγρια θηρία.

Στις πρώτες τρεις ημέρες είχα εξουθενωθεί εντελώς. Μέχρι κι ο καφετζής του

γειτονικού καφενείου όπου έσπευδα πέντε φορές την ημέρα, με ρώτησε:

— Καλά, ρε άνθρωπε μου, εσύ δεν έχεις καμπινέ στο σπίτι σου;

Δίκιο είχε ο άνθρωπος αλλά τι να του πω;

Την τουαλέτα την είχα παραχωρήσει στη Ζιζέλ. Την κουζίνα στο πιθηκάκι, τον

Εδμόνδο, που τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά. Την κρεβατοκάμαρα την είχα παραχωρήσει

134

στον Οθέλο σ' ένα μπουλντόκ -Παναγία βοήθα- που μου έκανε το στρώμα φτερά και

πούπουλα. Το σαλόνι ήταν τσιφλίκι του Καίσαρα, ενός διαολόγατου που μου έφαγε
όλα τα κρόσια απ' τις πολυθρόνες κι έσπασε τρία σερβίτσια κι ένα βάζο Βοημίας, το

μπαλκόνι στα φυτά του Χαρίτου και στο χολ είχα το πουλάκι της Δανάης του

λογιστηρίου και τα παπαγαλάκια του Φανούρη.

Κι εγώ πού έμενα;

Η ψυχή μου το ξέρει.

Για να μην τα πολυλογώ, στις δέκα μέρες χρειάστηκε να πάω σε ψυχίατρο, που μου

είπε ότι έχει κλονιστεί η υγεία μου και να προσέχω.

Στις δεκαπέντε ημέρες, δεν ξέρω πώς έγινε κι η Ζιζέλ συναντήθηκε με τον Οθέλο, ο

Εδμόνδος με τον Καίσαρα κι έγινε μέσα στο σπίτι μου η μάχη του Βατερλώ.

Στις είκοσι μέρες ο ψυχίατρος μού έδωσε κάτι χάπια. Κι η αστυνομία με ειδοποίησε

πως οι ουνένοικοι της πολυκατοικίας έχουν μαζέψει υπογραφές, για να με διώξουν.

Στις είκοσι πέντε μέρες μού έκαναν έξι ράματα στο πόδι για μια δαγκωσιά της Ζιζέλ

και δύο αντιλυσσικούς ορούς για ένα δάγκωμα του Εδμόνδου στο αυτί. Για τις γρατσου-

νιές του Οθέλου, ο γιατρός μού έβαλε μόνο επιδέσμους και με διαβεβαίωσε ότι δεν

υπάρχει κίνδυνος.

Στις είκοσι έξι μέρες από το σπίτι μου είχαν μείνει μόνο οι τοίχοι.

Στις 28 με 29 μέρες, ήρθαν όλοι και παρέλαβαν τα ζωντανά τους, τα φυτά τους, το...

άντε μην πω καμιά κακιά κουβέντα.

Κι είπα πια ότι τέλειωσαν τα βάσανα μου. Αλλά πού τέτοιο πράμα.

Την πρώτη μέρα μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο γραφείο όλοι μού κρατούσαν

μούτρα. Ένα «καλημέρα» κι αυτό με το στανιό μού το είπαν

Δεν άντεξα, λοιπόν, εξερράγην ο άνθρωπος.

135

— Τι τρέχει, βρε παιδιά; Έχετε μαζί μου τίποτα; Ούτε μιλιά. Έδειχναν να αγνοούν την

ύπαρξη μου. Με κάλεσε ο κύριος διευθυντής.


— Βησσαρίων, κάποτε σου είχα εμπιστοσύνη, αλλά τώρα έχασα πάσα ιδέα, είπε

αυστηρά.

— Μα, κύριε διευθυντά...

Ο κύριος διευθυντής ήταν μαζί μου έξαλλος. Μου είπε ότι βρήκε τη Ζιζέλ πολύ

αδύνατη κι ότι είχε μια ουλή στη ράχη.

— Δεν της την έκανα εγώ, κύριε διευθυντά.

— Τότε ποιος την έκανε;

— Ο Οθέλος, σε μια συμπλοκή που είχανε στην κρεβατοκάμαρα μου.

— Ο Οθέλος; Στην κρεβατοκάμαρα σου;

— Μάλιστα.

— Ποιος είναι αυτός ο ανώμαλος;

— Ο σκύλος του κυρίου υποδιευθυντού. Αν δε με πιστεύετε, ήταν μπροστά κι ο

Εδμόνδος...

— Ποιος Εδμόνδος;

— Ο χιμπατζής του μπατζανάκη του Δημητρόπουλου. Ο κύριος διευθυντής άλλο που

δε με πέταξε έξω απ' το γραφείο του.

— Σαν δεν ντρέπεσαι, ανώμαλε, να κάνεις όργια στην κρεβατοκάμαρα σου με

πιθήκους και σκύλους!

Μετά με κάλεσε ο υποδιευθυντής να με επιπλήξει, γιατί ήταν μαδημένη η ουρά του

Οθέλου. Η Δανάη του λογιστηρίου με κατσάδιασε, γιατί το πουλί της έπαθε σοκ και

σταμάτησε να κελαηδάει. Ο Χαρίτος μού έκοψε και την καλημέρα, γιατί κιτρίνισαν τα

φυτά του, επειδή λέει δεν του τα πότιζα κανονικά.

Ο Δημητρόπουλος με κατσάδιασε, γιατί το πιθηκάκι του μπατζανάκη του, ο

Εδμόνδος, έφερε μια δαγκωσιά στα πισινά. Ο Αντωνάκης με πέρασε γενεές

δεκατέσσερις, γιατί ο γάτος του, ο Καίσαρας, κούτσαινε απ' το μπροστινό αριστερό


136

πόδι. Κι όλοι τέλος πάντων είχανε από κάποιο παράπονο, γιατί άφησα τα τετράποδα

τους, ο ασυνείδητος, να υποφέρουν.

— Ντροπή σου να βασανίζεις ανυπεράσπιστα ζωάκια! μου είπαν όλοι τους.

Μέχρι κι ο Φανούρης βρήκε αιτία να με βρίσει.

— Τι προστυχιές έμαθες να λένε ρε, τα παπαγαλάκια μου;

— Εγώ;

— Εσύ;

— Στ' ορκίζομαι, Φανούρη μου, ένα τυπικό γεια λέγαμε μόνο.

— Τον κακό σου τον καιρό, που θα μου πεις εμένα: Ξέρεις τι λένε όλη τη μέρα τώρα

οι παπαγάλοι μου;

— Τι;

— Αυτό που τους έμαθες, ρε αγύρτη: «Δεν κοιτάει ο Φανούρης τα κέρατα του, οι

παπαγάλοι τού λείπανε».

Αμάν!

Μπορεί και να το λεγα αυτό πάνω στην αγανάκτηση μου, αλλά πού να φανταστώ

ότι...

Την άλλη μέρα πήγα συντετριμμένος στον ψυχίατρο. Με εξέτασε προσεκτικά.

Έδειχνε ανήσυχος για την πορεία της υγείας μου. Κούνησε το κεφάλι και μου είπε

κατηγορηματικά:

— Σου χρειάζεται ένας μήνας διακοπές.

137

«ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ» του Μίμη Τραϊφόρου

138

Τα Παπανδρεϊκά...!
Τώρα πια που χειμωνιάζει στη ζωή μου κι οι ερεθισμοί καταλαγιάζουν κι η φαντασία

«συνταξιοδοτείται» και παίρνει το δρόμο για κάποιο καφενέ ή για κάποιο καλοκαιρινό

παγκάκι, τώρα πια που μου κάνει συντροφιά το αβέβαιο... «αύριο» κι όλη η ζωή μου

πάει να γίνει «χτες» και «προχτές», ήταν καιρός, όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοι της

πένας και του παλκοσένικου, να παραδοθώ κι εγώ στο «παρελθόν» και να πέσω στην

«αναπόληση» και στο... «για... θυμήσου»!

Και μολονότι κάνω κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να πιστέψω πως η ζωή

αρχίζει κάθε μέρα και αισιόδοξος την καλημερίζω, κι ενώ αρνιέμαι πεισματικά να πα-

ραδοθώ στο «παρελθόν» και να γίνω «ανάμνηση», όμως το αμείλικτο ημερολόγιο και

κάποιο ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο: «Στην ουρά, ρε μπάρμπα!» που μου φώναξε

στη στάση κάποιου τρόλεϊ ένας... απαίσιος νεαρός, όταν προσπάθησα με μια... πονηρή

πλαγιοκόπηση να περάσω μπροστά, με προσγείωσαν και με ξανάφεραν στον ίσιο

δρόμο. Στο δρόμο ή μάλλον στους... δρόμους και στα σοκάκια του παρελθόντος. Και

χωρίς να το θέλω, άρχισα να... θυμάμαι!

Να θυμάμαι ότι...

Γεννήθηκα στον Πειραιά τω... τω... Πάντως μετά Χριστό! Κι είναι βέβαιο ότι

γεννήθηκα στον Πειραιά, γιατί καμιά άλλη πόλη, χωρίον ή νήσος της ελληνικής

επικράτειας δε διεκδίκησαν την τιμή της καταγωγής μου, όπως π.χ. έγινε με το

συνάδελφο μου... εν ποιήσει «Όμηρο», που ως γνωστόν διεκδικούσαν την καταγωγή

του, πάνω από μια ντουζίνα περιοχές της αρχαίας... Ψωροκώσταινας!

Γεννήθηκα, λοιπόν, και μεγάλωσα στον Πειραιά και ήμουνα το δεύτερο από τα 14

παιδιά που χάρισε στον... αχαμνό πληθυσμό της Ελλάδας, ο... παραγωγικότατος

μπαμπάς μου, που γεννημένος μπατίρης και χωρίς μια σίγουρη δουλειά, γρήγορα

παραιτήθηκε από τη διατροφή των 14 βλαστών του και... γαλαντόμος και...

αφιλοκερδής, όπως ήταν, εμπιστεύτηκε την επιβίωση τους στο... Μεγάλο! Έτσι με
προσαγόρευε, επειδή ήμουν το πρώτο αγόρι και βέβαια και το πρώτο... κορόιδο της

ενδόξου οικογενείας μας.

139

Στα 15 μου χρόνια λοιπόν χάρις στις... γαλαντομίες του πατέρα, ήμουνα... πια

πολύτεκνος. Ο πρώτος δεκα-πεντάχρονος πολύτεκνος της υφηλίου.

Θα μου πείτε ! ! «Αφού δεν τα έβγαζε πέρα, γιατί έφτιαχνε συνέχεια παιδιά;» Τι να

κάνει ο άνθρωπος. Έπρεπε κι αυτός να ψυχαγωγηθεί. Έβαζε, λοιπόν, κάτω τη μάνα μου

και... εψυχαγωγείτο!

Ο «Μεγάλος» όμως έπρεπε στο μεταξύ να μάθει κάποια... γράμματα. Είχε, βλέπεις,

το ελάττωμα να του αρέσουν τα γράμματα... Δεν υπήρχαν λεφτά όμως, όχι για βιβλία,

ούτε για... κουλούρι. Σηκωνόταν, λοιπόν, ο «Μεγάλος» στις πέντε τα ξημερώματα και

πήγαινε στο σπίτι του συμμαθητή του Φάνη Παπαγεωργίου-καλή του ώρα αν ζει-

έπαιρνε τα βιβλία του και διάβαζε.

Μα τα στόματα ήταν πολλά. Δεκατέσσερα τα παιδιά, δύο ο πατέρας και η μάνα και

άλλα δύο στόματα του σκύλου μας του «Φλόξ» και της «Αραπίνας» μας, της γατούλας.

Κι έπρεπε όλ' αυτά τα στόματα να φάνε! Και δεν υπήρχε «δωρεάν... μάσα». Κατά το

«Δωρεάν Παιδεία». Για να φας, λοιπόν, έπρεπε να δουλέψεις. Ποιος θα δουλέψει

όμως; Ποιος άλλος από το... «Μεγάλο».

Έκανα, λοιπόν, τις πιο απίθανες δουλειές! Αντιγραφέας στο... Πρωτοδικείο

Πειραιώς, πλασιέ περιοδικών... μόδας και... αχθοφόρος στο λιμάνι.

Δούλευα, λοιπόν, σπούδαζα και... λιμοκτονούσα: Δε θυμάμαι να είχα χορτάσει ούτε

το... ψωμί! Αφού όταν στη γερμανική κατοχή, είχε πέσει η μεγάλη πείνα και οι

πεινασμένοι φώναζαν στους δρόμους: «Πεινάω! Πεινάω!!», εμένα μου φαινόταν

παράξενο!! Τι φωνάζουν πως πεινάνε; έλεγα. Κι εγώ «πείναγα», αλλά δεν έβαζα τις

φωνές. Ίσως ήμουν από τους λίγους Έλληνες που δεν κατάλαβαν την κατοχική πείνα.
Γιατί από τη μια πείνα έπεσα στην άλλη!

Αυτά τα διηγόμουνα μια μέρα στη Σοφία -τη Βέμπο εννοώ- παρουσία και του...

αρχηγού της οικογένειας, όπως αυτάρεσκα αυτοδιαφημιζόταν ο πατέρας μου , που

έγινε έξω φρενών και γεμάτος έπαρση και σε καθαρευουσιάνικη διάλεκτο, της φώναζε:

— Τι λέει, Σοφία μου, αυτός; Αυτόν που βλέπεις, τον είχα με τρία... ωά!

140

— Με τρία ωά, μάλιστα! του απάντησα πειραχτικά. Τρία ωά... την τριετία.

Ωστόσο τα κατάφερα να φτάσω στην 4η Γυμνασίου. Το Γυμνάσιο που στέγαζε τα

μικρά μου όνειρα και τις... αποβιταμινωμένες φιλοδοξίες μου, ήταν το Τρίτο Πειραιώς

που βρίσκεται, ακόμα, στην οδό Τζαβέλα κοντά στη Βαγγελίστρια. Το τρίτο Πειραιώς

και ο γυμνασιάρχης μου, ο σπουδαίος Θρασύβουλος Σταύρου, ο διανοητής και εκπαι-

δευτικός από τους μεγάλους, παίξανε καθοριστικό ρόλο, στην παραπέρα ζωή μου και

στη θεατρική μου διαδρομή. Ο σπάνιος αυτός πνευματικός άνθρωπος, που η προσφο-

ρά του στο θέατρο και στα γράμματα, ήταν τεράστια, γιατί εκτός από το Σίλλερ κι από

το Γκαίτε έχει μεταφραπαρα-φράσει, ολόκληρο σχεδόν τον παιζόμενο Αριστοφάνη, με

πρωτότυπο, πανέξυπνο και άψογο θεατρικό τρόπο. Ο έξοχος, λοιπόν, αυτός

εκπαιδευτικός και άνθρωπος, βαρύνεται με το τραγικό λάθος ότι φρόντισε να με βγάλει

στο θέατρο. Πολλοί, πάρα πολλοί, αείμνηστε γυμνασιάρχη μου, δε θα σου

συγχωρήσουν αυτό το... αποτρόπαιο λάθος! Γιατί το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Δεν

έφτανε, δηλαδή, που βγήκα στο θέατρο, άρχισα και να γράφω. Ποιήματα στην αρχή.

Έτσι αρχίζουν όλοι. Γι' αυτό από τα 9 εκατομμύρια Έλληνες τα... 10 γράφουν ποιήματα.

Τι λέτε να σας αμολήσω κι εγώ ένα; Ένα μόνο. Το πρώτο μου:

«Θα μείνω πάντα ένα παιδί που θ' αυτοβασανίζομαι

και που μια μόνιμη αρετή ποτέ δε θ' αποχτήσω,

που θα γκρεμίζω το πρωί με τα λεπτά μου δάχτυλα


ό,τι απ' το βράδυ επάσχισα σε στέρεη γη να χτίσω

θα μ' αγαπούν, θα με μισούν, πριν κάποια ωχρά φθινόπωρα

κάνουν δυο-τρεις περίπατους στη νεανική μορφή μου,

και πριν ισόβια εισαχθεί σε οίκο γερόντων άστεγων

η καθεμιά χαρούμενη, σεμνή αναζήτηση μου.

Κι έπειτα, κι έπειτα θα ρθεί κάποιο πρωί αδυσώπητο,

141

που οι ανήφοροι θα μ' αρνηθούν να τους περιδιαβαίνω,

κι ανήμπορο το σπέρμα μου, θα μπουσουλάει μ' απόγνωση

σε κάποιες μήτρες σκοτεινές να τρέξει μεθυσμένο.

Και θα μαι πάντα ένα παιδί που θ' αυτοβασανίζομαι

και που μια μόνιμη αρετή, ποτέ δε θ' αποκτήσω,

που θα ξεχάσω, πριν με βρει κάποιος ηλίθιος θάνατος

στους θλιβερούς κροτάφους μου, μια κάνη ν' ακουμπήσω».

Βέβαια, κακώς δεν την ακούμπησα την κάνη. Όπως κακώς θα 'ταν μια σωτηρία και

για σας! Και για μένα δεν είπα... «πυρ»! Τι μού θύμησε, η λέξη «πυρ»; Το μακαρίτη τον

Κώστα το Μανιατάκη. Οι κάποιας ηλικίας επιζώντες θαυμαστές του θα πρέπει να τον

θυμούνται με αγάπη. Γιατί δεν ήταν μόνο ένας γλυκύτατος τραγουδιστής, ένας καλός

ζεν-πρεμιέ, ιδιαίτερα στην οπερέτα, κι ένας χαριτωμένος άνθρωπος, ήταν και μεγάλος

πλακατζής και καλαμπουρτζής από τους πιο έξυπνους.

Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1950-51, στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση

μου «Βίρα τις άγκυρες», που ήταν ο αξέχαστος Κώστας από τους πρωταγωνιστές της,

που τα είχε μπλέξει με μια νεόβγαλτη ηθοποιό... κου-κλάρα μεν και πολύ κομψή, αλλά

σαν ταλέντο σκέτο... αγγούρι! Για όσους δεν ξέρουν την ορολογία τη θεατρική,

«αγγούρι» αποκαλούν στο θέατρο τους κρύους κι ατάλαντους.


Μια τέτοια ήταν και η... κουκλάρα του Μανιατάκη. Όμορφη και κομψή, αλλά...

κρυόκωλη! Αγάπαγε όμως πολύ το θέατρο και η αγάπη της αυτή δεν της επέτρεπε μια

αυτοκριτική σωστή. Σε μια παράσταση, λοιπόν, καθώς πέρναγε έξω από το καμαρίνι

του Μανιατάκη, που εκείνη τη στιγμή μακιγιαριζόταν, ακούστηκε η κουκλάρα να λέει

σε μια άλλη ηθοποιό:

— Εγώ, Μαίρη μου, άμα καταλάβω ότι δεν κάνω για το θέατρο, θα πάρω ένα πιστόλι

και θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα!

142

Και ο Μανιατάκης, αδίστακτος μέσα από το καμαρίνι του, της φώναξε:

— Πυρ!...

Ξεκίνησα, λοιπόν, σαν ποιητής. Εκδικητικός όμως όπως ήμουνα, άρχισα να γράφω

κι επιθεώρηση. Η πρώτη μου επιθεώρηση ανέβηκε στη Βασιλική Όπερα του Καΐρου στα

1943, όπου είχαμε καταφύγει στην κατοχή με την Σοφία Βέμπο, κυνηγημένοι κι από

τους Ναζί κι από τους Ιταλούς φασίστες.

Μα τώρα ας μιλήσουμε για το γέρο της Δημοκρατίας, το Γεώργιο Παπανδρέου, που

πολύ τον είχα ταλαιπωρήσει με τις επιθεωρήσεις μου και με τα από σκηνής πειράγματα

μου. Και να έχετε υπόψη σας, πως ήμουνα μέγας θαυμαστής του ανδρός και

αμετακίνητος πολιτικός του φίλος. Με γοήτευε και το ανεπανάληπτο χιούμορ του και

η όλη του... θεατρική δομή και στο λόγο και στην έκφραση και στην κίνηση. Ο Γεώργιος

Παπανδρέου αν δε γινόταν ένας τόσο γλαφυρός ρήτορας και σπουδαίος πολιτικός, θα

γινόταν ένας μεγάλος θεατρίνος. Γι' αυτό όταν κάποτε με ρωτήσανε:

— Τον εκτιμάς τον Παπανδρέου σαν πολιτικό;

— Όχι, τους απάντησα. Τον εκτιμώ σαν... συνάδελφο! Είχε γίνει, λοιπόν, έξω φρενών

ο γέρος της Δημοκρατίας, γιατί από τη σκηνή του θεάτρου της Σοφίας Βέμπο, στην

επιθεώρηση μου: «Τρόλεϊ-Μπας», κάποιος ηθοποιός, δε θυμάμαι ποιος, που


υποδυόταν τον Παπανδρέου, είχε πει αυτό μου το τετράστιχο, που χαρακτήριζε

την απροσ-γείωτη και συννεφοδαρμένη πολιτική του:

«Θέλομεν και κομμουνισμόν

και όχι εκμετάλλευσιν και δυστυχίαν και φρίκην,

θέλομεν και κομμουνισμόν,

αλλά υπό τον Παύλον και υπό την Φρειδερίκην».

Θυμάμαι, λοιπόν, πως τον είχε πειράξει πολύ αυτό το τετράστιχο κι ένα βράδυ που

έμπαινα με τη Σοφία στην «Πίνδο» -ένα κοσμικό μπουζουξίδικο στη Φιλαδέλφεια, που

σύχναζαν όλοι οι... «βιπς» της ανέμελης και γλυκιάς εκείνης εποχής- σηκώθηκε ο γέρος,

143

που διασκέδαζε με μια παρέα πολιτικών του φίλων και μου φώναξε περισσότερο

πικραμένος παρά θυμωμένος:

— Κι εσύ, τέκνον μου Βρούτε; Εσύ η σαρξ εκ της σαρκός μου;

— Τι να κάνουμε, κύριε Πρόεδρε, του απάντησα. Τις βεντέτες αρπάζει η πένα μας!

Δεν αρπάζει τους... κομπάρσους!

Καλός κι ανθρώπινος όπως ήταν, χαμογέλασε με την απάντηση μου, που τη βρήκε

φαίνεται ικανοποιητική και με κάλεσε να με... κεράσει! Και ξαναγίναμε φίλοι. Για λίγο

όμως. Γιατί σε μια άλλη μου επιθεώρηση του τα ξανάσουρα και... ξαναθύμωσε.

Και μια και μιλάμε για τον Γ. Παπανδρέου, αξίζει να σας διηγηθώ μια άλλη

ευφυέστατη απάντηση του:

Όπως είπα και παραπάνω, ήμουνα Γεωργο-Παπανδρεϊκός ως το κόκαλο. Το είχε,

λοιπόν, καμάρι και ο γέρος και δε μου συγχωρούσε καμιά παλινωδία πολιτική και με-

τατόπιση μου, σε άλλα κόμματα. Αυτό το δικαίωμα το κρατάνε οι Παπανδρέου μόνο

για τους εαυτούς τους.

Είχα όμως παιδικό φίλο, το Νανά τον Τσαλδάρη, το Θανάση τον Τσαλδάρη εννοώ,
(υφυπουργό Προεδρίας επί Ν.Δ.), που κάθε τόσο με πήγαινε στο Λαϊκό Κόμμα, που είχε

τότε αρχηγό του, τον Ντίνο Τσαλδάρη, πατέρα του Νανά! Το έμαθε όμως ο γέρος -οι

ρουφιάνοι δε λείπουν ποτέ-και μια μέρα καθώς έμπαινα στα γραφεία του Σοσιαλιστι-

κού του κόμματος, μου φώναξε:

— Δημητράκη, έμαθα πως συχνάζεις εις το Λαϊκόν Κόμμα!

— Το σώμα μου, κύριε Πρόεδρε! του απάντησα, -η ψυχή μου και το πνεύμα μου,

είναι πάντοτε κοντά σας...

Μα δε μου χαρίστηκε ο γέρος. Και με κεραυνοβόλησε μ' αυτή την πανέξυπνη και

τόσο χαρακτηριστική φράση:

— Άστα αυτά, τα... Παπανδρεϊκά!

144

Τα γεννητούρια του βουλευτή

Ένας απ' τους πρώτους μου και ίσως ο πιο σημαντικός μου πολιτικός φίλος ήταν ο

αξέχαστος Γέρος της Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Επειδή είχαν διαρρεύσει και στην πολιτική και στη θεατρική πιάτσα η αγάπη μου κι

ο θαυμασμός μου στον Παπανδρέου, κάποτε με ρώτησε κάποιος:

— Για πες μου, ρε Μίμη, οτ' αλήθεια τον εκτιμάς και τον πιστεύεις τον Παπανδρέου

σαν πολιτικό;

— Βέβαια, και τον εκτιμώ και τον πιστεύω. Αλλά όχι σαν πολιτικό. Σαν συνάδελφο!

Εννοούσα, δηλαδή, ότι τον εκτιμώ και τον πιστεύω... σαν θεατρίνο, γιατί η πολιτική

και το θέατρο συμπορεύονται, έχουν πολλά κοινά στοιχεία και πολλές κοινές...

ανευθυνότητες και αβεβαιότητες! Θεατρίνους αποκαλούν πολλούς από τους πιο

πετυχημένους και ευφυείς πολιτικούς! Όπως και πολλούς που λένε πολλά και τάζουνε

περισσότερα, τους χαρακτηρίζουνε σαν πολιτικάντηδες!

Τις άλλες, στη Βουλή τον υπουργό της Δικαιοσύνης τον φώναξε κάποιος
αντιπολιτευόμενος βουλευτής «Κατίνα-Παξινού»! Και κείνος δεν εξοργίστηκε.

Αντίθετα, καμάρωσε! Και καμάρωσε, γιατί μέσα του θα ευχήθηκε σαν υπουρ-γός-

θεατρίνος, να είχε τη μεγάλη καριέρα που είχε η μεγάλη Παξινού σαν θεατρίνα!

Είχαμε, λοιπόν, οι άνθρωποι του θεάτρου πολλές επαφές με τον πολιτικό κόσμο του

τόπου. Μα περισσότερη αγάπη κι εμπιστοσύνη ενέπνεε η Σοφία Βέμπο και γιατί ήταν

ακομμάτιστη και γιατί δεν είχε πολιτικοποιήσει το τραγούδι της, όπως τόσες και τόσες

κατ' ευφημισμόν... τραγουδίστριες!

Γι' αυτό η Βέμπο επαναλάμβανε συχνά:

— Εγώ ανήκω στο κόμμα που λέγεται Ελλάδα. Κι όλα τα τραγούδια μου είναι για

τους Έλληνες. Για όλους τους Έλληνες. Κι αφού τραγουδάω ελληνικά, τραγουδάω

για όλους σας. Αριστερούς και δεξιούς!

145

Γι' αυτό ποτέ η Σοφία δεν είχε κάνει το τραγούδι της «μπροσούρα» και «πολιτικό

μπαλκόνι», όπως πάμπολλες κατευθυνόμενες συνάδελφοι της. Κι όταν κάποιος απ'

τους νεοφώτιστους αντιστασιακούς και νυν σκληρός πρασινο-φρουρός(!) ήρθε σπίτι

και της ενεχύρισε ολόκληρο εκατομμύριο για να πει, στο δημοψήφισμα, ένα

τραγούδι—ρε-κλάμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η Σοφία όχι

μόνο αρνήθηκε αυτή την ανεπίτρεπτη εξαγορά, αλλά και τον έδιωξε, σχεδόν κλωτσηδόν

απ' το σπίτι!

— Δεν εξαγοράστηκα, μωρέ, στην κατοχή, που λιμοκτονούσα κι εγώ και το σπίτι μου

και θα εξαγοραστώ τώρα, που δόξα τω Θεώ, έχω να φάω;

Κι όταν στις βουλευτικές εκλογές του 1974, τα προεκλογικά κέντρα της Εθνικής

Παρατάξεως, μετέδιδαν τα τραγούδια της κι ανάμεσα τους και τα τραγούδια της Αλβα-

νίας, η Σοφία τα απαγόρευσε μ' αυτό το δημοσίευμα της: «Πληροφορήθηκα πως απ' τα

μεγάφωνα των προεκλογικών κέντρων της «Εθνικής Παρατάξεως» μεταδίδονται τα


τραγούδια μου της εποποιίας του 40. Επειδή η μετάδοση αυτή γίνεται χωρίς την

έγκριση μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά, αποτελούν εθνική υποθήκη και

η μετάδοση τους απ' τα οποιαδήποτε κομματικά μεγάφωνα, αποτελεί, τουλάχιστον,

ιεροσυλία, θα αισθανόμουνα πολύ υποχρεωμένη, αν αφήνατε τα τραγούδια αυτά, που

είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα, ν' ακούγονται μόνο σε στιγμή εθνικής έξαρσης!»

Για τούτο είχε την εκτίμηση όλων των πολιτικών παρατάξεων. Από τους μεγάλους

θαυμαστές της και ο... κομμουνιστής Πασαλίδης, που της έλεγε, όπου τη συναντούσε

σε παραφθαρμένη ποντιακή:

— Γεια σου, πατριώτισσα -η Σοφία γεννήθηκε ως γνωστόν στην Καλλίπολη της

Θράκης- Εσύ, έπρεπε να ήσουνα εδική μας... Κομμουνίστρια!

— Δεν είναι καλύτερα που είμαι με όλους σας; του απαντούσε πρόσχαρα η Σοφία.

— Καλύτεραν, καλύτεραν αλλά αν ήσουνα ολίγον κομμουνίστριαν, θα ήταν ακόμα

καλύτεραν!

* * *

146

Μα ξεφύγαμε απ' το θέμα μας. Πάντα αυτή η ευλογημένη η Σοφία με παρέσυρε. Και

τώρα ακόμη που έχει γίνει μια «Μεγάλη Απούσα» και τώρα, με τραβάει κοντά της! Κι

από «Μεγάλη Απούσα» παραμένει πάντοτε μια «Μεγάλη Παρούσα».

Λέγαμε, λοιπόν, πως το θέατρο και η πολιτική περπατάνε χέρι-χέρι! Για τούτο το

θέατρο λατρεύεται σχεδόν απ' τους πολιτικούς κάθε παράταξης! Κι όταν τους τα

«σούρ-νουνε» στις επιθεωρήσεις μας και τότε ακόμα, αποζητάνε τη φιλία μας και τον

εξάψαλμο μας. Θυμάμαι σε μια επιθεώρηση μου, επί εποχής Ζέρβα και Γονατά, επειδή

δεν παρουσίαζε πια ενδιαφέρον η σατιρική τους προβολή και δεν τους αναφέραμε καν,

που με πήρανε παραπονούμενοι στο τηλέφωνο και ο Ζέρβας και ο Γονατάς!

— Γιατί, κ. Τραϊφόρε, σ' αυτή την επιθεώρηση σας, δε λέτε λέξη για μας;
— Αρκετά σας έχω σούρει μέχρι τώρα. Είπα να κάνω μια ανάπαυλα!

— Σας παρακαλώ. Όχι ανάπαυλα εις βάρος μας και εις βάρος της πολιτικής μας

καριέρας!

Οι σατιρικές επιθέσεις μου, λοιπόν, αντί για εχθρούς μού είχαν προσπορίσει

πολλούς φίλους απ' τον πολιτικό χώρο.

Ανάμεσα τους, φίλος και συγγενής -ανιψιός της Σοφίας- κι άλλοτε υπουργός του

Παπανδρέου και βουλευτής Σερρών, Άγγελος Αγγελούσης, πρώην Βενιζελικός πρώην

Παπανδρεϊκός και νυν της ... επάρατης δεξιάς!

Με καλούσε, λοιπόν, ο Αγγελούσης συχνά στο γραφείο του, για να δω, από πρώτο

χέρι, τι τραβάνε οι άμοιροι βουλευτές απ' τους ψηφοφόρους τους και καμιά φορά από

μερικούς, που παριστάνουν τους ψηφοφόρους τους! Γιατί υπάρχουν πολλοί τέτοιοι,

που ενώ στις εκλογές ψηφίζουν τους αντιπάλους του βουλευτή που επισκέπτονται, του

κάνουν τον πολιτικό φίλο, για να πετύχουν το ρουσφετάκι τους. Γιατί, φίλε αναγνώστη,

μπορεί πολιτικά ν' αποχτήσαμε κάποια επιφανειακή γυαλάδα, μπορεί τώρα πια στη

Βουλή των Ελλήνων να μην υψώνονται καρέκλες όπως άλλοτε και να μη

κλωτσογρονθοκοπιούνται οι πατέρες του Έθνους σαν πεθεράδες με νύφες. Μπορεί να

μπήκαμε και στην ΕΟΚ και να γίναμε ισότιμοι με τους Ευρωπαίους! Μπορεί, ακόμα, να

βγάλαμε όλους τους χασικλήδες απ' τις φυλακές, να παντρευόμαστε με πολιτικό γάμο

147

και να... μοιχευόμαοτε... ελεύθερα και υπό τας ευλογίας του Αντρέα Παπανδρέου αλλά

το ρουσφέτι, ρουσφέτι! Το έχουμε, βλέπεις στο αίμα μας αυτό το εθνοφόρο ρουσφέτι,

που μας συνοδεύει και σαν Έθνος και σαν πολίτες, απ' την πρώτη στιγμή που γίναμε...

δήθεν ανεξάρτητο Κράτος.

Δε νοείται βουλευτής, που να μην κάνει ρουσφέτια και δεν υπάρχει Ρωμιός που να

μη ζητάει ρουσφέτι απ' το βουλευτή του. Όλοι τον θεωρούνε το βουλευτή «παιδί για
θελήματα» κι έχουν την αξίωση να τους διεκπεραιώνει και τις πιο άσχετες και πιο

απίθανες δουλειές τους.

— Σκέψου, μωρέ Μίμη, μου έλεγε ο Αγγελούσης, πως κάποιος μου έφερε να του

πάω στο γιατρό, τα... ούρα του!

Μα αυτό είναι αστείο, μπροστά σ' αυτή τη ζωντανή σκηνή, που την έζησα έτσι

σπαρταριστή, όπως θα σας την αφηγηθώ, στο γραφείο του Αγγελούση:

Ώρα 8η πρωινή. Ο Αγγελούσης ότι έχει παραγγείλει τον καφέ του, οπότε εισορμά

γλυκύτατος και ευγενέστατος, ο ψηφοφόρος:

— Καλημέρα σας, κ. βουλευτά!

— Καλημέρα σας.

— Ευγένιος Μττουρέκας.

— Μπουρέκας... Μπουρέκας... Μπουρέκας... Κάπου το θυμάμαι τ' όνομα σας!

— Δεν έχουμε γνωριστεί, κ. βουλευτά, αλλά θα το συγχέετε το όνομα μου με τα

μπουρέκια!

— Πιθανόν, του απαντάει ο Αγγελουσης. Και για να δείξει πως εξετίμησε το χιούμορ

του ψηφοφόρου του, σκάει σε αναγκαστικά γέλια!

— Καταρχήν, κ. βουλευτά, επιτρέψτε μου να σας προσφέρω αυτά τα λουκάνικα.

Σας τα στέλνει ο κοινός μας φίλος και ψηφοφόρος σας, Αποσπόρης!

— Ο Γιώργος; Ω, τον ευχαριστώ πολύ. Και τρελαίνομε ξέρετε, για λουκάνικα.

Καθήστε παρακαλώ!

148

— Δεν πρόκειται να σας απασχολήσω πολύ, κ. βουλευτά! '

— Παρακαλώ! του απαντάει γιομάτος μέλι, ο Αγγελού-σης. Καθήστε.

Και ο ψηφοφόρος βυθίζεται σε μια πολυθρόνα, ενώ συγχρόνως καθησυχάζει τον

Αγγελούση, λέγοντας του:


— Δεν πρόκειται να σας απασχολήσω επί πολύ, κ. βουλευτά!

— Παρακαλώ! του λέει φιλομειδιέστατος ο Αγγελούσης.

— Ούτε και πρόκειται να σας ζητήσω κανένα ρουσφέτι!

— Δόξα σοι ο Θεός! του απαντάει αμφιβάλλων, ο Αγγελούσης.

— Απλώς ήρθα να σας παρακαλέσω, αν σας είναι δυνατόν και εφόσον δε σας

ενοχλώ, να μπει η γυναίκα μου, σ' ένα μαιευτήριο!

— Πολύ-πολύ ευχαρίστως! Να μπει! του απαντάει πρόθυμα ο κ. βουλευτής.

— Ω μερσί! τον ευχαριστεί ο ψηφοφόρος.

— Παρακαλώ! του απαντά ο βουλευτής μας.

— Μόνο που θάθελα να σας παρακαλέσω, αν βεβαίως σας είναι δυνατόν και δε σας

ενοχλώ, να τη βάλετε στην... πρώτη θέση!

— Ευκολότατον! Να τη βάλουμε στην πρώτη θέση! του ξαναλέει προθυμότατος ο

Αγγελούσης.

— Ω μερσί! του απαντά ο ψηφοφόρος.

— Παρακαλώ! του απαντά ευγενέστατα ο κ. βουλευτής.

— Επίσης, θα ήθελα, συνεχίζει ο ψηφοφόρος, αν βεβαίως σας είναι δυνατόν και

εφόσον δεν σας. ενοχλώ, να την ξεγεννήσει ο καθηγητής.

— Να την ξεγεννήσει καθηγητής! του απαντά λιγότερο πρόθυμος ο βουλευτής.

— Τώρα θα ήθελα, κ. βουλευτά, να σας παρακαλέσω κάτι άλλο: Επειδή είμαι

λιγόψυχος, την ημέρα της γέννας, να πάτε στο πόδι μου εσείς!

— Να πάω, κύριε Μπουρέκα, να πάω! υποτονθωρίζει πλήρης υπομονής ο

βουλευτής.

— Μια χαρούλα θέλω ακόμα, κ. βουλευτά, και τελειώνουμε. Μια πολύ μικρή

χαρούλα!

— Να την ακούσω! «ψελλίζει» ανήσυχων ο Αγγελούσης.


149

— Να, θέλω το παιδί που θα γεννηθεί, να του εξασφαλίσετε από τώρα, μια θεσούλα,

για να χω το κεφάλι μου ήσυχο.

Φυσικά, ο Αγγελούσης δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε:

— Ακούστε, κ. Μπουρέκα. Μαγκώστε αυτά τα λουκάνικα κι αν σας είναι δυνατόν και

εφόσον δε σας ενοχλώ ασιχτήρ!

— Σας παρακαλώ, κ. βουλευτά! διαμαρτύρεται ο ψηφοφόρος.

— Βρε, ας στο διάολο από δω! του λέει έξαλλος ο Αγγελούσης και τον σπρώχνει προς

την πόρτα.

— Δε φταις εσύ! Φταίω εγώ που σε ψήφισα. Τι σου ζήτησα, μωρέ! Μια τόση δα

χαρούλα!

— Τι μια χαρούλα, μωρέ, που κόντεψες να με βάλεις να σου γεννήσω και το παιδί!

Α! χάσου από δω! Α! χάσου!

Η σκηνή που παρακολουθήσατε είναι βέβαια ολίγον θεατρική. Αλλά είπαμε πως το

θέατρο κι η ζωή δε διαφέρουν και πολύ, όπως δε διαφέρει πολύ κι η πολιτική απ' το

θέατρο!

150

Πώς γεννήθηκαν... «Τα γαργάλατα»

Η θρυλική επιθεώρηση μου «Γαργάλατα» παρουσιάστηκε στα 1965 στο θέατρο

«Σοφίας Βέμπο» με μοναδική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Επί ένα χρόνο που

παίχτηκε σπάζαν τα ταμεία του θεάτρου. Η επιτυχία της χρωστιόταν, βασικά, στην

έντονη αντιπαλατιανή σάτιρα, που τη διαπότιζε και στο ανηλεές μαστίγωμα των

αποστατών, Μητσοτάκη, Νόβα, Τούμπα, Κωστόπουλου και Γα-ρουφαλιά, που

πρόδωσαν το γέρο-Παπανδρέου και συνεργάστηκαν με το Παλάτι για το γκρέμισμα της

Κυβερνήσεως του.
Απ' τους πρωτεργάτες της αποστασίας υπήρξε κι ο ποιητής Νόβας ή...

«Γαργάλατας», όπως του έμεινε από τότε! Αξίζει τον κόπο να σας αφηγηθώ, πώς του

κόλλησαν αυτό το περίεργο παρατσούκλι. Ακούστε πώς έγινε... Μεσάνυχτα και στο

γαλακτοτροφείο η «Γαλλία» στην Ομόνοια, που, βέβαια, δεν υπάρχει πια, μια ομάδα

γνωστών δημοσιογράφων, του αντιπολιτευόμενου Τύπου, λογοπαί-ζανε, ψάχνοντας

για ομοιοκαταληξίες πρωτότυπες και ερεθιστικές. Σε μια στιγμή κάποιος περιχύθηκε

απ' το γάλα που έπινε και του ήρθε στο στόμα η λέξη «γάλατα». Επακολούθησε βροχή

από λέξεις που ομοιοκαταληκτούσαν με τη λέξη «γάλατα», όπως: ανάλατα,

χρυσοπάλατα, πηλάλατα, καβάλα τα, κουβάλα τα... Σε μια στιγμή κάποιος απ' τους πιο

ζωηρούς, πιο ξύπνιους και πιο ταλαντούχους της δημοσιογραφικής παρέας, φώναξε:

— Ρε παιδιά, ξεχάσαμε την πιο χαρακτηριστική ομοιοκαταληξία.

— Ποια, μωρέ; του φώναξε σχεδόν εν χορώ η παρέα.

— Γαργάλατα! Αυτή είναι τροφαντή ομοιοκαταληξία! Και ενθουσιασμένος για την

έμπνευση του, άρχισε ν' απαγγέλλει .

— Αυτά τα στήθη σου τα άσπρα σαν τα γάλατα γαργάλατα, γαργάλατα!

— Ωραίο, φίνο! άρχισε να χειροκροτεί ενθουσιασμένη η δημοσιογραφική ομήγυρις!

— Ρε παιδιά, έτσι για να σπάσουμε πλάκα, γράφουμε αύριο πως τα «Γαργάλατα»

είναι στίχος του Νόβα;

— Και δεν το γράφουμε!

151

Και γράφτηκε την άλλη μέρα και χωρίς να έχει ιδέα ο δύστυχος ο Νόβας, του τα

φορτώσανε τα «γαργάλατα» κι άντε από τότε να τα... ξεφορτωθεί!

Την ίδια λαχτάρα είχε πάθει κι ο γέρο-Παπανδρέου με το «παπατζής». Του το

ξαμολήσαμε απ' τη σκηνή και δεν μπόρεσε να απαλλαγεί ποτέ, απ' τη γελαστική μα και

τόσο δηλητηριώδη περίπτυξή του. «Παπατζή» τον ανεβάζανε, «παπατζή» τον


κατεβάζανε. Όπως ο φουκαράς ο Νόβας ή... «γαργάλατας».

Έμεινε ο κ. Γαργάλατας! Και μια και μιλάμε για το Νόβα, θυμάμαι ότι είχε βάλει

λυτούς και δεμένους, για να βγάλω ένα «καρφί», που πολύ τον έκαιγε και που το είχα

γράψει σ' ένα νούμερο στα «Γαργάλατα», που το παίζανε η Ρένα Ντορ με τη Μπέτυ

Μοσχονά. Αυτές οι δυο έξοχες αρτίοτες και πολύ καλές μου φίλες, παρουσιάζανε δυο

Ζακυνθινές κανταδόρισσες, που πηγαίνανε να «καντάρουνε», όπως έλεγαν, στην

πριγκήπισσα Αλεξία, που είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα...

ΚΟΜΠΕΡ: Είσαστε σε καμιά χορωδία, ρε κορίτσια; ΡΕΝΑ: Ναίσκε. Στη χορωδία του

Τζάντε. ΚΟΜΠΕΡ: Έχει χορωδία και το Τζάντε; ΜΠΕΤΥ: Εδώ έχουνε τα

Τρίκαλα, βρε μόμολο, και δε θα έχει το Τζάντε;

ΡΕΝΑ: Να 'χουν χορωδία οι καστανάδες και να μην έ χουμε εμείς, που έχουμε

γεννηθεί με ντολτσέτες και με καντάδες; ΚΟΜΠΕΡ: Πολύ σωστά. Ώστε πάτε

να κάνετε καντάδες στην πριγκίπισσα;

ΜΠΕΤΥ:

Αμή. θα της αμολύσουμε κάτι κορώνες, μα κάτι κορώνες...

ΚΟΜΠΕΡ: Είναι απαραίτητο, δηλαδή;

ΡΕΝΑ:

Άκου τι λέει το μόμολο! Σε πριγκίπισσα θα καν τάρουμε, να μην της

αμολύσουμε και μερικές κορώνες;

ΚΟΜΠΕΡ: Σωστό. Και ποιος σας κάλεσε να καντάρετε στην πριγκίπισσα;

ΜΠΕΤΥ:

Ένας ποετάστρος με παπιγιόνι... Να δεις πώς το λένε... πώς το λένε. Α, ναι,

τον θυμήθηκα. Ποσανόβας.

152

ΚΟΜΠΕΡ: Όχι Ποσανόβας. Νόθας.


ΡΕΝΑ:

Ποσανόβας. Ποσανόβας. Γιατί μετά την προδοσία που έκανε στο σιορ

Παπαντρέα όλοι τον ρωτάνε: Πόσα... Νόβα; Πόσα... Νόβα;

Αυτό ήταν το καρφί, που μάτωνε τον αποστάτη Νόβα. Αλλά ας ασχοληθούμε και λίγο

και με τους άλλους πρωταγωνιστές της πολιτικής κρίσης του 1965! Θα μας βοηθήσει σ'

αυτό ένα φινάλε που είχα γράψει στα «Γαργάλατα» με τίτλο: «Πολιτικός

Μαραθώνιος», που το παρουσιάζαμε κινηματογραφημένο, σε σκηνοθεσία πολύ

πετυχημένη, του φίλου μου και γνωστού σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη. Σπηκερίνα

ήταν η μοναδική Ρένα Ντορ, που να, πώς περιέγραψε τη διαδρομή του Μαραθώνιου.

ΣΠΗΚΕΡ: Εδώ συνεργείον Ελληνικής Τηλεοράσεως, διευθυνόμενο από... Αμερικανούς

τεχνικούς. Θα σας μεταδώσομεν τας κυριωτέρας φάσεις του Ελληνικού,

Πολιτικού Μαραθώνιου. Αμέσως μετά την εκκίνηση ο δρομεύς Πέτρος

Γαρουφαλιάς Ολυμπιονίκης-Φιξ, μπουρδουκλώνεται στα πόδια του

Παπανδρέου, παθαίνει κράμπα και αποσύρεται του αγώνος.

Προ της λίμνης Μαραθώνος ο Στεφανόπουλος ή Βούδας ή Μπουγάτσας

παραλίγο να πέσει μέσα. Αλλά τον συγκρατεί ο Τσιριμώκος. Ενώ κανονικά,

έπρεπε να πέσει κι αυτός μαζί του. Βρισκόμαστε στο 10ο χλμ. της

διαδρομής. Ο Παπανδρέου ανοίγει το διασκελισμό του, αποσπάται των

υπολοίπων και προηγείται με διαφορά... μύτης! Αυτή τη στιγμή ο Νόβας,

μπαίνει μπροστά στον Παπανδρέου και προσπαθεί να του κλείσει το δρόμο,

αλλά ο Παπανδρέου, που είναι πρωταθλητής και στο... πήδημα, υπερπηδά

και το εμπόδιο Νόβα και με μια κλωτσιά τον βγάζει εκτός αγώνος τσου και

τσα!

Ο Μίκης Θεοδωράκης, αφού επεφημήθη ζωηρώς διερχόμενος εκ του

συνοικισμού Ελληνορώσων, φτάνει προ του... Ερυθρού Σταυρού, κάνει


τον... Ερυθρό Σταυρό του και συνοδοιπορεί μετά του Παπανδρέου. Ο...

Μαρκεζίνης ακολουθεί ταχτικήν αναμονής, μη ενδιαφερόμενος, αν θα

τερματίσει και πότε θα τερματίσει.

153

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ:

Μπράβο, Σαντορινιέ. Μπράβο φάβα. Θα τους φάμε

όλους.

ΣΠΗΚΕΡ: Μίλησε ένας εκ των τριών οπαδών του! Συνεχί-ζομεν την περιγραφή. Αυτή

τη στιγμή ο Παπανδρέου φτάνει προ του... γηροκομείου. Οι συνομήλικοι

του τον καλούν να εισέλθει για κανένα χαμομήλι. Αλλά ο γέρος αγέρωχος

συνεχίζει τη θριαμβευτική του πορεία. Ο αγών εισέρχεται εις την

τελευταίαν κρίσιμον φάσιν του. Ευρισκόμεθα εις την οδόν Ηρώδου του

Αττικού, όπου οι Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος, Μητσοτάκης, Κω-

στόπουλος, Τούμπας και κάποιοι άλλοι, δεν τους διακρίνω, εγκαταλείπουν

τον αγώνα και εισέρχονται εις τους... Βασιλικούς στάβλους... Με-

ταφερόμεθα τώρα εις τα Προπύλαια του Παναθηναϊκού Σταδίου, όπου υπό

τας ιαχάς του πλήθους εισέρχεται νικητής ο παλαίμαχος πρωταθλητής των

μεγάλων αποστάσεων Γεώργιος Παπανδρέου. Ούτως έληξεν ο Ελληνικός

Πολιτικός Μαραθώνιος του 1965 κι αυτή τη στιγμή απονέμεται εις τον

νικητήν Γεώργιον Παπανδρέου το Κύπελλον της Δημοκρατίας. Μετά την

απο-νομήν του Κυπέλλου ο γέρος της Δημοκρατίας, έδωσε μαζί με τους

άλλους δρομείς συνέντευξη Τύπου.

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Πώς αισθάνεστε, κύριε Παπανδρέου, μετά τη θριαμβευτική νίκη σας

στον Πολιτικό Μαραθώνιο;


ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μια χαρά. Είχα, βλέπετε, προπονηθεί ανένδοτα. Έπειτα ο

Μαραθώνιος είναι για μένα ψωμοτύρι! Εγώ για πρωινή γυμναστική

φεύγω απ' το Καστρί και φτάνω στη λέσχη Φιλελευθέρων, μέσω

Πάρνηθος, Κιούρκων, Λαμίας, Λιανοκλαδίου και Γοργοποτάμου...

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Πόσων ετών είσθε, κύριε Παπανδρέου;

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ογδοήκοντα και...

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Δεν σας φαίνεται.

154

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ξέρετε γιατί δε φαίνονται τα χρόνια μου; Γιατί ο χρόνος είναι ο μόνος

που δε με... προδίδει!!!

ΣΤΕΦΑΝ/ΛΟΣ:

Ωχ, για μας ήταν το καρφί. Να του απαντήσω;

ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ:

Άσε... Όποιος δεν του απαντάει... κερδίζει!

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Τι γνώμη έχετε για τους αντιπάλους σας;

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μα είμαι χωρίς αντιπάλους. Ο μόνος αντίπαλος μου είναι ο γιος μου,

ο Αντρέας! Μόνο αυτός μπορεί να με φάει.

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Καλά, γιατί δεν έλαβε κι αυτός μέρος στους αγώνες...

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ετοιμάζεται για την Ολυμπιάδα της... Μόσχας!

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Ώστε δεν τους υπολογίζατε τους άλλους δρομείς;


ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ποιους δρομείς;

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Το Νόθα, το Στεφανόπουλο, τον Τσιριμώκο, το Μητσοτάκη, τον

Κωστόπουλο, τον Τούμπα;

ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μα αυτοί δεν είναι δρομείς. Αυτοί είναι... επιδρομείς.

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Για πέστε μας, κύριε Θεοδωράκη, πώς αισθάνεστε;

ΘΕΟΔ/ΡΑΚΗΣ:

Λαμπρά. Λαμπρώς. Λαμπράκης.

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Εσείς, κύριε Κανελλόπουλε, γιατί δεν τερματίσατε;

ΚΑΝΕΛΛΟΠ.:

Έκανα λάθος. Κι αντί να πάω στο Στάδιο, πήγα στο... Βυζάντιο.

ΔΗΜ/ΦΟΣ:

Αυτό το σταυρό η μητέρα σας τον χάρισε, για να σας βοηθήσει να...

νικήσετε;

155

ΚΑΝΕΛΛΟΠ.:

Όχι, μου τον έστειλε απ' το Παρίσι ο ανιψιός μου ο Καραμανλής μαζί

με πέντε-έξι Παναγίες και... Χριστούς!

Αυτά τα αξέχαστα «Γαργάλατα». Βέβαια, απ' αυτή την ισχνή χιουμοριστική

δειγματολειψία δεν μπορείτε να χαρείτε το πανηγύρι του γέλιου και του

χειροκροτήματος που γιόμιζε επί ένα χρόνο σχεδόν το θέατρο της Σοφίας Βέμπο. Γιατί

άλλο το ψυχρό γραφτό κι άλλο η μαγεία και η αμεσότητα της σκηνικής του παρουσίας.

Κι από θεατρίνους! Τι ανεπανάληπτους κωμικούς!!!


156

Ο μεγάλος Βεάκης

«Εχτές το βράδυ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, γεννήθηκε ένας ταλαντούχος

σκηνοθέτης κι ένας μεγάλος... δραματικός ηθοποιός!» είχε γράψει ο πάντα γλυκύς και

επιεικής Γιάννης Σιδερής, όταν πρωτοεμφανίστηκα στα 1931 στη «Θυσία του Αβραάμ».

Και σαν σκηνοθέτης και σαν... δραματικός πρωταγωνιστής!...

Δεν χρειάστηκε, λοιπόν, πολύ να... καβαλήσω το... καλάμι. Από τη μια η διθυραμβική

κριτική του Σιδέρη κι απ' την άλλη οι ενθουσιασμοί και τα χειροκροτήματα των φίλων

και συγγενών με είχαν εντελώς απογειώσει.

— Μπράβο, Μίμη. Έσκισες! Θα φας και το Βεάκη!

Και ήταν τόση και τέτοια η λόλα που με είχε πιάσει κι ήμουνα τόσο σκορπισμένος

απ' την επιτυχία εκείνης της βραδιάς, που όταν με παρομοιάζανε με το Βεάκη, που

πρέπει να σας πω πως ήταν και παρέμεινε ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός όλων των

εποχών, ήταν τέτοια η φωνάρα μου, που κομπιάζοντας ηλίθια έλεγα:

— Και ποιος είναι ο Βεάκης; Φυσικά για το θράσος μου αυτό δεν έμεινα ατιμώρητος.

Όταν μετά δυο χρόνια έγινα δεκτός για ανεξήγητους λόγους, ως μαθητής της

Δραματικής του Βασιλικού Θεάτρου κι ανάμεσα στους δασκάλους μου είχα και

το μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη, που δε χωράτευε με τους ατάλαντους, θυμάμαι, σε μια

πρόβα που προσπαθούσα, να ερμηνεύσω μια σκηνή του Όσβαλδ απ' τους

«Βρυκόλακες» του Ίψεν, ήμουνα τόσο αξιοθρήνητος, που σκληρά κι αμείλικτα

μού είπε:

— Εσύ, νεαρέ, το τελευταίο επάγγελμα που έπρεπε να διαλέξεις, ήταν του

ηθοποιού! Έχεις καιρό όμως να συνέλθεις και να τ' αφήσεις το θέατρο ήσυχο!

Πού να συνέλθει όμως ο έξαλλος Τραϊφόρος και να τ' αφήσει ήσυχο το καημένο, το

ταλαίπωρο θέατρο!
— Μπα! Με ζηλεύει! Έλεγα και ξανάλεγα ανοήτως.

157

Και το πίστευα ο παμ-βλαξ. Ζήλευε το λιοντάρι το κουνούπι; Αργότερα, όταν

συνήλθα, απορούσα γι' αυτή την εξωγήινη βλακεία μου.

Μια όμως και μιλήσαμε για τον συγκλονιστικό κι ανεπανάληπτο Βεάκη, που στάθηκε

μια απ' τις επικές και κορυφαίες μορφές του θεάτρου, επιτρέψτε μου να τον θυμηθώ,

στην καθημερινή του ζωή, απλό, γλυκύτατο και «πλα-κατζή»! Ναι και «πλακατζή»!

Αυτός ο «σεισμικός» και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος, ήταν ένας αδιόρθωτος «πλα-

κατζής»! Πόσες πλάκες του δε μας ξεφούρνιζε.

Κι ήταν να τον χαίρεσαι, με την απλότητα του, την αμεσότητα του και το

χιουμοριστικό τρόπο, που μας τα 'λε-γε. Ανάμεσα στα πολλά θυμάμαι ετούτο: Μια

χρονιά, παιζόταν στο Βασιλικό Θέατρο, με τρομερή επιτυχία, ο «'Αμλετ» του Σαίξπηρ

με Βασιλιά το Βεάκη, Οφηλία την εξαίσια Μανωλίδου και Βασίλισσα την άλλη αξέχαστη

και μεγάλη: Τη Σαπφώ Αλκαίου:

Κάποιο βράδυ όμως, αρρώστησε η Μανωλίδου κι ο ρόλος της Οφηλίας δόθηκε σε

μία ταλαντούχο ηθοποιό, αλλά νεοφώτιστη. Όσοι έχετε δει τον «'Αμλετ», θα 'χετε υ-

πόψη σας τη σκηνή της τρέλας, που η Οφηλία με ονειροπαρμένο ύφος φωνάζει στο

βασιλιά:

— Ακούστε! Ακούστε! Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψωμά! Η νεοφώτιστη Οφηλία μ'

όλο το τρακ που ήταν φυσικό να έχει, τα πήγαινε μια χαρά! Όταν όμως ήρθε η

στιγμή να φωνάξει:

— Ακούστε! Ακούστε! Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψωμά! Μπερδεύτηκε, τα 'χασε και

φώναξε:

— Ακούστε! Ακούστε! Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά! Έκανε δηλαδή τον ψωμά...

ψαρά! Το λάθος φυσικά


δεν ήταν τραγικό. Και θα πέρναγε απαρατήρητο, αν δεν τύχαινε στη σκηνή να

βρίσκεται ο πλακατζής Βεάκης, που κάτι τέτοια μπερδέματα δεν τ' άφηνε να πάνε...

χαμένα! Μόλις άκουσε, λοιπόν, τη νεοφώτιστη ηθοποιό να λέει:

158

— Ακούστε, ακούστε. Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά! γυρίζει και ψιθυρίζει στη

Σαπφώ Αλκαίου, που ως βασίλισσα ήταν μεγαλοπρεπώς καθισμένη δίπλα του:

— Τι λέει αυτή; Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά; Και γιατί η άλλη -εννοούσε τη

Μανωλίδου- μας είχε ζαλίσει να μας λέει κάθε βράδυ, πως ήταν κόρη ψωμά; Μας

δούλευε!

Ευτυχώς που η Σαπφώ Αλκαίου, δάγκωσε τη γλώσσα της και μπόρεσε να ψιθυρίσει

μεσ' απ' τα δόντια της:

— Να χαρείς Αιμίλιε, σταμάτα. Δεν μπορώ να κρατηθώ. Θα γίνουμε ρεζίλι!

* * *

Αλλά μια και μιλάμε για το Βεάκη και για τον «'Αμλετ» θα σας αφηγηθώ μια

χαριτωμένη «πλάκα» του, απ' αυτές που με τόση απλότητα μας διηγότανε στα

διαλείμματα των μαθημάτων της σχολής του Βασιλικού Θεάτρου. Κι αυτή η «πλάκα»

διεπράχθη σε παράσταση του «'Αμλετ» αλλά στο Βόλο.

Ο θίασος ήταν του Βεάκη και του άλλου αξέχαστου και μεγάλου: Του Χριστόφορου

Νέζερ, που έπαιζε το ρόλο του Νεκροθάφτη, που είναι ένας απ' τους πρώτους ρόλους

στον «'Αμλετ».

Ο θίασος όμως ήταν φτωχός και λιγοπρόσωπος. Έτσι ανέλαβε ο Νέζερ το ρόλο του

Πολωνίου κι ο Νεκροθάφτης δόθηκε σ' έναν καινούργιο κι άπειρο ηθοποιό, που φημι-

ζόταν όμως για την ψυχραιμία του και την εξυπνάδα του!

Όταν λοιπόν έφτασε η περίφημη σκηνή του... νεκροταφείου που παίρνει ο «'Αμλετ»

το κρανίο και λέει το περίφημο: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» ο'Αμλετ-Βεάκης, ρωτάει το
νεοφώτιστο νεκροθάφτη:

— Τίνος είν' αυτό το καύκαλο, νεκροθάφτη;

Κι ο νεκροθάφτης, όπως τον είχαν διδάξει, απάντησε:

159

— Α... είναι του Γιόρικ. Ήτανε επιστάτης του άρχοντα. Καλός άνθρωπος. Πολλές

φορές με είχε κεράσει κανένα ποτήρι. Ο καημένος ο Γιόρικ, Θεός σχωρέοτον!

Ακριβώς, όμως, εκείνη τη στιγμή, το μάτι του Βεάκη πέφτει στον υποτιθέμενο λάκκο,

που χωρίς να αναφέρεται στο έργο, βλέπει κατάπληκτος, ένα δεύτερο πιο μικρό

καύκαλο, τοποθετημένο ασφαλώς από κάποιον άλλο «πλακατζή» του θιάσου, για να

δει τις αντιδράσεις του Βεάκη.

Ο πειρασμός για το Βεάκη ήταν μεγάλος. Και χωρίς να χάσει καιρό σηκώνει το μικρό

καύκαλο και ρωτάει ξαφνικά και αναπάντεχα το νεοφώτιστο νεκροθάφτη:

— Κι αυτό εδώ το μικρό καυκαλάκι, τίνος είναι νεκροθάφτη;

Κόκαλο ο νεοφώτιστος νεκροθάφτης, -εροκατάπιε μια-δυο φορές, αλλά δεν

μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο Βεάκης όμως, που δεν είχε έλεος στις «πλάκες» του,

του φώναξε δυνατά και επιταχτικά:

— Απάντησε νεκροθάφτη. Τίνος είναι αυτό το καυκαλάκι;

Κι ο νεκροθάφτης, αφού κατάπιε πρώτα το σάλιο του, βρίσκοντας τον εαυτό του του

απάντησε έξυπνα:

— Είναι του... του Γιόρικ, όταν ήτανε πιτσιρίκος!

Το γέλιο που επακολούθησε ήταν άλλο πράγμα. Πιο πολύ όμως γέλασε ο Βεάκης

που συγχρόνως υποτονθώρι-σε στον πανέξυπνο νεοφώτιστο:

— Αυτή η σκηνή θα επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ, έτσι ακριβώς!!!

* * *

Καιρός όμως να θυμηθούμε και τον άλλο μεγάλο του θεάτρου. Το Χριστόφορο
Νέζερ. Αυτός, λοιπόν, ο μοναδικός... Μολιερίστας κι ο ανεπανάληπτος ερμηνευτής των

Αριστοφάνειων Κωμωδιών, ήταν εντελώς αγράμματος! Κι είναι κάπως παράξενο, ένας

τόσο τέλειος και σοφός ερμηνευτής του κλασικού ρεπερτορίου, να μην έχει τελειώσει

160

ούτε καν το δημοτικό. Και τα λίγα κολυβογράμματα που ήξερε, τα είχε διδαχτεί απ' τη

γυναίκα του, την αείμνηστη Μερόπη, που έτυχε να 'ναι δημοδιδασκάλισσα! Ακόμα και

τους ρόλους του απ' τη Μερόπη τούς μάθαινε, που μια ζωή ολόκληρη τού στάθηκε η

πιστή του γυναίκα, η δασκάλα του κι ο υποβολέας του! Λόγω, λοιπόν, της πλήρους

αγραμματοσύνης του ο αξέχαστος Νέζερ έκανε στην κουβέντα του, πολλούς

σολοικισμούς και πέταγε απανωτές κοτσάνες, που κυκλοφορούσαν χρόνια στο

θεατρικό παρασκήνιο.

Καιρός όμως να τις μάθει ή να τις πληροφορηθεί και το κοινό του Νέζερ που τον

λάτρευε και που οι συγκλονιστικές του ερμηνείες για χρόνια, θα μείνουν ανεξίτηλες

στη μνήμη μας!

Μια απ' τις πιο γνωστές του κοτσάνες είναι και τούτη: Ο Νέζερ είχε τρεις μεγάλες

αγάπες: το θέατρο, τη γυναίκα του και το γιο του Τρύφωνα. Κι ανάμεσα στα πολλά που

ξέρω για το Νέζερ, ετούτο που θα γράψω είναι απ' τα πιο χαρακτηριστικά: Μου το

διηγήθηκε ο ίδιος ο Τρύφωνας, που είμαστε χρόνια παλιόφιλοι!

— Η μάνα μου, σαν κάθε μάνα, μου είχε μια... θανάσιμη λατρεία. Ήμουνα, βλέπεις,

και μοναχογιός. Η αγάπη της είχε εξελιχτεί, σ' ένα είδος... μανίας. Αυτό έδωσε την

αφορμή στον πατέρα μου, να πει αυτό το παροιμιώδες!

— Μανία που έχει αυτή η γυναίκα με το γιο της. Είναι τόση η μανία της, που έχει

γίνει πλέον ... μητρομανής!!

Μα δεν τελειώνουν μ' αυτό, τα σόλοικα και οι κοτσάνες του αξέχαστου μεγάλου

Νέζερ. Κάποια άλλη φορά, ίσως να θυμηθούμε κι άλλες!


161

Στη μάντρα του Αττίκ

ΣΩΤΗΡΙΟΝ έτος 1934. Έχω πάρει το δίπλωμα μου απ' τη Δραματική Σχολή του τότε

Βασιλικού θεάτρου. Δηλαδή δεν το πήρα. Μου το πασάρανε, με την ελπίδα πως δε θα

'κανα την ανοησία να το χρησιμοποιήσω. Και λογικός, όπως είμαι, δεν το

χρησιμοποίησα, όπως πολλοί απ' τους συμμαθητές μου και τις συμμαθήτριες μου. Οι

μόνοι που το χρησιμοποίησαν καλώς ή κακώς, ήταν η Τζόλυ Γαρμπή κι ο αείμνηστος

Σπύρος Ολύμπιος.

Απ' τους άλλους, ο Θόδωρος Κρίτας, ψηλός, όμορφος, αλλά ολίγον... κρυερός,

γλίτωσε κι αυτός απ' το θέατρο και το θέατρο απ' αυτόν. Κι έγινε αυτός ο δαιμόνιος και

μοναδικός ιμπρεσάριος που ξέρουμε όλοι! Ένας Τριαντάφυλλου, πιο ονειροπόλος απ'

όλους μας, ξεκίνησε να κατακτήσει την... Αμερική, κι όπως έμαθα έγινε ένας εκ-

πληκτικός... λαντζέρης!!! Φαντάζομαι να μην το 'χει μετανιώσει! Παρά να έμενε στη...

λάντζα του θεάτρου, καλύτερα που μπήκε στη... λάντζα της ζωής! Γιατί πιστεύω πως

αποτελεί τραγική δυστυχία η μετριότητα στο... θέατρο. Ή πας για το Έβερεστ ή αν

πρόκειται να φτάσεις μέχρι τα... σκατοβούνια, καλύτερα να κάνεις μιαν άλλη δουλειά.

Ένας μέτριος έμπορος, ένας όχι μεγάλος επιστήμονας περνάει. Ένας μέτριος ηθοποιός

είναι σκέτη τραγωδία. Τους πρώτους τους κρίνουν και τους δικάζουν ελάχιστοι. Εμάς

ένα ολόκληρο κοινό. Αν δεν το κατακτήσεις, σε συντρίβει!...

Με τη διπλωματάρα μου, λοιπόν, στο χέρι, που την κυμάτιζα, σαν σημαία θριάμβου,

άρχισα να χτυπάω τις πόρτες των θεάτρων για δουλειά. Μα πού... δουλειά!

Μα επειδή στο βάθος του έξαλλου κρανίου μου, υπήρχαν κάποια... υπόλοιπα

μυαλού, είχα δώσει εξετάσεις και είχα εισέλθει και στα θορυβώδη τεμένη της Νομικής

Σχολής! Να 'χω κι ένα αποκούμπι σκεφτόμουνα. Γιατί έβλεπα, από τότε, πως το θέατρο

είναι μια δουλειά, σχεδόν... ερασιτεχνική. Ή μάλλον δεν είναι δουλειά. Είναι ένα...
όνειρο που σπάνια σε οδηγεί σε σωστή επιβίωση! Γιατί, για να πετύχεις δε φτάνει μόνο

το ταλέντο. Πρέπει να το θέλει και η τύχη και πρέπει να βρεθεί και η μεγάλη ευκαιρία.

Και μαζί μ' αυτά να είσαι έτοιμος και για ένα σωρό... παραχωρήσεις! Κι αν είσαι

γυναίκα; Ελάτε στο σπίτι για κανένα ουι-σκάκι!

162

Πήγες; Τον πήρες το ρόλο ή το τραγούδι! Είσαι απ' τις λεγόμενες ηθικές και

αξιοπρεπείς και δεν πας; Τότε ετοι-μάσου να πάθεις, ό,τι έπαθε μια γνωστή μου

τραγουδίστρια, που αναγκάστηκε να πάρει των ματιών της και να πάει στην Αμερική,

για να κάνει καριέρα!!! Κι εκεί όμως τα ίδια και... τρισχειρότερα. Αλλά πεισματάρα

όπως ήταν, δεν υπέκυψε. Και μούγραψε αυτό το χαριτωμένο:

— «Τραγουδάω, πότε στους πέντε δρόμους, πότε στους είκοσι δρόμους, πότε στους

τριάντα εννιά δρόμους! Όπου βρίσκω δρόμο... τραγουδάω!»

Επειδή, λοιπόν, έχω υπόψη μου όλη αυτή την κλίμακα της αβεβαιότητας που

χαρακτηρίζει το θέατρο και τα συναφή μ' αυτό επαγγέλματα, για τούτο συνιστώ στους

υποψήφιους άνεργους ηθοποιούς και στις υποψήφιες, μια καθημερινή δουλειά για την

εξασφάλιση του επιούσιου. Και σ' όποιες σχολές κάνω το δάσκαλο, η πρώτη ερώτηση

που υποβάλω είναι αυτή:

— Τι δουλειά κάνεις, παιδί μου;

— Τι δουλειά θέλετε να κάνω. Σπουδάζω για να γίνω... ηθοποιός!

— Ναι, αλλά τι δουλειά κάνεις;

— Σας είπα. Πηγαίνω για ηθοποιός. Δεν είναι δουλειά αυτή;

— Και βέβαια δεν είναι δουλειά...

— Και τι είναι; Εκδρομή οτα ...Μετέωρα;

— Κάτι τέτοιο... Γιατί όποιος κάνει αυτή τη δουλειά, είναι πάντοτε... μετέωρος!

Κάνε, λοιπόν, μια οποιαδήποτε δουλειά κι αν έρθει η επιτυχία καλώς να 'ρθει...


Γιομάτος λοιπόν από... άνεργα όνειρα και άνεργες φιλοδοξίες, βρέθηκα κάποιο

καλοκαιρινό βράδυ του 1934 με μερικούς συμφοιτητές μου στη Μάντρα του

περίφημου Αττίκ, που στεγαζόταν στον κινηματογράφο «Δελφοί» στην οδό Αχαρνών.

Εδώ θα μου επιτρέψετε ν' ανοίξω μια παρένθεση για να σας πω, ολίγα τινά για την

πασίγνωστη «Μάντρα του Αττίκ».

Ήταν ένα είδος ελεύθερου βαριετέ, με κομφερανσιέ τον Αττίκ. Μέχρι τότε ο

κομφερανσιέ ήταν μια άγνωστη εφεύρεση! Τα πρωτόφερε και τα δυο και τη Μάντρα

163

και τον κομφερανσιέ ο Αττίκ απ' το Παρίσι και τα μεταφύτευσε, επιτυχώς στην Αθήνα.

Εκτός του κομφερανσιέ που ήταν η πεμπτουσία και η ψυχή αυτό;/ του πρωτότυπου και

τρισχαριτωμένου είδους, είχε η μάντρα του Αττίκ και μερικά άλλα χαρακτηριστικά...

τσιμπράγκαλα! Το... χερούλι! Το κουτί... παραπόνων, το οκτάστιχο και διάφορες

σατιρικές πινακίδες, αμφιβόλου... εξυπνάδας.

...Το χερούλι ήταν ένα ξύλινο χερούλι, κολλημένο σε μια πλάγια κουΐντα, που το

χτύπαγε ο Αττίκ κάθε φορά που ακουγότανε κάνα κρύο καλαμπούρι -κι αυτό συνέβαινε

συχνά- ή όταν κανένας απ' τους εθελοντές θεατές που ανέβαιναν να τραγουδήσουν, να

χορέψουν ή ν' απαγγείλουν, τύχαινε να είναι ψώνιο, κι αυτό συνέβαινε... συχνότατα!

Ένα απ' τα πιο κρύα καλαμπούρια που είχε διαπραχθεί ήταν και τούτο:

Μπήκε κάποιο βράδυ στη Μάντρα ένας φίλος του Αττίκ, κρατώντας στο δεξί του χέρι

ένα πιάτο ντολμάδες και στο αριστερό του μια ανθισμένη γλάστρα και του φώναξε:

— «Αττίκ, εσύ που κάνεις τον έξυπνο, μπορείς να μας πεις, τι είμαι τώρα;»

Ο Αττίκ, βέβαια, τα 'χασε. Τι μπορεί να ήταν ένας που κράταγε ένα πιάτο ντολμάδες

και μια ανθισμένη γλάστρα. Κι επειδή μάταια έσπαζε το κεφάλι του ο Αττίκ να το βρει,

ο καλαμπουριτζής φίλος του, του φώναξε:

— «Ντολμά... μπαξέ, βρε Αττίκ... Ντολμά μπαξέ!» Και... ανατρίχιασε η ανθρωπότης


και το χερούλι... βαράει ακόμα. Αυτά περί... χερουλιού! Είχαμε όμως και το

κουτί... παραπόνων. Ήταν ένα κοινό κουτί, που ρίχνανε τα παράπονα τους, σε

ύφος... χιουμοριστικό βέβαια, οι... έξυπνοι της Μάντρας. Καμιά φορά, το

ενισχύανε και οι επαγγελματίες έξυπνοι, όπως οι μακαρίτες: Τσιφόρος,

Ευαγγελίδης κι ο τακτικός πελάτης της Μάντρας, ο αείμνηστος Τίμος Μωραϊτίνης,

που του είχε γράψει μάλιστα του Αττίκ αυτό το πανέξυπνο: «Αττίκ, γιατί το

'κανες... μ' άντρα;»

Απ' τα άπειρα... εξυπνόχαζα παράπονα, θυμάμαι, μερικά:

164

— «Αττίκ, ο θεός μάς έδωσε τη μύτη, για να μυρίζουμε και τα πόδια, για να

τρέχουμε. Παραδόξως του διπλανού μου, χοντρού κυρίου, τρέχει η μύτη του και...

μυρίζουν τα πόδια του!»

Άλλο ένα, ολίγον πορνό, αλλά έξυπνο:

— «Αττίκ, αν το βρεις, αυτά που κρατάω μονά είναι ή ζυγά;»

Και κάποιο άλλο... που είχε σχέση με το πασίγνωστο τραγούδι του: «Μαραμένα τα

γιούλια κι οι βιόλες!»

— «Αττίκ, στο διάλειμμα μια ταξιθέτρια κράταγε στη... μασχάλη της τα... μαραμένα

σου και τα πούλαγε ένα... τάλιρο!» Φυσικά ο καλαμπουριτζής εννοούσε πως

κράταγε η ταξιθέτρια στη μασχάλη της, τα μουσικά τεμάχια του... Αττίκ και τα

πούλαγε κι ανάμεσα τους, το... «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες!».

θα μπορούσα να σας αραδιάσω πολλά τέτοια... επικίνδυνα παράπονα, μα θα

τραβάγαμε σε μάκρος. Κλείνουμε λοιπόν την παρένθεση και ξαναγυρίζουμε στα 1934

στην καλοκαιρινή Μάντρα του Αττίκ, που ο Τραϊφόρος, με μερικούς συμφοιτητές του,

χαλάγανε τον κόσμο, στο σαματά και στο καλαμπούρι.

— «Αττίκ, έχουμε έναν ποιητή στην παρέα μας!»


Άλλο που δεν ήθελε ο Αττίκ. Άλλωστε, όπως προείπα, έτσι συντηρούσε τη Μάντρα

του. Με τους «εθελοντές» που οι πιο πολλοί στο τέλος βγαίνανε κάτι... αγριοψωνάρες!

Μα κάτι αγριοψωνάρες! Ανάμεσα τους κι ο περίφημος... Δελλαπατρίδης, ο

πασίγνωστος αρχηγός των... Κυανόλευκων που πρωτοντεμπουτάρησε ως τρελός στη...

Μάντρα του Αττίκ. Κι από κει κατευθείαν στο Δρομοκαΐτειο! Εγώ και μερικοί άλλοι,

ευυπόληπτοι τώρα, το γλιτώσαμε το... Δαφνί!

Μ' ανέβασε, λοιπόν, ο Αττίκ στη σκηνή και υπό τα... ενθουσιώδη χειροκροτήματα

του κοινού -τσάμπα... πράγμα ήμουνα- απάγγειλα, δυο-τρία... απ' τα αριστουργήματα

μου!!! Σε λίγες μέρες όμως έτυχε ν' αρρωστήσει ο περίτρανος ποιητής της «Μάντρας»,

ο πασίγνωστος και διθυραμβικός Ορέστης Λάσκος, και με προσέλαβε ο Αττίκ στη θέση

165

του, αντί του... ιλιγγιώδους ημερομισθίου των 33,50 δραχμών, ένα χιλιάρικο το μήνα

δηλαδή, που για μένα όμως ήταν... «Μάνα εξ ουρανού», γιατί μ' αυτό το χιλιάρικο,

εξασφάλιζα το ψωμοτύρι της δεκαεξαμελούς οικογενείας Τραϊφόρου -χωριστά η γάτα

κι ο σκύλος- που ο γαλαντόμος... μπαμπάς μου, μου είχε αναθέσει την... τροφοδοσία

της!!!

Α ναι! πρέπει να σας πω, πως για να μη χαλάω δραχμή απ' το... μεροκάματο μου,

αναγκαζόμουνα ν' ανεβοκατεβαίνω Αθήνα-Πειραιά, με τα πόδια! Αυτό έδωσε αφορμή

στο φίλο μου Μενεστρέλ να γράψει στο περιοδικό «Μπουκέτο», το εξής χαριτωμένο:

«Ανέβα-κατέβα, λοιπόν, με τα πόδια, ο Μίμης Τραϊφόρος από ποιητής έγινε...πεζός!!!»

Τέλος, έφτασε το βράδυ της μετά τόσης... αγωνίας αναμενόμενης, πρώτης μου

εμφανίσεως ως... ποιητή! Ο Αττίκ με ανάγγειλε θριαμβευτικά:

— «'Fvr» κηιυηΓιπνιη ιιρνάλη τπλέντπ· Ο Πειηαιώτηο ττοιητής Μίμης Τραϊφόρος,

που θα... καταπλήξει!!!»

Το κοινό όμως, δε φάνηκε να συμφωνεί μαζί του... Κατέπληξα, βέβαια... Όχι σαν
ποιητής όμως! Σαν εμφάνιση! Γιατί ήμουνα ένα αδύνατο, τρέμον και χλωμό

κατασκεύασμα, λόγω χρονίας... ασιτίας, ενδεδυμένος μ' ένα μπλε, πολυκαιρισμένο

κοστουμάκι, φρεσκοσιδερωμένο και καθαρισμένο με... «Τζουένι» απ' την καημένη, την

άγια και πολυβασανισμένη μάνα μου, που όταν το πρωί εξατμιζότανε το «Τζουένι» από

μαύρο γινόταν το κοστούμι... άσπρο. Κι έτσι είχα δυο κοστούμια: Ένα άσπρο την ημέρα

κι ένα μαύρο για τις επίσημες βραδινές μου εξόδους!

Βγήκα, λοιπόν, στη σκηνή κι αντί των ενθουσιωδών χειροκροτημάτων, που

ευελπιστούσα πως θα με υποδεχτεί το κοινό, με υποδέχτηκαν με μια... διακριτική

πρόγκα. Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι. Έβγαινα, βλέπεις, ν' αντικαταστήσω ένα

θεριό. Και σε εμφάνιση και σε φίρμα. Ο Λάσκος ήταν τότε, ο ποιητής της μόδας. Ένα

είδος... Ελύτη του 1934! Μπροστά του ο χλωμός, ο λιπόσαρκος κι άγνωστος Τραϊφόρος,

φάνταζε σαν... νάνος!!!

Με το πρώτο, λοιπόν, ποίημα που απάγγειλα, η διακριτική πρόγκα ολοκληρώθηκε.

Έγινε κανονική πρόγκα! Θα με ρωτήσετε ίσως:

166

— — «Γιατί πριν μερικά βράδια το κοινό σε δέχτηκε με τόσο ενθουσιασμό; Τώρα

γιατί σε αποδοκίμαζε;»

Γιατί, απλούστατα. Το πρώτο βράδυ που βγήκα, βγήκα... εθελοντικά. Δεν ήμουνα

επαγγελματίας. Δε με πλήρωνε το κοινό. Ήμουνα ο ερασιτέχνης, ο περαστικός, το

τζάμπα... πράγμα... όπως προείπα. Με χειροκρότησε, λοιπόν, το κοινό, χωρίς να με

κριτικάρει. Άλλο να κάνεις το κέφι σου, όπως το κάναμε το πρώτο βράδυ, η παρέα μου

κι εγώ, κι άλλο να προσπαθείς να φτιάξεις το κέφι του κοινού σου, σαν επαγγελματίας.

Αν δεν το κατακτήσεις, δεν το γοητεύσεις το κοινό σου, αν δεν σε κάνει κέφι ο θεατής

σου, τότε έχει το δικαίωμα να σου φερθεί, όπως μου φέρθηκαν εκείνο το...

θριαμβευτικό καλοκαιρινό βράδυ του 1934, που σε μια στιγμή, ένας που δε με... άντεξε
άλλο, εν μέσω γενικής πρόγκας φώναξε με την αγριοφωνάρα του στον... Αττίκ:

— — «Αττίκ, έχω καφενέ στο Μεταξουργείο... Δε μου τον στέλνεις αυτό τον... κρύο,

να τον βάλω πάγο στις... λεμονάδες μου!!!»

Κα δώσ' του γέλια, δώσ' του πρόγκα, δώσ' του χερούλι!

Μ' έναν τέτοιο θριαμβευτικό τρόπο ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα. Μα

δεν το έβαλα κάτω. Με τις αποσκευές μου, γιομάτες αναίδεια και προπέτεια και με το

κάποιο ταλέντο μου ημέρεψα σιγά-σιγά το ανήμερο θεριό, που λέγεται κοινό. Πώς το

ημέρεψα; Θα τα πούμε, μιαν άλλη φορά!

167

Οι «τζόρες» του Ορέστη Μακρή

Τριάντα χρόνια κάνω στο θέατρο συνέχεια τον μπεκρή. Τριάντα χρόνια που

κρασοπότη τον περνούσαν το... Μακρή. Τον μεθυσμένο έκαν' αράδα κι έσπαζε πλάκα

όλ' η Ελλάδα. Γιάτρεψα πόνους, ντέρτια, φαρμάκια και πληρωμή μου;... Δύο

εγγονάκια!! Τριάντα χρόνια έχω ως μπεκρής στο παλκοσένικο επάνω. Τριάντα χρόνια...

Ας ήταν, Θεέ μου, στο σανίδι να πεθάνω...

Αυτούς τους στίχους είχα γράψει για τον μοναδικό κι αξέχαστο Ορέστη Μακρή, όταν

γιόρτασε στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο τα τριαντάχρονα του! Τους τραγούδαγε αυτούς

τους στίχους σε μουσική ενός άλλου αξέχαστου και μοναδικού: του μαέστρου Ιωσήφ

Ριτσιάρδη. Και γινόταν πανζουρλισμός. Και γιατί ο Μακρής ήταν κοσμαγάπητος και

γιατί με το κλείσιμο των 30 χρόνων της ευτυχισμένης και τόσο θριαμβευτικής του

καριέρας, είχε αποφασίσει να αποσυρθεί. Μα το επίμονο χειροκρότημα του κοινού

ήταν σαν να του 'λεγε:

— «Γιατί φεύγεις, Ορέστη; Σ' αγαπάμε, σε θέλουμε!» Μα ο Μακρής, τζόρας όπως

ήταν, δεν άλλαζε εύκολα αποφάσεις.

— «Είπα... θα φύγω! Πάει και τέλειωσε. Εγώ είμαι θεατρίνος. Δεν είμαι πολιτικός, ν'
αλλάζω, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, γνώμη!»

Έτσι, απαντούσε αποφασιστικά, σ' όλους μας, που προσπαθούσαμε να τον

μεταπείσουμε. Και να του δείξουμε πως έχει άδικο, που εγκαταλείπει έτσι ξαφνικά το

παλ-κοσένικο και την αγάπη του κοινού, που κυριολεκτικά τον λάτρευε.

— — «Δεν μπορώ άλλο, ρε παιδιά. Κουράστηκα. Τα πόδια μου βαρύνανε. Θέλετε να

με δείτε να κυκλοφορώ στη σκηνή με... ταξί;»

Αυτό πίστευε ο γλυκύτατος Ορέστης. Μα το γέλιο κι ο πανζουρλισμός του κοινού

δείχνανε πως ο αμίμητος Μττεκρής-Μακρής είχε μείνει αγέραστος. Δε θα ξεχάσω στο

τελευταίο νούμερο που του είχα γράψει. Το ποτ πουρί που το είχα σκαρώσει από

μπεκρίδικα σουξέ του, που τα τραγούδαγε, τα προπολεμικά ήρεμα χρόνια, όλη η

168

Ελλάδα. Και που πολλές φορές ξαναγυρίζουμε και σήμερα στα χείλη μας, ιδίως σ' όσους

νεαρούς έχουν υπερβεί το... εξηκοστόν έτος της ηλικίας τους.

Θυμάμαι, πριν μπει στο ποτ πουρί του, που έλεγε αυτές τις πολύ απλές εξυπνάδες,

που τις γλεντάνε με την καρδιά τους και το αρχοντικό και το λαϊκό κοινό της Αθήνας:

ΜΑΚΡΗΣ:

Βάλτε να πιούμε ρε παιδιά. Ανάψτε κι αυτά τα δυο κεράκια που έχω

εδώ στη δεξιά μου τσέπη.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: (Ψάχνοντας τον): Τι κεράκια μου λες; Ένα κρεμμύδι και μια ρέγγα

βρήκα...

ΜΑΚΡΗΣ:

Μέσα στο χαρτί που έχω τυλίξει τη ρέγγα, υπάρχουν και τα κεράκια.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: Και τι τα θες τα κεράκια;

ΜΑΚΡΗΣ:

Έχω τα γενέθλια μου απόψε. Κλείνω τα τριάντα.


ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: Παντρεμένος;

ΜΑΚΡΗΣ:

Όχι, σουρωμένος. Αυτά τα γενέθλια γιορτάζω.

Τα τριάντα χρόνια που βγήκα ξεμέθυστος στη σκηνή και μεθάω τους κουρασμένους

της ζωής.

Τριάντα χρόνια!... Για πότε πέρασαν!... Λες κι ήταν ένα ποτήρι κρασί που το

κατέβασα μονορούφι... Τριάντα χρόνια... Νομίζω πως ήταν χτες που πρωτοβγήκα στη

σκηνή, στο θέατρο «Δελφοί» στην Αχαρνών. Εκεί έκανα τα πρώτα... τρικλίζοντα βήματα

της μπεκρίδικης σταδιοδρομίας μου. Χτες θαρρώ πως ήταν, που ο Αντώνης Βώτης

έγραψε κι ο Ορέστης Μακρής τραγούδησε...

Με λεν μπεκρή

που τόχουν βρει

αφού ρουφώ τη μέρα,

169

τρία κρασά

στην καθησά

και τρία πέρα πέρα...

Τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, άδικα θα με κρεμάσουνε.

Όταν πεθάνω - όρκο το βάνω να μη με θάψουν έτσι θέλω μονάχα - στεφάνι νάχω

πλεξούδες κοκορέτσι.

Έγινα μπεκρής-έγινα μπεκρής για τα δυο ματάκια μιας μικρής.

Ρετσίνα μου αγνή,

αγάπη μου παλιά κεχριμπαρένια

σκοτώνεις όλους τους καημούς

και διώχνεις πάντα κάθε έννοια


γι' αυτό κι εγώ δε θα τ' απαρνηθώ

το ρετσινάτο χρώμα

και θέλω να με θάψουνε

λόγω τιμής, με κάνουλα στο στόμα.

170

Τραγούδαγε ο αλησμόνητος Μακρής και μαζί του τραγούδαγαν πλατεία και

γαλαρία. Και γινόταν ξαφνικά το θέατρο μια ταβέρνα. Και βγαίναμε όλοι μεθυσμένοι κι

απ' τον ανεπανάληπτο μπεκρή του Μακρή κι απ' τους ζεστούς κι έξυπνους στίχους και

τη γλυκομεθυσμένη μουσική των ταλαντούχων συναδέλφων της αξεπέραστης εκείνης

εποχής. Μα κι εμείς στα κατοπινά χρόνια, συνεχίσαμε την παράδοση της καλής και,

πιστεύω κι έξυπνης γραφής. Θυμάμαι, -πώς μπορείς αλήθεια να μη θυμάσαι; - νούμερα

σαν κι αυτό:

Ο Μακρής, πήγαινε να βρει την ταβέρνα του παλιού του φίλου του Μπούμπουρα.

Αλλά ο Μπούμπουρας είχε μετατρέψει την ταβέρνα του σε... σνακ—μπαρ. Ανυποψία-

στος ο Μακρής χτύπαγε παλαμάκια, για να παραγγείλει:

— «Τι θες;» του λέει ο Μπούμπουρας.

— «Κάνα μπράντυ; Κάνα Μαρτίνι; Κάνα Τζίνφις;»

ΜΑΚΡΗΣ:

Τι είν' αυτά; φαρμάκι;

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:

Όχι αδερφέ! ποτά.

ΜΑΚΡΗΣ:

Βρε στούμπωσε εκεί κάνα κρεμμύδι, βάλε και καμιά ντομάτα με

μπόλικη ρίγανη, κοπάνα και μερικές θρούμπες, πιάσε και κάνα

κιλό ρετσίνα, φέρε και το ποτήρι σου κι έλα να ρίξουμε την


Κυβέρνηση... Ακούς ζαμάν-φις!.. Αλλά αντί ο Μπούμπουρας να

του φέρει όλ' αυτά τα ... πατροπαράδοτα, του βάζει στο τραπέζι

μια μπουκάλα εμφιαλωμένο κρασί κι ένα πιατάκι με... μπατόν

σαλέ!!!

ΜΑΚΡΗΣ:

Τι είν' αυτά, ρε Μπούμπουρα;

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:

Το κρασί και ο μεζές.

ΜΑΚΡΗΣ:

(δείχνοντας τα μπατόν σελέ). Αυτά τα κεράκια του Επιτάφιου

είναι ο μεζές; Και το κρασί γιατί το χεις βουλωμένο;

171

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:

Είναι εμφιαλωμένο. Αλλά είναι πρώτης τάξεως. Όσο κι αν πιεις,

είσαι πάντα νηφάλιος.

ΜΑΚΡΗΣ:

Αν είναι να είμαι νηφάλιος, γιατί να το πιω ρε Μπούμπουρα; Το

κρασί το πίνουμε, για να ζαλιστούμε μια στάλα και να

ξεχάσουμε τον Έφορο, την πεθερά μας, τη γυναίκα μας. Και

πόσο τιμάται το εμφιαλωμένο σου;

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:

Διακόσιες δραχμούλες μόνο...

ΜΑΚΡΗΣ:

Μόνο; Τσάμπα πράμα...

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
Βλέπεις εκτός του κρασιού, πληρώνεις και τη συκευασία.

Μπουκάλι, ετικέτα, φελό.

ΜΑΚΡΗΣ:

Βάζεις και το φελό στο λογαριασμό...

ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:

Φυσικά. Πού να τον βάλω το φελό;

ΜΑΚΡΗΣ:

Θα σου 'λεγα πού να τον βάλεις, αλλά σέβομαι τον... πισινό

σου...

Γέλαγε, που λέτε, διασκέδαζε και τον χειροκροτούσε μ' ενθουσιασμό το κοινό της

Αθήνας, αλλά ο-Μακρής είχε... «μαρσάρει» και δεν τον κράταγε κανείς:

— «Γιατί τ' αφήνεις, μωρέ αρχιτζόρα, το θέατρο» του έλεγα και του ξανάλεγα. «Έχεις

δέκα χρόνια δουλειά μπροστά σου».

— «Αυτό που μου λες, ξέρεις τι μου θυμίζει; Τον κυρ-Φώτη το Σαμαρτζή που είχε

πατήσει τα 90 χρόνια του κι όταν έκανε αίτηση στην επιτροπή κήπων και

δενδροστοιχιών, για να του παραχωρηθούνε τον Εθνικό Κήπο, για θέατρο κι έγινε

δεχτή η αίτηση του, ο Σαμαρτζής αρνήθηκε την παραχώρηση. Και ξέρεις γιατί;

Γιατί του τον δίνανε τον κήπο για δέκα χρόνια. Κι αυτός τον είχε ζητήσει για είκοσι

χρόνια. Εκτός αν ο κυρ-Φώτης είχε περάσει τον Εθνικό Κήπο για το Α'

Νεκροταφείο. Εγώ όμως κύριε... Τραϊφόρε, δεν είμαι ο ξεκουτιάρης ο Σαμαρτζής.

172

Εγώ είμαι ο Ορέστης ο Μακρής. Και τα 'χω τετρακόσα. Και θα φύγω απ' το θέατρο,

πριν με πάρουν οι τέσσερις κι ο παπάς πέντε!»

Κι έφυγε ο μεγάλος Ορέστης Μακρής, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Δεν

έφυγε όμως γιατί είχε κουραστεί. Έφυγε γιατί τον είχε κουράσει η κακή ποιότητα του
σημερινού κοινού!

— «Ξέρω πως με θέλει το κοινό. Τέτοιο όμως που είναι, δεν το θέλω εγώ».

Έλεγε και ξανάλεγε γιομάτος τίμιο... θυμό. Γιατί ο Μακρής ήτανε σ' όλα του τίμιος.

Ακόμα και στο θυμό του.

— «Γιατί, βρε μυστήριε, δεν το θέλεις το κοινό;»

— «Γιατί; Γιατί άλλοτε, το παλιό, καλό κοινό της εποχής μου πήγαινε στο θέατρο,

όπως πήγαινε στην εκκλησιά. Φόραγε τα καλά του και προετοιμαζόταν, σαν να

πήγαινε σε ιεροτελεστία. Σήμερα μπαίνουνε άπλυτοι και ιδρωμένοι, με τα ρούχα

της δουλειάς τους, χωρίς να τους πολυενδιαφέρει, τι θα δούνε και τι θ'

ακούσουνε. Αντί να πάνε στον καφενέ ή στα... μπουζούκια, πάνε στο θέατρο. Τότε

άνοιγε η αυλαία και πλημμύριζε η σκηνή αρώματα. Τώρα γεμίζει... ποδαρίλα! Δεν

το θέλω, λοιπόν, αυτό το κοινό. Γι' αυτό φεύγω απ' το... θέατρο!»

Κι έφυγε ο ανεπανάληπτος εκείνος αρτίστας και μαζί του έφυγε μια ολόκληρη

εποχή... Μια εποχή... χαζοχαρούμενη, όπως την αποκαλούν μερικοί... ατάλαντοι

θολοκουλτουριάρηδες! Μα ήταν σκέτα χαρούμενη η εποχή μας. Η... χαζομάρα δε μας

άγγιζε. Την αφήσαμε για τους... θολοκουλτουριάρηδες, που λυμαίνονται, τώρα, το

τραγούδι και το... θέατρο.

173

Ναζιστικός χαιρετισμός

Έχουμε επί σκηνής -Της μνήμη μας πια- Τους «υπεράσσους» στην επιθεώρηση

«Ελλάδα μου, κουράγιο», στο θέατρο «Κεντρικό», στα 1945 από το θίασο: Βέμπο-Μαυ-

ρέα- Μακρή-Αυλωνίτη-Φιλιππίδη και Κοκκίνη. Ο ανεπανάληπτος Μαυρέας ήταν τόσο

δημιουργικός, που όπως έλεγα χαρακτηριστικά, του δίνουν οι συγγραφείς... άσπρο

χαρτί και σου βγάζει νούμερο μεγάλης επιτυχίας. Και να πώς παρουσίαζα, σαν κομπέρ,

τον αξέχαστο Μαυρέα:


ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ

(κομπέρ) Θα τον θυμόσαστε όλοι σας σίγουρα, ορισμένως. Είναι

ο περιβόητος ο «ευχαριστημένος», που τον πρωτοκέρασα,

Κυριάκος ο Μαυρέας και τόνε χειροκρότησε Αθήνα και Περαίας.

ΜΑΥΡΕΑΣ

Όλους τώρα στην Αθήνα μας ξελίγωσε η πείνα πλην των

παχύτατων φίλων δημοσίων υπαλλήλων, που όλο παίρνουμε

αυξήσεις και το δόντι αν τους ξύσεις, θα σου φάνε, παρ' ελπίδα,

και την οδοντογλυφίδα.

Όμως θ' αναγκαστώ να διακόψω το νούμερο των «υπεράσσων», για να θυμηθούμε,

ένα απ' τα εκτός σκηνής αμίμητα, του αμίμητου Μαυρέα. Γιατί ο φανταστικός αυτός

αρτίστας, δεν ήταν χαριτωμένος μόνο στη σκηνή. Είχε την ίδια αμεσότητα και την ίδια

πληρότητα και στη ζωή του. Πολλά τα τρισχαριτωμένα του!... Θυμάμαι ένα, που δείχνει

την ενέργεια του μεγάλου αυτού θεατρίνου και τις σωτήριες παρεμβάσεις του.

Βρισκόμαστε στην πιο μαύρη και την πιο πεινασμένη περίοδο της τρομερής Γερμανικής

Κατοχής. Στην εποχή του 1941. Πείνα, εξαθλίωση, σκοτάδι! Βασικό ρόλο στη διαβίωση

του πεινασμένου κοσμάκη έπαιζε το δελτίο ψωμιού.

Χωρίς αυτό, «Γαίαν είχες ελαφράν!» Κάποιος όμως έχασε το δελτίο του. Κι ακούστε

την τραγωδία του:

— Βόγκηξα, αδελφέ μου, βόγκηξα. Πάω στο γραφείο που βγάζουν τα δελτία

ψωμιού, με στέλνουν στο φούρναρη. Πάω στο φούρναρη, με στέλνει στην

Αστυνομία. Πάω στην αστυνομία, με στέλνει στον μπακάλη. Πάω στον μπακάλη,

174

με στέλνει στον Παπά. Πάω στον Παπά, με στέλνει στο διάολο. Ξαναπάω στον

γραφείο, με ξαναστέλνουν στο φούρναρη. Ξαναπάω στο φούρναρη, με


ξαναστέλνει στην αστυνομία. Ξαναπάω στη αστυνομία, με ξαναστέλνει στον

μπακάλη. Ξαναπάω στον μπακάλη, με ξαναστέλνει στον παπά. Ξαναπάω στο

παπά, με ξαναστέλνει στο διάολο!

Αυτά τραβάγαμε απ' τους Ευρωπαίους Ούννους! Αλλά μόνο αυτά; Τραβάγαμε κι

αυτά: Κάθε βράδυ, όταν τέλειωνε η παράσταση του «Μοντιάλ», έπρεπε να

ξεγελάσουμε το στομάχι μας με κάτι, που να θύμιζε φαΐ! Υπήρχε, λοιπόν, ένας ονόματι

Λεβέντης, που είχε νοικιάσει το μπαρ του «Μοντιάλ» και πρόσφερνε στους

υποσιτιζόμενους και θεατριζόμενους κανένα ρεβιθοκαφέ, καμιά χαρουπόπιτα, κανένα

τσάι του βουνού, άνευ ζαχάρεως, βέβαια, και άλλες τοιούτες κατοχικές λιχουδιές! Πού

και πού, όμως, ο Λεβέντης καλή του ώρα αν ζει, οικονόμαγε καμιά λακέρδα Τουρκίας,

κανένα μαυροφάσουλο και έκανε το τραπέζι στους πειναλέους του θιάσου, μετά

πληρωμής, φυσικά. Κάποιο βράδυ, λοιπόν, όπως είμαστε στριμωγμένοι στο μισοσκό-

ταδο της εισόδου, κοντά στη σκάλα των παρασκηνίων η Βέμπο, ο Αυλωνίτης, η

Βασιλειάδου, ο Φιλιππίδης, ο Κοκκίνης, η Λαζαρίδου κι ο Τραϊφόρος -ο μόνος επιζών-

απολαμβάνοντες των... Λουκουλείων εδεσμάτων του Λεβέντη, μπαίνουν δυο

μεθυσμένα... χιτλερικά γουρούνια και κλωτσώντας τα πάντα και βρυχόμενοι άρχισαν

να γκαρίζουν:

— Χάιλ Χίτλερ, χάιλ Χίλτερ!

Και δεν έφτανε αυτό, μα αρπάζοντας τα χέρια μας μάς δείχνανε πως έπρεπε να

φωνάξουμε κι εμείς χάιλ Χίτλερ. Μα εμείς που μας είχε ξυπνήσει το πατριωτικό, δε

δείχναμε διατεθειμένοι να τους κάνουμε το... μικρό αυτό χατήρι! Κοιτάζαμε μόνο να

φυγαδεύσουμε τις γυναίκες απ' τη σκάλα των παρασκηνίων προς τα καμαρίνια! Τα δυο

χιτλερογούρουνα όμως αγρίεψαν κι άρχισαν να μας χτυπάνε και να μας κλωτσάνε, μετά

περισσού Ναζιστικού ζήλου, εκβάλλοντες και τους βρυχηθμούς:

— Χάιλ Χίτλερ, χάιλ Χίτλερ.


175

Και δεν ξέρω ποιοι από μας θα είχαν επιζήσει απ' το ανηλεές κλωτσογρονθοκόπημα

των μεθυσμένων χιτλερικών κτηνών, αν ο Μαυρέας που διατηρούσε ακόμα την ψυ-

χραιμία του δεν είχε τη θεία έμπνευση ορθώνοντας το δεξί του χέρι σε χιτλερικό

χαιρετισμό, να φωνάξει:

Χέζω Χίτλερ! Αυτό ήταν! Μόλις οι δύο μεθυσμένοι Ούννοι ακούσανε το «χέζω

Χίτλερ» του Μαυρέα, μόλις ακούσανε τις δυο λέξεις που αρχίσανε από «Χι»,

ικανοποιηθήκανε και βγάζοντας άναρθρες, ζωώδεις κραυγές μάς αφήσανε να

συνεχίσουμε το... πλούσιο φαγοπότι μας!

Ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, γλυκύτατε, αξέχαστε Μαυρέα! Και τώρα

συνεχίζοντας, το διαρκώς διακοπτόμενο νούμερο των υπεράσσων, μετά τον Αυλωνίτη

και το Μαυρέα, παρουσιάζει ο Τραϊφόρος έναν άλλο μεγάλο μπούφο κωμικό: Το Μίμη

Κοκκίνη.

ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ

(κομπέρ) Τώρα ο Μίμης ο Κόκκινης στο γνωστό του Ζαχαρία,

συνεχίζει του θεάτρου την παλιά την ιστορία.

ΚΟΜΠΕΡ:

Τα προσόντα σου;

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Τσαχπινιά, καπατσοσύνη κι εξυπνάδα.

ΚΟΜΠΕΡ:

Η πατρίδα σου

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Η περήφανη κι ανίκητη Ελλάδα.

ΚΟΜΠΕΡ:
Η μητέρα σου;

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Μια ναζιάρα που τη λέγανε Περμάθω.

ΚΟΜΠΕΡ:

Κι ο πατέρας σου;

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Ρίχνω χρόνια τα χαρτιά, για να τον μάθω.

ΚΟΜΠΕΡ:

Η καριέρα σου ;

176

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Αγωνίστηκα πολύ να τα Βολέψω.

ΚΟΜΠΕΡ:

Επροόδευσες;

ΚΟΚΚΙΝΗΣ:

Δεν με... σπρώξανε μικρό να προοδέψω.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Είμ' ένα παιδί δηλαδή

ηθικότατο και σώφρον μπήκα και στο τραμ του ΕΑΜ,

αλλά έμεινα Εθνικόφρων.

Μα κι ο Κόκκινης ήταν απ' τους χαριτολόγους του θεάτρου. Πολλά αναφέρει και γι'

αυτόν η ανεκδοτολογία η θεατρική, θα προτιμήσω ένα, που αναφέρεται στις δρα-

στηριότητες μου τις ερωτικές, Π.Β. όμως, Προ Βέμπο, δηλαδή. Έλεγε, λοιπόν, ο

Κόκκινης, επισημαίνοντας, τη δύναμη μου, στο ερωτικό μπλα-μπλα.

Όταν καθίσει ο Τραϊφόρος γυναίκα στην καρέκλα, πάει την πήδησε!


Ο Κόκκινης ήταν κι αυτός από τους πολύ δραστήριους στο μουρνταριλίκι. Είχε όμως

την καλή τύχη να έχει μια εξαίσια γυναίκα την κ. Μαργαρίτα. Και δυο θαυμάσια παιδιά.

Ένα πρωινό του 1940 κατέπλευσε η κ. Κοκκίνη στο θέατρο Σαμαρτζή, την ώρα των

δοκιμών. Ήμουνα τότε και συγγραφέας και σκηνοθέτης και επιχειρηματίας. Η κ. Κοκ-

κίνη σπάνια μάς έκανε την τιμή να μας επισκεφθεί. Φυσικά μόλις την είδα,

προσφέρθηκα να την καλωσορίσω. Και να την περιποιηθώ. Στο βάθος του θεάτρου

«Σαμαρτζή» υπήρχε καφενές. Εκεί την πήγα την κ. Μαργαρίτα να της προσφέρω κάτι.

Ο Κόκκινης εκείνη την ώρα έκανε πρόβα επί σκηνής. Και ξαφνικά ακούγεται να φωνάζει

με στεντορία φωνή:

— Μαργαρίταααα!

— Τι είναι; του αποκρίθηκε τρομαγμένη.

— Σήκω γρήγορα από εκεί!

— Γιατί; του φώναξε απορούσα η κ. Μαργαρίτα.

— Σε καρέκλα σε κάθισε; Θα σε πηδήξει!

177

Κι έφυγε η καημένη η κ. Μαργαρίτα τροχάδην, για να μην ξαναπατήσει στο θέατρο.

178

Ξενάγηση στην περίφημη «μάντρα»

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στα 1934, στην περίφημη... «Μάντρα» του Αττίκ. Η πρώτη μου

εμφάνιση, εστέφθη υπό... θριαμβευτικής επιτυχίας. Ήταν τόση η επιτυχία μου, που δυο

μέρες μετά με φώναξε ο Αττίκ και μου είπε:

— «Κύριε Τραϊφόρε, σας ευχαριστώ για την πολύτιμη συνεργασία σας. Από αύριο

θα με υποχρεώσετε, αν δεν ξανάρθετε!».

Αυτομάτως θυμήθηκα τα 16 τόσα στόματα της πολυμελούς οικογένειας Τραϊφόρου,

που περιμένανε κάθε βράδυ να τα ταΐσω! Θα μου πείτε, γιατί κάθε βράδυ; Γιατί μόνο
κάθε βράδυ, τρώγαμε. Την ημέρα νηστεία... Με 33,50 δρχ. μεροκάματο που έδινε ο

γαλαντόμος Αττίκ, άντε να φας, μεσημέρι-βράδυ!... Αυτά σκέφτηκα και θυμάμαι που

είπα στον Αττίκ:

— «Επειδή έχω μεγάλη ανάγκη αυτά τα ελάχιστα που μου δίνετε, αφήστε με να

δουλέψω μέχρι την Κυριακή κι από Δευτέρα, σας αφήνω ήσυχους!».

Ήταν Πέμπτη βράδυ. Ο Αττίκ, μάλλον με λυπήθηκε και... συγκατένευσε!!!

Στο μεταξύ είχα κάνει στη Μάντρα τις πρώτες μου ενδιαφέρουσες γνωριμίες.

Ήταν η Δανάη κι ο αξέχαστος Τσιφόρος. Και οι δυο τους μου παραστάθηκαν σαν

αδέλφια. Είχανε μάθει και το... πολύτεκνο δράμα μου και μου δίνανε συνέχεια κου-

ράγιο!

— «Να θυμηθείς αυτό που σου λέω, μου έλεγε και μου ξανάλεγε η Δανάη. Εσύ δε

θα γίνεις ο δεύτερος Αττίκ. Θα γίνεις ο πρώτος Αττίκ!!! Θα 'ρθει καιρός που θα

χτυπάει ο Αττίκ το κεφάλι του, που σε πήρε στη Μάντρα!»

Τα λόγια αυτά και πιο πολύ η ανάγκη να διαθρέψω το... Τραϊφορέϊκο, με γιομίσανε

δύναμη, πείσμα και μια ανεξήγητη αισιοδοξία. Έτσι το βράδυ της Πέμπτης μετά την

παράσταση που κατέβαινα, ως συνήθως, με τα πόδια στον Πειραιά, έδωσα αυτή την

υπόσχεση στη... ρακένδυτη ψυχή μου:

179

— — «Αν αύριο το βράδυ, δεν κάνεις... Ανάσταση, να πας να πνιγείς στο Φάληρο!».

Θα μου πείτε: γιατί ειδικά στο Φάληρο; Γιατί ήτανε τα χωρικά μου ύδατα κι έτσι το

πνίξιμο θα ήτανε πιο φιλικό και πιο άνετο!

Ωστόσο όλη τη νύχτα, προετοίμαζα τον καινούργιο, δυναμικό Τραϊφόρο, που θα

παρουσίαζα την Παρασκευή το βράδυ, στη Μάντρα. Πρώτα-πρώτα κατασκεύασα ένα

ποίημα-έκκληση, για να τραβήξω το... ενδιαφέρον του πλακατζίδικου μεν, αλλά και...

κουλτουριάρικου κοινού της... Μάντρας. Απ' το ποίημα αυτό διεσώθη μόνο το τε-
λευταίο τετράστιχο!

Με δίχως το εγκάρδιο ζεστό σας χειροκρότημα όλη η ζωή μου αχρηστεύεται και

σβήνει! Χειροκροτείστε με, λοιπόν, χειροκροτείστε με να μπει, ηλιοφώς, μες στο υγρό

μου καμαρίνι.

Στο μεταξύ, τα τρία βράδια που έμεινα στη Μάντρα, είχα μπει στα κόλπα της και

στα... τερτίπια της. Γιατί, όπως είπα πριν, η Μάντρα δεν ήταν θέατρο. Ήταν άλλου

είδους... ταραχή. Το πληρωμένο πρόγραμμα της κράταγε και δεν κράταγε μια ώρα. Την

υπόλοιπη ώρα τη συμπλήρωνε ο Αττίκ, με τους διάφορους τσαμπατζήδες... κομμά-

ντος, που ανεβαίνανε στη σκηνή και κάνανε κάθε είδους τρέλα: Χορεύανε, απαγγέλανε,

σφυρίζανε, κάνανε μιμήσεις, λέγανε ανέκδοτα, κάνανε... σουηδική γυμναστική,

ψέλνανε εκκλησιαστικούς ύμνους, βγάζανε... πολιτικούς λόγους. Μια φορά κάποιος

σπαράζοντας από λυγμούς κι από δάκρυα, διηγήθηκε από σκηνής την τελευταία του

ερωτική αποτυχία κι ένας άλλος ανέβηκε έξαλλος στη σκηνή κι άρχισε να φωνάζει:

— «Είμαι ένας κερατάς. Ο μεγαλύτερος κερατάς της υφηλίου. Ναι, κυρίες μου και

κύριοι, έπιασα τη γυναίκα μου με τον εραστή της απάνω στον καναπέ του

σαλονιού. Απάνω στον καναπέ... Αλλά την τιμώρησα σκληρότατα, κυρίες μου και

κύριοι... Ξέρετε πώς την τιμώρησα;

— «Την έπνιξες;», του φώναξε κάποιος πλακατζής θεατής.

— «Τιμωρία είναι αυτή;», του απάντησε ο απατηθείς.

— «Την γκρέμισες απ' το μπαλκόνι;», του φώναξε κάποιος άλλος.

— «Χειρότερη, πολύ χειρότερη τιμωρία», ξαναφώναξε ο απατηθείς.

180

Κι όλο το κοινό, εν χορώ άρχισε να του φωνάζει πλα-κατζίδικα:

— «Πώς την τιμώρησες; Πώς την τιμώρησες, καλέ;».

Κι ο κερατάς με μια δραματική χειρονομία, απάντησε μυστηριωδώς:


— «Πούλησα τον... καναπέ!»

Το τι έγινε, δε λέγεται. Ο υποτιθέμενος κερατάς ανηρ-πάγη κυριολεκτικά υπό των

θεατών και οδηγήθηκε στο... Μουσείο. Όχι στο... Αρχαιολογικό. Στο γνωστό κέντρο, ό-

που επακολούθησε... ολονύχτια πλάκα!

* * *

Για να στεριώσεις, λοιπόν, στη Μάντρα, έπρεπε να έχεις μεγάλες δόσεις τρέλας,

πλάκας και ατσιδοσύνης. Φαίνεται πως όλ' αυτά ενυπήρχαν στον νεαρό, τότε

Τραϊφόρο. Και συν το κάποιο ποιητικό ταλέντο μου και την κάποια αναίδεια και

προπέτεια, που με συνόδευαν, το άλλο βράδυ παρουσιάστηκα, ανανεωμένος και...

θρασύτατος! Απάγγειλα το ποίημα-έκκληση που είχα κατασκευάσει και έγινε δεχτό με

ξέφρενο ενθουσιασμό απ' το κοινό της Μάντρας, που με την ίδια ευκολία που σε

προγκάριζε, με την ίδια ευκολία σε αποθέωνε και μετά βγήκαμε με τον Αττίκ, να πά-

ρουμε θέμα και λέξεις, για να φτιάξουμε το καθιερωμένο βραδινό μας οχτάστιχο.

Πρέπει να σημειώσω, πως έφτιαχνε κι ο Αττίκ οχτάστιχα. Και λόγω του ότι τα πρώτα

μου οχτάστιχα ήταν σκέτες... πατάτες, ο Αττίκ εθριάμβευε με τα οχτάστιχα του, γιατί η

σύγκριση ήταν για μένα καταθλιπτική! Το βράδυ όμως εκείνο της Παρασκευής, ήμουνα

αποφασισμένος να πάρω το αίμα μου πίσω! Έχω γράψει χιλιάδες αυτοσχέδια

οχτάστιχα. Δε θυμάμαι κανένα. Το οχτάστιχο όμως εκείνης της βραδιάς είναι

καρφωμένο στο μυαλό μου, γιατί στάθηκε η... Ανάσταση μου και η επιβίωση της

οικογένειας μου ή μάλλον του... συνοικισμού... Τραϊφόρου. Το θέμα που μας έδωσε το

κοινό ήταν ο... «Αττίκ», με αναγκαστικές λέξεις -σέβομαι, κόντρα, ιππεύουμε, Λόντρα,

ραμολιμέντο, ορδή, μομέντο, πορδή! Πήγα, λοιπόν, στο καμαρίνι μου να το γράψω

μέσα στα ελάχιστα λεπτά που είχα στη διάθεση μου. Σε μια στιγμή μπήκε ο Τσιφόρος:

181

— «Πώς πας, Τραίφοράκι;», με ρώτησε. «Θες βοήθεια;».


— «Ευχαριστώ, Νίκο μου... Αλλά τα πάω μια χαρά!». Θυμάμαι μάλιστα πως το

οχτάστιχο το έγραψα σε δημοσιογραφικό χαρτί και επειδή ήταν... ντάλα Ιούλιος,

το χαρτί είχε μουσκέψει απ' τον ιδρώτα μου. Βγήκαμε, λοιπόν, με τον Αττίκ να

τα... απαγγείλουμε προ του κοινού. Το δικό μου... έλεγε τα εξής:

Αττίκ, μεγάλε δάσκαλε, ειλικρινά σε σέβομαι κι ας μου κολλάς συνέχεια κι ας μου

πηγαίνεις κόντρα και μολονότι και οι δυο τον Πήγασσο, ιππεύουμε άγνωστος είμαι,

ενώ γνωστός εο' είσαι ως τη Λόντρα. Μα όσο και να σ' εκτιμώ, Αττίκ, ραμολιμέντο

επιθυμώ απ' της Μάντρας σου να φύγω την... ορδή κι όταν του χωρισμού η στιγμή θα

φτάσει στο μομέντο, θα σου αμολύσω, φεύγοντας, μια βροντερή... πορδή!!!

Το τι έγινε δε λέγεται. Το κοινό κάθε φορά που κάποιος πείραζε τον Αττίκ, το

γλένταγε με τη ψυχή του. Μα το ο-χτάστιχό μου, φαίνεται πως τον εντυπωσίασε. Και

κάποιος φώναξε:

— «Αττίκ, εσύ του το 'γραψες;».

Και αντί ο Αττίκ να χαρεί για την επιτυχία μου και να με ευχαριστήσει, μαθητής του

άλλωστε, ήμουνα, άρχισε να καμαρώνει φιλάρεσκα και να... υποκλίνεται, σαν να συμ-

φωνούσε, μ' αυτόν που φώναζε. Εγώ όμως που είχα πάρει κουράγιο απ' τα

χειροκροτήματα του κοινού του φώναξα:

— «Δάσκαλε, γιατί δεν τους λες πως το 'γραψα μόνος μου;». Και δείχνοντας στο

κοινό το μουσκεμένο απ' τον ιδρώτα μου, χαρτί, συμπλήρωσα: «Και μάλιστα δεν

το 'γραψα με μελάνι. Το 'γραψα με πόνο και με ιδρώτα!».

Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Το κοινό άρχισε να διαμαρτύρεται εναντίον του Αττίκ

και να εκδηλώνει τη συμπάθεια του, στο καινούργιο πρόσωπο της Μάντρας.

Από εκείνο το βράδυ, ο Αττίκ ξέχασε να με απολύσει και δεν ξανάγραψε ποτέ πια

οχτάστιχο! Κατά κάποιο τρόπο με είχε χρήσει διάδοχο του! Όμως με υπονόμευε συνέ-

χεια. Με ποιο τρόπο; Απλούστατα. Αργούσε να 'ρθει στην παράσταση κι αναγκαστικά


την ξεκίναγα εγώ! Το κοινό, όμως λάτρευε τη Μάντρα, γιατί λάτρευε τον Αττίκ. Αττίκ

182

και Μάντρα ήταν ένα πράγμα! Γι' αυτό πέθανε ο Αττίκ και μαζί του πέθανε κι η Μάντρα.

Όποιος, λοιπόν, τολμούσε να πάρει τη θέση του έστω και προσωρινά, έβρισκε τον

μπελά του.

— «Πού είναι ο Αττίκ», φώναζαν. «Θέλουμε τον Αττίκ». Κι όταν τολμούσα να τους

πω, ότι έρχεται όπου να 'ναι, αγριεύανε περισσότερο.

— «Φύγε εσύ! Σταμάτα την παράσταση! Θέλουμε τον Αττίκ!».

Αυτές οι αποδοκιμασίες όμως και τα χαστούκια του κοινού, σταματήσανε σε λίγον

καιρό. Γιατί όπως σας είπα άρχισα σιγά-σιγά να παίρνω,τον αέρα της Μάντρας και

του... θεότρελου κοινού της, που άρχισε να με ανέχετε και να με συνηθίζει! Ώσπου ένα

βράδυ, ξέσπασε η μπόρα! Και την ώρα που καθυστερημένος, ως συνήθως,

ξεμπουκάρη-σε ο Αττίκ στη σκηνή, κάποιος του φώναξε:

— «Καλά είμαστε κι έτσι... Καλός είναι κι ο Τραϊφόρος!». Κι από τότε έγινε ταχτικός

ο Αττίκ και άνοιγε αυτός

την παράσταση. Μα το κακό με τις... οργανωμένες καθυστερήσεις του, είχε...

συντελεστεί. Το κοινό με είχε συνηθίσει και είχε βρει πως ο μεγάλος Αττίκ δεν ήταν...

αναντικατάστατος. Όταν, μάλιστα, ο Λάσκος έγινε καλά και γύρισε και πάλι στη Μάντρα

κι άρχισα να γράφω τις πασίγνωστες παρωδίες στα ποιήματα του, που τις απάγγελνα

εις ύφος... Λασκικό έγινα πια ο απαραίτητος... μαϊντανός της Μάντρας! Δε θυμάμαι

καμιά απ' τις παρωδίες που του είχα φτιάξει, που πολλές απ' αυτές αν δε με απατά η

μνήμη μου, ήταν και νόστιμες και καυστικές. Θυμάμαι όμως ότι τόσο τον ενοχλούσανε

τον Ορέστη, που κάποιο βράδυ τα μάζεψε κι έφυγε απ' τη Μάντρα φωνάζοντας μου:

— «Φεύγω... Σ' αφήνω... Δεν μπορείς, κύριε, να εξευτελίζεις τον... Εθνικό ποιητή!».

Θυμάμαι πως πιο πολύ τόν ενοχλούσε η παρωδία της παρουσίασης τους. Όταν
έβγαινε, δηλαδή, ο Λάσκος, ήθελε πάντοτε προβολέα.

Αδυναμία στον προβολέα είχε και η μεγάλη Άννα Κα-λουτά. Αν δεν έπεφτε

προβολέας, δεν έβγαινε στη σκηνή, που να χάλαγε ο κόσμος. Είχε τόση αδυναμία στον

183

προβολέα, που λένε πως την ώρα που τη γένναγε η μάνα της, για να βγει, ζήτησε να της

ρίξουν πρώτα προβολέα.

Έβγαινε, λοιπόν, ο Λάσκος στη σκηνή κι ο ηλεκτρολόγος για πλάκα τού έριχνε τον

προβολέα στο στήθος. Κι ο Λάσκος τού φώναζε:

— «Ψηλότερα! Ακόμη πιο ψηλά... Πιο ψηλά ακόμη!» κι όταν ο προβολέας έπεφτε

εντέλει στο πρόσωπο του, ο Λάσκος τού φώναζε: «Καλώς».

Έβγαινα, λοιπόν, μετά το Λάσκο εγώ, για να απαγγείλω τις παρωδίες μου στις...

«Αγριόχηνες» του ή στο «Παρίσι» του κι ο ηλεκτρολόγος μου έριχνε και μένα τον προ-

βολέα στο στήθος. Μα εγώ αντίθετα απ' το Λάσκο τού φώναζα, πάντα εις ύφος

Λασκικό:

— «Χαμηλότερα! Πιο χαμηλά! Ακόμη πιο χαμηλά!». Κι όταν ο προβολέας έπεφτε

στο γνωστό σημείο που... στεγάζει τον ανδρισμό μας, φώναζα, στον ηλεκτρολόγο:

«Καλώς» .

Το γέλιο και το χειροκρότημα που επακολουθούσε ήταν άλλο πράγμα. Αυτό ερέθιζε

το φίλο μου, τον Ορέστη, περισσότερο κι απ' τις παρωδίες μου στα... ποιήματα του!

— «Δηλαδή, κύριε Τραϊφόρε, γράφετε το μεγάλο Λάσκο, στα... αυτά σας; Δυστυχώς

εγώ, δεν μπορώ να σε γράψω εκεί, γιατί γράφε, γράφε, δεν περίσσεψε χώρος και

για... σένα!».

Θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλά, πάρα πολλά απ' τ' αστεία κι απ' τις ίντριγκες

της Μάντρας. Θα σας αναφέρω ένα... εξωμαντρικό. Όπως σας είπα έκανα πολύ παρέα,

με τον αξέχαστο και μοναδικό Νίκο Τσιφόρο. Μοναδικό και σε ψυχή και σε... εξυπνάδα.
Αλλά και σε γράψιμο. Για μένα ο Τσιφόρος στάθηκε στα πρώτα ξεκινήματα μου, ένας

Έλληνας... (Πιπαγίκριλι)

Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Λάτρευα όμως και ζήλευα το πηγαίο και πανάκριβο

χιούμορ του. Καμιά φορά όμως μου ξέφευγε και μένα κανένα έξυπνο. Κι ο πρώτος που

το χαιρόταν ήταν ο... Τσιφόρος! Αυτό που θα σας αφηγηθώ μοιάζει πολύ με...

184

Τσιφορικό αστείο. Είναι όμως... Τραίφορικό. Σας είπα καμιά φορά μού ξέφευγε και

μένα κανένα καλό. Κάθε βράδυ λοιπόν, μετά απ' τη... Μάντρα πηγαίναμε με το Νίκο,

στον κήπο του... Μουσείου και την ξαπλώναμε μέχρι που έβγαινε ο ήλιος. Κάποιο

ξημέρωμα, λοιπόν, ένα περαστικό... αδιάκριτο πουλί κουτσούλισε και το κουτσούλισμά

του έπεσε στο κούτελο μου.

— «Για κοίτα, ρε Νίκο», είπα στον Τσιφόρο! «Και τα πουλιά, ακόμα, το καταλάβανε

πως είμαι... καθήκι!»

Το χάρηκε τόσο το καλαμπούρι μου, που με κείνη τη θεία... αμεσότητα που τον

χαρακτήριζε, μου είπε μισογε-λώντας:

— — «Τα βλέπεις; Για να μου κάνεις παρέα, δεν έγινες έξυπνος... Παράγινες!!!»

185

Με βαριετέ στο Βόλο

Έτος 1939. Η Ευρώπη δέχεται τα πρώτα... Ναζιστικά χαϊδολογήματα. Η Πολωνία, η

Τσεχοσλοβακία και η Γαλλία στενάζουν κάτω από τις απάνθρωπες ερπύστριες του Χίτ-

λερ. Είναι τέλος του καλοκαιριού και η Αθήνα ξενυχτάει ανέμελη και μάλλον αδιάφορη

για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη!... Δεν υποπτεύεται τι την περιμένει σε κάνα χρόνο.

Τα θέατρα της δουλεύουν καλά! Πιο πολύ απ' όλα η «Όαση», το πασίγνωστο βαριετέ.

Εκείνο το καλοκαίρι του 1939 στην «Όαση» είχαμε τρία-τέσσερα περίφημα

ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά νούμερα, που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στις


πατρίδες τους, γιατί ο Χίτλερ είχε κλείσει τα σύνορα τους. Ένα απ' αυτά ήταν και το

περίφημο «Τρίο-Λατόρες», που ήταν Πολωνικό. Μια, λοιπόν, κι έφτανε ο χειμώνας κι

η «Όαση» θα έκλεινε τις πύλες της, αποφάσισα να κάνω ένα θίασο, με βασικά νούμερα

τα τρία ξένα ακροβατικά και να... αμο-λυθώ για την επαρχία! Αλλά, ως συνήθως, δεν

υπήρχε δραχμή!

Χωρίς σκέψη τούς φορτώνω σ' ένα καράβι και φεύγουμε για το Βόλο! Κάποτε,

βέβαια, έγινε ο έλεγχος για τα εισιτήρια!... Κακή και απάνθρωπη συνήθεια, γιατί είχα

παραλείψει να σκεφτώ αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια. Πως χωρίς εισιτήριο,

ταξιδεύουν μόνο τα ποντίκια των καραβιών.

Ο κοντρολέρ το ανέφερε, βέβαια, στον Κυβερνήτη του καραβιού. Στον πλοίαρχο. Και

ο πλοίαρχος εκάλεσε τον υπεύθυνο. Το θιασάρχη, ο οποίος, κατά κακή μοίρα, ήμουνα

εγώ.

— «Τι γίνεται εδώ, κύριε Τραϊφόρε;», με ρώτησε εμβρόντητος ο πλοίαρχος.

— «Τι να γίνει, κύριε πλοίαρχε, δεν υπήρχε φράγκο!»

— «Και μπήκατε στο καράβι, χωρίς εισιτήρια;»

— «Πού να μπαίναμε, κύριε πλοίαρχε; Σε αερόστατο; Καράβι βρήκαμε, σε καράβι

μπήκαμε!...»

— «Και τι θα γίνει τώρα;», με ρώτησε αμήχανος ο πλοίαρχος.

— «Τι θέλετε να γίνει... Δε φαντάζομαι να μας ρίξετε στη θάλασσα;».

186

— Όχι, βέβαια... Αλλά αναγκαστικά θα σας κατεβάσω στο πρώτο λιμάνι... που θα

πιάσουμε. Στο Βόλο».

— «Τι να γίνει, κύριε πλοίαρχε», του απάντησα, δήθεν στεναχωρημένος! «Στο Βόλο,

στο Βόλο!...».

Τι να του πω, ότι πηγαίναμε για τη Νέα Υόρκη και κακώς θα μας κατέβαζε στο Βόλο;
Μα αυτομάτως ανέκυψε κι άλλο ένα επείγον θέμα...

— «Κι ως το Βόλο, πώς θα περάσετε; Τι θα φάτε;», με ρώτησε ο πλοίαρχος.

— «Είναι κι αυτό!», ψιθύρισα δήθεν περίφροντις! Και δεν με νοιάζει για μας. Για μας

το φαί είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια! Με τους ξένους, τι θα γίνει!»

Κι ο καπετάνιος χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του, μου απάντησε:

— «Τους ξένους θα τους φροντίσω εγώ. Εσύ φρόντισε τους δικούς σου!»

— «Πώς να τους φροντίσω, δηλαδή; Πώς να τους ταίσω; Να τους βυζάξω;»

Φυσικά, το βράδυ ο καπεταν-Δημήτρης -καλή του ώρα αν ζει- φιλόξενος και

καλόκαρδος, όπως όλοι οι Έλληνες ναυτικοί και ιδιαίτερα οι καπεταναίοι, μας

τραπέζωσε του καλού καιρού! Και έτσι βγήκαμε στο Βόλο χορτάτοι. Χορτάτοι, αλλά με

πολύ αβέβαιο μέλλον!

Το θέατρο που θα παίζαμε λεγόταν «Κύματα», δεν υπάρχει πια! Το πήραν κι αυτό

τα «σύννεφα, οι άνεμοι, τα... κύματα!»

Δεν υπήρχε όμως μήτε «τσεντέσιμο» να κάνουμε έστω και μια υποτυπώδη ρεκλάμα

και να αναγγείλλουμε τον ερχομό του... μεγάλου βαριετέ Τραϊφόρου! Η πενία όμως τέ-

χνας κατεργάζεται. Στο θίασο είχαμε το Μάρκο Λύρα, που εκτός από ηθοποιός είχε και

το ελάττωμα ν' ανακατεύει τα πινέλα και να παριστάνει το ζωγράφο. Αυτή όμως η κακιά

του συνήθεια, στάθηκε η ρίζα, για να γίνει σιγά-σιγά ο Έλληνας βασιλιάς των παιδικών

παιχνιδιών «Λύρα». Ο πολύς και μέγας Λύρας. Τον έχω χαμένο από τότε και δεν ξέρω

ούτε καν αν ζει.

187

Τον θυμάμαι όμως με πολύ αγάπη, γιατί ήταν ένας τίμιος και πρόσχαρος άνθρωπος

κι εύχομαι και να ζει και να 'ναι κι ευτυχισμένος. Δε λέω και πλούσιος, γιατί αυτό το

κατάφερε!

Πήρε, λοιπόν, ο Λύρας μερικές μεγάλες κόλλες στρατσόχαρτο, έβαλε «μπρος» και
τα πινέλα του και σε λίγο έξω από το κινηματοθέατρο «Κύματα» διάβαζαν οι λίγοι

περαστικοί Βολιώτες τη θριαμβευτική αναγγελία της αφίξεως και της πρεμιέρας του

μεγάλου Βαριετέ... Τραϊφόρου!...

Θα πρέπει να σας αναφέρω πως οι γυναίκες του θιάσου ήταν όλες κι όλες δύο. Τη

μία μόλις έφτασε ο θίασος, μας την ψώνισε, ένας γνωστός Βολιώτης παραλής και χά-

σαμε τα ίχνη της και την άλλη τη βλέπαμε μόνο, όταν έκανε το... ακροβατικό της, γιατί

μετά την τύλιγε η μάνα της και την έκλεινε στο ξενοδοχείο και τη φύλαγε σαν ιερό...

σκεύος! Η ακροβάτης αυτή ήταν πασίγνωστη τότε... Ραραού, σημερινή σύζυγος του

γνωστού στιχογράφου και παλιού μου φίλου Νίκου Φατσέα. Και ήταν η Ραραού -η Α-

θηνά, κατά κόσμον- ένα πραγματικά αξιαγάπητο και σεμνό κορίτσι, που δε χρειαζόταν

τα δρακόντεια μέτρα της μάνας της, για να μείνει τίμια. Είχε γεννηθεί μ' αυτό το ε-

λάττωμα. Και τέτοια έμεινε και στο θέατρο και στην εξω-θεατρική ζωή της.

Μπήκε, λοιπόν, το πανό. Μα αντί να γράφει «Μεγάλο Βαριετέ του Μίμη

Τραϊφόρου», είχε μετατοπίσει ο Λύρας λίγο τον τόνο και οι Βολιώτες διάβαζαν...

«Μεγάλο Βεριέτε κλπ.».

Τέτοια λάθη δεν ήταν σπάνια στα πανό και στα θεατρικά προγράμματα. Κάποτε σ'

ένα τρίφυλλο πρόγραμμα έπρεπε ν' αναγγελθούν τα έργα: «Ο Αγαπητικός της Βοσκο-

πούλας» και «η Παναγία των Παρισίων», που θα παιζόταν το ένα στην απογευματινή

και το άλλο στη βραδινή παράσταση. Εκείνος όμως που τα κόλλησε, τα κόλλησε στραβά

κι οι ανύποπτοι διαβάζανε τα εξής απίθανα: Απόγευμα ώρα 6 μ.μ. Η Βοσκοπούλα των

Παρισίων και βραδινή ώρα 9 μ.μ. Ο αγαπητικός της Παναγίας.

Μα ας ξαναγυρίσουμε στην πρεμιέρα του Βόλου. Οι θεατές ήταν και δεν ήταν καμιά

τριανταριά. Με δυσκολία βγήκε η... φασολάδα του θιάσου.

Κι επειδή τους είδα καταπτοημένους, άρχισα να τους δίνω κουράγιο:

188
— «Μη φοβάστε, παιδιά. Αφού χωρίς ρεκλάμα βγήκε η πρώτη φασολάδα, είμαι

βέβαιος, πως μόλις πληροφορηθεί το κοινό τι μεγάλα νούμερα τους φέραμε, θα

εξασφαλίσουμε όχι μόνο μια φασολάδα... αλλά όσες φασολάδες γουστάρετε!»

— «Δηλαδή, κύριε Τραϊφόρε, έχετε σκοπό, να τη βγάλουμε σ' όλη την τουρνέ, με

φασολάδα;», μου φώναξε ο πάντα κεφάτος Λύρας.

— «Βεβαίως και θα τη βγάλουμε με φασολάδα! Γιατί έτσι μόνο, ο θίασος μας θα

κάνει... κρότο!

Και πραγματικά έκανε κρότο ο θίασος μας. Γιατί άξιζε να πληρώσει κανείς, μόνο και

μόνο, για να δει τα τρία ακροβατικά, που μόνο στην Αθήνα θα είχε τη δυνατότητα να

τα χειροκροτήσει. Άρχισε, λοιπόν, το μέγα βαριετέ Τραϊφόρου, να δουλεύει τρελά. Και

η φασολάδα, έγινε μπιφτέκι και κοτόπουλο και λιθρινομπάρμπουνο! Τρώγαμε, λοιπόν,

και πίναμε του καλού καιρού και μετά το φαί, ο διαχειριστής του θιάσου, ο

Βαφειόπουλος, ο περίφημος «μπάρμπας», όπως τον ήξερε η θεατρική πιάτσα, μας μοί-

ραζε την είσπραξη στα ίσα! Είχε εφαρμόσει το σύστημα... «κολεκτίβας» γιατί τότε, σαν

νέος και θεόμουρλος όπως ήμουνα, ήταν φυσικό να είμαι επηρεασμένος απ' τα νεοφα-

νή τότε κομμουνιστικά κηρύγματα!

Φορτωμένοι, λοιπόν, χειροκροτήματα και παραδάκι, εγκατελείψαμε μετά από δύο

ολόκληρους μήνες παραμονής, τον γλυκύτατο Βόλο!

Αυτή τη φορά το αραξοβόλι μας θα ήταν τα Τρίκαλα, που μας περίμεναν με πολύ

ενδιαφέρον και γιατί είχε διαδοθεί σ' όλο το Θεσσαλικό κάμπο, η επιτυχία του μεγάλου

βαριετέ... Τραϊφόρου. Και γιατί ο θίασος-κολεχτίβα είχε εντυπωσιάσει τους μαρξιστές

των Τρικάλων, που και πολλοί ήταν και φανατισμένοι, απόδειξη πως ήταν μια απ' τις

λίγες περιοχές του τόπου που έβγαζε κομμουνιστή Βουλευτή.

Μας δέχτηκαν, λοιπόν, στα Τρίκαλα, με παράτες και με ζητωκραυγές. Κάτι τέτοιες

ευκαιρίες δεν τις αφήνουν να πάνε χαμένες οι «σύντροφοι». Το θέατρο ήταν


κατάμεστο. Θα πρέπει να σημειώσω, πως στο θέατρο υπήρχε αναρτημένη μια

φωτογραφία του Χίτλερ, γιατί ο ιδιοκτήτης του ήταν Γερμανόφιλος. Τότε η Ελλάδα ήταν

χωρισμένη σε Αγ-γλόφιλους και Γερμανόφιλους. Αγγλόφωνοι ήταν οι παλιοί

Βενιζελικοί και Γερμονόφιλοι οι... παλιοί Κωνσταντινικοί!

189

Δεν μπορούσαμε όμως ούτε καν ν' αναφέρουμε τότε τη λέξη Άγγλος και Γερμανός,

γιατί ο πολύς και σκληρός Μα-νιαδάκης, υπουργός Ασφαλείας, προκειμένου να

διατηρηθεί η Ελλάδα σε αυστηρή ουδετερότητα, είχε έτοιμο τον πάγο και το...

ρετσινόλαδο, για τους... απείθαρχους και τους... τολμησίες!

Η παράσταση, λοιπόν, προχωρούσε με πολύ χειροκροτήματα και γέλιο, όταν ήρθε η

στιγμή να φτιάξω το αυτόματο οχτάστιχο, με λέξεις παρμένες απ' το κοινό. Τότε θα

θυμούνται οι πιο παλιοί, πως οι Εγγλέζοι είχαν βουλιάξει έξω απ' το Λα-Πλάτα της

Αργεντινής το Γερμανικό αντιτορπιλικό «Φον-Σαπέε»!

Αυτό ήταν το θέμα που μου έδωσε το τολμηρό κοινό των Τρικάλων. Κι εγώ πιο...

τολμηρός το πήρα. Και σε κάποια λεπτά το κατασκεύασα. Δε θυμάμαι το πρώτο τετρά-

στιχο. Η μνήνη μου διέσωσε μόνο το δεύτερο τετράστιχο. Οι αναγκαστικές λέξεις που

μου είχανε δώσει ήταν: Ταβάνι, Μεφιστοφελής, Χαϊβάνι, Φασουλής. Και ιδού, τι κατα-

σκεύασε ο σχιζοφρενικός και αλλόφρων εγκέφαλος μου, που το απάγγειλα

αποτεινόμενος στο κάντρο του... Χίτλερ:

— Πια ο καπνός του δε θα υψωθεί στο ουράνιο ταβάνι και δε θα εμφανίζεται σαν

Μεφιστοφελής κι εσέ που μας ματοκυλάς, εσέ μωρέ χαϊβάνι θα σε... χορέψει η

Αγγλία, εσέ σαν να 'σαι Φασουλής.

Το κοινό στην αρχή τα 'χασε. Μόνο ένας παράφρων θα τολμούσε να περιφρονήσει

τη διαταγή του πανίσχυρου και σκληρού Μανιαδάκη. Συνήλθε όμως το κοινό απ' την

κατάπληξη του και απάνω στον ενθουσιασμό του ανηρ-πάγην υπό των Χωροφυλάκων
και βρέθηκα στα κρατητήρια της Ασφάλειας! Δεν πάτησα καθόλου κάτω!

Ήταν κι αυτά βλέπετε, απ' τα τυχερά του επαγγέλματος!...

190

Ο παλιόφιλος ο Νίκος

Μου έλεγε ο αξέχαστος Νίκος Τσιφόρος πολλές φορές: «Ο μεγαλύτερος κι ο

χειρότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι η αρρώστια. Ο μεγαλύτερος και χειρότερος

εχθρός του ανθρώπου είναι ο φόβος. Αυτός μάς στέλνει στα σίγουρα και μια ώρα

αρχύτερα στον άλλο κόσμο». Και δεν τα έλεγε μόνο αυτά τα σοφά ο Τσιφόρος. Τα

εφάρμοζε κιόλας.

Όλοι ξέραμε πως από χρόνια κουβάλαγε μέσα του έναν φρικτό καρκίνο. Κι όμως δεν

έχασε ούτε στιγμή το θάρρος του, το γέλιο του, την αισιοδοξία του και το σκωπτικό

πνεύμα του. Υποχρεωμένος να κουβαλάει μιαν αφόρητη και θανατηφόρα... «παρά

φύση έδρα» είχε το κουράγιο ν' αστειεύεται και να γράφει. Να γράφει ακατάπαυστα.

Και να γράφει εκείνα τα τρισχαριτωμένα και κεφάτα κομμάτια του, που τον κάνανε

μοναδικό. Και πιο πολύ να παιζογελάει με το θάνατο, να τον κοροϊδεύει και να τον

προκαλεί. Ένα από τα πιο προκλητικά χαριτωμένα του είναι και τούτο: Οι φλέβες του

απ' τις απανωτές ενέσεις κι απ' την τρομερή αδυναμία τους, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί,

είχαν διαλυθεί. Μάταια, λοιπόν, η νοσοκόμα, έψαχνε και ξανά-ψαχνε να βρει φλέβα,

για να του κάνει ένεση. Κι ενώ εκείνη ιδρωκοπούσε και υπέφερε με τη βελόνα, ο

Τσιφόρος στωικά και ψύχραιμα της λέει:

— Δε βρίσκεις να παρκάρεις, αδελφή;

— Άλλο ένα δείγμα του αμέτρητου θάρρους του και της γενναιότητας του, μιας

γενναιότητας που είχε για ρίζα της τη φιλοσοφημένη σκέψη του και τους

χαμογελαστούς αγώνες του στη ζωή, είναι και τούτο:

Τον τελευταίο καιρό, για να του παρατείνουν τη ζωή, τον έμπαζαν και τον έβγαζαν
κάθε τόσο απ' το χειρουργείο της κλινικής, όπου οι γιατροί τον φρόντιζαν με ιδιαίτερο

ενδιαφέρον. Λόγω της «παρά φύση έδρας» που τον κατα-βασάνιζε είχε προβλήματα

«εκκενώσεων». Μια λοιπόν απ' τις φορές, που για να τον διευκολύνουν στις

«εκκενώσεις» του, τον έμπαζαν στο χειρουργείο για κάποια επέμβαση, οι γιατροί και

οι αδελφές, για να του δώσουν κουράγιο, του φώναζαν δήθεν αισιόδοξα!

— Τον κύριο Τσιφόρο μας, που μας κάνει και γελάμε!

191

— Τον κύριο Τσιφόρο μας, που μας κάνει και ευθυμούμε!

— Τον κύριο Τσιφόρο, που μας κάνει και ξεχνάμε τα βάσανα της ζωής!

Και ο πάντα στωικός και πραγματιστής Τσιφόρος, κάποια φορά, τους ξαμόλυσε τον

πύραυλο της τραγικής εξυπνάδας του:

— Εγώ, σας κάνω και γελάτε. Εσείς, μπορείτε να με κάνετε να χέσω!!!

Πικρή και βρώμικη αυτή η τόσο εύστοχη εξυπνάδα του. Μα πόση αγωνία και πόση

αλήθεια κρύβει! Βέβαια, τέτοιες εύστοχες παρεμβάσεις αναφέρονται πολλές στο χει-

μαρρώδη χιουμορίστα Τσιφόρο! Μια ακόμη εξυπνάδα του, αντλημένη κι αυτή απ' την

ανεξάντλητη περιπαιχτική διάθεση του, που τον ακολουθούσε σ' όλες τις στιγμές της

ζωής του, τις καλές και τις κακές είναι και τούτη που αναφέρεται στον «πάσχοντα»,

αλλά πάντοτε θαρραλέο Τσιφόρο:

Ήταν σε κάποια στιγμή που η γυναίκα του, του έβαζε στην πολυθρόνα του κάποια

πρόσθετα μαξιλάρια και τον τοποθετούσε πιο αναπαυτικά, για να μπορέσει να γράψει

πιο άνετα. Τη στιγμή, λοιπόν, που τον βοηθούσε να τοποθετηθεί πιο άνετα, μπήκε

κάποιος παλιός φίλος του:

— Γεια σου, ρε Νίκο! Τι κάνεις, ρε παλιόφιλε;

— Τι να κάνω; του απάντησε θυμοσοφικά ο Τσιφόρος. Δε βλέπεις; Προπονούμαι για

πτώμα!
Μια απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση, για να κατανικήσεις την αρρώστια, είναι να

σπας κέφι μαζί της. Όπως ο αξέχαστος φίλος Τσιφόρος! Μελέτες κι έρευνες που γίνανε

σε καρκινοπαθείς, απόδειξαν, πως όσοι συγκλονίστηκαν, όταν μάθανε την αρρώστια

τους, όσοι χάσανε το ηθικό τους κι άρχισαν να έχουν την έμμονη ιδέα πως θα πε-

θάνουν, αυτοί ακριβώς, αντάμωσαν πολύ γρήγορα το χάρο. Δεν περίμεναν, βλέπεις να

'ρθει να τους πάρει! Ξαμολήθηκαν και πήγαν και τον αντάμωσαν μόνοι τους. Απ' το

φόβο τους. Ενώ όσοι αντιμετώπισαν θαρρετά και «ζαμαν-φουτίστικα» την περίπτωση

τους, έζησαν πολύ περισσότερο καιρό, απ' όσο υπολόγιζαν οι γιατροί τους.

192

Θα σας αφηγηθώ μια περίπτωση θάρρους και αισιοδοξίας απ' τις πιο σπάνιες:

Σωφεράκι ήταν ένας ο φίλος. Εγκάρδιος και κεφάτος πάντα. Και πολύ ξύπνιος.

Τον προτιμούσα απ' όλους της πιάτσας. Αυτόν έπαιρνα και με πήγαινε στο θέατρο

Βέμπο, στα χρόνια των μεγάλων μου επιθεωρησιακών επιτυχιών. Μια μέρα εντελώς

τυχαία, τον ρώτησα:

— Πώς τα πας, ρε φίλε. Πώς τα περνάς;

— Μια χαρά, κύριε Μίμη μου. Μόνο εκείνο το μπαγάσι-κο το καρκινάκι!

— Ποιο καρκινάκι; τον ρώτησα εμβρόντητος.

— Έχω ένα καρκινάκι, κύριε Μίμη μου, καμιά δεκαριά χρόνια τώρα και μ' έχει

ξελιγώσει στα κόλπα! Πότε μου πάει από δω, πότε μου πάει από κει! Αλλά δε θα

μου ξεφύγει! Θα το μαγκώσω και θα το βάλω κάτω και θα το χτυπήσω σαν

χταπόδι!

Κι ο απλοϊκός αυτός ταξιτζής που έπαιζε κρυφτό με τον καρκίνο που κουβάλαγε

μέσα του, με συμφιλίωσε κατά κάποιο τρόπο, με τον φριχτό αυτό βρυκόλακα κι είχα

πάψει πια να τον φοβάμαι να τον τρέμω! Κι από τότε, όποτε έμπαινα στο ταξί του, κι

έμπαινα σχεδόν καθημερινώς, τον ρώταγα με τον πιο φυσικό τρόπο, λες και τον ρώταγα
για κάποιο δόντι που τον πονούσε:

— Τι γίνετε φίλε, πώς τα πάμε με το καρκινάκι;

— Κάπου εδώ τριγυρίζει σήμερα! Και μου έδειξε προς το μέρος της πλάτης του. Χτες

έπαιρνε τις βόλτες του στο στομάχι μου, προχτές έκανε τσάρκα στη μέση μου!

Τουρνέ μου κάνει το παλιοπούστικο. Λες κι είναι θίασος. Αλλά πού θα μου πάει;

Θα το μαγκώσω και τότε θα καταλάβει τι εστί Θανάσης Κουρέλας! Έτσι τον

λέγανε.

Κι ενώ οι γιατροί δεν του δίνανε παρά πάνω από δεκαπέντε μήνες ζωή, αυτός έζησε

πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τελικά, βέβαια, τον έφαγε η σκατοαρρώστια. Αλλά την

καταταλαιπώρησε και την καταξεφτίλισε πρώτα. Πρέπει λοιπόν να σταματήσει αυτή η

επικίνδυνη «κινδυνολογία» των γιατρών, που θυμίζουν κινδυνολογίες Αβέρωφ!

193

— Μην κάνεις αυτό. Όχι εκείνο. Ούτε τούτο. Μη το ένα. Μη το άλλο. Πρόσεχε.

Θυμάμαι κάτι σχετικό με τον παλιό, ταλαντούχο-ευθυμογράφο και συνεργάτη

μου σε πολλές επιθεωρήσεις, τον αξέχαστο Μίμη Ευαγγελίδη. Ο μακαρίτης ήταν

απ' τους δεινούς πότες. Μόλις ξύπναγε, δεν έπινε καφέ! Κατέβαζε τρία-τέσσερα

απανωτά ουίσκι.

Ένα μεσημέρι, περιέργως, τον είδα στο μπαρ «Μαζε-τίκ -παλιομακαρίτικο στέκι

θεατρίνων και συγγραφέων στην Πανεπιστημίου, δίπλα απ' τον Σεβαστάκη- τον είδα

λοιπόν στο «Μαζεοτίκ» να πίνει λίαν περιέργως πορτοκαλάδα!

— Μίμη, τι βλέπω, πορτοκαλαδίτσα; Τι συμφορά είναι αυτή;

— Πράγματι συμφορά, φίλε μου Τραϊφόρο. Αλλά ας όψεται ο ιατρός!

— Ποιος ιατρός. Όλοι οι ιατροί τα ίδια είναι. Ένας λοιπόν, απ' αυτούς μου

απηγόρευσε το ποτόν. Καθότι μου έχει προσβληθεί το συκώτι, λέει και κινδυνεύω

να αποθάνω. Άπαξ, λοιπόν, και διέταξε ο ιατρός πορτοκαλαδίτσα, Πορ-


τοκαλαδίτσα!

Πολύ με χαροποίησε η φοβία που είχε δεχτεί απ' το γιατρό του ο μακαρίτης

Ευαγγελίδης, γιατί περίμενα πως έτσι θα περιόριζε την αχαλίνωτη ποτοποσία του, που

τελικά και πολύ πρόωρα, τον οδήγησε στον τάφο. Και το να χάνεται ένας κάποιος, γιατί

γούσταρε το ποτό, γούστο του και καπέλο του. Αλλά ο πρόωρος χαμός του Ευαγγελίδη

που στέρησε και τη δημοσιογραφία και το θέατρο από μια πανάκριβη και ταλαντούχα

πένα, δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητος. Ήταν μια απώλεια!

Με την αισιοδοξία, λοιπόν, ότι ο φόβος που του είχε εμπνεύσει ο γιατρός θα απέδιδε

καρπούς κι ο Ευαγγελίδης θα περιόριζε το οινόπνευμα και θα γλίτωνε, σκεφτείτε την

κατάπληξη μου, όταν μετά από δυο-τρεις μήνες τον αντάμωσα πάλι στο «Μαζεστίκ» να

κατεβάζει μια διπλή κονια-κάρα!

— Μίμη; Πάλι κονιάκ; Γιατί, ρε φίλε;

— Γιατί απλούστατα! Απέθανε ο ιατρός!

194

Βασιλικό μττανιστήρι

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στα πικρά χρόνια ενός καινούργιου εμφύλιου σπαραγμού. Στο Βίτσι

και στο Γράμμο, ο ελληνικός στρατός χύνει το αίμα του ποτάμι, για την επιβίωση του

Έθνους και της φυλής. Επί των επάλξεων πάλι η Σοφία Βέμπο. Έχει κληθεί απ' το

Επιτελείο στρατού απ' την Αμερική που βρισκόταν, να παρασταθεί στον καινούργιο α-

γώνα του Έθνους. Και η Βέμπο πρόθυμη βρέθηκε και πάλι κοντά στα μαχόμενα παιδιά

της Ελλάδας και δε δίστασε να φτάσει μέχρι τα θρυλικά... Κολοκοθούρια... που βομβαρ-

δίζονταν αδυσώπητα.

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να σημειωθεί, ότι μολονότι εκλήθηκε η Βέμπο, πλήρωσε το αεροπορικό

της εισιτήριο απ' την τσέπη της. Για άλλη μια φορά η αποξεχασμένη τραγουδίστρια της

Νίκης, πρόσφερε εκτός απ' την Εθνική της παρουσία και το λιγοστό... παραδάκι της!
Τέτοια ήταν και τέτοια στάθηκε σ' όλη της τη ζωή. Μια πλούσια καρδιά που τη μοίραζε

αφειδώλευτα.

Οι χειμώνες του εμφύλιου σπαραγμού, ήταν τραγικοί για τα μαχόμενα παιδιά μας.

Χρειάζονταν μάλλινα. Και μπόλικα. Όλη η γυναικεία Ελλάδα έπλεκε φανέλες, για τους

αντρειωμένους. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούσε η πρώην βασίλισσα Φρειδερίκη, με

τον περίφημο έρανο για τη «φανέλα του στρατιώτη». Για να διαφημιστεί, μάλιστα,

αυτή η εθνική προσπάθεια, είχε επιστρατευτεί η Βέμπο, που περιερχόταν όλα τα

θέατρα του τόπου και τραγουδούσε ένα ειδικό τραγούδι για την περίσταση, πάνω στη

μουσική του «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» και σε καινούργιους μου στίχους που, αν

θυμάμαι καλά, λέγανε αυτά περίπου...

Έφτασ' ο χειμώνας πάλι

και στη σόμπα ή στο μαγκάλι

ζεσταινόμαστε.

Και ενώ μες στα παλτά μας

και στα ρούχα τα ζεστά μας

195

τυλιγόμαστε...

Τα ατρόμητα παιδιά μας

που φρουροί στα σύνορα μας

πάντα μένουνε,

τη στοργή, τη ζεστασιά μας

απ' τα χέρια τα δικά μας

περιμένουνε.

ΡΕΦΡΑ1Ν

Γριές, κοπέλες και παιδιά


κι όλ' οι Έλληνες που έχουν

μέσα τους καρδιά.

Γι' αυτούς, που πεθαίνουν σκληρά

όλοι ας δώσουμε όλοι για άλλη

μια φορά.

Όλοι ας μείνουμε γδυτοί, για να ζεσταθούν αυτοί.

Β'ΚΟΥΠΛΕ

Κάθε βράχος και ποτάμι

και τα Βίτσια και οι Γράμμοι

το προστάζουνε,

196

να ντυθούν οι αντρειωμένοι

που η Ελλάδα δεν πεθαίνει

πάντα κράζουνε.

Όλοι αυτοί που βάψαν με αίμα κάθε βράχο, κάθε ρέμα και κοιλάδα μας. Πρέπει να

ντυθούν και πάλι, για να κάνουν πιο μεγάλη την Ελλάδα μας.

Το τραγούδι αυτό και η Βέμπο, βοήθησαν πολύ στη μεγάλη επιτυχία του εράνου.

Αργότερα, όταν τέλειωσε η σκληρή εκείνη περίοδος, έγινε στο σπίτι της παλιάς Αθη-

ναίας αρχόντισσας της κ. Μεσηνέζη, μια εσπερίδα, προς τιμήν όσων πρωτοστάτησαν κι

όσων βοήθησαν στην επιτυχία του εράνου.

Το τιμώμενο πρόσωπο, φυσικά, ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, την οποία μας

παρουσίαζε η κ. Μεσηνέζη. Κι ήταν καλεσμένη όλη η αφρόκρεμα του θεάτρου. Απ' τη

Μαρίκα Κοτοπούλη, τη Βέμπο, τον Αργυρόπουλο, την Κυβέλη και το Λογοθετίδη

μέχρι... εμένα. Φυσικά εγώ, δεν ανήκα στην... αφρόκρεμα του θεάτρου. Εγώ ήμουνα

σκέτη... κρέμα!
Εκείνο που με κατέπληξε εκείνο το ιστορικό βράδυ, ήταν η πλήρης πληροφόρηση

της Φρειδερίκης, γύρω κι απ' τους ανθρώπους κι απ' τα θέματα του θεάτρου. Θυμάμαι,

μάλιστα, όταν πήγαν να της συστήσουν τη Βέμπο, που πρόλαβε και είπε:

— «Την ξέρω πολύ καλά. Άμα δεν ξέρεις τη Βέμπο, είναι σαν να μην ξέρεις τη δόξα

την Αλβανίας!»

Κι όταν ήρθε η σειρά μου να με γνωρίσουνε και μένα στη βασίλισσα με το άκουσμα

του ονόματος μου, στάθηκε μια στιγμή και με ρώτησε μ' ενδιαφέρον:

— «Τραϊφόρος, Τραϊφόρος;... Εσείς δεν έχετε γράψει ένα τραγούδι που το αγαπώ

μάλιστα πάρα πολύ... Το «Να με παίρνανε τα σύννεφα, οι άνεμοι, τα κύματα;»

— «Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη, κι είμαι υπερήφανος που το αγαπάτε. Μόνο που θα

θελα να το αγαπάτε σαν τραγούδι μόνο. Όχι σαν περιεχόμενο!»

197

Η Φρειδερίκη αιφνιδιάστηκε, δεν κατάλαβε το κοπλι-μέντο μου και κάπως

θορυβημένη, γιατί τίποτα δεν ξέφευγε απ' το κοφτερό μυαλό της, μου είπε:

— «Ντεν... κατάλαβα!»

— «Θέλω να πω, Μεγαλειοτάτη, πως είμαι υπερήφανος που αγαπάτε το τραγούδι

μου: «Να με παίρνανε τα σύννεφα, οι άνεμοι, τα κύματα!» Αλλά θέλω να μην το

αγαπάτε σαν περιεχόμενο. Γιατί εμείς οι Έλληνες δε θέλουμε να σας πάρουνε

ούτε τα σύννεφα ούτε οι άνεμοι ούτε τα κύματα!»

— «Πολύ έξυπνο, κ. Τραϊφόρε», απάντησε ενθουσιασμένη η Φρειδερίκη υπό τα

χειροκροτήματα και... το διακριτικό γέλιο των πρώτων του θεάτρου και των

κυριών της τιμής, που σε υποκλίσεις και σε... ρεβεράτζες, πρωταγωνιστούσε η κ.

Τσάτσου, η μετέπειτα Κα Προέδρου της... Δημοκρατίας!

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ και επειδή η εσπερίδα είχε χάσει το αρχικό της ενδιαφέρον και τη

ζεστασιά της, ο Έβερτ, αρχηγός της Αστυνομίας τότε και πατέρας του πρώην υπουργού
επί Ν.Δ. Μιλτ. Έβερτ, ένας γενναίος Έλληνας που του χρωστάει πολλά η Εθνική

Αντίσταση στη διάρκεια της Γερμο-νοϊταλικής κατοχής, με πήρε αγκαζέ, με πήγε στο

πολυτελέστατο γραφείο του Αρχοντικού, μου έβαλε κι ένα διπλό ουίσκι και με διέταξε:

— «Άντε τώρα... Γράψε κάτι για τη Βασίλισσα!»

— «Τι να γράψω;»

— «Κανένα απ' αυτά τα ωραία ποιήματα που γράφεις! Ξέρεις εσύ!»

— «Και τι είναι το ποίημα, κανένας καφές ή κανένα αυγό για βράσιμο!»

— «Άσε τα... βεντετιλίκια τώρα και βάλε εμπρός!»

Και χωρίς άλλη κουβέντα έκλεισε την πόρτα πίσω του και με άφησε σύξυλο.

Φυσικά δεν κόπιασα να το... ξεπετάξω το ποίημα, γιατί μολονότι δεν υπήρξα ποτέ

μου παλατιανός και μοναρχικός, η Φρειδερίκη μού την... έδινε, γιατί μου άρεσε τρομε-

ρά σαν γυναίκα, σαν θηλυκό! Επιστράτευσα, λοιπόν, την... ερωτιάρα μούσα μου κι

έγραψα αυτούς τους μάλλον ερωτικούς στίχους:

198

Θα θελα με τα δυο μου χέρια να κλέψω τ' ουρανού τ' αστέρια κι από το Πανάγιο σου

στέμμα που στάζουν τα ρουμπίνια του αίμα, τις διαμαντόπετρες να βγάλω κι όλα τ'

αστέρια εκεί να βάλω, τα βήματα σου να φωτάνε, που βγαίνουν ρόδα όθε περνάνε.

Θα θελα δύναμη τιτάνια νάχα, να σκίσω τα ουράνια... στο θρόνο του Θεού να φτάσω

κι εκεί ψηλά να σ' ανεβάσω!!

Γιατί του τόπου μας ο θρόνος που τον εστέριωσε ο πόνος είναι του λαού μας γέννα.

Προηγούμενα, βέβαια, σας ανέφερα πως ο θαυμασμός μου ήταν περισσότερος για

τη γυναίκα, παρά για τη βασίλισσα.

Όταν, λοιπόν, σε κάποια στιγμή, πήρε στο χέρι της ένα ουίσκι, κάθησε οταυροπόδι

κι άρχισε να μας κάνει ένα είδος μικροδιάλεξης, γύρω απ' την ψυχογραφία του Ρωμιού,

πήρα κατά μέρος τον αξέχαστο Κώστα Μουσούρη και δείχνοντας του την τορνευτή
γάμπα της Φρειδερίκης, που το σταυροπόδι της, την άφησε να... διαφαίνεται κάπως,

του πρότεινα:

— — «Πάμε να κάνουνε λίγο... μπανιστήρι σε βασιλική γάμπα, γιατί πότε θα

ξανάχουμε αυτή την ευκαιρία!»

Στο μεταξύ επειδή, με τις μάλλον εύστοχες απαντήσεις μου και με το ποίημα που

της αφιέρωσα, είχα τραβήξει το... κάποιο ενδιαφέρον της Φρειδερίκης, όσο μιλούσε,

το οπτικό της πεδίο, ήταν, πάντα σχεδόν, περιορισμένο στην... εξοχότητά μου. Αυτό

ανησύχησε πολύ τη Σοφία και επειδή είχε τρομερή εμπιστοσύνη στην... καλπάζουσα

γοητεία μου, πίστεψε σε μια στιγμή, πως είχα... ρίξει κι είχα γοητεύσει και τη...

Φρειδερίκη!

Καθώς μιλούσε, λοιπόν, η Φρειδερίκη, πήγε η Σοφία πίσω της και μου έκανε

νοήματα πως ήθελε κάτι να μου πει! Και τι να κάνω, γλίστρησα διακριτικά απ' τη

συντροφιά κι αντάμωσα τη Σοφία που ήταν έξω φρενών, στο διπλανό σαλόνι. Μόλις με

αντίκρισε η Σοφία, ξεκίνησε να μου επιτεθεί, μα την σταμάτησα απότομα:

199

— «Άκου, Σοφία! Δεν μπορεί απόψε η Φρειδερίκη. Έχει μια υποχρέωση στον Παύλο.

Αύριο θα τη δω ιδιαιτέρως! Μα είσαι με τα καλά σου, ρε Σοφία! Για σύνελθε σε

παρακαλώ! Άκου τώρα! Η Φρειδερίκη γοητευμένη με τον... Τραϊφόρο! Να πας να

σε κοιτάξει κανένας νευρολόγος!»

Και πραγματικά συνήλθε η Σοφία. Κι όπως ήταν πανέξυπνη, το έριξε στην πλάκα!

200

Στην ίδια σειρά κυκλοφορούν:

1. ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ: Α. Σακελλάριου - Δ. Λεβιβόπουλοο

2. ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ:

3. ΕΥΘΥΜΟΣΑΤΙΡΙΚΑ:
4. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ:

5. ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΚΑ: Σακελάριου - Λεβιθόπουλου - Χριστοδούλου

201

Ο Μίμης Τραϊφόρος γεννήθηκε στον πειραιά. Από μικρός ασχολήθηκε με το θέατρο, τη

συyyραφή, τη σκηνοθεσία και την ποίηση. Πήρε το δίπλωμα του ηθοποιού από τη Δραματική

Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ συyχρόνως φοιτούσε και στη Νομική Σχολή του

nανεπιστημίου Αθηνών.

Στα 1934 τον συναντούμε στην περίφημη Μάντρα του Αττίκ σαν ποιητή και κομφερανσιέ και

αργότερα το 1936 στην Όαση. Το 1939 - 40 παρουσιάζεται σαν κομπέρ στο θέατρο Μοντιάλ.

Το 1940 γράφει για τη Σοφία Βέμπο το τραγούδι «παιδιά της Ελλάδος παιδιά». Τότε

γνώρισε τη θρυλική τραγουδίστρια, αγαπήθηκαν κι αργότερα παντρεύτηκαν.

Το σύνολο των τραγουδιών των μεγάλων επιτυχιών της Σοφίας Βέμπο είναι γραμμένα από

το Μίμη Τραϊφόρο: «Χωριό μου, χωριουδάκι μου», «Ο άνθρωπός μου», «Λόντρα-Παρίσι»,

«Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ταμπακιέρα» κ.λπ.

Μαζί μ' αυτά έyραψε και τις επιθεωρήσεις «Γαργάλατα», «Ελλάδα μου κουράγιο», «Αλλος

για το Καστρί», «Σταρ Ελλάς», «Ο Ρωμηός» και δεκάδες άλλες όπου πρωταγωνίστησαν τα

ιερά τέροτα της σκηνής.

Ασχολήθηκε και με την πρόζα κι έγραψε τα: «Οταν γυρίζουν τα χελιδόνια», «Από τον

ουρανό στη γη», «Εν πλω», «Στουρνάρα 288», κ.ά.

Έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων, ενώ η nολιτεία, τιμώντας τις πολύμοχθες καλλιτεχνικές

και εθνικές του προσφορές, του απένειμε τιμητική σύνταξη.

Ήδη ο Μίμης Τραϊφόρος είναι πρόεδρος του συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρείας

Πνευματικής Ιδιοκτησίας, μέλος του Δ.Σ. των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και

Πρόεδρος της Ενώσεως συνθετών - στιχουργών Ελλάδας «Ε.Σ.Σ.Ε.»».

Ο Δήμος Λεβιθόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα (1959), σπούδασε Δημοσιογραφία και


Δημοσιολογία (Κ.Σ.Δ.Δ.), αρίστευσε σε ακαδημαϊκά προγράμματα Διεθνών Σχέσεων του

Πανεπιστημίου (HUJ) κι από 20 χρόνων είναι επαyyελματίας δημοσιογράφος (μέλος

Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημε​ ρίδων - Π.H.N.). Έχει γράψει πλήθος σεναρίων,

που πρωταγωνίστησαν οι πλέον δημοφιλείς ηθοποιοί. Την ευθυμογραφική του

παρουσία οφείλει στους ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ και ΑΛΕΚΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟ, που πρώτοι τον

αξιολόγησαν και τον ξεχώρισαν.

Μέχρι τα 23 χρόνια του είχε κυκλοφορήσει πέντε βιβλία τα οποία έγιναν «δεκτά» στο ... χώρο

με πολλά κολακευτικά σχόλια: ΠAN. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «με την ιδιαίτερη παρατηρητικότητα,

που σε χαρακτηρίζει και το πιπεράτο χιούμορ σου, ζωντανεύεις τύπους και καταστάσεις της

σύyχρονης ζωής». ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ: «Διαθέτει το πρώτο και βασικό στοιχείο που απαιτεί

σήμερα το χρονογράφημα: εύθυμη επιφάνεια και χιουμοριστικό παιχνίδισμα». Π.

ΠΑΠΑΔΟΥΚΑΣ: «Με το στυλ των διηγημάτων του πλουτίζεται η Ελληνική Λογοτεχνία μ' ένα

νέο είδος γραφής». ΝΤΙΝΟΣ ΗΛIΟΠΟΥΛΟΣ: «Μας κάνατε να γελάσουμε αλλιώτικα απ' το

σημερινό παρα​χιούμορ» - ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Ελάχιστοι υπάρχουν σήμερα στον τόπο

μας, που να διαθέτουν τέτοιας ποιότητας χιούμορ.

Επίσης, για το ΔΗΜΟ ΛΕΒΙΘΟΠΟΥΛΟ έχουν γράψει κολακευτικά σχύλια τα ιερά τέρατα του

θεάτρου μας: Νίκος Σταυρίδης, Κώστας Βουτσάς, Ρένα Βλαχοπούλου και Άννα Καλουτά, ενώ

ο Μίμης Τραϊφόρος κυκλοφόρησε το 1985 ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το σύyχρονο Ελληνικό

χιούμορ κι ο Δήμος Λεβιθόπουλος». Επίσης, ο Δ.Λ. επί σειρά ετών είναι ειδικός συνεργάτης

της ΕΡΤ.

You might also like