Professional Documents
Culture Documents
ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΙΦΟΡΟΣ & ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΥΘΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΔΩ ΓΕΛΑΝΕ PDF
ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΙΦΟΡΟΣ & ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΥΘΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΔΩ ΓΕΛΑΝΕ PDF
σκίτσα του εξωφύλλου και του Β' μέρους του βιβλίου είναι
Εδώ...γελάνε
ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ
ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΙΘΟΠΟΥΛΟΣ
Εδώ... γελάνε
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ .................................................................................................. 9
Το ρουσφετάκι ............................................................................................................ 10
Τα Παπανδρεϊκά...!................................................................................................... 139
Προλογίζοντας
Χρόνια και χρόνια υπηρετούσα με αφοσίωση κι αγάπη την άλλοτε περίλαμπρη και
λένε, για δεκαετίες ολάκερες παραστάτης πρόθυμος και Σίμωνας Κυρηναίος αυτού του
είδους του μουσικού Θεάτρου, που τότε ήταν απαιτητικό και πολύ δύσκολο.
πολύ νωρίς κατάλαβα πως δεν έφτανα μόνος, για να ντύσω την πανέξυπνη αυτή
θεατροτέρατα κείνης της εποχής, παντρέψαμε το χιούμορ μας και την αγάπη μας για
την Επιθεώρηση και της τα προσφέραμε αφειδώλευτα, για την προκοπή της και την
Με σύντροφο στη ζωή και στο Θέατρο, την αξέχαστη τραγουδίστρια της Νίκης,
θριάμβους και δάφνες και τιμές και ό,τι άλλο μοναδικά μεγαλειώδες χρειάζεται να
αποκτήσει κανείς στη ζωή του, προκειμένου στο τέλος να πεθάνει στην ψάθα! Ναι! Δεν
το λέω αστεία. Φτωχιά και άστεγη πέθανε η μεγάλη Βέμπο. Κι από κοντά πάω κι ο...
μικρός εγώ!!!
Τα τελευταία χρόνια φρόντισα να λάμψω δια της απουσίας μου από την ενεργό
δή, ξύλο να χτυπάμε, ο άνθρωπος ήμουν και είμαι μια χαρά. Τίγρης παρά τις σχεδόν
οκτώ δεκαετιούλες μου. Γι' αυτό μην πάει το μυαλό σας στο κακό. Όταν λέω «για
υγείας». Να γιατί απουσίασα. Όχι γατί ήθελα να αποσυρθώ. Αλλά γιατί δεν ήθελα να...
υγείας;»
Απλά προτίμησα, δηλαδή, να μην ξεπουλήσω την κάποια... εναπομείνασα διαύγεια
μου, όσο-όσο και να μη συναινέσω στο διασυρμό και τον δια πυράς θάνατο του
Απ' το σύντομο λήθαργο του αυτοεκτοπισμού μου στη γαλήνια και μακάρια
ένα πραγματικά ζωηρό μυαλό, απ' τα διαυγέστερα του χώρου των... (α)γραμμάτων και
Η γνωριμία μας ξεκίνησε από έναν τέτοιο τρικούβερτο καυγά, που τότε, μάλιστα,
Ποιος να μου τόλεγε ότι γι' αυτόν τον... «ιδιόρρυθμο», «αυθάδη», «ασυλλόγιστο»
και «ασεβή» νέο, θα έγραφα λίγες μέρες μετά τον ιστορικό μας καυγά: «Είναι
ταλαντούχος, ο μοναδικός και έχει τη σφραγίδα της θείας δωρεάς. Σύντομα με την
εξαίσια πένα του θα κατακτήσει την πρώτη θέση στην ευθυμογραφία και το
χρονογράφημα, θα κατακτήσει, τις κορυφές των Έβερεστ εκείνων, της λογοτεχνίας μας,
όπου σήμερα κυματίζουν μόνο οι σημαίες του Μελά, του Νιρβάνα και του Ψαθά».
Αυτά και άλλα πολλά, θυμάμαι, έγραφα και δήλωνα στις εφημερίδες και τα
περιοδικά, τότε.
τίτλος. Γιατί το συνεταιράκι μου τώρα πλέον -έτσι τον αποκαλώ εγώ- που αυτό τον
καιρό γράφουμε μαζί έξι βιβλία, δύο μιούζικαλ, μια επιθεώρηση, μια πρόζα και δύο
σενάρια, δεν ήταν ποτέ φτιαγμένος για μαθητής. Ξεκίνησε από δάσκαλος ο ίδιος!
Αλλά τέλος πάντων. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...
Σ' αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, ο Λεβιθόπουλος κι εγώ είπαμε να...
Στις σελίδες που ακολουθούν, το «χθες» και το «σήμερα» της ευθυμογραφίας και
ΜΙΜΗΣ ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ
ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Το ρουσφετάκι
Ξαναπήγα. Αλλά, τίποτα κι αυτή τη φορά. Μου είπαν όμως να ξαναπάω και
— Χαίρετε! Ξαναήλθα!
— Για περιμένετε έξω δύο λεπτά. Περίμενα στο διάδρομο δυόμισι ώρες. Αλλά,
— Πάλι.
— Θυμήστε μου, γιατί πράγμα πρόκειται;
Αυτή τη φορά περίμενα ακριβώς δύο λεπτά με ώρα Γκρήνουίτς κι άλλες τρεις ώρες
διαδρόμους του τρίτου ορόφου του υπογείου Κοινωνικής Ισότητας και Χωροταξίας και
να εκλιπαρώ. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Είμαι πολό περήφανος. Δε μου πάει ο ρόλος του
χαραμοφάης ο αδελφός μου, που πάτησε τα τριαν-ταδύο και τον ταΐζω εγώ, γιατί δεν
10
Κάθε φορά που πέρναγα το κατώφλι του Υπουργείου Κοινωνικής Ισότητας και
Δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Δεν είμαι γεννημένος να προσκυνάω και να
παρακαλάω. Αλλά τι να ‘κανα; Να βλέπω τον αδελφό μου σε μια ηλικία, που οι άλλοι
Και ξαναπήγα. Γραφείο Υπουργού. Οι διάδρομοι έξω γεμάτοι. Κόσμος και κοσμάκης
που πάει κι έρχεται. Η γραμματέας του κυρίου Υπουργού μιλάει σε δύο τηλέφωνα
υπουργό.
— Ο κύριος;
— Για την υπόθεση του αδελφού μου που ξαναήλθα... Και μου είπατε...
11
— Πού διορίζεται; ρώτησα, ενώ ήμουν έτοιμος να με πάρουν τα δάκρυα απ' τη χαρά.
— Εμπρός... Καλημέρα σας, κυρία Ντάνα... Σημειώνετε; Λοιπόν, ρίχνετε δύο αυγά
χτυπητά, ένα κουταλάκι του γλυκού αμμωνία, τα ανακατεύετε και ύστερα ρίχνετε
πενήντα γραμμάρια χυμό λεμονιού κι ένα κύπελο ζάχαρη άχνη και στη συνέχεια
— Όχι, κύριε Κοντέ... δεν το είπα σε σας. Η Δημοπρασία που ενδιαφέρει εσάς, θα
ανακοινωθεί προσεχώς... Όχι, κύριε Μακρή, στον κύριο Κοντό το είπα. Άλλη
δημοπρασία αυτή...
Τη σκουντάω ευγενικά.
— Με τι να 'ρθω είπατε;
Και ξαναπήγα.
— Πάλι, εσείς;
12
— Πάλι.
— Δέχεται το κοινό.
Αχ, τι τραβάω γι' αυτόν τον αρχικοπρίτη τον αδελφό μου, τον Αντύπα. Του
Σπυρίδωνος. Πού ακούστηκε να ρίχνω εγώ τα μούτρα μου και να παρακαλάω και να
βγάζουν τα πόδια μου κιρσούς απ' την ορθοστασία στους διαδρόμους... Εγώ στους
Όπως περίμενα στον ευρύχωρο προθάλαμο του υπουργικού γραφείου χάζευα τον
κόσμο, που μπαινόβγαινε. Μπαίνει ένας πολύ αεράτος. Αυτός θα πρέπει να έχει κάποιο
— Εμπρός, απ' το γραφείο του Υπουργού παίρνω... Δώστε μου τον πρόεδρο... Ναι...
Αυτά είπε κι έκλεισε. Κι έφυγε το ίδιο αεράτος. Κοίτα, ρε παιδάκι μου, πώς γίνονται
οι δουλειές. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Να, παρατηρώ έναν άλλον.
— Δώσε μου, παιδί μου, το διευθυντή σου. Γραφείο υπουργού εδώ... Ναι... κύριε
διευθυντά, θα επιθυμούσαμε την έγκριση εκείνου του δανείου που έχει ζητήσει
ένας Αρ-γύριος Καταχραστάκης... Καλά δεν υπάρχει τόση βιασύνη. Κι αύριο μέρα
είναι...
13
Κοίτα... Κοίτα πράματα. Να, μωρέ, πώς γίνονται οι δουλειές, στο άψε-σβήσε...
Όπως περίμενα και χάζευα μ' όλους αυτούς, βλέπω να ξεπροβάλει απ' τη συρόμενη
Ορμάω ακάθεκτος.
— Κύριε Υπουργέ...
Έσπευσα να τον πλησιάσω, αλλά έκλεισε πίσω του την πόρτα απότομα. Τόσο
— Τι πάθατε, κύριε;
Όπως έκλεισε την πόρτα μού 'πιασε μέσα το δάκτυλο, ακριβώς πάνω στο νύχι και με
«μυστήρια εξαφάνιση του πτώματος». Μια εφημερίδα, μάλιστα, σ' ένα άρθρο της με
τον τίτλο «άθλιος τεμαχισμός» τελείωνε με την εξής φράση: «ακρωτηριασμένοι όλων
Κι άλλα πολλά.
14
* * *
Καθώς περιμένω, παρατηρώ τη γραμματέα που μιλάει με τα τρία, πότε τέσσερα και
πότε πέντε τηλέφωνα. Κι όλο τα μπερδεύει... «όχι δεν το είπα στον ένα, το είπα στον
άλλον, όχι αυτό είναι για τον κύριο Μακρή και το άλλο για τον κύριο Κοντό», καθένας
εδώ μέσα με το μακρύ του και το κοντό του κι εγώ με το μαράζι μου...
— Αχ, ρε Αντύπα του Σπυρίδωνος, πώς με κατάντησες! Και 6λέπεις εδώ μέσα και
κάτι βαρβάτους κυρίους όλο τουπέ που βουτάνε το τηλέφωνο και του δίνουν να
καταλαβαίνει.
— Να δανειοδοτηθεί ο άλφα.
— Να προαχθεί ο «ιξ».
Όλος ο κόσμος βολεύεται και μόνο ο Αντύπας Μπέ-κουλας του Σπυρίδωνος δε λέει
Καθώς είμαι βυθισμένος μέσα σ' όλες τις σκέψεις, ανοίγει μια πόρτα.
— Κύριε υπουργέ..
15
Δεν προλαβαίνω να πω άλλη κουβέντα και δυο πελώριοι γορίλες με βουτάνε και με
Εγώ όμως ξαναμπήκα ύστερα από λίγο. Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά. Και ξαναπήγα.
* * *
Μόλις έφτασα στον πολύβουο διάδρομο που οδηγεί στο γραφείο του κ. Υπουργού,
ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα και βγαίνει ο Υπουργός φουριόζος και πίσω του τρέχοντας
Μπήκα μπροστά.
έτρεχε ξωπίσω του, έπεσε επάνω μου σαν σίφουνας και με τσαλαπάτησε.
μένα ένας κομψός κύριος πολύ φουριόζος και πίσω του τρέχοντας ένα ανθρώπινο
ασκέρι με χαρτοφύλακες. Λες και δε με είδε κανείς τους, με πήραν μπροσταριά, σαν
— Είναι ο νέος Υπουργός, μου είπε κι έτρεξε κι αυτός μέχρι που χάθηκε στο βάθος
του διαδρόμου.
16
Στον προθάλαμο γινόταν η ίδια φασαρία. Αυτοί που πήγαιναν, αυτοί που
ερχόντουσαν, τηλέφωνα, κακό, η ίδια βουή, μόνο που τώρα διέκρινες και ορισμένα νέα
πρόσωπα.
— Παρακαλώ...
— Σας παρακαλώ...
Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει κανείς.
Μ' αυτή την αδιαφορία άρχισα να τσιμπιέμαι, για να δω μήπως δεν υπάρχω... Ούτε
Και τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Αλλά τίποτα κι αυτή τη φορά. Και
ξαναπήγα.
* **
17
— Να ξαναέλθετε την άλλη Πέμπτη. Καλά... Το 'χα μάθει πια αυτό το τροπάρι.
Κι ενώ χάζευα μ' όλο εκείνο το τρελό πηγαινέλα και το αλισβερίσι ξαφνικά, νάσου
— Κύριε Υπουργέ...
Ορμάω κατεπάνω του, αλλά πίσω του ερχόταν τρέχοντας το καταραμένο ασκέρι,
— Α! Ευτυχώς κι ανησύχησα...
Προτίμησα να καθίσω εκεί στον προθάλαμο και να περιμένω μόνος μέχρις ότου θα
ξαναγύριζαν.
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν και τα έξι μαζί. Αλλά η ιδιαιτέρα έλειπε κι αυτή. Δεν ξέρω
Με τις τόσες φορές που είχα βρεθεί εκεί, αισθανόμουν κι εγώ πια άνθρωπος του
ιδιαίτερου γραφείου.
— Εμπρός;... είπα
— Ιδιαίτερο γραφείο κύριου Υπουργού εκεί; ακούστηκε μια ανδρική φωνή απ' την
18
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Θόλωσα ο άνθρωπος. Όλα γύρω μου, στριφογύριζαν.
Πέρασαν ξαφνικά απ' το μυαλό μου όλοι εκείνοι οι αεράτοι κύριοι που έδεναν κι
έλυναν απ' το τηλέφωνο, «εδώ γραφείο Υπουργού». Θυμήθηκα όλα εκείνα τα «ξαναπε-
— Εντάξει; άκουσα που με ρωτούσε η φωνή απ' την άλλη άκρη του σύρματος.
— Ορίστε...
Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Από φόβο; Από χαρά;
19
Το μόνο που ξέρω είναι ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή στο γραφείο εισέβαλε όλο
Μπήκα μπροστά.
— Θέλω μονάχα να σας ευχαριστήσω, κύριε Υπουργέ, για το διορισμό του αδελφού
— Μα δεν είναι ανάγκη να μ' ευχαριστείς. Ό,τι έκανα το έκανα από ιερόν φιλικόν
χρέος!!!
Αυτά είπε και προχώρησε πάλι καμαρωτός. Και πίσω του όρμησε όλο εκείνο τ'
ασκέρι, που κι αυτή τη φορά με πήρε πάλι μπροσταριά και με τσαλαπάτησε. Αλλά
20
Περί Ηθικής
Ο φίλος μου ο Ερμόλαος, δεν ξέρω αν έχει τα μυαλά πάνω απ' το κεφάλι ή το κεφάλι
πάνω απ' τα μυαλά του, αλλά πάντως είναι γεγονός ότι συτό το παιδί έχει προβλήματα.
Καλό παιδί και μετρημένο, αλλά... ε, να... πώς να το κάνουμε, όπως κάθε άνθρωπος
Έχει βγάλει όχι μαλλί αλλά βελέντζες ολόκληρες, η γλώσσα μου, να του λέω να βρει
Ματαιότατος!
εκατομμύρια θηλυκά κυκλοφορούν πάνω στον πλανήτη, πάρε ένα κι άστε στο
Λοιπόν, να μου το θυμηθείτε, αυτό το παιδί, έτσι θα πάει. Στο ράφι θα μείνει, εκεί,
μαγκούφης!
Θα τον φάνε οι μεγάλες ιδέες του περί ηθικής, που να τη βράσω για ηθική.
21
— Κι εγώ σου είττα το αντίθετο; Πάρε μια που να είναι στα μέτρα σου και κοίταξε
Ό,τι κι αν του λέω, όσο κι αν σπάω το στομάχι μου, του Ερμόλαου απ' το ένα αυτί
Προξενιά;
Μόνο τη μάνα μου δεν του έχω πάει ακόμα. Όλες τις άλλες γυναίκες, συναδέλφους,
— Αυτή καπνίζει!
— Ε, καλά, ρε Ερμόλαε, και τι έχει να κάνει αυτό; Θα σ' απατάει με τον Παπαστράτο;
Έχει κάτι αρχές, κάτι ιδέες περί ηθικής, που για να βρει γυναίκα όπως τη θέλει, να
μη... κι άλλα πολλά «να μη», μόνο στο βρεφοκομείο πρέπει να ψάξει, αν και για κει,
— Γιατί σήμερα η γυναίκα, Ερμόλαε φίλε μου, γεννιέται γυναίκα... Πάει η εποχή των
— Μη σώσεις!
22
Κανονίζω χωρίς να έχει ιδέα για τίποτα, ένα βράδυ να έλθει σπίτι μου, δήθεν για
Η Φιορούλα, αλληθωρίζει ελαφρώς απ' το δεξί μάτι. Της έρχεται λίγο διαγώνιο. Αλλά
δεν πειράζει. Αυτά θα κοιτάμε τώρα; Κι ο Ερμόλαος μήπως είναι για τα καλλιστεία;
κάτι κουβεντούλες, πιο ύστερα τηλέφωνο και διευθύνσεις, εγώ κάνω τάμα να πάω στην
είχε!
23
— Βρε άντε παράτα με! Αρκετά μ' έπρηξες με τις παλαιόλιθικές αντιλήψεις σου. Και
τη θειά μου την Κασσάνδρα να παντρευτείς, που είναι % χρόνων κόρη, και πάλι
* * *
Ο Έρμόλαος, από 'δω με είχε, από 'κει με είχε τελικά με έπεισε ότι...
σύζυγο μου
— Δηλαδή, πού;
Ε, λοιπόν όχι! Αυτό δε θα το 'κανα για κανέναν. Τελικά όμως, μιας και μπήκα στο
Ή μάλλον, σκαρφαλώσαμε.
Μια σημαία μάς έλειπε, για να την μπήξουμε σε κείνη την κορφή, όπως κάνουνε οι
24
— Τι μ' έφερες, μωρέ μουρλέ, εδώ πάνω σ' αυτές τις έρημες αετοράχες; Εμείς
Ο Ερμόλαος με καθυσήχασε.
— Μην είσαι ανυπόμονος. Τα ξέρω καλά εγώ αυτά τα μέρη. Από 'δω ξέρεις τι
πέρασμα είναι;
— Τι πέρασμα, μωρέ, πανάθεμά σε, ανώμαλε; Από 'δω ούτε τσακάλια δεν περνάνε.
Θα περάσουν γυναίκες;
Τέλος πάντων, ήξερα ότι η Ερμού και η Σταδίου είναι «πέρασμα». Αλλά και το
ύψωμα 517 γνωστό απ' το Ελληνοαλβανικό έπος, ούτε το φανταζόμουνα ότι είναι
«πέρασμα».
— Ποια κοπάδια;
— Με τα πρόβατα.
— Ασφαλώς όχι.
— Ε, τότε;
— Μη μου πεις ότι έχεις στο νου σου να πάρεις κανά τράγο;
Ο Ερμόλαος χαμογέλασε.
— Το βοσκό;
25
ξέσπασε ο Ερμόλαος.
Α χα χου χα! Η κατάσταση του είναι πιο πολύ προχωρημένη απ' όσο νόμιζα. Αλλά
για σταθείτε! Μήπως έχει δίκιο;
Έχε γούστο...!
Ναι, τώρα που το καλοσκέφτομαι, μου φαίνεται λίγο παρατραβηγμένο, αλλά όχι και
απίθανο!
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου κι ακούω κάτι κουδούνες. Από
Ναι... Φοβάμαι ότι στην αρχή τον αδίκησα! Πράγματι είναι πέρασμα!
— Μια βοσκοπούλα!
Ναι τώρα τη διακρίνω κι εγώ καθαρά. Έρχεται με το κοπάδι της προς τη μεριά μας.
Ω! Είναι μια γεροδεμένη, ροδοκόκκινη κοπελιά, σαν τα κρύα τα νερά. Μόλις μας
26
Εμείς προσπαθήσαμε να της πιάσουμε την κουβέντα. Αλλά εκείνη προχώρησε, χωρίς
— Βλέπω... βλέπω...
— Μα γιατί δε μας μιλάς, βρε κοπελιά; της είπα! Το κορίτσι έγινε σαν παπαρούνα!
Γύρισε το κεφάλι προς τη μεριά μας και χωρίς να σηκώσει καν τα μάτια να μας
— Τώρα δε γίνεται, γιατί έρχεται πίσω ο δικός μου, ο Μήτρος... Σαν νυχτώσει όμως,
βρούμε καλά!!
Και προχώρησε...
Αμάν!
Ο Ερμόλαος μού 'μεινε στα χέρια και τι να τον έκανα σ' αυτή την ερημιά!
Ευτυχώς, δηλαδή, που λίγο πιο πέρα φάνηκε που ερχόταν ένας γεροδεμένος
τσοπάναρος.
27
Μάλιστα...
28
Ας πούμε ότι το Νίκο δεν τον λέγανε Νίκο, αλλά Αντρέα. Κι ας πούμε ότι και τη
γυναίκα του την Ξένια -από το Πολυξένη-, δεν τη λέγανε Ξένια -από το Πολυξένη- αλλά
Αφού κάναμε αυτές τις αναγκαίες μικροαλλαγές ονομάτων, είμαστε πλέον σε θέση
Ο κύριος Αντρέας, που κανονικά τον λέγανε Νίκο, αλλά που εμείς όμως θα τον λέμε
— Ουφ!
Ύστερα ξερόβηξε.
— Χμ... χμ...
29
Ήταν ένας Ανδρέας απ' αυτούς που κανονικά τους λένε Νίκους, αλλά άμα διηγείσαι
τις ιστορίες τους, τους αλλάζεις ονόματα και τους λες Αντρέες, για να μη γίνονται
δημοσίως ρεζίλι των σκυλιών και τα λοιπά «και οποιαδήποτε ομοιότητα προσώπων και
Ο κύριος Ανδρέας κοίταξε το ρολόι του, έκανε δυο νευρικές βόλτες στο λίβινγκ ρουμ
και ξαναξεφύσηξε.
— Ξαναούφ!
Ύστερα χωρίς να ξανα-αναστενάξει, πήγε στο τηλέφωνο και σχημάτισε ένα πολύ σικ
επταψήφιο νούμερο απ' αυτά που αρχίζουν από ολίγον «68» μερικόν «67» και μιλάμε,
Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα φθινοπωρινό απόγευμα που
ένα άλλο νούμερο λιγότερο σικ, απ' αυτά που αρχίζουν από «82» κι είναι γεμάτη από
30
που κανονικά με λένε Νίκο, αλλά έγινα Αντρέας λόγω της ιστορίας που είναι εντελώς
φανταστική και γι' αυτό κάθε ομοιότητα προσώπων κλπ. οφείλεται σε απλή σύμπτωση.
Η γυναίκα, απόρησε.
Ο Αντρέας:
— Μήπως είναι σε σένα η Νίκη; Δηλαδή η γυναίκα μου η Ξένια από το Πολυξένη,
που δεν τη λένε Ξένια από το Πολυξένη, αλλά Νίκη από το Ελπινίκη;
Έχει βγει από το μεσημέρι κι ακόμα να γυρίσει... Τι; Δεν πέρασε; Κι έχεις να τη δεις
δυο μέρες; Πήρα όλες τις φίλες της και δεν τη βρήκα πουθενά. Ορίστε; Μήπως είναι
στη Ζούλα; Μα πήρα και τη Σούλα και μου είπε ότι ούτε εκεί πήγε η Νίκη. Τι; Ποια Νίκη;
Ο κύριος Αντρέας έριξε μια ματιά απ' το παράθυρο, προς τη μεριά του δρόμου.
Η ώρα πάει επτά κι αυτή λείπει απ' τις τρεις. Αλλά δε θα πάρει τα μούτρα της να
'ρθει; θα 'ρθει... Και τότε θα της δείξει. Μα πού στην οργή γυρίζει τόσες ώρες;
31
Στο κομμωτήριο τηλεφώνησε και του είπαν ότι δε φάνηκε απ' εκεί καθόλου. Στη
μοδίστρα; το ίδιο. Τις φίλες της τις πήρε όλες μια-μια και καμιά δεν ήξερε τίποτα!
Τώρα τελευταία σαν πολύ του κάνει κάτι τέτοια. Αλλά αυτά δεν τα σηκώνει αυτός.
Στα μαγαζιά να πήγε; Καλά και τόσες ώρες τι θα ψώνιζε; Λες να της συνέβει κανένα
κακό; Άντε καλέ! Σε καμιά Μπέτυ θα 'ναι και θα 'χουν στρώσει κάνα κουμ-καν που θα
Ο κύριος Αντρέας τρέχει στο τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό. Δεν έχει σημασία η
— Μπέτυ...
* * *
Κι ας πούμε ότι ήταν ένας κύριος Αντρέας -που κανονικά μπορεί να τον λένε Νίκο,
Κώστα, Δημήτρη, Γιώργο ή όπως αλλιώς τον λένε-. Ένας κύριος Αντρέας απ' αυτούς που
περνάνε τα πρώτα «ήντα» με άριστα εκατό τρία κιλά, κρεμάνε κάτι κρεατοσακκούλες
που τους παίρνουν στο κατόπι το κοπρόσκυλα, ρίχνουν μπροστά κάτι παχάκια που
ξεκινάνε από προγούλια έξι νούμερο μέχρι σαμπρέλες για τρακτέρ και που για να
βρουν το φερμουάρ τους τάζουν πίτα στον Άγιο, -άσε που λόγω σαμπρέλας -μεταξύ
λιγκουαφόν -πάντως μόνο νορμάλ δεν μπορούν να κάνουν- και σαν να μην έφταναν
όλα αυτά ροχαλίζουν και στο ξύπνιο τους, στον εύθυμο σκοπό που σφυρίζουν τα
32
κρεατάκια τους και πάσχουν κι από προστάτη. Και βροχικά. Κι είναι γενικώς να τους
Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα κίτρινο φθινόπωρο για ποιητές τρίτης
***
Κι ας πούμε ότι ήταν μια Νίκη από το Ελπινίκη -που κανονικά τη λέγανε Ξένια απ' το
Πολυξένη, ή Βαγγελιώ, ή Στέλλα, ή Μαρία, ή Φωφώ, Γωγώ, Ζωζώ, ή όπως αλλιώς αυτό
τριανταοχτάρες των σαρανταπέντε χρόνων, που άμα θέλουν βάζουν κάτω και
εικοσάρες, αλλά τελικά προτιμούν να βάζουν κάτω τους εικοσάρηδες. Και ζουν με την
ελπίδα μιας τραγικής χηρείας, απ' εκείνες τις χηρείες που αρχίζουν με μια απελπιστική
συμφόρηση του συζύγου και τελειώνουν σε μια λυτρωτική σύνταξη της συζύγου...
Κι ήτανε, ας πούμε, κι ένας εικοσιπεντάρης που τόνε λέγανε Λάκη, επειδή ήταν
Είναι παρατηρημένο από την τρίτη γεωλογική περίοδο και μετά, ότι οι
Καθότι στις Νίκες, κατά κανόνα, τούς λείπει η ψυχική επαφή με τα 103 συζυγικά
κιλά, λόγω σαμπρέλας, γνωρίζουν τους Λάκηδες, οι οποίοι τα μασάνε απ' τις Νίκες και
πίσω τους τις λένε «θείτσες», τέλος πάντων, τα πράματα, κάπου μπερδεύονται, αλλά
33
***
— Λάκη, διώχτη!..
— Ποια;
Κι είχε απόλυτο δίκιο η Νίκη, γιατί όπως και να το κάνουμε, όχι αλλού τρώμε και
πίνουμε, κύριε Λάκη μας, από το Μιχαλάκη μας, κι αλλού πάμε και το δίνουμε -από το
δίνουμε- καθότι δεν πάει να κλέβουμε εμείς τα 103 κιλά μετά φόβου χοντρού και
απιστίας, και να χρυσή καδένα του Λάκη, και να χαρτζιλίκια του Λάκη, και να
Τίμπερλαντ του Λάκη, και να χρυσό ρολόι του Λάκη, μέχρι που τα 103 κιλά κάτι
και πάθαμε, ρε Λάκη μας, να μαζέψουμε, για να σου πάρουμε τη χρυσή ταυτότητα που
ζήτησες.
ντροπής πράματα. Ντάξει δε λέμε. Αυτή έχει τα δεκαοχτώ της χρόνια. Αλλά σκέτα. Ενώ
εμείς μπορεί να 'μαστε 38άρες (μέχρι σαρανταπέντε χρόνων το πολύ), αλλά έχουμε και
— Λάκη, είσαι κάθαρμα και βρες άλλη για θύμα σου να της κάνεις τραβηχτικές.
Ένα δάκρυ πιθανά να κύλησε στα μάγουλα της. Ίσως ήταν κι η ψιχάλα η φθινοπωρινή
Λοιπόν, εκείνο το παιδί ο Τόλης, ο ηλεκτρολόγος καλέ, φαίνεται εξαιρετικός νέος και
34
θα δούμε...
* * *
Τα 103 κιλά κάνουν νευρικές βόλτες στο λίβινγκ ρουμ. Οκτώ και τέταρτο.
— Α νάτη...
— Στα μαγαζιά.
— Και τι έκανες;
Η Νίκη κάτι θυμάται... Βγάζει από την τσέπη της ένα καλοτυλιγμένο κουτάκι και του
το δίνει. Έκπληξη.
Ω διάβολε, είναι μια ωραία χρυσή ταυτότητα! Τα εκατόν τρία κιλά συν ένας
προστάτης, κατασυγκινούνται.
Δακρύζουν κιόλας!
Δεν υπάρχει τίποτα πιο μελαγχολικό από ένα φθινοπωρινό απόγευμα που
35
Αμαρτίες γονέων
— Ρίξε κάτι απάνω σου, γιατί, θα μου κρυώσεις. Το πρωί κάνει δροσιά κι η υγρασία
— 'Αστον τον άνθρωπο στην ησυχία του! Πάρτο χαμπάρι! Δεν είναι μωρό. Είναι
άντρας πια!
Η Αμαλία αρπάχτηκε.
Εσύ να κοιτάς το κλάδεμα σου και το πότισμα! Το παιδί, έτσι πρωί-πρωί στον κήπο
θα κρυώσει. Δεν είναι μαθημένο στη σκληρή ζωή σαν και του λόγου σου!
Το πρόσωπο της Αμαλίας πήρε την πιο γλυκιά έκφραση, καθώς με κοίταξε και είπε:
— Πάω να σου φέρω δυο μελάτα αυγά να σε ταΐσω... Όπως τότε, θυμάσαι;
Όσο καθόμουν στον κήπο της βίλας, δεν έκανα και τίποτα άλλο, παρά θυμόμουν.
Κάθε δέντρο, ο φοίνικας, η νερατζιά, τα δυο πεύκα, η μικρή καλύβα στο βάθος, όλα
πια, αλλά οι ίδιοι έμειναν. Τόσα χρόνια στη δούλεψη μας, πιστοί κι αφοσιωμένοι. Η
Αλλά κι εγώ μήπως άλλαξα γι' αυτούς; Μπρος στα μάτια τους δεν είμαι τριαντατριών
36
Όπως τότε που η κυρα-Αμαλία, ήταν η παραμάνα μου και με κυνηγούσε μ' ένα
Κι οι γονείς μου γέρασαν... Γέρασαν πια πολύ. Αλλά μένουν πάντα οι ίδιοι.
Ο πατέρας μου, ο πετυχημένος εύπορος έμπορος, πάντα γελαστός, με τ' αστεία του,
σπάνια να τον δεις να κατσουφιάσει αντίθετα από τη μητέρα μου, που όπως τότε, όπως
Όταν ήρθα από την Αμερική όπου μένω μόνιμα, για λίγες μόνο μέρες στην πατρίδα,
όλους και όλα τα βρήκα όπως τ' άφησα.
Την πατρική έπαυλη, τον όμορφο κήπο της, τον πατέρα, τη μητέρα, τον Κυριάκο, την
κυρα-Αμαλία...
Αλλά είναι παρατηρημένο ότι οι λίγες μέρες περνούν πιο γρήγορα από τις πολλές
μέρες.
Έτσι έφτασε εκείνο το πρωί που στην πατρική έπαυλη επικρατούσε η ίδια
Καθώς κάνανε τις προετοιμασίες του ταξιδιού μου, τους έβλεπα όλους που κλαίγανε
— Κύριε υφηγητά του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, να μην ξεχνάτε ότι στην
Ελλάδα έχετε και γονείς και θα πρέπει να βρίσκετε χρόνο να έρχεστε τακτικότερα,
— Μετά σε θέλω ιδιαιτέρως! μου είπε κοφτά η μητέρα μου, ενώ προσπαθούσε
37
Κι όλα ως εδώ υπέροχα και συγκινητικά και δακρύβρεχτα και νοσταλγικά κι απ' όλα.
Το δράμα μου, το μεγάλο δράμα μου, άρχιζε από κείνη ακριβώς τη στιγμή κι όσα
είπα μέχρι τώρα ήταν απλώς γιατί δεν έβρισκα άλλη αρχή, για να ξεκινήσω το διήγημα
μου.
Όταν βρέθηκα μόνος μου με τη μητέρα μου, είδα η μορφή της να παίρνει το αιώνιο
παγωμένο ύφος της... Έβγαλε από την τσέπη της ένα χρυσό μενταγιόν και μου το
φόρεσε.
— Το ξέρω, μητέρα.
— Εγώ γέρασα.
Παρατήρησα το χέρι της που χτύπησε με τρόπο τρεις φορές σ' ένα κομοδίνο.
— Αγησίλαε...
— Ορίστε, μητέρα...
Μου είπε πως νόμιζε ότι ήταν πια καιρός να μου αποκαλύψει ένα φοβερό μυστικό,
το μεγάλο μυστικό της ζωής της, που ήθελε πριν πεθάνει να μου το πει οπωσδήποτε.
38
— Δεν ήθελα να φύγω απ' τη ζωή και να μην το ξέρεις! Να πάρω την αλήθεια μαζί
Εγώ, λέει, δεν ήμουν παιδί τους. Ούτε του πατέρα μου ούτε της μάνας μου.
— Σε βρήκαμε, καθώς γυρίζαμε μια νύχτα από ένα γλέντι, μέσα σ' ένα καλαθάκι, έξω
— Και μετά;
— Ούτε τους ξέρουμε ούτε μάθαμε ποτέ γι' αυτούς! Αυτό ήταν κάτι το
συγκλονιστικό.
Μα... μα τι σημασία έχει μητέρα... Για μένα εσείς είστε οι γονείς μου... εσείς που με
μεγαλώσατε...
Κείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε ο πατέρας μου, που δεν ήταν ο
πατέρας μου και πρώτα απευθύνθηκε στη μητέρα μου, που δεν ήταν μητέρα μου.
39
— Τώρα πια, παιδί μου, ξέρεις τα πάντα. Αυτό ήταν το μεγάλο μας μυστικό! Και
Η μητέρα μου που δεν ήταν μητέρα μου βγήκε απ' το δωμάτιο, τρέχοντας
αλαφιασμένη.
Ο πατέρας μου που δεν ήταν πατέρας μου πήγε σβέλτα, κλείδωσε την πόρτα κι
— Και τώρα, παιδί μου, άκου. Η πραγματική αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι... Αλλά
είναι άλλη!
Ω, θεέ μου!
Ο πατέρας μου, που τελικά ήταν πατέρας μου, άρχισε να μου εξηγεί.
— Δηλαδή, εσύ δεν είσαι γιος της μάνας σου, αλλά είσαι παιδί δικό μου. Εγώ είχα
γέννησε, συνεννοηθήκαμε να σ' αφήσει έξω από την πόρτα της έπαυλης, κάποιο
— Σε μαζέψαμε απ' το δρόμο... Η μητέρα σου που δεν είναι μητέρα σου, δεν είχε
ιδέα για την προέλευση σου και δε σε ήθελε. Εγώ όμως επέμενα, μέχρι που
— Πατέρα!
— Παιδί μου!
40
— Τι πράμα;
ρώτησε ταραγμένη.
Ε, τότε αφού τα ξέρεις όλα, γιατί δεν αγκαλιάζεις την πραγματική σου μάνα; είπε
κλαίγοντας.
Θεέ μου!
Η κυρα-Αμαλία, που τελικά ήταν η αληθινή μητέρα μου, μου εξήγησε με κάθε
λεπτομέρεια... Τα πάντα.
— Κι έτσι αφού σε πήρανε, ύστερα με προσέλαβε ο πατέρας σου στην υπηρεσία του
41
— Μητέρα!
Τώρα εξηγείται η παθολογική στοργή, που μου έτρεφε αυτή η γυναίκα. Δηλαδή η
Κάποια στιγμή η κυρα-Αμαλία, που ήταν η μητέρα μου, αναστέναξε και μου είπε:
— Παιδί μου... Δε θέλω να πεθάνω και να πάρω το μεγάλο μου μυστικό στον τάφο.
Τώρα πρέπει να στο πω για ν' αλαφρώσει η γέρικη πια ψυχούλα μου...
— Δηλαδή... δηλαδή;
— Ο πατέρας σου δεν είναι πραγματικός πατέρας σου. δεν σε έκανα μ' αυτόν.
— Αλλά;
— Νέα ήμουν τότε, όμορφη αλλά φτωχιά και επιπόλαιη. Πήγαινα με τον πατέρα
σου, αλλά είχα κι άλλο φίλο. Όταν έμεινα έγκυος σ' εσένα, τι να 'κανα, είπα του
πατέρα σου που δεν είναι πατέρας σου, ότι είναι δικό του το παιδί. Κι έτσι μάζεψε
τρεμουλιαστά.
— Ο Κυριάκος, ο κηπουρός!
42
Ένιωθα πια να χάνω τα λογικά μου. Έτρεξα παραπατώντας στο μικρό δωματιάκι του
κηπουρού. Μπήκα μέσα έξαλλος και βρήκα τον Κυριάκο, τον πατέρα μου δηλαδή, με
τα σώβρακα.
— Πατέρα!
— Παιδί μου!
Κλαίγαμε και γελούσαμε μαζί. Επιτέλους! Είχα και μητέρα και πατέρα! Καθήσαμε
στο χαμηλό ντιβανάκι του ο ένας αντίκρυ στον άλλο και κοιταζόμαστε με βουρκωμένα
μάτια.
— Παιδί μου... μου είπε κάποια στιγμή ο Κυριάκος, δηλαδή ο πατέρας μου.
μυστικό μαζί μου, Ένα μεγάλο μυστικό που το ξέρω μόνο εγώ και κανείς άλλος...
— Αυτό που άκουσες. Πρόσεχε μόνο μην το πεις πουθενά, γιατί άμα το μάθει η
Αυτό πια ήταν κάτι το απερίγραπτα φρικτό. Ούτε η κυρα-Αμαλία δεν ήταν η
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, έμεινα πάλι πεντάρφανος στους πέντε δρόμους, δίχως
43
— Και... και... πώς... έγινε... δηλαδή; ρώτησα συγκεντρώνοντας τις λέξεις με πολύ
κόπο.
Εκείνη τη νύχτα που πιάσανε οι πόνοι τη μάνα σου που δεν είναι μάνα σου, πήγε
στο γιατρό του νησιού. Τότε ένας υπήρχε μόνο, που κι αυτός έλειπε, γιατί έκανε το μήνα
του μέλιτος μαζί με τη μαμή, που δυο μέρες πριν είχαν παντρευτεί.
— Και λοιπόν!
ξεγέννησε τρεις γυναίκες. Γεννήθηκες εσύ, και άλλα δυο αγοράκια! Αυτή η
— Πάτερ!
— Τέκνον μου!
— Δε θέλω να πεθάνω και να πάρω αυτό το βαρύ μυστικό κοντά μου. Μόνο εσύ θα
44
— Παιδί μου!
Θεέ μου! Έβδομος κεραυνός. Και τι κεραυνός! Τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν ούτε
Ο παπα-Βαγγέλης, μόλις συνήλθαμε από το φοβερό σοκ, μού πήρε το χέρι κι άρχισε
Κατάλαβα τελικά ότι κάθε άνθρωπος κρύβει κι από ένα μεγάλο μυστικό. Το μυστικό
Αλλά αυτό πια ήταν κάτι το ασύλληπτα συνταρακτικό. Τέτοιο μυστικό δεν έχει
Πάντως αυτό που έχει σημασία τελικά, είναι ότι ούτε κι αυτός ήταν ο πατέρας μου,
αλλά...
Αλλά, σκεφθήκατε ποτέ, μήπως έχετε έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο αδελφό και δεν
το ξέρετε;
45
Ο άνθρωπος - γκθθ!
Ο πελαργός τον έφερε πάνω στους οχτώ μήνες. Ούτε το συνηθισμένο πρόωρο
Οχταμηνίτικο.
— Λυπάμαι, αλλά...
Και, Βέβαια, λυπόταν. Γιατί μόνο που το έβλεπε κανείς, κείνο το νεόδμητο αμάρτημα
— Μη μου πεις;
— Ναι αμέ!
Αφήστε και τ' άλλο. Ένα κεφαλάκι πλακουτσό, μουτράκι με το σχήμα της... κοιλιάς
Οι οικείοι, κατάπιναν την ανησυχία τους που πήγαινε κάτω σαν ρετσινόλαδο.
Πάντως, αν γεννιόταν στην αρχαία Σπάρτη, ούτε καν θα του κάνανε την τιμή να το
πετάξουν στον Καιάδα. Θα προτιμούσαν να το ρίξουν φόλα στους Αθηναίους, μπας και
Αυτά φυσικά στη Λακεδαίμονα. Γιατί την σήμερον ημέρα, τα πράγματα είναι
46
Αναρωτιόταν εσωτερικά του και του ερχόταν του ίδιου η επιθυμία να πέσει απ' την
ρίχνοντας ματιές απορίας μια στον «πελαργό» της και μια στον κανακάρη της.
Τα χρόνια και η εφορία όμως, δεν ξεχωρίζουν λωλούς από ιδιοφυείς κι έτσι σε
Όχι παίζουμε;
Το βαφτίσανε και του δώσανε το όνομα του αγίου που το είχαν τάξει.
Και ετιμάτο πολύ αυτός ο άγιος -ας είναι μεγάλη η χάρη του, αν και ποτέ δεν
μπόρεσα να καταλάβω ποιος είναι- κάθε φορά που φώναζαν την τσίμπλα με το όνομα
του:
47
— Ρούπυ!
— Ποιο;
— Να, όταν κάποια στιγμή έπλεε στη μακάρια βρεφική του ευτυχία, μίλησε!
— Γκθθ!
Και η μάνα του η καημένη άφησε απ' τη χαρά της το φαγητό να καεί.
του κουταλιού.
Το παιδί μίλησε!
Μετά άντε στράτα στρατούλα και πάλι στράτα, στρατούλα, κόντρα στρατούλα το
Πάτησε και το «πιπί» του και γέμισε όλο το σπίτι. Χρόνων τεσσάρων.
— Να τα κατοστήσει.
— Γκθθ.
Έλεγε πια τις πρώτες λεξούλες, έστω και καθυστερημένα, μόνο που πριν και μετά
από κάθε λέξη έβαζε και τέσσερα «γκθθ», παραγεμισμένα με περιπαθή λυρισμό.
Τα πέντε χρόνια του το βρήκανε να περπατάει δειλά στα δύο κάτω άκρα του και να
λέει προτασούλες.
του δεξιά.
48
Ντύθηκε, λοιπόν, στράτα, στρατούλα, στα δοξασμένα χρώματα της ειδικής ποδιάς
του ειδικού σχολείου γκθθ, για ειδικά παιδάκια με ειδικούς ευκατάστατους γονείς,
— Τζίφος!
θεία Λένα, τον κακό λύκο με την κοκκινοαποτέτοια, ούτε ο Φρόυντ δε θα μπορούσε να
εξηγήσει.
Κάποτε πάτησε και τα δέκα. Δώδεκα χρόνια, μάλιστα, ακριβώς μετά τη γέννηση του,
έγινε και δώδεκα χρόνων. Έφτασε και στα δεκατέσσερα. Στράτα, στρατούλα...
— Γκθθ, γκθθ, μαμά το σχολείο γκθθ, στα δασκάλα... γκθθ, είπε να μη βασανίζουμε
Παρωδία.
Ακόμα και στα δεκαπέντε που το γράψανε σε ειδικό γυμνάσιο, ειδικά για
Ειδική στράτα-στρατούλα γκθθ, στο μακρύ δρόμο της ζωής, έβγαλε και το γυμνάσιο.
Μα...
Έφηβος πια, μια μέρα που έπαιζε στην αυλή του σπιτιού του, τούρθε ν' απαγγείλει
Ιδού το κουκούτσι της ιστορίας. Γιατί το περίεργο δεν είναι το ότι απάγγειλε ούτε το
Το καμάρι
Παχύ
Ένας κύριος χρώματος γκρι, κολλαριστός, κύρους μιας λίμπρας και κάτι οκάδων, που
έτυχε να περνάει από κει και να τον ακούσει, κοντοστάθηκε. Έλαμψε ολάκερος.
— Μπράβο! Θαύμασε.
— Έξοχα! αναπήδησε.
— Αριστούργημα! βροντοφώναξε.
Σαν να τον πλησίασε, σαν κάτι να του είπε, σαν να κουβεντιάσανε, δεν ξέρω ακριβώς
τι έγινε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η τύχη χτυπάει και του κουφού την πόρτα. Κι όταν
Τότε που λέτε, την άλλη μέρα, στα καλλιτεχνικά των εφημερίδων γραφόντουσαν
ατέλειωτα μακαρονοειδή σχόλια, για κάποιο, λέει, «παιδί θαύμα», για τον μεγαλύτερο
«σύγχρονο ποιητή». Και να δεις, που η φωτογραφία της τσίμπλας κοτσαριζότανε ακόμα
και πρωτοσέλιδα και με το που το κοίταγες, πανάθεμά το, λες κι ήταν έτοιμο ν'
αλληθωρίσει τ' αριστερό μάτι, να γύρει το κεφάλι δεξιά και να σου πει:
— Γκθθ!
50
Έγινε ντόρος μεγάλος. Πριν κιόλας αλέκτωρ λαλήσει τρεις, στους λογοτεχνικούς
Η τσίμπλα κατρακύλαγε στη λήθη. Στη θέση της, εμφανιζόταν μια διάνοια.
Στα σαλόνια, κει που πίνουν τσάι σε ειδικά σερβίτσια γι' αυτούς που λένε
η εξοχή γκθθ!
συζητήσεων.
— Μα τι θέλει να εννοήσει;
Και σωστά! Δεν μπορεί έτσι, άντε-άντε, ο κάθε κοινός θνητός να μπαίνει στο πνεύμα
Είναι θαύμα.
— Τι ποίησις! Τέχνη...
— Ανώτερο σουρεαλιστικό!
Μ' όλα αυτά τα ξέφρενα μυστήρια, πείστηκε και το θαύμα ότι είναι άνθρωπος ως εκ
Σπουδαίος!
Περπατώ σαν φέγγεις. Σχολείο γκθθ Να πηγαίνω του θεού φεγγαράκια θαύματα
Η μεγαλύτερη και η πιο άσκοπη σπατάλη ενέργειας στον κόσμο, έχει γίνει χτυπώντας
— Γκθθ!
Όλοι μιλούν για την ποίηση ποτπουρί. Ξανά να βραβεία, πάλι να εκδόσεις, ακόμα κι
άλλες κριτικές.
Ωστόσο ήταν ολοφάνερο ότι για πολλούς είχε πάψει το... φεγγάρι το λαμπρό να
Το σώσε!
— Ίσως το ιδεατό.
52
— Είναι κάτι σαν ιντερμέτζο, θα έλεγα...
λεξικό της. Σημαίνει λέξη τα πάντα και πάει παντού και με όλα.
— Γκθθ.
Τα βιβλία μ' αυτήν την ιδιόμορφη μοντέρνα ποίηση, που την ονομάσανε και
Πρώτη έκδοση.
Τρίτη έκδοση.
Έκτη έκδοση.
Πολλοστή...
διανοούμενοι και χορεύουν καντρίλιες με τη σοφία και τη διανόηση, στο ρυθμό μιας
κόσμο.
στον Εθνικό Κήπο. Κάνει διαλέξεις. Συμμετέχει σε συνεστιάσεις, φοράει μπερέ, έχει
μούσι και βίτσια, δένει στο λαιμό φουλάρι, καπνίζει πίπα με καπνό «σαμ», εκτιμάει
μόνο τους κυρίους χρώματος γκρι και πάνω απ' όλα κι είναι το σύμβολο.
53
Όπου περάσει, όπου σταθεί, όλοι σηκώνονται και υποκλίνονται μπροστά του
ευλαβικά.
— Γκθθ, τα σέβη μας, γκθθ.
Μάλιστα, του στήσανε και ανδριάντα. Αφήστε που τον κάνανε και γραμματόσημο
για να τον φτύνουν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα. Καθότι το φτύσιμο είναι
54
Ο γιατρός με κοίταξε με το πιο περίλυπο και πονετικό ύφος του κόσμου. Ύστερα
Σαν ευσυνείδητος ασθενής που ενδιαφέρομαι για την υγεία του γιατρού μου
Δεν ήθελα πολύ, για να καταλάβω ότι είχα γίνει αιτία, να τον φέρω σε πολύ δύσκολη
— Υπομονή... Μην κάνετε έτσι, γιατρέ μου... Κρατήστε την ψυχραιμία σας... Έτσι
είναι η ζωή.
Τον έβαλα να καθήσει σε μια πολυθρόνα και του μέτρησα τους σφυγμούς.
Όταν συνήλθε κάπως απ' το αρχικό του σοκ, σαν κάτι προσπαθούσε να μου πει με
55
Ώσπου κάποια στιγμή τον βλέπω να παίρνει αποφασιστικά μια βαθιά ανάσα και να
με ρωτάει:
— Για ποιο πράμα αμφιβάλλετε, γιατρέ... Για το ότι είμαι σαράντα ένα; Ορίστε το
Έχει γούστο...
— Ότι...
56
— Καλέ τι χρόνια; Έτσι τόχουμε, εδώ πέρα! Όποτε θέλετε εσείς θα πεθάνετε; Όποτε
κρίνουμε εμείς...
— Τότε βδομάδες;
— Μέρες, κύριε Βρασίδα μου. Πέντε μέρες και πολύ σάς αφήνω...
— Ούτε μέρα! Ειλικρινά εξάντλησα κάθε περιθώριο. Η περίπτωση σας, ξέρετε, είναι
Κάθησε ο άνθρωπος και μου τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Είχα, λέει, μια
σπανιότατη αρρώστια, το σύνδρομο του Τούρλεν, -άκου πράματα- που μπορεί να συμ-
βεί -λέει- σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία μία φορά στα οκτώ δισεκατομμύρια.
.
ανθρωπάκο, στα καλά καθούμενα! Πήγα για ένα τσεκάπ μην έχω καμιά
έτσι για να λέω κι εγώ ότι έχω κάτι και βγήκα πτώμα και με τόνο, με κοτζάμ
σύνδρομο του Τούρλεν, άκου εκεί πράματα -σύνδρομο του Τούρλεν!- που
— Αχ!
— Δεν υπάρχει λόγος να αναστενάζετε... Όλοι εκεί θα πάτε... είπε ο γιατρός που μου
57
Κρίμα! Νέο παλικάρι να πάω έτσι... Τζάμπα και βερεσέ. Και μάλιστα απ' το σύνδρομο
του Τούρλεν. Άντε βρες άκρη τώρα! Ούτε στην εγκυκλοπαίδεια να μη βρίσκεις από τι
— Α! όλα κι όλα!
— Τι τρέχει, γιατρέ;
— Όσον αφορά το δράμα σας, το καταλαβαίνω... Εντάξει... Αλλά, όσον αφορά την
ασθένεια σας, δεν πρέπει να έχετε κανένα παράπονο. Έχετε την τιμή να είστε ο
πρώτος που θα πεθάνετε από το σύνδρομο του Τούρλεν!
— Ο πρώτος;
— Ακριβώς! Ο πρώτος άνθρωπος. Γιατί μέχρι στιγμής έχει προηγηθεί μόνο ένα
από τον ίδιο το Δρ. Τούρλεν και πήρε και το σύνδρομο το όνομα του.
— Πρώτα ένα ποντίκι κι ύστερα εγώ; Ξεφτίλα δεν είναι, γιατρέ μου;
— Τι αλλά;
Ντάξει, δε λέω... Αφού ήταν γραφτό μου, τι να 'κανα! Αλλά, βρε παιδί μου, πώς το
ξέρεις και παίρνεις όρκο ότι θα πάω στα θυμαράκια απ' αυτό το πράμα, δηλαδή το
του Τούρλεν; Πώς στην οργή μπορείς να κάνεις τη διάγνωση; Γίνεται; Δίκιο δεν έχω;
58
Μου είπε ότι δεν μπορεί να πέφτει έξω ένας ολόκληρος δόκτορ Τούρλεν!
— Με τον Τούρλεν;
— Άρα, λοιπόν, θα συμφωνείτε κι ότι άλλον οργανισμό είχε το ποντίκι του κυρίου
Δηλαδή προσπάθησα να του εξηγήσω όσο μπορούσα ότι άλλο πράμα το ποντίκι κι
άλλο εγώ. Κι οποιαδήποτε ομοιότης -όπως λένε και τα έργα- οφείλεται σε απλή σύμ-
πτωση.
— Ω, ναι, σε πέντε...
— Πέντε...
— Πέντε...
59
— Πέντε!
— Το πέντε...
Ένιωσα ένα απότομο σκούντημα και πετάχτηκα ολόρθος. Μόλις άνοιξα τα μάτια
— Φώναξε το πέντε! Είναι η σειρά σας να περάσετε στο γιατρό, μου είπε ο κύριος.
Ι.Κ.Α., που είχα πάει απ' τα άγρια χαράματα να πιάσω σειρά, για να κάνω τσεκάπ. Κι
Δηλαδή... Ναι, τώρα πια είμαι σίγουρος ότι ήταν εφιάλτης! Ναι! Ούτε Τούρλεν
υπήρχε, ούτε ποντίκι, ούτε σύνδρομο. Τίποτα. Όλα ήταν της φαντασίας μου.
Ύστερα με κοίταξε με το πιο περίλυπο και πονετικό ύφος του κόσμου. Ξεφύσηξε
τόσο απελπισμένα, που ανησύχησα περισσότερο για το γιατρό παρά για μένα.
60
Μα αυτό είναι σπανιότατη περίπτωση, που δεν την ξέρουν ούτε κι οι ίδιοι οι γιατροί,
γιατί εμφανίζεται μια φορά στα οκτώ δισεκατομμύρια... Και μέχρις στιγμής έχει πα-
61
Μια σκληρή δουλειά
Ας πούμε ότι έχω ένα γιο. Κι ας πούμε ότι τον λένε Βασιλάκη.
Ο Βασιλάκης, που λέτε, έχει φράντζα, καπνίζει τσιγάρα κινγκ σάιζ, σκαρώνει
Όλα μέχρις εδώ καλά και άγια και καμαρώνω εγώ που έχω ένα γιο που τον λένε
Βασιλάκη και μου γυρίζει αλαναριό εδώ κι εκεί και επιστρέφει στο σπίτι τα ξημερώμα-
τα, κίτρινος, με μαύρους κύκλους στα μάτια κι έτσι μα το Θεό, μού ‘ρχεται να τον
περιλάβω καμιά ώρα στη φάπα να δει τον μπαμπά του αστροναύτη.
Που λέτε, λοιπόν, με το Βασιλάκη, τον κανακάρη μου, έχω γίνει έξαλλος.
Όχι με τα μπερμπαντέματά του και τα παλούκια που πηδάει... Αυτό είναι λίγο το
κακό. Εδώ που τα λέμε, εμείς στα χρόνια του Βασιλάκη, κάναμε χειρότερα...
Άλλο είναι το σαράκι που με τρώει κι όπως το τραβάει το σχοινί αυτό το παιδί, καμιά
Προχθές εκεί που καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε σαν Χριστιανοί, ο Βασιλάκης
— Όχι, ρε πατέρα...
— Όχι, ρε πατέρα.
62
— Ε, τότε τι στο διάολο σού κατέβηκε στο μυαλό πάλι; Ο Βασιλάκης στην αρχή
κόμπιασε λιγάκι κι ύστερα τσουφ, μου το ξεφούρνισε.
— Τι έκανε λέει;
Τι ήταν να τα ακούσω όλα αυτά; Μου σφηνώθηκε μια μελιτζάνα στο λαιμό,
γούρλωσα τα μάτια και λίγο έλειψε να αποχαιρετήσω το μάταιο τούτο κόσμο τόσο
Όταν τελικά συνήλθα και ξεφρακάρισα απ' τη μελιτζάνα, πήρα ένα χάπι για την
καρδιά, ένα χάπι για την πίεση, ένα χάπι για τα νεύρα, κάτι σταγόνες για το στομάχι και
πέρασα στην αντεπίθεση μ' όλους εκείνους τους κανόνες της σωστής
— Σοβαρολογείς, μωρέ;
— Πού βρίσκεις το κακό, ρε γέρο; Θα κάνω τη δουλειά που έκανε κι ο πατέρας μου
κι έτσι δε θα χαθεί και τ' όνομα... Θα συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση.
Αυτά είπε ο Βασιλάκης προσπαθώντας να με τουμπά-ρει. Αλλά εγώ έγινα ακόμα πιο
έξαλλος.
Καλά εγώ! Τράβηξα ό,τι τράβηξα, αλλά όχι να πάθει και το παιδί μου τα ίδια.
Εγώ, όταν μου κατέβηκε η φαεινή ιδέα να γίνω καλαμαράς, δεν είχα κάποιον που να
— Τι πας να κάνεις, παιδί μου. Θέλεις να καταδικαστείς σ' όλη σου τη ζωή;
Κι έτσι είναι! Συγγραφέας σού λέει ο άλλος. Μεγάλη δουλειά! Και δεν ξέρει τον πόνο
και το κρυφό μαράζι αυτού του φουκαρά, του βιοπαλαιστή του πνεύματος...
Προσπάθησα να καλμάρω.
— Όχι, εγώ θα γίνω συγγραφέας! Εσύ που είσαι τόσα χρόνια τι παράπονο έχεις;
Δέ ρίχνω άδικο στο Βασιλάκη. Το παιδί δεν ξέρει τα παραμέσα. Πήρα το μελό μου.
— Άκου, παιδί μου, στον τόπο αυτό δεν μπορείς να ζήσεις από το συγγραφιλίκι.
Κακά τα ψέματα...
Αχ, και να 'ξερε το παιδί! Και τι πέρασα, για να το μεγαλώσω, να το σπουδάσω με τις
ανέσεις του, χωρίς να του λείπει τίποτα και τώρα -ο θεός να το φωτίσει και ν' αλλάξει
γνώμη- θέλει να γίνει... Όχι πρέπει να το καταλάβει, ότι είναι φοβερό αυτό που έβαλε
Ακούς εκεί, συγγραφέας. Ο γιος ο δικός μου. Δεν φτάνουν αυτά που πέρασα εγώ. Οι
Του είπα ότι κι εγώ ξεκίνησα με όνειρα και κάποιο ταλέντο. Κι ότι στο δρόμο
64
Κι έγραφα κι όλο έγραφα και πούλαγα μουντζουρωμένες κόλες εδώ κι εκεί, για να
Όλα του τα είπα του παιδιού. Τα πάντα. Να μάθει την αλήθεια κι ας πέσω μπρος στα
μάτια ιου ... Ας ταπεινωθώ. Προτιμότερη η ταπείνωση από την καταδίκη του παιδιού
μου.
Του αποκάλυψα πως μου συμπεριφερόντουσαν οι εκδότες, πως στην Ελλάδα δεν
περνάει η αξιοκρατία, πως οι σκαπανείς του πνεύματος είναι κλωτσοσκούφια του κερα-
Του διηγήθηκα περιστατικά και περιστατικά που έζησα στη ζωή μου, στη
Του είπα για έναν εκδότη που μ' έβαζε να του γράφω ανώνυμες ερωτικές επιστολές
σε νοσοκόμες κι εγώ αν μπορούσα, ας έκανα κι αλλιώς... Του είπα για έναν παραγωγό
Του είπα για τον Παπαδιαμάντη που ήταν πάμφτωχος, για το Ροίδη που πέθανε στην
ψάθα, για τον Τίμο το Μωραϊτίνη που όσο ζούσε έλεγε το ψωμί-ψωμάκι κι όταν
πέθανε, του γράψανε στο τάφο του μια φράση που ο ίδιος είχε ζητήσει, να του
γράψουν...
«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΣΤΕΓΑΣΘΗΝ». Ναι και είναι αλήθεια ότι πρέπει να πεθάνει ο μεγάλος
65
— Άκουσε, Βασιλάκη παιδί μου.
Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Η φωνή μου με κόπο έβγαινε από μέσα μου,
τρεμουλιαστή.
Ε, λοιπόν θα του πω. Κι ας χάσω εντελώς την εκτίμηση και το θαυμασμό του ίδιου
— Τι; ρώτησε.
— Να παιδί μου..
Του φανέρωσα δηλαδή, ότι οι βασικοί μου πόροι, τα λεφτά που χρειάστηκαν, για να
ζήσουμε, και να μεγαλώσουμε το Βασιλάκη, δεν ήταν καθαρά από τη συγγραφή των
— Παιδί μου, τα μυθιστορήματα μου, τα βιβλία μου, μπορεί να μου έδιναν βραβεία
δακτυλογραφημένα χαρτιά.
66
— Ορίστε... Εδώ είναι έργα και έργα που ποτέ δεν τα αγόρασε κανείς. Κι ούτε καν
καταδέχτηκαν να τα διαβάσουν...
Καθώς τάλεγα όλα αυτά, μούρθε να βουρκώσω απ' το παράπονο. Έβγαλα και κάτι
άλλα χαρτομάνια από ένα άλλο ντουλάπι και τα αράδιασα μπροστά του.
— Ορίστε... Κι εδώ είναι κάτι άλλα έργα που απ' αυτά ζούσαμε και ζούμε. Απ' αυτά
όνομα μου κι έβαζα ανύπαρκτα ξενικά ονόματα... Κρίστοφερ Μπλακ, Όλιβερ Χορς
Ο Βασιλάκης τα πήρε στα χέρια του, τα μάτια του έπεσαν τυχαία σε μια σελίδα,
Αυτό, δηλαδή, και θα έκανα άμα είχα ένα γιο που τον λέγανε Βασιλάκη κι είχανε
Αλλά ευτυχώς δεν έχω γιο που να τον λένε Βασιλάκη κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
67
Φέιντ ιν.
ένα. Πάμε!
Ο σκηνοθέτης ωρύεται.
68
Συνεργείο έτοιμο.
Κλακέτα: ένα.
σταυρόλεξο του, ίσως ενοχλημένος από τον περίεργο συνεπιβάτη του που του έκοψε
το συνειρμό.
— Πάει και στα σουτζουκάκια, με εννιά γράμματα.
Κατ.
— Μα έχω την εντύπωση ότι κάπου σας έχω ξαναδεί... Αλλά σπάω το κεφάλι μου
που...
— Ε, τι να σου πω, χριστιανέ μου! Μπορεί και να μοιάζω σε κάνα γνωστό σου κι αυτό
Μικρή σιγή.
69
Κατ.
Εξερευνά με λοξές ματιές τον συνεπιβάτη του που είναι και πάλι βυθισμένος στο
σταυρόλεξο του.
ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, αλλά λέω... Δεν μπορεί... Κάπου σας έχω ξαναδεί.
το κεφάλι του.
70
— Μα δεν μπορεί...
— Μήπως έχουμε συναντηθεί στη Δράμα το 71; Τότε που, όπως θα θυμάστε...
— Στην Αθήνα... Πώς δεν το σκέφτηκα. Ίσως σας έχω συναντήσει μέσα στα τρία
Η κάμερα δείχνει ένα πανοραμίκ του τοπίου απ' όπου περνάει το τρένο.
Πλάνο της κυρίας που κοιμάται αγκαλιά με το σκύλο της κλπ. Και...
71
ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά έτσι... να μου φύγει η ιδέα,
Τίποτα άλλο;
Κατ.
Και...
σας θυμάμαι...
— Ναι, νομίζω κάτι μου λέει τ' ονομά σας. Κι αν επιτρέπεται, σε ποιο τμήμα είσθε
τμηματάρχης;
άλφα!
— Μη μου πείτε! Βρε, κοίτα κάτι συμπτώσεις. Εγώ είμαι ο τμηματάρχης βήτα...
72
— Είμαι ορυκτολόγος και... να ... γυρίζω... εδώ... εκεί... για υποθέσεις του
υπουργείου!
— Α! Τώρα μάλιστα! Σας πιστέψαμε! Από πότε έχετε να πατήσετε στο γραφείο;
Ασφαλώς από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε! Ζήσε Μάη μου... Μεταξύ
μας, δηλαδή, αλλά από κοπάνες κι εσείς δεν πάτε καθόλου πίσω...
Κατ.
Η κάμερα στον κ. Τρίκογλου που όσο ακούει τη συζήτηση τόσο φαίνεται να νιώθει
Κατ.
Πλάνο της κυρίας που ταΐζει το σκυλάκι της, με γκρο πλαν από ένα φιλέτο.
ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Για κοίτα, βρε, να είναι τα γραφεία μας δίπλα-δίπλα τόσα χρόνια και
μεις να γνωριστούμε στο τρένο... Τι σου είναι το δημόσιο και τα εξωτερικά θέματα...
Δείτε και το διευθυντή μας. Ούτε κατ' όψη δεν τον έχω δει ποτέ. Αυτός κι αν είναι
αρχικοπανατζής!
ΒΕΡΛΙΔΗΣ: Χα χα... Εγώ τον είδα μια στιγμή εδώ και δύο χρόνια! Άμα τον δω δεν τον
ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Α... Κι εγώ που δεν τον έχω δει ούτε μια φορά! Όσες φορές τον
ζήτησα στο γραφείο του, όλο μου λέγανε ότι είναι στον υπουργό... είναι στον
υπουργό... είναι στον υπουργό... Στο σημείο αυτό ο κ. Τρίκογλου, που μέχρι τώρα ά-
73
— Σας παρακαλώ, κύριοι, νομίζω ότι με θίγετε! Για προσπαθήστε εσείς να βρείτε
καμιά φορά τον υπουργό στο γραφείο του... και τότε πείτε τις κακίες σας. Μήπως
ΣΚΗΝΗ 42
— Έτοιμοι, πάμε...
— Θέλω περισσότερη άνεση και φυσικότητα. Γυρίζουμε απ' την αρχή την ίδια σκηνή.
74
Καλή η ομορφιά. Και πρέπει να την προσέχει κανείς. Ιδίως όσοι και όσες δεν την
έχουν. Δηλαδή να περιποιούνται τον εαυτό τους και να μην τον εγκαταλείπουν στο
Υπάρχουν ένα σωρό τρόποι μαγικοί όχι απλώς, για να φροντίζει κανείς την όψη του,
τα κιλά του, την εν γένει εμφάνιση του, αλλά για να μεταμορφώνεται εντελώς και να
μόδα κτλ. Ε, άντε κι ένα λίφτινγκ είναι συγχωρητέο μετά τα δεύτερα «άντα». Αν κι εκεί
γίνεται κατάχρηση, γιατί υπάρχουν άτομα που έχουν κάνει τόσα λίφτινγκ που από το
απαρνιούναι εντελώς την ίδια τους τη φάτσα και να την αλλάζουν και να γίνονται
αγνώριστοι.
Να, για παράδειγμα μια γνωστή μου.
— Βασιλάκη... Βασιλάκη...
75
— Βασιλάκη... Βασιλάκη...
Γυρίζω πάλι και βλέπω μια άγνωστη γυναίκα να μου χαμογελά εγκάρδια και να μου
Ποια είναι αυτή η άγνωστη που με φωνάζει και μάλιστα με τόση οικειότητα!
Τα έχασα...
Άρχισα να πιστεύω ότι πρόκειται για σύμπτωση και ότι με περνάει για κάποιον άλλον
Βασιλάκη/Ημουν σχεδόν βέβαιος περί αυτού, αλλά κράτησα τις επιφυλάξεις μου μην
— Για να 'μαι ειλικρινής κάπου σας θυμάμαι... Κάτι μου λέει η φυσιογνωμία σας,
— Η Μπραχαλοπούλου!
76
— Ξέρετε, κυρία μου εγώ τυχαίνει να με λένε Βασιλάκη και να γνωρίζω μια Ουρανία
Μπραχαλοπούλου η οποία είναι και κουμπάρα μου αλλά είναι βέβαιο ότι
— Αποκλείεται, κυρία μου, γιατί την κουμπάρα μου δυο μήνες μόνον έχω να τη δω
— Κυρία μου, την κουμπάρα μου την Ουρανία, που σας λέω, τη γνωρίζω πολύ καλά
τη γυναίκα. Είναι και τέλος πάντων, κάτι χρόνια μεγαλύτερη σας... Έχει τις
— Εγώ είμαι, ρε Βασιλάκη... Αλλά να, είπα να κάνω ένα λίφτινγκ... Μα τόσο πολύ
άλλαξα!
Αποκλείεται...
— Τώρα που είχα πάει έξω, Βασιλάκη μου, έκανα... δηλαδή... η αλήθεια είναι ότι
— Και τα μάτια; Τα μάτια της ήταν καστανά... Ενώ εσύ έχεις πράσινα μάτια!
— Σπουδαίο πράμα, ρε Βασιλάκη. Απλώς έχω βάλει κάτι ειδικούς φακούς επαφής
περισσότερο;
77
— Ποια χαρακτηριστικά;
— Ε, καλά... Χαράς το πράμα... Έκανα μια πλαστικούλα εκεί πέρα και να 'μαι με την
— Ε, Βασιλάκη μου, σήμερα τα πάντα γίνονται! Δεν το ξέρεις ότι υπάρχουνε ειδικοί
Βασιλάκη μου!
κουμπάρα μου.
Και τι δεν είχε κάνει! Και τι δεν είχε αλλάξει επάνω της.
— Μωρέ Ουρανία...
— Τι;
— Εσύ ξαναμπήκες στην κοιλιά της μάνας σου και ξαναβγήκες καινούργια!
Στο λαιμό σιδέρωμα, στο σαγόνι μετατόπιση, στη μύτη πλαστική, στα μάτια αλλαγή
Τελικά, όντως, ήταν η Ουρανία, η κουμπάρα μου, που έχω να τη δω πριν δυο μήνες.
78
Για να την πιστέψω, μάλιστα, μου 'δειξε και την ταυτότητα της.
79
πολλά. Πάρα πολλά. Ίσως τόσα χρόνια, όσα ακριβώς χρειάζονται, για να γίνει κανείς
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, γονάτιζα πάνω στο κρεβάτι
μου, ένωνα τις παλάμες μου, τις έφερνα κάτω απ' το σαγόνι μου κι απαριθμούσα στον
— Θεούλη μου, σε παρακαλώ να έχεις καλά τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τη μικρή
μου, χαμογελούσα, έπαιρνα ένα ύφος πιο παρακλητικό, αλλά και ναζιάρικο μαζί, για
να γίνομαι πιο συμπαθής στις Ανώτερες Δυνάμεις και ζητούσα κάποιο ηλεκτρονικό
τρενάκι, κάποιο κουρδιστό αυτοκινητάκι ή ακόμα, με την ελπίδα να βρω το Θεό στα
κάνε τον μπαμπά μου να μου αγοράσει μια στολή καουμπόυ ή έστω κάνε το θείο
μου ή τη νονά μου να μου πάρει κείνη τη «μονόπολη», που από πέρυσι σου τη
ζητάω.
Και χαμογελούσα ακόμα πιο πολύ και σούφρωνα τα χείλη δήθεν με παράπονο, για
να καλοπιάσω το Μεγαλο-δύναμο.
Εκείνος όμως φαίνεται πως είχε τόσες άλλες θείες σκοτούρες, ώστε δεν προλάβαινε
Γι' αυτό και ‘γω μετά είχα εφεύρει την εξής πονηριά: Το ένα βράδυ προσευχόμουν
στο Θεό και ζητούσα ποδήλατο. Το άλλο βράδυ προσευχόμουν στο Χριστούλη και
80
Κι έτσι, ό,τι έπιανε. Πολλαπλασίαζα τις ελπίδες μου, ώσπου τελικά τα αποκτούσα
όλα και άρχιζα μετά να ζητάω άλλα κι άλλα κι άλλα... σε σημείο που οι Ανώτερες Δυ-
νάμεις εξαντλούσαν την υπομονή τους μ' όλη αυτή την απληστία μου και πρόσταζαν
Και το ίδιο βράδυ έλεγα στην προσευχή μου διάφορα αστεία απ' το σχολείο μου, για
Στις προσευχές μου, ποτέ δεν παρέλειπα να «μπαλώνω» και κάποιες αμαρτίες που
έκανα, επικαλούμενος δικαιολογίες που πολλές φορές τις κατασκεύαζα από το με-
εγώ. Ο σατανάς έβαλε το Βασιλάκη να πει στον Αντωνάκη να μου δώσει εμένα το
Μιχαλάκη.
Αλλά και για τις ζημιές που έκανα, πάντα έβαζα και το Θεούλη στο κόλπο...
— Καλέ μου Θεούλη, φύλαγε τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τη μικρή μας την
μπεμπούλα και συγχωρά με για πρώτη και τελευταία φορά για το τζάμι του κυρ-
Αργύρη. Εγώ έπαιζα με το πεταχτήρι και μόνη της τινάχτηκε η πέτρα κι έσπασε το
τζάμι. Βοήθησε, Θεούλη μου, τον κυρ-Αργύρη, που είναι γεράκος να αποκτήσει
ένα καινούριο τζάμι, για να μην κρυώνει το χειμώνα και να μη μάθει ότι εγώ
έκανα τη ζημιά!...
81
Σε κάτι τέτοια όμως ο Ύψιστος δε μου τη χάριζε πάντα. Την άλλη μέρα έστελνε τον,
κυρ-Αργύρη στον πατέρα μου, που πλήρωνε το τζάμι κι ύστερα μούριχνε το ξύλο της
χρονιάς μου.
* * *
πολλά. Πάρα πολλά. Ίσως τόσα χρόνια, όσα ακριβώς με χωρίζουν απ' τη μικρή μου τη
φίλη τη Λιλίκα, που προ ημερών έστησα αυτί και κρυφάκουσα όλα όσα είπε στην
— Θεούλη μου, να μούχεις πάντα καλά τον θείο μου, το* Βρασίδα, που τον αγαπώ
τόσο πολύ.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια τρομερή σιγουριά και βεβαιότητα. Λες κι ο
επάνω μου.
— Θεούλη μου, κάνε το θείο μου, το Βρασίδα, να μου αγοράσει κείνη την κουκλίτσα,
Ε, καλά, μετά, μάλιστα, κι απ' το προηγούμενο, που προσευχήθηκε για την υγεία
Την άλλη μέρα, πρώτη μου δουλειά ήταν ν' αγοράσω την κούκλα της Λιλίκας.
Και το μεσημέρι...
— Λιλίκα μου, χθες το βράδυ είδα ένα περίεργο και πολύ όμορφο όνειρο. Ένας
ωραίος κάτασπρος άγγελος ήρθε και μου είπε να σου πάρω αυτή την κουκλίτσα.
82
Ένιωσα μια απέραντη χαρά, που απ' τη μια ικανοποιούσα την επιθυμία του παιδιού
κι απ' την άλλη συντελούσα σε κάτι πολύ σημαντικό: Τόνωνα την εμπιστοσύνη της
Αλλά είναι πραγματική ευτυχία να φιλοξενούμαι στο σπίτι της Λιλίκας και μάλιστα
στο διπλανό δωμάτιο. Κι απ' την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της να φτάνει η γλυκιά
Δεν ξέρω, ίσως είναι αμαρτία, αλλά το ίδιο βράδυ ξαναέστησα αυτί και
κρυφάκουσα. Αν κι ευτυχώς δηλαδή, η Λιλίκα προσεύχεται τόσο δυνατά που και πάλι
Βρασίδα καλά. Κάνε να πηγαίνουν οι δουλειές του υπέροχα και όλα να του τα
φέρνεις δεξιά, για να είναι πάντα ευτυχισμένος και να μπορέσει να μου αγοράσει
κι εκείνες τις κόκκινες μπότες που είδα με τη μαμά στη βιτρίνα του «Μπέιμπι
σοπ» στην οδό Μητροπόλεως 287, ακριβώς δίπλα απ' το πολυκατάστημα «Έβρυ
μπόντυ»...
Στο άκουσμα αυτών των νέων παρακλήσεων του αγνού παιδιού μού σκιστήκανε τα
μέσα μου.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί δεν είχε ανοίξει ακόμα ο καταστηματάρχης κι εγώ έκοβα
βόλτες απέξω.
εγώ.
Κι όσες μέρες φιλοξενήθηκα στο σπίτι της, κάθε βράδυ άκουγα τις παρακλήσεις της
83
Μια τσάντα, η κούκλα που μιλάει, η κούκλα που γελάει, η κούκλα που ξύνεται, η
κούκλα που ανακλαδίζεται, ό,τι ήθελε το παιδί, ό,τι ήθελε το αγνό αυτό αγγελουδάκι.
Με τα πολλά, ένα μεσημέρι που η Λιλίκα έπαιζε στον κήπο, μου λέει ο πατέρας της
και η μητέρα της ό,τι έχει γίνει σκάνδαλο πια και την κακομαθαίνω τη μικρή με το να
— Σ' έχει βρει λίγο μπόσικο και σου ζητάει ό,τι της κατέβει στο κεφάλι, μου λέει ο
πατέρας της.
— Απορώ με το θράσος της να σου ζητάει κάθε μέρα και άλλο πράγμα, μου λέει η
μητέρα της.
— Α! Όλα κι όλα ως εδώ και μη παρέκει. Την κατηγορείτε πολύ άδικα! Η Λιλίκα δε
μου ζήτησε ποτέ και τίποτα. Μόνος μου της τα παίρνω.
— Απολύτως!
— Συμβαίνει κάτι πανέμορφο... Κάτι συγκλονιστικό. Που δεν το χωράει ο νους σας,
τους είπα.
— Το κόλπο με την προσευχή... Άσε μη μας πεις τίποτα! Την έχουμε πατήσει με τον
— Το κόλπο... Όπως τ' ακούς! Πρόκειται για μια καλοστημένη θεατρική παράσταση.
84
— Ώστε λοιπόν...
κι ο Πανάγαθος απέσυρε ξαφνικά το χέρι του, που είχε απλώσει προστατευτικά επάνω
μου.
Από τον κήπο ερχόντουσαν οι χαρούμενες φωνούλες της Λιλίκας που έπαιζε
— Καλό χειμώνα!
Κάποιες κρυόπλαστες ευχές δίνουν και παίρνουν. Και στη συνέχεια ατέλειωτη
Η ερώτηση βουίζει στ' αυτιά μου, με το που μπαίνω στο γραφείο μου.
Ευτυχώς, δηλαδή, που διέκοψα την άδεια μου και έτσι ξεκουράστηκα λιγάκι ο
άνθρωπος. Γιατί οι διακοπές -εγώ το λέω και το υπογράφω κι ας με πείτε παράλογο και
ιδιότροπο- για μερικούς βγαίνουν διακοπές και για τους πιο πολλούς δεν είναι τίποτα
* * *
Τι διακοπές ήταν κι αυτές που έκανα φέτος! Αν αυτές, δηλαδή, λέγονται διακοπές,
Βέβαια, δε φταίει άλλος! Το ξερό μου το κεφάλι φταίει που άκουσα κείνον το μην
πω, τον Αντωνάκη, που 'χουμε στο γραφείο. Τον άκουσα και καλά τα 'παθα.
— Να πάρουμε τις γυναίκες μας και να πάμε στα νησιά με το σκάφος μου!
— Έλα, καημένε, σπουδαία τα λάχανα! Του πεθερού μου, ήτανε το σκάφος και μου
μεγαλοεφοπλιστή.
σκάφος, από το Πάσχα είχε που μ' έψηνε, ε, μέχρι το καλοκαίρι πια με είχε πείσει.
Και πήραμε τις άδειες μας, λοιπόν, μαζί και νάμαστε έτοιμοι για τη μεγάλη μας
Α, ρε Αντωνάκη! Πανάθεμά σε θα στο φυλάω για όλη μου τη ζωή το χουνέρι, που
Καθώς πηγαίναμε, λοιπόν, την πρώτη μέρα για να επιβιβαστούμε στο σκάφος...
— Τιτανικός.
— Συνωνυμία απλώς!
— Α! είπα κι εγώ!...
— Δηλαδή;
— Λέω, μπορείς και το οδηγείς μόνος σου ολόκληρο σκάφος.
87
Αριστέα, η γυναίκα του, έτριβα τα χέρια μου εγώ για την ευκαιριάρα να πάει η
— Και μ' αυτό θα πάμε κρουαζιέρα; Ούτε για γρι-γρι δεν κάνει...
— Πού ξέρεις εσύ, καημένε, από πλοία! είπε ο Αντωνάκης και ατένισε τον
Άντε, λοιπόν, καλές διακοπές, καλή κρουαζιέρα, ο Άγιος Νικόλαος, βοήθεια μας,
κάναμε το σταυρό μας και «βίρα τις άγκυρες», τι άγκυρες, δηλαδή, μια αγκυρούλα σαν
αγκίστρι σε πετονιά ήτανε, «φουλ οι μηχανές» -χαρά στις μηχανές- ένα εργαλείο που
Λάδι ήταν η θάλασσα στο λιμάνι, όταν ξεκινήσαμε, πού να μου πάει το μυαλό για το
ψάρια και μας μούτζωνε ο Ποσειδώνας, αγανακτισμένος με το θράσος μας, που μπή-
καμε στο απέραντο υγρό βασίλειο του καβάλα σ' αυτήν την παρωδία σκάφους.
Ο Αντωνάκης πέταγε στα σύννεφα. Νόμιζε τον εαυτό του για ένα νέο Κουστώ, που
Και δώστου γκρ... γκρ, γκρ, αγκομαχούσε ο καημε-νούλης ο «Τιτανικός» και «Πρόσω
ολοταχώς» μέχρι που χάθηκε η στεριά από τα μάτια μας και τότε άρχισα να σκέφτομαι
το πόσο παράτολμα είχα φερθεί. Ημερολόγιο Καταστρώματος:
88
Τις πρώτες τρεις ώρες κάθομαι σκυφτός στην πρύμνη και σκέφτομαι πόσο γελοίος
είμαι, που έσπευσα να αγοράσω άσπρα ρούχα και ναυτικό καπέλο, για να φαντάζω στο
κότερο που δεν ήταν κότερο, αλλά ένας εξογκωμένος κουβάς με προπέλα.
Η Παναγία ας βάλει το χεράκι της, τουλάχιστον, μη μας φάνε τα ψάρια! Μ' αυτόν το
σκυλοπνίχτη!
Ανοιχτήκαμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο και γκρ... γκρ... γκρ... «πρόσω ολοταχώς»,
Πρώτο βράδυ.
Κοιμάμαι έχοντας από πάνω μου τα 110 κιλά της αγαπητής συζύγου μου, της
Ευριδίκης, με το θόρυβο της μηχανής λες και μαρσάρει καμικάζι στ' αυτί μου και το
Η καμπίνα είναι μια τρύπα με δυο καθίσματα της κακιάς ώρας, που μόλις χωράμε
Βλέπω στον ύπνο μου έναν φοβερό εφιάλτη. Ότι αγόρασα ένα γάιδαρο και με
πράματα.
— Παναγιά μου, θα πέσαμε σε τυφώνα, λέω και τινάζομαι όρθιος. Και τελικά ήταν
Και μέχρις εδώ όλα κακά στραβά κι ανάποδα, αλλά τουλάχιστον ακίνδυνα.
Η μόνη στεριά που βλέπαμε πια ήταν τ' αστέρια.
89
Πετάγομαι, τρέχω.
— Τι είναι, μωρέ;
— Χάλασε η πυξίδα!
— Θέλω...
— Όχι, δεν έχουμε. Το σκάφος είναι παλαιό μοντέλο και τότε δε βάζανε...
— Ε, κι εγώ τι θες να σου κάνω; Πάρε το καπέλο του Αντωνάκη που το παίζει
Εγώ κράταγα την Ευρυδίκη που είχε βγει η μισή εκτός σκάφους και... εντάξει. Αλλά
αν αυτό γινόταν κάθε φορά, θα μου πέφτανε τα νεφρά, γιατί πού να κρατάς ολόκληρη
Μέσα στην όλη ταραχή μου έχω και τον Αντωνάκη, που μου δείχνει τον ουρανό και
μου λέει:
— Η μεγάλη άρκτος ποια είναι;
90
— Προσπαθώ να προσανατολιστώ.
— Αμάν. Και με τ' άστρα σαν τις τριήρεις του Αρταξέρξη, μωρέ;
— Και τι να κάνω;
Αχ, Αντωνάκη, που μου γλίτωσες και δε σ' έπνιξα, ένας Θεός ξέρει.
Και γκρ... γκρ... γκρ... ο «Τιτανικός» του Αντωνάκη, για να μην τα πολυλογώ, με το
πρώτο κυματάκι αρχίζει ένα ταρακούνημα, που μας κόλλησε η καρδιά στην πλάτη, τις
γυναίκες τις έπιασε ναυτία, στιγμές πανικού, υστερίας, ένας καρχαρίας μάς έλειπε, να
μας χλαπακιάσει εκεί πέρα να σταματήσουνε τα βάσανα μας. Αλλά πού τέτοια τύχη!
Και γκρ... γκρ... γκρ... ξαφνικά ακούγεται ένα γκουπ και γινόμαστε όλοι ένα κουβάρι.
Βρέθηκα να πατάω την κοιλιά της Αριστέας, η Ευρυδίκη να κάθεται πάνω στο κεφάλι
— Κάνε και λίγο κράτη, ρε Ευρυδίκη. Τάξε και καμιά λαμπάδα, γιατί έτσι και βγούμε
από δω μέσα θα πουλήσουμε το σπίτι μας και πάλι δε θα μας φτάσει, για να
εκπληρώσεις τα τάματα!
91
Ανάψαμε ένα κλεφτοφάναρο και κράτα ο ένας από δω, βάστα ο άλλος από κει, μας
λυπήθηκε κι η Μεγαλόχαρη κι η μηχανή ύστερα από τρεις ώρες πάλεμα έκανε κάτι
— Πάμε πίσω, γυρίζουμε... είπα στον Αντωνάκη που με κοίταξε σαν βρεγμένη γάτα.
— Μπάζει νερά!
στεναχωρούσα πού και πού στη διάρκεια του έγγαμου βίου μας, κι αρχίσαμε να
— Αριστέα, τις φωτοβολίδες που σου έδωσα να κρατάς όταν ξεκινήσαμε, πού τις
έβαλες;
Η Αριστέα σπάραξε.
Κι εμείς εκεί... «Σώσον, κύριε, τον λαόν σου». Κι όλο έμπαζε νερά το κονσερβοκούτι.
Κι είπε ο Αντωνάκης:
— Ποιο περιττό βάρος, ρε Αντωνάκη; Εδώ πάνω είμαστε εμείς κι εμείς. Εκτός κι αν
92
Τσίριξε η Αριστέα.
— Να ρίξουμε την Ευρυδίκη, είπε ο Αντωνάκης. Γιατί αυτή είναι η πιο χοντρή.
— Και γιατί δεν πέφτεις εσύ, που είσαι βαρυκόκαλος; Αρπαχτήκαμε όλοι μεταξύ μας
κι ο ένας έσπρωχνε τον άλλον να τον ρίξει στη θάλασσα. Σκηνές απερίγραπτα
— Ξύπνα, ξύπνα! ακούω τη φωνή της Ευρυδίκης. Τινάχτηκα και είδα ότι είχα τυλιχτεί
με το σεντόνι.
Έκανα μερικά λεπτά να συνέλθω. Ώστε όλα αυτά, λοιπόν, ήταν ένας τρομερός εφιάλ-
της;
— Εξίμισι. Έλα... σύνελθε... Κάποιο κακό όνειρο ήτανε. Σε λίγο θάρθει κι ο Αντώνης
— Για τι πράγμα;
— Ξεχνάς; από σήμερα αρχίζει η άδεια σου και πάμε κρουαζιέρα με το σκάφος του
— Ορίστε; Μωρέ εγώ δεν πάω πουθενά! Δεν το κουνάω χιλιοστό απ' το σπιτάκι μου.
Ούτε βήμα!
93
τους, μερικοί την μπαμπακάτη αγκάλη του Μορφέα κι άλλοι κάποιες ξελογιασμένες
στιγμές της νύχτας, απ' αυτές που προσφέρει εν αφθονία το μεταμεσονύχτιο κλεινόν
άστυ και στις οποίες, κατά κοινή ομολογία, οι δημοσιογράφοι, δείχνουν μεγίστη ροπή.
Τα μέχρι πριν λίγες στιγμές πολύβουα γραφεία της εφημερίδας «Ο Ειλικρινής λόγος»
άρχισαν ν' αδειάζουν και μια παράξενη, μυστήρια ησυχία απλωνόταν απ' άκρη σ' άκρη.
Λίγη μόλις ώρα νωρίτερα, τα γραφεία των συντακτών ήταν ένα απερίγραπτο
φρενοκομείο, όπου μέσα σ' όλη τη φωνή και την αντάρα οργίαζαν τα τηλέφωνα, οι
τρέχανε έξαλλοι πέρα-δώθε, φωνές, βιασύνη, κακό, μια εικόνα που όποιος μη
εφημερηδίσιος την έβλεπε, θα νόμιζε ότι σ' όλο αυτό το θεότρελο μελίσσι συμβαίνει
κάτι το απερίγραπτα ασυνήθιστο και συγκλονιστικό. Και όμως είναι η πιο καθημερινή
ρουτινιάρικη και συνηθισμένη εικόνα για τους δημοσιογράφους. Η μαγική ζωή της
εφημερίδας.
Μια απέραντη ησυχία είχε πια απλωθεί. Εκεί που πριν λίγη ώρα δε θα άκουγα
Στ' αυτιά μου ένιωθα ακόμα και κάτι απ' όλο εκείνο το βουητό.
94
Καθόμουν στο γραφείο μου, είχα στερεώσει το κεφάλι μου στα δυο μου χέρια, όπως
συνηθίζω πάντα, όταν θέλω να συγκεντρωθώ, για να γράψω κάτι πολύ σοβαρό. Το
Κάποια στιγμή σαν να ξύπνησα από βαθύ λήθαργο, γύρισα το κεφάλι μου πέρα-
δώθε κι αναζήτησα τους άλλους συναδέλφους μου, τη φασαρία, τον πανζουρλισμό των
γραφείων.
Απ' το υπόγειο του παμπάλαιου κτιρίου έφθανε μια μονάχα πνοούλα απ' το
φύλλο.
Εγώ την είχα πάρει πλέον την απόφαση μου και τίποτα δε θα με σταματούσε.
Άναψα τσιγάρο.
Σίγουρα ο πόνος που ένιωθα στο κεφάλι οφειλόταν σε πονοκέφαλο και ο πόνος του
στομαχιού σε στομαχόπονο.
Έριξα μια εξερευνητική ματιά γύρω μου σαν να έβλεπα το χώρο ή για πρώτη ή για
τελευταία φορά.
95
Ναι, ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι σκέτη τρέλα, αλλά θα το κάνω. Τίποτα δε θα μ'
Μόνο η στάχτη απ' το τσιγάρο, κρεμόταν απ' τα χείλη μου. Κι εγώ εκεί. Έγραφα μ'
όλη μου τη δύναμη, γρήγορα, γρήγορα, λες και κυνηγούσα απεγνωσμένα κάποια
Νιώθω απέραντη αηδία. Κι αηδία. Κι άλλη αηδία. Τίποτα άλλο δε νιώθω αυτή τη
Νιώθω απέραντη χαρά. Και χαρά. Κι άλλη χαρά. Τίποτ' άλλο δε νιώθω αυτή τη στιγμή
Γιατί τόσα και τόσα χρόνια κλεισμένος σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους είναι η
πρώτη φορά που γράφω αυτό που αισθάνομαι. Γράφω την αλήθεια!
Σταματάω.
Παρατηρώ ότι τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά, αλλά προτιμώ να κάνω ότι δεν το είδα,
Πατάω τα πλήκτρα αργά αλλά με πολύ δύναμη, τόση που τρυπάει το χαρτί.
96
«Μετά τιμής Χαρίδημος Φαλτσαδέας» Αυτό είναι λοιπόν! Ιδού η λύτρωση μου.
Μού ‘ρχεται ν' αρχίσω να γελάω και να χορεύω μαζί. Θέλω να μπήξω τις φωνές και
να κλάψω. Μού ‘ρχεται, θέλω να τα κάνω όλα μαζί. Κοιτάω το ρολόι μου. Τέσσερις και
δέκα.
Αισθάνομαι κάποια ταραχή, αλλά κάνω ότι δεν την αντιλήφθηκα, για να μην
τρομάξω.
Τα βήματα στο διάδρομο ακούγονται όλο και πιο κοντά μου. Πλησιάζουν. Τακ, τακ,
τακ...
Αισθάνομαι μια ανακούφιση, χωρίς να ξέρω γιατί πριν είχα τρομάξει και γιατί στη
— Καλημέρα σας, κύριε, μου λέει ξαφνιασμένη και με καλοπροσέχει σαν κάτι
αξιοπερίεργο.
Αυτή η γυναίκα, είναι σίγουρα ό,τι χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Κάποιος άγγελος μού
την έστειλε.
— Κυρία...
— Ορίστε;
97
— Κυρία μου...
Της παίρνω τον κουβά, την καθίζω στο γραφείο μου και βηματίζω εμπρός της.
— Ακούστε, κυρία μου... Είστε ο μόνος άνθρωπος, που υπάρχει αυτή τη στιγμή, για
— Μα εγώ η καημένη...
— Μη με διακόπτετε, κυρία μου... Δώστε προσοχή σ' ό,τι ακούσετε. Από τη γνώμη
Η ξερακιανή και μάλλον φρικαλέα φιγούρα της με τρομάζει, αλλά κάνω πως δεν το
— Επιτρέπεται ν' ακούσω κι εγώ; μου λέει η δεύτερη καθαρίστρια, που κάθε άλλο
Αντίθετα από την άλλη που δείχνει καλοσυνάτο κι ανοιχτόκαρδο, γεμάτο φιλότιμο
άνθρωπο, αυτή φαίνεται γεμάτη κακία. Τα μικρά πονηρά μάτια της, τα ανύπαρκτα
98
Αφήνει τον κουβά της παράμερα και κάθεται σ' ένα γραφείο.
της γυναίκας και να έρθω στο θέμα μου που επείγει, που με πνίγει...
Εξάλλου, εγώ σ' αυτή που συμπάθησα θα διαβάσω το κείμενο μου. Την άλλη μπορώ
Έκοψα δυο βόλτες μπροστά τους. Έφερα το χειρόγραφο μπροστά στα μάτια μου.
— Δεν πρόκειται για άρθρο, κυρίες μου.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο που, αν έλεγαν φωναχτά μπροστά μου
«πέσαμε σε τρελό», δε θα ήταν τόσο φανερά ξεκάθαρη η εντύπωση τους για μένα, όσο
ήταν μ' αυτή τη ματιά που αντάλλαξαν. — Λοιπόν, κυρίες μου, αρχίζω... Άρχισα.
αξιοπρέπειας και μόνον αναγκάζομαι να σας υποβάλω την παραίτηση μου. (Βλέπε, τα
βροντάω και φεύγω). Επειδή πιστεύω ότι... «κάλλιο αργά παρά ποτέ», αποφάσισα μετά
γιατί κατά τη μακρόχρονη θητεία μου στην εφημερίδα σας κατάλαβα ότι ο καλύτερος
ποτέ.
μόνη αλήθεια που γράψαμε τα τελευταία εικοσιένα χρόνια, που είμαι θεράπων (βλέπε
θύμα) της δημοσιογραφίας και της τσέπης σας, είναι η στήλη με τα διημερεύοντα
99
(Βλέπε χολέρα). Εν ολίγοις, είμεθα ξεφτίλες, κύριε διευθυντά, και απορώ ο κοσμάκης
που διαβάζει τη φυλλάδα σας καθημερινά, πώς δεν έδραξε τα σκουπόξυλα και να μας
όμως νικήθηκα, κύριε διευθυντά, γι' αυτό κι είναι η πρώτη φορά που νιώθω νικητής.
Ελπίζω κάποτε να εκλείψουν άτομα σαν κι σας, (βλέπε μούτρα σου στον καθρέφτη),
Κύριε διευθυντά, (βλέπε τα χάλια σου) πόσες και πόσες φορές δεν καλύψαμε
απάτες, νοθείες, κλεψιές, εγκλήματα (βλέπε και φρίττε) και πόσες φορές δεν
επιβάλαμε σαν δημόσια πρόσωπα και ύστερα μας έκαναν το δημόσιο βίο αβίωτο;
Επειδή δεν αντέχω να συμμετέχω άλλο σ' αυτή τη στημένη συμπαιγνία, γι' αυτό
παίρνω το θάρρος σαν άντρας (βλέπε άντρας) και ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ!!! (Βλέπε φεύγω, ρε
μούτρο)».
Αυτά!
— Λοιπόν, πώς το βρίσκετε, κυρίες μου, αυτό που σας διάβασα; Δεν είναι
Οι δύο γριές καθαρίστριες με τις σιέλ ρόμπες σηκώθηκαν, πήραν τους κουβάδες
100
πούχω εδώ μέσα, κάθε βράδυ το ίδιο τροπάρι. Δεν απόκαμες πια;
Άκουγα απ' το διάδρομο τα βήματα τους, που απομακρύνονταν και τα γέλια τους,
Ατέλειωτες «οι νύχτες του τρελού», όπως ακούω να κοροϊδεύουν οι συνάδελφοι και
101
Περί μενού...
Έχω την ευτυχία ν' ανήκω στους δυστυχισμένους εκείνους ανθρώπους που λέγονται
κοσμικοί.
Και για να δώσουμε τον ακριβή ορισμό: κοσμικοί ονομάζονται οι άνθρωποι που
Ένα απ' τα κοσμικά μέρη, όπου συχνάζουν κοσμικοί άνθρωποι είναι και τα κοσμικά
ρεστωράν.
Έχω τη δυστυχία ν' ανήκω στους ευτυχείς εκείνους ανθρώπους, που συχνάζουν σε
κοσμικά ρεστωράν.
Και για να σας κατατοπίσω πλήρως: Ένα κοσμικό ρεστωράν ξεχωρίζει από
οποιοδήποτε κοινό ρεστωράν από την εξής σημαντικότατη διαφορά: Ενώ το ένα είναι
Κι έχω την ευτυχία ν' ανήκω σ' εκείνους τους δυστυχείς, οι οποίοι νιώθουν ευτυχείς,
όταν δεν έχουν την ευτυχία να συνειδητοποιούν ότι είναι δυστυχείς να νιώθουν ευ-
τυχία, επειδή νομίζουν ότι ανήκουν στους ευτυχείς εκείνους ανθρώπους (που στην
λέγονται κοσμικοί.
Κάθομαι.
102
— Καλησπέρα σας.
— Καλησπέρα σας.
φωνάξω. Μου φεύγει η όρεξη. Έρχεται ο λογαριασμός. Φεύγουν ένα σωρό λεφτά.
Καημό τόχω να πάω μια φορά σ' ένα κοσμικό ρεστω-ράν και να φάω ο άνθρωπος
σαν άνθρωπος. Δηλαδή αυτό που ζητάει η όρεξη μου, βρε αδελφέ!
Ξενικές λέξεις, περίεργες ονομασίες που σου δίνουν την εντύπωση ότι διαβάζεις
βαφτίζουνε τα φαγητά με τις πιο θεοπάλαβες ονομασίες, που για να φας τελικά αυτό
Κάθομαι.
— Καλησπέρα σας.
— Καλησπέρα σας.
103
λοιπά...
Τώρα τι κάνουμε, που «χέμπελ» σημαίνει μοχλός; Ρίχνω μια ματιά γύρω μου, μήπως
Μούρχεται να ρωτήσω:
— Ρε παιδιά, εδώ μέσα εκτός από τρακτέρ τρώνε και τίποτα άλλο;
ταχυτήτων!
104
— Τι στέκεστε και με κοιτάτε σαν χάνος, κύριε; Νομίζω ότι σας παράγγειλα...
— Μα τώρα σοβαρολογείτε;
— Έχει κάποιο πρόβλημα ο κύριος; με ρωτάει με κείνη την πλαστή ευγένεια των
μαιτρ.
Του εξηγώ ότι δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα κι αυτό ακριβώς είναι το
πρόβλημα μου.
— Δηλαδή;
— Δηλαδή, ακριβώς επειδή δεν είχα πρόβλημα δεν ήρθα εδώ για ρεκτιφιέ, αλλά για
να φάω!
— Δηλαδή;
σας;
— Μακαρονάδα είναι...
— Και γιατί δηλαδή δεν τη λέτε μακαρονάδα και σας κατέβηκε να τη λέτε «βίδες»
και μάλιστα στα γερμανικά; Για να πρέπει να πάω εγώ στο μαντείο των Δελφών,
για να μάθω;
— Εγώ τι φταίω όμως... που διαβάζω βίδες, μοχλούς, κυλίνδρους... Άμα, κύριε,
ήθελα τέτοια δεν ήταν ανάγκη να έλθω εδώ. Έτρωγα την εργαλειοθήκη του
Λοιπόν, αυτό το πράμα, το οποίο συμβαίνει και διεθνώς, δεν μπορώ να το χωνέψω
με τίποτα.
105
χαρτορίχτρες, σε μάγισσες, σε καφε-τζούδες και να ρωτάω τι σημαίνει τόνα και τ' άλλο.
— Και αβεντούρα;
— Και ντεφέν;
— Ξύλο να χτυπάμε!... Και για νάχουμε καλό ρώτημα, στο μενού, τι σημαίνει ο
μακαρίτης γαλλιστί;
— Αρνάκι αυγολέμονο.
— Και για πες μου, κυρα-μάγιοσά μου, γιατί το αρνάκι αυγολέμονο δεν το γράφουν
Ό,τι παλαβομάρα τού κατέβει στο κεφάλι του καθενός την κοτσάρει με μια μπούρδα
Γιατί τα ψώνια άμα βρεις τον τρόπο και τα εκμεταλ-λεύσαι, τύφλα να 'χουν όλα τα
αλά Μόντε Κάρλο, ονόματα ηθοποιών, μακαρονάδα Μέριλυν Μονρόε, ονόματα έργων
Τέχνης, μουστάρδα τζοκόντα, μαγιονέζα Μαργαρίτα Γκωτιέ και άντε να βρεις άκρη.
— Και τ' αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Άλλα θες, άλλα παραγγέλνεις, άλλα σε
106
— Τι θα πάρετε παρακαλώ;
— Μια μακαρονάδα.
— Τεραστία! Τα πρώτα έχουν και Φρανκ Σινάτρα από πάνω, ενώ τα δεύτερα τα
— Τώρα με φώτισες!
— Τι είπατε;
Δε φτάνει που σε σερβίρουνε μπούρδες φαγητά δήθεν για μεγάλες σπεσιαλιτέ, που
στολή... Σε σερβίρουν κι ένα σωρό ανοησίες που τις τρως θες δε θες- σαν ένα
καθωσπρέπει κοσμικό ψώνιο που είσαι.
Πάντα έσπαγα το κεφάλι μου γιατί οι σεφ, οι μαιτρ κι όλοι αυτοί τέλος πάντων δε
βρίσκουν ένα ενιαίο λεξιλόγιο, για να ξέρουμε και μεις, επιτέλους, τι τρώμε! Αλλά η
απορία μου αυτή μού λύθηκε οριζοντίως και καθέτως, όταν βρέθηκα στη Γερμανία και
πήγα σ' ένα ρεστωράν πολυτελείας, το οποίο είχε ένας Έλληνας, μετανάστης στην Τζερ-
μάνια από πολλά χρόνια... Διαβάζω λοιπόν, που λέτε, τον κατάλογο-μενού, και τι να
δω:
Φαγητά της ώρας: Δίας φιλέτο. Απόλλωνας στα κάρβουνα. Ερμής στη σούβλα και
107
Και επειδή ο συνέλλην είχε εξαντλήσει όλη τη μυθολογία και την αρχαία ιστορία στα
κάρβουνα και στη σούβλα είχε κι άλλα ελληνοπρεπή ονόματα, που μου κίνησαν την
περιέργεια.
— Καλά, ρε χριστιανέ μου, τους αρχαίους θεούς, τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα...
Ιερό κι όσιο δεν άφησες που να μην το κάνεις φαγητό. Αλλά τα άλλα τι τα ήθελες;
τηγάνι! Όσο το βοδινό το έλεγα ριντφλάις, δεν έκανα σεφτέ. Όταν το έβγαλα
Καγκάδι, για να τιμήσω και το χωριό μου, έγινε ανάρπαστο/
— Κι η Πετρομαγούλα τι είναι;
— Κι η Ζηνοβία;
— Και σένα πώς σου 'ρθε να τους λες τους μπακαλιάρους «Ζηνοβία».
— Κι ο Μητσάρας;
108
Αν βρεθείτε ποτέ στο καλύτερο ρεστωράν της Φραγκφούρτης που είναι Ελληνικό και
Παρθενώνα, και Δία, και Λυσία και όλο το αρχαίο μεγαλείο μας, που από ένδοξη
Ο Πολύδωρος δηλαδή είμαι εγώ. Κι από τότε που έγινα κολλητός με τον ιδιοκτήτη
του ρεστωράν, με τίμηοε κάνοντας με φρικασέ. Κι έτσι μένω στην Ιστορία. Το όνομα
μου είναι πλάι στον Κολοκοτρώνη κεμπάμπ και στο Λόρδο Βύρωνα στιφάδο.
109
Το τέτοιο
Αν σας πω την περιπέτεια που πέρασα πριν μερικές μέρες, θα γουρλώσετε τα μάτια
σας και θα μείνετε μ' ανοιχτό το στόμα. Σ' όποιον τη διηγήθηκα αυτή την ανεπανάληπτη
κόσμο μπορεί να συμβεί. Ίσως σ' έναν άνθρωπο κάθε εκατό ή και περισσότερα χρόνια.
Ήρθε, που λέτε, πριν μερικές μέρες στο σπίτι μου η τέτοια. Μόλις την είδα, ομολογώ
ότι τα χρειάστηκα.
— Να, περνούσα να πάω στο αυτό, εδώ πιο κάτω και είπα να 'ρθω να σε δω! είπε
Έλα, Παναγία μου. θέλει να πιστέψω ότι η επίσκεψη της ήταν εντελώς τυχαία; Τόσο
αφελή με περνάει;
τρεμούλα μου.
Ήξερα καλά ότι το τέτοιο την απασχολούσε πολύ περισσότερο απ' όσο έδειχνε.
— Δεν υπάρχει πια! μου είπε κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της.
— Όχι, δεν υπάρχει πια! Το πήρε ο... πώς τον λένε... Τι ήταν να μου το πει!
110
— Και τώρα τι θα γίνει χωρίς το τέτοιο; είπα. Και η αυτή που κατάλαβε την
αγανάκτηση μου, προσπάθησε να με καλμάρει με κείνα της τα γνωστά αυτά.
— Ποιο άλλο;
Για πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκα σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Αντιμέτωπος με
τη συμφορά.
— Λες;
Αν η άλλη πήγε σε κείνο το αυτό να πάρει τέτοιο κι ο πες τονε, ο απαυτός έχει
αυτώσει το άλλο με τα πώς τα λένε, για να μην καταλάβει τίποτα η τέτοια, τότε η θέση
Δίχως άλλο έπρεπε να πάρω μια γρήγορη απόφαση και να δώσω ένα τέλος σ' αυτή
111
Το θέμα ήθελε πλέον λεπτούς χειρισμούς, γιατί είχε διαρρεύσει. Το ήξερε ήδη η
άλλη, η τέτοια κι ο δικός της, που τους το είχε πει ο αυτός με τον αποτέτοιον. Για κανένα
λόγο όμως δεν έπρεπε να το μάθει ο πώς τον λένε... Αν, ο μη γένοιτο, το μάθαινε, δίχως
Φοβερό δίλημμα.
Όσο υπήρχε κι εκείνο το άλλο το αυτό, το τέτοιο δεν ήταν καθόλου μια εύκολη
υπόθεση.
— Λοιπόν; τη ρώτησα.
Έσπαγα το κεφάλι μου, αλλά ένα τέτοιο θαρρείς ότι αύτωνε το κεφάλι μου και δεν
— Το βρήκα!
112
— Τι και λοιπόν! Αν τα απ' εκείνα τα αυτώσουμε στους δύο άλλους τους τέτοιους με
Το πρόσωπο μου έλαμψε μονομιάς. Αυτό το σχέδιο ήταν τόσο σατανικό, αλλά και
τόσο απλό. Απορώ πώς δεν το είχα σκεφτεί. Φαντάζομαι ότι ούτε και σας θα πήγαινε
ποτέ σ' αυτό ο νους σας.
Με μία απαυτή παραπάνω, γλιτώναμε το τέτοιο και οι άλλοι δεν είχαν πλέον το πώς
το λένε, για να αυτώσουν την αποτέτοια τους με κείνα τα πες τα, δηλαδή τα άλλα τα
τέτοια, που είχαν πλέον ξεαυτωθεί απ' τον έτσι και τον δικό της.
Και τελικά, για να μην τα πολυλογώ, έτσι κι έγινε! Είναι πλέον περιττό να σας
περιγράψω τι επακολούθησε.
Αυτά...
(Σημ.: Η ιστορία που διαβάσατε είναι ένα απόσπασμα από την «Άννα Καρένινα»
113
Ο συνονόματος
Ο Κλεόβουλος βρίσκεται στην ηλικία εκείνη που οι γιατροί δεν απαγορεύουν μόνο
τις καταχρήσεις, αλλά, καλού-κακού, κι αυτές τις «χρήσεις» ακόμα. Όμως παρά τις ια-
τρικές συμβουλές που συνιστούν «βίο μετρημένο και συντηρητικό», παρά τις συζυγικές
εντολές που, εδώ και μια εικοσαετία απαγορεύουν ρητά πάσα στραβοτιμονιά, παρά τη
θεόπνευστη εντολή που κελεύει το «ου μοιχεύσεις», ο Κλεόβουλος τις προάλλες είχε
ξεμωραθεί εντελώς. Εδώ και έντεκα ακριβώς μέρες, έχει γίνει τρελός και θεοπάλαβος.
Το κακό άρχισε την προπερασμένη βδομάδα, όταν ένα μεσημεράκι που είχε κατέβει
απ' το γραφείο για να τσιμπήσει κάτι στο πόδι, ο Κλεόβουλος, φαίνεται ότι τσιμπήθηκε
— Πες μου, αν είναι τίποτα καλό να πεταχτώ να τσιμπήσω κι εγώ απ' το ίδιο.
περιφρονητικά.
Μετά την τελευταία αυτή δήλωση δεν του έδωσα σημασία, ενώ ο Κλεόβουλος
συνέχιζε πανηγυρίζοντας.
— Κυνήγι;
— Τι κυνήγι, μωρέ; Για μπεκάτσες τους πέρασες τους αγγέλους; Άγγελο, σου λέω
έφαγα!
114
Η όλη υπόθεση ήταν ότι εκεί που κάθισε να φάει ο Κλεόβουλος, ένα φλογερό θηλυκό
χαμόγελο απ' το διπλανό τραπέζι, του έκοψε κάθε όρεξη για τα εδέσματα του μενού
και του άνοιξε ορέξεις για κάτι άλλα... εδέσματα, μαγειρευμένα με χάρη και γούστο απ'
Κλεόβουλος είχε γίνει πουλί πετούμενο απ' τον έρωτα, παρά τα... -άστα δεν τα λέω-
χρονάκια του!
— Με τον άγγελο;
— Με την Κλεία.
— Ναι, Κλεία... Κλεία... Κλεία. Επαναλάμβανε τ' όνομα της κι άφηνε το απλανές του
Ήταν φανερό ότι ο έρωτας τού την είχε δώσει κατα-κούτελα. Το δείχνανε, εξάλλου,
λατήριο να το σηκώσει. Και τις περισσότερες φορές που ήταν κάποιος πελάτης, ο
Κλεόβουλος με συντριβή καρδίας, έδινε το ακουστικό σε μένα. Όταν καμιά φορά ήταν
το «μέγα φλερτ», η Κλεία, ο Κλεόβουλος καθόταν με τις ώρες κι έλεγε πράγματα που
κάθε άλλο παρά σοβαρό άνθρωπο ηλικίας... -άστη δεν τη λέω- θυμίζανε.
— Χαράλαμπε, αγαπώ.
— Σωστό και φρόνιμο είναι να τα πηγαίνεις καλά Κλεόβουλε μου με τους αγγέλους,
Του έλεγα και κάνα τσουχτερό λογάκι μπας και τον συνεφέρω, μα κείνος τόσο πιο
πολύ χειροτέρευε την κατάσταση του. Κατά βάθος, όμως, τον λυπόμουν. Μάλιστα,
όταν η γνωριμία τους έκλεισε μια βδομάδα και βλεπόντου-σαν πια τακτικά κι η
115
λεγόμενη είχε φάει του φουκαρά του Κλεόβουλου το καταπέτασμα, από δωράκια,
δώρα, δωρά-ρες κι άλλα τέτοια, δεν άντεξα άλλο και του το είπα καθαρά και ξάστερα.
— Γιατί;
Έτσι κάπως, κυλούσαν οι μέρες μέχρι που παρελθούσης και της δεκάτης, ο
Κλεόβουλος μού ανάγγειλε, μ' όση χαρά μπορεί να κατέχει έναν άνθρωπο ηλικίας... -
άστη δεν τη λέω- ότι είχε φτάσει, επιτέλους, η στιγμή, που ο Θεός του έρωτα βάζοντας
και τους δυο πάνω στη λουλουδοστο-λισμένη γόνδολα του, θα τους περιέφερε στα
— Απόψε το βράδυ με κάλεσε στο σπίτι της. Θα είμαστε, λέει, μόνοι, για ένα
«ντρινκ».
— Καιρός ήταν. Γιατί στο σπίτι, τουλάχιστον, είναι τσάμπα, ενώ στα κέντρα
— Τα λεφτά σκέφτεσαι; Δεν περνάει απ' το μυαλό σου Χαράλαμπε, το τι έχει να γίνει
σήμερα το βράδυ;
— Ασφαλώς και περνάει. Και γι' αυτό ανησυχώ πάρα πολύ για την καρδιά σου,
φουκαρά μου!...
116
* * *
Ποτέ δεν περίμενα να δω τον Κλεόβουλο, όπως τον εί δα την άλλη μέρα το πρωί. Το
πρόσωπο του έδειχνε ότι μκ θλίψη, μια απογοήτευση, είχε περάσει από πάνω του, σα>
οδοστρωτήρας του δήμου και τον είχε κυριολεκτικά συν τρίψει. Τώρα έδειχνε τρομερά
Ο Κλεόβουλος εξέτασε γύρω του, αν μας ακούει κα νείς, έσκυψε και με φωνή που
— Η Κλεία...
— Τι σου έκανε;
— Και τι ήταν;
— Εεεε;
— Ναι. Άντρας, φυσικά, μόνο στο ληξιαρχείο. Σ' όλα τ άλλα ήταν μια αρσενική Κλεία
— Καλά να πάθεις! Ήθελες μπερμπαντέματα με πιτσιρί κες στα... -ε, αυτή τη φορά
— Ποιο;
117
— Δηλαδή;
— Να, βρε παιδί μου. Πριν αλλάξει τις «πεποιθήσεις» της και γίνει Κλεία, λεγόταν
Κλεόβουλος!
118
— Ο κύριος αντιπρόεδρος έβγαλε κρυφά τα παπούτσια του κάτω απ' το τραπέζι των
Ο κύριος γενικός γραμματέας άπλωσε το χέρι του, πήρε από μια πιατέλα δυο
119
Ο κύριος γενικός γραμματέας κουνούσε το πόδι του νευρικά. Αν τράβαγε για πολύ
ακόμα αυτή η συνεδρίαση, θα έχανε ένα πολύ ενδιαφέρον απόγευμα σε κάποιο μπι-
στρό πολυτελείας, απ' εκείνα που αρχίζουν από «Τζε» ή «ντάμπλιγιου» ανάλογα και
τελειώνουν σε μια γκαρσονιέρα κατά Πατριάρχου Ιωακείμ μεριά, -την ευλογία του
νάχου-με.
συνολάκι. Και θυμήθηκε πόσο όμορφα διασκέδασε τα εκατόν οχτώ του κιλά το βράδυ
και ξεχασμένος ζωγράφισε στο βιβλίο των πρακτικών μια καρδούλα κι ένα βέλος.
120
πρόεδρος.
— Έχουν βούτυρο πολύ και καμπάρι γι' αυτό είναι πεντανόστιμες, παρατήρησε ο
— Φτιάχνουν κάτι μαρέγκες στην Ελβετία που πριν τις βάλεις στο στόμα σου, έχουν
— Εμένα η γυναίκα μου αγοράζει κάτι ωραίες από ένα εργαστήριο στο Χαλάνδρι.
— Κύριοι, συμφωνώ απόλυτα, αν και νομίζω ότι έχουν πολύ ζάχαρη! επιφυλάχτηκε
ο κ. αντιπρόεδρος.
— Νομίζω ότι η σαντιγύ τους είναι λίγο βαριά, είπε ο κ. γενικός γραμματέας.
— Κατά τη γνώμη μου και η ζάχαρη τους είναι κανονική. Συμπλήρωσε ο κ. πρόεδρος.
— θα έπρεπε να είχατε δοκιμάσει αυτές τις μαρέγκες πραλινέ, που έτρωγα εγώ στην
αντιπρόεδρος.
— Το τριμμένο φρούτο πάντως τις κάνει σκέτη τρέλα! Πανηγύρισε ο κύριος γενικός
γραμματέας.
— Το μεγαλύτερο ρόλο, κύριοι, τον παίζει η πραλίνα και ύστερα το αυγό που πρέπει
121
— Στην επόμενη συνεδρίαση θα δώσω εντολή να μας φέρουν απ' αυτές τις μαρέγκες
γενικός γραμματέας.
* * *
— Είναι τρομερόν! είπε φανερά εκνευρισμένη, γιατί τόση ώρα δεν είχε σταυρώσει
— Λέτε ν' αργήσουν για πολύ ακόμα; ρώτησε η κυρία προέδρου, καθώς
— Ελπίζω να μην το παρατραβήξουν, γιατί απόψε λέμε να πάμε ο' ένα σουαρέ
122
— Μα είναι άνω ποταμών αυτό που έγινε στο Ίδρυμα, με τα αλλοιωμένα φάρμακα!
είπε η κυρία γενικού γραμματέως και κόλλησε το επτά κούπα σε μια «τέταρτη»
— Κρίμα! Κρίμα να χαθούν τόσοι άνθρωποι, είπε η κυρία προέδρου τη στιγμή που
— Να είστε βέβαιες ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, οι άντρες μας διερευνούν σε
* * *
Απ' αυτά τα ευαγή μαγαζιά που περιθάλπουν ένα διοικητικό συμβούλιο με χοντρούς
σβέρκους και χρυσές καδένες και ξεπαστρεύουν κάτι ανήμπορα ανθρωπάκια, που είναι
Και ήτανε και κάτι προμήθειες φαρμάκων. Απ' αυτά τα φάρμακα που τελειώνουν σε
Και ήτανε και κάτι παράδες. Κι επειδή όπου βρομιά και κουνουπόμυγο, έτσι όπου
παράδες και σαΐνια, είπανε τα σαΐνια, κάτι παρτίδες χαλασμένα «εξ» και «ιξ» που δεν
κάνανε τώρα πια ούτε για ζιζανιοκτόνα, δεν τα πετάμε στο «ευαγές» να φάμε και μεις,
να φάει και το «δουσού» και νάχει να τρατάρει μπριγιάν και τέτοια, στα συνολάκια Υβ
Σελωράν, για άλλα πέντε τέρμενα; Κι έγινε η δουλειά, φάγανε τα σαΐνια, λαδωθήκανε
κάτι τροφίμους που τους καταγγέλθηκε η σύμβαση από τον Άγιο Πέτρο κι έγιναν
* * *
123
— Μάλλον τα αυγά...
124
Χάρηκα που είσαι καλά... Εγώ τραβιέμαι ακόμα με κείνο τον κολικό και τον
προστάτη. Τα άλλα τα νέα μου είναι όπως τα ξέρεις. Τσατίστηκα, μωρέ, που έμαθα ότι
κείνος ο Καραμπάχαλος μάς πήρε το πρώτο βραβείο μέσα από τα χέρια. Είχε μεγάλο
βραβείο, για να ρεκλαμάρου-με τα βιβλία μπας και κονομήσουμε κάνα φράγκο, γιατί
Βαγγέλη μου, είσαι συγγραφέας κι από εμπόριο έχεις μεσάνυχτα και γι' αυτό δεν
θέλει ρεκλάμα, Βαγγέλη μου. Δεν πα να 'ναι καλή και χρυσή δουλειά, για να το πάρει ο
Στο 'χω πει και στο ξαναλέω. Ο κοσμάκης δεν ξέρει τι θέλει. Ό,τι τον σερβίρουμε
εμείς, τρώει.
Άκου και μένα, ρε Βαγγέλη. Έχω εκδώσει βιβλία και βιβλία και την κατέχω την αγορά.
Τέλος πάντων. Ας έρθουμε στα κείμενα του τελευταίου βιβλίου, που μου έστειλες.
Έχω όμως και τις αντιρρησούλες μου και θα στις πω φιλικά και χωρίς παρεξηγήσεις.
Πρώτο: Το ύφος, ρε Βαγγέλη! Το ύφος σου είναι πολύ λογοτεχνικό. Ο κοσμάκης δεν
Αμόρφωτος ο λαουτζίκος, Βαγγέλη! Ρίχνεις πατάτα στην αγορά και φρακάρεις στο
τάλιρο. Ρίχνεις Σαίξπηρ και υψηλή διανόηση και σε κυνηγάει το ΙΚΑ, να σε κλείσει μέσα.
125
Δεύτερο: Βάλε και λίγη διαστροφή μέσα, ρε άνθρωπε μου. Τη σήμερον ημέρα άμα
δεν έχει το πράμα και διαστροφή μέσα, θα βάλουμε λουκέτο, ρε Βαγγέλη. Δες οι
αγιαστούρα. Γι' αυτό κάνε τίποτα μικροαλλαγές. Εκεί που λες στο μυθιστόρημα σου ότι
ο «Αλέξης ερωτεύτηκε την αδελφή του φίλου του, Μάνου», κάντο «ο Αλέξης να τα
μπλέκει με τον ίδιο το φίλο του το Μάνο που ερωτεύτηκε την αδελφή του...».
Τρίτο: Σ' ένα άλλο σημείο, ρε Βαγγέλη, λες ότι το ζευγάρι πήγαινε στην
μηχανή δικύλινδρη να τρέχουν του σκοτωμού και να κάνουν και καμιά σούζα... Αμόλα
πίσω τους κι ένα εκατό να τους κυνηγάει, για να 'χει σασπένς η ιστορία!
Και στο τέλος του μυθιστορήματος, δεν είναι ανάγκη να παντρεύονται. Ανακάτεψε
και δυο τρεις μοιχείες, ρε Βαγγέλη. Δε θα τα πληρώσεις εσύ απ' την τσέπη σου τα δι-
κηγορικά έξοδα.
126
Πρέπει να κατέβουμε στο επίπεδο του λαουτζίκου, Βαγγελάκη μου. Και να ρίξουμε
Με συγχωρείς, Βαγγέλη μου, καλή χρυσή η πένα σου, είσαι σπουδαίος συγγραφέας,
αλλά και τι βγαίνει μ' αυτό; Θα γράψεις για δέκα ξεθυμασμένους διανοούμενους και
Βαγγέλη μου, ξέρεις πόσο σε εκτιμάω και σε υπολή-πτομαι σαν φίλο και σαν
συγγραφέα.
Έλα όμως που το καλό πράμα δεν τραβάει πάντα. Βλέπεις και μόνος σου τι γίνεται.
Γι' αυτό σου λέω, ρε Βαγγέλη: άσε τις υψηλές σφαίρες του πνεύματος και πιάσε και
γράψε κάνα από κείνα τα μοντέρνα, που δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα, μπας και
κονομήσουμε...
Τώρα θα μου πεις και με το δίκιο σου, δηλαδή, ρε κύριε, εγώ είμαι συγγραφέας
αξιώσεων και γράφω έργα της προκοπής κι όχι αηδίες. Το ξέρω, Βαγγέλη μου. Το ξέρω.
Έλα όμως που ο κοσμάκης, ο λαουτζίκος δηλαδή, δεν ξέρει τι του γίνεται. Χαμηλό
επίπεδο, φίλε μου. Πάτος. Κι εμείς είμαστε επιχείρηση με έξοδα, μισθούς, ΙΚΑ, κέρατα,
χρόνο, ρε Βαγγέλη... Ούτε το ένα εικοστό από ό,τι πουλάμε, άμα γράψουμε τη ζωή κα-
Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ και σε κουράζω άλλο, κοίτα σε κείνο το νέο
μυθιστόρημα σου κάνε τίποτα ψιλομερεμέτια. Ας πουλήσουμε εμείς και άσε τους κριτι-
127
Και που 'σαι, Βαγγέλη... Παράτα τα ρομαντικά λαβ στόρι και τους μεγάλους έρωτες
και τους δυνατούς ήρωες και πέτα καμιά αδελφή και κάνα παλιόμουτρο μέσα στο
μυθιστόρημα...
Κι εκεί που λες ότι η αγάπη στο τέλος θριαμβεύει και κάτι τέτοιες
αμπελοφιλοσοφίες... άλλαξε λιγάκι το παραμύθι... και πες ότι στο τέλος θριαμβεύει ο
δυνατός, Βαγγέλη, αυτός που έχει το χρήμα Βαγγέλη, αυτός που είναι αδίστακτος,
Βαγγέλη...
* * *
Έλαβα γράμμα σας στοπ. Με λύπη διαπιστώνω ότι έχετε απόλυτο δίκιο για το κοινό
Επιστρέφοντας, ανοίγω τοστάδικο στοπ. Μένω για πάντα φτωχός αλλά τίμιος στοπ.
128
γραφείο αστράψανε.
Τα μολύβια μονομιάς πέσανε απ' τα χέρια τους και με κοιτούσαν μ' ανοιχτό το
στόμα.
— Σοβαρολογείς τώρα; με ρώτησε έκπληκτος ο Χαρίλαος.
Ναι, εγώ, που ημιαργία να χουμε στο γραφείο παίρνω τα όρη και τα βουνά, εγώ που
τα Σαββατοκύριακα ξαμολιέμαι πότε σε πέλαγα και πότε σ' αετοράχες με κρύο και με
ζέστη, εγώ που δεν αφήνω την παραμικρή ευκαιρία να λακίξω από το κλεινόν άστυ και
μάλιστα για όσο πιο μακριά γίνεται, ναι, εγώ που διαθέτω δυο τροχόσπιτα, έξι αν-
τίσκηνα κι ένα σωρό σάτζαλα και μάντζαλα, που φτάνουν για δύο εκστρατείες του
Μεγαλέξαντρου μέχρι τα προάστια της Καλκούτας, ε, λοιπόν φέτος το μήνα της άδειας
μου είπα να τον περάσω στο σπιτάκι μου να ξεκουράσω το κοκαλάκι μου ο άνθρωπος.
Λέμε «πάμε διακοπές». Και μας βγαίνει απ' την ταλαιπωρία η γλώσσα δυο πήχεις!
Εγώ όμως τ' αποφάοισα. Φέτος την άδεια μου θα την περάσω στο σπιτάκι μου, να
ξεκουραστώ. Τέτοιες διακοπές, σαν κι αυτές που πάνε οι περισσότεροι και τους βγαίνει
129
Έχω πάει τόσες φορές διακοπές κι είδα τα καλά τους. Στις αγροτικές φυλακές
περνάνε καλύτερα.
Πάντως, είναι γεγονός, ότι φέτος που δε θα πάω διακοπές, θα κάνω τις ωραιότερες
Ούτε συνωστισμός στα φέρρυ-μπωτ, που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
μαλλιά της κεφαλής μου για μια καμαρούλα ένα επί κανένα, ούτε στήσε σκηνές,
Αμέ!
— Δηλαδή; Είσαι σίγουρος πως δε θα φύγεις από την πόλη; με ρώτησε ο διευθυντής
μου που με κάλεσε αμέσως, μόλις έφτασε στ' αυτιά του η μεγάλη είδηση.
— Θα ήθελα, λοιπόν, μια και το μήνα των αδειών δε θα πας πουθενά, να μου έκανες
Η μικρή προσωπική χάρη ήταν να φέρει στο σπίτι μου τη Ζιζέλ να τη φροντίζω, όσο
130
Τι να 'κανα, διευθυντής ήταν αυτός, ξεροκατάπια, είπα «μεγάλη μου χαρά, για να
σας εξυπηρετήσω» και υποσχέθηκα να γίνω κηδεμόνας της σκυλίτσας του, για το
διάστημα, που θα έλειπε.
Δεν πρόλαβα όμως να γυρίσω στο γραφείο μου και με ειδοποίησαν ότι με ζητάει ο
υποδιευθυντής.
— Θα ήθελα, λοιπόν, μια και θα μείνεις εδώ, να μου κάνεις μια μικρή προσωπική
χάρη...
131
υποχρέωση για όλη μου τη ζωή άμα μου τον κρατήσεις τις μέρες που θα λείπω...
Ας πάει και το παλιάμπελο, που λέγαν οι παλιοί, χρεώθηκα και τον Καίσαρα, αλλά
κάπου είχα αρχίσει ν' ανησυχώ, γιατί ένα διαμερισματάκι τρεις πήχεις διαθέτω όλο-
όλο....
πουλάκι της. Αλλά φαίνεται ότι τα βάσανα μου δεν ήθελαν να τελειώσουν εδώ.
Ο Χαρίτος με παρακάλεσε να μου φέρει κάνα δυο γλαστρούλες, να τις ποτίζω κατά
την απουσία του. Η Μαργαρίτα μού έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της να πετάγομαι να
ποτίζω το φίκο της, ο Γεράσιμος μού ζήτησε να φιλοξενήσω το βίντεο, την τηλεόραση
του, το στερεοφωνικό του, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τους διαρρήκτες, όσο
πηγαίνω σπίτι του να παίρνω τους λογαριασμούς και να τους εξοφλώ, η Αγλαία έπεσε
κλαίγοντας στα γόνατα μου, για να πάω στο ΤΕΒΕ να βγάλω τη σύνταξη της μάνας της,
— Τον Εδμόνδο;
— Ναι!
132
— Το πιθηκάκι του μπατζανάκη μου. Ο Θεός να βάλει το χέρι του...
* * *
σκυλόμορφο τέρας.
— Α... αυτή είναι η σκυλίτσα σας; ρώτησα εγώ και μου είχε κοπεί η ανάσα στη θέα
Η Ζιζέλ ή Ζιζελάκι, που ήταν αντίγραφο της Ομηρικής Σκύλλας, με κοιτούσε με μίσος,
Και μόλις έφυγε ο κύριος διευθυντής, ορμάει το τέρας, αρχίζει να τρέχει στο δρόμο,
αδύνατο να το συγκρατήσω εγώ απ' το λουρί, εκείνο με τράβαγε όπου ήθελε, με γύρισε
δυο φορές το οικοδομικό τετράγωνο τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, μέχρι που
Με τα χίλια ζόρια έμπασα το θηρίο στο σπίτι, το παρέσυρα στην τουαλέτα και το
κλείδωσα εκεί.
133
φοβερού σκυλιού στην πόρτα και τα απειλητικά γαυγίσματά του, που ήταν σαν να μου
έλεγε «μετά απ' αυτό που έκανες άμα σε πιάσω στα δόντια μου, θα δεις».
Νόμιζα ο άμοιρος ότι για κάμποση ώρα είχα απαλλαγεί απ' το φοβερό τετράποδο,
αλλά όταν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, τότε κατάλαβα ότι είχα ε-
ξαπατηθεί.
Κατέβηκα γρήγορα έξω και πήγα σ' ένα καφενείο εκατό μέτρα πιο πέρα απ' το σπίτι
μου.
Όταν γύριζα, βλέπω το Χαρίτο που ξεφόρτωνε από ένα φορτηγό κάτι πελώρια
δέντρα.
— Μη μου πεις ότι αυτές είναι οι κανα δυό γλαστρούλες; τον ρώτησα έκπληκτος.
* * *
Η διαβίωση κάτω από τέτοιες τρομερές συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από
αδύνατη.
Βρισκόμουν μες στο σπίτι μου και ένιωθα σαν να με είχαν ρίξει ανυπεράσπιστο στη
Στις πρώτες τρεις ημέρες είχα εξουθενωθεί εντελώς. Μέχρι κι ο καφετζής του
— Καλά, ρε άνθρωπε μου, εσύ δεν έχεις καμπινέ στο σπίτι σου;
Την τουαλέτα την είχα παραχωρήσει στη Ζιζέλ. Την κουζίνα στο πιθηκάκι, τον
Εδμόνδο, που τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά. Την κρεβατοκάμαρα την είχα παραχωρήσει
134
στον Οθέλο σ' ένα μπουλντόκ -Παναγία βοήθα- που μου έκανε το στρώμα φτερά και
πούπουλα. Το σαλόνι ήταν τσιφλίκι του Καίσαρα, ενός διαολόγατου που μου έφαγε
όλα τα κρόσια απ' τις πολυθρόνες κι έσπασε τρία σερβίτσια κι ένα βάζο Βοημίας, το
μπαλκόνι στα φυτά του Χαρίτου και στο χολ είχα το πουλάκι της Δανάης του
Για να μην τα πολυλογώ, στις δέκα μέρες χρειάστηκε να πάω σε ψυχίατρο, που μου
Στις δεκαπέντε ημέρες, δεν ξέρω πώς έγινε κι η Ζιζέλ συναντήθηκε με τον Οθέλο, ο
Εδμόνδος με τον Καίσαρα κι έγινε μέσα στο σπίτι μου η μάχη του Βατερλώ.
Στις είκοσι μέρες ο ψυχίατρος μού έδωσε κάτι χάπια. Κι η αστυνομία με ειδοποίησε
Στις είκοσι πέντε μέρες μού έκαναν έξι ράματα στο πόδι για μια δαγκωσιά της Ζιζέλ
και δύο αντιλυσσικούς ορούς για ένα δάγκωμα του Εδμόνδου στο αυτί. Για τις γρατσου-
νιές του Οθέλου, ο γιατρός μού έβαλε μόνο επιδέσμους και με διαβεβαίωσε ότι δεν
υπάρχει κίνδυνος.
Στις είκοσι έξι μέρες από το σπίτι μου είχαν μείνει μόνο οι τοίχοι.
Στις 28 με 29 μέρες, ήρθαν όλοι και παρέλαβαν τα ζωντανά τους, τα φυτά τους, το...
Κι είπα πια ότι τέλειωσαν τα βάσανα μου. Αλλά πού τέτοιο πράμα.
Την πρώτη μέρα μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο γραφείο όλοι μού κρατούσαν
135
— Τι τρέχει, βρε παιδιά; Έχετε μαζί μου τίποτα; Ούτε μιλιά. Έδειχναν να αγνοούν την
αυστηρά.
Ο κύριος διευθυντής ήταν μαζί μου έξαλλος. Μου είπε ότι βρήκε τη Ζιζέλ πολύ
— Μάλιστα.
Εδμόνδος...
— Ποιος Εδμόνδος;
Οθέλου. Η Δανάη του λογιστηρίου με κατσάδιασε, γιατί το πουλί της έπαθε σοκ και
σταμάτησε να κελαηδάει. Ο Χαρίτος μού έκοψε και την καλημέρα, γιατί κιτρίνισαν τα
πόδι. Κι όλοι τέλος πάντων είχανε από κάποιο παράπονο, γιατί άφησα τα τετράποδα
— Εγώ;
— Εσύ;
— Τον κακό σου τον καιρό, που θα μου πεις εμένα: Ξέρεις τι λένε όλη τη μέρα τώρα
οι παπαγάλοι μου;
— Τι;
— Αυτό που τους έμαθες, ρε αγύρτη: «Δεν κοιτάει ο Φανούρης τα κέρατα του, οι
Αμάν!
Μπορεί και να το λεγα αυτό πάνω στην αγανάκτηση μου, αλλά πού να φανταστώ
ότι...
Έδειχνε ανήσυχος για την πορεία της υγείας μου. Κούνησε το κεφάλι και μου είπε
κατηγορηματικά:
137
138
Τα Παπανδρεϊκά...!
Τώρα πια που χειμωνιάζει στη ζωή μου κι οι ερεθισμοί καταλαγιάζουν κι η φαντασία
«συνταξιοδοτείται» και παίρνει το δρόμο για κάποιο καφενέ ή για κάποιο καλοκαιρινό
παγκάκι, τώρα πια που μου κάνει συντροφιά το αβέβαιο... «αύριο» κι όλη η ζωή μου
πάει να γίνει «χτες» και «προχτές», ήταν καιρός, όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοι της
πένας και του παλκοσένικου, να παραδοθώ κι εγώ στο «παρελθόν» και να πέσω στην
αρχίζει κάθε μέρα και αισιόδοξος την καλημερίζω, κι ενώ αρνιέμαι πεισματικά να πα-
ραδοθώ στο «παρελθόν» και να γίνω «ανάμνηση», όμως το αμείλικτο ημερολόγιο και
κάποιο ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο: «Στην ουρά, ρε μπάρμπα!» που μου φώναξε
στη στάση κάποιου τρόλεϊ ένας... απαίσιος νεαρός, όταν προσπάθησα με μια... πονηρή
δρόμο. Στο δρόμο ή μάλλον στους... δρόμους και στα σοκάκια του παρελθόντος. Και
Να θυμάμαι ότι...
Γεννήθηκα στον Πειραιά τω... τω... Πάντως μετά Χριστό! Κι είναι βέβαιο ότι
γεννήθηκα στον Πειραιά, γιατί καμιά άλλη πόλη, χωρίον ή νήσος της ελληνικής
επικράτειας δε διεκδίκησαν την τιμή της καταγωγής μου, όπως π.χ. έγινε με το
Γεννήθηκα, λοιπόν, και μεγάλωσα στον Πειραιά και ήμουνα το δεύτερο από τα 14
παιδιά που χάρισε στον... αχαμνό πληθυσμό της Ελλάδας, ο... παραγωγικότατος
μπαμπάς μου, που γεννημένος μπατίρης και χωρίς μια σίγουρη δουλειά, γρήγορα
αφιλοκερδής, όπως ήταν, εμπιστεύτηκε την επιβίωση τους στο... Μεγάλο! Έτσι με
προσαγόρευε, επειδή ήμουν το πρώτο αγόρι και βέβαια και το πρώτο... κορόιδο της
139
Στα 15 μου χρόνια λοιπόν χάρις στις... γαλαντομίες του πατέρα, ήμουνα... πια
Θα μου πείτε ! ! «Αφού δεν τα έβγαζε πέρα, γιατί έφτιαχνε συνέχεια παιδιά;» Τι να
κάνει ο άνθρωπος. Έπρεπε κι αυτός να ψυχαγωγηθεί. Έβαζε, λοιπόν, κάτω τη μάνα μου
και... εψυχαγωγείτο!
Ο «Μεγάλος» όμως έπρεπε στο μεταξύ να μάθει κάποια... γράμματα. Είχε, βλέπεις,
το ελάττωμα να του αρέσουν τα γράμματα... Δεν υπήρχαν λεφτά όμως, όχι για βιβλία,
ούτε για... κουλούρι. Σηκωνόταν, λοιπόν, ο «Μεγάλος» στις πέντε τα ξημερώματα και
πήγαινε στο σπίτι του συμμαθητή του Φάνη Παπαγεωργίου-καλή του ώρα αν ζει-
Μα τα στόματα ήταν πολλά. Δεκατέσσερα τα παιδιά, δύο ο πατέρας και η μάνα και
άλλα δύο στόματα του σκύλου μας του «Φλόξ» και της «Αραπίνας» μας, της γατούλας.
Κι έπρεπε όλ' αυτά τα στόματα να φάνε! Και δεν υπήρχε «δωρεάν... μάσα». Κατά το
το... ψωμί! Αφού όταν στη γερμανική κατοχή, είχε πέσει η μεγάλη πείνα και οι
παράξενο!! Τι φωνάζουν πως πεινάνε; έλεγα. Κι εγώ «πείναγα», αλλά δεν έβαζα τις
φωνές. Ίσως ήμουν από τους λίγους Έλληνες που δεν κατάλαβαν την κατοχική πείνα.
Γιατί από τη μια πείνα έπεσα στην άλλη!
Αυτά τα διηγόμουνα μια μέρα στη Σοφία -τη Βέμπο εννοώ- παρουσία και του...
έγινε έξω φρενών και γεμάτος έπαρση και σε καθαρευουσιάνικη διάλεκτο, της φώναζε:
— Τι λέει, Σοφία μου, αυτός; Αυτόν που βλέπεις, τον είχα με τρία... ωά!
140
— Με τρία ωά, μάλιστα! του απάντησα πειραχτικά. Τρία ωά... την τριετία.
μικρά μου όνειρα και τις... αποβιταμινωμένες φιλοδοξίες μου, ήταν το Τρίτο Πειραιώς
που βρίσκεται, ακόμα, στην οδό Τζαβέλα κοντά στη Βαγγελίστρια. Το τρίτο Πειραιώς
δευτικός από τους μεγάλους, παίξανε καθοριστικό ρόλο, στην παραπέρα ζωή μου και
στη θεατρική μου διαδρομή. Ο σπάνιος αυτός πνευματικός άνθρωπος, που η προσφο-
ρά του στο θέατρο και στα γράμματα, ήταν τεράστια, γιατί εκτός από το Σίλλερ κι από
συγχωρήσουν αυτό το... αποτρόπαιο λάθος! Γιατί το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Δεν
έφτανε, δηλαδή, που βγήκα στο θέατρο, άρχισα και να γράφω. Ποιήματα στην αρχή.
Έτσι αρχίζουν όλοι. Γι' αυτό από τα 9 εκατομμύρια Έλληνες τα... 10 γράφουν ποιήματα.
141
Βέβαια, κακώς δεν την ακούμπησα την κάνη. Όπως κακώς θα 'ταν μια σωτηρία και
για σας! Και για μένα δεν είπα... «πυρ»! Τι μού θύμησε, η λέξη «πυρ»; Το μακαρίτη τον
θυμούνται με αγάπη. Γιατί δεν ήταν μόνο ένας γλυκύτατος τραγουδιστής, ένας καλός
ζεν-πρεμιέ, ιδιαίτερα στην οπερέτα, κι ένας χαριτωμένος άνθρωπος, ήταν και μεγάλος
Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1950-51, στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση
μου «Βίρα τις άγκυρες», που ήταν ο αξέχαστος Κώστας από τους πρωταγωνιστές της,
που τα είχε μπλέξει με μια νεόβγαλτη ηθοποιό... κου-κλάρα μεν και πολύ κομψή, αλλά
σαν ταλέντο σκέτο... αγγούρι! Για όσους δεν ξέρουν την ορολογία τη θεατρική,
κρυόκωλη! Αγάπαγε όμως πολύ το θέατρο και η αγάπη της αυτή δεν της επέτρεπε μια
αυτοκριτική σωστή. Σε μια παράσταση, λοιπόν, καθώς πέρναγε έξω από το καμαρίνι
— Εγώ, Μαίρη μου, άμα καταλάβω ότι δεν κάνω για το θέατρο, θα πάρω ένα πιστόλι
142
— Πυρ!...
Ξεκίνησα, λοιπόν, σαν ποιητής. Εκδικητικός όμως όπως ήμουνα, άρχισα να γράφω
κι επιθεώρηση. Η πρώτη μου επιθεώρηση ανέβηκε στη Βασιλική Όπερα του Καΐρου στα
1943, όπου είχαμε καταφύγει στην κατοχή με την Σοφία Βέμπο, κυνηγημένοι κι από
πολύ τον είχα ταλαιπωρήσει με τις επιθεωρήσεις μου και με τα από σκηνής πειράγματα
μου. Και να έχετε υπόψη σας, πως ήμουνα μέγας θαυμαστής του ανδρός και
αμετακίνητος πολιτικός του φίλος. Με γοήτευε και το ανεπανάληπτο χιούμορ του και
η όλη του... θεατρική δομή και στο λόγο και στην έκφραση και στην κίνηση. Ο Γεώργιος
— Όχι, τους απάντησα. Τον εκτιμώ σαν... συνάδελφο! Είχε γίνει, λοιπόν, έξω φρενών
ο γέρος της Δημοκρατίας, γιατί από τη σκηνή του θεάτρου της Σοφίας Βέμπο, στην
Θυμάμαι, λοιπόν, πως τον είχε πειράξει πολύ αυτό το τετράστιχο κι ένα βράδυ που
έμπαινα με τη Σοφία στην «Πίνδο» -ένα κοσμικό μπουζουξίδικο στη Φιλαδέλφεια, που
σύχναζαν όλοι οι... «βιπς» της ανέμελης και γλυκιάς εκείνης εποχής- σηκώθηκε ο γέρος,
143
που διασκέδαζε με μια παρέα πολιτικών του φίλων και μου φώναξε περισσότερο
— Τι να κάνουμε, κύριε Πρόεδρε, του απάντησα. Τις βεντέτες αρπάζει η πένα μας!
Καλός κι ανθρώπινος όπως ήταν, χαμογέλασε με την απάντηση μου, που τη βρήκε
φαίνεται ικανοποιητική και με κάλεσε να με... κεράσει! Και ξαναγίναμε φίλοι. Για λίγο
όμως. Γιατί σε μια άλλη μου επιθεώρηση του τα ξανάσουρα και... ξαναθύμωσε.
Και μια και μιλάμε για τον Γ. Παπανδρέου, αξίζει να σας διηγηθώ μια άλλη
λοιπόν, καμάρι και ο γέρος και δε μου συγχωρούσε καμιά παλινωδία πολιτική και με-
Είχα όμως παιδικό φίλο, το Νανά τον Τσαλδάρη, το Θανάση τον Τσαλδάρη εννοώ,
(υφυπουργό Προεδρίας επί Ν.Δ.), που κάθε τόσο με πήγαινε στο Λαϊκό Κόμμα, που είχε
τότε αρχηγό του, τον Ντίνο Τσαλδάρη, πατέρα του Νανά! Το έμαθε όμως ο γέρος -οι
ρουφιάνοι δε λείπουν ποτέ-και μια μέρα καθώς έμπαινα στα γραφεία του Σοσιαλιστι-
— Το σώμα μου, κύριε Πρόεδρε! του απάντησα, -η ψυχή μου και το πνεύμα μου,
Μα δε μου χαρίστηκε ο γέρος. Και με κεραυνοβόλησε μ' αυτή την πανέξυπνη και
144
Ένας απ' τους πρώτους μου και ίσως ο πιο σημαντικός μου πολιτικός φίλος ήταν ο
Επειδή είχαν διαρρεύσει και στην πολιτική και στη θεατρική πιάτσα η αγάπη μου κι
— Για πες μου, ρε Μίμη, οτ' αλήθεια τον εκτιμάς και τον πιστεύεις τον Παπανδρέου
σαν πολιτικό;
— Βέβαια, και τον εκτιμώ και τον πιστεύω. Αλλά όχι σαν πολιτικό. Σαν συνάδελφο!
Εννοούσα, δηλαδή, ότι τον εκτιμώ και τον πιστεύω... σαν θεατρίνο, γιατί η πολιτική
και το θέατρο συμπορεύονται, έχουν πολλά κοινά στοιχεία και πολλές κοινές...
πετυχημένους και ευφυείς πολιτικούς! Όπως και πολλούς που λένε πολλά και τάζουνε
Τις άλλες, στη Βουλή τον υπουργό της Δικαιοσύνης τον φώναξε κάποιος
αντιπολιτευόμενος βουλευτής «Κατίνα-Παξινού»! Και κείνος δεν εξοργίστηκε.
Αντίθετα, καμάρωσε! Και καμάρωσε, γιατί μέσα του θα ευχήθηκε σαν υπουρ-γός-
θεατρίνος, να είχε τη μεγάλη καριέρα που είχε η μεγάλη Παξινού σαν θεατρίνα!
Είχαμε, λοιπόν, οι άνθρωποι του θεάτρου πολλές επαφές με τον πολιτικό κόσμο του
τόπου. Μα περισσότερη αγάπη κι εμπιστοσύνη ενέπνεε η Σοφία Βέμπο και γιατί ήταν
ακομμάτιστη και γιατί δεν είχε πολιτικοποιήσει το τραγούδι της, όπως τόσες και τόσες
— Εγώ ανήκω στο κόμμα που λέγεται Ελλάδα. Κι όλα τα τραγούδια μου είναι για
τους Έλληνες. Για όλους τους Έλληνες. Κι αφού τραγουδάω ελληνικά, τραγουδάω
145
Γι' αυτό ποτέ η Σοφία δεν είχε κάνει το τραγούδι της «μπροσούρα» και «πολιτικό
και της ενεχύρισε ολόκληρο εκατομμύριο για να πει, στο δημοψήφισμα, ένα
τραγούδι—ρε-κλάμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η Σοφία όχι
μόνο αρνήθηκε αυτή την ανεπίτρεπτη εξαγορά, αλλά και τον έδιωξε, σχεδόν κλωτσηδόν
απ' το σπίτι!
— Δεν εξαγοράστηκα, μωρέ, στην κατοχή, που λιμοκτονούσα κι εγώ και το σπίτι μου
Κι όταν στις βουλευτικές εκλογές του 1974, τα προεκλογικά κέντρα της Εθνικής
Παρατάξεως, μετέδιδαν τα τραγούδια της κι ανάμεσα τους και τα τραγούδια της Αλβα-
νίας, η Σοφία τα απαγόρευσε μ' αυτό το δημοσίευμα της: «Πληροφορήθηκα πως απ' τα
έγκριση μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά, αποτελούν εθνική υποθήκη και
είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα, ν' ακούγονται μόνο σε στιγμή εθνικής έξαρσης!»
Για τούτο είχε την εκτίμηση όλων των πολιτικών παρατάξεων. Από τους μεγάλους
θαυμαστές της και ο... κομμουνιστής Πασαλίδης, που της έλεγε, όπου τη συναντούσε
σε παραφθαρμένη ποντιακή:
— Δεν είναι καλύτερα που είμαι με όλους σας; του απαντούσε πρόσχαρα η Σοφία.
καλύτεραν!
* * *
146
Μα ξεφύγαμε απ' το θέμα μας. Πάντα αυτή η ευλογημένη η Σοφία με παρέσυρε. Και
τώρα ακόμη που έχει γίνει μια «Μεγάλη Απούσα» και τώρα, με τραβάει κοντά της! Κι
Λέγαμε, λοιπόν, πως το θέατρο και η πολιτική περπατάνε χέρι-χέρι! Για τούτο το
θέατρο λατρεύεται σχεδόν απ' τους πολιτικούς κάθε παράταξης! Κι όταν τους τα
«σούρ-νουνε» στις επιθεωρήσεις μας και τότε ακόμα, αποζητάνε τη φιλία μας και τον
εξάψαλμο μας. Θυμάμαι σε μια επιθεώρηση μου, επί εποχής Ζέρβα και Γονατά, επειδή
δεν παρουσίαζε πια ενδιαφέρον η σατιρική τους προβολή και δεν τους αναφέραμε καν,
— Γιατί, κ. Τραϊφόρε, σ' αυτή την επιθεώρηση σας, δε λέτε λέξη για μας;
— Αρκετά σας έχω σούρει μέχρι τώρα. Είπα να κάνω μια ανάπαυλα!
— Σας παρακαλώ. Όχι ανάπαυλα εις βάρος μας και εις βάρος της πολιτικής μας
καριέρας!
Οι σατιρικές επιθέσεις μου, λοιπόν, αντί για εχθρούς μού είχαν προσπορίσει
Ανάμεσα τους, φίλος και συγγενής -ανιψιός της Σοφίας- κι άλλοτε υπουργός του
Με καλούσε, λοιπόν, ο Αγγελούσης συχνά στο γραφείο του, για να δω, από πρώτο
χέρι, τι τραβάνε οι άμοιροι βουλευτές απ' τους ψηφοφόρους τους και καμιά φορά από
μερικούς, που παριστάνουν τους ψηφοφόρους τους! Γιατί υπάρχουν πολλοί τέτοιοι,
που ενώ στις εκλογές ψηφίζουν τους αντιπάλους του βουλευτή που επισκέπτονται, του
κάνουν τον πολιτικό φίλο, για να πετύχουν το ρουσφετάκι τους. Γιατί, φίλε αναγνώστη,
μπορεί πολιτικά ν' αποχτήσαμε κάποια επιφανειακή γυαλάδα, μπορεί τώρα πια στη
μπήκαμε και στην ΕΟΚ και να γίναμε ισότιμοι με τους Ευρωπαίους! Μπορεί, ακόμα, να
βγάλαμε όλους τους χασικλήδες απ' τις φυλακές, να παντρευόμαστε με πολιτικό γάμο
147
και να... μοιχευόμαοτε... ελεύθερα και υπό τας ευλογίας του Αντρέα Παπανδρέου αλλά
το ρουσφέτι, ρουσφέτι! Το έχουμε, βλέπεις στο αίμα μας αυτό το εθνοφόρο ρουσφέτι,
που μας συνοδεύει και σαν Έθνος και σαν πολίτες, απ' την πρώτη στιγμή που γίναμε...
Δε νοείται βουλευτής, που να μην κάνει ρουσφέτια και δεν υπάρχει Ρωμιός που να
μη ζητάει ρουσφέτι απ' το βουλευτή του. Όλοι τον θεωρούνε το βουλευτή «παιδί για
θελήματα» κι έχουν την αξίωση να τους διεκπεραιώνει και τις πιο άσχετες και πιο
— Σκέψου, μωρέ Μίμη, μου έλεγε ο Αγγελούσης, πως κάποιος μου έφερε να του
Μα αυτό είναι αστείο, μπροστά σ' αυτή τη ζωντανή σκηνή, που την έζησα έτσι
Ώρα 8η πρωινή. Ο Αγγελούσης ότι έχει παραγγείλει τον καφέ του, οπότε εισορμά
— Καλημέρα σας.
— Ευγένιος Μττουρέκας.
μπουρέκια!
— Πιθανόν, του απαντάει ο Αγγελουσης. Και για να δείξει πως εξετίμησε το χιούμορ
Καθήστε παρακαλώ!
148
— Απλώς ήρθα να σας παρακαλέσω, αν σας είναι δυνατόν και εφόσον δε σας
— Μόνο που θάθελα να σας παρακαλέσω, αν βεβαίως σας είναι δυνατόν και δε σας
Αγγελούσης.
λιγόψυχος, την ημέρα της γέννας, να πάτε στο πόδι μου εσείς!
βουλευτής.
— Μια χαρούλα θέλω ακόμα, κ. βουλευτά, και τελειώνουμε. Μια πολύ μικρή
χαρούλα!
— Να, θέλω το παιδί που θα γεννηθεί, να του εξασφαλίσετε από τώρα, μια θεσούλα,
— Βρε, ας στο διάολο από δω! του λέει έξαλλος ο Αγγελούσης και τον σπρώχνει προς
την πόρτα.
— Δε φταις εσύ! Φταίω εγώ που σε ψήφισα. Τι σου ζήτησα, μωρέ! Μια τόση δα
χαρούλα!
— Τι μια χαρούλα, μωρέ, που κόντεψες να με βάλεις να σου γεννήσω και το παιδί!
Η σκηνή που παρακολουθήσατε είναι βέβαια ολίγον θεατρική. Αλλά είπαμε πως το
θέατρο κι η ζωή δε διαφέρουν και πολύ, όπως δε διαφέρει πολύ κι η πολιτική απ' το
θέατρο!
150
«Σοφίας Βέμπο» με μοναδική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Επί ένα χρόνο που
παίχτηκε σπάζαν τα ταμεία του θεάτρου. Η επιτυχία της χρωστιόταν, βασικά, στην
έντονη αντιπαλατιανή σάτιρα, που τη διαπότιζε και στο ανηλεές μαστίγωμα των
Κυβερνήσεως του.
Απ' τους πρωτεργάτες της αποστασίας υπήρξε κι ο ποιητής Νόβας ή...
«Γαργάλατας», όπως του έμεινε από τότε! Αξίζει τον κόπο να σας αφηγηθώ, πώς του
κόλλησαν αυτό το περίεργο παρατσούκλι. Ακούστε πώς έγινε... Μεσάνυχτα και στο
γαλακτοτροφείο η «Γαλλία» στην Ομόνοια, που, βέβαια, δεν υπάρχει πια, μια ομάδα
απ' το γάλα που έπινε και του ήρθε στο στόμα η λέξη «γάλατα». Επακολούθησε βροχή
χρυσοπάλατα, πηλάλατα, καβάλα τα, κουβάλα τα... Σε μια στιγμή κάποιος απ' τους πιο
ζωηρούς, πιο ξύπνιους και πιο ταλαντούχους της δημοσιογραφικής παρέας, φώναξε:
151
Και γράφτηκε την άλλη μέρα και χωρίς να έχει ιδέα ο δύστυχος ο Νόβας, του τα
ξαμολήσαμε απ' τη σκηνή και δεν μπόρεσε να απαλλαγεί ποτέ, απ' τη γελαστική μα και
Έμεινε ο κ. Γαργάλατας! Και μια και μιλάμε για το Νόβα, θυμάμαι ότι είχε βάλει
λυτούς και δεμένους, για να βγάλω ένα «καρφί», που πολύ τον έκαιγε και που το είχα
γράψει σ' ένα νούμερο στα «Γαργάλατα», που το παίζανε η Ρένα Ντορ με τη Μπέτυ
Μοσχονά. Αυτές οι δυο έξοχες αρτίοτες και πολύ καλές μου φίλες, παρουσιάζανε δυο
ΚΟΜΠΕΡ: Είσαστε σε καμιά χορωδία, ρε κορίτσια; ΡΕΝΑ: Ναίσκε. Στη χορωδία του
ΡΕΝΑ: Να 'χουν χορωδία οι καστανάδες και να μην έ χουμε εμείς, που έχουμε
ΜΠΕΤΥ:
ΡΕΝΑ:
ΜΠΕΤΥ:
152
Ποσανόβας. Ποσανόβας. Γιατί μετά την προδοσία που έκανε στο σιορ
Αυτό ήταν το καρφί, που μάτωνε τον αποστάτη Νόβα. Αλλά ας ασχοληθούμε και λίγο
και με τους άλλους πρωταγωνιστές της πολιτικής κρίσης του 1965! Θα μας βοηθήσει σ'
αυτό ένα φινάλε που είχα γράψει στα «Γαργάλατα» με τίτλο: «Πολιτικός
πετυχημένη, του φίλου μου και γνωστού σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη. Σπηκερίνα
ήταν η μοναδική Ρένα Ντορ, που να, πώς περιέγραψε τη διαδρομή του Μαραθώνιου.
έπρεπε να πέσει κι αυτός μαζί του. Βρισκόμαστε στο 10ο χλμ. της
και το εμπόδιο Νόβα και με μια κλωτσιά τον βγάζει εκτός αγώνος τσου και
τσα!
153
όλους.
ΣΠΗΚΕΡ: Μίλησε ένας εκ των τριών οπαδών του! Συνεχί-ζομεν την περιγραφή. Αυτή
του τον καλούν να εισέλθει για κανένα χαμομήλι. Αλλά ο γέρος αγέρωχος
τελευταίαν κρίσιμον φάσιν του. Ευρισκόμεθα εις την οδόν Ηρώδου του
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
154
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ξέρετε γιατί δε φαίνονται τα χρόνια μου; Γιατί ο χρόνος είναι ο μόνος
ΣΤΕΦΑΝ/ΛΟΣ:
ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μα είμαι χωρίς αντιπάλους. Ο μόνος αντίπαλος μου είναι ο γιος μου,
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΘΕΟΔ/ΡΑΚΗΣ:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
ΚΑΝΕΛΛΟΠ.:
ΔΗΜ/ΦΟΣ:
Αυτό το σταυρό η μητέρα σας τον χάρισε, για να σας βοηθήσει να...
νικήσετε;
155
ΚΑΝΕΛΛΟΠ.:
Όχι, μου τον έστειλε απ' το Παρίσι ο ανιψιός μου ο Καραμανλής μαζί
χειροκροτήματος που γιόμιζε επί ένα χρόνο σχεδόν το θέατρο της Σοφίας Βέμπο. Γιατί
άλλο το ψυχρό γραφτό κι άλλο η μαγεία και η αμεσότητα της σκηνικής του παρουσίας.
Ο μεγάλος Βεάκης
σκηνοθέτης κι ένας μεγάλος... δραματικός ηθοποιός!» είχε γράψει ο πάντα γλυκύς και
επιεικής Γιάννης Σιδερής, όταν πρωτοεμφανίστηκα στα 1931 στη «Θυσία του Αβραάμ».
Δεν χρειάστηκε, λοιπόν, πολύ να... καβαλήσω το... καλάμι. Από τη μια η διθυραμβική
κριτική του Σιδέρη κι απ' την άλλη οι ενθουσιασμοί και τα χειροκροτήματα των φίλων
Και ήταν τόση και τέτοια η λόλα που με είχε πιάσει κι ήμουνα τόσο σκορπισμένος
απ' την επιτυχία εκείνης της βραδιάς, που όταν με παρομοιάζανε με το Βεάκη, που
πρέπει να σας πω πως ήταν και παρέμεινε ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός όλων των
— Και ποιος είναι ο Βεάκης; Φυσικά για το θράσος μου αυτό δεν έμεινα ατιμώρητος.
Όταν μετά δυο χρόνια έγινα δεκτός για ανεξήγητους λόγους, ως μαθητής της
Δραματικής του Βασιλικού Θεάτρου κι ανάμεσα στους δασκάλους μου είχα και
πρόβα που προσπαθούσα, να ερμηνεύσω μια σκηνή του Όσβαλδ απ' τους
μού είπε:
ηθοποιού! Έχεις καιρό όμως να συνέλθεις και να τ' αφήσεις το θέατρο ήσυχο!
Πού να συνέλθει όμως ο έξαλλος Τραϊφόρος και να τ' αφήσει ήσυχο το καημένο, το
ταλαίπωρο θέατρο!
— Μπα! Με ζηλεύει! Έλεγα και ξανάλεγα ανοήτως.
157
Μια όμως και μιλήσαμε για τον συγκλονιστικό κι ανεπανάληπτο Βεάκη, που στάθηκε
μια απ' τις επικές και κορυφαίες μορφές του θεάτρου, επιτρέψτε μου να τον θυμηθώ,
στην καθημερινή του ζωή, απλό, γλυκύτατο και «πλα-κατζή»! Ναι και «πλακατζή»!
Αυτός ο «σεισμικός» και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος, ήταν ένας αδιόρθωτος «πλα-
Κι ήταν να τον χαίρεσαι, με την απλότητα του, την αμεσότητα του και το
χιουμοριστικό τρόπο, που μας τα 'λε-γε. Ανάμεσα στα πολλά θυμάμαι ετούτο: Μια
χρονιά, παιζόταν στο Βασιλικό Θέατρο, με τρομερή επιτυχία, ο «'Αμλετ» του Σαίξπηρ
με Βασιλιά το Βεάκη, Οφηλία την εξαίσια Μανωλίδου και Βασίλισσα την άλλη αξέχαστη
μία ταλαντούχο ηθοποιό, αλλά νεοφώτιστη. Όσοι έχετε δει τον «'Αμλετ», θα 'χετε υ-
πόψη σας τη σκηνή της τρέλας, που η Οφηλία με ονειροπαρμένο ύφος φωνάζει στο
βασιλιά:
όλο το τρακ που ήταν φυσικό να έχει, τα πήγαινε μια χαρά! Όταν όμως ήρθε η
στιγμή να φωνάξει:
φώναξε:
— Ακούστε! Ακούστε! Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά! Έκανε δηλαδή τον ψωμά...
βρίσκεται ο πλακατζής Βεάκης, που κάτι τέτοια μπερδέματα δεν τ' άφηνε να πάνε...
158
— Ακούστε, ακούστε. Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά! γυρίζει και ψιθυρίζει στη
— Τι λέει αυτή; Η κουκουβάγια ήταν κόρη ψαρά; Και γιατί η άλλη -εννοούσε τη
Μανωλίδου- μας είχε ζαλίσει να μας λέει κάθε βράδυ, πως ήταν κόρη ψωμά; Μας
δούλευε!
Ευτυχώς που η Σαπφώ Αλκαίου, δάγκωσε τη γλώσσα της και μπόρεσε να ψιθυρίσει
* * *
Αλλά μια και μιλάμε για το Βεάκη και για τον «'Αμλετ» θα σας αφηγηθώ μια
χαριτωμένη «πλάκα» του, απ' αυτές που με τόση απλότητα μας διηγότανε στα
διαλείμματα των μαθημάτων της σχολής του Βασιλικού Θεάτρου. Κι αυτή η «πλάκα»
Ο θίασος ήταν του Βεάκη και του άλλου αξέχαστου και μεγάλου: Του Χριστόφορου
Νέζερ, που έπαιζε το ρόλο του Νεκροθάφτη, που είναι ένας απ' τους πρώτους ρόλους
στον «'Αμλετ».
Ο θίασος όμως ήταν φτωχός και λιγοπρόσωπος. Έτσι ανέλαβε ο Νέζερ το ρόλο του
Πολωνίου κι ο Νεκροθάφτης δόθηκε σ' έναν καινούργιο κι άπειρο ηθοποιό, που φημι-
ζόταν όμως για την ψυχραιμία του και την εξυπνάδα του!
Όταν λοιπόν έφτασε η περίφημη σκηνή του... νεκροταφείου που παίρνει ο «'Αμλετ»
το κρανίο και λέει το περίφημο: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» ο'Αμλετ-Βεάκης, ρωτάει το
νεοφώτιστο νεκροθάφτη:
159
— Α... είναι του Γιόρικ. Ήτανε επιστάτης του άρχοντα. Καλός άνθρωπος. Πολλές
Ακριβώς, όμως, εκείνη τη στιγμή, το μάτι του Βεάκη πέφτει στον υποτιθέμενο λάκκο,
που χωρίς να αναφέρεται στο έργο, βλέπει κατάπληκτος, ένα δεύτερο πιο μικρό
καύκαλο, τοποθετημένο ασφαλώς από κάποιον άλλο «πλακατζή» του θιάσου, για να
Ο πειρασμός για το Βεάκη ήταν μεγάλος. Και χωρίς να χάσει καιρό σηκώνει το μικρό
μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο Βεάκης όμως, που δεν είχε έλεος στις «πλάκες» του,
Κι ο νεκροθάφτης, αφού κατάπιε πρώτα το σάλιο του, βρίσκοντας τον εαυτό του του
απάντησε έξυπνα:
Το γέλιο που επακολούθησε ήταν άλλο πράγμα. Πιο πολύ όμως γέλασε ο Βεάκης
* * *
Καιρός όμως να θυμηθούμε και τον άλλο μεγάλο του θεάτρου. Το Χριστόφορο
Νέζερ. Αυτός, λοιπόν, ο μοναδικός... Μολιερίστας κι ο ανεπανάληπτος ερμηνευτής των
τόσο τέλειος και σοφός ερμηνευτής του κλασικού ρεπερτορίου, να μην έχει τελειώσει
160
ούτε καν το δημοτικό. Και τα λίγα κολυβογράμματα που ήξερε, τα είχε διδαχτεί απ' τη
γυναίκα του, την αείμνηστη Μερόπη, που έτυχε να 'ναι δημοδιδασκάλισσα! Ακόμα και
τους ρόλους του απ' τη Μερόπη τούς μάθαινε, που μια ζωή ολόκληρη τού στάθηκε η
πιστή του γυναίκα, η δασκάλα του κι ο υποβολέας του! Λόγω, λοιπόν, της πλήρους
θεατρικό παρασκήνιο.
Καιρός όμως να τις μάθει ή να τις πληροφορηθεί και το κοινό του Νέζερ που τον
λάτρευε και που οι συγκλονιστικές του ερμηνείες για χρόνια, θα μείνουν ανεξίτηλες
Μια απ' τις πιο γνωστές του κοτσάνες είναι και τούτη: Ο Νέζερ είχε τρεις μεγάλες
αγάπες: το θέατρο, τη γυναίκα του και το γιο του Τρύφωνα. Κι ανάμεσα στα πολλά που
ξέρω για το Νέζερ, ετούτο που θα γράψω είναι απ' τα πιο χαρακτηριστικά: Μου το
— Η μάνα μου, σαν κάθε μάνα, μου είχε μια... θανάσιμη λατρεία. Ήμουνα, βλέπεις,
και μοναχογιός. Η αγάπη της είχε εξελιχτεί, σ' ένα είδος... μανίας. Αυτό έδωσε την
— Μανία που έχει αυτή η γυναίκα με το γιο της. Είναι τόση η μανία της, που έχει
Μα δεν τελειώνουν μ' αυτό, τα σόλοικα και οι κοτσάνες του αξέχαστου μεγάλου
ΣΩΤΗΡΙΟΝ έτος 1934. Έχω πάρει το δίπλωμα μου απ' τη Δραματική Σχολή του τότε
Βασιλικού θεάτρου. Δηλαδή δεν το πήρα. Μου το πασάρανε, με την ελπίδα πως δε θα
χρησιμοποίησα, όπως πολλοί απ' τους συμμαθητές μου και τις συμμαθήτριες μου. Οι
Σπύρος Ολύμπιος.
Απ' τους άλλους, ο Θόδωρος Κρίτας, ψηλός, όμορφος, αλλά ολίγον... κρυερός,
γλίτωσε κι αυτός απ' το θέατρο και το θέατρο απ' αυτόν. Κι έγινε αυτός ο δαιμόνιος και
μοναδικός ιμπρεσάριος που ξέρουμε όλοι! Ένας Τριαντάφυλλου, πιο ονειροπόλος απ'
όλους μας, ξεκίνησε να κατακτήσει την... Αμερική, κι όπως έμαθα έγινε ένας εκ-
λάντζα του θεάτρου, καλύτερα που μπήκε στη... λάντζα της ζωής! Γιατί πιστεύω πως
πρόκειται να φτάσεις μέχρι τα... σκατοβούνια, καλύτερα να κάνεις μιαν άλλη δουλειά.
Ένας μέτριος έμπορος, ένας όχι μεγάλος επιστήμονας περνάει. Ένας μέτριος ηθοποιός
είναι σκέτη τραγωδία. Τους πρώτους τους κρίνουν και τους δικάζουν ελάχιστοι. Εμάς
Με τη διπλωματάρα μου, λοιπόν, στο χέρι, που την κυμάτιζα, σαν σημαία θριάμβου,
άρχισα να χτυπάω τις πόρτες των θεάτρων για δουλειά. Μα πού... δουλειά!
Μα επειδή στο βάθος του έξαλλου κρανίου μου, υπήρχαν κάποια... υπόλοιπα
μυαλού, είχα δώσει εξετάσεις και είχα εισέλθει και στα θορυβώδη τεμένη της Νομικής
Σχολής! Να 'χω κι ένα αποκούμπι σκεφτόμουνα. Γιατί έβλεπα, από τότε, πως το θέατρο
είναι μια δουλειά, σχεδόν... ερασιτεχνική. Ή μάλλον δεν είναι δουλειά. Είναι ένα...
όνειρο που σπάνια σε οδηγεί σε σωστή επιβίωση! Γιατί, για να πετύχεις δε φτάνει μόνο
το ταλέντο. Πρέπει να το θέλει και η τύχη και πρέπει να βρεθεί και η μεγάλη ευκαιρία.
Και μαζί μ' αυτά να είσαι έτοιμος και για ένα σωρό... παραχωρήσεις! Κι αν είσαι
162
Πήγες; Τον πήρες το ρόλο ή το τραγούδι! Είσαι απ' τις λεγόμενες ηθικές και
αξιοπρεπείς και δεν πας; Τότε ετοι-μάσου να πάθεις, ό,τι έπαθε μια γνωστή μου
τραγουδίστρια, που αναγκάστηκε να πάρει των ματιών της και να πάει στην Αμερική,
για να κάνει καριέρα!!! Κι εκεί όμως τα ίδια και... τρισχειρότερα. Αλλά πεισματάρα
— «Τραγουδάω, πότε στους πέντε δρόμους, πότε στους είκοσι δρόμους, πότε στους
Επειδή, λοιπόν, έχω υπόψη μου όλη αυτή την κλίμακα της αβεβαιότητας που
χαρακτηρίζει το θέατρο και τα συναφή μ' αυτό επαγγέλματα, για τούτο συνιστώ στους
υποψήφιους άνεργους ηθοποιούς και στις υποψήφιες, μια καθημερινή δουλειά για την
εξασφάλιση του επιούσιου. Και σ' όποιες σχολές κάνω το δάσκαλο, η πρώτη ερώτηση
— Κάτι τέτοιο... Γιατί όποιος κάνει αυτή τη δουλειά, είναι πάντοτε... μετέωρος!
καλοκαιρινό βράδυ του 1934 με μερικούς συμφοιτητές μου στη Μάντρα του
περίφημου Αττίκ, που στεγαζόταν στον κινηματογράφο «Δελφοί» στην οδό Αχαρνών.
Εδώ θα μου επιτρέψετε ν' ανοίξω μια παρένθεση για να σας πω, ολίγα τινά για την
Ήταν ένα είδος ελεύθερου βαριετέ, με κομφερανσιέ τον Αττίκ. Μέχρι τότε ο
κομφερανσιέ ήταν μια άγνωστη εφεύρεση! Τα πρωτόφερε και τα δυο και τη Μάντρα
163
και τον κομφερανσιέ ο Αττίκ απ' το Παρίσι και τα μεταφύτευσε, επιτυχώς στην Αθήνα.
Εκτός του κομφερανσιέ που ήταν η πεμπτουσία και η ψυχή αυτό;/ του πρωτότυπου και
τρισχαριτωμένου είδους, είχε η μάντρα του Αττίκ και μερικά άλλα χαρακτηριστικά...
...Το χερούλι ήταν ένα ξύλινο χερούλι, κολλημένο σε μια πλάγια κουΐντα, που το
χτύπαγε ο Αττίκ κάθε φορά που ακουγότανε κάνα κρύο καλαμπούρι -κι αυτό συνέβαινε
συχνά- ή όταν κανένας απ' τους εθελοντές θεατές που ανέβαιναν να τραγουδήσουν, να
Ένα απ' τα πιο κρύα καλαμπούρια που είχε διαπραχθεί ήταν και τούτο:
Μπήκε κάποιο βράδυ στη Μάντρα ένας φίλος του Αττίκ, κρατώντας στο δεξί του χέρι
ένα πιάτο ντολμάδες και στο αριστερό του μια ανθισμένη γλάστρα και του φώναξε:
— «Αττίκ, εσύ που κάνεις τον έξυπνο, μπορείς να μας πεις, τι είμαι τώρα;»
Ο Αττίκ, βέβαια, τα 'χασε. Τι μπορεί να ήταν ένας που κράταγε ένα πιάτο ντολμάδες
και μια ανθισμένη γλάστρα. Κι επειδή μάταια έσπαζε το κεφάλι του ο Αττίκ να το βρει,
κουτί... παραπόνων. Ήταν ένα κοινό κουτί, που ρίχνανε τα παράπονα τους, σε
που του είχε γράψει μάλιστα του Αττίκ αυτό το πανέξυπνο: «Αττίκ, γιατί το
164
— «Αττίκ, ο θεός μάς έδωσε τη μύτη, για να μυρίζουμε και τα πόδια, για να
τρέχουμε. Παραδόξως του διπλανού μου, χοντρού κυρίου, τρέχει η μύτη του και...
Και κάποιο άλλο... που είχε σχέση με το πασίγνωστο τραγούδι του: «Μαραμένα τα
γιούλια κι οι βιόλες!»
— «Αττίκ, στο διάλειμμα μια ταξιθέτρια κράταγε στη... μασχάλη της τα... μαραμένα
κράταγε η ταξιθέτρια στη μασχάλη της, τα μουσικά τεμάχια του... Αττίκ και τα
τραβάγαμε σε μάκρος. Κλείνουμε λοιπόν την παρένθεση και ξαναγυρίζουμε στα 1934
στην καλοκαιρινή Μάντρα του Αττίκ, που ο Τραϊφόρος, με μερικούς συμφοιτητές του,
του. Με τους «εθελοντές» που οι πιο πολλοί στο τέλος βγαίνανε κάτι... αγριοψωνάρες!
Μάντρα του Αττίκ. Κι από κει κατευθείαν στο Δρομοκαΐτειο! Εγώ και μερικοί άλλοι,
Μ' ανέβασε, λοιπόν, ο Αττίκ στη σκηνή και υπό τα... ενθουσιώδη χειροκροτήματα
μου!!! Σε λίγες μέρες όμως έτυχε ν' αρρωστήσει ο περίτρανος ποιητής της «Μάντρας»,
ο πασίγνωστος και διθυραμβικός Ορέστης Λάσκος, και με προσέλαβε ο Αττίκ στη θέση
165
του, αντί του... ιλιγγιώδους ημερομισθίου των 33,50 δραχμών, ένα χιλιάρικο το μήνα
δηλαδή, που για μένα όμως ήταν... «Μάνα εξ ουρανού», γιατί μ' αυτό το χιλιάρικο,
κι ο σκύλος- που ο γαλαντόμος... μπαμπάς μου, μου είχε αναθέσει την... τροφοδοσία
της!!!
Α ναι! πρέπει να σας πω, πως για να μη χαλάω δραχμή απ' το... μεροκάματο μου,
στο φίλο μου Μενεστρέλ να γράψει στο περιοδικό «Μπουκέτο», το εξής χαριτωμένο:
Τέλος, έφτασε το βράδυ της μετά τόσης... αγωνίας αναμενόμενης, πρώτης μου
Το κοινό όμως, δε φάνηκε να συμφωνεί μαζί του... Κατέπληξα, βέβαια... Όχι σαν
ποιητής όμως! Σαν εμφάνιση! Γιατί ήμουνα ένα αδύνατο, τρέμον και χλωμό
κοστουμάκι, φρεσκοσιδερωμένο και καθαρισμένο με... «Τζουένι» απ' την καημένη, την
άγια και πολυβασανισμένη μάνα μου, που όταν το πρωί εξατμιζότανε το «Τζουένι» από
μαύρο γινόταν το κοστούμι... άσπρο. Κι έτσι είχα δυο κοστούμια: Ένα άσπρο την ημέρα
πρόγκα. Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι. Έβγαινα, βλέπεις, ν' αντικαταστήσω ένα
θεριό. Και σε εμφάνιση και σε φίρμα. Ο Λάσκος ήταν τότε, ο ποιητής της μόδας. Ένα
είδος... Ελύτη του 1934! Μπροστά του ο χλωμός, ο λιπόσαρκος κι άγνωστος Τραϊφόρος,
166
γιατί σε αποδοκίμαζε;»
Γιατί, απλούστατα. Το πρώτο βράδυ που βγήκα, βγήκα... εθελοντικά. Δεν ήμουνα
κριτικάρει. Άλλο να κάνεις το κέφι σου, όπως το κάναμε το πρώτο βράδυ, η παρέα μου
κι εγώ, κι άλλο να προσπαθείς να φτιάξεις το κέφι του κοινού σου, σαν επαγγελματίας.
Αν δεν το κατακτήσεις, δεν το γοητεύσεις το κοινό σου, αν δεν σε κάνει κέφι ο θεατής
σου, τότε έχει το δικαίωμα να σου φερθεί, όπως μου φέρθηκαν εκείνο το...
θριαμβευτικό καλοκαιρινό βράδυ του 1934, που σε μια στιγμή, ένας που δε με... άντεξε
άλλο, εν μέσω γενικής πρόγκας φώναξε με την αγριοφωνάρα του στον... Αττίκ:
— — «Αττίκ, έχω καφενέ στο Μεταξουργείο... Δε μου τον στέλνεις αυτό τον... κρύο,
Μ' έναν τέτοιο θριαμβευτικό τρόπο ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα. Μα
δεν το έβαλα κάτω. Με τις αποσκευές μου, γιομάτες αναίδεια και προπέτεια και με το
κάποιο ταλέντο μου ημέρεψα σιγά-σιγά το ανήμερο θεριό, που λέγεται κοινό. Πώς το
167
Τριάντα χρόνια κάνω στο θέατρο συνέχεια τον μπεκρή. Τριάντα χρόνια που
κρασοπότη τον περνούσαν το... Μακρή. Τον μεθυσμένο έκαν' αράδα κι έσπαζε πλάκα
όλ' η Ελλάδα. Γιάτρεψα πόνους, ντέρτια, φαρμάκια και πληρωμή μου;... Δύο
εγγονάκια!! Τριάντα χρόνια έχω ως μπεκρής στο παλκοσένικο επάνω. Τριάντα χρόνια...
Αυτούς τους στίχους είχα γράψει για τον μοναδικό κι αξέχαστο Ορέστη Μακρή, όταν
γιόρτασε στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο τα τριαντάχρονα του! Τους τραγούδαγε αυτούς
τους στίχους σε μουσική ενός άλλου αξέχαστου και μοναδικού: του μαέστρου Ιωσήφ
Ριτσιάρδη. Και γινόταν πανζουρλισμός. Και γιατί ο Μακρής ήταν κοσμαγάπητος και
γιατί με το κλείσιμο των 30 χρόνων της ευτυχισμένης και τόσο θριαμβευτικής του
— «Είπα... θα φύγω! Πάει και τέλειωσε. Εγώ είμαι θεατρίνος. Δεν είμαι πολιτικός, ν'
αλλάζω, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, γνώμη!»
μεταπείσουμε. Και να του δείξουμε πως έχει άδικο, που εγκαταλείπει έτσι ξαφνικά το
παλ-κοσένικο και την αγάπη του κοινού, που κυριολεκτικά τον λάτρευε.
τελευταίο νούμερο που του είχα γράψει. Το ποτ πουρί που το είχα σκαρώσει από
168
Ελλάδα. Και που πολλές φορές ξαναγυρίζουμε και σήμερα στα χείλη μας, ιδίως σ' όσους
Θυμάμαι, πριν μπει στο ποτ πουρί του, που έλεγε αυτές τις πολύ απλές εξυπνάδες,
που τις γλεντάνε με την καρδιά τους και το αρχοντικό και το λαϊκό κοινό της Αθήνας:
ΜΑΚΡΗΣ:
ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ: (Ψάχνοντας τον): Τι κεράκια μου λες; Ένα κρεμμύδι και μια ρέγγα
βρήκα...
ΜΑΚΡΗΣ:
Μέσα στο χαρτί που έχω τυλίξει τη ρέγγα, υπάρχουν και τα κεράκια.
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
Τα τριάντα χρόνια που βγήκα ξεμέθυστος στη σκηνή και μεθάω τους κουρασμένους
της ζωής.
Τριάντα χρόνια!... Για πότε πέρασαν!... Λες κι ήταν ένα ποτήρι κρασί που το
κατέβασα μονορούφι... Τριάντα χρόνια... Νομίζω πως ήταν χτες που πρωτοβγήκα στη
σκηνή, στο θέατρο «Δελφοί» στην Αχαρνών. Εκεί έκανα τα πρώτα... τρικλίζοντα βήματα
της μπεκρίδικης σταδιοδρομίας μου. Χτες θαρρώ πως ήταν, που ο Αντώνης Βώτης
Με λεν μπεκρή
169
τρία κρασά
στην καθησά
Όταν πεθάνω - όρκο το βάνω να μη με θάψουν έτσι θέλω μονάχα - στεφάνι νάχω
πλεξούδες κοκορέτσι.
το ρετσινάτο χρώμα
170
γαλαρία. Και γινόταν ξαφνικά το θέατρο μια ταβέρνα. Και βγαίναμε όλοι μεθυσμένοι κι
απ' τον ανεπανάληπτο μπεκρή του Μακρή κι απ' τους ζεστούς κι έξυπνους στίχους και
εποχής. Μα κι εμείς στα κατοπινά χρόνια, συνεχίσαμε την παράδοση της καλής και,
σαν κι αυτό:
Ο Μακρής, πήγαινε να βρει την ταβέρνα του παλιού του φίλου του Μπούμπουρα.
Αλλά ο Μπούμπουρας είχε μετατρέψει την ταβέρνα του σε... σνακ—μπαρ. Ανυποψία-
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
του φέρει όλ' αυτά τα ... πατροπαράδοτα, του βάζει στο τραπέζι
σαλέ!!!
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
171
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
Βλέπεις εκτός του κρασιού, πληρώνεις και τη συκευασία.
ΜΑΚΡΗΣ:
ΜΠΟΥΜΠΟΥΡΑΣ:
ΜΑΚΡΗΣ:
σου...
Γέλαγε, που λέτε, διασκέδαζε και τον χειροκροτούσε μ' ενθουσιασμό το κοινό της
Αθήνας, αλλά ο-Μακρής είχε... «μαρσάρει» και δεν τον κράταγε κανείς:
— «Γιατί τ' αφήνεις, μωρέ αρχιτζόρα, το θέατρο» του έλεγα και του ξανάλεγα. «Έχεις
— «Αυτό που μου λες, ξέρεις τι μου θυμίζει; Τον κυρ-Φώτη το Σαμαρτζή που είχε
πατήσει τα 90 χρόνια του κι όταν έκανε αίτηση στην επιτροπή κήπων και
δενδροστοιχιών, για να του παραχωρηθούνε τον Εθνικό Κήπο, για θέατρο κι έγινε
δεχτή η αίτηση του, ο Σαμαρτζής αρνήθηκε την παραχώρηση. Και ξέρεις γιατί;
Γιατί του τον δίνανε τον κήπο για δέκα χρόνια. Κι αυτός τον είχε ζητήσει για είκοσι
χρόνια. Εκτός αν ο κυρ-Φώτης είχε περάσει τον Εθνικό Κήπο για το Α'
172
Εγώ είμαι ο Ορέστης ο Μακρής. Και τα 'χω τετρακόσα. Και θα φύγω απ' το θέατρο,
έφυγε όμως γιατί είχε κουραστεί. Έφυγε γιατί τον είχε κουράσει η κακή ποιότητα του
σημερινού κοινού!
— «Ξέρω πως με θέλει το κοινό. Τέτοιο όμως που είναι, δεν το θέλω εγώ».
Έλεγε και ξανάλεγε γιομάτος τίμιο... θυμό. Γιατί ο Μακρής ήτανε σ' όλα του τίμιος.
— «Γιατί; Γιατί άλλοτε, το παλιό, καλό κοινό της εποχής μου πήγαινε στο θέατρο,
όπως πήγαινε στην εκκλησιά. Φόραγε τα καλά του και προετοιμαζόταν, σαν να
ακούσουνε. Αντί να πάνε στον καφενέ ή στα... μπουζούκια, πάνε στο θέατρο. Τότε
άνοιγε η αυλαία και πλημμύριζε η σκηνή αρώματα. Τώρα γεμίζει... ποδαρίλα! Δεν
το θέλω, λοιπόν, αυτό το κοινό. Γι' αυτό φεύγω απ' το... θέατρο!»
Κι έφυγε ο ανεπανάληπτος εκείνος αρτίστας και μαζί του έφυγε μια ολόκληρη
173
Ναζιστικός χαιρετισμός
Έχουμε επί σκηνής -Της μνήμη μας πια- Τους «υπεράσσους» στην επιθεώρηση
«Ελλάδα μου, κουράγιο», στο θέατρο «Κεντρικό», στα 1945 από το θίασο: Βέμπο-Μαυ-
χαρτί και σου βγάζει νούμερο μεγάλης επιτυχίας. Και να πώς παρουσίαζα, σαν κομπέρ,
ΜΑΥΡΕΑΣ
ένα απ' τα εκτός σκηνής αμίμητα, του αμίμητου Μαυρέα. Γιατί ο φανταστικός αυτός
αρτίστας, δεν ήταν χαριτωμένος μόνο στη σκηνή. Είχε την ίδια αμεσότητα και την ίδια
πληρότητα και στη ζωή του. Πολλά τα τρισχαριτωμένα του!... Θυμάμαι ένα, που δείχνει
την ενέργεια του μεγάλου αυτού θεατρίνου και τις σωτήριες παρεμβάσεις του.
Βρισκόμαστε στην πιο μαύρη και την πιο πεινασμένη περίοδο της τρομερής Γερμανικής
Κατοχής. Στην εποχή του 1941. Πείνα, εξαθλίωση, σκοτάδι! Βασικό ρόλο στη διαβίωση
Χωρίς αυτό, «Γαίαν είχες ελαφράν!» Κάποιος όμως έχασε το δελτίο του. Κι ακούστε
— Βόγκηξα, αδελφέ μου, βόγκηξα. Πάω στο γραφείο που βγάζουν τα δελτία
Αστυνομία. Πάω στην αστυνομία, με στέλνει στον μπακάλη. Πάω στον μπακάλη,
174
με στέλνει στον Παπά. Πάω στον Παπά, με στέλνει στο διάολο. Ξαναπάω στον
Αυτά τραβάγαμε απ' τους Ευρωπαίους Ούννους! Αλλά μόνο αυτά; Τραβάγαμε κι
ξεγελάσουμε το στομάχι μας με κάτι, που να θύμιζε φαΐ! Υπήρχε, λοιπόν, ένας ονόματι
Λεβέντης, που είχε νοικιάσει το μπαρ του «Μοντιάλ» και πρόσφερνε στους
τσάι του βουνού, άνευ ζαχάρεως, βέβαια, και άλλες τοιούτες κατοχικές λιχουδιές! Πού
και πού, όμως, ο Λεβέντης καλή του ώρα αν ζει, οικονόμαγε καμιά λακέρδα Τουρκίας,
κανένα μαυροφάσουλο και έκανε το τραπέζι στους πειναλέους του θιάσου, μετά
πληρωμής, φυσικά. Κάποιο βράδυ, λοιπόν, όπως είμαστε στριμωγμένοι στο μισοσκό-
ταδο της εισόδου, κοντά στη σκάλα των παρασκηνίων η Βέμπο, ο Αυλωνίτης, η
να γκαρίζουν:
Και δεν έφτανε αυτό, μα αρπάζοντας τα χέρια μας μάς δείχνανε πως έπρεπε να
φωνάξουμε κι εμείς χάιλ Χίτλερ. Μα εμείς που μας είχε ξυπνήσει το πατριωτικό, δε
δείχναμε διατεθειμένοι να τους κάνουμε το... μικρό αυτό χατήρι! Κοιτάζαμε μόνο να
φυγαδεύσουμε τις γυναίκες απ' τη σκάλα των παρασκηνίων προς τα καμαρίνια! Τα δυο
χιτλερογούρουνα όμως αγρίεψαν κι άρχισαν να μας χτυπάνε και να μας κλωτσάνε, μετά
Και δεν ξέρω ποιοι από μας θα είχαν επιζήσει απ' το ανηλεές κλωτσογρονθοκόπημα
των μεθυσμένων χιτλερικών κτηνών, αν ο Μαυρέας που διατηρούσε ακόμα την ψυ-
χραιμία του δεν είχε τη θεία έμπνευση ορθώνοντας το δεξί του χέρι σε χιτλερικό
χαιρετισμό, να φωνάξει:
Χέζω Χίτλερ! Αυτό ήταν! Μόλις οι δύο μεθυσμένοι Ούννοι ακούσανε το «χέζω
Χίτλερ» του Μαυρέα, μόλις ακούσανε τις δυο λέξεις που αρχίσανε από «Χι»,
και το Μαυρέα, παρουσιάζει ο Τραϊφόρος έναν άλλο μεγάλο μπούφο κωμικό: Το Μίμη
Κοκκίνη.
ΤΡΑΪΦΟΡΟΣ
ΚΟΜΠΕΡ:
Τα προσόντα σου;
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΚΟΜΠΕΡ:
Η πατρίδα σου
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΚΟΜΠΕΡ:
Η μητέρα σου;
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΚΟΜΠΕΡ:
Κι ο πατέρας σου;
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΚΟΜΠΕΡ:
Η καριέρα σου ;
176
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΚΟΜΠΕΡ:
Επροόδευσες;
ΚΟΚΚΙΝΗΣ:
ΡΕΦΡΑΙΝ
Μα κι ο Κόκκινης ήταν απ' τους χαριτολόγους του θεάτρου. Πολλά αναφέρει και γι'
στηριότητες μου τις ερωτικές, Π.Β. όμως, Προ Βέμπο, δηλαδή. Έλεγε, λοιπόν, ο
την καλή τύχη να έχει μια εξαίσια γυναίκα την κ. Μαργαρίτα. Και δυο θαυμάσια παιδιά.
Ένα πρωινό του 1940 κατέπλευσε η κ. Κοκκίνη στο θέατρο Σαμαρτζή, την ώρα των
δοκιμών. Ήμουνα τότε και συγγραφέας και σκηνοθέτης και επιχειρηματίας. Η κ. Κοκ-
κίνη σπάνια μάς έκανε την τιμή να μας επισκεφθεί. Φυσικά μόλις την είδα,
προσφέρθηκα να την καλωσορίσω. Και να την περιποιηθώ. Στο βάθος του θεάτρου
«Σαμαρτζή» υπήρχε καφενές. Εκεί την πήγα την κ. Μαργαρίτα να της προσφέρω κάτι.
Ο Κόκκινης εκείνη την ώρα έκανε πρόβα επί σκηνής. Και ξαφνικά ακούγεται να φωνάζει
με στεντορία φωνή:
— Μαργαρίταααα!
177
178
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στα 1934, στην περίφημη... «Μάντρα» του Αττίκ. Η πρώτη μου
εμφάνιση, εστέφθη υπό... θριαμβευτικής επιτυχίας. Ήταν τόση η επιτυχία μου, που δυο
— «Κύριε Τραϊφόρε, σας ευχαριστώ για την πολύτιμη συνεργασία σας. Από αύριο
που περιμένανε κάθε βράδυ να τα ταΐσω! Θα μου πείτε, γιατί κάθε βράδυ; Γιατί μόνο
κάθε βράδυ, τρώγαμε. Την ημέρα νηστεία... Με 33,50 δρχ. μεροκάματο που έδινε ο
γαλαντόμος Αττίκ, άντε να φας, μεσημέρι-βράδυ!... Αυτά σκέφτηκα και θυμάμαι που
— «Επειδή έχω μεγάλη ανάγκη αυτά τα ελάχιστα που μου δίνετε, αφήστε με να
Στο μεταξύ είχα κάνει στη Μάντρα τις πρώτες μου ενδιαφέρουσες γνωριμίες.
Ήταν η Δανάη κι ο αξέχαστος Τσιφόρος. Και οι δυο τους μου παραστάθηκαν σαν
αδέλφια. Είχανε μάθει και το... πολύτεκνο δράμα μου και μου δίνανε συνέχεια κου-
ράγιο!
— «Να θυμηθείς αυτό που σου λέω, μου έλεγε και μου ξανάλεγε η Δανάη. Εσύ δε
Τα λόγια αυτά και πιο πολύ η ανάγκη να διαθρέψω το... Τραϊφορέϊκο, με γιομίσανε
δύναμη, πείσμα και μια ανεξήγητη αισιοδοξία. Έτσι το βράδυ της Πέμπτης μετά την
παράσταση που κατέβαινα, ως συνήθως, με τα πόδια στον Πειραιά, έδωσα αυτή την
179
— — «Αν αύριο το βράδυ, δεν κάνεις... Ανάσταση, να πας να πνιγείς στο Φάληρο!».
Θα μου πείτε: γιατί ειδικά στο Φάληρο; Γιατί ήτανε τα χωρικά μου ύδατα κι έτσι το
ποίημα-έκκληση, για να τραβήξω το... ενδιαφέρον του πλακατζίδικου μεν, αλλά και...
κουλτουριάρικου κοινού της... Μάντρας. Απ' το ποίημα αυτό διεσώθη μόνο το τε-
λευταίο τετράστιχο!
Με δίχως το εγκάρδιο ζεστό σας χειροκρότημα όλη η ζωή μου αχρηστεύεται και
σβήνει! Χειροκροτείστε με, λοιπόν, χειροκροτείστε με να μπει, ηλιοφώς, μες στο υγρό
μου καμαρίνι.
Στο μεταξύ, τα τρία βράδια που έμεινα στη Μάντρα, είχα μπει στα κόλπα της και
στα... τερτίπια της. Γιατί, όπως είπα πριν, η Μάντρα δεν ήταν θέατρο. Ήταν άλλου
είδους... ταραχή. Το πληρωμένο πρόγραμμα της κράταγε και δεν κράταγε μια ώρα. Την
ντος, που ανεβαίνανε στη σκηνή και κάνανε κάθε είδους τρέλα: Χορεύανε, απαγγέλανε,
σπαράζοντας από λυγμούς κι από δάκρυα, διηγήθηκε από σκηνής την τελευταία του
ερωτική αποτυχία κι ένας άλλος ανέβηκε έξαλλος στη σκηνή κι άρχισε να φωνάζει:
— «Είμαι ένας κερατάς. Ο μεγαλύτερος κερατάς της υφηλίου. Ναι, κυρίες μου και
κύριοι, έπιασα τη γυναίκα μου με τον εραστή της απάνω στον καναπέ του
σαλονιού. Απάνω στον καναπέ... Αλλά την τιμώρησα σκληρότατα, κυρίες μου και
180
θεατών και οδηγήθηκε στο... Μουσείο. Όχι στο... Αρχαιολογικό. Στο γνωστό κέντρο, ό-
* * *
Για να στεριώσεις, λοιπόν, στη Μάντρα, έπρεπε να έχεις μεγάλες δόσεις τρέλας,
πλάκας και ατσιδοσύνης. Φαίνεται πως όλ' αυτά ενυπήρχαν στον νεαρό, τότε
Τραϊφόρο. Και συν το κάποιο ποιητικό ταλέντο μου και την κάποια αναίδεια και
ξέφρενο ενθουσιασμό απ' το κοινό της Μάντρας, που με την ίδια ευκολία που σε
προγκάριζε, με την ίδια ευκολία σε αποθέωνε και μετά βγήκαμε με τον Αττίκ, να πά-
ρουμε θέμα και λέξεις, για να φτιάξουμε το καθιερωμένο βραδινό μας οχτάστιχο.
Πρέπει να σημειώσω, πως έφτιαχνε κι ο Αττίκ οχτάστιχα. Και λόγω του ότι τα πρώτα
μου οχτάστιχα ήταν σκέτες... πατάτες, ο Αττίκ εθριάμβευε με τα οχτάστιχα του, γιατί η
σύγκριση ήταν για μένα καταθλιπτική! Το βράδυ όμως εκείνο της Παρασκευής, ήμουνα
καρφωμένο στο μυαλό μου, γιατί στάθηκε η... Ανάσταση μου και η επιβίωση της
οικογένειας μου ή μάλλον του... συνοικισμού... Τραϊφόρου. Το θέμα που μας έδωσε το
κοινό ήταν ο... «Αττίκ», με αναγκαστικές λέξεις -σέβομαι, κόντρα, ιππεύουμε, Λόντρα,
ραμολιμέντο, ορδή, μομέντο, πορδή! Πήγα, λοιπόν, στο καμαρίνι μου να το γράψω
μέσα στα ελάχιστα λεπτά που είχα στη διάθεση μου. Σε μια στιγμή μπήκε ο Τσιφόρος:
181
το χαρτί είχε μουσκέψει απ' τον ιδρώτα μου. Βγήκαμε, λοιπόν, με τον Αττίκ να
πηγαίνεις κόντρα και μολονότι και οι δυο τον Πήγασσο, ιππεύουμε άγνωστος είμαι,
ενώ γνωστός εο' είσαι ως τη Λόντρα. Μα όσο και να σ' εκτιμώ, Αττίκ, ραμολιμέντο
επιθυμώ απ' της Μάντρας σου να φύγω την... ορδή κι όταν του χωρισμού η στιγμή θα
Το τι έγινε δε λέγεται. Το κοινό κάθε φορά που κάποιος πείραζε τον Αττίκ, το
γλένταγε με τη ψυχή του. Μα το ο-χτάστιχό μου, φαίνεται πως τον εντυπωσίασε. Και
κάποιος φώναξε:
Και αντί ο Αττίκ να χαρεί για την επιτυχία μου και να με ευχαριστήσει, μαθητής του
άλλωστε, ήμουνα, άρχισε να καμαρώνει φιλάρεσκα και να... υποκλίνεται, σαν να συμ-
φωνούσε, μ' αυτόν που φώναζε. Εγώ όμως που είχα πάρει κουράγιο απ' τα
— «Δάσκαλε, γιατί δεν τους λες πως το 'γραψα μόνος μου;». Και δείχνοντας στο
κοινό το μουσκεμένο απ' τον ιδρώτα μου, χαρτί, συμπλήρωσα: «Και μάλιστα δεν
Από εκείνο το βράδυ, ο Αττίκ ξέχασε να με απολύσει και δεν ξανάγραψε ποτέ πια
οχτάστιχο! Κατά κάποιο τρόπο με είχε χρήσει διάδοχο του! Όμως με υπονόμευε συνέ-
182
και Μάντρα ήταν ένα πράγμα! Γι' αυτό πέθανε ο Αττίκ και μαζί του πέθανε κι η Μάντρα.
Όποιος, λοιπόν, τολμούσε να πάρει τη θέση του έστω και προσωρινά, έβρισκε τον
μπελά του.
— «Πού είναι ο Αττίκ», φώναζαν. «Θέλουμε τον Αττίκ». Κι όταν τολμούσα να τους
καιρό. Γιατί όπως σας είπα άρχισα σιγά-σιγά να παίρνω,τον αέρα της Μάντρας και
του... θεότρελου κοινού της, που άρχισε να με ανέχετε και να με συνηθίζει! Ώσπου ένα
— «Καλά είμαστε κι έτσι... Καλός είναι κι ο Τραϊφόρος!». Κι από τότε έγινε ταχτικός
συντελεστεί. Το κοινό με είχε συνηθίσει και είχε βρει πως ο μεγάλος Αττίκ δεν ήταν...
αναντικατάστατος. Όταν, μάλιστα, ο Λάσκος έγινε καλά και γύρισε και πάλι στη Μάντρα
κι άρχισα να γράφω τις πασίγνωστες παρωδίες στα ποιήματα του, που τις απάγγελνα
εις ύφος... Λασκικό έγινα πια ο απαραίτητος... μαϊντανός της Μάντρας! Δε θυμάμαι
καμιά απ' τις παρωδίες που του είχα φτιάξει, που πολλές απ' αυτές αν δε με απατά η
μνήμη μου, ήταν και νόστιμες και καυστικές. Θυμάμαι όμως ότι τόσο τον ενοχλούσανε
τον Ορέστη, που κάποιο βράδυ τα μάζεψε κι έφυγε απ' τη Μάντρα φωνάζοντας μου:
— «Φεύγω... Σ' αφήνω... Δεν μπορείς, κύριε, να εξευτελίζεις τον... Εθνικό ποιητή!».
Θυμάμαι πως πιο πολύ τόν ενοχλούσε η παρωδία της παρουσίασης τους. Όταν
έβγαινε, δηλαδή, ο Λάσκος, ήθελε πάντοτε προβολέα.
Αδυναμία στον προβολέα είχε και η μεγάλη Άννα Κα-λουτά. Αν δεν έπεφτε
προβολέας, δεν έβγαινε στη σκηνή, που να χάλαγε ο κόσμος. Είχε τόση αδυναμία στον
183
προβολέα, που λένε πως την ώρα που τη γένναγε η μάνα της, για να βγει, ζήτησε να της
Έβγαινε, λοιπόν, ο Λάσκος στη σκηνή κι ο ηλεκτρολόγος για πλάκα τού έριχνε τον
— «Ψηλότερα! Ακόμη πιο ψηλά... Πιο ψηλά ακόμη!» κι όταν ο προβολέας έπεφτε
Έβγαινα, λοιπόν, μετά το Λάσκο εγώ, για να απαγγείλω τις παρωδίες μου στις...
«Αγριόχηνες» του ή στο «Παρίσι» του κι ο ηλεκτρολόγος μου έριχνε και μένα τον προ-
βολέα στο στήθος. Μα εγώ αντίθετα απ' το Λάσκο τού φώναζα, πάντα εις ύφος
Λασκικό:
στο γνωστό σημείο που... στεγάζει τον ανδρισμό μας, φώναζα, στον ηλεκτρολόγο:
«Καλώς» .
Το γέλιο και το χειροκρότημα που επακολουθούσε ήταν άλλο πράγμα. Αυτό ερέθιζε
το φίλο μου, τον Ορέστη, περισσότερο κι απ' τις παρωδίες μου στα... ποιήματα του!
— «Δηλαδή, κύριε Τραϊφόρε, γράφετε το μεγάλο Λάσκο, στα... αυτά σας; Δυστυχώς
εγώ, δεν μπορώ να σε γράψω εκεί, γιατί γράφε, γράφε, δεν περίσσεψε χώρος και
για... σένα!».
Θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλά, πάρα πολλά απ' τ' αστεία κι απ' τις ίντριγκες
της Μάντρας. Θα σας αναφέρω ένα... εξωμαντρικό. Όπως σας είπα έκανα πολύ παρέα,
με τον αξέχαστο και μοναδικό Νίκο Τσιφόρο. Μοναδικό και σε ψυχή και σε... εξυπνάδα.
Αλλά και σε γράψιμο. Για μένα ο Τσιφόρος στάθηκε στα πρώτα ξεκινήματα μου, ένας
Έλληνας... (Πιπαγίκριλι)
Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Λάτρευα όμως και ζήλευα το πηγαίο και πανάκριβο
χιούμορ του. Καμιά φορά όμως μου ξέφευγε και μένα κανένα έξυπνο. Κι ο πρώτος που
το χαιρόταν ήταν ο... Τσιφόρος! Αυτό που θα σας αφηγηθώ μοιάζει πολύ με...
184
Τσιφορικό αστείο. Είναι όμως... Τραίφορικό. Σας είπα καμιά φορά μού ξέφευγε και
μένα κανένα καλό. Κάθε βράδυ λοιπόν, μετά απ' τη... Μάντρα πηγαίναμε με το Νίκο,
στον κήπο του... Μουσείου και την ξαπλώναμε μέχρι που έβγαινε ο ήλιος. Κάποιο
— «Για κοίτα, ρε Νίκο», είπα στον Τσιφόρο! «Και τα πουλιά, ακόμα, το καταλάβανε
Το χάρηκε τόσο το καλαμπούρι μου, που με κείνη τη θεία... αμεσότητα που τον
— — «Τα βλέπεις; Για να μου κάνεις παρέα, δεν έγινες έξυπνος... Παράγινες!!!»
185
Τσεχοσλοβακία και η Γαλλία στενάζουν κάτω από τις απάνθρωπες ερπύστριες του Χίτ-
λερ. Είναι τέλος του καλοκαιριού και η Αθήνα ξενυχτάει ανέμελη και μάλλον αδιάφορη
για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη!... Δεν υποπτεύεται τι την περιμένει σε κάνα χρόνο.
Τα θέατρα της δουλεύουν καλά! Πιο πολύ απ' όλα η «Όαση», το πασίγνωστο βαριετέ.
η «Όαση» θα έκλεινε τις πύλες της, αποφάσισα να κάνω ένα θίασο, με βασικά νούμερα
τα τρία ξένα ακροβατικά και να... αμο-λυθώ για την επαρχία! Αλλά, ως συνήθως, δεν
υπήρχε δραχμή!
Χωρίς σκέψη τούς φορτώνω σ' ένα καράβι και φεύγουμε για το Βόλο! Κάποτε,
βέβαια, έγινε ο έλεγχος για τα εισιτήρια!... Κακή και απάνθρωπη συνήθεια, γιατί είχα
Ο κοντρολέρ το ανέφερε, βέβαια, στον Κυβερνήτη του καραβιού. Στον πλοίαρχο. Και
ο πλοίαρχος εκάλεσε τον υπεύθυνο. Το θιασάρχη, ο οποίος, κατά κακή μοίρα, ήμουνα
εγώ.
μπήκαμε!...»
186
— Όχι, βέβαια... Αλλά αναγκαστικά θα σας κατεβάσω στο πρώτο λιμάνι... που θα
— «Τι να γίνει, κύριε πλοίαρχε», του απάντησα, δήθεν στεναχωρημένος! «Στο Βόλο,
στο Βόλο!...».
Τι να του πω, ότι πηγαίναμε για τη Νέα Υόρκη και κακώς θα μας κατέβαζε στο Βόλο;
Μα αυτομάτως ανέκυψε κι άλλο ένα επείγον θέμα...
— «Είναι κι αυτό!», ψιθύρισα δήθεν περίφροντις! Και δεν με νοιάζει για μας. Για μας
— «Τους ξένους θα τους φροντίσω εγώ. Εσύ φρόντισε τους δικούς σου!»
τραπέζωσε του καλού καιρού! Και έτσι βγήκαμε στο Βόλο χορτάτοι. Χορτάτοι, αλλά με
Το θέατρο που θα παίζαμε λεγόταν «Κύματα», δεν υπάρχει πια! Το πήραν κι αυτό
Δεν υπήρχε όμως μήτε «τσεντέσιμο» να κάνουμε έστω και μια υποτυπώδη ρεκλάμα
και να αναγγείλλουμε τον ερχομό του... μεγάλου βαριετέ Τραϊφόρου! Η πενία όμως τέ-
χνας κατεργάζεται. Στο θίασο είχαμε το Μάρκο Λύρα, που εκτός από ηθοποιός είχε και
το ελάττωμα ν' ανακατεύει τα πινέλα και να παριστάνει το ζωγράφο. Αυτή όμως η κακιά
του συνήθεια, στάθηκε η ρίζα, για να γίνει σιγά-σιγά ο Έλληνας βασιλιάς των παιδικών
παιχνιδιών «Λύρα». Ο πολύς και μέγας Λύρας. Τον έχω χαμένο από τότε και δεν ξέρω
187
Τον θυμάμαι όμως με πολύ αγάπη, γιατί ήταν ένας τίμιος και πρόσχαρος άνθρωπος
κι εύχομαι και να ζει και να 'ναι κι ευτυχισμένος. Δε λέω και πλούσιος, γιατί αυτό το
κατάφερε!
Πήρε, λοιπόν, ο Λύρας μερικές μεγάλες κόλλες στρατσόχαρτο, έβαλε «μπρος» και
τα πινέλα του και σε λίγο έξω από το κινηματοθέατρο «Κύματα» διάβαζαν οι λίγοι
περαστικοί Βολιώτες τη θριαμβευτική αναγγελία της αφίξεως και της πρεμιέρας του
Θα πρέπει να σας αναφέρω πως οι γυναίκες του θιάσου ήταν όλες κι όλες δύο. Τη
μία μόλις έφτασε ο θίασος, μας την ψώνισε, ένας γνωστός Βολιώτης παραλής και χά-
σαμε τα ίχνη της και την άλλη τη βλέπαμε μόνο, όταν έκανε το... ακροβατικό της, γιατί
μετά την τύλιγε η μάνα της και την έκλεινε στο ξενοδοχείο και τη φύλαγε σαν ιερό...
σκεύος! Η ακροβάτης αυτή ήταν πασίγνωστη τότε... Ραραού, σημερινή σύζυγος του
γνωστού στιχογράφου και παλιού μου φίλου Νίκου Φατσέα. Και ήταν η Ραραού -η Α-
θηνά, κατά κόσμον- ένα πραγματικά αξιαγάπητο και σεμνό κορίτσι, που δε χρειαζόταν
τα δρακόντεια μέτρα της μάνας της, για να μείνει τίμια. Είχε γεννηθεί μ' αυτό το ε-
λάττωμα. Και τέτοια έμεινε και στο θέατρο και στην εξω-θεατρική ζωή της.
Τραϊφόρου», είχε μετατοπίσει ο Λύρας λίγο τον τόνο και οι Βολιώτες διάβαζαν...
Τέτοια λάθη δεν ήταν σπάνια στα πανό και στα θεατρικά προγράμματα. Κάποτε σ'
ένα τρίφυλλο πρόγραμμα έπρεπε ν' αναγγελθούν τα έργα: «Ο Αγαπητικός της Βοσκο-
πούλας» και «η Παναγία των Παρισίων», που θα παιζόταν το ένα στην απογευματινή
και το άλλο στη βραδινή παράσταση. Εκείνος όμως που τα κόλλησε, τα κόλλησε στραβά
Μα ας ξαναγυρίσουμε στην πρεμιέρα του Βόλου. Οι θεατές ήταν και δεν ήταν καμιά
188
— «Μη φοβάστε, παιδιά. Αφού χωρίς ρεκλάμα βγήκε η πρώτη φασολάδα, είμαι
— «Δηλαδή, κύριε Τραϊφόρε, έχετε σκοπό, να τη βγάλουμε σ' όλη την τουρνέ, με
κάνει... κρότο!
Και πραγματικά έκανε κρότο ο θίασος μας. Γιατί άξιζε να πληρώσει κανείς, μόνο και
μόνο, για να δει τα τρία ακροβατικά, που μόνο στην Αθήνα θα είχε τη δυνατότητα να
και πίναμε του καλού καιρού και μετά το φαί, ο διαχειριστής του θιάσου, ο
Βαφειόπουλος, ο περίφημος «μπάρμπας», όπως τον ήξερε η θεατρική πιάτσα, μας μοί-
ραζε την είσπραξη στα ίσα! Είχε εφαρμόσει το σύστημα... «κολεκτίβας» γιατί τότε, σαν
νέος και θεόμουρλος όπως ήμουνα, ήταν φυσικό να είμαι επηρεασμένος απ' τα νεοφα-
Αυτή τη φορά το αραξοβόλι μας θα ήταν τα Τρίκαλα, που μας περίμεναν με πολύ
ενδιαφέρον και γιατί είχε διαδοθεί σ' όλο το Θεσσαλικό κάμπο, η επιτυχία του μεγάλου
των Τρικάλων, που και πολλοί ήταν και φανατισμένοι, απόδειξη πως ήταν μια απ' τις
Μας δέχτηκαν, λοιπόν, στα Τρίκαλα, με παράτες και με ζητωκραυγές. Κάτι τέτοιες
φωτογραφία του Χίτλερ, γιατί ο ιδιοκτήτης του ήταν Γερμανόφιλος. Τότε η Ελλάδα ήταν
189
Δεν μπορούσαμε όμως ούτε καν ν' αναφέρουμε τότε τη λέξη Άγγλος και Γερμανός,
διατηρηθεί η Ελλάδα σε αυστηρή ουδετερότητα, είχε έτοιμο τον πάγο και το...
θυμούνται οι πιο παλιοί, πως οι Εγγλέζοι είχαν βουλιάξει έξω απ' το Λα-Πλάτα της
Αυτό ήταν το θέμα που μου έδωσε το τολμηρό κοινό των Τρικάλων. Κι εγώ πιο...
στιχο. Η μνήνη μου διέσωσε μόνο το δεύτερο τετράστιχο. Οι αναγκαστικές λέξεις που
μου είχανε δώσει ήταν: Ταβάνι, Μεφιστοφελής, Χαϊβάνι, Φασουλής. Και ιδού, τι κατα-
— Πια ο καπνός του δε θα υψωθεί στο ουράνιο ταβάνι και δε θα εμφανίζεται σαν
Μεφιστοφελής κι εσέ που μας ματοκυλάς, εσέ μωρέ χαϊβάνι θα σε... χορέψει η
τη διαταγή του πανίσχυρου και σκληρού Μανιαδάκη. Συνήλθε όμως το κοινό απ' την
κατάπληξη του και απάνω στον ενθουσιασμό του ανηρ-πάγην υπό των Χωροφυλάκων
και βρέθηκα στα κρατητήρια της Ασφάλειας! Δεν πάτησα καθόλου κάτω!
190
Ο παλιόφιλος ο Νίκος
χειρότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι η αρρώστια. Ο μεγαλύτερος και χειρότερος
εχθρός του ανθρώπου είναι ο φόβος. Αυτός μάς στέλνει στα σίγουρα και μια ώρα
αρχύτερα στον άλλο κόσμο». Και δεν τα έλεγε μόνο αυτά τα σοφά ο Τσιφόρος. Τα
εφάρμοζε κιόλας.
Όλοι ξέραμε πως από χρόνια κουβάλαγε μέσα του έναν φρικτό καρκίνο. Κι όμως δεν
έχασε ούτε στιγμή το θάρρος του, το γέλιο του, την αισιοδοξία του και το σκωπτικό
φύση έδρα» είχε το κουράγιο ν' αστειεύεται και να γράφει. Να γράφει ακατάπαυστα.
Και να γράφει εκείνα τα τρισχαριτωμένα και κεφάτα κομμάτια του, που τον κάνανε
μοναδικό. Και πιο πολύ να παιζογελάει με το θάνατο, να τον κοροϊδεύει και να τον
προκαλεί. Ένα από τα πιο προκλητικά χαριτωμένα του είναι και τούτο: Οι φλέβες του
απ' τις απανωτές ενέσεις κι απ' την τρομερή αδυναμία τους, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί,
είχαν διαλυθεί. Μάταια, λοιπόν, η νοσοκόμα, έψαχνε και ξανά-ψαχνε να βρει φλέβα,
για να του κάνει ένεση. Κι ενώ εκείνη ιδρωκοπούσε και υπέφερε με τη βελόνα, ο
— Άλλο ένα δείγμα του αμέτρητου θάρρους του και της γενναιότητας του, μιας
γενναιότητας που είχε για ρίζα της τη φιλοσοφημένη σκέψη του και τους
Τον τελευταίο καιρό, για να του παρατείνουν τη ζωή, τον έμπαζαν και τον έβγαζαν
κάθε τόσο απ' το χειρουργείο της κλινικής, όπου οι γιατροί τον φρόντιζαν με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Λόγω της «παρά φύση έδρας» που τον κατα-βασάνιζε είχε προβλήματα
«εκκενώσεων». Μια λοιπόν απ' τις φορές, που για να τον διευκολύνουν στις
«εκκενώσεις» του, τον έμπαζαν στο χειρουργείο για κάποια επέμβαση, οι γιατροί και
191
— Τον κύριο Τσιφόρο, που μας κάνει και ξεχνάμε τα βάσανα της ζωής!
Και ο πάντα στωικός και πραγματιστής Τσιφόρος, κάποια φορά, τους ξαμόλυσε τον
Πικρή και βρώμικη αυτή η τόσο εύστοχη εξυπνάδα του. Μα πόση αγωνία και πόση
αλήθεια κρύβει! Βέβαια, τέτοιες εύστοχες παρεμβάσεις αναφέρονται πολλές στο χει-
μαρρώδη χιουμορίστα Τσιφόρο! Μια ακόμη εξυπνάδα του, αντλημένη κι αυτή απ' την
ανεξάντλητη περιπαιχτική διάθεση του, που τον ακολουθούσε σ' όλες τις στιγμές της
ζωής του, τις καλές και τις κακές είναι και τούτη που αναφέρεται στον «πάσχοντα»,
Ήταν σε κάποια στιγμή που η γυναίκα του, του έβαζε στην πολυθρόνα του κάποια
πρόσθετα μαξιλάρια και τον τοποθετούσε πιο αναπαυτικά, για να μπορέσει να γράψει
πιο άνετα. Τη στιγμή, λοιπόν, που τον βοηθούσε να τοποθετηθεί πιο άνετα, μπήκε
πτώμα!
Μια απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση, για να κατανικήσεις την αρρώστια, είναι να
σπας κέφι μαζί της. Όπως ο αξέχαστος φίλος Τσιφόρος! Μελέτες κι έρευνες που γίνανε
τους, όσοι χάσανε το ηθικό τους κι άρχισαν να έχουν την έμμονη ιδέα πως θα πε-
θάνουν, αυτοί ακριβώς, αντάμωσαν πολύ γρήγορα το χάρο. Δεν περίμεναν, βλέπεις να
'ρθει να τους πάρει! Ξαμολήθηκαν και πήγαν και τον αντάμωσαν μόνοι τους. Απ' το
φόβο τους. Ενώ όσοι αντιμετώπισαν θαρρετά και «ζαμαν-φουτίστικα» την περίπτωση
τους, έζησαν πολύ περισσότερο καιρό, απ' όσο υπολόγιζαν οι γιατροί τους.
192
Θα σας αφηγηθώ μια περίπτωση θάρρους και αισιοδοξίας απ' τις πιο σπάνιες:
Σωφεράκι ήταν ένας ο φίλος. Εγκάρδιος και κεφάτος πάντα. Και πολύ ξύπνιος.
Τον προτιμούσα απ' όλους της πιάτσας. Αυτόν έπαιρνα και με πήγαινε στο θέατρο
Βέμπο, στα χρόνια των μεγάλων μου επιθεωρησιακών επιτυχιών. Μια μέρα εντελώς
— Έχω ένα καρκινάκι, κύριε Μίμη μου, καμιά δεκαριά χρόνια τώρα και μ' έχει
ξελιγώσει στα κόλπα! Πότε μου πάει από δω, πότε μου πάει από κει! Αλλά δε θα
χταπόδι!
Κι ο απλοϊκός αυτός ταξιτζής που έπαιζε κρυφτό με τον καρκίνο που κουβάλαγε
μέσα του, με συμφιλίωσε κατά κάποιο τρόπο, με τον φριχτό αυτό βρυκόλακα κι είχα
πάψει πια να τον φοβάμαι να τον τρέμω! Κι από τότε, όποτε έμπαινα στο ταξί του, κι
έμπαινα σχεδόν καθημερινώς, τον ρώταγα με τον πιο φυσικό τρόπο, λες και τον ρώταγα
για κάποιο δόντι που τον πονούσε:
— Κάπου εδώ τριγυρίζει σήμερα! Και μου έδειξε προς το μέρος της πλάτης του. Χτες
έπαιρνε τις βόλτες του στο στομάχι μου, προχτές έκανε τσάρκα στη μέση μου!
Τουρνέ μου κάνει το παλιοπούστικο. Λες κι είναι θίασος. Αλλά πού θα μου πάει;
λέγανε.
Κι ενώ οι γιατροί δεν του δίνανε παρά πάνω από δεκαπέντε μήνες ζωή, αυτός έζησε
πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τελικά, βέβαια, τον έφαγε η σκατοαρρώστια. Αλλά την
193
— Μην κάνεις αυτό. Όχι εκείνο. Ούτε τούτο. Μη το ένα. Μη το άλλο. Πρόσεχε.
απ' τους δεινούς πότες. Μόλις ξύπναγε, δεν έπινε καφέ! Κατέβαζε τρία-τέσσερα
απανωτά ουίσκι.
Ένα μεσημέρι, περιέργως, τον είδα στο μπαρ «Μαζε-τίκ -παλιομακαρίτικο στέκι
θεατρίνων και συγγραφέων στην Πανεπιστημίου, δίπλα απ' τον Σεβαστάκη- τον είδα
— Ποιος ιατρός. Όλοι οι ιατροί τα ίδια είναι. Ένας λοιπόν, απ' αυτούς μου
απηγόρευσε το ποτόν. Καθότι μου έχει προσβληθεί το συκώτι, λέει και κινδυνεύω
Πολύ με χαροποίησε η φοβία που είχε δεχτεί απ' το γιατρό του ο μακαρίτης
Ευαγγελίδης, γιατί περίμενα πως έτσι θα περιόριζε την αχαλίνωτη ποτοποσία του, που
τελικά και πολύ πρόωρα, τον οδήγησε στον τάφο. Και το να χάνεται ένας κάποιος, γιατί
γούσταρε το ποτό, γούστο του και καπέλο του. Αλλά ο πρόωρος χαμός του Ευαγγελίδη
που στέρησε και τη δημοσιογραφία και το θέατρο από μια πανάκριβη και ταλαντούχα
Με την αισιοδοξία, λοιπόν, ότι ο φόβος που του είχε εμπνεύσει ο γιατρός θα απέδιδε
κατάπληξη μου, όταν μετά από δυο-τρεις μήνες τον αντάμωσα πάλι στο «Μαζεστίκ» να
194
Βασιλικό μττανιστήρι
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στα πικρά χρόνια ενός καινούργιου εμφύλιου σπαραγμού. Στο Βίτσι
και στο Γράμμο, ο ελληνικός στρατός χύνει το αίμα του ποτάμι, για την επιβίωση του
Έθνους και της φυλής. Επί των επάλξεων πάλι η Σοφία Βέμπο. Έχει κληθεί απ' το
Επιτελείο στρατού απ' την Αμερική που βρισκόταν, να παρασταθεί στον καινούργιο α-
γώνα του Έθνους. Και η Βέμπο πρόθυμη βρέθηκε και πάλι κοντά στα μαχόμενα παιδιά
της Ελλάδας και δε δίστασε να φτάσει μέχρι τα θρυλικά... Κολοκοθούρια... που βομβαρ-
δίζονταν αδυσώπητα.
της εισιτήριο απ' την τσέπη της. Για άλλη μια φορά η αποξεχασμένη τραγουδίστρια της
Νίκης, πρόσφερε εκτός απ' την Εθνική της παρουσία και το λιγοστό... παραδάκι της!
Τέτοια ήταν και τέτοια στάθηκε σ' όλη της τη ζωή. Μια πλούσια καρδιά που τη μοίραζε
αφειδώλευτα.
Οι χειμώνες του εμφύλιου σπαραγμού, ήταν τραγικοί για τα μαχόμενα παιδιά μας.
Χρειάζονταν μάλλινα. Και μπόλικα. Όλη η γυναικεία Ελλάδα έπλεκε φανέλες, για τους
τον περίφημο έρανο για τη «φανέλα του στρατιώτη». Για να διαφημιστεί, μάλιστα,
θέατρα του τόπου και τραγουδούσε ένα ειδικό τραγούδι για την περίσταση, πάνω στη
μουσική του «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» και σε καινούργιους μου στίχους που, αν
ζεσταινόμαστε.
195
τυλιγόμαστε...
πάντα μένουνε,
περιμένουνε.
ΡΕΦΡΑ1Ν
μια φορά.
Β'ΚΟΥΠΛΕ
το προστάζουνε,
196
να ντυθούν οι αντρειωμένοι
πάντα κράζουνε.
Όλοι αυτοί που βάψαν με αίμα κάθε βράχο, κάθε ρέμα και κοιλάδα μας. Πρέπει να
ντυθούν και πάλι, για να κάνουν πιο μεγάλη την Ελλάδα μας.
Το τραγούδι αυτό και η Βέμπο, βοήθησαν πολύ στη μεγάλη επιτυχία του εράνου.
Αργότερα, όταν τέλειωσε η σκληρή εκείνη περίοδος, έγινε στο σπίτι της παλιάς Αθη-
ναίας αρχόντισσας της κ. Μεσηνέζη, μια εσπερίδα, προς τιμήν όσων πρωτοστάτησαν κι
μέχρι... εμένα. Φυσικά εγώ, δεν ανήκα στην... αφρόκρεμα του θεάτρου. Εγώ ήμουνα
σκέτη... κρέμα!
Εκείνο που με κατέπληξε εκείνο το ιστορικό βράδυ, ήταν η πλήρης πληροφόρηση
της Φρειδερίκης, γύρω κι απ' τους ανθρώπους κι απ' τα θέματα του θεάτρου. Θυμάμαι,
μάλιστα, όταν πήγαν να της συστήσουν τη Βέμπο, που πρόλαβε και είπε:
— «Την ξέρω πολύ καλά. Άμα δεν ξέρεις τη Βέμπο, είναι σαν να μην ξέρεις τη δόξα
την Αλβανίας!»
Κι όταν ήρθε η σειρά μου να με γνωρίσουνε και μένα στη βασίλισσα με το άκουσμα
του ονόματος μου, στάθηκε μια στιγμή και με ρώτησε μ' ενδιαφέρον:
— «Τραϊφόρος, Τραϊφόρος;... Εσείς δεν έχετε γράψει ένα τραγούδι που το αγαπώ
197
θορυβημένη, γιατί τίποτα δεν ξέφευγε απ' το κοφτερό μυαλό της, μου είπε:
— «Ντεν... κατάλαβα!»
χειροκροτήματα και... το διακριτικό γέλιο των πρώτων του θεάτρου και των
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ και επειδή η εσπερίδα είχε χάσει το αρχικό της ενδιαφέρον και τη
ζεστασιά της, ο Έβερτ, αρχηγός της Αστυνομίας τότε και πατέρας του πρώην υπουργού
επί Ν.Δ. Μιλτ. Έβερτ, ένας γενναίος Έλληνας που του χρωστάει πολλά η Εθνική
Αντίσταση στη διάρκεια της Γερμο-νοϊταλικής κατοχής, με πήρε αγκαζέ, με πήγε στο
πολυτελέστατο γραφείο του Αρχοντικού, μου έβαλε κι ένα διπλό ουίσκι και με διέταξε:
— «Τι να γράψω;»
Και χωρίς άλλη κουβέντα έκλεισε την πόρτα πίσω του και με άφησε σύξυλο.
Φυσικά δεν κόπιασα να το... ξεπετάξω το ποίημα, γιατί μολονότι δεν υπήρξα ποτέ
μου παλατιανός και μοναρχικός, η Φρειδερίκη μού την... έδινε, γιατί μου άρεσε τρομε-
ρά σαν γυναίκα, σαν θηλυκό! Επιστράτευσα, λοιπόν, την... ερωτιάρα μούσα μου κι
198
Θα θελα με τα δυο μου χέρια να κλέψω τ' ουρανού τ' αστέρια κι από το Πανάγιο σου
στέμμα που στάζουν τα ρουμπίνια του αίμα, τις διαμαντόπετρες να βγάλω κι όλα τ'
αστέρια εκεί να βάλω, τα βήματα σου να φωτάνε, που βγαίνουν ρόδα όθε περνάνε.
Θα θελα δύναμη τιτάνια νάχα, να σκίσω τα ουράνια... στο θρόνο του Θεού να φτάσω
Γιατί του τόπου μας ο θρόνος που τον εστέριωσε ο πόνος είναι του λαού μας γέννα.
Προηγούμενα, βέβαια, σας ανέφερα πως ο θαυμασμός μου ήταν περισσότερος για
Όταν, λοιπόν, σε κάποια στιγμή, πήρε στο χέρι της ένα ουίσκι, κάθησε οταυροπόδι
κι άρχισε να μας κάνει ένα είδος μικροδιάλεξης, γύρω απ' την ψυχογραφία του Ρωμιού,
πήρα κατά μέρος τον αξέχαστο Κώστα Μουσούρη και δείχνοντας του την τορνευτή
γάμπα της Φρειδερίκης, που το σταυροπόδι της, την άφησε να... διαφαίνεται κάπως,
του πρότεινα:
Στο μεταξύ επειδή, με τις μάλλον εύστοχες απαντήσεις μου και με το ποίημα που
της αφιέρωσα, είχα τραβήξει το... κάποιο ενδιαφέρον της Φρειδερίκης, όσο μιλούσε,
το οπτικό της πεδίο, ήταν, πάντα σχεδόν, περιορισμένο στην... εξοχότητά μου. Αυτό
ανησύχησε πολύ τη Σοφία και επειδή είχε τρομερή εμπιστοσύνη στην... καλπάζουσα
γοητεία μου, πίστεψε σε μια στιγμή, πως είχα... ρίξει κι είχα γοητεύσει και τη...
Φρειδερίκη!
Καθώς μιλούσε, λοιπόν, η Φρειδερίκη, πήγε η Σοφία πίσω της και μου έκανε
νοήματα πως ήθελε κάτι να μου πει! Και τι να κάνω, γλίστρησα διακριτικά απ' τη
συντροφιά κι αντάμωσα τη Σοφία που ήταν έξω φρενών, στο διπλανό σαλόνι. Μόλις με
199
— «Άκου, Σοφία! Δεν μπορεί απόψε η Φρειδερίκη. Έχει μια υποχρέωση στον Παύλο.
Και πραγματικά συνήλθε η Σοφία. Κι όπως ήταν πανέξυπνη, το έριξε στην πλάκα!
200
2. ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ:
3. ΕΥΘΥΜΟΣΑΤΙΡΙΚΑ:
4. ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ:
201
συyyραφή, τη σκηνοθεσία και την ποίηση. Πήρε το δίπλωμα του ηθοποιού από τη Δραματική
Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, ενώ συyχρόνως φοιτούσε και στη Νομική Σχολή του
nανεπιστημίου Αθηνών.
Στα 1934 τον συναντούμε στην περίφημη Μάντρα του Αττίκ σαν ποιητή και κομφερανσιέ και
αργότερα το 1936 στην Όαση. Το 1939 - 40 παρουσιάζεται σαν κομπέρ στο θέατρο Μοντιάλ.
Το 1940 γράφει για τη Σοφία Βέμπο το τραγούδι «παιδιά της Ελλάδος παιδιά». Τότε
Το σύνολο των τραγουδιών των μεγάλων επιτυχιών της Σοφίας Βέμπο είναι γραμμένα από
Μαζί μ' αυτά έyραψε και τις επιθεωρήσεις «Γαργάλατα», «Ελλάδα μου κουράγιο», «Αλλος
για το Καστρί», «Σταρ Ελλάς», «Ο Ρωμηός» και δεκάδες άλλες όπου πρωταγωνίστησαν τα
Ασχολήθηκε και με την πρόζα κι έγραψε τα: «Οταν γυρίζουν τα χελιδόνια», «Από τον
Έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων, ενώ η nολιτεία, τιμώντας τις πολύμοχθες καλλιτεχνικές
Ήδη ο Μίμης Τραϊφόρος είναι πρόεδρος του συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρείας
Πνευματικής Ιδιοκτησίας, μέλος του Δ.Σ. των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και
Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημε ρίδων - Π.H.N.). Έχει γράψει πλήθος σεναρίων,
παρουσία οφείλει στους ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ και ΑΛΕΚΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟ, που πρώτοι τον
Μέχρι τα 23 χρόνια του είχε κυκλοφορήσει πέντε βιβλία τα οποία έγιναν «δεκτά» στο ... χώρο
που σε χαρακτηρίζει και το πιπεράτο χιούμορ σου, ζωντανεύεις τύπους και καταστάσεις της
σύyχρονης ζωής». ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ: «Διαθέτει το πρώτο και βασικό στοιχείο που απαιτεί
ΠΑΠΑΔΟΥΚΑΣ: «Με το στυλ των διηγημάτων του πλουτίζεται η Ελληνική Λογοτεχνία μ' ένα
νέο είδος γραφής». ΝΤΙΝΟΣ ΗΛIΟΠΟΥΛΟΣ: «Μας κάνατε να γελάσουμε αλλιώτικα απ' το
Επίσης, για το ΔΗΜΟ ΛΕΒΙΘΟΠΟΥΛΟ έχουν γράψει κολακευτικά σχύλια τα ιερά τέρατα του
θεάτρου μας: Νίκος Σταυρίδης, Κώστας Βουτσάς, Ρένα Βλαχοπούλου και Άννα Καλουτά, ενώ
ο Μίμης Τραϊφόρος κυκλοφόρησε το 1985 ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το σύyχρονο Ελληνικό
χιούμορ κι ο Δήμος Λεβιθόπουλος». Επίσης, ο Δ.Λ. επί σειρά ετών είναι ειδικός συνεργάτης
της ΕΡΤ.