Professional Documents
Culture Documents
Δ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ
ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΘΕΜΑ:
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ «ΕΘΝΟΣ»
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ:
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΜΠΑΝΤΕΛΛΑΣ
ΑΘΗΝΑ - 2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Ελλάδα είναι ένα εθνικό κράτος το οποίο ιδίως από το 1856 και μετά προσδιόριζε νομικά
τις έννοιες της Ιθαγένειας και του Λαού με βάση το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis). Το
ελληνικό έθνος επίσης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικού έθνους, όπου
βασικό συνεκτικό δεσμό αποτελεί η εθνοτική ταυτότητα σε κοινωνικό και κρατικό επίπεδο.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ωστόσο σημειώθηκαν μετακινήσεις σημαντικού αριθμού
ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα στο πλαίσιο του μεταναστευτικού φαινομένου. Οι
μετακινήσεις αυτές προκαλούν αλλαγές στους περισσότερους τομείς της συλλογικής ζωής
των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Στα ευρωπαϊκά κράτη τέθηκε στο παρελθόν ή σταδιακά
τίθεται το ερώτημα ως προς το ποιος είναι ο επιθυμητός βαθμός ενσωμάτωσης των
μεταναστών ως στόχος του αντίστοιχου άξονα της μεταναστευτικής πολιτικής και
διοικητικής πρακτικής. Μία από τις τάσεις που παρατηρείται στο πλαίσιο των μέτρων
ενσωμάτωσης είναι η εισαγωγή στοιχείων jus soli, δηλαδή δικαίου του εδάφους, στο δίκαιο
ιθαγένειας των χωρών αυτών καθώς επίσης και η αναγνώριση δικαιώματος εκλέγειν και
πολλές φορές και εκλέγεσθαι στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε μετανάστες -
πολίτες τρίτων χωρών (δηλαδή σε πολίτες κρατών, που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.), βασισμένης
στη θεώρηση του έθνους ως πολιτικής και όχι ως πολιτισμικής κοινότητας.
Το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας αποτελεί την Εισαγωγή στην οποία
παρατίθενται συνοπτικά ο σκοπός και οι στόχοι της, τα μέσα και η μεθοδολογία που
χρησιμοποιήθηκαν και επίσης και η διάρθρωση των κεφαλαίων. Στο δεύτερο κεφάλαιο
αναλύονται οι έννοιες του Έθνους, του Λαού και της Ιθαγένειας, αναγκαίες ως θεωρητικό
υπόβαθρο και πλαίσιο. Στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθενται οι μεταναστευτικές εμπειρίες καθώς
και οι Πολιτικές και Πρακτικές Ενσωμάτωσης στην Ευρώπη ως προς τις κατηγορίες
μεταναστών, τις δυνατότητες πολιτογράφησης και το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές.
Επίσης παρουσιάζονται οι περίοδοι διαμόρφωσης και μέσω αυτών τα βασικά σημεία της
Ευρωπαϊκής Μεταναστευτικής Πολιτικής σε συνδυασμό με την παρουσίαση της Γερμανικής
Περίπτωσης, του νέου γερμανικού δικαίου ιθαγένειας και του ιστορικού διαμόρφωσης του.
Το τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζει τα βασικά σημεία της Ελληνικής Μεταναστευτικής
Πολιτικής μέσω των τριών φάσεων της σταδιακής μέχρι σήμερα οικοδόμησης της και
συνοπτικά τις δομές υλοποίησής της. Επίσης παρατίθενται οι πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο
της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής, στον τομέα της απονομής της Ιθαγένειας και της
παραχώρησης σε μετανάστες του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές
του α΄ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες προβλέπονται από το Ν. 3838/2010, οι
2
οποίες όμως κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η βασική
επιχειρηματολογία του νομικού διαλόγου, ο οποίος ξεκίνησε με την κατάθεση του
νομοσχεδίου και την ψήφιση του Ν. 3838/2010 και ακολούθησε την απόφαση 350/2011 του
ΣτΕ. Στο έκτο κεφάλαιο η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα στα οποία
παρουσιάζεται η αλληλεπίδραση και η σκοπιμότητα συσχετισμού των ζητημάτων που
αναλύθηκαν σε συνδυασμό με προτάσεις μέτρων πολιτικής.
3
ABSTRACT
Greece is a nation state that especially from 1856 and on identified the legal concepts of
Citizenship and the People based on the law of blood (jus sanguinis). The Greek nation is
also a characteristic example of a cultural nation, where the main bond of social cohesion on
social and state level is the ethnic identity. But the last two decades there have been
movements of a significant number of people worldwide as part of the migration
phenomenon. Such movements cause changes in most areas of collective life in modern
Western societies. In European states the question was raised in the past or gradually is being
raised now as to the desired degree of integration of migrants as a target of migration policy
and administrative practice. One of the tendencies in the context of integration measures is the
introduction of elements of jus soli, ie law of the land, in these countries as well as of a right
to immigrants - third country nationals (ie citizens of countries that are not EU members) to
vote and often stand in local elections, based on the theory\ of the nation as a political rather
than a cultural community.
The first chapter of this dissertation is the Introduction which summarizes the purpose and
objectives, research tools and methodology used and also the structure of the chapters. The
second chapter analyzes the concepts of Nation, the People and Citizenship, as a necessary
background and context. The third chapter sets out the migratory experience and the
Integration Policies and Practices in Europe in what concerns the categories of migrants, the
opportunities for naturalization and voting rights in local elections. It also shows the
formation periods and through them the basics of European Migration Policy in conjunction
with the presentation of the German case, the new German citizenship law and a short history
of how it was shaped. The fourth chapter presents the basics of Greek Immigration Policy
through the three phases of its gradual formation and summarizes the public structures of its
implementation. Also the recent developments in Greek Immigration Policy are presented in
what concerns citizenship and the granting of the right to vote and stand in local elections to
immigrants, introduced by the Law 3838/2010, which were ruled unconstitutional by the
decision 350/2011 of Fourth Department of the Supreme Court of Administrative Affairs,
known as Council of the State. The fifth chapter presents the basic argument of the legal
debate, which began right before and after the enactment of Law 3838/2010 and followed the
decision 350/2011 of the Supreme Court. In the sixth chapter, the conclusions are presented.
The interaction of the issues discussed leads to the suggestion of policy measures.
4
ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
5
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ............................................................................................................................... 2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ................................................................................................. 6
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ....................................................... 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο .......................................................................................................................... 9
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................ 9
1.1. Στοχοθεσία – Μέσα – Μεθοδολογία............................................................................. 9
1.1.1. Σκοπός – Στόχοι – Μέσα............................................................................................ 9
1.1.2. Μεθοδολογία ............................................................................................................ 10
1.2. Διάρθρωση των Κεφαλαίων......................................................................................... 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο ........................................................................................................................ 13
2. ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ................................................................................. 13
2.1. Η Έννοια του Έθνους................................................................................................... 13
2.1.1. Γενικά....................................................................................................................... 13
2.1.2. Το Έθνος ως πολιτισμική κοινότητα........................................................................ 13
2.1.3. Το Έθνος ως πολιτική κοινότητα ............................................................................. 15
2.2. Λαός και Ιθαγένεια....................................................................................................... 17
2.2.1. Η Έννοια του Λαού.................................................................................................. 17
2.2.2. Η έννοια της Ιθαγένειας ........................................................................................... 18
2.2.3. Λαός και Έθνος ........................................................................................................ 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο ........................................................................................................................ 21
3. ΕΥΡΩΠΗ: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ - Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ............................................................................................................................ 21
3.1. Μεταναστευτικές Εμπειρίες, Πολιτικές και Πρακτικές Ενσωμάτωσης στην Ευρώπη 21
3.1.1. Γενικά....................................................................................................................... 21
3.1.2. Σύγκριση μεταναστευτικών εμπειριών .................................................................... 22
3.1.3. Σύγκριση των πολιτικών και πρακτικών ενσωμάτωσης: α) ως προς τις δυνατότητες
πολιτογράφησης και τις μεταναστευτικές κατηγορίες στις οποίες εντάσσουν τους πολίτες
τρίτων χωρών οι «25» και β) ως προς το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές. .................. 24
3.1.3.1. Δυνατότητες πολιτογράφησης και Μεταναστευτικές Κατηγορίες ...................... 25
3.1.3.2. Δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές ................................................................ 27
3.2. Η Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Πολιτική.................................................................... 29
3.3. Η Γερμανική Περίπτωση - Το Δίκαιο Της Ιθαγένειας στη Γερμανία.......................... 32
3.3.1. Πρόσφατο Ιστορικό.................................................................................................. 32
3.3.2. Βασικές αρχές και Πλαίσιο του Δικαίου Ιθαγένειας................................................ 33
3.3.3. Γενικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης................................................................... 34
3.3.4. Νομικές βάσεις απονομής ιθαγένειας ...................................................................... 37
3.3.5. Διπλή υπηκοότητα.................................................................................................... 39
3.3.6. Ένδικα μέσα ................................................................................................................... 40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο ........................................................................................................................ 41
4. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ....................................................... 41
4.1. Οι τρεις άξονες της μεταναστευτικής πολιτικής – Η Κοινωνική Ένταξη και
Ενσωμάτωση ............................................................................................................................ 41
4.2. Οι τρεις περίοδοι της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής ................................... 42
4.2.1. Γενικά....................................................................................................................... 42
4.2.2. Η πρώιμη φάση της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής ................................. 43
4.2.3. Η φάση ενηλικίωσης της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής ............................ 44
6
4.2.4. Η φάση ωρίμανσης της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής............................ 47
4.3. Δομές της Μεταναστευτικής Πολιτικής στην Ελλάδα................................................. 51
4.4. Ο νόμος 3838/2010 ...................................................................................................... 52
4.5. Η απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας................. 55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο ........................................................................................................................ 56
5. Ο Νομικός Διάλογος ως προς το νόμο 3838/2010 και την απόφαση 350/2011 του
Συμβουλίου της Επικρατείας ................................................................................................... 56
5.1. Γενικά........................................................................................................................... 56
5.2. Οι Καινοτομίες του Ν. 3838/2010 ............................................................................... 56
5.3. Η Απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας............... 60
5.3.1. Κριτήρια Απονομής Ιθαγένειας................................................................................ 60
5.3.2. Η Πολιτική Συμμετοχή των Αλλοδαπών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση Α΄ Βαθμού. 64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο ........................................................................................................................ 68
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ......................................................................................................... 68
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................... 73
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ.......................................................................................... 79
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ......................................................................................................................... 80
7
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της Ιθαγένειας ως κεντρικού σημείου
τομής μεταξύ της έννοιας – πραγματικότητας του Έθνους και της Μεταναστευτικής
Πολιτικής.
Οι στόχοι της εργασίας - με τους οποίους εξειδικεύεται και το θέμα της - είναι η συνοπτική
παρουσίαση αφενός της έννοιας του Έθνους και αφετέρου των βασικών σημείων της
Ευρωπαϊκής και Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής, καθώς επίσης του βασικού σημείου,
όπου συμπίπτουν δηλαδή η Ιθαγένεια. Το 2010 και το 2011 ήταν έτη σοβαρών εξελίξεων
στον τομέα της Ιθαγένειας και της Μεταναστευτικής Πολιτικής. Το 2010 ψηφίστηκε ο νόμος
3838/2010, ο οποίος αφενός διευκόλυνε ιδιαίτερα την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας
στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη γενιά των νόμιμων αλλοδαπών που κατοικούν στη χώρα και
αφετέρου παραχώρησε το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις εκλογές του α΄
βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης επίσης στους νόμιμους αλλοδαπούς. Ακολούθησε το 2011 η
απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε
αντισυνταγματικές τις διατάξεις του Ν. 3838/2010, που εμπεριείχαν τις παραπάνω
προβλέψεις. Στόχος επίσης είναι η παρουσίαση του νομικού διαλόγου που ακολούθησε την
ψήφιση του Ν. 3838/2010 και την απόφαση 350/2011 και η περιγραφή του νομικού
καθεστώτος απονομής ιθαγένειας της Γερμανίας ως συγγενικού με την Ελλάδα
παραδείγματος προκειμένου να χρησιμοποιηθεί συγκριτικά και συνθετικά σε συνδυασμό με
την ανάλυση της έννοιας του Έθνους και των βασικών σημείων της Ευρωπαϊκής και
Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής για την εκπλήρωση του σκοπού της εργασίας
δηλαδή την ανάδειξη της Ιθαγένειας ως κεντρικού σημείου τομής μεταξύ της έννοιας –
πραγματικότητας του Έθνους και της Μεταναστευτικής Πολιτικής.
9
Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δευτερογενείς πηγές. Πιο
συγκεκριμένα αποτελούνται από βιβλία, που έχουν κυρίως χαρακτήρα μελετών, συλλογικά
έργα, μελέτες, άρθρα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά αλλά και στο Διαδίκτυο που
ακολούθησαν τη ψήφιση του Ν. 3838/2010 και την απόφαση 350/2011 του ΣτΕ, που
αποτύπωναν το νομικό διάλογο που ακολούθησε καθώς επίσης και εργασίες.
Χρησιμοποιήθηκαν σε περιορισμένο βαθμό και πρωτογενείς πήγες όπως κείμενα νόμων,
κοινοτικών οδηγιών, μία απόφαση δικαστηρίου, σχετικές εγκύκλιοι του Υπουργείου
Εσωτερικών αλλά και βιβλία και άρθρα εφημερίδων, που χρησίμευσαν ως θεωρητικό και
πληροφοριακό υπόβαθρο για την εργασία. Επίσης έγινε χρήση της βιβλιοθήκης του Παντείου
Πανεπιστημίου, του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. και του Διαδικτύου.
1.1.2. Μεθοδολογία
Ως μέθοδος εκπόνησης της εργασίας επιλέχθηκε μετά από συνεννόηση με τον επιβλέποντα
καθηγητή ένας συνδυασμός κυρίως της έρευνας δευτερογενών πηγών και δευτερευόντως της
συγκριτικής μεθόδου.
Η έρευνα δευτερογενών πηγών επιλέχθηκε ως μέθοδος εκπόνησης της εργασίας διότι
προκειμένου να αποτυπωθούν και να αναδειχθούν οι θεμελιώδεις παράμετροι και τα βασικά
σημεία των εννοιών του Έθνους και της Ιθαγένειας καθώς και της Ελληνικής, της
Ευρωπαϊκής Μεταναστευτικής Πολιτικής και του Δικαίου Ιθαγένειας της Γερμανίας είναι πιο
παραγωγική η εξέταση δευτερογενών πηγών σχετιζόμενων με αυτά τα γνωστικά αντικείμενα.
Επίσης αυτονόητο είναι ότι οι πηγές που αφορούν την παρουσίαση του νομικού διαλόγου που
αφορά τον Ν. 3838/2010 και την απόφαση 350/2011 είναι δευτερογενείς, καθώς ο διάλογος
αυτός διεξήχθη μέσω άρθρων – μελετών δημοσιευμένων σε έγκυρα ελληνικά νομικά
περιοδικά και Διαδικτυακούς τόπους αντίστοιχου περιεχομένου. Ως προς τις δευτερογενείς
πηγές, πιο συγκεκριμένα επελέγησαν και εξετάστηκαν βιβλία που έχουν κυρίως χαρακτήρα
μελετών, συλλογικά έργα (όπως οι τέσσερις τελευταίες εκδόσεις του Ινστιτούτου
Μεταναστευτικής Πολιτικής), μελέτες, εργασίες, άρθρα δημοσιευμένα σε ελληνικά
επιστημονικά περιοδικά ( επί παραδείγματι: Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου,
Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου κ.α.) και πηγές του Διαδικτύου (π.χ.
www.constitutionalism.gr). Τα άρθρα νομικών – επιστημονικών περιοδικών αποτυπώνουν
κυρίως το νομικό διάλογο που ακολούθησε την κατάθεση και ψήφιση του Ν. 3838/2010 και
την απόφαση 350/2011 του ΣτΕ.
10
Η επιλογή της συγκριτικής προσέγγισης ως μεθόδου έρευνας δικαιολογείται διότι η
ομοιότητα των περιπτώσεων που εντάσσονται στο πλαίσιο που ορίζει ο σκοπός του νόμου
αποκαλύπτει πιο έντονα, μέσα από την αντιπαραβολή τους, τις κοινές προκλήσεις για τη
Διοίκηση και τις δυνατότητες υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών. Η Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας επιλέχθηκε με σκοπό τη σύγκριση με την Ελλάδα με βάση το
κριτήριο της μέγιστης ομοιότητας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
καθώς:
- είναι κράτη-έθνη, κράτη δηλαδή με δικό τους έθνος ή με κυρίαρχη πολιτικά και αριθμητικά
μία εθνική ομάδα και τους πολίτες τους συνδέει κατεξοχήν η κοινή εθνική ταυτότητα, η
οποία θεμελιώνεται στην έννοια του γένους.
- η νομοθεσία τους που διέπει τα ζητήματα ιθαγένειας διαχρονικά απέδιδε και αποδίδει
σημασία στην εθνική καταγωγή και ελάχιστη στον τόπο. Αποτελούν τυπικές χώρες jus
sanguinis, ενώ εισάγουν πλέον διατάξεις jus soli.
- οι αλλοδαποί που έλκουν την καταγωγή τους από την αντίστοιχη εθνότητα (ομογενείς -
Aussiedler), αντιμετωπίζονται προνομιακά όσον αφορά ζητήματα απόκτησης ή αναγνώρισης
της ιθαγένειας. Οι έννοιες του γένους, του επαναπατρισμού και της εθνικής διασποράς είναι
ριζωμένες στα εθνικά δίκαια των χωρών αυτών.
- αποτελούν χώρες υποδοχής μεταναστών, οι οποίες μέχρι πρόσφατα αρνούνταν να το
αναγνωρίσουν
- βιώνουν τη μετανάστευση υπό δύο κυρίως μορφές: την οικονομική μετανάστευση και την
οικογενειακή επανένωση.
- διέρχονται της ίδιας μετάβασης: από την οικονομική και προσωρινή μετανάστευση σε
εκείνη της μόνιμης κατοικίας ή μακρόχρονης διαμονής.
- σε αυτές κατοικεί σχετικά μεγάλος αριθμός μεταναστών αντιμετωπίζοντας κοινά
προβλήματα, όπως είναι τα γκέτο (στην Αθήνα και το Βερολίνο) (Πατρικουνάκου, 2010).
Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί την Εισαγωγή στην οποία παρατίθενται συνοπτικά ο σκοπός
και οι στόχοι της εργασίας, καθώς επίσης τα μέσα και η μεθοδολογία που
χρησιμοποιήθηκαν και η διάρθρωση των κεφαλαίων. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι
έννοιες του Έθνους, του Λαού και της Ιθαγένειας, αναγκαίες ως θεωρητικό υπόβαθρο και
πλαίσιο της εργασίας. Στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθενται οι μεταναστευτικές εμπειρίες καθώς
11
και οι Πολιτικές και Πρακτικές Ενσωμάτωσης στην Ευρώπη ως προς τις κατηγορίες
μεταναστών, τις δυνατότητες πολιτογράφησης και το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές.
Επίσης παρουσιάζονται οι περίοδοι διαμόρφωσης και μέσω αυτών τα βασικά σημεία της
Ευρωπαϊκής Μεταναστευτικής Πολιτικής σε συνδυασμό με την παρουσίαση της Γερμανικής
Περίπτωσης, του νέου γερμανικού δικαίου ιθαγένειας και του ιστορικού διαμόρφωσης του.
Το τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζει τα βασικά σημεία της Ελληνικής Μεταναστευτικής
Πολιτικής μέσω των τριών φάσεων της σταδιακής μέχρι σήμερα οικοδόμησης της και
συνοπτικά τις δομές υλοποίησής της. Επίσης παρατίθενται οι πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο
της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής, στον τομέα της Ιθαγένειας και ως προς το
δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, οι οποίες προέκυψαν από το Ν. 3838/2010 και την
απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο πέμπτο κεφάλαιο
παρουσιάζεται η βασική επιχειρηματολογία του νομικού διαλόγου, ο οποίος ξεκίνησε με την
κατάθεση του νομοσχεδίου και την ψήφιση του Ν. 3838/2010 και ακολούθησε την απόφαση
350/2011 του ΣτΕ. Στο έκτο κεφάλαιο η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα στα
οποία παρουσιάζεται η αλληλεπίδραση και η σκοπιμότητα συσχετισμού των ζητημάτων που
αναλύθηκαν σε συνδυασμό με προτάσεις μέτρων πολιτικής.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
2.1.1. Γενικά
Κατά τη διάρκεια της ιστορικής συγκροτήσεως της έννοιας του Έθνους διαμορφώθηκαν δύο
κύριες έννοιες με αντίθετο περιεχόμενο, οι οποίες διαθέτουν μέχρι σήμερα ιδιαίτερη ερμηνευτική
βαρύτητα. Η πρώτη θεωρεί το Έθνος ως κυρίως πολιτισμική κοινότητα και δίνει έμφαση στους
εθνοτικούς δεσμούς και δεσμεύσεις, δηλαδή στην κοινή πολιτισμική και ιστορική ταυτότητα και
στην πίστη στην κοινή καταγωγή. Η δεύτερη το παρουσιάζει ως πολιτική κοινότητα και τονίζει
την αξία των πολιτικών δεσμών. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάκριση αυτή δεν βασίζεται
σε μια συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση των εθνών, αλλά πρόκειται για την κατασκευή «ιδανικών
τύπων», ή αλλιώς «ιδεατών τύπων» με την έννοια του «ιδεοτύπου» του Max Weber.
Η ιδέα ότι το έθνος είναι μια πολιτισμική ή εθνική κοινότητα ανάγεται στη Γερμανία του
τέλους του 18ου αιώνα, στα κείμενα στοχαστών όπως ο Herder (1744-1803) και ο Fichte (1762-
1814). Σύμφωνα με τον Herder «ο έμφυτος χαρακτήρας κάθε εθνικής ομάδας καθοριζόταν
εντέλει από το φυσικό περιβάλλον, το κλίμα και τη φυσική γεωγραφία που διαμορφώνουν τον
τρόπο ζωής, τις εργασιακές συνήθειες, τις απόψεις και τις δημιουργικές κλίσεις ενός λαού».
(Heywood, 2006 σελ. 159). Καίρια θέση στη θεωρία του διαθέτει η ιδέα ότι κάθε έθνος έχει ένα
Volksgeist, ένα πνεύμα του λαού, την οργανική ταυτότητά του όπως αυτή εκφράζεται στα
τραγούδια και τη γλώσσα του. Ο Herder έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της γλώσσας την
οποία θεωρούσε ενσάρκωση της ιστορικής μνήμης και των παραδόσεων του κάθε λαού. Μέσω
αυτής, των τραγουδιών και των μύθων αποκαλύπτεται το Volksgeist το οποίο συνιστά την πηγή
της δημιουργικότητας κάθε έθνους. Τα έθνη θεωρούνται φυσικές ή οργανικές οντότητες, καθώς
επίσης θεωρείται ότι προέρχονται από την αρχαιότητα και ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν
στο διηνεκές. Η θεωρία του Herder επικεντρώνεται στην ιστορική μνήμη και στις εθνικές
παραδόσεις και όχι στην προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης κράτους. Ωστόσο «τέτοιου είδους
ιδέες συνέβαλαν σημαντικά στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης στη Γερμανία του 19ου
13
αιώνα, όπως φαίνεται από την ανακάλυψη αρχαίων μύθων και θρύλων λ.χ. στα λαϊκά παραμύθια
των αδελφών Grimm και στις όπερες του Richard Wagner (1613-83), (Heywood, 2006 σελ. 159),
η οποία με τη σειρά της συνέβαλε καθοριστικά στην ένωση των γερμανικών κρατών και στη
δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από τον Μπίσμαρκ στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Ernest Gellner στο βιβλίο του «Έθνη και Εθνικισμός» 1983 συνέδεσε τον εθνικισμό με
τον εκσυγχρονισμό και ιδιαίτερα με τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης. Υποστήριξε ότι ενώ
οι προνεωτερικές ή «αγροτικές» κοινωνίες θεμελιώνονταν σε ένα δίκτυο φεουδαρχικών
σχέσεων και δεσμών, οι βιομηχανικές κοινωνίες που τις διαδέχονταν, επειδή τις υπερέβαιναν
σε έκταση και σε ενσωμάτωση πληθυσμών καθώς προωθούσαν την κοινωνική κινητικότητα,
την ατομική προσπάθεια και τον ανταγωνισμό σε μεγάλη κλίμακα είχαν ανάγκη από μια
άλλη πηγή κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής. Αυτή ήταν ο εθνικισμός (Heywood, 2006
σελ. 160). Ο Gellner επομένως θεωρώντας ότι ο εθνικισμός αναπτύχθηκε ως απάντηση στις
εξελισσόμενες κοινωνικές ανάγκες, υποστήριξε ότι δεν μπορεί να εξαλειφθεί, καθώς είναι
αδύνατη η επιστροφή σε προνεωτερικούς δεσμούς και ταυτότητες. Ο Gellner επίσης
αναγνωρίζει την κοινωνία των πολιτών καθώς και την ελευθερία και την ισοτιμία, που πρέπει
να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, τονίζει όμως ότι για να λειτουργήσει αυτή
αποτελεσματικά απαιτείται μια πολιτισμική ομοιογένεια, με έμφαση στη γλωσσική παιδεία
των πολιτών (Παπαδοπούλου στον Πρόλογο του Schnapper, 2000 σελ. 26).
Ο Anthony Smith στο βιβλίο του The Ethnic Origins of Nations (1986) αντίθετα
αμφισβήτησε την ιδέα της συσχέτισης εκσυγχρονισμού και εθνικισμού. Απέδωσε ιδιαίτερη
βαρύτητα στην ιστορική και πολιτισμική συνέχεια μεταξύ νεότερων εθνών και
προνεωτερικών εθνοτικών κοινοτήτων, στις οποίες απέδωσε το όνομα «εθνότητες». Το
θεμελιώδες για τον προσδιορισμό του έθνους είναι η κοινή πολιτισμική κληρονομιά και η
γλώσσα όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα στην ιστορική του πορεία. Αυτά τα χαρακτηριστικά,
η πολιτισμική κληρονομιά, η γλώσσα και η ιστορικότητα μπορεί να είναι προγενέστερες
τόσο από την επιδίωξη της εθνικής ανεξαρτησίας όσο και από τη συγκρότηση του κράτους.
Η εθνική συνείδηση κατά τον Smith είναι πρόδρομος του εθνικισμού. Ωστόσο τα νεότερα
έθνη αναδύθηκαν όταν οι υπάρχουσες εθνότητες συνδέθηκαν με το δόγμα της πολιτικής
κυριαρχίας. Αυτή η σύνδεση συντελέστηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα και στις
αρχές του 19ου αιώνα ενώ στην Ασία και στην Αφρική – στο βαθμό κατά τον οποίο
συντελέστηκε – κατά τον 20ο αιώνα. (Heywood, 2006 σελ. 160).
14
τους οφειλόταν σε φυσικές ή ιστορικές και όχι σε πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτηρίζονται από
υψηλό βαθμό εθνικής ομοιογένειας που έχει ως αποτέλεσμα την αλληλοεπικάλυψη
εθνοτικών και εθνικών ταυτοτήτων. «Η δύναμη των πολιτισμικών εθνών έγκειται στο
γεγονός ότι, καθώς συνέχονται από ένα ισχυρό και ιστορικό αίσθημα εθνικής ενότητας
τείνουν να είναι σταθερά και συμπαγή. Από την άλλη πλευρά, τα πολιτισμικά έθνη συνήθως
θεωρούν τους εαυτούς τους αποκλειστικές ομάδες. Η συμμετοχή στο έθνος δεν θεωρείται
παράγωγο της πολιτικής συμμόρφωσης στην οποία υποβάλλεται κανείς οικειοθελώς, αλλά
μιας εθνοτικής ταυτότητας που κατά κάποιο τρόπο κληρονομείται». (Heywood, 2006 σελ.
161). Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά ο Meinecke αναγνώρισε τους Έλληνες, τους
Γερμανούς, τους Ρώσους και τους Ιρλανδούς ως παραδείγματα του τύπου του πολιτισμικού
έθνους.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση το έθνος αποτελεί μία ομάδα ανθρώπων που έχουν ως
βασικό συνεκτικό δεσμό την ιδιότητα του πολίτη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική
– εθνοτική ταυτότητα. Ο Jean-Jacques Rousseau θεωρείται «πατέρας» του νεότερου
εθνικισμού. Βάση του συλλογισμού του υπήρξε η λαϊκή κυριαρχία, όπως παρουσιάζεται
στην ιδέα της «γενικής βούλησης» και στην οποία πρέπει να θεμελιώνεται η κυβέρνηση μιας
χώρας. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης με βάση την παραπάνω αρχή «οι
Γάλλοι ήταν «πολίτες» με αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα και ελευθερίες και όχι πλέον
«υπήκοοι» του στέμματος. Η κυρίαρχη εξουσία συνεπώς ανήκε στο γαλλικό έθνος».
(Heywood, 2006 σελ. 162).
Κοινά σημεία με την παραπάνω θεώρηση διαθέτει η άποψη του Eric Hobsbawm, ο οποίος
αντιτάχθηκε στην άποψη της προέλευσης των σύγχρονων εθνών από αρχαίες εθνότητες.
Θεώρησε μύθο την πεποίθηση ότι υπάρχει ιστορική συνέχεια και πολιτισμική καθαρότητα
των εθνών. Αντίθετα θεώρησε τα έθνη «επινοημένες παραδόσεις» και διατύπωσε την ιδέα ότι
15
ο εθνικισμός δημιουργεί τα έθνη και όχι το αντίστροφο (Hobsbawm, 1993). Ο Benedict
Anderson επίσης σε μια συγγενική θεώρηση με τη μαρξιστική άποψη αντιμετωπίζει τα έθνη
ως «φαντασιακές κοινότητες», δημιουργημένες από την εκπαίδευση, τα Μ.Μ.Ε. και μια
διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης.
Κατά τον Andrew Heywood «πολιτικό έθνος είναι εκείνο στο οποίο η ιδιότητα του πολίτη
έχει μεγαλύτερη πολιτική σημασία από την εθνοτική ταυτότητα. Συχνά τα πολιτικά έθνη
περιλαμβάνουν πολλές εθνοτικές ομάδες και έτσι διακρίνονται από πολιτισμική ετερογένεια.
Η Μεγάλη Βρετανία, οι Η.Π.Α. και η Γαλλία θεωρούνται συχνά κλασσικά παραδείγματα
πολιτικών εθνών. Η Μ. Βρετανία αποτελεί ένωση τεσσάρων «πολιτισμικών» εθνών: της
Αγγλίας, της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (αν και η τελευταία μπορεί να
περιλαμβάνει δύο έθνη, τους Προτεστάντες Ενωτικούς και τους Καθολικούς
Ρεπουμπλικάνους). Στα βαθμό που υφίσταται μια διακριτή βρετανική εθνική ταυτότητα,
βασίζεται σε πολιτικούς παράγοντες, όπως η κοινή υποταγή στο στέμμα, ο σεβασμός στο
Κοινοβούλιο του Γουέστμινστερ και η πιστή στα ιστορικά δίκαια και τις ελευθερίες του
βρετανικού λαού. Οι Η.Π.Α., ως «χώρα μεταναστών», έχουν κατεξοχήν πολυεθνικό και
πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, ο οποίος καθιστά ανέφικτη τη συγκρότηση μιας εθνικής
ταυτότητας στη βάση κοινών πολιτισμικών και ιστορικών δεσμών. Ελλείψει αυτών,
αναπτύχθηκε συνειδητά ένα αίσθημα αμερικανικής εθνικής ταυτότητας μέσω του
εκπαιδευτικού συστήματος και της καλλιέργειας σεβασμού για ένα σύνολο κοινών αξιών,
ιδίως εκείνων που περιγράφονται στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και στο Σύνταγμα των
Η.Π.Α. Παρόμοια, η γαλλική εθνική ταυτότητα συνδέεται στενά με τις παραδόσεις και τις
αρχές της Επανάστασης του 1789». (Heywood, 2006 σελ. 163).
Οι συνέπειες όλων των παραπάνω είναι ποικίλες. Δημιουργείται κατά τον 19ο αιώνα η αρχή
των εθνοτήτων, με βάση την οποία κάθε έθνος δικαιούται να συγκροτήσει κράτος. Πρόκειται
για πολιτική αρχή, η οποία λειτούργησε καταλυτικά για τις διεθνείς πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις, αλλά δεν απέκτησε νομική υπόσταση. Επίσης, το έθνος που αναγνωρίζει την
ελευθερία και την ισότητα προάγει τη δημοκρατία στο κράτος και ταυτόχρονα η εθνική
συνείδηση του λαού αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα στο σχηματισμό πολιτικής
ομοφροσύνης (consensus) μέσα στο κράτος. Θεωρείται ότι περισσότερες εθνικές ομάδες
λειτουργούν αποτελεσματικότερα σε ένα κρατικό πλαίσιο αν η μορφή του κράτους είναι
ομοσπονδιακή ή αν τους αναγνωρίζεται αυτοδιοίκηση (Παντελής, 2005 σελ. 30-31).
16
2.2. Λαός και Ιθαγένεια
Στο πλαίσιο του Συνταγματικού Δικαίου ο Λαός έχει δύο έννοιες, ευρεία και στενή. Υπό
την ευρεία έννοια, ο λαός αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους, ενώ υπό τη στενή
έννοια, όργανο του κράτους και μάλιστα όχι όλων των κρατών. Πιο συγκεκριμένα, λαός υπό
ευρεία έννοια είναι το σύνολο των ανθρώπων που εκάστοτε έχουν την ιθαγένεια του
κράτους, δηλαδή των πολιτών ή υπηκόων (Παντελής, 2005 σελ. 25) και διαβιούν σε μία
χώρα (Μαυριάς, 2004 σελ. 73). Ο λαός υπό στενή έννοια ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα και
αποτελεί τμήμα του λαού υπό ευρεία έννοια. Στην πράξη ο λαός υπό στενή έννοια είναι το
σύνολο των πολιτών οι οποίοι διαθέτουν ορισμένα νομικά προσόντα και έχουν δικαίωμα
ψήφου. Οι πολίτες αυτοί ονομάζονται ενεργοί. (Παντελής, 2005 σελ. 25). Ο λαός υπό στενή
έννοια, δηλαδή το εκλογικό σώμα αποτελεί άμεσο όργανο του κράτους. «Άμεσα είναι τα
όργανα του κράτους, που ασκούν την κρατική εξουσία χωρίς σχέση εξάρτησης ή υποταγής
προς άλλο όργανο…Άμεσα όργανα του κράτους στην ελληνική έννομη τάξη είναι το
εκλογικό σώμα, η Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση και τα Δικαστήρια.
Στην ελληνική συνταγματική τάξη, το εκλογικό σώμα είναι το άμεσο συλλογικό όργανο του
κράτους που ασκεί την εξουσία του μέσω του δικαιώματος του εκλέγειν ή δικαιώματος της
ψήφου ή ενεργού εκλογικού δικαιώματος (οι όροι είναι συνώνυμοι) όταν αναδεικνύει τους
αντιπροσώπους του λαού στα διάφορα αιρετά όργανα του κράτους είτε αυτά ανήκουν στην
κεντρική διοίκηση είτε ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού,
όπως και όταν ασκώντας άμεση εξουσία, καλείται σε δημοψήφισμα προκειμένου να
αποφασίσει για κρίσιμα εθνικά θέματα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα εκτός από τα δημοσιονομικά.» (Μαυριάς, 2004 σελ. 365-369).
Από τον 18ο αιώνα το κατά πόσον το εκλογικό δικαίωμα είναι άσκηση ατομικού
δικαιώματος ή δημόσιας λειτουργίας υπήρξε το βασικό ερώτημα ενός διαλόγου πολιτικών
στοχαστών και νομικών. Η συζήτηση μεταφέρθηκε στην ελληνική θεωρία από τον Ν.Ν.
Σαρίπολο το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, ο οποίος άσκησε επιρροή και σε Γάλλους
συγγραφείς εκείνης της περιόδου. Αποτελεί πλέον γενική παραδοχή ότι η ψήφος δεν μπορεί
να νοηθεί μόνο ως δημόσια λειτουργία, αλλά ότι αποτελεί οπωσδήποτε και πρώτιστα
δικαίωμα του πολίτη. Διαφορετικά ως δημόσια λειτουργία θα μπορούσε να περιοριστεί σε
συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας είτε βάσει της περιουσιακής κατάστασης (τιμηματική
ψήφος) είτε βάσει του μορφωτικού επιπέδου ή της ικανότητας (αξιοκρατική ψήφος). Στο
17
πλαίσιο αυτού του διαλόγου το εκλογικό σώμα τέθηκε ως άμεσο όργανο του κράτους. «Το
Σύνταγμα του 1975 ανάγει την άσκηση του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος από τους
φορείς του (εκλογείς) στην κατ’ εξοχήν έκφανση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και
επομένως σε κριτήριο του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Ταυτόχρονα
θεσπίζοντας τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ψήφου την καθιστά και δημόσιο
λειτούργημα… Το Σύνταγμα θεσπίζει δύο προσόντα για τον προσδιορισμό των προσώπων
που συγκροτούν το εκλογικό σώμα… την ιθαγένεια… και την ενηλικότητα, της οποίας
καταλείπει στον κοινό νομοθέτη τον καθορισμό του κατώτατου ορίου» (Μαυριάς, 2004 σελ.
370-372).
«Η ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός ανάμεσα στο άτομο και το κράτος, με τον οποίο το
άτομο γίνεται μέλος του λαού. Η ιθαγένεια είναι έννοια αποκλειστικώς και μόνο νομική,
δηλαδή τη ρυθμίζουν κανόνες δικαίου. Κάθε κράτος ορίζει «κυριαρχικώς» πως αποκτά και
πως χάνει κανείς την ιθαγένειά του… Η ιθαγένεια διακρίνεται σε αρχική και επίκτητη. Η
αρχική ιθαγένεια καταλαμβάνει το άτομο από τη γέννησή του, ενώ την επίκτητη την αποκτά
το άτομο μεταγενέστερα» (Παντελής, 2005 σελ. 25-26).
Ως έννοια νομική και διεπόμενη από το δίκαιο για την απονομή της αρχικής ιθαγένειας τα
κράτη υιοθετούν δύο νομικά συστήματα, δηλαδή είτε το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis)
είτε το δίκαιο του εδάφους (jus soli). Σύμφωνα με το jus sanguinis το θεμελιώδες κριτήριο
αποτελεί η καταγωγή με συνέπεια το νεογέννητο να αποκτά την ιθαγένεια του πατέρα του ή
υπό όρους της μητέρας του. Σύμφωνα με το jus soli το θεμελιώδες κριτήριο αποτελεί ο τόπος
γέννησης με συνέπεια το νεογέννητο να αποκτά την ιθαγένεια του κράτους μέσα στην
επικράτεια του οποίου γεννήθηκε. Συχνά τα κράτη, ανάλογα με τις ανάγκες ή την οπτική
τους πέρα από το σύστημα το οποίο εφαρμόζουν προσλαμβάνουν στοιχεία και από το άλλο
σύστημα. Ορισμένα ζητήματα ιθαγένειας ρυθμίζονται από διεθνείς συμβάσεις, όπως είναι η
περίπτωση των μη-ιθαγενών. Σύμφωνα με το δημόσιο δίκαιο η έννοια της ιθαγένειας
αποτελεί τη βάση για την κατάσταση του προσώπου και διαθέτει μεγάλη σημασία το
ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. (Παντελής, 2005 σελ. 26).
18
α) Το δικαίωμα διαμονής στη χώρα.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή διδασκαλία, ο πολίτης έχει προς το κράτος τις εξής τρεις
υποχρεώσεις:
β) Την πίστη, η οποία σημαίνει αποχή από πράξεις βλαβερές για το κράτος και έχει
αρνητικό περιεχόμενο. Ο καθορισμός αυτών των απαγορευμένων πράξεων
πραγματοποιείται από το ίδιο το κράτος καθώς τις ανάγει σε αδικήματα. Κατά
συνέπεια η πίστη και η υποταγή δεν διαφέρουν στην πράξη. Επίσης τις οφείλουν τόσο
οι πολίτες όσο και οι αλλοδαποί και επομένως δεν είναι χαρακτηριστικά μόνο της
ιθαγένειας.
Η μόνη υποχρέωση που είναι συνέπεια αποκλειστικά της ιθαγένειας είναι η στράτευση.
(Παντελής, 2005 σελ. 28).
Η συνταγματική πρακτική χρησιμοποιεί, συνήθως, τους όρους λαός και έθνος. Οι όροι
αυτοί αν και ιστορικά δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, κατά κανόνα υποδεικνύουν, όταν
χρησιμοποιούνται από τα σύγχρονα συντάγματα τον φορέα της πρωτογενούς εξουσίας.
Πέρα από τις έννοιες του πολιτισμικού ή του πολιτικού έθνους, οι οποίες αναλύθηκαν σε
προηγούμενη ενότητα η έννοια έθνος στα συντάγματα παραπέμπει σε δύο αντιτιθέμενες
θεωρίες της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Η αμφισβήτηση της εξουσίας του
μονάρχη οδήγησε στην αναζήτηση ενός άλλου φορέα της κυριαρχίας του κράτους. Ο
19
Διαφωτισμός διακήρυξε ότι η πηγή κάθε εξουσίας ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κατά την
Επανάσταση διαμορφώνονται δύο θεωρίες για την υποκατάσταση του μονάρχη ως φορέα της
κυριαρχίας.
Η θεωρία της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί εφαρμογή των ιδεών του Ρουσσώ για το
κοινωνικό συμβόλαιο. Οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και ελεύθεροι και επομένως η κυριαρχία
ανήκει σε όλους τους πολίτες, στο λαό και είναι διαιρετή στον κάθε πολίτη. Η αντίληψη αυτή
έχει συγκεκριμένες νομικές συνέπειες και καθώς η λαϊκή κυριαρχία είναι αναπαλλοτρίωτη
και απαράγραπτη ο πολίτης την ασκεί προσωπικά. Οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας πρέπει
να προτιμώνται σε σχέση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, η επιτακτική εντολή είναι
αποδεκτή, η ψήφος είναι καθολική και αποτελεί δικαίωμα.
Η θεωρία της εθνικής κυριαρχίας προβλήθηκε από τον αββά Σιεγιές (Sieyès). Η κυριαρχία
ανήκει στο έθνος που είναι οντότητα αφηρημένη και αδιαίρετη. Η κυριαρχία επομένως είναι
αδιαίρετη και δεν ανήκει σε άτομα, καθώς επίσης είναι όπως και η λαϊκή κυριαρχία
αναπαλλοτρίωτη και απαράγραπτη. Διαθέτει τέλος αντίστοιχες νομικές συνέπειες. Καθώς η
κυριαρχία είναι αδιαίρετη και δεν ανήκει σε άτομα, το έθνος μπορεί και επιβάλλεται να την
ασκήσει μόνο μέσω των αντιπροσώπων του και κατά συνέπεια προτιμάται το
αντιπροσωπευτικό σύστημα. Αποκλείεται η επιτακτική εντολή και προτιμάται η ελεύθερη,
διότι τα μέλη των βουλών αντιπροσωπεύουν το σύνολο του έθνους. Η περιορισμένη ψήφος
είναι αποδεκτή, ιδίως η τιμηματική καθώς θεωρείται λειτούργημα που ανατίθεται από το
έθνος.
Μέσω της αντίθεσης των δύο θεωριών σταδιακά επήλθε ένας συμβιβασμός. Στα
Συντάγματα επικρατεί μια σύνθεση με περισσότερα στοιχεία από την εθνική κυριαρχία, όπως
το αντιπροσωπευτικό σύστημα και ο αποκλεισμός της επιτακτικής εντολής αλλά με το
καθοριστικό στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας, την καθολική ψήφο (Παντελής, 2005).
20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
3.1.1. Γενικά
Ως προς τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά των πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στην
Ε.Ε. τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία δε δίνουν συνεκτική και αξιόπιστη εικόνα για τον
αριθμό των μεταναστών στην Ε.Ε. καθώς κάθε κράτος - μέλος χρησιμοποιεί τις δικές του
κατηγορίες και ορισμούς, ενώ εφαρμόζει διαφορετικούς τρόπους καταγραφής των κατοίκων
και των πολιτών του.
Διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη μίας κοινής τάσης, που καταγράφεται στο σύνολο της
Ε.Ε.: Την τελευταία εικοσαετία σημειώνονται σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών εντός
και εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Σημειώνεται μία σταθερή αύξηση του αριθμού των
Ευρωπαίων που μεταναστεύουν από ανατολή προς δύση, ενώ παράλληλα τα κράτη μέλη της
Ε.Ε. υποδέχονται όλο και περισσότερους μετανάστες από ολόκληρο τον πλανήτη. Όλα τα
κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση, τον πληθυσμό και τη μεταναστευτική τους
ιστορία υφίστανται μετακινήσεις πληθυσμών που έχουν αλλάξει την Ε.Ε. δημογραφικά και
κοινωνικά.
Παρατηρούνται δύο τυπολογίες για τα κράτη μέλη της Ε.Ε.: η πρώτη με κριτήριο τη
μεταναστευτική τους εμπειρία, και η δεύτερη για τα μεταναστευτικά καθεστώτα. Οι
τυπολογίες αυτές συνιστούν μία πρώτη προσπάθεια επισκόπησης και συγκριτικής
παρουσίασης των χωρών της Ε.Ε. και των τάσεων που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα
μεταναστευτικά πρότυπα στην Ε.Ε., επισημαίνοντας παράλληλα ορισμένες από τις πλέον
χαρακτηριστικές διαφορές τους (Τριανταφυλλίδου, 2009).
21
3.1.2. Σύγκριση μεταναστευτικών εμπειριών
Παρουσιάζεται μία τυπολογία (βλ. Πίνακα) των μεταναστευτικών εμπειριών των κρατών -
μελών της Ε.Ε., η οποία λαμβάνει υπόψη τους εξής παράγοντες: τις σχέσεις μεταξύ χωρών
προέλευσης και υποδοχής, το μεταναστευτικό παρελθόν κάθε χώρας, το μέγεθος του
μεταναστευτικού πληθυσμού και τους παράγοντες που έχουν πυροδοτήσει τις
μεταναστευτικές ροές (Τριανταφυλλίδου, 2009).
22
αρχές της δεκαετίας του 1990
• Εγκατάσταση μεγάλων μεταναστευτικών
πληθυσμών σε πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα
• Ad hoc χάραξη της μεταναστευτικής
πολιτικής (με κύριο χαρακτηριστικό, στις
χώρες της Νότιας Ευρώπης, τα διαδοχικά
προγράμματα νομιμοποίησης)
• Περιορισμένες και επιφυλακτικές
πολιτικές ενσωμάτωσης
• Ο δημόσιος διάλογος για τη μετανάστευση
επικεντρώνεται στα θέματα του ελέγχου,
της εγκληματικότητας και των φόβων περί
απώλειας της εθνικής πολιτισμικής
ομοιομορφίας.
Χώρες σε • Πρώην κομμουνιστικά κράτη της Τσεχία, Ουγγαρία
μετάβαση Κεντρικής Ευρώπης και Πολωνία
• Χώρες που συνδυάζουν την αποστολή και
υποδοχή μεταναστών. Λειτουργούν επίσης
ως χώρες μετάβασης για τους μετανάστες
• Σε καλό δρόμο όσο αφορά την οικονομική
και πολιτική τους μετάβαση στον
καπιταλισμό και τη δημοκρατία
• Μικροί πληθυσμοί νόμιμων μεταναστών,
εν δυνάμει αύξηση της παράνομης
μετανάστευσης από την Ανατολική Ευρώπη
και τρίτες χώρες
• Ανύπαρκτες πολιτικές ενσωμάτωσης. Ο
δημόσιος διάλογος για τη μετανάστευση
είναι πολύ περιορισμένος
Μικρές νησιωτικές • Πολύ μικρές νησιωτικές χώρες, που Κύπρος και Μάλτα
χώρες δέχονται όλο και μεγαλύτερη πίεση από τη
μετανάστευση και τις αιτήσεις του ασύλου
23
• Ad hoc χάραξη της μεταναστευτικής
πολιτικής και πολύ περιορισμένες πολιτικές
ενσωμάτωσης
• Εξακολουθούν να βιώνουν φαινόμενα
αποδημίας
• Ο δημόσιος διάλογος για τη μετανάστευση
επικεντρώνεται στους φόβους περί
«πλημμυρίδας» αλλοδαπών
Μη μεταναστευτικές • Πολύ χαμηλά επίπεδα νέας Εσθονία, Λετονία,
χώρες μετανάστευσης, νόμιμης και μη Λιθουανία,
• Σημαντικές μεταβολές πληθυσμού και Σλοβενία και
σχηματισμός μειονοτήτων κατά τη δεκαετία Σλοβακία
του 1990, που οφείλονται στην πρόσφατη
κρατική συγκρότησή τους και το εθνοτικό
ξεκαθάρισμα (Brubakers 1996)
3.1.3. Σύγκριση των πολιτικών και πρακτικών ενσωμάτωσης: α) ως προς τις δυνατότητες
πολιτογράφησης και τις μεταναστευτικές κατηγορίες στις οποίες εντάσσουν τους
πολίτες τρίτων χωρών οι «25» και β) ως προς το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές
εκλογές.
24
3.1.3.1. Δυνατότητες πολιτογράφησης και Μεταναστευτικές Κατηγορίες
Σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ισχύουν διαφορετικά καθεστώτα συμμετοχής για τους
πολίτες τους, τους πολίτες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους πολίτες
τρίτων χωρών. Κατά κανόνα, μόνον οι πολίτες της χώρας έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Οι πολίτες των τρίτων χωρών υπόκεινται σε διάφορους περιορισμούς. Σε κάθε κράτος όμως
υπάρχουν και πολλές διαφορές εντός του μεταναστευτικού πληθυσμού, ανάλογα με το
καθεστώς του εκάστοτε μετανάστη και την εθνοτική ομάδα στην οποία ανήκει. Πιο
συγκεκριμένα στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. υπάρχουν πολλά διαφορετικά επίπεδα
μεταναστευτικών καθεστώτων – προσωρινοί εργαζόμενοι, αιτούντες άσυλο, μέλη
οικογενειών εγκατεστημένων μεταναστών, μετανάστες με ανανεώσιμη άδεια διαμονής,
μόνιμοι κάτοικοι. Κάθε τύπος άδειας συνοδεύεται από συγκεκριμένα δικαιώματα, που
αποκλίνουν λιγότερο ή περισσότερο από αυτά των πολιτών. Τα δικαιώματα επίσης αυτά
διαφέρουν από χώρα σε χώρα, παρά τις προσπάθειες της Ε.Ε. (κυρίως της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής) να καθορίσει κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις. Οι νόμιμοι, μόνιμοι κάτοικοι
απολαμβάνουν ενίοτε πλήρη δικαιώματα πλην του δικαιώματος ψήφου στις εθνικές εκλογές,
ενώ οι εργαζόμενοι χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις de facto
αποκλεισμένοι από κάθε δικαίωμα ή έχουν πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένες υπηρεσίες,
όπως η επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Για τους αιτούντες άσυλο ισχύουν ποικίλοι
περιορισμοί όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία τους, που περιλαμβάνουν στέρηση
εξόδου και υποχρεωτική διαμονή τους σε συγκεκριμένα σημεία μέχρι απαγόρευση εξόδου
τους από το δήμο ή την περιφέρεια (Τριανταφυλλίδου, 2009).
Οι μετανάστες από τρίτες χώρες μπορούν υπό προϋποθέσεις να αποκτήσουν πλήρη
πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσω της διαδικασίας πολιτογράφησης. Τα
περισσότερα κράτη της Ε.Ε. απονέμουν την υπηκοότητα με βάση την καταγωγή (jus
sanguinis) και όχι τον τόπο γέννησης (jus soli), αν και τα περισσότερα νομοθετήματα
απονομής ιθαγένειας εμπεριέχουν στοιχεία και από τα δύο αυτά συστήματα δικαίου. Τα
κράτη μέλη υιοθετούν επίσης διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την αποδοχή ή μη της
διπλής υπηκοότητας, δηλαδή το κατά πόσον απαιτείται από το μετανάστη να εγκαταλείψει
την υπηκοότητα της χώρας καταγωγής του προκειμένου να πολιτογραφηθεί
(Τριανταφυλλίδου, 2009).
Το δικαίωμα πολιτογράφησης εξαρτάται κυρίως από τη διάρκεια διαμονής του μετανάστη
στην επικράτεια. Ο απαιτούμενος χρόνος διαμονής διαφέρει τόσο από χώρα σε χώρα, όσο και
σε σχέση με τη χώρα προέλευσης και το καθεστώς διαμονής του μετανάστη (ισχύουν
25
διαφορετικές προϋποθέσεις για τους πολίτες της Ε.Ε., τους πρόσφυγες, τους ανιθαγενείς, τους
πολίτες τρίτων χωρών, κτλ). Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., οι πρόσφυγες και οι
αλλοδαποί που διαθέτουν άδειες διαμονής μπορούν να αιτηθούν να τους απονεμηθεί η
υπηκοότητα, εφόσον κατοικούσαν νόμιμα στην επικράτεια της χώρας για διάστημα πέντε έως
δέκα ετών, ανάλογα με το κράτος - μέλος. Στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα και πριν την
ψήφιση του νόμου 3838/2010 ο χρόνος διαμονής που απαιτούνταν για την πολιτογράφηση
των μεταναστών ήταν από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη: οι μετανάστες έπρεπε να
κατοικούν στη χώρα τα δέκα από τα δώδεκα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να
αποκτήσουν δικαίωμα υποβολής αίτησης πολιτογράφησης. Βασικές προϋποθέσεις επίσης
είναι η γλωσσική επάρκεια, ο καλός χαρακτήρας, η ψυχική υγεία και το λευκό ποινικό
μητρώο. Η απόκτηση της ιθαγένειας μέσω γάμου με πολίτη κράτους - μέλους της Ε.Ε.
υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις, ενώ ειδικό καθεστώς ισχύει επίσης για τους πρόσφυγες
και τους κατόχους ασύλου (Τριανταφυλλίδου, 2009).
Τα παιδιά που γεννιούνται στην Ε.Ε. από μετανάστες γονείς συνήθως νομικά θεωρούνται
επίσης αλλοδαποί. Πολλά κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν περιορίσει όμως τις προϋποθέσεις
πολιτογράφησης, θεσπίζοντας επί παραδείγματι ειδικό χρόνο διαμονής για τους μετανάστες
«δεύτερης γενιάς» και έχουν διευρύνει την εφαρμογή της αυτόματης απονομής υπηκοότητας
στους μετανάστες «τρίτης γενιάς», ενώ σε άλλες χώρες μέλη, ακόμη και μετανάστες δεύτερης
ή τρίτης γενιάς θεωρούνται αλλοδαποί.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ορισμένα από τα παλαιά κράτη – μέλη της Ε.Ε.
έχουν θεσπίσει εδώ και χρόνια πολιτικές προνομιακής πρόσβασης στην ιθαγένεια για όσους
έχουν εθνοτική ή γλωσσική συγγένεια. Οι συγκεκριμένες πολιτικές ισχύουν στη Γερμανία,
την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Η Γερμανία απονέμει αυτόματα τη
γερμανική ιθαγένεια στους μετανάστες γερμανικής καταγωγής από την πρώην Σοβιετική
Ένωση και την ίδια πολιτική ακολουθεί και η Ελλάδα στην περίπτωση των Ποντίων από την
πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Στην Ισπανία υπάρχει ευνοϊκό καθεστώς για τους μετανάστες από χώρες με
τις οποίες διατηρεί ιδιαίτερους πολιτισμικούς και ιστορικούς δεσμούς, όπως η Ανδόρα, οι
Φιλιππίνες, η Ισημερινή Γουινέα και τα περισσότερα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Στην
Πορτογαλία ισχύει επίσης ειδικό, προνομιακό καθεστώς για τους μετανάστες που
προέρχονται από πορτογαλόφωνες χώρες (Τριανταφυλλίδου, 2009).
Η διαδικασία πολιτογράφησης είναι μακρά και περίπλοκη στις περισσότερες χώρες, καθώς
προϋποθέτει την υποβολή πλήθους συνοδευτικών εγγραφών μαζί με την αίτηση. Οι κανόνες
πολιτογράφησης είναι συχνά ασαφείς και διφορούμενοι στην καθημερινή εφαρμογή τους από
τη δημόσια διοίκηση. Ορισμένες χώρες διατηρούν αρχεία για τους πολιτογραφημένους
26
αλλοδαπούς και/ή γενικότερα τους κατοίκους τους με ξένη καταγωγή (όπως η Γαλλία και η
Ολλανδία), ενώ άλλες χώρες δεν διατηρούν τέτοια αρχεία (όπως η Γερμανία και η Βρετανία)
(Τριανταφυλλίδου, 2009).
Η ψήφος στις εθνικές εκλογές παραμένει αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών κάθε χώρας.
Ωστόσο ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε. δίνουν τη δυνατότητα συμμετοχής στις τοπικές
εκλογές στους πολίτες τρίτων χωρών. Υπάρχουν τρεις εφαρμοζόμενες πρακτικές ως προς
αυτό το ζήτημα: α) η άρνηση του δικαιώματος ψήφου σε τοπικό επίπεδο, β) η χορήγηση του
δικαιώματος εκλέγειν αλλά όχι και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και γ) η χορήγηση
ολοκληρωμένων πολιτικών δικαιωμάτων, ενεργητικών και παθητικών
Συγκεκριμένα, ένδεκα χώρες (Αυστρία, Κύπρος, Τσεχία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία,
Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Πολωνία) απαγορεύουν ρητά το δικαίωμα
ψήφου σε τοπικό επίπεδο. Το ζήτημα απασχόλησε όμως τον πολιτικό διάλογο. Στις χώρες της
Δυτικής Ευρώπης που διαθέτουν έντονο μεταναστευτικό στοιχείο, όπως το Λουξεμβούργο, η
Ιταλία, η Γερμανία και η Αυστρία, η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες
υπήρξε κατά καιρούς σημαντικό ζήτημα της πολιτικής ατζέντας. Στην περίπτωση του
Λουξεμβούργου, η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να εξετάσει το ζήτημα. Τα νομοθετικά
σώματα άλλων χωρών ασχολήθηκαν διεξοδικά με το ενδεχόμενο να δοθεί δικαίωμα ψήφου
στους αλλοδαπούς κατοίκους τους, αν και δεν υπήρξε νομοθετικό αποτέλεσμα. Η περίπτωση
της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι ενδιαφέρουσα. Ορισμένα ομόσπονδα
κρατίδια της Γερμανίας ψήφισαν νόμους που προέβλεπαν την παραχώρηση δικαιώματος
ψήφου σε κατοίκους από τρίτες χώρες. Απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού
Δικαστηρίου το 1994 όμως, όρισε ότι το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν σε όλα τα επίπεδα
λήψης αποφάσεων αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών. Επομένως, ο μόνος τρόπος
για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων είναι η προηγούμενη απόκτηση της ιθαγένειας
(Τριανταφυλλίδου, 2009).
Σε δύο χώρες, στο Βέλγιο και την Εσθονία, οι μετανάστες από τρίτες χώρες απολαμβάνουν
περιορισμένα δικαιώματα ψήφου, δηλαδή διαθέτουν δικαίωμα εκλέγειν αλλά όχι εκλέγεσθαι
στις τοπικές εκλογές. Στο Βέλγιο, όπου ισχύει η υποχρεωτικότητα της ψήφου για τους
πολίτες, η παραχώρηση του δικαιώματος του εκλέγειν στους αλλοδαπούς στις τοπικές
εκλογές ίσχυσε για πρώτη φορά το 2006. Βασική προϋπόθεση είναι η νόμιμη διαμονή του
27
αλλοδαπού στη χώρα για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Η ρύθμιση αυτή ήρθε ως απάντηση στα
σχετικά αιτήματα των μεταναστευτικών οργανώσεων και των υποστηρικτών τους. Στην
περίπτωση της Εσθονίας, οι αλλοδαποί πολίτες και οι ανιθαγενείς - πρόκειται για τη σχετικά
ευμεγέθη ομάδα πρώην Σοβιετικών πολιτών, οι οποίοι απώλεσαν την υπηκοότητά τους όταν
η Εσθονία έγινε ανεξάρτητο έθνος- κράτος - διαθέτουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την
ανάδειξη των δημοτικών συμβουλίων εφόσον είναι κάτοχοι άδειας μόνιμης διαμονής και
διέμεναν εντός των διοικητικών ορίων του αντίστοιχου δήμου για τουλάχιστον πέντε χρόνια
πριν από την 1η Ιανουαρίου του έτους διεξαγωγής των εκλογών. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι
όμως έχουν αποκλειστικά οι Εσθονοί πολίτες (Τριανταφυλλίδου, 2009).
Ένδεκα κράτη – μέλη της Ε.Ε. έχουν παραχωρήσει δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές
στους αλλοδαπούς κατοίκους τους. Σε ορισμένες χώρες το σχετικό δικαίωμα είχε
παραχωρηθεί πριν πολλές δεκαετίες (π.χ. το 1976 στη Σουηδία και το 1981 στη Δανία), ενώ
σε άλλες χώρες πρόσφατα. Σε όλα τα κράτη μέλη οι πολίτες από τρίτες χώρες πρέπει να
πληρούν ειδικές προϋποθέσεις για να αποκτήσουν δικαίωμα συμμετοχής στις τοπικές εκλογές
ως ψηφοφόροι ή υποψήφιοι. Γενικά ως προϋποθέσεις τίθενται η νόμιμη παρουσία τους στη
χώρα για κάποιο ελάχιστο χρονικό διάστημα (συνήθως μία πενταετία) και η εγγραφή τους
στους εκλογικούς καταλόγους. Τρία κράτη μέλη της Ε.Ε. όμως έχουν παραχωρήσει δικαίωμα
ψήφου αποκλειστικά μόνο σε όσους μετανάστες προέρχονται από συγκεκριμένες χώρες. Στη
Βρετανία, δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές έχουν μόνο οι αλλοδαποί που είναι πολίτες
χωρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία μόνο οι πολίτες
χωρών που έχουν συνυπογράψει σχετική συμφωνία αμοιβαιότητας δύνανται να συμμετέχουν
στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην περίπτωση της Πορτογαλίας επίσης με βάση
την αρχή της αμοιβαιότητας, το 1996 δόθηκε το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και
εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές μόνο στους πολίτες συγκεκριμένων χωρών (Αργεντινή,
Βραζιλία, Πράσινο Ακρωτήρι, Χιλή, Ισραήλ, Νορβηγία, Βενεζουέλα, Ουρουγουάη και
Περού). Μία αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτές τις υποχρεώσεις είναι η Ιρλανδία, όπου, από το
2004, οι πολίτες τρίτων χωρών που εντάσσονται στην κατηγορία των «νόμιμων κατοίκων»
απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα ψήφου στις τοπικές εκλογές από την πρώτη ημέρα της
εγγραφής τους στο τοπικό μητρώο (Τριανταφυλλίδου, 2009)..
Στην Ελλάδα το καθεστώς είναι ασαφές καθώς με το νόμο 3838/2010 επεκτάθηκε το
δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις εκλογές του πρώτου βαθμού Τοπικής
Αυτοδιοίκησης στους αλλοδαπούς κατοίκους αλλά το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της
Επικρατείας έκρινε τη σχετική διάταξη νόμου αντισυνταγματική και παρέπεμψε το θέμα στην
Ολομέλεια (βλ. Παραρτήματα Ι και ΙΙ ).
28
Η παραχώρηση ή μη δικαιώματος ψήφου δεν φαίνεται να σχετίζεται με το μέγεθος ή τη
σύνθεση του πληθυσμού των μεταναστών, καθώς και με το εύρος της μεταναστευτικής
παράδοσης κάθε κράτους μέλους, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι η μακρά μεταναστευτική
εμπειρία μιας χώρας ευνοεί το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές. Το δικαίωμα ψήφου
στις τοπικές εκλογές σχετίζεται εν μέρει με τους μετααποικιακούς δεσμούς. Επίσης, οι
περισσότερες χώρες με έντονο εθνοτικό ή εθνικό στοιχείο αρνούνται να παραχωρήσουν
δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, αν και υπάρχει μία σχετική τάση στην Ευρωπαϊκή
Ένωση (Τριανταφυλλίδου, 2009).
29
Η Τρίτη περίοδος (1985-1992) ορίζει την αρχή της Κοινοτικής Μεταναστευτικής
Πολιτικής. Το 1985 δημοσιεύεται η Ανακοίνωση της Επιτροπής: «Οδηγίες για μια κοινή
Μεταναστευτική Πολιτική». Σε απάντηση προς αυτή την κίνηση πέντε κράτη - μέλη
προσέφυγαν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ) και πέτυχαν την
απαγόρευση των σχετικών διαβουλεύσεων, καθώς η Κοινότητα στερούνταν με βάση το
πρωτογενές δίκαιο αυτήν την αρμοδιότητα. Σε Σύνοδο Κορυφής το 1986 συγκροτείται
Ομάδα Εργασίας στο πλαίσιο της κατάργησης των ενδοσυνοριακών ελέγχων, η οποία
εισήγαγε το άρθρο 7 στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Στο πλαίσιο των εργασιών αυτής της
Ομάδας συμμετείχε ως παρατηρητής η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η συγκεκριμένη Ομάδα
δημιούργησε μια ομάδα συντονιστών, η οποία έθεσε προτεραιότητες σε πολιτική βάση. Τα
δύο σημαντικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι το Σύμφωνο Schengen (1985) που
αφορούσε τη διακίνηση προσώπων εντός της Ε.Ε. και τον έλεγχο των εξωτερικών της
συνόρων καθώς και η Συνθήκη του Δουβλίνου (1990) που αφορούσε τη διαχείριση των
ζητημάτων ασύλου. (Κατρούγκαλος, 2011).
Η Τέταρτη περίοδος (1993-1999) χαρακτηρίζεται από την ουσιαστικότερη θεμελίωση της
Κοινοτικής Μεταναστευτικής Πολιτικής. Το 1993 τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη Μάαστριχτ) με την οποία η μετανάστευση υπάγεται στον
Πυλώνα «Συνεργασία σε θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων». Το 1995 τίθεται
σε ισχύ το Σύμφωνο Schengen .Το 1999 τίθεται σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ με την
οποία η μεταναστευτική πολιτική κοινοτικοποιείται και μεταφέρεται στον Α΄ Πυλώνα ενώ
παράλληλα ενσωματώνεται το κεκτημένο της Schengen. Επίσης το 1999 λαμβάνει χώρα η
Σύνοδος στο Τάμπερε για την επίτευξη ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και
δικαιοσύνης» (Σαμπατάκου 2008). Την περίοδο αυτή ενώ κοινοτικοποιήθηκε η συγκεκριμένη
πολιτική διατηρήθηκε ο διακυβερνητικός χαρακτήρας, καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και
όχι η Επιτροπή τέθηκε στον πυρήνα λήψεως των αποφάσεων. (Κατρούγκαλος, 2011 ).
Η Πέμπτη περίοδος (2000-σήμερα) χαρακτηρίζεται από την ωρίμανση της Ευρωπαϊκής
Μεταναστευτικής Πολιτικής. Σημαντική εξέλιξη αυτής της περιόδου ήταν όταν το 2004 η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως
προέβλεπε η Συνθήκη του Άμστερνταμ και το οποίο είναι βασική διάσταση της κοινοτικής
μεθόδου. Το 2000 εκδόθηκαν η Οδηγία 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης
μεταχείρισης προσώπων ανεξαρτήτως της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής και η
Οδηγία 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την αρχή της ίσης μεταχείρισης
στην απασχόληση και την εργασία. Το 2002 εκδόθηκαν ο Κανονισμός ΕΚ/1030/2002 για την
καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών, η Οδηγία
30
2002/90/ΕΚ για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και
διαμονής, η Απόφαση Συμβουλίου 2002/463/ΕΚ για την υιοθέτηση προγράμματος δράσης
για τη διοικητική συνεργασία στα πεδία των εξωτερικών συνόρων, θεωρήσεων, ασύλου και
μετανάστευσης. Το 2003 εκδόθηκαν οι ιδιαίτερα σημαντικές Οδηγίες 2003/109/ΕΚ σχετικά
με το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες και
2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης. Το 2004 η
Μεταναστευτική Πολιτική εγγράφεται στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ως συντρέχουσα
αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδόθηκαν μια σειρά Οδηγιών με ιδιαίτερα
σημαντική την Οδηγία 2004/38/ΕΚ για το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής
των πολιτών της Ε.Ε και των μελών των οικογενειών τους στην επικράτεια των κρατών-
μελών, η Πράσινη Βίβλος για μια κοινοτική προσέγγιση της διαχείρισης της οικονομικής
μετανάστευσης και η Απόφαση 14615/04 του Συμβουλίου της 19.11.2004 για τις Κοινές
Βασικές Αρχές για την πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών (Σαμπατάκου, 2008). Η
Συνθήκη του Δουβλίνου αντικαταστάθηκε το 2009 από τον Κανονισμό του Δουβλίνου
(Δουβλίνο II) ο οποίος τυποποίησε τους κανόνες για τη χορήγηση του ασύλου. Η Ε.Ε. έχει
επικεντρωθεί στην οικονομική διάσταση του ελέγχου των συνόρων και στην κατοχύρωση
ελάχιστων βασικών δικαιωμάτων για τους νόμιμους μετανάστες. Δεν υπάρχει κάποιου είδους
συμφωνία για το νόμιμο ποσοστό μεταναστών και ποσοστώσεις ανά χώρα. Παρατηρείται
επίσης πρόβλημα πρακτικής αποτελεσματικότητας των παραπάνω μέτρων (Κατρούγκαλος,
2011 ).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί τρία σχετικά με τη μετανάστευση ταμεία, των οποίων η
χώρα μας κάνει χρήση: το Ταμείο Εξωτερικών Συνόρων, το Ταμείο Προσφύγων, που αφορά
εκείνους που έχουν ήδη χαρακτηριστεί πρόσφυγες, καθώς και το Ταμείο Κοινωνικής
Ένταξης, το οποίο απευθύνεται σε νόμιμους μετανάστες. (Αμίτσης, 2011). Τέλος, οι βασικοί
άξονες της κοινής Μεταναστευτικής Πολιτικής της Ε.Ε αναπτύσσονται από τη Γενική
Διεύθυνση για την Ελευθερία, την Ασφάλιση και τη Δικαιοσύνη.
Συμπερασματικά ενώ έχει γίνει ουσιαστική πρόοδος στην οικοδόμηση κοινής Ευρωπαϊκής
Μεταναστευτικής Πολιτικής, αυτή ωστόσο χαρακτηρίζεται από τη λογική του χαμηλότερου
κοινού παρανομαστή. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι προτάσεις Οδηγιών αποκτούν
κατά κανόνα ένα χαρακτήρα συμβιβασμού μεταξύ αντιτιθέμενων εθνικών συμφερόντων και
εθνικών μεταναστευτικών πολιτικών (Τριανταφυλλίδου, 2010).
31
3.3. Η Γερμανική Περίπτωση - Το Δίκαιο Της Ιθαγένειας στη Γερμανία
32
3.3.2. Βασικές αρχές και Πλαίσιο του Δικαίου Ιθαγένειας
Στο γερμανικό δίκαιο ιθαγένειας κυριαρχούν δύο αρχές: η αρχή της καταγωγής/του αίματος
(jus sanguinis) και η αρχή του τόπου γέννησης (jus soli). Σύμφωνα με την πρώτη, ένα παιδί
αποκτά αυτόματα με τη γέννησή του τη γερμανική ιθαγένεια αν ο ένας από τους δύο ή και οι
δύο γονείς του είναι Γερμανοί. Αν μόνο ο πατέρας φέρει τη γερμανική ιθαγένεια και δεν
υφίσταται γάμος με τη μητέρα είναι αναγκαία η αναγνώριση ή διαπίστωση της πατρότητας
πριν το παιδί να συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση που ο ένας
γονέας είναι αλλοδαπός το παιδί μπορεί να αποκτήσει και την ξένη ιθαγένεια από τον γονέα
αυτόν, οπότε και καταλήγει να φέρει πολλαπλή υπηκοότητα. Συμπληρωματικά ισχύει από την
1η Ιανουαρίου 2000 η αρχή του τόπου γέννησης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή ένα παιδί που
γεννιέται στη Γερμανία, αποκτά αυτόματα τη γερμανική ιθαγένεια, όταν ένας από τους γονείς
του διαμένει νόμιμα (με δικαίωμα αορίστου διαμονής ή άδειας βάσει της συμφωνίας
ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας) και
συνεχώς στη Γερμανία τα τελευταία οχτώ χρόνια πριν από τη γέννηση του τέκνου. Η αρχή
του τόπου γέννησης δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αλλοδαπών τέκνων που γεννήθηκαν
πριν την 1.1.2000, ημερομηνία οπότε τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος περί ιθαγένειας. Για τα
παιδιά που την ημερομηνία αυτή δεν είχαν συμπληρώσει ακόμα το 10ο έτος υπήρξε μία
μεταβατική περίοδος μέχρι την 31.12.2000 για κατάθεση ειδικής αίτησης πολιτογράφησης.
Έκτοτε πρέπει να καλύπτονται οι γενικές προϋποθέσεις. ( Πατρικουνάκου, 2010 σελ. 12-13)
Ταυτόχρονα όμως το παιδί σε πολλές περιπτώσεις αποκτά κατά τη γέννησή του και τις
ιθαγένειες που οι αλλοδαποί γονείς του φέρουν από τις χώρες καταγωγής τους. Σύμφωνα με
τη νομοθεσία, το παιδί αυτό, το αργότερο μέχρι τη συμπλήρωση του 23ου έτους της ηλικίας
του, υποχρεούται να δηλώσει αν θέλει να διατηρήσει τη γερμανική ή κάποια άλλη από τις
ιθαγένειες που φέρει («υποχρέωση άσκησης του δικαιώματος επιλογής», Optionsplficht)
Προϋπόθεση αποτελεί βέβαια να μην έχει αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα κανένας από
τους γονείς για να υποχρεούται σε επιλογή. Αν επιλέξει την ξένη ή αν μέχρι την ηλικία των
23 ετών δεν έχει προβεί σε επιλογή ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών, χάνει τη
γερμανική. Σε περιπτώσεις βέβαια, όπως όταν κατά τη νομοθεσία του άλλου κράτους δεν
είναι δυνατή η παραίτηση από την υπηκοότητα ή αποτελεί η παραίτηση από την τελευταία
ιδιαίτερο βάρος για να το απαιτήσει κανείς (π.χ. πολύ υψηλό κόστος), επιτρέπεται η
διατήρηση της γερμανικής υπηκοότητας, με αίτηση όμως πριν από τη συμπλήρωση του 21ου
έτους προκειμένου να δοθεί η έγκριση. Αν δεν εγκριθεί ή δεν επιλεχθεί κατά τα παραπάνω η
33
γερμανική υπηκοότητα, το παιδί χρειάζεται κάποιον τίτλο διαμονής για να παραμείνει στη
χώρα ( Πατρικουνάκου, 2010 σελ. 12-13).
Σύμφωνα με πληροφορίες της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας 519.000 άτομα
πολιτογραφήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2000-2002 ( πριν ισχύσει ο αυστηρότερος
νόμος του 2004). Το ετήσιο ποσοστό των 173.000 είναι κατά 50% υψηλότερο των τριών
χρόνων που προηγήθηκαν της νομοθετικής μεταρρύθμισης ( Πατρικουνάκου, 2010). Αυτό
μπορεί να ερμηνευτεί ως θετική επίδραση στην επιθυμία πολιτογράφησης των αλλοδαπών η
ισχύς ευνοϊκού καθεστώτος ως προς τη συγκεκριμένη δυνατότητα.
Στη Γερμανία την αποκλειστική νομοθετική αρμοδιότητα σε θέματα ιθαγένειας έχει το
ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Σε επίπεδο Δημόσιας Διοίκησης η αρμοδιότητα για τα
περισσότερα θέματα ανήκει στο Υπουργείο Εσωτερικών.
34
Προηγούμενες αντισυνταγματικές πεποιθήσεις δεν αποκλείουν την πολιτογράφηση, αν οι
αρχές πολιτογράφησης πειστούν (με τη χρήση π,χ. και μαρτύρων) ότι αυτές δεν υφίστανται
πλέον. Αντίθετα η πολιτογράφηση αποκλείεται αν έχουν αναπτυχθεί εχθρικές προς το
Σύνταγμα δραστηριότητες.. Επίσης πριν την παράδοση των εγγράφων πολιτογράφησης, ο
αιτών/η αιτούσα διακηρύττει πανηγυρικά προφορικά το σεβασμό του προς το Σύνταγμα και
τους νόμους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και την παράλειψη κάθε
βλαπτικής προς αυτήν πράξης, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την προηγούμενη γραπτή
δήλωση.
γ) Να εξασφαλίζει κατ’ αρχήν τα προς το ζην μέσω προσωπικής του εργασίας (δυνατότητα
και ικανότητα αυτοσυντήρησης και συντήρησης των εξαρτώμενων μελών της οικογένειας)
χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και λήψη κοινωνικών
παροχών/επιδομάτων. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών τη λήψη κοινωνικών
παροχών δεν φέρει την ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Η προσφυγή σε άλλες κοινωνικές
παροχές όπως στεγαστικών επιδομάτων ή επιδομάτων σπουδών, δεν εμποδίζει τη γένεση της
αξίωσης προς πολιτογράφηση.
δ) Επαρκείς γνώσεις της γερμανικής γλώσσας. Αρκεί η απόδειξη προφορικών και γραπτών
γνώσεων που αντιστοιχούν στο επίπεδο Β1 του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς. Ο
υποψήφιος που δεν μπορεί να προσκομίσει πτυχίο ή βεβαίωση φοίτησης και σπουδών σε
γερμανόφωνο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε πρόγραμμα ενσωμάτωσης, θα πρέπει να
συμμετάσχει σε εξετάσεις πιστοποίησης γνώσεων γερμανικής γλώσσας. Εξαιρούνται όσοι
αδυνατούν να αποκτήσουν τις γνώσεις αυτές λόγω αρρώστιας, αναπηρίας ή προχωρημένης
ηλικίας (μπορεί να ζητηθεί από τις αρχές ιατρική εξέταση και γνωμάτευση).
Η γλώσσα θεωρείται βασικό στοιχείο επιτυχούς ενσωμάτωσης. Γι’ αυτό και η διδασκαλία
της εντάσσεται στα πλαίσια προγραμμάτων ένταξης (το οποίο περιλαμβάνει 650 διδακτικές
ώρες των 45 λεπτών η κάθε μια). Στο πρώτο μέρος αυτών παρέχονται μαθήματα γλώσσας με
στόχο τη διευκόλυνση της καθημερινής επικοινωνίας και την προσέγγιση της γερμανικής
κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος του προγράμματος ένταξης αποτελούν τα μαθήματα
προσανατολισμού σχετικά με τον πολιτισμό, το νομικό σύστημα και το σύστημα αξιών στη
Γερμανία (συνολικά 45 διδακτικές ώρες, βλ. επόμενη προϋπόθεση). Για τη διασφάλιση της
ποιότητας των προγραμμάτων τα προγράμματα σπουδών και οι τελικές εξετάσεις
αξιολογούνται συνεχώς και επαναπροσδιορίζονται από αρμόδια γι’ αυτό επιτροπή.
Η παρακολούθηση των μαθημάτων αποτελεί δικαίωμα των αλλοδαπών, που εισήλθαν μετά
την 1.1.2005 και τους έχει δοθεί άδεια εγκατάστασης ή αόριστης διαμονής, καθώς και όσων
είναι γερμανικής καταγωγής (Spätaussiedler), οι σύζυγοι και τα τέκνα τους. Οι αιτούντες
35
πολιτογράφηση μπορούν να λάβουν μέρος στις τελικές εξετάσεις και χωρίς προηγουμένως να
έχουν παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας. Όταν η υπηρεσία που παρέχει κοινωνικά
επιδόματα κρίνει την παρακολούθηση των μαθημάτων απαραίτητη και όταν απουσιάζει η
ικανότητα προφορικής συνεννόησης στη γερμανική γλώσσα, η παρακολούθηση των
μαθημάτων καθίσταται υποχρεωτική.
ε) Γνώσεις σχετικά με το νομικό και κοινωνικό σύστημα, καθώς και τον τρόπο ζωής στη
Γερμανία. Το σχετικό τεστ στο οποίο υποβάλλονται οι υποψήφιοι ισχύει από την 1η
Σεπτεμβρίου 2008, ονομάζεται τεστ πολιτογράφησης (Einbürgerungstest) και
εφαρμόζεται ήδη σε όλες τις αιτήσεις πολιτογράφησης που κατατέθηκαν από την 31 Μαΐου
2007 και για τις οποίες δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία την 1 Σεπτεμβρίου 2008.
Περιλαμβάνει απλές ερωτήσεις σε βασικές αρχές της γερμανικής έννομης τάξης, κουλτούρας
και ιστορίας, όπως η δημοκρατική αρχή, η αρχή του κράτους δικαίου, η ισότητα, η
ανεκτικότητα, η ανεξιθρησκεία. Το τεστ περιλαμβάνει 33 ερωτήσεις επιλεγμένες από έναν
κατάλογο συνολικά 310 ερωτήσεων. 17 από τις 33 ερωτήσεις πρέπει να απαντηθούν σωστά
υπό τη μορφή επιλογής μίας εκ των τεσσάρων απαντήσεων (Multiple-Choice) εντός εξήντα
λεπτών χρόνου. Οι ερωτήσεις εντάσσονται στους θεματικούς κύκλους «Ζώντας σε μια
Δημοκρατία», «Ιστορία και Ευθύνη» και «Άνθρωπος και Κοινωνία». Τρεις ερωτήσεις
αφορούν το κρατίδιο όπου είναι εγγεγραμμένη η κύρια κατοικία. Για την προετοιμασία της
εξέτασης αναρτάται ηλεκτρονικά σχετικό υλικό ή προσφέρεται σε υλική μορφή από
δημόσιους φορείς. Οι ερωτήσεις διαμορφώνονται από εμπειρογνώμονες του ακαδημαϊκού
χώρου και εκπροσώπους των ομοσπονδιακών υπουργείων και των πολιτειακών
κυβερνήσεων.
Από τη σχετική εξέταση απαλλάσσονται όσοι αποδεικνύουν τις σχετικές γνώσεις μέσω της
εκπαίδευσης που έχουν λάβει (σχολικής ή ανώτερης) στη Γερμανία ή όταν λόγω ασθένειας,
αναπηρίας ή προχωρημένης ηλικίας δεν μπορούν να τις αποκτήσουν. Αν αποδεικνύει ο
υποψήφιος αρκετές γνώσεις γερμανικής μπορεί να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα
ενσωμάτωσης, δηλαδή ένα 45ωρο πρόγραμμα προσανατολισμού που επεξεργάζεται πολλά
θέματα του τεστ πολιτογράφησης, αποκτώντας στο τέλος το Πιστοποιητικό της Γερμανικής.
στ) Να μην έχει καταδικαστεί λόγω ποινικού αδικήματος ή να του έχει επιβληθεί κάποιο
σωφρονιστικό μέτρο λόγω ανικανότητας καταλογισμού. Βέβαια μετά από ένα συγκεκριμένο
διάστημα (ανάλογα με τη βαρύτητα) διαγράφονται οι πράξεις από το ποινικό μητρώο
(Bundeszentralregister), οπότε και καθίσταται πάλι δυνατή η πολιτογράφηση. Μικρές
καταδίκες δεν αποκλείουν την πολιτογράφηση, ενώ περισσότερες ποινές φυλάκισης ή
36
χρηματικές προσμετρώνται, εκτός και αν το δικαστήριο έχει ορίσει μικρότερη συνολική
ποινή.
ζ) Απώλεια / παραίτηση από ιθαγένεια άλλου κράτους. Αποτελεί βασική αρχή του
γερμανικού δίκαιου ιθαγένειας η κατά το δυνατόν αποφυγή της πολλαπλής υπηκοότητας. Γι’
αυτό κατά την πολιτογράφηση στη Γερμανία οφείλει ο υποψήφιος να μη φέρει την παλιά του
ιθαγένεια, είτε κατόπιν απώλειας είτε κατόπιν παραίτησης από αυτήν. Εξαιρούνται από την
υποχρέωση αυτή πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας.
37
o Ικανότητα αυτοσυντήρησης από ίδια βιοποριστική δραστηριότητα ή περιουσία (με
εξαιρέσεις).
Κατά κανόνα απαιτείται παραίτηση ή απώλεια της παλιάς υπηκοότητας και απόδειξη
επαρκούς γνώσης της γερμανικής γλώσσας. Βέβαια η ρήτρα διακριτικής ευχέρειας
εφαρμόζεται μόνο όταν δεν γεννάται έννομη αξίωση πολιτογράφησης κατά το άρθρο 10 του
νόμου ( Πατρικουνάκου, 2010).
γ) Κτήση της ιθαγένειας με δήλωση / επανάκτηση
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του γερμανικού νόμου περί ιθαγένειας του 1999/2000 οι
επαναπατρισθέντες και τα μέλη της οικογένειας τους λαμβάνουν αυτόματα την γερμανική
ιθαγένεια με την έκδοση ενός πιστοποιητικού Γερμανού επαναπατρισθέντος
(Spätaussiedlerbescheinigung). Για την απόκτηση όμως αυτού και την αναγνώριση κάποιου
ως επαναπατρισθέντα, πρέπει να αποδειχθεί η γέννηση του μετά το 1923, γερμανική
καταγωγή και προσκόλληση στο γερμανικό έθνος, με ενδεικτικό στοιχείο την εκμάθηση της
γερμανικής γλώσσας εντός της οικογένειας, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο περί
προσφύγων (Bundesvertriebenengesetz της 19 Μαϊου 1953). Σύμφωνα με τον
μεταναστευτικό νόμο του 2004 οι Γερμανοί επαναπατρισθέντες και οι οικογένειές τους
δικαιούνται συμμετοχή σε προγράμματα ενσωμάτωσης και κρατικής υποστήριξης για
εκπαίδευση και επαγγελματικό προσανατολισμό ( Πατρικουνάκου, 2010).
δ) Κτήση της ιθαγένειας με επέκταση
Στη Γερμανία αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανήλικων τέκνων και συζύγων όσων έχουν
αξίωση πολιτογράφησης να ζητήσουν να πολιτογραφηθούν από κοινού. Βέβαια απαραίτητο
είναι να συντρέχουν και στο πρόσωπό τους οι ορισθείσες γενικές προϋποθέσεις
πολιτογράφησης. Είναι στη διακριτική ευχέρεια των αρχών να πολιτογραφήσουν από κοινού
τα προαναφερθέντα μέλη της οικογένειας ακόμα και αν δεν έχουν συμπληρώσει τα οκτώ
χρόνια διαμονής: στην περίπτωση των συζύγων μετά από τρία χρόνια και εφόσον ο γάμος
υφίσταται δύο χρόνια εντός της χώρας, ενώ για τα παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο
έτος της ηλικίας τους, μετά από τρία χρόνια διαμονής. Για τα τελευταία ισχύουν και ηπιότερα
κριτήρια ως προς τη γνώση της γερμανικής γλώσσας. Οι σύζυγοι ή αναγνωρισμένοι
σύντροφοι (που είναι δηλωμένοι συμβιούντες) δεν μπορούν να εγείρουν αξιώσεις
πολιτογράφησης αν δεν συμβιούν πλέον, επίκειται διαζύγιο ή ο γάμος ή η συντροφική σχέση
πάσχουν από εικονικότητα ( Πατρικουνάκου, 2010).
38
3.3.5. Διπλή υπηκοότητα
39
3.3.6. Ένδικα μέσα
40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
41
2010 σελ. 69-71). Ο μετανάστης καταβάλλεται προσπάθεια να ενταχθεί επίσης και σε όλες
τις άλλες κοινωνικές δομές πέραν της εργασίας και της γενικότερης οικονομικής
δραστηριότητας, όπως είναι η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, κ.α. Οι προσπάθειες
ένταξης των μεταναστών στις κοινωνικές δομές οφείλουν να λαμβάνουν τη μορφή δράσεων
στο πλαίσιο του άξονα της κοινωνικής ένταξης μιας ενιαίας μεταναστευτικής πολιτικής.
4.2.1. Γενικά
Το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης
Ελλάδας, καθώς σήμερα έχει περίπου 1,2 εκατομμύρια μετανάστες συμπεριλαμβανομένων
των περίπου 200.000 Βορειοηπειρωτών και των κατά προσέγγιση 200.000 παράνομων
μεταναστών. Οι μετανάστες, δηλαδή, αποτελούν περισσότερο από το 10% του συνολικού
πληθυσμού της χώρας (περίπου 11 εκατομμυρίων) και μεταξύ 12% και 14% του συνολικού
εργατικού δυναμικού. Το σύνολο των συλλήψεων που έγιναν στα ελληνοτουρκικά σύνορα το
2008 ήταν 45.000 (Τριανταφυλλίδου, 2010).
Η Ελληνική Μεταναστευτική Πολιτική αρχίζει να δημιουργείται στις αρχές της δεκαετίας
του 1990, όταν καταγράφονται οι πρώτες μαζικές μεταναστευτικές εισροές στη χώρα. Για την
πληρέστερη κατανόηση και οργάνωση της ελληνικής πολιτικής για τη μετανάστευση
διακρίνονται τρεις περίοδοι: η πρώιμη φάση (1991-2001), δηλαδή η περίοδος κατά την οποία
η Ελλάδα δεχόταν τις συνέπειες της μετανάστευσης χωρίς το κράτος να λαμβάνει κάποια
ουσιαστικά μέτρα για τη συνολική διαχείριση του φαινομένου, η φάση ενηλικίωσης της
μεταναστευτικής πολιτικής (2001-2005), όταν ψηφίζεται ο πρώτος συνολικός νόμος για τη
μετανάστευση και αναγνωρίζεται πλέον και επίσημα ο μακροχρόνιος χαρακτήρας του
φαινομένου, και τέλος η φάση ωρίμανσης (2005-ως σήμερα) της ελληνικής μεταναστευτικής
πολιτικής, όταν η χώρα καλείται να συνειδητοποιήσει το ρόλο της ως χώρας υποδοχής και να
χαράξει αντίστοιχες πολιτικές διαχείρισης της νόμιμης και ανεπίσημης μετανάστευσης,
καθώς και της ένταξης των μεταναστών (Τριανταφυλλίδου, 2010).
42
4.2.2. Η πρώιμη φάση της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής
43
εισροές, είχαν ήδη εφαρμόσει τουλάχιστον δύο (η καθεμία) προγράμματα νομιμοποίησης (ή
«αμνηστίες» όπως ονομάζονταν στην Ιταλία εκείνη την εποχή τα προγράμματα αυτά). Τα
προεδρικά διατάγματα 358/1997 και 359/1997 εγκαινίασαν το πρώτο πρόγραμμα
νομιμοποίησης παράτυπων μεταναστών, που έλαβε χώρα την άνοιξη του 1998. Συνολικά,
371.641 μετανάστες κατέθεσαν αίτηση για να λάβουν τη «λευκή κάρτα» (κάρτα διαμονής
περιορισμένης διάρκειας, με στόχο την πρόσβαση στη δεύτερη φάση της διαδικασίας) με
εκείνο το πρόγραμμα. Ωστόσο, μόνο 212.860 αλλοδαποί πέρασαν στη δεύτερη φάση του
προγράμματος, υποβάλλοντας αίτηση για την πράσινη κάρτα (προσωρινή κάρτα διαμονής,
διάρκειας ενός, δύο ή πέντε ετών). Αν και φιλόδοξο στο σχεδιασμό του, το πρώτο πρόγραμμα
νομιμοποίησης παρουσίαζε πολλές πρακτικές και διοικητικές αδυναμίες στην εφαρμογή του,
οι οποίες δυσχέραναν πολλούς από τους μετανάστες ως προς το να καταθέσουν εμπρόθεσμα
τις αιτήσεις τους και να αποκτήσουν την πράσινη κάρτα. Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα αυτό
συνέβαλε σημαντικά στην «ομαλοποίηση» του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα ,
καθώς οι μετανάστες πρόσφεραν άφθονη και ευέλικτη εργατική δύναμη σε τομείς της
ελληνικής οικονομίας όπου σπάνιζε το εγχώριο εργατικό δυναμικό, όπως η γεωργία, η
οικοδομή, οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, ο καθαρισμός και η οικιακή φροντίδα.
Κάλυψαν, δηλαδή, οι μετανάστες εργαζόμενοι τα επαγγέλματα χαμηλής αμοιβής και
χαμηλού κύρους. (Τριανταφυλλίδου, 2010).
Η απουσία μιας πιο μακροπρόθεσμης και ορθολογικής διαμόρφωσης της Ελληνικής
Μεταναστευτικής Πολιτικής εκείνη την περίοδο οφείλεται σε μια σειρά λόγων μεταξύ των
οποίων είναι ότι : α) η Ελλάδα υπήρξε παραδοσιακά μια χώρα αποστολής μεταναστών (παρά
υποδοχής τους και β) το γενικότερο γεωπολιτικό περιβάλλον ιδίως των αρχών της δεκαετίας
του 1990 όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε τη νέα πραγματικότητα πολιτικής αστάθειας και
εμφύλιων συρράξεων στα Βαλκάνια, που ακολούθησαν την κατάρρευση των
κομμουνιστικών καθεστώτων στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής και ανατολικής
Ευρώπης.
44
δεύτερου προγράμματος νομιμοποίησης για να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα το φαινόμενο
της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα. Αφετέρου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για
μια μεσοπρόθεσμη, τουλάχιστον, ρύθμιση του φαινομένου, συμπεριλαμβάνοντας στις
διατάξεις του τόσο θέματα ελέγχου των συνόρων, όσο και τις προϋποθέσεις για την είσοδο
των αλλοδαπών στην Ελλάδα με σκοπό την εργασία ή τις σπουδές, καθώς και θέματα
πολιτογράφησης αλλοδαπών που κατοικούν στη χώρα. Ο νόμος 2910/2001 ψηφίστηκε ως ένα
μέσο καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, προκείμενου να εξυπηρετήσει η
μετανάστευση τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας αλλά και για να προστατευθεί η
ελληνική κοινωνία από μια ανεξέλεγκτη κατάσταση μαζικής παρουσίας παράνομων
μεταναστών (Τριανταφυλλίδου, 2010).
Ως προς το πρόγραμμα νομιμοποίησης, αν και είχε σχεδιαστεί να υλοποιηθεί
αποκεντρωτικά - μέσω των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης - τελικά υπέφερε από σοβαρότατα
προβλήματα ανεπαρκούς υποδομής και προετοιμασίας, όπως και εκείνη το πρώτο
πρόγραμμα. Περίπου 370.000 μετανάστες υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις. Τα αρμόδια γραφεία
παραλαβής και επεξεργασίας των αιτήσεων και των συνοδευτικών δικαιολογητικών τους
ήταν ελάχιστα και με πολύ λίγους υπαλλήλους σε σχέση με τον όγκο των αιτήσεων-ιδιαίτερα
στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας. Ο νόμος αναθεωρήθηκε το 2002, μετά από
παρέμβαση, μεταξύ άλλων, και του Συνηγόρου του Πολίτη, και οι προθεσμίες υποβολής
αιτήσεων και δικαιολογητικών παρατάθηκαν. Η ανεπάρκεια των διοικητικών πόρων για την
εφαρμογή του προγράμματος συνεχίστηκε, γιατί οι άδειες διαμονής και εργασίας δίνονταν
συνήθως για ένα μόνο χρόνο. Λίγο, δηλαδή, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας
απόκτησης της αδείας, ο μετανάστης καλούνταν να υποβάλει εκ νέου αίτηση για την
ανανέωσή της. Τον Ιανουάριο του 2004 αποφάσισε η κυβέρνηση να χορηγήσει άδειες
διαμονής διάρκειας δύο ετών (νόμος 3202/2004), ελαφρύνοντας έτσι το φόρτο εργασίας της
δημόσιας διοίκησης και διευκολύνοντας τους μετανάστες (Τριανταφυλλίδου, 2010).
Ο νόμος 2910/2001 καθόριζε μια περίπλοκη διοικητική διαδικασία για τη χορήγηση άδειας
διαμονής με σκοπό την εργασία ή τις σπουδές. Όσον αφορά στην εξαρτημένη εργασία, η
ρύθμιση των μεταναστευτικών εισροών βασιζόταν στον προγραμματισμό, από τον Ο.Α.Ε.Δ.,
των αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας στο τελευταίο τρίμηνο κάθε έτους. Η διαδικασία
που προέβλεπε ο νόμος είναι συνοπτικά η εξής: Ο Ο.Α.Ε.Δ. διαπιστώνει την ανάγκη
εργατικού δυναμικού σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς εργασίας, σε συγκεκριμένες
περιοχές και αποστέλλει τα σχετικά στοιχεία στις ελληνικές προξενικές αρχές ( στα γραφεία
εργασίας που θα συστήνονταν). Οι εκεί αλλοδαποί εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους με
αίτησή τους στις προξενικές αρχές και εγγράφονται σε σχετικούς καταλόγους. Παράλληλα, οι
45
Έλληνες εργοδότες εκδηλώνουν και αυτοί το ενδιαφέρον τους να προσλάβουν αλλοδαπούς
εργαζομένους με αίτηση τους στη νομαρχία. Ο εργοδότης επιλέγει ονομαστικά από τις
καταστάσεις των ενδιαφερομένων τις οποίες, στο μεταξύ, έχουν αποστείλει οι προξενικές
αρχές. Η νομαρχία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκδίδει και αποστέλλει την άδεια εργασίας
για το συγκεκριμένο αλλοδαπό στη χώρα προέλευσής του. Τότε ο αλλοδαπός λαμβάνει
θεώρηση εισόδου (βίζα) και με την άφιξή του στην Ελλάδα υποβάλλει νέα σειρά
δικαιολογητικών για να λάβει την άδεια διαμονής Η έκδοση αδειών διαμονής ήταν και
παραμένει ιδιαίτερα χρονοβόρα. Στη πράξη, οι αλλοδαποί πολλές φορές λάμβαναν την άδεια
τους αφού η διάρκεια ισχύος της είχε ήδη λήξει. Κατέθεταν, δηλαδή, την αίτηση για
ανανέωση της είτε μόλις την αποκτούσαν είτε πριν ακόμη τη λάβουν (Τριανταφυλλίδου,
2010).
Είναι προφανές ότι η παραπάνω διαδικασία, αν και απόλυτα λογική, στηριζόταν σε μια
σειρά διοικητικών πράξεων που είναι χρονοβόρες και πολυδάπανες για όλους τους
εμπλεκόμενους (ελληνικό δημόσιο, προξενικές αρχές, έλληνας εργοδότης και αλλοδαπός
εργαζόμενος). Επιπλέον, ο συντονισμός της όλης διαδικασίας ήταν ανέφικτος διότι
στηριζόταν σε μια σειρά από παραδοχές, δηλαδή ότι όλα τα βήματα θα πραγματοποιούνταν
σωστά και σε σύντομο χρόνο, που δεν ήταν ρεαλιστικές. Πολιτικές διαχείρισης της
μεταναστευτικής εργασίας, όπως αυτή, είναι τελείως αναποτελεσματικές στο ελληνικό
περιβάλλον. Σε οικονομίες όπως η ελληνική, όπου η απασχόληση μεταναστών γίνεται σε
μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η συνάντηση
προσφοράς και ζήτησης γίνεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις προσωπικές γνωριμίες.
Είναι επομένως σχεδόν αδύνατο για τους μετανάστες και για τους ενδιαφερόμενους
εργοδότες τους να ακολουθήσουν τη νόμιμη διαδικασία που περιγράφηκε(Τριανταφυλλίδου,
2010).
Παράλληλα με την προσπάθεια νομιμοποίησης των μεταναστών το 2001, και τις
παραπάνω ρυθμίσεις, εκπονήθηκε ένα τριετές σχέδιο δράσης για την κοινωνική τους ένταξη
(2002-2005), με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής. Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε μέτρα για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά
εργασίας, την παροχή περίθαλψης και υγείας και για την καταπολέμηση του ρατσισμού και
της ξενοφοβίας στην ελληνική κοινωνία. Η εφαρμογή των περισσότερων από αυτά τα μέτρα
δεν προχώρησε (Τριανταφυλλίδου, 2010).
46
4.2.4. Η φάση ωρίμανσης της Ελληνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής
47
Εργασίας. Ταυτόχρονα απαγορεύεται στους αλλοδαπούς που δεν είναι πολίτες κράτους –
μέλους της Ε.Ε. να εργαστούν στην Ελλάδα αν δεν εφοδιαστούν με την έγγραφη ειδική άδεια
διαμονής για εξαρτημένη εργασία ή τη βεβαίωση της παρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 3386/2005
ότι έχουν καταθέσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοσή της (Γιαννακούρου,
2008).
Ως προς τη διοικητική διαδικασία ο νόμος του 2005 προσπαθεί να εξορθολογίσει το
σύστημα μετάκλησης αλλοδαπών εργαζομένων από το εξωτερικό στην Ελλάδα για λόγους
εργασίας (άρθρο 14). Το νέο σύστημα βασίζεται (όπως και το προηγούμενο) στην εκπόνηση
ετήσιας έκθεσης σχετικής με τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς εργασίας σε συγκεκριμένους
τομείς. Με βάση την έκθεση αυτή, καθορίζεται ο «ανώτατος αριθμός αδειών διαμονής για
εργασία που χορηγούνται ετησίως σε υπηκόους τρίτων χωρών, ανά νομό, ιθαγένεια, είδος και
διάρκεια απασχόλησης, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια» (άρθρο 14). Η
διαδικασία μετάκλησης, σύμφωνα με το νέο νόμο, είναι παρόμοια με εκείνη του
προηγούμενου και αρκετά σύνθετη: Η έκθεση διαβιβάζεται στα προξενεία. Εκείνα την
αναρτούν, οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί υποβάλλουν σχετική αίτηση, οι προξενικές αρχές
διαβιβάζουν σχετικό ονομαστικό κατάλογο των αιτούντων στην περιφέρεια. Οι
ενδιαφερόμενοι εργοδότες, με βάση τον προαναφερθέντα κατάλογο, καταθέτουν στο δήμο ή
στην κοινότητά τους αίτηση για να προσλάβουν προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας, καταθέτοντας και σχετικές εγγυητικές επιστολές ύψους τριμηνιαίων βασικών
αποδοχών ανειδίκευτου εργάτη. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας (πλέον της
Αποκεντρωμένης Διοίκησης) εκδίδει πράξη με την οποία εγκρίνεται η απασχόληση του
υπηκόου τρίτης χώρας για παροχή εργασίας στον συγκεκριμένο εργοδότη, την οποία και
διαβιβάζει στην αρμόδια προξενική αρχή. Με βάση αυτή την απόφαση, ο εργαζόμενος
λαμβάνει θεώρηση εισόδου με σκοπό την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αφού έλθει στην
Ελλάδα, καταθέτει τη σχετική αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής (Τριανταφυλλίδου,
2010 σελ.113).
Είναι προφανές ότι και η παραπάνω διαδικασία πάσχει από πολλά από τα προβλήματα που
εμφανίστηκαν στην περίοδο ισχύος του προηγούμενου νόμου. Μεταξύ αυτών είναι: τα στάδια
της διαδικασίας είναι πολλά, εξαρτώνται από πολλές διαφορετικές υπηρεσίες και απαιτούν
μεγάλο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας (έξι μήνες).
Η διαδικασία μετάκλησης απλοποιήθηκε, εν μέρει, με το νόμο 3536/2007, αλλά κυρίως
όσον αφορά τους εποχιακούς μετανάστες στην αλιεία και τη γεωργία. Στην πράξη η
διαδικασία μετάκλησης εφαρμόζεται κυρίως για εποχιακούς μετανάστες των οποίων η
απασχόληση είναι επαναλαμβανόμενη ανά έτος και μπορεί ευκολότερα να προβλεφθεί και να
48
προγραμματιστεί, παρά για τους μακροπρόθεσμους μετανάστες σε μη εποχιακούς τομείς
εργασίας. (Τριανταφυλλίδου, 2010).
Ο νόμος 3386/2005 επίσης προσδιορίζει και μια σειρά άλλων αδειών οικονομικής
δραστηριότητας: α) η άδεια διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα (άρθρα 26 και 27), η
οποία αναφέρεται σε άτομα που προτίθενται να επενδύσουν στην Ελλάδα κεφάλαιο
τουλάχιστον 300.000 ευρώ. β) η άδεια διαμονής για την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής
δραστηριότητας (άρθρα 24 και 25, ύψος επένδυσης 60.000 ευρώ), γ) η άδεια διαμονής που
χορηγείται σε υπαλλήλους εταιριών με έδρα σε κράτος-μέλος της ΕΕ ή τρίτη χώρα, οι οποίοι
μετακινούνται στην Ελλάδα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να
προσφέρουν συγκεκριμένες υπηρεσίες στα πλαίσια της απασχόλησής τους στην εταιρεία τους
(άρθρα 18 και 19, χρονικό όριο ενός έτους για επιχειρήσεις με έδρα στην Ε.Ε. ή στον Ε.Ο.Χ.,
και έξι μηνών για επιχειρήσεις εκτός Ε.Ε. και Ε.Ο.Χ.). Επίσης, ο νόμος προσδιορίζει τους
όρους χορήγησης άδειας διαμονής σε μια σειρά άλλων κατηγοριών όπως είναι οι αθλητές και
οι προπονητές, οι πνευματικοί δημιουργοί, τα οικονομικά ανεξάρτητα άτομα, οι λειτουργοί
γνωστών θρησκειών, οι επιστημονικοί συνεργάτες, οι αρχηγοί ομάδων τουρισμών, οι
φοιτητές στην Αθωνιάδα σχολή του Αγίου Όρους κτλ. Όσον αφορά στις άδειες διαμονής για
λόγους σπουδών (άρθρα 28 και 29), παραμένει ο χρονικός περιορισμός, ο οποίος ισοδυναμεί
με τη συνολική διάρκεια σπουδών προσαυξημένη κατά το ήμισυ, συν ένας χρόνος για την
εκμάθηση της γλώσσας. Επίσης δεν θεσπίζει ανώτατο ετήσιο όριο αδειών διαμονής που
εκδίδονται για το λόγο αυτόν. Ο νόμος δίνει ενισχύει έμμεσα την ανάπτυξη του κλάδου
παροχής εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης στην Ελλάδα, γιατί αναγνωρίζει όλα τα
σχετικά δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα ανώτερης, ανώτατης και επαγγελματικής
εκπαίδευσης. Θεσπίζεται ακόμη η δυνατότητα των ξένων σπουδαστών στην Ελλάδα να
εργαστούν με καθεστώς μερικής απασχόλησης (άρθρο 35) (Τριανταφυλλίδου, 2010).
«Ο νόμος 3536/2007, στα άρθρα 6-11, περιλαμβάνει κάποιες περαιτέρω λεπτομερειακές
ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ευχερέστερη εφαρμογή του προηγούμενου νόμου και σε
ορισμένες περιπτώσεις διευκολύνουν την κινητικότητα του αλλοδαπού εργαζομένου
γεωγραφικά και μεταξύ ειδών και τομέων απασχόλησης, υπό προϋποθέσεις. Είναι πολύ
σημαντικό το γεγονός ότι ο νέος νόμος προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις για τη προστασία και
περίθαλψη των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 46-52). Τα άρθρα 53-60 του νόμου
3386/2005 καθορίζουν το δικαίωμα και τη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης,
ενσωματώνοντας στην ελληνική έννομη τάξη τη σχετική οδηγία της ΕΕ. Με το νόμο
3536/2007 καταργείται το παράβολο για τις άδειες διαμονής των εξαρτώμενων ανήλικων
παιδιών. Τα άρθρα 67-69 ενσωματώνουν στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία της ΕΕ για
49
το καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων. Μεταξύ των προϋποθέσεων του καθεστώτος
αυτού, ορίζεται η επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας και η γνώση στοιχείων της
ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού. Το αρχικό προεδρικό διάταγμα, που καθόριζε τις
λεπτομέρειες για την πιστοποίηση της ελληνομάθειας, ήταν ιδιαίτερα περιοριστικό (δεχόταν
μόνο το απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης ή το πιστοποιητικό ειδικών μαθημάτων που θα
θεσμοθετούσε το υπουργείο ειδικά για το καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων. δεν
αναγνώριζε, για παράδειγμα, τα πτυχία από ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ ούτε τα πιστοποιητικά
γλωσσομάθειας) και έτυχε οξείας κριτικής από ΜΚΟ και μεταναστευτικούς φορείς. Τελικά, ο
νόμος 3536/2007 προέβλεπε νέο διάταγμα το οποίο έθετε ευρύτερο φάσμα δυνατοτήτων
πιστοποίησης της ελληνομάθειας Τέλος, τα άρθρα 65 και 66 εισάγουν ένα Ολοκληρωμένο
Πρόγραμμα Δράσης για την κοινωνική ένταξη των αλλοδαπών, με βάση το σεβασμό των
θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και με σκοπό την επιτυχή ένταξή τους στην ελληνική
κοινωνία με έμφαση στους εξής τομείς: πιστοποιημένη γνώση της ελληνικής γλώσσας,
παρακολούθηση εισαγωγικών μαθημάτων ιστορίας, πολιτισμού και τρόπου ζωής της
ελληνικής κοινωνίας, ένταξη στην ελληνική αγορά εργασίας και ενεργό κοινωνική
συμμετοχή (άρθρο 66, παράγραφος 4. Ο νόμος 3386/2005 ρυθμίζει και τα θέματα ανάκλησης
της άδειας διαμονής και της διαδικασίας διοικητικής απέλασης (βλ. ιδιαίτερα άρθρο 76)»
(Τριανταφυλλίδου, 2010 σελ.115-116).
Ως προς την κοινωνική προστασία των οικονομικών μεταναστών σύμφωνα με το άρθρο 71
Ν. 3386/2005, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα ασφαλίζονται
στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και έχουν τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώματα με
τους ημεδαπούς. Για τους νόμιμα διαμένοντες στη χώρα μετανάστες βρίσκει, συνεπώς,
εφαρμογή η αρχή τη ίσης μεταχείρισης, και τους αναγνωρίζονται όλα τα
κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα που απολαμβάνουν και οι Έλληνες ασφαλισμένοι και
επομένως οι νόμιμοι μετανάστες καλύπτονται από τον κίνδυνο της ασθένειας στην ίδια
έκταση με τους ημεδαπούς. Επιπλέον, ο συνδυασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης με
τους κοινοτικούς κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας
επιτρέπει στους νόμιμους μετανάστες να συνυπολογίζουν τους χρόνους ασφάλισης που
διανύουν στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών
δικαιωμάτων, με τον περιορισμό ότι ο συνυπολογισμός των χρόνων ασφάλισης δεν μπορεί να
δημιουργήσει δικαιώματα πριν από την 1.6.2003. Περαιτέρω, το κατά πόσον είναι δυνατός ο
συνυπολογισμός και του χρόνου ασφάλισης που ο κάθε νόμιμος μετανάστης έχει διανύσει και
στη χώρα προέλευσής του εξαρτάται από την ύπαρξη διμερούς σύμβασης με τη χώρα αυτή
(Αγγελοπούλου, 2007).
50
«Κενό προστασίας, ωστόσο, υπάρχει και την κοινωνική προστασία για όσους μετανάστες
διαμένουν παράνομα στη χώρα. Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 Ν. 3386/2005 (όμοιο με το
άρθρο 51 παρ. 1 Ν. 2910/2001), οι δημόσιες υπηρεσίες, τα ΝΠΔΔ, οι ΟΤΑ, οι οργανισμοί και
οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούνται να
μην παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν διαβατήριο ή άλλο
ταξιδιωτικό έγγραφο ή θεώρηση εισόδου ή άδεια παραμονής ή γενικά δεν αποδεικνύουν ότι
παραμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, εκτός αν υπάρχουν ρητές νομοθετικές εξαιρέσεις»
(Αγγελοπούλου, 2007 σελ. 45).
Πιο συγκεκριμένα και ως αποτέλεσμα της παραπάνω απαγόρευσης στους μη νόμιμα
διαμένοντες αλλοδαπούς μετανάστες στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα
νοσοκομειακής περίθαλψής και γενικότερα το δικαίωμα να κάνουν χρήση υπηρεσιών υγείας
καθώς ως μη εγγεγραμμένοι σε ασφαλιστικούς φορείς και οργανισμούς αδυνατούν να
καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές. Ωστόσο, από τις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις
προβλέφθηκαν εξαιρέσεις για ορισμένες κατηγορίες παράνομων αλλοδαπών. Συγκεκριμένα,
δικαίωμα στην δωρεάν και ελεύθερη χρήση υπηρεσιών υγείας και ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης έχουν τα ανήλικα τέκνα καθώς επίσης και εκείνοι οι μετανάστες των οποίων η
κατάσταση της υγείας τους χαρακτηρίζεται ως έκτακτο περιστατικό. Στην τελευταία
περίπτωση υπήρξαν πολλές ενστάσεις από επιστημονικούς φορείς που εξέφραζαν τον
προβληματισμό τους για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και των κριτηρίων που πρέπει
να συνεκτιμώνται για τον χαρακτηρισμό ενός περιστατικού ως έκτακτου (Πέτρου, 2010). Η
εκπαίδευση των ανηλίκων ρυθμίζεται από το άρθρο 40 του νόμου 2910/2001 που ορίζει ότι
τα παιδιά έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση της συμμετοχής στην εκπαίδευση
ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής των γονέων τους.
Η μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών στη νέα
Γενική Γραμματεία Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής (Πρώην Γενική Γραμματεία
Μεταναστευτικής Πολιτικής), αν και σειρά αρμοδιοτήτων που σχετίζονται με
μεταναστευτικά ζητήματα είναι διάσπαρτες σε μια σειρά υπουργείων, όπως είναι το
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το Υπουργείο Εργασίας κ.α., θέτοντας θέμα οριζόντιου
συντονισμού των υπηρεσιών που υλοποιούν την πολιτική αυτή. Με το Ν.3852/2010 - Νόμο
Καλλικράτη οι Διευθύνσεις Μετανάστευσης, οι οποίες είναι αρμόδιες για την έκδοση αδειών
51
διαμονής αλλοδαπών και οι Διευθύνσεις Ιθαγένειας, οι οποίες είναι αρμόδιες για ζητήματα
καθορισμού ιθαγένειας και για πολιτογραφήσεις και οι οποίες υπάγονταν στις παλιές
κρατικές περιφέρειες μεταφέρονται στις νέες κρατικές Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.
Οι ελάχιστες αρμοδιότητες που έχουν απομείνει στους Δήμους αναμένεται και αυτές να
μεταφερθούν στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις με την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ)
380/2008 που έχει ως στόχο το σταδιακό μετασχηματισμό των Υπηρεσιών Αλλοδαπών και
Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων σε υπηρεσίες μιας στάσης (one stop
shop). Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνολο των αρμοδιοτήτων της μεταναστευτικής πολιτικής
μεταφέρεται στο κράτος. Σημειώνεται ότι όλες οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν
αναλάβει τη δέσμευση να καθιερώσουν άδειες διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους
τρίτων χωρών σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κανονισμού. Σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κανονισμού (ΕΚ) 380/2008 ο τίτλος διαμονής θα έχει τη μορφή μιας ηλεκτρονικής κάρτας
(ID1) και όχι αυτοκόλλητης ετικέτας (βινιέτας) και το αυτοτελές έγγραφο θα περιλαμβάνει
δύο βιομετρικά δεδομένα, δηλαδή μια ψηφιακή φωτογραφία προσώπου (τύπου διαβατηρίου)
και δύο ψηφιακά δακτυλικά αποτυπώματα, καθώς επίσης και ολοκληρωμένο κύκλωμα
ραδιοσυχνοτήτων (RFChip), ως μέσο αποθήκευσης.
Με το νόμο 3838/2010 (ΦΕΚ Α 49/24.3.2010) που φέρει τον τίτλο «Σύγχρονες διατάξεις
για την Ελληνική Ιθαγένεια και την πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων
μεταναστών και άλλες ρυθμίσεις» (βλ. Παράρτημα Ι) και που ψηφίστηκε την 16 Μαρτίου
2010 τροποποιήθηκαν βασικές διατάξεις του ν. 3284/2004 (Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας)
και του μεταναστευτικού νόμου 3386/2005. Βασικά σημεία του νόμου είναι τα εξής:
α) Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος,
εφόσον ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη Χώρα
από τη γέννησή του.
β) Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που
διαμένουν μόνιμα και νόμιμα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη, αποκτά
από τη γέννησή του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλλουν κοινή σχετική
δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δημοτολόγιο του δήμου της μόνιμης κατοικίας
του. Η εγγραφή στο δημοτολόγιο διενεργείται μέσα σε έξι μήνες από την υποβολή της
δήλωσης και αίτησης. Επίσης σε μεταβατική διάταξη προβλέπεται ότι την Ελληνική
52
Ιθαγένεια αποκτούν σύμφωνα με το άρθρο 1α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και
όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που
διαμένουν νόμιμα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του νόμου η νόμιμη
διαμονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε συνεχή έτη.
γ) Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι τουλάχιστον
τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στη Χώρα αποκτά
την Ελληνική Ιθαγένεια από τη συμπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης με κοινή
δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο του δήμου μόνιμης κατοικίας του που
υποβάλλουν οι γονείς του μέσα σε τρία έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού. Σε
περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης και μέχρι την ενηλικίωση του
τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης.
δ) Εφόσον η δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο δεν υποβλήθηκε από κοινού από
τους γονείς μέχρι την ενηλικίωσή του, το τέκνο αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια με δήλωση
και αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, που το ίδιο δικαιούται να υποβάλει στον δήμο όπου
κατοικεί νόμιμα και μόνιμα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την
συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Η αίτηση απορρίπτεται αν συντρέχει ποινικό
κώλυμα ή λόγοι δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας. Σε μεταβατική διάταξη προβλέπεται ότι
στους αλλοδαπούς οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ικανοποιούν τις
παραπάνω προϋποθέσεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και έχουν ήδη ενηλικιωθεί,
χορηγείται προθεσμία τριών ετών για να υποβάλουν τη σχετική αίτηση και δήλωση.
ε) Τέκνα αλλοδαπών που έγιναν Έλληνες πολίτες ενώ ήταν ανήλικα, με κοινή δήλωση των
γονέων τους, σύμφωνα ή με την πολιτογράφηση γονέα τους μπορούν να αποβάλουν την
Ελληνική Ιθαγένεια, υποβάλλοντας σχετική δήλωση και αίτηση μέσα σε προθεσμία ενός
έτους από την ενηλικίωσή τους.
στ) Μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος διαμονής για πολιτογράφηση. Ο αλλοδαπός που
επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα
νόμιμα για επτά συνεχή έτη πριν από την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης. Επίσης σε
μεταβατική διάταξη προβλέπεται ότι αλλοδαποί που κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων
του παρόντος νόμου συμπληρώνουν τουλάχιστον πέντε συνεχή έτη νόμιμης διαμονής στη
Χώρα μπορούν να ζητήσουν την πολιτογράφησή τους.
Για τους κατόχους ιθαγένειας κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους συζύγους
Έλληνα ή Ελληνίδας με τέκνο, όσους έχουν τη γονική μέριμνα τέκνου Ελληνικής Ιθαγένειας,
εφόσον αυτή δεν αποκτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1Α παρ. 2, τους αναγνωρισμένους
πολιτικούς πρόσφυγες και ανιθαγενείς αρκεί η προηγούμενη νόμιμη διαμονή αυτών στην
53
Ελλάδα επί μια τουλάχιστον συνεχή τριετία. Για τους ομογενείς και για όσους έχουν γεννηθεί
και κατοικούν συνεχώς στην Ελλάδα δεν απαιτείται η χρονική προϋπόθεση της επταετούς
διαμονής.
ζ) Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει επίσης
μεταξύ άλλων:
α. Να γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.
β. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας. Για τη
διακρίβωση της ομαλής ένταξης του αιτούντος στην Ελληνική κοινωνία συνεκτιμώνται ιδίως
μεταξύ άλλων τα εξής στοιχεία: η εξοικείωση με την Ελληνική ιστορία και τον Ελληνικό
πολιτισμό, ενδεχόμενη φοίτησή του σε ελληνικούς εκπαιδευτικούς φορείς, η συμμετοχή του
σε κοινωνικές οργανώσεις ή συλλογικούς φορείς μέλη των οποίων είναι Έλληνες πολίτες,
τυχόν συγγενικός του δεσμός και εξ αγχιστείας με Έλληνα πολίτη, η εκ μέρους του σταθερή
εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, καθώς και των υποχρεώσεών του προς
οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, η κατά κυριότητα κτήση ακινήτου για κατοικία και η εν
γένει περιουσιακή του κατάσταση.
γ. Να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της
Χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν. Για τη δυνατότητα
συμμετοχής στην πολιτική ζωή συνεκτιμώνται ιδίως τα εξής στοιχεία: η επαρκής εξοικείωση
με τους θεσμούς του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και την πολιτική ζωή της
Χώρας και η βασική γνώση της Ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης. Ειδική
βαρύτητα στην εκτίμηση περί υιοθέτησης της Ελληνικής πολιτικής ταυτότητας έχουν η
συμμετοχή σε συλλογικούς φορείς, πολιτικές ενώσεις ή σωματεία όπου συμμετέχουν και
Έλληνες πολίτες, καθώς και η προηγούμενη συμμετοχή στις εκλογές της πρωτοβάθμιας
τοπικής αυτοδιοίκησης.
η) Για τη διακρίβωση της συνδρομής επί μέρους ουσιαστικών προϋποθέσεων της
παραγράφου 1 η κρίση της αρμόδιας Επιτροπής Πολιτογράφησης στηρίζεται και σε ειδική
δοκιμασία (τεστ) που η Επιτροπή μπορεί να διεξάγει. Οι προδιαγραφές της ειδικής
δοκιμασίας και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την οργάνωση και το περιεχόμενό της
ρυθμίζονται με κοινή απόφασή των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
θ) Για την πολιτογράφηση τίθενται ειδικές προθεσμίες. Σε περίπτωση θετικής κρίσης η
απόφαση απονομής της Ελληνικής Ιθαγένειας εκδίδεται και δημοσιεύεται εντός έτους από
την υποβολή της σχετικής αίτησης με πλήρη δικαιολογητικά. Αν η υπόθεση δεν μπορεί να
54
διεκπεραιωθεί μέσα στις παραπάνω προθεσμίες, η αρμόδια υπηρεσία γνωστοποιεί εγγράφως
στον ενδιαφερόμενο τους λόγους της καθυστέρησης.
ι) Η απόφαση επί αίτησης πολιτογράφησης πλέον αιτιολογείται κατά τις διατάξεις του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
ια) Ομογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών αποκτούν τα δικαιώματα του
εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Μπορούν να συμμετέχουν στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής
αυτοδιοίκησης με δικαίωμα ψήφου εφόσον έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της
ηλικίας τους και διαμένουν νόμιμα στη χώρα. Εγγράφονται επίσης σε ειδικούς εκλογικούς
καταλόγους. Εκλογείς, εγγεγραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς που κατά την ημέρα
διενέργειας των εκλογών έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους,
μπορούν να εκλεγούν δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικών διαμερισμάτων και
τοπικοί σύμβουλοι.
Το 2011 ωστόσο το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) με την απόφαση
350/2011 (βλ. Παράρτημα ΙΙ) έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 6, 14-21 και 24
του Ν 3838/2010 είναι ανίσχυρες καθώς αντίκεινται στα άρθρα 1 παρ. 3, 4 παρ. 3, 16 παρ. 2,
21 παρ. 1, 25 παρ. 4, 51 παρ. 2, 52, 102 παρ. 2 και 108 του Συντάγματος. Έκρινε
αντισυνταγματικές δηλαδή ρυθμίσεις του νόμου που αφορούσαν την απονομή της ιθαγένειας
και την παραχώρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε συγκεκριμένες
κατηγορίες αλλοδαπών. Δεδομένου όμως ότι τα ζητήματα της συμφωνίας ή μη προς το
Σύνταγμα των παραπάνω διατάξεων του Ν 3838/2010 δεν έχουν κριθεί με προηγούμενη
απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. το Τμήμα παρέπεμψε την επίλυση των εν λόγω
ζητημάτων στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του
Συντάγματος.
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
5. Ο Νομικός Διάλογος ως προς το νόμο 3838/2010 και την απόφαση 350/2011 του
Συμβουλίου της Επικρατείας
5.1. Γενικά
Η κατάθεση του νομοσχεδίου και η ψήφιση του νόμου 3838/2010 πυροδότησε ένα νομικό
διάλογο σε επιστημονικά περιοδικά ως προς τη συνταγματικότητα ή μη των διατάξεων του,
που αφορούσαν την εισαγωγή στοιχείων jus soli στο ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας και την
παραχώρηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών του δικαιώματος του εκλέγειν και
του εκλέγεσθαι στις εκλογές του α΄ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ακολούθησε η απόφαση
350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε
αντισυνταγματικές τις επίμαχες διατάξεις και έδωσε ώθηση για τη συνέχιση του νομικού
αυτού διαλόγου.
Ο Ν. 3838/2010 επέφερε μία σειρά από αλλαγές στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
(Ν.3284/2004, Εφεξής ΚΕΙ) με την εισαγωγή νέων προϋποθέσεων για την απόκτηση της
ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς, τον εξορθολογισμό και την υπαγωγή στη νομιμότητα
της διαδικασίας πολιτογράφησης και των σχετικών προθεσμιών και τέλος με την πρόβλεψη
συμμετοχής μη κοινοτικών αλλοδαπών στις εκλογές για τον α΄ βαθμό Τοπικής
Αυτοδιοίκησης και την εξομοίωσή τους στο θέμα αυτό με τους πολίτες των κρατών μελών
της Ε.Ε. ( Παπαστυλιανός, 2010).
Ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου ορίζεται ότι «Μετά το άρθρο 1 του Κώδικα
Ελληνικής Ιθαγένειας, προστίθεται νέο άρθρο 1Α ως εξής: «Ια. Με δήλωση και αίτηση,
λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα
56
Άρθρο 1Α
1. Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που
διαµένουν µόνιµα και νόµιµα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή έτη,
αποκτά από τη γέννησή του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή
σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δηµοτολόγιο του δήµου της µόνιµης
κατοικίας του, µέσα σε τρία έτη από τη γέννηση. Σε περίπτωση µεταγενέστερης υποβολής
της δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή τους. Αν το τέκνο
γεννήθηκε πριν τη συµπλήρωση της πενταετούς νόµιµης διαµονής και από τους δύο γονείς
στη Χώρα, η κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται µε την παρέλευση της
πενταετούς συνεχούς νόµιµης διαµονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την
Ελληνική Ιθαγένεια από την υποβολή τους.
2. Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι
τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί µόνιµα και νόµιµα στη
Χώρα αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από τη συµπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης
µε κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο του δήµου µόνιµης κατοικίας του
που υποβάλλουν οι γονείς του µέσα σε τρία έτη από τη συµπλήρωση του χρόνου αυτού. Σε
περίπτωση µεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης και µέχρι την ενηλικίωση
του τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης.
3. Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται από τέκνα αλλοδαπών µε δήλωση των γονέων τους,
σύµφωνα µε τις διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, µόνον
εφόσον και οι δύο γονείς τους διαµένουν νοµίµως στην Ελλάδα δυνάµει σχετικού νόµιµου
τίτλου σε ισχύ».
Για πρώτη φορά ο νομοθέτης απομακρύνεται από τις αρχές του jus sanguinis χωρίς
ωστόσο να υιοθετεί απόλυτα το jus soli. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η δήλωση της
βούλησής τους (των τέκνων) ή και των γονέων του να ενταχθεί στην ελληνική πολιτική
κοινότητα. Η ανωτέρω δυνατότητα ενεργοποιείται με την υποβολή αίτησης εφόσον
πληρούνται οι διατάξεις του νόμου δηλαδή η γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα, η
φοίτησή του σε ελληνικό σχολείο επί έξι έτη και η επί πέντε έτη νόμιμη και μόνιμη διαμονή
των γονέων του στη χώρα1.
Καταργείται επίσης η πάγια τακτική της Διοίκησης να εξαιρεί τη διαδικασία πολιτογράφησης
από τις προθεσμίες διεκπεραίωσης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας
1 Σημειώνεται ότι το ελληνικό σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 3 εδ α΄ και β΄ αναγνωρίζει δικαίωμα διατήρησης της
αποκτηθείσης ελληνικής ιθαγένειας και όχι δικαίωμα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας σε Παραρά Πέτρο,
Σύνταγμα - Corpus Ι, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, σ.σ. 539-541.
57
(Ν. 2690/99 όπως τροποποιήθηκε) και τίθενται προθεσμίες με σαφήνεια και πληρότητα.
Εισάγεται επιπλέον η αναγκαιότητα αιτιολόγησης της απόρριψης της απόφασης
πολιτογράφησης ώστε η τελευταία να μη καθίσταται ανέλεγκτη σε ένα κράτος δικαίου
(Παπαστυλιανός, 2010)2. Παρά τον εξορθολογισμό της διαδικασίας πολιτογράφησης καίρια
ζητήματα και αμφισβητήσεις ως προς τα εχέγγυα αντικειμενικότητας με τα οποία
περιβάλλεται διατυπώθηκαν από τον καθηγητή κ. Κώστα Χρυσόγονο. Πιο συγκεκριμένα
θεωρεί ότι η συγκεκριμένη διαδικασία πολιτογράφησης που καθιερώνεται παρέχει διακριτική
ευχέρεια για την εκτίμηση της ένταξης του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία σε μία
πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από διοικητικούς υπαλλήλους χωρίς να
κατοχυρώνεται έστω η λειτουργική ανεξαρτησία των τελευταίων. Επίσης δεν διασφαλίζεται η
ενταξιμότητα ως προς τα τέκνα των αλλοδαπών, αφού δεν απαιτείται η επιτυχής φοίτηση έξι
τάξεων του ελληνικού σχολείου, αλλά απλή παρακολούθηση. Αποφασιστικό κριτήριο
πολιτογράφησης πρέπει να είναι δυνατότητα ενσωμάτωσης, που θα μπορούσε να
διαπιστώνεται με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο, όπως ιδίως η διεξαγωγή σε τακτά
διαστήματα εξετάσεων σε θέματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, σε συνδυασμό με
αποδεδειγμένη διαμονή στη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα και τη μη ύπαρξη ποινικής
καταδίκης για σοβαρά αδικήματα (Χρυσόγονος, 2010)
2
Άρθρο 12 Ν.3838/2010
Το άρθρο 31 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 31
Προθεσµίες
1. Για την πολιτογράφηση τίθενται οι εξής ειδικές προθεσµίες από την υποβολή της αίτησης:
α. Έξι µήνες από την κατάθεση στην Περιφέρεια της αίτησης πολιτογράφησης µέχρι την κλήση του
ενδιαφεροµένου σε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Πολιτογράφησης. Εντός του διαστήµατος αυτού οφείλει
η αρµόδια υπηρεσία της Περιφέρειας να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο
εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7, καθώς και τη γνώµη των αρµόδιων υπηρεσιών ασφαλείας του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η προθεσµία αρχίζει από τη συµπλήρωση
του οικείου φακέλου ή την επανυποβολή πλήρους της αίτησης. Τυχόν καθυστέρηση της αποστολής των
αυτεπαγγέλτως αναζητηθέντων δικαιολογητικών δεν αναστέλλει την περαιτέρω εξέταση του φακέλου.
β. Τέσσερις µήνες από την κλήση του αιτούντος για συνέντευξη έως και την υποβολή της εισήγησης της
Επιτροπής προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
γ. Δύο µήνες για την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης και τη δηµοσίευσή της στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως.
2. Επί αίτησης καθορισµού ιθαγένειας τίθεται προθεσµία δεκαοκτώ µηνών από την υποβολή της αίτησης µέχρι
την έκδοση απόφασης.
3. Αν η υπόθεση δεν µπορεί να διεκπεραιωθεί µέσα στις παραπάνω προθεσµίες, η αρµόδια υπηρεσία
γνωστοποιεί εγγράφως στον ενδιαφερόµενο τους λόγους της καθυστέρησης. Το σχετικό έγγραφο κοινοποιείται
και στον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, που µπορεί να παραγγέλλει
την κατά προτεραιότητα ολοκλήρωση της διαδικασίας µέσα στην προβλεπόµενη προθεσµία.
4. Τις παραπάνω προθεσµίες, καθώς και την εν γένει διαδικασία της πολιτογράφησης αναστέλλουν εκκρεµείς
ποινικές δίκες για αδικήµατα που επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερης του έτους, καθώς και
για λοιπά αδικήµατα, η καταδίκη για τα οποία συνιστά κώλυµα πολιτογράφησης. Ανασταλτικό αποτέλεσµα έχει
επίσης η υποβολή αντιρρήσεων από τον αιτούντα ενώπιον του Συµβουλίου Ιθαγένειας, καθώς και η παραποµπή
της υπόθεσης σε αυτό από τον Υπουργό.»
58
Περαιτέρω με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο δεύτερο κεφάλαιο του νόμου
(άρθρα 14-22) προβλέπεται για πρώτη φορά η συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών στις
εκλογές για τον α΄ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης κατ’ αναλογία με όσα ισχύουν για τους
πολίτες των κρατών μελών της Ε.Ε.. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 3838/2010
αναγνωρίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν σε κάποιες κατηγορίες αλλοδαπών με κριτήριο
τον τύπο της άδειας διαμονής που κατέχουν3. Σε ότι αφορά στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι
αναγνωρίζεται επίσης σε αυτές τις κατηγορίες των αλλοδαπών με δύο επιπλέον
προϋποθέσεις: α) οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα και
β) το δικαίωμα περιορίζεται μόνο στην κατάληψη θέσεων μέλους του δημοτικού
συμβουλίου ή δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων (άρθρο 17 του ν. 3838/2010)4.
3
Άρθρο 14 Δικαίωμα του εκλέγειν
Οµογενείς και λοιποί αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών µπορούν να συµµετέχουν στις εκλογές της
πρωτοβάθµιας τοπικής αυτοδιοίκησης µε δικαίωµα ψήφου εφόσον:
1. Έχουν συµπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους.
2. Δεν έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για έγκληµα ή καταδίκη για το οποίο συνεπάγεται, αν είναι Έλληνες
πολίτες, την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων σύµφωνα µε τα άρθρα 59 και 60 του Ποινικού Κώδικα.
3. Εντάσσονται σε µια από τις ακόλουθες κατηγορίες νοµίµως διαµενόντων στη Χώρα αλλοδαπών:
α. είναι κάτοχοι Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Οµογενούς ή τίτλου διαµονής ως µέλη οικογένειας κατόχου
τέτοιου Δελτίου και έχουν συµπληρώσει, από την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση του Δελτίου ή τίτλου
αντίστοιχα, πενταετή συνεχή και νόµιµη διαµονή στη Χώρα,
β. είναι κάτοχοι άδειας διαµονής αόριστης διάρκειας ή δεκαετούς διάρκειας, σύµφωνα µε τις διατάξεις του
ν.2910/2001 (ΦΕΚ 91 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει,
γ. έχουν υπαχθεί, στο καθεστώς των επί µακρόν διαµενόντων, κατ’ εφαρµογή, των διατάξεων του π.δ.
150/ 2006 (ΦΕΚ 160 Α΄) ή στο προβλεπόµενο µε την ειδική ρύθµιση της παραγράφου 7 του άρθρου 40 του ν.
3731/ 2008 (ΦΕΚ 263 Α΄), δ. είναι κάτοχοι «δελτίων µόνιµης διαµονής», ως µέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή
πολίτη κράτους − µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν.
3386/2005 και του άρθρου 17 του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄) καθώς και δελτίων ή αδειών παραµονής ως µέλη
οικογένειας Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους − µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας διανύσει πέντε
συνεχή έτη νόµιµης διαµονής στη Χώρα,
ε. είναι γονείς ανηλίκων Ελλήνων πολιτών, σύµφωνα µε το άρθρο 94 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει, και έχουν
συµπληρώσει πενταετή συνεχή και νόµιµη διαµονή στη Χώρα,
στ. έχουν αναγνωρισθεί ως πολιτικοί πρόσφυγες ή έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας ή
προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, των µελών της οικογένειάς τους συµπεριλαµβανοµένων, σύµφωνα µε
τις διατάξεις του προϊσχύσαντος προεδρικού διατάγµατος 61/1999 (ΦΕΚ 63 Α΄), καθώς και των προεδρικών
διαταγµάτων 90/2008 (ΦΕΚ 138 Α΄), 96/2008 (ΦΕΚ 152 Α΄), 167/2008 (ΦΕΚ 223 Α΄) και 81/2009 (ΦΕΚ 99
Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί, εφόσον έχουν συµπληρώσει συνεχή πενταετή και νόµιµη διαµονή στη Χώρα
από την υποβολή του σχετικού αιτήµατος,
ζ. είναι κάτοχοι ταξιδιωτικών εγγράφων ή ειδικού δελτίου που έχουν χορηγηθεί από ηµεδαπή αρχή, σύµφωνα
µε τις διατάξεις της Διεθνούς Σύµβασης της Νέας Υόρκης, περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία έχει
κυρωθεί µε το ν. 139/1975 (ΦΕΚ 176 Α΄) και έχουν συµπληρώσει πενταετή συνεχή και νόµιµη διαµονή στη
Χώρα από την αίτησης χορήγησης των παραπάνω τίτλων,
η. έχουν τίτλο παραµονής ως οµογενείς και έχουν συµπληρώσει από τη χορήγησή του πενταετή συνεχή και
νόµιµη παραµονή στη Χώρα, η οποία πιστοποιείται κατόπιν σχετικής βεβαίωσης της αρχής που τον εξέδωσε.
4
Άρθρο 17 Δικαίωμα του εκλέγεσθαι
1. Εκλογείς, εγγεγραµµένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους του άρθρου 15 του παρόντος, που κατά την
ηµέρα διενέργειας των εκλογών έχουν συµπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους, µπορούν να
εκλεγούν δηµοτικοί σύµβουλοι, σύµβουλοι δηµοτικών διαµερισµάτων και τοπικοί σύµβουλοι, µε την πρόσθετη
προϋπόθεση ότι διαθέτουν επαρκή γνώση της Ελληνικής γλώσσας για την άσκηση των καθηκόντων τους και
τηρούν τους όρους της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κώδικα Δήµων και Κοινοτήτων (κ.ν. 3463/2006,
ΦΕΚ114 Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά.
59
Οι ανωτέρω ρυθμίσεις αποτέλεσαν αντικείμενο προβληματισμού στους νομικούς κύκλους
καθώς και στην ευρύτερη κοινωνία. Αναμφισβήτητα ο Ν. 3838/2010 αποτέλεσε ένα
σημαντικό βήμα για την κοινωνική και πολιτική ένταξη ορισμένων κατηγοριών μεταναστών.
Ωστόσο η απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής
ΣτΕ) και η κρίση του περί αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένων διατάξεων του νόμου
πυροδότησαν περαιτέρω τον νομικό διάλογο. Από το δικαστήριο εγείρονται ζητήματα
σχετικά με την ερμηνεία των όρων λαός και Έθνος. Σημασία για το νομικό που ακολούθησε
διάλογο έχει ο έλεγχος των συνταγματικών επιχειρημάτων τους που συγκροτούν την
αιτιολογία της απόφασης.
Με την 350/2011 απόφαση του Δ΄ τμήματος του Σ.τ.Ε κρίθηκε ότι αντίκεινται στο ελληνικό
Σύνταγμα και ειδικότερα στα άρθρα 1 παρ. 2 και 3, 4 παρ. 3 Σ, 16 παρ. 2, 21 παρ.4, 51 παρ. 2
και 108, οι διατάξεις του ν. 3838/2010 που αφορούν στις νέες προϋποθέσεις απόκτησης της
ελληνικής ιθαγένειας και συγκεκριμένα το άρθρο 1 του νόμου (Παπαστυλιανός, 2009) καθώς
επίσης και οι διατάξεις του νόμου που αφορούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Το
Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ κλήθηκε να αποφασίσει για την αίτηση ακύρωσης δύο προσβαλλόμενων
2. Οι περιορισµοί κατοχής αξιωµάτων της παραγράφου 11 του άρθρου 3 του π.δ. 133/1997 (ΦΕΚ 121 Α΄), όπως
τροποποιήθηκε µε το π.δ. 164/1997 (ΦΕΚ 145 Α΄), το π.δ
320/1999 (ΦΕΚ 305 Α΄) και το π.δ. 130/2002 (ΦΕΚ 107 Α΄) καταλαµβάνουν και τα πρόσωπα της
προηγούµενης παραγράφου.
3. Οι εκλογείς της παραγράφου 1 ανακηρύσσονται ως υποψήφιοι από το αρµόδιο Δικαστήριο εφόσον κατέχουν
έγκυρο τίτλο διαµονής και ισχυρό διαβατήριο µε την επιφύλαξη των εξαιρέσεων της παραγράφου 3β του
άρθρου 15 του παρόντος.
4. Με την κατάθεση δήλωσης υποψηφιότητας κάθε υποψήφιος οφείλει να συνυποβάλλει, επιπλέον των
όσων ορίζονται γενικώς από την κείµενη νοµοθεσία του Κώδικα Δήµων και Κοινοτήτων, και τα ακόλουθα
δικαιολογητικά:
α. υπεύθυνη δήλωση µε την οποία δηλώνεται η ιθαγένεια και η διεύθυνση της µόνιµης κατοικίας του στην
Ελληνική επικράτεια, ότι γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα για την άσκηση των καθηκόντων σε
περίπτωση εκλογής του, καθώς και ότι δεν είναι υποψήφιος για τις δηµοτικές εκλογές στην Ελλάδα σε άλλο
δήµο, ούτε σε άλλο συνδυασµό του ίδιου δήµου,
β. βεβαίωση εγγραφής στον ειδικό εκλογικό κατάλογο του δήµου όπου είναι υποψήφιος,
γ. επικυρωµένο αντίγραφο του κατά περίπτωση υφιστάµενου τίτλου διαµονής σε ισχύ. Για την άσκηση
του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι ως έγκυρος τίτλος διαµονής λογίζεται και η βεβαίωση κατάθεσης
δικαιολογητικών για την ανανέωση άδειας η ισχύς της οποίας έχει λήξει,
δ. επικυρωµένο αντίγραφο του διαβατηρίου, µε την επιφύλαξη των εξαιρέσεων της παραγράφου 3β του άρθρου
15 του παρόντος.
60
πράξεων τις οποίες έκρινε συναφείς. Η πρώτη πράξη (Υπουργική Απόφαση) καθορίζει τα
δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη δήλωση και αίτηση εγγραφής τέκνου αλλοδαπών στο
δημοτολόγιο, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 1Α του Ν. 3838/2010 ενώ η δεύτερη πράξη αφορά στην εγκύκλιο σχετικά με τον
τρόπο άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των υπηκόων τρίτων χωρών
στον α΄ βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 14 έως 21 του ν.
3838/2010.
Υποστηρίζεται στην απόφαση ότι τα άρθρα 1 παρ. 2 και 3 Σ, ορίζουν ως μόνο αποδεκτό
τρόπο κτήσης της ιθαγένειας μέσω γέννησης το δίκαιο του αίματος jus sanguinis.
Περιορίζεται συνεπώς η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στην επιλογή του jus sanguinis,
ως του μόνου συνταγματικά αποδεκτού τρόπου κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με τη
γέννηση του ατόμου. Για το λόγο αυτό οποιοσδήποτε άλλος τρόπος κτήσης της ιθαγένειας
πέρα από το δίκαιο του αίματος αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις
(Παπαστυλιανός, 2011).
Στο νομικό διάλογο που ακολούθησε ωστόσο αναφέρθηκε ότι στο Σύνταγμα, στο α΄
εδάφιο της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 3 ορίζεται ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα
προσόντα που ορίζει ο νόμος», επαφίεται συνεπώς στον κοινό νομοθέτη ο καθορισμός των
προσόντων των ελλήνων πολιτών μέσω της ιθαγένειας. Αντίθετα στο β΄ εδάφιο ορίζεται ότι
επιτρέπεται η αφαίρεση της ιθαγένειας υπό δύο προϋποθέσεις : α) με την εκούσια απόκτηση
άλλης ιθαγένειας και β) με την ανάληψη υπηρεσίας σε ξένη χώρα που είναι αντίθετη προς τα
εθνικά συμφέροντα, μη καταλείποντας στην περίπτωση αυτή στο νομοθέτη τη δυνατότητα να
ορίσει άλλες προϋποθέσεις. Συνεπώς υποστηρίζεται ότι μόνο στη περίπτωση που αφορά τους
λόγους αφαίρεσης της ιθαγένειας η επιφύλαξη υπέρ του νόμου μπορεί να χαρακτηριστεί ως
ειδική5 καθώς το περιεχόμενο της οριοθετείται με απευθείας αναγωγή στο κείμενο του
συντάγματος. Θεωρείται ότι πρόκειται για μία επιφύλαξη στην οποία κυριαρχεί αποκλειστικά
ο ρυθμιστικός χαρακτήρας της παρέμβασης του νομοθέτη με την έννοια ότι αποτελεί μια
ειδική εντολή να εξειδικεύσει περαιτέρω τη συνταγματική ρύθμιση και όχι να περιορίσει το
κανονιστικό της εύρος (Παπαστυλιανός, 2011). Η πλειοψηφούσα γνώμη θεωρεί λοιπόν ότι
5
Για την έννοια των επιφυλάξεων στις συνταγματικές διατάξεις βλ. Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά
Δικαιώματα, γ’ εκδ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2006, σ. 173 επ..
61
το δίκαιο της ιθαγένειας διαμορφώνεται αποκλειστικά από το ελληνικό κράτος, κατά τρόπο
κυριαρχικό, παραγνωρίζοντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ6.
Η απόφαση του Σ.τ.Ε χρησιμοποιεί ως κανόνα ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου
την ιστορική βούληση του συντακτικού νομοθέτη, σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής, για
τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 Σ, διατυπώνοντας τον εξής συλλογισμό: σκοπός του
συνταγματικού νομοθέτη αποτελεί η μέριμνα για τη συνέχεια του έθνους ως οντότητας που
προσδιορίζεται με όρους καταγωγής, η οποία επιβάλλει την αποκλειστική ρύθμιση του
ζητήματος κτήσης της ιθαγένειας μέσω γέννησης με το jus sanguinis (βλ. σκέψεις 9 και 10
της 350/2011). Η ελληνική καταγωγή (jus sanguinis), και η ελληνική συνείδηση είναι τα
μοναδικά κριτήρια που αποτελούν τον πυρήνα του έθνους και της εθνικότητας ( βλ. σκέψη
11). Σύμφωνα με το ΣτΕ η εθνική ομοιογένεια διασφαλίζεται, πέραν από την συνταγματική
της θεμελίωση, και μέσω της αδιάλειπτης επιβεβαίωσής της από την νομοθετική πρακτική
δεκαετιών (Τσολάκου, 2011).
Υποστηρίχθηκε επίσης ότι τo δίκαιο του αίματος δεν υπήρξε ούτε κατά τη συγκρότηση του
ελληνικού κράτους αλλά μεταγενέστερα με τη διεύρυνση των συνόρων του το μοναδικό κριτήριο
εφοδιασμού της πολιτικής κοινότητας με ανθρώπινο δυναμικό και ότι η αναφορά του
Δικαστηρίου στα προηγούμενα ελληνικά Συντάγματα και στις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις
δεν είναι πλήρης. Χαρακτηρίστηκε αποσπασματικός και μονομερής ο δικανικός συλλογισμός
της πλειοψηφίας καθώς αναγάγει το κριτήριο της καταγωγής ως το μοναδικό σε νομοθεσία
και νομολογία, παραγνωρίζοντας την ανοιχτή και δημοκρατική αντίληψη για την ιδιότητα του
πολίτη που διατρέχει το σύνολο της ελληνικής συνταγματική παράδοσης και ιστορίας
(Τσολάκου, 2011).
6
Βλ. σχετικά Παπαστυλιανός Χρήστος, Οι αλλαγές ως προς την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και το καθεστώς
πολιτογράφησης υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, εκδ.
Σάκκουλας, τεύχος 6/2010, Αθήνα 2010, σελ. 883-887
62
Διατυπώθηκε επίσης η άποψη ότι η επίκληση της μακροχρόνιας νομοθετικής καθιέρωσης
του «δικαίου του αίματος» στην απόφαση του ΣτΕ προκειμένου να εξαχθεί το συμπέρασμα
ότι το δίκαιο του αίματος αποτελεί το μοναδικό συνταγματικά θεμιτό αντικειμενικό σύστημα
κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας (και ότι κατά τα άλλα επιβάλλεται εκτίμηση από διοικητικά
όργανα των υποκειμενικών περιστάσεων του αιτούντος την Ιθαγένεια) δεν λαμβάνει
επαρκώς υπόψη της την ιεραρχία των κανόνων δικαίου και ότι ένας τυπικός νόμος (ο ΚΕΙ)
αναγορεύεται ουσιαστικά σε κριτήριο ερμηνείας του Συντάγματος (Χρυσόγονος, 2011).
Υποστηρίζεται παράλληλα ότι το ΣτΕ ιεραρχεί τα έννομα συνταγματικά αγαθά
προτάσσοντας τις διατάξεις που αναφέρονται στο Έθνος και ότι οι διατάξεις οι οποίες
αναφέρονται στο Έθνος , αποτελούν ένα πλαίσιο συνταγματικών αρχών, οι οποίες δεν πρέπει
να καταστρατηγούνται από την κοινή νομοθεσία περί ιθαγένειας (Παπαστυλιανός, 2011).
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ κρίνει επίσης αντισυνταγματική την εξουσία του κοινού νομοθέτη να
καθορίζει διαδικασίες πολιτογράφησης στη βάση καθορισμένων από τον ίδιο αντικειμενικών
προϋποθέσεων χωρίς την πρόβλεψη και απόδειξη δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος
την πολιτογράφηση αλλοδαπού (βλ. σκέψη 13). Διατυπώθηκε ωστόσο η άποψη ότι η ανωτέρω
θέση αναιρεί μία σειρά αντικειμενικών κριτηρίων ένταξης ενός ατόμου στην πολιτική
κοινότητα του λαού, όπως το κριτήριο της χωρικής εγγύτητας και της τήρησης της
νομιμότητας. Σύμφωνα με αυτή η αναγνώριση πλήρους πολιτικής ταυτότητας μέσα από μια
διαδικασία με τελευταίο στάδιο τη διαπίστωση της ενσωμάτωσης του αλλοδαπού στην
ελληνική κοινωνία, η οποία επισφραγίζεται με τη απόκτηση ελληνικής εθνικής συνείδησης
δεν συμβαδίζει ούτε με τις νομοθετικές αλλά ούτε και με τις συνταγματικές διατάξεις
(Τσολάκου, 2011). Από την άλλη όπως αναφέρθηκε υποστηρίζεται ότι πρέπει το
αποφασιστικό κριτήριο πολιτογράφησης να είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης, που θα
μπορούσε βέβαια να διαπιστώνεται με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο, όπως για
παράδειγμα η διεξαγωγή σε τακτά διαστήματα εξετάσεων για τις γνώσεις των αιτούντων σε
θέματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη διαμονή στη
χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα και τη μη ύπαρξη ποινικής καταδίκης για σοβαρά
αδικήματα (Χρυσόγονος, 2010).
Το ΣτΕ χαρακτηρίζει την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, κατά τις προϋποθέσεις του
Ν.3838/2010 ως αθρόα πολιτογράφηση (βλ. σκέψη 11). Σε αυτό το επιχείρημα αντιτίθεται η
θέση ότι η αθρόα πολιτογράφηση αναφέρεται στην απόκτηση ιθαγένειας έπειτα από
προσαρτήσεις, ομαδικές μεταναστεύσεις, ανταλλαγή πληθυσμών, χωρίς προηγούμενη
ατομική αίτηση, με την έκδοση νόμου και η παρατήρηση ότι με βάση τα στατιστικά στοιχεία
63
του Υπουργείου Εσωτερικών μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2011 μόνο 278 μετανάστες δεύτερης
γενιάς πολιτογραφήθηκαν με τις νέες διατάξεις του Ν.38380/2010 (Χρυσόγονος, 2011) . Ο
κανόνας συνεπώς σε ό,τι αφορά την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας θα πρέπει να είναι η
διαπίστωση της συνδρομής αντικειμενικών προϋποθέσεων, που στοιχειοθετούν τον κατά
τεκμήριο δεσμό κατηγοριών προσώπων με τον Ελληνισμό και την Ελληνική Πολιτεία, ώστε
να εξασφαλίζεται η διαφάνεια και να τηρείται η νομιμότητα καθώς περιορίζεται η διακριτική
ευχέρεια του διοικητικού οργάνου (Χρυσόγονος, 2011).
Στο δεύτερο κεφάλαιο του Ν.3838/2010 άρθρα 14 έως 22 προβλέπεται η συμμετοχή των
αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού. Στο άρθρο 14 του
νόμου αναγνωρίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν σε συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών
με κριτήριο τον τύπο της άδειας διαμονής που κατέχουν ενώ το δικαίωμα του εκλέγεσθαι
αναγνωρίζεται επίσης στις ανωτέρω κατηγορίες αλλοδαπών με δύο πρόσθετες
προϋποθέσεις: α) οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα και
β) το δικαίωμα περιορίζεται μόνο στην κατάληψη θέσεων μέλους του δημοτικού
συμβουλίου ή δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν.
3838/2010.
Στο νομικό διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή την κατάθεση του νομοσχεδίου και την
ψήφιση του νόμου υποστηρίχθηκαν τα εξής επιχειρήματα:
- στο άρθρο 51 παρ. 3 εδ. α΄ και β΄ Σ., ορίζεται ότι «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση,
καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως
νόμος ορίζει» (αρχή της καθολικότητας). Περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος
μπορούν να αποτελέσουν η μη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου ηλικίας ή η ανικανότητα
για δικαιοπραξία καθώς και η αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα. Στο
άρθρο 102 παρ. 2 εδ. β΄ Σ. ορίζεται ότι «οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλέγονται
με καθολική μυστική ψηφοφορία». Συνεπώς, η αρχή της καθολικότητας, η οποία διέπει
και τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 εδ. β΄ Σ., έχει ως περιορισμούς μόνο όσους αναφέρονται
στη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των δύο
ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ελληνική ιθαγένεια δεν τίθεται ως προϋπόθεση για τον
64
καθορισμό των φορέων του δικαιώματος του εκλέγειν στις εκλογές για την ανάδειξη των
αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά μόνο των βουλευτικών εκλογών (Παπαστυλιανός ,
2010).
- παρατηρείται ότι δεν απαντάται στο Σύνταγμα ειδικότερη διάταξη η οποία να περιορίζει
τους φορείς του δικαιώματος του εκλέγειν στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση
αποκλειστικά και μόνο στους Έλληνες πολίτες, όπως προσδιορίζονται ως φορείς ρητά οι
Έλληνες ως φορείς άλλων πολιτικών δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και
της συνένωσης στα άρθρα 11 και 12 του Συντάγματος. Επιπλέον σημειώνεται ότι η διάταξη
του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει δικαίωμα συμμετοχής στην
οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή και ότι το δικαίωμα αυτό έχει ως φορέα τον καθένα
(Χρυσόγονος, 2011 και εισηγητική έκθεση του νόμου 3838/2010). Σε αντίθεση συνεπώς, με
το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές, το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές δεν
προϋποθέτει την ελληνική ιθαγένεια (Ανθόπουλος, 2009).
- οι Ο.Τ.Α έχουν τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. με τοπική αρμοδιότητα και απολαμβάνουν
διοικητικής αυτοτέλειας ενώ η κανονιστική τους αρμοδιότητα είναι δοτή καθώς δεν
απολαμβάνουν του τεκμηρίου της αρμοδιότητας και δεν μπορούν να παράξουν πρωτογενείς
κανόνες δικαίου. Η χορήγηση του δικαιώματος ψήφου στους συνεπώς δεν επηρεάζει τη
διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας, δεδομένου ότι οι Ο.Τ.Α. είναι προέχοντως
όργανα δημόσιας διοίκησης, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε πράγματι συνταγματικό
πρόβλημα (Ανθόπουλος, 2009). Επιπροσθέτως τόσο ενώ επί των πράξεων όσο και των
προσώπων που συγκροτούν τα όργανα τους ασκείται εποπτεία. Η αναγνώριση λοιπόν
δικαιώματος ψήφου στους αλλοδαπούς στις εκλογές του α΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης
δεν αλλοιώνει τη σύνθεση ενός οργάνου που λειτουργεί ως ανώτατο πολιτειακό όργανο,
όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εκλογικού σώματος στις βουλευτικές εκλογές
(Παπαστυλιανός, 2010), αντιθέτως αποτελεί ορθή πολιτική επιλογή, εφόσον πρόκειται για
πρόσωπα που αποδεδειγμένα μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν εύλογο ενδιαφέρον
για τη διαχείριση των υποθέσεών της (Χρυσόγονος, 2010). Στις βουλευτικές εκλογές
μάλιστα η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος στους αλλοδαπούς θα έθετε σε
αμφισβήτηση την εξωτερική κυριαρχία της χώρας, η οποία αποκλείει εντός της επικράτειάς
της την άσκηση κάθε άλλης εξουσίας εξωτερικής ως προς αυτήν, ενώ στην περίπτωση των
εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση δε μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εκλογή των
αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α από ένα περιορισμένο σύνολο πολιτών, τους δημότες,
συμβάλει με την ίδια ένταση στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης
(Παπαστυλιανός, 2010).
65
Αντίθετα η απόφαση του ΣτΕ υποστηρίζει ότι η συμμετοχή κατηγοριών αλλοδαπών στις
εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων του α΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης προσκρούει
συνολικά στο Σύνταγμα. Θεωρείται ότι οι εκλογές αυτές έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα
λόγω των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι Ο.Τ.Α αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην
πολιτική ζωή της Χώρας γενικώς (βλ. σκέψη 25). Αλλά και στο νομικό διάλογο που
προηγήθηκε της απόφασης διατυπώθηκε η άποψη ότι ναι μεν το Σύνταγμα επιτρέπει
ερμηνευτικά την επεκτατική εφαρμογή και στους αλλοδαπούς των δικαιωμάτων που θεσπίζει
ρητά για τους Έλληνες στο άρθρο 5 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο «όλοι όσοι βρίσκονται στην
Ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της
ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας...», το άρθρο όμως αυτό αφορά τα ατομικά
δικαιώματα (π.χ. το άσυλο κατοικίας...) και όχι τα δικαιώματα πολιτικής συμμετοχής
(Κανελλοπούλου, 2010).
Περαιτέρω το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ κρίνει ότι « η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος
στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί λειτούργημα απαραίτητο για την
πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας, ως τοιαύτης νοούμενης της ασκούμενης από τον λαό ως
εκλογικό σώμα απαρτιζόμενο μόνο από τους έχοντες δικαίωμα ψήφου Έλληνες πολίτες» (βλ.
σκέψη 25). Στο νομικό διάλογο που προηγήθηκε της απόφασης επίσης υποστηρίχθηκε ότι
τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας της αναγνώρισης σε ορισμένες κατηγορίες αλλοδαπών
του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές της πρωτοβάθμιας
αυτοδιοίκησης βάσει του άρθρου 4 παρ. 4 Σ. , το οποίο επιφυλάσσει σε Έλληνες πολίτες το
δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες, δηλαδή σε θέσεις που συνεπάγονται
συμμετοχή στη άσκηση δημόσιας εξουσίας. Το ίδιο άρθρο επιτρέπει την εισαγωγή
εξαιρέσεων με «ειδικό» νόμο, ο οποίος για να είναι όντως «ειδικός» πρέπει η κατηγορία των
προσώπων στα οποία αναφέρεται η εξαίρεση να μην είναι ούτε γενική ούτε ευρεία, μια
προϋπόθεση που δεν πληροί αυτό το νομοσχέδιο (Κανελλοπούλου, 2010). Από την άλλη στο
νομικό διάλογο που ακολούθησε την απόφαση υποστηρίχθηκε ένα αντίθετο επιχείρημα.
Σύμφωνα με αυτό δεν αμφισβητείται ότι ο λαός, υπό την ευρεία έννοια του όρου, αποτελείται
από το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, ενώ υπό τη στενή έννοια περιλαμβάνει όσους
κατέχουν το εκλογικό δικαίωμα. Είναι επίσης κοινά αποδεκτό ότι ο ρόλος των δημοτών –
ψηφοφόρων στις δημοτικές εκλογές είναι καθοριστικός καθώς οι Ο.Τ.Α συμβάλλουν στη
λειτουργία και την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου κράτους. Ωστόσο ο Ν.3838/2010, άρθρα 14-
21, δεν εισάγει τόσες κατηγορίες μη πολιτών ψηφοφόρων στις εκλογές για την ανάδειξη
εκπροσώπων στην τοπική αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η
66
συντριπτική υπερίσχυση των πολιτών εντός του σώματος εκείνου. Η προβληματική
επικεντρώνεται στο εάν το τελευταίο πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από πολίτες και να
ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα των βουλευτικών εκλογών. Το θέμα αυτό βέβαια θα
προκαλούσε προβλήματα στη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς
σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάθε
κράτος-μέλος οφείλει να παρέχει στους υπηκόους των άλλων κρατών – μελών το εκλογικό
δικαίωμα στις δημοτικές εκλογές (Χρυσόγονος, 2011).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη σύμφωνα με την οποία η συνεισφορά του
νόμου είναι θετική αλλά επίσης σύμφωνα με την οποία βαρύτητα θα έπρεπε να δοθεί στην
ισότιμη με αυτή των Ελλήνων πρόσβαση των μεταναστών στην απόλαυση των ατομικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων. Υπογραμμίζεται παράλληλα η σημασία των κινήτρων ως προς την
απόδοση της ιθαγένειας και του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Ο μετανάστης
επιθυμεί την ιθαγένεια και τα πολιτικά δικαιώματα πολλές φορές για να διασφαλίσει άλλες
κατηγορίες δικαιωμάτων, τα ατομικά και κοινωνικά ενώ αναγκαία προϋπόθεση για να
διαθέτει κάποιος πολιτικά δικαιώματα είναι να δύναται να παρακολουθεί τον πολιτικό
διάλογο. Εφόσον τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα είναι εγγυημένα στην πράξη θα
υπάρχει μια σοβαρή βεβαιότητα ότι το κίνητρο που ωθεί το μετανάστη στην αίτηση για
απονομή της ιθαγένειας είναι η επιθυμία για πλήρη ενσωμάτωση. Λογικό θα ήταν παράλληλα
η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας παράλληλα με την ενηλικίωση ώστε οι μετανάστες να
είναι σε ηλικία που να έχουν επίγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αυτή
προσφέρει και να μπορούν να σταθμίσουν τις επιθυμίες τους. Ως προς την απόφαση του ΣτΕ
για την κρίση ως αντισυνταγματικής της απόδοσης του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι
σε μετανάστες στις εκλογές του α΄ βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης διατυπώνει τη διαφωνία
του αλλά εκφράζει την ανάγκη να διαπιστώνεται με κάποιο τρόπο η συμμετοχή στη δημόσια
τους σφαίρα, πριν την απόδοση αυτού του δικαιώματος. Ως προς αυτό επισημαίνει την
αναγκαιότητα διαμόρφωσης ενός πλαισίου, όπως αυτό που προαναφέρθηκε, όπου θα
διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η ορθότητα των κινήτρων των μεταναστών σε σχέση με την
επιθυμία τους για πλήρη ενσωμάτωση (Κατρούγκαλος, 2011).
67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Ελλάδα είναι ένα εθνικό κράτος το οποίο ιδίως από το 1856 (βλ. Παράρτημα ΙΙ) και μετά
προσδιόριζε νομικά τις έννοιες της Ιθαγένειας και του Λαού με βάση το δίκαιο του αίματος
(jus sanguinis). Το ελληνικό έθνος επίσης αποτελεί όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο
κεφάλαιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικού έθνους, όπου βασικό συνεκτικό δεσμό
αποτελεί η εθνοτική ταυτότητα σε κοινωνικό και κρατικό επίπεδο. Ιδίως μετά την ανταλλαγή
πληθυσμών του 1922, οπότε η χώρα απέκτησε ένα πολύ μεγάλο βαθμό εθνικής ομοιογένειας
η πραγματικότητα αυτή ενισχύθηκε και κυριάρχησε για εβδομήντα περίπου χρόνια. Από τις
αρχές τις δεκαετίας του 1990 άρχισε να επιδρά μεταξύ άλλων ένας παράγοντας σε παγκόσμια
κλίμακα, ο οποίος επιχειρεί και είναι ένα ερώτημα πόσο θα μεταβάλλει ορισμένες από τις
βασικές παραδοχές και θεμελιώδεις παραμέτρους της ζωής των πολιτών και ιδίως αυτών των
εθνικών κρατών: η μετανάστευση. Την τελευταία εικοσαετία σημειώθηκαν μετακινήσεις
σημαντικού αριθμού ανθρώπων εντός και εκτός των ορίων της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πιο
συγκεκριμένα υπήρξε ένας σταθερά αυξανόμενος αριθμός Ευρωπαίων, που μετανάστευσαν
και ως ένα βαθμό ακόμα μεταναστεύουν από τις αναπτυσσόμενες ανατολικές προς τις
ανεπτυγμένες δυτικές χώρες της ηπείρου, ενώ παράλληλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. σχεδόν στο
σύνολό τους υποδέχονται όλο και περισσότερους μετανάστες από ολόκληρο τον πλανήτη. Οι
μεγάλες αυτές μετακινήσεις ανθρώπων προκαλούν αλλαγές στους περισσότερους τομείς της
συλλογικής ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί ένα από
τα πιο φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς σήμερα στη χώρα κατοικούν
περίπου 1,2 εκατομμύρια μετανάστες συμπεριλαμβανομένων των περίπου 200.000
Βορειοηπειρωτών και των κατά προσέγγιση 200.000 παράνομων μεταναστών. Οι
μετανάστες, δηλαδή, αποτελούν περισσότερο από το 10% των περίπου 11 εκατομμυρίων του
συνολικού πληθυσμού της χώρας και μεταξύ 12% και 14% του συνολικού εργατικού
δυναμικού. Επίσης ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2008 έγιναν 45.000 συλλήψεις στα
ελληνοτουρκικά σύνορα (Τριανταφυλλίδου, 2010). Ως προς την τυπολογία των χωρών με
βάση τη μεταναστευτική τους εμπειρία η Ελλάδα μαζί με τις Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία,
68
Ιρλανδία, και Φινλανδία κατατάσσεται στις νέες χώρες υποδοχής, οι οποίες παρουσιάζουν
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Είναι χώρες στη γεωγραφική περιφέρεια της Ευρώπης.
Ξεκίνησαν να μετατρέπονται από χώρες αποστολής σε χώρες υποδοχής μεταναστών από τα
τέλη του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και εγκαταστάθηκε σε αυτές μεγάλος
αριθμός μεταναστών σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η μεταναστευτική πολιτική σε
αυτές τις χώρες χαράσσεται ad hoc (με κύριο χαρακτηριστικό, στις χώρες της Νότιας
Ευρώπης, τα διαδοχικά προγράμματα νομιμοποίησης). Οι πολιτικές ενσωμάτωσης είναι
περιορισμένες και επιφυλακτικές και ο δημόσιος διάλογος για τη μετανάστευση
επικεντρώνεται στα θέματα του ελέγχου, της εγκληματικότητας και στο φόβο περί απώλειας
της εθνικής πολιτισμικής ομοιογένειας. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα
επηρεάζεται από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη σταδιακή και σε
συγκεκριμένα πεδία διαμορφούμενη Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Πολιτική.
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη τέθηκε στο παρελθόν ή σταδιακά τίθεται το ερώτημα
ως προς το ποιος είναι ο επιθυμητός βαθμός ενσωμάτωσης των μεταναστών ως στόχος του
αντίστοιχου άξονα της μεταναστευτικής πολιτικής και διοικητικής πρακτικής. Τόσο σε
πολλές παραδοσιακές χώρες υποδοχής όσο και στις νέες χώρες υποδοχής στην Ευρώπη μία
από τις τάσεις που παρατηρείται στο πλαίσιο των μέτρων ενσωμάτωσης είναι η εισαγωγή
στοιχείων jus soli, δηλαδή δικαίου του εδάφους, στο δίκαιο ιθαγένειας των χωρών αυτών
καθώς επίσης και η αναγνώριση δικαιώματος εκλέγειν και πολλές φορές και εκλέγεσθαι στις
εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε μετανάστες - πολίτες τρίτων χωρών (δηλαδή σε
πολίτες κρατών, που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.). Η πρόταση αλλαγών τέτοιας φύσης προκάλεσε
έντονο δημόσιο διάλογο όπου επιχειρήθηκε είτε οι αλλαγές αυτές τελικά υλοποιήθηκαν είτε
όχι, καθώς άπτονται δύο ιδιαίτερα ευαίσθητων ζητημάτων: της άσκησης δημόσιας εξουσίας
και της εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα ο νόμος 3838/2010 εισήγαγε ακριβώς τέτοιου
τύπου αλλαγές. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου είναι εμφανής η θεώρηση του έθνους ως
πολιτικής και όχι (ή έστω όχι μόνο) ως πολιτισμικής κοινότητας αποκαλύπτοντας κατά αυτόν
τον τρόπο την οπτική του νομοθέτη. Η απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου
της Επικρατείας αντίθετα έκρινε τις συγκεκριμένες αλλαγές αντισυνταγματικές και
παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια. Η επιχειρηματολογία του ανώτατου διοικητικού
δικαστηρίου, όπως παρουσιάζεται στην απόφαση επίσης αποκαλύπτει την οπτική του, η
οποία χαρακτηρίζεται από τη θεώρηση του έθνους ως πολιτισμικής κοινότητας. Οι απόψεις
αυτών που επέλεξαν να αρθρογραφήσουν και να τις δημοσιοποιήσουν στο νομικό διάλογο
που ακολούθησε την κατάθεση του νομοσχεδίου και την ψήφιση του νόμου και ο οποίος
συνεχίστηκε με περισσότερη ένταση μετά την απόφαση του ΣτΕ είναι κατά το μεγαλύτερο
69
μέρος τους υπέρ του νόμου και κατά της απόφασης του ΣτΕ. Είναι εμφανές πάντως ότι σε
κάθε περίπτωση συγκρούονται σε επίπεδο νομοθέτη και δικαστικής εξουσίας οι δύο
θεωρήσεις του έθνους ως πολιτικού και ως πολιτισμικού.
Ένα τυπικό εθνικό κράτος το οποίο εφάρμοζε jus sanguinis και το οποίο σχετικά πρόσφατα
προχώρησε σε αντίστοιχες αλλαγές είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η
Γερμανία υπήρξε χώρα υποδοχής μεταναστών, τους οποίους προόριζε αποκλειστικά για
εργατικό δυναμικό και των οποίων επιθυμούσε την παραμονή για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα. Σταδιακά υπήρξε η συνειδητοποίηση ότι ένας αριθμός αυτών είχε αναπτύξει
έντονους δεσμούς με τη χώρα. Επίσης η Γερμανία μην έχοντας πλέον ανάγκη και ενδιαφέρον
για εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης περιόρισε πολύ τη ζήτηση για αυτήν την κατηγορία
μεταναστών, για τους οποίους υφίστανται περιορισμένα μόνο προγράμματα. Στην παρούσα
φάση επιθυμητοί είναι μόνο οι μετανάστες υψηλής εξειδίκευσης. Στην πράξη πλέον η
μετανάστευση στη Γερμανία είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με το παρελθόν, αυστηρά
ελεγχόμενη και ο μεταναστευτικός πληθυσμός είναι σχετικά σταθερός. Επίσης η Γερμανία
αρχικά προχώρησε σε μία φιλελευθεροποίηση των κανόνων πολιτογράφησης με μείωση του
απαιτούμενου χρόνου διαμονής από τα δέκα στα οχτώ χρόνια εισάγοντας παράλληλα το 2000
κανόνες jus soli για τα παιδιά που γεννιούνται στην επικράτειά της. Στη συνέχεια όμως από
το 2004 οι εφαρμοστέοι κανόνες αυστηροποιήθηκαν καθώς η απαιτούμενη άδεια διαμονής
συνδέθηκε με ενισχυμένες απαιτήσεις και αποδείξεις ενσωμάτωσης.
Η εικόνα της πραγματικότητας, η οποία προκύπτει από τη σύνθεση των προαναφερθέντων
στοιχείων και συμπερασμάτων οδηγεί στη συμπερασματική διατύπωση ενός θεμελιώδους
ερωτήματος στο οποίο καλείται να απαντήσει η ελληνική κοινωνία και η ηγεσία της είτε αυτή
είναι πολιτική, είτε πνευματική: ποιος είναι ο βαθμός ενσωμάτωσης που πραγματικά επιθυμεί
η ελληνική κοινωνία για τους μετανάστες που διαβιούν στη χώρα; Είναι αυτονόητο ότι το
ερώτημα αφορά το βαθμό της ενσωμάτωσης και όχι την κοινωνική ένταξη, η οποία πρέπει να
είναι μια πραγματικότητα για όλους, Έλληνες πολίτες και μετανάστες, καθώς σε διαφορετική
περίπτωση σημειώνονται ποικίλα προβλήματα στο κοινωνικό γίγνεσθαι λόγω των
φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτονόητο είναι επίσης ότι στο πλαίσιο του
αποδεκτού βαθμού ενσωμάτωσης στον οποίο θα καταλήξει η ελληνική κοινωνία και πολιτεία
θα πρέπει να είναι σεβαστό το δικαίωμα του εκάστοτε αλλοδαπού να επιλέξει τον προσωπικό
του βαθμό ενσωμάτωσης. Δηλαδή ακόμα αν και προσφέρεται η δυνατότητα πλήρους
ενσωμάτωσης ο αλλοδαπός θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει αν την επιθυμεί και σε ποιο
βαθμό. Χρήσιμο είναι ως προς τη διάσταση της απάντησης στο προαναφερθέν θεμελιώδες
ερώτημα το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου η απάντηση δόθηκε, όπως αναφέρθηκε σε
70
προηγούμενο κεφάλαιο μέσω εκτενούς και μακροχρόνιου διαλόγου, το αποτέλεσμα του
οποίου όμως υπήρξε σταθερό και διαρκές ως προς την εφαρμογή του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Δημόσια Διοίκηση καλείται να επιτελέσει την αποστολή της,
δηλαδή να είναι έτοιμη να υλοποιήσει τις δημόσιες πολιτικές τις οποίες αποφασίζει η
εκάστοτε πολιτική ηγεσία και να τηρεί τους νόμους, που ψηφίζει η νομοθετική εξουσία
σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, η οποία και διέπει αυτή την αποστολή. Η ελληνική
Δημόσια Διοίκηση είτε ο νόμος 3838/2011 ισχύσει και εφαρμοστεί είτε μετά από αρνητική
απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ υπάρξει de facto ανάγκη αλλαγής του θα πρέπει να
δύναται να εξοπλιστεί με τα κατάλληλα μέτρα και εργαλεία και ιδέες ως προς τη
μεταναστευτική πολιτική προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Χρήσιμες
τέτοιες ιδέες, εργαλεία και μέτρα μπορούν να αντληθούν από τη γερμανική εμπειρία, από το
νομικό διάλογο που ακολούθησε την ψήφιση του Ν. 3838/2011 και την απόφαση 350/2011
του ΣτΕ και από το ίδιο το επιστημονικό πεδίο των θεωριών και γνώσεων της Δημόσιας
Διοίκησης. Πιο συγκεκριμένα ορισμένες από αυτές τις ιδέες, εργαλεία και μέτρα είναι τα
ακόλουθα:
- Η σύνδεση της πολιτογράφησης με αποδείξεις ενσωμάτωσης, όπως συμβαίνει στη
Γερμανία.
- Εισαγωγή υποχρεωτικών προγραμμάτων ενσωμάτωσης, όπως επίσης συμβαίνει στη
Γερμανία, τα οποία θα μπορούν να προσφέρουν και τις αναγκαίες πιστοποιήσεις στους
αλλοδαπούς. Η γλώσσα θεωρείται βασικό στοιχείο επιτυχούς ενσωμάτωσης. Η διδασκαλία
της θα πρέπει να ενταχθεί στα αντίστοιχα προγράμματα και να προβλέπεται η διακρίβωση
μέσω εξετάσεων επιτυχής παρακολούθησή τους όταν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά
στοιχεία επαρκούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
- Παροχή και εξέταση γνώσεων σχετικά με το νομικό και κοινωνικό σύστημα, καθώς και τον
τρόπο ζωής στην Ελλάδα μέσω σχετικού τεστ, το οποίο να εφαρμόζεται, όπως στη Γερμανία
και πρότεινε ο καθηγητής κ. Κώστας Χρυσόγονος σε όλες τις αιτήσεις πολιτογράφησης και
το οποίο να περιλαμβάνει ερωτήσεις σε βασικές αρχές της ελληνικής έννομης τάξης,
κουλτούρας και ιστορίας και άλλων γνωστικών πεδίων που μπορεί να επιλεγούν. Για την
προετοιμασία της εξέτασης θα πρέπει να αναρτάται ηλεκτρονικά σχετικό υλικό ή
προσφέρεται σε υλική μορφή από δημόσιους φορείς. Οι ερωτήσεις θα πρέπει να
διαμορφώνονται από τους κατάλληλους εμπειρογνώμονες. Θα μπορεί ο υποψήφιος να λάβει
μέρος σε ένα πρόγραμμα ενσωμάτωσης, που να αφορά τις αναγκαίες γνώσεις για το τεστ
πολιτογράφησης. Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να είναι οι αναγκαίες και θα πρέπει να αφορούν
71
την απόλαυση των δικαιωμάτων καθώς και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και του
γενικότερου ρόλου του Έλληνα πολίτη.
- Βελτίωση ως προς τα εχέγγυα αντικειμενικότητας με τα οποία περιβάλλεται η διαδικασία
πολιτογράφησης όπως επισημάνθηκε από τον καθηγητή κ. Κώστα Χρυσόγονο. Πιο
συγκεκριμένα θεωρείται ότι η συγκεκριμένη διαδικασία πολιτογράφησης που καθιερώνεται
παρέχει διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση της ένταξης του αλλοδαπού στην ελληνική
κοινωνία σε μία πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από διοικητικούς
υπαλλήλους χωρίς να κατοχυρώνεται έστω η λειτουργική ανεξαρτησία των τελευταίων.
Επίσης δεν διασφαλίζεται η ενταξιμότητα ως προς τα τέκνα των αλλοδαπών, αφού δεν
απαιτείται η επιτυχής φοίτηση έξι τάξεων του ελληνικού σχολείου, αλλά απλή
παρακολούθηση.
- Κάθε χώρα όμως αποτελεί επίσης και μια ιδιαίτερη περίπτωση. Στην Ελλάδα με την έντονη
παράτυπη μετανάστευση, τη γεωγραφική της θέση ως σημείο εισόδου της Ευρώπης, θα
πρέπει πρώτα να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος των συνόρων και εμπεριστατωμένη
καταγραφή του αριθμού και της κατάστασης των μεταναστών της χώρας.
- Αναγκαία είναι η εφαρμογή στο πεδίο υλοποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής αλλαγών
προκειμένου να μπορούν οι δομές της να λειτουργήσουν. Η κεντρική υπηρεσία θα πρέπει να
εξοπλιστεί με μια μονάδα στρατηγικού σχεδιασμού, καθώς και με όλα τα μέσα και τις
επιμέρους δομές προκειμένου να μπορεί να ασκήσει τις επιτελικές της αρμοδιότητες
(στρατηγικού σχεδιασμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης). Το σύνολο των εκτελεστικών
Αρμοδιοτήτων, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο θα ανήκει στις Αποκεντρωμένες
Διοικήσεις. Σε μία οριζόντια δημόσια πολιτική όμως όπως είναι η μεταναστευτική πολιτική
αναγκαίο είναι να προωθηθεί ο οριζόντιος συντονισμός των επιμέρους οργανωτικών δομών,
που υπάγονται σε υπουργεία τομεακών πολιτικών, όπως είναι επί παραδείγματι τα Υπουργεία
Παιδείας, Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και οι οποίες σχετίζονται με τη μετανάστευση,
προκειμένου να επιτυγχάνεται ολικά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να υλοποιείται μία
συνολική στρατηγική. Αναγκαία είναι επίσης η υιοθέτηση σύγχρονων μοντέλων διοίκησης
του ανθρώπινου δυναμικού, οι οποίες δίνουν αξία και κινητροδοτούν το προσωπικό των
υπηρεσιών.
Καθίσταται τέλος σαφές ότι όσα προαναφέρθησαν αναδεικνύουν την Ιθαγένεια ως κεντρικό
σημείο τομής μεταξύ της έννοιας – πραγματικότητας του Έθνους και της Μεταναστευτικής
Πολιτικής, το οποίο καλούνται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική,
να το διαχειριστούν ορθολογικά, με γνώση και όσο είναι εφικτό με σοφία και στόχο την
κοινωνική πρόοδο.
72
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 380/2008 του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 2008, «για την
τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 για την καθιέρωση αδειών διαμονής
ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών»
Οδηγία 2003/109/ΕΚ της 25ης Νοεμβρίου 2003, «σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων
χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες», η οποία κυρώθηκε με το π.δ. 150/2006, ΦΕΚ
Α 160/31.7.2006.
Ν. 3838/2010 (ΦΕΚ Α΄49/24.3.2010) Σύγχρονες διατάξεις για την ελληνική ιθαγένεια και την
πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και άλλες ρυθμίσεις
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Σύγχρονες διατάξεις για την Ελληνική Ιθαγένεια
και την πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και άλλες
ρυθμίσεις»
Επιστημονική Έκθεση επί του νομοσχεδίου «Σύγχρονες διατάξεις για την Ελληνική
Ιθαγένεια και την πολική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και
άλλες ρυθμίσεις», Βουλή των Ελλήνων, Β΄ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, Τμήμα
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων και Προτάσεων νόμων, www.parliament.gr «Επίσημη
Ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων» (τελευταία επίσκεψη 15.7.2011).
Απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συνδυασμό με την
Εγκύκλιο ΥΠΕΣΑΗΔ υπ’ αριθμ.28 Α.Π. Φ. 130181/12265 της 31/3/2011 «Θέματα
Ιθαγένειας – Διευκρινήσεις αναφορικά με την εφαρμογή του ν.3838/2010»
73
2. ΒΙΒΛΙΑ
Marshall, T.H. και Bottomore, T. (2001). Ιδιότητα του Πολίτη και Κοινωνική Τάξη. Αθήνα:
Εκδόσεις Gutenberg
74
Παντελής, Α. (2005). Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου. Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη
Πατρικουνάκου, Σ. (2010). Σύγκριση μεταξύ καθεστώτων απονομής ιθαγένειας στην Ε.Ε. και
αντιστοιχία σε μοντέλα υποδοχής μεταναστών. Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Πέτρου, Μ. (2010). Αποκέντρωση και Πρόσβαση των Μεταναστών στις Υπηρεσίες Υγείας.
Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης
75
3. ΑΡΘΡΑ
Γαρυπίδης, Ν. (2011). «Έθνος, λαϊκή κυριαρχία και μετανάστευση: μία συγκριτική ανάλυση
των αποφάσεων του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας και του Δ΄ Τμήματος του
ΣτΕ στο ζήτημα της συμμετοχής των μεταναστών στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης»
Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 1/2011.
76
Παπαστυλιανός, Χ. (2010). « Η κτήση της ιθαγένειας, η πολιτογράφηση και η συμμετοχή
των αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αποτίμηση των αλλαγών που
επέφερε ο ν. 3838/2010 από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου» Το Σύνταγμα, 2/2010.
Παπαστυλιανός, Χ. (2010). «Οι αλλαγές ως προς την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και το
καθεστώς πολιτογράφησης υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ» Εφημερίδα
Διοικητικού Δικαίου, 6/2010.
Χρυσόγονος, Κ. (2011). «Το δίκαιο του αίματος και η πολιτική συμμετοχή των αλλοδαπών
στην τοπική αυτοδιοίκηση. Παρατηρήσεις στη ΣτΕ 350/2011» Θεωρία και Πράξη
Διοικητικού δικαίου, 1/2011.
77
4. ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ – ΤΟΠΟΙ
78
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
79
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
80
1127
NOMOΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 3838 νόµιµα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον
Σύγχρονες διατάξεις για την Ελληνική Ιθαγένεια και συνεχή έτη, αποκτά από τη γέννησή του την Ελληνι−
την πολιτική συµµετοχή οµογενών και νοµίµως κή Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του υποβάλουν κοινή
διαµενόντων µεταναστών και άλλες ρυθµίσεις. σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο
δηµοτολόγιο του δήµου της µόνιµης κατοικίας του, µέσα
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ σε τρία έτη από τη γέννηση. Σε περίπτωση µεταγενέστ−
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή: αποκτάται από την υποβολή τους. Αν το τέκνο γεν−
νήθηκε πριν τη συµπλήρωση της πενταετούς νόµιµης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ διαµονής και από τους δύο γονείς στη Χώρα, η κοινή
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ δήλωση και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται µε την πα−
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ρέλευση της πενταετούς συνεχούς νόµιµης διαµονής και
του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την Ελληνική
Άρθρο 1
Ιθαγένεια από την υποβολή τους.
1. Το άρθρο 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως 2. Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς
αυτός κυρώθηκε µε το ν. 3284/2004 και ισχύει (ΦΕΚ 217 την παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελλη−
Α΄), αντικαθίσταται ως εξής: νικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί µόνιµα και
«Ι. Αυτοδίκαια, µε τη γέννηση νόµιµα στη Χώρα αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από
Άρθρο 1 τη συµπλήρωση του εξαετούς χρόνου φοίτησης µε
κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο
1. Το τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας αποκτά από τη γέν−
νησή του την Ελληνική Ιθαγένεια. του δήµου µόνιµης κατοικίας του που υποβάλλουν οι
2. Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του γονείς του µέσα σε τρία έτη από τη συµπλήρωση του
όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: χρόνου αυτού. Σε περίπτωση µεταγενέστερης υποβολής
α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελ− της δήλωσης και αίτησης και µέχρι την ενηλικίωση του
λάδα και κατοικεί µόνιµα στη Χώρα από τη γέννησή τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της
του ή σχετικής δήλωσης και αίτησης.
β. δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια µε τη γέννησή του 3. Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται από τέκνα αλλοδα−
ούτε µπορεί να αποκτήσει τέτοια µε σχετική δήλωση πών µε δήλωση των γονέων τους, σύµφωνα µε τις δια−
των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές, αν το τάξεις των προηγούµενων παραγράφων του παρόντος
δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του απαιτεί την υπο− άρθρου, µόνον εφόσον και οι δύο γονείς τους διαµένουν
βολή παρόµοιας δήλωσης, ή
νοµίµως στην Ελλάδα δυνάµει σχετικού νόµιµου τίτλου
γ. είναι άγνωστης ιθαγένειας, εφόσον η αδυναµία
σε ισχύ.
διαπίστωσης της τυχόν αποκτώµενης µε τη γέννηση
αλλοδαπής ιθαγένειας δεν οφείλεται σε άρνηση συ− 4. Τη δήλωση και αίτηση των προηγούµενων παρα−
νεργασίας γονέα.» γράφων του παρόντος άρθρου µπορεί να υποβάλει στην
2. Μετά το άρθρο 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, περίπτωση τέκνου µονογονεϊκής οικογένειας ή τέκνου
προστίθεται νέο άρθρο 1Α ως εξής: δικαιούχου διεθνούς προστασίας (αναγνωρισµένου
«Ια. Με δήλωση και αίτηση, λόγω γέννησης πρόσφυγα, προσώπου που έχει υπαχθεί σε καθεστώς
ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα επικουρικής προστασίας ή ανιθαγενούς), ο τυχόν ενα−
ποµείνας γονέας ή αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί
Άρθρο 1Α η γονική µέριµνα του ανηλίκου ή ασκεί αυτήν εν τοις
1. Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να πράγµασι κατ’ αποκλειστικότητα, εφόσον συντρέχουν
ζει στην Ελλάδα από γονείς που διαµένουν µόνιµα και στο πρόσωπό του οι λοιπές σχετικές προϋποθέσεις.
1128 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Για τους οµογενείς και για όσους έχουν γεννηθεί και πολίτες, τυχόν συγγενικός του δεσµός και εξ αγχιστείας
κατοικούν συνεχώς στην Ελλάδα δεν απαιτείται η χρο− µε Έλληνα πολίτη, η εκ µέρους του σταθερή εκπλήρωση
νική προϋπόθεση της επταετούς διαµονής. των φορολογικών του υποχρεώσεων, καθώς και των
ε. Να κατέχει έναν από τους παρακάτω τίτλους υποχρεώσεών του προς οργανισµούς κοινωνικής ασφά−
νόµιµης διαµονής: λισης, η κατά κυριότητα κτήση ακινήτου για κατοικία
αα) άδεια επί µακρόν διαµένοντος, κατ’ εφαρµογή των και η εν γένει περιουσιακή του κατάσταση.
διατάξεων του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ 160 Α΄), γ. Να έχει τη δυνατότητα να συµµετέχει ενεργά και
αβ) βεβαίωση ή άλλον τίτλο διαµονής που χορηγείται ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της Χώρας, σεβόµενος
σε πολίτες κρατών − µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε τις θεµελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν. Για τη δυ−
βάση τις διατάξεις του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄), νατότητα συµµετοχής στην πολιτική ζωή συνεκτιµώνται
αγ) δελτίο ή άλλον τίτλο διαµονής που χορηγείται ιδίως τα εξής στοιχεία: η επαρκής εξοικείωση µε τους
σε µέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους θεσµούς του πολιτεύµατος της Ελληνικής Δηµοκρατίας
− µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε γονείς ανηλίκου και την πολιτική ζωή της Χώρας και η βασική γνώ−
ηµεδαπού, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων ση της Ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγ−
61, 63 και 94 του ν. 3386/2005, χρονης. Ειδική βαρύτητα στην εκτίµηση περί υιοθέ−
αδ) δελτίο αναγνωρισµένου πολιτικού πρόσφυγα ή τησης της Ελληνικής πολιτικής ταυτότητας έχουν η
καθεστώς επικουρικής προστασίας ή µέλους οικογένει− συµµετοχή σε συλλογικούς φορείς, πολιτικές ενώσεις
ας κατόχου τέτοιου δελτίου, συµπεριλαµβανοµένων και ή σωµατεία όπου συµµετέχουν και Έλληνες πολίτες,
αυτών που έχουν χορηγηθεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις καθώς και η προηγούµενη συµµετοχή στις εκλογές της
του προϊσχύσαντος π.δ/τος 61/1999 (ΦΕΚ 63 Α΄), καθώς πρωτοβάθµιας τοπικής αυτοδιοίκησης.
και των προεδρικών διαταγµάτων 90/2008 (ΦΕΚ 138 Α΄), 2. Για τη συνδροµή των προϋποθέσεων που προβλέ−
96/2008 (ΦΕΚ 152 Α΄), 167/2008 (ΦΕΚ 223 Α΄) και 81/2009 πονται στην προηγούµενη παράγραφο γνωµοδοτεί η
(ΦΕΚ 99 Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, Επιτροπή Πολιτογράφησης, η οποία συνιστάται µε το
αε) ταξιδιωτικά έγγραφα ή ειδικό δελτίο που έχουν άρθρο 12.
χορηγηθεί από ηµεδαπή αρχή, σύµφωνα µε τις διατά− 3. Για τη διακρίβωση της συνδροµής επί µέρους ου−
ξεις της Διεθνούς Σύµβασης της Νέας Υόρκης, περί του σιαστικών προϋποθέσεων της παραγράφου 1 η κρίση
καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία έχει κυρωθεί µε της αρµόδιας Επιτροπής Πολιτογράφησης στηρίζεται
το ν. 139/1975 (ΦΕΚ 176 Α΄), και σε ειδική δοκιµασία (τεστ) που η Επιτροπή µπορεί
αστ) δελτίο ή άλλον τίτλο διαµονής οµογενούς να διεξάγει. Οι προδιαγραφές της ειδικής δοκιµασίας
κάθε τύπου, εκτός από Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας και κάθε άλλο θέµα σχετικά µε την οργάνωση και το
Οµογενούς. περιεχόµενό της ρυθµίζονται µε κοινή απόφασή των
2. Με προεδρικό διάταγµα, το οποίο εκδίδεται µε πρό− Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο−
ταση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και νικής Διακυβέρνησης και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, µπορεί να τροποποιού− και Θρησκευµάτων.
νται, αντικαθίστανται ή καταργούνται τίτλοι οριστικής
διαµονής που αναφέρονται στο υπό στοιχείο ε΄ της Άρθρο 5Β
προηγούµενης παραγράφου και να προστίθενται νέοι Λόγοι ασφαλείας
τίτλοι νόµιµης διαµονής.»
Στο πρόσωπο του αλλοδαπού που επιθυµεί να γίνει
Άρθρο 3 Έλληνας πολίτης δεν θα πρέπει να συντρέχουν λόγοι
Μετά το άρθρο 5 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας δηµόσιας ή εθνικής ασφάλειας. Σχετικά µε τη συνδροµή
προστίθενται άρθρα 5Α και 5Β ως εξής: τέτοιων λόγων στο πρόσωπο του αιτούντος παρέχουν
γνώµη οι αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστα−
«Άρθρο 5Α σίας του Πολίτη µε τη διαδικασία που ορίζεται παρα−
Ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης κάτω στο άρθρο 7.»
1. Ο αλλοδαπός που επιθυµεί να γίνει Έλληνας πολίτης Άρθρο 4
µε πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων
του προηγούµενου άρθρου: Το άρθρο 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντι−
α. Να γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, ώστε καθίσταται ως εξής:
να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από «Άρθρο 6
την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.
Δικαιολογητικά πολιτογράφησης
β. Να έχει ενταχθεί οµαλά στην οικονοµική και κοι−
νωνική ζωή της Χώρας. Για τη διακρίβωση της οµαλής 1. Ο αλλοδαπός που επιθυµεί να πολιτογραφηθεί ως
ένταξης του αιτούντος στην Ελληνική κοινωνία συνεκ− Έλληνας, υποβάλλει δήλωση στο δήµο της µόνιµης
τιµώνται ιδίως τα εξής στοιχεία: η εξοικείωση µε διαµονής του και αίτηση πολιτογράφησης στις υπηρε−
την Ελληνική ιστορία και τον Ελληνικό πολιτισµό, η σίες της Περιφέρειας στην οποία υπάγεται ο δήµος.
επαγγελµατική και εν γένει οικονοµική δραστηριότητά 2. Η δήλωση πολιτογράφησης γίνεται ενώπιον του
του, τυχόν δηµόσιες ή κοινωφελείς δραστηριότητές του, δηµάρχου µε την παρουσία δύο Ελλήνων πολιτών ως
ενδεχόµενη φοίτησή του σε ελληνικούς εκπαιδευτικούς µαρτύρων. Η δήλωση καταχωρείται σε ειδικό πρωτό−
φορείς, η συµµετοχή του σε κοινωνικές οργανώσεις ή κολλο και αντίγραφό της χορηγείται στον δηλώσαντα
συλλογικούς φορείς µέλη των οποίων είναι Έλληνες µαζί µε έντυπο αίτησης όπου αναγράφονται όλες οι
1130 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
προϋποθέσεις κτήσης Ελληνικής Ιθαγένειας µε πολι− να διαβιβάσουν τη γνώµη τους απευθείας προς τον
τογράφηση. Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
3. Η αίτηση πολιτογράφησης απευθύνεται προς τον Διακυβέρνησης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Η παράλειψη των υπηρεσιών ασφαλείας να αποστείλουν
Διακυβέρνησης και συνοδεύεται από: εγκαίρως γνώµη δεν κωλύει την έκδοση της απόφασης
α. Αντίγραφο της δήλωσης πολιτογράφησης. του Υπουργού.
β. Αντίγραφο διαβατηρίου, ταξιδιωτικού εγγράφου ή 3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία της προηγούµενης
άλλου αποδεικτικού ταυτοπροσωπίας. παραγράφου, η αίτηση πολιτογράφησης διαβιβάζεται
γ. Έναν από τους αναφερόµενους, υπό στοιχείο ε΄ προς την Επιτροπή Πολιτογράφησης και εξετάζεται
του άρθρου 5 του παρόντος, τίτλους νόµιµης διαµονής χωρίς τη γνώµη αυτή. Παραλλήλως, η αρµόδια υπηρεσία
σε ισχύ. της Περιφέρειας καλεί τον αλλοδαπό σε συνέντευξη, σε
δ. Πιστοποιητικό γέννησης ή άλλο ισοδύναµο πιστο− συγκεκριµένο τόπο και χρόνο, ενώπιον της Επιτροπής
ποιητικό που προβλέπεται από τη νοµοθεσία της Χώρας Πολιτογράφησης. Με την ίδια πρόσκληση ο αλλοδα−
πρώτης ιθαγένειας. Αν ο αλλοδαπός είναι δικαιούχος πός καλείται να προσκοµίσει στην Επιτροπή Πολιτο−
διεθνούς προστασίας ως πολιτικός πρόσφυγας ή έχει γράφησης στοιχεία που πιστοποιούν ότι γνωρίζει την
υπαχθεί σε καθεστώς επικουρικής προστασίας ή είναι Ελληνικής γλώσσα, καθώς και όσα άλλα στοιχεία κρίνει
ανιθαγενής και αδυνατεί να προσκοµίσει πιστοποιητικό ο ίδιος χρήσιµα για να τεκµηριώσουν ότι συντρέχουν
γέννησης, αρκεί η πράξη αναγνώρισής του ως πολιτικού στο πρόσωπό του οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της
πρόσφυγα, υπαγωγής του στο καθεστώς επικουρικής πολιτογράφησης.
προστασίας ή το οικείο δελτίο ανιθαγενούς, αντίστοι− 4. Η κλήση του αλλοδαπού αιτούντος σε συνέντευξη
χα. Αν ο αλλοδαπός έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, αρκεί γίνεται µε απόδειξη. Μη εµφάνισή του δικαιολογείται
η ληξιαρχική πράξη γέννησης. Αν ο αλλοδαπός αδυ− µόνο για λόγους αντικειµενικής αδυναµίας. Σε περίπτω−
νατεί αντικειµενικά να κατέχει διαβατήριο, κατά την ση αδικαιολόγητης µη εµφάνισης, η αίτηση πολιτογρά−
έννοια της παραγράφου 1 εδάφιο γ΄ του άρθρου 84 του φησης απορρίπτεται από τον Υπουργό.
ν. 3386/ 2005, αρκεί η άδεια διαµονής που χορηγείται στις 5. Η Επιτροπή µπορεί να διεξάγει ειδική δοκιµασία
περιπτώσεις αυτές σύµφωνα µε την προαναφερόµενη (τεστ), σύµφωνα µε τους ειδικότερους όρους της κοινής
διάταξη. υπουργικής απόφασης που προβλέπεται στην παράγρα−
ε. Εκκαθαριστικό σηµείωµα ή αντίγραφο δήλωσης φο 3 του άρθρου 5Α.
φορολογίας εισοδήµατος του τελευταίου οικονοµικού 6. Η Επιτροπή Πολιτογράφησης συντάσσει αναλυτικό
έτους. πρακτικό στο οποίο αναφέρονται τα ερωτήµατα που
στ. Αριθµό µητρώου κοινωνικής ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α.). υπέβαλε και οι σχετικές απαντήσεις των προσώπων
ζ. Παράβολο επτακοσίων (700) ευρώ. Για την επανυ− που παρουσιάσθηκαν ενώπιόν της για συνέντευξη. Στη
ποβολή αίτησης πολιτογράφησης το οφειλόµενο παρά− συνέχεια, εισήγηση της Επιτροπής Πολιτογράφησης,
βολο περιορίζεται στα διακόσια (200) ευρώ. Οµογενείς, συνοδευόµενη από το πρακτικό και τον πλήρη φάκελο
κάτοχοι ιθαγένειας κράτους − µέλους της Ευρωπαϊκής της υπόθεσης, διαβιβάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών,
Ένωσης, καθώς και αναγνωρισµένοι πολιτικοί πρόσφυ−
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και
γες και ανιθαγενείς οφείλουν µε κάθε αίτησή τους να
κοινοποιείται στον αιτούντα, ο οποίος έχει το δικαίωµα
καταβάλλουν παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ.»
να διατυπώσει εγγράφως αντιρρήσεις σχετικά µε το
Άρθρο 5 περιεχόµενό της ενώπιον του Συµβουλίου Ιθαγένειας
µέσα σε αποκλειστική προθεσµία δεκαπέντε ηµερών.
Το άρθρο 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντικα−
Δεν κοινοποιούνται στον ενδιαφερόµενο αναλυτικές
θίσταται ως εξής:
κρίσεις και πραγµατικά περιστατικά και στοιχεία που
«Άρθρο 7 αφορούν ζητήµατα δηµόσιας ή εθνικής ασφάλειας που
Διαδικασία πολιτογράφησης τυχόν περιέχονται στο σώµα της εισήγησης.
7. Σε περίπτωση αµφιβολιών του ως προς την ορθό−
1. Η αρµόδια για θέµατα ιθαγένειας υπηρεσία της
τητα της περιεχόµενης στην εισήγηση της Επιτροπής
Περιφέρειας ελέγχει την πληρότητα του φακέλου και
Πολιτογράφησης αξιολόγησης, ο Υπουργός Εσωτερικών,
τη συνδροµή των τυπικών προϋποθέσεων που προ−
βλέπονται στο άρθρο 5. Αν αυτές δεν συντρέχουν, ο Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης µπορεί
Γενικός Γραµµατέας της Περιφέρειας απορρίπτει την να παραπέµπει την υπόθεση για διατύπωση γνώµης στο
αίτηση. Συµβούλιο Ιθαγένειας που προβλέπεται στο άρθρο 28.
2. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8. Οι οµογενείς αλλοδαποί που είναι κάτοχοι τίτλου
5 του παρόντος, η αρµόδια υπηρεσία της Περιφέρει− διαµονής οµογενούς δεν καλούνται σε συνέντευξη ενώ−
ας αναζητεί αυτεπαγγέλτως πιστοποιητικό ποινικού πιον της οικείας Επιτροπής Πολιτογράφησης, ο Υπουρ−
µητρώου για δικαστική χρήση και πιστοποιητικό µη γός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Δι−
απέλασης και απευθύνει, µέσω της αστυνοµικής αρχής ακυβέρνησης αποφασίζει χωρίς προηγούµενη γνώµη
του τόπου διαµονής του αιτούντος, ερώτηµα προς τις αυτής, πλην των περιπτώσεων εκείνων για τις οποίες
αρµόδιες υπηρεσίες ασφαλείας του Υπουργείου Προ− αυτός παραπέµπει το σχετικό φάκελο στην Επιτροπή
στασίας του Πολίτη, αν συντρέχουν στο πρόσωπο του για τη διενέργεια συνέντευξης και τη διατύπωση γνώµης.
αιτούντος λόγοι δηµόσιας ή εθνικής ασφάλειας για Την υπόθεση παραπέµπει ο Υπουργός ιδίως όταν ανα−
την απόρριψη του αιτήµατος. Οι υπηρεσίες ασφαλεί− κύπτουν αµφιβολίες αν το πρόσωπο που επιδιώκει να
ας υποχρεούνται να απαντήσουν µέσα σε προθεσµία πολιτογραφηθεί υπό την ιδιότητα του οµογενούς πλη−
τεσσάρων µηνών, µπορούν όµως, σε κάθε περίπτωση, ροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης.»
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 1131
Ειδικά στις Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδο− 4. Για τη λειτουργία του Συµβουλίου Ιθαγένειας
νίας µπορεί να συνιστώνται µέχρι τρεις και δύο αντίστοι− εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 13−15 του ν.
χα διευθύνεις, των οποίων η κατά τόπον αρµοδιότητα 2690/ 1999 (ΦΕΚ 45 Α΄).»
καθορίζεται µε το ίδιο προεδρικό διάταγµα.
Άρθρο 12
4. Κάθε έτος οι Περιφέρειες αποστέλλουν στο Υπουρ−
γείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Δι− Το άρθρο 31 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντι−
ακυβέρνησης στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τη µε καθίσταται ως εξής:
οποιαδήποτε βάση κτήση και απώλεια ιθαγένειας που «Άρθρο 31
εµπίπτει στο πεδίο των αρµοδιοτήτων τους. Τα στοιχεία Προθεσµίες
αυτά συγκεντρώνονται µέχρι το τέλος Μαρτίου του
1. Για την πολιτογράφηση τίθενται οι εξής ειδικές
επόµενου έτους, δηµοσιεύονται στην ιστοσελίδα του
προθεσµίες από την υποβολή της αίτησης:
Υπουργείου και περιλαµβάνουν:
α. Έξι µήνες από την κατάθεση στην Περιφέρεια
α. ηµεροµηνία γέννησης,
της αίτησης πολιτογράφησης µέχρι την κλήση του
β. φύλο, ενδιαφεροµένου σε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής
γ. οικογενειακή κατάσταση, Πολιτογράφησης. Εντός του διαστήµατος αυτού οφείλει
δ. τόπο κατοικίας, η αρµόδια υπηρεσία της Περιφέρειας να αναζητήσει
ε. διάρκεια διαµονής στην Ελλάδα, αυτεπαγγέλτως τα δικαιολογητικά που αναφέρονται
στ. νοµική βάση κτήσης, στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7, καθώς
ζ. προηγούµενη ιθαγένεια.» και τη γνώµη των αρµόδιων υπηρεσιών ασφαλείας του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Αν η αίτηση δεν
Άρθρο 11
είναι πλήρης, η προθεσµία αρχίζει από τη συµπλήρωση
Το άρθρο 28 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αντι− του οικείου φακέλου ή την επανυποβολή πλήρους της
καθίσταται ως εξής: αίτησης. Τυχόν καθυστέρηση της αποστολής των αυ−
τεπαγγέλτως αναζητηθέντων δικαιολογητικών δεν ανα−
«Άρθρο 28 στέλλει την περαιτέρω εξέταση του φακέλου.
Συµβούλιο Ιθαγένειας β. Τέσσερις µήνες από την κλήση του αιτούντος για
1. Το Συµβούλιο Ιθαγένειας συνέντευξη έως και την υποβολή της εισήγησης της Επι−
α. αποφαίνεται: τροπής προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης
αα) επί αντιρρήσεων που υποβάλλουν αιτούντες αλ− και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
λοδαποί κατά της εισήγησης Επιτροπής Πολιτογρά− γ. Δύο µήνες για την έκδοση της σχετικής υπουργικής
απόφασης και τη δηµοσίευσή της στην Εφηµερίδα της
φησης ή
Κυβερνήσεως.
αβ) για υπόθεση που παραπέµπει σε αυτό ο Υπουργός 2. Επί αίτησης καθορισµού ιθαγένειας τίθεται
για τη διατύπωση γνώµης επί της εισήγησης Επιτροπής προθεσµία δεκαοκτώ µηνών από την υποβολή της αί−
Πολιτογράφησης, τησης µέχρι την έκδοση απόφασης.
β. γνωµοδοτεί για θέµατα ιθαγένειας κατά τις κείµενες 3. Αν η υπόθεση δεν µπορεί να διεκπεραιωθεί µέσα
διατάξεις. στις παραπάνω προθεσµίες, η αρµόδια υπηρεσία γνω−
2. Το Συµβούλιο Ιθαγένειας συγκροτείται µε απόφαση στοποιεί εγγράφως στον ενδιαφερόµενο τους λόγους
του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο− της καθυστέρησης. Το σχετικό έγγραφο κοινοποιείται
νικής Διακυβέρνησης και αποτελείται από: και στον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε−
α. ένα επίτιµο µέλος του Συµβουλίου της Επικρατείας, κτρονικής Διακυβέρνησης, που µπορεί να παραγγέλλει
ως Πρόεδρο, την κατά προτεραιότητα ολοκλήρωση της διαδικασίας
µέσα στην προβλεπόµενη προθεσµία.
β. τον Γενικό Γραµµατέα Μεταναστευτικής Πολιτικής
4. Τις παραπάνω προθεσµίες, καθώς και την εν γένει
του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε− διαδικασία της πολιτογράφησης αναστέλλουν εκκρεµείς
κτρονικής Διακυβέρνησης, ποινικές δίκες για αδικήµατα που επισύρουν ποινή στε−
γ. έναν Νοµικό Σύµβουλο του Κράτους, ρητική της ελευθερίας ανώτερης του έτους, καθώς και
δ. έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή του Ιδι− για λοιπά αδικήµατα, η καταδίκη για τα οποία συνιστά
ωτικού Διεθνούς Δικαίου, καθώς και έναν καθηγητή ή κώλυµα πολιτογράφησης. Ανασταλτικό αποτέλεσµα έχει
αναπληρωτή καθηγητή του Δηµοσίου Διεθνούς Δικαίου επίσης η υποβολή αντιρρήσεων από τον αιτούντα ενώπι−
ή του Συνταγµατικού Δικαίου, ηµεδαπού Ανώτατου Εκ− ον του Συµβουλίου Ιθαγένειας, καθώς και η παραποµπή
παιδευτικού Ιδρύµατος, της υπόθεσης σε αυτό από τον Υπουργό.»
ε. τον Προϊστάµενο της Διεύθυνσης Ιθαγένειας του Άρθρο 13
Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο−
Στο άρθρο 32 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως
νικής Διακυβέρνησης.
αυτός κυρώθηκε µε το ν. 3284/2004 και ισχύει, προστί−
Τα µέλη του Συµβουλίου που απουσιάζουν ή κωλύ−
θεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:
ονται αναπληρώνονται από τους οριζόµενους ή τους «3. Τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν τη
νόµιµους αναπληρωτές τους. δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο που
3. Στο Συµβούλιο µετέχει χωρίς ψήφο, ως εισηγη− προβλέπεται στο άρθρο 1Α του παρόντος Κώδικα, κα−
τής, και ο Προϊστάµενος του αρµόδιου Τµήµατος της θώς και κάθε άλλο, σχετικό θέµα για την εκτέλεση
Διεύθυνσης Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών, των διατάξεων αυτού καθορίζονται µε απόφαση του
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, τον Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
οποίο αναπληρώνει ο νόµιµος αναπληρωτής του. Διακυβέρνησης.»
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 1133
δ. Πιστοποιητικό ποινικού µητρώου για δικαστική χρή− διαµονής λογίζεται και η βεβαίωση κατάθεσης δικαιο−
ση. Το εν λόγω πιστοποιητικό µπορεί να αναζητείται λογητικών για την ανανέωση άδειας η ισχύς της οποίας
αυτεπαγγέλτως από τις υπηρεσίες του δήµου. έχει λήξει,
δ. επικυρωµένο αντίγραφο του διαβατηρίου, µε την
Άρθρο 16
επιφύλαξη των εξαιρέσεων της παραγράφου 3β του
Άσκηση του δικαιώµατος
άρθρου 15 του παρόντος.
1. Το δικαίωµα του εκλέγειν ασκείται αποκλειστικά
από τους εγγεγραµµένους στους ειδικούς εκλογικούς Άρθρο 18
καταλόγους του προηγούµενου άρθρου, που κατά το Σύνταξη ειδικών εκλογικών καταλόγων
χρόνο της ψηφοφορίας κατέχουν έναν από τους περι− 1. Για τους εκλογείς του άρθρου 14 του παρόντος
οριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 14 του παρόντος συντάσσονται ειδικοί εκλογικοί κατάλογοι κατά
νόµου τίτλους διαµονής σε ισχύ. δήµο, εκλογικό διαµέρισµα ή και συνοικισµό, οι οποίοι
2. Οι εγγεγραµµένοι στους ειδικούς εκλογικούς κα− περιλαµβάνουν τα εξής στοιχεία: φύλο, επώνυµο, κύριο
ταλόγους ψηφίζουν µαζί µε τους λοιπούς εκλογείς στα όνοµα ή ονόµατα, όνοµα πατέρα, όνοµα µητέρας, όνοµα
εκλογικά τµήµατα που έχουν ορισθεί, σύµφωνα µε τις συζύγου και το γένος αν πρόκειται για έγγαµη γυναίκα
σχετικές διατάξεις. που φέρει το επώνυµο του συζύγου, ακριβή ηµεροµηνία
3. Η αναγνώριση των εκλογέων διενεργείται µε βάση και τόπος γέννησης (ηµέρα, µήνας, έτος), διεύθυνση
τον επιδεικνυόµενο κατά την ψηφοφορία τίτλο νόµιµης κατοικίας στην Ελλάδα (δήµος ή κοινότητα ή τοπικό
διαµονής σε ισχύ και ισχυρό διαβατήριό τους, όπου διαµέρισµα, οδός και αριθµός), ιθαγένεια, αριθµός δια−
τούτο απαιτείται. βατηρίου, όπου τούτο απαιτείται, αριθµό του κατά πε−
Άρθρο 17 ρίπτωση υφιστάµενου τίτλου νόµιµης διαµονής σε ισχύ,
Δικαίωµα του εκλέγεσθαι καθώς και ειδικό εκλογικό αριθµό. Τα ονοµατεπωνυµικά
στοιχεία των εκλογέων αυτών αναγράφονται µε λατινι−
1. Εκλογείς, εγγεγραµµένοι στους ειδικούς εκλογικούς κούς ή ελληνικούς χαρακτήρες, κατά αντιστοίχιση προς
καταλόγους του άρθρου 15 του παρόντος, που κατά την εκείνους των σχετικών νοµιµοποιητικών τους εγγράφων.
ηµέρα διενέργειας των εκλογών έχουν συµπληρώσει Εφόσον δεν υπάρχει ακριβής ηµεροµηνία γέννησης του
το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους, µπορούν να εκλογέα λογίζεται ότι γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του
εκλεγούν δηµοτικοί σύµβουλοι, σύµβουλοι δηµοτικών έτους γέννησης.
διαµερισµάτων και τοπικοί σύµβουλοι, µε την πρόσθετη 2. Πριν από την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς
προϋπόθεση ότι διαθέτουν επαρκή γνώση της Ελληνικής καταλόγους οι δήµοι διασταυρώνουν τα στοιχεία που
γλώσσας για την άσκηση των καθηκόντων τους και δηλώνονται µε τα καταχωρισµένα στα ηλεκτρονικά ή
τηρούν τους όρους της παραγράφου 1 του άρθρου 34 άλλα αρχεία κατόχων τίτλων νόµιµης διαµονής που τη−
του Κώδικα Δήµων και Κοινοτήτων (κ.ν. 3463/2006, ΦΕΚ ρούνται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
114 Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά. Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και στο Υπουργείο Προ−
2. Οι περιορισµοί κατοχής αξιωµάτων της παραγρά− στασίας του Πολίτη, αντιστοίχως, µε εξαίρεση όσους
φου 11 του άρθρου 3 του π.δ. 133/1997 (ΦΕΚ 121 Α΄), όπως κατέχουν τίτλο ή έγγραφο διαµονής ως οµογενείς αλλο−
τροποποιήθηκε µε το π.δ. 164/1997 (ΦΕΚ 145 Α΄), το π.δ. δαποί, στην περίπτωση των οποίων αρκεί η προσκόµιση
320/1999 (ΦΕΚ 305 Α΄) και το π.δ. 130/2002 (ΦΕΚ 107 Α΄), πρόσφατης βεβαίωσης της αρχής που τα έχει χορηγή−
καταλαµβάνουν και τα πρόσωπα της προηγούµενης σει. Η διασταύρωση διενεργείται είτε µε την αποστολή
παραγράφου. των στοιχείων που δηλώθηκαν προς τις κατά περίπτωση
3. Οι εκλογείς της παραγράφου 1 ανακηρύσσονται αρµόδιες υπηρεσίες των προαναφερθέντων Υπουργεί−
ως υποψήφιοι από το αρµόδιο Δικαστήριο εφόσον κα− ων είτε µέσω κατάλληλης µηχανογραφικής εφαρµογής
τέχουν έγκυρο τίτλο διαµονής και ισχυρό διαβατήριο, των δήµων που οι υπηρεσίες αυτές ενηµερώνουν σε
µε την επιφύλαξη των εξαιρέσεων της παραγράφου 3β διαρκή βάση. Αν υπάρχει ασυµφωνία των στοιχείων,
του άρθρου 15 του παρόντος. δεν πραγµατοποιείται η εγγραφή, οι δε υπηρεσίες του
4. Με την κατάθεση δήλωσης υποψηφιότητας κάθε δήµου παραπέµπουν τον ενδιαφερόµενο στην αρµόδια
υποψήφιος οφείλει να συνυποβάλλει, επιπλέον των για την άρση της ασυµφωνίας αρχή.
όσων ορίζονται γενικώς από την κείµενη νοµοθεσία
του Κώδικα Δήµων και Κοινοτήτων, και τα ακόλουθα Άρθρο 19
δικαιολογητικά: Τήρηση και ενηµέρωση ειδικών εκλογικών
α. υπεύθυνη δήλωση µε την οποία δηλώνεται η ιθα− καταλόγων Ειδικές περιπτώσεις διαγραφής
γένεια και η διεύθυνση της µόνιµης κατοικίας του στην 1. Για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς κατα−
Ελληνική επικράτεια, ότι γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική λόγους, τη διαγραφή, τις µεταβολές και τις ενστάσεις
γλώσσα για την άσκηση των καθηκόντων σε περίπτωση εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7
εκλογής του, καθώς και ότι δεν είναι υποψήφιος για τις έως και 20 του π.δ. 96/2007 (ΦΕΚ 116 Α΄), όπως αυτό
δηµοτικές εκλογές στην Ελλάδα σε άλλο δήµο, ούτε σε ισχύει κάθε φορά.
άλλο συνδυασµό του ίδιου δήµου, 2. Οι εκλογείς του άρθρου 14 παράγραφος 1 του παρό−
β. βεβαίωση εγγραφής στον ειδικό εκλογικό κατάλογο ντος νόµου διαγράφονται από τους ειδικούς εκλογικούς
του δήµου όπου είναι υποψήφιος, καταλόγους:
γ. επικυρωµένο αντίγραφο του κατά περίπτωση α. µε αίτησή τους,
υφιστάµενου τίτλου διαµονής σε ισχύ. Για την άσκηση β. εάν εκλείψουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του
του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι ως έγκυρος τίτλος δικαιώµατος του εκλέγειν,
*01000492403100012*
ΦΕΚ 49 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 1135
4. Εκκρεµείς αιτήσεις πολιτογράφησης οµογενών κα− απόφασή του µπορούν επίσης υπό τους ίδιους όρους
τόχων Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Οµογενούς, που να αναστέλλονται οι προβλεπόµενες προθεσµίες για
εξετάζονται ήδη από την αρµόδια υπηρεσία του Υπουρ− τη διεκπεραίωση αιτήσεων κτήσης της Ελληνικής Ιθα−
γείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής γένειας µε βάση τις διατάξεις του παρόντος νόµου για
Διακυβέρνησης, διεκπεραιώνονται σύµφωνα µε τις προ− χρονικό διάστηµα που δεν µπορεί να υπερβαίνει συνο−
ϊσχύουσες διατάξεις, µέσα σε προθεσµία δύο ετών από λικά τους έξι µήνες.
την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου. Οι διατάξεις
Άρθρο 27
των άρθρων 5Α και 8 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
Περιφερειακή διαίρεση της κρατικής διοίκησης
όπως τροποποιείται µε τον παρόντα νόµο εφαρµόζονται
αναλογικά. Εκκρεµείς αιτήσεις που βρίσκονται κατά τη Ως Περιφέρεια και Γενικός Γραµµατέας νοούνται η δι−
δηµοσίευση του παρόντος νόµου στις αρµόδιες υπηρε− οικητική ενότητα της αποκεντρωµένης κρατικής διοίκη−
σίες των Περιφερειών διεκπεραιώνονται σύµφωνα µε τις σης και ο επικεφαλής αυτής, αντίστοιχα, όπως εκάστοτε
διατάξεις του παρόντος άρθρου. Εκκρεµείς αιτήσεις που προβλέπονται από το νόµο. Ειδικότερα, ως Περιφέρειες
βρίσκονται κατά τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας νοούνται οι διοικητι−
στις αρµόδιες υπηρεσίες των δήµων διαβιβάζονται στις κές ενότητες της αποκεντρωµένης κρατικής διοίκησης
Περιφέρειες και διεκπεραιώνονται σύµφωνα µε τις δια− µε έδρα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα.
τάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 28
Άρθρο 24 Διάθεση ποσοστού επί του παραβόλου
1. Στους αλλοδαπούς οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύ− 1. Ποσοστό 15% επί των εισπραττόµενων εσόδων από
ος του νόµου αυτού ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της τα παράβολα της αίτησης πολιτογράφησης αποδίδεται
παραγράφου 6 του άρθρου 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθα− στον οικείο δήµο και διατίθεται από αυτόν µαζί µε όσα
γένειας και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, χορηγείται προθεσµία εισπράττονται ως παράβολο για την κτήση της Ελλη−
τριών ετών για να υποβάλουν την αίτηση και δήλωση νικής Ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών σύµφωνα µε
που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές. Η ιθαγένεια το άρθρο 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως
αποκτάται από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης µε τροποποιείται µε τον παρόντα νόµο, για την κάλυψη των
βάση τους εκεί προβλεπόµενους όρους και διαδικασία. αναγκών των υπηρεσιών του που χειρίζονται θέµατα
2. Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης σύµφωνα εφαρµογής του παρόντος νόµου.
µε το άρθρο 1α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας 2. Ποσοστό 35% επί των εισπραττόµενων εσόδων από τα
και όσα τέκνα αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχί− παράβολα διατίθεται για την κάλυψη δαπανών των υπη−
ζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που διαµένουν ρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
νόµιµα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και των Περιφερειών, που
ισχύος του παρόντος νόµου η νόµιµη διαµονή ενός του− χειρίζονται θέµατα ιθαγένειας. Από τους ίδιους πόρους
λάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε συνεχή έτη. καλύπτεται η δαπάνη για την αποζηµίωση των µελών, του
γραµµατέα και του εισηγητή των συλλογικών οργάνων
Άρθρο 25 που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος. Οι
1. Αλλοδαποί που κατά την έναρξη ισχύος των διατά− σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στον προϋπολογισµό
ξεων του παρόντος νόµου συµπληρώνουν τουλάχιστον της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών,
πέντε συνεχή έτη νόµιµης διαµονής στη Χώρα µπορούν Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σε ειδικό
να ζητήσουν την πολιτογράφησή τους, σύµφωνα µε τις ΚΑΕ, κατανέµονται µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών
διατάξεις των άρθρων 5 και επόµενα του Κώδικα Ελ− Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρ−
ληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτός τροποποιείται µε τις νησης και Οικονοµικών και µπορούν να διατίθενται για
διατάξεις των άρθρων 2 έως 13 του παρόντος νόµου, την αντιµετώπιση δαπανών που γίνονται για την κάλυψη
εφόσον προσκοµίζουν µε τη δήλωση και αίτησή τους σχετικών αναγκών των προαναφερθεισών υπηρεσιών µε
κάθε έγκυρο τίτλο διαµονής, εκτός των προσωρινών. εποχιακό προσωπικό ορισµένου χρόνου σύµφωνα µε τις
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 4 διατάξεις του ν. 3812/2009 και της εκάστοτε ισχύουσας
του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτό τροπο− συναφούς νοµοθεσίας.
ποιείται µε τον παρόντα νόµο, η διαδικασία εξέτασης
των αιτήσεων αυτών µέχρι και την έκδοση της σχετικής ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης διεκπεραιώνεται µέσα Άρθρο 29
σε προθεσµία δύο ετών. Ρυθµίσεις ειδικών θεµάτων
Άρθρο 26 Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
Κατά την πρώτη εφαρµογή του παρόντος νόµου και
για δύο έτη από την έναρξη ισχύος αυτού, εφόσον οι 1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 21
αρµόδιες υπηρεσίες των δήµων ή των Περιφερειών του ν. 3731/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
αντιµετωπίζουν ιδιαίτερο φόρτο εργασίας, ο Υπουρ− «Ανώνυµες αναπτυξιακές εταιρείες των Ο.Τ.Α. µπο−
γός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Δι− ρούν να διαχειρίζονται και να υλοποιούν κοινωνικά
ακυβέρνησης, µε απόφασή του, που δηµοσιεύεται στην προγράµµατα, συγχρηµατοδοτούµενα και από το Εθνικό
Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, µπορεί να προσδιορίζει Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007−2013, έως και την
κριτήρια προτεραιότητας για την παραλαβή των δηλώ− 31.12.2010, εφόσον δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες
σεων και αιτήσεων κτήσης της Ελληνικής Ιθαγένειας σύστασης των κοινωφελών επιχειρήσεων των οικείων
µε βάση τις διατάξεις του παρόντος νόµου. Με όµοια Ο.Τ.Α. που θα αναλάβουν τα ανωτέρω προγράµµατα.»
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 1137
2. Το προσωπικό κοινωφελών δηµοτικών επιχειρήσεων, και για την επιχορήγηση του Ινστιτούτου Μεταναστευ−
οι οποίες κηρύσσονται σε κατάσταση πτώχευσης και τικής Πολιτικής. Από τους ίδιους πόρους καλύπτεται
εφόσον µέχρι την ηµεροµηνία παύσης των πληρωµών και η δαπάνη για την αποζηµίωση των µελών, του
της επιχείρησης απασχολείτο σε αυτή µε σχέση ερ− γραµµατέα και του εισηγητή των συλλογικών οργά−
γασίας αορίστου χρόνου, µε απόφαση του δηµοτικού νων που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόµου
συµβουλίου, η οποία λαµβάνεται µε την απόλυτη πλει− αυτού. Οι ίδιες πιστώσεις µπορούν να διατίθενται και
οψηφία του συνόλου των µελών του, µεταφέρεται µε για την αντιµετώπιση δαπανών στις οποίες υποβάλ−
την ίδια σχέση εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του λονται οι προαναφερόµενοι φορείς για την πρόσλη−
οικείου δήµου ή των νοµικών του προσώπων. Κατά τα
ψη εποχιακού προσωπικού ορισµένου χρόνου από τις
λοιπά εφαρµόζεται η παράγραφος 4 του άρθρου 269
αρµόδιες υπηρεσίες των παραπάνω φορέων σύµφωνα
του Κώδικα Δήµων και Κοινοτήτων.
µε τις διατάξεις του ν. 3812/ 2009 και της εκάστοτε
3. Οι ρυθµίσεις του άρθρου 34 του ν. 3801/2009 (ΦΕΚ
ισχύουσας συναφούς νοµοθεσίας. Οι σχετικές πιστώ−
163 Α΄) εφαρµόζονται και για τις δαπάνες που διενερ−
γήθηκαν µέχρι 30.6.2005. σεις εγγράφονται στον προϋπολογισµό του Υπουργείου
4. Η προβλεπόµενη από τη διάταξη του άρθρου 38 Εσωτερικών, Δηµόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης
του ν. 3775/2009 (ΦΕΚ 122 Α΄) προθεσµία για την έκδοση και κατανέµονται µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών
προκήρυξης µε αντικείµενο τη χορήγηση αδειών τηλεο− Εσωτερικών, Δηµόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης
πτικών σταθµών και ραδιοφωνικών αδειών παρατείνεται και Οικονοµίας και Οικονοµικών. Με όµοια απόφαση
αφότου έληξε µέχρι τις 31.12.2010. καθορίζονται οι λεπτοµέρειες για την εφαρµογή των
5. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2527/1997, διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου.»
όπως προστέθηκε µε την παράγραφο 1 του άρθρου 10 2. Το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, που αναγρά−
του ν. 3812/2009, προστίθεται εδάφιο ως εξής: φεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 92 του ν. 3386/
«Επίσης, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις του 2005, όπως αυτός ισχύει, για την υπαγωγή στο καθε−
άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύουν, ως προς τη στώς του επί µακρόν διαµένοντος, µειώνεται στο ποσό
διαδικασία που ακολουθείται για τις προσλήψεις µε το των εξακοσίων (600) ευρώ.
άρθρο αυτό µε έλεγχο από το Α.Σ.Ε.Π.. Η διάταξη αυτή Άρθρο 31
ισχύει από την ισχύ του ν. 3812/2009.» Έναρξη ισχύος
6. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν.
3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α΄) προστίθενται εδάφια που έχουν Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει
ως εξής: από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνή−
«Γονείς και τέκνα µονογονεϊκής οικογένειας ορίζονται σεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους
ως ακολούθως: διατάξεις του.
i. Γονέας µονογονεϊκής οικογένειας νοείται ο γονέας Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην
εκείνος ο οποίος, κατά την ηµεροµηνία υποβολής της Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
αίτησης πρόσληψης, ασκεί εν τοις πράγµασι και κατ’ νόμου του Κράτους.
αποκλειστικότητα ή µετά από σχετική ανάθεση τη γο− Αθήνα, 24 Μαρτίου 2010
νική µέριµνα ενός ή περισσότερων ανήλικων τέκνων.
Το δικαίωµα αυτό ασκείται από τον γονέα και µετά την Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ενηλικίωση των τέκνων και µέχρι τη συµπλήρωση του ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
25ου έτους της ηλικίας τους. ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ii. Τέκνα µονογονεϊκής οικογένειας είναι εκείνα τα
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
οποία µέχρι την ενηλικίωσή τους είχαν τον ένα µόνο ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
γονέα τους. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και τα Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
τέκνα τα οποία στερήθηκαν και τους δύο γονείς πριν
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ
την ενηλικίωσή τους. Το δικαίωµα αυτό ασκείται από ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
το τέκνο µέχρι και τη συµπλήρωση του 30ού έτους της Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ηλικίας του.»
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Άρθρο 30
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3386/2005
1. Οι υπό στοιχείο β΄ διατάξεις της παραγράφου 6
του άρθρου 92 του ν. 3386/2005 «Είσοδος, διαµονή και
κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του
Επικράτεια» (ΦΕΚ 212 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής: Κράτους.
«β. Ποσοστό 25% των εσόδων από τα παράβολα των
παραγράφων 1 και 2 διατίθεται για την κάλυψη δα− Αθήνα, 24 Μαρτίου 2010
πανών Υπουργείων, Περιφερειών και Ν.Π.Δ.Δ. που δια− Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
* Η καταβολή γίνεται σε όλες τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). Το πρωτότυπο διπλότυπο (έγγραφο αριθμ. πρωτ. 9067/28.2.2005 2η Υπηρεσία
Επιτρόπου Ελεγκτικού Συνεδρίου) με φροντίδα των ενδιαφερομένων, πρέπει να αποστέλλεται ή να κατατίθεται στο Εθνικό Τυπογραφείο (Καποδιστρίου 34,
Τ.Κ. 104 32 Αθήνα).
* Σημειώνεται ότι φωτοαντίγραφα διπλοτύπων, ταχυδρομικές Επιταγές για την εξόφληση της συνδρομής, δεν γίνονται δεκτά και θα επιστρέφονται.
* Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα μέλη της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίου Τύπου Αθηνών και Επαρχίας, οι τηλεο−
πτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, η Ε.Σ.Η.Ε.Α., τα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά Όργανα και οι τριτοβάθμιες επαγγελματικές ενώσεις δικαιούνται έκπτωσης πενήντα
τοις εκατό (50%) επί της ετήσιας συνδρομής (τρέχον έτος + παλαιότητα).
* Το ποσό υπέρ Τ.Α.Π.Ε.Τ. [5% επί του ποσού συνδρομής (τρέχον έτος + παλαιότητα)], καταβάλλεται ολόκληρο (Κ.Α.Ε. 3512) και υπολογίζεται πριν την έκπτωση.
* Στην Ταχυδρομική συνδρομή του τεύχους Α.Σ.Ε.Π. δεν γίνεται έκπτωση.
Πληροφορίες για δημοσιεύματα που καταχωρούνται στα Φ.Ε.Κ. στο τηλ.: 210 5279000.
Φωτοαντίγραφα παλαιών Φ.Ε.Κ.: Μάρνη 8 τηλ.: 210 8220885, 210 8222924, 210 5279050.
Οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα ελεύθερης ανάγνωσης των δημοσιευμάτων που καταχωρούνται σε όλα τα τεύχη της Εφημερίδας της
Κυβερνήσεως πλην εκείνων που καταχωρούνται στο τεύχος Α.Ε.−Ε.Π.Ε και Γ.Ε.ΜΗ., από την ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (www.et.gr).
Περίληψη
Η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν όσο και η άσκηση του δικαιώματος του
εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης
επιφυλάσσεται μόνο στους έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους µη
έχοντες την ιδιότητα αυτή χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του
Συντάγματος – Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
Κείμενο
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Οκτωβρίου 2010 με την εξής
σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Γ. Παπαγεωργίου,
Ε. Αντωνόπουλος, Ηρ. Τσακόπουλος, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι Ηλ. Μάζος, Ι.
Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι, Γραμματέα η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Δ’
Τμήματος.
Για να δικάσει την από 5 Αυγούστου 2010 αίτηση:
Του Ι.Α., κατοίκου Αθηνών (οδός Αγίου Μελετίου αρ. 41), ο οποίος παρέστη με την
δικηγόρο Χριστίνα Τσαμπάζη (Α.Μ. 9173), που την διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,
ο οποίος παρέστη με τον Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Ε.Γ., κατοίκου Αθηνών (οδός Περικλέους αρ. 21),
η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Αλιβιζάτο (Α.Μ. 6976), που τον διόρισε με
πληρεξούσιο και 2) Ελληνικής Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που
εδρεύει στην Αθήνα (οδός Βαλαωρίτου αρ. 12), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω
δικηγόρο Νικ. Αλιβιζάτο, που τον διόρισε με πρακτικό του το Διοικητικό Συμβούλιο
της ως άνω Ένωσης.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθ.
Φ.130181/23198/10/30.4.2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 562), β) η υπ’ αριθ. 24592/7.5.2010 (6η
εγκύκλιος) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α.
Αντωνόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η
αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόεδρο του Υπουργού, οι
οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά την δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (1284940, 1289507-8/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 17-9-2010 δικόγραφο
προσθέτων λόγων ζητείται η ακύρωση α) της υπ’ αριθμ. Φ.130181/23198/30-4-2010
αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 562) με τίτλο «Καθορισμός δικαιολογητικών που πρέπει να
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
παρ2 του άρθρου 21 του ν. 3838/2010. Με την απόφαση αυτή, η οποία εξεδόθη μετά
την επίδικη από 7-5-2010 εγκύκλιο αλλά πριν από την από 5-8-2010 άσκηση της
κρινόμενης αιτήσεως, εφαρμόζονται άμεσα οι διατάξεις του προαναφερθέντος
άρθρου 21 που συναρτώνται με την απονομή σε αλλοδαπούς των δικαιωμάτων
εκλέγειν και εκλέγεσθαι (άρθρο 14) . Συνεπώς, η πράξη αυτή που εξεδόθη πριν από
την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (βλ. ΣΕ 3208/1988) και της οποίας την έκδοση
προέβλεπε ρητώς και η προσβαλλομένη εγκύκλιος (σελ. 18) είναι εκτελεστή, αφού με
την έκδοσή της ενεργοποιούνται οι διατάξεις του κεφαλαίου του νόμου που αφορούν
στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των υπηκόων τρίτων χωρών και
εκδηλώνεται η βούληση της Διοικήσεως να ενεργοποιήσει τις διατάξεις αυτές (πρβλ
ΣΕ 3053/2009 Ολομ.) και παραδεκτώς συμπροσβάλλεται με την αίτηση.
5. Επειδή, ο αιτών επικαλούμενος την ιδιότητά του ως εκλογέα και Ελληνα πολίτη με
έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση κατά των δύο παραδεκτώς
προσβαλλομένων πράξεων, ενώ, περαιτέρω, παραδεκτώς από άποψη προθεσμίας
προσβάλλει την πρώτη από αυτές (υπουργική απόφαση Φ130181/23198), η οποία
δημοσιεύθηκε με στο ΦΕΚ τεύχος Β΄ της 30-4-2010, πλην, όμως, η ημερομηνία
πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου είναι 6-5-2010 (υπ’ αριθμ. Γ 163030/21-9-
2010 βεβαίωση του Εθνικού Τυπογραφείου), ενώ η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε
στις 5-8-2010 (Σ.Ε. 2081/1987 Ολομ., 4392/1997, 3671/2005 Ολομ.) ήτοι 55 ημέρες
από την ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας. Εξ άλλου, δεν ανακύπτει ζήτημα
παραδεκτού ως προς τη δεύτερη συμπροσβαλλόμενη πράξη.
6. Επειδή, υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων παρεμβαίνει το Σωματείο
Ελληνική Ενωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η παρέμβαση αυτή ασκείται
παραδεκτώς, εφόσον, μεταξύ των σκοπών του Σωματείου κατά το καταστατικό του
είναι και η προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά κανόνα,
προϋποθέτουν την ιθαγένεια, ενώ, εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ίδιου καταστατικού,
η δράση του εμπνέεται και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου του ΟΗΕ, το άρθρο 15 της οποίας αναγνωρίζει το δικαίωμα του ανθρώπου
σε μια τουλάχιστον ιθαγένεια και το δικαίωμα αλλαγής ιθαγενείας. Οι Σύμβουλοι
Γεώργιος Παπαγεωργίου και Διομήδης Κυριλλόπουλος υποστήριξαν την άποψη ότι
το Σωματείο δεν έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει υπέρ του κύρους της πρώτης από
τις προσβαλλόμενες πράξεις, η οποία αφορά θέμα απονομής ιθαγένειας, η οποία δεν
συνιστά δικαίωμα αλλά νομικό δεσμό ενός ατόμου προς συγκεκριμένο κράτος, καθώς
και διότι δεν αρκεί για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του το ενδιαφέρον
του για την αποτροπή της κηρύξεως ως αντισυνταγματικών των διατάξεων περί
απονομής ιθαγενείας στους αλλοδαπούς (πρβλ ΣΕ 575/2001). Περαιτέρω,
παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης η
Ε.Γ., αλβανικής ιθαγενείας, η οποία έχει υποβάλει αίτηση να μετάσχει ως εκλογέας
στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 7-11-2010 ως έχουσα τις προϋποθέσεις που απαιτεί
ο Ν. 3838/2010 και έχουσα ήδη εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου
Νικαίας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής.
7. Επειδή, με την πρώτη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (Φ 130181/23198/30-
4-2010) που εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του Ν. 3838/2010
καθορίστηκαν τα δικαιολογητικά, τα οποία πρέπει να προσκομίσουν οι
ενδιαφερόμενοι για την υλοποίηση των διατάξεων του άρθρου 1 Α και του άρθρου 24
του νόμου αυτού προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία αποκτήσεως της ελληνικής
ιθαγένειας. Επομένως, παρά το ότι οι περισσότεροι λόγοι της κρινομένης αιτήσεως
δεν στρέφονται ευθέως κατά των ρυθμίσεων της υπουργικής αυτής αποφάσεως, αλλά
κατά των διατάξεων τυπικού νόμου (ν. 3838/2010), παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’
αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση. Τούτο, διότι, το τυχόν ανίσχυρο της θεσπίσεως των
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
συναγομένην κυρίως εκ των συνδεόντων αυτόν προς το ελληνικό έθνος στοιχείων και
χαρακτηριστικών της προσωπικότητός του, των αναφερομένων ιδία εις την
καταγωγήν του (εκ πατρός ή μητρός ή απωτέρων προγόνων), την γλώσσαν, την
θρησκείαν, τας εθνικάς παραδόσεις και εν γένει την κοινήν συνείδησιν των ιστορικών
πεπρωμένων του έθνους» (Σ.τ.Ε. 2756/1983, 275/1999). Αθρόα πολιτογράφηση,
δηλαδή απονομή της ελληνικής ιθαγενείας σε ομάδες αλλοδαπών χωρίς
εξατομικευμένη κρίση αλλά ευθέως βάσει γενικών διατάξεων ουσιαστικού νόμου, το
ελληνικό δίκαιο εγνώρισε μόνον κατά τις περιόδους των μεγάλων ανακατατάξεων
του νέου εθνικού κράτους που προέκυψε μετά τη σταδιακή απελευθέρωση της χώρας
από την οθωμανική κυριαρχία και τις προσθήκες νέων εδαφών με διεθνείς συνθήκες.
Τέτοιες ρυθμίσεις περιείχαν α) ο κυρωτικός της Συνθήκης Ειρήνης από 1/4
Νοεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας νόμος 79 της 14 Νοεμβρίου 1913 (ΦΕΚ
229), ο οποίος προέβλεπε την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στους κατοικούντες
τις πρώην οθωμανικές χώρες που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδος (άρθρο 4),
β) Οι Συνθήκες της Λωζάνης, οι οποίες κυρώθηκαν με το Ν.Δ. της 25-8-1923 «περί
αθρόας πολιτογραφήσεως των εκ Τουρκίας εις Ελλάδα καταφυγόντων ομογενών»
(ΦΕΚ 238), γ) η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Συμμάχων και Ιταλίας από 10-2-1947,
κυρωθείσα με το Ν.Δ. 423/21-10-1947 (ΦΕΚ Α’ 226), που προέβλεπε την απόκτηση
ελληνικής ιθαγενείας από τους Ιταλούς υπηκόους τους κατοικούντες την 10-6-1940
επί εδάφους εκχωρουμένου από την Ιταλία εις την Ελλάδα (Δωδεκάνησος) και όρισε
ότι η απόκτηση της νέας ιθαγενείας θα συνεπάγεται την απώλεια της ιταλικής
ιθαγένειας. Ειδικότερα δε, με τον ν. 517/3-1-1948 (ΦΕΚ7/9-1-1948) ορίσθηκε ότι «οι
Ιταλοί υπήκοοι οι κατοικούντες την 10-6-1940 εν Δωδεκανήσω και τα μετά την
χρονολογίαν ταύτην γεννηθέντα τέκνα των καθίστανται Έλληνες υπήκοοι».
11. Επειδή, µετά την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την
διάλυση της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δηµοκρατιών (ΕΣΣΔ), ο
έλληνας νοµοθέτης, υποχρεωµένος να αντιµετωπίσει τα προκύψαντα µεγάλα
προβλήµατα που εγέννησε η µεταβολή αυτή για τους πληθυσµούς γειτονικών χωρών
και την επακολουθήσασα οµαδική έξοδο των εγχωρίων πληθυσµών µε κατεύθυνση
τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδίως τη γειτνιάζουσα Ελλάδα, ανέλαβε νέες
νοµοθετικές πρωτοβουλίες σε σχέση αφ’ ενός µεν µε τις προϋποθέσεις νοµίµου
διαµονής και εργασίας στη χώρα (βλ. ν.1975/1991, ΦΕΚ Α΄ 184 και την αιτιολογική
του έκθεση, όπως επίσης την αιτιολογική έκθεση του ν. 3386/2005), αφ’ ετέρου δε µε
τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε επιλεγµένες οµάδες. Και όσον αφορά την
ιθαγένεια, οι νέες ρυθµίσεις εθέσπισαν για τους οµογενείς τους προερχοµένους από
τις ως άνω χώρες ως κριτήρια διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγένειας την ελληνική
καταγωγή και την ελληνική εθνική συνείδηση, δηλαδή κριτήρια τα οποία αποτελούν
τον πυρήνα του έθνους και της εθνικότητας (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 και 3 του ν.
2790/2000, όπως αντικαταστάθηκαν µε τις παρ. 1 και3 του άρθρου 76 του ν.
2910/2001, άρθρο 15 ν. 284/2004 και Στ Ε 1882, 2633/2009, 1644/2010 κ.α.). ΄Οσον
αφορά δε τη διαµονή και την εργασία, ο νοµοθέτης, ναι µεν προέβλεψε σύστηµα
χορηγήσεως αδειών βάσει συγκεκριµένων προϋποθέσεων και διαδικασίας (βλ.
κυρίως ν. 1975/1991 ΦΕΚ Α΄ 184, ν. 2910/2001 ΦΕΚ Α΄ 91), το οποίο, όµως, κατά
κανόνα, παραβιάσθηκε στην πράξη λόγω της παράνοµης εισόδου µαζικών
μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα, και είχε ως περαιτέρω συνέπεια την θέσπιση
αλλεπαλλήλων διατάξεων, οι οποίες «νοµιµοποιούσαν» την παράνομη είσοδο,
διαμονή και εργασία των αλλοδαπών. Η «νοµιµοποίηση» αυτή είχε την έννοια ότι
εθεωρήθησαν ως νοµίµως εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί στερούµενοι
ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεως εισόδου (άρθρο 6 ν. 3386/2005), ως νοµίµως
παραµένοντες αλλοδαποί χωρίς άδεια παραµονής ή λήξασα άδεια παραµονής και,
Netlaw.gr
Netlaw.gr
τέλος, ως νοµίµως εργαζόµενοι αλλοδαποί χωρίς άδεια εργασίας και χωρίς νόµιµη
ασφάλιση (βλ. Άρθρο 66 του ν. 2910/2001 ΦΕΚ Α΄ 91, άρθρα 21 παρ. 6 και 25 παρ.
1 και 8 του ν. 3013/2002 ΦΕΚ Α΄ 102, άρθρο 23 του ν. 3103/2003 ΦΕΚ Α΄ 23, άρθρο
25 του ν. 3242/2004 ΦΕΚ Α΄ 102, άρθρο 91 παρ. 10 και 11 του ν. 3386/2005 ΦΕΚ Α΄
212 και άρθρο 18 παρ. 4 και 6 του ν. 3536/2007 ΦΕΚ Α΄ 42). Τελική συνέπεια αυτής
της νομοθετικής πολιτικής και της συστοίχου διοικητικής πρακτικής είναι ότι
καθίσταται ανέφικτη η διαπίστωση αν υπήρξαν πρόσωπα, ποία και πόσα, τα οποία
πράγµατι να διέµειναν και να εργάσθηκαν νοµίµως, µέχρι σήµερα στη χώρα, δηλαδή
µε βάση διοικητική άδεια που διαπιστώνει τη συνδρομή των τιθεµένων στις πάγιες
διατάξεις των παραπάνω νομοθετημάτων προϋποθέσεων.
12. Επειδή, εξ άλλου, ανέκαθεν, ο έλληνας νοµοθέτης αντιµετώπισε ευνοϊκά ως προς
το ζήτηµα της αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας τους οµογενείς αλλοδαπούς
έναντι των αλλογενών αλλοδαπών. Τούτο δε εξεφράσθη στη νοµοθεσία τόσο ως προς
την απλοποίηση της ακολουθούµενης διαδικασίας πολιτογραφήσεως, όσον και ως
προς τις καθιερούµενες προϋποθέσεις, οι οποίες προκειµένου περί οµογενών
περιορίζοντο στη διακρίβωση της ελληνικής καταγωγής και της διατηρήσεως της
ελληνικής εθνικής συνειδήσεως (βλ. άρθρα 5,12,13,19 και 29 Κώδικος Ιθαγενείας
1955, άρθρο 1 ν. 2790/2000, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 76 ν. 2910/2001,
άρθρο 15 ν. 3284/2004).
13. Επειδή, τέλος, ο επίµαχος νόµος 3838/2010 προβλέπει στο άρθρο 1 ότι στον ν
3284/2004 (Α΄ 217 – «Κώδικας Ελληνικής Ιθαγενείας») προστίθεται ένα νέο άρθρο
(το 1Α), µε το οποίο εισάγεται ένας νέος τρόπος κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας
µε τη γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα ή τη φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και τη
σχετική δήλωση των γονέων ή του ιδίου. Ειδικότερα, στο άρθρο 1Α προβλέπεται:
«1. Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται και συνεχίζει να ζει στην Ελλάδα από γονείς που
διαµένουν μόνιµα και νόµιµα και οι δυο στη Χώρα επί πέντε τουλάχιστον συνεχή
έτη, αποκτά από τη γέννηση του την Ελληνική Ιθαγένεια, εφόσον οι γονείς του
υποβάλουν κοινή σχετική δήλωση και αίτηση εγγραφής του τέκνου στο δηµοτολόγιο
του δήµου της μόνιµης κατοικίας του, µέσα σε τρία έτη από τη γέννηση. Σε
περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της δήλωσης και αίτησης, η ιθαγένεια
αποκτάται από την υποβολή τους. Αν το τέκνο γεννήθηκε πριν τη συµπλήρωση της
πενταετούς νόµιµης διαµονής και από τους δύο γονείς στη Χώρα, η κοινή δήλωση
και αίτηση εγγραφής υποβάλλεται µε την παρέλευση της πενταετούς συνεχούς
νόμιμης διαμονής και του δεύτερου γονέα, το δε τέκνο αποκτά την Ελληνική
Ιθαγένεια από την υποβολή τους.
2. Τέκνο αλλοδαπών που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση έξι
τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα και κατοικεί µόνιµα και
νόµιµα στη Χώρα αποκτά την Ελληνική Ιθαγένεια από τη συµπλήρωση του εξαετούς
χρόνου φοίτησης µε κοινή δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο του δήµου
μόνιμης κατοικίας του που υποβάλλουν οι γονείς του μέσα σε τρία έτη από τη
συμπλήρωση του χρόνου αυτού. Σε περίπτωση μεταγενέστερης υποβολής της
δήλωσης και αίτησης και µέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, η ιθαγένεια αποκτάται
από την υποβολή της σχετικής δήλωσης και αίτησης. 3. Η Ελληνική Ιθαγένεια
αποκτάται από τέκνα αλλοδαπών µε δήλωση των γονέων τους, σύμφωνα µε τις
διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, μόνον εφόσον και
οι δύο γονείς τους διαµένουν νοµίµως στην Ελλάδα δυνάµει σχετικού νόµιµου τίτλου
σε ισχύ. …6. Εφόσον η δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο, που
προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν υποβλήθηκε από
κοινού από τους γονείς µέχρι την ενηλικίωση του, το τέκνο αποκτά την Ελληνική
Ιθαγένεια µε δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο, που το ίδιο δικαιούται
Netlaw.gr
Netlaw.gr
να υποβάλει στον δήµο όπου κατοικεί νόµιµα και µόνιµα δυνάµει σχετικού νόµιµου
τίτλου σε ισχύ, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία τριών ετών από την συµπλήρωση
του 18ου έτους της ηλικίας του. Η αίτηση απορρίπτεται αν συντρέχει ποινικό
κώλυµα, κατά την περίπτωση β` της παραγράφου 1 του άρθρου 5 ή λόγοι δηµόσιας ή
εθνικής ασφάλειας, κατά το άρθρο 5Β. Η διερεύνηση της συνδροµής των αρνητικών
προϋποθέσεων του προηγούµενου εδαφίου διενεργείται µε ανάλογη εφαρµογή της
προβλεπόµενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 διαδικασίας και εντός προθεσµίας
έξι µηνών. Η σχετική διαδικασία και προθεσµίες αναστέλλονται σύµφωνα µε τη
διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 31. Η απόφαση του Γενικού Γραµµατέα της
Περιφέρειας εκδίδεται εντός έτους από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης. Η
Ελληνική Ιθαγένεια
αποκτάται στην περίπτωση αυτή από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης».
Σύµφωνα δε µε την µεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του Γ΄ Κεφαλαίου του αυτού
νόµου : «1. Στους αλλοδαπούς οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού
ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1Α του Κώδικα
Ελληνικής Ιθαγενείας και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, χορηγείται προθεσµία τριών ετών
για να υποβάλουν την αίτηση και δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές.
Η ιθαγένεια αποκτάται από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης µε βάση τους εκεί
προβλεπόµενους όρους και διαδικασία. 2. Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτούν επίσης
σύµφωνα µε το άρθρο 1Α παρ. 1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας και όσα τέκνα
αλλοδαπών έχουν γεννηθεί και συνεχίζουν να ζουν στην Ελλάδα από γονείς που
διαµένουν νόµιµα και οι δύο στη Χώρα εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόµου η νόµιµη διαµονή ενός τουλάχιστον εξ αυτών υπερβαίνει τα πέντε
συνεχή έτη». Εξ άλλου, στο άρθρο 13 του Α΄ Κεφαλαίου ορίζεται : «Στο άρθρο 32
του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτός κυρώθηκε µε το ν 3284/2004 και
ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής: «3. Τα δικαιολογητικά που πρέπει να
συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφής στο δηµοτολόγιο που προβλέπεται στο
άρθρο 1Α του παρόντος Κώδικα, καθώς και κάθε άλλο, σχετικό θέµα για την
εκτέλεση των διατάξεων αυτού καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού
Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης». Με τις διατάξεις
αυτές εισήχθη νέος τρόπος αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, αφορών, δυνάµει,
µεγάλο αριθµό αλλοδαπών (αθρόα πολιτογράφηση) χωρίς τούτο να συνάπτεται προς
εκπλήρωση διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας. Η πολιτογράφηση αυτή γίνεται µε
βάση αµιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος «νόµιµης» διαµονής του αιτούντος
αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισµένο χρόνο,
ανυπαρξία καταδίκης για ορισµένα σοβαρά ποινικά αδικήµατα), χωρίς
εξατοµικευµένη κρίση περί της συνδροµής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του
δεσµού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού,
δηλαδή την εκ µέρους του εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον
ελληνισµό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως.
14. Επειδή, εν όψει των διαλαµβανοµένων στις σκέψεις 8-13 το Τµήµα άγεται κατά
πλειοψηφία στην άποψη ότι οι διατάξεις των άρθρων 1Α παρ1-3 και 24 του
ν.3838/2010 αντίκεινται, όπως βασίµως προβάλλεται στις ως άνω διατάξεις του
Συντάγµατος, εφ’ όσον δεν προβλέπεται µε αυτές διαδικασία για τη διαπίστωση από
διοικητικά όργανα, της συνδροµής, in concreto, της ουσιαστικής προϋποθέσεως
γνήσιου δεσµού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος ενώ και η τιθέµενη τυπική
προϋπόθεση της «νόµιµης διαµονής» έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και το
πρόσφατο παρελθόν µε εξαιρετικές διατάξεις (ιδίως άρθρο 91 παρ. 10 και 11 του ν.
3386/ 2005 και άρθρο 18 παρ. 4, 6 και 10 του ν.3536/2007), ούτως ώστε να
καθίσταται αδύνατη η διάγνωση της συνδροµής έστω και αυτής της προϋποθέσεως.
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
νόµισµα, εγκλήµατα σχετικά µε την εµπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την
παιδική πορνογραφία (ν 3635/2007, ΦΕΚ 290 Α) εγκλήµατα συγκρότησης ή ένταξης
ως µέλους σε εγκληµατική οργάνωση κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού
Κώδικα και εγκλήµατα του άρθρου 187 Α του Ποινικού Κώδικα, αντίστασης κατά
της αρχής, αρπαγής ανηλίκων, κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονοµικής
εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κλοπής, ληστείας, απάτης, υπεξαίρεσης,
εκβίασης, τοκογλυφίας, του νόµου περί µεσαζόντων, πλαστογραφίας, ψευδούς
βεβαίωσης, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, συκοφαντικής δυσφήµισης,
λαθρεµπορίας, εγκλήµατα που αφορούν τα όπλα, αρχαιότητες, την προώθηση
µεταναστών που στερούνται τίτλου παραµονής στο εσωτερικό της Χώρας ή τη
διευκόλυνση µεταφοράς ή προώθησης ή της εξασφάλισης καταλύµατος σε αυτούς
για απόκρυψη. […]». Στο δε άρθρο 5Β του ιδίου Κώδικα, που προστίθεται µε το
άρθρο 3 του ν 3838/2010, ορίζεται : «Λόγοι ασφάλειας. Στο πρόσωπο του αλλοδαπού
που επιθυµεί να γίνει Έλληνας πολίτης δεν θα πρέπει να συντρέχουν λόγοι δηµόσιας
ή εθνικής ασφάλειας. Σχετικά µε τη συνδροµή τέτοιων λόγων στο πρόσωπο του
αιτούντος παρέχουν γνώµη οι αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του
Πολίτη µε τη διαδικασία που ορίζεται παρακάτω στο άρθρο 7». Το άρθρο 7 του
Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του ν
3838/2010 ορίζει «1. Η αρµόδια για θέµατα ιθαγένειας υπηρεσία της Περιφέρειας
ελέγχει την πληρότητα του φακέλου και τη συνδροµή των τυπικών προϋποθέσεων
που προβλέπονται στο άρθρο 5. Αν αυτές δεν συντρέχουν, ο Γενικός Γραµµατέας της
Περιφέρειας απορρίπτει την αίτηση. 2. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του
άρθρου 5 του παρόντος, η αρµόδια υπηρεσία της Περιφέρειας αναζητεί
αυτεπαγγέλτως πιστοποιητικό ποινικού µητρώου για δικαστική χρήση και
πιστοποιητικό µη απέλασης και απευθύνει, µέσω της αστυνοµικής αρχής του τόπου
διαµονής του αιτούντος, ερώτηµα προς τις αρµόδιες υπηρεσίες ασφαλείας του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος
λόγοι δηµόσιας ή εθνικής ασφάλειας για την απόρριψη του αιτήµατος. Οι υπηρεσίες
ασφαλείας υποχρεούνται να απαντήσουν µέσα σε προθεσµία τεσσάρων µηνών,
µπορούν όµως, σε κάθε περίπτωση, να διαβιβάσουν τη γνώµη τους απευθείας προς
τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σε
οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η παράλειψη των υπηρεσιών ασφαλείας να
αποστείλουν εγκαίρως γνώµη δεν κωλύει την έκδοση της απόφασης του Υπουργού».
Εξ άλλου, στην παρ. 6 του άρθρου 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας, όπως
προστέθηκε µε το άρθρο 1 του ν 3838/2010, ορίζεται ότι «…Η αίτηση απορρίπτεται
αν συντρέχει ποινικό κώλυµα, κατά την περίπτωση β` της παραγράφου 1 του άρθρου
5 ή λόγοι δηµόσιας ή εθνικής ασφάλειας, κατά το άρθρο 5Β. Η διερεύνηση της
συνδροµής των αρνητικών προϋποθέσεων του προηγούµενου εδαφίου διενεργείται
µε ανάλογη εφαρµογή της προβλεπόµενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 7
διαδικασίας και εντός προθεσµίας έξι µηνών. Η σχετική διαδικασία και προθεσµίες
αναστέλλονται σύµφωνα µε τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 31. Η
απόφαση του Γενικού Γραµµατέα της Περιφέρειας εκδίδεται εντός έτους από την
υποβολή της δήλωσης και αίτησης. Η Ελληνική Ιθαγένεια αποκτάται στην περίπτωση
αυτή από την υποβολή της δήλωσης και αίτησης». Σύµφωνα δε µε το άρθρο µόνο της
προσβαλλόµενης υπουργικής απόφασης: «Καθορίζουµε τα απαιτούµενα
δικαιολογητικά, που πρέπει να συνοδεύουν την δήλωση και αίτηση εγγραφής στο
Δηµοτολόγιο, στις περιπτώσεις κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας λόγω γέννησης ή
φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 1Α του ν
3284/2004, όπως ισχύει, ως κατωτέρω: […]. 3. Λόγω γέννησης ή φοίτησηςαπό
ενηλικιωθέντες (άρθρο 1Α, παρ 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας)….4. Λόγω
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
19. Επειδή, τα περαιτέρω προβαλλόµενα από τον αιτούντα περί αντιθέσεως του ν.
3838/2010 προς το Ευρωπαϊκό Σύµφωνο για τη Μετανάστευση και το ΄Ασυλο είναι
απορριπτέα ως αβάσιµα προεχόντως για το λόγο ότι το Σύµφωνο αυτό εξεδόθη από
όργανο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Συµβούλιο), το οποίο κατά το άρθρο 16 της
Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση δεν ασκεί από µόνο του νοµοθετικές
αρµοδιότητες και, συνεπώς, το Σύµφωνο αυτό δεν έχει δεσµευτικό χαρακτήρα για τα
κράτη µέλη συνιστώντας κείµενο κατευθυντηρίων αρχών, του οποίου τυχόν
παραβίαση δεν έχει έννοµες συνέπειες.
20. Επειδή, προβάλλεται, στη συνέχεια, ότι η απόκτηση ιθαγενείας από χιλιάδες
µετανάστες µέσω του ν.3838/2010 αντίκειται στο άρθρο 77 της Ενοποιηµένης
Συνθήκης µε τίτλο «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΣΤΑ
ΣΥΝΟΡΑ, ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ», το Πρωτόκολλο αριθ 23 για
τις« ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ
ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ», τις Οδηγίες 2009/50 «σχετικά µε τις
προϋποθέσεις εισόδου και διαµονής υπηκόων τρίτων χωρών µε σκοπό την
απασχόληση υψηλής ειδίκευσης», «2008/115 «σχετικά µε τους κοινούς κανόνες και
διαδικασίες στα κράτη µέλη για την επιστροφή των παρανόµως διαµενόντων
υπηκόων τρίτων χωρών», 2005/71 «σχετικά µε ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων
τρίτων χωρών για σκοπούς επιστηµονικής έρευνας», 2004/81 «σχετικά µε τον τίτλο
παραµονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύµατα εµπορίας
ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθροµετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται µε τις
αρµόδιες αρχές» και τον Κανονισµό 2002/1030 «για την καθιέρωση αδειών διαµονής
ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών». Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται,
είναι απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιµήσεως δεδοµένου
ότι δεν εξειδικεύονται οι αφορώσες στη µετανάστευση και τον έλεγχο των
εξωτερικών συνόρων διατάξεις του πρωτογενούς ή του παράγωγου κοινοτικού
δικαίου που παραβιάζονται µε το µέτρο της επίµαχης αθρόας «ιθαγενοποιήσεως». Εξ
άλλου, και το συναφώς προβαλλόµενο ότι η επίµαχη αθρόα απόκτηση ιθαγενείας από
χιλιάδες µετανάστες επιφέρει αλλοίωση του ευρωπαϊκού χώρου είναι απορριπτέο ως
αόριστο και αναπόδεικτο εφ’ όσον θα πρέπει να συναρτηθεί µε συγκεκριµένα
ποσοτικά στοιχεία όχι µόνον του ελληνικού πληθυσµού, αλλά του συνολικού
πληθυσµού των χωρών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης σε συνδυασµό µε την
µεταναστευτική πολιτική των χωρών αυτών, στοιχεία, όµως, που δεν επικαλείται ο
αιτών, ο οποίος περιορίζεται µόνον στα συµβαίνοντα στην Ελλάδα.
21. Επειδή, προβάλλεται ότι η κατά τα ανωτέρω αθρόα απονοµή ελληνικής
ιθαγένειας αλλοιώνει το εκλογικό σώµα των ευρωπαίων ψηφοφόρων κατά την
εκλογή ευρωβουλευτών µε αποτέλεσµα υπήκοοι κρατών που δεν έχουν
αποδεδειγµένα σχέση µε τον ευρωπαϊκό χώρο να µπορούν να αναδεικνύονται και
ευρωβουλευτές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιµος, εφ’ όσον ο µόνος
περιορισµός που τίθεται στην άσκηση των εκλογικών δικαιωµάτων κατά τις
ευρωεκλογές είναι η εξασφάλιση ίσων όρων άσκησής τους, ενώ δεν απαγορεύεται
στα κράτη µέλη να παρέχουν το δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε
συγκεκριµένα άτοµα που έχουν δεσµούς µε αυτά, πέραν των δικών τους υπηκόων ή
των πολιτών της ΄Ενωσης που κατοικούν στο έδαφός τους (ΔΕΚ απόφαση της 12-9-
2006 C -145/2004, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Ηνωµένου Βασιλείου της Μεγάλης
Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, σκ 66,70-74).
22. Επειδή, περαιτέρω ως προς τη δεύτερη παραδεκτώς συµπροσβαλλόµενη υπ’ αριθ
29982/1-6-2010 (Β΄ 754) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών µε τίτλο «Παράταση
προθεσµίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των οµογενών και των
νοµίµως διαµενόντων υπηκόων τρίτων χωρών για την ανάδειξη των αιρετών
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr
σελ 37 επ, απόφαση του Συνταγµατικού Συµβουλίου της Γαλλίας της 18-11-1982,
αναδηµ εις RDP 1992 σελ 608 επ, απόφαση του Αυστριακού Συνταγµατικού
Δικαστηρίου της 30-6-2004 και γνωµοδότηση του Ιταλικού Συµβουλίου της
Επικρατείας της 6-7-2005). Εξ άλλου, η άσκηση του εκλογικού δικαιώµατος στις
εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως αποτελεί λειτούργηµα απαραίτητο για την
πραγµάτωση της λαϊκής κυριαρχίας (Σ.Ε. 3705/1987,1273/1993 Ολοµ.), ως τοιαύτης
νοουµένης της ασκουµένης από τον λαό ως εκλογικό σώµα απαρτιζόµενο µόνο από
τους έχοντες δικαίωµα ψήφου ΄Έλληνες πολίτες. Συνεπώς, τόσο η άσκηση του
δικαιώµατος του εκλέγειν, όσο και η άσκηση του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι κατά
τις εκλογές αυτές επιφυλάσσεται µόνον στους έλληνες πολίτες και δεν µπορεί να
επεκταθεί και στους µη έχοντες την ιδιότητα αυτή χωρίς αναθεώρηση της σχετικής
διατάξεως του Συντάγµατος (πρβλ Σ.Ε. 122/2008 επταµ.). Συνεπώς, οι ρυθµίσεις των
άρθρων 14 έως 21 του ν. 3838/2010 είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τα άρθρα 1
παρ 2 και 3, 52 και 102 παρ 2 του Συντάγµατος. Εν όψει δε των παραδοχών αυτών
αλυσιτελώς προβάλλεται περαιτέρω από τον αιτούντα ότι η δυνατότητα αναδείξεως
των υπηκόων τρίτων χωρών σε θέσεις δηµοτικών, διαµερισµατικών και τοπικών
συµβούλων που προβλέπει το άρθρο 17 του ν.3838/2010 παραβιάζει τη διάταξη του
άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγµατος κατά την οποία «Μόνο ΄Έλληνες πολίτες είναι
δεκτοί σε δηµόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται µε ειδικούς
νόµους».
26. Επειδή, προβάλλεται ότι η απονοµή πολιτικών δικαιωµάτων σε υπηκόους τρίτων
χωρών είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγµατος που
ορίζει ότι «1. Οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωµα µπορούν
ελεύθερα να ιδρύουν και να συµµετέχουν σε πολιτικά κόµµατα, που η οργάνωση και
η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού
πολιτεύµατος». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιµος διότι µε τη διάταξη
αυτή ρυθµίζεται θέµα τελείως διαφορετικό από το επίδικο εφόσον οι συνδυασµοί που
καταρτίζονται για την ανάδειξη των αρχών των οργανισµών τοπικής αυτοδιοικήσεως
δεν συνιστούν πολιτικά κόµµατα.
27. Επειδή, προβάλλεται, µε το δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι η απονοµή µε τις
επίµαχες διατάξεις του ν. 3838/2010 πολιτικών δικαιωµάτων σε υπηκόους τρίτων
χωρών παραβιάζει τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 28 του
Συντάγµατος, διότι δεν έχουν υπογραφεί διεθνείς συµβάσεις µε τρίτες χώρες για την
απονοµή του δικαιώµατος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε έλληνες πολίτες µε τον
όρο της αµοιβαιότητος. Και ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιµος,
εφόσον δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση µε νόµο της δυνατότητας
συµµετοχής των υπηκόων τρίτων χωρών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως η
υπογραφή διεθνών συµβάσεων µε τρίτες χώρες που θα αναγνωρίζουν αντίστοιχη
δυνατότητα σε έλληνες πολίτες.
28. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι η απονοµή πολιτικών δικαιωµάτων στους
αλλοδαπούς παραβιάζει το άρθρο 63 του Ποινικού Κώδικα κατά το οποίο « … Η
αποστέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που
καταδικάστηκε 1) χάνει οριστικά τα αιρετά δηµόσια, δηµοτικά ή κοινοτικά αξιώµατά
του, τις δηµόσιες, δηµοτικές ή κοινοτικές θέσεις που κατείχε, … 3) δεν µπορεί κατά
τη διάκριση του προηγουµένου άρθρου α) να ψηφίζει και να εκλέγεται στις πολιτικές,
δηµοτικές ή κοινοτικές εκλογές …». Κατά την άποψη του αιτούντος η απονοµή
πολιτικών δικαιωµάτων στους αλλοδαπούς και η δυνατότητα να εκλέγονται ως
δηµοτικοί, διαµερισµατικοί και τοπικοί σύµβουλοι παραβιάζει το ενιαίο των
εκλογικών δικαιωµάτων που θεσπίζεται µε την προαναφερόµενη διάταξη του
Ποινικού Κώδικα, αφού ψηφίζουν σε αυτοδιοικητικές εκλογές χωρίς να έχουν
Netlaw.gr
Netlaw.gr
Netlaw.gr