Professional Documents
Culture Documents
ΙΙ. Περαιτέρω, όπως πως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1
και 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυαν μετά την παρ. 4α του άρθρου 13 Ν.
3242/2004, ο βουλευτής ήταν υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης της
περιουσιακής κατάστασης του ιδίου, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων
του, η οποία υποβαλλόταν μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία
ή την ανάληψη των καθηκόντων του και κάθε χρόνο κατά το διάστημα της
θητείας του και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της
βουλευτικής του ιδιότητας, το αργότερο την 30ή Ιουνίου κάθε έτους. Με τη
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α, β και γ του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε
μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 του Ν. 3327/2005 και πριν την
τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "1.α. Η
δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά
το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία,
θεωρούνται, ιδίως: ί. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία
οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το
προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις, ii.
Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή
προσδιορισμό τους. iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα
ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε
είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, iv. Οι
καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα, ν. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και
τα κάθε χρήσης οχήματα, νϊ. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, β.ϊ. Σε
περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης
υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της
σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης
των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν
τίμημα, ii. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα
των οικείων παραστατικών, γ. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και
υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του
περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγο του, αν αναγράφονται μόνο δικά της
στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά
στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση περιουσιακής
κατάστασης συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφο της φορολογικής
δήλωσης του υπόχρεου του αντίστοιχου οικονομικού έτους". Με το άρθρο 4
παρ. 3 εδ. α του Ν. 3213/2003, όπως αυτό ίσχυε πριν από το άρθρο 1 παρ.
5 και 2 του Ν. 3849/2010, οριζόταν ότι: "Ελεγχόμενος, που παραλείπει να
υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του
ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με
χρηματική ποινή.". Ακολούθως, μετά από τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο
Ν. 3213/2003 με τα άρθρα 1 παρ. 5, 2 και 4 του Ν.3849/2010, με το άρθρο 6
παρ. 1 του Ν. 3213/2003, οριζόταν ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση που
παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από
δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ". Και
ήδη σήμερα, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως
ίσχυε, με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση
που παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση
τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000)
ευρώ". Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία επιβάλλει μικρότερες ποινές από τις
προγενέστερες διατάξεις για το πλημμέλημα της με πρόθεση υποβολής
ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης, περιέχει τις ευμενέστερες
για τον κατηγορούμενο διατάξεις και είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη
περίπτωση κατ εφαρμογή του άρθρου 2 του Π.Κ.. Εξάλλου, από τις ως άνω
διατάξεις, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής
κατάστασης βουλευτής, πρέπει να δηλώσει λεπτομερώς και να συμπεριλάβει
στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα
κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της
συζύγου του και ότι η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται
στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από
τη λέξη "ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό. Σε περίπτωση δε που εν
γνώσει του (με πρόθεση) δεν δηλώσει και δεν συμπεριλάβει στη δήλωση
περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο
της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του,
υποβάλλει εν γνώσει του (με πρόθεση) ανακριβή στοιχεία ως προς την
περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και της συζύγου του και διαπράττει το ως
άνω πλημμέλημα που προβλεπόταν αρχικά από τη διάταξη του άρθρου 4
παρ. 3 του Ν. 3213/2003 και ήδη προβλέπεται και τιμωρείται από την
προαναφερθείσα ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως
ίσχυε" μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014. Τέλος,
κατά το άρθρο 46 παρ. 1β του Π.Κ., "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται
όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια
της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή
συνάγεται με σαφήνεια ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην
τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης
συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την
διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
χωρίς αυτή τη συνδρομή να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του
εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.
ΙΙΙ) Περαιτέρω, στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ του Κ.ΠοινΔ. ορίζεται ότι
"ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε
κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον ’ρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν
δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, α) ... δ) την εμφάνιση, την
εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των
δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για
την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα".
Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή
απονομή της δικαιοσύνης ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του
οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν.Δ.
53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, κατά την παρ. 3 εδ. α και β του
οποίου ορίζεται ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται
στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε
λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να
διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της
υπεράσπισης του, διαφορετικά παραβιάζεται το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα
του. Όμως, για την κατάφαση της παραβίασης αυτής, πρέπει να προκύπτει με
βεβαιότητα από το σύνολο της διαδικασίας ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη
δυνατότητα να πληροφορηθεί με επάρκεια την κατηγορία (ΕΔΔΑ: ... κατά
Λιθουανίας της 21-2-2002, D. κατά Ουγγαρίας της 1-3-2001). Τέλος, μεταβολή
της κατηγορίας, η οποία επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως για απόλυτη
ακυρότητα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό
με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β και δ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν η
πράξη για την οποία δικάζεται ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και
λοιπές ιστορικές περιστάσεις, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την
οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη, έχει απαγγελθεί η κατηγορία και επί της
οποίας ο κατηγορούμενος κλήθηκε να απολογηθεί και στήριξε την
υπεράσπιση του, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό.
Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με την απόφαση
συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά
που απαρτίζουν την πράξη. Ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας επέρχεται
και όταν αυτή αναφέρεται σε στοιχείο αναγκαίο κατά το νόμο για τη θεμελίωση
της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, αμέσως μετά την απαγγελία της περί ενοχής
των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων απόφασης του Δικαστηρίου, οι
συνήγοροι υπερασπίσεως των τελευταίων, αφού έλαβαν το λόγο από τον
πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά και κατέθεσαν εγγράφως αυτοτελείς
ισχυρισμούς, με τους οποίους ζητήθηκε η αναγνώριση στα πρόσωπα αυτών
των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου έντιμου βίου και της καλής
συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους (αρθ.84
παρ.2. περ. α και ε ΠΚ), με το εξής, κατά πιστή αντιγραφή, περιεχόμενο
"ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗΣ ΑΡΘΡΟΥ 84 παρ. 2 περ. α
και περ. ε ΠΚ.