You are on page 1of 18

1. Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.

2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα κατά τη


διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης και
θεμελιώνει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ σύστοιχο
λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη
παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Παράνομη δε είναι η
παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο όταν δεν
συντρέχουν στο πρόσωπο του τελευταίου οι όροι της ενεργητικής και
παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση πολιτικής αγωγής, καθώς
και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με
τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης κα υποβολής της, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 ΚΠΔ. Η πολιτική αγωγή για την
αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την
επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής
οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους
δικαιούμενους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα, δηλαδή από τους
αμέσως ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη και ειδικότερα από τους
φορείς του δικαιώματος ή του εννόμου αγαθού που έχει προσβληθεί,
κατά τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, το
επιτρεπτό δε της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από
το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το
κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την αξιόποινη πράξη, ενώ η
ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία.
Επίσης το Δημόσιο νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής, το
οποίο είναι δυνατόν να υποστεί ηθική βλάβη από έγκλημα, ιδίως όταν
από αυτό προσβάλλεται το κύρος των υπηρεσιών του. Στην
περίπτωση μάλιστα αυτή δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την
επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης καθώς εννοείται ότι η ηθική
βλάβη έχει ακριβώς αυτό το νόημα. Επίσης, κατά τη διάταξη του
άρθρου 5 του ΝΔ 2711/1953 περί τροποποιήσεως των περί Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους και περί δικών του Δημοσίου διατάξεων, το
Δημόσιο δύναται δια της εξ οιουδήποτε αδικήματος απορρέουσας
αξιώσεις αποζημιώσεως του, να παρίσταται ενώπιον του ποινικού
Δικαστηρίου, προβάλλον ταύτας το πρώτον επ ’ ακροατηρίω άμα τη
εκφωνήσει της υποθέσεως άνευ εγγράφου τινός προδικασίας και δια
μόνης της δηλώσεως του νομίμου πληρεξουσίου του, καταχωριζομένης
εις το αυτόν πρακτικόν". Το Δημόσιο δύναται να ασκεί πολιτική αγωγή
για τις πηγάζουσες από οποιοδήποτε αδίκημα αξιώσεις του,
συντρεχουσών των νομίμων προϋποθέσεων και όχι μόνον στις
περιπτώσεις εκείνες που σε ειδικές διατάξεις προβλέπεται ρητά το
σχετικό δικαίωμά του, ήτοι επί φορολογικών, δασμολογικών και
τελωνειακών παραβάσεων (αρ. 18 ΝΔ 72/1973), για φορολογικά
αδικήματα (άρθ. 21 παρ. 11 Ν. 2523/1997), για δασικά αδικήματα (αρ.
294 § 1 του ΝΔ 86/1969) κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον
πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως προβάλλεται η
αιτίαση ότι το Δικαστήριο επέτρεψε την παράσταση του Ελληνικού
Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο,
αν και δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενοι προς τούτο όροι και ειδικότερα
οι αφορώσες στην ενεργητική νομιμοποίησή του προϋποθέσεις. Το
Δικαστήριο επέτρεψε την παράσταση με την ιδιότητα αυτού του
Δημοσίου και με την κάτωθι αιτιολογία. "Κατά τη διάταξη του άρθρου 5
του Ν.Δ. 2711/1953 "περί τροποποιήσεως των περί Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους και περί δικών του Δημοσίου διατάξεων" το
Δημόσιο δύναται δια τας εξ οιουδήποτε αδικήματος απορρέουσες
αξιώσεις αποζημιώσεώς του, να παρίσταται ενώπιον του ποινικού
Δικαστηρίου, προβάλλον ταύτας το πρώτον επ’ ακροατηρίω άμα τη
εκφωνήσει της υποθέσεως άνευ εγγράφου τινός προδικασίας και δια
μόνης της δηλώσεως του νομίμου πληρεξουσίου του, καταχωριζομένης
εις το οικείον πρακτικόν ...". Από την αμέσως προηγούμενη διάταξη
προκύπτει ότι το Δημόσιο, κατ’ εξαίρεση αυτών που ορίζει το άρθρο
68 του ΚΠοινΔ σχετικά με το χρόνο δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής
αγωγής, το περιεχόμενο και την προδικασία αυτή, διατηρεί πάντοτε το
δικαίωμα να επιδιώξει τις περί αποζημιώσεως απαιτήσεις του, ενώπιον
του ποινικού δικαστηρίου, δια δηλώσεως του νομίμου εκπροσώπου
του, που καταχωρείται στα πρακτικά με την εκφώνηση της υποθέσεως,
πριν την απαγγελία της κατηγορίας και χωρίς καμία προδικασία της
σχετικής αγωγής κλπ. Ωσαύτως το δημόσιο έχει δικαίωμα παράστασης
πολιτικής αγωγής και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
την οποία υπέστη από άδικη πράξη που τελέστηκε σε βάρος του και
έχει αντίκτυπο στην πίστη, το κύρος και τη φήμη του (ΑΠ 108/2013,
Γ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο
δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον προς εκδίκαση του
χρηματικού ποσού των 50.000,00 ’ από κάθε κατηγορούμενο που
αντιστοιχεί στην χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της
ηθικής βλάβης που υπέστη από την αξιόποινη πράξη της υποβολής
ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (άρθρ. 4 § 1 Ν.
3213/2003), που φέρεται ότι τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος και της
άμεσης συνέργειας στην πιο πάνω πράξη, που φέρεται ότι τέλεσε η
δεύτερη κατηγορούμενη. Με το ανωτέρω, δε, περιεχόμενο, η
προδιαληφθείσα παράσταση πολιτικής αγωγής είναι παραδεκτή και
νόμιμη, καθώς και με τις διατάξεις του Ν. 3213/2013 "περί πόθεν
έσχες", επιδιώκεται ο περιορισμός της διαφθοράς στο δημόσιο γενικά
βίο και η πάταξη των αθεμίτων επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών
από κρατικούς λειτουργούς Ολ Ελ.Συν 3649 2013 Γ.Ν.Π. ΔΣΑ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), με αποτέλεσμα η παραβίασή τους, ειδικά από έναν
υπόχρεο, που φέρει την ιδιότητα του βουλευτή, όπως ο πρώτος των
κατηγορουμένων, να έχει ισχυρό αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και
στη φήμη του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο για αυτόν το λόγο
νομιμοποιείται ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικών ενάγον κατά των
υποχρέων του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι
ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και το σχετικό αίτημα των τελευταίων
περί αποβολής της πολιτικής αγωγής.". Αυτά δεχόμενο το Δικαστήριο
δεν παραβίασε τις περί ενεργητικής νομιμοποίησης διατάξεις του
άρθρου 63 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 914 και 932 ΑΚ
και ως εκ τούτου δεν προκλήθηκε η κατά το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ
απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όπως αβασίμως διατείνονται οι
αναιρεσείοντες. Και τούτο διότι, ναι μεν η προνομιακή μεταχείριση του
Ελληνικού Δημοσίου και δη η δυνατότητα του να παρίσταται στο
ποινικό δικαστήριο και να προβάλει το πρώτον άνευ εγγράφου
προδικασίας τις εξ οποιουδήποτε αδικήματος απορρέουσες αξιώσεις
του, μεταξύ των οποίων και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 2711/1953
"περί τροποποιήσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και
περί δικών του Δημοσίου διατάξεων", δεν συναρτάται με το ζήτημα της
ενεργητικής νομιμοποίησής του και δεν θεμελιώνει γενικά και a priori το
σχετικό δικαίωμα τούτου, το οποίο κρίνεται κατά περίπτωση, πλην,
όμως, εν προκειμένω, όπως συνάγεται από τα στοιχεία που
απαρτίζουν τη νομοτυπική και μάλιστα την αντικειμενική υπόσταση του
κρισιολογούμενου εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δήλωσης
περιουσιακής κατάστασης και της άμεσης συνέργειας σ’ αυτήν (άρ. 4
παρ. 1 του ν. 3213/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 46 παρ. 1β’ του
ΠΚ), για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και καταδικάσθηκαν οι
κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, το εύρος του προστατευτικού
σκοπού του συγκεκριμένου κυρωτικού κανόνα δεν περιορίζεται στην
επαύξηση του κύρους ορισμένων κατηγοριών κρατικών λειτουργών και
υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (υπουργών, βουλευτών,
δικαστικών λειτουργών, αστυνομικών, εκπροσώπων νομικών
προσώπων δημόσιου δικαίου, αξιωματούχων της τοπικής
αυτοδιοίκησης κ.λ.π.) και στην ενίσχυση της δημοκρατίας, αλλά
εκτείνεται και καταλαμβάνει, ακόμα και υπό την προϊσχύσασα ειδική
υπόσταση της σχετικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόζεται στην
προκειμένη περίπτωση, τη διασφάλιση, μέσω και της πάταξης της
διαφθοράς, της διαφάνειας σε κρίσιμους τομείς κρατικών λειτουργιών,
στην έννοια της οποίας εμπεριέχεται η προστασία του γενικότερου
ενδιαφέροντος έννομου αγαθού της διατήρησης της εμπιστοσύνης των
πολιτών στην εύρυθμη λειτουργία και καθαρότητα των κρατικών
υπηρεσιών, των οποίων η αποδοτικότητα, η ποιότητα και κυρίως η
χρηστή διοίκηση συνδέονται άρρηκτα με τους υπόχρεους σε υποβολή
δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κρατικούς λειτουργούς, από
πράξεις ή παραλείψεις των οποίων, όπως η διασύνδεσή τους με
αδιαφανείς και αθέμιτες χρηματικές συναλλαγές, με τις οποίες
σκοπείται ή πραγματώνεται η ποινικά επιλήψιμη πράξη της ανακριβούς
δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, πλήττεται οπωσδήποτε η πίστη
και το κύρος του Ελληνικού Δημοσίου, ως φορέα, εκφραστή και
εγγυητή των προστατευόμενων, ως άνω, έννομων αγαθών. Επομένως,
σύμφωνα με τις προηγούμενες αναπτύξεις, το Ελληνικό Δημόσιο
νομιμοποιείται ενεργητικά, ως αμέσως ζημιωθέν, να παραστεί στο
δικαστήριο με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και να ζητήσει την
επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης,
από τη διάπραξη της ειρημένης αξιόποινης πράξης, όσα δε περί του
αντιθέτου διατείνονται οι αναιρεσείοντες είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙΙ. Περαιτέρω, όπως πως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1
και 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυαν μετά την παρ. 4α του άρθρου 13 Ν.
3242/2004, ο βουλευτής ήταν υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης της
περιουσιακής κατάστασης του ιδίου, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων
του, η οποία υποβαλλόταν μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία
ή την ανάληψη των καθηκόντων του και κάθε χρόνο κατά το διάστημα της
θητείας του και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της
βουλευτικής του ιδιότητας, το αργότερο την 30ή Ιουνίου κάθε έτους. Με τη
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α, β και γ του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε
μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 του Ν. 3327/2005 και πριν την
τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "1.α. Η
δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά
το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία,
θεωρούνται, ιδίως: ί. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία
οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το
προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις, ii.
Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή
προσδιορισμό τους. iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα
ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε
είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, iv. Οι
καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα, ν. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και
τα κάθε χρήσης οχήματα, νϊ. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, β.ϊ. Σε
περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης
υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της
σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης
των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν
τίμημα, ii. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα
των οικείων παραστατικών, γ. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και
υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του
περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγο του, αν αναγράφονται μόνο δικά της
στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά
στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση περιουσιακής
κατάστασης συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφο της φορολογικής
δήλωσης του υπόχρεου του αντίστοιχου οικονομικού έτους". Με το άρθρο 4
παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 3213/2003, όπως αυτό ίσχυε πριν από το άρθρο 1 παρ.
5 και 2 του Ν. 3849/2010, οριζόταν ότι: "Ελεγχόμενος, που παραλείπει να
υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του
ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με
χρηματική ποινή.". Ακολούθως, μετά από τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο
Ν. 3213/2003 με τα άρθρα 1 παρ. 5, 2 και 4 του Ν.3849/2010, με το άρθρο 6
παρ. 1 του Ν. 3213/2003, οριζόταν ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση που
παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από
δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ". Και
ήδη σήμερα, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως
ίσχυε, με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση
που παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση
τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000)
ευρώ". Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία επιβάλλει μικρότερες ποινές από τις
προγενέστερες διατάξεις για το πλημμέλημα της με πρόθεση υποβολής
ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης, περιέχει τις ευμενέστερες
για τον κατηγορούμενο διατάξεις και είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη
περίπτωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του Π.Κ.. Εξάλλου, από τις ως άνω
διατάξεις, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής
κατάστασης βουλευτής, πρέπει να δηλώσει λεπτομερώς και να συμπεριλάβει
στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα
κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της
συζύγου του και ότι η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται
στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από
τη λέξη "ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό. Σε περίπτωση δε που εν
γνώσει του (με πρόθεση) δεν δηλώσει και δεν συμπεριλάβει στη δήλωση
περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο
της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του,
υποβάλλει εν γνώσει του (με πρόθεση) ανακριβή στοιχεία ως προς την
περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και της συζύγου του και διαπράττει το ως
άνω πλημμέλημα που προβλεπόταν αρχικά από τη διάταξη του άρθρου 4
παρ. 3 του Ν. 3213/2003 και ήδη προβλέπεται και τιμωρείται από την
προαναφερθείσα ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως
ίσχυε" μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014. Τέλος,
κατά το άρθρο 46 παρ. 1β’ του Π.Κ., "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται
όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια
της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή
συνάγεται με σαφήνεια ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην
τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης
συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την
διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε
χωρίς αυτή τη συνδρομή να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του
εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.

Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις


των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο
510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’
αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την
αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η
κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών
στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές
σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική
ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η
αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο
σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την
απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα
αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη
βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά μέσα κατά το
είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδικότερη αναφορά στο καθένα
από αυτά και μνεία του τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά.
Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο
αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το
δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που
πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν
υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη
διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο
από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου
παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της
αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού
και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του
εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα
οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή
εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

Στην προκειμένη, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το


σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 5209-6187/2015 αποφάσεως του,
μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία
προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα
πράγματα κρίση του ως προς τις αξιόποινες πράξεις της υποβολής
ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από υπόχρεο βουλευτή
για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και της άμεσης συνέργειας σε
αυτή, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, κατά λέξη, τα κάτωθι:
"Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της
υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την
εκκαλουμένη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, καθώς και τα έγγραφα που
αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική
διαδικασία, αποδείχθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος
κατηγορούμενος Ι. Π. του Π., που είχε διατελέσει Υπουργός ... κατά το
χρονικό διάστημα από το Μάιο του έτους 1994 μέχρι και τον Οκτώβριο του
έτους 2001, καθώς και Υπουργός ... κατά το χρονικό διάστημα από το
Νοέμβριο του έτους 2001 μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2004, και έκτοτε
διετήρησε τη βουλευτική του ιδιότητα μέχρι και το Σεπτέμβριο του έτους 2007,
είχε τη νόμιμη υποχρέωση λόγω της τελευταίας αυτής ιδιότητάς του (του
βουλευτή δηλαδή του Ελληνικού Κοινοβουλίου) να υποβάλει προς την
επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου
κάθε έτους, αλλά και επί τρία (3) έτη μετά την απώλεια της προεκτεθείσης
ιδιότητας, δήλωση περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
3213/2003, η οποία να περιέχει με λεπτομέρειες τα υφιστάμενα κατά το χρόνο
υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ίδιου και της συζύγου του, δηλαδή: α)
τα έσοδα από κάθε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, β) τα
ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σ’ αυτά, με ακριβή
προσδιορισμό τους, γ)τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα
ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε
είδος, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά και
αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα,
καθώς και τα κάθε χρήσεως οχήματα, στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους
επιχείρηση. Σε εκπλήρωση της ως άνω υποχρεώσεώς του ο πρώτο
κατηγορούμενος στις 25-6-2009, υπέβαλε την πιο πάνω δήλωση για το έτος
2009. Όμως στη δήλωσή του αυτή κατεχώρησε, εν γνώσει του, ανακριβώς τα
υφιστάμενα εκείνη την ημέρα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του και
συγκατηγορούμενής του Σ. Κ., καθώς με πρόθεση παρέλειψε να
συμπεριλάβει σ’ αυτά και να καταγράψει στην κατηγορία υπό τον κωδικό
Α.1.4: καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα" τον τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων με αριθμό
πελάτη ..., που τηρούνταν στην Ελβετική Τράπεζα με την επωνυμία "... SA" με
καταθέσεις, κατ’ εκείνη την ημερομηνία, ύψους ... ’, και ο οποίος εμφανίζετο
από το ένα μέρος να έχει ως τυπικό δικαιούχο την αλλοδαπή εταιρεία με την
επωνυμία "..." στην πραγματικότητα, όμως όπως καλώς γνώριζε ο πρώτος
κατηγορούμενος, Ι. Π., είχε μοναδική δικαιούχο τη δευτέρα κατηγορουμένη -
σύζυγό του, η οποία γνωρίζοντας το κατά τα ανωτέρω ανακριβές περιεχόμενο
της δηλώσεως αυτής, την υπέγραψε με την ιδιότητα της συζύγου του πρώτου
εναγομένου, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σ’ αυτόν άμεση συνδρομή
κατά την τέλεση της άδικης αυτής πράξεώς του. Περαιτέρω πρέπει να
επισημανθούν τα ακόλουθα: Βέβαια οι κατηγορούμενοι για τους λόγους που
ήδη έχουν εκθέσει με λεπτομέρειες, αρνούνται την κατηγορία που τους
αποδίδεται, όμως από τα μνησθέντα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν τα εξής:
Τον Απρίλιο του έτους 2000, η δεύτερη κατηγορουμένη, Σ. Κ., με τη συνδρομή
του Γ. Κ., που ήταν στενός συνεργάτης του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Π.,
άνοιξε τον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό πελάτη ... στην Ελβετική Τράπεζα
... SA, στον οποίο κατέθεσε μέσω εμβασμάτων τα ακόλουθα ποσά: Ι) στις 2-
5-2000 εκείνο των 585.000,00 € ,

ΙΙ) στις 4-8-2000 εκείνο των 226.000,00 ’, και

ΙΙΙ) στις 11-8-2000 εκείνο των 500.000,00 ’. Δηλαδή μέσω εμβασμάτων η


δεύτερη κατηγορουμένη κατέθεσε στο ως άνω λογαριασμό το ποσό των
1.311.000,00 ’. Στη συνέχεια για λόγους αποτελεσματικότερης διαχείρισης
των χρημάτων (επιμέρους τοποθετήσεις τμημάτων του ποσού), όπως
συνηθίζεται στην τραπεζική πρακτική, ανοίχθηκαν από την Τράπεζα
περισσότεροι τραπεζικοί λογαριασμοί, με αποτέλεσμα, έως τα τέλη
Ιανουαρίου του έτους 2008, η δεύτερη κατηγορουμένη να διατηρεί υπό αυτόν
τον κωδικό πελάτη ένα χαρτοφυλάκιο τίτλων αξίας τουλάχιστον
1.400.000,00’. Στις 7-2-2008 η δεύτερη κατηγορούμενη προχώρησε με την
εξωχώριο (offshore) εταιρεία ..., στην ίδρυση ανακλητού εμπιστεύματος (...) με
την επωνυμία .... Ιδρύτρια αλλά και δικαιούχος του εν λόγω ... τύγχανε η ίδια η
δεύτερη κατηγορουμένη, εμπιστευματοδόχος τύγχανε η αμέσως προηγούμενη
εξωχώριος εταιρεία, ενώ συνδικαιούχοι αυτού τύγχαναν, κατ’ ίσα μέρη, και τα
ανήλικα τέκνα αυτής που είχε αποκτήσει με τον πρώην σύζυγό της Θ. Ο..
Παράλληλα ιδρύθηκε η εξωχώριος εταιρεία "..." στο όνομα της οποίας
ανοίχθηκε στην Τράπεζα ... ο τραπεζικός λογαριασμός με αριθμό πελάτη ....
Στον τελευταίο (λογαριασμό) η δεύτερη κατηγορούμενη κατέθεσε τον Μάρτιο
του έτους 2008 το ποσό των 800.000,00’, που είχε αναλάβει από τον
ειρημένο ... λογαριασμό της. Του εν λόγω όμως λογαριασμού (...) τυπικά
δικαιούχος εμφανιζόταν η εταιρεία "..." ως διαχειρίστρια των κεφαλαίων του ...,
ενώ κατ’ ουσίαν δικαιούχος παρέμενε η δεύτερη κατηγορουμένη καθόσον το
εμπίστευμα με την επωνυμία "...", ουδέποτε λειτούργησε σύμφωνα με τους
σκοπούς του. Λειτουργούσε μόνο ως "μανδύας"για ν’ αποκρύπτεται η
αληθής δικαιούχος του, δηλαδή η δεύτερη κατηγορουμένη. Όλα τα κεφάλαια
της δεύτερης κατηγορουμένης που υπήρχαν στο λογαριασμό ... που
προεκτέθηκε, εν συνεχεία στις 15-12-2010 μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό της
ίδιας τράπεζας με στοιχεία ... και αριθμό πελάτη ..., με μοναδικούς
συνδικαιούχους τους υιούς της Α. Ο. και Σ. Σ. Ο.. Τα εν λόγω κεφάλαια,
ύψους τότε ...’, μεταφέρθηκαν αμέσως, στις 17-12-2010 στον υπ’ αριθμ....
... λογαριασμό της ..., του οποίου μοναδικοί συνδικαιούχος ήταν ο Α. Ο. και Σ.
- Σ. Ο.. Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς των κατηγορουμένων τα χρήματα του ... λογαριασμού και
εντεύθεν του ... λογαριασμού, προέρχοταν: α)από χρήματα της δεύτερης
κατηγορουμένης και κατά κύριο λόγο από χρήματα που της κατέβαλε ο
πρώην σύζυγός της Θ. Ο. για τη διατροφή των τέκνων τους που
προαναφέρθηκαν, β)από χρήματα που της είχε δώσει η μητέρα του πρώτου
κατηγορουμένου και γ)από αναλήψεις από κοινούς λογαριασμούς και των δύο
κατηγορουμένων. Αφού όμως επισημανθεί ότι από τα προδιαληφθέντα
αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε τόσο ότι τα ανωτέρω χρήματα
προέρχονταν τόσο από χρήματα που καταβάλλονταν από τον Θ. Ο. στη
δεύτερη κατηγορουμένη για τη διατροφή των κοινών αυτών τέκνων, όσο και
από χρήματα που δήθεν είχε δώσει η μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου
στη νύφη της, δευτέρα των κατηγορουμένων, και αφού επίσης επισημανθεί ότι
τα εν λόγω χρήματα αρχικά ανήκαν σε αμφότερους τους κατηγορουμένους, οι
οποίοι από κάποιο χρονικό σημείο και ύστερα απέβλεψαν στο να είναι
μοναδική δικαιούχος η δεύτερη κατηγορουμένη, υπήρξε εκ μέρους και των
δύο κατηγορουμένων, για τους δικούς τους λόγους, μία προσπάθεια να
συγκαλυφθεί το επίμαχο ποσό, προκειμένου να μην συμπεριληφθεί στη
σχετική δήλωση "πόθεν έσχες". Μάλιστα ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε
εξαρχής την εξαγωγή στην Ελβετία και κατάθεση σε εκεί τραπεζικό ίδρυμα του
επίμαχου ποσού, δεδομένου ότι στην εν λόγω εξαγωγή και τραπεζική
κατάθεση στην αλλοδαπή είχε συμβάλει ουσιαστικά ο Γ. Κ., που διατηρούσε
ιδιαίτερες σχέσεις με τον πρώτο κατηγορούμενο και δεν ήταν δυνατόν να του
αποκρύψει τη συμβολή του αυτή, τα σχετικά ποσά ήταν ιδιαίτερα μεγάλα και
ένα μέρος τους προερχόταν από κοινούς λογαριασμούς αμφοτέρων των
κατηγορουμένων. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν υποχρέωση δήλωσης
του ενδίκου ποσού, διότι γνώριζαν την ύπαρξή του. ’λλωστε υπήρξε μακρά,
συντονισμένη και μεθοδική προσπάθεια αποκρύψεως του οικείου ποσού. Με
τ’ ανωτέρω δεδομένα: Ι)Η κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων -
εκκαλούντων κατηγορία ουδόλως τυγχάνει αβάσιμη κατά το νόμο, διότι οι
τελευταίοι είχαν υποχρέωση να συμπεριλάβουν στην οικεία δήλωση της
περιουσιακής κατάστασης το προρρηθέν χρηματικό ποσό, ουδεμία δε έννομη
επιρροή ασκεί το πώς αντιμετωπίζεται από πλευράς ελβετικών δικαστηρίων
το σχετικό του εμπιστεύματος ζήτημα. Κατά συνέπεια ο πρώτος εκ των
αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί του νομικά αβασίμου της
σε βάρος τους ειρημένης κατηγορίας πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΙΙ) Η δευτέρα των κατηγορουμένων ουδόλως αποξενώθηκε από τα χρηματικά


ποσά που απετέλεσαν το κεφάλαιο του μνησθέντος εμπιστεύματος ούτως
ώστε να θεωρήσει ... ότι η εν λόγω κατηγορουμένη πλανήθηκε σχετικά με τον
άδικο χαρακτήρα της πράξης που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Από
όλα δε τα όσα προέκυψαν από το αποδεικτικό υλικό που προαναφέρθηκε, η
δευτέρα των κατηγορουμένων οπωσδήποτε είχε την ικανότητα να διαγνώσει
το συγκεκριμένο της παράνομης συμπεριφοράς της (Κατσαντώνης στα
Ποιν.Χρον.Κ.666), σε τούτο δε συνηγορεί και το γεγονός ότι στην αμέσως
προηγούμενη ικανότητά της συνέβαλαν τόσο η ηλικία της, όσο και οι
πνευματικές αυτής δυνατότητες και το επάγγελμά της (βλ. Αριστοτέλη
Χαραλαμπάτη "Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία κατ’ αρθρ. τομ. Α’ αρθρ. 1-206,
εκδοσ. 2011, κάτω από το άρθρο 31 ν, σελ. 598, όπου παραπομπές του
συγγραφέα στη θεωρία).
Κατά συνέπεια ο αυτοτελής ισχυρισμός της δευτέρας των κατηγορουμένων
περί συγγνωστής νομικής πλάνης (αρθ. 31 παρ.2 ΠΚ) τυγχάνει απορριπτέως
ως αβάσιμος

ΙΙΙ)Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου των κατηγορουμένων


περί πραγματικής πλάνης εν σχέσει με την αξιόποινη πράξη που του
αποδίδεται με το κατηγορητήριο, ανεξάρτητα από την κάποια αοριστία του,
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι από τα προεκτεθέντα και
τα αποδειχθέντα από τον προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό ουδόλως
προέκυψε ότι στον εν λόγω κατηγορούμενο διαμορφώθηκαν εσφαλμένες
παραστάσεις αναφορικά με τις αντικειμενικές περιστάσεις, οι οποίες
συνιστούν απαραίτητο τμήμα κάποιου στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης
της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται. Υπο τα προειρημένα, πάντοτε,
και αποδειχθέντα από το ίδιο αποδεικτικό υλικό ο συγκεκριμένος
κατηγορούμενος πλήρως αντιλαμβανόταν τι έπραττε όταν τελούσε την
προεκτεθείσα εγκληματική πράξη. Απορριπτομένων δε των ως άνω
αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων, σύμφωνα με όσα
διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσης, και με βάση τα ως άνω
δεδομένα, πρέπει ο καθένας εκ των κατηγορουμένων να κηρυχθεί ένοχος της
αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με
όσα ειδικότερον ορίζονται στο αυτό διατακτικό". Στη συνέχεια, το ανωτέρω
Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους των ως άνω
αξιόποινων πράξεων της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής
κατάστασης από υπόχρεο και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή και
επέβαλε στον καθένα απ’ αυτούς ποινή φυλακίσεως, τεσσάρων (4) ετών και
χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων ευρώ στον καθένα τους, την οποία και
μετέτρεψε προς δέκα ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο επί λέξει διατακτικό:
Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος, Ι. Π., στην Αθήνα, στις 25-6-2009, ενώ ήταν
βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2007
και λόγω της ιδιότητας του αυτής είχε κατά νόμο υποχρέωση να υποβάλει
προς την Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, το αργότερο μέχρι την
30η Ιουνίου κάθε έτους αλλά και επί τρία έτη μετά την απώλεια της ανωτέρω
ιδιότητας, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του
Ν. 3213/2003, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο
υποβολής της, περιουσιακά στοιχεία του ίδιου και της συζύγου του, δηλαδή α)
τα έσοδα από κάθε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, β) τα
ακίνητα καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή
προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιριών, τα
ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε
είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις
καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα καθώς και
τα κάθε χρήσης οχήματα και στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση,
εντούτοις καταχώρησε εν γνώσει του ανακριβώς στη δήλωση περιουσιακής
κατάστασης οικονομικού έτους 2009, που υπέβαλε κατά την ανωτέρω
ημεροχρονολογία, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο εκείνα περιουσιακά στοιχεία
της συζύγου του Σ. Κ., δεύτερης κατηγορουμένης και συγκεκριμένα παρέλειψε
να συμπεριλάβει σε αυτά και να αναγράψει στην ως άνω δήλωση, υπό τον
κωδικό ... καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά
πιστωτικά ιδρύματα", τους επενδυτικούς λογαριασμούς της στην Τράπεζα "...
...) SA" ’ , που περιλάμβαναν κεφάλαια ομολόγων, κεφάλαια μετοχών και
ρευστοποιήσιμο ενεργητικό, συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου
τετρακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και
ογδόντα δύο λεπτών (...), παρά το γεγονός ότι γνώριζε την ύπαρξη των ως
άνω λογαριασμών.

Β) Η δεύτερη κατηγορουμένη, Σ. Κ., συζ. Ι. Π., στην ’, στις 25-6-2009, με


πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στον πpώτo κατηγορούμενο, Ι. Π., κατά τη
διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας άδικης πράξης της από πρόθεση
υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης εκ μέρους
υπόχρεου προς τούτο προσώπου. Συγκεκριμένα ενώ ο σύζυγος της πρώτος
κατηγορούμενος, Ι. Π., ήταν βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου μέχρι το
Σεπτέμβριο του έτους 2007 και λόγω της ιδιότητας του αυτής είχε κατά νόμο
υποχρέωση να υποβάλει προς την Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν.
3023/2002, το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου κάθε έτους αλλά και επί τρία
έτη μετά την απώλεια της ανωτέρω ιδιότητας, δήλωση περιουσιακής
κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του. Ν. 3213/2003, η οποία να περιέχει
λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά
στοιχεία και των δύο, δηλαδή α) τα έσοδα από κάθε πηγή, κατά το
προηγούμενο οικονομικό έτος, β) τα ακίνητα καθώς και τα εμπράγματα
δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών
και αλλοδαπών εταιριών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια
αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά
προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα
ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια
μεταφορικά μέσα καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα και στ) τη συμμετοχή σε
κάθε είδους επιχείρηση, παρείχε στο σύζυγό της, πρώτο κατηγορούμενο,
άμεση συνδρομή στη διάρκεια και κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης, που
αυτός τέλεσε και η οποία περιγράφεται στο στοιχ.Α του παρόντος, καθώς
υπέγραψε, ως σύζυγός του, τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης
οικονομικού έτους 2009, την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος υπέβαλε προς
την επιτροπή του άρθρου 21 του Ν.3023/2002, μολονότι αυτός είχε
καταχωρήσει εν γνώσει του ανακριβώς στην προαναφερόμενη δήλωση
περιουσιακής κατάστασης τα υφιστάμενα κατά το χρόνο εκείνα περιουσιακά
στοιχεία της ίδιας, παραλείποντας να συμπεριλάβει σε αυτά και να αναγράψει
στην ως άνω δήλωση, υπό τον κωδικό "... καταθέσεις σε Τράπεζες,
ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα", τους
επενδυτικούς λογαριασμούς, που η ίδια διατηρούσε στην Τράπεζα "... ...) SA"
... και οι οποίοι περιλάμβαναν κεφάλαια ομολόγων, κεφάλαια μετοχών και
ρευστοποιήσιμο ενεργητικό, συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου
τετρακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και
ογδόντα δύο λεπτών (...), παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι δεν είχαν
συμπεριληφθεί στην ανωτέρω δήλωση οι προαναφερόμενοι επενδυτικοί
λογαριασμοί". Με αυτές τις, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού,
παραδοχές, το Δικαστήριο που δίκασε εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφασή
του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα
πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική
διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης
και της άμεσης συνέργειας σ’ αυτό, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι
αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά,
καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την
υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16,
17, 18 εδ.β’ , 26 παρ.1α, 27, 46 παρ.1β’ , 49 παρ.1, 51, 53, 57 και 79 ΠΚ, 1
παρ.1 παρ.δ’ και 2 εδ. β’ , 2 παρ.1α’ , γ’ , 3 παρ.1 και 4, 4 παρ.3 εδ.α’
και β, 10 Ν. 3213/2003, όπως το άρθρο 4 ίσχυε πριν την κατάργησή του με το
άρθρο 1 παρ.5 του Ν.3849/2010, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε,
χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή
αντιφατικές αιτιολογίες. Οι περί του αντιθέτου ειδικότερες αιτιάσεις των
αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον το Δικαστήριο
διέλαβε τις ανωτέρω κρίσεις στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης
αποφάσεώς του, προκειμένου να καταδείξει και τεκμηριώσει τη συνδρομή του
δόλου αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, ο οποίος συνιστά αναγκαίο όρο για τη
θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της εν λόγω αξιόποινης πράξης.
Επομένως, όπως άλλωστε προκύπτει από τη συλλογιστική του αιτιολογικού
της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση ανακύπτει,
δεδομένου ότι εφαρμόσθηκαν οι, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης,
ισχύουσες διατάξεις του Ν.3213/2003, σύμφωνα με τις οποίες, ο σκοπός
απόκρυψης περιουσιακού στοιχείου δεν αποτελούσε στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης της συγκεκριμένης πράξης. Επιπρόσθετα, με την
αναγραφή στο σκεπτικό ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν υποχρέωση
δήλωσης του επιδίκου ποσού, διότι γνώριζαν την ύπαρξή του, δεν
διαφοροποιήθηκε η αποδοθείσα στην δεύτερη από αυτούς κατηγορία και ως
εκ τούτου ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση δημιουργείται, αφού αυτή κρίθηκε
ένοχη για άμεση συνέργεια στη συγκεκριμένη πράξη και όχι ως αυτουργός
τέλεσης αυτής, που προϋποθέτει την ύπαρξη υποχρέωσης, για υποβολή
σχετικής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Επομένως, οι λόγοι της
κρινόμενης αναιρέσεως που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο (κύριο και
προσθέτους λόγους) της αναιρέσεως και αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και σε
έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως (αρ.510 παρ.1
στοιχ.Δ’ και Ε’ Κ...) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙΙΙ) Περαιτέρω, στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ του Κ.ΠοινΔ. ορίζεται ότι
"ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε
κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον ’ρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν
δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, α) ... δ) την εμφάνιση, την
εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των
δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για
την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα".
Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή
απονομή της δικαιοσύνης ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του
οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν.Δ.
53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, κατά την παρ. 3 εδ. α’ και β’ του
οποίου ορίζεται ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται
στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε
λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να
διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της
υπεράσπισης του, διαφορετικά παραβιάζεται το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα
του. Όμως, για την κατάφαση της παραβίασης αυτής, πρέπει να προκύπτει με
βεβαιότητα από το σύνολο της διαδικασίας ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη
δυνατότητα να πληροφορηθεί με επάρκεια την κατηγορία (ΕΔΔΑ: ... κατά
Λιθουανίας της 21-2-2002, D. κατά Ουγγαρίας της 1-3-2001). Τέλος, μεταβολή
της κατηγορίας, η οποία επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως για απόλυτη
ακυρότητα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό
με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν η
πράξη για την οποία δικάζεται ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και
λοιπές ιστορικές περιστάσεις, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την
οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη, έχει απαγγελθεί η κατηγορία και επί της
οποίας ο κατηγορούμενος κλήθηκε να απολογηθεί και στήριξε την
υπεράσπιση του, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό.
Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με την απόφαση
συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά
που απαρτίζουν την πράξη. Ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας επέρχεται
και όταν αυτή αναφέρεται σε στοιχείο αναγκαίο κατά το νόμο για τη θεμελίωση
της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος.

Στην προκειμένη περίπτωση με τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους της


αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με
την προσβαλλόμενη απόφασή του μετέβαλε ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση
του άρθρου 6 παρ.1 και 3 περ.α’ και β’ της ΕΣΔΑ την σε βάρος τους
κατηγορία, την οποία μάλιστα υπήγαγε σε διαφορετική διάταξη του
Ν.3213/2003 από την επιεικέστερη που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της
πράξης και συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου 2 Ν.3213/2003, όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με το Ν.4281/2014, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη
ακυρότητα από παραβίαση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Όμως, οι
αιτιάσεις αυτές των αναιρεσειόντων είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, διότι η
κατηγορία σε βάρος των αναιρεσειόντων συνίστατο σε από μέρους του
πρώτου αναιρεσείοντος ως βουλευτή παράλειψη δηλώσεως καταθέσεως
συνολικού ποσού ... ευρώ που υπήρχε κατατεθειμένο ως περιουσιακό
στοιχείο της δεύτερης αναιρεσείουσας και συζύγου του στην τράπεζα ...
Γενεύης και εν γνώσει του υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής
κατάστασης οικονομικού έτους 2009 και σε από μέρους της δεύτερης
αναιρεσείουσας άμεση συνδρομή στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη του
συζύγου της, με την εν γνώσει της υπογραφή ως συζύγου της ανακριβούς
δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2009 που υπέβαλε ο
πρώτος αναιρεσείων και σύζυγός της, ως βουλευτής και η κατηγορία αυτή σε
βάρος του αναιρεσείοντος δεν υπέστη καμμιά μεταβολή από την διευκρίνιση
στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως "ότι υπήρχε στην ... S.A ο με
αριθμό ... τραπεζικός λογαριασμός που είχε ποσό ... ευρώ και ο οποίος
εμφανίζετο από το ένα μέρος να έχει τυπικό δικαιούχο την αλλοδαπή εταιρεία
με την επωνυμία "..." στην πραγματικότητα όμως, όπως καλώς γνώριζε ο
πρώτος κατηγορούμενος είχε μοναδικό δικαιούχο τη δευτέρα κατηγορουμένη
σύζυγό του...". Τούτο δε διότι για την στοιχειοθέτηση του ως άνω
πλημμελήματος για το οποίο διώχθηκαν και καταδικάστηκαν οι
αναιρεσείοντες, ο πρώτος ως αυτουργός και η δεύτερη ως συνεργός, όπως
προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ.1 περ.α’ , β’ , γ’ του
Ν.3213/2003, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 του
Ν.3327/2005 και πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 223 του
Ν.4281/2014, αρκεί το ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης
βουλευτής, εν γνώσει του (με πρόθεση) δεν δήλωσε και δεν συμπεριέλαβε
στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε όλα τα υφιστάμενα κατά
το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου
του, αφού η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται στο άρθρο
2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από τη λέξη
"ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, τέτοιο δε περιουσιακό στοιχείο
αποτελούν και οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνοντας και οι καταθέσεις σε τράπεζα που γίνονται σε
λογαριασμό που αφορά τη σύσταση ανακλήτου καταπιστεύματος, όπως τούτο
διευκρινιστικά επαναλαμβάνεται και με τη διάταξη του άρθρου 223 παρ.1 του
μεταγενέστερου και επιεικέστερου ως προς την ποινή Ν.4281/2014, στην
οποία αναφέρεται και πάλι ενδεικτικά ότι ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται
ιδίως: "iv)οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα
πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή
ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή
επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (...). Σε περίπτωση δε
που δεν συμπεριλάβει στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα
υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά
στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, υποβάλλει εν γνώσει του (δηλ.με
πρόθεση) ανακριβή στοιχεία ως προς την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου
και της συζύγου του και διαπράττει το ως άνω πλημμέλημα που προβλεπόταν
αρχικά από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 του Ν.3213/2003 και ήδη
προβλέπεται και τιμωρείται από την προαναφερθείσα ευμενέστερη διάταξη
του άρθρου 6 Ν.3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το
άρθρο 227 του Ν.4281/2014. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί στοιχείο του ως
άνω πλημμελήματος το είδος και ο αριθμός του τραπεζικού λογαριασμού στον
οποίο είναι κατατεθειμένο το χρηματικό ποσό, αλλά μόνον το ότι το χρηματικό
ποσό είναι κατατεθειμένο σε τράπεζα και αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του
βουλευτή ή της συζύγου του, το οποίο και παρέλειψε να συμπεριλάβει στη
δήλωσή του. Έτσι και σύμφωνα με τα’ ανωτέρω δεν αποτελεί μεταβολή της
κατηγορίας για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη,
απαγγέλθηκε η δέουσα κατηγορία κατά των αναιρεσειόντων και αυτοί
κλήθηκαν να απολογηθούν και να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους, αφού το
πλημμέλημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες είναι το ίδιο με
εκείνο για το οποίο τους απαγγέλθηκε κατηγορία και δεν αποτελεί νέο
έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό, αλλά απλώς με την προσβαλλόμενη
απόφαση συμπληρώνεται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά
περιστατικά που απαρτίζουν την αξιόποινη πράξη του ως άνω
πλημμελήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες. Σε κάθε
περίπτωση αρκούσε το γεγονός ότι υπήρχε περιουσιακό στοιχείο καταθέσεως
χρηματικού ποσού σε τράπεζα, που δεν δηλώθηκε από τον υπόχρεο
βουλευτή, ανεξάρτητα από το είδος του λογαριασμού στον οποίο ήταν
κατατεθειμένο αυτό, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν ο λογαριασμός με
δικαιούχο τη σύζυγό του βουλευτή αφορούσε λογαριασμό ταμιευτηρίου ή
λογαριασμό ανακλήτου καταπιστεύματος ή άλλου είδους λογαριασμό.
Επομένως οι δύο πρώτοι πρόσθετοι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως που
αναφέρονται σε απόλυτη ακυρότητα λόγω ανεπίτρεπτής μεταβολής της
κατηγορίας και παραβάσεως των άρθρων 6 παρ.1 και 3 παρ.α’ και β’ της
ΕΣΔΑ (αρθρ.510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠοινΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
IV) Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.1 του ΚΠΔ, όταν
τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει
το λόγο στον εισαγγελέα ή στους εισαγγελείς (αρθρ.32 παρ.2), έπειτα στον
πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα
που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της
ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος
δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. Όπως δε διαλαμβάνεται στη διάταξη του
άρθρου 376 παρ.3 εδ.β του ίδιου κώδικα, πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την
ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου για την πράξη που του
αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για το
χαρακτηρισμό της πράξης αφού δε κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος,
γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί
και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφαλείας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς
ενάγοντος. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση
για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται στον πολιτικώς ενάγοντα
να επεκταθεί σε θέματα ποινής, με την οποία συνδέεται και η αναγνώριση της
συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων. Η παραβίαση όμως, των διατάξεων
αυτών, με τη διατύπωση γνώμης από τον πολιτικώς ενάγοντα επί θεμάτων
ποινής δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον δεν
παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του
κατηγορουμένου (αρ.171 παρ.1 περ.δ’ ΚΠΔ) ούτε επάγεται η περίπτωση
αυτή στις άλλες περιοριστικώς αναφερόμενες απόλυτες ακυρότητες του
άρθρου 170 παρ.2 και 171 ΚΠΔ (ΑΠ 686/2015).

Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση με τον σχετικό λόγο του προσθέτου


δικογράφου, με τον οποίο προβάλλεται ότι επήλθε υπέρβαση εξουσίας και
απόλυτη ακυρότητα με το να δοθεί ο λόγος στους πληρεξούσιους δικηγόρους
του παρασταθέντος ....πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, και να
εκφράσουν άποψη κατά τη συζήτηση για την αναγνώριση της συνδρομής ή
μη στο πρόσωπο των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων ελαφρυντικών
περιστάσεων, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ως εκ
τούτου ο λόγος αυτός που ερείδεται στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α και Η
ΚΠοινΔ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. V)Τέλος η απαιτούμενη από τις
διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της
ενοχής απόφαση, τις οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αυτές που η έκδοσή τους
έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, και
στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται από τον
κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων
170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ και κατατείνουν στην άρση του άδικου
χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς
καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής.
Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολογήσεως και σε περίπτωση
ευδοκίμησης τους της επέλευσης του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο
αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο
σαφή και ορισμένο, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά
τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, άλλως το
δικαστήριο δεν υπέχει υποχρέωση απάντησης και μάλιστα αιτιολογημένης.
Για τη στοιχειοθέτηση δε της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου
βίου (αρ.84 παρ.2 περ.α’ ΠΚ) δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο ούτε η
απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης ούτε η
μέχρι το σε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας
και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται να
καταδεικνύεται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά
σε όλους τους τομείς. Επίσης για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση που
προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ.2 περ.ε’ ΠΚ, υπό καθεστώς ελευθερίας
του υπαιτίου, η συμπεριφορά του πρέπει να είναι θετική και επωφελής για
μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά
περιστατικά δηλωτικά μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά
περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη, από
τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του, μη αρκούσης
της απλής, καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής
οικογενειακής ζωής, χωρίς παραβατικότητα και μόνον, διότι η καλή
συμπεριφορά δεν νοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον
ως απουσία παραβατικότητας...Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του
ανωτέρω ελαφρυντικού συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική,
κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι
μόνον έλλειψης έννομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που
δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης
δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της
ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το
παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν
εξακολουθεί να ζεί όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβιάσεως των νόμων
και ιδιαίτερα του ποινικού κώδικα.

Στην προκειμένη περίπτωση, αμέσως μετά την απαγγελία της περί ενοχής
των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων απόφασης του Δικαστηρίου, οι
συνήγοροι υπερασπίσεως των τελευταίων, αφού έλαβαν το λόγο από τον
πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά και κατέθεσαν εγγράφως αυτοτελείς
ισχυρισμούς, με τους οποίους ζητήθηκε η αναγνώριση στα πρόσωπα αυτών
των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου έντιμου βίου και της καλής
συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους (αρθ.84
παρ.2. περ. α και ε ΠΚ), με το εξής, κατά πιστή αντιγραφή, περιεχόμενο
"ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗΣ ΑΡΘΡΟΥ 84 παρ. 2 περ. α
και περ. ε ΠΚ.

Στην αδόκητη περίπτωση που το Δικαστήριό Σας, κρίνει ενόχους τους


κατηγορούμενους, πρέπει να τους αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση
της προηγούμενης έντιμης ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής ζωής και
της συνόλου κοινωνικής αλλά και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.
Όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο ο πρότερος έντιμος βίος του
προκύπτει από την ακαδημαϊκή, πολιτική και κοινωνική ζωή του.
Πραγματοποίησε σπουδές στα οικονομικά και στην ιστορία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και στη Σορβόννη και συμπλήρωσε τις σπουδές του στα οικονομικά
στο πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Στη συνέχεια πραγματοποίησε διδακτορικό
στις οικονομικές επιστήμες στο φημισμένο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Κατά
τη διάρκεια της επαγγελματικής, ακαδημαϊκής και πολιτικής σταδιοδρομίας του
χρημάτισε βουλευτής και ευρωβουλευτής καθώς και υπουργός ... σε διάφορες
κυβερνήσεις ενώ σε ακαδημαϊκό επίπεδο διετέλεσε ειδικός επιστήμονας του
Οικονομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών και επισκέπτης
καθηγητής στο ελληνικό παρατηρητήριο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του ....
Μετά τη λήξη της τελευταίας κοινοβουλευτικής του θητείας το 2007, ο Γ. Π.
ανέπτυξε σημαντικές διεθνείς δραστηριότητες, τόσο για επαγγελματικούς
λόγους, όσο και για λόγους που συνδέονται με την ακαδημαϊκή και ερευνητική
του σταδιοδρομία καθώς και τη πολιτική του πορεία. Οι δραστηριότητες αυτές
επιβάλλουν την παρουσία του στο εξωτερικό για μεγάλο μέρος του διαθέσιμου
χρόνου του. Συγκεκριμένα:

Παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μεγάλους τραπεζικούς και


επιχειρηματικούς ομίλους για θέματα που αφορούν τις διεθνείς και, ειδικότερα,
τις ευρωπαϊκές, οικονομικές και πολιτικές προοπτικές. Ως μέλους του ...
Group), ενός αμερικανικού ομίλου συμβουλευτικών υπηρεσιών,
πραγματοποιεί συχνά επισκέψεις στο εξωτερικό. Στη διάρκεια των τελευταίων
ετών έχει επισκεφθεί το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Φρανκφούρτη, τη Νέα Υόρκη,
τη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και άλλες πρωτεύουσες, προσκεκλημένος για
ομιλίες από επιχειρηματικούς ομίλους. Ως πρόεδρος του ... συμμετέχει σε
διεθνείς ερευνητικούς ομίλους. Είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της
..., ενός γαλλικού ερευνητικού ομίλου του οποίου είναι πρόεδρος ο πρώην …
της Γαλλίας Μ. Ρ.. Είναι επίσης ... του ευρωπαϊκού ομίλους ... με έδρα τις
Βρυξέλλες - για τον οποίο συνέταξε μελέτη με θέμα "...".... Είναι, τέλος,
εταίρος του αμερικανικού ερευνητικού ομίλου ..., ο οποίος τον φιλοξένησε επί
ενάμιση μήνα στην Ουάσινγκτον, τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2013, για να
συντάξει μελέτη με θέμα ".... Προσκαλείται, επίσης, από πανεπιστήμια του
εξωτερικού για διαλέξεις. Υπήρξε ... (επισκέπτης καθηγητής) στο ... για το
ακαδημαϊκό έτος 2009 - 2010. Έχει πραγματοποιήσει διαλέξεις σε αμερικανικά
πανεπιστήμια όπως το Harvard και το Tufts, αγγλικά πανεπιστήμια, όπως το
Cambridge και το University College του Λονδίνου, και γαλλικά όπως το Aix-
en-Provence. Από τον Αύγουστου του 2014 θα πραγματοποιεί διαλέξεις στη
Μασσαλία, στη μεταπτυχιακή σχολή .... Έχει συγγράψει το βιβλίο "... καθώς
και μελέτες που συμπεριλαμβάνονται τα βιβλία "...". Περαιτέρω ζει με την
οικογένειά του (σύζυγο και ανήλικο τέκνο) και εν γένει διάγει έντιμο κοινωνικό,
οικογενειακό και επαγγελματικό βίο. Αντίστοιχα η δεύτερη κατηγορούμενη έχει
επιδείξει μέχρι σήμερα άριστη κοινωνική και οικογενειακή συμπεριφορά
απασχολούμενη με τις εργασίες του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών
της. Ζει με τον σύζυγό της και το ανήλικο τέκνο της (Ι.) και δεν έχει
απασχολήσει τις Αρχές, στοιχεία που αρκούν για την αναγνώριση της
συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης, δεδομένου ότι ο νόμος ομιλεί
απλώς για επίδειξη καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 6187/2015 παρεμπίπτουσα


απόφασή του, απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς με τις ακόλουθες
σκέψεις, εκ των οποίων τον ερειδόμενο στο άρθρ. 84 παρ. 2α ΠΚ κατά
πλειοψηφία και δη "Ο αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων για την
αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ, πρέπει, κατά
τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι
παρά τη ύπαρξη σ’ αυτούς λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που συνιστά
τεκμήριο (μαχητό) για τον πρότερο έντιμο βίο τους, προέκυψε ότι αυτοί
παρέλειψαν να δηλώσουν και κατά τα προηγούμενα (του επιδίκου) οικονομικά
έτη (2000-2008) στις αντίστοιχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που
υπέβαλε ο α’ εξ αυτών στην αρμόδια Επιτροπή, τους τραπεζικούς
λογαριασμούς που τηρούσε η β’ κατηγορουμένη, σύζυγος του α’
κατηγορουμένου, στην Τράπεζα ... στην Ελβετία και στους οποίους ήταν
κατατεθειμένα τα χρήματα που μεταφέρθηκαν το Φεβρουάριο του 2008 στον
επενδυτικό λογαριασμό με αριθμό πελάτη ... (βλ. την από 23/1/2013 έκθεση
της Επιτροπής του Ν.3023/2002 σε συνδ. με την από 29/10/2013
πληροφοριακή έκθεση ελέγχου εισοδήματος, που αναγνώσθηκαν). Η
παράλειψη αυτή, παρότι δεν οδήγησε σε άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος
των κατηγορουμένων, ενόψει της εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω
παραγραφής του πλημμεληματικού χαρακτήρα του εγκλήματος της υποβολής
ανακριβούς δηλώσεως πόθεν έσχες, υπό την ισχύ του Ν.3213/2003 πριν την
τροποποίησή του με το Ν.3849/10, εντούτοις μαρτυρά την ύπαρξη στο
πρόσωπό τους ροπής προς ανάλογη εγκληματική και αντικοινωνική
συμπεριφορά. Περαιτέρω, όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό των
κατηγορουμένων να τους αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της
περίπτωσης ε’ της παραγράφου 2 του άρθρ. 84 του ΠΚ λεκτέα τα ακόλουθα:
"Η τελευταία ελαφρυντική περίσταση της παρ. 2 του ως άνω άρθρου
αναφέρεται στη θετική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του δράστη για μεγάλο
χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης. Για τον προσδιορισμό της
"καλής συμπεριφοράς" κρίνεται ότι δεν αρκεί η αρνητική (παθητική/μη κακή
στάση) αναφορά ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε άλλες αξιόποινες πράξεις,
αλλά, κατά κύριο λόγο η θετική αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών από τα
οποία να προκύπτει η καλή συμπεριφορά [ΑΠ 797/2009 Ποιν. Δικ. 2009.1352,
Απ 1099 Ποιν. Λογ. 2004.1365, πρβλ. ΑΠ 468/2009 Ποιν.Χρ. Ξ/2010.107, ΑΠ
721/2009 Ποιν.Χρ. Ξ/2010 σελ. 278, βλ. ωσαύτως, και Πεντ. Εφ. Αθ.
225/2009.419). Μάλιστα για το ορισμένο του ισχυρισμού του δράστη
διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατουμένου σε φυλακή, δεν αρκεί
η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής
οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο
κατηγορούμενος-δράστης πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της
αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της
πράξης και ιδιαίτερα για μεγάλο χρονικό διάστημα (ΑΠ 602/2013 Ποιν. Χρ.
ΞΔ’ /2014 σελ. 358). Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι προς
επιστήριξη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού τους (του άρθρου 84 παρ. 2
περ. ε’ του ΠΚ) επικαλούνται μόνον πραγματικά περιστατικά που
καταδεικνύουν τον -μετά τις ειρημένες πράξεις τους- ομαλό εργασιακό βίο του
πρώτου εξ αυτών καθώς και την αρμονική ζωή αμφοτέρων. Τα εν λόγω όμως
πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα και με όσα στη μείζονα σκέψη
αναφέρθηκαν, ουδόλως θεμελιώνουν και το ωρισμένο του ισχυρισμού των ως
άνω κατηγορουμένων περί της καλής συμπεριφοράς των τελευταίων για
σχετικά μεγάλο διάσημα μετά την πράξη που ο καθένας εξ αυτών τέλεσε και
για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Συνακόλουθα ο προδιαληφθείς αυτοτελής
ισχυρισμός των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος". ’ Ετσι
όπως έκρινε το Δικαστήριο, διέλαβε την απαιτούμενη, κατά τα άνω, αιτιολογία
για την απορριπτική των ισχυρισμών αυτών κρίση του, το μεν με την
παράθεση πραγματικών περιστατικών που αναιρούν το ανεπίληπτο του
πρότερου βίου των αναιρεσειόντων, όπως η παράλειψη δήλωσης και κατά τα
προηγούμενα του επιδίκου 2009 οικονομικά έτη των τηρούμενων από τη
δεύτερη από αυτούς τραπεζικών λογαριασμών, το δε με την τεκμηριωμένη
παραδοχή ότι οι τελευταίοι, εκτός από την επίκληση πραγματικών
περιστατικών, δηλωτικών του ομαλού εργασιακού βίου τους και της αρμονικής
ζωής αμφοτέρων, δεν εισφέρουν στοιχεία και δη πραγματικά περιστατικά που
μπορούν να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό τους περί καλής συμπεριφοράς και
για ικανό χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους, αφού μόνο η μεταγενέστερη
καλή συμπεριφορά που αυτοί επέδειξαν δεν επιμαρτυρεί σαφή ένδειξη
μεταστροφής του χαρακτήρα τους ή διακριτή αλλαγή του τρόπου ζωής και της
αρμονικής κοινωνικής συμβίωσής τους. Επομένως και ο τελευταίος λόγος του
προσθέτου δικογράφου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (αρθ. 510 παρ. 1 Δ’
ΚΠΔ). Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου
αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν
στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής
διαδικασίας (αρ. 583 ΚΠΔ), ως και στα έξοδα του παραστάντος Ελληνικού
Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος δια πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κράτους (αρ. 22
παρ. 1 Ν.3693/1957 και άρθρ. 5 παρ. 12 Ν.1738/1987 Ολ ΑΠ. 32/2009).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4-10-2016 δήλωση-αίτηση αναιρέσεως καθώς και τους


από 22-12-2016 προσθέτους λόγους αναιρέσεως των: 1) Ι. Π. του Π. και 2) Σ.
Κ. του Σ., για αναίρεση της με αριθμό 5209-6187/2015 αποφάσεως του
Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για πλημ/τα) και

You might also like