You are on page 1of 13

Ερμηνείες της κβαντομηχανικής στη Σοβιετική Ένωση

Δημήτρης Σκόρδος
Φυσικός, M.Ed.
ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ

Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί παρουσίαση της διπλωματικής εργασίας με


τον ίδιο τίτλο, η οποία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών
Σπουδών «Φυσικές Επιστήμες στην Εκπαίδευση» του ΠΤΔΕ του ΕΚΠΑ με
επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Κωνσταντίνο Σκορδούλη.
Στόχος μας είναι η διερεύνηση της εξέλιξης της επιστήμης και των
φιλοσοφικών αντιλήψεων στη Σοβιετική Ένωση όσον αφορά την κβαντομηχανική και
την ερμηνεία της. Επικεντρώνουμε στη συζήτηση που διεξήχθη χωρίς ανάπαυλα στα
70 χρόνια ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκαν η
διατύπωση ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής με βάση το διαλεκτικό υλισμό και σε
τελική ανάλυση η αποδοχή ή όχι της κυρίαρχης ερμηνείας της «Σχολής της
Κοπεγχάγης» από τους σοβιετικούς επιστήμονες.
Για αυτό το λόγο η εργασία επεκτείνεται σε όλη τη χρονική διάρκεια ύπαρξης της
ΕΣΣΔ, όσο φυσικά μας επιτρέπουν οι διαθέσιμες πηγές. Η μεθοδολογία μας
βασίζεται στη βιβλιογραφική μελέτη πρωτογενών πηγών από την ΕΣΣΔ, όσων
υπάρχουν κυρίως στα Αγγλικά και στα Γερμανικά, αλλά και στα Ελληνικά. Τέτοιες
πρωτογενείς πηγές αποτελούν:
• Επιστημονικά Περιοδικά
• Βιβλία Φυσικής
• Φιλοσοφικά Εγχειρίδια

Η κατανομή του υπό μελέτη πρωτογενούς υλικού φαίνεται στον παρακάτω


πίνακα:

Η κβαντομηχανική στην ΕΣΣΔ

1
Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, η νέα Σοβιετική εξουσία
έδωσε μεγάλη σημασία στην αναδιαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστημονικής
έρευνας, στα πλαίσια της αναγκαίας επίθεσης στην καθυστέρηση της χώρας. Για να
κατανοήσουμε πλήρως την απαρχή της Σοβιετικής επιστήμης, πρέπει να λάβουμε
υπόψη μας τις συνθήκες της περιόδου. Η επανάσταση διαπερνούσε όλο το σώμα της
ρωσικής κοινωνίας, χώριζε όλη την κοινωνία σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που
εκπροσωπούσαν το παλιό και το καινούριο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, παρ’ όλες τις φροντίδες του κράτους, η
επιστημονική έρευνα διεξαγόταν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Ο Α’
Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την επανάσταση
(1918-1922) είχε αφήσει βαριές πληγές στη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Ως
αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σύγκρουσης της με το σύνολο των καπιταλιστικών
κρατών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η ΕΣΣΔ αντιμετώπιζε τα πρώτα χρόνια
σκληρότερη απομόνωση από τη ηττημένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Γερμανία.
Η κβαντομηχανική γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ακριβώς αυτή την περίοδο, τη
δεκαετία του 1920. Ίσως θα περίμενε κανείς ότι λόγω της ταραγμένης περιόδου και
της απομόνωσης της χώρας από τις καπιταλιστικά κράτη, η νέα θεωρία δύσκολα και
πολύ αργά θα «εισερχόταν» σε αυτή.
Όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Σχεδόν ταυτόχρονα με τις εξελίξεις στη
Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία, οι λιγοστοί Σοβιετικοί φυσικοί μάθαιναν τα
νέα, τα συζητούσαν. Από πολύ νωρίς μάλιστα είχαν τη δική τους συνεισφορά στην
ανάπτυξη της νέου κλάδου της φυσικής. Το 1926 ανεξάρτητα και σχεδόν ταυτόχρονα
με τον Oskar Klein, ο νεαρός τότε Vladimir Fock έδωσε τη σχετικιστική γενίκευση της
εξίσωσης Schrödinger1, που είναι γνωστή ως εξίσωση Klein-Fock.
Πως εξηγείται αυτό; Βασικό ρόλο έπαιξε σίγουρα η φροντίδα του εργατικού
κράτους για την ανάπτυξη της επιστήμης μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Υπήρξε όμως
κι ένας σημαντικός παράγοντας που συνδέεται με τις συνθήκες της εποχής. Η
Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία τα χρόνια αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
και μέχρι την άνοδο του ναζισμού ανέπτυξαν πολύ ισχυρούς δεσμούς σε
επιστημονικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο χώρες βρέθηκαν
απομονωμένες και αποκλεισμένες από τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες, για
διαφορετικούς λόγους φυσικά. Η Γερμανία ήταν ο ηττημένος του πολέμου, ενώ η
Σοβιετική Ένωση ακολούθησε το δρόμο του σοσιαλισμού.
Η κβαντομηχανική όμως ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό «γερμανική» υπόθεση.
Πραγματικά η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων που έλαβαν μέρος στην

1
Fock V., Zur Schrödingerschen Wellenmechanik, Zeitschrift für Physik Vol 38, No.3, pp. 242–260

2
ανάπτυξη της ήταν Γερμανοί, όπως ο Planck, ο Einstein, ο Schrödinger, o
Heisenberg κ.α. Μοναδικές σημαντικές εξαιρέσεις ήταν ο Δανός Niels Bohr, ο Γάλλος
Louis de Broglie και ο Άγγλος Paul Dirac. Οι Σοβιετικοί φυσικοί λοιπόν είχαν την τύχη
να βρίσκονται σε επαφή με το κέντρο των εξελίξεων.
Η συζήτηση σε σχέση με την κβαντομηχανική στη δεκαετία του 1920 στην
ΕΣΣΔ έμοιαζε με την αντίστοιχη στη Δυτική Ευρώπη. Υπήρχε μάλιστα μια ομάδα
φυσικών που περιελάμβανε τους M.P. Bronshtein, V.A. Fock, L.D. Landau και Ι.Ε.
Tamm που έγιναν γνωστοί ως το «ρωσικό παρακλάδι» της σχολής των Bohr-
Heisenberg2. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου δεν έχει καταγραφεί
κάποια ιδιαίτερη αντιπαράθεση με την «ορθόδοξη» ερμηνεία της κβαντομηχανικής.
Φαίνεται ότι τουλάχιστον στον κύκλο των φυσικών επιστημόνων επικρατεί. Δεν είχαν
όμως ακόμα τεθεί ολοκληρωμένα τα φιλοσοφικά ερωτήματα που πηγάζουν από τη
νέα θεωρία.
Τα πράγματα σταδιακά αλλάζουν με την είσοδο στην επόμενη δεκαετία. Τόσο
εκ μέρους των φιλοσόφων της Ακαδημίας Επιστημών, όσο κι εκ μέρους αρκετών
φυσικών άρχισαν να εκφράζονται διαφωνίες με την «ορθόδοξη» ερμηνεία και τα
φιλοσοφικά συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή. Άνοιξε έτσι μια συζήτηση
μέσα από τα περιοδικά φυσικής, κυρίως το UFN λόγω του πλατύτερου χαρακτήρα
του σε σχέση με τις εξελίξεις στη φυσική, αλλά και το θεωρητικό περιοδικό του
Κομμουνιστικού Κόμματος Под Знаменем Марксисма (Κάτω από τη Σημαία του
Μαρξισμού).
Σε αυτό το σημείο, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, η δυτική
βιβλιογραφία προσπαθεί να ερμηνεύσει τη συζήτηση με βάση ένα προκαθορισμένο
σχήμα. Σύμφωνα με αυτό, οι φιλόσοφοι του Κομμουνιστικού Κόμματος («νέοι»
φιλόσοφοι ονομάζονται στην πλειοψηφία των κειμένων) προσπάθησαν να
επιβάλλουν το λενινιστικό δόγμα στους φυσικούς. Οι τελευταίοι μάλιστα αντιστάθηκαν
σθεναρά υπερασπιζόμενοι την επιστήμη τους.
Θεωρούμε ότι η σύνδεση της σκληρής πολιτικής διαπάλης που συντελέστηκε
εκείνη την περίοδο στη Σοβιετική Ένωση με τη συζήτηση για τις επιστήμες, ειδικά με
τον τρόπο που επιχειρείται να παρουσιαστεί, μπορεί να συμβάλει μόνο στη
δημιουργία εντυπώσεων. Είναι άλλο πράγμα το αν κάποιος φυσικός στην πολιτική
διαπάλη στοιχήθηκε με τη μία ή την άλλη πλευρά, με τις όποιες συνέπειες είχε αυτή η
επιλογή του, και τελείως διαφορετικό πράγμα το αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε με
την ερμηνεία της «Κοπεγχάγης» στην Κβαντομηχανική.

2
Jammer M., The Philosophy of Quantum Mechanics: The Interpretations of Quantum Mechanics in
Historical Perspective, 1974, New York:John Wiley&Sons, p. 248

3
Οι δυτικοί ιστορικοί δεν διστάζουν μάλιστα να συγκρίνουν την κατάσταση στην
ΕΣΣΔ με την κατάσταση την ίδια περίοδο στη ναζιστική Γερμανία 3. Στη Γερμανία μετά
την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, μέσα στο κλίμα απέραντης τρομοκρατίας,
ανάμεσα στα άλλα βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια για τη δημιουργία της «Άριας
Φυσικής». Μιας φυσικής δηλαδή αποκαθαρμένης από κάθε «εβραϊκή» επινόηση
όπως η κβαντομηχανική και η σχετικότητα. Αυτή η «κάθαρση» περιελάμβανε και τους
ίδιους τους φυσικούς, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων οδηγήθηκαν στην
αυτοεξορία, όπως ο Einstein και ο Schrödinger.
Τα ίδια τα γεγονότα όμως τους διαψεύδουν. Οι ίδιοι αναγκάζονται να
παραδεχθούν ότι η συζήτηση έγινε μέσα σε κλίμα ανοιχτής έκφρασης των
διαφορετικών απόψεων. Η μερίδα των φυσικών που συμφωνούσαν πλήρως με την
ερμηνεία της «Κοπεγχάγης» μπορούσαν να εκφράσουν τις απόψεις τους και να
συνεχίσουν το επιστημονικό τους έργο. Εξίσου όμως νομιμοποιούνταν και είχαν το
δικαίωμα τόσο οι υπόλοιποι φυσικοί όσο και οι μαρξιστές φιλόσοφοι να θέτουν αυτή
την ερμηνεία υπό αμφισβήτηση.
Πρέπει να αποσαφηνιστεί επίσης κάτι. Αν και υπήρχαν κάποιες νύξεις και
αναφορές ενάντια στη φιλοσοφία των δυτικών φυσικών – δημιουργών της
κβαντομηχανικής ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, η αντιπαράθεση ουσιαστικά
άνοιξε ανάμεσα στους φυσικούς. Πράγματι η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση με τη
φιλοσοφική ερμηνεία της Κοπεγχάγης διεξήχθη το 1936 μέσα από τις σελίδες του
UFN.
Το 1936 ο Fock δημοσίευσε στο περιοδικό το άρθρο των EPR μεταφρασμένο
στα ρώσικα. Στο σχολιασμό του, αφού παρουσίασε το ιστορικό της συζήτησης
ανάμεσα στον Einstein και στον Bohr, πήρε θέση σαφώς υπέρ του δεύτερου.
Στο αμέσως επόμενο τεύχος του περιοδικού ο φυσικός K. V. Nikolskii
απαντώντας στον Fock, στήριξε την αντίληψη του Einstein4. Στη συνέχεια ο Nikolskii
δημοσίευσε άρθρο του στο ίδιο περιοδικό με τίτλο «οι αρχές της κβαντικής
μηχανικής». Σε αυτό έχουμε την πρώτη στατιστική ερμηνεία από Σοβιετικό φυσικό. Η
αντίληψη του μάλιστα πολύ λίγο διέφερε από την μετέπειτα στατιστική ερμηνεία του
D.I. Blokhintsev, με την οποία θα ασχοληθούμε αργότερα.
Το 1937 στο Κάτω από τη Σημαία του Μαρξισμού δημοσιεύτηκε σε ρώσικη
μετάφραση το άρθρο του Einstein “Physics and Reality”. Οι φυσικοί και οι φιλόσοφοι

3
Kragh H., Οι Γενιές των Κβάντων-η ιστορία της Φυσικής του 20ου αιώνα, 2004, Αθήνα: Κάτοπτρο,
σελ. 279-284
4
Jammer M., The Philosophy of Quantum Mechanics: The Interpretations of Quantum Mechanics in
Historical Perspective, 1974, New York:John Wiley&Sons, p. 444

4
που αντιτίθονταν στην ερμηνεία της «Κοπεγχάγης», καλωσόρισαν με ενθουσιασμό τη
μετάφραση αυτή. Κάτω από αυτό το κλίμα ο Nikolskii έγραψε το 1940 μια μονογραφή
με τίτλο Κβαντικές Διεργασίες, όπου ανέπτυσσε πιο συστηματικά τη στατιστική του
ερμηνεία για τα κβαντικά φαινόμενα5.
Οι υποστηρικτές της «Κοπεγχάγης», όμως, δεν άλλαξαν άποψη ούτε
σταμάτησαν να εκδίδουν εργασίες και άρθρα στο πνεύμα αυτό. Διατήρησαν τις
θέσεις τους στα Ινστιτούτα και στα Πανεπιστήμια, μπορούσαν να υπερασπιστούν τις
απόψεις τους μέσα από τα κείμενα τους. Η συζήτηση διακόπηκε όπως είναι φυσικό
κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα συνταρακτικά γεγονότα
παρέσυραν τους πάντες.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συζήτηση σχετικά με την
ερμηνεία της κβαντομηχανικής αναζωπυρώθηκε. Έφτασε μάλιστα στο αποκορύφωμα
της στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μάλιστα αυτή
η συζήτηση και αντιπαράθεση δεν έμεινε κλεισμένη στα σύνορα της ΕΣΣΔ.
Αγκάλιασε πολλούς μαρξιστές επιστήμονες στην Ευρώπη και όχι μόνο. Εμείς όμως
θα περιοριστούμε μόνο στην Σοβιετική Ένωση.
Σε αυτή την περίοδο διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα υπέρ και κατά της
«Κοπεγχάγης» με κύριους εκφραστές τους V.A. Fock και D.I. Blokhintzev αντίστοιχα.
Ο Blokhintsev ήταν ο συγγραφέας του πρώτου πανεπιστημιακού συγγράμματος για
την κβαντομηχανική στη Σοβιετική Ένωση το 19446. Σε αυτό ακολουθούσε την
ερμηνεία του Heisenberg7. Το 1949, κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη έκδοση του με
τίτλο Οι Βάσεις της Κβαντομηχανικής. Το σύγγραμμα αυτό, λόγω της εξαιρετικής
διδακτικής του προσέγγισης έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή στην ΕΣΣΔ αλλά και στο
εξωτερικό8, όπου γνώρισε πολλές μεταφράσεις.

Η έκδοση του 1949 ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από την προκάτοχο της.
Όπως αναφέρεται στον πρόλογο αυτής της έκδοσης9, άλλαξε ριζικά το κεφάλαιο που
αφορούσε την ερμηνεία της κβαντομηχανικής και τη συζήτηση για τις σχέσεις
απροσδιοριστίας. Πλέον ασκούταν κριτική στις ιδεαλιστικές επινοήσεις που ήταν

5
Ό.π.
6
Vorwort zur zweiten sowjetischen Auflage στο Blochinzew D. I., Grundlagen der Quantenmechanik,
1966, Frankfurt/M-Zürich: Verlag Harri Deutsch
7
Jammer M., The Philosophy of Quantum Mechanics: The Interpretations of Quantum Mechanics in
Historical Perspective, 1974, New York:John Wiley&Sons, p. 444
8
ό.π., p. 445
9
Vorwort zur zweiten sowjetischen Auflage στο Blochinzew D. I., Grundlagen der Quantenmechanik,
1966, Frankfurt/M-Zürich: Verlag Harri Deutsch

5
διαδεδομένες στο εξωτερικό. Πράγματι, στο τέλος του βιβλίου ένα ολόκληρο
κεφάλαιο αφιερωνόταν στη φιλοσοφική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Η ενότητα
μερικά γνωσιοθεωρητικά ζητήματα10 σε αυτό το κεφάλαιο αποτελεί μια καλή και
συνοπτική έκθεση των αντιλήψεων του Blokhintsev.
Υποστηρίζει ότι η αστική φιλοσοφία περνάει κρίση, η οποία προκύπτει από
την κοινωνική της φύση. Αυτή η κρίση εκφράζεται και στην ερμηνεία της φύσης της
κβαντομηχανικής. Η «Σχολή της Κοπεγχάγης» συνδέθηκε από την αρχή της ύπαρξης
της με το μαχισμό, έκφραση του θετικισμού. Είναι λοιπόν και αυτή μέρος της κρίσης.
Σύμφωνα με τον Blokhintsev, η εφαρμογή της αρχής της
Συμπληρωματικότητας από τον Bohr δεν προκρίνει τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά
του μικρόκοσμου, από τα οποία προκύπτει η αδυναμία μελέτης με τις μεθόδους της
κλασσικής φυσικής. Αντίθετα σε πρώτο πλάνο μπαίνουν οι δυνατότητες ενός
παρατηρητή ο οποίος εργάζεται με κλασσικές έννοιες και ορισμούς.
Με αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, γιατί
αποδίδεται κυρίαρχος ρόλος στον παρατηρητή. Αποκορύφωμα είναι οι απόψεις του
Jordan που μιλάει για εξαφάνιση του υλισμού. Αντίθετα με αυτές τις απόψεις, ο
Blokhintsev επιμένει ότι η κβαντική μηχανική παρέχει αντικειμενική εικόνα για το
μικρόκοσμο. Η θεωρία πρέπει λοιπόν να οικοδομηθεί πάνω σε αυτή τη βάση. Αυτό
δεν σημαίνει ότι οι νόμοι και οι σχέσεις που ανακαλύφθηκαν, όπως π.χ. οι σχέσεις
απροσδιοριστίας του Heisenberg είναι εσφαλμένοι. Πρέπει όμως να μπουν κάτω από
νέα ερμηνεία, απαλλαγμένοι από τις ιδεαλιστικές στρεβλώσεις
Στοχεύοντας στα παραπάνω, σύμφωνα με τον Blokhintsev, η κβαντική
μηχανική έπρεπε να θεμελιωθεί πάνω στη στατιστική φυσική. Μέσα από το έργο του
προσπάθησε να πετύχει ακριβώς αυτό. Το πέτυχε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό.
Επέμεινε σε αυτή την άποψη ακόμα και πολύ αργότερα, όταν η αντίθετη άποψη που
εκφραζόταν από τον Fock είχε κυριαρχήσει στην ΕΣΣΔ11.
Μια συνοπτική και αρκετά απλή έκθεση της στατιστικής ερμηνείας είναι η
εξής: Η κβαντική μηχανική μελετά στατιστικά σύνολα από σωματίδια, όχι
μεμονωμένα σωματίδια, όπως υποστηρίζει η «Κοπεγχάγη». Σε αυτά τα σύνολα
εφαρμόζουμε έννοιες που δανειζόμαστε από τον μακρόκοσμο. Τέτοιες έννοιες είναι η
ενέργεια, η ορμή κ.α. Κάτω από αυτό το πρίσμα, αλλάζει τελείως η εικόνα που

10
Blochinzew D. I., Grundlagen der Quantenmechanik, 1966, Frankfurt/M-Zürich: Verlag Harri
Deutsch, s. 569-579
11
Blokhintsev D.I., Classical Statistical Physics and Quantum Mechanics, Sov. Phys. Usp. 20 (8),
August 1977, pp.683-690

6
έχουμε για τις αλληλεπιδράσεις, για το ρόλο του οργάνου μέτρησης και του
παρατηρητή.
Για το ζήτημα της μέτρησης, ο Blokhintsev ξεκινά από το κοινά παραδεκτό ότι
η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο όργανο και το υπό μελέτη σύστημα δεν είναι
αμελητέα στην κβαντική μηχανική, όπως στην κλασσική φυσική. Επίσης συμφωνεί
ότι η διαδικασία της μέτρησης αλλάζει την κατάσταση ενός συστήματος. Η συμφωνία
όμως φτάνει μέχρι αυτό το σημείο.
Σύμφωνα με τη στατιστική ερμηνεία, στη φύση οι νόμοι δρουν με στατιστικό
τρόπο. Φέρνει ως παράδειγμα τη στατιστική κανονικότητα της αποδιέγερσης των
ραδιενεργών ατόμων χωρίς την παρέμβαση κάποιας μέτρησης. Οι στατιστικοί νόμοι
έχουν σαφώς αντικειμενικό χαρακτήρα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην
πραγματικότητα κανένα σύστημα δεν είναι πλήρως απομονωμένο από το
περιβάλλον του, ούτε καν στην κλασσική φυσική. Εμείς λοιπόν ανακαλύπτουμε και
μελετάμε αυτούς τους νόμους.
Τι συμβαίνει λοιπόν κατά τη διάρκεια των μετρήσεων; το όργανο αναλύει ένα
σύνολο σωματιδίων σε διάφορα υποσύνολα κβαντικών καταστάσεων, σύμφωνα με
τη στατιστική κατανομή που υπάρχει και δρα στη φύση. Αυτή η διαδικασία αντιστοιχεί
σε αυτό που ονομάζεται συνήθως «αναγωγή της κυματοδέσμης».
Το μακροσκοπικό περιβάλλον καθορίζει την κατάσταση της κίνησης του
σωματιδίου. Εδώ έχουμε μια διαφορετική προσέγγιση της σχέσης του Heisenberg,
απαλλαγμένης από τις φιλοσοφικές προεκτάσεις που έδινε η «Κοπεγχάγη». Η
αναπαράσταση της κίνησης σε όρους ορμής ή χώρου εξαρτάται από το περιβάλλον
και τις συνδέσεις του συστήματος με αυτό.
Η γνώση που αποκτάμε από την κυματοσυνάρτηση είναι αντικειμενική, γιατί
αντανακλά τη στατιστική που εμφανίζεται σε σύνολα και όχι σε μια μόνο μέτρηση.
Όλη αυτή η διαπραγμάτευση οδηγεί στη στατιστική διατύπωση της αιτιότητας. Ο
κλασσικός ορισμός της αιτιότητας υπάρχει περίπτωση να μην μπορέσει ποτέ να
εφαρμοστεί σε μεμονωμένα φαινόμενα. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν
πραγματικά απομονωμένα φαινόμενα στο μικρόκοσμο. Η συμπεριφορά του κάθε
ξεχωριστού σωματιδίου εκφράζεται μέσα από τους στατιστικούς νόμους.
Ο άλλος πόλος της αντιπαράθεσης ήταν κυρίως ο φυσικός και ακαδημαϊκός
V. A. Fock. О Fock σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης υπερασπίστηκε την αρχή της
συμπληρωματικότητας και την ερμηνεία του Bohr. Θεωρούσε ότι αυτή η ερμηνεία,
αποκαθαρμένη από θετικιστικές και ιδεαλιστικές τάσεις, βρίσκεται σε συμφωνία με
τον διαλεκτικό υλισμό και τον επιβεβαιώνει. Άλλωστε ο Fock εξέφραζε αυτή την
αντίληψη και στην αντίστοιχη προπολεμική αντιπαράθεση.

7
Η κριτική που άσκησε ο Fock στη στατιστική ερμηνεία του Blokhintsev ήταν
όμοια από την άποψη της φυσικής με την αντίστοιχη του Heisenberg. Σύμφωνα με
αυτή, δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε ένα στατιστικό σύνολο αν η
κυματοσυνάρτηση περιγράφει πλήρως τις πιθανότητες των συστημάτων σε αυτό το
σύνολο12. Αυτή η κριτική συνδέεται άμεσα με τη συνολική αντίληψη και ερμηνεία του
Fock.
Η πιο πλήρης έκθεση της αντίληψης του Fock δίνεται σε ένα άρθρο του στο
Chechoslovak Journal of Physics το 195713. Αυτή η γραμμή επεκτείνεται και στο
βασικό του βιβλίο για την κβαντομηχανική14 το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1931
και γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά αυτό το άρθρο.
Ο Fock είναι κατηγορηματικά αντίθετος στις προσπάθειες για κλασσική
ερμηνεία της συμπεριφοράς του κυματοσωματιδίου, όπως αυτές εκφράστηκαν από
τον de Broglie, τον Bohm κ.α.. Τις θεωρεί τεχνητές και χωρίς ευρετική αξία. Άλλωστε
υπάρχουν και σημαντικοί λόγοι από την πλευρά της φυσικής θεωρίας που καθιστούν
αδύνατη την κλασσική ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης. Ως τέτοιες αναφέρει:
 την εξάρτηση της κυματοσυνάρτησης από όλους τους βαθμούς ελευθερίας
του συστήματος, όχι μόνο από τις 3 χωρικές συντεταγμένες.
 το ότι κυματοσυναρτήσεις που έχουν υποστεί μετασχηματισμό Fourier
μπορούν να περιγράφουν την ίδια κατάσταση.
 τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του προβλήματος των πολλών σωμάτων σε
σχέση με το ένα σώμα.
 την αναγωγή της κυματοσυνάρτησης.

Στη συνέχεια παρουσιάζει την αντίληψη του Bohr, την οποία θεωρεί σε
γενικές γραμμές σωστή. Το κβαντικό φαινόμενο και η πειραματική συσκευή πρέπει
να αντιμετωπιστούν σαν όλο. Για την πλήρη περιγραφή πρέπει να συνδυαστεί η
κβαντική περιγραφή του ατομικού αντικειμένου με την κλασσική περιγραφή του
οργάνου μέτρησης. Με αυτό τον τρόπο συνδέονται σωστά τα αποτελέσματα που μας
παρέχει η μετρητική συσκευή με την περιγραφή του αντικειμένου.
Όμως η υπερβολική έμφασή που αποδίδει ο Bohr στο ρόλο του οργάνου
εγείρει σημαντικές ενστάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνεία. Δεν τονίζεται από
τον Bohr ότι αυτό που ερευνούμε δεν είναι η μέτρηση του οργάνου αλλά οι

12
Brown G., The Discussion on Physics, Soviet Studies, Vol. 6, No. 2 (Oct., 1954), p. 131
13
Fock V.A., On the Interpretation of Quantum Mechanics, Czechosl. Journ. Phys. 7 (1957), pp. 643-
656
14
Fock V.A., Fundamentals of Quantum Mechanics, 1982, Moscow: MIR Publishers

8
αντικειμενικές ιδιότητες του σωματιδίου όπως η μάζα, το φορτίο και το σπιν του.
Αυτές είναι πλήρως αντικειμενικές και πρέπει να εξαχθούν μέσω της αφαίρεσης από
τις μετρήσεις των οργάνων μέτρησης.
Ο Fock παρατηρεί ακόμα ένα ζήτημα που προκαλεί παρερμηνείες. Ο Bohr
χρησιμοποιεί θετικιστική ορολογία για τη διατύπωση της θεωρίας του. Έτσι
χρησιμοποιεί τον όρο «μη-ελεγχόμενες αλληλεπιδράσεις» για να περιγράψει την
αλληλεπίδραση μεταξύ οργάνου και σωματιδίου. Όμως η αλληλεπίδραση οργάνου-
αντικειμένου είναι φυσική και αντικειμενική διαδικασία. Για αυτό το λόγο είναι
ελεγχόμενη. Η φαινομενική εικόνα μιας «μη-ελεγχόμενης» αλληλεπίδρασης
προκύπτει από την εφαρμογή κλασσικών εννοιών πέρα από τα όρια ισχύος τους.
Αντίστοιχο πρόβλημα προκύπτει από την αντιπαράθεση των εννοιών
συμπληρωματικότητα-αιτιότητα, όπως παρουσιάζεται από τον Bohr. Με την έννοια
συμπληρωματικότητα δεν ερμηνεύει μόνο τις σχέσεις απροσδιοριστίας του
Heisenberg, αλλά όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κβαντομηχανικής
περιγραφής, στα οποία διαφέρει από την κλασσική. Η έννοια αιτιότητα, από την άλλη
πλευρά, χρησιμοποιείται μόνο με τη στενή σημασία που της αποδίδεται στα πλαίσια
του κλασσικού λαπλασιανού ντετερμινισμού. Η αιτιότητα, όμως, στη γενική της
έκφραση δηλώνει την ύπαρξη των νόμων που διέπουν τη φύση. Ειδικά αυτών που
σχετίζονται με το χώρο και το χρόνο. Με αυτή την ερμηνεία η αιτιότητα δεν έρχεται σε
αντίθεση με την κβαντική μηχανική. Όμως για να επιτευχθεί αυτό η αιτιότητα πρέπει
να τεθεί σε ευρύτερο πλαίσιο.

Ο Fock υποστηρίζει ότι η καινοτομία των ιδεών του Bohr και, κυρίως, η χρήση
ατυχούς ορολογίας εκ μέρους του έστρωσε το έδαφος για την θετικιστική ερμηνεία
τους, την οποία δεν θεωρεί σωστή. Με έμφαση τονίζει ότι αυτό που συνήθως
αποκαλείται «Σχολή της Κοπεγχάγης» είναι ακριβώς η θετικιστική ερμηνεία των νέων
αντιλήψεων. Πλέον ακραίος σε αυτή την ερμηνεία είναι ο Jordan, ενώ άλλοι
σημαντικοί φυσικοί όπως ο Born και ο Heisenberg απορρίπτουν σταδιακά τις
θετικιστικές τους προκαταλήψεις.
Η αντίθεση προς τις ιδέες του Bohr από τους Bohm, de Broglie κ.α. οφείλεται
ακριβώς στην παρανόηση που προκαλεί η θετικιστική ερμηνεία τους. Κατηγορεί
αυτούς τους επιστήμονες ότι δεν ξεκινούν από τις ιδιότητες της φύσης, αλλά από
κάποιο δόγμα που προσπαθούν να επιβάλλουν σε αυτή, αρνούμενοι τη γενικότερη
πιθανοκρατική μορφή των νόμων της. Πρόκειται, αναφέρει, για πολύ στενό υλισμό
και γι’ αυτό λαθεμένο. Από αυτό προκύπτει ότι κάθε προσπάθεια για μηχανιστική,
στενά ντετερμινιστική ερμηνεία της κβαντομηχανικής είναι καταδικασμένη σε
αποτυχία.

9
Πως αντιμετωπίζει ο Fock το ζήτημα της μέτρησης; Ξεκινώντας από τα κοινά
παραδεκτά δεδομένα, ότι η επίδραση του οργάνου δεν είναι αμελητέα στη μέτρηση,
εισάγει την έννοια σχετικότητα ως προς το μέσο παρατήρησης. Με αυτό εννοεί ότι οι
ιδιότητες των σωματιδίων εκφράζονται μέσω της αλληλεπίδρασης με το μέσο
παρατήρησης. Δεν μπορούμε λοιπόν να μην υπολογίσουμε αυτή την
αλληλεπίδραση. Σε καμία περίπτωση όμως η σχετικότητα της μέτρησης δεν σημαίνει
ότι αυτή δεν είναι αντικειμενική.
Για την κυματοσωματιδιακή φύση η θέση του Fock είναι ότι πρέπει να
διαμορφωθούν νέες έννοιες για την περιγραφή της. Ουσιαστικά συμφωνεί με την
αρχή της συμπληρωματικότητας. Η έκφραση της κυματικής ή της σωματιδιακής
φύσης εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες, τις οποίες ταυτίζει με τις συνθήκες
μέτρησης. Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες όπου μπορούν να εκφραστούν
ταυτόχρονα και οι κυματικές και οι σωματιδιακές ιδιότητες. Σε αυτές τις συνθήκες
όμως δεν εκφράζονται με σαφήνεια. Η κυματοσωματιδιακή φύση εκφράζει ακριβώς
αυτή τη δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών ιδιοτήτων και δεν πρέπει να εκληφθεί με
κυριολεκτικό τρόπο, όπως π.χ. με τη θεωρία του κύματος-οδηγού που πρότεινε ο de
Broglie.
Με βάση όλα τα παραπάνω, ο Fock υποστηρίζει τη στατιστική, για την
ακρίβεια πιθανοκρατική, περιγραφή της κατάστασης του αντικειμένου. Σε αυτή
προσδίδει την έννοια των διαφόρων πιθανοτήτων των αλληλεπιδράσεων του
σωματιδίου με το όργανο μέτρησης. Χρησιμοποιώντας τις διαλεκτικές κατηγορίες της
δυνατότητας και της πραγματικότητας ερμηνεύει την αναγωγή της κυματοδέσμης.
Πριν την αναγωγή οι πιθανότητες αντιστοιχούν στις διάφορες δυνατότητες που έχει
το σύστημα. Η αναγωγή της κυματοδέσμης αντιστοιχεί ουσιαστικά στη μετατροπή της
δυνατότητας σε πραγματικότητα.
Επιχειρώντας το σχολιασμό της αντίληψης του Fock, έχουμε να
παρατηρήσουμε τα εξής. Προσπαθεί να εντάξει την ερμηνεία του Bohr σε διαλεκτικό
– υλιστικό πλαίσιο, απορρίπτοντας τις θετικιστικές παρερμηνείες που κυριάρχησαν
εκείνα τα χρόνια, αλλά και σήμερα. Απορρίπτει όμως εξαρχής κάθε προσπάθεια
ερμηνείας σε βαθύτερο επίπεδο, καθιστώντας την αντίληψη του Bohr ως την
τελευταία λέξη της επιστήμης στο ζήτημα. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τόσο η
ερμηνεία του Fock, όσο και η αντίστοιχη στατιστική του Blokhintsev πατούσαν πάνω
στα πειραματικά δεδομένα, τα ερμήνευαν εξίσου ικανοποιητικά. Η επίλυση της
αντιπαράθεσης, η επικράτηση μιας από αυτές θα έπρεπε να στηριχτεί στην
περαιτέρω επιστημονική έρευνα. Αυτό όμως δεν συνέβη στην πράξη.

10
Τρία χρόνια νωρίτερα ο Fock σε άρθρο15 του ασκούσε κριτική στις αντιλήψεις
του Bohr σχετικά με δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε την αυθαίρετη
επέκταση της συμπληρωματικότητας και σε άλλα πεδία εκτός της κβαντομηχανικής,
όπως στη βιολογία. Το δεύτερο αφορούσε το μη-ελεγχόμενο χαρακτήρα της
αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο όργανο και το αντικείμενο, στην ίδια κατεύθυνση με το
παραπάνω άρθρο.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι προσχέδιο αυτού του άρθρου είχε
δημοσιευτεί στο UFN το 195116, στο αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις
δύο αντιλήψεις. Στην πραγματικότητα οι υποστηρικτές της «Κοπεγχάγης» ποτέ δεν
στερήθηκαν τη δυνατότητα να εκθέσουν τις αντιλήψεις τους. Για παράδειγμα, ο
Landau στο κλασσικό πλέον σύγγραμμα του για την Κβαντική Μηχανική, το οποίο
κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1948, εκφράζεται καθαρά υπέρ της «Κοπεγχάγης»17.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο
αντιλήψεις, του Fock και του Blokhintsev, οδηγείται βαθμιαία προς το τέλος της.
Μέσα από τις πηγές της εποχής, τόσο τα επιστημονικά συγγράμματα και άρθρα όσο
και τα φιλοσοφικά εγχειρίδια, φαίνεται ότι επικράτησε τελικά η αντίληψη του Fock.
Όλο και περισσότεροι Σοβιετικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι κινούνταν πλέον σε αυτή
τη γραμμή πλεύσης. Από την άλλη πλευρά, ο Blokhintsev συνέχισε την προσπάθεια
θεμελίωσης της κβαντικής μηχανικής πάνω στη στατιστική ερμηνεία, ακόμα και τις
επόμενες δεκαετίες. Δεν απολάμβανε όμως πλέον την προηγούμενη αποδοχή.
Το σημείο καμπής στην αντιπαράθεση τοποθετείται στο 1957. Εκείνη τη
χρονιά ο Fock συναντήθηκε με τον Bohr στην Κοπεγχάγη, όπου ήταν
προσκαλεσμένος για μια σειρά διαλέξεων18. Σε αυτές τις συναντήσεις οι δύο
επιστήμονες είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τις απόψεις τους πάνω στην
κβαντομηχανική και την εξέλιξη της από κοντά. Το αποτέλεσμα της μεταξύ τους
συζήτησης ήταν η περαιτέρω προσέγγιση των απόψεων τους.
Όπως έχουμε ήδη παρουσιάσει, ο Fock αποδεχόταν την αρχή της
συμπληρωματικότητας ως το θεμέλιο της κβαντικής μηχανικής. Θεωρούσε ότι αυτό
προέκυπτε εξαιτίας της αναγκαστικής διαμεσολάβησης ενός μακροσκοπικού

15
Fock V.A., A Criticism of Bohr’s Quantum-Mechanical Concepts, Czechosl. Journ. Phys. 5 (1954),
p. 448
16
Фок В.А., Критика Взглядов Бора На Квантовою Механику, Успехи Физичецких Наук, Т. XLV,
вып. 1(1951), стр. 3-14
17
Jammer M., The Philosophy of Quantum Mechanics: The Interpretations of Quantum Mechanics in
Historical Perspective, 1974, New York:John Wiley&Sons, pp. 248-249
18
Selleri F., Παράδοξα και Πραγματικότητα – τα Θεμέλια της Μικροφυσικής, 2004, Αθήνα: Σαββάλας,
σελ. 191

11
οργάνου στη μέτρηση. Πεποίθηση του όμως ήταν ότι η αρχή της
συμπληρωματικότητας πρέπει να ξεκαθαριστεί από οποιαδήποτε ιδεαλιστική και
θετικιστική επέκταση.
Η συζήτηση του Fock με τον Bohr οδήγησε τον δεύτερο σε μερική αλλαγή
παλαιότερων αντιλήψεων του. Τέτοια σημεία αποτελούσαν το «μη-ελεγχόμενο» της
αλληλεπίδρασης του οργάνου μέτρησης με το αντικείμενο, η ακατάλληλη ορολογία
του που προκαλούσε συγχύσεις, η μεταφορά της αρχής της συμπληρωματικότητας
και σε άλλες επιστημονικές περιοχές εκτός της κβαντικής φυσικής όπως η βιολογία.
Η εγκατάλειψη αυτών των θέσεων από τον Bohr είναι εμφανής στα τελευταία έργα
του σε σχέση με τα παλαιότερα.
Μετά τη στροφή που σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η
ερμηνεία του Fock κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα στην ΕΣΣΔ. Πλέον αντίθεση
εκφραζόταν μόνο με τις πιο ακραίες θετικιστικές πλευρές της ερμηνείας της
«Κοπεγχάγης». Οι ερμηνείες των Bohm, de Broglie κ.α. που προσπαθούσαν να
θεμελιώσουν αιτιοκρατικά και, σε μεγάλο βαθμό, υλιστικά την κβαντομηχανική δεν
γίνονταν αποδεκτές από τους Σοβιετικούς επιστήμονες.
Η αποδοχή της, έστω και τροποποιημένης προς το υλιστικότερο, ερμηνείας
της «Κοπεγχάγης» και η αντίθεση με τις ερμηνείες των παραπάνω είχαν, κατά τη
γνώμη μας, σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σταδιακά όλο και μεγαλύτερο
κομμάτι της κριτικής στρεφόταν κυρίως ενάντια στο «μηχανικισμό» παρά στις
θετικιστικές προεκτάσεις της «Κοπεγχάγης». Ακόμα και καθαρά θετικιστικές θέσεις
του Heisenberg, όπως η αρχή της παρατηρησιμότητας, αν και κριτικάρονταν, σε
κάποιο βαθμό δικαιολογούνταν φιλοσοφικά από τους Σοβιετικούς.

Συμπεράσματα

Η συζήτηση στη Σοβιετική Ένωση αλληλεπιδρούσε με την αντίστοιχη


συζήτηση στις καπιταλιστικές χώρες. Επηρεαζόταν από τις εξελίξεις σε αυτές και
επηρέαζε ταυτόχρονα.
Οι δύο σχολές που συγκρούστηκαν στην ΕΣΣΔ εκφράζονταν κατά κύριο λόγο
από τον Fock, υποστηρικτή μιας πιο υλιστικής εκδοχής της «Κοπεγχάγης», και τον
Blokhintsev, υποστηρικτή της στατιστικής ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Η διαπάλη
ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1930, συνεχίστηκε και κορυφώθηκε τις δεκαετίες
1940-1950. Από το 1958 και μετά η αντίληψη του Fock καθίσταται κυρίαρχη στην
ΕΣΣΔ, επικρατεί στο σύνολο της σχετικής Σοβιετικής βιβλιογραφίας.
Το πρώτο ζήτημα που θέλουμε να σχολιάσουμε είναι η σχέση επιστημόνων-
φιλοσόφων στη διαπάλη που μελετούμε. Όπως αρκετές φορές έχουμε αναφέρει ήδη,

12
στη δυτική βιβλιογραφία βρίσκουμε μια σχηματοποιημένη αντίληψη της
αντιπαράθεσης, όπου οι φιλόσοφοι του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι ενάντια στη
σύγχρονη επιστήμη και προσπαθούν να επιβάλλουν το «δόγμα» τους. Από την άλλη
πλευρά μάχονται οι επιστήμονες για να διατηρήσουν την «ανεξαρτησία» τους.
Όμως αυτή η σκόπιμη υπεραπλούστευση δεν αντικατοπτρίζει το σύνολο των
παραμέτρων που παίζουν ρόλο στην υπόθεση. Πρώτα από όλα, είδαμε ότι η
αντιπαράθεση ξεκίνησε και συνεχίστηκε ανάμεσα σε φυσικούς επιστήμονες τόσο
πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μετά. Σίγουρα, οι φιλόσοφοι συμμετείχαν
ενεργά στη διαπάλη και στη συζήτηση με σκοπό να εξάγουν τα φιλοσοφικά
συμπεράσματα από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Πρέπει άλλωστε να
παρατηρήσουμε ότι στα εγχειρίδια της φιλοσοφίας που διαπραγματεύονταν το
ζήτημα, παρ’ όλο τον αναγκαστικά περιορισμένο χαρακτήρα τους, φαίνεται ότι οι
συγγραφείς τους γνώριζαν αρκετά καλά το θέμα, στηρίζονταν στις ανακαλύψεις και
τις απόψεις των φυσικών επιστημόνων.
Η φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού είναι παρούσα και στις δύο πλευρές της
αντιπαράθεσης. Τόσο ο Blokhintsev όσο και ο Fock στηρίζονται σε αυτή,
προσπαθούν να στηρίξουν την άποψη τους πάνω της. Έτσι όμως αβίαστα προκύπτει
το ερώτημα ποιος από τους δύο είχε δίκιο; Εκτιμούμε ότι η πλέον σωστή αντίληψη
είναι αυτή που εξέφρασε ο Blokhintsev τη δεκαετία του 1960. Δηλαδή ότι οι δύο
διαφορετικές απόψεις αποτελούν διαφορετικές πλευρές του προβλήματος. Η λύση θα
έρθει μέσα από την εμβάθυνση στο πρόβλημα, στην ανάπτυξη της θεωρίας. Η
ορθότητα αυτής της θέσης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η συζήτηση συνεχίζεται
αμείωτη μέχρι και σήμερα. Μόνο που από αυτή λείπει πλέον η θέση του διαλεκτικού
υλισμού.

13

You might also like