You are on page 1of 36

Μεταπτυχιακή Εργασία

ARCH517: Σχέσεις οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής στη Νεότερη Ευρώπη.

Ε.Ε 2015 – 2016

επιβλέπων καθηγητής: Ιωάννης Δημάκης

Πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ

κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης

(1918-1933)

Αλεξάντερ – Κρίστιαν Κάντζιας -Ρόντε

1561201315

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Πρόγραμμά Μεταπτυχιακών Σπουδών

Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου

157 84 Αθήνα

Τηλ 210 7277319

www.arch-uoa.gr

1
Περιεχόμενα
Εισαγωγή ................................................................................................................................... 3
1. Το ιστορικό πλαίσιο .......................................................................................................... 5
2. Τα πρώτα δειλά βήματα προσέγγισης ................................................................................ 10
3. Η Νέα Οικονομική Πολιτική και οι επιπτώσεις της ............................................................. 14
4. Η εποχή των μεγάλων συνθηκών ........................................................................................ 20
5. Το Α’ Πενταετές πλάνο και η παγκόσμια οικονομική κρίση ............................................... 27
Επίλογος .................................................................................................................................. 31
Παράρτημα .............................................................................................................................. 33
Βιβλιογραφία .......................................................................................................................... 36

2
Εισαγωγή

Κατά την περίοδο 1919-1933 αναπτύσσεται σταδιακά μια ιδιαίτερα στενή και
πολυεπίπεδη σχέση ανάμεσα στην Γερμανία και την Σοβιετική Ένωση που εκτεινόταν στον
διπλωματικό, οικονομικό, επιστημονικό και στρατιωτικό τομέα. Η φαινομενικά παράδοξη
αυτή συνεργασία μεταξύ κρατών που είχαν δύο αντιπαραθετικά μεταξύ τους
κοινωνικοπολιτικά συστήματα, οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που την καθιστούσαν όχι
μόνο εφικτή, αλλά και επιβεβλημένη.

Οι δυο χώρες ήταν οι δύο μεγάλες ηττημένες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι


αυτοκρατορίες τους είχαν καταρρεύσει και τα πολιτικά τους καθεστώτα είχαν ανατραπεί. Οι
συνθήκες ειρήνης που τους είχαν επιβληθεί ήταν ταπεινωτικές και τις εξανάγκαζαν να
αποχωριστούν σημαντικά τμήματα της επικράτειας τους, ιδίως προς την Πολωνία. Η διεθνής
απομόνωση στην οποία για διαφορετικούς λόγους είχαν βρεθεί σήμαινε ότι έρχονταν
αντιμέτωπες με μεγάλες δυσκολίες στις διεθνείς τους σχέσεις, όπως στην σύναψη εμπορικών
συμφωνιών, αλλά και στην δυνατότητα επίτευξης των στόχων της εξωτερικής τους πολιτικής.

Σταθερή επιδίωξη της Γερμανίας σε όλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
ήταν η αναθεώρηση ή έστω η παράκαμψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ιδίως στον
στρατιωτικό τομέα. Μέρος της στρατηγικής της για την επίτευξη του στόχου αυτού θα είναι
και η αναζήτηση στρατηγικών συμμάχων, κάτι που θα ασκούσε πίεση στις νικήτριες δυνάμεις
και θα τις οδηγούσε στο να χαλαρώσουν την στάση τους απέναντι της. Η Σοβιετική Ένωση
ήταν και αυτή σε αναζήτηση συμμαχιών, ιδίως στον οικονομικό τομέα, που θα έσπαγαν την
διεθνή απομόνωση που τις είχαν επιβάλει οι δυτικές χώρες μετά από την άνοδο των
Μπολσεβίκων στην εξουσία. Στόχος αυτής της προσπάθειας ήταν η εξασφάλιση των
απαραίτητων κεφαλαίων για την οικονομική ανόρθωση της χώρας και την αντιμετώπιση των
καταστροφών του πολέμου και του εμφυλίου.

3
Παρ όλα αυτά η προσέγγιση των δύο χωρών δεν υπήρξε ούτε αυτονόητη, ούτε πάντα
ομαλή. Όχι μόνο οι διαφορές σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις
στο εσωτερικό των ίδιων των χωρών αυτών, που αποκρυσταλλώνονταν και στις διαμάχες για
τον προσανατολισμό της εξωτερικής τους πολιτικής, δυσκόλευαν την προσέγγιση αυτή,
κάνοντας την ταυτόχρονα και πιο πολύπλοκη. Ο σχετικά αυτονομημένος ρόλος του
γερμανικού στρατού αποτελούσε έναν τέτοιο παράγοντα, όπως επίσης και η ειδική σχέση
που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας και τους Μπολσεβίκους. Οι
παράλληλες προσπάθειες για την εντατικοποίηση των διακρατικών οικονομικών και
εμπορικών σχέσεων και για την ενίσχυση του αγώνα των Γερμανών κομμουνιστών να
καταλάβουν την εξουσία, όπως και η ταυτόχρονη επιθυμία των γερμανικών ελίτ για την
ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Όπως όμως θα δούμε και στην συνέχεια, οι
παράγοντες αυτοί δεν στάθηκαν τελικά εμπόδιο στην πολυεπίπεδη ανάπτυξη των
διακρατικών σχέσεων, που ως την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, θα έχουν
γίνει ιδιαίτερα στενές σε μια σειρά από τομείς, όπως τον βιομηχανικό και τον εμπορικό, αλλά
και τον στρατιωτικό και τον οικονομικό.

4
1. Το ιστορικό πλαίσιο

Τον Οκτώβριο του 1917 η επανάσταση των Μπολσεβίκων θα δώσει οριστικό τέλος
στο παλαιό καθεστώς του Τσάρου, ανοίγοντας μια νέα εποχή για την ρωσική, αλλά και την
παγκόσμια ιστορία. Η Ρωσία, εξαντλημένη από την εμπλοκή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
θα γίνει έτσι η πρώτη χώρα του κόσμου στην οποία ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα
θα ανέλθει στην εξουσία. Το γεγονός αυτό προκαλούσε έντονες ανησυχίες στις δυτικές
χώρες, ιδίως σε εκείνες, όπως η Γερμανία, στις οποίες δραστηριοποιούνταν ισχυρά
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Πρώτο διακηρυγμένο μέλημα της νέας επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η άμεση


έξοδος της χώρας από τον πόλεμο και η βελτίωση της δεινής θέσης στην οποία είχε περιέλθει
ο ρωσικός λαός. Η συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ όμως, που υπογράφτηκε με τις
κεντρικές δυνάμεις στις 3 Μαρτίου του 1918, προέβλεπε ιδιαίτερα επαχθείς όρους για την
ρωσική πλευρά. Η χώρα αναγκαζόταν να παραχωρήσει σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού της
εδάφους και των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, ενώ με μια συμπληρωματική συνθήκη που
υπογράφτηκε τον Αύγουστο υποχρεωνόταν και στην καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων
και νέες εδαφικές παραχωρήσεις.

Οι συνθήκες αυτές μπορεί να ήταν δυσμενείς για την Ρωσία, έδωσαν όμως την
δυνατότητα στο νέο καθεστώς να σταθεροποιήσει την εξουσία του και να επικεντρωθεί στα
εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Τα πρώτα οικονομικά μέτρα που πήραν οι Μπολσεβίκοι
ήταν σχετικά μετριοπαθή, περιλαμβάνοντας επιλεκτικές εθνικοποιήσεις, αναδιανομή της
εθνικοποιημένης γεωργικής γης στους αγρότες σε μια δικαιότερη ατομική βάση και την
σποραδική, στην πραγματικότητα ημι-αυθόρμητη, επιβολή εργατικού έλεγχου σε ορισμένες

5
παραγωγικές μονάδες. Όμως την άνοιξη του 1918 η οικονομική κατάσταση είχε επιδεινωθεί
σε τέτοιο βαθμό, που ήταν φανερό πως απαιτείτο μια νέα προσέγγιση στα οικονομικά
θέματα. Η νέα πολιτική των Μπολσεβίκων, που θα περάσει στην ιστορία ως «πολεμικός
κομμουνισμός», είχε σύμφωνα με τον David McLellan τρία βασικά χαρακτηριστικά: την
αύξηση σε σημαντικό βαθμό των εθνικοποιήσεων με την κρατικοποίηση σχεδόν όλων των
μεγάλων επιχειρήσεων και την μονοπώληση των συναλλαγών (κάτι που είχε ως αποτέλεσμα
την αύξηση της κρατικής γραφειοκρατίας), την αφαίρεση πόρων από την αγροτιά μέσω της
επίταξης του πλεονάσματος της παραγωγής της (καθώς ο ασυγκράτητος πληθωρισμός έκανε
αδύνατη την εκτύπωση χρήματος) και την ανάληψη ιδιαίτερα επειγουσών αποστολών από
αποστρατευμένες μονάδες του κόκκινου στρατού, με την ταυτόχρονη μερική στρατικοποίηση
των εργατών, που πλέον τίθεντο υπό τις διαταγές αξιωματούχων των συνδικάτων. 1

Όπως ανέφερε ο Λένιν: «ο πολεμικός κομμουνισμός ήταν σε πλήρη αντίθεση με όλα


όσα είχαμε γράψει προηγουμένως για την μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό».2
Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο Σαρλ Μπετελέμ, ο πολεμικός κομμουνισμός δεν θα
πρέπει να γίνεται αντιληπτός μόνο ως ένα σύνολο έκτακτων μέτρων, αλλά να εξετάζεται και
υπό το πρίσμα της γενικότερης αντίληψης των Ρώσων κομμουνιστών για το κράτος και την
διαδικασία μετάβασης στον σοσιαλισμό, καθώς το κόμμα των Μπολσεβίκων «δεν είχε
εντελώς ξεκόψει με ένα μέρος από τις αντιλήψεις που είχαν ριζώσει στο SPD και που ταύτιζαν
την κρατική ιδιοκτησία και την κρατική συγκεντροποίηση με την καταστροφή των
καπιταλιστικών σχέσεων».3

Από το καλοκαίρι και η Γερμανία άρχισε να φτάνει στα όρια των αντοχών της. Η
ειρήνη με την Ρωσία μπορεί να είχε αποδεσμεύσει στρατεύματα για την ενίσχυση του
δυτικού μετώπου, δεν κατάφερε όμως να ανατρέψει το γεγονός ότι ο συσχετισμός δύναμης

1
Mc Lellan David: Ο Μαρξισμός μετά τον Μαρξ. Αθήνα: εκδόσεις Σαββάλας 2014 σ.132
2
Ομοίως, σ. 133
3
Μπετελέμ Σαρλ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923. Αθήνα: εκδόσεις Κουκκίδα
2010. σ. 453

6
είχε πλέον ανατραπεί προς όφελος των δυτικών δυνάμεων. Η διάρκεια της σύγκρουσης, οι
μεγάλες απώλειες στα μέτωπα, οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες, όπως και ο ναυτικός
αποκλεισμός που οι σύμμαχοι είχαν επιβάλλει στην Γερμανία είχαν εξαντλήσει τόσο το
στράτευμα, όσο και την γερμανική κοινωνία

Η αργή αυτή κατάρρευση, που βέβαια ποτέ δεν θα γινόταν ολοκληρωτική, έστρεφε
τις γερμανικές ελίτ στο να καθαιρέσουν τον αυτοκράτορα και να εγκαθιδρύσουν καθεστώς
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το πρώτο μέλημα της νέας δημοκρατικής κυβέρνησης ήταν η
διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός με τις δυνάμεις τις Αντάντ, η οποία
τέθηκε σε εφαρμογή στις 11 Νοεμβρίου. Ο εκδημοκρατισμός του καθεστώτος δεν μπόρεσε
τελικά να αποτρέψει την κοινωνική έκρηξη, με αποτέλεσμα η χώρα από τον Νοέμβριο μέχρι
και το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς να συγκλονιστεί από αλλεπάλληλα επαναστατικά
κύματα. Τα γεγονότα θα βρουν την κορύφωση τους στην εξέγερση των εργατών του
Βερολίνου τον Ιανουάριο του 1919. Σε αντίθεση με ότι συχνά πιστεύεται, η εξέγερση αυτή
δεν οργανώθηκε κατά κύριο λόγο από τους Σπαρτακιστές, αλλά από τους βερολινέζους
επαναστατικούς επιτρόπους (revolutionäre Obleute), μια ομάδα που διατηρούσε στενούς
δεσμούς με τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες του USPD.

Αντίθετα το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (δηλαδή η μετεξέλιξη του


Σπάρτακου) αμφιταλαντευόταν έντονα για το αν έπρεπε να συμμετάσχει, με αποτέλεσμα ο
Karl Liebknecht να πάρει τελικά πάνω του την απόφαση, για την τελική στάση που θα
κρατούσε το κόμμα. Αναφορικά με όσους βλέπουν ρωσικό δάκτυλο πίσω από την εξέγερση
θα πρέπει να σημειώσουμε πως εκείνα τα χρόνια οι Γερμανοί κομμουνιστές επηρεάζονταν
ακόμα πολύ εντονότερα από τις ιδέες της Ρόζας Λούξεμπουργκ, από ότι από εκείνες του
Λένιν., κάτι που δεν άλλαξε και μετά από το 1ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον
Μάρτη του 1919. Ο οριστικός προσανατολισμός του KPD προς την Μόσχα, θα επέλθει έπειτα
από σοβαρές εσωκομματικές συγκρούσεις και παλινωδίες και αφού θα έχει κλείσει ο
μεγάλος εξεγερσιακός κύκλος της περιόδου 1918-1923. Όπως θα δούμε και στην συνέχεια,
αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις
γερμανικές υποθέσεις, καθώς μια άνοδος των γερμανών κομμουνιστών στην εξουσία θα
έσπαγε την διεθνή απομόνωση της Ρωσίας, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον δρόμο για την
εξάπλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε ολόκληρη την ήπειρο.

7
Ας επιστρέψουμε όμως αρχικά στο καλοκαίρι του 1919 και στις καθοριστικές εξελίξεις
εκείνων των μηνών. Τον Ιούνιο η γερμανική αντιπροσωπεία, αφού είχε εξασφαλίσει την
έγκριση του κοινοβουλίου, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τις νικητήριες δυνάμεις (εκτός των
ΗΠΑ), με την οποία τερματιζόταν και επισήμως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την συνθήκη
των Βερσαλλιών, η Γερμανία θα χάσει περισσότερα από 70.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα,
δηλαδή περίπου το 1/7 του εθνικού της εδάφους, 6,5 εκατομμύρια κατοίκους, ήτοι το 10%
του πληθυσμού της, μαζί με σημαντικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και πλουτοπαραγωγικές
πηγές.4 Επιπλέον η χώρα καλούνταν να καταβάλλει τεράστιες επανορθώσεις στις νικήτριες
δυνάμεις, τόσο σε μορφή χρήματος, όσο και σε εξοπλισμό, ενώ δεσμευόταν επίσης να
εγκαταλείψει της αξιώσεις της για μια μελλοντική ένωση με την Αυστρία.

Ιδιαίτερα κομβική σημασία για τις μετέπειτα σχέσεις της με την ΕΣΣΔ, θα έχει η
απαίτηση των συμμάχων για συρρίκνωση του γερμανικού στρατού σε μια δύναμη 115.000
αντρών, κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας και απαγόρευση της κατοχής βαρέων όπλων,
όπως υποβρυχίων, αεροπλάνων, τεθωρακισμένων, αλλά και των χημικών όπλων.5 Με τον
τρόπο αυτό οι νικητές επεδίωκαν να αποτρέψουν τον κίνδυνο ενός νέου πολέμου στην
Ευρώπη, κυρίαρχα όμως να αποκλείσουν την Γερμανία από το σύστημα των μεγάλων
δυνάμεων.2

Υπήρχαν όμως και πράγματα που είχαν αλλάξει προς όφελος της Γερμανίας. Το
σημαντικότερο ήταν το γεγονός ότι στα ανατολικά της σύνορα δεν συνόρευε πλέον με την
απέραντη Ρωσία, αλλά με μια σειρά από αδύναμα κράτη που είχαν γεννηθεί από την
κατάρρευση των Αυτοκρατοριών. Τα κράτη αυτά εξαιτίας του μεγέθους τους και μόνο δεν θα

4
Μεταξύ άλλων αναγκάστηκε να παραδώσει το 90% του εμπορικού της στόλου, πάνω από τα μισά
γαλακτοπαραγωγά της ζώα, το 1/10 του συνολικού ζωικού της κεφαλαίου, όπως και τεράστιες
ποσότητες σε ξυλεία και βιομηχανικό και σιδηροδρομικό υλικό. Επιπλέον για ένα διάστημα δέκα
ετών υποχρεούνταν να παραδίδει σε ετήσια βάση 40 εκατομμύρια τόνους άνθρακα, ποσότητα που
αντιστοιχούσε στο 60% της συνολικής της παραγωγής. Το ακριβές ύψος των χρηματικών
αποζημιώσεων θα καθοριστεί μόλις το 1921 στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα ασύλληπτο για την
εποχή ποσό.
Kantzias-Rohde Alexander-Christian: Die deutsche Arbeiterbewegung in den Jahren der Weimarer
Republik (1918-1933). Πτυχιακή εργασία. Αθήνα: πανεπιστήμιο Αθηνών, τμήμα Γερμανικής Γλώσσας
και Φιλολογίας 2012 σ. 43
5
εκ των οποίων αντιστοιχούσαν 100.000 στο στρατό ξηράς και 15.000 στο πολεμικό ναυτικό.
Ομοίως σ.43

8
μπορούσαν ποτέ να εξελιχθούν σε σημαντικές δυνάμεις, κάτι που αναγκαστικά θα τα
οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην σφαίρα επιρροής μιας μεγάλης δύναμης, που δεν μπορεί να
ήταν άλλη από την Γερμανία. Η άλλη παραδοσιακή μεγάλη δύναμη της περιοχής, δηλαδή η
Ρωσία, είχε να αντιμετωπίσει μια ακόμα μεγαλύτερη διεθνή απομόνωση, την ώρα που οι
διενέξεις θρυμμάτιζαν το μέτωπο των νικητήριων δυνάμεων, αφήνοντας σημαντικά
περιθώρια για ελιγμούς και συμμαχίες.

Την ίδια περίοδο και η Σοβιετική Ρωσία αγωνιζόταν για την επιβίωση της,
πολεμώντας εναντίων εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Στις κρισιμότερες στιγμές της
χαώδους διετίας 1918-20 οι Μπολσεβίκοι δεν έλεγχαν παρά έναν απομονωμένο θύλακα
εκτεινόμενο μεταξύ των Ουραλίων και των σημερινών Βαλτικών κρατών, με μοναδική
διέξοδο το λιμάνι του Λένινγκραντ. Με την Μόσχα να πολιορκείται από λευκούς στρατούς,
μεταβατικές «λευκές» κυβερνήσεις να έχουν δημιουργηθεί στον Νότο και στην περιοχή του
Ντον και ξένους στρατούς να έχουν εισβάλλει στην ρωσική επικράτεια, το μέλλον όχι μόνο
του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά και ολόκληρης της χώρας φάνταζε εξαιρετικά αβέβαιο.
Τελικά όμως οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να εκδιώξουν τους εισβολείς και να κερδίσουν τον
εμφύλιο, όχι μόνο επειδή διέθεταν καλύτερη οργάνωση και ένα μαζικό κόμμα, αλλά και
επειδή ήταν οι μόνοι που προχώρησαν σε αναδιανομή γης προς όφελος των φτωχών, όπως
και η μοναδική δύναμη που μπορούσε να εγγυηθεί την ενότητα της χώρας. Το 1922 με την
επανάκτηση και των τελευταίων εδαφών στην Ανατολή η εδαφική ακεραιότητα της χώρας
είχε αποκατασταθεί, με εξαίρεση τις σχετικά μικρές απώλειες στα δυτικά σύνορα και τις
παραχωρήσεις σε Τουρκία και Ρουμανία.

¨Έτσι, παρά τους κλυδωνισμούς και τις κρίσεις τους, τα δύο καθεστώτα είχαν
καταφέρει να επιβιώσουν. Όπως όμως θα δούμε και στην συνέχεια εξακολουθούσαν να
έρχονται αντιμέτωπα με πολύ σοβαρά εσωτερικά και οικονομικά προβλήματα. Και οι δύο
χώρες βρίσκονταν, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, απομονωμένες από την διεθνή
σκηνή, αντιμετωπίζοντας την καχυποψία και την εχθρότητα των υπολοίπων κρατών. Το
γεγονός αυτό δημιουργούσε αναμφίβολα της προϋποθέσεις για την προσέγγιση των δύο
χωρών, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που τις χώριζαν. Βέβαια αυτή η προσέγγιση δεν θα
είναι από την αρχή ούτε αυτονόητη. Θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά ακόμη χρόνια μέχρι οι
σχέσεις μεταξύ τους να σταθεροποιηθούν και να γίνουν προνομιακές.

9
2. Τα πρώτα δειλά βήματα προσέγγισης

Μετά από την αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία
την άνοιξη του 1919, οι δυτικές δυνάμεις επικέντρωσαν τις προσπάθειες ανατροπής του
καθεστώτος των Μπολσεβίκων μέσω του εμπορικού αποκλεισμού της χώρας, με σκοπό να
καταστρέψουν την, έτσι κι αλλιώς αδυνατισμένη, οικονομία της. Εντός των γερμανικών ελίτ
είχε αναπτυχθεί ένας έντονος προβληματισμός για το αν η Γερμανία θα έπρεπε να
συμμετάσχει στην συμμαχία αυτή, κάτι που απέτρεψε τελικά η έντονη δυσαρέσκεια για την
στάση των μεγάλων δυνάμεων για τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Αλλά και η
άλλη πλευρά έδειχνε δισταχτική απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φοβούμενη το
ενδεχόμενο μιας μελλοντικής συμμαχίας ανάμεσα στην Γερμανία και μια αποκατεστημένη
ρωσική μοναρχία

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία δεν ενεπλάκει με έναν άμεσο τρόπο στις ρωσικές
υποθέσεις. Ιδιαίτερα στην Βαλτική, πολλοί Γερμανοί εθνικιστές, οργανωμένοι στα
παραστρατιωτικά ελεύθερα τάγματα (Freikorps), πολεμούσαν στο πλευρό των Λευκών,
έχοντας μάλιστα πρωτοστατήσει και στην κατάληψη της Ρίγας. Μαζί με τους Λευκούς
βρέθηκαν να πολεμούν και πολλές μονάδες του μονάδες του γερμανικού στρατού που
στάθμευαν στην ανατολική Ευρώπη, τις οποίες οι Σύμμαχοι είχαν εξαιρέσει από την
εκκένωση των κατειλημμένων εδαφών. Μετά από την οριστική αποτυχία της συμμαχικής
εισβολής, οι περισσότεροι Γερμανοί στρατιώτες δεν ακολούθησαν την υποχώρηση των
μονάδων τους, αλλά εντάχθηκαν στις γραμμές των Λευκών, ως την άνοιξη του 1920 όμως οι
δυνάμεις αυτές θα είχαν εκμηδενιστεί. Αυτό που πάντως βγαίνει ως συμπέρασμα, είναι το
γεγονός ότι οι κινήσεις αυτές είχαν την υποστήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή της γερμανικής
κυβέρνησης, που παρατηρούσε με ανησυχία την ενδυνάμωση της άκρας αριστεράς στο
εσωτερικό της χώρας.

10
Από την άλλη υπήρχαν ορισμένοι κύκλοι της βαριάς βιομηχανίας που είχαν από πολύ
νωρίς δείξει ενδιαφέρον για συνεργασία με τους Μπολσεβίκους. Το καλοκαίρι του 1919, μια
«βιομηχανική αποστολή» με επικεφαλής τον βιομήχανο και πολιτικό Walther Rathenau
επισκέφτηκε την Μόσχα, με σκοπό να μελετήσει τις βιομηχανικές υποδομές της χώρας. Μετά
από την επιστροφή της στο Βερολίνο, ο Rathenau θα γίνει ο ιδρυτής ενός μικρού συλλόγου
βιομηχάνων που θα δραστηριοποιηθούν για την βελτίωση των γερμανό-σοβιετικών σχέσεων.
Οι πρώτες επίσημες συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών πάντως θα αφορούν το ζήτημα της
ανταλλαγής των αιχμαλώτων πολέμου. Τον Νοέμβριο του 1919 η γερμανική κυβέρνηση
αποδέχτηκε έναν σοβιετικό εκπρόσωπο, όμως η πρώτη επίσημη συμφωνία υπογράφτηκε
μόλις τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

Ο πρώτος υψηλόβαθμος Γερμανός αξιωματούχος που συνειδητοποίησε τα


πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν από την προσέγγιση με τους Σοβιετικούς ήταν ίσως ο
αρχηγός του στρατού ξηράς Hans von Seeckt, ο οποίος δεν θεωρούσε ότι οι ιδεολογικές
διαφορές που χώριζαν τις δύο πλευρές αποτελούσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για μια τέτοια
συνεργασία. Η κοινή εχθρότητα έναντι της Πολωνίας, αλλά και έναντι των μεγάλων
δυνάμεων, καθιστούσαν κατά την γνώμη του τη Ρωσία τον καθοριστικό παράγοντα για το
μέλλον της Γερμανίας. Οι απόψεις του αυτές θα αποκτήσουν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν την
άνοιξη του 1920 θα τοποθετηθεί επικεφαλής της υπηρεσίας που λειτουργούσε ως
προκάλυμμα για την συνέχιση της λειτουργίας του παλαιού γενικού επιτελείου στρατού, το
οποίο είχε καταργηθεί από τους συμμάχους. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η γερμανική
πολιτική έναντι της σοβιετικής Ρωσίας θα βρίσκεται στην πραγματικότητα στα χέρια του von
Seeckt.

Αλλά και στη ρωσική πλευρά άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματα που θα


επέφερε μια συνεργασία με την Γερμανία. Ο Λένιν, μιλώντας στο 8ο Πανρωσικό Συνέδριο των
Σοβιέτ τον Δεκέμβριο του 1920, αναφέρθηκε στον χαρακτήρα των γερμανό-σοβιετικών

11
σχέσεων σε ένα πλαίσιο διαφορετικό, από εκείνο της παγκόσμιας επανάστασης. Κατά την
γνώμη του, η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν εκείνη που δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για
την συνεργασία των δύο χωρών, κάτι που όπως τόνισε θα απελευθέρωνε γιγάντιες
παραγωγικές δυνάμεις και θα προκαλούσε αντιφάσεις και διαιρέσεις στο στρατόπεδο των
καπιταλιστικών κρατών.1,2 Από εκείνη την χρονιά άλλωστε τα λιμάνια της Βαλτικής ήταν ξανά
ανοιχτά και το εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες άρχισε και πάλι να ανθίζει. Το προσωρινό
εμπορικό σύμφωνο που θα υπογραφόταν τον Μάιο του 1921 αποτελούσε αναγνώριση του
γεγονότος αυτού, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε ότι ο χαρακτήρας του συμφώνου αυτού
ήταν βασικά πολιτικός. Οι δύο χώρες δεσμεύονταν να παρέχουν διπλωματικά προνόμια
στους διαπιστευμένους αντιπροσώπους της άλλης, κάτι που συνεπαγόταν και την επίσημη
αναγνώριση της Σοβιετικής Ρωσίας από γερμανικής πλευράς και την ταυτόχρονη άρση της
ανεπίσημης αναγνώρισης που είχε δοθεί στις οργανώσεις των Λευκών στο Βερολίνο.

Παρ’ όλα αυτά οι διακρατικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εξελίσσονταν αργά.
Αυτό οφειλόταν τόσο στις παλινωδίες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, όσο και στις
προσπάθειες των Σοβιετικών να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και με τις άλλες ευρωπαϊκές
χώρες. Σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η υπογραφή στις 16
Μαρτίου του 1921 μιας εμπορικής συμφωνίας με την Μεγάλη Βρετανία. Όπως και η
αντίστοιχη συμφωνία με την Γερμανία η σημασία της ήταν κυρίαρχα πολιτική. Η συνέχεια
όμως δεν υπήρξε ανάλογη και ήδη από το Φθινόπωρο του ίδιου έτους είχε φανεί πως οι
σχέσεις των δύο χωρών δεν θα παρουσίαζαν περαιτέρω βελτίωση.

Αλλά και οι Γερμανοί αμφιταλαντεύονταν για το ποια στάση θα κρατούσαν έναντι της
Μόσχας, καθώς τα συμφέροντα της αστικής της τάξης ήταν διασπασμένα. Από την μια
υπήρχε ένα κομμάτι που συσπείρωνε κυρίαρχα τους εκπροσώπους της ελαφριάς
βιομηχανίας, η οποία διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με τις αγορές τις Δύσης. Από την

1
Carr E.H: The Bolshevik Revolution 1917-1923. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1960, 1963. σ. 327.
2
Όπως άλλωστε είχε δηλώσει και στο β’ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς λίγους μήνες
νωρίτερα υπήρχαν πλέον δύο κατηγορίες χωρών, στην μια εντάσσονταν οι εχθρικές καπιταλιστικές
χώρες της Δύσης και στην άλλη οι πιθανά φιλικοί άνθρωποι της Ανατολής, οι οποίοι ήταν και αυτοί
θύματα των δυτικών δυνάμεων. Η Γερμανία δεν μπορούσε να τοποθετηθεί σε καμία από τις δύο
κατηγορίες καθώς η ήττα της στον πόλεμο την είχε καταστήσει θύμα του ιμπεριαλισμού των δυτικών
δυνάμεων.
Ομοίως σ. 305

12
υπήρχαν οι εκπρόσωποι της βαριάς βιομηχανίας, οι οποίοι επεδίωκαν να διεισδύσουν στην
τεράστια ρωσική αγορά και να εκμεταλλευτούν της πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Η
Γερμανία ήταν άλλωστε από παλιά ο βασικός προμηθευτής τεχνολογικού εξοπλισμού και
βιομηχανικών αγαθών της Ρωσίας, καθώς πριν από τον πόλεμο το 47,5% των εισαγωγών και
το 29,8% των εξαγωγών της πραγματοποιούνταν με την Γερμανία.3

Η οριστική λήξη του σοβιετό-πολωνικού πολέμου στις 18 Μαρτίου του 1921 και η
συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε στην Ρίγα είχαν ως συνέπεια νέες εδαφικές απώλειες για
την Σοβιετική Ρωσία. Έτσι η Πολωνία βρέθηκε να κατέχει μια περιοχή, η οποία μπορεί να
βρισκόταν εντός των ιστορικών ορίων της πάλαι ποτέ πολωνικής αυτοκρατορίας,
κατοικούνταν όμως κυρίαρχα από Λευκορώσους και Ουκρανούς. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε και
το πάγωμα των γερμανικών ελπίδων για την ανάκτηση των εδαφών που με την Συνθήκη των
Βερσαλλιών είχαν παραχωρηθεί στο νεοσύστατο Πολωνικό κράτος. Η προοπτική αυτή, που
έμοιαζε πιθανή κατά την διάρκεια του πολέμου, καθώς ο κόκκινος στρατός έμοιαζε να
προελαύνει ασταμάτητος προς την Βαρσοβία. Το γεγονός αυτό είχε σκορπίσει ενθουσιασμό
σε πλατιά στρώματα της γερμανικής κοινωνίας που ήλπιζαν ότι Σοβιετικοί θα συνέτριβαν
τους Πολωνούς, θα διαμέλιζαν την χώρα τους και θα επέστρεφαν στην Γερμανία τα χαμένα
της εδάφη. Η ελπίδα αυτή είχε φέρει χιλιάδες Γερμανούς εθελοντές στις τάξεις του κόκκινου
στρατού, πολλοί από τους οποίους μάλιστα προερχόταν από τον χώρο της ακροδεξιάς,
έχοντας πιθανότατα πολεμήσει το προηγούμενο διάστημα εναντίων των Γερμανών
κομμουνιστών. Επισήμως η γερμανική κυβέρνηση, παρά την έντονη αντίδραση των δυτικών
δυνάμεων, είχε τηρήσει ουδέτερη στάση, μη επιτρέποντας την μεταφορά πολεμικού υλικού
μέσω του εδάφους τους προς τους Πολωνούς. Ο Λένιν αναφερόμενος σε αυτήν την
φαινομενικά παράδοξη συμμαχία λίγους μήνες αργότερα, ανέφερε πως εκείνο το διάστημα
«όλοι στην Γερμανία, ακόμα και οι βαθύτερα αντιδραστικοί και μοναρχικοί έλεγαν ότι οι
Μπολσεβίκοι θα μας σώσουν, όταν θα πριονίσουν την ειρήνη των Βερσαλλιών».4 Όμως όπως
είδαμε κάτι τέτοιο τελικά δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί.

3
Carr E.H: The Bolshevik Revolution σ.366
4
Ομοίως σ. 323

13
3. Η Νέα Οικονομική Πολιτική και οι επιπτώσεις της

Το τέλος του πολέμου με την Πολωνία έκανε ακόμη πιο φανερή την δραματική
κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ρωσία. Η ύπαιθρος βρισκόταν σε βαθιά κρίση, η αγροτική
παραγωγή είχε μειωθεί δραματικά, ενώ το συνεχόμενο κύμα μετανάστευση προς τις πόλεις
όξυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η βιομηχανική παραγωγή έφτανε στο 1/7 και η
παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου μόλις στο 3% των προπολεμικών επιπέδων.1 με τα
περισσότερα εργοστάσια βρίσκονταν εκτός λειτουργίας, ενώ πολλά ορυχεία και λατομεία
είχαν λεηλατηθεί. Τα αποθέματα σε μέταλλα και βιομηχανικά προϊόντα είχαν εξαντληθεί ,
ενώ η κατάρρευση του εμπορίου δημιουργούσε τεράστιες ελλείψεις ακόμα και στα
βασικότερα αγαθά, όπως τα τρόφιμα και τα καύσιμα.

Για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν στο 10ο


Συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος τον Μάρτη του 1921 την εγκατάλειψη της πολιτικής
του πολεμικού κομμουνισμού, προς όφελος ενός νέου προγράμματος, της Νέας Οικονομικής
Πολιτικής (ΝΕΠ). Στόχος της ήταν η αναδιοργάνωση της κατεστραμμένης από τους πολέμους
ρωσικής οικονομίας, μαζί με την εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας που ήταν διάχυτη
στην ρωσική κοινωνία, ιδίως μεταξύ των μικροαστικών στρωμάτων. Αυτό θα επιτυγχανόταν
μέσω της αποκέντρωσης και της φιλελευθεροποίησης τόσο του αγροτικού, όσο και του
βιομηχανικού και του εμπορικού τομέα, μέσω της εισαγωγής ορισμένων κριτηρίων
καπιταλιστικής διαχείρισης και λογικής

Η εφαρμογή των μέτρων της ΝΕΠ δεν ήταν σε καμία περίπτωση μεταξύ των αρχικών
σχεδίων των Μπολσεβίκων, όπως όμως αναγνώριζε και ο ίδιος ο Λένιν η ΝΕΠ «είχε ξεπηδήσει

5
Έλλενστειν Ζον : Ιστορία της Σοβιετικής ¨Ένωσης. Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο, 1976-1977 σ.202

14
μέσα από μία έσχατη αθλιότητα και από μια κατάσταση χωρίς διέξοδο» Αναγνώρισε επίσης
πως «διαπράξαμε το σφάλμα να επιχειρήσουμε το άμεσο πέρασμα στην κομμουνιστική
παραγωγή και κατανομή».2 Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να γεννηθεί
παρά μονάχα σε μια κοινωνία με ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία, που συν τοις άλλοις ήταν
και απαραίτητη για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα
αναφερόταν στην ΝΕΠ ως «υποχώρηση», με στόχο την ανασύνταξη δυνάμεων για την
μελλοντική επιτάχυνση της διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η ΝΕΠ θα
εγκαταλειπόταν άρα αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες, προς όφελος μιας πολιτικής
που κατά τον Λένιν θα αντιστοιχούσε περισσότερο στην διαδικασία αυτή. Σύμφωνα με αυτή
την λογική οι Σοβιετικοί έπρεπε πρώτα να διδαχτούν από τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά έθνη,
ιδίως από τους Γερμανούς, ώστε να μπορέσουν στην συνέχεια να αναπτύξουν την δική τους
βιομηχανία και την τεχνολογία. Η ΝΕΠ γινόταν έτσι αντιληπτή ως μια ιστορικά σύντομη
περίοδος στην οποία θα συνυπήρχαν καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής,
μέχρι οι δεύτερες να έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που να υπερκεράσουν τις πρώτες.
Αυτό που θα προέκυπτε από αυτήν την συνύπαρξη, πάντα σύμφωνα με τους Μπολσεβίκους,
θα ήταν ένα «ελεγχόμενος καπιταλισμός που θα επέτρεπε τον εξηλεκτρισμό και την
εκβιομηχάνιση της χώρας. Επιπλέον οι Μπολσεβίκοι ήλπιζαν ακόμη ότι μέσα σε σύντομο
χρονικό διάστημα η σοσιαλιστική επανάσταση θα επικρατούσε και σε άλλες χώρες. Καθώς
όμως το ενδεχόμενο αυτό απομακρυνόταν όλο και περισσότερο, η αύξηση των
εμπορευματικών καπιταλιστικών σχέσεων έλαβε τελικά πολύ μεγαλύτερη έκταση από ότι
αρχικά σχεδιαζόταν.

Η ΝΕΠ αποτελούσε ταυτόχρονα και την διαπίστωση ότι η πολιτική των επιτάξεων δεν
μπορούσε να συνεχιστεί, καθώς συναντούσε την δυσαρέσκεια της αγροτιάς. Δεν είναι έτσι
τυχαίο που το πρώτο πρακτικό της μέτρο ήταν η άρση εκείνου του νόμου που προέβλεπε την

2
Η τοποθέτηση του αυτή έγινε κατά την συνεδρίαση των κομματικών γραμματέων και υπευθύνων
των πυρήνων της πόλης και της επαρχίας της Μόσχας στις 9 Απριλίου του 1921
Μπετελέμ 2010: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1η περίοδος 1917-1923. Αθήνα: εκδόσεις Κουκκίδα
2010. τ.1 σ.445

15
παρακράτηση του αγροτικού πλεονάσματος. Ο νέος νόμος επέτρεπε στους αγρότες να
κρατούν και να διαθέτουν ένα σταθερό μερίδιο του πλεονάσματος τους στην αγορά. Όπως
αναφέρει και ο Σαρλ Μπετελέμ «Την στιγμή εκείνη ένας από τους επιδιωκόμενους σκοπούς
είναι η στερέωση της «οικονομικής συμμαχίας» του προλεταριάτου και της αγροτιάς με την
ανάπτυξη «σοσιαλιστικών ανταλλαγών» - στην πραγματικότητα μη χρηματικών- ανάμεσα στις
πόλεις και την ύπαιθρο».3 Ήταν όμως και μια παραδοχή ότι κατά την περίοδο του πολεμικού
κομμουνισμού η εξαφάνιση των εμπορευματικών συναλλαγών είχε υπάρξει μάλλον τυπική
παρά πραγματική, με τις αρχές να δείχνουν ανοχή στην ανάπτυξη των παράνομων αυτών
συναλλαγών.

Σταδιακά άρχισε να αποκαθίσταται και η ελευθερία στο εμπόριο βιομηχανικών


αγαθών. Με νόμο που ψηφίστηκε στις 7 Ιουλίου του 1921 επετράπη η λειτουργία ιδιωτικών
επιχειρήσεων, εφόσον δεν απασχολούσαν περισσότερους από 10 εργάτες αν διέθεταν
μηχανές και 20 εργάτες εάν δεν διέθεταν. Στις 10 Δεκεμβρίου τα εργοστάσια που
απασχολούσαν λιγότερους από 10 εργαζόμενους επιστράφηκαν στους παλαιούς τους
ιδιοκτήτες, ενώ στις εργάτες επεστράφησαν στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους, ενώ στις 12
Μάιου 1922 οι σοβιετικοί πολίτες αποκτούσαν το δικαίωμα να ιδρύουν εμπορικές
επιχειρήσεις, να υπογράφουν συμβόλαια και να κατέχουν ακίνητη περιουσία, εφόσον αυτή
δεν είχε περάσει στον έλεγχο του κράτους.4

Το κεντρικό ζήτημα φυσικά σε ότι αφορά την σχέση της ΝΕΠ με την σοβιετική
εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της Ρωσίας ήταν το γεγονός ότι επέτρεπε (και
προωθούσε) την δημιουργία μεικτών εταιριών. Οι μεικτές αυτές εταιρίες θα προέκυπταν από
την σύμπραξη μιας ξένης καπιταλιστικής κοινοπραξίας και μιας υπηρεσίας του σοβιετικού
κρατικού μηχανισμού. Το καθεστώς τέτοιων εταιριών είχε το διπλό πλεονέκτημα ότι αφενός

3
Μπετελέμ 2010: σ. 472
4
Ελλενστείν 1976-1977: σ. 205

16
αποκρυβόταν ο (εν μέρει) κρατικός τους χαρακτήρας (κάτι που παρείχε το νομικό πλαίσιο για
την δραστηριοποίηση τους και στο εξωτερικό) και αφετέρου ότι γινόταν δυνατή η παροχή
εγγυήσεων στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων σε σοβιετικό έδαφος.

Πάντως η υιοθέτηση της ΝΕΠ δεν έγινε χωρίς εντάσεις εντός του Μπολσεβίκικου
κόμματος. Τον Οκτώβρη του 1921 στην συνδιάσκεψη της Βαλτικής υπήρξε έντονη
αντιπαράθεση γύρω από τους όρους κάτω από τους οποίους έπρεπε να αναπτυχθούν οι
εξωτερικές εμπορικές συναλλαγές της Ρωσίας. Εκείνο το διάστημα η κεντρική επιτροπή του
μπολσεβίκικου κόμματος διαφωνούσε με τον Λένιν, ο οποίος ανησυχούσε ότι το υπερβολικό
άνοιγμα της ρωσικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές απειλούσε το μέλλον της δικτατορίας
του προλεταριάτου και ότι «κυριολεκτικά θα κινδύνευε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη
σοβιετική βιομηχανία, επειδή το ξένο μεγάλο κεφάλαιο ασφαλώς θα ήταν έτοιμο, αν
χρειαζόταν, να ορίσει τιμές κάτω του κόστους και να δώσει επιχορηγήσεις για τις εξαγωγές,
με σκοπό να παραλύσει τη σοβιετική βιομηχανία».5 Μόνο τον Μάρτιο του 1922 η επιμονή του
Λένιν οδηγεί στην υιοθέτηση μιας σειράς διαταγμάτων που στεριώνουν το κρατικό
μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο, μια απόφαση όμως που μέχρι τον Δεκέμβριο θα αλλάξει
αρκετές φορές.

Οι Ευρωπαίοι παρατηρούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις αυτές, καθώς η


εκμετάλλευση των πλούσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ρωσίας μπορούσε να συμβάλει
καθοριστικά στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Έτσι από το 1922 και μετά (όταν
και είχε διαφανεί ότι το καθεστώς των Μπολσεβίκων θα επιβίωνε) το ερώτημα δεν ήταν
πλέον αν οι καπιταλιστικές χώρες θα σύναπταν εμπορικές σχέσεις με την Σοβιετική Ρωσία,
αλλά του τι είδους θα ήταν οι σχέσεις αυτές.

Ειδικά για την Γερμανία, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν αντιμέτωπη με μια μεγάλη
κρίση υπερπληθωρισμού ,αντιμετώπιζε άρα στενότητα κεφαλαίων, το γεγονός ότι οι εταιρίες

5
Μπετελέμ 2010: σ. 412

17
αυτές δούλευαν με μικρά κεφάλαια και δεν απαιτούσαν μακροπρόθεσμη δέσμευση
κεφαλαίων, αποτελούσε ένα ιδιαίτερα ελκυστικό κίνητρο. Οι διαπραγματεύσεις με την
γερμανική πλευρά, για την πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων, πραγματοποιούνταν με
την μεσολάβηση ενός παλιού Μενσεβίκου, του Victor Kopp, ο οποίος από το 1918 ως το 1921
διετέλεσε μέλος της σοβιετικής διπλωματικής αποστολής στο Βερολίνο. Περιορισμένες
αρχικά σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με την συνεργασία των δύο πλευρών στα ζητήματα
της πολεμικής βιομηχανίας, οι συζητήσεις γρήγορα επεκτάθηκαν σε πιο πλατιά βάση. Στις 7
Απριλίου του 1921, σε μια αναφορά του προς την ηγεσία των Μπολσεβίκων ο Kopp ανέφερε
πως είχε ολοκληρωθεί η επεξεργασία ενός σχεδίου για την δημιουργία επί σοβιετικού
εδάφους ενός εργοστασίου κατασκευής γερμανικών πολεμικών αεροσκαφών από τα
Albatrosswerke, ενός ναυπηγείου κατασκευής υποβρυχίων από την εταιρία Blöhm und Voss
και ενός εργοστασίου κατασκευής πυροβόλων και βλημάτων από τον όμιλο Krupp.6 Το
καλοκαίρι μια γερμανική αποστολή ειδικών, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης
Oskar von Niedermayer, επισκέφτηκε την Σοβιετική Ρωσία για να οριστικοποιήσει την
συμφωνία.9

Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς θα σημειωθούν οι πρώτες εξελίξεις στο ζήτημα των
μεικτών επιχειρήσεων, με την ίδρυση των εταιριών Derutre, Deruluft, Derumetall και του
εμπορικού ομίλου Russgetrorg. Τον Ιανουάριο του 1922 θα οριστικοποιηθεί η συμφωνία με
τον όμιλο Krupp για την παραχώρηση μιας εκτεταμένης περιοχής στην νότια Ρωσία (κοντά
στον ποταμό Monych, παραποτάμου του Ντον) για την δημιουργία ενός εργοστασίου και
ενός πεδίου δοκιμών για τρακτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα. Στις 12 Φεβρουαρίου του
1922 ο Radek θα ζητήσει την γερμανική βοήθεια για την ανασυγκρότηση της ρωσικής
πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και για την εκπαίδευση των σοβιετικών αξιωματικών από
Γερμανούς συναδέλφους τους, κάτι που προσθέτει ένα νέο στοιχείο στις σχέσεις των δύο
χωρών.

6
Ελλενστείν 1976-1977: σ. 238

18
Υπήρχαν όμως και παράγοντας που δυσκόλευαν την εντεινόμενη προσέγγιση των δύο
χωρών. Η ανάδειξη του Walther Rathenau στην θέση του υπουργού εξωτερικών στην
κυβέρνηση Wirth στις 31.1.1922 έμοιαζε να ευνοεί τις επιδιώξεις τις ελαφριάς βιομηχανίας.
Όσο όμως εκείνος βρισκόταν στο Λονδίνο διαπραγματευόμενος με την Μεγάλη Βρετανία και
την Γαλλία την συμμετοχή της Γερμανίας σε μια διεθνή κοινοπραξία για την εκμετάλλευση
των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ρωσίας, το σχέδιο της βαριάς βιομηχανίας κέρδιζε
σημαντική υποστήριξη από τις προχωρημένες μυστικές διαπραγματεύσεις της ηγεσίας του
γερμανικού στρατού με την σοβιετική πλευρά. Κύκλοι του στρατού είχαν ήδη από τον
Οκτώβρη του 1919 αναζητήσει την επαφή με τους Σοβιετικούς, για την σύναψη μιας
συμφωνίας που θα επέτρεπε την παραγωγή του απαγορευμένου πολεμικού υλικού επί
ρωσικού εδάφους, οι δύο πλευρές όμως καθυστέρησαν να καταλήξουν σε συμφωνία.

Τουλάχιστον μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είναι επιβεβαιωμένο αν οι γερμανικές


κυβερνήσεις είχαν γνώση των διαπραγματεύσεων αυτών καθώς ο γερμανικός στρατός δεν
εμπιστευόταν την πολιτική εξουσία και διεκδικούσε μεγάλη αυτονομία κινήσεων, χωρίς να
θεωρεί ότι δεσμεύεται από τις αποφάσεις του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης. Πάντως η
δεδομένη διάθεση να παρακαμφτεί η συνθήκη των Βερσαλλιών και οι απαγορεύσεις της θα
συμβάλλουν τελικά στο προχώρημα αυτής της συμφωνίας. Σε σοβιετικό έδαφος θα
δημιουργηθούν έτσι σταδιακά μια σχολή τεθωρακισμένων (στο Καζάν), μια σχολή Ικάρων
(στο Λιπέτσκ), και ένα εργοστάσιο παραγωγής χημικών αερίων. 7
Στα τέλη του 1922 οι
σχέσεις των δύο χωρών είχαν προοδεύσει πλέον σε τέτοιο βαθμό που έκαναν δυνατή την
υπογραφή μιας συμφωνίας πάνω σε ευρύτερη βάση.

10

7
Carr E.H: The Foundations of a planned economy 1926-1929. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1969,
1978 σ. 42

19
4. Η εποχή των μεγάλων συνθηκών

Από τον Οκτώβριο του 1921 η Σοβιετική Ρωσία επεδίωκε την σύγκλιση μιας διεθνούς
συνδιάσκεψης, με σκοπό την υπογραφή μιας οριστικής συνθήκης για την Ευρώπη. Η κίνηση
αυτή στόχευε βασικά στην επίσημη αναγνώριση της χώρας και των κυριαρχικών της
δικαιωμάτων που θα σήμαινε ένα τέτοιο γεγονός. Το Γενάρη της επόμενης χρονιάς οι δυτικές
δυνάμεις ανταποκρινόμενες στο αίτημα αυτό συγκάλεσαν μια διεθνή σύσκεψη, που θα
μελετούσε τους όρους κάτω από τους οποίους μπορούσε να πραγματοποιηθεί η οικονομική
ανόρθωση της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν
τόσο η Γερμανία, όσο και η Σοβιετική Ρωσία.

Στα μέσα του ιδίου μηνός ο Ago von Malzan, ο διευθυντής του τμήματος ανατολικής
πολιτικής του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών και υπέρμαχος της προσέγγισης με την
Σοβιετική Ρωσία, να εντατικοποιήσει τις επαφές του με την Μόσχα. Η σοβιετική αποστολή
στο δρόμο της για την Γένοβα (όπου θα διεξαγόταν η συνδιάσκεψη) πραγματοποίησε στάση
στην γερμανική πρωτεύουσα, όπου και είχε επαφές με Γερμανούς επισήμους. Οι συζητήσεις
αυτές μπορεί να μην κατέληξαν σε κάποια συμφωνία, παρατηρήθηκαν ωστόσο πολλές
συγκλίσεις, πάνω στις οποίες θα πατούσαν οι δύο πλευρές στην συνέχεια

Η συνδιάσκεψη της Γένοβας ξεκίνησε στις 10 Απριλίου του 1922. Αρχικά οι σύμμαχοι
επικεντρώθηκαν στις συζητήσεις για τα πολεμικά και προπολεμικά δημόσια και ιδιωτικά χρέη
της (τσαρικής) Ρωσίας και στο ζήτημα της εθνικοποίησης των ξένων επιχειρήσεων από την
σοβιετική κυβέρνηση. Τόσο η Σοβιετική Ένωση, όσο και η Γερμανία είχαν αποκλειστεί από τις
συζητήσεις αυτές, κάτι που όξυνε την δυσαρέσκεια των δύο πλευρών και ειδικά της
Γερμανίας. Μόλις τον προηγούμενο μήνα είχε γίνει γνωστό το οριστικό ύψος των πολεμικών
επανορθώσεων που έπρεπε να καταβάλει η χώρα και η γερμανική πλευρά, ανήσυχη από τις

20
φήμες που κυκλοφορούσαν ότι οι σύμμαχοι ετοιμάζονταν να αναγνωρίσουν και στην Ρωσία
αντίστοιχες επανορθώσεις, αποφάσισε να εντατικοποιήσει τις επαφές με την σοβιετική
πλευρά. Οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν ακριβείς, καθώς τα εμπόδια που υπήρχαν μεταξύ
των Δυτικών και των Σοβιετικών ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεραστούν και οι όροι που
έθεταν οι πρώτοι για την σύναψη εμπορικών σχέσεων δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση
να γίνουν αποδεκτοί από την άλλη πλευρά.

Από την άλλη και οι Σοβιετικοί ήταν δυσαρεστημένοι από την εξέλιξη της
συνδιάσκεψης, καθώς το σχέδιο που είχαν καταθέσει από την πρώτη ημέρα για την ειρήνη
και τον αφοπλισμό είχε απορριφθεί. Από την πλευρά τους και εκείνοι είχαν απορρίψει τις
αξιώσεις των Δυτικών για επιστροφή των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων που πριν από την
επανάσταση ανήκαν σε Ευρωπαίους.

Οι δύο χώρες, αντιλαμβανόμενες ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν πολλά από την
Γένοβα αποφάσισαν να προχωρήσουν τελικά στην υπογραφή μιας ξεχωριστής σύμβασης,
που θα έπαιρνε το όνομα της από το γειτονικό θέρετρο στο οποίο έλαβαν χώρα οι
διαπραγματεύσεις. Με την συνθήκη του Ραπάλλο η Γερμανία δεσμευόταν ότι δεν θα
συμμετείχε σε κανένα διεθνές σχήμα εκμετάλλευσης των ρωσικών πλουτοπαραγωγικών
πηγών και ότι οι δύο χώρες θα προχωρούσαν στην δημιουργία ενός κοινού οικονομικού
μετώπου, που μεταξύ άλλων θα περιελάμβανε και την γερμανική συμμετοχή στις μεικτές
επιχειρήσεις. Ακόμα συμφωνήθηκε η αμοιβαία παραίτηση από όλες τις οικονομικές
απαιτήσεις, περιλαμβανομένων και της καταβολής αποζημιώσεων για τις κρατικοποιημένες
επιχειρήσεις που άνηκαν σε Γερμανούς πολίτες. Οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις
αποκαταστάθηκαν και οι δύο χώρες υιοθέτησαν την ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου
κράτους», «η οποία όριζε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεώνονταν να παρέχουν και μεταξύ
τους την ίδια ευνοϊκή μεταχείριση που παρέχουν σε οποιοδήποτε τρίτο κράτος».1 Επιπλέον με
την συνθήκη του Ραπάλλο σταθεροποιήθηκε η ήδη ενεργή συνεργασία στον στρατιωτικό
τομέα, η οποία και θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα μέχρι και το 1933.

11

1
Winkler A. Heinrich: Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία. Αθήνα: εκδόσεις Πόλις 2012 σ. 101

21
Τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης της Γένοβας αντίθετα ήταν αρνητικά για τους
Σοβιετικούς, καθώς δεν είχαν καταφέρει να πετύχουν κανέναν από τους στόχους που είχαν
θέσει, δηλαδή την de jura αναγνώριση του σοβιετικού καθεστώτος, την προσέλκυση ξένων
επενδύσεων και την εξασφάλιση δανείων από τις δυτικές χώρες. Αντίθετα υποχρεώνονταν
να αποπληρώσουν ένα ποσοστό των προπολεμικών ρωσικών χρεών, ενώ οι επιχειρήσεις που
άνηκαν σε αλλοδαπούς θα επέστρεφαν στους πρώην ιδιοκτήτες τους, εφόσον εκείνοι ήταν
πρόθυμοι να επενδύσουν επιπρόσθετα κεφάλαια στη σοβιετική οικονομία. Παρ’ όλα αυτά η
Σοβιετική Ρωσία είχε γίνει διεθνώς αποδεκτή ως ισότιμος συνομιλητής στο τραπέζι του
διαλόγου, κάτι που έθετε τις βάσεις για την σύναψη μελλοντικών διακρατικών συμφωνιών.

Οι γερμανικές προσπάθειες για την υπέρβαση των εμπορικών και πολιτικών


περιορισμών της συνθήκης των Βερσαλλιών ήταν παράλληλες με τις αμερικανικές επιδιώξεις
για την οικοδόμηση ενός φιλελεύθερου συστήματος παγκόσμιου εμπορίου χωρίς
περιορισμούς και διακρίσεις. Οι Αμερικάνοι είχαν κάθε συμφέρον για την ύπαρξη μιας
οικονομικά ισχυρής Γερμανίας που θα αποπλήρωνε με συνέπεια της πολεμικές της
επανορθώσεις σε Γαλλία, Βέλγιο και Μεγάλη Βρετανία, ώστε και αυτές με την σειρά τους να
μπορούν να αποπληρώνουν τα δάνεια τους στις αμερικανικές τράπεζες. Επιπλέον οι ΗΠΑ
ήθελαν να περιορίσουν την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και αυτό κατά την γνώμη τους
μπορούσε να το διασφαλίσει μόνο μια ισχυρή Γερμανία που θα λειτουργούσε ως παράγοντας
σταθεροποίησης της Ευρώπης.

Το 1923 ήταν η χρονιά κορύφωσης της μεταπολεμικής κρίσης της Γερμανίας, που
έφερε την χώρα στα πρόθυρα της διάλυσης. Ο πληθωρισμός είχε απαξιώσει το νόμισμα,2 οι
Γάλλοι είχαν καταλάβει την περιοχή του Ρουρ, ενώ αυτονομιστικά κινήματα διεκδικούσαν την
απόσχιση διαφόρων επαρχιών. Οι πολίτες έχαναν όλο και περισσότερο την πίστη τους στην
δυνατότητα της δημοκρατίας να διασφαλίσει το μέλλον της χώρας, κάτι που έστρεφε
πολλούς στην αναζήτηση εναλλακτικών. Το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα, πιστεύοντας ότι
η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα της κοινωνικής επανάστασης, προετοιμαζόταν για την

12

2
Χαρακτηριστικό για την κατάσταση είναι η παρατήρηση της διακύμανσης της τιμής του ψωμιού,
που από 0,8 Μάρκα τον Δεκέμβριο του 1919 έφτασε στα 400 δισεκατομμύρια τον Δεκέμβριο του
1923, οπότε και έχουμε την κορύφωση της κρίσης.
Mai Manfred: Deutsche Geschichte. Weinheim und Basel: εκδόσεις Beliz 1999 σ. 110

22
πραγματοποίηση μιας γενικευμένης εξέγερσης, που όπως εκτιμούσε και η Κομμουνιστική
Διεθνής, θα ήταν το έναυσμα για να ξεσηκωθούν οι εργάτες και να καταλάβουν την εξουσία.
Στα μέσα Οκτωβρίου στα πλαίσια αυτών των προετοιμασιών ο Kopp, με την ιδιότητα του ως
Σοβιετικού πρέσβη στο Βερολίνο, στέλνεται σε ειδική αποστολή στις Βαλτικές χώρες και την
Πολωνία, προκειμένου να εξασφαλίσει την ουδετερότητα τους σε περίπτωση πολιτικών
εξελίξεων στην Γερμανία, δεν μπόρεσε όμως να πετύχει κάτι τέτοιο.

Τελικά οι εκτιμήσεις της Διεθνούς δεν επιβεβαιώθηκαν και η εξέγερση των Γερμανών
κομμουνιστών γνώρισε αιματηρή καταστολή, κάτι που οδήγησε και στο προσωρινό πάγωμα
των σχέσεων των δύο χωρών. Τον Μάιο του 1924 ξέσπασε μια νέα κρίση όταν ο
καταζητούμενος Γερμανός κομμουνιστής Bozenhard ζήτησε καταφύγιο στην σοβιετική
εμπορική αντιπροσωπεία του Βερολίνου. Παρά το γεγονός ότι το κτίριο της αντιπροσωπείας
θεωρούνταν σοβιετικό έδαφος, η αστυνομία εισέβαλε στο εσωτερικό του, συνέλαβε τον
Bozenhard και ερεύνησε τα γραφεία της. Η σοβιετική κυβέρνηση διέκοψε αμέσως τις
εμπορικές σχέσεις με την Γερμανία και προχώρησε στο κλείσιμο της αντιπροσωπείας.

Στις 26 Οκτωβρίου του 1924 δυο Γερμανοί φοιτητές που επισκέπτονταν την ΕΣΣΔ
συλλαμβάνονται στην Μόσχα και καταδικάζονται ως κατάσκοποι. Η υπόθεση αυτή ήταν σε
άμεση συνάρτηση με μια δίκη που θα ξεκινούσε στις 10 Φεβρουαρίου του 1925 στην Λειψία,
στην οποία κατηγορούμενοι ήταν πράκτορες των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών (OGPU),
οι οποίοι κατηγορούνταν ότι σχεδίασαν και εκτέλεσαν μια σειρά δολοφονιών και άλλων
εγκληματικών ενεργειών εντός του γερμανικού εδάφους. Ο βασικός κατηγορούμενος ήταν ο
P.S Skoblevsky , ο οποίος είχε παίξει ηγετικό ρόλο στην εξέγερση του Οκτωβρίου του 1923.
Στις 22 Απριλίου το δικαστήριο θα καταδικάσει τον Skoblevsky και δυο Γερμανούς πολίτες σε
θάνατο. Το καλοκαίρι η σοβιετική δικαιοσύνη θα προχωρήσει στην αναψηλάφηση της
υπόθεσης των δύο φοιτητών, αποδίδοντας τους πλέον και κατηγορίες για του ότι σχεδίαζαν
να δολοφονήσουν τον Στάλιν και τον Τρότσκι, κατηγορίες που ήταν σχεδόν ταυτόσημες με
εκείνες εναντίων του Skoblevsky. Στις 3 Ιουλίου το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τους
δύο φοιτητές, η ποινή τους όμως (όπως και του Skoblevsky) δεν θα εκτελεστεί.

23
Μια ακόμα συνέπεια της αποτυχίας της εξέγερσης ήταν και ο εντονότερος
προσανατολισμός της Μόσχας προς την υποστήριξη επαναστατικών κινημάτων στην Ασία,
ενισχύοντας μεταξύ άλλων την αντιβρετανική προπαγάνδα σε Ινδία, Περσία και Αφγανιστάν,
κάτι που σήμαινε την άμεση αντιπαράθεση με την Μεγάλη Βρετανία. Παράλληλα από το
1924 και μετά επικεντρώνεται εντονότερα σε εσωτερικά ζητήματα. Η θεωρία του
«σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», έδειχνε να προσφέρει ένα σαφές και αισιόδοξο πλαίσιο
για την επίτευξη των οικονομικών στόχων, ήταν όμως παράλληλα και μια «θεωρία της
ανάγκης» καθώς αποτελούσε αναγνώριση του γεγονότος ότι η πολυαναμενόμενη παγκόσμια
επανάσταση δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί και ότι η Σοβιετική Ένωση συνέχιζε να είναι διεθνώς
απομονωμένη.

Το 1925 σίγουρα δεν ξεκίνησε καλά για την Μόσχα, που παρατηρούσε με έντονη
συνεργασία την ολοένα και στενότερη συνεργασία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και
Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία αποκρυσταλλωνόταν και στο σχέδιο Dawes , με το οποίο η
αποπληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων προσδενόταν στις αποδόσεις της Γερμανικής
οικονομίας. Η Μεγάλη Βρετανία είχε απορρίψει τις Σοβιετικές προτάσεις για την υπογραφή
μιας διακρατικής συμφωνίας, ενώ η εκλογή του γηραιού στρατάρχη Paul von Hindenburg
στην θέση του προέδρου του Ράιχ ενέτεινε ακόμη περισσότερο της ανησυχίες της Μόσχας για
το μέλλον των σχέσεων της με την Γερμανία, αλλά και για την διεθνή κατάσταση. Όπως
δήλωνε ο Radek στην Pravda την Πρωτοχρονιά του 1925 «η εποχή του πασιφισμού και της
δημοκρατίας έχει αντικατασταθεί από ένα νέο ιμπεριαλιστικό μέτωπο ενάντια στην σοβιετική
ένωση».3 Στα πλαίσια αυτά η κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόκκινος στρατός
προκαλούσε πονοκέφαλο στην ηγεσία των Μπολσεβίκων, που εξουσιοδότησαν τον Τρότσκι
να αναλάβει την αναδιοργάνωση του. Κατά τα επόμενα χρόνια σε αυτό το εγχείρημα θα
εμπλακούν και πολλοί Γερμανοί στρατιωτικοί που θα συμβάλουν αποφασιστικά στον
εξυγχρονισμό και την εκπαίδευση του.

13

3
Carr E.H: Socialism in one country 1924-1926. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1958, 1964 σ. 249

24
Το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της χρονιάς είναι η διεθνής συνδιάσκεψη του
Λοκάρνο, η οποία κατέληξε στην υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών, στον πυρήνα των
οποίων βρισκόταν μια συνθήκη με την οποία η Γερμανία από την μια και η Γαλλία και το
Βέλγιο από την άλλη δεσμεύονταν να μην αλλάξουν με την βία την γραμμή των συνόρων
τους. Επιπλέον η Γερμανία αναγνώριζε ότι η κοιλάδα του Ρήνου αποτελούσε
αποστρατικοποιημένη ζώνη, ενώ στην ανατολική Ευρώπη αφηνόταν ανοιχτό το ενδεχόμενο
μιας ειρηνικής αναθεώρησης της συνθήκης των Βερσαλλιών προς όφελος της Γερμανίας. Και
με την αποδοχή της στην Κοινωνία των Εθνών η χώρα επέστρεφε οριστικά στην διεθνή σκηνή.
Πολύ γρήγορα μάλιστα θα καταβάλει μια θέση στο μόνιμο συμβούλιο της, σε αντίθεση με την
Πολωνία που θα γίνει δεκτή μόνο ως δόκιμο μέλος.

Στο περιθώριο του Λοκάρνο η Γερμανία υπέγραψε και μια νέα συμφωνία με την
Σοβιετική Ένωση στην Μόσχα. Σκοπός του ήταν η αποκατάσταση του διακρατικού εμπορίου
στα προπολεμικά επίπεδα, ενώ οι Γερμανοί αναγνώριζαν το σοβιετικό μονοπώλιο στο
εξωτερικό εμπόριο. Επίσης συμφωνήθηκε η δημιουργία ενός μηχανισμού, ο οποίος θα επίλυε
τις διακρατικές διαφορές που θα προέκυπταν ανάμεσα στις δύο χώρες. Το πιο σημαντικό
σημείο της συμφωνίας όμως ήταν η παροχή ενός βραχυπρόθεσμου δανείου ύψους 100
εκατομυρίων μάρκων προς την σοβιετική κυβέρνηση μέσω των γερμανικών τραπεζών, το
οποίο θα αποπληρωνόταν σε δύο δόσεις, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1926 και θα
είχε επιτόκιο 81,5%.4

Τα αποτελέσματα του Λοκάρνο ενέτειναν ακόμη περισσότερο τις ανησυχίες των


Σοβιετικών, ενώ σύμφωνα με τον Στάλιν. «στο Λοκάρνο βρισκόταν το σπέρμα για έναν νέο
πόλεμο στην Ευρώπη».5 Για να διασκεδάσει τις ανησυχίες της Μόσχας, η Γερμανία υπέγραψε
στις 24 Απριλίου 1926 την συμφωνία του Βερολίνου, με την οποία οι δύο πλευρές
δεσμεύονταν για αμοιβαία ουδετερότητα στην περίπτωση που κάποια από τις δύο

14

4
Carr E.H: Socialism in one country. σ. 279
5
von Rauch Georg 1977: σ. 327

25
δεχόταν απρόκλητη επίθεση από κάποια τρίτη χώρα. Ταυτόχρονα δεσμεύονταν να μην
συμμετάσχουν σε κανενός είδους συμμαχία, η που θα επέβαλλε στο άλλο μέρος οικονομικό
αποκλεισμό, ακόμα και αν αυτός ήταν η Κοινωνία των Εθνών. Τον Αύγουστο υπογράφηκε
μια ακόμη συμφωνία, η οποία προέβλεπε την παροχή ενός δανείου 300 εκατομμυρίων
μάρκων στην Σοβιετική Ένωση για την αγορά γερμανικού βιομηχανικού εξοπλισμού.6

Το 1927 οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών θα γνωρίσουν μια νέα
ανάπτυξη, με την γερμανική κυβέρνηση να προβαίνει στην παροχή εγγυήσεων ύψους 330
εκατομμυρίων μάρκων για τις γερμανικές εξαγωγές.7 Τον Απρίλιο οι Σοβιετικοί θα
εξασφαλίσουν ένα ακόμη δάνειο 315 εκατομμυρίων μάρκων, με την προϋπόθεση το ποσό
αυτό να χρησιμοποιηθεί για την αγορά γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων. 8 Τα αιτήματα
για μεγαλύτερα δάνεια ωστόσο θα απορριφθούν.

Το 1928 θα είναι η χρονιά κορύφωσης των διακρατικών σχέσεων. Ποτέ ξανά οι


εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών δεν θα αγγίξουν ανάλογα
επίπεδα καθώς το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και η εγκατάλειψη της Νέας
Οικονομικής Πολιτικής από την Μόσχα θα αλλάξουν καθοριστικά τα δεδομένα.

15

6
Carr E.H: Socialism in one country. σ. 279
7
von Rauch Georg 1977: σ. 328
8
Carr E.H: The Foundations of a planned economy 1926-1929. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1969,
1978 σ. 49

26
5. Το Α’ Πενταετές πλάνο και η παγκόσμια οικονομική κρίση

Η μεγάλη στροφή στην σοβιετική πολιτική έρχεται το 1928, όταν στο 15 ο Συνέδριο
του μπολσεβίκικου κόμματος αποφασίζεται η εγκατάλειψη της ΝΕΠ και η υιοθέτηση του Α’
Πενταετούς Πλάνου. Η απόφαση αυτή βασιζόταν στην εκτίμηση ότι η Σοβιετική Ένωση θα
βρισκόταν για καιρό ακόμα σε διεθνή απομόνωση ,αντιμετωπίζοντας μάλιστα τον κίνδυνο να
εμπλακεί σε πόλεμο με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Επιπλέον η χώρα δεν επιθυμούσε να
συνεχίσει να αποτελεί αγροτικό τροφοδότη των καπιταλιστικών χωρών, ενώ μια ακόμη
επιδίωξη ήταν η απεμπλοκή από την έντονη εξάρτηση από τα γερμανικά κεφάλαια.1

Αυτή η αλλαγή πολιτικής ήταν και μια παραδοχή ότι η Νέα Οικονομική Πολιτική δεν
είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τα οποία κλήθηκε να επιλύσει. Στην
γεωργία μπορεί να επέτρεψε μια αναγέννηση, αυτή όμως ήταν περιορισμένη. Το 1927 η
χώρα εξακολουθεί να εισάγει σιτηρά, καθώς από την μια η παραγωγή ανά κάτοικο είναι
χαμηλότερη από ότι το 1914, ενώ από την άλλη ο πληθυσμός της έχει αυξηθεί. Οι κακές
σοδειές του 1926 και του 1927 οδηγούν στα τέλη του 1927 και στις αρχές του 1928 στην
δραματική μείωση των αποθεμάτων, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης αγαθών με τα οποία οι
αγρότες θα μπορούσαν να ανταλλάξουν το πλεόνασμα τους. Η χώρα δεν είχε καταφέρει
επίσης να προσελκύσει ξένες επενδύσεις στον βαθμό που επιθυμούσαν οι Μπολσεβίκοι, ενώ
η αύξηση των εισαγωγών μείωνε τα κρατικά αποθέματα ξένου συναλλάγματος, την στιγμή
που τα υψηλά επιτόκια δανεισμού έβρισκαν άμεση αντανάκλαση στις τιμές των προϊόντων,
περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών.

16

1
Αν και στα 1928-29 αντιστοιχούσαν μόλις στο 40% των προπολεμικών και ποτέ δεν θα έφταναν να
παίξουν σημαντικό ρόλο στη σοβιετική οικονομία.
Carr E.H: The Foundations of a planned economy. Σ. 716

27
Το βασικό όμως πρόβλημα που δεν μπόρεσε να επιλύσει η ΝΕΠ ήταν η κατάρρευση
των εξαγωγών. Όταν το 1926 η σοβιετική βιομηχανική παραγωγή έφτασε τα προπολεμικά
επίπεδα – και η αγροτική παραγωγή τα άγγιζε- το εξωτερικό εμπόριο δεν μπορούσε να
παρουσιάσει αντίστοιχα θετικά στοιχεία.2 Ενώ την περίοδο 1910-14 η Ρωσία ήλεγχε το 25,1%
των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών και το 33,4% των εξαγωγών ρυζιού, στα 1925-26 τα
ποσοστά αυτά ήταν μόλις 3,9% και 16,7% αντίστοιχα.3

Έτσι η άποψη ότι η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να προχωρήσει στην εκβιομηχάνιση


στηριζόμενη κυρίως στις δικές της δυνάμεις έβρισκε όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Μια
τέτοια στροφή είχε σαν προϋπόθεση την εξασφάλιση ιδίων πόρων για την σχεδιαζόμενη
γρήγορη βιομηχανική ανάπτυξη,4 που με την σειρά της θα επέτρεπε την συγκέντρωση πόρων
και δυναμικού για την επιτάχυνση της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού.

Οι πόροι αυτή δεν μπορούσαν παρά να προέλθουν από τον αγροτικό τομέα, για τον
σκοπό αυτό εκπονήθηκε ένα πρόγραμμα μαζικής κολεκτιβοποίησης της αγροτικής γης ¨Όπως
όμως αναφέρει και ο Έλλενστειν: «σε καθαρά τεχνικό επίπεδο η πραγματοποίηση του
σχεδίου σκόνταφτε σε πολυάριθμα εμπόδια: Ανεπάρκεια των επενδύσεων και ελλιπής
εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού εξαιτίας της πολιτιστικής καθυστέρησης, κακές και
πολυέξοδες συγκοινωνίες εξαιτίας της απεραντοσύνης της χώρας» 5

Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 διαλύεται το


ευρωπαϊκό σύστημα δυνάμεων που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από το 1924. Σε όλα
σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη τα εθνικιστικά κόμματα κερδίζουν σε δημοτικότητα. Στη
Γερμανία η ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση των εθνικοσοσιαλιστών προκαλεί μεγάλη
αβεβαιότητα στην Σοβιετική Ένωση και οδηγεί τους Μπολσεβίκους στο να εντείνουν τις

17

2
Εκείνη την χρονιά το παγκόσμιο εμπόριο είχε φτάσει τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ το ευρωπαϊκό
στο 87%. Αντίθετα το εξωτερικό εμπόριο της Σοβιετικής Ένωσης κυμαινόταν μόλις στο 32% ή αν
υπολογίσουμε και τις εδαφικές απώλειες του 1917 στο 40%. Κυμαινόταν έτσι κάτω από το 5% του
ΑΕΠ με ένα μερίδιο μόλις 1,2% στο παγκόσμιο εμπόριο.
Carr E.H: The Foundations of a planned economy. σ. 705
3
Ομοίως: σ.705
4
Το σχέδιο προέβλεπε μια ετήσια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 17-25% κάτι που
σήμαινε ότι στο τέλος της πενταετίας θα έπρεπε να είχε μεγεθυνθεί συνολικά κατά 175%
Ελλενστειν 1976-1977: σ.309
5
Ομοίως: σ. 303

28
τις προσπάθειες προσέγγισης με τις άλλες δυνάμεις. Προϊόν της θα είναι και το και το γάλλο-
σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης του 1932, αλλά και οι αντίστοιχες συμφωνίες που θα
υπογραφούν με την Πολωνία. Επίσης, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε να κρατά
αρνητική στάση απέναντι της, άρχισε να παρατηρεί με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα
τεκταινόμενα εντός της Κοινωνίας των Εθνών, ενισχύοντας παράλληλα την εμπλοκή της στις
ασιατικές υποθέσεις. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η στενή σχέση με το εθνικιστικό
Κouamitang στην Κίνα, αλλά και η δημιουργία κομμουνιστικής κυβέρνησης στην επαρχία
Kuangsi τον Δεκέμβριο του 1931.

Η απαλλαγή της Γερμανίας από την υποχρέωση αποπληρωμής πολεμικών


επανορθώσεων, αρχικά με το σχέδιο Young και κατόπιν με την συνδιάσκεψη της Λωζάννης
τον Ιούλιο του 1932, η αναγνώριση του δικαιώματος επανεξοπλισμού της τον Νοέμβριο του
ίδιου έτους και η αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Ρηνανία τον Ιούνιο του
1930, πέντε σχεδόν χρόνια πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία, είναι το αποτέλεσμα
μιας ουσιαστικής προσέγγισης με την Δύση.

Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών θα εξακολουθήσουν να είναι
ιδιαίτερα στενές, κάτι που φαίνεται και από το γεγονός ότι την πενταετία 1928-33 δεκάδες
χιλιάδες Γερμανοί μηχανικοί και ειδικευμένοι εργάτες εργάστηκαν στην Σοβιετική ¨Ένωση.
Μέσω ενός πρωτοκόλλου οικονομικής συνεργασίας που είχε υπογραφεί στις 21.10.1928 και
της δημιουργίας μιας «επιτροπής ρωσικών υποθέσεων της γερμανικής οικονομίας» οι
γερμανικές εξαγωγές προς της Σοβιετική Ένωση γνώρισαν νέα ανάπτυξη. Τον Απρίλιο του
1929 μια αποστολή βιομηχάνων και επισήμων από την ανατολική Πρωσία επισκέφτηκε την
Μόσχα και το λιμάνι του Königsberg. Αντίθετα η φιλοξενία μεγάλων αντιπροσωπειών
Γερμανών εργατών, όπως εκείνες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τα έτη 1925, 1926 και
1927 ταίριαζαν λιγότερο στο νέο σχήμα και δεν επαναλήφθηκαν.

29
Οι επιχειρηματικές ευκαιρίες που προέκυπταν για την γερμανική βιομηχανία, ακόμα
και μέσα σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής κρίσης φαίνεται και από την άνοδο του μεριδίου
των γερμανικών εξαγωγών εργαλειομηχανών από το 10 στο 75% του συνόλου.4 Τον Αύγουστο
του 1931 υπογράφτηκε ένα νέο εμπορικό σύμφωνο το οποίο προέβλεπε νέες παραγγελίες
προς την βιομηχανία ύψους 300 εκατομμυρίων μάρκων. Αλλά και συνεργασία στον
στρατιωτικό τομέα συνεχίστηκε απρόσκοπτα, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων και τις
αμοιβαίες επισκέψεις ανώτερων στρατιωτικών και την ανταλλαγή συμπερασμάτων και
εμποριών στρατιωτικές ασκήσεις.

Τον Ιανουάριο του 1933 η πολυπόθητη για τους Μπολσεβίκους άνοδος των
κομμουνιστών στην εξουσία είχε διαψευστεί. Αντίθετα η ανάληψη της κυβέρνησης από τους
εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ θα ολοκληρώσει το χειρότερο δυνατό σενάριο. Δεν είναι τυχαίο
πως την ίδια κιόλας χρονιά η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ προχωρούσαν στην σύναψη επίσημων
διπλωματικών σχέσεων. Η «χρυσή εποχή» στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είχε φτάσει
στο επίσημο τέλος της.

18

6
von Rauch Georg 1977: σ.338

30
Επίλογος

Σε όλη την διάρκεια της περιόδου που εξετάσαμε, οι Μπολσεβίκοι βρίσκονταν


αντιμέτωποι με μια δυσεπίλυτη αντίφαση: ανάμεσα στην αναμονή και την βούληση για την
υποβοήθηση της παγκόσμιας επανάστασης και στην ανάγκη συνεργασίας με τις
καπιταλιστικές χώρες για την σταθεροποίηση της επανάστασης στην ίδια την Ρωσία. Υπό το
πρίσμα αυτό, τα περισσότερα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν από τους Μπολσεβίκους
είχαν έναν προσωρινό χαρακτήρα, μέχρι η χώρα να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Ο
πολεμικός κομμουνισμός, η ΝΕΠ και ο «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα», δεν ήταν έτσι παρά
διαφορετικές αντιδράσεις στο ίδιο ερώτημα, του πως δηλαδή θα μπορούσε να αναπτυχθεί
μια βιομηχανική σοσιαλιστική οικονομία σε μια καθυστερημένη αγροτική χώρα.

Από την άλλη η Γερμανία αντιλαμβανόταν την συνεργασία με την Ρωσία κυρίως υπό
το πρίσμα της άσκησης πιέσεων προς τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις για την επιστροφή της
στο διεθνές οικονομικό και διπλωματικό σύστημα. Δεν υποτιμούμε εδώ την διάθεση πολλών
γερμανικών μονοπωλιακών ομίλων να εκμεταλλευτούν τις πλούσιες σοβιετικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές και να αποκτήσουν πρόσβαση στους σοβιετικούς βιομηχανικούς
και εμπορικούς ομίλους, όμως αν μιλάμε για την κυβερνητική πολιτική σίγουρα ο βασικός της
στόχος ήταν ο πρώτος.

Με αυτήν την έννοια – και με δεδομένη την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο πολιτικών
συστημάτων, του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού – η συνεργασία των δύο χωρών δεν
μπορούσε παρά να είναι προσωρινή, ένα αποτέλεσμα περισσότερο ανάγκης και όχι επιλογής.
Υπό αυτήν την έννοια και η ίδια η εργασία δεν επικεντρώθηκε στον βαθμό που ίσως θα
έπρεπε στις πολιτικές εξελίξεις εντός των ίδιων των χωρών αυτών. Γεγονότα όμως όπως ο
θάνατος του Λένιν και οι συχνές κυβερνητικές εναλλαγές στην Γερμανία μπορεί σίγουρα να
επηρέασαν τις εξελίξεις, δεν άγγιξαν όμως τον πυρήνα και τις βασικές αρχές κάτω από τις
οποίες λάμβανε χώρα η συνεργασία αυτή. Μόνο όταν στον ένα πόλο (δηλαδή την Γερμανία)
τα πολιτικά δεδομένα άλλαξαν ριζικά η στενή σχέση μεταξύ των δύο χωρών έφτασε
αναπόφευκτα στο τέλος της, ένα τέλος που βέβαια είχε προαναγγελθεί και από τις ευρύτερες
αλλαγές στην διεθνή πολιτική.

31
Εκείνη την χρονική στιγμή, δηλαδή στις αρχές του 1933, τόσο η Γερμανία όσο και η
ΕΣΣΔ ήταν σαφώς ισχυροποιημένες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, έχοντας
ξεπεράσει τα περισσότερα από τα προβλήματα που τις ταλάνιζαν στις αρχές της δεκαετίας
του ’20. Χωρίς να αποδίδουμε την εξέλιξη αυτή στο σύνολο της στις διακρατικές τους σχέσεις,
μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι αυτές συνέβαλαν σημαντικά στην διαδικασία
αυτή. Με αυτή την έννοια μπορούμε καταληκτικά να συμπεράνουμε πως και οι δύο χώρες
ευνοήθηκαν από την συνεργασία αυτή, καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό να επιτύχουν τους
στόχους που είχαν θέσει, αναβαθμίζοντας τον ρόλο τους στην διεθνή σκηνή και
αποκομίζοντας σημαντικά οφέλη για τις οικονομίες τους.

32
Παράρτημα

Χάρτης 1. Η Ευρώπη μετά από την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτοφσκ

Χάρτης 2. Η Γερμανία μετά από την συνθήκη των Βερσαλλιών

33
φ

Χάρτης 3. Σοβιετικά εδάφη κατεχόμενα από ξένους το 1919

Χάρτης 4. Η εδαφική επέκταση της Πολωνίας μετά τον πολωνό-σοβιετικό πόλεμο του 1919-1921
και τα δημοψηφίσματα στις μειονοτικές περιοχές της Γερμανίας.

34
Χάρτης 5. Η Ευρώπη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914)

Χάρτης 6. Η Ευρώπη μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1919)

35
Βιβλιογραφία

Carr E.H: The Bolshevik Revolution 1917-1923 Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1963

Carr E.H: The Interregnum 1923-1924. Νέα Υόρκη: εκδόσεις Macmillan 1954

Carr E.H: Socialism in one country 1924-1926. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan 1958, 1964

Carr E.H: The Foundations of a planned economy 1926-1929. Λονδίνο: εκδόσεις Macmillan
1969, 1978

Πουλαντζάς Νίκος: Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής απέναντι στον φασισμό.
Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Θεμέλιο 2004

Kantzias-Rohde Alexander-Christian: Die deutsche Arbeiterbewegung in den Jahren der


Weimarer Republik (1918-1933). Πτυχιακή εργασία. Αθήνα: πανεπιστήμιο Αθηνών, τμήμα
Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας 2012

Hobsbawm Erik: The age of extremes. The short twentieth century 1914-1991. London:
Abacus 1994

von Rauch Georg: Geschichte der Sowjetunion. Στουτγάρδη: εκδόσεις Kroner 1977

Markert Werner: Deutsch-russische Beziehungen von Bismarck bis zur Gegenwart.


Στουτγάρδη: εκδόσεις W.Kohlhammer 1964

Μπελαντής Δημήτρης: Η προστασία του λενινιστικού σοβιετικού καθεστώτος από τους


αντιπάλους του (1917-1924). (Μέρος Α) Τεύχος 67, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1999

Anderson Perry: Ο δυτικός Μαρξισμός. Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος 2008

Schulze Hagen: Weimar. Deutschland 1917.1933. Berlin: Siedler Verlag 1998

Έλλενστειν Ζον : Ιστορία της Σοβιετικής ¨Ένωσης. Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο, 1976-1977

Mc Lellan David: Ο Μαρξισμός μετά τον Μαρξ. Αθήνα: εκδόσεις Σαββάλας 2014

Winkler A. Heinrich: Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία. Αθήνα: εκδόσεις Πόλις 2012

Haffner Sebastian: Von Bismarck zu Hitler. Mönchen: Knaur Verlag 1989

Μπετελέμ Σαρλ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923. Αθήνα: εκδόσεις
Κουκκίδα 2010. Τ.1

Μπετελέμ Σαρλ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 2η περίοδος 1923-1930. Αθήνα: εκδόσεις
Κουκκίδα 2010. Τ.2

van Laak Dirk: Über alles in der Welt. Deutscher Imperialismus im 19. und 20. Jahrhundert.
München C.H. Beck Verlag 2008

Mai Manfred: Deutsche Geschichte. Weinheim und Basel: εκδόσεις Beliz 1999

36

You might also like