You are on page 1of 9

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Ο διαφωτισμός, η νεωτερικότητα, οι αστικές επαναστάσεις και


αργότερα το εργατικό κίνημα αναδύθηκαν από τις δίνες μιας
σκληρότατης κοινωνικής πάλης που διήρκεσε πολλούς αιώνες και
διεξήχθηκε σ’ ένα τοπίο, το οποίο εν πολλοίς διαμορφώθηκε από το
χριστιανισμό. Η χριστιανική εκκλησία ήταν μια απεχθής εξουσία στο
πλευρό των ευγενών και των ισχυρών του πλούτου. Από την άλλη
πλευρά μια ορισμένη ερμηνεία του χριστιανικού κοσμοειδώλου έγινε
μέσο έκφρασης της κοινωνικής ανταρσίας. Διά του χριστιανισμού
διαδόθηκε η έννοια του ανθρώπου και του ουμανισμού, εκλαϊκεύθηκε
η ιδέα της ισότητας των ανθρώπων και καθαγιάστηκε το πάθος για την
αλήθεια.

Η σύλληψη του κόσμου δια της ασυμβίβαστης αντίθεσης του καλού και
του κακού, η θεώρηση των φτωχών ως των εκλεκτών του Θεού και των
πλούσιων ως κακών και διεφθαρμένων, η ελπίδα για τη μεσσιανική
σωτηρία, η ιδέα μιας κρίσιμης τελικής αναμέτρησης και μιας τελικής
κρίσης, η θεώρηση της ιστορίας ως θεοδικίας υπέρ των φτωχών, τα
αποκαλυψιακά οράματα, η δοξασία της εγκαθίδρυσης της βασιλείας
του θεού επί της γης και η προσδοκία μιας συλλογικής λύτρωσης,
επέτρεπαν τη συγκρότηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε μαχητικά
αδιάλλακτα και ασυμβίβαστα χιλιαστικά κινήματα.

Όλη η Ευρώπη από τον 11ο αιώνα και μετά είναι ένα θέατρο
αδιάκοπων ταξικών συγκρούσεων και συνεχών εξεγέρσεων. Εδώ
σφυριλατήθηκαν οι αρετές που επέτρεψαν σ’ ένα νέο κοινωνικό
σύστημα να γίνει τους επόμενους αιώνες ο κυρίαρχος του κόσμου. Η
νεωτερική κοινωνία επωάστηκε στις ανεξάρτητες εμπορικές πόλεις του
νεότερου μεσαίωνα. Όχι τόσο οι αγρότες, αλλά κυρίως οι εξαθλιωμένες
μάζες των πόλεων ήταν η κοινωνική βάση των μεσαιωνικών
χιλιαστικών αντιεξουσιαστικών κινημάτων. Σε αυτό το ταραγμένο
περιβάλλον ο χριστιανισμός «διευκολύνοντας» την ταξική πάλη
συνετέλεσε σε αυτόν το μοναδικό κοινωνικό δυναμισμό που γέννησε
τις νεωτερικές κοινωνίες και το Διαφωτισμό, δηλαδή τη διαλεκτική του
άρνηση.

Η Αριστερά για πολύ καιρό ερμήνευε τη θρησκεία απλώς διά του


«ψεύδους των κληρικών» και υιοθέτησε το ουσιαστικά φιλελεύθερο
αίτημα της πλήρους εκλογίκευσης και μάλιστα την ίδια στιγμή που ο
απολιθωμένος σε ορθοδοξία μαρξισμός γινόταν μια κρατική θρησκεία.
Ο Μαρξ αντίθετα, με τη συνηθισμένη του οξυδέρκεια ήδη από τα
νεανικά του γραπτά είχε επισημάνει την αντιφατικότητα του
θρησκευτικού φαινομένου. Έγραφε: (…) Η θρησκευτική αθλιότητα
είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και η
διαμαρτυρία για την πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο
αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου
κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας δίχως πνευματικότητας
κατάστασης. Η Θρησκεία είναι το όπιο του λαού».

Τα κείμενα που παραθέτομε προέρχονται από το βιβλίο του Νόρμαν


Κον Αγώνες για την Έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού.
Επαναστάτες Χιλιαστές και Μυστικιστές Αναρχικοί του Μεσαίωνα που
εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νησίδες. Η μετάφραση του
Βασίλη Τομανάς.

***

Η ιστορία του κόσμου, η ιστορία της πάλης των τάξεων γράφεται από
τους νικητές. Σπάνια διασώζεται στο γραπτό λόγο ένας απόηχος από τη
φωνή των νικημένων. Θα επιχειρήσουμε μια αναδρομή στους
κοινωνικούς αγώνες του νεότερου μεσαίωνα και της αρχής των νέων
χρόνων με τη βοήθεια κειμένων που γράφτηκαν από τους
εξεγερμένους αλλά και επίσης κειμένων που τους ενέπνευσαν ή
αντίθετα τους πολέμησαν, και τα οποία έφτασαν μέχρι τις μέρες μας.

Με την εδραίωση της χριστιανικής εκκλησίας, οι εσχατολογικές


προσδοκίες των πρώτων χριστιανών για την επικείμενη συλλογική
σωτηρία και την εγκαθίδρυση επί της γης της βασιλείας του Θεού
επιβιώνουν πλέον στο σκοτεινό «κάτω κόσμο» της λαϊκής θρησκείας,
οι προφητείες – όπως οι συβιλλικές και η τιμπουρτίνα – στις ελπίδες
για τη σωτήρια έλευση ενός χαμένου αυτοκράτορα κλπ. Ωστόσο, σε
επίσημα κείμενα της εκκλησίας και σε κείμενα επιφανών νομομαθών
διατηρείται η μνήμη μιας αρχικής εξισωτικής κατάστασης. Διαβάζουμε
στον Άγιο Αυγουστίνο, το διάσημο γάλλο νομοδιδάσκαλο του 13ου
αιώνα Μπωμανουάρ και τον Αμβρόσιο του Μιλάνου: «Αφού έπλασε (ο
Θεός) τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση του πλάσμα με λογικό,
τον προόρισε να είναι κύριος μόνο των άλογων όντων. Δεν
τοποθετήθηκε ο άνθρωπος πάνω από τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος
πάνω από τα ζώα. Η πρώτη αιτία της δουλειάς είναι η αμαρτία, με την
οποία ο άνθρωπος υποτάσσεται στον άνθρωπο με τα δεσμά της
κατάστασής του… Αλλά με βάση τη φύση μέσα στην οποία ο θεός
δημιούργησε αρχικά τον άνθρωπο, κανένας δεν είναι δούλος ούτε σε
άλλον άνθρωπο ούτε στην αμαρτία». (Άγιος Αυγουστίνος)
«Μολονότι υπάρχουν τώρα αρκετές τάξεις ανθρώπων, η αλήθεια είναι ότι στην
αρχή όλοι ήταν ελεύθεροι και είχαν την ίδια ελευθερία, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι
καταγόμαστε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα». (Μπωμανουάρ).

«Η φύση γέννησε όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους, για να τα έχουν
όλα από κοινού. Γιατί ο Θεός πρόσταξε να παραχθούν όλα τα πράγματα για να
είναι η τροφή κοινή για όλους και να είναι η γη κοινό κτήμα όλων. Συνεπώς η
φύση δημιούργησε ένα κοινό δίκαιο, αλλά η χρήση και η συνήθεια
δημιούργησαν το ιδιωτικό δίκαιο… Ο Κύριος ο Θεός θέλησε ιδιαίτερα να είναι η
γη αυτή κοινό κτήμα όλων και να δίνει καρπούς σε όλους αλλά η πλεονεξία
παρήγαγε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας». (Αμβρόσιος του Μιλάνου 4ος μ. Χ.
αιώνας).

Τον 11ο, το 12ο, το 13ο και 14ο αιώνα οι θρησκευτικές και κοινωνικές έριδες
σπαράζουν την Ευρώπη. Αναζωπυρώνεται ο θρύλος του αυτοκράτορα των
τελευταίων ημερών στα πρόσωπα του γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου του έβδομου
και του γερμανού αυτοκράτορα, Φρειδερίκου του Β’. Εμφανίζονται σε
μεσσιανικούς ρόλους ο ψευτοβιλαρδουίνος, ο κύρης της Ουγγαρίας κ.ά. Οι
πορείες των μαστιγούμενων οργώνουν την Ευρώπη, οι σταυροφορίες των
ποιμένων συγκλονίζουν τους αστούς και τους φτωχούς της Γαλλίας και ο Πάπας
εξαπολύει τις σταυροφορίες εναντίον της αίρεσης των «καθαρών». Στις 15
Μαρτίου του 1244 πέφτει μετά από απεγνωσμένη αντίσταση σχεδόν δύο χρόνων
το τελευταίο προπύργιο των «καθαρών» το περίφημο φρούριο, Μονσεγκύρι στα
Πυρηναία. Στις 16/3/1244, 200 από τους υπερασπιστές του που αρνούνται να
αποκηρύξουν την πίστη τους καίγονται ζωντανοί. Το 1325 εξεγείρονται οι
χωρικοί της Φλάνδρας και οι υφαντουργοί της Βρύγης. Από το 1320 έως το 1380
γίνονται συνεχείς εξεγέρσεις στη Βρύγη, το Υπρ και τη Γάνδη που είναι κέντρα
υφαντουργίας. Την ίδια εποχή εξεγείρεται το Παρίσι, η Πικάρδια και η
Νορμανδία Από το 1378 έως το 1382 επικρατεί στη Φλωρεντία η εξέγερση των
Τσιόμπι (των τεχνητών που λανάριζαν το μαλλί).

Όμως το πρόταγμα της αποκατάστασης της αρχικής εξισωτικής κατάστασης


τίθεται για πρώτη φορά καθαρά κατά την εξέγερση των άγγλων χωρικών το
1381. Η εξέγερση ξεκίνησε από την ύπαιθρο και αποτέλεσε συνέχεια των
εξεγέρσεων της Φλάνδρας και της γαλλικής Jaquerre του 1356. Όταν πλησίασαν
οι χωρικοί στο Λονδίνο η φτωχολογιά της πόλης ξεσηκώθηκε, απέτρεψε το
κλείσιμο των πυλών και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Οι εξεγερμένοι
εκτέλεσαν τον αρχιεπίσκοπο του Καντερμπουρύ και τον καγκελάριο του βασιλιά,
κατέλαβαν τις φυλακές και απελευθέρωσαν τους κρατούμενους. Τότε
πυρπολύθηκαν τα ανάκτορα και καταστράφηκαν οι θησαυροί τους από
πεινασμένους που δεν πήραν τίποτα για δικό τους. Ο νεαρός βασιλιάς Ριχάρδος ο
Β’ ισχυρίστηκε ότι ήθελε να τεθεί επικεφαλής του στρατού των επαναστατών
και παρέσυρε τους εξεγερμένους που τον πίστεψαν σε παγίδα όπου τους
εξόντωσε. Οι διώξεις και οι προγραφές συνεχίστηκαν για χρόνια μετά. Ο Τζον
Μπολ ιεροκήρυκας και ηγέτης της εξέγερσης έλεγε στα κηρύγματά του: «Όταν ο
Αδάμ έσκαβε και η Εύα έγνεθε ποιος ήταν τότε ο αριστοκράτης; Και αν όλοι
καταγόμαστε από ένα πατέρα και μια μάνα, από τον Αδάμ και την Εύα, πώς
μπορούν οι άρχοντες να πουν ή να αποδείξουν ότι είναι πιο άρχοντες από εμάς –
εκτός από το ότι μας βάζουν να σκάβουμε και να οργώνουμε το χώμα για να
αρπάξουν εκείνοι ότι παράγουμε. Από εμάς και από τον κόπο μας προέρχονται
όλα αυτά με τα οποία διατηρούν την πολυτέλειά τους».

Λίγο αργότερα και ενώ πυκνώνουν οι ανταλλαγές και τα ταξίδια των


διανοούμενων ανάμεσα στο Λονδίνο και την Πράγα και το κήρυγμα του Ουίκλιφ
συναντά τις απόψεις του Γιαν Χους ξεσπά η εθνική επανάσταση των Βοημών. Το
1414 θανατώνεται στην πυρά ο Γιαν Χους, πολέμιος της διαφθοράς του κλήρου
και της πώλησης συγχωροχαρτιών. Η εκτέλεση του πυροδότησε τη βοημική
επανάσταση. Το χουσιτικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε γρήγορα και πέρασε
στα χέρια των συντεχνιών, ενώ ο ρόλος των κατώτερων στρωμάτων του
πληθυσμού, των μεροκαματιάρηδων των ανειδίκευτων κ. ά., αλλά και η
αυξημένη μαχητικότητα των χωρικών έδωσαν την ηγεμονία στους θαβωρίτες,
την πιο δυναμική τάση του κινήματος. Οι θαβωρίτες πήραν το όνομά τους από
τον σημαντικότερο από τους οικισμούς τους, όπου ζούσαν σύμφωνα με τις αρχές
της κοινοκτημοσύνης και τον οποίο ονόμαζαν Θαβώρ. Κέρδισαν σπουδαίες
στρατιωτικές νίκες και αποτέλεσαν μια απειλή που τρομοκράτησε όλη τη
φεουδαλική Ευρώπη, καθώς η επίδραση τους εξαπλώθηκε στη Γερμανία, τη
Γαλλία και μέχρι και την Ισπανία. Το 1434 ο στρατός των θαβωριτών νικήθηκε
κατά κράτος στη μάχη του Λιπάν από τους συντηρητικούς χουσίτες και το 1452
κατελήφθηκε και η ίδια η πόλη Θαβώρ. Τρεις αιώνες πριν το 12ο αιώνα, έγραφε
ο Κοσμάς της Πράγας ο πρώτος βοημός ιστορικός: «Όπως η ακτινοβολία του
ήλιου ή η υγρασία του νερού, έτσι και τα οργανωμένα χωράφια και τα
βοσκοτόπια, και ως και οι γάμοι ήταν κοινά… Γιατί, όπως τα ζώα, οι άνθρωποι
συνευρίσκονταν μόνο για μια νύχτα… Ούτε και ήξερε κανένας να πει “δικό μου”,
αλλά άπως στο μοναστικό βίο ονόμαζαν ότι είχαν “δικό μας”. Δεν είχαν μάνταλα
στα ξύλινα καλύβια τους, δεν έκλειναν τις πόρτες τους σε όποιον είχε ανάγκη,
επειδή δεν υπήρχαν ούτε κλέφτες, ούτε ληστές, ούτε φτωχοί. Μα αλίμονο!
Αντάλλαξαν την ευημερία με το αντίθετό της και την κοινή με την ιδιωτική
ιδιοκτησία».

Και πλέον στο 15ο αιώνα οι θαβωρίτες διατυπώνουν τις αρχές τους: «Αφού στο
Θαβώρ δεν υπάρχουν δικό Μου και δικό Σου, αλλά είναι όλα κοινά, έτσι όλοι οι
άνθρωποι πρέπει πάντα να τα έχουν όλα κοινά και κανένας δεν πρέπει να έχει
στην κατοχή του τίποτε δικό του. Όποιος κατέχει ιδιωτική ιδιοκτησία,
διαπράττει θανάσιμο αμάρτημα».

Το 16ο αιώνα το κέντρο βάρους της εξέγερσης μετατοπίζεται στη Γερμανία. Η


συνεχής κοινωνική αναταραχή κορυφώνεται οκτώ χρόνια μετά τη θυροκόλληση
από τον Λούθηρο των θέσεών του, οπότε και ξεσπά ο πόλεμος των χωρικών το
έτος 1525. Ηγέτης της εξέγερσης των χωρικών στη Θουριγγία ήταν ο κληρικός
Τόμας Μύντσερ. Υπερασπίστηκε τους μεταλλωρύχους και τους υφαντουργούς.
Διώχτηκε επανειλημμένα και περιπλανήθηκε στη Βοημία και τη Γερμανία σε
εσχάτη ένδεια. Ίδρυσε την επαναστατική οργάνωση «Η Λίγκα των εκλεκτών», η
οποία στηριζόταν στους μεταλλωρύχους και τους τεχνίτες. Ο Μύντσερ νικήθηκε
στο Φρανκενχάουζεν, συνελήφθηκε και αφού βασανίστηκε εκτελέστηκε στις
27/6/1525.

Ο Μύντσερ στο φυλλάδιο Η ευρύτατα απαιτούμενη άμυνα διατυπώνει το δόγμα


του για την κοινωνική επανάσταση και επιτίθεται με σφοδρότητα στον Λούθηρο.
«Ο ελεεινός κόλακας (ο Λούθηρος) δεν μιλάει για την καταγωγή όλης της
κλοπής. Κοιτάχτε τα εδάφη στα οποία φυτρώνουν η τοκογλυφία, η κλοπή και η
ληστεία είναι οι άρχοντες και οι ηγεμόνες μας, θεωρούν όλα τα πλάσματα
ιδιοκτησία τους: Τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον αέρα, τα φυτά στο έδαφος,
όλα πρέπει να γίνουν δικά τους. Διαδίδουν τις εντολές του θεού στους φτωχούς
και λένε: Ο Θεός πρόσταξε “ου κλέψεις”. Καταπιέζουν όλους τους ανθρώπους
και ρημάζουν το φτωχό χωρικό και όλα όσα ζουν – κι όμως αν ο γεωργός
διαπράξει το παραμικρό θα τον κρεμάσουν. Οι άνθρωποι θα ελευθερωθούν και
μόνο ο θεός θα είναι κύριός τους».

Με επιστολή του τον Απρίλιο του 1525 απευθύνεται γεμάτος πάθος και
ενθουσιασμό στους ομοϊδεάτες του στο Αλστέντ: «Ολόκληρη η Γερμανία, η
Γαλλία και η Ιταλία βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Οι χωρικοί στο
Κλιτγκάου, στο Χεγκάου και στο Μέλανα Δρυμό ξεσηκώθηκαν. Απάνω τους,
απάνω τους! Ηρθε η ώρα. Οι παλιάνθρωποι είναι αποθαρρημένοι σαν σκυλιά.
Είναι ανάγκη, μεγάλη ανάγκη, αμέτρητη ανάγκη. Μη λογαριάσετε τους θρήνους
των ασεβών. Ξεσηκώστε τους ανθρώπους σε πόλεις και σε χωριά και οι
περισσότεροι μεταλλωρύχοι και τα άλλα καλά παιδιά θα κάνουν καλά τη δουλειά
τους. Απάνω τους, απάνω τους, τώρα στη βράση! Μην κρυώσει το σπαθί σας!
Σφυροκοπάτε ασταμάτητα το αμόνι του Νέμρωνα (ο Νέμρων έχτισε τον πύργο
της Βαβέλ και θεωρείται αυτός που έφερε την ιδιοκτησία, καταστρέφοντας την
αρχική εξισωτική φονική κατάσταση). Γκρεμίστε τους πύργους τους! Όσο
μένουν ζωντανοί ποτέ δεν θα αποτινάξετε το φόβο των ανθρώπων».

«Ελπίζουμε ότι η κοινοκτημοσύνη θα είναι τόσο ισχυρή όσο η χάρη του Θεού»

Το 16ο αιώνα ως κληρονόμος των μεσαιωνικών αιρέσεων, αλλά με πολύ


μεγαλύτερη εμβέλεια, εμφανίζεται το κίνημα των αναβαπτιστών. Κορυφαία
στιγμή του η εξέγερση και πολιορκία του Μίνστερ (1534 – 1535).

Στο Μίνστερ οι αναβαπτιστές επικεφαλής των συντεχνιών, των φτωχών και των
φυγάδων που είχαν συρρεύσει στην πόλη εγκαθίδρυσαν το 1534 μια
επαναστατική κοινότητα που κατήργησε την ιδιοκτησία και το χρήμα. Μια πόλη
10.000 κατοίκων εκ των οποίων οι 1.500 ήταν ένοπλοι αντιστάθηκε ενάμισι
χρόνο στους στρατούς των συνασπισμένων ηγεμόνων. Ολόκληρη η Ευρώπη
παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα την πολιορκία της πόλης. Σήμερα
μπορούμε να δούμε στην ιστορία της πολιορκίας του Μίνστερ μια περίληψη της
ιστορίας της Αριστεράς του 20ού αιώνα. Οι εξεγερμένοι διαπνεόμενοι από
μεσσιανικές προσδοκίες ήλπιζαν να ξεσηκώσουν τη φτωχολογιά της Ευρώπης.
Όμως, οι αυτοσχέδιοι στρατοί που έσπευσαν να τους βοηθήσουν νικήθηκαν ο
ένας μετά τον άλλο, οι εξεγέρσεις στο Μίντεν και το Αμστερνταμ συντρίφτηκαν.
Αναρίθμητοι άνδρες και γυναίκες στις πόλεις αποκεφαλίστηκαν, εκτελέστηκαν
με πνιγμό, στην πυρά ή στον τροχό των βασανιστηρίων. Η εξέγερση έμεινε
απομονωμένη και μέσα στην πολιορκημένη πόλη εγκαθιδρύθηκε μια θεοκρατική
δικτατορία.

Η πόλη έπεσε στις 24/6/1535 αφού αντιστάθηκε μέχρι εσχάτων.


«Ανάμεσά μας ο θεός – που του αξίζουν αιώνια εγκώμια και
ευχαριστίες – αποκατέστησε την κοινοκτημοσύνη, όπως ήταν στην
αρχή και όπως αρμόζει στους αγίους του θεού. Ελπίζουμε ότι και
ανάμεσά μας η κοινοκτημοσύνη θα είναι τόσο ισχυρή και ένδοξη και με
τη χάρη του θεού θα τηρείται με τόσο καθαρή καρδιά, όσο και παλιά.
Γιατί όχι μόνο βάλαμε όλα μας τα υπάρχοντα σε κοινό ταμείο με τη
φροντίδα των διακόνων και ζούμε με αυτά ανάλογα με τις ανάγκες
μας: Τιμούμε το θεό διά μέσου του Χριστού με μια καρδιά και έναν νου
και πρόθυμα βοηθούμε τον πλησίον μας σε ότι θελήσει. Και
συνακόλουθα, όλα όσα εξυπηρέτησαν τους σκοπούς της ιδιοτέλειας και
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπως οι αγοραπωλησίες, η δουλειά για το
χρήμα, ο τόκος και η τοκογλυφία – έστω και σε βάρος απίστων – ή το
να τρωγοπίνεις τον ιδρώτα του φτωχού (δηλαδή, να δένεις στη
δουλειά τους συμπολίτες και τους συνανθρώπους σου για να
παχαίνεις) και πράγματι όλα όσα παραβιάζουν την αγάπη – όλα αυτά
τα πράγματα τα καταργήσαμε εδώ με την αγάπη και την
κοινοκτημοσύνη. Και ξέροντας ότι ο θεός θέλει τώρα να καταργηθούν
τέτοιες αισχρότητες, προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να
ξαναγυρίσουμε σε αυτές. Ξέρουμε ότι κάτι τέτοιες θυσίες αρέσουν στο
Θεό». (Από το φυλλάδιο που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1534 και
απευθυνόταν στους κατοίκους των άλλων πόλεων).

«Οι φτωχότεροι από μας που παλιότερα μας περιφρονούσαν και μας έλεγαν
ζητιάνους, είναι τώρα ντυμένοι εξίσου όμορφα με τους ανώτερους και πιο
διακεκριμένους πολίτες. Με τη χάρη του θεού έγιναν εξίσου πλούσιοι με τους
δημάρχους και τους ευπορότερους πολίτες». (Γράμμα από το Μίνστερ).

«Εμείς εδώ ζούμε σε κατάσταση μεγάλης ανησυχίας εξαιτίας του τρόπου με τον
οποίο φούντωσε η εξέγερση των αναβαπτιστών. Γιατί πράγματι φούντωσε σαν
φωτιά. Νομίζω πως δεν υπάρχει πόλη ή χωριό που να μην καίει κρυφά ο πυρσός.
Κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, με αποτέλεσμα να συρρέουν
αγεληδόν όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Γράμμα από την Αμβέρσα, ενός
λόγιου στο Έρασμο του Ρότερνταμ).

Θα κλείσουμε αυτή την αναδρομή παραθέτοντας δύο κείμενα του πιο γνωστού
μύστη της αίρεσης των «Μεγαλόστομων», του Αμπεζίρ Κουπ (1619-1612) που
έδρασε κατά την αγγλική επανάσταση: «Γιατί, να έρχομαι (είπε ο Κύριος) με μια
εκδίκηση, να ισοπεδώσω και την τιμή και τα πλούτη σας. Γιατί αυτή η τιμή, η
ευγένεια, η αριστοκρατικότητα, ήταν (χωρίς αντίρρηση) ο πατέρας της
κολασμένης φρικτής περιφάνειας, έπαρσης, οίησης, λαμπρότητας, φόνου,
μοχθηρίας, κάθε λογής φαυλότητας και ευσέβειας. Και η αιτία όλου του αίματος
που χύθηκε ποτέ από το αίμα του ενάρετου Αβελ μέχρι το αίμα των τελευταίων
ισοπεδωτών (άκρα αριστερή πτέρυγα της αγγλικής επανάστασης) που
τουφεκίστηκαν (και είπεν ο Κύριος) λέγω (για μια ακόμη φορά) – δώστε, δώστε,
τα χρήματα που έχετε στους φτωχούς σακάτηδες, Λάζαρους, και σε αγύρτες
κλέφτες, πόρνες και πορτοφολάδες που είναι σάρκα από τη σάρκα μου, που είναι
έτοιμοι να πεθάνουν της πείνας σε τυραννικές φυλακές και σε βρομερά
μπουντρούμια, μη θεωρείτε τίποτε δικό σας, να έχετε όλα τα πράγματα κοινά,
αλλιώς η κατάρα του Θεού θα καταστρέψει και θα αφανίσει όλα όσα έχετε. Πολύ
λίγος καιρός έχει απομείνει. Και υπάρχει ένα πάρα πολύ ένδοξο σχέδιο σε αυτό
και ισότητα, κοινοκτημοσύνη και οικουμενική αγάπη. Θρηνείτε, θρηνείτε,
θρηνείτε έντιμοι, θρηνείτε πλούσιοι για τις αθλιότητες που σας έρχονται. Εμείς
ακούμε τον απόστολο να κηρύσσει. Θα έχουμε όλα τα πράγματα κοινά και δεν θα
ονομάζουμε δικό μας τίποτα από τα όσα έχουμε».
Από τον πρόλογο του βιβλίου

Το αρχικό νόημα της λέξης «χιλιασμός» ήταν στενό και ακριβές. Ο


χριστιανισμός είχε ανέκαθεν μιαν εσχατολογία, με την έννοια ενός
δόγματος που αφορούσε στους «τελευταίους καιρούς» ή τις
«τελευταίες μέρες» ή την «τελική κατάσταση του κόσμου» ο
χριστιανικός χιλιασμός ήταν απλώς μια παραλλαγή χριστιανικής
εσχατολογίας. Αναφερόταν στην πεποίθηση ορισμένων χριστιανών,
που βασιζόταν στην Αποκάλυψη (Κ, 4-6) ότι μετά την Δευτέρα
Παρουσία ο Χριστός θα ίδρυε στη γη ένα μεσσιανικό βασίλειο και θα
βασίλευε επί χίλια χρόνια πριν από την Έσχατη Κρίση. Σύμφωνα με την
Αποκάλυψη, οι πολίτες του βασιλείου αυτού θα είναι οι χριστιανοί
μάρτυρες, που θ’ αναστηθούν για τον λόγο αυτόν χίλια χρόνια πριν
από την γενική ανάσταση των νεκρών. Αλλά ήδη οι πρώιμοι χριστιανοί
ερμήνευαν αυτό το μέρος τής προφητείας ελεύθερα και όχι
κυριολεκτικά, καθώς εξίσωναν τους μάρτυρες με τους τυραννισμένους
πιστούς -δηλαδή με τον εαυτό τους- και ανέμεναν την Δευτέρα
Παρουσία κατά την διάρκεια της ζωής τους. Και πρόσφατα, οι
ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι και ως έναν βαθμό οι ιστορικοί
συνήθισαν να χρησιμοποιούν την λέξη «χιλιασμός» με ακόμα πιο
πλατύ νόημα. Η λέξη έγινε απλώς κατάλληλος χαρακτηρισμός για έναν
συγκεκριμένο τύπο σωτηριολογίας. Και έτσι ακριβώς την χρησιμοποιώ
στο βιβλίο μου.
Οι χιλιαστικές αιρέσεις ή κινήματα παρουσιάζουν την σωτηρία ως:

α. συλλογική, με την έννοια ότι θα την χαρούν συλλογικά οι πιστοί


β. επίγεια, με την έννοια ότι θα πραγματοποιηθεί πάνω σ’ αυτήν τη γη και όχι σ’
έναν κάποιον παράδεισο τού άλλου κόσμου
γ. επικείμενη, με την έννοια ότι θα έρθει σύντομα και αιφνιδιαστικά
δ. συνολική, με την έννοια ότι θα μεταμορφώσει πλήρως τη ζωή πάνω στη γη, με
αποτέλεσμα η καινούρια διανομή των αγαθών να μην είναι απλώς βελτίωση τού
παρόντος, αλλά η τελειότητα-
ε. θαυματουργή, με την έννοια ότι θα επιτελεστεί από υπερφυσικές δυνάμεις, ή
με την βοήθειά τους.

Ως και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, υπάρχει φυσικά χώρος για άπειρη ποικιλία:
υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι για να φανταστούμε την Χιλιετή Βασιλεία τού
Θεού και τον δρόμο προς αυτήν. Οι χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα είχαν
ποικίλες στάσεις, που εκτείνονταν από την πιο άγρια επιθετικότητα μέχρι την πιο
ήπια ειρηνοφιλία και από την πιο αιθέρια πνευματικότητα μέχρι τον πιο γήινο
υλισμό. Παρουσίασαν μεγάλη ποικιλία και ως προς την κοινωνική σύνθεση και
την κοινωνική λειτουργία τους.

Υπήρξε ασφαλώς μεγάλη ποικιλία από χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα στην
μεσαιωνική Ευρώπη. Στο ένα άκρο ήταν οι λεγόμενοι «Φραγκισκανοί
Πνευματικοί», που άκμασαν κατά τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι αυστηροί ασκητές
προήλθαν κυρίως από την ανάμειξη αριστοκρατικών και εμπορικών
οικογενειών, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη στις ιταλικές πόλεις. Πολλοί
απ’ αυτούς απαρνήθηκαν μεγάλα πλούτη, για να γίνουν φτωχότεροι κι από
ζητιάνοι- και φαντάζονταν ότι η Χιλιετής Βασιλεία τού Θεού θα ήταν μια εποχή
τού Πνεύματος, στην οποία όλη η ανθρωπότητα θα ήταν ενωμένη στην
προσευχή, τον μυστικιστικό διαλογισμό και την εθελούσια φτώχεια. Στο άλλο
άκρο ήταν οι διάφορες χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα, που αναπτύχθηκαν
στούς κόλπους των ξεριζωμένων φτωχών των πόλεων και τής υπαίθρου. Η
φτώχεια των ανθρώπων αυτών ήταν κάθε άλλο παρά εθελούσια, το μερτικό τους
στη ζωή ήταν η άκρα και αδυσώπητη ανασφάλεια, και ο χιλιασμός τους ήταν
βίαιος, αναρχικός και κατά καιρούς αληθινά επαναστατικός.

Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον χιλιασμό που άνθησε στούς κόλπους των
ξεριζωμένων φτωχών τής δυτικής Ευρώπης ανάμεσα στον 11ο και τον 16ο αιώνα
και τις περιστάσεις που τον ευνόησαν. Αλλά, αν αυτό είναι το κυρίως θέμα, δεν
είναι και το μοναδικό. Γιατί οι φτωχοί δεν δημιούργησαν οι ίδιοι τις χιλιαστικές
τους πεποιθήσεις, αλλά τις παρέλαβαν από επίδοξους προφήτες ή μεσσίες. Και οι
άνθρωποι αυτοί, πολλοί τέως κατώτεροι κληρικοί, παρέλαβαν με την σειρά τους
τις ιδέες τους από τις πιο ποικίλες πηγές. Ορισμένα χιλιαστικά
φαντασιοκοπήματα κληρονομήθηκαν από τούς Εβραίους και τούς πρώιμους
χριστιανούς και άλλα από τον ηγούμενο τού 12ου αιώνα Ιωακείμ τής Φλόρας.
Άλλα, πάλι, τα επινόησαν οι αιρετικοί μυστικιστές, που είναι γνωστοί με την
επωνυμία Αδελφοί τού Ελεύθερου Πνεύματος. Το βιβλίο αυτό εξετάζει τόσο το
πώς γεννήθηκαν αυτά τα διάφορα σύνολα χιλιαστικών πεποιθήσεων, όσο και το
πώς τροποποιήθηκαν κατά την μεταβίβαση τους στούς φτωχούς.

Συνεπώς, ο κόσμος τής χιλιαστικής ανάτασης και ο κόσμος τής κοινωνικής


αναστάτωσης δεν συνέπιπταν αλλά επικαλύπτονταν. Πολλές φορές συνέβη να
επηρεάζει ένας χιλιαστής προφήτης ορισμένα τμήματα των φτωχών. Τότε, στην
συνηθισμένη λαχτάρα των φτωχών να βελτιώσουν τις υλικές συνθήκες τής ζωής
τους, μεταγγίζονταν φανταστικές εικόνες ενός κόσμου, που ξαναγεννήθηκε μέσα
στην αθωότητα δια μέσου μιας έσχατης σφαγής τής Αποκαλύψεως. Οι
αμαρτωλοί -κατά κανόνα οι Εβραίοι, οι κληρικοί ή οι πλούσιοι- θα
εξοντώνονταν- κατόπιν, οι Άγιοι, δηλαδή οι εν λόγω φτωχοί, θα εγκαθίδρυαν την
βασιλεία τους, ένα βασίλειο χωρίς βάσανα και χωρίς αμαρτία. Εμπνεόμενοι από
τέτοιες φανταστικές εικόνες, πάμπολλοι φτωχοί κινούσαν για εγχειρήματα που
ήταν τελείως διαφορετικά από τις συνηθισμένες εξεγέρσεις των αγροτών ή των
χειροτεχνών, με τοπικούς, περιορισμένους στόχους. Στο Συμπέρασμα τού
παρόντος βιβλίου θα επιχειρήσω να ορίσω τις ιδιαιτερότητες αυτών των
χιλιαστικών κινημάτων των φτωχών τού Μεσαίωνα. Θα υποδείξω και ότι, από
ορισμένες απόψεις, ήταν αληθινοί πρόδρομοι ορισμένων από τα μεγάλα
επαναστατικά κινήματα τού αιώνα μας.

Δεν υπάρχει άλλη συνολική μελέτη αυτών των μεσαιωνικών κινημάτων.


Πράγματι, πολύ μεγάλη προσοχή δόθηκε στις πιο αμιγώς θρησκευτικές αιρέσεις,
που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν κατά τον Μεσαίωνα αλλά πολύ μικρότερη
προσοχή δόθηκε στην ιστορία τού πώς, ξανά και ξανά , σε καταστάσεις
αποπροσανατολισμού και αναστάτωσης των μαζών, οι πατροπαράδοτες
πεποιθήσεις για μια μελλοντική χρυσή εποχή ή για την βασιλεία τού Μεσσία
έφτασαν να χρησιμεύσουν ως οχήματα για κοινωνικές φιλοδοξίες και κοινωνικές
εχθρότητες. Μολονότι υπάρχουν αρκετές έξοχες μονογραφίες, που
πραγματεύονται ξεκομμένα επεισόδια ή πτυχές, η ιστορία στο σύνολο της δεν
έχει ειπωθεί. Το παρόν έργο φιλοδοξεί, στο μέτρο τού δυνατού, να καλύψει αυτό
το κενό.
Για να παρουσιάσουμε το εν πολλοίς ανεξερεύνητο αυτό πεδίο χρειάστηκε να
συνδυάσουμε πολλές εκατοντάδες πρωτότυπων πηγών σε λατινικά, ελληνικά,
παλαιά γαλλικά, γαλλικά τού 16ου αιώνα, μεσαιωνικά γερμανικά και γερμανικά
τού 16ου αιώνα, στην καθομιλούμενη και στην λόγια γλώσσα. Η έρευνα και η
συγγραφή διάρκεσαν, συνολικά, περίπου μια δεκαετία- και επειδή ακριβώς
παρατραβούσε, αποφάσισα -απρόθυμα- να περιορίσω την έρευνά μου στην
βόρεια και την κεντρική Ευρώπη. Όχι ότι ο μεσαιωνικός κόσμος τής Μεσογείου
δεν έχει να προσφέρει παρόμοια ή εξ ίσου συναρπαστικά θεάματα αλλά θεώρησα
λιγότερο σημαντικό ν’ αγκαλιάσει η έρευνά μου τα πάντα από γεωγραφικής
απόψεως, και περισσότερο να είναι όσο γίνεται πιο εξαντλητική και ακριβής για
τα εδάφη στα οποία εκτείνεται.

Το υλικό μού το έδωσαν οι πιο ποικίλες συγκαιρινές πηγές —χρονικά, αναφορές


ιεροεξεταστικών ερευνών, αφορισμοί από Πάπες, επισκόπους και
[εκκλησιαστικά] συμβούλια, θεολογικά συστήματα, φυλλάδια πολεμικής,
επιστολές, ως και λυρικά ποιήματα. Το μεγαλύτερο μέρος τού υλικού αυτού το
έγραψαν κληρικοί, που αντιμετώπιζαν τελείως εχθρικά τις πεποιθήσεις και τα
κινήματα τα οποία περιγράφουν και δεν ήταν πάντα εύκολο να εκτιμήσω
επακριβώς την ασύνειδη διαστρέβλωση ή την συνειδητή πλαστοποίηση. Αλλά
ευτυχώς, μάς έδωσε και η άλλη πλευρά μεγάλο όγκο γραπτών, που τα
περισσότερα επιβίωσαν, παρά τις σποραδικές προσπάθειες των κοσμικών και
εκκλησιαστικών αρχών να τα καταστρέψουν κι έτσι, κατόρθωσα να ελέγξω τις
εκκλησιαστικές πηγές αντιπαραβάλλοντας τες όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με
τα γραπτά πολλών χιλιαστών προφητών. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το
τελικό αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συλλογής και αντιπαραβολής,
αποτίμησης και ανα-αποτίμησης πολύ μεγάλου όγκου μαρτυριών. Αν σε γενικές
γραμμές η εξιστόρηση δεν κομπιάζει, ο λόγος είναι ότι, σχεδόν όλες οι μείζονες
αμφιβολίες και απορίες που ανέκυψαν στην πορεία, απαντήθηκαν πριν τελειώσει
το έργο. Εξυπακούεται ότι επισημαίνω τα σημεία στα οποία εξακολουθεί να
υπάρχει αβεβαιότητα.

You might also like