You are on page 1of 96

O Καλοσ μου

A γγελοσ
O Καλοσ μου

A γγελοσ

O άστεγος συγγραφέας

ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΩΤΗ

ΑΘΗΝΑ 2013
Αφιερωμένο στο γιό μου Κωνσταντίνο
Κεφάλαιο 1
“Ο Καλοσ μου Αγγελοσ”................... 11
Κεφαλαιο 2
“Ο Μητσαρασ”....................................... 19
Κεφαλαιο 3
“Ο Νοτησ”.............................................. 27
Κεφαλαιο 4
“Ο Πειρασμοσ”...................................... 41
Κεφαλαιο 5
“Το Διλημμα”....................................... 51
Κεφαλαιο 6
“Η Τιμωρια”. ........................................... 61
Κεφαλαιο 7
“Η Καθαρση”.......................................... 73
O Kαλοσ μου αγγελοσ
Κεφαλαιο 1 ο

Αθήνα 1957

Είναι τα χρόνια που ακολούθησαν την Κατοχή και τον εμ-


φύλιο, μια εποχή ρομαντική μεν αλλά συνάμα δύσκολη και
σκληρή. Οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν,
να μαζέψουν τα κομμάτια τους, να επιβιώσουν.
Η ζωή τους ήταν δύσκολη. Δουλειές δεν υπήρχαν. Ακόμη
κι αυτοί που δούλευαν έπαιρναν τόσο χαμηλά μεροκάμα-
τα που δεν έφταναν καλά-καλά ούτε για το καθημερινό
φαγητό τους.
Πολλοί ήταν αυτοί που έλειωναν τις σόλες των παπου-
τσιών τους ψάχνοντας καθημερινά να βρουν μια δουλειά
που θα τους εξασφάλιζε ένα μικρό χρηματικό ποσό που
θα τους έφτανε μόνο για να πάνε φαΐ στο σπίτι.
Όσες φορές ανταποκρινόσουν στις αγγελίες των εφημε-
ρίδων με τις οποίες ζητούνταν υπάλληλοι, όταν πήγαινες
μέχρι εκεί, εύρισκες να περιμένει, πολύ πριν από σένα, ένα
τσούρμο ανθρώπων. Κι αυτό που συνήθως άκουγες ήταν η
φράση «θα σας ειδοποιήσουμε».
Στην οδό Αθηνάς, που ήταν το κέντρο της αγοράς, κοντά
στο Δημαρχείο έβλεπες κάθε πρωί να στέκουν και να
περιμένουν για ένα μεροκάματο εργάτες όλων των ειδικο-
τήτων που ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν οποιοδήποτε
μερεμέτι: κτιστάδες, σοβατζήδες με μυστριά στα χέρια,

11
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

ελαιοχρωματιστές με βούρτσες και πινέλα, σκαφτιάδες και


μπετατζήδες με κασμάδες και φτυάρια.
Λίγο πιο εκεί, στη Βαρβάκειο αγορά, όπου ήταν εύκολο να
βρεις ό,τι γούσταρε η καρδούλα σου σε τρόφιμα, άνδρες
και γυναίκες με δερμάτινες τσάντες ή δυχτάκια στο χέρι
προσπαθούσαν να αγοράσουν τα απαραίτητα ψάχνοντας
να βρουν τις χαμηλότερες τιμές.
Μια βόλτα στην αγορά ήταν μια πολύ ευχάριστη ψυχαγω-
γία αρκεί να είχες χρήματα να ξοδέψεις.
Στην ψαραγορά υπήρχαν λογιών-λογιών φρέσκα ψάρια,
όλων των ειδών τα μαλάκια και τα οστρακοειδή και πολλά
κατεψυγμένα.
Στην κρεαταγορά έβλεπες κρεμασμένα σε τσιγκέλια όλων
των ειδών τα κρέατα, ακόμα και κυνήγι.
Και ακριβώς απέναντι στη λαχαναγορά έφταναν καθημερι-
νά ζαρζαβατικά κι ολόφρεσκα φρούτα από κάθε γωνιά της
Ελλάδας.
Ακόμη, στα γύρω μαγαζιά μπορούσες να βρεις όλα τα είδη
της μπακαλικής, όλων των ειδών τα μπαχάρια, ποικιλία
αλλαντικών και παστουρμά Αντιόχειας, ξηρούς καρπούς
και ζαχαρώδη προϊόντα, ποτοποιίες με μεγάλα βαρέλια
που πουλούσαν ούζο, κονιάκ και διάφορα λικέρ φτιαγμένα
με μεράκι από ελληνικά χέρια. Ό,τι άλλο έψαχνες εκεί θα
το εύρισκες.
Και ακριβώς από πίσω, στον άλλο μεγάλο εμπορικό δρόμο
της Αθήνας, την οδό Αιόλου, οι γυναίκες κατέβαιναν να
χαζέψουν τις βιτρίνες και να αγοράσουν ό,τι επίτασσε η
μόδα της εποχής. Όμως, τις περισσότερες φορές κατέλη-
γαν στου Κρίνου για λουκουμάδες, μιας κι η τσέπη τους
δεν άντεχε κάτι καλύτερο.
Στον ίδιο δρόμο τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

πάγκοι, φορτωμένοι με παιχνίδια και δώρα για μικρά


παιδιά, ξεκινούσαν από την οδό Μητροπόλεως κι έφταναν
έως τα Χαυτεία, χαρίζοντας μια νότα εορταστική όχι μόνο
στους μικρούς αλλά και στους μεγάλους που κι αυτοί το
είχαν ανάγκη αυτές τις ημέρες.
Γυρνώντας στις γειτονιές της Αθήνας διαπίστωνες ότι
οι άνθρωποι ήταν φτωχοί. Έβλεπες επίσης ότι η φτώχια
τούς είχε οδηγήσει στην εξαθλίωση και για να μπορέσουν
να επιβιώσουν έκαναν δουλειές του ποδαριού. Σ’ όποιο
δρόμο κι αν κοιτούσες έβλεπες πλανόδιους μικροπωλητές
που γύριζαν στις γειτονιές για να πουλήσουν οτιδήποτε,
κουλουρτζήδες, καστανάδες, ψαράδες, σαλεπιτζήδες, μα-
νάβηδες, γαλατάδες, γιαουρτάδες, λαχειοπώλες και φιστι-
κάδες, κι άλλους που τριγυρνούσαν στους δρόμους προ-
σφέροντας τις υπηρεσίες τους, λούστρους, γανωτζήδες,
κουρείς, καρεκλάδες, δήθεν γιατρούς με το πιεσόμετρο
στο χέρι και βέβαια ανάμεσα σ’ όλους αυτούς κι αρκετούς
αετονύχηδες που πουλούσαν προϊόντα αμφιβόλου ποιό-
τητας κι έψαχναν να βρουν θύματα.
Όμως, οι Αθηναίοι μπορεί να ήταν φτωχοί αλλά ήταν αξιο-
πρεπείς, φιλότιμοι και πάνω απ’ όλα φιλόξενοι.
Ο ένας βοηθούσε τον άλλο σύμφωνα με τις δυνατότητές
του. Όλοι ήταν σαν μια οικογένεια και με το παραμικρό
έτρεχαν να συνδράμουν το διπλανό τους.

Τις Κυριακές το Μοναστηράκι έσφυζε από ζωή. Όλοι οι


Αθηναίοι κατέβαιναν στο Δημοπρατήριο, άλλοι γιατί έψα-
χναν να βρουν ευκαιρίες να αγοράσουν ό,τι χρειάζονταν
σε καλή τιμή κι άλλοι για να πουλήσουν ό,τι θεωρούσαν
ότι δεν τους ήταν απαραίτητο, μιας και ήθελαν να μαζέ-
ψουν μερικά χρήματα.

13
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Εκεί, ψάχνοντας ή σκαλίζοντας στις παράγκες και στα


καταστήματα της οδού Ηφαίστου και της πλατείας Αβησ-
συνίας, καθώς και στα σοκάκια τής γύρω περιοχής μπο-
ρούσες να βρεις τα πάντα: μεταχειρισμένα έπιπλα, ρούχα,
παπούτσια, συσκευές για το σπίτι, βιβλία, δίσκους γραμμο-
φώνου, αντίκες και ό,τι άλλο μπορούσες να φανταστείς.
Όσοι ήξεραν να κάνουν καλές αγορές ανακαλύπτοντας
σπάνια και ωραία αντικείμενα πήγαιναν τις Κυριακές στην
πλατεία Αβησσυνίας, από τις πέντε τα ξημερώματα, και
περίμεναν να έρθουν τα τρίκυκλα και τα κάρα με τους γυ-
ρολόγους για να αγοράσουν πρώτοι και σε καλή τιμή, πριν
προλάβουν τα προς πώληση αντικείμενα και περάσουν
στα χέρια των εμπόρων.
Λίγο πιο πάνω, βγαίνοντας από τον ηλεκτρικό σταθμό, φά-
τσα απέναντι ήταν τα τσαρουχάδικα της οδού Πανδρόσου.
Εκεί μπορούσες να βρεις ό,τι είχε σχέση με δέρμα, και
πρώτα απ’ όλα τσαρούχια, σανδάλια, παπούτσια, παντό-
φλες, αρβύλες και γαλότσες. Ανάμεσα στα τσαρουχάδικα
ξεχώριζαν μερικά παλαιοπωλεία με αντίκες και λίγα κα-
ταστήματα με τουριστικά είδη. Τα περισσότερα από τα
τελευταία είχαν κρεμασμένα στους τοίχους πήλινα πιάτα
με αρχαϊκές παραστάσεις ζωγραφισμένες στο χέρι και
τοποθετημένα σε ράφια και προθήκες γύψινα αγαλμα-
τάκια όλων των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, μικρές και
μεγάλες κούκλες με εθνικές ενδυμασίες όπως τσολιαδά-
κια, Αμαλίες και βλαχοπούλες, καθώς και κοσμήματα από
ασήμι δουλεμένα στο χέρι και φερμένα από τα Γιάννενα.
Όλα αυτά προσέλκυαν τους ξένους επισκέπτες - μιας και
ο τουρισμός είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται δειλά-δει-
λά – οι οποίοι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για ό,τι ήταν
χειροποίητο.

14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Τα βραδάκια στην Πλάκα και στου Ψυρρή τα οινοπαντο-


πωλεία και τα ταβερνάκια ήταν γεμάτα από ταλαιπωρημέ-
νους Αθηναίους που έψαχναν να βρουν λίγη χαρά με καλή
παρέα και λίγο κρασί.
Εκεί συναντούσες κοριτσάκια ή κοπέλες που πουλούσαν
λουλούδια στα ζευγαράκια, φιστικάδες με την καλαθούνα
στο χέρι να πουλούν φιστίκι αράπικο κι αιγινήτικο αλλά
άμα λάχαινε έπαιζαν και την πραμάτεια τους μονά ή ζυγά
στα ζάρια και βέβαια κιθαρωδούς που γυρνούσαν από
τραπέζι σε τραπέζι τραγουδώντας καντάδες ή τραγούδια
της εποχής.
Τις Κυριακές το Ζάππειο ήταν γεμάτο από τις χαρούμενες
φωνές των παιδιών που είτε τάιζαν τις πάπιες είτε έπαιζαν
ανέμελα πότε κρυπτό και πότε κυνηγητό ή έκαναν βόλτα
με τους γονείς τους στα καταπράσινα δρομάκια του Βασι-
λικού κήπου.
Εκεί ήταν παρόντες και οι πλανόδιοι μικροπωλητές που
πουλούσαν μαλλί της γριάς, μηλαράκι καραμελώμενο,
μπαλόνια, κουλούρια, παγωτά και τυρόπιτες, που έκαναν
τα παιδάκια να απλώνουν το χεράκι τους και να τα ζητούν
τις πιο πολλές φορές κλαίγοντας μιας κι ο μπαμπάς ή η
μαμά δεν τους έκαναν πάντα το χατίρι.
Η διασκέδαση της νεολαίας ήταν το σινεμά ή κανένα παρ-
τάκι με βερμούτ ρεφενέ σε κάποιο γειτονικό σπίτι.
Το χαζοξενύχτη στους νέους έδινε κι έπαιρνε μέχρι της
πρώτες πρωινές ώρες στα ζαχαροπλαστεία ή τα καφενεία.
Τα θέματα που κυριαρχούσαν στις συζητήσεις τους ήταν
συνήθως το ποδόσφαιρο και τα όνειρα που έκαναν για τη
ζωή και το μέλλον τους.
Επίσης κι οι μπακαλοταβέρνες ή τα «οινοφροντιστήρια»,
όπως τα αποκαλούσαν χαριτολογώντας οι λάτρεις της

15
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

ρετσίνας, δεν πήγαιναν πίσω. Κάθε βραδάκι οι Αθηναίοι


έδιναν το παρόν και με λίγο χαλβά ή κανένα μεζεδάκι
που τους σέρβιρε ο μπακάλης έπιναν μερικά μισόκιλα και
μετά σιγοτραγουδώντας επέστρεφαν στο σπίτι για ύπνο,
αν όλα πήγαιναν καλά και δεν είχαν καμιά φασαρία από
τη γυναίκα τους.
Όσοι είχαν κάτι παρά πάνω να ξοδέψουν προτιμούσαν το
θέατρο ή κάποια κοσμική ταβέρνα στην Πλάκα, ενώ αυτοί
που είχαν μεγάλη οικονομική άνεση προτιμούσαν συχνά-
πυκνά τα καμπαρέ της εποχής.
Όμως, για τους περισσότερους η διασκέδαση ήταν ένα
ζεστό πιάτο φαΐ, λίγο κρασάκι κι η αγκαλιά με τη γυναικού-
λα τους.
Έτσι, λοιπόν, οι Αθηναίοι μολονότι ζούσαν φτωχικά πάντα
εύρισκαν απλούς τρόπους να περνούν ευχάριστα το χρόνο
τους, να διασκεδάζουν με «το τίποτα» ώστε να μπορούν
να ατενίζουν το μέλλον με χαμόγελο κι αισιοδοξία.

Ήταν βράδυ καλοκαιριού, μέσα Ιουνίου, κι οι Αθηναίοι,


μετά την κάψα της ημέρας, αναζητούσαν λίγη δροσιά.
Τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα ταβερνάκια στις
πλατείες και στα πάρκα αλλά κι όπου υπήρχε πράσινο
ήταν γεμάτα από κόσμο, το ίδιο και τα καλοκαιρινά
σινεμά όπου με ένα σακουλάκι πασατέμπο ή φιστίκια
μπορούσες να περάσεις δυο ώρες ανεμελιάς και να ξε-
φύγεις από τα προβλήματα και τις σκοτούρες της καθη-
μερινότητας.
Σ’ έναν από αυτούς τους κινηματογράφους, στο Θησείο,
προβαλλόταν στην απογευματινή παράσταση μια ελληνι-
κή κωμωδία. Σε όσους έβγαζαν εισιτήριο, όταν το έδιναν
στον εφοριακό να το κόψει για να τους αφήσει να περά-

16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

σουν, η ταξιθέτρια που ήταν δίπλα του έδινε το πρόγραμ-


μα του έργου λέγοντάς τους ότι εάν της το επέστρεφαν
κατά την αναχώρησή τους θα τους έκανε ένα δώρο.
Όλοι περνούσαν μέσα στο σινεμά με την απορία ζωγρα-
φισμένη στα πρόσωπά τους, καθώς αναρωτιούνταν τί θα
μπορούσε να είναι αυτό το δώρο.
Στο τέλος της προβολής όλοι όσοι παρέδιδαν το πρόγραμ-
μα έπαιρναν ένα φάκελο και με μεγάλη έκπληξη έβλεπαν
ότι περιείχε ένα πεντακοσάρικο, πολλά λεφτά για την
εποχή, εάν σκεφτεί κανείς ότι το μεροκάματο, στην καλύ-
τερη περίπτωση, κυμαινόταν από τριάντα έως πενήντα
δραχμές.
Ο κόσμος βγαίνοντας από το σινεμά σχημάτιζε πηγαδάκια
και μιλούσε για κάποιο Μητσάρα.
Άλλοι έλεγαν ότι ο Μητσάρας ξανάκανε το θαύμα του.
Άλλοι ότι μόνο ο Μητσάρας θα μπορούσε να κάνει κάτι
τέτοιο.
Άλλοι μνημόνευαν την ευσπλαχνία και την καλοσύνη αυ-
τού του ανθρώπου.
Κι άλλοι πάλι συγχωρούσαν τα πεθαμένα του γιατί αυτό το
πεντακοσάρικο ήταν μεγάλο βοήθημα γι’ αυτούς.

17
O Μητσαρασ
Κεφαλαιο 2 ο

Ο Μητσάρας ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ορφανός


από τα παιδικά του χρόνια. Είχε χάσει τον πατέρα του
από καρδιά όταν ήταν μόλις έξι ετών κι η μητέρα του
ξενοδούλευε για να μπορέσει να τον μεγαλώσει. Όμως,
μετά από τέσσερα χρόνια αρρώστησε κι αυτή βαριά και
πέθανε. Έτσι ο Μητσάρας έμεινε ορφανός στον κόσμο κι
απροστάτευτος.
Τότε ανέλαβε να τον μεγαλώσει η γιαγιά του, η μητέ-
ρα του πατέρα του, που στάθηκε γι’ αυτόν και μάνα και
πατέρας. Όλα τα χρόνια ζούσε μαζί της κι αυτή η φουκα-
ρού έκανε τα πάντα για να αναπληρώσει τους χαμένους
γονείς του. Προσπαθούσε όσο ήταν δυνατόν να μην του
λείψει τίποτα έως την ημέρα που έφυγε κι αυτή από τη
ζωή, μόλις ο Μητσάρας είχε απολυθεί από το στρατό.
Από τότε έμεινε τελείως μόνος.
Όμως ο Μητσάρας, εκτός από καλοσυνάτος, ήταν έξυ-
πνος, γαλαντόμος, δουλευταράς, δραστήριος και δημι-
ουργικός. Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησε μια
μεγάλη περιουσία. Απέκτησε βιομηχανίες τροφίμων,
καράβια, ξενοδοχεία, μια μεγάλη ιδιωτική κλινική και
πολλά ακίνητα.
Οικογένεια δεν έκανε ποτέ. Ζούσε μόνος σ’ ένα αρχοντικό
στην Ηλιούπολη κι είχε την κυρία Ευθυμία, μια μεγαλού-
τσικη σε ηλικία κυρία, η οποία, όπως έλεγε ο ίδιος, έμοια-
ζε πολύ στη συχωρεμένη τη γιαγιά του, που τον φρόντιζε
και τον περιποιείτο.

19
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Οι φίλοι κι οι άνθρωποι της εμπιστοσύνης του ήταν συ-


γκεκριμένοι: ένας παπάς, που ήταν και ο πνευματικός του
πατέρας, ένας παιδικός του φίλος, που ήταν ιατροδικα-
στής, και μια πόρνη που την εκτιμούσε πολύ γιατί, όπως
έλεγε, ήταν ψυχούλα.
Σ’ αυτούς τους τρεις ο Μητσάρας εμπιστευόταν τα πά-
ντα. Τους συναντούσε κάθε Παρασκευή - ανυπερθέτως
- κι αφιέρωνε όλη την ημέρα προκειμένου να βρίσκεται
κοντά τους.
Κάθε φορά που ήταν όλοι μαζί διασκέδαζαν σαν μικρά
παιδιά. Έπαιζαν τάβλι, γκρινιάρη, τρίλιζα, έλεγαν αστεία,
πείραζε ο ένας τον άλλο, μιλούσαν για τις σκανδαλιές
που έκαναν όταν ήταν παιδιά, έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν,
γλεντούσαν κι αργά το μεσημέρι ξάπλωναν να ξεκουρα-
στούν. Το απόγευμα, την ώρα του καφέ, συζητούσαν για
ανθρώπους που χρειάζονταν οικονομική βοήθεια και
αναζητούσαν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν
να τους συνδράμουν.
Το πραγματικό όνομα του Μητσάρα ήταν Μίμης Τσάρας
αλλά ο κόσμος χάρη συντομίας τον αποκαλούσε Μητσά-
ρα. Οι Αθηναίοι τον αγαπούσαν γιατί εμφανιζόταν σαν φα-
ντομάς εκεί που δεν τον περίμεναν κι έκανε αγαθοεργίες.
Ήταν ένας αρχοντάνθρωπος, γεμάτος γλύκα και καλο-
σύνη. Ήταν γύρω στα πενήντα πέντε, ψηλός, ευτραφής,
με καστανά μάτια και μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκρι-
ζάρουν, με ένα πρόσωπο και χαμόγελο μικρού παιδιού
και με μαγούλες που μόλις τον έβλεπες ήθελες να τις
τσιμπήσεις.
Αυτό όμως που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν το εξαιρετι-
κό κι αστείρευτο χιούμορ του.
Οι φήμες έλεγαν ότι μια φορά έστειλε δυο ναυτικούς

20
Ο ΜΗΤΣΑΡΑΣ

στην πλατεία Μοναστηρακίου, εκεί όπου εμφανιζόταν


κάποιες μέρες της εβδομάδας ο Τασάρας, ένας πρώην
παλαιστής. Ο Τασάρας κυκλοφορούσε γυμνός από τη
μέση και πάνω φορώντας μαγιό και παπούτσια του κατς
κι έβαζε τους περαστικούς να τον δέσουν με χοντρά
σχοινιά κι αλυσίδες. Στη συνέχεια με πολλές προσπάθειες
και με διάφορα τρικ λυνόταν κι ύστερα με ένα δισκάκι
γύριζε στους θεατές και μάζευε πενταροδεκάρες, μπας
και συγκεντρώσει κανένα μεροκάματο ο φουκαράς.
Εκείνη την ημέρα οι ναυτικοί του Μητσάρα τον έδεσαν
τόσο καλά, που ο Τάσος δεν μπορούσε όχι να λυθεί αλλά
ούτε να κουνηθεί. Τον άφησαν δεμένο γι’ αρκετή ώρα,
ενώ οι περαστικοί είχαν σκάσει στα γέλια, βλέποντας τον
Τασάρα να προσπαθεί και να ξαναπροσπαθεί και να μη
γίνεται τίποτα. Κάποια στιγμή αφού τον έλυσαν, του έδω-
σαν αρκετά χρήματα λέγοντάς του:
-Τασάρα αυτά τα λεφτά είναι από το φίλο σου τον Μη-
τσάρα, με πολύ-πολύ αγάπη.
Είναι εύκολο, λοιπόν, να φανταστεί κανείς την καζούρα
που έφαγε μετά ο Τασάρας και το γέλιο που έπεσε.
Οι φιλανθρωπίες του Μητσάρα καθώς και οι τρόποι που
επινοούσε κάθε φορά για να μοιράσει χρήματα είχαν
γίνει αντικείμενο καθημερινής συζήτησης μεταξύ των
Αθηναίων. Επιπλέον, επειδή δεν ήξερε κανείς το πρόσω-
πό του, καθώς απέφευγε τη δημοσιότητα, ήταν εύκολο
να κυκλοφορεί ανάμεσά τους χωρίς να αναγνωριστεί.
Μια φορά σ’ ένα σινεμά είχε βάλει πεντακοσάρικα στα
σακουλάκια με τους πασατέμπους. Μια άλλη φορά έκα-
νε τον τρελό λαχειοπώλη κι αντί για λαχεία επάνω στο
κοντάρι είχε βάλει πεντακοσάρικα και τα πουλούσε προς
πέντε δραχμές το ένα.

21
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Επίσης του άρεσε να μεταμφιέζεται φορώντας ψεύτικα


μουστάκια ή γένια ακόμα και περούκες κι έτσι μεταμφι-
εσμένος γύριζε και μοίραζε χρήματα άλλοτε ντυμένος
σαν παγωτατζής, άλλοτε σαν εφημεριδοπώλης, άλλοτε
σαν μανάβης με σούστα κι άλογο κι άλλοτε σαν παπάς
μαζί με το αντίδωρο.
Πολλές φορές πήγαινε στα μπακάλικα κι εξοφλούσε τα
χρέη σβήνοντας όλα τα βερεσέδια από τα τεφτέρια του
μπακάλη. Άλλες πάλι φορές γυρνούσε στις φτωχοταβέρ-
νες και πλήρωνε τους λογαριασμούς.
Μοίραζε χρήματα σε ορφανοτροφεία, νοσοκομεία,
γηροκομεία και σ’ όποιον είχε πραγματική ανάγκη. Στη
διάρκεια της Κατοχής, όταν ο κόσμος υπέφερε από την
πείνα, αυτός είχε ήδη στήσει το πρώτο του εργοστάσιο
που έφτιαχνε μακαρόνια. Ντυνόταν λοιπόν Ιταλός παπάς
και μοίραζε μακαρόνια στα μικρά παιδιά που συναντού-
σε στο δρόμο.
Ο Μητσάρας αγαπούσε πολύ τα παιδιά κι ήθελε να είναι
ευτυχισμένα. Ήθελε να τα βλέπει να γελούν και να χαί-
ρονται. Γι’ αυτό το λόγο πλήρωνε έναν που είχε κουκλο-
θέατρο κι έναν καραγκιοζοπαίχτη για να γυρίζουν στις
γειτονιές της Αθήνας και να δίνουν παραστάσεις στους
μικρούς μπόμπιρες.
Άλλες πάλι φορές έβαζε δικούς του ανθρώπους να
μοιράζουν έξω από τα σχολεία σοκολάτες, καραμέλες,
τσίχλες, μολύβια, τετράδια, γόμες, κουλούρια και διάφο-
ρα παιχνίδια, δηλαδή αντικείμενα που πρόσφεραν στα
παιδιά χαρά κι ευτυχία.
Και βέβαια ενεργοποιούνταν άμεσα μόλις μάθαινε ότι
υπήρχαν άρρωστοι γονείς με αβοήθητα μικρά παιδιά.
Έτρεχε αμέσως κι αναλάμβανε ο ίδιος όλη την οικογέ-

22
Ο ΜΗΤΣΑΡΑΣ

νεια, γιατί του θύμιζαν τον εαυτό του.


Η θεωρία και το πιστεύω του ήταν «δώσε για να έχεις».
Πράγματι αυτή η θεωρία αντάμειβε τον Μητσάρα κα-
θημερινά. Οι εταιρείες του προόδευαν και τα κέρδη του
αυξάνονταν συνεχώς. Οι Αθηναίοι προτιμούσαν τα προ-
ϊόντα του γιατί αφενός μεν τον αγαπούσαν πραγματικά
αφετέρου δε ήξεραν ότι κάποια από τα χρήματα που
κέρδιζε θα επέστρεφαν με κάποιο τρόπο στους ίδιους,
ενώ παράλληλα θα έπιαναν τόπο και σε ανθρώπους που
είχαν ανάγκη.
Για να μπορέσει ο Μητσάρας να φέρει σε πέρας όλες τις
πιο πάνω αγαθοεργίες, βοηθιούνταν από τους τρεις κα-
λούς του φίλους: τον πατέρα Μιχαήλ, τον Κωνσταντίνο
τον ιατροδικαστή και τη Φιλιώ την πόρνη.
Με τον πατέρα Μιχαήλ και τον Κωνσταντίνο ήταν συνο-
μήλικοι και γειτονόπουλα αλλά και συμμαθητές από το
δημοτικό σχολείο μέχρι και το γυμνάσιο. Ήταν αυτοί που
ήταν πάντα δίπλα του στα δύσκολα, όπως όταν έχασε
τους γονείς του. Ήταν αυτοί που μοιράζονταν μαζί του
τα παιχνίδια και το χαρτζιλίκι τους. Τις περισσότερες
φορές κοιμούνταν όλοι μαζί τα βράδια, πότε ο ένας στο
σπίτι του άλλου.
Για τον Μητσάρα αυτοί οι δυο ήταν τα αδέλφια του, η
οικογένειά του.
Τη Φιλιώ τού την γνώρισε ο φίλος του ο Κωνσταντίνος.
Όταν μια φορά αισθάνθηκε μεγάλη μοναξιά, τού την
έφερε για να του κάνει παρέα, μιας κι ήταν πόρνη πολυ-
τελείας.
Από τότε, γνωρίζοντάς την καλύτερα, εκτίμησε το χα-
ρακτήρα της και την καλή της καρδιά και την είχε σαν
αδελφή του.

23
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία που την απομάκρυνε από την


πορνεία και την πήρε κοντά του, κάνοντάς την δεξί του
χέρι.
Όμως, η αγάπη του κόσμου για τον Μητσάρα και το
γεγονός ότι οι εταιρείες του αναπτύσσονταν συνεχώς
τον είχαν κάνει μισητό στους ανταγωνιστές του που
είχαν έλθει σε δύσκολη θέση και μιλούσαν γι’ αυτόν με
τα χειρότερα λόγια. Ο Μητσάρας, όμως, τους αγνοούσε.
Έμενε μακριά από όλα αυτά και συνέχιζε το έργο του με
τον ίδιο ζήλο.
Μάλιστα, ένας από τους ανταγωνιστές του σχεδίαζε να
τον σκοτώσει κι έψαχνε να βρει κάποιον να διαπράξει το
φόνο.
Μάταια, όμως, γιατί κανείς δεν δεχόταν να σκοτώσει τον
Μητσάρα.
Είχε μάθει αυτή την πληροφορία από τη φίλη του τη Φι-
λιώ, η οποία του αποκάλυψε ότι κάποιοι είχαν προτείνει
σ’ ένα φίλο της, το Νότη, να τον βγάλει από τη μέση τά-
ζοντάς του ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό. Αυτός,
όμως, είχε αρνηθεί. Η Φιλιώ, μάλιστα, προειδοποίησε τον
Μητσάρα ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός στο
μέλλον.
Ο Νότης γνώριζε από μικρό παιδί τη Φιλιώ. Έμεναν στην
ίδια γειτονιά. Η Φιλιώ ήταν ερωτευμένη μαζί του από
τότε που ήταν κοριτσάκι κι ήταν πάντα δίπλα του στα
δύσκολα.
Ο έρωτάς της όμως για το Νότη τα πρώτα χρόνια έμεινε
πλατωνικός γιατί αυτός ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα,
που σπούδαζε οδοντίατρος.
Όταν μάλιστα την παντρεύτηκε, η απογοήτευση της
Φιλιώς ήταν πολύ μεγάλη. Αφέθηκε, δεν την ενδιέφερε

24
Ο ΜΗΤΣΑΡΑΣ

τίποτα και κατάντησε πόρνη, μόνο στο σώμα, καθώς η


ψυχή της παρέμεινε αγνή.
Η Φιλιώ ήταν μια ωραία κοπέλα. Ήταν ψηλή, μελαχρινή,
με τέλειες αναλογίες, γλυκιά και πονόψυχη, αυτός άλλω-
στε ήταν κι ο λόγος που ο Μητσάρας την είχε βάλει μέσα
στην καρδιά του και την αποκαλούσε «ψυχούλα».

25
O Νοτησ
Κεφαλαιο 3 ο

Ο Νότης ήταν ένα ομορφόπαιδο, ψηλός κι αυτός, μελα-


χρινός και γεροδεμένος. Ο γάμος του με τη Ντίνα, με την
οποία απέκτησε μια οκτάχρονη κόρη την Άφρο, απέτυχε
και μετά από ένα διάστημα χώρισαν.
Έμενε μόνος στου Ψυρρή κι έβγαζε τα προς το ζην διατη-
ρώντας ένα μικρό παλαιοπωλείο στην οδό Πανδρόσου,
στο Μοναστηράκι.
Ήταν πολύ καλό παιδί και λεβέντης στα φερσίματα και
στις παρέες του.
Είχε όμως ένα ελάττωμα που τον είχε καταστρέψει. Του
άρεσε πολύ ο τζόγος. Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία που είχε
διαλυθεί το σπίτι του.
Η Ντίνα, η γυναίκα του, κάποια στιγμή δεν άντεξε, πήρε
την κόρη τους και τον εγκατέλειψε.
Από τότε η Φιλιώ πήρε τη θέση της Ντίνας, η σχέση της
μαζί του έγινε στενότερη κι έπαψε να είναι πλατωνική.
Την έβλεπε συχνότερα, ήταν το αποκούμπι του και πολ-
λές φορές κοιμόταν ο ένας στο σπίτι του άλλου.
Όμως, ο Νότης τον τελευταίο καιρό είχε δημιουργήσει
πολλά χρέη, καθώς χρωστούσε μεγάλα ποσά σε ανθρώ-
πους της νύχτας που τον δάνειζαν για να παίζει.
Μάλιστα, το τελευταίο εξάμηνο οι πιέσεις τους είχαν γίνει
αφόρητες κι απεγνωσμένα έψαχνε να βρει λύσεις για να
μπορέσει να τους ξεχρεώσει.
Η δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν είχε γίνει γνωστή
στον υπόκοσμο κι αυτός ήταν ο λόγος που τον πλησία-

27
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

σαν και του πρότειναν να σκοτώσει τον Μητσάρα έναντι


παχυλής αμοιβής.
Η τελευταία φορά που τον απείλησαν ήταν πριν από
λίγες μέρες. Τότε του είπαν ότι θα πάθαινε μεγάλο κακό
εάν μέχρι το τέλος του μήνα δεν θα τους είχε πληρώσει.
Η μόνη λύση που είχε ο Νότης ήταν η Φιλιώ. Εάν μιλού-
σε στον Μητσάρα που ήταν φιλαράκια, μπορεί κάτι να
γινόταν. Έτσι, έτρεξε στο σπίτι της και την παρακάλεσε να
τον βοηθήσει.
Η Φιλιώ του είπε ότι θα προσπαθούσε, αν και δεν ήταν
σίγουρη ότι θα τα καταφέρει, γιατί ο Μητσάρας απεχθα-
νόταν και τον τζόγο και τους τζογαδόρους.
Ο Νότης δεν άργησε να πάρει την αρνητική απάντηση από
τη Φιλιώ. Ο Μητσάρας ούτε καν δέχτηκε να συζητήσει.
Έτσι, η ελπίδα του να σωθεί έσβησε μιας και δεν μπορού-
σε να βρει από πουθενά αλλού χρήματα. Κανένας δεν τον
δάνειζε, ούτε καν η Φιλιώ, που κι αυτή ήταν κατά κάποιο
τρόπο θύμα του, καθώς στο παρελθόν, προκειμένου να
ξεχρεώσει, τού είχε δώσει όλες τις οικονομίες της.
Σκέφτηκε να πουλήσει το μαγαζάκι του αλλά ήταν πολύ
δύσκολο να βρει αγοραστή που θα του έδινε μετρητά,
μιας και ο χρόνος έτρεχε σε βάρος του και η προθεσμία
τέλειωνε σε λίγες μέρες.
Έπεσε λοιπόν στη μαύρη απελπισία κι άρχισε να περιμέ-
νει καρτερικά το τέλος του. Καθόταν πίσω από μια μικρή
μόστρα με παλιά κοσμήματα που είχε στο μαγαζί του
με σκυμμένο το κεφάλι. Γεμίζοντας το σταχτοδοχείο με
γόπες από τσιγάρα και πίνοντας κονιάκ προσπαθούσε να
ξεχάσει τον πόνο του.
Μάταια ο φίλος του ο Σταύρος που είχε το απέναντι μα-
γαζί, που εκτός από παλαιοπώλης ήταν και ράφτης ελλη-

28
Ο ΝΟΤΗΣ

νικών ενδυμασιών, προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει


λέγοντάς του αστεία.
Ο Νότης έκανε μεν προσπάθειες αλλά φαινόταν ότι το
μυαλό του ταξίδευε αλλού.
Η Πανδρόσου, όπου ήταν το μαγαζάκι του Νότη, ήταν
ένας δρόμος με πολλές ιδιαιτερότητες. Ήταν τόσο στενός
που ο ένας έβλεπε κι άκουγε τον άλλο σαν να ήταν δίπλα
του. Γι’ αυτό το λόγο και να ήθελε κάποιος δεν μπορούσε
να κρυφτεί. Έτσι, ο ένας γνώριζε τις καλές και τις κακές
στιγμές του διπλανού του.
Όλοι οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοί τους ήταν
έξω και κυνηγούσαν να βάλουν πελάτες μέσα στα μα-
γαζιά τους. Οι περισσότερες συμφωνίες και τα παζάρια
γίνονταν στο πεζοδρόμιο πριν ο πελάτης μπει μέσα στο
μαγαζί.
Μάλιστα, πολλές φορές οι πελάτες έφευγαν δυσαρεστη-
μένοι και το αφεντικό έτρεχε να τους φέρει πίσω, γιατί
άλλα τους έλεγαν και τους έδειχναν έξω κι άλλα έβλεπαν
κι άκουγαν όταν έμπαιναν μέσα .
Εάν ήσουν πελάτης, έπρεπε τα μάτια σου να είναι ανοιχτά
γιατί εύκολα μπορούσες να πιαστείς κορόιδο. Αν ήξερες
να κάνεις παζάρια, εύρισκες να αγοράσεις καλά πράγμα-
τα σε χαμηλή τιμή. Όμως, αν ήσουν αγαθός κι αφελής και
σ’ έπαιρναν χαμπάρι, τότε μπορούσαν να σε τρελάνουν.
Η Πανδρόσου ήταν ο δρόμος όπου, εάν οι μαγαζάτορες
ανακάλυπταν κάποιον με κουσούρι, έπαιζαν και γλέντα-
γαν μαζί του κάνοντάς του καζούρα.
Το Γιώργο, το λούστρο, αφού γυάλιζε τα παπούτσια των
περαστικών έναντι μιας μικρής αμοιβής, τον έβαζαν να
κάνει τον τενόρο γιατί ο φουκαράς πίστευε ότι είχε ωραία
φωνή.

29
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο Δημήτρης ο γκομενιάρης, ένας ψηλός ξερακιανός


γεμάτος λεύκη που έκανε το διερμηνέα και τον όμορφο
στις τουρίστριες, περνούσε συχνά πυκνά για να κάνει
το κομμάτι του πότε με μια και πότε με δυο γυναίκες
αγκαζέ.
Άλλα όταν καμιά φορά έπεφτε σε καμιά μεγαλούτσικη
στην ηλικία ή καμιά χοντρή, τότε γινόταν το έλα να δεις
από την κοροϊδία.
Πλάκα έκαναν και στον κυρ Μήτσο, το μανάβη, που περ-
νούσε από τη γειτονιά με το καρότσι του τις περισσότε-
ρες φορές μαστουρωμένος. Έδεναν την μπροστινή ρόδα
του τρίκυκλού του κι ο άμοιρος έσπρωχνε κι έσπρωχνε
το καρότσι κι αυτό δεν κουνούσε.
Θύμα καζούρας έπεφτε κι ο παγωτατζής της γειτονιάς,
ο αποκαλούμενος «κρυουλιάρης», ένας μισότρελος που
πουλούσε παγωτά φορώντας μέσα στο κατακαλόκαιρο
μια βαριά τσοπάνικη κάπα με κουκούλα και παρόλα αυτά
έτρεμε από το κρύο.
Οι πλάκες που έκαναν καθημερινά οι καταστηματάρχες
της Πανδρόσου, πειράζοντας ο ένας τον άλλο για να
γελάσουν και να περάσουν την ώρα τους, ήταν αναρίθ-
μητες:
Έβλεπες χάρτινα εικοσάρικα να πετούν και να στροβι-
λίζονται στο δρόμο από τον αέρα καθώς τα τραβούσαν
δεμένα από μια κλωστή κάνοντας τους περαστικούς να
τρέχουν πίσω τους και να απλώνουν συνεχώς το πόδι
τους για να τα πιάσουν. Άλλοτε κόλλαγαν δίφραγκα στην
άσφαλτο κι όποιος περνούσε προσπαθούσε να τα ξεκολ-
λήσει χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Όλα αυτά συνέβαιναν στη γειτονιά του Νότη άλλα αυτός
όλες αυτές τις ημέρες ήταν παντελώς αδιάφορος.

30
Ο ΝΟΤΗΣ

Η ημέρα της προθεσμίας είχε φτάσει και δεν είχε ούτε


τα μισά χρήματα να δώσει έναντι, μπας κι έπαιρνε καμιά
παράταση έως ότου εύρισκε και τα υπόλοιπα.
Εκείνη η ημέρα πέρασε χωρίς να φανεί κανένας από τους
δανειστές του.
Την επομένη το πρωί ο Νότης δέχθηκε ένα τηλεφώνημα
από έναν από αυτούς που τον ρωτούσε εάν είχε τα χρή-
ματα για να περάσει να τα πάρει.
Αυτός απάντησε αρνητικά κι ο άλλος του έκλεισε το τη-
λέφωνο.
Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να έρθουν, γιατί προς το
μεσημέρι η Ντίνα, η γυναίκα του, τον πήρε πανικόβλητη
να του πει ότι μια γειτόνισσα είχε δει να βάζουν την κόρη
τους την Άφρο δυο άντρες με το ζόρι μέσα σ’ ένα αυτοκί-
νητο την ώρα που γύριζε από το σχολείο.
Το Νότη τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Δεν ήξερε τί να πει
στη γυναίκα του που τον κατηγορούσε ότι το φταίξιμο
ήταν δικό του, μιας και γνώριζε για τα χρέη του. Προσπά-
θησε να την καλμάρει και της υποσχέθηκε ότι θα έκανε
ό,τι ήταν δυνατόν για να ξαναφέρει πίσω το παιδί τους.
Ο Νότης μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έπεσε σε μαύρη πε-
ρισυλλογή. Δεν ήξερε από που να αρχίσει και τι να κάνει.
Εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε το τηλέφωνο κι από την
άλλη άκρη μια ανδρική φωνή του είπε ότι εάν δεν τους
πλήρωνε έως την προσεχή Δευτέρα, η κόρη του θα
πάθαινε μεγάλο κακό και τον απείλησε ότι εάν ήθελε το
καλό της, έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
Τον έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη του ήταν να τη-
λεφωνήσει και πάλι στη Φιλιώ και να της ξαναζητήσει
βοήθεια. Κι αυτό έκανε.
Η Φιλιώ του είπε ότι θα προσπαθούσε να τον φέρει σ’

31
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

επαφή με τον Μητσάρα μιας κι η επόμενη ημέρα ήταν


Παρασκευή και θα τον συναντούσε, όπως συνήθιζαν
κάθε εβδομάδα την ίδια ημέρα οι τρεις φίλοι. Υποσχέθη-
κε δε ότι θα είχε νέα μέχρι το μεσημέρι.
Ο Νότης όλο το βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Έμει-
νε ξάγρυπνος μέχρι την άλλη μέρα το πρωί καπνίζοντας
συνεχώς κι αγωνιώντας για το τι θα του απαντούσε το
επόμενο μεσημέρι η φίλη του η Φιλιώ.
Όταν ξημέρωσε, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ντύθηκε
πολύ νωρίς και πήγε στην πλατεία του Ψυρρή. Αγόρασε
μια μπουγάτσα και κάθισε σ’ ένα παγκάκι και την έφαγε.
Κάπνισε δυο-τρία τσιγάρα για να περάσει η ώρα και μετά
ξεκίνησε για να ανοίξει το μαγαζάκι του.
Όλο το πρωινό ήταν σαν να μην ήταν εκεί. Το μυαλό του
έτρεχε σε διάφορες κακές σκέψεις. Κάποια στιγμή κτύπη-
σε το τηλέφωνο κι αυτός έτρεμε από την αγωνία μήπως
ήταν η Φιλιώ. Απογοητεύθηκε όταν άκουσε το συνάδελ-
φό του το Γιώργο, του οποίου το μαγαζί ήταν λίγα μετρά
πιο πάνω από το δικό του, να του λέει για μια καινούργια
πλάκα που ετοίμαζαν σ’ ένα φουκαρά που είχε πάει να
πουλήσει μια παλιά εικόνα.
Ο έρμος είχε μάθει ότι οι τουρίστες αγόραζαν παλιές
εικόνες κι έδιναν αρκετά δολάρια για να τις αποκτήσουν.
Είχε έρθει, λοιπόν, να πουλήσει μια δική του για να τα
οικονομήσει. Αυτοί όμως πήραν απόφαση να τον τρελά-
νουν.
Συνεννοήθηκαν τηλεφωνικώς ότι ο καθένας θα του έδινε
από ένα χιλιάρικο περισσότερο. Αυτός μπήκε στο πρώτο
μαγαζί που συνάντησε νομίζοντας ότι κρατά θησαυρό
στα χέρια του, ενώ η εικόνα δεν άξιζε μία. Ο καταστη-
ματάρχης τού έδωσε ένα χιλιάρικο, πολλά λεφτά για την

32
Ο ΝΟΤΗΣ

εποχή. Αυτός, όμως, σαν πονηρός που ήταν, φοβούμενος


μήπως τον κοροϊδέψουν, δεν την έδωσε και συνέχισε στο
επόμενο κατάστημα, γιατί έλπιζε ότι θα πιάσει καλύτε-
ρη τιμή. Έτσι έπεσε σύρμα για να ξεκινήσει η πλάκα. Ο
τελευταίος τού πρόσφερε έντεκα χιλιάδες δραχμές άλλα
αυτός ακόμα και τότε δεν την έδωσε νομίζοντας ότι τον
έπιαναν κότσο καθώς είχε πειστεί πια ότι η εικόνα του
είχε μεγάλη αξία και θα έπρεπε να ψάξει λίγο περισσότε-
ρο το πράγμα.
Έφυγε, λοιπόν, τρελός από τη χαρά του κρατώντας την
σφικτά στην αγκαλιά του μην του την κλέψουν κι έκτοτε
δεν ξαναεμφανίστηκε.
Το Νότη δεν τον συγκινούσαν όλα αυτά. Το μυαλό του
ήταν συνεχώς στο τηλέφωνο. Η αγωνία του τέλειωσε
όταν προς το μεσημεράκι η Φιλιώ τού τηλεφώνησε
λέγοντάς του ότι ο Μητσάρας τον περίμενε το απόγευ-
μα στο σπίτι του. Ο Νότης πήρε μια βαθιά αναπνοή και
βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης άναψε ένα
τσιγάρο. Η ελπίδα του ότι ο Μητσάρας μπορεί και να τον
βοηθούσε είχε αρχίσει να αναπτερώνεται. Κοιτούσε το
ρολόι συνεχώς και παρακαλούσε να έρθει η ώρα που θα
τον συναντούσε αλλά ο χρόνος δεν του έκανε τη χάρη,
κυλούσε αργά και βασανιστικά. Κάπνιζε συνεχώς, έπινε
κονιάκ και πότε-πότε σηκωνόταν και βάδιζε πέρα-δώθε
έξω από το μαγαζάκι του σκεπτικός χωρίς να βλέπει τρι-
γύρω του, λες και ζούσε σε δικό του κόσμο.
Το βάσανο της αναμονής κάποια στιγμή τέλειωσε. Η ώρα
είχε φτάσει
κι αυτός έπρεπε να ξεκινήσει. Κατέβασε το ρολό του μα-
γαζιού, έβαλε το λουκέτο και ξεκίνησε διστακτικά για το
σπίτι του Μητσάρα.

33
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Σ’ όλη τη διαδρομή περπατούσε μηχανικά γιατί σκεπτό-


ταν τί θα του πει και πώς θα μπορέσει να τον πείσει να
του δώσει τα χρήματα. Κάποια στιγμή μπήκε στο λεω-
φορείο που πήγαινε στην Ηλιούπολη, όπου ήταν το σπίτι
του Μητσάρα, χωρίς να το καταλάβει. Κατέβηκε στη στά-
ση που του είχε πει η Φιλιώ, στο περίπτερο αγόρασε ένα
πακέτο τσιγάρα και ζήτησε από τον περιπτερά να του
δείξει το σπίτι του Μίμη Τσάρα. Αυτός του έδειξε πώς θα
πάει, ο Νότης άναψε ένα τσιγάρο, προχώρησε ίσια, μετά
έστριψε δεξιά, όπως του είχε πει ο περιπτεράς, και όντως
λίγα μέτρα πιο κάτω φάνηκε ένα παλιό πέτρινο αρχοντι-
κό με μεγάλο κήπο.
Αυτό είναι το σπίτι σκέφτηκε. Και συνέχισε να προχωρεί.
Πλησίασε κοντά και φτάνοντας έξω από την αυλόπορτα,
πριν την ανοίξει, κοίταξε μέσα από τα κάγκελα.
Ο κήπος ήταν υπέροχος. Είχε οπορωφόρα δένδρα, γλά-
στρες με καλλωπιστικά και αναρριχητικά φυτά σκαρ-
φαλωμένα στα κάγκελα και τους τοίχους, πολλές τρια-
νταφυλλιές, ένα μικρό σιντριβάνι από μάρμαρο όπου
ο θόρυβος του νερού που πετούσε και ξαναέπεφτε
σου έδινε μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης, ένα σιδε-
ρένιο πράσινο παγκάκι κι ένα μικρό λευκό κυκλαδίτικο
περιστερώνα. Ένας ξύλινος σταυρός γύρω στα δυόμι-
ση μέτρα ήταν καρφωμένος στο χώμα κοιτώντας την
ανατολή. Γύρω στη βάση του ήταν φυτεμένα λουλούδια
που σχημάτιζαν κύκλο και ξεχώριζαν από τον υπόλοι-
πο κήπο με πέτρινους πασσάλους. Από την αυλόπορτα
ξεκινούσε ένας μεγάλος διάδρομος στρωμένος με μαρ-
μάρινες πλάκες που έφτανε στην είσοδο του σπιτιού, το
οποίο ήταν κτισμένο από χρωματιστή πέτρα κι έμοιαζε
με κάστρο.

34
Ο ΝΟΤΗΣ

Άνοιξε σιγά-σιγά την αυλόπορτα ακούγοντας το κου-


δουνάκι να κτυπά ψηλά στην πόρτα κι άρχισε να βαδίζει
διστακτικά στο μαρμάρινο διάδρομο κοιτώντας πότε
αριστερά και πότε δεξιά τον καταπράσινο κήπο.
Φτάνοντας στην είσοδο του σπιτιού κοντοστάθηκε για
λίγο και μετά κτύπησε διστακτικά το κουδούνι.
Η καρδιά του κτυπούσε σαν τρελή, τα πόδια και τα χέρια
του έτρεμαν, κρύος ιδρώτας είχε περιλούσει όλο το σώμα
του, η αγωνία του είχε κορυφωθεί.
Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι της φάνηκε μια κυρία
μεγάλης ηλικίας με άσπρα μαλλιά, μέτριου αναστήματος,
χαμογελαστή και πολύ συμπαθής.
-Είμαι η κυρία Ευθυμία, του είπε με γλυκιά φωνή.
Ο Νότης τής χαμογέλασε και ζήτησε ευγενικά τον Μη-
τσάρα.
Αυτή τον πέρασε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι και του ζήτησε να
περιμένει.
Αυτός κάθισε με αμηχανία σε μια πολυθρόνα, η κυρία
Ευθυμία του προσέφερε ένα λικέρ και μετά έφυγε για να
ειδοποιήσει το αφεντικό της.
Ο Νότης άναψε ένα τσιγάρο με τρεμάμενο χέρι, ήπιε μια
γουλιά λικέρ και μετά άρχισε να κοιτά με αμηχανία γύρω
του.
Παρατηρούσε τα έπιπλα που ήταν σκαλιστά και δουλεμέ-
να στο χέρι, τα διάφορα μικροαντικείμενα που στόλιζαν
τα τραπεζάκια και τις εταζέρες, τους πολύτιμους πίνακες
που κρέμονταν στους τοίχους, τη γωνιά με τις παλιές
εικόνες και το ασημένιο καντήλι, μια μεγάλη προτομή
του Σωκράτη που ήταν σε μια γωνιά, τα μπρούτζινα
φωτιστικά και τις παλιές λάμπες πετρελαίου που είχαν
μετατραπεί σε πορτατίφ. Όλα ήταν συλλεκτικά κομμάτια

35
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

μεγάλης άξιας, διαλεγμένα ένα-ένα κι όλα τοποθετημένα


στη σωστή θέση.
Όσο περίμενε, η αγωνία του μεγάλωνε. Η αμηχανία κι η
ταπείνωση που αισθανόταν εκείνη τη στιγμή τον έκαναν
να θέλει να το βάλει στα πόδια.
Σκεπτόταν κι ορκιζόταν ότι, αν τα κατάφερνε να ξεχρεώ-
σει και να πάρει πίσω το παιδί του, τα χαρτιά και τα ζάρια
δεν θα τα ξαναέπιανε ποτέ πια στα χέρια του, μάρτυς του
ο θεός.
Ενώ έκανε όλες αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά από το μεγάλο
διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι φάνηκε να έρχεται
ένας αρχοντάνθρωπος χαμογελαστός, γεμάτος γλύκα
έχοντας δίπλα του τη Φιλιώ.
Ήταν ο Μητσάρας, τον οποίο για πρώτη φορά έβλεπε
από κοντά ο Νότης.
Αμέσως έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε από την πολυ-
θρόνα.
Αυτός τον πλησίασε, του χαμογέλασε με καλοσύνη κι,
αφού η Φιλιώ έκανε τις απαραίτητες συστάσεις, του έδω-
σε το χέρι του.
-Χαίρω πολύ, του είπε και του το έσφιξε.
Κάθισαν κι οι δυο στο μεγάλο καναπέ απέναντί του. Του
χαμογελούσαν και τον κοιτούσαν με καλοσύνη. Ο Μη-
τσάρας μάλιστα του πρόσφερε πούρο και του έδωσε να
το ανάψει με έναν ωραίο και βαρύ ασημένιο αναπτήρα.
-Τράβα να μην σου σβήσει. Το πούρο πηγαίνει πολύ με
το λικεράκι που πίνεις, του είπε χαμογελώντας και τον
κτύπησε στην πλάτη σαν να ήταν φιλαράκι του.
Ο Νότης τράβηξε μια καλή ρουφηξιά, ήπιε λίγο λικέρ κι
αισθάνθηκε, σαν ένα κύμα, να τον εγκαταλείπει όλη η
αγωνία κι η ένταση της στιγμής κάνοντάς τον να αι-

36
Ο ΝΟΤΗΣ

σθανθεί καλύτερα.
Ο Μητσάρας συνέχιζε να τον κοιτά κι έδειχνε να χαίρε-
ται που τον έβλεπε, λες και τον ήξερε από παλιά και τον
συναντούσε μετά από καιρό.
Η Φιλιώ τον κοιτούσε κι αυτή συνεχώς και τα μάτια της
έλαμπαν. Η αγάπη της αλλά και το πόσο ερωτευμένη
ήταν μαζί του φαινόταν στο πρόσωπό της.
Κάποια στιγμή ο Νότης πήγε να πει το λόγο για τον οποίο
βρισκόταν εκεί αλλά ο Μητσάρας δεν τον άφησε. Σηκώ-
θηκε και προχώρησε προς το μεγάλο διάδρομο λέγοντάς
του ότι θα επιστρέψει.
Ο Νότης κοίταξε γεμάτος αγωνία τη Φιλιώ.
Αυτή του χαμογέλασε και του είπε:
-Μην ανησυχείς. Ο Μητσάρας, μόλις έμαθε τι συμβαίνει
στο παιδί σου, άλλαξε γνώμη κι είναι πρόθυμος να σε
βοηθήσει.
Ο Νότης, μόλις την άκουσε, κοίταξε τη Φιλιώ ευχαριστη-
μένος και ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Η καρδιά του είχε
πάει στη θέση της. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το
πούρο που του είχε προσφέρει ο Μητσάρας και μαζί με
τον καπνό έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Μετά από λίγα λεπτά ο Μητσάρας επέστρεψε κρατώντας
στα χέρια του ένα φάκελο. Πλησίασε το Νότη, τον κοίτα-
ξε στα μάτια και του τον έδωσε.
-Πάρτον, του είπε, και κάνε αυτό που πρέπει το συντομό-
τερο. Και τον κτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Ο Νότης έσκυψε να του φιλήσει το χέρι, θέλοντας να του
δείξει την ευγνωμοσύνη του. Αυτός το τράβηξε.
-Δεν είμαι παπάς. Άμα γίνω, τότε ναι, να μου φιλήσεις το
χέρι, του είπε χαμογελώντας και πήγε και κάθισε ξανά
στη θέση του.

37
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο Νότης ήθελε να του πει πολλά. Ήθελε να τον ευχαρι-


στήσει, να του πει πως ήταν ο σωτήρας του, ότι δεν θα
ξεχνούσε ποτέ αυτή την πράξη του. Ο Μητσάρας όμως
δεν του άφησε κανένα περιθώριο για ευχαριστίες. Απλώς
τον κοιτούσε και του χαμογελούσε με το καλοσυνάτο
πρόσωπό του. Μετά σηκώθηκε και δίνοντάς του το χέρι
τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε καλά μυαλά από εδώ και
στο εξής και γύρισε για να πάει στους φίλους του που τον
περίμεναν.
Ο Νότης σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα, το
ίδιο έκανε κι η Φιλιώ που τον συνόδευσε έως την αυλό-
πορτα πιάνοντάς τον από το χέρι.
Ο Νότης λίγο πριν την αφήσει, την αγκάλιασε και της
έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα.
-Σ’ ευχαριστώ, εάν δεν είχα εσένα δεν ξέρω κι εγώ τί θα
έκανα, είσαι ο φύλακας άγγελός μου, της είπε και την
ξαναφίλησε.
Αυτή τον χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι και του απάντησε:
-Πήγαινε τώρα, εμείς θα τα πούμε αύριο.
Και δίνοντάς του ένα κλεφτό φιλί επέστρεψε τρέχοντας
πίσω στο σπίτι.

38
39
O Πειρασμοσ
Κεφαλαιο 4 ο

Ο Νότης φανερά ικανοποιημένος από την όλη εξέλιξη


προχώρησε προς τη στάση του λεωφορείου.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε στο Σύνταγμα.
Άρχισε να κατηφορίζει τη Μητροπόλεως προς το Μονα-
στηράκι.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος από τουρίστες που ανεβοκα-
τέβαιναν. Άλλοι κατηφόριζαν προς την Πλάκα κι άλλοι
τριγυρνούσαν στη γύρω περιοχή. Άλλοι πήγαιναν για
φαγητό σε κάποιο ταβερνάκι, άλλοι επέστρεφαν από το
θαλάσσιο μπάνιο, άλλοι κατέβαιναν από κάποιο πούλμαν
μετά από ημερήσια εκδρομή κι άλλοι με σακίδια στους
ώμους έψαχναν να βρουν μια ήσυχη γωνιά να αράξουν
και να κοιμηθούν παρέα με τα αστέρια.
Φτάνοντας στην πλατεία Μοναστηρακίου θέλησε να τσι-
μπήσει κάτι, μιας και δεν είχε φάει τίποτα τις δυο τελευ-
ταίες μέρες. Μπήκε στο μοναδικό εστιατόριο που ήταν
στην πλατεία και κάθισε σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι, δίπλα
στα βαρέλια με τη ρετσίνα. Παρήγγειλε ντομάτες γεμι-
στές, φέτα κι ένα κατρούτσο ρετσίνα. Άναψε ένα τσιγάρο
κι άνοιξε διακριτικά το φάκελο με τα χρήματα για να τα
μετρήσει. Είδε ότι ήταν αρκετά. Έφταναν για να πληρώσει
όλο το χρέος και του περίσσευαν και μερικά.
Αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς το τηλέφωνο που είχε
το αφεντικό της ταβέρνας που ήταν κι ο ταμίας του μα-
γαζιού. Ζήτησε να κάνει δυο τηλεφωνήματα, το ένα στη
γυναίκα του τη Ντίνα. Ήθελε να την καθησύχασε και να

41
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

της πει ότι είχε επάνω του όσα χρήματα χρειάζονταν για
να πληρώσει τους δανειστές και να πάρει πίσω το παιδί
τους. Το δεύτερο ήταν στους δανειστές του για να τους
ενημερώσει ότι θα τους περίμενε το πρωί να περάσουν
από το μαγαζί του για να εισπράξουν όλο το ποσό και να
αφήσουν ελεύθερο το κορίτσι του.
Τελειώνοντας άφησε χρήματα για τα τηλεφωνήματα
και ικανοποιημένος γύρισε και κάθισε στο τραπέζι του.
Έφαγε με όρεξη. Ήπιε και το κρασάκι του κι αφού τελεί-
ωσε, παρήγγειλε και δεύτερο κατρούτσο ανάβοντας ένα
τσιγάρο.
Τέντωσε το κορμί του προς τα πίσω. Άπλωσε τα πόδια κι
έκλεισε τα μάτια. Τραβώντας μια γερή ρουφηξιά άφησε
τον εαυτό του να χαλαρώσει αφού είχε αρχίσει να συνει-
δητοποιεί ότι όλα τα άσχημα είχαν περάσει.
Το μυαλό του όμως γυρόφερνε στον Μητσάρα και στην
καλοσύνη που του έδειξε αυτός ο άνθρωπος.
Του φέρθηκε καλύτερα κι από αδελφός. Βέβαια σημα-
ντικό ρόλο στην καλή έκβαση αυτής της περιπέτειάς του
είχε παίξει η Φιλιώ, ο κάλος του άγγελος, γιατί αν δεν
ήταν αυτή δεν θα γινόταν τίποτα.
Έμεινε σκεπτικός και χαμογελαστός πίνοντας το κρασά-
κι του γι’ αρκετή ώρα. Μετά, αφού τελείωσε, πλήρωσε,
σηκώθηκε και βγήκε έξω στην πλατεία και προχωρώντας
στην οδό Μιαούλη τράβηξε για του Ψυρρή.
Περπατούσε ξέγνοιαστος και χαρούμενος έχοντας στη
μύτη του τη μυρωδιά του δέρματος, μιας και σ’ όλο αυτό
το δρόμο αλλά και στη γύρω περιοχή υπήρχαν πολλά
βυρσοδεψεία, τσαγκαράδικα και βιοτεχνίες που έφτια-
χναν παπούτσια, αρβύλες, παντόφλες, τσάντες, ζώνες και
ό,τι είχε σχέση με δέρμα. Ξαφνικά φτάνοντας έξω από το

42
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

δερματάδικο του Φλουκουντένιου, που ήταν το παρα-


τσούκλι του, είδε φως και θέλησε να μπει μέσα για να δει
τί γίνεται. Σημειωτέον ότι αυτό ήταν το μέρος όπου έδιναν
ραντεβού όλοι όσοι ήθελαν να παίξουν ζάρια τα βράδια.
Στην αρχή δίστασε να μπει αλλά μετά πήρε την απόφαση
και κτύπησε συνθηματικά την πόρτα. Του άνοιξε ένας
σωματώδης άνδρας, κακάσχημος, που είχε το παρατσού-
κλι Μπαμπούλας.
Πέρασε μέσα κι είδε ότι όλη η παλιοπαρέα ήταν εκεί και
το παιχνίδι είχε ανάψει για τα καλά. Όλοι ήταν προσηλω-
μένοι και κανένας δεν είχε καταλάβει την παρουσία του.
Άναψε ένα τσιγάρο και σκέφτηκε να κάτσει λίγο να παρα-
κολουθήσει για να περάσει την ώρα του. Έμεινε έτσι κοι-
τάζοντας και καπνίζοντας για αρκετή ώρα, ώσπου κάποια
στιγμή ένας από τους παίχτες έμεινε ταπί και σηκώθηκε
να φύγει.
Τότε σκέφτηκε να πάρει τη θέση του μιας και του περίσ-
σευαν τα επιπλέον χρήματα που του είχε δώσει ο Μητσά-
ρας. Τα ξεχώρισε και τα έβαλε σε άλλη τσέπη γιατί ήθελε
να είναι σίγουρος ότι δεν θα τα πειράξει. Αφού λοιπόν τα
σιγούρεψε, στρώθηκε στο παιχνίδι.
Στην αρχή κέρδιζε αρκετά κι όσο περνούσε η ώρα κέρ-
διζε περισσότερα. Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να
κερδίζει τα μισά χρήματα από το χρέος του. Παρόλα αυτά
δεν έλεγε να σταματήσει. Συνέχιζε να παίζει με μανία και
να βρίσκεται στον κόσμο του.
Όμως, καθώς περνούσε η ώρα, η τύχη του άλλαξε κι
άρχισε να χάνει. Έπαιζε κι έχανε συνεχώς. Χωρίς να το
καλοκαταλάβει έφτασε στο σημείο να βάλει χέρι και στα
χρήματα που προορίζονταν για τους απαγωγείς της
κόρης του.

43
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Όταν συνειδητοποίησε τί έκανε, είπε να σταματήσει,


αλλά η γλύκα του παιχνιδιού κι ο στόχος να πάρει πίσω
τα χαμένα τον έκαναν να συνεχίσει μέχρι τις πρωινές
ώρες και να χάσει ό,τι είχε και δεν είχε.
Όταν κατάλαβε ότι δεν του είχε μείνει δεκάρα, χαιρέτησε
τους υπόλοιπους με βαριά καρδιά και με σκυμμένο το
κεφάλι άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στο δρόμο.
Είχε αρχίσει να χαράζει. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Το πρωι-
νό πούσι του καλοκαιριού έκανε γλυκιά την ατμόσφαιρα.
Το λάλημα των πετεινών σηματοδοτούσε την αρχή μιας
καινούργιας ημέρας που, όμως, για το Νότη δεν υπήρχε.
Βάδιζε αργά με κατεβασμένο το κεφάλι κι αισθανόταν
ένας ζωντανός νεκρός. Συνέχισε να προχωρεί και λίγα
μέτρα πιο πάνω έστριψε στην οδό Παλλάδος. Εκεί στά-
θηκε για ένα λεπτό κι άρχισε να σκέπτεται και να συνει-
δητοποιεί τί είχε κάνει.
Κούνησε το κεφάλι του απαξιωτικά για τα χάλια του και
συνέχισε.
Φτάνοντας έξω από το σπίτι του άνοιξε την αυλόπορτα,
διέσχισε την αυλή κι ανέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδη-
γούσε στο χαγιάτι κι από εκεί στο δωμάτιό του. Έκλεισε
την πόρτα και τα παράθυρα και μέσα στο σκοτάδι έπεσε
με τα ρούχα στο κρεβάτι κι έμεινε ακίνητος βυθισμένος
στις σκέψεις του.
Επιτέλους συνειδητοποιούσε ότι είχε πουλήσει το παιδί
του για χάρη του ολέθριου πάθους που τον είχε αφανίσει
όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν τόσο μεγάλη η απογοήτευσή
του που, εάν είχε ένα όπλο, εκείνη τη στιγμή θα τίναζε τα
μυαλά του στον αέρα.
Έμεινε έτσι βυθισμένος μέχρι αργά το μεσημέρι όταν
άκουσε να κτυπούν με δύναμη την πόρτα.

44
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Σηκώθηκε αργά-αργά, την άνοιξε και μπροστά του είδε


τη γυναίκα του τη Ντίνα να τον ρωτά έξαλλη τί έγινε
και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο όλη την ημέρα που
προσπαθούσε να μάθει νέα για το παιδί τους. Ο Νότης
έμεινε ακίνητος και την κοιτούσε με ένα βλέμμα χαμένο
αλλά και περίλυπο κι ο τρόπος που άρχισε να της μιλάει
έδειχνε ότι ήθελε να απολογηθεί.
Αυτή δεν τον άφησε να αρθρώσει λέξη παρά γύρισε και
με μια κοφτερή ματιά του είπε:
-Κατάλαβα, έπαιξες τα χρήματα και τα έχασες και δεν
σκέφτηκες καθόλου την κόρη μας. Ένα πράγμα έχω να
σου πω, και τον κοίταξε με μίσος ενώ η αγανάκτηση
ξεχείλιζε στα λόγια της.
-Εάν το παιδί μου πάθει κανένα κακό, θα σε σκοτώσω,
του είπε κουνώντας απειλητικά το δάκτυλό της κι έφυγε
τρέχοντας χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Ο Νότης έμεινε ακίνητος σαν στήλη άλατος, μην έχοντας
το κουράγιο να κουνήσει ούτε το μικρό του δακτυλά-
κι. Μετά με πολύ αργές κινήσεις γύρισε στο κρεβάτι κι
έπεσε μπρούμυτα όπως το μικρό παιδί που το μάλωσαν.
Έμεινε έτσι ακίνητος για αρκετή ώρα με κλειστά τα μα-
τιά. Ήξερε ότι δεν είχε πια καμιά ελπίδα να ξαναβρεί τα
χρήματα.
Τη βοήθεια της Φιλιώς ούτε που την σκεπτόταν. Την
ντρεπόταν άλλωστε μετά από αυτό που είχε κάνει. Του
ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι στη σκέψη ότι το κορίτσι
του θα πλήρωνε τις δικές του αμαρτίες. Δεν τολμούσε να
ζητήσει ούτε τη βοήθεια του θεού γιατί οι όρκοι του δεν
είχαν καμιά αξία. Θεωρούσε τον εαυτό του ένα ζώο που
έτρωγε ανθρώπινες σάρκες.
Το κοριτσάκι του όμως με κάθε θυσία έπρεπε να σωθεί

45
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

κι ας έδινε ακόμα και τη ζωή του που γι’ αυτόν δεν είχε
καμιά αξία.
Τις σκέψεις του διέκοψε για μια ακόμη φορά το κτύπημα
της πόρτας κι η φωνή της Φιλιώς που ρωτούσε να μάθει
εάν ήταν μέσα.
-Εδώ είμαι, της φώναξε με φωνή τρεμάμενη και με αργές
κινήσεις, που θα ‘λεγε κάνεις ότι ήταν έτοιμος να καταρ-
ρεύσει, της άνοιξε.
Αυτή, μόλις είδε σε τι χάλια βρισκόταν, χλόμιασε.
-Τί έχεις; τον ρώτησε κι έσπευσε να τον στηρίξει κρατώ-
ντας τον από το μπράτσο.
Ο Νότης την κοίταξε με περίλυπο ύφος και δεν είπε λέξη.
Η Φιλιώ τον έβαλε να ξαπλώσει, του έβγαλε τα παπού-
τσια, του ξεκούμπωσε το πουκάμισο, του έλυσε τη ζω-
στήρα και έτρεξε να του φέρει ένα ποτήρι νερό. Μετά
του ανασήκωσε το κεφάλι, του έδωσε να πιει και κοιτώ-
ντας τον στα ματιά τον ρώτησε:
-Πες μου, σε παρακαλώ, τί έγινε;
Αυτός έκλεισε τα μάτια και γυρνώντας το κεφάλι στην
αντίθετη πλευρά τής είπε με ξεψυχισμένη φωνή:
-Έπαιξα κι έχασα όλα τα χρήματα, μαζί με αυτά και το
παιδί μου και τα μάτια του βούρκωσαν.
Η Φιλιώ τού χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και κοιτώντας
τον του είπε με ένα γλυκό χαμόγελο:
-Δεν ξέρω εάν έμεινε τίποτε άλλο που θα μπορούσες να
πάθεις ώστε να σε κάνει να βάλεις μυαλό και του έδωσε
ένα φιλί στο στόμα.
Μετά σηκώθηκε, πήρε το ποτήρι, το ξαναγέμισε με νερό
και το έβαλε δίπλα του στο κομοδίνο.
-Κοίταξε να κοιμηθείς, του είπε, γιατί σου λείπει ύπνος.
Εγώ θα έρθω να σε δω το βραδάκι και σκύβοντας τού

46
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

ξανάδωσε ένα φιλί. Μετά άνοιξε την πόρτα κι απομα-


κρύνθηκε.
Έτσι, έμεινε ξανά μόνος με τις σκέψεις του να τον βασανί-
ζουν.
Κάποια στιγμή εξαντλημένος αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε ακούγοντας επίμονα κτυπήματα στην πόρτα.
Άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε και με βαριεστημένες κινή-
σεις την άνοιξε.
Μπροστά του είδε έναν άνδρα περίεργο, ψηλό, ξερα-
κιανό, με γένια. Φορούσε λευκό κοστούμι, ρεπούμπλικα
στο ίδιο χρώμα και μαύρα γυαλιά ηλίου. Στα χέρια του
κρατούσε μια χάρτινη σακούλα σαν κι αυτές που χρησι-
μοποιούν οι μανάβηδες για να βάζουν φρούτα.
-Τι θα θέλατε; τον ρώτησε ο Νότης.
-Θα μπορούσα να περάσω; Θέλω να σου μιλήσω, του
απάντησε αυτός με σοβαρό ύφος.
Τον πέρασε μέσα και του είπε να καθίσει.
Ο περίεργος άνδρας παρέμεινε όρθιος κι άρχισε να του
λέει:
-Δεν θα σε απασχολήσω για πολύ. Ήρθα να σου κάνω μια
πρόταση.
Ο Νότης τον κοίταξε περίεργα και τον άφησε να συνεχί-
σει.
-Οι άνθρωποι που εκπροσωπώ σου χαρίζουν τα χρέη
και σου δίνουν επί πλέον πενήντα χιλιάδες δραχμές εάν
σκοτώσεις τον Μητσάρα. Έτσι θα απαλλαγείς από τα
χρέη σου, θα κερδίσεις επί πλέον χρήματα και θα πάρεις
βεβαίως πίσω και το παιδί σου.
Ο Νότης έμεινε με το στόμα ανοικτό.
Ο περίεργος άνδρας όμως συνέχισε:
-Σ’ αυτή εδώ τη χαρτοσακούλα, και την ακούμπησε

47
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

επάνω στο τραπέζι, υπάρχει ένα γεμάτο περίστροφο. Με


αυτό θα σκοτώσεις τον Μητσάρα αύριο το πρωί – που
είναι Κυριακή - στο σπίτι του στην Ηλιούπολη.
-Και λέω το πρωί, συνέχισε, γιατί ο Μητσάρας συνηθίζει
τις Κυριακές να βγαίνει στον κήπο και να πηγαίνει στις
τριανταφυλλιές που είναι δίπλα στη μάνδρα, κοντά στην
αυλόπορτα, για να τις θαυμάσει και να κόψει ένα τριαντά-
φυλλο. Αυτή είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να τον ξε-
παστρέψεις, του είπε κι αμέσως γύρισε, άνοιξε την πόρτα
κι έφυγε πριν προλάβει ο Νότης να πει οτιδήποτε.

48
TO Διλημμα
Κεφαλαιο 5 ο

Ο Νότης έμεινε αποσβολωμένος σαν χάνος, με ανοικτό


το στόμα, για αρκετά λεπτά χωρίς να μπορεί να συνειδη-
τοποιήσει τί ακριβώς είχε συμβεί. Μετά τράβηξε μια κα-
ρέκλα και κάθισε στο τραπέζι πιάνοντας με τα δυο χέρια
το κεφάλι του που ήταν έτοιμο να σπάσει.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να καταλάβει τι ακρι-
βώς είχε συμβεί με αυτόν τον περίεργο τύπο. Μετά τρά-
βηξε τη χαρτοσακούλα προς το μέρος του και σιγά-σιγά
την άνοιξε. Κοίταξε το περιεχόμενό της κι αμέσως την
έκλεισε και την έσπρωξε μακριά του γιατί δεν ήθελε ούτε
να τη βλέπει.
Πώς είναι δυνατόν σκέφτηκε να κάνω εγώ κάτι τέτοιο σ’
αυτόν τον άνθρωπο που με βοήθησε και μου φέρθηκε με
τόση καλοσύνη!
Εάν είναι κάποιος άχρηστος σ’ αυτή τη κοινωνία, αυτός
είμαι εγώ κι όχι αυτός ο άγιος άνθρωπος που προσφέ-
ρει βοήθεια και καλοσύνη στους ανθρώπους κι όχι την
καταστροφή όπως εγώ.
Αμέσως σηκώθηκε, πήρε τη χαρτοσακούλα με το περί-
στροφο και την πέταξε σ’ ένα συρτάρι ενός παλιού σερ-
βάν που ήταν εκεί κοντά.
Μετά με αργές κινήσεις ξανάπεσε στο κρεβάτι, έκλεισε
τα μάτια κι άρχισε να προβληματίζεται. Δεν μπορούσε να
βγάλει από το μυαλό του το παιδί του κι έψαχνε απεγνω-
σμένα να βρει τρόπο για να το σώσει με οποιοδήποτε
κόστος.

51
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι αυτός δεν είχε βρει λύση


στο πρόβλημά του. Για μια στιγμή σηκώθηκε από το
κρεβάτι κι άρχισε απεγνωσμένα να ψάχνει στο σερβάν να
βρει κονιάκ.
Έψαχνε, έψαχνε αλλά κονιάκ δεν εύρισκε, το μόνο που
υπήρχε ήταν ένα μπουκάλι ούζο. Το άνοιξε κι άρχισε να
πίνει από το μπουκάλι, μέσα στο σκοτάδι, καθισμένος
στο κρεβάτι και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το
άλλο.
Μετά από κάποιες ώρες κι ενώ είχε γεμίσει το σταχτοδο-
χείο με αποτσίγαρα άκουσε κτυπήματα στην πόρτα και
τη φωνή της Ντίνας της γυναίκας του που του φώναζε:
-Εάν είσαι μέσα άνοιξε, θέλω να σου μιλήσω.
Αυτός δεν απάντησε. Έκανε ότι δεν ήταν εκεί. Του ήταν
αδύνατον να την αντιμετωπίσει ξανά, δεν είχε καθόλου
κουράγιο.
Αυτή κτύπησε δυο-τρεις φορές ακόμη, μετά είδε ότι δεν
έπαιρνε καμιά απάντηση, σταμάτησε και μετά από λίγο
έφυγε.
Ο Νότης ξανάπεσε σε περισυλλογή συνεχίζοντας να πίνει.
Όσο περνούσε η ώρα σκεπτόταν ποιόν από τους δυο
θα έπρεπε να θυσιάσει, την κόρη του ή τον Μητσάρα.
Όποιον από τους δυο κι αν σκεπτόταν τα μάτια του
βούρκωναν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβαλε τα κλά-
ματα.
Όσο περνούσε η ώρα άρχισε σιγά-σιγά να μεθά.
Είχε ξημερώσει όταν άκουσε το ρολόι τού Αγίου Δημη-
τρίου να κτυπά έξι φορές. Αυτός, άυπνος και μεθυσμένος
καθώς ήταν, έπινε την τελευταία γουλιά ούζου που είχε
απομείνει.
Μέσα στο μεθύσι του είχε πάρει την απόφασή του. Έπρε-

52
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

πε να σκοτώσει τον Μητσάρα εάν ήθελε να ζήσει το παιδί


του, έλεγε και ξανάλεγε, μουρμουρίζοντας, πρώτα απ’
όλα γιατί ήθελε να το πιστέψει ο ίδιος.
Μετά σηκώθηκε και παραπατώντας πήγε μέχρι το σερ-
βάν όπου υπήρχε ένα βάζο. Το αναποδογύρισε κι έπεσε
ένα χάρτινο εικοσάρικο. Μετά τράβηξε το συρτάρι του
σερβάν και πήρε τη χαρτοσακούλα με το περίστροφο. Τα
έβαλε στην τσέπη του και τρικλίζοντας, δίχως να κλείσει
πίσω την πόρτα, κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε
έξω στο δρόμο.
Ξημέρωνε Κυριακή. Οι δρόμοι του Ψυρρή ήταν έρημοι.
Η μυρωδιά των βασιλικών και των λουλουδιών στα μπαλ-
κόνια, στα παράθυρα και στις αυλές έδιναν την αίσθηση
ότι το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Όλα τα παράθυρα
κι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανοικτές για να δημιουργείται
ρεύμα και να υπάρχει δροσιά ώστε να μπορούν οι Αθη-
ναίοι να κοιμούνται πιο ευχάριστα.
Ο Νότης τρικλίζοντας πήρε το δρόμο προς τα πάνω και
περνώντας μπροστά από τον Άγιο Δημήτρη συνάντησε
τον πατέρα Εφραίμ, τον εφημέριο της εκκλησίας, ένα
γεροντάκι που ήξερε το Νότη από μικρό παιδί, γιατί τον
είχε βαφτίσει. Ο εφημέριος, μόλις τον είδε σε τι χάλια
βρισκόταν, του είπε:
-Το σπίτι σου είναι προς τα κάτω, πού πας από εδώ;
Και προσφέρθηκε να τον οδηγήσει πίσω στηρίζοντάς τον.
Όμως, ο Νότης δεν τον άφησε λέγοντάς του:
-Ξέρω πού είναι το σπίτι μου και συνέχισε το δρόμο του
παραπατώντας.
Βγήκε στην οδό Αθηνάς και συνέχισε να βαδίζει αργά
προς τα πάνω μιας κι ήθελε να φτάσει στην οδό Ακαδη-
μίας, όπου ήταν το τέρμα των λεωφορείων της Ηλιούπο-

53
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

λης. Πού και πού σταματούσε για να πάρει καμιά ανάσα


κι ακουμπούσε όπου εύρισκε για να μην χάσει την ισορ-
ροπία του.
Του πήρε αρκετή ώρα για να φτάσει στην αφετηρία του
λεωφορείου.
Φτάνοντας, για καλή του τύχη, το λεωφορείο ήταν εκεί.
Ανέβηκε με δυσκολία, έβγαλε ένα εισιτήριο από τον
εισπράκτορα και κάθισε στο τελευταίο ελεύθερο κάθισμα
που είχε απομείνει. Μετά από μερικά λεπτά το λεωφορείο
ξεκίνησε.
Σ’ όλη τη διαδρομή ο Νότης έλεγε και ξανάλεγε ψιθυρι-
στά:
-Πρέπει να σωθεί το παιδί μου, δεν υπάρχει άλλη λύση.
Άλλες πάλι φορές τα μάτια του βούρκωναν όταν σκεπτό-
ταν τί πήγαινε να κάνει.
Κάποια στιγμή το λεωφορείο έφτασε στη συγκεκριμένη
στάση. Τότε σηκώθηκε και κατέβηκε με αργές κινήσεις.
Μετά στάθηκε για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να
ισορροπήσει. Πήγε στο περίπτερο για να αγοράσει ένα
πακέτο τσιγάρα. Άναψε ένα με δυσκολία και συνέχισε με
αργά βήματα τρικλίζοντας για το σπίτι του Μητσάρα.
Η ημέρα ήταν θαυμάσια. Ο ήλιος είχε ανατείλει από τον
Υμηττό κι η μυρωδιά του θυμαριού και των λουλουδιών
από τους κήπους σου έδιναν μια γλυκιά αίσθηση.
Ο Νότης περπατούσε χωρίς να απολαμβάνει τίποτα από
όλα αυτά. Ζούσε στο δικό του κόσμο, έναν κόσμο τελμα-
τωμένο, χωρίς αύριο και με καμιά ελπίδα.
Για τον εαυτό του δεν έδινε δεκάρα, έτσι όπως τα κατά-
φερες καλά να πάθεις, έλεγε και ξανάλεγε, αλλά το παιδί
του δεν έφταιγε σε τίποτα να πληρώσει για τις δικές του
αμαρτίες.

54
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Μόλις πλησίασε κοντά στο σπίτι του Μητσάρα, είδε τη


μάνδρα που ήταν κτισμένη από πέτρα κι είχε ύψος γύρω
στο ενάμιση μέτρο κι από εκεί συνέχιζαν ψηλά σιδερένια
κάγκελα που στο τελείωμά τους έμοιαζαν με λόγχες.
Στάθηκε για λίγο κοιτώντας γύρω του. Παντού επικρα-
τούσε ησυχία. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε.
Πλησίασε με αργά βήματα τη μάνδρα, στο σημείο που
ήταν κοντά στην είσοδο, και κοίταξε μέσα από τα κά-
γκελα. Μπροστά του είδε τις τριανταφυλλιές που ήταν
γεμάτες τριαντάφυλλα σε διάφορα χρώματα κι απείχαν
δυο με τρία μέτρα από αυτόν. Ήταν σχεδόν δίπλα του. Με
σταυρωμένα χέρια ακούμπησε στη μάνδρα και μέσα στη
θολούρα του κοιτούσε το σπίτι, σκουπίζοντας συνεχώς
τα μάτια του που δάκρυζαν από το βουβό κλάμα του.
Έμεινε έτσι για κανένα μισάωρο παρατηρώντας το σπίτι
περίλυπος και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το
άλλο.
Κάποια στιγμή η κεντρική πόρτα του σπιτιού άνοιξε κι
εμφανίστηκε ο Μητσάρας με τις πιτζάμες του. Φορώντας
τις παντόφλες του άρχισε να κάνει βόλτα μέσα στον κήπο
θαυμάζοντας τα λουλούδια. Σ’ άλλα σταματούσε και τους
μιλούσε, άλλα τα μύριζε, άλλα τα χάιδευε και τους χαμο-
γελούσε.
Η καρδιά του Νότη πήγε να σπάσει μόλις τον είδε. Όσο
τον κοιτούσε τα μάτια του δάκρυζαν όλο και περισσότε-
ρο. Έκανε μια κίνηση προς τα πίσω θέλοντας να το βάλει
στα πόδια αλλά η σκέψη κι η εικόνα της κόρης του τον
έκαναν να παραμείνει.
Ο Μητσάρας είχε ήδη αρχίσει να πλησιάζει τις τριαντα-
φυλλιές ανέμελος και με το χαμόγελο στα χείλη.
Ο Νότης τον κοιτούσε κι έτρεμε από την ταραχή. Έβαλε

55
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

το χέρι στην τσέπη του πανικόβλητος, έβγαλε από τη


σακούλα το περίστροφο και με τρεμάμενο χέρι άρχισε
να τον σημαδεύει.
Ο Μητσάρας τώρα βρισκόταν δίπλα του. Τους χώριζε
μόνο η μάνδρα. Με ένα ψαλίδι προσπαθούσε να κόψει
ένα κίτρινο τριαντάφυλλο.
Ο Νότης ξανασημάδεψε και με δάκρυα στα μάτια, αφού
πρώτα τα έκλεισε, ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή «συγ-
χώρεσέ με φίλε μου» και πυροβόλησε τρεις φορές, ενώ
ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί. Μετά, χωρίς να κοιτάξει
πίσω του, έβαλε το όπλο στην τσέπη του κι άρχισε να
τρέχει πανικόβλητος προσπαθώντας να ισορροπήσει,
κάνοντας ζιγκ ζακ στο δρόμο και μην έχοντας καμιά κα-
τεύθυνση.
Έτρεχε σαν τρελός στο πουθενά, ποτέ από εδώ και ποτέ
από εκεί, τρικλίζοντας και κλαίγοντας. Κι όταν σταματού-
σε σιγοψιθύριζε «είμαι δολοφόνος, είμαι δολοφόνος» και
με τις παλάμες ανοικτές έπιανε το πρόσωπό του και με
λυγμούς μονολογούσε:
-Τί έκανα, τί έκανα ο παλιάνθρωπος!
Όλη την ημέρα ήταν σαν τρελός. Άλλοτε έτρεχε, άλλοτε
σταματούσε και καθόταν κάτω στο χώμα και παραμιλού-
σε, άλλοτε περπατούσε κι έπιανε κουβέντα με τα δένδρα,
τα πουλιά ή τα ζώα κι άλλες πάλι φορές έκλαιγε σαν
μωρό παιδί με λυγμούς, χωρίς να μπορεί να σταματήσει.
Πού και πού στεκόταν για να ανάψει ένα τσιγάρο. Προ-
σπαθούσε για αρκετή ώρα χωρίς να τα καταφέρνει μιας
και τα χέρια του έτρεμαν.
Αργά το απόγευμα κι, αφού είχε περιπλανηθεί όλη την
ημέρα μέσα στους δρόμους, έφτασε ταλαιπωρημένος
στο σπίτι του.

56
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Διέσχισε γρήγορα-γρήγορα την αυλή, ανέβηκε την ξύλι-


νη σκάλα, προχώρησε στο χαγιάτι, πέρασε την ανοικτή
πόρτα και χωρίς να την κλείσει έπεσε πάλι μπρούμυτα
στο κρεβάτι όπου έμεινε ακίνητος.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και στην ανοικτή πόρτα φάνη-
κε η γυναίκα του, η Ντίνα, που τον είδε ότι ήταν μέσα.
-Εδώ είσαι, του είπε με ξερή φωνή, και σε ψάχνω από
χθες το βράδυ για να σου πω ότι το παιδί μας γύρισε στο
σπίτι κι είναι μια χαρά.
Και κλείνοντας την πόρτα έφυγε, χωρίς να του πει τίποτε
άλλο.
Ο Νότης μόλις την άκουσε πάγωσε, ούτε αναπνοή δεν
μπορούσε να πάρει. Έπιασε τα μαλλιά με τα δυο του χέ-
ρια σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει και μονολόγησε:
-Θεέ μου τί έπαθα, γιατί να μην της ανοίξω χθες το βρά-
δυ!
Και μην έχοντας άλλα δάκρυα, γύρισε ανάσκελα και με
ανέκφραστο πρόσωπο και μάτια ανοικτά κοιτούσε το
ταβάνι και καταριόταν τη μοίρα του για ό,τι είχε πάθει.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο την υπερένταση κι απο-
καμωμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε το πρωί κίτρινος σαν το κερί με κατακόκκινα
μάτια.
Σηκώθηκε, πήγε στη βρύση κι έριξε λίγο νερό στο πρό-
σωπο. Μετά άναψε το καμινέτο, έψησε έναν καφέ, τράβη-
ξε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι και κάθισε. Άναψε ένα
τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές και μετά ξαναβυθίστηκε στις
σκέψεις του. Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα. Του ήταν αδύ-
νατο να χωνέψει όλα όσα είχαν συμβεί.
Το ότι έγινε δολοφόνος για το τζόγο το είχε καταλάβει
και πολύ καλά μάλιστα. Αυτό που δεν μπορούσε να χωνέ-

57
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

ψει ήταν ο λόγος που άφησαν οι δανειστές του το παιδί


του ελεύθερο, πριν αυτός προλάβει να σκοτώσει τον
Μητσάρα.
Ακόμα κι η Φιλιώ που του είχε πει ότι θα περνούσε το
βράδυ, δεν είχε φανεί. Ίσως εάν είχε έρθει, να είχαν πάρει
διαφορετική τροπή τα πράγματα. Να μην έπινε τόσο
πολύ και να μην είχε φτάσει στο έγκλημα.
Με αυτές τις απορίες σηκώθηκε, πήρε το περίστροφο
που είχε στην τσέπη, το τύλιξε με μια εφημερίδα και
κλείνοντας την πόρτα πίσω του μονολόγησε:
-Και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσω.
Βγαίνοντας έξω στο δρόμο τράβηξε κατ’ ευθείαν στο
αστυνομικό τμήμα, όπου και παραδόθηκε.

58
H Τιμωρια
Κεφαλαιο 6 ο

Την άλλη μέρα το πρωί όλες οι εφημερίδες, το ραδιό-


φωνο κι η κοινωνία ασχολούνταν με τη δολοφονία του
Μητσάρα.
Ο κόσμος σ’ όλη την Αθήνα, ανάστατος και περίλυπος,
μιλούσε για το θάνατό του κι αναφερόταν με τα καλύτε-
ρα λόγια για τις πράξεις και το μεγαλείο της ψυχής αυ-
τού του ανθρώπου και για το μεγάλο κενό που άφηνε ο
χαμός του.
Ο Μητσάρας ήταν για τους Αθηναίους ο αδελφός τους,
ήταν η ελπίδα τους. Ήταν ο άνθρωπος, που αν κι είχε
αποκτήσει πολλά πλούτη, δεν είχε ξεχάσει ούτε στιγμή
από πού είχε ξεκινήσει.
Πολλοί είχαν βρει την υγεία τους χάρη σ’ αυτόν. Όταν κά-
ποια στιγμή χρειάστηκε να χειρουργηθούν και δεν είχαν
χρήματα αυτός είχε αναλάβει τα έξοδά τους. Είχε περι-
θάλψει φτωχούς κι απόρους, είχε φροντίσει ετοιμόγεννες
κι ορφανά, πάντα χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Όμως, οι περισσότερες συζητήσεις στρέφονταν γύρω
από το πρόσωπο του δολοφόνου.
Ποιός ήταν, τί ήταν, γιατί το έκανε;
Όλοι εξέφραζαν αγανάκτηση και μίσος για το συγκε-
κριμένο άτομο. Αναρωτιούνταν πού βρήκε το θάρρος
και ποιά ήταν τα κίνητρα που τον οδήγησαν σ’ αυτή την
εγκληματική πράξη. Τους απασχολούσε το γεγονός ότι ο
Μητσάρας είχε εκφράσει παλιότερα την επιθυμία, όταν
θα πέθαινε, η κηδεία του να γίνει σε αυστηρά στενό οικο-

61
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

γενειακό κύκλο και να ενταφιαστεί σε κάποιο μοναστήρι.


Οι περισσότεροι διαφωνούσαν με αυτή την επιθυμία
γιατί όλοι ήθελαν από ευγνωμοσύνη να παραστούν στην
κηδεία του, να τον τιμήσουν, να τον κλάψουν και να του
πουν το στερνό αντίο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαν στην εκκλησία, άναψαν
ένα κερί στη μνήμη του και ζήτησαν από το θεό να ανα-
παύσει την ψυχή του, μιας και δεν μπορούσαν να κάνουν
διαφορετικά.
Επίσης πολλοί συζητούσαν τι θα απογίνει η περιουσία του.
Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι ο Μητσάρας θα άφηνε τα υπάρ-
χοντά του στην εκκλησία. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι μπορεί
να υπήρχε κληρονόμος από κάποια κρυφή του σχέση.
Τα λόγια κι οι συζητήσεις του κόσμου έδιναν κι έπαιρναν.
Όλοι είχαν κάτι να πουν. Οι Αθηναίοι ήταν σε αναβρα-
σμό. Το ραδιόφωνο με έκτακτα δελτία κι οι εφημερίδες
με έκτακτες εκδόσεις σκιαγραφούσαν το πρόσωπο του
δολοφόνου.
Στο Μοναστηράκι και στου Ψυρρή οι φίλοι και οι γνωστοί
του Νότη είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Κανείς δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος.
Την επόμενη ημέρα ο Νότης, με κατεβασμένο το κεφά-
λι, αφού απολογήθηκε ενώπιον του ανακριτού, κρίθηκε
προφυλακιστέος κι οδηγήθηκε στη φυλακή με τη συ-
νοδεία μεγάλης αστυνομικής δύναμης καθώς έξω από
τα δικαστήρια είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου που
φώναζε και ζητούσε να τον λιντσάρει.
Στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας ο Νότης ήταν
τελείως μόνος. Δεν υπήρχε κάνεις να του συμπαραστα-
θεί. Ακόμα κι η Φιλιώ έλειπε από κοντά του γιατί προφα-
νώς έλεγε το στερνό αντίο στον Μητσάρα.

62
Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Έτσι ο Νότης πέρασε την πόρτα της φυλακής έρημος και


κατατρεγμένος.
Όμως, ακόμη και στη φυλακή ο Νότης ήταν απομονωμέ-
νος γιατί οι συγκρατούμενοί του δεν έδειχναν να έχουν
καλές διαθέσεις απέναντί του. Τον κοιτούσαν με μισό
μάτι κι ήταν έτοιμοι να τον κατασπαράξουν με την πρώ-
τη ευκαιρία. Όλοι τον έβλεπαν με μίσος και με απέχθεια.
Ακόμα και οι δεσμοφύλακες που έρχονταν καθημερινά σ’
επαφή μαζί του τού φέρονταν σαν να ήταν σκυλί.
Ο Νότης βίωνε την απόλυτη μοναξιά. Όπου κι αν γυρνού-
σε το βλέμμα του, έβλεπε να τον κοιτούν καχύποπτα κι
απαξιωτικά.
Η μόνη που πήγαινε και τον έβλεπε καθημερινά μετά την
προφυλάκισή του ήταν η μαυροφορεμένη Φιλιώ. Αυτή
του συμπαραστεκόταν και του πήγαινε τσιγάρα, ξυριστι-
κά, φαγητό κι ό,τι άλλο επιθυμούσε. Τον κοιτούσε στα
μάτια και του μιλούσε με αγάπη όση ώρα κρατούσε το
επισκεπτήριο.
Όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Κανένας δεν ενδια-
φέρθηκε, ούτε πήγε να τον δει. Η γυναίκα του αλλά κι η
κόρη του τον είχαν ξεγράψει.
Αυτός όμως υπέμενε καρτερικά, γιατί, όπως έλεγε, έπρε-
πε να πληρώσει. Παρόλα αυτά δυο πράγματα συνέχιζαν
να τον βασανίζουν, του δημιουργούσαν ερωτηματικά,
ενώ παράλληλα τα έβαζε με την τύχη του. Το πρώτο ήταν
γιατί να μην ανοίξει την πόρτα στη γυναίκα του εκείνο το
καταραμένο βράδυ οπότε θα είχε μάθει τα καλά νέα για
το παιδί του. Το δεύτερο που τον προβλημάτιζε ήταν ο
λόγος που είχε αφεθεί ελεύθερη η κόρη του πριν αυτός
προλάβει να σκοτώσει τον Μητσάρα.
Οι ημέρες περνούσαν κι αυτός ζούσε με τις τύψεις να

63
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

τον βασανίζουν. Χαμένος στις σκέψεις του, με το βλέμμα


καρφωμένο στο κενό, ζαρωμένος στην άκρη του κρεβα-
τιού μέσα στο σκοτεινό κελί έμοιαζε με μαλωμένο σκυ-
λάκι.
Ένα πρωινό οι Αθηναίοι ξύπνησαν ανάστατοι από τα
τελευταία νέα.
Παντού συζητήσεις, στους δρόμους, στα μπαλκόνια, στα
καφενεία, ακόμα και στο μπακάλη ή το μανάβη, όπου
πήγαινες δεν άκουγες τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Όλοι
μιλούσαν για το νέο που τους είχε συνταράξει.
Ο Μητσάρας, έγραφαν οι εφημερίδες, στη διαθήκη του
άφηνε γενικό κληρονόμο της περιουσίας του το δολο-
φόνο του και διαχειριστές της περιουσίας έως την ήμερα
της αποφυλάκισης του Νότη τους τρεις αγαπημένους του
φίλους: τον Παπαμιχάλη, τον Κωνσταντίνο και τη Φιλιώ.
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να χαρίζει όλη την
περιουσία του σ’ αυτόν που του αφαίρεσε τη ζωή!
Αρκετοί ήταν αυτοί που έλεγαν ότι το μεγαλείο της ψυ-
χής αυτού του ανθρώπου συνεχιζόταν και μετά το θάνα-
τό του.
Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το
γεγονός ότι ο δολοφόνος του Μητσάρα μετά από λίγα
χρόνια, όταν θα έβγαινε από τη φυλακή, θα ήταν πά-
μπλουτος και γι’ αυτό το λόγο τον μισούσαν ακόμη περισ-
σότερο.
Ορισμένοι έλεγαν ότι αυτή η κίνηση του Μητσάρα έκρυ-
βε κάποια παγίδα για το δολοφόνο κι ότι ήθελε με αυτό
τον τρόπο να τον τιμωρήσει.
Ο καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του. Όμως, όλοι
κατέληγαν σε δυο συμπεράσματα:

64
Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Το πρώτο και σημαντικότερο ότι ο Μητσάρας είχε χαθεί


και το δεύτερο ότι ο δολοφόνος του, μετά από κάποια
χρόνια φυλάκισης, όταν όλα θα είχαν ξεχαστεί, θα γινό-
ταν πάμπλουτος.
Αυτό δεν άρεσε σε κανένα, γιατί κανένας δεν μπορούσε
να χωνέψει ότι ο Μητσάρας θα βράβευε το δολοφόνο
του κάνοντάς τον πλούσιο.
Ο απόηχος αυτής της είδησης συνεχίστηκε για πολλές
ημέρες.
Το μίσος του κόσμου για το δολοφόνο και κληρονόμο
είχε θεριέψει περισσότερο μετά το άνοιγμα της διαθήκης.
Ο Νότης μέσα από τη φυλακή το εισέπραττε καθημερινά
από τους δεσμοφύλακες και τους συγκρατούμενούς του
που του είχαν κάνει τη ζωή αφόρητη.
Οι ημέρες κι οι μήνες περνούσαν κι επιτέλους έφτασε η
ημέρα της δίκης.
Όλος ο κόσμος την περίμενε με ανυπομονησία γιατί
επιθυμούσε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το
δολοφόνο αλλά πάνω απ’ όλα ήθελε να πληροφορηθεί τι
ακριβώς είχε συμβεί.
Στο δικαστήριο όλοι ήταν εναντίον του, η μόνη που ήταν
δίπλα του διακριτικά ήταν η Φιλιώ.
Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του ήταν καταπέλτης.
Αυτό που έσωσε το Νότη και δεν έφαγε ισόβια ήταν ο
πρότερος έντιμος βίος αλλά και οι δυο μάρτυρες που τον
είχαν δει εκείνο το πρωινό μεθυσμένο.
Ο πατήρ Εφραίμ, που τον είχε βαφτίσει και τον ήξερε
από μικρό παιδί, και τον είχε συναντήσει έξω από τον
Άγιο Δημήτρη και ο περιπτεράς της Ηλιούπολης που τον
αναγνώρισε από τις εφημερίδες όταν στάθηκε για να
πάρει τσιγάρα και είχε δει σε τι χάλι βρισκόταν.

65
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο Νότης στην απολογία του, καταρρακωμένος, ζήτησε


συγγνώμη από το θεό και τους ανθρώπους για το κακό
που έκανε στον ευεργέτη του, όπως αποκαλούσε τον
Μητσάρα, κάθε φορά που αναφερόταν σ’ αυτόν. Είπε ότι
καμιά τιμωρία δεν μπορούσε να ξεπλύνει τη συνείδησή
του, ότι θεωρούσε τον εαυτό του προδότη, όπως ο Ιού-
δας που πρόδωσε το Χριστό. Αφού ζήτησε συγγνώμη
από την οικογένειά του κι από τον κόσμο, γύρισε, κοίταξε
τη Φιλιώ και με βουρκωμένα μάτια κατέβασε το κεφάλι
και δεν ξαναείπε κουβέντα.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν κάθειρξη δώδεκα
ετών.
Ο Νότης δέχτηκε καρτερικά την καταδίκη. Εν μέσω των
διαμαρτυριών του ακροατηρίου, που διαφωνούσε με τη
μικρή, κατά τη γνώμη του, ποινή που του είχε επιβληθεί
πήρε το δρόμο για τις αγροτικές φυλακές, όπως είχε ο
ίδιος ζητήσει, γιατί ήθελε να εργάζεται στα χρόνια του
εγκλεισμού του κι επίσης γιατί ο κάθε χρόνος υπολογιζό-
ταν ως δύο.
Ο Νότης όσα χρόνια έμεινε στη φυλακή δεν πέρασε
καθόλου καλά. Όλοι ήταν εναντίον του. Από την πρώτη
στιγμή οι δεσμοφύλακες, από μίσος και μόνο, τον έβαζαν
να κάνει τις χειρότερες αγγαρείες.
Αυτός καθάριζε τις τουαλέτες, αυτός φόρτωνε και ξεφόρ-
τωνε όλα τα βαριά φορτία, αυτός καθάριζε κρεμμύδια ή
πατάτες, αυτός έκανε όποια δύσκολη εργασία έπρεπε να
γίνει μέσα στη φυλακή.
Οι συγκρατούμενοί του συνεχώς τον έβριζαν, τον κορόι-
δευαν, τον πείραζαν κι ό,τι κι αν συνέβαινε το έριχναν
πάνω του, ήταν το εξιλαστήριο θύμα. Αλλά κι οι δεσμο-
φύλακες δεν πήγαιναν πίσω. Τον τιμωρούσαν για οποια-

66
Η ΤΙΜΩΡΙΑ

δήποτε φασαρία γινόταν μέσα στη φυλακή, μολονότι


ήξεραν ότι αυτός δεν είχε καμιά ανάμειξη.
Ο Νότης ούτε μιλούσε ούτε διαμαρτυρόταν. Υπέμενε όλα
αυτά καρτερικά, με κατεβασμένο κεφάλι. Δούλευε συνε-
χώς, από το πρωί έως το βράδυ, σαν σκυλί, χωρίς σταμα-
τημό.
Όλη την ήμερα ήταν έξω στους αγρούς, όπου τον έβαζαν
να κάνει τις πιο βαριές δουλειές λέγοντάς του:
-Δούλεψε τώρα παλιό Ιούδα γιατί βγαίνοντας από εδώ
δεν πρόκειται να ξαναδουλέψεις ποτέ στη ζωή σου με
τα λεφτά που θα κληρονομήσεις, και τον κοιτούσαν με
μίσος και κακία.
Τα βράδια, αφού πήγαινε τελευταίος, μετά από πολλές
αγγαρείες, να κοιμηθεί, ξάπλωνε στο μικρό κρεβάτι του
ανάσκελα και με καρφωμένα τα μάτια στο ταβάνι σκε-
πτόταν τη ζωή του και πώς έφτασε ως εδώ. Αναπολούσε
τα ωραία παιδικά του χρόνια στου Ψυρρή. Θυμόταν τα
παιχνίδια που έπαιζε με τους φίλους του όταν έφτανε
η χάρη τους μέχρι το Θησείο, το Μεταξουργείο και την
Πλάκα και το κρυφτό και το κυνηγητό κάθε απόγευμα
στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Νο-
σταλγούσε τις Κυριακές, όταν όλοι πήγαιναν στο κατηχη-
τικό μόλις τέλειωνε η δοξολογία,
το σχολείο και τους δασκάλους του, το πρώτο του τσι-
γάρο στα εφηβικά χρόνια με τους συμμαθητές του κρυ-
φά στις τουαλέτες, τις κοπάνες από το γυμνάσιο για να
πάνε για μπάνιο στο Φάληρο και τον ποδαρόδρομο που
έκαναν μέχρι να πάνε και να επιστρέψουν. Στο μυαλό του
έφερνε τα πρώτα ραντεβουδάκια στο σιντριβάνι της πλα-
τείας Κουμουνδούρου, την πρώτη γνωριμία με τη Ντίνα,
τη γυναίκα του, σ’ ένα πάρτι και τον πρώτο τους χορό.

67
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Θυμόταν το παλαιοπωλείο του πατέρα του, που ήταν


και τσαρουχάδικο, όπου πήγαινε να βοηθήσει βάζοντας
φούντες στα τσαρούχια κι έπαιρνε χαρτζιλίκι από τον
μπάρμπα Κώστα τον πάτερα του και με αυτό πήγαινε τα
βράδια στο σινεμά. Στο νού του έρχονταν και τα δύσκολα
χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου που δεν ήθελε ούτε
να τα σκέπτεται.
Όλα αυτά περνούσαν σαν μια κινηματογραφική ταινία
από μπροστά του και τον έκαναν να τα ξαναζεί για λίγο
και να χαίρεται.
Όταν όμως άρχιζε να σκέπτεται το πως έφτασε ως εδώ,
το πρόσωπό του σκοτείνιαζε.
Τα άσχημα ξεκίνησαν μετά το γάμο του με τη Ντίνα και
τον ερχομό της κόρης τους, της Άφρο. Μολονότι είχε
κάνει οικογένεια κι είχε υποχρεώσεις, έμπλεξε με παρέες
εθισμένες στο τζόγο. Έτσι άρχισε να παίζει στην αρχή
για πλάκα. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός μόνο ενδια-
φέρον στη ζωή του ήταν τα χαρτιά. Έπαιζε όσα λεφτά
έβγαζε από το μαγαζάκι που του είχε αφήσει ο συχωρε-
μένος ο πατέρας του και τις περισσότερες φορές έμενε
ταπί. Μάταια κάθε φορά έδινε όρκους κι υποσχέσεις στη
γυναίκα του ότι θα σταματήσει να παίζει, αυτός συνέχιζε
κανονικά. Έτσι οι καυγάδες αλλά κι οι όρκοι δεν είχαν
σταματημό. Ώσπου κάποια μέρα η γυναίκα του, η Ντίνα,
δεν άντεξε άλλο, τα βρόντηξε όλα, πήρε το παιδί τους κι
έφυγε.
Από εκεί και μετά ξεκίνησε η μεγάλη του κατρακύλα, που
τον έκανε ακόμη και φονιά.
Όλα αυτά σκεπτόταν ο Νότης κάθε φορά που ξάπλωνε
στο κρεβάτι του. Αυτό όμως που τον έκανε να ξαγρυπνά
τις πιο πολλές νύχτες και να πετάγεται από το κρεβάτι

68
Η ΤΙΜΩΡΙΑ

στον ύπνο του ήταν η στιγμή που πυροβολούσε τον Μη-


τσάρα.
Θυμόταν το γελαστό πρόσωπό του, τα μάτια του που
έλαμπαν από καλοσύνη, τη ζωντάνια που είχε για ζωή
που αυτός μια Κυριακή πρωί αφαίρεσε στο όνομα του
τζόγου.
Η αποστροφή του για τα τυχερά παιχνίδια είχε γίνει τόσο
μεγάλη, ώστε μια μέρα, όταν είδε ένα συγκρατούμενό
του να κρατά στα χέρια του δυο ζάρια, ο Νότης πήγε να
ξεράσει.
Μέσα σ’ όλα αυτά η μόνη σκέψη που τον κρατούσε ζω-
ντανό και τον έκανε να χαμογελά ήταν η Φιλιώ, ο καλός
του άγγελος, όπως την αποκαλούσε, για την οποία ανη-
σύχησε πολύ, όταν τους πέντε πρώτους μήνες που ήταν
στις αγροτικές φυλακές, δεν τον είχε επισκεφθεί λόγω
σοβαρού προβλήματος υγείας. Αντ’ αυτής κάθε Κυριακή
ερχόταν να τον δει η κυρία Ευθυμία, η γυναίκα που είχε ο
Μητσάρας να τον φροντίζει, η οποία μετά το θάνατό του
πήγε κοντά στη Φιλιώ που την είχε σαν μάνα της.
Τον υπόλοιπο καιρό η ίδια η Φιλιώ κατέβαινε τα σαββα-
τοκύριακα για να είναι όσο γίνεται πιο κοντά του, ενώ η
γυναίκα του η Ντίνα ζήτησε και πήρε αμέσως διαζύγιο κι
έτσι πολύ σύντομα εξαφανίστηκε από τη ζωή του.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι η ημέρα της αποφυλάκισής
του έφτασε.
Ο Νότης το τελευταίο βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου
από την υπερένταση. Από τη μια χαιρόταν που θα ξανά-
ταν μαζί με τη Φιλιώ κι από την άλλη φοβόταν τον έξω
κόσμο καθώς δεν ήξερε πώς θα αντιδράσει. Εάν τον ρω-
τούσες τί ήθελε, προφανώς δεν ήξερε να σου απαντήσει.
Εκείνο το πρωί σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, μάζεψε τα

69
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

πράγματά του και καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού


περίμενε το δεσμοφύλακα να του ανοίξει την πόρτα του
κελιού.
Από την άλλη πλευρά η Φιλιώ ξύπνησε τα χαράματα και
καθώς ήταν ευτυχισμένη ντύθηκε, στολίστηκε και ξεκίνη-
σε για το ταξίδι που θα την έφερνε κοντά στον αγαπημέ-
νο της.
Αυτή τη φορά η διαδρομή τής φάνηκε ατελείωτη. Δεν
έβλεπε την ώρα που θα βρισκόταν και πάλι κοντά στο
Νότη που τόσο πολύ της είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια.
Σ’ όλο το δρόμο οδηγούσε μηχανικά γιατί το μυαλό της
ήταν στον αγαπημένο της και στη στιγμή που θα ήταν και
πάλι ελεύθερος κοντά της.
Όταν επί τέλους έφτασε έξω από τις φυλακές, πάρκαρε
το αυτοκινητάκι της και περίμενε μέσα με ανυπομονησία
να βγει.
Μετά από κάμποση ώρα η πόρτα της φυλακής άνοιξε και
φάνηκε ο Νότης με μια βαλιτσούλα στο χέρι να χαιρετά
το φύλακα.
Η Φιλιώ, μόλις τον είδε, έτρεξε, τον αγκάλιασε και του
έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
-Καλώς όρισες, του είπε και τον ξαναφίλησε.
-Καλώς σε βρήκα άγγελέ μου, της απάντησε αυτός κι
αγκαλιάζοντάς την από τον ώμο προχώρησαν ως το αυ-
τοκίνητο και πήραν το δρόμο της επιστροφής βάζοντας
ένα τέλος σ’ αυτή τη δυσάρεστη ιστορία.
Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής ο Νότης δεν μιλούσε,
φαινόταν σκεπτικός και προβληματισμένος.
Η Φιλιώ τον είδε μελαγχολικό και τον ρώτησε:
-Τί έχεις; Γιατί είσαι έτσι, σε απασχολεί κάτι;
Αυτός στην αρχή δεν απάντησε. Μετά από λίγο κι αφού

70
Η ΤΙΜΩΡΙΑ

πέρασαν μερικά λεπτά, άρχισε να της λέει:


-Την κληρονομιά που μου άφησε ο Μητσάρας εγώ δεν τη
θέλω.
Μετά από ό,τι έκανα σ’ αυτόν τον άνθρωπο και ό,τι πέ-
ρασα μέχρι σήμερα μου είναι αδύνατον να δεχτώ κάτι
τέτοιο. Το μόνο που θέλω κι έχω ανάγκη να κάνω είναι να
με πας σ’ έναν παπά να εξομολογηθώ και μετά να με πας
στον τάφο του Μητσάρα να του ζητήσω συγχώρεση. Η
περιουσία και τα χρήματά του δεν με ενδιαφέρουν καθό-
λου, της είπε. Σκύβοντας το κεφάλι αναστέναξε και μετά
σώπασε.
Η Φιλιώ χαμογέλασε και του απάντησε:
-Ό,τι θέλει η ψυχούλα σου, αρκεί να αισθανθείς καλύτε-
ρα, και του έσφιξε το χέρι δείχνοντάς του ότι συμφωνεί.
Σ’ όλο το υπόλοιπο ταξίδι η Φιλιώ οδηγούσε και του κρα-
τούσε το χέρι σφικτά. Κάθε φορά που εύρισκε ευκαιρία
γυρνούσε και τον κοιτούσε με σιγουριά μέσα στα μάτια,
σαν να του έλεγε μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά, εγώ
είμαι εδώ.

71
H Καθαρση
Κεφαλαιο 7 ο

Έφτασαν στην Αθήνα το μεσημεράκι. Σταμάτησαν στο


Μεταξουργείο. Έφαγαν σ’ ένα ταβερνάκι και μετά τράβη-
ξαν κατ’ ευθείαν για το σπίτι του Νότη.
Η Φιλιώ το είχε καθαρίσει, το είχε στολίσει με λουλούδια
κι ήταν έτοιμο να τον υποδεχτεί ξανά μετά από πολύ
καιρό.
Όταν όμως έφτασαν στο Μοναστηράκι κι αντίκρισε την
περιοχή, τα μάτια του βούρκωσαν. Κοιτούσε γύρω του
συνεχώς και δεν μπορούσε να χορτάσει αυτό που έβλεπε.
Ζήτησε από τη Φιλιώ να σταματήσει για λίγο στην πλα-
τεία για να ξαναδεί ό,τι είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ήθελε να χορτάσει με τα μάτια όσα μπορούσε μόνο να
φανταστεί όσο ήταν μέσα στη φυλακή.
Όλα ήταν ίδια. Τίποτε δεν είχε αλλάξει. Οι μικροπωλη-
τές ήταν όλοι στη θέση τους. Ο καστανάς, λόγω εποχής,
πουλούσε καλαμπόκια, ο παγωτατζής είχε αράξει το
τρίκυκλο ποδήλατο δίπλα στο πεζοδρόμιο και πουλούσε
παγωτά ξυλάκια και κυπελάκια, ο λαχειοπώλης με το κο-
ντάρι στο χέρι πουλούσε τυχερά λαχεία. Τρεις πωλητές
με τα καρότσια τους αραγμένα έξω από τον ηλεκτρικό
σταθμό διαλαλούσαν ο ένας καρπούζια, ο άλλος γιαρ-
μάδες κι ο τρίτος ντομάτες, πιπεριές και μελιτζάνες. Λίγο
πιο εκεί ο κυρ Γιάννης, φορώντας τη λευκή του ρόμπα
με την άσπρη τραγιάσκα, καθισμένος στο μικρό καρε-
κλάκι δίπλα στη μόστρα του, πουλούσε φρέσκα κουλού-
ρια, λουκουμάδες με ζάχαρη και σάντουιτς με μορταδέ-

73
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

λα και τυρί. Τα αμαξάκια με τα στολισμένα άλογα, που


ήταν σταματημένα έξω από το σταθμό, έφταναν μέχρι
την οδό Άρεως καθώς περίμεναν τον πελάτη, συνήθως
τουρίστα, που θα του έκαναν τη συνηθισμένη βόλτα
γύρω από την Ακρόπολη, δείχνοντάς του το Θησείο, τα
Προπύλαια, τους στύλους του Ολυμπίου Διός, την Πλά-
κα, το Σύνταγμα, τη Μητρόπολη, δίνοντάς του μια γεύση
από την παλιά και την καινούργια Αθήνα.
Κοιτούσε κι αναπολούσε τα χρόνια που πέρασαν από
τότε που ήταν μικρό παιδί, που έζησε και μεγάλωσε
ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο γειτονιές, του Ψυρρή και το
Μοναστηράκι.
Αν μπορούσε, θα κατέβαινε την ίδια στιγμή και θα
πήγαινε στα τσαρουχάδικα της οδού Πανδρόσου να δει
έστω και για λίγο από κοντά το μαγαζάκι του, που τόσο
πολύ του είχε λείψει όλο αυτό τον καιρό. Αυτός ο δρό-
μος είχε γίνει, όπως του είπε η Φιλιώ, πολύ τουριστικός
και διάσημος, τα δε τελευταία χρόνια έσφυζε από ξένους
τουρίστες. Κατηφόριζαν μέχρι εδώ για να αγοράσουν
παλιά αντικείμενα κάνοντας τα απαραίτητα παζάρια
ή για να προμηθευτούν τουριστικά είδη, για να φάνε
σουβλάκι στου Αρμένη ή μουσακά σε κάποιο ταβερνάκι
πίνοντας δροσερή ρετσίνα, για να απολαύσουν το κα-
φεδάκι τους με θέα την Ακρόπολη και να περπατήσουν
σ’ αυτή τη γραφική περιοχή για την οποία είχαν ακούσει
τόσα πολλά.
Η Φιλιώ κάποια στιγμή τού χάιδεψε στοργικά το κεφάλι
και του είπε:
-Πάμε σπίτι τώρα να ξεκουραστείς λιγάκι. Μπροστά σου
έχεις πολύ χρόνο για να τα ξαναζήσεις όλα αυτά που στε-
ρήθηκες, κι έστριψε το τιμόνι για του Ψυρρή.

74
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

Ο Νότης συνέχισε να κοιτά με συγκίνηση τη γειτονιά του


και φτάνοντας έξω από το σπίτι του δεν άντεξε άλλο κι
έβαλε τα κλάματα.
Η Φιλιώ τον έπιασε από το χέρι κι άνοιξε την πόρτα της
αυλής. Προχώρησαν μαζί μέχρι τη ξύλινη σκάλα κι ανέ-
βηκαν στο χαγιάτι. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του
δωματίου, πριν την ανοίξει, του σκούπισε με ένα μαντήλι
τα δάκρυα από τα κλαμένα μάτια του, τον αγκάλιασε και
του έδωσε ένα φιλί στο στόμα με πάθος.
-Σ’ αγαπώ πολύ και μου έλειψες. Θέλω από σήμερα να
είμαστε για πάντα μαζί. Να μας χωρίσει μόνο ο θάνατος,
του είπε κοιτώντας τον στα μάτια και χαϊδεύοντάς του τα
μαλλιά.
Μετά άνοιξε την πόρτα κι αγκαλιασμένοι πέρασαν μαζί
στο δωμάτιο.
Έμειναν έτσι συζητώντας ή κάνοντας έρωτα έως την ώρα
που άρχισε να σκοτεινιάζει.
Η Φιλιώ κάποια στιγμή σηκώθηκε κι άρχισε σιγά-σιγά να
ντύνεται.
-Πρέπει να φύγω, του είπε. Εσύ κοιμήσου για να ξεκου-
ραστείς κι εγώ αύριο το πρωί θα έρθω να σε πάρω να
πάμε να εξομολογηθείς. Μετά θα σε πάω στον τάφο του
Μητσάρα.
Σκύβοντας του έδωσε ένα φιλί, τον καληνύχτισε, άνοιξε
την πόρτα κι έφυγε μες το σκοτάδι.
Ο Νότης έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα κοιτώντας το
ταβάνι. Έδειχνε προβληματισμένος. Δεν ήξερες εάν ήταν
χαρούμενος ή λυπημένος. Το βλέμμα του ήταν καρφωμέ-
νο στο κενό, σαν να κοιτούσε το υπερπέραν.
Έμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή νύσταξε
κι αποκοιμήθηκε.

75
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ξύπνησε νωρίς το πρωί από το θόρυβο της πόρτας και


τον ερχομό της Φιλιώς. Μόλις την είδε, ανασηκώθηκε
στο κρεβάτι κι εκείνη έσκυψε και τον φίλησε. Μετά άνα-
ψε το καμινέτο, έψησε καφέ, τον σέρβιρε σε δυο φλιτζα-
νάκια και τα ακούμπησε επάνω στο τραπέζι. Τράβηξε μια
καρέκλα, κάθισε και τον περίμενε.
Ο Νότης σηκώθηκε, έκανε την τουαλέτα του και μετά
κάθισε δίπλα της. Άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε δυο ρου-
φηξιές, ήπιε και μια γουλιά καφέ και της έπιασε το χέρι
κοιτώντας την στα μάτια.
-Είμαι χαρούμενος που είσαι κοντά μου αλλά δεν μπορώ
να απολαύσω τίποτα γιατί οι τύψεις κι οι ενοχές αλλά κι
η εικόνα του Μητσάρα δεν φεύγουν από την ψυχή και το
μυαλό μου, της είπε ενώ έσκυβε το κεφάλι καθώς βούρ-
κωναν τα μάτια του.
Αυτή τον χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά και μετά του είπε
να ετοιμαστεί για να ξεκινήσουν.
Ο Νότης σηκώθηκε, ήπιε μια γουλιά καφέ στα κλεφτά
και μετά άρχισε να ντύνεται.
Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμος. Έπιασε τη Φιλιώ από το χέρι,
κατέβηκαν τις σκάλες και βγήκαν έξω στο δρόμο.
Ήταν μια ωραία ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα. Η κίνηση
μόλις είχε ξεκινήσει. Οι δρόμοι είχαν πάρει ζωή, ενώ ο
θόρυβος από τα ρολά των καταστημάτων που άνοιγαν
έδειχνε ότι μια καινούργια μέρα ξεκινούσε κι όλοι έτρε-
χαν να πάρουν μέρος σ’ αυτήν.
Μπήκαν στο αυτοκινητάκι της Φιλιώς και ξεκίνησαν. Ο
Νότης την παρακάλεσε να περάσουν πρώτα από τον
μπάρμπα Μίλτο να πάρουν μπουγάτσα πολίτικη που
τόσο πολύ είχε αποθυμήσει. Ο μπάρμπας Μίλτος την
έφτιαχνε σκέτη, χωρίς κρέμα, όπως ακριβώς ήταν η

76
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

παραδοσιακή πολίτικη μπουγάτσα, με ένα φύλλο απ’ έξω


τραγανό και μέσα μαλακό που μύριζε φρέσκο βούτυρο,
που σου άρεσε να το τρως φυλλαράκι-φυλλαράκι. Έκοβε
την μπουγάτσα σε μικρές λουρίδες με ένα ημιστρόγγυλο
μαχαίρι, το λεγόμενο «μπουγατσομάχαιρο», την πασπά-
λιζε με μπόλικη άχνη ζάχαρη και κανέλα κι, αφού την
τύλιγε σε μια λαδόκολλα, στην πρόσφερε να την φας στο
χέρι ή να την πάρεις μαζί σου.
Η Φιλιώ συμφώνησε κι έκανε στροφή για να βγει στην
πλατεία του Ψυρρή.
Ο μπάρμπα Μίλτος, έχοντας ακουμπισμένο σ’ ένα τρίπο-
δο το τάσι με την μπουγάτσα, ήταν εκεί στο πόστο του,
επί της πλατείας, όπως όλα τα πρωινά. Η Φιλιώ σταμάτη-
σε, τον καλημέρισε και του ζήτησε δυο μερίδες. Τις έδω-
σε στο Νότη, που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, λέγοντάς
του ότι θα επέστρεφε σε λίγο γιατί θα πεταγόταν μέχρι το
φαρμακείο να αγοράσει κάτι που το είχε ανάγκη.
Ο Νότης, μόλις πήρε τις μπουγάτσες στα χέρια του, άνοι-
ξε τη μία κι άρχισε να την τρώει με λαιμαργία, φυλλαρά-
κι-φυλλαράκι, όπως την έτρωγε όταν ήταν μικρός.
Όλα αυτά τα χρόνια την ονειρευόταν μέσα από τη φυ-
λακή. Του είχε λείψει η γεύση κι η μυρωδιά της, όπως κι
αυτή η μικρή πλατεία, που ήταν το σημείο συνάντησης
με τους φίλους του για παιχνίδι.
Ακριβώς απέναντι από τον μπουγατσατζή ήταν το πολυι-
ατρείο όπου ήδη μερικοί είχαν σχηματίσει ουρά περιμέ-
νοντάς το να ανοίξει.
Ενώ κοιτούσε με νοσταλγία τη γειτονιά του, η Φιλιώ επέ-
στρεψε, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησαν.
Πέρασαν από τα δρομάκια του Ψυρρή, βγήκαν στην πλα-
τεία Κουμουνδούρου απ’ όπου συνέχισαν το δρόμο τους.

77
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Όταν κάποια στιγμή βγήκαν έξω από την Αθήνα, ο Νότης


με απορία την ρώτησε:
-Προς τα πού πηγαίνουμε;
Αυτή του χαμογέλασε αινιγματικά και του απάντησε:
-Πρώτα απ’ όλα θα πάμε σ’ ένα ανδρικό μοναστήρι που
ξέρω για να εξομολογηθείς. Είναι πολύ γραφικό, όμορφο
και γαλήνιο. Ελπίζω να σου αρέσει. Μετά θα πάμε στον
τάφο του Μητσάρα που βρίσκεται εκεί κοντά.
Ο Νότης έδειξε να συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το
κεφάλι.
Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έδειχνε φοβερά νευρι-
κός. Κουνούσε περίεργα τα χέρια του, που ήταν ιδρωμέ-
να κι έτρεμαν λιγάκι, άλλαζε θέση συνέχεια στο κάθισμά
του μην μπορώντας να βολευτεί, άναβε το ένα τσιγάρο
μετά το άλλο και συνέχεια κοιτούσε και χαμογελούσε στη
Φιλιώ προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του.
Αυτή τον παρακολουθούσε συνεχώς με την άκρη του μα-
τιού της. Καταλάβαινε την αγωνία του αλλά και τα περί-
εργα συναισθήματα που πιθανώς τον κατέκλυζαν εκείνη
τη στιγμή.
Γι’ αυτό προσπάθησε να του πιάσει τη συζήτηση για να
ξεχαστεί.
-Λοιπόν, του είπε, τί σκέπτεσαι να κάνεις από τώρα και
στο εξής, μιας και δεν θέλεις την περιουσία που σου άφη-
σε ο Μητσάρας;
-Σκέφτομαι να ξαναγυρίσω στο μαγαζάκι μου και να
ξεκινήσω από την αρχή μια καινούργια ζωή, αφού πρώτα
απ’ όλα μπορέσω να ξεπεράσω με τη βοήθεια σου όσα με
βασανίζουν.
Η Φιλιώ του χαμογέλασε, του έσφιξε δυνατά το χέρι και
με σιγουριά του απάντησε:

78
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

-Μην ανησυχείς, εγώ είμαι δίπλα σου, θα δεις θα τα ξεπε-


ράσουμε όλα μαζί και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι, του είπε
και χαμογελώντας τον κοίταξε για λίγο στα μάτια.
Ο Νότης γύρισε, την κοίταξε όπως τα μικρά παιδιά που
ψάχνουν να βρουν παρηγοριά στην αγκαλιά της μανού-
λας τους. Μετά έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο.
Κόντευαν να φτάσουν γιατί είχαν ήδη πάρει το γεμάτο
στροφές χωμάτινο στενό δρόμο που ανέβαινε στο βουνό.
Η θέα ήταν φαντασμαγορική, η φύση γαλήνια, καταπρά-
σινη, παντού έβλεπες έλατα, πλατάνια και πεύκα. Όσο
ανέβαινες είχες την αίσθηση ότι η συνάντησή σου με το
θεό ήταν πραγματικότητα.
Κάποια στιγμή αντάμωσαν μια βρυσούλα. Σταμάτησαν
να ξεμουδιάσουν και να δροσιστούν με λίγο νερό. Αφού
ήπιαν, κάθισαν στην άκρη του δρόμου και πιασμένοι
χέρι-χέρι αγνάντευαν από ψηλά τον καταπράσινο κάμπο
με την όμορφη θέα.
-Αισθάνομαι σαν να είμαστε μόνο εμείς οι δυο σ’ αυτόν
τον κόσμο, του είπε η Φιλιώ κι έγειρε το κεφάλι της στον
ώμο του.
Αυτός την αγκάλιασε με το δεξί χέρι και μετά έσκυψε και
τη φίλησε.
-Πόσο πολύ, της είπε με παράπονο και με ύφος θλιμμένο,
θα ήθελα να είχε σταματήσει ο χρόνος λίγο πριν γίνει το
κακό, να άλλαζα όλα όσα συνέβησαν και να ήμουν κοντά
σου ήρεμος κι ευτυχισμένος.
Κοιτώντας την στα μάτια έπιασε τα δυο της χέρια και τα
φίλησε.
Μετά την κράτησε από τη μέση και προχωρώντας τής
άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, μπήκε κι ο ίδιος μέσα
και ξεκίνησαν.

79
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Συνέχισαν να ανεβαίνουν για κάμποσα ακόμη λεπτά.


Κάποια στιγμή κάτω από ένα μεγάλο βράχο φάνηκε το
μοναστήρι να στέκει ανάμεσα στα έλατα και την κατα-
πράσινη φύση σαν λευκός περιστερώνας.
Πλησίασαν πιο κοντά κι έφτασαν σε μια μικρή χωμάτινη
πλατεΐτσα που σχημάτιζε ο δρόμος πριν από την είσοδο
του μοναστηριού.
Εκεί σταμάτησαν και με αργές κινήσεις κατέβηκαν.
Η Φιλιώ έπιασε το Νότη από το χέρι και προχώρησαν
μαζί προς την είσοδο του μοναστηριού.
Φτάνοντας στην πόρτα κοντοστάθηκε, τον κοίταξε και
του είπε:
-Εγώ θα σε περιμένω εδώ. Εσύ πέρασε μέσα και ζήτησε
τον πατέρα Δημήτριο να σε εξομολογήσει.
Αυτός προς στιγμή σάστισε αλλά μετά άνοιξε την πόρτα
και μπήκε στο μοναστήρι χωρίς να μιλήσει.
Έκανε λίγα βήματα στο προαύλιο. Μετά στάθηκε και
κοίταξε με περιέργεια το χώρο, που έμοιαζε με μικρή
πλατεία.
Γύρω του υπήρχαν διώροφα κελιά φτιαγμένα από ξύλο
και πέτρα, με ασβεστωμένους ολόλευκους τοίχους. Τα
ένωναν μακριά, σαν διάδρομοι, ξύλινα μπαλκόνια βαμ-
μένα σε χρώμα καφέ. Παντού υπήρχαν λουλούδια, πολλά
λουλούδια, μέσα σε γλάστρες και σε ντενεκέδες, διά-
σπαρτα στις ταράτσες, στους διαδρόμους, στα μπαλκό-
νια και στα περβάζια. Αναρριχητικά φυτά σκαρφάλωναν
στους τοίχους, ενώ από τα καρποφόρα δένδρα αναδυ-
όταν μια ευωδία. Όσο κοιτούσες γύρω σου το μάτι και η
ψυχή σου γαλήνευαν.
Ακριβώς στη μέση της μικρής πλατείας, που ήταν στρω-
μένη με πέτρινες πλάκες, υπήρχε μια παλιά γραφική εκ-

80
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

κλησούλα, βυζαντινού ρυθμού, με έναν υπέροχο θαλασ-


σή τρούλο κι ένα ψηλό καμπαναριό. Λίγο πιο εκεί ήταν
μια πέτρινη βρύση που το νερό της έτρεχε γάργαρο. Ένα
παιδάκι έπινε νερό με ένα κυπελάκι έχοντας στα πόδια
του μια μικρή πλαστική μπάλα.
Ο Νότης πλησίασε στη βρύση.
Το παιδάκι μόλις τον είδε να πλησιάζει, του έδωσε το
κυπελάκι του και τον ρώτησε:
-Θέλετε να πιείτε κι εσείς κύριε; Ορίστε!
Αυτός, συγκινημένος με την κίνηση του μικρού, έσκυψε,
του χάιδεψε το κεφάλι και τον ρώτησε:
-Πώς λέγεσαι αγοράκι μου;
-Δημήτρης, απάντησε το παιδί και κλώτσησε τη μικρή
μπάλα δείχνοντάς του ότι θέλει να παίξουν μαζί.
Ο Νότης προς στιγμή ξέχασε όσα τον βασάνιζαν. Έγινε κι
ο ίδιος παιδί κι άρχισε να παίζει με το μικρό.
Έτρεχαν, πηδούσαν, κλωτσούσαν, φώναζαν, γελούσαν.
Όποιος τους έβλεπε νόμιζε ότι ήταν πατέρας και γιος.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν και λαχανιασμένοι κι ιδρωμέ-
νοι πήγαν στη βρύση για να ξεδιψάσουν.
Ήπιαν κι οι δυο από το κυπελάκι του παιδιού μπόλικο
νερό και στη συνέχεια κάθισαν δίπλα σ’ ένα πεζουλάκι
κοντά-κοντά για να ξαποστάσουν.
Μετά ο Νότης χάιδεψε το κεφάλι του μικρού με τρυφερό-
τητα και το ρώτησε:
-Δημητράκη θέλω να συναντήσω τον πατέρα Δημήτριο,
πού μπορώ να τον βρω;
Το αγοράκι τού έδειξε το εκκλησάκι.
-Εκεί μέσα βρίσκεται αλλά όταν τελειώσετε θα έρθετε να
ξαναπαίξουμε μπάλα μαζί; τον ρώτησε με παραπονιάρικο
ύφος.

81
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

-Και βέβαια αγοράκι μου, του απάντησε αυτός, να με


περιμένεις, θα επιστρέψω και του ξαναχάιδεψε πατρικά
το κεφάλι.
Ο Νότης προχώρησε με αργά βήματα προς το εκκλησάκι.
Φτάνοντας στην πόρτα κοντοστάθηκε κι έκανε το σταυρό
του. Μετά προχώρησε και μπήκε μέσα. Άναψε ένα κερί, ξα-
νάκανε το σταυρό του, φίλησε το εικόνισμα της Παναγίας
της Ευαγγελίστριας και προχώρησε ευλαβικά και με κατά-
νυξη προς το Ιερό. Εκεί στάθηκε ακίνητος και περίμενε.
Μετά από λίγα λεπτά η δεξιά πύλη του Ιερού άνοιξε και
στο κατώφλι της φάνηκε ένας χαμογελαστός παπάς, γε-
μάτος γλύκα και καλοσύνη. Τα μάτια του έλαμπαν και το
πρόσωπό του ήταν σαν να το γνώριζες χρόνια.
Ο Νότης μόλις τον είδε, πλησίασε και του φίλησε το χέρι.
-Είστε ο πατέρας Δημήτριος; τον ρώτησε.
-Θέλω να με εξομολογήσετε πάτερ, του είπε διστακτικά.
Αυτός του χαμογέλασε ευγενικά και τον πέρασε μέσα
στο Ιερό.
Μετά τον έβαλε να γονατίσει, τον σταύρωσε τρεις φορές,
ακούμπησε το πετραχήλι επάνω στο κεφάλι του και του
ζήτησε να του ανοίξει την καρδιά του.
-Η ειλικρινής εξομολόγηση και μετάνοια παιδί μου, του
είπε με γλυκιά φωνή, σβήνει τις αμαρτίες, όποιες κι αν
είναι αυτές, και ελαφρώνει την ψυχή και την καρδιά του
ανθρώπου.
Ο Νότης ακούγοντας αυτές τις σοφές κουβέντες πήρε
θάρρος και κουράγιο κι άρχισε να του εξομολογείται.
Του είπε πρώτα απ’ όλα για όλες τις αμαρτίες του, που
οι περισσότερες είναι ίδιες για όλους τους ανθρώπους.
Μετά επικεντρώθηκε στον τζόγο, το μεγάλο του πάθος,
και τη δυστυχία που ο ίδιος είχε σκορπίσει γύρω του

82
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

όλα αυτά τα χρόνια, για να καταλήξει στην αφαίρεση της


ζωής ενός ανθρώπου.
-Είμαι δολοφόνος πατέρα Δημήτριε και μάλιστα διπλά,
του είπε με τρεμάμενη φωνή, γιατί αφαίρεσα τη ζωή του
ανθρώπου που ήταν κι ευεργέτης μου. Δεν νομίζω ότι
υπάρχει συγχώρεση για μένα μετά απ’ αυτό που έκανα.
Με τα χέρια σκούπισε τα μάτια του προσπαθώντας να
κρύψει το βουβό του κλάμα.
Ο πατέρας Δημήτριος έκανε μια ευχή, μετά των σταύρω-
σε και του είπε:
-Ας είναι συγχωρεμένες οι αμαρτίες σου παιδί μου!
Και πιάνοντάς τον από τα χέρια τον βοήθησε να σηκω-
θεί, τον κοίταξε στα μάτια με καλοσύνη και του είπε:
-Σου εύχομαι από σήμερα να μην ξαναβγείς ποτέ από το
δρόμο του θεού.
Και βγάζοντας από τα ράσα του ένα μικρό βιβλιαράκι
τού το έδωσε και συνέχισε:
-Αυτό το βιβλιαράκι το έχω γράψει εγώ. Θα ήθελα με το
που θα βγεις από το εκκλησάκι να το διαβάσεις και μετά
να το σκίσεις.
Και κατέληξε:
-Είναι μια ευχή γραμμένη για την περίπτωσή σου.
Αφού του ευχήθηκε να πάει στο καλό και στην ευχή του
Χριστού και της Παναγίας, γύρισε και μπήκε στο Ιερό
κλείνοντας την πύλη πίσω του.
Ο Νότης έμεινε με το βιβλιαράκι στα χέρια. Μετά έκανε
το σταυρό του και σιγά-σιγά βγήκε από το εκκλησάκι.
Εκεί στάθηκε, άνοιξε το βιβλιαράκι που του είχε δώσει ο
γέροντας κι άρχισε να το διαβάζει.
«Από σήμερα για σένα αρχίζει μια καινούργια ζωή.» έγρα-
φε το βιβλιαράκι.

83
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

«Ο τζόγος κι ό,τι κακό έκανες ή έπαθες όλα αυτά τα


χρόνια ανήκουν πια στο παρελθόν. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Ήταν θέλημα θεού να σωθείς εσύ από το πάθος σου και
συγχρόνως να σώσεις κι εμένα, ναι εμένα, τον άνθρωπο
που είδες πριν λίγο με τα μάτια σου ζωντανό να σου
δίνει άφεση αμαρτιών. Είναι φανερό ότι δεν με αναγνώρι-
σες. Είμαι αυτός που πιστεύεις ότι έχεις σκοτώσει. Όμως,
όχι μόνο δεν αφαίρεσες τη ζωή μου αλλά με βοήθησες να
σωθώ, γιατί έτσι κι αλλιώς ήμουν χαμένος.
Όλο αυτό που έγινε ήταν ένα παιχνίδι σχεδιασμένο από
εμένα και τη Φιλιώ, η οποία έψαχνε να βρει τρόπο να σε
κάνει να αποβάλεις το ολέθριο πάθος σου. Βέβαια σ’ αυτό
το σχέδιο βοήθησαν πολύ κι οι δυο καλοί μου φίλοι, ο
Κωνσταντίνος και ο Παπαμιχάλης που με τις κατάλληλες
ενέργειες έκαναν πιστευτό το θάνατό μου.
Σ’ είχα γνωρίσει πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια γιατί η Φι-
λιώ μού μιλούσε συνεχώς για σένα. Έτσι ήξερα τα πάντα
για το χαρακτήρα σου.
Είχα καταλάβει ότι, ενώ κατά βάθος ήσουν καλό παλλη-
κάρι, είχες ένα μεγάλο ελάττωμα που θα μπορούσε να σε
οδηγήσει στο σημείο να διαπράξεις ακόμη και φόνο. Γι’
αυτό αποφάσισα να σου παίξω αυτό το παιχνίδι. Βέβαια
δεν ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι θα μπορούσες
να σκοτώσεις γι’ αυτό, όπως ίσως κατάλαβες κι ο ίδιος,
ξεπλήρωσα αμέσως τους δανειστές σου για να αφήσουν
ελεύθερο το παιδί σου εκείνο το ίδιο βράδυ.
Ήμουν σίγουρος ότι το παιχνίδι θα τελείωνε πριν καν
αρχίσει κι έτσι το επόμενο πρωί πήγα στο ραντεβού μας
στον κήπο μου χωρίς καμιά ελπίδα. Ήμουν βέβαιος πως
δεν θα ερχόσουν γιατί στο μεταξύ θα είχες μάθει για την
απελευθέρωση του κοριτσιού σου.

84
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

Ο θεός όμως ήθελε να συνεχιστεί αυτό το θέατρο. Πι-


θανώς αυτός ήταν ο λόγος που δεν έμαθες εγκαίρως τα
καλά νέα για το παιδί σου.
Έτσι ήλθες μέχρι το σπίτι μου και με πυροβόλησες με ένα
πιστόλι που τα φυσίγγιά του ήταν άσφαιρα. Στη συνέχεια
απελπισμένος σηκώθηκες κι έφυγες χωρίς να κοιτάξεις
πίσω σου.
Όμως, εγώ είδα ότι ήσουν τύφλα στο μεθύσι και κατά-
λαβα ότι μόνο μεθυσμένος μπορούσες να πατήσεις τη
σκανδάλη του όπλου. Μολονότι δεν είχα προβλέψει αυτή
την εξέλιξη, αυτή η κατάστασή σου με βοήθησε να ξανα-
μπώ στο παιχνίδι αφού μετά το φόνο που υποτίθεται ότι
είχες διαπράξει δεν ήξερες ούτε που πατούσες ούτε που
βρισκόσουν.
Αυτό λοιπόν που διαπίστωσα εκείνη την ημέρα ήταν ότι
έφτασες μεν στο φόνο γιατί δεν είχες άλλη επιλογή, τον
διέπραξες δε με τη βοήθεια του ποτού.
Την απόφασή μου να έρθω στο μοναστήρι και να γίνω
παπάς την ονειρευόμουν εδώ και πολλά χρόνια αλλά δεν
μου είχε δοθεί η ευκαιρία να την πραγματοποιήσω. Ήταν
κάτι που το ήθελα πολύ, γι’ αυτό άλλωστε δεν είχα κάνει
οικογένεια.
Ο παντοδύναμος θεός, όμως, έφερε έτσι τα πράγματα
που με έκανε να εκπληρώσω το όνειρό μου κι αυτό έγινε
χάρη σε σένα.
Εσύ κι όλοι όσοι δεν ήθελαν να μπλέκω στα πόδια τους
ήσασταν άθελά σας αυτοί που με βοηθήσατε να εκπλη-
ρώσω αυτή την επιθυμία μου.
Γι’ αυτό δεν θέλω να έχεις την παραμικρή ενοχή για μένα
και να ζήσεις ευτυχισμένος από εδώ και μπρος, απαλλαγ-
μένος, πιστεύω, στο εξής από το ολέθριο πάθος που σου

85
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

κόστισε τόσο ακριβά, κάνοντάς σε ακόμα και δολοφόνο,


γιατί όπως και να το κάνουμε τράβηξες τη σκανδάλη!
Τέλος, θα ήθελα, όταν βγεις από εδώ, να πιάσεις το χέρι
της Φιλιώς και να τραβήξετε μαζί το δρόμο της ζωής, για-
τί ό,τι έχει κάνει μέχρι τώρα το έκανε μόνο από τη μεγάλη
αγάπη της για σένα.
Eίναι φανερό ότι αυτό το κορίτσι σε αγαπά πολύ κι υπέ-
φερε μαζί σου όλα αυτά τα χρόνια. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα
να της αποδείξεις ότι άξιζαν οι θυσίες που έκανε για
σένα.»
Ο Νότης αφού διάβασε όσα ήταν γραμμένα στο βιβλι-
αράκι, έμεινε με το στόμα ανοικτό. Από την άλλη όμως
γαλήνεψε η ψυχή του κι ένα χαμόγελο ευτυχίας έσκασε
στα χείλη του.
Ξανακοιτώντας το βιβλιαράκι λίγο πιο προσεκτικά είδε
ότι υπήρχε κι υστερόγραφο.
Συνέχισε λοιπόν να διαβάζει.
«Α ! Ξέχασα να σου αναφέρω» έγραφε ο Μητσάρας «ότι
αυτό το παιδάκι που έπαιζες μαζί του μπάλα πριν από
λίγο.......είναι ο γιός σου, ο Μητσάρας.» Εδώ φάνηκε το
χιούμορ του για ακόμη μια φορά.
«Γεννήθηκε όταν εσύ βρισκόσουν στη φυλακή, γι’ αυτό
τους πρώτους μήνες δεν ερχόταν η Φιλιώ να σε δει.
Βλέπεις, δεν ήθελε να σε βαραίνει περισσότερο η σκέψη
ενός παιδιού. Γι’ αυτό και στο έκρυψε.
Τώρα όμως, όπως βλέπεις, ο Μητσάρας θα συνεχίσει να
υπάρχει, γιατί ο νέος Μητσάρας είναι ίδιος ο νονός του,
καλό παιδί και πολύ έξυπνο.
Βαδίστε λοιπόν κι οι τρεις μπροστά αγαπημένοι κι εγώ
από εδώ θα προσεύχομαι να σας έχει ο θεός καλά και να
σας δίνει δύναμη και κουράγιο.»

86
Η ΚΑΘΑΡΣΗ

Ο Νότης γούρλωσε τα μάτια και δεν πίστευε αυτά που


διάβαζε. Ήθελε να γελάσει, να κλάψει, ούτε κι αυτός ήξε-
ρε τί ακριβώς ήθελε να κάνει. Το μόνο που αισθανόταν, κι
ήταν σίγουρος γι’ αυτό, ήταν πολύ ευτυχισμένος, μα πολύ
ευτυχισμένος.
Έκλεισε το βιβλιαράκι, έκανε λίγα βήματα μπρος και μετά
έψαξε με τα μάτια το γιό του που έπαιζε αμέριμνος.
Εάν έβλεπε κάνεις το πρόσωπό του εκείνη τη στιγμή, θα
έλεγε ότι ήταν ο ευτυχέστερος άνθρωπος του πλανήτη.
Με αργά βήματα τον πλησίασε και μόλις έφτασε κοντά
του, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον ρώτησε:
-Ξέρεις ποιός είμαι εγώ Δημητράκη;
Ο Δημητράκης τον κοίταξε, του χαμογέλασε και του απά-
ντησε:
-Και βέβαια ξέρω, ο μπαμπάς μου, και τον αγκάλιασε με
τα δυο του χέρια από το λαιμό δίνοντας του συγχρόνως
ένα φιλί.
Η αγκαλιά και το φιλί του μικρού ήταν η ανάσταση κι η
αρχή μιας καινούργιας ζωής για το Νότη. Έλαμψε μέσα
στα μάτια του και του έδειξε έναν καινούργιο δρόμο,
αφήνοντας πίσω το παρελθόν.
Ένιωθε ότι κρατούσε στην αγκαλιά του όλο τον κόσμο.
Κοιτούσε το μικρό στα μάτια, τον καμάρωνε και τον
έσφιγγε, τον έσφιγγε δυνατά. Μετά τον φιλούσε, τον χάι-
δευε μην μπορώντας να πιστέψει ότι αυτό το παλληκαρά-
κι ήταν δικό του.
Αισθανόταν τόσο πολύ ευτυχισμένος για όλα όσα είχε
μάθει από τον Μητσάρα πριν λίγο που ήθελε να το φωνά-
ξει δυνατά να το ακούσει όλος ο ντουνιάς.
Όλη η ζωή του είχε ανατραπεί κι η τύχη τού είχε δώσει
τόσα πολλά όσα δεν μπορούσε να φανταστεί.

87
Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ

Αν μπορούσε θα γύριζε πίσω στο εκκλησάκι, να βρει τον


Μητσάρα, να του φιλήσει τα πόδια για να του δείξει την
ευγνωμοσύνη του.
Άφησε το γιό του από την αγκαλιά του κι άρχισε να παίζει
μαζί του κλωτσώντας την μπάλα.
Το παιδί έτρεχε χαρούμενο κι έδειχνε να είναι πολύ ευτυ-
χισμένο που ήταν μαζί με τον πάτερά του.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν το παιχνίδι. Ο Νότης μάζεψε
την μπάλα, έπιασε το μικρό από το χέρι και του είπε:
-Πάμε Δημητράκη, η μαμά θα μας περιμένει.
Μαζί προχώρησαν σιγά-σιγά προς την αυλόπορτα του
μοναστηριού.
Εκεί στάθηκε και γύρισε προς τα πίσω, κοιτώντας το εκ-
κλησάκι.
Ήξερε ότι το έβλεπε για τελευταία φορά.
Έκανε το σταυρό του κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια
του.
Αυτό το εκκλησάκι έκρυβε για το Νότη όλους τους θη-
σαυρούς του κόσμου. Ήταν η ανάσταση, ήταν η ελπίδα,
ήταν η καλοσύνη κι η αγάπη του ανθρώπου προς το
συνάνθρωπό του.
Άνοιξε την πόρτα κι οι δυο τους βγήκαν στο δρόμο πια-
σμένοι χέρι-χέρι.
Εκεί ο Νότης στάθηκε. Έσκισε το βιβλιαράκι σε μικρά
κομμάτια και τα πέταξε μακριά. Έπιασε ξανά το γιό του
από το χέρι, χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι του
κοίταξε με πονηρό βλέμμα τη Φιλιώ που τους περίμενε.
Αυτή τους πλησίασε με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία
και χαμογελώντας έκλεισε με πονηριά το μάτι στο Νότη.
Μετά έπιασε το άλλο χέρι τού Δημητράκη και προχώρη-
σαν οι τρεις μαζί προς το αυτοκίνητο.

88
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ”
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2013

ISBN: 978-960-93-5342-7

Βελισσαρίου 2, Ηλιούπολη, 16344 Αθήνα


Τηλ.: 2109734508, Κιν.: 6944387860

You might also like