You are on page 1of 3

Γνωρίζουμε ήδη την απόλαυση της παράβασης.

Σε τι συνίσταται; Είναι άραγε αυτονόητο ότι η


καταπάτηση των ιερών νόμων, που μπορούν κάλλιστα να αμφισβητούνται βαθιά από την συνείδηση του
υποκειμένου, αποδεσμεύει αυτοδίκαια μια ορισμένη ποσότητα απόλαυσης; Αναμφίβολα διαπιστώνουμε
διαρκώς ότι αυτή η περίεργη λογική λειτουργεί στα υποκείμενα και μπορούμε να την αρθρώσουμε ως
πραγμάτωση ενός πεπρωμένου δίχως πρόσωπο, ως έναν κίνδυνο που αφού το υποκείμενο τον υπερβεί
βρίσκεται στη συνέχεια ενδυναμωμένο και μάλιστα με κάποια εγγύηση. Μήπως ο αμφισβητούμενος Νόμος
δεν παίζει εδώ τον ρόλο του διαμεσολαβητή, του διανοιγμένου μονοπατιού προκειμένου να αποκτήσει κανείς
πρόσβαση σε αυτόν τον κίνδυνο; Αν όμως αυτό το μονοπάτι είναι αναγκαίο, τι είναι τελικά αυτός ο κίνδυνος;
Προς ποιον στόχο οδεύει η απόλαυση ώστε να χρειάζεται να στηριχθεί στην παράβαση για να τον επιτύχει;
Για την ώρα αφήνω τα ερωτήματα αυτά αναπάντητα κι επαναλαμβάνω. Αν το υποκείμενο υπαναχωρεί, τι
συνοδεύει τελικά το διάβημα της αναστροφής; Σχετικά με αυτό το σημείο, βρίσκουμε στην ανάλυση μια
απάντηση περισσότερο στοιχειοθετημένη – πρόκειται για την ταύτιση με τον άλλο, μας λένε, που αναδύεται
στο άκρο της τάδε επιθυμίας μας. Άκρο δε σημαίνει καθόλου ότι πρόκειται για μη-κανονικές επιθυμίες αλλά
για τη στιγμή που αντιλαμβάνεται κανείς τις συνέπειές τους.
Οπισθοχωρούμε έναντι τίνος πράγματος; Έναντι της προσβολής της εικόνας του άλλου γιατί είναι η εικόνα
με βάση την οποία διαμορφωθήκαμε ως εγώ. Εδώ βασίζεται η πειστικότητα του αλτρουισμού. Κι επίσης, η
ομογενοποιητική ισχύς ενός ορισμένου νόμου ισότητας, εκείνου που διατυπώνεται με την έννοια μιας γενικής
βούλησης. Κοινός παρονομαστής αναμφίβολα του σεβασμού ορισμένων δικαιωμάτων που ονομάζονται, δεν
έχω ιδέα γιατί, θεμελιώδη, αλλά που μπορεί επίσης να φτάσει στο σημείο να αποκλείσει εκτός των ορίων του
και μάλιστα πέραν της προστασίας του οτιδήποτε αδυνατεί να ενταχθεί στα πεδία εγγραφής του.
Και ταυτόχρονα ισχύς επέκτασης σε αυτό που την τελευταία φορά άρθρωσα ως ωφελιμιστική τάση. Σε
αυτό το επίπεδο ομογένειας, ο νόμος της χρησιμότητας, εμπλέκοντας τον επιμερισμό της στον κατά το
δυνατόν μέγιστο αριθμό, επιβάλλεται από μόνος του, με μια μορφή που πράγματι καινοτομεί. Ισχύς που
αιχμαλωτίζει και η περιφρόνησή της διαγράφεται επαρκώς στο βλέμμα μας ως αναλυτών όταν την
ονομάζουμε φιλανθρωπία, που θέτει όμως επίσης το ερώτημα των φυσικών θεμελίων του ελέους, με την έννοια
ότι η ηθική του συναισθήματος αναζητούσε πάντοτε σε αυτήν το στήριγμά της.
Είμαστε πράγματι αλληλέγγυοι με οτιδήποτε βασίζεται στην εικόνα του άλλου ως όμοιού μας, στην
ομοιότητα που έχουμε με το εγώ μας και με κάθε τι που μας τοποθετεί στο φαντασιακό πεδίο. Ποιο είναι
άραγε το ερώτημα που συνεισφέρω εδώ ενώ μοιάζει αυτονόητο ότι αυτό ακριβώς είναι το ίδιο το θεμέλιο
του νόμου Θα αγαπάς τον πλησίον σου ως σεαυτόν;.
Πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο άλλο. Ωστόσο, χρειάζεται να κοντοσταθεί κανείς μια στιγμή για να δει
πόσο έκδηλες και λαμπρές είναι οι πρακτικές αντιθέσεις, τόσο ατομικές, εσωτερικές, όσο και κοινωνικές, της
εξιδανίκευσης που εκφράζεται στην κατεύθυνση, όπως διατύπωσα, του σεβασμού της εικόνας του άλλου.
Περιλαμβάνει μια ορισμένη διαδοχή και συγγένεια των προβληματικών επιπτώσεων στον θρησκευτικό νόμο
που εκφράζεται και εκδηλώνεται ιστορικά με τα παράδοξα των άκρων του, δηλαδή της αγιότητας και
ταυτόχρονα με την αποτυχία του στο κοινωνικό πεδίο εφόσον δεν επιτυγχάνει τίποτα της τάξης της
εκπλήρωσης, της συμφιλίωσης, της έλευσης στη γη όσων υπόσχεται.
Για να βάλουμε τα πράγματα ακόμη περισσότερο στη θέση τους, θα υπενθυμίσω, στοχεύοντας σε ό,τι
δείχνει να εναντιώνεται στην καταγγελία της εικόνας, αυτήν τη ρήση, πάντοτε προσλαμβανόμενη με ένα
γουργουρητό χαρούμενης ικανοποίησης – ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ ομοίωσή του. Η θρησκευτική
παράδοση δείχνει εδώ, ακόμη μια φορά, περισσότερη απάτη στην ένδειξη της αλήθειας από όση υποθέτει ο
προσανατολισμός της ψυχολογικής φιλοσοφίας.
Δεν ξεμπερδεύει κανείς απαντώντας ότι ο άνθρωπος, αναμφίβολα, το ξεπλήρωσε στον Θεό. Η ρήση αυτή
ευθυγραμμίζεται, μοιράζεται το ίδιο σώμα με το ιερό βιβλίο όπου αρθρώνεται η απαγόρευση να
κατασκευαστεί ο Θεός από εικόνες. Αν αυτή η απαγόρευση έχει νόημα, είναι διότι οι εικόνες είναι απατηλές.
Και τότε γιατί; Ας πάρουμε τα πράγματα όσο πιο απλά γίνεται – αν υπάρχουν ωραίες εικόνες – κι ο Θεός
γνωρίζει ότι οι θρησκευτικές εικόνες απαντούν πάντοτε, εξ ορισμού, στους τρέχοντες κανόνες ομορφιάς –
δεν βλέπουμε ότι είναι πάντοτε κούφιες. Τότε όμως ο ίδιος ο άνθρωπος, ως εικόνα, γίνεται ενδιαφέρων χάρη
στο κούφιο που η εικόνα αφήνει κενό, επειδή δεν βλέπουμε στην εικόνα, πέραν της αιχμαλωσίας της εικόνας,
το προς ανακάλυψη κενό του Θεού.
Μάλιστα, αυτή ακριβώς είναι η δύναμη του Θεού, το να προχωρά σε αυτό το κενό. Όλα αυτά μας δίνουν
τη μορφή του μηχανισμού ενός τομέα όπου η αναγνώριση του άλλου ομολογείται στη διάστασή της ως
περιπέτειας. Η έννοια της λέξης αναγνώριση κάμπτεται προς αυτήν που προσλαμβάνει εν μέσω διερεύνησης,
με κάθε επιτονισμό εχθρικότητας και νοσταλγίας που μπορούμε να της προσδώσουμε.
Ο Σαντ βρίσκεται σε αυτό το όριο.

Ο Σαντ βρίσκεται σε αυτό το όριο και μας διδάσκει, στο βαθμό που φαντάζεται ότι το υπερβαίνει, ότι
καλλιεργεί τη φαντασίωση του ορίου, με τη νοσηρή λαγνεία που την συνοδεύει.
Στο βαθμό που το φαντάζεται αποδεικνύει την φαντασιακή μορφή του ορίου. Ταυτόχρονα όμως το
υπερβαίνει. Δεν το υπερβαίνει, φυσικά, στην φαντασίωση κι αυτό ακριβώς την καθιστά μονότονη αλλά στην
θεωρία, στο εκφερόμενο σε λέξεις θεωρητικό του σύστημα που, ανάλογα με τη στιγμή του έργου του,
κυμαίνονται μεταξύ της απόλαυσης καταστροφής, της αρετής του εγκλήματος, του ζητούμενου κακού για το
κακό και τελικά – μοναδική αναφορά του χαρακτήρα Σεν Φον που προπαγανδίζει στην ιστορία της Ιουλιέτας
την Πίστη του, σίγουρα ανανεωμένη, αλλά όχι τόσο νέα, σε αυτόν τον Θεό – του εν-κακώ-ανώτατου-Όντος.
Αυτή η θεωρία ονομάζεται, στο ίδιο έργο, Σύστημα του Πάπα Πίου ΣΤ, ενός Πάπα που εισάγει ως
χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του. Ωθώντας τα πράγματα λίγο περισσότερο μας ξεδιπλώνει μια θέαση της
Φύσης ως ευρύ σύστημα έλξης και άπωσης του κακού από το κακό. Το ηθικό διάβημα συνίσταται συνεπώς
στο να πραγματοποιηθεί με ακραίο τρόπο αυτή η προσομοίωση του απόλυτου κακού, χάρη στην οποία η
ενσωμάτωσή του σε μια φύση βαθιά κακή θα πραγματοποιηθεί μέσα σε κάποιο είδος ανεστραμμένης
αρμονίας.
Δεν κάνω τίποτε περισσότερο από το να αναδεικνύω αυτό που δεν παρουσιάζεται ως στάδια μιας σκέψης
που αναζητά μια παράδοξη τυποποίηση, αλλά πολύ περισσότερο ως η διάλυση, η κατάρρευσή της, στη
διαδρομή μιας εξέλιξης που προκαλεί το ίδιο της το αδιέξοδο.
Δεν μπορούμε άραγε να πούμε ότι ο Σαντ μας διδάσκει, στο βαθμό που βρισκόμαστε στην τάξη ενός
συμβολικού παιχνιδιού, μια προσπάθεια να υπερβούμε το όριο, και να ανακαλύψουμε τους νόμους του χώρου
του πλησίον ως τέτοιου; Πρόκειται για τον χώρο που αναπτύσσεται στο βαθμό που έχουμε σχέση όχι με
αυτόν τον όμοιό μας, τον οποίο εύκολα καθιστούμε αντανάκλασή μας και εμπλέκουμε αναπόφευκτα στις
ίδιες παραγνωρίσεις που χαρακτηρίζουν το εγώ μας αλλά με τον πλησίον, με την έννοια του εγγύτερου, που
χρειάζεται κάποιες φορές, χάριν της πράξης της αγάπης, να τον πάρουμε αγκαλιά. Δεν μιλώ εδώ για ιδανική
αγάπη αλλά για την ερωτική πράξη.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο οι εικόνες του εγώ μπορούν να αντιτεθούν στην μακροημέρευσή μας σε
αυτόν τον χώρο. Από αυτόν που προχωρά σε έναν λόγο περισσότερο από φρικτό, δεν έχουμε άραγε κάτι να
μάθουμε για τους νόμους αυτού του χώρου στο βαθμό που μας εξαπατά η φαντασιακή αιχμαλωσία από την
εικόνα του όμοιου;
Βλέπετε πού σας οδηγώ. Ακριβώς στο σημείο που αναστέλλω το διάβημά μας, δεν έχω καμιά
προκατάληψη για το τι είναι ο άλλος. Υπογραμμίζω τις πλάνες του όμοιου, στο βαθμό που από αυτόν ακριβώς
τον όμοιο γεννιούνται οι παραγνωρίσεις που με καθορίζουν ως εγώ. Και θα σταματήσω μια στιγμή σε μια
ιστοριούλα όπου θα αναγνωρίσετε την προσωπική μου πινελιά.
Σας μίλησα κάποια στιγμή για το βάζο με τη μουστάρδα. Σχεδιάζοντας εδώ τρία βάζα, θα σας αποδείξω
ότι έχετε μια σειρά από μουστάρδες ή μαρμελάδες. Βρίσκονται σε ράφια, και είναι τόσα πολλά ώστε να
επαρκούν για τις στοχαστικές σας ορέξεις. Παρατηρήστε ότι τα βάζα είναι μη αναγώγιμα ακριβώς επειδή
είναι πανομοιότυπα. Σε αυτό το επίπεδο φτάνουμε σε ένα προαπαιτούμενο της εξατομίκευσης. Το πρόβλημα
γενικά σταματά εδώ, δηλαδή υπάρχει το τάδε που δεν είναι το δείνα.
Βέβαια, ο εκλεπτυσμένος χαρακτήρας αυτού του ταχυδακτυλουργικού κόλπου δεν μου διαφεύγει.
Προσπαθήστε ωστόσο να κατανοήσετε την αλήθεια που κρύβει, όπως κάθε σόφισμα. Η ετυμολογία του όρου
meme – δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί – δεν είναι άλλη από το metipsemus, που προκαλεί σε αυτό το
meme του moi-meme κάποιο είδος αναπήδησης. Ο φωνητικός μετασχηματισμός γίνεται από metipsemus
σε meme – περισσότερο εαυτός κι από τον εαυτό μου και βρίσκεται στην καρδιά του εαυτού μου αλλά
πέραν του εγώ μου, στο βαθμό που το εγώ σταματά στο επίπεδο εκείνων των τοιχωμάτων όπου μπορούμε
να κολλήσουμε ετικέτα. Αυτό το εσωτερικό, αυτό το κενό που δεν ξέρω αν ανήκει σε μένα ή σε κανέναν, ιδού
σε τι χρησιμεύει τουλάχιστον στα γαλλικά το να επισημάνουμε την έννοια του εαυτού ( meme ).
Ιδού τι σημαίνει η χρήση του σοφίσματός μου, πράγμα που μου θυμίζει ότι ο όμοιος έχει αναμφίβολα
εκείνη την κακία για την οποία μιλάει ο Φρόιντ αλλά που δεν είναι άλλη από εκείνη έναντι της οποίας
υπαναχωρώ στον εαυτό μου. Το να τον αγαπώ, να τον αγαπώ ως έναν εαυτό ισούται αναγκαστικά με το να
ενδίδω σε κάποιο είδος βιαιότητας. Τη δική του ή τη δική μου; θα μου αντιτεθείτε – μόλις όμως σας εξήγησα
ότι τίποτα δεν εξασφαλίζει πως είναι διακριτές. Φαίνεται μάλλον ότι είναι το ίδιο, υπό την προϋπόθεση ότι
τα όρια που με κάνουν να στέκομαι απέναντι στον άλλον ως όμοιος έχουν ξεπεραστεί.
Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσω λίγο τα πράγματα. Η έξαλλη μέθη, το ιερό όργιο, το αυτό-μαστίγωμα
κατά τη λατρεία του Άττι, οι Βάκχες στην τραγωδία του Ευριπίδη, με λίγα λόγια όλος αυτός ο αποσυρμένος
σε μια χαμένη ιστορία διονυσιασμός, ιστορία στην οποία αναφερόμαστε από τον 19ο αιώνα επιχειρώντας να
επανατοποθετήσουμε, πέραν του Χέγκελ, του Κίρκεγκωρ ή του Νίτσε, τα υπολείμματα της διάστασης του
μεγάλου Πάνα που μπορούν να παραμένουν διαθέσιμα για μας, σε μια διάσταση απολογητική, ουτοπική,
αποκαλυπτική, καταδικασμένη στον Κίρκεγκωρ όπως επίσης πράγματι και στον Νίτσε – δεν πρόκειται περί
αυτού όταν σας μιλώ για την εαυτότητα του άλλου και τη δική μου. Αυτό άλλωστε με οδήγησε να
ολοκληρώσω το προτελευταίο σεμινάριο μου με την επίκληση της σχετικής δήλωσης με την καταστροφή
του πέπλου του ναού, ότι δηλαδή ο Πάνας είναι νεκρός.
Δεν θα πω περισσότερα σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι κι εγώ με τη σειρά μου παριστάνω τον προφήτη αλλά
στην επόμενη συνάντησή μας θα χρειαστεί να δικαιολογήσω γιατί και ως προς τι, ο μεγάλος Πάνας πέθανε
και μάλιστα ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως μας μεταδίδει ο θρύλος.

You might also like