Professional Documents
Culture Documents
Ο Σαντ βρίσκεται σε αυτό το όριο και μας διδάσκει, στο βαθμό που φαντάζεται ότι το υπερβαίνει, ότι
καλλιεργεί τη φαντασίωση του ορίου, με τη νοσηρή λαγνεία που την συνοδεύει.
Στο βαθμό που το φαντάζεται αποδεικνύει την φαντασιακή μορφή του ορίου. Ταυτόχρονα όμως το
υπερβαίνει. Δεν το υπερβαίνει, φυσικά, στην φαντασίωση κι αυτό ακριβώς την καθιστά μονότονη αλλά στην
θεωρία, στο εκφερόμενο σε λέξεις θεωρητικό του σύστημα που, ανάλογα με τη στιγμή του έργου του,
κυμαίνονται μεταξύ της απόλαυσης καταστροφής, της αρετής του εγκλήματος, του ζητούμενου κακού για το
κακό και τελικά – μοναδική αναφορά του χαρακτήρα Σεν Φον που προπαγανδίζει στην ιστορία της Ιουλιέτας
την Πίστη του, σίγουρα ανανεωμένη, αλλά όχι τόσο νέα, σε αυτόν τον Θεό – του εν-κακώ-ανώτατου-Όντος.
Αυτή η θεωρία ονομάζεται, στο ίδιο έργο, Σύστημα του Πάπα Πίου ΣΤ, ενός Πάπα που εισάγει ως
χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του. Ωθώντας τα πράγματα λίγο περισσότερο μας ξεδιπλώνει μια θέαση της
Φύσης ως ευρύ σύστημα έλξης και άπωσης του κακού από το κακό. Το ηθικό διάβημα συνίσταται συνεπώς
στο να πραγματοποιηθεί με ακραίο τρόπο αυτή η προσομοίωση του απόλυτου κακού, χάρη στην οποία η
ενσωμάτωσή του σε μια φύση βαθιά κακή θα πραγματοποιηθεί μέσα σε κάποιο είδος ανεστραμμένης
αρμονίας.
Δεν κάνω τίποτε περισσότερο από το να αναδεικνύω αυτό που δεν παρουσιάζεται ως στάδια μιας σκέψης
που αναζητά μια παράδοξη τυποποίηση, αλλά πολύ περισσότερο ως η διάλυση, η κατάρρευσή της, στη
διαδρομή μιας εξέλιξης που προκαλεί το ίδιο της το αδιέξοδο.
Δεν μπορούμε άραγε να πούμε ότι ο Σαντ μας διδάσκει, στο βαθμό που βρισκόμαστε στην τάξη ενός
συμβολικού παιχνιδιού, μια προσπάθεια να υπερβούμε το όριο, και να ανακαλύψουμε τους νόμους του χώρου
του πλησίον ως τέτοιου; Πρόκειται για τον χώρο που αναπτύσσεται στο βαθμό που έχουμε σχέση όχι με
αυτόν τον όμοιό μας, τον οποίο εύκολα καθιστούμε αντανάκλασή μας και εμπλέκουμε αναπόφευκτα στις
ίδιες παραγνωρίσεις που χαρακτηρίζουν το εγώ μας αλλά με τον πλησίον, με την έννοια του εγγύτερου, που
χρειάζεται κάποιες φορές, χάριν της πράξης της αγάπης, να τον πάρουμε αγκαλιά. Δεν μιλώ εδώ για ιδανική
αγάπη αλλά για την ερωτική πράξη.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο οι εικόνες του εγώ μπορούν να αντιτεθούν στην μακροημέρευσή μας σε
αυτόν τον χώρο. Από αυτόν που προχωρά σε έναν λόγο περισσότερο από φρικτό, δεν έχουμε άραγε κάτι να
μάθουμε για τους νόμους αυτού του χώρου στο βαθμό που μας εξαπατά η φαντασιακή αιχμαλωσία από την
εικόνα του όμοιου;
Βλέπετε πού σας οδηγώ. Ακριβώς στο σημείο που αναστέλλω το διάβημά μας, δεν έχω καμιά
προκατάληψη για το τι είναι ο άλλος. Υπογραμμίζω τις πλάνες του όμοιου, στο βαθμό που από αυτόν ακριβώς
τον όμοιο γεννιούνται οι παραγνωρίσεις που με καθορίζουν ως εγώ. Και θα σταματήσω μια στιγμή σε μια
ιστοριούλα όπου θα αναγνωρίσετε την προσωπική μου πινελιά.
Σας μίλησα κάποια στιγμή για το βάζο με τη μουστάρδα. Σχεδιάζοντας εδώ τρία βάζα, θα σας αποδείξω
ότι έχετε μια σειρά από μουστάρδες ή μαρμελάδες. Βρίσκονται σε ράφια, και είναι τόσα πολλά ώστε να
επαρκούν για τις στοχαστικές σας ορέξεις. Παρατηρήστε ότι τα βάζα είναι μη αναγώγιμα ακριβώς επειδή
είναι πανομοιότυπα. Σε αυτό το επίπεδο φτάνουμε σε ένα προαπαιτούμενο της εξατομίκευσης. Το πρόβλημα
γενικά σταματά εδώ, δηλαδή υπάρχει το τάδε που δεν είναι το δείνα.
Βέβαια, ο εκλεπτυσμένος χαρακτήρας αυτού του ταχυδακτυλουργικού κόλπου δεν μου διαφεύγει.
Προσπαθήστε ωστόσο να κατανοήσετε την αλήθεια που κρύβει, όπως κάθε σόφισμα. Η ετυμολογία του όρου
meme – δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί – δεν είναι άλλη από το metipsemus, που προκαλεί σε αυτό το
meme του moi-meme κάποιο είδος αναπήδησης. Ο φωνητικός μετασχηματισμός γίνεται από metipsemus
σε meme – περισσότερο εαυτός κι από τον εαυτό μου και βρίσκεται στην καρδιά του εαυτού μου αλλά
πέραν του εγώ μου, στο βαθμό που το εγώ σταματά στο επίπεδο εκείνων των τοιχωμάτων όπου μπορούμε
να κολλήσουμε ετικέτα. Αυτό το εσωτερικό, αυτό το κενό που δεν ξέρω αν ανήκει σε μένα ή σε κανέναν, ιδού
σε τι χρησιμεύει τουλάχιστον στα γαλλικά το να επισημάνουμε την έννοια του εαυτού ( meme ).
Ιδού τι σημαίνει η χρήση του σοφίσματός μου, πράγμα που μου θυμίζει ότι ο όμοιος έχει αναμφίβολα
εκείνη την κακία για την οποία μιλάει ο Φρόιντ αλλά που δεν είναι άλλη από εκείνη έναντι της οποίας
υπαναχωρώ στον εαυτό μου. Το να τον αγαπώ, να τον αγαπώ ως έναν εαυτό ισούται αναγκαστικά με το να
ενδίδω σε κάποιο είδος βιαιότητας. Τη δική του ή τη δική μου; θα μου αντιτεθείτε – μόλις όμως σας εξήγησα
ότι τίποτα δεν εξασφαλίζει πως είναι διακριτές. Φαίνεται μάλλον ότι είναι το ίδιο, υπό την προϋπόθεση ότι
τα όρια που με κάνουν να στέκομαι απέναντι στον άλλον ως όμοιος έχουν ξεπεραστεί.
Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσω λίγο τα πράγματα. Η έξαλλη μέθη, το ιερό όργιο, το αυτό-μαστίγωμα
κατά τη λατρεία του Άττι, οι Βάκχες στην τραγωδία του Ευριπίδη, με λίγα λόγια όλος αυτός ο αποσυρμένος
σε μια χαμένη ιστορία διονυσιασμός, ιστορία στην οποία αναφερόμαστε από τον 19ο αιώνα επιχειρώντας να
επανατοποθετήσουμε, πέραν του Χέγκελ, του Κίρκεγκωρ ή του Νίτσε, τα υπολείμματα της διάστασης του
μεγάλου Πάνα που μπορούν να παραμένουν διαθέσιμα για μας, σε μια διάσταση απολογητική, ουτοπική,
αποκαλυπτική, καταδικασμένη στον Κίρκεγκωρ όπως επίσης πράγματι και στον Νίτσε – δεν πρόκειται περί
αυτού όταν σας μιλώ για την εαυτότητα του άλλου και τη δική μου. Αυτό άλλωστε με οδήγησε να
ολοκληρώσω το προτελευταίο σεμινάριο μου με την επίκληση της σχετικής δήλωσης με την καταστροφή
του πέπλου του ναού, ότι δηλαδή ο Πάνας είναι νεκρός.
Δεν θα πω περισσότερα σήμερα. Δεν είναι μόνο ότι κι εγώ με τη σειρά μου παριστάνω τον προφήτη αλλά
στην επόμενη συνάντησή μας θα χρειαστεί να δικαιολογήσω γιατί και ως προς τι, ο μεγάλος Πάνας πέθανε
και μάλιστα ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως μας μεταδίδει ο θρύλος.