You are on page 1of 4

Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙ- Διδάσκουσα: Αικατερίνη Χανή

Φοιτητής: Αργύρης Σακοράφας

ΑΜ: 1561201200204

Επί πτυχίω- Τελευταίο μάθημα

Η ποιητική του Lautréamont

Ο Isidore Lucien Ducasse ή αλλιώς γνωστός με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του


Λωτρεαμόν (4/4/1846-24/11/1870), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους
ποιητές του 19ου αιώνα και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο
Λωτρεαμόν γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, από οικογένεια Γάλλων μεταναστών. Η μητέρα του,
Σελεστίν-Ζακέτ Νταβεζάκ, πέθανε σύντομα μετά τη γέννησή του και ο νεαρός Ισίδωρος
μεγάλωσε στο πλάι του πατέρα του, Φρανσουά Ντυκάς ο οποίος εργαζόταν εκείνη τη
χρονική περίοδο στη Γαλλική Πρεσβεία1. Στη συνέχεια, σε ηλικία 13 χρόνων, μετακομίζει
στο Παρίσι και γράφεται στο Λύκειο Pau της πόλης. Από εφηβική ηλικία, δείχνει έντονο
ενδιαφέρον και ασχολείται με τη ρητορική, τη φιλοσοφία, διαβάζει μεγάλους ποιητές όπως
Δάντη, Μπωντλέρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Μίλτον και αποφασίζει να γίνει συγγραφέας.
Μετά από ένα σύντομο διάστημα πάλι στο Μοντεβιδέο, ο Ισίδωρος επιστρέφει το 1867
στην Πόλη του φωτός και ένα χρόνο αργότερα, ο Ducasse, ο οποίος ζει σε διάφορα
ξενοδοχεία και συντηρείται από τις οικονομίες του πατέρα του, εκδίδει 6 άσματα γραμμένα
σε πεζό λόγο με τίτλο «Τα Άσματα του Μαλντορόρ» («Chants de Maldoror») με το
ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν, εμπνευσμένο κατά πάσα πιθανότητα από το δημοφιλές
γαλλικό μυθιστόρημα «Latréaumont» του Eugène Sue. Το ρηξικέλευθο αυτό έργο του
Λωτρεαμόν δεν δημοσιεύτηκε στη Γαλλία όσο ο ποιητής βρισκόταν εν ζωή αφού το
περιεχόμενο του θεωρήθηκε άκρως προκλητικό. Ο Λωτρεαμόν στη σύντομη διάρκεια της
ζωής του πρόλαβε να δημοσιεύσει μόνο δύο ποιητικές συλλογές. Μέτα τον «Μαλντορόρ»,
λοιπόν, σειρά είχε η συλλογή «Poésies» («Ποιήματα»), το 1870, που αποδείχτηκε και η
τελευταία του. Το τραγικό τέλος του ποιητή συμβαδίζει με την πολιορκία του Παρισιού, την
πείνα και τις αρρώστιες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις 24 Νοεμβρίου 1870 ο
Λωτρεαμόν αφήνει τη τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 24 ετών, πιθανότατα λόγω
κάποιας μολυσματικής αρρώστιας, στο ξενοδοχείο που διέμενε στη Μονμάρτη.

Το έργο του Λωτρεαμόν δεν είχε απήχηση όσο ο ποιητής βρισκόταν εν ζωή αλλά
αποδόθηκε η αρμόζουσα σημασία αρκετά χρόνια αργότερα. Αρχικά, ο Μαλντορόρ
δημοσιεύτηκε το 1885 από τον Max Waller ενώ ο Αντρέ Μπρετόν, ο Αραγκόν και άλλοι
ποιητές τη δεκαετία του 1920 έφεραν τον Λωτρεαμόν στους λογοτεχνικούς κύκλους και
επηρεάσαν από πολλές οπτικές το υπερρεαλιστικό κίνημα. Παρότι ο Λωτρεαμόν δεν είναι
από τους πιο γνωστούς ποιητές παγκοσμίως, θεωρείται πρόδρομος των υπερρεαλιστών,
ενώ το έργο του επηρέασε πλήθος προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα, όπως τον Πικάσο, τον
Νταλί, τον Μίλερ και φυσικά τον Ελύτη, οποίος μάλιστα έχει μεταφράσει τον «Μαλντορόρ».

1
Τάσος Αναγνώστου, Όνειρο και μνήμη, Αθήνα: Κ. Μιχαλάς, 1990, σ. 57.
Το κορυφαίο έργο του Λωτρεαμόν είναι αναμφίβολα «Τα άσματα του Μαλντορόρ», ένα
έργο πρωτοποριακό, που έδωσε το δικό του στίγμα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Παρότι ο
«Μαλντορόρ» χρονολογείται το 1868, δεν παύει να είναι επίκαιρο μέχρι και τις μέρες μας.
Ενάντια σε όλα τα κατεστημένα και σε κάθε μορφή τυποποιημένης και παραδοσιακής
γραφής, με τον «Μαλντορόρ» η λογοτεχνία γίνεται μια περιπέτεια, μια εμπειρία, ένα
ριψοκίνδυνο ταξίδι. Ο Λωτρεαμόν αντιτίθεται στις συμβάσεις της εποχής, είτε ηθικές, είτε
κοινωνικές είτε αισθητικές. Το έργο περιέχει πλήθος σαδιστικών, κυνικών εδαφίων σε
συνδυασμό με ειρωνικές αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς, όπως ο Όμηρος και ο
Δάντης. Το θέμα του «Μαλντορόρ», αποτελεί από μόνο του τομή για την ιστορία της
λογοτεχνίας. Ο «Μαλντορόρ», που είναι γραμμένος σε έξι άσματα, αφηγείται την ιστορία
ενός σκοτεινού ήρωα, που επιθυμεί να έρθει αντιμέτωπος με τις δυνάμεις του Θεού και της
ανθρωπότητας και νοσταλγεί ένα κόσμο ανώτερο. Ο Μαλντορόρ θεωρεί ότι είναι μόνος
του, διαχωρίζει τον εαυτό του από τους ανθρώπους και πλησιάζει τον σημερινό άνθρωπο,
τον ακοινώνητο και γεμάτο οργή. Ο πρωταγωνιστής μάλιστα, απορρίπτει και τον έρωτα, τον
οποίο, όμως, χαρακτηρίζει «ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση». Η πορεία του
«βλάσφημου» σκοτεινού ήρωα χαρακτηρίζεται από τα στυγερά του εγκλήματα και πάθη.
Στην αρχή του έργου, μας προειδοποιεί: «Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει
ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να
μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό
του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά».
Κάπως έτσι ξεκινάει η αφήγηση, χωρίς ουσιαστική πλοκή, με τις αφηγηματικές οπτικές
γωνίες να εναλλάσσονται απότομα και με τον συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών
μονολόγων καθώς και διαλόγων. Ο Μαλντορόρ πραγματεύεται καίρια και αμφισβητήσιμα
φαινόμενα της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως την αποξένωση του ατόμου από τον κόσμο και
τον συνάνθρωπο αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά και θέματα όπως η μισαλλοδοξία.
Κάθε τι παράλογο, ακραίο, ριζοσπαστικό και αντισυμβατικό έχει θέση στον Μαλντορόρ.

Αλλά γιατί άραγε ο Ντυκάς να υιοθετήσει το ψευδώνυμο “Λωτρεαμόν” όταν γράφει “Τα
άσματα του Μαλντορόρ” και δεν χρησιμοποιεί το αληθινό του όνομα; Ο Ντυκάς, όντας
έτοιμος να δώσει στη δημοσιότητα τον Μαλντορόρ, ένα έργο, όπως προαναφέραμε, γεμάτο
από βλασφημίες -σύμφωνα πάντα με τους συγχρόνους του-, φοβάται φυσικά τις
αντιδράσεις της συντηρητικής γαλλικής κοινωνίας, ενώ η νομοθεσία μπορεί να τον
οδηγήσει μέχρι και στη φυλακή. Ο Ντυκάς κρύβει συνεπώς την αληθινή ταυτότητα του
πίσω από τον πρωταγωνιστή ενός άλλου έργου θέλοντας να προασπίσει τον εαυτό του.
Παρότι σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με θέματα και περιγραφές όπως αυτές που
εμπεριέχονται στο συγγραφικό έργο του Λωτρεαμόν, δεν ισχύει το ίδιο και για την άκρως
συντηρητική κοινωνία του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστική για να αντιληφθούμε το μέγεθος
της καινοτομίας του έργου του, είναι μια από τις πιο γνωστές σκηνές του βιβλίου, στην
οποία ο Μαλντορόρ δένει τα μάτια ενός παιδιού, του σχίζει το στήθος με τα νύχια του και
τελικά πίνει με ευχαρίστηση το αίμα του. Με περίσσιο θάρρος για την γραφή του
ονομάζεται Κόμης όμως δεν είναι ένας κοινός αριστοκράτης, αλλά χωρίς δισταγμό θα
ορθώσει το ανάστημα του απέναντι σε πολύ μεγαλύτερα αναστήματα2.

Η χρησιμοποίηση του “κακού” ως μέσο έκφρασης της κριτικής του εναντίον του

2
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 1987, σ. 472
ανθρώπινου κόσμου δεν γίνεται, όπως είναι λογικό, αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο από τους
συγχρόνους του. Η αστείρευτη, όμως, φαντασία του Λωτρεαμόν, που απεικονίζεται με
λεπτομερείς σκηνές φρίκης, σοκαριστικά γεγονότα και ψυχεδελικά τοπία είναι ικανή να
συγκλονίσει και τον πιο προετοιμασμένο αναγνώστη3. Ίσως, βέβαια, σε αυτό συμβάλει και
ο ριζοσπαστικός τρόπος γραφής του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, με χαρακτηριστικά μεν
όπως τις περιόδους αφηγηματικής ασυνέχειας, την υφολογική ποικιλία, την αυτόματη
γραφή, εμπλουτισμένος δε με λόγια ρητορική, ιδιαίτερο μαύρο χιούμορ, εσωτερικό
μονόλογο και ίσως κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η ποίηση του Λωτρεαμόν είναι κατ’
επιλογήν εμπρηστική. Ο Μαλντορόρ γράφτηκε με σκοπό να μεταδώσει στον αναγνώστη τη
φρίκη της αληθινής ζωής, την άκρως ρεαλιστική σκοπιά της, ενάντια, φυσικά, στις
παραδοσιακές λογοτεχνικές αντιλήψεις στις οποίες μόνο ο “κακός” της υπόθεσης ή ο
εχθρός του πρωταγωνιστή δύναται να προκαλέσει αποτρόπαιες πράξεις. Ο συγγραφέας δεν
διστάζει, λοιπόν, να υποστηρίζει συνεχώς αμφιλεγόμενες θέσεις σε ηθικά ζητήματα,
αναγκάζοντας τον αναγνώστη να αναλογιστεί εκ νέου παγιωμένες απόψεις. Η συνείδησή
του είναι ασυμβίβαστη προς τους κοινούς νόμους της ζωής και δημιουργεί τους δικούς του
σχετικά με ζητήματα όπως η αγάπη, η ηθική και η ομορφιά, πολύ συχνά μέσω του
σαρκασμού και του μίσους4. Σε αυτό το σημείο θα δανειστώ τα λόγια του Ελύτη από τα
Ανοιχτά Χαρτιά5: “Με τρομάζει ακόμη αυτός ο έφηβος, με την άγνωστη για πάντα μορφή,
που μια μέρα κίνησε από τις ακτές του Μοντεβίδεο διασχίζοντας τις μεγάλες σαν τα όνειρα
του θάλασσες...”.

Με τον Λωτρεαμόν, το δάσος της φαντασίας γνωρίζει μια θηριώδη βλάστηση και παρότι η
δημιουργία του είναι καθαρά ρομαντική, το πλήθος και κυρίως η ποιότητα των εικόνων
ξεπερνούν κατά πολύ την καθιερωμένη ρομαντική ποίηση. Μετά από αυτά τα έξι «άνθη του
κακού» του Μαλντορόρ, θα ακολουθήσουν οι «Ποιήσεις» Ι και ΙΙ (Poésies I-II), όπου ο
Λωτρεαμόν, θα τονίσει την ανάγκη για μια κοσμοαντίληψη που να περιλαμβάνει την
κοινωνική ευθύνη και την ελπίδα στον άνθρωπο. Οι «Ποιήσεις» που αποτελούν συνδυασμό
φιλοσοφίας και ποίησης, είναι ουσιαστικά η μετάβαση από τον κόσμο του κακού σε εκείνον
του καλού, στη μάχη δηλαδή κατά των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον Μαλντορόρ. Ίσως
αυτός να είναι και ο λόγος που υπογράφει σε αυτό το έργο με το αληθινό του όνομα.
Δυστυχώς τόσο για εμάς αλλά και για την ιστορία της λογοτεχνίας, ο μεγάλος Γάλλος
ποιητής απεβίωσε το 1870, δίχως να προλάβει να ολοκληρώσει αυτήν την αιώνια μάχη
καλού-κακού, με ένα έργο για τα «άνθη του καλού».

Η προσωπικότητα και το έργο του Λωτρεαμόν παραμένει ανεξίτηλη στο χρόνο και όχι
άδικα. Ο Λωτρεαμόν είναι ο πρώτος που εναντιώνεται στην παραδεδομένη πίστη, τον
μικροαστικό τρόπο ζωής. Δίνει το έναυσμα στους επόμενους ποιητές και τα κατάλληλα
εφόδια ώστε να μην συμβιβαστούν με τις παραδοσιακές αρχές της σύγχρονης λογοτεχνίας
και εκείνοι, μερικές δεκαετίες αργότερα θα τα αξιοποιήσουν με τον πιο άρτιο τρόπο. Ο
Λωτρεαμόν, πράγματι, παραμένει ένας μεγάλος αιρετικός. Εξάλλου, όπως είπε και ο Αντρέ
Μπρετόν, “Τα Άσματα του Μαλντορόρ είναι η έκφραση μιας αποκάλυψης τόσο
ολοκληρωμένης που μοιάζει υπεράνθρωπη”.

3
Μικέλα Χαρτουλάρη, Ο υπονομευτικός Λωτρεαμόν, Τα Νέα, 3/12/2011.
4
Τάσος Αναγνώστου, Όνειρο και μνήμη, ό.π., σ. 60.
5
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 1987, σ. 471.

You might also like