You are on page 1of 5

Στη χώρα του μικρού δράκου

(Βιετναμ)

Σε κάποιο βασίλειο, στη Χώρα του Μικρού Δράκου, στη χρονιά του Κόκορα, στο Χωριό
Χωρίς Όνομα υπήρχαν πολλά μικρά σπιτάκια συνδεδεμένα με μονοπάτια.

Στο Χωριό Χωρίς Όνομα ζούσε ένας άνδρας που είχε δύο κόρες. Η Ταμ ήταν η
μεγαλύτερη, και η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα. Το πρόσωπο της Ταμ ήταν ένα
χρυσό φεγγάρι, τα μάτια της σκούρα σα σύννεφο καταιγίδας, τα πόδια της ντελικάτα
λουλούδια που πατούσαν ανάλαφρα στον άνεμο. Κανένας φθόνος δε ζούσε στην
καρδιά της, και καμία πίκρα στα δάκριά της.

Η Καμ ήταν η μικρότερη κόρη, η κόρη της Γυναίκας Νούμερο Δύο. Το πρόσωπο της
Καμ ήταν μακρύ και άσχημο, κατσουφιασμένο και δυσαρεστημένο. Η καρδιά της
ήταν γεμάτη μίσος για την όμορφη αδερφή της.

Ο πατέρας τους είχε λίγη γη, ένα σπίτι φτιαγμένο από ψάθα και πηλό, και δίδυμες
λιμνούλες για τα ψάρια. Αγαπούσε και τις δύο κόρες, τη μία όχι περισσότερο από την
άλλη.

Η μητέρα της Καμ, η Γυναίκα Νούμερο Δύο, νοιαζόταν μόνο για το δικό της παιδί. Στο
μυαλό της υπήρχε μόνο μία σκέψη, τι θα ευχαριστήσει την Καμ. Η Γυναίκα Νούμερο
Δύο ζήλευε την Ταμ, τη μεγαλύτερη κόρη, που ήταν όμορφη και καλή, και σχεδίαζε
πώς να εκδικηθεί το κορίτσι.

Της Ταμ δε τις έδινε τίποτα παρά μόνο δουλειά. Η Ταμ κουβαλούσε τους κουβάδες με
το νερό, κρεμώντας τους από ένα στύλο μπαμπού. Η Ταμ κουβαλούσε ξύλα από το
δάσος για να τα κάψουν στη φωτιά της κουζίνας. Η Ταμ μεταφύτευε τα νεαρά φυτά
του ρυζιού, η Ταμ χτυπούσε το ρύζι στην πέτρα, η Ταμ ξεχώριζε το ρύζι από τη
φλούδα και το μάζευε. Το σώμα της πονούσε από την κούραση και η καρδιά της ήταν
βαριά και λυπημένη. Αλλά όταν έβλεπε τον πατέρα της στο τέλος της ημέρας κι
αυτός τη ρωτούσε γιατί ήταν τόσο κουρασμένη και η αδερφή της τόσο ξεκούραστη, η
Ταμ δεν έλεγε τίποτα.

Όταν επιτέλους η δουλειά είχε τελειώσει, η Ταμ πήγε να καθίσει δίπλα στη μια
λιμνούλα να ξεκουραστεί. Ενώ καθόταν, είδε κάτι να κολυμπάει προς το μέρος της.
Κοίταξε το ψαράκι, και η καρδιά της γέμισε με συμπόνια για τη μοναξιά του και τον
τρόμο του. “Ψαράκι, αγαπημένο μου ψαράκι, θα σε φροντίσω καλά.” Από τότε, κάθε
βράδυ, η Ταμ έφερνε το μπολ με το ρύζι της και μοιραζόταν το φαγητό της με το
ψαράκι, λέγοντας, “ψαράκι, ψαράκι, έλα να φας μαζί μου.” Έμενε στο πηγάδι τη
νύχτα με τα αστέρια και το ψαράκι της για συντροφιά.

Το ψάρι μεγάλωσε, και άρχισε να την εμπιστεύεται. Έγινε χοντρό, και σταμάτησε να
φοβάται. Ήξερε τη φωνή της Ταμ και ανταποκρινόταν, κολυμπώντας στο απλωμένο
της χέρι.

Η Καμ καθόταν στις σκοτεινές σκιές με την καρδιά της γεμάτη ζήλεια και το μυαλό
της γεμάτο μοχθηρές σκέψεις, και κατέστρωσε ένα σχέδιο. Γλυκά φώναξε, “Ταμ,
αδελφούλα, ο πατέρας μας είναι τόσο κουρασμένος. Έλα να του τραγουδήσεις ένα
όμορφο τραγούδι που θα του φέρει γλυκά όνειρα.” Και η Ταμ έτρεξε γρήγορα στον
πατέρα της, τραγουδώντας του ένα τραγούδι νυχτοπουλιού.

Η Καμ ήταν κρυμμένη δίπλα στο πηγάδι, παρακολουθώντας, περιμένοντας και


παρακολουθώντας. Όταν άκουσε το όμορφο τραγούδι της Ταμ γλίστρησε κοντά στη
λιμνούλα ψιθυρίζοντας, “ψαράκι, αγαπημένο μου ψαράκι, έλα σε μένα. Έλα να φας
μαζί μου,” όπως είχε ακούσει την Ταμ να λέει. Το ψάρι ήρθε, και η άπληστη Καμ το
άγγιξε, το έπιασε και το έφαγε!

Η Ταμ γύρισε. Το ψάρι δεν ήταν εκεί. “Ψαράκι, αγαπημένο μου ψαράκι, έλα σε μένα.
Έλα να φας μαζί μου.” Όσο κι αν φώναξε, το ψαράκι δεν ήρθε. Τα δάκρια της έπεσαν
στο πηγάδι και έκαναν τη στάθμη του νερού να ανέβει, και τότε από το πηγάδι βγήκε
η Νανγκ Τιεν, ένα ωραίο συννεφοντυμένο ξωτικό. Η φωνή της ήταν σαν ένα ασημένιο
κουδούνι που αντηχούσε στο φεγγαρόφωτο.

“Παιδί μου, γιατί κλαις;”

“Το αγαπημένο μου ψαράκι χάθηκε! Δεν έρχεται όταν το φωνάζω!”

“Ζήτησε βοήθεια από τον Κόκκινο Κόκκορα. Οι κότες του θα βρουν το ψαράκι.”

Σύντομα οι κότες ήρθαν, στη σειρά, φέρνοντας τα ψαροκόκκαλα. Η Ταμ έκλαψε


κρατώντας τα.

“Το ψαράκι σου δε θα ξεχάσει. Βάλε τα κόκκαλά του σε ένα πήλινο δοχείο, και θάψε
το κάτω από το μέρος που κοιμάσαι. Αυτοί που αγαπάμε δε μας αφήνουν ποτέ. Τα
κόκκαλα που κρατιούνται με αγάπη κρατούν την αγάπη ζωντανή.”

Στο πολύτιμο δοχείο της η Ταμ έφτιαξε ένα στρώμα από λουλούδια για τα κόκκαλα
του μικρού ψαριού, και τον έθαψε με αγάπη. Αλλά δεν τον ξέχασε, και όταν το
φεγγάρι ήταν και πάλι γεμάτο, η Ταμ ένοιωθε τόση μοναξιά που ξέθαψε το δοχείο.
Μέσα του βρήκε, αντί για ψαροκόκκαλα, ένα μεταξωτό φόρεμα και δύο παπουτσάκια
στολισμένα με πετράδια.

Η Νανγκ Τιεν μίλησε και πάλι. “Το αγαπημένο σου ψαράκι σε θυμάται. Ντύσου με τα
ρούχα που σου έδωσε η αγάπη του.”

Η Ταμ φόρεσε τα στολισμένα παπουτσάκια, που ήταν σαν βελούδινο δέρμα


φτιαγμένο από το φως του φεγγαριού και των αστεριών και την αγάπη του μικρού
ψαριού. Η Ταμ άκουσε μουσική στην καρδιά της που έκανε τα πόδια της να χορεύουν
σαν δύο πεταλούδες, σα δύο μικρά πουλιά. Χόρεψε κοντά στις δίδυμες λιμνούλες,
χόρεψε κοντά στο ρυζοχώραφο, χόρεψε και χόρεψε και χόρεψε.

Αλλά κάποτε ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και η Ταμ ήξερε ότι έπρεπε να επιστρέψει
στις δουλειές της. Γύρισε να τρέξει, αλλά η λάσπη στο ρυζοχώραφο κράτησε το ένα
παπούτσι για δικό της. Η Ταμ έβαλε το μεταξωτό φόρεμα και το άλλο παπούτσι στο
πήλινο δοχείο, και βιάστηκε να γυρίσει στο σπίτι.

Ο Νυχτερινός Άνεμος τα είδε όλα αυτά και έσκυψε και μάζεψε το παπούτσι από τη
λάσπη. Το κουβάλησε γρήγορα στη λιμνούλα, και το νερό στο πηγάδι είπε, “θα το
πλύνω για σένα.” Όταν ήταν και πάλι καθαρό, ο νεροβούβαλος είπε, “στέγνωσέ το
στα μυτερά μου κέρατα.” Όταν στέγνωσε, ένα μαυροπούλι πέταξε τραγουδώντας και
είπε, “ξέρω πού ανήκει αυτό το παπούτσι, σε ένα κήπο πολύ μακριά. Θα το πάω εκεί
για 'σένα.”

Στο μεταξύ, μακριά, στον κήπο του αυτοκράτορα ο γιος του αυτοκράτορα, ο
Πρίγκιπας, περπατούσε μόνος του στο φως του φεγγαριού. Ένα πουλί, μαύρο
μπροστά στο φεγγάρι, πέταξε μπροστά του και έριξε ένα αστέρι. “Κοίτα, ένα αστέρι!”
αναφώνησε ο πρίγκιπας. Προσεκτικά το σήκωσε και ανακάλυψε ότι ήταν ένα
παπούτσι στολισμένο με πετράδια. “Μόνο μία όμορφη κόρη μπορεί να φοράει αυτό το
όμορφο παπούτσι,” ψιθύρισε ο πρίγκιπας στην καρδιά του, και η καρδιά τού του
απάντησε, “βρες την.”

Ο Πρίγκιπας πήγε στον πατέρα του. “Ένα πουλί έριξε αυτό στα πόδια μου. Σίγουρα
πρέπει να είναι η αλήθεια ότι η κόρη που το φοράει είναι όμορφη και καλή. Κύριε, αν
σας ευχαριστεί, θα ήθελα να την παντρευτώ.” Και ο Μεγάλος Αυτοκράτορας
ευχαριστήθηκε με την επιθυμία του γιου του, και κάλεσε τους υπηρέτες του, και είπε
στους τυμπανοκρούστες του και στους κήρυκές του να διακηρύξουν ότι θα γινόταν
μία γιορτή για να βρεθεί σε ποιον ανήκε το παπούτσι.

Στο Χωριό Χωρίς Όνομα όλοι οι υπήκοοι του αυτοκράτορα άκουσαν την
αυτοκρατορική εντολή και χάρηκαν που ο γιος του αυτοκράτορα θα παντρευόταν μια
από τις κόρες τους. Οι εντολές του αυτοκράτορα ακούστηκαν και στο μικρό σπίτι και η
Καμ και η μητέρα της ψιθύρισαν τις ευχές τους, τα όνειρα και τα σχέδιά τους. Και η
Καμ ρώτησε, “μητέρα, θα διαλέξει εμένα ο πρίγκιπας;”

Και η μητέρα της είπε, “φυσικά και θα σε διαλέξει. Είσαι η πιο όμορφη εδώ! Όταν
υποκλιθείς μπροστά του, η καρδιά του θα γίνει δική σου.”

Και η Ταμ είπε, “μπορώ να πάω κι εγώ;”

Και η μητέρα της Καμ απάντησε κοφτά, “ναι, αν έχεις κάνει αυτή τη δουλειά. Αν έχεις
ξεχωρίσει το ρύζι και το φλοιό από αυτό τον κουβά σε δύο κουβάδες.” Η Ταμ κοίταξε
τον κουβά γεμάτο μέχρι πάνω με ρύζι και φλοιούς, και ήξερε ότι αυτή η δουλειά θα
έπαιρνε όλο το φεγγάρι του θερισμού, και η γιορτή θα είχε τελειώσει καιρό πριν.
Αλλά ξεκίνησε να δουλεύει. Ενώ δούλευε, ένα σύννεφο πέρασε πάνω από το φεγγάρι,
και το βουητό των φτερών τραγούδησε πιο δυνατά από τον άνεμο. Ένα σμήνος από
μαυροπούλια προσγειώθηκε στο σωρό του ρυζιού, και, ξεχωρίζοντάς το φλοιό από το
ρύζι, έριξαν το καθαρό ρύζι στα πόδια της Ταμ. Η Ταμ δε μπορούσε να πιστέψει ότι
αυτή η ατελείωτη δουλειά είχε τελειώσει!

Και τότε η Ταμ, η μεγαλύτερη κόρη, είπε “μπορώ να πάω; Μπορώ να πάω κι εγώ,
τώρα που η δουλειά μου τελείωσε;”

Και η Καμ την κορόιδεψε λέγοντας, “πώς θα μπορούσες να πας; Δεν έχεις τίποτα να
φορέσεις.”

“Κι αν είχα ένα φόρεμα να φορέσω, θα μπορούσα να πάω στο παλάτι;”

“Αν οι ευχές ήταν φορέματα, ναι. Αλλά οι ευχές δεν είναι φορέματα,” αποκρίθηκε η
μητριά της. “Η Καμ είναι πανέμορφη, κι εσύ θα μείνεις στο σπίτι, Νούμερο Δύο! Η
Καμ είναι αυτή που θα παντρευτεί.” Κι αυτή και η Καμ πήγαν στη γιορτή.

Η Ταμ έτρεψε έξω, στο φίλο της, που ήταν τώρα μόνο κόκκαλα σε ένα δοχείο. Ξέθαψε
το δοχείο, και έβγαλε το φόρεμα και το ένα παπούτσι, τόσο μαλακό όσο τα ομιχλώδη
σύννεφα της σελήνης, τόσο ντελικάτα όσο το άρωμα ενός ρόδου.

Η Ταμ έπλυνε το πρόσωπό της στο πηγάδι, χτένισε τα μαλλιά της δίπλα στη
λιμνούλα, έστρωσε το μεταξωτό φόρεμα, έδεσε το ένα παπούτσι στη ζώνη της, και, αν
και τα πόδια της ήταν γυμνά, έτρεξε βιαστικά στον κήπο του αυτοκράτορα.

Στις πύλες του παλατιού οι φρουροί υποκλίθηκαν, πολύ βαθιά. Όμορφα κορίτσια
στεκόταν στη σειρά, με τις μητέρες του δίπλα, και μία μία προσπαθούσαν να
χωρέσουν μέσα στο μικρό στολισμένο παπούτσι.

Η Καμ στεκόταν δίπλα στη μητέρα της, κοντά στην στολισμένη πόρτα της αίθουσας
του θρόνου. Το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό και θυμωμένο, σαν σύννεφο μουσώνα
έτοιμο να ξεσπάσει. Δοκίμασε το παπούτσι και, σκουπίζοντας τα δάκριά της, έκλαψε
και παραπονέθηκε και γκρίνιαξε και κλαψούρισε, “το πόδι μου χωράει στο παπούτσι...
όλο εκτός από το μεγάλο μου δάχτυλο.”

Η Ταμ στεκόταν ντροπαλά κοντά στην πόρτα παρακολουθώντας τι συνέβαινε,


κοιτώντας με δέος ενώ οι τρομπετίστες και οι τυμπανοκρούστες έπαιξαν μουσική για
την είσοδό της. Αν και η Ταμ προσπαθούσε να κρυφτεί, οι άνθρωποι την κοίταζαν και
ψιθύριζαν, “Α! Είναι τόσο όμορφη! Πρέπει να είναι πριγκίπισσα από καμιά μακρινή
χώρα!”
Τότε ο πρίγκιπας σηκώθηκε και είδε την Ταμ κρυμμένη πίσω από την πόρτα, λαμπερή
σαν ένα αστέρι, και, κατεβαίνοντας από το βασιλικό θρόνο του πήγε γρήγορα να τη
συναντήσει. Πήρε το χέρι της και την οδήγησε στη Μεγαλειότητά Του, τον
Αυτοκράτορα. Γονατιστός, ο πρίγκιπας έβαλε το παπούτσι στο πόδι της Ταμ, και η
Ταμ έλυσε το άλλο παπούτσι από τη ζώνη της και το φόρεσε κι αυτό. Και ο πρίγκιπας
μίλησε στον πατέρα του, και είπε, “θα πάρω αυτή την κόρη για γυναίκα μου.”

Η Μεγαλειότητά του έγνεψε. “Θα έχουμε μια γαμήλια γιορτή.” Και όλα τα πουλιά σε
όλα τα δέντρα τραγούδησαν το τραγούδι της χαράς. “Η Ταμ, η κόρη Νούμερο Δύο, θα
γίνει η Γυναίκα Νούμερο Ένα.” Και η Καμ και η μητέρα της γύρισαν πίσω στο σπίτι
τους και δεν είχαν κανέναν να κάνει τις δουλειές τους, και πέρασαν τις μέρες τους
πλένοντας και καθαρίζοντας και ξεχωρίζοντας το ρύζι από το φλοιό. Ενώ η Ταμ και ο
Πρίγκιπας παντρεύτηκαν με ένα λαμπρό γάμο και έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα.

You might also like