You are on page 1of 12

Δημοσιοϋπαλληλία και Αριστερά

Αποδείξεις διάλυσης του κράτους, ανυπαρξίας κράτους.


Διαδέχονται η μια την άλλη στο καλοστημένο από τα ΜΜΕ
προσκήνιο της δημοσιότητας, με συνεχή και πυκνή ροή.
Τα Ζωνιανά. Το ρημαγμένο σχολικό κτήριο στο Παγκράτι. Η
φενάκη του «ενδιαφέροντος» και των «διαλόγων» για το
ασφαλιστικό. Τα 547 «βαρέα και ανθυγιεινά» επαγγέλματα. Οι
κωμικές «ποινές» για την καταστροφή της Κορώνειας και του
Ασωπού. Η κατά βούλησιν εφαρμογή του καινούργιου νόμου -
πλαισίου για τα πανεπιστήμια.
Νωπή επιπλέον η φρίκη και κραυγάζουσα η δυστυχία από το
ολοκαύτωμα της χώρας πριν ένα μόλις τρίμηνο. Και μόνιμα
ανοιχτές πάμπολλες πληγές, γαγγραινιασμένες από πολλά
χρόνια, βασανισμού του λαϊκού σώματος: Ο εφιάλτης
υπανάπτυξης και κακομοιριάς στα κρατικά νοσοκομεία, η
θεσμοποιημένη βαναυσότητα στο ΙΚΑ. Η ανεξέλεγκτη βία
στους δρόμους, ο φόβος του απροστάτευτου πολίτη. Η
διάστροφη «αγωγή» και η «προοδευτική» ασυδοσία στα
σχολειά, απαιδευσία και αγλωσσία, η αχρηστευμένη βαθμίδα
του λυκείου, η ανατριχιαστική υποβάθμιση των πανεπιστημίων.
Η ολοκληρωτική απουσία πειθαρχικού και λειτουργικού
ελέγχου της δημοσιοϋπαλληλίας, το αντικοινωνικό καρκίνωμα
που ονομάζεται «συνδικαλισμός του δημόσιου τομέα». Η
υπαλληλοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων – και τα μύρια όσα
ανάλογα.
Ο πολίτης, με εναργείς προσλαμβάνουσες της κρατικής
διάλυσης, έχει «πολλήν απορίαν» πώς να εντάξει σε αυτό το
δραματικό σκηνικό την υπερεκχειλίζουσα αυταρέσκεια των
επαγγελματιών της πολιτικής. Βλέπει τον πρωθυπουργό και
τους υπουργούς του, βλέπει και τη συμπλεγματική
αντιπολίτευση να αυτοχειροκροτούνται, καθένας για πάρτη του,
ρητορεύοντας, κομπάζοντας, χαμογελώντας με νοσηρή
υπεροψία. Και διερωτάται ο πολίτης σε ποιο σύμπαν κατοικούν
αυτές οι γραφικές εξωπραγματικές φιγούρες. Ο ρόλος που
διεκδικούν μοιάζει πια καθαρά περιθωριακός και
διακοσμητικός, έτσι εξόφθαλμα ανίκανοι που αποδείχνονται
τόσες δεκαετίες τώρα οι πολιτικοί.
Το κοπάδι υπνοβατεί στο κενό, στο τίποτα – ας υποδείξει
κάποιος ιστορική τραγωδία πιο ανέλπιδη από αυτήν που ζει ο
Ελληνισμός σήμερα. Και σε μια τέτοια παρανοϊκή
κατακρήμνιση, στο άληκτο γκρεμοτσάκισμα,
κατακομματιάζονται καθημερινά θεσμοί, επενδύσεις ελπίδων,
θησαυρίσματα αρετής των προγενέστερων, γλώσσα που μιλιέται
τριάμισι χιλιάδες χρόνια, ιστορική συνείδηση ευγενικής
καταγωγής και επίκαιρης πάντα πρότασης πολιτισμού. Ομως, οι
«ηγέτες» ακκίζονται δίχως ντροπή, περίπου σαν γυμνοί
ανάμεσα σε ντυμένους. Εκτοπλάσματα παρωχημένων,
νεκρωμένων από την τυποποίηση και τη συμβατικότητα
ιδεολογιών, δάνειων μεθόδων και επαρχιώτικης κουτοπονηριάς,
συγκροτούν κάτι σαν αποικία εξωγήινων μέσα στην ελληνική
κοινωνία ή –σωστότερα– έναν υπόκοσμο σε σχέση με τον
κόσμο των πραγματικών ανθρώπινων προβλημάτων και
αναζητήσεων.
Η πλειονότητα των πολιτών μάλλον διαπιστώνει τη δραματική
κατρακύλα και την ασχετοσύνη της ηγεσίας, αλλά μοιάζει να
ακροβατεί ανάμεσα στην υπνοβασία και στην εγρήγορση.
Βλέπει την ανήκεστη βλάβη, τη διάλυση του κράτους,
ανήμπορη να αντιδράσει, όπως στους ονειρικούς εφιάλτες.
Γίνεται ενστικτωδώς εγωκεντρική –ο σώζων εαυτόν σωθείτω–
γαντζώνεται στα συμφέροντα των εξωγήινων και τα υπηρετεί,
κομματικά και συνδικαλιστικά συμφέροντα ωμής και ποταπής
ιδιοτέλειας. Ετσι συντηρούν οι εξωγήινοι την υπνοβασία και
αποχαυνώνουν την εγρήγορση. Ποντάρουν στην αδυναμία των
πολλών να αντέξουν ψυχολογικά την παραδοχή του αδιεξόδου.
Στρατολογούν τους υπνοβάτες να λειτουργούν σαν
«βαποράκια» παραισθησιογόνου αισιοδοξίας.
Το λογικό ερώτημα, σε στιγμές εγρήγορσης, είναι: τι μπορεί να
γίνει; Και τίμια λογική απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να
υπάρξει άλλη από το τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Οποιος
θεωρήσει υπερβολικά «απαισιόδοξη» την απάντηση, ας δεχθεί
την πολύ συγκεκριμένη πρόκληση: Πρώτα να επισκεφθεί το
Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, να συγκρίνει την
οργάνωση, τη λειτουργία, τις συνθήκες νοσηλείας, την
ευπρέπεια των χώρων (ύστερα από τόσα χρόνια προσφοράς
υπηρεσιών) με οποιοδήποτε κρατικό νοσοκομείο. Και ύστερα
να σκεφθεί: Ποιο στοιχείο δημιουργεί την καισαρική διαφορά;
Ελληνικά χέρια διαχειρίζονται το Ωνάσειο, ελληνικά και τα
κρατικά νοσοκομεία.
Μοναδική διαφορά είναι ότι στα κρατικά νοσοκομεία ισχύει η
μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, στο Ωνάσειο όχι. Και
αυτή η διαφορά εξηγεί το γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα στη
σημερινή Ελλάδα, τίποτα που να ανακόψει τη διάλυση του
κράτους, τον βασανισμό των ανήμπορων.
Ποιος πολιτικός θα τολμήσει ποτέ, όχι να καταργήσει τη
μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά να εφαρμόσει τους
νόμους, τον κοινωνικό έλεγχο πειθαρχικών παραπτωμάτων,
λειτουργικής ανεπάρκειας των «λειτουργών» του δημόσιου
τομέα; Ποιος ποτέ θα τολμήσει να βγάλει τις συνέπειες της
εφαρμογής των νόμων: να απολύσει τις μάζες των κηφήνων,
των αναιδών σατραπίσκων, των ανίκανων ή αδιάφορων
τυράννων του λαϊκού σώματος που μπήκαν με ρουσφέτι στη
δημοσιοϋπαλληλία;
Ενδεχόμενο τέτοιας ελπίδας θα προκύψει (ελπίδας και μόνο) τη
μέρα που θα δούμε ελληνικό αριστερό κόμμα να συγκρούεται
στους δρόμους με τους συνδικαλισμένους του δημόσιου τομέα.
Οταν υπάρξει Αριστερά που να υπερασπίσει τα πραγματικά
λαϊκά αιτήματα, το δίκιο και την αξιοπρέπεια του φτωχού και
ανήμπορου ενάντια στην τυραννία του κατεστημένου
μανδαρινάτου της δημοσιοϋπαλληλίας. Ελπίδα στην Ελλάδα θα
γεννηθεί όταν πρώτη μια γνήσια Αριστερά θα απαιτήσει
πειθαρχικά συμβούλια και αμείλικτη ποιοτική αξιολόγηση της
δουλειάς κάθε δημόσιου υπαλλήλου.
Η στάση απέναντι στις ευθύνες της δημοσιοϋπαλληλίας για τη
διάλυση του κράτους και τον βασανισμό του πολίτη κρίνει τη
γνησιότητα ή την καπηλεία των κοινωνιοκεντρικών στόχων της
Αριστεράς. Σήμερα στην Ελλάδα η λεγόμενη Αριστερά δεν
μοιάζει να είναι κάτι περισσότερο από ωμή καπηλεία, συντεχνία
συντονισμού και προστασίας ιδιοτελών συμφερόντων στα
πανεπιστήμια, στον συνδικαλισμό, σε κάθε στίβο διεκδίκησης
εξουσίας.
Η υπνοβασία αποδείχνεται περίπου αυτονόητη προϋπόθεση
επιβίωσης, η αφύπνιση και εγρήγορση κίνδυνος. Εκπλήσσει η
εγρήγορση, ενοχλεί, εξοργίζει. Γι’ αυτό και μεθοδικά
περιθωριοποιείται ή εγκαταλείπεται.

Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα


Το οικολογικό λεγόμενο πρόβλημα είναι οργανικό γέννημα
συγκεκριμένου πολιτισμού, δηλαδή γενικευμένου τρόπου του
βίου: του καταναλωτικού τρόπου. Καταναλωτισμός δεν
σημαίνει απλώς βουλιμική συμπεριφορά, αλλά «στάση» ζωής.
Ο άνθρωπος της καταναλωτικής «στάσης» ταυτίζει τη ζωή με
την ανάγκη και απαίτηση ιδιοποίησης, κατοχής, κυριαρχίας. Δεν
ξέρει να κοινωνεί, να μοιράζεται, δεν υποπτεύεται τη χαρά της
αυθυπέρβασης, της αυτοπροσφοράς, την ερωτική ανιδιοτέλεια.
Ο καταναλωτισμός είναι έκφανση και συνέπεια του
ατομοκεντρισμού. Ευρύτερη έννοια ο ατομοκεντρισμός,
σημαίνει ότι κέντρο της ζωής γίνεται το άτομο, όχι η χαρά των
σχέσεων κοινωνίας – η κατασφάλιση του εγώ, όχι η
διακινδύνευση της αυτοπροσφοράς. Προϊόν του
ατομοκεντρισμού, πριν και από τον καταναλωτισμό, η απόλυτη
και αυτονόητη προτεραιότητα των δικαιωμάτων του ατόμου.
Σήμερα, σκεπτόμαστε, μιλάμε, συν-εννοούμαστε με βάση τα
ατομικά δικαιώματα – μοιάζει αδιανόητο, εξωπραγματικό να
αποτελεί πρωταρχική ανάγκη η σχέση, πρώτη προτεραιότητα η
μετοχή σε κοινότητα, η συγκρότηση «πόλης».
Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, δεν μπορούμε να μιλάμε για
«πολιτισμό ατομοκεντρισμού» – «πολιτισμός» και
«ατομοκεντρισμός» είναι έννοιες ασύμβατες, αντιφατικές. Ο
πολιτισμός είναι γέννημα της «πόλεως», ο ατομοκεντρισμός
παγίδευση στα ενστικτώδη ορμέμφυτα. Η «πόλις» δεν αποτελεί
απλώς διευρυμένο οικισμό, προκύπτει από το κοινό άθλημα να
υπερβαίνει ο καθένας την ατομική του ιδιο-τέλεια για τη χαρά
των σχέσεων κοινωνίας. Παγίδευση στα ορμέμφυτα σημαίνει το
διαμετρικά αντίθετο: να θωρακίζει καθένας το εγώ του, να δίνει
προτεραιότητα στην αυτοσυντήρηση, στην κυριαρχία, στην
ηδονή του. Ατομοκεντρισμός είναι η φάση του πρωτογονισμού,
η εμμονή στην κτηνώδη αλογία, πολιτισμός είναι η ελευθερία
από την υποταγή στο ένστικτο, η προτεραιότητα της έλλογης
σχέσης.
Οταν πραγματώνεται το κατόρθωμα της «πόλεως» και η
«πολιτική» παράγει «πολιτισμό», οι άνθρωποι δεν αρκούνται να
κοινωνούν απλώς την «χρεία», δεν συνυπάρχουν μόνο για να
εξυπηρετούνται τα ατομικά τους συμφέροντα με καταμερισμό
εργασίας. Θέτουν στόχους αλήθειας, δηλαδή υπαρκτικής
γνησιότητας, αποβλέπουν στην αξιολόγηση ποιοτήτων,
κοινωνούν την καλλιέργεια (την «παίδευσιν») ως πρώτιστη
ανάγκη. Δεν διανοούνται (δεν χρειάζεται) να θωρακίσουν
ατομικά δικαιώματα. Η τιμή του να είναι κανείς «πολίτης», να
μετέχει στο «άθλημα του αληθεύειν» που είναι η πολιτική,
υπερκαλύπτει τις εξασφαλίσεις των συλλογικών «συμβολαίων»,
τον πρωτογονισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
Η γενεαλογία της σημερινής οικολογικής απειλής θα είναι
σίγουρα λειψή αν αγνοήσουμε τη θρησκευτική μήτρα του
καταναλωτικού ατομοκεντρισμού που γεννάει τον οικολογικό
εφιάλτη. Η θρησκευτική αυτή μήτρα έχει συγκεκριμένες
ιστορικές συντεταγμένες: Εντοπίζεται στα «βαρβαρικά»,
έσχατης υπανάπτυξης φύλα που, από τα τέλη του 4ου ώς και
τον 6ο μ.Χ. αιώνα, κατέκλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία και την κατέλυσαν, δημιουργώντας την
καινούργια σε πληθυσμική συγκρότηση μετα-ρωμαϊκή Ευρώπη.
Αυτά τα φύλα έσπευσαν να «εκχριστιανιστούν», επειδή τότε ο
εκχριστιανισμός ήταν ταυτόσημος με την είσοδο στον
πολιτισμό. Αλλά το επίπεδο απαιδευσίας και υπανάπτυξης των
εισβολέων δεν επέτρεπε πρόσληψη του Χριστιανισμού
συνεπέστερη από τη σημερινή τάχα και «αστικοποίηση»
νεόπλουτων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς που εγκατέλειψε την
ύπαιθρο. Αλλοτρίωσαν τα βαρβαρικά φύλα το εκκλησιαστικό
γεγονός, το μετέτρεψαν σε φυσική θρησκεία ικανή να
ανταποκριθεί στις ενστικτώδεις απαιτήσεις θρησκευτικότητας
του φυσικού ατόμου.
Ο ατομοκεντρισμός είναι το τυπικό γνώρισμα κάθε φυσικής
θρησκείας, τυπικό γνώρισμα και του «Χριστιανισμού» που
καλλιέργησαν οι καινούργιοι κάτοικοι της Ευρώπης. Η πίστη,
από άθλημα εμπιστοσύνης, δηλαδή αυθυπέρβασης και
αγαπητικής αυτοπαράδοσης, μεταποιήθηκε σε ατομικές
«πεποιθήσεις», θωράκιση του εγώ με νοητικές παραδοχές και
ψυχολογικές βεβαιότητες. Η άσκηση, από αγώνισμα
αυταπάρνησης για χάρη της μετοχής στην εκκλησιαστική
κοινωνία της ζωής, αλλοτριώθηκε σε ηθική, ατομική
πειθάρχηση σε νόμους και κωδικές εντολές προκειμένου να
θωρακιστεί το άτομο με τη σιγουριά της αξιομισθίας.
Η σωτηρία έχασε το ετυμολογικό της νόημα (από το σώζω -
σώζομαι, που σημαίνει γίνομαι σώος, ακέραιος, φτάνω στην
ολοκληρία των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων), κατανοήθηκε
σαν αιώνια εξασφάλιση του εγώ. Ατομική πίστη, ατομική
ηθική, ατομική σωτηρία: η εκκλησία έπαψε να σημαίνει
γεγονός, σύναξη ευχαριστιακή, τρόπο της ύπαρξης, σώμα όπου
τα μέλη κοινωνούν τη ζωή κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, του
«όντως έρωτος».
Εγινε θρησκεία η εκκλησία, ιδεολογία με θεσμούς
αποτελεσματικότητας και επιβολής, με δόγματα και νομικό
έλεγχο της πιστότητας του ατομικού φρονήματος στο δόγμα,
πιστότητας της ατομικής συμπεριφοράς στην κωδικοποιημένη
ηθική. Λησμονήθηκε ότι στην Εκκλησία πρωτοπορούν και
δείχνουν τον δρόμο οι παραιτημένοι από το εγώ τους ληστές,
άσωτοι, τελώνες, πόρνες, ότι οι άγιοι της Εκκλησίας είναι για
όλους μόνο μια ανοιχτή αγκαλιά, ποτέ εισαγγελείς κατάκρισης
πρόξενοι ενοχών.
Τον αλλοτριωμένο, τυραννικό του ανθρώπου χριστιανισμό
απολάκτισε τελικά, ύστερα από επώδυνη ιστορική πορεία
εξεγέρσεων και διαμαρτυρήσεων, ο καινούργιος κόσμος της
ευρωπαϊκής Δύσης. Μόνο που η εξέγερση ήταν ενάντια στην
επιδερμική συμπτωματολογία της τυραννικής
θρησκευτικότητας, δεν αναζήτησε (και δεν εντόπισε) τον
κεντρικό άξονα: τον πρωτογονισμό της ατομοκρατίας.
Ετσι, στο καινούργιο (το νεωτερικό) «παράδειγμα»
γενικευμένου τρόπου του βίου που γέννησε η Δύση, εκπληκτικά
επιτεύγματα τεχνολογίας, αποτελεσματικότητας θεσμών,
προόδου στη γνώση, θεμελιώνονται (ή σωστότερα, αιωρούνται)
στην επισφάλεια του πρωτογονισμού της ατομοκρατίας.
Πολιτισμός» προ-πολιτικός, ανυποψίαστος για το κατόρθωμα
της «πόλεως» και το «αληθείας άθλημα» της πολιτικής,
υποτάσσει κάθε επιδίωξη στον εντυπωσιασμό, στον ηδονισμό,
στην ψευδαισθητική αποχαύνωση του ατόμου. Στη θέση της
ατομικής πίστης η ιδεολογικοποιημένη φυσιοκεντρική
ατομοκρατία, στη θέση της ατομικής ηθικής η
αυτοκαταστροφική χρησιμοθηρία, στη θέση της ατομικής
σωτηρίας η παγερή «ελπίδα» μηδενισμού της ατομικότητας.
Αυτός ο «πολιτισμός» γιορτάζει Χριστούγεννα αντιστρέφοντας
τους όρους και την αιτιολόγηση της Γιορτής – όπως ακριβώς
πασχίζει να λύσει και το οικολογικό πρόβλημα δίχως να
αντιστρέψει τους όρους και τις σκοποθεσίες που γέννησαν το
πρόβλημα...

Το «νυν» του έρωτα


Η Πρωτοχρονιά ευνοεί αφυπνιστικά ερωτήματα. Αφυπνιστικά
στην πραγματικότητα, δηλαδή στη ζωή πέρα από τις εντυπώσεις
και τα αισθήματα, πέρα από τον εγκλωβισμό στις αμυντικές του
εγώ ψευδαισθήσεις, στην αποχαυνωτική παραισθησιογόνο
επικαιρότητα.
Κάθε Πρωτοχρονιά αλλάζει με κοινή σύμβαση (σήμερα
πανανθρώπινη) ένας αριθμός – μετράμε συμβατικά τον χρόνο.
Ομως, αν και σε πολιτισμό μαχητικού θετικισμού (όπου μοιάζει
τίποτε να μην είναι πιο επαίσχυντο από τη μεταφυσική) με
μύριους τρόπους στον κοινωνικό βίο η Πρωτοχρονιά
προπαγανδίζεται σαν πραγματική αλλαγή, όχι ως συμβατική
αρίθμηση. Περιμένουμε να φέρει «ο καινούργιος χρόνος» (σαν
παραμυθένιος Αϊ-Βασίλης) υγεία, καταναλωτική ευωχία,
ευνοϊκές συγκυρίες, αποτελεσματικούς ηγέτες, συναρπαστικούς
έρωτες – τη μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας.
Ισως η υπερβολή προπαγανδισμού των ψευδαισθήσεων να
προκαλεί τα αφυπνιστικά ερωτήματα: Τι είναι αλήθεια ο
χρόνος; Συμβατική η αρίθμηση, αλλά ποιο πραγματικά το
αριθμούμενο; Ζούμε τα πάντα σαν «ροή» από το πριν στο μετά,
την πραγματικότητα σαν ενεργούμενο γίγνεσθαι που καταπίνει
το παρελθόν γεννώντας αδιάκοπα μέλλον. Μετράμε ρεαλιστικά
τον χρόνο όχι τόσο με Πρωτοχρονιές όσο στο ίδιο μας το κορμί:
Τον μετράμε με το ανάστημα από του παιδιού στου έφηβου,
από του έφηβου στου ενήλικα, με το σφρίγος, την αλκή και τη
βαθμιαία κάμψη, ψηλαφούμε τον χρόνο στην ανεπαίσθητη
φθορά, σε ρυτίδες, γκρίζα μαλλιά, άσπρα μαλλιά, τον μετράμε
με τις απουσίες που σπέρνει γύρω μας ο θάνατος.
«Πάσχει από τον χρόνο το κάθε τι», είπε ο Αριστοτέλης, και
όπως συνηθίσαμε να λέμε, όλα τα λιώνει ο χρόνος κι όλα τα
γερνάει, φέρνει λησμοσύνη, δεν συντηρεί τη μάθηση, δεν
φέρνει νεότητα ούτε ωραιότητα. Αίτιος φθοράς στην
πραγματικότητά του ο χρόνος». Είκοσι πέντε αιώνες από τον
Αριστοτέλη και ακόμη παλεύουμε το ερώτημα: τι είναι
πραγματικά αυτή η «ροή» μεταβολής, άσχετα με ποια σύμβαση
την αριθμούμε. Η πρόοδος της επιστήμης, η ιλιγγιώδης
τεχνολογική ανάπτυξη της έρευνας, πόσο φως έριξαν στο
αινιγματικό αυτό δεδομένο της κοινής εμπειρίας μας;
Ωκεανός τα όσα έχουν γραφτεί, τα έγκυρα και σοβαρά.
Συμπτωματικά και μόνο ξεχωρίζω σήμερα ένα καλογραμμένο
και εύληπτο βιβλίο της Rebecca Goldstein, Αιχμάλωτος των
μαθηματικών (O Kurt Gödel και το θεώρημα της μη-
πληρότητας - Incompleteness), καλομεταφρασμένο στα
ελληνικά από τις Εκδόσεις Τραυλός. Διαβάζω εκεί:
«Ο Αϊνστάιν πίστευε πως η θεωρία του αναπαριστά την
αντικειμενική φύση του χωρόχρονου, που είναι πολύ
διαφορετική από την ανθρώπινη υποκειμενική αίσθηση του
χώρου και του χρόνου. Εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο σαν
να κινείται αδιάκοπα προς μια κατεύθυνση: μας απομακρύνει
από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον.
Αντίθετα, στη θεωρία της σχετικότητας ο χρόνος δεν κυλάει,
αλλά ως τέταρτη διάσταση είναι στατικός όπως ο χώρος».
Μοιάζει να υπάρχουν δύο δυνατές «στάσεις» απέναντι στην
πραγματικότητα, που οδηγούν και σε δύο διαφορετικές
θεωρήσεις του χρόνου: η πρώτη είναι η ενεργός σχέση του
ανθρώπου με την πραγματικότητα, σχέση όχι απλώς νοητική -
συνειδησιακή, αλλά ρεαλιστικό γίγνεσθαι υπαρκτικής
εξάρτησης του ανθρώπου από τον κόσμο: προσλαμβάνει ο
άνθρωπος τροφή, οξυγόνο, υλικά για την αυτοπροστασία του
και τις κατασκευές του, είναι μια ζωτική σχέση, οργανική
πρόσληψη και αφομοίωση του κόσμου στη σωματική υπόσταση
του ανθρώπου – χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Είναι η
σχέση την οποία μετράει ο χρόνος, το γίγνεσθαι το αριθμούμενο
από τον χρόνο.
Η δεύτερη «στάση» συνοψίζεται στην «αντικειμενικότητα» του
Αϊνστάιν: ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει «τον αχανή κόσμο
που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς τους ανθρώπους και στέκει
μπροστά μας σαν μεγάλο αιώνιο αίνιγμα ή πρόκληση να το
κατανοήσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, με τη σκέψη και την
παρατήρηση» (Goldstein).
Τότε συλλαμβάνουμε τον χρόνο σαν στατική διάσταση ενός
τετραδιάστατου συνεχούς έξω από κάθε γίγνεσθαι σχέσης και
πέρα από τα ερωτήματα που θέτει η δυναμική της σχέσης.
Το καίριο από τα ερωτήματα είναι γιατί η ζωτική σχέση του
ανθρώπου με τον κόσμο να «χρονούται» ως φθορά. Ενώ
συνιστά υπαρκτική προϋπόθεση για την ατομική οντότητα του
ανθρώπου, η ίδια αυτή σχέση φθείρει βαθμιαία την
ατομικότητα, τη συντονίζει υπαρκτικά με την προοδευτική
φθορά κάθε οντικής ατομικότητας – τη φθορά που μετριέται ως
χρόνος. Μοιάζει η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να έχει το
«τέλος» της (τον ουσιώδη σκοπό της) έξω ή πέρα από το ίδιο
της το γίγνεσθαι: μοιάζει να κατατείνει σε μια ανέφικτη
πληρότητα, σε μιαν απραγματοποίητη «διάρκεια» ζωής.
Ετσι ο χρόνος μετράει κάτι που αδιάκοπα γίνεται και αδιάκοπα
αναιρείται: τη δυναμική πραγματοποίηση αλλά και «τελική»
αποτυχία και αποργάνωση της σχέσης του ανθρώπου με τον
κόσμο. Η σχέση πραγματοποιείται ως υπαρκτική δυναμική ζωής
και ταυτόχρονα ως αστοχία ζωής: ως φθορά και συνοχή της
ύπαρξης στη διαρκή περατότητα του θανάτου.
Πάντως, δεν είναι ο χρόνος που προηγείται σαν οντολογικά
αυτόνομο αντικειμενικό δεδομένο, αναγκαιότητα αιτιοκρατικών
συσχετίσεων με απεριόριστη αινιγματική διάρκεια. Αλλά είναι
το γεγονός της σχέσης που προηγείται ως ο τρόπος της ύπαρξης
των υπαρκτών, κίνηση αναφορικότητας που μετριέται ως
χρόνος. Και στην περίπτωση των λογικών όντων η σχέση δεν
είναι απλώς συσχετισμός, συγκριτική ποσοτικών και ποιοτικών
διαφοροποιήσεων ή αναγκαιότητα αλληλεξαρτήσεων. Τα
λογικά όντα βιώνουμε τη σχέση ως το μοναδικό «πεδίο» όπου
γίνεται δυνατή η ελευθερία από την αναγκαιότητα, η θελητική
ετερότητα ως προς την ομοτροπία της φύσης. Μόνο στη σχέση
υπερβαίνουμε τη νομοτέλεια των πανομοιότυπων ενστικτωδών
ενορμήσεων, μόνο στη σχέση ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει
όχι ως αδιαφοροποίητο άτομο μιας φυσικής ομοείδειας, αλλά ως
πρόσωπο: δυναμικά ενεργούμενη μοναδικότητα και
ανομοιότητα.
Η σχέση επιτρέπει την αυθυπέρβαση του φυσικού ατόμου, την
ανιδιοτέλεια, δηλαδή την ελευθερία από το εγώ, την αγάπη ως
άθλημα υπαρκτικής ελευθερίας. Και η αγάπη, η αλήθεια του
έρωτα, δεν γνωρίζει τη φθορά από το πρότερον στο ύστερον.
Συγκροτεί το «νυν» ως διάρκεια. Ισως από την ερωτική
εμπειρία του «νυν» να φωτίζεται το αίνιγμα του χρόνου.

You might also like