You are on page 1of 20

Α’ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ Ι

ΗΛΙΑΣ ΤΑΝΤΑΛΙΔΗΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΗΛΙΑΣ ΤΑΝΤΑΛΙΔΗΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
Η ΚΕΡΆΤΣΑ

Ἡ κεράτσα Κρουσταλλένια ἔχει γνῶσι σὰν κουκούτσι,


Καὶ μιὰ γλῶσσα σὰν παποῦτσι
Κι’ ὅταν κάμνῃ νὰ λαλήσῃ φαναριώτικα καμπόσα,
Ὤ! νὰ διῆτε τότε πνεῦμα! ὤ! νὰ διῆτε τότε γλῶσσα!
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια της τρεχάτα.

Μὲ φακιόλι τρεμουσένιο καὶ μὲ κοντογοῦνι μῆλο


Μὲ κορμὶ ὀρθὸ σὰν ξύλο.
‘Σ ταὶς γειτόνισσες γυρίζει καὶ μωρολογεῖ τὰ ἴδια,
Κ’ ἱστορεῖ τὰ δεκαπέντε της Συληβριᾶς ταξείδια,
Κι’ ὅλο πάτα, πάτα, πάτα,
Πάγ’ ἡ γλῶσσά της τρεχάτα.

Μὲ τὴν τσοῦρμα τὰ παιδιά της καὶ τὸν ἄνδρα τὸν τσιπλάκη,


Καὶ μὲ μύδια ‘ς τὸ πινάκι,
Εἰς ταὶς ἐξοχαῖς πηγαίνει, κ’ ἐκεῖ πιάνεται, μαλλώνει,
Μὲ τσυριὲς καὶ μὲ κατάραις κάθε ἄνθρωπον φορτώνει˙
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια της ἀφράτα.

Δίχως ν’ ἀγριομαλλώσῃ καὶ νὰ δείρ’ ἢ νὰ ταὶς φάγῃ


‘Σ τὸ λουτρὸ ποτὲ δὲν πάγει.
- «Ἡ κεράτσα, ποῦ δὲν εἶχε εἰς τὰ ροῦχά της τριφύλλι,
(Ἔλεγε μίαν ἡμέραν, καὶ μὲ σουφρωμένα χείλη,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Λόγι’ ἀράδιαζε τρεχάτα).

7
Ποῦ ἡ νειόνυφή της κόρη βγῆκε δίχως νὰ τὴν ράνουν,
Δίχως δαγερὲ νὰ βγάνουν,
Νὰ ζητῇ τὴν μισὴ γούρνα ὁποῦ ἔπιασα νὰ πιάσῃ,
Μὲ κουρελιασμένον τρύφτη καὶ ξεγανωμένο τάσι;…
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ ἰδῇ ἡ γουρλομάτα!

Ποιά ἐθάρρεψε πῶς εἶμαι; καμμιὰ τάχα τιποτένια;


Ἐγὼ εἶμαι Κρουσταλένια,
Συννυφάδα τῆς Μαριώγκας ποὖχ’ ἡ Φρόσω τοῦ Μιμήκου
Παρακόρη τῆς δευτέρας παρακόρης τοῦ Κυζίκου.
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ ἰδῇ ἡ σκαλοπάτα!»

Μὲ τὸν μέθυσόν της ἄνδρα ἡμερόνυκτα τὰ ἔχει,


Καὶ πολλάκις τοῦ ταὶς βρέχει
Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν τσουμαδίσῃ ἔχει τὰ ὑστερικά της,
Κι’ ἀραδιάζει γιὰ ταὶς προῖκαις καὶ τὰ διαζύγιά της,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια σὰν σαλάτα.

- «Ἔξω, σκύλ’, ἔξω τὸν λέγει, ξεκουμπίσου μὴν ἐμβαίνῃς,


Ἢ ‘ς τὸ κάτεργο πηγαίνεις˙ »
Φαγί θέλεις; πέτραις σκάσε! τώρα ‘γὼ νὰ ξεπορτήσω,
Μὲσ’ ‘ς τὴν Πρωτοσυγγελία τὰ ρουχάκια μου νὰ σχίσω,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Καὶ νὰ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Μέσα ‘ς τοῦ Ἁγίου Μέγα τὸ γιατάκι θὰ χωθῶ


Νὰ τὸν ξεμολογηθῶ.
‘Σ το πατριαρχεῖο φίλον κ’ ἕναν εὐταξία ἔχω,

8
Καὶ εἰς τοῦ Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ μὲ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Ἕνα ἔχω χωρισμένο καὶ ‘ς τὸ χέρι ἄλλον ἕνα


Σὲ χρειάσθηκα κ’ ἐσένα». -
Τοίχου, τοίχου κονδυλώντας αὐτός μόλις τὴν ἀκούει,
Καὶ αὐτὴ μὲ τὴν γαλέντσα τὸν φωνάζει καὶ τὸν κρούει,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Ἔξω τὸν Μπεκροκανάτα

Δυὸ βαθμοὶ ἀκόμη λείπουν ἀπὸ τὴν κερατσιτσιά της


Νὰ τὴν φύγουν τὰ μυαλά της˙
Κ’ εἶναι λόγος ὅτι μέλλει νὰ σταλθῇ ‘ς τὸν Κουδουνά,
Κι’ ἂς φωνάζῃ μ’ ἁλυσίδες τότ’ ἐκεῖ παντοτινά,
«Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα»,
Σὰν τὴν λυσσιασμένη γάτα.

9
ΠΑΊΓΝΙΑ

Ἐσεῖς ποῦ τῆς ἀγάπης βυζάξατε τὸ γάλα,


Ἀκόμη, δὲν μὲ λέτε νὰ πάθω ἔχω κιἄλλα;
Μικρὴ μικρὴ ‘ς τὰ χρόνια ἀγάπησα μιὰ νέα,
Τρελλὴ σὰν χελιδόνι, σὰν πέρδικα ὡραία.
Δυὸ χρόνια μὲ παιδεύει, τὸ αἷμά μου τὸ πίνει,
Κοντά της δὲν μὲ θέλει, νὰ φύγω δὲν μ’ ἀφίνει.
Τὴν λέγω -Ἔλα ἔλα, χρυσό μου Ἀγγελάκι,
Κ’ ἐκείνη -Σκάσε σκάσε, μὲ λέγει, Διαβολάκι˙
Τὴν ἀγαπῶ τὴν λέγω, τὸ στόμα μου στουμπώνει˙
Ἀγάπα με τὴν λέγω, κ’ ἐκείνη με κακιώνει.
Λαλῶ, τὴν πιάνει βούβα˙ σωπαίνω, μὲ κουφαίνει.
Γελῶ, τὰ κατεβάζει˙ θυμώνω, ξεθυμαίνει.
Θεέ μου! πῶς λυσσιάζει ἂν ὁμιλήσω ἄλλην!
Καὶ τί δὲν ὑποπτεύει ἂν σιωπήσω πάλιν!
‘Σ τὸ πεῖσμά μου, κι’ ἀκόμη ‘ς τὸ πεῖσμα τὸ δικό της,
‘Σ τὸ στῆθος ἔχ’ ἀγάπη, κι’ ὀργὴ ‘ς τὸ πρόσωπό της.
Ἀγάπη ναί, ἀγάπη τὸ διαβολάκι ἔχει.
Ἀλλέως ὅταν φεύγω, κατόπι μου πῶς τρέχει;
Πῶς κάμνει πῶς κοιμᾶται διὰ νὰ τὴν κυττάξω;
Πῶς κάμνει πῶς θὰ πέσῃ διὰ νὰ τὴν ἁρπάξω!
Τὴν λέγ’ -Ὁρίστε τοῦτο! τὰ φρύδια κάτω σέρνει.
Νὰ τὸ κρατήσω κάμνω; τ’ ἁρπάζει καὶ τὸ παίρνει.
Τὴν κυνηγῶ, μὲ φεύγει˙ μὲ κυνηγᾷ ἂν φεύγω.
Ἐμβαίνει πρὶν νὰ ἔμβω, καὶ ‘βγαίνει πρὶν νὰ ἔβγω.
Καμώνεται πῶς φεύγει καὶ πάντα εἶν’ ἐμπρός μου.
Ἂν ἔλθω, λέγει -Φύγε! Ἂν φύγω -Ποῦ πᾶς, φῶς μου;
Κοιμοῦμαι, μὲ φυλάγει μονάχη ἀπ’ ἐπάνω.
Ἐξύπνησ’; ἂν τὴν πιάσῃς˙ σὰν ἀστραπὴ τὴν χάνω.

10
Ἀλλοῦ ἐνόσῳ βλέπω ς’ τὰ μάτια μὲ κυττάζει.
Ἐγύρισα, τὴν εἶδα; τὸ βλέμμα της τ’ ἀλλάζει.
Μὲ τέτοια μὲ παιδεύει παράξενα παιχνίδια,
Καὶ μ’ ἔχει ὅλ’ ἡμέρα ‘ς τὰ βάσανα τὰ ἴδια.
Δὲν πταῖς ἐσύ, μικρό μου˙ -ἐγώ, ποῦ νὰ μὴ σώσω!
Ποῦ πῆγα τόσον νέα εἰς πίκραις νὰ σὲ χώσω.
‘Σ τὸ στόμα σου ἀκόμη ἐμύριζε τὸ γάλα.
Δὲν ηὗρα ν’ ἀγαπήσω κορίτσια πιὸ μεγάλα;

11
Ο ΠΟΙΗΤΉΣ

Αὐτὸν ἐδῶ τὸν βλέπετε μὲ φρύδι’ ἀνασυρμένα,


Μὲ σουφρωμένο μέτωπον, μὲ μάτια βουληγμένα;
Σωπᾶτε κ’ εἶναι Ποιητής!…
Μὲ τῆς πικρίας τὸ ραβδὶ τὰ σύμπαντα θὰ δείρῃ·
Γιανίτσαρος τῶν Ποιητῶν, ἁρπάζει τὸ σατίρι,
Καὶ θὰ φανῇ Σατυριστής.

Σατυριστής… Ὡς κεραυνὸς βαστᾷ τὸν κάλαμόν του,


Τὰ βέλη του ἐβούτησε ‘ς τὸν βραστερὸν θυμόν του,
Φαρέτραν κρέμασε διπλῆν˙
Ἀπόλλων νυκτοπρόσωπος τεντώνει τὸ δοξάρι,
Τὸν κόσμον ὅλον σύσσωμον ὁ Διάβολος θὰ πάρῃ
Μὲ πρῶτον τίναγμά του… Πλὴν

Ἐσκάλωσεν ἡ εὔροια τῶν στίχων του˙ σταθῆτε˙


Ἀκοῦτε τὸν Σατυριστήν; ἀγανακτεῖ, λυπεῖται,
Τὸν κάλαμον συχνοβουτᾷ˙
‘Σ τὰ εἴκοσί του δάκτυλα τὰ μέτρα συλλαβίζει,
Ἀλλάζει τὸ τετράδιον, τὸν ἵδρων του σκουπίζει,
Τὸ καλαμάρι του πετᾷ.

Μὲ τὰς σβυσμένας λέξεις του λουλούδια σχεδιάζει.


Τοῦ στίχου ἡ κατάληξις ὀλίγο δὲν τεριάζει
Καὶ τὴν ζητεῖ ‘ς τὰ λεξικά.
Φυσᾷ, σφυρίζει, ξύνεται, ἀνάλατα τὰ κρίνει,
Καὶ σβύνει, γράφει ἄτυχα, καὶ σβύνει, γράφει, σβύνει.
Ὤ! τί δεινὰ ποιητικά!

12
Πλὴν νὰ σού τον… ἐμπνέεται˙ τὰ φρύδια διέτε κάτου.
Ἐπῆρε δρόμ’ ὁ κάλαμος˙ γελοῦν τὰ βλέμματά του.
Ἰδέ, συνέλαβε, θαρρῶ.
Ἐγγαστρωμέν’ ἡ Μοῦσά του ‘ς τὸν σκάμνον πρὶν καθήσῃ,
Θ’ ἀποβαλθῇ παράκαιρα, καὶ μέλλει νὰ γεννήσῃ
Τετραμηνήτικο μωρό.

Ἐγέννησε… ἀκροατὰς ζητεῖ νὰ τ’ ἀναγνώσῃ.


Φευγιό, παιδιά! τί στέκεσθε; θὰ μᾶς καταπλακώσῃ.
Ἄφες μας, ἄφες, Ποιητή!
Νὰ ζῇ τὸ νεογέννητο! τ’ αὐτιά μας μὴ πειράζῃς·
Εἰν’ εὐτυχὲς τὸ Ποίημα, καὶ νὰ μᾶς τὸ διαβάζῃς
Εἶν’ τιμωρία περιττή.

13
ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ

Ἄκουσε! Ποῦ φεύγεις;… μένε,


Λογιώτατε καϋμένε!
Ἕως πότε ‘ς τὰ σχολεῖα
Θάπτεσαι μὲ τὰ βιβλία;
Ἄφησε τοὺς φιλοσόφους
Τοὺς κενοὺς καὶ πολυστρόφους,
Κ’ εἰς τοῦ οἴνου τὴν βαθεῖαν
Πρόσδραμε Φιλοσοφίαν.
Ὁ χτικιάρης Δάσκαλός σου
Θὰ ταράξη τὸ μυαλό σου,
Καὶ μὲ τὰ περὶ γραμμάτου
Θὰ ‘ς τὰ φέρῃ ἄνου κάτου.
Τὸ κρασ’ εἶν’ ὁποῦ σοφίζει,
Τὸ κρασ’ εἶν’ ὁποῦ φωτίζει,
Τὸ κρασάκ’ εἶναι συντόμως
Τῆς ζωῆς κανὼν καὶ νόμος.
‘Σ ἕνα μου κρασιοῦ ποτῆρι
Ὁ νοῦς πλέει τοῦ Καΐρη,
Καὶ διδάσκει τὸ παλῃό μου
Εὐγλωττίαν Οἰκονόμου˙
Θέλεις τ’ ἄστρα νὰ μετρήσῃς
Καὶ νὰ μάθῃς τ’ εἶν’ ἡ Φύσις;
Ἔχε γιά! ‘πὲ ‘ς τὸ σχολεῖον,
Κ’ ἔλα ‘ς το κρασοπωλεῖον.
Ἔμπνευσιν ὁ νοῦς σου θέλει;
Ἂς κοπιάσῃ ‘ς τὸ βαρέλι.
Θέλεις πνεῦμα; θέλεις γνῶσι;
Τὸ κρασὶ θὰ σὲ τὰ δώσῃ.
Εἰς τοῦ γέρου Καμηνάρη

14
Τὸ ἀκένωτο πιθάρι
Ὅποιος χώσῃ τὸ κεφάλι,
Φωτισμένο θὰ τὸ βγάλῃ.
Νὰ ἀληθινὴ παιδεία!
Νὰ σωστὴ Φιλοσοφία!
Λῆρος ὅλ’ αἱ ἄλλ’ ἐκεῖναι!
Νὰ πηγὴ Σοφίας! -Πίνε!!

15
Ὁ ΓΆΤΟΣ

Στὴν θερμάστρα ἐμπρὸς


ἕνας γάτος χονδρὸς
πάντα ἁπλώνεται,
μὲ τὰ ματιὰ κλειστὰ
ἀγαπᾷ στὰ ζεστὰ
νὰ τεντώνεται.

Τεμπελιὰ καντάρια,
ρουθουνίζει βαριά,
τὸν ἀκουετε?
Κάπου -κάπου ξυπνᾷ
καὶ μὲ ποδιὰ στιλπνὰ
ξερολουεται.

Πλὴν τὸ πτῶμα αὐτὸ


ποῦν ἐδῶ ξαπλωτό,
τί νομίζετε?
Ἐν καιρῳ τῆς νυκτὸς
ὡσὰν λέων φριχτὸς
ἀγωνίζεται.

Κάτω χθές,στὴν αὐλή,


χύθηκε αἷμα πολὺ
ἀπ’τὸ νύχι του.
Στὰ ποντίκια σφαγή!
Τὸν φθονοῦν στρατηγοὶ
γιὰ τὴν τύχη του.

16
ΤῸ ΝΑΥΤΌΠΟΥΛΟ

Μὲ καράβι στὰ ταξίδια


τὸ ναυτόπουλο γυρνᾷ,
καὶ στῆς θάλασσας τὰ φίδια
τὰ μικράτα τοῦ περνᾷ.

Ὁ βοριὰς δὲν τὸ τρομάζει


οὒτ’ ἡ ἄπιστη νοτιά,
οὔτε χιόνι οὔτε χαλάζι,
οὔτε κύματα πλατιά.

Στὴ δουλειὰ πουρνὸ καὶ βράδυ


μὲ τὸ στρόμπο στὸ πλευρό,
ξερὸ τρώει παξιμάδι,
πίνει ἀκάθαρτο νερό!

Πεταχτὸ σὰν τὸ ξεφτέρι


ἀνεβαίνει στὰ πανιά,
καὶ μὲ ρόζους εἰς τὸ χέρι
λύνει δένει τὰ σχοινιά.

Στοῦ κινδύνου τὴν τρομάρα,


τὸ φυλάει μοναχή,
τῆς μανούλας ἡ λαχτάρα,
τῆς μανούλας του ἡ εὐχή,

ποῦ ἐλπίζει παλικάρι


νὰ τὸν δὴ καμιὰ φορᾷ,
νὰ τὸν ποῦν μικρὸ Κανάρη
μὲς στ’ ἀθάνατα Ψαρά.

17
η επιλογη ποιηματων
ποιηματα
του Ηλια Τανταλιδη
στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε
τον Ιουνιο του 2014
απο τις εκδοσεις δυανυσμα
και κυκλοφορει δωρεαν σε
ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο
χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα
πνευματικα δικαιωματα

αριθμος εκδοσης |21|

εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ

You might also like