Professional Documents
Culture Documents
Υπήρξε Πραγματικά ο Ιησούς Της Γαλιλαίας
Υπήρξε Πραγματικά ο Ιησούς Της Γαλιλαίας
tsinikopoulos.org/el/άρθρα/υπήρξε-πραγματικά-ο-ιησούς-της-γαλιλαίας
Έχοντας διαβάσει αρκετά άρθρα –αλλά και ακούσει και πολλές συζητήσεις– και
παρακολουθήσει πολλές απόψεις, σχετικά με την πλήρη άρνηση της ιστορικής
ύπαρξης του Ιησού, που πάνω–κάτω υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει απολύτως
καμία ιστορική μαρτυρία για τον Ιησού πέρα από τα τέσσερα Ευαγγέλια, και
βλέποντας ότι αυτή η θέση τείνει να παγιωθεί σε πολλούς κύκλους διανοουμένων,
αποφασίσαμε να ερευνήσουμε το ζήτημα. Ερευνώντας αρχίσαμε να βλέπουμε ότι
κάτι τέτοιο σαφέστατα δεν ήταν ακριβές, και σε κάποια φάση βρεθήκαμε να
συζητάμε για το ζήτημα με τον αξιόλογο μελετητή Δημήτρη Τσινικόπουλο, που
είναι βαθύς γνώστης της ιστορίας του Χριστιανισμού, ο οποίος με μεγάλη
ευχέρεια και ευκολία μας παρουσίασε πάρα πολλά στοιχεία που αποδείκνυαν την
ιστορική ύπαρξη του Ιησού, πάντοτε με τη μεθοδολογία της αποδεκτής ιστορικής
έρευνας, όπως αυτή ισχύει για όλα τα ιστορικά ζητήματα. Συνειδητοποιήσαμε με
έκπληξη ότι αυτά τα στοιχεία και τα έγκυρα ιστορικά επιχειρήματα δεν ήταν
καθόλου γνωστά στο ευρύ κοινό, ούτε στους κύκλους που γίνονταν αυτές οι
συζητήσεις, αλλά ούτε και αναφέρονταν καθόλου στα γραπτά των αρνητών της
ιστορικής ύπαρξης του Ιησού (γεγονός που μας ανάγκασε να τα θεωρήσουμε είτε
πρόχειρα είτε επιτηδευμένα). Έτσι, ζητήσαμε από τον κ. Τσινικόπουλο να
συγγράψει ένα εμπεριστατωμένο άρθρο για το Strange, παρουσιάζοντας όλα αυτά
τα στοιχεία και τα επιχειρήματα για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού,
ενημερώνοντας τους αναγνώστες μας για όλα εκείνα τα πράγματα που οι μη
ειδικοί δεν γνωρίζουν ή δεν επιλέγουν να τα λάβουν υπόψη τους. Ο Δημήτρης
Τσινικόπουλος ανταποκρίθηκε άμεσα με την ίδια ευχέρεια, και εντός δύο ημερών
(!) μας κατέθεσε το άρθρο αυτό και σας το παρουσιάζουμε εδώ. Τα συμπεράσματα
δικά σας.
ΣΤΡΑΝ-ΓΗ
1/12
Ο Ιησούς στέκεται στην ιστορία σαν ένα
ξένο σώμα που φέρνει ανησυχία στον
κόσμο και δεν τον αφήνει να αναπαυτεί.
Ζακ Μαριτάν
Το θέμα της «ιστορικής ύπαρξης» του Ιησού από τη Ναζαρέτ, έχει λυθεί από τους
ιστορικούς, εδώ και πολλά χρόνια. Όλοι, δέχονται ανεπιφύλακτα την ύπαρξή του.
Τον δέχονται ως ιστορικό πρόσωπο που έδρασε στην Παλαιστίνη στο πρώτο μισό
του 1ου αι. μ.Χ. Ωστόσο, ο Φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, ο σύγχρονος αθεϊστής
Ρίτσαρντ Ντόκινς, και ο Μισέλ Ονφρέ, και ίσως κανά-δυο άλλοι, για λόγους καθαρά
ιδεολογικούς, στα συγγράμματά τους επαναφέρουν το θέμα της ιστορικής
ύπαρξης του Ιησού, για τη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο. Εγώ μένω
έκπληκτος, με την προχειρολογία και την επιπολαιότητα όλων εκείνων που,
αναμασώντας τα επιχειρήματα των οπαδών της μυθολογικής και θρησκειολογικής
σχολής του 19ου αι., ή έστω αρχών του 20ου , επιμένουν, αρχές του 21ου αι., να
διατυμπανίζουν, ότι πέραν των 4 Ευαγγελίων, δεν υπάρχουν άλλες επαρκείς
μαρτυρίες για την ιστορικότητα του Ιησού. Και άρα, αφού κατ’ αυτούς τα
Ευαγγέλια δεν είναι κείμενα ιστορικά αλλά θεολογικά, Ιησούς Χριστός, δεν υπήρξε...
Κατ’ αυτούς ο Ιησούς υπήρξε επινόηση των μαθητών του και της εκκλησίας, που
κατασκεύασαν έναν ιδρυτή της θρησκείας τους κατά τα πρότυπα του Όσιρι, του
Άδωνι, του Βάκχου, του Μίθρα, κ.λπ.
Αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες πιθανές και ερμηνεύσιμες ομοιότητες μεταξύ
μυθικών θεών της αρχαιότητας και του Ιησού (που ένα μεγάλο μέρος τους
οφείλονται σε πρόσθετα μεταγενέστερα στοιχεία, π.χ. ημερομηνία γέννησης την
25η Δεκεμβρίου), ας δούμε αν υπάρχουν εξωβιβλικές μαρτυρίες για την ύπαρξη
και τη δράση του Ιησού στην Ιουδαία - Γαλιλαία, ανάμεσα στα 26-33 μ.Χ. (ή,
καλύτερα, ανάμεσα στα 29-33 μ.Χ.).
Εξ’ αρχής, θέλω να επισημάνω και ν’ απαντήσω στην αντίρρηση ότι οι όποιες
εξωχριστιανικές μαρτυρίες για την ύπαρξη του Χριστού είναι σπάνιες και
ανεπαρκείς. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας δύο τινά:
Α). Ο χριστιανισμός, θεωρήθηκε αρχικά, στα μάτια των εθνικών ως μια αίρεση μέσα
στον Ιουδαϊσμό, ως μια δεισιδαιμονία. Και συνεπώς, ανάξια σχολιασμού από τους
εθνικούς ιστορικούς. Αν ήξεραν βέβαια, τις διαστάσεις που θα λάμβανε αργότερα,
και την επικράτηση του, ασφαλώς θα φρόντιζαν να μάθαιναν και να έγραφαν
περισσότερα. Β) Σημειώνω εδώ, ότι όχι μόνον οι 4 Ευαγγελιστές, αλλά και ο
απόστολος Παύλος στις επιστολές του (50-64 μ.Χ.) και ο απ. Πέτρος (γ. 70 μ.Χ.) και
οι αδελφοί του Ιησού Ιούδας και Ιάκωβος στις επιστολές τους, και η Αποκάλυψη
του Ιωάννη, όλα κείμενα του 1ου αι. μ.Χ., μνημονεύουν την ύπαρξη και τη δράση
ου 2/12
του. Συνεπώς έχουμε 4 + 5 = 9 μαρτυρίες από χριστιανούς συγγραφείς του 1ου αι.
που μιλούν για την ύπαρξη, τη διδασκαλία και τη δράση του Χριστού ως ιστορικού
προσώπου.
Έρχομαι τώρα στις εξωβιβλικές μαρτυρίες που είναι πάμπολλες, αρχαιότατες και
αυθεντικές: Αυτές εκτείνονται από το 70 μ.Χ. περίπου, μέχρι το τέλος του 2ου αι.
(και του 3ου βέβαια, αλλά δεν θ’ αναφερθώ σ’ αυτές). Δηλαδή αρχίζουν μόλις 40
χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού.
Ιησούς: οι μαρτυρίες
Μια θεώρηση του θέματος καταδεικνύει ότι οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από
τέσσερις ανεξάρτητες πηγές (και άρα εντελώς αξιόπιστες και επαληθεύσιμες): α) από
χριστιανικές, φιλικές πηγές β) από Ιουδαϊκές, εχθρικές γ) από αιρετικές δ) από εθνικές
εχθρικές ή ουδέτερες.
α) Από χριστιανικές φιλικές πηγές που αναφέρονται στον Ιησού και το έργο του,
έχουμε περί τις 16 μαρτυρίες. Έχουν κάποια σημασία, γιατί όλοι αυτοί οι
συγγραφείς, πριν γίνουν χριστιανοί ήσαν ειδωλολάτρες εθνικοί, όχι Ιουδαίοι του
1ου μ.Χ. αι. Χρονολογούνται ανάμεσα στο 110-200 μ.Χ. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται
οι Αποστολικοί Πατέρες: Πολύκαρπος, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Κλήμης Ρώμης, ο
συγγραφέας της επιστολής Βαρνάβα, και οι Απολογητές: Κοδράτος (γ. 125 μ.Χ.),
Αριστείδης (γ. 150 μ.Χ.), Ιουστίνος ο μάρτυς (γ. 150 μ.Χ.), Ηγήσιππος (γ. 170 μ.Χ.) και οι
Θεόφιλος, Τατιανός, Μιλτιάδης, Μελίτων Σάρδεων, Τερτυλλιανός (2ο μισό του 2ου αι.).
Ακόμα ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ειρηναίος και φυσικά, ο χαλκέντερος Ωριγένης ο
ιδρυτής της θεολογίας όπως γενικά θεωρείται.
β) Πρώιμες συγκεκριμένες Ιουδαϊκές μαρτυρίες για την ύπαρξη του Ιησού και την
δράση του, τους μαθητές του, τα θαύματά του, το θάνατό του και την πίστη των
μαθητών του σ’ αυτόν ως μεσσία, έχουμε από τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο
- που γύρω στο 93-94 μ.Χ. στις Αρχαιότητές του (XVIII, 3, 3) μιλάει για τον Ιησού ως
σοφό άνθρωπο, δάσκαλο και «ποιητή παραδόξων έργων» (θαυμάτων), και ότι ο
Πιλάτος τον καταδίκασε να πεθάνει στο σταυρό. Παρόλο που το σχετικό χωρίο
γνωστό και ως Testimonium Flavianum αμφισβητήθηκε ως νόθον, οι έγκυροι
μελετητές του Ιώσηπου, όπως ο Geza Vermés, ο S. Pines, ο J. Klausner και ιδίως ο
H.St. Thackearay (Josephus, The Man and the Historian, 1929) δέχονται ότι είναι
γνήσιο στον πυρήνα του, αφού περιέχει πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της
γλώσσας του. Εξ’ άλλου μετάφραση του Ιωσήπου στην Αραβική του 10ου μ.Χ. αι.
που ανακαλύφτηκε πρόσφατα, περιέχει τα βασικά στοιχεία της μαρτυρίας του
Ιώσηπου, όπως και οι Σλαβονικές μεταφράσεις του. Ακόμα και ο Γιάννης
Κορδάτος, ο μαρξιστής ιστορικός, δέχεται ότι ο Ιώσηπος έγραψε για το Χριστό
3/12
(σελ. 50). Το χωρίο του Ιωσήπου αν αφαιρέσει κανείς το κείμενο το εντός των
αγκύλων που θεωρείται υποβολιμαίο από κάποιον Χριστιανό αντιγραφέα, έχει ως
εξής:
«Εκείνη την εποχή περίπου υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος [«αν είναι
σωστό να τον ονομάσουμε άνθρωπο] διότι ήταν ένας που έκανε θαυμαστά έργα.
[ένας δάσκαλος ανθρώπων οι οποίοι εδέχονταν την αλήθεια μ’ ευχαρίστηση].
Συγκέντρωσε γύρω του πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους
εθνικούς... «Όταν, λοιπόν ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο αφού
παραπέμφθηκε από τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν
χάθηκαν...»
Επίσης, ο Ιώσηπος, μνημονεύει πιο κάτω, και τον Ιάκωβο ως αδελφό του Ιησού του
αποκαλούμενου Χριστού (XX, 9, 1) πράγμα που προϋποθέτει την πρώτη μαρτυρία
του. Γράφει επί λέξει: «Ο αρχιερεύς Άνανος συνεκάλεσε το Σάνχεδριν των κριτών
και προσήγαγε ενώπιον των, τον αδελφόν του Ιησού του καλουμένου Χριστού, του
οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος». Γνωρίζει ακόμη ο Ιώσηπος και τον Ιωάννη το
βαπτιστή, το θάνατό του από τον Ηρώδη τον Αντύπα, το βάπτισμά του, και το
χριστιανικό βάπτισμα (XVIII, 116-9). Οι δύο τελευταίες μαρτυρίες, είναι πέραν
πάσης αμφιβολίας γνήσιες και ουδέποτε αμφισβητήθηκαν σοβαρά από κανέναν.
Από το Ταλμούδ γύρω στο 90-100 μ.Χ., και μετέπειτα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, έχουμε
σαφείς μαρτυρίες για τον Ιησού και για την εχθρική στάση των Φαρισαίων και
Ιουδαίων απέναντί του, για τις παραβολές του, τα θαύματά του και το θάνατό του.
Αναφέρεται επίσης στο Ταλμούδ, ως «Γεσού μπεν πανδέρα» (β. Abbot Zar. 16β). Η
τελευταία λέξη, σύμφωνα με τους μελετητές πρέπει να είναι παραφθορά της
ελληνικής λέξης παρθένος. Πρόκειται για ειρωνικό σχόλιο των ραββίνων και από
εκεί το ξεσήκωσε προφανώς, αργότερα και ο Κέλσος, κατηγορώντας τον Ιησού ως
νόθο γιο, κάποιου ρωμαίου τάχα στρατιώτη Πάνθηρα. Κατά τον ειδικό εβραίο
μελετητή Γ. Κλάουσνερ, «οι μαρτυρίες του Ταλμούδ είναι σαφείς: Ο Ιησούς ήταν
ιστορικό πρόσωπο, και εν μέρει επιβεβαιώνουν κάποια σημεία των Ευαγγελίων».
ο 4/12
Άλλες αναφορές, μας λέγουν ότι εκτελέστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο, στο 33ο έτος
της ηλικίας του (Gemova Sanhedrion fol. 107, 43 bavaita, tract. Schabbat. Fol. 104.
Πρβλ. R.T. Herford, Christianity in Talmud and Midrash).
γ) Από τις αιρετικές πηγές του 2ου μ.Χ. αι. (γύρω στα 120-160 μ.Χ.), που παρόλον
που είναι αιρετικές, δεν αρνούνται την ύπαρξη του Ιησού αλλά απλά ερμηνεύουν
διαφορετικά τη διδασκαλία του, είναι ο Βασιλείδης, ο Βαλεντίνος και ο Μαρκίων.
Έχουμε δηλαδή τρεις μαρτυρίες. Ακόμα, έχουμε μαρτυρία και από τα Γνωστικά
Ευαγγέλια και, κυρίως, από το Ευαγγέλιο του Θωμά (τέλη 2ου - αρχές 3ου αι. μ.Χ.),
που πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητη πηγή, αφού όπως αναγνωρίζεται ανάγεται σε
αρχαία παράδοση ανθρώπου, ευρισκομένου πίσω από τα Λόγια του Ευαγγελίου
του Θωμά, εκ των οποίων μερικά είναι γνήσια, και τα βρίσκουμε και στα αυθεντικά
Ευαγγέλια.
δ) Τέλος, από τις εθνικές εχθρικές ή ουδέτερες μαρτυρίες, έχουμε περί τις 12. Έχουμε
κατ’ αρχάς τον Θαλλό (γ. στο 52 μ.Χ.) που μνημονεύει το σκοτάδι που έπεσε στη γη
το μεσημέρι της μέρας που σταυρώθηκε ο Ιησούς (Ιουλίου Αφρικανού,
Χρονογράφημα, 18.1) Τον Φλέγωνα Τραλλιανό έναν απελεύθερο του Αδριανού που
αναφέρεται στο ίδιο θέμα. Ο Μάρα-Βαρ-Σεραπίων (γ. 73 μ.Χ.) Σύρος Στωικός
φιλόσοφος, σ’ επιστολή προς το γιο του που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο,
μνημονεύει το θάνατο του Ιησού (σοφού βασιλιά) από τους Ιουδαίους, και τον
άδικο θάνατό του τον παραβάλλει μ’ αυτόν του Σωκράτη και του Πυθαγόρα.
Γράφει επί λέξει: «Ποια οφέλεια τάχα απεκόμισαν οι Αθηναίοι αποκτείνατες τον
Σωκράτην... ή οι Σάμιοι τον Πυθαγόραν εξορίσαντες... Ή οι Ιουδαίοι εκ της καταδίκης
του σοφού τους βασιλιά, και έκτοτε αφηρέθη απ’ αυτούς το βασίλειο;... οι Ιουδαίοι
καταστραφέντες από την χώρα τους διώχτηκαν και ζουν στη διασπορά...»
5/12
πρεσβύτερος, γύρω στο 79 μ.Χ., μνημονεύει τον Μωυσή, τον Ιωάννη (βαπτιστή) και
τον Ιησού ως ασχολούμενους με μαγεία. Άρα προϋποθέτει την ύπαρξη και των
τριών.
Για τον Ιησού και το Χριστιανισμό κάνουν λόγο επίσης, ο Έλληνας Φιλόσοφος
Νουμήνιος (120-150 μ.Χ.), όπως τον μνημονεύει ο Ωριγένης και ο σατιρογράφος
Λουκιανός (γ. στα 165-167 μ.Χ.) που αναφέρει ότι «οι χριστιανοί λάτρευαν τον εν
Παλαιστίνη εσταυρωμένο σοφό, έναν μέγα άνθρωπο και ότι τον εξελέμβαναν ως
νομοθέτη και τον τιμούσαν με τον τίτλο του διδασκάλου... διότι εισήγαγε νέα θρησκεία...
τους έπεισε ότι είναι όλοι αδέλφια...» Ο Λουκιανός επίσης αναφέρεται στον απ.
Παύλο, που τον ονομάζει Πρωτέα, Περεγρίνο (= εξωτικό, βάρβαρο) που έγραφε
Βίβλους (= επιστολές) (περί Περεγρίνου τελευτής, 11-13). Και, φυσικά, ο μέγας
χριστιανομάχος Κέλσος (180 μ.Χ.), που στο σύγγραμμά του Αληθής Λόγος -όπως το
διαφύλαξε ο Ωριγένης που απαντά στις αντιρρήσεις του-, αποκαλεί τον Χριστό
αγύρτη, που μάζεψε μερικούς αλήτες μαθητές τριγύρω του, κι έκανε θαύματα
(μαγείες). Ο Κέλσος αναφέρει περιστατικά της ζωής του Ιησού που τα ερμηνεύει με
το δικό του τρόπο αλλά φυσικά, δεν αρνείται την ύπαρξη του Ιησού, ούτε τη
δράση του. Αν ήταν μυθικό πρόσωπο, ο πρώτος που θα το επισήμανε ασφαλώς, θα
ήταν αυτός!
Κοντολογίς, συνολικά, έχουμε περί τις 30 και πλέον εξωβιβλικές μαρτυρίες, που
εκτείνονται ανάμεσα στο 70-200 μ.Χ. και αναφέρονται όχι μόνο στον Ιησού ως
ιστορικό πρόσωπο, αλλά σε πολύ περισσότερα. Ειδικοί επί του θέματος (F. F.
Bruce, Carsten Peter Thiede, Edwin M. Yamauchi, G. Habermas, κ.ά.) παρατηρούν
ότι, ακόμα, κι αν δεν ξέραμε τίποτα για τον Ιησού από την Καινή Διαθήκη, θα
ήμασταν σε θέση από τις παραπάνω μαρτυρίες, και ιδιαίτερα τις Ιουδαϊκές και τις
εθνικές, να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα: (1) Ο Ιησούς ήταν ένας Ιουδαίος
δάσκαλος, τον πρώτο μ.Χ. αι. που έζησε και κήρυξε στην Παλαιστίνη. (2) Πολλοί
πίστεψαν ότι έκανε θαύματα (3) Απορρίφθηκε από την Ιουδαϊκή ηγεσία που
αναμείχθηκε στο θάνατό του (4) Σταυρώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο στη βασιλεία
του Τιβερίου Καίσαρα (5) Παρά το θάνατό του, οι μαθητές του, πίστευαν ότι ήταν
ζωντανός και κήρυτταν γι’ αυτόν έξω από την Παλαιστίνη, (ώστε οπαδοί του να
βρίσκονται στη Ρώμη το 64 μ.Χ.) (6) Κάθε είδους άνθρωποι (άντρες, γυναίκες,
ελεύθεροι, δούλοι) τον λάτρευαν σαν θεό στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ.
«Ο Θεός... έφερε το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης μέσω του Ιησού Χριστού που
είναι κύριος πάντων. Εσείς μάθατε για το γεγονός που διαδόθηκε σ’ όλη την
Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μετά το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης.
6/12
Μάθατε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον έχρισε ο Θεός με Άγιο Πνεύμα και
με δύναμη. Παντού όπου πέρασε, ευεργετούσε και γιάτρευε όλους όσους
κατατυραννούσε ο διάβολος, γιατί ο Θεός ήταν μαζί του. Εμείς είμαστε μάρτυρες
για όλα αυτά που έκανε, και στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και στην Ιερουσαλήμ.
Αυτόν τον κάρφωσαν στο σταυρό και τον σκότωσαν. Ο Θεός όμως τον ανάστησε
την τρίτη ημέρα από το θάνατό του κι έκανε να τον δουν αναστημένο, όχι όλος ο
λαός, αλλά οι μάρτυρες που ο Θεός τους είχε διαλέξει από πριν, δηλαδή εμείς, που
φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς».
Οι ιστορικές αυτές μαρτυρίες δείχνουν καθαρά ότι κατά τους πρώτους δυο αιώνες
μ.Χ. ούτε οι αγριότεροι αντίπαλοι του χριστιανισμού εθνικοί και Εβραίοι δεν
σκέφτηκαν ποτέ να αρνηθούν την ύπαρξη του Χριστού. Η άρνηση, για πρώτη
φορά ξεκίνησε με την εισβολή του ορθολογισμού στη Δύση, κυρίως από το 18ο αι.,
στηριζόμενη σε φιλοσοφικές προϋποθέσεις. Επίσης, καταφαίνεται, ότι διαθέτουμε
πολύ περισσότερα και καλύτερα ιστορικά στοιχεία για τον Ιησού και τη ζωή του,
παρά για οποιοδήποτε άλλον ιδρυτή θρησκείας (Βούδα, Μωάμεθ, Ζωροάστρη, Λάο
- Τσέ), που οτιδήποτε γνωρίζουμε γι’ αυτούς, είναι πληροφορίες και παραδόσεις
μετά από αιώνες.
Έτσι, αποδεικνύεται αδιάσειστα, ότι ο Ιησούς κατά γενική ομολογία των μεγάλων
ιστορικών του 20ου αι. (Will. Durant, H. G. Wells, A. Toynbee) όχι μόνο υπήρξε
ιστορικό πρόσωπο, αλλά, το κυρίαρχο πρόσωπο, των 2 χιλιετηρίδων. Ο Will
Durant σημειώνει: «Τα ουσιώδη μέρη των συνοπτικών ύστερα από δύο αιώνες
ανωτέρας κριτικής οι γενικές γραμμές της ζωής, του χαρακτήρα και της
διδασκαλίας του Χριστού παραμένουν λογικώς διαυγείς και αποτελούν το
ελκυστικότερο χαρακτηριστικό της ιστορίας του Δυτικού ανθρώπου» (Ιστορία του
πολιτισμού, τομ. Γ’ σελ. 648). Αλλά, εκτός από τον διάσημο αυτό ιστορικό, ας
δούμε που κατέληξαν άλλοι σύγχρονοι επιφανείς ιστορικοί και ερμηνευτές.
Και ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος: «Η κριτική λοιπόν των αρνητών της ιστορικής
ύπαρξης του Ιησού στα βασικά της σημεία είναι άγονη και αντιιστορική... Είναι
λοιπόν φανερό πως υπάρχουν γραφτές πηγές που μιλούσαν για τον Ιησού και τη
δράση του...» (σελ. 31, 38).
Ο Ιησούς, λοιπόν, όχι μόνον υπήρξε, αλλά όπως φαίνεται καθαρά από τη
διδασκαλία και τη δράση του, ήταν έξω από τα μέτρα της εποχής του. Πέθανε στα
μισά χρόνια του Μαρξ ή του Μάο, για να μην πούμε τίποτα για τον Κομφούκιο,
τον Σωκράτη, τον Βούδα ή τον Μωάμεθ... Δίδαξε μόνο 3,5 χρόνια αλλά η ζωή του,
άλλαξε την ιστορία του κόσμου.. Το ίδιο και η διδασκαλία του. Η διδασκαλία του
για τη Βασιλεία του Θεού ή των Ουρανών, είναι «ένα από τα σημαντικότερα
δόγματα που συνετάραξαν και άλλαξαν τόσο πολύ την ανθρώπινη σκέψη... είναι
μια τολμηρή και ασυμβίβαστη απαίτηση για μια ολοκληρωτική αλλαγή και
κάθαρση της ζωής της πάσχουσας ανθρωπότητας» (Χ. Τζ. Ουέλς). Η ζωή του, η
ύπαρξή του, υπήρξε μια πρόκληση για τότε και για πάντα. «Έξι χιλιάδες χρόνια
νωρίτερα αν ζούσε—λέγει ο φροϋδομαρξιστής Βίλχεμ Ραϊχ—θα είχε δώσει την
εντύπωση ξένου σώματος. Και στις μέρες μας, πάλι θα ξεχώριζε από το πλήθος... Η
8/12
φυσιογνωμία του θυμίζει ένα λιβάδι πλημμυρισμένο από ήλιο, κάποιο ανοιξιάτικο
πρωινό. Είναι αδύνατο να τη προσδιορίσετε με το βλέμμα, αλλά την αισθάνεστε,
αν δεν είστε πανουκλιασμένος...». (Η δολοφονία του Χριστού).
Οι μαρτυρίες για την ιστορική ύπαρξη του από Ναζαρέτ Ιησού, όπως είδαμε, είναι
πολλές και ακαταμάχητες. Αδιαμφισβήτητες. Σπάνια, θα μπορούσαν να βρεθούν
για οποιοδήποτε άλλο ιστορικό πρόσωπο, τόσες πολλές μαρτυρίες, τόσο κοντά
προς το πρόσωπο και τα γεγονότα, και από τόσες ανεξάρτητες πηγές (φιλικές,
εχθρικές, εθνικές, ουδέτερες, αιρετικές).
Αν, παρόλα αυτά, εξακολουθεί κανείς ν’ αμφιβάλει ότι Ιησούς υπήρξε και έδρασε,
με τους μαθητές του - ανάμεσα στα 30-33 στην μ.Χ. Παλαιστίνη, θα έλεγα, ότι θα
πρέπει να επανεξετάσει, τι είναι ιστορία και με ποιον τρόπο αποκτάται η γνώση
για αρχαία πρόσωπα και γεγονότα. Αν θέλουμε πάλι να εφαρμόσουμε τους ίδιους
αυστηρούς κανόνες και τους τρόπους κτήσης ιστορικής γνώσης σε πολλά γνωστά
πρόσωπα της ιστορίας, αυτά θα βγαίνανε νοκ-άουτ! Αν ο Ιησούς δεν ήταν ιστορικό
πρόσωπο - παρατηρεί ο Τ.Ρ. Γκλόβερ-, τότε η ιστορία είναι ανέφικτη, είναι ένα
παραλήρημα.
«Φίλε μου», μας προλαβαίνει ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ, «δεν επινοούν κατ’ αυτόν τον
τρόπο. Διότι τότε, θα έπρεπε οι επινοήσαντες να υπήρξαν ανώτεροι του
επινοηθέντος! Απεναντίας, η ιστορία του Σωκράτη την οποία κανείς δεν τολμάει ν’
αμφισβητήσει δεν είναι τόσο καλά βεβαιωμένη από μάρτυρες όσο η ιστορία του
Ιησού Χριστού».
Ο Will Durant ευλόγως καταλήγει: «Το γεγονός ότι λίγοι απλοί άνθρωποι θα
έπλαθαν εντός μιας γενιάς, μία τόσο υψηλή ηθική και ένα τόσο εμπνευσμένο
όραμα περί της αδελφότητας των ανθρώπων, θα ήταν θαύμα πολύ πιο απίστευτο
από οποιοδήποτε άλλο που αναφέρεται στα ευαγγέλια...» (τα έντονα γράμματα
δικά μου).
9/12
Αλλά θαύμα, θα ήταν επίσης, το να επινοήσουν οι μαθητές του μια τέτοια
ασύγκριτη, ακτινοβολούσα προσωπικότητα σαν τον Ιησού, με τέτοια υψηλή ηθική
που τόσο διέφερε από τις αντιλήψεις των συγχρόνων τους, και να γράψουν γι’
αυτήν 9 διαφορετικοί άνθρωποι - οπαδοί του, ανάμεσα στα 40-70 μ.Χ. σε
διαφορετικά μέρη, απευθυνόμενοι σε διαφορετικούς παραλήπτες, και να δώσουν
μια σύμφωνη, σταθερή, αμετάβλητη εικόνα γι’ αυτόν, ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΤΟΥΝ ΜΕΤΑ ΓΙ’
ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΑΝ και στη συνέχεια να πείσουν χιλιάδες ανθρώπους(!) απ’
τους οποίους πολλοί στη συνέχεια θυσιάστηκαν ή ήσαν διατεθειμένοι να
πεθάνουν για την πίστη τους, όπως σημείωσε ο Πλίνιος, ο νεώτερος, στην
επιστολή του.
Αυτό είναι κάτι που θα συνέβαινε μόνο μια φορά στην ιστορία, αντίθετα προς τα
γνωστά δεδομένα της ιστορίας. Δηλ. ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ...
Αλλά βεβαίως, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το θαύμα ήταν ο ίδιος ο Ιησούς. Γιατί
αυτοί που έγραψαν αυτά που έγραψαν ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες! Και
δεν έδωσαν το αίμα τους ανεξέταστα... «ου γαρ μύθους σοφιστικούς
ακολουθήσαντες αλλά επόπται γεννηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος» (2 Πετ. 1:
16).
Είναι αξιοσημείωτο, το ότι ο απ. Πέτρος δίνει έμφαση στο ότι αυτός και άλλοι
μαθητές, ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων της ζωής του Ιησού, όπως
τόνισε και την ημέρα της Πεντηκοστής, σ’ ένα μεγάλο πλήθος λίγα χρόνια
προηγουμένως λέγοντας στους Ιουδαίους «Καθώς εσείς εξεύρετε». (Πραξ. 2:22). Κι
όπως είπαν οι απόστολοι διωκόμενοι από τους ηγέτες του Σαχενδριν; «ου
δυνάμεθα γαρ ημείς ά είδομεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πραξ. 4:20). Και, όπως,
παραστατικά περιγράφει ο Ιωάννης ο μαθητής της αγάπης, καταθέτοντας τη δική
του συγκλονιστική μαρτυρία: «Τον ακούσαμε και τον είδαμε με τα ίδια μας τα
μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν.
Καταθέτουμε, λοιπόν τη μαρτυρία μας...» (Α’ Ιωαν. 1:1-2).
Τα ίδια λέει και ο Ευαγγελιστής και ιστορικός, Λουκάς. Λέει ότι στηρίχτηκε σε
αυτόπτες μάρτυρες για να πληροφορηθεί και να γράψει στον κράτιστο Θεόφιλο
«όπως μας παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του
αγγέλματος καθώς και άλλοι εκτός από τον ίδιο επιχείρησαν να συντάξουν
(ανατάξωσι) διήγηση για τα γεγονότα» (Λουκ. 1:1). Βλέπουμε καθαρά, ότι οι
συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, δεν εγκοπώνονται το γνωστό «Πίστευε και μη
ερεύνα» αλλά λέγουν, «έρχου και ίδε»(Ιωάννης 1:46, Αποκ. 5:5, 6:1).
Ας δούμε και μια τελευταία άποψη, πριν κλείσουμε το όλο θέμα. «Τι είναι εκείνο
που διακρίνει τον Ιησού της Ναζαρέτ από τους άλλους σωτήρες που
μεταβλήθηκαν σε σπαθιστές;» ρωτάει ο ιστορικός Arnold Toynbee. «Η απάντησις
είναι ότι εκείνοι οι άλλοι εγνώριζαν ότι δεν ήταν άλλο τι παρά άνθρωποι, ενώ ο
Ιησούς ήτο εις άνθρωπος που επίστευεν ότι ήτο ο υιός του θεού... Θεραπεύει την
πληγήν που επροκάλεσε το ξίφος του Πέτρου και κατόπιν προσφέρει εκουσίως
τον εαυτόν του δια να υποφέρη... το υπέρτατον μαρτύριον... Αντί να νικήσει με το
ξίφος, προτιμά ν’ αποθάνει επί του σταυρού» (Σπουδή της Ιστορίας, 1962, σελ. 515).
Ιδού, σε λίγες γραμμές, ο Ιησούς της Γαλιλαίας. Ως άνθρωπος, ο μεγαλύτερος που
έζησε ποτέ! Διότι είχε προ-ιστορία (αφού προφητεύθηκε η έλευσή του) και μετα-
ιστορία... Υπήρξε, αυτός που χώρισε τον χρόνο στα δύο, σε π.Χ. και μ.Χ. Αλλά και
τους ανθρώπους στα δύο: σε Υπέρ Χριστόν και Κατά Χριστού.
Βιβλιογραφία
12/12