You are on page 1of 120

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ


ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ: ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΥΡΜΑΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

____________________________________________________________________

∆ιπλωµατική Εργασία
του φοιτητή του Τµήµατος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και
Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του
Πανεπιστηµίου Πατρών

ΠΑΝΤΕΛΗ ΙΑΣΟΝΑ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ του ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΟΣ

Αριθµός Μητρώου: 6051

Θέµα

«Μελέτη ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς και Μοντελοποίησή τους


στο Περιβάλλον του OPNET»

Επιβλέπων
καθηγητής κ. Κωτσόπουλος Σταύρος

Αριθµός ∆ιπλωµατικής Εργασίας:

Πάτρα, Ιούνιος 2011

1
2
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ
Πιστοποιείται ότι η ∆ιπλωµατική Εργασία µε θέµα

«Μελέτη ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς και Μοντελοποίησή τους


στο Περιβάλλον του OPNET»

Του φοιτητή του Τµήµατος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας


Υπολογιστών

ΠΑΝΤΕΛΗ ΙΑΣΟΝΑ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ του ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΟΣ

Αριθµός Μητρώου: 6051

Παρουσιάστηκε δηµόσια και εξετάστηκε στο Τµήµα Ηλεκτρολόγων


Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών στις
…….../……../………

Ο Επιβλέπων Ο ∆ιευθυντής του Τοµέα

καθηγητής καθηγητής
κ. Κωτσόπουλος Σταύρος κ. Φακωτάκης Νικόλαος

3
4
Αριθµός ∆ιπλωµατικής Εργασίας:

Θέµα: «Μελέτη ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς και Μοντελοποίησή τους


στο Περιβάλλον του OPNET»

Φοιτητής: Επιβλέπων:
Παντελής Ιάσων-Κωνσταντίνος καθηγητής κ. Κωτσόπουλος Σταύρος

Περίληψη

Ο όρος ‘∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς’ αναφέρεται σε µελλοντικά δίκτυα πρωτοποριακής λογικής


και δοµής, προσανατολισµένα στην υποστήριξη σύγχρονων απαιτητικών εφαρµογών και στη
βελτίωση της λειτουργικότητας της τερµατικής συσκευής, όπως την αντιλαµβάνεται ο χρήστης.
Πολύ σηµαντικά στοιχεία της νέας τηλεπικοινωνιακής πραγµατικότητας που επιφέρουν τα
δίκτυα αυτά, και µε τα οποία σχετίζεται άµεσα η παρούσα εργασία, είναι η διάθεση προώθησης της
γενικευµένης κινητικότητας των ασύρµατων χρηστών και η ενθάρρυνση της σύγκλισης επιµέρους
τεχνολογιών διαφορετικών δικτύων και της δηµιουργίας υβριδικών ετερογενών δικτύων, µε στόχο
την επίτευξη καλύτερης αξιοποίησης του φάσµατος και βελτίωσης των ρυθµών µετάδοσης
δεδοµένων.
Σκοπός της παρούσας διπλωµατικής εργασίας είναι η παρουσίαση της δοµής και των
λειτουργιών των ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς, καθώς και ορισµένων υπαρχόντων τύπων ασύρµατων
δικτύων, η συνεργασία των οποίων θα µπορούσε να προσφέρει τα επιθυµητά πλεονεκτήµατα. ∆ύο
τέτοια είδη δικτύων είναι το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας UMTS και τα τοπικά δίκτυα τεχνολογίας
WLAN, τα οποία εξετάζονται ενδελεχώς ως προς τα χαρακτηριστικά τους και, κυρίως, ως προς τους
µηχανισµούς διευθέτησης της περιαγωγής των χρηστών. Περιλαµβάνεται επίσης µία περιγραφή της
λειτουργίας του Mobile IP, πρωτοκόλλου που θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιµο για τη διαχείριση της
κινητικότητας χρηστών ανάµεσα σε περιοχές εξυπηρέτησης διαφορετικών δικτύων.
Η εργασία καταλήγει στη µοντελοποίηση των παραπάνω συστηµάτων σε περιβάλλον
εξοµοίωσης, επιδιώκοντας την αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας του ενδεχόµενου
συνδυασµού των συστηµάτων UMTS και WLAN και της χρησιµότητας του Mobile IP.
Το λογισµικό που χρησιµοποιείται γι’ αυτόν το σκοπό είναι το OPNET Modeler ®, ένα
πρόγραµµα που αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια σε εργαλείο όλο και περισσότερο πολύτιµο,
τόσο σε ερευνητικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.

5
6
Abstract

The term ‘Next Generation Networks’ refers to future networks of revolutionary concept and
structure, oriented to the support of demanding applications and the upgrade of the terminal
device’s functionality, as perceived by the user.
Some very important aspects of the new telecommunications reality that is brought on by these
networks, and to which this project is directly related, is the intention of promoting generalized
mobility for the wireless users and the encouragement of the convergence of distinct network
technologies and of the foundation of new hybrid heterogeneous networks, in order to achieve
better spectrum utilization and improvement of data transmission rates.
The purpose of the current diploma thesis project is to present the structure and the functions of
the Next Generation Networks, as well as of some existing types of wireless networks, the
cooperation of which could provide the desirable advantages. Two such network types are the
UMTS mobile telephony network and the local networks of WLAN technology, that are examined
thoroughly towards their characteristics and, foremost, towards their roaming arrangement
mechanisms. Also included is a description of the operation of Mobile IP, a protocol that is
considered particularly convenient for the management of users’ mobility between service areas of
different networks.
The project concludes to the modeling of the above mentioned systems in a simulation
environment, aiming to evaluate the efficiency of the prospective combination of the UMTS and
WLAN systems and the utility of Mobile IP.
The software used for this purpose is OPNET Modeler ®, a program that has emerged during
the last years as an increasingly valuable research and business tool.

7
8
Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ακόλουθους:

• τον καθηγητή κ. Σταύρο Κωτσόπουλο για την ανάθεση αυτής της διπλωµατικής εργασίας,
καθώς και για τη γενικότερη εµπιστοσύνη που µου έχει δείξει τα τελευταία χρόνια
• το µεταπτυχιακό φοιτητή και υποψήφιο διδάκτορα Ασηµάκη Λυκουργιώτη, χωρίς την
καθοδήγηση και τη συµπαράσταση του οποίου η εργασία αυτή δε θα είχε ολοκληρωθεί
• την εταιρεία LINK A.E. και συγκεκριµένα τον κ. Θανάση Πανωλιάσκο για την ευκαιρία
και την τιµή που είχα να συνεργαστώ µαζί τους για την εκπόνηση (ως µέρος της παρούσας
διπλωµατικής εργασίας) πρακτικής άσκησης 4 µηνών στους χώρους της εταιρείας
• το ∆ηµήτρη Ρούντο, για την παροχή υπερπολύτιµου υλικού από τη δική του πρόσφατη
µεταπτυχιακή διατριβή, καθώς και τον αδερφό του, Ευριπίδη Ρούντο
• τον πατέρα µου και συνάδελφο, Σπύρο Παντελή, για τη βοήθειά του, όποτε αυτή
χρειάστηκε
• τους συναδέλφους µου, Γιώργο Παπαροϊδάµη και Ελίζα Παπαδήµα, για την υποστήριξη
τους όλα αυτά τα χρόνια της φοιτητικής µας συνύπαρξης
• τη Στελίνα

9
10
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................ 15
1. ∆ΙΚΤΥΑ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ (NGNs) ....................... 17
1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 17
1.2. ΘΕΜΕΛΙΩ∆Η ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ .................................. 18
1.3. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΠΙΠΕ∆ΩΝ ...... 19
1.4. ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ NGN ........................... 23
1.5. ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ....... 24
1.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................... 26
2. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ∆ΙΚΤΥΟΥ
UMTS ........................................................................................ 27
2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 27
2.2. ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ Ι∆ΕΑ ΚΑΙ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ ∆ΙΚΤΥΟΥ .......... 27
2.3. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ∆ΟΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑ∆ΕΣ .............. 31
2.4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ................................................................ 34
2.5. ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ....................... 36
2.6. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ 3G ............................... 37
2.7. ΠΟΛΥΠΛΕΞΙΑ, ΑΜΦΙ∆ΡΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ........................................................................... 39
2.8. HANDOVER..................................................................... 43
2.9. ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ ................................................................ 46
2.10. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................... 47
3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ WLAN ΚΑΙ ∆ΙΚΤΥΑ Wi-Fi ................. 49
3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 49
3.2. ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ∆ΙΚΤΥΩΝ Wi-Fi ................. 49
3.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ................................................................. 50
3.4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑ∆ΟΣΗΣ ΚΑΙ
ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗΣ .................................................... 52
3.5. ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ........................................ 55
3.6. ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ............................................................. 56
3.7. ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ ................................................................ 57
3.8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................... 58
4. MOBILE IP ...................................................................... 61

11
4.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 61
4.2. IPv4 & IPv6 ..................................................................... 61
4.3. MOBILE IPv4................................................................... 63
4.4. ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΡΙΓΩΝΙΚΗΣ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ............ 65
4.5. MOBILE IPv6 ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΤΡΙΓΩΝΙΚΗΣ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ............................................ 66
4.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................... 68
5. ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΥΒΡΙ∆ΙΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ .......... 69
5.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 69
5.2. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ........................... 69
5.3. ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗΣ .............................. 73
5.4. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ............................................. 75
5.5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................... 89
6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ......................... 91
6.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................... 91
6.2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ .................................................................... 92
6.3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ......................................................... 107
7. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ....................................... 109
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ................................................. 116
ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ .......................................................................... 117
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................... 118
ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ ...................................................................... 119

12
13
14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τις τελευταίες 2 περίπου δεκαετίες, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον τοµέα των
επικοινωνιών είναι τεράστια. Η ψηφιακοποίηση των κέντρων και η αυτοµατοποίηση των δικτύων,
η διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας, η εξάπλωση του ∆ιαδικτύου (Internet) και, τελικά, η
δηµιουργία απείρων δυνατοτήτων, τόσο σε επίπεδο συνδεσιµότητας και πρόσβασης, όσο και σε
επίπεδο εφαρµογών και υπηρεσιών, έχουν αλλάξει πλήρως το χάρτη των επικοινωνιών, από τότε
που περιελάµβανε σχεδόν αποκλειστικά τη λεγόµενη “κλασική τηλεφωνία”.
Η ανάγκη για µια τέτοια αλµατώδη πρόοδο έχει επιβληθεί, εκτός των άλλων, από τη σύγχρονη,
παγκοσµιοποιηµένη µορφή της αγοράς, της οποίας οι επικοινωνιακές ανάγκες είναι τεράστιες.
Αλλά και αντίστροφα, η πρόοδος των επικοινωνιών δηµιουργεί µονίµως νέα δεδοµένα, τα οποία
είναι ικανά, σε πολλές περιπτώσεις, να αλλάξουν σε πολύ µεγάλο βαθµό την ίδια τη δοµή της
αγοράς.
Σε έναν κόσµο µε συνεχώς αυξανόµενους ρυθµούς καθηµερινότητας, δε θα µπορούσε να µην
ξεκινούσε να ανακύπτει η ανάγκη για επικοινωνία ακόµα και εν κινήσει. Ανάµεσα στα διάφορα
είδη δικτύων που συναντώνται σήµερα, περίοπτη θέση κατέχουν τα ασύρµατα δίκτυα, εξαιτίας της
δυνατότητας της κινητικότητας που προσφέρουν στο χρήστη, αφού παύει να δεσµεύεται από τη
στατικότητα των καταληκτικών σηµείων καλωδιακών δικτύων. Με τον καιρό, αυξάνεται συνεχώς η
εφαρµογή και η χρήση τους.
Στο παρακάτω γράφηµα φαίνεται χαρακτηριστικά η αύξηση αυτή, όσον αφορά τουλάχιστον
στους συνδροµητές κινητής τηλεφωνίας.

Γράφηµα 0.1: Συγκριτικά ποσοστά χρηστών διαφόρων τύπων συνδέσεων, πηγή: [16]

Εκτός, όµως, από την κινητή τηλεφωνία, υπάρχουν πολλά ακόµα είδη ασύρµατων δικτύων,
όπως για παράδειγµα δίκτυα ασύρµατης σύνδεσης υπολογιστών ή συσκευών, που επιτρέπουν
µεταφορά δεδοµένων ή και σύνδεση στο Internet.
Με την πρόοδο της τεχνολογίας, προέκυψε το ζήτηµα της δυνατότητας ενοποίησης των
διαφόρων δικτύων. Η ενοποίηση αυτή επιτυγχάνεται στα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς.
Με τον όρο ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς (Next Generation Networks – NGN) αναφερόµαστε σε
σύγχρονα πακετικά δίκτυα που παρέχουν υψηλού επιπέδου τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες,
χρησιµοποιώντας πολλαπλές τεχνολογίες ευρυζωνικής µεταφοράς.
Υποστηρίζουν τη σύγκλιση των προγενέστερων τύπων δικτύων και τη γενικευµένη κινητικότητα
(generalized mobility), που επιτρέπει την αδιάλειπτη παροχή υπηρεσιών στους χρήστες.
Η διπλωµατική αυτή εργασία αποτελεί µια προσπάθεια µελέτης ενός µέρους της νέας
πραγµατικότητας που φέρνουν στον κόσµο των επικοινωνιών τα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς.

15
Επικεντρώνεται ιδιαίτερα στον τρόπο µε τον οποίο επιτυγχάνεται στα σύγχρονα αυτά δίκτυα η
ενοποίηση κάποιων βασικών προϋπαρχόντων τύπων ασύρµατων δικτύων (WLAN και UMTS).
Εκτός από την καθαρά θεωρητική µελέτη του αντικειµένου, χρησιµοποιείται η πλατφόρµα
προσοµοίωσης OPNET Modeler, ένα ευρέως διαδοµένο πρόγραµµα, µε τη βοήθεια του οποίου
παρουσιάζονται κάποια µοντέλα προσοµοίωσης, τα αποτελέσµατα των οποίων µελετώνται, µε
στόχο την εξαγωγή ουσιαστικών συµπερασµάτων.
Η εργασία είναι διαρθρωµένη σε 7 κύρια κεφάλαια.
Tο 1ο κεφάλαιο περιλαµβάνει την απαραίτητη εισαγωγή στα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς (NGNs)
και στη λογική της σύγκλισης των δικτύων.
Στο 2ο κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση του συστήµατος κινητής τηλεφωνίας UMTS.
Το 3ο κεφάλαιο αναφέρεται στην τεχνολογία των Ασύρµατων Τοπικών ∆ικτύων και ειδικότερα
στα δίκτυα Wi-Fi.
Το 4ο κεφάλαιο αντιστοιχεί στο πρωτόκολλο µε την ονοµασία Mobile IP.
Το 5ο κεφάλαιο είναι αφιερωµένο στο περιβάλλον OPNET Modeler και τα χαρακτηριστικά του
και στις προσοµοιώσεις που επιχειρήθηκαν µε τη βοήθειά του, καθώς επίσης και στη γενικότερη
λογική της µοντελοποίησης και της παραµετροποίησης που σχετίζονταν µε αυτές.
Στο 6ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα των παραπάνω προσοµοιώσεων.
Τέλος, στο 7ο κεφάλαιο παρατίθενται συγκεντρωµένα τα συµπεράσµατα της διπλωµατικής
εργασίας.

16
1. ∆ΙΚΤΥΑ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ (NGNs)

1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα τηλεπικοινωνιακά ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς (Next Generation Networks – NGNs) είναι


ευρυζωνικά ενσύρµατα ή ασύρµατα δίκτυα του κοντινού µέλλοντος ή και του παρόντος, όπως αυτά
περιγράφονται από ορισµένες προδιαγραφές, ώστε να πληρούν συγκεκριµένες προϋποθέσεις ως
προς την αρχιτεκτονική και τη λειτουργία τους, να παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
και να προσφέρουν καθορισµένο επίπεδο εξυπηρέτησης.
Η πρώτη σύσταση για τα NGNs ήρθε από τον Τοµέα Τυποποίησης Τηλεπικοινωνιών
(Telecommunication Standardization Sector) της ∆ιεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (International
Telecommunication Union – ITU), αρµοδίου οργανισµού του Ο.Η.Ε. για τις τηλεπικοινωνίες. Ο
τοµέας αυτός, που ονοµάζεται ITU-T, εξέδωσε το ∆εκέµβριο του 2004 τη σύσταση ITU-T Y.2001,
που παρουσίαζε τη γενική επισκόπηση των NGNs. Αυτή η σύσταση, σε συνδυασµό µε πολλές
ακόµα, οδήγησε στην NGN Release 1, µια πρώτη έκδοση προδιαγραφής για τα NGNs, στις αρχές
του 2006.
Σύµφωνα µε τη σύσταση ITU-T Y.2001, ένα NGN ορίζεται ως εξής: “Είναι ένα πακετικό δίκτυο
ικανό να παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και ικανό να χρησιµοποιεί πολλαπλές τεχνολογίες
ευρυζωνικής µεταφοράς µε ικανότητα επιλεγόµενης ποιότητας εξυπηρέτησης (Quality of Service
– QoS) και στο οποίο οι λειτουργίες που σχετίζονται µε την υπηρεσία είναι ανεξάρτητες από τις
υποκείµενες τεχνολογίες µεταφοράς. Επιτρέπει στους χρήστες αδέσµευτη πρόσβαση σε δίκτυα και
ανοικτή επιλογή υπηρεσιών από ανταγωνιστικούς φορείς παροχής υπηρεσιών. Υποστηρίζει τη
γενικευµένη κινητικότητα (generalized mobility), που επιτρέπει τη συνεπή και αδιάλειπτη παροχή
υπηρεσιών στους χρήστες.”
Είναι προφανές ότι ο ορισµός των NGNs από την ITU έχει στόχο να τονίσει τις καινοτοµίες που
αυτά εισάγουν και να καταστήσει σαφείς τις διαφορές τους µε τους παραδοσιακούς τύπους
δικτύων. Τα δεδοµένα που προκύπτουν από τον ορισµό αυτόν µπορούν να συνοψιστούν στα
παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά των NGNs:

• Τα NGNs είναι αυστηρώς δίκτυα πακετικά. Μάλιστα, ο τρόπος λειτουργίας τους βασίζεται
στο Πρωτόκολλο ∆ιαδικτύου (Internet Protocol – IP) [βλ. κεφ. 4], είναι δηλαδή IP δίκτυα.
• Η παροχή των υπηρεσιών στα NGNs είναι αποσυσχετισµένη από τη µεταφορά και οι
αντίστοιχες λειτουργίες είναι διαχωρισµένες. Ο τοµέας της προσφοράς υπηρεσιών είναι
πλέον ανεξάρτητος από το δίκτυο που θα µεσολαβήσει ως τον πελάτη, ενώ αντίστοιχα ο
πελάτης επιλέγει υπηρεσίες ελεύθερα. Υπεισέρχεται η ιδέα της επιλογής διατερµατικής
ποιότητας εξυπηρέτησης (end-to-end QoS).
• Η έννοια του NGN περικλείει διαφόρων ειδών δίκτυα πρόσβασης (access networks) και
δίκτυα κορµού µεταφοράς (core transport networks), µε αποτέλεσµα να υποστηρίζονται
διαφόρων ειδών τεχνολογίες πρόσβασης και τεχνολογίες µεταφοράς, χωρίς αυτό να
συνεισφέρουν περιορισµούς για το χρήστη.
• Ένα από τα σηµαντικότερα σηµεία της προόδου που αντιπροσωπεύουν τα NGNs είναι η
διάθεση ενσωµάτωσης όσο το δυνατόν περισσότερων διαφορετικών τεχνολογιών.
Επιχειρείται η σύγκλιση (convergence) δικτύων και η υποστήριξη της γενικευµένης
κινητικότητας για τους ασύρµατους χρήστες, ανεξάρτητα από τη φύση των επιµέρους
δικτύων πρόσβασης [βλ. εν. 1.5].

Τα χαρακτηριστικά των NGNs παρουσιάζονται αναλυτικά στην επόµενη ενότητα [βλ. εν. 1.2].

17
Σχήµα 1.1: Μετάβαση από τα συµβατικά δίκτυα στα NGNs, πηγή: [15]

Γενικότερα, στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται συνοπτικά η νέα αυτή πραγµατικότητα που
εκφράζουν τα NGNs, µε την κατάλληλη εστίαση στα σηµεία που σχετίζονται περισσότερο µε την
παρούσα εργασία, όπως η γενικευµένη κινητικότητα και η σύγκλιση των ασύρµατων δικτύων.

1.2. ΘΕΜΕΛΙΩ∆Η ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Σύµφωνα µε την ITU [41], τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά των NGNs µπορούν να συνοψιστούν
στα παρακάτω:

• µεταφορά πληροφορίας βασισµένη στην πακετική λειτουργία (στα NGNs δεν έχει πια
εφαρµογή ο κυκλωµατικός τρόπος µετάδοσης)
• διαχωρισµός των υπηρεσιών ελέγχου ανάµεσα στις κοµιστικές (bearer) ικανότητες,
κλήσεις/συνόδους, και εφαρµογές/υπηρεσίες (οι υπηρεσίες ελέγχου είναι διαφορετικές,
ανάλογα µε τους στόχους που αφορούν)
• αποσύνδεση της παροχής υπηρεσιών από τη µεταφορά, και παροχή ανοιχτών διεπαφών
(η διαθεσιµότητα και η παροχή των υπηρεσιών πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το είδος του
δικτύου και τον τύπο πρόσβασης)
• υποστήριξη ευρείας γκάµας υπηρεσιών, εφαρµογών και µηχανισµών, µε βάση
δοµοστοιχεία υπηρεσιών (service building blocks) (συµπεριλαµβανοµένων υπηρεσιών
πραγµατικού χρόνου (real-time), ρευµάτωσης (streaming), µη πραγµατικού χρόνου (non-
real-time) και πολυµέσων (multimedia)) (όλων των ειδών οι υπηρεσίες είναι διαθέσιµες,
πάντα σύµφωνα µε τη λογική των δοµοστοιχείων, η οποία διέπει άλλωστε γενικότερα τα
NGNs)
• ευρυζωνικές ικανότητες µε διατερµατική ποιότητα εξυπηρέτησης και διαφάνεια (τα
τερµατικά συστήµατα θα είναι σε θέση να διαπραγµατευτούν ως προς το δείκτη QoS και να
συµφωνήσουν σε ένα διατερµατικό QoS για όλη τη διάρκεια της συνόδου)
• συνεργατικότητα µε κληροδοτηµένα δίκτυα µέσω ανοιχτών διεπαφών (εξακολουθούν
να χρησιµοποιούνται παλαιότερου τύπου δίκτυα, όπως τα ∆ηµόσια Τηλεφωνικά ∆ίκτυα
Μεταγωγής (Public Switched Telephone Networks – PSTNs) και το Παγκόσµιο Σύστηµα για
τις Κινητές Επικοινωνίες (Global System for Mobile Communications – GSM))
• γενικευµένη κινητικότητα: (ο χρήστης πρέπει να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στις
υπηρεσίες µε τρόπο συνεχή ή και µη συνεχή, κατά την περιαγωγή του ανάµεσα σε περιοχές
καλυπτόµενες από διαφορετικά δίκτυα πρόσβασης)

18
• απρόσκοπτη πρόσβαση των χρηστών σε διαφορετικούς παρόχους υπηρεσιών (η επιλογή
φορέα παροχής υπηρεσιών δε σχετίζεται πια µε την επιλογή του τρόπου πρόσβασης)
• ποικιλία σχηµάτων αναγνώρισης (identification schemes), που µπορούν να
µεταφραστούν σε IP διευθύνσεις για το σκοπό της δροµολόγησης σε IP δίκτυα (ο
προσδιορισµός της κάθε τερµατικής οντότητας θα γίνεται µε βάση συστήµατα
προσδιορισµού ταυτότητας, όπως ένα σύνολο IP διευθύνσεων)
• ενοποιηµένα χαρακτηριστικά υπηρεσιών για την ίδια υπηρεσία, όπως αυτή γίνεται
αντιληπτή από το χρήστη (ο χρήστης δεν πρέπει να αντιλαµβάνεται διαφορά στον τρόπο
µε τον οποίο του προσφέρεται µια συγκεκριµένη υπηρεσία)
• συγκεκλιµένες υπηρεσίες ανάµεσα σε σταθερά και κινητά δίκτυα (τα δίκτυα πρέπει να
είναι σε θέση να υποστηρίζουν κοινές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το είδος του δικτύου
πρόσβασης)
• ανεξαρτησία των λειτουργιών που σχετίζονται µε υπηρεσίες από τις υποκείµενες
τεχνολογίες µεταφοράς (στα NGNs είναι ξεχωριστές οι λειτουργίες του επιπέδου
µεταφοράς (transport layer) και οι λειτουργίες του επιπέδου υπηρεσιών (service layer))
• υποστήριξη πολλαπλών τεχνολογιών τελευταίου µιλίου (last mile technologies) (δεν
υπάρχουν ουσιαστικοί περιορισµοί ως προς την τεχνολογία φυσικού µέσου µέσω της οποίας
είναι εφικτή η σύνδεση της τερµατικής συσκευής στο δίκτυο)
• συµµόρφωση µε όλες τις κανονιστικές απαιτήσεις, όπως για παράδειγµα όσον αφορά
επικοινωνίες έκτακτης ανάγκης και ασφάλεια, ιδιωτικότητα - απόρρητο, κλπ. (εκτός
των επιθυµητών χαρακτηριστικών, είναι υποχρέωση των NGNs να καλύπτουν και ορισµένες
προϋποθέσεις, όπως η παροχή επαρκών µηχανισµών ασφαλείας, κλπ.)

1.3. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΠΙΠΕ∆ΩΝ

Τα πλέον διαδεδοµένα µοντέλα αναφοράς, για την υποδιαίρεση των τηλεπικοινωνιακών


συστηµάτων σε επίπεδα, είναι αυτήν τη στιγµή το µοντέλο Ανοιχτής ∆ιασύνδεσης Συστηµάτων
(Open Systems Interconnection model – OSI model) και το µοντέλο Πρωτοκόλλου Ελέγχου
Μετάδοσης / Πρωτοκόλλου ∆ιαδικτύου (Transmission Control Protocol / Internet Protocol
model – TCP/IP model).
To µοντέλο OSI περιλαµβάνει 7 βασικά επίπεδα (layers): επίπεδο φυσικού µέσου (physical
layer), επίπεδο ζεύξης δεδοµένων (data link layer), επίπεδο δικτύου (network layer), επίπεδο
µεταφοράς (transport layer), επίπεδο συνόδου (session layer), επίπεδο παρουσίασης (presentation
layer), επίπεδο εφαρµογών (application layer).
Το µοντέλο TCP/IP περιλαµβάνει, αντίστοιχα, 5 βασικά επίπεδα: επίπεδο φυσικού µέσου
(physical layer), επίπεδο ζεύξης (link layer), επίπεδο δικτύου ή επίπεδο ∆ιαδικτύου (network layer or
Internet layer), επίπεδο µεταφοράς (transport layer), επίπεδο εφαρµογών (application layer). Στην
ουσία, τα 3 τελευταία (και ανώτερα) επίπεδα του µοντέλου OSI είναι ενσωµατωµένα σε 1 µόνο
επίπεδο στο µοντέλο TCP/IP (το επίπεδο εφαρµογών).
Τα παραπάνω πολυεπίπεδα µοντέλα αναφοράς, όµως, αναφέρονται σε δίκτυα κατακόρυφης
λογικής, στα οποία οι υπηρεσίες και οι εφαρµογές προσφέρονται αποκλειστικά και σε άµεση
συσχέτιση µε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των εν λόγω δικτύων. Στα NGNs, αντίθετα, ο στόχος
είναι κάθε υπηρεσία να µπορεί να εκτελείται πάνω από δίκτυα διαφορετικών πρωτοκόλλων και
γενικότερων χαρακτηριστικών. Για το λόγο αυτό, η δοµή ενός NGN δεν µπορεί να αντιστοιχιστεί
σε κανένα από τα προγενέστερα µοντέλα.
Αντιθέτως, ορίζεται ένα καινούριο πρότυπο αναφοράς, µε βάση το οποίο τα NGNs χωρίζονται
σε δύο µόλις κύρια στρώµατα (strata): το στρώµα µεταφοράς (transport stratum) και το στρώµα
υπηρεσιών (service stratum).

19
Οι τρεις βασικές διεπαφές ενός NGN είναι η ∆ιεπαφή Χρήστη-∆ικτύου (User-to-Network
Interface – UNI), που αποτελεί το όριο ανάµεσα στο κυρίως δίκτυο και το χρήστη, η ∆ιεπαφή
∆ικτύου-∆ικτύου (Network-to-Network Interface – NNI), που είναι υπεύθυνη για τη διασύνδεση ενός
δικτύου µε άλλα δίκτυα, και η ∆ιεπαφή Εφαρµογής-∆ικτύου (Application-to-Network Interface – ANI),
που διαχειρίζεται τις αλληλεπιδράσεις µεταξύ των εφαρµογών και των λειτουργιών υποστήριξής τους από το
δίκτυο, καθορίζοντας ουσιαστικά έτσι και τη µορφή που πρέπει να έχουν οι εξωτερικές εφαρµογές ώστε να
είναι προσπελάσιµες από ένα NGN.
Στο παρακάτω σχήµα παρουσιάζεται µια γενική επισκόπηση της αρχιτεκτονικής ενός NGN.

Σχήµα 1.2: Επισκόπηση αρχιτεκτονικής NGN, πηγή: [15]

Στο σχήµα παρατηρεί κανείς επίσης µία γενική άποψη του συσχετισµού των λειτουργιών του
NGN. Πιο συγκεκριµένα, όµως, και σύµφωνα µε την ίδια την ITU [15], οι λειτουργίες σε ένα
∆ίκτυο Επόµενης Γενιάς κατηγοριοποιούνται ως εξής:

1. λειτουργίες στρώµατος µεταφοράς (transport stratum functions): Προφανώς, πρόκειται για


τις λειτουργίες του στρώµατος µεταφοράς του δικτύου, και οι οποίες χωρίζονται γενικώς σε
3 υποκατηγορίες:

a. λειτουργίες µεταφοράς (transport functions): Είναι υπεύθυνες για τη διασύνδεση των


επιµέρους συστατικών και των φυσικά διαχωρισµένων λειτουργιών εντός του NGN,
καθώς και για την υποστήριξη της µεταφοράς της πληροφορίας του µέσου και της
µεταφοράς πληροφορίας ελέγχου και διαχείρισης. ∆ιαιρούνται και αυτές µε τη σειρά
τους σε άλλες υποκατηγορίες:

i. λειτουργίες δικτύου πρόσβασης (access network functions): Αφορούν την


πρόσβαση των χρηστών στο δίκτυο. Περιλαµβάνον λειτουργίες σχετικά µε
διάφορα είδη δυνατών ευρυζωνικών προσβάσεων, όπως η πρόσβαση Ψηφιακής
Συνδροµητικής Γραµµής (Digital Subscriber Line access – DSL access), η οπτική

20
πρόσβαση (optical access), η καλωδιακή πρόσβαση (cable access), ασύρµατη
πρόσβαση (wireless access) διαφόρων ειδών, κλπ..

ii. λειτουργίες παρυφών (edge functions): Περιλαµβάνουν µηχανισµούς που


σχετίζονται µε τον έλεγχο της κίνησης που συσσωρεύεται στο δίκτυο κορµού
προερχόµενη από διαφορετικά δίκτυα πρόσβασης. Μπορεί να έχουν εφαρµογή
και µεταξύ διαφορετικών δικτύων κορµού.

iii. λειτουργίες µεταφοράς κορµού (core transport functions): Είναι αρµόδιες για τη
διαφοροποίηση της ποιότητας της µεταφοράς των πληροφοριών σε όλο το
δίκτυο κορµού, ανάλογα µε τις λειτουργίες ελέγχου µεταφοράς. Επίσης, παρέχουν
µηχανισµούς QoS σχετικά µε τη διαχείριση των ενδιάµεσων καταχωρητών
(buffers), της σύστασης των ουρών αναµονής (queueing) και του
χρονοπρογραµµατισµού (scheduling), το φιλτράρισµα των πακέτων (packet
filtering), την ταξινόµηση της κίνησης (traffic classification), τη σήµανση
(marking), την αστυνόµευση (policing), τη µορφοποίηση (shaping), τον έλεγχο
των πυλών (gate control) και τους πυρότοιχους (firewalls), ζητήµατα δηλαδή
που άπτονται της κίνησης στο εσωτερικού του δικτύου κορµού.

iv. λειτουργίες πυλών (gateway functions): Παρέχουν τις δυνατότητες για


αλληλεπίδραση µε τις λειτουργίες τερµατικού χρήστη και άλλα δίκτυα, όπως είναι
τα προγενέστερα δίκτυα σαν το PSTN, υπάρχοντα δίκτυα σαν το ∆ιαδίκτυο, και
NGNs διαφορετικών διαχειριστών. Οι προδιαγραφές ορίζουν ότι οι λειτουργίες
πυλών µπορούν να ελέγχονται είτε µέσω των λειτουργιών ελέγχου υπηρεσιών
άµεσα, είτε µέσω των λειτουργιών ελέγχου µεταφοράς.

v. λειτουργίες χειρισµού µέσων (media handling functions): Το σύνολο των


λειτουργιών αυτών προσφέρουν τη δυνατότητα επεξεργασίας των πόρων των
µέσων µε στόχο την παροχή υπηρεσιών, όπως η παραγωγή τονικών σηµάτων
και η διακωδικοποίηση (trans-coding).

b. λειτουργίες ελέγχου µεταφοράς (transport control functions): Είναι οι λειτουργίες


ελέγχου που σχετίζονται µε το στρώµα µεταφοράς. Σε αυτό το πεδίο, οφείλουµε να
αναφέρουµε τους εξής δύο σηµαντικούς µηχανισµούς λειτουργιών:

i. Λειτουργίες Ελέγχου Πόρων και Αποδοχής Εισόδου (Resource and Admission


Control Functions – RACFs): Παρέχουν λειτουργίες ελέγχου QoS,
περιλαµβάνοντας τη δέσµευση πόρων (resource reservation), τον έλεγχο
αποδοχής εισόδου (admission control) και τον έλεγχο πυλών (gateway control),
και λειτουργίες ελέγχου της Μετάφρασης ∆ιευθύνσεων και Θυρών ∆ικτύου
(Network Address and Port Translation – NAPT) ή/και της διάσχισης
πυρότοιχων (firewall traversal), σε δίκτυα πρόσβασης και δίκτυα κορµού
µεταφοράς. Ο έλεγχος αποδοχής εισόδου συµπεριλαµβάνει έλεγχο της
εξουσιοδότησης (authorization) βασισµένο στις κατατοµές (profiles) των
χρηστών, τις Συµφωνίες Στάθµης Υπηρεσιών (Service Level Agreements) [βλ. εν.
1.4], συγκεκριµένους κανόνες των διαχειριστών, την προτεραιότητα ανάµεσα
στις υπηρεσίες και τη διαθεσιµότητα των πόρων στο δίκτυο πρόσβασης και στο
δίκτυο µεταφοράς. Οι RACFs λειτουργούν ως διαιτητής ανάµεσα στις λειτουργίες
µεταφοράς και τις λειτουργίες ελέγχου υπηρεσιών για τις διαπραγµατεύσεις και
τη διανοµή των πόρων. ∆ιαδρούν µε τα δύο τελευταία είδη λειτουργιών για
συνοδοβασισµένες (session-based) και µη συνοδοβασισµένες (non-session-
based) εφαρµογές που απαιτούν τον έλεγχο των πόρων µεταφοράς στο NGN,

21
όπως τον έλεγχο QoS, κλπ.. Με τις λειτουργίες µεταφοράς διαδρούν επίσης µε
σκοπό τον έλεγχο µίας ή περισσότερων από τις παρακάτω λειτουργίες στο
επίπεδο της µεταφοράς: φιλτράρισµα πακέτων, ταξινόµηση κίνησης, σήµανση,
αστυνόµευση, χειρισµός προτεραιοτήτων (priority handling), δέσµευση και
διανοµή εύρους ζώνης (bandwidth reservation and allocation), NAPT,
πυρότοιχοι. Ακόµα, διαδρούν µε τις Λειτουργίες Ελέγχου Προσάρτησης σε ∆ίκτυο
για τον έλεγχο των κατατοµών των χρηστών και των Συµφωνιών Στάθµης
Υπηρεσιών που τηρούνται σε σχέση µε αυτούς. Τέλος, για τις υπηρεσίες που
απλώνονται σε διάφορους παρόχους ή διαχειριστές, οι RACFs, οι λειτουργίες
ελέγχου υπηρεσιών και οι λειτουργίες µεταφοράς µπορεί να διαδρούν και µε τις
αντίστοιχες λειτουργίες άλλων πακετικών δικτύων.

ii. Λειτουργίες Ελέγχου Προσάρτησης σε ∆ίκτυο (Network Attachment Control


Functions – NACFs): Παρέχουν την εγγραφή (registration) στο επίπεδο της
πρόσβασης και την αρχικοποίηση (initialization) των λειτουργιών τερµατικού
χρήστη για την απόκτηση πρόσβασης στις υπηρεσίες NGN. Παρέχουν
αναγνώριση (identification) και πιστοποίηση (authentication) στο επίπεδο του
δικτύου, διαχειρίζονται το χώρο διευθύνσεων IP του δικτύου πρόσβασης, και
επικυρώνουν τις συνόδους πρόσβασης. Αναγγέλλουν επίσης στον τελικό χρήστη
το σηµείο επαφής των λειτουργιών υποστήριξης εφαρµογών/υπηρεσιών.
Προσφέρουν τις εξής λειτουργικότητες: δυναµική διάθεση των IP διευθύνσεων
και άλλων παραµέτρων εγκατάστασης του εξοπλισµού χρήστη, πιστοποίηση στο
επίπεδο του IP και ίσως και σε άλλα επίπεδα, εξουσιοδότηση πρόσβασης στο
δίκτυο ανάλογα µε τις κατατοµές των χρηστών, εγκατάσταση της πρόσβασης
στο δίκτυο επίσης ανάλογα µε τις κατατοµές των χρηστών, διαχείριση θέσης στο
δίκτυο του IP.

c. λειτουργίες κατατοµής χρήστη στο στρώµα µεταφοράς (transport user profile


functions): Έχουν τη µορφή µιας λειτουργικής βάσης δεδοµένων που αντιπροσωπεύει
το συνδυασµό πληροφοριών σχετικά µε το χρήστη και άλλων δεδοµένων ελέγχου
µέσα σε µία µοναδική λειτουργία κατατοµής χρήστη στο στρώµα µεταφοράς. Η
λειτουργική αυτή βάση δεδοµένων µπορεί να καθοριστεί και να εφαρµοστεί ως ένα
σύνολο συνεργαζόµενων βάσεων δεδοµένων µε λειτουργικότητες που εδρεύουν σε
οποιοδήποτε µέρος του NGN.

2. λειτουργίες στρώµατος υπηρεσιών (service stratum functions): Όπως υποδηλώνει το όνοµά


τους, είναι οι λειτουργίες που σχετίζονται µε το στρώµα υπηρεσιών του NGN και
χωρίζονται και αυτές σε 3 βασικές υποκατηγορίες:

a. λειτουργίες ελέγχου υπηρεσιών (service control functions): Περιλαµβάνουν τις


λειτουργίες ελέγχου συνόδου (session control) αλλά και ελέγχου µη
συνοδοβασισµένων υπηρεσιών (non-session control), και τις λειτουργίες εγγραφής,
πιστοποίησης και εξουσιοδότησης, στο επίπεδο των υπηρεσιών. Ίσως περιλαµβάνουν
και λειτουργίες για τον έλεγχο των πόρων των µέσων.

b. λειτουργίες υποστήριξης εφαρµογών/υπηρεσιών (applications/service support


functions): Είναι στο επίπεδο των εφαρµογών οι ίδιες περίπου λειτουργίες µε αυτές
της προηγούµενης κατηγορίας (πυλών, εγγραφής, πιστοποίησης και εξουσιοδότησης).
Οι λειτουργίες αυτές είναι διαθέσιµες στους τερµατικούς χρήστες και στους
παρόχους εφαρµογών τρίτων (third-party applications) [βλ. εν. 1.4], και δρουν
συνεργατικά µε τις λειτουργίες ελέγχου υπηρεσιών για την υποστήριξη των

22
υπηρεσιών προστιθέµενης αξίας (value added services) [βλ. εν. 1.4], την εφαρµογή
των οποίων αιτούνται τα λειτουργικά σύνολα των χρηστών και των παρόχων.

c. λειτουργίες κατατοµής χρήστη στο στρώµα υπηρεσιών (service user profile functions):
Πρόκειται για συνεργαζόµενες λειτουργικές βάσεις δεδοµένων (αντίστοιχα µε τις
λειτουργίες κατατοµής χρήστη στο στρώµα µεταφοράς) που περικλείουν πληροφορίες
σχετικά µε το χρήστη και δεδοµένα ελέγχου σε µια λειτουργία κατατοµής χρήστη
στο στρώµα υπηρεσιών.

3. λειτουργίες τερµατικού χρήστη (end-user functions): ∆εν υπάρχουν προϋποθέσεις σχετικά µε


τις διάφορες διεπαφές τερµατικών χρηστών και τα δίκτυα τερµατικών χρηστών που
µπορούν να συνδεθούν µε το δίκτυο πρόσβασης. Υποστηρίζονται διαφορετικές κατηγορίες
εξοπλισµού τερµατικών χρηστών, από τα κληροδοτηµένα τηλέφωνα µονής γραµµής (single-
line legacy telephones) έως τα σύνθετα εταιρικά δίκτυα. Ο εξοπλισµός αυτός µπορεί να
είναι είτε σταθερός είτε κινητός.

4. λειτουργίες διαχείρισης (management functions): Οι λειτουργίες αυτές επιτρέπουν τη


διαχείριση του δικτύου και την παροχή NGN υπηρεσιών µε την αναµενόµενη ποιότητα,
ασφάλεια, και αξιοπιστία. Εκχωρούνται σε κάθε Λειτουργική Οντότητα (Functional Entity –
FE) µε κατανεµηµένο τρόπο. ∆ιαδρούν µε τη διαχείριση των Στοιχείων ∆ικτύου (Network
Elements – NEs), µε τη διαχείριση του δικτύου, και µε τις FEs διαχείρισης υπηρεσιών.
Καλύπτουν, τόσο για το στρώµα µεταφοράς όσο και για το στρώµα υπηρεσιών, τις περιοχές
της διαχείρισης σφαλµάτων (fault management), της διαχείρισης διάρθρωσης (configuration
management), της λογιστικής διαχείρισης (accounting management), της διαχείρισης
απόδοσης (peroformance management) και της διαχείρισης ασφάλειας (security
management). Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι λειτουργίες διαχείρισης περιλαµβάνουν και τις
Λειτουργίες Χρέωσης και Τιµολόγησης (Charging and Billing Functions – CBFs). Αυτές
διαδρούν µεταξύ τους µέσα στο NGN για να συλλέγουν λογιστικές πληροφορίες και να
προσφέρουν στον πάροχο του NGN τα δεδοµένα χρησιµοποίησης των πόρων, επιτρέποντας
την κατάλληλη τιµολόγηση των χρηστών.

1.4. ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ NGN

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται συχνά ως πρακτική των παρόχων δικτύου η οµαδοποίηση


διαθέσιµων υπηρεσιών σε πακέτα (π.χ. τηλεφωνία και Internet). Αυτό είναι ενδεικτικό του τρόπου
µε τον οποίο αντιµετωπίζουν οι φορείς αυτοί τα δεδοµένα που φέρνει το άµεσο µέλλον στο χώρο
των τηλεπικοινωνιών: ο κάθε φορέας δεν περιορίζεται πια στην προσφορά ενός µόνο είδους
υπηρεσίας, αλλά ενδιαφέρεται να συµµετέχει σε περισσότερα.
Στα NGNs, όµως, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η προσφορά των υπηρεσιών είναι ανεξάρτητη
από το δίκτυο που θα µεσολαβήσει ως τον πελάτη. Εποµένως η επιλογή δικτύου και η επιλογή
υπηρεσιών είναι για το χρήστη δύο διαδικασίες διαφορετικές και ασυσχέτιστες.
Αυτό σηµαίνει ότι ένας χρήστης µπορεί να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες που προέρχονται από
τρίτους παρόχους (third party providers), δηλαδή από φορείς που παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες
είναι διαθέσιµες στους χρήστες, χωρίς οι φορείς αυτοί να είναι πάροχοι δικτύου. Οι υπηρεσίες
αυτές αποκαλούνται και εφαρµογές τρίτων (third-party applications).
Σηµαίνει επίσης ότι ένας χρήστης θα µπορεί να απολαµβάνει την ίδια υπηρεσία µέσω
διαφορετικών τύπων δικτύων πρόσβασης, συσκευών, λογισµικών, κλπ.. Οι εφαρµογές λοιπόν
σχεδιάζονται πλέον µε τρόπο τέτοιο ώστε να είναι συµβατές µε διάφορες τεχνολογίες και να είναι

23
προσπελάσιµες µέσω αυτών. Η τάση αυτή αποκαλείται σύγκλιση υπηρεσιών (service convergence)
και, µαζί µε τη σύγκλιση των δικτύων (network convergence) [βλ. εν. 1.5], συνθέτουν την ευρύτερη
έννοια της σύγκλισης που επιτυγχάνεται στα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς. Η σύγκλιση των υπηρεσιών
στα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς ονοµάζεται και IP σύγκλιση, επειδή επιτυγχάνεται µε τη
χρησιµοποίηση του οµώνυµου πρωτοκόλλου.
Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή οι υπηρεσίες που επιλέγει ο χρήστης προσφέρονται από τον
ίδιο τον πάροχο του δικτύου, είτε από τρίτους παρόχους, είναι πια βέβαιο ότι οι εξελίξεις στον
τοµέα της προσφοράς υπηρεσιών βαδίζουν στην κατεύθυνση της εξεύρεσης και της προώθησης
µονίµως ελκυστικότερων εφαρµογών, που αποκαλούνται συνήθως υπηρεσίες προστιθέµενης αξίας
(value-added services), για την πλαισίωση των παραδοσιακών υπηρεσιών, όπως η κλασική
υπηρεσία φωνής, που δε θεωρούνται πια από µόνες τους προϊόντα ιδιαίτερης εµπορικής αξίας.
Επίσης, η σύγχρονη αντίληψη του ευρυζωνικού µάρκετινγκ προτείνει τη σύναψη Συµφωνιών
Στάθµης Υπηρεσίας (Service Level Agreements – SLAs), µε τις οποίες ορίζεται από τα
εµπλεκόµενα µέρη το επίπεδο των υπηρεσιών που θα διατίθεται. ∆ίνεται δηλαδή η δυνατότητα
στον πελάτη να επιλέξει ανάµεσα σε ένα σύνολο διαφορετικών εκδοχών της υπηρεσίας,
διαφοροποιηµένων µε κάποια κλιµάκωση ποιότητας ως προς ορισµένα προσφερόµενα
χαρακτηριστικά, όπως η ταχύτητα ή ο δείκτης QoS, και φυσικά µε αντίστοιχη κλιµάκωση της
χρέωσης. Στα NGNs, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιλογή διατερµατικής ποιότητας
εξυπηρέτησης (end-to-end QoS). Εξάλλου, στις προδιαγραφές των δικτύων αυτών
συµπεριλαµβάνονται µηχανισµοί διαπραγµάτευσης QoS ανάλογα µε τις δυνατότητες του δικτύου
και των τερµατικών συστηµάτων και εντυπωσιακοί µηχανισµοί ελέγχου και διασφάλισης QoS κατά
τη διάρκεια των συνόδων, πράγµα πολύ σηµαντικό για την υποστήριξη απαιτητικών εφαρµογών,
όπως είναι οι περισσότερες πολυµεσικές εφαρµογές.
Σε ξεχωριστή ενότητα της εργασίας αυτής [βλ. εν. 2.6], παρουσιάζονται τα είδη των υπηρεσιών
που προσφέρονται στα σύγχρονα ασύρµατα δίκτυα, και κυρίως στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 3ης
Γενιάς (3rd Generation – 3G).

1.5. ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Όπως αναλύθηκε νωρίτερα, σε έναν κόσµο λογικής NGN δε θα υπάρχουν πια µονολιθικά,
άκαµπτα και οµοιόµορφα κάθετα δίκτυα µεµονωµένης λειτουργίας, αλλά µία συσκευή NGN θα
µπορεί να συνδέεται µέσω διαφορετικών δικτύων πρόσβασης, εκµεταλλευόµενη τη διαθεσιµότητά
όλων και τα ιδιαίτερα πλεονεκτήµατα του καθενός, κατά περίπτωση. Πρόκειται για µια καθολική
αντιµετώπιση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, πολύ πιο ολοκληρωµένη σε σχέση µε το παρελθόν.
Όταν πρόκειται για τερµατικές συσκευές ενσύρµατες, αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι οι χρήστες
µπορούν να συνδέονται µέσω ενσύρµατων δικτύων διαφορετικών ειδών και τεχνολογιών που
πιθανόν να είναι διαθέσιµα στα σηµεία στα οποία βρίσκονται.
Όταν όµως πρόκειται για χρήστες ασύρµατων συσκευών, υπεισέρχεται το ζήτηµα της
περιαγωγής. Σήµερα, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις δικτύων υπάρχουν οι κατάλληλοι µηχανισµοί
διαχείρισης της κινητικότητας των χρηστών ανάµεσα σε διαφορετικές περιοχές ασύρµατης
κάλυψης, εφόσον αυτές ανήκουν στο ίδιο δίκτυο ή ίσως και σε δίκτυα διαφορετικά, αλλά πάντως
ίδιας τεχνολογίας. ∆εν είναι όµως εφικτή η απρόσκοπτη περιαγωγή του χρήστη ανάµεσα σε δίκτυα
διαφορετικού είδους, παρά µόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Η σύσταση ITU-T Y.2001 ορίζει τη θεµελιώδη έννοια της γενικευµένης κινητικότητας
(generalized mobility): “Είναι η δυνατότητα που έχει ο χρήστης ή άλλες κινητές οντότητες να
επικοινωνούν και να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες, ανεξάρτητα από τις αλλαγές της φυσικής τους
θέσης ή του τεχνικού τους περιβάλλοντος. Ο βαθµός διαθεσιµότητας των υπηρεσιών µπορεί να
εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, συµπεριλαµβανοµένων των ικανοτήτων των δικτύων
πρόσβασης (access networks), των συµφωνιών στάθµης της παρεχόµενης υπηρεσίας (service level
24
agreements) µεταξύ του πάτριου δικτύου του χρήστη (user’s home network) και του επισκεπτόµενου
δικτύου (visited network) (εφόσον αυτό ενδείκνυται), κλπ.. Η κινητικότητα περιλαµβάνει τη
δυνατότητα των τηλεπικοινωνιών µε ή χωρίς συνέχεια της υπηρεσίας (service continuity).”
Η σχεδίαση µηχανισµών διαχείρισης κινητικότητας ανάµεσα σε διαφορετικά δίκτυα πρόσβασης
αποτελεί αν µη τι άλλο σηµαντικό βήµα προόδου, ακόµα και αν αυτοί δεν προβλέπουν τη
δυνατότητα συνέχειας της υπηρεσίας. Στην πραγµατικότητα, όµως, η έρευνα αυτήν τη στιγµή στον
τοµέα των τηλεπικοινωνιών εστιάζει στην εξεύρεση και βελτιστοποίηση τρόπων διευθέτησης του
ζητήµατος µε υποστήριξη της δυνατότητας αυτής.
Για να είναι κάτι τέτοιο εφικτό, απαιτούνται αρκετές τροποποιήσεις όσον αφορά το υλικό, το
λογισµικό και τα πρωτόκολλα των τερµατικών συσκευών και ορισµένων ακόµα κόµβων των
δικτύων πρόσβασης, µε τελικό αποτέλεσµα τα δίκτυα αυτά να τείνουν να συγκλίνουν σε όσα
σηµεία κρίνεται απαραίτητο.
Η έννοια της σύγκλισης, λοιπόν, έχει διττό χαρακτήρα στα NGNs: εκτός από τη σύγκλιση των
υπηρεσιών, στην οποία έγινε αναφορά παραπάνω [βλ. εν. 1.4], οι εξελίξεις βαδίζουν επίσης στην
κατεύθυνση της σύγκλισης των δικτύων (network convergence), µε στόχο να είναι εφικτή η
διαλειτουργικότητά τους. Αφενός, δηλαδή, συγκλίνουν οι υπηρεσίες για να είναι διαθέσιµες µέσω
διαφορετικών τεχνολογιών, αφετέρου συγκλίνουν οι τεχνολογίες για να µπορεί ο χρήστης να τις
χρησιµοποιεί χωρίς περιορισµούς.
∆ύο από τα είδη δικτύων στην κατεύθυνση της σύγκλισης και της συνεργατικότητας των οποίων
διεξάγεται αρκετή έρευνα είναι το Παγκόσµιο Σύστηµα Κινητών Επικοινωνιών (Universal Mobile
Telecommunications System – UMTS) [βλ. κεφ. 2] και τα Ασύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα (Wireless Local
Area Networks – WLANs) [βλ. κεφ. 3].
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συµβάλλουν στην αξία της επιδίωξης µιας τέτοιας προοπτικής. Ο
σηµαντικότερος ίσως είναι το γεγονός ότι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των δύο τύπων
δικτύων αλληλοσυµπληρώνονται, αφού το UMTS προσφέρει κάλυψη µεγάλης εµβέλειας για
πολλούς χρήστες και εντυπωσιακούς µηχανισµούς υποστήριξης κινητικότητας, αλλά µε σχετικά
µέτριους ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων, ενώ το WLAN είναι ένα δίκτυο περιορισµένης µεν
εµβέλειας, αλλά µε πολύ µεγαλύτερες ταχύτητες, σε µηδενικό σχεδόν κόστος. Με τη συνδυασµένη
λειτουργία των δύο αυτών δικτύων, µπορεί να επιτευχθεί η δυνατότητα εκτεταµένης κάλυψης, µε
υψηλές ταχύτητες.
Ουσιαστικά, ένας στόχος θα µπορούσε να είναι η επιλεκτική µεταφορά χρηστών από το UMTS
σε WLANs (εφόσον βέβαια υπάρχει διαθέσιµη κάλυψη), µε αποτέλεσµα την εκµετάλλευση των
πλεονεκτηµάτων των WLANs από τους χρήστες που συνδέονται σε αυτά, αλλά και την
αποσυµφόρηση του UMTS και άρα την εξοικονόµηση πόρων και την καλύτερη εξυπηρέτηση των
χρηστών που παραµένουν εκεί. Εξάλλου, πρόκειται για δύο δίκτυα ευρείας εφαρµογής, αφού τόσο
στο UMTS, ως διάδοχη κατάσταση του Παγκόσµιου Συστήµατος για τις Κινητές Επικοινωνίες
(Global System for Mobile Communications – GSM), όσο και στο WLAN, αντιστοιχούν
δισεκατοµµύρια συνολικά χρήστες ανά την υφήλιο. Αυτός είναι και άλλος ένας σηµαντικός λόγος
για τον οποίο η βελτιστοποίηση της συνεργατικότητας αυτών των δύο δικτύων αποτελεί
προτεραιότητα για την έρευνα σήµερα, η οποία βέβαια φαίνεται να τα αντιµετωπίζει προς το παρόν
περισσότερο ως δύο ξεχωριστά δίκτυα και λιγότερο ως δύο είδη τεχνολογιών πρόσβασης στα
πλαίσια µιας NGN λογικής.
Πρακτικά, για να είναι εφικτή η σύγκλιση των δύο αυτών δικτύων, θα χρειάζονταν
τροποποιήσεις, όπως αναφέρθηκε προηγουµένως, τόσο στις τερµατικές συσκευές, ώστε να είναι
ικανές να συνδέονται µε οποιοδήποτε από τα δύο δίκτυα, όσο και στους σταθερούς κόµβους των
δύο συστηµάτων, ώστε να είναι ενηµερωµένοι µε τα πρωτόκολλα του άλλου δικτύου και να είναι
σε θέση να διεκπεραιώνουν κατάλληλα την κίνηση όλων των δεδοµένων.
Με την επίτευξη της σύγκλισης στο επιθυµητό µέτρο, η περιαγωγή είναι εφικτή. Αποµένει όµως
η βελτιστοποίηση των διαδικασιών µεταποµπής (handover) ανάµεσα στα δύο αυτά δίκτυα, δηλαδή
της αυτόµατης µεταφοράς της σύνδεσης ενός τερµατικού από το ένα δίκτυο στο άλλο µε συνέχεια
της υπηρεσίας. Αντίστοιχα, χρειάζεται να σχεδιαστούν ειδικές ρυθµίσεις σχετικά και µε άλλους
µηχανισµούς, όπως οι µηχανισµοί παράδοσης κλήσεων.

25
Γενικώς, η διαχείριση ορισµένων από τα θέµατα που άπτονται της κινητικότητας µέσα σε ένα
ετερογενές δίκτυο µπορεί να αποτελέσει µία απαιτητική πρόκληση, συχνά µάλιστα χωρίς αρκετά
ικανοποιητικά αποτελέσµατα κατά την υλοποίηση. Ένας τρόπος να παρακαµφθούν πολλές από τις
τεχνικές δυσκολίες φαίνεται πως είναι η χρησιµοποίηση του Κινητού Πρωτοκόλλου ∆ιαδικτύου
(Mobile Internet Protocol – Mobile IP) [βλ. κεφ. 4], που επιτρέπει σε ασύρµατες τερµατικές
συσκευές να µετακινούνται ανάµεσα σε δίκτυα διατηρώντας µία µόνιµη διεύθυνση IP.

1.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στο χώρο των τηλεπικοινωνιών:
αφενός η συνεχής βελτίωση των τεχνολογικών δυνατοτήτων και αφετέρου οι ανάγκες της αγοράς
και το σχετικό οικονοµικό ενδιαφέρον οδηγούν στη σύσταση νέων δικτύων διαφορετικής δοµής και
λογικής. Τα δίκτυα αυτά αποκαλούνται ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς και είναι προσανατολισµένα στην
υποστήριξη σύγχρονων πολυµεσικών εφαρµογών για µια ευρεία γκάµα τερµατικών τεχνολογιών.
Στην πραγµατικότητα, ο ορισµός τους δεν είναι αυστηρός, ωστόσο είναι δεδοµένο ότι
αναφέρονται σε ευρυζωνικά IP δίκτυα, τα οποία από πλευράς αρχιτεκτονικής αποτελούνται από
µόλις δύο στρώµατα (το στρώµα µεταφοράς και το στρώµα υπηρεσιών) πάνω από το επίπεδο της
πρόσβασης, και µε τη γενική ιδέα ότι η διαθεσιµότητα των υπηρεσιών δεν πρέπει να εξαρτάται από
τον τρόπο σύνδεσης του χρήστη στο δίκτυο και τις τεχνολογίες µεταφοράς.
Η ιδέα αυτή µπορεί να αναλυθεί σε ορισµένες συνιστώσες.
Πρώτον, στα NGNs είναι πια απελευθερωµένος ο τοµέας της προσφοράς υπηρεσιών. Μπορούν
δηλαδή τρίτοι να προσφέρουν υπηρεσίες στους χρήστες ενός δικτύου, χωρίς οι ίδιοι να σχετίζονται
µε τη διαχείριση του ίδιου του δικτύου αυτού. Εκτός λοιπόν από τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι
ίδιοι οι πάροχοι δικτύου, είναι διαθέσιµες πλέον και υπηρεσίες από τρίτους παρόχους. Όλοι οι
πάροχοι υπηρεσιών ενδιαφέρονται κυρίως για την προώθηση ελκυστικών υπηρεσιών προστιθέµενης
αξίας και λιγότερο για τις κλασικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.
∆εύτερον, οι διαφορετικοί πιθανοί τρόποι πρόσβασης στο δίκτυο δεν περιορίζουν το χρήστη ως
προς την επιλογή των υπηρεσιών. Εποµένως, εκτός από την απελευθέρωση της προσφοράς
υπηρεσιών, είναι απελευθερωµένη και η επιλογή των υπηρεσιών. Επίσης, ο χρήστης είναι πλέον σε
θέση να συνάπτει µε τους παρόχους Συµφωνίες Στάθµης Υπηρεσίας και να επιλέγει το επιθυµητό
επίπεδο QoS (µε την ανάλογη χρέωση).
Και τρίτον, τα NGNs περιλαµβάνουν πράγµατι διάφορα σύγχρονα είδη δικτύων πρόσβασης,
ώστε να µπορεί κανείς να συνδέεται µε πολλούς τρόπους στο γενικότερο δίκτυο. Στον τοµέα των
ασύρµατων επικοινωνιών, αυτό έχει ως έµµεσο αποτέλεσµα την ενθάρρυνση της σύγκλισης των
διαφόρων τεχνολογιών και της υποστήριξης της γενικευµένης κινητικότητας.
∆ύο τέτοια είδη δικτύων, των οποίων η συνεργατική λειτουργία θα µπορούσε να έχει πολλά
πλεονεκτήµατα, είναι το δίκτυο UMTS και τα WLANs. Πρόκειται για δίκτυα µε τεράστια συνολική
έκταση κάλυψης παγκοσµίως, και µε χαρακτηριστικά που αλληλοσυµπληρώνονται µε πολύ
ενδιαφέροντα τρόπο.
Τα επόµενα κεφάλαια είναι αφιερωµένα στην επισκόπηση της δοµής και των χαρακτηριστικών
των δικτύων UMTS [βλ. κεφ. 2] και WLAN [βλ. κεφ. 3], καθώς και του Mobile IP [βλ. κεφ. 4], ενός
πρωτοκόλλου που διευκολύνει την ασύρµατη περιαγωγή, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η
παρουσίαση της µοντελοποίησης που έγινε µε τη βοήθεια της πλατφόρµας OPNET Modeler [βλ.
κεφ. 5] και ο σχολιασµός των αποτελεσµάτων των προσοµοιώσεων αυτής [βλ. κεφ. 6].

26
2. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ
∆ΙΚΤΥΟΥ UMTS

2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Παγκόσµιο Σύστηµα Κινητών Επικοινωνιών (Universal Mobile Telecommunications


System – UMTS) είναι το σπουδαιότερο σύστηµα κινητών επικοινωνιών 3ης Γενιάς.
Τα συστήµατα επικοινωνιών 3ης Γενιάς (3rd Generation systems – 3G) ονοµάστηκαν έτσι σε
αντιδιαστολή µε τις προηγούµενες γενιές κινητών επικοινωνιών: την αναλογική 1η γενιά, την
ψηφιακή 2η γενιά (που σήµανε και την επανάσταση της κινητής τηλεφωνίας) και τη γενιά 2.5, που
συνδύασε την τεχνολογία της 2ης γενιάς µε τη Γενική Πακετική Ραδιοϋπηρεσία (General Packet
Radio Service – GPRS).
Η 3η γενιά, που αντιστοιχεί στη γενιά προτύπων ∆ιεθνών Κινητών Τηλεπικοινωνιών 2000
(International Mobile Telecommunications 2000 – IMT-2000) της ∆ιεθνούς Ένωσης
Τηλεπικοινωνιών (International Telecommunications Union – ITU), προέκυψε την προηγούµενη
δεκαετία από την προσπάθεια για αναβάθµιση των υπαρχουσών υπηρεσιών της κινητής τηλεφωνίας
και των ρυθµών µετάδοσης δεδοµένων, ούτως ώστε να βελτιωθούν οι δυνατότητες και η
λειτουργικότητα του κινητού τερµατικού του χρήστη, δηλαδή ουσιαστικά να καταστούν ελκυστικές
και άλλες υπηρεσίες, πέραν της κλασικής τηλεφωνίας, όπως η πρόσβαση στο ∆ιαδίκτυο (Internet),
η ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mail), η τηλεεικονοδιάσκεψη (video conference), συναλλαγές,
υπηρεσίες ενηµέρωσης, υπηρεσίες ψυχαγωγίας, πολυµέσα κατ’ απαίτηση (multimedia on-demand),
κ.α..
Τα κυριότερο σύστηµα 3ης γενιάς που επεδίωξε να καθιερωθεί ήταν το UMTS, που στηρίζεται
στην Ευρυζωνική Πολλαπλή Προσπέλαση ∆ιαίρεσης Κώδικα (Wideband Code Division Multiple
Access – W-CDMA). Τελικά επικράτησε απόλυτα, επειδή αποτελεί ουσιαστικά µία µετεξέλιξη του
Παγκόσµιου Συστήµατος για τις Κινητές Επικοινωνίες (Global System for Mobile
Communications – GSM), της πιο διαδεδοµένης, δηλαδή, προϋπάρχουσας τεχνολογίας, γύρω από
την οποία εκτυλίσσονται όλες οι σηµαντικές εξελίξεις στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας. Το UMTS
αναµένεται σταδιακά και οµαλά να αντικαταστήσει πλήρως το GSM, αξιοποιώντας όµως σε πολύ
µεγάλο βαθµό τις υποδοµές του. Το UMTS προωθείται στηριζόµενο πάνω σε µία διεθνή
πρωτοβουλία τυποποίησης που ονοµάζεται Έργο Εταιρικής Συνεργασίας 3ης Γενιάς (3rd
Generation Partnership Project – 3GPP).
Το UMTS θα πρωταγωνιστήσει, βέβαια, και στην εποχή των συστηµάτων 4ης γενιάς (4th
Generation systems – 4G), που αναµένεται να ακολουθήσει.
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται η λογική και η δοµή του UMTS (αρχιτεκτονική,
πρωτόκολλα, κλπ.), τα χαρακτηριστικά και οι προδιαγραφές του, και εξετάζονται ορισµένα
σηµαντικά θέµατα, όπως η µεταγωγή ή µεταποµπή (handover or handoff) [βλ. εν. 2.8].

2.2. ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ Ι∆ΕΑ ΚΑΙ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ ∆ΙΚΤΥΟΥ

Το σύστηµα UMTS θα παίξει πρακτικά το ρόλο της διάδοχης του GSM κατάστασης,
κληρονοµώντας την κύρια δοµή του.
Το σύστηµα GSM στηρίχθηκε στη λογική των κυψελών, κάτι που συνηθίζεται να εκφράζεται
γενικά µε τον όρο κυτταρική ιδέα (cellular concept). Με βάση αυτήν, ο γεωγραφικός χώρος είναι
27
τµηµατοποιηµένος σε κυψέλες ή κύτταρα ή κελιά (cells), καθένα από τα οποία ελέγχεται από
κάποιον σταθµό βάσης (base station). Ο κινητός χρήστης µπορεί να συνδεθεί σε οποιονδήποτε
ελεύθερο ραδιο-δίαυλο, ανάλογα µε τη θέση του. O κατάλληλος σταθµός βάσης προσδιορίζεται µε
µια διαδικασία που ονοµάζεται εντοπισµός (locating). Οι διάφοροι ραδιο-δίαυλοι συγκεντρώνονται
µεταξύ τους σε έναν κοινό κορµό. Η διαδικασία της οµαλής µεταφοράς του χρήστη από κάποιον
ραδιο-δίαυλο σε έναν άλλον ονοµάζεται µεταγωγή ή µεταποµπή (handover ή handoff) [βλ. εν. 2.8].
Η εµβέλεια του κάθε σταθµού βάσης µπορεί να καθορίζεται διαφορετικά κατά το σχεδιασµό του
δικτύου, ρυθµίζοντας την ισχύ εκποµπής της κεραίας αναλόγως, µε αποτέλεσµα να προκύπτουν
κελιά διαφορετικών µεγεθών ή και τάξεων µεγεθών. Βέβαια, η εµβέλεια είναι κάτι το οποίο
εξαρτάται και από το κατώφλι ευαισθησίας των κεραιών των κινητών συσκευών, ενώ σηµαντικό
ρόλο παίζει φυσικά και το ανάγλυφο του γεωγραφικού τοπίου και ο χαρακτήρας της περιοχής, ή
γενικότερα το είδος των εµποδίων που παρεµβάλλονται.
Υπάρχουν διάφορα µαθηµατικά µοντέλα για το θεωρητικό υπολογισµό των παραπάνω. Ένα
από αυτά είναι το µοντέλο ελευθέρου χώρου (free space model), το οποίο βασίζεται στον τύπο του
Friis, ο οποίος, στηριζόµενος σε κάποιες ιδανικές παραδοχές, µας δίνει τη λαµβανόµενη σε κάποια
απόσταση ισχύ ως προς την ισχύ εκποµπής, για δεδοµένη συχνότητα και γνωστά κέρδη κεραιών:

Pr λ2
= G r ⋅ Gt ⋅ (2.1), όπου:
Pt (4 ⋅ π ⋅ d )2
Pr : λαµβανόµενη ισχύς
Pt : εκπεµπόµενη ισχύς
Gr : κέρδος (απολαβή) κεραίας λήψης
Gt : κέρδος (απολαβή) κεραίας εκποµπής
λ : µήκος κύµατος
d : απόσταση

Εάν εκφραστούν όλα τα µεγέθη σε dB, τότε έχουµε:

Pr [dB] = Pt [dB] + Gr [dB] + Gt [dB] − FSPL [dB] (2.2), όπου:

FSPL : Απώλειες Ελευθέρου Χώρου (Free Space Path Loss), που ισοδυναµούν µε:

2 2
 4⋅π ⋅ d   4⋅π ⋅ d ⋅ f   4⋅π 
FSPL[dB] = 10 ⋅ log10   = 10 ⋅ log10   = 20 ⋅ log10   + 20 ⋅ log10 d + 20 ⋅ log10 f
 λ   c   c 
= 20 ⋅ log10 d + 20 ⋅ log10 f − 147,55 [dB]

Εάν προτιµηθεί η έκφραση της συχνότητας f σε MHz και της απόστασης d σε km, τότε είναι:

FSPL [dB ] = 20 ⋅ log10 d + 20 ⋅ log10 f + 32,45 [dB ] (2.3)

Με δεδοµένο ότι οι κεραίες των σταθµών βάσης είναι συνήθως πανκατευθυντικές, η εµβέλεια
του κάθε ποµποδέκτη απλώνεται σε µια ακτίνα, σχηµατίζοντας θεωρητικά έναν κύκλο. Καθένας
από αυτούς τους κύκλους αντιστοιχεί σε µία κυψέλη. Επειδή, όµως, οι κύκλοι καθιστούν αδύνατο
το σχεδιασµό χωρίς την ύπαρξη πολλών κενών και επικαλύψεων, είθισται να σχεδιάζονται οι
κυψέλες ως κανονικά πολύγωνα και συγκεκριµένα ως κανονικά εξάγωνα, καθένα από τα οποία
είναι ουσιαστικά εγγεγραµµένο στον κύκλο στον οποίο αντιστοιχεί.
Εκτός από το µοντέλο της µίας πανκατευθυντικής κεραίας στο κέντρο κάθε κυψέλης, υπάρχουν
διάφορα άλλα εναλλακτικά σενάρια. Το πιο σηµαντικό από αυτά προτείνει την τοποθέτηση 3

28
κατευθυντικών κεραιών µε γωνιώδη ανακλαστήρα 120° σε 3 γωνίες της κάθε κυψέλης. Η δοµή
αυτή συµβάλλει στην καταπολέµηση του φαινοµένου της συγκαναλικής παρεµβολής (co-channel
interference) [βλ. εν. 2.9] και γι’ αυτό έχει µεγαλύτερη εφαρµογή σε αστικά περιβάλλοντα, όπου η
εµφάνιση αυτού του είδους της παρεµβολής είναι εντονότερη. Αντίθετα, το κλασικό µοντέλο µε
την πανκατευθυντική κεραία εφαρµόζεται περισσότερο σε µη αστικά περιβάλλοντα.

Σχήµα 2.1: Συνδυασµοί κεραιών σε µία κυψέλη, πηγή: [28]

Σε κάθε περίπτωση, µας δίνεται η δυνατότητα να επαναχρησιµοποιούµε κάθε τόσο ραδιο-


διαύλους µε ίδια ονοµαστική συχνότητα φορέα, αρκεί να τηρούνται κάποια κριτήρια απόστασης
µεταξύ τους. Έτσι, συγκροτούνται κυτταρικά συγκροτήµατα που ονοµάζονται υπερκύτταρα
(clusters), που αποτελούνται από έναν αριθµό κυττάρων που έχουν όλα διαφορετικές συχνότητες
µεταξύ τους. Ο αριθµός των (οµοίου µεγέθους) κυττάρων που µπορεί να έχει ένα συγκρότηµα
χωρίς καµία επαναχρησιµοποίηση συχνότητας ονοµάζεται παράγοντας επαναχρησιµοποίησης
(frequency reuse factor) και συµβολίζεται µε N.
Στο κλασικό µοντέλο µε την πανκατευθυντική κεραία, εάν C είναι ο συνολικός αριθµός των
διαθέσιµων συχνοτήτων λειτουργίας του συστήµατος, τότε ο αριθµός των συχνοτήτων λειτουργίας
σε κάθε κύτταρο θα είναι S = C N . Στο µοντέλο µε τις κατευθυντικές κεραίες, θα είναι γενικώς
S ′ = (3 ⋅ C ) N , δηλαδή S ′ = 3 ⋅ S .
Ένα άλλο σηµαντικό µέγεθος είναι ο λόγος D R . Για το κλασικό σενάριο της
πανκατευθυντικής κεραίας, αποδεικνύεται ότι:

D R = 3⋅ N (2.4), όπου:

D: η απόσταση των κέντρων δύο γειτονικών κυττάρων


R: η ακτίνα ενός κυττάρου

Ο τύπος που χρησιµοποιείται συνήθως για το συσχετισµό του λόγου D R µε το λόγο φέροντος-
προς-παρεµβολή (carrier to interference – C I ) είναι ο εξής:

1
⋅ (D R )
γ
C I= (2.5)
6

Το γ εκφράζει τις απώλειες διάδοσης διαδροµής (propagation path loss). Υπολογίζεται µε τη


βοήθεια µετρήσεων. Για ένα συνηθισµένο αστικό περιβάλλον η τιµή του κυµαίνεται γύρω στο 4.
Επίσης, πειράµατα έχουν καταλήξει στο συµπέρασµα ότι ένα µέτρο καλής σχεδίασης του
συστήµατος αντιστοιχεί στο εξής κριτήριο: (C I )[dB ] 〉 18 dB .
Με βάση τα παραπάνω και τους τύπους (4) και (5), υπολογίζεται ότι:

29
(C I )[dB ] 〉 18 dB ⇔ (C I )〉 63,1 ⇔ 1 ⋅ (D R )4 〉 63,1 ⇔ 1 ⋅ ( ) 〉 63,1 ⇔ 9 ⋅ N
4
3⋅ N 2
〉 6 ⋅ 63,1
6 6
6 ⋅ 63,1
⇔ N〉 ⇔ N 〉 6,5 ⇒ N = 7
9

Εποµένως, για περιβάλλον πόλης και για το σενάριο της πανκατευθυντικής κεραίας, ως
επαρκής τιµή του παράγοντα επαναχρησιµοποίησης κρίνεται το 7.

3
6 1 3
4 6 1
7 2 4
5 7 2
5
Σχήµα 2.2: Επαναχρησιµοποίηση συχνοτήτων µε συντελεστή επαναχρησιµοποίησης Ν=7, πηγή: [22]

Όταν σε κάποιο κύτταρο παρουσιάζεται αυξηµένη κίνηση που δε διεκπεραιώνεται


ικανοποιητικά, είναι λογικό να αποφασιστεί ο κυτταρικός διαχωρισµός ή διαίρεση κυψέλης (cell
splitting), δηλαδή διάσπαση του γεωγραφικού χώρου ενός κυττάρου και ανάθεσή του σε
περισσότερα κύτταρα.
Γενικότερα, το µέγεθος των κυψελών ποικίλει, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, και αναλόγως
µε αυτό ορίζονται τα παρακάτω είδη κυψελών:

• κυψέλες µέγιστης κάλυψης (overlay cells): Έχουν ακτίνα κάλυψης εκατοντάδων


χιλιοµέτρων, χρησιµοποιούνται σε περιοχές αποµακρυσµένες και φωτίζονται
ηλεκτροµαγνητικά από δορυφόρους
• υπερκυψέλες (hyper-cells): Έχουν ακτίνα κάλυψης δεκάδων χιλιοµέτρων και
χρησιµοποιούνται σε αραιοκατοικηµένες επαρχιακές περιοχές.
• µακροκυψέλες (macro-cells): Έχουν ακτίνα κάλυψης από 1 έως 20 περίπου χιλιόµετρα και
χρησιµοποιούνται σε επαρχιακές περιοχές.
• µικροκυψέλες (micro-cells): Έχουν ακτίνα κάλυψης κάποιων εκατοντάδων µέτρων και
χρησιµοποιούνται σε κεντρικές περιοχές πόλεων.
• πικοκυψέλες (pico-cells): Έχουν ακτίνα κάλυψης µικρότερη των 100 µέτρων και
χρησιµοποιούνται κυρίως για την κάλυψη εντός κτιρίων.
• επιλεκτικές κυψέλες (selective cells): Έχουν περιορισµένη, στοχευµευµένη, κατευθυντική
κάλυψη (π.χ. σε κάποιο τούνελ).

Επίσης, προβλέπεται συχνά η ύπαρξη κάποιων κυττάρων που υπερκαλύπτουν τα µικρότερα


επιµέρους κύτταρα κάποιας γεωγραφικής περιοχής, ώστε να εξυπηρετούν τους χρήστες που
εντοπίζεται ότι κινούνται µε µεγάλες ταχύτητες και να αποφεύγονται έτσι οι συχνές µεταποµπές που
επιβαρύνουν το σύστηµα, αντλώντας συνεχώς πόρους [βλ. εν. 2.8].

30
Σχήµα 2.3: Προσέγγιση κυττάρου-οµπρέλας, πηγή: [3]

2.3. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ∆ΟΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑ∆ΕΣ

Μια στοιχειώδης άποψη του συστήµατος UMTS παρουσιάζεται σχηµατικά παρακάτω:

Σχήµα 2.4: Βασική αρχιτεκτονική UMTS, πηγή: [28]

Μπορούν να ξεχωριστούν τα επιµέρους τµήµατα και οι δοµικές µονάδες του παραπάνω


σχήµατος.

• Εξοπλισµός Χρήστη (User Equipment – UE)

Αποτελείται από την κάρτα USIM και την Κινητή Συσκευή.


Η USIM (Μονάδα Καθολικής Ταυτότητας Συνδροµητή – Universal Subscriber Identity Module)
είναι µία κάρτα αντίστοιχη µε την κάρτα SIM (Μονάδα Ταυτότητας Συνδροµητή – Subscriber
Identity Module) του GSM, αλλά µε πολύ µεγαλύτερη χωρητικότητα (της τάξεως των MB, αντί για
kB), η οποία περιέχει τις πληροφορίες για τη σύνδεση του χρήστη στο δίκτυο UMTS και την
ταυτοποίησή του.
Η Κινητή Συσκευή (Mobile Equipment – ME) έχει την κατάλληλη τεχνολογία για την
πραγµατοποίηση ασύρµατων ζεύξεων µε το δίκτυο και τη διαχείριση των διαφόρων εφαρµογών
στις οποίες ενδιαφέρεται να αποκτήσει πρόσβαση ο συνδροµητής.

31
Από άποψη προτύπων και ειδικών χαρακτηριστικών, o UE αποτελείται από καινούρια
πρωτόκολλα, σε σχέση µε το GSM, ο σχεδιασµός των οποίων στηρίχθηκε στις ανάγκες της W-
CDMA. Η σύνδεση του UE µε το δίκτυο γίνεται στο UTRAN, µέσω διεπαφής Uu, που βασίζεται
στη W-CDMA.
Μία φορητή συσκευή UE µπορεί να συνδεθεί ταυτόχρονα µε περισσότερες από µία κυψέλες.

• ∆ίκτυο Επίγειας Ασύρµατης Πρόσβασης UMTS (UMTS Terrestrial Radio Access


Netwrok – UTRAN)

Το UTRAN είναι το κοµµάτι του δικτύου που µεσολαβεί για τη σύνδεση µιας συσκευής UE µε
το κυρίως δίκτυο και χειρίζεται γενικώς όλη την ασύρµατη λειτουργία του συστήµατος. Σηµαντικές
λειτουργίες µέσα στο UTRAN είναι η ∆ιαχείριση Ασύρµατων Πόρων (Radio Resource Management
– RRM) και η ∆ιαχείριση Μεταποµπής (Handoff Management).
Το UTRAN αποτελείται από τους Ελεγκτές Ασύρµατης Πρόσβασης (Radio Network
Controllers – RNCs) και τους σταθµούς βάσης (base stations), που ονοµάζονται Κόµβοι-Β (Node-
Bs).
Κάθε Node-B είναι υπεύθυνος για την εκποµπή και λήψη στις κυψέλες που διαχειρίζεται. Κάθε
RNC ελέγχει έναν ή περισσότερους Node-Bs. Ένας RNC µαζί µε τους συνδεδεµένους σε αυτόν
Node-Bs αποτελούν ένα Υποσύστηµα Ασύρµατης Πρόσβασης (Radio Network Subsystem – RNS).
Ο RNC είναι υπεύθυνος για το γενικό έλεγχο των λογικών πόρων των Node-Bs. Οι Node-Bs
συµβάλλουν πραγµατοποιώντας µετρήσεις για τη στάθµη ισχύος (power level), το δείκτη
Ποιότητας Υπηρεσιών (Quality of Service – QoS), κλπ., ενώ και ο UE πραγµατοποιεί µετρήσεις
ισχύος στην πλευρά του.
Ο κάθε Node-B αποστέλλει δεδοµένα προς τον RNC. Ο RNC λαµβάνει τα δεδοµένα όλων των
Node-Bs του RNS του και προσαρµόζει τις παραµέτρους του υποσυστήµατος. Ο RNC ελέγχει τη
στάθµη ισχύος του σήµατος, διαχειρίζεται την ανταλλαγή πρωτοκόλλων και την τηλεπικοινωνιακή
κίνηση, είναι υπεύθυνος για την αποδοχή των κλήσεων, τη δροµολόγηση πακέτων, καθώς και για
τις µεταποµπές µεταξύ διαφορετικών RNSs. Βέβαια, υπάρχει η σχετική συνεργασία µε τους
αντίστοιχους µηχανισµούς του κυρίως δικτύου.
Τα πρωτόκολλα και τα χαρακτηριστικά του UTRAN είναι επίσης αρκετά διαφοροποιηµένα, σε
σχέση µε το αντίστοιχο κοµµάτι του δικτύου GSM. Η σύνδεσή του µε το CN γίνεται µέσω διεπαφής
Iu.

• ∆ίκτυο Κορµού (Core Network – CN)

Το CN αποτελεί µια οµαλή εξέλιξη του κεντρικού µέρους του δικτύου GSM.
To CN είναι συνδεδεµένο αφενός µε το UTRAN και αφετέρου µε άλλα εξωτερικά δίκτυα, όπως
το Internet, άλλα κινητά δίκτυα, το ∆ηµόσιο Τηλεφωνικό ∆ίκτυο Μεταγωγής (Public Telephone
Switched Network – PSTN), κ.α.. Το CN υλοποιεί τη µεταγωγή και τη δροµολόγηση των κλήσεων
και τη διασύνδεση µε άλλα εξωτερικά δίκτυα, ενώ είναι υπεύθυνο για πολλές άλλες λειτουργίες,
όπως η ταυτοποίηση και ο εντοπισµός των χρηστών.
∆ιαιρείται σε δύο πεδία: το πεδίο Μεταγωγής Κυκλώµατος (Circuit Switched – CS), το οποίο
θυµίζει πολύ το αντίστοιχο κοµµάτι του δικτύου GSM, και το πεδίο Μεταγωγής Πακέτων (Packet
Switched – PS), διότι το UMTS χρησιµοποιεί και τα δύο είδη µεταγωγών, σε αντίθεση µε τα
περισσότερα προγενέστερα συστήµατα κυψελωτών επικοινωνιών.
Το CS περιλαµβάνει τις οντότητες που υποστηρίζουν υπηρεσίες προσανατολισµένες σε
σύνδεση, που σηµαίνει ότι οι πόροι του δικτύου δεσµεύονται κατά την εκκίνηση της υπηρεσίας και
απελευθερώνονται µε το πέρας αυτής. Αποτελείται από τους εξής κόµβους:

1. Κέντρο Μεταγωγής Κινητών Υπηρεσιών (Mobile Services Switching Center – MSC):


Πρόκειται για έναν κόµβο µεταγωγής. Ουσιαστικά δροµολογεί τα δεδοµένα των υπηρεσιών
µεταγωγής κυκλώµατος εντός του δικτύου UMTS. Ένα MSC διαχειρίζεται πολλά RNCs, ενώ

32
είναι συνδεδεµένο µε τις βάσεις δεδοµένων του δικτύου, όπως η βάση HLR και η βάση
VLR. Τέλος, διαχειρίζεται την κινητικότητα των χρηστών, όσον αφορά υπηρεσίες
µεταγωγής κυκλώµατος.

2. ∆ιαβιβαστικό Κέντρο Μεταγωγής Κινητών Υπηρεσιών (Gateway MSC – GMSC): Το


GMSC είναι συνδεδεµένο µε τα MSCs. ∆ιασυνδέει το δίκτυο µε άλλα δίκτυα µεταγωγής
κυκλώµατος, όπως το PSTN.

3. Καταχωρητής Θέσης Επισκεπτών (Visitor Location Register – VLR): Όπως ακριβώς στο
GSM, έτσι και στο UMTS, υπάρχει η συγκεκριµένη βάση δεδοµένων. Συνήθως µία βάση
VLR αντιστοιχεί σε ένα MSC. Ο καταχωρητής VLR αποθηκεύει προσωρινές πληροφορίες
για τον κάθε χρήστη σχετικά µε την ταυτοποίηση, την ασφάλεια, κ.α.. Η βάση VLR
λαµβάνει την αρχική πληροφορία από τη βάση HLR και αναλαµβάνει να την ενηµερώνει
για τις διάφορες µεταβολές. Οι συναλλαγές µεταξύ VLR και HLR γίνονται µέσω ενός MSC.

Το CS είναι επίσης το πεδίο που συνδέεται και µε τα υποσυστήµατα και τις βαθµίδες που το
UMTS έχει κληρονοµήσει από το GSM. Γενικώς, το δίκτυο UMTS είναι σχεδιασµένο µε τέτοιο
τρόπο ώστε τα υποδίκτυά του να µπορούν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα, ένα στοιχείο
απαραίτητο για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας µε άλλα συστήµατα 3G, αλλά και για την
εξασφάλιση της συµβατότητας ανάµεσα σε διαφορετικά είδη δικτύων, όπως το UMTS και το GSM.
Το PS, αντίθετα, περιλαµβάνει τις οντότητες που υποστηρίζουν υπηρεσίες που χρησιµοποιούν
πακετικό τύπο σύνδεσης, που σηµαίνει ότι οι πληροφορίες και τα δεδοµένα µεταφέρονται
τµηµατικά, σε ανεξάρτητα πακέτα, κάθε ένα εκ των οποίων δροµολογείται ανεξάρτητα από τα
υπόλοιπα και µπορεί να χρησιµοποιήσει διαφορετικούς πόρους του συστήµατος, ανάλογα µε την
κατάσταση µέσα σε αυτό. Το PS αποτελείται από τους εξής κόµβους (σε αντιστοιχία µε το CS):

1. Κόµβος Υποστήριξης GPRS εξυπηρέτησης (Serving GPRS Support Node – SGSN): Είναι
ο αντίστοιχος του MSC κόµβος στο πεδίο αυτό. ∆ροµολογεί, δηλαδή, τα δεδοµένα των
υπηρεσιών µεταγωγής πακέτων εντός του δικτύου UMTS. Επίσης, διαχειρίζεται τα RNCs
που είναι συνδεδεµένα σε αυτόν, ενώ αλληλεπιδρά και µε τις βάσεις δεδοµένων του
δικτύου. ∆ιαχειρίζεται, τέλος, την κινητικότητα των χρηστών, όσον αφορά υπηρεσίες
µεταγωγής κυκλώµατος.

2. Κόµβος Υποστήριξης Πυλών GPRS (Gateway GPRS Support Node – GGSN): Είναι ο
αντίστοιχος του GMSC κόµβος σε αυτό το πεδίο. ∆ιασυνδέει τους SGSNs µε εξωτερικά
δίκτυα µεταγωγής πακέτων, όπως το X.25 και το Internet. Μπορεί να ενθυλακώνει
εισερχόµενα πακέτα από εξωτερικά δίκτυα και να τα δροµολογεί στον SGSN.

Τέλος, υπάρχουν και οι εξής κόµβοι στο CN, οι οποίοι δεν εντάσσονται σε κανένα από τα δύο
ειδικά πεδία:

1. Καταχωρητής Θέσης Συνδροµητών ∆ικτύου (Home Location Register – HLR): Η βάση


HLR αποθηκεύει τα δεδοµένα των χρηστών που παραµένουν σχετικά σταθερά στο χρόνο,
όπως συνέβαινε και στο GSM. Πρόκειται για δεδοµένα αναγνωριστικά, πληροφορίες για τις
υπηρεσίες του δικτύου στις οποίες αποκτά πρόσβαση ο συνδροµητής κ.α..

2. Κέντρο Πιστοποίησης (Authentication Center – AuC): Κατά την έναρξη της συνδροµής
από το χρήστη, ξεκινούν να φορτώνονται στον κόµβο αυτόν διάφορες πληροφορίες
ταυτοποίησης και κρυπτογράφησης για τους συνδροµητές. Ο κόµβος AuC είναι
συσχετισµένος µε τον HLR.

33
3. Καταχωρητής Ταυτότητας Εξοπλισµού (Equipment Identity Register – EIR): Στη βάση
αυτή καταχωρούνται στοιχεία σχετικά µε προβληµατικές ή ύποπτες συσκευές, σύµφωνα µε
έναν ειδικό αριθµό της κάθε συσκευής, που ονοµάζεται ∆ιεθνής Ταυτότητα Κινητού
Εξοπλισµού (International Mobile Equipment Identity – IMEI). Μερικές φορές η βάση EIR
είναι ενσωµατωµένη σε µία βάση HLR.

Θα πρέπει ίσως να προστεθεί η υπενθύµιση ότι τα παραπάνω αφορούν τη σύνδεση του χρήστη
µε το επίγειο µέρος του δικτύου UMTS. Θεωρητικά, προβλέπεται και δυνατότητα σύνδεσης του
χρήστη µε το δίκτυο µέσω δορυφόρου. Πρόκειται για µία ξεχωριστή περίπτωση, που δεν αποτελεί
ωστόσο τον κανόνα στις κυψελωτές επικοινωνίες.
Μια πιο ολοκληρωµένη άποψη της αρχιτεκτονικής του επίγειου µέρους του δικτύου UMTS
παρουσιάζεται στο επόµενο σχήµα.

Σχήµα 2.5: Αρχιτεκτονική UMTS, πηγή: [52]

2.4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ

Στο παραπάνω σχήµα, εκτός από τους διάφορους κόµβους, διακρίνονται και οι διεπαφές του
συστήµατος UMTS. Οι κυριότερες διεπαφές του συστήµατος UMTS είναι: η ασύρµατη διεπαφή Uu
(που συνδέει την κινητή συσκευή µε το επίγειο δίκτυο), η διεπαφή Iub (που συνδέει τους Node-Bs
µε τους RNCs) και η διεπαφή Iu-PS (που συνδέει το UTRAN µε το PS µέρος του CN). Επίσης, µία
άλλη σηµαντική διεπαφή που δε φαίνεται στο παραπάνω σχήµα είναι η διεπαφή Iur, που συνδέει
δύο RNCs µεταξύ τους, παίζοντας µεγάλο ρόλο στη διαδικασία της µεταποµπής [βλ. εν. 2.8].
Στο παρακάτω σχήµα παρατίθενται απλουστευτικά οι στοίβες πρωτοκόλλων (protocol stacks)
για τις τέσσερις αυτές βασικές διεπαφές του UMTS, σχεδιασµένες µε βάση τα επίπεδα του µοντέλου
OSI.

34
Σχήµα 2.6: Στοίβες πρωτοκόλλων για τις διεπαφές: α) Uu, β) Iub, γ) Iur, δ) Iu-PS, πηγή: [27]

Η βασικότερη διεπαφή είναι η Uu, αφού αποτελεί την ασύρµατη διεπαφή του δικτύου. Στο µεν
ο
1 επίπεδο OSI, το επίπεδο φυσικού µέσου (physical layer), αντιστοιχούν οι τεχνικές πρόσβασης που
θα αναλύθούν στη σχετική ενότητα του κεφαλαίου [βλ. εν. 2.7]. Στο δε 2ο επίπεδο OSI, το επίπεδο
ζεύξης δεδοµένων (data link layer), ξεχωρίζουν δύο βασικά πρωτόκολλα: το πρωτόκολλο του
υποεπιπέδου Ελέγχου Πρόσβασης στο Μέσο (Medium Access Control sub-layer protocol – MAC)
του UMTS και το πρωτόκολλο Ελέγχου Ραδιοζεύξης (Radio Link Control protocol – RLC). Το
MAC προσφέρει υπηρεσίες µεταφοράς δεδοµένων σε λογικά κανάλια, δηλαδή αντιστοιχίζει λογικά
κανάλια σε κανάλια µεταφοράς, για την επικοινωνία του φυσικού επιπέδου µε τα παραπάνω
επίπεδα. Η σηµαντικότερη λειτουργία του είναι η διαχείριση των προτεραιοτήτων, τόσο µεταξύ των
διαφόρων συνδεδεµένων τερµατικών συσκευών όσο και µεταξύ ροών δεδοµένων που αντιστοιχούν
στην ίδια συσκευή. Επίσης, ασχολείται µε τον έλεγχο της κίνησης, την κρυπτογράφηση, κ.α.. Το
RLC αφορά διαδικασίες µεταφοράς δεδοµένων, όπως για παράδειγµα τον τεµαχισµό σε πακέτα,
ενώ µπορεί να είναι υπεύθυνο και για θέµατα που άπτονται του QoS. Μερικές φορές αναφερόµαστε
και σε άλλο ένα πρωτόκολλο, το πρωτόκολλο Ελέγχου Ασύρµατων Πόρων (Radio Resource Control
protocol – RRC), το οποίο, όπως υποδηλώνει το όνοµά του, ελέγχει τους ασύρµατους πόρους του
δικτύου, συµβάλλοντας παράλληλα και στη διαχείριση της κινητικότητας. Τέλος, στο 3ο επίπεδο
OSI, το επίπεδο δικτύου (network layer), υπάρχουν πρωτόκολλα όπως το Ελέγχου
Εκποµπής/Πολυεκποµπής (Broadcast/Multicast Control protocol – BMC) και το Πρωτόκολλο
Σύγκλισης Πακέτων ∆εδοµένων (Packet Data Convergence Protocol – PDCP), που αφορούν τη
µεταφορά της πληροφορίας, χωρίς να σχετίζονται µε τη µεταφορά δεδοµένων ελέγχου. Ιδιαίτερα το
PDCP ρυθµίζει την ανταλλαγή πακέτων µεταξύ κινητής συσκευής και δικτύου και το BMC τις
διαδικασίες εκποµπής. Τα περισσότερα από τα παραπάνω πρωτόκολλα συναντώνται και σε άλλες
διεπαφές.
Το σπουδαιότερο πρωτόκολλο των ενσύρµατων διεπαφών του UMTS είναι το πρωτόκολλο
Ασύγχρονου Τρόπου Μεταφοράς (Asynchronous Transfer Mode protocol – ATM) που υλοποιεί το
επίπεδο ζεύξης δεδοµένων (2ο επίπεδο OSI). Πάνω από αυτό, χρησιµοποιούνται πρωτόκολλα
Στρωµάτων Προσαρµογής ATM (ATM Adaptation Layers protocols – AALs), όπως το AAL2 και το
AAL5, που ρόλος τους είναι η κατάλληλη µετατροπή των δεδοµένων ώστε να µπορούν να
µεταδοθούν από το ATM.
Στην ενσύρµατη διεπαφή Iur αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά, διότι είναι µία διεπαφή
καινούρια, µιας και στο GSM οι αντίστοιχοι µε τα RNC κόµβοι του δικτύου δε συνδέονταν
απευθείας µεταξύ τους. Ουσιαστικά εξυπηρετεί την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά µε θέµατα
πόρων του δικτύου, αλλά κυρίως τη συνεννόηση για τη διαδικασία των µεταποµπών, όπως
αναφέρθηκε και νωρίτερα. Το πρωτόκολλο που καθορίζει κυρίως αυτήν τη διαδικασία είναι το
πρωτόκολλο Τµήµατος Εφαρµογής Υποσυστήµατος Ασύρµατου ∆ικτύου (Radio Network Subsystem
Application Part protocol – RNSAP).

35
Το σηµαντικότερο πρωτόκολλο της διεπαφής Iu-PS, που συνδέει το UTRAN µε το κυρίως
µέρος του δικτύου, είναι αντίστοιχα το πρωτόκολλο Τµήµατος Εφαρµογής ∆ικτύου Ασύρµατης
Πρόσβασης (Radio Access Network Application Part protocol – RANAP). Παρέχει υπηρεσίες που
σχετίζονται µε τη διαχείριση ροής, τον εντοπισµό θέσης των χρηστών, την εποπτεία της
κατάστασης του συστήµατος, τη διαχείριση σφαλµάτων, την κρυπτογράφηση, κ.α..
Τέλος, πρωτόκολλα ιδιαίτερης βαρύτητας υπάρχουν και σε άλλες διεπαφές, όπως για
παράδειγµα το Πρωτόκολλο Σήραγγας GPRS (GPRS Tunnelling Protocol – GTP) που ανήκει
κυρίως στη διεπαφή Gn (µεταξύ δηλαδή SGSN και GGSN) και είναι υπεύθυνο για τη δηµιουργία
των κατάλληλων δοµών για τη µεταφορά της πληροφορίας.

2.5. ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Από την πρώτη κιόλας έκδοση του UMTS, την Έκδοση ’99 (Release ‘99), πάνω στην οποία
βασίστηκαν και οι πρώτες εµπορικές υπηρεσίες UMTS και οι προδιαγραφές της οποίας καθόρισαν
τη βασική αρχιτεκτονική του συστήµατος, δόθηκε γενικώς µεγάλη έµφαση στη δυνατότητα οµαλής
µετάβασης από τα GSM στα UMTS δίκτυα και στη διασύνδεση που θα είχαν µεταξύ τους ώστε να
µπορούν να λειτουργούν συνεργατικά. Άλλωστε, το µεγάλο πλεονέκτηµα του UMTS ήταν ότι
επρόκειτο για ένα δίκτυο αναδροµικά συµβατό µε το GSM (GSM backward compatible).
Ιδιαίτερη σηµασία δόθηκε επίσης στην τεχνολογία του GPRS, όσον αφορά τη λειτουργία πακέτου
(packet mode).
Παρ’ όλα αυτά, το UMTS εισάγει πολλές βασικές καινοτοµίες, σε σχέση µε το GSM και τα
υπόλοιπα προϋπάρχοντα δίκτυα.
Η λογική του UMTS βασίζεται στις σύγχρονες εφαρµογές σε µεγάλο βαθµό, τουλάχιστον σε
βαθµό µεγαλύτερο σε σύγκριση µε το GSM. Πλέον, η εµπορική αξία των συστηµάτων εξαρτάται
κυρίως από την υποστήριξη εφαρµογών πολυµέσων και σύγχρονων υπηρεσιών, και έτσι ως
βασικός στόχος του UMTS θεωρήθηκε εξαρχής η παροχή 3G υπηρεσιών και εφαρµογών [βλ. εν.
2.6], η οποία προϋποθέτει υψηλούς ρυθµούς δεδοµένων (data rates).
Εποµένως, η ουσιαστικότερη πρόοδος τεχνικής φύσης που πρέπει να τονισθεί είναι η σπουδαία
αύξηση που σηµειώθηκε στις ταχύτητες, οι οποίες προς το παρόν αγγίζουν τα 2 Mbps, και στο
εύρος ζώνης (bandwidth), προνοώντας τόσο για circuit-switched όσο και packet-switched
συµφόρηση.
Επιπλέον, η χρησιµοποίηση της τεχνικής πρόσβασης W-CDMA [βλ. εν. 2.7] εξασφαλίζει τη
βέλτιστη χρήση του φάσµατος και προσφέρει πολλά ακόµα πλεονεκτήµατα, όπως την προστασία
από τις παρεµβολές στενής ζώνης (narrowband interference), κλπ..
Ένα ακόµα σηµείο στο οποίο υπερτερεί το UMTS σε σύγκριση µε τα προγενέστερα δίκτυα είναι
ο έλεγχος ισχύος (power control), διαδικασία που έχει ως στόχο τη µείωση της εκπεµπόµενης
ισχύος µε ταυτόχρονη διατήρηση της ποιότητας επικοινωνίας σε ικανοποιητικά πλαίσια. Στο UMTS
ο έλεγχος ισχύος είναι βελτιωµένος, δυναµικός (κλειστού βρόχου) και αφορά και τους δύο δρόµους
της ζεύξης κινητής συσκευής – επίγειου δικτύου. Γενικότερα, θα µπορούσε να σχολιαστεί ότι στο
UMTS προσφέρονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες RRM.
Το ίδιο ισχύει, αντίστοιχα, για την άλλη σηµαντική λειτουργία του UTRAN, το handoff
management. Χαρακτηριστικό στοιχείο του συστήµατος UMTS είναι η ήπια µεταποµπή (soft
handover), που εγγυάται οµαλότερη συµπεριφορά της σύνδεσης του χρήστη κατά τη µετακίνησή
του στο χώρο. [βλ. εν. 2.8]
Επίσης, το UMTS υπερέχει και σε ζητήµατα ασφαλείας. Προσφέρει ισχυρότερη πιστοποίηση
(authentication), αφού δεν πιστοποιείται µόνο ο χρήστης στο δίκτυο, αλλά και το δίκτυο στο
χρήστη, ενώ πλέον προστατεύεται και η σηµατοδοσία, εκτός από τα δεδοµένα. Παράλληλα,
διαθέτει βελτιωµένες µεθόδους και αλγορίθµους κρυπτογράφησης (encryption) µε κλειδιά (keys)

36
µεγαλύτερου µήκους και τα σήµατα πλέον δεν είναι κρυπτογραφηµένα µόνο µέχρι το σταθµό
βάσης, αλλά και µέχρι τον RNC.
Φυσικά, µπορούν να επισηµανθούν και αρκετά άλλα σηµεία διαφοροποιήσεων του συστήµατος
UMTS σε σχέση µε το GSM, όπως η εισαγωγή µιας καινούριας ασύρµατης διεπαφής (radio
interface), καθώς και του Ασύγχρονου Τρόπου Μεταφοράς (Asynchronous Transfer Mode – ATM)
µεταξύ του δικτύου ασύρµατης πρόσβασης και του κυρίως δικτύου, και φυσικά οι καινούριες
δοµικές µονάδες, όπως τα RNCs, οι Node-Bs, οι νέες κάρτες USIM, κλπ...
Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι, παρ’ όλο που το UMTS θεωρείται κατ’ εξοχήν σύστηµα 3G,
θεωρείται ότι αναβαθµίζεται σε 3.5G µε την ενσωµάτωση της τεχνολογίας Υψηλής Ταχύτητας
Πρόσβασης Πακέτων Κατερχόµενης Ζεύξης (High-Speed Downlink Packet Access – HSDPA),
που σχεδιάστηκε µε στόχο την περαιτέρω αύξηση της χωρητικότητας της κατερχόµενης ζεύξης,
ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα διάφορες εφαρµογές πολυµέσων που χρειάζονται µεγάλες
ταχύτητες.
Στα 4G συστήµατα οι ταχύτητες θα είναι ακόµα υψηλότερες, καθώς θα καλούνται να
υποστηρίξουν εφαρµογές ακόµα πιο απαιτητικές σε εύρος ζώνης. Στα συστήµατα αυτά, εξάλλου,
είναι πολύ πιθανό να συλλειτουργούν διάφορα δίκτυα (µεταξύ των οποίων και τα WLANs [βλ. κεφ.
3]), τα οποία πάντως θα πρέπει να πληρούν ορισµένες προϋποθέσεις QoS. Τα συστήµατα 4G
θεωρείται πολύ πιθανό να χρησιµοποιούν την τεχνική Ορθογωνικής Πολλαπλής Προσπέλασης
∆ιαίρεσης Συχνότητας (Orthogonal Frequency Division Multiple Access – OFDMA) [βλ. εν.
2.7].

2.6. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ 3G

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα προηγµένα τεχνικά χαρακτηριστικά του UMTS εγγυώνται
υψηλότερους ρυθµούς µετάδοσης σε σχέση µε τις τεχνολογίες του παρελθόντος.
Αυτό είναι γεγονός µέγιστης σηµασίας, καθώς ανοίγει ο δρόµος για την υποστήριξη πολλών
σύγχρονων ελκυστικών (και άρα αυξηµένου εµπορικού ενδιαφέροντος) υπηρεσιών και εφαρµογών,
οι οποίες, όπως φαίνεται και στο γράφηµα που ακολουθεί, απαιτούν ιδιαίτερα γρήγορες ταχύτητες.

Γράφηµα 2.7: Απαιτήσεις διαφόρων υπηρεσιών σε ρυθµούς µετάδοσης, πηγή: [29]

37
Πρόκειται τόσο για εφαρµογές καινούριες, όσο και για υπηρεσίες που παραδοσιακά υπάγονταν
σε διαφορετικά πεδία, όπως αυτά των τηλεπικοινωνιών, των υπολογιστών ή των µέσων και των
πολυµέσων, που τώρα συµφιλιώνονται και συγκλίνουν µέσα σε ένα κοινό περιβάλλον.
Οι 3G υπηρεσίες, στην παροχή των οποίων είναι προσανατολισµένο το UMTS, µπορούν να
ταξινοµηθούν µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα µε το επιλεγόµενο κριτήριο
κατηγοριοποίησης.
Μία αρκετά δηµοφιλής προσπάθεια ταξινόµησης ορίζει τις παρακάτω βασικές κατηγορίες:

• επικοινωνία ατόµου µε άτοµο (person-to-person communications): Στη στοιχειώδη αυτή


κατηγορία ανήκει η βασική υπηρεσία φωνής, η Υπηρεσία Σύντοµων Γραπτών Μηνυµάτων
(Short Message Service – SMS), η Υπηρεσία Μηνυµάτων Πολυµέσων (Multimedia
Messaging Service – MMS), πιθανώς το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο (e-mail), κλπ.. Οι
περισσότερες υπηρεσίες αυτές ανήκουν και στην ευρύτερη κατηγορία των τηλεϋπηρεσιών
(tele-services), µαζί µε άλλες σηµαντικές υπηρεσίες, όπως η πρόσβαση στο ∆ιαδίκτυο
(Internet), κλπ..
• λύσεις επιχειρήσεων (business solutions): Στην κατηγορία αυτή κατατάσσεται η παροχή
πρόσβασης σε κάποιο ενδοδίκτυο (intranet) ή και στο ∆ιαδίκτυο (Internet), το ηλεκτρονικό
ταχυδροµείο (e-mail), η αποστολή και λήψη µηνυµάτων τηλεοµοιοτυπίας (fax), η µεταφορά
δεδοµένων, η εικονοτηλεφωνία (video telephony), η τηλεοικονοδιάσκεψη (video
conference), κλπ.. Είναι προφανές ότι οι περισσότερες υπηρεσίες της κατηγορίας αυτής
µπορεί να περιλαµβάνονται ταυτόχρονα και στην κατηγορία επικοινωνίας ατόµου µε άτοµο.
• κινητή πρόσβαση σε πληροφορίες (mobile information access): Αναφέρεται στη δυνατότητα
πρόσβασης µε τη βοήθεια του φορέα σε βάσεις δεδοµένων, κυρίως δε σε ειδήσεις,
αθλητικά νέα, κυκλοφορία στους δρόµους, κλπ..
• εφαρµογές κινητής ψυχαγωγίας (mobile entertainment applications): Είναι µία από τις
αποδοτικότερες κατηγορίες, που περιλαµβάνει εφαρµογές παιχνιδιών, µουσικής,
στοιχήµατος, και φυσικά τα πολυµέσα κατ’ απαίτηση (multimedia on-demand).
• κινητές υπηρεσίες συναλλαγών (mobile transaction services): Η κατηγορία αυτή
περιλαµβάνει αφενός µεν τις υπηρεσίες οικονοµικών (τραπεζικών, χρηµατιστηριακών)
συναλλαγών, όπως οι τηλετραπεζικές υπηρεσίες (telebanking services), αφετέρου δε τις
εµπορικές συναλλαγές (αγαθών, εισιτηρίων, κρατήσεων, κλπ..), όπως οι τηλεαγορές
(teleshopping), που είναι δυνατόν να διεκπεραιωθούν µέσω κινητού τηλεφώνου.
• υπηρεσίες θέσης (location-based services): Ορίζονται ως υπηρεσίες παροχής περιεχοµένου
µε βάση τη γεωγραφική τοποθεσία του χρήστη. Κάποια παραδείγµατα θα µπορούσαν να
είναι η αναζήτηση του κοντινότερου σταθµού µετρό ή διανυκτερεύοντος βενζινάδικου ή
καταχωρηµένου εστιατορίου, κλπ..
• διαφήµιση µέσω κινητού τηλεφώνου (mobile advertising): Θεωρείται ως µία πολλά
υποσχόµενη προοπτική, δεδοµένω ότι σταδιακά το κινητό τηλέφωνο καταλαµβάνει τη θέση
της συσκευής µε τη µεγαλύτερη καθηµερινή αλληλεπίδραση µε τον άνθρωπο, ξεπερνώντας
τόσο την τηλεόραση όσο και όλα τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά µέσα που έχουν τη δυνατότητα
φιλοξενίας διαφηµίσεων.

Με το πέρασµα του χρόνου και την εξέλιξη των προτύπων και των τεχνολογιών, ακόµα και των
ίδιων των κινητών συσκευών, γίνεται εφικτή η υποστήριξη και άλλων εφαρµογών, όπως η κινητή
ψηφιακή τηλεόραση (mobile digital TV) ή οι υπηρεσίες τηλεϊατρικής (telemedicine services), που
αναµένεται να είναι διαθέσιµες σε βραχυπρόθεσµο επίπεδο, αναβαθµίζοντας πλέον ολοκληρωτικά
το ρόλο των τερµατικών συσκευών, που µέχρι πρότινος περιοριζόταν στα όρια της τηλεφωνίας.
Μία εκτίµηση των εσόδων που προκύπτουν από την εκµετάλλευση των διαφόρων κατηγοριών
3G υπηρεσιών αποτυπώνεται στο παρακάτω γράφηµα:

38
Γράφηµα 2.8: Ετήσια εκτίµηση µέσων µηνιαίων εσόδων ανά χρήστη από είδη 3G υπηρεσιών, πηγή: [29]

Στα συστήµατα 4ης γενιάς (4G) θα πρέπει να αντιµετωπιστούν εφαρµογές ακόµα πιο απαιτητικές
σε bandwidth, µιας και υπάρχει η αισιοδοξία ότι οι ταχύτητες των ασύρµατων συστηµάτων του
µέλλοντος θα είναι πολλαπλάσιες ακόµα και από αυτές που σήµερα σχολιάζονται ως αποτέλεσµα
εντυπωσιακής προόδου.

2.7. ΠΟΛΥΠΛΕΞΙΑ, ΑΜΦΙ∆ΡΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ


ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, σε γειτονικά κύτταρα συνήθως αντιστοιχούν και διαφορετικές


συχνότητες, ανάλογα µε το σχεδιασµό του συστήµατος και τον παράγοντα επαναχρησιµοποίησης
[βλ. εν. 2.2].
Επιπλέον αυτού, όµως, χρησιµοποιούνται στα κυψελωτά συστήµατα και τεχνικές πολυπλεξίας
(multiplexing), για τον καταµερισµό του τηλεπικοινωνιακού καναλιού µέσα σε κάθε κύτταρο σε
επιµέρους λογικά κανάλια, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία κάθε σταθµού βάσης µε πολλούς
χρήστες ταυτόχρονα.
Οι τρεις πιο βασικές τεχνικές πολυπλεξίας είναι η Πολλαπλή Προσπέλαση ∆ιαίρεσης
Συχνότητας (Frequency Division Multiple Access – FDMA), η Πολλαπλή Προσπέλαση
∆ιαίρεσης Χρόνου (Time Division Multiple Access – TDMA) και η Πολλαπλή Προσπέλαση
∆ιαίρεσης Κώδικα (Code Division Multiple Access – CDMA).

Σχήµα 2.9: Σύγκριση τεχνικών FDMA, TDMA και CDMA, πηγή: [29]

39
Στην FDMA, η πληροφορία από τις διάφορες ζεύξεις διοχετεύεται σε κανάλια που
διαφοροποιούνται µεταξύ τους ως προς τη συχνότητα φέροντος. Έτσι, πολλές συνοµιλίες είναι
δυνατόν να λαµβάνουν χώρα ταυτόχρονα, χρησιµοποιώντας κάποιες από τις συχνότητες του
συστήµατος.
Η τεχνική στην οποία βασίστηκε κυρίως το σύστηµα GSM ήταν η TDMA. Σε αυτήν, η
πληροφορία από τις διάφορες ζεύξεις διοχετεύεται σε πακέτα που διαδέχονται το ένα το άλλο στο
χρόνο. Στο δέκτη υπάρχει µία µνήµη που αναδοµεί τη ροή της πληροφορίας. Η διαδοχή των
πακέτων γίνεται σε χρόνο πολύ µικρότερο απ’ ό,τι θα µπορούσε να αντιληφθεί ο χρήστης, ο οποίος
ακόµα και στην υπηρεσία φωνής έχει την ψευδαίσθηση ότι η ροή της πληροφορίας είναι συνεχής.
Έτσι, πολλές συνοµιλίες είναι δυνατόν να λαµβάνουν χώρα “ταυτόχρονα” στην ίδια συχνότητα.
Παρ’ όλα αυτά, η τεχνική αυτή δε λειτουργεί ικανοποιητικά για απαιτητικές εφαρµογές, αφού η
ταχύτητα του κάθε καναλιού ουσιαστικά υποβιβάζεται κατά τον αριθµό των χρονοθυρίδων.
Στην οικογένεια τεχνικών CDMA, χρησιµοποιούνται κώδικες για το διαχωρισµό των
πληροφοριών που αντιστοιχούν σε κάθε χρήστη. Το UMTS στηρίζεται στην Ευρυζωνική CDMA
(Wideband-CDMA – W-CDMA), που είναι ουσιαστικά εφαρµογή της CDMA για ευρεία ζώνη (5
MHz), µε βελτιωµένες επιδόσεις: είναι δυνατή η ταυτόχρονη σύνδεση πολύ περισσότερων χρηστών
και µάλιστα µε υψηλότερες ταχύτητες. Υποστηρίζονται µάλιστα µεταβλητοί ρυθµοί µετάδοσης,
υλοποιώντας ουσιαστικά κατά κάποιο τρόπο την ιδέα του εύρους κατ’ απαίτηση (bandwidth on
demand). Προσφέρονται δε και άλλα οφέλη απόδοσης, όπως η µεγάλη ευελιξία διαδροµών.
Η W-CDMA χρησιµοποιεί τη µέθοδο ∆ιεύρυνσης Φάσµατος µε Άµεση Ακολουθία (Direct
Sequence Spread Spectrum – DSSS), πρόκειται δηλαδή για τεχνική CDMA Άµεσης Ακολουθίας
(Direct Sequence-CDMA – DS-CDMA). Σύµφωνα µε αυτήν, η πληροφορία διοχετεύεται σε ένα
κοινό εύρος συχνότητας, πολλαπλασιασµένη µε ένα µοναδικό ψευδοτυχαίο κώδικα. Στο δέκτη, το
σήµα πολλαπλασιάζεται µε τον ίδιο κώδικα για τον επανασχηµατισµό της απαιτούµενης
πληροφορίας. Τα υπόλοιπα σήµατα σχεδόν µηδενίζονται και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως
θόρυβος.

Σχήµα 2.10: Ακολουθίες πριν και µετά τη διεύρυνση και τη συµπίεση φάσµατος µε DS-CDMA, πηγή: [38]

Η διαδικασία αυτή του πολλαπλασιασµού αποκαλείται διεύρυνση (spreading) του φάσµατος,


επειδή η ακολουθία του κώδικα είναι µεγαλύτερης συχνότητας από αυτήν του σήµατος της
πληροφορίας, µε αποτέλεσµα η πληροφορία να µετατρέπεται σε µια µορφή θορύβου. Οι
ορθογώνιοι κώδικες που χρησιµοποιούνται ονοµάζονται κώδικες διασποράς (spreading codes). Η
αντίστροφη διαδικασία στο δέκτη ονοµάζεται συµπίεση (despreading) του φάσµατος.

40
Σχήµα 2.11: ∆ιεύρυνση και συµπίεση φάσµατος, πηγή: [43]

Μια άλλη µέθοδος διεύρυνσης φάσµατος είναι η ∆ιεύρυνση Φάσµατος µε Εναλλαγή Συχνοτήτων
(Frequency Hopping Spread Spectrum – FHSS), που αντιστοιχεί στην τεχνική CMDA Εναλλαγής
Συχνοτήτων (Frequency Hopping CDMA – FH-CDMA), κατά την οποία οι συχνότητες
µεταβάλλονται συνεχώς µε τρόπο ψευδοτυχαίο.
Τα επιπλέον πλεονεκτήµατα που προσφέρει η διεύρυνση φάσµατος έχουν να κάνουν µε την
ασφάλεια της επικοινωνίας, την αποφυγή υποκλοπών και την αυξηµένη αντοχή σε παρεµβολές.
Τέλος, η επικρατέστερη τεχνική πολυπλεξίας για τα µελλοντικά συστήµατα (πιθανότατα τα
συστήµατα 4G) φαίνεται ότι είναι η Ορθογωνική FDMA (Orthogonal FDMA – OFDMA).
Ονοµάζεται έτσι γιατί τα σήµατα έχουν τη δυνατότητα να αποµονωθούν µεταξύ τους µε Γρήγορο
Μετασχηµατισµό Fourier (Fast Fourier Transform – FFT). Μεγάλα της πλεονεκτήµατα είναι η
αντιµετώπιση του προβλήµατος της πολυόδευσης (multipath propagation), η απλότητα στην
υλοποίηση, αλλά, κυρίως, ότι προσφέρει τη δυνατότητα οικονοµικότερης χρήσης του φάσµατος,
όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήµα.

Σχήµα 2.12: Σύγκριση τεχνικών FDMA και OFDMA, πηγή: [22]

Εκτός, όµως, από την πολυπλεξία, αναγκαία είναι και η χρησιµοποίηση µεθόδων
αµφιδρόµησης (duplexing). H αµφιδρόµηση είναι ουσιαστικά ειδική περίπτωση πολυπλεξίας για τη
διευθέτηση της κίνησης µέσα σε µία αµφίδροµη ζεύξη. Στα κυψελωτά συστήµατα, µέθοδοι
αµφιδρόµησης εφαρµόζονται για τη ζεύξη κινητού τηλεφώνου - επίγειου σταθµού.
Εποµένως, πριν παρουσιαστούν οι συχνότητες λειτουργίας του UMTS, θα ήταν χρήσιµο να γίνει
αναφορά στις δύο βασικές µεθόδους αµφιδρόµησης του συστήµατος αυτού: την Αµφιδρόµηση µε
∆ιαίρεση Συχνότητας (Frequency Division Duplex – FDD) και την Αµφιδρόµηση µε ∆ιαίρεση
Χρόνου (Time Division Duplex – TDD). Στην πρώτη περίπτωση έχουµε δύο ξεχωριστούς ραδιο-
διαύλους επιµερισµένους στο πεδίο της συχνότητας και στη δεύτερη έχουµε δύο ξεχωριστούς

41
ραδιο-διαύλους επιµερισµένους στο πεδίο του χρόνου. Βέβαια, πρέπει να αναφερθεί και η ύπαρξη
και άλλων µεθόδων, όπως αυτή της Αµφιδρόµησης µε ∆ιαίρεση Κώδικα (Code Division Duplex –
CDD), µε επιµερισµό στον κώδικα διασποράς.
Στην FDD, είναι διαχωρισµένες σε διαφορετικές συχνότητες η ζεύξη από τον κινητό σταθµό
στο σταθµό βάσης, που ονοµάζεται ανερχόµενη ή άνω ζεύξη (uplink), και η ζεύξη από το σταθµό
βάσης στον κινητό σταθµό, που ονοµάζεται κατερχόµενη ή κάτω ζεύξη (downlink). Η κάθε ζεύξη
έχει εύρος ζώνης 5 MHz, ενώ η µεταξύ τους απόσταση είναι 190 MHz. Η χρησιµότητα της τεχνικής
FDD είναι µεγάλη και στο UMTS η χρήση της είναι επιβεβληµένη. Ένα από τα επιπρόσθετα
πλεονεκτήµατα που της αποδίδονται είναι η υποστήριξη πολύ δυνατής ήπιας µεταποµπής (soft
handover) [βλ. εν. 2.8].
Στην TDD, uplink και downlink δεν είναι σε διαφορετικές συχνότητες, αλλά γίνεται
αποτελεσµατικότερη χρονική διαχείριση της ασύγχρονης κίνησης. Χρειάζεται µόνο ένα κανάλι µε
εύρος ζώνης 5 MHz. Οι χρονοθυρίδες των πλαισίων κατανέµονται δυναµικά µεταξύ uplink και
downlink. Συµφέρει σε περιπτώσεις περιορισµένης κινητικότητας του χρήστη, όπως για παράδειγµα
σε εσωτερικούς χώρους.

Σχήµα 2.13: α) µέθοδος αµφιδρόµησης FDD, β) µέθοδος αµφιδρόµησης TDD, πηγή: [3]

Εάν σε κάποιο σύστηµα συνυπάρχουν οι δύο αυτές µέθοδοι, όπως συµβαίνει στο UMTS, τους
αποδίδεται συνήθως διαφορετικό κοµµάτι του φάσµατος.
Το UMTS, αναλόγως µε τη γεωγραφική περιοχή, απαντάται σε αρκετά διαφορετικές συχνότητες
λειτουργίας. Στην Ευρώπη, οι συχνότητες διαµορφώνονται ως εξής:

• FDD:

1920 – 1980 MHz για την άνω ζεύξη (uplink)


2110 – 2170 MHz για την κάτω ζεύξη (downlink)

• TDD:

1900 – 1920 MHz για άνω ζεύξη και κάτω ζεύξη (uplink και downlink)
2010 – 2025 MHz για άνω ζεύξη και κάτω ζεύξη (uplink και downlink)

Τελευταία, γίνονται συζητήσεις µε στόχο τη σύγκλιση σε κάποιο κοµµάτι του φάσµατος, µε


έµφαση στις περιοχές 1900 – 2025 MHz και 2110 – 2200 MHz.

42
2.8. HANDOVER

Η διαδικασία της µεταφοράς της σύνδεσης ενός χρήστη από µία κυψέλη σε µία άλλη, λόγω
µετακίνησης του χρήστη, ονοµάζεται µεταγωγή ή µεταποµπή (handover ή handoff). Το σύστηµα
φροντίζει να διατηρήσει τις παρεχόµενες υπηρεσίες αδιάλειπτα, δηλαδή ο χρήστης δεν πρέπει να
αντιλαµβάνεται τη διαδικασία του handover. Επίσης, επειδή η διαδικασία επιβαρύνει αρκετά το
σύστηµα καταλαµβάνοντας πόρους, είναι καλό οι άσκοπες µεταποµπές να αποφεύγονται. Η
διευθέτηση των µεταποµπών είναι ένα ιδιαίτερα σηµαντικό ζήτηµα στα ασύρµατα δίκτυα.
Η απόφαση για µεταποµπή µπορεί να λαµβάνεται µε διάφορους τρόπους. Συνήθως,
χρησιµοποιείται κάποιο κατώφλι µεταγωγής (handover threshold), που συνηθέστερα βασίζεται
στη λαµβανόµενη ισχύ ή στο λόγο C I . Όταν η τιµή του µεγέθους βρίσκεται κάτω από το κατώφλι
που έχει οριστεί, ξεκινάει η διαδικασία της µεταγωγής του χρήστη σε µία γειτονική κυψέλη για την
οποία η αντίστοιχη τιµή είναι καλύτερη (κατά µία προκαθορισµένη ελάχιστη διαφορά ή απλώς
πάνω από το κατώφλι). Βέβαια, για να εξασφαλιστεί ότι η πτώση της στάθµης αυτής δεν οφείλεται
σε κάποια στιγµιαία εξασθένηση, αλλά σε πραγµατική αποµάκρυνση του χρήστη από την περιοχή
ικανής εµβέλειας του σταθµού βάσης, η απόφαση δε στηρίζεται σε στιγµιαία δεδοµένα, αλλά σε
δεδοµένα κάποιας χρονικής περιόδου, που έχουν προκύψει από την παρακολούθηση της στάθµης.
Εναλλακτικά, το κατώφλι µπορεί να είναι ένα επιτρεπτό όριο που αντιστοιχεί σε ρυθµό σφάλµατος
(error rate) ή υπέρβαση προπορείας χρόνου (excess timing advance), ή µπορεί η απόφαση της
µεταποµπής να λαµβάνεται απλώς λόγω µεγάλου αποθέµατος ισχύος γειτονικού σταθµού βάσης,
κλπ..
Στα ψηφιακά 2G συστήµατα µε τεχνολογία TDMA, οι αποφάσεις για την εκτέλεση της
διαδικασίας της µεταποµπής είναι υποβοηθούµενες από τον κινητό σταθµό (mobile assisted): το
κινητό τηλέφωνο µετρά τη στάθµη του σήµατος που λαµβάνει από παρακείµενους σταθµούς βάσης
και αποστέλλει για σύγκριση τα στοιχεία αυτά στο σταθµό βάσης που το εξυπηρετεί. Η µέθοδος
αυτή ονοµάζεται Μεταποµπή Υποβοηθούµενη από τον Κινητό Σταθµό (Mobile Assisted HandOff –
MAHO) και επιτρέπει τη διεκπεραίωση της διαδικασίας µεταποµπής απαλλάσσοντας το επίγειο
δίκτυο από το φόρτο της συνεχούς παρακολούθησης της στάθµης σηµάτων όλων των ενεργών
καναλιών του συστήµατος.
Ξεχωρίζουν τα εξής είδη handover, ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται:

• σκληρή µεταποµπή (hard handover): Η σύνδεση µε την αρχική κυψέλη στιγµιαία


διακόπτεται τελείως, πριν αποκατασταθεί στην καινούρια (“brake-before-make” λογική).
Η περίπτωση αυτή είναι η πιο απλή και επιφέρει συνολικά µικρότερη κατάληψη καναλιού.
Πρόκειται για την κλασική µεταποµπή του συστήµατος GSM. Κάθε µεταποµπή για την
οποία διενεργείται αλλαγή συχνότητας φορέα χαρακτηρίζεται ως σκληρή µεταποµπή.
• ήπια µεταποµπή (soft handover): Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί
ταυτόχρονα µε περισσότερες από µία βάσεις, µέχρι να επιλέξει την κατάλληλη. Στο UMTS,
που χρησιµοποιεί W-CDMA, είναι δυνατόν σε γειτονικές κυψέλες να χρησιµοποιείται η ίδια
συχνότητα, και έτσι είναι εφικτή η πραγµατοποίηση της σύνδεσης στη νέα κυψέλη πριν την
εγκατάλειψη της τρέχουσας (“make-before-make” λογική). Έτσι, η σύνδεση διατηρείται σε
όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η ιδιότητα αυτή δίνει ένα περιθώριο ασφαλούς
λειτουργίας, που εκφράζεται µε το κέρδος ήπιας µεταποµπής (soft handover gain).
Πρακτικά, έχουµε µικρότερη πιθανότητα απώλειας κλήσης (dropping probability).
Αντίθετα, αυξάνεται η πιθανότητα µπλοκαρίσµατος (blocking probability), διότι λόγω του
µεγάλου φόρτου σηµατοδοσίας δεσµεύονται περισσότεροι πόροι αποκλειστικά για τη
µεταγωγή. Βέβαια, οι ήπιες µεταγωγές απαιτούν λιγότερη ισχύ, κάτι που συνεπάγεται
ελάττωση της στάθµης παρεµβολής (interference level) και αύξηση της χωρητικότητας. Το
soft handover είναι από τα σηµαντικότερα χαρακτηριστικά στοιχεία του συστήµατος
UMTS.

43
• ηπιότερη µεταποµπή (softer handover): Ο χρήστης µπορεί για ένα διάστηµα να
εξυπηρετείται ταυτόχρονα από δύο διαφορετικές βάσεις και να ανταλλάσσει δεδοµένα και
µε τις δύο, σε ποσοστά που ορίζονται από τη ∆ιαχείριση Ασύρµατων Πόρων. Ανά πάσα
στιγµή, ο χρήστης διατηρεί τουλάχιστον µία σύνδεση. Συνήθως, πρόκειται για δύο
συνδέσεις του ίδιου Node-B, όταν δηλαδή η µεταποµπή εφαρµόζεται µεταξύ τοµέων
(sectors) της ίδιας κυψέλης. Το softer handover αποτελεί, ουσιαστικά, ειδική περίπτωση
του soft handover.

HARD HANDOVER SOFT HANDOVER SOFTER HANDOVER


60%
40%

Σχήµα 2.14: Σκληρή, ήπια και ηπιότερη µεταποµπή σε ένα κυψελωτό σύστηµα επικοινωνιών, πηγή: [22]

Επίσης, είθισται να γίνονται και διαχωρισµοί µε βάση το επίπεδο στο οποίο γίνεται η µεταφορά
της σύνδεσης:

• διασυστηµική µεταποµπή (inter-system handover): Το handover πραγµατοποιείται ανάµεσα


σε διαφορετικά συστήµατα, για παράδειγµα ανάµεσα στο UMTS και το GSM ή ανάµεσα στο
UMTS και άλλα 3G δίκτυα.
• ενδοσυσυστηµική µεταποµπή (intra-system handover): Το handover πραγµατοποιείται µέσα
στο ίδιο σύστηµα, για παράδειγµα αν χρειάζεται αλλαγή από FDD σε TDD και αντίστροφα,
ή απλώς µετακίνηση από µία κυψέλη σε µία γειτονική.

• διακυψελική µεταποµπή (inter-cell handover): Το handover πραγµατοποιείται ανάµεσα σε


δύο διαφορετικές κυψέλες, όπως παρουσιάστηκε και παραπάνω.
• ενδοκυψελική µεταποµπή (intra-cell handover): Το handover πραγµατοποιείται µέσα στην
ίδια κυψέλη, για παράδειγµα από µία συχνότητα σε µία άλλη.

Αντίστοιχα, µπορούν να οριστούν και διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως διασυχνοτική


µεταποµπή (inter-frequency handover), κλπ..
Οι εσωτερικές µεταποµπές ενός δικτύου χαρακτηρίζονται και από το είδος των βαθµίδων που
εµπλέκονται σε αυτές. Έτσι, στο UMTS, µία µεταποµπή inter-cell, ανάλογα µε το πού υπάγονται οι
σχετικές κυψέλες και οι Κόµβοι-Β, µπορεί να χαρακτηριστεί ως: intra-Node-B, inter-Node-B/intra-
RNS, inter-Node-B/inter-RNS/intra-SGSN, inter-Node-B/inter-RNS/inter-SGSN (όπου το πρόθεµα
“intra” αντιστοιχεί σε “ενδο” και το “inter” σε “δια”).
Στόχος στο UMTS είναι να µην υπεισέρχεται το Core Network στη διαδικασία της µεταποµπής,
όπως περίπου ίσχυε και στο GSM. Έτσι, όταν αποφασίζεται µία inter-RNS ήπια µεταποµπή, ο
αρχικός RNC, που ονοµάζεται RNC Εξυπηρέτησης (Serving RNC – SRNC), είναι ο µόνος που
διατηρεί σύνδεση µε το Core Network και µέσω αυτού εξακολουθούν να διέρχονται τα δεδοµένα
και να µεταφέρονται στον καινούριο RNC, που ονοµάζεται RNC Ολίσθησης (Drift RNC – DRNC),
µέσω της µεταξύ τους σύνδεσης.
Στο σχήµα που ακολουθεί απεικονίζεται η διαδικασία µιας inter-RNS/intra-SGSN µεταποµπής
και µιας inter-RNS/inter-SGSN µεταποµπής. Η πράσινη γραµµή απεικονίζει την αρχική ροή
δεδοµένων προς τη συσκευή, ενώ η διακεκοµµένη κόκκινη γραµµή απεικονίζει τη ροή των
δεδοµένων µετά την ολοκλήρωση του handover.

44
Σχήµα 2.15: α) intra-SGSN handover, β) inter-SGSN handover, πηγή: [28]

Όταν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της µεταποµπής, εάν ο χρήστης τελικά αποµακρύνεται
πολύ από τον SRNC, αποκαθίσταται η πιο λογική ροή των δεδοµένων, για λόγους εξοικονόµησης
πόρων δικτύου. Αυτή η διαδικασία ονοµάζεται επανεγκατάσταση SNRC (SNRC relocation).
Στο σχήµα που ακολουθεί απεικονίζεται η διαδικασία της SNRC relocation. Οι πράσινες
γραµµές απεικονίζουν τις δύο ροές δεδοµένων προς τη συσκευή πριν και µετά το handover, ενώ η
διακεκοµµένη κόκκινη γραµµή απεικονίζει τη ροή των δεδοµένων µετά την SNRC relocation.

Σχήµα 2.16: SNRC relocation µετά από α) intra-SGSN handover, β) inter-SGSN handover, πηγή: [38]

Τέλος, επειδή οι συχνές µεταποµπές επιβαρύνουν το σύστηµα, ο σχεδιασµός των κυψελών


περιλαµβάνει σε ορισµένες περιοχές µεγάλα κύτταρα-οµπρέλες (umbrella-cells), τα οποία, όπως
αναφέρθηκε και στη σχετική ενότητα, αναλαµβάνουν κυρίως τη σύνδεση των χρηστών που
κινούνται µε µεγάλες ταχύτητες. Για την εκτίµηση της ταχύτητας ενός χρήστη, ο σταθµός βάσης
αναλύει τα στατιστικά της µεταβολής της στάθµης σήµατος του ανοδικού καναλιού οµιλίας.
Αναλόγως µε την εκτίµηση, αποφασίζεται η ανάθεση της εξυπηρέτησής του στην αρµόδια τοπική
κυψέλη ή την κυψέλη-οµπρέλα.
45
2.9. ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ

Οι παρεµβολές σε ένα σύστηµα ασύρµατων επικοινωνιών µπορούν αρχικά να χωριστούν σε δύο


κατηγορίες: στις παρεµβολές που οφείλονται στο ίδιο το σύστηµα και στις παρεµβολές που
οφείλονται σε άλλα συστήµατα ή συσκευές.
Οι σηµαντικότερες ενδογενείς παρεµβολές του συστήµατος είναι οι εξής:

• συγκαναλική ή οµοκαναλική παρεµβολή (co-channel interference): Προκύπτει όταν δύο


αποµακρυσµένοι ποµποδέκτες αλληλοεπηρεάζονται επειδή λειτουργούν στην ίδια
συχνότητα. Σε ένα κυψελωτό σύστηµα µε παράγοντα επαναχρησιµοποίησης Ν, έχουµε (Ν-1)
παρεµβολείς πρώτου επιπέδου (first tier). Οι παρεµβολείς άλλων επιπέδων πρακτικά δε µας
απασχολούν. Για να αποφευχθεί κατά το δυνατόν η συγκαναλική παρεµβολή, πρέπει κατά το
σχεδιασµό του δικτύου να γίνεται ο κατάλληλος υπολογισµός του παράγοντα
επαναχρησιµοποίησης, σε σχέση µε την απόσταση µεταξύ των κέντρων των κυττάρων και
την ακτίνα των κυττάρων, ώστε οι αποστάσεις µεταξύ των ποµποδεκτών ίδιας συχνότητας
να είναι αρκούντως µεγάλες. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα χρησιµοποίησης κατευθυντικών
κεραιών [βλ. εν. 2.2]. Συγκαναλική παρεµβολή µπορεί να υπάρξει και ανάµεσα σε δύο
κινητά τηλέφωνα.
• παρεµβολή γειτονικού καναλιού (adjacent channel interference): Προκύπτει όταν δύο
γειτονικοί ποµποδέκτες λειτουργούν µεν σε διαφορετικές (κοντινές) συχνότητες, αλλά
αλληλοεπηρεάζονται λόγω µη ιδανικής εκποµπής. Περιορίζεται µε αυστηρά φίλτρα στις
βάσεις και µε φίλτρα Ακουστικών Κυµάτων Επιφανείας (Surface Acoustic Wave filters –
SAW filters) στις κινητές συσκευές.
• παρεµβολή ενδοδιαµόρφωσης (intermodulation interference): Προκύπτει όταν δύο
σήµατα διαφορετικής συχνότητας διαπερνούν µια µη γραµµική διάταξη, µε αποτέλεσµα να
εµφανίζονται παράγωγες συχνότητες που µπορούν να παρεµβληθούν στις επικοινωνίες. Και
αυτού του είδους η παρεµβολή µπορεί να περιοριστεί µε αυστηρά φίλτρα στον ποµπό.
Προϊόντα ενδοδιαµόρφωσης εµφανίζονται και στον δέκτη, αφού µη γραµµικότητες µπορεί
να οφείλονται ακόµα και σε ψυχρές κολλήσεις.
• παρεµβολή προβλήµατος near-far (near-far interference): Προκύπτει όταν ένας ποµπός
“καταλαµβάνει” έναν δέκτη και τον απασχολεί εις βάρος της ικανότητας αυτού να εντοπίσει
κάποιον πιο αποµακρυσµένο ποµπό που προσπαθεί να επικοινωνήσει µαζί του.
• παρεµβολή µη-ορθογωνικότητας (non-orthogonal interference): Προκύπτει λόγω
άθροισης της µη-ορθογωνικής πολυόδευσης στο σταθµό βάσης.

Αντίστοιχα, εξωγενείς παρεµβολές µπορεί να οφείλονται σε:

• γειτονικά ανταγωνιστικά δίκτυα της ίδιας τεχνολογίας


• άλλα ασύρµατα συστήµατα (π.χ. WLAN, συστήµατα 3G, κλπ.)
• ηλεκτρικές συσκευές (π.χ. φούρνους µικροκυµάτων), γραµµές τάσης, κλπ.

Οι παρεµβολές που προκαλούνται από µη σκόπιµη εκποµπή ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας,


όπως αυτή από τις ηλεκτρικές συσκευές και τις γραµµές τάσης, ονοµάζονται συνήθως παρεµβολές
ευρείας ζώνης (broadband interference), σε αντίθεση µε παρεµβολές που προκαλούνται από
ακτινοβολία που εκπέµπεται σκόπιµα, και οι οποίες ονοµάζονται παρεµβολές στενής ζώνης
(narrowband interference).

46
2.10. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

∆εδοµένης της συγκέντρωσης µεγάλου οικονοµικού ενδιαφέροντος στο πεδίο των σύγχρονων
πολυµεσικών εφαρµογών, προέκυψε και στις κυψελωτές κινητές επικοινωνίες η ανάγκη
αναβάθµισης των υπαρχουσών δοµών, ώστε να είναι εφικτή η υποστήριξη τέτοιων εφαρµογών και
γενικότερα να βελτιωθεί η λειτουργικότητα των τερµατικών συσκευών που αντιλαµβάνεται ο
χρήστης.
Έτσι, το πιο διαδεδοµένο σύστηµα κινητών επικοινωνιών, το GSM, αντικαθίσταται σταδιακά
και οµαλά από το UMTS, το οποίο αναµένεται να πρωταγωνιστήσει στην εποχή των 3G και των 4G
συστηµάτων. Η ουσιαστικότερη πρόοδος που επιφέρει το UMTS, τουλάχιστον στo βαθµό που είναι
σε θέση ο χρήστης να συνειδητοποιήσει, είναι η σηµαντική αύξηση των ταχυτήτων, οι οποίες
εντούτοις παραµένουν προς το παρόν σε σχετικά µέτρια επίπεδα, σε σύγκριση µε άλλα είδη
δικτύων.
Προφανώς, το UMTS είναι ένα δίκτυο αναδροµικά συµβατό µε το GSM, που πρόκειται να
αξιοποιήσει τις κληροδοτούµενες υποδοµές, εξακολουθώντας να βασίζεται στην κυψελωτή λογική:
κάθε γεωγραφική περιοχή είναι χωρισµένη σε κυψέλες διαφόρων µεγεθών, κάθε µία εκ των οποίων
φωτίζεται ηλεκτροµαγνητικά από µία κεραία. Οι σταθµοί βάσης του UMTS ονοµάζονται Κόµβοι-Β
και, µαζί µε τους Ελεγκτές Ασύρµατης Πρόσβασης ανήκουν στο ∆ίκτυο Επίγειας Ασύρµατης
Πρόσβασης UMTS. Το επίγειο κοµµάτι του δικτύου συµπληρώνεται από το ∆ίκτυο Κορµού, στο
οποίο περιλαµβάνονται κόµβοι τόσο για circuit-switched επικοινωνία όσο και για packet-switched
επικοινωνία. Η λειτουργία του συστήµατος διέπεται από ένα πολύπλοκο ολοκληρωµένο σύνολο
στοιβών πρωτοκόλλων.
Το UMTS είναι συσχετισµένο µε την τεχνική πρόσβασης W-CDMA, αν και στα 4G συστήµατα
πιθανότατα θα χρησιµοποιείται η OFDMA. Για την αµφιδρόµηση, εφαρµόζεται τόσο η µέθοδος
FDD όσο και η TDD. Οι συχνότητες του UMTS δικτύου βρίσκονται συνήθως ανάµεσα στα 1885
και τα 2200 MHz και τα σηµαντικότερα είδη παρεµβολών που εµφανίζονται στο UMTS είναι η
συγκαναλική παρεµβολή, η παρεµβολή γειτονικού καναλιού και η παρεµβολή ενδοδιαµόρφωσης,
καθώς φυσικά και εξωγενείς παρεµβολές. Όµως, το UMTS είναι ένα δίκτυο προηγµένο, στο οποίο
παρέχονται υψηλού επιπέδου µηχανισµοί διασφάλισης της ποιότητας των επικοινωνιών. Επιπλέον,
προσφέρει υψηλού επιπέδου µηχανισµούς ασφαλείας.
Τέλος, ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του UMTS είναι η υποστήριξη της ήπιας
µεταποµπής, που προβλέπει οριστικοποίηση της σύνδεσης στη νέα κυψέλη πριν την αποδέσµευση
από την αρχική, µε αποτέλεσµα η σύνδεση να διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της µεταποµπής.
Αντιθέτως, στα περισσότερα προγενέστερα δίκτυα υποστηριζόταν µόνο η σκληρή µεταποµπή.
Στα σύγχρονα ασύρµατα τηλεπικοινωνιακά συστήµατα, το θέµα της µεταποµπής έχει αποκτήσει
ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της επικείµενης σύγκλισης των τεχνολογιών στα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς
[βλ. κεφ. 1]. Τα 4G συστήµατα πιθανότατα θα είναι απολύτως ενταγµένα σε έναν κόσµο
συλλειτουργίας διαφόρων ειδών δικτύων, µεταξύ των οποίων και τα WLANs [βλ. κεφ. 3].

47
48
3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ WLAN ΚΑΙ ∆ΙΚΤΥΑ Wi-Fi

3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα Ασύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα (Wireless Local Area Networks – WLANs) είναι δίκτυα
ασύρµατης διασύνδεσης δύο η περισσότερων συσκευών, µία από τις οποίες λειτουργεί συνήθως ως
Σηµείο Πρόσβασης (Access Point – AP) που προσφέρει στις άλλες περαιτέρω σύνδεση σε
µεγαλύτερα εξωτερικά δίκτυα, όπως το Internet.
Ουσιαστικά, ένα WLAN προσφέρει στους χρήστες του το πλεονέκτηµα, σε σχέση µε τα
Ενσύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα (Wired Local Area Networks – Wired LANs), της ανεξαρτησίας από
σταθερά τερµατικά σηµεία τοπικού καλωδιακού δικτύου και άρα τη δυνατότητα σχετικής
κινητικότητας, εντός µιας συγκεκριµένης ακτίνας κάλυψης, και, γενικότερα, ευελιξίας. Το
σπουδαιότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι επιτυγχάνει αυτήν την ασύρµατη διασύνδεση µε
ιδιαίτερα ικανοποιητικές ταχύτητες και εύρος ζώνης.
Το πιο διαδεδοµένο πρότυπο για τα WLANs είναι το IEEE 802.11, του Ινστιτούτου
Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (Institute of Electrical and Electronics Engineers -
IEEE). Ανήκει στη γενιά προτύπων IEEE 802, που αφορούν Τοπικά Ασύρµατα ∆ίκτυα (Local Area
Networks – LANs) και Μητροπολιτικά Ασύρµατα ∆ίκτυα (Metropolitan Area Networks – MANs), και
τα οποία διαχειρίζεται η Επιτροπή Προτύπων Τοπικών/Μητροπολιτικών ∆ικτύων 802 της IEEE
(IEEE 802 LAN/MAN Standards Committee - LMSC). Η πρώτη έκδοση του 802.11 εισήχθη το
1997, ενώ συνέχισαν και συνεχίζουν να παρουσιάζονται τακτικά διάφορες επανεκδόσεις. Η
802.11b και η 802.11g, που λειτουργούν στη ζώνη συχνοτήτων των 2,4 GHz, είναι οι πιο
πετυχηµένες εµπορικά από αυτές, ενώ τελευταία γνωρίζει µεγάλη επιτυχία και η έκδοση 802.11n,
που υποστηρίζει τεχνολογία Πολλαπλής Εισόδου / Πολλαπλής Εξόδου (Multiple-Input Multiple-
Output – MIMO).
Τα δίκτυα που είναι συµµορφωµένα µε το πρότυπο 802.11 αποκαλούνται συχνά και δίκτυα Wi-
Fi, από το οµώνυµο σήµα κατατεθέν της εµπορικής ένωσης Wi-Fi Alliance. Η ονοµασία αυτή
παραπέµπει στην ασύρµατη πιστότητα (wireless fidelity), όρο που δηµιουργήθηκε κατ’ αντιστοιχία
µε την υψηλή πιστότητα (high fidelity) των συστηµάτων εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου, που
παραδοσιακά αποκαλούνται hi-fi. Η τεχνολογία 802.11 έχει γνωρίσει τόσο µεγάλη επιτυχία ώστε
να τείνει σήµερα να επικρατήσει ο όρος Wi-Fi για την αναφορά σε όλα τα Ασύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα.
Στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστούν η δοµή, η αρχιτεκτονική, τα πρωτόκολλα, τα
χαρακτηριστικά και οι προδιαγραφές της τεχνολογίας WLAN, καθώς και κάποια ζητήµατα που
σχετίζονται µε τη λειτουργία της, όπως το πρόβληµα του κρυµµένου τερµατικού (hidden node
problem) και το πρόβληµα του εκτεθειµένου τερµατικού (exposed node problem) [βλ. εν. 3.4].

3.2. ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ∆ΙΚΤΥΩΝ Wi-Fi

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το σηµαντικότερο πρότυπο των WLANs είναι το 802.11.
Οι σταθµοί που συνδέονται σε ένα Wi-Fi δίκτυο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα Σηµεία
Πρόσβασης (Access Points – APs) και τους ασύρµατους σταθµούς-πελάτες (wireless client
stations – STAs). Κάθε STA επικοινωνεί µε ένα AP µέσω του Ασύρµατου Μέσου ∆ιάδοσης
(Wireless Medium – WM), ενώ διαφορετικά APs µπορεί να επικοινωνούν µεταξύ τους µέσω
κάποιου Συστήµατος ∆ιανοµής (Distribution System – DS).

49
Τα χαρακτηριστικά των δοµικών στοιχείων του κυκλώµατος παρουσιάζονται παρακάτω.

• Σηµείο Πρόσβασης (Access Point – AP)

Το AP είναι η κεντρική µονάδα του δικτύου. Με αυτό συνδέονται ασύρµατα οι διάφοροι STAs
που βρίσκονται εντός της περιοχής ασύρµατης κάλυψής του και λειτουργεί ως αναµεταδότης για τη
µεταξύ τους επικοινωνία αλλά και ως βασικός κόµβος ανάµεσα στο τοπικό αυτό δίκτυο και άλλα
εξωτερικά δίκτυα. Τις περισσότερες φορές, οι συσκευές αυτού του είδους ενσωµατώνουν
λειτουργίες Σηµείου Πρόσβασης, δροµολογητή (router) και µεταγωγέα δικτύου (network switch),
διαχειριζόµενες κατάλληλα τα πακέτα που ανταλλάσσονται ανάµεσα στους πελάτες του Wi-Fi και
το εξωτερικό δίκτυο.
Όταν κάποιο ή κάποια APs έχουν τοποθετηθεί σε δηµόσιο χώρο (π.χ. σε χώρους εστίασης,
ξενοδοχεία, καταστήµατα, σταθµούς τραίνων, κλπ.), επιτρέποντας στους παρευρισκοµένους τη
δωρεάν ασύρµατη σύνδεση στο Internet, οι τοποθεσίες αυτές αποδίδονται διεθνώς µε τον αγγλικό
όρο HotSpot.

• Ασύρµατος σταθµός ή πελάτης (wireless client or station – STA)

Οι τερµατικές συσκευές που συνδέονται σε ένα δίκτυο Wi-Fi είτε µεταξύ τους είτε και µε
εξωτερικά δίκτυα µέσω ενός AP, ονοµάζονται ασύρµατοι σταθµοί ή πελάτες. Μπορεί να είναι
φορητοί υπολογιστές (laptops), σταθεροί υπολογιστές (desktops) εξοπλισµένοι µε την κατάλληλη
διεπαφή, κινητά τηλέφωνα µε ενσωµατωµένη WLAN τεχνολογία ή άλλου είδους φορητές ή και
σταθερές υπολογιστικές συσκευές.

• Ασύρµατο Μέσο ∆ιάδοσης (Wireless Medium – WM)

Η επικοινωνία των διαφόρων µονάδων στα δίκτυα WLAN γίνεται κυρίως στις συχνότητες 2,400
έως 2,484 GHz [βλ. εν. 3.5]. Για εκποµπή και λήψη σε αυτές τις συχνότητες δεν απαιτείται
αδειοδότηση.

• Σύστηµα ∆ιανοµής (Distribution System - DS)

Ένα DS είναι ένα σύστηµα που επιτρέπει την ένωση διαφόρων APs σε ένα κοινό ενιαίο
υπερδίκτυο. Το DS καθαυτό µπορεί να είναι ένα δίκτυο είτε ενσύρµατο είτε ασύρµατο και η
τεχνολογία και η µορφή του µπορεί να ποικίλει.

3.3. ΤΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

∆οµική µονάδα των Wi-Fi συστηµάτων είναι το Βασικό Σύνολο Υπηρεσίας (Basic Service Set
– BSS), το οποίο σχετίζεται µε την ιδέα της κυψέλης. Η ίδια η κυψέλη, µε την έννοια της περιοχής
του χώρου που καλύπτεται από το δίκτυο, ονοµάζεται Περιοχή Βασικού Συνόλου (Basic Service
Area – BSA). Το εύρος αυτής της περιοχής µπορεί βέβαια να ποικίλει, αναλόγως µε τις ισχείς
εκποµπής των κεραιών και τα κατώφλια ευαισθησίας τους ως προς τη λήψη, πρόκειται όµως
πάντοτε για δίκτυα τοπικά. Ως τυπική τιµή του εύρους µιας BSA θα µπορούσε να οριστεί η τιµή των
35 µέτρων. Συνήθως, άλλωστε, στόχος µιας Wi-Fi εγκατάστασης είναι η κάλυψη ενός οικιακού ή
εργασιακού περιβάλλοντος.
∆ιακρίνονται δύο βασικά είδη τοπολογιών για τα Wi-Fi δίκτυα.

50
Σχήµα 3.1: Τοπολογία independent BSS, πηγή: [48]

Η απλούστερη είναι αυτή που αποκαλείται Ανεξάρτητο δίκτυο BSS (Independent BSS
network – IBSS). Τα δίκτυα µε την τοπολογία αυτήν ονοµάζονται και peer-to-peer, από την
αγγλική φράση που σηµαίνει “ίσος προς ίσον”, επειδή στα δίκτυα αυτά οι κόµβοι όλοι είναι
ισότιµοι: στα IBSS δίκτυα δεν υπάρχουν κεντρικά APs, πρόκειται δηλαδή για δίκτυα
αποκεντρωµένα (decentralized). Όταν δύο κόµβοι θέλουν να επικοινωνήσουν (βασική προϋπόθεση
είναι να βρίσκεται ο καθένας εντός της εµβέλειας του άλλου), θεσπίζουν µία απευθείας σύνδεση
µέσω του µεταξύ τους µονοπατιού. Ακριβώς λόγω της µοναδικότητας του κάθε µονοπατιού και της
εξάρτησης της εκάστοτε σύνδεσης από τα τερµατικά που αποπειρώνται να επικοινωνήσουν, µια
τρίτη ονοµασία για τέτοιου είδους δίκτυα είναι ad-hoc, από τη λατινική φράση που εκφράζει την
εξάρτηση από το σκοπό.
Η τοπολογία αυτή είναι απλούστερη στην υλοποίηση και προσφέρει αµεσότερη επικοινωνία
δύο τερµατικών κόµβων, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τα πλεονεκτήµατα, η λειτουργικότητά
της όµως είναι περιορισµένη και εν τέλει η καταλληλότητά της εξαρτάται από την περίπτωση.

Σχήµα 3.2: Τοπολογία infrastructure BSS, πηγή: [48]

Στο δεύτερο είδος τοπολογιών ανήκουν τα δίκτυα υποδοµής BSS (infrastructure BSS
networks). Πρόκειται για τοπολογίες συγκεντρωτικές (centralized). Σε αυτήν την περίπτωση,
οποιαδήποτε επικοινωνία ανάµεσα στις επιµέρους µονάδες του δικτύου πρέπει να γίνεται µέσω
ενός κεντρικού AP. Κάθε AP έχει µία περιοχή κάλυψης και είναι υπεύθυνο για την ανταλλαγή
πλαισίων µεταξύ των σταθµών. Όταν κάποιος σταθµός του δικτύου θέλει να επικοινωνήσει µε
κάποιον άλλον, αποστέλλει τα πακέτα στο AP και αυτό τα προωθεί στο σταθµό-αποδέκτη. Έτσι,
ουσιαστικά, επιτυγχάνεται διπλάσια µέγιστη απόσταση επικοινωνίας µεταξύ των σταθµών του
δικτύου, αφού δεν είναι πλέον αναγκαίο να βρίσκεται ο κάθε σταθµός εντός της εµβέλειας όλων
των υπολοίπων, αλλά αρκεί να βρίσκονται όλοι εντός της εµβέλειας του AP. Βέβαια, όσο αυξάνεται
ο αριθµός των σταθµών, τόσο µειώνονται οι αποδόσεις του δικτύου, επειδή το εύρος ζώνης
µοιράζεται ανάµεσα στους σταθµούς που επικοινωνούν µε το AP. Παράλληλα, ένας άλλος
παράγοντας που επηρεάζει την ταχύτητα µετάδοσης δεδοµένων είναι η απόσταση των κόµβων.
Τα infrastructure δίκτυα συνήθως εξυπηρετούν περισσότερο το σκοπό της σύνδεσης των
τερµατικών συσκευών µε εξωτερικά δίκτυα (και κυρίως µε το Internet), παρά αυτόν της
επικοινωνίας µεταξύ των ίδιων των τερµατικών.

51
Οι infrastructure τοπολογίες, παρ’ όλο που είναι πιο σύνθετες στην υλοποίηση σε σχέση µε τις
independent, είναι τελικά πολύ πιο διαδεδοµένες, ακριβώς επειδή τις περισσότερες φορές ο σκοπός
της λειτουργίας των Wi-Fi δικτύων είναι ουσιαστικά η σύνδεση ασύρµατων τερµατικών στο
Internet, µέσω ενός AP.
Μία τοπολογία που περιλαµβάνει ένα AP µαζί µε τους σταθµούς που ανήκουν στην περιοχή
κάλυψής του είναι ουσιαστικά ένα BSS. Όταν πολλά APs είναι συνδεδεµένα µεταξύ τους σε κάποιο
Σύστηµα ∆ιανοµής, τότε η συνολική τοπολογία όλων των διασυνδεδεµένων APs και STAs
ονοµάζεται Εκτεταµένο Σύνολο Υπηρεσίας (Extended Service Set – ESS).
Είναι εφικτή η επικοινωνία µεταξύ σταθµών που βρίσκονται σε διαφορετικά µεν BSSs αλλά στο
ίδιο ESS. Συνήθως, τα πλαίσια που µεταδίδονται περιέχουν πληροφορίες για 4 διευθύνσεις
υποεπιπέδου MAC [βλ. εν. 3.4]: αρχικού παραλήπτη, αρχικού αποστολέα, τρέχοντος παραλήπτη,
τρέχοντος αποστολέα. Έτσι, είναι δυνατή η κυκλοφορία τους από κόµβο σε κόµβο, κατά µήκος
µιας διαδροµής από BSS σε BSS, µέσω ενός DS.

Σχήµα 3.3: ESS δίκτυο, πηγή: [48]

3.4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑ∆ΟΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ


ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗΣ

Ουσιαστικά, δύο είναι τα είδη πρωτοκόλλων που είναι απαραίτητο να αναφερθούν για τα Wi-Fi
δίκτυα και γενικότερα για τα WLANs: τα πρωτόκολλα του επιπέδου φυσικού µέσου (physical layer
protocol – PHY protocol) των δικτύων 802.11 και τα πρωτόκολλα του υποεπιπέδου Ελέγχου
Πρόσβασης στο Μέσο (Medium Access Control sub-layer protocol – MAC protocol), κατ’
αντιστοιχία µε το σύστηµα UMTS. Το MAC είναι υποεπίπεδο του επιπέδου ζεύξης δεδοµένων (data
link layer) του OSI. Το άλλο υποεπίπεδο του στρώµατος αυτού είναι το υποεπίπεδο Ελέγχου
Λογικής Σύνδεσης (Logical Link Control sub-layer – LLC), το οποίο στα δίκτυα 802.11 είναι ίδιο µε
αυτό των περισσότερων ενσύρµατων Τοπικών ∆ικτύων, µε αποτέλεσµα την εύκολη διασύνδεση
ενός Wi-Fi δικτύου µε εξωτερικά ενσύρµατα δίκτυα.
Τα πρωτόκολλα του επιπέδου φυσικού µέσου διαχειρίζονται την προώθηση των πλαισίων που
παραλαµβάνονται από το επίπεδο του MAC στο ασύρµατο κανάλι και το αντίστροφο. Το αρχικό
πρότυπο 802.11 καθόριζε 3 τρόπους µετάδοσης στο ασύρµατο κανάλι: τη µετάδοση µε υπέρυθρες
ακτίνες, τη µετάδοση µε τεχνική FHSS και τη µετάδοση µε τεχνική DSSS. Σε µεταγενέστερες
εκδόσεις του προτύπου, ενσωµατώθηκε και η µετάδοση µε τεχνική OFDM, που σήµερα πλέον
βρίσκει πολύ µεγάλη εφαρµογή. Συγκεντρωτικά, οι τεχνικές που χρησιµοποιούνται είναι οι εξής:

52
• υπέρυθρες ακτίνες (infrared rays): Χρησιµοποιούνται µήκη κύµατος 850 nm – 950 nm και
∆ιαµόρφωση Θέσης Παλµών (Pulse Position Modulation – PPM) και επιτυγχάνονται ρυθµοί
µετάδοσης από 1 έως και 2 Μbps.
• ∆ιεύρυνση Φάσµατος µε Εναλλαγή Συχνοτήτων (Frequency Hopping Spread Spectrum –
FHSS): Χρησιµοποιείται η µπάντα των 2,4 GHz, η οποία χωρίζεται σε 75 κανάλια. Το
σήµα µεταπηδά από κανάλι σε κανάλι, παραµένοντας στο καθένα για χρονικό διάστηµα
µικρότερο από 0,4 sec. Η συχνότητα δηλαδή εναλλάσσεται συνεχώς, και µάλιστα µε τρόπο
ψευδοτυχαίο, µε βάση την Γκαουσιανή ∆ιαµόρφωση Μετατόπισης Συχνότητας (Gaussian
Frequency Shift Keying – GFSK). Και σ’ αυτήν την περίπτωση, επιτυγχάνονται ρυθµοί 1 -
2 Mbps.
• ∆ιεύρυνση Φάσµατος µε Άµεση Ακολουθία (Direct Sequence Spread Spectrum – DSSS):
Στην περίπτωση της DSSS, οι σταθµοί µεταδίδουν σε όλο το φάσµα της µπάντας των 2,4
GHz. Η ακολουθία των bits πολλαπλασιάζεται στον ποµπό µε έναν ψευδο-τυχαίο κώδικα,
µοναδικό για τον κάθε σταθµό, και αποστέλλεται. Στο δέκτη πολλαπλασιάζεται και πάλι µε
τον ίδιο κώδικα για τον επανασχηµατισµό της αρχικής πληροφορίας, όπως αναλύθηκε και
στο κεφάλαιο της πολυπλεξίας του UMTS [βλ. εν. 2.7]. Και µε αυτήν τη µέθοδο,
επιτυγχάνονται ρυθµοί 1 - 2 Mbps.
• Ορθογωνική Πολυπλεξία ∆ιαίρεσης Συχνότητας (Orthogonal Frequency Division
Multiplexing – OFDM): Αναλόγως µε τις διάφορες εκδόσεις του προτύπου 802.11, έχουν
προταθεί και διαφορετικές µπάντες συχνοτήτων σε συνδυασµό µε την OFDM τεχνική.
Επικράτησε και εδώ η µπάντα των 2.4 GHz. Τα σήµατα αποµονώνονται µεταξύ τους µε
Γρήγορο Μετασχηµατισµό Fourier. Τα πλεονεκτήµατα της τεχνικής OFDM είναι πολλά [βλ.
εν. 2.7], αλλά εν προκειµένω το σηµαντικό είναι ότι επιτυγχάνεται ονοµαστικός ρυθµός
µετάδοσης 54 Mbps.

Στα Wi-Fi δίκτυα, το επίπεδο φυσικού µέσου είναι αρκετά σύνθετο. Θεωρείται γενικώς ότι
χωρίζεται στο υποεπίπεδο ∆ιαδικασίας Σύγκλισης Φυσικού Επιπέδου (Physical Layer Convergence
Procedure sub-layer – PLCP), στο οποίο τα πλαίσια του MAC απεικονίζονται στο εκάστοτε µέσο
µετάδοσης, και στο Εξαρτώµενο από το Φυσικό Μέσο υποεπίπεδο (Physical Medium Dependent
sub-layer – PMD), που είναι υπεύθυνο για τη µετάδοση των πλαισίων καθεαυτή.
Εκτός από τις δυσκολίες που προσθέτει η µετάδοση µέσω ασύρµατου καναλιού, λόγω της
αυξηµένης ποσότητας θορύβου που υπεισέρχεται, σε σύγκριση µε την περίπτωση ενσύρµατης
µετάδοσης, ένα ακόµα σηµαντικό ζήτηµα που χρήζει ιδιαίτερης διευθέτησης είναι η προσπέλαση
του µέσου, λόγω της ανικανότητας των τερµατικών κόµβων αυτών των δικτύων να
αντιλαµβάνονται την κατάσταση του µέσου παράλληλα µε την προσπάθειά τους να αποστείλουν
κάποιο πακέτο.
Γι’ αυτόν το λόγο, το MAC των Wi-Fi χρησιµοποιεί ως τεχνική πρόσβασης στο µέσο την
Πολλαπλή Προσπέλαση Ανίχνευσης Φέροντος µε Αποφυγή Συγκρούσεων (Carrier Sense
Multiple Access with Collision Avoidance – CSMA/CA), αντί για την Πολλαπλή Προσπέλαση
Ανίχνευσης Φέροντος µε Ανίχνευση Συγκρούσεων (Carrier Sense Multiple Access with Collision
Detection – CSMA/CD), που είναι ιδιαίτερα δηµοφιλής στα ενσύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα και η οποία
προϋποθέτει ότι τα τερµατικά δύνανται να αναγνωρίζουν ενδεχόµενη εµφάνιση συγκρούσεων κατά
τη διάρκεια της αποστολής.
Με βάση τη CSMA/CA λειτουργεί η Συνάρτηση Καταµερισµένου Συγχρονισµού (Distributed
Coordination Function – DCF), η οποία προβλέπει τον αφουγκρασµό του µέσου (carrier sense)
από τους σταθµούς πριν την εκκίνηση της προσπάθειας αποστολής πλαισίων δεδοµένων, καθώς και
την ανταλλαγή πλαισίων βοηθητικού χαρακτήρα για την επιβεβαίωση της δυνατότητας
επικοινωνίας, όπως τα πλαίσια Αίτησης Αποστολής (Ready To Send – RTS) από πλευράς επίδοξου
εκποµπού και Ετοιµότητας Αποστολής (Clear To Send – CTS) από πλευράς λήπτη. Οι υπόλοιποι
σταθµοί του δικτύου, µετά την ακρόαση αυτών των µηνυµάτων, γνωρίζουν ότι το κανάλι πρόκειται
να είναι κατειληµµένο για κάποιο συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα και αποφεύγουν να µεταδώσουν
πλαίσια. Όταν περάσει ο χρόνος αυτός, µπορούν να ξεκινήσουν την προσπάθεια να καταλάβουν το

53
κανάλι, αλλά πάντα µε βάση έναν αλγόριθµο ∆υαδικής Εκθετικής Οπισθοχώρησης (Binary
Exponential Backoff – BEB), ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις. Αντίστοιχα, προβλέπεται η
αποστολή πλαισίων θετικής επιβεβαίωσης (positive acknowledgment) από τον εκάστοτε σταθµό-
δέκτη µετά την ολοκλήρωση της επιτυχούς λήψης των πλαισίων δεδοµένων.
Εκτός από την DCF, η χρησιµοποίηση της οποίας είναι υποχρεωτική για τα δίκτυα 802.11,
υπάρχει και η Συνάρτηση Σηµειακού Συγχρονισµού (Point Coordination Function – PCF), κατά
την οποία το AP παραχωρεί την πρόσβαση στο µέσο σε κάθε σταθµό για κάποιο χρόνο χωρίς
ανταγωνισµό. Συγκεκριµένα, το AP αποστέλλει πλαίσια συγχρονισµού, που ονοµάζονται πλαίσια-
φάροι (beacon frames), µε αποδέκτες όλους τους σταθµούς που βρίσκονται εντός της εµβέλειάς
του, και διαχωρίζει το χρόνο µίας περιόδου σε χρονοθυρίδες (timeslots), κάθε µία από τις οποίες
αφιερώνεται σε έναν και µόνο σταθµό. Η έναρξη κάθε θυρίδας σηµατοδοτείται από την αποστολή
πλαισίων σταθµοσκόπησης (poll frames). Υποστηρίζεται ουσιαστικά σε αυτήν την περίπτωση
παράδοση πλαισίων χρονικά ορισµένη και περιορισµένη. Η συνάρτηση αυτή, όταν είναι
ενεργοποιηµένη, εκτελείται εναλλάξ ανάµεσα σε περιόδους ανταγωνισµού της DCF.
Με την PCF, εποµένως, υφίσταται κεντρικός έλεγχος, σε αντίθεση µε τη λειτουργία της DCF, η
µορφή της οποίας είναι αποκεντρωµένη. Ο αλγόριθµος PCF, δηλαδή, µπορεί να έχει εφαρµογή
µόνο σε infrastructure BSS δίκτυα. Επίσης, ο αλγόριθµος DCF είναι καταλληλότερος για
εξυπηρέτηση κίνησης κατά κύριο λόγο ασύγχρονης, ενώ ο PCF είναι ένας αλγόριθµος κατάλληλος
για διευθέτηση κίνησης σύγχρονου χαρακτήρα.
Επίσης, ο αλγόριθµος DCF δίνει σχετικά ικανοποιητική λύση σε δύο κλασικά προβλήµατα των
Ασύρµατων Τοπικών ∆ικτύων, το πρόβληµα του κρυµµένου τερµατικού (hidden node problem) και
το πρόβληµα του εκτεθειµένου τερµατικού (exposed node problem).
Το πρόβληµα του κρυµµένου τερµατικού αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία δύο
σταθµοί, που βρίσκονται ο καθένας εκτός εµβέλειας του άλλου, προσπαθούν ταυτόχρονα να
επικοινωνήσουν µε έναν τρίτο σταθµό, ο οποίος βρίσκεται εντός της εµβέλειας αµφοτέρων. Έτσι, η
ύπαρξη και η λειτουργία του καθενός δεν είναι ανιχνεύσιµη από τον άλλον, µε αποτέλεσµα να
λαµβάνεται (εσφαλµένη) απόφαση για εκποµπή και να δηµιουργούνται συγκρούσεις, οι οποίες
επίσης δεν µπορούν να γίνουν αντιληπτές.

Σχήµα 3.4: Το πρόβληµα του κρυµµένου τερµατικού, πηγή: [49]

Το πρόβληµα του εκτεθειµένου τερµατικού, αντίθετα, εµφανίζεται όταν δύο σταθµοί, οι οποίοι
πιθανότατα δεν ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν ούτε µεταξύ τους αλλά ούτε και µε κάποιον
κοινό τρίτο σταθµό, βρίσκονται ο καθένας εντός της εµβέλειας του άλλου, µε αποτέλεσµα ο ένας
να θεωρεί (εσφαλµένα) το κανάλι κατειληµµένο κάθε φορά που µεταδίδει ο άλλος, και το
αντίστροφο.

54
Σχήµα 3.5: Το πρόβληµα του εκτεθειµένου τερµατικού, πηγή: [26]

Σε µεταγενέστερες εκδόσεις του προτύπου 802.11, προτάθηκε και η Υβριδική Συνάρτηση


Συγχρονισµού (Hybrid Coordination Function – HCF), ουσιαστική καινοτοµία της οποίας είναι η
εισαγωγή µοντέλου προτεραιοτήτων µε σκοπό την προσφορά καθορισµένου QoS, στοιχείο
ιδιαίτερα σηµαντικό για την υποστήριξη πολλών σύγχρονων απαιτητικών εφαρµογών και στο
οποίο, όπως έχει αναφερθεί, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα κατά το σχεδιασµό των ∆ικτύων Επόµενης
Γενιάς [βλ. κεφ. 1].
Γενικώς, πάντως, τα πρωτόκολλα του υποεπιπέδου MAC δεν έχουν υποστεί τεράστιες
διαφοροποιήσεις στις επανεκδόσεις που έχει γνωρίσει κατά καιρούς το πρότυπο 802.11, κάτι το
οποίο δεν ισχύει για το PHY, όσον αφορά τόσο τους τρόπους µετάδοσης, όπως κατέστη προφανές
νωρίτερα, όσο και τις συχνότητες λειτουργίας.

3.5. ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες µπάντες συχνοτήτων για τη λειτουργία των Wi-Fi
δικτύων, οι οποίες έχουν παρουσιαστεί µέσω των διαφόρων εκδόσεων του προτύπου 802.11.
Αξίζει να αναφερθούν κυρίως οι συχνότητες των 2,4 GHz, των 3,6 GHz και των 5 GHz.
Η πιο διαδεδοµένη περίπτωση, βέβαια, είναι αυτή των 2,4 GHz, η οποία προτάθηκε κυρίως από
τις εκδόσεις 802.11b, 802.11g και 802.11n του προτύπου. Ιδιαίτερα η 802.11g γνώρισε και
γνωρίζει ακόµα και σήµερα τεράστια εµπορική επιτυχία, προσφέροντας ταχύτητες έως και 54
Mbps.
Το φάσµα της µπάντας των 2,4 GHz έχει χωριστεί σε 14 κανάλια (channels). Το καθένα έχει
εύρος 22 MHz και η κεντρική του συχνότητα απέχει γενικώς από αυτήν του προηγούµενου κατά 5
MHz. Ειδικά το 14ο έχει απόσταση 12 MHz από το 13ο, εδρεύοντας στη συχνότητα των 2,484 GHz.
Η λειτουργία σε αυτό το κανάλι όµως επιτρέπεται αυτήν τη στιγµή µόνο στην Ιαπωνία. Στην
Ευρώπη συνήθως λειτουργούν τα 13 πρώτα κανάλια.
Λόγω των επικαλύψεων που παρουσιάζονται όσον αφορά τις περιοχές που αντιστοιχούν σε
κάθε κανάλι, ως ελάχιστη απόσταση των κεντρικών συχνοτήτων των καναλιών δύο γειτονικών
WLANs έχει οριστεί αυτή των 25 MHz. Μάλιστα, προτείνονται τα κανάλια 1, 6 και 11 για
προεπιλογή.

55
Σχήµα 3.6: Το φάσµα συχνοτήτων της µπάντας των 2,4 GHz για τα δίκτυα 802.11, πηγή: [6]

3.6. ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Όπως σε όλα τα ασύρµατα δίκτυα, έτσι και στα Wi-Fi, ένα από τα σηµαντικότερα ζητήµατα
είναι αυτό της διαχείρισης της κινητικότητας των χρηστών.
Σχετικά µε τα δίκτυα Wi-Fi, διακρίνουµε 3 περιπτώσεις, αναλόγως µε τη συµπεριφορά των
τερµατικών σταθµών. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία δεν παρουσιάζεται καµία
µετάβαση BSA, η δεύτερη είναι η περίπτωση της αλλαγής BSA εντός του ίδιου ESS και η τρίτη
είναι η περίπτωση της µετάβασης από ένα ESS σε ένα άλλο, κάτι το οποίο ουσιαστικά δεν
υποστηρίζεται.

• καµία µετάβαση (no transition): Ο ασύρµατος σταθµός δεν παρουσιάζει κίνηση, ή κινείται
εντός της ίδιας κυψέλης BSA. Προφανώς πρόκειται για την απλούστερη περίπτωση.
• BSS µετάβαση (BSS transition): Ο σταθµός µετακινείται από µία BSA σε µία άλλη, που
ανήκει όµως στο ίδιο ESS µε την αρχική. Μια τέτοια µετάβαση γίνεται µε τρόπο οµαλό,
χωρίς διακοπή της παρεχόµενης υπηρεσίας. Ο σταθµός συνδέεται µε το καινούριο AP, το
οποίο αναλαµβάνει να ενηµερώσει (µέσω του DS) το αρχικό AP ότι θεσπίστηκε µια τέτοια
σύνδεση, ώστε να αποχωριστεί πλέον αυτό από το σταθµό. Η λειτουργία αυτή ονοµάζεται
επανασυσχέτιση (reassociation). Μια άλλη πιθανή αιτία BSS µετάβασης, εκτός δηλαδή από
τη µετακίνηση του κόµβου, είναι η χαµηλή ισχύς λαµβανοµένου σήµατος, που ενεργοποιεί
διαδικασίες αναζήτησης άλλων διαθέσιµων APs για τη σύνδεση του STA..

Σχήµα 3.7: BSS µετάβαση, πηγή: [48]

• ESS µετάβαση (ESS transition): Ο σταθµός µετακινείται από µία BSA σε µία άλλη,
διαφορετικού όµως ESS. Τέτοιου είδους µετάβαση δεν είναι εφικτή στα Wi-Fi δίκτυα,
τουλάχιστον µε την έννοια µιας οµαλής µετάβασης που θα εξασφάλιζε συνέχεια της
παρεχόµενης υπηρεσίας. Ένας σταθµός φυσικά µπορεί να αποσυνδεθεί από ένα AP ενός

56
ESS, µε τη λειτουργία της αποσυσχέτισης (disassociation), και ύστερα να συνδεθεί εκ νέου
σε ένα AP κάποιου άλλου, µε τη λειτουργία της συσχέτισης (association), αλλά δεν έχει
προβλεφθεί τρόπος να αποφεύγεται η παρεµβολή µιας περιόδου διακοπής της ασύρµατης
λειτουργίας. Το πρόβληµα αυτό µπορεί ίσως να επιλυθεί µε την εφαρµογή πρωτοκόλλων,
όπως το Mobile IP [βλ. κεφ. 4].

Σχήµα 3.8: ΕSS µετάβαση, πηγή: [48]

Η συσχέτιση ενός κόµβου µε ένα BSS µπορεί να γίνει είτε ενεργητικά, µε την αποστολή των
σχετικών πλαισίων, είτε παθητικά, αναµένοντας κάποιο PCF beacon frame από το AP. Κατά τη
διάρκεια της συσχέτισης, είναι δυνατόν να ενεργοποιείται µηχανισµός ασφαλείας, εάν έχει οριστεί
κάτι τέτοιο. Υπάρχουν δύο κύρια είδη τέτοιων µηχανισµών: το Απόρρητο Αντίστοιχο Ενσυρµάτου
(Wired Equivalent Privacy – WEP) και η Προστατευόµενη Πρόσβαση Wi-Fi (Wi-Fi Protected
Access – WPA). Οι δύο µηχανισµοί παρουσιάζουν διαφορές ως προς τους τρόπους πιστοποίησης
των κόµβων και κρυπτογράφησης των δεδοµένων, αλλά η WPA θεωρείται σαφώς ισχυρότερη.
Ακόµα ισχυρότερη και από αυτήν είναι η µετεξέλιξή της, η WPA2, η οποία όµως παρουσιάζει
προβλήµατα αναδροµικής συµβατότητας µε κάρτες δικτύου παλαιού τύπου.

3.7. ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ

Όπως αναφέρθηκε και στο αντίστοιχο κεφάλαιο για το UMTS [βλ. εν. 2.9], σε ένα ασύρµατο
δίκτυο µπορεί να εµφανιστούν διάφορα είδη ενδογενών παρεµβολών, αναλόγως βέβαια πάντα µε
το είδος του δικτύου και µε την περίπτωση. Παράλληλα, κάποιες από τις εξωγενείς παρεµβολές
είναι δυνατόν να οφείλονται σε άλλα γειτονικά δίκτυα της ίδιας ή παρόµοιας τεχνολογίας.
Ειδικά όµως στην περίπτωση των WLANs, και συγκεκριµένα στην περίπτωση των δικτύων Wi-
Fi που λειτουργούν στην µπάντα συχνοτήτων των 2,4 GHz, είναι πολλά τα είδη των άλλων
ηλεκτρικών συσκευών που µπορούν να προκαλέσουν εξωγενείς παρεµβολές, είτε επειδή
λειτουργούν σε αυτές τις συχνότητες, είτε επειδή έχουν ισχυρό σήµα σε αυτές, όπως για
παράδειγµα:

• συσκευές Bluetooth: Η τεχνολογία Bluetooth λειτουργεί στα 2,4 GHz, και συγκεκριµένα
από τα 2,4000 GHz µέχρι τα 2,4835 GHz. Το φάσµα αυτό είναι χωρισµένο σε 79 κανάλια,
το καθένα εκ των οποίων έχει εύρος 1 MHz. Έτσι, 1 κανάλι WLAN αντιστοιχεί γενικώς σε 5
κανάλια Bluetooth. Στο Bluetooth, υπάρχει µηχανισµός Frequency Hopping που επιτρέπει
εναλλαγή συχνοτήτων έως και 1600 φορές το δευτερόλεπτο, ώστε να αποφεύγονται κατά το
δυνατόν οι παρεµβολές µε τα WLAN συστήµατα. Οι νεότερες εκδόσεις του Bluetooth
υποστηρίζουν µάλιστα την Προσαρµοστική Εναλλαγή Συχνοτήτων (Adaptive Frequency
57
Hopping – AFH), µια µέθοδο που υπόσχεται την αποφυγή των καναλιών στα οποία
εντοπίζεται ύπαρξη άλλων σηµάτων.
• συναγερµοί αυτοκινήτου: Ορισµένοι συναγερµοί αυτοκινήτου λειτουργούν µέσα στις
επίµαχες για τα Wi-Fi δίκτυα συχνότητες και συγκεκριµένα στα 2,45 GHz, ανάµεσα δηλαδή
στα κανάλια 8 και 9 των WLANs. Αυτές οι συσκευές έχουν κατά κανόνα µεγάλη ισχύ
εκποµπής και λόγω και της µορφής του σήµατός τους προκαλούν συχνά σηµαντικές
παρεµβολές, ακόµα και στα κανάλια 6 και 11, που είναι συχνά τα προεπιλεγµένα κανάλια
για τα Wi-Fi δίκτυα.
• φούρνοι µικροκυµάτων: Το µήκος κύµατος της ακτινοβολίας που χρησιµοποιείται από τους
φούρνους µικροκυµάτων αντιστοιχεί σε συχνότητα 2,45 GHz. Αυτό, σε συνδυασµό µε το
γεγονός ότι δεν έχουν όλοι οι φούρνοι µικροκυµάτων επαρκή θωράκιση (ιδιαίτερα οι
παλαιότερου τύπου), µπορεί να προκαλέσει παρεµβολές στα δίκτυα Wi-Fi.
• ασύρµατα τηλέφωνα: Τα περισσότερα σετ ασύρµατων τηλεφώνων λειτουργούν πλέον
κοντά στα 1,9 GHz, εντούτοις ειδικά στις Η.Π.Α. υπάρχουν ακόµα ασύρµατα τηλέφωνα που
λειτουργούν στα 2,4 GHz, µε κίνδυνο τη δηµιουργία παρεµβολών στα Wi-Fi.
• άλλες ηλεκτρικές συσκευές: Είναι πολλές ακόµα οι ηλεκτρικές συσκευές που µπορούν να
προκαλέσουν παρεµβολές στις συχνότητες που µας απασχολούν. Στην κατηγορία αυτή
ανήκουν συσκευές παρακολούθησης βρεφών, συσκευές αναµετάδοσης τηλεοπτικού
σήµατος σε τοπικό επίπεδο (π.χ. από την έξοδο ενός αποκωδικοποιητή στα υπόλοιπα
δωµάτια ενός σπιτιού), κάποια είδη τηλεκοντρόλ (π.χ. για συρόµενες πόρτες γκαράζ), είδη
ηχείων, γραµµές τάσης, υποσταθµοί ηλεκτρικών δικτύων, κλπ.. Φυσικά, παρεµβολές µπορεί
να προκληθούν και από κακή λειτουργία άλλων ειδών συσκευών.

3.8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εκτός από την κινητή τηλεφωνία [βλ. κεφ. 2], που µπορεί να εξυπηρετήσει ασύρµατους
χρήστες µετακινούµενους σε ευρείες γεωγραφικές ζώνες, υπάρχουν τεχνολογίες που εγγυώνται τη
διασύνδεση ασύρµατων χρηστών σε επίπεδο τοπικό ή και τη σύνδεση αυτών σε άλλα εξωτερικά
δίκτυα.
Μια τέτοια τεχνολογία µε την οποία µπορούν να διασυνδεθούν τοπικά δύο ή περισσότερες
ασύρµατες συσκευές είναι η τεχνολογία WLAN. Το πιο διαδεδοµένο WLAN πρότυπο είναι το IEEE
802.11, που περιγράφει τα λεγόµενα Wi-Fi δίκτυα. Σπουδαίο χαρακτηριστικό των δικτύων αυτών
είναι ότι επιτυγχάνουν αρκετά υψηλές ταχύτητες.
Συχνά, µία από τις µονάδες του Wi-Fi συστήµατος έχει το χαρακτήρα Σηµείου Πρόσβασης,
αποτελώντας έναν ενδιάµεσο κόµβο ανάµεσα στις υπόλοιπες συσκευές και µεγαλύτερα εξωτερικά
δίκτυα. Αυτού του είδους η τοπολογία ονοµάζεται infrastructure BSS και είναι η συνηθέστερη, µιας
και τις περισσότερες φορές ο σκοπός των Wi-Fi δικτύων είναι η σύνδεση ασύρµατων συσκευών µε
το Internet. Αντιθέτως, η τοπολογία κατά την οποία όλες οι συσκευές συνδέονται και επικοινωνούν
µεταξύ τους µε τρόπο οµότιµο ονοµάζεται Independent BSS. Ένα BSS µπορεί να συνδεθεί µε ένα
άλλο µέσω ενός Συστήµατος ∆ιανοµής, σχηµατίζοντας ένα ESS.
Τα δίκτυα Wi-Fi λειτουργούν συνήθως στη ζώνη συχνοτήτων των 2,4 GHz, παρά τις διαφόρων
ειδών παρεµβολές δευτερεύουσας ενδεχοµένως σηµασίας, όπως για παράδειγµα από συσκευές
Bluetooth, ασύρµατα τηλέφωνα παλαιού τύπου και φούρνους µικροκυµάτων µε κακή θωράκιση. Οι
τεχνικές που χρησιµοποιούνται για τη µετάδοση στο κανάλι σήµερα είναι κυρίως οι τεχνικές FHSS
και DSSS και, προσφάτως, η OFDM, και ως τεχνική πρόσβασης στο µέσο χρησιµοποιείται η
CSMA/CA. Οι MAC τεχνικές των Wi-Fi που σχετίζονται µε την πρόσβαση στο µέσο στηρίζονται
στους αλγόριθµους DCF και PCF ή σε µία υβριδική έκδοση αυτών. Τέλος, στα δίκτυα αυτά
υπάρχουν δύο κύρια είδη µηχανισµών ασφαλείας: το WEP και η WPA.

58
∆ύο σηµαντικά προβλήµατα που µπορεί να εµφανιστούν κατά τη λειτουργία ενός Wi-Fi
δικτύου είναι το πρόβληµα του κρυµµένου τερµατικού και το πρόβληµα του εκτεθειµένου τερµατικού.
Το πρώτο εµφανίζεται όταν δύο αποµακρυσµένοι µεταξύ τους σταθµοί προσπαθούν ταυτόχρονα να
επικοινωνήσουν µε έναν τρίτο σταθµό που βρίσκεται σε ενδιάµεση θέση, µε αποτέλεσµα να
δηµιουργούνται συγκρούσεις εξαιτίας τη αδυναµίας του καθενός από τους δύο να αντιληφθεί τον
άλλον. Το δεύτερο εµφανίζεται όταν δύο σταθµοί που δεν ανήκουν στο ίδιο BSS βρίσκονται αρκετά
κοντά ώστε να θεωρεί εσφαλµένα ο καθένας τους το κανάλι κατειληµµένο κάθε φορά που
µεταδίδει ο άλλος.
Εκτός από τα παραπάνω δύο τοπολογικά προβλήµατα, ένα ζήτηµα που χρήζει διευθέτησης στα
Wi-Fi δίκτυα είναι η περιαγωγή του χρήστη σε περιοχές που δεν ανήκουν στο ίδιο ESS, καθώς δεν
προβλέπεται στα δίκτυα αυτά η υποστήριξη ESS µεταποµπών, σε αντίθεση µε τις BSS µεταποµπές,
των οποίων η πραγµατοποίηση είναι εφικτή.
Το κώλυµα αυτό µπορεί να αντιµετωπιστεί µε τη χρησιµοποίηση του Mobile IP, ενός
πρωτοκόλλου που έχει σχεδιαστεί µε στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας των ασύρµατων
χρηστών ανάµεσα σε διάφορα δίκτυα [βλ. κεφ. 4].

59
60
4. MOBILE IP

4.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

To Κινητό Πρωτόκολλο ∆ιαδικτύου (Mobile Internet Protocol – Mobile IP) είναι ένα από τα
σηµαντικότερα πρωτόκολλα των ασύρµατων επικοινωνιών. Επιτρέπει την ανεµπόδιστη περιαγωγή
συσκευών σε διάφορες περιοχές ασύρµατης κάλυψης, βασιζόµενο στη χρησιµοποίηση IP
διευθύνσεων.
Το Mobile IP προέκυψε λόγω της ακαταλληλότητας του IP για τη διαχείριση της ασύρµατης
κινητικότητας. ∆ηµιουργήθηκε από τον ανοιχτό οργανισµό προτυποποίησης που αποκαλείται
Οµάδα Εργασίας Μηχανικής ∆ιαδικτύου (Internet Engineering Task Force – IETF). Η πρώτη µορφή
του Mobile IP σχεδιάστηκε για την 4η έκδοση του Πρωτοκόλλου ∆ιαδικτύου, την IPv4, γι’ αυτό και
ονοµάζεται συνήθως Mobile IPv4.
To Mobile IPv4, όµως, παρουσιάζει ορισµένα προβλήµατα, όπως το πρόβληµα της τριγωνικής
δροµολόγησης [βλ. εν. 4.4]. Το πρόβληµα αυτό αντιµετωπίζεται αποτελεσµατικά στην
αναβαθµισµένη έκδοση του Mobile IP, που είναι εναρµονισµένη µε την 6η έκδοση του IP, την
IPv6, και για το λόγο αυτό ονοµάζεται Mobile IPv6.
Το Mobile IP βρίσκει εφαρµογή κυρίως σε τοπικά δίκτυα, αφού τα δίκτυα ευρείας κάλυψης,
όπως τα κυψελωτά δίκτυα, έχουν ενσωµατωµένους ειδικούς σχεδιασµούς διαχείρισης
κινητικότητας και περιαγωγής [βλ. κεφ. 2].
Στο κεφάλαιο αυτό προηγείται µια σύντοµη παρουσίαση του IP και ακολουθεί µια ανάλυση του
τρόπου λειτουργίας του Mobile IP και του προβλήµατος της τριγωνικής δροµολόγησης.

4.2. IPv4 & IPv6

Το Πρωτόκολλο ∆ιαδικτύου (Internet Protocol – IP) είναι το σπουδαιότερο πρωτόκολλο των


πακετικών επικοινωνιών. Αποτελεί µέρος του συνόλου επικοινωνιακών πρωτοκόλλων που
ονοµάζεται Σουίτα Πρωτοκόλλων ∆ιαδικτύου (Internet Protocol Suite). Το άλλο σηµαντικό
πρωτόκολλο του συνόλου αυτού είναι το Πρωτόκολλο Ελέγχου Μετάδοσης (Transmission
Control Protocol – TCP), γι’ αυτό η Σουίτα Πρωτοκόλλων ∆ιαδικτύου αναφέρεται συχνά µε τον
όρο TCP/IP. Στην ακολουθία πρωτοκόλλων TCP/IP είναι βασισµένο το ∆ιαδίκτυο.
Το IP ανήκει στο επίπεδο δικτύου των µοντέλων αναφοράς OSI και TCP/IP. Είναι υπεύθυνο για
τη διευθυνσιοδότηση των κόµβων και τη δροµολόγηση των πακέτων. Κάθε τερµατικό σηµείο του
δικτύου αναγνωρίζεται από µία µοναδική χαρακτηριστική ψηφιακή διεύθυνση. Κάθε πακέτο
χαρακτηρίζεται από µία κεφαλίδα, που περιέχει πληροφορίες σχετικά µε τις διευθύνσεις πηγής και
προορισµού. Η προσθήκη µιας κεφαλίδας σε ένα πακέτο λέγεται ενθυλάκωση (encapsulation).
Το TCP βρίσκεται πάνω από το IP, στο επίπεδο µεταφοράς. Σκοπός του είναι ο έλεγχος της
ανταλλαγής των δεδοµένων και της µεταφοράς τους ανάµεσα στο επίπεδο δικτύου και τα ανώτερα
επίπεδα.
Οι κυριότερες εκδόσεις του IP είναι η 4η (IPv4) και η 6η (IPv6).
Στο IPv4, το µήκος της ψηφιακής διεύθυνσης είναι 32 bits, τα οποία χωρίζονται σε 4 διαδοχικές
8άδες. Συνηθέστερα, βέβαια, οι διευθύνσεις αναγράφονται σε δεκαδική σηµειογραφία µε τελείες
(dotted decimal notation), όπου η κάθε 8άδα αναπαρίσταται µε το δεκαδικό της ισοδύναµο και τα
δεκαδικά ισοδύναµα είναι χωρισµένα µεταξύ τους µε τελείες.

61
Σχήµα 4.1: Παράδειγµα διεύθυνσης IPv4 σε δεκαδική σηµειογραφία µε τελείες και στην ισοδύναµη δυαδική
µορφή της, πηγή: [42]

Το πλήθος των µοναδικών διευθύνσεων του IPv4 δυνητικά ανέρχεται σε 2³² = 4.294.967.296.
Βέβαια, ένα περιορισµένο µέρος αυτών φυλάσσεται για συγκεκριµένες χρήσεις, όπως για
παράδειγµα για ιδιωτικά δίκτυα ή για πολυεκποµπή (multicast), και έτσι ο αριθµός των διευθύνσεων
που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το δηµόσιο Internet ελαττώνεται στα 4 δισεκατοµµύρια
περίπου.
Υπεύθυνη για τη διανοµή των διευθύνσεων IP είναι η Αρχή Εκχωρηµένων Αριθµών ∆ιαδικτύου
(Internet Assigned Numbers Authority – IANA), την οποία διαχειρίζεται η µη κερδοσκοπική
∆ιαδικτυακή Εταιρεία για Εκχωρηµένα Ονόµατα και Αριθµούς (Internet Corporation for Assigned
Names and Numbers – ICANN). H IANA παραχωρεί διευθύνσεις στους επιµέρους Τοπικούς
Καταχωρητές ∆ιαδικτύου (Regional Internet Registries – RIRs), κατόπιν αιτήσεών τους, και αυτοί
µε τη σειρά τους τις διανέµουν σε παρόχους υπηρεσιών ∆ιαδικτύου ή άλλους πελάτες.
Ασφαλώς, ο αριθµός των 4 δισεκατοµµυρίων διευθύνσεων φαντάζει υπερβολικά µεγάλος, όµως
λόγω των συνεχώς αυξανοµένων αναγκών του Internet έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι κάποια στιγµή
οι IPv4 διευθύνσεις θα έπαυαν να είναι αρκετές. Ιδιαίτερα στην Ασία, η ζήτηση σε IP διευθύνσεις
παρουσίαζε τα τελευταία χρόνια αύξηση εκθετική.
Πράγµατι, το Φεβρουάριο του 2011 ανακοινώθηκε ότι οι IPv4 διευθύνσεις εξαντλήθηκαν
οριστικά.

Γράφηµα 4.2: Εξάντληση IPv4 διευθύνσεων, πηγή: [42]

Εντωµεταξύ, είχε ήδη από καιρό κάνει την εµφάνισή του το IPv6, ένα πρωτόκολλο που
σχεδιάστηκε ακριβώς λόγω της πρόβλεψης για την εξάντληση των διευθύνσεων του IPv4. Στο
IPv6, το µήκος της κάθε διεύθυνσης είναι 128 bits, µε αποτέλεσµα να προκύπτει ένα τεράστιο
πλήθος διευθύνσεων, ικανό να εξυπηρετήσει το σύστηµα για πολύ καιρό. Οι IPv6 διευθύνσεις
συνήθως απεικονίζονται µε τη δεκαεξαδική σηµειογραφία µε τελείες (dotted hexadecimal notation),
στην οποία η κάθε µία από τις 8 διαδοχικές 16άδες του αριθµού αναπαρίσταται µε το δεκαεξαδικό
της ισοδύναµο και τα δεκαεξαδικά ισοδύναµα χωρίζονται µεταξύ τους µε τελείες.

62
Σχήµα 4.3: Παράδειγµα διεύθυνσης IPv6 σε δεκαεξαδική σηµειογραφία µε τελείες και στην ισοδύναµη
δυαδική µορφή της, πηγή: [42]

4.3. MOBILE IPv4

Στο IPv4, οι 2 πρώτες 8άδες αντιστοιχούν στη διεύθυνση του δικτύου στο οποίο βρίσκονται οι
χρήστες. Κατά τη µετακίνηση ενός ασύρµατου τερµατικού κόµβου από µια περιοχή κάλυψης ενός
δικτύου σε µια περιοχή κάλυψης ενός άλλου, οι 8άδες αυτές αναγκαστικά αλλάζουν και συνεπώς η
συσκευή παύει να αναγνωρίζεται από το σύστηµα µε την ίδια διεύθυνση 32-bit µε την οποία
αναγνωριζόταν αρχικά. Η µετάβαση λοιπόν δε γίνεται µε οµαλό τρόπο, γιατί οποιαδήποτε
εφαρµογή λαµβάνει χώρα κατά τη διάρκειά της διακόπτεται αναγκαστικά, αφού τα πακέτα που
σχετίζονται µε την εκτέλεσή της δεν µπορούν να εξακολουθήσουν να παραδίδονται στη συσκευή,
λόγω της αλλαγής της διεύθυνσης της.
Εποµένως, το IPv4 από µόνο του ήταν τελικά ιδανικό µόνο για τη διευθέτηση της επικοινωνίας
µεταξύ στατικών τερµατικών κόµβων. Προέκυπτε δηλαδή η ανάγκη της δηµιουργίας ενός
πρωτοκόλλου που θα ήταν σε θέση να εξασφαλίζει τη σύνδεση κινητών συσκευών, δηλαδή
συσκευών ασύρµατων και µετακινούµενων.
Για το λόγο αυτό, δηµιουργήθηκε το Mobile IP, που καθιστά δυνατή τη δροµολόγηση των
πακέτων παρά την αλλαγή της θέσης σύνδεσης µιας συσκευής στο δίκτυο.
Στo Mobile IP, ο χαρακτηρισµός των τερµατικών κόµβων δεν περιορίζεται σε µία µόνο
διεύθυνση. Υπάρχει µεν µια αποκλειστική διεύθυνση που τους αντιστοιχεί και που αποκαλείται
πάτρια διεύθυνση (home address), όταν όµως ένας κόµβος συνδέεται µέσω ενός δικτύου
διαφορετικού από αυτό στο οποίο φυσιολογικά ανήκει, τότε του αποδίδεται άλλη µία (προσωρινή)
διεύθυνση που αποκαλείται ∆ιεύθυνση Μέριµνας (Care-of Address – CoA) και σχετίζεται µε την
τρέχουσα τοπολογική θέση της συσκευής.
Η δοµή ενός στοιχειώδους συστήµατος που λειτουργεί µε βάση το Mobile IP αποτελείται από
τους παρακάτω κόµβους:

• Κινητός Κόµβος (Mobile Node – MN)

Είναι ο ασύρµατος τερµατικός κόµβος του οποίου η κίνηση επισύρει τη χρησιµοποίηση του
Mobile IP. Με τη βοήθεια αυτού, ο MN µπορεί να επικοινωνεί µε άλλους τερµατικούς κόµβους
ανεξάρτητα από τη θέση του, µε τη χρήση των δύο διευθύνσεων που προαναφέρθηκαν.

• Ανταποκριτής Κόµβος (Correspondent Node – CN)

Είναι ο τερµατικός κόµβος µε τον οποίο επικοινωνεί ο MN κατά τη διάρκεια της µετακίνησής
του από µία περιοχή κάλυψης ενός δικτύου σε µία ενός άλλου. ∆ε χρειάζεται να υποστηρίζει το
Mobile IP, εκτός φυσικά εάν τίθεται θέµα διαχείρισης και της δικής του κινητικότητας.

63
• Πάτριος Πράκτορας (Home Agent – HA)

Είναι ένας δροµολογητής του δικτύου στο οποίο κανονικά ανήκει ο MN, και το οποίο
ονοµάζεται πάτριο δίκτυο (home network). Στο δροµολογητή αυτόν καταχωρούνται πληροφορίες
για την εκάστοτε τρέχουσα θέση του MN και ασχολείται επίσης µε την ενθυλάκωση και την
αποστολή των πακέτων στον MN, όταν αυτός βρίσκεται σε άλλο δίκτυο, µε βάση τη CoA του. Κάθε
δίκτυο που είναι συµβατό µε το Mobile IP πρέπει να διαθέτει έναν ΗΑ, ώστε να είναι δυνατή η
υποστήριξη της κινητικότητας των χρηστών του.

• Ξένιος Πράκτορας (Foreign Agent – FA)

Είναι, αντίστοιχα, ένας δροµολογητής του ξένιου δικτύου (foreign network), ο οποίος αποδίδει
στον MN τη CoA και πλέον είναι υπεύθυνος για την αποθυλάκωση (decapsulation) των πακέτων
που φτάνουν από τον HA και γενικότερα για την εξυπηρέτηση του MN όταν αυτός βρίσκεται εντός
της περιοχής κάλυψης του συγκεκριµένου ξένιου δικτύου. Για να είναι ένα δίκτυο σε θέση να
εξυπηρετήσει έναν επισκέπτη MN µέσω του Mobile IP πρέπει στο δίκτυο αυτό να υπάρχει ένας FA.

Σχήµα 4.4: Κινητός Κόµβος σε πάτριο δίκτυο και σε ξένιο δίκτυο, πηγή: [50]

Οι δροµολογητές που µπορούν να λειτουργήσουν ως FAs για τη φιλοξενία επισκεπτών MNs


εκπέµπουν ανά τακτά χρονικά διαστήµατα κάποια µηνύµατα τα οποία ονοµάζονται αναγγελίες
(advertisements) και µε τα οποία δίνουν πληροφορίες σχετικά µε το δίκτυό τους και µε τις
διαθέσιµες CoAs, κλπ.
Έτσι, όταν ένας MN εισέρχεται σε ένα δίκτυο, αναγνωρίζει αν πρόκειται για το πάτριο δίκτυό
του ή για κάποιο ξένιο δίκτυο. Εάν πρόκειται για ξένιο δίκτυο, ο FA του εκχωρεί µία CoA.
Ύστερα, ο HA πρέπει να ενηµερωθεί για την εξέλιξη, µε µια απλή διαδικασία η οποία
αποκαλείται καταχώρηση (registration): ο MN αποστέλλει ένα αίτηµα καταχώρησης στον FA, ο
οποίος το προωθεί στον HA. Ο HA αποδέχεται το αίτηµα και πλέον γνωρίζει πού θα πρέπει να
προωθεί τα πακέτα.
Εποµένως, κάθε CN που θέλει να επικοινωνήσει µε τον MN αποστέλλει τα πακέτα στη
διεύθυνση που γνωρίζει, δηλαδή την πάτρια διεύθυνση του MN. Όταν τα πακέτα αυτά φτάνουν στο
πάτριο δίκτυο, λοιπόν, ο HA προχωρά στην ενθυλάκωσή τους µε διεύθυνση παραλήπτη τη CoA του
MN. Η ενθυλάκωση των IP πακέτων σε κάποιο σηµείο της διαδροµής µε διαφορετικές IP κεφαλίδες
(αφού αλλάζει η διεύθυνση προορισµού) σε σχέση µε αυτές µε τις οποίες ξεκίνησαν αποκαλείται
συχνά και διάνοιξη σήραγγας (tunneling). Αντίστοιχα, όταν στη συνέχεια φτάνουν στο ξένιο δίκτυο,
ο FA εκτελεί την αποθυλάκωση των πακέτων και τα προωθεί στον MN.
Με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται εφικτή η επικοινωνία ενός κόµβου που µετακινείται ανάµεσα
σε διαφορετικά δίκτυα µε έναν άλλο κόµβο, παρ’ όλο που ο τελευταίος αγνοεί την ακριβή
τοπολογική θέση του κινούµενου κόµβου όταν αυτός έχει µόλις πραγµατοποιήσει κάποια µετάβαση
κατά τη διάρκεια της συνόδου.

64
4.4. ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΡΙΓΩΝΙΚΗΣ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ

Σύµφωνα µε τα παραπάνω, λοιπόν, η πορεία των πακέτων που έχουν αφετηρία στο CN είναι:

CN ΗΑ FΑ ( MN )

Αντιθέτως, τα πακέτα που έχουν αφετηρία στον MN δε χρειάζεται να διέρχονται αναγκαστικά


από το πάτριο δίκτυο και τον HA, αφού ο FA γνωρίζει πού να τα αποστείλει, µε αποτέλεσµα η
αντίστοιχη πορεία των πακέτων αυτών να είναι βραχύτερη:

( ΜN ) FΑ CN

To πρόβληµα αυτό είναι γνωστό και ως πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης (triangular
routing problem).

Σχήµα 4.5: Τριγωνική δροµολόγηση σε Mobile IP δίκτυα, πηγή: [33]

Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αυτού του είδους η λειτουργία αποτελεί πρόβληµα είναι ότι
εµφανίζονται σοβαρές ασυµµετρίες ανάµεσα στις διατερµατικές καθυστερήσεις των δύο
διαδροµών, µε αποτέλεσµα την παρεµπόδιση της οµαλής εκτέλεσης αρκετών εφαρµογών, κυρίως
όταν πρόκειται για εφαρµογές πραγµατικού χρόνου.
Εξάλλου, ορισµένα δίκτυα χρησιµοποιούν µηχανισµούς φιλτρατίσµατος εισόδου (ingress
filtering). Σύµφωνα µε αυτούς, το κάθε δίκτυο γνωρίζει το εύρος των IP διευθύνσεων που
αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα δίκτυα µε τα οποία είναι ανά πάσα στιγµή συνδεδεµένο,
και ελέγχει τις διευθύνσεις πηγής στις κεφαλίδες των πακέτων που λαµβάνει, για να διασταυρώνει
εάν ο κόµβος από τον οποίο λαµβάνει δεδοµένα ανήκει όντως στο δίκτυο στο οποίο ισχυρίζεται ότι
ανήκει. Σκοπός αυτού του ελέγχου είναι η προστασία από κακόβουλες επιθέσεις, αλλά εµφανίζεται
ψευδώς θετικό (false positive) αποτέλεσµα στην περίπτωση περιαγωγής µε Mobile IP, διότι ο MN
αποστέλλει στο CN χρησιµοποιώντας πάντα την πάτρια διεύθυνσή του, η οποία όµως ανήκει στο
σύνολο των διευθύνσεων του πάτριου δικτύου του, όχι του ξένιου δικτύου (µέσω του οποίου
αποστέλλει απευθείας στο CN).
Τα δύο αυτά ζητήµατα που σχετίζονται µε το πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης, το
ζήτηµα δηλαδή της ασυµµετρίας των χρόνων και το ζήτηµα του false positive στο φιλτράρισµα
εισόδου του CN, αντιµετωπίζονται αποτελεσµατικά στο Mobile IPv6.

65
4.5. MOBILE IPv6 ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΤΡΙΓΩΝΙΚΗΣ ∆ΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ

Στο Mobile IPv6, το false positive στο φιλτράρισµα εισόδου του CN αποφεύγεται µε έναν
απλούστατο τρόπο: καθορίζεται ότι όταν ο MN βρίσκεται σε ξένιο δίκτυο πρέπει να αποστέλλει
πακέτα µε τη CoA ως διεύθυνση πηγής.
Η γενικότερη επίλυση του προβλήµατος τριγωνικής δροµολόγησης στο Mobile IPv6 στηρίζεται
στην εφαρµογή µιας αναβαθµισµένης τεχνικής που ονοµάζεται Mobile IP µε Βελτιστοποίηση
∆ιαδροµής (Route Optimization Mobile IP – ROMIP).
Στο ROMIP, ο HA αναλαµβάνει να ενηµερώνει µε µηνύµατα το CN για την τρέχουσα CoA του
MN, ώστε να αποστέλλονται τα πακέτα του CN απευθείας στο ξένιο δίκτυο. Κάθε τέτοιο µήνυµα
ονοµάζεται Ενηµέρωση ∆εσµού (Binding Update – BU), αφού δεσµός (binding) στο ROMIP είναι η
τριπλέτα των αριθµών πάτριας διεύθυνσης, CoA και διάρκειας εγγραφής (registration lifetime).
Αυτές είναι οι πληροφορίες τις οποίες λαµβάνει ο CN, ώστε να συσχετίζει την πάτρια διεύθυνση του
MN µε τη CoA του για ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα και να παρακάµπτει τον HA κατά την
αποστολή των πακέτων. Ο CN οφείλει να απαντάει στην Ενηµέρωση ∆εσµού µε ένα µήνυµα
Αναγνώρισης ∆εσµού (Binding Acknowledgment – BA), ενώ προβλέπονται επίσης µηνύµατα
Αιτήσεων ∆εσµού (Binding Requests – BRs), µε τα οποία ο CN ζητάει καινούρια ενηµέρωση από
τον HA, και Προειδοποιήσεων ∆εσµού (Binding Warnings – BWs), µε τα οποία ο CN ειδοποιείται
από τον HA ότι πρέπει να λάβει καινούρια ενηµέρωση.
Ουσιαστικά, ο HA σχετίζεται µόνο µε την ανταλλαγή αυτών των µηνυµάτων σηµατοδοσίας και
δε µεσολαβεί πλέον καθόλου στην προώθηση των µηνυµάτων, εποµένως η τριγωνική δροµολόγηση
εξαλείφεται.

Σχήµα 4.6: Περιαγωγή µε ROMIP σε σύγχρονα δίκτυα Mobile IP, πηγή: [34]

Με το ROMIP, αντιµετωπίζεται µεν το πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης, είναι όµως


ένας µηχανισµός πολύπλοκος, που επιβαρύνει το σύστηµα µε µεγάλο φόρτο σηµατοδοσίας, ενώ
προϋποθέτει ότι όλοι οι κόµβοι οι οποίοι συµµετέχουν στη διαδικασία είναι ενηµερωµένοι µε την
αναβαθµισµένη αυτή έκδοση του Mobile IP.
Κατά καιρούς, έχουν προταθεί διάφοροι άλλοι τρόποι επίλυσης του προβλήµατος τριγωνικής
δροµολόγησης, καθένας εκ των οποίων έχει βέβαια διαφορετικά πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα
([33], [18]). Το ROMIP είναι σίγουρα αποτελεσµατικότερο ως προς τους χρόνους, εξακολουθεί
όµως να παρουσιάζει τα µειονεκτήµατα που προαναφέρθηκαν.
Παρουσιάζει όµως και ένα άλλο µεγάλο πλεονέκτηµα, σε σχέση µε όλες τις άλλες τεχνικές:
υποστηρίζει την ήπια µεταποµπή κατά τη µετακίνηση του MN από ένα ξένιο δίκτυο σε ένα άλλο.
Συγκεκριµένα, ο FA του νέου ξένιου δικτύου αποστέλλει στον FA του προηγούµενου ένα µήνυµα
παρόµοιο µε τα µηνύµατα Ενηµέρωσης ∆εσµού, ώστε να γνωρίζει αυτός σε ποια θέση να προωθεί
τα πακέτα που καταφθάνουν µε διεύθυνση προορισµού την προηγούµενη CoA του MN,
τουλάχιστον µέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενηµέρωσης του CN για τη νέα CoA. Έτσι, δε
66
χάνονται πακέτα σε καµία χρονική στιγµή κατά τη διάρκεια της µεταποµπής, και ο χρήστης
αντιλαµβάνεται αδιάλειπτη συνέχιση της λειτουργίας της υπηρεσίας.
∆εδοµένης της βαρύτητας που έχει αποκτήσει η υποστήριξη της ήπιας µεταποµπής στο
σχεδιασµό των ασύρµατων συστηµάτων επόµενης γενιάς, το πλεονέκτηµα αυτό του ROMIP έπαιξε
αδιαµφισβήτητα ρόλο στην ενσωµάτωση του στο Mobile IPv6, σε σύγκριση µε όλες τις υπόλοιπες
αντίστοιχες τεχνικές.

Σχήµα 4.7: Ήπια µεταποµπή µε ROMIP σε σύγχρονα δίκτυα Mobile IP, πηγή: [34]

Όµως, παρ’ όλο που το ROMIP ήταν αυτό που συµπεριελήφθη στο Mobile IPv6, εξακολουθεί
να γίνεται έρευνα σε παγκόσµιο επίπεδο για την εξεύρεση ακόµα αποδοτικότερων λύσεων.
Ουσιαστικά, στόχος είναι πλέον να βρεθεί η χρυσή τοµή ανάµεσα στις επιδόσεις (µε κριτήριο
τη συµµετρία των διατερµατικών καθυστερήσεων των δύο διαδροµών και φυσικά το µέγεθος των
τιµών αυτών) και την απλότητα (µε κριτήριο την ανάγκη αναβάθµισης ή επέκτασης των
υπαρχουσών δοµών και γενικότερα το κόστος κατασκευής και λειτουργίας).
Ένας µηχανισµός που θεωρείται ότι αποτελεί ένα συµβιβασµό ανάµεσα στο απλό αλλά
ανεπαρκές Mobile IP και το αποτελεσµατικό αλλά πολύπλοκο ROMIP, και του οποίου η δηµοφιλία
φαίνεται ότι αυξάνεται µε το πέρασµα του χρόνου, είναι αυτός της Αντίστροφης ∆ροµολόγησης
(Reverse Routing). Η τεχνική αυτή ορίζει την αποστολή µηνυµάτων καταχώρησης από τον MN
απευθείας στο CN, αποκλείοντας πλέον τον HA και από τη διαδικασία ανταλλαγής µηνυµάτων
σηµατοδοσίας. Ουσιαστικά ο MN και ο CN επικοινωνούν πλέον µόνο µέσω του FA, µε τον HA να
βρίσκεται περίπου εκτός του συστήµατος, όσο ο MN βρίσκεται σε ξένιο δίκτυο.

Σχήµα 4.8: Περιαγωγή µε Reverse Routing σε σύγχρονα δίκτυα Mobile IP, πηγή: [34]

Ο µηχανισµός Reverse Routing απλοποιεί πολύ την κατάσταση, αφού µειώνεται σε πολύ
µεγάλο βαθµό ο φόρτος σηµατοδοσίας σε σχέση µε το ROMIP, χωρίς σηµαντική επιδείνωση των
επιδόσεων. Εξακολουθεί βέβαια να απαιτεί την αναβάθµιση των περισσότερων συστηµάτων, ώστε
να είναι συµβατά µε αυτόν.
Η οριστική επίλυση των παραπάνω ζητηµάτων αναµένεται στο άµεσο µέλλον.

67
4.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εάν τα κυψελωτά δίκτυα κινητής τηλεφωνίας έχουν συνήθως ιδιαίτερα αποτελεσµατικούς


τρόπους διαχείρισης των µετακινήσεων των χρηστών τους [βλ. κεφ. 2], κάτι τέτοιο δεν ισχύει
πάντοτε και για τα Ασύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα [βλ. κεφ. 3].
Αλλά και γενικότερα, άλλωστε, καθώς οι εξελίξεις στον κόσµο των ασύρµατων
τηλεπικοινωνιών κινούνται προς την κατεύθυνση της σύγκλισης δικτύων σε νέα ετερογενή δίκτυα,
το θέµα της κινητικότητας οφείλει να αντιµετωπιστεί µε τρόπο καθολικό.
Ένα πρωτόκολλο που προτείνει έναν αξιόλογο τρόπο υποστήριξης της περιαγωγής των
χρηστών είναι το Mobile IP, το οποίο στηρίζεται στη χρησιµοποίηση IP διευθύνσεων.
Στα IP δίκτυα, σε κάθε τερµατικό σηµείο του δικτύου αντιστοιχεί µία µοναδική ψηφιακή
διεύθυνση. Το µήκος της διεύθυνσης αυτής είναι 32 bits για το IPv4 και 128 bits για το IPv6. Στην
κεφαλίδα κάθε αποστελλόµενου πακέτου, συµπεριλαµβάνεται η διεύθυνση της πηγής και, κυρίως,
αυτή του προορισµού. Η χαρακτηριστική IP διεύθυνση ενός κόµβου, όµως, δε διατηρείται κατά τη
µετακίνησή του ανάµεσα σε διαφορετικά δίκτυα, διότι κάθε τέτοια διεύθυνση περιέχει πληροφορίες
και για την ταυτότητα του δικτύου στο οποίο βρίσκεται η συσκευή. Έτσι, το κλασικό IP δε βολεύει
για τη διευθέτηση της ασύρµατης περιαγωγής.
Γι’ αυτόν το λόγο, δηµιουργήθηκε το Mobile IP, στο οποίο οι τερµατικοί κόµβοι
αναγνωρίζονται µε βάση 2 IP διευθύνσεις: τη χαρακτηριστική τους πάτρια διεύθυνση και µία
προσωρινή Care-of Address που τους αποδίδεται όταν βρίσκονται σε κάποιο ξένιο δίκτυο. Όταν
ένας κόµβος θέλει να επικοινωνήσει µε αυτόν τον Κινητό Κόµβο, αποστέλλει τα πακέτα στην
πάτρια διεύθυνσή του. Εάν αυτός βρίσκεται σε ξένιο δίκτυο, τότε ο πάτριος πράκτορας, ο οποίος
έχει ενηµερωθεί για τη CoA του Κινητού Κόµβου, ενθυλακώνει τα πακέτα µε διεύθυνση παραλήπτη
τη CoA. Στο ξένιο δίκτυο, ο ξένιος πράκτορας αποθυλακώνει τα πακέτα και τα προωθεί στον Κινητό
Κόµβο. Στην αντίστροφη διαδροµή των πακέτων (αυτών δηλαδή που αποστέλλονται από τον
Κινητό Κόµβο), ο πάτριος πράκτορας δε χρειάζεται να εµπλακεί καθόλου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθίστανται δυνατές οι οµαλές µεταβάσεις χρηστών από κάποιο
ασύρµατο δίκτυο σε κάποιο άλλο. Παράλληλα, όµως, προκύπτουν και κάποια προβλήµατα, όπως
το πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης, το οποίο οφείλεται στην ασυµµετρία των
καθυστερήσεων που παρατηρούνται ανάµεσα στις δύο διαφορετικές διαδροµές της αµφίδροµης
επικοινωνίας του παραπάνω παραδείγµατος και η οποία σχετίζεται προφανώς µε την ασυµµετρία
του µήκους των διαδροµών αυτών. Το πρόβληµα αυτό εµφανίζεται έντονα στο Mobile IPv4,
αντιµετωπίζεται όµως ικανοποιητικά στο Mobile IPv6, µε τη χρήση µιας τεχνικής που ονοµάζεται
Route Optimization Mobile IP, ενώ διάφοροι άλλοι αντίστοιχοι µηχανισµοί έχουν προταθεί κατά
καιρούς, µε σηµαντικότερο ίσως αυτόν του Reverse Routing.
Η χρησιµοποίηση, λοιπόν, του Mobile IP για τη διευκόλυνση της διαχείρισης της
κινητικότητας σε Ασύρµατα Τοπικά ∆ίκτυα και γενικότερα σε ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς συνιστά
πρόταση αξιόλογη, που υπόσχεται την επίλυση των περισσότερων προβληµάτων, αν και
(τουλάχιστον το Mobile IPv4) εµφανίζει ακόµα ορισµένα µειονεκτήµατα, η βελτιστοποίηση των
µηχανισµών αντιµετώπισης των οποίων αναµένεται µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στα επόµενα κεφάλαια ακολουθεί η παρουσίαση των µοντέλων που κατασκευάστηκαν [βλ.
κεφ. 5] και των προσοµοιώσεων που εκτελέστηκαν [βλ. κεφ. 6] µε το πρόγραµµα OPNET Modeler,
και στο οποίο περιλαµβάνεται µεταξύ άλλων και ένα µοντέλο Mobile IP.

68
5. ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΥΒΡΙ∆ΙΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ

5.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα πλαίσια της εργασίας αυτής, εκπονήθηκε µία σειρά µελετών σχετικά µε ορισµένα θέµατα
που άπτονται των ασύρµατων δικτύων, µε το βοήθεια του λογισµικού OPNET modeler ®.
Το OPNET modeler είναι ένα λογισµικό που έχει αναπτυχθεί από την εταιρεία OPNET
Technologies, Inc., που εδρεύει στην πολιτεία Maryland των Η.Π.Α., και το οποίο επιτρέπει τη
µοντελοποίηση και την προσοµοίωση της λειτουργίας τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Πρόκειται για
ένα λογισµικό ιδιαίτερα χρήσιµο για το σχεδιασµό τηλεπικοινωνιακών δικτύων, είτε σε επίπεδο
σπουδαστικό-ερευνητικό, είτε σε επίπεδο επιχειρησιακό. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1986 και µέχρι
σήµερα έχουν κυκλοφορήσει 16 εκδόσεις του συγκεκριµένου προγράµµατος. Η έκδοση του
προγράµµατος που χρησιµοποιήθηκε σε αυτήν την εργασία είναι η εκπαιδευτική έκδοση του
OPNET Modeler 14.0.
Το µέρος της εργασίας αυτής που αντιστοιχούσε σε µοντελοποίηση δικτύων χωρίστηκε σε δύο
έργα (projects), τα οποία δηµιουργήθηκαν µε τη βοήθεια του προγράµµατος αυτού. Το πρώτο
αφορούσε τη σύγκριση των τεχνολογιών UMTS και WLAN ως προς τα χαρακτηριστικά τους και τη
µελέτη της αποτελεσµατικότητας της συνδυασµένης λειτουργίας τους, ενώ το δεύτερο αφορούσε τη
χρησιµοποίηση του Mobile IP.

Εικόνα 5.1: Το λογότυπο του προγράµµατος OPNET modeler, πηγή: [40]

Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται µία παρουσίαση του προγράµµατος OPNET modeler και του τρόπου
λειτουργίας του, καθώς και η περιγραφή της δοµής των έργων που σχεδιάστηκαν µε τη βοήθειά
του. Εξηγείται η λογική της µοντελοποίησης που πραγµατοποιήθηκε, ενώ περιλαµβάνεται και η
επίδειξη του τρόπου µε τον οποίο έγινε ο σχεδιασµός µε το πρόγραµµα.
Τα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων που αναλύονται σε αυτό το κεφάλαιο παρατίθενται στο
επόµενο [βλ. κεφ. 6], µε την εξαγωγή των σχετικών συµπερασµάτων.

5.2. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

Κάθε ξεχωριστή εργασία στο πρόγραµµα αυτό ονοµάζεται έργο (project). Κάθε έργο µπορεί να
περιέχει διάφορα σενάρια (scenarios), αναλόγως µε τις διαφορετικές εκδοχές που µπορεί να
ενδιαφέρεται ο σχεδιαστής του δικτύου να µελετήσει.
Κατά την εκκίνηση ενός project, το πρόγραµµα δίνει τη δυνατότητα καθορισµού
συγκεκριµένων πληροφοριών και παραµέτρων σχετικά µε το σχεδιασµό που θα ακολουθήσει, για
παράδειγµα ως προς τα είδη των τεχνολογιών που θα χρησιµοποιηθούν και το γεωγραφικό ή τοπικό
περιβάλλον.

69
Εικόνα 5.2: Το κεντρικό παράθυρο του OPNET Modeler 14.0

Το πρόγραµµα περιλαµβάνει 3 βασικούς συντάκτες: το συντάκτη έργων (project editor), το


συντάκτη κόµβων (node editor) και το συντάκτη διεργασιών (process editor).
Ο συντάκτης έργων είναι το σηµαντικότερο εργαλείο του λογισµικού, αφού περιλαµβάνει το
βασικό χώρο του προγράµµατος, πάνω στον οποίο σχεδιάζονται τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και
στον οποίο είναι ορατή η γενική τους άποψη και οι τοπολογίες τους. Στο χώρο αυτόν
τοποθετούνται ή σύρονται οι διάφοροι κόµβοι που θα αποτελέσουν το δίκτυο, ορίζονται τα
χαρακτηριστικά τους, ο τρόπος µε τον οποίο συνδέονται µεταξύ τους, δηµιουργούνται προφίλ
χρηστών και εφαρµογών, κλπ..
Ο βασικός χώρος εργασίας, µαζί µε µία γραµµή µενού, µία γραµµή εργαλείων (στην οποία
µπορεί κανείς να βρει και την παλέτα αντικειµένων) και µία περιοχή µηνυµάτων, είναι τα επιµέρους
σηµεία του παραθύρου του συντάκτη έργου.

Εικόνα 5.3: Το παράθυρο του συντάκτη έργων για κάποιο σενάριο του OPNET Modeler 14.0

Το πρόγραµµα περιλαµβάνει µία µεγάλη βιβλιοθήκη αποθηκευµένων έτοιµων κόµβων, όπως


για παράδειγµα τερµατικές συσκευές και εξυπηρετητές (servers), που µπορούν να εισαχθούν στο
χώρο εργασίας µέσω ενός παραθύρου που ονοµάζεται παλέτα αντικειµένων (object palette).
70
Εικόνα 5.4: Το παράθυρο της παλέτας αντικειµένων για κάποιο σενάριο του OPNET Modeler 14.0

Αφού εισαχθεί κάθε κόµβος στο χώρο εργασίας, µπορεί να επιλεχθεί µε σκοπό την επεξεργασία
των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών του και ορισµένων τιµών που σχετίζονται µε αυτόν, όπως
φαίνεται στο παρακάτω σχήµα.

Εικόνα 5.5: Το παράθυρο των ιδιοτήτων κάποιου κόµβου του OPNET Modeler 14.0

Μπορεί κανείς να επεξεργαστεί τους έτοιµους κόµβους που περιλαµβάνει η βιβλιοθήκη του
OPNET Modeler, ή και να δηµιουργήσει καινούριους, µε τη βοήθεια του συντάκτη κόµβων.
Οι κόµβοι αποτελούνται στο εσωτερικό τους από κάποιες δοµικές ενότητες ή δοµοστοιχεία
(modules) που αντιστοιχούν στις διάφορες λειτουργίες του κόµβου. Τέτοια στοιχεία µπορεί να είναι
ποµποί (transmitters) ή δέκτες (receivers) που επικοινωνούν µε τις εξωτερικές ζεύξεις, επεξεργαστές
(processors) ή ουρές (queues) που εκτελούν διεργασίες µε ή χωρίς δυνατότητες επιλογών για την
αναµονή των πακέτων, κ.α..
Η συσχέτιση των modules είναι εφικτή µέσω ροών πακέτων (packet streams), στατιστικών
καλωδίων (statistic wires) ή λογικών συνδέσεων (logical associations). Οι ροές πακέτων επιτρέπουν
τη ανταλλαγή πακέτων µεταξύ των δοµοστοιχείων, συνδέοντας τη ροή εξόδου του ενός στην είσοδο
του άλλου. Τα στατιστικά καλώδια αντιστοίχως συνδέουν στατιστικά και πληροφορίες από την
έξοδο του ενός δοµοστοιχείου στην είσοδο του άλλου, όταν το τελευταίο επιτελεί λειτουργίες
ελέγχου ή εποπτείας του πρώτου. Οι λογικές συνδέσεις υποδεικνύουν το λογικό ζευγάρωµα δύο
δοµοστοιχείων.

71
Εικόνα 5.6: Το παράθυρο του συντάκτη κόµβων για κάποιον κόµβο του OPNET Modeler 14.0

Τα δοµοστοιχεία µπορεί ο χρήστης να τα επεξεργαστεί περαιτέρω µε τη βοήθεια του συντάκτη


διεργασιών. Οι λειτουργίες των δοµοστοιχείων ελέγχονται µέσα από τις διεργασίες τις οποίες
σχεδιάζει κανείς µε αυτόν το συντάκτη και οι οποίες αναπαριστώνται µε Μηχανές Πεπερασµένων
Καταστάσεων (Finite State Machines – FSMs), που περιλαµβάνουν καταστάσεις (states) και
µεταβάσεις (transitions) ανάµεσα σε αυτές.

Εικόνα 5.7: Το παράθυρο του συντάκτη διεργασιών για κάποιο δοµοστοιχείο στο OPNET Modeler 14.0

Η υλοποίηση των καταστάσεων και ο καθορισµός των συνθηκών των µεταβάσεων γίνεται µε
βάση τµήµατα κώδικα γραµµένα σε γλώσσα προγραµµατισµού C++.

Εικόνα 5.8: Το παράθυρο επεξεργασίας για µια κατάσταση κάποιας διεργασίας στο OPNET Modeler 14.0

72
Με τη βοήθεια, λοιπόν, όλων των παραπάνω παραθύρων, καθώς και όλων των εργαλείων που
παρέχει το πρόγραµµα (η αναλυτική επεξήγηση των οποίων δεν αποτελεί µέρος των στόχων της
εργασίας αυτής), ο χρήστης του προγράµµατος είναι σε θέση να σχεδιάσει µε πολύ µεγάλη
λεπτοµέρεια το επιθυµητό µοντέλο. Στη συνέχεια, µπορεί να επιλέξει (από µία µακροσκελή λίστα)
τα στατιστικά στοιχεία που επιθυµεί να συλλεχθούν κατά την εκτέλεση της προσοµοίωσης.
Στις επόµενες ενότητες θα δειχθεί η διαδικασία µε την οποία δηµιουργήθηκαν τα δύο µοντέλα,
στα πλαίσια αυτής της διπλωµατικής εργασίας.

5.3. ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

Το κοµµάτι της µοντελοποίησης και των προσοµοιώσεων χωρίστηκε σε δύο διαφορετικά


projects, µε βάση τις τεχνολογίες που εξετάζονταν και το είδος των συµπερασµάτων στα οποία
αποσκοπούσαν: στο πρώτο project έγινε µια προσπάθεια εκτίµησης της αποτελεσµατικότητας της
συνδυασµένης λειτουργίας των WLANs και του δικτύου UMTS σε σύγκριση µε την παραδοσιακή
µεµονωµένη λειτουργία του καθενός, ενώ στο δεύτερο project έπρεπε να δειχθεί η συµβολή του
Mobile IP στην παράκαµψη προβληµάτων που σχετίζονται µε θέµατα διαχείρισης κινητικότητας σε
ασύρµατα δίκτυα. Από τα δύο αυτά έργα, σαφώς µεγαλύτερη έµφαση δόθηκε στο πρώτο, αφού το
δεύτερο δεν προσφερόταν τόσο για εξαγωγή ουσιαστικών συµπερασµάτων, όσο περισσότερο ως
µια ευκαιρία επίδειξης της χρησιµότητας του Mobile IP.
Η υλοποίηση του πρώτου έργου, λοιπόν, ξεκίνησε από την κατασκευή ενός δικτύου UMTS και
ενός WLAN, µε σκοπό να συγκριθούν τα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεών τους και να εκτιµηθεί
η αξία της δηµιουργίας ενός υβριδικού συνεργατικού δικτύου. Εξάλλου, θεωρήθηκε χρήσιµο να
φτιαχτούν αρχικά κάποια δίκτυα UMTS και WLAN µε λιγότερα τερµατικά, τα οποία σταδιακά θα
αυξάνονταν, ώστε να είναι ορατός συγκριτικά ο τρόπος µε τον οποίο επιβαρύνεται η λειτουργία
των δύο δικτύων µε την αύξηση των χρηστών και άρα η χρησιµότητα της αποσυµφόρησής τους, µε
τη χρήση της υβριδικής τεχνολογίας. Ύστερα, κατασκευάστηκε ένα υβριδικό δίκτυο UMTS/WLAN
για να µελετηθούν τα αποτελέσµατα της δικής του προσοµοίωσης και να συγκριθούν µε τα
προηγούµενα.
Επίσης, σχεδιάστηκαν και κάποιες παραλλαγές του δικτύου UMTS, κατά τις οποίες τα
τερµατικά µοιράζονται σε περισσότερους Node-Bs, ώστε να γίνεται ευθεία σύγκριση αυτών των
σεναρίων µε το υβριδικό σενάριο και να καθίσταται σαφές ότι οι βελτιωµένες αποδόσεις του
υβριδικού δικτύου οφείλονται περισσότερο στη χρησιµοποίηση του WLAN για την αποσυµφόρηση
του UMTS δικτύου, παρά στην αποσυµφόρηση του ενός Node-B (κάτι το οποίο θα µπορούσε να
επιτευχθεί απλώς µε την εγκατάσταση περισσότερων τέτοιων κόµβων).
Τέλος, προστέθηκε και ένα σενάριο σταδιακής εναλλαγής από UMTS σε WLAN, κατά την
εκκίνηση του οποίου λειτουργούν µόνο τερµατικές συσκευές συνδεδεµένες µε το δίκτυο UMTS, οι
οποίες όµως αποσυνδέονται σταδιακά και τακτικά, µε την ταυτόχρονη κάθε φορά σύνδεση µίας
συσκευής WLAN στο αντίστοιχο κοµµάτι του υβριδικού δικτύου. Το σενάριο αυτό εξυπηρετεί την
ανάγκη της συνολικής επισκόπησης της µεταβολής της απόδοσης του συστήµατος, κατά την
ολίσθηση χρηστών από το UMTS σε WLANs, χωρίς να απαιτείται η κατασκευή τερµατικών διπλής
λειτουργίας (dual-mode), η επεξεργασία των σταθερών κόµβων των επιµέρους δικτύων ώστε να
είναι ο καθένας ενηµερωµένος µε τα πρωτόκολλα του άλλου και να µπορεί να διεκπεραιώνει τη
σχετική κίνηση, και ο σχεδιασµός προηγµένων µηχανισµών διαχείρισης µεταποµπής, διαδικασίες
που θα απαιτούσαν πολύπλοκους χειρισµούς στο OPNET Modeler και οι οποίες άλλωστε δεν
αποτελούν µέρος των ζητουµένων σε αυτήν την περίπτωση. Με το σενάριο αυτό, λοιπόν,
επιτυγχάνεται κατά κάποιον τρόπο ένας είδος “εικονικής” µεταποµπής.
Η ροή της σκέψης µε την οποία θα εξαχθούν τα τελικά συµπεράσµατα σχετικά µε τα παραπάνω
συνοψίζεται στο παρακάτω δοµικό διάγραµµα:

73
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ UMTS ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ WLAN ΜΟΝΤΕΛΟΥ

σταδιακή σταδιακή
αύξηση αύξηση
χρηστών χρηστών

ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΛΥΠΛΗΘΟΥΣ ∆ΙΚΤΥΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΛΥΠΛΗΘΟΥΣ ∆ΙΚΤΥΟΥ

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ∆ΙΚΤΥΩΝ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ
ΣΕΝΑΡΙΩΝ
ΠΟΛΥΠΛΗΘΟΥΣ
∆ΙΚΤΥΟΥ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΩΝ
ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΕΝΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΥΒΡΙ∆ΙΚΟΥ ∆ΙΚΤΥΟΥ

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΥΒΡΙ∆ΙΚΟΥ ∆ΙΚΤΥΟΥ


ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑ∆ΟΣΙΑΚΑ ∆ΙΚΤΥΑ

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΥΒΡΙ∆ΙΚΟΥ
∆ΙΚΤΥΟΥ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΠΟΜΠΗΣ

ΜΕΛΕΤΗ ∆ΙΚΤΥΟΥ

ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

Σχήµα 5.9: Το δοµικό διάγραµµα της λογικής που ακολουθήθηκε για το πρώτο project της παρούσας εργασίας

74
Επιπλέον, υλοποιήθηκε και το δεύτερο κοµµάτι των προσοµοιώσεων, που περιελάµβανε ένα
project στο OPNET Modeler στο οποίο το Mobile IP επέτρεπε τη διατήρηση της σύνδεσης ενός
ασύρµατου σταθµού κατά τη µετακίνησή του από µία BSA σε µία άλλη. Σκοπός της προσοµοίωσης
αυτής ήταν να δειχθούν τα πλεονεκτήµατα αλλά και τα µειονεκτήµατα της χρήσης του Mobile IP.
Ο τρόπος µε τον οποίο κατασκευάστηκαν τα παραπάνω µοντέλα εξηγείται στην επόµενη
ενότητα [βλ. εν. 5.4], ενώ τα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων και τα σχετικά συµπεράσµατα
αναλύονται στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας [βλ. κεφ. 6].

5.4. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ

Κατά την εκκίνηση του πρώτου έργου, δηµιουργήθηκε ένα λογικό υποδίκτυο (logical subnet)
στη γεωγραφική περιοχή της Πάτρας, όπως φαίνεται παρακάτω.

Εικόνα 5.10: Το λογικό υποδίκτυο, τοποθετηµένο στη γεωγραφική περιοχή της Πάτρας

Ύστερα, επιλέχθηκε το συγκεκριµένο υποδίκτυο, ώστε να κατασκευαστούν εντός αυτού τα


διάφορα µοντέλα.
Το πρώτο µοντέλο που δηµιουργήθηκε ήταν αυτό του απλού δικτύου UMTS µε 1 τερµατική
συσκευή συνδεδεµένη.
Σε αυτό το µοντέλο, χρησιµοποιήθηκαν συνολικά οι εξής έτοιµοι κόµβοι, χωρίς να υποστούν
καµία περαιτέρω τροποποίηση µε το συντάκτη κόµβων:

• 1 κινητή τερµατική συσκευή UMTS, τύπου umts_wkstn_adv (Mobile Node)


• 1 Node-B, τύπου umts_node_b_adv
• 1 RNC, τύπου umts_rnc_ethernet_atm_slip_adv
• 1 SGSN, τύπου umts_sgsn_ethernet_atm_slip9_adv
• 1 GGSN, τύπου umts_ggsn_ethernet8_atm8_slip8_adv
• 1 επαναλήπτης (hub), τύπου ethernet16_hub
• 4 εξυπηρετητές (servers), τύπου ethernet_server_adv

75
Μετά την εισαγωγή όλων των παραπάνω, σχεδιάστηκε η περιοχή ασύρµατης εµβέλειας του
Node-B, µε µια τυπική ακτίνα της τάξεως µεγέθους του 1 km, ενώ για τη διασύνδεση των
υπόλοιπων κόµβων χρησιµοποιήθηκαν διάφορα είδη ενσύρµατων τεχνολογιών και συγκεκριµένα:

• η τεχνολογία ATM [βλ. κεφ. 2]


• η τεχνολογία του ∆ιασηµειακού Πρωτοκόλλου (Point-to-Point Protocol – PPP), που
αποτελεί µετεξέλιξη της τεχνολογίας του ∆ιαδικτυακού Πρωτοκόλλου Σειριακής Γραµµής
(Serial Line Internet Protocol – SLIP)
• η τεχνολογία του προτύπου IEEE 802.3, το οποίο περιγράφει την ενσύρµατη δικτύωση
Τοπικών ∆ικτύων (Local Area Networks – LANs), υιοθετώντας πλήρως το πρωτόκολλο
Ethernet της XEROX Corporation

Παρακάτω καταγράφεται ενδεικτικά ο τρόπος εφαρµογής των συνδέσεων στο µοντέλο αυτό:

• τερµατική συσκευή Node-B: ασύρµατη ζεύξη


• Node-B RNC: ζεύξη ATM, τύπου ATM_OC3
• RNC SGSN: ζεύξη ATM, τύπου ATM_OC3
• SGSN GGSN: ζεύξη PPP, τύπου PPP_DS3
• GGSN hub: ζεύξη Ethernet, τύπου 10baseT_adv
• hub servers: ζεύξη Ethernet, τύπου 10baseT_adv

Οι servers συνδέθηκαν µε την υποστήριξη των εξής εφαρµογών (ένας για κάθε εφαρµογή):

• ανταλλαγή αρχείων µε βάση το Πρωτόκολλο Μεταφοράς Αρχείων (File Transfer Protocol


– FTP)
• ανταλλαγή δεδοµένων για περιήγηση σε σελίδες µε βάση το Πρωτόκολλο Μεταφοράς
ΥπερΚειµένου (HyperText Transfer Protocol – HTTP)
• ανταλλαγή δεδοµένων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
• υπηρεσία φωνής

Τέλος, εισήχθη µία µονάδα διαµόρφωσης προφίλ χρηστών του συστήµατος (Profile Config)
και µία µονάδα διαµόρφωσης προφίλ χρήσης εφαρµογών (Application Config).
Πρέπει να σηµειωθεί εδώ ότι µία στρατηγική επιλογή γι’ αυτό το project ήταν η ρεαλιστική
διαµόρφωση των προφίλ. Αποφασίσθηκε δηλαδή η εισαγωγή των δεδοµένων να βασιστεί σε
υπάρχοντα στατιστικά τηλεπικοινωνιακής κίνησης δικτύων κινητής τηλεφωνίας, µε τρόπο τέτοιο
ώστε η συµπεριφορά του φορτίου στο µοντέλο αυτό να προσεγγίζει κατά το δυνατόν το φορτίο που
διαµορφώνεται σε πραγµατικές συνθήκες.
Όπως είναι γνωστό από τη θεωρία της τηλεπικοινωνιακής κίνησης και τη στατιστική
γενικότερα, η αρνητική εκθετική (negative exponential) κατανοµή φαίνεται ότι προσεγγίζει
αποτελεσµατικά την πιθανότητα ενδιάµεσου χρόνου διαδοχικών αφίξεων κλήσεων (call inter-arrival
time probability). Επιπλέον, χρησιµεύει και στην προσέγγιση της πιθανότητας διάρκειας κλήσης
(call duration probability), αν και οι περισσότερες σύγχρονες µελέτες συγκλίνουν στη διαπίστωση
ότι η λογαριθµική κανονική (logarithmic normal) κατανοµή είναι σαφώς καταλληλότερη γι’ αυτήν
την περίπτωση ([19], [20], [21]).
Πράγµατι, κατά τη διαµόρφωση των προφίλ αυτής της σειράς σεναρίων ακολουθήθηκαν οι
παραπάνω προτάσεις και µάλιστα όχι µόνο για την υπηρεσία φωνής. Όµως, επειδή επρόκειτο να
καθοριστεί η διάρκεια της προσοµοίωσης στη 1 ώρα, οι µέσες τιµές των συναρτήσεων των
παραπάνω µεγεθών συµπτύχθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εφικτή η εξαγωγή
συµπερασµάτων από τα αποτελέσµατα µιας τέτοιας προσοµοίωσης.
Συγκεκριµένα, τα δεδοµένα που χρησιµοποιήθηκαν κατά τη διαµόρφωση των προφίλ είναι
διαθέσιµα παρακάτω:

76
Εικόνα 5.11: Γενική σύνοψη των προφίλ χρήσης εφαρµογών και των προφίλ χρηστών συστήµατος

Η παραπάνω εικόνα περιλαµβάνει µια συνολική εποπτική παρουσίαση των ρυθµίσεων που
έγιναν. Μπορεί κανείς να διακρίνει ότι δηµιουργήθηκε ένα προφίλ χρηστών, µε τη βοήθεια της
µονάδας Profile Config, το οποίο ονοµάστηκε wireless profile (δηλ. ασύρµατο προφίλ) και το οποίο
περιλαµβάνει τη χρήση των 4 υπηρεσιών που προαναφέρθηκαν, και τα χαρακτηριστικά των οποίων
ορίστηκαν ξεχωριστά, µε τη βοήθεια της µονάδας Application Config.

Εικόνα 5.12: Ρυθµίσεις που αφορούν την υπηρεσία FTP µεταφοράς

Στην παραπάνω εικόνα φαίνονται τα δεδοµένα που εισήχθησαν σχετικά µε την υπηρεσία FTP
µεταφοράς. Στο wireless profile, η λειτουργία της υπηρεσίας αυτής καθορίστηκε να ξεκινάει
οποιαδήποτε τυχαία στιγµή της προσοµοίωσης, σύµφωνα την οµοιόµορφη (uniform) κατανοµή, και
να συνεχίζεται µέχρι το τέλος της. Υποστηρίζει αρχεία διαφόρων µεγεθών, µε βάση την κανονική
(normal) κατανοµή, µε µέση τιµή 20 KB και τυπική απόκλιση 25.000.000 B². Ο ενδιάµεσος χρόνος
διαδοχικών αιτήσεων (inter-request time) ορίστηκε µε βάση την εκθετική κατανοµή και µε µέση
τιµή 720 sec. Η επιλογή των υπόλοιπων χαρακτηριστικών έγινε επίσης σε συµµόρφωση µε το
γενικότερο πνεύµα της παραµετροποίησης.

77
Εικόνα 5.13: Ρυθµίσεις που αφορούν την υπηρεσία HTTP περιήγησης

Αντίστοιχα, σε αυτήν την εικόνα µπορεί κανείς να διακρίνει ότι η λειτουργία της υπηρεσίας
HTTP περιήγησης ξεκινάει επίσης οποιαδήποτε στιγµή, η διάρκειά της όµως µπορεί να παίρνει
διάφορες τιµές, µε βάση µια λογαριθµική κανονική κατανοµή µε µέση τιµή 600 sec και τυπική
απόκλιση 200.000 sec². Υποστηρίζονται άπειρες επαναλήψεις της διαδικασίας, µε ενδιάµεσο χρόνο
διαδοχικών επαναλήψεων (inter-repetition time) βασισµένο σε εκθετική κατανοµή µε µέση τιµή
1800 sec. Κατά τη διάρκεια κάθε µοναδικής διαδικασίας περιήγησης, ο ενδιάµεσος χρόνος
διαδοχικών αφίξεων σελίδων ποικίλει, µε βάση µια εκθετική κατανοµή µε µέση τιµή 10 sec, ενώ
ορίστηκαν και τα γενικά χαρακτηριστικά των σελίδων και η αντιστοιχία αυτών µε εξυπηρετητές.

Εικόνα 5.14: Ρυθµίσεις που αφορούν την υπηρεσία ανταλλαγής e-mail

Στην παραπάνω εικόνα φαίνεται πως και στην περίπτωση της υπηρεσίας ανταλλαγής e-mail
επιλέχθηκε έναρξη σε τυχαία στιγµή και απενεργοποίηση µόνο στο τέλος της προσοµοίωσης, ενώ
ορίστηκαν ενδιάµεσοι χρόνοι διαδοχικών αφίξεων και αναχωρήσεων µηνυµάτων αλληλογραφίας µε
βάση µια εκθετική κατανοµή µε µέση τιµή 720 sec, και το µέγεθος των µηνυµάτων µε βάση την
κανονική κατανοµή και µε µέση τιµή 1 KB και τυπική απόκλιση 90.000 B². Οι υπόλοιπες επιλογές
είναι επίσης ορατές στην εικόνα.

78
Εικόνα 5.15: Ρυθµίσεις που αφορούν την υπηρεσία φωνής

Τέλος, στην εικόνα αυτή διακρίνει κανείς πως η λειτουργία της υπηρεσίας φωνής έχει οριστεί
να ξεκινάει επίσης σε τυχαία στιγµή, η διάρκειά της στηρίζεται στη λογαριθµική κανονική
κατανοµή, µε µέση τιµή 200 sec και τυπική απόκλιση 200.000 sec², και η επαναληψιµότητά της
στην εκθετική, µε µέση τιµή 1800 sec. Χρησιµοποιείται η Παλµική ∆ιαµόρφωση Κώδικα (Pulse
Code Modulation – PCM), µια παραδοσιακή µέθοδος ψηφιακής διαµόρφωσης υψηλής ποιότητας,
ενώ εφαρµόζεται και διαδικασία καταστολής σιγής (silence suppression), για εξοικονόµηση
φάσµατος. Οι προεπιλεγµένες ιδιότητες για µια τέτοιου είδους υπηρεσία φαίνονται στο σχετικό
πίνακα στη µέση της εικόνας.
Μία γενική άποψη του δικτύου που δηµιουργήθηκε είναι λοιπόν η εξής:

Εικόνα 5.16: ∆ίκτυο UMTS µε 1 συνδεδεµένη συσκευή

Εκτός όµως από αυτό το απλό σενάριο, δηµιουργήθηκαν και άλλα σενάρια UMTS δικτύου, µε
περισσότερες συσκευές, αρχικά όλες συνδεδεµένες στον ίδιο Node-B, και στη συνέχεια
µοιρασµένες σε 2 Node-Bs, όπως εξηγήθηκε σε προηγούµενη ενότητα [βλ. εν. 5.3]. Τα σενάρια
αυτά στο σύνολό τους παρατίθενται παρακάτω:

79
Εικόνα 5.17: ∆ίκτυο UMTS µε α) 2 συνδεδεµένες συσκευές, β) 3 συνδεδεµένες συσκευές, γ) 5 συνδεδεµένες
συσκευές, δ) 10 συνδεδεµένες συσκευές

Εικόνα 5.18: ∆ίκτυο UMTS µε α) 9+1 συνδεδεµένες συσκευές, β) 8+2 συνδεδεµένες συσκευές, γ) 7+3
συνδεδεµένες συσκευές, δ) 6+4 συνδεδεµένες συσκευές, ε) 5+5 συνδεδεµένες συσκευές

80
Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής των διαφόρων µοντέλων UMTS, δηµιουργήθηκε κατ’
αντιστοιχία ένα σύνολο από µοντέλα WLAN.
Το πρώτο µοντέλο αυτού του συνόλου ήταν το µοντέλο ενός απλού WLAN µε 1 συνδεδεµένη
συσκευή.
Για το µοντέλο αυτό χρησιµοποιήθηκαν οι εξής κόµβοι:

• 1 κινητή τερµατική συσκευή WLAN, τύπου wlan_wkstn_adv (Mobile Node)


• 1 δροµολογητής (router) WLAN, τύπου wlan_ethernet_slip4_adv
• 1 επαναλήπτης (hub), τύπου ethernet16_hub
• 4 εξυπηρετητές (servers), τύπου ethernet_server_adv

Κατά τ’ άλλα, οι ενσύρµατες συνδέσεις του δικτύου ήταν τύπου Ethernet:

• τερµατική συσκευή router: ασύρµατη ζεύξη


• router hub: ζεύξη Ethernet, τύπου 10baseT_adv
• hub servers: ζεύξη Ethernet, τύπου 10baseT_adv

Όσο για τα προφίλ των χρηστών και των εφαρµογών, θεωρήθηκε λογικό να µην
τροποποιηθούν καθόλου, σε σχέση µε αυτά που είχαν ετοιµαστεί για τα UMTS µοντέλα, ώστε να
µπορεί να γίνει σύγκριση ανάµεσα στα δύο είδη δικτύων µε ίσους όρους.
Το στοιχειώδες αυτό σενάριο του WLAN µε τη 1 τερµατική συσκευή παρουσιάζεται στην
παρακάτω εικόνα:

Εικόνα 5.19: ∆ίκτυο WLAN µε 1 συνδεδεµένη συσκευή

Η σχεδίαση του κύκλου που αντιπροσωπεύει την εµβέλεια του router στηρίχθηκε αυτήν τη
φορά σε συγκεκριµένους υπολογισµούς.
Καταρχήν, τόσο για το router, όσο και για την τερµατική συσκευή, χρησιµοποιήθηκε η
προκαθορισµένη ισχύς εκποµπής, που είναι ίση µε 5 mW, και αντίστοιχα το προκαθορισµένο
κατώφλι ευαισθησίας, που βρίσκεται στα -95 dB. Εποµένως, µε δεδοµένο ότι το πρόγραµµα
λειτουργεί µε βάση το µοντέλο ελευθέρου χώρου [βλ. κεφ. 2], η εµβέλεια του router υπολογίζεται
από τον τύπο (2.3):

81
FSPL [dB ] = 20 ⋅ log10 (d [km]) + 20 ⋅ log 10 ( f [ MHz ]) + 32,45 [dB ]
Pt [dB ] − Pr [dB ] = 20 ⋅ log10 (d [km]) + 20 ⋅ log10 ( f [ MHz ]) + 32,45 [dB ]
Pt [dBm] − Pr [dBm] = 20 ⋅ log 10 (d [km]) + 20 ⋅ log10 ( f [ MHz ]) + 32,45 [dB ]
20 ⋅ log10 (d [km]) = Pt [dBm] − Pr [dBm] − 20 ⋅ log10 ( f [ MHz ]) − 32,45 [dB ]
Pt [dBm ] − Pr [dBm ] − 20⋅log10 ( f [ MHz ]) − 32 , 45 [dB ] (10 ⋅ log10 5 ) − ( −95 ) − ( 20 ⋅ log10 2400 ) − ( 32 , 45 ) [dB ]
( ) ( )
d [km] = 10 20
[km] = 10 20
[km] ≈ 1,25 [km]

Η ακτίνα της εµβέλειας του router λοιπόν είναι περίπου ίση µε 1250 m, στο συγκεκριµένο
WLAN µοντέλο.
Τέλος, όπως συνέβη και για το UMTS, έτσι και στην περίπτωση του WLAN, µετά την
ολοκλήρωση του πρώτου µοντέλου ακολούθησε η κατασκευή ορισµένων ακόµα σεναρίων, µε
σταδιακή αύξηση των συνδεδεµένων συσκευών.
Τα σενάρια αυτά είναι συγκεντρωµένα στην εικόνα που ακολουθεί:

Εικόνα 5.20: ∆ίκτυο WLAN µε α) 2 συνδεδεµένες συσκευές, β) 3 συνδεδεµένες συσκευές, γ) 5 συνδεδεµένες


συσκευές, δ) 10 συνδεδεµένες συσκευές

Το επόµενο βήµα (το οποίο ήταν εξάλλου το ουσιαστικότερο της διαδικασίας των
προσοµοιώσεων) ήταν η σχεδίαση ενός υβριδικού δικτύου που θα προέκυπτε από τη συγχώνευση
των κόµβων του UMTS και του WLAN.
Για το σκοπό αυτό, διατηρήθηκε πρακτικά η εκδοχή του UMTS µε τις 5 τερµατικές συσκευές,
και στον GGSN του δικτύου αυτού συνδέθηκε µε Ethernet ζεύξη τύπου 10_baseT_adv ένας router
WLAN, µε 5 τερµατικές συσκευές WLAN γύρω από αυτόν.
Κατά τ’ άλλα, παρέµειναν και οι 4 servers, για την υποστήριξη των ίδιων 4 εφαρµογών (FTP
µεταφοράς, HTTP περιήγησης, ανταλλαγής e-mail, φωνής), ενώ καµία αλλαγή δεν έγινε ούτε στο
προφίλ των χρηστών, αφού σε όλες τις συσκευές του υβριδικού δικτύου ενσωµατώθηκε το wireless
profile που είχε δηµιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κατασκευής των αρχικών στοιχειωδών δικτύων.
Ίσως είναι σηµαντικό να επισηµανθεί το γεγονός ότι, όπως σε όλα τα προηγούµενα δίκτυα δεν
υφίστανται ενδοσυστηµικές µεταποµπές, έτσι και στο παραπάνω υβριδικό δίκτυο δεν έχει
προβλεφθεί η υποστήριξη διασυστηµικών µεταποµπών.
Το υβριδικό δίκτυο που κατασκευάστηκε τελικά είναι αυτό της παρακάτω εικόνας:

82
Εικόνα 5.21: Υβριδικό δίκτυο UMTS/WLAN

Εκτός των άλλων, σε όλα τα παραπάνω δίκτυα οι κινητές τερµατικές συσκευές δεν είναι καν
κινούµενες. ∆εν έχουν καθοριστεί τροχιές κίνησης και ως εκ τούτου οι συσκευές παραµένουν στις
θέσεις τους, χωρίς να µεταφέρονται εντός ή εκτός της εµβέλειας των κόµβων µε τους οποίους
επικοινωνούν, και παραµένοντας εποµένως συνδεδεµένες σε όλη τη διάρκεια της προσοµοίωσης.
Στο επόµενο µοντέλο, οι συσκευές εξακολουθούν να παραµένουν ακίνητες, επιχειρείται όµως
η υποστήριξη “εικονικής” µεταποµπής µεταξύ των δύο δικτύων, µε την αποσύνδεση UMTS
τερµατικών από το UMTS δίκτυο και την ταυτόχρονη κάθε φορά σύνδεση WLAN τερµατικών στο
WLAN.
Συγκεκριµένα, αυτό το µοντέλο, του οποίου η προσοµοίωση διαρκεί 30 λεπτά, περιλαµβάνει 5
τερµατικά UMTS, τα οποία ξεκινάνε όλα σε κατάσταση λειτουργίας, και 5 τερµατικά WLAN, που
ξεκινάνε σε κατάσταση µη λειτουργίας. Κάθε 5 λεπτά, µία συσκευή σταµατάει να λειτουργεί στο
UMTS, ενώ µία άλλη αρχίζει να λειτουργεί στο WLAN. Το γεγονός αυτό επαναλαµβάνεται µέχρι να
λειτουργούν όλες οι συσκευές του WLAN και καµία του UMTS.
Αυτό το σενάριο δηλαδή συνεισφέρει στη µελέτη των αποτελεσµάτων των µεταποµπών, χωρίς
την ανάγκη πραγµατοποίησης τους.
Για να είναι ορατά καθαρότερα τα αποτελέσµατα αυτά, θεωρήθηκε καλύτερο να
χρησιµοποιηθούν σταθερές τιµές για τα µεγέθη των χρόνων και των φορτίων δεδοµένων των
εφαρµογών. Έτσι, χρειάστηκαν κάποιες τροποποιήσεις στα προφίλ των εφαρµογών, µε εξαίρεση
την υπηρεσία φωνής, η οποία παρέµεινε ποιότητας PCM µε καταστολή σιγής. Οι ρυθµίσεις των
υπόλοιπων εφαρµογών φαίνονται στις παρακάτω εικόνες:

Εικόνα 5.22: Ρυθµίσεις που αφορούν τις υπηρεσίες FTP µεταφοράς και ανταλλαγής e-mail στο υβριδικό δίκτυο
“εικονικής” µεταποµπής

83
Εικόνα 5.23: Ρυθµίσεις που αφορούν την υπηρεσία HTTP περιήγησης στο υβριδικό δίκτυο “εικονικής”
µεταποµπής

Επίσης, δηµιουργήθηκαν καινούρια προφίλ χρηστών, ώστε να υλοποιείται αυτού του είδους η
εναλλαγή των καταστάσεων λειτουργίας και µη λειτουργίας σε συγκεκριµένες στιγµές.
Η παρακάτω εικόνα περιέχει τη σύνοψη όλων των προφίλ χρηστών που υπάρχουν πλέον (παρ’
όλο που το wireless profile δε χρησιµοποιείται σε αυτό το σενάριο), καθώς και τις ρυθµίσεις
χρήσης των εφαρµογών κατά τη διάρκεια λειτουργίας ενός προφίλ χρήστη, ρυθµίσεις που είναι
κοινές για όλα τα προφίλ χρηστών και ορίζουν την σχεδόν άµεση εκκίνηση όλων των εφαρµογών
και τη διατήρηση της λειτουργίας τους ως το τέλος της λειτουργίας των προφίλ:

Εικόνα 5.25: Σύνοψη των προφίλ χρηστών και ρυθµίσεις χρήσης των εφαρµογών στα προφίλ χρηστών στο
υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής

Αναλυτικότερα, οι τελικές ρυθµίσεις όλων των προφίλ χρηστών είναι ορατές στην επόµενη
εικόνα:

84
Εικόνα 5.24: Ρυθµίσεις των προφίλ χρηστών στο υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής

85
Η προηγούµενη εικόνα αποτελεί συλλογή και συρραφή των 10 νέων προφίλ χρηστών που
δηµιουργήθηκαν, καθένα εκ των οποίων αντιστοιχεί σε µία τερµατική συσκευή. Όλες οι συσκευές
UMTS ξεκινάνε τη λειτουργία τους άµεσα και η καθεµία λειτουργεί για καθορισµένο χρόνο, ώστε
να διακόπτεται η λειτουργία µίας κάθε 5 λεπτά. Αντίθετα, όλες οι συσκευές WLAN ξεκινάνε σε
κατάσταση µη λειτουργίας, και καθεµία εξ αυτών ξεκινάει τη λειτουργία της µετά από
καθορισµένο χρόνο, ώστε να γίνεται εκκίνηση της λειτουργίας µίας κάθε 5 λεπτά, και να
λειτουργούν ως το τέλος.
Μία ακόµη διαφορά που έχει το υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής σε σχέση µε το
προηγούµενο υβριδικό δίκτυο, είναι ότι έχουν προστεθεί 2 ακόµα servers, διότι κατά τη διάρκεια
των πρώτων δοκιµών των προσοµοιώσεων, κατέστη προφανές ότι ο µεγάλος όγκος του φορτίου
(λόγω της ύπαρξης σταθερής συνιστώσας ως προς το χρόνο για όλες τις εφαρµογές και άρα
συνεχόµενης λειτουργίας) δεν µπορούσε να διεκπεραιωθεί ικανοποιητικά από τους προϋπάρχοντες
servers. Άλλωστε, το υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής θα αποτελούσε αντικείµενο µελέτης
από µόνο του και όχι σε συνδυασµό µε τα προηγούµενα, εποµένως το γεγονός ότι θα άλλαζε ο
τρόπος µε τον οποίο οι servers θα αντιστοιχίζονταν σε εφαρµογές δεν επρόκειτο να επηρεάσει την
εξαγωγή συµπερασµάτων από συγκρίσεις.
Από τους δύο servers που προστέθηκαν, ο ένας αφιερώθηκε στην υπηρεσία φωνής,
συµπληρωµατικά του προϋπάρχοντος, και ο άλλος στην εξυπηρέτηση της HTTP περιήγησης,
επίσης συµπληρωµατικά µε τον αντίστοιχο προϋπάρχοντα, καθώς σε αυτές τις δύο εφαρµογές είχε
παρατηρηθεί το µεγαλύτερο πρόβληµα.
Η γενική άποψη του δικτύου αυτού είναι τελικά ορατή στην παρακάτω εικόνα:

Εικόνα 5.26: Υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής

Συνοψίζοντας, κατασκευάστηκαν συνολικά 17 σενάρια, ως µέρη αυτού του project:

• 5 σενάρια WLAN (µε διαφορετικό αριθµό συνδεδεµένων τερµατικών συσκευών)


• 10 σενάρια UMTS (µε διαφορετικό αριθµό ή διαφορετική οµαδοποίηση των τερµατικών
συσκευών)
• 2 υβριδικά σενάρια UMTS/WLAN (1 καθολικά ταυτόχρονης λειτουργίας και 1 σταδιακής
“εικονικής” µεταποµπής)

Παρακάτω απεικονίζεται µια ταξινόµηση των 17 αυτών σεναρίων:

86
Εικόνα 5.27: Σύνοψη σεναρίων του πρώτου project

Όσον αφορά το δεύτερο project, αυτό µε το Mobile IP, η µοντελοποίηση περιορίστηκε σε ένα
απλό σενάριο. Το σενάριο αυτό υλοποιήθηκε πάλι εντός ενός λογικού υποδικτύου εγκατεστηµένου
στη γεωγραφική περιοχή της Πάτρας, και για το σκοπό της δηµιουργίας του χρειάστηκε η εισαγωγή
των παρακάτω κόµβων:

• 1 κινητή τερµατική συσκευή WLAN, τύπου wlan_wkstn_adv (Mobile Node)


• 2 δροµολογητές (routers) WLAN, τύπου wlan_ethernet_slip4_adv
• 1 σύννεφο IP (IP cloud), τύπου ip8_cloud_adv
• 1 εξυπηρετητής (server), τύπου ppp_server_adv

Όσο για τις συνδέσεις, έχουν ως εξής:

• τερµατική συσκευή routers: ασύρµατη ζεύξη


• routers IP cloud: ζεύξη PPP, τύπου PPP_DS3
• IP cloud server: ζεύξη PPP, τύπου PPP_DS3

Αφού σχεδιάστηκε και εδώ η εµβέλεια του κάθε router (οι οποίοι τοποθετήθηκαν σε σχετικά
κοντινά σηµεία, ώστε να υφίσταται και περιοχή κοινής εµβέλειας), ορίστηκε µία τροχιά κίνησης για
τη συσκευή, µε τέτοιο τρόπο ώστε να µεταφέρεται από την περιοχή εξυπηρέτησης του ενός router
σε αυτήν του άλλου, µέσω της περιοχής κοινής εµβέλειας.
Οι πληροφορίες για την τροχιά αυτή, συνοψίζονται στην επόµενη εικόνα:

87
Εικόνα 5.28: ∆εδοµένα τροχιάς τερµατικής συσκευής στο Mobile IP δίκτυο

Τα προφίλ εφαρµογών και χρήστη γι’ αυτήν την τερµατική συσκευή είναι ακριβώς ίδια µε
αυτά που χρησιµοποιήθηκαν στο υβριδικό δίκτυο “εικονικής” µεταποµπής (µε τις σταθερές
συνιστώσες για τα φορτία, κλπ.), µε τη µόνη διαφορά ότι προφανώς η συσκευή λειτουργεί από την
αρχή µέχρι το τέλος της προσοµοίωσης, χωρίς να διακόπτει ποτέ.
Βέβαια, χρειάστηκε να οριστούν κατάλληλα συγκεκριµένες παράµετροι που αφορούν ιδιότητες
των κόµβων, ώστε το σύστηµα να µπορεί να χρησιµοποιεί Mobile IP για την αδιάλειπτη περιήγηση
της συσκευής από τη µία BSA στην άλλη.
Επίσης, στο δίκτυο αυτό έχουµε µόνο έναν εξυπηρετητή, γι’ αυτόν το λόγο καθορίστηκε να
διεκπεραιώνει αυτός όλη την κίνηση του δικτύου, δηλαδή να σχετίζεται και µε τις 4 εφαρµογές.
Μία γενική άποψη του δικτύου αυτού µπορεί κανείς να παρατηρήσει στην παρακάτω εικόνα:

Εικόνα 5.29: Ασύρµατο δίκτυο µε Mobile IP

88
5.5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η εργασία αυτή είχε ως στόχο τη µελέτη ορισµένων τύπων ασύρµατων δικτύων που θα
απαρτίζουν τα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς [βλ. κεφ. 1] και σ’ αυτό το πλαίσιο παρουσιάστηκαν
νωρίτερα τα δίκτυα UMTS [βλ. κεφ. 2] και WLAN [βλ. κεφ. 3], καθώς και το Mobile IP [βλ. κεφ. 4],
που υπόσχεται την υποστήριξη της περιαγωγής των ασύρµατων χρηστών ακόµα και σε απαιτητικές
περιπτώσεις.
Εκτός από τη θεωρητική προσέγγιση των παραπάνω, κρίθηκε χρήσιµη η µοντελοποίηση
ορισµένων σεναρίων τέτοιων συστηµάτων µε κάποιο πρόγραµµα εξοµοίωσης. Το πρόγραµµα που
χρησιµοποιήθηκε γι’ αυτόν το σκοπό ήταν το OPNET modeler. Πρόκειται για ένα λογισµικό
ιδιαίτερα χρήσιµο και ιδιαίτερα δηµοφιλές, που επιτρέπει το σχεδιασµό και την προσοµοίωση της
λειτουργίας τηλεπικοινωνιακών δικτύων.
Για την εργασία αυτή, κατασκευάστηκαν δύο projects µε το OPNET modeler: ένα για την
επισκόπηση και τη σύγκριση των τεχνολογιών UMTS και WLAN και τη µελέτη ενδεχόµενης
συνεργατικής λειτουργίας τους, και ένα για την περιαγωγή µε τη βοήθεια του Mobile IP.
Το πρώτο project αποτελείται από 17 σενάρια: 5 σενάρια WLAN (διαφορετικού πλήθους
χρηστών), 10 σενάρια UMTS (διαφορετικού πλήθους ή κατανοµής χρηστών) και 2 υβριδικά
σενάρια UMTS/WLAN (1 παράλληλης λειτουργίας και 1 “εικονικών” µεταποµπών).
Τα 15 πρώτα σενάρια δηµιουργήθηκαν για τη µελέτη των επιδόσεων των δύο ειδών δικτύων
και την απευθείας σύγκριση τους, ώστε να είναι δυνατόν να αποφανθεί κανείς κατά πόσον θα
µπορούσε να είναι χρήσιµη µία απόπειρα συνένωσής τους.
Το 16ο σενάριο αποτελεί αυτήν ακριβώς την απόπειρα, η εξέταση των αποτελεσµάτων της
οποίας αναµενόταν να είναι πλούσια σε συµπεράσµατα. Πάντως, στο συγκεκριµένο σενάριο οι
ασύρµατοι χρήστες παραµένουν ακίνητοι και δε λαµβάνουν χώρα µεταποµπές ανάµεσα στα δύο
διαφορετικά µέρη του συστήµατος.
Γι’ αυτόν το λόγο, δηµιουργήθηκε το 17ο σενάριο, στο οποίο πραγµατοποιούνται “εικονικές”
µεταποµπές, δίχως και πάλι να υπάρχουν αληθινές µετακινήσεις χρηστών στο χώρο, µε στόχο την
εξέταση της χρονικής αµεσότητας της εµφάνισης των πλεονεκτηµάτων της µεταφοράς χρηστών
από το ένα δίκτυο στο άλλο, χωρίς να χρειαστεί να επιβαρυνθεί η σχεδίαση του µοντέλου µε
ειδικούς µηχανισµούς υποστήριξης διασυστηµικών µεταποµπών και διαχείρισης της σηµατοδοσίας
παράδοσης κλήσεων ή την ενσωµάτωση των πρωτοκόλλων του κάθε δικτύου στο άλλο δίκτυο,
κινήσεις που θα απαιτούσαν αρκετά πολύπλοκους χειρισµούς. Άλλωστε, ο στόχος των
προσοµοιώσεων ήταν να καταστούν εµφανή τα πλεονεκτήµατα µιας τέτοιας υβριδικής λύσης, ενώ
η διευθέτηση των διαφόρων ζητηµάτων που άπτονται µιας τέτοιας προσπάθειας ήταν εκτός των
πλαισίων αυτής της διπλωµατικής εργασίας.
Σε όλα τα σενάρια του πρώτου project, εκτός από το τελευταίο, τα προφίλ των εφαρµογών και
των χρηστών διαµορφώθηκαν µε τρόπο όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερο, σύµφωνα µε τα πορίσµατα
της σύγχρονης θεωρίας τηλεπικοινωνιακής κίνησης των ασύρµατων δικτύων. Στο τελευταίο
σενάριο του project, αντίθετα, προτιµήθηκαν σταθερές τιµές για τα περισσότερα µεγέθη, ώστε να
γίνονται ευκολότερα αντιληπτές οι σταδιακές (λόγω των τακτικών µεταποµπών) µεταβολές των υπό
µελέτη µεγεθών.
Τέλος, το 2ο project αποτελείται από 1 µόλις σενάριο, που παρουσιάζει ένα WLAN στο οποίο ο
ασύρµατος χρήστης επιχειρεί να περιηγηθεί ανάµεσα σε δύο BSAs που ανήκουν η καθεµία σε
διαφορετικό ESS, µε τη βοήθεια του Mobile IP.
Τα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων των µοντέλων αυτών παρουσιάζονται στο επόµενο
κεφάλαιο [βλ. κεφ. 6].

89
90
6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

6.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο απώτερος σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να παραχθούν κάποια συµπεράσµατα σχετικά µε
τη λειτουργία ετερογενών ασύρµατων συστηµάτων, µε τη βοήθεια της πλατφόρµας προσοµοίωσης
OPNET Modeler. Τα µοντέλα που δηµιουργήθηκαν µε το πρόγραµµα αυτό αναλύθηκαν στο
προηγούµενο κεφάλαιο [βλ. κεφ. 5] και οι προσοµοιώσεις που εκτελέστηκαν αφορούσαν ασφαλώς
τα συγκεκριµένα µοντέλα.
Ένα στοιχείο ιδιαίτερης σηµασίας για τη διεξαγωγή προσοµοιώσεων είναι η επιλογή των υπό
εξέταση χαρακτηριστικών. Όταν πρόκειται για τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, είναι πολλά τα µεγέθη
που θα µπορούσαν να εξεταστούν, αναλόγως µε το τι πραγµατικά θα ενδιέφερε το µελετητή να
αποφανθεί. Στην προκειµένη περίπτωση, εξετάστηκαν πράγµατι διάφορα είδη στατιστικών
αποτελεσµάτων, αλλά θεωρήθηκε ουσιαστικότερο να παρουσιαστεί µία επισκόπηση των
συστηµάτων ως προς τους χρόνους διεκπεραίωσης, οι οποίοι αποτελούν µία από τις
σηµαντικότερες προκλήσεις των σύγχρονων ασύρµατων δικτύων. Ιδιαίτερα άλλωστε στην εργασία
αυτή, κύριο µέληµα ήταν να αποδειχθεί ότι η αποσυµφόρηση του δικτύου UMTS µε την
εκµετάλλευση WLANs έχει ως αποτέλεσµα καλύτερες ταχύτητες και λιγότερα προβλήµατα.
Έτσι, τα συµπεράσµατα που θα εκτεθούν παρακάτω βασίστηκαν κυρίως στα εξής στατιστικά
που συνέλεξε το πρόγραµµα κατά τη διάρκεια των προσοµοιώσεων: e-mail download & upload
response times (χρόνοι απόκρισης αποστολής & λήψης e-mail), ftp download & upload response
times (χρόνοι απόκρισης αποστολής & λήψης FTP δεδοµένων), http object & page response times
(χρόνοι απόκρισης αντικειµένων & σελίδων κατά την HTTP περιήγηση), voice packet end-to-end
delays & packet delay variation (διατερµατικές καθυστερήσεις πακέτων φωνής & διακύµανση
καθυστερήσεων πακέτων).
Μία άλλη σηµαντική παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι ότι η χρησιµοποίηση ρεαλιστικών
δεδοµένων τηλεπικοινωνιακής κίνησης σε µία τέτοιου είδους προσοµοίωση έχει και αρνητικά
στοιχεία, εκτός από τα θετικά. Στα θετικά συγκαταλέγεται βέβαια η δυνατότητα µελέτης των
αποτελεσµάτων λειτουργίας των δικτύων σε συνθήκες όσο το δυνατόν πιο κοντινές στις
πραγµατικές. Στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι υπεισέρχεται ένας παράγοντας
τυχαιότητας, ο οποίος αναγκαστικά διέπει τη συµπεριφορά των µοντέλων που έχουν σχεδιαστεί
κατ’ αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγµα, µπορεί ένα µοντέλο δικτύου µε λιγότερους τερµατικούς
κόµβους να παρουσιάσει αυξηµένο φορτίο σε σχέση µε ένα µοντέλο του ίδιου δικτύου µε
περισσότερους τερµατικούς κόµβους, εάν τύχει οι κόµβοι του πρώτου να είναι περισσότερο ενεργοί
κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της προσοµοίωσης, και µε την προϋπόθεση βέβαια ότι ο αριθµός
των κόµβων κυµαίνεται και στις δύο περιπτώσεις σε παρόµοια τάξη µεγέθους. Έτσι, θα µπορούσε
να προκύψει το εσφαλµένο συµπέρασµα ότι ο χρόνος διεκπεραίωσης κάποιων αιτηµάτων µειώνεται
µε την αύξηση του αριθµού των συνδεδεµένων κόµβων.
Πάντως, το διάστηµα της 1 ώρας, το οποίο χρησιµοποιήθηκε στις περισσότερες προσοµοιώσεις,
κρίνεται ως αρκετά ικανοποιητικό ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συµπερασµάτων.
Εκτός αυτού, αποφασίστηκε στις περισσότερες απεικονίσεις να γίνει χρήση της επιλογής
time_average του προγράµµατος, ώστε να αποτυπώνεται ο µέσος όρος των υπό εξέταση
χαρακτηριστικών ως προς το συνολικό χρόνο πραγµατικής λειτουργίας των υπηρεσιών. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο, καθώς οι γραφικές παραστάσεις τείνουν προς τα δεξιά, οι τιµές των υπό εξέταση
χαρακτηριστικών προσεγγίζουν την τελική µέση τιµή τους, προσφέροντας ένα αρκετά σηµαντικό
στοιχείο για την αξιολόγηση των αποτελεσµάτων.
Με βάση τα παραπάνω, αναλύονται στο κεφάλαιο αυτό τα αποτελέσµατα της εκτέλεσης των
προσοµοιώσεων των κατασκευασµένων µοντέλων.

91
6.2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

Τα πρώτα σενάρια των οποίων εκτελέστηκαν οι προσοµοιώσεις ήταν αυτά του UMTS δικτύου.
Στα παρακάτω γραφήµατα καθίσταται προφανές ότι, ενώ δεν παρουσιάζονται εντυπωσιακές
διαφορές ανάµεσα στα αποτελέσµατα των απλούστερων και λιγότερο συνωστισµένων σεναρίων
του δικτύου, αντιθέτως στο πολυπληθές δίκτυο µε τις 10 συνδεδεµένες κινητές συσκευές
παρατηρήθηκαν σαφώς µεγαλύτεροι χρόνοι. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα αποτελέσµατα των
χρόνων απόκρισης λήψης FTP δεδοµένων, τα οποία παρουσίασαν αστάθεια σε κάποιες
περιπτώσεις, ενώ ειδικά όσον αφορά την υπηρεσία φωνής η λειτουργία του πολυπληθούς δικτύου
φαίνεται να εµφανίζει πολύ µεγάλες καθυστερήσεις.

Γράφηµα 6.1: E-mail download & upload response times σε UMTS σενάρια

Γράφηµα 6.2: FTP download & upload response times σε UMTS σενάρια

92
Γράφηµα 6.3: HTTP object & page response times σε UMTS σενάρια

Γράφηµα 6.4: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay σε UMTS σενάρια

Το πρώτο συµπέρασµα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι η σχέση του αριθµού των
χρηστών µε τις καθυστερήσεις του συστήµατος δεν είναι καθόλου γραµµική, αφού στα λιγότερο
συνωστισµένα σενάρια δεν υφίσταται κανενός είδους αναλογία ανάµεσα στα δύο µεγέθη. Αυτό
πρακτικά υποδηλώνει ότι η χωρητικότητα ενός τέτοιου συστήµατος σε χρήστες εγγυάται τη
διατήρηση των χρόνων διεκπεραίωσης σε φυσιολογικά επίπεδα παρά την αύξηση του αριθµού των
χρηστών, όσο αυτός παραµένει πάντως σχετικά περιορισµένος.
Με την αύξηση του αριθµού των χρηστών όµως σε µια ανώτερη στάθµη, αρχίζουν να κάνουν
την εµφάνισή τους παρατηρήσιµες διαφορές ως προς τους χρόνους αυτούς, πράγµα που σηµαίνει
ότι οι αποδόσεις του δικτύου επιδεινώνονται, συνεισφέροντας µία αιτία προβληµατισµού, στην
κατεύθυνση της βελτιστοποίησης της λειτουργίας του δικτύου.
Εξάλλου, στόχος αυτής της σειράς των προσοµοιώσεων ήταν να διερευνηθεί κατά πόσον θα
µπορούσαν τα WLANs να συµβάλλουν σε αυτήν την κατεύθυνση, προσφέροντας εναλλακτικές για
την αποσυµφόρηση του UMTS δικτύου. Για το λόγο αυτό, τα επόµενα αποτελέσµατα που
συνελέχθησαν ήταν αυτά των προσοµοιώσεων των µοντέλων WLAN.

93
Στην περίπτωση των WLANs, τα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων διαφέρουν µε αυτά του
UMTS, ως προς το ότι το πολυπληθές δίκτυο των 10 τερµατικών συσκευών δεν παρουσιάζει πάντα
τους µεγαλύτερους χρόνους. Αντιθέτως, δε φαίνεται να υπάρχει καµία προφανής σύνδεση ανάµεσα
στους χρόνους που µελετώνται και στο πλήθος των συνδεδεµένων χρηστών. Τα υπό εξέταση
µεγέθη παρουσιάζουν µεγάλη αστάθεια στην πλειονότητα των περιπτώσεων, γεγονός που µπορεί εν
µέρει να ερµηνευτεί σύµφωνα µε όσα σχολιάστηκαν παραπάνω [βλ. εν. 6.1]: εάν ο κάθε χρήστης
δεν αντιπροσωπεύει ένα σχεδόν σταθερό φορτίο και τα στατιστικά και πιθανοτικά µεγέθη που
σχετίζονται µε τον τρόπο µε τον οποίο χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες χαρακτηρίζονται από µεγάλη
εντροπία, τότε υπεισέρχεται ένας παράγοντας τυχαιότητας, ο οποίος ενδεχοµένως να είναι ορατός
στα αποτελέσµατα, εάν δε συντρέχει άλλος λόγος που να προκαλεί την εµφάνιση ουσιαστικότερων
διαφορών, για διακριτές περιπτώσεις. Τα δεδοµένα της απεσταλµένης και της ληφθείσας κίνησης
των κόµβων κατά τη διάρκεια των προσοµοιώσεων αυτών επιβεβαιώνουν τον παραπάνω
συλλογισµό, εντούτοις παραλείπονται χάριν εποπτικής απλότητας.
Αντιθέτως, τα γραφήµατα των υπό εξέταση χρόνων για τα WLANs παρατίθενται παρακάτω.

Γράφηµα 6.5: E-mail download & upload response times σε WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.6: FTP download & upload response times σε WLAN σενάρια

94
Γράφηµα 6.7: HTTP object & page response times σε WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.8: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay σε WLAN σενάρια

Μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο τελευταίο γράφηµα ότι οι διατερµατικές καθυστερήσεις


των πακέτων της υπηρεσίας φωνής παρουσιάζουν απόλυτη οµοιογένεια σε όλα αυτά τα σενάρια.
Κατά τ’ άλλα, γεγονός είναι πως τα παραπάνω γραφήµατα δεν απεικονίζουν αποτελέσµατα
αξιολογήσιµα και δεν είναι σε θέση να προσφέρουν χρήσιµα συµπεράσµατα. Ένα απλοϊκό σχόλιο
θα µπορούσε να είναι ότι η χωρητικότητα ενός WLAN µε αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τέτοια ώστε
να εξασφαλίζει παρόµοιους χρόνους παρά τις αυξοµειώσεις του αριθµού των χρηστών,
τουλάχιστον όσο αυτός παραµένει στα χαµηλά επίπεδα της συγκεκριµένης παραµετροποίησης.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιµές των µεγεθών που µελετώνται είναι κατά κανόνα
αρκετά µικρότερες στο WLAN σε σύγκριση µε το UMTS. Η διαπίστωση αυτή, αν και αναµενόµενη,
αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της λογικής της µοντελοποίησης που επιχειρείται σε αυτήν την
εργασία, µιας και επιβεβαιώνει τη δυνητική (τουλάχιστον) χρησιµότητα των WLANs στην
κατεύθυνση της βελτίωσης της απόδοσης του UMTS.
Για να είναι η σύγκριση αυτή καλύτερα αντιληπτή, παρατίθενται στη συνέχεια σε κοινούς
άξονες τα γραφήµατα του στοιχειώδους UMTS δικτύου 1 συσκευής και του αντίστοιχου WLAN.

95
Γράφηµα 6.9: E-mail download & upload response times στα στοιχειώδη UMTS και WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.10: FTP download & upload response times στα στοιχειώδη UMTS και WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.11: HTTP object & page response times στα στοιχειώδη UMTS και WLAN σενάρια

96
Γράφηµα 6.12: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay στα στοιχειώδη UMTS και WLAN
σενάρια

Παρατηρεί κανείς και πάλι στο τελευταίο γράφηµα ότι η διατερµατική καθυστέρηση των
πακέτων φωνής είναι σταθερή για το WLAN και µάλιστα σε τιµές µικρότερες σε σχέση µε αυτές
του UMTS κατά µία τάξη µεγέθους.
Ακόµα, όσον αφορά την HTTP περιήγηση, φαίνεται πως κατά τη λειτουργία του µοντέλου του
WLAN η τερµατική συσκευή δεν έκανε χρήση της υπηρεσίας παρά µόνο λίγο πριν τη λήξη του
χρονικού διαστήµατος της προσοµοίωσης, µε αποτέλεσµα να µην προσφέρεται επαρκής ποσότητα
µετρήσεων, χωρίς αυτό βέβαια να αναιρεί τη γενικότητα του συµπεράσµατος της σύγκρισης των
δύο δικτύων.
Το συµπέρασµα αυτό είναι βέβαια ότι το στοιχειώδες UMTS δίκτυο παρουσιάζει σε όλες τις
περιπτώσεις χρόνους αρκετά µεγαλύτερους σε σχέση µε το στοιχειώδες WLAN.
Εν είδει επαλήθευσης του συµπεράσµατος αυτού, απεικονίστηκαν επίσης σε κοινούς άξονες τα
γραφήµατα του UMTS δικτύου των 10 συσκευών και του αντίστοιχου WLAN. Βέβαια, οι αποδόσεις
του πολυπληθούς αυτού WLAN δεν είναι ανάµεσα στις σηµαντικότερες παραµέτρους διερεύνησης
της εργασίας αυτής, σκοπός όµως της συγκεκριµένης απεικόνισης είναι να επιβεβαιώσει ότι, ακόµα
και σε µια τέτοια περίπτωση αριθµού χρηστών, το WLAN είναι ικανότερο να διαχειριστεί την
προσφερόµενη κίνηση. Τα γραφήµατα αυτά ακολουθούν παρακάτω:

Γράφηµα 6.13: E-mail download & upload response times στα πολυπληθή UMTS και WLAN σενάρια

97
Γράφηµα 6.14: FTP download & upload response times στα πολυπληθή UMTS και WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.15: HTTP object & page response times στα πολυπληθή UMTS και WLAN σενάρια

Γράφηµα 6.16: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay στα πολυπληθή UMTS και WLAN
σενάρια

98
Σ’ αυτήν τη σειρά των γραφηµάτων αποτυπώνεται µε τρόπο σαφέστερο το συµπέρασµα της
προηγούµενης, ότι δηλαδή τα WLANs ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα, από πλευράς χρόνων και
ταχυτήτων, σε σχέση µε τo UMTS, για όλα τα είδη των υπό εξέταση υπηρεσιών.
Επιπλέον, όµως, τα τελευταία γραφήµατα αποδεικνύουν ότι οι καθυστερήσεις του
συνωστισµένου UMTS δικτύου αποτελούν εσωτερικό ζήτηµά του και δεν οφείλονται σε αδυναµία
εξυπηρέτησης της κίνησης από τους servers, αφού ένα WLAN µε ίδιο αριθµό χρηστών, ίδια προφίλ
χρηστών και εφαρµογών και τους ίδιους ακριβώς servers δεν παρουσιάζει αντίστοιχο πρόβληµα.
Τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι µία ενδιαφέρουσα λύση αποσυµφόρησης του UMTS θα
µπορούσε να προσφερθεί από τη συνεργατική λειτουργία των δύο αυτών ειδών δικτύων. Τα
αποτελέσµατα της προσοµοίωσης ενός τέτοιου µοντέλου [βλ. εν. 5.4] παρουσιάζονται παρακάτω,
σε κοινούς άξονες µε τα αποτελέσµατα διαφόρων σεναρίων συνωστισµένου UMTS [βλ. εν. 5.4].

Γράφηµα 6.17: E-mail download & upload response times σε σενάρια πολυπληθούς UMTS και στο υβριδικό
UMTS/WLAN σενάριο

Γράφηµα 6.18: FTP download & upload response times σε σενάρια πολυπληθούς UMTS και στο υβριδικό
UMTS/WLAN σενάριο

99
Γράφηµα 6.19: HTTP object & page response times σε σενάρια πολυπληθούς UMTS και στο υβριδικό
UMTS/WLAN σενάριο

Γράφηµα 6.20: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay σε σενάρια πολυπληθούς UMTS και στο
υβριδικό UMTS/WLAN σενάριο

Τα παραπάνω αποτελέσµατα είναι ασφαλώς ιδιαίτερα ικανοποιητικά, αφού σε όλα ανεξαιρέτως


τα γραφήµατα διακρίνεται ότι οι επιδόσεις του υβριδικού δικτύου είναι µακράν καλύτερες, σε
σχέση µε όλα τα υπόλοιπα σενάρια. Το γεγονός αυτό µπορεί να αναλυθεί µε διάφορους τρόπους.
Ο πρώτος και προφανής είναι ότι, µετά τη µεταφορά ορισµένων χρηστών από το UMTS σε
κάποιο WLAN (πράγµα που ουσιαστικά συµβαίνει κατά τη µετάβαση από το UMTS σενάριο στο
υβριδικό), οι χρήστες αυτοί απολαµβάνουν καλύτερους χρόνους σε σχέση µε αυτούς του UMTS,
δεδοµένω ότι τα WLANs είναι ταχύτερα από το UMTS, όπως δείχθηκε νωρίτερα. Εποµένως, και
αφού τα παραπάνω γραφήµατα εκφράζουν όλες τις καθυστερήσεις που σχετίζονται µε την
εκάστοτε εφαρµογή, η περίπτωση κατά την οποία οι µισοί χρήστες συνδέονται µέσω WLAN
εµφανίζει καθυστερήσεις συνολικά ελαττωµένες.

100
Παράλληλα, όµως, και οι χρήστες που παραµένουν στο UMTS απολαµβάνουν πλέον
καλύτερους χρόνους. Εξάλλου, έχει αποδειχθεί ότι η λειτουργία του UMTS µοντέλου µε τους 10
συνδεδεµένους χρήστες έχει µειωµένες επιδόσεις σε σχέση µε αυτές του µοντέλου µε τους 5
χρήστες και µάλιστα ότι αυτό αφορά κυρίως το UMTS και όχι τους servers. Όταν λοιπόν
µεταφέρονται 5 χρήστες στο WLAN, αυτοί που παραµένουν στο UMTS αντιµετωπίζουν µικρότερες
καθυστερήσεις, αφού αξιοποιούνται πλέον αποτελεσµατικότερα οι πόροι του δικτύου.
Εποµένως, η βελτίωση των χρόνων για το υβριδικό σενάριο οφείλεται και στους δύο παραπάνω
παράγοντες, αφενός δηλαδή στις καλύτερες ταχύτητες που προσφέρει το WLAN στους µισούς
χρήστες, και αφετέρου στις καλύτερες ταχύτητες που απολαµβάνουν όσοι αποµένουν στο UMTS,
λόγω της αποδέσµευσης πόρων του δικτύου από την αποχώρηση των υπολοίπων.
Τέλος, µπορεί επίσης να σηµειωθεί ότι το υβριδικό δίκτυο δεν παρουσιάζεται βελτιωµένο µόνο
σε σύγκριση µε το απλό σενάριο του συνωστιµένου UMTS, αλλά γενικότερα σε σύγκριση µε όλα τα
κατασκευασµένα UMTS σενάρια αυτού του πλήθους χρηστών. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος
της δηµιουργίας τους: να φανεί ότι το πρόβληµα της συµφόρησης στο UMTS δεν αφορά απλώς
συµφόρηση στον τελικό κόµβο του επίγειο δικτύου, αλλά υπάρχει γενικότερο ζήτηµα συνωστισµού
του δικτύου, κατά τη σύνδεση µεγάλου αριθµού χρηστών.
Ουσιαστικά, ο παραπάνω συλλογισµός είναι η κατάληξη του αποκλεισµού των περιπτώσεων
αδυναµίας των servers αρχικά και αδυναµίας του Node-B στη συνέχεια, αποδίδοντας στο πρόβληµα
τη σωστή του διάσταση.
Μετά από όλα τα παραπάνω, το πείραµα της δηµιουργίας υβριδικού δικτύου θεωρείται ότι έχει
στεφθεί µε επιτυχία.
Για λόγους καλύτερης εποπτικής µελέτης του θέµατος, κατασκευάστηκε και άλλο ένα υβριδικό
σενάριο, στο οποίο επιχειρείται µία προσπάθεια λειτουργίας ενός είδους “εικονικής” µεταποµπής,
όπως εξηγήθηκε αναλυτικά σε προηγούµενο σηµείο της εργασίας [βλ. εν. 5.4]. Τα αποτελέσµατα
της προσοµοίωσης αυτού του δικτύου παρουσιάζονται συγκεντρωτικά για όλες τις εφαρµογές στο
παρακάτω γράφηµα:

Γράφηµα 6.21: E-mail & FTP download & upload response times, HTTP object & page response times και voice
packet delay variation & packet end-to-end delay στο υβριδικό σενάριο “εικονικής” µεταποµπής

101
Επειδή τα δύο µεγέθη που σχετίζονται µε την υπηρεσία φωνής κυµαίνονται σε τάξεις µεγέθους
πολύ χαµηλότερες από αυτές των υπολοίπων, το παραπάνω γράφηµα δεν είναι κατάλληλο για την
παρατήρησή τους. Γι’ αυτόν το λόγο, επαναπαρουσιάζονται παρακάτω σε δύο ξεχωριστά
αφιερωµένα γραφήµατα.

Γράφηµα 6.22: Voice packet delay variation & packet end-to-end delay στο υβριδικό σενάριο “εικονικής”
µεταποµπής

Παρατηρεί λοιπόν κανείς µία εξοµάλυνση των χρόνων µε το πέρασµα της ώρας.
Αυτό αποτελεί συνέπεια των “εικονικών” µεταποµπών που επιτυγχάνονται, αφού αρχικά το
δίκτυο βρίσκεται σε κατάσταση UMTS λειτουργίας αποκλειστικά και, µε την τακτική αποχώρηση
των UMTS συσκευών από το δίκτυο και την παράλληλη προσχώρηση WLAN συσκευών σε αυτό, η
λειτουργία του µετατρέπεται σταδιακά σε υβριδική και στο τέλος καταλήγει να είναι αποκλειστικά
WLAN.
Η αποτελεσµατικότητα και τα πλεονεκτήµατα του υβριδικού δικτύου εξετάστηκαν δηλαδή µε
δύο τρόπους: πρώτον, σε στατική λειτουργία, σε σύγκριση µε τη στατική λειτουργία µοντέλων
αµιγούς UMTS, και δεύτερον, µε τακτικές “εικονικές” µεταποµπές, καθαρά ως συνάρτηση του
χρόνου.
Επειδή όµως η διενέργεια των πραγµατικών µεταποµπών είναι αρκετά πιο πολύπλοκη,
θεωρήθηκε ενδιαφέρον να εξεταστεί η δυνατότητα χρησιµοποίησης του Mobile IP για την
υποστήριξή τους, τουλάχιστον σε επίπεδο τοπικών δικτύων.
Γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, κατασκευάστηκε ένα µοντέλο Mobile IP [βλ. εν. 5.4], στο οποίο
ένας ασύρµατος χρήστης µετακινείται ανάµεσα σε δύο διαφορετικές BSAs που δεν ανήκουν στο
ίδιο ESS, ώστε να µελετηθεί ο τρόπος µε τον οποίο το σύστηµα µπορεί να ανταπεξέλθει στη
διαχείριση µιας τέτοια κατάστασης.
Όπως είναι προφανές από τα παραπάνω, χρησιµοποιείται συγκεκριµένα το Mobile IP, το οποίο
υπόσχεται την υποστήριξη της κινητικότητας των χρηστών, στηριζόµενο στη χρήση IP
διευθύνσεων.
Στην περίπτωση αυτή, τα µεγέθη που παρουσιάζουν ενδιαφέρον δεν είναι τα ίδια µε αυτά των
προηγούµενων προσοµοιώσεων, αφού το σηµαντικότερο είναι να αποδειχθεί ότι το πρωτόκολλο
επιτυγχάνει τη διευθέτηση αυτού του είδος των καταστάσεων, αλλά και να δειχθούν τυχόν
µειονεκτήµατα που σχετίζονται µε αυτό.
Το πρώτο γράφηµα που θα παρουσιαστεί σχετικά µε αυτό το µοντέλο είναι το παρακάτω, στο
οποίο εµφανίζεται η συνδεσιµότητα µε Access Points (AP connectivity) του MN ως προς το χρόνο,
µε βάση το αναγνωριστικό BSS (BSS identifier) του κάθε AP:

102
Γράφηµα 6.23: AP connectivity για τον MN στο Mobile IP µοντέλο

Το γράφηµα αυτό δείχνει ουσιαστικά πότε ο MN ήταν συνδεδεµένος µε τον HA και πότε µε τον
FA. O ΗΑ έχει BSS identifier ίσο µε 0 και ο FA ίσο µε 1. Φαίνεται λοιπόν ότι, λόγω της συνεχούς
µετακίνησής του, ο MN συνδέεται εναλλάξ µε τους δύο αυτούς κόµβους.
Για την καλύτερη εποπτική απεικόνιση της συνδεσιµότητας του MN, παρατίθεται και το
επόµενο γράφηµα, στο οποίο έχει αναπαρασταθεί σε κοινούς άξονες το φορτίο (load) στα δύο APs
του δικτύου, δηλαδή στον κόµβο ΗA και στον κόµβο FA, µε βάση το BSS αναγνωριστικό τους:

Γράφηµα 6.24: Load για τον FA και τον HA στο Mobile IP µοντέλο

Και εδώ, εποµένως, είναι δυνατή η παρατήρηση των µεταβάσεων του MN ανάµεσα στην
περιοχή κάλυψης του HA και αυτήν του FA.
Τα δύο τελευταία γραφήµατα είναι ενδεικτικά της λειτουργίας αυτού του συστήµατος, και µε
βάση αυτά µπορεί να εξαχθεί το συµπέρασµα ότι το σύστηµα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις
ESS µεταβάσεις του MN, µε τη βοήθεια του Mobile IP.
Για να συσχετιστούν καλύτερα τα παραπάνω δεδοµένα µε τη θεωρία του Mobile IP, ακολουθεί
ένα ακόµα γράφηµα, στο οποίο έχουν αποδοθεί σε κοινούς άξονες η απεσταλµένη IP κίνηση (IP
traffic sent) και η ειληµµένη IP κίνηση (IP traffic received) για τους κόµβους HA και FA του
µοντέλου:

103
Γράφηµα 6.25: IP traffic sent & received για τον FA και τον HA στο Mobile IP µοντέλο

Μία σηµαντική παρατήρηση λοιπόν είναι ότι ενώ ο FA αποστέλλει και λαµβάνει πακέτα µόνο
όταν ο MN είναι συνδεδεµένος µε αυτόν, ο HA αποστέλλει και λαµβάνει (λιγότερα, βέβαια) πακέτα
ακόµα και όταν ο MN βρίσκεται σε ξένιο δίκτυο.
Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό για ένα Mobile IP σύστηµα, αφού ο CN δεν είναι σε θέση
να γνωρίζει ανά πάσα στιγµή την τοπολογική θέση του MN και έτσι αποστέλλει πάντοτε τα πακέτα
µε βάση τη home address του παραλήπτη, µε αποτέλεσµα να διέρχονται από τον HA όλα τα πακέτα
αυτής της κατεύθυνσης της κίνησης. Στη συνέχεια, εάν ο MN είναι εντός του πάτριου δικτύου, ο HA
του προωθεί τα πακέτα, ενώ εάν βρίσκεται σε κάποιο ξένιο δίκτυο, ενθυλακώνει τα πακέτα και τα
αποστέλλει µε βάση τη CoA, την οποία ο HA γνωρίζει, σε αντίθεση µε το CN.
Στην αντίστροφη διαδροµή, όµως, δηλαδή στα πακέτα που κατευθύνονται προς το CN, ο HA
δεν εµπλέκεται καθόλου όταν ο MN βρίσκεται σε ξένιο δίκτυο, και γι’ αυτόν το λόγο, όπως
φαίνεται στο γράφηµα, ο αριθµός των συνολικών πακέτων που διέρχονται από τον HA στην
περίπτωση αυτή είναι περίπου ο µισός (που αντιπροσωπεύει τη 1 από τις 2 διαδροµές) σε σχέση µε
την περίπτωση κατά την οποία ο MN βρίσκεται στο πάτριο δίκτυό του και κατά την οποία ο HA
συνδέεται και µε τις δύο κατευθύνσεις της κίνησης.
Αυτό µπορεί να αποδειχθεί και µε τη βοήθεια του επόµενου γραφήµατος, όπου αναπαρίσταται
η ενθυλακωµένη και προωθηµένη σε σήραγγα IP κίνηση (IP tunneled traffic sent) από τον HA:

Γράφηµα 6.26: IP tunneled traffic sent για τον HA στο Mobile IP µοντέλο

104
Αντιπαραβάλλοντας το γράφηµα αυτό µε τα προηγούµενα, είναι προφανές πως ο HA
ενθυλακώνει πακέτα όσο ο MN βρίσκεται συνδεδεµένος µε τον FA, ακριβώς όπως ορίζει το Mobile
IP, ενώ φυσικά δεν υπάρχει ανάγκη ενθυλάκωσης όσο ο MN είναι συνδεδεµένος στον ίδιο τον HA,
όπως άλλωστε εξηγήθηκε νωρίτερα.
Τέλος, ακολουθούν µερικά γραφήµατα για τη µελέτη των επιδόσεων του συστήµατος κατά τη
διάρκεια των µεταποµπών και γενικότερα της διαδικασίας της περιαγωγής της ασύρµατης
συσκευής.
Στο πρώτο από αυτά τα γραφήµατα έχει συγκεντρωθεί συνολικά η απεσταλµένη και η
ειληµµένη κίνηση και για τα 4 είδη εφαρµογών που εκτελούνταν κατά τη διάρκεια όλης αυτής της
διαδικασίας, δηλαδή η απεσταλµένη και ειληµµένη κίνηση e-mail, FTP, HTTP και φωνής (e-mail,
FTP, HTTP & voice traffic sent & received):

Γράφηµα 6.27: E-mail, FTP, HTTP & voice traffic sent & received στο Mobile IP µοντέλο

Παρατηρεί κανείς ότι σε κάποιες στιγµές µηδενίζεται σχεδόν ο αριθµός των πακέτων, τόσο
στην αποστολή όσο και στη λήψη, για όλες τις εφαρµογές. Μάλιστα, αν εξεταστεί το γράφηµα σε
αντιπαράθεση µε τα προηγούµενα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι στιγµές αυτές
συµπίπτουν ασφαλώς µε τις στιγµές των ESS µεταβάσεων.
Αυτό είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι στο Mobile IPv4 οι µηχανισµοί υποστήριξης
µεταποµπής δεν είναι ακόµα τελειοποιηµένοι, µε αποτέλεσµα τις στιγµές των µεταβάσεων να
παρατηρούνται τέτοια φαινόµενα.
Παρ’ όλα αυτά, τα πακέτα αυτά δε χάνονται, πράγµα που αποδεικνύεται από την απεικόνιση
του µεγέθους της απορριµένης IP κίνησης (IP traffic dropped) στο πρόγραµµα, η οποία και δεν έχει
συµπεριληφθεί εδώ, ακριβώς επειδή η τιµή του µεγέθους είναι µηδενική σε όλη τη διάρκεια της
προσοµοίωσης. Άλλωστε, ήδη στο παραπάνω γράφηµα παρατηρεί κανείς ιδιαίτερα απότοµες αλλά
σύντοµης διάρκειας αυξήσεις της κίνησης αµέσως µετά την ολοκλήρωση των µεταβάσεων, πράγµα
που οφείλεται στη συσσώρευση πακέτων των οποίων η παράδοση καθυστέρησε (χωρίς όµως να
µαταιωθεί) κατά τη διάρκεια αυτών και τελικά εκτελέστηκε µετά την ολοκλήρωσή τους.
Για τη δικαιολόγηση του παραπάνω, ακολουθεί ένα ακόµα γράφηµα, το οποίο περιλαµβάνει τις
διατερµατικές IP καθυστερήσεις (IP end-to-end delays) από τον MN στο CN και από το CN στον
MN, ως προς το χρόνο:

105
Γράφηµα 6.28: ΜN CN και CN ΜΝ IP end-to-end delays στο Mobile IP µοντέλο

Μετά και από το παραπάνω, προκύπτει ότι κατά τις µεταβάσεις του MN από το ένα υποδίκτυο
στο άλλο εµφανίζονται µεγάλες διατερµατικές καθυστερήσεις παράδοσης των πακέτων.
Ειδικότερα, τα πακέτα που κατευθύνονται από τον MN στο CN αργούν να παραδοθούν κατά τη
διάρκεια όλων των µεταβάσεων, ενώ η παράδοση των πακέτων που κατευθύνονται από το CN στον
MN καθυστερεί µόνο κατά τις µεταβάσεις του MN από το πάτριο δίκτυο προς το ξένιο δίκτυο. Κάτι
τέτοιο είναι λογικό, καθώς όταν ο MN µετακινείται από το ξένιο δίκτυο στο πάτριο δίκτυο, ο HA
εντοπίζει τον MN εύκολα και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες και µπορεί να του παραδώσει αµέσως
τα πακέτα που καταφθάνουν συνεχώς από το CN.
Στο επόµενο και τελευταίο γράφηµα παρουσιάζονται οι χρόνοι απόκρισης αποστολής και
λήψης δεδοµένων (download & upload response times) για τις εφαρµογές FTP και HTTP, µε
χρησιµοποίηση της επιλογής time_average:

Γράφηµα 6.29: E-mail & FTP download & upload response times στο Mobile IP µοντέλο

Εδώ παρατηρείται και για τις δύο εφαρµογές µία απόκλιση ανάµεσα στις τελικές (και
ενδεικτικές) τιµές των µέσων όρων των χρόνων απόκρισης για την ανοδική και την καθοδική
ζεύξη, που µπορεί να εξηγηθεί µε τη θεωρία του προβλήµατος τριγωνικής δροµολόγησης: όσο ο MN
βρίσκεται στο ξένιο δίκτυο, τα πακέτα της καθοδικής ζεύξης καθυστερούν περισσότερο, διότι η
διαδροµή που πρέπει να διανύσουν είναι διπλάσια από αυτήν της ανοδικής ζεύξης, η οποία δεν
περιλαµβάνει καθόλου τον HA.

106
Με βάση τα τελευταία γραφήµατα, µπορεί να υποστηριχθεί ως συµπέρασµα ότι η διαδικασία
της µεταποµπής και γενικότερα της περιαγωγής µε βάση το Mobile IPv4 επιδέχεται
βελτιστοποίηση, εντούτοις η συνολική άποψη για ένα τέτοιο µοντέλο, µετά από το σύνολο των
αποτελεσµάτων που προσέφερε η συγκεκριµένη προσοµοίωση, είναι θετική.

6.3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο προηγούµενο κεφάλαιο παρουσιάστηκε η κατασκευή διαφόρων µοντέλων ασύρµατων


δικτύων µε το βοήθεια του προγράµµατος OPNET Modeler [βλ. κεφ. 5]. Τα αποτελέσµατα των
προσοµοιώσεων της λειτουργίας των µοντέλων αυτών ήταν το αντικειµένου του παρόντος
κεφαλαίου.
Οι προσοµοιώσεις των σεναρίων του UMTS [βλ. κεφ. 2] έδειξαν ότι η χωρητικότητα ενός
τέτοιου συστήµατος σε χρήστες είναι σε θέση να εξασφαλίζει χαµηλά επίπεδα διατερµατικών
καθυστερήσεων, για µικρό αριθµό χρηστών, χωρίς να παρουσιάζεται κάποια αντιστοιχία ανάµεσα
στο πλήθος των χρηστών και το µέγεθος των καθυστερήσεων. Στα σενάρια των συνωστισµένων
δικτύων, όµως, οι διαφορές στους χρόνους ήταν παρατηρήσιµες. Το τελευταίο στοιχείο υποδηλώνει
την ανάγκη εξεύρεσης λύσεων αποσυµφόρησης τέτοιων σεναρίων και βελτίωσης των χρόνων και
των ταχυτήτων.
Ακριβώς µε αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, είχαν συµπεριληφθεί και σενάρια WLAN [βλ. κεφ. 3]
κατά τη µοντελοποίηση. Στις προσοµοιώσεις αυτών δεν εµφανίστηκαν ουσιαστικές διαφορές στους
χρόνους των διατερµατικών καθυστερήσεων, κατά την αύξηση του πλήθους των χρηστών σε
λογικά πάντα επίπεδα.
Η σύγκριση όµως των επιδόσεων των δικτύων WLAN και UMTS ήταν κατηγορηµατική: οι
χρόνοι στο UMTS είναι σαφώς µεγαλύτεροι σε σχέση µε αυτούς του WLAN, τόσο στο επίπεδο των
στοιχειωδών σεναρίων, όσο και στο επίπεδο των πολυπληθών σεναρίων. Εφόσον λοιπόν τα WLANs
ανταποκρίνονται καλύτερα σε κίνηση τέτοια µορφής, προκύπτει το συµπέρασµα ότι µία
συνεργατική λειτουργία των δύο δικτύων θα ήταν ίσως πολύ πιο αποτελεσµατική σε σχέση µε τη
µεµονωµένη λειτουργία του UMTS. Παράλληλα, βέβαια, θα αυξανόταν και η περιοχή κάλυψης.
Το παραπάνω αποδείχθηκε µε το πειραµατικό κοµµάτι της εργασίας, αφού οι προσοµοιώσεις
έδειξαν ότι ένα τέτοιου είδους υβριδικό δίκτυο έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις σε σχέση µε όλα τα
πιθανά σενάρια UMTS δικτύου που κατασκευάστηκαν, για το ίδιο πλήθος χρηστών, µε τα ίδια
προφίλ χρηστών και εφαρµογών και µε τους ίδιους servers.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε και από τα αποτελέσµατα της λειτουργίας του σεναρίου
“εικονικής” µεταποµπής, στο οποίο παρουσιάζεται σταδιακή πτώση των συνολικών χρόνων
διεκπεραίωσης στο σύστηµα µε την πάροδο του χρόνου όσο ολοκληρώνονται τακτικά διάφορες
“εικονικές” µεταποµπές.
Κρίνεται λοιπόν ότι η συνεργασία του UMTS µε WLANs αποδίδει µε τρόπο ιδιαίτερα
ικανοποιητικό και αποµένει η τελειοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, καθώς στα πλαίσια της εργασίας
αυτής επιδιώχθηκε κυρίως η εκτίµηση της αξίας µιας τέτοιας απόπειρας, και λιγότερο η
αποτελεσµατικότερη µοντελοποίηση και παραµετροποίησή της.
Όσο για το project µε το Mobile IPv4 [βλ. κεφ. 4], η λειτουργία του µπορεί να χαρακτηριστεί
σε γενικές γραµµές ως επιτυχής, αφού τα αποτελέσµατα απέδειξαν ότι η τερµατική συσκευή
διατήρησε πράγµατι τη σύνδεσή της κατά τη µετακίνηση από το ένα ESS στο άλλο, µε τη χρήση
του συγκεκριµένου πρωτοκόλλου. Όµως, στο παράδειγµα αυτό εντοπίστηκαν και µειονεκτήµατα
στη λειτουργία των µεταποµπών, κατά τη διάρκεια των µετακινήσεων του ασύρµατου κόµβου, ενώ
αποτυπώθηκε µέσω των αποτελεσµάτων και το πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης, µε τη
βελτιστοποίηση των µηχανισµών του πρωτοκόλλου να παραµένει τελικά επιθυµητή.
Τα παραπάνω συµπεράσµατα συµπεριλαµβάνονται και στα τελικά συµπεράσµατα της εργασίας,
που παρουσιάζονται στο επόµενο και τελευταίο κεφάλαιο [βλ. κεφ. 7].
107
108
7. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνοψίζοντας τα συµπεράσµατα του πειραµατικού µέρους της εργασίας αυτής, ως συνάρτηση


των θεωρητικών δεδοµένων που κλήθηκαν να επιβεβαιώσουν, είναι δυνατή η συγκέντρωση των
παρακάτω παρατηρήσεων, που αποτελούν ταυτόχρονα περίληψη και επίλογο της εργασίας.
Το αντικείµενο της εργασίας ήταν η προσέγγιση της νέας πραγµατικότητας που φέρνουν στον
κόσµο των τηλεπικοινωνιών τα λεγόµενα ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς, η παρουσίαση ορισµένων από
τα ασύρµατα δίκτυα που θα συµµετέχουν σε αυτήν και η εξέταση της λειτουργικότητας κάποιων
σεναρίων υβριδικών ασύρµατων δικτύων, µε τη βοήθεια του περιβάλλοντος προσοµοίωσης OPNET
Modeler.
Η χρησιµότητα µιας τέτοιας µελέτης γίνεται κατανοητή µε την παρατήρηση των εξελίξεων που
λαµβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στον τοµέα των επικοινωνιών, τόσο λόγω της προόδου της
τεχνολογίας, όσο και λόγω της αύξησης και της διαφοροποίησης των αναγκών της αγοράς. Αυτή η
πορεία αλλαγής χαρακτηρίζεται από κάποια πολύ σπουδαία ορόσηµα, όπως είναι η διείσδυση και η
πλήρης εξάπλωση του Internet και της κινητής τηλεφωνίας. Σταδιακά έχουν σχεδόν συνενωθεί
διαφορετικά πεδία, όπως αυτά των τηλεπικοινωνιών, των υπολογιστών και των πολυµέσων, µε
αποτέλεσµα τη δηµιουργία απείρων δυνατοτήτων ως προς την πρόσβαση σε δίκτυα αλλά και ως
προς τη διαθεσιµότητα υπηρεσιών και εφαρµογών.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τις εφαρµογές, το ευρυζωνικό µάρκετινγκ σήµερα υπαγορεύει τη
συγκέντρωση επενδυτικού ενδιαφέροντος στην προώθηση πολυµεσικών και, γενικότερα,
σύγχρονων ελκυστικών εφαρµογών και υπηρεσιών προστιθέµενης αξίας, σε αντίθεση µε την
παραδοσιακή λογική, που υποστήριζε απλώς την όσο το δυνατόν καλύτερη εκµετάλλευση των
κλασικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Με το πέρασµα του χρόνου και την επιµονή των εξελίξεων αυτών, κατέστη σαφές ότι ήταν
αναγκαία η αναβάθµιση των υπαρχόντων δικτύων και η αλλαγή της δοµής και της λογικής τους, µε
σκοπό την εξυπηρέτηση µιας τέτοιου είδους τηλεπικοινωνιακής κίνησης.
Τα δίκτυα που προκύπτουν µέσα από αυτές τις ζυµώσεις έχουν ονοµαστεί ∆ίκτυα Επόµενης
Γενιάς. Πρόκειται για έναν όρο αρκετά γενικό, που περικλείει ένα σύνολο διαφορετικών τύπων
πακετικών ευρυζωνικών δικτύων.
Η αρχιτεκτονική των ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς αποτελείται από δύο στρώµατα πάνω από το
επίπεδο της πρόσβασης, το στρώµα µεταφοράς και το στρώµα υπηρεσιών, και η λογική που διέπει
το σχεδιασµό της είναι ότι η πρόσβαση στις υπηρεσίες παύει να σχετίζεται µε τον τρόπο σύνδεσης
του χρήστη ή τις τεχνολογίες µεταφοράς, κάτι που ίσχυε µέχρι σήµερα. Έτσι, απελευθερώνεται ο
τοµέας των υπηρεσιών, τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και από την πλευρά της επιλογής
τους από το χρήστη.
Το σηµαντικότερο είναι ότι θα υπάρχουν πλέον ισχυροί µηχανισµοί διασφάλισης του δείκτη
QoS, ώστε να µπορεί ο χρήστης να απολαµβάνει τις απαιτητικές πολυµεσικές του εφαρµογές σε
ένα σταθερό επίπεδο διατερµατικής ποιότητας εξυπηρέτησης που ο ίδιος θα έχει επιλέξει, µε κάποια
Συµφωνία Στάθµης Υπηρεσίας, και µε την αντίστοιχη φυσικά χρέωση.
Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα σύνδεσης του χρήστη στο δίκτυο
µέσω πολλών διαφορετικών δικτύων πρόσβασης, διαφορετικού χαρακτήρα και διαφορετικών
τεχνολογιών. Παράλληλα, προβλέπεται η υποστήριξη της γενικευµένης κινητικότητας των
ασύρµατων χρηστών, ώστε να µπορούν να συνδέονται αδιάλειπτα µεταξύ των διαφόρων τύπων
δικτύων, κάτι που προϋποθέτει σε ένα βαθµό τη σύγκλιση των τεχνολογιών συγκεκριµένων
προγενέστερων τύπων δικτύων.
Εξάλλου, τα ασύρµατα δίκτυα κατέχουν πια πολύ σηµαντική θέση στο χάρτη των παγκόσµιων
επικοινωνιών, λόγω της ευελιξίας που προσφέρουν στο χρήστη, σε έναν κόσµο ο οποίος
χαρακτηρίζεται σε όλο και µεγαλύτερο βαθµό από την ανάγκη συνεχούς κίνησης και µετακίνησης
και στον οποίο η διαθεσιµότητα τερµατικών σηµείων καλωδιακών δικτύων δε θα µπορούσε πια να
είναι περιοριστική για έναν υποψήφιο χρήστη.

109
Συνήθως, βέβαια, η αναφορά στις ασύρµατες επικοινωνίες παραπέµπει στην κινητή τηλεφωνία,
στην πραγµατικότητα όµως τα υπόλοιπα δίκτυα ασύρµατης σύνδεσης και διασύνδεσης
υπολογιστών και άλλων συσκευών είναι εξίσου σηµαντικά.
Μάλιστα, στις προκλήσεις του άµεσου µέλλοντος συµπεριλαµβάνεται η επίτευξη
αποτελεσµατικής συνεργασίας ανάµεσα σε κυψελωτά δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και ασύρµατα
δίκτυα τοπικού χαρακτήρα, επιτυγχάνοντας καλύτερη αξιοποίηση του φάσµατος και µεγαλύτερους
ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων.
Στην εργασία αυτή παρουσιάστηκαν το δίκτυο UMTS και η τεχνολογία WLAN, ως δύο τέτοια
συστήµατα των οποίων η συνδυασµένη λειτουργία θα µπορούσε να προσφέρει πολλά
πλεονεκτήµατα, αφού τα χαρακτηριστικά του καθενός είναι συµπληρωµατικά προς αυτά του
άλλου. Επίσης, πρόκειται για δύο δίκτυα ευρύτατης εφαρµογής, γεγονός που προσθέτει από µόνο
του ιδιαίτερη αξία στο ενδεχόµενης µιας τέτοιας συνεργασίας.
Το UMTS, άλλωστε, είναι ένα 3G δίκτυο που εκφράζει ακριβώς αυτήν την προσπάθεια
µετάβασης σε µια νέα εποχή ασύρµατης ευρυζωνικότητας, αφού οι κυψελωτές επικοινωνίες δε θα
µπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση στον κανόνα της αναβάθµισης των δοµών των διαφόρων
τηλεπικοινωνιακών συστηµάτων. Ουσιαστικά, αποτελεί τη διάδοχη κατάσταση του GSM,
προσφέροντας καλύτερες ταχύτητες, παρέχοντας τη δυνατότητα τόσο για circuit-switched όσο και
για packet-switched επικοινωνία, υποστηρίζοντας περισσότερες και απαιτητικότερες εφαρµογές,
βελτιώνοντας αρκετούς εσωτερικούς µηχανισµούς και αυξάνοντας τη λειτουργικότητα του
τερµατικού του χρήστη.
∆εν είναι όµως µόνο τα πλεονεκτήµατα του UMTS που το καθιστούν υποψήφιο για µελλοντική
συνεργασία µε άλλα δίκτυα, αλλά και τα µειονεκτήµατά του, η άµβλυνση των οποίων θα µπορούσε
να επιτευχθεί µε τη συνδυασµένη λειτουργία του µε άλλα είδη συστηµάτων. Στα µειονεκτήµατα
αυτά συµπεριλαµβάνεται το επίπεδο των ταχυτήτων, το οποίο µπορεί µεν να είναι σαφώς
υψηλότερο σε σχέση µε αυτό του GSM, αλλά εξακολουθεί να κυµαίνεται σε επίπεδα µέτρια,
τουλάχιστον σε σύγκριση µε άλλα είδη ασύρµατων τεχνολογιών.
Ακόµα, η συνεργασία του µε άλλα δίκτυα θα µπορούσε να οργανωθεί και για λόγους
αποσυµφόρησης του UMTS, καθώς ο συνωστισµός των χρηστών στο δίκτυο αυτό, όπως και στα
περισσότερα δίκτυα, µειώνει αισθητά τις επιδόσεις του.
Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε µε την κατασκευή σεναρίων UMTS δικτύου, µε τη βοήθεια του
προγράµµατος OPNET Modeler, και την εκτέλεση προσοµοιώσεων της λειτουργίας τους.
Συγκεκριµένα, κατασκευάστηκαν 10 σενάρια UMTS διαφορετικού πλήθους χρηστών ή
διαφορετικής κατανοµής χρηστών σε δύο κυψέλες καλυπτόµενες από δύο, αντίστοιχα, σταθµούς
βάσης. Ορίστηκαν 4 είδη εφαρµογών για τους χρήστες (FTP ανταλλαγής αρχείων, ανταλλαγής e-
mail, περιήγησης HTTP και PCM υπηρεσίας φωνής) και δηµιουργήθηκαν κοινά προφίλ χρηστών
και εφαρµογών για όλες τις τερµατικές συσκευές, τα οποία µάλιστα κατασκευάστηκαν µε σχετικά
ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, όσον αφορά τη στατιστική κατανοµή της προσφερόµενης
τηλεπικοινωνιακής κίνησης.
Οι προσοµοιώσεις των σεναρίων αυτών επιβεβαίωσαν ότι η αύξηση του πλήθους των χρηστών
σε υψηλότερες τάξεις µεγέθους επιφέρει παρατηρήσιµες διαφορές στις διατερµατικές
καθυστερήσεις. Με τη σύγκριση, µάλιστα, των αποτελεσµάτων των σεναρίων αυτών, τόσο µεταξύ
τους όσο και σε σχέση µε τα αποτελέσµατα των υπόλοιπων προσοµοιώσεων που ακολούθησαν,
εξήχθη το συµπέρασµα ότι η αύξηση των καθυστερήσεων αυτών σχετίζεται κυρίως µε το ίδιο το
δίκτυο, και όχι για παράδειγµα µε τους εξυπηρετητές των εφαρµογών, καθώς και το πόρισµα ότι η
γενικότερη αποσυµφόρηση του UMTS θα ήταν αποτελεσµατικότερη από την εστιασµένη
αποσυµφόρηση κάποιων συνωστισµένων κυψελών µε τη µεταφορά των χρηστών σε άλλες κυψέλες
του ίδιου δικτύου.
Με αυτό το σκεπτικό, της ανάγκης αποσυµφόρησης δηλαδή του UMTS µε τη βοήθεια άλλων
δικτύων, είχαν κατασκευαστεί και ορισµένα σενάρια WLAN, για την παρατήρηση των επιδόσεων
της µεµονωµένης λειτουργίας τους αρχικά, και την αντιπαράθεσή τους µε αυτές του UMTS στη
συνέχεια.

110
Τα WLANs είναι ασύρµατα δίκτυα τοπικού χαρακτήρα και απλής αρχιτεκτονικής, που είναι σε
θέση να προσφέρουν στους χρήστες τους εντυπωσιακές ταχύτητες, σε σχέση µε σχεδόν
οποιοδήποτε άλλος είδος ασύρµατων δικτύων.
Στις προσοµοιώσεις των 5 WLAN σεναρίων κυµαινοµένου αριθµού χρηστών (και ίδιων βέβαια
εξυπηρετητών και προφίλ χρηστών και εφαρµογών σε σχέση µε τα UMTS σενάρια) που
εκτελέστηκαν, δεν παρουσιάστηκαν αξιολογήσιµες διαφορές στους χρόνους των διατερµατικών
καθυστερήσεων, κατά την αύξηση των χρηστών µέσα σε λογικά επίπεδα. Κάτι τέτοιο είναι
απολύτως λογικό, µιας και οι περισσότερες απλές εφαρµογές (όπως αυτές των συγκεκριµένων
µοντέλων) υλοποιούνται µέσω των δικτύων αυτών ταχύτατα, και µία συντηρητική αύξηση των
χρηστών δεν µπορεί να προκαλέσει µεγάλες καθυστερήσεις.
Το σηµαντικότερο βέβαια συµπέρασµα, παρότι αναµενόµενο, προέκυψε από την απευθείας
σύγκριση των προσοµοιώσεων του UMTS µε αυτές του WLAN: τα WLANs είναι πολύ ταχύτερα από
το UMTS.
Το παραπάνω συνιστά έναν πολύ σηµαντικό λόγο ισχυροποίησης της υποψηφιότητας της
WLAN τεχνολογίας για το ρόλο της αποσυµφόρησης του UMTS δικτύου, σε ένα ενδεχόµενο
σενάριο συνδυασµένης λειτουργίας ασύρµατων δικτύων.
Μία συγκέντρωση και επανάληψη των χαρακτηριστικών των δύο αυτών δικτύων που
δηµιούργησαν τη συλλογιστική πορεία που κατέληξε στο παραπάνω αποτέλεσµα πρόκειται να
αποτυπωθεί στις επόµενες παραγράφους.
Το δίκτυο UMTS είναι το κυρίαρχο 3G σύστηµα κινητής τηλεφωνίας. Οι σταθµοί βάσης του
καλύπτουν γεωγραφικές περιοχές διαφόρων µεγεθών. Οι εσωτερικοί µηχανισµοί του δικτύου είναι
εντυπωσιακοί, όµως το σύστηµα δεν είναι ακόµα σε θέση να υποστηρίξει ιδιαίτερα γρήγορες
ταχύτητες για όλους τους χρήστες, ειδικά όταν σε κάποιο κοµµάτι του δικτύου επικρατεί σχετικός
συνωστισµός χρηστών, πράγµα που αποδείχθηκε µε τις προσοµοιώσεις. Είναι πολύ σηµαντικό
όµως να βρεθούν τρόποι να επιτευχθούν καλύτερες ταχύτητες, γιατί οι περισσότερες σύγχρονες και
άρα εµπορικά αξιοποιήσιµες εφαρµογές είναι απαιτητικές σε ρυθµούς µεταφοράς δεδοµένων.
Τα WLANs είναι δίκτυα περιορισµένης εµβέλειας. Η δοµή τους είναι πολύ απλούστερη σε
σύγκριση µε το UMTS και είναι σαφώς ταχύτερα, κάτι το οποίο επίσης φάνηκε κατά την εκτέλεση
των προσοµοιώσεων, µε απευθείας σύγκριση. Θα ήταν εποµένως χρήσιµη µία πιθανή συνεργασία
τους µε το UMTS, µε σκοπό την εξυπηρέτηση ενός µέρους της προσφερόµενης κίνησης.
Ένα υβριδικό δίκτυο UMTS/WLAN θα µπορούσε λοιπόν να προσφέρει στους χρήστες του: α)
ευρύτερη συνολική κάλυψη, β) αυξηµένες ταχύτητες, κατά τη σύνδεση στο WLAN µέρος του
δικτύου, γ) αποσυµφόρηση του UMTS µέρους του δικτύου και βελτίωση των ταχυτήτων και για
τους συνδεόµενους σε αυτό χρήστες.
Τα παραπάνω έµενε να µοντελοποιηθούν και να εξεταστούν µε το πρόγραµµα προσοµοίωσης.
Έτσι, δηµιουργήθηκε ένα 16ο σενάριο, στο οποίο ένα κοµµάτι WLAN συνδέθηκε µε Ethernet
ζεύξη στο ∆ίκτυο Κορµού του UMTS, και µε τη βοήθεια του οποίου µελετήθηκε η παράλληλη
λειτουργία των δύο δικτύων, µε τα ίδια φυσικά προφίλ χρηστών και εφαρµογών και τους ίδιους
ακριβώς εξυπηρετητές µε τα προηγούµενα σενάρια, ώστε να είναι δυνατή η σύγκρισή τους.
Η σύγκριση αυτή, που αποτελεί και το σηµαντικότερο µέρος της εργασίας, έδειξε χωρίς την
παραµικρή παρέκκλιση ότι ένα τέτοιου είδους υβριδικό δίκτυο έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις από
οποιοδήποτε πιθανό σενάριο UMTS δικτύου ίδιου συνολικού αριθµού χρηστών.
Όµως, πρέπει να σηµειωθεί ότι στο συγκεκριµένο υβριδικό σενάριο δεν πραγµατοποιούνται
µετακινήσεις χρηστών και µεταποµπές ανάµεσα στο UMTS και το WLAN κοµµάτι του δικτύου. Η
εργασία γενικώς περιορίστηκε στην παρουσίαση των πλεονεκτηµάτων των υβριδικών λύσεων
τέτοιου τύπου, χωρίς να επιχειρήσει την εισχώρηση σε ζητήµατα βελτιστοποίησης πολύπλοκων
µηχανισµών, όπως είναι οι µηχανισµοί διαχείρισης των διασυστηµικών µεταποµπών και της
παράδοσης των κλήσεων σε τέτοιες περιπτώσεις, και που θα έχρηζαν ειδικής διευθέτησης, µε την
κατασκευή dual mode τερµατικών συσκευών και τη συµπερίληψη των πρωτοκόλλων του κάθε
δικτύου στο άλλο δίκτυο.
Επειδή όµως η συµπεριφορά ενός υβριδικού δικτύου µετά από τέτοιου είδους µεταβάσεις από
το ένα σύστηµα στο άλλο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ακόµα και δίχως την ενδελεχή µελέτη

111
του υπόβαθρου των µεταποµπών, θεωρήθηκε χρήσιµο να δηµιουργηθεί και άλλο ένα σενάριο, στο
οποίο θα πραγµατοποιούταν ένα είδος “εικονικών” µεταποµπών, χωρίς δηλαδή πραγµατικές
µετακινήσεις χρηστών.
Το 17ο αυτό σενάριο σχεδιάστηκε µε τρόπο τέτοιο ώστε να πραγµατοποιούνται τακτικές
αποσυνδέσεις UMTS χρηστών από το UMTS µέρος του δικτύου, µε παράλληλες πάντα συνδέσεις
WLAN χρηστών στο WLAN µέρος το δικτύου, και να δίνεται η εντύπωση της µεταφοράς χρηστών
από το ένα µέρος στο άλλο. Έτσι, θα µπορούσε να µελετηθεί η χρονική εµφάνιση των
πλεονεκτηµάτων µιας τέτοιας µεταφοράς χρηστών.
Σε αυτό το σενάριο, σε αντίθεση µε τα προηγούµενα, προτιµήθηκαν σταθερές τιµές για σχεδόν
όλα τα µεγέθη που σχετίζονταν µε τη χρήση των εφαρµογών, χάριν καλύτερης εποπτικά
παρουσίασης των διαφόρων µεταβολών.
Τα αποτελέσµατα του σεναρίου αυτού ήταν απολύτως εναρµονισµένα µε αυτά του
προηγούµενου, αφού µε την πάροδο του χρόνου οι µέσες τιµές των συνολικών διατερµατικών
καθυστερήσεων µειώνονταν σταδιακά, εξαιτίας της αυξανόµενης χρήσης του WLAN και της
προόδου της αποσυµφόρησης του UMTS.
Γενικότερα, αυτή η σειρά των προσοµοιώσεων απέδειξε ότι µία συνεργασία των τεχνολογιών
του UMTS και του WLAN µπορεί πράγµατι να αποδώσει µε την αναµενόµενη αποτελεσµατικότητα.
∆εν είναι λοιπόν παράλογο το γεγονός ότι η βελτιστοποίηση των ιδιαίτερων µηχανισµών γύρω
από τέτοιες συνεργατικές λειτουργίες ασύρµατων δικτύων αποτελεί µία από τις βασικότερες
προτεραιότητες του τοµέα των τηλεπικοινωνιών σήµερα.
Ειδικότερα δε το θέµα των µεταποµπών ανάµεσα σε δίκτυα διαφορετικών τεχνολογιών είναι
ένα από τα σηµαντικότερα θέµατα που πρέπει να αντιµετωπιστούν, µε δεδοµένο ότι στα ∆ίκτυα
Επόµενης Γενιάς οι ασύρµατες τεχνολογίες τείνουν να συγκλίνουν, για την επίτευξη του στόχου της
υποστήριξης της γενικευµένης κινητικότητας των χρηστών.
Ένας από τους πιο υποσχόµενους τρόπους προσέγγισης των ζητηµάτων αυτών βασίζεται στο
Mobile IP, που επιτρέπει τη µετακίνηση των χρηστών από µία υποπεριοχή κάλυψης σε µία άλλη,
µε τη χρησιµοποίηση IP διευθύνσεων. Το πρωτόκολλο αυτό προβλέπει 2 είδη IP διευθύνσεων για
τα κινούµενα τερµατικά: µία πάτρια διεύθυνση, µε την οποία αναγνωρίζεται η συσκευή, και µία
προσωρινή Care-of Address, µε την οποία είναι δυνατή η περιαγωγή της συσκευής σε ξένια δίκτυα.
Προς το παρόν, το Mobile IP δεν έχει καµία εφαρµογή σε δίκτυα κινητής τηλεφωνίας όπως το
UMTS, αφού τα κυψελωτά δίκτυα εµπεριέχουν συνήθως προηγµένους τρόπους διαχείρισης των
µεταποµπών των κινητών συσκευών. Ειδικά το UMTS, µάλιστα, παρέχει στους χρήστες του τη
δυνατότητα εκτέλεσης ήπιων µεταποµπών, κατά τις οποίες δεν αποσυνδέεται το τερµατικό από τη
µία κυψέλη πριν την ολοκλήρωση της σύνδεσης του µε την άλλη. Έτσι, είναι εξασφαλισµένη η
σύνδεση του χρήστη σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και η µετάβαση έχει χαρακτήρα
οµαλότατο.
Η υποστήριξη της ήπιας µεταποµπής µεταξύ όλων των ασύρµατων δικτύων είναι και ένας από
τους µεγάλους στόχους των ∆ικτύων Επόµενης Γενιάς, αλλά οι µηχανισµοί του UMTS δεν
επαρκούν όταν στο δίκτυο συµµετέχουν και άλλα είδη συστηµάτων. Αυτό ακριβώς το θέµα θα
µπορούσε ίσως να λυθεί µε το Mobile IP.
Η χρησιµότητά του, όµως, δεν περιορίζεται µόνο στην περίπτωση κινητικότητας µέσα σε ένα
ετερογενές δίκτυο. Το Mobile IP είναι η απάντηση και σε πολλά εγγενή προβλήµατα των επιµέρους
συστηµάτων, όπως για παράδειγµα το βασικό πρόβληµα των WLAN συστηµάτων που αφορά στην
αδυναµία υποστήριξης οµαλής περιαγωγής του χρήστη σε περιοχές που ανήκουν σε διαφορετικά
Extended Service Sets.
Ένα στοιχειώδες παράδειγµα ενός τέτοιου µοντέλου δηµιουργήθηκε µε το πρόγραµµα
εξοµοίωσης, στο οποίο γινόταν επίδειξη του τρόπου µε τον οποίο µία τερµατική συσκευή µπορεί να
παραµένει αδιάλειπτα συνδεδεµένη µε κάποιον εξυπηρετητή µέσω δύο διαφορετικών WLAN
routers, µετακινούµενη ανάµεσα στις περιοχές κάλυψής τους.
Το µοντέλο λειτούργησε επιτυχώς και αποδείχθηκε ότι το Mobile IP επιτρέπει αυτού του
είδους τις µεταβάσεις των χρηστών και µε τη βοήθεια κάποιων από τα µεγέθη που συνελέχθησαν
αναλύθηκαν πτυχές της λειτουργίας ενός συστήµατος µε το πρωτόκολλο αυτό.

112
Όµως, στο παράδειγµα εντοπίστηκαν και µειονεκτήµατα στη λειτουργία των µεταποµπών, ενώ
κατά τη διάρκεια της περιαγωγής του ασύρµατου κόµβου έκανε την εµφάνισή του και το πρόβληµα
της τριγωνικής δροµολόγησης, που έγκειται στην ασυµµετρία των διατερµατικών καθυστερήσεων
που παρουσιάζονται σε ένα τέτοιο δίκτυο, λόγω της ασυµµετρίας του µήκους των δύο διαδροµών
της αµφίδροµης κίνησης των πακέτων.
Η ασυµµετρία αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι, όταν ο χρήστης βρίσκεται σε κάποιο
ξένιο δίκτυο, τα πακέτα που φθάνουν σε αυτόν διέρχονται αναγκαστικά πρώτα από τον πάτριο
πράκτορα του δικτύου στο οποίο κανονικά ανήκει, ενώ για την παράδοση των πακέτων που
ξεκινούν από το χρήστη ο πάτριος πράκτορας δε χρειάζεται να εµπλακεί καθόλου.
Το πρόβληµα της τριγωνικής δροµολόγησης είναι ιδιαίτερα σοβαρό, ειδικά όταν πρόκειται για
πολυµεσικές εφαρµογές πραγµατικού χρόνου, αλλά ευτυχώς επιλύεται στο Mobile IPv6 µε βάση
ένα µηχανισµό που αποκαλείται Route Optimization Mobile IP, και ο οποίος παρουσιάζει επίσης το
πολύ θετικό στοιχείο της υποστήριξης ήπιας µεταποµπής. Όµως, είναι ένας µηχανισµός αυξηµένου
φόρτου σηµατοδοσίας και γενικώς πολύ απαιτητικός σε πόρους συστήµατος και γι’ αυτόν το λόγο
εξακολουθεί να διεξάγεται έρευνα για τη βελτιστοποίηση των Mobile IP τεχνικών.
Εν κατακλείδι, µπορεί να σχολιαστεί ότι η συνεργασία του UMTS µε WLANs αποδίδει µε
τρόπο ιδιαίτερα αποτελεσµατικό και αποµένει η τελειοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου. Όσο για το
Mobile IP, η χρησιµοποίησή του για τη διευκόλυνση της διαχείρισης της κινητικότητας στα
ασύρµατα NGNs συνιστά πρόταση αξιόλογη, που υπόσχεται την επίλυση των περισσότερων
προβληµάτων, αν και (τουλάχιστον το Mobile IPv4) εµφανίζει ακόµα ορισµένα µειονεκτήµατα, τα
οποία αποµένει να αντιµετωπιστούν.
Τα παραπάνω θέµατα συµπεριλαµβάνονται στις µεγάλες προκλήσεις των σύγχρονων
τηλεπικοινωνιών και οι εξελίξεις του κοντινού µέλλοντος αναµένεται να επιβεβαιώσουν τα
συµπεράσµατα της εργασίας αυτής.

113
114
115
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
Γράφηµα 0.1: “Global ICT developments, 1998-2009”, πηγή: [16]
Σχήµα 1.1: “Σύγκριση του NGN και των συµβατικών δικτύων”, πηγή: [13]
Σχήµα 1.2: “NGN architecture overview”, πηγή: [15]
Σχήµα 2.1: “Συνδυασµοί κεραιών σε µία κυψέλη: (α) µία πανκατευθυντική κεραία στο κέντρο, ..., (γ)
τρεις κατευθυντικές κεραίες 120° σε τρεις γωνίες της κυψέλης, ...”, πηγή: [28]
Σχήµα 2.2: “Επαναχρησιµοποίηση Συχνοτήτων - Συντελεστής Επαναχρησιµοποίησης Ν=7”, πηγή:
[21]
Σχήµα 2.3: “The umbrella cell approach”, πηγή: [3]
Σχήµα 2.4: “UMTS - Αρχιτεκτονική (II)”, πηγή: [27]
Σχήµα 2.5: “UMTS network domains”, πηγή: [52]
Σχήµα 2.6: “Η διεπαφή Uu”, “Η διεπαφή Iub”, “Η διεπαφή Iur”, “Η διεπαφή Iu-PS”, πηγή: [27]
Γράφηµα 2.7: “Η είσοδος νέων υπηρεσιών απαιτεί υψηλούς ρυθµούς µετάδοσης”, πηγή: [29]
Γράφηµα 2.8: “Μέσα µηνιαία έσοδα ανά χρήστη υπηρεσιών 3ης γενιάς (USD)”, πηγή: [29]
Σχήµα 2.9: “Τεχνικές πολλαπλής πρόσβασης”, πηγή: [29]
Σχήµα 2.10: “∆ιεύρυνση και συµπίεση”, πηγή: [38]
Σχήµα 2.11: “ CDMA spreading”, πηγή: [43]
Σχήµα 2.12: “Ορθογωνική Πολυπλεξία στη Συχνότητα (OFDM)”, πηγή: [22]
Σχήµα 2.13: “(a) FDD provides two simplex channels at the same time. (b) TDD provides two
simplex time slots on the same frequency.”, πηγή: [3]
Σχήµα 2.14: “Hard Handover”, “Soft Handover”, “Softer Handover”, πηγή: [22]
Σχήµα 2.15: “Inter-RNS/intra-SGSN µεταποµπή”, “Inter-RNS/inter-SGSN µεταποµπή”, πηγή: [28]
Σχήµα 2.16: “Η ροή δεδοµένων πριν και µετά το intra-SGSN SRNS relocation”, “Η ροή δεδοµένων
πριν και µετά το inter-SGSN SRNS relocation”, πηγή: [38]
Σχήµα 3.1: “Independent and infrastructure BSSs”, πηγή: [48]
Σχήµα 3.2: “Independent and infrastructure BSSs”, πηγή: [48]
Σχήµα 3.3: “Extended service set”, πηγή: [48]
Σχήµα 3.4: “The hidden node problem”, πηγή: [49]
Σχήµα 3.5: “The exposed node problem”, πηγή: [26]
Σχήµα 3.6: “Channels and center frequencies for 802.11b. Note that channels 1, 6, and 11 do not
overlap.”, πηγή: [6]
Σχήµα 3.7: “BSS transition”, πηγή: [48]
Σχήµα 3.8: “ESS transition”, πηγή: [48]
Σχήµα 4.1: “Decomposition of an IPv4 address from dot-decimal notation to its binary value.”,
πηγή: [42]
Γράφηµα 4.2: “Exhaustion of IPv4 addresses since 1995.”, πηγή: [42]
Σχήµα 4.3: “Decomposition of an IPv6 address from hexadecimal representation to its binary
value.”, πηγή: [42]
Σχήµα 4.4: “All you need is a mobile node (laptop, PDA, etc.), a Mobile IP enabled Cisco router,
which is called the "home agent," and a foreign agent, which is a router that sits in a foreign
network.”, πηγή: [50]
Σχήµα 4.5: “Triangle Routing”, πηγή: [33]
Σχήµα 4.6: “MIP Overview: Route Optimization”, πηγή: [34]
Σχήµα 4.7: “MIP Overview: Smooth Handoff”, πηγή: [34]
Σχήµα 4.8: “MIP Overview: Reverse Routing”, πηγή: [34]

Η Εικόνα 5.1 προέρχεται από το site της εταιρείας OPNET Technologies, Inc. [40]. Το Σχήµα
5.9 κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του σχεδιασµού της µοντελοποίησης. Όλες οι υπόλοιπες
εικόνες του 5ου και τα γραφήµατα του 6ου κεφαλαίου αποτελούν αποτυπώσεις της οθόνης του
υπολογιστή που χρησιµοποιήθηκε για την εκτέλεση των προσοµοιώσεων.

116
ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ

Pr λ2
= G r ⋅ Gt ⋅
(2.1)
Pt (4 ⋅ π ⋅ d )2 , τύπος του Friis
(2.2) Pr [dB] = Pt [dB] + Gr [dB] + Gt [dB] − FSPL [dB]
(2.3) FSPL [dB ] = 20 ⋅ log10 d + 20 ⋅ log10 f + 32,45 [dB ]
(2.4) D R = 3⋅ N
1
C I = ⋅ (D R )
γ
(2.5)
6

117
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] A. Tanenbaum, Computer Νetworks, 4th edition (Prentice Hall, © 2003)
[2] J. Kurose, K. Ross, Computer Networking: A Top Down Approach Featuring the Internet,
2nd edition (Addison-Wesley, © 2002)
[3] T. Rappaport, Wireless Communications – Principles and Practice, 2nd edition (Prentice
Hall, © 1996)
[4] C. Balanis, Antenna Τheory, 3rd edition (Wiley, © 2005)
[5] J. Proakis, M. Salehi, Communication Systems Engineering, 2nd edition (Prentice Hall, ©
2002)
[6] R. Flickenger, C. Aichele, S. Büttrich, L. Drewett, A. Escudero-Pascual, L. Berthilson, C.
Fonda, J. Forster, I. Howard, K. Johnston, T. Krag, G. Kupfermann, A. Messer, J. Neumann,
E. Pietrosemoli, F. Renet, M. Zennaro, Wireless Networking in the Developing World, 2nd
edition, (Hacker Friendly LLC, © 2007)
[7] Γ. Κοκκινάκης, Τηλεπικοινωνιακά Συστήµατα, 3η έκδοση (Συµµετρία, © 1994)
[8] Γ. Κοκκινάκης, Εισαγωγή στις Επικοινωνίες, (Συµµετρία, © 2004)
[9] Μ. Λογοθέτης, Θεωρία Τηλεπικοινωνιακής Κινήσεως και Εφαρµογές (Παπασωτηρίου, ©
2001)
[10] Σ. Κωτσόπουλος, ∆ιάδοση Κυµάτων & Σχεδίαση Κεραιών (Πανεπιστήµιο Πατρών, 2005)
[11] Σ. Κωτσόπουλος, Συστήµατα Ευρείας Εκποµπής (Πανεπιστήµιο Πατρών, 2006)
[12] Σ. Κωτσόπουλος, ∆ορυφορικές και Κινητές Επικοινωνίες (Πανεπιστήµιο Πατρών, 2007)
[13] ∆. Λυµπερόπουλος, Τηλεπικοινωνιακά ∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς NGN (Πανεπιστήµιο
Πατρών, 2007)
[14] ∆. Λυµπερόπουλος, Επικοινωνίες Πολυµέσων (Πανεπιστήµιο Πατρών, 2008)

118
ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ
[15] ITU, ITU-T NGN FG Proceedings (ITU, © 2005)
[16] ITU, Measuring the Information Society (ITU, © 2010)
[17] S. Kumar, S. Sharma, S. Vijay, S. Husain, Optimization of Co-channel Interference Ratio
(CCIR) for Omni-Directional Antenna in Mobile Computing (International Journal of
Recent Trends in Engineering, Vol. 1, No. 2, May 2009, ACADEMY PUBLISHER, ©
2009)
[18] I. Akyildiz, J. Mcnair, J. Ho, H. Uzunalioğlu, W. Wang, Mobility management in next-
generation wireless systems (Proceedings of the IEEE, Vol. 87, No 8, August 1999, IEEE, ©
1999)
[19] P. Vaz de Melo, L. Akoglu, C. Faloutsos, A. Loureiro, Surprising patterns for the call
duration distribution of mobile phone users (European Conference on Machine Learning
and Principles and Practice of Knowledge Discovery in Databases (ECML PKDD),
Barcelona, September 2010)
[20] E. Yavuz, V. Leung, Modeling channel occupancy times for voice traffic in cellular
networks (IEEE International Conference on Communications (ICC 2007), Glasgow, June
2007)
[21] F. Barceló, J. Jordán, Channel holding time distribution in cellular telephony (9th
International Conference on Wireless Communications (Wireless’97), Calgary, July 1997)
[22] Σ. Κωτσόπουλος, ∆ιαλέξεις: ∆ορυφορικές και Κινητές Επικοινωνίες [διαφάνειες] [υλικό
υλοποιηµένο από τον Γεώργιο Πάσχο και τον Πέτρο Καραδήµα στα πλαίσια του
προγράµµατος ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ], Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών &
Τεχνολογίας Υπολογιστών (2004)
[23] Α. Λυκουργιώτης, Οδηγίες εργαστηριακής άσκησης: Υλοποίηση και ανάλυση ενός UMTS
δικτύου µε OPNET, Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών &
Τεχνολογίας Υπολογιστών (2010)
[24] Α. Λυκουργιώτης, Οδηγίες εργαστηριακής άσκησης: Μελέτη και Ανάλυση του Προβλήµατος
του Κρυµµένου Τερµατικού, Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών &
Τεχνολογίας Υπολογιστών (2010)
[25] Α. Λυκουργιώτης, Οδηγίες εργαστηριακής άσκησης: Μελέτη µεταποµπής σε δίκτυα WLAN µε
MIPv4, Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας
Υπολογιστών (2010)
[26] Shun Yan Cheung, Syllabus: Introduction to the 802.11 standard, Emory University,
Department of Mathematics and Computer Science
[27] Χ. Μπούρας, ∆ιαλέξεις: Ευρυζωνικές Τεχνολογίες [διαφάνειες], Πανεπιστήµιο Πατρών,
Τµήµα Μηχανικών H/Y και Πληροφορικής
[28] Κ. Ληµνιώτης, Lectures: Mobile Telecommunications – Theory [διαφάνειες], Εθνικό &
Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο, Τµήµα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών (2008)
[29] Φ. Λαζαράκης, Το Παγκόσµιο Σύστηµα Κινητών Επικοινωνιών (UMTS) [διαφάνειες],
Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. ∆ηµόκριτος, Ινστιτούτο Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών, Θερινό Σχολείο
(2008)
[30] Α. Πιτσιλλίδης, Slides: UMTS Protocols & Architecture [διαφάνειες], Πανεπιστήµιο
Κύπρου, Τµήµα Πληροφορικής (2010)
[31] Α. Παπατσώρης, Σηµειώσεις: Κινητές Επικοινωνίες – Θεωρία, ΤΕΙ Σερρών, Τµήµα
Πληροφορικής & Επικοινωνιών (2010)
[32] S. Iqbal, M. Ahmad, Master thesis: Performance evaluation of vertical handover between
UMTS and WLAN, Sir Syed University of Engineering and Technology, Electronic
Engineering Department & COMSATS Institute of Information Technology, Department of
Computer Science

119
[33] S. Mahmood, Triangle routing in Mobile IP (Final Report), Lahore University of
Management Sciences, Department of Computer Science (2004)
[34] A. Pang, E. Yiu, E. Yiu, Comparison of route optimization and reverse routing for Mobile
IP over IPv4, Simon Fraser University, Engineering Science Graduate Courses (2003)
[35] Μ. ∆ράκος, ∆ιδακτορική διατριβή: Μηχανισµοί ∆ιαλειτουργικότητας σε Πολυ-υπηρεσιακά
∆ίκτυα Επόµενης Γενιάς, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών
& Μηχανικών Υπολογιστών (2010)
[36] ∆. Ρούντος, Μεταπτυχιακή διατριβή: ∆ιαχείριση Κινητικότητας σε Ετερογενή ∆ίκτυα,
Πανεπιστήµιο Πειραιώς, Τµήµα Πληροφορικής (2010)
[37] Γ. Μητρόπουλος, Ειδική επιστηµονική εργασία στα πλαίσια του µεταπτυχιακού διπλώµατος
ειδίκευσης: Ετερογενή συστήµατα κινητής τηλεφωνίας GSM-UMTS, Πανεπιστήµιο Πατρών,
Τµήµα Φυσικής (2009)
[38] Π. Γκανιάτσος, ∆ιπλωµατική εργασία: Βελτιστοποίηση της παρεχόµενης υπηρεσίας (Qos)
δικτύου κινητής τηλεφωνίας 3ης γενιάς (3G), τεχνολογίας WCDMA, Πανεπιστήµιο Πατρών,
Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών (2008)
[39] OPNET, Modeler Documentation Set 14.0, (OPNET Technologies, Inc., © 1986–2007)
[40] http://www.opnet.com
[41] http://www.itu.int
[42] http://www.wikipedia.org
[43] http://www.umtsworld.com
[44] http://www.protocols.com
[45] http://www.mobiledia.com
[46] http://www.telecomspace.com
[47] http://www.criticalsecurity.net
[48] http://www.wifi-doc.com
[49] http://setup-wireless.com
[50] http://www.isp-planet.com
[51] http://www.myphone.gr
[52] http://conningtech.blogspot.com

120

You might also like