Professional Documents
Culture Documents
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ
- Με τη δύναμη μου. Είμαι η πιο δυ- Αλλά, όταν είναι περήφανος κανείς,
νατή αλογόμυγα του κόσμου! νομίζει ότι μπορεί να κάνει θαύμα-
- Μπράβο, μπράβο! της είπαν ξανά. τα!
Τέτοιο κατόρθωμα δεν μπορεί να το
κάνει καμιά αλογόμυγα!
- Δε σας είπα πως είμαι η πιο δυνα-
τή αλογόμυγα στον κόσμο;
Οι αλογόμυγες την κοίταζαν και την
ξανακοίταζαν με θαυμασμό.
Βλέπετε... ήταν πολύ κουτές κι
αυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαν
από τις φωνές του αμαξά και όχι
της αλογόμυγας.
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ
Ο ΛΥΚΟΣ
Στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγά- Κόντευε να φθάσει σ' ένα μικρό
λη πείνα. Τα άγρια ζώα - οι αρ- σπίτι, όταν είδε έναν σκύλο να τρέ-
κούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες - χει συνέχεια, πότε εδώ και πότε
δεν εύρισκαν τίποτε να βάλουν στο εκεί.
στόμα τους. - Γεια σου ξάδελφε! του είπε ο λύ-
Ένας λύκος, αφού γύρισε όλο το κος γιατί, όπως ξέρετε, οι σκύλοι
δάσος χωρίς να βρει ούτε έναν και οι λύκοι μοιάζουν σαν τα πρώτα
ποντικό για να ξεγελάσει το στομάχι εξαδέλφια.
του, που τον πονούσε από την
πείνα, αποφάσισε να βγει στον κά-
μπο, μήπως σταθεί τυχερός και
βρει κανένα μικρό ζώο.
«Πάμε, είπε ο σκύλος στο
λύκο. Θα χαρεί πολύ ο κύ- - Μήπως... μήπως περισσεύει και
ριος μου να έχει δυο φύλα- για μένα κανένα πιάτο φαγητό για
κες...». να φυλάω κι εγώ το σπίτι;
- Ου! απάντησε ο σκύλος. Το αφε-
ντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυο φύ-
λακες. Από φαγητό μη σε νοιάζει.
Θα τρως με την ψυχή σου. Έλα κο-
ντά μου.
- Μια στιγμή, θέλω, να σε ρωτήσω
κάτι, του είπε ο λύκος. Αυτό που
έχεις στο λαιμό σου, τι είναι;
- Αυτό; Είναι ένας πέτσινος λαιμο-
δέτης.
- Και... γιατί τον φοράς;
- Μου τον φοράει το αφεντικό μου.
Από αυτό με δένει με την αλυσίδα.
- Σε δένει με... την αλυσίδα;
- Ναι. Τις περισσότερες ώρες είμαι
δεμένος με μια αλυσίδα.
- Α, ξάδερφε! του είπε τότε ο λύκος.
- Γειά σου, του απάντησε ο σκύλος Αυτά τα πράγματα δε μου αρέσουν
και στάθηκε να κουβεντιάσει μαζί εμένα. Προτιμώ να γυρίζω νηστικός
του. στο δάσος και να 'χω την ελευθερία
- Γιατί κάνεις συνέχεια βόλτες; τον μου, παρά να είμαι χορτάτος και δε-
ρώτησε ο λύκος. μένος με μια αλυσίδα. Άντε γεια
- Α, τις βόλτες τις κάνω μετά το φα- σου. Τρέχω στο όμορφό μου δά-
γητό, για να χωνέψω, αποκρίθηκε ο σος! Δεν μπορώ εγώ να υποφέρω
σκύλος. τη σκλαβιά!
Ο λύκος γούρλωσε τα μάτια του
από θαυμασμό και ζήλια.
- Ώστε... τρως τόσο πολύ; του είπε.
- Ναι, τρώγω όσο θέλω. Το αφεντι-
κό μου με ταΐζει καλά, γιατί του φυ-
λάω το σπίτι.
Ο λύκος άρχισε να ξερογλείφεται.
-Και... τι τρως, αν επιτρέπεται; ρώ-
τησε.
- Ό,τι πεθυμήσει η ψυχή μου. Κρέ-
ας, κόκαλα, ψωμί, περισσεύματα
από φαγητά...
- Και... κάθε πότε τρως;
- Τρεις φορές την ημέρα. Πρωί, με-
σημέρι και βράδυ.
ΤΟ ΛΑΙΜΑΡΓΟ ΠΟΝΤΙΚΙ
Ένα κελάρι γεμάτο τρόφιμα! Τυριά,
σαλάμια, καπνιστά κρέατα, καρύδια
κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Τέτοια
τύχη δε θα μπορούσε ποτέ του να
τη φανταστεί.
- Πω... πω! έκανε. Είμαι πολύ τυχε-
ρός! Θα φάω με την ψυχή μου! Και
δε θα πω σε κανέναν ποντικό τίπο-
τε γι' αυτό το κελάρι για να 'ρχομαι
και να τρώγω μόνος μου!
Και ρίχτηκε με τα μούτρα στο φαγη-
τό. Έφαγε τυρί, σαλάμι, λίγο κρέας,
γύρισε πάλι στο τυρί, ξανά στο σα-
λάμι... Από το πολύ φαγητό η κοιλιά
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα του είχε γίνει στρογγυλή σαν τόπι.
ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, - Μπράβο μου! είπε στον εαυτό του.
έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο Είμαι πολύ τυχερός. Όλο το χειμώ-
πολύ η κοιλιά του, που δεν μπο- να θα έρχομαι εδώ να τρώγω... Και
ρούσε να κινηθεί. τι φαγητά! Τα πιο εκλεκτά που
- Γιατί τρως τόσο πολύ; του έλεγαν υπάρχουν για έναν ποντικό!
τ' άλλα ποντίκια. Χάιδεψε λίγο τη φουσκωμένη κοιλιά
- Γιατί να μην τρώγω; απαντούσε ο του και καθώς κοίταζε το τυρί, το λι-
λαίμαργος ο ποντικός. Μου αρέσει γουρεύτηκε ακόμα μια φορά.
το φαγητό. - Ας φάω μια μπουκιά πριν φύγω,
- Καμιά μέρα θα πάθεις ζημιά από αποφάσισε. Είναι τόσο νόστιμο που
το πολύ φαγητό, τον συμβούλευαν. δεν το χορταίνω!
- Γιατί να πάθω ζημιά; Έχω πολύ Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα... Κά-
γερό στομάχι και χωνεύω εύκολα ποιος ερχόταν στο κελάρι.
ό,τι κι αν φάω. «Πρέπει να φεύγω, αποφάσισε ο
Μια μέρα ο λαίμαργος ο ποντικός λαίμαργος ποντικός. Αν με πιάσουν
μας άφησε τη φωλιά του, που ήταν εδώ μέσα, αλλοίμονό μου! Θα
στο υπόγειο ενός σπιτιού, ανέβηκε φύγω και θα γυρίσω πάλι το βρά-
με προφύλαξη στο ισόγειο, μήπως δυ... Κρίμα, ήθελα να φάω κι άλλο,
τον δει καμιά γάτα και τον γραπώ- αλλά δεν πειράζει».
σει, βρήκε μια τρυπούλα σ' έναν Ο άνθρωπος που ερχόταν, άρχισε
τοίχο, μπήκε μέσα με δυσκολία γιατί να ξεκλειδώνει την πόρτα του κελα-
ήταν στενή, προχώρησε και, ξαφνι- ριού. Ο ποντικός έτρεξε προς την
κά, τι να δουν τα μάτια του! τρύπα, έχωσε το κεφάλι του μέσα,
Βρέθηκε σ' ένα κελάρι! μα...
Βγαίνοντας από την τρύπα, βρέθηκε σ' ένα
κελλάρι γεμάτο τρόφιμα...
ο φαντασμένος κόκκορας. Μ' αυτό Μα, στη γωνία του κήπου οι γάτοι
το αμάξι πρέπει να ταξιδέψω σ' όλο σταμάτησαν, όρμησαν πάνω στον
τον κόσμο, να με δουν όλες οι κότες κόκκορα και... τον έφαγαν! Ήταν
και τα κοκκόρια και να θαυμάσουν δυο πονηροί γάτοι που κατάφεραν
την ομορφιά, τη δύναμη και τη με- να τον βγάλουν από την αυλή για
γαλοπρέπεια μου. να τον φάνε με την ησυχία τους. Κι
Δυο γάτοι που τον άκουσαν, τον αυτός ο φαντασμένος την έπαθε...
πλησίασαν και του είπαν: Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι όλοι οι
- Ναι, αυτό το αμάξι ταιριάζει στην φαντασμένοι είναι κουτοί. Όχι μόνο
αρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κι τα κοκκόρια, αλλά και οι άνθρωποι.
εμείς θα το σύρουμε και θα σε γυρί- Εκείνοι που έχουν αξία είναι απλοί,
σουμε σε όλο τον κόσμο. ενώ οι κουτοί είναι καυχησιάρηδες
- Μπράβο! φώναξε ο κόκκορας. και φαντασμένοι.
Ωραία ιδέα. Ας ξεκινήσουμε! Εσείς
θα γίνετε τ' άλογα της άμαξας μου!
Πήδησε με καμάρι στο αμάξι, οι δυο
γάτοι άρχισαν να το τραβούν και
βγήκαν από την αυλή.
- Πιο γρήγορα! φώναζε ο φαντα-
σμένος κόκκορας. Πιο γρήγορα! Να
δει ο κόσμος όλος την αφεντιά μου!
Να θαυμάσει τη δύναμη και την
ομορφιά μου!
Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ ΚΑΙ
ΟΙ ΠΙΘΗΚΟΙ
Κάποτε, στη ζούγκλα, ζούσαν δυο και πότε σκαρφάλωναν στα δέντρα
σκανταλιάρικα πιθηκάκια. Όλη τη και πηδούσαν από το ένα κλαδί στο
μέρα έκαναν τρελά παιχνίδια. Πότε άλλο.
κυνηγούσε το ένα το άλλο, πότε Μια μέρα, ανακάλυψαν ένα
πάλευαν, πότε πηδούσαν με χαρι- καινούργιο παιχνίδι, που τους άρε-
τωμένες τούμπες στον αέρα σε πολύ. Βρήκαν μια καμηλοπάρ-
δαλη και άρχισαν να κάνουν
τσουλήθρα στο μακρύ της λαιμό. Η
καμηλοπάρδαλη, όμως, άρχισε να
θυμώνει.
- Σταματήστε πια! τους φώναξε. Αρ-
κετά με ζαλίσατε! Και μην τολμήσε-
τε ν' ανεβείτε άλλη φορά στο κεφάλι
μου.
- Μη φωνάζεις κυρά μου! της είπαν
τα πιθηκάκια. Να παίξουμε
θέλαμε...
- Να παίξετε αλλού κι όχι στο λαιμό
μου, ανόητα και άχρηστα πλάσμα-
τα!
- Γιατί λες πως είμαστε άχρηστα;
παραπονέθηκαν τα πιθηκάκια.
- Αυτό που σας λέω! θύμωσε πιο
πολύ η καμηλοπάρδαλη. Δε θέλω
άλλες κουβέντες μαζί σας! Αφήστε
με ήσυχη!
- Α... είσαι πολύ αυστηρή, κυρία κα-
μηλοπάρδαλη και δε σου ταιριάζει!
της είπε το ένα πιθηκάκι. Εντάξει,
δεν πρόκειται να σ' ενοχλήσουμε
άλλη φορά, αλλά, μπορεί κάποτε να
χρειαστείς κι εσύ τη βοήθεια μας!
- Έννοια σου και δεν πρόκειται να
μου χρειαστεί ποτέ η βοήθεια σας!
Τα πιθηκάκια, τι να κάνουν, φοβή-
θηκαν και σταμάτησαν να κάνουν
τσουλήθρα στο μακρύ λαιμό της.
Λίγες μέρες αργότερα, όμως, η κα-
μηλοπάρδαλη που είχε φάει όλα τα
φύλλα των κλαδιών, έμεινε νηστική.
Μόνο πολύ ψηλά στα δέντρα υπήρ-
χαν κλαδιά με φύλλα, μα δεν μπο-
ρούσε να τα φτάσει.
Τα δυο πιθηκάκια την είδαν και τη
λυπήθηκαν. Σκαρφάλωσαν τότε
στην κορυφή ενός δέντρου, άρχι-
σαν να κόβουν πράσινα τρυφερά
φύλλα και της τα έδωσαν να τα
φάει.
Η καμηλοπάρδαλη συγκινήθηκε
πολύ.
- Μπράβο, τους είπε. Έχετε καλή
ψυχή. Όπως κατάλαβα, ο ένας πρέ-
πει να βοηθάει και να υποστηρίζει
τον άλλο. Όλοι έχουμε την ανάγκη
του γείτονα μας, όποιος κι αν είναι
αυτός. Γι' αυτό κι εγώ δε θα σας μα-
λώσω άλλη φορά. Μπορείτε να κά-
νετε τσουλήθρα στο λαιμό μου, από
το πρωί ως το βράδυ!
Η καμηλοπάρδαλη, όμως, με τα
μακριά πόδια και τον μακρύ
λαιμό, δεν μπόρεσε να τρέξει
και την έφθασε η τίγρη...
Ο ΠΙΘΗΚΟΣ
ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, το γέρικο
λιοντάρι, που ήταν ο βασιλιάς της
ζούγκλας πέθανε και τα ζώα συγκε-
ντρώθηκαν για να διαλέξουν τον
καινούργιο βασιλιά τους. Μα δεν
ήταν καθόλου εύκολο, γιατί όλα τα
ζώα ήθελαν να πάρουν τη θέση του
βασιλιά.
- Ακούστε! είπε η τίγρη. Πέθανε το
λιοντάρι, μα τη θέση του μπορώ να
την πάρω εγώ. Είμαι δυνατή και
έξυπνη και μου ταιριάζει να γίνω - Σταματήστε να καυγαδίζετε! πήρε
βασιλιάς σας. το λόγο η καμηλοπάρδαλη. Μπορεί
- Μπα; έκανε ο ελέφαντας. Εγώ εσείς να είσαστε δυνατά και άγρια,
πρέπει να γίνω βασιλιάς σας, γιατί μα εγώ είμαι το πιο ευγενικό ζώο
είμαι το πιο μεγάλο ζώο της γης! της ζούγκλας. Εμένα πρέπει να κά-
- Μπορεί να είσαι μεγάλο, αλλά δεν νετε βασιλιά σας!
μπορείς να τρέξεις όπως τρέχω - Να γίνω εγώ βασιλιάς! είπε ο γορί-
εγώ, του είπε ο ρινόκερος. λας και άφησε μια κραυγή που
ακούστηκε σε όλη τη ζούγκλα.
- Η κορώνα ταιριάζει σε μένα! είπε
και ο ιπποπόταμος.
Όλα τα ζώα, από τα μικρά ως τα
πιο μεγάλα, από τα πιο ήσυχα ως
τα πιο άγρια, ήθελαν να πάρουν τη
θέση του βασιλιά και γινόταν μεγά-
λος καυγάς και φασαρία.
- Ακούστε τι θα γίνει, πρότεινε ο λύ-
κος. Να φορέσουμε όλα την κορώ-
να και σε κείνον που θα ταιριάζει
περισσότερο, θα γίνει ο βασιλιάς
μας.
Κι όταν ο πίθηκος έπεσε στην
παγίδα, φώναξε η πονηρή Μαριώ
στα ζώα που έτρεξαν να δουν:
- Να ποιον διαλέξαμε για βασιλιά
μας! Έναν κουτό!
- Και τώρα τι θα κάνουμε; ρώτησε
ένα ελάφι.
- Τίποτα, είπε η αλεπού. Δε θα φο-
ρέσει κανένα μας την κορώνα για
να μη ζηλεύουν τα άλλα.
Και από την ημέρα εκείνη τα ζώα
του μεγάλου δάσους έζησαν χωρίς
βασιλιά.
Όπως και η δική μου δουλειά είναι Ήταν σίγουρος πως θα 'παιζε τη
να φυλάω το σπίτι για να μη μπουν λύρα σαν τον κύριο του.
κλέφτες. Η μουσική είναι δουλειά Έφθασε ως το κάθισμα, πήρε τη
των ανθρώπων και όχι των γαϊδά- λύρα, κάθησε και... βάλθηκε να
ρων. Απ' ό,τι ξέρω, μάλιστα, στο παίξει... Όμως, τα πόδια του ήταν
τραγούδι δεν τα καταφέρνεις καθό- τόσο χοντρά, που αμέσως έσπασαν
λου καλά. τις χορδές... Γιατί οι χορδές της λύ-
- Μπορεί στο τραγούδι να μην τα ρας χρειάζονται να παιχτούν απαλά
καταφέρνω, έκανε με πείσμα ο από τα δάχτυλα του ανθρώπου.
γάιδαρος, μα τη λύρα μπορώ να Ο κύριος τους άκουσε το θόρυβο,
την παίξω. βγήκε από το σπίτι κι όταν είδε τη
Λίγη ώρα αργότερα, ο κύριος τους σπασμένη λύρα, ξυλοφόρτωσε, και
βαρέθηκε να παίζει, άφησε τη λύρα με το δίκιο του, το γάιδαρο.
στο κάθισμα και μπήκε στο σπίτι. - Λοιπόν; του είπε ο σκύλος όταν
- Ω... να μια ωραία ευκαιρία! είπε ο τον είδε με κατεβασμένη την κεφα-
γάιδαρος στο σκύλο. Τώρα θα σου λή. Είδες που νόμιζες ότι τα ξέρεις
δείξω εγώ πώς παίζουν τη λύρα. όλα; Οι γάιδαροι μπορούν θαυμά-
- Μη! του είπε ο σκύλος. Μην κάνεις σια να γκαρίζουν, αλλά... δεν τα κα-
καμιά κουταμάρα. ταφέρνουν καθόλου στη μουσική.
Μα... πού ν' ακούσει τη συμβουλή Γιατί η μουσική είναι για τους αν-
του ο κυρ Μέντιος. θρώπους.
ΤΟ ΛΕΟΝΤΑΡΙ
ΚΑΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Μια φορά ζούσε στο μεγάλο δάσος - Τι βοήθεια μπορεί να σου προσ-
ένα λιοντάρι, που είχε πια γεράσει φέρει ένας ταπεινός γάιδαρος σαν
και δεν μπορούσε να κυνηγήσει και μένα; το ρώτησε εκείνος.
όπως πριν. Δεν μπορούσε να τρέ- - Θέλω όταν βλέπεις κανένα ζώο να
ξει, γιατί κουραζόταν εύκολα, ούτε γκαρίζεις με όλη σου τη δύναμη
να πηδήσει πάνω στα μικρά ζώα Εκείνο θα φεύγει τρομαγμένο, κι
και να τ' αρπάξει με τα νύχια του. εγώ που θα έχω κρυφτεί στους θά-
μνους, το αρπάζω.
Κι έτσι, ο λαίμαργος
γάτος, ύστερα από το
ξύλο, έφυγε για πάντα
από το πλούσιο αρχο-
ντικό...
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ
ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΑΚΙ
Ένα πουλάκι βγήκε μια μέρα για κυ-
νήγι και, πάνω σ' ένα δέντρο είδε
ένα μικρό σκουληκάκι, μια από
- κείνες τις κάμπιες που τρώνε τα
- φύλλα. Ετοιμάστηκε, λοιπόν να το
αρπάξει και να το φάει, όταν το
σκουληκάκι του είπε:
- Σε παρακαλώ, μη με τρως... Είμαι
μικρό ακόμα και μόλις γνώρισα τον
κόσμο. Άφησε με να μεγαλώσω λι-
γάκι, να χαρώ τη ζωή... Τι θα κατα-
λάβεις αν με φας τώρα; Είμαι τόσο
μικρό που δεν πρόκειται να χορτά-
σεις με μένα. Κάνε μου τη χάρη και
άφησε με να ζήσω.
Μα το πουλάκι του είπε:
Είναι δυνατόν να σε αφήσω; Τώρα
σε βρήκα, τώρα θα σε φάω. Αλ-
λοίμονό μας αν λυπόμαστε τα
σκουληκάκια.
«Άφησε με να ζήσω,
είμαι μικρό ακόμα!»,
παρακάλεσε το
σκουληκάκι.
Θα πεθαίναμε από την πείνα! Είμαι μικρό πουλάκι ακόμα και δεν
- Εσύ έχεις φτερά, του είπε τότε το έχω γνωρίσει τη ζωή. Άφησέ με να
σκουλήκι, μπορείς να πετάξεις μακριά μεγαλώσω, να γίνω χοντρό και τότε
και να βρεις μπόλικη τροφή και αρκε- με πιάνεις. Τώρα, τι θα καταλάβεις
τά μεγάλα σκουλήκια. Για μια ακόμα αν με φας; Είμαι τόσο μικρό και δεν
φορά σε παρακαλώ, άφησε με να πρόκειται να χορτάσεις.
ζήσω... Άφησε με να φάω το φυλλα- - Είναι δυνατόν να σε αφήσω τώρα
ράκι μου, να χαρώ τον ήλιο και τον που σ' έπιασα; του είπε ο χωρικός.
αέρα... Κι όταν μεγαλώσω έλα να με Μπορεί να μη χορτάσω με σένα, μα
φας... είσαι ένας πολύ νόστιμος μεζές!
- Και πού θα σε βρω εγώ όταν μεγα- - Υπάρχουν τόσα και τόσα πουλιά
λώσεις; του είπε το πουλάκι. γύρω σου, συνέχισε να τον παρα-
Και χωρίς άλλη κουβέντα έφαγε το καλάει το πουλάκι. Πιάσε ένα από
σκουληκάκι. αυτά και άφησέ με να ζήσω ακόμα
Όμως, λίγο αργότερα, το πουλάκι λίγο... Είναι τόσο όμορφη η ζωή,
έπεσε στα δίχτυα ενός χωρικού που είναι κρίμα να τη στερηθώ από
είχε απλώσει στα κλαδιά ενός δέ- τώρα...
ντρου... Και σε λίγο βρέθηκε φυλακι- - Μη με παρακαλάς άλλο, του είπε
σμένο στο χοντρό χέρι του χωρικού... ο σκληρός χωρικός, γιατί πάνε χα-
Σε παρακαλώ, είπε τότε στον χωρικό μένα τα λόγια σου. Δεν είμαι κουτός
λυπήσουμε και άφησε με να ζήσω. να σε αφήσω τώρα που σ' έπιασα.
Κι έτσι, το πουλάκι που δε λυπήθη-
κε το μικρό σκουληκάκι και δεν το
άφησε να ζήσει, είχε και κείνο την
ίδια τύχη. Το έφαγε ο χωρικός...
Όταν έχεις σκληρή καρδιά και δε
λυπάσαι, κάποτε θα πέσεις στα χέ-
ρια κάποιου, που δε θα σε λυπηθεί
και σένα...
Η ΜΑΪΜΟΥ
ΚΑΙ Ο
ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Ήταν κάποτε ένας γερο - ζητιάνος
κι είχε μια μαϊμού. Γύριζε από τόπο
σε τόπο, έπαιζε με τη φλογέρα του, Ο γέρος αγαπούσε πολύ τη μαϊμού
η μαϊμού χόρευε, έκανε διάφορα που τον βοηθούσε να ζήσει, αλλά
αστεία ακροβατικά, κι ύστερα και κείνη τον αγαπούσε γιατί τον
έπαιρνε το καπέλο του γέρου και είχε συνηθίσει πια. Έπειτα της άρε-
έκανε βόλτα ανάμεσα στους αν- σε να γνωρίζει διάφορα μέρη...
θρώπους που παρακολουθούσαν Μια μέρα έτυχε να δώσουν μια από
το θέαμα, για να ρίξουν καμιά δεκά- τις παραστάσεις τους κοντά σ' έναν
ρα... ζωολογικό κήπο. Η μαϊμού είδε
Μ' αυτά τα λίγα λεφτά έπαιρναν κα- πίσω από τα κάγκελα διάφορα ζώα,
νένα κομμάτι ψωμί και ζούσαν. Τα και μαϊμούδες, να τρώνε άφθονο
βράδια, πολλές φορές, όταν δεν φαγητό, να κοιμούνται ή να κάθο-
εύρισκαν καμιά καλύβα, έμεναν σε νται, ενώ μερικά παιδιά έξω από τα
σπηλιές ή κάτω από τα δέντρα... κάγκελα τα κοίταζαν με πολύ εν-
Αρκετές μέρες είχαν μείνει και νη- διαφέρον.
στικοί.
Ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη η
ζωή τους μα την είχαν συνηθίσει.
«Τι όμορφα που περνούν αυτά τα Ω... πόσο της έλειπε, πόσο τον αγα-
ζώα! είπε με το νου της η μαϊμού. πούσε...
Δεν κουράζονται να περπατούν, Και, μια και δυο πήδησε από το
όπως εγώ, δε χοροπηδούν, δε δί- κλουβί κι έτρεξε να τον βρει. Τον βρή-
νουν παραστάσεις κι έχουν άφθονο κε να κάθεται στενοχωρημένος έξω
φαγητό και ήσυχο ύπνο... Α, πόσο από την πόλη. Έπεσε αμέσως στην
τα ζηλεύω! Πόσο θα 'θελα να 'μουν αγκαλιά του κι ο γερο - ζητιάνος που
κι εγώ μαζί τους!» φοβόταν πως την είχε χάσει για πά-
Και το βράδυ, η μαϊμού αποφάσισε ντα την υποδέχτηκε με δάκρυα στα
ν' αφήσει το γερο - ζητιάνο και να μάτια. Κι ύστερα άρχισαν να χοροπη-
πάει να μείνει κι αυτή στο ζωολογι- δούν από τη χαρά τους. Ζούσαν τόσο
κό κήπο, μέσα σ' ένα σιδερένιο ευτυχισμένα και οι δυο τους μέσα στη
κλουβί. Όταν κοιμήθηκε ο γέρος, φτώχεια τους... Δεν είναι τα πλούτη
γλίστρησε σιγά - σιγά, και σε λίγο, εκείνα που σε κάνουν ευτυχισμένο.
έφθανε στο ζωολογικό κήπο και Μεγαλύτερη ευτυχία για τους ανθρώ-
από ένα δέντρο πήδησε σ' ένα πους και τα ζώα είναι η ελευθερία και
κλουβί με μαϊμούδες. η αγάπη.
Εκεί βρήκε αρκετό φαγητό ώσπου
χόρτασε, κι έπειτα έπεσε να κοιμη-
θεί πάνω στο παχύ και καθαρό
άχυρο. Το πρωί, όταν ξύπνησε είδε
μερικά παιδάκια έξω από τα κάγκε-
λα να την κοιτάζουν. Όμως... αυτά
τα κάγκελα δεν της άρεσαν... Όλη
της τη ζωή θα την περνούσε
λοιπόν, εδώ; Να βλέπει τα ίδια και
τα ίδια, να μην ταξιδεύει, να μη γυ-
ρίζει εδώ κι εκεί; Κι ο καλός της ο
γερο - ζητιάνος τι έκανε μόνος του;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Τώρα που γέρασα θέλει να με πε-
μυλωνάς κι είχε έναν γάτο. Όσο τάξει. Όμως και κείνος θα γεράσει
ήταν νέος ο γάτος, κυνηγούσε τους μια μέρα. Πώς θα του φανεί αν τα
ποντικούς και ο μυλωνάς τον αγα- παιδιά του τον πετάξουν από το
πούσε. Μα όταν γέρασε, ο μυλωνάς σπίτι του;»
άρχισε να γκρινιάζει και να του φέρ- Ένα βράδυ, ο μυλωνάς, που είχε
νεται άσχημα. και τα νεύρα του, όταν είδε το γάτο
- Σήκω τεμπέλη! του φώναζε. Τι κά- ξαπλωμένο, τον άρπαξε και τον πέ-
θεσαι ξαπλωμένος όλη τη μέρα! Ο ταξε έξω από την πόρτα.
μύλος γέμισε ποντικούς. Η δουλειά
σου είναι να κυνηγάς ποντίκια και
όχι να κοιμάσαι!
Μα ο καημένος ο γάτος δεν μπο-
ρούσε να κυνηγήσει ποντικούς όχι
γιατί είχε τεμπελιάσει αλλά γιατί είχε
γεράσει.
«Τι κακός που είναι ο κόσμος! σκε-
φτόταν ο γάτος. Όσον καιρό κυνη-
γούσα ποντικούς, ήμουν καλός.
Μα ο ένας από αυτούς δεν είδε το
γάτο και του πάτησε την ουρά. Ο γά-
τος ούρλιασε από τον πόνο, ο μυλω-
νάς τον άκουσε,
- Φύγε! του είπε. Και να μην τολμή- άνοιξε το παράθυρο κι όταν είδε τους
σεις να πατήσεις το πόδι σου στο ληστές άρπαξε την καραμπίνα του.
μύλο. Εκείνοι το 'βαλαν στα πόδια για να
Ο δυστυχισμένος ο γάτος, ζάρωσε γλυτώσουν. Μετανοιωμένος τότε ο
σε μια γωνιά και αποφάσισε να πε- μυλωνάς βγήκε έξω και πήρε στην
ριμένει εκεί μήπως και περνούσε ο αγκαλιά του το γάτο.
θυμός του μυλωνά, το πρωί που θα - Σ' ευχαριστώ, του είπε. Μου έσωσες
ξυπνούσε. τη ζωή κι εγώ σου φέρθηκα τόσο
Έκανε κρύο και αν έμενε ως το άσχημα. Δε θα το ξανακάνω, σου το
πρωί θα πάγωνε. Πού να πάει να υπόσχομαι. Θα φέρω έναν άλλο γάτο
μείνει; Δεν είχε φύγει ποτέ από τον να πιάνει τους ποντικούς κι εσύ θα
μύλο, από τη μέρα που γεννήθηκε. τρως και θα κοιμάσαι... Αρκετούς
Προτιμούσε να πεθάνει εδώ παρά ποντικούς έπιασες στη ζωή σου.
να φύγει. Κι έτσι ο γάτος μας έζησε ευτυχισμέ-
Η νύχτα προχώρησε και σε μια να γεράματα στο μύλο που γεννήθηκε
στιγμή, τρεις ληστές πλησίαζαν και που τόσο πολύ αγαπούσε.
στον μύλο. Ήθελαν να σκοτώσουν Οι ληστές πήραν τότε δρόμο, για να γλυτώ-
τον μυλωνά και να τον ληστέψουν. σουν...
Η ΤΙΜΩΡΙΑ
ΤΟΥ
ΚΥΝΗΓΟΥ
Ένας κυνηγός βγήκε μια μέρα με το Ήταν ένα συναρπαστικό θέαμα που
σκύλο του για κυνήγι. Ήταν πολύ λίγες φορές μπορεί να το παρακο-
έξυπνος ο σκύλος και ο κυνηγός λουθήσει κανείς. Ο σκύλος κοίταζε
τον αγαπούσε σαν παιδί του. Όλη τη μονομαχία και ήταν έτοιμος να
τη μέρα τον έπαιρνε μαζί του, όπου ορμήσει. Όσο για τον κυνηγό, κατέ-
κι αν πήγαινε. βασε την καραμπίνα του για να
Ξαφνικά, ο σκύλος πήρε είδηση ένα είναι έτοιμος.
κουνάβι κι ετοιμάστηκε να ορμήσει Το κουνάβι, που αφοσιωμένο κα-
καταπάνω του. Το είδε και ο κυνη- θώς ήταν στη θανάσιμη μονομαχία
γός και του φάνηκε παράξενο πώς δεν είχε πάρει είδηση τον κυνηγό
το κουνάβι δεν έφυγε, ακούγοντας και το σκύλο του, ετοιμάστηκε να
τα βήματα του. Δεν άργησε να πά- ορμήσει. Έδωσε ένα σάλτο, μα το
ρει την απάντηση. Το κουνάβι δεν φίδι στριφογύρισε και δεν το άφησε
έφυγε γιατί πάλευε μ' ένα μεγάλο να το αρπάξει από το λαιμό.
φίδι. Το φίδι προσπαθούσε να του Ο κυνηγός, αφού παρακολούθησε
επιτεθεί και να το σκοτώσει με το για λίγο αυτή την παράξενη μονο-
δηλητήριο του και το κουνάβι προ- μαχία, σήκωσε το όπλο του και με
σπαθούσε κι αυτό να βρει ευκαιρία όλη του την άνεση σκότωσε το
και να δαγκώσει το φίδι πίσω από κουνάβι, που του ήταν χρήσιμο, για
το λαιμό για να το σκοτώσει. το πολύτιμο δέρμα του.
Το φίδι, όταν άκουσε τον πυροβολι- Σκότωσα το κουνάβι τη στιγμή που
σμό, έπεσε αμέσως κάτω και αγωνιζόταν να σκοτώσει το φίδι,
βιάστηκε να κρυφτεί ανάμεσα από αυτό το επικίνδυνο ερπετό, που
μερικά ξερά χορτάρια. είναι εχθρός των ζώων και των αν-
- Έλα, είπε ο κυνηγός στο σκύλο θρώπων... Αντί να σκοτώσω το φίδι
του. Τι κάθεσαι; Πήγαινε να μου φέ- σκότωσα το αθώο κουνάβι και να
ρεις το κουνάβι! ποια είναι η τιμωρία μου! Έχασα
Ο κυνηγός είχε ξεχάσει το φίδι και τον αγαπημένο μου σκύλο...
δε σκέφτηκε να το βρει και να το Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει να
σκοτώσει. Εκείνο που τον ένοιαζε μην είμαστε σκληροί στα ζώα που
ήταν το κουνάβι με το πολύτιμο μας κάνουν καλό.
δέρμα του. Ο σκύλος έτρεξε αμέ-
σως ν' αρπάξει το νεκρό κουνάβι
και να του το φέρει. Μα, ξαφνικά, Το φίδι τινάχτηκε ξαφνικά και δάγκωσε το
σκύλο στο πόδι...
καθώς πέρασε μπροστά από το
φίδι, εκείνο πετάχτηκε απότομα και
του δάγκωσε το πόδι... Κι ήταν
τόσο τρομερό το δηλητήριο του,
που ο σκύλος πέθανε αμέσως.
Ο κυνηγός πυροβόλησε αυτή τη
φορά το φίδι κι έτρεξε κλαίγοντας
κοντά στο νεκρό σκύλο του.
Τον κούνησε, προσπάθησε να τον
σηκώσει, μα το δυστυχισμένο το
ζώο ήταν πια νεκρό. Το δηλητήριο
του φιδιού δεν αστειεύεται.
- Εγώ φταίω! φώναξε. Με τιμώρησε
ο Θεός γι' αυτό που έκανα!
Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ
Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ
Μια μικρή και τεμπέλα χελώνα, είπε Έχω γνωρίσει ένα βάτραχο κι
μια μέρα στη μητέρα της: έχουμε γίνει φίλοι...
- Μητέρα, εμείς οι χελώνες, είμαστε - Λοιπόν;
τα πιο δυστυχισμένα ζώα της γης. - Κάθε φορά που με βλέπει με λυ-
- Γιατί το λες αυτό κόρη μου; τη ρώ- πάται κι εγώ τον ζηλεύω. Να δεις
τησε εκείνη. κάτι πηδήματα που δίνει! Πέφτει
- Γιατί κουβαλάμε συνέχεια αυτό το στη λίμνη με το νερό, βγαίνει έξω,
βαρύ καύκαλο και δεν μπορούμε να πηδάει δεξιά κι αριστερά κι είναι
τρέξουμε, να πηδήσουμε, αλλά όλο ανάλαφρο το σώμα του. Είναι,
σερνόμαστε πάνω στη γη. λοιπόν, να μη στενοχωριέμαι που
- Μη στενοχωριέσαι, κόρη μου, της γεννήθηκα χελώνα;
απάντησε η μητέρα της που γνώρι- - Κι όμως, πρέπει να είσαι ευτυχι-
ζε πολλά από τη ζωή. Μην παρα- σμένη, της είπε η μητέρα της. Θυ-
πονιέσαι, γιατί αρκετά ζώα μας ζη- μήσου τα λόγια μου, γιατί θα 'ρθει
λεύουν που κουβαλάμε αυτό το μια μέρα που θα με δικαιολογήσεις.
βαρύ καύκαλο. - Μα... εγώ δεν έχω πηδήσει ποτέ
- Μα... τι λες, μητέρα; είπε η μικρή μου! παραπονέθηκε η μικρή χελώ-
χελώνα. Κανένα ζώο δε μας ζη- να. Δεν καταλαβαίνεις πόσο βασα-
λεύει! νίζομαι και πικραίνομαι,
όταν βλέπω το φίλο μου το βάτρα- Έτσι, η χελώνα, που είχε κρυφτεί
χο που πηδάει; Και κείνος όλο και στο καβούκι της, σώθηκε. Μα δεν
περηφανεύεται μπροστά μου, για έγινε το ίδιο και με το βάτραχο.
να με κάνει να στενοχωριέμαι πε- Έδωσε ένα σάλτο, μα τον βρήκε το
ρισσότερο. πισινό πόδι του αλόγου, τον πάτη-
- Άκουσε τη συμβουλή που σου σε και τον έλιωσε...
έδωσα, μικρή μου και δε θα μετα- Τρομαγμένη η χελώνα ξεκίνησε να
νιώσεις. βρει τη μητέρα της.
Ένα μεσημέρι η μικρή χελώνα πήγε - Τι έπαθες; τη ρώτησε εκείνη.
να βρει το φίλο της το βάτραχο. - Ο φίλος μου ο βάτραχος σκοτώ-
Εκείνος μόλις την είδε άρχισε τα χα- θηκε! απάντησε η μικρή χελώνα και
ρούμενα πηδήματά του. της εξήγησε τι συνέβη.
- Αχ! αναστέναξε η χελώνα. Πάψε - Είδες λοιπόν που είχα δίκιο κείνη
να πηδάς, σε παρακαλώ, γιατί θα την ημέρα; της είπε η μητέρα της.
τρελαθώ από τον καημό μου. Το σκληρό και βαρύ καύκαλο σου
Ο βάτραχος στάθηκε απέναντι της. έσωσε τη ζωή! Άλλη φορά να μην
- Τι να σου κάνω, δυστυχισμένη; παραπονιέσαι που γεννήθηκες χε-
της είπε. Βλέπεις... έτυχε να γεννη- λώνα...
θείς χελώνα.
Ξαφνικά ακούστηκε δυνατός θόρυ-
βος. Ήταν ένα άλογο που κάλπαζε
προς το μέρος τους. Σε λίγο τους
έφθασε και το ένα του πόδι, βαρύ
και πεταλωμένο έπεσε πάνω στη
χελώνα. Μα το καύκαλο της ήταν
πολύ γερό και μ' όλο αυτό το βάρος
δεν έσπασε...
Το βαρύ πεταλωμένο
πόδι του αλόγου, έπεσε
πάνω στη χελώνα...
Ο ΠΟΝΗΡΟΣ
ΓΑΪΔΑΡΟΣ
ο πονηρός γάιδαρος αποφάσισε
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μια μέρα να περάσει μέσα από το
χωρικός που είχε ένα μικρό αμάξι νερό και όχι από το γεφύρι.
και το έσερνε ένας γάιδαρος. Με το Και μια και δυο, βγήκε από τον με-
αμάξι αυτό κουβαλούσε διάφορα γάλο δρόμο και κατηφόρισε προς
πράγματα από τη μια πόλη στην το ποτάμι...
άλλη και κέρδιζε το ψωμί του. Εκείνη την ημέρα το αμάξι ήταν
Ανάμεσα στις δυο πολιτείες υπήρχε φορτωμένο με αλάτι. Έτσι, όταν το
ένα ποτάμι. Μα το γεφύρι ήταν χτι- αμάξι μπήκε στο νερό, αρκετό από
σμένο πολύ μακριά και για να φτά- το αλάτι έλιωσε, το αμάξι αλάφρυνε
σει στην άλλη πόλη ο χωρικός, έκα- αρκετά και ο γάιδαρος έμεινε εν-
νε έναν μεγάλο κύκλο με το αμάξι θουσιασμένος.
του. «Μπράβο μου! είπε στον εαυτό του.
Αυτό δεν του άρεσε του γαϊδάρου, Αυτό θα κάνω κάθε μέρα. Θα περ-
γιατί κουραζόταν να κάνει τόσο νώ μέσα από το ποτάμι».
δρόμο. Το αφεντικό του, που κοιμόταν, δεν
«Είναι κουτό το αφεντικό μου, σκέ- πήρε τίποτε είδηση.
φτηκε μια μέρα. Θα γλυτώναμε αρ- Την άλλη μέρα ο χωρικός φόρτωσε
κετό δρόμο αν περνούσαμε μέσα το αμάξι του με σφουγγάρια και
από το ποτάμι». όταν ξεκίνησε από την πολιτεία, τον
Κι επειδή ο κύριος του συνήθιζε να πήρε ο ύπνος.
κοιμάται πάνω στο αμάξι,
Ο πονηρός ο γάιδαρος αποφάσισε Πήδησε στο νερό, έσπρωξε το αμά-
να περάσει πάλι από το ξι κι ύστερα από πολύ κόπο κατά-
ποτάμι...Όμως, αυτή τη φορά την φερε να το βγάλει στην άλλη όχθη.
έπαθε. Γιατί τα σφουγγάρια δεν Εκεί, ξυλοφόρτωσε το γάιδαρο
έλιωσαν, όπως το αλάτι. Έγινε το που... δέχτηκε το ξύλο χωρίς να
αντίθετο. Ρούφηξαν νερό και... το βγάλει άχνα.
φορτίο έγινε τόσο 6αρύ, που ο - Για να μάθεις να μην κάνεις του
γάιδαρος δεν μπορούσε να σύρει το κεφαλιού σου! του είπε ο χωρικός.
αμάξι κι έμεινε στη μέση στο ποτά- Για να μάθεις άλλη φορά να πη-
μι... γαίνεις από το γεφύρι. Νομίζεις ότι
Ο χωρικός ξύπνησε σε μια στιγμή, είσαι πιο πονηρός εσύ από τους
είδε τι συμβαίνει κι έβαλε τις φωνές. ανθρώπους;
- Ποιος σου είπε, παλιογάιδαρε να Και, από την ημέρα εκείνη ο...
'ρθεις από το ποτάμι; φώναξε. πονηρός γάιδαρος πήγαινε υπομο-
νετικά ως το γεφύρι και από κει
περνούσε στην απέναντι όχθη. Το
πάθημα του είχε γίνει μάθημα.