You are on page 1of 1

Η πολιτεία-Φάντασμα

Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι. Και νύχτα βγήκαμε. Είναι μια μεγάλη πολιτεία σέρβικη, που οι
κάτοικοί της είναι Έλληνες. Οι δρόμοι της είναι χωρίς φώσια, τα σπίτια δίχως λάμπες. Οι ανθρώποι που
την κατοικούν μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα σαν κλέφτες, κοιτάνε τον ουρανό με φόβο
και κατοικούν στα κατώγια και στις τρύπες που σκάψανε κάτω από τα σπίτια τους. Αυτές οι τρύπες
είναι τ’ «αμπριά». (Εδώ πρωτομάθαμε μια λέξη, χωρίς να ξέρουμε ακόμα το φριχτό της νόημα.)
Σταματήσαμε σε μια πλατέα. Μας πήραν οι Φραντσέζοι οδηγοί και μας κατατόπισαν. Είναι μια
πολιτεία-μέτωπο. Μας δείξανε σπίτια χτυπημένα από τις οβίδες σαν από αστροπελέκια, σπίτια καμένα
από τις εμπρηστικές. (…)

Είδα έναν όμορφο δρόμο γεμάτον σιωπή και φεγγάρι. Δεξά και ζερβά του σηκώνανε προς τον μαβήν
ουρανό τα καπνισμένα ντουβάρια τους δυο ατέλειωτες αράδες καμένα σπίτια. Ανάμεσ’ από τ’ άδεια
παράθυρα, πίσω από τις μπαλκονόπορτες που έχασκαν, μπαινόβγαινε ανεμπόδιστα το φεγγαρόφωτο
και τα γιόμιζε ερημιά και νέκρα. Ήτανε ξεσαρκωμένα σκελετά από πελώρια κουφάρια. Άλλη φορά
θάταν πασίχαρα σπίτια και τώρα τα σκότωσε ο πόλεμος. Οι κάτοικοι εδωπέρα φοράν ολημερίς και
ολονυχτίς κρεμασμένη στο στήθος μια μάσκα για τα ασφυξιογόνα. Μυστήριο το πώς μυρίστηκαν την
εθνικότητά μας, αφού η στολή μας, η κάσκα μας, είναι φραντσέζικα όλα, κι ο ερχομός μας έγινε έτσι
μυστικά. Χιμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σαν τα ποντίκια κάτω απ’ τη γης, άντρες, γυναίκες,
προπάντων γυναίκες και παιδάκια. Και μας φιλάνε τα χέρια, μας χαϊδεύουν τα ντουφέκια, μας
πασπατεύουν τις κάσκες, κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν τα κουμπιά της μαντύας μας, κλαίνε, κλαίνε
ήσυχα μέσα στη φεγγαροβραδιά.

You might also like