You are on page 1of 17

Ποτε δεν φαντάζεσαι πως κατι κακό μπορεί να συμβεί σε σενα.

Ακους
διάφορα στην τηλεόραση, στο ραδιοφωνο, βλέπεις ταινίες καταστροφης στον
κινηματογράφο, αλλά ποτέ δεν φανταζεσαι πως μπορεί εσυ ποτε να γινεις
πρωταγωνιστής σε ένα ακραιο γεγονος.

Άλλωστε τα ακραία γεγονότα αποτελούν συνηθως σενάρια ταινιών του


χολυγουντ, ή μηπως όχι;

Όπως και να έχει, καθενας μας ζει την ρουτίνα του, κανει τις δουλειες της
ημέρας, πληρώνει τους λογαριασμούς, παιζει με τα παιδιά του, ερωτευεται,
χωρίζει, μαλώνει, χωρίς ποτε (η τουλάxιστον σχεδόν ποτέ) να σκέφτεται πως
ένα γεγονός μπορέι να συμβεί και να τα ανατρέψει όλα. Όλα όσα γνωριζεις
και αγαπάς, για όσα έχεις μοχθησει και προσπαθήσει, όλα όσα σ αρέσουν και
όσα απεχθάνεσαι, μπορεί να χαθούν τόσο εύκολα. Όσα φέρνει η ώρα άλλωστε
δεν τα φέρνει ουτε ο χρόνος, έτσι δεν λένε;

Η Ελπίδα ήξερε αυτην την παροιμία πολύ καλά. Την είχε ζησει στο πετσί
της. Όταν εκείνη την Δευτέρα 30 Φλεβάρη πριν τεσσερα χρόνια, μέσα στο
τρένο που την πηγαινε στην δουλεια της ακουσε στο ραδιοφωνο πως η πτήση
311 για Νεα Υορκη συνετρίβει στον Ατλαντικό ο κόσμος χαθηκε κατω απο
τα πόδια της. Ηταν η πτήση με την οποία ταξιδευε ο αντρας της για Νεα
Υόρκη, εναν προορισμό που επισκεπτόταν συχνά λόγω δουλειας. Η ελπίδα
ταράχτηκε, τοσο πολλύ που σαν έκανε να σηκωθει λιποθυμησε. Οταν άνοιξε
τα μάτια της, οι συνεπιβάτες της την είχαν βγάλει απο το τρένο και
προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Μα δεν συνηλθε, παρά μόνο μετά απο
σχεδόν ένα χρόνο, και αυτό γιατι έπρεπε. Δυο μικρά μωρά εξαρτόνταν τωρα
πλέον μονο απο αυτην και δεν είχε δικαίωμα να ειναι απουσα. Όσο και αν
πονούσε, όσο και αν έκλαιγε μερα νυχτα, έπρεπε να βρέι την δυναμη να
σταθεί ξανα στα πόδια της για τα παιδια. Ο Χρηστος, ο αντρας της, ήταν το
στηριγμα της, ο ανθρωπος της.

Ηταν μαζί σχεδόν 10 χρόνια πριν παντρευτούν και αποκτησουν τα δυο


αγοράκια τους. Ειχαν γνωριστεί μέσω κοινων γνωστών όταν ήταν ακόμα στο
πανεπιστημιο. Αυτό που στην αρχη ξεκίνησε ως μια πολύ καλή φιλία, στην
συνέχεια μετατράπηκε σε έναν δυνατό έρωτα. Έμειναν μαζί σχεδόν από την
αρχή της σχέσης τους γιατί δεν έκαναν λεπτο της μερας ο ενας χωρίς τον
άλλο. Πολλοι φίλοι έκαναν καζουρα στον Χρηστο, του έλεγαν πως την είχε
πατήσει για τα καλα, πως η Ελπίδα του έιχε κάνει μαγια, πως τον έχαναν
σιγά σιγά από την παρέα για χάρη μιας γυναικας. Και τι γυνάικας, Η ελπίδα
ήταν αυτό που θα ελεγε κανεις κελεπουρι. Μια μεσογειακή γυναίκα με τα
όλα της. Με τα υπέροχα καστανα αμυγδαλωτά μάτια της, τις καμπυλες της
και μια υπέροχη λυγερή κορμοστασια. Δικαιολογημένα ο Χρηστος είχε
«πέσει ξερός» για χαρη της. Μα και αυτός δεν πηγαινε πισω από ομορφια.
Καστανόξανθος με μαυρα διαπεραστικά ματια, ψηλος και γεροδεμένος.
Ταιριαξαν αμέσως, και όταν άρχισαν να συζουν, ηταν η πιο ονειρεμένη
περίοδος και για τους δυο. Κάθονταν ώρες να κοιτάζουν την φωτισμένη
ακρόπολη από την βεράντα του σπιτιού τους, μιας μικρής γκαρσονιερας
στην ταράτσα μια πολυκατοικίας στην Ακαδημία Πλάτωνος. Ωρες που
πέρνουσαν με συζητησεις και ονειροπολήσεις. Υπέροχα χρονια, ανέμελα,
γεμάτα έρωτα και γελια.

Αργότερα, αποφάσισαν να παντρευτούν, αυτοί και η κουμπάρα τους η Ζωη


σε ένα τόσο δα εκκλησάκι στην παραλία της Νεας Μακρης. Μετακόμισαν
στην Κορινθο, στο πατρικό του Χρηστου που το ανακάινισαν και το
έφτιαξαν στα μέτρα τους. Τους έλειπε βεβαια η θέα, μα είχαν τα πάντα και
προπαντως αγάπη. Μια αγάπη που ήρθε να ολοκληρώσει στην αρχή ο Φωτης
και στην συνέχεια ο μικρός Λευτερης. Δυο υπέροχα, υγιέστατα μωράκια που
γεμισαν το σπίτι τους γελάκια και χαρά.Περασαν έτσι τεσσερα υπέροχα
χρόνια.Ειχαν μια δεμένη οικογένεια, μα δεν έμελλε να κρατησει για πολύ
αυτη η ευτυχία.

Η Ελπίδα εργαζόταν ως ψυχολόγος στην Αθηνα και έτσι αναγκαζόταν να


χρησιμοποιεί το τρένο καθημερινά για τις μετακινησεις της. Ο Χρήστος είχε
το δικό του τεχνικό γραφείο στην Κορινθο όπου εξασκούσε το επάγγελμα
του πολιτικού μηχανικού. Οι καθημερινές μετακινήσεις την κουραζαν στην
αρχή, μα μετά τις συνήθισε. Τόσο που το τρένο είχε μετατραπεί σε κάτι
οικέιο, όπου έβλεπε γνωστούς, περνούσε μια ευχάριστη ωρα μιλώντας μαζί
τους, ή χαλα΄ρωνοντας με την αγαπημένη της μουσική. Μερικές φορές
μπορούσε και να κοιμηθεί, ιδιάιτερα τα πρώτα χρόνια που τα παιδιά της
ήταν μωρα.

Η Ελπίδα δεν είχε ποτέ της προετοιμαστει να μεινει μόνη της, χήρα τόσο
νεα και τα μωρακια τους ορφανά τόσο μικρά. Όμως όταν συμβαίνει το
μοιραίο, σε βρίσκει προ τετελεσμένου, χωρις χρόνο να προετοιμαστεις, παρά
μονο να δράσεις. Και η Ελπίδα έδρασε. Κατάφερε να σταθεί ξανα στα πόδια
της, έκοψε τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που την είχαν κρατήσει
μουδιασμένη για καιρό, ξεκίνησε ξανά την δουλεια της την οποία είχε
διακόψει, έβγαλε τα μαύρα που την στοιχειωναν και μάζεψε τα πράγματα
του Χρηστου που αρνιόταν να πειράξει από τα συρταρια, τα ντουλάπια και
τις κρεμαστρες και τα έδωσε.

Αποφάσισε να κάνει μια καινοθρια αρχή, για χάρη των παιδιων της, που δεν
έφταιγαν σε τιποτα να μεγαλώσουν μεσα σε πένθος και στεναχωρια. Ηταν
μικρούλια ακόμα και η ψυχούλα τους ευάλωτη.

Ηθελε τόσο να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω σε εκείνη την μέρα που
τον αποχαιρέτησε πριν φυγει για το αεροδρόμιο, όχι με τον πιο ζεστό τρόπο
που θα ήθελε. Με την βιασύνη που χαιρετάς κάποιον που είσαι περισσότερο
απο σίγουρος πως θα ξαναδείς. Με την βιασύνη μιας τρελλής μερας με
γκρινιες και κλάμματα απο τα παιδια. Με την βιασύνη της ρουτίνας. Ηθελε
να μπορούσε να τον σφίξει για άλλη μια φορά στην αγκαλιά της, να του πεί
πόσο πολύ τον αγαπάει ακόμα. Μα τωρα είχε τους δυο της γιους να αγαπάει
μεχρι το άπειρο. Αυτά την γύρισαν πίσω στην ζωή, της έδωσαν ξανα ένα
νόημα να ζεί και να προσπαθει.

Έτσι,βυθισμένη μεσα στην ρουτίνα της ζωης με 2 μικρά παιδια, η Ελπίδα


δεν είχε χρόνο να σκεφτεται πως θα μπορούσε να ζήσει εναν εφιάλτη ξανα.
Δεν είχε καν χρόνο να σκεφτεται…τελεια. Όλα γινονταν μηχανικά και η
μερα της ακολουθούσε συνηθως ένα αυστηρό πρόγραμμα: ξυπνημα,
ετοιμασία των παιδιων για το σχολείο, αναχωρηση για τον σταθμό του
τρένου, δουλεια, ταξίδι με το τρένο να επιστρέψει σπίτι, καθάρισμα,
μαγειρεμα, ετοιμασία των παιδιών για υπνο, και μετά όλα σε επανάληψη
την επομένη. Η ζωη για μια μαμα που αντιμετωπίζει τα πάντα μονη της
ειναι δυσκολη, συχνα πολύ δυσκολη από όσο μπορεί κανεις καν να
φανταστει. Όμως τα κατάφερνε. Τέσσερα χρόνια μετά τον θανατο του αντρα
της, η Ελπίδα ειχε καταφέρει να βάλει την ζωη της σε ένα αυστηρό
προγραμμα που δεν της επετρεπε να γλιστράει σε σκέψεις και αναμνήσεις
που μονο καλό δεν θα της εκαναν. Μονο αργά το βράδυ, όταν τα παιδια
επεφταν για υπνο, η ελπίδα είχε λίγο χρόνο για τον εαυτό της, χρόνο που
συνηθως τον περναγε στην μπανιερα της χαλαρώνοντας με ένα ποτηρι
κρασι. Ηταν η μονη ωρα χαλάρωσης μεσα στην μερα και η μόνη στιγμή που
επέτρεπε στον εαυτό της να φέρνει στο μυαλό της το παρελθον. Όλη την
άλλη μέρα τα πάντα γύρναγαν γύρω από το παρόν και το μελλον. Έτσι
περνούσε ο καιρός.

Στην «επέτειο» των τεσσάρων χρόνων από τον θάνατο του Χρηστου, η
Ελπίδα είχε κανονίσει να λείπει από την δουλειά. Ηθελε να πάει στο
νεκροταφείο, να ανάψει το καντηλάκι και μετά να αφοσιωθεί στους γιους
της. Όμως τα σχέδια της τα χάλασε μια αιφνιδιαστική συνάντηση με τους
διευθυντες της, για την οποία έμαθε μόλις την προηγούμενη. Έτσι και
εκείνη τη μέρα η Ελπίδα ακολούθησε την πρωινη της ρουτίνα.

Στις 7.13 το πρωι ώρα ελλάδας, έχοντας ολοκληρώσει μια ατελείωτη σχεδον
πρωινή προετοιμασία, αφηνε τα παιδια στο σχολείο και παρακολουθώντας τα
να ξεμακραίνουν προς την πετρινη εισοδο, δεν μπορούσε να μην εκπλαγεί
από το πόσο είχαν μεγαλώσει. Ο φωτης ηταν 8 χρονων και ο μικρός λευτερης
ηδη 6. Περπατούσαν κρατώντας ο ενας το χερι του άλλου και της φαινόταν
απιστευτο πως περασαν τα χρόνια νερό από τοτε που ειχε και τα δυο
μωράκια στην αγκαλια της. Τοτε που ακόμα ειχε την αγκαλιά του αντρα της
το βραδυ να την χαλαρώνει και να την καθησυχάζει. Ποσο πολύ γρηγορα
περνούσε ο καιρός. Βαζοντας μπροστά το αυτοκίνητο, πιεσε σχεδόν τον
εαυτό της να σταματησει να σκεφτεται. Το παρκινγκ του σταθμού ηταν όπως
κάθε μερα γεμάτο αμαξια. Παρκαρε και κατευθυνθηκε προς την πλατφορμα
2. Χαιρετησε καποιους από τους μονιμους καθημερινους συνταξιδιώτες της
και περιμενε το τρένο στην συνηθισμένη μερια που περιμενε κάθε μερα.
Στο χερι της κρατούσε το θερμός με τον ζεστό καφέ, μια τεράστια παρηγοριά
σε μια μερα με τόσο κρύο.Όντως είχε κρυώσει ο καιρός και η γρίπη είχε
κανει την εμφανιση της, πολύ νωρίς αυτόν τον χρόνο. Όλη την προηγούμεη
εβδομάδα, είχε τα μικρά αρρωστα με πυρετό και βηχα, και η ίδια είχε
γλιτώσει με εναν ελαφρυ πονολαιμο.

Μέσα στο τρένο η Ελπίδα εκανε αυτά που εκανε κάθε μερα, έβαλε τα
ακουστικά της και ακουσε την αγαπημενη της μουσική. Βαριόταν πολύ να
ακούει τους ψιθυρους των άλλων ταξιδιωτών και την φασαρία του τρένου.
Ακουγε την μουσική, εκλεινε τα ματια της και αδειαζε το μυαλό της από
κάθε σκέψη. Άλλωστε η διαδρομη της ηταν τοσο γνωστή μετά από 4 χρόνια
καθημερινων δρομολογίων, τι άλλο μπορούσε να κανει; Καμμια φορά επιανε
συζητηση με καποια από τις κοπέλες που ταξιδευαν και αυτές καθημερινα
στο ιδιο δρομολόγιο, μα και με αυτές καποιες φορες στερευαν τα θεματα
συζητησης. Ποσα μπορεις να συζητησεις με έναν αγνωστο;

Χιλιαδες μιλια μακρυα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο συσκέψεων όπου το μόνο


φως προερχόταν από την εικόνα ενός προτζέκτορα στην ειδική επιφάνεια
προβολής, 10 αντρες ντυμένοι με στρατιωτικές στολές , επαιρναν την
αποφαση που θα καθόριζε το μέλλον εκατομμυρίων. Μεσα σε συννεφα
καπνού προερχόμενα από τα τσιγάρα τους, ο υπόκοφoς ήχος της συνομιλίας
τους σε μια γλώσσα που θυμιζε αραβικά, δεν εφτανε καν ως την πορτα του
δωματιου. 10 αποφασισμένα και βλοσυρα πρόσωπα, 10 θετικά νευματα και
ένα τηλεφωνημα, ήταν όλα όσα αρκουσαν για να ξεκινήσει η αντιστροφη
μετρηση. Ο αντρας που στεκόταν στο κεντρο του τραπεζιου, σηκωσε το
ακουστικό του τηλεφώνου, ειπε 2 κουβέντες σε καποιον στην άλλη άκρη της
γραμμης και το έκλεισε, δίνοντας σημα στους υπόλοιπους να συγκεντρώσουν
τα βλέματα τους στην εικόνα που προβαλλόταν στον προτζέκτορα. Καπου
αλλου, μερικες εκατοντάδες μιλια μακρυα ένα κουμπί πατήθηκε, και η
μοιρα εκατομμυρίων σφραγίστηκε με μιας. Ηταν η στιγμή που καθόρισε την
μοιρα τους, μονο που κανένας εκεινη την στιγμή δεν το ήξερε ακόμη.

Την ιδια στιγμή, στις 08.17 ωρα ελλάδας, η Ελπίδα βρισκόταν μεσα στο
τρένο με προορισμό την Αθηνα. Είχε συνηθίσει κάθε κουνημα του τρένου,
τον μακρινό ηχο της πορτας που ανοιγοκλεινε, την γνωριμη φωνή που
ανήγγελλε την επόμενη στάση, και όλα αυτά την γεμιζαν με ένα
συναισθημα σιγουριας. Όταν η ζωη σου παίζει παιχνίδια δυσκολα,
προσπαθείς πάντα να αγκιστρωθείς από την σιγουρια της καθημερινότητας
για να συνεχίζεις. Αυτό έκανε και η Ελπίδα εδώ και δυο χρόνια. Από την
ηρεμία την εβγαλε στιγμιαια η φωνή του ελεγκτη, και αφου εψαξε αν δεί σε
ποιον σταθμό ειχε φτάσει, έδειξε το μηνιαίο εισητήριο της και ξαναεκλεισε
τα ματια ακουγοντας τη μουσική που επαιζε από τα ακουστικά. Μην
μπορώντας να γνωρίζει πως η τυχη τους είχε ηδη αποφασιστεί σε ένα
σκοτεινό δωμάτιο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυα, έκανε σχέδια για την ημερα
της. Σκεφτοταν την δουλειά στο γραφείο, σκεφτόταν τα θα έκανε με τους
γιους της το απογευμα όταν θα μαζευονταν ξανα όλοι μαζί, τι φαγητο θα
ετρωγαν και γενικά όλα εκείνα τα μικρά πράγματα που γέμιζαν την
καθημερινότητα τους. Το σκηνικό έτρεχε έξω από το παράθυρο του τρένου,
αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στην εθνική οδό, οι ταξιδιώτες στριμώχνονταν
στους διαδρόμους, κάποιοι ζητιάνοι ζητούσαν χρήματα. Όπως κάθε μέρα.
Όμως μεσα της υπήρχε μια αναστάτωση, ένα ασχημο προαίσθημα, μια
ανυσηχία. Εμοιαζε κάπως με το προάισθημα εκεινης της μαυρης μερας πριν
δυο χρόνια που χαθηκε ο αντρας της. ένας κόμπος στον λαιμό, μια
ανατριχίλα στην σπονδυλική στηλη. Τίποτα βεβαιο, απλά μια σκια
ανυσηχίας. Η Ελπίδα δεν έδωσε σημασία. Έκελισε ξανα τα μάτια της και
λαγοκοιμήθηκε περιμένωντας την στάση της. Άλλωστε, τετοια
προαισθηματα είχε συχνα, μάλιστα μετά τον πρώτο καιρό απο τον θάνατο
του άντρα της, χρειάστηκε ειδική θεραπεία για να τα ξεπερασει. Βεβαια δεν
τα ξεπέρασε ποτέ, απλά έμαθε να ζει με αυτά και να μην τους δίνει
προτεραιότητα στην ζωή της.

Εντελώς ξαφνικά και ενώ το τρένο πλησίαζε στον επόμενο σταθμό, ένα βιαιο
φρενάρισμα την εκανε να χτυπησει με ορμη το κεφάλι της στο παράθυρο.
Βγάζοντας τα ακουστικα, και κρατώντας το πονεμενο της κεφάλι, σηκωθηκε
όπως και όλοι οι άλλοι σαστισμένοι ταξιδιώτες, να δεί τι είχε συμβει. Εξω
από το παράθυρο φαινονταν όλα ηρεμα, οποτε υποψιάστηκε πως το τρένο
είχε τρακαρει με κατι πανω στις γραμμες. Ίσως κάποια βλάβη; Κάποια
διακοπη ρευματος; Μια ανακοινωση ακούστηκε από τα ηχεία του τρένου:
«παρακαλέιστε να παραμείνετε στις θεσεις σας. Ο συρμός σταματησε για
λόγους ασφαλείας από την αστυνομία, και σε λίγο θα συνεχίσει την πορεία
του» όμως οι επιβάτες ηταν τόσο αναστατωμένοι από την ξαφνική σταση, που
κανενας δεν ακολουθησε τις οδηγίες. Καποιοι προσπάθησαν να ανοιξουν τις
πορτες, που όμως παρέμεναν κλειδωμένες. Καποιοι άλλοι προσπάθησαν να
πανε στον μηχανοδηγό, μα ανακάλυψαν πως κανενας δεν ηταν στο βαγόνι
του μηχανοδηγου. Τοτε επικρατησε ένα χαος γιατί καποιοι πανικοβληθηκαν
και ηθελαν να βγουν εξω πάση θυσία. Ένας προσπάθησε να σπάσει ένα
παράθυρο με την ομπρέλλα του, ενώ καποιος άλλος απλά άρχισε να φωνάζει
και να βρίζει. Γενικά επικρατούσε πανικός, καθως οι επιβάτες ειχαν
αναστατωθεί και αναρωτιόνταν τι μπορεί να έιχε συμβεί. Η Ελπίδα εβγαλε
το κινητό της και προσπάθησε να τηλεφωνησει στην αστυνομία αλλά
μάταια, καθως η γραμμη βούιζε συνέχεια. Επειτα πηρε τηλέφωνο στο
σχολείο των γιων της, αλλα ουτε εκει κατάφερε να βγάλει γραμμη.

«μπορείτε να κανετε κλησεις;» Την ρωτησε μια κοπέλα διπλα της.

«όχι, δεν μπορώ να πάρω ουτε τους γιους μου, εσεις;»

«ουτε και εγω, τι να συμβαίνει;»

Μεχρι εκεινη την ωρα, καμμια εκατοστη ταξιδιωτες που ηταν μεσα στο
βαγόνι του τρενου, ειχαν τρομοκρατηθεί και κανενας μα κανενας δεν
μπορουσε να τηλεφωνησει πουθενα. Μετά από 10 λεπτα που στην Ελπίδα
μα και σε πολλους άλλους επιβάτες φανηκαν αιώνας, οι πόρτες του τρένου
εκαναν τον χαρακτηριστικό ήχο και άνοιξαν, αφηνοντας τους ανθρώπους να
βγουν στις γραμμες. Έξω από το τρένο, στον δρόμο που σε εκείνο το σημείο
της διαδρομής περνούσε δίπλα απο τις γραμμες, δύο περιπολικά και
κάμποσα άλλα οχηματα της αστυνομίας περίμεναν. Ο κόσμος μαζεύτηκε
γυρω από τους αστυφυλακες φωνάζοντας και ζητώντας εξηγησεις, μα η
δουλεια των αστυνόμων δεν ηταν να τους εξηγησουν τι συνέβαινε αλλά
μάλλον να τους απομακρύνουν από την περιοχή του συμβάντος.

«Παρακαλώ..... Παρακαλώ» φωναξε ένας απο τους αστυνομικούς


προσπαθώντας να ακουστει μέσα στο πλήθος. «λεοφορεία σας περιμένουν στο
δρόμο στα 300 μετρα από εδώ για να σας μεταφέρουν στον σταθμό των
μεγάρων. Από εκεί συρμοί θα σας παραλάβουν για να σας μεταφέρουν πίσω
στο σταθμό από όπου επιβιβαστήκατε. Δεν μπορείτε να συνεχισετε το ταξίδι
σας προς την Αθηνα. Δεν είναι ασφαλές να μετακινηθητε προς τα εκει»

Η Ελπίδα ακουγε με προσοχή, μα δεν μπορούσα να μην αναρωτηθει τι ειχε


προκαλέσει όλο αυτό. Δεν θυμόταν ποτέ στα όσα χρόνια ταξιδευε, κατι
παρόμοιο. Μα οι αστυνομικοί δεν αστειευονταν, και αν η κατάσταση ηταν
τόσο σοβαρη ώστε να μην ειναι ασφαλές να πάνε στν Αθηνα, δεν
καταλάβαινε γιατί να πηγαινε ώς τα Μεγαρα, και να μην γυρνούσε
κατευθειαν πίσω στην Κορινθο.

Οι περισσότεροι επιβάτες, συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες των αστυνομικών


και βοηθώντας ο ενας τον άλλο, κατάφεραν να βγούν από τα κιγκλιδωματα
που προστάτευαν τις γραμμες και να κατέβουν σιγα σιγα την κατηφόρα προς
τον δρόμο. Ο δρόμος ηταν ερημος, κανενα αυτοκίνητο δεν πέρασε όση ώρα
τους πηρε μεχρι να φτάσουν στα λεοφωρεία που τους περίμεναν. Όλο αυτό
το διάστημα οι επιβάτες προσπαθουσαν ματαια να επικοινωνησουν με την
αστυνομία η το σπίτι τους, η να δουν στο ιντερνετ όσοι ειχαν, τις ειδησεις,
αλλά κανενα δικτυο δεν φαινόταν να λειτουργει. Η Ελπίδα βλέποντας τα
λεοφορεία, σταματησε να περπατά και εμεινε πίσω. Δεν ηθελε να μπει μεσα,
δεν ήθελε για κανένα λόγο να φτάσει μέχρι τα Μεγαρα και μετά να γυρίσει
πισω. Προτιμούσε να ξεκινησει μόνη της προς την Κορινθο, έστω και με τα
πόδια.

Την ίδια σκέψη είχαν και μερικοί συνταξιδιώτες της που δεν ηθελαν να
μπουν στα λεοφορεία. Μαζί ξεμάκρυναν απο το πλήθος που περίμενε να
ανέβει στα λεοφορεία και ξεκινησαν προς την αντιθετη κατευθυνση επί της
εθνικής οδού. Ηταν όλοι τους περίεργοι, τι το τόσο έκτακτο μπορεί να είχε
συμβεί για να διακοπεί το δρομολόγιο του τρένου, να διακοπούν οι
τηλεφωνικές κλησεις και το ιντερνετ. Η Ελπίδα προσπαθούσε να
επικοινωνήσει με το σχολείο των παιδίων της μα του κακου. Όμως δεν
μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί, και σίγουρα δεν θα περνουσε ποτέ
απο το μυαλό της ότι τα παιδιά κυνδινευαν, άλλωστε ο κινδυνος ήταν στην
Αθήνα μόνο, έτσι δεν είπαν;

Αναμεσα στους συνεπιβάτες που περπατούσαν μαζί της προς την Κορινθο, η
Ελπίδα αναγνώρισε με χαρά τον Κωστα, έναν παλιο συμμαθητη και καλό
φίλο του αντρα της. Είχε απο το χέρι τον γιο του, και δεν την είχε
καταλάβει, έτσι η Ελπίδα τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.

«Κώστα... και εσεις εδω; Γεια σου Μανωλάκη»

«καλώς την Ελπίδα...και εσυ εδω;»

«εγω είμαι κάθε μερα εδω...Εσείς πως και έτσι ;»

«πηγαινα τον Μανώλη σε εναν πνευμονολόγο στην Αθηνα, για το ασθμα του,
αλλά απ΄οτι φαίνεται δεν θα τα καταφέρουμε σημερα. Εμαθες τι μπορεί να
έχει συμβεί;»

«όχι δεν έχω ιδέα. Αλλά ότι και να ναι, καλό δεν είναι σιγουρα. Απλά μου
κάνει εντύπωση που ο δρόμος είναι άδειος.»

Όντως ο δρόμος ήταν άδειος. Ελάχιστα αυτοκίνητα κινούνταν σρο ρευμα


εξόδου απο την Αθηνα, και κανένα προς τα εκει. Άρα, ότι και να είχε συμβεί
πρεπει να ήταν αρκετά σοβαρό. Ισως κανενα τρομοκρατικό χτυπημα.

Η Ελπίδα συνέχισε παρέα με τον Κώστα και τον μανώλη την πορεία προς
την Κορινθο. Στην επόμενη στροφή συνάντησαν ενα βενζινάδικο και
αποφάσισαν να κανουν μια στάση, μηπως μάθαιναν και τι είχε συμβει στην
Αθηνα. Ο κώστας έμεινε με τον μικρό μανώλη έξω, μηπως περνούσε κανενα
όχημα να το σταματ΄’ησει. Η ελπίδα μπήκε μέσα στο βενζινάδικο.
Το βενζινάδικο ηταν και αυτό ερημο, μα μεσα ένας ηλικιωμένος στεκόταν
πίσω από τον πάγκο, κοιτωντας την τηλεόραση σαν στηλη αλατος. Η Ελπίδα
τον πλησίασε, μα αυτός ουτε που γύρισε να την κοιτάξει. Κοιτουσε την
οθόνη και εκλαιγε. Η Ελπίδα δεν μπορούσε να δεί την τηλεόραση απο την
μεριά του πάγκου από την οποία στεκόταν, και δεν μπορούσε να φανταστεί
τι θα μπορουσε να προκαλέσει στον ηλικιωμένο τέτοια αναστάτωση.

‘καλημερα, ειχαμε ένα ατυχημα με το τρένο, μπορουμε να


χρησιμοποιησουμε το τηλέφωνο σας;’ Ρωτησε τον αντρα, μα αυτός συνέχισε
να κλαιει κοιτωντας την οθόνη. Η Ελπίδα χάνοντας την υπομονή της
σήκωσε την πόρτα και προχώρησε πίσω απο τον πάγκο προσπαθώντας να δεί
την τηλεόραση. Μα αυτό που είδε, ηταν κάτι που δεν μπορύσε να το
φανταστει, και που της πηρε πολύ ωρα να το επεξεργαστεί. Διάβαζε τις
είδησεις που περνούσαν κάτω από την οθόνη σε κοκκινο φόντο, και έβλεπε
δυο ιδρωμένους παρουσιαστές να μιλούν χωρίς φωνή:

«…τρόμος στην Αμερική… αγνωστη η κατάσταση στην Ευρωπη…»

«…30 πυρηνικά όπλα χρησιμοποιηθηκαν…και ακόμα μετράμε…»

«…μεινετε μεσα στο σπίτι σας μεχρί να αποσαφηνηστεί η κατάσταση…»

«…πυρηνικες κεφαλες χρησιμοποιηθηκαν και στο Λονδίνο…»

«ολόκληρες περιοχες έγιναν ερημος…ανυπολόγιστος ο αριθμός θυμάτων»

«…ειμαστε ετοιμοι για τον πυρηνικό χειμώνα;…»

‘δεν ξερω τι συνεβει, παιδι μου, αυτά λενε εδώ και μιση ωρα περιπου. Καπου
ξεκινησε πολεμος με πυρηνικά, μα δεν ξερει κανενας περισσοτερα….Ειπε ο
ηλικιωμενος αντρας αναμεσα στα αναφιλητά του, και κάθησε στην καρέκλα
κρατώντας το κεφάλι του αναμεσα στα χέρια του. Η Ελπίδα ένιωθε σαν να
είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα και ένιωθε το αίμα να κυλά
μέσα της καυτό ενώ την έλουζε κρύος ιδρώτας, Να τρέξει, να πάει να βρεί τα
παιδάκια της και μετά; Τι θα εκανε μετα;

Βγήκε έξω σερνοντας τα πόδια της και λίγο πριν την εξώπορτα παραπάτησε.
Δεν είχε ποτέ της ταραχτεί πότε ξανά τόσο πολυ. Ο Κωστας την είδε να
παραπατά και έτρεξε να την κρατήσει.

«Τι έγινε, τι σου ειπέ;»

«Κώστα πρέπει να φυγουμε αμεσως τωρα, πρέπει να τρέξουμε πίσω»

«τι συμβαίνει; πές μου! » την ξαναρώτησε ο Κωστας.


«Κωστα.... έριξαν πυρηνικά, έριξαν δεκάδες, εκαντονταδες βομβες παντού...»

Ο κώστας έκανε ένα βημα πίσω κοιτώντας την αποσβολωμένος. Αμέσως μετά
γέλασε. «Ελα κόψε την πλάκα, δεν ειναι αστείο. Πες μου τι ακουσες! »

Η ελπίδα καθησε κατω και εκρυψε το κεφάλι της. Ο κώστας την άφησε και
έτρεξε μεσα στο βενζινάδικο. Ο μανώλης καθησε μαζί με την ελπίδα και
κουρνιαξε και αυτός διπλα της τρομαγμένος. Δεν ηξερε την ένοια της λέξης
πυρηνικά αλλά σιγουρα καταλάβαινε την λέξη βομβες. Ηταν μόλις δεκα
χρονων αλλά τα σημερινά παιδιά έχουν τον πολεμο στο μυαλό τους από
μικρά. Παιζουν με ηλεκτρονικά που έχουν θεμα τον πολεμο και βλέπουν
παντου στην τηλεόραση οπλα, άρα δεν είναι να απορείς που γνωρίζουν τον
πολεμο απο μικρή ηλικία.

Ο ουρανος είχε ξαφνικά συννεφιασει και φαινόταν να ναι ετοιμος για βροχη.
Σε λιγο ο Κωστας βγηκε έξω από το βενζινάδικο, με μια έκφραση σκοτεινη.

«πρεπει να φυγουμε από εδώ, πρεπει να πάμε καπου να κρυφτουμε, κατι


τρομερό εχει συμβει» ειπε στον γιο του και προσπάθησε να σηκώσει την
ελπίδα απο κάτω.

«Ελπίδα πρέπει να με ακουσεις. Λένε πως πρέπει να πάμε κάπου υπόγεια,


όσο πιο γρηγορα μπορούμε. Δεν ξέρουν πότε θα μας φτάσει το ραδιενεργό
νέφος, γιατί ακόμα δεν είναι σίγουροι για όλες τις τοποθεσίες που
συνέβησαν οι εκρήξεις. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχουμε, μα πρέπει να βρούμε
καταφύγιο»

«εγώ πρέπει να βρώ πρώτα τα παιδιά μου Κωστα. Δεν πάω πουθενα χωρίς
αυτά»

«δεν ξέρω αν θα προλάβουμε. Ξερω ενα μέρος εδώ κοντά που έχει βαθυ
υπόγειο, μπορούμε να πάμε εκει.»

«Ξεχνα το Κωστα, εγώ θα πάω μέχρι την Κορινθο, να βρώ τα παίδιά μου και
θα δω μετά τι θα κάνω.»

«Εγω Ελπίδα πρέπει να σκεφτώ το δικό μου παιδί. Να βρώ κάπου να το


κρατησω ασφαλές».

«Τότε χωρίζουν οι δρόμοι μας» του είπε η Ελπίδα και σηκώθηκε. Ξαφνικά
ένιωθε ξανα δυνατή και αποφασισμένη. Δεν είχε την πολυτέλεια να
φοβηθεί, ούτε να δειλιάσει τωρα. Τα παιδάκια της είχαν σημασία, τίποτα
άλλο.

«Εντάξει, κοίτα εμεις θα πάμε στο κτηριο Αιαντας στην Κινεττα. Εκεί
υπάρχει ενα υπόγειο, και ειμαι φίλος με τους ιδιοκτήτες. Αν δεν βρείς κάτι
άλλο, θα σας πάρουμε εσενα και τα παιδιά εκει» της είπε ο Κώστας καθως
χαιρετιόντουσαν. Η ελπίδα αγκάλιασε τον μικρό Μανωλη που δεν έιχε
σταματησει να κλαίει, και ευχηθηκε μεσα της να μπορέσει να αγκαλιάσει
συντομα και τα δικά της παιδάκια. Μετά τους έιδε να ξεμακραίνουν στην
κατηφόρα, προς την απέραντη σκοτεινη θάλασσα. Ο καιρός είχε χαλάσει
απότμα και συντομα θα εβρεχε. Η ελπίδα ευχηθηκε η απότομη αυτή αλλαγή
του καιρού να μην είχε να κάνει με το πυρηνικό ολοκαυτωμα που
εκτυλισσόταν σε όλο τον κόσμο. Αρχισε να περπατάει γρηγορα, μα συντομα
κουράστηκε πολυ. Ποτε δεν είχε αναλογιστεί πόσος δρόμος ηταν μέχρι την
κορινθο με τα πόδια. Και όταν είδε μπροστά της τον Ισθμό, χαρηκε όσο δεν
είχε χαρεί ποτέ ξανα. Επιτάχυνε το βήμα της και φθάνοντας στην γέφυρα
συναντησε άλλους πέντε ανθρώπους που περπατούσαν μαζί. Τους πλησίασε
μηπως και γνώριζαν κάτι περισσότερο για τις εκρήξεις, και τότε είδε πως
ένας από αυτόυς ήταν και ο Γρηγόρης, ο γιος ενός γειτονά της που σπούδαζε
στην Αθηνα.

«Γρηγόρη...»

«Κυρία Ελπίδα, και εσεις εδω; Μαθατε τι συνέβει;»

«έμαθα Γρηγόρη μου, και προσπαθώ να πάω στα παιδιά μου».

«Και εγώ πάω στους γονείς μου, αν δεν τους βρώ εκει, δεν έχω ιδέα που να
πάω μετα. Να εδώ με τους ανθρώπους, ολοι πάμε στην Κορινθο. Ελατε μαζί
μας»

Οι άνθρωποι που ήταν μαζί με τον Γρηγόρη της ήταν λίγο πολύ γνωστοι,
τουλάχιστον φυσιογνωμικά από τον προαστιακό. Αντάλλαξαν λίγες
κουβέντες, τα τυπικά, μα ήταν όλοι πολύ σιωπηλοί, ήθελαν απλά να βρούν
τους ανθρώπους τους και τιποτα άλλο.

«Είπαν στις ειδήσεις για πυρηνικό πολεμο, μα δεν ειπαν που. Μαλλον στην
Αμερική αλλά κανενας ακόμα δεν ξερει. Λένε ότι πρεπει να μεινουμε σπιτια
μας μεχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Τι προστασία όμως θα έχουμε εκεί
άν έρθει το ραδιενεργό νέφος; Δεν πρέπει να πάμε σε κάποιο είδος
καταφυγιου; Σε ένα πυρηνικό καταφύγιο;» Αναρωτηθηκε μάλλον δυνατά
ένας κυριος της ομάδας μετά απο λίγη ώρα.

«Που να βρεθεί εδω πυρηνικό καταφύγιο άνθρωπέ μου» του αντιγύρισε ένας
άλλος της ομάδας. «Αντε να υπάρχει κανενα στην Αθηνα, και αυτό πολύ
δυσκολο το βλέπω. Να βρεις κανενα υπόγειο και να κάνεις τον σταυρό σου
να μην έρθει κανενα νεφος απο εδω. Αλλιως πάμε χαμένοι. Δεν μας σώζει
τιποτα.» συνέχισε καθως είχαν φτάσει πια κοντά στον σταθμό του
προαστιακού της Κορινθου. Λίγο πριν τον σταθμό, το γκρουπ χωρίστηκε
καθως ο καθένας επαιρνε τον δρόμο για το σπίτι του. Η ελπίδα έτρεξε προς
την μεριά που είχε παρκάρει το αμάξι της εκείνο το πρωι. Της φαινοταν πως
είχε περάσει ένας αιώνας, μα ηταν μόλις 4 ώρες πριν! Ποσο μπορεί να
αλλάξει η αισθηση του χρονου, όταν γυρω επικρατεί χάος! Μα...που ήταν το
αμάξι της; Όλο το πάρκινγκ ήταν άδειο. Ο Γρηγόρης είχε έρθει μαζί της.

«Να εδώ το είχα παρκάρει, είμαι σίγουρη...» ελεγε και ξαναέλεγε η Ελπίδα,
καθως προσπαθούσε να θυμηθει.

«Δεν θέλω να σας τρομάξω, μα μηπως σας το έκλεψαν;»

Η ελπίδα δεν το είχε σκεφτεί αυτό. «Μαλλον έχεις δικιο Γρηγόρη. Έτσι
εξηγούνται και τα σπασμένα γυαλια εδω...Καλυτερα λοιπόν να πάμε με τα
πόδια ώς το σχολείο, είναι εδω κοντά.»

«και το αμάξι σας;»

«πάει τώρα αυτό... δεν έχει σημασία» απάντησε η Ελπίδα και απόρησε και η
ίδια με τον εαυτό της που το είχε πάρει τόσο ελαφρά, κάτι που άλλοτε θα
την είχε διαλυσει να της κλέψουν το αμάξι. Ομως τωρα προείχαν άλλα.

Η ώρα ηταν 12.33 όταν η Ελπίδα μαζί με τον Γρηγόρη έφταναν στο σχολείο
των παιδιών της. Όμως το σχολείο ήταν έρημο, και κανενα παιδί δεν
φαινόταν πουθενα. Ενα σημείωμα κολλημένο πρόχειρα στην σιδερένια
πορτα, έλεγε «τα παιδιά μεταφέρθηκαν στο υπόγειο του Δημαρχείου
Κορίνθου». Η Ελπίδα, έκαστε στα σκαλιά του σχολείου εξουθενωμένη. Το
δήμαρχείο ήταν στην τελείως αντίθετη κατευθυνση από το σπίτι τους και τα
περιθώρια χρόνου στενευαν επικύνδινα. Δεν ηταν ασφαλές να συνεχίζουν
να τριγυρνουν εξω. Την επιασε απελπισία. Σηκώθηκε απότομα και πλησίασε
μια σπασμένη καγκελόπορτα, και εβγαλέ από την θέση του ένα μεγάλο
τμήμα του σιδερένιου κάγκελου, που ειχε σπάσει από την διάβρωση.
Κατευθύνθηκε προς ένα αμάξι και χωρίς δευτερη σκέψη έσπασε το
παράθυρο του οδηγού. Το φιατακι, οποιου και αν ηταν, ηταν η μονη της
ελπίδα να φτάσει εγκαιρα στα παιδια της.

«Να με συχωρέσει ο θεός, μα πρέπει να πάω γρήγορα ώς το δημαρχείο.


Ξερεις να το βάζεις μπρός τουτο εδω χωρίς κλειδιά;» ρωτησε τον Γρηγόρη ο
οποίος την κοιτούσε εκπληκτος. Μαλλον δεν περίμενε μια γυναίκα σαν την
Ελπίδα να κάνει κατι τετοιο. Μα δεν είχε δει τιποτα ακόμα. Μια μητέρα
μπορούσε να κάνει τα πάντα για τα παιδιά της, ειδικά όταν αυτά βρίσκονται
σε κινδυνο. Ξεπερνώντας την ταραχή του, άνοιξε την παραβιασμένη πόρτα
και έσκυψε κάτω από το τιμόνι προσπαθώντας να βρει τα καλώδια. Σε λίγη
ώρα η μηχανή μουγκρισε, και η Ελπίδα άρχισε να γρλάει από χαρα.
Μπηκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για το δημαρχείο. Περίπου στην μέση της
διαδρομής άρχισε να βρέχει. Και οι δυο τους ηλπιζαν πραγματικά τουτη η
βροχή να μην ηταν επινυνδινη, να μην κουβαλούσε μεσα της ραδιενεργεια.
Στην στροφή του δρόμου, 500 περιπου μετρα από το δημαρχείο, ο δρόμος
ηταν μπλοκαρισμένος. Πολυς κόσμος προσπαθούσε να πάει στο Δημαρχείο,
που μαλλον θα διέθετε κάποιο έιδος υπόγειου καταφυγίου. Ομως προφανως
δεν ήταν σχεδιασμένο να δεχτεί όλη την Κορινθο, και έτσι η κατάσταση
ηταν τρομαχτικη καθως οι ανθρωποι προσπαθούσαν όπως όπως να φτάσουν
ώς την πόρτα του δημαρχείου, πράγμα που ήταν απλά αδύνατο. Ακόμα και
μπορούσες να προσπεράσεις όλον τον κόσμο που περίμενε απ΄εξω από το
σιδερενιο φράχτη του Δημαρχείου, οι αστυνόμοι που ήταν παραταγμένοι
μέσα από αυτών δεν θα σου επέτρεπαν να μπεις. Η ελπίδα προσπάθησε να
χωθει μες αστο πλήθος, που παρά την βροχή δεν έλεγε να κουνηθει. Η
αγωνία ηταν αποτυπωμένη στα προσωπα των ανθρώπων που αποζητούσαν
καταφύγιο. Τα πνευματα είχαν αρχίσει να αγριευουν καθως μερικοί
θεωρούσαν πως επρεπε έστω και με την βία να μπουν μεσα στο κτίριο. Η
Ελπίδα φοβήθηκε πως θα ξεσπόυσαν συντομα αναταραχές εκει έξω. Ειδε πως
ήταν απλά αδυνατον να μπει μεσα στο κτιριο να βρεί τα παιδιά της, απλά
ευχόταν να ήταν ασφαλή εκει μεσα.

«Γρηγόρη πάμε. Δεν πρόκειτε να μας αφησουν να μπουμε, και σε λίγο βλέπω
να γίνονται φασαρίες. Παμε όσο είναι καιρός».

Ο Γρηγόρης συμφώνησε. Ηταν ένας πολύ καλός νεαρός αντρας πια, και όχι
ένα παιδί όπως τον θυμόταν η Ελπίδα. Πόσο θα ήταν τώρα, σιγουρα γυρω
στα 19 με 20. Τον θυμόταν απο χρόνια στην γειτονια, πάντα υσηχος,
καλόβολος και προθυμος να βοηθησει καποια γιαγια η παππου να περάσει
τον δρόμο. Είχαν κάνει καλή δουλεια οι γονείς του, και η Ελπίδα ήλπιζε να
τα καταφέρει και αυτή τόσο καλα με τα δικά της αγόρια. Τωρα όμως
συνειδητοποιούσε πως ο νεαρός Γρηγόρης είχε μεγαλώσει και είχε ωριμάσει
ακόμα πιο πολύ. Στην θέση του κάποιος άλλος θα είχε πανικοβληθει, μα
αυτός φαινόταν έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτην την άσχημη κατάσταση όσο
καλυτερα μπορούσε. Και είχε και κουράγιο να βοηθήσει την Ελπίδα. Ποιος
άλλος θα έκανε κάτι τέτοιο αυτην την ωρα;

Η Ελπίδα και ο γρηγόρης κατευθύνονταν προς την γειτονιά τους,


προσέχοντας να πηγαίνουν απο τους πιο μικρούς δρόμους, μηπως και
έπεφταν πάλι σε αναταραχές.

«που θα πάς τωρα Γρηγόρη;»

«απο το σπίτι, μηπως και βρω τους γονείς μου. Αν δεν είναι εκεί, δεν ξέρω τι
θα κάνω. Θα μπορούσα να έρθω μαζί σας;»
«εννοείται... χαιρομαι πολύ που το ζητησες. Εγω σκεφτόμουν να πάμε λίγο
πιο πανω απο το σπίτι, στο μεγάλο υπόγειο του κεντρου νεότητας. Κάποτε
είχα ακούσει πως ήταν καταφυγιο πολέμου, ίσως να έχουν ηδη πάει κι άλλοι
βεβαια.Και εννοειται πως αν βρεις τους γονεις σου και συμφωνουν μπορουμε
να μεινουμε ολοι μαζι.»

Οι δρόμοι δεν ηταυ ερημοι όπως πριν. Πολλοι ανθρωποι, παρακουωντας τις
οδηγίες ειχαν βγει στους δρόμους, προφανως για αναζήτηση των δικών τους
ανθρώπων. Ένα αλαλουμ με κορναρισματα και φωνες επικρατουσε,
ανθρωποι ετρεχαν πανικόβλητοι να προλάβουν… Τι; Ενας θεός μονο ξερει
την αγωνια τους και τους φοβους τους. Η ελπίδα παρκαρε το αυτοκίνητο έξω
από το σπιτι της. Θα ανεβαινε πάνω να πάρει προμήθειες και θα περίμενε
τον Γρηγόρη να έρθει. Αν έβρισκε τους γονείς του, τοτε θα πηγαιναν όλοι
μαζί κάπου. Αλλιως θα έμεναν οι δύο τους. Η ελπίδα σκεφτόταν και την
πιθανότητα να πηγαιναν στην κιννετα, εκει που της είχε πεί ο Κωστας πριν
λίγο, αλλά δεν ήταν σιγουρη πως είχαν τόσο χρόνο στην διάθεση τους. Και
δεν ηθελε να φύγει μακρυα από την Κορινθο. Τα παιδάκια της σίγουρα ηταν
στο Δημαρχείο, με το που θα μπορούσε να κυκλοφορησει ξανα έξω θα
πηγαινε κατευθειαν να τα βρει. Μονο που δεν γνωριζε πότε θα ήταν κάτι
τετοιο πιθανό.

Ανεβηκε σπίτι, και βρήκε δυο μεγάλα σακ-βουαγιαζ. Τα πηρε μαζί της στην
κουζίνα και άρχισε να γεμίζει το πρώτο με όσα τρόφιμα είχαν μακρυα
ημερομηνία λήξης. Γαλατα εβαπορε, χυμους, κονσερβες, σνακ όσα είχε στα
ντουλάπια. Και κάπου εκει συνηδειτοποιησε πως δεν είχε ιδέα πως θα
μπορούσε να επιζησει με τόσα λιγα τρόφιμα. Δεν είχε ιδέα πόσο καιρό θα
έπρεπε να μεινουν κρυμμενοι, και που θα έβρισκαν νερο για όλο αυτό το
διάστημα. Τα παιδάκια της; Θα ήταν ασφαλή; Και αν δεν ηταν μεσα στο
δημαρχείο, αλλά έξω μόνα τους; Πως θα μπορούσε να σιγουρευτεί ότι όντως
ηταν εκει; Καθησε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Οι ειδήσεις
έλεγαν ότι το ραδιενεργό νέφος βρίσκεται πάνω από την περιοχή της
Κρητης και το αναμένουν στην Αθηνα σε περίπου μιαμιση ωρα. Οι νότιοι
άνεμοι που έπνεαν, επιτάχυναν την πορεία του. Άλλο ένα ραδιενεργό νέφος
ερχόταν απο την κεντρική ευρώπη και ήταν στην περιοχή της αδριατικης.
Οι ειδικοί έλεγαν ότι όσοι δεν είχαν ένα υπόγειο να βρουν καταφύγιο θα
έπρεπε να κλείσουν με ταινία κάθε παράθυρο και πόρτα του σπιτιου, να
κλεισουν πολύ καλά τα μπατζουρια, να ασφαλίσουν πορτες, τζακια και
γενικά κάθε άνοιγμα που θα μπορούσε να μπει αέρας μεσα στο σπιτι, και να
περιμένουν. Θα χρειαζόταν περίπου μια εβδομάδα για κατακαθίσει η σκόνη,
και άλλο τόσο για να μπορέσει κάποιος να βρεί έξω στον δρόμο φορώντας
κατάλληλα ρούχα. Μπορεί να έπαιρνε μηνες για να ηταν ασφαλές να βγείς
χωρίς προφυλαξη έξω. Η ελπίδα κατερευσε. Τοσος καιρός χωρις τα παιδάκια
της, χωρίς να ξερει αν είναι ασφαλή η όχι. Πως θα τα κατάφερνε; Της
φαινόταν πως άρχιζε να τρελλαίνεται. Μεσα στην παραζάλη της, αποφάσισε
να ξαναπάει μεχρι το δημαρχειο, να βρει ένα τρόπο να δει τα παιδάκια της,
και να τα πάρει μαζί της. Αφησε ένα σημείωμα στην εξωπορτα του σπιτιού
της για τον Γρηγορη, και μπηκε στο φιατακι. Ο δρόμος ειχε ακόμα
χειρότερη κινηση απο πριν, και τωρα ακόμα και οι μικροι παράδρομοι που
την είχαν βολέψει πριν, τωρα ηταν γεμάτοι κόσμο. Τα αυτοκίνητα έξω από
το δημαρχείο ήταν λιγοτερα τωρα. Η ελπίδα αφησε το αμαξι αρκετά πιο
μακρυα από το δημαρχείο και συνεχισε με τα πόδια. Επρεπε να στριμωχτει
αναμεσα σε πολλους ανθρωπους για να καταφέρει με τα χιλια ζορια να
φτάσεει μεχρι την πυλη. Ενας υπάλληλος που φαινόταν τελειως
αποπροσανατολισμένος, προσπαθούσε να βάλει τάξη στο χάος. Η ελπίδα τον
πλησίασε μα σταθηκε αδυνατο να καταφερει να του μιλήσει. Εκεινη την
στιγμή δυο αστυνομικοί ανοιξαν δρόμο στο πλήθος και μπηκαν στο
δημαρχείο μη δίνοντας καμμια σημασία στους ανθρώπους που φωναζαν και
ζητούσαν βοήθεια. Ο υπάλληλος του δημαρχείου προσπάθησε να
απομακρύνει το πλήθος που είχε κατακλυσει την είσοδο στο κτίριο, και η
ελπίδα βρηκε μια μικρή χαραμάδα και τρυπωσε στο προαυλιο χωρίς να την
πάρει ειδηση καθόλου μιας και ήταν απασχολημένος αλλου.

Η ατμόσφαιρα μέσα στο δημαρχείο ήταν αποπνικκτική. Αναστατοι ανθρωποι


κοιτούσαν τις τηλεοράσεις που υπήρχαν στο χολ ακούγοντας ότι νέο
εξέπεμπαν τα ξενα μεσα ενημερωσης. Η ελπίδα πληροφορήθηκε ότι τα
ελληνικά είχαν σιωπησει. Προ μισης ωρας, όλα τα κανάλια έβαλαν μουσική
και σταμάτησαν την ροή των ειδήσεων. Ο μόνος τρόπος να ενημερωθει
κανεις ήταν τα ξενα προακτορεία που συνέχιζαν να ενημερώνουν για την
κατάσταση. Η ελπίδα κοιταξε με δέος καποια πλάνα από μια κάμερα
ασφαλείας κάπου στο Λονδίνο, έξω από την άμεση περιοχή της έκρηξης, που
έιχε επιζησει της καταστροφής και ακόμα έστελνε εικόνες. Εικόνες από τι;
Τιποτα δεν υπήρχε όρθιο για χιλιομετρα. Η ελπίδα ανατρίχιασε βλέποντας
τις εικόνες αυτες,

Λίγο έξω από το κεντρικό χολ, βρηκε μια νεαρή υπάλληλο, που την γνωριζε
από παλιά. Η Νικη είχε μαλλιά αναστατωμένα και βλέμμα απλανές προς τις
οθόνες που έδειχναν τις ζοφερες εικόνες. Η Ελπίδα την πλησίασε και την
ακούμπησε από τον ώμο, μια κινηση φιλική που όμως την κοπέλα την
ξαφνιασε και αναπήδησε τρομαγμένη. Στην αρχή δεν φάνηκε να
αναγνωρίζει την Ελπίδα, μα μετά ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε
από τα χείλη της.

«Εσείς ειστε κυρία Ελπίδα; Ποσο χαίρομαι που σας βλέπω!»


«Νικη μου, εγω να δείς ποσο χαιρομαι που σε ειδα…. Χρειαζομαι μια
βοήθεια Νικη μου, πρόκειται για τα παιδιά μου. Βρίσκονται καπου εδώ, τα
έφεραν από το 8ο δημοτικό σχολείο. Μηπως ξέρεις που μπορώ να τα βρω;»

«Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω, μα δεν έχω ιδέα πραγματικά.


Πάντως αν είναι εδώ, τότε πρέπει να βρίσκονται στο υπόγειο, εκει υπάρχει
ένα καταφύγιο – βεβαια όχι πυρηνικό δυσστυχως. Μπορείτε να ψαξετε εκει»

Η Ελπίδα της χαμογέλασε, την αγκάλιασε και όρμησε προς το υπόγειο,


προσπαθώντας να ανοιξει δρόμο μέσα στο πλήθος. Η κατάβαση από τις
σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο ήταν σχεδόν αδύνατη γιατί πολυς
κόσμος που είχε μάθει για το υπόγειο καταφυγιο προσπαθούσε να φτάσει ως
εκει. Η Ελπίδα γρηγορα κατάλαβε πως το να χωθεί απλα μέσα στο πλήθος
δεν ηταν αρκετο για να μπορέσει να βρεί τα παιδιά της εγκαίρως. Μα δεν
μπορούσε να παρατησει τα όπλα τοσο γρήγορα.

‘εξαρτάται από το που έχει γινει εκρηξη. Ποσο κοντά μας είναι το
επίκεντρο. Αν είναι πολύ μακρυα μας όλα εξαρτόνται από τους ανεμους. Η
ραδιενεργη σκόνη είναι ηδη στην ατμόσφαιρα και κινηται με τους ανεμους.
Όταν μας φτάσει πρεπει να έχουμε κρυφτει, καλυτερα καπου κατω από την
γη για να προστατευτουμε. Μετά….μετα …μετα δεν ξερω. Αλλά πρεπει να
βιαστουμε. Πρεπει να βρουμε ένα καταφύγιο γρηγορα.’ .

Πραγματικά μετά από λίγη ώρα κάθονταν και οι δυο στον καναπε και
κοιτούσαν αμιλητοι τα δελτία ειδησεων. Ανταποκρίσεις υπήρχαν ελάχιστες
από τις περιοχές που έπεσαν οι βομβες, και μόνο υποθέσεις μπορούσαν να
κάνουν για το μέγεθος της ζημιας.

Οι πρώτες επιθέσεις έγιναν στην Νεα Υόρκη και στο Τελ Αβιβ, όπου γυρω
στους 15 πυράυλους με πυρηνικές κεφαλες εξεράγησσαν εξαφανίζοντας από
τον χαρτη τις μητροπολιτικές περιοχες. Αριθμός νεκρών αγνωστος,
ανυπολόγιστος. Σίγουρα στην κλίμακα των εκατομμυρίων. Τα ραδιενεργά
νέφη που είχαν δημιουργηθει, είχαν ηδη πλήξει γειτονικές μητροπολιτικές
περιοχές και κινούνταν ακολουθώντας την πορεία των ανεμων. Πλήθη
ανθρώπων αναζητώντας καταφύγιο είχαν βρεί τραγικό θανατο σε πορτες,
ασανσερ, μεσα μεταφοράς και εξόδους κινδύνου. Αλλές τρεις επιθέσεις ηταν
σε εξέλιξη όπως φαίνεται στο Λονδίνο, το Βερολίνο και το Παρίσι. Αγνωστο
πόσοι πυραυλοι ειχαν πλήξει αυτές τις περιοχές, αγνωστο το μεγεθος της
ζημιας, αγνωστος αριθμός νεκρών αλλά πάλι στην κλιμακα των
εκατομμυρίων. Ο κόσμος όπως τον ηξεραν, δεν υπηρχε πια, έρμαιο των
αποφάσεων των μεγάλων δυνάμεων… Η ελπίδα και ο Γρηγόρης κάθονταν
σαν στηλες αλατος προσπαθώντας να κατανοησουν αυτά που έδειχνε η
τηλεόραση. Μα ηταν κατι που απλά δεν χωρούσε στο μυαλό σου. Όλη αυτή η
καταστροφη, όλοι αυτοι οι νεκροι, και μια τεράστια αβεβαιότητα που
πλανιόταν στον αέρα.

Το μόνο που μετέδιδαν τα ελληνικά δελτία ειδήσεων ήταν πως το ραδιενεργό


συννεφο από το τελ αβιβ, θα έφτανε στην περιοχη τους σε λιγότερο από 2
μερες, ανάλογα με τον καιρό. Μεχρι τότε επρεπε να βρουν τρόπο να
προφυλαχτουν.

«δεν έχουμε καιρό για χάσιμο» ειπε καθως κηκωνόταν από την πολυθρόνα ο
Γρηγόρης. «μεινε εδώ με τα παιδια, πρεπει να πάω να βρω προμηθειες. Μην
βγείτε εξω, κλειστε τα παράθυρα και παρακολουθηστε τις ειδησεις. Μην
ανοιξετε σε κανεναν άγνωστο» της είπε, και εφυγε.

Μενοντας μόνη η έλπίδα έκρυψε το κεφάλι της μεσα στα χερια της.
Απογνωση. Αυτό αισθανόταν. Μια καταστροφη που ουτε να την φανταστεί
δεν μπορουσε, ουτε να την ελέγξει, ούτε να βοηθησει τα παιδιά της να
σωθούν από αυτην. Αισθανόταν ανημπορη. Δεν είχε το θαρρος του
γρηγόρη… Ηταν αξιοπεριεργο πως μεσα σε λίγες ώρες ενας εντελώς
αγνωστος ανθρωπος την είχε βοηθησει αυτήν και τα αγόρια τόσο πολύ.
Ακολουθώντας τις οδηγίες ενός γιατρού στην τηλεόραση, μαζεψε σε ένα
βαλιτσάκι ιατρικές προμήθειες που μπορούσαν να χρειαστούν. Αναλγητικά,
αντισηπτικά, ανιβιοτικά και ότι άλλο υπήρχε μεσα στο φαρμακείο του
σπιτιου, μπηκε στο βαλιτσακι. Μετά, με την βοηθεια των αγοριών που
ευτυχως το έβλεπαν ακόμα ολο αυτό σαν παιχνίδι, έβαλε μονωτική ταινια σε
όλα τα παράθυρα και τις πορτες. Για σιγουρια εβαλε 3 στρωσεις,
προσπαθώντας να μην αφησει την παραμικρη χαραμάδα που να περάσει η
σκόνη.

Οι Ειδησεις έλεγαν πως όταν θα έρθει το ραδιενεργο συννεφο, θα έχει


εξασθενησει , αλλά μπορεί να εισχωρησει σε πραγματα εκτεθειμένα και εκει
να παραμείνει και να προκαλέσει μολυνση αργότερα. Οι αρχές καλούσαν
τους πολίτες να μεινουν κλεισμένοι στα σπίτια τους ή όσοι μπορούν να πάνε
στα 2 πυρηνικά καταφυγια που υπήρχαν στην Αθηνα και την Θεσσαλονίκη.
Οι

You might also like