Professional Documents
Culture Documents
το συννεφο
το συννεφο
Ακους
διάφορα στην τηλεόραση, στο ραδιοφωνο, βλέπεις ταινίες καταστροφης στον
κινηματογράφο, αλλά ποτέ δεν φανταζεσαι πως μπορεί εσυ ποτε να γινεις
πρωταγωνιστής σε ένα ακραιο γεγονος.
Όπως και να έχει, καθενας μας ζει την ρουτίνα του, κανει τις δουλειες της
ημέρας, πληρώνει τους λογαριασμούς, παιζει με τα παιδιά του, ερωτευεται,
χωρίζει, μαλώνει, χωρίς ποτε (η τουλάxιστον σχεδόν ποτέ) να σκέφτεται πως
ένα γεγονός μπορέι να συμβεί και να τα ανατρέψει όλα. Όλα όσα γνωριζεις
και αγαπάς, για όσα έχεις μοχθησει και προσπαθήσει, όλα όσα σ αρέσουν και
όσα απεχθάνεσαι, μπορεί να χαθούν τόσο εύκολα. Όσα φέρνει η ώρα άλλωστε
δεν τα φέρνει ουτε ο χρόνος, έτσι δεν λένε;
Η Ελπίδα ήξερε αυτην την παροιμία πολύ καλά. Την είχε ζησει στο πετσί
της. Όταν εκείνη την Δευτέρα 30 Φλεβάρη πριν τεσσερα χρόνια, μέσα στο
τρένο που την πηγαινε στην δουλεια της ακουσε στο ραδιοφωνο πως η πτήση
311 για Νεα Υορκη συνετρίβει στον Ατλαντικό ο κόσμος χαθηκε κατω απο
τα πόδια της. Ηταν η πτήση με την οποία ταξιδευε ο αντρας της για Νεα
Υόρκη, εναν προορισμό που επισκεπτόταν συχνά λόγω δουλειας. Η ελπίδα
ταράχτηκε, τοσο πολλύ που σαν έκανε να σηκωθει λιποθυμησε. Οταν άνοιξε
τα μάτια της, οι συνεπιβάτες της την είχαν βγάλει απο το τρένο και
προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Μα δεν συνηλθε, παρά μόνο μετά απο
σχεδόν ένα χρόνο, και αυτό γιατι έπρεπε. Δυο μικρά μωρά εξαρτόνταν τωρα
πλέον μονο απο αυτην και δεν είχε δικαίωμα να ειναι απουσα. Όσο και αν
πονούσε, όσο και αν έκλαιγε μερα νυχτα, έπρεπε να βρέι την δυναμη να
σταθεί ξανα στα πόδια της για τα παιδια. Ο Χρηστος, ο αντρας της, ήταν το
στηριγμα της, ο ανθρωπος της.
Η Ελπίδα δεν είχε ποτέ της προετοιμαστει να μεινει μόνη της, χήρα τόσο
νεα και τα μωρακια τους ορφανά τόσο μικρά. Όμως όταν συμβαίνει το
μοιραίο, σε βρίσκει προ τετελεσμένου, χωρις χρόνο να προετοιμαστεις, παρά
μονο να δράσεις. Και η Ελπίδα έδρασε. Κατάφερε να σταθεί ξανα στα πόδια
της, έκοψε τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που την είχαν κρατήσει
μουδιασμένη για καιρό, ξεκίνησε ξανά την δουλεια της την οποία είχε
διακόψει, έβγαλε τα μαύρα που την στοιχειωναν και μάζεψε τα πράγματα
του Χρηστου που αρνιόταν να πειράξει από τα συρταρια, τα ντουλάπια και
τις κρεμαστρες και τα έδωσε.
Αποφάσισε να κάνει μια καινοθρια αρχή, για χάρη των παιδιων της, που δεν
έφταιγαν σε τιποτα να μεγαλώσουν μεσα σε πένθος και στεναχωρια. Ηταν
μικρούλια ακόμα και η ψυχούλα τους ευάλωτη.
Ηθελε τόσο να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω σε εκείνη την μέρα που
τον αποχαιρέτησε πριν φυγει για το αεροδρόμιο, όχι με τον πιο ζεστό τρόπο
που θα ήθελε. Με την βιασύνη που χαιρετάς κάποιον που είσαι περισσότερο
απο σίγουρος πως θα ξαναδείς. Με την βιασύνη μιας τρελλής μερας με
γκρινιες και κλάμματα απο τα παιδια. Με την βιασύνη της ρουτίνας. Ηθελε
να μπορούσε να τον σφίξει για άλλη μια φορά στην αγκαλιά της, να του πεί
πόσο πολύ τον αγαπάει ακόμα. Μα τωρα είχε τους δυο της γιους να αγαπάει
μεχρι το άπειρο. Αυτά την γύρισαν πίσω στην ζωή, της έδωσαν ξανα ένα
νόημα να ζεί και να προσπαθει.
Στην «επέτειο» των τεσσάρων χρόνων από τον θάνατο του Χρηστου, η
Ελπίδα είχε κανονίσει να λείπει από την δουλειά. Ηθελε να πάει στο
νεκροταφείο, να ανάψει το καντηλάκι και μετά να αφοσιωθεί στους γιους
της. Όμως τα σχέδια της τα χάλασε μια αιφνιδιαστική συνάντηση με τους
διευθυντες της, για την οποία έμαθε μόλις την προηγούμενη. Έτσι και
εκείνη τη μέρα η Ελπίδα ακολούθησε την πρωινη της ρουτίνα.
Στις 7.13 το πρωι ώρα ελλάδας, έχοντας ολοκληρώσει μια ατελείωτη σχεδον
πρωινή προετοιμασία, αφηνε τα παιδια στο σχολείο και παρακολουθώντας τα
να ξεμακραίνουν προς την πετρινη εισοδο, δεν μπορούσε να μην εκπλαγεί
από το πόσο είχαν μεγαλώσει. Ο φωτης ηταν 8 χρονων και ο μικρός λευτερης
ηδη 6. Περπατούσαν κρατώντας ο ενας το χερι του άλλου και της φαινόταν
απιστευτο πως περασαν τα χρόνια νερό από τοτε που ειχε και τα δυο
μωράκια στην αγκαλια της. Τοτε που ακόμα ειχε την αγκαλιά του αντρα της
το βραδυ να την χαλαρώνει και να την καθησυχάζει. Ποσο πολύ γρηγορα
περνούσε ο καιρός. Βαζοντας μπροστά το αυτοκίνητο, πιεσε σχεδόν τον
εαυτό της να σταματησει να σκεφτεται. Το παρκινγκ του σταθμού ηταν όπως
κάθε μερα γεμάτο αμαξια. Παρκαρε και κατευθυνθηκε προς την πλατφορμα
2. Χαιρετησε καποιους από τους μονιμους καθημερινους συνταξιδιώτες της
και περιμενε το τρένο στην συνηθισμένη μερια που περιμενε κάθε μερα.
Στο χερι της κρατούσε το θερμός με τον ζεστό καφέ, μια τεράστια παρηγοριά
σε μια μερα με τόσο κρύο.Όντως είχε κρυώσει ο καιρός και η γρίπη είχε
κανει την εμφανιση της, πολύ νωρίς αυτόν τον χρόνο. Όλη την προηγούμεη
εβδομάδα, είχε τα μικρά αρρωστα με πυρετό και βηχα, και η ίδια είχε
γλιτώσει με εναν ελαφρυ πονολαιμο.
Μέσα στο τρένο η Ελπίδα εκανε αυτά που εκανε κάθε μερα, έβαλε τα
ακουστικά της και ακουσε την αγαπημενη της μουσική. Βαριόταν πολύ να
ακούει τους ψιθυρους των άλλων ταξιδιωτών και την φασαρία του τρένου.
Ακουγε την μουσική, εκλεινε τα ματια της και αδειαζε το μυαλό της από
κάθε σκέψη. Άλλωστε η διαδρομη της ηταν τοσο γνωστή μετά από 4 χρόνια
καθημερινων δρομολογίων, τι άλλο μπορούσε να κανει; Καμμια φορά επιανε
συζητηση με καποια από τις κοπέλες που ταξιδευαν και αυτές καθημερινα
στο ιδιο δρομολόγιο, μα και με αυτές καποιες φορες στερευαν τα θεματα
συζητησης. Ποσα μπορεις να συζητησεις με έναν αγνωστο;
Την ιδια στιγμή, στις 08.17 ωρα ελλάδας, η Ελπίδα βρισκόταν μεσα στο
τρένο με προορισμό την Αθηνα. Είχε συνηθίσει κάθε κουνημα του τρένου,
τον μακρινό ηχο της πορτας που ανοιγοκλεινε, την γνωριμη φωνή που
ανήγγελλε την επόμενη στάση, και όλα αυτά την γεμιζαν με ένα
συναισθημα σιγουριας. Όταν η ζωη σου παίζει παιχνίδια δυσκολα,
προσπαθείς πάντα να αγκιστρωθείς από την σιγουρια της καθημερινότητας
για να συνεχίζεις. Αυτό έκανε και η Ελπίδα εδώ και δυο χρόνια. Από την
ηρεμία την εβγαλε στιγμιαια η φωνή του ελεγκτη, και αφου εψαξε αν δεί σε
ποιον σταθμό ειχε φτάσει, έδειξε το μηνιαίο εισητήριο της και ξαναεκλεισε
τα ματια ακουγοντας τη μουσική που επαιζε από τα ακουστικά. Μην
μπορώντας να γνωρίζει πως η τυχη τους είχε ηδη αποφασιστεί σε ένα
σκοτεινό δωμάτιο χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυα, έκανε σχέδια για την ημερα
της. Σκεφτοταν την δουλειά στο γραφείο, σκεφτόταν τα θα έκανε με τους
γιους της το απογευμα όταν θα μαζευονταν ξανα όλοι μαζί, τι φαγητο θα
ετρωγαν και γενικά όλα εκείνα τα μικρά πράγματα που γέμιζαν την
καθημερινότητα τους. Το σκηνικό έτρεχε έξω από το παράθυρο του τρένου,
αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στην εθνική οδό, οι ταξιδιώτες στριμώχνονταν
στους διαδρόμους, κάποιοι ζητιάνοι ζητούσαν χρήματα. Όπως κάθε μέρα.
Όμως μεσα της υπήρχε μια αναστάτωση, ένα ασχημο προαίσθημα, μια
ανυσηχία. Εμοιαζε κάπως με το προάισθημα εκεινης της μαυρης μερας πριν
δυο χρόνια που χαθηκε ο αντρας της. ένας κόμπος στον λαιμό, μια
ανατριχίλα στην σπονδυλική στηλη. Τίποτα βεβαιο, απλά μια σκια
ανυσηχίας. Η Ελπίδα δεν έδωσε σημασία. Έκελισε ξανα τα μάτια της και
λαγοκοιμήθηκε περιμένωντας την στάση της. Άλλωστε, τετοια
προαισθηματα είχε συχνα, μάλιστα μετά τον πρώτο καιρό απο τον θάνατο
του άντρα της, χρειάστηκε ειδική θεραπεία για να τα ξεπερασει. Βεβαια δεν
τα ξεπέρασε ποτέ, απλά έμαθε να ζει με αυτά και να μην τους δίνει
προτεραιότητα στην ζωή της.
Εντελώς ξαφνικά και ενώ το τρένο πλησίαζε στον επόμενο σταθμό, ένα βιαιο
φρενάρισμα την εκανε να χτυπησει με ορμη το κεφάλι της στο παράθυρο.
Βγάζοντας τα ακουστικα, και κρατώντας το πονεμενο της κεφάλι, σηκωθηκε
όπως και όλοι οι άλλοι σαστισμένοι ταξιδιώτες, να δεί τι είχε συμβει. Εξω
από το παράθυρο φαινονταν όλα ηρεμα, οποτε υποψιάστηκε πως το τρένο
είχε τρακαρει με κατι πανω στις γραμμες. Ίσως κάποια βλάβη; Κάποια
διακοπη ρευματος; Μια ανακοινωση ακούστηκε από τα ηχεία του τρένου:
«παρακαλέιστε να παραμείνετε στις θεσεις σας. Ο συρμός σταματησε για
λόγους ασφαλείας από την αστυνομία, και σε λίγο θα συνεχίσει την πορεία
του» όμως οι επιβάτες ηταν τόσο αναστατωμένοι από την ξαφνική σταση, που
κανενας δεν ακολουθησε τις οδηγίες. Καποιοι προσπάθησαν να ανοιξουν τις
πορτες, που όμως παρέμεναν κλειδωμένες. Καποιοι άλλοι προσπάθησαν να
πανε στον μηχανοδηγό, μα ανακάλυψαν πως κανενας δεν ηταν στο βαγόνι
του μηχανοδηγου. Τοτε επικρατησε ένα χαος γιατί καποιοι πανικοβληθηκαν
και ηθελαν να βγουν εξω πάση θυσία. Ένας προσπάθησε να σπάσει ένα
παράθυρο με την ομπρέλλα του, ενώ καποιος άλλος απλά άρχισε να φωνάζει
και να βρίζει. Γενικά επικρατούσε πανικός, καθως οι επιβάτες ειχαν
αναστατωθεί και αναρωτιόνταν τι μπορεί να έιχε συμβεί. Η Ελπίδα εβγαλε
το κινητό της και προσπάθησε να τηλεφωνησει στην αστυνομία αλλά
μάταια, καθως η γραμμη βούιζε συνέχεια. Επειτα πηρε τηλέφωνο στο
σχολείο των γιων της, αλλα ουτε εκει κατάφερε να βγάλει γραμμη.
Μεχρι εκεινη την ωρα, καμμια εκατοστη ταξιδιωτες που ηταν μεσα στο
βαγόνι του τρενου, ειχαν τρομοκρατηθεί και κανενας μα κανενας δεν
μπορουσε να τηλεφωνησει πουθενα. Μετά από 10 λεπτα που στην Ελπίδα
μα και σε πολλους άλλους επιβάτες φανηκαν αιώνας, οι πόρτες του τρένου
εκαναν τον χαρακτηριστικό ήχο και άνοιξαν, αφηνοντας τους ανθρώπους να
βγουν στις γραμμες. Έξω από το τρένο, στον δρόμο που σε εκείνο το σημείο
της διαδρομής περνούσε δίπλα απο τις γραμμες, δύο περιπολικά και
κάμποσα άλλα οχηματα της αστυνομίας περίμεναν. Ο κόσμος μαζεύτηκε
γυρω από τους αστυφυλακες φωνάζοντας και ζητώντας εξηγησεις, μα η
δουλεια των αστυνόμων δεν ηταν να τους εξηγησουν τι συνέβαινε αλλά
μάλλον να τους απομακρύνουν από την περιοχή του συμβάντος.
Την ίδια σκέψη είχαν και μερικοί συνταξιδιώτες της που δεν ηθελαν να
μπουν στα λεοφορεία. Μαζί ξεμάκρυναν απο το πλήθος που περίμενε να
ανέβει στα λεοφορεία και ξεκινησαν προς την αντιθετη κατευθυνση επί της
εθνικής οδού. Ηταν όλοι τους περίεργοι, τι το τόσο έκτακτο μπορεί να είχε
συμβεί για να διακοπεί το δρομολόγιο του τρένου, να διακοπούν οι
τηλεφωνικές κλησεις και το ιντερνετ. Η Ελπίδα προσπαθούσε να
επικοινωνήσει με το σχολείο των παιδίων της μα του κακου. Όμως δεν
μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί, και σίγουρα δεν θα περνουσε ποτέ
απο το μυαλό της ότι τα παιδιά κυνδινευαν, άλλωστε ο κινδυνος ήταν στην
Αθήνα μόνο, έτσι δεν είπαν;
Αναμεσα στους συνεπιβάτες που περπατούσαν μαζί της προς την Κορινθο, η
Ελπίδα αναγνώρισε με χαρά τον Κωστα, έναν παλιο συμμαθητη και καλό
φίλο του αντρα της. Είχε απο το χέρι τον γιο του, και δεν την είχε
καταλάβει, έτσι η Ελπίδα τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.
«πηγαινα τον Μανώλη σε εναν πνευμονολόγο στην Αθηνα, για το ασθμα του,
αλλά απ΄οτι φαίνεται δεν θα τα καταφέρουμε σημερα. Εμαθες τι μπορεί να
έχει συμβεί;»
«όχι δεν έχω ιδέα. Αλλά ότι και να ναι, καλό δεν είναι σιγουρα. Απλά μου
κάνει εντύπωση που ο δρόμος είναι άδειος.»
Η Ελπίδα συνέχισε παρέα με τον Κώστα και τον μανώλη την πορεία προς
την Κορινθο. Στην επόμενη στροφή συνάντησαν ενα βενζινάδικο και
αποφάσισαν να κανουν μια στάση, μηπως μάθαιναν και τι είχε συμβει στην
Αθηνα. Ο κώστας έμεινε με τον μικρό μανώλη έξω, μηπως περνούσε κανενα
όχημα να το σταματ΄’ησει. Η ελπίδα μπήκε μέσα στο βενζινάδικο.
Το βενζινάδικο ηταν και αυτό ερημο, μα μεσα ένας ηλικιωμένος στεκόταν
πίσω από τον πάγκο, κοιτωντας την τηλεόραση σαν στηλη αλατος. Η Ελπίδα
τον πλησίασε, μα αυτός ουτε που γύρισε να την κοιτάξει. Κοιτουσε την
οθόνη και εκλαιγε. Η Ελπίδα δεν μπορούσε να δεί την τηλεόραση απο την
μεριά του πάγκου από την οποία στεκόταν, και δεν μπορούσε να φανταστεί
τι θα μπορουσε να προκαλέσει στον ηλικιωμένο τέτοια αναστάτωση.
‘δεν ξερω τι συνεβει, παιδι μου, αυτά λενε εδώ και μιση ωρα περιπου. Καπου
ξεκινησε πολεμος με πυρηνικά, μα δεν ξερει κανενας περισσοτερα….Ειπε ο
ηλικιωμενος αντρας αναμεσα στα αναφιλητά του, και κάθησε στην καρέκλα
κρατώντας το κεφάλι του αναμεσα στα χέρια του. Η Ελπίδα ένιωθε σαν να
είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα και ένιωθε το αίμα να κυλά
μέσα της καυτό ενώ την έλουζε κρύος ιδρώτας, Να τρέξει, να πάει να βρεί τα
παιδάκια της και μετά; Τι θα εκανε μετα;
Βγήκε έξω σερνοντας τα πόδια της και λίγο πριν την εξώπορτα παραπάτησε.
Δεν είχε ποτέ της ταραχτεί πότε ξανά τόσο πολυ. Ο Κωστας την είδε να
παραπατά και έτρεξε να την κρατήσει.
Ο κώστας έκανε ένα βημα πίσω κοιτώντας την αποσβολωμένος. Αμέσως μετά
γέλασε. «Ελα κόψε την πλάκα, δεν ειναι αστείο. Πες μου τι ακουσες! »
Η ελπίδα καθησε κατω και εκρυψε το κεφάλι της. Ο κώστας την άφησε και
έτρεξε μεσα στο βενζινάδικο. Ο μανώλης καθησε μαζί με την ελπίδα και
κουρνιαξε και αυτός διπλα της τρομαγμένος. Δεν ηξερε την ένοια της λέξης
πυρηνικά αλλά σιγουρα καταλάβαινε την λέξη βομβες. Ηταν μόλις δεκα
χρονων αλλά τα σημερινά παιδιά έχουν τον πολεμο στο μυαλό τους από
μικρά. Παιζουν με ηλεκτρονικά που έχουν θεμα τον πολεμο και βλέπουν
παντου στην τηλεόραση οπλα, άρα δεν είναι να απορείς που γνωρίζουν τον
πολεμο απο μικρή ηλικία.
Ο ουρανος είχε ξαφνικά συννεφιασει και φαινόταν να ναι ετοιμος για βροχη.
Σε λιγο ο Κωστας βγηκε έξω από το βενζινάδικο, με μια έκφραση σκοτεινη.
«εγώ πρέπει να βρώ πρώτα τα παιδιά μου Κωστα. Δεν πάω πουθενα χωρίς
αυτά»
«δεν ξέρω αν θα προλάβουμε. Ξερω ενα μέρος εδώ κοντά που έχει βαθυ
υπόγειο, μπορούμε να πάμε εκει.»
«Ξεχνα το Κωστα, εγώ θα πάω μέχρι την Κορινθο, να βρώ τα παίδιά μου και
θα δω μετά τι θα κάνω.»
«Τότε χωρίζουν οι δρόμοι μας» του είπε η Ελπίδα και σηκώθηκε. Ξαφνικά
ένιωθε ξανα δυνατή και αποφασισμένη. Δεν είχε την πολυτέλεια να
φοβηθεί, ούτε να δειλιάσει τωρα. Τα παιδάκια της είχαν σημασία, τίποτα
άλλο.
«Εντάξει, κοίτα εμεις θα πάμε στο κτηριο Αιαντας στην Κινεττα. Εκεί
υπάρχει ενα υπόγειο, και ειμαι φίλος με τους ιδιοκτήτες. Αν δεν βρείς κάτι
άλλο, θα σας πάρουμε εσενα και τα παιδιά εκει» της είπε ο Κώστας καθως
χαιρετιόντουσαν. Η ελπίδα αγκάλιασε τον μικρό Μανωλη που δεν έιχε
σταματησει να κλαίει, και ευχηθηκε μεσα της να μπορέσει να αγκαλιάσει
συντομα και τα δικά της παιδάκια. Μετά τους έιδε να ξεμακραίνουν στην
κατηφόρα, προς την απέραντη σκοτεινη θάλασσα. Ο καιρός είχε χαλάσει
απότμα και συντομα θα εβρεχε. Η ελπίδα ευχηθηκε η απότομη αυτή αλλαγή
του καιρού να μην είχε να κάνει με το πυρηνικό ολοκαυτωμα που
εκτυλισσόταν σε όλο τον κόσμο. Αρχισε να περπατάει γρηγορα, μα συντομα
κουράστηκε πολυ. Ποτε δεν είχε αναλογιστεί πόσος δρόμος ηταν μέχρι την
κορινθο με τα πόδια. Και όταν είδε μπροστά της τον Ισθμό, χαρηκε όσο δεν
είχε χαρεί ποτέ ξανα. Επιτάχυνε το βήμα της και φθάνοντας στην γέφυρα
συναντησε άλλους πέντε ανθρώπους που περπατούσαν μαζί. Τους πλησίασε
μηπως και γνώριζαν κάτι περισσότερο για τις εκρήξεις, και τότε είδε πως
ένας από αυτόυς ήταν και ο Γρηγόρης, ο γιος ενός γειτονά της που σπούδαζε
στην Αθηνα.
«Γρηγόρη...»
«Και εγώ πάω στους γονείς μου, αν δεν τους βρώ εκει, δεν έχω ιδέα που να
πάω μετα. Να εδώ με τους ανθρώπους, ολοι πάμε στην Κορινθο. Ελατε μαζί
μας»
Οι άνθρωποι που ήταν μαζί με τον Γρηγόρη της ήταν λίγο πολύ γνωστοι,
τουλάχιστον φυσιογνωμικά από τον προαστιακό. Αντάλλαξαν λίγες
κουβέντες, τα τυπικά, μα ήταν όλοι πολύ σιωπηλοί, ήθελαν απλά να βρούν
τους ανθρώπους τους και τιποτα άλλο.
«Είπαν στις ειδήσεις για πυρηνικό πολεμο, μα δεν ειπαν που. Μαλλον στην
Αμερική αλλά κανενας ακόμα δεν ξερει. Λένε ότι πρεπει να μεινουμε σπιτια
μας μεχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Τι προστασία όμως θα έχουμε εκεί
άν έρθει το ραδιενεργό νέφος; Δεν πρέπει να πάμε σε κάποιο είδος
καταφυγιου; Σε ένα πυρηνικό καταφύγιο;» Αναρωτηθηκε μάλλον δυνατά
ένας κυριος της ομάδας μετά απο λίγη ώρα.
«Που να βρεθεί εδω πυρηνικό καταφύγιο άνθρωπέ μου» του αντιγύρισε ένας
άλλος της ομάδας. «Αντε να υπάρχει κανενα στην Αθηνα, και αυτό πολύ
δυσκολο το βλέπω. Να βρεις κανενα υπόγειο και να κάνεις τον σταυρό σου
να μην έρθει κανενα νεφος απο εδω. Αλλιως πάμε χαμένοι. Δεν μας σώζει
τιποτα.» συνέχισε καθως είχαν φτάσει πια κοντά στον σταθμό του
προαστιακού της Κορινθου. Λίγο πριν τον σταθμό, το γκρουπ χωρίστηκε
καθως ο καθένας επαιρνε τον δρόμο για το σπίτι του. Η ελπίδα έτρεξε προς
την μεριά που είχε παρκάρει το αμάξι της εκείνο το πρωι. Της φαινοταν πως
είχε περάσει ένας αιώνας, μα ηταν μόλις 4 ώρες πριν! Ποσο μπορεί να
αλλάξει η αισθηση του χρονου, όταν γυρω επικρατεί χάος! Μα...που ήταν το
αμάξι της; Όλο το πάρκινγκ ήταν άδειο. Ο Γρηγόρης είχε έρθει μαζί της.
«Να εδώ το είχα παρκάρει, είμαι σίγουρη...» ελεγε και ξαναέλεγε η Ελπίδα,
καθως προσπαθούσε να θυμηθει.
Η ελπίδα δεν το είχε σκεφτεί αυτό. «Μαλλον έχεις δικιο Γρηγόρη. Έτσι
εξηγούνται και τα σπασμένα γυαλια εδω...Καλυτερα λοιπόν να πάμε με τα
πόδια ώς το σχολείο, είναι εδω κοντά.»
«πάει τώρα αυτό... δεν έχει σημασία» απάντησε η Ελπίδα και απόρησε και η
ίδια με τον εαυτό της που το είχε πάρει τόσο ελαφρά, κάτι που άλλοτε θα
την είχε διαλυσει να της κλέψουν το αμάξι. Ομως τωρα προείχαν άλλα.
Η ώρα ηταν 12.33 όταν η Ελπίδα μαζί με τον Γρηγόρη έφταναν στο σχολείο
των παιδιών της. Όμως το σχολείο ήταν έρημο, και κανενα παιδί δεν
φαινόταν πουθενα. Ενα σημείωμα κολλημένο πρόχειρα στην σιδερένια
πορτα, έλεγε «τα παιδιά μεταφέρθηκαν στο υπόγειο του Δημαρχείου
Κορίνθου». Η Ελπίδα, έκαστε στα σκαλιά του σχολείου εξουθενωμένη. Το
δήμαρχείο ήταν στην τελείως αντίθετη κατευθυνση από το σπίτι τους και τα
περιθώρια χρόνου στενευαν επικύνδινα. Δεν ηταν ασφαλές να συνεχίζουν
να τριγυρνουν εξω. Την επιασε απελπισία. Σηκώθηκε απότομα και πλησίασε
μια σπασμένη καγκελόπορτα, και εβγαλέ από την θέση του ένα μεγάλο
τμήμα του σιδερένιου κάγκελου, που ειχε σπάσει από την διάβρωση.
Κατευθύνθηκε προς ένα αμάξι και χωρίς δευτερη σκέψη έσπασε το
παράθυρο του οδηγού. Το φιατακι, οποιου και αν ηταν, ηταν η μονη της
ελπίδα να φτάσει εγκαιρα στα παιδια της.
«Γρηγόρη πάμε. Δεν πρόκειτε να μας αφησουν να μπουμε, και σε λίγο βλέπω
να γίνονται φασαρίες. Παμε όσο είναι καιρός».
Ο Γρηγόρης συμφώνησε. Ηταν ένας πολύ καλός νεαρός αντρας πια, και όχι
ένα παιδί όπως τον θυμόταν η Ελπίδα. Πόσο θα ήταν τώρα, σιγουρα γυρω
στα 19 με 20. Τον θυμόταν απο χρόνια στην γειτονια, πάντα υσηχος,
καλόβολος και προθυμος να βοηθησει καποια γιαγια η παππου να περάσει
τον δρόμο. Είχαν κάνει καλή δουλεια οι γονείς του, και η Ελπίδα ήλπιζε να
τα καταφέρει και αυτή τόσο καλα με τα δικά της αγόρια. Τωρα όμως
συνειδητοποιούσε πως ο νεαρός Γρηγόρης είχε μεγαλώσει και είχε ωριμάσει
ακόμα πιο πολύ. Στην θέση του κάποιος άλλος θα είχε πανικοβληθει, μα
αυτός φαινόταν έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτην την άσχημη κατάσταση όσο
καλυτερα μπορούσε. Και είχε και κουράγιο να βοηθήσει την Ελπίδα. Ποιος
άλλος θα έκανε κάτι τέτοιο αυτην την ωρα;
«απο το σπίτι, μηπως και βρω τους γονείς μου. Αν δεν είναι εκεί, δεν ξέρω τι
θα κάνω. Θα μπορούσα να έρθω μαζί σας;»
«εννοείται... χαιρομαι πολύ που το ζητησες. Εγω σκεφτόμουν να πάμε λίγο
πιο πανω απο το σπίτι, στο μεγάλο υπόγειο του κεντρου νεότητας. Κάποτε
είχα ακούσει πως ήταν καταφυγιο πολέμου, ίσως να έχουν ηδη πάει κι άλλοι
βεβαια.Και εννοειται πως αν βρεις τους γονεις σου και συμφωνουν μπορουμε
να μεινουμε ολοι μαζι.»
Οι δρόμοι δεν ηταυ ερημοι όπως πριν. Πολλοι ανθρωποι, παρακουωντας τις
οδηγίες ειχαν βγει στους δρόμους, προφανως για αναζήτηση των δικών τους
ανθρώπων. Ένα αλαλουμ με κορναρισματα και φωνες επικρατουσε,
ανθρωποι ετρεχαν πανικόβλητοι να προλάβουν… Τι; Ενας θεός μονο ξερει
την αγωνια τους και τους φοβους τους. Η ελπίδα παρκαρε το αυτοκίνητο έξω
από το σπιτι της. Θα ανεβαινε πάνω να πάρει προμήθειες και θα περίμενε
τον Γρηγόρη να έρθει. Αν έβρισκε τους γονείς του, τοτε θα πηγαιναν όλοι
μαζί κάπου. Αλλιως θα έμεναν οι δύο τους. Η ελπίδα σκεφτόταν και την
πιθανότητα να πηγαιναν στην κιννετα, εκει που της είχε πεί ο Κωστας πριν
λίγο, αλλά δεν ήταν σιγουρη πως είχαν τόσο χρόνο στην διάθεση τους. Και
δεν ηθελε να φύγει μακρυα από την Κορινθο. Τα παιδάκια της σίγουρα ηταν
στο Δημαρχείο, με το που θα μπορούσε να κυκλοφορησει ξανα έξω θα
πηγαινε κατευθειαν να τα βρει. Μονο που δεν γνωριζε πότε θα ήταν κάτι
τετοιο πιθανό.
Ανεβηκε σπίτι, και βρήκε δυο μεγάλα σακ-βουαγιαζ. Τα πηρε μαζί της στην
κουζίνα και άρχισε να γεμίζει το πρώτο με όσα τρόφιμα είχαν μακρυα
ημερομηνία λήξης. Γαλατα εβαπορε, χυμους, κονσερβες, σνακ όσα είχε στα
ντουλάπια. Και κάπου εκει συνηδειτοποιησε πως δεν είχε ιδέα πως θα
μπορούσε να επιζησει με τόσα λιγα τρόφιμα. Δεν είχε ιδέα πόσο καιρό θα
έπρεπε να μεινουν κρυμμενοι, και που θα έβρισκαν νερο για όλο αυτό το
διάστημα. Τα παιδάκια της; Θα ήταν ασφαλή; Και αν δεν ηταν μεσα στο
δημαρχείο, αλλά έξω μόνα τους; Πως θα μπορούσε να σιγουρευτεί ότι όντως
ηταν εκει; Καθησε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Οι ειδήσεις
έλεγαν ότι το ραδιενεργό νέφος βρίσκεται πάνω από την περιοχή της
Κρητης και το αναμένουν στην Αθηνα σε περίπου μιαμιση ωρα. Οι νότιοι
άνεμοι που έπνεαν, επιτάχυναν την πορεία του. Άλλο ένα ραδιενεργό νέφος
ερχόταν απο την κεντρική ευρώπη και ήταν στην περιοχή της αδριατικης.
Οι ειδικοί έλεγαν ότι όσοι δεν είχαν ένα υπόγειο να βρουν καταφύγιο θα
έπρεπε να κλείσουν με ταινία κάθε παράθυρο και πόρτα του σπιτιου, να
κλεισουν πολύ καλά τα μπατζουρια, να ασφαλίσουν πορτες, τζακια και
γενικά κάθε άνοιγμα που θα μπορούσε να μπει αέρας μεσα στο σπιτι, και να
περιμένουν. Θα χρειαζόταν περίπου μια εβδομάδα για κατακαθίσει η σκόνη,
και άλλο τόσο για να μπορέσει κάποιος να βρεί έξω στον δρόμο φορώντας
κατάλληλα ρούχα. Μπορεί να έπαιρνε μηνες για να ηταν ασφαλές να βγείς
χωρίς προφυλαξη έξω. Η ελπίδα κατερευσε. Τοσος καιρός χωρις τα παιδάκια
της, χωρίς να ξερει αν είναι ασφαλή η όχι. Πως θα τα κατάφερνε; Της
φαινόταν πως άρχιζε να τρελλαίνεται. Μεσα στην παραζάλη της, αποφάσισε
να ξαναπάει μεχρι το δημαρχειο, να βρει ένα τρόπο να δει τα παιδάκια της,
και να τα πάρει μαζί της. Αφησε ένα σημείωμα στην εξωπορτα του σπιτιού
της για τον Γρηγορη, και μπηκε στο φιατακι. Ο δρόμος ειχε ακόμα
χειρότερη κινηση απο πριν, και τωρα ακόμα και οι μικροι παράδρομοι που
την είχαν βολέψει πριν, τωρα ηταν γεμάτοι κόσμο. Τα αυτοκίνητα έξω από
το δημαρχείο ήταν λιγοτερα τωρα. Η ελπίδα αφησε το αμαξι αρκετά πιο
μακρυα από το δημαρχείο και συνεχισε με τα πόδια. Επρεπε να στριμωχτει
αναμεσα σε πολλους ανθρωπους για να καταφέρει με τα χιλια ζορια να
φτάσεει μεχρι την πυλη. Ενας υπάλληλος που φαινόταν τελειως
αποπροσανατολισμένος, προσπαθούσε να βάλει τάξη στο χάος. Η ελπίδα τον
πλησίασε μα σταθηκε αδυνατο να καταφερει να του μιλήσει. Εκεινη την
στιγμή δυο αστυνομικοί ανοιξαν δρόμο στο πλήθος και μπηκαν στο
δημαρχείο μη δίνοντας καμμια σημασία στους ανθρώπους που φωναζαν και
ζητούσαν βοήθεια. Ο υπάλληλος του δημαρχείου προσπάθησε να
απομακρύνει το πλήθος που είχε κατακλυσει την είσοδο στο κτίριο, και η
ελπίδα βρηκε μια μικρή χαραμάδα και τρυπωσε στο προαυλιο χωρίς να την
πάρει ειδηση καθόλου μιας και ήταν απασχολημένος αλλου.
Λίγο έξω από το κεντρικό χολ, βρηκε μια νεαρή υπάλληλο, που την γνωριζε
από παλιά. Η Νικη είχε μαλλιά αναστατωμένα και βλέμμα απλανές προς τις
οθόνες που έδειχναν τις ζοφερες εικόνες. Η Ελπίδα την πλησίασε και την
ακούμπησε από τον ώμο, μια κινηση φιλική που όμως την κοπέλα την
ξαφνιασε και αναπήδησε τρομαγμένη. Στην αρχή δεν φάνηκε να
αναγνωρίζει την Ελπίδα, μα μετά ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε
από τα χείλη της.
‘εξαρτάται από το που έχει γινει εκρηξη. Ποσο κοντά μας είναι το
επίκεντρο. Αν είναι πολύ μακρυα μας όλα εξαρτόνται από τους ανεμους. Η
ραδιενεργη σκόνη είναι ηδη στην ατμόσφαιρα και κινηται με τους ανεμους.
Όταν μας φτάσει πρεπει να έχουμε κρυφτει, καλυτερα καπου κατω από την
γη για να προστατευτουμε. Μετά….μετα …μετα δεν ξερω. Αλλά πρεπει να
βιαστουμε. Πρεπει να βρουμε ένα καταφύγιο γρηγορα.’ .
Πραγματικά μετά από λίγη ώρα κάθονταν και οι δυο στον καναπε και
κοιτούσαν αμιλητοι τα δελτία ειδησεων. Ανταποκρίσεις υπήρχαν ελάχιστες
από τις περιοχές που έπεσαν οι βομβες, και μόνο υποθέσεις μπορούσαν να
κάνουν για το μέγεθος της ζημιας.
Οι πρώτες επιθέσεις έγιναν στην Νεα Υόρκη και στο Τελ Αβιβ, όπου γυρω
στους 15 πυράυλους με πυρηνικές κεφαλες εξεράγησσαν εξαφανίζοντας από
τον χαρτη τις μητροπολιτικές περιοχες. Αριθμός νεκρών αγνωστος,
ανυπολόγιστος. Σίγουρα στην κλίμακα των εκατομμυρίων. Τα ραδιενεργά
νέφη που είχαν δημιουργηθει, είχαν ηδη πλήξει γειτονικές μητροπολιτικές
περιοχές και κινούνταν ακολουθώντας την πορεία των ανεμων. Πλήθη
ανθρώπων αναζητώντας καταφύγιο είχαν βρεί τραγικό θανατο σε πορτες,
ασανσερ, μεσα μεταφοράς και εξόδους κινδύνου. Αλλές τρεις επιθέσεις ηταν
σε εξέλιξη όπως φαίνεται στο Λονδίνο, το Βερολίνο και το Παρίσι. Αγνωστο
πόσοι πυραυλοι ειχαν πλήξει αυτές τις περιοχές, αγνωστο το μεγεθος της
ζημιας, αγνωστος αριθμός νεκρών αλλά πάλι στην κλιμακα των
εκατομμυρίων. Ο κόσμος όπως τον ηξεραν, δεν υπηρχε πια, έρμαιο των
αποφάσεων των μεγάλων δυνάμεων… Η ελπίδα και ο Γρηγόρης κάθονταν
σαν στηλες αλατος προσπαθώντας να κατανοησουν αυτά που έδειχνε η
τηλεόραση. Μα ηταν κατι που απλά δεν χωρούσε στο μυαλό σου. Όλη αυτή η
καταστροφη, όλοι αυτοι οι νεκροι, και μια τεράστια αβεβαιότητα που
πλανιόταν στον αέρα.
«δεν έχουμε καιρό για χάσιμο» ειπε καθως κηκωνόταν από την πολυθρόνα ο
Γρηγόρης. «μεινε εδώ με τα παιδια, πρεπει να πάω να βρω προμηθειες. Μην
βγείτε εξω, κλειστε τα παράθυρα και παρακολουθηστε τις ειδησεις. Μην
ανοιξετε σε κανεναν άγνωστο» της είπε, και εφυγε.
Μενοντας μόνη η έλπίδα έκρυψε το κεφάλι της μεσα στα χερια της.
Απογνωση. Αυτό αισθανόταν. Μια καταστροφη που ουτε να την φανταστεί
δεν μπορουσε, ουτε να την ελέγξει, ούτε να βοηθησει τα παιδιά της να
σωθούν από αυτην. Αισθανόταν ανημπορη. Δεν είχε το θαρρος του
γρηγόρη… Ηταν αξιοπεριεργο πως μεσα σε λίγες ώρες ενας εντελώς
αγνωστος ανθρωπος την είχε βοηθησει αυτήν και τα αγόρια τόσο πολύ.
Ακολουθώντας τις οδηγίες ενός γιατρού στην τηλεόραση, μαζεψε σε ένα
βαλιτσάκι ιατρικές προμήθειες που μπορούσαν να χρειαστούν. Αναλγητικά,
αντισηπτικά, ανιβιοτικά και ότι άλλο υπήρχε μεσα στο φαρμακείο του
σπιτιου, μπηκε στο βαλιτσακι. Μετά, με την βοηθεια των αγοριών που
ευτυχως το έβλεπαν ακόμα ολο αυτό σαν παιχνίδι, έβαλε μονωτική ταινια σε
όλα τα παράθυρα και τις πορτες. Για σιγουρια εβαλε 3 στρωσεις,
προσπαθώντας να μην αφησει την παραμικρη χαραμάδα που να περάσει η
σκόνη.