Professional Documents
Culture Documents
ελέγχω - Βικιλεξικό PDF
ελέγχω - Βικιλεξικό PDF
ελέγχω
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
ΔΦΑ : /e.ˈlɛŋ.xɔ/
Ρήμα
ελέγχω
Συγγενικές λέξεις
ελεγκτής
έλεγχος
ελεγκτικός
ελέγξιμος
ελεγκτήριο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Ε
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατα
α' ενικ. ελέγχω έλεγχα
β' ενικ. ελέγχεις έλεγχες
γ' ενικ. ελέγχει έλεγχε
έλεγχαν
γ' πληθ. ελέγχουν(ε)
ελέγχαν
πρόσωπα Αόριστο
έλεγξαν
γ' πληθ.
ελέγξαν
έχουμε
α' πληθ. είχαμε ε
ελέγξει
Συντελεσ
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμ
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμ
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχ
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχ
Παθητική φωνή
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατα
α' ενικ. ελέγχομαι ελεγχόμ
β' ενικ. ελέγχεσαι ελεγχόσ
γ' ενικ. ελέγχεται ελεγχότ
ελεγχόμ
α' πληθ. ελεγχόμαστε
ελεγχόμ
ελεγχόσ
β' πληθ. ελέγχεστε
ελεγχόσ
ελέγχον
γ' πληθ. ελέγχονται
ελεγχόν
πρόσωπα Αόριστο
ελέγχθη
γ' πληθ.
ελεγχθή
έχεις
β' ενικ. είχες ελ
ελεγχθεί
γ' ενικ. έχει ελεγχθεί είχε ελε
έχουμε
α' πληθ. είχαμε ε
ελεγχθεί
έχετε
β' πληθ. είχατε ε
ελεγχθεί
έχουν
γ' πληθ. είχαν ελ
ελεγχθεί
Συντ
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι ελεγμ
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν ελεγ
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα εί
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είν
Μεταφράσεις
ελέγχω