You are on page 1of 3

Οι κύκνοι της θάλασσας

(Ιρλανδία)

Ο Ντέηβ ήταν ένα μικρό αγόρι, οχτώ χρόνων. Είχε πολύ καλούς τρόπους κι οι γονείς του, που δεν
είχαν άλλο παιδί, τον φρόντιζαν πολύ. Ήταν φρόνιμος και δεν απομακρυνόταν ποτέ από το σπίτι του,
που ήταν χτισμένο κοντά σε μια αμμουδιά. Τις μέρες που η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο Ντέηβ
μπορούσε να παίζει μόνος στην ακρογιαλιά, με τον όρο να μην ανεβαίνει στον υδατοφράχτη. Γιατί
πέρα απ’ τον υδατοφράχτη, το νερό ήταν βαθύ και το παιδί δεν ήξερε να κολυμπάει.
Όπως σας είπα, ο Ντέηβ ήταν υπάκουος κι ωστόσο, ένα πρωί, έφτασε μέχρι την άκρη του
υδατοφράχτη γιατί ήθελε να δει τρείς ωραίους κύκνους, που στέκονταν κοντά στα βράχια. Ο Ντέηβ,
που είχε βρει στην τσέπη του λίγο ξερό ψωμί, το κομμάτιασε και πέταξε τα ψίχουλα στους κύκνους.
Τα μεγάλα άσπρα πουλιά τον πλησίασαν κι εκείνος έσκυψε για να τα χαϊδέψει, μα όσο άπλωνε το
χέρι του, τόσο οι κύκνοι απομακρύνονταν.
Πάνω στα κύματα που χάιδευαν απαλά τα χορταριασμένα βράχια, έπλεε μια μεγάλη σανίδα. Ο
Ντέηβ, που σπάνια είχε δει τη θάλασσα τόσο ήρεμη και τον ουρανό τόσο καθάριο, σκέφτηκε πως
δεν θα πάθαινε τίποτα αν πλάγιαζε πάνω στη σανίδα για να πλησιάσει τους κύκνους. Βουτώντας τα
χέρια του στο νερό, άρχισε να κάνει τις ίδιες κινήσεις που έκαναν και οι κύκνοι με τα πόδια τους.
Σιγα-σιγά, χωρίς να το καταλάβει, η σανίδα απομακρύνθηκε από την όχθη.
Χωρίς να τον αφήνουν να τα αγγίξει, τα πουλιά κολυμπούσαν πλάι του. Ο ένας κύκνος πήγαινε
μπροστά και οι δύο άλλοι δεξιά κι αριστερά. Ήταν κάτι σαν παιχνίδι. Η θάλασσα του νανούριζε
απαλά κι ο ζεστός ήλιος καθρεφτιζόταν πάνω στον ωκεανό.
Όλα ήταν όμορφα. Όλα ήταν γεμάτα με μιαν ατέλειωτη γαλήνη που σου ΄δινε τη διάθεση να φύγεις
μακριά και να μην ξανανοιαστείς για τη γη και τους ανθρώπους της.
Ο Ντέηβ δεν σκεφτόταν τίποτε και απομακρύνθηκε τόσο, που η ακτή έπαψε πια να φαίνεται. Όταν
το κατάλαβε, θέλησε να σταθεί όρθιος στη σανίδα για να δει πιο μακριά, αλλά έχασε την ισορροπία
του κι έπεσε στο νερό. Μόλις που πρόλαβε να σκεφτεί τους γονείς του και τις όμορφες μέρες που
περνούσε μαζί τους – και λιποθύμησε.
Όταν το αγόρι ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, σάστισε, βλέποντας πως ήταν ξαπλωμένο σ’ ένα μαλακό
κρεββατάκι. Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο που βρισκόταν είχε δύο ψηλά παράθυρα, απ’ όπου
έμπαινε ένα όμορφο φως, ζεστό κι ολόχρυσο. Η ταπετσαρία που σκέπαζε τους τοίχους, παρίστανε
χιλιάδες πουλιά, λουλούδια και άγνωστα έντομα. Όλα ήταν τόσο όμορφα που θα ‘λεγε κανείς πως
έρχονταν κατευθείαν από τον παράδεισο.
-Σίγουρα έχω πεθάνει, μουρμούρισε ο Ντέηβ, μα αφού δεν άκουσα τους γονείς μου, θα πρέπει να
είμαι στην κόλαση. Κι αν η κόλαση είναι τόσο ωραία, γιατί να τη φοβούνται οι άνθρωποι; Για μια
στιγμή έμεινε σιωπηλός κι έπειτα, είπε με φωνή γεμάτη αγωνία:
-Δεν υπάρχει κανείς σ’ αυτό το σπίτι
Αμέσως, η πόρτα άνοιξε και φάνηκαν τρείς όμορφες γυναίκες, ντυμένες στ’ άσπρα. Η μια στάθηκε
μπροστά στο κρεββάτι κι οι άλλες δύο, δεξιά κι αριστερά.
-Χμ! έκανε το αγόρι. Μου θυμίζετε τους τρείς κύκνους που με συνόδευαν στη θάλασσα. Παρατήρησε
πως έμοιαζαν με τα τρία πουλιά από το βλέμμα τους και το περήφανο στήσιμο του κεφαλιού τους.
-Μην ψάχνεις να βρεις ποιές είμαστε, είπε εκείνη που στέκονταν μπροστά στο κρεββάτι. Να ξέρεις
όμως πως δεν θέλουμε το κακό σου. Αν ξαναγυρίσεις σπίτι σου, έπειτα απ’ αυτό που έκανες, θα
τιμωρηθείς αυστηρά. Γι’ αυτό καλύτερα να μείνεις εδώ. Θα σε περιποιηθούμε, θα σου δώσουμε
παιχνίδια που κανένα παιδί δεν θα ‘χει ξαναδεί, μα πρέπει να σου πούμε πως, αν μείνεις περισσότερο
από τρείς μέρες, θα σου είναι αδύνατο να ξαναγυρίσεις στη στεριά, γιατί δεν θα μπορείς ν’ αντέξεις
τον αέρα και τον ήλιο.
Και προτού ο Ντέηβ προλάβει να σκεφτεί, οι τρείς γυναίκες γέμισαν το κρεββάτι του με υπέροχα
δώρα. Υπήρχαν όλων των ειδών τα παιχνίδια, εξωτικά φρούτα, λουλούδια, καραμέλες, και πολλά
μηχανικά παιχνίδια που έπαιζαν μουσική και χόρευαν μόνα τους.
Ο Ντέηβ νόμισε πως βρισκόταν στο βασίλειο κάποιας καλής νεράιδας και ζαλισμένος από τα τόσα
δώρα, είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί:
-Δεν έχω καμιά διάθεση να φύγω από κοντά σας.
Οι τρείς λευκές κυρίες χαμογέλασαν, τον αγκάλιασαν τρυφερά κι άρχισαν να παίζουν μαζί του. Αφού
έπαιξαν αρκετά, τον πήραν και του έδειξαν το σπίτι, που ήταν ένα μεγάλο παλάτι, πιο εκπληκτικό κι
απ’ τα παιχνίδια που του είχαν φέρει στην κάμαρά του.
Όλα ήταν τόσο ωραία που ο Ντέηβ δεν κατάλαβε τον καιρό που περνούσε. Όσο μεγάλωνε, οι τρείς
λευκές κυρίες τού πρόσφεραν κι άλλα παιχνίδια. Και τα παιχνίδια αυτά ήταν τόσο ευχάριστα αλλά
και τόσο επιμορφωτικά που όταν το παιδί έγινε είκοσι χρόνων, ήταν κιόλας ένας όμορφος και νέος
σοφός.
Τότε ήρθε για επίσκεψη στο παλάτι, η κόρη ενός πολύ πλούσιου βασιλιά, που τον ερωτεύτηκε και
ζήτησε το χέρι του απ’ τις λευκές κυρίες. Εκείνες απάντησαν πως ο Ντέηβ ήταν ελεύθερος να
αποφασίσει μόνος του.
-Δεν θέλω να σε παντρευτώ, είπε ο Ντέηβ στην πριγκίπισσα. Δεν σ’ αγαπώ και τα πλούτη του πατέρα
σου δεν με ενδιαφέρουν.
Η πριγκίπισσα, που κανένας ως τώρα δεν της είχε χαλάσει το χατίρι, θύμωσε και φώναξε στις λευκές
κυρίες:
-Ο πατέρας μου δεν θα το ξεχάσει αυτό και σας προειδοποιώ πως άσχημο τέλος θα περιμένει εσάς
και τον προστατευόμενό σας!
Μόλις έφυγε, χτυπώντας δυνατά την πόρτα, οι λευκές κυρίες ρώτησαν τον Ντέηβ γιατί είχε αρνηθεί
μια τέτοια τύχη.
-Μα το είπα, απάντησε εκείνος. Δεν αγαπώ αυτή την πριγκίπισσα. Άλλωστε ο θυμός της κι ο τρόπος
της, με δικαιώνουν. Ποιος θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος με μια γυναίκα τόσο ευερέθιστη.
Σώπασε για μια στιγμή κι έπειτα, με γλυκιά φωνή, πρόσθεσε:
-Κι εσείς, είστε τόσο καλές μαζί μου, που δεν έχω καμιά διάθεση να σας αφήσω.
Οι τρείς κυρίες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κι ο Ντέηβ είδε στο βλέμμα τους μια μεγάλη χαρά, αλλά
και μια λύπη. Σώπασαν για λίγο και έπειτα η μία απ’ αυτές δήλωσε:
-Πολύ καλά, Ντέηβ. Η αφοσίωσή σου μας συγκινεί. Όμως η μέρα αυτή θα σε έχει κουράσει. Πιες
ένα ζεστό και κοιμήσου.
Το αγόρι ήπιε το ζεστό, που η γεύση του θύμιζε φύκια, και αμέσως, βυθίστηκε σ’ έναν βαρύ ύπνο.
Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στο σπίτι των γονιών του, που, αν και αλλαγμένο, το αναγνώρισε αμέσως.
Έξω, ο άνεμος ούρλιαζε. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος κι απ’ την κάμαρά του, ο Ντέηβ άκουγε τα
κύματα να σφυροκοπάνε την ακτή.
-Καλό μου παιδί, είπε η μητέρα, έφτασες ακριβώς προτού ξεσπάσει αυτή η φοβερή καταιγίδα. Σε
βρήκαμε στην ακτή, πλάι σε μια σανίδα.
Εκείνη τη στιγμή, ήρθε ένα κύμα τόσο δυνατό, που οι πιτσιλιές του χτύπησαν στα τζάμια.
Η μητέρα είπε στον πατέρα:
-Θα ‘πρεπε να κλείσεις τα παντζούρια. Όμως, κάν’ το απ’ έξω, γιατί αν ανοίξεις τα παράθυρα, θα
σπάσουν τα τζάμια.
Ο πατέρας βγήκε και ξαναγύρισε λίγο αργότερα, μουσκεμένος ως το κόκκαλο.
-Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τέτοια κακοκαιρία. Θα ΄λεγε κανείς πως οι θεοί των ωκεανών είναι πολύ
θυμωμένοι. Ούτε τα θαλασσοπούλια δεν αντέχουν. Τα κύματα έφεραν μπροστά στην πόρτα μας
τρείς όμορφους άσπρους κύκνους, που σκοτώθηκαν απ’ την καταιγίδα.
-Έλα, είπε η μητέρα, ας αφήσουμε τον Ντέηβ να ξεκουραστεί, το φως τον κουράζει.
Κι οι δυο γονείς βγήκαν, παίρνοντας μαζί τους και τη λάμπα.
Όμως δεν έφταιγε το φως. Ο Ντέηβ είχε σκεπάσει τα μάτια του με το χέρι του, μόνο για να κρύψει
τα δάκρυα που κυλούσαν.

You might also like