Professional Documents
Culture Documents
Athanasios
Athanasios
–2–
Οὕτω τὸν Εὐγένιον οὐ ψιλὸς λόγος, Τὸν Εὐγένιο ἐστόλισε λόγος τρανὸς καὶ
῎Εδειξε πᾶσι λαμπρότατον καὶ μέγαν. τὸν παρουσίασε σὲ ὅλους παρίλαμπρο καὶ
Πρᾶξις δὲ πάντας καὶ μόνη θεωρία, μέγα. ῾Η πράξη καὶ τὰ λόγια του προσέλ-
κυαν ὅλους μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο, ὅπως
Εἷλκε ξενικῶς, ὡς σίδηρον μαγνήτης,
ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρο, γιὰ ν᾿ ἀπολαύ-
Εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν τῆς ἰδέας.
σουν τὸ ἄρρητον κάλλος.
᾿Αλλ᾿ ἡ μέλαινα τὴν ψυχὴν Μελανθία, ᾿Αλλὰ ἡ Μελανθία, μὲ τὴν μαύρη της
Σύμμικτος οὖσα τῷ λαῷ, φεῦ τοῦ μύσους! ψυχή, ποὺ ἦταν ἕνα μὲ τὸ λαό, ἀλλοίμονο
῾Ως εἶδεν Εὐγένιον ὡραῖον φύσει, τὸ ἀνοσιούργημα! Μόλις εἶδε τὸν Εὐγένιο
ὄμορφο στὴν ὄψη τὴν κατέλαβε ἔρωτας
῎Ερωτι δεινῷ συσχεθεῖσα τῆς θέας,
δεινὸς στὴ θέα του· ἄτοπη πρόφαση
Κενὴν πρόφασιν, ἠξίου μακρὰν νόσον, πρόβαλε μακροχρόνια νόσο, καὶ τοῦ λέει
῝Ην εἶχε, κρύφα καὶ κατὰ μόνας λέγει. στὰ κρυφά, ὅταν βρέθηκαν μόνοι τους. Ν᾿
῎Αλλως γὰρ οὐκ ἔνεστι φυγεῖν τὴν νόσον. ἀποφύγει τὴν ἀρρώστια δὲν ἦταν ἀσφα-
Εὐγένιος δέ, συντριβῇ τῆς καρδίας, λῶς δυνατό, [ἐκτὸς ἐὰν αὐτὸν τὴν ἐπισκε-
Τοῖς ἀπατηλοῖς τῆς Μελανθίας λόγοις, πτόταν στὸ σπίτι της]. Καὶ ὁ Εὐγένιος, μὲ
᾿Εξ ἁπλότητος εἵξας, ὡς Θεῷ φίλον, ραγισμένη τὴν καρδιά, ὑποχώρησε ἀπὸ ἁ-
Συγκατένευσεν, ἀγνοήσας τὸν δόλον. πλότητα στὰ ἀπατηλὰ λόγια τῆς Μελανθί-
ας, ὅπως ἀρέσει στὸ Θεό, συγκατένευσε
[νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει],
χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ δόλο.
῾Ως δ᾿ οὖν ὁ οἶστρος τῆς Μελανθίας πλέον, Μόλις τὸ σφοδρὸ πάθος τῆς Μελανθίας
᾿Ανῆψε πυρσὸς ὡς ἔρωτα καρδίας, ἄναψε σὰν δαυλὸς τὸν ἔρωτα στὴν καρ-
διά της, σὰν τυφλή, ἀφοῦ ἔδιωξε τὶς δοῦλες
Καὶ τυφλὸς ὥσπερ, ἀποβαλοῦσα κόρας,
της, τοῦ ἐπιτέθηκε γιὰ νὰ σβήσει τὸ πά-
Τὴν προσβολὴν ἔπραξε καῦσιν τοῦ πάθους· θος της. Τὸν σκοπό της δὲν τὸν πέτυχε καὶ
Καὶ μὴ τυχοῦσα τῶν σκοπῶν, ἀπερρίφη· ἀπορρίφθηκε. Τέτοια ἔγραψε [στὸν ῎Επαρχο]
Τοιάδε συνέγραψε τῇ Εὐγενίᾳ· ἐναντίον τῆς Εὐγενίας· ὅτι τάχα ὁ ἱερὸς
῾Ως τῆς μονῆς τῆς δεῖνα θεῖος προστάτης, προστάτης τῆς τάδε μονῆς, ἐξαπατώντας
Γυναῖκας ἁγνὰς ἀπατῶν δόλου λόγοις, μὲ δόλια λόγια ἁγνὲς γυναῖκες, καὶ ἐμέ-
Κἀμοὶ προσῆλθε, πόρνος ὢν τολμητίας. να πλησίασε, ὄντας πόρνος τολμηρός.
῾Ο γοῦν ῎Επαρχος, καὶ πατὴρ ὢν τῆς Κόρης ῾Ο ἔπαρχος καὶ πατέρας τῆς κόρης μό-
λις τὸ ἄκουσε, γεμάτος ὀργή, ἀμέσως ἔ-
Εὐθὺς ἀκούσας, καὶ χόλου πλησθεὶς ὅλος,
στειλε στὴν μονὴ νὰ καλέσουν τὸν Εὐγέ-
Πρὸς τὴν μονὴν ἐκπέμψας ἐν πολλῷ τάχει, νιο, ὡς προστάτη τῆς Μονῆς, καὶ τοὺς Μο-
Τὸν Εὐγένιος ὡς τῆς μονῆς προστάτην, ναχούς, ὡς ἀξιοκατάκριτους καὶ μέσα σὲ
Καὶ τοὺς Μοναχούς, ὡς κριτοὺς καὶ δεσμίους,
–3–
Καὶ ψευδολάτρας, ἢ πλέον κακεργάτας, δεσμά, καὶ ὡς ἀπατεῶνες ἢ καλύτερα ἐρ-
῾Υπαρχικῷ βήματι παρισταμένους, γάτες τοῦ κακοῦ, νὰ παρουσιαστοῦν στὸ
Λόγους ὑποσχεῖν ἀποφαίνεται κρίσει. βῆμα τοῦ διοικητῆ, ἀποφασίζει νὰ ἀπολο-
῾Ως οὖν παρέστη τὰ μέρη πρὸς τὴν δίκην, γηθοῦν σὲ δίκη. Μόλις παρουσιάστηκαν
οἱ ἀντίδικοι πρώτη μίλησε ἡ Μελανθία καὶ
῎Ηρξατο αὖθις τοῦ λέγειν Μελανθία,
ἐξαπέλυε ὕβρεις κατὰ τοῦ ἱεροῦ προστά-
῞Υβρεις καταχέουσα θείου προστάτου τη, περιγελώντας καὶ βρίζοντάς τον μὲ
᾿Επιγελῶσα, λοιδοροῦσα στωμύλως. στόμφο. Καὶ μέσα στὰ γεμάτα θράσος λό-
Καὶ τοῖς τυχοῦσιν ἐν θρασύτητι λόγων για της ἔβγαζε κραυγὲς καὶ παρουσίαζε
᾿Επιβοῶσα, δεικνύουσα τοῖς φίλοις στοὺς δικούς της δείχνοντάς τον μὲ τὸ
Δακτυλοδείκτως τοῦ μύσους ὡς ἐργάτην. δάχτυλό της ὡς δράστη τῆς μιαρῆς πρά-
Καὶ τοὺς ὑπ᾿ αὐτόν, οὓς φθορεῖς τολμᾷ λέγειν, ξης. Τοὺς μοναχοὺς τοὺς ἄλλους, βιαστὲς
τοὺς ὀνομάζει, τρανὴ ἡ φωνή της καὶ λέει
Τρανῶς ἀναβοῶσα, καὶ λέγουσά πως·
τὰ παρακάτω: ᾿Ακοῦστε μὲ ὅλοι, λέω τὴν
῞Απαντες ἀκούσατε, τἀληθῆ λέγω. ἀλήθεια. Δεῖξε τὴν ἀνοχή σου, Δέσποτα
Τῆς ἀνοχῆς σου, Δέσποτα Παντοκράτορ! Παντοκράτορα!
–5–