You are on page 1of 5

᾿Επὶ τῇ ἱερᾷ μνήμῃ αὐτῆς (24η Δεκεμβρίου)

῾Η ῾Αγία ῾Οσιομάρτυς Εὐγενία


᾿Απολυτίκιον. ῏Ηχος δʹ. Κατεπλάγη ᾿Ιωσήφ.
῾Η ἀμνάς σου ᾿Ιησοῦ, κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Σὲ Νυμφίε
μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι, καὶ
συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς
βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν
σοί· ἀλλ᾿ ὡς θυσίαν ἄμωμον, προσδέχου τὴν μετὰ πόθου
τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς
ψυχὰς ἡμῶν.
῞Ετερον ᾿Απολυτίκιον. ῏Ηχος γʹ. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ὑμνῳδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ
καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ῾Οσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας.
Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. ῏Ηχος δʹ. ᾿Επεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου
τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σώζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
῎Ορπηξ εὐγενείας θεοειδοῦς, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ ἀγῶσιν ἀθλητικοῖς, ὤφθης Εὐγενία·
ἐντεῦθεν ἐνυμφεύθης, τῷ ῾Υπερθέῳ Λόγῳ, ὡς καλλιπάρθενος.
῾Ωρολόγιον τὸ Μέγα.
῾Υπῆρχεν ἐκ Ρώμης, θυγάτηρ γονέων ἐπισημοτάτων καὶ εὐγενῶν, Φιλίππου καὶ Εὐγενίας.
Λαθοῦσα δὲ αὐτοὺς καὶ δύο τῶν ἑαυτῆς ὑπηρετῶν, Πρωτᾶν καὶ ῾Υάκινθον, παραλαβοῦσα,
ἐξῆλθε τῆς οἰκίας νυκτός· καὶ ἀνδρικῶς ἐνδυσαμένη, καὶ μετονομασθεῖσα Εὐγένιος, ἀπῆλθε
μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐμόνασεν εἰς μοναστήριον ἀνδρῶν. ᾿Ετελεύτησαν δὲ καὶ οἱ τρεῖς μαρτυρικῶς
ἐν τοῖς χρόνοις Κομόδου, τοῦ βασιλεύσαντος–1–
ἀπὸ τοῦ 180-192 ἔτους.
Συναξάριον.
Τῇ ΚΔʹ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς Τὴν εἰκοστὴ τετάρτη τοῦ ἰδίου μήνα,
῾Αγίας ῾Οσιοπαρθενομάρτυρος Εὐγενίας καὶ Μνήμη τῆς ῾Αγίας ῾Οσιοπαρθενομάρτυρος
τῶν σὺν αὐτῇ. Εὐγενίας καὶ ὅσων μαρτύρησαν μαζί της.
Στίχοι. Στίχοι.
Στεφθεῖσα πρῶτον τοῖς πόνοις Εὐγενία, Τὸ πρῶτο στεφάνι σου ἦταν οἱ κόποι
σου Εὐγενία,
Βαφὴν ἐβάψω δευσοποιὸν ἐκ ξίφους. μὲ τὸ αἷμα σου ἔβαψες τὸ ξίφος ἕως
ἐπάνω.
Τέτλαθι Εὐγενίη ξίφος εἰκάδι ἀμφὶ τετάρτῃ. Νὰ ὑπομείνεις Εὐγενία τὸ ξίφος τὴν εἰ-
κοστὴ τετάρτη τοῦ μήνα.

᾿Ε ξ Εὐγενείας εὐσεβὴς ὥς τις κλάδος, ᾿Απὸ τὴν εὐγένεια τὸ εὐσεβὲς κλωνάρι


Προῆλθεν Εὐγενία δόξα τοῦ γένους. προῆλθε, ἡ Εὐγενία, δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Ρώμης μὲν αὕτη τῆς παλαιᾶς ἐξέφυ· Αὐτὴ γεννήθηκε στὴν παλιὰ Ρώμη· οἱ γο-
νεῖς της εἶχαν τιμὴ ἀπὸ τὸ βασιλιὰ στὴν
Γεννήτορες δὲ τὴν ᾿Αλεξάνδρου πόλιν,
πόλη τοῦ ᾿Αλεξάνδρου, μαζὶ καὶ ἡ Εὐγε-
᾿Εκ Βασιλέως εἰς τιμὴν εἰληφότες, νία καὶ ἡ μητέρα της.
Σὺν Εὐγενίᾳ καὶ τεκούσῃ συζύγῳ.
Λαθοῦσα τοίνυν σὺν δυσὶν ὑπηρέταις, Κρυφὰ μὲ δύο ὑπηρέτες ἔφυγε μέσα στὴ
᾿Εξῆλθε νυκτὸς φυγὰς ἡ Εὐγενία. νύχτα ἡ Εὐγενία. Καὶ προσέδραμε σὲ κά-
Καὶ προσρυεῖσα, τινὶ τῶν ᾿Επισκόπων, ποιον ᾿Επίσκοπο, μὲ ἀνδρικὴ ὄψη· λούστη-
᾿Εν ἀνδρικῷ σχήματι, καὶ λουσαμένη, κε στὸ θεῖο Λουτρὸ [ἔλαβε τὸ Βάπτισμα],
ἔκοψε τὴν κόμη της, πῆρε τὸ ὄνομα Εὐγέ-
Λουτρὸν τὸ θεῖον, ἀποκαρεῖσα τρίχας,
νιος καὶ τρέχει. Πρὸς τὸ μοναστήρι βάδιζε
Καὶ Εὐγενίου λαχοῦσα κλῆσιν, τρέχει. κατὰ τὸν ὄρθρο ταχύτατα, ἐξάσκησε κάθε
Πρὸς ἣν μονὴν βαδίσας ὄρθρου σὺν τάχει, ἀρετὴ μὲ κόπους, ἀγῶνες, μόχθους καὶ
Μετῆλθεν εἰς ἅπασαν ἀρετὴν πόνοις, ὁλονύκτια ὀρθοστασία. Τόσο ἄστραψε ὡς
᾿Αγῶσι, μόχθοις, καὶ στάσει τῇ παννύχῳ. μέγας ἀστέρας, προστασία γιὰ τοὺς ἀδελ-
Τοσοῦτον ἐξέλαμψε, φωστήρ, ὡς μέγας, φούς τῆς μονῆς, ποὺ παρακαλοῦσαν νὰ
῾Ως τῶν ἀδελφῶν, τῆς μονῆς προστασίαν, τὴν ἔχουν κοντά τους καὶ νὰ τοὺς σκέπει·
Παρακαλούντων κατέχειν καὶ διέπειν, μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ ἡγουμένου τὴν πα-
ρακάλεσαν μὲ λόγια καὶ μεγάλη ἐπιθυμία,
Τοῦ προστατοῦντος ἐκλιπόντος τὰ κάτω,
ὥστε συγκατένευσε χωρὶς νὰ θέλει, μὲ τὴ
Λόγοις δυσωπηθεῖσα φλογμῷ τοῦ πόθου, βία.
Συγκατένευσε, μὴ θέλουσα τῇ βίᾳ.

–2–
Οὕτω τὸν Εὐγένιον οὐ ψιλὸς λόγος, Τὸν Εὐγένιο ἐστόλισε λόγος τρανὸς καὶ
῎Εδειξε πᾶσι λαμπρότατον καὶ μέγαν. τὸν παρουσίασε σὲ ὅλους παρίλαμπρο καὶ
Πρᾶξις δὲ πάντας καὶ μόνη θεωρία, μέγα. ῾Η πράξη καὶ τὰ λόγια του προσέλ-
κυαν ὅλους μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο, ὅπως
Εἷλκε ξενικῶς, ὡς σίδηρον μαγνήτης,
ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρο, γιὰ ν᾿ ἀπολαύ-
Εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν τῆς ἰδέας.
σουν τὸ ἄρρητον κάλλος.
᾿Αλλ᾿ ἡ μέλαινα τὴν ψυχὴν Μελανθία, ᾿Αλλὰ ἡ Μελανθία, μὲ τὴν μαύρη της
Σύμμικτος οὖσα τῷ λαῷ, φεῦ τοῦ μύσους! ψυχή, ποὺ ἦταν ἕνα μὲ τὸ λαό, ἀλλοίμονο
῾Ως εἶδεν Εὐγένιον ὡραῖον φύσει, τὸ ἀνοσιούργημα! Μόλις εἶδε τὸν Εὐγένιο
ὄμορφο στὴν ὄψη τὴν κατέλαβε ἔρωτας
῎Ερωτι δεινῷ συσχεθεῖσα τῆς θέας,
δεινὸς στὴ θέα του· ἄτοπη πρόφαση
Κενὴν πρόφασιν, ἠξίου μακρὰν νόσον, πρόβαλε μακροχρόνια νόσο, καὶ τοῦ λέει
῝Ην εἶχε, κρύφα καὶ κατὰ μόνας λέγει. στὰ κρυφά, ὅταν βρέθηκαν μόνοι τους. Ν᾿
῎Αλλως γὰρ οὐκ ἔνεστι φυγεῖν τὴν νόσον. ἀποφύγει τὴν ἀρρώστια δὲν ἦταν ἀσφα-
Εὐγένιος δέ, συντριβῇ τῆς καρδίας, λῶς δυνατό, [ἐκτὸς ἐὰν αὐτὸν τὴν ἐπισκε-
Τοῖς ἀπατηλοῖς τῆς Μελανθίας λόγοις, πτόταν στὸ σπίτι της]. Καὶ ὁ Εὐγένιος, μὲ
᾿Εξ ἁπλότητος εἵξας, ὡς Θεῷ φίλον, ραγισμένη τὴν καρδιά, ὑποχώρησε ἀπὸ ἁ-
Συγκατένευσεν, ἀγνοήσας τὸν δόλον. πλότητα στὰ ἀπατηλὰ λόγια τῆς Μελανθί-
ας, ὅπως ἀρέσει στὸ Θεό, συγκατένευσε
[νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει],
χωρὶς νὰ κατανοεῖ τὸ δόλο.
῾Ως δ᾿ οὖν ὁ οἶστρος τῆς Μελανθίας πλέον, Μόλις τὸ σφοδρὸ πάθος τῆς Μελανθίας
᾿Ανῆψε πυρσὸς ὡς ἔρωτα καρδίας, ἄναψε σὰν δαυλὸς τὸν ἔρωτα στὴν καρ-
διά της, σὰν τυφλή, ἀφοῦ ἔδιωξε τὶς δοῦλες
Καὶ τυφλὸς ὥσπερ, ἀποβαλοῦσα κόρας,
της, τοῦ ἐπιτέθηκε γιὰ νὰ σβήσει τὸ πά-
Τὴν προσβολὴν ἔπραξε καῦσιν τοῦ πάθους· θος της. Τὸν σκοπό της δὲν τὸν πέτυχε καὶ
Καὶ μὴ τυχοῦσα τῶν σκοπῶν, ἀπερρίφη· ἀπορρίφθηκε. Τέτοια ἔγραψε [στὸν ῎Επαρχο]
Τοιάδε συνέγραψε τῇ Εὐγενίᾳ· ἐναντίον τῆς Εὐγενίας· ὅτι τάχα ὁ ἱερὸς
῾Ως τῆς μονῆς τῆς δεῖνα θεῖος προστάτης, προστάτης τῆς τάδε μονῆς, ἐξαπατώντας
Γυναῖκας ἁγνὰς ἀπατῶν δόλου λόγοις, μὲ δόλια λόγια ἁγνὲς γυναῖκες, καὶ ἐμέ-
Κἀμοὶ προσῆλθε, πόρνος ὢν τολμητίας. να πλησίασε, ὄντας πόρνος τολμηρός.

῾Ο γοῦν ῎Επαρχος, καὶ πατὴρ ὢν τῆς Κόρης ῾Ο ἔπαρχος καὶ πατέρας τῆς κόρης μό-
λις τὸ ἄκουσε, γεμάτος ὀργή, ἀμέσως ἔ-
Εὐθὺς ἀκούσας, καὶ χόλου πλησθεὶς ὅλος,
στειλε στὴν μονὴ νὰ καλέσουν τὸν Εὐγέ-
Πρὸς τὴν μονὴν ἐκπέμψας ἐν πολλῷ τάχει, νιο, ὡς προστάτη τῆς Μονῆς, καὶ τοὺς Μο-
Τὸν Εὐγένιος ὡς τῆς μονῆς προστάτην, ναχούς, ὡς ἀξιοκατάκριτους καὶ μέσα σὲ
Καὶ τοὺς Μοναχούς, ὡς κριτοὺς καὶ δεσμίους,
–3–
Καὶ ψευδολάτρας, ἢ πλέον κακεργάτας, δεσμά, καὶ ὡς ἀπατεῶνες ἢ καλύτερα ἐρ-
῾Υπαρχικῷ βήματι παρισταμένους, γάτες τοῦ κακοῦ, νὰ παρουσιαστοῦν στὸ
Λόγους ὑποσχεῖν ἀποφαίνεται κρίσει. βῆμα τοῦ διοικητῆ, ἀποφασίζει νὰ ἀπολο-
῾Ως οὖν παρέστη τὰ μέρη πρὸς τὴν δίκην, γηθοῦν σὲ δίκη. Μόλις παρουσιάστηκαν
οἱ ἀντίδικοι πρώτη μίλησε ἡ Μελανθία καὶ
῎Ηρξατο αὖθις τοῦ λέγειν Μελανθία,
ἐξαπέλυε ὕβρεις κατὰ τοῦ ἱεροῦ προστά-
῞Υβρεις καταχέουσα θείου προστάτου τη, περιγελώντας καὶ βρίζοντάς τον μὲ
᾿Επιγελῶσα, λοιδοροῦσα στωμύλως. στόμφο. Καὶ μέσα στὰ γεμάτα θράσος λό-
Καὶ τοῖς τυχοῦσιν ἐν θρασύτητι λόγων για της ἔβγαζε κραυγὲς καὶ παρουσίαζε
᾿Επιβοῶσα, δεικνύουσα τοῖς φίλοις στοὺς δικούς της δείχνοντάς τον μὲ τὸ
Δακτυλοδείκτως τοῦ μύσους ὡς ἐργάτην. δάχτυλό της ὡς δράστη τῆς μιαρῆς πρά-
Καὶ τοὺς ὑπ᾿ αὐτόν, οὓς φθορεῖς τολμᾷ λέγειν, ξης. Τοὺς μοναχοὺς τοὺς ἄλλους, βιαστὲς
τοὺς ὀνομάζει, τρανὴ ἡ φωνή της καὶ λέει
Τρανῶς ἀναβοῶσα, καὶ λέγουσά πως·
τὰ παρακάτω: ᾿Ακοῦστε μὲ ὅλοι, λέω τὴν
῞Απαντες ἀκούσατε, τἀληθῆ λέγω. ἀλήθεια. Δεῖξε τὴν ἀνοχή σου, Δέσποτα
Τῆς ἀνοχῆς σου, Δέσποτα Παντοκράτορ! Παντοκράτορα!

Χιτῶνα ρήξας Εὐγένιος αὐτίκα, ᾿Αλλὰ ὁ Εὐγένιος αὐτοστιγμεὶ διέρρηξε


Δείκνυσιν εὐθύς, θαῦμα φρικτὸν καὶ ξένον! τὸν χιτῶνα του καὶ φανερώνεται μὲ μιᾶς
Καὶ τοῖς παροῦσι προσλαλεῖ παρρησίᾳ· πρᾶγμα ἀνήκουστο καὶ ἀλλόκοτο! Στοὺς
παρόντες μπροστὰ μὲ παρρησία λέει· ἔπρε-
῎Εδει μὲν ἡμᾶς εὐχαριστεῖν καὶ φέρειν
πε βέβαια ἐμεῖς νὰ νιώθουμε εὐχαρίστηση
῞Υβρεις, γέλωτας, καὶ κακώσεις σωμάτων. μὲ τὸ νὰ ὑποφέρουμε ὕβρεις, γέλωτες καὶ
᾿Αλλ᾿ ἵνα μὴ τὸ σχῆμα τυγχάνῃ γέλως, βάσανα. Γιὰ νὰ μὴν γίνει ὅμως τὸ μοναχικὸ
᾿Εγὼ γυνὴ τὴν φύσιν, εἰμὶ θυγάτηρ, σχῆμα ἀντικείμενο γέλωτος, ἐγὼ δείχνω
Πατρὸς δικαστοῦ, καὶ κριτοῦ μου φιλτάτου. ὅτι εἶμαι γυναίκα, κόρη δικαστοῦ, αὐτοῦ
Μήτηρ δέ, τούτου σύζυγος τέξασά με. ἐδῶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τώρα μὲ δικάζει.
Αὐτοὶ δ᾿ ἀδελφοί· καὶ γὰρ οὐ δούλους λέγω. Μάνα μου ἦταν ἡ γυναίκα του, αὐτὴ μὲ
Ταῦτα λεγούσης τῆς καλῆς Εὐγενίας, γέννησε. ᾿Εδῶ γύρω οἱ ὑπόλοιποι ἀδερ-
φοί· δὲν τοὺς ἀποκαλῶ ὑπηρέτες. ᾿Ενῶ αὐτὰ
῞Απαντες ἐξέστησαν· ὢ πρᾶγμα ξένον!
ἔλεγε ἡ ὡραία Εὐγενία ὅλοι ἔπεσαν σὲ
Μελανθίαν δι᾿ ἄνωθεν ἡ θεία δίκη ἔκσταση· ὢ πρᾶγμα παράξενο! Πῶς ἡ θεία
῞Οπως μετῆλθε, πᾶς ἀκούσας θαυμάσει. δίκη ἔπεσε πάνω στὴν Μελανθία, ὁ καθέ-
νας ὅταν τὸ ἀκούσει θὰ τὸ θαυμάσει.
῾Ο πατέρας ἀπὸ τὴ μεριά του ἀμέσως
῾Ο γοῦν Πατὴρ αὐτίκα τὴν δόξαν ἅμα, ἐγκατέλειψε τὴ φήμη καὶ τὸν πλοῦτο του,
Καὶ πλοῦτον αὐτόν, καὶ βίου φαντασίαν, τὴ θέση τὴν κοινωνική του καὶ γεννᾶται
–4–
Γέννησιν ἀφείς, ἀναγεννᾶται ξένην. πάλι, μὲ τρόπο παράξενο καὶ διαφορετικὸ
Ποιμὴν δὲ πιστὸς γίνεται τῶν ἐν Πόλει, [βαπτίστηκε]. ῎Εγινε ποιμενάρχης ἀνθρώ-
Καὶ μαρτυρικῶς διαβὰς ζωῆς τέλος, πων πιστῶν τῆς Πολης καὶ ἔφθασε στὸ
τέλος τῆς ζωῆς του, ὅπου ἔλαβε μαρτύριο
Ταῖς τῶν ἀπίστων κατατρωθεὶς αἰκίσι,
πληγωμένος ἀπὸ τοὺς αἰκισμοὺς τῶν ἀπί-
Χαίρων ἀπέπτη πρὸς μονὰς οὐρανίους.
στων τοῦ καιροῦ του. Μέσα σὲ χαρὰ πέτα-
ξε γιὰ τὶς οὐράνιες μονές.
῾Η μάνα, τὸ ἴδιο σύντομα καὶ αὐτή, μα-
Μήτηρ δὲ τάχει, σὺν θυγατρὶ φιλτάτῃ, ζὶ μὲ τὴν προσφιλή της κόρη, ἐγκατέλει-
Χώραν ξένην λιποῦσα, καὶ τὴν πατρίδα ψαν τὴν ξένη χώρα καὶ μὲ τὸν πόθο τῆς
Ποθοῦσα, κατῴκησεν ἐν ταύτῃ πάλιν. παλιᾶς κατοίκησαν σὲ ἐκείνην πάλι [στὴ
Καὶ δόγματος τεθέντος εἰδώλοις θύειν Ρώμη]. Βγῆκε διαταγὴ νὰ θυσιάσουν οἱ
Χριστιανοὶ στὰ εἴδωλα ἀλλιῶς θὰ σκοτω-
Τοὺς Χριστιανούς, ἢ θανεῖν κακηγκάκως,
θοῦν κακὴν κακῶς, ἀλλὰ ἡ Εὐγενία ἔ-
Λάμψασα πᾶσι φανερῶς Εὐγενία, λαμψε μπροστὰ σὲ ὅλους ὁλοφάνερα· εἶ-
Χριστοῦ πόθῳ δὲ τῷ βαρεῖ πάνυ λίθῳ, χε τὸν πόθο τοῦ Χριστοῦ ὅταν τὴν προσέ-
Καὶ προσδεθεῖσα καὶ ριφθεῖσα εἰς ὕδωρ, δεσαν μὲ πέτρα βαριὰ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ
Καὶ παραδόξως μὴ βλαβεῖσα τῷ ξίφει, νερὸ νὰ πνιγεῖ. ᾿Απίστευτο, δὲν τὴν πεί-
Τὴν κάραν ἐκτμηθεῖσα τῶν ἄθλων τέλος, ραξε τὸ ξίφος· στὸ τέλος τῶν ἀθλημάτων
Χαίρουσ᾿ ἀπέπτη πρὸς ποθεινὸν Νυμφίον. της ἀποκεφαλίστηκε καὶ μέσα σὲ χαρὰ
πέταξε πρὸς τὸν ποθητό της Νυμφίο.

–5–

You might also like