You are on page 1of 3

Το κοριτσάκι του βάλτου

(Μαδαγασκάρη)

Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς γίνεται πλάσματα με σάρκα και οστά, πλάσματα σαν κι εσάς κι
εμένα, αγόρια και κορίτσια, να περνάνε τη ζωή τους στο βυθό του νερού;
Εγώ πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται αυτό. Πάντα, ως τη στιγμή που άκουσα να μιλάνε για
τη Φάρα, το κοριτσάκι απ’ τη Μαδαγασκάρη που είχε βρει ένα αυγό βοδιού. Ναι, ναι, ένα
αυγό που είχε μέσα του ένα βόδι.
Όμως η ιστορία δεν είναι και τόσο απλή. Ακούστε την.
Ένα μαγιάτικο πρωινό, οι τρεις κόρες ενός κτηματία, βγαίνουν απ’ το σπίτι τους για να πάνε
στο σχολείο. Ακολουθούν τον δρόμο που περνάει πλάι στον μεγάλο βάλτο, όταν η
μεγαλύτερη βλέπει ανάμεσα στα καλάμια, μια φωλιά νερόκοτας. Πλησιάζει και βλέπει τρία
αυγά. Τότε λέει:
-Να, θα πάρουμε από ένα αυγό η καθεμιά. Αν τα δώσουμε να τα κλωσήσει η μεγάλη μαύρη
κότα, θα έχουμε η κάθε μια από μια νερόκοτα.

Η δεύτερη, που ήταν πάντα λαίμαργη, λέει:


-Εγώ δεν θα βάλω το αυγό μου στην κότα. Θα το βράσω και θα το φάω.
Οι δύο μεγαλύτερες αρχίζουν να μαλώνουν, ενώ η πιο μικρή, που δεν μιλάει κ
αθόλου, παίρνει το τρίτο αυγό και το πετάει στα γκρίζα νερά του βάλτου.
Αμέσως, οι δυο αδελφές της, τα βάζουν μαζί της.

-Τι έκανες, μικρή ανόητη; Γιατί πέταξες το αυγό σου στο νερό;
-Αν δεν το ήθελες, να μας το έδινες.
-Εγώ θα το έτρωγα.
-Κι εγώ θα το ‘βαζα στη μαύρη κότα για να το κλωσήσει.
Όμως η μικρή δεν απαντάει. Κοιτάζει το αυγό που επιπλέει ανάμεσα στις καλαμιές, το
χαιρετάει και του λέει:
-Αντίο, αυγό! Αύριο, θα ‘ρθω να δω το πουλί που θα μου δώσεις.

Όλη την ημέρα, οι δυο μεγάλες κορόιδευαν τη μικρή και τη δείχνουν στις φίλες τους. Λένε:
-Αυτή η μικρή ανόητη, πέταξε το δικό της αυγό στο νερό. Τώρα δεν έχει πια τίποτα.
Το απόγευμα, γίνεται αυτό που έπρεπε να γίνει. Απ’ το πολύ που δείχνουν τ’ αυγά τους στον
έναν και στον άλλον, οι δυο μεγάλες τ’ αφήνουν να τους πέσουν στην αυλή του σχολείου.
-Βλέπετε; Τους λέει η μικρή. Αν τα είχατε ρίξει στο νερό, αυτό δεν θα συνέβαινε. Αύριο το
πρωί, θα έρθετε μαζί μου, και θα δείτε τι όμορφο πουλί θα βγει από τ’ αυγό μου!
Και το άλλο πρωί, νωρίς-νωρίς, οι τρεις αδερφές φτάνουν μπροστά στον βάλτο. Το αυγό
βρίσκεται πάντα στην επιφάνεια. Είναι εκεί και μέσα στη σιωπή, ακούγεται ένα μικρό τοκ-
τοκ στο εσωτερικό του.
-Λοιπόν, αυγό, θα μου δώσεις το πουλάκι μου; Ρωτάει η μικρή Φάρα.

Και το κίτρινο κέλυφος ανοίγει στα δυο. Βγαίνει κάτι που δεν μοιάζει καθόλου με πουλί,
αλλά με βόδι. Ναι, είναι ένα μικρό βόδι με τα κερατάκια του και το μουσούδι του. Αμέσως,
αρχίζει να ξεφυσάει δυνατά και να πλατσουρίζει στα νερά σαν πάπια.
-Άλλο και τούτο πάλι, λένε τα τρία κοριτσάκια.
Όμως η έκπληξή τους δεν τελειώνει εδώ, γιατί το μικροσκοπικό βόδι αρχίζει να μεγαλώνει,
να μεγαλώνει και σε λίγο γίνεται μεγάλο σαν τα άγρια βόδια που βόσκουν ήρεμα στην
κοιλάδα.
-Βλέπετε, λέει η Φάρα που δε δείχνει και τόσο σαστισμένη. Αν είχατε κάνει όπως εγώ, θα
είχατε βόδια.
Και το βόδι γνέφει «ναι» με το κεφάλι του, εξακολουθώντας να φυσάει στο νερό και να κάνει
φυσαλίδες.
-Αντίο! Του φωνάζει η μικρούλα. Όταν σχολάσω, θα ξανάρθω.
-Ναι, λέει το βόδι, και θα ανέβεις στη ράχη μου να σε πάω βόλτα στο νερό.
Το απόγευμα, η Φάρα ξανάρχεται και οι αδερφές της, τη βλέπουν να απομακρύνεται πάνω
στη ράχη του βοδιού και να διασχίζει τον βάλτο.
Γυρνώντας στο σπίτι, οι δυο μεγάλες περιμένουν πότε η Φάρα θα απασχοληθεί με τα
μαθήματά της και τα λένε όλα στους γονείς τους.
-Μα τι μου λέτε τώρα, φωνάζει θυμωμένος ο πατέρας. Ένα βόδι μέσα σ’ ένα αυγό! Ένα βόδι
που μιλάει! Μήπως μας κοροϊδεύετε;
Οι μικρές ξέρουν πως οι γονείς δεν πιστεύουν ποτέ ό,τι τους φαίνεται παράξενο κι όμως
επιμένουν τόσο, που οι γονείς τους υπόσχονται να πάνε μαζί τους στον βάλτο, μόλις
αποκοιμηθεί η Φάρα.
Φτάνοντας στην όχθη, οι γονείς προσπαθούν να φωνάξουν το βόδι, αλλά ο βάλτος είναι
έρημος.
-Μας κοροϊδέψατε, λέει ο πατέρας. Πρέπει να τιμωρηθείτε!
Όμως η μεγαλύτερη από τις αδερφές αρχίζει κι εκείνη να φωνάζει το βόδι. Κι επειδή η φωνή
της είναι παιδική σαν της Φάρα, το μεγάλο ζώο βγαίνει απ’ το νερό και πλησιάζει με
εμπιστοσύνη στην όχθη. Μόλις ακουμπάει το ένα του πόδι στη στεριά, νιώθει να το πιάνουν
απ’ τον λαιμό. Είναι ο πατέρας που έχει πετάξει ένα σκοινί και το τραβάει. Το ζώο
προσπαθεί να γλυτώσει, χτυπιέται, αλλά ο πατέρας ξέρει πολύ καλά πώς να ακινητοποιήσει
ένα βόδι. Και το άμοιρο ζώο αρχίζει να φωνάζει:
-Φάρα! Μικρή μου Φάρα, βοήθεια!
-Φώναζε όσο θες, λέει ο πατέρας. Ξέρω να σε κάνω να σωπάσεις!
Και αφού χτυπάει το βόδι με ένα μεγάλο ρόπαλο, το σκοτώνει. Έπειτα, το σέρνει ως το
σπίτι του.

Την άλλη μέρα, μαθαίνοντας πως ο φίλος της είναι νεκρός και πως οι γονείς της έχουν
αρχίσει ήδη να τον τρώνε, η Φάρα φεύγει τρέχοντας για τον βάλτο. Εκεί, παρακαλεί τα
γκρίζα νερά να τη δεχτούν. Προχωρεί αργά ανάμεσα στις καλαμιές κι έπειτα εξαφανίζεται.

Από τότε, ζει ευτυχισμένη στα βάθη του βάλτου και μερικοί αργοπορημένοι ταξιδιώτες, την
βλέπουν, πότε-πότε, να βγαίνει απ’ το νερό, για να παίξει λίγο με τα μεγάλα, άγρια βόδια
που έρχονται να ξεδιψάσουν, όταν οι σκληροί άνθρωποι κοιμούνται στα κλειστά τους σπίτια.

You might also like