Professional Documents
Culture Documents
Gri 2017 18487
Gri 2017 18487
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Θεσσαλονίκη 2016
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
1. Τό θεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων
τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου 17
2.Ἡ ἐναντίωση τῶν Γαζαίων Πατέρων στίς δοξασίες
τοῦ Ὠριγένους 23
3. Πρακτική πνευματική ζωή καί θεωρητική θεολογία
α.Ἐκκλησιαστική ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή 29
β. Θεωρητική θεολογία καί ἀσκητική ζωή 31
γ. Ὁ κίνδυνος τῆς θεωρητικῆς θεολογίας 32
δ. Οἱ ἀποκρίσεις τοῦ Μεγάλου Γέροντος Βαρσα-
νουφίου καί Ἰωάννου τοῦ Προφήτου στόν ἀββά
Δωρόθεο 37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ
1. Ὀρθόδοξη Τριαδολογία 47
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ
1.Ἡ ἀσκητική ζωή ὡς «τέχνη τῶν τεχνῶν» 100
2. Πάθη 115
3. Ἀρετές 120
4. Λογισμοί καί πειρασμοί 124
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 130
CONCLUSIONS 134
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄. ΠΗΓΕΣ
1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ 138
2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 139
Β΄. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ 141
2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ 144
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Α’
Τό ὀρθόδοξο δόγμα εἶναι ἐνιαῖο καί ἀδιαίρετο γι’ αὐτό καί
ἡ Δογματική ὡς ἐπιστήμη ἀποφεύγει τήν κατάτμησή του σέ
αὐστηρῶς περιχαρακωμένες θεματικές περιοχές. Ὑπάρχει
ἀλληλοπεριχώρηση στούς διάφορους τρόπους ἔκφρασης τῆς
δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καθορίζουν τή ζωή της καί
ὁδηγοῦν σέ συγκεκριμένες ἐπιλογές στή βίωση καί ἔκφραση τῆς
ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας. Μέ ἕνα τρόπο τό ὀρθόδοξο δόγμα
παράγει πολιτισμό δεδομένου, γιά παράδειγμα, ὅτι ὅλες οἱ
ἐκκλησιαστικές τέχνες εἶναι ἀπόπειρες ἔκφρασης τῆς
δογματικῆς ἀλήθειας. Εἶναι, λοιπόν, τά δόγματα ἐκφράσεις τῆς
ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ὁδηγοῦν στήν κοινωνία καί ἕνωση τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν τριαδικό Θεό «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Κατά τόν Μ. Βασίλειο ὁ ἄνθρωπος εἶναι «θεός κεκελευσμένος»,
«θεοειδές, θεόπλαστον» κτίσμα1. Ἀπό ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ
ἀνθρώπινου βίου, ἡ ἀσκητική βιοτή, εἶναι ἡ περισσότερο ἀκραῖα
μορφή βίωσης τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό. Εἶναι μία ζωή ὅπου
ὅλα τελοῦνται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς,
Β΄
Στήν ἔκθεση τῶν στοιχείων τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί
τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού
ἀκολουθεῖ ἔχουν συγκεντρωθεῖ καί παρατίθενται οἱ ἀναφορές
του στά ἐπί μέρους κεφάλαια τῆς δογματικῆς ἀλήθειας καί τῆς
πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν μοναστῶν. Ἐξετάζονται οἱ
ἐπιδράσεις ἀπό τίς κακόδοξες διδασκαλίες τῶν Ὠριγένους καί
Εὐαγρίου πού ἦταν διαδεδομένες ἐκείνη τήν περίοδο στήν
περιοχή τῆς Γάζας καί τῆς Παλαιστίνης καθώς καί ἡ στάση τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου ἀπέναντί τους.
Τή στάση αὐτή τήν ὑπαγόρευαν λόγοι δογματικοί,
ποιμαντικοί καί πρακτικοί καί στήν μελέτη αὐτή ἐντοπίζεται ἡ
διάκριση ὡς ἡ ὑψηλή ἀρετή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί τῶν δύο
Γερόντων του. Ἡ θεμελίωση κάθε πνευματικῆς νουθεσίας στή
δογματική της βάση πού ἀκολουθεῖ ὁ ἀββάς Δωρόθεος,
συμπλέκει τό δόγμα μέ τήν πρακτική ἀσκητική ζωή καί τήν
10
Γ΄
Γιά τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς μελέτης
χρησιμοποιήθηκε ἡ ἀναλυτική, ἡ συγκριτική καί ἡ ἱστορική
μέθοδος. Ἡ ἀναλυτική μέθοδος ἀφορᾶ στή λεπτομερή
διερεύνηση, ἀποδελτίωση καί παράθεση τῶν στοιχείων τοῦ
ἔργου τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας.
Ἔγινε, ἐπισης, διερεύνηση τῶν σχετικῶν θέσεων τῶν δύο
Γερόντων, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, πού καθοδήγησαν
πνευματικά τόν ἀββά Δωρόθεο ἀπό τήν στιγμή τῆς εἰσόδου του
στή μοναστική ἀδελφότητα τῆς μονῆς Σερίδου ἕως τόν θάνατό
τους. Παράλληλα παρατίθενται οἱ δογματικές τοποθετήσεις
τῶν κακόδοξων διδασκαλιῶν τῆς ἐποχῆς πού ἐπιδροῦσαν στίς
μοναστικές κοινότητες.
Ἡ συγκριτική μέθοδος ἐφαρμόστηκε κυρίως στήν
παράθεση τῶν εὐαγριανῶν ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου. Τέλος, ἡ ἱστορική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε γιά νά
καταδείξει τόν βαθμό πού οἱ διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου
ἐπηρέσαν τήν ἐποχή του καθώς καί ἡ θέση αὐτῶν τῶν
διδασκαλιῶν στό σύνολο τῆς Πατερικῆς γραμματείας.
Δ΄
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἔζησε περίπου στά μέσα τοῦ ἕκτου
αἰῶνα. Γεννήθηκε στή Γάζα ἤ πλησίον αὐτῆς μετά τό 500 μ.Χ.
11
6 Β.Ψ., Βίβλος Ψυχοφελεστάτη, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Σχοινᾶ, Βόλος 1960.
8 «La vie de Saint Dosithee» στό Orientala Christiana Periodica XXVI, τ.78, σ. 89-123.
9
Διδασκαλία 11, 7.
10 Β.Ψ., Ἐρωταπόκρισις 327, 331-333.
11ΑΔ, Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1983, σ. 21.
12
Ε΄
Τό ἱστορικό περίγραμμα τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου
Εἶναι χρήσιμο νά ἐξετάσουμε τόν ἱστορικό περίγυρο στήν
Γάζα καί ὅλη τήν αὐτοκρατορία τήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς τῶν
Διδασκαλιῶν τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου. Ἡ κατάσταση ἐκείνη τήν
ἐποχή στήν Παλαιστίνη καί τήν Γάζα ἦταν πολύ τεταμένη λόγῳ
τῶν θεολογικῶν ἀντιθέσεων πού προέκυψαν ἀπό τίς ἀπόπειρες
ἑρμηνείας τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ
Θεοπασχητική ἔριδα τῶν ἐτῶν 519 ἕως 536. Κατ’ αὐτήν ὁρισμένοι
Σκύθες μοναχοί πού βρίσκονταν στήν Κωνσταντινούπολη
ἀναμίχθηκαν σέ θεολογικές συζητήσεις καί πρότειναν τή
θεοπασχητική φράση «τόν ἕνα τῆς Τριάδος πεπονθέναι σαρκί».
Ἡ φράση αὐτή ἀναφέρεται καί ἀπό τόν ὀρθόδοξο Πατριάρχη
Κων/πόλεως Πρόκλο στόν «τόμο πρός Ἀρμενίους» χωρίς τή λέξη
«σαρκί», γραμμένη ἐναντίον τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας.
Ἡ φράση αὐτή ἑρμηνεύεται ὀρθόδοξα ὡς ἀντίδοση τῶν
ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τρόπο
θεοπασχητικό ἐφόσον δέν ἀποσαφηνιζόταν ἡ ἀναφορά της στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἐξέδωσε τό
Θεοπασχητικό διάταγμα (5 Μαρτίου 533) ὅπου ἐπέβαλε τήν
13
Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ. 691 κ. ἑξ.
14
Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ. 685
15 D. B. Evans, Leontius of Byzantium. An Origenist Christology, Washington 1970.
14
ΣΤ΄
Ἡ πραγμάτευση τοῦ θέματος γίνεται σέ τρία κεφάλαια.
Στό πρῶτο κεφάλαιο παρατίθενται τά στοιχεῖα τοῦ θεολογικοῦ
πλαισίου τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων του ἀββᾶ Δωροθέου.
Παρατίθενται ὅλα τά στοιχεῖα τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ὠριγένους
καί τοῦ Εὐαγρίου καί σημειώνεται ὁ τρόπος πού οἱ Γαζαῖοι
Πατέρες ἐναντιώθηκαν σ’ αὐτές καθώς καί οἱ ἰδιαιτερότητες τῆς
στάσης τῶν Γερόντων καί τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού μᾶς ἀφορᾶ.
Ταυτόχρονα δίνονται ὅλες οἱ παράμετροι τῆς θεωρητικῆς
θεολογίας καί τῆς πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς πού ὑπάρχουν
στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Στό δεύτερο κεφάλαιο παρατίθενται ὅλα τά στοιχεῖα πού
ἀφοροῦν στό δόγμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀπαντοῦν
στίς διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Τέλος, στό τρίτο κεφάλαιο ἐξετάζεται ἡ συμβολή τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου στά ζητήματα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καθώς καί ἡ
σύνδεσή της μέ τήν καθ’ ὅλου ἀσκητική διδασκαλία τῶν
γειτονικῶν μοναστικῶν κέντρων τοῦ Σινᾶ καί τῆς Αἰγύπτου καί
16
17
ΕκΓ, Aleksandar Stojanovic, Εὐάγριος ὁ Ποντικός καί ἡ ἀσκητική ὀρθόδοξη παράδοση τῶν
Γαζαίων Πατέρων (Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννου τοῦ προφήτου καί Δωροθέου),
διδακτορική διατριβή, σ. 7.
18 Ὁ Ὠριγένης, ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός καί ὁ Εὐάγριος ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ψυχές προϋπάρχουν
τῶν σωμάτων, ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς φιλοσοφικές ἰδέες τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος διατείνεται
ὅτι οἱ ψυχές ζοῦσαν σέ μία ἰδιότυπη πολιτεία ὁμαδικά, πρίν κλειστοῦν στά σώματα, ἐνῶ τά
σώματα τά θεωρεῖ φυλακές τῶν ψυχῶν ( Πλάτωνος Πολιτεία Χ 619 C, Φαῖδρος 246 Β). «Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές προδίδουν έλάχιστο ρεαλισμό, διατυπώνονται σχεδόν ἐρήμην τῆς
Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553)» (βλ.
Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ. Β΄, σ. 675-676, Ἀθήνα 1990). Ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης, ἀντικρούει τή θεωρία αὐτή καί ἀναφέρει στό ἔργο του «Περί κατασκευῆς τοῦ
ἀνθρώπου» τά ἑξῆς: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας. Αὐτός ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Καί
δεχόμαστε πώς μιά καί κοινή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ὑπόστασής του, γιά νά μή παρουσιάζεται ὁ ἴδιος
προγενέστερος καί μεταγενέστερος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅταν προηγεῖται τό σωματικό στοιχεῖο
19
καί καθυστερεῖ τό ψυχικό» (Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» μετάφρ.
Ἀρχ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Ἐκδ. Τέρτιος, σ. 239). Ἐπίσης ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀναφέρει:
«Ἅμα δέ τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται, οὐ τό μέν πρότερον τό δέ ὕστερον κατά τά Ὠριγένους
ληρήματα» (ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 921). Βλ. σχετικά ΒΙ, τομ. Γ΄ σ.
137-138
19 Α. Δ., Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1983, σ. 14.
21 Α. Δ. Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 92 P.G. 88, 1712AB, [SC 92, σ. 312 ἑξ.], Α.Δ. σ. 226
ἑξ., Διδασκαλία ΙΑ΄, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, 116, P.G. 88, 1737 D – 1740 A, [SC 92, σ. 362], ΑΔ, σ. 272 ἑξ., Διδασκαλία
ΙΒ΄, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν μέλλοντα σωθῆναι μηδέποτε
ἀμεριμνεῖν περί τῆς ίδίας σωτηρίας 129, PG 88, 1753 CD,[ SC 92, σ. 388 ἑξ.], ΑΔ, σ. 296,
Διδασκαλία ΙΓ΄, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς πειρασμούς, 142 -148, PG
88, 1765 B – 1772 C, [SC 92, σ. 408 κ. ἑξ.], ΑΔ, σ. 314 κ. ἑξ., Διδασκαλία ΙΔ΄, Περί οἰκοδομῆς καί
ἁρμολογίας τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν 149, 151, 154, PG 88, 1772 D – 1773 A, 1776 BC, 1780D –
1781B, [SC 92, σ. 420, 424 κ. ἑξ. 434], ΑΔ, σ. 324, 328 ἑξ., Διδασκαλία ΙΕ΄, Περί τῶν ἁγίων
Νηστειῶν, 165, PG 88, 1793 AB,[SC 92, σ. 456], ΑΔ, σ. 356 ἑξ., Διδασκαλία ΙΣΤ΄, Ἑρμηνεία τινων
ρητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 166, PG 88, 1821
BC, [SC 92, σ. 458 ἑξ.], ΑΔ, σ. 360 ἑξ.
22 ΕκΓ, γιά τή στάση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἔναντι τοῦ Εὐαγρίου, σ. 87.
23
ΑΔ, Διδασκαλία Β΄, Περί ταπεινοφροσύνης, 29,[ SC 921, σ. 190], PG 88, 1644B
24 Πρβλ. Εὐαγριου Ποντικοῦ, Πρακτικός, PG 40, 1233 B.
25 ΑΔ, Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 89, [SC 92, σ. 306], PG 88, 1708B.
21
26 ΑΔ, Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 89, [SC 92, σ. 306], PG 88, 1708Β. Πρβλ. ΝΕΙΛΟΥ
ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Περί διαφόρων πονηρῶν λογισμῶν, κεφ. ΙΔ΄, PG 79, 1216 BC: «Εἰ τις θυμοῦ
κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κεκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος
μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν».
27 «Ἔλεγε καί Εὐάγριος ὅτι ἐμπαθής τις ὤν καί προσευχόμενος ταχυτέραν αὐτῷ γενέσθαι τήν
ἔξοδον, ἔοικεν ἀνθρώπῳ παρακαλοῦντι τόν τέκτονα ταχέως συντρίψαι τήν κλίνην τοῦ
ἀσθενοῦντος», ΑΔ, Διδασκαλία ΙΒ΄, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως..., 126,[ SC 92, σ. 384],
PG 88, 1749D – 1725A, Πρβλ. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Κεφάλαια γνωστικά, ΙV, 76, ὅπ. παρ., σ.
307.
28 ΑΔ, Διδασκαλία ΙΔ΄, Περί οἰκοδομῆς καἰ ἁρμολογίας τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν, 151, [SC 92, σ.
τρόπον είς τό Ἅγιον Πάσχα 166, [SC 92, σ. 460], PG 88, 1821C.
33 Γρηγορίου Θεολόγου, Περί ἑαυτοῦ, PG 37, 1382A.
23
37 Πρβλ. Daniel Hombergen, “The second Origenist Controversy. A new Perspective of Cyril of
Skythopolis”, Monastic Biografies as Historical sources for Sixrh-Century Origenism, Studia
Anselmiana 132, Rome 2001.
38 Οἱ καταδίκες στρέφονταν κατά τῶν «Γνωστικῶν κεφαλαίων» τοῦ Εὐαγρίου καί ὄχι ἀκόμα
40 ΕκΓ, σ. 94
41 Ἐκκλ. 1, 10.
26
αὐτοῦ τοῦ κόσμου πρίν ἀπό ἐμᾶς42. Ὁ ἱερός πατήρ μέ τόν τρόπο
αὐτό, προβάλλει ξεκάθαρα τή βιβλική ἔννοια τοῦ χρόνου καί τῆς
δημιουργίας τοῦ κόσμου πού ἀποκλείει τίς ἀντιλήψεις γιά τήν
προΰπαρξη τῶν ψυχῶν ἤ τῶν νόων κατά τό ὠριγενικό καί
εὐαγριανό φιλοσοφικό-θεολογικό σύστημα.
Ὅσον ἀφορᾶ στή στάση τῶν Γαζαίων Πατέρων κατά τῆς
εὐαγριανῆς καί ὠριγένειας ἐσχατολογίας,43 πρέπει νά τονίσουμε
ὅτι ὁ ἀντιωριγενισμός καί ἀντιευαγριανισμός τῶν ἐν λόγῳ
Πατέρων συνίσταται, κυρίως, στήν ὀρθόδοξη στάση τους ἔναντι
τριῶν ζητημάτων: α) τῶν περί τῆς φύσεως τοῦ ἀναστημένου
σώματος, β) τῶν περί τοῦ νοήματος τῆς ἐσχατολογικῆς
ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα καί γ) τῶν περί τῆς αἰωνιότητας
τῆς κόλασης44.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος εἶναι ἀπόλυτα ἐνήμερος γιά τίς
διδασκαλίες τῶν Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου τοῦ Προφήτου,
ἐφόσον ὑπῆρξε ὁ κομιστής τῶν ἐρωταποκρίσεων. Παρ’ ὅλα αὐτά,
πιστός στή συμβουλή τοῦ Μεγάλου Γέροντος γιά τήν ἔμφαση
στήν ἀσκητική καταπολέμηση τῶν παθῶν, τήν τήρηση τῶν
μοναχικῶν ὑποσχέσεων καί τήν προσέλκυση τῆς χάριτος,
ἀντιπαρέρχεται τά παραπάνω, ὄχι ὡς ἐπουσιώδη ἀλλά ὡς
διαφέροντα ἀπό τήν κύρια μέριμνα τοῦ μοναχοῦ, πού εἶναι ἡ
ἐσωτερική ἐργασία καί ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν .
Εἶναι, ὅμως, χρήσιμο νά τονίσουμε ὅτι, ὅπως προκύπτει
ἀπό τά σωζόμενα ἔργα τους, οἱ Γαζαῖοι Πατέρες διαβλέπουν τό
μεγάλο κίνδυνο ἀπό τίς ἐσχατολογικές κακοδοξίες τοῦ
Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι πολλοί
μοναστές, στό κοινόβιο τοῦ Σερίδου ἀλλά καί ἀλλοῦ, εἶχαν
46ΑΔ, Διδασκαλία ΙΒ΄, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, σ. 291, PG 88, 1749D, [SC 92,
σ. 392].
29
ΕκΓ, σ. 171.
47
Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα στήν ἀσκητική Παράδοση τῶν
48
49 Βλ. G. D. Martzelos, “Il fondamento theologicodella spiritualita dei padre sinaiti”, στό Giovanni
Climaco e il Sinai (Atti del IX Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa, sezione
bizantina, Bose, 16-18 Settembre 2001), Edizione Qiqajon, Comunita di Bose, σ. 73.
50 Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, σ. 168-169.
51 Β΄ Κορ. 3, 6
54 Γιά τόν Σέριδο καί τήν Μονή του βλ. S. Vaithe, “Jean le Prophete et Seridos”, στό Echos d’
Orient 8 (1905), σ. 159 ἑξ.
55 Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 391.
32
56Βλ. ἐνδεικτικά Ἀπόκρισις 63, ΝΑ, σ. 64, Ἀπόκρισις 154, ΝΑ, σ. 102.
57Daniel Hombergen, “Barsanuphios and John of Gaza and the Origenist controversy”, στό
«Christian Gaza in late antiquity»
33
58 Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἀπόκρισις 600, SC 451, σ. 804-810, ΝΑ σ. 283 κ. ἑξ., PG 86A,
892B-896C.
59 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 202-203
60 Π.Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 213 ἑξ.
34
283 ἑξ.
36
τοῖς τοιούτοις λέγει∙ Ἀμήν λέγω ὑμῖν οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Οἱ οὖν ἅγιοι,
καθώς πολλάκις εἶπον, ὅσον κτῶνται διά τῶν κόπων τάς ἀρετάς,
τοσοῦτον προσοικειοῦνται τῷ Θεῷ, καί ὅσον προσοικειοῦνται
αὐτῷ, τοσοῦτον γινώσκουσιν αὐτόν καί γινώσκονται ὑπ’
αὐτοῦ»64.
Οἱ παραινέσεις τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου εἶναι στό ἴδιο κλίμα μέ
τούς πνευματικούς του πατέρες Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη τόν
Προφήτη. Γιά παράδειγμα ὁ ἀββάς Βαρσανούφιος σέ μιά
ἀπόκρισή του σχετική μέ τή θεωρητική ἐνασχόληση μέ τά
δογματικά θέματα συμβουλεύει: «Ἄν θέλεις νά σωθεῖς, μήν
ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά ἀσχολεῖται μ’ αὐτά. Ἀπομακρύνσου
ἀπ’ αὐτά καί ἀκολούθησε τά ἴχνη τῶν Πατέρων. Φρόντισε νά
ἀποκτήσεις τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, τά δάκρυα τῆς
μετανοίας, τήν ἄσκηση, τήν ἀκτημοσύνη, τό ἀψήφιστο (τήν
ἐπιθυμία νά σέ θεωροῦν ἀσήμαντο) καί ὅσα τέτοια ὑπάρχουν καί
τά βρίσκεις στά λόγια καί στούς βίους τῶν Πατέρων»65.
Ἀπό αὐτήν τήν ἐνδεικτική ἀναφορά εἶναι φανερή ἡ
προτροπή στήν προτεραιότητα τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν καί
τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ὡς προϋπόθεση γιά τήν προσέγγιση
τοῦ Θεοῦ καί ἀπόκτηση τῆς γνώσης του. Παράλληλα θεωρεῖ
ἐπιβλαβή καί ἐπικίνδυνη τή μελέτη βιβλίων τοῦ Ὠριγένους, τοῦ
Διδύμου καί τοῦ Εὐαγρίου66. Συνιστᾶ γιά παράδειγμα σέ μοναχό,
πού εἶχε ἀμφιβολίες γιά τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν καί τό τέλος
τῆς κολάσεως, νά μήν ξαναδιαβάσει τά βιβλία πού περιέχουν
αὐτές τίς κακοδοξίες. «Ἀπόφευγε, τοῦ γράφει, τίς διδασκαλίες
64 ΑΔ, ΙΖ΄Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς τούς
ἁγίους μάρτυρας, σ. 382 κ.ἑξ., PG 88, 1833CD, [SC 92, σ. 482 ἐξ.]
65 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη... Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου,Ἐκδ. Σχοινᾶ.
71
Ἀναλυτικά ὁ κατάλογος τῶν τίτλων τῶν ἐρωταποκρίσεων ἔχει ὡς ἀκολούθως: ἐρώτηση
252˙ Περί τελείας ἀποταγῆς. 253˙ Πῶς πρέπει ὁ μοναχός να διαμοιράσει τά χρήματά του.
254˙ «Τό ἀφεῖναι το ἲδιον θέλημα αἱματοχυσία ἐστί». 255˙ «Μή ἐνδώσῃς, ἀδελφέ, μηδέ εἰς
ἀπόγνωσιν βάλῃς σεαυτόν˙ αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεγάλη χαρά τοῦ διαβόλου». 256˙ Ὁ πόλεμος
κατά τῆς πορνείας. 257˙ Πῶς βάζει κανείς «ἀρχή μετανοίας». 258˙ Περί λογισμῶν πορνείας,
ἀκηδίας καί δειλίας. 259˙ Οἱ λογισμοί σπέρνονται ἀπό τόν διάβολο λόγῳ ἀμέλειας καί
κενοδοξίας. 260˙ Ἀπάντηση στόν ἀδελφό πού αἰσθανόταν νά τόν πνίγουν οἱ δαίμονες στόν
ὓπνο του. 261˙ Πῶς λυτρώνεται κανείς ἀπό τά πάθη τῆς κενοδοξίας καί τῆς σάρκας. 262˙
«Ἄν γυρεύεις σπόρο γιά τό χωράφι σου, καλλιέργησέ το, γιά νά ἀποδώσει ὁ σπόρος σου».
263˙ Ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος τῶν ἁγίων Γερόντων. 264˙ Ὁ Θεός συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες πού
προέρχονται ἀπό τή λήθη τῶν ἐντολῶν. 265˙ Χωρίς κόπο καρδιᾶς δέν ἀποκτᾶ κανείς
διάκριση τῶν λογισμῶν. 266˙ Τί σημαίνει «κόπος καρδιᾶς». 267˙ Τί εἶναι ἐκεῖνο πού
φυγαδεύει «τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ». Περί φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων. 268˙ «Φοβᾶμαι μήπως
συνηθίσω νά ἁμαρτάνω καί νά μεταμελοῦμαι μόνο, χωρίς νά διορθώνομαι». 269˙ Κανείς
δεν πρέπει νά ὁδηγεῖται στήν ἀπόγνωση, ἐπειδή ἁμαρτάνει. 270˙ Ἀποδοχή τοῦ Μ. Γέροντα
νά βαστάξει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ, ὑπό τόν ὃρο ὃτι θά τηρεῖ τίς ἐντολές του. 271˙
Προτροπή γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἀργολογίας , γαστριμαργίας, θυμοῦ, ὀργῆς. 272˙ Τί εἶναι
τό «ἀψήφιστον»; 273˙Ἡ παράβαση τῶν ἐντολῶν πού θέτει ὁ Γέροντας συντελεῖ στήν
ἀκύρωση τῆς πνευματικῆς συμφωνίας μεταξύ Γέροντα καί ὑποτακτικοῦ; 274˙Ὁ Μ.
Γέροντας διαβεβαιώνει τόν ἀδελφό ὃτι δέν θά παύσει τήν πρός αὐτόν πνευματική
προστασία οὒτε στό μέλλοντα αἰώνα. 275˙ Ἡ θεωρία καί ἡ πράξη, «ἒχειν ἑαυτόν ὑποκάτω
πάσης κτίσεως». 276˙ Εὐχή πρός τόν ἀδελφό γιά τέλεια ταπείνωση. 277˙ Κόπος καί
40
ταπείνωση. 278˙ Ταπείνωση καί ταπεινολογία. 279˙ Ἒπαινος καί σιωπή. 280˙ Ὁ
ἐπαινούμενος ὀφείλει νά σιωπᾶ. 281∙ Ἐπαινούμενος κανείς πρέπει νά κρατᾶ σιωπή, ἒστω
καί ἂν εἶναι ἁμαρτωλός. 282˙ Οἱ Ἃγιοι, ἐπειδή ἒφτασαν στό μέτρο τῆς τελείας ταπεινώσεως,
μποροῦν ἐπαινούμενοι νά ἀποκρίνονται. 283˙ Ὁ εὐεργέτης ἐπαινούμενος γιά τίς
εὐεργεσίες του πρέπει νά σιωπᾶ. 284˙ Γλώσσα, παρρησία, κοιλιοδουλεία. 285˙ Περί πένθους
καί δακρύων. 286˙ Τό καλό πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό δέν γεννᾶ φθόνο. 287˙ «Τό λαλεῖν
διά τόν Θεόν καλόν ἐστι καί τό σιωπᾶν διά τόν Θεόν καλόν ἐστι». 288˙ «Ἐν πᾶσιν ὀφείλεις
ὑπακούειν». 289˙ Περί τοῦ ὃτι πρέπει νά μιλᾶμε μέ ταπείνωση καί φόβο Θεοῦ. 290˙ Ἂν
μιλώντας διαπιστώσει κανείς ὃτι πέφτει σέ κενοδοξία καλύτερα νά σιωπᾶ. 291˙ Ποιός
ἱκανώνεται νά πεῖ «Ἐγώ καί ὁ ὂνος εἲμαστε ἓνα». 292˙ Ἂν δέν γνωρίζει κάποιος τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἐρωτώμενος, δέν πρέπει νά ἀποκρίνεται. 293˙ Εἶναι πτώση γιά τόν μοναχό νά
παρατηρήσει τόν ἀδελφό μόνο καί μόνο γιά νά ἱκανοποιήσει τήν καρδιά του. 294˙ Πότε
πρέπει νά ἀναφέρεται στόν ἡγούμενο τό παράπτωμα ἑνός ἀδελφοῦ. 295˙ Ἐπιτρέπεται ἡ
κατά Θεόν ἐνημέρωση τοῦ Ἡγουμένου γιά τήν πτώση τοῦ ἀδελφοῦ μας. 296˙ Ἡ ἀναφορά
στόν Ἡγούμενο νά γίνεται χωρίς πάθος γιά τόν ἀδελφό. 297˙ Νά μήν ἀναφέρουμε τό
πταῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ μέ βλάβη τῆς δικῆς μας ψυχῆς. 298˙ Ἂν δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ
ἀπολογία, νά προτιμᾶται ἡ σιωπή. 299˙ Νά κρύπτεται ἡ πράξη πού μπορεῖ νά φέρει
σκανδαλισμό στούς ἀδελφούς. 300˙ Ὃταν λέγοντας στόν ἂλλο κάτι τόν πληγώσουμε, ἀλλά
δέν τό ἀντιληφθεῖ, καλύτερα νά ἐκδηλώσουμε τή μετάνοιά μας μόνο στόν Θεό. 301˙ Πῶς
πρέπει νά διάκειται κάποιος πρός αὐτόν πού τόν καταλαλεῖ. 302˙ Ὀφείλει νά βάζει
μετάνοια κανείς ὃταν σφάλλει, ἐνώπιον ἂλλων; 303˙ Ὀφείλει νά βάζει μετάνοια καί στούς
μικρότερους; 304˙ Ἡ ἀντιλογία πρός τά πάθη ἀνήκει στούς δυνατούς. 305˙ «Ρίξε τόν ἑαυτό
σου κλαίοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά πάθη». 306˙ Ὁ ἀγωνιστής
ὀφείλει νά συνεργεῖ καί αὐτός γιά νά κληρονομήσει τή βασιλεία μέ τόν Παράδεισο τῆς
τρυφῆς. 307˙ Προσβολές καί περιφρονήσεις. 308˙ «Ὃλα νά τά κάνεις μέ εὐλογία καί
ὑπακοή». 309˙ Στή συνάντηση μέ ἀδελφό ὁ λόγος μας νά φτάνει μέχρι ἀσπασμοῦ. 310˙ Περί
τοῦ ὃτι πρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς συνομιλίες καί τίς συναντήσεις. 311˙ Ἀπό τίς συνομιλίες
καί τίς συναντήσεις προέρχονται καταφρονήσεις, μαλθακότητα, ἀνυποταξία, παρρησία.
312˙ Προτροπή στόν ἀδελφό νά κόψει παντελῶς τίς συναντήσεις. 313˙ Στίς ἀναγκαῖες
συναντήσεις πρέπει νά προσέχει κανείς νά μήν εἰσχωρήσει τό κακό θέλημα. 314˙ Ἡ
ἀληθινή ἡσυχία. 315˙ Ἡ μέση ὁδός εἶναι νά κρατᾶμε μέσα στήν ἡσυχία τήν ταπείνωση καί
μέσα στόν περισπασμό τή νήψη. 316˙ Πῶς πρέπει νά διέρχεται ὁ ἀδελφός τίς ἐκτός
διακονίας ὦρες του. 317˙ Περί ἱλαρῆς ἢ σκληρῆς ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν πού ζητοῦν νά
λάβουν κάτι. 318˙ Ὁ μοναχός δέν ἒχει καμμία ἐξουσία νά κάνει τό δικό του θέλημα. 319˙ Ἂν
δέν ἀποβάλλει κανείς τό σαρκικό φρόνημα, πέφτει σέ ἀνθρωπαρέσκεια. 320˙ Τί εἶναι τό
«ἀσιώπητον». 321˙ Αὐτός πού ἒχει νήψη, δέν βλάπτεται ἀπό τόν ὕπνο. 322˙ Μέχρι ποιοῦ
σημείου πρέπει κάποιος νά ὑποχωρεῖ ἢ νά φιλονικεῖ, ὃταν τοῦ προτείνουν νά ἀρχίσει τήν
προσευχή. 323˙ Ἂν ἒχει εὐλογία ὁ ἀδελφός νά παίρνει ἢ νά μήν παίρνει τό μερίδιό του ἀπό
τήν κοινή τράπεζα «Ἀγάπης». 324˙ Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τή φιλοδοξία καί τήν κενοδοξία.
325˙ Ἂν πρέπει νά κλείνει κανείς τούς ὀφθαλμούς στίς συνάξεις. 326˙ Ἂν πρέπει νά διαθέσει
41
ὁ μοναχός τά βιβλία του καί τά ἐνδύματά του στό κοινόβιο. 327˙ Ἂν πρέπει νά μελετᾶ
ἰατρικά βιβλία ὁ μοναχός πού διακονεῖ στό Νοσοκομεῖο. 328˙ Ἂν πρέπει ὁ ἀδελφός πού
διακονεῖ στό Νοσοκομεῖο νά ἐπιμένει καί νά «στήνει τό λόγο» του πρός τούς ἀρρώστους
γιά τήν ὠφέλειά τους. 329˙ Ἂν μπορεῖ νά ἒχει κανείς ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ μέσα στόν
περισπασμό. 330˙ Πένθος καί ἐξωτερικός περισπασμός. Διοικητική ἐξουσία καί παρρησία.
331˙ Ἂν πρέπει νά διορθώνουμε τούς ἀδελφούς πού εἶναι μαζί μας στό διακόνημα. 332˙ Πῶς
πρέπει νά διορθώνουμε τούς ἀδελφούς πού πέφτουν σέ σφάλματα. 333˙ Ἂν συμβεῖ νά
μιλήσει κανείς μέ ταραχή ὀφείλει νά βάλει μετάνοια; 334˙ Ἂν πρέπει ὁ διακονητής τοῦ
Νοσοκομείου νά ἀφήνει τούς ἀρρώστους τίς ὧρες τῶν ἀκολουθιῶν. 335˙ Πῶς πρέπει νά
δίνεται βοήθεια σ' ὃσους ἒχουν ἀνάγκη. 336˙ Ἂν πρέπει νά χρησιμοποιεῖ κανείς κάτι ὃταν
ἒχει «προσπάθεια» πρός αὐτό. 337˙ Περί τοῦ ὃτι ἐκεῖνος πού παίρνει κάτι ἀπό πλεονεξία
εἶναι ἂξιος κατακρίσεως. 338˙ Ὃταν ἒχει κάποιος προσπάθεια σ' ἕνα πράγμα, ἀλλά τοῦ
εἶναι ἀναγκαῖο τί πρέπει νά κάνει.
72 ΕκΓ, σ. 94, ὑποσ. 290.
73 Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, SC 450, σ. 122.
74 Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, σ. 181.
42
75
Ἐρώτηση 600: Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἅγιο Γέροντα, τόν ἀββά Βαρσανούφιο,
λέγοντας: Δέν γνωρίζω Πάτερ, πῶς βρέθηκα νά μελετάω τά βιβλία τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ
Διδύμου καί τά γνωστικά τοῦ Εὐαγρίου καθώς καί τά βιβλία κάποιων μαθητῶν του. Ἐκεῖ
βρῆκα νά ἀναφέρουν ὅτι δέν δημιουργήθηκαν οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων μαζί μέ τό σῶμα
τους, ἀλλά ὅτι ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τά σώματα καί ἦταν «γυμνοί νόες» (καθαρά πνευματικές
ὀντότητες), δηλαδή ἀσώματοι. Παρόμοια καί οἱ Ἄγγελοι ἦταν «γυμνοί νόες» καί οἱ
δαίμονες τό ἴδιο. Καί οἱ μέν ἄνθρωποι μέ τήν παράβαση καί τήν πτώση καταδικάστηκαν
νά λάβουν αὐτό τό σῶμα, ἐνῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐπειδή πρόσεξαν τούς ἑαυτούς τους, ἔγιναν
Ἄγγελοι καί ὅλα τά ἄλλα τά παρόμοια. Ἐπίσης διδάσκουν ὅτι πρέπει ἡ μέλλουσα κόλαση
νά ἔχει τέλος καί οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι καί οἱ δαίμονες νά ἐπανέλθουν στήν πρώτη
τους κατάσταση, νά γίνουν πάλι πνευματικές ὀντότητες, πράγμα πού τό ὀνομάζουν
«ἀποκατάσταση».
Ἐπειδή λοιπόν θλίβεται ἡ ψυχή μου γιατί τήν τρώει ἡ ἀμφιβολία ἄν εἶναι αὐτά
ἀληθινά ἤ ὄχι, σέ παρακαλῶ, δέσποτα, νά μέ διδάξεις τήν ἀλήθεια, γιά νά μείνω σταθερός
σ’ αὐτήν καί νά μήν ἀπολεσθῶ, διότι τίποτα ἀπό αὐτά πού λένε αὐτοί δέν ἀναφέρεται στή
θεία Γραφή, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἴδιος Ὠριγένης τό διαβεβαιώνει στήν ἑρμηνεία πού κάνει
στήν πρός Τίτο ἐπιστολή, ὅτι δέν εἶναι ἀποστολική διδασκαλία, οὔτε ἀνήκει στήν παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας ἡ πίστη πώς ἡ ψυχή εἶναι προγενέστερη τῆς κατασκευῆς τοῦ σώματος,
χαρακτηρίζοντας ὡς αἱρετικό ἐκεῖνον πού τά λέει αὐτά. Ἀλλά καί ὁ Εὐάγριος μαρτυρεῖ στά
γνωστικά του κεφάλαια ὅτι γι’ αὐτά κανείς δέν μᾶς παρέδωσε τίποτα, οὔτε καί τό ἴδιο τό
Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ὁδήγησε καί μᾶς ἀποκάλυψε στό νά πιστεύουμε μία τέτοια διδασκαλία.
Συγκεκριμένα ἀναφέρει στό ξδ΄ κεφάλαιο τῆς δεύτερης ἑκανοντάδας τῶν γνωστικῶν του:
«Καί γιά μέν τά πρότερα, γιά τά ἀναφερόμενα στό χρόνο πρό τῆς δημιουργίας τοῦ
ἀνθρώπου, κανείς δέν πρόκειται νά βρεθεῖ ἱκανός νά μᾶς δώσει ἕνα αὐθεντικό σχετικό
μήνυμα, γιά δέ τα δεύτερα, γιά ὅσα ἐπηκολούθησαν μετά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου,
μᾶς ἔχει κατατοπίσει αὐτός πού ἀξιώθηκε νά μιλήσει μέ τόν Θεό στό Ὄρος Χωρήβ» (ὁ
Μωυσῆς στήν Πεντάτευχο). Καί πάλι στό ξθ’ κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἑκατοντάδας λέει τά ἑξῆς:
«Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέ μᾶς ἀποκάλυψε τίποτα οὔτε γιά τίς διάφορες ἀρχικές κατηγορίες
τῶν λογικῶν ὄντων οὔτε γιά τήν ἀρχική φύση τῶν σωματικῶν ὄντων». Σχετικά δέ μέ τό ὅτι
43
πολλά ἐπιχειρήματα αὐτό τό περί προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς δόγμα καί τό ἀνατρέπει( βλ. PG
44, 229 B), ὅπως καί ὁ μακάριος Δαβίδ καί οἱ περί τόν ἅγιο Ἰωάννη καί Ἀθανάσιο καί ὅλοι
οἱ ὑπόλοιποι φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τήν «ἀποκατάσταση»,
σαφῶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Νύσσης, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τήν ἐννοοῦν
αὐτοί, ὅτι δηλαδή ὅταν θά παύσει ἡ κόλαση οἱ ἄνθρωποι πρόκειται νά ἀποκατασταθοῦν
καί νά ἔλθουν στήν κατάσταση πού βρίσκονταν στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, δηλαδή νά
γίνουν πάλι καθαροί νόες (πνευματικές ὀντότητες) , ἀλλά πάντως λέει τό ἑξῆς: Ὅτι ἡ
κόλαση θά σταματήσει καί θά λάβει τέλος.
Πές μας , λοιπόν, ἅγιε Πατέρα, γιατί αὐτός ὁ μεγάλος ἄνδρας δέν διατυπώνει τό
σωστό δόγμα, ὅπως πρέπει νά τό διατυπώνει ἕνας ἄνδρας ἅγιος πού ἀξιώθηκε νά μιλάει
μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ἐπίσης καί γιά τόν Παράδεισο διαφωνοῦν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί
Διδασκάλους, καί δέν τόν θεωροῦν αἰσθητό ἀλλά νοητό. Ἀλλά καί γιά ἄλλα θέματα τῆς
Γραφῆς μπορεῖς νά βρεῖς διαφωνία ἀνάμεσα στούς Πατέρες. Παρακαλοῦμε λοιπόν,
δέσποτα, νά μᾶς τά διασαφηνίσεις ὅλα αὐτά, ὥστε, φωτιζόμεναι ἀπό σᾶς, νά δοξάσουμε
τό Θεό καί νά μήν ἀμφιβάλλουμε γιά τούς ἁγίους Πατέρες μας.
Ἐρώτηση 605: Ὄντως, Πάτερ, εἶστε ὁδηγοί τυφλῶν καί φῶς ἐν Χριστῷ ὅσων
βρίσκονται στό σκοτάδι∙ καί στή συγκεκριμένη περίπτωση, μέ τίς φωτισμένες θέσεις σας
μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια. Βρίσκουμε πράγματι στά Γεροντικά ὅτι ἦταν κάποιος
ἐνάρετος Γέροντας, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀμάθεια ἔλεγε ὅτι ὁ ἄρτος πού μεταλαμβάνουμε δέν εἶναι
τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ὑποτύπωσή Του. Καί ἄν δέν παρακαλοῦσε τόν Θεό γιά τήν
ὑπόθεση αὐτή, δέν θά εὕρισκε τήν ἀλήθεια.
Καί ἕνας ἄλλος, μεγάλος καί αὐτός Γέροντας, νόμιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ
Μελχισεδέκ. Καί ὅταν παρεκάλεσε τό Θεό, τότε ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἀλήθεια. Ἀλλά,
συγχώρεσέ με, Πάτερ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, διότι τολμῶ νά ρωτῶ αὐτά πού
ὑπερβαίνουν τίς δυνάμεις μου. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός μας, διά τῆς ἁγιωσύνης σας, μᾶς
φώτισε νά βαδίζουμε τήν ἀπλανή ὁδό τῆς ἀλήθειας, παρακαλῶ νά μᾶς διασαφηνίσεις
πλήρως καί τό ἑπόμενο θέμα, γιά νά καθαριστεῖ καί νά ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς καί ἡ ἀσθενική
μας καρδιά ἀπό αὐτό τό ἐρώτημα: Γιά ποιό λόγο παραχώρησε ὁ Θεός νά πλανηθοῦν αὐτοί
οἱ τόσο σπουδαῖοι ἄνδρες; Καί ἄν αὐτοί, πράγματι, δέν προσευχήθηκαν γιά νά λάβουν τήν
κατά Θεό πληροφορία, γιατί δέν τούς δόθηκε ὁ φωτισμός αὐτός διά τῆς Χάριτος, ἔστω κι ἄν
δέν τόν ζήτησαν, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἔτσι καί ἡ ψυχική βλάβη καί ζημιά ὅσων θά διαβάζουν
τά ἔργα τους στή συνέχεια; Διότι μπορεῖ αὐτοί οἱ Πατέρες νά μήν ἐμποδίστηκαν ἀπ’ αὐτά
νά βιώσουν τήν ὀρθή πίστη καί νά ἐπιτελέσουν τήν ἀρετή, ἀλλά ὅμως ὅσοι εἶναι σάν κι
ἐμένα, κοῦφοι καί νωθροί, θά τά πιστέψουν, βασιζόμενοι στή σπουδαιότητα καί ἀρετή
αὐτῶν τῶν Πατέρων καί εὔκολα θά ζημιωθοῦν βαριά ἀπό αὐτές τίς διδασκαλίες τους, μή
γνωρίζοντας ὅσα εἴπατε, ὅτι δηλαδή «δέν μπόρεσαν οἱ Ἅγιοι νά κατανοήσουν σέ βάθος
ὅλα τά μυστήρια καί ὅτι δέν παρακάλεσαν τόν Θεό νά τούς δώσει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τήν ἀνάλογη πληροφορία γιά τό ἄν αὐτές οἱ θέσεις τους εἶναι ὀρθόδοξες.
45
76 «Εἰλικρινά, ἀδελφέ, ἄφησα τό δικό μου πένθος καί πενθῶ γιά σένα, στό λάκκο πού ἔχεις
πέσει. Ἄφησα τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες μου καί κλαίω ἐσένα, ἀφοῦ εἶσαι τέκνο μου», ΒΙ,
ἐκδ. Ἑτοιμασία, τόμος Γ΄, σ. 142-143.
77 ΒΙ, ἐκδ. Ἑτοιμασία, τόμος Γ΄, σ. 149.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ
1. Ὀρθόδοξη Τριαδολογία
81 ΕκΓ, Εὐάγριος Ποντικός καί ἡ ἀσκητική ὀρθόδοξη παράδοση τῶν Γαζαίων Πατέρων, σ. 125.
82 ΑΔ, Β΄Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, σ. 128, PG 88, 1652 AB.
83 Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Εἰς τά Ἅγια Φῶτα, PG 36, 341BC.
84 Γέν. 6, 3.
85 Ματθ. 11,12.
50
91 Α΄Θεσ. 5, 17.
δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός. Κατά
συνέπεια, ὅταν ὁ ἀββάς Δωρόθεος περιγράφει τόν προπτωτικό
ἄνθρωπο: «ὤν ἐν τῷ κατά φύσιν καθώς καί ἐκτίσθη93», θεωρεῖ
τήν αὐτενέργεια τῆς προσευχῆς καί τή θεωρία τοῦ Θεοῦ
δεδομένη.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Γι’
αὐτό: «πόσω μᾶλλον ἡμεῖς ὀφείλομεν ἔχειν περί τοῦ Θεοῦ καί
τοῦ πλάσαντος ἡμᾶς καί ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι
παραγαγόντας...»94. Ἡ παραδοχή τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος
δημιουργίας τοῦ κόσμου σημαίνει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἑτερούσιος
μέ τόν Θεό γιατί ἄν ἦταν ἀπό τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Θεό θά
ἔπρεπε νά εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Θεό καί συνεπῶς
αὐθύπαρκτος. Αὐτό συνιστᾶ μία μεγάλη θεολογική ἀλήθεια
πού εἶναι τό θεμέλιο τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας τῆς δημιουργίας
τοῦ κόσμου: ἡ ἑτερουσιότητα Θεοῦ-κτίσης καθώς ἐπίσης
διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου95.
Ἡ «ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία» στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου προϋποθέτει τήν κατ’ ἀνάγκην ἐξάρτηση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τόν ὄντως ὄντα Θεό. Αὐτό καί μόνο δίνει τέλος
στίς ὠριγένειες ἀντιλήψεις περί προΰπαρξης τῶν ψυχῶν πού
ἦσαν τότε βαθιά διαδεδομένες στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης
καί τῆς Γάζας καί σέ κάθε πλατωνική ἀντίληψη περί τῆς πτώσης
τῶν ψυχῶν ἀπό μία ἀρχέτυπη κατάσταση. Παράλληλα τονίζει
τό ἀδύνατο τῆς ὕπαρξης τοῦ κόσμου χωρίς τόν Θεό πού οὐσιώνει
τά πάντα διαρκῶς. Αὐτό σημαίνει τήνδιαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ
μέσα στήν κτίση γιά τήν οὐσίωση τῶν ὄντων. Συμπερασματικά:
σ. 222 κ. ἑξ.
53
Δογματικῆς, σ. 224-228.
99 Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας , Λόγος κατά Ἑλλήνων, ΒΕΠΕΣ 30, 32, 22-34, [PG 25, 4B].
54
100
Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 88.
101 Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 62413.
104 Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν, P.G. 44, 480A.
105
Δημητρίου Στανιλοάε, Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, (μετάφραση-προλεγόμενα Ν. Ματσούκα),
ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 67
106
Βασιλείου Τσίγκου, ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 89.
56
ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο πατέρα:
«ὅτι ἡ μέν ἀρετή φυσική ἐστί καί ἐν ἡμῖν ἐστίν»107. Ἡ κακία,
λοιπόν, ὅταν ἐμφωλεύει στόν ἄνθρωπο εἶναι μία «παρά φύσιν»
κατάσταση: «Ἐπί δέ τῆς κακίας, οὐχ οὕτως∙ ἀλλά ξένην τινα καί
παρά φύσιν λαμβάνομεν ἕξιν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ κακοῦ οἰονεί,
ἐν ἕξει λοιμώδους τινός ἀρρωστίας γινόμεθα108».
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος συνδέει τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’
ὁμοίωση μέ τήν ἄσκηση γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν
καταπολέμηση τῶν παθῶν. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά «Ὥσπερ
οὖν ἐξεβάλομεν τάς ἀρετάς καί εἰσηνέγκαμεν τά πάθη ἀντ’
αὐτῶν, οὕτως θέλομεν κοπιάσαι οὐ μόνον ἐκβαλεῖν τά πάθη,
ἀλλά καί εἰσενέγκαι τάς ἀρετάς καί καταστῆσαι αὐτάς εἰς τόν
ἴδιον τόπον. Φυσικῶς γάρ ἔχομεν τάς ἀρετάς παρά Θεοῦ
δοθείσας ἡμῖν. Ἅμα γάρ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον,
ἐνέσπειρε αὐτῷ τάς ἀρετάς, ὡς λέγει∙ Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’
εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν. Κατ’ εἰκόνα εἶπεν, ἐπειδή
ἄφθαρτον καί αὐτεξούσιον ἐποίησεν ὁ Θεός τήν ψυχήν∙ καθ’
ὁμοίωσιν δέ λέγει, τό κατ’ ἀρετήν. Λέγει γάρ ∙ γίνεσθε
οἰκτίρμονες καθώς ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστί.
Γίνεσθε ἅγιοι ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι. Καί πάλιν ὁ Ἀπόστολος εἶπεν∙
Γίνεσθε εἰς ἀλλήλους χρηστοί. Καί λέγει ὁ ψαλμός ὅτι χρηστός
Kύριος τοῖς ὑπομένουσι∙ καί τά τοιαῦτα. Τοῦτο ἐστί τό καθ’
ὁμοίωσιν»109.
Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς διδασκαλίας του ὁ ἀββάς Δωρόθεος
προτρέπει: «Θεοῦ κατ’ εἰκόνα γεγόναμεν∙ ἀλλά καθαράν καί
107 ΑΔ, ΙΑ΄Διδασκαλία Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, σ. 284, P.G. 88 1745C.
108 ΑΔ, ΙΑ΄Διδασκαλία, ὅπ. ἀνωτέρω, σ. 284, P.G. 88 1747D.
109 ΑΔ, ΙΒ΄Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα σωθῆναι,
110 ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, σ. 370, P.G. 88, 1288B.
111 «Ἀμεταμέλητα γάρ τά χαρίσματα καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ», Ρωμ. 11, 29.
120 Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Περί τῆς δευτέρας ἐντολῆς, Φιλοκαλία τομ. Γ΄, σ. 25.
59
123 “Λέγομεν τοίνυν καί τοῦτο τό σκότος μή κατ’ οὐσίαν ὑφεστηκέναι, ἀλλά πάθος εἶναι περί
τόν ἀέρα στερήσει φωτός ἐπιγινόμενον», Μ. Βασίλειος, Ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον, P.G. 29,
40C.
124 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 302, P.G. 88, 1757D. Βλ. Βασιλείου
Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς, σ. 239.
125 Γεν. 1, 31.
126 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης Κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 288, P.G. 88, 1748A.
61
127ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, σ. 360, P.G. 88, 1288A.
62
«Ὥστε φυσικῶς ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός τάς ἀρετάς∙ πάθη δέ οὐκ ἔχομεν φυσικῶς∙ οὐδέ γάρ
128
ἔχουσιν οὐσίαν τινα ἤ ὑπόστασιν», ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης Κολάσεως,
καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτα ἀμεριμνεῖν τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 302, P.G. 88,
1757D.
63
κατ’ ἀνάγκην τρεπτή καί ἀλλοιωτή, δέν εἶναι ὅμως κατ’ οὐσίαν
ἄτρεπτη, ἐπειδή, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, προῆλθε ἀπό τό μή
ὄν129. Ὑπάρχει τρεπτότητα καί πρός τίς δύο κατευθύνσεις, καλή
καί κακή ἀλλοίωση, ἐγγύτητα ἤ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό.
Αὐτό ἀκριβῶς τό προνόμοιο τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται στήν
ἐλευθερία του καί εἶναι μία αὐτεξούσια κίνηση. Τά κτιστά ὄντα
κινδυνεύουν νά χάσουν καί αὐτό τους τό εἶναι καί μόνο ἡ σχέση
τους μέ τόν Θεό, τόν ὄντως Ὄντα τούς ἐξασφαλίζει αὐτό τό
εἶναι130. Ὅπως γράφει ὁ ἀββάς Δωρόθεος σχετικά μέ τό τρεπτόν
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου: «Ἀδύνατον γάρ ἐστί τήν ψυχήν μεῖναι
ἐν τῇ αὐτῇ καταστάσει∙ ἀλλά εἰς προκοπήν ἔρχεται, εἴτε ἐπί τό
κρεῖττον εἴτε ἐπί τό χεῖρον»131. Ἄλλωστε «στήν πατερική
θεολογία ἡ κτιστότητα τοῦ ἐκ μή ὄντος εἰς τό εἶναι
δημιουργηθέντος ἀνθρώπου συνδέεται μέ τήν τρεπτότητά του, ἡ
ὁποία μέ τήν χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει
ἀκόμη καί στήν κατάσταση τῆς ἀνυπαρξίας»132. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος γνωρίζει καί πιστεύει ὅτι δημιουργός τῶν πάντων
εἶναι ὁ Θεός καί ὅτι Αὐτός τά πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγε»,
τότε συγκρατεῖται καί παραμένει μέσα στά δικά του ὅρια («μένει
τῶν ἰδίων ὁρίων ἐντός») .
Ἀναφερόμενος στήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ ἀββάς
Δωρόθεος σημειώνει: «Ὅτε δέ παρέβη τήν ἐντολήν καί ἔφαγεν
ἐκ τοῦ ξύλου οὗ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός μή φαγεῖν ἀπ’ αὐτοῦ,
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 300, P.G. 88, 1757Α.
132 Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1537. Ἐπίσης Γεωργίου
136 Άθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατά Ἑλλήνων, ΒΕΠΕΣ 30, 37, 523.
137 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 76, P.G. 88, 1625 .
138 Ἱερεμ. 2, 19.
66
τή διήγηση γιά τήν κτίση καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί
τήν θεία ἐνανθρώπιση. Ὁ ἄνθρωπος «Δημιουργήθηκε143
«κατ’εἰκόνα Θεοῦ», μέ ψυχή λογική καί αὐτεξούσια, ἀθάνατη καί
κοσμημένη μέ ὅλες τίς ἀρετές. Κάνοντας ὅμως κακή χρήση τοῦ
αὐτεξουσίου του καί ἀθετώντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ξέπεσε
ἀπό τό «κατά φύσιν» στό «παρά φύσιν», στό κράτος τῆς
ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἔτσι
σπίλωσε τό «κατ’εἰκόνα», ἔχασε τίς ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες ἦταν
κοσμημένος ἐκ κατασκευῆς, καί γέμισε τήν ψυχή του ἀπό τά
πάθη144. Χρειαζόταν λοιπόν νά καθαρθεῖ τό «κατ’ εἰκόνα» καί νά
θεραπευθεῖ ἀπό τά πάθη πού τυραννοῦσαν τήν ψυχή του. Καί
αὐτό ἀκριβῶς ἐπιτέλεσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του καί τό ὅλο
σωτηριῶδες ἔργο του ὁ Χριστός»145.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος δέχεται τήν τριμερή διαίρεση τῆς ψυχῆς
σέ λογιστικό, θυμικό καί ἐπιθυμητικό πού διατήρησαν οἱ
Καππαδόκες καί ὁ Εὐάγριος. Σέ μία παράθεση λόγων τοῦ
Εὐαγρίου ἀναφέρει: «Κατά φύσιν ἐνεργεῖ ψυχή λογική, ὅταν τό
μέν ἐπιθυμητικόν μέρος αὐτῆς τῆς ἀρετῆς ἐφίεται, τό δέ θυμικόν
ὑπέρ ταύτης ἀγωνίζεται τό δέ λογιστικόν ἐπιβάλλει τῇ θεωρίᾳ
τῶν γεγονότων146». Σέ ἄλλη δέ συνάφεια, σχετικά μέ τό
ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἀναφερόμενος στή ζώνη ὡς μέρος
τῆς μοναχικῆς στολῆς, γράφει: «Ἔστι γάρ ἡ ζώνη κατ’ αὐτῆς τῆς
ὀσφύος ἡμῶν∙ ἐκεῖ δέ εἰσίν οἱ νεφροί ἐν οἷς λέγεται εἶναι τό
ἑξ.] , Πρβλ. ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων
μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα σ. 366 κ. ἑξ.∙ PG 881825A – 1829A∙ [SC 92, σ. 464 κ. ἑξ.].
146 ΑΔ, ΙΖ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς τούς
Βλ. ΑΔ σ. 380 ὑποσ., ΙΖ΄Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
148
σωτηρία τοῦ πλάσματός του διδάσκει τούς μοναχούς του γιά τήν
ὑπομονή στίς θλίψεις γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ παραχωρεῖ
δυσκολίες πού καθαίρουν. Πίσω ἀπό θλίψεις πού ὁ Θεός
ἐπιτρέπει ὑπάρχει ἡ πρόνοιά του καί ἡ ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ἄν
ὁ ἄνθρωπος δέν κατανοεῖ τή σωτηρία του οἱ θλίψεις πού
ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἄν καί φαίνονται σάν μαρτύριο, εἶναι ἐφόδιο
γιά τήν αἰώνια ζωή.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος παραθέτει ἕνα γεγονός ἀπό τό
Γεροντικό149. Σέ παρατήρηση ἑνός μοναχοῦ ὅτι ἡ ψυχή του
ἐπιθυμεῖ τό θάνατο ὁ Γέροντας ἀπαντάει: Ἐπειδή ἀκόμα δέν
γνώρισες οὔτε τήν ἀνάπαυση πού προσδοκᾶμε οὔτε τήν κόλαση
πού μᾶς περιμένει. Καί συμπεραίνει: «Μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ, ἀδελφοί, τό εἶναι ἡμᾶς εἰς τόν κόσμον τοῦτον∙ ἀλλ’ ἡμεῖς
ἀγνοοῦντες τά ἐκεῖ, βαρέα ἡγούμεθα τά ὦδε∙ καί οὐκ ἔστιν
οὕτως150».
Τά παραπάνω δείχνουν τή βαθειά γνώση τῆς ἀγαθοποιοῦ
ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τῆς συγκρότησης τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς ἀπό τόν ἀββά Δωρόθεο. Ὅπως διδάσκει σχετικά «Ἡ
κατανόηση τοῦ θέματος τῆς παρατάσεως τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου σάν καρποῦ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ δίνει νέα
διάσταση στό θέμα τῆς μετανοίας καί τῆς συναισθήσεως τοῦ
σκοποῦ καί τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
καταλάβει ὅτι ζεῖ «κατά χάριν», καί ὄχι ὅπως νομίζει «φυσικά»,
θ’ ἀλλάξει ὁπωσδήποτε ὀπτική γωνία καί θ’ ἀτενίζει τή θέση του
στή ζωή σάν χρέωση στό κεφάλαιο τῆς ἀγάπης καί τῆς
συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ. Μόνο ψυχές φωτισμένες μέ τήν
ἐνοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σάν τόν ἀββά Δωρόθεο
ὑπόστασιν ἔχει τό κακόν, ἀλλά παρυπόστασιν, τοῦ ἀγαθοῦ ἕνεκα καί οὐχ ἑαυτοῦ γινομένου».
155 ΑΔ, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, σ. 254,
P.G. 88 1728A.
71
156 ΑΔ, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, σ. 274, PG 88, 1739D.
157 Βλ. Ἀπόκρισις 63, ΒΙ, τομ. Α΄, σ. 170, Άπόκρισις 389, ΒΙ, τόμ Β΄, σ. 292, Ἀπόκρισις 482, ΒΙ,
τομ. Β΄, σ. 426, Πρβλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 201.
158 ΑΔ, σ. 254, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, PG
3) Χριστολογικό δόγμα
Π. Χρήστου παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀλήθεια αὐτή διαπνέει σύνολη τήν πατερική παράδοση. Βλ.
«Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας κατά τούς Καππαδόκας», Κληρονομία 5, 2 (1973), σ. 361.
74
163 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις πρός Θαλάσσιον, PG 90, 621.
164
ΕκΓ, σ. 44.
75
165 Πρβλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Κατά Ἰουλιανοῦ καί κατά Ἑλλήνων στηλιτευτικός Α΄, PG
36, 633C.
166
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐπιστολή 101, Πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον κατά Ἀπολιναρίου,
PG 37, 181.
167 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 78, PG 88, 1621B.
76
«Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη, εἶναι προφανές γιατί στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἐνανθρώπηση
171
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἑρμηνεύεται ἁπλῶς ὡς ἐπανόρθωση καί ἀποκατάσταση ἀπό τήν
ἁμαρτία ἤ ὡς προσφορἀ λύτρου, ἀλλά ὡς ἀναδημιουργία, συνέχεια τῆς πρώτης
δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς φανέρωση τοῦ νέου Ἀδάμ, ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τή φθορά
καί τό θάνατο, ὡς ἀνακαίνιση, θέωση καί σωτηρία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου», Βασιλείου
Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου, σ. 83.
79
172 Βλ. ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, [SC 92, σ. 468-470], PG 88, 1828 BCD.
173 Ψαλμ. 67, 19∙ Ἐφ. 4, 8.
176
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Προσφωνητικός πρός βασιλίσσας, PG 76, 1328.
177 Κολοσ. 2, 9.
178 Ἰωάν. 1, 16.
81
179 Βλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα 9, PG 36, 633C.
180 Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλία Α΄, Περί ἀποταγῆς, 4, PG 88, 1621 A∙ [SC 92, σ.∙Α 152]∙ ΑΔ,
σ. 79 ἑξ. Πρβλ. Καί τοῦ ίδίου, Διδασκαλία ΙΣΤ΄, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
ψαλλομένων μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα 170, PG 88, 1825BC∙ σ. 464 ἑξ.∙ ΑΔ, σ. 368.
181 Βλ. γιά τόν ὅρο τῆς συνόδου, Mansi VII, 116.
184
Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 197.
185
Βλ. Ἀπόκρισις 59, ΒΙ, τομ. Α΄ , σελ. 158 καί Ἀπόκρισις 695, ΒΙ, τομ. Γ΄, σ. 312.
186 «Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι στόν Codex Encyclius ἐκτός ἀπό τόν
καί τό βαπτισματικό σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἐποχή αὐτή. Ὅλες τίς ἄλλες συνόδους
μετά τή Νίκαια, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, τίς θεωροῦν ὅτι
εἶχαν ἕνα καί μοναδικό σκοπό∙ νά ἑρμηνεύσουν καί νά διαφυλάξουν ἀπαραχάρακτη τή
νικαϊκή πίστη ἀπό τίς ἐμφανισθεῖσες κατά καιρούς αἱρέσεις». Γεωργίου Μαρτζέλου, Ἡ
Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καί ἡ οἰκουμενική σημασία της, Ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 271.
187 Βλ. Ἡ Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καί ἡ οἰκουμενική σημασία της, σ. 270 κ. ἑξ.
188 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 288∙ PG 88, 1748A.
189 ΝΑ, Ἀπόκρισις 256, σ. 157∙ [SC 450, σ. 220].
84
193Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Κλίμαξ», ἐκδ. Ἱερᾶς μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1991,
σ. 33.
194 ΑΔ. σ. 368∙ ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
196 ΑΔ, σ. 382, ΙΖ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς
4) Ἐκκλησιολιογικές θέσεις
198 Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 89.
199 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 202.
200
Ἰωαννου Χρυσοστόμου, Πρό τῆς ἐξορίας, PG 52, 459.
201 Ρωμ. 12, 5.
202 ΑΔ, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, σ. 200∙ PG 88, 16593C.
88
203 «Ἐάν τις εἴπη ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῆ, φεύστης ἐστίν», Α΄ Ἰωάν. 4,
20.
204 Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Διαλογισμοί, PG 78, 1693A.
89
ΑΔ, σ. 398, Ἐπιστολή Β΄, πρός τούς ἐν τῷ μοναστηρίῳ ἐπιστάτας καί μαθητάς. Πῶς δεῖ
207
208 Βλ. ΑΔ, σ. 400, Ἐπιστολή Β΄, πρός τούς ἐν τῶ μοναστηρίῳ ἐπιστάτας καί μαθητάς. Πῶς δεῖ
ἐπιστατεῖν ἀδελφῶν καί πῶς τοῖς ἐπιστατοῦσιν ὑποτάσσεσθαι, PG 88, 1801A.
209 ΑΔ, σ. 80, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1621C.
92
215ΑΔ, σ. 292 κ.ἑξ., ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν
θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1752B – 1753D∙ [SC
92, σ. 384 κ. ἑξ.]. Βλ. τήν ἑρμηνεία τῶν παραπάνω χωρίων, Γ. Μαρτζέλου, Θεολογία καί
πνευματικότητα, σ. 209.
95
219 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, PG 88, 1725D, σ.294-295.
220
ΑΔ. σ. 294, ὑποσ. 4.
221 Βλ. σχετικά Π. Νέλλα: «Ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία Ν. Καβάσιλα», Πειραιεύς 1975.
97
Ἰωάννoυ Χρυσοστόμου, Πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα, PG 47, 294. Βλ. Βασιλείου Τσίγκου,
223
228
Χαραλ. Γ. Σωτηρόπουλου, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά «Κεφάλαια Ἀγάπης» τοῦ Ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 1993, σ. 15.
229
Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, « Ἡ περί σωτηρίας διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου», Θεολογία 55
(1984), σ. 916.
101
233«Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἤκων εἰς τό ἀκρότατον∙ οὐχ ὁρῶ τίνα λαβών
ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν∙ τῷ ὄντι γάρ αὕτη
μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό
πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλότατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν
ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι∙ καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσῳ δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς
ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὔλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ
τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα», Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον
φυγῆς καί περί ἱερωσύνης, PG 35, 425A.
106
1724C.
239 Ἀββᾶ Λογγίνου, Ἀποφθέγματα, PG 65, 257B.
242 ΑΔ, σ. 320, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑπομένειν τούς
πειρασμούς, PG 88, 1769C.
243 ΑΔ σ. 92, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1629B.
244 «Εἶπεν ὁ ἀββάς Νισθερῶος, ὅτι ὀφείλει ὁ μοναχός καθ’ ἑσπέραν καί πρωΐας λόγον ποιεῖν.
Τί ὦν θέλει ὁ Θεός ἐποιήσαμεν, καί τί ὦν οὐ θέλει οὐκ ἐποιήσαμεν. Καί οὕτω πρακτεύοντες
ἑαυτῶν τήν πᾶσαν ζωήν. Οὕτως γάρ ἔζησεν ὁ ἀββάς Ἀρσένιος. Σπούδαζε ἑκάστην ἡμέραν
παρεστάναι τῷ Θεῷ χωρίς ἁμαρτίας. Οὕτω προσεύχου τῷ Θεῷ ὡς παρών παρόντι∙ καί γάρ
ἀληθῶς πάρεστι». Ἀββᾶ Νισθερώ, Ἀποφθέγματα, PG 65, 308C.
245 ΑΔ, σ. 274, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν
246 ΑΔ, σ. 264, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG
88, 1733 B.
247 ΑΔ, σ. 252, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG
88, 1725C.
248 ΑΔ, σ. 270, ΙΑ΄Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει
θέλοντα σωθῆνaι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1761A.
110
μή ὁδεύση ταύτην τήν εὐθεῖαν ὁδόν ἥν ὥδευσαν πάντες οἱ ἅγιοι∙ λέγω δή τήν τοῦ ἀτιμάζεσθαι
καί φέρειν γενναίως∙ οὐ μή προβῆ , οὐ μικρόν, οὐ μέγα∙ οὐδέ εὑρήσει τόν ἐν ταῖς ἐντολαῖς
κρυπτόμενον θησαυρόν∙ ἀλλά μόνον τά ἔτη αὐτοῦ ἀναλίσκει διηνεκῶς διακενῆς».
255 ΑΔ, σ. 94, ὑποσημ. 20
112
256 ΑΔ, σ. 182, Ε΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1684D.
257 ΑΔ, σ. 104, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1636D.
113
262 «Ἔχεις ἐν σεαυτῷ τήν συμμαχίαν, ἥν κἀγώ καί πᾶς ὁ βουλόμενος. Θελῆσαι δεῖ μόνον,
ὁρμῆσαι μόνον. Ἐγγύς ἡ παράκλησις ἐν τῷ στόματί σου∙ Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ φησί καί
εὐφράνθην. Τί μνήμης ἑτοιμότερον; Μνήσθητι καί σύ καί εὐφράνθητι. Ὤ τοῦ εὐπορίστου τῆς
ἰατρείας! Ὤ τοῦ τάχους τῆς θεραπείας! Ὤ τοῦ μεγέθους τῆς δωρεᾶς! Οὐ κομίζει μόνον
ὀλιγοψυχίαν καί λύπην μνημονευθείς ὁ Θεός, ἀλλά καί εὐφροσύνην ἐργάζεται», Γρηγορίου
Ναζιανζηνοῦ, Πρός τούς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ καί τόν ἄρχοντα ὀργιζόμενον, PG 35,
968C.
114
τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ ἔχειν τήν μνήμην τοῦ θανάτου...ἐκ
τοῦ καθ’ ἑσπέραν ἐρευνᾶν πῶς παρῆλθε τήν ἡμέραν...καί ἐκ τοῦ
μή παρρησιάζεσθαι καί ἐκ τοῦ προσκοληθῆναι ἀνθρώπῳ
φοβουμένῳ τῷ Θεῷ»263.
Ἄλλη χρήσιμη ἀνάμνηση στό νοῦ τῶν μοναχῶν εἶναι κατά
τόν ἀββά Δωρόθεο καί ἡ μνήμη τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μίμηση τῶν παθημάτων τοῦ
Χριστοῦ. Ἀκόμη καί τό πορφυρό χρώμα στό κουκούλι ἔχει τόν
συμβολισμό τῆς συμμετοχῆς στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ: «καί
ἡμεῖς ἔχοντες τό σημεῖον τό πορφυροῦν, ἐπαγγελόμεθα, ὡς
εἶπον, ὑποφέρειν πάντα τά παθήματα αὐτοῦ»264. Μέ αὐτόν τόν
τρόπο ὁ μοναχός συμμετέχει στό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ: «Πεντηκοστή δέ ἐστίν ἀνάστασις ψυχῆς»265.
Στό βαθμό πού θά προχωρήσει ὁ μοναχός στή μοναχική
ζωή ἀναπτύσσει αὐτό πού ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὀνομάζει
«συνείδησιν πρός τόν Θεόν». Εἶναι ἡ κρυφή ἐργασία πού τελεῖται
στό νοῦ καί συνίσταται στήν ἀπόκρουση ἐμπαθῶν λογισμῶν καί
τή διατήρηση τῆς νήψης. Εἶναι αὐτό πού ἄλλοι Πατέρες
ὀνομάζουν «φυλακή τοῦ νοός». «Οἷον τι λέγω∙ Ἠμέλησεν εὐχῆς,
ἀνέβη λογισμός ἐμπαθής εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ, καί οὐκ ἔνηψε
καί ἔσφιξεν ἑαυτόν, ἀλλά συγκατέθετο∙ εἶδε τόν πλησίον
λέγοντά τι ἤ ποιοῦντα, ὡς εἰκός καί ὑπενόησε καί κατέκρινε
αὐτόν∙ ὅσα ἐστίν ἐν τῷ κρυπτῷ γινόμενα, ἅ οὐδείς οἶδεν εἰ μή ὁ
Θεός καί ἡ συνείδησις ἡμῶν, χρήζομεν φυλάττειν. Καί αὔτη ἐστίν
ἡ πρός Θεόν συνείδησις»266.
2) Πάθη
ἐχθρός, καί ἡ κατά κάποιον τρόπο συνεχής μελέτη καί φαντασία», Ἁγίου Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ψυχωφελής καί θαυμάσιος, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τομ. Β΄,
ἔκδοση Δ΄, Ἐκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, σ. 301.
270 ΑΔ, σ. 80, ὑποσ. 11.
271 «Τρεῖς γάρ καταστάσεις εἰσίν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ∙ ἔστιν ὁ ἐνεργῶν τό πάθος καί ἔστιν ὁ ἱστῶν
αὐτό καί ἔστιν ὁ ἐκριζῶν αύτό», ΑΔ, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν
τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88, 1729 B.
116
272 «Βλέπετε ἀδελφοί μου, ὅτι εἰς πᾶν πρᾶγμα, καθώς ἀεί λέγω ὑμῖν, συνήθεια ἐστί καί εἰς τό
καλόν καί εἰς τό κακόν. Χρεία οὖν πολλῆς νήψεως, ἵνα μή κλεπτώμεθα», ΑΔ, σ. 236, Θ΄
Διδασκαλία, Περί ψεύδους, PG 88, 1716A.
273 «Ἰδού μία κατάστασις∙ αὕτη ἐστίν ἡ ἐν ἕξει ἔχουσα τό κακόν. Ὁ Θεός ρύσεται ἡμᾶς ἀπό
τοιαύτης καταστάσεως», ΑΔ, σ. 260, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν
τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88, 1729D.
274 ΑΔ, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
ἀλλά καί πρός τάς αἰτίας αὐτῶν αἵτινες εἰσί αἱ ρίζαι. Καί ἐάν μή αἱ ρίζαι ἐκβληθῶσιν, ἀνάγκη
τάς ἀκάνθας πάλιν φύεσθαι», ΑΔ, σ. 298, ΙΒ ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης
117
κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἴδίας σωτηρίας,
PG 88, 1756B.
276 «Οὐκοῦν ἵνα μήτε διά ὀφθαλμῶν μήτε διά ὤτων ἐρεθισμούς εἰς ἁμαρτίαν δεχώμεθα καί
κατά τό λανθάνον προσεθισθῶμεν αὐτῇ καί ὥσπερ τύπον τινές καί χαρακτῆρες τῶν
ὁρωμένων καί ἀκουομένων ἐναπομείνωσι τῇ ψυχῇ εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν καί ἵνα
δυνηθῶμεν ἐπιμένειν τῇ προσευχῇ, ἀφιδιάζωμεν πρῶτον κατά τήν οἴκησιν. Οὕτω γάρ ἄν καί
τοῦ προλαβόντος ἔθους περιγενώμεθα, ἐνῶ ἀλλοτρίως ἐζήσαμεν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ
(οὐ μικρός δέ οὖτος ἀγών, τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας περιγενέσθαι∙ ἔθος γάρ διά μακροῦ χρόνου
βεβαιωθέν φύσεως ἰσχύν λαμβάνει), καί τούς ἐξ ἁμαρτίας δέ σπίλους ἐκτρῖψαι δυνησόμεθα
τῇ τε φιλοπόνῳ προσευχῇ καί τῇ ἐπιμόνῳ μελέτῃ τῶν τοῦ Θεοῦ θελημάτων», Βασιλείου
Καισαρείας, Ὅροι κατά πλάτος, πρός τούς κατά Θεόν ἀσκεῖν προελομένους, PG 31, 926B.
277 ΑΔ σ. 84, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1625A.
279 ΑΔ, σ. 270, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν
ἕξει κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88, 1737A.
280 ΑΔ, σ. 222, Η΄Διδασκαλία, Περί Μνησικακίας, PG 88, 1708C.
281 ΑΔ, σ. 186, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, PG 88, 1682B.
119
1624B.
286 ΑΔ, σ. 180, Ε΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1681D.
287 ΑΔ, σ. 182, Ε΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1684C.
120
3 Ἀρετές
88, 1732D.
121
291 ΑΔ, σ. 318, ΙΓ΄Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τιύς πειρασμούς,
PG 88, 1768D.
292 ΑΔ, σ. 254-255, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ,
PG 88, 1728B
293 Βασιλείου Καισαρείας, Ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον, PG 29, 196BC.
295 ΑΔ, σ. 302, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἴδίας σωτηρίας, PG 88, 1757B.
296 ΑΔ, σ. 120, Β΄ Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, PG 88, 1645C.
1773 D.
124
302 Ἡ διάκριση πού χαρακτηρίζεται σάν «ἀκρόπολη καί βασιλίδα» τῶν ἀρετῶν «ὀφθαλμός καί
λύχνος τῆς ψυχῆς» εἶναι «ἡ τοῦ θείου θελήματος ἀσφαλής κατάληψις, ἐν παντί καιρῷ καί
τόπῳ καί πράγματι»( Ἰωάννου Κλίμακος, Λόγος 26ος, Περί διακρίσεως σ. 303). Εἶναι ἡ
περιεκτική ὅλων τῶν ἀρετῶν χαρισματική κατάσταση, ἡ ὁποία ἱκανεῖ τήν ψυχή νά διακρίνει
καί νά ἀξιολογεῖ σωστά τά πρόσωπα καί τά πνεύματα, τίς ἀρετές, τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες,
τίς ὀπτασίες καί τήν ἐν γένει πνευματική γνώση. Εἶναι ὁ «λύχνος» μέ τόν ὁποῖο διακρίνουμε
τίς ἔννοιες σέ σωστές καί ψευδεῖς καί ὁδηγούμαστε στήν ἀποφυγή τῶν λαθῶν καί τῶν
ἀκροτήτων κατά τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί «καί αὐτό τό ἐργάζεσθαι τό ἀγαθόν δέεται
διακρίσεως...διότι τό καλόν οὐ ἔστι καλόν, ἐάν μή πρός τό θεῖον βούλημα ἔχῃ τόν σκοπόν» Βλ.
Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, σ. 190.
303 ΑΔ, σ. 196, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, PG 88, 1692D.
304 «Πρῶτον γάρ συγχεῖται ἡ ψυχή καί οὕτως ἀποτελεῖ τήν ἁμαρτίαν». ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί
τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88,
1737D.
305 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, σ. 17.
310 Βλ. ΑΔ, σ. 394, Ἐπιστολαί διάφοροι, Πρός τινας κελλιώτας ἐρωτήσαντας αὐτόν περί τοῦ
παραβάλλειν, PG 88, 1797B.
311 ΑΔ, σ. 394 ὅπ. παραπ.
313 ΑΔ, σ. 306, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1761A.
314 ΑΔ, σ. 418, Ἐπιστολή, Πρός ἀδελφόν στενοχωρούμενον ὑπό πειρασμοῦ, PG 88, 1837A.
315 ΑΔ, σ. 176, Ε΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1680D.
316 ΑΔ, σ. 296, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα
317 ΑΔ, σ. 396, Ἐπιστολή, Πρός τινας κελλιώτας ἐρωτήσαντας αὐτόν περί τοῦ παραβάλλειν,
PG 88, 1800B.
318 «Ὅλα νά τά ἀντιμετωπίζετεμέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ
ταπείνωση. Νά εἶστε βράχοι. Ὅλα νά ξεσπᾶνε πάνω σας καί σάν τά κύματα νά γυρίζουν
πίσω», Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά
122014.
319 «Πιστός ὁ Θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε», Α΄ Κορ. 10, 13.
129
320 ΑΔ, σ. 312, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς
πειρασμούς, PG 88, 1764B.
321 ΑΔ, σ. 322, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς
322 ΑΔ, σ. 218, Ζ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἑαυτόν μέμφεσθαι, PG 88, 1705D.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
according to the image and the likeness of God, the Original sin, the
dominion of man upon himself and the problem of evil. His
highlights over these issues are spread around in his work and have
become the foundation of all his teachings for the subjects of the
ascetic everyday living.
Α΄ ΠΗΓΕΣ
Β΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ