You are on page 1of 150

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΧΙΜ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ) ΤΖΕΒΕΛΕΚΑΣ

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ

ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ

Θεσσαλονίκη 2016
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ

ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ


ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
1. Τό θεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων
τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου 17
2.Ἡ ἐναντίωση τῶν Γαζαίων Πατέρων στίς δοξασίες
τοῦ Ὠριγένους 23
3. Πρακτική πνευματική ζωή καί θεωρητική θεολογία
α.Ἐκκλησιαστική ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή 29
β. Θεωρητική θεολογία καί ἀσκητική ζωή 31
γ. Ὁ κίνδυνος τῆς θεωρητικῆς θεολογίας 32
δ. Οἱ ἀποκρίσεις τοῦ Μεγάλου Γέροντος Βαρσα-
νουφίου καί Ἰωάννου τοῦ Προφήτου στόν ἀββά
Δωρόθεο 37

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ
1. Ὀρθόδοξη Τριαδολογία 47
4

2. Δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου 51


3. Χριστολογικό δόγμα 72
4. Ἐκκλησιολογικές θέσεις 87
3. Περί ἐσχάτων καί ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος 91

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ
1.Ἡ ἀσκητική ζωή ὡς «τέχνη τῶν τεχνῶν» 100
2. Πάθη 115
3. Ἀρετές 120
4. Λογισμοί καί πειρασμοί 124

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 130

CONCLUSIONS 134

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄. ΠΗΓΕΣ
1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ 138
2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 139
Β΄. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ 141
2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ 144
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οἱ Γαζαῖοι Πατέρες Βαρσανούφιος ὁ Μέγας, Ἰωάννης ὁ


Προφήτης καί ὁ ἀββάς Δωρόθεος κατέχουν μία εἰδική θέση στήν
Πατερική Γραμματεία. Παρότι ἔζησαν σέ μία ἐποχή μέ πολλές
ἔριδες δογματικοῦ περιεχομένου στή μετα-χαλκηδόνεια περίοδο
δέν εἰσῆλθαν σέ θεολογικές διαμάχες ἀλλά παρέμειναν
προσηλωμένοι στήν ἀσκητική ἁγιοπνευματική ζωή.
Γι’ αὐτούς τό κέντρο τοῦ πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ
ἐσωτερική ἐργασία καί ἡ μυστική προσωπική σχέση μέ τό Θεό
πού ἀναδυκνύεται μέσῳ τῆς ἐργασίας τῆς ὑπακοῆς, τῆς
ταπείνωσης, τῆς διαρκοῦς μετανοίας, τῆς ἀποκοπῆς τῶν παθῶν.
Ὁ στόχος εἶναι ἡ προσέλκυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ
διαρκής μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σχέση τῆς δογματικῆς ἀλήθειας μέ τήν καθημερινότητα
εἶναι ἄμεση. Τό δόγμα παράγει πολιτισμό καί στάση ζωῆς. Ὁ
πνευματικός ἀλλά καί ὁ ματεριαλιστικός σκοπός τῆς ζωῆς ἔχουν
σχέση μέ τήν κοσμοθεωρία, τή διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν
κτίση καί τήν οὐσίωσή της ἀλλά καί τήν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.
Γεγονότα καί θέματα ὅπως τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού φέρει ὁ
ἄνθρωπος, ἡ συνάφεια κτιστοῦ-ἀκτίστου στήν Ἐκκλησία, ἡ
σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσης μέ τόν τρόπο πού
ἑρμηνεύονται στά ἔργα τῶν ἁγίων καί τῶν θεολόγων τῆς
6

Ἐκκλησίας γεννοῦν καί ἕνα σύστημα ἀξιῶν ὄχι καταναγκαστικό


ἀλλά ἀναπλαστικό στό πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰδικά στή μοναχική πολιτεία ἡ καθημερινή βιοτή εἶναι μία
ἔκσταση τοῦ νοῦ, μία τέλεση καί τῆς ἐλάχιστης πράξης ἀλλά καί
νοητικῆς λειτουργίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐνώπιον Θεοῦ
ζωή ἀποτελεῖ τήν πραγμάτευση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου. Ὁ μοναχός γι’ αὐτόν ζεῖ σάν νά ἔχει ἔλθει ἤδη ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μόνη
πραγματικότητα καί κάθε ἄλλη θεωρία ἔχει ἐκλείψει. Ἡ
ἀσκητική ζωή γιά τούς μοναχούς εἶναι σάν νά ζοῦν σ’ ἕνα κόσμο
μέσα στόν κόσμο.
Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού εὐδόκησε νά τελειώσει ἡ σύνταξη
τοῦ παρόντος ἔργου «Ὀρθόδοξο δόγμα καί Ἀσκητική ζωή στόν
ἀββά Δωρόθεο». Ἡ συγγραφή τῆς μελέτης αὐτῆς ὑπῆρξε διαρκής
ἐπιθυμία μου ἀπό τήν ἐποχή πού ἔλαβα στή μοναχική κουρά μου
τό ὄνομα τοῦ ἀββά Δωροθέου καί μοῦ δωρήθηκε ἕνα βιβλίο μέ
τίς Διδασκαλίες του.
Ἀσφαλῶς, ἰδιαίτερη μνεία πρέπει ἀποδοθεῖ πρός τόν
σύμβουλο καθηγητή τοῦ Α.Π.Θ. Βασίλειο Τσίγκο, ὁ ὁποῖος
ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστής τοῦ τίτλου τῆς ἐργασίας καί διετέλεσε
σύμβουλος καθηγητής σέ ὅλα τά στάδια τῆς συγγραφῆς τῆς
παρούσης μελέτης τόν ὁποῖο καί εὐχαριστῶ ὁλοκαρδίως.
Τώρα πού σύν Θεῷ ὁλοκληρώθηκε τό συγγραφικό αὐτό
ἐγχείρημα, ζητῶ ἐκ τῶν προτέρων τήν ἐπιείκεια τῶν
ἀναγνωστῶν γιά τυχόν λάθη ἤ παραλείψεις.

Καλαμπάκα, 18 Δεκεμβρίου 2016.


Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.

Ἀρχιμ. Δωρόθεος Τζεβελέκας


7

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Β.Ε.Π.Ε.Σ. Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν


Συγγραφέων, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας,
Ἀθῆναι 1955 κ. ἑξ.
Α.Δ. Ἀββᾶ Δωροθέου, ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία,
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 1983.
Β.Ψ. Βίβλος Ψυχωφελεστάτη, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου,
Ἐκδόσεις Σχοινᾶ, Βόλος 1960.
ΕκΓ. Εὐάγριος Ποντικός καί ἡ Ἀσκητική Ὀρθόδοξη
Παράδοση τῶν Γαζαίων Πατέρων (Βαρσανουφίου τοῦ
Μεγάλου, Ἰωάννου τοῦ Προφήτου καί Δωροθέου) .
Θ.Η.Ε. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, Ἀθῆναι 1962
κ. ἑξ.
Κ.Δ. Καινή Διαθήκη.
P.G. Patrologiae cursus completes, Series Graeca J. P. Migne,
Parisis 1857- 1866. [ἐπανεκδ. Ἑλληνική Πατρολογία,
ἐπιμ. Ἰ. Διώτης, ἐκδ. Κέντρον Πατερικῶν ἐκδόσεων,
Αθῆναι 1987 κ. ἑξ.].
Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη.
S.C. Sources Chretienes, Paris 1941 κ.ἑξ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α’
Τό ὀρθόδοξο δόγμα εἶναι ἐνιαῖο καί ἀδιαίρετο γι’ αὐτό καί
ἡ Δογματική ὡς ἐπιστήμη ἀποφεύγει τήν κατάτμησή του σέ
αὐστηρῶς περιχαρακωμένες θεματικές περιοχές. Ὑπάρχει
ἀλληλοπεριχώρηση στούς διάφορους τρόπους ἔκφρασης τῆς
δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καθορίζουν τή ζωή της καί
ὁδηγοῦν σέ συγκεκριμένες ἐπιλογές στή βίωση καί ἔκφραση τῆς
ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας. Μέ ἕνα τρόπο τό ὀρθόδοξο δόγμα
παράγει πολιτισμό δεδομένου, γιά παράδειγμα, ὅτι ὅλες οἱ
ἐκκλησιαστικές τέχνες εἶναι ἀπόπειρες ἔκφρασης τῆς
δογματικῆς ἀλήθειας. Εἶναι, λοιπόν, τά δόγματα ἐκφράσεις τῆς
ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ὁδηγοῦν στήν κοινωνία καί ἕνωση τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν τριαδικό Θεό «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Κατά τόν Μ. Βασίλειο ὁ ἄνθρωπος εἶναι «θεός κεκελευσμένος»,
«θεοειδές, θεόπλαστον» κτίσμα1. Ἀπό ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ
ἀνθρώπινου βίου, ἡ ἀσκητική βιοτή, εἶναι ἡ περισσότερο ἀκραῖα
μορφή βίωσης τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό. Εἶναι μία ζωή ὅπου
ὅλα τελοῦνται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς,

1 Βλ. ἐνδεικτικά Βασιλείου Καισαρείας, Εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ, PG 31, 312.


9

πράξεις, λογισμοί, διανθρώπινες σχέσεις ὑπηρετοῦν τόν σκοπό


τῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό, τῆς κατά χάριν θέωσης.
Ἡ συγκρότηση μιᾶς «ἐν Χριστῷ» προσωπικότητας ὅπου
δόγμα καί πρακτική πνευματική ζωή νά βρίσκονται σέ μία
ἑνότητα εἶναι ἕνα ἔργο ζωῆς καί ἀπαιτεῖ πολύ μεγάλη
πνευματική καί σωματική προσπάθεια γιά τήν κάθαρση τῆς
ψυχῆς ἀπό τά πάθη πού τήν καταδυναστεύουν καί τήν ἀνατολή
τῆς ἐγκατοίκησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τῶν
ἐνασκουμένων. Τέτοια πρόσωπα μέ τήν παραπάνω ἐπιτυχή
πνευματική πορεία εἶναι οἱ περίφημοι Γαζαῖοι Πατέρες
Βαρσανούφιος ὁ Μέγας Γέρων, Ἰωάννης ὁ Προφήτης καί ὁ
ἀββάς Δωρόθεος.

Β΄
Στήν ἔκθεση τῶν στοιχείων τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί
τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού
ἀκολουθεῖ ἔχουν συγκεντρωθεῖ καί παρατίθενται οἱ ἀναφορές
του στά ἐπί μέρους κεφάλαια τῆς δογματικῆς ἀλήθειας καί τῆς
πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν μοναστῶν. Ἐξετάζονται οἱ
ἐπιδράσεις ἀπό τίς κακόδοξες διδασκαλίες τῶν Ὠριγένους καί
Εὐαγρίου πού ἦταν διαδεδομένες ἐκείνη τήν περίοδο στήν
περιοχή τῆς Γάζας καί τῆς Παλαιστίνης καθώς καί ἡ στάση τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου ἀπέναντί τους.
Τή στάση αὐτή τήν ὑπαγόρευαν λόγοι δογματικοί,
ποιμαντικοί καί πρακτικοί καί στήν μελέτη αὐτή ἐντοπίζεται ἡ
διάκριση ὡς ἡ ὑψηλή ἀρετή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί τῶν δύο
Γερόντων του. Ἡ θεμελίωση κάθε πνευματικῆς νουθεσίας στή
δογματική της βάση πού ἀκολουθεῖ ὁ ἀββάς Δωρόθεος,
συμπλέκει τό δόγμα μέ τήν πρακτική ἀσκητική ζωή καί τήν
10

ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς. Οἱ τρεῖς μεγάλοι Γαζαῖοι Πατέρες


συνεχίζουν τήν ὀρθόδοξη παράδοση μέσα στίς ἰδιαιτερότητες
τοῦ θεολογικοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς τους καί τίς ἀνάγκες τῶν
μοναζόντων γιά ἀσφαλή πνευματική ἀνέλιξη.

Γ΄
Γιά τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς μελέτης
χρησιμοποιήθηκε ἡ ἀναλυτική, ἡ συγκριτική καί ἡ ἱστορική
μέθοδος. Ἡ ἀναλυτική μέθοδος ἀφορᾶ στή λεπτομερή
διερεύνηση, ἀποδελτίωση καί παράθεση τῶν στοιχείων τοῦ
ἔργου τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας.
Ἔγινε, ἐπισης, διερεύνηση τῶν σχετικῶν θέσεων τῶν δύο
Γερόντων, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, πού καθοδήγησαν
πνευματικά τόν ἀββά Δωρόθεο ἀπό τήν στιγμή τῆς εἰσόδου του
στή μοναστική ἀδελφότητα τῆς μονῆς Σερίδου ἕως τόν θάνατό
τους. Παράλληλα παρατίθενται οἱ δογματικές τοποθετήσεις
τῶν κακόδοξων διδασκαλιῶν τῆς ἐποχῆς πού ἐπιδροῦσαν στίς
μοναστικές κοινότητες.
Ἡ συγκριτική μέθοδος ἐφαρμόστηκε κυρίως στήν
παράθεση τῶν εὐαγριανῶν ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου. Τέλος, ἡ ἱστορική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε γιά νά
καταδείξει τόν βαθμό πού οἱ διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου
ἐπηρέσαν τήν ἐποχή του καθώς καί ἡ θέση αὐτῶν τῶν
διδασκαλιῶν στό σύνολο τῆς Πατερικῆς γραμματείας.

Δ΄
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἔζησε περίπου στά μέσα τοῦ ἕκτου
αἰῶνα. Γεννήθηκε στή Γάζα ἤ πλησίον αὐτῆς μετά τό 500 μ.Χ.
11

καταγόμενος ἀπό πλούσια οἰκογένεια τῆς Παλαιστίνης.2 Ὁ


κυριώτερος σύγχρονος βιογράφος του P. S. Vailhe3 σέ συνδυασμό
μέ ἐνδείξεις πού περιέχονται στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τοῦ
Εὐαγρίου4 καί στόν «Πνευματικό Λειμώνα» τοῦ Ἰωάννου Μόσχου5
τοποθετοῦν τή γέννησή του στά τέλη τοῦ Ε΄ ἕως τίς ἀρχές τοῦ
ΣΤ΄αἰώνα, δεδομένου ὅτι μαθήτευσε κοντά στούς ὁσίους
Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη τόν Προφήτη, πού ἔζησαν στούς
χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Οἱ πηγές
ἀπό ὅπου μποροῦμε νά ἀντλήσουμε βιογραφικά στοιχεῖα γιά τόν
ἀββά Δωρόθεο εἶναι ἐπίσης ἡ Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου6
καθώς καί ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Δοσιθέου, ἀνωνύμου συγγραφέως7,
γραμμένος περί τά τέλη τοῦ ἕκτου αἰώνα8.
Ἔλαβε ἄριστη ἐγκύκλια μόρφωση μαθητεύσας
πιθανότατα παρά τοῦ διαπρέποντος στή Γάζα, κατ’ ἐκείνη τήν
ἐποχή, Προκοπίου τοῦ Σοφιστοῦ. Μετά ἀπό εὐλογία τοῦ ὁσίου
Ἰωάννου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε διακονητής, ἐμόνασε στή Μονή τοῦ
Σερίδου καί, παρά τούς δισταγμούς του9, ἀνέλαβε τή διεύθυνση
τοῦ ξενώνα καί τοῦ νοσοκομείου τῆς Μονῆς10.
Μετά τό θάνατο τοῦ Σερίδου ἀνεχώρησε περί τό 540 μ.Χ.
καί δημιούργησε δικό του Μοναστήρι πού βρίσκεται μεταξύ
Γάζας καί Ἀσκάλωνα11. Ἐκεῖ ἔγραψε τό ἔργο του «Διδασκαλίες»,
πού εἶναι παραινέσεις γιά τήν ἀσκητική ζωή, πρός τούς μαθητές

2 Π. Χρήστου, «Δωρόθεος», Θ.Η.Ε., τ. 5, σ. 268.


3 S. Vailhe: “Les letters spirituelles de Jean et de Barsanuphe”, Echos d’ Orient 7 (1904), σ. 271-
272 (βλ. σχετικά S.C. τ. 92, σ. 10).
4 Εὐαγρίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, P.G. 147, 273.

5 Ἰ. Μόσχου, Πνευματικός Λειμών, P.G. 87, 2852.

6 Β.Ψ., Βίβλος Ψυχοφελεστάτη, Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Σχοινᾶ, Βόλος 1960.

7 S. C. τ. 92, Dorothee de Gaza, Paris 1963.

8 «La vie de Saint Dosithee» στό Orientala Christiana Periodica XXVI, τ.78, σ. 89-123.

9
Διδασκαλία 11, 7.
10 Β.Ψ., Ἐρωταπόκρισις 327, 331-333.

11ΑΔ, Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1983, σ. 21.
12

- μοναχούς τοῦ μοναστηριοῦ του. Στό ἔργο «Ἐπιστολή» πού


προηγεῖται τῶν «Διδασκαλιῶν» ἐξαίρεται ἡ προσωπικότητά του.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 13
Αὐγούστου.
Ὁ Ἀ. Παπαδόπουλος – Κεραμεύς μνημονεύει χειρόγραφο
τοῦ ΙΘ΄αἰώνα12 πού περιέχει ἀσματική ἀκολουθία πρός τιμή τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου.

Ε΄
Τό ἱστορικό περίγραμμα τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου
Εἶναι χρήσιμο νά ἐξετάσουμε τόν ἱστορικό περίγυρο στήν
Γάζα καί ὅλη τήν αὐτοκρατορία τήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς τῶν
Διδασκαλιῶν τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου. Ἡ κατάσταση ἐκείνη τήν
ἐποχή στήν Παλαιστίνη καί τήν Γάζα ἦταν πολύ τεταμένη λόγῳ
τῶν θεολογικῶν ἀντιθέσεων πού προέκυψαν ἀπό τίς ἀπόπειρες
ἑρμηνείας τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ
Θεοπασχητική ἔριδα τῶν ἐτῶν 519 ἕως 536. Κατ’ αὐτήν ὁρισμένοι
Σκύθες μοναχοί πού βρίσκονταν στήν Κωνσταντινούπολη
ἀναμίχθηκαν σέ θεολογικές συζητήσεις καί πρότειναν τή
θεοπασχητική φράση «τόν ἕνα τῆς Τριάδος πεπονθέναι σαρκί».
Ἡ φράση αὐτή ἀναφέρεται καί ἀπό τόν ὀρθόδοξο Πατριάρχη
Κων/πόλεως Πρόκλο στόν «τόμο πρός Ἀρμενίους» χωρίς τή λέξη
«σαρκί», γραμμένη ἐναντίον τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας.
Ἡ φράση αὐτή ἑρμηνεύεται ὀρθόδοξα ὡς ἀντίδοση τῶν
ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τρόπο
θεοπασχητικό ἐφόσον δέν ἀποσαφηνιζόταν ἡ ἀναφορά της στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἐξέδωσε τό
Θεοπασχητικό διάταγμα (5 Μαρτίου 533) ὅπου ἐπέβαλε τήν

12 Ἀ. Παπαδοπούλου –Κεραμέως, Ἱεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, Πετρούπολις, 1981, τ. 1, σ. 363.


13

θεοπασχητική φράση τῶν Σκυθῶν μοναχῶν μέ πολλές


διασαφηνίσεις13. Ἐναντίον τοῦ διατάγματος ἐκδηλώθηκαν οἱ
Ἀκοίμητοι μοναχοί τῆς Κωνσταντινούπολης, γεγονός πού
ὁδήγησε στή διάλυση τῶν μονῶν τους ἐκτός τῆς μονῆς Στουδίου.
Τό ζήτημα λύθηκε μέ τή σύγκληση τῆς μεγάλης Ἐνδημούσας
Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη τό 536.
Στή μεταβολή τῶν διαθέσεων τοῦ αὐτοκράτορα
Ἰουστινιανοῦ συνέβαλε ἕνας πανίσχυρος κύκλος ὠριγενιστῶν
μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης πού ἐπηρέαζαν τήν πολιτική τοῦ
αὐτοκράτορα καί δέν εἶχαν ἀντιδράσει στό Θεοπασχητικό
διάταγμα. Οἱ κυριώτεροι ἐξ αὐτῶν ἦταν ὁ Λεόντιος Βυζάντιος, ὁ
Θεόδωρος Ἀσκιδᾶς καί ὁ Δομετιανός. Ὅταν ὅμως ἐξεδόθησαν τά
διατάγματα κατά τοῦ ὠριγενισμοῦ καί τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ὁ
Λεόντιος Βυζάντιος (485-543) ἐπέστρεψε στή Νέα Λαύρα τῆς
Παλαιστίνης (537) ὡς Ἡγούμενος καί ἡ διαμάχη μέ τούς
ἀντιωριγενιστές τῆς Μεγάλης Λαύρας ὑπό τόν Ἡγούμενο
Γελάσιο, σφοδρό πολέμιο τοῦ ὠριγενισμοῦ, κορυφώθηκε.
Πράγματι οἱ ὠριγενιστές μοναχοί τῆς Νέας Λαύρας
ἔδειχναν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τή σπουδή τῆς φιλοσοφίας καί
ὑποστήριζαν «ὅτι τά περί προϋπάρξεως καί ἀποκαταστάσεως
δόγματα μέσα τυγχάνει καί ἀκίνδυνα14». Ὁ πόλεμος μεταξύ τῶν
δύο μονῶν ξέσπασε τό 539. Ὁ Λεόντιος Βυζάντιος ὑπῆρξε ὁ
εἰσηγητής τῆς θεολογίας τοῦ «ἐνυποστάτου» τῆς ἀνθρώπινης
φύσης στήν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, μέ τόν ὁποῖο
ἑρμηνεύθηκε τό βασικό χριστολογικό ζήτημα τῆς ἀνθρώπινης
φύσης στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅμως ἐκλεκτικός
ὠριγενιστής15.
Ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μεγάλης Λαύρας ἀποφάσισε νά
διαβάζεται τό ἀντιωριγενικό σύγγραμμα τοῦ Ἀντιπάτρου,

13
Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ. 691 κ. ἑξ.
14
Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ. 685
15 D. B. Evans, Leontius of Byzantium. An Origenist Christology, Washington 1970.
14

ἐπισκόπου Βόστρων, στίς Ἐκκλησίες (537), περίπου σαράντα


ὠριγενίζοντες μοναχοί τῆς Μεγάλης Λαύρας κατέφυγαν στή
Νέα Λαύρα καί ἡ κατάσταση στίς μονές τῆς Παλαιστίνης ἦταν
ἐκρηκτική. Τό θέμα διευθετήθηκε μέ τή σύγκληση συνόδου στή
Γάζα (540), μέ τήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας
Πέτρου καί τό διάταγμα «κατά τῶν ὠριγενείων δοξασιῶν» τοῦ
Ἰουστινιανοῦ, ἀλλά ἡ περίοδος τῶν ὠριγενικῶν ἐρίδων ἔκλεισε
ὁριστικά μέ τή Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553) καί τήν καταδίκη τοῦ
Ὠριγένους. Ὑπῆρξε τόσο μεγάλη ἡ ἀντίδραση τῶν ὠριγενιστῶν
μοναχῶν ὥστε ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων μετέφερε μοναχούς
ἀπό ἄλλες μονές γιά τήν ἐπάνδρωση τῆς Νέας Λαύρας.
Ἀσφαλῶς, ὅλα αὐτά τά γεγονότα ἐπηρέασαν τήν
πνευματική ζωή τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς Σερίδου, ὅπου
ἐμόναζαν οἱ Γέροντες Βαρσανούφιος ὁ Μέγας Γέρων καί
Ἰωάννης ὁ Προφήτης, οἱ Γέροντες καί πνευματικοί ὁδηγοί τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου. Γνωρίζοντας τούς κινδύνους ἀπό τήν ἐμπλοκή
σέ τέτοιου εἴδους θεολογικές συζητήσεις καί διαμάχες
συμβούλευαν τούς μοναχούς τους νά εἶναι ἀφοσιωμένοι στά
μοναχικά τους καθήκοντα καί τόν προσωπικό πνευματικό τους
ἀγώνα. Ἡ προσωπική ἁγιότητα καί τό μεγάλο κῦρος τῶν
Γερόντων καθυσήχαζαν τούς μοναχούς. Παρότι ὑπῆρχαν
ἐρωτήσεις πρός τούς δύο Γέροντες σχετικά μέ τίς διδασκαλίες τοῦ
Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου, ἡ στάση τῶν πνευματικῶν
καθοδηγητῶν ἦταν ἀποτρεπτική ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀπασχόληση
τῶν μοναχῶν μέ θεολογικές διαμάχες. Ἐτόνιζαν σέ κάθε
εὐκαιρία τό ὀρθόδοξο δόγμα καί στηλίτευαν τό κακόδοξο
πνεῦμα τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν ἀλλά παράλληλα
ἐδίδασκαν ὅτι ὁ σκοπός τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσέλκυση
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσῳ τοῦ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος δέν ἀσχολεῖται, ἐπίσης, μέ τίς
θεωρητικές θεολογικές συζητήσεις. Παρότι παίρνει μερικά
15

στοιχεῖα ἀπό τά ἀσκητικά κεφάλαια τοῦ Εὐαγρίου, πού ἄλλωστε


ὑπάρχουν καί στή Φιλοκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, καί δέν
χρησιμοποιεῖ αὐτολεξεί τόν Ὅρο τῆς Χαλκηδόνας, σκόπιμα
κατευθύνει τίς νουθεσίες του σέ ζητήματα ἀσκητικῆς
πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ θεματική του εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν
παθῶν, οἱ μοναχικές ὐποσχέσεις καί ἡ ἐργασία γιά τήν
ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἡ ὀρθοδοξία τῆς θεολογίας του φαίνεται
στίς ἀναφορές του στίς ἐπί μέρους πτυχές τοῦ δόγματος, σέ
ζητήματα ὅπως τό αὐτεξούσιο, τό προπατορικό ἁμάρτημα, τό
«κατ’ εἰκονα καί καθ΄ ὁμοίωσιν» καί τό σύνολο τῆς Τριαδολογίας
καί Χριστολογίας του.

ΣΤ΄
Ἡ πραγμάτευση τοῦ θέματος γίνεται σέ τρία κεφάλαια.
Στό πρῶτο κεφάλαιο παρατίθενται τά στοιχεῖα τοῦ θεολογικοῦ
πλαισίου τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων του ἀββᾶ Δωροθέου.
Παρατίθενται ὅλα τά στοιχεῖα τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ὠριγένους
καί τοῦ Εὐαγρίου καί σημειώνεται ὁ τρόπος πού οἱ Γαζαῖοι
Πατέρες ἐναντιώθηκαν σ’ αὐτές καθώς καί οἱ ἰδιαιτερότητες τῆς
στάσης τῶν Γερόντων καί τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πού μᾶς ἀφορᾶ.
Ταυτόχρονα δίνονται ὅλες οἱ παράμετροι τῆς θεωρητικῆς
θεολογίας καί τῆς πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς πού ὑπάρχουν
στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Στό δεύτερο κεφάλαιο παρατίθενται ὅλα τά στοιχεῖα πού
ἀφοροῦν στό δόγμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀπαντοῦν
στίς διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Τέλος, στό τρίτο κεφάλαιο ἐξετάζεται ἡ συμβολή τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου στά ζητήματα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καθώς καί ἡ
σύνδεσή της μέ τήν καθ’ ὅλου ἀσκητική διδασκαλία τῶν
γειτονικῶν μοναστικῶν κέντρων τοῦ Σινᾶ καί τῆς Αἰγύπτου καί
16

τῆς Ἐκκλησίας γενικώτερα. Ἡ ἐργασία ὁλοκληρώνεται μέ τά


συμπεράσματα καί τήν καταγραφή τῆς βιβλιογραφίας πού
χρησιμοποιήθηκε γιά τή σύνταξή της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Η ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ

1. Τό θεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς τῶν ἔργων τοῦ ἀββᾶ


Δωροθέου

Ἡ ὀρθοδοξία τῆς πίστεως, ὅπως καί οἱ αἱρετικές


διαστρεβλώσεις δέν εἶναι ἁπλῶς θεωρητικές διδασκαλίες, ἀλλά
ἔχουν ἐπίδραση καί στήν καθημερινότητα. Γιά τόν Εὐάγριο
Ποντικό, τοῦ ὁποίου τά ἔργα ἄσκησαν ἐπιρροή στήν
ἐξεταζόμενη ἱστορική περίοδο (Ε΄-ΣΤ΄αἰῶνες), ἀλλά καί
γενικότερα (ἔχουν συμπεριληφθεῖ στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν
Nηπτικῶν) ἔχει γραφεῖ16 ὅτι «ἡ θητεία του στούς Καππαδόκες
καί, ἰδιαίτερα, στόν Γρηγόριο Θεολόγο τοῦ ἐνέπνευσε τήν ἀγάπη
γιά τήν Ὀρθοδοξία καθώς καί τήν ἀντίδραση ἀπέναντι σέ
ὁπoιαδήποτε μορφή κακοδοξίας καί αἱρετικῆς παρέκκλισης πού
θά ἦταν ἱκανή νά παραμορφώσει ὄχι ἁπλῶς τό δόγμα ἀλλά
ἀκόμα περισσότερο τό περιεχόμενο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς».

16Μαρία Καράμπελια, Ἡ θεολογική γνωσιολογία στόν Μακάριο Αἰγύπτιο, Εὐάγριο Ποντικό


καί Διάδοχο Φωτικῆς, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 209. Βλ. Βλαδίμηρου
Λόσκυ, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφ. Στ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη
62007, σ. 259.
18

Οἱ Γαζαῖοι Πατέρες, καί εἰδικά ὁ ἀββάς Δωρόθεος,


πραγματευόμενοι ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν
συμμοναστῶν τους καί τῆς ἀσκητικῆς καθημερινότητας,
εὑρίσκονταν συχνά ἀντιμέτωποι μέ θεωρητικές ἐρωτήσεις
(εἰδικά ὁ Μέγας Γέρων ἀββάς Βαρσανούφιος) μέ προέλευση
κακόδοξες διδασκαλίες τῶν Ὠριγένους καί Εὐαγρίου Ποντικοῦ.
Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικός ὑπῆρξε ὁ πρῶτος γνωστός λόγιος
Ἕλληνας πού ἐμόνασε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο κατά τόν Δ΄
αἰώνα. Ἦταν μαθητής τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων,
ὑπερασπιστής τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος κατά τήν Β΄
Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀλλά καί
ἔνθερμος ὠριγενιστής, εὐφυής καρποφόρος συγγραφέας καί
περίφημος ἀσκητής. Στήν αἰγυπτιακή ἔρημο ἀσκήτευσε ἀπό τό
383 ἕως τήν κοίμησή του τό 400 μ. Χ. Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ
Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καί τοῦ Μακαρίου τοῦ Ἀλεξανδρέως.
Ἐφόσον ἀσκήτευσε πρῶτα στή Νιτρία, μετά στά κελλιά καί
τελικά κοντά στή Σκήτη, εἶχε βαθύτατη ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς
ζωῆς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.17
Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγρίου καταδικάστηκε στήν Ε΄
Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς ὠριγενική18. Ἡ προσωπική καταδίκη του

17
ΕκΓ, Aleksandar Stojanovic, Εὐάγριος ὁ Ποντικός καί ἡ ἀσκητική ὀρθόδοξη παράδοση τῶν
Γαζαίων Πατέρων (Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννου τοῦ προφήτου καί Δωροθέου),
διδακτορική διατριβή, σ. 7.
18 Ὁ Ὠριγένης, ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός καί ὁ Εὐάγριος ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ψυχές προϋπάρχουν

τῶν σωμάτων, ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς φιλοσοφικές ἰδέες τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος διατείνεται
ὅτι οἱ ψυχές ζοῦσαν σέ μία ἰδιότυπη πολιτεία ὁμαδικά, πρίν κλειστοῦν στά σώματα, ἐνῶ τά
σώματα τά θεωρεῖ φυλακές τῶν ψυχῶν ( Πλάτωνος Πολιτεία Χ 619 C, Φαῖδρος 246 Β). «Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές προδίδουν έλάχιστο ρεαλισμό, διατυπώνονται σχεδόν ἐρήμην τῆς
Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553)» (βλ.
Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ. Β΄, σ. 675-676, Ἀθήνα 1990). Ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης, ἀντικρούει τή θεωρία αὐτή καί ἀναφέρει στό ἔργο του «Περί κατασκευῆς τοῦ
ἀνθρώπου» τά ἑξῆς: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας. Αὐτός ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Καί
δεχόμαστε πώς μιά καί κοινή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ὑπόστασής του, γιά νά μή παρουσιάζεται ὁ ἴδιος
προγενέστερος καί μεταγενέστερος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅταν προηγεῖται τό σωματικό στοιχεῖο
19

μαζί μέ ἄλλους αἱρετικούς ἔγινε στήν «Ἔκθεση» τοῦ


αὐτοκράτορα Ἡρακλείου τό 638 καί στή Δύση στή σύνοδο τοῦ
πάπα Μαρτίνου τό 648. Παρ΄ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία διατήρησε ὡς
χρήσιμα τά ἀσκητικά συγγράμματα τοῦ Εὐαγρίου.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ μοναχική ζωή στήν Παλαιστίνη,
κατά τόν ΣΤ΄ αἰώνα, ὅπου ἔζησε καί πολιτεύθηκε ὁ ἀββάς
Δωρόθεος, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή καί ἄνθηση. Οἱ μοναχικοί
ἀγῶνες καί τά μεγάλα ἀσκητικά ἐπιτεύγματα τῶν μεγάλων
ὁσιακῶν μορφῶν τῶν ἁγίων: Ἰλαρίωνος, Σιλβανοῦ, Χαρίτωνος,
Εὐθυμίου, Θεοκτίστου καί Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, πού
προηγήθηκαν ἕναν αἰώνα, ἀπέδωσαν πλουσίους πνευματικούς
καρπούς. Αὐτοί εἶναι πού κόσμησαν τή μοναχική παλαίστρα τοῦ
ΣΤ΄ αἰώνα μέ ἐξαίρετα ὁσιακά ἀναστήματα ὅπως τῶν ὁσίων
Κυριακοῦ, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καί Θεοδοσίου τοῦ
Κοινοβιάρχου, τοῦ ὁσίου Βαρσανουφίου καί τοῦ ὁσίου Ἰωάννου
τοῦ Προφήτου καί τῶν μαθητῶν τους, τοῦ ἀββᾶ Σερίδου καί
ἀββᾶ Δωροθέου.19
Οἱ Γαζαῖοι Πατέρες εἶναι πολύ προσεκτικοί προκειμένου
νά μήν χαρακτηριστοῦν ὠριγενικοί καί εἰδικά ὁ ἀββάς Δωρόθεος.
Παρότι χρησιμοποιεῖ πολλές φορές τήν Ἁγία Γραφή μέ
ἀλληγορική καί συμβολική σημασία, τά ἔργα του ἔχουν διάχυτο
τόν σαφή ἀντιωριγενισμό του.20 Στά περισσότερα κεφάλαια τῶν
«Διδασκαλιῶν» του ἀπαντᾶται ἡ χρήση τῆς ἀλληγορικῆς καί

καί καθυστερεῖ τό ψυχικό» (Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» μετάφρ.
Ἀρχ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Ἐκδ. Τέρτιος, σ. 239). Ἐπίσης ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀναφέρει:
«Ἅμα δέ τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται, οὐ τό μέν πρότερον τό δέ ὕστερον κατά τά Ὠριγένους
ληρήματα» (ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 921). Βλ. σχετικά ΒΙ, τομ. Γ΄ σ.
137-138
19 Α. Δ., Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1983, σ. 14.

20Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, ἐκδ. Πουρναρᾶ,

Θεσσαλονίκη 2011, σ. 169.


20

συμβολικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προκειμένου νά


ἀναδειχθεῖ τό βαθύτερο πνευματικό νόημά της.21
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, παρ’ ὅλα αὐτά, χρησιμοποιεῖ ἀρκετά
τά ἔργα τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, ἰδιαίτερα τόν «Πρακτικό»
του, πράγμα πού εἶναι ὁλοφάνερο στίς Διδασκαλίες του. Βέβαια
τά ἔργα τοῦ Εὐαγρίου δέν συνιστοῦσαν τή μοναδική πηγή τῆς
ἀσκητικῆς διδασκαλίας τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.22 Ὡστόσο ἡ
ἐξάρτησή του ἀπό τά ἔργα τοῦ Εὐαγρίου ὑπῆρξε ἀξιόλογη καί
ἀξιοσημείωτη. Ἐδῶ θά ἀναφέρουμε ὁρισμένα ἀπό τά πιό
ἐνδιαφέροντα χωρία του, τά ὁποῖα παραπέμπουν στή
διδασκαλία τοῦ Εὐαγρίου.
Στή Β΄ Διδασκαλία του «Περί ταπεινοφροσύνης», ὁ ἀββάς
Δωρόθεος παρατήρησε ὅτι ὁ Εὐάγριος εἶπε πώς εἶναι παντελῶς
ἀνάρμοστο στόν μοναχό νά ὀργίζεται23, ἀναφέροντας αὐτολεξεί
τά λόγια του: «ξένον παντάπασι μοναχῷ τό ὀργίζεσθαι».24
Περαιτέρω στήν Η΄ Διδασκαλία του «Περί μνησικακίας»25
ξεκίνησε λέγοντας πώς ὁ Εὐάγριος εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει
νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανένα. Κατόπιν, ἀναφέρει
σχεδόν κατά λέξη τά λόγια του γιά τό θυμό∙ ὅτι δηλαδή ὅποιος

21 Α. Δ. Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 92 P.G. 88, 1712AB, [SC 92, σ. 312 ἑξ.], Α.Δ. σ. 226
ἑξ., Διδασκαλία ΙΑ΄, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, 116, P.G. 88, 1737 D – 1740 A, [SC 92, σ. 362], ΑΔ, σ. 272 ἑξ., Διδασκαλία
ΙΒ΄, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν μέλλοντα σωθῆναι μηδέποτε
ἀμεριμνεῖν περί τῆς ίδίας σωτηρίας 129, PG 88, 1753 CD,[ SC 92, σ. 388 ἑξ.], ΑΔ, σ. 296,
Διδασκαλία ΙΓ΄, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς πειρασμούς, 142 -148, PG
88, 1765 B – 1772 C, [SC 92, σ. 408 κ. ἑξ.], ΑΔ, σ. 314 κ. ἑξ., Διδασκαλία ΙΔ΄, Περί οἰκοδομῆς καί
ἁρμολογίας τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν 149, 151, 154, PG 88, 1772 D – 1773 A, 1776 BC, 1780D –
1781B, [SC 92, σ. 420, 424 κ. ἑξ. 434], ΑΔ, σ. 324, 328 ἑξ., Διδασκαλία ΙΕ΄, Περί τῶν ἁγίων
Νηστειῶν, 165, PG 88, 1793 AB,[SC 92, σ. 456], ΑΔ, σ. 356 ἑξ., Διδασκαλία ΙΣΤ΄, Ἑρμηνεία τινων
ρητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 166, PG 88, 1821
BC, [SC 92, σ. 458 ἑξ.], ΑΔ, σ. 360 ἑξ.
22 ΕκΓ, γιά τή στάση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἔναντι τοῦ Εὐαγρίου, σ. 87.

23
ΑΔ, Διδασκαλία Β΄, Περί ταπεινοφροσύνης, 29,[ SC 921, σ. 190], PG 88, 1644B
24 Πρβλ. Εὐαγριου Ποντικοῦ, Πρακτικός, PG 40, 1233 B.

25 ΑΔ, Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 89, [SC 92, σ. 306], PG 88, 1708B.
21

χαλιναγωγεῖ τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες∙ ἄν ὅμως ἔχει


νικηθεῖ ἀπό αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ἀποξενωμένος ἀπό τήν
μοναχική ζωή: «Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων
κεκράτηκεν∙ εἰ δέ τις τό πάθος τοῦτο ἥττηται, παντάπασι τοῦ
μοναχικοῦ βίου ἐστίν ἀλλότριος»26. Ἐπίσης στή ΙΒ΄ Διδασκαλία
του, κάνοντας λόγο περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, ὁ
ἀββάς Δωρόθεος πάλι ἀναφέρει τόν Εὐάγριο, λέγοντας ὅτι
ἐκεῖνος πού προσεύχεται νά φύγει γρηγορότερα ἀπό αὐτόν τόν
κόσμο, ἐνῶ εἶναι ἀκόμα γεμάτος μέ πάθη, μοιάζει μέ τόν
ἄνθρωπο πού παρακαλεῖ τόν ξυλουργό νά κομματιάσει τήν
κλίνη τοῦ ἀρρώστου, γιά να τόν γλυτώσει ἀπό τήν ἀσθένεια27.
Στήν ΙΔ΄ Διδασκαλία του «Περί οἰκοδομῆς καί ἁρμολογίας
τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν», ὁ ἀββάς Δωρόθεος κάνει λόγο γιά τήν
πίστη ὡς θεμέλιο κάθε ἀρετῆς28, καί ὅτι χωρίς αὐτή δέν εἶναι
δυνατόν νά εὐαρεστήσει κανείς τόν Θεό29. Μόνο σ’ αὐτό τό
θεμέλιο πρέπει νά οἰκοδομήσει τήν ὑπακοή, τή μακροθυμία, τήν
ἐγκράτεια καί τίς λοιπές ἀρετές. Καί αὐτός ὁ λόγος του
παραλληλίζεται μέ ἕνα ἀντίστοιχο χωρίο τοῦ Εὐαγρίου: «Τήν
πίστιν, ὦ τέκνα, βεβαιοῖ ὁ φόβος ὁ τοῦ Θεοῦ, καί τοῦτο πάλι
ἐγκράτεια, ταύτην δέ ἀκλινῆ ποιοῦσιν ὑπομονή καί ἐλπίς, ἀφ’ ὧν

26 ΑΔ, Διδασκαλία Η΄, Περί μνησικακίας, 89, [SC 92, σ. 306], PG 88, 1708Β. Πρβλ. ΝΕΙΛΟΥ
ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Περί διαφόρων πονηρῶν λογισμῶν, κεφ. ΙΔ΄, PG 79, 1216 BC: «Εἰ τις θυμοῦ
κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κεκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος
μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν».
27 «Ἔλεγε καί Εὐάγριος ὅτι ἐμπαθής τις ὤν καί προσευχόμενος ταχυτέραν αὐτῷ γενέσθαι τήν

ἔξοδον, ἔοικεν ἀνθρώπῳ παρακαλοῦντι τόν τέκτονα ταχέως συντρίψαι τήν κλίνην τοῦ
ἀσθενοῦντος», ΑΔ, Διδασκαλία ΙΒ΄, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως..., 126,[ SC 92, σ. 384],
PG 88, 1749D – 1725A, Πρβλ. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Κεφάλαια γνωστικά, ΙV, 76, ὅπ. παρ., σ.
307.
28 ΑΔ, Διδασκαλία ΙΔ΄, Περί οἰκοδομῆς καἰ ἁρμολογίας τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν, 151, [SC 92, σ.

422-444], PG 88, 1773D.


29
Ἑβρ. 11,6.
22

τίκτεται ἀπάθεια, ἧς ἔκγονον ἡ ἀγάπη, ἀγάπη δέ θύρα γνώσεως


φυσικῆς, ἧν διαδέχεται θεολογία καί ἐσχάτη μακαριότης»30.
Στήν ἴδια Διδασκαλία του, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσει
τήν στάση του, ὁ ἀββάς Δωρόθεος γράφει ὅτι καί ὁ Εὐάγριος
διηγήθηκε γιά κάποιο μεγάλο Γέροντα ὅτι θεράπευσε ἕναν
ἀδελφό, ὁ ὁποῖος ταραζόταν ἀπό νυκτερινές φαντασίες,
προστάζοντάς τον νά νηστεύει καί νά ὑπηρετεῖ ἀσθενεῖς. Καί,
ὅταν τόν ρώτησαν γιατί τό ἔκανε αὐτό, ἀπάντησε ὅτι τίποτε δέν
σβήνει τά πάθη ὅσο ἡ εὐσπλαχνία31.
Ἐξάλλου, στήν ΙΣΤ΄ Διδασκαλία του ὁ ἀββάς Δωρόθεος
παραλλήλισε τήν ἁμαρτία μέ τή νοητή Αἴγυπτο32∙ διότι, λέγει,
ὅταν ἡ ψυχή διαβαίνει ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀρετή, τότε
ἑορτάζει τό «Φασέχ» τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς παρατήρησε ὁ
Εὐάγριος: «Πάσχα Κυρίου, διάβασις ἀπό κακίας».
Ἀκόμη, στήν ΙΖ΄Διδασκαλία του, ἐξηγώντας μερικά ρητά
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τά ὁποῖα ἀναφέρονται
στό τροπάριο πού ψάλλεται στούς ἁγίους Μάρτυρες, ὁ ἀββάς
Δωρόθεος παρατηρεῖ πώς ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἰσχυρίστηκε
ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖται ἀπό τρία μέρη: τό ἐπιθυμητικό, τό θυμικό
καί τό λογιστικό33. Σ’ αὐτό τό χωρίο ὁ ἀββάς Δωρόθεος πρέπει νά
εἶχε ὑπόψη του τό παράθεμα τοῦ Εὐαγρίου, ὅτι: «κατά φύσιν
ἐνεργεῖ λογική ψυχή, ὅταν τό μέν ἐπιθυμητικόν αὐτῆς μέρος τῆς

30 Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Πρακτικός, PG 40, 1221BC.


31 Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Πρακτικός, 91, PG 40, 1249B: «Τήν ξηροτέραν καί μή ἀνώμαλον δίαιταν
ἀγάπη συζευχθεῖσαν, θᾶττον εἰσάγειν τόν μοναχόν εἰς τόν τῆς ἀπαθείας λιμένα. Ὁ δ’αὐτός
ταρασσόμενόν τινα νύκτωρ τῶν ἀδελφῶν, τῶν φασμάτων ἀπήλλαξεν, ἀσθενοῦσι μετά
νηστείας ὑπηρετῆσαι προστάξας. Οὐδενί γάρ οὕτως, ἐρωτηθείς ἔφη, ὡς ἐλέῳ τά τοιαῦτα
κατασβύννυται πάθη».
32 ΑΔ, Διδασκαλία ΙΣΤ΄, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά

τρόπον είς τό Ἅγιον Πάσχα 166, [SC 92, σ. 460], PG 88, 1821C.
33 Γρηγορίου Θεολόγου, Περί ἑαυτοῦ, PG 37, 1382A.
23

ἀρετῆς ἐφίεται, τό δέ θυμικό ὑπέρ αὐτῆς ἀγωνίζεται, τό δέ


λογιστικόν ἐπιβάλλει τῇ θεωρίᾳ τῶν γεγονότων»34.
Ἐν τέλει, εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι στήν Ζ΄
Ἐπιστολή του ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ἀπαντώντας στόν ἀδελφό, πού
τόν ρώτησε γιά τήν ἀγάπη, ἔγραψε ὅτι «κατά τούς ἁγίους
Πατέρας θυμοῦ χαλινός ἡ ἀγάπη»35. Καί τό χωρίο αὐτό πιθανόν
προέρχεται ἀπό τόν Εὐάγριο: «Πλειόνων δέ τήν παρά τήν
ἐπιθυμίαν ὁ θυμός δεῖται φαρμάκων∙ καί διά τοῦτο μεγάλη
λέγεται ἡ ἀγάπη, ὅτι χαλινός ἐστι τοῦ θυμοῦ»36.

2. Ἡ ἐναντίωση τῶν Γαζαίων πατέρων στίς δοξασίες τοῦ


Ὠριγένους

Οἱ Γαζαῖοι Πατέρες, πλήν τοῦ Εὐαγρίου ἀντέδρασαν,


ἐπίσης, καί κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ὠριγένους τουλάχιστον
μία δεκαετία πρίν τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553) ὅπου ἔγινε ἡ
ἐπίσημη καταδίκη τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ὠριγένους, τοῦ Εὐαγρίου
τοῦ Ποντικοῦ καί τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Κατά κάποιον τρόπο
τό ἔργο τῶν Γαζαίων Πατέρων ὑπῆρξε πρωτοποριακό γιά τήν
ἐποχή τους, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἄποψη τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ἀλλά
καί τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
γενικώτερα.
Ἤδη ἀπό τό Γ΄ καί μέχρι τόν ΣΤ΄ αἰώνα, μέ κάποιες
περιόδους ὕφεσης, ὁρισμένες ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένους
δημιούργησαν πρόβλημα στήν Ἐκκλησία. Διακρίνονται δύο

34 Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Πρακτικός, 61, PG 40, 1233Δ – 1236A.


35 ΑΔ, Ἐπιστολή Ζ΄, Πρός ἀδελφόν ἐπερωτήσαντα αὐτόν περί ἀναισθησίας ψυχῆς καί περί
ψύξεως ἀγάπης, 192, [SC 92, σ. 514], PG 88, 1812C.
36 Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Πρακτικός 26, PG 40, 1228D.
24

βασικές περίοδοι τοῦ ὠριγενισμοῦ: ἡ πρώτη στά τέλη τοῦ Δ΄


αἰώνα καί ἡ δεύτερη στά μέσα τοῦ ΣΤ΄ αἰώνα37. Ἡ δεύτερη φάση
τοῦ ζητήματος συμπίπτει μέ τήν ἐξεταζόμενη ἱστορική περίοδο,
στή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ Ὠριγένης καταδικάστηκε κατ’ ἀρχήν
ἐπί Ἰουστινιανοῦ τό 543, μέ ἐννέα ἀναθέματα, ἐνῶ γιά δεύτερη
φορά, δέκα χρόνια ἀργότερα, στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέ
δεκαπέντε ἀναθέματα, πού στρέφονταν καί κατά τῶν ὀπαδῶν
του38. Κατά πᾶσα πιθανότητα, αὐτά τά δεκαπέντε ἀναθέματα
διατυπώθηκαν προηγουμένως σέ μία μικρότερη σύνοδο στήν
Κωνσταντινούπολη, λίγο πρίν ἀπό τό ἐπίσημο ἄνοιγμα τῆς Ε΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἐκτός τῶν δεδομένων τῶν δύο ἀναφερομένων Συνόδων, ἡ
κύρια πηγή γιά τήν ἔρευνα τῆς δεύτερης φάσης τοῦ ὠριγενισμοῦ
εἶναι οἱ βιογραφίες τοῦ Κυρίλλου Σκυθουπόλεως (525-559), περί
τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου καί τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ. Αὐτές
οἱ ἁγιογραφίες ἱστορήθηκαν μεταξύ τῶν ἐτῶν 557 καί 559.
Πάντως, οἱ ἐρωταποκρίσεις 600-607 τοῦ Μ. Βαρσανουφίου καί
Ἰωάννου συνιστοῦν μία πολύ σημαντική πηγή ἄντλησης
πληροφοριῶν ἐκείνης τῆς περιόδου, διότι χρονολογοῦνται ἤδη
πρίν ἀπό τήν πρώτη καταδίκη τοῦ Ὠριγένους, τό 543. Ἔχοντας
αὐτά ὑπόψη ὑπολογίζεται ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Προφήτης ἀπάντησε
στίς σχετικές ἐρωτήσεις γύρω στά ἔτη 537-540, ἐνῶ ὁ Μέγας
Βαρσανούφιος γύρω στά ἔτη 542-54339.
Ἡ σύγκρουση τῶν ἀπόψεων διαφόρων Πατέρων κατά τή
δεύτερη φάση τῆς ὠριγενιστικῆς ἔριδας δέν ἔγινε μόνο ἐξαιτίας

37 Πρβλ. Daniel Hombergen, “The second Origenist Controversy. A new Perspective of Cyril of
Skythopolis”, Monastic Biografies as Historical sources for Sixrh-Century Origenism, Studia
Anselmiana 132, Rome 2001.
38 Οἱ καταδίκες στρέφονταν κατά τῶν «Γνωστικῶν κεφαλαίων» τοῦ Εὐαγρίου καί ὄχι ἀκόμα

ὀνομαστικά κατ’ αὐτοῦ.


39 ΕκΓ, σ. 94.
25

δογματικῶν ζητημάτων, ἀλλά καί ἐξαιτίας τῶν συγκρουομένων


ἀντιλήψεων περί τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἐρωταποκρίσεις τοῦ
Μεγάλου Γέροντος Βαρσανουφίου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Προφήτου μέ ἀριθμούς 600-607 ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπῆρξαν
ὁρισμένοι μοναχοί ἐκείνη τήν ἐποχή στήν Παλαιστίνη, οἱ ὁποῖοι
δέχονταν τίς ὠριγενιστικές κακοδοξίες, θεωρούμενοι ὡς
«γνωστικοί», «καλοί μοναχοί», καί ὡς «προσέχοντες ἑαυτούς»40.
Ἡ ἀντίδραση τῶν Γαζαίων Πατέρων ἀφορᾶ κυρίως στήν
ὠριγένεια καί εὐαγριανή διδασκαλία γιά τά θέματα: α) περί τῆς
προΰπαρξης τῶν ψυχῶν, β) περί τοῦ τέλους τῆς κολάσεως, γ)
περί τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων ἀλλά καί δ) κατά τῆς
προτεραιότητας τῆς θεωρητικῆς ἐνασχόλησης ἔναντι τῆς
πρακτικῆς ἀρετῆς, θέση πού ἀναπτύσσεται πληθωρικά στά ἔργα
τῶν παραπάνω καταδικασθέντων ὡς αἱρετικῶν.
Ἀναλυτικότερα, στό θέμα τῆς προΰπαρξης τῶν ψυχῶν, ὁ
Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος ἑρμήνευσε ὀρθόδοξα τό
ἀμφισβητούμενο χωρίο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ «ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς
αἰῶσιν τοῖς γενομένοις ἀπό ἔμπροσθεν ἡμῶν»41. Ἡ ὠριγένεια
ἑρμηνεία τοῦ ἀνωτέρω χωρίου θεωρεῖ καταφανή τήν παραδοχή
τῆς προΰπαρξης τῶν ψυχῶν. Κατά τίς ὠριγενικές δοξασίες,
σύμφωνα μέ τόν Ἐκκλησιαστή, τά πάντα γίνονταν ἤδη κατά τούς
αἰῶνες πρίν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, θέση πού προσεγγίζει τήν
πλατωνική ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, τήν προΰπαρξη
τῶν ψυχῶν καί τήν πτώση τους.
Ὁ ἀββάς Βαρσανούφιος, ὅμως, ἀντιτιθέμενος στά
παραπάνω ἐξήγησε ὅτι τό χωρίο δέν ἀναφέρεται στούς αἰῶνες
πρίν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά σέ ὅτι συνέβη στούς αἰῶνες

40 ΕκΓ, σ. 94
41 Ἐκκλ. 1, 10.
26

αὐτοῦ τοῦ κόσμου πρίν ἀπό ἐμᾶς42. Ὁ ἱερός πατήρ μέ τόν τρόπο
αὐτό, προβάλλει ξεκάθαρα τή βιβλική ἔννοια τοῦ χρόνου καί τῆς
δημιουργίας τοῦ κόσμου πού ἀποκλείει τίς ἀντιλήψεις γιά τήν
προΰπαρξη τῶν ψυχῶν ἤ τῶν νόων κατά τό ὠριγενικό καί
εὐαγριανό φιλοσοφικό-θεολογικό σύστημα.
Ὅσον ἀφορᾶ στή στάση τῶν Γαζαίων Πατέρων κατά τῆς
εὐαγριανῆς καί ὠριγένειας ἐσχατολογίας,43 πρέπει νά τονίσουμε
ὅτι ὁ ἀντιωριγενισμός καί ἀντιευαγριανισμός τῶν ἐν λόγῳ
Πατέρων συνίσταται, κυρίως, στήν ὀρθόδοξη στάση τους ἔναντι
τριῶν ζητημάτων: α) τῶν περί τῆς φύσεως τοῦ ἀναστημένου
σώματος, β) τῶν περί τοῦ νοήματος τῆς ἐσχατολογικῆς
ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα καί γ) τῶν περί τῆς αἰωνιότητας
τῆς κόλασης44.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος εἶναι ἀπόλυτα ἐνήμερος γιά τίς
διδασκαλίες τῶν Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου τοῦ Προφήτου,
ἐφόσον ὑπῆρξε ὁ κομιστής τῶν ἐρωταποκρίσεων. Παρ’ ὅλα αὐτά,
πιστός στή συμβουλή τοῦ Μεγάλου Γέροντος γιά τήν ἔμφαση
στήν ἀσκητική καταπολέμηση τῶν παθῶν, τήν τήρηση τῶν
μοναχικῶν ὑποσχέσεων καί τήν προσέλκυση τῆς χάριτος,
ἀντιπαρέρχεται τά παραπάνω, ὄχι ὡς ἐπουσιώδη ἀλλά ὡς
διαφέροντα ἀπό τήν κύρια μέριμνα τοῦ μοναχοῦ, πού εἶναι ἡ
ἐσωτερική ἐργασία καί ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν .
Εἶναι, ὅμως, χρήσιμο νά τονίσουμε ὅτι, ὅπως προκύπτει
ἀπό τά σωζόμενα ἔργα τους, οἱ Γαζαῖοι Πατέρες διαβλέπουν τό
μεγάλο κίνδυνο ἀπό τίς ἐσχατολογικές κακοδοξίες τοῦ
Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι πολλοί
μοναστές, στό κοινόβιο τοῦ Σερίδου ἀλλά καί ἀλλοῦ, εἶχαν

42Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος ψυχωφελεστάτη, σ. 289, [SC 451, σ. 832].


43ΕκΓ, σ. 164.
44Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 220.
27

σκανδαλισθεῖ ἀπό τίς παραπάνω σφαλερές ἀντιλήψεις, κυρίως


ὅσον ἀφορᾶ στό τέλος τῆς κολάσεως καί τήν ἀποκατάσταση τῶν
πάντων.
Σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πηγές αὐτές οἱ ἀντιλήψεις
διαδίδονταν ἀπό τούς ὀπαδούς τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου
μέ ἔντονο καί ταραχώδη τρόπο, πράγμα πού εἶχε ἐπίδραση στόν
ἡσυχαστικό μονήρη βίο τῶν ἐγκαταβιούντων στή μονή. Λόγῳ
αὐτῶν τῶν ἀμφισβητήσεων καί τῶν ἐρίδων οἱ Γαζαῖοι Πατέρες,
παράλληλα μέ τή διδασκαλία τους γιά τήν ἐσωτερική ἐργασία
τῶν μοναχῶν, τή μετάνοια, τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τῶν
ἀρετῶν, ἀναγκάσθηκαν καί προσέθεσαν στοιχεῖα ὑπεράσπισης
τῆς βιβλικῆς κοσμολογίας καί ἐσχατολογίας στά ἔργα τους.
Συναφῶς, ὁ Γεώργιος Μαρτζέλος σέ σχετική μελέτη του
ἐπισημαίνει τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τῶν Γαζαίων Πατέρων γιά τή
διαφύλαξη τῆς ἀσκητικῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τόν κίνδυνο
τῆς πνευματικῆς ἀλλοτρίωσης. Ἡ μέριμνά τους αὐτή τούς κάνει
νά στρέφονται ὄχι μόνο κατά τῆς θεωρητικῆς ἐνασχόλησης μέ
τά δογματικά ζητήματα, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, εἴτε
αὐτές σχετίζονται μέ τίς ὠριγενικές καί εὐαγριανές, εἴτε μέ τίς
χριστολογικές κακοδοξίες. «Ὡστόσο εἶναι ἐξαιρετικά διακριτικοί
ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ὄχι ἀσφαλῶς γιατί κινοῦνται ἀπό
ἐλατήρια δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ ἤ ὁμολογιακοῦ
συγκρητισμοῦ, ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή στόχος τους εἶναι νά
διαφυλάξουν τήν ἀσκητική πνευματικότητα ἀπό τόν κίνδυνο
τοῦ φανατισμοῦ καί τῶν παθογόνων γιά τήν πνευματική ζωή
συνεπειῶν του»45.

45Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα


δογματικῆς θεολογίας Δ΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 223.
28

Ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα περί τῆς αἰωνιότητας τῆς κολάσεως,


ὁ ἀββάς Δωρόθεος τόνισε πολλές φορές ὅτι οἱ προσωρινοί
ἐπίγειοι πειρασμοί καί οἱ θλίψεις δέν μποροῦν νά συγκριθοῦν μέ
τόν παντοτινό κολασμό τῶν τιμωρημένων στά βασανιστήρια τῆς
Κόλασης. Ἀναφέρει, λοιπόν, ἕνα περιστατικό, κατά τή συνήθειά
του νά παρέχει παραδείγματα στά θέματα πού πραγματεύεται.
Τό περιστατικό περιγράφει πώς ἕνας μοναχός, τυραννούμενος
ἀπό ἀπόγνωση προφανῶς καί ἀκηδία, πρᾶγμα πού εἶναι ἔργο
τοῦ διαβόλου, ρώτησε τόν γέροντά του τήν αἰτία τῆς ὑπερβολικῆς
θλίψης πού τόν καταλαμβάνει στή διάρκεια τῆς παραμονῆς του
στό κελλί του46. Στήν ἐρώτηση ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ὅτι ἀκμήν
οὐχ ἑώρακας οὔτε τήν ἐλπιζομένην ἀνάπαυσιν οὔτε τήν
ἐσομένην κόλασιν». Καί προσθέτει: «Ἀλλ’ ἐμεῖς κοιμώμενοι
θέλομεν σωθῆναι καί διά τοῦτο ὀλιγωροῦμεν ἐν ταῖς θλίψεσιν».
Στά ἔργα τῶν Γαζαίων Πατέρων καί εἰδικά τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου κυριαρχεῖ ἡ βιβλική σκέψη καί ἡ ἀσκητική παράδοση
τόσο γιά τήν Δημιουργία καί τήν θέση τοῦ ἀνθρώπου στόν
κόσμο, ὅσο καί γιά τήν Ἐσχατολογία. Οἱ ἐπιδράσεις
φιλοσοφικῶν συστημάτων καί δοξασιῶν ἔχουν ἐξοβελισθεῖ ἀπό
τήν ἁγιοπνευματική τους ἐμπειρία.
Συγκεκριμένα ὁ ἀββάς Δωρόθεος παρά τό παρελθόν του μέ
σπουδές δίπλα σέ φιλόσοφο καί ἔχοντας πλούσια θύραθεν
παιδεία δέν φέρει ἀπολύτως καμμία τέτοιου εἴδους ἐπίδραση στό
ἔργο του. Καί αὐτό ἔχει σχέση μέ τήν ἀσκητική προσπάθεια καί
ὑπακοή στούς μεγάλους Γέροντές του Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη.
Συμπερασματικά μποροῦμε νά ἐπαναλάβουμε ὅτι ἔγραψε
ὁ Aleksandar Stojanovic σέ εἰδική μελέτη σχετικά μέ τή γνώση

46ΑΔ, Διδασκαλία ΙΒ΄, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, σ. 291, PG 88, 1749D, [SC 92,
σ. 392].
29

τῶν Πατέρων τῆς Γάζας. Ἀναφέρεται ὅτι ἡ γνώση τους ὑπῆρξε


βασισμένη ἀποκλειστικά στή βιβλική, ἀποστολική καί
ἁγιοπατερική παράδοση καί ὄχι στίς θύραθεν παγανιστικές
ἀντιλήψεις, πράγμα πού βρίσκουμε κατά συγκεκριμένο τρόπο
στόν Εὐάγριο. Καί τοῦτο διότι ἡ σκέψη του δέν ἦταν ἀπόλυτα
συνδεδεμένη μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἀφοῦ ὁρισμένες
ἀντιλήψεις τοῦ ἴδιου καί τοῦ Ὠριγένους, κατά κάποιο τρόπο καί
ἐν μέρει, παρέχουν τήν ἐντύπωση ὅτι ἀντικατοπτρίζουν
συγκεκριμένες ἀρχαιοελληνικές ἀπόψεις. Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη
εἶναι ὀρθή ἡ ἐπισήμανση ὅτι «Οἱ Γαζαῖοι Πατέρες τοιουτοτρόπως
μᾶς ἀποδεικνύουν τήν ἔξοχη γνώση τους, ἀφ’ ἑνός τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς ἑρμηνείας της σύμφωνα μέ τήν
δογματική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»47.

3. Πρακτική πνευματική ζωή καί θεωρητική θεολογία

α. Ἐκκλησιαστική ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή

Ἡ χαρακτηριζόμενη ὡς πνευματική ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ


ζωή. Ἐκκλησιαστική ζωή ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ πνευματική ζωή
καί ἡ ἐμπειρία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας48. Ἡ θεολογία ἔχει στενή
σύνδεση μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ
μία ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μία νοητική διεργασία
ἀλλά ἀποτελεῖ θεωρητική ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης
ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο, ὅτι

ΕκΓ, σ. 171.
47

Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα στήν ἀσκητική Παράδοση τῶν
48

Πατέρων τῆς Γάζας, σ. 167.


30

δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη ἐν Χριστῷ ζωή ἀποτελεῖ τήν πρακτική βίωση


τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας49.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα διαπερνᾶ διαχρονικά τά ἔργα
ὅλων τῶν Πατέρων, θεμελιωτῶν τῆς ἀσκητικῆς καί ἡσυχαστικῆς
ὀρθόδοξης Παράδοσης50. Ἔχει δέ ἐφαρμογή τόσο στή χρήση καί
ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καί στά δογματικά ζητήματα.
Βεβαίως, ἀπαιτεῖται θεῖος φωτισμός καί ἀνάλογη πνευματική
ἐμπειρία προκειμένου νά θεολογήσει κανείς ἀπλανῶς. Κατά τόν
Ἀπόστολο Παῦλο τό γράμμα ἀποκτείνει καί τό πνεῦμα εἶναι
αὐτό πού ζωοποιεῖ51 καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ ψυχικός (σαρκικός)
ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό βαθύ πνευματικό νόημα
πού βρίσκεται στούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἐπανειλημμένα στίς Διδασκαλίες του
κάνει χρήση τῆς ἀλληγορικῆς καί συμβολικῆς ἑρμηνείας χωρίων
τῆς Γραφῆς ἀκολουθώντας τόν Μεγάλο Γέροντα ἀββά
Βαρσανούφιο, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν ἴδια πρακτική «παρά τόν σαφῆ
καί ἔντονο ἀντιωριγενισμό του»52.
Κατά τούς Γαζαίους Πατέρες εἶναι προτιμότερη ἡ
παράθεση λόγων τῶν Πατέρων πού ἐξηγοῦν ἀναλυτικά καί
ἑρμηνεύουν τήν Ἁγία Γραφή ἀπό τήν ἀπόπειρα χρήσης τῶν
διηγήσεών της, ὅταν δέν συντρέχουν οἱ κατάλληλες πρός τοῦτο
πνευματικές προϋποθέσεις. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποφεύγεται ὁ
κίνδυνος τῆς πλάνης53.

49 Βλ. G. D. Martzelos, “Il fondamento theologicodella spiritualita dei padre sinaiti”, στό Giovanni
Climaco e il Sinai (Atti del IX Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa, sezione
bizantina, Bose, 16-18 Settembre 2001), Edizione Qiqajon, Comunita di Bose, σ. 73.
50 Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, σ. 168-169.

51 Β΄ Κορ. 3, 6

52 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 169.

53 Βλ. Ἀπόκρισις 649, ΝΑ, σ. 60, τ. Β΄, σ. 412.


31

β. Θεωρητική θεολογία καί ἀσκητική πνευματική ζωή

Γιά τούς Γαζαίους Πατέρες ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς


θεολογίας μέ τήν πρακτική πνευματική ζωή εἶναι τό οὐσιῶδες
χαρακτηριστικό τοῦ ἀσκητισμοῦ τους. Τό χαρακτηριστικό αὐτό
εἶναι ἀπολύτως βιβλικό, παραδοσιακό καί ἁγιοπατερικό. Γιά τόν
λόγο αὐτό τηροῦν ἐπιφυλακτική ἕως ἀρνητική στάση στή
θεωρητική ἐνασχόληση μέ δύσκολα θεολογικά ζητήματα. Ὁ
ἄλλος λόγος εἶναι πρακτικός: ἐπειδή ἡ διάδοση τῶν
ὠριγενιστικῶν καί εὐαγριανῶν δοξασιῶν στήν Παλαιστίνη καί
στήν Γάζα θά μποροῦσε νά προκαλέσει διαιρέσεις στήν μονή τοῦ
Σερίδου ὅπου ἀσκήτευαν.
Ὅπως ὀρθῶς ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ ἐπιφυλακτική ἕως
ἀρνητική αὐτή στάση τῶν ἀσκητικῶν Πατέρων τῆς Γάζας ἔναντι
τῆς θεωρητικῆς ἐνασχόλησης μέ τά δογματικά ζητήματα
ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι διεῖδαν σαφῶς τόν κίνδυνο πού
προερχόταν ἀπό τό δογματικά φορτισμένο κλίμα τῆς ἐποχῆς
τους καί ἀπειλοῦσε σοβαρά τήν πνευματική ζωή τῶν μοναχῶν
τῆς μονῆς τοῦ Σερίδου, ἀλλά καί γενικώτερα τῆς Παλαιστίνης54.
Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὁ κίνδυνος αὐτός ἦταν τεράστιος ὄχι
μόνο λόγῳ τῶν χριστολογικῶν ἐρίδων πού βρίσκονταν στό
ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος τόν ΣΤ΄ αἰώνα, ἀλλά
κυρίως λόγῳ τῆς διαδεδομένης μεταξύ τῶν ἀνατολικῶν
μοναχῶν ὠριγενικῆς καί εὐαγριανῆς ἀντίληψης γιά τήν
ἀξιολογική ὑπεροχή τῆς θεωρητικῆς θεολογίας ἔναντι τῆς
πνευματικῆς ζωῆς55.

54 Γιά τόν Σέριδο καί τήν Μονή του βλ. S. Vaithe, “Jean le Prophete et Seridos”, στό Echos d’
Orient 8 (1905), σ. 159 ἑξ.
55 Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 391.
32

Ἡ ὕπαρξη ἐρωτήσεων αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου πρός τούς


Γέροντες Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη τόν Προφήτη ἀποδεικνύει
τόν προβληματισμό τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς. Οἱ δέ Γέροντες στίς
ἀπαντήσεις τους ἐπιμένουν κυρίως στήν πρακτική ἄσκηση τῆς
πνευματικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς παρατηροῦμε ὅτι τό
συγγραφικό ἔργο τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, παρότι ἔχει δογματική
θεμελίωση, περιστρέφεται γύρω ἀπό τά πάθη καί τίς ἀρετές μέ
βάση τή μετάνοια καί τήν ταπείνωση καί ἀφήνει ἐλάχιστο χῶρο
γιά διανοητικούς ἀκροβατισμούς.
Ἀσφαλῶς αὐτό ἐξηγεῖται γιατί ἡ πρακτική πνευματική ζωή
ἔχει γιά τούς ἀββάδες Βαρσανούφιο, Ἰωάννη καί Δωρόθεο πολύ
μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τή θεωρητική ἐνασχόληση μέ τή θεολογία.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς «πολλές φορές συνιστοῦν νά ἀποφεύγεται ἡ
μελέτη δογματικῶν βιβλίων καί ἡ ἐμπλοκή σέ θεωρητικές
συζητήσεις καί ἔριδες δογματικοῦ περιεχομένου, χάριν τῆς
πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς56». Στό ἴδιο συμπέρασμα κατέληξε
καί ὁ Daniel Hombergen μελετώντας τό ἐν λόγῳ θέμα57.

γ. Ὁ κίνδυνος τῆς θεωρητικῆς θεολογίας

Στήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί ἰδιαίτερα στήν


ἀσκητική ζωή παρατηροῦμε ὅτι κάθε φορά πού ἡ θεωρητική
θεολογία ἀποτελεῖ τήν κύρια ἐνασχόληση τῶν μοναχῶν τότε
κινδυνεύει ἡ ἀκεραιότητα καί πληρότητα τῆς πνευματικῆς τους
ζωῆς. Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ γιά τήν κατανόηση τῶν νοημάτων
εἶναι διεργασία πού σχετίζεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ

56Βλ. ἐνδεικτικά Ἀπόκρισις 63, ΝΑ, σ. 64, Ἀπόκρισις 154, ΝΑ, σ. 102.
57Daniel Hombergen, “Barsanuphios and John of Gaza and the Origenist controversy”, στό
«Christian Gaza in late antiquity»
33

Θεοῦ καί εἰδικά στούς μοναχούς μέ τήν τήρηση τῶν τριῶν


ὑποσχέσεων κατά τήν κουρά τους: ἀφιλαργυρία, ὑπακοή καί
παρθενία.
Στά συγγράμματα τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου
ἐξαίρεται ἡ θεωρητική ἐνασχόληση μέ θεολογικά ζητήματα καί
παραμελεῖται ἡ πρακτική μοναχική ζωή. Τό γεγονός αὐτό
ἐξηγεῖται καθώς ἡ κύρια αἰτία γιά τίς δογματικές κακοδοξίες τοῦ
Εὐαγρίου ἔγκειται κυρίως στήν ἀποσύνδεση τῆς θεολογίας ἀπό
τήν πρακτική πνευματική ζωή καί, ἑπομένως, στήν θεωρητική
ἐνασχόληση μέ θεολογικά θέματα58. Γι’ αὐτό οἱ Γαζαῖοι Πατέρες
εἶχαν ἄκρως ἀρνητική στάση πρός αὐτήν τήν νοησιαρχική
πνευματικότητα, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποκορύφωμα τῆς ἄσκησης τή
θεωρητική ἐνασχόληση μέ τά δογματικά ζητήματα πού
σχετίζονται κατ’ ἀρχήν μέ τίς ὠριγενικές καί εὐαγριανές
κακοδοξίες59. Αὐτός ὁ λανθασμένος τρόπος τοῦ ἀσκητισμοῦ γιά
τούς Γαζαίους Πατέρες εἶναι ἐπικίνδυνος καί ὁδηγεῖ στήν
πνευματική ἀλλοτρίωση. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀκριβῶς ἔδρασαν
ἀποτελεσματικά καί ἔστρεψαν τό πνευματικό ἐνδιαφέρον τους
στό νά προφυλάξουν τούς μοναχούς τῆς ἐποχῆς τους ἀπό τήν
ὑπερβολική ἐνασχόληση μέ τά δογματικά ζητήματα εἰς βάρος
τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πρακτικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἔμφαση
δίνεται στήν ἀσκητική ζωή. Ἡ ὑποτίμηση τῆς πρακτικῆς
πνευματικῆς ζωῆς χάριν τῆς θεωρητικῆς θεολογίας, πού ἀπαντᾶ
στόν Ὠριγένη καί ἰδιαίτερα στόν Εὐάγριο,60 συνιστᾶ γιά τούς
Γαζαίους Πατέρες σαφή ἀπειλή γιά τήν οὐσία τῆς πνευματικῆς

58 Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἀπόκρισις 600, SC 451, σ. 804-810, ΝΑ σ. 283 κ. ἑξ., PG 86A,
892B-896C.
59 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 202-203

60 Π.Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 213 ἑξ.
34

ζωῆς. Τό γεγονός αὐτό τούς ἀναγκάζει, ὄχι μόνο νά τονίζουν τήν


σημασία τῆς πρακτικῆς πνευματικῆς ζωῆς ἔναντι τῆς θεολογίας,
ἀλλά καί νά ταυτίζουν οὐσιαστικά τή θεολογία μέ τήν
πνευματική ἐμπειρία καί ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία,
ἀναδεικνύοντας ἔτσι, τόσο τό πνευματικό καί ὑπαρξιακό
ὑπόβαθρο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ὅσο καί τό θεολογικό
ὑπόβαθρο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς61.
Στή μακραίωνη ἐκκλησιαστική παράδοση καί ζωή τό
θεολογεῖν εἶναι τό μέγιστο τῶν χαρισμάτων, ἀλλά δέν
παρέχεται μέ αὐτόματο ἤ μαγικό τρόπο στόν ἄνθρωπο παρά
μετά ἀπό τήν ἀσκητική διεργασία τῆς κάθαρσης. Τό πρῶτο
στάδιο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, εἶναι
ἐπίπονη προσπάθεια καί ἀπαιτεῖ καί ἐπίμονη ἐργασία καί
ἐπιτυγχάνεται μέ τή μοναχική ἄσκηση ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀφετηρία
τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Γιά τόν λόγο αὐτόν κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο καί τούς Γαζαίους Πατέρες εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἑστίαση
τῆς προσοχῆς στόν ἔσω ἄνθρωπο, προκειμένου νά
πραγματοποιηθεῖ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού
οἱ Διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἔχουν ὡς ἀντικείμενο τήν
ἀποταγή, τήν ταπεινοφροσύνη, τή συνείδηση, τό θεῖο φόβο, τήν
καταλαλιά, τήν αὐτομεμψία, τή μνησικακία, τό ψέμα, τή νήψη,
τήν ἀμέλεια καί τά παρόμοια.
Ὅλα αὐτά συνιστοῦν ἁρμολόγημα ὅλων τῶν ἀρετῶν τῆς
ψυχῆς ἡ ὁποία τελικά εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τοῦ μοναχικοῦ
πολιτεύματος καί ὄχι ἡ θεολογία ὡς νοητική ἐνασχόληση. Ἡ
θεωρητική ἐντρύφηση μέ τά δογματικά ζητήματα σέ βάρος τῆς
πνευματικῆς ζωῆς κάνει τόν ἄνθρωπο νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του

61Βλ. Μ. Καράμπελια, Ἡ θεολογική γνωσιολογία στόν Μακάριο Αἰγύπτιο, Εὐάγριο Ποντικό


καί Διάδοχο Φωτικῆς, σ. 270 κ. ἑξ.
35

γνωστικό καί σπουδαῖο, τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν


ταπεινοφροσύνη καί τόν ὁδηγεῖ στήν ἔπαρση62.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ἀποσύνδεση τῆς θεολογίας μέ τήν
πνευματική ζωή, κατά τούς Γαζαίους Πατέρες, σέ συνδυασμό μέ
τή θεωρητική ἐνασχόληση μέ τά θεολογικά θέματα φαίνεται νά
δημιούργησαν τίς προϋποθέσεις γιά τίς δογματικές κακοδοξίες
τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου63. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀββάς
Δωρόθεος νουθετεῖ τούς μοναχούς στίς Διδασκαλίες του νά
ἐπιδιώκουν τήν ἀρετή καί νά ἐργάζονται γιά τή θεραπεία τῶν
παθῶν τῆς ψυχῆς. Γιατί ὁ ἀληθινά γνωστικός χριστιανός δέν
εἶναι ὁ θεωρητικός γνώστης καί ἑρμηνευτής τῆς θεολογίας ἀλλά
ὁ πρακτικός ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐμπειρικό καί πρακτικό χαρακτήρα
καί ἀποκτᾶται ἐν πρώτοις μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ
Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικά ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὅτι διά τῆς φυλακῆς
τῶν ἐντολῶν προσεγγίζουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό, καί ὅσο τόν
προσεγγίζουν τόσο τόν γνωρίζουν ἀλλά καί γνωρίζονται οἱ ἴδιοι
ἀπό τόν Θεό. «Ἐπεί ὁ Θεός τά πάντα γινώσκει καί τά κρυπτά καί
τά βαθέα καί τά μή ὄντα, διατί οὖν λέγει περί τῶν ἁγίων∙ Θεῷ
γινωσκόμενα; Ὅτι, καθώς εἶπον, διά τῶν ἐντολῶν ἐγγίζοντες
αὐτῷ, γινώσκουσιν αὐτόν καί γινώσκονται ὑπ’ αὐτοῦ. Ὅσον γάρ
ἀποστρέφεταί τις καί μακρύνει ἑαυτόν ἀπό τινος, τοσοῦτον
λέγεται ἀγνοεῖν αὐτόν καί ἀγνοεῖσθαι ὑπ’ αὐτοῦ, ὥσπερ καί ὁ
ἐγγίζων ὁμοίως λέγεται γινώσκειν καί γινώσκεσθαι∙ καί κατά
τοῦτο οὖν λέγεται καί ὁ Θεός ἀγνοεῖν τούς ἁμαρτωλούς, καθ’ ὅ
μακρύνουσιν ἑαυτούς ἀπ’ αὐτοῦ. Διά τοῦτο καί αὐτός ὁ Κύριος

62 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος ψυχοφελής Βαρσανουφίου καί ‘Iωάνου, Ἀπόκρισις 604, σ.


286, [SC 451, σ. 820], PG 86A, 900D
63 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχοφελής Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἀπόκρισις 600, σ.

283 ἑξ.
36

τοῖς τοιούτοις λέγει∙ Ἀμήν λέγω ὑμῖν οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Οἱ οὖν ἅγιοι,
καθώς πολλάκις εἶπον, ὅσον κτῶνται διά τῶν κόπων τάς ἀρετάς,
τοσοῦτον προσοικειοῦνται τῷ Θεῷ, καί ὅσον προσοικειοῦνται
αὐτῷ, τοσοῦτον γινώσκουσιν αὐτόν καί γινώσκονται ὑπ’
αὐτοῦ»64.
Οἱ παραινέσεις τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου εἶναι στό ἴδιο κλίμα μέ
τούς πνευματικούς του πατέρες Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη τόν
Προφήτη. Γιά παράδειγμα ὁ ἀββάς Βαρσανούφιος σέ μιά
ἀπόκρισή του σχετική μέ τή θεωρητική ἐνασχόληση μέ τά
δογματικά θέματα συμβουλεύει: «Ἄν θέλεις νά σωθεῖς, μήν
ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά ἀσχολεῖται μ’ αὐτά. Ἀπομακρύνσου
ἀπ’ αὐτά καί ἀκολούθησε τά ἴχνη τῶν Πατέρων. Φρόντισε νά
ἀποκτήσεις τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, τά δάκρυα τῆς
μετανοίας, τήν ἄσκηση, τήν ἀκτημοσύνη, τό ἀψήφιστο (τήν
ἐπιθυμία νά σέ θεωροῦν ἀσήμαντο) καί ὅσα τέτοια ὑπάρχουν καί
τά βρίσκεις στά λόγια καί στούς βίους τῶν Πατέρων»65.
Ἀπό αὐτήν τήν ἐνδεικτική ἀναφορά εἶναι φανερή ἡ
προτροπή στήν προτεραιότητα τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν καί
τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ὡς προϋπόθεση γιά τήν προσέγγιση
τοῦ Θεοῦ καί ἀπόκτηση τῆς γνώσης του. Παράλληλα θεωρεῖ
ἐπιβλαβή καί ἐπικίνδυνη τή μελέτη βιβλίων τοῦ Ὠριγένους, τοῦ
Διδύμου καί τοῦ Εὐαγρίου66. Συνιστᾶ γιά παράδειγμα σέ μοναχό,
πού εἶχε ἀμφιβολίες γιά τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν καί τό τέλος
τῆς κολάσεως, νά μήν ξαναδιαβάσει τά βιβλία πού περιέχουν
αὐτές τίς κακοδοξίες. «Ἀπόφευγε, τοῦ γράφει, τίς διδασκαλίες

64 ΑΔ, ΙΖ΄Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς τούς
ἁγίους μάρτυρας, σ. 382 κ.ἑξ., PG 88, 1833CD, [SC 92, σ. 482 ἐξ.]
65 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη... Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου,Ἐκδ. Σχοινᾶ.

Βόλος 1960, σ. 284.


66 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη... Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, σ. 284.
37

αὐτές, γιατί ξηραίνουν τά δάκρυα, τυφλώνουν τήν καρδιά καί


γενικά ὁδηγοῦν σέ ἀπώλεια ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτές»67.
Ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν συμπερασματικά μποροῦμε νά
ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ ὁδός τῆς θεογνωσίας, κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο καί τούς ἄλλους Γαζαίους Πατέρες, εἶναι αὐτή πού
περνᾶ μέσα ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί τήν ἄσκηση, τόν
ἀγώνα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης καί τῆς διαρκοῦς
μετάνοιας, τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς τήρησης τῶν τριῶν
μοναχικῶν ὑποσχέσεων.
Ἡ πρωταρχική καί ἐπίμονη ἐνασχόληση μέ τά θεολογικά
ζητήματα γιά ἕνα μοναχό εἶναι σημεῖο λανθασμένου δρόμου καί
ἐπικίνδυνο: «Οὐρανοί φρίττουσι, τί πολυπραγμονοῦσιν οἱ
ἄνθρωποι∙ ἡ γῆ σείεται, πῶς ἐξιχνιάσαι θέλουσι τά
ἀκατάληπτα68» κατά τό Μέγα Γέροντα Βαρσανούφιο. Ἡ ἄσκηση
τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος βοηθεῖ τόν μοναχό
στήν ἀποβολή ὅλων τῶν ἐμπαθῶν καί ἀνθρωποκεντρικῶν
θεωρήσεων πού προέρχονται ἀπό τή ζωή τους πρίν τήν εἴσοδο
στή μονή Σερίδου.

4. Ἀποκρίσεις τοῦ Μεγάλου Γέροντος Βαρσανουφίου καί


Ἰωάννου τοῦ Προφήτου πρός τόν ἀββά Δωρόθεο

Ὡς γνωστόν ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὑπῆρξε ὁ κομιστής τῶν


ἐρωτήσεων τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς Σερίδου ἀλλά καί ἄλλων
ἀποστολέων πρός τόν ἀββά Βαρσανούφιο καί ἀργότερα, μετά
τήν κοίμησή του, πρός τόν ἀββά Ἰωάννη τόν Προφήτη. Τό

67 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη... Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, σ. 178.


68 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Ψυχωφελεστάτη... Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, σ. 284.
38

γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίθεση ἄλλων μοναχῶν τῆς


μονῆς ἀλλά ὁ ὁρισμός του ἦταν προσωπική ἀπόφαση τῶν δύο
μεγάλων ἀββάδων.
Ἡ παρουσίαση τῶν ἐρωταποκρίσεων μέ τήν μορφή
συγκροτημένης συλλογῆς δείχνει ὅτι εἶναι ἔργο ἑνός προσώπου,
τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου. Σύμφωνα μέ ὅσα ὑποστηρίζουν οἱ εἰδικοί
Πατρολόγοι ἡ συλλογή αὐτή ἀπαρτίστηκε ἀπό τόν ἀββά
Δωρόθεο, ἕναν λόγιο ἄνδρα καί «πεφωτισμένο», μοναχό τῆς
μονῆς Σερίδου, πνευματικό τέκνο καί θαυμαστή τῶν δύο
Γερόντων. Ὁ συλλογέας δέν ἀναφέρει πουθενά τό ὄνομά του
ἀλλά δέν ἀποκρύπτει καί ἐντελῶς τόν ἑαυτό του. Στήν ξα΄
Ἀπόκριση, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος, γιά μιά
μοναδική φορά, δέχτηκε ἀδελφούς στήν ἐγκλείστρα του, ἀφήνει
νά διαφανεῖ ὅτι παρευρισκόταν καί ὁ ἴδιος. Ἐπίσης ἦταν ἐκεῖνος
πού εἶχε τή διακονία τοῦ Νοσοκομείου τῆς Μονῆς καί ἦταν
ἄμεσος ὑποτακτικός τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου του Προφήτου69.
Ἀπό τήν παραπάνω μαρυρία μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε
ὅτι στόν ἀββά Δωρόθεο ὀφείλεται ἡ διάσωση τῶν Ἀποκρίσεων
τῶν Ὁσίων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Ἡ θέση αὐτή
ἐνισχύεται, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι οἱ σύγχρονοί του ἀναφέρουν70
ὅτι, ὄχι μόνο συνέγραψε τίς δικές του διδασκαλίες πρός τούς
μαθητές του, ἀλλά καί «ἅς αὐτός ἐκ τῶν αὐτοῦ παραλαβεῖν
ἠξιώθη πατέρων», προφανῶς τῶν Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου.
Κατά συνέπεια, ὁ ἀββάς Δωρόθεος συνέλεξε καί τίς ἐρωτήσεις
τῶν διαφόρων πνευματικῶν τέκνων τῶν ἀββάδων, τίς ὁποῖες,
ἄλλες τίς παρουσιάζει ὅπως ἦταν στό πρωτότυπο καἰ ἄλλες μᾶς

69Βλ. σχετικά Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά


(Ἐρωταποκρίσεις), ἐκδ. «Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1996, τ. Α΄, σ.
25.
70 Βλ. πρόλογο ἀνωνύμου στά συγγράμματα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, ΑΔ, σ. 43.
39

τίς δίνει διασκευασμένες ἐπί τό συντομώτερον. Ἀλλά καί ἀπό τίς


Ἀποκρίσεις, μερικές τίς συντόμευσε.
Στά συγγράμματα πού ἔχουμε ὑπόψη μας ὑπάρχει ἕνα
κεφάλαιο μέ τίς ἐρωτήσεις τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου πρός τούς
Γέροντες Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη. Εἶναι οἱ ἐρωτήσεις μέ ἀριθμό
252 ἕως ἀριθμό 338. Ἡ θεματική τῶν ἐρωτήσεων δείχνει καί τά
στάδια τῆς πνευματικῆς ἀνέλιξης τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Ὑπάρχουν κεφάλαια γιά τήν ἀποταγή, τά πάθη τῆς πορνείας,
ἀργολογίας, γαστριμαργίας, θυμοῦ, ὀργῆς, γιά τήν ταπείνωση,
τή μετάνοια καί πολλές ἄλλες ἀναφορές δοθέντος ὅτι εἶναι
φανερός ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου στόν νεαρό ἀσκητή. Ἐπί πλέον
ὑπάρχουν ἐρωτήσεις ὅπως γιά τήν κενοδοξία, τούς λογισμούς
καί τήν ὑπακοή καί γιά ἄλλα σχετικά ζητήματα71.

71
Ἀναλυτικά ὁ κατάλογος τῶν τίτλων τῶν ἐρωταποκρίσεων ἔχει ὡς ἀκολούθως: ἐρώτηση
252˙ Περί τελείας ἀποταγῆς. 253˙ Πῶς πρέπει ὁ μοναχός να διαμοιράσει τά χρήματά του.
254˙ «Τό ἀφεῖναι το ἲδιον θέλημα αἱματοχυσία ἐστί». 255˙ «Μή ἐνδώσῃς, ἀδελφέ, μηδέ εἰς
ἀπόγνωσιν βάλῃς σεαυτόν˙ αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεγάλη χαρά τοῦ διαβόλου». 256˙ Ὁ πόλεμος
κατά τῆς πορνείας. 257˙ Πῶς βάζει κανείς «ἀρχή μετανοίας». 258˙ Περί λογισμῶν πορνείας,
ἀκηδίας καί δειλίας. 259˙ Οἱ λογισμοί σπέρνονται ἀπό τόν διάβολο λόγῳ ἀμέλειας καί
κενοδοξίας. 260˙ Ἀπάντηση στόν ἀδελφό πού αἰσθανόταν νά τόν πνίγουν οἱ δαίμονες στόν
ὓπνο του. 261˙ Πῶς λυτρώνεται κανείς ἀπό τά πάθη τῆς κενοδοξίας καί τῆς σάρκας. 262˙
«Ἄν γυρεύεις σπόρο γιά τό χωράφι σου, καλλιέργησέ το, γιά νά ἀποδώσει ὁ σπόρος σου».
263˙ Ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος τῶν ἁγίων Γερόντων. 264˙ Ὁ Θεός συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες πού
προέρχονται ἀπό τή λήθη τῶν ἐντολῶν. 265˙ Χωρίς κόπο καρδιᾶς δέν ἀποκτᾶ κανείς
διάκριση τῶν λογισμῶν. 266˙ Τί σημαίνει «κόπος καρδιᾶς». 267˙ Τί εἶναι ἐκεῖνο πού
φυγαδεύει «τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ». Περί φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων. 268˙ «Φοβᾶμαι μήπως
συνηθίσω νά ἁμαρτάνω καί νά μεταμελοῦμαι μόνο, χωρίς νά διορθώνομαι». 269˙ Κανείς
δεν πρέπει νά ὁδηγεῖται στήν ἀπόγνωση, ἐπειδή ἁμαρτάνει. 270˙ Ἀποδοχή τοῦ Μ. Γέροντα
νά βαστάξει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ, ὑπό τόν ὃρο ὃτι θά τηρεῖ τίς ἐντολές του. 271˙
Προτροπή γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἀργολογίας , γαστριμαργίας, θυμοῦ, ὀργῆς. 272˙ Τί εἶναι
τό «ἀψήφιστον»; 273˙Ἡ παράβαση τῶν ἐντολῶν πού θέτει ὁ Γέροντας συντελεῖ στήν
ἀκύρωση τῆς πνευματικῆς συμφωνίας μεταξύ Γέροντα καί ὑποτακτικοῦ; 274˙Ὁ Μ.
Γέροντας διαβεβαιώνει τόν ἀδελφό ὃτι δέν θά παύσει τήν πρός αὐτόν πνευματική
προστασία οὒτε στό μέλλοντα αἰώνα. 275˙ Ἡ θεωρία καί ἡ πράξη, «ἒχειν ἑαυτόν ὑποκάτω
πάσης κτίσεως». 276˙ Εὐχή πρός τόν ἀδελφό γιά τέλεια ταπείνωση. 277˙ Κόπος καί
40

ταπείνωση. 278˙ Ταπείνωση καί ταπεινολογία. 279˙ Ἒπαινος καί σιωπή. 280˙ Ὁ
ἐπαινούμενος ὀφείλει νά σιωπᾶ. 281∙ Ἐπαινούμενος κανείς πρέπει νά κρατᾶ σιωπή, ἒστω
καί ἂν εἶναι ἁμαρτωλός. 282˙ Οἱ Ἃγιοι, ἐπειδή ἒφτασαν στό μέτρο τῆς τελείας ταπεινώσεως,
μποροῦν ἐπαινούμενοι νά ἀποκρίνονται. 283˙ Ὁ εὐεργέτης ἐπαινούμενος γιά τίς
εὐεργεσίες του πρέπει νά σιωπᾶ. 284˙ Γλώσσα, παρρησία, κοιλιοδουλεία. 285˙ Περί πένθους
καί δακρύων. 286˙ Τό καλό πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό δέν γεννᾶ φθόνο. 287˙ «Τό λαλεῖν
διά τόν Θεόν καλόν ἐστι καί τό σιωπᾶν διά τόν Θεόν καλόν ἐστι». 288˙ «Ἐν πᾶσιν ὀφείλεις
ὑπακούειν». 289˙ Περί τοῦ ὃτι πρέπει νά μιλᾶμε μέ ταπείνωση καί φόβο Θεοῦ. 290˙ Ἂν
μιλώντας διαπιστώσει κανείς ὃτι πέφτει σέ κενοδοξία καλύτερα νά σιωπᾶ. 291˙ Ποιός
ἱκανώνεται νά πεῖ «Ἐγώ καί ὁ ὂνος εἲμαστε ἓνα». 292˙ Ἂν δέν γνωρίζει κάποιος τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἐρωτώμενος, δέν πρέπει νά ἀποκρίνεται. 293˙ Εἶναι πτώση γιά τόν μοναχό νά
παρατηρήσει τόν ἀδελφό μόνο καί μόνο γιά νά ἱκανοποιήσει τήν καρδιά του. 294˙ Πότε
πρέπει νά ἀναφέρεται στόν ἡγούμενο τό παράπτωμα ἑνός ἀδελφοῦ. 295˙ Ἐπιτρέπεται ἡ
κατά Θεόν ἐνημέρωση τοῦ Ἡγουμένου γιά τήν πτώση τοῦ ἀδελφοῦ μας. 296˙ Ἡ ἀναφορά
στόν Ἡγούμενο νά γίνεται χωρίς πάθος γιά τόν ἀδελφό. 297˙ Νά μήν ἀναφέρουμε τό
πταῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ μέ βλάβη τῆς δικῆς μας ψυχῆς. 298˙ Ἂν δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ
ἀπολογία, νά προτιμᾶται ἡ σιωπή. 299˙ Νά κρύπτεται ἡ πράξη πού μπορεῖ νά φέρει
σκανδαλισμό στούς ἀδελφούς. 300˙ Ὃταν λέγοντας στόν ἂλλο κάτι τόν πληγώσουμε, ἀλλά
δέν τό ἀντιληφθεῖ, καλύτερα νά ἐκδηλώσουμε τή μετάνοιά μας μόνο στόν Θεό. 301˙ Πῶς
πρέπει νά διάκειται κάποιος πρός αὐτόν πού τόν καταλαλεῖ. 302˙ Ὀφείλει νά βάζει
μετάνοια κανείς ὃταν σφάλλει, ἐνώπιον ἂλλων; 303˙ Ὀφείλει νά βάζει μετάνοια καί στούς
μικρότερους; 304˙ Ἡ ἀντιλογία πρός τά πάθη ἀνήκει στούς δυνατούς. 305˙ «Ρίξε τόν ἑαυτό
σου κλαίοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά πάθη». 306˙ Ὁ ἀγωνιστής
ὀφείλει νά συνεργεῖ καί αὐτός γιά νά κληρονομήσει τή βασιλεία μέ τόν Παράδεισο τῆς
τρυφῆς. 307˙ Προσβολές καί περιφρονήσεις. 308˙ «Ὃλα νά τά κάνεις μέ εὐλογία καί
ὑπακοή». 309˙ Στή συνάντηση μέ ἀδελφό ὁ λόγος μας νά φτάνει μέχρι ἀσπασμοῦ. 310˙ Περί
τοῦ ὃτι πρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς συνομιλίες καί τίς συναντήσεις. 311˙ Ἀπό τίς συνομιλίες
καί τίς συναντήσεις προέρχονται καταφρονήσεις, μαλθακότητα, ἀνυποταξία, παρρησία.
312˙ Προτροπή στόν ἀδελφό νά κόψει παντελῶς τίς συναντήσεις. 313˙ Στίς ἀναγκαῖες
συναντήσεις πρέπει νά προσέχει κανείς νά μήν εἰσχωρήσει τό κακό θέλημα. 314˙ Ἡ
ἀληθινή ἡσυχία. 315˙ Ἡ μέση ὁδός εἶναι νά κρατᾶμε μέσα στήν ἡσυχία τήν ταπείνωση καί
μέσα στόν περισπασμό τή νήψη. 316˙ Πῶς πρέπει νά διέρχεται ὁ ἀδελφός τίς ἐκτός
διακονίας ὦρες του. 317˙ Περί ἱλαρῆς ἢ σκληρῆς ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν πού ζητοῦν νά
λάβουν κάτι. 318˙ Ὁ μοναχός δέν ἒχει καμμία ἐξουσία νά κάνει τό δικό του θέλημα. 319˙ Ἂν
δέν ἀποβάλλει κανείς τό σαρκικό φρόνημα, πέφτει σέ ἀνθρωπαρέσκεια. 320˙ Τί εἶναι τό
«ἀσιώπητον». 321˙ Αὐτός πού ἒχει νήψη, δέν βλάπτεται ἀπό τόν ὕπνο. 322˙ Μέχρι ποιοῦ
σημείου πρέπει κάποιος νά ὑποχωρεῖ ἢ νά φιλονικεῖ, ὃταν τοῦ προτείνουν νά ἀρχίσει τήν
προσευχή. 323˙ Ἂν ἒχει εὐλογία ὁ ἀδελφός νά παίρνει ἢ νά μήν παίρνει τό μερίδιό του ἀπό
τήν κοινή τράπεζα «Ἀγάπης». 324˙ Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τή φιλοδοξία καί τήν κενοδοξία.
325˙ Ἂν πρέπει νά κλείνει κανείς τούς ὀφθαλμούς στίς συνάξεις. 326˙ Ἂν πρέπει νά διαθέσει
41

Στόν ἀββά Δωρόθεο ἀποδίδονται καί οἱ ἐρωτήσεις 600 ἕως


607 τῆς βίβλου τοῦ Βαρσανουφίου. Κατά τόν Aleksandar
Stojanovic72: «ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα πώς αὐτός ὁ μοναχός
ἦταν ὁ Ἀββάς Δωρόθεος, ὡς νεαρός ἀκόμη73», ἐννοώντας τόν
συγγραφέα τῶν ἐρωταποκρίσεων. Ἡ θεματολογία τῶν
ἐρωτήσεων αὐτῶν εἶναι διάφορη ἀπό αὐτήν τῶν παραπάνω
ἐρωτήσεων τοῦ Η΄ Κεφαλαίου: Ἀπαντήσεις πρός τό Ἀββά
Δωρόθεο. Ἐδῶ ὁ ἐρωτῶν ἔχει σαφῶς ἔντονο προβληματισμό γιά
σημαντικά δογματικά θέματα τῶν δογματικῶν διαμαχῶν τῆς
ἐποχῆς του, ὥστε νά θεωρεῖται δύσκολο νά ταυτιστεῖ μέ τόν
ἐρωτῶντα μοναχό τῶν ἐρωτήσεων 252 ἕως 338 πού παρατίθενται
παραπάνω.
Συμπερασματικά μποροῦμε νά καταγράψουμε τήν
ἐπισήμανση μιᾶς σχετικῆς μελέτης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ
ἀσκητική πνευματική ζωή δέν εἶναι γι’ αὐτούς (τούς Γαζαίους)
αὐτονομημένη καί θεολογικά ἀνερμάτιστη, ἀλλά θεμελιώνεται
ἐξ ὁλοκλήρου στήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, τήν ὁποία
ἀπηχεῖ καί ἐκφράζει»74. Οἱ 86 παραπάνω ἐρωτήσεις στρέφονται

ὁ μοναχός τά βιβλία του καί τά ἐνδύματά του στό κοινόβιο. 327˙ Ἂν πρέπει νά μελετᾶ
ἰατρικά βιβλία ὁ μοναχός πού διακονεῖ στό Νοσοκομεῖο. 328˙ Ἂν πρέπει ὁ ἀδελφός πού
διακονεῖ στό Νοσοκομεῖο νά ἐπιμένει καί νά «στήνει τό λόγο» του πρός τούς ἀρρώστους
γιά τήν ὠφέλειά τους. 329˙ Ἂν μπορεῖ νά ἒχει κανείς ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ μέσα στόν
περισπασμό. 330˙ Πένθος καί ἐξωτερικός περισπασμός. Διοικητική ἐξουσία καί παρρησία.
331˙ Ἂν πρέπει νά διορθώνουμε τούς ἀδελφούς πού εἶναι μαζί μας στό διακόνημα. 332˙ Πῶς
πρέπει νά διορθώνουμε τούς ἀδελφούς πού πέφτουν σέ σφάλματα. 333˙ Ἂν συμβεῖ νά
μιλήσει κανείς μέ ταραχή ὀφείλει νά βάλει μετάνοια; 334˙ Ἂν πρέπει ὁ διακονητής τοῦ
Νοσοκομείου νά ἀφήνει τούς ἀρρώστους τίς ὧρες τῶν ἀκολουθιῶν. 335˙ Πῶς πρέπει νά
δίνεται βοήθεια σ' ὃσους ἒχουν ἀνάγκη. 336˙ Ἂν πρέπει νά χρησιμοποιεῖ κανείς κάτι ὃταν
ἒχει «προσπάθεια» πρός αὐτό. 337˙ Περί τοῦ ὃτι ἐκεῖνος πού παίρνει κάτι ἀπό πλεονεξία
εἶναι ἂξιος κατακρίσεως. 338˙ Ὃταν ἒχει κάποιος προσπάθεια σ' ἕνα πράγμα, ἀλλά τοῦ
εἶναι ἀναγκαῖο τί πρέπει νά κάνει.
72 ΕκΓ, σ. 94, ὑποσ. 290.
73 Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, SC 450, σ. 122.
74 Γεωργίου Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός, σ. 181.
42

ἀποκλειστικά στή θεραπεία τῶν παθῶν καί τήν ἀπόκτηση τῆς


ἀρετῆς καθώς καί στήν ἀσκητική καθημερινότητα τῶν μοναχῶν
τῆς μονῆς Σερίδου καί δέν ἅπτονται δογματικῶν ζητημάτων.
Βεβαίως, ἡ ἀσκητική βιοτή θεμελιώνεται πάνω στό ὀρθό δόγμα
καί τό ὀρθό δόγμα γεννάει πολιτισμό καί στοιχεῖα τῆς
καθημερινότητας. Ὅμως, κατά τήν γνώμη μας, δέν μπορεῖ νά
ταυτιστεῖ ὁ ἐρωτῶν μοναχός τῶν ἐρωτήσεων 252 ἕως 338 μέ τόν
ἐρωτῶντα μοναχό τῶν ἐρωτήσεων 600 ἕως 60775.

75
Ἐρώτηση 600: Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἅγιο Γέροντα, τόν ἀββά Βαρσανούφιο,
λέγοντας: Δέν γνωρίζω Πάτερ, πῶς βρέθηκα νά μελετάω τά βιβλία τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ
Διδύμου καί τά γνωστικά τοῦ Εὐαγρίου καθώς καί τά βιβλία κάποιων μαθητῶν του. Ἐκεῖ
βρῆκα νά ἀναφέρουν ὅτι δέν δημιουργήθηκαν οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων μαζί μέ τό σῶμα
τους, ἀλλά ὅτι ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τά σώματα καί ἦταν «γυμνοί νόες» (καθαρά πνευματικές
ὀντότητες), δηλαδή ἀσώματοι. Παρόμοια καί οἱ Ἄγγελοι ἦταν «γυμνοί νόες» καί οἱ
δαίμονες τό ἴδιο. Καί οἱ μέν ἄνθρωποι μέ τήν παράβαση καί τήν πτώση καταδικάστηκαν
νά λάβουν αὐτό τό σῶμα, ἐνῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐπειδή πρόσεξαν τούς ἑαυτούς τους, ἔγιναν
Ἄγγελοι καί ὅλα τά ἄλλα τά παρόμοια. Ἐπίσης διδάσκουν ὅτι πρέπει ἡ μέλλουσα κόλαση
νά ἔχει τέλος καί οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι καί οἱ δαίμονες νά ἐπανέλθουν στήν πρώτη
τους κατάσταση, νά γίνουν πάλι πνευματικές ὀντότητες, πράγμα πού τό ὀνομάζουν
«ἀποκατάσταση».
Ἐπειδή λοιπόν θλίβεται ἡ ψυχή μου γιατί τήν τρώει ἡ ἀμφιβολία ἄν εἶναι αὐτά
ἀληθινά ἤ ὄχι, σέ παρακαλῶ, δέσποτα, νά μέ διδάξεις τήν ἀλήθεια, γιά νά μείνω σταθερός
σ’ αὐτήν καί νά μήν ἀπολεσθῶ, διότι τίποτα ἀπό αὐτά πού λένε αὐτοί δέν ἀναφέρεται στή
θεία Γραφή, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἴδιος Ὠριγένης τό διαβεβαιώνει στήν ἑρμηνεία πού κάνει
στήν πρός Τίτο ἐπιστολή, ὅτι δέν εἶναι ἀποστολική διδασκαλία, οὔτε ἀνήκει στήν παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας ἡ πίστη πώς ἡ ψυχή εἶναι προγενέστερη τῆς κατασκευῆς τοῦ σώματος,
χαρακτηρίζοντας ὡς αἱρετικό ἐκεῖνον πού τά λέει αὐτά. Ἀλλά καί ὁ Εὐάγριος μαρτυρεῖ στά
γνωστικά του κεφάλαια ὅτι γι’ αὐτά κανείς δέν μᾶς παρέδωσε τίποτα, οὔτε καί τό ἴδιο τό
Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ὁδήγησε καί μᾶς ἀποκάλυψε στό νά πιστεύουμε μία τέτοια διδασκαλία.
Συγκεκριμένα ἀναφέρει στό ξδ΄ κεφάλαιο τῆς δεύτερης ἑκανοντάδας τῶν γνωστικῶν του:
«Καί γιά μέν τά πρότερα, γιά τά ἀναφερόμενα στό χρόνο πρό τῆς δημιουργίας τοῦ
ἀνθρώπου, κανείς δέν πρόκειται νά βρεθεῖ ἱκανός νά μᾶς δώσει ἕνα αὐθεντικό σχετικό
μήνυμα, γιά δέ τα δεύτερα, γιά ὅσα ἐπηκολούθησαν μετά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου,
μᾶς ἔχει κατατοπίσει αὐτός πού ἀξιώθηκε νά μιλήσει μέ τόν Θεό στό Ὄρος Χωρήβ» (ὁ
Μωυσῆς στήν Πεντάτευχο). Καί πάλι στό ξθ’ κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἑκατοντάδας λέει τά ἑξῆς:
«Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέ μᾶς ἀποκάλυψε τίποτα οὔτε γιά τίς διάφορες ἀρχικές κατηγορίες
τῶν λογικῶν ὄντων οὔτε γιά τήν ἀρχική φύση τῶν σωματικῶν ὄντων». Σχετικά δέ μέ τό ὅτι
43

δέν πρόκειται νά γίνει «ἀποκατάσταση» καί δέν πρόκειται νά σταματήσει κάποτε ἡ


κόλαση, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό φανέρωσε στό Εὐαγγέλιο, λέγοντας: «Θά ὁδηγηθοῦν στήν
αἰώνια κόλαση» ( Ματθ. 25, 46), καί ἀλλοῦ : «Τό σκουλίκι τῆς κόλασης δέν πεθαίνει καί ἡ
φωτιά δέν σβήνει» ( Μαρκ. 9, 48) . Πῶς λοιπόν, δέσποτα, τά ἐξέθεσαν αὐτά, ἐνῶ οὔτε οἱ
Ἀπόστολοι τά παρέδωσαν, οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα τά ἀποκάλυψε σέ κανέναν ἔτσι ὅπως
αὐτοί τά παρουσίασαν, ἄν καί τά Εὐγγέλια διδάσκουν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα;
Κάνε λοιπόν ἀγάπη, Πάτερ, σπλαχνίσου τή φτώχεια μου καί τήν πνευματική
ἀνεπάρκειά μου, καί φανέρωσέ μου τί εἶναι αὐτά τά δόγματα».
Ἐρώτηση 601: Ὁ ἴδιος ἀδελφός ρώτησε τόν ἄλλο Γέροντα, τόν ἀββά Ἰωάννη, γιά τό
ἴδιο θέμα.
Ἐρώτηση 602: Δέν πρέπει λοιπόν νά μελετᾶμε τά συγγράμματα τοῦ Εὐαγρίου;
Ἐρώτηση 603: Ὁ ἴδιος ἀδελφός πού ἔθεσε τίς προηγούμενες ἐρωτήσεις ἀμφέβαλε
μέσα του, σκεπτόταν καί ἔλεγε: «Καί πῶς μερικοί σύγχρονοι Πατέρες τά δέχονται αὐτά καί
τούς θεωροῦμε ὅτι εἶναι καλοί καί βαδίζουν μέ πολλή προσοχή τό δρόμο τῆς μοναχικῆς
ζωῆς»; Καί μετά ἀπό μέρες ἔτυχε ὁ ἴδιος ἀδελφός νά ζητήσει ἀπό τό μεγάλο Γέροντα
Βαρσανούφιο νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτόν. Καί τότε τοῦ ἔγραψε ὁ Γέροντας ἀπό μόνος του -
κατά πρόγνωση- σχετικά μέ τίς προηγούμενες σκέψεις του, ὥστε νά θαυμάσει καί νά
ἐκπλαγεῖ ὁ ἀδελφός.
Ἐρώτηση 604: Πάτερ, αὐτοί πού φρονοῦν αὐτά σχετικά μέ τήν προΰπαρξη δέν
διστάζουν νά λένε ὅτι καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος φαίνεται νά ὁμιλεῖ γιά τήν
προΰπαρξη στά συγγράμματά του, καί συγκεκριμένα, στούς λόγους του στή «Γέννηση τοῦ
Κυρίου» καί «στήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα», ἑρμηνεύοντας μερικά χωρία τῶν ὁμιλιῶν του κατά
τή δική τους ἀντίληψη καί προδιάθεση καί παρατρέχοντας ὅσα ἔχουν σαφῶς διευκρινισθεῖ
ἐκεῖ γιά τήν πρώτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα του, σύμφωνα μέ
τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας∙ διότι λέγει τά ἑξῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ἐπειδή λοιπόν ὁ
Δημιουργός Θεός Λόγος αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα ἤθελε νά δείξει καί νά παρουσιάσει ἕνα
ὄν ἀπό τήν ἕνωση καί τῶν δύο, τῆς ἀοράτου δηλαδή καί ὁρατῆς φύσεως, δημιούργησε τόν
ἄνθρωπο. Καί ἔλαβε ἀπό τήν ὕλη, ἡ ὁποία ὑπῆρχε ἤδη, τό σῶμα, καί ἔθεσε μέσα σ’ αὐτό
τήν πνοή Του, τήν ὁποία ὁ λόγος ὁρίζει ὡς νοερά ψυχή καί εἰκόνα Θεοῦ...»( Λογ. 38, 11 & 45,
60). Καί στή συνέχεια τοῦ λόγου βρίσκει κανείς νά ἔχουν λεχθεῖ πολλά μέ σαφήνεια καί
ξεκάθαρα γιά τόν ἄνθρωπο, ὅτι δηλαδή κατασκευάστηκε ἀπό τήν προϋπάρχουσα ὕλη καί
ἀπό τήν ψυχή πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό, στά ὁποῖα ἐγκωμιάζει πολύ τή φύση τοῦ
ἀνθρώπου καί ὀνομάζει μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ τό νά σωθεῖ ταυτόχρονα καί ἡ ψυχή καί τό
σῶμα. Ὄχι, ὅπως λένε αὐτοί, ὅτι ἡ ψυχή ντύθηκε τό σῶμα χάριν καταδίκης, γιά νά
τιμωρηθεῖ γιά ὅσα εἶχε πρίν ἁμαρτήσει. Ἐπίσης καί σέ ἄλλα του διάφορα συγγράμματα
γίνεται φανερή ἡ διδασκαλία του καί ξεκαθαρίζεται ἐντελῶς αὐτό του τό δόγμα.
Καί γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο ( Νύσσης), τόν ἀδελφό τοῦ Μεγάλου Βασιλείου,
καμαρώνουν καί λένε ὅτι καί αὐτός ἐπίσης δίδαξε καί διδάσκει τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν,
παρερμηνεύοντας καί μερικά δικά του χωρία. Ἀλλά ὁ ἅγιος Γρηγόριος σαφῶς στό
τριακοστό κεφάλαιο τῆς «περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» πραγματείας του, πολεμᾶ μέ
44

πολλά ἐπιχειρήματα αὐτό τό περί προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς δόγμα καί τό ἀνατρέπει( βλ. PG
44, 229 B), ὅπως καί ὁ μακάριος Δαβίδ καί οἱ περί τόν ἅγιο Ἰωάννη καί Ἀθανάσιο καί ὅλοι
οἱ ὑπόλοιποι φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τήν «ἀποκατάσταση»,
σαφῶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Νύσσης, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τήν ἐννοοῦν
αὐτοί, ὅτι δηλαδή ὅταν θά παύσει ἡ κόλαση οἱ ἄνθρωποι πρόκειται νά ἀποκατασταθοῦν
καί νά ἔλθουν στήν κατάσταση πού βρίσκονταν στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, δηλαδή νά
γίνουν πάλι καθαροί νόες (πνευματικές ὀντότητες) , ἀλλά πάντως λέει τό ἑξῆς: Ὅτι ἡ
κόλαση θά σταματήσει καί θά λάβει τέλος.
Πές μας , λοιπόν, ἅγιε Πατέρα, γιατί αὐτός ὁ μεγάλος ἄνδρας δέν διατυπώνει τό
σωστό δόγμα, ὅπως πρέπει νά τό διατυπώνει ἕνας ἄνδρας ἅγιος πού ἀξιώθηκε νά μιλάει
μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ἐπίσης καί γιά τόν Παράδεισο διαφωνοῦν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί
Διδασκάλους, καί δέν τόν θεωροῦν αἰσθητό ἀλλά νοητό. Ἀλλά καί γιά ἄλλα θέματα τῆς
Γραφῆς μπορεῖς νά βρεῖς διαφωνία ἀνάμεσα στούς Πατέρες. Παρακαλοῦμε λοιπόν,
δέσποτα, νά μᾶς τά διασαφηνίσεις ὅλα αὐτά, ὥστε, φωτιζόμεναι ἀπό σᾶς, νά δοξάσουμε
τό Θεό καί νά μήν ἀμφιβάλλουμε γιά τούς ἁγίους Πατέρες μας.
Ἐρώτηση 605: Ὄντως, Πάτερ, εἶστε ὁδηγοί τυφλῶν καί φῶς ἐν Χριστῷ ὅσων
βρίσκονται στό σκοτάδι∙ καί στή συγκεκριμένη περίπτωση, μέ τίς φωτισμένες θέσεις σας
μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια. Βρίσκουμε πράγματι στά Γεροντικά ὅτι ἦταν κάποιος
ἐνάρετος Γέροντας, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀμάθεια ἔλεγε ὅτι ὁ ἄρτος πού μεταλαμβάνουμε δέν εἶναι
τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ὑποτύπωσή Του. Καί ἄν δέν παρακαλοῦσε τόν Θεό γιά τήν
ὑπόθεση αὐτή, δέν θά εὕρισκε τήν ἀλήθεια.
Καί ἕνας ἄλλος, μεγάλος καί αὐτός Γέροντας, νόμιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ
Μελχισεδέκ. Καί ὅταν παρεκάλεσε τό Θεό, τότε ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἀλήθεια. Ἀλλά,
συγχώρεσέ με, Πάτερ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, διότι τολμῶ νά ρωτῶ αὐτά πού
ὑπερβαίνουν τίς δυνάμεις μου. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός μας, διά τῆς ἁγιωσύνης σας, μᾶς
φώτισε νά βαδίζουμε τήν ἀπλανή ὁδό τῆς ἀλήθειας, παρακαλῶ νά μᾶς διασαφηνίσεις
πλήρως καί τό ἑπόμενο θέμα, γιά νά καθαριστεῖ καί νά ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς καί ἡ ἀσθενική
μας καρδιά ἀπό αὐτό τό ἐρώτημα: Γιά ποιό λόγο παραχώρησε ὁ Θεός νά πλανηθοῦν αὐτοί
οἱ τόσο σπουδαῖοι ἄνδρες; Καί ἄν αὐτοί, πράγματι, δέν προσευχήθηκαν γιά νά λάβουν τήν
κατά Θεό πληροφορία, γιατί δέν τούς δόθηκε ὁ φωτισμός αὐτός διά τῆς Χάριτος, ἔστω κι ἄν
δέν τόν ζήτησαν, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἔτσι καί ἡ ψυχική βλάβη καί ζημιά ὅσων θά διαβάζουν
τά ἔργα τους στή συνέχεια; Διότι μπορεῖ αὐτοί οἱ Πατέρες νά μήν ἐμποδίστηκαν ἀπ’ αὐτά
νά βιώσουν τήν ὀρθή πίστη καί νά ἐπιτελέσουν τήν ἀρετή, ἀλλά ὅμως ὅσοι εἶναι σάν κι
ἐμένα, κοῦφοι καί νωθροί, θά τά πιστέψουν, βασιζόμενοι στή σπουδαιότητα καί ἀρετή
αὐτῶν τῶν Πατέρων καί εὔκολα θά ζημιωθοῦν βαριά ἀπό αὐτές τίς διδασκαλίες τους, μή
γνωρίζοντας ὅσα εἴπατε, ὅτι δηλαδή «δέν μπόρεσαν οἱ Ἅγιοι νά κατανοήσουν σέ βάθος
ὅλα τά μυστήρια καί ὅτι δέν παρακάλεσαν τόν Θεό νά τούς δώσει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τήν ἀνάλογη πληροφορία γιά τό ἄν αὐτές οἱ θέσεις τους εἶναι ὀρθόδοξες.
45

Στίς παραπάνω ἐρωτήσεις εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἐρωτῶν ἤ οἱ


ἐρωτῶντες μοναχοί ἔχουν τήν ἐπίδραση ἀπό τίς ὠριγενικές καί

Διασαφήνισέ το μου καί αὐτό, Πάτερ εὔσπλαχνε, κάνοντας μιά ἀκόμα


συγκατάβαση στήν ἀδύνατη διάνοιά μου.
Ἐρώτηση 606: Συγχώρεσέ με, Πάτερ φιλάνθρωπε, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, διότι
βρίσκομαι σέ μεγάλη θλίψη καί ταλαιπωρία. Διάβασα ἕνα δογματικό βιβλίο καί
αἰσθάνομαι τήν καρδιά μου ἀναστατωμένη. Φοβᾶμαι βέβαια νά σᾶς τό παρουσιάσω, ἀλλά
καί νά σιωπήσω δέν μπορῶ ἀπό τό πλῆθος τῶν λογισμῶν. Ἀλήθεια, τί εὐλογεῖς νά κάνω,
ἅγιε Πάτερ;».
Ἐρώτηση 607: Μίλησέ μου γιά τή ἀνάσταση τῶν σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἄν θά
ἀναστηθοῦν μ’ αὐτό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο εἴμαστε τώρα, πού ἔχει νεῦρα καί ὀστά ἤ μέ ἕνα
ἄλλο ἀέρινο καί σφαιρικό. Διότι λένε ὅτι καί τοῦ Κυρίου τό σῶμα θά εἶναι τέτοιο στή
μέλλουσα ἀνάσταση, ἀρνούμενοι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἐκ νεκρῶν μέ τό ἀνθρώπινο
σῶμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τἠν Ἁγία Θεοτόκο καί ἀειπάρθενο Μαρία, χάριν τῆς σωτηρίας
μας. Ὑποστηρίζουν δέ ὅτι αὐτό τό νόημα ἔχει ἐκεῖνο πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι
δηλαδή «ὁ Κύριος Ίησοῦς Χριστός, αὐτός θά μεταμορφώσει τό φθαρτό μας σῶμα καί θά τό
κάνει ὅμοιο μέ τό δικό Του ἔνδοξο σῶμα»(Φιλιπ. 3, 21). Καί πάλι λένε: ὁ Ἀπόστολος εἶπε∙
«ἄνθρωποι ἀπό σάρκα καί αἷμα δέν μποροῦν νά κληρονομήσουν τη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»
(Α΄ Κορ. 15, 50), ἐννοώντας ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση αὐτό τό σῶμα νἀ μπορεῖ νά
συντηρηθεῖ ἀδιάφθορο στή διάρκεια τῶν ἀτελεύτητων αἰώνων, διότι συντηρεῖται μέ τήν
τροφή καί στήν μεταθανάτια αἰωνιότητα δέν τρώει καί δέν πίνει κανένας.
Ἀκόμη λένε ὅτι ὅ Ἀπόστολος ἀναφέρει γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ὅτι «ὅταν
θά ὑποταχθοῦν στό Θεό - Πατέρα τά πάντα, τότε καί ὁ ἴδιος ὁ Υἱός θά ὑποταχθεῖ σ’ Αὐτόν
πού ἔθεσε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τά πάντα∙ ἔτσι ὁ Θεός θά βασιλεύσει πλήρως πάνω
σέ ὅλα» (Α΄ Κορ. 15, 28). Ἐπίσης προβάλλοντας ἐκεῖνο τό χωρίο πού ὑπάρχει στόν
Ἐκκλησιαστή, «αὐτό πού θεωρεῖται νέο, ἤδη ἔχει γίνει στούς αἰῶνες πού ὑπῆρξαν πρίν ἀπό
μᾶς» (Ἐκκλ. 1, 10), κατασκευάζουν ἀπό ἐδῶ τήν προΰπαρξη. Καί ἀπό τό ἀναφερόμενο στό
Εὐαγγέλιο «δέν θά μπορέσεις νά βγεῖς ἀπό κεῖ, πρίν ξεπληρώσεις καί τό τελευταῖο
δίλεπτο» (Ματθ. 5, 26), μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ κόλαση θά ἔχει τέλος.
Διασαφήνισέ τα μου αὐτά, δέσποτα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, γιά νά μή μέ
ὁδηγήσει στήν πλάνη ὁ ἐχθρός καί πέσω στίς πονηρές του παγίδες ἀπό ἄγνοια, διότι
χτυπιέμαι πολύπλευρα καί ἐξαιτίας τῆς ἀνεπάρκειας τῆς διάνοιάς μου κλονίζομαι. Καί
αὐτό γιατί δέν ἔδωσα ἐμπιστοσύνη στούς ἁγίους λόγους σου καί δέν ἀπεῖχα ἐξ ἀρχῆς ἀπ’
αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς συζητήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ ἐπικίνδυνες γιά τήν ψυχή.
Κάνε δέ εὐχή γιά μένα, Πάτερ ἀγαθέ, ὥστε στό ἑξῆς νά ἀνανήψω καί νά
μεριμνήσω γιά τό πῶς θά κλάψω τίς ἁμαρτίες μου∙ καί συγχώρησέ με πού τόλμησα νά σοῦ
θέσω τέτοιες ἐρωτήσεις γιά τέτοια θέματα, ἀλλά ἐπειδή ἔχετε γνώση γιά ὅλα, ἐπιτρέψτε
μου νά ζητήσω ἀπάντηση στά ἐρωτήματά μου.
46

εὐαγριανές διδασκαλίες γιά τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τή φύση


τοῦ ἀναστημένου σώματος, τήν ὑποταγή τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα
καί τό τέλος τῆς κόλασης.
Ὅπως σημειώσαμε ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος καθώς καί ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης ἀπάντησαν μέ διάκριση καί
καθησύχασαν τούς μοναχούς. Παράλληλα τόνισαν τήν
προτεραιότητα τῆς ἀσκητικῆς προσπάθειας καί τήν ἀνάγκη τῆς
κάθαρσης τῆς ψυχῆς διά τῶν δακρύων τῆς μετανοίας76. Σέ ἄλλη
περίπτωση ὁ Γέρων ἀπάντησε ὅτι: «δέν εἶναι οὔτε τῶν δικῶν μου
μέτρων οὔτε τῶν δικῶν σου νά ἐξετάζεις αὐτά τά πράγματα»77.
Παράλληλα ὅπου ἐκτιμᾶ ὅτι χρειάζεται, δίνει καί δογματικές
ἀπαντήσεις, τίς ὁποῖες διασαφηνίζει τίς ἔλαβε κατόπιν
προσευχῆς. Ὁ ἄλλος λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἀσχολεῖται μέ
δογματικά θέματα, εἶναι ὅτι δέν θέλει νά ἀφήσει τούς μοναχούς
νά βασανίζονται ἀπό παρόμοιους λογισμούς. Ἐξηγεῖ ὅτι οἱ
μεγάλοι Πατέρες ἔλαβαν μερικές ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις ἀπό τή
θεολογία τῶν διδασκάλων τους οἱ ὁποῖες εἶναι σέ μερικά σημεῖα
παροῦσες στά ἔργα τους.
Σέ ἄλλα σημεῖα ὁ Μέγας Γέρων θεολογεῖ καί διαλύει τό
νέφος τῶν ἀμφιβολιῶν ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ὅπως σέ
ζητήματα γιά τήν ὑποταγή τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα, τονίζοντας
τήν ἀνάγκη γιά μετάνοια, κάθαρση διά τῶν δακρύων καί τήρηση
τῶν τριῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων γιά παρθενία, ἀφιλαργυρία
καί ὑπακοή.

76 «Εἰλικρινά, ἀδελφέ, ἄφησα τό δικό μου πένθος καί πενθῶ γιά σένα, στό λάκκο πού ἔχεις
πέσει. Ἄφησα τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες μου καί κλαίω ἐσένα, ἀφοῦ εἶσαι τέκνο μου», ΒΙ,
ἐκδ. Ἑτοιμασία, τόμος Γ΄, σ. 142-143.
77 ΒΙ, ἐκδ. Ἑτοιμασία, τόμος Γ΄, σ. 149.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ

1. Ὀρθόδοξη Τριαδολογία

Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, παρά τήν δεδομένη του ἔμφαση στήν


πρακτική ἀσκητική ζωή, γιά τούς λόγους πού ἤδη ἀναφέραμε,
καί τήν ἐπιφυλακτική στάση στήν θεωρητική ἐνασχόληση μέ
δογματικῆς φύσεως θέματα, συνδέει τήν ἀσκητική ζωή καί
ἐμπειρία μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Στίς
Διδασκαλίες του ὑπάρχουν σποραδικές, ἀλλά σημαντικές
ἀναφορές στά ἐπί μέρους κεφάλαια τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος,
Τριαδολογία, Χριστολογία, Ἀνθρωπολογία, Σωτηριολογία,
Ἐκκλησιολογία καί Ἐσχατολογία.
Οἱ ἀναφορές αὐτές, κατά τήν πραγμάτευση ζητημάτων τῆς
πρακτικῆς μοναχικῆς ζωῆς προσφέρουν τό ἀπαραίτητο
δογματικό ὑπόβαθρο στήν καθημερινή ἄσκηση τῶν μοναχῶν.
Αὐτό ἀποσκοπεῖ στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, τήν ἐργασία τῶν
ἐντολῶν καί τήν οἰκείωση τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσέλκυση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπῶς, ἡ ἄσκηση γιά τήν ἀρετή δέν εἶναι
ἀνεξάρτητη ἀπό τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία προτείνει ἕνα
48

τρόπο ζωῆς ὡς ἐφαρμοσμένη δογματική. Γιά παράδειγμα ὁ


ἀββάς Δωρόθεος στήν Γ΄ Διδασκαλία του, Περί συνειδήσεως,
ἀναφερόμενος στήν διαχείριση ὑλικῶν τῆς καθημερινότητας,
κάνει λόγο γιά «συνείδηση πρός τάς ὕλας». Ἀκόμη καί στά
εὐτελή ὑλικά πράγματα τῆς καθημερινότητας χρειάζεται
χειρισμός μέ σεβασμό. Ὀνομάζει τήν κατάχρηση ἤ τήν
περιφρόνηση ἀκόμη καί τῶν μικρῶν πραγμάτων «παρά
συνείδησιν»79. Ἐδῶ φαίνεται ἡ θέση του ὅτι ἡ δογματική ἀλήθεια
παράγει πολιτισμό. Στό παράδειγμά μας διαφαίνεται ὁ
σεβασμός τῆς κτίσης ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μιά σχέση πού
διαταράχτηκε ὡς συνέπεια τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ
θέση αὐτή εἶναι μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν Πατέρων,
ὅπου ἡ ὕλη εἶναι ἀγαθό ἐνῶ γιά τήν φιλοσοφία εἶναι κακό.
Σχετικά μέ τό δόγμα περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν
Τριαδολογία στόν ἀββά Δωρόθεο, ὅπως καί στούς ἄλλους
Γαζαίους Πατέρες, αὐτή δέν παρουσιάζει μιά συστηματική καί
ὁλοκληρωμένη ἔκθεση, παρά μόνο διάσπαρτες καί
ἀποσπασματικές ἀναφορές. Πράγματι, στά ἔργα του
ἀπουσιάζουν ἀπό τίς τριαδολογικές ἀναφορές του τά θεολογικά
καί ὁρολογικά ἐκείνα στοιχεῖα πού νά καταδεικνύουν μία στενή
σχέση τῆς Τριαδολογίας του μέ τήν ἀνεπτυγμένη Τριαδολογία
τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων80.
Αὐτό, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε εἶναι συνέπεια τῆς ἀρχῆς του ὅτι τό
κύριο μέλημα τῶν ἀσκητῶν δέν εἶναι τό ἐνδιαφέρον γιά τή
θεωρητική θεολογία, μέ τίς ἀνεπτυγμένες δογματικές
διατυπώσεις, ἀλλά πρωτίστως ἡ πρακτική διάσταση τῆς
ἀσκητικῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωῆς.

79 ΑΔ, Γ΄Διδασκαλία, Περί συνειδήσεως, σ. 138, PG 88, 1656D, 1657AB.


80 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 188.
49

Ὅπως καί στούς ἄλλους δύο Γέροντες, Βαρσανούφιο καί


Ἰωάννη, ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου περί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἀσκητική
πνευματικότητα81. Διευκρινίζοντας σ’ ἕνα σημεῖο γιατί
χρειάζεται σωματικός κόπος γιά τήν ἀπόκτηση τῆς
ταπεινοφροσύνης, ὁ ἀββάς Δωρόθεος τονίζει ὅτι ὁ σωματικός
κόπος φανερώνει τή διάθεση τῆς ψυχῆς82. Ὅταν ξέπεσε ἡ ψυχή
ἀπό τήν τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν παράβαση,
παραδόθηκε «ἄθλια», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος83, στή
φιληδονία καί στήν ἀνεξαρτησία, πού ὁδηγεῖ στήν πλάνη καί
ἀγάπησε τά σωματικά καί κατά κάποιο τρόπο ταυτίστηκε μέ τό
σῶμα καί ἔγινε ὅλη σάρκα, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Δέν θά
παραμείνει τό Πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή
εἶναι σάρκες»84. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ἀββάς Δωρόθεος
διευκρινίζει ὅτι ἡ ὁδός γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση, διά τῶν σωματικῶν κόπων καί τῆς
ταπεινοφροσύνης ὡς ἀντιδότων τῆς φιληδονίας. Σέ αὐτό
ἀποσκοπεῖ ἡ ἁγιοπνευματική ἄσκηση καί ζωή.
Σέ μία ἄλλη συνάφεια ὁ ἀββάς Δωρόθεος σημειώνει τήν
ἀνάγκη ἄσκησης βίας στόν ἑαυτό μας, κατά τήν ρήση τοῦ Κυρίου
«ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν
αὐτήν85». Γι’ αὐτό προτρέπει τούς μοναχούς τῆς μονῆς του νά
βιάσουν τούς ἑαυτούς τους, νά ἐπιθυμήσουν μέ ὅλη τους τήν
ψυχή τό καλό. Ἡ ἀγαθή προαίρεση καί θέληση γιά βελτίωση
πνευματική θά προσελκύσει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέσω τοῦ
πνευματικοῦ ἀγώνα βοηθοῦνται οἱ ἀγωνιζόμενοι νά

81 ΕκΓ, Εὐάγριος Ποντικός καί ἡ ἀσκητική ὀρθόδοξη παράδοση τῶν Γαζαίων Πατέρων, σ. 125.
82 ΑΔ, Β΄Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, σ. 128, PG 88, 1652 AB.
83 Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Εἰς τά Ἅγια Φῶτα, PG 36, 341BC.

84 Γέν. 6, 3.

85 Ματθ. 11,12.
50

ἀποκτήσουν τίς ἀρετές. Καί καταλήγει παραθέτοντας τή


μοναχική προτροπή: «Δός αἷμα καί λάβε Πνεῦμα86» πού σημαίνει
«ἀγωνίσου καί ἡ ἀρετή θά ταυτισθεῖ μέ τό εἶναι σου».
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀναφερόμενος στό Ἅγιο
Πνεῦμα, κάνει μνεία στήν καταπολέμηση τῶν πονηρῶν
λογισμῶν. Συγκεκριμένα, ὅπως ἀναφέρει στήν Ε΄ Διδασκαλία
του, δέν γνώρισε ἄλλη πτώση μοναχοῦ ἀπό ἐκείνη πού
προκύπτει ἀπό τό λογισμό του87. Ὑπάρχουν, ἐνδεχομένως
προσθέτει, καί ἄλλες αἰτίες πτώσης τῶν ἀνθρώπων, ὡστόσο
τίποτε δέν εἶναι περισσότερο ὀλέθριο ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στόν
ἑαυτό μας. Μιλώντας γιά τό προσωπικό του παράδειγμα τῆς
ἀποφυγῆς τῆς πτώσης τήν ἀποδίδει στήν σκέπη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος: «Ἐσκέπασέ με ὁ Θεός καί ἀεί ἐφοβήθην τόν
κίνδυνον τοῦτον».
Ἀπό τίς ἐνδεικτικές καί ὀλιγάριθμες ἀναφορές πού
ἀνιχνεύονται στά συγγράμματα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου
συμπεραίνουμε ὅτι οἱ Γαζαῖοι Πατέρες δέν ἀσχολούνταν εἰδικά
μέ τά περίπλοκα καί ὁρολογικά θέματα τῆς Τριαδολογίας. Ὅπως
εἶναι γνωστό ἐκείνη τήν ἐποχή τά θέματα αὐτά ἦταν
συνδεδεμένα μέ τήν ἀνεπτυγμένη Τριαδολογία τοῦ Μ.
Ἀθανασίου καί κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Τό
ἐνδιαφέρον τους ἦταν κυρίως προσανατολισμένο πρός τόν
ποιμαντικό τονισμό τῆς ἐνάρετης, πρακτικῆς καί πνευματικῆς
βίωσης ἔναντι τῆς ὑπερβολικῆς ἐνασχόλησης μέ τά ὑψηλά
θεολογικά ζητήματα.
Μποροῦμε νά πούμε ὅτι ἡ Τριαδολογία τους ἔχει μία
ἁπλοϊκή μορφή. Ὡστόσο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Μαρτζέλος: «Ἡ

86Ἀββάς Λογγίνος, Ἀποφθέγματα, PG 65, 257B.


87ΑΔ, Ε΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, σ. 259, PG 88, 1680D-
1681A.
51

παραπάνω τριαδοκεντρική καί πνευματοκεντρική θεώρηση τῆς


μοναχικῆς καί ἡσυχαστικῆς ζωῆς μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά
κατανοήσουμε σαφῶς πῶς οἱ ἀσκητικοί Πατέρες τῆς Γάζας
ἀντιλαμβάνονται τό δέσιμο τῆς Τριαδολογίας μέ τήν ἡσυχαστική
πνευματική ἐμπειρία καί ζωή, καί γενικότερα τήν σχέση μεταξύ
Θεολογίας καί ἡσυχαστικῆς ἰδιαίτερα πνευματικότητας»88.

2. Δημιουργία καί ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου

Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀρχίζει τήν Α΄ Διδασκαλία του, Περί


ἀποταγῆς μέ τίς λέξεις τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου: «ἐν
ἀρχῇ89». Ἡ ἀρχή ἐδῶ εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ
τοποθέτησή του «ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου»90, ὅπου ὁ Θεός τόν
προίκισε μέ τίς ἀρετές: «κοσμήσας αὐτόν πάσῃ ἀρετῇ». Στόν
Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε «ἐν εὐχῇ καί πάσῃ ἀρετῇ». «Ἐν
εὐχῇ» σημαίνει ὅτι ὁ «κατά φύσιν» προσανατολισμός τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι νά προσεύχεται. Ἔτσι, ἡ προτροπή τοῦ Ἀπ.
Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε91» στήν οὐσία της σημαίνει
τήν ἐπιστροφή στό «κατά φύσιν». Αὐτό πού στόν μεταπτωτικό
ἄνθρωπο ἀποκτᾶται μέ βία καί μεγάλη προσπάθεια, δηλαδή τό
νά αὐτενεργεῖται ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» στήν
καρδιά τοῦ προσευχομένου, ὑπῆρξε ἡ κατά φύσιν κατάσταση τῆς
καρδιᾶς τῶν Πρωτοπλάστων.
Ἡ ἄλλη κατάσταση τῶν Πρωτοπλάστων ἦταν «ἐν
θεωρίᾳ92» πού σημαίνει ὅτι εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί τοῦτο

88 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 209.


89ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 72, PG 88 1617B.
90 Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, PG 36, 632.

91 Α΄Θεσ. 5, 17.

92 Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατά Ἑλλήνων, ΒΕΠΕΣ 30, 33, 9-29.


52

δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός. Κατά
συνέπεια, ὅταν ὁ ἀββάς Δωρόθεος περιγράφει τόν προπτωτικό
ἄνθρωπο: «ὤν ἐν τῷ κατά φύσιν καθώς καί ἐκτίσθη93», θεωρεῖ
τήν αὐτενέργεια τῆς προσευχῆς καί τή θεωρία τοῦ Θεοῦ
δεδομένη.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Γι’
αὐτό: «πόσω μᾶλλον ἡμεῖς ὀφείλομεν ἔχειν περί τοῦ Θεοῦ καί
τοῦ πλάσαντος ἡμᾶς καί ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι
παραγαγόντας...»94. Ἡ παραδοχή τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος
δημιουργίας τοῦ κόσμου σημαίνει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἑτερούσιος
μέ τόν Θεό γιατί ἄν ἦταν ἀπό τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Θεό θά
ἔπρεπε νά εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Θεό καί συνεπῶς
αὐθύπαρκτος. Αὐτό συνιστᾶ μία μεγάλη θεολογική ἀλήθεια
πού εἶναι τό θεμέλιο τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας τῆς δημιουργίας
τοῦ κόσμου: ἡ ἑτερουσιότητα Θεοῦ-κτίσης καθώς ἐπίσης
διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου95.
Ἡ «ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία» στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου προϋποθέτει τήν κατ’ ἀνάγκην ἐξάρτηση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τόν ὄντως ὄντα Θεό. Αὐτό καί μόνο δίνει τέλος
στίς ὠριγένειες ἀντιλήψεις περί προΰπαρξης τῶν ψυχῶν πού
ἦσαν τότε βαθιά διαδεδομένες στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης
καί τῆς Γάζας καί σέ κάθε πλατωνική ἀντίληψη περί τῆς πτώσης
τῶν ψυχῶν ἀπό μία ἀρχέτυπη κατάσταση. Παράλληλα τονίζει
τό ἀδύνατο τῆς ὕπαρξης τοῦ κόσμου χωρίς τόν Θεό πού οὐσιώνει
τά πάντα διαρκῶς. Αὐτό σημαίνει τήνδιαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ
μέσα στήν κτίση γιά τήν οὐσίωση τῶν ὄντων. Συμπερασματικά:

93 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 74, PG 88, 1617B7.


94 ΑΔ, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς πειρασμούς. σ.
308, PG 88, 1761C.
95 Βασιλείου Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2014,

σ. 222 κ. ἑξ.
53

«Ὁ Θεός δημιουργεῖ μία πραγματικότητα ἑτερούσια πρός τή δική


του φύση καί προικίζει τούτη τήν πραγματικότητα νά μετέχει
στίς ἐνέργειές του, μιά καί ὡς ἑτερούσια δέν μπορεῖ ἀπό τήν
φύση της νά μετέχει στή θεία οὐσία»96.
Ὁ ἄκτιστος Θεός δημιουργεῖ καί τόν κτιστό ἄνθρωπο «κατ’
εἰκόνα Αὐτοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν»97. «Κατ’ εἰκόνα γάρ Θεοῦ
ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, τουτέστι ἀθάνατον,
αὐτεξούσιον, κεκοσμημένον πάσῃ ἀρετῇ»98. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος
συχνά ἀναφέρεται στήν θεμελιώδη βιβλική καί δογματική
ἔννοια τοῦ «κατ’ εἰκόνα» διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά
φθάσει στό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ κατ’ εἰκόνα μποροῦμε νά
παραθέσουμε τή θέση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου σύμφωνα μέ τήν
ὁποία «Ὁ μέν γάρ τοῦ παντός δημιουργός...διά τοῦ ἰδίου Λόγου
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τό ἀνθρώπινον γένος κατ’
ἰδίαν εἰκόνα πεποίηκε∙ καί τῶν ὄντων αὐτόν θεωρητήν καί
ἐπιστήμονα διά τῆς πρός αὐτόν ὁμοιώσεως κατεσκεύασε, δούς
αὐτῷ καί τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἔννοιαν καί γνῶσιν, ἵνα, τήν
ταυτότητα σώζων, μήτε τῆς περί Θεοῦ φαντασίας ποτέ ἀποστῇ
μήτε τῆς τῶν ἁγίων συζήσεως ἀποπηδήσῃ, ἀλλ’ ἔχων τήν τοῦ
δεδωκότος χάριν, ἔχων καί τήν ἰδίαν ἐκ τοῦ πατρικοῦ Λόγου
δύναμιν, ἀγάληται καί συνομιλῇ τῷ Θεῷ, ζῶν τόν ἀπήμονα καί
μακάριον ὄντως βίον. Οὐδέν γάρ ἔχων ἐμπόδιον εἰς τήν περί τοῦ
Θεοῦ γνῶσιν, θεωρεῖ μέν ἀεί διά τῆς αὐτοῦ καθαρότητος τήν τοῦ
Πατρός εἰκόνα, τόν Θεόν Λόγον, οὗ καί κατ’ εἰκόνα γέγονεν...»99.

96 Νίκου Ματσούκα, Δογματική καί Δογματική Θεολογία Β΄, σ. 152.


97
Γεν. 1, 26, 27∙ 5, 1.
98 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 72, PG 88, 1617B. Βλ. Βασιλείου Τσίγκου, Θέματα

Δογματικῆς, σ. 224-228.
99 Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας , Λόγος κατά Ἑλλήνων, ΒΕΠΕΣ 30, 32, 22-34, [PG 25, 4B].
54

Τή θέση αὐτή ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὅτι


δηλαδή, ὁ Υἱός καί Λόγος εἶναι ἡ (φυσική) εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὁ
ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου πού τόν
ἔπλασε. Ὅπως ἔχει γραφεῖ μέ ἀκρίβεια: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δημιουργημένος, ἀποτελεῖ δηλαδή κατ’
εἰκόνα τῆς Εἰκόνος. Ἀποτελεῖ «ἀμυδρά» καί ὄχι ἀπαράλακτο
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Υἱός καί Λόγος Του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
«λογική εἰκών τοῦ Λόγου» καί νοεῖται ὡς κατ’ εἰκόνα τοῦ
πρωτοτύπου»100. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνα στατικό
αὔταρκες δημιούργημα, ἀλλά ἔχει τήν δυνατότητα γιά διαρκή
κίνηση, εἶναι «ζῶον θεούμενον», «κεκελευσμένος θεός», «μοίρα
Θεοῦ».
Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος «κοινωνεῖ» μέ τόν Λόγον καί ζεῖ
διαρκῶς «ἐν θεία μετουσίᾳ» βρίσκεται στό πλαίσιο τοῦ «κατά
φύσιν» γιατί «οἰκεία καί κατά φύσιν τοῖς ἀνθρώποις ἐστίν ἡ ζωή
ἡ πρός τήν θείαν φύσιν ὁμοιωμένη»101. Ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι ὡς ἐκ
τούτου μία «παρά φύσιν» κατάσταση: «Ἐξέπεσε γάρ ἐκ τοῦ κατά
φύσιν καί ἦν ἐν τῷ παρά φύσιν , τουτέστιν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ»102.
Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος αὐτοαξία καί
αὐτοΰπαρξη, ἡ ὀντολογική του ἐπιβίωση προϋποθέτει τήν «ἐν
Χριστῷ» μετοχή του στή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδας. «Ἡ μετουσία τοῦ
ὄντως Ὄντος... ἐν τῷ εἶναι φυλάσσει τόν μετασχόντα103».
Ἄλλωστε καί ἡ ἀγαθότητα ὅλης τῆς κτίσης καί τό γεγονός ὅτι ἡ
δημιουργία εἶναι τέλεια πραγματικότητα ὀφείλεται στό «κατά
μετοχήν» στό θεῖο καί ὄχι στό «κατά φύσιν». Ἐκτός αὐτῆς τῆς
ὑπαρξιακῆς ἀναφορᾶς του ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἀληθινή ζωή,

100
Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 88.
101 Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν τοῦ Σολομῶντος, PG 44, 62413.

102 ΑΔ, Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, P.G. 88 1620A.

103 Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἱέριον, PG 46, 173D.


55

ἐκπίπτει σέ βιολογική ὕπαρξη, στό «παρά φύσιν» καί ἐκ τοῦ


οἰκείου πορεύεται στό ἀλλότριον. «Τό μέν ἐν τῷ ὄντι εἶναι,
ἀληθῶς ἐστίν εἶναι. Εἰ δέ τις τοῦ ὄντος ἐκπέπτωκεν, οὐδέ ἐν τῷ
εἶναι ἐστί104».
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δεν εἶναι
αὐτοαξία ἀλλά μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνο μέσα ἀπό τήν
προσωπική του σχέση κοινωνίας καί ἀγάπης μέ τόν Χριστό.
Παρότι πλασμένος ἀπό ὑλικά στοιχεῖα ἔχει τήν πρόσκληση νά
συμμετάσχει στήν ζωή τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης, πού εἶναι ἡ σχέση
τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, μέσω τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ
τεράστια δυνατότητα προσφέρθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν
ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔχει σχετικά
ἐπισημανθεῖ «ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι ἄνθρωπος, ὅταν
μετέχει στήν θεία ζωή καί πραγματώνει στόν ἑαυτό του τήν
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»105. Κατά μία ἀκριβή διατύπωση: «Ἀπό τά
ἀνωτέρω προκύπτει μία τεράστιας σημασίας ἀνθρωπολογική
συνέπεια. Ὅπως τό πρωτότυπο, ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει
ἀπροσώπως, παρά μόνο σέ προσωπική σχέση ἀγάπης καί
κοινωνίας, τό ἴδιο ἀκριβῶς πρέπει νά συμβαίνει καί μέ τήν εἰκόνα
Του, τόν ἄνθρωπο... Τότε πράγματι μπορεῖ νά ἐπανεύρει ἐκ νέου
«τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος του», νά ἀναδειχθεῖ καί νά
τελειωθεῖ ὡς «καινός» ἄνθρωπος»106.
Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ
ζωή καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, πού εἶναι τό ζητούμενο τῆς
πνευματικῆς ζωῆς, κατά τόν ἀββά Δωρόθεο, προϋποθέτει ὅτι ἡ
ἀρετή εἶναι «κατά φύσιν» κατάσταση, εἶναι δέ τοποθετημένη

104 Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν, P.G. 44, 480A.
105
Δημητρίου Στανιλοάε, Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, (μετάφραση-προλεγόμενα Ν. Ματσούκα),
ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 67
106
Βασιλείου Τσίγκου, ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 89.
56

ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο πατέρα:
«ὅτι ἡ μέν ἀρετή φυσική ἐστί καί ἐν ἡμῖν ἐστίν»107. Ἡ κακία,
λοιπόν, ὅταν ἐμφωλεύει στόν ἄνθρωπο εἶναι μία «παρά φύσιν»
κατάσταση: «Ἐπί δέ τῆς κακίας, οὐχ οὕτως∙ ἀλλά ξένην τινα καί
παρά φύσιν λαμβάνομεν ἕξιν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ κακοῦ οἰονεί,
ἐν ἕξει λοιμώδους τινός ἀρρωστίας γινόμεθα108».
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος συνδέει τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’
ὁμοίωση μέ τήν ἄσκηση γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν
καταπολέμηση τῶν παθῶν. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά «Ὥσπερ
οὖν ἐξεβάλομεν τάς ἀρετάς καί εἰσηνέγκαμεν τά πάθη ἀντ’
αὐτῶν, οὕτως θέλομεν κοπιάσαι οὐ μόνον ἐκβαλεῖν τά πάθη,
ἀλλά καί εἰσενέγκαι τάς ἀρετάς καί καταστῆσαι αὐτάς εἰς τόν
ἴδιον τόπον. Φυσικῶς γάρ ἔχομεν τάς ἀρετάς παρά Θεοῦ
δοθείσας ἡμῖν. Ἅμα γάρ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον,
ἐνέσπειρε αὐτῷ τάς ἀρετάς, ὡς λέγει∙ Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’
εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν. Κατ’ εἰκόνα εἶπεν, ἐπειδή
ἄφθαρτον καί αὐτεξούσιον ἐποίησεν ὁ Θεός τήν ψυχήν∙ καθ’
ὁμοίωσιν δέ λέγει, τό κατ’ ἀρετήν. Λέγει γάρ ∙ γίνεσθε
οἰκτίρμονες καθώς ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστί.
Γίνεσθε ἅγιοι ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι. Καί πάλιν ὁ Ἀπόστολος εἶπεν∙
Γίνεσθε εἰς ἀλλήλους χρηστοί. Καί λέγει ὁ ψαλμός ὅτι χρηστός
Kύριος τοῖς ὑπομένουσι∙ καί τά τοιαῦτα. Τοῦτο ἐστί τό καθ’
ὁμοίωσιν»109.
Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς διδασκαλίας του ὁ ἀββάς Δωρόθεος
προτρέπει: «Θεοῦ κατ’ εἰκόνα γεγόναμεν∙ ἀλλά καθαράν καί

107 ΑΔ, ΙΑ΄Διδασκαλία Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, σ. 284, P.G. 88 1745C.
108 ΑΔ, ΙΑ΄Διδασκαλία, ὅπ. ἀνωτέρω, σ. 284, P.G. 88 1747D.

109 ΑΔ, ΙΒ΄Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα σωθῆναι,

μηδέποτε ἀμεριμνεῖν πεί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 302, P.G. 88 1757C.


57

ἔντιμον τήν ἰδίαν εἰκόνα ποιήσωμεν, ἀξίαν τοῦ ἀρχετύπου110»


ἐννοώντας ὅτι στό «καθ’ ὁμοίωσιν» τείνει να πορευθεῖ ὁ
ἄνθρωπος μέσα ἀπό μία διαδικασία κάθαρσης καί ἐν Χριστῷ
ζωῆς. Σημειωτέον ὅτι τό κατ’ εἰκόνα εἶναι μόνιμο
χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου, κάτι πού ποτέ δέν ἐξαλείφεται,
δεδομένου ὅτι εἶναι δωρεά ἤ προίκα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί
τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα111. Εἶναι μέ ἕνα τρόπο
ἡ δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει κοντά στόν Θεό. Τό
δέ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἀφορᾶ τήν ἐνεργοποίηση τῶν χαρισμάτων
πού «φυσικῶς» ἔχουν ἐναποτεθεῖ μέσα σέ κάθε χριστιανό κατά
τή διάρκεια τοῦ χρίσματός του καί τόν χαρακτηρίζει προσωπικά.
Ἐπειδή τό «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται στόν ὅλο ἄνθρωπο καί
ὄχι μόνο σέ μία δύναμη τῆς ψυχῆς ὅπως π.χ. τήν βούληση, κατ’
ἀντίστοιχο τρόπο καί οἱ ἀρετές ἀναφέρονται στόν ὅλο ἄνθρωπο.
Ὅμως οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι τό κατ’ εἰκόνα ἐκφράζεται στό
«αὐτεξούσιο». Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο: «Κατ’ εἰκόνα γάρ Θεοῦ
ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, τοῦτ’ ἔστιν ἀθάνατον,
αὐτεξούσιον, κεκοσμημένον πάσῃ ἀρετῇ»112. Ἐκφράζεται,
λοιπόν, τό «κατ’ εἰκόνα» στό αὐτεξούσιο καί κατά τούς Πατέρες
στά φυσικά προνόμια τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι ἡ
δημιουργικότητα, ἡ κοινωνικότητα κ. ἄ113. Ἀναλυτικά «Ἡ
ἀθανασία καί τό αὐτεξούσιο, ἄν καί ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά
γνωρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα», δέν ἐξαντλοῦν ὅλο τό
περιεχόμενο τῆς ἔννοιας. Μερικά ἄλλα στοιχεῖα πού ἐνδεικτικά
ἀναφέρουμε εἶναι α) τό σύνθετο πού ἐκφράζεται σάν ἑνιαία

110 ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, σ. 370, P.G. 88, 1288B.
111 «Ἀμεταμέλητα γάρ τά χαρίσματα καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ», Ρωμ. 11, 29.

112 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 72, PG 88, 1617B.

113 Βλ. ΑΔ, σ. 74, ὑποσ. 4.


58

ψυχοσωματική ἑνότητα114, β) τό ἡγεμονικό ἐπί τῆς κτίσεως115 γ)


τό λογικό σέ συνδυασμό μέ τό δημιουργικό116 δ) τό ἀγαπητικό, ε)
τό ἀνενδεές ἀγαθῶν, στ) τό θεοκεντρικό, ζ) τό εὐχαριστιακό.
Εἶναι προφανές ὅτι τό κατ’ εἰκόνα διαστέλλει τόν ἄνθρωπο
ἀπό τό ζωικό βασίλειο καί τόν ἐξυψώνει. Οἱ θεολόγοι Πατέρες
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας - ἀνάλογα μέ τό θέμα πού
ἀντιμετώπιζαν - τόνισαν καί ἀνέπτυξαν διεξοδικά διάφορες
ἄλλες πλευρές τοῦ «κατ’ εἰκόνα», πού ἀπό κοινοῦ συγκροτοῦν
τήν ὅλη θεώρηση τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας117.
Στήν περίπτωσή μας ὁ ἀββάς Δωρόθεος θεωρεῖ γνώρισμα
τοῦ κατ’ εἰκόνα τό «ἡγεμονικόν» τοῦ νοῦ. Περιγράφοντας τά
ἐξαρτήματα τῆς στολῆς τῶν μοναχῶν ἀναφέρει: «Τό κουκούλιον
σύμβολόν ἐστι τῆς χάριτος τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ
σκεπαζούσης ἡμῶν τό ἡγεμονικόν καί περιθαλπούσης τήν ἐν
Χριστῷ νηπιότητα διά τούς ραπίζειν ἀεί καί τιτρώσκειν
ἐπιχειροῦντας118». Τό «ἡγεμονικόν τοῦ νοός119» εἶναι ἕνα ἀπό τά
γνωρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ «κατά
φύσιν» ὁ νοῦς του ἡγεμονεύει ἐπί τῶν παθῶν καί λίγο-λίγο τά
ἐξαφανίζει. Κατά τό στάδιο τοῦ ἀγώνα γιά τήν κάθαρση, ὁ νοῦς
«κατέχων τάς ἀλόγους ὁρμάς, ἄρχεται ἡνιοχεῖν τά περί αὐτόν
πάθη, λέγω δή τόν θυμόν καί τήν ἐπιθυμίαν∙ καί εἰς ἑαυτόν
ἐλθών γινώσκει τό οἰκεῖον ἀξίωμα, ὅτι αὐτοκράτωρ ἐστί∙ καί
λαμβάνει τό βλέπειν τά πράγματα κατά φύσιν»120.

114 Ἀναστασίου Σιναΐτου, Εἰς τό κατ΄ εἰκόνα, P.G. 89, 1148D.


115 Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας ἐπιστολή προτρεπτική εἰς τόν κατ’ ἀρετήν βίον, P.G.
46, 369 BC.
116 Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, P.G. 25, 104CD.

117 Περισσότερα βλ.. Π. Νέλλα: Ζῶον θεούμενον, σ. 21 κ. ἑξ..

118 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 100, P.G. 88, 1636A.

119 Βλ. ΑΔ, ὑποσ. 23.

120 Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Περί τῆς δευτέρας ἐντολῆς, Φιλοκαλία τομ. Γ΄, σ. 25.
59

Ὁ ἀββάς Δωρόθεος στήν πολύχρονη πάλη του κατά τῶν


παθῶν, πού φαίνεται στίς ἐρωτήσεις του πρός τούς Γέροντες
Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη, γνώρισε πρακτικά τήν ἀρετή μέ τήν
πνευματική καθοδήγηση τῶν δύο μεγάλων Γερόντων τῆς μονῆς
τοῦ Σερίδου. Αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας του τόν ὁδήγησε νά
σημειώσει τή διαδοχική σχέση τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς καί τοῦ
ἐπακολούθου της, δηλαδή τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός. Γράφει: «διά
τῆς φυλακῆς τῶν ἐντολῶν καθαίρεται ἡ ψυχή καί οἷον εἰπεῖν
καθαίρεται ὁ νοῦς καί ἀναβλέπει καί ἔρχεται εἰς τό κατά
φύσιν»121.
Ἀπό τίς ἐνδεικτικές αὐτές ἀναφορές παρατηροῦμε ὅτι
παρατίθενται ὅροι πού ἀργότερα ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ καθιέρωσε καί συστηματοποίησε γιά τήν
κάθαρση τῆς ψυχῆς, τό φωτισμό τοῦ νοός καί τό δοξασμό ἤ
θέωση. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος περιγράφει τήν «αἴσθηση τοῦ Θεοῦ»
ὡς ὄντως ἀγαθοῦ, ἀγγίζοντας ἀκροθιγῶς τό θέμα τῆς θέωσης:
«γεύεται, λοιπόν, καί εἰς αἴσθησίν τινα ἔρχεται αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ)
τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ καί οὐκέτι θέλει χωρισθῆναι ἀπ’ αὐτοῦ»122.
Κινούμενος μεταξύ τοῦ «κατά φύσιν» καί τοῦ «παρά φύσιν» ὡς
καταστάσεις τῆς ψυχῆς διαβλέπει, ἐν τούτοις, τή διαδοχή τῶν
σταδίων γιά τήν μετάβαση ἀπό τό ἀχρειωμένο κατ’ εἰκόνα στό
ἡγεμονικό τοῦ φωτισθέντος νοός. Κάνει δέ καί μία παρατήρηση
γιά τή φύση τῶν ἀρετῶν τοῦ «κατ’ εἰκόνα»: «Ὥστε φυσικῶς
ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός τάς ἀρετάς∙ πάθη δέ οὐκ ἔχομεν φυσικῶς∙
οὐδέ γάρ ἔχουσιν οὐσίαν τινά ἤ ὑπόστασιν∙ ἀλλ’ ὥσπερ τό
σκότος οὐχ ὑφέστηκεν κατ’ οὐσίαν, ἀλλά πάθος ἐστί περί τόν

121 ΑΔ, σ. 90, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, P.G. 88, 1628D.


122 ΑΔ, σ. 146, Δ΄ Διδασκαλία, Περί θείου φόβου, PG 88, 1661A.
60

ἀέρα, ὡς λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος123, τῇ στερήσει τοῦ φωτός


παρυφιστάμενον∙ οὕτως ἐστί καί τό τῶν παθῶν»124.
Ἡ παραπάνω διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, γιά τό
φυσικό τῶν ἀρετῶν στόν ἄνθρωπο καί τή θεώρηση τῶν παθῶν
παραπέμπει στό δογματικό πρόβλημα τοῦ κακοῦ. Ὅπως τό κακό
εἶναι παρυπόσταση καί θεωρεῖται ἀπό τούς Πατέρες νόσος καί
δέν εἶναι πράγμα, ἀλλά «ὑπάρχει» ὡς διάβρωση στήν
παραμορφωμένη ἀγαθή πραγματικότητα, ἔτσι καί τά πάθη
«ὑπάρχουν» ὡς «περί τόν ἀέρα», δηλαδή σάν μιά παθητική
κατάσταση τοῦ ἀέρα. Καί στίς δύο περιπτώσεις, δηλαδή καί στό
πρόβλημα τοῦ κακοῦ καί στό ἐρώτημα γιά τή φύση τῶν παθῶν,
προϋποτίθεται ἡ ἀγαθή πραγματικότητα.
Αὐτό παραπέμπει στήν ἁγιότητα τῆς δημιουργίας ὡς
πράξη τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποίησε καί ποιεῖ τά
πάντα «καλά λίαν125»: «Οὐδέν γάρ ἐστιν, ὧν ποιεῖ ὁ Θεός, ὅτι οὐκ
ἔστι καλόν, ἀλλά πάντα καλά καί καλά λίαν126». Τό γεγονός τῆς
ἀγαθότητας τῆς δημιουργίας ἐνισχύει τούς ἀγωνιζόμενους κατά
τῶν παθῶν μοναχούς, γιατί ἡ ἀγαθότητα τῆς κτίσης τήν
μεταβάλλει σέ οἰκεῖο περιβάλλον. Ἐπίσης, τό γεγονός τῆς
δωρεᾶς τοῦ κατ’ εἰκόνα στόν ἄνθρωπο προδίδει τή μέριμνα τοῦ
Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί προτρέπει σέ
προσπάθεια. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Μάθωμεν
ποίων μεγάλων ἀγαθῶν ἠξιώθημεν∙ μάθωμεν κατ’ εἰκόνα τίνος

123 “Λέγομεν τοίνυν καί τοῦτο τό σκότος μή κατ’ οὐσίαν ὑφεστηκέναι, ἀλλά πάθος εἶναι περί
τόν ἀέρα στερήσει φωτός ἐπιγινόμενον», Μ. Βασίλειος, Ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον, P.G. 29,
40C.
124 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 302, P.G. 88, 1757D. Βλ. Βασιλείου
Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς, σ. 239.
125 Γεν. 1, 31.

126 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης Κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 288, P.G. 88, 1748A.
61

γεγόναμεν∙ μή ἀγνοήσωμεν τά μεγάλα τά παρ’ αὐτοῦ


δωρηθέντα ἡμῖν διά μόνην τήν αὐτοῦ ἀγαθότητα, οὐ διά τήν
ἡμετέραν ἀξίαν∙ γνῶμεν ὅτι κατ’ εἰκόνα γεγόναμεν Θεοῦ τοῦ
ποιήσαντος ἡμᾶς127».
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί
τῆς δημιουργίας εἶναι βασική στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί
ἀποτελεῖ θεμελιώδη διαφορά μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες π.χ.
τῶν Γνωστικῶν, τῶν Νικολαϊτῶν κλπ, ἀλλά καί σχεδόν ὅλων
τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων πού θεώρησαν τήν ὕλη κακό ἤ
φυλακή τῆς ψυχῆς. Ὅπως σημειώθηκε παραπάνω παρόμοια
λανθασμένη εἶναι ἡ θέση τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου γιά
τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν. Ἡ ἄποψη αὐτή παραπέμπει στή
φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα περί ἀρχετύπων, περί πτώσεως τῶν
ψυχῶν καί φυλάκισής τους στό σῶμα πού ἐπέδρασαν στούς
σύγχρονους τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου αἱρετικούς.
Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται σαφής ἡ ποιμαντική
στόχευση καί προτεραιότητα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί τῶν ἄλλων
Γαζαίων Πατέρων. Δέν ἐπιτίθενται κατά τῶν θέσεων τῶν
αἱρετικῶν κατευθείαν ἀλλά υἱοθετοῦν ἀληθινά ὀρθόδοξες
θέσεις πού ἀπαντοῦν ἐμμέσως στίς πλάνες. Ἡ ἔμφαση δέ γιά
μοναχική ἁγιοπνευματική ζωή, πού πηγάζει ἀπό τόν ἀγώνα γιά
τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, προτρέπει τούς ἀκροατές τῶν
Διδασκαλιῶν σέ ἀσκητικά παλαίσματα πού ὁδηγοῦν μέ τήν
σειρά τους στό φωτισμό τοῦ ἡγεμόνα νοῦ. Τότε, ἴσως, μπορεῖ
κανείς νά διαλεχθεῖ μέ αἱρετικές θέσεις, ἐφόσον ἔχει λεπτυνθεῖ
τό θεολογικό του κριτήριο μέ τήν ἐγκατοίκηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἡ συστηματική ὅμως κατάρριψη τῆς θεολογικῆς

127ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, σ. 360, P.G. 88, 1288A.
62

βάσης τῶν αἱρέσεων τίς ἀποδυναμώνει ἐντελῶς καί ἀναδεικνύει


τό μέγεθος τῆς πλάνης ὅσων τούς ἀκολουθοῦν.
Ἐντύπωση ἰδιαίτερη προκαλεῖ ἡ ἀναφορά στόν Μέγα
Βασίλειο καί ἡ χρήση τῶν ὅρων οὐσία καί ὑπόσταση128. Ὅπως θά
δοῦμε στό κεφάλαιο γιά τή Χριστολογία του, ὁ ἀββάς Δωρόθεος
δέν χρησιμοποιεῖ τήν ὁρολογία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
ἀκολουθώντας τούς Γέροντές του Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη.
Πάντως εἶναι βέβαιο ὅτι ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐνήμεροι γιά τήν
θεολογία τῶν Καππαδοκῶν, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Εὐάγριος ὁ
Ποντικός, πού μαθήτευσε κοντά τους.
Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά ἐπισημανθεῖ εἶναι ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου νά πραγματεύεται τά θεολογικά ζητήματα μέ
ὅρους τοῦ «κατά φύσιν» καί «παρά φύσιν» δίνει μέν ἁπλοϊκή
μορφή στή διδασκαλία του σέ σύγκριση μέ τήν ἀνεπτυγμένη
ὁρολογία τῶν Καππαδοκῶν ἤ τῆς Ἀλεξανδρινῆς σχολῆς,
φαίνεται ὅμως ὅτι ἦταν ἐπιλογή του, προκειμένου νά διατηρήσει
τή μονή του μακριά ἀπό διαμάχες μέ αἱρετικούς. Ἀπό τήν ἄποψη
αὐτή τά κείμενα τῶν Διδασκαλιῶν μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε
ὅτι μοιάζουν μέ τούς «Ὅρους κατά πλάτος» τοῦ Μ. Βασιλείου.
Εἶναι δηλαδή κείμενα πού ἀναφέρονται στήν πρακτική ζωή τῶν
μοναχῶν, τά ὁποῖα ὅμως παράγουν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐφόσον
στηρίζονται σέ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις.
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ Θεός ἔκανε τόν
ἄνθρωπο αὐτεξούσιο καί τρεπτό. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος
ἀναγνωρίζει ἐκτός τοῦ αὐτεξουσίου καί τήν τρεπτότητα τοῦ
ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ φύση τῶν γενητῶν εἶναι

«Ὥστε φυσικῶς ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός τάς ἀρετάς∙ πάθη δέ οὐκ ἔχομεν φυσικῶς∙ οὐδέ γάρ
128

ἔχουσιν οὐσίαν τινα ἤ ὑπόστασιν», ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης Κολάσεως,
καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτα ἀμεριμνεῖν τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 302, P.G. 88,
1757D.
63

κατ’ ἀνάγκην τρεπτή καί ἀλλοιωτή, δέν εἶναι ὅμως κατ’ οὐσίαν
ἄτρεπτη, ἐπειδή, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, προῆλθε ἀπό τό μή
ὄν129. Ὑπάρχει τρεπτότητα καί πρός τίς δύο κατευθύνσεις, καλή
καί κακή ἀλλοίωση, ἐγγύτητα ἤ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό.
Αὐτό ἀκριβῶς τό προνόμοιο τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται στήν
ἐλευθερία του καί εἶναι μία αὐτεξούσια κίνηση. Τά κτιστά ὄντα
κινδυνεύουν νά χάσουν καί αὐτό τους τό εἶναι καί μόνο ἡ σχέση
τους μέ τόν Θεό, τόν ὄντως Ὄντα τούς ἐξασφαλίζει αὐτό τό
εἶναι130. Ὅπως γράφει ὁ ἀββάς Δωρόθεος σχετικά μέ τό τρεπτόν
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου: «Ἀδύνατον γάρ ἐστί τήν ψυχήν μεῖναι
ἐν τῇ αὐτῇ καταστάσει∙ ἀλλά εἰς προκοπήν ἔρχεται, εἴτε ἐπί τό
κρεῖττον εἴτε ἐπί τό χεῖρον»131. Ἄλλωστε «στήν πατερική
θεολογία ἡ κτιστότητα τοῦ ἐκ μή ὄντος εἰς τό εἶναι
δημιουργηθέντος ἀνθρώπου συνδέεται μέ τήν τρεπτότητά του, ἡ
ὁποία μέ τήν χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει
ἀκόμη καί στήν κατάσταση τῆς ἀνυπαρξίας»132. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος γνωρίζει καί πιστεύει ὅτι δημιουργός τῶν πάντων
εἶναι ὁ Θεός καί ὅτι Αὐτός τά πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγε»,
τότε συγκρατεῖται καί παραμένει μέσα στά δικά του ὅρια («μένει
τῶν ἰδίων ὁρίων ἐντός») .
Ἀναφερόμενος στήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ ἀββάς
Δωρόθεος σημειώνει: «Ὅτε δέ παρέβη τήν ἐντολήν καί ἔφαγεν
ἐκ τοῦ ξύλου οὗ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός μή φαγεῖν ἀπ’ αὐτοῦ,

129 Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σ. 203.


130 Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σ. 179.
131 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 300, P.G. 88, 1757Α.
132 Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1537. Ἐπίσης Γεωργίου

Μαρτζέλου, «Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ὡς θεμελιώδης ἱεραποστολική ἀρχή τῆς ἀρχαίας


Ἐκκλησίας», Ε.Ε.Θ.Σ,Π.Θ., Νέα Σειρά, Τμῆμα Θεολογίας, τ. 10 (2000), σ. 161. Βασιλείου
Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς, σ. 235.
64

τότε ἐξεβλήθη τοῦ Παραδείσου133». Ἀναμφίβολα ὁ Θεός γνώριζε


ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά παρέβαινε τήν ἐντολή του. Ἡ παράβαση τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο.
Αὐτός κατακρίθηκε ὄχι ἐπειδή ἔπεσε, ἀλλά ἐπειδή τοῦ δόθηκε ἡ
εὐκαιρία νά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί αὐτός δέν
μετανόησε.
Ἄμεσα ἀποτελέσματα τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων
ἦταν ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τόν ἑαυτό του,
τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τήν κτίση, τό περιβάλλον. Σέ τελική
ἀνάλυση συνέπειες τῆς πτώσης ἦταν ἡ φθορά καί ὁ θάνατος134.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος κάνει καί μία ἐνδιαφέρουσα παρατήρηση
καθώς στίς συνέπειες τῆς πτώσης προσθέτει καί τήν ἀγνωσία
Θεοῦ. «Τότε λοιπόν ηὐξήθη κατά μέρος ἡ κακία καί ἐβασίλευσεν
ὁ θάνατος∙ οὐδαμοῦ ἦν θεοσέβεια, πανταχοῦ δέ ἀγνωσία
Θεοῦ»135.
Προεκτείνοντας τή σκέψη τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου μποροῦμε
νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ μόνιμη κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν
Θεό, χαρίζει στόν ἄνθρωπο καί τό δῶρο τῆς θεογνωσίας, ὅσο
βέβαια εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο νά γνωρίζει τόν Θεό. Ἀπό
τήν ἄλλη ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας αὐτῆς καί ἡ ἀνταρσία-
ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου μειώνουν, ἀλλοιώνουν ἤ ἐξαφανίζουν
τή θεογνωσία. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποδίδει στόν Θεό ἰδιότητες πού
δέν ἔχει (μέ τήν εἰδωλολατρεία) ἤ ἐπιδιώκει σχέσεις μέ τόν Θεό
ἀδύνατες καί ἄπρεπες (μαγεία, θρησκοληψία, δεισιδαιμονία) ἤ
καί ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὅλες αὐτές οἱ ἐλλείψεις καί
διαστροφές συγκροτοῦν τήν ἔννοια τῆς «ἀγνοίας τοῦ Θεοῦ».

133 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 74, P.G. 88, 1620A.


134
Βασιλείου Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς, σ. 241-242.
135 ΑΔ, Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 74, PG 88, 1620A.
65

Εἶναι χαρακτηριστικός σ’ αὐτό τό σημεῖο ὁ λόγος τοῦ Μ.


Ἀθανασίου ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή σταδιακά ἀπομακρύνθηκε
ἀπό τόν Θεό καί «ζωσαμένη τήν θείαν λήθην» θεώρησε ὡς
ὑπάρχοντα μόνο τά βλεπόμενα, τά παρόντα, τά πρόσκαιρα καί
τά σωματικά. Μέ τή μακριά παραμονή στήν ἁμαρτία λησμόνησε
ὅτι ἔχει τό μέγα δῶρο τοῦ κατ’ εἰκόνα. Στόν δρόμο γιά τήν πτώση
ἡ κακία ὁδηγεῖ στήν εἰδωλολατρεία. «Ἐπικρύψασα γάρ ταῖς
ἐπιπλοκαῖς τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν τό ὡς ἐν αὐτῇ κάτοπτρον,
δι’ οὗ μόνον ὁρᾶν ἠδύνατο τήν εἰκόνα τοῦ Πατρός, οὐκέτι μέν ὁρᾶ
ἅ δεῖ ψυχήν νοεῖν προσπίπτοντα. Ὅθεν δή πάσης σαρκικῆς
ἐπιθυμίας γέμουσα, καί ἐν ταῖς τούτων δόξαις ταραττομένη,
λοιπόν, ὅν ἐπελάθετο τῇ διανοίᾳ Θεόν, τοῦτον ἐν σωματικοῖς καί
αἰσθητοῖς ἀναπλάττεται, τοῖς φαινομένοις τήν τοῦ Χριστοῦ
προσηγορίαν ἀνατιθεῖσα, καί μόνα ταῦτα δοξάζουσα, ἅπερ αὐτή
βούλεται, καί ὡς ἡδέα ὁρᾷ. Προηγεῖται τοίνυν αἰτία τῆς
εἰδωλολατρείας ἡ κακία»136.
Σύμφωνα μέ τήν ὁμόφωνη διδασκαλία τῆς πατερικῆς
θεολογίας ἡ ἐκδίωξη ἀπό τόν Παράδεισο εἶναι παιδαγωγική. Ὁ
λόγος, κατά τόν ἀββά Δωρόθεο, εἶναι137: «ἵνα αὕτη ἡ ταλαιπωρία
τῆς παρακοῆς διδάξῃ αὐτόν (τόν ἄνθρωπο) τήν ἀνάπαυσιν τῆς
ὑπακοῆς ὡς λέγει ἐν τῷ προφήτῃ παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία
σου138». Τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἡ ἐκδίωξη ὡς
παιδαγωγικό μέσο, λοιπόν, δέν θεωρεῖται τό κέντρο τῆς ἱστορίας
τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλά, κατά τούς Πατέρες, εἶναι νόσος πού
προκλήθηκε στήν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί οἱ
Ἕλληνες Πατέρες ἑρμηνεύουν τήν ἐνανθρώπιση ὡς ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ ὄχι ἀποκλειστικά ἐξαρτώμενη ἀπό τό προπατορικό

136 Άθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατά Ἑλλήνων, ΒΕΠΕΣ 30, 37, 523.
137 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 76, P.G. 88, 1625 .
138 Ἱερεμ. 2, 19.
66

ἁμάρτημα. Ἡ θεώρηση τῆς ἔξωσης τῶν Πρωτοπλάστων ὡς


γεγονός παιδαγωγικοῦ χαρακτήρα τῆς δίνει τήν σωστή
διάσταση, ὡς ἕνα ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τῆς κτιστῆς
πραγματικότητας. Ἑπομένως εἶναι σημαντικό νά θεωρηθεῖ ἡ
ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καί Λόγου ὡς τό κέντρο τῆς πορείας τῶν
κτιστῶν ὄντων καί ὄχι μία ἀναγκαστική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ
γιά νά βελτιώσει τό δῆθεν ἀτελές σχέδιό του γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ κατ’ αὐτόν τό πολυτιμότερο
δημιούργημα στόν κόσμο, γεγονός πού ἀποδεικνύεται ἤδη μέ τή
θεία ἐνανθρώπιση139. Ἀναφέρει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Ἀληθῶς
πάντων τῶν ὁρωμένων κτισμάτων τιμιώτερον ὁ ἄνθρωπος»140.
Καί συνεχίζει: γιατί ἐκεῖνα μέν τά δημιούργησε ὁ Θεός μόνο μέ
τόν λόγο Του λέγοντας: «Νά γίνει αὐτό» καί ἔγινε. Καί πάλι: «νά
φυτρώσει αὐτό στή γῆ» καί φύτρωσε ἤ «νά βγάλουν τά νερά τῆς
θάλασσας ψάρια καί ἔβγαλαν141». Τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ὅρισε
βασιλιά ὅλων αὐτῶν τῶν δημιουργημάτων καί τόν ἔπλασε γιά
νά ἀπολαμβάνει τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Καί τό πιό
ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, ὅταν αὐτός ξέπεσε ἀπό τή θέση του, ἀπό
δικό του λάθος, πάλι τόν ἀποκατέστησε στήν πρώτη του
κατάσταση, μέ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του τοῦ Μονογενοῦς, ὥστε νά
εἶναι ὁ ἄνθρωπος τό πολυτιμότερο ἀπ’ ὅλα τά ὁρατά
δημιουργήματα. Καί ὄχι μόνον τό πολυτιμότερο, ἀλλά καί τό
τιμιώτερο καί τό πιό οἰκεῖο.
Τό κυριώτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν142». Στήν
Διδασκαλία του Περί ἀποταγῆς ὁ ἀββάς Δωρόθεος διατρέχει ὅλη

139 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία και πνευματικότητα, σ. 199-200.


140 ΑΔ, ΙΣΤ΄Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, σ. 366, PG 88, 1825A – 1828B∙ [SC 92, σ. 464 κ.ἑξ.].
141 Γεν. 1, 3 ,11, 20.

142 Γεν. 1, 16.


67

τή διήγηση γιά τήν κτίση καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί
τήν θεία ἐνανθρώπιση. Ὁ ἄνθρωπος «Δημιουργήθηκε143
«κατ’εἰκόνα Θεοῦ», μέ ψυχή λογική καί αὐτεξούσια, ἀθάνατη καί
κοσμημένη μέ ὅλες τίς ἀρετές. Κάνοντας ὅμως κακή χρήση τοῦ
αὐτεξουσίου του καί ἀθετώντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ξέπεσε
ἀπό τό «κατά φύσιν» στό «παρά φύσιν», στό κράτος τῆς
ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἔτσι
σπίλωσε τό «κατ’εἰκόνα», ἔχασε τίς ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες ἦταν
κοσμημένος ἐκ κατασκευῆς, καί γέμισε τήν ψυχή του ἀπό τά
πάθη144. Χρειαζόταν λοιπόν νά καθαρθεῖ τό «κατ’ εἰκόνα» καί νά
θεραπευθεῖ ἀπό τά πάθη πού τυραννοῦσαν τήν ψυχή του. Καί
αὐτό ἀκριβῶς ἐπιτέλεσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του καί τό ὅλο
σωτηριῶδες ἔργο του ὁ Χριστός»145.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος δέχεται τήν τριμερή διαίρεση τῆς ψυχῆς
σέ λογιστικό, θυμικό καί ἐπιθυμητικό πού διατήρησαν οἱ
Καππαδόκες καί ὁ Εὐάγριος. Σέ μία παράθεση λόγων τοῦ
Εὐαγρίου ἀναφέρει: «Κατά φύσιν ἐνεργεῖ ψυχή λογική, ὅταν τό
μέν ἐπιθυμητικόν μέρος αὐτῆς τῆς ἀρετῆς ἐφίεται, τό δέ θυμικόν
ὑπέρ ταύτης ἀγωνίζεται τό δέ λογιστικόν ἐπιβάλλει τῇ θεωρίᾳ
τῶν γεγονότων146». Σέ ἄλλη δέ συνάφεια, σχετικά μέ τό
ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἀναφερόμενος στή ζώνη ὡς μέρος
τῆς μοναχικῆς στολῆς, γράφει: «Ἔστι γάρ ἡ ζώνη κατ’ αὐτῆς τῆς
ὀσφύος ἡμῶν∙ ἐκεῖ δέ εἰσίν οἱ νεφροί ἐν οἷς λέγεται εἶναι τό

143 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 201.


144ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία Περί ἀποταγῆς, σ. 72∙ PG 88, 1617B – 1620A∙ [SC 92, 46 κ. ἑξ.], Πρβλ.
ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά τρόπου
εἰς τό Ἅγιον Πάσχα σ. 368 κ. ἑξ.∙ PG 88 1825 C – 1828 B∙ [SC 92, σ. 466 κ. ἑξ.].
145Βλ. ΑΔ. σ. 78 κ. ἑξ. Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1621A – 1625A∙[ SC 92, σ. 150 κ.

ἑξ.] , Πρβλ. ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων
μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα σ. 366 κ. ἑξ.∙ PG 881825A – 1829A∙ [SC 92, σ. 464 κ. ἑξ.].
146 ΑΔ, ΙΖ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς τούς

Ἁγίους μάρτυρας, σ. 380, PG 88, 1832D.


68

ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς147». Ἔχοντας τήν τριμερή διαίρεση τῆς


ψυχῆς ὑπόψη ὁ ἀββάς Δωρόθεος στίς Διδασκαλίες του ὁμιλεῖ γιά
τήν παραπάνω ἰσοροπία τῶν πνευματικῶν δυνάμεων.
Στήν ἀσκητική γραμματεία γίνεται συχνά λόγος ὅτι ἡ
ἁρμονία τῶν ψυχοσωματικῶν δυνάμεων καί λειτουργιῶν εἶναι
ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὑγείας τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Εἶναι
γενικά παραδεκτή ἡ ἀλληλεπίδραση σώματος καί ψυχῆς. Κάθε
διαταραχή τῶν ψυχικῶν καταστάσεων καί δυνάμεων ἔχει καί
κάποιο ἀντίκτυπο (κρυφό ἤ φανερό) στό σῶμα καί κάθε
προσβολή στή σωματική ἀκεραιότητα ἔχει ἄμεση σχέση μέ τίς
ψυχικές λειτουργίες. Αὐτά βέβαια δέν ἐξελίσσονται μέ βάση τή
μηχανοκρατική ἀναγκαιότητα ἀλλά ἐπηρεάζονται ἀπό τόν
παράγοντα «Πνεῦμα», καί μάλιστα ἀπό τήν παρουσία ἤ ἀπουσία
τῆς γνήσιας καί ὁλοκληρωμένης Χριστο-κεντρικότητας.
Αὐτό πού συμβαίνει στόν ὅλο ἄνθρωπο, συμβαίνει καί στό
χῶρο τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καί λειτουργιῶν. «Ἡ ὑγεία τῆς
ψυχῆς χαρακτηρίζεται ἀπό ἁρμονική σχέση καί λειτουργία τῶν
δυνάμεών της. Εἶναι πασίγνωστη ἡ πατερική διδασκαλία ὅτι οἱ
βασικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς (ὁ λόγος ἤ τό λογιστικό),
τό συναίσθημα (ἡ καρδιά ἤ τό θυμικό) καί ἡ βούληση (τό
ἐπιθυμητικό). Ἡ διόραση, ἡ ἐνόραση, ἡ προόραση, ἡ διαίσθηση
καί ἡ προαίσθηση, εἶναι χαρισματικές ἱκανώσεις τῆς ψυχῆς πού
ἀσφαλῶς ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τό τριμερές τῆς ψυχῆς χωρίς νά
τό καταργοῦν. Αὐτή ἡ ἁρμονική λειτουργία τῶν δυνάμεων τῆς
ψυχῆς ἀπαιτεῖται σάν βάση τοῦ χαρίσματος τῆς διακρίσεως»148.
Σέ ἕνα ἀλλο σημεῖο τῶν Διδασκαλιῶν του ὁ ἀββάς
Δωρόθεος ἀναφερόμενος στό ἀγαθό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή

ἈΔ, Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 98, PG 88, 1633B.


147

Βλ. ΑΔ σ. 380 ὑποσ., ΙΖ΄Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
148

ψαλλομένων εἰς τούς Ἁγίους μάρτυρας, PG 88, 1832D.


69

σωτηρία τοῦ πλάσματός του διδάσκει τούς μοναχούς του γιά τήν
ὑπομονή στίς θλίψεις γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ παραχωρεῖ
δυσκολίες πού καθαίρουν. Πίσω ἀπό θλίψεις πού ὁ Θεός
ἐπιτρέπει ὑπάρχει ἡ πρόνοιά του καί ἡ ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ἄν
ὁ ἄνθρωπος δέν κατανοεῖ τή σωτηρία του οἱ θλίψεις πού
ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἄν καί φαίνονται σάν μαρτύριο, εἶναι ἐφόδιο
γιά τήν αἰώνια ζωή.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος παραθέτει ἕνα γεγονός ἀπό τό
Γεροντικό149. Σέ παρατήρηση ἑνός μοναχοῦ ὅτι ἡ ψυχή του
ἐπιθυμεῖ τό θάνατο ὁ Γέροντας ἀπαντάει: Ἐπειδή ἀκόμα δέν
γνώρισες οὔτε τήν ἀνάπαυση πού προσδοκᾶμε οὔτε τήν κόλαση
πού μᾶς περιμένει. Καί συμπεραίνει: «Μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ, ἀδελφοί, τό εἶναι ἡμᾶς εἰς τόν κόσμον τοῦτον∙ ἀλλ’ ἡμεῖς
ἀγνοοῦντες τά ἐκεῖ, βαρέα ἡγούμεθα τά ὦδε∙ καί οὐκ ἔστιν
οὕτως150».
Τά παραπάνω δείχνουν τή βαθειά γνώση τῆς ἀγαθοποιοῦ
ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τῆς συγκρότησης τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς ἀπό τόν ἀββά Δωρόθεο. Ὅπως διδάσκει σχετικά «Ἡ
κατανόηση τοῦ θέματος τῆς παρατάσεως τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου σάν καρποῦ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ δίνει νέα
διάσταση στό θέμα τῆς μετανοίας καί τῆς συναισθήσεως τοῦ
σκοποῦ καί τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
καταλάβει ὅτι ζεῖ «κατά χάριν», καί ὄχι ὅπως νομίζει «φυσικά»,
θ’ ἀλλάξει ὁπωσδήποτε ὀπτική γωνία καί θ’ ἀτενίζει τή θέση του
στή ζωή σάν χρέωση στό κεφάλαιο τῆς ἀγάπης καί τῆς
συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ. Μόνο ψυχές φωτισμένες μέ τήν
ἐνοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σάν τόν ἀββά Δωρόθεο

149 ΑΔ. σ. 291, PG 88, 1748D.


150 ΑΔ, σ. 290, PG 88, 1748C.
70

μποροῦν νά ἔχουν τέτοια ὀντολογική θεώρηση καί τέτοια


ἀνθρωπολογική τοποθέτηση151».
Στό σημεῖο αὐτό ἀνακύπτει τό ἐρώτημα γιά τό πρόβλημα
τοῦ κακοῦ: ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, γιατί ὑπάρχει κακό;
Ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω, κάθε πράγμα αἰσθητό ἤ νοητό
εἶναι ἀγαθό. Ὅμως, ἐξ αἰτίας τῆς κτιστότητός του κινδυνεύει νά
πάει στό μηδέν, στό μή ὄν. Κάθε κτίσμα μπορεί νά τραπεῖ, νά
ἀλλοιωθεῖ. Τό κακό νοεῖται πάντοτε ὡς ἀστοχία, ὡς παράβαση
τῶν ὁρίων πού προκλήθηκε μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα. Σέ
αὐτό τό πνεῦμα ἀναφέρει ὁ ἀββάς Δωρόθεος γιά τό πρόβλημα
τοῦ κακοῦ χωρίς νά διαφοροποιεῖται ἀπό τά προηγούμενα: «ἡ
κακία καθ’ ἑαυτήν οὐδέν ἐστίν∙ οὔτε γάρ οὐσία τις ἐστίν, οὔτε
ὑπόστασιν τινά ἔχει∙ μή γένοιτο»152.
Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι τό κακό, δέν ἔχει ὑπόσταση, δέν
εἶναι αὐθύπαρκτο πράγμα. Καί ἐπειδή δέν εἶναι πράγμα εἶναι μή
ὄν. Οὔτε ὑπόσταση ἔχει, ἀλλά ὑπάρχει ὡς διάβρωση στήν
παραμορφωμένη ἀγαθή πραγματικότητα153. Δέν ἔχει, λοιπόν,
ὑπόσταση τό κακό ἀλλά εἶναι παρυπόσταση154. Ὁ ἀββάς
Δωρόθεος ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ὅπως τό
ροῦχο βγάζει ἀπό μόνο του τό σκόρο καί αὐτός ὁ σκόρος τό
καταστρέφει, ἔτσι καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή κάνει τό κακό σέ βάρος της
χωρίς νά ἔχει καμμιά οὐσία καί ὑπόσταση καί στή συνέχεια ἡ ἴδια
ἡ ψυχή τιμωρεῖται ἀπό αὐτό τό κακό155. Τό κακό, λοιπόν, εἶναι μή

151 ΑΔ, σ. 290, ὑποσ. 1.


152 ΑΔ, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, σ. 254, P.G.
88, 1728A.
153 Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σ. 212. Βασιλείου Τσίγκου,

Θέματα Δογματικῆς, σ. 239.


154 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 4, 2-31 P.G. 3, 721 A καί 732 C: «Διό οὔτε

ὑπόστασιν ἔχει τό κακόν, ἀλλά παρυπόστασιν, τοῦ ἀγαθοῦ ἕνεκα καί οὐχ ἑαυτοῦ γινομένου».
155 ΑΔ, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, σ. 254,

P.G. 88 1728A.
71

ὄν καί δέν εἶναι αὐθύπαρκτο. Εἰσῆλθε δέ καί παραμένει στόν


κόσμο ἀπό τήν ἀμέλειά μας καί τήν ἔλλειψη προσοχῆς καί
νήψης. Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἐπανάληψη τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος καί ἔχει τίς ἴδιες συνέπειες. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος γιά
λόγους ποιμαντικούς συνιστᾶ στούς μοναχούς νήψη καί
ἐγρήγορση στήν πρακτική πλευρά τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς,
θεμελειώνει ὅμως τίς ὑποδείξεις του στό ὀρθό δόγμα: «Καθώς
καί ἄλλοτε ἡμῖν εἶπον, ἀνούσιος καί ἀνυπόστατος ἡ κακία, διά
τῆς ἡμῶν ἀμελείας ἐκ τοῦ μή ὄντος συνισταμένη»156.
Ἐπιχειρώντας νά ἑρμηνεύσουμε τίς παραπάνω θεολογικές
θέσεις τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί γενικώτερα τῶν Γαζαίων
Πατέρων σημειώνουμε ὅτι ἡ ἰδιαίτερη ἔμφαση πού δίνουν στό
αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στά πλαίσια τῶν
ἀνθρωπολογικῶν καί σωτηριολογικῶν πτυχῶν τῆς θεολογίας
τους, «συνδέεται στενά μέ τήν προσπάθειά τους νά τονίσουν
ἔναντι τοῦ Μανιχαΐσμοῦ τήν βασική ἀλήθεια ὅτι αἴτιος τοῦ
κακοῦ δέν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἡ χρήση τῆς ἀνθρώπινης
αὐτεξουσιότητας καί ἐλευθερίας»157. Τό κακό ὅπως τονίζει ὁ
ἀββάς Δωρόθεος, συνεχίζοντας ἐν προκειμένω τήν
προγενέστερη πατερική παράδοση, εἶναι καθεαυτό ἀνούσιο καί
ἀνυπόστατο. Δέν ὑπάρχει ὡς ὄν. Γι’ αὐτό, ὅπως ἔρχεται στήν
ὕπαρξη ἐκ τοῦ μή ὄντος μέ τήν λοξοδρόμηση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν
ὁδό τῆς ἀρετῆς, ἔτσι ἐπιστρέφει πάλι στό μή ὄν, ἀπό τό ὁποῖο
προῆλθε158. Κατά συνέπεια καί τά πάθη δέν ἔχουν οὐσία καί

156 ΑΔ, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ
γενέσθαι τήν ψυχήν, σ. 274, PG 88, 1739D.
157 Βλ. Ἀπόκρισις 63, ΒΙ, τομ. Α΄, σ. 170, Άπόκρισις 389, ΒΙ, τόμ Β΄, σ. 292, Ἀπόκρισις 482, ΒΙ,

τομ. Β΄, σ. 426, Πρβλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 201.
158 ΑΔ, σ. 254, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, PG

88, 1728ABC∙ [SC 92, σ. 340 κ. ἑξ.].


72

ὑπόσταση μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μόνον οἱ ἀρετές


πού εἶναι ἔμφυτες ἐκ κατασκευῆς.

3) Χριστολογικό δόγμα

Ὅσα ἀναφέρθηκαν μέχρι τώρα δέν εἶναι ἄνευ θεολογικῆς


σημασίας. Ἀντιθέτως, προσδιορίζουν καί ἄλλες ἑνότητες τῆς
θεολογίας τῶν Γαζαίων Πατέρων, ὅπως εἶναι ἡ Χριστολογία.
Εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένω ἡ ἐπισήμανση ὅτι
παρόμοια εἶναι καί ἡ σχέση πού ὑπάρχει στούς Γαζαίους
Πατέρες μεταξύ ὀρθόδοξης Χριστολογίας καί ἀσκητικῆς
πνευματικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι παρότι ζοῦν σέ μία ἐποχή μέ ἔντονο
καί ζωηρό ἐνδιαφέρον σχετικά μέ τό χριστολογικό δόγμα,
ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς νά χρησιμοποιήσουν τήν καθιερωμένη
στήν ἐποχή τους χριστολογική ὁρολογία ἤ νά ἐμπλακοῦν σέ
θεολογικές συζητήσεις, κάνοντας λόγο γιά τίς δύο φύσεις καί τό
ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τούς ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ σημασία
πού ἔχει τό πρόσωπο καί τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν
ἀσκητική πνευματική ζωή καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο
ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση μέ τό θεῖο πρόσωπό του. «Τό ἐνδιαφέρον
τους αὐτό παρουσιάζεται ἀνάγλυφα, μέ τό πλῆθος τῶν
χριστολογικῶν ἀναφορῶν καί δοξολογικῶν κατακλείδων πού
ἀπαντοῦν στά ἔργα τους σέ συνάρτηση μέ τά πρακτικά
ζητήματα τῆς ἀσκητικῆς πνευματικῆς ζωῆς πού
πραγματεύονται159».
Ἔχοντας ὑπόψη μας τήν ἐπισήμανση αὐτή μποροῦμε νά
ἑρμηνεύσουμε ὀρθότερα ὁρισμένα χριστολογικοῦ

159 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 188-189.


73

ἐνδιαφέροντος σημεῖα ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.


Στήν Α΄ Διδασκαλία του, περί ἀποταγῆς, ὁ ἀββάς Δωρόθεος
ἀναφέρει: «Τότε λοιπόν ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός πέμπει
τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ. Θεοῦ γάρ ἦν μόνον τό ἰάσασθαι
καί περιγενέσθαι τοιούτου πάθους∙ καί οὐκ ἠγνόησαν τοῦτο οἱ
προφῆται»160. Ἡ συνάφεια αὐτή ἀποκλείει τήν ἐργοσωτηρία ἤ
τήν αὐτοσωτηρία δεδομένου ὅτι «Θεοῦ ἦν τό ἰάσασθαι».
Τήν ἔλευση τοῦ Λόγου καί τή σωτηρία τήν εἶχε ἀνάγκη ὁ
ἄνθρωπος, ὄχι ὁ Θεός, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ
ἀνάγκη ἤ καταναγκασμό. Ἄλλωστε ἀποτελεῖ ἀναντίρρητη
πραγματικότητα ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος εἶχε τόσο ἐξαγριωθεῖ,
πού δέν μποροῦσε νά τό σώσει καμμία ἄλλη ἐπέμβαση, παρά
μόνο ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός. «Ἡ
πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε τό γεγονός τῆς
ἐνανθρωπήσεως νά φανερώνει ἀπό τή μία πλευρά τό μέγεθος
τῆς πτώσεως καί ἀπό τήν ἄλλη τή μέγιστη ἀνάγκη γιά
ἀνακαίνιση καί σωτηρία, πού ἐπιζητοῦσε ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ τήν εἶχε ἀνάγκη μόνο ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι,
βεβαίως, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί
Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός ἀποκαλύπτεται ἡ ἄπειρη άγάπη Του. Ὁ
Θεός κατεβαίνει στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνέβει αὐτός στόν Θεό»161.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι κλασική ἡ θέση τοῦ Μεγάλου
Ἀθανασίου, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται καί ἑρμηνεύεται διά
πολλῶν σέ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία: «Αὐτός γάρ ὁ
Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν162». Ὁ Λόγος

160ΑΔ, σ. 78 , Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88 1621B.


161 Βασιλείου Τσίγκου, Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 66-67.
162Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192. Ὁ καθηγητής

Π. Χρήστου παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀλήθεια αὐτή διαπνέει σύνολη τήν πατερική παράδοση. Βλ.
«Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας κατά τούς Καππαδόκας», Κληρονομία 5, 2 (1973), σ. 361.
74

ἦλθε ἀνάμεσά μας, «ἵνα ἐν αὐτῷ ἀνακαινισθῆναι καί


θεοποιηθῆναι δυνηθῶμεν». Ἡ ἐνανθρώπιση, λοιπόν, δέν ἦταν
μία πιεστική ἀναγκαιότητα ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ ἀλλά μία
πράξη ἀγάπης πρός τό πλάσμα του. Μάλιστα κατά τόν ἅγιο
Μάξιμο αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς «προεπινοούμενος θεῖος
σκοπός»163. Ὁ Θεός εἶναι ἀνενδεής, μᾶς δημιούργησε ἀπό ἀγάπη
καί τελικά σωζόμαστε δωρεάν. Ἐξάλλου ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν
μποροῦσε νά δημιουργήσει μόνη της προϋποθέσεις σωτηρίας.
Ἡ ἐνανθρώπιση ἔγινε «ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»
καί ἔγινε αὐτοπροσώπως, δι’ Ἑαυτοῦ. Ὁ φιλάνθρωπος καί
ἀγαθός Θεός ἔστειλε τόν Υἱό του τόν Μονογενή, διότι μόνο
Αὐτός θά μποροῦσε πλέον νά καταργήσει τίς συνέπειες τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί νά ἰατρεύσει τήν ἀρρωστημένη
ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό τό γεγονός προεῖπαν οἱ προφῆτες. Κατά
τόν ἀββά Δωρόθεο ὁ Κύριός μας ἔγινε ἄνθρωπος γιά χάρη μας,
γιά νά ἰατρεύσει, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου, τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο, τήν ψυχή μέ τήν ψυχή, τό σῶμα
μέ τό σῶμα. Ὁ Κύριος, λέγει, ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία. «Ὁ
Χριστός πῆρε τήν ἴδια τήν οὐσία μας, τήν ἀπαρχή τοῦ φυράματός
μας, καί ἔγινε νέος Ἀδάμ. Κοντολογίς, κατά τόν ἀββά Δωρόθεο,
ὁ σκοπός τοῦ Δεσπότη μας Χριστοῦ εἶναι νά μᾶς διδάξει πῶς
φτάσαμε σ’ ὅλες αὐτές τίς ἁμαρτίες καί γιά ποιά αἰτία πέσαμε
στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ»164.
Συνεχίζοντας ἐπαναλαμβάνει μία γνωστή θέση τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δημιουργός καί
ἀναδημιουργός, ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. «Ἦλθεν
οὖν ὁ Κύριος ἡμῶν, γενόμενος δι ἡμᾶς ἄνθρωπος ἵνα, ὡς λέγει ὁ

163 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις πρός Θαλάσσιον, PG 90, 621.
164
ΕκΓ, σ. 44.
75

ἅγιος Γρηγόριος165, τῷ ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἰάσηται, τῇ ψυχῇ τήν


ψυχήν, τῇ σαρκί τήν σάρκα. Πάντα γάρ γίνεται ἐκτός ἁμαρτίας
ἄνθρωπος».
Ἡ ἀληθινή Χριστολογία μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή
ἀνθρωπολογία. Ὅτι ἔκανε ὁ Χριστός ἀφορᾶ ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα. Ὁ Λόγος παρέλαβε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση
ἐπειδή αὐτό πού δέν προσλαμβάνεται δέν θεραπεύεται. Κατά
τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο: «τό ἀπρόσβλητον καί
ἀθεράπευτον»166. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀββάς Δωρόθεος «Αὐτήν
τήν οὐσίαν ἡμῶν ἔλαβεν, τήν ἀπαρχήν αὐτοῦ τοῦ φυράματος
ἡμῶν, καί γίνεται νέος Ἀδάμ κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν»167.
Ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
Λέγοντας ὁ ἀββάς Δωρόθεος «αὐτήν τήν οὐσίαν ἡμῶν ἔλαβεν»,
ἐννοεῖ ὅτι ἡ θεία φύση ἑνώθηκε καθ’ ὑπόσταση μέ τήν
ἀνθρώπινη. Ὁ Λόγος ἔλαβε τήν οὐσίαν ἡμῶν, δηλαδή τήν
ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι προφανές ὅτι θέλει νά τονίσει τήν
ὁμοουσιότητα τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, πού συνιστᾶ ὅρο
ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας. Αὐτή θεμελιώνεται καί
προκύπτει ὡς ἄμεση συνέπεια ἀπό τήν «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση
τῶν δύο φύσεων τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη καί αὐτή εἶναι
τέλεια καί πλήρης ἕνωση. Γιά τούς Ἕλληνες Πατέρες εἶναι
ἀπολύτως ξεκάθαρο ὅτι δέν μποροῦσε ἕνας ψιλός ἄνθρωπος νά
μᾶς σώσει. Οὔτε ὁ Θεός μᾶς σώζει μέ κάτι ὑπεράνθρωπο. Ὁ
Χριστός εἶναι καθ’ ὅλα τέλειος ἄνθρωπος, πλήν τῆς ἁμαρτίας.
Καί ἐπειδή ἡ ἐνανθρώπιση εἶναι ἀναδημιουργία, ὁ ἀββάς

165 Πρβλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Κατά Ἰουλιανοῦ καί κατά Ἑλλήνων στηλιτευτικός Α΄, PG
36, 633C.
166
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐπιστολή 101, Πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον κατά Ἀπολιναρίου,
PG 37, 181.
167 ΑΔ, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 78, PG 88, 1621B.
76

Δωρόθεος ἀποκαλεῖ τόν Χριστό νέο Ἀδάμ, δανειζόμενος τήν


φράση τοῦ Ἀπ Παύλου: «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν168».
Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου ἀρχίζει ἕνα νέο στάδιο τῆς
δημιουργίας. Πρόκειται γιά ἀναδημιουργία. Ἡ ἐνανθρώπιση
σημαίνει τήν κατάργηση τοῦ θανάτου ἀλλά καί τή δυνατότητα
θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ὑπῆρχε στό βαθμό αὐτό στή ζωή
τῶν Πρωτοπλάστων. Ἡ εὐεργεσία πρός τό γένος μας εἶναι
τεράστια.
Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐξαφανίζεται ἡ διάσπαση τῆς
ἀνθρώπινης φύσης ἡ ὁποία βρίσκει ξανά τήν ἑνότητά της. Ἐπί
πλέον στόν Χριστό ἀποκαλύπτεται ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος. Τό
πρότυπο τοῦ νέου άνθρώπου δέν εἶναι κάτι ἄλλο ἤ κάποιος
ἄλλος, ἀλλά εἶναι πλέον ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια, δηλαδή ὁ ἴδιος
ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες ταυτίζουν τόν
ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό
σημαίνει ὄχι μέ κάποια ἀόριστη ἀναφορά σέ κάποια
πνευματικότητα ἀλλά στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὅσον ἀφορᾶ στό Χριστό ὡς νέο Ἀδάμ, πρέπει νά
ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ χριστολογική διδασκαλία δέν μπορεῖ νά
διαφέρει μέ τήν περί ἀνθρώπου διδασκαλία. Ἡ δημιουργία τοῦ
ἀνθρώπου καί τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας δέν εἶναι
ἀπομονωμένα γεγονότα. Εἶναι ἕνα καί τό αὐτό ἑνιαῖο μυστήριο.
Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού δρᾶ ὡς δημιουργός καί ὁ ἴδιος πού μᾶς
ἀποκαλύπτεται ὡς ἀναδημιουργός. Εἶναι ἕνα μεγάλο πλήν
ἑνιαῖο μυστήριο. Τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀρχίζει μέ
τήν Δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζεται σέ
ὅλα τά στάδια τῆς βιβλικῆς ἱστορίας καί ὁλοκληρώνεται στά
ἔσχατα.

168 Κολ. 3, 10.


77

Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς δημιουργοῦ καί


ἀναδημιουργοῦ, ὡς ἄσαρκου καί ἔνσαρκου Λόγου, ἑνώνει τήν
Παλαιά Διαθήκη μέ τήν Νέα. Τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης
ἑρμηνεύουν τά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς μέ τούς τύπους καί
προεικονίσεις. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀναδεικνύει τήν ἑνότητα τῆς
Παλαιᾶς μέ τήν Καινή Διαθήκη. Γράφει σχετικά γιά τήν Παλαιά
Διαθήκη καί τό Νόμο: «Τότε λοιπόν ὁ ἀγαθός Θεός ἐλεήσας τό
πλάσμα αὐτοῦ, ἔδωκε τόν γραπτόν νόμον διά τοῦ Μωϋσέως, ἐν
ὧ τά μέν ἀπηγόρευσεν, τά δέ διηγόρευσεν, οἷον τι λέγω∙ Τόδε
ποιήσατε, τόδε μή ποιήσατε... Εἰπών γάρ ὅτι∙ ἀγαπήσεις Κύριον
τόν Θεόν σου, ἔδειξε ὅτι ὁ Θεός εἷς ἐστί καί εἷς Κύριος ἐστί»169. Καί
στίς δύο Διαθῆκες εἶναι ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός Θεός.
Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς
ζωῆς καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Δέν ὑπάρχει
ἁγιοπνευματική ζωή χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν.
Παράλληλα, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἁγιάζεται
καί προσελκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ: «ἡ παράδοση τῶν ἐντολῶν τοῦ
Θεοῦ στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο εἶναι κατά κάποιο τρόπο
φανέρωση τῆς θεότητάς Του πρίν ἀπό τήν σάρκωση. Γιατί οἱ
ἐντολές δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ἕνα νομικό κώδικα – πρός τόν
ὁποῖο ὅταν συμμορφωθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού δουλεύει στό «παρά
φύσιν» θά ἀμειφθεῖ μέ τή σωτηρία – σάν ἐξωτερική ἐπιβράβευση
τοῦ ἀγώνα του, ἀλλά ἀποτελοῦν «προβολή τῆς θείας
Αἰωνιότητας στό γήινο ἐπίπεδο». Γι’ αὐτό ὁδηγοῦν στήν
κάθαρση καί διά «τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» στή
«θεία μετουσία».
Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, κατά συνέπεια, δέν εἶναι ἕνα
εὐσεβιστικό καί ἠθικό κιγκλίδωμα πού καλεῖται νά ἀσφαλίζει τή

169 ΑΔ, σ. 76∙ PG 88, 1620B.


78

ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συμμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου πρός τίς


ἐντολές τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀγωγός τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ
ἀνθρώπου. Ἀκόμα καί οἱ πιό ἀρνητικές στή μορφή τους ἐντολές,
μέ τήν τήρησή τους δέν μᾶς ὁδηγοῦν στή στειρότητα ἤ στό κενό,
ἀλλά στό φῶς καί στή δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ».170 Ὁ Νόμος
εἶναι παιδαγωγός δεδομένου ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν
ἄνθρωπο γίνεται κατά στάδια.
Μιά ἄλλη ἀπαραίτητη ἐπισήμανση εἶναι ὅτι τό κριτήριο τῆς
Πατερικῆς θεολογίας εἶναι πρωτίστως σωτηριολογικό. Γι’ αὐτό
οἱ Πατέρες στά συγγράμματά τους ἀρχίζουν τήν ἑρμηνεία τους
μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, τήν πτώση, τίς
συνέπειες τῆς πτώσης καί ἀκολούθως μέ τήν ἔνσαρκη
Οἰκονομία. Ἡ κατανόηση ὅλων αὐτῶν ὁδηγεῖ στήν κατανόηση
ὄχι μόνο τοῦ λόγου τῆς ἐνανθρώπισης ἀλλά καί τοῦ μεγέθους
καί τῆς ἀνυπολόγιστης σημασίας τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ
Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἀπομονώνεται ὁ Χριστός ἀπό τό
ἔργο Του.
Ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ νέου Ἀδάμ ἑρμηνεύει καί τόν
πρῶτο Ἀδάμ. Στό φῶς τῶν νέων γεγονότων τῆς ἔνσαρκης
οἰκονομίας ἑρμηνεύονται τά γεγονότα τῆς πτώσης καί τῆς
περιόδου τοῦ Νόμου. Ἔχουμε πλέον μία καινή πραγματικότητα:
τόν καινό ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο. Ἔχουμε τό γεγονός τῆς κατά χάρη
θέωσης πού δέν ὑπῆρχε στόν Παράδεισο. Στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, τοῦ νέου Ἀδάμ, καταλαβαίνουμε τόν Ἀδάμ171.

ΑΔ. σ. 76, ὑποσ. 7∙ Πρβλ. Ψαλμ. 118΄∙ Ἰωαν. 14, 15.


170

«Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη, εἶναι προφανές γιατί στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἐνανθρώπηση
171

τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἑρμηνεύεται ἁπλῶς ὡς ἐπανόρθωση καί ἀποκατάσταση ἀπό τήν
ἁμαρτία ἤ ὡς προσφορἀ λύτρου, ἀλλά ὡς ἀναδημιουργία, συνέχεια τῆς πρώτης
δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς φανέρωση τοῦ νέου Ἀδάμ, ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τή φθορά
καί τό θάνατο, ὡς ἀνακαίνιση, θέωση καί σωτηρία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου», Βασιλείου
Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου, σ. 83.
79

Ἡ κατάργηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου σέ συνδυασμό


μέ τή δυνατότητα τῆς κατά χάρη θέωσης εἶναι τό ἀποτέλεσμα
τῆς ἐνάρκωσης, τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ
Χριστοῦ. Σύμφωνα μέ τόν ἀββά Δωρόθεο τό μεγαλύτερο
μυστήριο, εἶναι ἡ ἀπολύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τό χέρι
τοῦ ἐχθροῦ172. Ὁ Χριστός, ὅπως παρατηρεῖ, ἀνέβηκε καί
σταύρωσε ἐπάνω στόν σταυρό του τήν ἁμαρτία, λόγῳ τῆς ὁποίας
βγήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο. Προκειμένου νά διασαφηνίσει τήν
ἑρμηνεία του, τόνισε ὅτι ὁ Χριστός τότε «αἰχμαλώτισε τήν
αἰχμαλωσία173». Μέ ἄλλα λόγια, στό ὕψος τοῦ ἁγίου καί
ζωοποιοῦ Σταυροῦ του, ὁ Χριστός μᾶς λύτρωσε μέ τό ἴδιο τό αἷμα
του, ἐνῶ αἰχμαλωτίζοντας τόν ἐχθρό μας τόν διάβολο, ἅρπαξε
τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου, δηλαδή ἐμᾶς. Ὁ ἐχθρός μας δέν
δύναται νά μᾶς τυραννεῖ πλέον, ἐκτός ἐάν ἐμεῖς ἐπιλέξουμε νά
ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἐπάνοδος στήν ἁμαρτία μᾶς ξανακάνει
δούλους καί ὑποταγμένους στόν ἐχθρό μας διάβολο.
Ὅ Χριστός μέ τό ἔργο Του «Ἀνανεοῖ γάρ τό κατά φύσιν καί
σώας πάλιν ποιεῖ τάς αἰσθήσεις ὡς ἐξ ἀρχῆς ἐγένοντο»174. Ὁ
ἀββάς Δωρόθεος ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά «μεταστοιχείωση», γιά
ὀντολογική μεταμόρφωση μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμιλεῖ
γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου.
Πρόκειται γιά μία δεύτερη φάση τῆς δημιουργίας καθώς175 «στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γίνεται πραγματικότητα ἡ ἀνακαίνιση καί
σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ταυτοχρόνως
Ἀνακαινιστής καί Σωτήρας∙ «Αὐτός (ὁ Χριστός) ἐστίν τό

172 Βλ. ΑΔ, ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά
τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, [SC 92, σ. 468-470], PG 88, 1828 BCD.
173 Ψαλμ. 67, 19∙ Ἐφ. 4, 8.

174 ΑΔ, ΙΣΤ΄Διδασκαλία.

175 Βασιλείου Τσίγκου, Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου, σ. 86.


80

εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας»176. Ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος


ἄνθρωπος ἔχει «πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς177»,
καί «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί
χάριν ἀντί χάριτος178».
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ σχέση Χριστολογίας καί
Σωτηριολογίας στό ἔργο τοῦ ἀββᾶ Δωρόθεου. Ὅπως συμβαίνει
σε ὅλους τούς Πατέρες τό κριτήριό του εἶναι σωτηριολογικό. Ἄν
δέν συνέβαινε αὐτό θά ἦταν εὔκολη ἡ ὀλίσθηση πρός τή
θεωρητική θεολογία ἤ ἀκόμη στήν προσπάθεια γιά τή
δημιουργία φιλοσοφικο-θεολογικοῦ συστήματος. Ὁ Θεός εἶναι
ἀγαθός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νόσος καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ
σωτηριῶδες. Ἡ πτώση θεραπεύεται μέ τήν ὑπερβολική ἔκχυση
ἀγάπης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του.
Τήν ἄρρηκτη ἑνότητα Χριστολογίας καί Σωτηριολογίας
ἀφήνει σαφῶς νά διαφανεῖ ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ὅταν στήν Α΄
Διδασκαλία του , Περί ἀποταγῆς, ἐκθέτει, μεταξύ τῶν ἄλλων
συνοπτικά, καί τή χριστολογική διδασκαλία του σέ συνάρτηση
μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος
Θεός, γράφει, γιά νά γιατρέψει τόν ἄνθρωπο, πού ἔπεσε μέ τό
προπατορικό ἁμάρτημα στό κράτος τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς
καί τοῦ θανάτου, ἔστειλε τόν μονογενή του Υἱό, πού ἔγινε
ἄνθρωπος γιά χάρη μας. Ἦλθε λοιπόν ὁ Κύριός μας καί πῆρε τήν
ἴδια τήν οὐσία μας, τήν ἀπαρχή τοῦ φυράματός μας, γινόμενος
τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ μᾶς χωρίς τήν ἁμαρτία, γιά νά
θεραπεύσει κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τό Θεολόγο «τῷ ὁμοίῳ τό

176
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Προσφωνητικός πρός βασιλίσσας, PG 76, 1328.
177 Κολοσ. 2, 9.
178 Ἰωάν. 1, 16.
81

ὅμοιον, τῆ ψυχῇ τήν ψυχήν, τῇ σαρκί τήν σάρκα179», καί


ἀπάλλαξε ἔτσι τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου180.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος παρά τή συνοπτική ἔκθεση τῆς
χριστολογικῆς διδασκαλίας του, εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι
ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήσει αὐτολεξεί τή χριστολογική
ὁρολογία τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας (451), ὡστόσο τονίζει
σαφῶς τόσο τήν τελειότητα ὅσο καί τήν ὁμοουσιότητα τῆς
ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μέ τήν δική μας φύση, χωρίς
μάλιστα τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, πράγματα πού ἀποτελοῦν
βασικά δογματικά σημεῖα τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνας181.
Ἡ ἀπουσία χαλκηδονίων δογματικῶν διατυπώσεων ἀπό
τόν ἀββά Δωρόθεο καί τόν ἀββά Βαρσανούφιο δημιούργησε στό
παρελθόν τήν ἐντύπωση ὅτι οἱ ἐν λόγῳ Πατέρες ἦταν
μονοφυσίτες ἤ φίλα προσκείμενοι στόν μονοφυσιτισμό. Τήν
ἄποψη αὐτή, ἡ ὁποία ἐνισχύθηκε ἐπειδή ὁ ἅγιος Σωφρόνιος
Ἱεροσολύμων ἐντάσσει στό λεγόμενο «Δεκακέρατον» μεταξύ
ἄλλων καί κάποιους ὁμωνύμους τους μονοφυσίτες182, ἀπέκρουσε
μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα ἀργότερα ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης183.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος καθώς καί οἱ ἄλλοι Γαζαῖοι Πατέρες,
ὅπως ἀναφέρθηκε, ἀποφεύγει τίς θεωρητικές δογματικές
ἀναπτύξεις λόγῳ τῆς προτεραιότητας πού ἔχει γι’ αὐτόν ἡ
πρακτική πνευματική ζωή. Στά ἔργα του κυριαρχοῦν βιβλικές
δογματικές παραστάσεις καί παραθέσεις. Ἐξ’ οὗ καί ἡ μή

179 Βλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα 9, PG 36, 633C.
180 Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλία Α΄, Περί ἀποταγῆς, 4, PG 88, 1621 A∙ [SC 92, σ.∙Α 152]∙ ΑΔ,
σ. 79 ἑξ. Πρβλ. Καί τοῦ ίδίου, Διδασκαλία ΙΣΤ΄, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
ψαλλομένων μετά τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα 170, PG 88, 1825BC∙ σ. 464 ἑξ.∙ ΑΔ, σ. 368.
181 Βλ. γιά τόν ὅρο τῆς συνόδου, Mansi VII, 116.

182 Βλ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Ἐπιστολή Συνοδική, Πρός Σέργιον Πατριάρχην


Κωνσταντινουπόλεως, PG 87, 3192C, 3193C.
183 Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τομ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 396.
82

χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνος κατά λέξει. Αὐτό


ἐξηγεῖται καθώς «Ἡ χρήση χαλκηδονίων δογματικῶν
διατυπώσεων τήν ἐποχή αὐτή πού ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας
βρισκόταν στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος, θά
τούς ἐνέπλεκε ὁπωσδήποτε σέ δογματικές συζητήσεις καί
ἀντιπαραθέσεις, πράγμα πού ἐπιθυμοῦσαν διακαῶς νά
ἀποφύγουν»184.
Ἕνας ἄλλος λόγος πού ἀποσιωπᾶται ὁ ὅρος τῆς
Χαλκηδόνας ἀπό τούς Γαζαίους Πατέρες, εἶναι καί ἡ
ἀποκλειστική προσήλωσή τους στήν πίστη τῆς Νίκαιας. Τό
νικαιϊκό σύμβολο ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη βαπτισματική
ὁμολογία πού ἀκολουθοῦσε τόν πιστό ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Εἶναι
χαρακτηριστικές οἱ συμβουλές τῶν ἁγίων Βαρσανουφίου καί
Ἰωάννου στούς ἀποστολεῖς τῶν σχετικῶν ἐρωτήσεων νά
ἀπέχουν ἀπό δογματικές συζητήσεις καί νά πιστεύουν σύμφωνα
μέ τήν πίστη τῶν Πατέρων τῆς Νίκαιας, στήν ὁποία
βαπτίσθηκαν καί τήν ὁποία παρέλαβαν ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά
τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος185.
Παρόμοια στάση τηροῦν πάνω στό θέμα αὐτό καί οἱ ἴδιοι οἱ
Πατέρες τῆς Χαλκηδόνας. Στό Codex Encyclius, πού
περιλαμβάνει τίς γραπτές ἀπαντήσεις τους στό ἐρώτημα τοῦ
αὐτοκράτορα Λέοντα Α΄ σχετικά μέ τή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας,
θεωροῦν τό σύμβολο τῆς Νίκαιας ὡς τό δογματικό θεμέλιο τοῦ
Ὅρου πού συνέταξαν186. Ὅλες τίς ἄλλες συνόδους τίς θεωροῦν

184
Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί Πνευματικότητα, σ. 197.
185
Βλ. Ἀπόκρισις 59, ΒΙ, τομ. Α΄ , σελ. 158 καί Ἀπόκρισις 695, ΒΙ, τομ. Γ΄, σ. 312.
186 «Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι στόν Codex Encyclius ἐκτός ἀπό τόν

Ἀμφιλόχιο Σίδης συμφωνοῦν μέ τό δογματικό περιεχόμενο τοῦ Ὅρου, ἐντούτοις μόνο


ἐλάχιστοι ἐπιχειροῦν νά ὑπογραμμίσουν τό καινούριο βῆμα πού σημειώθηκε ἀπό
ἱστορικοδογματική καί ὁρολογική ἄποψη στή Χαλκηδόνα. Οἱ περισσότεροι, μεταξύ τῶν
ὁποίων καί ὁ Βασίλειος Σελευκείας, γιά λόγους καθαρά ποιμαντικούς ἀρκοῦνται νά
ὑπογραμμίσουν τήν πρωταρχική σημασία τοῦ συμβόλου τῆς Νίκαιας, πού ἦταν ἄλλωστε
83

ὡς ἔχουσες άποκλειστικό σκοπό τήν ἑρμηνεία καί διαφύλαξη τῆς


πίστης τῆς Νίκαιας μπροστά στίς αἱρέσεις πού κατά καιρούς
ἐμφανίστηκαν187.
Σημαντικό ρόλο παίζει στή θεολογία τῶν Γαζαίων
Πατέρων τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὡστόσο πρέπει νά
διευκρινισθεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά χριστομονισμό ἀλλά γιά
χριστοκεντρισμό τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς τους. Θεωροῦν τή
μοναχική πολιτεία ὡς συμμετοχή στά πάθη καί τούς ὀνειδισμούς
τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο ὁ Θεός εἶναι αἰτία τῶν
πάντων καί πάντα ὅσα ποιεῖ εἶναι καλά, ἀκόμη κι ἄν αὐτό δέν
εἶναι ὁρατό ἐκ πρώτης ὄψεως. «Καλόν ἐστίν, ἀδελφοί, καθώς ἀεί
λέγω ὑμῖν, ἕκαστον πρᾶγμα ἐπί τόν Θεόν ἀνάγειν καί λέγειν καί
οὐδέν ἐκτός τοῦ Θεοῦ γίνεται∙ ἀλλά πάντως οὕτως οἶδεν ὁ Θεός
ὅτι καλόν ἐστί καί συμφέρον, καί οὕτως ἐποίησε»188.
Ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ἡ ἐργασία τῆς ταπείνωσης, καί ἡ
ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Κυρίου ὁδηγοῦν τούς μοναχούς
στήν ἀμεριμνησία. Αὐτή ἡ ἔλλειψη μέριμνας εἶναι ἐξαιρετικά
ὠφέλιμη στήν πνευματική ζωή. Ἀναφερόμενοι σέ ὅλους τούς
Γαζαίους Πατέρες μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι αὐτοί γενικά
ὑπογραμμίζουν ὅτι χρειάζεται νά καταφεύγουμε στόν Κύριο
Χριστό, νά τρέχουμε καί νά τόν πιάσουμε189, ὡς δοῦλοι, μαθητές
καί μιμητές του. Συνάμα, γιά τήν ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς

καί τό βαπτισματικό σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἐποχή αὐτή. Ὅλες τίς ἄλλες συνόδους
μετά τή Νίκαια, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, τίς θεωροῦν ὅτι
εἶχαν ἕνα καί μοναδικό σκοπό∙ νά ἑρμηνεύσουν καί νά διαφυλάξουν ἀπαραχάρακτη τή
νικαϊκή πίστη ἀπό τίς ἐμφανισθεῖσες κατά καιρούς αἱρέσεις». Γεωργίου Μαρτζέλου, Ἡ
Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καί ἡ οἰκουμενική σημασία της, Ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 271.
187 Βλ. Ἡ Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καί ἡ οἰκουμενική σημασία της, σ. 270 κ. ἑξ.

188 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, σ. 288∙ PG 88, 1748A.
189 ΝΑ, Ἀπόκρισις 256, σ. 157∙ [SC 450, σ. 220].
84

τελείωσης πρέπει νά συμμετέχουμε στά πάθη του, προκειμένου


νά συνδοξασθοῦμε μαζί Του.
Συμπερασματικά, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «οἱ Γαζαῖοι
Πατέρες κυρίως θεωροῦν τήν ἀσκητική πνευματική ζωή ὡς
συμμετοχή στούς ὀνειδισμούς καί στά παθήματα τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ»190. Ἡ ἄσκηση βοηθᾶ στό φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν
κατανόηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος
πιστεύσει καί συνειδητοποιήσει τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ, μέ τίποτε ἄλλο δέν θέλει νά παρηγορηθεῖ παρά μόνο μέ
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ...Αὐτή εἶναι ἡ νέα κτίσις, ὅπου «οὐκ ἔνι
Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος,
ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»191
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀκολουθώντας τήν πνευματική
κατεύθυνση τῶν μεγάλων γερόντων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου
ἐμπλουτίζει τή διδασκαλία του μέ στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης
Ἀνθρωπολογίας, θέλοντας νά συνδέσει τή διδασκαλία του μέ τό
σύνολο σχεδόν τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας192.
Αὐτό καταδεικνύει ὅτι ἔχει πλήρη ἀντίληψη γιά τό ὀρθόδοξο
δόγμα καί οἱ ἀναφορές του σέ ἐπί μέρους ζητήματα τῆς
ἀσκητικῆς ζωῆς λαμβάνουν ὑπ’ ὄψη τήν ἀλληλεπίδραση καί
ἀλληλοπεριχώρηση τῶν πτυχῶν τῆς Δογματικῆς. Ἄλλωστε, ἡ
πρακτική ἀσκητική πνευματική ζωή πού ἀποτελεῖ τόν ἄξονα τῆς
δογματικῆς ἀντίληψής του εἶναι ἐφαρμογή τοῦ δόγματος στήν
πράξη. Τό δόγμα παράγει πολιτισμό.
Ἡ ἀσκητική πνευματική ζωή εἶναι κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη
τῆς Κλίμακας «κατάστασις τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων».

190 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 211.


191 Κολ. 3,11, Βλ. καί Ἀρχ. Δωροθέου Τζεβελέκα, Διηγήσομαι πάντα τά θαυμάσιά σου, ἐκδ.
Ἡσυχ. Ἁγίου Γεωργίου, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 155.
192 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 199.
85

«Μοναχός εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ἀφοσιωμένος μόνο στίς


ἐντολές καί στούς λόγους τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐφαρμόζει σέ κάθε
χρόνο καί τόπο καί πρᾶγμα193», συνεπῶς ἀκόμη καί ἡ
καθημερινότητα εἶναι ἡ ὀρθοδοξία σαρκωμένη. Περαιτέρω
παρατίθενται στοιχεῖα τῶν Διδασκαλιῶν τοῦ ἀββᾶ Δωρόθεου
στίς ἐπί μέρους πτυχές τῆς ὀρθόδοξης Δογματικῆς.
Ἡ ἐκλέπτυνση τῆς διανοίας τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἐξ αίτίας
τῆς ἄσκησης ἀλλά καί ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
φαίνεται σέ πολλές περιπτώσεις στό ἔργο του. Γιά παράδειγμα
στό ἑπόμενο χωρίο θεολογεῖ: «Καί αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν
ἐπιδημήσας πρός ἡμᾶς, ἀνθρώπου μορφήν ἀνέλαβε, σάρκα
ἀνθρώπου καί νοῦν ἀνθρώπου, καί οὕτως εἰπεῖν πάντα γίνεται
πλήν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπος, προσοικειωσάμενος διά τούτου
τόν ἄνθρωπον, οἷον εἰπεῖν ἰδιοποιησάμενος194». Ἐδῶ ἀναφέρει
ὅτι: «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὅταν σαρκώθηκε, πῆρε ἀνθρώπινη
μορφή, σάρκα ἀνθρώπου καί ψυχή ἀνθρώπου». Πρόκειται γιά
ἄρτια καί ὁλοκληρωμένη θέση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου γιά τό
χριστολογικό δόγμα. Μέ ὅσα ἀναφέρει ἀποφεύγει νά υἱοθετήσει
τίς αἱρετικές θέσεις τοῦ Ἀπολλιναρίου καί τοῦ Νεστορίου.195.
Σέ ἄλλη συνάφεια γράφει: «Ἡμεῖς μέν οὖν ἐσμεν ὁ νοῦς καί
ἡ ψυχή, ἡμέτερον τό σῶμα∙ τά δέ περί ἡμᾶς, κτήματα καί αἱ
λοιπαί ὕλαι»196. Ἐδῶ χρήζει ἑρμηνείας ἡ φράση197: «ὁ ἑαυτός μας
εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή». Εἶναι σκόπιμο, γιά νά κατανοηθεῖ
σωστά ἡ θέση αὐτή νά συσχετισθεῖ μέ ὅσα λέει ὁ ἀββάς

193Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Κλίμαξ», ἐκδ. Ἱερᾶς μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1991,
σ. 33.
194 ΑΔ. σ. 368∙ ΙΣΤ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινῶν ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων μετά

τρόπου εἰς τό Ἅγιον Πάσχα∙ PG 88, 1825BC.


195 Βλ. ΑΔ, σ. 368, ὑποσ. 5.

196 ΑΔ, σ. 382, ΙΖ΄ Διδασκαλία, Ἑρμηνεία τινων ρητῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ψαλλομένων εἰς

τούς μάρτυρας∙ PG 88 1833B.


197
Βλ. ΑΔ, σ. 382, ὑποσ. 8.
86

Δωρόθεος στό προηγούμενο χωρίο. Ἐκεῖ λέει: «Καί αὐτός δέ ὁ


Κύριος ἡμῶν ἐπιδημήσας πρός ἡμᾶς, ἀνθρώπου μορφήν
ἀνέλαβε, σάρκα ἀνθρώπου καί νοῦν ἀνθρώπου, καί ἁπλῶς
εἰπεῖν πάντα γίνεται, πλήν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπος». Τώρα
τονίζει «Ἄλλο γάρ ἐσμέν ἡμεῖς, καθώς λέει ὁ ἅγιος Βασίλειος, καί
ἄλλα τά ἡμέτερα καί ἄλλα τά περί ἡμᾶς...».
Μέ τίς θέσεις αὐτές θίγεται τό καίριο ἀνθρωπογνωστικό
πρόβλημα. Ἡ ὀντολογική ἔρευνα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ
σημαντική γιά τήν ἀνθρωπογνωσία. Βέβαια, στό πρῶτο χωρίο ὁ
ἅγιος Δωρόθεος ἀναπτύσει ὀρθόδοξα τό χριστολογικό δόγμα καί
διδάσκει μέ σαφήνεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσέλαβε σέ
ἀναμφισβήτητη πληρότητα ὅλον τόν ἄνθρωπο, τή σάρκα τοῦ
ἀνθρώπου, τήν ψυχή καί τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου «καί ἁπλῶς
πάντα τά ἀνθρώπινα –πλήν τῆς ἁμαρτίας» - σάν στοιχεῖα τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως.
Ἡ σχέση Χριστολογίας-Ἀνθρωπολογίας εἶναι εὔλογη. Ὁ
ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τῆς αὐθεντικῆς Εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή
τοῦ Χριστοῦ, ἑρμηνεύεται μόνο μέσῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Θεοῦ Λόγου. Ἄν θέλαμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν λέξη
«ἀρχέτυπο» γιά τόν ἄνθρωπο θά ἔπρεπε νά ὁρίσουμε γι’ αὐτόν
τόν ὅρο τόν Χριστό.
Ἔχει γραφεῖ χαρακτηριστικά ὅτι διά τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν τριαδικό
Θεό, ἀλλά φανερώνεται καί ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν ἀληθινό,
τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο. Ἄμεση συνέπεια τούτου εἶναι ὅτι ἡ
ὀρθόδοξη περί ἀνθρώπου διδασκαλία πρέπει ἀπαραιτήτως νά
βασισθεῖ στόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα τοῦ θεανθρώπινου
προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Στήν προκειμένη περίπτωση ἡ ἀληθινή
87

γνώση περί Θεοῦ («Θεογνωσία») ὁδηγεῖ σέ ἀληθινή γνώση περί


ἀνθρώπου «ἀνθρωπογνωσία»198.

4) Ἐκκλησιολιογικές θέσεις

Οἱ ἐκκλησιολογικές ἀναφορές τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου


παρουσιάζουν, ἐπίσης ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἡ κατά κάποιο
τρόπο Ἐκκλησιολογία του, καθώς καί τῶν ἄλλων Γαζαίων
Πατέρων, ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προέκταση τῆς διδασκαλίας τους
γιά τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ199. Ὁ Χριστός «Ἐκκλησίας
σῶμα ἀνέλαβε»200. Δέν μποροῦμε νά χωρίσουμε τήν Ἐκκλησία
ἀπό τόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἦταν καί παραμένει ἡ κεφαλή τῆς
Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ἡ διδασκαλία περί Χριστοῦ εἶναι καί
διδασκαλία περί Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε
χωρισμένη Ἐκκλησιολογία ἀπό τή Χριστολογία. Ὁ ἄξονας καί τό
κλειδί ὅλων εἶναι ὁ Χριστός. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Στίς Διδασκαλίες τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου τονίζεται ἡ αἴσθηση
ὅτι οἱ μοναχοί σάν μέλη τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας εἶναι καί
μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀββάς ὑπενθυμίζει τούς
λόγους τοῦ Ἀπoστόλου Παύλου «ἀλλήλων μέλη ἐσμέν201» καί
καταλήγει λέγοντας ὅτι «ὅσον γάρ ἑνοῦται τις τῷ πλησίον,
ἑνοῦται τῷ Θεῷ202». Ἐάν κάποιος πρῶτα δέν ἀγαπᾶ κάθε
ἄνθρωπο μέ ἀνιδιοτέλεια εἶναι ἀδιανόητη ἡ σκέψη γιά

198 Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ
ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, σ. 89.
199 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 202.

200
Ἰωαννου Χρυσοστόμου, Πρό τῆς ἐξορίας, PG 52, 459.
201 Ρωμ. 12, 5.

202 ΑΔ, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, σ. 200∙ PG 88, 16593C.
88

προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο,


ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό
εἶναι ψεύτης203. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀναφέρεται στό γνωστό
περιστατικό τοῦ Γεροντικοῦ, τῆς ζωῆς τοῦ ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, πού
ὅταν τοῦ ζήτησαν οἱ ἀδελφοί νά δεῖ τό κελλί ἕνός μοναχοῦ πού
ἔκρυβε μία γυναίκα αὐτός τήν ἔκρυψε μέσα σέ ἕνα πιθάρι καί
κάθησε πάνω του καί ἔτσι δέν καταισχύνθηκε ὁ μοναχός.
Ἀπεναντίας κατανύχθηκε καί ἦλθε σέ συναίσθηση.
Σέ ἄλλη συνάφεια ἀναφερόμενος στή φιλαδελφία πού
εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐκκλησιολογικῆς συναίσθησης ὅτι εἴμαστε
«μέλη ἐκ μέλους» γράφει: «Ἄς ἀποκτήσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς
ἀγάπη, ἄς ἀποκτήσουμε εὐσπλαχνία γιά τόν πλησίον. Καί ἔτσι
θά ἀποφεύγουμε νά καταλαλοῦμε, νά κατακρίνουμε, νά
ἐξουδενώνουμε τούς ἄλλους. Ἄς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον
σάν νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἴδιου σώματος. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού,
ἐπειδή ἔχει μία πληγή στό χέρι του ἤ στό πόδι του ἤ σέ κάποιο
ἄλλο μέλος τοῦ σώματός του, σιχαίνεται τόν ἑαυτό του ἤ κόβει
τό μέλος του καί ἄν ἀκόμα σαπίσει, καί δέν προσπαθεῖ μᾶλλον
νά τό καθαρίσει, νά τό πλύνει , νά βάλει ἔμπλαστρα, νά τό
σταυρώσει, νά τό ραντίσει μέ ἁγιασμό, νά προσευχηθεῖ, νά
παρακαλέσει τούς ἁγίους νά μεσιτέψουν γι’ αὐτόν, ὅπως
ἀκριβῶς ἔλεγε ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς204; Μέ ἄλλα λόγια δέν
ἐγκαταλείπει, δέν σιχαίνεται τό μέλος του, οὔτε τήν βρωμιά του,
ἀλλά κάνει ὅλα ὅσα μπορεῖ γιά να τό γιατρέψει; Ἔτσι ἔχουμε καί
ἐμεῖς χρέος νά ὑποφέρουμε μ’ ὅσους ὑποφέρουν, νά τούς
συμπαραστεκόμαστε, ὅσο μποροῦμε- καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί μέ τή
βοήθεια ἄλλων πιό δυνατῶν στήν πνευματική ζωή – καί νά

203 «Ἐάν τις εἴπη ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῆ, φεύστης ἐστίν», Α΄ Ἰωάν. 4,
20.
204 Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Διαλογισμοί, PG 78, 1693A.
89

ἐπινοοῦμε καί νά μεταχειριζόμαστε ὅλα τά μέσα, γιά νά


βοηθήσουμε καί τούς ἑαυτούς μας καί τούς ἀδελφούς μας, ἀφοῦ
«μέλη γάρ ἐσμέν ἀλλήλων».
Ἡ ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ὄν καί ἡ
σωτηρία του εἶναι συνυφασμένη μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ205 γιά τή
σωτηρία τοῦ κόσμου εἶναι διάχυτη στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Ἡ ἀδιάκριτη ὑπακοή του στούς Γέροντές του, ἡ θυσιαστική του
ἀγάπη κατά τή διακονία του στό νοσοκομεῖο τῆς μονῆς Σερίδου
καί στό ξενώνα, ἀκόμη καί ἡ ἀγαπητική του διάθεση πρός τούς
μοναχούς του πού διαφαίνεται στά ἔργα του, μαρτυροῦν τή
χριστοποίησή του.
Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες παραπέμποντας στή
θεολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ Xριστός μέ τό σωτηριῶδες
ἔργο του μᾶς ἕνωσε μεταξύ μας, κάνοντάς μας ὅλους ἀδελφούς,
μέλη τοῦ σώματός Του καί μέλη ἀλλήλων μέ τήν ἔνταξή μας
στήν Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς γιά τό λόγο αὐτό ἡ στάση μας ἔναντι
τοῦ ἀδελφοῦ μας δέν νοεῖται, χωρίς νά λαμβάνουμε σοβαρά
ὑπόψη τό γεγονός ὅτι ὁ ἀδελφός μας ἀποτελεῖ μέλος τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια «ἡ ἀγάπη πρός τόν
πλησίον, ὅταν αὐτός μάλιστα εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφός μας, δέν
εἶναι ἁπλῶς μία συναισθηματική κατάσταση, ἀλλά ἔκφραση
μιᾶς ὀντολογικῆς σχέσης μαζί του πού ὑπαγορεύεται ἀπό τήν
κοινή ἐκκλησιολογική μας ἰδιότητα. Στά πλαίσια μιᾶς τέτοιας
ἐκκλησιολογικῆς θεώρησης τοῦ πλησίον δέν ἔχει θέση ὁ
ἀτομισμός καί ἡ ἰδιοτέλεια. Ἀκόμη καί ὁ σωτηριολογικός
ἀτομισμός εἶναι ἀδιανόητος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιατί δέν

205 «Θεοῦ γάρ ἐσμέν συνεργοί», Α΄Κορ. 3, 9.


90

σωζόμαστε ὡς ἄτομα, ἀλλά ὡς ἀδελφοί καί μέλη τοῦ σώματος


τοῦ Χριστοῦ»206.
Σέ μία ἄλλη συνάφεια ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀπευθυνόμενος
πρός τούς προεστούς τῶν μοναστηριῶν μέ ἀγάπη συμβουλεύει
τήν ἄσκηση ἐλέγχου μέ εὐσπλαχνία πρός τούς ἀδελφούς πού
ὑποπίπτουν σέ παράπτωμα. Ἡ ποιμαντική του στηρίζεται στήν
ἀγάπη καί τήν ἀναγνώριση τῆς ἀξίας κάθε ἀνθρώπου ὡς
εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερή ἡ ἀνθρωπολογική του θεώρηση
γιά κάθε πρόσωπο ἀλλά καί ἡ ταπείνωσή του ἀκόμη καί ὡς
ἡγουμένου. Ὁ ἴδιος πατήρ ἀναφέρει σχετικά σέ ἐπιστολή του
πρός τούς προεστῶτες μοναχούς ὅτι ὅταν γίνονται σφάλματα,
νά μήν ἐκφράζουν ἔντονη ἀγανάκτηση, ἀλλά νά ὑποδεικνύουν
ἥρεμα τή βλάβη πού προέκυψε ἀπό τό λάθος πού ἔγινε. Ἀκόμη
καί ἄν χρειαστεῖ νά ἐπιτιμήσουν κάποιον, ν’ ἀναζητοῦν τήν
κατάλληλη στιγμή. Καί συνεχίζει νουθετώντας μέ διάκριση καί
ἀγάπη: «Νά μήν παρατηρεῖς μέ ἄκαμπτη αὐστηρότητα τά μικρά
σφάλματα, σάν νά εἶσαι ὁ ἴδιος τέλειος, οὔτε συνέχεια νά
ἐλέγχεις. Μή δίνεις ἐντολές μέ τρόπο προστακτικό, ἀλλά μέ
ταπείνωση, σάν νά μελετᾶτε μαζί μέ τόν ἀδελφό τό θέμα. Γιατί
ὁ λόγος πού ἔχει αὐτή τή βάση γίνεται προτρεπτικός καί ὄχι
ἐπιτακτικός καί πείθει καί ἀναπαύει περισσότερο τόν
πλησίον207».
Σέ ἄλλη περίπτωση, ὅπου ὁ ὑποτακτικός ἀντιλέγει, ξανά
συμβουλεύει μετριοπάθεια, ἐπειδή ὁ ὑποπέσας σέ παράπτωμα
εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι
ἡ ποιμαντική του στηρίζεται στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας καί

Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 202-203.


206

ΑΔ, σ. 398, Ἐπιστολή Β΄, πρός τούς ἐν τῷ μοναστηρίῳ ἐπιστάτας καί μαθητάς. Πῶς δεῖ
207

ἐπιστατεῖν ἀδελφῶν καί πῶς τοῖς ἐπιστατοῦσιν ὑποτάσσεσθαι, PG 88, 1880D.


91

στό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ βλέπει τόν Χριστό, ὡς «εἰκόνα Θεοῦ».


Ἀναφέρει σχετικά: «Ἐν καιρῷ δέ ταραχῆς ἀδελφοῦ σοι
ἀνθισταμένου, φύλαξον τήν γλῶσσαν σου, μή λαλῆσαί τι τό
σύνολον ἐν ὀργῇ, καί μή ἐάσης τήν καρδίαν σου ἐπαρθῆναι κατ’
αὐτοῦ, ἀλλά μνήσθητι ὅτι ἀδελφός ἐστίν καί μέλος ἐν Χριστῷ καί
εἰκών Θεοῦ ἐπηρεαζομένη ὑπό τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ ἡμῶν, καί
σπλαχνίσθητι ἐπ’ αὐτῇ, μή πως αἰχμαλωτίσας αὐτήν ὁ διάβολος
ἀπό τῆς πληγῆς τοῦ θυμοῦ, θανατώσῃ εἰς μνησικακίαν καί
ἀπολεῖται ψυχή ἐξ ἀπροσεξίας ἡμῶν ὑπέρ ἧς Χριστός
ἀπέθανε208».
Ἡ βαθειά ἐκκλησιολογική συνείδηση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου
φαίνεται καί στή σημασία πού ἀποδίδει στό μυστήριο τοῦ
βαπτίσματος. Τό βάπτισμα εἶναι ἕνα ὁρατό σημεῖο τῆς εἰσόδου
τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ. Στή ζωή της καί κυρίως στά ἱερά μυστήρια γίνεται
πράξη ἡ ἀκριβής συνάφεια τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ μέ τόν κτιστό
ἄνθρωπο: «Ἔδωκεν γάρ ἡμῖν ἐξουσίαν, καθώς εἶπε, πατεῖν
ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ
ἐχθροῦ, καθαρίσας ἀπό πάσης ἁμαρτίας διά τοῦ ἁγίου
βαπτίσματος. Πᾶσαν γάρ ἁμαρτίαν συγχωρεῖ τό ἅγιον βάπτισμα
καί ἐξαλείφει»209.

5 ) Περί ἐσχάτων καί ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος

Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, πιστός στήν παράδοση πού


καθιέρωσαν ὁ Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος καί ὁ ἀββάς Ἰωάννης

208 Βλ. ΑΔ, σ. 400, Ἐπιστολή Β΄, πρός τούς ἐν τῶ μοναστηρίῳ ἐπιστάτας καί μαθητάς. Πῶς δεῖ
ἐπιστατεῖν ἀδελφῶν καί πῶς τοῖς ἐπιστατοῦσιν ὑποτάσσεσθαι, PG 88, 1801A.
209 ΑΔ, σ. 80, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1621C.
92

ὁ Προφήτης γιά δογματικά ζητήματα, δέν ἀναλύεται σέ


δογματικές ἀναλύσεις γιά θέματα πού ἀφοροῦν τά ἔσχατα καί
τή ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἐνῶ στό ἔργο του ὑπάρχει διάχυτη
ἡ παρουσία τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ φόβου τῆς κολάσεως
ἀποφεύγει νά παραθέσει δογματικές θέσεις γιά τά ἔσχατα. Εἶναι
βέβαιο ὅτι οἱ Γαζαῖοι Γέροντές του εἶχαν δεχθεῖ ἐρωτήσεις
ἐσχατολογικοῦ τύπου ἀπό ἐρωτῶντες μοναχούς οἱ ὁποῖοι εἶχαν
σκανδαλισθεῖ ἀπό τίς κακόδοξες ἐσχατολογικές ἀντιλήψεις τοῦ
Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου σχετικά μέ τό τέλος τῆς κολάσεως
καί τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων210.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὡς κομιστής τῶν ἐρωταποκρίσεων τῶν
Γερόντων καί συντάκτης τῆς Βίβλου Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου
γνώριζε τά ἐν λόγῳ θέματα. Ἀπό ὅσα μποροῦμε νά
συμπεράνουμε οἱ μέν Γέροντες ἀπήντησαν στά ζητήματα αὐτά
ἐπαρκῶς παρότι ἀπέφευγαν τήν ἐνασχόληση μέ παρόμοιου
εἴδους θέματα, ὁ δέ ἀββάς Δωρόθεος ἀσχολεῖται στίς
Διδασκαλίες του κατ’ ἐξοχήν μέ τό ζήτημα τῆς αἰωνιότητος τῆς
Κολάσεως. Τά κυρίαρχα δογματικά ἐσχατολογικά ζητήματα τῆς
ἐποχῆς του ἦταν τρία: α) ἡ φύση τοῦ ἀναστημένου σώματος, β)
τό νόημα τῆς ἐσχατολογικῆς ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα
καί γ) ἡ αἰωνιότητα τῆς κολάσεως.
Ἀπό τά ἄλλα θέματα στή διδασκαλία τῶν Γαζαίων
Πατέρων κυριαρχοῦν οἱ θέσεις γιά τήν αἰωνιότητα τῆς
κολάσεως. Σύμφωνα με τούς Γαζαίους Πατέρες οἱ διδασκαλίες
τοῦ Ὠριγένους καί τοῦ Εὐαγρίου σχετικά μέ τό τέλος τῆς
κολάσεως καί τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων δέν εἶναι ἁπλῶς
«μωρολογίες», ἀλλά εἶναι δαιμονικές211. Τό βιβλικό χωρίο πού

210 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 206-209.


211 Βλ. Ἀπόκρισις 607, ΝΑ, σ. 291 κ. ἑξ. ∙ ΒΙ, τομ. Γ΄, σ. 176
93

στηρίζουν τίς κακοδοξίες τους ὅσοι δέχονται τίς διδασκαλίες


αὐτές εἶναι τό Ματθ. 5, 26: «οὐ μή ἐξέλθει ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷ
τόν ἔσχατον κοδράντην». Κατά τόν ἅγιο Βαρσανούφιο τό
παραπάνω δέν σημαίνει τό τέλος τῆς κολάσεως ἀλλά ἀντιθέτως
τήν αἰωνιότητά της. «Κι αὐτό γιατί στήν Κόλαση δέν θά ἔχουν
τήν δυνατότητητα νά ξεπληρώσουν ἔστω καί κάτι ἀπό τό χρέος
πού ὀφείλουν. Ὅπως, ὅταν ριχτεῖ στή φυλακή ἕνας φτωχός
χρεώστης καί δώσει ἐντολή ὁ ἄρχοντας νά μή βγεῖ ἀπό κεῖ,
μέχρις ὅτου ξεπληρώσει τό χρέος του, γιά νά βγεῖ ἀπό τή
φυλακή, ἔτσι θά συμβεῖ μέ τούς κολασμένους. Κανένας δέν θά
μπορεῖ νά βελτιώσει τή θέση του μέσα στήν Κόλαση. Ἄν κάποιος
ἔχει κάτι εἴτε καλό, εἴτε κακό, εἴτε εὐχάριστο, τό ἔχει ἀπό αὐτή
τή ζωή∙ δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά τό ἀποκτήσει στήν ἄλλη»212.
Τήν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως ἐπισημαίνει ἐπίσης καί ὁ ἅγ.
Δωρόθεος, περιγράφοντας μάλιστα μέ τρόπο ἐντυπωσιακό τά
φοβερά βασανιστήρια καί τήν ἀτελεύτητη ὀδύνη πού θά ὑποστεῖ
ἡ ἐμπαθής ψυχή στήν Κόλαση.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος μέ ἔμφαση τονίζει τήν αἰωνιότητα καί
σφοδρότητα τῆς Κόλασης. Καί προσθέτει ὅτι ἡ θλιβομένη
ἐμπαθής ψυχή διά παντός βασανίζεται ἀπό τήν ἴδια τήν καχεξία
της213. Μάλιστα, ὁ ἴδιος σημειώνει, τά ἀνθρώπινα σώματα στήν
Κόλαση, μολονότι θά καίγονται καί θά βασανίζονται τόσο πολύ,
δέν θά καταλυθοῦν ποτέ214. Ἡ φύση τῆς κολάσεως κατ’ αὐτόν
συνίσταται οὐσιαστικά στό ὅτι ἡ ψυχή θά βασανίζεται αἰώνια
λόγω τῆς ἰδίας «κακοεξίας», ὅπως λέει, ἔχοντας διαρκῶς τήν
πικρή ἀνάμνηση καί τήν ὀδυνηρή μελέτη τῶν παθῶν πού θά τήν
καῖνε καί θά τήν καταφλέγουν ἀδιάκοπα. Κι’ αὐτό γιατί, τίποτε

212 Γεωργίου Μαρτζέλου, Θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 208.


213 Βλ. ΑΔ, Διδασκαλία ΙΒ΄, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως..., PG 88, 1725BCD.
214 ΕκΓ, σ. 171
94

ἀπό ὅσα ἔπραξε σ’ αὐτόν τόν κόσμο δέ ξεχνάει ἡ ψυχή. Ἀντίθετα


μάλιστα, μετά τό χωρισμό της ἀπ’ τό σῶμα ὅλα τά θυμᾶται πιό
ἔντονα καί πιό ξεκάθαρα, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀπαλλαγμένη
ἀπό τό γήινο σῶμα215.
Συνεχίζοντας ὁ ἀββάς Δωρόθεος γράφει ὅτι ἐκεῖνο πού
καίει τήν ψυχή εἶναι ἡ παρουσία τῶν παθῶν πού παραμένουν
στήν ψυχή καί μετά τό χωρισμό ψυχῆς καί σώματος. Στήν
ἐπίγεια ζωή ὁ περισπασμός μέ τά γεγονότα τῆς
καθημερινότητας σκιάζουν τήν παρουσία τῶν παθῶν καί τόν
καταναγκασμό πού ἐπιβάλλουν στήν ψυχή πού εἶναι ὑποχείριά
τους. Ἐφόσον δέ ἡ ψυχή δέν ἔχει μάθει νά καταφεύγει στόν Θεό
στήν ἐπίγεια διαδρομή της, δέν θά μπορεῖ νά ἀνακαλέσει στή
μνήμη της τήν παρουσία του γιά νά λυτρώνεται. Ἄρα τά πάθη
πού γίνονται αἰώνια κολάζουν τήν ψυχή, ὁ προσανατολισμός
πού ἔδωκε καθένας στήν ψυχή του στήν παρούσα ζωή παραμένει
καί στήν αἰώνια καί ἤ τόν εὐφραίνει ἤ τόν καίει.
Ὁ Θεός σέβεται ἀπολύτως τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ κάθε
ἀνθρώπου καί δέν εἶναι τιμωρός παρά μόνο πομπός ἀγάπης. Ἡ
ἄρνηση τοῦ δέκτη-ἀνθρώπου τῆς ἀποδοχῆς της τόν κολάζει. Γιά
τόν λόγο αὐτό ὁ ἀββάς Δωρόθεος στίς Διδασκαλίες του δίνει τόσο
μεγάλη ἔμφαση στόν καθαρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη
δεδομένου ὅτι ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο τοῦ σώματος «μονοῦται
αὕτη καί τά πάθη αὐτῆς», συντροφεύεται πάντα ἀπό τά πάθη
της.
Εἶναι σημαντικό νά παραθέσουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα
ἀπό τίς Διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου: «Διά γάρ τοῦ σώματος

215ΑΔ, σ. 292 κ.ἑξ., ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν
θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1752B – 1753D∙ [SC
92, σ. 384 κ. ἑξ.]. Βλ. τήν ἑρμηνεία τῶν παραπάνω χωρίων, Γ. Μαρτζέλου, Θεολογία καί
πνευματικότητα, σ. 209.
95

τούτου περισπᾶται ἡ ψυχή ἀπό τῶν παθῶν αὐτῆς καί


παρακαλεῖται∙ τρώγει, πίνει, κοιμᾶται, συντυγχάνει, ἀπάγεται
μετά ἀγαπητῶν. Ἐπάν δέ ἐξέλθει ἀπό τοῦ σώματος, μονοῦται
αὕτη καί τά πάθη αὐτῆς, καί λοιπόν κολάζεται πάντοτε ὑπ’
αὐτῶν, εἰς αὐτά ἀδολεσχοῦσα καί φλεγομένη ὑπό τῆς ὀχλήσεως
αὐτῶν καί διασπαραττομένη ὑπ’ αὐτῶν, ὥστε μηδέ μνημονεῦσαι
Θεοῦ δύνασθαι. Αὐτή γάρ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παρακαλεῖ τήν
ψυχήν, ὡς ἐν τῷ ψαλμῷ λέγει∙ «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί
εὐφράνθην216∙ καί ὅμως οὐδέ τοῦτο συγχωροῦσιν αὐτῇ τά
πάθη»217.
Ἡ ὀδύνη, λοιπόν, τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μέ τόν ἀββά
Δωρόθεο προέρχεται ἀπ’ αὐτήν τήν ἴδια. Ἐθισμένη στίς
ἁμαρτωλές συνήθειες καί ἀποστερημένη ἀπ’ αὐτές δέν ἔχει
παράκληση καί ὀδυνᾶται. Καί παρομοιάζει τό πῦρ τῆς κόλασης
μέ τόν πυρετό πού προέρχεται ἀπό τό ἴδιο τό σῶμα καί ὄχι ἀπο
ἐξωτερική φωτιά ἤ καυσόξυλα. Γράφει σχετικά: «Δύνασθαι ἀπό
τῶν ὧδε κατανοῆσαί πως τήν θλίψιν ἐκείνην. Ὅταν γάρ πυρέσσῃ
τις, τί ἐστί τό καῖον αὐτόν; Ποῖον πῦρ ἤ ποῖα ξύλα ποιοῦσι τήν
καύσιν ἐκείνην; Εἰ δέ καί εὑρεθῇ τις ἔχων σῶμα μελαγχολικόν
δύσκρατον, οὐκ αὐτή ἡ δυσκρασία αὐτοῦ καίει αὐτόν καί
ταράσσει πάντοτε καί θλίβει τήν ζωήν αὐτοῦ; Οὕτως καί ἡ
ἐμπαθής ψυχή∙ πάντοτε κολάζεται ἡ ἀθλία ὑπό τῆς ἰδίας
κακοεξίας, ἔχουσα ἀεί τήν πικράν μνήμην καί τή ἐπώδυνον
ἀδολεσχίαν τῶν παθῶν καιόντων ἀεί καί καταφλεγόντων
αὐτήν218».

216 Ψαλμ. 76, 4.


217 ΑΔ, σ. 291-292, ΙΒ΄Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, PG 88, 1725A.
218 ΑΔ, σ. 292, ΙΒ΄Διδασκαλία, Πεί φόβου τῆς μελλόυσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1725BC.


96

Μέ βάση τά ἀνωτέρω δέν ὑπάρχει ἐδῶ καμία ὑπόνοια


υἱοθέτησης τῆς ἀνσελμικῆς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης
ἤ ἡ δικανική ἀντίληψη γιά Θεό–τιμωρό. Ἀντιθέτως, ὁ Θεός εἶναι
μόνο ἀποστολέας ἀγάπης. Καί ναί μέν στόν κόσμο τοῦτο
ἐπικρατεῖ τό κακό σέ μεγάλο βαθμό καί μοιάζει νά κυριαρχεῖ,
ἀλλά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά ἐπικρατεῖ μόνο ἡ ἀγαθωσύνη
τοῦ Θεοῦ καί κάθε ἄλλος προσανατολισμός τῆς ψυχῆς, ἐκτός
ἀπό αὐτόν πρός τόν Θεό, θά εἶναι παράταιρος καί πηγή ὀδύνης.
Παραθέτουμε ἐδῶ ἕνα χρήσιμο σχολιασμό τοῦ ἱεροῦ πατρός στό
ἴδιο θέμα219: «Πρέπει νά σημειωθεῖ ἡ θέση πού παίρνει ὁ ἀββάς
Δωρόθεος στό θέμα τῆς μελλούσης κολάσεως. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ
ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο δέν εἶναι ἐκδίκηση καί τιμωρία ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ «διά τήν προσβληθεῖσαν θείαν Δικαιοσύνην»,
ἔτσι καί ἡ μέλλουσα γέεννα δέν ἀποτελεῖ ἀποκατάσταση τῆς
«προσβλησθείσης θείας Δικαιοσύνης», ἀλλά τραγική συνέπεια
τῆς ἐκπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό «κατά φύσιν» καί
διαιώνιση τῶν συνεπειῶν αὐτῆς»220.
Ἡ ἔμφαση στό σημεῖο τῆς ὀδύνης πού προέρχεται ἀπό τήν
ἴδια τήν ψυχή γιατί τῆς λείπουν οἱ ἐπίγειες παρακλήσεις, ἡ
μοναξιά, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν της καί ἡ
παράδοση στίς δυνάμεις τοῦ σκότους, δίνει ὅλες τίς διαστάσεις
τῆς τραγικότητας, καί τοῦ ἀποτροπιασμοῦ πού προκαλεῖ αὐτή ἡ
αἰώνια καταδίκη. Ταυτόχρονα ὅμως δίνει ἀπάντηση στόν
ἐπιπόλαιο συλλογισμό μερικῶν σύγχρονων ἀνθρώπων ὅτι «ὁ
Θεός δέν εἶναι κακοῦργος ἄρα δέν ὑπάρχει κόλαση» ἤ «ἡ κόλαση
καί ὁ παράδεισος εἶναι ἐδῶ», καθώς ἐπίσης καί στίς δογματικές
παρεκκλίσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας221.

219 ΑΔ, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, PG 88, 1725D, σ.294-295.
220
ΑΔ. σ. 294, ὑποσ. 4.
221 Βλ. σχετικά Π. Νέλλα: «Ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία Ν. Καβάσιλα», Πειραιεύς 1975.
97

Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο τοῦ ὁποίου


τή διδασκαλία γνωρίζει καί παραθέτει ὁ ἀββάς Δωρόθεος222, ἡ
κόλαση εἶναι κατάσταση τῆς ψυχῆς καί ὄχι τόπος βασάνου: «Κι
ἄν ἀκόμα δέν ὑπῆρχε τό πύρινο ποτάμι καί ἄν δέν παράστεκαν
οἱ φοβεροί ἐκεῖνοι ἄγγελοι καί μόνον καλοῦσαν ὅλους τούς
ἄνθρώπους καί ἄλλους μέν τούς ἐπαινοῦσαν καί δόξαζαν καί
ἄλλους τούς ἀπόδιωχναν γεμάτους ἀτίμωση – γιά νά μή δοῦν
τήν δόξα τοῦ Θεοῦ - θά ὑπῆρχε ἄραγε ἄλλη τιμωρία πικρότερη
ἀπό ἐκεῖνο τό βασανιστήριο τῆς ντροπῆς καί τῆς ἀτιμίας καί τήν
ὀδύνη τοῦ ξεπεσμοῦ ἀπό τόσα ἀγαθά;223»
Στό εὔλογο ἐρώτημα ὁρισμένων γιατί δέν παρεμβαίνει ὁ
Θεός να σώσει τό πλάσμα του καί τό ἀφήνει νά κολασθεῖ ἀπαντᾶ
ὁ ἀββάς Δωρόθεος μέ δύο τρόπους. Πρώτα μέ τό αὐτεξούσιο τοῦ
ἀνθρώπου τό ὁποῖο σέβεται ἀπόλυτα ὁ Θεός καί κατά δεύτερο
λόγο μέ τήν θέση του ὅτι ὁ Θεός εἶναι δημιουργός καί κύριος τῆς
Ἱστορίας. Εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτα ὅσα ἀναφέρει σχετικά:
«Πάντα τά γινόμενα ἤ κατά συγχώρησιν Θεοῦ γίνεται ἤ κατ’
εὐδοκίαν». Αὐτό σημαίνει : Ὅ,τι γίνεται, ὅ,τι ἔχει γίνει καί ὅ,τι θά
γίνει μέσα στήν Ἱστορία τοῦ σύμπαντος, ὅλα – σύμφωνα μέ τή
δογματική διδασκαλία τῆς θεολογίας - ἔχουν λάβει χώρα,
λαμβάνουν ἤ θά λάβουν, εἴτε «κατ’εὐδοκίαν» τοῦ Θεοῦ εἴτε
«κατά παραχώρησίν» Του. Ἡ εὐδοκία ἀντιστοιχεῖ πρός τό
«προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ» καί ἡ παραχώρηση πρός τό
«ἑπόμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ» κατά τήν παλαιοτέρα θεολογική
ὁρολογία. Στήν «εὐδοκία» ἔχουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σάν
ἀπόλυτο προσδιοριστικό παράγοντα, ἐνῶ στή «παραχώρηση» τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑποχωρεῖ πρό τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου.

ΑΔ, σ. 294, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, PG 88, 1753A.


222

Ἰωάννoυ Χρυσοστόμου, Πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα, PG 47, 294. Βλ. Βασιλείου Τσίγκου,
223

Θέματα Δογματικῆς, σ. 503.


98

Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος «κατ’εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ» τόν


ἁγιάζει καί τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία του. Ὅ,τι κάνει «κατά
παραχώρηση τοῦ Θεοῦ» τόν ὁδηγεῖ ἤ στήν δοκιμασία ἤ στήν
ἀπώλεια τῆς σωτηρίας του. Ἡ θέση αὐτή εἶναι πολυ σημαντική
γιά τόν προσδιορισμό τῶν πράξεών μας. Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι
ὅταν ὁ Θεός παραχωρεῖ - ἐπιτρέπει - νά πάρουμε ἐμεῖς τό δικό
μας δρόμο, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἀσέβειά
μας, ἀλλά δέν μᾶς καταστρέφει, γιατί ἀπό τήν ἀγάπη Του γιά
μᾶς προσπαθεῖ νά μᾶς σώσει καί μέσα ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν
σχεδίων μας. «Οὐ θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό
ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». Ὅ ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἔχει βγεῖ
ἀπό τό πλαίσιο τῆς «κατά παραχώρησιν» ζωῆς. Ζεῖ μέσα στήν
εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, ζεῖ «ἐν Χριστῷ». Καί αὐτό ὀφείλεται στό
γεγονός ὄτι ὁ Ἰησοῦς ἐνσαρκώνει «κάθε εἶδος εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ-
Πατέρα γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος τονίζει ὅτι ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ ἀκόμα
καί τούς ἐχθρούς μας προκειμένου νά μᾶς εὐεργετήσει. Ὅπως
ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Καί γάρ μετά ἀληθείας ἐάν ἐστι τις
ἄξιος τοῦ ἀναπαυθῆναι, καρδίαν Σαρακηνῶν πληροφορεῖ ὁ Θεός
ποιῆσαι μετ’ αὐτοῦ ἔλεος κατά τήν χρείαν αὐτοῦ∙ ἐάν δέ οὐκ
ἔστιν ἄξιος τοῦ ἀναπαυθῆναι ἤ οὐ συμφέρει αὐτῷ, καινόν
οὐρανόν καί καινήν γῆν ἐάν ποιήσῃ, οὐχ εὑρίσκει ἀνάπαυσιν»224.
Ἑπομένως ὁ Θεός, ὡς ἀποκλειστικός κύριος τῆς Ἱστορίας,
χρησιμοποιεῖ ὅλα τά μέσα, προκειμένου νά σώσει τόν ἄνθρωπο
ἀλλά ἡ τελική ἐπιλογή εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἐπαφίεται στήν καλή
χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του.
Μέ τή θέση του αὐτή ὁ ἀββάς Δωρόθεος μέ φυσικότητα καί
ἁπλότητα ὑποδηλώνει τήν πίστη του ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος

224 ΑΔ σ. 210, Ζ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἑαυτόν μέμφεσθαι, PG 88 1700D.


99

τῆς Ἱστορίας. Ἐπιμαρτυρεῖ τό «οὐδέν ἀπρονόητον καί


ἠμελημένον παρά Θεῷ225» καί φανερώνει τή θετική πλευρά τῆς
παρεμβάσεως τῆς θείας Προνοίας στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀντίθετα μᾶς θυμίζει τό γραφικό «ἐάν πλανηθῇ προφήτης ἐγώ
ἐπλάνησα αὐτόν226» πού φανερώνει ὅτι καί τότε ὁ Θεός κινεῖται
πάλι παιδαγωγικά καί παρεμβαίνει στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τή
μορφή τῆς ἀποκρύψεως τῆς ἀλήθειας. Πολλές φορές κάνουμε
τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο τῆς ἀλήθειας καί τότε παρεμποδίζονται νά
μᾶς τήν ἀποκαλύψουν ἀκόμη καί ὅσοι εἶναι ἁρμόδιοι νά τό
κάνουν. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἄξιος νά τύχει τῆς βοηθείας τοῦ
Θεοῦ, τότε ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί του τόν ἐξυπηρετοῦν227.
Ἡ ἔκπτωση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν αὐθεντική
ζωή, πού εἶναι ὁ κατά φύσιν τρόπος ζωῆς του σέ σχέση κοινωνίας
καί ἀγάπης μέ τόν ζωοδότη Θεό καί ἡ τοποθέτησή του στήν
κόλαση γίνεται γιατί ἀρνήθηκε στή διάρκεια τοῦ ἐπίγειου βίου
του τίς ἀναρίθμητες εὐκαιρίες ἤ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, σάν κύριου
τῆς Ἱστορίας, πρός τό πρόσωπό του. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἐκουσίως,
αὐτοβούλως ἀρνεῖται τή σωτηρία του. Αὐτό γίνεται κατορθωτό
στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἐκτός τῶν ἄλλων
χαρακτηρίζεται καί ὡς «κοινωνία ἐσχάτων», ὡς χῶρος πού
βιώνονται ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή τά ἔσχατα.
Ὅταν αὐτά ἔλθουν ἐν πληρότητι ἡ Ἐκκλησία ὡς ποτάμι θά
ἐκβάλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, στή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται προσιτή καί βιώσιμη
ἐμπειρική πραγματικότητα.

225 Βλ. Ἐξ. 7, 5.


226 Ἱεζ. 14, 9.
227 Βλ. ΑΔ, σ. 210, ὑποσ. 3.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟ

1) Ἡ ἀσκητική ζωή ὡς «τέχνη τῶν τεχνῶν»

Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἄν ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι (καί


ὁπωσδήποτε εἶναι) ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, τότε ἡ ἀσκητική
ζωή ἔχει πολλά νά προσφέρει σ’ αὐτόν τόν τομέα. Ἐφόσον ἡ
σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν ἕνωση τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ ἀσκητική ζωή προσφέρει τό πλέον
ἰσχυρό παράδειγμα ἀνθρώπων πού ἡ ἀποκλειστική τους
μέριμνα εἶναι νά εὐαρεστοῦν τόν Θεό σέ κάθε ἀναστροφή τῆς
βιοτῆς τους. Ὅπως ἔχει γραφεῖ εὔστοχα228: «Εἰς αὐτήν λοιπόν τήν
προσπάθειαν τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς ἀποτελεσματικόν
μέσον πραγματώσεώς της εἶναι ἡ ἀσκητική ζωή, τῆς ὁποίας
οὐσία καί περιεχόμενον εἶναι ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί ἡ
τέλεσις τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀνακάλυψις τῆς ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς
τόν Θεόν καί ἡ μείωσις τῶν παθῶν229».

228
Χαραλ. Γ. Σωτηρόπουλου, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά «Κεφάλαια Ἀγάπης» τοῦ Ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 1993, σ. 15.
229
Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, « Ἡ περί σωτηρίας διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου», Θεολογία 55
(1984), σ. 916.
101

Στήν ἀσκητική του διδασκαλία ὁ ἀββάς Δωρόθεος


παραθέτει πολλές λεπτομέρειες γιά τόν μοναχισμό, τά πάθη, τίς
ἀρετές, τούς λογισμούς καί ἄλλες παραμέτρους τῆς κοινοβιακῆς
ζωῆς. Ἡ ἔκθεση τῆς Διδασκαλίας του δέν εἶναι συστηματική
ὅπως σέ ἄλλους Πατέρες ἀλλά καταπιάνεται μέ τά θέματά του
φροντίζοντας γιά τό πρακτικό μέρος τους πού εἶναι ἡ ἐπιδίωξη
τῆς ἀρετῆς καί τοῦ «κατά φύσιν» τρόπου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Παρ’ ὅλα αὐτά στίς Διδασκαλίες του περιέχονται πάμπολα
στοιχεῖα τῶν ἀσκητικῶν παραινέσεων τῶν Μεγάλων Πατέρων
τῆς ἐρήμου. Αὐτό ὀφείλεται ἀφ’ ἑνός στήν ἀσκητική παράδοση
τῆς Παλαιστίνης ἀλλά καί ἀφ’ ἑτέρου στήν ἐπίδραση τῶν
συγγραμμάτων τῶν Πατέρων.
Ἀπό τή μελέτη τῶν ἔργων τῶν Γαζαίων Πατέρων
προκύπτει ἀβίαστα τό συμπέρασμα ὅτι ὅσον ἀφορᾶ στήν
ἀσκητική καί ἠθική διδασκαλία τους, ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα
πού θυμίζουν τήν εὐαγριανή παράδοση. «Ὅμως ποτέ δέν πρέπει
νά ἀγνοήσουμε τό γεγονός ὅτι στήν εὐαγριανή ἀσκητική
διδασκαλία ὑφίστανται πολλά στοιχεῖα ἀπό τήν αἰγυπτιακή
ἐρημική παράδοση. Γι’ αὐτό τό λόγο οἱ Γαζαῖοι Πατέρες δέν
ἀγνοοῦσαν οὔτε περιφρονοῦσαν τά ἔργα τοῦ Εὐαγρίου. Τά
χρησιμοποιοῦσαν μέ διάκριση στήν πνευματική ἀνάβασή τους.
Ἔτσι, ἐνῶ παραδέχονταν τά οἰκοδομητικά τους χρήσιμα
στοιχεῖα, ἀπέρριπταν τίς νοσηρές δογματικές κακοδοξίες
τους»230.
Ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Εὐάγριο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀσκητική καί
δογματική διδασκαλία εἶναι ἀρκετά συστηματικά διατυπωμένες,
στούς Γαζαίους Πατέρες κυριαρχεῖ ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἡ
ἐνασχόληση μέ τήν πρακτική πνευματική ζωή, δίχως

230 ΕκΓ, σ. 61.


102

συστηματική προσέγγιση. Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, οἱ ἐν λόγῳ


Πατέρες ἀπέφευγαν συνήθως τά δογματικά ζητήματα,
ἰδιαιτέρως ἐκεῖνα πού προκαλοῦσαν ἔριδες καί συγκρούσεις
στήν ἐποχή τους. Σέ σχέση μάλιστα μέ ἄλλους διάσημους
ἀσκητικούς Πατέρες, ὅπως λ.χ. μέ τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ
ἀσκητική διδασκαλία τους δέν εἶναι τόσο πλούσια καί
συστηματική. Παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ παραινέσεις τους, τά διδάγματά
τους καί οἱ συμβουλές τους μᾶς δίνουν ἀρκετά στοιχεῖα, «γιά νά
οἰκοδομηθεῖ μία ἀξιόλογη ἀσκητική διδασκαλία, βασισμένη
ἀπολύτως στό θεμέλιο λίθο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Ἔτσι,
μποροῦμε νά πούμε ὅτι τά ἀσκητικά συγγράμματά τους
συγκαταλέγονται στά πιό ἀξιόλογα τοῦ εἴδους τους τόσο γιά τήν
Ὀρθοδοξία ὅσο καί γιά τόν Ρωμαιοκαθολικισμό231».
Οἱ Διδασκαλίες τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἄν καί ἀπευθύνονται
σέ μοναχούς ἔχουν μεγαλύτερη εὐρύτητα καί ἐφαρμογή στήν ἐν
Χριστῷ ζωή. Τά θέματά του εἶναι ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ὁ
πόλεμος κατά τῶν παθῶν, οἱ διανθρώπινες σχέσεις γενικά ἀλλά
καί ἡ ἐφαρμογή τῶν παραπάνω καί ἡ πρακτική συμμόρφωση
τῶν μοναχῶν του στά πλαίσια τῆς μοναστικῆς πολιτείας καί τοῦ
τυπικοῦ τῆς Μονῆς. «Κατά τήν διδασκαλία του ὁ βασικός στόχος
του ἦταν νά ἐπικοινωνήσει μέ τίς ψυχές καί νά τίς βοηθήσει στήν
ἐπιτυχία τῆς διορθωτικῆς καί ἐπανορθωτικῆς πορείας τους γιά
τή σωτηρία. Ἐπειδή ἦταν βαθύτατος γνώστης τόσο τῶν
δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὅσο καί τῆς βιωματικῆς
ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, σχετικά μέ τήν προσπάθεια γιά τήν
«ἐν Χριστῷ» ἀναγέννηση, καί ἐπειδή πίστευε, ὅπως ὅλοι οἱ
ὀρθόδοξοι Πατέρες, ὅτι «ἡ σωστή Τριαδολογία εἶναι ἡ βάση τῆς
σωστῆς θεωρήσεως τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς

231 ΕκΓ, σ. 61.


103

Ἐκκλησιολογίας, προσπάθησε νά εἰσαγάγει τούς ὑποτακτικούς


του στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, κάνοντας γιά κάθε θέμα μιά
σύντομη «κατηχητική» ἀναδρομή...Ἔτσι ἀποκλείει τή ἀνάγκη
τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς στεγνῆς δεοντολογίας καί δίνει στούς
μαθητές του τίς προϋποθέσεις νά δοῦν τίς λεπτομέρειες τῆς
προσωπικῆς τους ζωῆς μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς ὀρθῆς
δογματικῆς συνειδήσεως»232.
Ὁ ἀσκητικός ἀγώνας, λοιπόν, γιά τόν ἀββά Δωρόθεο εἶναι
ἐφαρμογή στή μοναχική ζωή τῆς σταυροαναστάσιμης
λυτρωτικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεματική του εἶναι
χαρακτηριστική. Κατ’ αὐτόν ἡ ἀσκητική ζωή εἶναι διάβαση ἀπό
τήν ἁμαρτία στήν ἀρετή, συμμετοχή στό μυστήριο τοῦ θανάτου
καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁλοκαύτωμα. Ὁ Χριστός
εἶναι ὁ βασιλιάς καί ἐμεῑς οἱ στρατιῶτες. Κέρδισε γιά μᾶς τήν
νίκη καί ἐμεῖς πρέπει νά νικήσουμε για τήν ἀγάπη Του. Τήν
πνευματική πρόοδο τήν ἀναστέλουν τά πάθη πού εἶναι σάν τήν
μούχλα πού εἶναι κρυμμένη στό καρβέλι του ψωμιοῦ. Γι’ αὐτό τά
πάθη πρέπει νά ἐκκόπτωνται ἐγκαίρως πρίν ἀναπτυχθοῦν καί
καταλάβουν τό χῶρο τῆς ψυχῆς καί στή θέση τους νά
ἐμφυτεύονται οἱ ἀντίστοιχες ἀρετές, γιατί κάθε πάθος ἔχει καί
τήν ἀντίστοιχη ἀρετή. Δέν πρέπει νά καλλιεργοῦνται μόνο
ὁρισμένες ἀρετές καί νά παραμελοῦνται ἄλλες, ἀλλά νά
ὑψώνεται τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς συμμετρικά.
Κεντρικά σημεῖα τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα θεωρεῖ: α) τό
θέλημα καί τό δικαίωμα, τῶν ὁποίων ὁ συνδυασμός καταστρέφει
τόν κόπο τοῦ μοναχοῦ, β) τήν «προσπάθεια» πού κρατάει τήν
προσοχή στήν ὕλη καί στή ματαιότητα, γ) τό σωματικό πόνο πού
βοηθάει στήν κατάκτηση τῆς κορυφῆς τῆς ταπεινοφροσύνης, δ)

232 Βλ. σχετικά ΑΔ. σ. 28-29.


104

τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ε) τήν «ἀδιάκριτη» ὑπακοή, πού ὁδηγεῖ στήν


εἰρήνη καί τήν ἐλευθερία, στ) τό «ἀψήφιστον», ζ) τήν
αὐτομεμψία, η) τήν προσπάθεια γιά τή διατήρηση εἰρηνικῆς
κατάστασης, χάριν τῆς ὁποίας πρέπει πολλές φορές νά
θυσιάζεται ἡ διακονία, θ) τόν κίνδυνο τῆς «παρρησίας», τήν
προσευχή σάν φάρμακο κατά τῆς μνησικακίας, σάν εὐχαριστία
γιά τά καλά καί τίς θλίψεις, καί σάν αἴτηση μεσιτείας τῶν ἁγίων,
ι) τήν ἐλεημοσύνη σάν ἔκφραση συμπαθείας καί συμμετοχῆς
στόν ἀγώνα τῶν ἄλλων, ια) τή διάκριση, ιβ) τή νήψη καί τή βία,
καί τέλος ιβ) τήν ἀνάγκη εὔρεσης ἔμπειρου καί διακριτικοῦ
πνευματικοῦ πατέρα.
Ἡ παράθεση τῆς διδασκαλίας του εἶναι ἄμεση,
συγκεκριμένη καί κυρίως πρακτική. Ἀποφεύγει τή
θεωρητικολογία καί τή γενικολογία. Πίσω, ὅμως, ἀπό τή
φαινομενική ἁπλότητά του μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τήν
ὀξύνοιά του στό χειρισμό λεπτῶν ἐννοιῶν, καί τήν ἐξαιρετική
γνώση τοῦ βάθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χρησιμοποιεῖ πολλά
εἴδη τοῦ λόγου: παρομοιώσεις, ἱστορίες ἀπό τή ζωή τῶν
Γερόντων, προσωπικές ἀναμνήσεις ἀπό τήν ἐποχή τῆς
μαθητείας του στόν σοφιστή Προκόπιο ἤ στή διάρκεια τῆς ζωῆς
του ὡς ὑποτακτικοῦ στήν Μονή τοῦ ἀββᾶ Σερίδου, πράξεις καί
ἀδυναμίες του, παραδείγματα ἐμπνευσμένα ἀπό τά φυσικά
στοιχεῖα (φωτιά, ἄνεμο, βροχή, συμπεριφορά ζώων), ἀπό τίς
ἐπιστῆμες καί τίς τέχνες, πού κάνουν τόν λόγο του ἐξαιρετικά
εὔληπτο καί εὐχάριστο.
Πηγές πού χρησιμοποιεῖ προκειμένου νά κατοχυρώσει τή
διδασκαλία του ὁ ἱερός πατέρας εἶναι: α) ἡ Ἁγία Γραφή, β) οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γ) ἡ θύραθεν σοφία, δ) τά Γεροντικά καί
ε) ἡ προσωπική του πνευματική πείρα. Ἀπό τούς Πατέρες
105

χρησιμοποιεῖ κυρίως τόν Μ. Βασίλειο, τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό,


τόν Γρηγόριο Νύσσης, τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο, τόν Κλήμη
Ἀλεξανδρείας, τόν ἀββά Ἡσαΐα καί ἀσφαλῶς τούς Γέροντές του
ἀββά Βαρσανούφιο καί ἀββά Ἰωάννη τόν Προφήτη.
Στήν παρουσίαση τοῦ κεφαλαίου για τήν ἀσκητική ζωή
στόν ἀββά Δωρόθεο προσπαθήσαμε νά διατάξουμε τά
παραπάνω σέ τέσσερις ἑνότητες : α) ἡ ἀσκητική ζωή ὡς «Τέχνη
τῶν τεχνῶν», β) πάθη, γ) ἀρετές, δ) οἱ λογισμοί καί πειρασμοί.
Στίς παραινέσεις του πρός τούς μοναχούς ὁ ἀββάς
Δωρόθεος τονίζει ὅτι ὁ πόλεμος κατά τῶν παθῶν καί ἡ ἐργασία
τῶν ἀρετῶν ἀπαιτοῦν ἐγρήγορση καί διάρκεια. Τό μοναχικό
πολίτευμα εἶναι μία τέχνη καί, ὅπως ὅταν μαθαίνει κανείς μία
τέχνη, χρειάζεται ὁ μοναχός νά ἔχει ἐστιασμένη τήν προσοχή
του σ’ αὐτό πού κάνει καί νά μή ἐγκαταλείπει τήν προσπάθεια.
Ἄλλωστε ἡ τελείωση εἶναι μία πορεία διαδοχικῶν σταδίων.
Γράφει σχετικά: «Ἐργάσασθε καί νοήσατε καλῶς εἴ τι ἀκούετε.
Ὄντως γάρ ἐάν μή ἐργάσησθε, λόγῳ οὐ δύνασθε ταῦτα
παραλαβεῖν. Ποῖος ἄνθρωπος θέλων μαθεῖν τέχνην, λόγῳ μόνῳ
παραλαμβάνει αὐτήν; Πάντως πρῶτον παραμένει ποιῶν καί
ἀσυστροφῶν καί πάλιν ποιῶν καί ἀφανίζων, καί οὕτως κατά
μικρόν κοπιῶν καί ὑπομένων μανθάνει τήν τέχνην, τοῦ Θεοῦ
βλέποντος τήν προαίρεσιν καί τόν κόπον αὐτοῦ καί
συνεργοῦντος αὐτοῦ. Ἡμεῖς δέ τήν τέχνην τῶν τεχνῶν233
θέλομεν παραλαβεῖν, μή ἐπιβαλλόμενοι ἔργῳ; Καί πῶς

233«Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἤκων εἰς τό ἀκρότατον∙ οὐχ ὁρῶ τίνα λαβών
ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν∙ τῷ ὄντι γάρ αὕτη
μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό
πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλότατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν
ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι∙ καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσῳ δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς
ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὔλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ
τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα», Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον
φυγῆς καί περί ἱερωσύνης, PG 35, 425A.
106

ἐνδέχεται; Πρόσχομεν οὖν ἑαυτοῖς ἀδελφοί, καί ἐργασώμεθα


μετά σπουδῆς, ὡς ἔτι ἔχομεν καιρόν. Ὁ Θεός δώῃ ἡμῖν
μνημονεύειν καί φυλάττειν ἅ ἀκούομεν, ἵνα μή εἰς κρῖμα ἡμῖν
γένωνται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως234».
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀκολούθως ἀναφέρεται στούς
ἱστορικούς καί πνευματικούς λόγους πού συνετέλεσαν στή
γέννηση καί ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ ζωή στίς πόλεις δέν
προσέφερε τό ἀναγκαῖο περιβάλλον γιά νήψη καί στροφή στόν
ἔσω ἄνθρωπο καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Μέ σκοπό, λοιπόν, τήν
κάθαρση ἀπό «μολυσμούς σαρκός καί πνεύματος» ὁδηγήθηκαν
στήν ἔρημο καί δημιούργησαν τά πρῶτα μοναστικά κέντρα.
Κατά τήν διήγησή του: «Ἐγένοντο γάρ τινες φιλόθεοι οἵτινες
μετά τό ἅγιον βάπτισμα οὐ μόνον τάς ἐνεργείας τῶν παθῶν
περιέκοψαν, ἀλλά καί αὐτά τά πάθη νικῆσαι ἠβουλήθησαν καί
γενέσθαι ἀπαθεῖς...Ἐπεί οὖν ἔσχον σκοπόν καθᾶραι ἑαυτούς, ὡς
λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί
πνεύματος, ἐγίνωσκον δέ ὅτι διά τῆς φυλακῆς τῶν ἐντολῶν, ὡς
ἤδη εἴπομεν καθαίρεται ἡ ψυχή καί οἷον εἰπεῖν καθαίρεται ὁ νοῦς
καί ἀναβλέπει καί ἔρχεται εἰς τό κατά φύσιν...κατενόησαν ὅτι ἐν
τῷ κόσμῳ ὄντες, οὐκ εὐχερῶς δύνανται κατορθῶσαι τήν ἀρετήν,
καί ἐπενόησαν ἑαυτοῖς ξένον βίον, ξένην τινα διαγωγήν, λέγω
δή τοῦ μονήρους βίου καί ἤρξαντο φεύγειν τόν κόσμον καί οἰκεῖν
ἐν τοῖς ἐρήμοις, ἐν νηστείαις καί χαμευνίαις καί ἀγρυπνίαις καί
τῇ λοιπῇ κακοπαθείᾳ, καί ἀποταξίᾳ πάσης πατρίδος καί
συγγενῶν, χρημάτων, κτημάτων∙ καί ἁπλῶς ἐσταύρωσαν
ἑαυτοῖς τόν κόσμον»235.

234 ΑΔ, Η΄Διδασκαλία, Περί μνησικακίας, PG 88 1716A.


235 ΑΔ, Α΄Διδδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1628D – 1629A.
107

Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου ὅτι: «ἡ βασιλεία τῶν


οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»236, ἡ μοναχική
ζωή εἶναι βία, μαρτύριο συνείδησης. Καί ἡ προτροπή τοῦ ἀββᾶ
Δωροθέου εἶναι ταυτόσημη: «καί ἡμεῖς οὖν βιασώμεθα ἑαυτούς,
βάλωμεν ἀρχήν, θελήσωμεν τό καλόν237». Στό πνεῦμα αὐτό
ὑπενθυμίζει238 στούς μοναχούς τή γνωστή ρήση τοῦ άββᾶ
Λογγίνου: «Δός αἷμα καί λάβε πνεῦμα»239.
Στό Α΄ κεφάλαιο τῶν Διδασκαλιῶν του πραγματεύεται τό
θέμα τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου προκειμένου νά ἀκολουθήσει ἡ
κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας ξενιτεία καί οἱ λοιπές
βαθμίδες τοῦ μοναχικοῦ βίου. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο ἡ τέλεια
ἀποταγή τοῦ κόσμου καί τῶν πάσης φύσεως δεσμῶν του,
(οἰκογενειακῶν, οἰκονομικῶν κ.ἄ.), σημαίνει καί τήν ἄρνηση τῆς
ἐπιθυμίας του ἤ κατ’αὐτόν τῆς «προσπαθείας» του: «...ἕκαστον
πρᾶγμα ᾦ δ’ ἄν ἀποτάξασθαι τις, θέλῃ καί τῇ προσπαθείᾳ αὐτοῦ
ἀποτάξασθαι, καθώς καί ἤδη εἴπομεν∙ αὕτη ἐστίν ἡ τελεία
ἀποταγή»240.
Οἱ ρίζες τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ
φιλοδοξία. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις στήν
κουρά εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀφιλαργυρία, καί ἡ ὑπακοή. «Πᾶσα
γάρ ἁμαρτία ἤ διά φιληδονίαν ἤ διά φιλαργυρίαν ἤ διά
φιλοδοξίαν γίνεται»241. Παραλληλίζει δέ τήν οἰκοδόμηση τριῶν
ὀχυρῶν πόλεων ὑπό τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν Αἴγυπτο μέ τίς ρίζες
τῶν παθῶν, τά ἀνωτέρω τρία βασικά πάθη: «εἶτα ὠκοδόμησαν

236 Ματθ. 11, 12.


237 ΑΔ, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88,
1724D.
238 ΑΔ, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88,

1724C.
239 Ἀββᾶ Λογγίνου, Ἀποφθέγματα, PG 65, 257B.

240 ΑΔ, Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, σ. 98, PG 88, 1633C.

241 ΑΔ, Θ΄ Διδασκαλία, Περί ψεύδους, PG 88, 1721A.


108

αὐτῷ (τῷ Φαραῷ) ἐκ τῶν πλιθαρίων ὦν εἰργάσαντο τρεῖς πόλεις


ὀχυράς, τήν Πιθώ, καί τήν Ραμεσί καί τήν Ὤν, ἥ ἐστί Ἡλιούπολις
αὗται δέ εἰσί ἡ φιληδονία καί φιλαργυρία καί φιλοδοξία ἐξ ὧν
συνίσταται πᾶσα ἁμαρτία»242. Σέ κάθε δέ περίπτωση δέν παύει
νά ἀναδεικνύει πρός τούς μοναχούς του τή σημασία τῶν τριῶν
μοναχικῶν ὑποσχέσεων πού εἶναι ἡ βάση τοῦ μονήρους βίου.
Γράφει σχετικά: «οὕτως οὖν καί οἱ Πατέρες οὐ μόνον τάς ἐντολάς
ἐφύλαξαν, ἀλλά καί δῶρα προσήνεγκαν τῷ Θεῷ. Δῶρα δέ εἰσί
παρθενία καί ἀκτημοσύνη»243.
Ἡ ἐσωτερική ἐργασία τῶν μοναχῶν εἶναι κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο ἡ κυριώτερη ἐργασία τους. Γιά νά ὑπάρξει πνευματική
πρόοδος εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐσωστρέφεια, ἡ νήψη, ἡ
αὐτοκατηγορία, ἡ ταπείνωση, ἡ ἔλλειψη κατάκρισης. Διαρκῶς ὁ
μοναχός ὀφείλει νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του καί νά μετανοεῖ.
«Εἶπον οἱ Πατέρες πῶς ὀφείλει τις τό κατά μέρος ἑαυτόν
καθαρίζειν, ἵνα καθ’ ἑσπέραν ἐξετάζει ἑαυτόν πῶς παρῆλθε τήν
ἡμέραν, καί πάλιν πρωΐας πῶς παρῆλθε τήν νύκτα244 καί
μετανοῇ τῷ Θεῷ περί ὦν, ὡς εἰκός, ἁμαρτάνει»245. Ἡ δέ μετάνοια
εἶναι μία διαρκής κατάσταση τῆς ψυχῆς: «οὐ μόνον γάρ
ὀφείλομεν καθ’ ἡμέραν ἐρευνᾶν ἑαυτούς, ἀλλά καί κατά καιρόν

242 ΑΔ, σ. 320, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑπομένειν τούς
πειρασμούς, PG 88, 1769C.
243 ΑΔ σ. 92, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1629B.

244 «Εἶπεν ὁ ἀββάς Νισθερῶος, ὅτι ὀφείλει ὁ μοναχός καθ’ ἑσπέραν καί πρωΐας λόγον ποιεῖν.

Τί ὦν θέλει ὁ Θεός ἐποιήσαμεν, καί τί ὦν οὐ θέλει οὐκ ἐποιήσαμεν. Καί οὕτω πρακτεύοντες
ἑαυτῶν τήν πᾶσαν ζωήν. Οὕτως γάρ ἔζησεν ὁ ἀββάς Ἀρσένιος. Σπούδαζε ἑκάστην ἡμέραν
παρεστάναι τῷ Θεῷ χωρίς ἁμαρτίας. Οὕτω προσεύχου τῷ Θεῷ ὡς παρών παρόντι∙ καί γάρ
ἀληθῶς πάρεστι». Ἀββᾶ Νισθερώ, Ἀποφθέγματα, PG 65, 308C.
245 ΑΔ, σ. 274, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν

ἕξει κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88, 1740B.


109

καί κατά μήνα καί κατά ἑβδομάδα»246. Συνεπῶς ὁ μοναχός κατά


τόν ἀββά Δωρόθεο θά πρέπει νά φυλάγει τόν νοῦ του διαρκῶς.
Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «μοναχός
σημαίνει ἔκσταση τοῦ νοός». Χρειάζεται, λοιπόν, νήψη, ἀποφυγή
τοῦ σκεδασμοῦ τοῦ νοῦ, προσοχή καί προσευχή. Κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο: «Οὕτως ἐάν θέλει τις κτήσασθαι ἀρετήν, οὐκ ὀφείλει
ἀδιαφορεῖν οὐδέ μετεωρίζεσθαι»247. Ἡ στροφή πρός στόν ἔσω
ἄνθρωπο εἶναι γιά τόν μοναχό ἀναγκαῖος ὅρος τῆς μοναχικῆς
ἰδιότητας. Ἡ νήψη εἶναι ἡ νοερή ἐργασία τῶν μοναχῶν πού εἶναι
ταυτόσημη σχεδόν μέ τήν ἰδιότητά τους: «Πρόσχωμεν oὖν
ἑαυτοῖς ἀδελφοί∙ νήψωμεν, ἕως ἔχομεν τόν καιρόν»248.
Ἡ ἔλλειψη νήψης ὁδηγεῖ στήν ἀμεριμνησία, ὅπου πάντοτε
μπορεῖ νά χαθεῖ ὁ πνευματικός θησαυρός, πού μέ κόπο ἔχει
συνάξει ὁ μοναχός. Ἡ ἔλλειψη νήψης ὀδηγεῖ στήν πτώση καί στό
χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο ὑπάρχουν
τέσσερις λόγοι πτώσης. Εἶναι τό «δικαίωμα», ἡ ὑπερηφάνεια, οἱ
λογισμοί ἀπιστίας καί ἡ κακή προαίρεση. Ὅλα αὐτά
ἐμφανίζονται μόλις λείψει ἡ νήψη, ἡ ἐσωτερική προσοχή καί ἡ
ἐνδοσκόπηση. «Συμβαίνει γάρ ὅτι μετά ὅλα ταῦτα, εὑρίσκει ὁ
διάβολος πλανῆσαι αὐτόν ἤ διά δικαιωμάτων ἤ διά
ὑπερηφανείας ἤ διά τό ἐμβαλεῖν λογισμόν ἀπιστίας ἤ κακῆς
αἱρέσεως καί οὐ μόνον ὅτι ἀπόλλει ὅλους τούς κόπους αὐτοῦ
ἀλλά χωρίζει αὐτόν ἀπό τόν Θεόν»249.

246 ΑΔ, σ. 264, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG
88, 1733 B.
247 ΑΔ, σ. 252, Ι΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG

88, 1725C.
248 ΑΔ, σ. 270, ΙΑ΄Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει

κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88, 1736C.


249 ΑΔ, σ. 306, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν

θέλοντα σωθῆνaι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1761A.
110

Ὁ ἀληθινός μοναχός πρέπει κάνει τά πάντα μέσα στήν


ἀσφάλεια τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοή εἶναι μέσα στίς τρεῖς
μοναχικές ὑποσχέσεις καί ἔχει σκοπό νά κάνει τόν μοναχό νά ζεῖ
χωρίς προσωπικό θέλημα. Τό ἴδιο θέλημα εἶναι πηγή πτώσης
γιατί ὁδηγεῖ στήν αὐτοδικαίωση, στήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό,
στήν ἀποφυγή τῆς ταπείνωσης πού εἶναι ἡ θεμελιώδης μοναχική
ἀρετή. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἐπισημαίνει τόν κίνδυνο: «ἰδού εἰς
ποῖα καί πόσα κακά ἤνεγκεν ἡμῖν τό δικαιοῦν ἑαυτούς, τό
στοιχεῖν ἑαυτοῖς, τό κρατεῖν τό ἴδιον θέλημα, ἅπερ εἰσί τέκνα τῆς
ἐχθρᾶς τοῦ Θεοῦ ὑπερηφανείας∙ ὥσπερ καί τῆς
ταπεινοφροσύνης τέκνα εἰσί τό ἑαυτόν μέμφεσθαι, τό μή
πιστεύειν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, τό μισεῖν τό ἴδιον θέλημα»250.
Ἄλλωστε, ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, ἀναρωτιέται στή
συνάφεια αὐτή ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ἐάν δέν ἔχει σάν αἰτία τό ἴδιο
θέλημα; Δέν ὑπῆρξε ἡ πρώτη περίπτωση ἀνυπακοῆς στήν
ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπινου γένους; Ἡ πτώση
δέν ἔγινε γιά κανένα ἄλλο λόγο παρά: «οὐ διά τό κρατῆσαι τήν
πικρίαν τοῦ θελήματος ἡμῶν;»251. Γι’ αὐτό ὁ μοναχός στέκει στόν
ἀντίποδα τῆς πτώσης καταργώντας τό προσωπικό θέλημα καί
κάνοντας ὑπακοή. Ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ὅμως, ἔχει
εὐεργετική ἐπίδραση στήν ψυχή. Εἶναι ἡ ἀρχή γιά τήν ἀπόκτηση
τῆς ἀρετῆς τῆς ἀπροσπάθειας πού ὁδηγεῖ στό ὑψηλό στάδιο τῆς
μοναχικῆς ζωῆς στήν ἀπάθεια, δηλαδή, στήν ἔλλειψη παθῶν.
Ἄρα ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ μοναχοῦ στό θέατρο τῶν
ἀρετῶν, κορυφαία τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἀπάθεια καί ἡ ἀγάπη.
Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο: «ἐκ γάρ τοῦ κόπτειν τινα τό θέλημα

250 ΑΔ, σ. 88, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1628B.


251 ΑΔ, σ. 84, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1625A.
111

αὐτοῦ κτᾶται τήν ἀπροσπάθειαν, καί ἐκ τῆς ἀπροσπαθείας


ἔρχεται σύν Θεῷ εἰς τελείαν ἀπάθειαν»252.
Ἡ «ἀπροσπάθεια» ὡς ἀρετή εἶναι θεμελιώδης γιά τή
συγκρότηση τοῦ μοναστικοῦ χαρακτήρα ἐν Χριστῷ. «Ἐρχόμεθα
εἰς τό μοναστήριον καί δι’ εὐτελῶν πραγμάτων πληροῦμεν τήν
προσπάθειαν αὐτοῦ... ὥσπερ ἀπεταξάμεθα τῷ κόσμῳ καί τοῖς
πράγμασιν αὐτοῦ, οὕτως ὀφείλομεν καί αὐτῇ τῇ προσπαθείᾳ τῆς
περί τάς ὕλας ἀποτάξασθαι καί εἰδέναι τί ἐστί αὐτή ἡ ἀποταγή
καί διατί ἤλθομεν εἰς τό μοναστήριον, καί τί ἐστί τό σχῆμα ὅ
λαμβάνομεν, καί πρός αὐτό καταρτίζειν ἑαυτούς καί
ἀγωνίζεσθαι κατά τούς Πατέρας ἡμῶν»253.
Ἡ «προσπάθεια» αὐτή ὅπως διδάσκεται ἀπό τόν ἀββά
Δωρόθεο καί τούς ἄλλους ἀσκητικούς Πατέρες254 «εἶναι καρπός
τῆς ἐμπαθείας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δεσμεύσεώς του στή
μεταπτωτική ἀθλιότητα. Εἶναι δεῖγμα εἰδωλολατρικῆς ἤ
αὐτοειδωλολατρικῆς βιώσεως, πού εἶναι τό οὐσιαστικότερο
χαρακτηριστικό τῆς ἀλλοτριώσεώς του»255. Ἀκόμη καί στήν
περίπτωση πού δέν εἶναι παρών ὁ Γέροντας, προκειμένου νά
λάβει εὐλογία γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου ἔργου ἤ ἀκόμη ἐλλείψει
καί ἄλλου καταλλήλου προσώπου, ὁ μοναχός, κατά τόν ἀββά
Δωρόθεο, ἀκόμη καί ἀπό ἕνα παιδί μπορεῖ νά πληροφορηθεῖ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Λέγει σχετικά : «οὕτως ἐάν ἐν ἀληθείᾳ θελήση
τις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν ὅλη καρδίᾳ, οὐδέποτε ἀφῇ αὐτόν ὁ

252 ΑΔ, σ. 102, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1636C.


253 ΑΔ, σ. 94, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1732B.
254 Βλ. Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Ἀποφθέγματα, PG 78, 1689B: «Ἐάν ζησῃ τις τά ἔτη τοῦ Μαθουσάλα, καί

μή ὁδεύση ταύτην τήν εὐθεῖαν ὁδόν ἥν ὥδευσαν πάντες οἱ ἅγιοι∙ λέγω δή τήν τοῦ ἀτιμάζεσθαι
καί φέρειν γενναίως∙ οὐ μή προβῆ , οὐ μικρόν, οὐ μέγα∙ οὐδέ εὑρήσει τόν ἐν ταῖς ἐντολαῖς
κρυπτόμενον θησαυρόν∙ ἀλλά μόνον τά ἔτη αὐτοῦ ἀναλίσκει διηνεκῶς διακενῆς».
255 ΑΔ, σ. 94, ὑποσημ. 20
112

Θεός... μικρόν παιδίον φωτίζει ὁ Θεός εἰπεῖν τό θέλημα τοῦ


Θεοῦ»256.
Ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος εἶναι ἐπί πλέον ἕνα στοιχεῖο τῆς
ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος τῶν μοναχῶν. Ὁτιδήποτε γίνεται μέ
εὐλογία εἶναι ἐκ Θεοῦ. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεῖ κατά
τήν προσφιλή συνήθειά του ἕνα παράδειγμα ἀπό τό Γεροντικό.
Ὅταν ἕνας μοναχός πού εἶχε σταλεῖ ἀπό τόν Γέροντα στήν πόλη
βρέθηκε σέ πειρασμό πορνείας ἐπικαλέστηκε τήν εὐχή τοῦ
Γέροντά του καί βρέθηκε ἀσφαλής. «Ἵνα μόνον εἴπῃ∙ Ὁ Θεός διά
τῶν εὐχῶν τοῦ Πατρός μου ἐξελοῦ με, εὐθέως εὑρέθη εἰς τήν
ὁδόν τῆς Σκήτεως ὑπάγων πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ»257.
Ἡ ἐπίκληση τῆς εὐχῆς τοῦ Γέροντα εἶναι συνηθισμένη
ἔκφραση τῶν μοναχῶν. Φανερώνει τήν ἀπουσία βιωμάτων
παρρησίας πρός τόν Θεό. Ξεκινάει ἀπό τή θεωρητική παραδοχή
τῆς ταπεινόφρονης αὐτοκατακρίσεως, προχωρεῖ στήν πρακτική
ἀναγνώριση τῆς ἐμπάθειας καί τῆς ἀδυναμίας τοῦ ὑποτακτικοῦ
καί ὁδηγεῖ στήν πραγματική βίωση τῆς ταπεινώσεως μέ τή
μορφή τῆς Χριστομίμητης καί Χριστοκεντρικῆς κενώσεως. Ὁ
μοναχός, δηλαδή ὁ ὑποτακτικός, διώχνει κάθε ἴχνος
αὐτοσεβασμοῦ, αὐτοδικαιώσεως ἤ αὐτοαγωγῆς καί
αὐτοπεποιθήσεως.
Τήν ἔκβαση τοῦ ἀγώνα γιά τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία
του τήν ἀποθέτει στήν ἁγιοπνευματική ἔμπειρία τοῦ Γέροντα,
ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά καλλιεργήσει ἄμεσα Χριστοκεντρικά
βιώματα, ἀλλά γιατί θέλει νά ἐλέγχει κάποιος, πιό
προοδευμένος καί πιό ἀσφαλής, καί αὐτόν ἀκόμα τό
Χριστοκεντρισμό τῶν βιωμάτων του. «Ἔτσι σ’ ὅλη του τή ζωή ὁ

256 ΑΔ, σ. 182, Ε΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1684D.
257 ΑΔ, σ. 104, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1636D.
113

μοναχός πορεύεται, διακονεῖ, προσεύχεται, ἀσκεῖται καί πολλές


φορές θαυματουργεῖ «δι’ εὐχῶν τοῦ Γέροντος» καί
ταπεινούμενος φυλάσσει τήν ταπεινοφροσύνη καί
ταπεινοφρονῶν ἀνέρχεται στίς ἔσχατες βαθμίδες τῆς «ὑψοποιοῦ
ταπεινώσεως», ὥστε νά φτάνει νά εὔχεται καί νά ζητάει τό ἔλεος
τοῦ Θεοῦ «δι’ εὐχῶν ὅλου τοῦ κόσμου»258.
Ἕνα ἄλλο σημαντικό στοιχεῖο, κατά τόν ἀββά Δωρόθεο,
τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι ἡ διαρκής μνήμη τόσο τοῦ Θεοῦ
ὅσο καί τοῦ θανάτου. Κατά τό ψαλμικό: «Προωρώμην τόν Θεόν
ἐνώπιόν μου διά παντός»259 ὁ μοναχός πρέπει νά ἀνακαλεῖ στή
μνήμη του τόν Θεό γιατί αὐτό παρηγορεῖ τή ψυχή του κατά τόν
πνευματικό ἀγώνα του. «Αὕτη ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παρακαλεῖ τήν
ψυχήν260, ὡς καί ἐν τῷ ψαλμῷ λέγει∙ «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί
εὐφράνθην»261. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Θεοῦ στήν μνήμη εἶναι κάτι πού
δέν ἀπαιτεῖ ἄλλη διαδικασία καί εὐφραίνει τόν ἄνθρωπο262. Γιά
νά ὁδηγηθεῖ κανείς στό φόβο (σεβασμό) τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιεῖ
τήν μνήμη τοῦ θανάτου ὡς ἀσκητικοῦ εἴδους.
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τόν ἱερό πατέρα ἀποκτᾶται
μέ τέσσερις τρόπους: ἀπό τή μνήμη τοῦ θανάτου, ἀπό τόν
αὐτοέλεγχο, ἀπό τήν ἔλλειψη παρρησίας καί ἀπό τήν ἐπαφή μέ
ἀνθρώπους πού ἔχουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ: «Κτᾶται ἄνθρωπος

258 ΑΔ, σ. 104-105, ὑποσ. 27.


259
Ψαλμ. 15, 8.
260
ΑΔ, σ. 292, ΙΒ΄Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρῆ τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1725A.
261 Ψαλμ. 76, 4, ΑΔ.

262 «Ἔχεις ἐν σεαυτῷ τήν συμμαχίαν, ἥν κἀγώ καί πᾶς ὁ βουλόμενος. Θελῆσαι δεῖ μόνον,

ὁρμῆσαι μόνον. Ἐγγύς ἡ παράκλησις ἐν τῷ στόματί σου∙ Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ φησί καί
εὐφράνθην. Τί μνήμης ἑτοιμότερον; Μνήσθητι καί σύ καί εὐφράνθητι. Ὤ τοῦ εὐπορίστου τῆς
ἰατρείας! Ὤ τοῦ τάχους τῆς θεραπείας! Ὤ τοῦ μεγέθους τῆς δωρεᾶς! Οὐ κομίζει μόνον
ὀλιγοψυχίαν καί λύπην μνημονευθείς ὁ Θεός, ἀλλά καί εὐφροσύνην ἐργάζεται», Γρηγορίου
Ναζιανζηνοῦ, Πρός τούς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ καί τόν ἄρχοντα ὀργιζόμενον, PG 35,
968C.
114

τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ ἔχειν τήν μνήμην τοῦ θανάτου...ἐκ
τοῦ καθ’ ἑσπέραν ἐρευνᾶν πῶς παρῆλθε τήν ἡμέραν...καί ἐκ τοῦ
μή παρρησιάζεσθαι καί ἐκ τοῦ προσκοληθῆναι ἀνθρώπῳ
φοβουμένῳ τῷ Θεῷ»263.
Ἄλλη χρήσιμη ἀνάμνηση στό νοῦ τῶν μοναχῶν εἶναι κατά
τόν ἀββά Δωρόθεο καί ἡ μνήμη τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μίμηση τῶν παθημάτων τοῦ
Χριστοῦ. Ἀκόμη καί τό πορφυρό χρώμα στό κουκούλι ἔχει τόν
συμβολισμό τῆς συμμετοχῆς στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ: «καί
ἡμεῖς ἔχοντες τό σημεῖον τό πορφυροῦν, ἐπαγγελόμεθα, ὡς
εἶπον, ὑποφέρειν πάντα τά παθήματα αὐτοῦ»264. Μέ αὐτόν τόν
τρόπο ὁ μοναχός συμμετέχει στό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ: «Πεντηκοστή δέ ἐστίν ἀνάστασις ψυχῆς»265.
Στό βαθμό πού θά προχωρήσει ὁ μοναχός στή μοναχική
ζωή ἀναπτύσσει αὐτό πού ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὀνομάζει
«συνείδησιν πρός τόν Θεόν». Εἶναι ἡ κρυφή ἐργασία πού τελεῖται
στό νοῦ καί συνίσταται στήν ἀπόκρουση ἐμπαθῶν λογισμῶν καί
τή διατήρηση τῆς νήψης. Εἶναι αὐτό πού ἄλλοι Πατέρες
ὀνομάζουν «φυλακή τοῦ νοός». «Οἷον τι λέγω∙ Ἠμέλησεν εὐχῆς,
ἀνέβη λογισμός ἐμπαθής εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ, καί οὐκ ἔνηψε
καί ἔσφιξεν ἑαυτόν, ἀλλά συγκατέθετο∙ εἶδε τόν πλησίον
λέγοντά τι ἤ ποιοῦντα, ὡς εἰκός καί ὑπενόησε καί κατέκρινε
αὐτόν∙ ὅσα ἐστίν ἐν τῷ κρυπτῷ γινόμενα, ἅ οὐδείς οἶδεν εἰ μή ὁ
Θεός καί ἡ συνείδησις ἡμῶν, χρήζομεν φυλάττειν. Καί αὔτη ἐστίν
ἡ πρός Θεόν συνείδησις»266.

263 ΑΔ, σ. 152.


264 ΑΔ, σ. 96, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1633A.
265 ΑΔ, σ. 350, ΙΕ΄ Διδασκαλία, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν, PG 88, 1789A.

266 ΑΔ, σ. 136, Γ΄Διδασκαλία, Περί συνειδήσεως, PG 88, 1656C.


115

2) Πάθη

Τά πάθη εἶναι ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, οἱ ἐνέργειες δέ τῶν


παθῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία267. «Ἁμαρτίαι δέ εἰσίν αἱ ἐνέργειαι τῶν
παθῶν» καί «ἄλλα γάρ εἰσί τά πάθη καί ἄλλαι εἰσίν αἱ ἁμαρτίαι∙
τά πάθη εἰσί θυμός, κενοδοξία, φιληδονία, μῖσος, ἐπιθυμία κακή
καί ὅσα τοιαῦτα»268. Ἡ τοποθέτηση αὐτή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου,
πού εἶναι σύμφωνη μέ τό σύνολο τῆς πατερικῆς γραμματείας269,
γιά τό ὡς ἄνω θέμα, ἀποκλείει τήν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ ὡς
αὐθυποστάτου, ὅπως ἐπισημάνθηκε στό ἀντίστοιχο κεφάλαιο
τῶν δογματικῶν θέσεων τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ διαστολή τῶν παθῶν ἀπό τίς
ἁμαρτίες πού ἐπιχειρεῖ ἐδῶ ὁ ἀββάς Δωρόθεος, γιατί ἔτσι
ἀποκλείει τό «αὐθύπαρκτον» τῆς «κατ’ ἐνέργειαν» ἁμαρτίας,
συσχετίζεται δέ ἀπόλυτα μέ τήν ἐμπάθεια τῆς ψυχῆς καί
ἐπισημαίνεται ἡ βαρύτητα τῆς ἀνεξωτερίκευτης μέν, ἀλλά ἐξ’
ἴσου ἐπιλήψιμης «κατά νοῦν καί διάνοιαν» πτώσεως. «Ἡ πτώση
αὐτή πρέπει νά ἀξιολογεῖται καί νά ἀντιμετωπίζεται, ὄχι βέβαια
σάν ὑλοποιημένη σέ συγκεκριμένο εἴδος ἔμπρακτη ἁμαρτία,
ἀλλά σάν συνέργεια τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐμπαθή
ἐσωτερική βίωση τοῦ κακοῦ, μέ τή μορφή τῆς συγκαταθέσεως»270.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ὁμιλεῖ γιά τρεῖς «καταστάσεις» τῶν
ἀνθρώπων ἀνάλογα μέ τό πῶς διαχειρίζονται ἕνα πάθος271. Εἶναι

267 ΑΔ, σ. 80, Α΄Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1623D.


268 ΑΔ, σ. 80, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1623D.
269 «Πάθος εἶναι ἡ ἕξη πού δημιουργεῖται ἀπό τό συνδυασμό μέ τόν λογισμό πού ἐπιβάλλει ὁ

ἐχθρός, καί ἡ κατά κάποιον τρόπο συνεχής μελέτη καί φαντασία», Ἁγίου Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ψυχωφελής καί θαυμάσιος, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τομ. Β΄,
ἔκδοση Δ΄, Ἐκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, σ. 301.
270 ΑΔ, σ. 80, ὑποσ. 11.

271 «Τρεῖς γάρ καταστάσεις εἰσίν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ∙ ἔστιν ὁ ἐνεργῶν τό πάθος καί ἔστιν ὁ ἱστῶν

αὐτό καί ἔστιν ὁ ἐκριζῶν αύτό», ΑΔ, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν
τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88, 1729 B.
116

αὐτοί πού ἀφήνουν τά πάθη τους νά ἐκδηλώνονται ἐλεύθερα,


αὐτοί πού δέν τά ἀφήνουν νά ἐκδηλωθοῦν καί αὐτοί πού τά
ξεριζώνουν. Στήν πρώτη περίπτωση ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ἔχει
παγιωθεῖ στόν ἄνθρωπο καί ἡ μακρόχρονη παραμονή στήν
ἐπήρεια τῆς ἁμαρτίας δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά ξεφύγει ἀπό τό
πάθος χωρίς τή βοήθεια τῶν ἁγίων. Στή δεύτερη περίπτωση γιά
διαφορετικούς λόγους, κυρίως ἀπό συνήθεια ἤ καί ἐπιθυμία σέ
κάποιο αἴτιο τοῦ πάθους, προσπαθοῦν νά κάνουν τά πάθη νά
μήν ἐνεργοῦν, ἀλλά ὄχι πάντοτε μέ ἐπιτυχία. Καί στήν τρίτη
περίπτωση εἶναι αὐτοί πού ξερριζώνουν τά πάθη ἀλλά καί ἐδῶ
ὑπάρχουν διαβαθμίσεις.
Ἡ συνήθεια στήν ἐπίδραση τοῦ πάθους καί ἡ μακρόχρονη
ἔκθεση στήν ἐπήρειά του κάνει δύσκολη τήν ἐκρίζωσή του. Ἡ
μακρόχρονη συνήθεια στό καλό καί στό κακό τείνουν νά γίνουν
πάγιες σέ κάθε ψυχή272. Ἡ κακή συνήθεια δύσκολα
καταπολεμιέται ἄν εἶναι μακρόχρονη273. Γι’ αὐτό συμβουλεύει ὁ
ἀββάς Δωρόθεος: «σπουδάσατε κόψαι τά πάθη πρίν γενέσθαι ἐν
ἕξει αὐτῶν»274.
Ἐάν ὁ μοναχός ἀγωνίζεται νά ξεριζώσει τά πάθη του
πρέπει νά κατευθυνθεῖ στίς αἰτίες τῶν παθῶν, στίς ρίζες τους.
Γιατί ἄν δέν θεραπευθοῦν τά αἴτια, τά πάθη θά ἐκδηλωθοῦν ἐκ
νέου275. Κατά τούς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἔθος γάρ διά

272 «Βλέπετε ἀδελφοί μου, ὅτι εἰς πᾶν πρᾶγμα, καθώς ἀεί λέγω ὑμῖν, συνήθεια ἐστί καί εἰς τό
καλόν καί εἰς τό κακόν. Χρεία οὖν πολλῆς νήψεως, ἵνα μή κλεπτώμεθα», ΑΔ, σ. 236, Θ΄
Διδασκαλία, Περί ψεύδους, PG 88, 1716A.
273 «Ἰδού μία κατάστασις∙ αὕτη ἐστίν ἡ ἐν ἕξει ἔχουσα τό κακόν. Ὁ Θεός ρύσεται ἡμᾶς ἀπό

τοιαύτης καταστάσεως», ΑΔ, σ. 260, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν
τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG 88, 1729D.
274 ΑΔ, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ

γενέσθαι τήν ψυχήν, σ. 286, PC 88, 1748C.


275 «Θέλει οὖν ἀγωνίσασθαι, ὡς εἶπον, οὐ μόνον πρός τάς κακάς συνηθείας, καί πρός τά πάθη,

ἀλλά καί πρός τάς αἰτίας αὐτῶν αἵτινες εἰσί αἱ ρίζαι. Καί ἐάν μή αἱ ρίζαι ἐκβληθῶσιν, ἀνάγκη
τάς ἀκάνθας πάλιν φύεσθαι», ΑΔ, σ. 298, ΙΒ ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης
117

μακροῦ χρόνου βεβαιωθέν φύσεως ἴσχύν λαμβάνει»276. Ρίζα καί


αἰτία ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ ἔπαρση, ἐνῶ ἡ θεραπεία τους
βρίσκεται στήν ταπεινοφροσύνη. «Ἡ γάρ ἔπαρσις γεννᾶ τήν
καταφρόνησιν καί τήν παρακοήν τήν ὀλεθρίαν, ὥσπερ καί ἡ
ταπεινοφροσύνη γεννᾷ τήν ὑπακοήν καί τήν σωτηρίαν τῶν
ψυχῶν»277.
Ὁ Χριστός στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας του
ὑπέδειξε τίς αἰτίες καί ρίζες τῶν παθῶν. Γιά παράδειγμα ὅταν ὁ
Μωσαϊκός Νόμος κελεύει οὐ μοιχεύσεις, ὁ Κύριος εἶπε μηδέ
ἐπιθυμήσεις. Ἐπ’ αὐτῶν ὁ ἀββάς Δωρόθεος σημειώνει: «δεικνύει
ἡμῖν καί τήν αἰτίαν ὅθεν ἔρχεταί τις εἰς καταφρόνησιν καί
παρακοήν καί αὐτῶν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ»278. Εἶναι φανερό ὅτι
στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε λεπτότερη ἀντιμετώπιση τῶν
πνευματικῶν ζητημάτων ἐπειδή εἶναι ἡ περίοδος τῆς χάριτος καί
ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πληρέστερη. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐμβάθυνση
στόν πνευματικό ἀγώνα μπορεῖ νά εἶναι πιό σημαντική.
Τά πάθη κατά τόν ἀββά Δωρόθεο ἐκριζώνονται ὅταν εἶναι
νεαρά. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά: «Ἄλλο γάρ ἐστιν, ὡς
πολλάκις εἶπον ὑμῖν, τό ἐκριζῶσαι βοτάνην, ὅτι εὐθύς

κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἴδίας σωτηρίας,
PG 88, 1756B.
276 «Οὐκοῦν ἵνα μήτε διά ὀφθαλμῶν μήτε διά ὤτων ἐρεθισμούς εἰς ἁμαρτίαν δεχώμεθα καί

κατά τό λανθάνον προσεθισθῶμεν αὐτῇ καί ὥσπερ τύπον τινές καί χαρακτῆρες τῶν
ὁρωμένων καί ἀκουομένων ἐναπομείνωσι τῇ ψυχῇ εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν καί ἵνα
δυνηθῶμεν ἐπιμένειν τῇ προσευχῇ, ἀφιδιάζωμεν πρῶτον κατά τήν οἴκησιν. Οὕτω γάρ ἄν καί
τοῦ προλαβόντος ἔθους περιγενώμεθα, ἐνῶ ἀλλοτρίως ἐζήσαμεν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ
(οὐ μικρός δέ οὖτος ἀγών, τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας περιγενέσθαι∙ ἔθος γάρ διά μακροῦ χρόνου
βεβαιωθέν φύσεως ἰσχύν λαμβάνει), καί τούς ἐξ ἁμαρτίας δέ σπίλους ἐκτρῖψαι δυνησόμεθα
τῇ τε φιλοπόνῳ προσευχῇ καί τῇ ἐπιμόνῳ μελέτῃ τῶν τοῦ Θεοῦ θελημάτων», Βασιλείου
Καισαρείας, Ὅροι κατά πλάτος, πρός τούς κατά Θεόν ἀσκεῖν προελομένους, PG 31, 926B.
277 ΑΔ σ. 84, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1625A.

278 ΑΔ, σ. 82, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1624C.


118

ἀποσπᾶται, καί ἄλλο ἐστι τό ἐκριζῶσαι μέγα δένδρον»279. Γιά τό


θέμα αὐτό ἀφιέρωσε ἕνα κεφάλαιο τοῦ ἔργου του, τήν
ΙΑ΄Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη
πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ γενέσθαι τῶν ψυχῶν. Πραγματευόμενος λ.χ.
τό πάθος τῆς μνησικακίας προτρέπει τούς μοναχούς σέ
ἐγρήγορση ὥστε τό πάθος νά μή χρονίσει: «Μνησικακία γάρ ἐστι,
καί χρεία νήψεως πολλῆς ὡς εἶπον, χρεία μετανοίας, χρεία
ἀγῶνος ἵνα μή χρονίσῃ ἐν τούτοις καί κινδυνεύσῃ»280.
Ὁ ἀγώνας γιά νήψη καί ἐκρίζωση τῶν παθῶν ἔχει σάν
ἀποτέλεσμα τήν ἀπόκτηση πνευματικῆς πείρας ἀπό τόν
ἀγωνιζόμενο. Ὁ μοναχός μαθαίνει τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου
τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ προκειμένου νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.
Ἡ κακή συνήθεια ἀρχίζει ἀπό τά μικρά πράγματα καί σταδιακά
μεταβαίνει στά μεγαλύτερα. Ὁπότε, ὁ ἀγωνιζόμενος κατά τῶν
παθῶν πρέπει νά ἔχει νήψη καί ἐγρήγορση ὥστε νά μήν ἀφήσει
τίς μικρές ἀβλεψίες τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα νά θρέψουν ἕνα
πάθος καί νά τό καταστήσουν δύσκολο στήν ἐκρίζωσή του. Ἡ
κακή συνήθεια ὁδηγεῖ στήν πτώση πού γίνεται σταδιακά.
Σύμφωνα με τούς λόγους τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου: «ἐκ τοῦ
λέγειν∙ τί γάρ ἐστι τοῦτο; τί ἐστιν ἐκεῖνο; γίνεται κακή συνήθεια
τῇ ψυχῇ, καί ἄρχεται καί εἰς τά μεγάλα καταφρονεῖν»281. Μέ τόν
τρόπο αὐτό ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχός ὠθεῖται σέ μικρές πτώσεις
καί ἐάν δέν νήψει μπορεῖ νά ὑποπέσει σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Ἡ ὤθηση τοῦ διαβόλου εἶναι σταδιακή: «Διά τοῦτο βλέπετε
ἀδελφοί, μή ἀμελήσωμεν τῶν μικρῶν, βλέπετε μή
καταφρονήσωμεν αὐτῶν ὡς μηδαμινῶν∙ οὐκ εἰσί μικρά, νομή

279 ΑΔ, σ. 270, ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν
ἕξει κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88, 1737A.
280 ΑΔ, σ. 222, Η΄Διδασκαλία, Περί Μνησικακίας, PG 88, 1708C.

281 ΑΔ, σ. 186, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, PG 88, 1682B.
119

ἐστι, κακή συνήθεια ἐστι»282. Εἶναι, λοιπόν, χρήσιμο νά γνωρίζει


κανείς τίς μεθοδεῖες του - καί αὐτή τή γνώση τήν ἀποκτᾶ
ἀγωνιζόμενος στόν πνευματικό ἀγώνα283 - ὥστε ἀξιοποιώντας
τήν πνευματική πείρα του νά μήν ἀφήνει τίς μικρές πτώσεις284
νά γίνουν θανάσιμες285.
Ἡ πάλη κατά τῶν παθῶν, ὅμως, μπορεῖ νά εἶναι νικηφόρα.
Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καθαίρει τήν ψυχή. Σέ κάθε
περίπτωση δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι οἱ δυσκολίες τοῦ
πνευματικοῦ ἀγώνα εἶναι ἀνυπέρβλητες. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ
ἀββάς Δωρόθεος παραθέτει ἕνα προσωπικό παράδειγμα, ὅταν ἡ
ψυχή του κατελήφθη ἀπό μεγάλη ἀπόγνωση. «Ἦν δέ ἡ θλίψις
ἐκείνη ἐξ ἐπιβουλῆς δαιμόνων, καί ἐστιν ὁ τοιοῦτος πειρασμός ἐκ
τοῦ φθόνου τῶν δαιμόνων ἐπιφερόμενος∙ βαρύτατος μέν,
ὀλιγοχρόνιος δέ, βαρύς, σκοτεινός, ἀπαράκλητος, μή ἔχων πόθεν
μηδεμίαν ἀνάπαυσιν∙ ἀλλά πανταχόθεν στένωσις, πανταχόθεν
πνιγμός»286.
Ἡ ἀπόγνωση ὀφείλεται στόν πόλεμο τοῦ διαβόλου καί ἡ
ἀνάπαυση ἔρχεται μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος. Ὅταν κανείς
δέν ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του καί τή φρόνησή του ἀλλά ζεῖ σέ
ὑπακοή, ζεῖ μέσα στήν ταπείνωση καί αὐτό ἀναπαύει τήν ψυχή
του. Λέει σχετικά ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «μάθετε μή στοιχεῖν
ἑαυτοῖς∙ καλόν ἐστι∙ ταπείνωσις ἐστιν, ἀνάπαυσις, χαρά ἐστι»287.

282 ΑΔ, σ. 136, PG 88, 1656 A.


283 «Ἔστι δέ καί ὑπονοεῖ τις πρᾶγμα καί εὑρίσκεται ἐκ τοῦ συμβάντος ἀληθές...δικαίωμα ἐστι
τοῦ διαβόλου θέλοντος ἐπιβουλεῦσαι», ΑΔ σ. 238, PG 88, 1716D.
284 «Ἕκαστον τῶν γενομένων, ἀπό μικροῦ ἄρχεται καί κατά μέρος τρεφόμενον, λαμβάνει τήν

αὔξησιν», Μάρκου Ἐρημίτου, Περί νόμου πνευματικοῦ, PG 65, 926 C.


285 «Καί οὕτω προβαίνων κατά μικρόν ἔρχη λοιπόν καί εἰς τό φονεῦσαι», ΑΔ, σ. 82, PG 88,

1624B.
286 ΑΔ, σ. 180, Ε΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1681D.

287 ΑΔ, σ. 182, Ε΄Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1684C.
120

Ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω ἡ πνευματική ζωή, εἶναι ἡ


ἐν Χριστῷ ζωή καί συνίσταται στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Κατά
τόν ἀββά Δωρόθεο αὐτή ἡ ἴδια ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν ὁδηγεῖ
στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἀλλά ταυτόχρονα στοχεύει καί
ἐξαλείφει τά πάθη. Κατά τήν ἔκφρασή του: «(ὁ Θεός) ἔδωκεν
ἡμῖν κατά τήν ἀγαθότητα αὐτοῦ ἐντολάς ἁγίας καθαιρούσας
ἡμᾶς, ἵνα ἐάν θελήσωμεν δυνηθῶμεν πάλιν καθαρθῆναι διά τῆς
φυλακῆς τῶν ἐντολῶν, οὐ μόνον ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ἀλλά
καί ἐξ αὐτῶν τῶν παθῶν»288. Ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρά ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν στήν ἄκρα συνέπειά της, ἀλλά
καί ἡ ἐπί πλέον προσφορά τοῦ μαρτυρίου τῆς συνείδησης ὡς
δῶρο πρός τόν Θεό.

3 Ἀρετές

Σέ κάθε πάθος ἀντιστοιχεῖ καί μία ἀρετή. Ἐάν πραγματικά


θέλει ὁ μοναχός τήν ἀποτίναξη τοῦ πάθους ἡ ἐπιτυχής ἔκβαση
εἶναι ἐφικτή. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο: «εἶπον δέ οἱ Πατέρες ὅτι
πᾶν πρᾶγμα ὅ μή θέλει ἡ ψυχή, ὀλιγοχρόνιον ἐστι»289. Ἡ ἴαση
ἀπό τά πάθη καί ἡ κατόρθωση τῶν ἀρετῶν εἶναι ἐπιστροφή στό
«κατά φύσιν». Προκειμένου νά γίνει αὐτό πρέπει ὁ μοναχός νά
ἀναζητήσει τήν αἰτία τῶν παθῶν. Ὀφείλει νά καθαίρεται ἡ ψυχή
καί νά θεραπεύονται οἱ ρίζες τῶν παθῶν: «θέλομεν λοιπόν
εἰπεῖν περί τῶν ἐκριζούντων τό πάθος290», κατά τούς λόγους τοῦ
ἀββᾶ Δωροθέου. Πάντως, ἡ πρόοδος πρός τήν ἀρετή εἶναι ἀργή

288 ΑΔ, σ. 80, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1623D.


289 ΑΔ, σ. 262, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG
88, 1732C.
290 ΑΔ. σ. 262, Ι΄ διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, PG

88, 1732D.
121

ἀλλά: «διά τῆς θλίψεως τῶν ἀγώνων κατά μικρόν μικρόν


καθαίρεται καί ἐπανέρχεται εἰς τό κατά φύσιν»291.
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές ὅτι τελικός στόχος τῆς
κάθαρσης, σύμφωνα μέ τόν ἱερό πατέρα εἶναι ἡ ἐπιστροφή στό
«κατά φύσιν». Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς εἶναι γνώρισμα τῆς
πορείας πρός τό «κατά φύσιν»: «ὁμοίως καί ἡ κακία ἀρρωστίς
ἐστι τῆς ψυχῆς στερουμένης τῆς ἰδίας αὐτῆς καί κατά φύσιν
ὑγείας, ἥτις ἐστίν ἡ ἀρετή292». Κατά τόν Μέγα Βασίλειο: «Εἰσί δέ
καί παρ’ ἡμῖν αἱ ἀρεταί κατά φύσιν, πρός ἅς ἡ οἰκείωσις τῆς
ψυχῆς οὐκ ἐκ διδασκαλίας ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως
ἐνυπάρχει. Ὡς γάρ οὐδείς ἡμᾶς λόγος διδάσκει τήν νόσον μισεῖν,
ἀλλ’ αὐτόματον ἔχομεν τήν πρός τόν λυποῦντα διαβολήν∙ οὕτω
καί τῇ ψυχῇ ἔστι τις ἀδίδακτος ἔκκλισις τοῦ κακοῦ. Κακόν δέ πᾶν
ἀρρωστία ψυχῆς∙ ἡ δέ ἀρετή λόγον ὑγιείας ἐπέχει. Καλῶς γάρ
ὡρίσαντο τινες ὑγιείαν εἶναι τήν εὐστάθειαν τῶν κατά φύσιν
ἐνεργειῶν. Ὅ καί ἐπί τῆς κατά ψυχήν εὐεξίας εἰπών, οὐχ
ἁμαρτήσει τοῦ πρέποντος. Ὅθεν ὀρεκτική τοῦ οἰκείου καί κατά
φύσιν αὐτῇ ἀδιδάκτως ἐστίν ἡ ψυχή»293.
Τήν ἐκρίζωση τοῦ πάθους ἀκολουθεῖ ἡ ἐργασία τῆς
ἀντίστοιχης ἀρετῆς. Ὁ Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος στήν
ἐρωταπόκριση 137b, παραθέτει λεπτομερή κατάλογο ἔνδεκα
παθῶν πού πρέπει νά ἀποφεύγουν οἱ πνευματικά νηφάλιοι. Τά
πάθη αὐτά εἶναι α) ἡ γαστριμαργία, β) ἡ πορνεία, γ) ἡ
φιλαργυρία, δ) ἡ λύπη, ε) ἡ ἀκηδία, στ) ἡ ὀργή, ζ) ὁ θυμός, η) ἡ
καταλαλιά, θ) τό μίσος, ι) ἡ κενοδοξία καί ια) ἡ ὑπερηφάνεια294.

291 ΑΔ, σ. 318, ΙΓ΄Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τιύς πειρασμούς,
PG 88, 1768D.
292 ΑΔ, σ. 254-255, Ι΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μετά σκοποῦ καί νήψεως ὁδεύειν τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ,

PG 88, 1728B
293 Βασιλείου Καισαρείας, Ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον, PG 29, 196BC.

294 Βλ. ΕκΓ, σ. 85.


122

Ὁ ἀββάς Δωρόθεος ἀντιστοιχεῖ σέ μερικά πάθη τίς


ἀντιστοιχες ἀρετές: «Ἕκαστον γάρ πάθος ἔχει τήν ἐναντίαν
αὐτοῦ ἀρετήν. Ἡ ὑπερηφανία ἔχει τήν ταπεινοφροσύνην, ἡ
φιλαργυρία ἔχει τήν ἐλεημοσύνην, ἡ ἀσωτία τήν ἐγκράτειαν, ἡ
ὀλιγωρία τήν ὑπομονήν, ἡ ὀργή τήν πραότητα, τό μῖσος τήν
ἀγάπην. Ἕκαστον ἁπλῶς πάθος, ὡς εἶπον, ἔχει τήν ἐναντίαν
αὐτοῦ ἀρετήν»295.
Ἡ βάση γιά τή ἐργασία τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ
ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρεῖ ὅτι ἡ κτήση τῶν ἀρετῶν εἶναι ἔργο
τῆς τοῦ Θεοῦ συνεργείας. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο ὑπάρχουν δύο
ταπεινώσεις. Ἡ πρώτη εἶναι νά θεωρεῖ κανείς τόν ἀδελφό του πιό
συνετό καί σέ ὅλα καλύτερο καί τόν ἑαυτό του χειρότερο ἀπ’
ὅλους. «Ἡ δέ δευτέρα ταπείνωσις ἐστι τό ἐπιγράφειν τῷ Θεῷ τά
κατορθώματα»296. Ὁποιαδήποτε ἄλλη μέθοδος εἶναι λειψή γιατί
δέν ἀναγνωρίζει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τό πεπερασμένο
τοῦ ἀνθρώπου. «Οὔτε ἀρετήν δύναται κτήσασθαι ἄνθρωπος
οὔτε ἄλλον τι ἀγαθόν, ὡς εἶπον, ποιῆσαι..., ἄνευ τῆς βοηθείας
τοῦ Θεοῦ∙ χρεία γάρ πάντως καί τῆς ἡμετέρας σπουδῆς καί τῆς
τοῦ Θεοῦ συνεργείας»297. Σέ κάθε δέ περίπτωση ὁ ἀββάς
Δωρόθεος ἐκθειάζει τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ταπείνωσης. Κανείς
δέν τήν γνωρίζει ἄν προηγουμένως δέν τήν βιώσει: «ἐάν μή ἀπό
πείρας μάθῃ αὐτήν ἄνθρωπος∙ λόγῳ δέ οὐδείς δύναται μαθεῖν
αὐτήν»298. Στή συνέχεια χαρακτηρίζει τήν ταπείνωση ὡς ἀρετή
«θεϊκή καί ἀκατάληπτη».
Τήν ἴδια διπλή διάκριση κανει ὁ ἀββάς Δωρόθεος καί στό
πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Κατά τίς δύο ταπεινώσεις ἔχουμε καί

295 ΑΔ, σ. 302, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἴδίας σωτηρίας, PG 88, 1757B.
296 ΑΔ, σ. 120, Β΄ Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, PG 88, 1645C.

297 ΑΔ, σ. 412, Ε΄ Ἐπιστολή, PG 88, 1808B.

298 ΑΔ, σ. 124, Β΄ Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, PG 88, 1648D.


123

δύο ὑπερηφάνειες. «Ἡ πρώτη ὑπερηφάνεια ἐστίν ὅταν


ἐξουδενεῖν τόν ἀδελφόν...καί κατά μικρόν ἔρχεται καί εἰς τήν
δευτέραν ὑπερηφάνειαν, ἵνα καί κατ’ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ
ὑπερηφανεύηται καί ἑαυτῷ ἐπιγράφει τά κατορθώματα αὐτοῦ,
καί οὐ τῷ Θεῷ».299 Ὑπάρχει κοσμική ὑπερηφάνεια καί μοναχική
ὑπερηφάνεια. «Ἡ κοσμική ὑπερηφάνεια ἐστίν ὅτε τις
ὑπερηφανεύεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὡς πλουσιώτερος ἤ ὡς
εὐμορφώτερος αὐτοῦ ἤ ὡς καλῶς φορῶν πλέον αὐτοῦ ἤ καί
γενναιότερος αὐτοῦ...ἡ δέ μοναχική ὑπερηφάνεια ἐστίν ὅτε
κενοδοξεῖ τις ὡς ἀγρυπνῶν, ὡς νηστεύων, ὡς εὐλαβής, ὡς ποιῶν
πολιτείας, ὡς σπουδαῖος»300.
Παράλληλα μέ τά παραπάνω ὁ ἀββάς Δωρόθεος τονίζει ὅτι
τό συνολικό οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν πρέπει νά εἶναι συμμετρικά
δομημένο. Μέ ἄλλα λόγια δέν πρέπει νά ἐργάζεται ὁ μοναχός
ὁρισμένες μόνο ἀρετές καί νά παραμελεῖ ἄλλες. Ἡ ἐν Χριστῷ
ζωή σημαίνει τήν ἐπιδίωξη ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὀνομάζει δέ αὐτό
τό οἰκοδόμημα, «οἶκος τῶν ἀρετῶν» καί τίς περιγράφει ὡς
ἀκολούθως: «θεμέλιον ἡ πίστις, λίθοι ὑπακοῆς, μακροθυμίας,
ἐγκράτειας, συμπαθείας, ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, πραότητος.
Γωνίες ἡ ὑπομονή καί ἡ ἀνδρεία∙ πηλός εἶναι ἡ ταπείνωση,
ξύλινα συνδετήρια δοκάρια ἡ διάκριση καί ἡ ἀγάπη, στεφάνωμα
δώματος ἡ ταπείνωση»301.
Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά παρατηρήσει κανείς εἶναι ἡ
ὁμοιότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου μέ τήν Κλίμακα
τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. Κορυφαῖες ἀρετές εἶναι ἡ

299 ΑΔ, σ. 116, Β΄ Διδασκαλία, Περί ταπεινοφροσύνης, PG 88, 1644D.


300 ΑΔ, σ. 118, PG 88, 1645B.
301 ΑΔ, σ. 326, ΙΔ΄ Διδασκαλία, Περί οἰκοδομῆς καί ἀρμολογίας τῶν τῆς ψυχῆς ἀρετῶν, PG 88,

1773 D.
124

διάκριση302 καί ἡ ἀγάπη. Γιά μέν τήν ἀγάπη γράφει ὁ ἀββάς


Δωρόθεος: «Πόθεν δέ πάσχομεν ταῦτα, εἰ μή ἐκ τοῦ μή ἔχει ἡμᾶς
ἀγάπη»303. Γιά δέ τή διάκριση ἀναφέρει ὅτι πρῶτα συγχύζεται ἡ
ψυχή καί χάνει τή διάκρισή της καί μετά πραγματοποιεῖ τήν
ἁμαρτία304. Ἡ διάκριση εἶναι «καρπός τῆς ταπεινώσεως καί τῆς
ἀπαθείας305» καί «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καί φύλαξ»306.
Ὀνομάζεται δέ διάκριση διότι «νέμει τό ἴσον εἰς πᾶν ἐγχείρημα,
ἵνα μήτε ἔλλειψις διά τῆς μειονεξίας γένηται ἔν τινι, μήτε διά τῆς
πλεονεξίας ὑπερβολή»307.

4) Λογισμοί καί πειρασμοί

Οἱ λογισμοί, κατά τή μοναχική ὁρολογία, εἶναι οἱ σκέψεις


πού διαπερνοῦν τό νοῦ διαρκῶς. Πρώτη καί κυρίαρχη προτροπή
τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου στούς μοναχούς εἶναι νά μήν συνομιλοῦν μέ
τό λογισμό. Ὅταν ἐγείρεται ἕνας λογισμός στό νοῦ νά μήν
ἀπαντοῦν καί διαλέγονται μαζί του ἀλλά νά ἐργάζονται τήν

302 Ἡ διάκριση πού χαρακτηρίζεται σάν «ἀκρόπολη καί βασιλίδα» τῶν ἀρετῶν «ὀφθαλμός καί
λύχνος τῆς ψυχῆς» εἶναι «ἡ τοῦ θείου θελήματος ἀσφαλής κατάληψις, ἐν παντί καιρῷ καί
τόπῳ καί πράγματι»( Ἰωάννου Κλίμακος, Λόγος 26ος, Περί διακρίσεως σ. 303). Εἶναι ἡ
περιεκτική ὅλων τῶν ἀρετῶν χαρισματική κατάσταση, ἡ ὁποία ἱκανεῖ τήν ψυχή νά διακρίνει
καί νά ἀξιολογεῖ σωστά τά πρόσωπα καί τά πνεύματα, τίς ἀρετές, τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες,
τίς ὀπτασίες καί τήν ἐν γένει πνευματική γνώση. Εἶναι ὁ «λύχνος» μέ τόν ὁποῖο διακρίνουμε
τίς ἔννοιες σέ σωστές καί ψευδεῖς καί ὁδηγούμαστε στήν ἀποφυγή τῶν λαθῶν καί τῶν
ἀκροτήτων κατά τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί «καί αὐτό τό ἐργάζεσθαι τό ἀγαθόν δέεται
διακρίσεως...διότι τό καλόν οὐ ἔστι καλόν, ἐάν μή πρός τό θεῖον βούλημα ἔχῃ τόν σκοπόν» Βλ.
Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, σ. 190.
303 ΑΔ, σ. 196, ΣΤ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή κρίνειν τόν πλησίον, PG 88, 1692D.

304 «Πρῶτον γάρ συγχεῖται ἡ ψυχή καί οὕτως ἀποτελεῖ τήν ἁμαρτίαν». ΙΑ΄ Διδασκαλία, Περί

τοῦ σπουδάζειν ταχέως ἐκκόπτειν τά πάθη πρό τοῦ ἐν ἕξει κακῇ γενέσθαι τήν ψυχήν, PG 88,
1737D.
305 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, σ. 17.

306 Ἀββᾶ Μωυσέως, Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 84.

307 Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τομ. Γ΄, σ. 15.


125

ὑπακοή καί τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματός τους. Ὁ μικρός λογισμός


ἐάν δέν ἐκκοπεῖ μεγαλώνει καί δύσκολα ἀντιμετωπίζεται.
Ὁ ἀββάς Δωρόθεος περιγράφει τήν πορεία ἑνός μοναχοῦ
πού «λέγει αὐτῷ ὁ λογισμός»: κοίταξε ἐκεῖ, καί δέν κοιτάζει.
Κατόπιν τοῦ λέει: Πές αὐτόν τόν λόγον καί αὐτός κόβει τό
θέλημά του καί δέν τόν λέει. Ἀργότερα τοῦ λέει: Ρώτα ποιός τό
ἔφερε αὐτό καί δέν ρωτάει. Σέ κάθε περίπτωση ὁ μοναχός,
σύμφωνα μέ τόν ἱερό πατέρα, περικόπτει τό ἴδιο θέλημα καί
σταδιακά κατακτᾶ τήν «ἀπροσπάθεια» πού ὁδηγεῖ στήν
ἀπάθεια308.
Ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω ὁ μοναχός ἐργάζεται τήν
«φυλακή τοῦ νοός». Δέν ἐμπλέκεται σέ περισπασμούς γιατί τόν
χωρίζουν ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει μία κρυφή ἐσωτερική
σχέση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Κατά τόν ἀββά Δωρόθεο:
«Ὅσα ἐστίν ἐν τῷ κρυπτῷ γενόμενα, ἅ οὐδείς οἶδεν εἰ μή ὁ Θεός
καί ἡ συνείδησις ἡμῶν, χρήζομεν φυλάττειν»309. Εἶναι, λοιπόν,
μεγάλη ἡ σημασία τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν στήν πνευματική ζωή
καί πρέπει διαρκῶς νά μήν ἐπιτρέπει ὁ ἄνθρωπος νά
δημιουργοῦνται ἐμπαθεῖς λογισμοί στό νοῦ γιά ἄλλους
ἄνθρώπους γιατί ὅλος ὁ ἄνθρωπος μολύνεται.
Ἡ γνώση τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου στά πνευματικά ζητήματα
εἶναι βαθύτατη καί λεπτότατη. Ἀναφέρεται σχετικά σέ αὐτό πού
ὀνομάζει «συνείδηση πρός τόν πλησίον»: Ὁ ἄνθρωπος μολύνει
τή συνείδησή του μέ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιά νά
προκαλέσει λογισμό στόν πλησίον, ἐπειδή ξέρει ὅτι τό κάνει
ἐπίτηδες γιά νά τόν βλάψει ἤ νά τόν στεναχωρήσει. Ὁ μολυσμός

308 Βλ. ΑΔ, σ. 102, Α΄ Διδασκαλία, Περί ἀποταγῆς, PG 88, 1636D.


309 ΑΔ, σ. 138, Γ΄ Διδασκαλία, Περί συνειδήσεως, PG 88, 1656C.
126

τῆς συνείδησης εἶναι εὐαίσθητη ὑπόθεση καί ἀφορᾶ τήν ἀπουσία


ἀγαθῶν λογισμῶν.
Ὁ ἴδιος πατήρ διηγεῖται ἕνα περιστατικό γιά νά κάνει τή
διδασκαλία του πιό εὔληπτη. «Κάποιος στέκεται κάπου νύκτα
καί περνοῦν ἀπό μπροστά του τρεῖς ἄνθρωποι. Καί ὁ ἕνας βάζει
στόν νοῦ του ὅτι στέκεται ἐκεῖ καί περιμένει κάποιον γιά νά πάει
νά πορνεύσει. Ὁ ἄλλος τόν θεωρεῖ κλέφτη. Καί ὁ τρίτος
σκέφτεται ὅτι ἔχει φωνάξει ἕνα φίλο του ἀπό τό διπλανό σπίτι
καί τόν περιμένει νά κατέβει γιά νά πᾶνε νά προσευχηθοῦν» καί
καταλήγει: «Ἰδού καί οἱ τρεῖς τόν αὐτόν ἄνθρωπον εἶδον καί ἐν
τῷ αὐτῷ τόπῳ, καί ὅμως οὐκ ἐλογίσαντο οἱ τρεῖς περί αὐτό τόν
αὐτόν λογισμόν, ἀλλ’ ὁ μέν τοῦτο ἐνεθυμήθη, ὁ δέ ἐκεῖνο, ὁ δέ
ἄλλο, ἕκαστος δῆλον πρός τήν ἰδίαν κατάστασιν310». Ἄρα, ἡ
ἐσωτερική προδιάθεση φαίνεται στό λογισμό: «καί ἡ ψυχή ἡ
ἔχουσα κακήν ἕξιν ἀπό ἑκάστου πράγματος βλάπτεται»311.
Ὁ μοναχός πού ἐπιζητεῖ τήν κατά Θεόν προκοπή του δέν
πρέπει νά ἐμπιστεύεται τό λογισμό του. Γι’ αὐτό τό ὀρθότερο
εἶναι νά ζεῖ σέ ὑπακοή σέ διακριτικό Γέροντα καί νά ἔχει πλήρη
ἐξαγγελία τῶν λογισμῶν του, ὅπως γιά παράδειγμα φαίνεται
ἀπό τίς ἐρωτήσεις πού ὑπέβαλε ὁ ἴδιος ὁ ἀββάς Δωρόθεος στούς
Γέροντές του. Γράφει, λοιπόν: «Μηδέποτε οὖν πιστεύσεις ταῖς
ὑπονοίαις σου∙ σκαμβός γάρ κανών καί τά σκαμβά ποιεῖ, ψευδεῖς
εἰσίν αἱ ὑπόνοιαι καί βλάπτουσιν...Οὐδέν γάρ βαρύτερον τῶν
ὑπονοιῶν∙ τοσοῦτον εἰσίν ἐπιβλαβεῖς, ὅτι χρονίζουσαι ἐν ἡμῖν
καί ἄρχονται πείθειν ἡμᾶς καί ἐναργῶς δοκεῖν βλέπειν
πράγματα μήτε ὄντα, μήτε γενόμενα»312.

310 Βλ. ΑΔ, σ. 394, Ἐπιστολαί διάφοροι, Πρός τινας κελλιώτας ἐρωτήσαντας αὐτόν περί τοῦ
παραβάλλειν, PG 88, 1797B.
311 ΑΔ, σ. 394 ὅπ. παραπ.

312 ΑΔ, σ. 240, Θ΄ Διδασκαλία, Περί ψεύδους, PG 88, 1717B.


127

Ἡ διαρκής μέριμνα τῆς ψυχῆς εἶναι νά διατηρεῖ ἀμόλυντο


τόν νοῦ ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς. Αὐτό πρέπει νά γίνεται
διαρκῶς καί γι’ αὐτό ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας
τόν μοναχό ὅτι βρίσκεται σέ «ἔκσταση τοῦ νοῦ». Ἡ υἱοθέτηση
ἐμπαθῶν λογισμῶν εἶναι πτώση καί χωρίζει τόν μοναχό ἀπό τόν
Θεό. Γι’ αὐτό καί ἡ «φυλακή τοῦ νοός» εἶναι ἔργο πού διαρκεῖ σέ
ὅλη τή διάρκεια τοῦ βίου.
Ἀναφέρει ὁ ἀββάς Δωρόθεος σχετικά: «Ἔστι γάρ ὅτε καί εἷς
λογισμός δύναται χωρίσαι τινα ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἐάν καταδέξηται
καί συγκατάθηται αὐτῶν. Ὥστε ὁ θέλων μετά ἀληθείας
σωθῆναι, οὐκ ὀφείλει ἀμεριμνῆσαι ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς»313.
Κατόπιν αὐτῶν συμβουλεύει τούς ὑποτακτικούς του λέγοντας:
«Τέκνον, ἄφες πάντα λογισμόν ἴδιον, κἄν συνετός ἦ, καί κράτει
τήν εἰς τόν Θεόν ἐλπίδα»314.
Ἡ ἐμπιστοσύνη στό λογισμό ὅπως προαναφέρθηκε μπορεῖ
νά γίνει αἰτία πτώσης. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ μοναχός πρέπει νά
καλλιεργεῖ ἀγαθούς λογισμούς, νά μήν ἐμπιστεύεται τό λογισμό
του καί νά ζεῖ στήν ὑπακοή μέ ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Ὅπως
διδάσκει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «ἐγώ ἄλλην πτῶσιν οὐκ οἶδα
μοναχοῦ, ἀλλ’ ἤ ἐκ τοῦ πιστεύειν τῇ ἰδίᾳ καρδίᾳ»315. Τόν ἀγαθό
προσανατολισμό της διατηρεῖ ἡ ψυχή καί στή μέλλουσα ζωή καί
τόν παίρνει ἀπό τήν παροῦσα. Ὅταν δέ ἀναφέρεται στά ἔσχατα
προτρέπει τούς μοναχούς: «Διά τοῦτο ἀεί λέγω ὑμῖν, σπουδάσατε
γεωργεῖν καλούς λογισμούς, ἵνα αὐτούς εὕρητε ἐκεῖ»316.

313 ΑΔ, σ. 306, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα
σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1761A.
314 ΑΔ, σ. 418, Ἐπιστολή, Πρός ἀδελφόν στενοχωρούμενον ὑπό πειρασμοῦ, PG 88, 1837A.

315 ΑΔ, σ. 176, Ε΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ μή ὀφείλειν τινα στοιχεῖν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, PG 88, 1680D.

316 ΑΔ, σ. 296, ΙΒ΄ Διδασκαλία, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως, καί ὅτι χρή τόν θέλοντα

σωθῆναι, μηδέποτε ἀμεριμνεῖν περί τῆς ἰδίας σωτηρίας, PG 88, 1753D.


128

Ὁ καλός λογισμός προστατεύει τόν μοναχό καί τόν


διατηρεῖ σέ καλή «κατάσταση». Αὐτή ἡ «κατάσταση» ὀφελεῖ
τελικά τόν μοναχό γιατί καί ἀπό τίς ἀρνητικές περιστάσεις ὁ
ἀγαθός λογισμός τόν κρατάει ἑνωμένο μέ τόν Θεό. «Ὁ Θεός ὁ
ἀγαθός δώση καί ἡμῖν καλήν κατάστασιν, ἵνα δυνάμεθα καί
ἡμεῖς ἀπό ἑκάστου ὠφεληθῆναι καί μηδέποτε νοῆσαι τήν κακίαν
τοῦ πλησίον. Εἰ δέ καί νοήσωμεν ἤ ὑπονοήσωμεν ἐκ τῆς κακίας
ἡμῶν, ἵνα εὐθέως μεταστρέψωμεν τόν λογισμόν ἡμῶν εἰς
καλοεννοησίαν. Τό γάρ μή εἰδέναι τήν κακίαν τοῦ πλησίον τίκτει
σύν Θεῷ τήν ἀγαθότητα»317.
Παρενθετικά ἐδῶ μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ ὅτι πολλούς αἰῶνες
ἀργότερα παρόμοια εἶναι ἡ θεολογία ἑνός σύγχρονου ἁγίου, τοῦ
Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, σχετικά μέ τόν ἀγαθό
προσανατολισμό τῆς ψυχῆς πρός κάθε ἄνθρωπο318. Ἔχοντας
ἀγαθό λογισμό καί ὀφελεῖς καί ὀφελεῖσαι. Κατά τήν διδασκαλία
τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου: «Οὕτως καί ἡμεῖς ἐάν ἔχωμεν καλήν ἕξιν
καί καλήν κατάστασιν δυνάμεθα, ὡς προεῖπον, ἀπό ἑκάστου
πράγματος ὠφεληθῆναι, κἄν μή ἦ ὠφέλιμον τό πρᾶγμα».
Ὅσον ἀφορᾶ στούς πειρασμούς πού συναντοῦν στήν
πνευματική πορεία τους οἱ μοναχοί, ὁ ἀββάς Δωρόθεος
σημειώνει ὅτι ἔχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα. Οἱ πειρασμοί
παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό ἀνάλογα μέ τή δύναμή μας. Κατά
τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ Θεός δέν παραχωρεῖ πειρασμό
μεγαλύτερο ἀπό ὅσο μποροῦμε νά ἀντέξουμε.319 Τό ἴδιο

317 ΑΔ, σ. 396, Ἐπιστολή, Πρός τινας κελλιώτας ἐρωτήσαντας αὐτόν περί τοῦ παραβάλλειν,
PG 88, 1800B.
318 «Ὅλα νά τά ἀντιμετωπίζετεμέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ

ταπείνωση. Νά εἶστε βράχοι. Ὅλα νά ξεσπᾶνε πάνω σας καί σάν τά κύματα νά γυρίζουν
πίσω», Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά
122014.

319 «Πιστός ὁ Θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε», Α΄ Κορ. 10, 13.
129

σημειώνει καί ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «ἐπεί οὐ συγχωρεῖ ὁ Θεός


ἐπενεχθῆναι ἡμῖν πρᾶγμα παρά τήν δύναμιν ἡμῶν»320.
Στή διάρκεια τοῦ πειρασμοῦ πρέπει ὁ μοναχός νά δείξει
ὑπομονή καί νά μή γογγύσει καί μέ τόν τρόπο αὐτό θά ἔχει
ὄφελος πνευματικό. «Ἐάν τις βαστάσῃ τόν πειρασμό μεθ’
ὑπομονῆς καί ταπεινώσεως, παρέρχεται ἀβλαβῶς∙ ἐάν δέ μένῃ
θλιβόμενος, ταρασσόμενος, αἰτιώμενος ἕκαστον, ἑαυτόν
κολάζει, βαρύνων καθ’ ἑαυτοῦ τόν πειρασμόν, καί ἐκ τούτου οὐκ
ὠφελεῖται, ἀλλά καί βλάπτεται». Οἱ πειρασμοί, λοιπόν, εἶναι
εὐκαιρία γιά πνευματική ἀνάπτυξη. Δέν ἀναπτύσσεται κανείς
σέ περιόδους νηνεμίας ἀλλά στήν τρικυμία τῶν πειρασμῶν.
Παράλληλα ὁ ἀγωνιζόμενος ἀποκτᾶ πνευματική πείρα,
πρακτική ἀρετή, πού δέν διδάσκεται στά σχολεῖα, ἀλλά
μαθαίνεται στή διάρκεια τῆς ἄσκησης.
Ἐπιπροσθέτως ὅπως διδάσκει ὁ ἱερός πατήρ ὑπάρχει
ὠφέλεια ἀπό τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις. Καί τοῦτο διότι ἀφ’
ἑνός ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχός ἐπιστρατεύει ὅλες τίς
πνευματικές του δυνάμεις προκειμένου νά διεξέλθει τόν
πειρασμό καί ἔτσι ὀφελεῖται: «ἡ ἄνεσις καί ἡ ἀμεριμνία καί ἡ
ἀνάπαυσις χαυνοῦσι καί διαχέουσιν αὐτήν∙ (τήν ψυχήν) οἱ δέ
πειρασμοί συσφίγγουσιν αὐτήν καί ἑνοῦσιν αὐτήν τῷ Θεῷ»321.
Ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν ψυχή παραμένει μόνο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν πειραζόμενο παρά μόνο
ὁ Θεός, καί αὐτό προσφέρει θεογνωσία καί βαθύτερη σχέση
ἀγάπης πρός τόν Θεό: «οὐδέν οὕτως τό ἔλεος του Θεοῦ ἐπί τήν

320 ΑΔ, σ. 312, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς
πειρασμούς, PG 88, 1764B.
321 ΑΔ, σ. 322, ΙΓ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἀταράχως καί εὐχαρίστως ὑποφέρειν τούς

πειρασμούς, PG 88, 1772C.


130

ψυχήν φέρει ὡς οἱ πειρασμοί καί μάλιστα ἐν καιρῷ θλίψεως καί


περιστάσεως προστιθέμενοι»322.

322 ΑΔ, σ. 218, Ζ΄ Διδασκαλία, Περί τοῦ ἑαυτόν μέμφεσθαι, PG 88, 1705D.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στή μελέτη αὐτή ἔγινε προσπάθεια νά ἐρευνηθοῦν, κατά τό


δυνατό, τά στοιχεῖα πού τό ἔργο τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου ἔχει νά
προσφέρει ἀπό ἄποψη ὀρθοδόξου δόγματος καί ἀσκητικῆς ἐν
Χριστῷ ζωῆς. Ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω συνοψίζονται στά
ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Ὁ ἱερός πατήρ ἐμπλουτίζει τή διδασκαλία του μέ στοιχεῖα ὅλων
τῶν πτυχῶν τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό
καταδεικνύει ὅτι ἔχει πλήρη ἀντίληψη γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα
καί οἱ ἀναφορές του σέ ἐπί μέρους ζητήματα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς
λαμβάνουν ὑπ’ ὄψη τήν ἀλληλεπίδραση καί ἀλληλοπεριχώρηση
τῶν θεματικῶν ἑνοτήτων τῆς Δογματικῆς. Ἄλλωστε, ἡ πρακτική
ἀσκητική πνευματική ζωή πού ἀποτελεῖ τόν ἄξονα τῆς
δογματικῆς ἀντίληψής του εἶναι ἐφαρμογή τοῦ δόγματος στήν
πράξη. Τό δόγμα παράγει πολιτισμό.
Ἡ ἀσκητική πνευματική ζωή εἶναι «κατάστασις τῶν ἀσωμάτων
ἀγγέλων» ὅπου «μοναχός εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι ἀφωσιωμένος
μόνο στίς ἐντολές καί στούς λόγους τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐφαρμόζει
σέ κάθε χρόνο καί τόπο καί πρᾶγμα», συνεπῶς κάθε ὀρθόδοξη
καθημερινότητα εἶναι ἡ ὀρθοδοξία σαρκωμένη.
131

2. Ἐρευνώντας τό θεολογικό καί ἱστορικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του


καταδείχθηκε ἡ ἐπίδραση αἱρετικῶν διδασκαλιῶν στήν περιοχή
τῆς Γάζας καί τῆς Παλαιστίνης σέ θεμελιώδη δογματικά
ζητήματα. Ὁ ἀββάς Δωρόθεος πιστός στίς θεολογικές ἀρχές τῶν
Γερόντων του Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου καί Ἰωάννου τοῦ
Προφήτου διέγνωσε τόν κίνδυνο τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν
τῶν Ὠριγένους, Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ καί Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ
πρίν αὐτές καταδικαστοῦν στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 553.
Παρότι χρησιμοποίησε στοιχεῖα ἀπό τίς διδασκαλίες τοῦ
Εὐαγρίου, τό ἔργο του εἶναι ἕνα φίλτρο πού διήθησε τίς
κακοδοξίες του. Ἔτσι μαζί μέ τούς ἄλλους δύο μεγάλους
Γαζαίους Πατέρες ἀποτέλεσε τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο κρίκο
πού συνδέει τήν ἐποχή τους μέ τήν κατοπινή Πατερική
παράδοση καί ζωή.

3. Ἡ δογματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου εἶναι


σχετικά ἀπλοϊκή συγκρινόμενη μέ τίς διδασκαλίες τῆς
Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς καί αὐτές τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων.
Δέν παρουσιάζει θεολογικό σύστημα δομημένο ἀλλά ὅταν
ἀναφέρεται σέ θέματα δογματικοῦ ἐνδιαφέροντος
ἀποδεικνύεται ὅτι γνωρίζει τά ζητήματα σέ βάθος καί εἶναι
ἀπολύτως ὀρθόδοξος. Ἡ ἔμφαση στήν διδασκαλία του δέν
δίνεται στά θέματα τῆς τρέχουσας θεολογικῆς ἐπικαιρότητας
ἀλλά στή βίωση τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας. Φροντίζει,
ὅμως, κάθε ὑπόδειξή του πρός τούς μοναχούς τῆς μονῆς του νά
τήν θεμελιώνει δογματικά μέ στοιχεῖα πού παίρνει κυρίως ἀπό
τή Ἁγία Γραφή καί λιγώτερο ἀπό τήν πατερική γραμματεία.
132

4. Ὑπάρχουν τριαδολογικές ἀναφορές στά ἔργα τοῦ ἀββᾶ


Δωροθέου σχετικές μέ τήν ἰσότητα Πατρός καί Υἱοῦ καί τήν
ὁμοουσιότητά τους ἀλλά βρίσκονται ἐκτεθειμένες σποραδικά
καί ὄχι μέ συστηματικό τρόπο. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅλες σχεδόν οἱ ἐπί
μέρους πτυχές τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος θίγονται μέ ἀπόλυτα
ὀρθόδοξο πνεῦμα, ὅπως ἡ ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία, τό κατ’
εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση, τό προπατορικό ἁμάρτημα, τό
αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ. Οἱ
ἐπισημάνσεις του στά θέματα αὐτά εἶναι διάσπαρτες στό ἔργο
του καί θεμελιώνουν ὅλες τίς Διδασκαλίες του γιά τά θέματα τῆς
μοναστικῆς καθημερινότητας.

5. Ὅσον ἀφορᾶ στή Χριστολογία του ὁ ἀββάς Δωρόθεος τονίζει τήν


ὁμοουσιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μέ τόν
ἄνθρωπο, τήν «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων καί τόν
ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλης τῆς κτίσης μέ τήν
ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἀποφεύγει τόν ἀπολλιναρισμό καί
τό νεστοριανισμό ἀλλά στή σχετικά συνοπτική ἔκθεση τῆς
χριστολογικῆς διδασκαλίας του δέν χρησιμοποιεῖ αὐτολεξεί τή
χριστολογική ὁρολογία τῆς Χαλκηδόνας. Ὅπως ὅλοι οἱ Γαζαῖοι
Πατέρες θεωρεῖ τό σύμβολο τῆς Νίκαιας ὡς τόν ἀκρογωνιαῖο
λίθο γιά κάθε εἴδους χριστολογική ἀναφορα, πράγμα πού ἦταν
ἄλλωστε πεποίθηση καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν Πατέρων τῆς
Χαλκηδόνας.

6. Οἱ ἀνθρωπολογικές, σωτηριολογικές, ἐκκλησιολογικές,


ἐσχατολογικές ἀναφορές τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου στό ἔργο του εἶναι
προέκταση τῆς χριστολογικῆς του διδασκαλίας. Στηρίζονται
στήν τριμερή διαίρεση τῆς ψυχῆς, τήν ἀγαθότητα τῆς
133

Δημιουργίας, τήν ἄπειρη ἀξία τοῦ ἄνθρώπου ὡς κατ’ εἰκόνα καί


καθ’ ὁμοίωση δημιουργήματος καί ἔχουν ὡς ἐπίμετρο τίς
παραινέσεις γιά φιλαδελφία καί φιλευσπλαχνία. Ζητήματα
ἐσχατολογικοῦ περιεχομένου ὅπως ἡ ἀποκατάσταση τῶν
πάντων, ἡ φύση τοῦ ἀναστημένου σώματος, ἡ ὑποταγή τοῦ Υἱοῦ
στόν Πατέρα, ἡ προΰπαρξη τῶν ψυχῶν καί τό τέλος τῆς κόλασης
ἀντιμετωπίζονται ὀρθόδοξα μέ ἀναφορές στούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας.

7. Οἱ περισσότερες ἀναφορές τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου γίνονται σέ


θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅπως παρουσιάστηκε αὐτό ἀποτελεῖ
τήν καρδιά τῆς διδασκαλίας του. Ἀκόμη καί σέ δογματικά
ζητήματα τῆς ἐποχῆς του συμβουλεύει τήν ἐνασχόληση μέ τήν
κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Κεντρικά σημεῖα τοῦ
πνευματικοῦ ἀγώνα θεωρεῖ τό ἴδιο θέλημα, τό δικαίωμα, τήν
«προσπάθεια», τό ἀψήφιστο, τήν αὐτομεμψία, τούς σωματικούς
πόνους. Σκοπός τῆς ἀσκητικῆς βιωτῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς
ταπείνωσης καί τῆς διαρκοῦς μετάνοιας πού ὁδηγοῦν στήν
ἀπάθεια. Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ἀσκητική ζωή εἶναι «τέχνη τῶν
τεχνῶν» καί ἡ ἐπιτυχής ἔκβασή της ὁδηγεῖ στήν ἕνωση τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, στήν κατά χάρη θέωσή του.
CONCLUSIONS

ORTHODOX DOGMA AND ASCETIC LIFE


ACCORDING TO THE TEACHING OF ABBA DOROTHEOS

In this study an effort has been made to present and expound,


as this is possible, the elements that the works of Abba Dorotheos
can offer from the prospective of orthodox dogma and ascetic life in
Christ. The presentation in which we have engaged above can be
summarized in the following concluding remarks:
1.The holly father enriches his teachings with elements from
all the chapters of the dogmatic teaching of the Church. This proves
that he understands fully the orthodox dogma and his references to
the issues of ascetic life are taking under consideration the mutual
influence and perihoresis of the teachings of all the fields of
dogmatic theology. The practical ascetic spiritual life which is the
core of his dogmatic conception is the application of dogma to
praxis. Dogma produces civilization. According to the holy father
the ascetic spiritual life is a “situation of the bodiless Angels”, where
“monk is the one who is dedicated to the commandments and the
words of God and applies them at every time and place and thing”.
As a consequence every orthodox daily life is orthodoxy incarnate.
135

2. Searching the theological and historical framework of his


time, the influence of the heretical teachings at the region of Gaza
and Palestine was made profound at a few substantial theological
issues. Abba Dorotheos, being faithful to the theological principals
of his elders Varsanoufios the Great and John the Prophet, was able
to diagnose the danger of the heretical teachings of Origen and
Evagrius Ponticos before they were condemned at the E’ Ecumenical
Synod of 553. Though he used elements from the teachings of
Evagrius, his work is a filter which filtered the wrong teachings. In
this way together with the other two Fathers of Gaza he became the
link of the Holy Spirit which connected their time with the orthodox
Tradition of the Holy Fathers which followed them.

3. The dogmatic teaching of Abba Dorotheos is relatively naive


comparing with the teachings of the School of Alexandria and the
Fathers of Cappadocia. He does not present a structural theological
system but when he refers to issues with dogmatic interest he proves
himself to know the subjects in great depth and he is absolutely
orthodox. The emphasis in his teachings is not given to the issues
with current dogmatic interest but to the experience of the ascetic
spirituality. He makes sure to dogmatically found his suggestions to
his monks with elements that he takes mostly from the Bible and less
from the patristic literature.

4. There are Trinitarian thesis at the works of Abba Dorotheos


in reference with the equality of the Father and the Son and their
same substance but they appear sporadically and not a systematic
way. All the aspects of the orthodox dogma are been referred with
pure orthodox spirit as the creation from the not being, the creation
136

according to the image and the likeness of God, the Original sin, the
dominion of man upon himself and the problem of evil. His
highlights over these issues are spread around in his work and have
become the foundation of all his teachings for the subjects of the
ascetic everyday living.

5. As for his Christology Abba Dorotheos makes it clear that


Christ took all the human nature except sin, as well as that the union
of the two natures happens in the hypostasis of Logos and that the
incarnation of God the Logos was the cause of the renovation of man
and all creation. He avoids Nestorianism and Apollinarism but in
the relatively synoptic presentation of his Christology he does not
use the Christological terminology of the Synod of Chalcedon. As all
the Fathers of Gaza did, he considers the Symbol of Nicaea to be the
corner stone of every Christological reference. This, also, was the
belief of the Fathers of the Synod of Chalcedon.

6. The Anthropological, Soteriological, Ecclesiological,


Eschatological references in the work of Abba Dorotheos are an
extension of his Christological teachings. They are based upon the
thesis of the three parts dividing of the soul, the understanding that
Creation is good, the consideration of the great value of man as a
creation according to the image and the likeness of God. His
teachings have as conclusion the wishes for brotherly and tender
love. Issues as the nature of the resurrected body, the submission of
the Son to the Father, the pro-existence of the souls and the end of
Hell are faced in an orthodox way and in reference with the
teachings of the Fathers of the Church.
137

7. The most of the references of Abba Dorotheos are made over


issues of the ascetic life. As we have said, this is the heart of his
teachings. Considering the dogmatic issues of his time his advice to
his monks is to occupy themselves with the cleansing of their hearts
from the passions. He considers as principal topics of the spiritual
struggle the personal will, the right, the effort, the self-condemning,
and the bodily pains. The goal of the ascetic life is to obtain the virtue
of humility and of the constant repentance which leads to the
nonexistence of passions. Finally, the ascetic life is “the art of the
arts” and its successful outcome leads to the union of man with God,
to his deification by grace (theosis).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α΄ ΠΗΓΕΣ

1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ


ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ

Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, Εἰσαγωγή – Κείμενο –


Μετάφραση – Σχόλια – Πίνακες, Ἐκδ. «Ἑτοιμασία»
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1983.
Ἀββᾶ Δωροθέου, Πραγματεῖαι καί ἐπιστολαί, Πατερικαί
ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1981.
Ἀββᾶ Δωροθέου, Οἱ κατανυκτικοί λόγοι, ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ
ἐκδόσεως τῷ ᾳψο΄(1770), ἐκδ. υἱῶν Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος
1975.
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου κείμενα διακριτικά καί
ἡσυχαστικά (Ἐρωταποκρίσεις), Εἰσαγωγή –
Προοίμιο – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια, Ἐκδ.
«Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου,
Καρέας τ. Α΄ 1996, Β΄, Γ΄1997.
Ε.Π.Ε, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδοτ. Ε.
Μερετάκης, τ. 12, Ἀββᾶ Ἡσαΐου, Ζωσιμᾶ, Δωροθέου,
Θεσσαλονίκη.
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ίωάννου,
Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1984.
139

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Βίβλος ψυχωφελεστάτη περιέχουσα


ἀποκρίσεις, διαφόροις ὑποθέσεσιν ἀνηκούσας,
συγγραφεῖσα μέν παρά τῶν ὁσίων καί θεοφόρων
Πατέρων ἡμῶν Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐπιμελῶς
δέ διορθωθεῖσα καί τῇ τῶν ὁσίων βιογρφίᾳ καί
πλατυτάτῳ πίνακι παρά τοῦ ἐν μοναχοῖς
ἐλαχίστου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἐκδ. Σωτηρίου Ν.
Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1960.
Dorothee de Gaza, OEvres Spirituelles, Sources Chretiennes, No
92, Paris 1963.
PG: Patrologiae cursus completus, Series Graeca τ. 88, 1611-
1844.

2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ.

Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Διαλογισμοί, PG 78, 1689.


Ἀββᾶ Λογγίνου, Ἀποφθέγματα, PG 65, 257B καί PG 35,
1724C.
Ἀββᾶ Νισθερῶ, Ἀποφθέγματα, PG 65, 308C.
Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατά Ἑλλήνων, PG 3-96.
Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Λόγου, PG 25, 192.
Ἀναστασίου Σιναΐτου, Εἰς τό κατ΄ εἰκόνα, PG 89, 1148D.
Βασιλείου Καισαρείας, Ὁμιλίαι εἰς τήν ἑξαήμερον, PG 29,
196BC.
Βασιλείου Καισαρείας, Ὅροι κατά πλάτος, πρός τούς κατά
Θεόν ἀσκεῖν προελομένους, PG 31, 926B.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον
φυγῆς καί περί ἱερωσύνης, PG 35, 425A.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Εἰς τά Ἅγια Φῶτα, PG 36, 341BC.
140

Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ἐπιστολή 101, Πρός Κληδόνιον


πρεσβύτερον κατά Ἀπολιναρίου, PG 37, 181.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Κατά Ἰουλιανοῦ καί κατά Ἑλλήνων
στηλιτευτικός Α΄, PG 36, 633 C.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Περί ἑαυτοῦ, PG 37 1382A.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Πρός τούς πολιτευομένους
Ναζιανζοῦ καί τόν ἄρχοντα ὀργιζόμενον, PG 35, 968C.
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, PG
36, 632.
Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν, P.G. 44,
480A.
Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, PG 44,
123-256.
Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας ἐπιστολή προτρεπτική
εἰς τόν κατ’ ἀρετήν βίον, P.G. 46, 369 BC.
Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος,
Μακρίνια, PG 44, 480A.
Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, PG 3, 721A
καί 732C.
Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Πρακτικός, 61, PG 40, 1233Δ – 1236A.
Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Κεφάλαια γνωστικά, PG, 4 173.
Εὐαγρίου Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG 86/2,
2421-2484
Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 34, Τῷ ἰσαγγέλῳ
μακαριωτάτῳ καί Ἀποστολικό Πατρί Λέοντι πάπα
Ρώμης, 99, 1097, 1021.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94,
1537.
Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Κλίμαξ, PG 88, 631-692.
Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Έκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου,
Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1991.
Ἰωάννου Μόσχου, Πνευματικός Λειμών, PG 87.
141

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Θεόδωρον ἐκπεσόντα, PG 47,


294.
Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοκαλία, τ. Γ΄, σ. 190.
Μάρκου Ἐρημίτου, Περί νόμου πνευματικοῦ, PG 65, 926 C.
Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Περί τῆς δευτέρας ἐντολῆς,
Φιλοκαλία, τ. Γ΄, σ. 25.
Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Ἐπιστολή Συνοδική πρός Σέργιον
Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, PG 87.
Φιλοκαλία: [Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μακαρίου Νοταρᾶ],
Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α΄-Ε΄, ἐκδ.
«Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1982.

Β΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ

Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου,


Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π.
Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόμος Α΄: Δόγμα-Ἠθική-
‘Αποκάλυψη, Λεβάδεια 2011.
Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου,
Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π.
Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόμος Β΄: Τριαδικός Θεός,
Δημιουργία, Πτώση, Ἐνανθρώπηση, Ἐκκλησία,
Μετά θάνατον ζωή, Λεβάδεια 2011.
Καράμπελια, Μ., Ἡ θεολογική γνωσιολογία στόν Μακάριο
Αἰγύπτιο, Εὐάγριο Ποντικό καί Διάδοχο Φωτικῆς,
διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996.
142

Καρμίρη, Ἰ. Ν., Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς


Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957.
Lossly, Vl., Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας
(μεταφρ. Στ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 62007.
Lossky, Vl., Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ (μεταφρ. Μ.
Μιχαηλίδη), ἐκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1974.
Μαρτζέλου, Γ. Δ., Ἡ Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας
καί ἡ οἰκουμενική σημασία της, Ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2003.
Μαρτζέλου Γεωργίου Δ., Θεολογία καί πνευματικότητα
στήν ἀσκητική παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Γάζας
(Βαρσανουφίου, Ἰωάννου καί Δωροθέου) Ἐπιστη-
μονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Τμῆμα
Θεολογίας, τ. 13 (2003) σ.167-224.
Μαρτζέλου Γεωργίου Δ., Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός
προβληματισμός, Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας
Δ΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2011.
Ματσούκα, Ν. Ἀ., Ὀρθοδοξία καί αἵρεση στούς
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ Δ΄, Ε΄, Στ΄ αἰώνα,
ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992.
Νέλλα, Π., Ζῶον θεούμενον. Προοπτικές γιά μία ὀρθόδοξη
κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2000.
Νέλλα, Π., Ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία Ν. Καβάσιλα,
Πειραιεύς 1975.
Παϊσίου Γέροντος Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμοι Α΄-ΣΤ΄, ἐκδ.
Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ
Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998-2012.
Παπαδοπούλου-Κεραμέως Α., Ἱεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη,
Πετρούπολις 1891.
Παπαδόπουλου, Σ., Πατρολογία, τ. Β΄, Ἀθήνα 1990.
Πιτταρᾶ, Θ., Ἡ Χριστολογία τοῦ Πρόκλου Κων/πόλεως καί ἡ
συμβολή του στή διαμόρφωση τοῦ χριστολογικοῦ
143

δόγματος κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ Ε΄ αἰῶνος, Ἀθήνα


2007.
Πορφυρίου Γέροντος Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἐκδ.
Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 122014.
Ρωμανίδου, Ἰ. Σ. (Πρωτοπρ.), Δογματική καί Συμβολική
Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη τόμος Α΄, 2004, τόμος Β΄, 2000.
Σαχάρωφ Σωφρονίου, ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἔκδ.
Ἱερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995.
Στανιλοάε, Δ., Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, (μετάφραση-
προλεγόμενα Ν. Ματσούκα), ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1983.
Σωτηρόπουλου Χ., Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά
«Κεφάλαια Περί Ἀγάπης» τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, Ἀθήνα 1993.
Stojanovic, A., Εὐάγριος ὁ Ποντικός καί ἡ ἀσκητική
Ὀρθόδοξη Παράδοση τῶν Γαζαίων Πατέρων
(Βαρσανουφίου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννου τοῦ
Προφήτου καί Δωροθέου), διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη 2013.
Τζεβελέκα Δωροθέου Ἀρχιμ., Διηγήσομαι πάντα τά
θαυμάσιά σου, ἐκδ. Ἡσυχ. Ἁγίου Γεωργίου,
Θεσσαλονίκη 2016.
Τσίγκου Β. Α., Ὁ Ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή
δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου
Θεολόγου, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 22009.
Τσίγκου, Β. Α., Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2014.
Φειδᾶ, Β. Ι., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τήν
Εἰκονομαχία, τομ. Α΄, Ἀθῆναι 2002.
Χρήστου Π. Κ., «Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας κατά τούς
Καππαδόκας», Κληρονομία 5, 2 (1973), σ. 347-374.
144

Χρήστου Π. Κ., Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄,


Θεσσαλονίκη 2002-2010.

2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ

Ayres, L., Nicaea and its Legacy. An Approach to Fourth-Century


Trinitarian Theology, ἐκδ. Oxford University Press,
Oxford 2004.
Bartos, E., Deification in Eastern Orthodox Theology. An
Evaluation and Critique of the Theology of Dimitru
Staniloae, ἐκδ. Paternoster Press, London 1999.
Clement, O., “Orthodox Ecclesiology as an Ecclesiology of
Communion”, One in Christ 6 (1970), 101-122.
Grillmeier, A., Christ in Christian Tradition, vol. 1: From the
Apostolic age to Chalcedon (451), ἐκδ. Mowbrays,
London 1975.
Hombergen D., The second Origenist Controversy. A New
Perspective on Cyril of Skythopols’ Monastic Biographies as
Historical Sources for Sixth-Century Origenism, Studia
Anselmiana 132, Rome 2001.
Louth, A., The Origins of the Christian Mystical Tradition, Oxford
1981.
Louth, A., St John Danascene. Tradition and Originality in
Byzantine Theology, ἐκδ. Oxford University Press, New
York 2002.
Martzelos, G. D., “Il fondamento theologicodella spiritualita
dei padre sinaiti”, στό Giovanni Climaco e il Sinai
(Atti del IX Convegno ecumenico internazionale di
spiritualita ortodossa, sezione bizantina, Bose, 16-18
Settembre 2001), Edizione Qiqajon, Comunita di
Bose, Bose, σ. 73- 93.
145

Meyendorff, J., Christ in Eastern Christian Thought, ἐκδ. St.


Vladimir’s Seminary Press, New York 1975.
Russel, N., The Doctrine of deification in the Greek Patristic
Tradition, ἐκδ. Oxford University Press, New York 2004.
Vailhe S., « Saint Dorothee et Saint Zosime”, “Echos d’ Orient”
VIII (1905).
Ware Kallistos of Diokleia, OrthodoxTheology in the twenty-first
century, ἐκδ. World Council of Churches Publications,
Athens 2012.

You might also like