You are on page 1of 2

Πρᾶγματα

Analiza las siguientes formas verbales indicando sus categorías gramaticales:


persona, número, tiempo, modo y voz:
Ej.: λύω: 1ª sing. Pres. Ind. Act. o 1ª sing. Pres. Subj. Act. verbo λύω
1) λύωσι (λύω)
2) λύοιμι (λύω)
3) λύοιεν (λύω)
4) λύεται (λύω)
5) λυώμεθα (λύω)
6) λύειν (λύω)
7) ἐλυόμην (λύω)
8) ἔλυον (λύω)
9) λυθήσομαι (λύω)
10) λύσομαι (λύω)
11) λύσειν (λύω)
12) ἐλύθημεν (λύω)
13) ἐλύσασθε (λύω)
14) λέλυσθε (λύω)
15) λέλυκα (λύω)
16) λελυκέναι (λύω)
17) ἐλελύκειτε (λύω)
18) νικᾶν (νικάω)
19) τιμώμεθα (τιμάω)
20) ἐνίκατο (νικάω)
21) ἐνίκα (νικάω)
22) νικήσει (νικάω)
23) ἐνίκησα (νικάω)
24) ἠρήσατε (ἐράω)
25) ποίησετε (ποιέω)
26) ἐκπλεῖ (ἐκ-πλέω)
27) παρέπλει (παρα-πλέω)
28) πεφιλήκα (φιλέω)
29) κατα-φιλοῦνται (κατα-φιλέω)
30) εἶναι (εἰμί)
31) παρ-ῆσαν (πάρ-ειμι)
32) τέτριφα (τρίβω)
33) γράψω (γράφω)
34) ἔπεισαν (πείθω)
35) ἐψεύσαμεν (ψεύδω)
36) ἔψευκας (ψεύδω)
37) ἐξ -έ-φυγ-ον (ἐκ-φεύγω)

1
38) ἐδίωξα (διώκω)
39) παρεσκευάζοντο (παρα-σκευάζω)
40) ἡγεῖτο (ἡγέομαι / ἡγοῦμαι)
41) ἔβαλλον (βάλλω)
42) ἔβαλον (βάλλω)
43) ἦν (εἰμί)
44) ἐβούλευον (βουλεύω)
45) ἐκελεύετε (κελεύω)
46) παρ-ῄνει (παρ-αινέω)
47) βοηθεῖν (βοηθέω)
48) ἐκοιμήθη (κοιμάω)
49) ἔπεμψε (πέμπω)
50) ἀπ-έσφαξε (ἀπο-σφάττω)
51) κατ-εῖχον (κατ-έχω)
52) κατ-έσχον (κατ-έχω)
53) ᾖσαν (εἶμι, ir)
54) ἧσαν (εἰμί, ser)
55) ἐτιμώμεν (τιμάω)
56) εἰσβαίνειν (εἰσ-βαίνω)
57) ἐμίσησαν (μισέω)
58) ἐκρύφθην (κρύπτω)
59) ἐκόλασα (κολάζω)
60) ἀπ-ιέναι (ἄπ-ειμι, marchar)

You might also like