You are on page 1of 7

ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

«Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο κρητικός πολιτισμός»


Ηράκλειο, Μυρτιά 28-30/9/2007
Πρακτικά
Ben Petre
Το εκστατικό όραμα: Η «Κρητική Ματιά» του Καζαντζάκη και
το «Αιώνιο Όχι» του Thomas Carlyle

Έκδοση Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη


Ben Petre
Μεταφραστής

Το εκστατικό όραμα:
Η «Κρητική Ματιά» του Καζαντζάκη και
το «Αιώνιο Όχι» του Thomas Carlyle

Σε πρόσφατο άρθρο του ο Δημήτρης Δημηρούλης σημειώνει ότι ο Καζαντζάκης «έβλεπε τον εαυτό
του, κατά κύριο λόγο, ως μύστη, ως αιρετικό προφήτη...» ο οποίος «θα μπορούσε να είναι
συγγραφέας του 19ου αιώνα, που εμφανίστηκε καθυστερημένα»1. Κινούμενος σε αυτά τα πλαίσια, η
παρούσα συμβολή στην εξέταση της «Κρητικής Ματιάς» θα επικεντρωθεί όχι τόσο στο περιεχόμενο,
όσο στον τρόπο εκφοράς της μέσα στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Αναφορά στον Γκρέκο.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα ρομαντικού τύπου εκστατικό όραμα -όραμα που έχει ανάγκη ο
ποιητής-μύστης Καζαντζάκης για να δικαιολογήσει τη συγγραφή του «μεγαλύτερου έπους της
λευκής φυλής», δηλαδή της Οδύσειάς του. Και η αλήθεια αυτή έπρεπε να εκφραστεί ποιητικά, όχι σε
πεζογράφημα, γιατί για τον Καζαντζάκη, σύμφωνα και με τον Πρεβελάκη, «η ποιητική δημιουργία
είναι η καθαυτό Θεοφόρα πράξη»2.
Καθόλου τυχαία, το όραμα τοποθετείται χρονικά στα αρχικά στάδια συγγραφής της Οδύσειας,
επιτρέποντας στον ποιητή να ισχυρισθεί ότι είναι κοινωνός μιας αλήθειας που οφείλει να μεταδώσει
στους συνανθρώπους του μέσα από το έπος. Μια τέτοια ρομαντική αντίληψη του ποιητή ανήκει
βέβαια περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά στον 20ό. Και όταν μιλάμε για τον Καζαντζάκη, ο νους
μας πάει αναπόφευκτα στο Nietzsche, με το όραμα του αιώνιου γυρισμού. Αυτό γιατί το
συγκεκριμένο όραμα μνημονεύεται συχνά στο έργο του Κρητικού. Πέρα από κεφάλαιο ΚΓ΄ της
Αναφοράς στον Γκρέκο, που τιτλοφορείται «Παρίσι-Νίτσε ο Μεγαλομάρτυρας»3, στο Ταξιδεύοντας.
Αγγλία, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του μεγάλου δασκάλου, διαβάζουμε τα εξής:
«Στην Εγκαντίν, μέσα στο χειμωνιάτικον ήλιο, ένα Γενάρη, με τι συγκίνηση
ερευνούσα ανάμεσα Σίλς-Μαρία και Σιλβαπλάνα να βρω το βράχο τον πυραμιδωτό,
όπου σε πρωτοβάρεσε τ’ όραμα του αιώνιου Γυρισμού! Και φώναξες, σπώντας σε
θρήνο, “-Και τέτοια πικρή, αβάσταχτη ως είναι η ζωή μου, βλογημένη να’ ναι, κι ας
έρθει κι ας ξανάρθει αρίφνητες φορές!”»4

Πρόκειται για ένα προσκύνημα στον τόπο του οράματος που ενέπνευσε το έργο Also Sprach
Zarathustra5. Όσον αφορά στο σύνολο του καζαντζακικού έργου, όμως, με πειστικό τρόπο ο Peter
Bien έδειξε ότι ακόμη και αν οι ευθείες αναφορές στο πρόσωπο του Νίτσε είναι πολλές, τελικά η
επιρροή του Γάλλου φιλόσοφου Bergson στη διαμόρφωση της σκέψης του είναι μεγαλύτερη από
εκείνη του Γερμανού6. Με άλλα λόγια, όσο και αν έχουν διερευνηθεί οι σχέσεις του Καζαντζάκη με

1
Δημήτρης Δημηρούλης «Όλα μοιάζουν μεγεθυσμένα» Το Δέντρο τχ. 155-156 (Μάιος 2007), σ. 44-48.
2
Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1958, σ. 40.
3
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη 6 1962, σ. 379-406.
4
Ν. Καζατζάκης, Ταξιδεύοντας Γ΄. Αγγλία. Αθήνα, εκδ. Δίφρος 1958, σ. 179-80.
5
Για το όραμα και τη σημασία του στη ζωή και το έργο του Νίτσε, βλ. James Gutmann, “The ‘Tremendous Moment’ of
Nietzsche’s Vision”, The Journal of Philosophy, τομ. 51, τχ. 25, (Δεκέμβριος 1954), σ. 837-842.
6
Βλ. π.χ. Peter Bien, Οκτώ κεφάλαια για τον Νίκο Καζαντζάκη, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτης 2007, σ. 22.

2
Ben Petre

τους «δασκάλους» του7, δεν θα πρέπει να περιοριζόμαστε στις δηλώσεις του όταν μελετάμε τις
πιθανές επιρροές στη ζωή και τη σκέψη του, και τις συγγένειές του με άλλους διανοητές.
Με αυτό το σκεπτικό, θα ήθελα να προτείνω ως κείμενο κοντά στον τρόπο εκφοράς της «Κρητικής
Ματιάς» και το όραμα του «Αιώνιου Όχι» στο Sartor Resartus, έργο του Σκωτσέζου δοκιμιογράφου,
ιστορικού και βιογράφου Thomas Carlyle (1795-1881). Προτού προχωρήσουμε, όμως, οφείλουμε μια
εξήγηση: γιατί να συνδέσουμε τον Καζαντζάκη με τον Carlyle, αφού ο πρώτος δεν αναφέρει τον
δεύτερο -όσο ξέρω- πουθενά στο ογκωδέστατο έργο του; Και δεν είναι ότι του λείπουν οι ευκαιρίες.
Όταν ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Λονδίνο, για παράδειγμα, έχει τη δυνατότητα να κάνει ένα
προσκύνημα στο σπίτι του Carlyle στο Chelsea, όπως πήγε στη Jena του Goethe και σε τόσους
τόπους που συνδέονται με τον Nietzsche. Όμως δεν το κάνει.
Αν θέλουμε λοιπόν να βρούμε εμφανείς συσχετισμούς και τεκμήρια, θα πρέπει να ψάξουμε έξω
από το δημοσιευμένο έργο του Καζαντζάκη. Ξεκινώντας από την προσωπική του βιβλιοθήκη που
φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, εντοπίζουμε τρία έργα του Carlyle: το πρωτόλειό του,
Sartor Resartus, σε γαλλική μετάφραση του 19048, μια συλλογή δοκιμίων, πάλι στα γαλλικά από τον
ίδιο μεταφραστή το 1907 9, και τους Ήρωες στο πρωτότυπο, σε γερμανική έκδοση του 191610. Όμως,
ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας φάκελος χειρόγραφων σημειώσεων του
Καζαντζάκη που βρίσκεται στο ίδιο Μουσείο. Αποτελούμενος από λυτά φύλλα που χρονολογούνται
κυρίως από τα φοιτητικά χρόνια του συγγραφέα σε Αθήνα και Παρίσι, ανάμεσα σε πολλά άλλα
περιέχει δώδεκα σελίδες σημειώσεων στην αγγλική γλώσσα από το έργο Ήρωες, με ημερομηνία 28
Ιουλίου 1905, και (σε φύλλα διαφορετικών διαστάσεων) δέκα σελίδες με αντιγραφές από τη μελέτη
του Taine για τον Carlyle11, με την ένδειξη «Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 1905»12. Εκεί βρίσκουμε
παραπομπές στα έργα του Σκωτσέζου Παρελθόν και Παρόν και Ήρωες. Αντίθετα με την περίπτωση
ενός άλλου τετραδίου με αντιγραφές από Γάλλους συμβολιστές ποιητές, (το οποίο ανήκει επίσης στο
Αρχείο Καζαντζάκη του Ιστορικού Μουσείου), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι σημειώσεις αυτές
είναι γραμμένες από τον ίδιο τον Καζαντζάκη. Τα τεκμήρια αυτά μας επιτρέπουν να πούμε ότι ακόμη
και πριν αναχωρήσει στο Παρίσι για τη συνάντηση με τη σκέψη των Nietzsche και Bergson, ο νεαρός
τότε Κρητικός ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με τη σκέψη του Carlyle.
Η διαπίστωση αυτή δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει, δεδομένου ότι ο Carlyle θεωρείται ένας από
τους εισηγητές της ηρωολατρείας, και είναι γνωστός για την εμμονή του στους μεγάλους άνδρες ως
διαμορφωτές της ιστορίας. Από τα έντεκα πρόσωπα που εκθειάζει ο Carlyle στους Ήρωές του, τα
τρία -ο Μωάμεθ, ο Δάντης13 και ο Σαίξπηρ- απασχόλησαν έντονα τον Καζαντζάκη14. Από την άλλη,

7
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη 1996, σ. 162. Στην καζαντζακική
βιβλιογραφία που έχω υπόψη, όμως, δεν εντοπίζω παρά μια πλάγια αναφορά στο πρόσωπο του Carlyle: Κώστας
Γεωργουσόπουλος, «Προσλαμβάνουμε τον Καζαντζάκη» Το Δέντρο τχ. 155-156 (Μάιος 2007), σ. 30.
8
Αριθμός εισαγωγής 322 στη Βιβλιοθήκη του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης (εφεξής ΙΜΚ). Βλ. Η βιβλιοθήκη του Νίκου
Καζαντζάκη στο Ιστορικό Μουσείου Κρήτης, εκδ. ΕΚΙΜ, Ηράκλειο 1997, σ. 102-3. Ευχαριστώ θερμά την κ. Γεωργία
Κατσαλάκη, Επιμελήτρια Βιβλιοθηκών και Αρχείων του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης για την πολύτιμη βοήθειά της.
9
Αριθμός εισαγωγής Βιβλιοθήκη Νίκου Καζαντζάκη ΙΜΚ 1595.
10
Αριθμός εισαγωγής Βιβλιοθήκη Νίκου Καζαντζάκη ΙΜΚ 1832.
11
Οι συγκεκριμένες σημειώσεις είναι αντιγραμμένες από την εργασία του Taine, L’ idéalisme anglais: étude sur Carlyle,
G. Ballière 1864, όπως προκύπτει από αντιπαραβολή με ψηφιοποιημένο αντίγραφο στο διαδίκτυο
(http://www.archive.org/details/lidealismeangla00taingoog, τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 20/09/2009)
12
Αρχείο Καζαντζάκη, ΙΜΚ Φ. 18/68.
13
Αντίθετα, ο Νίτσε (Götzen-Dammerung, Streifzüge eines Unzeitgemässen 1) αποκαλεί τον Δάντη «ύαινα που κάνει
ποίηση μέσα στους τάφους».
14
Για τις διαφορετικές θεωρήσεις του ήρωα στο έργο του Νίτσε και του Carlyle, βλ. Eric Russel Bentley, A Century of
Hero-Worship, Φιλαδέλφεια, εκδ. J.B. Lipcott 1944, σ. 153-162 και Δημήτρης Τζιόβας, Σολωμός, Αποστολάκης και
Carlyle, στο Κοσμοπολίτες και Αποσυνάγωγοι, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 309-310. Με την έμφαση που δίνει ο
Καζαντζάκης στην ανωτερότητα του ποιητή λόγω της ενόρασής του, αλλά όχι στην άβουλη υποταγή των μαζών,

3
ενδεικτικό της καζαντζακικής εμμονής στις μεγάλες μορφές της ιστορίας είναι το γεγονός ότι πέντε
από τα δεκαοκτώ θεατρικά του έργα (Ιουλιανός ο Παραβάτης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,
Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός, Χριστόφορος Κολόμβος) αφιερώνονται σε τέτοια πρόσωπα. Σε
θεωρητικό επίπεδο, και οι δυο διανοητές έχουν χαρακτηρισθεί μεταχριστιανοί μύστες μεταβατικών
εποχών15. Για τον Carlyle, η ανησυχία γεννιέται από την άνοδο της πολιτικής οικονομίας και την
κυριαρχία των αστών δημοκρατών, που καταργούν το ιδανικό της θεοκρατίας, αφαιρώντας από την
επίσημη εκκλησία τη νομιμοποίησή της. Από την άλλη, η κυριαρχία της επιστήμης -με πρωτεργάτη
τον Δαρβίνο- είναι αυτό που κλονίζει την χριστιανική πίστη του Καζαντζάκη, αναγκάζοντάς τον να
αναζητήσει τη λύση που βρίσκει, κατά μεγάλο μέρος, στις διδαχές του Bergson. Σε νεαρή ηλικία,
λοιπόν, τόσο ο Σκωτσέζος όσο και ο Κρητικός απέρριψαν τις οργανωμένες εκδοχές του
χριστιανισμού στις οποίες ανατράφηκαν, αναζητώντας μια άλλη προσέγγιση στη θεία δύναμη, την
ύπαρξη της οποίας ποτέ δεν αρνήθηκαν ολοκληρωτικά. Και είναι αυτό ακριβώς που, μαζί με την
ηρωολατρεία16, έκανε τον Nietzsche να απορρίπτει έντονα τον Carlyle και τη σκέψη του,
χαρακτηρίζοντας τον «άνοστο μπερδεμένο άνθρωπο»17 και «Άγγλο άθεο που το έκανε ζήτημα τιμής
να μην είναι άθεος»18. Ίσως αυτή η τόσο κατηγορηματικά αρνητική στάση του Γερμανού φιλόσοφου
να εξηγεί κατά ένα μέρος την απροθυμία του Καζαντζάκη να μνημονεύσει τον Carlyle και τη σκέψη
του.
Στις θέσεις του Carlyle μπορούμε ακόμη να ιχνηλατήσουμε την προτεραιότητα που δίνει ο
Καζαντζάκης στο ποιητικό του έργο, και όχι στα πεζογραφήματα τα οποία του χάρισαν παγκόσμια
φήμη. «Τίποτα δεν έκαμα, η ζωή μου θα πάει χαμένη αν η Οδύσσεια που τυπόνεται τόρα δεν έχει
αξία», γράφει στον Μηνά Δημάκη τον Ιούλιο του 1938 19. Αντιθέτως, όταν κατά την τελευταία
δεκαετία της ζωής του καταπιάνεται συστηματικά με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, υποβιβάζει το
εγχείρημα γράφοντας στον Πρεβελάκη «…χαίρομαι που ρίχτηκα σε νέο είδος, το μυθιστόρημα, γιατί
με αυτό περνάει η ώρα μου και θαρρώ που ξανανιώνω…»20. Η αναχρονιστική αυτή εμμονή θα πρέπει
να συνδέεται με την ρομαντική αντίληψη που πρέσβευε και ο Carlyle, σύμφωνα με την οποία ο
ποιητικός λόγος εκφράζει ό,τι είναι θείο και αληθινό, ενώ ο πεζός συνδέεται περισσότερο με το
περιβάλλον και τα πράγματα21. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, ο Καζαντζάκης συλλαμβάνει την «Κρητική
Ματιά» μέσα σε ένα εκστατικό όραμα που περιγράφεται με όρους λογοτεχνικούς που θυμίζουν
περισσότερο τον Carlyle παρά τον Νίτσε.
Προχωρώντας στα δυο κείμενα που μας ενδιαφέρουν, ξεκινάμε από μια ουσιαστική διαφορά -το
Sartor Resartus γράφεται το 1831, στην αρχή της σταδιοδρομίας του Carlyle, ενώ η Αναφορά
εκδίδεται το 1961, μετά το θάνατο του Καζαντζάκη. Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Carlyle για να
αναπτύξει τη σκέψη του είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Το έργο του είναι διαρθρωμένο σε τρία μέρη, με
αφηγητή έναν άγγλο μελετητή που καλείται να ερμηνεύσει μια ιδιότυπη «Φιλοσοφία των Ρούχων»
ενός φανταστικού Γερμανού καθηγητή «Παντογνωσίας» στο αγγλόφωνο κοινό. Στην απεγνωσμένη

βρισκόμαστε πιο κοντά στον Carlyle.


15
Για τον Carlyle και τη δική του μεταβατική εποχή βλ. π.χ. Chris R. Vanden Bossche, Carlyle and the Search for
Authority, εκδ. Ohio State University Press, Columbus 1991, σ. 1-14 και Τζιόβας, ό.π., σ.302. Για τον Καζαντζάκη βλ.
Bien ό.π., σ.20.
16
Στο Ecce Homo (Warum ich so gute Bücher schreibe 1) ο Νίτσε απορρίπτει κατηγορηματικά την καρλαϋλική εκδοχή
της ηρωολατρείας. Οι παραπομπές στο Ecce Homo και το Götzen-Dämmerung (βλ. σημ. 18) από τις ηλεκτρονικές
εκδόσεις Gutenberg (www.gutenberg.org), χωρίς σελιδαρίθμηση.
17
Friedrich Nietzsche, Jenseits von Gut und Böse, εκδ. C.G. Naumann Λειψία, 1886, σ. 213 [252].
18
Friedrich Nietzsche, Götzen-Dämmerung, IX, 12.
19
Μηνάς Δημάκης, Καζαντζάκης, επιστολές – σχόλια, εκδ. Το ελληνικό βιβλίο, Αθήνα 1975, σ. 16.
20
Επιστολή στον Πρεβελάκη αρ. 363/24-7-1950. Βλ. Παντελής Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον
Πρεβελάκη, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη 1984, Αθήνα σ. 627.
21
Βλ. Τζιόβας, ό.π., σ. 316.

4
Ben Petre

προσπάθειά του, ο αφηγητής στρέφεται σε υπολείμματα βιογραφικών πληροφοριών του καθηγητή


που φυλάσσονται σε μερικές χαρτοσακούλες. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται τα
στοιχεία αυτά, διαρθρωμένα πάλι σε τρία κύρια στάδια -το «Αιώνιο Όχι», το «Κέντρο της
Αδιαφορίας» και το «Αιώνιο Ναι». Στο τελευταίο και πιο δυσκολονόητο μέρος του έργου, ο
αφηγητής στοχάζεται για το βαθύτερο νόημα της «Φιλοσοφίας των Ρούχων». Οι περισσότεροι
μελετητές συγκλίνουν στο ότι το δεύτερο μέρος συνιστά την μέχρι τότε ψυχική αυτοβιογραφία του
Carlyle22. Ωστόσο, σε δικό του σχόλιο ο συγγραφέας τόνισε ότι:
«Τίποτα από το Sartor Resartus δεν έγινε πραγματικά· όλα είναι μύθος συβολικός.
Έξον από το περιστατικό στη Rue Saint-Thomas de l’Enfer που μου συνέβηκε
κυριολεκτικά στο Leith, ύστερα από τρεις βδομάδες πραγματική αϋπνία, και που η
μόνη μου παρηγοριά ήτανε το καθημερινό λουτρό στην αμμουδιά ανάμεσα Leith και
Portobello» 23.

Και αυτό, νομίζω, μας φέρνει πίσω στον Καζαντζάκη. Γιατί, σε σημείωμά του στην αρχή της
Αναφοράς, προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται να διαβάσει μια συμβατική
αυτοβιογραφία:
«Η Αναφορά μου στον Γκρέκο δεν είναι αυτοβιογραφία· η ζωή μου η προσωπική, για
μένα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανένα άλλον· η μόνη αξία που της
αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανεβεί από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να
φτάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα της -στην
κορυφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»24.

Φαίνεται καθαρά ότι οι δυο συγγραφείς ξεχωρίζουν απ’ όλο το κείμενό τους την πορεία προς την
αλήθεια που συνδέεται με τα οράματά τους. Ο πρώτος δηλώνει ότι πρόκειται για πραγματικό
περιστατικό. Στα πλαίσια της παρούσας προσέγγισης, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ο Καζαντζάκης
όντως είδε το όραμα στο παλάτι της Κνωσού. Σημασία έχει ότι το θεωρεί πυρήνα του έργου του,
συνδέοντάς το με τον κορυφαίο ποιητικό του άθλο, και κυρίως ότι επιλέγει να το διατυπώσει με
όρους ρομαντικής έξαρσης.
Στην αρχή των σχετικών χωρίων βρίσκουμε τους δυο αφηγητές να περιπλανώνται -ο μεν
Teufelsdröckh του Carlyle βυθισμένος στην απελπισία που του φέρνουν η απουσία κάθε πίστης και ο
φόβος του θανάτου, ο δε αφηγητής στην Αναφορά «γεμάτος χαρά», αλλά παλεύοντας μέσα του να
βρει τον τρόπο που θα αντικρίσει ο Οδυσσέας την άβυσσο. Και το σκηνικό είναι σαφώς διαφορετικό
-ο Γερμανός καθηγητής βρίσκεται σε μια βρώμικη γειτονιά του Παρισιού που ταιριάζει απόλυτα με
τις διαθέσεις του, και μάλιστα στην «Οδό Αγίου Θωμά της Κόλασης», ενώ ο Καζαντζάκης-αφηγητής
περπατάει στην εξοχή, πάνω στα χώματα των προγόνων, όπου νιώθει, όπως λέει «αρμαθιές να
κρέμονται από τα πόδια μου οι νεκροί, όχι για να με κατεβάσουν στο δροσερό τους σκοτάδι, παρά να
πιαστούν ν’ ανεβούν μαζί μου στο φως, να ξαναρχίσουν το πάλεμα». Αν και συμπεραίνω ότι και οι
δυο μιλάνε για την ίδια περίπου εποχή του χρόνου, η αφόρητη, αποπνικτική ζέστη της πόλης
δημιουργεί στον Teufelsdröckh μια ατμόσφαιρα που θυμίζει την πύρινη κόλαση. Αντιθέτως, ο

22
Βλ. π.χ. John Nichol, Thomas Carlyle, εκδ. Harper & Bros, Λονδίνο 1901, σ. 16.
23
Μετάφραση του Γιάννη Αποστολάκη, από τη μελέτη «Ο Βίος του Θωμά Καρλάιλ (Ι)», Κριτική και Ποίηση, Χρόνος
1ος, Ι (Αθήνα 1915), σ. 34-36. Όπως είδαμε, η πρώτη επαφή του Καζαντζάκη με το έργο του Carlyle τοποθετείται αρκετά
νωρίτερα, το 1905. Ως τότε είχαν ήδη δημοσιευθεί αποσπάσματα από τους Ήρωες μαζί με μια σύντομη παρουσίαση του
Σκωτσέζου στο περιοδικό Διόνυσος (1901-1902) Βλ. σχετική αποδελτίωση του Β. Τωμαδάκη, «Νεοελληνική
βιβλιογραφία. Τα περιοδικά Τέχνη και Διόνυσος», Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. 20 (1969-
1970), σ. 120-154.
24
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ. 15.

5
Καζαντζάκης χαίρεται βλέποντας τον «βαρβάτο νοικοκύρη» του Αυγούστου να «τρυγάει αιώνια το
αμπέλι του την Ελλάδα.»
Ακολουθεί η στιγμή του οράματος καθαυτού, με διαφορετική πάντα αφορμή. Ο πρωταγωνιστής
στο έργο του Carlyle συλλογίζεται ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να βγει, να ορθώσει το ανάστημά του
και να προκαλέσει τον «φόβο» που τον τυραννά. Στην περίπτωση της Αναφοράς όμως, η λύση στον
γρίφο που τυραννά τον αφηγητή δίνεται από τους προγόνους -το πείσμα των Μινωιτών μπροστά
στον τρόμο είναι αυτό που πρέπει να χαρακτηρίσει τη στάση του.
Και εδώ φτάνουμε στην ξαφνική μεταβολή της ψυχικής κατάστασης, που συνταράζει ολόκληρο το
σώμα και σημαδεύει μια καινούργια αρχή. Στο Sartor Resartus διαβάζουμε:
«Και ενώ σκεφτόμουν αυτά, ένα πύρινο ρέμα πέρασε πάνω στην ψυχή μου όληνε:
και τίναξα μακριά από πάνω μου το σιχαμερόνε το φόβο για πάντα. Ήμουνα
δυνατός, με μια δύναμη άγνωστη· ήμουνα πνέμα, κοντά Θεός. Από τότε και πέρα η
μορφή της δυστυχίας μου άλλαξε· όχι πια Τρόμος, ούτε Κλάματα, μα Αγανάχτηση
και Πείσμα στυγνό με μάτια πύρινα. […] Από την ώρα κείνη χρονολογώ το
πνεματικό ξαναγέννημα, το Βαφομετρικό πύρινο Βάφτισμα· ίσως-ίσως αμέσως
ύστερα άρχισα να είμαι άνθρωπος»25.

Και αντίστοιχα στην Αναφορά στον Γκρέκο:


«Κι άξαφνα γέμισε ο νους μου -κι όχι μονάχα ο νους παρά κι η καρδιά και τα νεφρά
μου- απόκριση. Αυτό ζητούσα, αυτό ήθελα, με την Κρητική τούτη Ματιά πρέπει να
γεμίσω τα μάτια του δικού μου Οδυσσέα. […] Από τη μέρα εκείνη -μέρα της
Κρητικής Ματιάς, έτσι την ονομάτισα- η ζωή μου άλλαξε· βρήκε η ψυχή μου πού να
σταθεί και πώς να κοιτάζει· και τα φοβερά προβλήματα που με τυραννούσαν
γαλήνεψαν, χαμογέλασαν, ήρθε θαρρείς η άνοιξη. Και σαν τ’ αγκάθια την άνοιξη και
τ’ άγρια προβλήματα σκεπάστηκαν με λουλούδια. […] Όλοι οι δρόμοι του νου
έφερναν στην άβυσσο· πανικός και ελπίδα οι δυο πόλοι που περιστρέφουνταν μέσα
στον αέρα η νιότη μου και η αντρίκεια ζωή μου. Μα τώρα, στα γεράματα, στέκουμαι
ομπρός στην άβυσσο ήσυχα, άφοβα, δε φεύγω πια, δεν εξευτελίζουμαι πια»26.

Και στις δυο περιπτώσεις βλέπουμε ότι ο αφηγητής είναι πια αναγεννημένος, έτοιμος να προχωρήσει
πιο πέρα. Βέβαια, στο κείμενο του Carlyle δεν τελειώνουν τα βάσανα του Teufelsdröckh. Με τη
φράση «άλλαξε η μορφή της δυστυχίας μου» αρχίζει το δεύτερο στάδιο στην πνευματική του πορεία,
την οδύσσεια στο «κέντρο της αδιαφορίας», που θα καταλήξει στην «αιώνια κατάφαση», την
απόλυτη αφοσίωση στον μεταχριστιανικό Θεό που δοξάζεται μέσα από την επίγεια δημιουργία. Στην
Αναφορά, τα πράγματα είναι διαφορετικά: μετά το όραμα στην Κνωσό, ο αφηγητής του Καζαντζάκη
βρίσκει τη γαλήνη που γύρευε τόσα χρόνια, και δηλώνει πια έτοιμος να πλάσει τον Οδυσσέα του.
Επιστρέφοντας στο όραμα του Νίτσε που αναφέραμε στην αρχή, βλέπουμε ότι, όπως και στην
περίπτωση του Καζαντζάκη, συνδέεται άμεσα με τη συγγραφή ενός έργου:
«Θα διηγηθώ τώρα την ιστορία του Ζαρατούστρα. Η θεμελιώδης ιδέα του έργου
πούχει τ’ όνομά του, η ιδέα της Αιώνιας Επιστροφής, - η υψηλότερη μορφή
κατάφασης, απ’ όσες έχουν πετύχει ως τα τώρα, - χρονολογείται από τον Αύγουστο
του 1881: η ιδέα αυτή ρίχτηκε σε μια κόλλα χαρτί μ’ αυτή την επιγραφή: «6000
πόδια περ’ από τον άνθρωπο και το χρόνο» Τη μέρ’ αυτή περνούσα το δάσος, που
βρίσκεται κοντά στην όχθη της λίμνης του Σιλβαπλάνα· όχι μακρυά από το Σουρλέι,

25
Μετάφραση Αποστολάκη, ό.π.
26
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, ό.π., σ. 586

6
Ben Petre

σταμάτησα στα πόδια ενός γιγαντιαίου βράχου, που υψωνότανε μπροστά μου σε
μορφή πυραμίδας. Τότε μούρθε η ιδέα αυτή.
Αν γυρίσω λίγους μήνες πιο μπροστά απ’ αυτή την ημέρα, ανακαλύπτω σαν
προδρομικό σύμπτωμα του γεγονότος αυτού, μια αιφνίδια μεταβολή, βαθειά και
τελειωτική, που γίνηκε στις διαθέσεις μου, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά τη μουσική»27.
Εδώ, σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα οράματα, η αποκάλυψη προμηνύεται από μια εσωτερική
αλλαγή διάθεσης, και δεν σχετίζεται ρητά με το ξεπέρασμα αρνητικών συναισθημάτων. Επιπλέον, η
συνολική περιγραφή της εμπειρίας από το Νίτσε είναι πολύ σύντομη -μόλις υπερβαίνει τις 100
λέξεις- ενώ τόσο στον Carlyle όσο και στον Καζαντζάκη έχουμε κείμενα περίπου πενταπλάσιας
έκτασης, με λεπτομερή λογοτεχνικού τύπου περιγραφή του περιβάλλοντος μαζί με αναφορές στην
ψυχική και σωματική κατάσταση του αφηγητή αμέσως πριν και μετά το όραμα. Αντίθετα, παρά την
έξαρση της φράσης «6000 πόδια περ’ από τον άνθρωπο και το χρόνο», τελικά ο Νίτσε υποβιβάζει
την υπερφυσική διάστασή της συνολικής εμπειρίας, λέγοντας απλά με μια φράση ότι του ήρθε μια
ιδέα.

Με την σύντομη παράθεση και εξέταση των παραπάνω χωρίων, δεν επιχειρώ βέβαια να ακυρώσω
τις όποιες ομοιότητες ανάμεσα στο όραμα του Καζαντζάκη και εκείνο του Nietzsche. Άλλωστε, ο
ίδιος ο Κρητικός επέλεξε να υπογραμμίσει την πνευματική του συγγένεια με τον Γερμανό φιλόσοφο,
και όχι με τον Σκωτσέζο. Αλλά, προτείνοντας την παράλληλη ανάγνωση του οράματος στο έργο του
Carlyle, υποστηρίζω ότι η έρευνα για τις πιθανές επιρροές στον Καζαντζάκη οφείλει να κινηθεί πέρα
από τις δηλώσεις του συγγραφέα στο δημοσιευμένο έργο του. Σημαντική συμβολή προς αυτή την
κατεύθυνση μπορούν να προσφέρουν τα άφθονα υλικά τεκμήρια του βίου του συγγραφέα που
φυλάσσονται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης και φυσικά στο Μουσείο Καζαντζάκη, τα οποία
παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητα από τους μελετητές.

27 Φρ. Νίτσε, Ιδέ ο άνθρωπος [Ecce homo], μετ. Ξεν. Ι Καρακάλος, Αθήνα, εκδ. Μαρή 1949, σ. 11.

You might also like