You are on page 1of 15

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ. ΘΕΙΑ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ


ΒΟΥΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΟΥ»

ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΥΣΤΡΙΩΤΗ

ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΑΝΔΡΕΑΣ Ι. ΒΟΣΚΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2014

1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια πολύ συνοπτική, ειδικά σε

σχέση με την ευρύτητα του θέματος και την εκτενή σχετική βιβλιογραφία,

εξέταση για τα όρια της ανθρώπινης μοίρας, της θείας επέμβασης και της

ανθρώπινης βούλησης στον Όμηρο και στην Αρχαϊκή Επική ποίηση της

Κύπρου.

Οι βασικοί άξονες είναι η βουλὴ, η ἄτη, η μοῖρα και ο ρόλος τους στη

διαμόρφωση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Το μεταφυσικό αυτό ζήτημα

έμελλε να απασχολήσει τους πνευματικούς ανθρώπους σε όλη την

αρχαιότητα, ώστε θεωρήθηκε σωστό να συμπεριληφθούν στην εργασία

ενδεικτικά ένα κυπριακό επίγραμμα και ο ορισμός της εἱμαρμένης κατά

τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, φανερώνοντας το μέγεθος του προβληματισμού, ο

οποίος ξέφυγε από τα όρια του ελλαδικού χώρου. Ας μην λησμονηθεί ότι

παραμένει επίκαιρος, καθώς παρατηρείται στην σύγχρονη εποχή μια

αντιφατική στάση απέναντι στην ανθρώπινη βούληση: άραγε ο κάθε

άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του ή ελέγχεται από ένα

προκαθορισμένο σύστημα φτιαγμένο με τους όρους των ισχυρών;

Οι απαντήσεις στα πολύπλοκα αυτά ζητήματα δεν είναι οριστικές,

αλλά θα γίνει απόπειρα να δοθούν σε αδρές γραμμές τα πιστεύω των

αρχαίων, κυρίως βάσει των συμπερασμάτων που μπορούν να εξαχθούν

από τα Ομηρικά έπη. Τα αποσπάσματα παρατίθενται σε παράρτημα με

τη σειρά κατά την οποία συζητούνται στην εργασία. Λόγω της μεγάλης

έκτασης του θέματος, εξ ανάγκης θα σχολιασθούν μόνο τα

αποσπάσματα που είχαν χρησιμοποιηθεί και στην ομιλία.

2
ΒΟΥΛΗ

Το ζήτημα της βουλῆς τίθεται με ενδιαφέροντα τρόπο στα προοίμια

των Κυπρίων Επών και της Ιλιάδας με τη φράση: Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλὴ

(απ. 1, 2 του παραρτήματος). Βρίσκεται, μάλιστα, σε θέση κλεισίματος,

χαρίζοντας περαιτέρω βαρύτητα και διαμορφώνοντας το κλίμα για τη

συνέχεια.

Εν τούτοις, η βουλή του Δία στα Κύπρια συνίστατο στην

ανακούφιση της Γης από το βάρος των ασεβών ανθρώπων, ώστε έστησε

τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ στην Ιλιάδα η πρόθεση του Δία ήταν να τιμηθεί ο

Αχιλλέας μετά την προσβολή που υπέστη, με αποτέλεσμα να νικούν οι

Τρώες.1 Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, φαίνεται ότι τα προαναφερθέντα

γεγονότα δεν προέκυψαν αποκλειστικά από τη βουλή του Δία, καθώς οι

άνθρωποι με τη θέλησή τους επιβάρυναν τη Γη, ενώ στην Ιλιάδα, ο ίδιος ο

Αχιλλέας, μέσω της Θέτιδας, ζήτησε να τιμωρηθούν οι Αχαιοί, λόγω της

συμπεριφοράς του Αγαμέμνονα.

Στην Οδύσσεια, και ειδικά στη Νέκυια, φανερώνεται πως δεν είναι

μόνο η βουλή του Δία, αλλά των θεών συλλήβδην (απ. 3). Οι θεοί

θεωρούνται υπεύθυνοι για την κατάληξη του Οιδίποδα, αφού εκείνος

σκότωσε τον πατέρα του χωρίς να το γνωρίζει, στη συνέχεια παντρεύτηκε

τη μητέρα του και όταν μαθαίνει την αλήθεια αυτοτυφλώνεται. Από την

ανίερη αυτή ένωση προκύπτει ο καταραμένος οίκος των Λαβδακιδών.

Κυβέρνησε με πολλά δεινά στην πλάτη του. Ίσως ο μόνος σημαντικός

παράγοντας ανθρώπινης βούλησης που υπήρξε από μέρους του ήταν ότι,

1 Βοσκός, Α. Ι. (2008β) Αρχαία Κυπριακή Γραμματεία 1: Ποίηση Επική, Λυρική, Δραματική,


Λευκωσία: Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, 370

3
παρά τις προειδοποιήσεις, έφυγε, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε συμπλοκή

με τον Λάιο και να τον σκοτώσει.

Ενώ γίνεται αναφορά στην τύχη του Αγαμέμνονα, επισημαίνεται

ότι οι θεοί βάζουν τεχνάσματα στο μυαλό των γυναικών (απ. 4). Δεν

αναιρείται, όμως, το γεγονός ότι στον φόνο του Αγαμέμνονα η ελεύθερη

βούληση της Κλυταιμήστρας διαδραμάτισε τον σπουδαιότερο ρόλο σε

συνδυασμό με την επιλογή του Αιγίσθου να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις,

όπως θα συζητηθεί στο κεφάλαιο περί μοίρας.

ΑΤΗ

Ο όρος αυτός θα εξεταστεί κυρίως υπό το πρίσμα της τύφλωσης του

νου που οδηγεί σε σφάλμα. Επηρεάζει έντονα την εξέλιξη της πλοκής, με

δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για αυτόν που την υφίσταται, αλλά και

για όσους εξαρτώνται από αυτόν.2

Στην Α ραψωδία (απ. 5), ο Αγαμέμνονας φέρεται αλαζονικά στον

Χρύση, περιφρονώντας το γεγονός ότι είναι ικέτης και ιερέας του

Απόλλωνα, όταν του ζητά να του επιστρέψει την κόρη του Χρυσηίδα. Οι

Αχαιοί πλήρωσαν το κρίμα του αρχιστράτηγού τους με θεόσταλτη νόσο

και την μῆνιν του Αχιλλέα, η οποία προκλήθηκε από την απαίτηση του

Αγαμέμνονα να του δώσει την Βρησηίδα. Στην Ι και την Τ ραψωδία (απ. 6,

7), όμως, επαναλαμβάνεται το ρήμα ἀασάμην. Παραδέχεται το σφάλμα

του, αλλά φαίνεται να μην ομολογεί πως το διέπραξε, καθώς η τύφλωση

του νου θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απλή δικαιολογία, ενώ ούτε η ίδια

η φωνή του ρήματος, ούτε και η επισήμανση πως ο Δίας δεν γλίτωσε από

την ἄτη βοηθούν να δοθεί καθαρή απάντηση αν τελικά αναλαμβάνει την

ευθύνη ο αρχιστράτηγος των Αχαιών.

2 Yamagata, N. (1994) Homeric Morality, Leiden: E. J. Brill, 50-51

4
Ο Φοίνικας, θέλοντας να προστατέψει τον Αχιλλέα, του παραθέτει

την αλληγορία των Λιτών και της Άτης (απ. 8), εφιστώντας του την

προσοχή πως αν δεν υποχωρήσει στις ικεσίες, θα πέσει σε σφάλματα.

Ήδη, όμως, είναι αργά: όχι μόνο ο Αχιλλέας δεν δέχεται τις ικεσίες (απ. 9),

αλλά και θεωρεί το παράδειγμα του Μελεάγρου προς μίμηση, και όχι

προς αποφυγή όπως στόχευε ο παιδαγωγός του. Παρά τις

προειδοποιήσεις αυτές, όμως, ας επισημανθεί ότι ο Αχιλλέας δεν

υφίσταται άμεσες συνέπειες από ἄτη δική του, αλλά από την μῆνιν του, η

οποία προκλήθηκε από την ἄτη του Αγαμέμνονα.3

Στην Π της Ιλιάδας (απ. 10), ο Πάτροκλος τυφλώνεται από την ἄτη

παρακούοντας την εντολή του Αχιλλέα να μην επιδιώξει να κάνει

ανδραγαθήματα και να γυρίσει πίσω εγκαίρως. Αν και ο Δίας του έβαλε

στο νου να ξεπεράσει τα όριά του, ο ίδιος δεν σταματούσε μέχρι να τον

ακινητοποιήσει ο Απόλλωνας, να τον χτυπήσει ο Εύφορβος και να τον

αποτελειώσει ο Έκτορας. Δεν είναι τυχαίο που χαρακτηρίζεται νήπιος από

τον αφηγητή, καθώς πέφτει σε σφάλματα καταστροφικά, επιδιώκοντας

τον θάνατό του.

Στην Οδύσσεια (απ. 11), νήπιοι χαρακτηρίζονται οι σύντροφοι του

Οδυσσέως, οι οποίοι τόλμησαν να φάνε τα βόδια του Ήλιου,4 όταν ο ίδιος,

χτυπημένος από μία ἄτη αποκοιμήθηκε (απ. 12). Στη χ ραψωδία (απ. 13), η

λέξη ἀάατος για το βέλος του Οδυσσέως φανερώνει την ἄτη των

μνηστήρων, και ότι αυτό αποτελεί τιμωρό. Πιθανόν να μη γινόταν η

μνηστηροφονία αν δεν είχε θελήσει ο Οδυσσέας να γυρίσει πίσω ή οι

μνηστήρες δεν περιφρονούσαν τις προειδοποιήσεις των θεών (απ. 14).

3 Yamagata (1994): 60

4 Strauss-Clay, J. (1983) The wrath of Athena: Gods and Men in the Odyssey, Princeton University
Press, 34

5
ΜΟΙΡΑ

Το θέμα της μοίρας αποτελεί αντικείμενο ενός προβληματισμού

που συνεχίζεται ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, εξ ου και θα γίνει

αρκετά περιορισμένη παρουσίασή του. Στα Ομηρικά συμφραζόμενα

παρουσιάζεται κυρίως με τους όρους αἶσα και κὴρ, και με παράγωγα του

ρήματος μείρομαι. Πρόκειται για το μερίδιο που έχει κάποιος, από το

οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Αν τολμήσει να το ξεπεράσει, οι συνέπειες

είναι ολέθριες.5

Στον μεγάλο Ύμνο εις Αφροδίτην, η θεά τόλμησε να προκαλέσει

έρωτα για θνητούς και θνητές, ακόμα και στον ίδιο τον Δία (απ. 15), και

έτσι αποφασίζει να την τιμωρήσει, βάζοντάς της ἄτη σαν εκείνη που

υπαινίσσεται ο Αγαμέμνονας στην Τ ραψωδία.6 Ερωτεύεται τον θνητό

Αγχίση και τον ξεγελά παρουσιαζόμενη ως παρθένα (απ. 16). Μετά την

ένωσή τους (απ. 17), όμως, γίνονται έντονα αντιληπτά τα όρια της μοίρας

του καθενός: ενώ η Αφροδίτη είναι αθάνατη, τον Αγχίση θα τον

περιβάλλει το γήρας, αλλιώς θα είχε την τύχη του Γανυμήδη ή του

Τιθωνού, γεγονός που θα διασάλευε ακόμα περισσότερο τις τάξεις των

θεών.7 Το παιδί ονομάστηκε Αινείας από το αἰνόν ἄχος της μητέρας του

(απ. 18), αλλά θα έχει καλή μοίρα, καθώς θα ανατραφεί από Νύμφες και

θα συνεχίσει το γένος των Τρώων (απ. 19), αλλά ο Αγχίσης δεν πρέπει να

αναφερθεί στη θεϊκή μητρότητα του γιου του (απ. 20). Πράγματι ο

Αινείας, σώζοντας τον πατέρα και τον γιο του, κέρδισε το εφαλτήριο να

5 Bianchi, U. (1953) ΔΙΟΣ ΑΙΣΑ: Destino, uomini, divinita nell’epos nelle Teogonie e nel culto dei
Greci, Roma: Angelo Signorelli, 10-12.

6 ΑΚυΓ1β: 430

7 ΑΚυΓ1β: 457

6
δημιουργήσει νέα ζωή μέσα από τις στάχτες ενός ξεκληρισμένου λαού. Η

ευσέβειά του, όμως, ήταν αυτή που διασφάλισε την πορεία του.

Στην Ιλιάδα, δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική, αλλά και πιο

περίπλοκη περίπτωση περί μοίρας από αυτήν στην ραψωδία Π. Ο Δίας

αναρωτιέται μέχρι και την τελευταία στιγμή αν πρέπει να παρέμβει και

να σώσει το γιο του Σαρπηδόνα, αλλά η Ήρα τον συνετίζει και του τονίζει

ότι κοινή μοίρα για τους θνητούς είναι ο θάνατος και δεν έχουν δικαίωμα

να το αποτρέψουν (απ. 21), καθώς ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον

αἴσῃ, όπως θα διατυπωθεί και στην περίπτωση του Έκτορα, τον οποίο

λυπάται πριν σκοτωθεί και συληθεί. Επίσης αν τολμούσε κάτι τέτοιο, θα

ήθελαν μετά και οι άλλοι θεοί να σωθούν οι ευνοούμενοί τους. Δε θα ήταν

αβάσιμη μια τέτοια σκέψη της Ήρας, έχοντας υπ’ όψιν πως ο Άρης

επιθυμούσε να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του Ασκαλάφου και

χρειάστηκε να συνετιστεί από την Αθηνά (απ. 22). Στη συνέχεια, ο

Απόλλωνας επενέβη γιατί ο Πάτροκλος πήγε να κυριεύσει την Τροία,

αντίθετα με την αἶσα (απ. 23). Αν εκείνος ή ο Αχιλλέας κατάφερναν τον

σκοπό τους, θα διασαλευόταν η κοσμική τάξη.

Στην Οδύσσεια δίνεται νέο νόημα στις λέξεις μοῖρα και αἶσα. Η

μοίρα φαίνεται πως δηλώνει το μέρος και έτσι έχει πολλές φορές

ποσοτική έννοια, ενώ η αἶσα έχει περισσότερο την σημασία του

απροσδόκητου και αναπόφευκτου γεγονότος. Στην ε ραψωδία, ενώ ήταν

της μοίρας του Οδυσσέως να γυρίσει πίσω, κατέστη απαραίτητη η

παρέμβαση της Αθηνάς (απ. 24), ώστε να σταλεί ο Ερμής και να

παραινέσει την Καλυψώ να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει (απ. 25), και

έτσι εκείνη δεν εκπληρώνει την θέλησή της να καταστήσει τον Οδυσσέα

αθάνατο, γεγονός που θα αντετίθετο στη μοίρα. Εδώ συμπίπτουν το

θέλημα της μοίρας (απ. 26) και η θέληση του Οδυσσέα (απ. 27).

7
Στη Νέκυια, στη φράση αἶσα κακὴ συναντάται η νέα της σημασία

ως ενός κακού, τυχαίου και απρόβλεπτου γεγονότος (απ. 28) ενώ η λέξη

δίκη στα λόγια της μάνας του Οδυσσέα υποδηλώνει ότι αυτό που

καθορίζεται στα πλαίσια της μοίρας θεωρείται το δίκαιο (απ. 29). Στην α

ραψωδία, τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα, με τον Δία να αναφέρεται

στην περίπτωση του Αιγίσθου που τόλμησε να πάει ὑπὲρ μόρον. Με το

παράπονό του τονίζει πως οι θεοί προειδοποιούν τους ανθρώπους, αλλά

δεν τους αποτρέπουν από το να κάνουν το κακό, και έτσι οι θνητοί

τιμωρούνται επάξια (απ. 30). Αυτός ο ρόλος των θεών έχει σημασία στην

περίπτωση του Οδυσσέως, ο οποίος, αν και ήταν πεπρωμένο του να

γυρίσει πίσω, επέσυρε την οργή του Ποσειδώνος τυφλώνοντας τον

Πολύφημο, με αποτέλεσμα να δυσχεράνει τη θέση του μέσω της επιλογής

του αυτής (απ. 31).8

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μέσα από τη συνοπτική εξέταση των όρων αυτών φαίνεται πως η

βουλή κινείται στα θεϊκά πλαίσια, η ἄτη περισσότερο στα ανθρώπινα, και

η μοίρα αποτελεί ανεξάρτητη δύναμη. Εν τούτοις, βουλὴ έχουν και οι

άνθρωποι, η ἄτη χτυπά ακόμα και θεούς, ενώ η μοίρα μπορεί να θεωρηθεί

πολλές φορές φρόνημα του Δία,9 όπως μπορεί να φανεί από τη σκέψη του

Δία να σώσει τον Σαρπηδόνα, καθώς αυτό σημαίνει ότι μάλλον είχε τη

δυνατότητα να το κάνει. Οι θεοί γνωρίζουν τη μοίρα, αλλά φοβούνται να

την ταράξουν, καθώς έτσι θα διασαλευθεί η τάξη του κόσμου, βάσει της

οποίας οι θεοί του Ολύμπου είναι κυρίαρχοι.10

8 Yamagata 34.

9 Pierris, A. L. (1996) “The Origin of Stoic Fatalism” στο Chypre et les origines du Stoicisme: actes
du colloque Paris 12-13 mai 1995, Publications du Centre Culturel Hellenique de Paris, 21-30.

10 Clay 156, Yamagata 116.

8
Παρά τις όποιες ασάφειες, είναι ξεκάθαρο πως ο κάθε άνθρωπος

είχε ορισμένα πλαίσια για να κινηθεί, ώστε να μην επισύρει την οργή ή

τον φθόνο των θεών. Έπρεπε να επιλέξει τις κατάλληλες πράξεις, ώστε

να μην επιδιώκει το αδύνατο ή το καταστροφικό. Το ενδιαφέρον είναι πως

στην Οδύσσεια η ανθρώπινη βούληση τίθεται περισσότερο στο

προσκήνιο. Όμως, όπως παρατηρείται στα Κυπριακά επιγράμματα, με τη

χαρακτηριστική φράση ἀλ(λ)’ ἔτυχ’ ἀ χείρ, προφανώς του Δία,11 (απ. 32)

και τη φιλοσοφία του Ζήνωνος (απ. 33), η μοίρα αποκτά ανανεωμένη θέση

μέσω του Στωικισμού, υπογραμμίζοντας την πλήρη αδυναμία των

ανθρώπων έναντι των θεών. Μετατρέπεται σε αιτιοκρατία και αποκτά το

όνομα εἱμαρμένη, ένας όρος που παράγεται από το απρόσωπο ρήμα

εἵμαρται που δηλώνει πως κάτι είναι γραμμένο. Πρόκειται για την «αιτία

που συμπλέκει σε ειρμό τα όντα ή λόγος σύμφωνα με τον οποίο κινείται

σε τάξη ο κόσμος», και μάλιστα για καλό σκοπό. Δεν είναι τυχαίο που οι

στωικοί πίστευαν στη μαντική για να μάθουν αυτήν την τάξη του κόσμου,

όπως έκαναν και οι αρχαιότεροι για την μοῖρα.12

Τόσο τα Ομηρικά Έπη, όσο και η Αρχαϊκή Επική Ποίηση της

Κύπρου δίνουν τροφή σε ιδιαίτερους προβληματισμούς πώς οι αρχαίοι

πνευματικοί άνθρωποι διαχειρίστηκαν ένα τέτοιο μεταφυσικό θέμα, τη

στιγμή που στη σύγχρονη εποχή θεωρείται, ιδιαίτερα στις Δυτικές

κοινωνίες, αυτονόητη η σημασία της ανθρώπινης βούλησης, και

παρατηρείται μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντι στους παράγοντες Θεός

και μοίρα. Το σίγουρο είναι ότι ακόμα και στην κυριαρχούμενη από τον

11 Βοσκός, Α. Ι. (1997) Αρχαία Κυπριακή Γραμματεία 2: Επίγραμμα, Λευκωσία: Ίδρυμα


Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, 218-219

12 Μιχαηλίδης, Κ. Π. (1999) Αρχαία Κυπριακή Γραμματεία 5: Φιλοσοφία, Ζήνων ο Κιτιεύς,


Λευκωσία: Αναστάσιος Γ. Λεβέντης: 315

9
ατομισμό εποχή, το ζήτημα της μοίρας και της βούλησης θα συνεχίσει να

απασχολεί το ανθρώπινο είδος για όσο ακόμα υπάρχει.

10
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Χωρία καταγεγραμμένα βάσει του θέματος στο οποίο παρουσιάζονται

ΒΟΥΛΗ

1. F1 (ΑΚυΓ1β):
Σχόλ. Ὁμ. A 5-6
(v. 1) Ἦν ὅτε μυρία φῦλα κατὰ χθόνα πλαζόμεν’ ἀνδρῶν
<ἀσεβίῃ ἐβάρυνε> βαθυστέρνου πλάτος αἴης
Ζεὺς δὲ ἰδὼν ἐλέησε καὶ ἐν πυκιναῖς πραπίδεσσι
σύνθετο κουφίσαι ἀνθρώπων παμβώτορα γαῖαν
(v. 5) ῥιπίσ<σ>ας πολέμου μεγάλην ἔριν Ἰλιακοῖο,
ὄφρα κενώσειεν θανάτῳ βάρος∙ οἱ δ’ ἐνὶ Τροίῃ
ἥρωες κτείνοντο∙ Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή.

2. Α 1-7
Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.

3. λ 275-276
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς

4. λ 436-437
‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
ἐκπάγλως ἤχθηρε γυναικείας διὰ βουλὰς

ἌΤΗ

5. Α 9-12
Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆϊ χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,
οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
Ἀτρεΐδης·

6. Ι 115-120
ὦ γέρον οὔ τι ψεῦδος ἐμὰς ἄτας κατέλεξας·
ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. ἀντί νυ πολλῶν
λαῶν ἐστὶν ἀνὴρ ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ,
ὡς νῦν τοῦτον ἔτισε, δάμασσε δὲ λαὸν Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας,
ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα

7. Τ 85-99
πολλάκι δή μοι τοῦτον Ἀχαιοὶ μῦθον ἔειπον

11
καί τέ με νεικείεσκον· ἐγὼ δ᾽ οὐκ αἴτιός εἰμι,
ἀλλὰ Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς,
οἵ τέ μοι εἰν ἀγορῇ φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην,
ἤματι τῷ ὅτ᾽ Ἀχιλλῆος γέρας αὐτὸς ἀπηύρων.
ἀλλὰ τί κεν ῥέξαιμι; θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ.
πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται,
οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει
πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει
βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· κατὰ δ᾽ οὖν ἕτερόν γε πέδησε.
καὶ γὰρ δή νύ ποτε Ζεὺς ἄσατο, τόν περ ἄριστον
ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀλλ᾽ ἄρα καὶ τὸν
Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν,
ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἔμελλε βίην Ἡρακληείην
Ἀλκμήνη τέξεσθαι ἐϋστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ.

8. Ι 502-512
καὶ γάρ τε λιταί εἰσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο
χωλαί τε ῥυσαί τε παραβλῶπές τ᾽ ὀφθαλμώ,
αἵ ῥά τε καὶ μετόπισθ᾽ ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι
ἣ δ᾽ ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος, οὕνεκα πάσας
πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν
βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· αἳ δ᾽ ἐξακέονται ὀπίσσω.
ὃς μέν τ᾽ αἰδέσεται κούρας Διὸς ἆσσον ἰούσας,
τὸν δὲ μέγ᾽ ὤνησαν καί τ᾽ ἔκλυον εὐχομένοιο·
ὃς δέ κ᾽ ἀνήνηται καί τε στερεῶς ἀποείπῃ,
λίσσονται δ᾽ ἄρα ταί γε Δία Κρονίωνα κιοῦσαι
τῷ ἄτην ἅμ᾽ ἕπεσθαι, ἵνα βλαφθεὶς ἀποτίσῃ

9. Ι 650-655
οὐ γὰρ πρὶν πολέμοιο μεδήσομαι αἱματόεντος
πρίν γ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος Ἕκτορα δῖον
Μυρμιδόνων ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθαι
κτείνοντ᾽ Ἀργείους, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας.
ἀμφὶ δέ τοι τῇ ἐμῇ κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
Ἕκτορα καὶ μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω

10. Π 684-693
Πάτροκλος δ᾽ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας
Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε, καὶ μέγ᾽ ἀάσθη
νήπιος· εἰ δὲ ἔπος Πηληϊάδαο φύλαξεν
ἦ τ᾽ ἂν ὑπέκφυγε κῆρα κακὴν μέλανος θανάτοιο.
ἀλλ᾽ αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέ περ ἀνδρῶν·
ὅς τε καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ καὶ ἀφείλετο νίκην
ῥηϊδίως, ὅτε δ᾽ αὐτὸς ἐποτρύνῃσι μάχεσθαι·
ὅς οἱ καὶ τότε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἀνῆκεν.
ἔνθα τίνα πρῶτον τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξας
Πατρόκλεις, ὅτε δή σε θεοὶ θάνατον δὲ κάλεσσαν;

11. α 1-9
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·

12
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ

12. μ 371-373
Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
ἦ με μάλ᾿ εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέι ὕπνῳ.
οἱ δ᾿ ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο μένοντες.

13. χ 5-8
«οὖτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται∙
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἁπόλλων.»
Ἦ καὶ ἐπ’ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν

14. α 158-162
ξεῖνε φίλ᾽, ἦ καὶ μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;
τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,
ῥεῖ᾽, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ᾽ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ
κείμεν᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει

ΜΟΙΡΑ, ΑΙΣΑ, ΚΗΡ

15. Υ1 εἰς Ἀφροδίτην 36-37


καί τε παρὲκ Ζηνὸς νόον ἤγαγε τερπικεραύνου,
ὅς τε μέγιστός τ᾿ ἐστί, μεγίστης τ᾿ ἔμμορε τιμῆς∙

16. 45-52
Τῇ δὲ καὶ αὐτῇ Ζεὺς γλυκὺν ἵμερον ἔμβαλε θυμῷ
ἀνδρὶ καταθνητῷ μιχθήμεναι, ὄφρα τάχιστα
μηδ᾿ αὐτὴ βροτέης εὐνῆς ἀποεργμένη εἴη
καί ποτ᾿ ἐπευξαμένη εἴπῃ μετὰ πᾶσι θεοῖσιν
ἡδὺ γελοιήσασα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη
ὥς ῥα θεοὺς συνέμιξε καταθνητῇσι γυναιξὶ
καί τε καταθνητοὺς υἱεῖς τέκον ἀθανάτοισιν,
ὥς τε θεὰς ἀνέμιξε καταθνητοῖς ἀνθρώποις.

17. 166-167
ὁ δ᾿ ἔπειτα θεῶν ἰότητι καὶ αἴσῃ
ἀθανάτῃ παρέλεκτο θεᾷ βροτός, οὐ σάφα εἰδώς.

18. 196-199
σοὶ δ᾿ ἔσται φίλος υἱὸς ὃς ἐν Τρώεσσιν ἀνάξει
καὶ παῖδες παίδεσσι διαμπερὲς ἐκγεγάονται∙
τῷ δὲ καὶ Αἰνείας ὄνομ᾿ ἔσσεται οὕνεκά μ᾿ αἰνὸν
ἔσχεν ἄχος ἕνεκα βροτοῦ ἀνέρος ἔμπεσον εὐνῇ∙

19. 273-277
αἱ μὲν ἐμὸν θρέψουσι παρὰ σφίσιν υἱὸν ἔχουσαι.

13
τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτον ἕλῃ πολυήρατος ἥβη
ἄξουσίν σοι δεῦρο θεαί, δείξουσί τε παῖδα∙
σοὶ δ᾿ ἐγώ, ὄφρα <κε> ταῦτα μετὰ φρεσὶ πάντα διέλθω,
ἐς πέμπτον ἔτος αὖτις ἐλεύσομαι υἱὸν ἄγουσα.

20. 286-288
εἰ δέ κεν ἐξείπῃς καὶ ἐπεύξεαι ἄφρονι θυμῷ
ἐν φιλότητι μιγῆναι ἐϋστεφάνῳ Κυθερείῃ,
Ζεύς σε χολωσάμενος βαλέει ψολόεντι κεραυνῷ

21. Π 439-441
αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ
ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι;

22. Ο 139-141
ἤδη γάρ τις τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων
ἢ πέφατ᾽, ἢ καὶ ἔπειτα πεφήσεται· ἀργαλέον δὲ
πάντων ἀνθρώπων ῥῦσθαι γενεήν τε τόκον τε.

23. Π 707-709
χάζεο διογενὲς Πατρόκλεες· οὔ νύ τοι αἶσα
σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων,
οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος, ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων

24. ε 11
ὡς οὔ τις μέμνηται Όδυσσῆος θείοιο

25. ε 112-114
τὸν νῦν σ᾽ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα·
οὐ γάρ οἱ τῇδ᾽ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ᾽ ἔτι οἱ μοῖρ᾽ ἐστὶ φίλους τ᾽ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι

26. ε 203-207
διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾽ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι

27. ε 151-153
τὸν δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον∙ οὐδέ ποτ’ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.

28. λ 61
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος.

29. λ 218
ἀλλ᾿ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν

30. α 32-43
«ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται:

14
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾿ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾿ ἔχουσιν,
ἡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρείδαο
γῆμ᾿ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾿ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργειφόντην,
μήτ᾿ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν:
ὣ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο,
ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
ὣς ἔφαθ᾿ Ἑρμείας, ἀλλ᾿ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ᾿ ἀγαθὰ φρονέων: νῦν δ᾿ ἁθρόα πάντ᾿ ἀπέτισεν.»

31. ι 382-386
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾿ ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν: ἐγὼ δ᾿ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾿ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.

32. Ε6 (ΑΚυΓ2)
Χαίρετε.
Γράσθι, [Fά]ναξ, κὰ(π) πῶθι∙ Fέπο(μ) μέγα μή ποτε Fείσης.
Θεοῖς πόρο ἀθανάτοις ἐρεραμένα πά(ν)τ’ ἀκοράστως.
Οὐ γάρ τι ἐπίσταἱς ἀ(ν)θρώπω θεῷ, άλ(λ)’ ἔτυχ’ ἀ χὴρ
θεῷ κυμερῆναι πά(ν)τα, τὰ ἄ(ν)θρωποι φρονέωἱ.
Χαίρετε.

33. Ζήνων ὁ Κιτιεύς, απ. 171 (ΑΚυΓ5)

Diogenes Laertius 7. 149


…ἔστι δ’ εἱμαρμένη αἰτία τῶν ὄντων εἰρομένη ἢ λόγος καθ’ ὃν ὁ κόσμος
διεξάγεται…

15

You might also like