Professional Documents
Culture Documents
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΑΘΗΝΑ 2014
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
σχέση με την ευρύτητα του θέματος και την εκτενή σχετική βιβλιογραφία,
εξέταση για τα όρια της ανθρώπινης μοίρας, της θείας επέμβασης και της
ανθρώπινης βούλησης στον Όμηρο και στην Αρχαϊκή Επική ποίηση της
Κύπρου.
Οι βασικοί άξονες είναι η βουλὴ, η ἄτη, η μοῖρα και ο ρόλος τους στη
οποίος ξέφυγε από τα όρια του ελλαδικού χώρου. Ας μην λησμονηθεί ότι
τη σειρά κατά την οποία συζητούνται στην εργασία. Λόγω της μεγάλης
2
ΒΟΥΛΗ
των Κυπρίων Επών και της Ιλιάδας με τη φράση: Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλὴ
συνέχεια.
ανακούφιση της Γης από το βάρος των ασεβών ανθρώπων, ώστε έστησε
τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ στην Ιλιάδα η πρόθεση του Δία ήταν να τιμηθεί ο
Στην Οδύσσεια, και ειδικά στη Νέκυια, φανερώνεται πως δεν είναι
μόνο η βουλή του Δία, αλλά των θεών συλλήβδην (απ. 3). Οι θεοί
τη μητέρα του και όταν μαθαίνει την αλήθεια αυτοτυφλώνεται. Από την
παράγοντας ανθρώπινης βούλησης που υπήρξε από μέρους του ήταν ότι,
3
παρά τις προειδοποιήσεις, έφυγε, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε συμπλοκή
ότι οι θεοί βάζουν τεχνάσματα στο μυαλό των γυναικών (απ. 4). Δεν
ΑΤΗ
νου που οδηγεί σε σφάλμα. Επηρεάζει έντονα την εξέλιξη της πλοκής, με
δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για αυτόν που την υφίσταται, αλλά και
Απόλλωνα, όταν του ζητά να του επιστρέψει την κόρη του Χρυσηίδα. Οι
και την μῆνιν του Αχιλλέα, η οποία προκλήθηκε από την απαίτηση του
Αγαμέμνονα να του δώσει την Βρησηίδα. Στην Ι και την Τ ραψωδία (απ. 6,
του νου θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απλή δικαιολογία, ενώ ούτε η ίδια
η φωνή του ρήματος, ούτε και η επισήμανση πως ο Δίας δεν γλίτωσε από
4
Ο Φοίνικας, θέλοντας να προστατέψει τον Αχιλλέα, του παραθέτει
την αλληγορία των Λιτών και της Άτης (απ. 8), εφιστώντας του την
Ήδη, όμως, είναι αργά: όχι μόνο ο Αχιλλέας δεν δέχεται τις ικεσίες (απ. 9),
αλλά και θεωρεί το παράδειγμα του Μελεάγρου προς μίμηση, και όχι
υφίσταται άμεσες συνέπειες από ἄτη δική του, αλλά από την μῆνιν του, η
Στην Π της Ιλιάδας (απ. 10), ο Πάτροκλος τυφλώνεται από την ἄτη
στο νου να ξεπεράσει τα όριά του, ο ίδιος δεν σταματούσε μέχρι να τον
χτυπημένος από μία ἄτη αποκοιμήθηκε (απ. 12). Στη χ ραψωδία (απ. 13), η
λέξη ἀάατος για το βέλος του Οδυσσέως φανερώνει την ἄτη των
3 Yamagata (1994): 60
4 Strauss-Clay, J. (1983) The wrath of Athena: Gods and Men in the Odyssey, Princeton University
Press, 34
5
ΜΟΙΡΑ
παρουσιάζεται κυρίως με τους όρους αἶσα και κὴρ, και με παράγωγα του
είναι ολέθριες.5
έρωτα για θνητούς και θνητές, ακόμα και στον ίδιο τον Δία (απ. 15), και
έτσι αποφασίζει να την τιμωρήσει, βάζοντάς της ἄτη σαν εκείνη που
Αγχίση και τον ξεγελά παρουσιαζόμενη ως παρθένα (απ. 16). Μετά την
ένωσή τους (απ. 17), όμως, γίνονται έντονα αντιληπτά τα όρια της μοίρας
θεών.7 Το παιδί ονομάστηκε Αινείας από το αἰνόν ἄχος της μητέρας του
(απ. 18), αλλά θα έχει καλή μοίρα, καθώς θα ανατραφεί από Νύμφες και
θα συνεχίσει το γένος των Τρώων (απ. 19), αλλά ο Αγχίσης δεν πρέπει να
αναφερθεί στη θεϊκή μητρότητα του γιου του (απ. 20). Πράγματι ο
Αινείας, σώζοντας τον πατέρα και τον γιο του, κέρδισε το εφαλτήριο να
5 Bianchi, U. (1953) ΔΙΟΣ ΑΙΣΑ: Destino, uomini, divinita nell’epos nelle Teogonie e nel culto dei
Greci, Roma: Angelo Signorelli, 10-12.
6 ΑΚυΓ1β: 430
7 ΑΚυΓ1β: 457
6
δημιουργήσει νέα ζωή μέσα από τις στάχτες ενός ξεκληρισμένου λαού. Η
ευσέβειά του, όμως, ήταν αυτή που διασφάλισε την πορεία του.
να σώσει το γιο του Σαρπηδόνα, αλλά η Ήρα τον συνετίζει και του τονίζει
ότι κοινή μοίρα για τους θνητούς είναι ο θάνατος και δεν έχουν δικαίωμα
αἴσῃ, όπως θα διατυπωθεί και στην περίπτωση του Έκτορα, τον οποίο
αβάσιμη μια τέτοια σκέψη της Ήρας, έχοντας υπ’ όψιν πως ο Άρης
Στην Οδύσσεια δίνεται νέο νόημα στις λέξεις μοῖρα και αἶσα. Η
μοίρα φαίνεται πως δηλώνει το μέρος και έτσι έχει πολλές φορές
παραινέσει την Καλυψώ να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει (απ. 25), και
έτσι εκείνη δεν εκπληρώνει την θέλησή της να καταστήσει τον Οδυσσέα
θέλημα της μοίρας (απ. 26) και η θέληση του Οδυσσέα (απ. 27).
7
Στη Νέκυια, στη φράση αἶσα κακὴ συναντάται η νέα της σημασία
ως ενός κακού, τυχαίου και απρόβλεπτου γεγονότος (απ. 28) ενώ η λέξη
δίκη στα λόγια της μάνας του Οδυσσέα υποδηλώνει ότι αυτό που
καθορίζεται στα πλαίσια της μοίρας θεωρείται το δίκαιο (απ. 29). Στην α
τιμωρούνται επάξια (απ. 30). Αυτός ο ρόλος των θεών έχει σημασία στην
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
βουλή κινείται στα θεϊκά πλαίσια, η ἄτη περισσότερο στα ανθρώπινα, και
άνθρωποι, η ἄτη χτυπά ακόμα και θεούς, ενώ η μοίρα μπορεί να θεωρηθεί
πολλές φορές φρόνημα του Δία,9 όπως μπορεί να φανεί από τη σκέψη του
Δία να σώσει τον Σαρπηδόνα, καθώς αυτό σημαίνει ότι μάλλον είχε τη
την ταράξουν, καθώς έτσι θα διασαλευθεί η τάξη του κόσμου, βάσει της
8 Yamagata 34.
9 Pierris, A. L. (1996) “The Origin of Stoic Fatalism” στο Chypre et les origines du Stoicisme: actes
du colloque Paris 12-13 mai 1995, Publications du Centre Culturel Hellenique de Paris, 21-30.
8
Παρά τις όποιες ασάφειες, είναι ξεκάθαρο πως ο κάθε άνθρωπος
είχε ορισμένα πλαίσια για να κινηθεί, ώστε να μην επισύρει την οργή ή
τον φθόνο των θεών. Έπρεπε να επιλέξει τις κατάλληλες πράξεις, ώστε
χαρακτηριστική φράση ἀλ(λ)’ ἔτυχ’ ἀ χείρ, προφανώς του Δία,11 (απ. 32)
και τη φιλοσοφία του Ζήνωνος (απ. 33), η μοίρα αποκτά ανανεωμένη θέση
εἵμαρται που δηλώνει πως κάτι είναι γραμμένο. Πρόκειται για την «αιτία
σε τάξη ο κόσμος», και μάλιστα για καλό σκοπό. Δεν είναι τυχαίο που οι
στωικοί πίστευαν στη μαντική για να μάθουν αυτήν την τάξη του κόσμου,
και μοίρα. Το σίγουρο είναι ότι ακόμα και στην κυριαρχούμενη από τον
9
ατομισμό εποχή, το ζήτημα της μοίρας και της βούλησης θα συνεχίσει να
10
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΒΟΥΛΗ
1. F1 (ΑΚυΓ1β):
Σχόλ. Ὁμ. A 5-6
(v. 1) Ἦν ὅτε μυρία φῦλα κατὰ χθόνα πλαζόμεν’ ἀνδρῶν
<ἀσεβίῃ ἐβάρυνε> βαθυστέρνου πλάτος αἴης
Ζεὺς δὲ ἰδὼν ἐλέησε καὶ ἐν πυκιναῖς πραπίδεσσι
σύνθετο κουφίσαι ἀνθρώπων παμβώτορα γαῖαν
(v. 5) ῥιπίσ<σ>ας πολέμου μεγάλην ἔριν Ἰλιακοῖο,
ὄφρα κενώσειεν θανάτῳ βάρος∙ οἱ δ’ ἐνὶ Τροίῃ
ἥρωες κτείνοντο∙ Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή.
2. Α 1-7
Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.
3. λ 275-276
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς
4. λ 436-437
‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
ἐκπάγλως ἤχθηρε γυναικείας διὰ βουλὰς
ἌΤΗ
5. Α 9-12
Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆϊ χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,
οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
Ἀτρεΐδης·
6. Ι 115-120
ὦ γέρον οὔ τι ψεῦδος ἐμὰς ἄτας κατέλεξας·
ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. ἀντί νυ πολλῶν
λαῶν ἐστὶν ἀνὴρ ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ,
ὡς νῦν τοῦτον ἔτισε, δάμασσε δὲ λαὸν Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας,
ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα
7. Τ 85-99
πολλάκι δή μοι τοῦτον Ἀχαιοὶ μῦθον ἔειπον
11
καί τέ με νεικείεσκον· ἐγὼ δ᾽ οὐκ αἴτιός εἰμι,
ἀλλὰ Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς,
οἵ τέ μοι εἰν ἀγορῇ φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην,
ἤματι τῷ ὅτ᾽ Ἀχιλλῆος γέρας αὐτὸς ἀπηύρων.
ἀλλὰ τί κεν ῥέξαιμι; θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ.
πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται,
οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει
πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει
βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· κατὰ δ᾽ οὖν ἕτερόν γε πέδησε.
καὶ γὰρ δή νύ ποτε Ζεὺς ἄσατο, τόν περ ἄριστον
ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀλλ᾽ ἄρα καὶ τὸν
Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν,
ἤματι τῷ ὅτ᾽ ἔμελλε βίην Ἡρακληείην
Ἀλκμήνη τέξεσθαι ἐϋστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ.
8. Ι 502-512
καὶ γάρ τε λιταί εἰσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο
χωλαί τε ῥυσαί τε παραβλῶπές τ᾽ ὀφθαλμώ,
αἵ ῥά τε καὶ μετόπισθ᾽ ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι
ἣ δ᾽ ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος, οὕνεκα πάσας
πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν
βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους· αἳ δ᾽ ἐξακέονται ὀπίσσω.
ὃς μέν τ᾽ αἰδέσεται κούρας Διὸς ἆσσον ἰούσας,
τὸν δὲ μέγ᾽ ὤνησαν καί τ᾽ ἔκλυον εὐχομένοιο·
ὃς δέ κ᾽ ἀνήνηται καί τε στερεῶς ἀποείπῃ,
λίσσονται δ᾽ ἄρα ταί γε Δία Κρονίωνα κιοῦσαι
τῷ ἄτην ἅμ᾽ ἕπεσθαι, ἵνα βλαφθεὶς ἀποτίσῃ
9. Ι 650-655
οὐ γὰρ πρὶν πολέμοιο μεδήσομαι αἱματόεντος
πρίν γ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος Ἕκτορα δῖον
Μυρμιδόνων ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθαι
κτείνοντ᾽ Ἀργείους, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας.
ἀμφὶ δέ τοι τῇ ἐμῇ κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
Ἕκτορα καὶ μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω
10. Π 684-693
Πάτροκλος δ᾽ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας
Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε, καὶ μέγ᾽ ἀάσθη
νήπιος· εἰ δὲ ἔπος Πηληϊάδαο φύλαξεν
ἦ τ᾽ ἂν ὑπέκφυγε κῆρα κακὴν μέλανος θανάτοιο.
ἀλλ᾽ αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέ περ ἀνδρῶν·
ὅς τε καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ καὶ ἀφείλετο νίκην
ῥηϊδίως, ὅτε δ᾽ αὐτὸς ἐποτρύνῃσι μάχεσθαι·
ὅς οἱ καὶ τότε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἀνῆκεν.
ἔνθα τίνα πρῶτον τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξας
Πατρόκλεις, ὅτε δή σε θεοὶ θάνατον δὲ κάλεσσαν;
11. α 1-9
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
12
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ
12. μ 371-373
Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
ἦ με μάλ᾿ εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέι ὕπνῳ.
οἱ δ᾿ ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο μένοντες.
13. χ 5-8
«οὖτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται∙
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἁπόλλων.»
Ἦ καὶ ἐπ’ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν
14. α 158-162
ξεῖνε φίλ᾽, ἦ καὶ μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;
τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,
ῥεῖ᾽, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ᾽ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ
κείμεν᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει
16. 45-52
Τῇ δὲ καὶ αὐτῇ Ζεὺς γλυκὺν ἵμερον ἔμβαλε θυμῷ
ἀνδρὶ καταθνητῷ μιχθήμεναι, ὄφρα τάχιστα
μηδ᾿ αὐτὴ βροτέης εὐνῆς ἀποεργμένη εἴη
καί ποτ᾿ ἐπευξαμένη εἴπῃ μετὰ πᾶσι θεοῖσιν
ἡδὺ γελοιήσασα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη
ὥς ῥα θεοὺς συνέμιξε καταθνητῇσι γυναιξὶ
καί τε καταθνητοὺς υἱεῖς τέκον ἀθανάτοισιν,
ὥς τε θεὰς ἀνέμιξε καταθνητοῖς ἀνθρώποις.
17. 166-167
ὁ δ᾿ ἔπειτα θεῶν ἰότητι καὶ αἴσῃ
ἀθανάτῃ παρέλεκτο θεᾷ βροτός, οὐ σάφα εἰδώς.
18. 196-199
σοὶ δ᾿ ἔσται φίλος υἱὸς ὃς ἐν Τρώεσσιν ἀνάξει
καὶ παῖδες παίδεσσι διαμπερὲς ἐκγεγάονται∙
τῷ δὲ καὶ Αἰνείας ὄνομ᾿ ἔσσεται οὕνεκά μ᾿ αἰνὸν
ἔσχεν ἄχος ἕνεκα βροτοῦ ἀνέρος ἔμπεσον εὐνῇ∙
19. 273-277
αἱ μὲν ἐμὸν θρέψουσι παρὰ σφίσιν υἱὸν ἔχουσαι.
13
τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτον ἕλῃ πολυήρατος ἥβη
ἄξουσίν σοι δεῦρο θεαί, δείξουσί τε παῖδα∙
σοὶ δ᾿ ἐγώ, ὄφρα <κε> ταῦτα μετὰ φρεσὶ πάντα διέλθω,
ἐς πέμπτον ἔτος αὖτις ἐλεύσομαι υἱὸν ἄγουσα.
20. 286-288
εἰ δέ κεν ἐξείπῃς καὶ ἐπεύξεαι ἄφρονι θυμῷ
ἐν φιλότητι μιγῆναι ἐϋστεφάνῳ Κυθερείῃ,
Ζεύς σε χολωσάμενος βαλέει ψολόεντι κεραυνῷ
21. Π 439-441
αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ
ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι;
22. Ο 139-141
ἤδη γάρ τις τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων
ἢ πέφατ᾽, ἢ καὶ ἔπειτα πεφήσεται· ἀργαλέον δὲ
πάντων ἀνθρώπων ῥῦσθαι γενεήν τε τόκον τε.
23. Π 707-709
χάζεο διογενὲς Πατρόκλεες· οὔ νύ τοι αἶσα
σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων,
οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος, ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων
24. ε 11
ὡς οὔ τις μέμνηται Όδυσσῆος θείοιο
25. ε 112-114
τὸν νῦν σ᾽ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα·
οὐ γάρ οἱ τῇδ᾽ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ᾽ ἔτι οἱ μοῖρ᾽ ἐστὶ φίλους τ᾽ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
26. ε 203-207
διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾽ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι
27. ε 151-153
τὸν δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον∙ οὐδέ ποτ’ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.
28. λ 61
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος.
29. λ 218
ἀλλ᾿ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν
30. α 32-43
«ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται:
14
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾿ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾿ ἔχουσιν,
ἡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρείδαο
γῆμ᾿ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾿ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργειφόντην,
μήτ᾿ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν:
ὣ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο,
ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
ὣς ἔφαθ᾿ Ἑρμείας, ἀλλ᾿ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ᾿ ἀγαθὰ φρονέων: νῦν δ᾿ ἁθρόα πάντ᾿ ἀπέτισεν.»
31. ι 382-386
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾿ ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν: ἐγὼ δ᾿ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ
τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾿ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί.
32. Ε6 (ΑΚυΓ2)
Χαίρετε.
Γράσθι, [Fά]ναξ, κὰ(π) πῶθι∙ Fέπο(μ) μέγα μή ποτε Fείσης.
Θεοῖς πόρο ἀθανάτοις ἐρεραμένα πά(ν)τ’ ἀκοράστως.
Οὐ γάρ τι ἐπίσταἱς ἀ(ν)θρώπω θεῷ, άλ(λ)’ ἔτυχ’ ἀ χὴρ
θεῷ κυμερῆναι πά(ν)τα, τὰ ἄ(ν)θρωποι φρονέωἱ.
Χαίρετε.
15